ΔΗΜΟΥΛΑ

77
ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΑ ΟΥΚ ΕΧΩ ΙΝΑ ΕΙΣΕΛΘΩ ΕΝ ΑΥΤΩΙ ΙΙ Ως το απόγευμα εκείνο ποτέ δεν είχε ξανοιχτεί στα βαθιά του προσώπου του. Το κοίταζε μονάχα με απορία, όπως κοιτάμε ένα κλειστό επ’ άπειρον, παράθυρο. Ήξερε μόνο πως τα μάτια του ήταν πολύ μεγάλα, και πως, σαν έβρεχε, γινόταν της βροχής η μυστική δίοδος. Όμως, εκείνο το απόγευμα, ξανοίχτηκε απέραντα ήτανε τα μάτια του. Και πως της φάνηκε-εξ ουρανού στιγμή- πως της φανήκαν άραγε σαν δυο καινούριες πόλεις υπερούσιες, άσπρα καμπαναριά ζωής γεμάτες κι άπταιστους δρόμους προς μια μέρα, ίχνος Ιούδα πουθενά, δυο παραθαλάσσιες πόλεις με θάλασσα καλή που μόνο φέρνει: Χαιρετισμούς από τον νέο κόσμο αδιάβαστα βιβλία αδιάβαστους καιρούς σχέδια να κοπούνε οι ώρες σε θείο μέγεθος, κι άλλα, κι άλλες πραμάτειες του ονείρου. Κι ύστερα πώς της φάνηκε ότι η φωνή του ήταν ο ζωτικός, ο πρωινός, ο πρέπων θόρυβος των πόλεων αυτών, κι ακόμα πως οι κινήσεις των χεριών του τον ακύλιστο χρόνο κυλούσαν στις πόλεις αυτές. Έτσι της φάνηκε.

Transcript of ΔΗΜΟΥΛΑ

Page 1: ΔΗΜΟΥΛΑ

ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΑ ΟΥΚ ΕΧΩ ΙΝΑ ΕΙΣΕΛΘΩ ΕΝ ΑΥΤΩΙ

ΙΙ

Ως το απόγευμα εκείνοποτέ δεν είχε ξανοιχτείστα βαθιά του προσώπου του.Το κοίταζε μονάχα με απορία,όπως κοιτάμεένα κλειστό επ’ άπειρον, παράθυρο.Ήξερε μόνο πως τα μάτια τουήταν πολύ μεγάλα,και πως, σαν έβρεχε,γινόταν της βροχής η μυστική δίοδος.

Όμως, εκείνο το απόγευμα, ξανοίχτηκεαπέραντα ήτανε τα μάτια του.Και πως της φάνηκε-εξ ουρανού στιγμή-πως της φανήκαν άραγεσαν δυο καινούριες πόλεις υπερούσιες,άσπρα καμπαναριά ζωής γεμάτεςκι άπταιστους δρόμους προς μια μέρα,ίχνος Ιούδα πουθενά,δυο παραθαλάσσιες πόλειςμε θάλασσα καλήπου μόνο φέρνει:Χαιρετισμούς από τον νέο κόσμοαδιάβαστα βιβλίααδιάβαστους καιρούςσχέδια να κοπούνε οι ώρεςσε θείο μέγεθος, κι άλλα, κι άλλεςπραμάτειες του ονείρου.

Κι ύστερα πώς της φάνηκεότι η φωνή τουήταν ο ζωτικός, ο πρωινός, ο πρέπων θόρυβοςτων πόλεων αυτών,κι ακόμαπως οι κινήσεις των χεριών τουτον ακύλιστο χρόνο κυλούσαν στις πόλεις αυτές.Έτσι της φάνηκε.

Ώσπου κατέβηκε η ομίχλη.αυτή η ανελέητη ομίχληπου εμφανίζεται συνήθωςστις φευγαλέες ονειρώδεις πόλειςπου οικοδομούμε ανερώτισταμέσα σε ξένα μάτια

Page 2: ΔΗΜΟΥΛΑ

ΙΙΙ

Πριν απ’ τη χειραψίαη καρδιά στεκόταν πιο κειΠου και που μόνο, ότανσαν φως τρεμόσβηνε η φωνή τουμέσα σε λέξεις ανεμόδαρτες,γινόταν στην καρδιά δύσκολο κάπωςτ’ οδήγημα του αίματοςστο ετοιμόρροπό της σχήμα.Ας πούμε μια μικρή αρρυθμίαΠου θα μπορούσε να οφείλεταικαι σε ακαταστασία του καιρού. (Λοιπόν, κανένας φόβος ή ελπίδα,ότι η χειραψία αυτή ενέχει θέρος.)Το χέρι άτρεμα και γοργάθα προσπεράσειτο επερχόμενο Άγγιγμα.(Επομένως ο ήλιος μπορεί να μένει πίσω από τα σύννεφα.)

Όμως το χέρι γίνεται φορτικό και άφρονμόλις χαρμόσυνα χέρια ανταμώνει. Γιατί είναι μέθυσο. Είναιπιο πρωτοπόρο απ’ την καρδιάστα λάθη. Πιο δυνατό:αίρει βαρείαν απόσταση-το πλησίασμα.

Κατά τη χειραψία και το δικό μου χέριφορτικό και μέθυσο.Καιρό ξεχάστηκε μέσα στο Άγγιγμα.Μπορεί κι αιώνια,μετά άλλο πάντα μέτρημα του χρόνου.Τόσο απλή κι εμπύρετη,προσηλιακή κι ευθεία και μεγάληη χαραγμένη της ζωής γραμμήμες την παλάμη εκείνη.Κι εκείνη, αφούτη φορτικότητα υπέμεινε για λίγο,σαν πλήρωμα του χρόνουάνοιξε. Είχε αρχίσειτης χειραψίας η αποσύνθεση.Το χέρι μου, τότε,Σύρθηκε έξω από το Άγγιγμα, αίρονταςμια ακόμη πιο βαριά απόσταση:

την απομάκρυνση.

Page 3: ΔΗΜΟΥΛΑ

ΜΕΣΙΤΕΙΕΣ

Με γυροφέρνει η άνοιξη,αλλά εγώ άλλη μια φοράπορεία δεν αλλάζω για το έαρ.Ας μοιάζει μ’ οτιδήποτε το σούρουποδεν θα ποτίζω με το αίμα μου ομοιότητες.Τα όνειρα που είδααποδειχτήκαν ανυπόληπτα:Πήγαν και μ’ άλλους ύπνους.

Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευεταξίδευαΚι όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενεπερίμενα.Όχι δεν παίρνω άλλο διαταγές.Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά.

Με γυροφέρνει από χθες η άνοιξη.Μια νερατζιά με κοίταξεμε διάθεση υπόπικρη,και μού ‘κλεισε το δρόμομια μυρωδιά επιστροφής.

Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη:Για να μου δώσει έναν Μάιο παλιό,μαζί και με τις νερατζιές,για να μου δώσει κυρίως τη μορφή,που στη μεταφορά τηςαπό σταθμό της λήθης σε σταθμό χτυπήθηκε στα μάτια και στο στόμα-γι’ αυτά πληρώνεις-,μου παίρνει ένα μέλλον.

Page 4: ΔΗΜΟΥΛΑ

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Το καλοκαίρι αυτόμπήκε σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού,που πρώτη του φορά σκηνοθετείτοπία κι εποχέςκαι δεν γνωρίζειποια θέση, ποιάν απόσταση,ποιάν έμφαση κυρίως να δώσειστα χρώματα και τα στοιχεία.Και από άγνοια ευφάνταστητά ‘χει όλα παρατάξει πρώτο πλάνο,με επική αταξία,με μιαν αφθονία ξαφνική, σανκάποιο περιπλανώμενο τοπίονα ‘ρθε γελώντας και ν’ αδειάστηκε ακατάσταταμέσα σ’ άλλο τοπίο.

Φεγγάρια υπνοβατικά στο χείλος των ονείρων,απ’ τη δική τους μυρωδιά άρρωστα σκίνα,καλαμποκιές στητές και τεταμένεςωσάν ανίδεες ή σαν ηρωικές,ελαιώνες προσευχόμενοισ’ όλο το μάκρος και το φόβο της ματιάς-θεέ μου, παρελθέτω κι από μας-,άσπρα πετούμενα ξωκλήσια,σούρουπα βραδυκίνητα ξοπίσω τουςσαν ιερείς που απαύδησαν να κρούουν εσπερινούςθάλασσα καλοπιαστικήγύρω στο πείσμα των βουνών το ασύμμετροκι όρθια μεσημέριαπου στέκουν προσοχή στον ήλιο.Κι απάνωσύννεφα από ερωτευμένη ζέστη.

Το καλοκαίρι αυτόδεν το περίμενε κανείς·ήρθε σαν κάποιος που τον είχαμε νεκρό.Κι έφερε μιαν αμηχανία πάλι, μια ξεχασμένη έντασηκαι μιαν αϋπνίαγια πράγματα που τά ‘χαμε κι αυτάνεκρά.(Έκανε τόση ζέστη μες στα μάτια,ήτανε κάτι εξατμισμένα καφενεία, κάτι ξενύχτικα εύφλεκτα τραγούδια,κάτι πιωμένα χέρια που χορεύανεκι έλεγαν άλλ’ αντ’ άλλων σ’ άλλα χέρια.Ψηλάποιήτριες νύχτες έγραφαν.)

Page 5: ΔΗΜΟΥΛΑ

Το καλοκαίρι αυτό, σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού,συμπληρωμένη από κάποιονμε πράγματα που τά ’χε για νεκρά,ποίημα πάνω σε ποίημα σαν ν’ ακούμπησε.

Τώρα το καλοκαίρι αυτόαίμα ξερό πάνω στις μέρες.Το βρήκαμε νεκρόΜέσα σε κάποιον ένσφαιρο μονόλογο.

Page 6: ΔΗΜΟΥΛΑ

ΜΙΜΗΤΙΚΗ

Κανείς δεν καταλάβαινε πως έφευγες.Ενσωματώθηκες σε ξένη συμπαρασύρουσα αναχώρηση,του θέρους.Έκανες ό,τι έκανε ο καιρός:μίκραινες όσο μίκραινε η μέρακι αποχρωματιζόσουν στων δέντρων τον αποχρωματισμό.Αθέατος, τοπίων καραβάνια ακολουθούσες,που κύλαγαν αργά προς άλλην όψη.Και λέγαμε φεύγει η ωραία εποχή.

Άλλωστε υφή συνεπακόλουθουείχε κι η άφιξή σου,άλλης συμπαρασύρουσας αφίξεως,του θέρους.Τόλμαγες ό,τι τόλμαγε το φως,μεγάλωνες με το μεγάλωμα της μέρας, και με τους κόπους του ήλιουαπόκτησες ολόκληρη τροχιά.όσο για τη φωνή που είχες,για κείνα τα τραγούδια που ανέβαζεςστης νύχτας τα ψηλά υπνοδωμάτια,δεν ήταν λόγος: έτσι τραγούδαγε κι ο Αύγουστος.Ακούγαμε και λέγαμε ήρθε η ωραία εποχή.

Ετερόφωτη η μοίρα σου.Γι αυτό σε λησμονήσαμεμέσα σε ξένη λήθη.Σ’ εκείνη,που για το θέρος σκάψαμε.

Page 7: ΔΗΜΟΥΛΑ

ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ «ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ»

Άρχισε ψύχρα.Το γύρισε ο καιρός σε αναχώρηση.

Η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρηξοδεύτηκε σε κάποια υδρορρόη.Ως χθες ακόμα όλα έρχονταν.Ζέστες, η διάθεση για φως,λόγια, πουλιά,πλαστογραφία ζωής.Γονιμοποιούνταν κάθε βράδυ τα φεγγάρια,πολλοί διάττοντες έρωτεςήρθαν στον κόσμο τον περασμένο μήνα.

Τώρα, η γνωστή ψύχρα κι όλα φεύγουν.Ζέστες, πουλιά, η διάθεση για φως.

Φεύγουν τα πουλιά, ακολουθούν τα λόγια,η μια ερήμωση τραβάει πίσω της την άλλημε λύπη αυτοδίδακτη.Ήδη αποσυνδέθηκε το φως από την επανάπαυσηκι από τις καλημέρες σου.Τα παράθυρα ενδίδουν.Το χέρι του μεταβλητού κλείνει τα τζάμια,άλλοι λεν ως την άνοιξηάλλοι φοβούνται δια βίου.

Κι εσύ τι κάθεσαι;Καιρός να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα.Να γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι:«ποιος ξέρει τ’ άλλο μου φθινόπωρο;»Καιρός να γίνεις «τ’ άλλο μου φθινόπωρο». Άρχισε ψύχρα.Ρίξε στην πλάτη σου ένα ρούχο αποδημίας.

Page 8: ΔΗΜΟΥΛΑ

ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ ή

Μ’ έκλεισε μέσα η βροχήκαι μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχήή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.

Στεγνή στέκομαι ανάμεσαστα δύο ενδεχόμενα: βροχή ή δάκρυα,κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα:Βροχή ή δάκρυα,έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάςτου τελευταίου φύλλου.Το κάθε τελευταίο,τελευταίο τ’ ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.

Και μεγάλωσα πολύγια να είναι αυτό αφορμή δακρύων.Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.Και μεγάλωσα πολύγια να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχειΚι όταν δε βρέχει άλλο.Σταγόνες για όλα.Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.Εγώ ή μνήμη, πού να ξέρω;Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.Βροχή ή δάκρυα.Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάςτου τελευταίου φύλλου.

Page 9: ΔΗΜΟΥΛΑ

  

Page 10: ΔΗΜΟΥΛΑ

 

Page 11: ΔΗΜΟΥΛΑ

Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Περιμένω λίγονα σκουρήνουν οι διαφορές και τ'αδιάφορακι ανοίγω τα παράθυρα.Δεν επείγειαλλά το κάνω έτσι για να μην σκεβρώσει η κίνηση.Δανείζομαι το κεφάλι της πρώην περιέργειας μουκαι το περιστρέφω.Όχι ακριβώς περιστρέφω.Καλησπερίζω δουλικά όλους αυτούς τους κόλακεςτων φόβων,τα αστέρια .Όχι ακριβώς καλησπερίζω.Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή τ'ασημένια κουμπάκια της απόστασηςκάποια που έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.Δεν επείγει.Το κάνω μόνο για να δείξω στην απόστασηπόσο ευγνωμονώ την προσφορά της.

Αν δεν υπήρχε η απόστασηθα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδιαμε μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτιασαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας.Θα ήτανε σαν βδέλλες κολλημέναπάνω στα νιάτα τα γεράματακαι θα με φώναζαν γιαγιά απ'τα χαράματά μου εγγόνια μου και έρως αδιακρίτως.Και τι θα ήταν τ'άστραδίχως την υποστήριξη που τους παρέχει η απόσταση.Επίγεια ασημικά,τίποτα κηροπήγια τασάκια να ρίχνει εκεί τις στάχτες του ο αρειμάνιος πλούτοςνα επενδύει ο θαυμασμός την υπερτίμησή του.

Αν δεν υπήρχε απόστασηστον ενικό θα μας μιλούσε η νοσταλγία.Οι σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις με την πληθυντική ανάγκη μαςμοιραία τότε θ'αφομοίωναν την αλανιάρα γλώσσα της συχνότητας.

Βέβαια,αν δεν υπήρχε η απόστασηδεν θα'τανε σαν άστρο μακρινό εκείνος ο πλησίονθα'ρχοταν στην πρωτεύουσα προσέγγισημόνο δυο βήματα θ'απέχανε τα όνειρααπό τη σκιαγράφησή του.Όπως κοντά μας θα παρέμενε η ύστατη φευγάλα της ψυχής.Προς τί η τόση περιπλάνηση.Χώροςκενός υπάρχει.Εμείς θα κατεβαίναμε να ζήσουμε στο υπόγειο κορμί μας κι εκείνη με τον μύθο της και τα συμπράγκαλά τουθα μετεμψυχωνότανε σε σώμα.

Αν δεν υπήρχες εσύ απόστασηθα πέρναγε πολύ ευκολότεραπιο γρήγορα εν μια νυκτί η λήθητη δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία της

Page 12: ΔΗΜΟΥΛΑ

αυτό που χάριν ευφωνίας ονομάζουμε μνήμη.

Όχι ακριβώς μνήμη.Στερεώνωμε βλεμμάτινη κλωστή ομοιώσειςέχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.Όχι ακριβώς στερεώνω.Δουλικά περιστρέφομαιγύρω απ'αυτούς τους κόλακες του χρόνου πουχάριν συντομίας τους ονόμασα μνήμη.Όχι ακριβώς μνήμη.Ανεφοδιάζω διάττοντεςμε παρατεταμένη εκμηδένιση.Επείγει.   Ο Πληθυντικός Αριθμός

Ο έρωτας,όνομά ουσιαστικόν,πολύ ουσιαστικόν,ενικού αριθμού,γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,γένους ανυπεράσπιστου.Πληθυντικός αριθμόςοι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,όνομα ουσιαστικόν,στην αρχή ενικός αριθμόςκαι μετά πληθυντικός:οι φόβοι.Οι φόβοιγια όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,κύριο όνομα των θλίψεων,ενικού αριθμού,μόνον ενικού αριθμούκαι άκλιτη.Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,όνομα ουσιαστικόν,γένους θυληκού,ενικός αριθμός.Πληθυντικός αριθμόςοι νύχτες.Οι νύχτες από δω και πέρα.   Η γλυκυτάτη αβεβαιότης

Τρισάγια κάθε τόσογια να δοθεί η υπηκοότητα νεκρούστον κεκοιμημένον δούλον σου.

Page 13: ΔΗΜΟΥΛΑ

Ύψιστε, τί εννοείςάλλο νεκρός και άλλο δούλος.Κι από πότε επιτρέπεταινα κοιμούνται έτσι βαθιάατιμώρητοι οι δούλοι.

Τον κεκοιμημένον δούλον σου.Θέ μου, αν απελευθερώνει ο θάνατοςόπως μας το υπόσχεται παρήγορηη γλυκύτατη αβεβαιότης, εσύγιατί τον θές ντέ και καλά δουλέμπορο;

Τον κεκοιμημένον.Περί ύπνου πρόκειται, Κύριε;Μα του κολλάει ύπνος του νεκρούέτσι εύκολα νυστάζει η απώλεια της ζωής;Εδώ εμείς, δούλοι του απάνω κόσμου ακόμακι όμως ποιός κλείνει μάτιαν δεν τον νανουρίσει όπως ξέρειμόνο η γιαγιά του η αβεβαιότηςμε τη γλυκεία της ρόδινη αφύπνιση.

Κύριε, μήπως όταν ενέκρινεςαυτούς τους ανελέητους ανταγωνιστικούς ψαλμούςήσουν ακόμη άνθρωπος;

  ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Εδώ, απέφυγες την περιπέτειανα ξαναϋπάρχειςκι είναι το χέρι σου μόνοστην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας.Σαν ανάσταση σκίζει το χάρτινο σύμπανμονάχο κι ανεβαίνει,σαν αίφνηςπου αίρει το Λίγο του κόσμου.Με τέσσερα επί τέσσερα ουρανό που ξεκινάει;Αλλ’ είναι η ασφυξία των διαστάσεωνο σπόρος των θαυμάτων.

