ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

12
/ 1 / {5} Ου Βαγγέλτς ου σαλπιγκτής - Έβγα, ρα Λιόλιου, στουν κιουσέ, να ιδείς ποιός είν΄ αυτός π’ λαλάει τ’ σάλπιγγα κι μας πήριν του κιφάλ΄ τόσις ώρις! έκραξιν ου πάππους ου Νικόλας τουν αμψιό τ’ 1 . Πρόθυμους ου Λιόλιους, ήφιριν φούρλα του σουκάκ΄ κι γύρσιν στου σπίτ΄ να πεί τουν πάππου τ’ τί είδιν: - Πάππου, είνι ένας φαντάρους μι κιλότα κι γκέτις στου σπίτ΄ τς Τσιτσιώνας, ουπάν’ στ’ ανώι. Έχ΄ στου στόμα μιά σάλπιγγα κι πααίν΄ πέρα- δώθι. - Άιντι! Καλώς τα δέθκαμι: ήρθιν ου Βαγγέλτς... λέει ου πάππους. Ου Βαγγέλτς ήταν ου γιός τς Τσιτσιώνας, του καμάρι -τς, του μουναχουπαίδ΄, χρόνια φαντάρους μόνιμους, μι ειδικότητα σαλπιγκτής. Ήρθαν τα χρόνια, σώθκιν η θητεία, απουλύθκιν, γύρσιν στου σπίτ΄. Παράδουκιν του δίκουχου, κράτσιν όλα τα σιέα κι ήφιριν σην Τσιτσιώνα ώς κι τ’ σάλπιγγα. *** Δίπλα απ’ του σπίτ΄ τ’ Βαγγέλ΄ ήταν του μπακάλ΄κου τ’ Αργύρ΄, ψίχα παραπάν’ του μπακάλ΄κου τ΄ Θόδουρ΄ κι απτικεί κι σιαπάν’ χιρνούσιν η Σκΐρκα μι τα στινά τα σουκάκια κι τα γκαλντιρίμια. Του μπακάλ΄κου είχιν όλα τα πράγματα μέσα: ουότ΄ χράζουνταν ένα νοικουκυριό. Πλούσιν απ’ όλα. Του χειμώνα μουσκουβουλούσιν αρμύρα απ’ τουν μπακαλιάρου, τς ρέγκις κι τα ζιαμπόχιλα. 1 ''φώναξε ο γερο-Νικόλας τον εγγονό του''.

description

Το κείμενο γράφτηκε από τον Λάζαρο Κουζιάκη στο ιδιώμα της πόλης της Κοζάνης και το επιμελήθηκε για το Κοζανιτολόγιο ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου.

Transcript of ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Page 1: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

/ 1 /

{5} Ου Βαγγέλτς ου σαλπιγκτής

- Έβγα, ρα Λιόλιου, στουν κιουσέ, να ιδείς ποιός είν΄ αυτός π’ λαλάει τ’

σάλπιγγα κι μας πήριν του κιφάλ΄ τόσις ώρις! έκραξιν ου πάππους ου

Νικόλας τουν αμψιό τ’1.

Πρόθυμους ου Λιόλιους, ήφιριν φούρλα του σουκάκ΄ κι γύρσιν στου

σπίτ΄ να πεί τουν πάππου τ’ τί είδιν:

- Πάππου, είνι ένας φαντάρους μι κιλότα κι γκέτις στου σπίτ΄ τς

Τσιτσιώνας, ουπάν’ στ’ ανώι. Έχ΄ στου στόμα μιά σάλπιγγα κι πααίν΄ πέρα-

δώθι.

- Άιντι! Καλώς τα δέθκαμι: ήρθιν ου Βαγγέλτς... λέει ου πάππους.

Ου Βαγγέλτς ήταν ου γιός τς Τσιτσιώνας, του καμάρι-τς, του

μουναχουπαίδ΄, χρόνια φαντάρους μόνιμους, μι ειδικότητα σαλπιγκτής.

Ήρθαν τα χρόνια, σώθκιν η θητεία, απουλύθκιν, γύρσιν στου σπίτ΄.

Παράδουκιν του δίκουχου, κράτσιν όλα τα σιέα κι ήφιριν σην Τσιτσιώνα ώς

κι τ’ σάλπιγγα.

* * *

Δίπλα απ’ του σπίτ΄ τ’ Βαγγέλ΄ ήταν του μπακάλ΄κου τ’ Αργύρ΄, ψίχα

παραπάν’ του μπακάλ΄κου τ΄ Θόδουρ΄ κι απτικεί κι σιαπάν’ χιρνούσιν η

Σκΐρκα μι τα στινά τα σουκάκια κι τα γκαλντιρίμια.

