Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

29
Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη της Αλήθειας. Η εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών από τον Γαλιλαίο ως τον Einstein , μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, β' εκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΠΛΗΡΗΣ ΚΥΚΛΟΣ [...] σελ. 43: Ούτε ο Κοπέρνικος ούτε ο Kepler ξέκοψαν ποτέ με το μαθηματικισμό τους, από τον μεσαιωνικό ή τον μπαρόκ. Ο κόσμος τους ήταν φτιαγμένος σύμφωνα με μια γεωμετρική δομή, όπως μπορεί να είναι ένας καθεδρικός ναός που τον διακοσμούν ταυτόχρονα γλυπτά δαιμόνων και εικόνες αγίων. Αλλά οι πλατωνικές μορφές συνυπήρχαν με αυτά τα γοτθικά εξαμβλώματα του Βορρά, και δεν ήταν πάντα εύκολο να πει κανείς αν ο πλούσιος ανιμιστικός συμβολισμός αναφερόταν στη διακόσμηση ή στη διάρθρωση. Με τον Γαλιλαίο δεν υπάρχει καμιά τέτοια αμφιβολία. Ο πλατωνισμός του ήταν ριζωμένος μάλλον στην αρχιμήδεια παρά στην πυθαγόρεια παράδοση, και η σκέψη και το έργο του έχυσαν στη φύση το καθαρό, λαμπρό φως του ιταλικού κλασικισμού. Το λατινικό δαιμόνιο μιλάει καθαρά και ξάστερα μέσα από τον Γαλιλαίο. Διέθετε την παθιασμένη αντικειμενικότητα του Machiavelli, που λέει ότι οι επιθυμίες δεν έχουν καμιά σημασία – να πώς λειτουργεί ο κόσμος. Πέταξε από το σκελετό του κόσμου τις στιβάδες της αισθαντικότητας, της ευλαβικής ηθικής και των ψυχωφελών κηρυγμάτων, και άφησε ως αντικείμενο της έρευνας τα σκληρά, ίσια κόκαλα της ευκλείδειας διάστασης, τον πλατωνισμό ξασπρισμένο, αποστειρωμένο από τις μυστικιστικές ανακολουθίες του κάτω από τον ήλιο της Τοσκάνης. Ένας πιο μεταρσιωμένος ουμανισμός αντικαθιστά στη φυσική φιλοσοφία του Γαλιλαίου την ανθρωπομορφική συναισθηματικότητα. Στο Διάλογο ο Sargedo απαντά στην κοινή πρόληψη και αποδίδει «στα φυσικά σώματα μεγάλη τιμή και τελειότητα όταν είναι ατάραχα, απαράλλακτα, αναλλοίωτα, κτλ. ενώ, αντίθετα, βλέπω να θεωρούνται ατελή όταν είναι μεταβλητά, δημιουργήσιμα, τροποποιήσιμα κτλ.»: «Όσο πιο πολύ αναλογίζομαι τη ματαιότητα των λαϊκών δοξασιών, τόσο πιο άδειες και απλοϊκές τις βρίσκω. Μπορεί κανείς να φανταστεί μεγαλύτερη ανοησία από το να λέγονται τα διαμάντια, το ασήμι και το χρυσάφι ευγενή, ενώ το χώμα και η λάσπη χυδαία; Δεν συλλογίζονται αυτοί σελ. 44: οι άνθρωποι ότι, αν το χώμα ήταν τόσο σπάνιο όσο τα πολύτιμα πετράδια και μέταλλα, δεν θα υπήρχε βασιλιάς που δεν θα έδινε μετά

description

Φιλοσοφία

Transcript of Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

Page 1: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη της Αλήθειας. Η εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών από τον Γαλιλαίο ως τον Einstein , μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, β' εκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΠΛΗΡΗΣ ΚΥΚΛΟΣ

[...] σελ. 43: Ούτε ο Κοπέρνικος ούτε ο Kepler ξέκοψαν ποτέ με το μαθηματικισμό τους, από τον μεσαιωνικό ή τον μπαρόκ. Ο κόσμος τους ήταν φτιαγμένος σύμφωνα με μια γεωμετρική δομή, όπως μπορεί να είναι ένας καθεδρικός ναός που τον διακοσμούν ταυτόχρονα γλυπτά δαιμόνων και εικόνες αγίων. Αλλά οι πλατωνικές μορφές συνυπήρχαν με αυτά τα γοτθικά εξαμβλώματα του Βορρά, και δεν ήταν πάντα εύκολο να πει κανείς αν ο πλούσιος ανιμιστικός συμβολισμός αναφερόταν στη διακόσμηση ή στη διάρθρωση. Με τον Γαλιλαίο δεν υπάρχει καμιά τέτοια αμφιβολία. Ο πλατωνισμός του ήταν ριζωμένος μάλλον στην αρχιμήδεια παρά στην πυθαγόρεια παράδοση, και η σκέψη και το έργο του έχυσαν στη φύση το καθαρό, λαμπρό φως του ιταλικού κλασικισμού. Το λατινικό δαιμόνιο μιλάει καθαρά και ξάστερα μέσα από τον Γαλιλαίο. Διέθετε την παθιασμένη αντικειμενικότητα του Machiavelli, που λέει ότι οι επιθυμίες δεν έχουν καμιά σημασία – να πώς λειτουργεί ο κόσμος. Πέταξε από το σκελετό του κόσμου τις στιβάδες της αισθαντικότητας, της ευλαβικής ηθικής και των ψυχωφελών κηρυγμάτων, και άφησε ως αντικείμενο της έρευνας τα σκληρά, ίσια κόκαλα της ευκλείδειας διάστασης, τον πλατωνισμό ξασπρισμένο, αποστειρωμένο από τις μυστικιστικές ανακολουθίες του κάτω από τον ήλιο της Τοσκάνης. Ένας πιο μεταρσιωμένος ουμανισμός αντικαθιστά στη φυσική φιλοσοφία του Γαλιλαίου την ανθρωπομορφική συναισθηματικότητα. Στο Διάλογο ο Sargedo απαντά στην κοινή πρόληψη και αποδίδει «στα φυσικά σώματα μεγάλη τιμή και τελειότητα όταν είναι ατάραχα, απαράλλακτα, αναλλοίωτα, κτλ. ενώ, αντίθετα, βλέπω να θεωρούνται ατελή όταν είναι μεταβλητά, δημιουργήσιμα, τροποποιήσιμα κτλ.»: «Όσο πιο πολύ αναλογίζομαι τη ματαιότητα των λαϊκών δοξασιών, τόσο πιο άδειες και απλοϊκές τις βρίσκω. Μπορεί κανείς να φανταστεί μεγαλύτερη ανοησία από το να λέγονται τα διαμάντια, το ασήμι και το χρυσάφι ευγενή, ενώ το χώμα και η λάσπη χυδαία; Δεν συλλογίζονται αυτοί

σελ. 44: οι άνθρωποι ότι, αν το χώμα ήταν τόσο σπάνιο όσο τα πολύτιμα πετράδια και μέταλλα, δεν θα υπήρχε βασιλιάς που δεν θα έδινε μετά

Page 2: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

χαράς ένα σωρό διαμάντια και ρουμπίνια και πολλές πλάκες χρυσάφι για να αποκτήσει τόσο μόνο χώμα όσο φτάνει για να φυτέψει ένα γιασεμί σε μια γλαστρούλα ή για να ριζοβολήσει μέσα του μια μανταρινιά, για να την δει να βλασταίνει, να μεγαλώνει, να πετάει όμορφα φύλλα, μυρωδάτα άνθη και θεσπέσιους καρπούς; Η σπανιότητα και η αφθονία είναι αυτές που κάνουν τους αμόρφωτους να εκτιμούν και να περιφρονούν τα πράγματα, να λένε ότι αυτό το διαμάντι είναι ωραιότατο, γιατί μοιάζει με γάργαρο νερό, κι ας μην το αποχωρίζονται ούτε για δέκα τόνους νερό. Οι άνθρωποι αυτοί που εκθειάζουν τόσο την αφθαρσία, την αμεταβλητότητα κτλ., μιλούν έτσι, νομίζω, εξαιτίας της μεγάλης επιθυμίας τους να ζήσουν πολύ και του φόβου τους για το θάνατο, χωρίς να συλλογίζονται ότι, αν οι άνθρωποι ήταν αθάνατοι, δεν θα ήταν ανάγκη να έρθουν στον κόσμο. Αυτοί οι άνθρωποι αξίζει να αντικρίσουν το κεφάλι μιας Μέδουσας που θα τους μεταμόρφωνε σε αγάλματα από διαμάντι και νεφρίτη, για να γίνουν έτσι τελειότεροι απ’ ό,τι είναι». Και η θέση που πρέσβευε ο Γαλιλαίος σε όλη του τη ζωή συνοψίζεται στο γεγονός ότι έκανε διάκριση ανάμεσα σε πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες των σωμάτων. Όρισε τις πρωτεύουσες ως ιδιότητες ουσιώδεις για τη μετρική περιγραφή – μήκος, πλάτος, βάρος, σχήμα. Οι δευτερεύουσες – χρώμα, γεύση, οσμή, υφή – αποτελούν δικούς μας τρόπους αντίληψης μάλλον παρά πραγματικές ουσίες που ενυπάρχουν στην ύλη. Η διαφορά είναι η αυτή που υπάρχει μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου. Ο Γαλιλαίος (Galileo Galilei) γεννήθηκε στην Πίζα το 1564 και ήταν γιος ενός φλωρεντινού μουσικού. Σπούδασε μαθηματικά και φυσική φιλοσοφία και ανακάλυψε, όπως λέγεται, τον ισοχρονισμό του εκκρεμούς όταν ήταν δεκαεννιά χρονών, παρατηρώντας την αιώρηση του πολυέλαιου στο κεντρικό κλίτος του καθεδρικού ναού. Το 1592 εγκαταστάθηκε στην Πάδουα. Το αναλόγιό του διατηρείται ακόμη σ’ αυτό το πανεπιστήμιο, όπου δίδαξαν ο Βεσάλιος και ο Γαλιλαίος και σπούδασαν ο Κοπέρνικος και ο Harvey, και που περισσότερο δικαιολογημένα από κάθε άλλο πανεπιστήμιο θα μπορούσε να ζητήσει να αναγνωριστεί φυτώριο της σύγχρονης επιστήμης. Η επισήμανση της αποτυχίας της αριστοτελικής θεωρίας για την κίνηση δεν αποτελούσε καινοτομία. Η κινηματική του Γαλιλαίου προήλθε από τη μερτόνεια παράδοση και η δυναμική του από μια συγγενική σχολή του 14ου αιώνα, τη σχολή του Jean Buridan και του Πανεπιστημίου του Πα-

σελ. 45: ρισιού. Δεν ήταν ικανοποιημένοι με τον παραλογισμό μιας εξήγησης που δεχόταν ότι οι βαριές μπάλες του κανονιού πετούν εξαιτίας της πίεσης του αέρα στο αυλάκι της τροχιάς τους. Αυτό έδινε στον αέρα την ικανότητα να αντιστέκεται και ταυτόχρονα να προωθεί. Και αντί γι’ αυτό πρότειναν ως αιτία της κίνησης μια ώθηση (impetus), που

Page 3: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

ασκείται πάνω στο βλήμα. Η αντίληψη αυτή έχει μέσα της κάτι από την έννοια της ορμής (momentum). Η ώθηση μεταβαλλόταν ευθέως ανάλογα με την ταχύτητα και την ποσότητα της πρώτης ύλης. Ωστόσο, μολονότι ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, η θεωρία αυτή αποδείχτηκε ανίκανη να εξαντικειμενίσει την κίνηση. Η ώθηση παρέμεινε μια ενυπάρχουσα ιδιότητα που αναλωνόταν στη διαδικασία που προκαλούσε. Ούτε και οδήγησε σε έναν εννοιολογικό διαχωρισμό ανάμεσα στην κίνηση και στο βλήμα. Εκείνο λοιπόν που ήταν πρωτότυπο ήταν η τελική αντίληψη του Γαλιλαίου για την κίνηση, όχι η κριτική του στον Αριστοτέλη. Η αντίληψη αυτή ήταν μάλιστα τόσο πρωτότυπη ώστε μπορεί να θεωρηθεί ένα από εκείνα τα εξαιρετικά σπάνια συμβάντα, μια αληθινή μετάλλαξη στις ιδέες, μια ρήξη με το παρελθόν. Άλλαξε τη συνείδηση των ανθρώπων για έναν πραγματικό κόσμο που υπάρχει έξω από αυτούς στη φύση. Ο νέος αυτός κόσμος συλλαμβάνεται μάλλον με τη μέτρηση παρά με τη συμπάθεια. Στον κόσμο αυτό είναι δυνατό να δημιουργηθεί μια αρχιμήδεια επιστήμη, όχι όμως της στατικής, που ασχολείται με ακίνητα πράγματα, αλλά της δυναμικής, που μελετά τα κινούμενα πράγματα. Μπορούμε να πούμε με αρκετή βεβαιότητα τι ήταν επαναστατικό στο νόμο του Γαλιλαίου για την πτώση των σωμάτων: Ήταν που αντιμετώπισε το χρόνο ως αφηρημένη παράμετρο ενός καθαρά φυσικού συμβάντος. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει ό,τι δεν είχε κάνει κανένας Έλληνας, να εκφράσει δηλαδή ποσοτικά την κίνηση με αριθμούς. Ο Γαλιλαίος πέρασε είκοσι χρόνια παλεύοντας με το πρόβλημα, μέχρι να απελευθερωθεί από το φυσικό βιολογικό ένστικτο του ανθρώπου ότι ο χρόνος είναι αυτό που ζει και γερνάει. Μέχρι τον Γαλιλαίο, ο χρόνος ξέφευγε από την επιστημονική ανάλυση. Ο χαρακτήρας του χώρου ως διάστασης είναι φανερός σε ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο αφαίρεσης. Ξανά και ξανά ο Γαλιλαίος προσπάθησε να βρει μια γενική έκφραση της ταχύτητας ενός σώματος σε συνάρτηση με την απόσταση που διέσχιζε. Και πάντοτε αποτύγχανε. Τελικά εξέφρασε την ταχύτητα σε συνάρτηση με το χρόνο της πτώσης, και αυτή τη φορά πέτυχε. Αλλά πόσο δύσκολη ήταν αυτή η ιδέα. Η σημασία αυτής της αντίληψης είναι αόρατη για μας, εξαιτίας ακριβώς της επιτυχίας της. Χάρη στον Γαλιλαίο, όλοι μας είμαστε αναγκασμένοι να εί-

