Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

29
7. Εναλλακτικές τροχιές Στον ιδανικό κόσμο ενός θεωρητικού της δημοκρατίας, ο εκδημοκρατισμός και η απoδημοκρατικοποίηση θα έπρεπε να κινούνται στην ίδια ευθεία, αλλά προς αντίθετες κατευθύνσεις. Όπως όμως είδαμε με τα διάφορα ιστορικά παραδείγματα που εξετάσαμε, δεν ζούμε σε έναν ιδανικό κόσμο. Οι χαρακτηριστικές περιπτώσεις της Νότιας Αφρικής, της Ισπανίας, αλλά και άλλων καθεστώτων ακολουθούν ανώμαλες πορείες, που πυροδοτούνται από αδιάλειπτες πολιτικές συγκρούσεις. Στην Νότια Αφρική όπου το καθεστώς ήταν ήδη αντιδημοκρατικό, παρατηρούμε μια ακόμη αγριότερη φάση αποδημοκρατικοποίησης μετά το 1948, αλλά στη συνέχεια, μετά το 1985, έχουμε μια έκρηξη του εκδημοκρατισμού. Αυτή η δεύτερη μεταβατική εμπειρία δεν ανέτρεψε απλώς την προηγούμενη κατάσταση, αλλά δημιούργησε μια εντελώς νέα. Στην περίπτωση της Ισπανίας πάλι, παρακολουθήσαμε απότομες αλλαγές πορείας με τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με την ειρηνική επανάσταση του 1931, με τη νίκη του Φράνκο στον εμφύλιο πόλεμο και με τη μετέπειτα χαλάρωση του καθεστώτος του αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1960. Η ιστορία απεχθάνεται τις ευθείες γραμμές. Τούτων δοθέντων όμως, θα μας βοηθήσει να τακτοποιήσουμε την σκέψη μας αν σκεφτούμε για λίγο με τέτοιους ιδανικούς όρους ευθύγραμμων εξελίξεων. Στο Σχήμα 7-1 αποτυπώνονται αφηρημένα τρεις διαφορετικές τροχιές εκδημοκρατισμού από μη δημοκρατικά καθεστώτα σχετικά χαμηλής κρατικής ικανότητας σε δημοκρατικά καθεστώτα υψηλότερης κρατικής ικανότητας. Ας θυμηθούμε εδώ τη σημασία που έχει για τον εκδημοκρατισμό η ικανότητα του κράτους, δηλαδή ο βαθμός στον οποίο οι παρεμβάσεις των κρατικών φορέων σε μη κρατικούς πόρους, ενέργειες και σχέσεις μεταβάλλουν τις υφιστάμενες κατανομές τέτοιων πόρων, ενεργειών και σχέσεων. Στην τροχιά των ισχυρών κρατών λοιπόν, η αύξηση της κρατικής ικανότητας προηγείται του εκδημοκρατισμού. Ως συνέπεια, όταν ένα τέτοιο κράτος εισέρχεται σε φάση εκδημοκρατισμού διαθέτει ήδη τα μέσα για να επιβάλλει τις αποφάσεις του, οι οποίες πλέον προκύπτουν από την ολοένα και πιο ευρεία, ισότιμη, ασφαλή και αμοιβαίως δεσμευτική διαβούλευση με τους πολίτες. Σε αυτό το εξιδανικευμένο σενάριο, οι κρατικές ηγεσίες ή άλλοι πολιτικοί παράγοντες έχουν ήδη εξαλείψει τα αυτόνομα κέντρα εξουσίας και έχουν επιβάλει τον πολιτικό έλεγχο όχι μόνον στον στρατό αλλά και στον πληθυσμό, τους πόρους και τις ενέργειες εντός των ορίων της επικράτειας, πολύ προτού ξεκινήσει ο εκδημοκρατισμός.

description

Στον ιδανικό κόσμο ενός θεωρητικού της δημοκρατίας, ο εκδημοκρατισμός και η απoδημοκρατικοποίηση θα έπρεπε να κινούνται στην ίδια ευθεία, αλλά προς αντίθετες κατευθύνσεις. Όπως όμως είδαμε με τα διάφορα ιστορικά παραδείγματα που εξετάσαμε, δεν ζούμε σε έναν ιδανικό κόσμο. Οι χαρακτηριστικές περιπτώσεις της Νότιας Αφρικής, της Ισπανίας, αλλά και άλλων καθεστώ-των ακολουθούν ανώμαλες πορείες, που πυροδοτούνται από αδιάλειπτες πολιτικές συγκρούσεις. Στην Νότια Αφρική όπου το καθεστώς ήταν ήδη αντιδημοκρατικό, παρατηρούμε μια ακόμη αγριότερη φάση αποδημοκρατικοποίησης μετά το 1948, αλλά στη συνέχεια, μετά το 1985, έχουμε μια έκρηξη του εκ-δημοκρατισμού. Αυτή η δεύτερη μεταβατική εμπειρία δεν ανέτρεψε απλώς την προηγούμενη κατάσταση, αλλά δημιούργησε μια εντελώς νέα. Στην περίπτωση της Ισπανίας πάλι, παρακολουθήσαμε απότομες αλλαγές πορείας με τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με την ειρηνική επανάσταση του 1931, με τη νίκη του Φράνκο στον εμφύλιο πόλεμο και με τη μετέπειτα χαλάρωση του καθεστώτος του αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1960. Η ιστορία απεχθάνεται τις ευθείες γραμμές. Τούτων δοθέντων όμως, θα μας βοηθήσει να τακτοποιήσουμε την σκέψη μας αν σκεφτούμε για λίγο με τέτοιους ιδανικούς όρους ευθύγραμμων εξελίξεων. Στο Σχήμα 7-1 αποτυπώνονται αφηρημένα τρεις διαφορετικές τροχιές εκδημοκρατισμού από μη δημοκρατικά καθεστώτα σχετικά χαμηλής κρατικής ικανότητας σε δημοκρατικά καθεστώτα υψηλότερης κρατικής ικανότητας. (...)

Transcript of Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

Page 1: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

7. Εναλλακτικές τροχιές

Στον ιδανικό κόσμο ενός θεωρητικού της δημοκρατίας, ο εκδημοκρατισμός και η απoδημοκρατικοποίηση θα έπρεπε να κινούνται στην ίδια ευθεία, αλλά προς αντίθετες κατευθύνσεις. Όπως όμως είδαμε με τα διάφορα ιστορικά παραδείγματα που εξετάσαμε, δεν ζούμε σε έναν ιδανικό κόσμο. Οι χαρακτηριστικές περιπτώσεις της Νότιας Αφρικής, της Ισπανίας, αλλά και άλλων καθεστώτων ακολουθούν ανώμαλες πορείες, που πυροδοτούνται από αδιάλειπτες πολιτικές συγκρούσεις. Στην Νότια Αφρική όπου το καθεστώς ήταν ήδη αντιδημοκρατικό, παρατηρούμε μια ακόμη αγριότερη φάση αποδημοκρατικοποίησης μετά το 1948, αλλά στη συνέχεια, μετά το 1985, έχουμε μια έκρηξη του εκδημοκρατισμού. Αυτή η δεύτερη μεταβατική εμπειρία δεν ανέτρεψε απλώς την προηγούμενη κατάσταση, αλλά δημιούργησε μια εντελώς νέα. Στην περίπτωση της Ισπανίας πάλι, παρακολουθήσαμε απότομες αλλαγές πορείας με τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με την ειρηνική επανάσταση του 1931, με τη νίκη του Φράνκο στον εμφύλιο πόλεμο και με τη μετέπειτα χαλάρωση του καθεστώτος του αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1960. Η ιστορία απεχθάνεται τις ευθείες γραμμές. Τούτων δοθέντων όμως, θα μας βοηθήσει να τακτοποιήσουμε την σκέψη μας αν σκεφτούμε για λίγο με τέτοιους ιδανικούς όρους ευθύγραμμων εξελίξεων. Στο Σχήμα 7-1 αποτυπώνονται αφηρημένα τρεις διαφορετικές τροχιές εκδημοκρατισμού από μη δημοκρατικά καθεστώτα σχετικά χαμηλής κρατικής ικανότητας σε δημοκρατικά καθεστώτα υψηλότερης κρατικής ικανότητας.

Ας θυμηθούμε εδώ τη σημασία που έχει για τον εκδημοκρατισμό η ικανότητα του κράτους, δηλαδή ο βαθμός στον οποίο οι παρεμβάσεις των κρατικών φορέων σε μη κρατικούς πόρους, ενέργειες και σχέσεις μεταβάλλουν τις υφιστάμενες κατανομές τέτοιων πόρων, ενεργειών και σχέσεων. Στην τροχιά των ισχυρών κρατών λοιπόν, η αύξηση της κρατικής ικανότητας προηγείται του εκδημοκρατισμού. Ως συνέπεια, όταν ένα τέτοιο κράτος εισέρχεται σε φάση εκδημοκρατισμού διαθέτει ήδη τα μέσα για να επιβάλλει τις αποφάσεις του, οι οποίες πλέον προκύπτουν από την ολοένα και πιο ευρεία, ισότιμη, ασφαλή και αμοιβαίως δεσμευτική διαβούλευση με τους πολίτες. Σε αυτό το εξιδανικευμένο σενάριο, οι κρατικές ηγεσίες ή άλλοι πολιτικοί παράγοντες έχουν ήδη εξαλείψει τα αυτόνομα κέντρα εξουσίας και έχουν επιβάλει τον πολιτικό έλεγχο όχι μόνον στον στρατό αλλά και στον πληθυσμό, τους πόρους και τις ενέργειες εντός των ορίων της επικράτειας, πολύ προτού ξεκινήσει ο εκδημοκρατισμός.

Σχήμα 7-1. Τρεις γενικές τροχιές προς την δημοκρατία

Σύμφωνα με το επιχείρημα που διατυπώνεται σε αυτό τα βιβλίο, η αύξηση της κρατικής ικανότητας πυροδοτεί διαδικασίες που μπορεί εντέλει να οδηγήσουν στην υπαγωγή του κράτους στον δημόσιο βίο και την προώθηση της λαϊκής συμμετοχής σε αυτόν. Ακολουθούν η μόνωση του δημόσιου βίου από την κατηγορική ανισότητα και η ενσωμάτωση σε αυτόν των δικτύων εμπιστοσύνης. Στο ξεκίνημα της συγκεκριμένης τροχιάς αυξάνεται ο κίνδυνος της επανάστασης και της μαζικής εξέγερσης, επειδή τόσο

Page 2: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

οι τοπικοί παράγοντες εξουσίας όσο και ο απλός λαός αντιστέκονται στην επέκταση του κράτους. Μακροπρόθεσμα όμως, το επίπεδο της πολιτικής βίας πέφτει ραγδαία, καθώς προσφέρονται όλο και περισσότερες δυνατότητες σχετικά ειρηνικής πολιτικής δράσης, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει ένα ισχυρό κράτος που μπορεί να ελέγχει αποτελεσματικά όχι μόνον τα ξεσπάσματα, αλλά και τα αίτια της βίας.

Σύμφωνα πάντοτε με το έως τώρα επιχείρημά μας, η συγκεκριμένη τροχιά μπορεί να ανακοπεί σε οποιοδήποτε σημείο της και να στραφεί σε αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς την αποδημοκρατικοποίηση. Η αρνητική αυτή εξέλιξη προκύπτει αν συμβεί να αντιστραφεί μία ή περισσότερες από τις τρεις βασικές μετασχηματιστικές διαδικασίες: δηλαδή αν τα δίκτυα εμπιστοσύνης αποσυρθούν από τον δημόσιο βίο ή αν επιστρέψει η κατηγορική ανισότητα στην πολιτική ή αν σχηματιστούν αυτόνομα κέντρα εξουσίας που υπονομεύουν τον έλεγχο του κράτους από τον δημόσιο βίο και την λαϊκή επιρροή. Είναι επίσης πιθανή η επιτάχυνση της κίνησης προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση εξαιτίας εδαφικών και αποικιακών κατακτήσεων, επαναστατικών ταραχών και εσωτερικών πολιτικών αντιπαραθέσεων (όπως ο εμφύλιος πόλεμος), αλλά τέτοιες έκτακτες συνθήκες πρέπει να ιδωθούν κατά περίπτωση, στο πλαίσιο της σωρευτικής δυναμικής που ο εκδημοκρατισμός ή η αποδημοκρατικοποίηση έχουν ήδη αποκτήσει.

Παραμένοντας στην τροχιά των ισχυρών καθεστώτων, η θεωρία που προσπαθούμε να οικοδομήσουμε εδώ μας οδηγεί στην προσδοκία ότι οι πολιτικοί αγώνες σε τέτοιες περιπτώσεις θα έχουν να κάνουν περισσότερο με την κεντρική πολιτική σκηνή και την κρατική εξουσία παρά με τοπικές διαμάχες ή με ανταγωνισμούς ανάμεσα σε οικογενειακές φατρίες. Στα πιο κλασικά σενάρια της συγκεκριμένης κατηγορίας, οι ανώνυμοι πολίτες υπερασπίζονται εκείνα τα στοιχεία του κράτους που τους προστατεύουν και που διασφαλίζουν την αμοιβαίως δεσμευτική διαβούλευση, ενώ οι ισχυρές ελίτ επιζητούν είτε να προστατευτούν από τον έλεγχο του κράτους είτε να σφετεριστούν κάποιο τμήμα του. Σε οποιοδήποτε σημείο αυτής της τροχιάς, η ισχύς και η ικανότητα του κράτους αυξάνουν τα διακυβεύματα των πολιτικών αγώνων. Σε προηγούμενα κεφάλαια είχαμε την ευκαιρία να συναντήσουμε τη συγκεκριμένη τροχιά, σε αποσπασματική έστω μορφή, στις περιπτώσεις του Καζακστάν, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Λευκορωσίας, της Κίνας, της Αλγερίας και της Ινδίας, οι οποίες όμως οδηγούν σε διαφορετικά μεταξύ τους αποτελέσματα ως προς τον εκδημοκρατισμό. Μάλιστα, στην τροχιά των ισχυρών καθεστώτων θα μπορούσαμε ίσως να εντάξουμε και την περίπτωση της Νότιας Αφρικής, οπότε θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και εντεύθεν ως μια φάση εκπληκτικής επιτάχυνσης του εκδημοκρατισμού στο πλαίσιο ενός ήδη πανίσχυρου κράτους. Μια τέτοια οπτική βεβαίως δεν μας βοηθά να καταλάβουμε πλήρως όλες τις εξελίξεις από το 1985 και μετά. Μας βοηθά όμως να αντιληφθούμε ότι ήταν ακριβώς η υψηλή ικανότητα του κράτους ενάντια στο οποίο στρεφόταν η αντίσταση των μαύρων που τελικά επέτρεψε στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο να κυβερνά σήμερα τη χώρα κατά τρόπο ζηλευτό για όλα τα γειτονικά καθεστώτα της περιοχής.