Του μπακάλ΄κου είχιν όλα τα πράγματα μέσα: ουότ΄ χράζουνταν ένα

νοικουκυριό. Πλούσιν απ’ όλα.

Του χειμώνα μουσκουβουλούσιν αρμύρα απ’ τουν μπακαλιάρου, τς

ρέγκις κι τα ζιαμπόχιλα.

1 ''φώναξε ο γερο-Νικόλας τον εγγονό του''.

Page 2: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 2 /

Σάν άνοιγιν η πόρτα, στ’ μιά τ’ μιρά ήταν αραδιασμένα σακιά μι

φασούλια, φακή, ρουβίθια, ξυλουκέρατα, ρύζ΄ κι ζάχαρ΄.

Σν άλλην ήταν ου μπάγκους μι ‘ν πλάστιγκα κι τα δράμια, ουπάν’ τα

γκιβέτσια μι του χαλβά τουν ταχινίσιου, τα κιφάλια κιφαλουτύρ΄ κι κασέρ΄, η

κάσα μι τς ρέγκις κι τα λουκούμια.

Μπρουστά απ’ τουν μπάγκου τα βαρέλια μι τς γιλιές, τα σακιά μι τουν

μπακαλιάρου κι τα ζιαμπόχιλα.

Σν αράδα οι τινικέδις μι του λάδ΄ (μι κριμασμένα τα κατουστάρια για του

ζύιασμα), παραμέσα οι τινικέδις μι του γκάζ΄, ψίχα μακρύτιρα, να μήν

ανακατώνουντι κι βρουμούν γκαζές.

Καρφουμένα τα ράφια στα ντ΄βάρια γιουμάτα σαπούνια, κουνσέρβις,

λαμπουγυάλια, φτίλια για τς λάμπις κι άλλα πουλλά.

Απ’ του νταβάν΄ κρέμουνταν του καν’τάρ΄ κι καμόσα διμάτια τσιάι,

φλαμούρ΄, καντιλίνα κι ρίγαν΄.

Όλα αυτά ήταν στου μσό του μαγαζί, παραμέσα ήταν άδειου: είχιν

μούνγκι τραπέζια κι μπάγκ΄.

Ου μπακάλτς (μι τ’ μακρά τ’ μισάλα ζουσμέν΄), άμα ιέρχουνταν ου

πιλάτς να ψουνίσ΄, στέκουνταν ουρθός κι καρτιρούσιν παραγγιλιά: να

κατιβάσ΄ τίπουτα απ’ τα ράφια ή να ζ΄γιάσ΄.

Αυτοί πόρχουνταν για καμιά κούπα πιρνούσαν μπρουστά τ’, τουν

καλημέρζαν κι τραβούσαν παραμέσα, κάθουνταν παρέις-παρέις στα

τραπέζια κι αυτός (όλου πιρηφάνεια για του κρασί κι τ’ ρακή πούχιν του

μαγαζί) τς γιόμουζιν τα πουτήρια τί ήπινιν ου καθένας κι τ’ αράδιαζιν

ουπάν’ στα τραπέζια.

Κάθι βράδ΄, ύστρα απ’ τη δλειά κατέβιναν οι Σκαρκιώτ΄ στα μπακάλ΄κα,

τίναζαν καμόσις κούπις (πότι στου ένα, πότι στ’ άλλου), ήλιγαν τα θκά-τς

κι, κατα πώς άντιχιν ου καθένας, έπιρναν τουν ανήφουρου για τα σπίτια-τς,

Page 3: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 3 /

άλλους βαΐζουντας κι άλλους να νταϊκώνιτι στα ντ΄βάρια, ουώσπου να βρεί

ου καθένας ‘ν πόρτα τ’.

* * *

Ου Βαγγέλτς, αφού βάρισιν κάνα-δυό φουρές τ’ σάλπιγγα για

συμπαράταξ΄, χτινίσ΄κιν, βουρτσίσ΄κιν, τιριάσ΄κιν καλά[στολίστηκε],

κρέμασιν τ’ σάλπιγγα σ΄ ένα καρφί στ’ ανώι κι κίν’τσιν ν’ ανταμώσ΄ ‘ν

παρέα τ’.

Χαρές, κιράσματα, «καλός πουλίτς», στου μπακάλ΄κου τ’ Αργύρ΄.