σελ. 46: μαστε φυσικοί ως ένα βαθμό, καθώς η αντίληψη αυτή μας έχει γίνει απλή συνείδηση. Η μοίρα των επιστημονικών καινοτομιών ήταν ανέκαθεν να χάνονται στη μουντή ατμόσφαιρα του κοινού νου, και η φαντασία μας πρέπει να καταβάλει προσπάθεια για να ανατρέξει στον σχολαστικό ορισμό της κίνησης. Η ίδια αυτή η ανάγκη μπορεί να θεωρηθεί μέτρο του επιτεύγματος του Γαλιλαίου. Η ιστορία, στο κάτω κάτω, είναι ευκολότερη από την ανακάλυψη. Η επιστροφή στον Αριστοτέλη σημαίνει μετακίνηση σε έναν κόσμο ανθρώπινων

Page 4: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

συνειρμών και (στο σχολαστικισμό) θρησκευτικής παρηγοριάς. Αυτό απαιτεί μόνον υπομονή και τακτ, ενώ το να κοιτάξει κανείς πιο πέρα από την Αναγέννηση στον κόσμο του Γαλιλαίου ισοδυναμούσε με το να βρεθεί ολομόναχος ατενίζοντας μια φύση απογυμνωμένη από κάθε συμπάθεια και ανθρώπινες συσχετίσεις. Κάτι τέτοιο απαιτούσε κουράγιο και δύναμη αφηρημένης σκέψης, ένα συνδυασμό που, όντως ένα από τα μεγαλύτερα χαρίσματα, χαρακτηρίζει μόνο μερικές πολύ σπάνιες ιδιοσυγκρασίες. Γιατί το συναίσθημα εξεγείρεται ενάντια στην ιδέα ότι η φύση διορίζει τον φυσικό φιλόσοφο. Αυτό σημαίνει ότι η επιστημονική επικοινωνία πρέπει να γίνεται στη γλώσσα των μαθηματικών (με το μέτρο της ποσότητας), στην οποία δεν υπάρχουν όροι για το καλό και το κακό, το φιλάνθρωπο και το απάνθρωπο· και ότι η επιστήμη πρέπει να εγκαταλείψει τη γλώσσα της βούλησης, του σκοπού και της ελπίδας – να την εγκαταλείψει ή να την μετουσιώσει ή να την φτωχύνει, μετατρέποντας λόγου χάρη τη δύναμη από προσωπική ισχύ σε γινόμενο της μάζας επί την επιτάχυνση. Για τον ιστορικό της επιστήμης έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους ανθρώπους των γραμμάτων έγραψε σχετικά με αυτό το θέμα. Αναφέραμε ήδη τους Υπνοβάτες του Arthur Koestler. Σε κανένα άλλο βιβλίο ο Κοπέρνικος και ο Kepler δεν ξαναζωντανεύουν τόσο όσο σ’ αυτό. Άλλωστε, ο συγγραφέας του κατέβαλε περισσότερη προσπάθεια για να αφομοιώσει τα κείμενα από όση έκαναν πολλοί επαγγελματίες μελετητές που έγραψαν για την επιστημονική επανάσταση. Και δεν πρέπει να θεωρηθεί υποβάθμιση αυτού του σημαντικού έργου, αν ο ιστορικός της επιστήμης το δει ως σύμπτωμα του κλονισμού που έπαθε η φιλολογική διανόηση από την επιστήμη. Είναι μια περίπτωση που θα έπρεπε να απασχολήσει τον επιστήμονα και τον παιδαγωγό, που καλά θα έκαναν να στοχαστούν πάνω σ’ αυτή, παραμερίζοντας για λίγο τους ευσεβείς πόθους τους και τα συνθήματα για κάποια τελική ενότητα ανάμεσα στην επιστήμη και τις ανθρωπιστικές σπουδές. Γιατί ο Kepler είναι ο ήρωας της αφήγησης στο βαθμό ακριβώς που ήταν μια «υπνοβατική» με-

σελ. 47: γαλοφυΐα – ασύνειδη, ανορθολογική και με μορφικές μεταπτώσεις. Είχε μια θεία παραφροσύνη, ήταν μια έκφραση του πυθαγόρειου μύθου όπου από το συλλογικό υποσυνείδητο του ανθρώπου αναδύεται ο αιώνιος καλλιτέχνης, ο άνθρωπος που είναι ένα με τη φύση: «Ένα από τα σημεία που ανέπτυξα σ’ αυτό το βιβλίο», γράφει ο Koestler, «είναι η κοινή πηγή των μυστικιστικών και των επιστημονικών μορφών εμπειρίας· και τα ολέθρια αποτελέσματα του διαχωρισμού τους». Σε πνεύματα όπως του Kepler, «δεν συναντάμε καμιά απότομη ρήξη με το παρελθόν, αλλά έναν σταδιακό μετασχηματισμό των συμβόλων της κοσμικής εμπειρίας τους – από την anima motrix στη vis motrix, από το κινητήριο πνεύμα στην

Page 5: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

κινητήρια δύναμη, από τη μυθολογική εικονοπλασία στα μαθηματικά ιερογλυφικά – ένα μετασχηματισμό που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και, ας ελπίσουμε, ποτέ δεν θα ολοκληρωθεί». Για τον Koestler, ο Γαλιλαίος είναι ο κακός, επειδή γύρευε να εκβιάσει αυτόν το μετασχηματισμό και να προκαλέσει αυτή τη ρήξη: «Ήταν εντελώς κενός από κάθε μυστικιστική, ενατενιστική διάθεση, στην οποία θα μπορούσαν από καιρό σε καιρό να εκτονωθούν τα έντονα πάθη· ήταν ανίκανος να ξεπεράσει τον εαυτό του και να βρει καταφύγιο, όπως ο Kepler στις ζοφερότερες ώρες του, στο κοσμικό μυστήριο. Δεν μπορούσε να ισορροπήσει πάνω στην κόψη του ξυραφιού· ο Γαλιλαίος είναι ολοκληρωτικός και τρομακτικά μοντέρνος». Ανήγαγε όλη τη φύση στις πρωτεύουσες ιδιότητες, όπως το μέγεθος, το σχήμα, ο αριθμός και η κίνηση, και οτιδήποτε άλλο το θεωρούσε υποκειμενικό και δευτερεύον. Έτσι άρχισε η «μοιραία αποξένωση» ανάμεσα στην επιστήμη και στην ηθική, που μας άφησε σε έναν κόσμο όπου δεν έχουμε θέση. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο οδεύουμε σαν έρμαια προς μια μηδενιστική κατάσταση, όπου αμαθείς τεχνικοί αλληλοσυγκρούονται μέσα στη νύχτα. Γιατί οι επιστήμονες απεκδύθηκαν κάθε ηθική ευθύνη και απέκρουσαν την κατανόηση για χάρη της μέτρησης. Με τον Γαλιλαίο μας ζητήθηκε για πρώτη φορά να κάνουμε «διαχωρισμό ανάμεσα στην κρίση μας για το επίτευγμα και στην κρίση μας για το χαρακτήρα. Αυτά λέει ο Koestler – και το ζήτημα δεν ξεκινάει από την εχθρική του αποτίμηση για το χαρακτήρα του Γαλιλαίου. Ωστόσο μπορεί κανείς να αντιδράσει διαφορετικά απέναντι στον Γαλιλαίο, θαυμάζοντας περισσότερο την τόλμη του παρά νιώθοντας αποστροφή για την τρομερή κόψη της αντικειμενικότητας. Μπορεί να νιώσει κανείς ότι το ενδιαφέρον και η αξία του Γαλιλαίου βρίσκονται ακριβώς στο ότι δείχνει πώς να συμφιλιωθούμε με την πραγματικότητα, αντί να παραδέρνουμε στην πρωτόγονη ψευδαίσθηση ότι υπάρχει καταφύγιο στη φύση, στο μύθο ή στη

σελ. 48: συλλογικότητα. Η αντίδραση όμως μιας πιο ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας επιβεβαιώνει το ένστικτο του ιστορικού ότι η πνευματική ιστορία της σύγχρονης επιστήμης αρχίζει πραγματικά με τον Γαλιλαίο και με την ανατροπή που προκάλεσε στην αντίληψη για την κίνηση. Στο κάτω κάτω, αυτό που εξετάζει η επιστήμη είναι κινούμενα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση, όλοι μας έχουμε ανατραφεί με την ιδέα ότι η κίνηση είναι μια σχετική και διαρκής κατάσταση των σωμάτων, ιδέα που εκφράζει έμμεσα ο Γαλιλαίος και άμεσα ο Νεύτων. Θεωρώντας την από τα πρώτα μας σχολικά χρόνια κάτι το αυτονόητο, δεν βλέπουμε ποτέ πόσο αντίθετη είναι με την εμπειρία, όπου η κίνηση πάντα φθείρεται, ούτε πόσο αφηρημένη είναι η ιδέα αυτή. Και είναι αφηρημένη. Η γαλιλαιική κίνηση δεν ισχύει ξέχωρα από τα σώματα που κινούνται σχετικά το ένα ως προς το άλλο, αλλά και δεν επιδρά

Page 6: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

πάνω σ’ αυτά τα σώματα. Δεν είναι πια μια διαδικασία. Είναι μια σκέτη σχέση, που μπορεί να περιγραφεί με μια μαθηματική έκφραση. Ο κόσμος της εμπειρίας δεν παρουσιάζει ποτέ αυτή την ιδανική σχέση. Αλλά μολονότι το πραγματικό συμβάν υπολείπεται πάντοτε από το ιδανικό ή το μαθηματικό, το τελευταίο αυτό είναι ο μόνος τρόπος να το κατανοήσουμε. Πρέπει να σκεφτόμαστε την τέλεια εφαρμογή του φορέματος, όχι τις ζάρες του. Η τοπική κίνηση δεν είναι πια μια ειδική, πρόσκαιρη περίπτωση της μεταφυσικής της αλλαγής. Δεν είναι πια ένα είδος ανάπτυξης, με την οποία το κάθε πράγμα πραγματώνει το σκοπό που επιτάσσει η φύση του, όπως το αγόρι γίνεται άνδρας και ο άνδρας προσπαθεί να ζήσει ενάρετα. Δεν είναι πια η πολύτροπη έκφραση μιας παγκόσμιας τάσης προς την τάξη και το καλό. Στο εξής δεν υπάρχει νόημα στην κίνηση, αλλά μόνο ποσότητα: το αφηρημένο μέγεθος, η ταχύτητα, που η μία του συνιστώσα είναι ο χρόνος και η άλλη η απόσταση. Ούτε και οι διαστάσεις αυτές είναι εκείνο που διασχίζουν τα πόδια μας και η ζωή μας· είναι ευκλείδειες ευθείες. Αν ο Γαλιλαίος είχε περιοριστεί στη μηχανική, δεν θα είχε διαπράξει ποτέ αυτή την ύβρη που τον έκανε μια από τις μεγάλες τραγικές μορφές στην ιστορία της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Δεν ήταν όμως ένας απλός τεχνικός ούτε ένας άψυχος μαθηματικός. Ήταν ουμανιστής, άνθρωπος με γοητεία, γούστο και λογοτεχνικά χαρίσματα. Είχε ολοκληρωμένο το δώρο του πολιτισμού. Το κρασί, έλεγε δίνοντας τον πιο όμορφο ορισμό, είναι φως ζυμωμένο με υγρασία – «il vino era luce impastata con humore». Ήταν πολύ περισσότερο από φυσικός. Ήταν ένας φυσικός φιλόσοφος που έβλεπε παραπέρα από το επίμαχο μικροπρόβλημα της πτώσης των σωμάτων, για το οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να νιώσει κάτι

σελ. 49: έντονο. Έβλεπε το μεγάλο όραμα ενός σύμπαντος και μιας επιστήμης όπου το πραγματικό περιγράφεται από το ιδανικό, το συγκεκριμένο από το αφηρημένο, η ύλη από το πνεύμα. «Το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο με μαθηματικούς χαρακτήρες», διακηρύσσει στο έργο του Il Saggiatore. Και εκεί βρίσκεται η καρδιά της διαμάχης ανάμεσα στη φυσική φιλοσοφία, όπως την εννοούσε ο Γαλιλαίος, και στη σχολαστική φιλοσοφία, όπως την εννοούσε η μορφωμένη χριστιανοσύνη γενικά και ο καρδινάλιος Roberto Bellarmino ειδικά, που το πνεύμα του υπαγόρευε τις αποφάσεις της Ρωμαϊκής Κουρίας. Ο Bellarmino ήταν ιησουίτης, ένας στρατωτικοποιημένος πολιτικός της Εκκλησίας του. Συνέταξε την κατήχηση που ακόμη και σήμερα εντέλλεται στους πιστούς της η Εκκλησία αυτή. Κατά την άποψή της ήταν άγιος. Ήταν, σίγουρα, ένας σθεναρός πολιτικός, που φρόντιζε να υπάρχει συνέχεια στην πολιτική των διαφόρων παπών και αναλάμβανε την ευθύνη να περιφρουρήσει την Εκκλησία και τον ίδιο τον πολιτισμό από τις φιλοσοφικές συγχύσεις και τις πολιτικές αναστατώσεις, που προκάλεσε η Μεταρρύθμιση και τα επακόλουθά

Page 7: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

της. Η θεωρία του Κοπέρνικου μπλέχτηκε σ’ αυτές τις συγχύσεις χωρίς γι’ αυτό να φταίει ο Bellarmino. Γι’ αυτόν, η στάση που έπρεπε να τηρηθεί απέναντι στη νέα κοσμολογία ήταν θέμα πολιτικής, όχι αλήθειας. Αυτός κατείχε ήδη την αλήθεια, αποστολή του ήταν να την υπερασπίσει και η αλήθεια αυτή δεν βρισκόταν στη μαθηματική περιγραφή της φύσης. Βρισκόταν στη συνολική δομή της καθολικής σκέψης, για την οποία η γεωμετρία ήταν ολότελα ασήμαντη. Ούτε θα της επέτρεπαν οι καθηγητές και οι φύλακες της σχολαστικής σκέψης να αποκτήσει κάποια σημασία. Σαν καλοί αριστοτελικοί, θεωρούσαν τον κόσμο κάτι αβέβαιο, που τον αποτελούσαν ιδιότητες, νοήματα, λεπτές διακρίσεις και φυσικά αντικείμενα που δεν μπορούν να κατανοηθούν μαθηματικά. Στον ουρανό, τα πάντα είναι τέλεια, και η φυσική δεν ασχολείται με την τελειότητα. Η Ρώμη δεν ένιωσε εχθρικά προς την ηλιοκεντρική υπόθεση όσο ζούσε ο Κοπέρνικος, ούτε και στις δεκαετίες που κύλησαν μετά το θάνατό του. Απεναντίας, το 1536 ο καρδινάλιος Schoenberg, ένας έμπιστος της παπικής αυλής, έγραψε στον Κοπέρνικο παροτρύνοντάς τον να δημοσιεύσει το σύγγραμμά του, για την τιμή των συμπατριωτών τους και το καλό του μορφωμένου κόσμου. Ο Γαλιλαίος λοιπόν δεν προέβλεψε τη θεολογική αντιπολίτευση όταν ξεκίνησε να αποτιμήσει τη θεωρία του Κοπέρνικου. Αυτοί που θα ερεθίζονταν, και ανάμεσα στους οποίους έπρεπε να ελιχθεί με περίσκεψη, ήταν οι φιλόσοφοι, οι καθηγητές και οι σοφολογιότατοι της Πάδουας. Από την