Ας περάσουμε στην τροχιά των καθεστώτων μεσαίας κρατικής ικανότητας. Εδώ το τυπικό σενάριο προβλέπει μια διαγώνια κίνηση στο χώρο μεταξύ ικανότητας και δημοκρατίας, με κάθε αύξηση ή μείωση της κρατικής ικανότητας να αντιστοιχεί σε αλλαγές του επιπέδου της δημοκρατίας. Σε αυτή την ιδεοτυπική περίπτωση, το κράτος επιχειρεί να αυξήσει την ικανότητά του ενόσω εισέρχεται ταυτόχρονα στη δημοκρατική περιοχή. Γι’ αυτό και στην τροχιά των καθεστώτων μεσαίας κρατικής ικανότητας η εξάλειψη των αυτόνομων κέντρων εξουσίας, η υπαγωγή της κρατικής εξουσίας στον δημόσιο βίο και η προώθηση της λαϊκής επιρροής σε αυτόν αποτελούν σοβαρότερα ζητήματα από ό,τι στην τροχιά των ισχυρών καθεστώτων. Προϊόντος του εκδημοκρατισμού και καθώς αυξάνεται η ικανότητα του κράτους, αυξάνονται κι εδώ τα διακυβεύματα των πολιτικών αγώνων. Η θεωρητική πρόβλεψη λοιπόν είναι ότι τα καθεστώτα που κινούνται στη συγκεκριμένη τροχιά διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο επανάστασης, αλλά μεγαλύτερο κίνδυνο έντονων εσωτερικών αντιπαραθέσεων από ό,τι τα καθεστώτα υψηλής κρατικής ικανότητας.1 Στην δεύτερη αυτή τροχιά (ιδίως στα πρώιμα στάδια) οι πολιτικοί αγώνες συνήθως αφορούν στο ίδιο το κράτος περισσότερο έμμεσα παρά άμεσα.

Κατά μήκος αυτής της διαγώνιας τροχιάς, η αποδημοκρατικοποίηση συνεχίζει να προκύπτει αν αντιστραφεί μία ή περισσότερες από τις τρεις βασικές μετασχηματιστικές διαδικασίες: δηλαδή αν τα δίκτυα εμπιστοσύνης αποσυρθούν από τον δημόσιο βίο ή αν επιστρέψει η κατηγορική ανισότητα σε αυτόν ή αν σχηματιστούν αυτόνομα κέντρα εξουσίας που απειλούν τη λαϊκή επιρροή στον δημόσιο βίο και επομένως στο ίδιο το κράτος. Στο μεγαλύτερο μήκος της συγκεκριμένης τροχιάς η αποδημοκρατικοποίηση αποτελεί πιθανότερο ενδεχόμενο από ό,τι στην προηγούμενη τροχιά των ισχυρών καθεστώτων. Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή μόνον προς το τέλος αυτής της τροχιάς το κράτος αποκτά την ικανότητα να συγκρατεί τους πιθανούς αποστάτες από τη δημοκρατική

2

Page 3: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

διαβούλευση. Και δεύτερον, επειδή πάλι μόνον προς το τέλος αυτής της τροχιάς τα διακυβεύματα της συμμετοχής στη δημοκρατική διαβούλευση είναι πλέον τόσο υψηλά ώστε από μόνα τους να συγκρατούν τους πολιτικούς εταίρους από το να αποστατήσουν. Από τα καθεστώτα που έχουμε λεπτομερώς εξετάσει έως τώρα, οι ΗΠΑ, η Αργεντινή και η Ισπανία προσεγγίζουν χονδρικά αυτό το μοτίβο του κράτους μεσαίας ικανότητας.

Τέλος, έχουμε την τροχιά των αδύναμων κρατών. Τέτοιου είδους κράτη έχουν βεβαίως υπάρξει πολλά στην ιστορία, αλλά μόνον σχετικά πρόσφατα έχουν αρχίσει να εκδημοκρατίζονται έστω σε κάποιο βαθμό. Παλιότερα, σε έναν κόσμο γεμάτο κατακτήσεις, ήταν επόμενο τα αδύναμα κράτη να εξαφανίζονται και να απορροφώνται από τους εκάστοτε κατακτητές τους. Ωστόσο, από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, τα κράτη χαμηλής ικανότητας (ιδίως εκείνα που προέκυψαν από πρώην αποικίες ή δορυφόρους των μεγάλων δυνάμεων) όχι μόνον άρχισαν να επιβιώνουν πιο εύκολα, αλλά ακόμη και να πολλαπλασιάζονται. Σε μεγάλο βαθμό, τούτο οφείλεται στην μεταπολεμική μείωση των διακρατικών συρράξεων αλλά και στην προστασία των αδύναμων κρατών από τις μεγάλες δυνάμεις και τους διεθνείς οργανισμούς.2 Γι’ αυτό και τις τελευταίες δεκαετίες βλέπουμε ολοένα και περισσότερα καθεστώτα να ακολουθούν την τροχιά των αδύναμων κρατών προς τη δημοκρατία. Σε αυτήν την περίπτωση λοιπόν έχουμε την αντίθετη φορά από την τροχιά των ισχυρών κρατών, αφού εδώ ο εκδημοκρατισμός προηγείται της αύξησης της κρατικής ικανότητας.

Οι συνέπειες της τελευταίας τροχιάς είναι προφανείς, τουλάχιστον από θεωρητική άποψη. Μετά από ένα σημείο, τα αδύναμα κράτη έχουν αναπόφευκτα να αντιμετωπίσουν σοβαρότατα προβλήματα περαιτέρω εκδημοκρατισμού. Ένα αδύναμο κράτος απλώς δεν μπορεί να καταστείλει ή να υποτάξει τα αυτόνομα κέντρα εξουσίας, αδυνατεί να ενσωματώσει τα δίκτυα εμπιστοσύνης και ανέχεται (αν δεν ενθαρρύνει) τη διατήρηση της κατηγορικής ανισότητας στον δημόσιο βίο. Συγκρινόμενα λοιπόν με τα ισχυρά και τα μεσαία κράτη, τα αδύναμα κράτη δοκιμάζονται από πολλές συγκρούσεις (συχνά βίαιες), στις οποίες όμως το ίδιο το κράτος εμπλέκεται μόνον εμμέσως και δευτερευόντως. Όπως μάλιστα θα δούμε και σε όσα ακολουθούν, τα αδύναμα κράτη φιλοξενούν επίσης και το μεγαλύτερο ποσοστό εμφυλίων πολέμων σε παγκόσμιο επίπεδο.3

Στην τροχιά των αδύναμων κρατών η αποδημοκρατικοποίηση είναι πολύ πιθανότερη από ό, τι στα ισχυρά και στα μεσαία κράτη. Εδώ, τα κίνητρα που ωθούν προς την αποδημοκρατικοποίηση (απόσυρση των δικτύων εμπιστοσύνης, ενεργοποίηση των κατηγορικών ανισοτήτων, σχηματισμός αυτόνομων κέντρων εξουσίας που δεν υπόκεινται στον δημόσιο βίο) αυξάνονται ευθέως ανάλογα προς την μείωση της ικανότητας του κράτους να ελέγχει τέτοιες εξελίξεις. Από τα καθεστώτα που εξετάσαμε λεπτομερώς, την τροχιά των αδύναμων κρατών έχουν ακολουθήσει η Τζαμάικα, η Ελβετία και η Ολλανδική Δημοκρατία προ της γαλλικής κατάκτησης. Ωστόσο, η Ελβετία και η Ολλανδία στη συνέχεια αύξησαν σημαντικά την κρατική τους ικανότητα και επομένως κινήθηκαν προς την δημοκρατική τροχιά των μεσαίων κρατών. Αν θα συμβεί το ίδιο και στην Τζαμάικα μένει να φανεί στο μέλλον.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρέπει να μην λησμονούμε ότι οι τρεις τροχιές που συζητάμε δεν είναι παρά αφηρημένες ιδεοτυπικές κατασκευές που προσπαθούν να συλλάβουν μια πολύ πιο σύνθετη εμπειρική πραγματικότητα. Αν φέρ’ ειπείν ανατρέξουμε στις πορείες της Γαλλίας ή της Ισπανίας προς την δημοκρατία, θα θυμηθούμε πόσο απέκλιναν στην πράξη από όσα προβλέπει αφηρημένα η θεωρία μας: στην Γαλλία είχαμε συνεχείς επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις, ενώ στην Ισπανία είχαμε την συντριβή του αδύναμου δημοκρατικού καθεστώτος από τα στρατεύματα του Φράνκο. Τούτων δοθέντων, εκείνο που χρειάζεται να κρατήσουμε από τις τρεις ιδεοτυπικές τροχιές που μόλις εξετάσαμε είναι το εξής: ότι η ικανότητα του κράτους επηρεάζει σοβαρότατα κάθε φάση εκδημοκρατισμού ή αποδημοκρατικοποίησης, καθώς και τις επιπτώσεις τους στον ευρύτερο κοινωνικό βίο.

Οι τρεις τροχιές των ισχυρών, μεσαίων και αδύναμων κρατών αποτελούν τους θεωρητικούς γνώμονες με τους οποίους το κεφάλαιο αυτό εξετάζει πώς η κρατική ικανότητα συναρτάται με τις βασικές μετασχηματιστικές διαδικασίες που μας έχουν απασχολήσει: την ενσωμάτωση των δικτύων εμπιστοσύνης στον δημόσιο βίο, την μόνωση από την κατηγορική ανισότητα και (κυρίως) την εξάλειψη των αυτόνομων κέντρων εξουσίας. Το πώς όλα αυτά αλληλεπιδρούν και το ποιες είναι οι συνέπειές τους είναι λοιπόν τα θέματα που θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε στο παρόν κεφάλαιο. Και σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο θα στραφούμε καταρχάς στην περίπτωση της Βενεζουέλας, η οποία περιέχει πολλές εκπλήξεις και η οποία θα μας επιτρέψει να στοχαστούμε βαθύτερα τη συνάρτηση της κρατικής ικανότητας με τον εκδημοκρατισμό και την αποδημοκρατικοποίηση. Ότι η συνάρτηση αυτή

3

Page 4: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

υπάρχει θα αποδειχθεί από την ανάλυση της ολέθριας ροπής των αδυνάμων κρατών προς τους εμφυλίους πολέμους. Τούτο στη συνέχεια θα μας οδηγήσει στη συζήτηση εκείνων των παραγόντων που επιφέρουν κραδασμούς στο πολιτικό σύστημα μιας χώρας και επιταχύνουν έτσι είτε τον εκδημοκρατισμό ή την αποδημοκρατικοποίηση: εδαφικών και αποικιακών κατακτήσεων, επαναστατικών ταραχών και εσωτερικών πολιτικών αντιπαραθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετάσουμε την ταραχώδη πορεία της Ιρλανδίας προς τον εκδημοκρατισμό, η οποία χαρακτηρίζεται από τέτοιους ακριβώς κραδασμούς. Έχοντας κατά νου τη σχετική επιτυχία του εκδημοκρατισμού στην Ιρλανδία (ιδίως την νότια), θα κινηθούμε στη συνέχεια προς μια συνολικότερη αποτίμηση του πραγματικού οφέλους του εκδημοκρατισμού για τον μέσο άνθρωπο. Το παρόν κεφάλαιο λοιπόν θα προσπαθήσει να δείξει τη σημασία της κρατικής ικανότητας για τον εκδημοκρατισμό, αλλά συνάμα να δείξει και πώς η υψηλή ικανότητα βάζει τις πολιτικές ηγεσίες στον πειρασμό να αγνοούν ή να παρακάμπτουν την λαϊκή βούληση.

Βενεζουέλα, πετρέλαιο και αλλαγή τροχιάς

Η ιστορία της Βενεζουέλας από το 1990 και μετά αποδεικνύει τη σπουδαιότητα που έχουν οι μεταβολές στην κρατική ικανότητα ενός κράτους. Στην Βενεζουέλα είχαμε ένα καθεστώς το οποίο ήταν επί μακρόν καθηλωμένο στο κάτω αριστερά τεταρτημόριο της αρχικής κατάταξής μας (χαμηλής ικανότητας, μη δημοκρατικά καθεστώτα),4 πράγμα που επίσης συνεπαγόταν συχνά ξεσπάσματα βίας. Στη συνέχεια όμως το καθεστώς ισχυροποιήθηκε σημαντικά, κάτι που θα μπορούσε να είχε βάλει τη χώρα στην τροχιά εκδημοκρατισμού των ισχυρών κρατών. Η αλλαγή αυτή οφειλόταν φυσικά στον έλεγχο του κράτους επί των πετρελαϊκών εσόδων. Αντί όμως για αυτήν την εξέλιξη, η αυξημένη κρατική ικανότητα αποδείχθηκε εμπόδιο για τον εκδημοκρατισμό της χώρας και τελικά την οδήγησε στο πάνω αριστερά τεταρτημόριο της κατάταξής μας (υψηλής ικανότητας, μη δημοκρατικά καθεστώτα).

Η Βενεζουέλα απέκτησε την ανεξαρτησία της από την Ισπανική Αυτοκρατορία σε διάφορα στάδια: αρχικά ως εξεγερμένη επαρχία (1810), στη συνέχεια ως τμήμα της Μεγάλης Κολομβίας του Σιμόν Μπολιβάρ (1819) και μετά τον θάνατο του Μπολιβάρ μόνη της πλέον ως ανεξάρτητη δημοκρατία (1830). Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η Βενεζουέλα δεν αποτελούσε παρά άλλο ένα σκηνικό του γνωστού θλιβερού λατινοαμερικανικού δράματος: δικτάτορες, καουντίγιος, πραξικοπήματα και μικρά μόνον διαλείμματα πολιτικής διακυβέρνησης. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες της χώρας δεν κατάφεραν ποτέ να συμπήξουν συμμαχία διαρκείας με τους στρατιωτικούς όπως συνέβη σε μεγάλες περιοχές της Αργεντινής και της Βραζιλίας.5 Το 1908 όμως αρχίζει μια νέα περίοδος με το πραξικόπημα του στρατηγού Χουάν Βισέντε Γκόμες. Ο Γκόμες κυβέρνησε την Βενεζουέλα επί είκοσι επτά έτη μέχρι τον θάνατό του το 1935, στελεχώνοντας τον στρατό της χώρας με αξιωματικούς κυρίως από την περιοχή των Άνδεων, τόπο της δικής του καταγωγής.6 Η εξουσία του βασιζόταν πρωτίστως στη χαριστική διανομή γαιών στους υποστηρικτές του.7 Απέφυγε έτσι την σίγουρη ανατροπή των προηγούμενων καθεστώτων της Βενεζουέλας.

