Πλαθολόγιο

48
Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... ...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπα- θήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα. ΠΛΑΘΟΛΟΓΙΟ ΛΕΞΕΩΝ Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης ΘΡΑΣΑΡΤΕΠΟΒΕΡΑΚΟΥΝΣΤΒΕΡΚΕ ΑΘΗΝΑ, 2009

description

πλαθολόγιο 1

Transcript of Πλαθολόγιο

Page 1: Πλαθολόγιο

Εµπρός στο δρόµο που χάραξε ο Λύο.....

...Καλοβυρνάς, µε το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των

εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη

νέα "απουστειρωµένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις

IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπα-

θήσουµε (έστω και ως ανάξιοι µιµητές) να καταγράψουµε

ορισµένα ακόµα λήµµατα.

ΠΛΑΘΟΛΟΓΙΟ ΛΕΞΕΩΝ

Χρήστος ∆. Τσατσαρώνης

ΘΡΑΣΑΡΤΕΠΟΒΕΡΑΚΟΥΝΣΤΒΕΡΚΕ

ΑΘΗΝΑ, 2009

Page 2: Πλαθολόγιο
Page 3: Πλαθολόγιο
Page 4: Πλαθολόγιο

Το Πλαθολόγιο Λέξεων - Χρήστου ∆. Τσατσαρώνη είναι µία DIY έκδοση

της εταιρίας ΘΡΑΣΑΡΤΕΠΟΒΕΡΑΚΟΥΝΣΤΒΕΡΚΕ, Εξάρχεια – Αθήνα,

∆εκέµβριος 2009.

Εκτύπωση, βιβλιοδεσία: Νίκος Καρδαµπίκης – Copy Corner K. Γ. Αναστα-

σόπουλος, Ιπποκράτους 37 – Αθήνα, τηλ. 210 3618779

Φωτογραφία οπισθοφύλλου (επεξεργ. λεπτοµέρεια): Γιάννης Μελίδης -

http://www.flickr.com/photos/ymel

Οι οφειλές αναγνωρίζονται µε υποσηµειώσεις στα λήµµατα. Ευχαριστού-

νται οι πάροχοι και ευεργέτες, ζώντες και τεθνεώτες.

Επιτρέπεται η αναδηµοσίευση µε οποιοδήποτε τρόπο και η οποιαδήποτε άλ-

λη χρήση, µέρους οποιασδήποτε έκτασης ή και όλου του παρόντος, χωρίς

καµµία προηγούµενη άδεια ή ενηµέρωση του γράφοντος και χωρίς καµµία

αναφορά σε αυτόν. Ωστόσο θα ήταν ιδιαίτερα επιθυµητή (θερµή παράκλη-

ση) η αναφορά στον αρχικό εµπνευστή.

Page 5: Πλαθολόγιο

Πρόλογος (πώς ξεκίνησαν όλα;)

Για το πλαθολόγιο έµαθα διαβάζοντας κάποιο δελτίο τύπου σε περιοδικό, το

χειµώνα του 2006. Τελικά το αγόρασα παραµονές Χριστουγέννων: 23 ∆ε-

κεµβρίου 2006 είναι η ηµεροµηνία στην Ex Libris σφραγίδα µου. Το διάβα-

σα εν ριπή, αχόρταγα. Ενθουσιάστηκα, γέλασα και γέλασα πάλι. Επίσης ζή-

λεψα λίγο. Γιατί η σκέψη της πλαθολεξίας όλο και γύρναγε από παλιά στο

µυαλό µου. Μα φαίνεται, απ’ το πολύ το γύρισµα ζαλίστηκε κι έπεσε κάτου.

Άλλη µια θεωρεία λοιπόν, άλλη µια ιδέα που δεν έγινε πράξη. “You are

what you do, not what you think you are”, δε λένε; Πάει καλά. Αγόρασα

λοιπόν κάµποσα αντίτυπα ακόµα και τα δώρισα την εποχή των εορτών και

το διάστηµα που ακολούθησε, σε γνωστούς και φίλους, ξαλαφρώνοντας έτσι

κι από την έννοια της επιλογής δώρου για τον καθένα. Οι αντιδράσεις, εν-

θουσιώδεις από όλους. Ε, πήρα το θάρρος κι έγραψα ένα ευχαριστήριο

γράµµα στο συγγραφέα που ευγενέστατος µε αντευχαρίστησε και µε κάλεσε

σε επίσηµη παρουσίαση του βιβλίου.

Στο τέλος του καλοκαιριού, τον Αύγουστο του 2007, έφτιαξα ένα ιστολόγιο

και - µεταξύ άλλων – άρχισα να δηµοσιεύω και κάποια δικά µου πλαθολο-

γήµατα. Σκέφθηκα πως πρέπον είναι να πάρω και την άδεια του εµπνευστή

που την έδωσε απλόχερα µαζί µε την ενθάρρυνση του. Ε, κάπως έτσι και λί-

γο – λίγο, φθάσαµε ως εδώ, αφού όµως προηγουµένως το καλοκαίρι του

2009, διάβασα τη νέα έκδοση του πλαθολογίου. Τότε πρόσθεσα τα στοιχεία

της στην αναφορά µε την οποία ξεκινά κάθε δηµοσίευση λήµµατος (βλ. ε-

ξώφυλλο) και έγραψα το παρακάτω:

(10 Αυγούστου 009, πλατεία δηµαρχείου, Ερµούπολις, Σύρος και 11 Αυγούστου Πάγος,

Σύρος)

Έτσι είναι λοιπόν, όπως το λένε. Για να ξεχωρίσει το ταλέντο και η αυθεντία

από τη µετριότητα, δε χρειάζεται παρά µια στιγµή µονάχα. Μια πινελιά.

Μια µολυβιά. Μια συγχορδία. Μία φράση ή ένας στίχος.

Σκληρά το συνειδητοποιήσαµε πρόσφατα. Πάνω πού ‘χαµε πάρει φόρα και

η παραγωγή των πλαθολογικών ληµµάτων είχε αυξηθεί κατακόρυφα και τα

βλέπαµε να αυγατίζουν και χαιρόµασταν, τί µας έπιασε και πήραµε την νέα,

«απουστειρωµένη» έκδοση του πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008,

ISBN: 978-960-6680-48-9). Και καθώς το ξεφυλλίζαµε, βλέπουµε στη σελί-

δα 57 το λήµµα «κουνιάου, ο» και διαβάζουµε εµβρόντητοι:

«Ο γάτος της αδερφής του συντρόφου σου είναι ο κουνιάου σου».

Page 6: Πλαθολόγιο

Ε, αυτό ήταν αγαπητοί αναγνώστες. Πάνω που είχαµε αρχίσει να σηµειώ-

νουµε πρόοδο και να προχωρούµε σταθερά µπροστά, αίφνης αναγκαστήκα-

µε σε πολλά και µεγάλα βήµατα – τί βήµατα, άλµατα! – προς τα πίσω.

Ωστόσο σύντοµα συνήλθαµε, συγκεντρωθήκαµε και εµποδίσαµε, ανασχέ-

σαµε την οπισθοπορεία. Και µεγαλόφωνα δηλώσαµε (για να εµψυχωθούµε

κιόλας):

Όσο κι αν µε πήγες πίσω

εγώ δε θα σταµατήσω

µε πείσµα, µε κουράγιο

εγώ θα προχωρήσω,

υπόσχοµαι, ορκίζοµαι, οµνύω:

Εµπρός στο δρόµο που χάραξε ο Λύο!

Χρήστος ∆. Τσατσαρώνης

Εξάρχεια, 18 ∆εκεµβρίου 009

Page 7: Πλαθολόγιο

Η γλώσσα και οι λέξεις

Η γλώσσα

Η γλώσσα είναι τρυφερή,

είναι γλυκιά, ορεκτική,

είναι γευστική, χορταστική,

η γλώσσα είναι… η καλύτερη τροφή!

Αµέσως µετά έρχονται τ΄αµελέτητα.

Στάβρος Τσιφίδας

λαϊκός συγγραφέας, ταβερνόβιος

και γλωσσολάτρης

Πού βρίσκεις τις λέξεις;

Οι λέξεις βουΐζουν στο κεφάλι µου

σαν κοπάδι από µέλισσες

σαν κοπάδι από σφήκες

από όταν ήµουν παιδί

στο κεφάλι µου οι λέξεις βουΐζουν.

Όµως (Χα!), Εσάς ζαλίζουν!

Χ.∆.Τ.

Page 8: Πλαθολόγιο
Page 9: Πλαθολόγιο

γράµµα Άλφα

Αγαπάρνηση, η: η άρνηση της αγάπης (προφανώς) που σου προσφέρει κά-

ποιος ή κάποιοι, για προσωπικούς λόγους. Π.χ. «Η Κ. έχει γίνει τόσο φορτι-

κή µαζί του που του προκαλεί αγανάκτηση... που άµα συνεχίσει το ίδιο βιο-

λί… δε θ' αργήσει να γίνει αγαπάρνηση».

Αδυναµάγκη, η: αιτία απόφασης, συµπεριφοράς ή πράξης στην οποία οδη-

γείται κανείς εξ ανάγκης που προκαλεί ο αδύναµος χαρακτήρας του, η έλ-

λειψη πειθαρχίας, σθένους, θέλησης κ.λ.π. Π.χ. «Η Π. παραδέχθηκε τελικά

πως δε µπορεί να ελέγξει τη βουλιµία της και αδυναµαγκάστηκε να πάει σε

ειδικό κέντρο αδυνατίσµατος µε ψυχολογική υποστήριξη κ.λ.π. Άκου φίλε

µου!».

Αηδόνοι, οι: σύνθετη λέξη (από το «αηδία» και «όνοι»), σε αχρηστία πλέον.

Εξέφραζε δυσαρέσκεια και αποστροφή για τα συµπαθή τετράποδα από µέ-

ρους κάποιων, µηµουάπτου – τάχαµου τάχαµου, κυριών και κυρίων της α-

ριστοκρατίας… τροµάρα τους. Τα συναισθήµατα αυτά τα προκαλούσε η

(παλαιότερα) - εγώ την πρόλαβα πάντως -, πολύ συνηθισµένη εξής κατά-

σταση: σε πολλά µέρη της Ελλάδος, για τη µεταφορά µεταξύ δύο σηµείων

µε πολύ µεγάλη υψοµετρική διαφορά, που συνδέονταν µε καλντερίµι, ανη-

φορικό µονοπάτι, σκαλιά κ.λ.π. (όπως Σκάλα – Χώρα σε νησιά, τέλος δρό-

µου µε είσοδο µονής σε µοναστήρια), χρησιµοποιούσαν γαϊδουράκια. Ε, τα

καηµένα τα ζωντανά κάνανε την ανάγκη τους κάθε τόσο και όσο νά ‘ναι τα

σηµεία συγκέντρωσης στην αφετηρία ή το τέρµα ή και η διαδροµή η ίδια,

εεεε….. κάπως µύριζαν κι επίσης υπήρχε και το σχετικό… θέαµα. Ε, οι µη-

µουάπτου λοιπόν που λέγαµε, στραβοµουτσούνιαζαν και δυσανασχετούσαν:

«Μα επιτέλους, εµείς ήρθαµε εδώ για µίαν κάποιαν αναψυχήν κι αυτοί οι

αγροίκοι οι χωρικοί αφήνουν τα κτήνη τους να ουρούν και να αφοδεύουν

όπου να ‘ναι. Πφφφφφ! Και αυτοί οι απαίσιοι…. οι αηδόνοι!».

Ακτηνίδιο, το: «τρυφερή» βρισιά, θα µπορούσε να αποδοθεί ως «τερατά-

κι». Παλιότερα το Α ήταν ξεχωριστή λέξη (επιφώνηµα) και συνοδευόταν

από θαυµαστικό: Α! Κτηνίδιο, όµως πλέον οι λέξεις έχουν ενωθεί σε µία.

Π.χ. «Ακτηνίδιοοοο. Την έφαγες όλη την τούρτα, ούτε ένα κοµµάτι δε µου

άφησες!».

Page 10: Πλαθολόγιο

Ακτιτιβισµός, ο: κίνηµα των υπέρµαχων της δράσης (ακόµα και της ακραί-

ας), που όµως όλο στα λόγια τα παχιά εξαντλούν την ενεργητικότητα τους

παρά στην πράξη. Π.χ. «Μας έπρηξε πάλι ο Τόλης µε τη σωτηρία του φαλα-

κρόγυπα που κινδυνεύει µε εξαφάνιση και πρέπει όλοι να προσπαθήσουµε

να τον προφυλάξουµε µπλα µπλα µπλα κ.λ.π. κ.λ.π. Σηµειωτέον ότι το πουλί

αυτό ζει σε κορφοβούνια, από 2000 µέτρα και πάνω, ενώ ο Τόλης έχει πάει

το πολύ µέχρι την κορυφή…. του Λυκαβηττού, κι εκεί πήγε µε το τελεφε-

ρίκ! Όλο λέει, λέει και κελαηδάει…. ακτιτιβιστής περιωπής».

Αµβρωσσίδα, η: πανέµορφη γυναίκα προέλευσης από χώρα του πρώην α-

νατολικού µπλοκ. Π.χ. «Λιουµπλιάνα µου, γυναικάρα µου, έτσι µού ‘ρχεται

να σε δαγκώσω, να σε φάω αµβρωσσίδα µου!».

Αναλγιλές, ο: ο ναργιλές που γεµίζεται µε ταµπάκο όχι σκέτο, αλλά µε «ε-

νισχύσεις», µε αποτέλεσµα η χρήση του να ανακουφίζει τους πόνους, σωµα-

τικούς και µη. Π.χ. (στίχοι παλιού χασικλίδικου ρεµπέτικου τραγουδιού):

«Ανάβω τον αναλγιλέ

κι αρχίζω να ροφάω

ντουµάνι γίνεται καλέ

και πάβω να πονάω».