σελ. 50: πρώτη του κιόλας ωριμότητα, το ένστικτο του Γαλιλαίου για θεωρητική κομψότητα του έλεγε ότι ο Κοπέρνικος είχε δίκιο. Αλλά ούτε που θα περνούσε σχεδόν από το μυαλό του να εδραιώσει μια φυσική εικόνα που δεν μπορούσε να αποδειχτεί από μια μαθηματική φιλοσοφία της φύσης, στην οποία λίγοι πίστευαν. Τότε, το 1610, ήρθε στα χέρια του το τηλεσκόπιο. Αυτό ήταν κάτι που ο καθένας μπορούσε να καταλάβει χονδρικά, και για το οποίο όλοι θα έδειχναν ενδιαφέρον. Πράγματα και θαύματα φαινόντουσαν με αυτό. Η σελήνη δεν ήταν ένα ουράνιο μαργαριτάρι, αλλά μια βλογιοκομμένη μάζα από νεκρά βράχια. Πιο έξω, περιφέρονταν γύρω από τον Δία οι δορυφόροι του, οι «πλανήτες των Μεδίκων», όπως ήθελε ο Γαλιλαίος από φρονιμάδα να ονομάζει τα ευρήματά του, μια μικρογραφία του κοπερνίκειου συστήματος που όλοι μπορούσαν να τη δουν. Ο Γαλιλαίος χρειάστηκε καιρό για να μάθει ότι μερικοί αρνούνται να δουν. «Πώς να το πάρουμε αυτό», έγραψε στον Kepler – il signor Gleppero, όπως αναφέρεται σε ένα κείμενο – όταν ορισμένοι σχολαστικοί φιλόσοφοι αρνήθηκαν πραγματικά να κοιτάξουν από το τηλεσκόπιο, «πρέπει να γελάσουμε ή να κλάψουμε;» Γιατί τις εγκόσμιες υποθέσεις μπορεί να τις χειριστεί κανείς μόνο στην πεζότητα και την πολυπλοκότητά τους, και ο Γαλιλαίος είχε μια

Page 8: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

περιφρονητική αφέλεια απέναντί τους, ένα είδος υπεροψίας, που είναι χαρακτηριστικό πνευμάτων ικανών για μεγάλη διανοητική εκλέπτυνση όταν στρέφονται προς τη φύση, όπου σκοποί της σκέψης είναι η κομψότητα και η απλότητα. Οι μπελάδες του με την Εκκλησία δεν προήλθαν από κάποια εγγενή έχθρα της θρησκείας προς την επιστήμη ή από καμιά αντίθεση ανάμεσα στην αλήθεια και τη γνώση. Ήταν η συνέπεια εκείνης της αφέλειας που ως ένα βαθμό είναι γραφτό να δυσχεραίνει την επικοινωνία ανάμεσα στον άνθρωπο της επιστήμης και στον άνθρωπο του κόσμου. Πώς μπορούσε ο Γαλιλαίος να φανταστεί ότι θα υπήρχαν άνθρωποι που δεν ήθελαν να μάθουν πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος, μόνο και μόνο επειδή η γνώση αυτή μπορεί να ήταν ενοχλητική; Πώς μπορούσαν οι ιερωμένοι της Ρώμης, υπεύθυνοι για την πίστη, την ηθική και την τάξη στον πολιτισμό, να καταλάβουν το πάθος του Γαλιλαίου να ανατρέψει την καθιερωμένη διάρθρωση της φυσικής φιλοσοφίας, βάζοντάς τα και με τον κοινό νου και με την ορθοδοξία; Οι καρδινάλιοι και οι καλόγεροι είχαν πλήρη άγνοια για τον μαθηματικό συλλογισμό, και δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τη δύναμη που κρύβει μέσα του. Έτσι, το δράμα ανάμεσα στην επιστήμη και στην Εκκλησία ξετυλίγεται τραγικά αναπόφευκτα, γιατί πηγάζει μάλλον από τους χαρακτήρες των ανθρώπων παρά από την αναγκαιότητα των πραγμάτων. Το 1610 ο Γα-

σελ. 51: λιλαίος γύρισε από την Πάδουα στη Φλωρεντία, αφού τον προσκάλεσε ο Μεγάλος Δούκας. Εκεί, τις απόψεις του τις στηλίτευσαν γρήγορα από τον άμβωνα δύο καλόγεροι, αυτόκλητοι φύλακες μιας ηθικής του τύπου που δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στην πρωτοτυπία και στην απιστία. Ο αντίλαλος ήρθε από τη Ρώμη. Ο Γαλιλαίος αναστατώθηκε, όχι για τον εαυτό του, αλλά από φόβο μήπως οι Αρχές, ανίκανες να κρίνουν τι εγκυμονούσε η επιστήμη για το μέλλον, ζητήσουν από τους καθολικούς να διαλέξουν μεταξύ πίστης και λογικής. Πήγε λοιπόν στη Ρώμη για να μορφώσει τις Αρχές. Όπως πολλοί που έχουν ανάγκη από μόρφωση, οι Αρχές δεν το ήξεραν και αγανάκτησαν με την υπόνοια ότι ήταν αμόρφωτες. «Υποστηρίζει με πάθος αυτή τη γνώμη», έγραψε ανήσυχος ο πρεσβευτής της Φλωρεντίας στον Μεγάλο Δούκα, «σαν να ήταν δική του υπόθεση, και δεν βλέπει ούτε νιώθει τι συνέπειες θα μπορούσε να έχει αυτό· εδώ οι καλόγεροι είναι παντοδύναμοι και δεν τον συμπαθούν· έτσι το κλίμα στη Ρώμη γίνεται πολύ επικίνδυνο γι’ αυτόν, και ιδιαίτερα σε τούτο τον αιώνα· γιατί ο τωρινός Πάπας, που απεχθάνεται τη μάθηση και τα πνεύματα σαν το δικό του, δεν μπορεί να ανεχθεί αυτές τις καινοτομίες και τις λεπτολογίες». Και η μόνη ανταμοιβή για την προσπάθεια του Γαλιλαίου ήταν μια εντολή του Συμβουλίου του Πάπα για τον index των απαγορευμένων βιβλίων, το 1616, που

Page 9: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

κήρυσσε το κοπερνίκειο δόγμα λαθεμένο. Δεν έπρεπε να «πρεσβεύεται ή να υπερασπίζεται», αν και επιτρεπόταν η συνέχιση της εμπιστευτικής χρήσης του ως μαθηματικής τεχνικής. Αλλά το 1623 ο παλιός Πάπας πέθανε, και τον διαδέχτηκε ο Maffeo Barberini με το όνομα Ουρβανός Η΄. Ο Γαλιλαίος αναθάρρησε, γιατί ο καινούριος Πάπας είχε τη φήμη ουμανιστή. Ο Γαλιλαίος σκέφτηκε να γράψει ένα βιβλίο, «γεμάτο γεωμετρία, αστρονομία και φιλοσοφία», όχι για να αποδείξει επιδεικτικά την κοπερνίκεια υπόθεση, αλλά με την πλατωνική μορφή του Διαλόγου περί των δύο κύριων συστημάτων του κόσμου. Η συζήτηση έπρεπε να παραμείνει υποθετική. Είναι αμφίβολο αν πραγματικά είχε σκοπό να παραπλανήσει τον Πάπα, αλλά η ευφυΐα και η γνώση του ξεπερνούσαν τη σύνεσή του. Ο Σιμπλίκιος, ο αριστοτελικός, κατακεραυνώνεται και αναγκάζεται να δεχτεί τη μια ήττα μετά την άλλη, διακηρύσσοντας, με ένα είδος ταπεινωμένης συγκαταβατικότητας, ότι παραμένει πεισμένος για την άποψή του, μολονότι δεν μπορεί να την κάνει να επικρατήσει. Η συμπεριφορά του Salviati, του πλατωνικού-κοπερνικανού, έχει το χαρακτήρα της θείας εκείνης κακεντρέχειας που θίγει τους άλλους όταν εκδηλώνεται από ένα ανώτερο μυαλό, γιατί είναι πολύ πιθανό να

σελ. 52: φανεί σαν αλαζονεία. Ο Γαλιλαίος ήταν απλός, όπως η επιστήμη, αλλά όχι ταπεινόφρων. Οι προσπάθειες του Sagredo να κρατήσει κάποια ισορροπία δεν είναι περισσότερο πειστικές από τη δήλωση που κάνει ο Γαλιλαίος στον πρόλογο: «Έπαιξα το ρόλο του κοπερνικανού σ’ αυτό το διάλογο, αναπτύσσοντας μια καθαρά μαθηματική υπόθεση». Στην πραγματικότητα, ο αναγνώστης αφήνεται να πιστέψει ότι μόνο ένας τρελός θα απέρριπτε το κοπερνίκειο σύμπαν ή θα αδυνατούσε να συλλάβει την κομψότητα της μαθηματικής δομής των όντων. Ο Πάπας βέβαια δεν μπορούσε να εγκρίνει κάτι τέτοιο, αφού πραγματικά αδυνατούσε και να το συλλάβει. Έτσι δεν ήταν παράξενο που ο Γαλιλαίος κλήθηκε το 1633 στη Ρώμη και εξαναγκάστηκε από τη φοβερή εξουσία της Ιερής Εξέτασης να αποκηρύξει, στο όνομα της καθολικής αλήθειας, την πίστη του ότι η γη κινείται. Υπάρχουν εκείνοι που θα ήθελαν από τον Γαλιλαίο να διαλέξει το ρόλο του μάρτυρα. Ξεχνούν όμως ότι ήταν καθολικός, νομοταγής προς την Εκκλησία του, ακόμη και όταν οι θεράποντές της έσφαλαν. Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο που σκιάζει τον αναπόφευκτο χαρακτήρα της σύγκρουσης ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία και μεταθέτει αυτό το εξαιρετικά δυσάρεστο επεισόδιο της πνευματικής ιστορίας της Ρώμης από το βασίλειο της αλήθειας στο βασίλειο της πολιτικής. Η καταδίκη του Γαλιλαίου στηρίχτηκε στην ανυπακοή του προς μια εντολή που είχε δοθεί να μη συζητείται το κοπερνίκειο σύστημα. Το στοιχείο αυτό κατατέθηκε ως αποδεικτική μαρτυρία χωρίς να επιτραπεί στον Γαλιλαίο να το πλησιάσει. Αλλά δεν θα μπορούσε να

Page 10: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

είχε παραβεί την εντολή· δεν την είχε δει ποτέ, γιατί φαίνεται ότι ήταν ένα πλαστογράφημα που εμβόλιμα έβαλαν στο φάκελό του ορισμένοι παπάδες ανάμεσα στους εχθρούς του. Απομνύοντας τις πεποιθήσεις του ο Γαλιλαίος εξευτέλισε όλους τους ενδιαφερομένους, υποβαθμίζοντας και τον επιστήμονα και τον κληρικό στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή του πολιτικάντη. Αλλά τον Διάλογο του Γαλιλαίου τον περίμενε μια τιμωρία που πνευματικά ήταν μεγαλύτερη. Γιατί ο θρίαμβος αυτού του μεγάλου βιβλίου πάνω στον αριστοτελισμό είναι μάλλον φιλολογικός παρά επιστημονικός. Με την ανυπομονησία του να θεμελιώσει τη μαθηματική επιστήμη που θα ένωνε τον ουρανό και τη γη σε μια και μόνη φυσική, ο Γαλιλαίος τράβηξε ίσια μπροστά παραβλέποντας τις δυσκολίες. Αν αντί γι’ αυτό είχε σταθεί να τις λύσει, δεν θα είχε έναν ενιαίο κόσμο για να αντικαταστήσει με αυτόν τον κόσμο του Αριστοτέλη. Θα είχε ακολουθήσει τη λογική του νόμου του για την πτώση των σωμάτων, και η κλασική φυσική ίσως να έφερε το δικό του όνομα αντί για το όνομα του Νεύτωνα.

σελ. 53: Η κίνηση είναι και πάλι το πρόβλημα, το αξεπέραστο εμπόδιο για όσους δεν μπορούσαν να ξεκόψουν από την αρχαία Ελλάδα. Παρόλο που ο Γαλιλαίος θεώρησε την κίνηση φυσική και διαρκή, ανοίγοντας έτσι το δρόμο προς τους νόμους της διατήρησης και της δύναμης, απέτυχε ωστόσο να διατυπώσει την αρχή της αδράνειας, τον πρώτο αυτό νόμο του Νεύτωνα και ακρογωνιαίο λίθο της κλασικής δυναμικής. Η αποτυχία του αυτή οφείλεται στο ότι, όταν αναγκάστηκε να διαλέξει ανάμεσα στην κοσμική τάξη και στην απόλυτη μαθηματικοποίηση της φύσης, διάλεξε και αυτός την τάξη. Γιατί η λειτουργία της επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα ήταν να εξηγεί το σύμπαν με μια και μόνη αιτιολογία και όχι να γενικεύει απλώς μια επιμέρους σειρά φαινομένων. Ένα σύμπαν που μπορεί να εξηγηθεί, ένας κόσμος στον οποίο να ταιριάζουμε, πρέπει να είναι πεπερασμένος, και ακόμη και ο Γαλιλαίος ποτέ δεν αντιμετώπισε άμεσα την προοπτική του άπειρου. Για τον Γαλιλαίο συνεπώς η φυσική κίνηση, η αδρανής κίνηση, είναι η κίνηση που ποτέ δεν αυξάνεται ούτε ελαττώνεται, που έχει πάντα την ίδια απόσταση από το κέντρο της γης. Επομένως είναι η κυκλική κίνηση. Η γη μπορεί να έπαψε να είναι το κέντρο του κόσμου, αλλά εξακολούθησε να είναι το κέντρο της κίνησης. Ο Γαλιλαίος είχε ό,τι χρειαζόταν για να σπάσει τον κύκλο. Ο νόμος του για την πτώση των σωμάτων περιείχε την παραβολική τροχιά των βλημάτων. Αλλά την τρίτη μέρα του Διαλόγου απέτυχε να βγάλει το πόρισμα και έκανε ένα σώμα που πέφτει από την κατάσταση ηρεμίας να ακολουθεί ημικυκλική τροχιά προς το κέντρο μιας περιστρεφόμενης και υποθετικά διαπερατής γης. Ο Γαλιλαίος είχε ό,τι χρειαζόταν. Ο Kepler του έστειλε την Astronomia Nova, που περιείχε το νόμο των ελλειπτικών τροχιών. Και η φυσική δύναμη που

Page 11: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

συγκρατεί έναν πλανήτη σε ελλειπτική τροχιά συμπίπτει από μαθηματική άποψη με τη δύναμη που κάνει τα γήινα βλήματα να ακολουθούν παραβολική τροχιά. Και οι δύο καμπύλες είναι κωνικές τομές. Αλλά αυτός δεν έδωσε σημασία σ’ αυτά· ήθελε να θριαμβεύσει ο Κοπέρνικος, όχι το χάος. Με ευθύγραμμη αδράνεια αλλά χωρίς βαρύτητα, τα πράγματα θα κινούνταν σε ευθεία γραμμή προς το άπειρο. Αν ο Γαλιλαίος είχε εγκαταλείψει την κυκλικότητα, αν είχε πάρει υπόψη του το έργο του Kepler, που το θαύμαζε αλλά δεν έβρισκε καιρό να ασχοληθεί μαζί του, ίσως να έκανε την αδράνεια ευθύγραμμη. Ίσως να είχε ενώσει ουρανό και γη με τη δύναμη της βαρύτητας. Αλλά δεν το έκανε: ως φυσική απόδειξη για την περιστροφή της γης προσκομίζει τις παλίρροιες, που κυλούν πέρα δώθε στις θαλάσσιες λεκάνες σαν ζουμί μέσα σε μια κούπα που κουνιέται.