Περιστρέφω την φωτογραφία,γιατί προκαλεί εθισμόη παρατεταμένη χρήση των θαυμάτων.Εδώ μοιάζει χέρι που κόπηκε από σώμα χορευτούτην ώρα που έλεγε Ώπα, γιατί άλλη στροφή θα ετοίμαζε η ψυχήκι άλλη θα μπόρεσε το σώμα.Αντίρροπος ρυθμός που σπάζειτο μέλοςκαι τα μέλη.

Περιστρέφω τη φωτογραφία

Page 14: ΔΗΜΟΥΛΑ

Χέρι που βαδίζει στον ήσυχο στενόμακρο Σεπτέμβρητων πολλών και βουβών αληθειών.

Εδώ, το χέρι που θα χάραξε ένα καλή αντάμωσηστην πρώτη πέτρα των ανθρώπων.Ευχή που πιάνει αν φυτευτείσε γη φωτογραφίας μόνο.

Με μια ελάχιστη κίνηση Το χέρι αλλάζει πάλιΕπαγγελίες αιωρήσεως.Τώρα, όμοιο χάδι είναι ανοδικόΣτα μακρινά μαλλιά μιας μνήμης.

Αχ, τι θα τις κάνει τόσες ομοιότητεςΓια αυτόν τον ένα κόσμο;

Αφήνω τη φωτογραφία να πέσει.Και το χέρι σου μένειπαλάμη ανεστραμμένησε κάποια χειρομάντισσα νεφέλη,που το διαβάζει:Μαζί του δεν βλέπει να μας δένει καμία συνεργασία στα βάρη.Μαζί δεν θα σηκώσουμε μήτε νεκρόν από κάτωμήτε λουλούδι.   ΕΚΛΕΙΨΙΣ

Παρατηρήσατε το φαινόμενό μου;Την ολική μου,επιτέλους έκλειψη;

Είχα ένα ιδιόκτητο διακριτικό στερέωμα,προσωπικής μου χρήσεως,που,διατρέχοντας το,έγραφα στίχους:εν ολίγοις διένυα ευπρεπώς τη μοίρα μου.

Χθές λοιπόν,περί την δωδεκάτην βραδινήν,χωρίς καμιά ορατή αιτία,εγώ,ο λυρικός μικρός πλανήτης,έπαθα ολική σχεδόν έκλειψη.  MEΛΑΓΧΟΛΙΑ

Στον ουρανό ακροβατεί μεγάλη σκοτεινιά,Κι έτσι καθώς με πήρε το πάραθυρο αγκαλιά,

Page 15: ΔΗΜΟΥΛΑ

με το ένα χέριστο δωμάτιο μέσα σέρνωτου δρόμου την απίστευτη ερημιά,με το άλλο παίρνωμια χούφτα συννεφιάκαι στην ψυχή μου σπέρνω.  Εύφλεκτη η απόσταση

Ασυγχώρητη η απροσεξία να μου στείλεις επι χάρτου εφημερίδαςολοσέλιδη τη φωτογραφία σουμε αναμμένο το τσιγάρο της.

Αν έπιανε φωτιά η παραλαβή;Ποια πυροσβεστική ψυχραιμία εις μάτην θα καλούσα σε ποιο διανυκτερεύον έγκαυμαθα έτρεχα ανήμπορο εγώ χαρτί καμένοσε ποιαν εξαντλημένη θεραπεία

σε ποια αποζημίωση μετά.Ασφάλεια αναθρώσκοντος καπνούδεν έχω κάνει  Άφησα να μην ξέρω

Απο τον κόσμο των γρίφωνφεύγω ήσυχηΔεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:δεν έλυσα κανένα.Ούτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν πλαί στα παιδικά μου χρόνια:έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.Το κράτησα ως τώρααχάλαστο ανεξήγητο,γιατί ως τώραδυο λογιών κρασάκιέχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.Συμβίωσα σκληράμ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχεικαι δεν τον ρώτησα ποτέποιας φωτιάς γιός είναι,σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμουτα προσωπιδοφόρα πλάσματα του,του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριομε θυσία και με στέρηση.Με το αίμα που μου δόθηκεγια να τον εξηγήσω.

Page 16: ΔΗΜΟΥΛΑ

Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτιακαι σκεπασμένη πρόθεσηέτσι το δέχτηκακι έτσι το αποχωρίστηκα:με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.Αίνιγμα δανείστηκα ,αίνιγμα επέστρεψα.Άφησα να μην ξέρω πως λύνεται ένα χθές,ένα εξαρτάται,το αίνιγμα των ασύμπτωτων.Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,ενα πρόσωπο ή ενα βιάζομαι.

Ούτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φωςνα σε διακρίνω.Στάθηκα Πηνελόπη στη σκοτεινή ολιγωρία σου.Κι αν ρώτησα καμιά φορά πως λύνεσαι,πηγή είσαι ή κρήνη,θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέραπου, Πηνελόπες και οχι,μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερούγια να δοξάζεται το αίνιγμαπως μένουμε αξεδίψαστοι.

Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη.Αναμάρτητη:αξεδίψαστη.Στο αίνιγμα του θανάτου πάω ψυχωμένη.  Γράψε λάθος

Δεν φτάνει που ήσουν ερχομός θερμοκηπίωνενόχλησες και την ορθογραφία μου.

Κατ΄επανάληψη λες, μ΄ έπιασες να γράφωσυνδιάζω αντί συνδυάζω που σημαίνεισυν-δύο, βάζω το ένα δίπλα στο άλλοτα δυό μαζί ενώνω - το ζω το αφήνουμε έξωγιά μετά, αν πετύχει ο συνδιασμός.

Δεν είναι λάθος φίλε μου.Είναι μιά πρόωρη ανάπτυξη αδυναμίας.Δείξε μου εσύ ένα ύψιλονπου να κατάφερε ποτέ σωστά να μας ενώσει.Συνδιασμοί πολλοί αλλά πόσοι γνώρισαντη ρηματική του ζω απεραντοσύνη.

Απ΄τη σκοπιά του καθ΄ ενός η ορθογραφία.Πάρε γιά παράδειγματι κινητά που γράφεται το ψέμα:όταν εσύ το εξακοντίζεις προς τον άλλον

Page 17: ΔΗΜΟΥΛΑ

σωστά το γράφεις μέσα σου, θαρραλέα.Όμως όταν εσύ το δέχεσαι κατάστηθατότε το γράφεις ψαίμα.

Ρωτάς από που ως πουγράφω τη συμπόνοια με όμικρον γιώτα.Ποιός ξέρει θα με παρέσυρε η άπνοιαο ανοίκειος το ποίημα η οίησητο κοιμητήριο η οικουμένη το οικτρόνκαι η αοιδός επιθυμίααπ΄ την αρχή να ξαναγραφόταν ο κόσμος.

Εξάλλου σου θυμίζω η συμπόνιαπρωτογράφτηκε λάθος από το θεό.

 Η ταχεία ανάρρωση της απληστίας

Ακούω μεσημεριάτικα το λαχειοπώληνα προσκαλεί αγοραστές στο γέλιο της τύχης.σπρώχνω πιό πέρα την εγρήγορσημου πιάνει όλο το χώρο και το ρίχνωσε μιά τρελή ονειροπόληση,αμύθητα πως θα άλλαζε η ζωή μουάν κέρδιζα έναανισόρροπο λαχείο.

Θα ξαναέχτιζα την πείρα μου με θέατους απέραντους κατάφυτους ξενώνες.Επικλινείς σκεπές να μη λιμνάζουνθέατρα και δάκρυα κακοκαιρίες ρόλων.

Στους κήπους διάχυτα αγάλματακομμωτές της ποικιλίας και της πρόβλεψης.Αγάλματα νεράκια με την πετονιά ροή τουςνα ψαρεύουν όσο θέλουν συντριβάνια.Μάκρος μυστηριώδες βουβός θαυμαστήςθα παίρνει από πίσω τις αλέεςάηχα θα τις ακολουθεί πατώνταςμέσα στον ίδιο θόρυβο βημάτων που αδειάζουνεκείνες καθώς προχωρούν. Ώσπουνα τις χάσει ξαφνικά - θα του κρυφτούνσε κάποιο άλλο σχέδιο περιπάτου.

Θ΄αγόραζα λιμάνια αυτοκίνητα ρολόγια ιλιγγιώδητην κάθε ώρα μου θα ΄ρχόταν ο δικός τηςσωφέρ να την παίρνει - θ΄αγόραζαόλη την άγονη γραμμή επιπλωμένημε καινούργιους επιβάτεςκαι πολυτελέστατους καπνούς - θα δρομολογούσατο πρώτο μακρινό μου εκείνο τρένο,νεόνυμφη που ήμουν με ταξίδιάμαθη στα χάδια των συνόρωνστην αγρυπνία των σταθμών και ξένων τόπωνπου τίναζαν απρόσεκτα της ονομασίας τουςτην καύτρα στα μάτια της ταχύτητας και φεύγαν.Wagon lit - τότε που πρωτοβλέπονταςτον καναπέ να γίνεται κρεβάτιταξίδεψα πως όλα μετατρέπονται

Page 18: ΔΗΜΟΥΛΑ

από αναπαυτικό σε αναπαυτικότερο.

Θ΄άρπαζα θα έδιωχνα θ΄ανέβαζαθα ποδοπατούσα θα φοβέριζα θα σκόρπιζα θα νόμιζαθα γκρέμιζα και σε τρείς μέρες θα ξανάκτιζαθα με τρέμαν οι στερήσεις.

Γιά να μπορέσω έτσι θρασύτατα ισχυρήν΄αγοράσω πιά την ανάστασή σου.

Σωστά το άκουσες, μή μελαγχολείς.την ανάστασή σου.Είδες ποτέ του θαύμα να χάλασε χατίριπαραμυθένιας τύχης;

Χωρίς παζάρια θα ΄δινα πίσω όσα κέρδισακαι θα γυρίζαμε πεζή, απίστευτοι στο σπίτι.

Θα ξάπλωνες έκει, στη συνέχειά σου.Θα ΄γερνα κι εγώ, διπλανή αμύθητα.Κι αφού βεβαιωνόμουνα πως έχεις προσδεθείκαλά πάνω στο σώμα σουπως κούμπωσες καλά την ασφαλή επιστροφή σουθα το ΄ριχνα σιγά-σιγάσε μιά τρελή ονειροπόληση,αμύθητα πως θ΄άλλαζε η ζωή μουαν κέρδιζα έναανισόρροπο λαχείο.

  ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ

Χαμένα πάνε τα λόγια των δακρύων.Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει- έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό του ανώφελου.Σιγά -Σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμηνα δίνει ωραίες συνταγές μακροζωίαςσε ό,τι έχει πεθάνει.

Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρήςφωτογραφίαςπου είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της:νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοιΕνώπιον ανωνύμως ενθυμούσης παραλίας.Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελο ;Θα πεις και που δεν ήταν τότε θάλασσα.    

Page 19: ΔΗΜΟΥΛΑ

H ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ

ΜΙΛΑ.ΠΕΣ ΚΑΤΙ ,ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ.ΜΟΝΟ ΜΗ ΣΤΕΚΕΙΣ ΣΑΝ ΑΤΣΑΛΙΝΗ ΑΠΟΥΣΙΑ.ΔΙΑΛΕΞΕ ΕΣΤΩ ΚΑΠΟΙΑ ΛΕΞΗ,ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΔΕΝΕΙ ΠΙΟ ΣΦΙΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΟΡΙΣΤΙΑ.ΠΕΣ:΄΄ΑΔΙΚΑ΄΄,΄΄ΔΕΝΤΡΟ΄΄,΄΄ΓΥΜΝΟ΄΄.ΠΕΣ:΄΄ΘΑ ΔΟΥΜΕ΄΄,΄΄ΑΣΤΑΘΜΗΤΟ΄΄,΄΄ΒΑΡΟΣ΄΄.ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΟΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΝΤΑΙΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ,ΑΔΕΤΗ ,ΖΩΗ ΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΣΟΥ.

ΜΙΛΑΕΧΟΥΜΕ ΤΟΣΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ .ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣΑΡΧΙΖΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ.ΠΕΣ ΚΑΤΙ.ΠΕΣ ΄΄ΚΥΜΑ ΄΄, ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΤΕΚΕΤΑΙ.   ΕΛΑΝΘΑΝΕ

Οτ ήμουνα ενας άνθρωποςΠου όλο με σκυμμένο το κεφάλι Με περπατάγανε οι δρόμοι ,αυτό πράχθηκε φανερά σας.Σας το αφήνω .Επάνω του λοιπόν ,Αποκεφαλίστε το,Μοιράστε το σ΄ οσες υποτιμήσεις θέλετε -πως γην και ύδωρ έδωσα σε φόβους και σήκωσε κεφάλι η ηττοπάθεια -,ρίξτε το ολόκληροσ οσες αδιαφορίες σας κι άλλο πεινάνε ,πετάξτε το σε δυό παλιογραμμούλες τύμβο.Όμως πως σκύβοντας Ατένιζα ουρανό,Αυτό δεν θα το αγγίξετε .Επράχθηκε κρυφά σας Το έκρυψα καλά Στην ασφαλή του κεφαλιού μουΤη λιμοκτόνα στάση .Σκύβοντας ουρανό ατένιζα Που εφτιαξα από πτώσεις .Μαζεύοντας σπυρί – σπυρί Ο,τι δεν αφομοιωνε το ύψος.

Page 20: ΔΗΜΟΥΛΑ

Εζησα,Τεντωμέν δίχτυ από κάτω ,Να συγκρατώ ,να περισώζω Λογής – λογής διάττοντες αυτοκτόνους ,Τα φωτεινά τους υπολείμματα ,Εκεί που όλο και χάνει ύψος ,Όλο και πιο πολύ αποχρυσώνεται Της μολυβιας τους η κραυγή Και λυπηρά απολεπταίνει η αιχμή Της εξαφανισης τους.Εζησα Τεντωμένο δίχτυ από κάτω ,Να σώζω λυπηρότητες ,Κραυγών αποχρυσώσεις ,Αιχμών τα φωτεινά υπολείμματα,Εξαφανίσεων αιχμές .Εζησα ,Συνταιριάζοντας τις πτώσεις Με τις παράταιρες αιτίες τους,Για να μην παει χαμένο το χαμένο.Αυτό δεν θα τ. αγγίξετε Είναι από εύφλεκτο εγώ Θα με τινάξει όλη στον αέρα σας.  ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμώνάρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχταμ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχοσι, σι, σι.Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμόςάλλη γραφή κι άλλην ανάγνωσημού’ μαθε για τους ήχους.Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουνκαι μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,όλη τη νύχταο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,αξημέρωτος ήχος,αξημέρωτη ανάγκη εσύ,βραδύγλωσση βροχή,σαν πρόθεση ναυαγισμένηκάτι μακρύ να διηγηθείκαι λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,νοσταλγία δισύλλαβη,ένταση μονολεκτική,το ένα εσύ σαν μνήμη,

Page 21: ΔΗΜΟΥΛΑ

το άλλο σαν μομφήκαι σαν μοιρολατρία,τόση βροχή για μια απουσία,τόση αγρύπνια για μια λέξη,πολύ με ζάλισε απόψε η βροχήμ’ αυτή της τη μεροληψίαόλο εσύ, εσύ, εσύ,σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέακαι μόνο εσύ, εσύ, εσύ.   ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ ή

Μ’ έκλεισε μέσα η βροχήκαι μένω τωρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχήή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη, αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.

Στέγνη στέκομαι ανάμεσαστα δύο ενδεχόμενα: βροχή ή δάκρυα, κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα:βροχή ή δάκρυα,έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάςτου τελευταίου φύλλου.Το κάθε τελευταίο,τελευταίο τ’ ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.

Και μεγάλωσα πολύγια να είναι αυτό αφορμή δακρύων.Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.Και μεγάλωσα πολύγια να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχεικι όταν δε βρέχει άλλο.Σταγόνες για όλα.Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.Εγώ ή η μνήμη, πού να ξέρω;Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.Βροχή ή δάκρυα.Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάςτου τελευταίου φύλλου.  ΑΓΓΕΛΙΕΣ

Διατίθεται απόγνωσιςεις αρίστην καταστασιν,

Page 22: ΔΗΜΟΥΛΑ

και ευρύχωρον αδιέξοδον.

Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπονέδαφος πωλείταιελλείψει τύχης και διαθέσεως.

Και χρόνοςαμεταχείριστος εντελώς.

Πληροφορίαι: Αδιέξοδον.Ώρα: Πάσα.   ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ

Όλα τα ποιήματά μου για την άνοιξηατέλειωτα μένουν.

Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη,φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου.

Γι’ αυτό αναγκάζομαικάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξημε μια εποχή φθινοπώρουν’ αποτελειώνω.

 

ΕΝ ΤΕΛΕΙ

Έπειτα από γερήφιλονικία μεταξύ τουςνα γίνει πιο σύντομη,την είχε πείσει,πιο τελειωμένη.Να καταργήσει τις μακρηγορίες των ονείρων,και να κρατήσειτην ετυμηγορία τους.

Την είχε πείσει.Ο χρόνος.

ΕΠΙ ΤΑ ΑΥΤΑ

Νύχτωσε πάλι όπως χθες.Πάλι όπως χθες νύχτωσε.Νύχτωσε.Χθες.

Page 23: ΔΗΜΟΥΛΑ

Πάλι.Προσπάθεια μάταιηνα χτυπηθεί το νόημα,η αλληλεγγύη του καημού.Αλύγιστα, μ’ όποια μετάθεση των λέξεων,μ’ όποια αποδέσμευσή τους.Στην κάθε μια χωράειτο τελεσίδικο του όλου.Μέσα στις ρίζες τους κυλάει η ίδια παύση.Λοιπόν, καλύτερα να παραμείνουνσε μια πεπατημένη πρότασηκαι εκ πρώτης όψεως αναίμακτη:Νύχτωσε πάλι όπως χθες.

ΠΕΡΑΣΑΠερπατώ και νυχτώνει.Αποφασίζω και νυχτώνει.Όχι, δεν ειμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτωνμ’ ένα οποιοδηποτε κλειδί της λησμονιάς.Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,εντάθηκα πίσω απ’ αυτότο συρματόπλεγμα το υδάτινουπομονετικά κι απαρατήρητα,όπως ο πόνος των δέντρωνόταν το ύστατο φύλλο τούς φεύγεικι όπως ο φόβος των γενναίων.Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνιακαι είδα πολλά αγαλματίδια να γελούνσε αθέατα αίτια χαράς.Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.Τα τεντωμένα τόξα τουςβγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.Είδα πολλά και ωραία όνειρακαι είδα να ξεχνιέμαι.Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα, τα δικά μου και των άλλων,κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τουςνα περάσει ο πλατύς χρόνος.Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.