Ανταχονιστής, ο (ανταχονίστρια, η): εσχάτως έχουν γίνει αρκετά δηµοφιλή

(στην Αθήνα τουλάχιστον) τα αναδιπλούµενα (σπαστά) ποδήλατα, των ο-

ποίων επιτρέπεται η µεταφορά µε τα δηµόσια µέσα όπως ηλεκτρικός, µετρό

κ.λ.π., καθώς όταν είναι διπλωµένα θεωρούνται αποσκευές. Μία από τις πιο

γνωστές φίρµες είναι και η αµερικανική «Νταχόν» (Dahon), που κατέχει και

τη µερίδα του λέοντος της παγκόσµιας και ελληνικής αγοράς. Ο κάτοχος

ποδηλάτου Νταχόν, ονοµάζεται νταχονιστής. Επειδή συχνά οι κάτοχοι των

ποδηλάτων συγκρίνουν τα ποδήλατα τους όσον αφορά το µοντέλο, τα αξε-

σουάρ, πιθανές πατέντες και βελτιώσεις κ.ά., ονοµάζονται και ανταχονιστές.

Π.χ. «- Λοιπόν φίλε, µπορεί το Νταχόν της Κατερίνας να είναι το πιο φθηνό

µοντέλο, αλλά του έχει βάλει ένα σωρό έξυπνα µπιχλιµπίδια και τό ‘χει κά-

νει σούπερ. Τη ζηλεύω που έχει τόσο ωραίο ποδήλατο.», «- Εγώ ζηλεύω τον

Παναγιώτη.», «- Ποιός είναι αυτός;», «- Ο γκόµενος της Κατερίνας.»,

«- Και γιατί τον ζηλεύεις;», «- Γιατί έχει γκόµενα την Κατερίνα που είναι

Page 11: Πλαθολόγιο

τόσο ωραία γκόµενα.», «- Αµάν ρε µαλάκα, ξεκόλλα, άλλο πράµα δε σκέ-

φτεσαι πια;».

Αντικαταπληκτικά: οµάδα λέξεων όπως «µέτριο, αδιάφορο, ανιαρό, ουδέ-

τερο, ατελές», κ.λ.π. όµοιες, µε έννοιες δηλαδή αντίθετες µε το θαυµασµό

που εκφράζει η λέξη «καταπληκτικό».

Αντλούτσος, ο (αντλούτσα, η): ο άνθρωπος που στην προσπάθεια του να

αντλήσει ύδατα από, λόγου χάριν, πληµµυρισµένο υπόγειο µετά από έντονη

νεροποντή, γίνεται µούσκεµα µέχρι το κόκκαλο. Π.χ. «Γαµώ το κράτος µου

και γαµώ την πόλη µου και γαµώ και το γαµουπόγειο που έχω για αποθήκη.

∆υο φορές το χρόνο, άµα βρέξει δυνατά, µπάζει νερά και γίνοµαι αντλού-

τσος για να το αδειάσω».

Αντριλέγω (αντρίλογος): συζήτηση ερωτικού περιεχοµένου µεταξύ ατόµων

θηλέων (ή αρρένων οµοερωτικού προσανατολισµού) περί άλλων ατόµων

αρρένων. Π.χ. «...τον είδες τον ψηλό, τον µελαχρινό, µε το tatoo στο µπρά-

τσο, που ήρθε αυτόν το µήνα στο γυµναστήριο; Πω! πω! Θεός!»... κ.τ.λ.

Αντριµετωπίζω: αντιµετωπίζω τις δυσκολίες, τις στεναχώριες και τα προ-

βλήµατα της ζωής «σαν άντρας»: δεν δειλιάζω, δεν απελπίζοµαι, δεν απο-

γοητεύοµαι, δεν ζητάω βοήθεια και κυρίως ποτέ και µε τίποτα δεν κλαίω.

Όταν - µε τον ένα ή µε τον άλλο τρόπο - η µπόρα περάσει, σπεύδω στο

φαρµακείο για τα χάπια µου! Π.χ. «Ο Τ. αντριµετώπισε πολύ καλά το χαµό

της αγαπηµένης τους µητέρας. Τώρα, πώς γίνεται να έχει γίνει τόσο χάλια,

µετά από τόσο καιρό, εγώ δεν µπορώ να το εξηγήσω».

Αντριπαθής, ο/η: άτοµο (γυναίκα ή άντρας οµοερωτικού προσανατολι-

σµού) διακατεχόµενο από έντονο πάθος για τους άντρες. Π.χ. «Καλή, χρυσή

η Λίλα ρε παιδί µου, δε λέω, αλλά να….. πολύ αντριπαθής δεν είναι;».

Απιθανόστιµος: επίθετο περί φαγητού, γλυκού ή άλλου τροφίµου ή εδέ-

σµατος, απρόσµενα επιτυχηµένα παρασκευασµένου και γευστικού. Π.χ. «Ας

Page 12: Πλαθολόγιο

δοκιµάσουµε λοιπόν Φανούρη τη σαλάτα που έφτιαξες µε τα λαχανικά που

µε τόσο µεράκι καλλιεργείς µόνος σου, χωρίς φάρµακα και λιπάσµατα…..

Αααααα! φίλε µου, είναι απιθανόστιµη!».

Απιθανοστός (-ικός) : περί βαθµού ή δυνάµεως (κατά το δέκατος, νιοστός,

απειροστός κ.λ.π.) που αναφέρεται στο χώρο των ελαχίστων ή µηδενικών

πιθανοτήτων. Π.χ. «Τι λες ρε µαλάκα που ο …(ποδοσφαιρική οµάδα) θα

πάρει πρωτάθληµα; Χα! Χα! Μην ξεχάσω να ποντάρω κιόλας, ποσοστό ένα

προς δέκα…. στην απιθανοστή! Χα! Χα!».

Απλαϊκός, ο: ο αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, χωρίς καν εγκύκλιες σπουδές και

γνώσεις, µε δική του τεχνοτροπία (ναΐφ). Αφορά κύρια την τέχνη της ζω-

γραφικής αλλά και λογοτεχνία, µουσική, θέατρο κ.λ.π. Π.χ. Ο απλαϊκός θεα-

τρικός συγγραφές Μπερτόλης Βρέχτος, στο έργο του «Τρία γρόσσα η οπε-

ρέτα, τσιγκοπερέτα, τσιγκοπερέτα», έχει κρατήσει µια σκηνή για τον εαυτό

του: στο ιντερµέδιο του τραγουδιού «Ο Μάκης ο ναΐφ» ή αλλιώς «Ο Μάκης

ο µεσσερλής», ο ήρωας (που τον υποδύεται ο συγγραφέας) εµφανίζεται, κα-

ταφανώς µεθυσµένος, να χτυπά του κουδούνι της πρώην γυναίκας του, που

πλέον συζεί µε άλλον: Ντριιιιιιιννν! Ντρριιιιιιιιιννννννννν! «- Ανοίχτε

βρεεεεεεεεεε! Ανοίχτε βρεεεεεεεεεεεεεεε!», «- Ποιός είναι;» (φωνή αγριε-

µένη), «- Εγώ είµαι βρε, ο Βρέχτος ο Μπερτόλης… εξώλης και προώλης!»*.

* Ευχαριστώ κύριε Γιώργο για το ανέκδοτο, νά ‘σαι καλά όπου και να ‘σαι.

Αποροφό: λέξη που δηλώνει το ψάρι της προτίµησης µας για το γεύµα ή το

δείπνο µας. Π.χ. Παραγγελία: «- ∆ύο µερίδες ψάρι ψητό µε λαχανικά και

λάδι – λεµόνι, παρακαλώ» ή «- Μία ψαρόσουπα» - ερώτηση: «- Μάλιστα.

Έχουµε ξιφία, σφυρίδα και σολοµό, τί προτιµάτε;» ή «- Από πετρόψαρα ή

από σκορπίνα θέλετε;» - απάντηση (κοινή): «- Αποροφό!».

Αποχωρητής, ο: ποιητής της τουαλέττας (του αποχωρητηρίου), κοπρανοφι-

λόσοφος και ένθερµος σκατολόγος – του είδους των ανθρώπων που αρέ-

σκονται, σε βαθµό που σχεδόν ηδονικά ικανοποιούνται, να µιλούν για τις

ανθρώπινες σωµατικές ανάγκες ούρησης και αφόδευσης, τις τεχνοτροπίες,

τα είδη, τις συνήθειες τους τόπους και τους χρόνους, τη σχετική σηµειολο-

γία κ.λ.π. Π.χ. «- Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, µέλη του συλλόγου “H

Page 13: Πλαθολόγιο

κόπρος του Αυγείου”, θα έχουµε τώρα τη χαρά και την τιµή, να ακούσουµε

τον εκλεκτό συνάδελφο, κύριο Εµµανουήλ Κοπροκάνθαρο, να µας απαγγέ-

λει το καινούριο του ποίηµα. Παρακαλώ φίλτατε.», (χειροκροτήµατα)

«Το σκατό*

Καφέ, µαύρο ή νερουλό

το σκατό είναι καλό.

Μα σαν πέσει στη λεκάνη

Την αξία του τη χάνει.»

* Ευχαριστώ Τριάδα που µου το θύµισες και το συµπλήρωσες, ευχαριστώ θεία Κατίνα –

δεν το είχα συγκρατήσει

Αριστάργηµα, το (πληθ. αρισταργήµατα): το καλό πράµα αργεί να γίνει,

που λέει κι ο λαός, πόσο µάλλον το άριστο. Π.χ. «- Το τέλειωσε ο Υάκινθος

το βιβλίο ή ακόµα το γράφει;», «- Σε παρακαλώ, ούτε 20 χρόνια δεν έχουν

περάσει από τότε που ξεκίνησε. Εξ άλλου το δηλώνει συνεχώς, αυτό θα εί-

ναι το αριστάργηµα του».

Αρτιµάνιος, ο: ο σχολαστικός σε ψυχωτικό βαθµό µε την ορθότητα, την

πληρότητα και την αρτιότητα στο καθετί – ως συνήθως (µε όλους τους σχο-

λαστικούς) πρόκειται για άτοµο ανικανοποίητο, βασανισµένο αλλά και κου-

ραστικό για τον περίγυρο του. Π.χ. : «Άστο ρε παιδάκι µου, καλά είναι κι

έτσι, αµάν πια µε την αρτιµανία σου, Αµαάν!!!».

Αρχάγελος Ι: αυτός που γελά πάντα πρώτος µ’ ένα αστείο, ένα ανέκδοτο,

ένα περιστατικό κ.λ.π., αυτός που µε άλλα λόγια «έχει το γέλιο στο τσεπά-

κι». Συχνά – µα λανθασµένα – συγχέεται µε τον χαζοχαρούµενο. Π.χ.

«Άγγελος, αρχάγελος µας ήρθε από µακριά

για κείνον ήταν όλα καλαµπούρι

τραλαλαλα λαλαλαλα λαλαλαλα».

Αρχάγελος ΙΙ: ο επικεφαλής οµάδος (ο αρχηγός της αγέλης). Π.χ. «Τότε

που είχαµε αρχάγελο τον Λούη τον Αρούρη, τότε ήταν εποχές καλές αδερφέ

Page 14: Πλαθολόγιο

µου. Ε ρε ληστείες, ε ρε µπάζες, ε ρε βιασµοί κι απαγωγές και φόνοι! Οι άρ-

χοντες της πιάτσας ήµασταν τότε ρεεεεεεεε!».

Αστροµόνος, ο: µοναχικός αστέρας σε σχετικά σκοτεινό και άδειο σηµείο

του ουρανού, ετερόφωτος, που φαίνεται δια γυµνού οφθαλµού να τρεµο-

σβήνει. Π.χ. (λαϊκό τετράστιχο σε ηµερολόγιο τοίχου):

«Σαν αστροµόνος που τρεµοσβήνει

τη φλόγα που άναψε, αυτή δεν αφήνει,

κι όλο φαρµάκι στην καρδιά µου χύνει,

αχ! τόσο τη θέλω, όσο µε φτύνει».

Ασυνεσθήτα, η: το επίσηµο ένδυµα που φορά πρόχειρα και ατηµέλητα κο-

πέλλα ή γυναίκα για τη βραδυνή της έξοδο, που όµως τραβά τα βλέµµατα

και το θαυµασµό όλων των ανδρών καθώς και το φθόνο αρκετών γυναικών,

χωρίς η ίδια (θεωρητικά) να το επιθυµεί ή να το καταλαβαίνει. Αναφέρεται

από τους σχετικούς σηµειολόγους ερευνητές ότι τέτοιο αντικείµενο, τέτοια

περίσταση ή τέτοιο πλάσµα, είναι µάλλον ανύπαρκτο, καθώς όποια γυναίκα

επιτυγχάνει τέτοια αποτελέσµατα, µάλλον βέβαιο είναι ότι µε τον έναν ή µε

τον άλλον τρόπο, έχει επιµεληθεί την εµφάνιση και δη την ενδυµασία της.

Π.χ. «Κοίτα ρε µαλάκα την Αµαλία. Μιλάµε λάµπει ο κορίτσαρος. Τις έχει

σβήσει όλες στο κλαµπ. Και ούτε πόζα, ούτε τουπέ… Φοράει κι αυτήν την

ασυνεσθήτα. Φίλε δε ντρέποµαι να το πω. Είµαι κι εγώ ερωτευµένος µαζί

της».

Ατσαλάκροτος, ο: οι ήχοι και ο θόρυβος που προκαλείται όταν ένας εξαιρε-

τικά αδέξιος άνθρωπος προσπαθεί να κάνει οτιδήποτε, από µία εργασία έως

απλώς να κινηθεί στο χώρο. Π.χ. «- Καλέ πώς είσαι έτσι χάλια;», «- Αφού

κοιµάµαι ελάχιστα, πώς θέλεις να είµαι;», «- Και γιατί έτσι;», «- Γιατί ξυ-

πνάει κάθε µέρα ο άντρας µου από τις 5:30 για να πάει στη δουλειά και ξέ-

ρεις πόσο ατσούµπαλος είναι. Με τον ατσαλάκροτο που κάνει, ξυπνάω θέ-

λοντας και µη».

