ΘΑΛΑΣΣΑ

2
ΘΑΛΑΣΣΑ Τι να πρωτοπείς για τη θάλασσα και για το κύμα στο «δελφινοφόρον πεδίον πόντου» (Αισχύλου απόσπασμα, 237). Η θάλασσα είναι ανεξάντλητη. «Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» ρωτά ο Γιώργος Σεφέρης στο Μυθιστόρημα(Κ’) απηχώντας τα λόγια της Κλυταιμνήστρας, το «έστιν θάλασσα, τις δε νιν κατασβέσει;»(Αισχύλου Αγαμέμνων, 958). Είναι παντοδύναμη. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη θάλασσα που σε γέννησε»(Γ. Σεφέρης, «Όνομα δ’ Ορέστης»). Είναι «βαθειά κι ανεξερεύνητη και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη» λέει ο μέγας ποιητής μας στο μυθιστόρημα(Η’). Και τι να πεις για το γέλιο της; Για το «γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου»,όπως περιγράφει γλαφυρά στο ποίημα του «Το ναυάγιο της κίχλης» που δε διαφέρει σε τίποτα απ’ το «… ποντίων τε κυμάτων ανήριθμον γέλασμα» (Αισχύλου, Προμηθεύς Δεσμώτης, 88-90). Ας κολυμπήσουμε στα γαλανά νερά της, πλάι στα αναδυόμενα νησιά, ξεκινώντας από τη μυθολογία. Στη γενεαλογία της θάλασσας καταγράφονται ως θεϊκοί πρόγονοί της το Χάος, η Γη, ο Έρως και ο Ουρανός. «Στην αρχή έγινε το χάος και η Γη και ο Έρως που κόβει τα γόνατα θεών και ανθρώπων» γράφει ο Ησίοδος στη Θεογονία του. «Κι η Γη γέννησε ίσο με αυτήν τον Ουρανό και το ατρύγητο πέλαγος του απέραντου πόντου με τα μαινόμενα, θυμωμένα, ορμητικά και αχόρταγα κύματα… Μετά η Γη πλάγιασε ερωτικά με τον Ουρανό και γεννά τον Ωκεανό τον βαθυδίνη» με το ωκύ (=ταχύ) και εξογκωμένο ρεύμα του. Ο Θεός Ουρανός τότε «… ες ιερόν λέχος (=κρεβάτι) εις-ανά-βαίνων και εις- ανά-βαίνων έθορεν διαρκώς» (έθορεν: αόριστος του θρώσκω, από την ίδια ρίζα *θορ-παράγεται και ο θορός, το σπέρμα του άρρενος). Οποίο θεϊκό λαχάνιασμα, όμως, προδίδει η επανάληψη της λέξης «εισαναβαίνων». Και ύστερα απ’ αυτόν το θεϊκό κατακλυσμό θορού, δηλαδή σπέρματος, που δεν διέφερε στη φαντασία των πρωτόγονων απ’ τον πραγματικό κατακλυσμό, η ναρκωμένη, επίπεδη, στέρφα μήτρα της Θεάς Γης φούσκωσε κυοφορώντας τα πάντα. Τότε άρχισαν να φύονται στο λέχος, το κρεβάτι της λεχώνας Γης, τα πάντα και να γίνονται φύση (από τη ρίζα *φυ- του φύομαι=φυτρώνω, βλασταίνω). Φύτρωσαν τα βουνά και τα λαγκάδια, τα ζώα, τα φυτά και η θάλασσα, που γι’ αυτό έχει το αρχικό θήτα στ’ όνομα της, από το θεϊκό θορό, ενώ ακολουθεί η αλς(της αλός) -το αλμυρό νερό- και η κατάληξη -σσα. Δηλαδή: θάλασσα. Αυτή, όμως, είναι μια μυθολογική εξήγηση που πηγάζει από τη Θεογονία και είναι καιρός να περάσουμε γοργά στην πραγματική ιστορία. Σ’ αυτό που

