ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟblogs.sch.gr/dimntiryn/files/2015/09... · 2015-09-26 · Α΄ - ΑΠΟ ΤΗ...

350
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ

Transcript of ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟblogs.sch.gr/dimntiryn/files/2015/09... · 2015-09-26 · Α΄ - ΑΠΟ ΤΗ...

  • ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ

  • Γ. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ, Θ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.ΔΟΥΚΑ,

    Δ.ΔΕΛΗΠΕΤΡΟΥ,Ν.ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ,Δ.ΚΟ-ΝΤΟΓΙΑΝΝΗ,Α.ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ,Γ.ΞΕΝΟ-ΠΟΥΛΟΥ,Α.ΚΟΥΡΤΙΔΗ,Γ.ΚΟΝΙΔΑΡΗ,Π.ΝΙΡΒΑ-

    ΝΑ,Δ.ΖΗΣΗ.

    ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ

    Ε΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

    ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣΕΚΔΟΣΕΩΣΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝΒΙΒΛΙΩΝ ΑΘΗΝΑΙ1966

  • Α΄-ΑΠΟΤΗΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΖΩΗ

    1. ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ

    Σὲνιώθωστῆςζωῆςτὸκάθεβῆμα,στὴνἀνθοστόλιστητοῦ᾽Απρίληγῆ,μὲςστ’ἀφρογάλανοτὸκύμα,μὲςστὴροδολουσμένηαὐγή.

    Σὲνιώθωστὶςνυχτερινέςμουὧρες,ὅταντῶνἄστρωντὰμυστήριαμελετῶ,ὅτανμὲςστὶςοὐράνιεςτὶςχῶρεςτὸφωτεινόΣουθρόνοἀναζητῶ.

    Σὲκάθ’ἐπίσημηστὸσπίτιμαςἡμέρα,ἢσὲγιορτὲςἢσὲχαρές,ἢσὲσκηνὲςτοῦπένθουςθλιβερές,Σὲνιώθομεἀνάμεσάμαςσὰνπατέρα.

    «᾽ΕμπρὸςστὸἌπειρο» Ἀριστομένης Προβελέγγιος

  • 6

    2. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

    ΞημέρωσανΧριστούγεννα.Οἱἐκκλησιὲςσημαίνουν,κουνιοῦνταιτὰκαμπαναριὰκαὶοἱφωνὲςποὺβγαίνουνἀπ’τὸβαθύ,τὸδιάπλατοκάθεκαμπάναςστόμα,μοιάζουνχερουβικοὺςψαλμούς,σὰνἀπ’οὐράνιοδῶμα.ΧιλιάδεςτὰΧριστούγεννατὰτραγουδοῦνἈγγέλοικαὶκάθεἀχτίδαἀπὸψηλά,ποὺκάθεἀστέριστέλλει,μοιάζειἀγγελικὴματιά.Θρησκεία!Γλυκιὰμάνα!Τίὄμορφηδίνειςἐσὺλαλιὰκαὶστὴνκαμπάνακαὶπόσοἐκείνηἡλαλιὰσαλεύειστὴνκαρδιάμας!ΠόσεςἐκεῖνοςὁΣταυρὸςἀπ’τὰκαμπαναριάμας,στὴνἀντηλιάδαχύνονταςτόσεςχρυσὲςἀχτίδες,χύνειβαθιάμαςστὴνψυχὴγλυκιὲςχρυσὲςἐλπίδες!

    « Ὁ Καλόγερος τῆς Κλεισούρας » Κώστας Κρυστάλλης

  • 3. Ο ΧΡΙΣΤΟΥΛΗΣ

    Ἡ Φάτνη τῆς Βηθλεὲμ φεγγοβολεῖ στὴν παγωμένηχειμωνιάτικηνύχτα.

    Τὸμαγικὸἄστρο,ποὺκαθοδήγησετοὺςΜάγους,λάμπεισταματημένοἐκεῖἀπὸπάνωτης.Στὶςἀκτίνεςτου,ποὺἀπὸτὰοὐράνιαφτάνουνὡςτὴγῆσὰντόσεςφωτεινὲςσκάλες,ἀνεβοκατεβαίνουνἌγγελοι.

    Μέσα οἱ τρεῖςΜάγοι γονατιστοὶ προσφέρουν τὰ δῶρατουςσ’ἕνανεογέννητοπαιδί,ποὺτὸκρατεῖἡμητέρατουστὴν ἀγκαλιά της, ἐνῶ οἱ βοσκοὶ τῶν ἀλόγων ἀπὸ πέραἑνώνουντὰτραγούδιατουςμὲτοὺςὕμνουςτῶνἈγγέλων.

    ῞Εναβρέφος.Ἀλλὰτίεἶναιτὸβρέφοςαὐτό,ποὺγίνονταιτόσα θαύματα καὶ στὸ κεφαλάκι του ἀστράφτει ἕναςφωτοστέφανος;

    Εἶναι ὁ Θεός, ποὺ εἶχε πάρει τὴ μορφὴ ἑνὸς βρέφους.Εἶναι ὁ Χριστούλης, ποὺ, σὲ λίγο θὰ γίνη Χριστὸς καί,

  • ἀφοῦ πεθάνη μαρτυρικὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων,θ’ἀναστηθῆ,θ’ἀναληφθῆ,θ’ἀνέβηπάλιστὸνοὐρανό,ἀπ’ὅπου κατέβηκε, γιὰ νὰ μείνη στὴ γῆ τριάντα τρία μόνοχρόνια, καὶ θὰ καθίση γιὰ πάντα στὰ δεξιὰ τοῦΠατέρατου.

    Δὲνσημαίνει λοιπὸν τίποτε, ἄν σήμεραμᾶςπαρουσιά-ζεταισὰνἕνανεογέννητοπαιδὶστὴνἀγκαλιὰτῆςμητέραςτου.ΤὸβρέφοςαὐτὸεἶναιὁΘεόςμας,κιἂνγονατίσωμεκιἐμεῖς,μπροστάτουκαὶπροσευχηθοῦμε,θὰμᾶςἀκούσηὸΧριστούληςσὰννά᾽τανκιόλαςὁμεγάλοςΧριστός.

    ἌςμποῦμελοιπὸνστὴλαμπρὴΦάτνη,ποὺβλέπουμεμὲτὴφαντασίαμας,ὅπωςτὴνεἴδαμετόσεςφορὲςσὲἅγιεςεἰκόνεςἤστὰπαιδιάτικαὄνειράμας.Ἄςγονατίσωμεμπροστάτουκι ἄς τὸν προσκυνήσωμε. Δὲν πειράζει, ἂν δὲν ἔχωμε νὰτοῦ προσφέρωμε, σὰν τοὺςΜάγους, «χρυσόν, λίβανον καὶσμύρναν».Τὰδικάμαςδῶρα,τὸἴδιοεὐπρόσδεκταἀπὸἕναΘεό,εἶναιἡπίστημας,ἡἀγάπημας,ἡλατρείαμας.῎Επει-ταἂςπροσευχηθοῦμε,ἂςτοῦζητήσωμενὰμᾶςδώσηὅ,τιποθοῦμεπερισσότερο.

    Ἀλλὰτίνά᾽ναιαὐτὸτὸποθητό;ΜᾶςτὸλένεοἱἌγγελοιμὲτὸνὕμνοτους:

    «ΔόξαἐνὑψίστοιςΘεῷκαὶἐπὶγῆςεἰρήνηἐνἀνθρώποιςεὐδοκία».

    Ναί, αὐτὸ θὰ ζητήσωμε καὶ μεῖς ἀπὸ τὸν νεογέννητοΧριστούλη:νὰξαναφέρηστὴγῆτὴνεἰρήνη,ποὺτόσοκαιρὸτώραλείπειμακριά.Καὶθὰτὸνπαρακαλέσωμετόσοθερμά,ὥστενὰμᾶςεἰσακούση.

    «Ἡ Διάπλασις τῶν Παίδων» Γρηγόριος Ξενόπουλος

  • 9

    4. ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ

    Ο ξανθός επισκέπτης ῾Ἡ χρονιὰ τοῦ 1943, ὅπωςὅλες οἱ χρονιὲς τῆςμαύρηςΚατοχῆς,ἦτανφριχτή·πείνα,ἀρρώστιακαὶδυστυχίαμάστιζαντὸντόπο.Ὅ,τικαλὸεἶχεὁτόπος,τὸἔπαιρνανοἱΓερμανοί·καὶὅ,τιἄφηνανἐκεῖνοι,τὸἅρπαζανοἱ᾽ΙταλοὶκαὶοἱΒούλγαροι.

    Μέσα στη γενικὴ αὐτὴ δυστυχία, ὁΘοδωράκης καὶ ἡΦανὴἦτανὀρφανὰἀπὸπατέρα·τὸνσκότωσανοἱΓερμανοὶστὴνἀρχὴτοῦ1943,γιατὶτὸνἔπιασαν-ἔλεγαν-σὲμιὰσιδηροδρομικὴγέφυραμὲχειροβομβίδες. ῎Ετσι ἔμειναν τὰδυὸπαιδιὰμόναστὸνκόσμομὲτὴμητέρατους,μόνακαὶἀπροστάτευτα.

    Ἡἀλήθειαεἶναιὅτιἡκυρα-Ἄνναδὲνλύγισε. ῎Εκρυ-ψεστὰκατάβαθατῆςκαρδιᾶςτὸνπόνοτηςκαὶἄρχισενὰξενοδουλεύη, γιὰ νὰ ζήση τὰπαιδάκια της.Καὶ πάλι δὲνπρόφταινε μὲ τὴ μεγάλη ἀκρίβεια, ποὺ ἔδερνε τότε τὴν῾Ελλάδα.

    Καὶσὰννὰμὴνἔφτανανὅλααὐτά,ἔπεσεκαὶστὸκρεβάτιμὲτὰμεγάλακρύατοῦΔεκεμβρίου.Πέρασεβέβαιατὸκακό,ἀλλ’ἦρθανταΧριστούγεννακαιἀκόμηἀδύνατηδὲνμπόρεσενὰἐργαστῆ.Γι’αὐτὸἡπαραμονὴτῆςμεγάληςἑορτῆςτῶνΧριστουγέννωνβρῆκετὸφτωχικὸσπιτάκι - ἕναδωμάτιοὅλοὅλοἔρημοἀπὸπατέρα,ἀπροστάτευτοἀπὸμητέρα,ἄδειοἀπ’ ὅ,τι φέρνει τὴ χαρά.Τὰ δύο παιδιὰ - δέκα χρόνων τὸἀγόρι,ὀχτὼἡκορούλα-ἔκαναντὴνπροσευχούλατουςκαὶκοιμήθηκαννηστικά,γιατὶτὸλίγοψωμάκιτοῦδελτίουτὸ

  • �0

    εἶχανφάγειἀπὸτὸἀπόγευμα.Ποιόςξέρειτίἀχνιστὰψωμιὰνὰἔβλεπαντὰκαημέναστὸνὕπνοτους!

    Ἡ ἄμοιρη μητέρα ἄναψε τὸ καντήλι, γονάτισε κάτωἀπὸτὰεἰκονίσματακαὶπαρακάλεσετὴνΠαναγίακαὶτὸθεῖο παιδάκι της, τὸν μικρὸΧριστούλη, νὰ λυπηθοῦν τὰὀρφανά.

    ΠῶςἦρθαντὰφετινὰΧριστούγεννα!Χωρὶς τὸνἄντρατης,χωρὶςψωμάκι,χωρὶςζεστὸφαγάκιγιὰτὰπαιδιάτης!...Δάκρυαπλημμύρισαντὰμάτιατῆςπονεμένηςμητέρας,ποὺξέσπασανσὲθρῆνο.

    Ἀλλ’ ὁ θρνῆνος της ἔφερε κάποιο ἐλάφρωμα καὶ ἔτσιἀποκοιμήθηκεκιἐκείνη.῟Ωρεςπέρασανκαὶἡκυρα-῎Ανναἦτανβυθισμένηστὸνὕπνο·κάποτε,σὰνσὲὄνειρο,ἄκουσενὰχτυποῦνοἱκαμπάνες,ποὺκαλοῦσαντοὺςχριστιανοὺςστὴμεγάληἑορτή·ὁἦχοςτουςἔφτανεστ’αὐτιάτηςχαρμόσυνος,ἀλλὰμισοσβημένος.

    Θέλεινὰσηκωθῆ,νὰτρέξηστὴνἐκκλησίαμὲτὰξυπόληταπαιδάκιατης,ἀλλὰδὲντὰκαταφέρνεινὰξυπνήση,σὰννὰἦταν ναρκωμένη. ῾Ο κόπος, ἡ ἀδυναμία καὶ ὁ πόνος τὴνκρατοῦνμὲἄλυταδεσμά.