Page 15: Πλαθολόγιο

γράµµα Βήτα

Βασαµπανίζω Ι: άκριτα και βλακωδώς, διοργανώνω φιλανθρωπική εκδή-

λωση µε προσκεκληµένους, µεταξύ άλλων, θεραπευµένους αλκοολικούς,

µωαµεθανούς και άλλους αντιπροσώπους κοινωνικών οµάδων που είναι

γνωστό τοις πάσι ότι απέχουν από το αλκοόλ και προσφέρω ως ποτό, µόνο

αφρώδη καµπανίτη οίνο, εκλεκτό και πανάκριβο µεν, αλλά µόνο! Π.χ.

«- Κύριε πρέσβη, µας κακοµαθαίνετε! Veuve Clicquot του 87;! Είστε αξε-

πέραστος οικοδεσπότης!». «- Ωωωω, µα τι λέτε τώρα; Αλίµονο Κύρι-

ε……». «- Τσικουδιάς Παναγιώτης, από τους Ε.Α.* Ελλάδος – πρόεδρος».

«- Ααααα, Ε.Α. µάλιστα….». Ο πρέσβης δεν έχει καταλάβει – προσποιείται.

Ο πρόεδρος απαντά: «- Ναι, ναι, µάλιστα» και από µέσα του: «- Παλιο-

καρ… γαµ… µαλ… πουστ… µουν… αρχ…» κ.λ.π.

* Σηµ.: Ε.Α. - Επώνυµοι Αλκοολικοί

Βασαµπανίζω ΙΙ: βασανίζω τον εαυτό µου κρυφοκοιτώντας (µπανίζοντας)

απόκρυφα σηµεία του σώµατος του αντικειµένου του πόθου µου, πλην όµως

ανεκπλήρωτου έρωτά µου, για χάρη του οποίου υποφέρω εδώ και µήνες.

Π.χ. : ο κύριος ∆.Τ.Χ. βασαµπάνιζε τα µικρά, στητά, αυθάδη στήθη της νε-

αρής Π. καθώς αυτή έσκυβε να βρει κάτι που της είχε πέσει, στο πάτωµα

του µπαρ. Άφησε ένα µεγαλόπρεπο, στεντόρειο, βαθύτατο «Ααααααα-

ααχχχ!» και κάλεσε τον µπάρµαν. «- Σε παρακαλώ νεαρέ µου, ένα µπουκάλι

ουΐσκυ White Horse και µια παγωνιέρα γεµάτη πάγο». «- Μάλιστα κύριε,

αµέσως. Ποτήρι θέλετε;». «- Όχι, τί να το κάνω; Από την παγωνιέρα θα πί-

νω. Ααααααααχχχχ!».

Βασιλαρχοντακυραφέντης, ο: λέξη – επίκληση που δηλώνει απέραντη κο-

λακεία και δουλοπρέπεια. Π.χ. «- Πολυχρονεµένε µου» (σλουρπ, σλουρπ),

«- Βασιλαρχοντακυραφέντη» (γλυψ, γλυψ), «- εγώ, ο τόσο πιστός σου

σκύλ… υπηρέτης, σκουλήκ……. χαλί να γίνω να µε πατήσεις, να µε σαπί-

σεις, να µε τσακίσεις, ωωωωω! τρανό αφεντικόοοο», (σλουρπ, γλυψ,

σλουρπ, γλυψ).

Βοσκανία, η: έχετε παρατηρήσει ζώα όπως τα πρόβατα ή οι αγελάδες που

τρέφονται βοσκώντας τη χλόη επί ώρες; ∆είχνουν να βαριούνται τόσο πολύ

Page 16: Πλαθολόγιο

που είναι σχεδόν κολλητικό. Π.χ. «Με φιλοξένησαν κάτι φίλοι στη Γερµα-

νική επαρχία, στα περίχωρα του Αµβούργου. Ωραίο µέρος, όλο πεδιάδες.

Πεδιάδες όλο χωράφια και βοσκοτόπια. Γεµάτα αγελάδες αµέτρητες που

βοσκούσαν συνεχώς. Μ’ έπιασε βοσκανία που τις παρατηρούσα».

Βρακοσυλλέκτης, ο: άτοµο ανδρικού (σχεδόν πάντα) φύλου, που χαρακτη-

ρίζεται και διακατέχεται από έντονο πάθος σεξουαλικής παρέκλισης, του

είδους «φετίχ». Συγκεκριµένα αρέσκεται να συλλέγει τα εσώρουχα (τα βρα-

κιά) των ερωτικών του συντρόφων µετά την πρώτη, ή – σε ορισµένες περι-

πτώσεις – τη µόνη συνεύρεση. Αποσπά τα αντικείµενα του πόθου µε τρό-

πους παντίους: παρακλήσεις, πειθώ, υποκρισία (ψεύτικες αιτιάσεις), ακόµα

και µε τη βία. Στη συνέχεια, µε τη σχολαστικότητα που διακρίνει τους συλ-

λέκτες, καταλογογραφεί το απόκτηµα και το καταχωρεί στη Συλλογή. Χρη-

σιµοποιεί για το σκοπόν αυτό ειδικά διαµορφωµένα κλασέρ και φακέλους.

Το κάθε αντικείµενο (βρακί) συνοδεύεται από εκτεταµένες – όσο είναι δυ-

νατόν – πληροφορίες περί της κατόχου, φωτογραφία (αν υπάρχει), ηµερο-

µηνία απόκτησης, «πικάντικες» λεπτοµέρειες σχετικώς µε τη συνεύρεση

κ.ά. Κατόπιν, ο τρέχων φάκελος φυλάσσεται, µαζί µε τους υπολοίπους, σε

ειδικό φοριαµό πυρίµαχο, υδροστεγή, µε κλειδαριά ασφαλείας. Από καιρού

εις καιρόν, ο βρακοσυλλέκτης (όπως και ο κάθε συλλέκτης) απλώνει τους

φακέλους, φυλλοµετρά τη Συλλογή του και τη χαίρεται, µόνος, πυρετικός

και εκστατικός, µέσα στο σκοτάδι, κάποια προχωρηµένη ώρα της νυκτός.

Συνηθίζει, όπως και όλοι οι συλλέκτες, που και που να επιδεικνύει τη Συλ-

λογή του σε πρόσωπα διάφορα, µα πιο πολύ σε κάποια που µόλις της έχει

πάρει κι εκείνης το βρακί. Μικρό µέρος της Συλλογής δηµοσιεύεται σε ι-

στοσελίδα που έχει δηµιουργήσει στο διαδίκτυο. Είναι και µέλος συλλόγου

συναδέλφων συλλεκτών. Συνεδριάζουν τακτικά κάθε δεκαπέντε ηµέρες και

πανηγυρικά άπαξ ετησίως, οπότε και λαµβάνουν χώρα ανταλλαγές µεταξύ

των. Το πιο συχνά, ο βρακοσυλλέκτης πεθαίνει ειρηνικά χαρίζοντας τη Συλ-

λογή του σε κάποιο συνάδελφο. Άλλοτε όµως (αλίµονο) παρασύρεται και σε

άλλα πάθη, πιο επικίνδυνα, που οδηγούν σε δυσάρεστες έως και µοιραίες

καταστάσεις. Π.χ. «- Τά ’µαθες τί βρήκανε στο σπίτι του Ψ. οι φίλοι του,

όταν µπήκε στο νοσοκοµείο και πήγανε να πάρουν κάτι πράγµατα; Απίστευ-

το σου λέω! Ο τύπος ήτανε φανατικός βρακοσυλλέκτης. Ποιος να το φα-

νταζόταν;».

Βραχιστορίες, οι: (ορισµός) - ιστορίες που αναπτύσσονται σε κείµενα µι-

κρής (βραχείας – εξ’ ού και το όνοµα) έκτασης, µεγέθους µίας, µισής ή και

ενός τετάρτου της σελίδος. Θεωρητικά οι βραχιστορίες είναι τόσο σύντοµες

Page 17: Πλαθολόγιο

που µπορεί κανείς να τις διαβάσει ακόµα και υπό βροχήν, χωρίς να βρα-

χεί…. πολύ (εξ’ ού – και πάλι – το όνοµα). Επίσης, έτσι µικρές που είναι οι

βραχιστορίες, δεν αποθαρρύνουν αυτόν που θα θελήσει να τις αφήσει, πα-

ντοτινή παρακαταθήκη για τις επόµενες γενιές, σκαλίζοντας τες σε ένα βρά-

χο (εξ’ ού – άλλη µια φορά – το όνοµα). Εξάλλου, οι βραχιστορίες, εκτός

από λογοτεχνική φόρµα, είναι και µια πολύ βολική επιννόηση για τον καλ-

λιτέχνη – συγγραφέα, στην περίπτωση που είναι φύσης οκνηρής και έχει ε-

πιδόσεις καλύτερες στις ιδέες και τη θεωρία παρά στην επίµοχθη δουλειά

της συγγραφής. Π.χ. «Ο Φ. έβγαλε καινούριο βιβλίο µε βραχιστορίες, το έ-

µαθες; Ρε, πολύ τον πάω τον τύπο. Ούτε καν διήγηµα δε γράφει – βαριέται».

Βρωµντερός/–ή/-ό, ο/η/το: επίθετο που χρησιµοποιείται για τα αέρια που

διακρίνονται από το ότι και ηχηρότατα είναι και απαίσια µυρίζουν, γεγονός

που τα καθιστά ανυπόφορα. Π.χ. « Γαµώ τα άτοµα ο παππούς του Κούλη

µάγκες. Είναι σχεδόν 90 χρονών και δε µασάει µία. Καπνίζει, πίνει, παρα-

κολουθεί ποδόσφαιρο, την πέφτει στην καθαρίστρια, γκρινιάζει όλη την ώρα

κι άµα τον πολυζορίσουνε, αφήνει κάτι βρωµντερές και εξαφανίζονται ό-

λοι».

Βρωµοβιότοπος, ο: περιοχή όπου το νερό είναι κύριος παράγοντας ελέγχου

του φυσικού περιβάλλοντος, της χλωρίδας και της πανίδας, όπως εκβολές

ποταµού, λίµνη, λιµνοθάλασσα κ.λ.π., κατά κανόνα και ιδιαίτερου φυσικού

κάλλους που όµως – δυστυχώς – βρίσκεται στην Ελλάδα όπου ελάχιστοι δί-

νουν σηµασία σε τέτοια θέµατα και γεµίζουν τους χώρους αυτούς (όπως και

καθετί ωραίο στη φύση - παραλίες, πηγές, ποτάµια, ρεµατιές, φαράγγια,

σπήλαια κ.ά.) µε ένα σωρό σκουπίδια και βρωµιές. Π.χ. ο φίλος µου ο Γιάν-

νης όταν είχε έρθει στην πατρίδα µου, στη Λακωνία, χλεύαζε τις πινακίδες

«Προς υδροβιότοπο», στο ∆έλτα του Ευρώτα: «Χα! Με τέτοιο σκουπιδα-

ριό…προς βρωµοβιότοπο έπρεπε να λένε!!».

Ευχαριστώ Γιάννη για τη λέξη

Βυζίβιος, ο: η ζωή του ανθρώπου που καθ’ όλη τη διάρκεια της οποίας λα-

τρεύει, σε βαθµό εµµονής, το γυναικείο στήθος. Π.χ. Ο κύριος Χ. λίγο πριν

το τέλος του βυζιβίου του, παραδέχθηκε δηµοσίως ότι το ωραιότερο κατά

την άποψη του στήθος το είχαν τελικά δύο γυναίκες: η Αφροδίτη της Κνί-

δου (το άγαλµα του Πραξιτέλους) και η Ισπανίδα ηθοποιός Πενέλοπε

Κρουζ.

Page 18: Πλαθολόγιο

γράµµα Γάµµα

βλ. λήµµα «Εµπνευσόχη»

γράµµα ∆έλτα

∆εινόσταυρος, ο: οδός ταλαιπωρίας, παθών και µαρτυρίου που συνειδητά

αποφασίζει κανείς να βαδίσει, χάριν κάποιου ανώτερου, ιερού ίσως σκοπού

και – ενδεχοµένως – µιας εν τέλει εξιλέωσης, ή που, όµως αλίµονο, κάποιες

φορές ακούσια ακολουθεί, υποµένοντας τα τυφλά και άλογα και απρόβλε-

πτα και σκληρά κτυπήµατα της τύχης. Π.χ.: «Ποιός; Ο…..; Άσε! Αυτός

τραβάει (σηκώνει κ.λ.π.) µεγάλο δεινόσταυρο…».

∆ιπλοµάτης, ο: άτοµο µε δύο, κανονικά και λειτουργικά µάτια, που δεν εί-

ναι δηλαδή µονόφθαλµος, τυφλός κ.λ.π. Η ανάγκη ύπαρξης τέτοιας λέξης

που δηλώνει το αυτονόητο και έναν κοινόν τόπο, γεννά απορίες που επιβε-

βαιώνονται από την εξαιρετικά περιορισµένη χρήση της. Ωστόσο (και χάρη)

στην ιδιαιτερότητα της αυτή ακριβώς, την καταχωρούµε.

∆ισκουάδικο, το: το φαινόµενο αδικίας που παρατηρείται σχετικά µε τις

πωλήσεις δίσκων (εννοείται CD στην εποχή µας) µουσικών καλλιτεχνών,

τραγουδιστών, συγκροτηµάτων κ.λ.π. Π.χ. «∆ε µπορώ να το χωνέψω ρε

παιδιά, οι “Athens night ensemble quintet orchestra” νά ‘χουν πουλήσει µό-

νο 3.000 αντίτυπα του αριστουργηµατικού τελευταίου τους CD και η Σούλα

Φοραδούλα, που δε µπορεί να τραγουδήσει ούτε το “φεγγαράκι µου λα-

µπρό”, αλλά κυκλοφορεί µονίµως µε τον κώλο έξω όλο, να καµαρώνει το

CD της, δυο φορές πλατινένιο».

Page 19: Πλαθολόγιο

γράµµα Έψιλον

Ειρηνίκος, ο: πλάσµα σε σύγχυση ως προς το φύλο και τις σεξουαλικές του

προτιµήσεις, αµφισεξουαλικό, ανδρόγυνο ή αντρογυναίκα, παρενδυτικό,

τρανσεξουαλικό κ.λ.π. Π.χ. «- Πάει, το αποφάσισα οριστικά!», «- Άντε, ε-

πέλεξες; Ποιό απ’ τα δύο; Ειρήνη ή Νίκος;», «- Οριστικά και για πάντα: και

τα δύο! Θα είµαι ο παντοτινός σας Ειρηνίκος (ή η παντοτινή σας αν προτι-

µάτε)!», «- Α, Ο.Κ. τώρα είναι ξεκάθαρα τα πράγµατα!», (γέλια από όλους).