Ο Γκόμες κατάφερε και άντεξε μεγαλύτερο διάστημα από τους προκατόχους του, κυρίως επειδή το 1918 η Βενεζουέλα άνοιξε τα πετρελαιοφόρα της κοιτάσματα και αναδείχθηκε έτσι σύντομα σε έναν από τους βασικότερους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο. Η κύρια οικονομική δραστηριότητα έπαψε πλέον να είναι η παραγωγή καφέ, ενώ στην πορεία η παραγωγή ενέργειας δημιούργησε επίσης βιομηχανίες. Όπως είναι αναμενόμενο, οι εξελίξεις αυτές επέτρεψαν στον δικτάτορα να αγνοεί τη λαϊκή βούληση: καθ’ όλη τη διάρκεια της εξουσίας του ο Γκόμες εμπόδισε συστηματικά τον σχηματισμό οποιασδήποτε μορφής μαζικής λαϊκής οργάνωσης.

Παρ’ όλα αυτά όμως, ο βιομηχανικός μετασχηματισμός μιας μέχρι τότε αγροτικής οικονομίας αύξησε τον αριθμό των εργατών και των φοιτητών, που σχημάτισαν την πρώτη μαχητική (καίτοι μάλλον ανίσχυρη) αντιπολίτευση στο καθεστώς. Όταν πέθανε ο Γκόμες το 1935, οι ελίτ της χώρας συνασπίστηκαν για να εξασφαλίσουν ότι το προεδρικό αξίωμα θα ήταν εφεξής αιρετό και ο κάτοχός του θα εκλεγόταν για μία μόνον πενταετή θητεία. Ταυτόχρονα, ο συνασπισμός τους απέβλεπε στην πολιτική δίωξη όλων των αριστερών ως κομμουνιστών. Ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος (ένας άλλος στρατηγός από τις Άνδεις, ο Ελεάσαρ Λόπες Κοντρέρας) διοχέτευσε ένα μέρος των πετρελαϊκών εσόδων της χώρας σε έργα κοινωνικής πρόνοιας, με σκοπό την εξαγορά της λαϊκής υποστήριξης και τον αποκλεισμό της αριστεράς.

4

Page 5: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

Το ίδιο μοτίβο συνεχίστηκε επί μακρόν μετά το 1935. Όλοι όσοι κυβέρνησαν έκτοτε την Βενεζουέλα, είτε με εκλογές είτε με την βία, διεκήρυσσαν ότι στόχος τους ήταν η προώθηση της δημοκρατίας. Το καθολικό δικαίωμα ψήφου αναγνωρίστηκε το 1947 και ουδέποτε έπαψε ουσιαστικά να ισχύει. Η λαϊκή συμμετοχή και η οργανωμένη εργασία έβρισκαν πολιτική υποστήριξη κυρίως στο μετριοπαθές σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Αξιόν Ντεμοκράτικα.8 Στην πράξη όμως, τα έσοδα από το πετρέλαιο επέτρεπαν στις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες να αποφεύγουν την αμοιβαίως δεσμευτική διαβούλευση με τους πολίτες. Μάλιστα, η στρατιωτική χούντα που κυβέρνησε τη χώρα από το 1948 μέχρι το 1958 είχε διακηρύξει ότι ανέλαβε την εξουσία για να αποτρέψει τον κίνδυνο κατά της δημοκρατίας που έθετε το προηγούμενο λαϊκιστικό-στρατιωτικό καθεστώς. Στην ουσία όμως, την χούντα υποστήριζαν η εκκλησία, οι μέχρι τότε βαριά φορολογούμενες ξένες επιχειρήσεις και οι παραδοσιακές ελίτ.9

Όπως όμως μας πληροφορεί ο Φερνάντο Κορονίλ:

Οι ηγέτες της χούντας ούτε ήταν οι ίδιοι πολιτικοί ούτε απέκτησαν μεγάλη πολιτική εμπειρία στα επόμενα χρόνια. Έχοντας κατακτήσει την εξουσία σε μια περίοδο ραγδαίας επέκτασης της πετρελαϊκής βιομηχανίας, δεν ήταν υποχρεωμένοι από τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες να αναζητήσουν στήριξη από άλλες κοινωνικές ομάδες. Αυτή η αίσθηση αυτάρκειας τους οδήγησε σε απομάκρυνση ακόμη και από τις ένοπλες δυνάμεις, την πρωταρχική βάση της εξουσίας τους. Βασική τους επιδίωξη ήταν λοιπόν να αποφύγουν την πολιτική και να επικεντρωθούν σε ορατά επιτεύγματα.10

Τα περί ου ο λόγος επιτεύγματα ήταν κυρίως δημόσια έργα και προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας που χρηματοδοτούνταν από τα πετρελαϊκά έσοδα. Όπως διαπίστωσε ο Άλμπερτ Χίρσμαν από παρατηρήσεις εκ του σύνεγγυς, το γεγονός ότι τόσο η επιχειρηματική δραστηριότητα όσο και οι μεταρρυθμίσεις είχαν ως κέντρο αναφοράς το κράτος, οδήγησε τις δύο αυτές δραστηριότητες σε μεταξύ τους συντονισμό με κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα από προγράμματα κρατικής πρωτοβουλίας.11 Συνάμα όμως το γεγονός αυτό απομάκρυνε τους περισσότερους πολίτες από διαμάχες για ζητήματα οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής πρόνοιας.

Η χούντα (της οποίας από το 1954 και μετά ηγείτο ο συνταγματάρχης Μάρκος Πέρες Χιμένες, από καιρό ισχυρός παρασκηνιακός παράγοντας) αύξησε περαιτέρω τα έσοδα από το πετρέλαιο πωλώντας εκχωρήσεις σε ξένες εταιρείες, κυρίως αμερικανικές. Στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, το καθεστώς αντιμετωπιζόταν από τις ΗΠΑ ολοένα και περισσότερο ως σύμμαχος και ανάχωμα στον κομμουνισμό. Εφησυχάζοντας με την επιτυχία του, ο Πέρες Χιμένες άφησε τη βάση της εσωτερικής υποστήριξης στο καθεστώς να συρρικνωθεί, αποξενώνοντας μια σημαντική μερίδα των αξιωματικών του στρατού. Το 1958 ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, με σημαντική αυτήν τη φορά λαϊκή υποστήριξη, εκτόπισε από την εξουσία την χούντα. Οι ‘γκολπίστας’ και οι πολιτικοί τους σύμμαχοι προκήρυξαν σύντομα εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν στην προεδρία τον μη στρατιωτικό Ρόμουλο Μπετανκούρτ. Η εκλογή του Μπετανκούρτ οδήγησε πολλούς παρατηρητές στη σκέψη ότι η Βενεζουέλα πορευόταν πλέον στο μονοπάτι της δημοκρατίας.

Ο Φελίπε Αγουέρο ισχυρίζεται ότι αυτή η μερική έστω μετάβαση στη δημοκρατία οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στο ότι οι στρατιωτικοί είχαν πλέον χάσει την παλιά τους ενότητα:

Η μετάβαση είχε συντελεστεί επειδή μια πρωτίστως στρατιωτική χούντα είχε αποφασίσει να συμμαχήσει με τα πολιτικά κόμματα για να φέρει στην εξουσία μια προσωρινή κυβέρνηση που θα δρομολογούσε εκλογές βάσει συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος. Επομένως, η πειστικότερη εξήγηση είναι ότι οι στρατιωτικοί ήταν πλέον διχασμένοι μεταξύ τους έχοντας απέναντί τους ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο με μαζική λαϊκή υποστήριξη. Το πολιτικό μέτωπο αποτελούσε λοιπόν πιο αξιόπιστη λύση από τις στρατιωτικές φατρίες που αντιμάχονταν τον εκδημοκρατισμό.12

Στην πραγματικότητα βεβαίως, ο στρατός ουδέποτε έχασε την επιρροή του στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Παρά ταύτα όμως, από την εποχή εκείνη και μετά η Βενεζουέλα αρχίζει να κυβερνάται από πολιτικούς και όχι στρατιωτικούς. Η μοναδική περίπτωση άμεσης στρατιωτικής επέμβασης σημειώθηκε το 1992, όταν δύο αποτυχημένες απόπειρες πραξικοπήματος έφεραν για πρώτη φορά στο προσκήνιο τον αντισυνταγματάρχη Ούγο Τσάβες Φρίας (με τον οποίο θα ασχοληθούμε παρακάτω). Η εξουσία εναλλασσόταν ανάμεσα σε δύο πολιτικά κόμματα των ελίτ, το ένα μετριοπαθές σοσιαλδημοκρατικό, το άλλο μετριοπαθές χριστιανοδημοκρατικό. Την περίοδο αυτή η Βενεζουέλα έγινε ενεργό ιδρυτικό μέλος του γνωστού ΟΠΕΚ, δηλαδή του καρτέλ των εξαγωγέων πετρελαίου.

5

Page 6: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

Μέρος μάλιστα των πετρελαϊκών εσόδων διοχετεύτηκε σε μια φιλόδοξη και τελικά άκαρπη προσπάθεια να δημιουργηθεί εγχώρια εξαγωγική αυτοκινητοβιομηχανία.

Όταν ο ΟΠΕΚ επταπλασίασε την τιμή του πετρελαίου το 1973, ο τότε πρόεδρος της Βενεζουέλας Κάρλος Αντρές Πέρες επεξέτεινε τα προγράμματα δημοσίων έργων που είχαν δρομολογηθεί από προηγούμενες κυβερνήσεις. Συνάμα, εθνικοποίησε την πετρελαϊκή βιομηχανία (το 1975), ενώ παράλληλα άρχισε να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές με εγγύηση τα μελλοντικά πετρελαϊκά έσοδα της χώρας. Αυτό το δημόσιο χρέος σε ξένους δανειστές, που βεβαίως οδήγησε σε πιέσεις από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έμελλε να στοιχειώσει την πολιτική ζωή της χώρας για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Παρότι ορισμένοι απέκτησαν μεγάλο πλούτο, οι περισσότεροι πολίτες της χώρας βίωσαν μια δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου από τη δεκαετία του 1970 και μετά.

Στη διάρκεια της δεύτερης θητείας του (1988-1993) ο Πέρες πλήρωσε το τίμημα. Έχοντας βασίσει την προεκλογική του εκστρατεία σε εξαγγελίες δημοσίων έργων και πολιτικές περιστολής τιμών, υποχρεώθηκε πολύ σύντομα να αλλάξει πορεία κάτω από την πίεση των εγχώριων και διεθνών πιστωτών του. Το 1989 αναγκάστηκε να ανακοινώσει ένα πρόγραμμα οικονομικής λιτότητας, με περικοπές στις κρατικές δαπάνες και αυξήσεις στις δημόσιες υπηρεσίες. Η εφαρμογή του σχεδίου προκάλεσε αμέσως μεγάλες λαϊκές αντιδράσεις.

Για παράδειγμα, οι εκρήξεις βίας στο Καράκας από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1989, άρχισαν με συγκρούσεις ανάμεσα στους επιβάτες και τους οδηγούς των μέσων μεταφοράς που απαιτούσαν να εισπράξουν τα νέα αυξημένα εισιτήρια. Οι συγκρούσεις γρήγορα κλιμακώθηκαν σε καταστροφές και λεηλασίες των καταστημάτων του κέντρου της πόλης. Ο στρατός κλήθηκε να εκκενώσει τους δρόμους και να αποκαταστήσει την τάξη. Τριακόσιοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και περισσότεροι από δύο χιλιάδες τραυματίστηκαν. Στις δυο πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου, οι συγκρούσεις είχαν εξαπλωθεί σε δεκαέξι ακόμη πόλεις της Βενεζουέλας. Η περίοδος, γνωστή έκτοτε ως Ελ Καρακάσο (τα γεγονότα του Καράκας) ή ως Ελ Σακουδόν (ο κλονισμός), εγκαινίασε μια δεκαετία πολιτικών αναταραχών και καθεστωτικών αλλαγών.13

Ο Τσάβες στο προσκήνιο

Οι αντιδράσεις στην κυβερνητική πολιτική δεν προέρχονταν μόνον από τους δρόμους. Στη δεκαετία του 1980 μια ομάδα εθνικιστών αξιωματικών του στρατού δημιούργησε ένα μυστικό δίκτυο, το Επαναστατικό Μπολιβαριανό Κίνημα, του οποίου επικεφαλής έγινε ο αξιωματικός των ειδικών δυνάμεων Ούγο Τσάβες. Το 1992 οι κινηματίες μόλις απέτυχαν να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία, με αποτέλεσμα ο Τσάβες να καταλήξει στη φυλακή. Ενόσω ήταν κρατούμενος, οι υπόλοιποι κινηματίες έκαναν άλλη μία απόπειρα το Νοέμβριο καταλαμβάνοντας έναν τηλεοπτικό σταθμό και μεταδίδοντας διάγγελμα του Τσάβες με το οποίο κήρυσσε έκπτωτη την κυβέρνηση. Για την δεύτερη αυτήν απόπειρα, ο Τσάβες έμεινε άλλα δυο χρόνια στη φυλακή.

Το 1993 και ενώ ο Τσάβες βρισκόταν έγκλειστος στο κελί του, το Κογκρέσο της Βενεζουέλας προέβη στην καθαίρεση του Πέρες από το προεδρικό αξίωμα και την παραπομπή του σε δίκη με την κατηγορία της διαφθοράς. Ο διάδοχος του Πέρες όμως, ο Ραφαέλ Καλντέρα, σύντομα βρέθηκε αντιμέτωπος με ανυπέρβλητα προβλήματα: την κατάρρευση των τραπεζών της χώρας, την κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας, τις φήμες για νέα πραξικοπήματα και τις συνεχιζόμενες καταγγελίες για διαφθορά. Καθώς λοιπόν ο Τσάβες έβγαινε από τη φυλακή και έμπαινε στην πολιτική, η λαϊκή απαίτηση για την κάθαρση της πολιτικής βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Έτσι, στις προεδρικές εκλογές του 1998 η μοναδική σοβαρή υποψηφιότητα απέναντι στον πρώην πραξικοπηματία Τσάβες προερχόταν από μια πρώην νικήτρια καλλιστείων – η οποία μάλιστα αποσύρθηκε μόλις κατάλαβε ότι το ρεύμα που υποστήριζε τον Τσάβες είχε γίνει πια ακαταμάχητο.