    Σὲλίγηὥραπάλινόμισεὅτιχτύπησαντὴθύρα·ἦτανὅμως τόσο βαρὺς ὁ ὕπνος της, ποὺ οὔτε τώρα τὴν ἄφηνενὰσηκωθῆ.Κάποιος,πέρασεμέσαἐλαφρὰἐλαφρά,σάννὰπατοῦσεστὰ νύχια, νὰμὴντοὺς ξυπνήση.Ποιός τάχα νὰἦταν;Ἄνοιξετὰμάτιατηςνὰδῆ·τῆςφάνηκεὅτιτὰἄνοιξε.Καὶεἶδετότεὅτιὁξένοςἦτανἕναςνέοςγλυκός,ξανθός,μὲμάτιαγεμάτασυμπάθεια,λέτεκαὶἦτανἄγγελος.

    ῎Εκαμε νὰ φωνάξη, νὰ ρωτήση ποιός ἦταν αὐτὸς μὲτὴν οὐράνια ὀμορφιά, ἀλλ’ ὁ βαρὺς ὕπνος δὲν τὴν ἄφηνε.Ὁἐπισκέπτηςπροχώρησεδύοτρίαβήματακαὶ ἔβαλεἕναχάρτινοκιβώτιο, ἕναμεγάλοκιβώτιο,ἀπάνωστὸτραπέζι

  • ��

  • ��

    τοῦσπιτιοῦ.Ἅπλωσεἔπειταστὰδύοπαιδάκιατὰἀγγελικάτουχέρια,

    ποὺεἶχανστὶςπαλάμεςκάποιαπαλιὰοὐλή.Τὰχάιδεψεκαὶἕναφῶς ζωηρό, ἀλλ’ ἁπαλὸκαὶ γλυκὸ, χύθηκεγύρωκαὶφώτισεσὰνγελαστὸςἀνοιξιάτικοςἥλιος·τοὺςχαμογέλασεκαὶἕναἄρωμαἀπὸρόδαπλημμύρισετὸδωμάτιο.

    - Χριστέ μου! εἶπε, σὲ γνώρισα ἀπὸ τὶς θεῖες πληγέςΣου ! Καὶ μὲ καρδιὰ πλημμυρισμένη λαχτάρᾳ καὶ πόθοπετάχτηκε νὰπέσηστὰπόδια του, νὰ τ’ ἀσπαστῆ νὰ τὰβρέξημὲτὰδάκρυάτης.

    Ἀλλ’ὅτανβρέθηκεὀρθή,ὁγλυκὸςκαὶξανθὸςἐπισκέπτηςμὲτὰοὐράνιαμάτιαεἶχεχαθῆ.Τὸὄνειροεἶχεσβήσει·μόνοτὸφῶςτοῦκαντηλιοῦτρεμόσβηνεστὸεἰκονοστάσι.

    Τὸ χάρτινο κιβώτιο

    ῎Εκαμε τὸ σταυρό της καὶ ἔπειτα ἔριξε μιὰματιὰ στὰπαιδιάτης·ἡἀναπνοούλατουςἀκουγότανἐλαφρά·κοιμόντανἥσυχαἥσυχα,σὰνσὲθεῖοπαράδεισο, εὐλογημέναἀπὸτὰχέριαμὲτὶςθεῖεςπληγές!

    ῞Οτανὅμωςτὸβλέμματηςἔπεσεστὸτραπέζι,εἶδεἐκεῖπάνω ἕνακιβώτιοχάρτινο, σὰν ἐκεῖνοποὺἄφησε ὁθεῖοςἐπισκέπτης.Μὲὅλητὴνἀδυναμίατηςἔτρεξεκαὶτὸπῆρεστὰχέριατης·τῆςφάνηκεπολὺβαρύ.Τὸἄνοιξε·ὤτὸθαῦμα!χίλιαδυὸκαλά.

    - Χριστέ μου! Χριστέ μου! εἶπε πάλι. Καὶ ἄρχισε νὰφωνάζημὲχαρὰτὰπαιδάκιατης:

    -Θοδωράκη,Φανή!Ξυπνῆστε!Σηκωθῆτεγρήγορα!Καὶτὰἔπιανεπότεἀπὸτὰπόδια,πότεἀπὸτὰχέριανὰ

    ξυπνήσουν.Τὰ δυὸ παιδιὰ ξύπνησαν τέλος ἀπὸ τὸν βαθὺ πρωινὸ

  • ��

    ὕπνοκαὶκαθισμέναστὸκρεβάτιἔτριβαντὰματάκιατους.Τρομαγμένα ἀπὸ τὸ πρωινὸ ἀγουροξύπνημα ρώτησαν μὲἀπορία:

    -Γιατί,μανούλα,μᾶςξύπνησεςτόσοπρωί;᾽Ελάτε,ἐλάτεγρήγορανὰδῆτε·τοὺςἀπάντησεκαὶτοὺς

    ἔδειξετὸκιβώτιο.Τί νὰ δοῦν! ᾽Επάνω ἦταν δύο ζευγαράκια παπούτσια

    ἀκριβῶς στὸ πόδι τους· ἕνα κοστούμι γιὰ ἀγόρι, ἕναφορεματάκι ζεστὸ γιὰ κοριτσάκι, ἕνα φόρεμα μάλλινο σὲπήχειςγυναικεῖο,δύοτόπιαπολύχρωμα,μιὰκούκλακαὶἕναςσιδηρόδρομος,σιδηρόδρομοςσωστὸςμὲμηχανή,σκευοφόροκαὶβαγόνια.Τὰπαιδιὰδὲχόρταιναννὰτὰβλέπουνκαὶτὰδάχτυλάτουςἄρχισαννὰτὰψάχνουν.

    Ἀπὸκάτωἦτανκαὶδεύτεροςθησαυρός.Κουτιά,κουτιὰχάρτινα καὶ τενεκεδένια.Ἄλλα εἶχαν κρέας, ἄλλα ψάρια,ἄλλα συμπυκνωμένο γάλα, ἄλλα νωπὸ βούτυρο, ἄλλαφιστίκια,γαλατάκια, ζάχαρη,σοκολάτα,τσάι,καραμέλες,ἀφράταμπισκότα·ὡςκαὶβόλοιἦτανμέσα,νὰπαίζουντὰπαιδιά.

    Τὰὀρφανὰτὰἔχασαν·ποιόςτάχανὰἔστειλετὰπολύτιμαπράγματα!Καὶἔκπληκταρώτησαν:

    -Ποιόςτὰἔφερεαὐτά,μητέρα;ὉκαλὸςΧριστός!Τὸνεἶδαμὲτὰμάτιαμου!῾ΟΘοδωράκηςἀνυπόμονοςπῆρετὸκοστούμικαὶἄρχισε

    νὰτὸἐρευνᾶ.Σὲμιὰτσέπηβρῆκεἕναφάκελο.-Μανούλα,κοίταξεἐδῶ,ἕναγράμμα·εἶπεκαὶτὸἔδωσε

    στὴμητέρατου.Τὸἄνοιξαν·εἶχεμέσαἕναχαρτονόμισματῶν10δολλαρίων

    καὶἕνασημείωμαἑλληνικὰγραμμένο:«ΜιὰοἰκογένειαἀπὸτὸνΚαναδὰστέλνειτὸμικρὸαὐτὸ

    δῶροσὲμία῾Ελληνίδαμητέρακαὶστὰπαιδάκιατης».Τὴν

  • ��

    ὥραἐκείνη-εἶχεβγῆπιὰὁἥλιος-ἄνοιξεἡθύρατοῦσπιτιοῦκαὶμπῆκεμέσαἡκυρίαΧαρίκλεια,ἀδερφὴτοῦ ᾽ΕρυθροῦΣταυροῦκαὶγνωστὴκυρίατοῦΦιλόπτωχουΤαμείουτῆςἐνορίας.Γύριζεἀπὸτὴλειτουργίακαὶπέρασενὰπῆστὴνκυρα-῎Ανναγιὰτὸδέμα,ποὺεἶχεἀφήσειπερνώντας.Τὸἔστελνε ὁ ᾽Ερυθρὸς Σταυρός, ποὺ στὸ ὄνομα τοῦΧριστοῦφροντίζειγιὰτοὺςδυστυχισμένουςὅλουτοῦκόσμου.Ἀλλὰδὲνεἶπετίποτε,γιὰνὰμὴνταράξητὴνπροσευχήτους.

    Γονατισμένοι,μητέρακαὶὀρφανά,ἐμπρὸςστὰεἰκονίσματαεὐχαριστοῦσαν τὸΘεῖοΠαιδάκι, ποὺ γεννήθηκε τὴ μέραἐκείνη,γιὰνὰφέρηστὸκόσμοτὴνπαρηγοριά,τὴνἀγάπη,τὴν καλοσύνη. Τὸ παρακαλοῦσαν ἀκόμη νὰ προστατεύητὴνἄγνωστηκαὶμακρινὴἐκείνηοἰκογένειαμὲτὴγενναίαχριστιανικὴκαρδιά.

    Θερμὰδάκρυα,ποὺἔλαμπανσὰνδιαμάντια,κατέβαινανἀπὸτὰμάτιατους!

    Νικόλαος Α. Κοντόπουλος

  • ��

    5. Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

    -ἍγιοςΒασίληςἔρχεταιἀπὸτὴνΚαισαρεία...῞ΟληἡΓειτονιὰἀντηχοῦσεἀπ’τὰχαρμόσυνακάλαντα,

    ποὺ τραγουδοῦσαν τὰ παιδάκια τὴν παραμονὴ τῆς

  • 16

    πρωτοχρονιᾶς.Καὶ τὸ βράδυ, μαζεμένη γύρω στὸ τζάκι ἡοἱκογένειατοῦπαπα-Θύμιου,καμάρωνετὰδῶρα,ποὺχάρισεὁἕναςστὸνἄλλο,καὶπερίμενετὴνὥρατῆςβασιλόπιτας.

    ῾Ο Γιῶργος, μαθητὴς τῆς πέμπτης τοῦ δημοτικοῦσχολείου,ἐπάνωκάτωἕντεκαχρονῶ,κρατοῦσεστὰχέριατου ἕνα χρυσοδεμένο βιβλίο καὶ τὸ στριφογύριζε ἀπ’ ὅλεςτὶςμεριὲςκαὶξεφύλλιζετὶςεἰκόνεςτου.ΚαὶἡΜαρία,ἕναχρόνομικρότερη,κρατοῦσεκαὶχάιδευεκαὶκαμάρωνεμιὰπανώριακούκλα.

    Καὶπάλιἀντήχησανστὴγειτονιὰοἱχαρούμενεςφωνὲςτῶνπαιδιῶν

    -ἍγιοςΒασίληςἔρχεταιἀπὸτὴνΚαισαρεία.-ΠοῦεἶναιἡΚαισαρεία,μπαμπά;ρώτησεἡΜαρία.- Εἶναι πέρα στὴν Ἀνατολή, παιδί μου. Μὰ τὴ λένε

    ΚαισάρειακαὶὄχιΚαισαρεία.-Καὶγιατίτὰπαιδιὰτὴλένεἔτσι;-Γιατὶἔτσιταιριάζεικαλύτεραστὸτραγούδιτους.Μήπως

    θέλετενὰσᾶςπῶτὴνἱστορίατοῦἉι-Βασίλη;῎Ετσιθὰπεράσηκαὶἡὥρα,ὅσονὰκόψωμετὴβασιλόπιτα.

    Χαρούμενατὰπαιδιὰτριγύρισαντὸνπαπα-Θύμιο. ῾Ηπαπαδιὰἔριξεκιἄλλαξύλαστὴφωτιά,ἔδωσεσ’ὅλουςἀπὸἕνανκουραμπιὲκιὁπαπὰςἄρχισετὴνἱστορία.

    - ῞Οπως σᾶς εἶπα καὶ πρωτύτερα, ἡ Καισάρεια εἶναιβαθιὰστὴνἈνατολή,σὲμιὰχώραποὺτὴλένεΚαππαδοκία.᾽ΕκεῖγεννήθηκεὁἉι-Βασίληςτριακόσιατριάνταχρόνιαὕστερ’ἀπ’τὴγέννησητοῦΧριστοῦ.Οἱγονεῖςτου,ὅπωςοἱπερισσότεροιπατριῶτεςτου,ἦτανεἰδωλολάτρες.῾Ημητέρατου,ἡ ᾽Εμμέλεια,ἦτανμιὰσπάνιαγυναίκακιἔδωσεστὸπαιδί τηςπολὺκαλὴἀνατροφή.Πόσαχρωστοῦμε ὅλοι οἱΧριστιανοὶστὴνκαλὴαὐτὴμητέρα!