Εκλεπτευτελισµένος, ο: ο ισχυριζόµενος και κατά φαντασίαν έχων τρόπους

λεπτούς, ενώ µόνον έτσι δεν είναι. Π.χ. «- Κοίτα ρε µαλάκα τον κύριο

Κλεόβουλο. 5 – 5 τους τρώει τους κεφτέδες. Και µας το παίζει και µυλόρ-

δος, ο εκλεπτευτελισµένος.», « - Ο ξεφτίλας δε λες καλύτερα. Ουστ ρε!».

Εµπνευσόχη, η: πάθηση – κατάρα των δηµιουργών, παροδική ή και χρόνια

σε βαριές περιπτώσεις, τους στερεί µια από τις βασικές παραµέτρους της

δουλειάς τους – την έµπνευση. Π.χ. «Ο καηµένος ο Αµεδαίος ο Μοδιλιάνης

βρίσκεται σε µαύρη απελπισία. Τρίτο µήνα που βασανίζεται από µία άνευ

προηγουµένου εµπνευσόχη. Ούτε πινελιά δεν έχει βάλει στον καµβά. Μόνο

κάτι σκίτσα κάνει που µετά τα απορρίπτει και τα σκίζει και τα πετάει στη

φωτιά».

Εργαζόµουνα, η: λέξις χυδαίας φαλλοκρατικής αργκώ (εργαζόµουνα = η

πόρνη). Π.χ. «Ποιά, η Πόπη; Μεγάλη... (λήµµα)! Μη βλέπεις τώρα που την

έχουν πάρει τα χρόνια. Και πού ’σαι; Με πελατεία εκλεκτή, µέχρι και υ-

πουργούς είχε…» κ.λ.π.

Εσπεριβοοειδή: τα ζώα όπως µοσχάρια, αγελάδες, ταύροι, βουβάλια κ.λ.π.

βοοειδή, που γεννιούνται και εκτρέφονται στις χώρες της ∆υτικής Ευρώπης

(στην Εσπερία). Π.χ. «- Έχουµε κι ωραίο βουτυράκι από εσπεριβοοειδή!»,

«- Α, ευχαριστώ, µα….. χάθηκε το ντόπιο; Πρόβειο Κερκύρας ας πούµε; Να

υποστηρίζουµε και τα προϊόντα του τόπου, δε συµφωνείτε;».

Page 20: Πλαθολόγιο

γράµµα Ζήτα

Ζαραπούστρα, η: πολύ µοχθηρή λέξη. Αναφέρεται σε ηλικιωµένο οµοφυ-

λόφιλο, τσακισµένο από τα χρόνια, σκεβρωµένο, µε το πρόσωπο ρυτίδες

αµέτρητες σκαµµένο. Εν τούτοις, το χούι χούι. Προσπαθεί συστηµατικά να

«ψαρέψει» εφήµερους συντρόφους σε διάφορες πιάτσες και τις πιο πολλές

φορές εισπράττει τη χλεύη, τις κοροϊδίες, ειρωνίες, βρισιές κ.λ.π. – τέλος

δεν έχει ο κατάλογος και – αλίµονο – όρια δεν έχει η σκληρότητα του αν-

θρώπου.

Ζωµονογιασένα: θλιβερή νερόσουπα – άγευστο ζουµί, για όσους εξ ανά-

γκης τελούν υπό αυστηρότατη δίαιτα, ασθενείς σε µετεγχειρητική φάση

κ.λ.π. Π.χ. «- Γιατρέ µου, γιατρέ µου σε παρακαλώ, πεινάω, πεινάω πολύ!

∆εν πέθανα από την αρώστεια, θα πεθάνω από ασιτία τελικά.», «- Ηρεµή-

στε, ηρεµήστε. Θα δώσω εντολή να σας φέρουν φαγητό σήµερα.», «- Αλή-

θεια γιατρέ µου; Και τί καλό θα φάω; Σλουρπ! Σλουρπ!», «- Ειδικά σήµερα:

ζωµονογιασένα.», «- Στα µούτρα σου ρε!», «- Πώς είπατε;», «- Όχι, λέω….

ευχαριστώ, µα……… µήπως µου πέσει βαρύ;», «- Να λείπουν οι ειρωνί-

ες!», «- Μάλιστα, καλή µου όρεξη!».

Page 21: Πλαθολόγιο

γράµµα Ήτα

Ηδονκιχώτης, ο: ο άνθρωπος που αναζητεί την ηδονή (πάσης φύσεως) σε

θεωρητικές καταστάσεις και φανταστικές περιστάσεις, καθ’ ότι πιστεύει ότι

στο µάταιο τούτο κόσµο οι ηδονές δεν είναι υψηλού επιπέδου και εν πάσει

περιπτώσει αυτόν δεν τον ικανοποιούν. Π.χ. «Ο καηµένος, ο µακαρίτης, ο

Χ. Σ’ όλη του τη ζωή υπήρξε ηδονκιχώτης. Αναρωτιέµαι αν ποτέ ευχαρι-

στήθηκε κάτι έστω και λίγο».

Ηπιωµένος, ο: ο άνθρωπος που έχει τραβήξει τα ποτηράκια του και - χωρίς

εν τούτοις να έχει µεθύσει – έχει αποκτήσει διάθεση… χαρµόσυνη και

πνεύµα… σπιρτόζικο. Π.χ.(τραγουδιστά):

«Ηπιωµένος θά ‘ρθω πάλι

στην παλιά τη γειτονιά

να σου ψάλλω µαδριγάλι

κούκλα και οµορφονιά

τραλα λαλα λαλα λαλα

τραλα λαλα λαλα λαλα»

γράµµα Θήτα

βλ. λήµµα «Εµπνευσόχη»

Page 22: Πλαθολόγιο

γράµµα Ιώτα

Ιησούδας, ο: ο άνθρωπος που καταφέρνει να πείθει πάντα τους άλλους για

τις αγαθές του προθέσεις αλλά και για τις σχεδόν υπεράνθρωπες δυνατότη-

τες του, µε αποτέλεσµα πολλοί να τον θεωρούν κάτι σαν Μεσσία, που όµως

σχεδόν πάντα τους προδίδει και τους απογοητεύει οικτρά. Π.χ.

«Προδότη, κερατά Ιησούδα,

σε πίστεψα µα µού ΄δωσες

ελπίδα πού ‘ταν φρούδα»

Βλ. και λήµµα «Φρουδέµπορος».

Ικανωπηλάτης, ο: ο πολύ ικανός κωπηλάτης κανώ (όχι λέµβου) που δια-

κρίνεται για εξαιρετικές επιδόσεις, νικηφόρα αποτελέσµατα και συνεχείς δι-

ακρίσεις. Λέξη σύνθετη, δύο επιπέδων (µα δεν είναι υπέροχο πράγµα η

γλώσσα;). Π.χ. «Ο Ιωακείµ Βυθοβεζύρης είναι ο διαπρεπέστερος Έλληνας

ικανωπηλάτης, αυτή τη στιγµή, και µεγάλη ελπίδα της εθνικής οµάδος, ακό-

µα και για το χρυσό µετάλλιο».

Ιµιτούµπα, η: σύνθετη λέξη από την αγγλική «imitation» (µίµηση, αποµί-

µηση κ.λ.π.) και την ελληνική «τούµπανο», όπερ επί των ηµερών µας: ποιο-

τικό, δυναµικό, σφύζον. Χρησιµοποιείται για καλλιτεχνικά δηµιουργήµατα

που είναι µεν σαφέστατα επηρεασµένα σε βαθµό αντιγραφής από άλλα διά-

σηµα, π.χ. της αλλοδαπής, πλην όµως τίµια και αξιοπρεπή σε βαθµό που

αποκτούν δική τους αξία και αίγλη. Π.χ. «Ρε συ, πριν από το ξένο συγκρό-

τηµα στη συναυλία, ανέβηκαν support οι ΧΧΧ από την Πάτρα και παίξανε

κάτι φοβερές ιµιτούµπες που βαρούσαν».

Ιπποδούρειος/-α) – ιπποδουρείως: επίθετο και επίρρηµα που δηλώνουν

τρόπο επίτευξης στόχου, νίκης επί του εχθρού, υπερκέρασης αντιπάλου

κ.λ.π., τρόπου βεβαίως σύµφωνου µε τις, γνωστές επί του θέµατος, διδαχές

των πολυµήχανων ηµών προγόνων. Π.χ.: «Ε, όχι και µπαµπέσης ο Μπά-

µπης, διαφωνώ! Εγώ θα τον έλεγα, απλώς ιπποδούρειο».

Page 23: Πλαθολόγιο

γράµµα Κάπα

Καιροχαλίζω: κοιµάµαι βαριά και πολύ περισσότερο από το σύνηθες όταν

ο καιρός το ευνοεί (µουντός, συννεφιασµένος, βροχερός κ.λ.π.). Π.χ.:

(Ντρρρρννννν!), «- Μµµµ;», «- Έλα ρε!», «- Μµµµ.», «Τί µου ρε; Καληµέ-

ρα!», «- Μµµµ.», «- Κοιµάσαι ρε ζώον;», «- Μµµµ.», «- Μα είναι 11 η ώ-

ρα!», «- Μµµµ.», «- Κατάλαβα, ξύπνησες, είδες τον καιρό έτσι, γύρισες

πλευρό και άρχισες να καιροχαλίζεις…», «- Μµµµ.», «- Καλά, άµα ποτέ

σηκωθείς πάρε µε, Ο.Κ.;», «- Μµµµ.», (Χρρρρρρχρρρρ!).

Κακούδια, τα: σε τούτη γης που την πατούµε και τούτον τον παλιόκοσµο,

εκτός από τις δυνάµεις του καλού, υπάρχουνε και οι δυνάµεις του κακού

που µάλιστα µερικές φορές υπερισχύουν. Κατά συνέπεια, εκτός από τα κα-

λούδια, υπάρχουνε και τα κακούδια. Π.χ. «- Να προσέχετε εγγονάκια µου,

Ματούλα και Άγγελε, να προσέχετε γιατί εδώ στην Αθήνα γίνονται κακού-

δια πολλά. Εντάξει;», «- Εντάξει γιαγιά Ματώ».

Ευχαριστώ γιαγιά Ματώ για τη λέξη και µάνα που την κράτησες

Καληµεροβδοµάδα, η: ευχή που δίνουµε τα πρωινά της ∆ευτέρας. Π.χ. (τη-

λεφώνηµα) «- Ναι;», «- Κααααααληµεροβδοµάαδα!», «- Ουστ! από δω. Ρε,

δε σού’ χω πει εκατό φορές ότι δε θέλω να µου το λες αυτό; Να παίρνεις

µόνο για Καλησπεροσαββατοκύριακο, αργά τις Παρασκευές. ∆ε γουστάρω

ρε, πώς το λένε; “I don’t like Mondays”. Στο διάλο!».

Καραµπινές, ο: παλαιότερα στην επαρχία, λόγου χάριν πριν ενάµιση αιώνα

στην Άπω ∆ύση, στην Αµερική (Φαρ Ουέστ), ή πριν ένα αιώνα στην Ελλά-

δα, η παρανοµία κυριαρχούσε. Λήσταρχοι και κακοποιοί δρούσαν σχεδόν

ανεξέλεγκτα ή σε συνεχή κλεφτοπόλεµο µε τους εκπροσώπους του νόµου.

Επίσης την περίοδο αυτή, οι φυσικές ανάγκες ανακούφισης των ανθρώπων

ικανοποιούντο, αν όχι στην ύπαιθρο, σε πρόχειρες κατασκευές έξω από το

σπίτι. Κάτι παραπήγµατα δηλαδή µε ένα κάθισµα µε τρύπα που οδηγούσε

σε ένα µεγάλο όρυγµα σκαµµένο από κάτω. Επίσης, σ΄ένα καρφί στο τοι-

χείο ήταν στερεωµένα κοµµάτια χαρτί, κοµµένα από εφηµερίδες, βιβλία(!)

κ.λ.π. Ακόµα υπήρχε ένα βαρέλι µε νερό κι ένα κανάτι για να ρίχνουνε στην

Page 24: Πλαθολόγιο

τρύπα. Το µέρος αυτό, γενικά λεγόταν καµπινές. Όµως – λόγω των επικίν-

δυνων συνθηκών που επικρατούσαν – οι άνθρωποι πήγαιναν στον καµπινέ

οπλισµένοι µε την καραµπίνα τους, ή άφηναν µόνιµα µια καραµπίνα (και

σφαίρες) µέσα. Γι αυτό και το αποχωρητήριο της εποχής ονοµαζόταν συχνά

«καραµπινές». Π.χ. «- Αλτ! Τις ει ωρέ;», «- Φίλοι! Φίλοι είµαστε. Ο Μήτρος

κι η παρέα του.», «- Και τι χαλεύετε εδώ χάµου;», «- Πού είν’ ο αρχηγός

σας µωρέ; Πού είναι ο Μαυροσκυλονικολός;», «- Στον καραµπινέ είναι. Κι

άµα µπαίνει εκεί, κάθεται µε τις ώρες. Μην πλησιάσεις γιατί µπορεί και να

στην ανάψει. Να του µηνύσω κάτι;», «- Ανηφορίζει ο ενωµατάρχης µε 20

χωροφυλάκους να του πεις. Το νου σας!».

Καταρακόµελο, το: η κρητική τσικουδιά µαζί µε µέλι και µπαχαρικά ονο-

µάζεται ρακόµελο και στην Κρήτη χρησιµοποιείται ως θεραπευτικό (για το

κρύωµα κ.λ.π.). Τα τελευταία χρόνια έγινε της µόδας (στην Αθήνα τουλάχι-

στον). Κάτι η µόδα, κάτι που είναι γλυκόπιοτο, καταναλώνεται κυρίως από

νεαρές και νεαρούς που ως γνωστόν πίνουν άτσαλα. Οι επιπτώσεις φαίνο-

νται µε τον άσχηµο – δυστυχώς – τρόπο, την επόµενη µέρα µε φρικτά χαν-

γκόβερ και τότε πια, καταρρακωµένοι οι ενθουσιώδεις πότες της βραδιάς,

αρχίζουν τις υποσχέσεις να µην το ξαναβάλουν στο στόµα τους. Π.χ.

