ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

12
/ 1 / {3} Ου τρύγους Ήρθιν ου Αύγουστους, σώθκαν κι τ’ αλώνια, ιέμασιν ου κόσμους τα γιννήματα, τάβαλιν στ’ αμπάρια: του στιάρ΄ για του ψουμί τς χρουνιάς, του κθάρ΄ ταή για τα ζουντανά, οι αχιρώνις γιουμάτις μ΄ άχιρα κι άμα τσάκσιν ψίχα η ζέστα, χίρσαν στ’ αμπέλια να παρδαλίζν τα σταφύλια. Οι ντραγαταίοι ταίριασαν τς καλύβις κι τς φλάχτρις στα ψηλότιρα τα δέντρα, να μπουρούν να γλέπν όσου μακρύτιρα γένιτι. Ανάρια τα κούτσουρα μ΄ ασπρούσ΄κις μέσ’ στ’ αμπέλια, να μήν τα σ΄μαδέβ΄ εύκουλα ου κλέφτς. Γυάλτσαν απου νουρίς κι γλύκαναν. Οι νοικουκυραίοι μάζουναν απου κάνα-δυό στου μαντήλ΄, τα πάιναν στου σπίτ΄, να δουκιμάσν ουόλ΄ τα πρώιμα κι ου τρανύτιρους, ου πάππους να πεί: - Άιντι, κι τ’ χρόν’ κι καλόν τρύγουν! Να κρατήστι κάνα-δυό για ‘ν Άη- Σουτήρα, να τα παϊαίνουμι σν ικκλησιά. Πέ τουν αυτόν του ρουφιάνου τουν ντραγάτ΄, νάχ΄ του νού τ’ φέτου να μή λείψ΄ ούτι ένα σπυρί! Ιέστειλιν χαμπάρ΄ ου Νάτσιους μι τουν γιό τ’, τουν Ντίνα 1 , στουν θκό τς τουν ντραγάτ΄, απ’ φύλαγιν τ’ αμπέλια τς Σκΐρκας κι είχιν τ’ φλάχτρα φκιασμέν΄ μι βριζαμιά στου Σιόπουτου, ουπάν’ στου καραγάτσ΄, κουντά στου νιρό. Ου Τζήκας ήταν ου ντραγάτς χρόνια τώρα: ήξιριν όλα τα κτήματα κι τουν καθένα απ’ τούχιν. Ήταν ψίχα αρπαχτιάης: του χέρ΄ τούχιν μακρύτιρου απ’ ότ΄ χράζουνταν κι απ’ του σπίτ΄ ουόλουν τουν κιρό δέν έλειπιν καντίπουτα! Ουόλα τάχιν: απ’ τα κιράσια -π’ χιρνούσαν του Μάη- ουώς τα σταφύλια στουν τρύγου. Ήταν ουόλα θκά τ’ κι ας μήν είχιν στ’ αμπέλι τ’ ούτι κιρασιά, ούτι κάνα 1 ''έστειλε μήνυμα ο Νάτσιος με τον γιό του, τον Ντίνα''.

description

Το κείμενο γράφτηκε από τον Λάζαρο Κουζιάκη στο ιδιώμα της πόλης της Κοζάνης και το επιμελήθηκε για το Κοζανιτολόγιο ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου.

Transcript of ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Page 1: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

/ 1 /

{3} Ου τρύγους

Ήρθιν ου Αύγουστους, σώθκαν κι τ’ αλώνια, ιέμασιν ου κόσμους τα

γιννήματα, τάβαλιν στ’ αμπάρια: του στιάρ΄ για του ψουμί τς χρουνιάς, του

κθάρ΄ ταή για τα ζουντανά, οι αχιρώνις γιουμάτις μ΄ άχιρα κι άμα τσάκσιν

ψίχα η ζέστα, χίρσαν στ’ αμπέλια να παρδαλίζν τα σταφύλια.