σελ. 54: Στην πραγματικότητα, ήξερε ότι στο Διάλογο δεν απέδιδε σωστά την κίνηση. Και τον εξαιρετικό αυτόν άνθρωπο τον περίμενε ένα τελευταίο επίτευγμα. Ούτε η ταπείνωσή του από την Αγία Έδρα ούτε η εσώτερη αίσθησή του ότι ο υπερβολικός ζήλος του τον είχε κάνει να αποτύχει στο βασικό έργο του, τον έκαναν να παρατήσει την επιστήμη ή να συμβιβαστεί με τα γηρατειά. Περιορισμένος, με διαταγή του Πάπα, στο σπίτι του πάνω από τη Φλωρεντία, στο Arcetri, με όραση που αδυνάτιζε ολοένα και με κλονισμένη υγεία, έγραψε το πραγματικά επιστημονικό Συζητήσεις περί δύο νέων επιστημών. Η μία από αυτές είναι αυτό που τώρα ονομάζουμε αντοχή των υλικών. Το ότι παρουσίασε τη στατική με τέτοια μεταμφίεση είναι ένα σημάδι του πόσο είχε αποκρυσταλλώσει τις αρχιμήδειες αφαιρέσεις σε καθαυτό φυσική. Η άλλη είναι η «τοπική κίνηση». Τώρα όμως την μελετάει γεωμετρικά, σαν να διατηρείται η κίνηση αυτή κατά μήκος της εφαπτομένης, χωρίς να δείχνει ανώφελα αισθήματα ενοχής για το γεγονός ότι η εκτροπή της από την περιφέρεια είναι ανεπαίσθητη και ασήμαντη προκειμένου για συνηθισμένες αποστάσεις. (Είναι η ίδια προσέγγιση που κάνει ο Αρχιμήδης θεωρώντας την ακτινική δύναμη ενός βάρους στην άκρη ενός μοχλού κατακόρυφη προς το βραχίονα.) Σε αυτή τη χωρίς πάθος πραγματεία δεν παρεισφρύουν μεγάλα κοσμικά ή φιλοσοφικά ερωτήματα. Τα ίδια ονόματα διεξάγουν τη συζήτηση. Αλλά είναι περίπου το ίδιο πολεμική και συναρπαστική όσο και μια διάλεξη περί μηχανικής σε πρωτοετείς φοιτητές, της οποίας άλλωστε αποτελεί την έσχατη πηγή. Η τελική ειρωνεία στη σταδιοδρομία του Γαλιλαίου είναι ότι η αποτυχία του μεγάλου Διαλόγου επρόκειτο να γίνει πολύ πιο ενδιαφέρουσα από την επιτυχία των άψογων Συζητήσεων. Ακόμη και εδώ ο Γαλιλαίος προαναγγέλλει το δίλημμα με το οποίο μας φέρνει αντιμέτωπους η ιστορία, όταν θεωρεί την επιστήμη δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος. Γιατί από μια άποψη ο Koestler είχε δίκιο. Η

Page 12: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

επιτυχία της επιστήμης είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τη γοητεία της. Και πρέπει να διαφωνήσουμε με την κρίση του, χωρίς να αρνούμαστε τον απάνθρωπο χαρακτήρα της επιστήμης, αλλά απορρίπτοντας την αντίληψη ότι μπορεί κανείς να ξεφύγει από αυτό το δίλημμα ελεεινολογώντας την επιστήμη ή απαλύνοντάς την ή αλλάζοντας αυτά που λέει για τη φύση. Αυτή την τάση έχει ο ρομαντικός συναισθηματισμός της σλαβικής και της τευτονικής κουλτούρας. Αυτή την τάση έχει η απάρνηση της όποιας ανεξαρτησίας που κατέκτησε η επιστήμη, με την αποφασιστικότητά της, για τη σκέψη και την έρευνα. Αυτή την τάση έχει, τέλος, η ασυγχώρητη χυδαιότητα που δυσφορεί για οτιδήποτε ξεπερνάει την κοινή αντίληψη και που καταλήγει να φέρει το

σελ. 55: σκοτάδι μέρα μεσημέρι, όπως προείπε ο Γαλιλαίος σε μια αυτόγραφη σημείωσή του που έγραψε στο περιθώριο του προσωπικού του αντιτύπου από το Διάλογο: «Αναφορικά με την εισαγωγή καινών δαιμονίων. Ποιος μπορεί να αμφιβάλλει ότι η χειρότερη αναστάτωση θα συμβεί όταν πνεύματα πλασμένα ελεύθερα από το Θεό εξαναγκάζονται να υποκύψουν δουλικά σε μια εξωτερική θέληση; Όταν μας λένε να αρνηθούμε τις αισθήσεις μας και να τις υποτάξουμε στις ιδιοτροπίες των άλλων; Όταν άνθρωποι χωρίς την παραμικρή αρμοδιότητα γίνονται κριτές των επαϊόντων και τους δίνεται εξουσία για να τους κάνουν ό,τι θέλουν; Αυτά είναι τα καινά δαιμόνια που τείνουν να φέρουν τον όλεθρο της κοινωνίας και την ανατροπή του κράτους».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΕΧΝΗ, ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑ

σελ. 56: Από τον Γαλιλαίο και ύστερα η φυσική ήταν η αιχμή του δόρατος της επιστήμης, και γι’ αυτόν το λόγο η μαθηματικοποίησή της με τη δυναμική ήταν η αποφασιστική πράξη στην επιστημονική επανάσταση. Αλλά η σύγχρονη επιστήμη είναι ένα σύνθετο εγχείρημα, που καθορίζεται τόσο από διανοητικά όσο και από κοινωνικά στοιχεία. Τα νήματα που έπλεξε μαζί το πνεύμα του 17ου αιώνα, τα πήρε από διάφορους τομείς της Αναγέννησης. Η φυσιοκρατία, από τη μια μεριά, είχε εκδηλωθεί στην τέχνη πολύ πριν γίνει ουσιώδες στοιχείο της επιστημονικής αντίληψης. Η εμπειριοκρατία, από την άλλη, εκδηλώνεται καθαρότερα στις επιστήμες της ζωής παρά στη φυσική, και στον τομέα εκείνο συνδυάστηκε από νωρίς με μια μισοηρωική, μισοφθονερή και εντελώς ενσυνείδητη εξέγερση κατά της αυθεντίας. Έπειτα, τα τεχνολογικά επιτεύγματα του θαλασσοπόρου, του μηχανικού και του τεχνίτη της Αναγέννησης αποτελούσαν το υλικό υπόβαθρο της φιλοσοφίας του Bacon, που κάνει την επιστήμη μάλλον επαγωγική

Page 13: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

συστηματοποίηση παρατηρήσεων ή πειραμάτων που εκτελούνται με αντικείμενο τη φύση παρά συστηματοποίηση εννοιών, και κερδίζει ως έπαθλο για την κατανόηση της φύσης τη δυνατότητα να ελέγχει τις δυνάμεις της. Για τον Leonardo da Vinci, όπως και για πολλούς ουμανιστές της Αναγέννησης, ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει έναν ολόκληρο κόσμο. Στα μάτια του, τόσο η επιστήμη όσο και η τέχνη ισοδυναμούσαν με πνευματικό φωτισμό – ήταν η πραγματικότητα του μακρόκοσμου που κατακλύζει τη συνείδηση του μικρόκοσμου χάρη στη λειτουργία των αισθήσεων. Αυτό, φυσικά, δεν είναι σωστό. Οι δύο τρόποι σύλληψης είναι διαφορετικοί, ο ένας ειδικός και συγκερασμένος, ο άλλος γενικός και αφηρημένος. Ωστόσο, με την απροσμέτρητη ικανότητά του να βλέπει και να σχεδιάζει τη δομή των πραγμάτων, ο Leonardo προοιώνισε, ολότελα άθελά του, την αποδοχή της αντίληψης ότι η φύση είναι αθώα και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως το ηθικά ουδέτερο αντικείμενο της έρευνας. Για τα επιρρεπή προς το πολιτιστικό πάθος πνεύματα, δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκλονιστικό στην ιστορία της τεχνικής παράδοσης από το μολύβι του leonardo που καθήλωνε για πάντα τη φύση στο χαρτί. Τι μπορούμε να διδαχτούμε από αυτόν; Από εκείνα τα σημειωματάρια, τα γε-

σελ. 57: μάτα με σχέδια αγέννητων ακόμη μηχανών, υποβρύχιων και θωρακισμένων οχημάτων, πολυβόλων και ρυμοτομημένων πόλεων; Από τους αφορισμούς που φαίνονται να προλέγουν οργανωτικές έννοιες, όπως η αδράνεια και η εξέλιξη σε όλους τους κλάδους της επιστήμης, ξεκινώντας από την αστρονομία, περνώντας από τη μηχανική και τη γεωλογία και καταλήγοντας στη βιολογία; Από την ξεκάθαρη άποψή του ότι η εικονογράφηση της δομής της φτερούγας μιας νυχτερίδας προϋποθέτει κατανόηση της δυναμικής της πτήσης, δυναμικής που διέπει το πέταγμα – ότι δηλαδή για να βλέπεις σωστά πρέπει να μάθεις και για να μάθεις πρέπει να δρας; Ο ιστορικός είναι υποχρεωμένος να απαντήσει ότι δεν μπορεί να διδαχτεί τίποτα από όλα αυτά, και ότι κανένας άλλος δεν θα μπορούσε. Οι επιστήμες του Leonardo παραμένουν θαυμαστές σημειώσεις ενός μοναδικού πνεύματος. Άλλωστε, το περιεχόμενο των σημειωματαρίων του ήταν άγνωστο ως τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν μεταφέρθηκαν στο Παρίσι από τους πολιτιστικούς επιδρομείς που έστειλε στην Ιταλία η Γαλλική Δημοκρατία, στα ίχνη των στρατιωτών του Ναπολέοντα. [...]

σελ. 58: Από όσο ξέρουμε, ο Ανδρέας Βεσάλιος (Vesalius), που ξεχώρισε από όλους τους άλλους ανατόμους της Αναγέννησης, δεν διάβασε ποτέ τις οδηγίες του Leonardo ούτε είδε ποτέ την πρακτική εφαρμογή τους στα ανατομικά σχέδια του Leonardo. Αλλά το έργο του δίνει την

Page 14: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

εντύπωση ότι ο συγγραφέας του ενεργούσε παρακινημένος από εκείνη την έμπνευση, πράγμα που σημαίνει ότι ο Leonardo εξέφρασε χαρακτηριστικά, αλλά δεν προκάλεσε, τη διασταύρωση της τέχνης και της επιστήμης με το νατουραλισμό. Η χρονιά του 1543 γνώρισε μια από εκείνες τις εκδοτικές συμπτώσεις που χρησιμεύουν στην ιστορία των ιδεών ως χρονολογικά ορόσημα. Ήταν η χρονιά που εκδόθηκε το Περί περιστροφών των ουρανίων σωμάτων του Κοπέρνικου και το Περί της κατασκευής του ανθρώπινου σώματος του Βεσάλιου. αλλά πόσο διαφορετική είναι η ανατομική πραγματεία, όχι μόνο στο ζήτημα του περιεχομένου, αλλά και στη μέθοδο και στην εμφάνιση. Το μάτι του αναγνώστη δεν απωθείται από τους στρυφνούς αστρονομικούς υπολογισμούς, αλλά προσελκύεται από τα έντονα, καθαρά γράμματα της ιταλικής εκτύπωσης. Το αποδεικτικό υλικό δεν παρουσιάζεται με βλοσυρούς τριγωνομετρικούς πίνακες, αλλά με γοητευτικές ξυλογραφίες του ανθρώπινου σώματος, που φαίνεται τόσο καθαρά ότι αποτελούν έργο ενός ώριμου αριστοτέχνη, ώστε αποδόθηκαν (αν και υπερβολικά αυθαίρετα) στον Τισιανό. Και αν οι σελίδες, όπου οι έξοχες μυώδεις φιγούρες ποζάρουν με χάρη, τοποθετηθούν η μια δίπλα στην άλλη, διαπιστώνει κανείς

σελ. 59: ότι παρουσιάζουν τη φυσική δομή του ανθρώπου με φόντο ένα συνεχές αναγεννησιακό τοπίο. Το τοπίο αυτό, μάλιστα, έχει αναγνωριστεί. Βρίσκεται κατά τα μέρη του Πετράρχη, κοντά στο Άβανο, λίγο νοτιοδυτικότερα από την Πάδουα, όπου εργαζόταν και δίδασκε ο Βεσάλιος. Από εκεί είχε πρόσβαση στη Βενετία και στο εργαστήρι του Τισιανού, αν όχι στον ίδιο τον Τισιανό. Όπως η τεχνοτροπία της βενετικής σχολής, έτσι και ο αναγεννησιακός πολιτισμός είχε κάπως «σιτέψει» γύρω στο 1543. Αλλά κάτω από την προελαύνουσα σκιά του μπαρόκ, το έργο του Βεσάλιου εξασφάλισε στο νατουραλισμό μια μόνιμη θέση στην επιστήμη, ακριβώς όπως στις ύστατες στιγμές της Αναγέννησης, και σαν τελικός θρίαμβός της, το έργο του Γαλιλαίου επρόκειτο να ενσωματώσει τον πλατωνισμό στη φυσική. Γι’ αυτόν το λόγο, οι επιστήμες της ζωής βρήκαν και αυτές τη θέση τους στο πλαίσιο της επιστημονικής επανάστασης. Ωστόσο δύσκολα αποφεύγεται η εντύπωση ότι η θέση αυτή ήταν δευτερεύουσα. Παρά την προφανή έλξη που ασκεί το αντικείμενο του Βεσάλιου, ή ίσως ακριβώς εξαιτίας της, τα επιτεύγματά του είχαν μικρότερο πνευματικό ανάστημα από εκείνα του Κοπέρνικου ή του Γαλιλαίου. Δεν ήταν δικές του οι ιδέες που άλλαξαν την αντίληψη του ανθρώπου για τον κόσμο ή έστω και για τον εαυτό του. Ούτε εξέφρασε κανένας άλλος βιολόγος τέτοιες ιδέες πριν από τον Δαρβίνο. Σε γενικές γραμμές, η εμβάθυνση της θεωρίας στις φυσικές επιστήμες προηγήθηκε από τη διεύρυνση των πραγματικών δεδομένων, ενώ οι επιστήμες της ζωής εξελίχτηκαν κατά την αντίστροφη έννοια. Όταν τελικά έγινε η μετάπλαση της βιολογίας,