«Ααααααααχχχχ! το κεφαλάκι µου! Άµα ξαναπιώ καταρακόµελα να µε

φτύσεις. Καµµιά µπύρα και πολύ είναι. Ωωωωχχχχ!».

Κατικέα, η: οικία εξοπλισµένη και διακοσµηµένη µε προϊόντα της γνωστής

πολυεθνικής εταιρίας ΙΚΕΑ. Η πρακτική αυτή έχει πολλά θετικά: ποικιλία,

καλόγουστη αισθητική - κατά γενική οµολογία -, αξιοπρεπή ποιότητα και

βέβαια, πολύ χαµηλό κόστος. Υπάρχει όµως και ένα αρνητικό: η (πολύ σο-

βαρή) πιθανότητα να επισκεφθείς ένα σπίτι που πολλά του στοιχεία να είναι

ολόιδια µε του δικού σου σπιτιού. Π.χ. «Χαιρόµουν τόσο πολύ µε την και-

νούρια µας κατικέα και ήµουν τόσο περήφανη που τα κάναµε όλα τόσο ω-

ραία και τόσο οικονοµικά. Βέβαια η χαρά µου µετριάστηκε όταν πήγα στο

σπίτι της Ρούλας. Είχε το ίδιο χαλί µε το δικό µας. Και µετά στο σπίτι της

Κούλας. Είχε την ίδια κουζίνα. Κι ύστερα στο σπίτι της Τούλας. Το ίδιο

κρεβάτι και παπλωµατοθήκες. Κ.ο.κ.».

Κοκαλινοµανής, ο/η: άτοµο αθεράπευτα εθισµένο στην κατανάλωση του

δηµοφιλούς αναψυκτικού που µάλιστα, από τότε που διατίθεται και σε ολι-

γοθερµική εκδοχή, µπορεί να καταναλώνεται και χωρίς ενοχές για την πα-

Page 25: Πλαθολόγιο

χυσαρκία που προκαλεί το κανονικό. Τώρα, τί άλλο προκαλεί…. άστο, µην

το ψάχνεις. Π.χ. «- Ρε Φανούρη σταµάτα πια, θα σε πειράξει πια τόσο που

πίνεις», «- ∆ε µπορώ ρε παιδιά, εύκολο το’ χετε; - αφού το ξέρετε ότι είµαι

κοκαλινοµανής. Αααααχ! Βρε πουτάνα κόκα κόλα, εσύ τά ‘χεις κάνει όλα!».

Κορακαλµπίνος, ο: η επίσηµη ονοµασία του ασπροκόρακα, του πλάσµατος

που περίτρανα αποδεικνύει ότι οι αντιφάσεις δεν είναι µόνο δηµιουργήµατα

του ανθρώπου αλλά απαντώνται και στη φύση, ως δηµιουργήµατα της χά-

ρης Του. Η επιστηµονική ονοµασία είναι Corvus Albinus Corax

Contradictous και ανακαλύφθηκε τον 18ο αιώνα από την επιφανή βιολόγο

∆ρ. Φανή Πασιφανή. Π.χ. «Ααααααα! θα µε σκάσεις εσύ! Μία έτσι µου τα

λες, µια αλλιώς. Για πάρε µια θέση επιτέλους. Κορακαλµπίνε, ε κορακαλ-

µπίνε!».

Κουκορνίθι, το: το κοτερικό που συνηθίζει να κακαρίζει ή να λαλεί στις

µισές ή στρογγυλές ώρες ακριβώς, σαν το ρολόι της εκκλησίας ή το παλιό

ρολόι του κούκου. Στην αρχή είναι αξιοπερίεργο και διασκεδαστικό, σύντο-

µα όµως γίνεται εκνευριστικό και στο τέλος ανυπόφορο. Π.χ. «- Βρε παιδιά,

κάτι δεν πάει καλά. Πολύ ησυχία έχετε. Μα ναι! Βρε σεις, τί το κάνατε το

κουκορνίθι σας;». «- Σούπα!».

Κουρεµπέ, τα: τα βελάσµατα των αµνών (στην αρχή ενοχληµένα αλλά µετά

γεµάτα ανακούφιση) όταν, στις αρχές του καλοκαιριού, τα κουρεύουν για να

τα απαλλάξουν από το πυκνό µαλλί τους ώστε να βγάλουν τους ζεστούς µή-

νες που έρχονται. Η διαδικασία λέγεται κουρά και γίνεται µε τη συµµετοχή

συναδέλφων, συγγενών, φίλων και γνωστών. Συχνά δε σε διάφορα µέρη της

Ελλάδος και ειδικά στην Κρήτη, παίρνει χαρακτήρα γιορτής µε τραπεζώµα-

τα, τραγούδια και χορό. Π.χ. «Θά ΄ρθεις αύριο στην κουρά που κάνει ο Μα-

νώλης, ο ξάδερφός µου; Θα περάσουµε ωραία. Θά ‘χει τσικουδιά, κρασί και

µεζέδες. Θά ‘ρθει κι ο Μανούσος µε το λαούτο του κι ο Σηφογιώργης µε τη

λύρα. Θα πιούµε, θα φάµε και θα πιάσουµε και το τραγούδι. Και θα µας σι-

γοντάρουνε τα’ αρνάκια µε τα χαρούµενα τους κουρεµπέ».

Κροτόδειλος, ο: αυτός που φοβάται κάθε είδους κρότο όπως εξατµίσεις µο-

τοσακό, φελλό σαµπάνιας που βγαίνει, βαρύ βιβλίο που πέφτει στο πάτωµα,

κροτίδες το Πάσχα και βέβαια (εννοείται) εκπυρσοκροτήσεις όπλων κ.λ.π.

Page 26: Πλαθολόγιο

Π.χ. «Ρε γαµώτο, σε µένα – τον µεγαλύτερο κροτόδειλο, έτυχε στη Αεροπο-

ρία που υπηρέτησα, όλο µε τα όπλα να ανακατεύοµαι. Το αποκορύφωµα

ήταν όταν µας πήγανε για βολές µε τα αντιαεροπορικά. Πώς δεν έµεινα στον

τόπο;……».

γράµµα Λάµδα

Λαβοδίνο, το: το «δούναι & λαβείν». Καίτοι πιο εύηχη, η λέξη δε χρησιµο-

ποιείται παρά σπανίως – έχει επικρατήσει το «πάρε δώσε». Π.χ. «Το λαβο-

δίνο µεγάλε, αυτό κινεί τα πάντα, Σε όλον τον κόσµο. Απ’ τη Μελβούρνη

ως το Λονδίνο. Το λαβοδίνο. Το λαβοδίνο».

Λατροκερικός: ο τύπος του ανθρώπου που αγαπά να ανάβει συνεχώς πολλά

κεριά. Π.χ. «Η µαµά µου είναι πολύ λατροκερικός τύπος», είπε η µικρή –

τότε – Άννα, όταν διάβασε ή άκουσε να της διαβάζουν το πλαθολόγιο του

Λύο και έκανε την πρώτη δική της πλαθολογική προσπάθεια.

Ευχαριστώ Άννα για τη λέξη

Λογωτέχνης, ο/η: άνθρωπος (άνδρας ή γυναίκα) υπερφίαλος και φαντασµέ-

νος που βαυκαλίζεται ότι είναι καλλιτέχνης (συγγραφέας, ποιητής, µουσι-

κός, ηθοποιός, σκηνοθέτης κ.λ.π.) ολκής, ενώ δεν είναι τίποτα ή όντως είναι

αλλά ανθυποελάσσονος σηµασίας, κοµπάζει και ακκίζεται και συµπεριφέρε-

ται περιφρονητικά και απαξιωτικά προς όλους τους άλλους "κοινούς" θνη-

τούς, κοινώς "ψωνάρα". Π.χ.: «- Ρε συ, τί ζόρι τραβάει αυτή και φέρεται έ-

τσι;», «- Καλά, δεν τό 'ξερες;», «- Όχι, τι;», «- Λογωτέχνης!», «- Αµ, πες

µου έτσι ντε!».

Λωλογική, η: ένας «παράλληλος» κόσµος λογικής, ένα «παράλογα λογικό»

οικοδόµηµα ατόµου µε αποκλίνουσα πνευµατική κατάσταση και ισορροπία,

Page 27: Πλαθολόγιο

που ωστόσο φανερά διέπεται από κάποιους ιδιόµορφους, δικούς του, εσω-

τερικούς κανόνες που καταδεικνύουν µία ολωσδιόλου «ιδιαίτερη» συγκρό-

τηση. Π.χ. «Ο καθηγητής ∆ρ Νυχτοµπαρµπέρης, διαπρέψας επί δύο σχεδόν

δεκαετίες, στο επιστηµονικό πεδίο της Εσωενδοπυρηνικής Μοριοµικροφυ-

σιοβιολογίας, δηµοσίευσε προ µηνών µία εξωφρενική πραγµατεία στην ο-

ποία διατύπωσε µια θεωρία πέρα από τα όρια κάθε λογικής επιστηµονικής

προσέγγισης, που ετιτλοφορείτο “Ήταν ο θεός βάτραχος; Μια λωλογική ερ-

µηνεία, βασιζόµενη στη σχετιζόµενη αλληγορία του Αριστοφάνους”. Σύµ-

φωνα µε καθ’ όλα αξιόπιστες δηµοσιογραφικές πηγές, ο ∆ρ Νυχτοµπαρµπέ-

ρης διατελεί έκτοτε τρόφιµος του Βρωµοκαΐκειου* Ιδρύµατος ψυχικών νο-

σηµάτων, ένθα και όπου συνεχίζει την έρευνα του και προσπαθεί να ολο-

κληρώσει τη συγκρότηση της θεωρίας του».

* Ευχαριστώ Τρύφωνα για τη λέξη

Page 28: Πλαθολόγιο

γράµµα Μι

Μαστοριάζω: ρήµα ένστασης και διαµαρτυρίας που χρησιµοποιούµε όταν

µας κατηγορούν - άδικα - ότι δεν εφαρµόζουµε τα µέτρα αντιµετώπισης του

καύσωνα (π.χ. να κλείνουµε τις ζεστές ώρες της ηµέρας τα στόρια ή τις

κουρτίνες, τα πατζούρια κ.λ.π.). Π.χ. «- Αµάν! Φούρνος είναι εδώ µέσα!

Καλέ, δεν έκανες αυτά που είπαµε;». «- Μαστόριασα! Πώς δεν έκανα; Πάλι

εγώ φταίω; Ή που έξω έχει 43 βαθµούς; Αµάν πια! Εγώ φεύγω.» «- Μπα,

και πού πάει ο κύριος; Να πιεί µπύρες µε τους προκοµµένους τους φίλους

του, να δροσισθεί µήπως;» «- Ακριβώς! Άντε γεια!».

Μεγαθύµα, το: ο εξαιρετικά εύπιστος άνθρωπος που όλοι τον πιάνουν κο-

ρόιδο, ωστόσο δεν χάνει το χιούµορ και την ψυχραιµία του και παραµένει

µεγάθυµος και αβρός Π.χ. «Πάλι την πάτησε ο Κίτσος. Τον γελάσανε κάτι

επιτήδειοι και του φάγανε λεφτά. Ρε παιδί µου, απ’ τη µια τον λυπάµαι αυ-

τόν τον άνθρωπο που είναι τόσο µεγαθύµα, απ’ την άλλη τον χαίροµαι που

δε χαλάει τη ζαχαρένια του µε τίποτα».

Μεθερώτεια, τα: όσα ακολουθούν τη συνουσία µεταξύ του ζευγαριού: τα

τσιγάρα (ή το ένα κοινό τσιγάρο) που ανάβουν και καπνίζονται, οι – συχνά

κάπως γελοίοι – διάλογοι: «- Σου άρεσε;», «- Πολύ, εσένα;», «- Μ’ αγα-

πάς;», «- Πολύ, εσύ;», η θλίψη που σε πιάνει καµµιά φορά (βλ. και Λατιν.

“Post coitum omne animal triste est”). Π.χ. (σε αντροπαρέα): «- Ρε παίδες,

ωραία δε θα ’ταν να υπήρχε µόνο το σεξ χωρίς τα µεθερώτεια και µετά να

την πέφταµε κατευθείαν για ύπνο;», «- Ναι ρε µεγάλε, σωστός – έτσι έπρε-

πε!».

Μικρογουεβέτσι, το: το έτοιµο κατεψυγµένο φαγητό, που ζεσταίνεται 2

λεπτά στο φούρνο µικροκυµάτων και τρώγεται αµέσως. Π.χ.: «- Α ρε καη-

µένε πού κατάντησες να τρως µικρογουεβέτσια! Αααααχ! Πού’ σαι ρε µάνα

µε το γιουβετσάκι σου!».

Page 29: Πλαθολόγιο

Μισθόδουλος, ο/η: ο επί σειράν ετών ασκών αλλ' ουχί αγαπών έµµισθο

επάγγελµα µε αποτέλεσµα να έχει σε σηµαντικό βαθµό αδρανοποιηθεί για

να αντέξει την καθηµερινή, µηχανική, άσκοπη ανάλωση ψυχικών και σωµα-

τικών πόρων αλλά και του Χρόνου του µε αντίτιµο τον σταθερό (και συχνά

ούτε καν αξιόλογο) Μισθό, που χρειάζεται καθώς έχει πια απωλέσει τη φα-

ντασία και το κουράγιο να βρει άλλο τρόπο να βιοπορίζεται. Και είναι αυτό

ένα είδος δουλείας. Π.χ. «Τα 10 πρώτα χρόνια στην εταιρία (ή υπηρεσία, ή

µαγαζί, ή ...) όλο έλεγε ότι αυτό ήταν προσωρινό κι ότι όλα θα άλλαζαν σύ-

ντοµα. Τώρα έχει συµβιβασθεί. Πού να τρέχουµε; Είναι κι ο σταθερός µι-

σθός. Μεγάλο πράγµα!».