Προβάλλοντας τον εαυτό του ως λαϊκό δημοκράτη, ο Τσάβες κέρδισε τις εκλογές με μεγάλη πλειοψηφία. Την επόμενη χρονιά, σύμφωνα με την οργάνωση Freedom House:

Ο Ούγο Τσάβες, ο πραξικοπηματίας αξιωματικός των ειδικών δυνάμεων που είχε μεταμορφωθεί σε πολιτικό και είχε εκλεγεί πρόεδρος με σαρωτική νίκη τον Δεκέμβριο του 1998, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του 1999 στην αποσυναρμολόγηση του πολιτικού συστήματος της Βενεζουέλας και ιδιαίτερα εκείνων των θεσμικών μηχανισμών που εξασφάλιζαν την εξισορρόπηση των εξουσιών μέσα στη χώρα. Τούτο το έπραξε με

6

Page 7: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

το ρητορικό σύνθημα ότι έτσι κατέστρεφε το προηγούμενο και πλήρως απαξιωμένο πλέον δικομματικό σύστημα, που χρεωνόταν με τέσσερις δεκαετίες συνεχώς αυξανόμενων εσόδων από το πετρέλαιο αλλά και με τέσσερις στους πέντε πολίτες της χώρας οικονομικά εξαθλιωμένους. Στις αρχές εκείνης της χρονιάς οι αρμοδιότητες του Κογκρέσου περικόπηκαν δραστικά, η δικαστική εξουσία τέθηκε απευθείας κάτω από την εκτελεστική και ο σύντροφοι του Τσάβες από τον στρατό απέκτησαν λόγο στην καθημερινή διακυβέρνηση της χώρας. Μια νεοεκλεγμένη συντακτική βουλή στην οποία κυριαρχούσαν οι οπαδοί του Τσάβες συνέταξε καινούργιο σύνταγμα με το οποίο πλέον η λογοκρισία του τύπου γινόταν ευκολότερη, η ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία μπορούσε να διαλύει τη βουλή και ο Τσάβες είχε το δικαίωμα να διατηρήσει την εξουσία μέχρι το 2013. Μόλις το νέο σύνταγμα εγκρίθηκε με εθνικό δημοψήφισμα στις 15 Δεκεμβρίου, ο Τσάβες προέβη στη διάλυση τόσο της βουλής όσο και του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας.14

Με την άνοδο του Τσάβες στην εξουσία το 1999, οι οδομαχίες ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντιπάλους του άρχισαν να αυξάνονται. Η επίσκεψη του νεοεκλεγέντος προέδρου στην σοσιαλιστική Κούβα του Φιντέλ Κάστρο αργότερα την ίδια χρονιά προσέδωσε δραματικό τόνο στην απόφαση του νέου καθεστώτος να μεταβάλει πλήρως τόσο το πολιτικό σύστημα της χώρας όσο και τον διεθνή της ρόλο. Στο πλαίσιο αυτό, ο Τσάβες άρχισε να αποσπά από την κρατική πετρελαϊκή επιχείρηση (Petróleos de Venezuela) ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της και να υπονομεύει έτσι την έως τότε περιβόητη αυτονομία της. Τυτόχρονα, αναβίωσε μια παλιότερη (και δημοφιλή στο εσωτερικό ακροατήριο) εδαφική διεκδίκηση της Βενεζουέλας σε μεγάλο τμήμα της δυτικής Γουϊάνας. Με όλες αυτές τις ενέργειες, η Βενεζουέλα εισήλθε σε μια νέα φάση πολιτικών διαμαχών για το πού έμελλε να οδηγηθεί στο μέλλον.

Στα επόμενα επτά χρόνια, ο Τσάβες εκμεταλλεύτηκε τον έλεγχο του κράτους πάνω στα πετρελαϊκά έσοδα της χώρας για να εδραιώσει την προσωπική του εξουσία, να περιορίσει τη δράση της αντιπολίτευσης, να τροφοδοτήσει τον λαϊκισμό σε άλλες περιοχές της Λατινικής Αμερικής, αλλά και να κρατήσει σε απόσταση τις ολοένα και εχθρικότερες ΗΠΑ. Το 2002 αντιμετώπισε επιτυχώς μια απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος εναντίον του, το οποίο είχε την υποστήριξη των αμερικανών. Το 2002 και το 2003 αντιμετώπισε, επίσης με επιτυχία, μια γενική απεργία, καθώς και τις συνεχείς αντιδράσεις της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας. Το 2004 κέρδισε το δημοψήφισμα που η αντιπολίτευση, πάλι με την υποστήριξη των ΗΠΑ, είχε ζητήσει για την ανάκλησή του από το προεδρικό αξίωμα. Σε κάθε μία από αυτές τις προκλήσεις ενάντια στην εξουσία του, ο Τσάβες αντέδρασε με ολοένα και πιο σκληρά μέτρα καταστολής. Η βουλή, στην οποία κυριαρχούσαν απόλυτα οι οπαδοί του, προέβη σε μαζικούς διορισμούς στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας, θέσπισε νόμους κατά της εξύβρισης ή ασέβειας του προσώπου του προέδρου και αύξησε την κρατική εποπτεία επί των μέσων ενημέρωσης. Οι αντιφρονούντες άρχισαν να διώκονται δικαστικά, σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς. Όπως λοιπόν είδαμε και με τον Πούτιν της Ρωσίας ή τον Μπουτεφλίκα της Αλγερίας, έτσι και ο Τσάβες, παρά την υποστήριξή από μεγάλες μάζες των φτωχών πολιτών της Βενεζουέλας, μπορεί να αγνοεί και να παρακάμπτει την λαϊκή βούληση χάρη στα πετρελαϊκά εισοδήματα της χώρας του.

7

Page 8: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

Σχήμα 7-2. Βενεζουέλα, 1900-2006

Αυτό βέβαια δεν συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία της Βενεζουέλας. Στο Σχήμα 7-2 μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ελικοειδή πορεία των καθεστώτων της χώρας από το 1900. Η Βενεζουέλα εισήλθε στον 20ο αιώνα μετά από εβδομήντα χρόνια αντιδημοκρατικών καθεστώτων, με ένα κράτος χαμηλής ικανότητας που ήταν έρμαιο στρατιωτικών επεμβάσεων. Το 1918, με το άνοιγμα των πετρελαϊκών πηγών, η δικτατορία του Γκόμες αύξησε θεαματικά την κρατική ικανότητα. Οι νέες δυνατότητες ελέγχου από πάνω προς τα κάτω επέτρεψαν στον Γκόμες να επιτείνει ακόμη παραπάνω την αποδημοκρατικοποίηση. Μετά τον θάνατό του το 1935, η ολιγαρχία της χώρας κατόρθωσε να οδηγήσει το καθεστώς σε μερικό εκδημοκρατισμό, ενόσω όμως συνέχισε να αξιοποιεί τα έσοδα από το πετρέλαιο για την περαιτέρω ενίσχυση της κρατικής ικανότητας.

Το πραξικόπημα του 1948 επέφερε τη ραγδαία αποδημοκρατικοποίηση του δημόσιου βίου, που έτσι επέστρεψε στην αντιδημοκρατική κατάσταση στην οποία βρισκόταν τον καιρό του θανάτου του Γκόμες. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν συνέχισαν να αυξάνουν την κρατική ικανότητα, εγκαινιάζοντας όμως μια νέα φάση ήπιου εκδημοκρατισμού. Από τις δύο αυτές τάσεις λοιπόν, ο Τσάβες συνέχισε την πρώτη και αντέστρεψε τη δεύτερη: παρά τις ρητορικές του εξαγγελίες περί λαϊκής δημοκρατίας, εκείνο που ο Τσάβες έκανε στην πράξη ήταν να οικοδομήσει τον πιο ισχυρό κρατικό μηχανισμό που διέθετε ποτέ η χώρα, αλλά σε βάρος της δημοκρατίας. Βεβαίως, καθ’ όλη την περίοδο από το 1900 έως το 2006 η Βενεζουέλα δεν κατόρθωσε ποτέ να εισέλθει σε σταθερή δημοκρατική τροχιά. Χάρη στα έσοδα του πετρελαίου όμως, εξελίχθηκε σε ένα κράτος εντυπωσιακά υψηλής ικανότητας.

Οι βαθμολογήσεις της οργάνωσης Freedom House, όπως αυτές αποτυπώνονται στο Σχήμα 7-3, παραβλέπουν ως συνήθως την κρατική ικανότητα, αλλά μας βοηθούν να εντοπίσουμε τις παλινδρομήσεις μεταξύ εκδημοκρατισμού και αποδημοκρατικοποίησης από το 1972 και μετά. Σύμφωνα λοιπόν με την οργάνωση Freedom House, τα πολιτικά δικαιώματα αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρικής θητείας του Κάρλος Αντρές Πέρες. Από το 1976 μέχρι το 1986 η οργάνωση έδινε αισιόδοξα στην Βενεζουέλα τον υψηλότερο βαθμό 1 για τα πολιτικά δικαιώματα και ένα επίσης υψηλό 2 για τις πολιτικές ελευθερίες. Με τέτοιες βαθμολογίες βεβαίως, η Βενεζουέλα κατατασσόταν στην ίδια κατηγορία με δημοκρατικά καθεστώτα μακράς παράδοσης, σαν την Γαλλία και την Ιρλανδία.15

Στη συνέχεια, άρχισε η ακανόνιστη κατηφορική πορεία, που οδήγησε στην κατώτατη μέχρι τότε βαθμολογία 4,4 το 1999, πριν από μια ελαφρά άνοδο και μια εκ νέου ραγδαία πτώση στο 4,4 το 2006. Κοντολογίς, από μια χώρα που έμοιαζε να πορεύεται προς τον εκδημοκρατισμό τον καιρό της έκρηξης των τιμών του πετρελαίου στη δεκαετία του 1970, η Βενεζουέλα υποχώρησε απότομα σε μείωση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, οδηγήθηκε δηλαδή σε ραγδαία αποδημοκρατικοποίηση.

8

Page 9: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

Παράλληλα όμως με αυτές τις εξελίξεις, η κρατική ικανότητα συνέχιζε να αυξάνεται, έτσι ώστε τελικά η Βενεζουέλα να μετατραπεί σε ένα υψηλής ικανότητας μη δημοκρατικό καθεστώς.

Σχήμα 7-3. Βενεζουέλα, 1972-2006: πολιτικά δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες

Οι πληροφορίες μας για τα δίκτυα εμπιστοσύνης στην Βενεζουέλα είναι ελλιπείς και δεν μας επιτρέπουν να αποτιμήσουμε την επίδρασή τους στον εκδημοκρατισμό και στην αποδημοκρατικοποίηση της χώρας. Είναι πάντως εύλογο να υποθέσουμε ότι τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας που χρηματοδοτήθηκαν από πετρελαϊκά έσοδα στις δεκαετίες 1970 και 1980 είχαν ήδη επιφέρει τη μερική ενσωμάτωση των λαϊκών δικτύων εμπιστοσύνης, προτού η οικονομικά επώδυνη δεκαετία του 1990 και βεβαίως η εμφάνιση του Τσάβες στο πολιτικό προσκήνιο να προκαλέσουν την ραγδαία απόσυρση των δικτύων εμπιστοσύνης των μεσαίων τάξεων και της οργανωμένης εργασίας. Παράλληλα όμως, η λαϊκιστική πολιτική του Τσάβες πρέπει επίσης να έχει επιφέρει μια πρωτόγνωρη ενσωμάτωση των δικτύων εμπιστοσύνης των ιθαγενών και άλλων κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων του πληθυσμού. Γι’ αυτό και διάφοροι θαυμαστές της Μπολιβαριανής Επανάστασης θεωρούν ότι το καθεστώς του Τσάβες είναι το πιο δημοκρατικό που γνώρισε ποτέ η χώρα, αφού κατ’ αυτούς μόνον ο Τσάβες νοιάστηκε για τους ιθαγενείς και τους φτωχούς. 16 Με κριτήρια όμως την ευρύτητα, την ισοτιμία, την ασφάλεια και την αμοιβαία δέσμευση της διαβούλευσης, το καθεστώς του Τσάβες έχει οδηγήσει την Βενεζουέλα στην αποδημοκρατικοποίηση.

Ως προς την κατηγορική ανισότητα τώρα, πρέπει να σημειώσουμε ότι από πολύ νωρίς οι διάφοροι λαϊκιστές δικτάτορες της Βενεζουέλας είχαν φροντίσει ώστε οι εκτεταμένες κοινωνικές ανισότητες της χώρας να μείνουν έξω από τo πολιτικό σύστημα. Κατά τούτο λοιπόν, συνέβαλαν στην προώθηση της σχετικής έστω ευρύτητας και ισοτιμίας της πολιτικής συμμετοχής, χωρίς φυσικά τα άλλα δύο στοιχεία της ασφάλειας και της αμοιβαίας δέσμευσης. Η κατηγορική ανισότητα παρέμεινε πάντως εκτός δημοσίου βίου. Στην τρίτη μετασχηματιστική διαδικασία που μας ενδιαφέρει όμως, εκείνην δηλαδή που έχει να κάνει με τα αυτόνομα κέντρα εξουσίας, σημειώνονται συνεχείς αλλαγές και διακυμάνσεις. Για έναν αιώνα σχεδόν, οι διάφοροι στρατιωτικοί που κυβέρνησαν την Βενεζουέλα χρησιμοποιούσαν τα έσοδα από το πετρέλαιο για να ενισχύσουν την αυθαίρετη εξουσία τους, εγκαινιάζοντας κάθε φορά και έναν κύκλο αποδημοκρατικοποίησης. Οι παλινδρομήσεις της χώρας μεταξύ εκδημοκρατισμού και αποδημοκρατικοποίησης πρέπει λοιπόν να ιδωθούν σε συνάρτηση με τις τύχες των αυτόνομων κέντρων εξουσίας των στρατιωτικών. Αυτό ακριβώς έκανε και ο Τσάβες με τη δημιουργία του δικού του αυτόνομου κέντρου εξουσίας εν ονόματι της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας, οδηγώντας όμως έτσι τη χώρα του σε έναν ακόμη κύκλο αποδημοκρατικοποίησης.

9

Page 10: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

Αν όλος κόσμος ήταν σαν την Βενεζουέλα

Δεν είναι φυσικά. Αν όμως ήταν, θα μας προσέφερε για μελέτη κάποιες ενδιαφέρουσες κανονικότητες. Η ιστορική εμπειρία της Βενεζουέλας είναι ιδιαίτερη, επειδή φέρνει πλήρως στο προσκήνιο μια ιδέα με την οποία είμαστε ήδη εξοικειωμένοι: ότι δηλαδή ο εκδημοκρατισμός και η αποδημοκρατικοποίηση επηρεάζονται άμεσα από τις μεταβολές στην ικανότητα του κράτους. Πιο συγκεκριμένα, στο βαθμό που ένα μη δημοκρατικό κράτος αρχίζει να αποσπά τη συναίνεση των πολιτών του με διαπραγματεύσεις για τους όρους και τα μέσα της εξουσίας του, δημιουργεί και τις προϋποθέσεις ώστε ο εκδημοκρατισμός να εξελιχθεί ταχύτερα και ευρύτερα. Τούτο συμβαίνει, επειδή τέτοιες διαπραγματεύσεις οδηγούν στην υπαγωγή των αυτόνομων κέντρων εξουσίας στο κράτος, στην υπαγωγή του κράτους στον δημόσιο βίο και στην προώθηση της λαϊκής επιρροής στα πολιτικά πράγματα.