«Δώσ’ του, Βαγγέλ΄, ακόμα ένα». Ήρθαν όλ΄ στου κέφ΄, χίρσαν να

τραγδούν.

Σ΄κώθκαν απ’ τουν Αργύρ΄ πήγαν κι στου Θόδουρου: άλλα κιράσματα

ικεί, καλουσουρίσματα κι «Βάλι!». Γίνγκαν όλ΄ κουδούνια κι ου Βαγγέλτς

απ’ τ’ χαρά τ’ πρώτους απ’ όλνους.

Αφού τς φουβέριξιν ου Θόδουρους απ’ τα τς γράψ΄ ου

χουρουφύλακας, κίν’τσιν ου καθένας για του σπίτι τ’ κι ου Βαγγέλτς για του

θκό τ’, αλλα πήριν κι ‘ν παρέα τ’ (του Χαρίσ΄ κι τουν Πέτρου). Μισάνυχτα κι

ουλίγου έκατσαν στ’ ανώι.

Σ΄κώθκιν η Τσιτσιώνα, τς κέρασιν κρασί, ήπιαν κάνα-δυό κι λέει ου

Πέτρους του Βαγγέλ΄:

- Σήκου, ρα, πάρι τ’ σάλπιγγα κι παίξι μας ψίχα, να σ΄ ακούσουμι, πώς

έπιζις στου στρατό...

Ξικριμνάει ου Βαγγέλτς τ’ σάλπιγγα απ’ του καρφί, τ’ φσάει μιάφρα (να

μή στάθκιν κάνα μπάμπαλου) κι χιρνάει να παίζ΄...

Ταράθκιν[τραντάχτηκε] τ’ ανώι! Κνήθκαν τα τζιάμια στα παραθύρια απ’

όλα τα σπίτια γύρου-γύρου κι καθώς ήταν μισάνυχτα πιρασμένα κι έκαμνιν

ησυχία, ιέβαζαν τα σουκάκια σ΄ όλου του μαχαλά!

Page 4: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 4 /

Κι τί δέν έπιξιν ου Βαγγέλτς: ιγιρτήριου, σιουπητήριου, βήμα μάρσ΄,

συσσίτιου, τς Θουδώρις, νουμή για τα μπλάρια, συμπαράταξ΄ κι όλα όσα

είχιν μάθ΄ στου στρατό!

Πιταρίσ΄καν[φτεροκοπήθηκαν] οι αρνίθις στα κουμάσια κι χίρσαν τα

πιτνάρια να λαλούν! Λαχτάρσαν οι γκάλτσις κι πέτασαν νύχτα κράζουντας

«κρά, κρά». Αγκάρζαν τα γουμάρια, χλιμτρούσαν τα μπλάρια κι τ’ άλουγα

στ’ αχούρια, τα σ΄κλιά ουρλιούνταν, ξύπνησαν τα μκρά κι χίρσαν να κλαίν

στς νουντάδις. Οι μάνις να κοιτούν να τα ησυχάσν κι οι άντρ΄ ν’ αφκρούντι

κι να κνούν τα κιφάλια λέουντας:

Κάνας πόλιμους κίν’τσιν κι κρούν οι σάλπιγγις!

Ύστρα απου καμιά ώρα απόστασιν κι ου Βαγγέλτς κι στάματσιν να

παίζ΄. Κρέμασιν τ’ σάλπιγγα στου καρφί, έφυγιν κι η παρέα τ’ στα σπίτια-τς

κι ώς τ’ χαραή ησύχασαν όλα.

Μόλις έφιξιν σ΄κώθκιν η Τσιτσιώνα κι κίν’τσιν στς γειτόν’τσις να πεί τα

χαμπάρια για του Βαγγέλ΄. Να λέει κι να ξαναλέει απου σπίτ΄ σι σπίτ΄, πότι

σην Κουκούλα, πότι στ’ Νιάνια, πότι στ’ Λένκου:

- Άκσιτι, μάρ΄, ιψέ τί καλά λαλούσιν ου Βαγγέλτς τ’ σάλπιγγα; Μ΄

έρχουνταν να χουρέψου στ’ ανώι, αλλα αντράπκα ‘ν παρέα τ’. Τέτιου

παίξιμου ούτι ου Τζιόλας μι του ζουρνά δέν παίζ΄! Πώς τάμαθιν τόσα

πράγματα στου στρατό, δέ μπουρώ να καταλάβου...