  • ��

    Ὅταν μεγάλωσε ὁ Βασίλειος, πῆγε στὴν Ἀθήνα νὰσπουδάσηκιἐκεῖγνωρίστηκεμὲτὸνἍγιοΓρηγόριο.῎Εγινεστὴνἀρχὴδικηγόρος.Στὴνπατρίδατουἦτανκαὶδάσκαλοςμερικὰχρόνια.Ἀλλὰοὔτετὸἕναοὔτετὸἄλλοἐπάγγελματοῦγέμιζετὴνψυχή.

    Μὲτὸδυνατότουμυαλὸεἶδε,πὼςἡνέαθρησκείατοῦΧριστοῦἦτανκαλύτερηἀπ’τὴνπαλιά.῎ΕβλεπεκάθεμέρανὰκυνηγοῦντοὺςΧριστιανοὺςκαὶνὰτοὺςβασανίζουν.ὉαὐτοκράτοραςἦτανκιαὐτὸςεἰδωλολάτρηςκαὶδὲνἤθελεναπληθαίνουνοἱΧριστιανοί.

    ῾ΗψυχὴτοῦΒασιλείουδὲμποροῦσενὰὑποφέρητὶςἀδικίεςαὐτές.Σὲἡλικία27χρονῶνἔγινεΧριστιανός,μοίρασεὅλητὴνπεριουσίατουστοὺςφτωχοὺςκαὶξεκίνησενὰγυρίσηκι ἄλλους τόπους, νὰ γνωρίση κι ἄλλουςΧριστιανούς, ν’ἀγωνιστῆκιαὐτὸςγιὰτὴθρησκείατοῦΧριστοῦ.

    Θέλονταςνὰἰδῆμὲτὰμάτιατουτὰμέρη,ποὺγεννήθηκεκιἔζησεὁΧριστός,ταξίδεψεστὴνΑἴγυπτο,τὴνΠαλαιστίνη,τὴΣυρία,τὴΜεσοποταμία.ΣτὴνΑἴγυπτογνώρισεκαὶτὸνἍγιοἈντώνιο.

    Βλέπω στὰ μάτια σας, παιδιά μου, ν’ ἀναγαλλιάζη ἡψυχήσας ἀκούοντας τὰ ταξίδια αὐτά, σὰ νὰ τὰ ζηλεύετε.Μὰ λέτε, πὼς ἦταν εὐχάριστα τὰ ταξίδια αὐτά; ᾽Εκεῖνοντὸνκαιρὸοὔτεσιδηρόδρομοιὑπῆρχαν,οὔτεἀτμόπλοια,οὔτεαὐτοκίνητα.Μὴν ξεχνᾶτε, πὼς οὔτε χρήματα εἶχε πιὰ ὁΒασίλειος.

    Μὴν ξεχνᾶτε καὶ πόσο κυνηγούσανε παντοῦ τοὺςΧριστιανούς καὶ,θὰκαταλάβετεπόσοβασανισμένοἦταναὐτὸτὸμεγάλοταξίδιτοῦΒασιλείου.

    Σ’ἕναἄλλοτουταξίδιστὸνΠόντο,ποὺεἶχεκιἕναπατρικό

  • ��

    τουκτῆμα,ἀποφάσισενὰζήσηκάμποσονκαιρὸστὴνἐρημιά,μόνοςτουσὰνκαλόγερος.Διάλεξεμιὰτοποθεσίαἥσυχη·καὶτερπνὴκιἀφοσιώθηκεστὴλατρείατοῦΘεοῦ.

    Ἀκοῦστε,πῶςπεριγράφειὁἴδιοςσ’ἕναγράμμαστὸφίλοτουΓρηγόριο,τὸντόποποὺδιάλεξενὰζήση:

    - «Ἀφοῦ ἀπελπίστηκα πιὰ ὅτι θὰ μ’ ἀκολουθήσης,ζήτησακαταφύγιοἐδῶ,στὸνΠόντο.ΚαὶὁΘεὸςμ’ὁδήγησεσ’ἕναντόπο,ποὺμ’εὐχαριστεῖπάραπολύ.

    Θυμᾶσαι καμιὰ φορά, ποὺ παίζοντας πλάθαμε μὲ τὴφαντασία μας ὄμορφες τοποθεσίες; Τέτοιο εἶναι καὶ τὸμέροςποὺζῶσήμερα.Εἶναιἕναψηλὸβουνὸσκεπασμένοἀπὸπυκνὸ δάσος. ᾽Εδῶκι ἐκεῖ τρέχουνκρύακαὶκατακάθαρανερά.Στὰπόδιατοῦβουνοῦεἶναιμιὰπεδιάδα,ποὺποτίζεταιἄφθονα ἀπὸ τὰ νερὰ αὐτά. Στὴνπεδιάδα αὐτὴμόνα τουςἔχουνφυτρώσειὅλωντῶνλογιῶντὰδέντρακαὶτόσοπυκνά,ποὺκαμιὰφορὰδυσκολεύεταικανέναςνὰπεράση.ΜπροστὰστὴντοποθεσίααὐτὴδὲνεἶναιτίποτετὸνησὶτῆςΚαλυψῶς,ποὺτόσοθαύμασετὴνὀμορφιάτουὁ῞Ομηρος».

    Πολλοὶφίλοιτουπηγαίνανενὰτὸνἰδοῦνστὴνἐρημικὴζωήτου·πῆγεκιὁΓρηγόριος,μὰπολὺλίγοἔμεινεμαζίτου,γιατὶδὲντοῦἄρεσεἡζωὴτῆςἐρημιᾶς.

    ἉλλὰκιὁΒασίλειοςἀναγκάστηκεν’ἀφήσητὴμοναχικὴζωή·ΟἱδιωγμοὶτῶνΧριστιανῶνἐξακολουθοῦσανἀγριότεροικαὶἡἐξάπλωσητῆςνέαςθρησκείαςτοῦΧριστοῦκινδύνευενὰσταματήση· ῾Οαὐτοκράτορας᾽Ιουλιανὸςπροστάτευεμὲφανατισμὸτὴνεἰδωλολατρεία.

    ΓύρισεστὴνπατρίδατουὁΒασίλειοςκαὶχειροτονήθηκεπαπάς, τὸν ἴδιο σχεδὸν καιρὸ μὲ τὸ Γρηγόριο. Μὲ τὴρητορικήτουδύναμηἔδωσεθάρροςστοὺςκατατρεγμένουςΧριστιανοὺς καὶ μὲ τὴν ἁπλὴ καὶ φιλάνθρωπη ζωή του

  • 19

    ἔδωσε τὸ καλύτερο παράδειγμα τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ.Καὶ ὅταν ἕνας μεγάλος λιμὸς ξαπλώθηκε σ’ ὅλη τὴνΚαππαδοκίακαὶτὸνΠόντο,ὁΒασίλειοςτρέχονταςπαντοῦ,μάζευε βοηθήματαἀπὸ τοὺςπλούσιουςκαὶμοίραζε στοὺςφτωχοὺςκαὶπαρηγοροῦσετοὺςδυστυχισμένους,θυσιάζονταςκαὶτὴλίγηπεριουσία,ποὺτοῦεἶχεἀπομείνει.

    Σὲἡλικίασαράνταχρονῶν,ὁΒασίλειοςἔγινἐ ΕπίσκοποςΚαππαδοκίας κι ἔμεινε πάντα ὁ πατέρας τοῦ λαοῦ κι ὁφίλος τῶν δυστυχισμένων. Φορώντας πάντα τὸ ἴδιο ράσοκαὶ τρώγοντας μόνο ψωμὶ καὶ χόρτα, ἐξοικονομοῦσε ὅ,τιχρειαζόταν γιὰ τοὺς φτωχοὺς κι ἔχτισε στὴν Καισάρειαμεγάλο νοσοκομεῖοκαὶπτωχοκομεῖο.Κι ἔτσι ὅλος ὁ βίοςτουἦτανἕναπολύτιμοστήριγματῆςχριστιανοσύνης.

    Ὁ νέος αὐτοκράτορας Οὐάλης - ἐχθρὸς κι αὐτὸς τοῦΧριστιανισμοῦἔστειλεστὴνΚαισάρειαἕνανἀξιωματικό,τὸΜόδεστο,γιὰνὰφοβίσητὸΒασίλειοκαὶνὰτὸνἀναγκάσηνὰπάψητὸκήρυγμάτουκαὶτὶςφιλανθρωπίεςτου.

    Ἀτάραχος ἔμεινε ὁ Βασίλειος στὶς φοβέρες τοῦἀξιωματικοῦ.

    -Πῶς,τοῦλέειαὐτός,δὲφοβᾶσαιτὴδύναμήμου;-Καὶγιατί νὰ τὴφοβηθῶ ; ἀπάντησε ὁΒασίλειος.Τί

    μπορεῖςνὰμοῦκάμης;- Τί μπορῶ νὰ σοῦ κάμω; ῞Ολα εἶναι στὴν ἐξουσία

    μου.Μπορῶ νὰ δημέψω τὴν περιουσία σου, μπορῶ νὰ σ’ἐξορίσω,μπορῶνὰσὲ βασανίσω,μπορῶἀκόμηκαὶ νὰσὲθανατώσω.

    -Μὲ τίποτε ἄλλο νὰ μὲ φοβερίσης, γιατὶ αὐτὰ δὲν τὰφοβοῦμαι. Τὴ δήμευση δὲν τὴ φοβοῦμαι, Γιατὶ δὲν ἔχωτίποτεἄλλοἀπὸδυὸτριμμέναράσακαὶλίγαβιβλία.Τὴνἐξορίαδὲντὴφοβοῦμαι,γιατὶὅλητὴγῆτὴθεωρῶπατρίδα

  • �0

    μου.Τὰβάσαναδὲντὰφοβοῦμαι,γιατὶτὸσῶμαμουεἶναιτόσο ἀδύνατο, ὥστε θὰ νεκρωθῆ, πρὶν προφτάσης νὰ τὸβασανίσης.Καὶτέλος,δὲφοβοῦμαιτὸθάνατο,γιατὶαὐτὸςθὰμὲφέρησυντομώτερακοντὰστὸΘεό.

    - Ποτὲ δὲν ἄκουσα τέτοια λόγια, ἀποκρίθηκε ὁἀξιωματικὸςμὲἀληθινὴκατάπληξη.

    - Γιατὶ καὶ ποτὲ δὲν ἀπάντησες ἀληθινὸν ᾽Επίσκοπο.᾽Εμεῖς εἴμαστε ἥσυχοι καὶ ταπεινοί, ὄχι μοναχὰμπροστὰστὸ βασιλιά, ἀλλὰ καὶ στὸν τελευταῖο ἄνθρωπο. ἍμαὅμωςπρόκειταιγιὰτὴνπίστημαςστὸΘεό,οὔτετὴφωτιὰφοβόμαστε, οὔτε τὸ σπαθί, οὔτε τὰ ἄγρια θηρία· αὐτὰ τὰθεωροῦμεδιασκέδαση.Αὐτὰἂςμάθηὁαὐτοκράτοραςμιὰγιὰπάντα.

    Τέτοιος, ἐξακολούθησε ὁ παπα - Θύμιος, ἦταν, παιδιάμου,ὁσπάνιοςαὐτὸς ᾽Επίσκοπος.Καὶμὲτὸἀσθενικότουσῶμακαὶμέσασὲπολλὲςκακουχίεςαὐτὸς ἐξακολούθησενὰ περιοδεύη παντοῦ, νὰ ἐλεῆ τοὺς δυστυχισμένους,νὰ παρηγορῆ τοὺς θλιμμένους, νὰ δίνη θάρρος στοὺςβασανισμένουςΧριστιανούς.

    Κιἀπὸτοὺςκόπουςκαὶτὶςστερήσειςπέθανεσὲἡλικίαπενήνταχρονῶν,τὴνἡμέρατῆςπρωτοχρονιᾶς.

    Ὅλοςὁτόπος ἔχασετὸνπατέρατουκαὶτὸνπροστάτητου.Χιλιάδεςἀπ’ὅλητὴνἐπαρχίαἔτρεξανστὴνκηδείατου.Χριστιανοὶ καὶ ᾽Ιουδαῖοι καὶ εἰδωλολάτρες ἔκλαψαν μαζὶτὴνἡμέρααὐτή.Ἀπὸτὸνπυκνὸσυνωστισμὸπολλοὶβρῆκαντὸθάνατοκιοἱἄλλοιτοὺςκαλοτύχιζαν,ποὺπέθανανμαζὶμὲτὸΒασίλειο.

    - Καὶ τώρα, παιδιά μου, εἶπε τελειώνοντας ὁ παπα-Θύμιος,ἂς ζητήσωμετὴν εὐχὴτοῦἉι -Βασίληκαὶἄςκόψωμετὴβασιλόπιταγιὰτήνκαλὴχρονιά.