description

ΘΑ

Transcript of ΘΑΛΑΣΣΑ

Page 1: ΘΑΛΑΣΣΑ

ΘΑΛΑΣΣΑ

Τι να πρωτοπείς για τη θάλασσα και για το κύμα στο «δελφινοφόρον πεδίον πόντου» (Αισχύλου απόσπασμα, 237). Η θάλασσα είναι ανεξάντλητη. «Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» ρωτά ο Γιώργος Σεφέρης στο Μυθιστόρημα(Κ’) απηχώντας τα λόγια της Κλυταιμνήστρας, το «έστιν θάλασσα, τις δε νιν κατασβέσει;»(Αισχύλου Αγαμέμνων, 958). Είναι παντοδύναμη. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη θάλασσα που σε γέννησε»(Γ. Σεφέρης, «Όνομα δ’ Ορέστης»). Είναι «βαθειά κι ανεξερεύνητη και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη» λέει ο μέγας ποιητής μας στο μυθιστόρημα(Η’). Και τι να πεις για το γέλιο της; Για το «γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου»,όπως περιγράφει γλαφυρά στο ποίημα του «Το ναυάγιο της κίχλης» που δε διαφέρει σε τίποτα απ’ το «… ποντίων τε κυμάτων ανήριθμον γέλασμα» (Αισχύλου, Προμηθεύς Δεσμώτης, 88-90). Ας κολυμπήσουμε στα γαλανά νερά της, πλάι στα αναδυόμενα νησιά, ξεκινώντας από τη μυθολογία. Στη γενεαλογία της θάλασσας καταγράφονται ως θεϊκοί πρόγονοί της το Χάος, η Γη, ο Έρως και ο Ουρανός. «Στην αρχή έγινε το χάος και η Γη και ο Έρως που κόβει τα γόνατα θεών και ανθρώπων» γράφει ο Ησίοδος στη Θεογονία του. «Κι η Γη γέννησε ίσο με αυτήν τον Ουρανό και το ατρύγητο πέλαγος του απέραντου πόντου με τα μαινόμενα, θυμωμένα, ορμητικά και αχόρταγα κύματα… Μετά η Γη πλάγιασε ερωτικά με τον Ουρανό και γεννά τον Ωκεανό τον βαθυδίνη» με το ωκύ (=ταχύ) και εξογκωμένο ρεύμα του. Ο Θεός Ουρανός τότε «… ες ιερόν λέχος (=κρεβάτι) εις-ανά-βαίνων και εις-ανά-βαίνων έθορεν διαρκώς» (έθορεν: αόριστος του θρώσκω, από την ίδια ρίζα *θορ-παράγεται και ο θορός, το σπέρμα του άρρενος). Οποίο θεϊκό λαχάνιασμα, όμως, προδίδει η επανάληψη της λέξης «εισαναβαίνων». Και ύστερα απ’ αυτόν το θεϊκό κατακλυσμό θορού, δηλαδή σπέρματος, που δεν διέφερε στη φαντασία των πρωτόγονων απ’ τον πραγματικό κατακλυσμό, η ναρκωμένη, επίπεδη, στέρφα μήτρα της Θεάς Γης φούσκωσε κυοφορώντας τα πάντα. Τότε άρχισαν να φύονται στο λέχος, το κρεβάτι της λεχώνας Γης, τα πάντα και να γίνονται φύση (από τη ρίζα *φυ- του φύομαι=φυτρώνω, βλασταίνω). Φύτρωσαν τα βουνά και τα λαγκάδια, τα ζώα, τα φυτά και η θάλασσα, που γι’ αυτό έχει το αρχικό θήτα στ’ όνομα της, από το θεϊκό θορό, ενώ ακολουθεί η αλς(της αλός) -το αλμυρό νερό- και η κατάληξη -σσα. Δηλαδή: θάλασσα. Αυτή, όμως, είναι μια μυθολογική εξήγηση που πηγάζει από τη Θεογονία και είναι καιρός να περάσουμε γοργά στην πραγματική ιστορία. Σ’ αυτό που επαναλαμβάνουν συχνά οι μετεωρολόγοι. Τι ακούμε; Την ταραχή της θάλασσας. Το «θάλασσα λίγο ως πολύ ταραγμένη σε όλα τα πελάγη». Γι’ αυτούς όπως θα δούμε, το αρχικό θήτα της θάλασσας δε σχετίζεται με το μυθολογούμενο θορό της Θεογονίας, αλλά με το αρχικό ΄΄τ΄΄ της ταραχής. Σύμφωνα με