* * *

Πέρασαν κάμπουσις μέρις, ησύχασαν τα πράγματα, ιέμαθιν ου κόσμους π’

απουλύθκιν ου Βαγγέλτς απ’ του στρατό κι ικεί π’ κάθουνταν στ’ ανώι

μάνα κι γιός ένα μισ΄μέρ΄ λέει η Τσιτσιώνα, σά μάνα στου πιδί:

Page 5: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 5 /

- Βαγγέλ΄, πιδί μ’, τώρα π’ απουλύθκις, είνι κιρός να παντριφτείς κι ισύ,

να σ΄μαζουχτείς, να φκιάεις τ’ φαμπλιά σ’, να ιδώ κι ιγώ κάνα αμψίδ΄, να

χαρώ.

- Δέν ήρθιν η ώρα, μάρ΄ μάνα, ακόμα: έχου κιρόν μπρουστά μ’! Δέ μι

πήραν τα χρόνια...

Ου Βαγγέλτς ζύγουνιν τα ιξήντα, άν δέν τάχιν κιόλας πατήσ΄! Η

Τσιτσιώνα είχιν τα θκά τς στου νού, ου Βαγγέλτς έκαμνιν τα θκά τ’ κάθι

βράδ΄: απ’ τόνα μπακάλ΄κου στ’ άλλου, ώσπου τιριάζουνταν[μεθούσε] για

τα καλά κι ύστρα πάινιν στ’ ανώι, ξικριμνούσιν τ’ σάλπιγγα κι έπιζιν τουν

θκό τ’ του χαβά!

Σιγά-σιγά χίρσιν να παίζ΄ όχ΄ μούνγκι του βράδ΄, αλλα κι του μισ΄μέρ΄ κι

τ’ χαραή κι όπουτι τουν έρχουνταν όριξ΄.

Τουν έμαθιν ου μαχαλάς (μκροί, τρανοί), τόσου πουλύ, που άν

καμιάφρα δέν τουν άκουγαν, ρουτούσιν ου ένας τουν άλλουν:

- Τί γίνγκιν ου Βαγγέλτς; Τί έπαθιν κι δέ λάλτσιν σήμιρα; Σύρτι να

ρουτήστι ‘ν Τσιτσιώνα, μήν αρρώσ’τσιν τίπουτα. Μήν έπαθιν κάτ΄...

Οι μκροί πάλι μαζώνουνταν στου σουκάκ΄ κι άμα τουν ήγλιπαν νάρχιτι,

τουν φώναζαν:

- Μπάρμπα, παίξι μας ψίχα να χουρέψουμι! κι όντας είχιν όριξ΄,

γιλούσιν κι έπιζιν απου κάνα στ’ ανώι. Άμα πάλι ήταν γινατιασμένους τς

ήλιγιν:

- Σύρτι, ρα, στς μάνις σας, μήν πααίν΄ κάνας άλλους...

* * *

Μι τέτια κι αλλιώτ΄κα πιρνούσιν ου κιρός κι ‘ν Τσιτσιώνα ‘ν έτρουγιν του

βάσανου, πώς να παντρέψ΄ του Βαγγέλ΄.

Page 6: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 6 /

Είιδιν κι απούιδιν απ’ δέ γένουνταν τίπουτα, σ΄κώθκιν κι πάει σν

αξαδέρφη τς, ‘ν Τσιάτσια. Ξακουσμέν΄ προυξιν’τού: είχιν αρραβουνιάσ΄ κι

παντρέψ΄ τη μσή τ’ Σκΐρκα.

Τάπαν τί είχαν να πούν κι απτικείν΄ ‘ν ώρα ανάλαβιν η Τσιάτσια να

αρραβουνιάσ΄ του Βαγγέλ΄, ή μι του καλό, ή μι του ζόρ΄. Καταφιρτζού ήταν:

έφκιασιν τόσις κι τόσις προυξινιές. Στουν αμψιό τς χανα σκουντάψ΄;

Σκέπκιν, μέτρησιν, λουγάριασιν ποιό κουρίτσ΄ τιριάζ΄ καλύτιρα κι μιάν κι

δυό βρήκιν μιά μακρινή αμψιά τς (απ’ του μακαρίτ΄ του Νάννου, τουν

άντρα τς): ‘ν Αφρατή τς Μαργούλας. Καλή, νοικουκυρά, σ΄μαζουγμέν΄:

ταμάμ για του Βαγγέλ΄! Κι δίχους χασουμέρια βρέθκιν στου σπίτ΄ τς νύφς.

- Καλ΄μέρα σας! Τί φκιάν’τι; Πώς είστι;

- Καλά! μάνα κι θυγατέρα απουκρίθκαν κι ‘ν πέρασαν μέσα στουν

νουντά.