  • ��

    6. Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

    Τίὡραῖαλόγια!Τίγλυκιὰμελωδίαἀκούσαμεἀπόψε!ἔλεγεἡ ῾ΕλένηστὴμητέρατηςτὸβράδυτῆςΠαρασκευῆςτῆςπέμπτηςἑβδομάδαςτῆςΜεγάληςΤεσσαρακοστῆς, καθὼς γύριζαν στὸσπίτιἀπὸτὴνἐκκλησία.Καὶχωοὶςνὰτὸκαταλάβησιγοψιθύρισε:

    Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε.

    Δένθυμότανὅμωςτὸπαρακάτωκιἐξακολούθησε:

    Τῇ ῾Υπερμάχω Στρατηγῷ τὰ νικητήρια· ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν,

    εὐχαριστήριαἀναγράφω σοι, ἡ Πόλις σου, Θεοτόκε.Ἀλλ᾽ὡς ἔχουσα τὸ Κράτος

    ἀπροσμάχητον·ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,ἵνα κράζω σοι : Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.

    -Δὲν ξέρω,μητέρα, γιατὶ αὐτὸ τὸτροπάριο μ’ ἀρέσει πολύ, συνέχισε ἡ

    ῾Ελένη,ὅταντελείωσετὸψάλσιμο.- Μὰ εἶναι, παιδί μου, νὰ μὴ σ’ ἀρέση καὶ νὰ μὴ σ’

    ἐνθουσιάζη ὁ ὕμνος αὐτὸς τῆς Παναγίας μας, ὁ ὁποῖος

  • ��

    συνδέεταιμὲμιὰἀπὸτὶςπιὸἔνδοξεςσελίδεςτῆς ἱστορίαςτοῦ῎Εθνουςμας;

    -Ἀλήθεια, μητέρα, ἔχει κι αὐτός, ὅπως καὶ πολλοὶἄλλοι ἐκκλησιαστικοί μας ὕμνοι, σχέση μὲ τὴν ἱστορίατου ῎Εθνουςμας; ρώτησετώραηἙλενη ἐπίτηδες,γιὰ νακᾴμητὴμητέρατηςνὰτήςδιηγηθῆκάτικαινούργιογιὰτα, κατορθώματα τῶν προγόνων μας, τὰ ὁποῖα τόσο τῂνσυγκινοῦσανκαὶτὴνσυνάρπαζαν.

    Κιἡμητέρα,ἡὁποίαἀφορμὴζητοῦσε,γιαν’απασχολῆτὴνκόρητηςμὲὠφέλιμεςἱστορίες,ἄρχισε:

    « Πολλὲς φορὲς ἡ Κωνσταντινούπολη παιδί μοὺἡ θαυμαστὴ πρωτεύουσα τῆς ἔνδοξης ῾Ελληνικῆςαὑτακρατορίας-, ἀντιμετώπισε μεγάλους καὶ φοβεροὺςκινδύνουςκαὶ,πολλέςφορέςχρειάστηκεν’ἀγωνιστῆσκλη-ράκαιναχύσηἄφθονοτὸαἷματῶνπαλικαριῶντης,γιὰνὰτοὺςνικήση.

    Μὰἐκείνητηφοράβρέθηκεχωρίςπολλούςὑπερασπιστὲςκαὶ ἡ ἀγωνία, τὴν ὁποία δοκίμασε ὁ λαὸς μπροστὰ στὴβάρβαρηἐπίθεσητοῦἑχθροῦ,δὲνἦτανλίγη.

    ῏ΗταντὴνἐποχήποὺὁἩράκλειος,ἀφοῦσυνθηκολόγησεμὲτοὺςβορινοὺςἐχθροὺςτοῦΚράτους,τοὺςἈβάρους,κήρυξετὸνπόλεμοἐναντίοντῶνΠερσῶνκιεἶχεπάειμακριά,μέσαστὰβάθητῆςΠερσίας.

    ῎Ηθελε νὰ χτυπήση τὸ θηρίο στὴν καρδιὰ του, μέσαστὴ χώοα του, γιατὶ ὁ κίνδυνος ἀπ’ αὐτὸ ἦταν μεγάλος.Κίνδυνοςτοῦ῎Εθνους,κίνδυνοςτοῦΧριστοῦ,κίνδυνοςτοῦπολιτισμοῦ.

    Οἱνικηφόρεςμάχεςτῶν῾Ελλήνωνἀκολουθοῦσανἡμιὰτὴνἄλλη,κιὁΠέρσηςβασιλιὰςΧοσρόηςεἶχεπεριέλθεισὲδύσκοληθέση.῎Επρεπεν’ἀφήσητὴΧαλκηδόνα,ἀπὸτὴν

  • ��

    ὁποίαμὲτὰστρατεύματάτουπίεζετὴνπρωτεύουσα,καὶνὰγυρίσηστὴνΠερσία.ΠροσπάθησεὅμωςστὸμεταξὺνὰπείσητοὺςἈβάρους,γιὰνὰπαραβιάσουντὴσυμφωνία,τὴνὁποίαεἶχανκάνειμὲτὸν̔Ηράκλειο,καὶνὰἐπιτεθοῦνἐναντίοντῆςΚωνσταντινουπόλεωςἀπὸτὸβορρά.Προπαντὸςτώρα,ποὺ

  • ��

    ὸαὐτοκράτοραςμὲτὸνπολὺστρατὸἦτανπολὺμακριὰκαὶδὲνὑπῆρχετρόποςνὰγυρίση.ΚαὶοἱἌβαροι,χωρὶςπολλοὺςδισταγμοὺςἢἐπιφυλάξειςδέχτηκανκαὶπαρασπόνδησαν.

    Ἐπετέθησαν λοιπὸν ἐναντίον τῆς αὐτοκρατορίας καὶἄρχισαν νὰ καῖνε, ν’ ἁρπάζουν, νὰ λεηλατοῦν καὶ νὰκαταστρέφουν τὶς βορινὲς ἐπαρχίες, προχωρώντας σιγᾲ -σιγὰπρὸςτὴνΠόλη,ἕωςὅτουἔφτασανἔξωἀπὸτὰτείχητηςκαὶτὴνπολιόρκησαν.

    Φαντάζεσαιτώρα,̔Ελένη,τὴνἀγωνίατοῦπολιορκημένουλαοῦ.ΟἱἱκανοὶμαχητέςτουἦτανστὴνΠερσία.Καὶαὐτοὶἦταντόσολίγοι...Καὶπάλιὅμωςδὲνδείλιασαν.᾽Ενίσχυσαντὴ φρουρὰ τῶν τειχῶν κι ἀντέταξαν ἀποτελεσματικὴἄμυνα.

    Ἀλλὰ ἡ πολιορκία γινόταν πιὸ στενὴ κι ἡ πίεση στὰτείχη μεγάλωνε. Μάταια ὁ πατριάρχης Σέργιος καὶ ὁπρωθυπουργὸς Βῶνος παρακαλοῦσαν τὸν ἀρχηγὸ τῶνἈβάρωνΧαγάνονὰδεχτῆὅσαδῶραθελήσηνὰζητήσηκαὶνὰἐγκαταλείψητὴνΠόλη.

    Ὑπερήφανος ἐκεῖνος γιὰ τὴν εὔκολη, ὅπως νόμισε,κατάκτησηἔδιωξεμὲβάναυσοτρόποτοὺςἀπεσταλμένουςμ’αὐτὰτὰἀγέρωχαλόγια:

    - Δὲν δέχομαι τίποτε.Νὰ φύγετε ὅλοι ἀπὸ τὴνΠόλη,γιατὶδὲνπρόκειταινὰγλιτώσηκανείς.Εἶναιἀδύνατονὰσωθῆτε,ἐκτὸςἂνγίνετεψάριακαὶπεράσετετὴθάλασσακολυμπώνταςἢπουλιὰκαὶπετάξετεστὸνἀέρα.

    Κιἐπανέλαβετὴνἐπίθεσήτουαὐτὴτὴφορὰἀπὸξηρὰμὲ τὶς περίφημες πολιορκητικὲς μηχανές, τοὺς κινητοὺςπύργους,κιἀπὸτήθάλασσαμ’ἀναρίθμηταμονόξυλα.

    ῾ΟλαὸςτῆςΚωνσταντινουπόλεωςὑποστήριζετὴνἄμυνάτου. ῎Εστρεψε ὅμως τὰ βλέμματα καὶ τὴν ψυχή του στὸ

  • ��

    Θεό.

    ᾽Εκεῖκοντὰστὰτείχη,στὴνἐκκλησίατῆςΠαναγίαςτῶνΒλαχερνῶν, γονατιστοὶ ὅλοι προσεύχονταν μπροστὰ στὴν῞ΑγιαεἰκόναγιὰτὴσωτηρίατῆςΠόλεως.Καί,ὢθαῦμα!

    Τὴθάλασσα,γαληνεμένηὡςτὴστιγμὴἐκείνη,τάραξετρομερὴ τρικυμία. Τὰ μονόξυλα ἕνα ἕνα ἀναποδογύριζανκαὶ βούλιαζαν. Κι ἡ ψυχὴ τῶν πολιορκημένων μεμιᾶςγιγαντώθηκε, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε. Ὅρμησαν ἐναντίον τῶνἈβάρων ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη. Κι αὐτοί, φοβισμένοι ἀπὸ τὴσυμφορὰτῆςθάλασσαςκιἀπὸτὴνἀπροσδόκητητροπὴτῆςκαταστάσεως, διαλύθηκαν κι ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν.Νὰφύγουνκαὶνὰμὴνξαναγυρίσουν!

    Κι ἀμέσως πολεμιστὲς ἀνδρεῖοι, γέροντες σεβάσμιοι,γυναῖκεςεὐσεβεῖςκαὶπαιδιὰχαρούμενα,ὅλοιπλημμυρισμένοιἀπὸ εὐτυχία, μὲ τὸν Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε τὴθαυματουργὴεἰκόναμπροστά,ξεκίνησανγιὰτὴνἐκκλησίατῆςΠαναγίας.

    Ὅλη τὴ νύχτα, ὄρθιοι, χωρὶς κανείς τους νὰ καθίση,ἔψαλλαν στὴν ῾Υπέρμαχο Στρατηγὸ νικητήριους ὕμνους,εὐχαριστίεςκαὶδοξολογίεςγιὰτὸθαῦματῆςσωτηρίαςτους.῎ΕψαλλαντὸνἈκάθιστὅ Ὕμνο,παιδίμου,τὸνὁποῖοκιἐμεῖςκάθεχρόνο,σὰνἀπόψε,ἐπαναλαμβάνομεστημνήμητηςπροστάτισσάςμαςΠαναγίαςκαὶτῶνἀνδρείωνἐκείνων».

    Θεόδωρος Γιαννόπουλος

  • 26

    7. ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

    Γλυκὸτοῦκόσμουστήριγμα,καλήμουΠαναγία,ποὺἀκοῦςτὴδέησητῶνπαιδιῶν,ἀθάνατηΜαρία,ἄκουκαὶμᾶς,ποὺὑψώνομεσ’᾽Εσὲτὴνπροσευχήμας,

    ποὺἀπ’τὴνπιστὴψυχήμαςβγαίνειγιὰΣὲθερμή.

    ῎Εχε,Κυρά,στὴσκέπηΣουτὴνπικραμένηχήρα,στὸνπεινασμένοἄνοιξε,Σύ,σπλαχνικὰτὴθύρα,δῶσετοῦσκλάβου,Δέσποινα,ἐλεύθερηπατρίδα,

    τοῦναύτητὴνἐλπίδα,ποὺπλέειστὴνξενιτιὰ.

    Εὐλόγησετὰὀνείρατατοῦβρέφουςποὺκοιμᾶται.Ὁδήγησετὰβήματατῆςκόρηςποὺφοβᾶται.Στεῖλεδροσιὰκιἀνάπαυσηστοῦἄρρωστουτὸκλινάρι,

    ἔχεστὴθείαΣουχάρητὰμαῦρατὰφτωχά.

  • ��

    Τὴμάναπαρηγόρησε,πού᾽χειπαιδὶστὰξένα,καὶχύσεμιὰνἀκτίναΣουγιὰτὸντυφλό,Παρθένα.Κράτατὸγάλαἀμίαντοτοῦβρέφους,ποὺβυζαίνει,

    στρέψεστὴγοἰκουμένητὸβλέμμασπλαχνικό.

    Εὐλόγησετὰδᾴκρυα,καλήμαςΠαναγία,ὁποὺμὲπάθοςχύνονταιμπροστὰστήδυστυχία.Συγχώρεσεκαὶφώτισεκιἐκεῖνον,ποὺπλανήθη,

    καὶχύσετουστὰστήθητὴνπίστητὴγλυκιά.

    Βόηθακαὶτὴν῾Ελλάδαμας,τὴνὄμορφηΠατρίδα,πάλιστὸνκόσμοδεῖξετηνμὲσκῆπτροκαὶχλαμύδα.Κάμενὰσφίξηἐλεύθεραμὲςστὴθερμὴἀγκαλιάτης

    τὰμαῦρατὰπαιδιάτης,ποὺκλαῖνεστὴσκλαβιά.