Page 24: ΔΗΜΟΥΛΑ

Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψακαι στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.Έλαβα κάρτες σύντομες:εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρακαι κάτι χαιρετίσματα από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,Στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.Και πολύ στις αλυσίδες.Έμαθα να διαβάζω χέριακαι να χάνω χέρια.Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει…Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.Κι από την προσοχή μου μέσα έχασακι απ’ την απροσεξία μου.Πήγα και στη θάλασσα.Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.Φοβήθηκα τη μοναξιά και φαντάστηκα ανθρώπους.Τους είδα να πέφτουναπ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδακι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίεςορθόδοξης ερημιάς.Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.Και δεν μού’ λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,σκοτεινή, με ακόνισε.Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμιόταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερόστα ξεροπόταμακαι παρασύρθηκα.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣʼγαλμα γυναίκας με δεμένα τα χέρια.

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.

Page 25: ΔΗΜΟΥΛΑ

Στολίζεις κάποιο πάρκο.Από μακρυά εξαπατάς.Θαρρεί κανείς πως έχεις ελαφρά ανακαθίσεινα θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο που είδες,πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις.Από κοντά ξεκαθαρίζει τ’ όνειρο:δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σουμ’ ένα σχοινί μαρμάρινοκι η στάση σου είναι η θέληση σουκάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγειςτην αγωνιά του αιχμάλωτου.Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: αιχμάλωτη.Δεν μπορείςούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.Δεμένα είναι τα χέρια σου.

Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο ʼργος.Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξειστην πορεία των μαρμάρων,αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνεςγια ελευθερίες και ισότητες,όπως οι δούλοι,οι νεκροίκαι το αίσθημα μας,εσύ θα πορευόσουναμες στην κοσμογονία των μαρμάρων με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.

Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσεστο μάρμαρο ο γλύπτηςκι υπόσχονται οι γοφοί σουευγονία αγαλμάτων,καλή σοδειά ακινησίας.Για τα δεμένα χέρια σου, που έχειςόσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,σε λέω γυναίκα.

Σε λέω γυναίκαγιατί είσαι αιχμάλωτη.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948.

Κρατώ λουλούδι μάλλον.Παράξενο.Φαίνεται απ’ τη ζωή μου πέρασε κήπος κάποτε.

Page 26: ΔΗΜΟΥΛΑ

Στο άλλο χέρικρατώ πέτρα.Με χάρη και έπαρση.Υπόνοια καμιά ότι προειδοποιούμαι γι’ αλλοιώσεις,προγεύομαι άμυνες.Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μουπέρασε άγνοια κάποτε.

Χαμογελώ.Η καμπύλη του χαμόγελου,το κοίλο αυτής της διαθέσεως,μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,Έτοιμο.Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μουπέρασε στόχος κάποτε.Και προδιάθεση νίκης.

Το βλέμμα βυθισμένοστο προπατορικό αμάρτημα:Τον απαγορευμένο καρπότης προσδοκίας γεύεται.Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μουπέρασε πίστη κάποτε.

Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.Φοράει στολή δισταγμού.Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναισύντροφός μου ή καταδότης.Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μουπέρασ’ επάρκεια κάποτε.

Συ δεν φαίνεσαι.Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,για να’ χω σταθεί στην άκρη τουκρατώντας λουλούδικαι χαμογελώντας,θα πει πως όπου νά’ ναι έρχεσαι.Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου ζωή πέρασε κάποτε.

ΚΑΛΧΑΣ.

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι, Βοηθάω τη νύχτα να μακραίνει, να πλαταίνει,να σβήνει τα χαραμοφάικα φωτάκια.

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,γυμνάζω μαύρα αποκλείεται,εξαπολύω γυμνασμένα αποκλείεταικαι ξεσκίζουν κάτι άστρα τελευταία.

Page 27: ΔΗΜΟΥΛΑ

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,αλλάζω φύλλο, γίνομαι σκοτάδι.Πού θα μου πας λιποψυχία,καπου θα σε πετύχωτωρα που ορκίστηκα άυπνη.Τα υπνωτικά μου μιλιγκράμαγγελικά κοιμούνταικι ο εγκέφαλος μου ξαγρυπνάεικαι γλυκά τα νανουρίζει.

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,Βοηθάω τη νύχτα να μακραίνει,γράφω συνθηματα στους τοίχους των ονείρων:κάτω τα ξημερώματα των ορνιθοτροφείων,κάτω η φαυλοκρατία των ελπίδων«και σπίτια θα σας χτίσουμεκαι δρόμους θα σας κάνουμεκαι βροχή θα σας φέρουμεκι ανέμους, κι ανέμους».

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,περιμένω κάτι αποβράσματα σκοτάδιανα μπω στο ρετιρέ του Μάντη Κάλχα.Θα τον σκοτώσω.Με βούτηξε σ’ ολόκληρη θυσίαγια να πνεύσεις.Μα εσύ κουρνιάζεις, άπνοια,πάνω σε κάθε προφητείαμε το πάσο σου.

ΤΥΧΗ ΚΟΙΝΗ.

Οι δρόμοι μου,οι δρόμοι σαςκι αυτό.

Εκείνος, εγώκι αυτό.

Οι νυμφίοι Μάιοι,το κατάλληλο ένδυμακι αυτό.

Το άμαχο αίσθημα,το κρυμμένο μαχαίρικι αυτό.

Η οδεύουσα δίψα,η καλή Σαμαρείτιςκι αυτό.

Page 28: ΔΗΜΟΥΛΑ

Η μακροζωία των ονείρων,η εργατικότης των ελπίδωνκι αυτό.

Οι άλτες όρκοι πάνω από το χρόνο,η φυλλοβόλος μνήμηκι αυτό.

Ο απαραίτητος ήλιος,η ξαφνική ωραία διάθεσηκι αυτό.

Η άμιλλα των κίτρινων φύλλωνγια μια ψύχραιμη πτώση,η ποίηση που τα εμψυχώνεικι αυτό.

Η ανομβρία, η βροχήκι αυτό.

Η μύηση των αγαλμάτωνστις δικές μας μεθόδους ανίας,η θυσία όλο και κάποιας Ιφιγένειαςγια ένα ψωροφύσημα ανέμουκι αυτό.

Η εκγύμναση των λέξεωννα περνούν μέσ’ απ’ τη σιωπή,η εκγύμναση της σιωπήςνα περνά μέσ’ απ’ τις λέξειςκι αυτό.

Το αυστηρώς φρουρούμενο μέλλονκι η αρπαγή του στο τέλοςαπ’ αυτό:

Το ανώφελο.

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμώνάρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχταμ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχοσι, σι, σι.Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμόςάλλη γραφή κι άλλην ανάγνωσημού’ μαθε για τους ήχους.

Page 29: ΔΗΜΟΥΛΑ

Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουνκαι μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,όλη τη νύχταο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,αξημέρωτος ήχος,αξημέρωτη ανάγκη εσύ,βραδύγλωσση βροχή,σαν πρόθεση ναυαγισμένηκάτι μακρύ να διηγηθείκαι λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,νοσταλγία δισύλλαβη,ένταση μονολεκτική,το ένα εσύ σαν μνήμη,το άλλο σαν μομφήκαι σαν μοιρολατρία,τόση βροχή για μια απουσία,τόση αγρύπνια για μια λέξη,πολύ με ζάλισε απόψε η βροχήμ’ αυτή της τη μεροληψίαόλο εσύ, εσύ, εσύ,σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέακαι μόνο εσύ, εσύ, εσύ.

 ΣΥΝΔΡΟΜΟΚοιτάζοντας τον πίνακα του Πικάσο «Το Όνειρο»

…της πολυθρόνας τα μπράτσα υποσυνειδίζονται: Λυγίζουνε σαν χαλαρό αγκάλιασμα στου κοριτσιού τη μέση,γιατί το ξέρουνε ακόμα και οι πολυθρόνες πως όποιος ονειρεύεται δονείται κι υπάρχουνε και όνειραπου σε πετάνε χάμω.

....

Καιρό έχω να μιλήσω για όνειρακαιρό δεν έχωόνειρα δεν έχω,συμμετρική ανέχεια.Οι ώμοι μουσυμμετρικά πεσμένοι και οι δύο.Κι ότι αντέχω τέτοια ανέχειαλέω μην είναι όνειρο.Μην είναι όνειρο

Page 30: ΔΗΜΟΥΛΑ

πως όνειρα δεν έχω.Όνειρο να’ ναι κι ας με γυμνώνει από όνειρα.

Όνειρα να’ ναι, Σπόρος να περιφέρεται στον ύπνο μουκι έχει ο Θεός για μήτρα.Το πίνω κι ας μην είναι πόσιμο,έστω τη λέξη να ονειρεύομαι και δεν ρωτάω καμία Εξακρίβωσηαν είναι όνειρο πως όνειρα δεν έχω.Για να μιλήσει η κάθε Εξακρίβωση θέλει να πληρωθεί με όνειρα.Κι όνειρα να πληρώσω μια ακόμα Εξακρίβωσηδεν έχω.

...

Όνειρο σημαίνειφτερούγα ύπνου από κερίπου ήλιο ερωτεύεται και λιώνειφύλλα που θαυμαστά ισορροπούν σαν να πατάνε σε κλαδιάενώ το βλέπεις καθαράπως δεν υπάρχει δέντρο,ν’ ακούς να τραγουδάνε χίλια ναιαπ’ το λαρύγγι του όχι

Όνειρο σημαίνει να μην υπάρχουν σύνορακι οι βλοσυροί καχύποπτοι φρουροί τους.Ελεύθερα να μπαίνεις σε άνθρωποΚι ούτε τις ει, ούτε τις οίδε.

Δεν ήρθε κι ένα απόγευμαπου να μην γίνει βράδυ.Και όνειρο σημαίνει να έρθει κι ένα απόγευμα που να μην γίνει βράδυ,να έρθει κι ένα όνειρο που να μη γίνει άνθρωποςκαι έρθει ένας άνθρωπος που να μη γίνει όνειρο,τις οίδε, τις ει

Ξανοίχτηκα πολύ σε ορισμούςΚι είναι επικίνδυνο να κλαις χωρίς πυξίδα.

Φύλαγέ μου, Θε μου, τουλάχιστονΌσα έχουν πεθάνει.   

Page 31: ΔΗΜΟΥΛΑ

ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ

...Οι αναβαθμίσεις της ψυχήςκάθε φορά σε περισσότερο ψυχή,δεν είναι ευδαιμονία κατευθείαν.Πρέπει πρώτα να βυθιστείς ολόκληρος,Ώρες, μέρες, μπορεί και χρόνια,Ολόκληρος, και το κεφάλι μέσα,Στη φρικαλέα τελετή της ασφυξίας.Κι αν αντέξεις.

Κι αυτά είναι για να σωπαίνονται απόλυτα,θάνατος σιγαστήρας να τα παίρνει,να φεύγουνε μαζί μας τα αδιαιώνιστα πίσω από το πρόσχημα – Όνομά μας,που μια ζωή κρατάει τσίλιες ενώ αλλού παίζεται το παιχνίδι.Στέκει εκεί σαν υδρορρόηΣε μέρος που δεν βρέχει.   ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ

Περιμένω. Σε φουαγιέ θεάτρου.Ώσπου να αρχίσει η παράστασηβλέπω τι παίζεται πλαγίωςεντός ενυδρείου που διασκεδάζειτην αναμονή.

Τετράγωνο περίπου σαν κουτίπαπουτσιών στο νούμερο της υπερβολής.Σε γωνία σφηνωμένο για να γεύονταιδιπλή ασφυξία οι τοίχοι.Μικρά ψαράκια όσο το χρυσαφί του ήλιουεπάνω σε χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβοτρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμιτα κυνηγά.Νάνος βυθός. Τον γαργαλάει εύκολαμε τα κοντά της δαχτυλάκια η επιφάνεια.

Συνθλίβεται η πλεύση συχνάστις συμπληγάδες πέτρες-χαλίκιεύρημα στεριανό.Κάθε τόσο αγωγός κρυμμένος στέλνειβίαιο αέρα φουρτουνιάζει κάπως η ανίαφύκια ξεμαλλιάζονται με πλαστικόνολοφυρμό. Για λίγοκαταποντίζεται η ορατότης.Μισοπνιγμένη την τραβάνε κατά πάνωκάτι φυσαλίδες οξυγόνου μικρέςσαν καρφίτσας κεφαλάκι που βγαίνουναπό των ματιών μου τη λιγοστή φιάλη.

Page 32: ΔΗΜΟΥΛΑ

Τι λυπάσαι, χρυσόψαρα είναιούτε που γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.

Μην το λες. Και μεις τι τάχα γνωρίσαμε;Κι όμως το νοσταλγούμε αυτό το διόλου.

(2001 ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Ίκαρος)   ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ ΠΟΡΙΣΜΑ

Κυνηγέ,υποπτεύομαι γιατί σκοτώνεις τα πουλιά.Τα απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι.

Λυτρώσου.Όλων μας σχεδόν τα πετάγματακάποια τα βρήκε αζύγιαστηή ζυγιασμένη σφαίρα.

Είτε σκάρτο νερουλό ήτανε το Ικάριοκερίείτε γιατί ο ήλιος είναι συνεργάσιμοςμονάχα με τη δύση τουείτε γιατί κατά την απογείωση εξερράγηεκρηκτικός αντίπαλος.

Υπολόγισε τώρα τι φτερά ταπείνωσεενός κλουβιού το ύψος ότι τάχακελαηδούσαν γήινα καθημερινάλες και η ανάγκη υπέργεια να κελαηδήσεις δεν είναι γήινη δεν είναι καθημερινή.

Μνημονεύω χώρια, με ευλάβεια προσευχετικήτα αυτοκτόνα εκείνα πετάγματαμε σφαίρα που κρυφά τους επρομήθευσετου ακατανόητου η μεγάλη γενναιότηςδεδικαίωται:η νεκροψία όλης αυτής της καντεμιάςέδειξε πως τα μόνα καλότυχα φτεράτα είχε η ματαιότης.

Ηρέμησε λοιπόν.Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούςμα δε σκοτώνω άστρα.

Και αν καμιά φορά από μανία αδέσποτη συμβείκάποιο να σημαδέψωτο πολύ να κλείσω τον τραυματία κελαηδισμό τουσ' ένα κλουβάκι στοίχου φευγαλέο.

Page 33: ΔΗΜΟΥΛΑ

(2001 ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Ίκαρος)   ΕΚΤΡΟΠΗ

Αντί για υακίνθουςείπα να σου φέρω σήμερα ηλιοτρόπιανα έχει η φροντίδα μου πιο ευθυτενές κοτσάνικαι το οστεώδες πλέον νόημά της να μου φανείστρογγυλοπρόσωπο ηλιόσπορους γεμάτο.

Ηλιοτρόπια. Συσσωρευτές λάμπουσας θερμότητας.Ευχήθηκα να επωφεληθείς.

Κι αφού ετακτοποίησα σε ύψος ομοιόμορφοαισθητικά το χρέος μου στο βάζοκοντοστάθηκα λίγο να βεβαιωθώότι τα ηλιοτρόπια θα τραπούνεκεί που επαγγέλλει το όνομά τους.

Κατάπληκτη να στρέφουνε τα είδαπρος της ευχής μου την παράφρονα εκπλήρωσηκοιτάζοντας αντί τον ήλιο εσένα.

Τιμής ένεκεν.Υπήρξεςχιλιάδες έτη φωτόςαπέχεις.

(2001 ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Ίκαρος)  ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ

Πως πήγε αλήθειαη μεγάλη εκείνη επιχείρηση αισθήματοςπου άνοιξες.

Μαθαίνω σε γονάτισε.Τουλάχιστον ξεμπέρδεψες με τις υποχρεώσεις;Βοήθησες τη λήθη να χτίσει;Χρόνια ονειρευότανεδική της οικογένειαδικό της σπιτικόμακριάμακριά από τη μνήμηόσων τις αγαπήσαν και τις δυό.

(2001 ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Ίκαρος)  

Page 34: ΔΗΜΟΥΛΑ

 ΕΠΙΡΡΟΕΣ

Κάτι τι σου είπε η βροχή,κάτι τι σου είπε ο Σεπτέμβρης,κι έγινε η μορφή σουτζάμι θολό, που πίσω του μπορείκανείς ανενόχληταμήνες απρόοπτους να περάσει...   Η ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΩΝ

Το ανέβαλες. Κακοκαιρία μεγάλη, πέσανε χιόνιακλείσανε οι δρόμοι, πάγοι, μεγάλη ολισθηρότης.Καλά έκανες. Εάν δεν είναι ολισθηρή η επιθυμίαπρος τι να έρθεί;   ΕΜΜΕΣΗ ΑΔΡΑΝΕΙΑΕυλογημένο να'ναι το Εμπόδιοκαι τρισευλογημένο.Δέντρο ισκιερής διακιολογίαςότι δεν φταίμε εμείς,να βρίσκει δροσερήν αθώωσηο λιποτάκτης Χειρισμός,να κολατσίζει με το πάσο τηςτο μεροκάματιάρικο άλλοθί τηςη Αλλοτρίωση μας.     Διάλογος Ανάμεσα σε μένα και σε μένα

Σου είπα: — Λύγισα. Και είπες: — Μη θλίβεσαι. Απογοητεύσου ήσυχα. Ήρεμα δέξου να κοιτάς σταματημένο το ρολόι. Λογικά απελπίσου πως δεν είναι ξεκούρδιστο, ότι έτσι δουλεύει ο δικός σου χρόνος. Κι αν αίφνης τύχει να σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης, μη ριψοκινδυνέψεις να χαρείς.

Page 35: ΔΗΜΟΥΛΑ

Η κίνηση αυτή δεν θα 'ναι χρόνος. Θα 'ναι κάποιων ελπίδων ψευδορκίες. Κατέβα σοβαρή, νηφάλια αυτοεκθρονίσου από τα χίλια σου παράθυρα.. Για ένα μήπως τ' 'ανοιξες. Κι αυτοξεχάσου εύχαρις. Ό,τι είχες να πείς, για τα φθινόπωρα, τα κύκνεια, τις μνήμες, υδροροές των ερώτων, την αλληλοκτονία των ωρών, των αγαλμάτων την φερεγγυότητα, ό,τι είχες να πείς γι' ανθώπους που σιγά-σιγά λυγίζουν, το είπες.   Αυτοσυντήρηση

Θα πρέπει να ήταν άνοιξηγιατί η μνήμη αυτήυπερπηδώντας παπαρούνες έρχεται.Εκτός εάν η νοσταλγίααπό πολύ βιασύνη,παραγνώρισ' ενθυμούμενο.Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους όλαόταν τα πάρει ο χαμός.Αλλά μπορεί να'ναι ξένο αυτό το φόντο,να'ναι παπαρούνες δανεισμένεςαπό μιάν άλλην ιστορία,δική μου ή ξένη.Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση.Από φιλοκαλία κι έπαρση.