Έκατσαν Τσιάτσια κι Μαργούλα στα μιντιρλίκια, τς κέρασιν η Αφρατή

τουν πιλτέ απου κίτιαρνα κουρόμπιλα, τουν καφέ στου κατόπ΄ κι χίρσαν να

τα λέν.

- Πώς απτιδώ Τσιάτσια; ρώτσιν η Μαργούλα.

- Σας ήφιρα ένα γαμπρό για ‘ν Αφρατή... απουκρίθκιν η Τσιάτσια. Καλό

πιδί! Νοικουκύρς ατράνταχτους! Μ΄ όλα τα καλά! Δουλιφτάρς! Πρώτους σ΄

όλα! Ουότ΄ χράζ΄ για ‘ν Αφρατή! Να ζήσ΄ καλά κι να φκιάσ΄ τ’ φαμπλιά τς

δίχους βάσανα κι έγνις!

Η Αφρατή έκαμιν απούχιν δλειά στο μαϊρειό κι αφκρούνταν πίσου απ’

τουν μπιρντέ, ν’ ακούσ΄ τί τα πούν η Τσιάτσια κι η μάνα τς.

- Κι ποιό είν΄ αυτό του καλό του πιδί; ρώτσιν η Μαργούλα τάχατ΄

αδιαφόριτα.

Page 7: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 7 /

- Ιά, μάρ΄ Μαργούλα: ου Βαγγέλτς τς Τσιτσιώνας, απούταν στου

στρατό. Ιέχ΄ ουλίγουν κιρό π’ απουλύθκιν κι έχ΄ μηναίου σίγουρου: δέν τα

‘ν πουνέσ΄ του κιφάλ΄ ‘ν Αφρατή για καντίπουτα!

Μόλις άκσιν η Αφρατή τ’ όνουμα, πιτάθκιν απ’ τουν μπιρντέ σά να ‘ν

τσιούμπσιν μύγα. Σιβαίν΄ στου νουντά κι λέει ‘ν Τσιάτσια:

- Ποιόν, μάρ΄ θειά, μι λές ν’ αρραβουνιαστώ; Αυτόν τουν μιθούκα π’

λαλάει τ’ σάλπιγγα μέρα νύχτα στ’ ανώι κι λαχτάρσιν όλου του μαχαλά;

Αυτός, μάρ΄, είνι τρανύτιρους απ’ τουν μπαμπά μ’!

- Ναί! Αλλα έχ΄ μηναίου απ’ του στρατό... απουκρίθκιν η Τσιάτσια.

- Δέ μι λές, μάρ΄ θειά: μιά κι λές έχ΄ μηναίου, δέν τουν παίρς ισύ, πούσι

κι χήρα κι τιριάζ΄τι στα χρόνια; απουκρίθκιν η Αφρατή.

Κάτ΄ θέλτσιν να πεί η Μαργούλα (σά μάνα), μα τς πήριν σβάρνα η

Αφρατή κιά τς δυό! Ήταν κι ψίχα χαλιαμού κι του μαζών΄ η Τσιάτσια:

κακουθέλουντας δρασκίλτσιν ‘ν πόρτα! Ούτι «αντίου σας» είπιν κι ούτι

πίσου γύρσιν να κοιτάξ΄!

* * *

Πάει στραβά η προυξινιά, χάλασιν η δλειά κι χίρσιν η Τσιάτσια να

συλλουιέτι στου δρόμου άλλου κάνα κουρίτσ΄ για του Βαγγέλ΄.

Πιρνούσαν οι μέρις, οι βδουμάδις, οι μήνις κι ‘ν Τσιτσιώνα ‘ν έτρουγιν

του μαράζ΄ κι του βάσανου, γιατι δέ μπουρούσιν ν’ αρραβουνιάσ΄ του

Βαγγέλ΄.

Κι αυτήν η Τσιάτσια, ουόσις πόρτις βάρισιν, ουόσις προυξινιές ήφιριν,

δέν ταίριαζιν καμιάν! Ουόλις οι νύφις, κουσούρια ήβρισκαν στου Βαγγέλ΄:

άλλην απούταν πουλύ τρανός, άλλην απ’ μιθούσιν, άλλην του ένα, άλλην

τ’ άλλου. Η δλειά δέν πιρπατούσιν...