    Στέφανος Μαρτζώκης

  • ��

    8. ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΓΟΛΓΟΘΑ

    Τὸ ἐνδιαφέρον ὅλου τοῦ ξένου κόσμου, ποὺ μαζεύτηκεἐκεῖνον τὸ χρόνο στὴν Ἱερουσαλήμ, δὲν ἦταν τόσο γιὰτὸΠάσχα, ἂν καὶ γι’ αὐτὸ ἦρθαν, παρὰ γιὰ τὴ δίκη τοῦΓαλιλαίου ᾽Ιησοῦ. Αὐτὸν ἀποκαλοῦσαν ἄλλοι μεγάλονκακοῦργο, ἀπατεώνα, ἀγύρτη, ἐπαναστάτη καὶ ἄλλοιμεγάλοΔιδάσκαλο,Μεσία, προφήτη.Οἱ τελευταῖοι ἦτανπρὸπάντωνΓαλιλαῖοιψαράδεςτῆςΓενησαρέτ,ποὺπολλὲςφορὲςεἶχανφάειμαζὶτουψάριακαὶεἶχανἀκούσειτὶςθεῖεςὁμιλίεςτου.Καὶαὐτοὶἦταν,ποὺἔστρωσαντρεῖςἡμέρεςπρὶντὰἱμάτιάτουςστὸδρόμοτοῦ᾽Ιησοῦκιἔκραζαν:«῾ΩσανὰἐντοῖςὙψίστοις»!

    Καὶ γι’ αὐτὸ τὴ νύχτα τῆς δίκης ἦταν πολλοί, πάραπολλοί, μαζεμένοι στὸ πραιτώριο, νὰ παρακολουθήσουντήδίκηκαὶνὰμάθουντὸἀποτέλεσμα.Τὸπρωὶδιαδόθηκεσὲ ὅλη τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ὁ Γαλιλαῖος καταδικάστηκενὰ σταυρωθῆστὸ λόφο τοῦΓολγοθᾶμαζὶ μὲ δυὸ ληστές.Καὶγι’αὐτὸἀπὸνωρὶςκιὁντόπιοςπληθυσμὸςκαὶοἱξένοιἄρχισαν νὰ μαζεύωνται στὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ στὸλόφοἐπάνωφαινότανκόσμοςπολὺςσὰνμυρμήγκια.῎Ετρε-

  • 29

    χανὅλοιν’ἀπολᾶψουντὸθέαματριῶνἀνθρώπωνκαὶπρὸπάντωννὰἰδοῦντὸνπαράξενοἐκεῖνοΓαλιλαῖο,ποὺτόσεςφῆμεςδιαδίδοντανγι’αὐτόν.

    ῎Εβλεπελοιπὸνκανεὶςἀπὸτὸἕνακιἀπὸτὸἄλλομέροςτοῦ δρόμου ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας καὶ κάθε φυλῆς νὰπεριμένουνἀνυπόμονατὸπέρασματῆςσυνοδείας.

    ῏Ητανπιὰμεσημέρικιἔλαμπανστὸνἥλιοοἱπανοπλίεςτῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν, ποὺ ὁδηγοῦσαν στὸ Γολγοθὰτοὺςκαταδίκους.

    Σὲ λίγο ἡ συνοδεία τῶν στρατιωτῶν, ποὺ βάδιζαν μὲκανονικὸ βῆμα, ἀνέβαινε στὸν ἀνήφορο τοῦ Γολγοθᾶἔχοντας στὴ μέση τοὺς τρεῖς καταδίκους φορτωμένουςμὲ τοὺς σταυρούς τους. ῞Ολοι οἱ θεατὲς ἔτρεχαν τότε στὸδρόμο,ὅσοιἦτανπίσωἔσπρωχναντοὺςμπροστινούς, ὅλοισηκώνονταν στὶς μύτες τῶν ποδιῶν τους, τέντωναν τοὺςλαιμούςτουςκιἄνοιγανδιάπλατατὰμάτιατουςνὰἰδοῦν,νὰ ἰδοῦν ·τοὺς καταδίκους καὶ πρὸ πάντων τὸ Γαλιλαῖο.Γυναῖκες κρατοῦσαν στὴν ἀγκαλιά τους τὰ μικρὰ παιδιάτουςκιἔδειχνανσ’αὐτὰμὲτὸδάχτυλοτὸΓαλιλαῖο.

    ᾽Εκεῖνοςβάδιζεσκυφτὸςἀπὸτὸβάροςτοῦσταυροῦκιὁἱδρώταςἔπεφτεσταγόνεςἀπὸτὸμέτωπότουστὴγῆ.ΛένεπὼςτὴνἄλλημέραὁδρόμοςτοῦΓολγοθᾶἦτανγεμάτοςἀπὸἀνθισμένουςκατάλευκουςκρίνους,ποὺφύτρωνανἀπὸκάθεσταγόνατοῦἱδρώτατοῦ᾽Ιησοῦκαὶγέμιζανἀπὸεὐωδιὰτὸνἀέρα.

    Στὸ πλῆθος μέσα ἦταν καὶ πολλὲς γυναῖκες ἀπὸ τήΓαλιλαία,ποὺεἶχανἀκολουθήσειτὸν̓ Ιησοῦμαγεμένεςἀπὸτὴγλυκιάτουμορφὴκαὶτὴγλυκιάτουὁμιλία.Τὸνεἶχανἀκούσειπολλὲςφορὲςστὴνὡραίαπατρίδατουςνὰδιδάσκημὲτὴμελωδικὴφωνήτουστὶςἐξοχές,στὴνἀκρογιαλιά,στὶςκαταστόλιστες ἀπὸπαπαροῦνες πεδιάδες καὶ ἡ φωνή του

  • �0

    ἔφτανεὡςαὐτὲςμυρωμένηἀπὸτὶςἀνθισμένεςπορτοκαλιές.Καὶτώρατὸνἔβλεπαννὰσηκώνητὸσταυρότουκαὶδάκρυαγέμιζαντὰμάτιατους,χωρὶςνὰτολμοῦννὰτ’ἀφήσουννὰτρέξουν, γιατὶ τὸ μάτι τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίωνἔφτανε παντοῦ κι ἔβλεπε καὶ κατασκόπευε κάθε ἔνδειξησυμπάθειαςστὸνκαταλυτὴτοῦΝόμου.

    ΣτὴνἄκρητοῦδρόμουστεκότανκαὶμιὰΓαλιλαία,ποὺκρατοῦσεἀπὸτὸχέρι ἕναπαιδάκι ἕξιχρονῶκι ἔσκυβεσ’αὐτὸ καὶ τοῦ ἔδειχνε μὲ τὸ δάχτυλό της τὸν ᾽Ιησοῦ, τὴστιγμὴποὺἡσυνοδείαπερνοῦσεἀπ’ἐμπρόςτης.Τὸπαιδὶὅμως, ὅταν εἶδε τοὺς ψηλοὺς καὶ αὐστηροὺς Ρωμαίουςστρατιῶτες, ὅταν εἶδε τὰ ὅπλα τους, ποὺ συμβόλιζαν τὴνκυριαρχίατῆςΡώμης,ν’ἀστράφτουνστὸνἥλιο,φοβήθηκε,ἔβαλε τὶς φωνὲς καὶ προσπαθοῦσε νὰ κρυφτῆ στὶς δίπλεςτοῦφορέματοςτῆςμητέραςτου.᾽Εκείνητοῦἔδωσεθάρροςμὲλόγια,τοῦἔστρεψετὸκεφάλιπρὸςτὸμέροςτῆςσυνοδείαςκαὶτοῦἔδειχνετὸν᾽Ιησοῦ.

    ᾽Εκεῖνο τόλμησε νὰ παρατηρήση καί μόλις ἀντίκρισετὸ πρόσωπο τοῦ ᾽Ιησοῦ, ἔτρεξε χαρούμενο, πέρασε τὴγραμμὴτῶνστρατιωτῶν,πλησίασετὸν᾽Ιησοῦ,ἀγκάλιασετὰγόνατάτουκαὶτὸνἔβλεπεκατάματαμ’ἕναἀγγελικὸχαμόγελοστὰχείλη.῏Ητανἕναἀπὸτὰπαιδιὰἐκεῖναποὺεἶχεεὐλογήσειὁ᾽Ιησοῦςλίγεςμέρεςπρὶνκιἔτρεξενὰτὸνἀγκαλιάση,γιατὶτὸνεἶχεἀγαπήσει.

    Ὅτανὁ ᾽Ιησοῦςεἶδεὅτιἀπ’ὅλοἐκεῖνοτὸπλῆθοςμόνοἕναμικρὸπαιδὶτόλμησενὰτοῦδείξησυμπάθεια,ἀπόθεσετὸβαρὺσταυρὸκαταγῆς,ἔσκυψεκαὶφίλησετὸπαιδὶστὸμέτωπο.

    Μὲ τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ἡ συνοδεία σταμάτησε καὶ τὸδειλὸπλῆθοςἦτανἕτοιμονὰφύγητρομαγμένο,μόλιςεἶδετοὺςΡωμαίουςστρατιῶτεςνὰσταματήσουν.Κάποιοςκρύος

  • ��

    φόβοςἔπιασετὸπλῆθοςκιοἱΡωμαῖοιστρατιῶτες,ποὺδὲνἀγαποῦσαντὶςἀταξίες,χτύπησαντὰδόραταστὶςἀσπίδεςτους. Ξεροὶ κρότοι ἀκούστηκαν. ῏Ηταν ὁ βρυχηθμὸς τῆςΡώμης.Τὰπλήθηπάγωσανστὴθέσητους.

    Ὁκεντυρίωναςἔτρεξεβιαστικός,γιὰνὰἰδῆτίτρέχεικαὶκεντώνταςμὲτὸδόρυτουτὸν᾽Ιησοῦτοῦεἶπεἀπότομα:

    -̓ Εμπρός,δὲνἔχομεκαιρὸνὰχάνωμε!Εἶστετρεῖςποὺθὰσταυρωθῆτεκαὶἡὥραπερνᾶ.

    Τὸπαιδὶδόθηκεστὴμητέρατου,ὁ ᾽Ιησοῦςσήκωσετὸσταυρότουκαὶἡσυνοδείαἐξακολούθησετὸδρόμοτηςπρὸςτὴνκορφὴτοῦλόφου.

  • ��

    9. ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ

    (Βυζαντινὲςπαραδόσεις)

    1.ΑΓΓΕΛΟΣΚΥΡΙΟΥΦΡΟΥΡΕΙΤΗΝΑΓΙΑΣΟΦΙΑ

    ῞ΟτανχτιζότανἡἉγιὰΣοφιά,ἕναΣάββατο,τὸμεσημέρι,ὁ αὐτοκράτορας ᾽Ιουστινιανὸς κάλεσε τὸν πρωτομάστορα,τοὺςτεχνίτεςκαὶτοὺςἐργάτεςσὲτραπέζι.

    ῾Οπρωτομάστοραςεἶχεἕναπαιδὶδεκατεσσάρωνχρόνων,ποὺ τοῦ ἀνέθεσε νὰ φυλάη τὰ ἐργαλεῖα του, ὅση ὥρα θ’ἀπουσίαζε.

    ᾽Εκεῖποὺκαθόταντὸπαιδὶκοντὰστὰἐργαλεῖα,νάσουξαφνικὰκαὶ τοῦπαρουσιάζεται ἕνας ἄρχοντας μὲ λαμπρὰλευκὰφορέματακαὶμὲπρόσωποποὺἄστραφτεσὰνἥλιος.Φαινότανσὰνἀπεσταλμένοςἀπὸτὸναὐτοκράτορακιἔδειχνεπὼςἦτανθυμωμένος.

    -ΓιατίοἱτεχνίτεςἄφησαντὸἔργοτοῦΘεοῦκαὶπῆγαννὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουν; ρώτησε τὸ παιδὶ ὁ ἄγνωστοςἄρχοντας.

    -Ἄρχοντάμου,τώρασὲλίγοἔρχονται.-Πήγαινεκαὶφώναξέτουςνὰρθοῦνγρήγορανὰἐργαστοῦν

    στὸἔργοτοῦΘεοῦ.

  • -Ἄρχοντάμου, φοβοῦμαι νὰπάω, νὰμὴχαθῆκανέναἀπὸτὰἐργαλεῖατοῦπατέραμου.

    -ΠήγαινεκιἐγὼσοῦὁρκίζομαιστὴνἉγίαΣοφία,ποὺχτίζεταιτώρα,ὅτιδὲθὰφύγω,ὥσπουνὰἐπιστρέψης,γιατὶμ’ἔστειλεὁΘεὸςνὰεἶμαιφύλακαςἐδῶ.