Όμως θα πρέπει να 'ταν άνοιξηγιατί και μέλισσες βλέπωνα πετουν γύρω απ΄αυτή τη μνήμη,με περιπάθεια και πίστηνα συνωστίζονται στον καλύκά της.Εκτός αν είναι ο οργασμόςνόμος του παρελθόντος,μηχανισμός του ανεπανάληπτου.Αν μένει πάντα κάποια γύριςστα τελειωμένα πράγματαγια την επικονίασητης εμπειρίας, της λύπηςκαι της ποιήσης.  Απροσδοκίες

Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.

Page 36: ΔΗΜΟΥΛΑ

Κάθομαι εδώ και βρέχομαι.Βρέχει χωρίς να βρέχειόπως όταν σκιάμας επιστρέφει σώμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι.Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μουκαι πιό μακριάη κουρασμένη σχέση μου μαζί της.Έτσι για να φαινόμαστε πολλοίκάθε που μας μετράει το άδειο.

Φυσάει άδειο δωμάτιο.Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μουπου έχω να σαρώνομαι.

Νέα σου δεν έχω.Η φωτογραφία σου στάσιμη.Κοιτάζεις σαν ερχόμενοςχαμογελάς σαν όχι.Άνθη αποξηραμένα στο πλάισου επαναλαμβάνουν ασταμάτητατο ακράτητο όνομα τους semprevivessemprevives - αιώνιες, αιώνιεςμην τύχεις και ξεχάσεις τι δεν είσαι.

   

 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ:ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Φτασμένοι είναι μόνο οι νεκροί   Το καταλαβαίνεις αμέσως. Υπάρχουν κάποιοι στίχοι που μόνο στην Κική

Δημουλά μπορούν να ανήκουν. Για παράδειγμα, η διαπίστωση «τι αισχροκερδές φάντασμα η απόλαυση» ή η περιγραφή «είχε πανσέληνο η αμφιβολία» ή ο προσδιορισμός «λίγος ιδρώτας λάθους» ή η παρομοίωση «Ο έρωτας μοιάζει / με το χνούδι που φύεται / στο επάνω χείλος του ονείρου κι ύστερα / με του φιλιού την πρόοδο αγκυλώνει» ή η αποστροφή «Δεν είναι λέξη ο καιρός. Είναι / ο κακοήθης όγκος της στιγμής» ή η ερώτηση «Από πότε έχω να γεννηθώ» ή η διαμαρτυρία «Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς / μα δε σκοτώνω άστρα»

Όταν σου μιλάει η Κική Δημουλά, παραξενεύεσαι. Διότι στην καθισιά της, ως «ερασιτέχνης άνθρωπος» όπως λέει, χρησιμοποιεί την ίδια αυτοειρωνεία και τις ίδιες δυνατές εικόνες που πλημμυρίζουν τα γραπτά της. Ετούτη η μειλίχια παρουσία με την καλοπροαίρετη έκφραση και τη νεανική και άτακτη λάμψη στα μάτια, είναι η ίδια που προσωποποιεί τις λέξεις και τα αντικείμενα. Η ίδια που εμπνέεται ποιήματα τόσο από ένα σημείο στίξεως όπως το ερωτηματικό όσο και

Page 37: ΔΗΜΟΥΛΑ

από τη μετακομιδή των οστών του άνδρα της. Η ίδια που δεν γράφει για «αγαπημένους» αλλά για «επιλαχόντες» και αντί για το «δημιουργός» προτιμά τον χαρακτηρισμό «οικοδόμος». Η Δημουλά είναι που χρησιμοποιεί αιρετικά τη γλώσσα, παντρεύοντας ασύμβατες φαινομενικά λέξεις κάτι που της έχει κοστίσει τον χαρακτηρισμό της εγκεφαλικής ποιήτριας. Δικός της είναι αυτός ο λόγος ο έμμεσος, ο υπαινικτικός, ο αυτοσαρκαστικός και ειρωνικός και ταυτόχρονα τόσο καίριος για την ψυχοφθόρο καθημερινότητά μας, για τον «έρμαιο ψυχισμό» μας, για το γελοίο που μας απειλεί, για τη ματαιότητα. Έτσι εκφράζει την αγάπη της για τη ζωή και αυτή είναι η εξέγερσή της.

Φέτος η Κική Δημουλά συμπληρώνει μισόν αιώνα στα γράμματα. Με δέκα βιβλία στο ενεργητικό της (που μόλις πριν από λίγες μέρες έγιναν έντεκα), με πωλήσεις πολύ υψηλές για τα δεδομένα της ποίησης, είναι η δημοφιλέστερη και η πλέον βραβευμένη Ελληνίδα ποιήτρια, γνωστή και στο εξωτερικό από τις μεταφράσεις της σε αγγλικά, γαλλικά, σουηδικά, ισπανικά, ιταλικά, γερμανικά και, όπως όλα δείχνουν, μέλος σε λίγο καιρό τής Ακαδημίας Αθηνών. Παρ' ότι όμως όλο και πλησιάζει, αν όχι αγγίζει, την ευρύτατη αναγνώριση, εκείνη προτίμησε να τιτλοφορήσει την καινούργια της συλλογή με 40 ποιήματα που κυκλοφόρησε από τον «Ίκαρο»: «Ήχος Απομακρύνσεων». ʼλλη μία ένδειξη της αμφισημίας που τόσο την εκφράζει.

«Απομακρύνομαι από κάτι, σημαίνει και πλησιάζω κάπου», λέει στα ΠΡΟΣΩΠΑ 21ος ΑΙΩΝΑΣ. «Όσο μελαγχολικός κι αν ακούγεται ο τίτλος, ενέχει μια κίνηση. Εγώ δεν πιστεύω ότι αδειάζει μία θέση και μένει κενή. Απομακρύνομαι π.χ. από μία ελπίδα, σημαίνει ότι πλησιάζω τη βεβαιότητα ότι μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτήν. Απομακρύνομαι από τις ανασφάλειές μου, από την εξάρτησή μου από φόβους... Η μία στιγμή απομακρύνεται από την προηγούμενη και εγώ η ίδια απομακρύνομαι από την ηρεμία που μου έδιναν οι δεκαετίες μπροστά μου. Όταν φθάνω στο τέλος του ποιήματος, έχω απομακρυνθεί πολύ από την αρχή του. Κάθε ποίημά μου απηχεί αυτή την απομάκρυνση τόσο από τα αισθητά όσο και από τα μη αισθητά».

Όσο κι αν αυτό ακούγεται βαρύγδουπο. Τα ποιήματα αυτά έχουν πάνω τους το σημάδι της μοίρας.

Η Κική Δημουλά τα είχε έτοιμα σχεδόν από το περασμένο καλοκαίρι, όταν τελικά βρήκε την ευκαιρία να τα δώσει για το τελικό ΟΚ στην κόρη της «που έχει κρίση λαμπρή και σκληρή». Έφευγε τότε με την οικογένειά της και τα δύο μικρά εγγόνια της ποιήτριας για μια σύντομη εκδρομή. Επιστρέφοντας όμως, εκεί κοντά στο Ξυλόκαστρο, το αυτοκίνητο μπήκε στο αντίθετο ρεύμα, ντελαπάρισε και όλοι βρέθηκαν στην Εντατική, ζωντανοί σαν από θαύμα. Τα χειρόγραφα σκόρπισαν στους αγρούς ανάμεσα στα παλιοσίδερα και όταν ο κίνδυνος για τους αγαπημένους πέρασε, η Κική Δημουλά έστειλε την ανιψιά της να δει τι απέγιναν. Τα ποιήματα βρέθηκαν ζωντανά κι αυτά, ανάμεσα στα χώματα και στα χορτάρια. Ήθελαν να εκδοθούν.

Γιατί γκρεμίζονται τα όνειρα κ. Δημουλά;

«Ίσως επειδή δεν υπάρχουν ιδιοκτήτες ονείρων που να τα φροντίζουν και να τα

Page 38: ΔΗΜΟΥΛΑ

συντηρούν. Περιφερόμενοι άστεγοι τα κατοικούν, συχνά πολλοί μαζί στο ίδιο όνειρο ετοιμόρροπη κατάσταση. Αφήνω που τα περισσότερα όνειρα είναι χτισμένα επάνω σε μπαζωμένα ρέματα. Έναν μικρό σεισμό να κάνει ο ύπνος κι ένας ισχυρός να προκληθεί από το ρήγμα της αφύπνισης, σωριάστηκαν».

Και τα αισθήματα, γιατί βρίσκουν όπως λέτε «αλλήθωρη ανταπόκριση»;

«Ακούστε, δεν ξέρω πόσην αδιαμφισβήτητη ευθύτητα είχαν τα βλέμματα που εσείς δεχθήκατε, αλλά εγώ, και τα 2/3 τουλάχιστον της ανθρωπότητας, χρειάστηκε πολλές φορές να πούμε: "Εδώ, εμένα κοίτα, κοίτα με καλά στα μάτια"».

«Ν' αντέξεις είναι το ζητούμενο, όχι να καταλάβεις», γράφετε σε ένα από τα καινούργια ποιήματά σας (το «Πάλι σε συγχωρώ»). Μα, δεν είναι ηττοπαθής αυτή η στάση;

«Αν σ' αυτά που λέω, βλέπετε ηττοπάθεια, τότε σημαίνει ότι ηττήθηκε η σαφήνεια του στίχου, το νόημά του. Ν' αντέξουμε, προσπαθούμε, κάθε τι που μας πονάει, παραιτούμενοι από το να το κατανοήσουμε. Επειδή δεν κατανοείται το επώδυνο».

«Ήχος απομακρύνσεων». Εσείς από τι έχετε απομακρυνθεί σε σχέση με τα όσα καταθέτατε στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές σας;

«Απομακρύνθηκα από εκείνη τη "Φρόνηση", την "ψεύτρα", που ξεγέλαγε τον Καβάφη λέγοντάς του: "Αύριο. Έχεις πολύν καιρό"».

Εγώ σας βλέπω τρυφερή, ανθεκτική, επιεική, καθόλου διεκδικητική. Όμως τα ποιήματά σας βάζουν κι άλλες αποχρώσεις. Τι άνθρωπος είστε;

«Δεν ξέρω. Πάντως είμαι πολύ φιλόξενη σε κάθε ατέλεια και αδυναμία. Παρέχω άσυλο βεβαίως, αλλά όχι και συγγνώμη πάντα».

Μπορεί ένας ποιητής να είναι και καλός ως ποιητής και ευτυχισμένος ως άνθρωπος;

«Και καλός ποιητής και ευτυχισμένος; Πάει πολύ. Σαν μεγάλη εύνοια το βλέπω...».

Μια μεγάλη αναγνώριση, όπως για παράδειγμα το Αριστείο της Ακαδημίας Αθηνών, που πρόσφατα σας δόθηκε, ένα κρατικό ή ένα διεθνές βραβείο, τι σημαίνει για μια ποιήτρια όπως εσείς;

«Σημαίνει ότι ο Θεός είναι πότε πότε και θαυμαστής μου».

Όλη η ζωή είναι μια εκκρεμότης

Λέτε όλη την αλήθεια στα ποιήματά σας κυρία Δημουλά;

«Όχι, βέβαια. Παίρνουν όση δική μου τους χρειάζεται για να επινοήσουν τη δική

Page 39: ΔΗΜΟΥΛΑ

τους. Επιδίωξή τους είναι, αυτή η νοθεία να φανεί ως γνησιότης. Αν και: «η αλήθεια μόνο έναντι θανάτου δίδεται» όπως έγραψε στα «Ελεγεία...» ο Ελύτης.

Είστε ολιγογράφος. Κάτι σπάνιο στην εποχή μας. Πώς αισθάνεστε λοιπόν κάθε φορά που τελειώνει μια δουλειά σας και παίρνει τον δρόμο της έκδοσης;

«Περίπου όπως αισθάνεται απαρηγόρητος κανείς, όταν βίαια σχεδόν, με δική του απόφαση, αποχωρίζεται ένα μακροχρόνια αγαπώμενο πρόσωπο, επειδή διαβλέπει ότι ποτέ δεν θα το κατακτήσει στο βαθμό που ορίζει η ολοκλήρωση».

Με την ίδια αίσθηση του ανολοκλήρωτου αποχωριστήκατε και τα καινούργια ποιήματά σας;

«Περιέργως, όχι. Νομίζω ότι κοινοποιώ με μεγαλύτερη άνεση την παραίτησή μου από την περαιτέρω προσπάθεια...».

Ο «Ήχος Απομακρύνσεων» είναι μαύρος και κυνικός. Μήπως είναι η εύκολη συνταγή;

«Προσέξτε: Θεωρώ πως υπάρχει μια προκατάληψη εναντίον της απελπισίας. Ενώ κατ' εμέ η απελπισία είναι μία απεξάρτηση από την ελπίδα. Το λέει και ένας στίχος που μ' αρέσει, του Καρούζου: "Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων η απελπισία". "Μαύρος" λοιπόν και "κυνικός" ο "Ήχος..."; Όχι. Ώριμος απλώς να ακουστεί. Ήταν αδύνατον να τον ακούσουμε, όταν η γέννησή μας, μας απομάκρυνε από την ανυπαρξία και πολύ δύσκολο, όταν, θορυβώδης ο χρόνος, μας απομάκρυνε από τη νεότητα.

Αισιόδοξη λοιπόν, παρά ταύτα;

«Αφού δεν απέκλεισα και την απομάκρυνση της εξάρτησής μου από φόβους και ανασφάλειες».

Κι όμως, τα περισσότερα καινούργια ποιήματά σας, σαν να τα σκιάζει η αίσθηση της ματαιότητας. Δεν είναι εξεγερμένα.

«Ποιαν άλλη εξέγερση θέλετε εκτός από τη μεγάλη αγάπη που έχω για τη ζωή. Όταν όμως κάποτε δεν θα μπορώ να την νιώθω, δεν θα αποδειχθεί άραγε μάταιο το "εξεγερμένο", μέγεθός της;».

Πώς μπορεί κανείς να προχωρά μπροστά, όταν νιώθει πως όλα είναι μάταια;

«Ο κόσμος πρόκοψε με ανθρώπους που εν γνώσει της ματαιότητας, για να αντεπεξέλθουν τον πόνο της ματαιότητας, δημιούργησαν. Μπορείς λοιπόν να προχωράς, αρκεί να μη γονατίζεις στη σκέψη της ματαιότητας. Όλη η ζωή μας άλλωστε δεν είναι μια εκκρεμότης; Αφού είμαστε θνητοί. Επειδή είναι προσωρινός ο άνθρωπος, γίνεται ενοχλητικός και διεκδικητικός αντίπαλος. Ενώ, αν μπορούσαν να διαρκούν οι χαρές που νιώθει, θα ήταν πολύ καλύτερος».

Page 40: ΔΗΜΟΥΛΑ

Έτσι σκεφτόσαστε στα νιάτα σας;

«Δεν τα σκεφτόμουν αυτά. Αλλά επειδή ήμουν μελαγχολικό παιδάκι, πρέπει να πέρναγαν αοράτως μέσα μου. Είχα και μια μάνα μελαγχολική και ίσως να απερρόφησα αυτήν την εικόνα της. Ο γιος μου ο Δημήτρης (σ.σ.: έγκυρος μεταφραστής) μου μοιάζει σ' αυτό, η κόρη μου η Έλση σαν να ξέφυγε...».

«Το ρεζουμέ είναι / πως δε γευτήκαμε παράδεισο κανέναν / μήτε δικής μας παραγωγής φυσικόν / μήτε του ʼλλου με συντηρητικά», λέτε στο «Οικολογικό» μιλώντας για απώλεια δύο παραδείσων. Ποιος είναι ο δεύτερος;

«Νομίζω, αρμόδιο να απαντήσει είναι το ίδιο το ποίημα, η στιγμή που γράφτηκε, η οποία και έδωσε τις πληροφορίες, καθώς και η υπερβολή που τις επιβεβαίωσε. Υποθέτω πάντως ότι ο δεύτερος παράδεισος είναι το φάντασμα του πρώτου, δηλαδή η άνοιξη, η άνοιξη των αισθημάτων, η άνοιξη της μνήμης, της περιέργειας. Ελάχιστα προφταίνουμε να επωφεληθούμε γιατί χειμωνιάζουν πολύ γρήγορα οι συμπεριφορές, παρά τα συντηρητικά που χρησιμοποιούμε ονειρευόμενοι».

Και γιατί διαλέξατε τη χλόη να διαμαρτύρεται γι' αυτή τη στέρηση;

«Αγαπώ ιδιαίτερα αυτό το μικρόσωμο πράσινο και θέλησα να του δώσω φωνή. Πέρασε από τα μάτια μου η ματαιωμένη εικόνα της προετοιμασίας της. Είδα αυτή τη λεπτεπίλεπτη πρωτοβουλία της γης, να φυτρώνει και να στρώνεται ως έξοχος μαλακός τάπης επάνω σε όλη τη μεγάλη έκταση της χωματένιας υποσχέσεως που μας δόθηκε, για να κυλιούνται επάνω της χωρίς πόνο, τα ξαφνιασμένα παιχνίδια των πρωτόπλαστων και η εύχαρις αδεξιότης της γνωριμίας τους. Ε!, τον παράδεισο αυτού του συμπλέγματος, δεν πρόλαβε, η χλόη, να τον γευτεί».

Ομολογείτε ωστόσο κάπου ότι έχετε «απωθημένους ουρανούς». Αν πρόκειται για απωθημένες ματαιώσεις, όπως φαντάζομαι, δεν σας πληγώνει που τις συντηρείτε; Ή είστε τόσο σοφή;

«Πληγώνομαι, σημαίνει, κοντά στα άλλα, αποκτώ γνώσεις. Ε! με λίγη παραπάνω μελέτη της ματαιότητας, ένα Lower σοφίας κουτσά - στραβά το παίρνεις...».

Γιατί δεν σκέπτεστε να αλλάξετε τον κόσμο;

«Όταν γράφω, ο δικός μου πάντως κόσμος, αλλάζει. Υποθέτω και κάποιου αναγνώστη αλλάζει ο κόσμος, αν τύχει να του αρέσει κάποιο ποίημά μου. Κι αν ακόμα ελπίσω ότι μετά από αιώνες, έστω, κάπου θα συναντηθούν όλες αυτές οι μερικές ευαισθητοποιήσεις για να αλλάξουν συθέμελα ολόκληρο τον κόσμο, προβλέπω αιματοχυσία. Κάθε "δημιουργός" κακή λέξη, ας πω "οικοδόμος" καλύτερα θα υπερασπίζεται το δικό του μοντέλο βελτιώσεως. Ποιο θα εγκρίνει ο Θεός απαρνούμενος το δικό του;».

Μιλάτε για τον Θεό και στα ποιήματά σας συζητάτε με τον Χριστό. Πιστεύετε ότι η μοίρα μας είναι προκαθορισμένη από μία ανώτερη δύναμη. Τον Θεό της Ορθοδοξίας ειδικότερα;

Page 41: ΔΗΜΟΥΛΑ

«Είναι και δικά μου ερωτήματα αυτά, που για να τα κατευνάσω, τα συζητώ πότε με τον Θεό, πότε με τον Χριστό, με την ορθόδοξη πάντα ελπίδα ότι δεν είναι προκαθορισμένη ούτε αμετάκλητη η, πράγματι, ανωτέρα δύναμη της σιωπής τους. Εν τω μεταξύ, τηρώ πάντα τα ήθη του ουρανού και τα έθιμα της γης...».