Μουσουλνάνος, ο: ο εξαιρετικά βραχύσωµος άνθρωπος, πιστός του Ισλάµ.

Π.χ. « Είναι εξέχουσα προσωπικότητα της µουσουλµανικής κοινότητας της

χώρας, ο Κος Αµπντουλλάχ Μπιν Αµπντούλ Μουταλίφ Χουακατακίλ *, µη

σε ξεγελάει η εµφάνιση του – είναι µουσουλνάνος!».

* Ευχαριστώ Γιάννη για το όνοµα

Μπαροκάς, ο: συνθέτης, εκτελεστής ή ακροατής/φίλος/λάτρης κ.λ.π. της

µουσικής µπαρόκ (κατ΄αναλογίαν µε τον αντίστοιχον της ροκ). Π.χ. « ∆ε

λέω, είναι κάπως ψυχοπλακωτικός ο Ντόουλαντ, αλλά φίλε...... µεγάλος

µπαροκάς!!».

Σηµ. John Dowland (1563 – 1626) - Άγγλος συνθέτης, τραγουδιστής και λαουτίστας.

Μπιχλασθενής, ο/η: απεριποίητος, αξύριστος, άλουστος, αµπανιάριστος,

µετά από µέρες αρρώστιας (γρίππης φερ΄ ειπείν), όσο κι αν τον συµπονά

κανείς, δε µπορεί να παραγνωρίζει το πόσο πολύ…… µυρίζει!

Page 30: Πλαθολόγιο

γράµµα Νι

Ντιρλανταντά, η: γυναίκα επαγγελλόµενη την γκουβερνάντα, παιδοκόµο,

βρεφονηπιοκόµο, νηπιαγωγό κ.λ.π., διακρινόµενη για έξη ακαταµάχητη για

τα οινοπνευµατώδη ποτά, αλλά και για την επικίνδυνη έως εγκληµατική συ-

νήθεια να ασκεί (πληµµελώς εννοείται) τα καθήκοντά της υπό την επήρρεια

των. Τυχόν εντοπισµός του φαινοµένου, πρέπει – πιστεύουµε – να προκαλεί

τις δέουσες ενέργειες για την πάταξη του και καταρχάς την καταγγελία του

στις αρχές ή στο αρµόδιο, αντιπροσωπευτικό όργανο της συντεχνίας (στοι-

χεία διαθέσιµα αναλυτικά από το ιστολόγιο µας). Π.χ. «Ρε συ, µιλάµε για

τέρας αυτή η Ν…. ∆ε µας είπε τί δουλειά κάνει όταν συστήθηκε στην παρέ-

α. Αλλά, αφού ήπιε 6 βότκες κι άλλες τόσες γύρες σφηνάκια που παραγγεί-

λαµε στο µπαρ, σηκώθηκε και µας ανακοίνωσε τραυλίζοντας: - Εγώ να φεύ-

γω τώρα, έχω και babysitting βλέπετε! Κι έφυγε παραπατώντας! Αλλά έν-

νοια σου, βρήκα εγώ στοιχεία σε ένα blog, το http://www.badsadstories.

blogspot.com – το ξέρεις; φανταστικό!, και την κάρφωσα αµέσως. Να µάθει

το κτήνος!».

γράµµα Ξι

βλ. λήµµα «Εµπνευσόχη»

Page 31: Πλαθολόγιο

γράµµα Όµικρον

Οπισθεναυχενόχη, η: ασθένεια που προσβάλει τον αυχένα οδηγών σχεδόν

αποκλειστικά γυναικείου φύλλου (αλλά και κάποιων ανδρών προχωρηµένης

ηλικίας) και δεν τους επιτρέπει να στρέψουν προς τα πίσω το κεφάλι όταν

κάνουν όπισθεν, φερ’ ειπείν για να παρκάρουν, παρά κοιτούν από τους κα-

θρέπτες, µε συχνά απροσδόκητα αποτελέσµατα. Π.χ. ΜΠΑΜ! «- Σιγά ρε

κοπέλλα µου, µου το σακάτεψες το αυτοκίνητο! Γύρνα και κανά κεφάλι να

βλέπεις!». «- Εεεεεε….. πώς έγινε αυτό καλέ;…… δεν τό’ θελα κύριε. Συ-

γνώµµη!».

Ορχιδέος, το: η κατάπληξη που προξενούν τα ανδρικά γεννητικά όργανα

και ιδίως οι όρχεις όταν είναι εξαιρετικά ευµεγέθεις. Ο καταπλησσόµενος

είναι φερ’ ειπείν η γυναίκα ερωτική σύντροφος, οι άνδρες στα αποδυτήρια

του γυµναστηρίου ή στο ντους του στρατού, ή οµού γυναίκες και άνδρες σε

παραλία γυµνιστών κ.λ.π. Π.χ. «Η Ματτίνα όταν αντίκρισε για πρώτη φορά

το Λούη γυµνό κυριεύθηκε από ορχιδέος. Αµέσως µετά κυριεύθηκε από

φρενήρη ερωτική επιθυµία και του χίµηξε».

Βλ. και το λήµµα «Ψωλοδεής».

Ουϊσκώδης, ο/η: συλλογισµός, διαπίστωση, θεωρία κ.λ.π. που δύναται να

διατυπωθεί ή επινοηθεί µόνον κατόπιν κατανάλωσης αρκετών ποτηριών ουΐ-

σκυ. Π.χ «- Πω, πω, τί είπες τώρα µεγάλε; Μας κούφανες!», «- Είδες; Χικ!

∆εν είναι… χικ! πολύ ουϊσκώδης η άποψη µου; Χικ!».

Ευχαριστώ κύριε από την Πάτρα, συµπότη µιας βραδιάς πριν από πολλά χρόνια, στο Au

Revoir.

Page 32: Πλαθολόγιο

γράµµα Πι

Παλαιστινιός, ο: ο µικρής ηλικίας αθλητής της πάλης που αγωνίζεται σε

κατηγορίες παίδων, εφήβων ή νέων. Π.χ. «Άκου που σου λέω εγώ, είµαι 40

χρόνια προπονητής. Αυτός ο οµογενής παλαιστινιός, ο Σέργιος ο Βοτκαλή-

πτης, θα φθάσει πολύ ψηλά µια µέρα».

Παµπάλαιωµα, το: ένα πολυκαιρισµένο, ξεθωριασµένο, τριµµένο ρούχο,

τόσο παλιό που ακόµα και τα µπαλώµατα του έχουν τριφτεί και ξεθωριάσει.

Π.χ. «Πού να το φαντασθεί ο οδηγός του τραµ στη Βαρκελώνη, ότι ο αφη-

ρηµένος κύριος, ρακένδυτος µ’ ένα πανωφόρι όλο παµπαλαιώµατα, που

βρέθηκε ξαφνικά µπροστά του, ήταν ο διάσηµος αρχιτέκτονας Αντόνι Γκα-

ουντί. Μπάµ! Τον πάτησε!».

Σηµ.: Antoni Plàcid Guillem Gaudí i Cornet (1852 – 1926)

Πανταλειόνι, το: για τις ουσίες που επηρεάζονται άµεσα από την αύξηση

της θερµοκρασίας και λειώνουν. Π,χ, (διδακτικό τραγουδάκι του νηπιαγω-

γείου):

«Είναι το παγωτόοο;

Ναιαιαιαι!

Είναι το κερίιιιιι;

Ναιαιαιαι!

Είναι το τυρίιιιιιι;

Ναιαιαιαι!

Και είναι και το χιόνι, το πανταλειόνι, το πανταλειόνι,

Τραλαλα λαλα τραλαλα λαλα τραλαλα λαλαλαλα».

Πανταχουπληρών, ο: σύνθετη λέξη, ανάλυση/ερµηνεία: αυτός που πάντα,

αχού! (επιφώνηµα) πληρώνει για τους άλλους, ο εξαιρετικά εύπιστος και

καλοπροαίρετος άνθρωπος που τον πιάνουνε κορόιδο, πληρώνει πάντα και

παντού αυτός το λογαριασµό και είναι µόνιµα µπατίρης. Π.χ. «- Κορίτσια,

θέλετε να βγούµε µε το Ρούλη απόψε;», «- Ωχού µωρέ µε τον ξενέρα!»,

Page 33: Πλαθολόγιο

«- Ξενέρα αλλά πανταχουπληρών κι ας κάνει το δύσκολο. Σ’ έχει πάει κα-

νείς άλλος µωρή στα µέρη που µας πάει ο Ρούλης;».

Παρανάλυση, η: καλό και χρήσιµο να αναλύουµε τα θέµατα, άµα όµως το

παρακάνουµε, η ανάλυση καταντά…. παρανάλυση. Π.χ. «Όχι φίλε µου, ο

Φρόυντ έκανε ανάλυση, συγκεκριµένα ψυχανάλυση, στα µαθηµατικά γίνε-

ται ανάλυση, στη χηµεία γίνεται ανάλυση…. εσύ όµως ρε παπάρα….. εσύ

κάνεις µόνο παρανάλυση και µας έχεις πρήξει!».

Πάραυτα-πάραυτα: φράση που δηλώνει εντολή – προσταγή και σηµαίνει

«πάρτα αυτά αµέσως». Π.χ. σε χασαποταβέρνα που γίνεται «το σώσε» τις

Κυριακές, παρέα εφορµά σε τραπέζι που αδειάζει από κόσµο, µα είναι ακό-

µα γεµάτο µε τα χρησιµοποιηµένα σερβίτσια και τα αποφάγια των προη-

γούµενων. Ο εκτελών χρέη επικεφαλής, λεβέντης κύριος, φωνάζει και επι-

τακτικά καλεί το σερβιτόρο: «- Εεεεε γκαρσόν έλα εδώ». Του δείχνει το

τραπέζι. «- Πάραυτα πάραυτα και στρώσε µας, φέρε σερβίτσα και ποτήρια

και πες µας τί δίνετε σείς εδώ. Α, και δυο µπύρες παγωµένες. Σβέλτα, ε;».

Σηµείωση: Ευχαριστούµε τον Κύριο Γουµού Υµέλ, Γάλλο υπήκοο από τις

αποικίες, µόνιµο κάτοικο Μοντµάρτης Παρισίων, φιλέλληνα και ελληνοµα-

θή, που εµπνεύσθηκε το λήµµα πριν λίγο καιρό, σε ένα καφέ του Συντάγµα-

τος όπου παίρναµε το απογευµατινό απεριτίφ µας, και το επαναλάµβανε γε-

λώντας µέχρι το βράδυ µε το χαρακτηριστικό ψεύδισµα της προσφοράς του:

«Πάγαυτα πάγαυτα! Ωγαίο, ε;». Merci monsieur.

Ευχαριστώ Γιάννη για τη λέξη

Παρκόµουτρο, το: χαρακτηρισµός ατόµου αργόσχολου, θαµώνα µονίµου

πάρκων και αλσυλλίων, που συχνά κινεί υποψίες και για πιθανή παραβατική

συµπεριφορά όπως µικροκλοπές, επίδοση σε ηδονοβλεψία, επιδειξιοµανία

κ.ά. Π.χ. (αγανακτισµένη σύζυγος): «- Ε, όχι να µου καλέσεις και τον Β. στο

σπίτι χρονιάρα µέρα και θά ‘χουµε και τόσους καλεσµένους! Αµ καηµένε,

αυτός είναι παρκόµουτρο απ’ τα λίγα. Βουΐζει η γειτονιά. Τί πάει να πει δεν

τό ‘ξερες;!;! Αχ! Καλέ που ζεις εσύ; Κι εγώ πού σε βρήκα; Αχ!.....»

Πασσατέµπο, το: οµόηχη αλλά διαφορετικού γένους η λέξη, δεν αφορά το

δηµοφιλή ξηρό καρπό «για να περνά η ώρα – ιταλ. Passatempo» αλλά µου-

Page 34: Πλαθολόγιο

σικό ρυθµικό µέτρο (τέµπο), αργό και νωχελικό, που ταιριάζει και θα άρεσε

σε πασσά ανατολίτη. Π.χ. - «Ρε συ, τελικά η Μ. δεν τά ‘κανε τσάµπα τα µα-

θήµατα χορού της κοιλιάς. Μας έκανε µια επίδειξη προχτές, ξεκίνησε µε ένα

πασσατέµπο αλλά µετά επιτάχυνε και στο τέλος αφηνίασε και ήταν άψογη.

Πσσστ! και πού ‘σαι; Είναι και κορµάρα, ε;».

Παστελεοσφόρος, ο/η: αυτός (ή αυτή) που φέρνει τα τελευταία γλυκά σε

κάποιον που µόλις του τα απαγόρευσαν αυστηρότατα για λόγους υγείας, λ.χ.

λόγω παχυσαρκίας, σακχαροδιαβήτη κ.λ.π. Άλλοι λεν ότι αυτό είναι πράξη

καλή, άλλοι κακή, εξ ού και η διττή ερµηνεία της λέξης. Π.χ. «Παστελεο-

σφόρε µου, χίλια χρόνια να ζήσεις! – για να δω τι µού ‘φερες… πωπωπώ,

νουγκατίνες, σοκολατίνες, τάρτες, µιλφέιγ και πολλά παστέλια µελωµένα.

Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Σλουρπ! Σλουρπ!».

Πατζουρόφυλλα: τα πατζούρια, όπως και τα παράθυρα, έχουν φύλλα – τα

πατζουρόφυλλα, µόνο που συχνά γίνεται σύγχυση µε τα φύλλα του γνωστού

και σχεδόν οµόηχου λαχανικού. Π.χ. «- Βρε τι έφαγα χθες, βρε τι έφαγα;…..

Α, ναι! Πατζαρόφυλλα!». «- Τί; Χα! Χα! Πού; Στο κεφάλι;». «- Ορίστε;».

«- Εεεεε… Ωπ! Τώρα κατάλαβα: πατζαρόφυλλα! Στην αρχή άκουσα πα-

τζουρόφυλλα!».