Page 2: ΘΑΛΑΣΣΑ

την άποψη τους η «λίγο ως πολύ ταραγμένη» γίνεται (τ)αράχια και η ταράχια (θ)αλάχια, δηλαδή θάλασσα, με μετατροπή του αρχικού ΄΄τ΄΄ σε θήτα. Δέχονται δηλαδή ως ρίζα της θάλασσας την *ταρ- της ταραχής της.Πράγματι, η ρίζα *ταρ- του ταράττω καθορίζει με ακρίβεια τη φύση των ρέοντων υδάτων. Το σκοτεινό και αχόρταγο ρεύμα τους που κινείται διαρκώς, εις τους αιώνες των αιώνων. Γι’ αυτό εξάλλου tar-antas, στα σανσκριτικά, από την ίδια ακριβώς ρίζα *ταρ-, σημαίνει θάλασσα ενώ tar-alas είναι το αενάως «τρέμον, σειόμενο και στροβιλιζόμενο» σκοτεινό ρεύμα που εκπορεύεται από το βασίλειο της ταραχής, το γνωστό Τάρ-ταρο και επιστρέφει ολοένα σε αυτό με τις γιγάντιες δίνες του ωκυ-δίνη Ωκεανού, του ακάματου εργάτη και γιου της θάλασσας. Στη διαμάχη, λοιπόν, θεολόγων, που υποστηρίζουν το αρχικό θήτα (θορός, θορόεν: κύημα, κύμα) και μετεωρολόγων που θέλουν το ΄΄τ΄΄ , υπερτερούν οι δεύτεροι, αφού η άποψη τους είναι γλωσσικά ισχυρότερη. Το ταράσσω από τη ρίζα *ταρ-παράγει την (τ)αραχ-ια ή (θ)αλαχ-ία, θάλασσα, δηλαδή την ταράχουσα, ταράσσουσα. Το αρχικό ΄΄τ΄΄ γίνεται εύκολα θήτα (όπως στον ενεστώτα του ρήματος ταράσσω που γίνεται θράσσω). Το υγρό ΄΄ρ΄΄ τρέπεται δε λάμδα. Η συλλαβή χι, τέλος μετατρέπεται στη βοιωτική και την αττική διάλεκτο σε διπλό σίγμα. Θάλασσα, λοιπόν είναι η ταραγμένη ... εν πελάγεσι... και πέλαγος η πλατιά φουρτουνιασμένη θάλασσα το «Πόντιον πέλαγος», το «άλιον», η «πελαγία αλς» και το «Ωκεανού πέλαγος». Η λέξη πέλαγος παράγεται από τη ρίζα *πελ-, όπως και ο πόλεμος. Η *πελ- έχει τη σημασία του «ωθείν, πλήττειν, τύπτειν, βάλλειν». Έτσι, πέλαγος στη θάλασσα, στον πόντο και τον ωκεανό είναι η «πήξη των κυμάτων». Τα κύματα πλήττουν το πλοίο και το ανατρέπουν. Το ίδιο πλήττει «το πλοίο της πόλης» και ο πόλεμος. Οι πολέμιοι πλήττουν, ανοίγουν πληγές, καθώς πελάζουν (απ’ όπου και η απέλαση).Σήμερα οι γνωστοί ΄΄φίλοι΄΄ μας εκ Δυσμών και εξ Ανατολών θέτουν παντού Συμπληγάδες στο Αιγαίο για να μας πλήξουν. Όμως δεν έχουν φαίνεται ακούσει για τον Αιγαίωνα, τον πελάγιο εκατόγχειρα Έλληνα, γιο του Ποσειδώνα, που κατοικεί στα δελφινοφόρα πεδία του πελάγους. Το Αιγαίο ανήκει στον Αιγαίωνα και στις αίγς του: τα «ψηλά κύματα» που καταιγίζουν τους αιγιαλούς ή γιαλούς του Αιγαίου, απ’ όπου η αίγλη: το στίλβον φως και η αιγίδα του Διός, του θεού της ουράνιας λάμψης. Το Αιγαίο τελεί υπό την αιγίδα του πατέρα των θεών. Τόσο απλά, απλόα, απλωμένα όπως η θάλασσα.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΛΕΞΗΣ (ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΒΑΡΔΙΑΜΠΑΣΗ) ΓΑΙΟΡΑΜΑ-EXPERIMENT (ΤΕΥΧΟΣ 33ο, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1999)