«Εξεδιώχθη», λέτε σε μια ωραία αντιστροφή, «από τον έρωτα ο παράδεισος» και πολλαπλασιάστηκε η μοναξιά. Είναι τα πράγματα χειρότερα από τότε που αρχίσατε (1950) να γράφετε ποίηση;

«Δεν είναι χειρότερα. Ακαταπολέμητα είναι».

Πώς συμβιώνετε με τόση πίκρα; Δεν σας δηλητηριάζει;

«Καθόλου. Την παίρνω προσεκτικά, με συστηματικές προκαθορισμένες δόσεις και δρα ως αντίδοτο».

Στην Ελλάδα υπάρχει μία σύγχυση σε σχέση με τα καλλιτεχνικά και πνευματικά μεγέθη. Πώς αισθάνεστε σε ένα τοπίο όπου κάθε στιγμή τα πράγματα τείνουν να σας ισοπεδώσουν;

«Ακόμα και στους πιο επιμελημένα ασφαλτοστρωμένους δρόμους κάποιοι ανοιχτοί πόροι, κάποιες μικρορωγμές, διευκολύνουν μερικά αγριόχορτα να φυτρώνουν υπερβαίνοντας την ισοπέδωση».

Τι θυσιάσατε στην ποίησή σας;

«Ε! όχι και φωτοστέφανο για να καλύψουμε το δάφνινο στεφάνι που ονειρευτήκαμε».

«Από τον επόμενο κόσμο ήρθα, και στον προηγούμενο θα ξαναγυρίσω»

Η Κική Χρ. Ράδου ήταν 21 χρόνων όταν την Πρωτοχρονιά του 1952 πήρε στα χέρια της την πρώτη έκδοση των ποιημάτων της, που ξεκινούσε με τους εξής στίχους: «Την ιστορία μου πολύ θα το 'θελα να γράψω / στης περαστικότητας επάνω την ευχέρεια / Να την γράψω με στάχτη, / για να τηρώ, όπως πάντα μου άρεσε, τις αναλογίες...».

Ο αδελφός τής μητέρας της, ο Παναγιώτης Καλαμαριώτης, τα είχε μαζέψει κρυφά και είχε φροντίσει να εκδοθούν. Μέχρι τότε, μόνο δύο ποιήματά της είχαν δημοσιευθεί στη «Νέα Εστία», το 1950. Επειδή όμως ο Πέτρος Χάρης την πρόσεξε και έγραψε μια κριτική για εκείνην στην «Ελευθερία», ο πατέρας της εξαγριώθηκε, καθώς δεν ήθελε το όνομά του να φιγουράρει σε εφημερίδα αριστερών ιδεών. Αυτή η σκιά στη χαρά της, θα μπορούσε να την είχε τραυματίσει θανάσιμα. Όμως, ήταν ήδη αργά. Η Βασιλική Ράδου έπεσε στην αγκαλιά του ʼθου Δημουλά, γείτονα και γιου τής διευθύντριας του σχολείου της, νεαρού πολιτικού μηχανικού που της έκανε παλιότερα ιδιαίτερα στα Μαθηματικά...

Page 42: ΔΗΜΟΥΛΑ

Παντρεύτηκαν το 1954 και έζησαν μαζί τριάντα ένα χρόνια. Ποιητής εκείνος, αδικημένος ίσως, την παρότρυνε πιστεύοντας απολύτως στο χάρισμά της. Έγινε «η συνισταμένη όλων της των κραδασμών». Κι εκείνη, ενώ στην αρχή λαχταρούσε περισσότερο να ζήσει παρά να γράφει, άρχισε να ξεκλέβει χρόνο από την καθημερινή δουλειά της στην Τράπεζα της Ελλάδος (όπου εργάστηκε 25 χρόνια), από την ανατροφή των παιδιών της, από το νοικοκυριό και από την άγρυπνη παρακολούθηση της πεθεράς της και να τον αφιερώνει στα ποιήματά της. Καθόταν τη νύχτα ή τα χαράματα στο τραπέζι της κουζίνας και όσο δεν έπαιξε με τη ζωή, έπαιζε και πάλευε με τις λέξεις και τα πράγματα που ζωντάνευε. Παράλληλα, για το περιοδικό τής Τραπέζης που διηύθυνε ο Νάσος Δετζώρτζης έγραφε μικρά διηγήματα που έκαναν τις συναδέλφους της να λειώνουν στο κλάμα.

Στο διάστημα 1952-1963 κυκλοφόρησαν οι τέσσερις πρώτες συλλογές της, ακολούθησε έπειτα μια δεκαετία σιωπής και το 1971, στα 40 της, ξεχώρισε με το «Λίγο του Κόσμου» που της χάρισε το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Πεζά αφηγήματα δεν ξανάγραψε, «γιατί δεν τα βγάζω πέρα με τη μεγάλη ανάλυση». Συνέχισε όμως, όλο και πιο απαιτητική, να καλλιεργεί με μια «καλοήθη φιλοδοξία» την τέχνη της Σαπφούς και να σκέπτεται την καθημερινότητα και τη φθορά της. «Γιατί όταν σκέπτεται κανείς την καθημερινότητα, σκέπτεται τη ζωή και την αξία της». Το 1981 κυκλοφόρησε λοιπόν το «Τελευταίο σώμα μου» και το 1988, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του άνδρα της (1985), το «Χαίρε ποτέ» που της χάρισε το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ήταν ήδη η πιο αναγνωρισμένη και δημοφιλής Ελληνίδα ποιήτρια όταν, το 1994, πήρε το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για την «Εφηβεία της λήθης» και στη συνέχεια... έγινε CD (από την His Master's Voice της ΕΜΙ) διαβάζοντας ποιήματά της σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου.

Ακολούθησε το best seller της «Ενός λεπτού μαζί» το 1998 και φέτος, λίγο πριν κυκλοφορήσει η καινούργια της συλλογή, το Αριστείο της Ακαδημίας που της ανοίγει τις πόρτες στον οίκο των Αθανάτων.

Η Κική Δημουλά ανάβει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο και συνεχίζει να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται. Γνωρίζει την αξία της, αλλά δεν θα το παραδεχθεί ποτέ και ποτέ δεν θα διεκδικήσει την αναγνώρισή της. Διότι κατά έναν τρόπο, όπως γράφει, είναι ξένη σ' αυτόν τον κόσμο. «Από τον επόμενο ήρθα και στον προηγούμενο θα ξαναγυρίσω».

Κριτής μου, η ανησυχία μου

Η Δήμητρα Γαλάνη έβαλε την Δημουλά στο πρόγραμμά της στη «Σφεντόνα» και η Τάνια Τσανακλίδου σε συνεντεύξεις ή δηλώσεις της, δανείζεται συχνά στίχους της. Το σημερινό κοινό την γνωρίζει καλά, όπως δείχνουν οι πωλήσεις των βιβλίων της, που «άνοιξαν» αφότου, το καλοκαίρι του 1998, μεταγράφηκε από την εσωστρεφή και βιβλιοφιλική «Στιγμή» στον πιο εξωστρεφή «Ίκαρο», εκδοτικό οίκο των Νόμπελ. Η συγκεντρωτική έκδοση των «Ποιημάτων» της από τον «Ίκαρο» έχει πουλήσει 15.000 αντίτυπα και το «Ενός λεπτού μαζί», η προτελευταία ώς τώρα συλλογή της, άλλα 15.000 σε δυόμισι χρόνια. Αυτό, στην ποίηση λέγεται «μπεστ σέλερ».

Page 43: ΔΗΜΟΥΛΑ

Η Κική Δημουλά δεν υπήρξε βέβαια ποτέ παραγνωρισμένο ταλέντο. Από την κριτική του Πέτρου Χάρη μέχρι το «Εγεννήθη ημίν ποιήτρια» του ʼρη Δικταίου, όλα δείχνουν ότι οι μυημένοι την είχαν επισημάνει από πολύ νωρίς. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1960 η «δύσκολη» Μέλπω Αξιώτη, γράφοντας από την Ιταλία στον Γιάννη Ρίτσο, σημειώνει: «Αλήθεια, στην "Καινούργια Εποχή" είναι δύο περίφημα ποιήματα της Δημουλά, άγνωστή μου κι από λίγο να μην τα διαβάσω, επειδή την λένε Κική. Σπάνια, στις μέρες μας, η καθαρεύουσα μπόρεσε να αναδείξει με τέτοιο τρόπο το δραματικό στοιχείο μιας σάτιρας». Η ίδια εκτίμηση βρίσκεται και στα κατοπινά γράμματά της, προς την Δημουλά πια όταν είχε ωριμάσει η ποίησή της αλλά και στα γράμματα του Ελύτη, παρ' ότι ο δικός του δρόμος ήταν τόσο διαφορετικός από τον δικό της. Τα τελευταία χρόνια όμως, η απήχησή της έχει φθάσει και στο ευρύτερο κοινό των νέων. Ίσως γιατί η ιδιαίτερη φωνή της ταιριάζει καλύτερα στην αποδομητική διάθεση της εποχής... Μαζί, ωστόσο, έχει εμφανιστεί και μια τάση αμφισβήτησής της, που παίρνει σβάρνα όχι μόνο το έργο της αλλά και τις επιλεκτικές συνεντεύξεις της. Κι ας είναι η Δημουλά από τις πλέον διακριτικές παρουσίες στον πνευματικό χώρο. Εκείνη δεν θα μπορούσε φυσικά να απαντήσει παρά μόνο με τα ποιήματά της. Έτσι, σ' ετούτη τη συλλογή, δύο ποιήματα, το «Πάλι σε συγχωρώ» και οι «Αντιγραφές αισιοδοξίας ΙΙ», αναφέρονται σε όσους την επέκριναν για «κόπωση θεμάτων», «απουσία οίστρου», «έλλειψη ανανέωσης», αλλά προχωρούν και πέρα από αυτά, εις βάθος.

Η Κική Δημουλά αντιστρέφει κάθε εύκολη κριτική και απαντά με την ίδια την ποιητική της, ξεκαθαρίζοντας μια για πάντα τι θεωρεί «καινούργιο» και τι «παλιωμένο», τι σημαίνουν οι επαναλήψεις στην ποίησή της, γιατί μένει πιστή στις εμμονές της.

Όταν, λοιπόν, της θέσαμε την ερώτηση «Σε ποιον απαντάτε σε πραγματικούς ή φανταστικούς επικριτές όταν με δυο σας ποιήματα υπερασπίζεστε κάποιες εμμονές σας και χαρακτηρίζετε το "καινούργιο" λίγο σαν χίμαιρα;», εκείνη τόνισε: «Απαντώ στον ένα, στον πιο αμείλικτο κριτή και επικριτή μου: στην ανησυχία μου».

Τα ποιήματά της, όπως εξήγησε, «δεν γεννιούνται καθόλου εύκολα. Το θέμα μπορεί να το προκαλέσει μία λέξη ενός πρώτου στίχου και τη μορφή, συνήθως, κάποιος στίχος που γράφεται αφού σου αποσπάσει την υπόσχεση ότι θα είναι ο τελευταίος του ποιήματος. Τιμητική, κατά τη γνώμη του, θέση...».

Παρ' όλα αυτά, την λεγόμενη «απουσία οίστρου» το κόλλημα την έχει νιώσει άραγε; «Αν οίστρο εννοείτε εκείνο το κατακλυσμιαίο ανεμπόδιστο γράψιμο, τέτοιον δεν έχω», ομολογεί. «Έχω όμως οίστρο, επιμονής και υπομονής: τοποθετώ το δόκανο μέσα σε πυκνό θάμνο και περιμένω μήνες, ίσως και χρόνο, να πιαστεί το θήραμα-ερέθισμα». ʼρα το «ταλέντο» δεν είναι η απάντηση σε όλα;

«Πώς να ξέρω τι είναι ταλέντο», αναρωτιέται η Δημουλά, ζωγραφίζοντας με δεξιοτεχνία μια σειρά ορισμούς, από τους οποίους μπορούμε να διαλέξουμε. «Ίσως είναι η υπογραφή που βάζει ανώτατο στέλεχος κάποιας ανώνυμης εταιρείας σε μια κοπιώδη εργασία παρουσιάζοντάς την έτσι σαν δική του, ενώ μόχθησαν να την κάνουν κατώτατα αφανή στελέχη. Μπορεί πάλι να πρόκειται για μια έμμονη ιδέα

Page 44: ΔΗΜΟΥΛΑ

μας, μόνο. Αλλά και πραγματική δωρεά αν είναι, την θεωρώ νοσηρά αδρανή και πολύ τεμπέλικα θλιμμένη. Βγαίνει κάθε τόσο απ' αυτήν τη φάση, χάρη στην εντατική ψυχοθεραπεία στην οποία την υποβάλλει η εξίσου νοσηρή επιθυμία μας να αποδείξουμε ότι μας έχει δοθεί αυτή η δωρεά».

Ύστερα απ' αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει, όταν επιμένει ότι «Ποτέ» δεν νιώθει σίγουρη ότι ένα ποίημα της έχει ολοκληρωθεί...

Πώς να πορευτεί, λοιπόν, ένας νέος ποιητής; Ποια είναι η συμβουλή της;

«Να ακούει μόνο τι του λένε οι επιφυλάξεις του και να μη ζητάει τη γνώμη των "φτασμένων". Γιατί φτασμένοι είναι μόνο οι νεκροί».

Κική Δημουλά:

Νίκος Δήμου

ΣΤΗΝ ΤΕΤΡΑΓΩΝΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

(Σημειώσεις σε ποιήματα της Κικής Δημουλά)

Αναρωτιόμουν γιατί έχουν γραφτεί τόσο λίγα πράγματα για την ποίηση της Κικής Δημουλά. Οι περισσότεροι (κι εγώ μαζί τους) παρ' όλο τον θαυμασμό μας, έχουμε περιοριστεί σε επιφωνήματα.

Χρειάστηκα αρκετό χρόνο για να καταλάβω τον λόγο. Είναι δύσκολο να γράψεις για την ποίηση της Κικής Δημουλά διότι είναι ποίηση άνευ αντικειμένου.

Κυριολεκτώ. Η ποίηση της Κ.Δ. είναι άνευ αντικειμένου - αφού αντικείμενό της είναι το μηδέν.

Για να είμαι περισσότερο σαφής: όχι ακριβώς το μηδέν (τι να γράψει κανείς γι αυτό) όσο η παρουσία του στη ζωή μας, η σχέση μας με αυτό. Το μοναδικό θέμα της Δημουλά είναι το σταδιακό ή αιφνίδιο πέρασμα από το ον στο μη-ον. Το πέρασμα που ονομάζεται χρόνος, φθορά η θάνατος.

Μερικές φορές η Δ. αντιστρέφει το θέμα της: πρόκειται τότε για το πέρασμα από το μη-ον στο ον, δηλαδή την μνήμη. (Όταν θυμάσαι ανακαλείς μη-ον, κάτι που δεν υπάρχει πια). Τις περισσότερες φορές η μνήμη έχει την μορφή φωτογραφίας.

'Ον και μη ον. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε συνώνυμα γι αυτό το ολέθριο ζευγάρι. Ζωή - θάνατος. Παρουσία - απουσία. Κάτι - τίποτα.

Το τίποτα, το κενό, το μηδέν είναι, βέβαια, ο κυρίαρχος πόλος. Κερδίζει πάντοτε στο τέλος. Καμιά φορά και με βρώμικο, φτηνό τρόπο:

Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμήείπε το Τίποτα στο Κάτικαι κείνο, το ηλίθιο, τόχαψε.

Page 45: ΔΗΜΟΥΛΑ

Το όν, η παρουσία, η ζωή, εμφανίζονται σαν παγίδα ή απάτη. "...άλλος ένας απατημένος από την διάρκειά του" έγραψε η Κ.Δ. μετά τον θάνατο του ποιητή Παπαδίτσα. 'Ο,τι άλλωστε υπάρχει,

το Κάτι, είναι φενάκη. Απλό σκηνικό του Τίποτα. Η Δημουλά κάθε φορά αποκαλύπτει το Μαύρο πίσω από την σκηνογραφία. Κι ο χρόνος συνεχώς της κλέβει ό,τι νόμισε πραγματικό:

Αχ! η χήρα στιγμή, κάθε τόσο!

Στο κενό, ανάμεσα όν και μη όν. Από μια ποιήτρια που δεν πατάει ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Ισορροπεί ανάμεσά τους, επάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί, που είναι η γλώσσα. Κι όπως οι σχοινοβάτες την ράβδο, η Δημουλά χρησιμοποιεί τις λέξεις για να κρατιέται όρθια στο τεντωμένο σκοινί. Ακροβατεί, τινάζει λέξεις στον αέρα, τις γυρίζει ανάποδα, πολλές μαζί, (το κοινό κρατάει την ανάσα του) και τις πιάνει την τελευταία στιγμή.Η Δημουλά κάνει πράγματα με την γλώσσα που κανείς Έλληνας ποιητής δεν τόλμησε. Αλλάζει τα μέρη του λόγου, κάνει τα επίθετα ρήματα, τα ουσιαστικά επιρρήματα. Αναρχική των λέξεων, παίρνει εκδίκηση από την γλώσσα για κάθε απουσία, κάθε μοναξιά, κάθε φόβο της ζωής. Τρομοκρατημένη από την ύπαρξη, η Δημουλά τρομοκρατεί την γλώσσα. Άλλωστε, μόνο μια τέτοια διάλεκτος μπορεί να εκφράσει το μηδέν.Ποίηση εκ του μη όντος. Πως να γράψεις γι αυτήν; Όταν το μόνο που φαίνεται (φόντο σκοτάδι) είναι οι ακροβασίες των λέξεων. Πάντα εν κινήσει, ταυτόχρονα σε θέσεις πολλαπλές όπως στις στροβοσκοπικές φωτογραφίες;Πως να περιγράψεις πυροτεχνήματα - όταν το θέμα σου δεν είναι η λάμψη, αλλά το πίσω σκότος. Πως να μιλήσεις για το σκοτάδι; Τι είναι το σκοτάδι; Μη φως; Αρκεί αυτός ο ορισμός;Εκεί ακριβώς βρίσκεται το επίτευγμα της Κικής Δημουλά. Μιλάει για το σκοτάδι, το μη ον, το μηδέν, πράγματα που δεν λέγονται - κι όμως τα λέει. Ενώ οι περισσότεροι ποιητές, όταν πάνε να ασχοληθούν με το αφηρημένο συντρίβονται, η Δημουλά μπορεί και κάνει φιλοσοφική ποίηση, τόσο χειροπιαστή όσο ένας σβώλος χώμα και τόσο μεταφυσική όσο η αποφατική θεολογία. Πρόκειται ένα άλλο είδος ποίηση. Θα την ονόμαζα μετα-ποίηση και με τις δύο σημασίες του μετά. Αν η ποίηση οριοθετεί έναν κόσμο, αυτή καλύπτει δύο, ταυτόχρονα, μεταποιώντας τις λέξεις. Στα ελληνικά γράμματα δεν έχουμε άλλο τέτοιο δείγμα. Στα ξένα, το πιο κοντινό που μπορώ να σκεφθώ είναι οι Άγγλοι "μεταφυσικοί ποιητές" του 17ου αιώνα. Αυτοί που "έβλεπαν το κρανίο κάτω από το δέρμα" όπως έγραψε ο Eliot στους "Ψιθύρους Αθανασίας".Υπάρχουν στίχοι της Κ. Δ. που θα μπορούσαν να έχουν γραφεί από τον Donne, τον Herbert, ή τον Marvell. Που συνδέουν απρόοπτα το συγκεκριμένο με το υπερβατικό, το αισθητό με το επέκεινα:

Νοτιάς. Πονούν θανάσιμα τα κόκαλα.Εννοώ εκείνες τις ατομικές μας κρεμάστρεςνα ταξιδεύει ατσαλάκωτο το σχήμα μαςπλασιέ εδώ εκεί της διάρκειάς μας.