Ένα καλό παράδειγμα διαπραγματεύσεων για τους όρους και τα μέσα εξουσίας είναι εκείνες που αφορούν σε ζητήματα φορολόγησης και στρατολόγησης.17 Τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις ενεργοποιούν τους μηχανισμούς που εξετάσαμε στο έκτο κεφάλαιο, δηλαδή την κεντρική ενσωμάτωση ή η εξάλειψη των αυτόνομων διαμεσολαβητών της εξουσίας, τη διευκόλυνση του σχηματισμού πολιτικών συνασπισμών που υπερβαίνουν τις κατηγορικές ανισότητες, την επιβολή κοινών οργανωτικών δομών και λειτουργιών καθ’ όλη την επικράτεια του κράτους και ούτω καθεξής. Εάν μάλιστα οι διαπραγματεύσεις αφορούν σε στρατιωτικά ζητήματα, τότε οδηγούν κατά ειρωνικό τρόπο σε εξάρτηση των ίδιων των στρατιωτικών τόσο από τη λαϊκή συναίνεση όσο και από την κρατική γραφειοκρατία η οποία καλείται να συλλέξει και να κατανείμει τους πόρους που οι στρατιωτικοί χρειάζονται.

Σε μια δεινή επίδειξη ιστορικής ανάλυσης, ο Μιγκέλ Σεντένο έχει αποδείξει (με όρους δικούς μου, όχι δικούς του) ότι, κατά τεκμήριο, στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη η ακολουθία πόλεμος => απόσπαση πόρων => διαπραγμάτευση => συναίνεση => κρατική υποδομή λειτούργησε εκτενέστερα και ταχύτερα από ό,τι στα λατινοαμερικάνικα κράτη. Για τα τελευταία, σημειώνει συγκεκριμένα:

Μολονότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι πόλεμοι συνέβαλαν στη συνοχή του κράτους (όπως λόγου χάρη συνέβη στη Χιλή κατά τη δεκαετία του 1830), ουδέποτε αξιοποιήθηκαν για να δημιουργηθούν οι θεσμικές υποδομές που θα επέτρεπαν την περαιτέρω ανάπτυξη της κρατικής ικανότητας. Ένα κρίσιμο ερώτημα εδώ είναι γιατί οι πόλεμοι της ανεξαρτησίας οδήγησαν σε αναρχία και όχι σε ισχυρά στρατιωτικά αυταρχικά καθεστώτα. Πιστεύω πως η απάντηση έγκειται στα σχετικώς χαμηλά επίπεδα στρατιωτικής οργάνωσης και βίας που χαρακτηρίζουν τους πολέμους της ανεξαρτησίας στην Λατινική Αμερική. Λέγοντας κάτι τέτοιο, δεν αρνούμαι φυσικά ότι οι πόλεμοι αυτοί προκάλεσαν καταστροφές. Ενώ όμως αποδυνάμωσαν την αποικιακή εξουσία, δεν την εξουδετέρωσαν πλήρως. Οι πολεμικές προσπάθειες ήταν μικρού σχετικά μεγέθους, ώστε να μην οδηγούν σε στρατιωτικοποίηση της λατινοαμερικανικής κοινωνίας. Σε σύγκριση λοιπόν με τους αντίστοιχους πολέμους της ευρωπαϊκής ιστορίας (όπως φέρ’ ειπείν ο Τριακονταετής Πόλεμος), οι λατινοαμερικανικοί πόλεμοι της ανεξαρτησίας άφησαν πίσω τους μια πολύ πιο περιορισμένη θεσμική κληρονομιά. Αλλά και οι μετά την ανεξαρτησία πόλεμοι παρήγαγαν επίσης αμφίβολα αποτελέσματα.18

Η συνέπεια όλων αυτών, σύμφωνα με τον Σεντένο, ήταν ότι τα κράτη της Λατινικής Αμερικής κατέληξαν να έχουν πολύ πιο αδύναμες δομές κεντρικής εξουσίας, να είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικά στις επεμβάσεις τους στην καθημερινή κοινωνική ζωή και να πρέπει να συμβιώνουν με πολύ περισσότερα αυτόνομα κέντρα εξουσίας από ό,τι ισχύει στη σύγχρονη δυτική Ευρώπη. Όπως μας έδειξε η περίπτωση της Βενεζουέλας, όταν οι πολιτικές ηγεσίες μπορούν να αυξήσουν την κρατική ικανότητα χάρη στον έλεγχο που ασκούν πάνω σε πολύτιμους και διεθνώς εμπορεύσιμους πόρους, τότε είτε υπονομεύουν είτε αποφεύγουν οποιαδήποτε διαπραγμάτευση θίγει την εξουσία τους. Στις περιπτώσεις πάλι των κρατών που συνεχίζουν να υποστηρίζονται από την παλιά αποικιοκρατική δύναμη, συνήθως η εξωτερική αυτή στήριξη συμβάλλει επίσης στην υπονόμευση ή την αποφυγή της διαπραγμάτευσης.

Στην τροχιά εκείνων των ισχυρών κρατών όπου η οικοδόμηση της κρατικής εξουσίας συμβαίνει να συνδυάζεται από νωρίς με την εξάλειψη αυτόνομων κέντρων εξουσίας, η ενσωμάτωση των δικτύων

10

Page 11: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

εμπιστοσύνης στον δημόσιο βίο καθίσταται πιθανότερη. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα δίκτυα εμπιστοσύνης μπορούν να ενσωματωθούν ευκολότερα, επειδή δεν έχουν πλέον άλλα κέντρα εξουσίας πέραν του κράτους για να αναζητήσουν προστασία (όπως θα είχαν φέρ’ ειπείν σε ένα πελατειακό πολιτικό σύστημα), αλλά και επειδή δημιουργούνται νέα δίκτυα προστασίας (λόγου χάρη, συστήματα κοινωνικής πρόνοιας) από το ίδιο το κράτος και από άλλους μεγάλους πολιτικούς φορείς όπως τα συνδικάτα, πλήρως συνδεδεμένα πλέον με τον δημόσιο βίο.19 Επομένως, η ενσωμάτωση των δικτύων εμπιστοσύνης αποτελεί εξέλιξη που ευνοεί τον εκδημοκρατισμό, επειδή ακριβώς υποχρεώνει όλους τους πολιτικούς παράγοντες (περιλαμβανομένου του κράτους) να συμμετέχουν σε διαδικασίες ασφαλούς και αμοιβαίως δεσμευτικής διαβούλευσης.

Από την άλλη πλευρά όμως, δεν υπάρχει σταθερή συνάρτηση ανάμεσα στην κρατική ικανότητα αφενός και τη μόνωση του δημόσιου βίου από την κατηγορική ανισότητα αφετέρου. Ορισμένα ισχυρά κράτη, όπως είδαμε στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής, εγγράφουν ευθέως την κατηγορική ανισότητα στο σύστημα εξουσίας. Ορισμένα κράτη μεσαίας ικανότητας, όπως οι ΗΠΑ, μερικές φορές ενσωματώνουν φυλετικές, θρησκευτικές ή εθνικές διακρίσεις στο πολιτικό σύστημα. Και βεβαίως στα περισσότερα κράτη χαμηλής ικανότητας οι διάφοροι πολιτικοί παράγοντες όχι μόνον αντιπροσωπεύουν μονομερή συμφέροντα βασισμένα σε κατηγορικές διακρίσεις, αλλά επίσης εισάγουν τέτοιες διαφοροποιήσεις στο πολιτικό σύστημα αν συμβεί να καταλάβουν οι ίδιοι την εξουσία. Στη μακρά διάρκεια πάντως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σημασία της κατηγορικής ανισότητας στον δημόσιο βίο τείνει να μειώνεται, στο βαθμό που όλα τα καθεστώτα τα οποία βρίσκονται σε διαδικασία εκδημοκρατισμού κινούνται αναπόφευκτα προς ολοένα και περισσότερο γενικές και εξισωτικές αντιλήψεις για την ιδιότητα του πολίτη.

Στα καθεστώτα με ισχυρά και σχετικώς δημοκρατικά κράτη, η αποδημοκρατικοποίηση προκύπτει κυρίως ως συνέπεια είτε στρατιωτικής κατάκτησης είτε αποστασίας των ελίτ από το δημοκρατικό μέτωπο είτε κάποιας σοβαρής οικονομικής κρίσης στην οποία η κρατική ικανότητα απλώς δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε το παράδειγμα της Γαλλίας και της Ολλανδίας μετά τη ναζιστική επικράτηση στις αρχές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Στην δεύτερη περίπτωση, έχουμε τα καταστροφικά αποτελέσματα από τις αποστασίες των ελίτ στην Βραζιλία, στην Ουρουγουάη, στην Χιλή και στην Αργεντινή κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Στην τρίτη περίπτωση, έχουμε την μεσοπολεμική ιστορία της Ευρώπης, όπου πολλά αντιδημοκρατικά καθεστώτα προέκυψαν εξαιτίας ακριβώς των οικονομικών κρίσεων που ξέσπασαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.20 Αλλά και στην περίπτωση της Βενεζουέλας όπου το καθεστώς ουδέποτε υπήρξε απολύτως ισχυρό ή δημοκρατικό, παρατηρούμε ότι οι διάφορες περίοδοι αποδημοκρατικοποίησης συνδυάζονται κατά κανόνα με αποστασίες των ελίτ από τη δημοκρατική διαδικασία.

Τα καθεστώτα που βασίζονται σε αδύναμα κράτη συμπεριφέρονται διαφορετικά. Συντρίβοντας ίσως τα όνειρα κάθε αναρχικού, τέτοια κράτη αποδεικνύονται πολύ υποδεέστερες αφετηρίες προς τη δημοκρατία από ό,τι τα κράτη υψηλής ικανότητας. Ακόμη και αν καταφέρουν να μπουν σε διαδικασία

1 Βλ. Goodwin 2001 και 2005, καθώς επίσης Tilly 1993 και Tilly 2006, κεφ. 6-8.2 Βλ. Creveld 1999, Kaldor 1999, Migdal 1999 και Tilly 2006, κεφ. 63 Βλ. Collier & Sambanis 2005, Eriksson & Wallensteen 2004 και Fearon & Laitin 2003.4 Βλ. Σχήμα 1-2, Κεφάλαιο 1.5 Βλ. Centeno 2002: 156. 6 Βλ. Rouquié 1987: 195. 7 Βλ. Collier & Collier 1991: 114.8 Βλ. Collier & Collier 1991: 251-270.9 Βλ. Rouquié 1987: 196.10 Coronil 1997: 131.11 Βλ. Hirschman 1979: 95-96.12 Agüero 1990: 349. 13 Βλ. López Maya 1999 και López Maya, Smilde & Stephany 2002.14 Karatnycky 2000: 522. 15 Βλ. Freedom House 2002.16 Βλ. λ.χ. Figueroa 2006.17 Βλ. Levi 1988 και 1997. Βλ. επίσης Tilly 1992 και 2005b.18 Centeno 2002: 26-27.19 Βλ. Linder 2004 και Tilly 2005b.20 Βλ. Bermeo 2003.

11

Page 12: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

εκσυγχρονισμού, τα αδύναμα κράτη απλώς δεν έχουν την ικανότητα να αποτρέψουν αποστασίες, να προστατεύσουν μειονότητες και να επιβάλουν αποφάσεις που έχουν προκύψει από αμοιβαίως δεσμευτικές διαβουλεύσεις. Παρά ταύτα όμως, υπάρχουν και ορισμένα πολύ αδύναμα κράτη που στεγάζουν δημοκρατικά καθεστώτα. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν συνήθως να κάνουν είτε με την προστασία παρόμοιων κρατών από ισχυρούς γείτονες είτε με τη γεωπολιτική θέση που κατέχουν στη διεθνή σκηνή. Ως παραδείγματα εδώ έχουμε την Ανδόρα, τις Μπαχάμες, τα Μπαρμπάντος, το Πράσινο Ακρωτήριο, την ελληνική Κύπρο, την Δομινικανή Δημοκρατία, το Κιριμπάτι, το Λιχτενστάιν, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, τις Νήσους Μάρσαλ, την Μικρονησία, το Ναούρου, το Παλάου, τον Άγιο Μαρίνο, την Σλοβενία και το Τουβαλού – όλες αυτές οι χώρες βαθμολογήθηκαν το 2003 με το υψηλότατο 1,1 από την οργάνωση Freedom House.21 Τα πολιτικά καθεστώτα των χωρών αυτών ανήκουν σε δύο κατηγορίες: είτε στην κατηγορία εκείνων των παλιότερων κρατικών οντοτήτων οι οποίες διασώθηκαν από τις διενέξεις μεγαλύτερων κρατών και τις αλλαγές του πολιτικού χάρτη που αυτές επέφεραν στο πέρασμα του χρόνου, είτε στην κατηγορία εκείνων των πρώην αποικιών που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους υπό την αιγίδα των ίδιων των αποικιοκρατικών δυνάμεων που τις δυνάστευαν στο παρελθόν.

Στην τροχιά των αδύναμων κρατών, οι τρεις βασικές μετασχηματιστικές διαδικασίες που εμπλέκονται στον εκδημοκρατισμό (δηλαδή η ενσωμάτωση των δικτύων εμπιστοσύνης, η μόνωση από τις κατηγορικές ανισότητες και η εξάλειψη των αυτόνομων κέντρων εξουσίας) λαμβάνουν χώρα συνήθως με αργό και ανολοκλήρωτο τρόπο. Εδώ (ιδιαίτερα μάλιστα σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ένα αδύναμο κράτος έχει ιδρυθεί εξαρχής από μία μόνον εθνική ομάδα του πληθυσμού και επιδιώκει να διατηρήσει αυτόν τον μονομερή χαρακτήρα), τα όποια επιτεύγματα του εκδημοκρατισμού είναι πολύ αβέβαια και ασταθή, αφού μπορούν να αμφισβητηθούν από θύλακες δυσπιστίας, από εθνικές, γλωσσικές, φυλετικές ή θρησκευτικές διαιρέσεις που μεταφέρονται στον δημόσιο βίο και, φυσικά, από αυτόνομα κέντρα εξουσίας.

Στα καθεστώτα των αδύναμων κρατών (όπως ακριβώς συμβαίνει και στα καθεστώτα των ισχυρών κρατών) η αποδημοκρατικοποίηση προκύπτει συνήθως λόγω στρατιωτικής κατάκτησης, αποστασίας των ελίτ ή σοβαρής οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, στα αδύναμα κράτη η αποδημοκρατικοποίηση προκύπτει από τις εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις των διεκδικητών της εξουσίας. Τα αδύναμα κράτη της Σιέρα Λεόνε, της Λιβερίας και της Ακτής του Ελεφαντοστού ουδέποτε προσέγγισαν υψηλά δημοκρατικά επίπεδα. Οι καλύτερες βαθμολογίες που όλες αυτές οι χώρες έλαβαν από την οργάνωση Freedom House για την περίοδο 1972-2006 ήταν ένα 3,5 (πολιτικά δικαιώματα, πολιτικές ελευθερίες) της Σιέρα Λεόνε το 1988 και ένα 4,3 πάλι της Σιέρα Λεόνε το 2005.22 Στις τρεις συγκεκριμένες χώρες πάντως έχουμε, κατά διαστήματα από το 1990 έως το 2004, εμφύλιους πολέμους που οδηγούν σε περαιτέρω αποδημοκρατικοποίηση. Όπως φαίνεται, τα αδύναμα κράτη σαν την Σιέρα Λεόνε, την Λιβερία και την Ακτή του Ελεφαντοστού έχουν μια καταστροφική ροπή προς τον εμφύλιο πόλεμο.