Page 15: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

τον 19ο αιώνα – όχι πρωτύτερα! –, πήρε την κάπως λιγότερο επαναστατική μορφή της προσαρμογής της βιολογίας στην αντικειμενική στάση που χαρακτηρίζει τη φυσική. Δεν πρέπει όμως να φτάσει ως την υπερβολή αυτή η δυσμενής σύγκριση της επιστήμης της έμβιας ύλης με τη φυσική, γιατί το υλικό της, αν δεν ήταν δυσκολότερο, ήταν οπωσδήποτε λιγότερο συνεκτικό. Δεν έλειψαν οι γενικεύσεις. Η πορεία που ακολούθησε η σκέψη από την ανατομία του Βεσάλιου ως την κατάδειξη της κυκλοφορίας του αίματος από τον Harvey είναι για την εξελικτική δομή της θεωρίας εξίσου ενδιαφέρουσα όσο οποιοδήποτε επεισόδιο στην ιστορία της φυσικής. Ο περιορισμός του επιτεύγματος του Harvey έγκειται στο διαμέτρημά του, όχι στην αξία του. Με τη θεωρία της βαρύτητας, ο Νεύτων μπόρεσε να ενώσει τους πλανητικούς νόμους του Kepler με τη μηχανική του Γαλιλαίου σε μια μαθηματική επιστήμη για την κινούμενη ύλη, που συμπεριλάμβανε καθετί που σχετιζόταν με τη φυσική. Αλλά η κυκλοφορία του αίματος ένωνε μονάχα την ανατομία και τη φυσιολογία. Αυτό αντιστοιχούσε στον μέγιστο βαθμό, στον ο-

σελ. 60: ποίο η βιολογία μπορούσε γενικά να προσεγγίσει τη φυσική, και άφησε αναρίθμητα πληροφορικά κενά και προλήψεις διάσπαρτες στο αχανές πεδίο της ιατρικής και της φυσικής ιστορίας, ανοργάνωτο εξαιτίας της έλλειψης οποιωνδήποτε αντικειμενικών εννοιών. Είναι, πράγματι, ενδεικτικό για την ανοργάνωτη φύση αυτών των χώρων ότι η λέξη «βιολογία» δεν πλάστηκε παρά μόλις τον 19ο αιώνα. Τον 16ο και 17ο αιώνα, τα θέματα που επρόκειτο να αγκαλιάσει δεν είχαν σχεδόν καθόλου ανεξάρτητη ύπαρξη. Η ανατομία και η φυσιολογία ήταν μάλλον πλευρές της ιατρικής παρά επιστήμη, και η ιατρική προσανατολιζόταν πιο πολύ προς την τέχνη και τη θεραπεία παρά προς τη γνώση. Μολονότι μελετούσαν την ανθρώπινη ανατομία κατ’ αναλογία μάλλον προς τα ζώα παρά από πτώματα, η πρακτική αυτή ήταν περισσότερο πηγή λαθών παρά συγκριτικής ανατομίας, η οποία πράγματι δεν εμφανίζεται παρά τον 18ο αιώνα. Η ενασχόληση με τη φυσική ιστορία, εξάλλου, γινόταν περισσότερο με το πνεύμα του ορνιθοσκόπου ή του ηθικολόγου παρά του ερευνητή. Ετυμολογικά, ο όρος σημαίνει απλώς περιγραφή της φύσης. Η ζωολογία ήταν πηγή για μύθους, η βοτανική για ιαματικά βότανα και η ορυκτολογία για μεταλλεύματα. Άλλωστε το ορυκτό δεν διακρινόταν και τόσο από το ζωικό και το φυτικό βασίλειο όσο θα νόμιζε κανείς, γιατί πίστευαν ότι τα ορυκτά πλάστηκαν στη μήτρα της γης και έπρεπε να ταξινομηθούν κατά είδος σε μορφικές κατηγορίες. Σε όλα τα πεδία η στάση απέναντι στον Αριστοτέλη και την αρχαιότητα ήταν επαμφοτερίζουσα. Υπήρχε κριτική στις λεπτομέρειες, καθώς και ένα είδος τελετουργικής απόρριψης της αυθεντίας. Ως ένα βαθμό αυτό αποτελούσε μια υγιή επιδίωξη

Page 16: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

πρωτοτυπίας, μια κατάφαση της αρχής ότι πρέπει να βλέπει κανείς από μόνος του. Αλλά ανάμεικτο με αυτό ήταν το λιγότερο επαινετό στοιχείο του φθόνου, που αισθάνονταν όσοι δεν είναι βέβαιοι για τον εαυτό τους, φθόνου που προέρχεται όχι τόσο από τα λάθη της αυθεντίας όσο από την ανωτερότητα εκείνου που την έχει. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε τόσο ριζική ρήξη με την αρχαιότητα όσο αυτή που αντιπροσωπεύει ο νόμος για την πτώση των σωμάτων, αλλά μόνον ένας χλευασμός εις βάρος της. Γιατί ένα μέρος της δυσκολίας στη βιολογία ήταν ότι για πολύ καιρό οι μέθοδοι του Αριστοτέλη ταίριαζαν πραγματικά στα προβλήματά της. Η ταξινόμηση των οργανισμών έπρεπε να είναι το πρώτο βήμα για την τακτοποίηση των εκατομμυρίων μορφών ζωής. Η αναζήτηση του σκοπού, η τελεολογική ανάλυση της λειτουργίας, κυριάρχησε στη βιολογία μέχρι τον Δαρβίνο. Η προσπάθεια του βιολόγου να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί;» τον έσπρωχνε πολύ πιο μακριά στην επιστή-

σελ. 61: μη του από ό,τι τον φυσικό· ή ίσως θα έπρεπε να πούμε ότι έγινε εμπόδιο μόνο πολύ αργότερα. Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η βιολογία ήταν ο λιγότερο ριζοσπαστικός από τους δύο μεγάλους επιστημονικούς κλάδους, και ίσως έτσι εξηγείται γιατί σε ολόκληρη την ιστορία οι βιολόγοι είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία παρά οι συνάδελφοί τους μαθηματικοί, των οποίων τα πνεύματα κατοικοεδρεύουν μάλλον στην περιοχή του αφηρημένου και του ακριβούς παρά στο χώρο της ζωής και της σάρκας. [...]

σελ. 62: Η επιτυχία των παραδόσεων του Βεσάλιου και του βιβλίου που τις περιείχε ήταν συνισταμένη τριών στοιχείων: της εγκυρότητας των πληροφοριών του, της μεθόδου με την οποία τις παρουσίαζε και της συστηματικής προσέγγισης. Κανένα από αυτά τα τρία δεν ήταν ολότελα καινούριο, και η ουσιαστική προσφορά του Βεσάλιου ήταν μάλλον η συνθετική δεξιοτεχνία με την οποία τα ύφανε σε ένα σώμα ανατομικής πρακτικής παρά η πρωτοτυπία σε οποιαδήποτε επιμέρους λεπτομέρεια ή στη μέθοδο. Ο ίδιος ο Βεσάλιος τόνισε ότι η ανατομία μαθαίνεται από τα πτώματα και όχι από τα βιβλία. Και είναι αλήθεια ότι ο ελληνικός ανθρωπισμός στην αρχαιότητα και η χριστιανική διδασκαλία στο Μεσαίωνα είχαν καλλιεργήσει μια έντονη απέχθεια για το άνοιγμα του ανθρώπινου σώματος, έστω και μετά το θάνατο. Ωστόσο, ο Βεσάλιος κάθε άλλο παρά υπήρξε ο πρώτος ανατόμος που κοίταξε μέσα στο αντικείμενό του. Η βασίλισσα Ελισάβετ παραχωρούσε στην ιατρική σχολή του Καίμπριτζ τρεις εγκληματίες το χρόνο. Στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας ίσχυε τον 14ο αιώνα ένας πάγιος κανόνας ότι οι φοιτητές της ιατρικής μπορούσαν να προμηθεύονται πτώματα για ανατομή, με τον όρο ότι τα πτώματα

Page 17: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

αυτά δεν ήταν από ανθρώπους που ζούσαν σε ακτίνα τριάντα μιλίων από την Μπολόνια. Βέβαια, το πρόβλημα του ανεπαρκούς εφοδιασμού με πτώματα, καθώς και της γοργής αποσύνθεσής τους, ήταν μειονέκτημα, αλλά δεν ήταν απόλυτο εμπόδιο για την έρευνα. Πιο ανασταλτικό ήταν το πνεύμα με το οποίο γίνονταν οι ανατομές, γιατί ήταν λιγότερο ερευνητικό και περισσότερο καταδεικτικό, με σκοπό

σελ. 63: δηλαδή να δείξει στον καλλιτέχνη ή στο φοιτητή πώς είναι καμωμένο το σώμα παρά να το υποβάλει σε λειτουργική ανάλυση. Η ανατομή όχι μόνο δεν ήταν ανύπαρκτη, αλλά αποτελούσε σχεδόν ρουτίνα στην εποχή του Βεσάλιου, και ο τελευταίος επέκρινε τα μαθήματα των προκατόχων του όχι επειδή απέφευγαν την κατάδειξη, αλλά επειδή την εμπιστεύονταν σε ένα βοηθό. Κατά παράδοση, ο καθηγητής της ιατρικής έστεκε στην έδρα του αναμασώντας κάποιο κείμενο του Γαληνού για την καρδιά, ενώ ο αδαής υπηρέτης από κάτω έχωνε τα χέρια του στο κορμί που ήταν ξαπλωμένο στα πόδια του και σήκωνε ψηλά το συκώτι, για να κάνει παραστατικότερη την περιγραφή. Η εικονογράφηση του De Jumani Corporis Fabrica υποβάλλει το επιμύθιο παρουσιάζοντας τον Βεσάλιο να έχει κατεβεί από την έδρα του, να συζητεί και να δείχνει άμεσα τα διάφορα όργανα του σώματος, κάτω από τα βλέμματα των ευγενών και των επιφανών ανδρών. Δύο εργαστηριακοί βοηθοί έχουν παραμεριστεί και φαίνονται κάτω από το τραπέζι να τσακώνονται με αηδιαστικό τρόπο, ενώ ένας πίθηκος στα αριστερά αποτελεί σύμβολο της ιατρικής όσο και κριτική της πηγής τόσων και τόσων ανατομικών πλανών. Η καινοτομία του Βεσάλιου, λοιπόν, είναι η μέθοδος της πρακτικής κατάδειξης, που έγινε η τεχνική ενός μεγάλου μέρους της διδασκαλίας των φυσικών γνώσεων. Δεν πρόκειται για τυχαίο γεγονός, αλλά για συνειδητή φιλοσοφία της επικοινωνίας. Είναι φανερό ότι ο Βεσάλιος συνεργάστηκε πολύ στενά με τον καλλιτέχνη για να εξασφαλίσει το δέσιμο των εικόνων με το κείμενο και για να συνεχίσει τον γραφικό ρεαλισμό της μεθόδου του και στις γκραβούρες. Το βιβλίο του δεν είναι κανένα τυχαίο υπόμνημα, αλλά ένα έργο-κεφαλάρι και ένα εγχειρίδιο τεχνικής. Γιατί ο Βεσάλιος είχε εκείνο το φίνο χέρι του χειρουργού, στο οποίο η μήλη ή το νυστέρι γίνονται παραφυάδες των αισθήσεων.

σελ. 75: Το περιεχόμενο των γραφτών του Bacon διαιρείται σε τρεις κατηγορίες: απόδειξη της αξίας και της σπουδαιότητας της μόρφωσης· ανάλυση των εμποδίων που την κρατούσαν σε κατάσταση μαρασμού· και οδηγίες για τη μεταρρύθμιση και την προαγωγή της. Ίσως δεν είναι ανάγκη να επιμείνουμε πολύ στο πρώτο σημείο – και μάλιστα ούτε στον 17ο αιώνα ήταν τόσο αναγκαίο όσο υπονοούσε ο Bacon. Οι εκκλήσεις του για μάθηση

Page 18: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

έπαιρναν γενικά τη μορφή μιας αρκετά περιφρονητικής απόρριψης όλων των πραγμάτων που περνούσαν για μάθηση. Όσο για τα προσκόμματα, ήταν αρκετά τετριμμένο να κατηγορεί κανείς τη στείρα συνήθεια της εμπιστοσύνης στην αυθεντία και στην κυκλικότητα της σχολαστικής λογικής. Αλλά μολονότι δεν ήταν μελετητής της επιστήμης, ο Bacon ήταν ένας εξαιρετικά οξυδερκής μελετητής των ανθρώπινων όντων, και εξετάζοντας τα εμπόδια που υψώνει ο νους ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του έδειξε την τόλμη του. Τα εμπόδια αυτά οφείλονται στην ίδια τη δομή της νόησής μας που κάνει το μυαλό όργανο κάκιστο για καινοτομίες. «Είδωλα», έτσι ονόμαζε ο Bacon αυτές τις έμφυτες παρωπίδες. Τα «Είδωλα της Φυλής» είναι παραμορφώσεις που προέρχονται από την κοινή μας φύση: «Η ανθρώ-