Το ποίημα επιγράφεται "Αναλαμπές Ανυπαρξίας" και τελειώνει:

Γι αυτούς τους πόνους λένε πως υπάρχειμια πολύ θαυματουργήσκόνη που γινόμαστε.

Page 46: ΔΗΜΟΥΛΑ

Στην ποίηση της Δημουλά πορσελάνινα μπιμπελό μπορούν να σημάνουν Αποκάλυψη:

πάλλονται δάκρυα, τρίζουν τζάμιααλλόφρονα οστά αγάλλονται, σπάζουν.

Το γκροτέσκο συγκατοικεί με το τρυφερό, ο εφιάλτης με το ροζ kitsch, ο τρόμος με το κατάμαυρο χιούμορ.

Υπάρχει, στο λεξικό των λογοτεχνικών όρων του Cuddon, ένας ορισμός για τους "μεταφυσικούς" ποιητές που περιγράφει ακριβέστατα την ποίηση της Δημουλά. Τον μεταφράζω: "καθηλωτικές και πρωτότυπες εικόνες και μεταφορές (που δείχνουν μιαν ενασχόληση με τις αναλογίες μακρόκοσμου και μικρόκοσμου), οξύνοια, εφευρετικότητα, δεξιοτεχνική χρήση της κοινής γλώσσας, [] κλίση προς το παράδοξο και το σοφιστικό επιχείρημα, άμεσος τρόπος, καυστικό χιούμορ, έντονη αίσθηση θνητότητας, και μια διακεκριμένη ικανότητα για ελλειπτική σκέψη και λακωνικά συμπυκνωμένη έκφραση".

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ανήκουν τόσο πολύ στη Δημουλά, που σχεδόν δεν χρειάζονται συμπλήρωση. Ίσως μόνο μεγαλύτερη έμφαση στην "αίσθηση θνητότητας". Ωστόσο και στους μεταφυσικούς ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα, (ας θυμηθούν όσοι ξέρουν τους δυσμετάφραστους στίχους του Eliot για τους Webster και Donne).

Οι μεταφυσικοί ποιητές είναι οι πρόγονοι (κι ας μην τους γνωρίζει) της Κ.Δ. ενώ η μεγάλη Αμερικανίδα Emily Dickinson είναι η πνευματική της αδελφή. Περίεργο - όταν το μηδέν θέλει να μιλήσει διαλέγει τώρα πια γυναίκες. Ίσως είναι πιο θαρραλέες από τους άνδρες.

Υπάρχει ένα ποίημα της Δημουλά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προγραμματική δήλωση. Σε αυτό αναφέρονται τα τέσσερα θέματα της ποίησής της: ο έρωτας (δηλαδή το ον), ο φόβος (του μη όντος) η μνήμη (το μη ον γίνεται ον) και η νύχτα (το ον γίνεται μη ον).

Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ο έρωτας,όνομα ουσιαστικόν,πολύ ουσιαστικόν,ενικού αριθμού,γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,γένους ανυπεράσπιστου.Πληθυντικός αριθμόςοι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,όνομα ουσιαστικόνστην αρχή ενικός αριθμόςκαι μετά πληθυντικός:οι φόβοι.Οι φόβοιγια όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,κύριο όνομα των θλίψεων,ενικού αριθμούμόνον ενικού αριθμούκαι άκλιτη.

Page 47: ΔΗΜΟΥΛΑ

Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,Όνομα ουσιαστικόν,Γένους θηλυκού,Ενικός αριθμός.Πληθυντικός αριθμόςΟι νύχτες.Οι νύχτες από δω και πέρα.

"Οι νύχτες από εδώ και πέρα". Από το "Λίγο του Κόσμου" και πέρα, αυτό είναι το μόνο θέμα της Κικής Δημουλα. Αφού δεν γίνεται το θαύμα και το όνειρο:

Δεν ήρθε κι ένα απόγευμαπου να μη γίνει βράδυκαι όνειρο σημαίνεινα έρθει κι ένα απόγευμαπου να μη γίνει βράδυ,

Ο χρόνος δεν σταματά. Το βράδυ έρχεται πάντα: "οι νύχτες από εδώ και πέρα". Το ποίημα τελειώνει:

Φύλαγέ μου, Θεέ μου, τουλάχιστονόσα έχουν πεθάνει.

Η μνήμη από εδώ και πέρα. Το σύμβολό της: η φωτογραφία.

Η φωτογραφία είναι από τα κύρια θέματα της Κ.Δ. Και πως θα γινόταν αλλιώς; Κάθε φωτογραφία, και η πιο ταπεινή, είναι η παρουσία μιας απουσίας. Και η ποίηση της Δημουλά, ως ποίηση του μη όντος, όλο γύρω στην απουσία τριγυρίζει. Τα "όσα έχουν πεθάνει" μπορεί να μην υπάρχουν όλα σε φωτογραφία - αλλά όσα υπάρχουν σε φωτογραφία, έχουν σίγουρα πεθάνει. Η στιγμή πεθαίνει στο στιγμιότυπο.

Άντε, σε συγχωρώ, στιγμή που ήμουν.

Η φωτογραφία είναι παγωμένο παρελθόν. Σύμβολο μνήμης - παραπάνω: η ίδια η μνήμη τυπωμένη στο χαρτί. Ήδη σε μία από τις παλιότερες συλλογές της, πριν ακόμα διαμορφώσει το τελείως προσωπικό της ύφος, η ποιήτρια γράφει:

από τα πέρατα μιας νοσταλγίαςπαίρνω ειδήσεις σου:κατάντησες θαμώνκάποιας παλιάς φωτογραφίας σουδιαπρέποντας στην χάρτινη έντασή της.

Αυτή η χάρτινη ένταση στα επόμενα βιβλία, θα πάρει διαστάσεις τραγικές. Γιατί μπορεί να έλεγαν οι παλιοί φωτογράφοι "απαθανατίζω", ωστόσο ξέρουμε όλοι τι είναι μια χάρτινη αθανασία. Και η Δημουλά έγραφε στο "Λίγο του Κόσμου", πολύ πριν την σκεπάσει η μεγάλη απουσία:

Κι είναι το χέρι σου μόνοστην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας.

Ο έρωτας, ο φόβος, η μνήμη, η νύχτα ("από δω και πέρα"), σε δύο στίχους. Είκοσι χρόνια μετά, η ώριμη (στον πόνο) ποιήτρια μιλάει για το Τίποτα. Σε ένα από τα αριστουργήματα (δεν φοβάμαι τη λέξη) της Δημουλά, το

Page 48: ΔΗΜΟΥΛΑ

πρώτο ποίημα από την συλλογή "Χαίρε Ποτέ", πρωταγωνιστεί μια φωτογραφημένη απουσία:

ΑΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαιΒρέχει χωρίς να βρέχειόπως όταν σκιάμας επιστρέφει σώμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι.Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μουκαι πιο μακριάη κουρασμένη σχέση μου μαζί της.Έτσι για να φαινόμαστε πολλοίκάθε που μας μετράει το άδειο.

Φυσάει άδειο δωμάτιο.Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μουπου έχω να σαρώνομαι.

Νέα σου δεν έχω.Η φωτογραφία σου στάσιμη.Κοιτάζεις σαν ερχόμενοςχαμογελάς σαν όχι.Άνθη αποξηραμένα στο πλάισου επαναλαμβάνουν ασταμάτητατο άκρατο όνομά τους semprevivessemprevives – αιώνιες, αιώνιεςμην τύχει και ξεχάσεις τι δεν είσαι.

Με ρωτάει ο καιρόςαπό πού θέλω να περάσειπου ακριβώς τονίζομαιστο γέρνω ή στο γερνώ.ΑστειότητεςΚανένα τέλος δεν γνωρίζει ορθογραφία.

Νέα σου δεν έχω.Η φωτογραφία σου στάσιμη.Όπως βρέχει χωρίς να βρέχει.………………………………….

Στα ποιήματα της Κ.Δ. οι φωτογραφίες δεν είναι πάντα "στάσιμες". Συνήθως ζούνε μια ζωή δική τους, αυτόνομη. Σαν φυτά, έχουν ανάγκη από την φροντίδα των ανθρώπων. Ένα ποίημα απουσίας κλείνει με τους στίχους:

Τουλάχιστονν' αλλάζεις πότε-πότε το νερό στις φωτογραφίες μου

Δέκα χρόνια πριν έγραφε:

Ποτίζεις, φαίνεται, συχνά τους τοίχους με ρέμβηΚι ευδοκιμούν εδώ-εκεί φωτογραφίες.

Είναι το νερό της μνήμης, αντίδοτο του νερού της Άρνας, του νερού της

Page 49: ΔΗΜΟΥΛΑ

λησμονιάς.

Άλλες φορές (στο ποίημα "Ανάσκελος Χρόνος") η φωτογραφία γίνεται μαγικό alter ego, είδωλο που υποκαθιστά το πρόσωπο:

τετράπαχο γρασίδι στα συρτάρια μουρηχή μαλακωσιά σαν του βελούδουκαι του πατημένου όρκουκαι ρίχνει κάτι ξάπλεςμα κάτι ξάπλες η φωτογραφία σου.

Οι αναφορές στην φωτογραφία είναι περισσότερες στο πρώτο και το τρίτο από τα βιβλία της "ώριμης" Δημουλά. Μόνο τρεις εντόπισα στο "Τελευταίο Σώμα μου" ενώ έξη στο "Λίγο του Κόσμου" και επτά στο "Χαίρε Ποτέ". Μάλιστα, στα βιβλία αυτά υπάρχουν ολόκληρα ποιήματα με θέμα την φωτογραφία, ενώ στο "Σώμα" οι αναφορές είναι παρενθετικές (αλλά καίριες, σε στίχους καταληκτικούς).

Φυσικό. Τα δύο αυτά βιβλία είναι καθαρά ελεγειακά, με περισσότερη έμφαση στη μνήμη. Ιδιαίτερα στο "Χαίρε Ποτέ", βιβλίο μεγάλου αποχαιρετισμού, η φωτογραφία μοιάζει να είναι ένα από τα ελάχιστα σωσίβια στον ωκεανό του Τίποτα.

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ

Σκορπίζουντων δακρύων οι μεγάλες συγκεντρώσεις. Μνήμη και παρόνψάχνουν να κρυφτούν από τη διαύγεια τους.

Αραιά και που καμιά τουφεκιάπότε από κείνο το ευκρινέςχαράκωμα ή λύπη πότε από αμυδρότερο.Στρατηγική να δείξει τάχαότι έρχονται ενισχύσεις. Ας παραδοθεί.

Έχει σχεδόν επικρατήσει ή φωτογραφία σου.Εξαπλώθηκε όπου βρήκε άμαχη επιφάνειααποδεκατισμένη αίσθηση πρόθυμη για γαλήνη.Ανεμίζει στων βλεμμάτων τα υψώματα όχι σαν έθιμο αδρανές μελαγχολικόμα ως γενναίος συκοφάντης της απώλειας σου.Μέρα τη μέρα πείθει πώς τίποτα δεν άλλαξε αποδεκατισμένη αίσθηση πρόθυμη για γαλήνη.Ανεμίζει στων βλεμμάτων τα υψώματα όχι σαν έθιμο αδρανές μελαγχολικόμα ως γενναίος συκοφάντης της απώλειας σου.Μέρα τη μέρα πείθει πώς τίποτα δεν άλλαξε

Ότι ήσουν πάντα έτσι, από χαρτίεκ γενετής φωτογραφία σε συνάντησαανέκαθεν πώς έτσι σ' αγαπούσα γυρολόγααπό εικόνα σε απεικόνισηκι από απεικόνιση σε εικόνα σου αρκέστηκα.

Μνήμη και παρόν πρέπει να κρυφτούναπό τη διαύγεια τους.

Αραιά και που καμιά τουφεκιά αμυδρή

Page 50: ΔΗΜΟΥΛΑ

μαρτυρία υπέρ σου ή λύπηας παραδοθεί.Ό μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε είναι ή απουσία μας.

Η ποιήτρια ζει σε ένα κενό που για μόνη του διακόσμηση έχει τα αναμνηστικά του τότε:

Ηδονοβλεψίες οι φωτογραφίες σου τριγύρωανώτατοι υπάλληλοι σε ανθηρή εταιρία τοίχων

Και έχει ήδη διδαχθεί να διαλέγεται με την απουσία:

Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες...

Έγραφε το 1971. Ωστόσο δεκαεπτά χρόνια, μια μοναξιά και τρεις συλλογές αργότερα, έχεις την εντύπωση πως μιλάει πια μόνο με τις φωτογραφίες:

Μου φαίνονται απόψε πιο γκρίζα τα μαλλιά σουμπερδεμένη καθώς τα χτενίζω με σκέψεις.

Τι έπαθες; Σε γέρασε η πολλή φωτογραφία ή μη σου είπε τίποτα εναντίον μου η φαρμακόγλωσσα ενοχή μου.

Υπάρχουν δύο ποιήματα ομόλογα, σαν αντικριστά, το ένα στο "Λίγο του Κόσμου" το άλλο στο "Χαίρε Ποτέ". Και τα δύο έχουν ένα κοινό θέμα - την αμφισβήτηση της φωτογραφικής ειλικρίνειας. Εδώ γίνεται αμφίβολη η αλήθεια της μνήμης - γιατί όχι και η αλήθεια του όντος. Η φωτογραφία αποκτά δική της θέληση, γνώση, ακόμα και προφητικές ιδιότητες. Δεν είναι πια παθητική απεικόνιση του παρελθόντος - είναι ενεργητική παρέμβαση στο παρόν και το μέλλον. Χαρακτηριστικά το πρώτο από τα δύο ποιήματα φέρει τον τίτλο "Μοντάζ" - αναφέρεται δηλαδή στην τεχνική εκείνη που αλλοιώνει την εικόνα, με την οποία ο φωτογράφος παρεμβαίνει στην πραγματικότητα. Το δεύτερο πάλι ονομάζεται "Passe-partout" λέξη που σημαίνει το πλαίσιο της φωτογραφίας - αλλά και το αντικλείδι. Στο πρώτο ποίημα η ποιήτρια αναρωτιέται:

Υπήρχε από την αρχή τιμόνιή έκανε μοντάζ ο φωτογράφοςκι απόκτησε τιμόνιτο ακυβέρνητοόπως βρέθηκαν οι αγρότες οι παππούδες μαςστα κάδραμε γραβάτα;

Όμως, στο δεύτερο ποίημα η απορία παίρνει διάσταση απειλής:

PASSE-PARTOUT

Ανοίγω τα παράθυρα της φωτογραφίαςν' αεριστεί. Έμεινε καιρό κλεισμένη όπως πολλά εξοχικά παρελθόντα.Είσαι στο μπαλκόνι. Με την καλή παλιά σου στάση· όρθιος· φοράς την έγχρωμη επίγεια εφαρμοστή στολή των επιπέδων: μια κεραμιδένια στέγη το φουσκωτό μπουφάν του πεύκου,

Page 51: ΔΗΜΟΥΛΑ

μπαλωμένο μ' ενδιάμεση θάλασσα στα μέρη που σκίστηκαν τα κλαδιά παίζοντας με δυνατούς ανέμους. Είναι σε παλίρροια τα περιβόλια Έχουν ανέβει ως τα τηλεγραφόξυλaκαι κρέμονται λεμόνια στα καλώδια άγουρα εορταστικά γλομπάκια.

Κάνεις υποστολή ηλίου.Ανεβάζεις την τέντα συνθλίβονταςπάνινα λουλούδια. Ανυπόμονος περιστρέφεις την κίνηση σα να 'ναι ο ίσκιος το δυσεύρετο.

Ως εδώ λογικά συμπεριφέρεται ή φωτογραφία.Ώσπου εμφανίζομαι εγώ, παρανοϊκά νεόφερτη στην εικόνα σαν με πλαστικήν αφαίρεση.

Ενώ ήμουν μαζί σου εξ αρχήςκοινοκτήμων της παλίρροιας και των περιβολιώνλίγο πιο πίσω από σένα καθισμένησ' ένα πολύ αναπαυτικό pliant μειδίαμα μουμοιάζει τώρασαν μόλις να προστέθηκα στη φωτογραφία.Με σημερινό το πρόσωπο μου, μαύρο βλέμμαμακρύ σέρνεται ή ουρά του χάμω στο μπαλκόνιλες πώς κάλεσε εμένα το επίσημο σκοτάδι.Τείνομαι άπνους σα να θέλωνα σε απομακρύνω από την τένταμη σου πέσει κι άλλονταμάρι ίσκιου απάνω σου.Αρκετά ανήλιος έγινες.

Πώς ενημερώθηκε ή φωτογραφία.Χρόνος αληθινός σε χρόνο χάρτινο πώς μπήκε.Με ποιαν οικειότητα ή οδύνημίλησε στην απάθεια των αψύχων.Άραγε τι βαθύτερο να είναι αυτά τα άψυχα.Μήπως τίποτα ζωές προηγούμενες εμψύχωνπού με την πρώτη επώδυνη ευκαιρίαυποτροπιάζουν;

Η εκ των υστέρων "προφητεία" της φωτογραφίας, δίνει όσο τίποτα δυνατή, την έννοια της μοίρας. Το πεπρωμένο πρωθύστερα γραμμένο στην εικόνα. Το διαβάζεις μετά και νιώθεις ρίγος, "έλεον και φόβον".

Φτάσαμε σε καίριο σημείο. Η ένταση ανάμεσα στο ον και το μη ον είναι η μόνιμη πηγή του τραγικού. Στην τραγωδία συγκρούονται ο Ήρως και η Μοίρα - μάσκες για το ον και το μηδέν. Ο κόσμος της Δημουλά είναι κατ' εξοχήν τραγικός, με τον αρχαίο τρόπο αλλά με το σημερινό ύφος της τραγωδίας. 'Έχει την σύγκρουση, χωρίς το ηρωικό μέγεθος. Γιατί αυτό που συγκρούεται δεν είναι πια ο ήρωας με το κενό - είναι το κενό με το κενό. Οι σύγχρονοι τραγικοί ήρωες είναι άδειοι, κλόουν ή ζογκλέρ λέξεων.