Αδύναμα κράτη και εμφύλιος πόλεμος

Γιατί όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Καταρχάς να ορίσουμε τον εμφύλιο πόλεμο ως την σύρραξη ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες ένοπλες οργανώσεις, η μία τουλάχιστον από τις οποίες προέρχεται από την κυβερνητική παράταξη, με σκοπό τον έλεγχο της κεντρικής κρατικής εξουσίας.23 Μόνον για το 2003, σκανδιναβοί παρατηρητές εξειδικευμένοι στον εντοπισμό πολεμικών συγκρούσεων καταμέτρησαν εμφύλιες συρράξεις (με εικοσιπέντε νεκρούς και άνω) στο Αφγανιστάν, στην Αλγερία, στην Βιρμανία (Μυανμάρ), στο Μπουρούντι, στην Τσετσενία, στην Κολομβία, στο Ιράκ, στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, στο Κασμίρ, στη Λιβερία, στο Νεπάλ, στις Φιλιππίνες, στην Σρι Λάνκα, στο Σουδάν, στην Τουρκία/Κουρδιστάν και στην Ουγκάντα.24

Οι εμφύλιοι πόλεμοι δεν είχαν πάντοτε το μερίδιο της συλλογικής βίας που έχουν σήμερα. Το ορόσημο εδώ είναι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, το πέρας του οποίου εγκαινιάζει μια περίοδο μεταβολών στον χαρακτήρα όλων των ένοπλων συρράξεων, των εμφυλίων πολέμων συμπεριλαμβανομένων. Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και για δύο ολόκληρους αιώνες, πόλεμος σήμαινε κυρίως την

21 Βλ. Piano & Puddington 2004.22 Βλ. Freedom House 2002, 2005, 2006.23 Βλ. Ghobarah, Huth & Russett 2003, Henderson 1999, Hironaka 2005, Kaldor 1999, Licklider 1993 και Walter & Snyder 1999.24 Βλ. Erikson & Wallensteen 2004: 632-635.

12

Page 13: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

ένοπλη σύγκρουση μεταξύ κρατών. Οι ολοκληρωτικοί πόλεμοι μεταξύ κρατών που έλαβαν χώρα στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, προκάλεσαν τους περισσότερους από τους θανάτους αμάχων πολιτών στον κόσμο, μολονότι οι σκόπιμες απόπειρες ορισμένων κρατών να εξαλείψουν, να εκτοπίσουν ή να ελέγξουν τους ίδιους τους πληθυσμούς τους ευθύνονται επίσης για ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπινων ζωών.25

Επιπλέον, στις πρώτες δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με εξεγέρσεις και εκρήξεις αντίστασης σε πολλές από τις αποικίες τους. Οι αποικιακοί πόλεμοι κράτησαν πολλά χρόνια, προτού τελικά κοπάσουν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Με την επικράτηση του Ψυχρού Πόλεμου την περίοδο 1960-1980, οι μεγάλες δυνάμεις (ιδίως οι ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ και τα πρώην αποικιοκρατικά ευρωπαϊκά κράτη) ενεπλάκησαν συχνά σε μετα-αποικιακούς εμφυλίους πολέμους, όπως εκείνοι που σπάρασσαν την Αγκόλα μεταξύ του 1975 και του 2003.26 Στην πορεία όμως, η εμφύλιοι πόλεμοι χωρίς τη συμμετοχή τρίτων έγιναν οι κύριες εστίες ανθρώπινων απωλειών του σύγχρονου κόσμου.27

Στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, το τοπίο της αιματοχυσίας κυριαρχείται ολοένα και περισσότερο από εμφύλιες συρράξεις, ανταρτοπολέμους, αποσχιστικά κινήματα και εθνοτικές ή θρησκευτικές συγκρούσεις.28 Κατά την περίοδο 1950-2000 οι εμφύλιοι πόλεμοι με πάνω από μισό εκατομμύριο θύματα ο καθένας περιλαμβάνουν εκείνους στο Αφγανιστάν, στην Αγκόλα, στην Καμπότζη, στην Ινδονησία, στη Μοζαμβίκη, στην Νιγηρία, στην Ρουάντα και στο Σουδάν.29 Για ολόκληρο τον 20ο

αιώνα συνολικά, η αναλογία σε θανάτους αμάχων πολιτών εξαιτίας πολεμικών συρράξεων αυξήθηκε κατακόρυφα: από 5% στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε 50% στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι 90% στους πολέμους της δεκαετίας του 1990.30 Ο πόλεμος ήταν κάτι που φώλιαζε μέσα στα ίδια τα πολιτικά καθεστώτα.

Το τέλος της αποικιοκρατίας και ο Ψυχρός Πόλεμος συνδυάστηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε, αρχικά τουλάχιστον, να κρατήσουν τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις βαθιά αναμεμιγμένες στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις των νέων κρατών. Για τους γάλλους και τους αμερικανούς, τις πιο έντονες αναμνήσεις εκείνου του καιρού προσφέρει προφανώς η Ινδοκίνα. Παρόμοιες κρίσεις όμως αντιμετώπισε και η Ολλανδία στην Ινδονησία (1945-1949), όπως και η Βρετανία στην Μαλαισία (1948-1960). Οι περισσότερες πρώην ευρωπαϊκές αποικίες άρχισαν την ανεξαρτησία τους ως κατ’ όνομα δημοκρατίες, αλλά στη συνέχεια εξελίχθηκαν ραγδαία είτε σε μονοκομματικές ολιγαρχίες ή σε στρατιωτικά καθεστώτα, ενίοτε δε σε συνδυασμούς των δύο. Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα πολλαπλασιάστηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, καθώς τμήματα του στρατού αυτών των χωρών διεκδικούσαν τα δικά τους μερίδια στην κρατική εξουσία.

Τα πραξικοπήματα άρχισαν να γίνονται σπανιότερα και λιγότερο επιτυχή από την δεκαετία του 1970 και μετά.31 Με την υποστήριξη των μεγάλων δυνάμεων, οι πολιτικοί ηγέτες αυτών των χωρών είχαν πλέον εδραιώσει τον έλεγχό τους στον κρατικό μηχανισμό και τον χρησιμοποιούσαν προς ίδιον όφελος, αποκλείοντας τους αντιπάλους τους από την πρόσβαση στην εξουσία. Στην πορεία, οι αντιφρονούντες σε αυτά τα καθεστώτα στράφηκαν στη βία και την ένοπλη εξέγερση, συχνά με τη βοήθεια των διεθνών αντιπάλων της υπερδύναμης που υποστήριζε το καθεστώς. Τέτοιες εξεγέρσεις σκοπό είχαν είτε την κατάληψη της κεντρικής εξουσίας είτε την αυτονομιστική απόσχιση. Οι εμφύλιοι πόλεμοι άρχισαν έτσι να πολλαπλασιάζονται.

Οι σκανδιναβοί παρατηρητές των ένοπλων συγκρούσεων ανά τον κόσμο διακρίνουν τις μεταπολεμικές συρράξεις στις ακόλουθες κατηγορίες:32

Εξωσυστημικές: οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ μιας κρατικής και μιας μη κρατικής οργάνωσης εκτός επικράτειας, με πιο παραδειγματικές τις περιπτώσεις των αποικιακών πολέμων.

Διακρατικές: οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών.

25 Βλ. Chesnais 1976 και 1981. Βλ. επίσης Rummel 1994 και Tilly & συνεργάτες 1995.26 Βλ. Dunér 1985. 27 Βλ. Kaldor 1999 και Tilly 2003, κεφ. 3.28 Βλ. Creveld 1989 και 1991, Holsti 1991 και 1996, Kaldor 1999, Luard 1987 και Mueller 2004.29 Βλ. Echeverry, Salazar & Navas 2001: 116.30 Βλ. Chesterman 2001: 2.31 Βλ. Tilly & συνεργάτες 1995.32 Βλ Strand, Wilhelmsen & Gleditsch 2004: 11.

13

Page 14: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

Εσωτερικές: οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ της κυβέρνησης ενός κράτους και ομάδων εσωτερικής αντιπολίτευσης χωρίς την ανάμιξη άλλων κρατών – κοντολογίς, οι εμφύλιοι πόλεμοι.

Διεθνοποιημένες εσωτερικές: οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ της κυβέρνησης ενός κράτους και ομάδων εσωτερικής αντιπολίτευσης, με τη στρατιωτική ανάμιξη άλλων κρατών.

Σύμφωνα πάντοτε με τα σκανδιναβικά στοιχεία, οι αποικιακοί πόλεμοι φθίνουν και εν συνεχεία εξαφανίζονται μετά το 1975, οι διακρατικοί πόλεμοι παρουσιάζουν αυξομειώσεις αλλά ουδέποτε πλέον κυριαρχούν, ενώ οι διεθνοποιημένοι εμφύλιοι πόλεμοι αγγίζουν το ανώτατο σημείο τους στη δεκαετία του 1980 και στη συνέχεια μειώνονται μετά το 2000. Η κατηγορία όμως στην οποία παρατηρείται η μεγαλύτερη αύξηση είναι εκείνη των εμφυλίων πολέμων χωρίς την ανάμιξη άλλων κρατών. Αυτές οι εσωτερικές συγκρούσεις αυξήθηκαν ακανόνιστα αλλά δραματικά από την δεκαετία του 1950 μέχρι την δεκαετία του 1990, παρουσιάζοντας σημαντική πτώση από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά. Οι διασπάσεις της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας εξηγούν την αύξηση στις αρχές της δεκαετίας του 1990.33

Ο αριθμός των εμφυλίων πολέμων αυξήθηκε πολύ πιο ραγδαία από τον αριθμό των ανεξαρτήτων κρατών, τα οποία το 1960 ήταν εκατό και στις αρχές του 21ου αιώνα είχαν φθάσει τα εκατόν εξήντα. Μια πρώτη κορύφωση των εμφυλίων συρράξεων είχαμε το 1975, με την Αγκόλα, την Βιρμανία, την Καμπότζη, την Αιθιοπία, την Ινδονησία, το Ιράν, το Ιράκ, τον Λίβανο, το Μαρόκο, τη Μοζαμβίκη, το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, το Βιετνάμ και την Ζιμπάμπουε. Οι εμφύλιοι πόλεμοι όμως συνέχισαν να πολλαπλασιάζονται μέχρι τη νέα τους κορύφωση το 1992, όταν εικοσιοκτώ εσωτερικές στρατιωτικές συγκρούσεις μαίνονταν ταυτόχρονα ανά την υφήλιο. Ο αριθμός των εμφυλίων πολέμων μειώθηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990, αλλά η εμφύλια βία συνέχισε να κινείται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από εκείνα της δεκαετίας του 1960.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 πάντως και παρά τις εξαιρέσεις της Τσετσενίας και του Κοσσυφοπεδίου, τα περισσότερα μετασοσιαλιστικά καθεστώτα κατέληξαν σε πιο σταθερές και λιγότερο βίαιες μορφές εξουσίας. Στη μείωση των εμφυλίων πολέμων από το 1994 κα μετά συνέβαλε επίσης ο μερικός εκδημοκρατισμός καθεστώτων που έως τότε ήταν εσωτερικώς διχασμένα, όπως η Νότια Αφρική.34 Συνολικά λοιπόν και παρά τους συνεχιζόμενους εμφυλίους πολέμους στο Αφγανιστάν, στην Αλγερία, στη Βιρμανία/Μυανμάρ, στο Μπουρούντι, στην Τσετσενία, στην Κολομβία, στο Ιράκ, στο Ισραήλ/Παλαιστίνη, στο Κασμίρ, στην Λιβερία, στο Νεπάλ, στις Φιλιππίνες, στη Σρι Λάνκα, στο Σουδάν, στην Τουρκία/Κουρδιστάν και στην Ουγκάντα, οι εμφύλιοι πόλεμοι βρίσκονται σε φθίνουσα πορεία.

Σε όλη την μακρά περίοδο από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, οι εμφύλιοι πόλεμοι αφορούν σε δυο είδη καθεστώτων. Πρώτον, σε καθεστώτα σχετικά υψηλής κρατικής ικανότητας, δημοκρατικά και αντιδημοκρατικά, που περιλαμβάνουν στην επικράτειά τους σημαντικές ζώνες οι οποίες τελούν εκτός του ελέγχου της κρατικής εξουσίας – εδώ τα πρόσφατα παραδείγματα είναι η Τσετσενία, το Ισραήλ/Παλαιστίνη, το Κασμίρ, το Περού, οι Φιλιππίνες, η Τουρκία και πιθανόν η Κολομβία. Και δεύτερον, σε αντιδημοκρατικά καθεστώτα χαμηλής κρατικής ικανότητας – εδώ ανήκουν όλες οι άλλες περιπτώσεις εμφυλίων πολέμων στη μεταπολεμική περίοδο. Ανάμεσα στα δύο είδη, το δεύτερο (χαμηλής κρατικής ικανότητας) είναι βεβαίως το πολυπληθέστερο.

Γιατί άραγε οι εμφύλιοι πόλεμοι να αφορούν κυρίως σε αυτά τα δύο είδη καθεστώτων; Η απάντηση έγκειται στο ότι τα καθεστώτα των δύο αυτών κατηγοριών ενσαρκώνουν μια βασική αρχή που έχουμε ήδη συναντήσει σε όσα έχουν προηγηθεί. Οι πολιτικές ηγεσίες των εν λόγω κρατών αξιοποιούν την εξουσία τους για να πολλαπλασιάσουν τα προνόμιά τους σε βάρος των αποκλεισμένων ομάδων του πληθυσμού, όποιες κι αν συμβαίνει να είναι αυτές. Ακόμη και τα καθεστώτα χαμηλής κρατικής ικανότητας δίνουν στις πολιτικές ηγεσίες δυνατότητες ελέγχου πάνω σε πόρους, ενέργειες και πληθυσμούς (αλλά επίσης σε κύρος και επιρροή) που δεν έχουν οι απλοί πολίτες. Στις φτωχές χώρες μάλιστα, ο έλεγχος της εξουσίας και η πρόσβαση στα προνόμια που αυτή προσφέρει συνιστά ακόμη υψηλότερο διακύβευμα.

Στις φτωχές χώρες, για παράδειγμα, η στρατιωτική θητεία συνιστά έναν τρόπο βιοπορισμού που είναι πολύ πιο ελκυστικός από άλλους - μια διαφορά των φτωχών από τις πλούσιες χώρες με ιδιαίτερη σημασία. Στις φτωχές χώρες, μια κακοπληρωμένη δουλειά στο δημόσιο, με τις δυνατότητες για

33 Βλ. Beissinger 1998 και 2001. Βλ. επίσης Kaldor 1999.34 Βλ. Piano & Puddington 2004.