    Τὸ παιδὶ ἔτρεξε στὸ βασιλικὸ τραπέζι, γιὰ νὰ πῆ στὸνπατέρα του τὴν ἐντολὴ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ ἄγνωστός τουἄρχοντας. Κι ὁ πρωτομάστορας ἀνέφερε τὸ γεγονὸς στὸναὐτοκράτορα.

    Παραξενεύτηκε ὁ ᾽Ιουστινιανὸς καὶ διέταξε ἕνανἀξιωματικὸνὰπάηνὰδῆτίσυμβαίνει.

    ῾Οἀξιωματικὸςπῆγεἀμέσωςἐκεῖ,ὅπουἦταντὰἐργαλεῖατοῦπρωτομάστορα,ἀλλὰκανένανδὲνβρῆκενὰτὰφυλάη.Καὶγύρισεκαὶτὸἀνέφερεστὸναὐτοκράτορα.

    Κάλεσε τότε ὁ αὐτοκράτορας ὅλους τοὺς ἄρχοντες τοῦπαλατιοῦ καὶ τοὺς ἔδειξε ἔναν ἕναν στὸ παιδὶ νὰ τοῦ πῆποιὸςἦτανἐκεῖνοςποὺτὸἔστειλε.

    - Κανένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἄρχοντές σου δὲν ἦταν,βασιλιάμου,εἶπετὸπαιδί.᾽Εκεῖνοςἦτανμὲλαμπρὰλευκὰφορέματακαὶμὲτόσοὡραῖοκαὶφωτεινὸπρόσωπο,ποὺδὲνἔχωδεῖἄλλονὅμοιότου.

    Κατάλαβε πιὰ ὁ ᾽Ιουστινιανὸς τὶ συμβαίνει καὶσυγκινημένοςεἶπεμὲεὐλάβεια:

    -Ἀλήθεια,ἌγγελοςΚυρίου παρουσιάστηκε στὸ παιδὶκαιτοῦἔδωσετὴνἐντολή.Σὲεὐχαριστῶ,ΠαντοδύναμεποὺμοῦφανέρωσεςτὴνἀγάπηΣουκαὶτὸὄνοματῆςἐκκλησίας.Σὲ εὐχαριστῶ ἀκόμη, ποὺ μοῦ ἔστειλες τὸνἌγγελό Σουφύλακατῆςἐκκλησίαςστοὺςαἰῶνεςτῶναἰώνων.

    Στὸπαιδὶἔδωσεδιαταγὴνὰμὴγυρίσηκοντὰστὸχτίσιμο,καὶ κάλεσε τὸν Πατριάρχη, τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς

  • ��

    ἄρχοντεςνὰτοὺςσυμβουλευθῆ.Ὅλοισυμφώνησαννὰμὴνπάηἄλληφορὰτὸπαιδὶστὴνἐκκλησία,γιὰνὰτὸπεριμένηὁἌγγελοςκαὶνὰμένηφύλακάςτης,ὅπωςτοῦὀρκίστηκε.Κιἀφοῦἔδωσεπολλὰδῶραστὸπαιδὶκαὶτὸ ἔκαμεπολὺπλούσιο,μὲτὴσυγκατάθεσητοῦπατέρατουτὸἔστειλενὰπεράσηὅλητὴζωήτουστὰΔωδεκάνησα.

    2.ΑΓΓΕΛΟΣΚΥΡΙΟΥΠΡΟΣΦΕΡΕΙΧΡΥΣΑΦΙ

    ΤὸχτίσιμοτῆςἉγίαςΣοφίαςεἶχεφτάσειὡςτὸσημεῖο,ποὺθὰγύριζαντὸμεγάλοτροῦλο.Τὸβασιλικὸ,ταμεῖοὅμωςεἶχεπιὰἀδειάσειἀπὸτοὺςθησαυρούςτου.Κιὁ̓ Ιουστινιανός,πολὺστενοχωρημένος,στεκότανπάνωσὲμιὰσκαλωσιὰκαὶσκεφτόταν,πῶςνὰἐξοικονομήσηκιἄλλαπολλὰχρήματαποὺχρειαζότανἡἐκκλησία,γιὰνὰτελειώση.

    ᾽Εκεῖ τοῦ παρουσιάστηκε ἔξαφνα ἕνας λευκοφορεμένοςκαὶμὲφωτεινὸπρόσωποἄρχονταςκαὶτὸνρώτησε:

    -Γιατὶεἶσαιλυπημένος,Δέσποτάμου;- Μοῦ ἔχουν τελειώσει τὰ χρήματα καὶ δὲν ἔχω νὰ

    πληρώσω τοὺς μαστόρους σήμερα, ποὺ εἶναι Σάββατο,ἀπάντησεὁαὐτοκράτορας.

    Καὶπαρατηροῦσεμὲἀπορίατὸνἄρχοντα,γιατὶπρώτηφορὰτὸνἔβλεπε.

    Μηλυπᾶσαιγι’ αὐτό,Δέσποτα.Αὔριο τὸπρωὶ στεῖλεμουμερικοὺςἀπὸτοὺςἄρχοντεςμὲπενήνταὑπηρέτεςκαὶεἴκοσιμουλάρια,γιὰνὰσὲδανείσωὅσοχρυσάφιχρειάζεσαι.᾽ΕγὼθὰτοὺςπεριμένωστὴΧρυσὴΠόρτα.

    Τόσηἦτανἡχαρὰτοῦ᾽Ιουστινιανοῦγιὰτὴνἀνέλπιστηπροσφορὰτοῦἄρχοντα,ποὺτὰἔχασεκιοὔτετ’ὄνομάτουρώτησενὰμάθηοὔτετὸντόποτου.

    Κι ἐκεῖνος ξαφνικὰ ἐξαφανίστηκε, ὅπως εἶχε ξαφνικὰπαρουσιαστῆ.

  • ��

    ΤὴνἄλλημέρατὸπρωὶτέσσερειςἀπὸτοὺςμεγαλύτερουςἄρχοντεςμὲπενήνταὑπηρέτεςκαὶεἴκοσιμουλάριαἔφτασανστὴΧρυσὴΠόρτα,ὅπουτοὺςπερίμενελευκοφορεμένοςκαὶκαβάλασὲκόκκινοἄλογοὁἄγνωστοςἄρχοντας.Κιἀπὸκεῖτοὺςὁδήγησεσ’ἕναντόπο,ὅπουἀντίκρισανκαταμαγεμένοιἕνατόσοὡραῖοκαὶπλούσιοπαλάτι,ποὺποτέτουςδὲνεἶχανξαναδεῖ.Κι ὅταν τοὺς ὁδήγησε στὸ ἐσωτερικὸ καὶ μ’ ἕναχρυσὸκλειδὶἄνοιξετὸθησαυροφυλάκιότουἔμεινανἄφωνοι.῏Ητανἕναμεγάλοδωμάτιογεμάτοχρυσὰνομίσματα.

    Τοὺςγέμισελοιπὸνσαράντασακίδιαχρυσάφικαὶτοὺςἔστειλε πίσω στὸν ᾽Ιουστινιανό, δίνοντάς τους τὴν ἑξῆςπαραγγελία: «Νὰ πῆτε στὸν αὐτοκράτορα νὰ χτίση τὴνἉγίαΣοφίατοῦΘεοῦ».

    Ὅτανὁ᾽Ιουστινιανὸςεἶδετὸνἀμύθητοπλοῦτο,θαύμασεκαὶρώτησετοὺςἄρχοντεςσὲποιὸτόποπῆγανκιἂνἔμαθανποιὸςἦτανἐκεῖνοςὁἄρχοντας.Οἱἄρχοντεςτοῦεἶπαντὸντόπο,δὲνἤξερανὅμωςτὸὄνοματοῦδανειστῆ.

    «Ἀσφαλῶςθὰἔρθηνὰμοῦζητήσηκάποιομεγάλοἀξίωμαγι’ἀνταμοιβή»,σκέφτηκεὁαὐτοκράτορας.

    Ἀλλὰὁἄγνωστοςἄρχονταςδὲνπαρουσιάστηκεπιά.Καὶὁ᾽Ιουστινιανὸςἔστειλετοὺςἴδιους,ποὺἔφεραντὸχρυσάφι,νὰφέρουνκαὶτὸνἄρχοντα.Μὰοὔτεπαλάτιοὔτεσπίτιοὔτεδρόμοπατημένοβρῆκανστὸνἴδιοτόπο.

    ῎ΕνιωσεπιὰτὴνἀλήθειαὁαὐτοκράτοραςκαὶεὐχαρίστησεμὲμεγάληεὐλάβειατὸΘεό.«Τώραγνώρισαὅτιἔστειλες,Θεέμου,τὸνἌγγελόΣουκαὶμοῦἔφερετὴμεγάληδωρεάΣου,γιὰνὰχτίσωτὴνἐκκλησίαΣου.ΕὐλογημένονὰεἶναιτὸἍγιο῎ΟνομάΣου».

    Γεώργιος Ν. Καλαματιανὸς

  • 36

    10. ΤΟ ΓΙΑΤΡΕΜΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

    Σὲ κάποια γωνιὰ ἑνὸς δρόμου τῆς ῾Ιερουσαλὴμ ἕναςτυφλὸςχρόνιατώραζητάειἐλεημοσύνη.Εἶναιγνωστὸςσ’ὅλουςτοὺςδιαβάτες.Κάθεπρωὶμιὰσκελετωμένηγριὰτὸνφέρνειστὴγωνιὰκαὶτὸβράδυἔρχεταικαὶτὸνπαίρνει.

    Γεννήθηκετυφλὸςκαὶζῆσ’ἕνανκόσμοἀλλιώτικοἀπ’αὐτὸν ποὺ ζοῦν ὅσοι ἔχουν τὸ φῶς τους. Αὐτὸ τὸ νιώθεικαλά·γι’αὐτὸκιαἰσθάνεταιτὴνκαρδιάτουραγισμένηἀπὸτὸνπόνο·κιἀπὸτὴνκρυφὴπληγήτηςσιγὰσιγὰχάνεταικάθεγλυκιὰἐλπίδα!

    Τίκερδίζει,ποὺἔχειὅλεςτὶςἄλλεςαἰσθήσειςτου!Τὸφῶςτοῦλείπει,ὅλατοῦλείπουν.Ἀκούειτοὺςἄλλουςνὰμιλοῦνγιὰτὶςὁλόχρυσεςτοῦἥλιουἀχτίδες,ποὺφέρνουντὴνἡμέρα.Ἀκούειτὴζωή,τὴνκίνησητῶνἀνθρώπων.Καταλαβαίνειπὼςαὐτὸτὸλένεἡμέραὅσοιἔχουντὸφῶςτους.Μὰἐκεῖνοςδὲμπορεῖνὰνιώσητίεἶναιἡμέρα.

    Μιλοῦνὅσοιἔχουντὸφῶςγιὰτὴνὀμορφιὰτῆςἄνοιξης,γιὰ τὰ λουλούδια της, γιὰ τὰ πουλάκια ποὺ κελαηδοῦν,γιὰ τὰ ρυάκια ποὺ κελαρύζουν. Μιλοῦν γιὰ τὴ ζωὴ τοῦκαλοκαιριοῦ,γιὰτὰὥριμασπαρτά,γιὰτὸθερισμὸκαὶγιὰτ᾽ἁλώνια.Μιλοῦνγιὰτὴγλύκατοῦχινόπωρου,γιὰτὰξερὰτὰφύλλατῶνδένδρων,ποὺτὰστριφογυρίζειὁἀγέραςκαὶτὰσωριάζειστὴγῆ.Μιλοῦνγιὰτὰγυμνὰκλαδιά,ποὺεἶναισὰχέριαπροσευχῆςσηκωμένακατὰτὸνοὐρανό.Μιλοῦνγιὰτὰχιόνιατοῦχειμώνα,γιὰτὸἄγριοσάλεματοῦδάσους,γιὰτὶςμπόρεςκαὶτὶςκαταιγίδες.Μιλοῦνγιὰτὴθάλασσα,γιὰτὰποτάμια,γιὰτὰνερά,γιὰτ’ἀστέριατ’οὐρανοῦ.

    Γιὰ ἕνα σωρὸ τέτοιαπράγματα ἀκούει τοὺς ἄλλους νὰμιλοῦν, κι αὐτὸς ἀναστενάζει. Τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲνκαταλαβαίνει. ῞Ενα ἀτέλειωτο σκοτάδι τοῦ κρύβει κάθε

  • ��

    ὀμορφιὰτοῦκόσμου.Σκοτάδι!Ἀλίμονο!Οὔτετίεἶναισκοτάδιδὲμπορεῖνὰκαταλάβηὁ

    τυφλὸςζητιάνος!Γιὰνὰκαταλάβηκανεὶςτὸσκοτάδι,πρέπεινὰ᾽χηδεῖτὸφῶς...