Βλέπω αυτόν τον κόσμο της Δημουλά, σαν μια άδεια σκηνή, σκοτεινή. Στην μαύρη κουρτίνα του φόντου, μισοφαίνονται καρφιτσωμένες φωτογραφίες. Είναι το πιο ζωντανό πράγμα σε αυτόν τον πεθαμένο κόσμο. Μέσα στο απόλυτο κενό, με φόντο τη νύχτα, εικόνες συνοδεύουν την σιωπή των λέξεων. (Ναι, η Δημουλά κατόρθωσε κι αυτό: οι λέξεις να μην

Page 52: ΔΗΜΟΥΛΑ

ηχούν. Να πέφτουν στην μοναξιά, σαν τσόχα σε βελούδο. Μόνον ο Μπέκετ έχει δώσει τόση σιγή στον λόγο).

Τελική απόδειξη για όσα γράφω θα είναι δύο ποιήματα. (Απόδειξη για κάθε λόγο γύρω στην ποίηση, είναι μόνον η ποίηση). Δύο "φωτογραφικά" ποιήματα, το ένα από το "Λίγο του Κόσμου", το άλλο από το "Χαίρε Ποτέ". Δεν θέλω - ούτε χρειάζεται να τα σχολιάσω. Είναι άλλωστε τόσο γνωστά, σε όσους αγαπούν την ποίηση. Θα τα ξαναβρούν, όπως αγαπημένη μουσική του Schubert.

Από το "Λίγο του Κόσμου":

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948:

Κρατώ λουλούδι μάλλον.Παράξενο.Φαίνεται από την ζωή μουπέρασε κήπος κάποτε.

Στο άλλο χέρικρατώ πέτρα.Με χάρη και έπαρση.Υπόνοια καμιάότι προειδοποιούμαι για αλλοιώσεις,προγεύομαι άμυνες.Φαίνεται από την ζωή μουπέρασε άγνοια κάποτε.

Χαμογελώ.Η καμπύλη του χαμόγελου,το κοίλο αυτής της διαθέσεως,μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,έτοιμο.Φαίνεται από την ζωή μουπέρασε στόχος κάποτε.Και προδιάθεση νίκης.

Το βλέμμα βυθισμένοστο προπατορικό αμάρτημα:τον απαγορευμένο καρπότης προσδοκίας γεύεται.Φαίνεται από την ζωή μουπέρασε πίστη κάποτε.

Η σκιά μου παιχνίδι του ήλιου μόνο.Φοράει στολή δισταγμού.Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναισύντροφός μου ή καταδότης.Φαίνεται από την ζωή μουπέρασε επάρκεια κάποτε.

Συ δεν φαίνεσαι.

Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο

Page 53: ΔΗΜΟΥΛΑ

για να έχω σταθεί στην άκρη τουκρατώντας λουλούδικαι χαμογελώντας,θα πει πως όπου να’ ναι έρχεσαι.Φαίνεται από την ζωή μουζωή πέρασε κάποτε.

Από το "Χαίρε Ποτέ", το

ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ

Χαμένα πάνε τα λόγια των δακρύων.Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει- έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρότου ανώφελου.Σιγά-σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμηνα δίνει ωραίες συνταγές μακροζωίαςσε ό,τι έχει πεθάνει.

Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρήςφωτογραφίαςπου είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της:νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοιενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας.Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος;Θα πειςκαι που δεν ήταν τότε θάλασσα.

αφιερώματα:

Γιώργης Παυλόπουλος

Τι είναι ποίηση...

"Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε".

Κυρίες και ΚύριοιΦίλες και ΦίλοιΠαραλλάζοντας αυτή τη σημείωση του Πωλ Βαλερύ, η οποία παραπέμπει αμέσως στον Ποιητή και στην Ποίηση, θα λέγαμε: "Αν ένας ποιητής μπορούσε να πει με ακρίβεια τι γράφει, γιατί γράφει και τι είναι αυτό που τον κάνει να γράφει, δεν θα έγραφε".Κι εγώ τώρα δεν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίηση και γιατί γράφω ποιήματα. Πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει η Ποίηση και ποιος είναι ο σκοπός της.Το μόνο που ξέρω είναι πως ο Ποιητής ήταν πάντα ένας αφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της.Τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή δεν έχει άλλο τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει κυρίως αυτό που κρύβει η ζωή. 'Οπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους.Η Ποίηση λοιπόν είναι πράξη ερωτική; 'Η μήπως πράξη απόγνωσης; 'Η μήπως και τα δύο; Πράξη ερωτική και συνάμα π ράξη απόγνωσης.Για την ποιητική πράξη έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα. Και από τους ιδιους

Page 54: ΔΗΜΟΥΛΑ

τους τεχνίτες και από τους θεωρητικούς. Πολλές φορές οι Ποιητές προσπάθησαν να διατυπώσουν τον ανύπαρκτο ορισμό της Ποίησης, σα να κοίταζαν σ' έναν καθρέφτη όπου δεν έβλεπαν το πρόσωπό τους, αλλά το απόλυτο κενό.Σταχυολογώ πρόχειρα:

Η ποίηση είναι η αναζήτηση του ανεξήγητουΣτήβενς

Η ποίηση αρχίζει πάντα, όταν κάποιος που πρόκειται να γίνει ποιητής, διαβάζει ένα ποίημα.Μίλτον

Η ποίηση μας δημιουργεί την εντύπωση, όχι πως ανακαλύψαμε κάτι καινούργιο, αλλά πως θυμηθήκαμε κάτι που είχαμε ξεχάσει.Μπράντλεϋ

Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε.Καρυωτάκης

Η ποίηση είναι ένας φασιανός που χάνεται στους θάμνουςΣτήβενς

Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.Σεφέρης

Η ποίηση υπαγορεύεται από ένα δαιμόνιο, αν και θα ήταν υπερβολή να το χαρακτηρίσει κανείς αγγελικό.Ζεζλάβ Μίλοζ

Η ποίηση είναι έκφραση, αν ένας στίχος είναι έκφραση, αν καθένα από τα μέρη που απαρτίζουν ένα στίχο, κάθε μία λέξη, είναι εκφραστικά μόνα τους.Κρότσε

Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.Αναγνωστάκης

Η ομορφιά καραδοκεί. Αν είμαστε ευαίσθητοι, θα την αισθανθούμε μέσα στην ποίηση όλων των γλωσσών.Μπόρχες

Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου.Εμπειρίκος

Η ποίηση αρχίζει με την επίγνωση εκ μέρους μας όχι της Πτώσης, αλλά του ότι πέφτουμε.Μπλουμ

'Οταν διαβάζουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως κι εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας.Μπόρχες

Η ποίηση ένα πράγμα ανάλαφρο, ιερό και φτερωτό.Πλάτων

Η ποίηση δεν είναι ένα ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά απόδραση από τη συγκίνηση. Δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα.Έλιοτ

Page 55: ΔΗΜΟΥΛΑ

Η ποίηση είναι η πιο πυκνή μορφή προφορικής έκφρασης.Πάουντ

Η ποιότητα ενός μεγάλου ποιητή είναι πανταχού παρούσα και πουθενά ορατή σαν μία ξεχωριστή συγκίνηση.Κόλεριτζ ή Ντε Κουίνσυ

Αν κάποιος μάθει καλά ελληνικά, μπορεί να βρει σχεδόν "ολόκληρη την ποίηση" στον Όμηρο.Πάουντ

Είναι παράξενο πως γράφει κανείς ποιήματα.Σεφέρης

Οι ποιητές όλων των εποχών έλαβαν μέρος στη συγγραφή ενός Μεγάλου Ποιήματος αενάως εν εξελίξει.Σέλλεϋ

Στην ίδια την ουσία της ποίησης υπάρχει κάτι το απρεπές: Φανερώνονται πράγματα που δεν ξέραμε πως τα κρύβαμε μέσα μας και τρομάζουμε σα να είχε ξεπηδήσει μια τίγρης και στεκόταν μπροστά μας στο φως τινάζοντας την ουρά της.Σέσλαβ Μίλοζ

Όλη η ποίηση είναι ποίηση πειραματική.Στήβενς

Η ποίηση είναι η αιτία που φθείρει το κάθε τι από το μη είναι στο είναι.Πλάτωνας

"Διο ευφυούς η ποιητική εστιν ή μανικού. Τούτων γαρ οι μεν εύπλαστοι οι δε εκστατικοί εισίν".(Η τέχνη της ποίησης είναι έργο του προικισμένου μάλλον παρά του μανικού καλλιτέχνη, γιατί ο πρώτος είναι ο επιδέξιο μιμητής, ενώ ο δεύτερος κατέχεται από ενθουσιασμό και του λείπει η ψυχική ηρεμία).Αριστοτέλης

Ο κατάλογος είναι ανεξάντλητος όπως ανεξάντλητες είναι οι άπειρες αισθήσεις που μας υποβάλλει η Ποίηση. Θα σταματήσω εδώ. Και θα τον κλείσω με μια φράση του Πεσόα:

Ο άνεμος φυσάειέτσι όπως τον άκουσε ο Όμηροςακόμα κι αν δεν υπήρξε ποτέ

Ανέφερα τον Πεσόα, αλλά δεν σας αποκάλυψα τα ονόματα εκείνων που έγραψαν αυτούς τους στοχασμούς για την Ποίηση. Καλύτερα έτσι.'Ισως αυτός ο τρόπος μας φέρνει πιο κοντά σε Κείνον που αποσβύνοντας ολοένα το πρόσωπό του μέσα στο έργο του, γίνεται ο άλλος, γίνεται οι άλλοι, γίνεται ο Κανένας. Θέλω να πω μας φέρνει πιο κοντά στον Ποιητή και στο Ποίημα.Και τι είναι τελικά το Ποίημα; 'Ισως είναι το νόμισμα που σφίγγει στα δόνιτα του ο Ποιητής για να μπει στη βάρκα του Θανάτου. Με αυτό θα πληρώσει για το μέγα θαύμα που αξιώθηκε και που δεν είναι άλλο από την ίδια τη ζωή.Έχω γράψει τούτο το χαϊ-κου:

'Ολοι χωράμεοι ζωντανοί κι οι νεκροίσ' ένα ποίημα

Page 56: ΔΗΜΟΥΛΑ

Αλλά και όλη η μνήμη του κόσμου χωράει μέσα στην Ποίηση. 'Η τουλάχιστον αυτή τη μαγική εντύπωση μας δίνει η τέχνη της Ποίησης. Πως όσα έχουν χαθεί και κείνα που θα έρθουν και θα περάσουν και θα χαθούν θα μείνουν για πάντα μέσα στην Ποίηση.Θα μείνουν για πάντα μέσα στην Ποίηση "όσα κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται" όπως θα έλεγε ο Αλεξανδρινός.----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Διαβάστηκε από τον ίδιο τον ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο στην εκδήλωση του περιοδικού "Γράμματα και Τέχνες" που έγινε προς τιμήν του στο "Σπίτι της Κύπρου" στις 8/12/1997. Αναδημοσιεύεται από το τεύχος 83 του περιοδικού "Γράμματα και Τέχνες" (Φεβρουάριος - Μάρτιος 1998) 

Κική Δημουλά:

Συνέντευξη Κικής Δημουλά (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 16/03/2002)

- Γίνατε «αθάνατη», λοιπόν...

«Η λέξη, ξέρετε, μου προκαλεί μια μελαγχολία, γιατί έχει ένα χιούμορ που είναι και ολίγον μαύρο βέβαια. Πώς "αθάνατη"; Τονισμός του "θνητή" είναι αυτό περισσότερο, παρά μια άλλη πραγματικότητα. Δεν νομίζω ότι τον φέρω αυτόν τον χαρακτηρισμό με πολλή άνεση, ούτε βέβαια και τον τίτλο ακόμα του ακαδημαϊκού, γιατί πρέπει πρώτα να τον πιστέψω. Εγώ δεν είμαι εύπιστη ούτε στα πράγματα που συμβαίνουν. Αλλωστε, δεν ήταν τόσο αγωνιώδης στόχος μου αυτό, ούτε εκφράζει την άπληστη πλευρά μιας φιλοδοξίας».

- Ομως βάλατε υποψηφιότητα.

«Εβαλα, πρώτον βέβαια, για λόγους που δεν ομολογούνται. Και μετά: Ισως για να ικανοποιήσω μια καθυστερημένη φιλομάθεια. Ισως για να βρω μια ειρηνικότερη και επομένως ασφαλέστερη στέγη για το μετέωρο και ευάλωτο είδος του λόγου που υπηρετώ. Ισως ακόμα με την ελπίδα ότι αυτό το είδος αποδειχτεί ευρύτερα και σταθερότερα χρήσιμο από όσο ασταθώς χρησιμεύει σε μένα. Ενδεχομένως να νοστάλγησα και την πειθαρχία. Να νοστάλγησα την περικοπή του ελεύθερου χρόνου, που σε μένα τουλάχιστον προσφέρει αρκετήν αταξία. Επεδίωξα έτσι την προσχώρηση στην Τάξη· των Γραμμάτων τώρα».

- Προσκομίζοντας τι;

«Για το μόνο που είμαι βεβαία ότι έχω, είναι ένα ήθος. Δεν ξέρω όμως, αν αυτό αρκεί στην Ακαδημία. Γιατί το διαθέτει πιστεύω. Δεν γνωρίζω περισσότερα. Το βέβαιον είναι ότι αυτός ο επιβλητικός χώρος μού προκαλεί ένα δέος».

- Είναι επίσης ένας χώρος συντηρητικός στη συνείδηση των πολιτών, αδιάφορος και απών ως πνευματικό ίδρυμα,

Page 57: ΔΗΜΟΥΛΑ

σε εποχές ζοφερές για τον τόπο.

«Οι ακαδημαϊκοί είναι Ελληνες. Δεν έχω καμιά διάθεση να θεωρήσω ότι υπήρξε εσκεμμένη αδιαφορία στα μεγάλα θέματα. Εχω όμως μια διάθεση να βρω ελαφρυντικά, που αυτή τη στιγμή δεν μου είναι πρόχειρα. Ούτε εγώ πήρα ενεργό θέση στο θέμα, ας πούμε, της δικτατορίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ήμουν αδιάφορη, ότι δεν υπέφερα μέσα μου. Θα μου πείτε, εγώ ήμουνα μια μονάδα, ένα ασήμαντο πρόσωπο, το οποίο δεν μπορούσε να παίξει κάποιο ρόλο...».

- Εγώ δεν θα σας το πω αυτό, κυρία Δημουλά.

«Δεν παραδέχεστε ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι αγωνιστικοί; Φυσικά, δεν χρησιμεύουν αυτοί οι άνθρωποι στην ανθρωπότητα, ούτε συζήτηση. Αλλά ας μην τους αποκλείσουμε κι από αυτό το άχρηστο ακόμα τού να συνυποφέρουν. Είναι και θέμα μιας κατασκευής το να μπορεί κανείς να βγει στους δρόμους να φωνάξει, είναι και θέμα μιας δειλίας πολύ μεγάλης, ιδίως για ανθρώπους που έχουν οικογένεια. Εγώ, στην Τράπεζα της Ελλάδος όπου δούλεψα, υπέστην μία δίωξη τρομακτική επί δικτατορίας».

- Για ποιον λόγο;

«Πραγματικά χωρίς λόγο. Επειδή ήμουν στο περιοδικό της τράπεζας "Κύκλος", το οποίο θεωρήθηκε ως αναρχοκομμουνιστικό. Ούτε κομμουνίστρια ήμουν όμως, ούτε μη κομμουνίστρια. Ημουν απλά ένας άνθρωπος που αγαπάει πάρα πολύ την ελευθερία και τη δημοκρατία. Δεν έκανα όμως τίποτα εναντίον της χούντας, γιατί είχα οικογένεια, παιδιά, όλα αυτά τα κακομοίρικα, αν θέλετε. Αλλά και δεν πούλησα ποτέ ηρωισμό, όπως έκαναν άλλοι».

«Προτιμώ να φταίω»

- Είναι ένα «φαινόμενο» της μεταχουντικής περιόδου και του δημόσιου βίου μας η εξαργύρωση αντιστασιακών, αληθινών ή ψεύτικων, περγαμηνών. Τι έχετε να πείτε πάνω σ' αυτό;

«Τι να πω; Να χαρακτηρίσω τώρα την ανθρωπότητα "παπατζή" που αρπάζει τις ευκαιρίες; Δεν είναι άγνωστο φαινόμενο αυτό, συμβαίνει αιώνες. Ολοι, ώς ένα βαθμό, επωφελούμεθα. Ακόμα και τα χαρίσματά μας όταν ασκούμε, πάλι ένα μέσον βάζουμε για να κερδίσουμε κάτι. Ακόμα και το να θέλει κανείς να είναι ποιητής, είναι μια φιλοδοξία από την οποία κάτι προσδοκά. Μα και η δόξα δεν είναι μικρό ούτε και τόσο ηθικό κέρδος».

- Εσείς είστε φιλόδοξη;

«Ασφαλώς, δεν υπάρχει περίπτωση να μην είμαι φιλόδοξη. Διότι αλλιώς δεν θα προσπαθούσα ούτε να κάνω το καλύτερο. Προσπαθώ, λοιπόν, αλλά δεν κάνω τίποτα λερό για να ικανοποιήσω αυτή τη φιλοδοξία».

Page 58: ΔΗΜΟΥΛΑ

- Είναι δύσκολο να κάνει «λερά» πράγματα για να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του ένας ποιητής;

«Το να μυθοποιούμε τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, το να τους θεωρούμε θεούς, είναι λάθος, οδηγούμαστε σε μια πλάνη. "Θεός" είναι κάποιος μόνο κατά εκείνο το κομματάκι και κατά τη στιγμή που ασκεί το χάρισμα που τού δόθηκε. Κατά τα άλλα, είναι ένας κοινός άνθρωπος, με όλες τις αδυναμίες και τα κακά του κόσμου μέσα του. Εγώ δεν μπορώ να δεχτώ καθαρόν άνθρωπο κανένα. Ακόμα και οι μύχιες σκέψεις του, κι αυτές που δεν τις γνωρίζει, μπορεί να απεργάζονται τον κακό εαυτό του. Τώρα, αν το καθαρό έχει φοβίσει επαρκώς το λερό και κάθεται και σιωπά, είναι μια άλλη ιστορία. Χρήσιμη εν τέλει».

- Εσείς το έχετε φοβίσει επαρκώς το «λερό» σας;

«Πιστεύω ότι το έχω ναρκώσει. 'Η του αφαιρώ τα περιθώρια δράσης με τη μάλλον ασκητική ζωή μου».

- Δίνετε, πράγματι, την εντύπωση ενός μοναχικού κι απόμακρου ανθρώπου.