Πατροπαραδόπιστος: ο φιλάργυρος, προσκυνητής του Μαµµωνά άνθρω-

πος, που κληρονόµησε το χούι από τον όµοιο πατέρα του. Π.χ. «Αχ, ρε παιδί

µου, αυτή η Ρεβέκκα: όµορφη, κοµψή, καλλιεργηµένη, νοικοκυρά – να µην

ήτανε πατροπαραδόπιστη σαν το γέρο τσιγγούναρο τον πατέρα της!».

Πεζοβρώµια, τα: τα πεζοδρόµια των µεγάλων ελληνικών πόλεων (της Αθή-

νας τουλάχιστον), γεµάτα τσίχλες πεταµένες, πατηµένες, κολληµένες και

µαυρισµένες, γόπες και αποτσίγαρα, σκουπίδια διάφορα, αµέτρητα περιττώ-

µατα σκύλων και άλλα…. Πφφφφφ! Αηδία!!!!

Πειράγχας-α, ο/η: άνθρωπος (άνδρας ή γυναίκα) κάποιας ηλικίας (έστω

από σαράντα και άνω) µε κάποια δεδοµένη συγκεντρωµένη πείρα ζωής αλ-

Page 35: Πλαθολόγιο

λά και εξαιρετικά αγχώδης ως ιδιοσυγκρασία και απαισιόδοξος. ∆ιαβλέπει

σε διάφορες καταστάσεις ενδείξεις που θα µπορούσαν να σηµάνουν δυσά-

ρεστη εξέλιξη, βεβαιώνεται αφ' εαυτού για το άσχηµο ενδεχόµενο και αγχώ-

νεται υπερβολικά. Στην πράξη πολύ συχνά (σχεδόν πάντα) τα πράγµατα ε-

ξελίσσονται οµαλά οπότε τσάµπα το άγχος (πολλοί νεότεροι - και άπειροι -

ούτε που παίρνουν χαµπάρι τις "ενδείξεις" και περνάνε όλο το πράγµα στο

"ντούκου" και βγαίνουν στο τέλος και σωστοί!). Π.χ. «- Τί έγινε Μανωλάκη,

πώς πάει;», «- Τί να γίνει, άγχος - Πολύ άγχος!», «- Γιατί έτσι πάλι, βρε

παιδί µου;», «- Τι γιατί; ∆εν τά 'µαθες; Ψιθυρίζεται ότι ετοιµάζεται νοµο-

σχέδιο για απαλλοτριώσεις στην.... (περιοχή), εκεί που έχω κληρονοµήσει

κάτι ακίνητα. Ώρα είναι νά 'χουµε τα ίδια µε την.... (άλλη περιοχή) πριν δέ-

κα χρόνια. Αυτό µόνο µου έλειπε! Αυτό ΜΟΝΟ µου έλειπε!».

Πιθανοστός (- ικός): αντιστρόφως µε: βλ. λήµµα Απιθανοστός (-ικός)

Πιρουεττής, ο: ο αδίστακτος, αιµοσταγής πειρατής που ωστόσο µέσα του

κρύβει µια πλευρά πολύ…… θηλυκή. Τα βράδια που µετά το κούρσεµα, οι

σύντροφοι γλεντούν πίνοντας αµέτρητα γαλόνια ρούµι, εκείνος συµµετέχει

διακριτικά. Όταν αργότερα όλοι οι υπόλοιποι κοιµούνται ροχαλίζοντας το

βαθύ ύπνο του δικαίου, µεθυσµένου πειρατή, αυτός πάει στην πίσω πλευρά

του καταστρώµατος, φοράει ρούχα …… ανάλαφρα (δαντέλλες και κορσέδες

και κορδέλλες και τέτοια) και χορεύει µε πιρουέττες στο σεληνόφως ενώ ο

Μαβροστραβόγατος, ισόβιος µούτσος του καραβιού και εκ γενετής τυφλός,

παίζει µουσική µε το γκλόγκενσπιλ.

Πολλατονικός: (περί έρωτος) – σε αντίθεση µε τον παραπλήσιο και πιο

γνωστό και καθιερωµένο όρο που αναφέρεται στην ιδεαλιστική µορφή, την

χωρίς σαρκική επαφή και ίσως χωρίς καν ανταπόκριση, αυτή η περίπτωση

έχει «ειδικό βάρος»: πολλών τόνων! και αφορά αίσθηµα σφοδρότατο, πάθος

ασίγαστο και σχέση εκρηκτική, πλήρη εντάσεων, κορυφώσεων, δραµάτων

ακροτήτων κ.ο.κ.

Π.χ.: «Φίλε, αυτό που έχουµε εγώ κι η Σούλα δεν είναι απλός έρωτας. Μι-

λάµε φίλε για έρωτα πολλατονικό!».

Page 36: Πλαθολόγιο

Ποννύγασος, ο: µικροσκοπικό άλογο, τύπου «πόννυ», µε φτερά. Π.χ.

«- …..και έτσι, ο Φριξούλης και η Ελλίτσα ταξίδεψαν πάνω στις µικρές αλ-

λά δυνατές πλάτες του ποννύγασου και πέρασαν τη θάλασσααααα. Κι έζη-

σαν αυτοί καλά κι εµείς καλύτερα». «- Μα παππού….. πάνω στο κριάρι δεν

ανέβηκαν; Και τελικά η Έλλη δεν έπεσε στη θάλασσα;». «- Μµµµ; Ε; Εεε-

εε… µπορεί. Τώρα πάντως είναι ώρα για ύπνο. Καληνύχτα παιδάκια. Όνει-

ρα γλυκάααα». «-Καληνύχτα παππού».

Πορνοκέφαλος, ο: ο εµµανής περί την πορνογραφία και όλες γενικά τις

πορνικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες. Π.χ. «Μµµµµµ!....ο Κύριος ∆ιευ-

θυντής: Σοβαρός και αξιοσέβαστος! Μµµ! Μωρέ σου λέω είναι ο µεγαλύτε-

ρος πορνοκέφαλος στην πόλη!».

Πουρόβλεµµα, το: λάγνες µατιές εκ µέρους ωρίµων κυριών ή κυρίων που

ορέγονται ερωτικά νεότερους τους και τους τρώνε µε τα µάτια. Π.χ. (σε α-

ντροπαρέα) «Ρε σεις, πόσο την κάνετε τη “θεία” απέναντι; 50 – 55; Καλο-

στεκούµενη όµως, ε; Ρε µε καρφώνει από την ώρα που µπήκαµε σας λέω.

Ρε, µήπως να το κάνω το ψυχικό;».

Πουρόβληµα, το: πολύ µοχθηρή σύνθετη λέξη που περιγράφει συνανθρώ-

πους µας, προχωρηµένης ηλικίας, που έχουν αρχίσει να ξεµωραίνονται κι

όλο λένε και κάνουν βλακείες Π.χ. «Έλα ρε παιδιά, και τί έγινε που είναι ε-

πίτιµος πρόεδρος. Όλο µαλακίες λέει. Αφού είναι απολίθωµα σας λέω. Που-

ρόβληµα από τα λίγα».

Πυρόβληµα, το: είναι αλήθεια ότι ο ζωντανός οργανισµός της γλώσσας λει-

τουργεί µερικές φορές µε τρόπο παράδοξο. Ας πούµε, παρά την ύπαρξη αυ-

τής της άψογα ακριβούς λέξης, έχει επικρατήσει ή άχρηστη περίφραση

«βλήµα πυροβόλου» και η λέξη έχει περιπέσει σχεδόν σε αχρηστία. Π.χ.

(θεωρητικό χρήσης): «σύµφωνα µε τον αστυνοµικό µας συντάκτη, κυρίες

και κύριοι, το θύµα πέθανε από ακατάσχετη εσωτερική αιµορραγία. Στο

σώµα του βρέθηκαν 6 πυροβλήµατα».

Page 37: Πλαθολόγιο

γράµµα Ρω

βλ. λήµµα «Εµπνευσόχη»

γράµµα Σίγµα

Σανκρητικά, τα: ατυχής όρος (ενίοτε και προϊόν σωβινισµού), υποτίθεται

συνώνυµο του τσιτακισµού (προφορά του «κ» σαν «τσι»), µόνο που δε µι-

λούν έτσι µόνο στην Κρήτη αλλά και σε πολλά άλλα µέρη της Ελλάδας: εν-

δεικτικά στη νότια Λακωνία, στα Τσακωνοχώρια του Πάρνωνα, στην Αρ-

καδία, στην Απείρανθο της Νάξου και σε άλλα νησιά κ.ο.κ. Π.χ. «Μανούσο,

ε Μανούσο! Ακούς µωρέ; Τσιεδώ σανκρητικά µιλούνε!».

Στερεοπλάνο, το: σχέδιο (επιχειρηµατικό, αθλητικό, προσωπικό ή άλλο)

που καταστρώνεται προσεκτικά και εν συνεχεία τηρείται πιστά και απαρέ-

γκλιτα. Π.χ. «Η επιτυχία της εταιρίας ιερατικών αµφίων και εκκλησιαστι-

κών ειδών “Σταυρόπουλου” και προσωπική επιτυχία του ιδρυτή της, του

αείµνηστου Κου Ιούδα Σταυρόπουλου, παππού των σηµερινών ιδιοκτητών

έχει ένα µυστικό. Και αυτό είναι, όπως ο ίδιος ο παππούς Ιούδας το αποτύ-

πωσε στα αποµνηµονεύµατα του, πέρα από το ταλέντο, πέρα από τη σκληρή

δουλειά, πέρα από κάποια πιθανή εύνοια της τύχης…. το στερεοπλάνο κυρί-

ες και κύριοι. Το στερεοπλάνο που εµπνεύσθηκε και ακολούθησε, τόσο αυ-

τός όσο και τα παιδιά του και που ακόµα και σήµερα τα εγγόνια του ακο-

λουθούν. Και βέβαια κανείς τους δεν αποκαλύπτει!».

Στρινγκλιάζω (για γυναίκες): αφήνω τους γλουτούς µου στις θωπείες των

ακτίνων του ηλίου, εκτεθειµένους σχεδόν τελείως, φορώντας µικροσκοπικό

µαγιώ, τύπου «στρινγκ». Π. χ. «Ωχ! ρε µαλάκα, µε τσάκισες! Πας καλά ρε;

Page 38: Πλαθολόγιο

Το µπαλάκι στα µπαλάκια µου; Άµα είναι να κοιτάς τους κώλους που

στρινκλιάζονται…. γάµα τις ρακέττες και πάµε στο µπητς µπαρ…. µαλά-

κα!».

Συναισθηµενδυµατίας, ο/η: ο άνθρωπος που συνηθίζει, βρίσκοντάς το δια-

σκεδαστικό, να προσποιείται συναισθήµατα διάφορα που στην πραγµατικό-

τητα δε νοιώθει. Αν επιµείνει επί µακρόν, τελειοποιείται και όλοι πείθονται

και τον πιστεύουν. Ωστόσο υπάρχει ο κίνδυνος, αν δε σταµατήσει εγκαίρως,

να χάσει τη δυνατότητα να έχει δικά του, πραγµατικά, αισθήµατα και εν τέ-

λει να χάσει τον ίδιο τον εαυτό του. Π.χ. «- ∆εν ξέρω αν το άκουσες, ο Θη-

σέας ο Πεµπεζουµπούλ, ο παλιός συµµαθητής µας – τον θυµάσαι; -, ο µεγα-

λύτερος συναισθηµενδυµατίας στο σχολείο, φαίνεται το παράκανε. Κάηκε

τελικά. Εδώ κι ένα χρόνο µένει πάλι µε τους γονείς του και έχει γίνει σχεδόν

φυτό από τα φάρµακα. Γαµησέ τα, ε; Άντε γεια µας!».

Σύνχηση, η (ρήµα: συνχύνω): ο απολύτως ταυτόχρονος οργασµός του ζευ-

γαριού, κατ’ άλλους φαινόµενο σπανιότατο, κατ’ άλλους ανύπαρκτο και

κατ’ άλλους απόλυτα θεµιτό αν η σχέση είναι αρµονική. Π.χ. «- Αχ! Μωρό

µου, φτάνω!», «- Κι εγώ, κι εγώ τελειώνω!», «- Αχ! Έλα να συνχύσουµε!»,

«- Ναι, έλα, έλα! Αααααχ!», «- Ωωωωχ! Ααααχ…χύνωωωω!», «- Έλα κι

εγωωωωχύυυυνω!».

Page 39: Πλαθολόγιο

γράµµα Ταυ

Τζιτζικάστανα, τα: οι καρποί της τζιτζικαστανιάς, ενός φανταστικού δέ-

ντρου που υποδηλώνει µε την αντιφατική, ουτοπική του σηµασία το ανύ-

παρκτο, το αδύνατο, αφού όπως όλοι ξέρουµε, όταν βγαίνουνε τα κάστανα

στα µέσα του φθινοπώρου, έχουνε προ πολλού εξαφανιστεί τα τζιτζίκια.

Π.χ. «- Βρε µπαρµπαµαστροΧαρίλαε, πότε θα µου κάνεις κείνο το σοβαντι-

σµατάκι στη µάντρα; - µήνες σε παρακαλάω!», «-Τώρα ταχιά παιδάκι µου,

άµα τελειώσω να µαζώνω τα τζιτζικάστανα.», «-Σίγουρα, έτσι;», «- Βέεεεε-

βαια!».

Τρίτι, το: λέξη χωρίς νόηµα, αλλά µε δικαίωµα. Ύπαρξης. Γιατί δηλαδή να

υπάρχει «∆εφτέρι»; Ας υπάρχει και Τρίτι. Και Τετάρτι. Και Πέµπτι, κ.ο.κ.

Αµάν πια!

Τρυπογραφεία, τα: πνιγηρά, στενά, µικρά, σκοτεινά – σαν τρύπες γραφεία

– εργασίας υπαλλήλων. Π.χ.: στίχοι του ποιήµατος «Οι υπάλληλοι» του κα-

ταθλιπτικού και απαισιόδοξου ποιητή Λ.Λ. που αφαίρεσε τη ζωή του σε η-

λικία µόνον 32 ετών στην Αµφιλοχία.