    Καὶπῶςφαντάζεταιτὸνκόσμο!Καὶτὸνπατέρατουκαὶτὴγλυκιάτουτὴμανούλαδὲγνωρίζειπῶςεἶναι·ἀπὸτὴνὁμιλίατοὺςκαταλαβαίνει.Καὶπῶςἤθελενὰτοὺςἔβλεπε!

    Καὶτώρατόσαχρόνιαὁτυφλὸςκάθεταιπάνταστὴνἴδιαγωνιὰτοῦδρόμου,καὶμὲφωνὴγεμάτηπόνοξορκίζειτοὺςδιαβάτεςστὸφῶςτους,ζητώνταςἐλεημοσύνη...

    Ὁκόσμοςτρέχεισὰντρελός.Ὅληἡσυνοικίαεἶναιστὸπόδι. Περνάει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ διώχνη τὸσκοτάδικαὶνὰφωτίζητὰβάθητῆςἀνθρώπινηςκαρδιᾶς.

    Ὁτυφλὸςρωτάειτοὺςδιαβάτες:-Τίτρέχει,παιδιά;᾽Εσεῖςποὺμπορεῖτενὰβλέπετε,γιὰ

    πέστεκαὶσ’ἐμένα,τὸντυφλό,τίτρέχει;-Τὸφῶςτοῦκόσμουπερνάει,τοῦἀπαντᾶκάποιος·καὶ

    τρέχεινὰφτάσηκιἐκεῖνοςκοντάτου.-Τὸφῶςτοῦκόσμουπερνάει,ἐπαναλαβαίνεικαὶὁτυφλός·

    καὶμαζὶμὲμιὰἀνατριχίλατοῦκορμιοῦτου,τοῦἔρχεταικαὶμιὰἐλπίδα:

    -Ἄχ, νὰμοῦ ᾽δινε κι ἐμένα τὸ φῶς! λέει μέσα του.Κιἀμέσωςἀρχίζεινὰφωνάζημὲὅλητουτὴδύναμη:

    - ᾽Ιησοῦ, γιὲ τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. Καὶ φωνάζει καὶφωνάζειπάντατὰἴδιαλόγια,μὰκαὶπάνταπιὸδυνατὰτὴνκάθεφορά.

    Μερικοὶδὲμπόρεσαννὰβαστάξουνστὶςφωνέςτουκαὶποοσπάθησαννὰτὸνσταματήσουν:

    -Πάψεπιά,στραβέ,τοῦλένε.Μᾶςπῆρεςτ’αὐτιὰμὲτὶςφωνέςσου!Ἐσέναθ’ἀκοῦμε;

  • ��

    Μὰὁτυφλός,χωρὶςνὰπροσέξηδιόλουστὰλόγιατους,φωνάζειτώραπιὸδυνατὰστὸΦωτοδότη:

    -᾽Ιησοῦ,ἐλέησέμε!Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου συγκινήθηκαν ἀπ’ αὐτὴ τὴ

    σκηνή,αἰσθάνθηκαντὸνπόνοτοῦτυφλοῦκαὶθέλησαννὰμάθουνἀπὸτὸδάσκαλότουςτὴγνώμητουγιὰτὴναἰτία,ποὺἔφερεμιὰτέτοιαδυστυχίασ’αὐτὸντὸζητιάνο.

    ᾽Εκεῖνος μὲ λόγια στοχαστικὰ τοὺς ἔδειξε τὴν πρόνοιατοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. ῎Επειτα στάθηκεμπροστὰστὸντυφλὸκαὶτοῦλέειμὲὁλόγλυκιαφωνή:

    -Τίθέλεις,παιδίμου;-Τὸφῶςμου,κύριε!Νὰἰδῶ,κύριε.Τὸφῶςμουζητῶ,φω-

    νάζειἐκεῖνοςμὲτρεμάμενηκαὶκομμένηἀπὸτὴσυγκίνησηλαλιά.

    ΧωρὶςνὰπῆτίποτεὁΦωτοδότης,σκύβειχάμω,φτύνειστὸχῶμα,κάνειπηλὸμὲτὸδάχτυλότου,τὸνπαίρνει,γεμίζειμ’αὐτὸντὶςκόγχεςτῶνματιῶντοῦτυφλοῦκιὕστερατοῦλέει:

    -ΠήγαινεστὴνκολυμπήθρατοῦΣιλωὰμνὰπλυθῆςκαὶθὰἰδῆς.

    Μὲτὸκεφάλιψηλὰὁ τυφλός,μὴντύχηκαὶ τοῦπέσηὁπηλός,κιἔχονταςἀτράνταχτηπίστη,ἀρχίζειἀμέσωςνὰπηγαίνηκατὰτὸθαυματουργὸνερό.Ψαχουλεύειἀπὸτοῖχοσὲτοῖχο.Μὰκάποιοςπονετικὸςἄνθρωποςἀπὸἐκείνουςποὺεἶχανπαρακολουθήσειτὴσκηνή,τὸνπαίρνειἀπὸτὸχέρικαὶτὸνὁδηγεῖἴσαμεκεῖ.

    Τώρα ὁ τυφλὸς νιώθει τὸ νερὸ τῆςκολυμπήθραςμέσαστὰδάχτυλατῶνχεριῶντου.Τὸσηκώνειμὲτὶςφοῦχτεςκαὶπλένειμ’αὐτὸτὶςλασπωμένεςκόγχεςτου.

    Καὶνά!Τίθάμα!Θαμπὰστὴνἀρχή,ὁλοκάθαρακατόπι,

  • 39

    ἀρχίζουντότεκαὶπαρουσιάζονταιτὰπράγματαἐμπρόςτου.Τρέμεισύγκορμοςκαὶκοντεύεινὰπέσηἀπὸτὴσυγκίνησηὁτυφλός.

    - Τί εἶναι αὐτά; φωνάζει τρέμοντας.Ποιοί εἶστε ἐσεῖς;λέειστοὺςἀνθρώπουςποὺτὸνκοίταζανξαφνιασμένοι.

    Γυρίζει δεξιὰ κι ἀριστερά. Δὲν ξέρει ποῦ βρίσκεται καὶσυχνὰ κλείνει τὰ μάτια του, γιὰ νὰ βρίσκη τὸ γνώριμοκόσμοτου.Καὶτότεἀρχίζεινὰκλαίη.

    Σὲλίγοὅληἡ῾Ιερουσαλὴμεἶναιστὸπόδιἀπὸτὸθαῦμααὐτό.Ποῦ ἀκούστηκε ποτὲ νὰ βρῆ τὸ φῶς του ἄνθρωποςγεννημένος τυφλός! ῞Ολοι τρέχουν νὰ ἰδοῦν τὸν ἄνθρωποαὐτό.Τρέχουνκιοἱγονεῖςτου.

    -Παιδίμου,παιδίμου!φωνάζειἡμάνατου·καὶρίχνεταιστὴνἀγκαλιάτου.

    ᾽Εκεῖνοςκλείνειτὰμάτιατου,γιὰνὰτὴγνωρίση.῎Ετσιεἶχεσυνηθίσεινὰγνωρίζηὡςτότετὴμητέρατου.Τίθόρυβοςσ’ὅλητὴνπόλη!Οἱἄνθρωποιδὲμποροῦννὰπιστέψουνπὼςὁἄλλοτετυφλὸςζητιάνοςεἶναιδυνατὸνὰβλέπη.Καὶλένεπὼςκάποιοςἄλλοςθὰεἶναιποὺτοῦμοιάζει.᾽Εκεῖνοςτοὺςβεβαιώνειμὲχαρά:᾽Εγὼὁἴδιοςεἶμαι·καὶτοὺςἐξιστορεῖὅλοτὸθαῦμαμὲσυγκίνηση.

    Τίχαρὰσὲὅλεςτὶςἀγνὲςκαρδιές!ΜονάχαοἱΦαρισαῖοι,οἱ ἐχτροὶ τοῦ ᾽Ιησοῦ, κιτρινίζουν ἀπὸ τὸ φθόνο καὶ τὴνκακίατους.Μονάχααὐτοὶλυσσομανοῦνἀπὸτὸκακότουςκαὶζητοῦν,σώνεικαὶκαλά,νὰπείσουντὸνἄλλοτετυφλὸπὼς ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔκαμε καλὰ εἶναι ἕνας ἁμαρτωλὸςἄνθρωπος.Μὰἐκεῖνοςμ’ἐνθουσιασμὸγιὰτὸνεὐεργέτητουἀπαντᾶ:

    - ᾽Εγὼ ἐκεῖνον τὸν θεωρῶ ἔναν μεγάλο προφήτη. Δὲνξέρω,ἂνεἶναιἁμαρτωλός.Ξέρωπὼςἤμουνθεόστραβοςκαὶ

  • τώραβλέπω.ΞέρωἀκόμαπὼςὁΘεὸςδὲνἀκούειἁμαρτωλοὺςἀνθρώπους,παρὰμονάχατοὺςἁγίους.

    Τότε οἱ Φαρισαῖοι ἔτρεξαν στοὺς γονεῖς του, γιὰ νὰπληροφορηθοῦνκαλύτερα.Κιἐκεῖνοιτοὺςεἷπανὄ,τιτοὺςἔλεγεκιὁγιόςτους·πὼςδηλαδὴτὸνἔκαμεκαλὰὁ᾽ΙησοῦςἀπὸτὴΝαζαρέτ.

    -Μὰαὐτὸςεἶναιἔναςπεριφρονητὴςτοῦνόμου.Πῶςεἶναιδυνατὸἔναςτέτοιοςἁμαρτωλὸςνὰκάνηθαύματα;

    Καὶπάλιἄρχισαννὰρωτοῦντὸντυφλό:῎Ελα-γιάπέςμας,ποιόςσοῦἄνοιξετὰμάτια;Πῶςἔγινεςκαλά;

    ῎Εχασεπιὰἐκεῖνοςτὴνὑπομονὴκαὶτοὺςἀπάντησε:-Μά, τέλος πάντων,τί μὲ ρωτᾶτε καὶ μὲ ξαναρωτᾶτε;

    Μήπωςθέλετενὰγίνετεκιἐσεῖςμαθητέςτου;᾽Εκεῖνοιτὸνἀποπῆρανκαὶτοῦεἶπαν:- ᾽Εσὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου. ᾽Εμεῖς εἴμαστε μαθητὲς

    τοῦΜωυσῆ.᾽Εμεῖςξέρομε,πὼςὁΘεὸςμονάχαστὸΜωυσῆφανερώθηκε.Τὸν᾽Ιησοῦδὲντὸνξέρομεἀπὸποῦμᾶςἦρθε.

    ῾Ο ἄλλοτε τυφλὸς τοὺς ἔδωσε τότε ὅπως ἔπρεπε τὴνἀπάντηση.Κιἐκεῖνοιστὸτέλοςμὲσπρωξιὲςτὸνἔβγαλανἔξωἀπὸτὸναό,λέγοντάςτου:Πήγαινε! ᾽Εσὺγεννήθηκεςὁλόκληροςμὲςστὴνἁμαρτία,καὶθέλειςνὰδιδάξηςἐμᾶς;

    ῾Ωστόσο αὐτὸς μέρα νύχτα, ὅπου πάει κι ὅπου σταθῆ,δοξάζειτὸὄνοματοῦΦωτοδότητου.̔́ Εναμόνοπαράπονοτοῦτρώειτὴνκαρδιά.Δὲνἔχεικατορθώσειἀκόμανὰγνωρίσητὸνεὐεργέτητου.Ἄ!,ἄντὸνἔβλεπε,θὰἔπεφτεστὰπόδιατου,καὶθά’χυνεἀπάνωτουὅσαδάκρυαδενεἶχεχύσειτόσαχρόνιαστερημένοςτὸφῶςτου.

    Ἄχ!ἂςτὸνἔβλεπεκάπου!Μιὰμέρακάποιοςἄγνωστοςτὸνσταμάτησεστὸδρόμο

    καὶτοῦμίλησεμὲστοργικὸχαμόγελο:-Τἰ σοῦ ᾽καμαν, καημένοπαιδί, οἱΦαρισαῖοι; γιατὶ σ’

  • ��

    ἔδιωξανἀπὸτὸναό;᾽Εκεῖνοςστάθηκεεὐλαβικὰμπροστὰστὸνἄγνωστο.Κι

    εὐχαριστημένος,γιατὶτοῦδινότανἀφορμὴνὰμιλήσηπάλιγιὰτὸνεὐεργέτητου,ἀπάντησε:

    -Μὴντὰρωτᾶς,κύριε,μὴντὰρωτᾶς!Καὶκαλὰκαὶσώνεινὰμὲπείσουνκι ἐμένα τὸν ἴδιοπὼς δὲνἦταν ὁΧριστὸςἐκεῖνοςποὺμοῦ᾽δωσετὸφῶςμου!