«Ετσι είμαι. Ομως αυτό μπορεί κάλλιστα να οφείλεται σε μια δειλία, ότι δεν έχω όπλα ν' αντιμετωπίσω έναν άνθρωπο τον οποίο δεν γνωρίζω ποιος είναι. Δεν μπορώ, ας πούμε, να δω κάποιον να θυμώνει εξαιτίας μου. Θυμάμαι τη μητέρα μου όταν έκανα κάτι που δεν της άρεσε και είχε το πρόσωπο κατεβασμένο επί πέντε ημέρες. Εμένα αυτό μου ήταν αφόρητο. Ημουν πρόθυμη να ζητήσω συγγνώμη για να μη βλέπω αυτό το ύφος».

- Αυτό κάνετε ακόμη;

«Ναι, προτιμώ να φταίω, παρά να μου φταίνε. Ισως, με αυτή μου την προτίμηση, να τροφοδοτείται και το αρχετυπικό αίτημα της ενοχικότητας. Παρά ταύτα, αγαπάω πολύ τον κόσμο, σαν να έχω επαφή και επικοινωνία μαζί του, τον αγαπάω μέσα απ' τα δικά μου προβλήματα. Εγώ πιστεύω ότι η ποίηση αναπληρώνει αυτό που δεν μπορείς να ζήσεις».

«Δεν είμαι διεκδικητική»

- Τι δεν μπορέσαε να ζήσετε εσείς;

«Αυτήν την κοινωνικότητα, για παράδειγμα. Πολλά πράγματα, διότι δεν μπορώ να είμαι διεκδικητική. Ούτε και ήμουν ποτέ. Δεν τόλμησα, ας πούμε, και κακίζω τον εαυτό μου γι' αυτό, να επιβάλω στους γονείς μου να καλλιεργήσω την πολύ ωραία φωνή που είχα και να γίνω ελαφριά τραγουδίστρια, όπως ονειρευόμουν. Δεν επέμεινα να μάθω πιάνο, που τρελαινόμουν - σκεφτείτε, βλέπω σήμερα άνθρωπο να παίζει πιάνο, τον πιο άσχημο άνθρωπο να παίζει το χειρότερο πιάνο, και εξωραΐζεται η μορφή του και παραληρώ. Δεν μπόρεσα ακόμα να κατανικήσω, αντιθέτως όσο πάει και εντείνεται, ένα πολύ

Page 59: ΔΗΜΟΥΛΑ

μεγάλο ελάττωμα, μια ευγένεια που έχω, η οποία δεν νομίζω ότι εκλαμβάνεται σωστά».

- Είναι ελάττωμα η ευγένεια;

«Εχει μια συγγένεια τρομακτική αυτή η ευγένεια με την ηττοπάθεια. Περισσότερο μοιάζει με ηττοπάθεια, γιατί βέβαια έχει κοινά χαρακτηριστικά και με τη δειλία. Ενας άνθρωπος που είναι συνεχώς ευγενής, δεν νομίζω ότι ασκεί οπωσδήποτε καθαρά αυτή την αρετή. Μπορεί και να φοβάται να είναι αγενής, διότι το να είσαι αγενής θέλει και μια γενναιότητα. Σημαίνει ότι είσαι πρόθυμος ν' αντιμετωπίσεις τις συνέπειες της αγένειάς σου».

- Δέχεστε για τον εαυτό σας κάποιο ίχνος ή μορφή υστεροβουλίας;

«Οχι, δεν είμαι αναιδής, απλώς· τώρα, εάν μου το είπε η μητέρα μου αυτό ή άλλα είναι τα βαθύτερα αίτια, δεν το ξέρω. Διότι κάποια οικονομία θα εξυπηρετώ φτιαγμένη έτσι όπως είμαι, ένας άλλος άνθρωπος θα είναι το αντίθετό μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι περισσεύω σ' αυτό τον κόσμο. Το πρόβλημα είναι ότι έναν άνθρωπο που έχει πάρει τη λεζάντα, την επιγραφή του ευγενούς, οι άλλοι δεν τον φοβούνται. Και δεν ξέρω έτσι πόσο σκούρα θα τα βρει στη ζωή του. Εγώ τα έχω βρει πολλές φορές».

- Θα θέλατε να σας φοβούνται;

«Θα ήθελα λίγο να με λογαριάζουν. Επειτα, εγώ έχω αυτή τη μανία να κρατάω συνεχώς μια φωτογραφική μηχανή και να ανανεώνω τη συλλογή φωτογραφιών που βγάζω στις αδυναμίες μου και στις ατέλειές μου. Είναι φοβερό αυτό. Κι αυτές τις φωτογραφίες σαν να τις έχω μαζί μου και να τις επιδεικνύω σε όποιον άνθρωπο με γνωρίσει, ώστε να μη σχηματίσει καμιά εσφαλμένη εντύπωση για μένα. Τώρα, γιατί το κάνω αυτό, γνωρίζοντας ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι είμαι ακριβώς, δεν ξέρω».

- Νομίζω ότι πολλοί αναζητούν και θα ήθελαν μιαν εξήγηση της βαθιάς μελαγχολίας που αναδίνει η φωτογραφία...

«Πρώτα πρώτα, δεν είχα πολύ χαρούμενα παιδικά χρόνια, με την έννοια ότι και το περιβάλλον μου δεν ήταν εύθυμο. Ηταν άνθρωποι κάπως βαρύθυμοι. Αν αυτό το αντέγραψα ή το κληρονόμησα, αν απορρόφησα την ατμόσφαιρα και τη φέρω εφ' όρου ζωής, δεν το ξέρω. Αλλά νομίζω ότι μπορώ να υποστηρίξω απλούστερα αυτό το θέμα. Με πλήττει θανάσιμα η ιδέα ότι είμαστε θνητοί παρά αθάνατοι. Και, παράλληλα, μ' αφήνει αποσβολωμένη το μέγα θαύμα, ότι αυτή τη μοίρα μας φαίνεται να τη λησμονάμε». - Θα θέλατε πραγματικά να ήμασταν αθάνατοι;

«Ναι, πολύ. Χωρίς να σκέπτομαι πόσο ανόητο ενδεχομένως είναι αυτό. Πάντως, αυτό το άγνωστο σκουληκιασμένο πράγμα δεν το θέλω, έστω κι αν υπάρχει

Page 60: ΔΗΜΟΥΛΑ

πιθανότητα να είμαι ένα καλό λίπασμα για τις επόμενες γενιές. Γι' αυτό είχα σκεφτεί πάρα πολλές φορές την καλύτερη λύση τουλάχιστον της καύσης. Το να φύγει κανείς μέσα σε μια πυρά τέτοια, είναι και μια δικαίωση της προηγούμενης πύρινης ζωής μας».

«Μ' ενοχλούν τα γηρατειά»

- Πύρινης, με ποια έννοια;

«Με την έννοια του πάθους για τη ζωή, για την ομορφιά. Ολα είναι μια φλόγα, καιγόμαστε επί μια ζωή και με μικρά και με μεγάλα, νομίζω ότι και τα μικρά πράγματα ακόμη, φωτιές καλλιεργούν μέσα μας. Γι' αυτό με ενοχλούν πάρα πολύ τα γηρατειά. Δεν θέλω να κατηγορήσω τη φύση, την οποία αγαπώ γιατί της ανήκω και έχει βέβαια κι αυτή κάθε δικαίωμα να έχει κάνει μεγάλες παραλείψεις, αλλά νομίζω ότι το λάθος της ήταν τα γηρατειά. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι παρέλειψε να έχει την εικόνα του γέροντα, έπρεπε να έχει, όταν μας έπλαθε, την εικόνα τού πώς είναι η φθορά. Διότι για το αντίθετο, ή ελλιπή εξυπνάδα πρέπει να της αποδώσω ή χαιρεκακία».

- Ο Αθως Δημουλάς πώς πέρασε απ' τη ζωή σας; Γιατί υπάρχει ο, αδιευκρίνιστος ακόμα για πολλούς, «μύθος» της βαριάς σκιάς του επάνω σας.

«Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος. Αντιθέτως, μου έδωσε την πολύ δύσκολη έγκρισή του στα πράγματα που με βοήθησαν να ζήσω και μετά τον θάνατό του. Εκείνος ήταν ο ελέγχων τις ποιότητές μου, πάνω στο θέμα της ποιήσεως τουλάχιστον. Φεύγοντας, μου άφησε τις τελειότητές του. Οι ατέλειες ξεχάστηκαν. Και την ποίηση, βεβαίως, όπου είχα πλέον μπει σαν σε καταφύγιο. Εκείνος με ωθούσε συνεχώς προς τα εκεί, διότι εγώ ήμουν ένας άνθρωπος τεμπέλης από τη φύση μου».

- Πραγματικά, η ποίηση σάς βοηθάει να ζήσετε από δω και πέρα;

«Μα μόνο γι' αυτό ζω, και για τα παιδιά μου βεβαίως. Αλλά αυτό είναι το ισόβιο σπίτι μου, η ισόβια στέγη μου».

- Τι είναι ένα ποίημα για σας;

«Πρώτα πρώτα, είναι μια συνάντησή μου με λέξεις που έχουν καθαρά βασανιστικές προθέσεις απέναντί μου. Μου αντιστέκονται και πρέπει να κάνω μεγάλες διαπραγματεύσεις μαζί τους. Αυτή είναι μια διαδικασία επίπονη και ηδονική. Είναι ένα παζάρι ήχων, ένα παζάρι λέξεων. Προσέχω ποια θα μου τη φέρει, γιατί είναι πάρα πολύ ύπουλες. Δεν καταφέρνω πάντα ν' αποφεύγω τις ακατάλληλες. Είναι περίεργο, πώς ενώ είμαι τόσο καχύποπτη απέναντί τους, εν τούτοις με ξεγελούν πάρα πολύ. Κι αυτό φαίνεται στο αποτέλεσμα του μέτριου ή του κακού ποιήματος».

- Ποιο είναι το μεγάλο ποίημα;

Page 61: ΔΗΜΟΥΛΑ

«Ερίζουν περί αυτό οι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους κρίσεις. Οπου, κατά έναν τρόπο, δικαιώνεται η άποψη ότι η τέχνη είναι θέμα υποκειμενικό. Απόδειξη, ότι μια ποιητική συλλογή ή ένα ποίημα που αρέσει στον έναν, δεν αρέσει στον άλλον, παρά το ότι και οι δύο διαθέτουν έναν καλό εξοπλισμό αντικειμενικών κριτηρίων. Επομένως, λίγο-πολύ, είναι όλα στον αέρα, ένας παιγνιδιώδης μετεωρισμός».

«Η ποίηση δεν είναι αλεξίσφαιρο»

- Μπορεί η ποίηση να βοηθήσει τον άνθρωπο σήμερα;

«Εσείς, επί αιώνες που γράφεται η ποίηση, είδατε να έχει βοηθήσει σε τίποτα; Αν τώρα κάποιος, την ώρα που διαβάζει ένα ποίημα, μπορεί να πει "αυτό ακριβώς νιώθω κι εγώ" κι αν υποθέσουμε ότι αυτό τον βοηθάει, αυτή η βοήθεια είναι για πέντε λεπτά. Γιατί τα επόμενα πέντε, περιμένει η ζωή απέξω με το ντουφέκι της και με τους πυροβολισμούς της. Και η ποίηση δεν μπορεί να προκαλέσει αφλογιστίες. Ούτε αλεξίσφαιρο είναι η ποίηση».

- Ούτε ο λόγος, δηλαδή η παρέμβαση του ποιητή μπορεί να βοηθήσει; Διότι καταλογίζεται στους πνευματικούς ανθρώπους ένα έλλειμμα παρουσίας στα μεγάλα προβλήματα, είτε της χώρας τους είτε της ανθρωπότητας.

«Η μόνη δυνατή δράση για τα στραβά και τρομερά πράγματα που γίνονται στον κόσμο είναι να πονάμε, όσοι τέλος πάντων μπορούμε να εκπλησσόμεθα γι' αυτά και να πονάμε. Δεν είναι ένας ποιητής παραπάνω από έναν άνθρωπο που υποφέρει. Ούτε μπορεί να αλλάξει τίποτα με το να βγει και να μιλήσει δημοσία, να πάρει θέση, όποιο κύρος κι αν έχει».

- Βγήκε και μίλησε ο Σεφέρης...

«Ασφαλώς, και ήταν πάρα πολύ ωραίο για τη φήμη του Σεφέρη αυτό. Αλλά δεν νομίζω ότι ανέτρεψε τη χούντα η κουβέντα του Σεφέρη. Αλλες, άγνωστες βουλές του Κυρίου, έπαιξαν το ρόλο τους».

- Εσείς τον σύγχρονο κόσμο πώς τον βλέπετε;

«Ποικίλο και διαταραγμένον. Είναι οι ευνοημένοι, είναι οι άτυχοι, είναι οι πεινασμένοι, είναι εκείνες οι φυλές, όπως στην Αφρική, που φαίνεται η φύση το θέλησε να πεθαίνουν από την πείνα, σαν να τους γέννησε μια αφιλόστοργη μοίρα. Διότι εγώ πιστεύω ότι, όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και κάθε λαός διέπεται από ένα πεπρωμένο.

- Η μοίρα φταίει για την τραγωδία των Διδύμων Πύργων, για τις συνεχιζόμενες τραγωδίες στο Αφγανιστάν και στη Μέση Ανατολή, για τον πολυπρόσωπο τρόμο που όλοι πλέον αισθανόμαστε να μας απειλεί;

«Μου ζητάτε τώρα να ζωγραφίσω έναν χάρτη τραγωδιών

Page 62: ΔΗΜΟΥΛΑ

που συμβαίνουν ή μας απειλούν, χρησιμοποιώντας ως υλικό απίστευτη σπατάλη αίματος. Με τρομοκρατεί αυτό το εγχείρημα. Με τρομοκρατεί περισσότερο η βεβαιότητα ότι δεν έχουμε τρόπο ανατροπής κανέναν. Από καταβολής κόσμου, είμαστε θεατές της επικράτησης των ισχυρότερων και του καταποντισμού των αδυνάτων».

- Αδύναμοι θεατές;

«Βεβαίως. Είναι κι αυτός ένας λόγος να είμαι μελαγχολική, αν θέλετε να κάνω τον κύκλο. Μπορεί να μην είναι μελαγχολικκός κανείς, όταν βλέπει ότι τα ακραία φαινόμενα δεν μπορεί να τα δαμάσει καμία θέληση;».

- Αρα, όλοι θα πρέπει να είμαστε λίγο μελαγχολικοί;

«Ναι. Και καλό είναι να είμαστε και λίγο απαισιόδοξοι, γιατί αν είμαστε αισιόδοξοι, είμαστε και λίγο αδρανείς. Νομίζω ότι η χαρά είναι λίγο κοιμήσικο πράγμα, ενώ η απαισιοδοξία είναι πάθος για τη ζωή, κινητοποιεί κάποια πράγματα μέσα μας, μας έχει σε μια ενέργεια και σε μια επαγρύπνηση. Είναι η άλλη όψη, η σκοτεινή, της αισιοδοξίας».

- «Ακαδημαϊκός» τι σημαίνει για σας, εν τέλει;

«Είναι καινούργια ακόμα η σημασία αυτού του τιμητικού τίτλου, καλά καλά δεν την έχω βγάλει απ' το κουτί, επομένως θα ήταν ανεπίτρεπτη οικειότης να την περιφέρω δημοσίως σε κατασταλαγμένους ορισμούς. Απλώς, με διευκολύνει να αισθάνομαι ότι δεν κατέλαβα ακριβώς την έδρα της ποιήσεως, αλλά ότι οι προηγούμενοι μεγάλοι κάτοχοί της, με τελευταίο τον Νικηφόρο Βρεττάκο, συμπτύχθηκαν κάπως και μου έκαναν λίγο τόπο ώστε να χωρέσω κι εγώ, μια και όπως λέγεται, κύριο χαρακτηριστικό της μεγάλης ποιήσης είναι να καταδέχεται και τα μικρότερά της».

- Μα είστε «μικρότερό» της;

«Ετσι πρέπει να αισθάνομαι. Θεωρώ δηλαδή, ότι δόθηκε άλλη μία ψήφος "αθάνατης", ελπίζω, εμπιστοσύνης στην ποίηση. Οτι τώρα εγώ επελέγην ως αγγελιαφόρος αυτής της ψήφου, είναι μια βαρύτιμη έκπληξη. Σπανίως τα απροσδόκητα γίνονται τόσο γενναιόδωρα, τόσο χαρμόσυνα».

(δημοσιογραφική επιμέλεια:ΟΛΓΑ ΜΠΑΚΟΜΑΡΟΥ)16/3/2002ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 2002

Συνέντευξη Κικής Δημουλά στο περιοδικό "ΓΥΝΑΙΚΑ" (απόσπασμα)

Page 63: ΔΗΜΟΥΛΑ

Ερ. - Σας έλειψε λοιπόν, ο έρωτας...Απ. - Μου έλειψε πάρα πολύ. Αυτός ο έρωτας που εννοούμε "έρωτα". Αυτή η παραφορά, που μας κάνει να τρέχουμε σαν τους τυφλούς προς το αντικείμενο του πόθου μας. Δεν μπορεί να λειτουργήσει τέτοιο αίσθημα μέσα σ' ένα γάμο. Δεν είναι δυνατόν.

- Είναι παραφορά ο έρωτας ;- Βέβαια. Τον έρωτα εγώ τον θεωρώ μονομερή. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν έρωτα με αμοιβαιότητα, είναι αδύνατον. Δηλαδή, κάποιος προηγείται σε υπερβολή. Κάποια στιγμή, αυτός που δίνει περισσότερα, για χψ λόγους, παύει να δίνει τόσα πολλά. Ο άλλος το διαισθάνεται το βλέπει αυτό και τότε γίνεται εκείνος πλειοδότης. Λοιπόν οι άνθρωποι παίζουν, ένα παιχνίδι επικρατήσεως είναι ο έρωτας. ένα παιχνίδι προορισμένο να τελειώνει.

- Μπορεί να είναι και καταστροφή ;- Αν έχεις επενδύσει πολλά στον άλλον, χωρίς επιφύλαξη, μπορεί. Δεν πρέπει να επενδύεις στον έρωτα. Αυτή η απόλαυση είναι τόσο συγκεκριμένη και πρέπει να αρκείσαι στο ότι απολαμβάνεις το δικό σου αίσθημα. Δηλαδή αυτός ο έρωτας είναι και ένας έρωτας προς τον εαυτό σου, ολίγον τι.

...

- Τι σημαίνει "Ενός Λεπτού Μαζί" ;- Το "Ενός Λεπτού Μαζί" είναι πρώτα πρώτα, ένα λάθος, μια παραμόρφωση του "Ενός λεπτού σιγή" - "ενός λεπτού σιγή" θα πει ότι τηρούμε μια στιγμή σιγής εις μνήμη κάποιου, ότι θυμόμαστε για ένα λεπτό κάποιον. το "Ενός Λεπτού Μαζί", θα πεί το ίδιο. Ότι όλα όσα έγιναν στο κόσμο γίνονται για να είμαστε μαζί ένα λεπτό. Ότι περισσότερο από ένα λεπτό δεν κρατάνε ούτε οι ευφορίες ούτε οι ευτυχίες.