Page 8: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 8 /

Η Τσιτσιώνα πάλι, σά μάνα πούταν, έβγινιν στου χουρατά κι όλου του

γυρόφιρνιν, πώς να πινέσ΄ τουν γιό τς, να πεί τουν καλό τουν λόγου στς

γειτόν’τσις:

- Πώς, μάρ΄, να βριθεί μιά καλή νύφ΄ για του Βαγγέλ΄; Να ζήσ΄

αρχουντάθκα: μι του σπίτ΄ κι του νοικουκυριό, μι όλα τα καλά, μι του

μηναίου σίγουρου! Να ιδεί άσπρ΄ μέρα!

Ουόλα αυτά τα μουλουγούσιν κι καρτιρούσιν τί απόκρισ΄ τα πάρ΄.

Ώσπου μιά μέρα η γειτόν’τσα (η Κατιρίν΄), αφού ‘ν άκσιν καλά, δέ βάσταξιν

κι λέει:

- Άιντι, μάρ΄ Τσιτσιώνα, άιντι: τα χούια κι τα καμώματα πόχ΄ ου

Βαγγέλτς, νύφ΄ τουν χράζιτι! Αϊλί σ΄ αυτήν π’ κιντάει κι τ΄ λέν «καλή τύχ΄»...

Προυσβάλθκιν η Τσιτσιώνα κι έφυγιν απ’ του χουρατά! Σφαλίσ΄κιν στου

σπίτ΄ κι δέν ξαναβγήκιν... Τόβαλιν βαθά!1

Ήταν τα χρόνια τς πιρασμένα, κουτσουκιφάλιασιν, απόκαμιν,

μαράζουσιν κι ένα βράδ΄ κοιμήθκιν κι δέν ξύπνησιν.

* * *

Άρξιν να πάρ΄ χαμπάρ΄ ου Βαγγέλτς: τιριάσ΄κιν[μέθησε] απουβραδίς κι

τουν πήριν ου ύπνους κι όταν σ΄κώθκιν τί να ιδεί: η μάνα τ’, η Τσιτσιώνα

ήταν τιντουμέν΄ κι δέν κνιούνταν!

Αμάν, τί έπαθα: πάει η μάνα μ’!

Βγήκιν στ’ ανώι, έκραξιν τς γειτόν’τσις κι μ΄ ένα λόγου ήρθαν όλις

(άλλην να φουκαλήσ΄, άλλην να στρώσ΄, κάνα-δυό τσακώθκαν ν’ αλλάξν ‘ν

πιθαμέν΄, μιάν να πάει να φέρ΄ τουν παπα Δημήτρ΄, να διαβάσ΄) κι ου

1 ''Το πήρε κατάκαρδα''.

Page 9: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 9 /

Βαγγέλτς πάει στς φίλοι τ’, τουν Πέτρου κι του Χαρίσ΄ να τς πεί του

χαμπέρ΄:

- Σήκουτι, ρά: μας άφκιν η Τσιτσιώνα!

Σά γύρσαν στου σπίτ΄ κι οι τρείς αντάμα, βρήκαν τουν παπα Δημήτρ΄

να διαβάζ΄, τς γυναίκις να μουτσουκλαίν, τουν νουντά γιουμάτουν κόσμουν

κι καπνόν απου θυμιάμα· στάθκαν κι αυτοί ώσπου να σώσ΄ ου παπάς κι

άμα έσουσιν κι έμασιν τα σιέα κι του πατραχήλ΄, τς πήριν στου νουβουρό

κι τς είπιν:

- Ύστρα απ’ του μισ΄μέρ΄ τα σ΄κώσουμι ‘ν Τσιτσιώνα. Τοίμασέτι τί έχτι κι

ιγώ ταρθώ σν ώρα μ’.

Άμα έφυγιν ου παπάς, τηριούντι στα μάτια κι οι τρείς κι λέει ου

Πέτρους:

- Άστι να πάμι δίπλα στου μπακάλ΄κου τ’ Αργύρ΄, να πιούμι απου ιένα,

να σ΄χουρέσουμι ‘ν έρμ΄ ‘ν Τσιτσιώνα.

Σέφκαν στου μπακάλ΄κου κι όσ΄ κάθουνταν μέσα σ΄κώθκαν. Είπαν του

Βαγγέλ΄ Μας άφκιν η Τσιτσιώνα... Να ζήεις ισύ! Έδουκαν παραγγιλιά να τς

βάλ΄ ου Αργύρς απου μιά κούπα. Στρώθκαν στα σκαμνιά συλλουιασμέν΄

όλ΄, να πνίξν τουν καημό που βρήκιν του φίλου τς κι να μαλακώσν του

βαρύ του πένθους.