14

Page 15: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

πελατειακές σχέσεις και δωροληψίες που συνεπάγεται, συχνά αξίζει πολύ περισσότερο από μια θέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Αυτά τα στοιχεία από μόνα τους αρκούν για να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε πώς είναι δυνατόν να επιβιώνουν τόσες καταφανώς διεφθαρμένες και ανίκανες κυβερνήσεις σε πολλές φτωχές χώρες. Επιβιώνουν, επειδή μπορεί να προσφέρουν λίγα στους υποστηρικτές τους, αλλά το λίγο είναι προτιμότερο από το τίποτε.

Η διαφορά με τα δημοκρατικά καθεστώτα υψηλής κρατικής ικανότητας δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Καταρχάς, ένα καθεστώς υψηλής κρατικής ικανότητας ασκεί εξ ορισμού πληρέστερο έλεγχο πάνω στους πόρους, τις ενέργειες και τους πληθυσμούς της επικρατείας του. Κατά δεύτερο λόγο, ένα καθεστώς υψηλής κρατικής ικανότητας επίσης εξ ορισμού δεν ανέχεται τα αυτόνομα κέντρα εξουσίας και καταστέλλει αμέσως οποιαδήποτε απόπειρα ένοπλης οργάνωσης εναντίον του. Εάν τώρα συμβαίνει το καθεστώς να είναι και δημοκρατικό, τότε (εξ αποτελέσματος, αν όχι εξ ορισμού) έχει συνήθως οδηγηθεί σε διεύρυνση των δικαιωμάτων συμμετοχής στην πολιτική ζωή, αλλά και σε αυτοελέγχους και περιορισμούς ως προς το πώς διαχειρίζεται το ίδιο τους πόρους που ελέγχει.

Προκύπτει έτσι το εξής παράδοξο. Εκεί όπου τα οφέλη από την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας είναι χαμηλότερα, οι βίαιες απόπειρες κατάληψης της εξουσίας είναι συχνότερες. Η ένοπλη εξέγερση αποτελεί μια δελεαστική επιλογή όχι μόνον στα αντιδημοκρατικά καθεστώτα χαμηλής κρατικής ικανότητας, αλλά και σε εκείνες τις περιοχές που ελέγχονται από καθεστώτα υψηλής κρατικής ικανότητας, αλλά κακοδιοικούνται ως εάν τελούσαν κάτω από καθεστώτα αντιδημοκρατικά και αδύναμα (παραμεθόριες περιοχές, πορώδη σύνορα, απροσπέλαστες εκτάσεις και ούτω καθεξής). Καθώς οι πληθυσμοί τέτοιων περιοχών συνήθως αυτοπροσδιορίζονται (και στην πορεία αντιμετωπίζονται) ως εθνικά διαφορετικοί από την πλειονότητα του πληθυσμού, συχνά οι εμφύλιοι πόλεμοι αυτού του είδους θεωρούνται εσφαλμένα ότι έχουν εθνικοαπελευθερωτικά κίνητρα.

Άλλοι πολιτικοί κραδασμοί

Τούτων δοθέντων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εμφύλιος πόλεμος, γενικά, είναι κάτι που προκαλεί κραδασμούς σε οποιοδήποτε είδος καθεστώτος. Είναι επίσης ένα γεγονός που συνήθως αντιστρέφει και τις τρεις μετασχηματιστικές διαδικασίες του εκδημοκρατισμού, αποσυνδέοντας τα δίκτυα εμπιστοσύνης από τον δημόσιο βίο, επιτρέποντας στην κατηγορική ανισότητα να επιστρέψει στην πολιτική ζωή και δημιουργώντας αυτόνομα κέντρα εξουσίας. Πέραν των εμφυλίων πολέμων όμως, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι πολιτικοί κραδασμοί οι οποίοι σε ορισμένες περιστάσεις ευνοούν εξ αποτελέσματος τον εκδημοκρατισμό. Πιο συγκεκριμένα, οι τρεις μετασχηματιστικές διαδικασίες που οδηγούν στον εκδημοκρατισμό μπορεί να επιταχυνθούν εξαιτίας εδαφικών και αποικιακών κατακτήσεων, επαναστατικών ταραχών ή εσωτερικών πολιτικών αντιπαραθέσεων. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύεται από τα επακόλουθα της συμμαχικής νίκης επί της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η στρατιωτική κατάκτηση οδήγησε στην εξάλειψη των αυτόνομων κέντρων εξουσίας στις νικημένες χώρες, στη μόνωση της πολιτικής τους ζωής από την κατηγορική ανισότητα και στην ενσωμάτωση των δικτύων εμπιστοσύνης στο δημόσιο βίο. Επίσης, ορισμένες αποικίες μεταναστών όπως η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία μπορεί μεν να αποδεκάτισαν τους ιθαγενείς πληθυσμούς, αλλά σταδιακά εγκαθίδρυσαν στο εσωτερικό τους μεσαίας κρατικής ικανότητας και σχετικώς δημοκρατικά καθεστώτα. Αποκλείοντας βεβαίως τους ιθαγενείς και τις γυναίκες (σίγουρα δύο σοβαρότατες εξαιρέσεις), τα καθεστώτα αυτά εισήγαγαν παρά ταύτα από νωρίς μια σχετική έστω ισοπολιτεία, περιόρισαν τα αυτόνομα κέντρα εξουσίας και ενσωμάτωσαν μερικώς τα δίκτυα εμπιστοσύνης στο δημόσιο βίο.

Η ταραχώδης ιστορία της Ιρλανδίας μάς προσφέρει τη δυνατότητα να δούμε πώς ακριβώς οι εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις και οι επαναστατικές ταραχές μπορεί τελικά να ευνοήσουν τον εκδημοκρατισμό επιταχύνοντας τις σχετικές διαδικασίες. Η ιρλανδική περίπτωση όμως μας δείχνει και πώς οι εδαφικές και αποικιακές κατακτήσεις μπορεί να οδηγήσουν στην αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή σε περαιτέρω αποδημοκρατικοποίηση καθεστώτων ήδη μη δημοκρατικών. Για πολλούς αιώνες, οι σχέσεις της Ιρλανδίας με την Βρετανία επέφεραν πολλούς τέτοιους κραδασμούς (κατακτήσεις, επαναστάσεις, αντιπαραθέσεις) στον ιρλανδικό λαό.

Από τον 16ο μέχρι τον 20ο αιώνα η Ιρλανδία γνώρισε πολλούς εμφύλιους πολέμους και επαναστατικές μεταβολές. Ο βρετανικός έλεγχος επί της Ιρλανδίας παρουσίασε σημαντικές μεταπτώσεις: από φάσεις σφοδρού εμφυλίου πολέμου, σε κύκλους στρατιωτικής κατάκτησης και σε περιόδους άσκησης της εξουσίας εξ αποστάσεως. Κατά τον 17ο αιώνα, λόγου χάρη, ο Όλιβερ Κρόμγουελ εισέβαλε και

15

Page 16: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

καθυπέταξε την Ιρλανδία το 1650. Στη συνέχεια, ο Γουλιέλμος της Οράγγης από την Ολλανδία, ο οποίος είχε γίνει βασιλιάς της Αγγλίας και της Ιρλανδίας, κατέκτησε εκ νέου την χώρα από το 1688 μέχρι το 1692. Οι δύο αυτές κατακτήσεις ενίσχυσαν την βρετανική παρουσία και κυριαρχία στην Ιρλανδία, με εκδιώξεις των ιρλανδών καθολικών γαιοκτημόνων προς όφελος των προτεσταντών. Και στις δύο κατακτήσεις όμως, ακολούθησε μια περίοδος σχετικής προσαρμογής στη νέα κατάσταση, με τους υποστηριζόμενους από τους βρετανούς να προσπαθούν να κυβερνήσουν το νησί μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης παθητικής αντίστασης και σποραδικών εξεγέρσεων. Αν λοιπόν εξετάσουμε την Ιρλανδία μόνη της, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η καθεστωτική τροχιά της είναι εκείνη ενός αδύναμου κράτους για το μεγαλύτερο διάστημα της περιόδου από τον 16ο αιώνα μέχρι την απόκτηση της ανεξαρτησίας στον 20ο αιώνα - οπότε η (μερικώς έστω ανεξάρτητη) Ιρλανδία μπαίνει στην τροχιά των κρατών μεσαίας ικανότητας και αρχίζει να εκδημοκρατίζεται ραγδαία.

Ο εκδημοκρατισμός της Ιρλανδίας όμως έλαβε χώρα μετά από αρκετούς αιώνες πολιτικών συγκρούσεων. Αρχικά, η Ιρλανδία κατακτάται και αφομοιώνεται από τους πρώτους αγγλο-νορμανδούς που φθάνουν στο νησί τον 12ο αιώνα. Ακολουθεί μια μακραίωνη περίοδος κατά την οποία οι τοπικοί φύλαρχοι και βασιλείς πολεμούν ο ένας τον άλλον. Όταν όμως ανεβαίνει στον αγγλικό θρόνο ο Ερρίκος Η’ της δυναστείας των Τυδώρ, αρχίζει μια νέα περίοδος στρατιωτικών επεμβάσεων και ένοπλης αντίστασης στο νησί. Ακολουθούν πέντε σχεδόν αιώνες κατά τους οποίους ορισμένες ομάδες τοπικής εξουσίας συμμαχούν με τους βρετανούς, ενώ οι υπόλοιπες στρέφονται εναντίον τους. Είναι ενδεικτικό ότι από τα 1690 μέχρι τα 1780 οι ρωμαιοαθολικοί, ακόμη και οι πλούσιοι, ήταν πλήρως αποκλεισμένοι από την πολιτική ζωή. Αλλά και από τα 1780 μέχρι τα 1820 συνέχισαν να μειονεκτούν πολιτικά σε πολύ μεγάλο βαθμό. Συνολικά, από τον 16ο αιώνα και μετά η Ιρλανδία σπάνια πέρασε κάποια διαλείμματα ειρήνης, ενώ πολλές φορές οδηγήθηκε σε εμφύλιες συγκρούσεις.

Οι απαρχές του εκδημοκρατισμού τοποθετούνται μόλις στον 19ο αιώνα και τα σημαντικά ορόσημα που πρέπει να έχουμε κατά νου είναι το 1801, το 1829, το 1869, το 1884 και το διάστημα 1919-1923. Ας τα δούμε αναλυτικά. Το 1801 σημειώνεται μια περαιτέρω αποδημοκρατικοποίηση ενός ήδη ολιγαρχικού καθεστώτος, όταν διαλύεται η αποκλειστικά προτεσταντική τοπική βουλή της Ιρλανδίας και οι εκατό ιρλανδοί προτεστάντες βουλευτές απορροφώνται στη Βουλή των Κοινοτήτων στο Λονδίνο. Η συγκεκριμένη ενέργεια κατέστρεψε διαμιάς την άνιση αλλά υπαρκτή εξισορρόπηση δυνάμεων στην οποία είχαν καταλήξει εμπειρικά οι τοπικοί προτεστάντες που κυβερνούσαν το νησί με τις ρωμαιοκαθολικές ελίτ. Από το 1801 και μετά, ακόμη και τα συγγενικά και θρησκευτικά δίκτυα των ελίτ χάνουν την σύνδεσή τους με το ιρλανδικό σύστημα εξουσίας. Το επόμενο ορόσημο είναι το 1829, με την αποδημοκρατικοποίηση να αντιστρέφεται όταν το βρετανικό κοινοβούλιο θεσπίζει το νόμο της πολιτικής χειραφέτησης των καθολικών (πριν από τους καθολικούς, είχαν προηγηθεί πολιτικές παραχωρήσεις στους μη αγγλικανούς προτεστάντες) και εφεξής οι εύποροι καθολικοί ιρλανδοί αποκτούν το δικαίωμα της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης και το δικαίωμα της ανάληψης (των περισσότερων) κρατικών αξιωμάτων σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο.

Παρ’ όλα αυτά, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα βλέπουμε να γιγαντώνεται το αίτημα της ιρλανδικής αυτονομίας αρχικά, και της ιρλανδικής ανεξαρτησίας στη συνέχεια. Ειδικά στο βόρειο τμήμα του νησιού, παρατηρούμε επίσης μια συνεχή κλιμάκωση των κοινωνικών εντάσεων μεταξύ προτεσταντών γαιοκτημόνων και καθολικών αγροτών με συχνά ξεσπάσματα βίας στους δρόμους.35 Η πολιτική εκστρατεία υπέρ της ιρλανδικής αυτονομίας απέδωσε τους πρώτους καρπούς το 1869, όταν η αγγλικανική Εκκλησία της Ιρλανδίας έπαψε δια νόμου να εκπροσωπεί την κρατούσα θρησκεία του νησιού. Η νομοθεσία όμως που θα οδηγούσε στην αυτονομία της Ιρλανδίας τελικά δεν κατάφερε να περάσει από το βρετανικό κοινοβούλιο, παρά την υποστήριξη του Γλάδστωνα που ήταν τότε πρωθυπουργός. Η κυριότερη αντίδραση προερχόταν από τους ιρλανδούς προτεστάντες, οι οποίοι θεωρούσαν την αυτονομία ανάθεμα και παράδοση άνευ όρων στους παπικούς.36

Μετά το 1869, το επόμενο ορόσημο είναι το 1884, όταν η Βρετανία παρέχει δια νόμου το δικαίωμα ψήφου στο μεγαλύτερο τμήμα του ανδρικού καθολικού πληθυσμού της Ιρλανδίας. Η εκλογική αυτή μεταρρύθμιση έρχεται όμως αργοπορημένα, αφού πλέον ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στο νησί έχει ήδη διαμορφωθεί με βασική διαχωριστική γραμμή την θρησκεία. Έτσι, βλέπουμε τα κόμματα των καθολικών να τάσσονται αναφανδόν υπέρ της ιρλανδικής αυτονομίας ή ανεξαρτησίας. Επομένως την εποχή εκείνη στην Ιρλανδία υπάρχουν αυτόνομα κέντρα εξουσίας, τα δίκτυα εμπιστοσύνης (και τα προτεσταντικά αλλά κυρίως τα καθολικά) είναι πλήρως αποκομμένα από τον δημόσιο βίο και η κατηγορική διαφορά προτεσταντών και καθολικών κυριαρχεί στην πολιτική ζωή.

35 Βλ. Tilly 2003: 111-127.36 Βλ. McCracken 2001: 262.

16

Page 17: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

Στο νότιο και αυτόνομο τμήμα της Ιρλανδίας, μαχητικά κατάλοιπα του Ιρλανδικού Απελευθερωτικού Στρατού, του γνωστού ΙΡΑ, συνέχισαν να επιτίθενται σε προτεστάντες και σε όσους υποψιάζονταν για συνεργάτες των βρετανών για έναν ακόμη χρόνο.37 Ωστόσο, οι ένοπλοι αυτοί υποστηρικτές της ιρλανδικής ανεξαρτησίας έχασαν όχι μόνον τις εκλογές του 1922 στο νότιο Ιρλανδικό Ανεξάρτητο Κράτος, αλλά και τον εμφύλιο πόλεμο που αμέσως μετά προκάλεσαν. Η συνθήκη ειρήνης με την Βρετανία και το πέρας του εμφυλίου πολέμου επιφέρουν λοιπόν θεμελιώδεις μεταβολές στον τρόπο διακυβέρνησης του νότιου τμήματος του νησιού. Οι διαφορές προτεσταντών και καθολικών υποχωρούν και αφομοιώνονται στο πολιτικό σύστημα, τα δίκτυα εμπιστοσύνης των καθολικών παύουν να είναι αποκομμένα από τον δημόσιο βίο και μετασχηματίζονται σε οχήματα πολιτικής επιρροής και πελατείας, ενώ τα κάποτε πανίσχυρα αυτόνομα κέντρα εξουσίας αρχίζουν να ενσωματώνονται στο καθεστώς.