    - ᾽Εσὺ πιστεύεις στὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ; τὸν ἐρωτᾶ ὁἄγνωστος.

    -Ἄχ,κύριε,ἀπάντησεἀναστενάζονταςὁεὐεργετημένος.Τὸπαράπονόμουεἶναιαὐτό.Δὲντὸνγνωρίζω.Τὸναἰσθάνθηκαμόνο, ὅτανἤμουντυφλός.Αἰσθάνθηκανὰμοῦγεμίζητὶςκόγχες τῶν ματιῶν μου.Ἄκουσα καὶ τὰ γλυκόλογά του,ποὺμοῦχάρισαντὸφῶς. ῞Ομωςδὲντὸνγνωρίζω,δὲντὸνεἶδα,ἀφότουἀπόχτησατὸφῶςμου.Καὶπῶςτὸνἀποζητῶ,νά᾽ξερες,κύριε,πῶςτὸνἀποζητῶ!

    ᾽Εγωεἶμαι,παιδίμου,πουμὲβλέπεις. ᾽Εγώ,ποὺμιλῶμαζίσουτώρα,τοῦλέγειὁεὐεργέτηςτου.

    ΚατάματακοιτάζειτότετὸΦωτοδότηὁἄλλοτετυφλός,μὲπαρμένητὴλαλιάτουἀπὸσυγκίνηση.Κιὕστεραξεσπάεισ’αὐτὰτὰλόγιαμ’ὅλητὴδύναμητῆςψυχῆςτου:

    -Πιστεύω,Κύριε, πιστεύω! καὶπέφτει στὰπόδια του,μισολιποθυμισμένος καὶ μουσκεύοντάς τον μὲ δάκρυαεὐχαριστίας.

    Παντελεήμων Φωστίνη

  • ��

    11. ΠΑΣΧΑ ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΑ

    «Χριστὸς Ἀνέστη»

    Τὸπλοῖοὁλοσκότεινοἔσκιζετὰνερὰζητώνταςἀνυπόμονατὸλιμάνιτου.Δὲνεἶχεἄλλοφῶςπαρὰτὰδυὸχρωματιστὰφανάρια ζερβόδεξα τῆς γέφυρας· ἕνα ἄλλο φανάρι ἄσπρο,ἀχτινοβόλο,ψηλὰστὸπλωριὸκατάρτικαὶἄλλοἕναμικρὸπίσωστὴνπρύμνητου.Τίποτεἄλλο.

    Οἱἐπιβάτεςὅλοιξαπλωμένοιστὶςκαμπίνεςτους,ἄλλοιπαραδομένοιστὸνὔπνοκαὶἄλλοιστοὺςσυλλογισμούς.Οἱναῦτεςκαὶοἱθερμαστές,ὅσοιδὲνεἶχανὑπηρεσία,κοιμόντανβαριὰ στὰ κρεβάτια τους.Ὁ καπετάνιος μὲ τὸν τιμονιέρηὀρθοὶ στὴ γέφυρα, μαῦροι ἴσκιοι, σχεδὸν ἀνάεροι, ἔλεγεςὅτι ἦταν πνεύματα καλόγνωμα, ποὺ κυβερνοῦσαν στὸχάοςτὴντύχητοῦτυφλοῦσκάφουςκαὶτῶνκοιμισμένωνἀνθρώπων.

    ῎Εξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα.Μεσάνυχτα σήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης. Τὸκαμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, ἐπέμενε νὰ ρίχνητόνουςμεταλλικοὺςπερίγυρα,κάτωστὴσκοτεινὴθάλασσακαὶψηλὰστὸνἀστροφώτιστοοὐρανό,καὶνὰκράζηὅλουςστὸκατάστρωμα.Καὶμεμιᾶςτὸσκοτεινὸπλοῖοπλημμύρισεἀπὸφῶςθόρυβο,ζωή.Ἄφησετὸπλήρωματὰκρεβάτιατουκαὶοἱἐπιβάτεςτὶςκαμπίνεςτους.

  • ��

    ᾽Εμπρὸς στὴν πλώρηκαὶ στὴν πρύμνη πίσω,ἀνυπόμονα ἔφευγαν ἀπὸτὰ χέρια τοῦ ναύκληρου τὰπυροτεχνήματα, ἔφταναν,λές, τ’ ἀστέρια, καὶ ἔπειταἔσβηνανστὴνἄβυσσο.

    Τὰ ξάρτια, τὰ σχοινιά,οἱ κουπαστὲς ἔλαμπαν, σὰνἐπιτάφιοι ἀπὸ τὰ κεριά.Καὶ δὲν ἦταν ἐκείνη τὴστιγμὴ τὸ καράβι παρὰ ἕναμεγάλο πολυκάντηλο, ποὺἔφευγε πάνω στὰ νερὰ σὰνπυροτέχνημα.

    Ἡ γέφυρα στρωμένη μὲμιὰ μεγάλη σημαία ἔμοιαζεἍγιαΤράπεζα.Ἕνακανίστριμὲ κόκκινα αὐγὰ καὶ ἕναμὲ λαμπροκούλουρα ἦτανἐπάνω.῾Οπλοίαρχοςσοβαρὸςμὲ ἕνα κερὶ ἀναμμένο στὸχέρι ἄρχισε νὰ ψάλλη τὸ«Χριστὸς Ἀνέστη». Τὸπλήρωμα καὶ οἱ ἐπιβάτεςγύρωτουξεσκούφωτοικαὶμὲτὰκεριὰστὰχέριαξανάλεγαντὸ τροπάρι ρυθμικὰ καὶ μὲκατάνυξη.

    - Χρόνια πολλά, κύριοι!....Χρόνια πολλά, παιδιά μου!...

  • ��

    εὐχήθηκε, ἅμα τελείωσε τὸν ψαλμό, γυρίζοντας πρῶταστοὺςἐπιβάτεςκαὶἔπειταστὸπλήρωμαὁπλοίαρχος.

    -Χρόνιαπολλά,καπετάνιε,χρόνιαπολλά!...Ἀπάντησανἐκεῖνοιὁμόφωνα.

    -Καὶτοῦχρόνουστὰσπίτιασας,κύριοι!Καὶτουχρόνουστὰ σπίτια μας, παιδιά, ξαναεῖπε ὁ πλοίαρχος, ἐνῶ ἕναμαργαριτάριφάνηκεστὴνἄκρητῶνματιῶντου.

    -Καὶτοῦχρόνουστὰσπίτιαμας,καπετάνιε.Εὐχές καὶ χαρές῎Επειταπέρασεἕναςἕνας,πρῶταοἱἐπιβάτες,ἔπειτατὸ

    πλήρωμα,πῆρανἀπὸτὸχέριτουτὸκόκκινοαὐγὸκαὶτὸλα-μπροκούλουροκαὶἄρχισανπάλιοἱεὐχὲςκαὶτὰφιλήματα.

    -ΧριστὸςἈνέστη!-ἈληθινὸςὁΚύριος!-Καὶτοῦχρόνουσπίτιαμας!Οἱἐπιβάτεςτράβηξανστὶςθέσειςτους,φᾶνετὴμαγερίτσα.

    Οἱ ναῦτες ζευγαρωτὰ στοὺς διαδρόμους τσούγκριζαν τ’αὐγάτους, γελοῦσαν, σπρώχνοντανμεταξύ τους, ἔτρωγανλαίμαργα,καλοχρονίζοντανσοβαρὰκαὶκοροϊδευτικά.

    ῎Επαψετὸκαμπανοχτύπημα·ἕναἕναἔσβησαντὰκεριά.Τὸκαράβιβυθίστηκεπάλιστὴνἡσυχίατου.῾Οκαπετάνιοςκαὶὁτιμονιέρηςκαταμόναχοιπάνωστὴγέφυρα,πνεύματα,θαρρεῖς,ἀνάερα,ἐξακολουθοῦσαντὴδουλειάτουςσιωπηλοὶκαὶἄγρυπνοι.

    -Γραμμή!-Γραμμή!Καὶτοπλοῖοὁλοσκότεινοπάλιἐξακολούθησενασκίζη

    τὰνερά,ζητώνταςἀνυπόμονατὸλιμάνιτου.

    «Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ» Ἀνδρέας Καρκαβίτσας

  • ��

    Β.ΑΠΟΤΗΝΕΘΝΙΚΗΖΩΗΚΑΙΙΣΤΟΡΙΑ

    12. Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ

    ὍτανὁΠάρηςἔκλεψετὴν̔ΕλένηἀπὸτὸφιλόξενοπαλάτιτοῦΜενέλαου,ὅληἡ῾Ελλάδαἀναταράχτηκε.῞Ολοιοἱ῞Ελ-ληνες τὸ πῆραν γιὰ δική τους προσβολὴ καὶ ἀποφάσισαννὰἐκδικηθοῦν.ΣύναξαντὸστρατότουςκαὶμὲτὰκαράβιατουςπῆγανστὴνΑὐλίδακαὶπερίμεναντὸνκαιρὸγιὰνὰπεράσουνστὴνἈσία.

    Ἅδικα ὅμως περίμεναν. Οἱ ἄνεμοι ἦταν κλεισμένοιστὶς σπηλιές του ἀπὸ τὸν Αἴολο. Οὔτε φύλλο σάλευεοὔτε πούπουλο. ῾Ο στρατὸς ἄρχισε νὰ στενοχωριέται, νὰμουρμουρίζηκαὶν’ἀρρωσταίνη,γιατὶθυμόταντὴνπατρίδακαὶτοὺςδικούςτου.Οἱβασιλεῖςρώτησαντὸγέρο-Κάλχα,τὸν μάντη, ποὺ ἤξερε ὄχι μονάχα τὰ τωρινά, μὰ καὶ τὰπερασμένα καὶ τὰ μελλούμενα. Κι ὁ μάντης ἀπάντησεἄφοβα:

    -Δὲνθ’ ἀρμενίσηπανί, ἂνπρῶτα ὁἈγαμέμνονας δὲνθυσιάσητὴνπρωτότοκηκόρητουστὴνἌρτεμη.῾Ηθεὰτὸζητεῖ,εἶναιθυμωμένη,γιατὶὁβασιλιὰςτῆςσκότωσεστὸκυνήγιτὸἱερότηςἐλάφι.

    ΚαθὼςτὸἄκουσεὁἈγαμέμνονας,φώναξε:-᾽Εγὼνὰθυσιάσωτὴνκόρημου;Ποτέ!Κιἀμέσωςπρόσταξετὸνκάθεβασιλιὰνὰπάρητοὺςδικούς

    τουκαὶνὰγυρίσηστὸντόποτου.Βούιξετὸστρατόπεδοἀπὸφωνές,θυμοὺςκαὶφοβερίσματα.

    ὉΜενέλαοςτρέχεικαὶπέφτειστὰπόδιατου.-Τίλές,ἀδελφέμου;τοῦλέει·συλλογίστηκεςκαλά;Ὁ

  • 46

  • ��

    στρατὸςθύμωσεπολύ.Στεῖλενὰφέρηςτὴνκόρησου,καί,ὦσπουνὰρθῆ,θὰβροῦμετρόπονὰτὴγλιτώσωμε.

    ὉἈγαμέμνοναςθέλονταςκαὶμὴἔγραψεστὴγυναίκατουνὰστείλητὴν ᾽Ιφιγένεια. ᾽ΕπειδὴὅμωςἦξερεπὼςἂνμάθαινεἡΚλυταιμήστρατὴνἀλήθειαδὲνθὰτὴνἔστελνε,τῆςἔγραψεπὼςθὰτὴνπαντρέψημὲτὸν᾽Αχιλλέα.

    Δὲν πέρασαν πολλὲς μέρες καὶ νά σου φτάνει στὸστρατόπεδο ἡ ᾽Ιφιγένεια μὲ τὴ μάνα της καὶ τὸ μικρὸἀδελφότης,τὸν᾽Ορέστη.Καθὼςτοὺςεἶδεὁ᾽Αγαμέμνονας,ἀπελπίστηκε.῾Οστρατὸςὅμως,ὅτανἔμαθετὸνἐρχομότης,τριγύρισε στὴ σκηνὴ τοῦ βασιλιᾶ καὶ βλέποντας τέτοιακάλληθαύμαζεκαὶφώναζε:

    -Τέτοιαθυσίαπρέπειστὴθεὰτοῦκυνηγιοῦ!Οἱ γυναῖκες, καθὼς ἄκουσαν ἔτσι, ταράχτηκαν. ῾Η

    Κλυταιμήστρα παραπονιόταν στὸν ἄντρα της, πὼς τὴνγέλασεκιἔφερετὴνκόρητης,στὸστρατόπεδο·ἡ᾽Ιφιγένειαἀγκάλιαζετὰγόνατάτουκαὶτὸνπαρακαλοῦσενὰμὴντῆςκ