«Κέρνα» ου ιένας, «κέρνα» ου άλλους, πέ ου ένας έτσ΄, ου άλλους

αλλιώς, γίνγκαν κιά οι τρείς κούρπιτου[τύφλα]: δέ μπουρούσαν να σταθούν

στα πουδάρια!

Ήρθιν η ώρα να σ΄κώσν ‘ν Τσιτσιώνα, ήρθιν κι ου παπα Δημήτρς στου

σπίτ΄, αραδούν να βρούν του Βαγγέλ΄, πουθινά αυτός! Ρουτάει ου παπα

Δημήτρς:

- Μήν τουν είδιν κάνας;

Πιτάχνιτι ένας μκρός κι λέει:

Page 10: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 10 /

- Είν’τς στου μπακάλ΄κου τ’ Αργύρ΄ κι τραγδούν...

- Σύρι κράξι τς να ‘ρθούν! τουν είπιν άγρα ου παπάς.

Πιάλτσιν ου μκρός στου μπακάλ΄κου, τς έκραξιν κι τς είπιν ουότ΄ τουν

είπιν ου παπάς. Σουβαρέφκαν κι οι τρείς, τσακώθκαν αλαμπρατσέτα,

έβαλαν τουν Βαγγέλ΄ στ’ μέσ΄ κι πήγαν στου σπίτ΄.

Κατέβασαν ‘ν πιθαμέν΄ απ’ του σπίτ΄. Κίν’τσαν μπρουστά οι τέσσιαρς

μι του σιντούκ΄ στα χέρια, απου πίσου ου παπάς μι του θυμιατήρ΄ κι πίσου

απ’ τουν παπά οι τρείς φίλ΄ (μι του Βαγγέλ΄ στ’ μέσ΄) κι στου κατόπ΄ ου

κόσμους.

Πάν πρώτα στουν Άη-Νικόλα: διάβασιν ου παπάς, ιέψαλαν οι ψαλτάδις

κι αφού ιέσουσαν, κίν’τσαν για τουν Αϊώρ΄.

Ου Βαγγέλτς τότι αδουκήθκιν τ’ σάλπιγγα κι λέει τουν Πέτρου:

- Πέ, ρα Πέτρου, τουν παπα Δημήτρ΄ να σταθεί ψίχα, ώσπου να

πιταχτώ να πάρου τ’ σάλπιγγα να παίξου, για ν’ ακούσ΄ κι η μάνα μ’ να

ραχατέψ΄ η ψ΄χή τς.

Ου παπάς άκσιν, γύρσιν λουξά κι, ψίχα αγριμένους, τς λέει:

- Αυτά, Βαγγέλ΄, δέ γένουντι κι πιρπάτατι ίσια!

Τουν πήριν του παράπουνου του Βαγγέλ΄, τουν τσάκουναν κι οι άλλ΄

γιρά, του πήριν απόφασ΄ κι, για να βγάλ΄ του γινάτ΄, χίρσιν να λέει τα

παραγγέλματα μι του στόμα (Τσιτσιώνα, μάρσ΄, Τσιτσιώνα, συμπαράταξ΄,

Τσιτσιώνα, μή φουβάσι κι καμόσα άλλα), ώσπου έφτασαν στ’ Αλώνια, σ΄

Τζέτζ΄ του πηγάδ΄.

Ικείνα τα χρόνια του έθιμου ήταν να σταματούν τουν πιθαμένου στου

πηγάδ΄ (ικεί στου σταυρουδρόμ΄), διάβαζιν ου παπάς μιά ιφκή κι ύστρα

πάιναν στα μνήματα· έτσ΄ κι τώρα μι ‘ν Τσιτσιώνα, αυτό έκαμαν:

σταμάτσαν, ακούμπσαν του σιντούκ΄ καταής κι χίρσιν ου παπάς να

διαβάζ΄.

Page 11: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 11 /

Πώς γίνγκιν ικείν΄ ‘ν ώρα κι βγήκιν του ένα του παπούτσ΄ απου ‘ν

πιθαμέν΄ κι έπισιν καταής, δέν κατάλαβιν κάνας. Τούιδιν ου παπάς, τούιδιν

ου κόσμους κι χίρσιν ου Βαγγέλτς να σκούζ΄ «Τσιτσιώνα, συμbαράταξ΄»!