Οι ντραγαταίοι ταίριασαν τς καλύβις κι τς φλάχτρις στα ψηλότιρα τα

δέντρα, να μπουρούν να γλέπν όσου μακρύτιρα γένιτι.

Ανάρια τα κούτσουρα μ΄ ασπρούσ΄κις μέσ’ στ’ αμπέλια, να μήν τα

σ΄μαδέβ΄ εύκουλα ου κλέφτς. Γυάλτσαν απου νουρίς κι γλύκαναν. Οι

νοικουκυραίοι μάζουναν απου κάνα-δυό στου μαντήλ΄, τα πάιναν στου

σπίτ΄, να δουκιμάσν ουόλ΄ τα πρώιμα κι ου τρανύτιρους, ου πάππους να

πεί:

- Άιντι, κι τ’ χρόν’ κι καλόν τρύγουν! Να κρατήστι κάνα-δυό για ‘ν Άη-

Σουτήρα, να τα παϊαίνουμι σν ικκλησιά. Πέ τουν αυτόν του ρουφιάνου τουν

ντραγάτ΄, νάχ΄ του νού τ’ φέτου να μή λείψ΄ ούτι ένα σπυρί!

Ιέστειλιν χαμπάρ΄ ου Νάτσιους μι τουν γιό τ’, τουν Ντίνα1, στουν θκό τς

τουν ντραγάτ΄, απ’ φύλαγιν τ’ αμπέλια τς Σκΐρκας κι είχιν τ’ φλάχτρα

φκιασμέν΄ μι βριζαμιά στου Σιόπουτου, ουπάν’ στου καραγάτσ΄, κουντά

στου νιρό. Ου Τζήκας ήταν ου ντραγάτς χρόνια τώρα: ήξιριν όλα τα

κτήματα κι τουν καθένα απ’ τούχιν.

Ήταν ψίχα αρπαχτιάης: του χέρ΄ τούχιν μακρύτιρου απ’ ότ΄ χράζουνταν

κι απ’ του σπίτ΄ ουόλουν τουν κιρό δέν έλειπιν καντίπουτα! Ουόλα τάχιν:

απ’ τα κιράσια -π’ χιρνούσαν του Μάη- ουώς τα σταφύλια στουν τρύγου.

Ήταν ουόλα θκά τ’ κι ας μήν είχιν στ’ αμπέλι τ’ ούτι κιρασιά, ούτι κάνα

1 ''έστειλε μήνυμα ο Νάτσιος με τον γιό του, τον Ντίνα''.

Page 2: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 2 /

άλλου δέντρου κι όλα τα κούτσουρα ήταν ξινόμαυρα σταφύλια, απ’ δέν

τρώουνταν.

Τάξιραν οι νοικουκυραίοι αυτά, αλλα δέ μπουρούσαν να πούν κι

τίπουτα, γιατι ήταν καλός ντραγάτς. Φύλαγιν μέρα-νύχτα: ζημιές δέ

γένουνταν, τα κουπάδια μι τα πρόβατα δέ ζύγουναν κουντά στα κτήματα κι

όλ΄ οι μκροί απ’ τ’ Σκΐρκα είχαν πάρ΄ φρίξ΄. Δέν κουτούσιν κάνας να κλέψ΄

ούτι τζέρτζιλου: τς ψουφούσιν απου δαρμόν μι τ’ βέργα ου Τζήκας!

* * *

Ζύγουναν οι μέρις για τουν τρύγου: οι νοικουκυραίοι τοίμαζαν τα

πράγματα. Ιέβγαναν πρώτα τα βαϊένια απ’ τα μπουντρούμια κι τα

γιόμουζαν νιρό, για να φουσκώσν καλά. Κατέβαζαν τα γαλίκια κι τα

καλάθια απ’ τς γριντιές, τάριχναν κι αυτά νιρό να σφίξν.