Φυσικά, οι ένοπλοι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας για ολόκληρη την Ιρλανδία δεν εξαφανίστηκαν. Στο τέλος μάλιστα κατάφεραν να πετύχουν τον στόχο τους. Από τη δεκαετία ακόμη του 1920, ο Ιρλανδικός Απελευθερωτικός Στρατός άρχισε τις ένοπλες επιδρομές μέσα στην βόρεια Ιρλανδία από βάσεις στον νότο.38 Παρ’ όλα όσα συνέβαιναν λοιπόν στο νότιο τμήμα του νησιού, στον βορρά δεν υπήρχε σίγουρα παγιωμένη δημοκρατία. Οι εξελίξεις όμως στον νότο άλλαζαν σιγά-σιγά με τον τρόπο τους τη συνολική κατάσταση. Εκεί, το Ιρλανδικό Ανεξάρτητο Κράτος μετονομάστηκε σε Άιρε το 1937 ως δήλωση περαιτέρω ανεξαρτησίας από την Βρετανία και το 1949 ανακηρύχθηκε στην πλήρως ανεξάρτητη πλέον Ιρλανδική Δημοκρατία. Έτσι, από το 1922 και μετά, στον νότο έχουμε ολοένα και πιο ανεξάρτητα καθεστώτα τα οποία λειτουργούν ως επί το πλείστον δημοκρατικά. Με την εξαίρεση του βόρειου τμήματος λοιπόν, στην Ιρλανδία παρατηρούμε αύξηση τόσο της κρατικής ικανότητας όσο και της δημοκρατίας. Απόδειξη, οι βαθμολογίες της οργάνωσης Freedom House από το 1976 και εντεύθεν, οι οποίες κινούνται στο υψηλότατο επίπεδο 1,1 για κάθε χρονιά (εκτός από μια ταραχώδη διετία στις αρχές της δεκαετίας του 1990).

Στο Σχήμα 7-4 παρατηρούμε την τροχιά της Ιρλανδίας σε όλη την μακρά περίοδο από το 1600 μέχρι το 2006. Η απόληξη του διπλού βέλους στο τέλος απεικονίζει την διαίρεση μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ιρλανδίας, με το καθεστώς στον βορρά να εισέρχεται σε φάση αποδημοκρατικοποίησης στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ενόσω το ανεξάρτητο κράτος του νότου συνεχίζει να κινείται προς το άνω δεξιά τεταρτημόριο της αρχικής κατάταξής μας (υψηλής ικανότητας δημοκρατικά καθεστώτα). Στο σχήμα παρατηρούμε επίσης τον μεγάλο κύκλο που διαγράφει αρχικά η Ιρλανδία στο κάτω αριστερά τεταρτημόριο των χαμηλής ικανότητας μη δημοκρατικών καθεστώτων. Στο μέσον της τροχιάς, έχουμε τον μερικό εκδημοκρατισμό του 19ου αιώνα και το μεσοδιάστημα των εξεγέρσεων και των εμφυλίων συρράξεων μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έως ότου τελικά αρχίσει η σαφής στροφή προς το άνω δεξιά τεταρτημόριο.

Σχήμα 7-4. Ιρλανδία, 1600-2006

Πρέπει φυσικά να έχουμε κατά νου ότι η πρώτη φάση εκδημοκρατισμού της Ιρλανδίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους σφοδρούς πολιτικούς αγώνες ενάντια στην βρετανική ηγεμονία. Ας θυμηθούμε εδώ την τεράστια επιρροή που ασκούσε η Αδελφότητα των Φίνιαν στους Ιρλανδούς εργάτες του Οχάιο κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1866 για το αμερικανικό Κογκρέσο. 39 Η συγκεκριμένη

37 Βλ. Hart 1998.38 Για στατιστικά στοιχεία, βλ. Keogh 2001, White 1993.

17

Page 18: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

επαναστατική οργάνωση είχε ιδρυθεί το 1858, αλλά πολύ γρήγορα κυριάρχησε στους κύκλους των ιρλανδών εθνικιστών. Οι εξεγέρσεις που προκάλεσε στην ίδια την Ιρλανδία, ιδίως εκείνη του 1867, έφεραν σε δυσχερέστατη θέση τους βρετανούς επικυρίαρχους και τους γαιοκτήμονες συνεργάτες τους, επειδή ξεσήκωσαν τους ιρλανδούς μετανάστες στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και σε άλλα μέρη του κόσμου. Στην πορεία, οι ένοπλες εξεγέρσεις κατέστησαν απλώς αδύνατη την διακυβέρνηση της Ιρλανδίας από το Γουέστμινστερ ή το Δουβλίνο.

Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά το Σχήμα 7-4, θα διαπιστώσουμε ότι η Ιρλανδία κινείται προς την κατεύθυνση των καθεστώτων μεσαίας κρατικής ικανότητας ήδη από τον 19ο αιώνα. Καθώς βεβαίως συμβαίνει αυτό, το καθεστώς καθίσταται ευμετάβλητο όσο ποτέ στο παρελθόν και προς τον εκδημοκρατισμό και προς την αποδημοκρατικοποίηση. Με την απρόθυμη έστω παραχώρηση της αυτονομίας από τους βρετανούς όμως, το μεσαίας κρατικής ικανότητας καθεστώς του νότου αρχίζει πλέον να κινείται σταθερά προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας. Στον κυρίως προτεσταντικό βορρά οι συγκρούσεις φυσικά συνεχίζονται, αλλά στον νότο έχουμε πλέον ένα δημοκρατικό καθεστώς, με πολλά πολιτικά πάθη ίσως, αλλά καθώς φαίνεται σταθερό.

Κρατική ικανότητα και δημοκρατία

Η απόφανση στην οποία καταλήγουμε για τη σχέση κρατικής ικανότητας και δημοκρατίας δεν μπορεί παρά να είναι αμφίρροπη. Όπως, από κοινού, φοβούνται οι αναρχικοί, οι υπερφιλελεύθεροι και ορισμένοι συντηρητικοί, η πολύ υψηλή κρατική ικανότητα επιτρέπει στους κυβερνώντες να εμποδίζουν ή να υπονομεύουν τον εκδημοκρατισμό. Αν μάλιστα οι πόροι που στηρίζουν την κρατική εξουσία δεν προκύπτουν από (έστω και άνισες) διαπραγματεύσεις μεταξύ κράτους και πολιτών, τα πράγματα γίνονται χειρότερα, αφού η τυραννία είναι τότε και δελεαστική και εφικτή. Όπως έχουμε δει, ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να προκύψει είτε επειδή το κράτος παίρνει τους πόρους που χρειάζεται από κατώτερους τυραννίσκους που τους αποσπούν οι ίδιοι απευθείας από τους πολίτες είτε επειδή το κράτος ελέγχει άμεσα την παραγωγή και διάθεση εμπορεύσιμων πόρων όπως το πετρέλαιο. Η δεύτερη εκδοχή ενσαρκώνεται πλήρως στην περίπτωση της Βενεζουέλας.

Από την άλλην όμως πλευρά, κινδύνους κρύβει και η χαμηλή κρατική ικανότητα, κινδύνους όπως οι εμφύλιοι πόλεμοι και ο κατακερματισμός της κεντρικής εξουσίας. Ας προσέξουμε εδώ την αντίθεση ανάμεσα στην περίπτωση της Βενεζουέλας και εκείνην της Ιρλανδίας πριν τον 19ο αιώνα. Στην Ιρλανδία οι βρετανοί μπορεί μεν να προσπαθούσαν κατά περιόδους να καθυποτάξουν δια της βίας τους εξεγερμένους και να είχαν δώσει τη γη των καθολικών στην αγγλική και προτεσταντική ελίτ. Παρά ταύτα όμως, δεν κυβερνούσαν απευθείας το νησί από το Λονδίνο, αλλά εκχωρούσαν το έργο της διοίκησης στους τοπικούς γαιοκτήμονες, τόσο προτεστάντες όσο και καθολικούς. Στη διάρκεια λοιπόν του 19ου αιώνα, η αντίσταση στη βρετανική ηγεμονία δημιουργεί μια παράλληλη δομή εξουσίας, η οποία έμελλε τελικά να προσφέρει το πλαίσιο για το καθεστώς της ανεξάρτητης πλέον Ιρλανδίας.

Επομένως, αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι οι πιθανότητες του εκδημοκρατισμού αυξάνονται στην ενδιάμεση ζώνη μεταξύ της πολύ υψηλής και της πολύ χαμηλής κρατικής ικανότητας. Όλες οι τροχιές προς την δημοκρατία (χαμηλής, μεσαίας και υψηλής κρατικής ικανότητας) διέρχονται από αυτήν την ενδιάμεση ζώνη, με τον τρόπο τους και στον χρόνο τους η καθεμία. Αλλά και στις τρεις αυτές διαφορετικές διαδρομές εκείνο που παραμένει ίδιο και απαράλλακτο είναι η φύση των τριών μετασχηματιστικών διαδικασιών τις οποίες προϋποθέτει ο εκδημοκρατισμός: της ενσωμάτωσης των δικτύων εμπιστοσύνης στην πολιτική ζωή, της μόνωσης του δημόσιου βίου από την κατηγορική ανισότητα και του περιορισμού των αυτόνομων κέντρων εξουσίας. Αυτές είναι που ουσιαστικά οδηγούν στην υπαγωγή του κράτους στον δημόσιο βίο και στην προώθηση της λαϊκής επιρροής σε αυτόν.

Τα συμπεράσματα που αντλούμε από όλη την έως τώρα ανάλυση υπερβαίνουν φυσικά τις επιμέρους περιπτώσεις της Βενεζουέλας και της Ιρλανδίας. Όπως προσπάθησε να δείξει αυτό το βιβλίο με τις διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες που παρουσίασε, ο εκδημοκρατισμός λειτουργεί προς όφελος των πολιτών. Ας μου επιτραπεί να συνοψίσω γιατί κάτι τέτοιο ισχύει, με τις ακόλουθες (σχεδόν αυταπόδεικτες) επισημάνσεις:

39 Βλ. κεφάλαιο 4.

18

Page 19: Charles Tilly - Δημοκρατία, Κεφ 7. Εναλλακτικές τροχιές

Κατά τεκμήριο, κάτω από καθεστώτα που οδεύουν προς τον εκδημοκρατισμό η ευημερία των πολιτών αυξάνεται για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή η μόνωση της πολιτικής ζωής από την κατηγορική ανισότητα, η ενσωμάτωση των δικτύων εμπιστοσύνης και η εξάλειψη των αυτόνομων κέντρων εξουσίας αποτελούν θετικές εξελίξεις από μόνες τους. Και δεύτερον, επειδή οι τρεις αυτές μετασχηματιστικές διαδικασίες επιτρέπουν στη φωνή του λαού να ακουστεί – κάτι που αποτελεί επίσης θετική εξέλιξη καθεαυτήν. Είναι φυσικό όσοι πολίτες αισθάνονται ότι εισακούγονται από τις κυβερνήσεις τους και αντιμετωπίζονται με δίκαιο τρόπο από αυτές, να αντλούν μεγαλύτερη ικανοποίηση από την πολιτική και να είναι περισσότερο διατεθειμένοι να σηκώσουν βάρη για το κοινό καλό.

Στο βαθμό που τα καθεστώτα τα οποία οδεύουν προς τον εκδημοκρατισμό ενεργούν κατά τρόπο που οδηγεί σε μείωση των κατηγορικών ανισοτήτων και σε μόνωση της πολιτικής ζωής από αυτές και στο βαθμό που προσπαθούν να αμβλύνουν τις συνέπειες τέτοιων ανισοτήτων με πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας (στέγασης, περίθαλψης, επισιτισμού και λοιπά), αυξάνουν και τις πιθανότητες να επιβιώσουν τα ίδια ως δημοκρατίες. Μπορεί βεβαίως για τους υποστηρικτές της λαϊκής δημοκρατίας το σημείο αυτό να έχει απόλυτη ισχύ, αλλά φυσικά δεν έχουν απόλυτο άδικο.

Στο βαθμό που πράττουν όλα τα προηγούμενα (μείωση των κατηγορικών ανισοτήτων, μόνωση της πολιτικής ζωής από αυτές, άμβλυνση των συνεπειών τους με πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας), τα καθεστώτα που οδεύουν προς τον εκδημοκρατισμό αυξάνουν και τη συνολική ευημερία των πολιτών τους. Και το συγκεκριμένο σημείο έχει απόλυτη ισχύ για τους υποστηρικτές της λαϊκής δημοκρατίας, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο απαιτεί περαιτέρω εμπειρική διερεύνηση.

Παρόμοιες κρατικές επεμβάσεις (πρόνοιας, στέγασης, περίθαλψης, επισιτισμού και λοιπά) μπορεί να προσλάβουν δύο μορφές, είτε του άμεσου έλεγχου πάνω στους μηχανισμούς παραγωγής των πόρων είτε της ανακατανομής της αξίας που προκύπτει από αυτούς τους πόρους. Τα καθεστώτα που συνδυάζουν τις δύο αυτές μορφές κρατικής παρέμβασης χαρακτηρίζονται συνήθως ως σοσιαλδημοκρατικά.

Η αύξηση της κρατικής ικανότητας συνεπάγεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, και αύξηση της πρακτικής δυνατότητας ενός καθεστώτος να εφαρμόζει πολιτικές άμβλυνσης της ανισότητας. Αντιθέτως, τα καθεστώτα χαμηλής κρατικής ικανότητας αδυνατούν εξ αντικειμένου να εφαρμόσουν πολιτικές κατά της ανισότητας. Τούτων δοθέντων όμως, πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι η πολύ υψηλή κρατική ικανότητα κρύβει τον εξής κίνδυνο: ότι προσφέρει στους φορείς της εξουσίας και σε όσους ωφελούνται από αυτήν την ευκαιρία και το κίνητρο να συμμαχήσουν ώστε να εκτρέψουν τις ενέργειες του κράτους στην εξυπηρέτηση των δικών τους στενών συμφερόντων.

Εάν τώρα οι αδρές αυτές επισημάνσεις είναι σωστές, τότε δεν έχουμε ανιχνεύσει απλώς ένα ενδιαφέρον σύνολο πολιτικών μετασχηματισμών, αλλά μαζί κι ένα μονοπάτι που οδηγεί στη διεύρυνση της ανθρώπινης δημιουργικότητας και ευημερίας.

19