Γίνγκιν μιά ανακατουσιά, τί να ιδείς: κάνα-δυό-τρείς ειδικοί να τηρούν

πώς να βάλν του παπούτσ΄ ‘ν πιθαμέν΄, ου παπάς να κνάει του θυμιατήρ΄

κι να μουρμουρίζ΄, ου Βαγγέλτς να σκούζ΄ «Τσιτσιώνα, συμπαράταξ΄» κι

ου κόσμους να γιλάει, ώσπου ου παπα Δημήτρς γινατιάσ΄κιν, γυρνάει

στου Βαγγέλ΄ κι σην παρέα τ’ κι τς λέει:

- Έχτι να μουλώξ΄τι, ή τα σας χιρήσου μι του θυμιατήρ΄ στου κιφάλ΄, να

σας στείλου στα μνήματα αρχύτιρα απου ‘ν Τσιτσιώνα;...

Γυρνάει ύστρα κατα ‘ν πιθαμέν΄, σκύβ΄ κι αρπάχν΄ του παπούτσ΄, του

πουλιμάει ουπάν’ σην Τσιτσιώνα κι λέει:

- Τσάκουτι του σιντούκ΄ κι κίνατι: ας πααίν΄ η Τσιτσιώνα στουν Αϊώρ΄ μ΄

ένα παπούτσ΄! Σάματ΄ τα πιρπατήσ΄ ξυπόλτ΄ κι τα πατήσ΄ τ’ αγκάθια...

* * *

Κόντιβιν να νυχτώσ΄ όντα έσουσαν τα χρέα στουν Αϊώρ΄. Δίπλουσιν ου

παπάς του πατραχήλ΄, σ΄μαζώθκιν κι ‘ν ώρα απ’ κινούσιν τουν φτάν΄ ου

Βαγγέλτς κι τουν λέει:

- Παπα Δημήτρ΄, καλά έκαμάμι τα χρέα σην Τσιτσιώνα, ένα μούνγκι δέ

μ΄ άφκις: να λαλήσου ψίχα τ’ σάλπιγγα... Γιαταύτου κι ιγώ είπα κάθι βράδ΄

νάρχουμι ‘δώ στου μνήμα, να λαλώ ψίχα, για να πααίν΄ η μάνα μ’ στουν

ουπάν’ τουν κόσμου μ΄ όλα τα καλά.

- Νάρχισι, ρα Βαγγέλ΄! Κάθι βράδ΄! Να βαραίν’τς τ’ σάλπιγγα γιρά,

θάρουμ κι σ΄κώνιτι κάνας βρουκόλακας να σι φάει, να γλιτώσν απτισένα κι

οι ζουντανοί κι οι πιθαμέν΄!...

Page 12: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ5: ΟΥ ΒΑΓΓέΛΤΣ ΟΥ ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 12 /

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Λάζαρος Μ. Κουζιάκης γεννήθηκε απο πατέρα και μητέρα Σκαρκιώτες

στην Κοζάνη, όπου μεγάλωσε και ζεί μέχρι σήμερα. Συμμετέχει εδώ και

πολλά χρόνια στις εκδηλώσεις της Κοζανίτικης Αποκριάς, σάν ενεργό

μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου «Φανός Σκΐρκας».

Στην παρούσα δημοσίευση δίνονται πέντε κείμενά του: «Σκΐρκα», «Ου

θέρους», «Ου τρύγους», «Τα καζάνια» & «Ου Βαγγέλτς ου σαλπιγκτής».

Πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέροντα (απο γλωσσολογική,

ανθρωπολογική και χιουμοριστική άποψη) κείμενα, που έχουν υποστεί

ειδική γλωσσολογική και φιλολογική επεξεργασία, ώστε να αναρτηθούν

στο Κοζανιτολόγιο απαλλαγμένα απο τους ψευδοκοζανιτισμούς και με

επισημασμένα/διορθωμένα τα πιό εξόφθαλμα λάθη του αρχικού κειμένου.

Η παρούσα επεξεργασία είναι η δέκατη έκτη και έχει υποστεί

διορθώσεις, βελτιώσεις και αναθεωρήσεις σε σχέση με την πρώτη

(15.12.2014), τη δεύτερη (23.12.2014), την τρίτη (9.1.2015), την τέταρτη

(20.1.2015), την πέμπτη (21.1.2015), την έκτη (21.1.2015), την έβδομη

(23.1.2015), την όγδοη (26.1.2015), την ένατη (1.2.2015), τη δέκατη

(4.2.2015), την ενδέκατη (13.2.2015), τη δωδέκατη (14.2.2015), τη δέκατη

τρίτη (24.2.2015), τη δέκατη τέταρτη (8.3.2015) και τη δέκατη πέμπτη

(25.9.2015).

Χριστόδουλος Αστ. Χριστοδούλου (20.10.2015)