«Πάνω σ’ ανούσια στοίβες χαρτιά σκυµµένοι

µες στα τρυπογραφεία τους χωµένοι

περνά η ζωή και τίποτα δε µένει

γκρίζοι και θλιβεροί υπάλληλοι οι καηµένοι».

Τσιµπούτι, το (πληθ. τσιµπούτια): οι καλλίγραµµοι, χυτοί µηροί γυναίκας,

που δε χάνει την ευκαιρία να τους επιδεικνύει, προκαλούν όλων των ανδρών

τα βλέµµατα και µερικών τις θωπείες ή ακόµα και τις τσιµπιές. Π.χ. (σκηνή

σε λεωφορείο): «- Α να χαθείς κτήνος!», «- Τί συµβαίνει δεσποινίς;», «- Τί

να συµβαίνει κύριε; Αυτός ο απαίσιος δίπλα µου, µ’ έχει ταράξει στο τσι-

µπούτι!», «- Εµ, άδικο έχει;», «- Πώς είπατε;», «- Όχι…. τίποτα….. λέω….

βρε, δεν ντρέπεσαι βρε να πειράζεις την κοπέλα;».

Page 40: Πλαθολόγιο

Τσιρκουδιά, η: πράξη ή συµπεριφορά που αρµόζει «για το τσίρκο» µε την

αρνητική ερµηνεία της έκφρασης. Π.χ. επιδεικτική, θεατρινίστικη µπλόφα ή

ακραία ριψοκίνδυνη κ.λ.π. Π.χ. «Πώς τα καταφέρνει ο Πίπης και τους πείθει

όλους µε τις τσιρκουδιές του, δε µπορώ να το καταλάβω. Μα καλά, δεν το

νοιώθουν ότι είναι φελλός ο άνθρωπος;».

Τσιχλοπέρδικα, η: ανύπαρκτο, φανταστικό πτηνό, διασταύρωση δυο άλλων

πασίγνωστων. Αποτελεί κωδική λέξη που χρησιµοποιούν οι κυνηγοί µεταξύ

τους για να υποδηλώσουν την…….. πλήρη αποτυχία στο αγαπηµένο τους

«σπορ» (τροµάρα τους!). Π.χ. «- Πωωωωωώς πήγε χθες Πίπη;», «- Τέλεια,

όπως πάντα! ∆υο ντουζίνες τσιχλοπέρδικες. Βαρέθηκα να ντουφεκάω. Τί

ρωτάς, αφού τα ξέρεις – ο Πίπης άµα κυνηγάει, σωρό τα πουλιά βαράει!»,

«- Έτσι, ε;»*, «- Αµ, πώς;!»**.

*συνωµοτικό κλείσιµο µατιού ** απαντητικό κλείσιµο µατιού

γράµµα Ύψιλον

βλ. λήµµα «Εµπνευσόχη»

Page 41: Πλαθολόγιο

γράµµα Φι

Φερούδια, τα: µικρά δώρα και άλλα καλούδια που φέρνει ο µουσαφίρης

στους ανθρώπους του σπιτιού όταν τους επισκέπτεται (σε χώρες που η συ-

νήθεια είναι παγιωµένη υπάρχει και η -κανονική - αντίστοιχη λέξη όπως:

Γερµανία - das Mitbringsel) - π.χ. "- Γειάσου θείε. Μαµάααα, που είναι τα

φερούδια του θείουουου;".

Φρικτορία, η: σύνθετη λέξη εκ των «φρικτή» και «ιστορία». Π.χ. «Μα κα-

λά, είναι αλήθεια ότι ο Κυρ Μανώλης αφηνίασε κι άρχισε να πυροβολεί α-

διάκριτα στο καφενείο; ∆ύο είναι σοβαρά λέει, στην εντατική. Πω πω ρε

παιδί µου! Τι φρικτορία είναι αυτή!»

Φρουδέµπορος, ο: επιδέξιος και πειστικός ψεύτης, δηµιουργεί ελπίδες στα

θύµατα του και ως αντάλλαγµα τους αποσπά χρήµατα και άλλα οφέλη. Και

βέβαια, οι παθόντες ελπίζουν µάταια. Π.χ. « Άµα τον πετύχω πουθενά τον

ψευτοδιαβολοκαλόγερο, θα τον χώσω στο πιο βαθύ µπουντρούµι, αλλιώς να

χάσω τα γαλόνια µου και από µοίραρχος να γίνω χωροφύλαξ. Ακούς εκεί, ο

φρουδέµπορος, ρήµαξε όλο το χωριό».

Φυτιλοµάνης: ο έχων µανία µε τα µπαρούτια, τα φυτίλια, τα φουρνέλλα,

τους δυναµίτες, τις εκρήξεις κ.λ.π. Π.χ. «Ο Λάµπης, δεν τού ‘φταναν τα βα-

ρελόττα την Πασχαλιά, έχει ξεκληρίσει όλα τα ψάρια και το γόνο ακόµα γύ-

ρω γύρω µε τους δυναµίτες που ρίχνει. Μεγαλύτερο φυτιλοµάνη δεν έχω

ξαναδεί».

Ευχαριστώ φίλε από την Ελαφόνησσο, πριν από τόσα χρόνια, πού ‘χες – στ’ αλήθεια – το

προσωνύµιο αυτό.

Page 42: Πλαθολόγιο

γράµµα Χι

Χαλαρόφηµα, το: ρόφηµα, αφέψηµα, αναψυκτικό ή άλλο ποτό πιο…….

«πνευµατώδες», που πίνεται τις ύστερες απογευµατινές – πρώτες βραδινές

ώρες, µεταξύ φίλων, συνήθως κατ’ ευθείαν µετά τη δουλειά, µε σκοπό τι

άλλο;, τη χαλάρωση από το µόχθο της ηµέρας. Π.χ. (τηλεφώνηµα) «- Έλα

ρε», «- Έλα ρε», «- Τι γίνεται;», «- Τα ίδια, εσύ;» «- Ναι», «- ∆ουλειά;»,

«- Ε, τι άλλο;», «- Πάµε για κανά χαλαρόφηµα µετά;», «- Τί ώρα;»,

«- 7:00;», «- Μέσα» (το σηµείο συνάντησης δεν αναφέρεται καν, θεωρείται

δεδοµένο).

Χουζουρούνι, το: αυτός η αυτή που αρέσκεται να χουζουρεύει µε τις ώρες,

σε σηµείο που σπάει τα νεύρα των άλλων ή αµελεί κάποιες υποχρεώσεις του

κ.ο.κ. Π.χ. «Ορίστε, τρία τέταρτα περιµένω µες το κρύο, µ’ έστησε πάλι, να

δεις που θά ‘ναι στο κρεββάτι ακόµα. Άµα είναι ο άλλος χουζουρούνι… ά-

στα βράστα!».

γράµµα Ψι

Ψαλλωκόκαλο (ρήµα): άδω ψαλµούς σε κατάσταση µέθης. Συχνότατα όσοι

τά ‘χουν κοπανήσει, πιάνουν και το τραγούδι. Επιλέγονται διαφόρων ειδών

άσµατα, το συχνότερον ερωτικά, εύθυµα, πειρακτικά, του καηµού και του

παράπονου, ηρωικά, επαναστατικά και άλλα. Πολύ σπανίως ωστόσο και πο-

λύ ολίγοι, επιλέγουν ψαλµούς και εκκλησιαστικά τραγούδια. Πιο γνωστός

"ο άγιος των ελληνικών γραµµάτων" Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης (µε πιο

ήπιο και µειλήχιο βέβαια τρόπο από ότι το λήµµα εκφράζει), που αφού τρα-

βούσε τα ποτήρια του στα ταβερνεία του Ψυρρή, τραβούσε έπειτα για το

εκκλησάκι του αγίου Ελισσαίου στην Πλάκα κι έπιανε θέση στο ψαλτήρι.

Π.χ.: Αστυνοµικός σε σωριασµένο στο παγκάκι της πλατείας, άδοντα µεγα-

λοφώνως και παραφώνως απολυτίκια (!) η ώρα δύο το πρωί – «-Ε, εσύ, άντε

Page 43: Πλαθολόγιο

δρόµο, σπίτι τώρα να ξεκουραστείς, ξεσήκωσες τη γειτονιά!». Μεθυσµένος

(τραυλίζοντας) – «- Έχετε δίκιο κύριε διοικητά... κι εσείς και η διµοιρία σας

(ο αστυνοµικός είναι µόνος), εξάλλου (κοιτάει την ώρα στο ... δεξί χέρι -

ενώ φοράει ρολόι στο αριστερό).... εξάλλου ψαλλωκόκαλο εδώ και µία ώρα.

Αρκετά!».

Ψωλοδεής, ο/η: κατάπληξη προξενούν τα ανδρικά γεννητικά όργανα και

ιδίως το πέος όταν είναι εξαιρετικά ευµεγέθες. Ο καταπλησσόµενος είναι

φερ’ ειπείν η γυναίκα ερωτική σύντροφος, οι άνδρες στα αποδυτήρια του

γυµναστηρίου ή στο ντους του στρατού, ή οµού γυναίκες και άνδρες σε πα-

ραλία γυµνιστών κ.λ.π. Π.χ. «Η Αµαλία ήταν ανέκαθεν πολύ απελευθερω-

µένη και σε κανέναν δεν έκανε εντύπωση όταν την είδαµε να κυκλοφορεί µε

τον Αµπντούλ. Μάλιστα ένα βραδάκι µας αποκάλυψε, χωρίς ίχνος ντροπής,

πως όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τον Αµπντούλ γυµνό, έµεινε ψωλοδεής.

Αλλά µετά κυριεύθηκε από φρενήρη ερωτική επιθυµία και του χίµηξε».

Βλ. και το λήµµα «Ορχιδέος».

γράµµα Ωµέγα

βλ. λήµµα «Εµπνευσόχη»

Page 44: Πλαθολόγιο
Page 45: Πλαθολόγιο

Ο Χρήστος ∆. Τσατσαρώνης γεννήθηκε (τον Α-

πρίλιο του 1968), µεγάλωσε και ζει ακόµα στα

Εξάρχεια, στην Αθήνα. Κατάγεται από τη νότια

Λακωνία. Σπούδασε και υποδύεται για βιοπορι-

στικούς λόγους τον Μηχανικό Βιοµηχανικών Αυ-

τοµατισµών. Ενδιαφέρεται για τη Λογοτεχνία και

τη Μουσική. Ασχολείται µε τις περιηγήσεις, την

πεζοπορία, την ποδηλασία και τη σπηλαιολογία.

Άγαµος. Άτεκνος. Γνωρίζει Αγγλικά και λίγα

Γαλλικά και λίγα Γερµανικά.

Εργοβιογραφία m.a.*

Ξεκίνησε να διαβάζει όταν απέκτησε τη δυνατότητα να µπορεί και έκτοτε δεν έχει

σταµατήσει. Στην εφηβεία πρωτοτυπώντας (!) αποπειράθηκε να γράψει τις δικές του

ιστορίες. ∆ηµοσίευσε πρώτη φορά διηγήµατα (και αναδηµοσίευσε διηγήµατα γνω-

στών συγγραφέων), πριν από είκοσι-τόσα χρόνια, στο fanzine “FANGAZINE”, του

οποίου υπήρξε εις εκ των πέντε ιδρυτών, εκδοτών, αρθογράφων, συντακτών, διορθω-

τών, γραφιστών, βιβλιοδετών, διανοµέων κ.λ.π. Ταυτόχρονα ξεκίνησε (και συνεχίζει

έως σήµερα), να δωρίζει τα κείµενα του (διηγήµατα, µικρές ιστορίες - βραχιστορίες -,

στίχους, ποιήµατα, λίµερικ, χαϊκού, µαντινάδες, παραµύθια, µεταφράσεις, ευχετήρια,

άρθρα φανταστικών εφηµερίδων κ.ά.), σε φίλους και γνωστούς, µε αφορµή γιορτές,

γενέθλια, φιλοφρονήσεις, συµπάθεια, φλερτ και µε διάφορους τρόπους (χειρόγραφα,

δακτυλογραφηµένα, αυτοσχέδια DIY βιβλιοδετηµένα, µε mail, SMS κ.λ.π.). ∆ηµο-

σιεύθηκαν σε εφηµερίδες και περιοδικά («Καθηµερινή», «Ελευθεροτυπία», «RAM»,

«Υδροοικονοµία», κ.ά.»), κείµενα του σχετικά µε τη ιστορία της τεχνολογίας (ιστορία

πτήσεων, αυτοµατισµοί στην αρχαία Ελλάδα), αντικείµενο µε το οποίο ασχολήθηκε

κατά τη διάρκεια των σπουδών του – χάρη στις παραινέσεις ενός φωτισµένου ∆άσκα-

λου που είχε την τύχη και τιµή, τότε να γνωρίσει -, και εκπόνησε σχετική µελέτη σε-

µιναρίου (σε συνεργασία) και πτυχιακή εργασία. Επίσης, έχουν δηµοσιευθεί πολλές

δεκάδες άρθρων του στον τεχνικό τύπο της Ελλάδος, µε αντικείµενο τους βιοµηχανι-

κούς αυτοµατισµούς (που σπούδασε και από το οποίο ψωµίζεται). Το Μάιο του 2005,

συνέβαλε στην ίδρυση της θεµατικής ενότητας «Σπήλαια και Λογοτεχνία», στο διαδι-

κτυακό forum της Σ.Ο.Ε. – Σπηλαιολογικής Οµοσπονδίας Ελλάδος (www.fhs.gr), ε-

νότητα που, µαζί µε άλλα µέλη, συντηρεί έως σήµερα. Τον Αύγουστο του 2007, δη-

µιούργησε το ιστολόγιο «Ιστορίες µακρόχρονης και δυσβάσταχτης θλίψης» - (blog:

www.badsadstories.blogspot.com), όπου και δηµοσιεύει πολλά από τα παραπάνω α-

ναφερθέντα κείµενα. Συµµετείχε σε ορισµένους διαγωνισµούς ποίησης και διηγήµα-

τος, χωρίς καµµία απολύτως επιτυχία ή διάκριση.

* my ass

Page 46: Πλαθολόγιο
Page 47: Πλαθολόγιο
Page 48: Πλαθολόγιο

nulla dies

sine linea