Κατέβαζαν τα πράματα (άλουγα, μπλάρια κι γουμάρια) στουν αλμπάν΄,

να τα καλιγώσν. Πιρνούσαν κι απ’ του σαμαρά, να σ΄μάσν τα σαμάρια κι

ου τρανός (ου πάππους) έστειλιν χαμπάρ΄ σ΄ όλου του σόι:

- Να ‘ρθείτι, να βουηθήστι στουν τρύγου (ουόσ΄ μπουρείτι), να

σ΄μάσουμι ουόλα τα σταφύλια σι μιά μέρα. Ου κιρός του χινόπουρου είνι

φόβιους: μήν τσακώσν τίπουτα βρουχές κι μας απουμείν’ν στ’ αμπέλ΄.

Κι άμα κάθουνταν στου νουβουρό κι ήγλιπιν ουόλ΄ ‘ν ανακατουσιά,

ήλιγιν μαναχός τ’: Θέρους, τρύγους, πόλιμους: ουόλ΄ στου πουδάρ΄!

Ιέβγαλαν κιτάπ΄ στου Δημαρχείου. Καμόσ΄ γραμματζμέν΄ στέκουνταν κι

του διάβαζαν κι, σάν κινούσαν για φύβγα, οι αγράμματ΄ στέκουνταν

παραπίσου κι ρουτούσαν:

- Τί γράφ΄, αρα, του χαρτί; Τί γίνγκιν;

Κι οι γραμματζμέν΄ απουκρένουνταν:

- Γράφ΄ πότι τα χιρήσ΄ ου τρύγους φέτου...

Page 3: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 3 /

- Για τ’ Σκΐρκα πότι είνι, ρα; ρώτσιν ου Νάτσιους πούρθιν ικείν΄ ‘ν ώρα

καβάλα στου γουμάρ΄.

- Στα Κουινιάρκα χιρνάει τς δέκα απ’ του μήνα κι στ’ Σκΐρκα τς έντικα.

απουκρίθκιν ου άλλους απου μπρουστότιρα.

Κίν’τσιν ου Νάτσιους (αφού ιέμαθιν πότι τα τρυγήσν), κούν’τσιν κι τα

πουδάρια να βιαστεί του γουμάρ΄ κι πάει στου σπίτι τ’ ουόλους έγνοια.

- Άιντι: ήρθαν οι μέρις!

Ιέντικα απ’ του μήνα ιέπιφτιν Κυριακή κι απ’ του Σαββάτου οι

Σκαρκιώτ΄, κατέφκαν στου παζάρ΄, ν’ αγουράσν ουότ΄ χράζουνταν για φαΐ

στουν τρύγου. Πέρασαν πρώτα απ’ τα χασαπλιά: πήραν ψίχα κράς ψαχνό.

Ύστρα παρακάτ’, στου Μισκιάθκου: πήραν σπανάκια για ‘ν πίτα κι κάνα-

δυό πλέχτρις νιρουκρόμδα. Τάβαλαν κι αυτά στουν τρουβά κι έκαμαν

σιαπάν’ κατα τα μπακάλ΄κα. Ικεί πήραν κάνα-δυό κουμμάτια μπάτζιουν για

του καφαλτΐ. Στου μπακάλ΄κου τς καρτιρούσαν οι μκροί: πήραν τς

τρουβάδις κι τουν κουσιό παϊαίν’ν στου σπίτ΄. Αυτοί ιέκατσαν για καμιά

κούπα, να ξιαπουστάσν.

Πήραν οι γυναίκις τς τρουβάδις, ιέβγαλαν τα πράγματα κι σι κάθι σπίτ΄

η νοικουκυρά απουχειρήθκιν μι τη δλειά τς. Στούμπσαν πρώτα του κρέας

μι του τσικούρ΄ στου κούτσουρου για τς κιφτέδις. Καθάρσαν τα

νιρουκρόμδα, τάτριψαν στουν τρίφτ΄ κι τάβαλαν σην παρσχιά για

τσιγάρσμα. Κουσκίν’τσαν τ’ αλεύρ΄ για ‘ν πίτα. Iέκουψαν κι έπλυναν τα

σπανάκια.