σελ. 76: πινη διάνοια δεν είναι κανένα διαυγές φως, αλλά επηρεάζεται από τη θέληση και τα συναισθήματα· από εδώ απορρέουν επιστήμες που μπορούμε να τις ονομάσουμε “κατ’ επιθυμία επιστήμες”. Γιατί αυτό που ένας άνθρωπος θέλει να είναι αληθινό, το πιστεύει προθυμότερα». Τα «Είδωλα της Σπηλιάς» συνδυάζουν αυτή την κοινή ροπή προς την πλάνη με τις αγαπημένες προκαταλήψεις ή τους ενθουσιασμούς των επιμέρους ανθρώπων, καθένας από τους οποίους «έχει μια δική του σπηλιά ή άντρο, που διαθλά και αλλοιώνει το χρώμα του φυσικού φωτός». Τρίτο, υπάρχουν «Είδωλα που δημιουργούνται από την επαφή και το συγχρωτισμό των ανθρώπων μεταξύ τους και που τα αποκαλώ “Είδωλα της Αγοράς” λόγω των εμπορικών συναλλαγών και του συναγελασμού των ανθρώπων εκεί. Γιατί οι άνθρωποι επικοινωνούν με τη λαλιά, και οι λέξεις καθιερώνονται όπως τις αντιλαμβάνεται η χύδην όχλος. Και γι’ αυτό η κακή και άστοχη επιλογή των λέξεων εμποδίζει σε εκπληκτικό βαθμό την κατανόηση». Αυτή ήταν ίσως η πιο διεισδυτική και πολύτιμη παρατήρηση του Bacon. Δεν μπορούμε, στο κάτω κάτω, να κάνουμε και πολλά για να αλλάξουμε την ανθρώπινη φύση, όπως δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη βαρύτητα ή την αδράνεια, ακόμη και όταν διαπιστώνουμε τα ελαττώματά της. Αλλά ο εντοπισμός των λαθών που ελλοχεύουν στις λέξεις ήταν το πρώτο βήμα για τη διόρθωσή τους. Από τότε η προσπάθεια να προσδοθεί ακρίβεια στην επιστημονική γλώσσα δεν χαλάρωσε ποτέ. Οι ουμανιστές μπορεί να παραπονιούνται για το ιδίωμα των εμπειρογνωμόνων, μερικές φορές δικαιολογημένα. Αλλά καμιά επιστήμη δεν μπορεί να ανθήσει, αν δεν αποκτήσει τη δική της γλώσσα, στην οποία οι λέξεις σημαίνουν πράγματα ή συνθήκες και όχι ιδιότητες, που όλες τους είναι φορτισμένες με ακαθόριστα κατάλοιπα της ανθρώπινης εμπειρίας. Τέλος, ο Bacon κήρυξε ύποπτα τα «Είδωλα του Θεάτρου», με τα οποία εννοούσε τα συστηματικά δόγματα των φιλοσοφιών, «γιατί κατά την κρίση μου όλα τα παραδοσιακά συστήματα δεν είναι παρά

Page 19: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

σαν τα τόσα και τόσα θεατρικά έργα, που παρουσιάζουν κόσμους πλασμένους με τρόπο εξωπραγματικό και σκηνικό». Πολλές αυθαίρετες εικασίες των αρχαίων φιλοσοφιών – λ.χ. η τελειότητα των κύκλων ή η έννοια του σκοπού στη φύση – δικαιολογούν κατά πολύ αυτή την κατηγορία ότι τα φιλοσοφικά συστήματα αεροβατούν. Όπως θα παρατηρούσε ο Καρτέσιος λίγα χρόνια αργότερα, δεν υπάρχει τίποτα παράλογο που να μην έχει ειπωθεί από κάποιον φιλόσοφο. Και αυτή η προγραφή των συστημάτων, σε συνδυασμό με την ανάλυση της γλώσσας, επρόκειτο να γίνει ένα από τα κυριότερα μοτίβα της επιστήμης στο Διαφωτισμό του 18ου αιώνα. Αλλά μολονότι εξυ-

σελ. 77: γίανε σε μεγάλο βαθμό την επιστήμη, υπέθαλψε την αναδίπλωση μιας υγιούς αντίληψης – αποδοκίμασε τη φαντασία. Ενισχυμένη από μια παρανόηση της περίφημης ρήσης του Νεύτωνα «Δεν διατυπώνω καμιά υπόθεση», αποθάρρυνε τη θεωρία προς όφελος της συσσώρευσης λεπτομερειών, την αφηρημένη γενίκευση προς όφελος της φυσικής ιστορίας. Στη βακωνική επιστήμη ο ορνιθοσκόπος δικαιώνεται, ενώ η μεγαλοφυΐα, που ο στοχασμός της πάντοτε περιπλανιέται σε μακρινούς χώρους, είναι ύποπτη. Και αυτός είναι ο λόγος που ο Bacon δεν δεχόταν ούτε τον Kepler ούτε τον Κοπέρνικο ούτε τον Gilbert ούτε οποιονδήποτε άλλον επέκτεινε λίγες ιδέες ή υπολογισμούς σε ένα σύστημα για τον κόσμο. Αλλά ο ορθός λόγος εκδικήθηκε τον δογματικό εμπειρισμό του Bacon με τις συνθήκες του θανάτου του: έπαθε ψύξη, καθώς παραγέμιζε ένα κοτόπουλο με χιόνι – το πιο ξακουστό πείραμα που ξέρουμε ότι έκανε. Κατά τη γνώμη του Bacon, το σύνολο της παραδοσιακής φιλοσοφίας ήταν τόσο ανόητο που έπρεπε απλούστατα να το ξεφορτωθούμε. «Είναι μάταιο να περιμένουμε να προοδεύσει σοβαρά η επιστήμη με την προσθήκη και το μπόλιασμα καινούριων πραγμάτων στα παλιά. Θα αρχίσουμε ξανά από τα ίδια τα θεμέλια, αλλιώς θα γυρίζουμε αιώνια σ’ έναν κύκλο και η πρόοδός μας θα είναι μηδαμινή και αξιοκαταφρόνητη». Πρέπει, λοιπόν, να υπάρξει μια Νέα Μάθηση, με τον Bacon καθοδηγητή της. Και ο σκοπός; Με μια λέξη, η Πρόοδος – η πρόοδος όπως την εννοούσαν παντού στη Δύση από τον 17ο αιώνα και μετά, πρόοδος μέσο της τεχνολογίας και της ποδογέτησης της φύσης. «Ο αληθινός και νόμιμος σκοπός των επιστημών δεν είναι άλλος από αυτόν εδώ: να χαρίζουν στην ανθρώπινη ζωή νέες ανακαλύψεις και δύναμη». Έτσι θα ανατραπεί ο τελευταίος φραγμός προς τη γνώση, ο πιο ανασχετικός και ταυτόχρονα ο πιο άχρηστος, που μένει ακόμη όρθιος επειδή δεν ζητάμε από τη μάθηση πρακτικά αποτελέσματα. Οι φυσικοί φιλόσοφοι είχαν αφεθεί ελεύθερη να θεωρητικολογούν, όχι με στόχο να εφαρμόσουν τα αποτελέσματα στα οποία κατέληγαν, αλλά για να ικανοποιούν τη ματαιοδοξία τους ή από ανώφελη περιέργεια. Κατά συνέπεια, στη φιλοσοφία του Bacon δεν υπάρχει εκλογή μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης

Page 20: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

επιστήμης. Απεναντίας, η εφαρμοσμένη επιστήμη είναι εξ ορισμού βασική: είναι ο αντικειμενικός σκοπός της έρευνας. Η θετική πλευρά του προγράμματος του Bacon για την κατασκευή μιας ατέλειωτης σειράς από καλύτερες ποντικοπαγίδες που να οδηγούν σε έναν καλύτερο κόσμο προέβλεπε τρία σχετικά μεταξύ τους στάδια: εφαρμογή της επαγωγικής μεθόδου, δημιουργία γενικής φυσικής ιστορίας και δημόσια οργάνωση της επιστήμης. Η επαγωγή θα θεραπεύσει τον άδειο

σελ. 78: ορθολογισμό της επιστήμης και θα ξεκινήσει από την αρχή, αντιστρέφοντας τις διαδικασίες εκείνης. Ο Bacon πίστευε ότι η σχολαστική επιστήμη ξεκινούσε από τη γενική αρχή, από την οποία παρήγε τις συνέπειες. Αυτός θα άρχιζε από το επιμέρους γεγονός, με όλα τα προσφυή στοιχεία, και με διαδοχικά βήματα θα έφτανε στη γενική αρχή. Δεν του έλειπε και τόσο το κριτικό πνεύμα όπως θα μπορούσε να φανεί. Έδινε μεγάλη έμφαση στη συγκριτική ανάλυση και στον αποκλεισμό στοιχείων ή δυνατοτήτων που δεν προάγουν το πνεύμα προς γενικούς νόμους. Ας υποθέσουμε, λόγου χάρη, ότι μελετάμε τη θερμότητα. Τα μέταλλα μπορούν να θερμανθούν χωρίς να παραγάγουν φως. Η σελήνη δίνει φως, αλλά δεν δίνει θερμότητα. Επομένως, κατά τη διερεύνηση των νόμων της θερμότητας τα φωτεινά φαινόμενα πρέπει να αποκλειστούν. Οπωσδήποτε η αρχή αυτή του αποκλεισμού είναι σημαντική για την επιστημονική αναζήτηση. Είναι αμφίβολο, ωστόσο, αν χρειαζόταν τον Bacon για να εδραιωθεί. Στο κάτω κάτω, εφαρμόζεται έμμεσα από τον Γαλιλαίο στην ανάλυση των κινήσεων, άμεσα από τον Harvey και είναι εγγενής σε κάθε πρακτική επιστήμη. Αλλά πιο σημαντικό ήταν ότι η έμφαση που έδινε ο Bacon στο πείραμα διαμόρφωσε πραγματικά τη φυσιογνωμία της επιστήμης. Και μάλιστα τόσο έντονα, ώστε ο όρος «πειραματική επιστήμη» κατέληξε να είναι πρακτικά συνώνυμο του «σύγχρονη επιστήμη», και τίποτα δεν διαφοροποιεί τόσο ξεκάθαρα τη μετά τον 17ο αιώνα επιστήμη από την επιστήμη της Αναγέννησης ή της Ελλάδας όσο ο ρόλος του πειράματος. Που θα βρει ο επιστήμονας του Bacon τα στοιχεία, με βάση τα οποία θα εφαρμόσει την επαγωγή; Θα στηριχτεί, φυσικά, σε παρατηρήσεις της φύσης, κατά προτίμηση όμως θα βασιστεί στην τεχνητή αναπαραγωγή της φύσης που είναι το πείραμα. Ο πειραματισμός εφαρμόζει στην πράξη την αρχή του αποκλεισμού των άσχετων δεδομένων. Κάνει τον ερευνητή ελεγκτή της ερευνητικής διαδικασίας. Αποκαλύπτει περισσότερα από όσα η παθητική παρατήρηση: «Η φύση, όταν την ερεθίζουμε, βγάζει τη μάσκα της και αποκαλύπτει τις εσωτερικές συγκρούσεις της». Οι πιθανότητες επιτυχίας της εξέτασης της φύσης με την επαγωγική μέθοδο ήταν φανερό ότι εξαρτιόνταν από την ύπαρξη μιας τεράστιας συλλογής από επιμέρους πληροφορίες, από τις οποίες θα άρχιζε κανείς. Όπως κάθε φιλόσοφος που δυσπιστεί προς την αφαίρεση,

Page 21: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

λ.χ. ο Αριστοτέλης, ο Bacon ανέτρεξε στην ταξινόμηση ως μέσο τακτοποίησης του κόσμου – μια έκφανση, ας παρατηρήσουμε παρενθετικά, της σχέσης «freres-ennemis» («αδελφοί-εχθροί») –, ως μέσο που μεσολαβούσε ανάμεσα στον Bacon και τον απώτατο στόχο του. Επομένως, μια «φυσική και πειραμα-

σελ. 79: τική ιστορία» ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόοδο. Στο The Dignity and Advancement of Learning (1623) ταξινόμησε όλες τις γνώσεις σε ιστορία, ποίηση, φιλοσοφία και θεολογία, και διαίρεσε την ιστορία στις δύο κατηγορίες της πολιτικής και φυσικής ιστορίας. Πρόκειται, ίσως, για την απαρχή του διαγωνισμού μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας στο ανώτερο επίπεδο, και μεταξύ επιστήμης και ανθρωπιστικών σπουδών στο κατώτερο. Γιατί η πολιτική ιστορία αγκαλιάζει τις ανθρώπινες υποθέσεις και η φυσική ιστορία τα δεδομένα που αφορούν τη φύση. Άλλωστε ο Bacon δεν ήταν μετριόφρων. Ήθελε η φυσική ιστορία του να τακτοποιεί όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά έπρεπε να συγκεντρωθούν από παντού, ακόμη και από αναφορές στη μαγεία, τη μαγγανεία και τη βασκανία, αν αυτές περιέχουν πληροφορίες. Αλλά ο τομέας, στον οποίο ο Bacon προσέβλεπε με βαθύτατη εμπιστοσύνη, ήταν οι μηχανικές τέχνες, η βιομηχανία, το εμπόριο, η μαγειρική, η γεωργία, η ναυτιλία, με μια λέξη ο πρακτικός άνθρωπος. Με την έμφαση που έδωσε σ’ αυτόν, χτύπησε μια νότα που αντηχεί ως βαθιά μέσα στο παρελθόν της δυτικής ιστορίας, μίλησε πραγματικά σαν ηχώ του συνονόματού του, του άλλου προφήτη της τεχνολογίας, του μοναχού Roger Bacon, ο οποίος, δυσανασχετώντας εξίσου με τις λεπτολογίες των σχολαστικών και όντας ακόμη περισσότερο ένοχος γι’ αυτές, επιχείρησε τον 13ο αιώνα να ορίσει τη γνώση ως αυτό που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι και όχι τι ορισμούς μπορούν να επινοήσουν. Η ευθυκρισία συνυπάρχει με μια συνεχή ερωτοτροπία με τη χυδαιότητα σ’ αυτό το πρακτικό δυτικό ένστικτο, που θεωρεί ότι ο σιδεράς ξέρει τα μέταλλα και ο μεταλλουργός μόνο βιβλία, ότι στην πραγματική ζωή ένας Edison ξεπερνάει έναν Einstein και ένας επιχειρηματίας ξεπερνάει έναν λόγιο. Και τίποτα δεν κολάκεψε τόσο πολύ το κοινό, που πάντα καλοδέχεται τη φιλοσοφία του Bacon, όσο αυτό το κεντρικό κέλευσμα που ξαναστέλνει την πλανημένη φιλοσοφία στο σχολείο της βιομηχανίας, για να μάθει ό,τι είναι να μάθει από την εμπειρία της. Ο Bacon δεν περίμενε ότι θα ολοκλήρωνε ο ίδιος τη φυσική ιστορία. Η συλλογή και η εγκυκλοπαιδική δελτιογράφηση όλων των δεδομένων θα ήταν ένα εγχείρημα με σημαντικές διαστάσεις και θα απαιτούσε συνεργασία και χρηματοδότηση. Αλλά ήταν ένα πεπερασμένο εγχείρημα. Καταρχήν (και πάλι όπως στον Αριστοτέλη), η ολοκληρωμένη επιστήμη είναι απόλυτα εφικτή. «Παίρνω ως αξίωμα ότι όλα αυτά τα πράγματα πρέπει να θεωρούνται εφικτά και υλοποιήσιμα, ικανά να γίνουν από μερικούς ανθρώπους και όχι από

Page 22: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

έναν μονάχα· ικανά να γίνουν κατά τη διάρκεια των αιώνων και όχι κατά τη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής· και τέλος, ι-

σελ. 80: κανά να γίνουν με δημόσια πρωτοβουλία και έξοδα και όχι με ιδιωτικά μέσα και προσπάθειες». Αφού η επιστήμη θα ευεργετήσει την ανθρωπότητα, εναπόκειται στο κράτος να υποστηρίξει και να οργανώσει την επιστήμη. Σήμερα, φυσικά, αυτό συμβαίνει – μόνο που το έργο φαίνεται πια απίθανο να αποπερατωθεί. Η επιστήμη έγινε πράγματι ένα συλλογικό εγχείρημα. Υπάρχουν πράγματι πελώρια πλήθη από τεχνικούς, εργάτριες μέλισσες στη βακωνική κυψέλη, που παίρνουν πληροφορίες από ηλεκτρονικούς εγκέφαλους, διοχετεύοντάς τες κατόπιν στους ιθύνοντες θεωρητικούς. Στο τελευταίο βιβλίο του, Η Νέα Ατλαντίδα, ο Bacon έντυσε το όνειρό του με το προσφιλές επινόημα των ανθρώπων που έχουν να μεταδώσουν ένα μήνυμα – την ουτοπία. Την τοποθετεί μάλιστα σε ένα κατάλοιπο της χαμένης εκείνης ηπείρου, που στην κοσμολογική αλληγορία του Τίμαιου είχε βυθίσει στη λήθη το τελικό όραμα του Πλάτωνα για τους φιλόσοφους βασιλιάδες. Εκεί οι ναυαγοί Ευρωπαίοι βρίσκουν μια χώρα όπου βασιλεύει απόλυτη τάξη, μια χώρα γεμάτη από γαλήνια γνώση, απαλλαγμένη από τη διχόνοια και το φθόνο. Η εξήγηση, όπως προκύπτει, βρίσκεται στη φύση του κυβερνήτη, που δεν είναι ούτε βασιλιάς ούτε κανένας τύραννος, αλλά ένα σύνολο από σοφούς, που ζουν χωριστά και είναι αφοσιωμένοι στη μάθηση και στη διακυβέρνηση της χώρας. Το πρότυπο λοιπόν της σοφής διακυβέρνησης είναι μια κοινωνία επιστημόνων, που η σχόλη τους τους επιτρέπει να συσσωρεύουν γνώσεις και δύναμη για να τις εφαρμόσουν για το κοινό καλό, και ο κατάλογος των θαυμάτων που επιτέλεσαν θυμίζει μερικούς χονδροειδέστατους ύμνους για το αμερικανικό βιοτικό επίπεδο. Μετά τον Γαλιλαίο, η επιστήμη δεν μπορούσε πια να είναι ανθρωπιστική με τη βαθιά, εσώτερη, έννοια που είχε στην κλασική αρχαιότητα. Αντί γι’ αυτό, ο Bacon την έντυσε με τα ρούχα της αγαθοεργίας. Έτσι, οι λόγοι για τη δημοτικότητά του είναι προφανείς. Κάνει την επιστήμη αυτό που ενμέρει έγινε και αυτό που το κοινό θα την ήθελε να είναι εξ ολοκλήρου: ένα ανώδυνο όργανο για τη βελτίωση του ανθρώπου, που απαιτεί από εκείνον που το χειρίζεται όχι δύσκολη αφηρημένη σκέψη, αλλά μονάχα υπομονή και σωστή μέθοδο. Λιγότερο φανερό είναι ωστόσο γιατί ο βακωνισμός υπήρξε συχνά δημοφιλής ανάμεσα στους ίδιους τους επιστήμονες. Ποτέ δεν έγινε καμιά ανακάλυψη με τη μέθοδό του. Η επιστημονική σκέψη είναι κατ’ ανάγκη πολύ πιο αφηρημένη, κομψή και διανοητικά αριστοκρατική από όσο πρόβλεψε ή επιδοκίμαζε ο Bacon. Αλλά οι επιστήμονες μπορούν να είναι φιλάνθρωποι, που επιθυμούν να κάνουν το καλό και τους αρέσει να τους λένε ότι το κάνουν. Και η ομολογία ότι η

Page 23: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

σελ. 81: επιστήμη είναι άσπλαχνη – όπως λ.χ. αναγνώρισε ο Pascal – είναι αρκετά σπάνια ανάμεσά τους: αυτό σημαίνει ότι η πράξη της κατανόησης είναι μια πράξη αλλοτρίωσης. Ο Pascal έβλεπε με δυσαρέσκεια τη στάση των συγχρόνων του προς την αυθεντία, θεωρώντας την απόδειξη της διαστροφής της ανθρώπινης φύσης. Στην επιστήμη, τόνισε, οι άνθρωποι σέβονται τόσο πολύ την αυθεντία και φοβούνται τόσο πολύ τις καινοτομίες, ώστε απορρίπτουν την ύπαρξη του κενού, δίνοντας βάση στα λόγια του Αριστοτέλη· ενώ στη Θεολογία, όπου θα έπρεπε να εμπιστεύονται την αυθεντία, γυρεύουν επίμονα νεοτερισμούς. Αλλά το στρίψιμο των χεριών από απελπισία δεν υπήρξε ποτέ μια στάση που επηρέασε ιδιαίτερα τη δυτική ιστορία, και αυτό που διαμόρφωσε την τεχνολογική παράδοση ήταν μάλλον η υλιστική κληρονομιά ενός Bacon, άκαμπτη και ταυτόχρονα ανθρωπιστική, παρά η πνευματική λεπταισθησία ενός Pascal. Το κοινό σύντομα βαριέται τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από την τραγική μάσκα.

_____________________________________________

σελ: 136 «Ολοένα διαβάζω για τη νευτώνεια σύνθεση», είπε κάποτε εκνευρισμένος ένας άγγλος καθηγητής. «Μα τι σύνθεσε ο Νεύτων;» Είναι μια θεμιτή ερώτηση. Στο πιο άμεσο επίπεδο, η θεωρία για πρώτη φορά αντιμετώπισε το πείραμα επί ίσοις όροις με τον Νεύτωνα. Τόσο πρακτικά όσο και θεωρητικά, ο Νεύτων εγκαθίδρυσε τη σωστή σχέση ανάμεσα στη φυσική, ως επιστήμη της μετρικής, και τα μαθηματικά, ως γλώσσα των μεγεθών. Το πρόβλημα αυτό αναστάτωνε διαρκώς την επιστήμη από τότε που ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης χώρισαν τους δύο κλάδους σε αντιτιθέμενες αλλά εξίσου ηττοπαθείς οντολογίες. Είναι αλήθεια ότι ο Γαλιλαίος το έλυσε, αλλά σε ανεπαρκή βαθμό γενίκευσης, ενώ ο Descartes μπέρδεψε και πάλι τα πράγματα. Ο Νεύτων, λοιπόν, έπρεπε να αντιδιαστείλει ξανά τα μαθηματικά από τη φυσική και, παράλληλα, το χώρο από την ύλη. Έτσι κατόρθωσε να ενώσει τη φυσική και την αστρονομία σε μια ενιαία επιστήμη για την κινούμενη ύλη. Τέλος, εκσφενδονίζοντας τη βαρύτητα μέσα από το κενό, συμβίβασε τη συνέχεια του χώρου με την ασυνέχεια της ύλης. Αυτή ήταν η λύση που έδωσε στο τελευταίο από τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής φιλοσοφίας, που η Ευρώπη το έντυσε με τα ρούχα της επιστήμης, αν δηλαδή ο κόσμος είναι ένα συνεχές ή ένα σύμφυρμα από άτομα. Είναι και τα δύο. Και αυτό ενώνει την πλατωνικό-αρχιμήδεια παράδοση με τον ατομισμό. Άνθρωποι συνηθισμένοι να σκέφτονται σ’ αυτά τα ξεχωριστά κανάλια δεν μπορούσαν εύκολα να αφεθούν στο μεγάλο ρεύμα της επιστήμης. Αλλά αυτό που τους εμπόδιζε να δώσουν τη συγκατάθεσή τους ήταν κάτι περισσότερο από τη συνήθεια. Η επιστήμη του

Page 24: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

Νεύτωνα δεν απαντούσε σε όλα τα παραδοσιακά ερωτήματα. Ούτε καν τα έθετε, και μπαίνει κανείς στον πειρασμό να εξηγήσει την πρόθυμη αποδοχή της στην Αγγλία μάλλον με την εθνική υπερηφάνεια παρά με την ανώτερη κουλτούρα. Γιατί στα πιο εξευγενισμένα και ευαίσθητα πνεύματα της ηπειρωτικής Ευρώπης φάνηκε ότι ο Νεύτων διέπραττε δύο θανάσιμα αμαρτήματα στη μεταφυσική. Πρώ-

σελ. 137: το, το κενό εισηγούνταν την ύπαρξη του Τίποτα. Δεύτερο, η βαρύτητα προϋπέθετε ότι ασκείται επίδραση εξ αποστάσεως, ότι τα σώματα αλληλεπιδρούν χάρη σε ένα μυστήριο μάλλον παρά χάρη σε ένα μέσο. Μάλιστα, η ειδική αντίρρηση που συνέδεε όλες τις επικρίσεις κατά του Νεύτωνα ήταν ότι η βαρύτητα, ως έλξη, ήταν μια κυριολεκτικά αποκρυφιστική δύναμη, μια υποτροπή στις έμφυτες τάσεις που είχε βάλει ο Αριστοτέλης μέσα στα σώματα. Δεν ήταν δυνατό να περιμένει κανείς ότι ο Νεύτων θα γινόταν αμέσως κατανοητός. Η επιστήμη ήταν αναγκασμένη να ανεχτεί αυτές τις δυσκολίες για ένα διάστημα, έπειτα από το οποίο θα τις ξεχνούσε χάρη στη δική της επιτυχία χωρίς να τις λύσει –τόσο αυτές που ήταν κοινότοπες όσο και τις περισσότερο ουσιαστικές. Η πρώτη αντίρρηση δεν ήταν παρά μια παρανόηση. Το κενό, όπως το χρησιμοποιούσε ο Νεύτων, δεν ήταν το μεταφυσικό Τίποτα. Ήταν το συμπλήρωμα του αιθέρα, μέσα στο οποίο γίνεται η κίνηση, η μεταθετική κίνηση στο κενό και η παλμική κίνηση στον αιθέρα. Το κενό το εισήγαγε ο Νεύτων για τον ίδιο λόγο, όχι ως θετική φυσική υπόθεση, αλλά ως όρο για τη δυνατότητα πραγμάτωσης της φυσικής. Το δεύτερο σημείο, η «αιτία» της βαρύτητας, είναι πιο ενδιαφέρον. Για τι ξανάφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα, τι είναι αυτό που εξηγεί η επιστήμη. Με την υποδεέστερη φυσιογνωμία του Hooke, στα υποδεέστερα ζητήματα της οπτικής, ο βακωνισμός είχε ήδη αποτύχει να καταλάβει τη σπουδαιότητα της νευτώνειας επιστήμης. Τώρα ήταν η σειρά του Leibniz και της καρτεσιανής σχολής να μη συλλάβουν το νόημα του Νεύτωνα στο παγκόσμιο επίπεδο της βαρύτητας. Ο ιστός της μεταφυσικής αντίδρασης κατά του Νεύτωνα ήταν πολύπλοκος. Στον τομέα της θεολογίας το σύστημα του δέχτηκε διασταυρούμενα πυρά. Είναι πασίγνωστο ότι ο Νεύτων επέτρεπε πότε πότε στον Θεό να βάζει το χέρι στο ηλιακό σύστημα, για να διορθώσει ορισμένες ανωμαλίες που τις θεωρούσε αθροιστικές. Ανάμεσα μάλιστα σε ανθρώπους που δεν ξέρουν και πολλά για τον Νεύτωνα, αυτό είναι περισσότερο γνωστό από όσο θα άξιζε, να πάρουμε υπόψη μας πόσο τετριμμένη θέση είναι και πόσο άσχετη με τη δομή της φυσικής του. Πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Νεύτων ήταν βαθιά θρήσκος άνθρωπος. Όπως πολλοί μεταγενέστεροι ορθολογιστές, δεν μπορούσε να πιστέψει στην Αγία Τριάδα. Ήταν αντιτριαδικός προτού η θέση αυτή γίνει σεβαστή. Οπωσδήποτε,

Page 25: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

πίστευε στην ελεύθερη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό και τη διακυβέρνησή του από τη Θεία Πρόνοια. Επρόκειτο για προσωπική πίστη, όχι για θεμελιώδη αρχή της φυσικής, όπως άλλωστε προσωπική πίστη ήταν και η περιστα-

σελ. 138: σιακή διόρθωση του ηλιακού συστήματος. Ωστόσο, επικρίθηκε για αυτές τις απόψεις του (ιδιαίτερα για την τελευταία) από τους καρτεσιανούς, που θεωρούσαν κάθε τελεολογία παιδαριώδη. Και επικρίθηκε επίσης, για την αποτυχία του να ενσωματώσει το θεόσταλτο πεπρωμένο στη φυσική, από τον Leibniz, που είχε ενοποιήσει το δικό του σύστημα για τον κόσμο όχι με βάση μια φυσική αρχή όπως η καρτεσιανή αρχή της προκαθορισμένης αρμονίας. Και ο Leibniz έστρεψε το ανάθεμα, που από παράδοση επέσυρε ο ατομισμός, εναντίον του Νεύτωνα, και κατηγόρησε την επιστήμη του ότι είχε την τάση να οδηγεί στον κατήφορο που είχε πάρει ήδη ο Hobbes, προς έναν αυτάρκη υλισμό, ολέθριο για τη φυσική θρησκεία. Κοντολογίς, οι επικριτές του Νεύτωνα ήθελαν από την επιστήμη περισσότερα από όσα της έβρισκε αυτός. Στην καρτεσιανή αντίληψη, παρ’ όλη την εχθρότητά της προς το σχολαστικισμό, η επιστήμη διασχίζει τη φύση κινούμενη από τον ορισμό προς την αιτιολογία· στην αντίληψη του Leibniz, η επιστήμη κινείται μάλλον από αρχές προς αξίες· και στην αντίληψη του Νεύτωνα, από περιγραφές και μετρήσεις προς αφηρημένες γενικεύσεις. Εξετάζοντας λοιπόν αυστηρά τα πράγματα, η νευτώνεια επιστήμη δεν μπορούσε ποτέ να βγει έξω από τον εαυτό της, και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια ταυτολογία ή τουλάχιστον ότι δεν επιτελεί τίποτα σχετικό με τα ανθρώπινα ενδιαφέροντα ή αξίες. Το κακό δεν βρισκόταν στα αποδεικτικά μέσα. Κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε για τα μαθηματικά. Αλλά ως εξήγηση του σύμπαντος, το σύστημα αστοχούσε –ή μάλλον δεν ήταν καν εξήγηση, αφού δεν ήταν δυνατό να αποδώσει κανείς καμιά αιτία ούτε να φανταστεί κάποιο μηχανισμό για την κεντρική αρχή του συστήματος, την αρχή της έλξης. Αντικαθιστούμε την συγκεκριμένη, λειτουργική, μηχανική εικόνα του καρτεσιανού σύμπαντος με μια σειρά από γεωμετρικά θεωρήματα. Υπάρχει μια ειρωνεία σε όλα αυτά αναρίθμητοι ιστορικοί του πνεύματος μιμήθηκαν τον Leibniz περιγράφοντας τη θεωρία του Νεύτωνα υπεύθυνη για μια άψυχη, αιτιοκρατική παγκόσμια μηχανή, την ίδια αυτή θεωρία που στον καιρό της απορρίφθηκε από ανθρώπους τόσο οξυδερκείς όπως ο Huygens και ο Fontenelle ως υπερβολικά αφηρημένη, ανεπαρκώς μηχανιστική και υποχείρια της φυσικής θεολογίας. Πράγματι ο Νεύτων δεν κατάφερε ποτέ να δώσει στους επικριτές του αυτό που ήθελαν, ένα σύστημα που να βλέπει τη φύση από σταθερή σκοπιά και ως σύνολο, που να λογοδοτεί ταυτόχρονα για τη συμπεριφορά και για την αιτία των φαινομένων, το «πως» και το «γιατί» της φύσης. Δεν ήξερε την αιτία της βαρύτη-

Page 26: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

σελ. 139: τας. Η βαρύτητα στον Νεύτωνα ήταν μια μαθηματική, όχι μηχανική δύναμη. Ούτε άλλωστε πίστευε πραγματικά στην εξ αποστάσεως επίδραση ή στη βαρύτητα ως έμφυτη τάση: «Αναφέρεστε μερικές φορές στη βαρύτητα ως ουσιώδη και εγγενής στην Ύλη», έγραψε στον Bentley. «Παρακαλώ μην αποδίδετε σε μένα αυτήν την Αντίληψη· γιατί η Αιτία της Βαρύτητας είναι κάτι που δεν ισχυρίζομαι ότι το ξέρω, και για αυτό θα χρειαζόμουν περισσότερο καιρό για να το σκεφτώ». Αλλά η άγνοια τη αλήθειας δεν σημαίνει ότι πρέπει κανείς να αρνείται το αποτέλεσμα. «Για μας αρκεί», λέει ο Νεύτων στο «Γενικό Σχόλιο» στο τέλος των Principia, «ότι η βαρύτητα υπάρχει πράγματι και δρα σύμφωνα με τους νόμους που εξηγήσαμε, και επαρκεί με το παραπάνω για να εξηγήσει όλες τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων και των θαλασσών μας». Για τους καρτεσιανούς, όμως, αυτό δεν αρκούσε. Γερνώντας, αλλά χωρίς ποτέ να ωριμάσει, ο Νεύτων, αντέδρασε στην έλλειψη κατανόησης κατά το πρότυπο της νεανικής οπτικής του. Έγραψε αυτό το «Γενικό Σχόλιο» για τη δεύτερη έκδοση (1713) των Principia. Η προτελευταία παράγραφος καταλήγει στην αυστηρή επίπληξη: «Αλλά ως τώρα δεν κατόρθωσα να ανακαλύψω την αιτία αυτών των ιδιοτήτων της βαρύτητας από τα φαινόμενα, και [σύμφωνα με την απόδοση που καθιέρωσε πρόσφατα ο Koyré] δεν επινοώ υποθέσεις. Γιατί οτιδήποτε δεν συνάγεται από φαινόμενα πρέπει να ονομάζεται υπόθεση· και οι υποθέσεις, είτε μεταφυσικές είτε φυσικές, είτε αναφέρονται σε αποκρυφιστικές ιδιότητες είτε σε μηχανικές, δεν έχουν θέση στην πειραματική φιλοσοφία». Και στη συνέχεια, για να κάνει την ερμηνεία της σκέψης του το ίδιο δύσκολη όσο και η επιστήμη, η επόμενη και τελευταία παράγραφος αρχίζει: «Και τώρα μπορούμε να προσθέσουμε κάτι που αφορά ένα ορισμένο λεπτότατο πνεύμα, που διαπερνά όλα τα υλικά σώματα, όπου και είναι κρυμμένο· χάρη στη δύναμη και τη δράση αυτού του πνεύματος τα μόρια των σωμάτων έλκονται μεταξύ τους σε κοντινές αποστάσεις, και συγκρατούνται αν βρίσκονται σε επαφή· και τα ηλεκτρικά σώματα επιδρούν από μεγαλύτερες αποστάσεις, απωθώντας και έλκονται τα γειτονικά σωματίδια· και το φως εκπέμπεται, ανακλάται, διαθλάται, κάμπτεται και θερμαίνει τα σώματα· και όλα τα αισθήματα παράγονται, και τα μέλη των σωμάτων των ζώων κινούνται, κατά διαταγή της βούλησης, δηλαδή χάρη σε ταλαντώσεις αυτού του πνεύματος, που διαδίδονται αμφίδρομα κατά μήκος των συμπαγών ινών των νεύρων, από τα εξωτερικά όργανα προς τον εγκέφαλο και από τον εγκέφαλο προς τους μυς». Και πάλι, είναι σαν να μιλούν εναλλάξ δύο Νεύτωνες. Για μια φορά ακό-

Page 27: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

σελ. 140: μη, οι απογοητεύσεις του εμπειριοκράτη γεννούν τις εκφράσεις του οραματιστή. Δεν πρέπει να νομίζει κανείς ότι η ζωή του Νεύτωνα στο Λονδίνο ήταν μονάχα αυτό που φαινόταν – τελετουργική ύπαρξη των πρεσβύτερων πολιτευτών της επιστήμης, που είχαν ξοδέψει πια όλο το πάθος τους. Πίσω από τη σκηνή, νοιαζόταν με άγρυπνο μάτι για τα πολεμικά του συμφέροντα. Ο Hooke πέθανε το 1703. το 1704 ο Νεύτων δημοσίευε την Οπτική, γράφοντας τώρα στα αγγλικά, και μάλιστα πολύ καλά, σαν να έδινε σημασία στο να διαβαστεί. Είχε εκλεπτύνει και επεκτείνει τα πρώιμα πειράματα του. Και το βιβλίο τελείωνε με τις περίφημες «Queries» (απορίες), αυτή τη συγκινητική και όμορφη σειρά από ρητορικούς διαλογισμούς για το φως, τη θερμότητα και το ηλεκτρισμό, τον αιθέρα, τα άτομα και τον Θεό, την οποία ο Νεύτων άφησε σαν κληρονομιά άλυτων προβλημάτων, που την επαύξησε στις κατοπινές εκδόσεις. (Σπάνια επισημαίνουν οι μελετητές του ότι το 1672, η πρώτη του προσπάθεια να εξηγήσει τι εννοούσε έπειτα από την ανάμεικτη υποδοχή της πραγματείας του για τα πρίσματα είχε πάρει ήδη τη μορφή «Queries», που απευθύνονταν στη Βασιλική Εταιρία). Με εξαίρεση την Οπτική, ο Νεύτων προτιμούσε να οχυρώνεται πίσω από την υποστήριξη των οπαδών του, του οποίους πιθανότατα καθοδηγούσε. Ο Roger Cotes έγραψε τον πρόλογο για τη δεύτερη έκδοση των Principia. Ο Samuel Clarke δημοσίευσε το περιεχόμενο μιας φιλοσοφικής διαμάχης με τον Leibniz. Η συζήτηση αυτή ξεκίνησε από μια μικροπρεπή διένεξη σχετικά με την επινόηση του απειροστικού λογισμού, όπου η Βασιλική Εταιρία έπαιξε το ρόλο του διαιτητή με πνεύμα όχι πολύ δίκαιο ή αμερόληπτο. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε για τούτο το επεισόδιο ή για τις παλιότερες πολεμικές ότι όλοι αυτοί οι αναξιοπρεπείς τσακωμοί δεν εξυπηρετούν έναν ανώτερο σκοπό· δημοσιοποίησαν δηλαδή τα προβλήματα παρουσιάζοντάς τα στη Δημοκρατία των Γραμμάτων, πράγμα που ποτέ δεν θα μπορούσε να κάνει ή ανάγνωση των θεωρημάτων των Principia, έστω και μόνο για το λόγο ότι τα θεωρήματα αυτά αποθαρρύνουν τόσο πολύ την ανάγνωση. Ο Νεύτων μίλησε ξανά ο ίδιος στο «Γενικό Σχόλιο». Τελειώνει με την επανάληψη της νύξης για τον αιθέρα που μόλις παραθέσαμε. Αλλά αυτό που είχε πληγώσει βαθύτερα τον Νεύτωνα ήταν η κατηγορία ότι ήταν άπιστος. Και οι απόψεις του για το θείο έχουν, και πρέπει να έχουν, περισσότερο ενδιαφέρον από την υπόθεση του – γιατί έτσι την είχε αποκαλέσει μόνος του όταν την εισήγαγε – για τον αιθέρα. Ο Θεός δεν είναι ούτε υπόθεση ούτε αντικείμενο της επιστήμης. Είναι βεβαιότητα:

σελ. 141: «Είναι αιώνιος και πανταχού παρών· και, καθώς υπάρχει πάντοτε και παντού, αποτελεί τη διάρκεια και το χώρο. Αφού κάθε τμήμα του χώρου υπάρχει πάντοτε και κάθε αδιαίρετη στιγμή της διάρκειας

Page 28: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

υπάρχει παντού, ασφαλώς ο Δημιουργός και Κύριος των πάντων δεν μπορεί να μην είναι ποτέ και πουθενά… Γι’ αυτό και είναι επίσης πανθόμοιος, πανόπτης, παντακουστής, πανεγκέφαλος, πάγχειρ και παντοδύναμος να συλλαμβάνει, να κατανοεί και να δρα· αλλά με έναν τρόπο καθόλου ανθρώπινο, με έναν τρόπο καθόλου σωματικό, με έναν τρόπο ολότελα άγνωστο σε μας… Έχουμε κάποια ιδέα για τις ιδιότητες του, αλλά ποια είναι η πραγματική ουσία των πάντων, αυτό δεν το ξέρουμε. Στα σώματα βλέπουμε μόνο τα σχήματα και τα χρώματά τους, ακούμε μόνο τους ήχους, αγγίζουμε μόνο της εξωτερικές τους επιφάνειες, μυρίζουμε μόνο τις οσμές και γευόμαστε τις γεύσεις· αλλά τις εσωτερικές ουσίες τους δεν μπορούμε να τις γνωρίσουμε ούτε με τις αισθήσεις μας ούτε με τη λειτουργία του νου μας· πολύ λιγότερο, λοιπόν, έχουμε ιδέα για την ουσία του Θεού. Τον γνωρίζουμε μονάχα από τα σοφότατα και έξοχα σχέδιά του για τα πράγματα και τις τελικές αιτίες· τον θαυμάζουμε για τα τέλεια έργα του· αλλά τον σεβόμαστε και τον λατρεύουμε εξαιτίας της εξουσίας του: γιατί τον λατρεύουμε ως δούλοι του· και ένας Θεός χωρίς εξουσία, πρόνοια και τελικές αιτίες δεν είναι τίποτα άλλο παρά Τύχη και Φύση… Και αυτά αναφορικά με τον Θεό0183 και το να διαλογιζόμαστε γι’ αυτόν μέσα από τις εκδηλώσεις των πραγμάτων ανήκει οπωσδήποτε στη Φυσική Φιλοσοφία». Να διαλογιζόμαστε, όχι όμως να τον προδιαγράφουμε ούτε να τον προϋποθέτουμε. Γιατί όλες αυτές οι εικασίες για τον αιθέρα, όλος αυτός ο σεβασμός για τον Θεό, αυτοί οι στοχασμοί έχουν ενδιαφέρον για την έμπνευση της επιστήμης του Νεύτωνα, αλλά δεν έχουν σχέση με την εγκυρότητά της. η εγκυρότητά της πρέπει να κριθεί – έτσι δεν είπε ο Νεύτων; - όχι ως προς τον Νεύτωνα, αλλά ως προς την φύση. Πράγματι, μια από τις πιο στοιχειώδεις, αν και παραμελημένες, αντιδιαστολές είναι εκείνη ανάμεσα στον επιστήμονα και την επιστήμη του. Η επιστήμη δημιουργείται από τον επιστήμονα, αλλά αφορά τη φύση, όχι τον ίδιο. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε, έχει την ανεξαρτησία κάθε έργου τέχνης. Διαβάζει κανείς συχνά για την αλαζονεία της επιστήμης. Και ο Νεύτων περιέπιπτε σε ανάρμοστες εκδηλώσεις υπεροψίας, όταν οι άλλοι του εναντιώνονταν. Αλλά οπωσδήποτε – για να επιμείνουμε στην αντιδιαστολή – η επιστήμη του είναι μάλλον έκφραση μετριοφροσύνης. Αυτός ο περιορισμός των επιτρεπτών θεωριών στις ενδείξεις που υπάρχουν δεν ήταν θετικιστικός σκεπτικισμός για την αλήθεια στον κόσμο των πραγμάτων. Ήταν μάλλον με-

σελ. 142: τριοφροσύνη. Ο Descartes ήταν αυτός που τόλμησε να προκαθορίσει ποιος πρέπει να είναι ο κόσμος. Ο Νεύτων είπε απλώς πως είναι και πως λειτουργεί. Και γι’ αυτό είναι σωστό να αφήσουμε τον επιστήμονα Νεύτωνα – και όχι τον πολεμικό ή τον θεολόγο Νεύτωνα – να έχει την τελευταία λέξη, παραθέτοντας την πρόταση με την οποία κλείνει ο τελευταίος ορισμός στην αρχή των Principia: «Αλλά

Page 29: Charles Coulston Gillispie, Στην Κόψη Της Αλήθειας

το πώς μπορούμε να βρούμε τις αληθινές κινήσεις από τα αίτιά τους, τα αποτελέσματά τους και τις φαινομενικές διαφορές τους, και αντίστροφα, πως μπορούμε από τις κινήσεις, αληθινές ή φαινομενικές, να καταλήξουμε στη γνώση των αιτίων και αποτελεσμάτων τους, αυτό θα εξηγηθεί διεξοδικότερα στην πραγματεία που ακολουθεί. Γιατί γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό τη σύνθεσα».