Iέβαλαν τουν μπάτζιου στου τρανό του πνάκ΄, κουκούλουσαν στουν

σουφρά1 κι κάνα-δυό πλαστά ψουμί, νάνι έτοιμου απουβραδίς, γιατι χανα

κινήσν ουόλ΄ καμιά ώρα νύχτα.

1 ''τύλιξαν στο τραπεζομάντιλο''.

Page 4: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 4 /

Δέν ξέρ΄ κάνας απου πότι είνι του έθιμου κάθι τρύγουν ουόλις οι

νοικουκυρές να φκιάν’ν του ίδιου του φαΐ: κιφτέδις μι κρουμμύδ΄ στουν

ταβά, πίτα μι σπανάκια κι για καφαλτΐ στ’ αμπέλ΄ μπάτζιουν.

* * *

Κάνα-δυό ώρις προυτού φέξ΄ η μέρα σ΄κώθκιν ου Νάτσιους. Xίρσιν ν’

ανακατών΄ στου νουβουρό γαλίκια κι καλάθια, να τα βάν΄ σν αράδα κι

ώσπου να γυρστεί, ιέφτασιν ουόξου ου κιρατζής ου Μίσιους μι δυό άλουγα

κι τρία μπλάρια, κανταριασμένα του ένα πίσου απ’ τ’ άλλου.

Σ΄κώθκιν κι ου γιός τ’ (ου Ντίνας), ξύπνησαν οι μκρότιαρ΄ (τ’ αμψίδια τ’

Νάτσ΄1), ήρθαν κι άλλ΄ απ’ του σόι, φόρτουσαν τα γαλίκια κι τα καλάθια

στα πράματα κι τα λιανά τα σιέα στου γουμάρ΄ κι κίν’τσαν (ουόλ΄ η παρέα)

για τ’ αμπέλ΄, απούταν στ’ Γαλαζγιόπιτρα, κουντά στου Σιόπουτου.

Ιέφιξιν η μέρα, άμα έφτασαν. Ξιφόρτουσαν κι ου Νάτσιους κρέμασιν τς

τρουβάδις στ’ γκουρτσιά πούταν στου νόχτου, ου Μίσιους έδισιν τα

πράματα σ΄ ένα μπαΐρ΄ να βουσκήσν, πήραν ουόλ΄ τα καλάθια κι απόνα

μαχαίρ΄ στα χέρια κι ου Ντίνας σήκουσιν του γυαλί μι τ’ ρακή κι είπιν:

- Άιντι, μπιρικέτια! Καλή χρουνιά κι τ’ χρόν’ μ΄ υγεία!

Αραδιάσ΄καν -ου καθένας στ’ αυλάκι τ’- κι χίρσαν να τρυγούν κι ου

Νάτσιους πήριν του θκό τ’ του καλάθ΄ κι χίρσιν να σιργιανάει σ΄ όλου τ’

αμπέλ΄, να διαλέξ΄ σταφύλια πούταν για φαΐ. Μπατίκια, σαλουν΄κιά,

κρουστάλια κι χώρια τα κουρίθια, απ’ τάφκιαναν φούντις κι τα κριμνούσαν

στ’ μισχιά (αυτά κρατούσαν πουλύ κι τάχαν για του χειμώνα).

Ύστρα απου κάνα-δυό ώρις γιόμουσαν τα γαλίκια. Πάει ου Μίσιους,

ήφιριν τα πράματα κουντά κι φόρτουσαν ‘ν πρώτ΄ τ’ στράτα: πέντι φουρτιά.

1 ''τα εγγόνια του Νάτσιου''.

Page 5: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 5 /

Τσάκουσιν απ’ του καπίστρ΄ τ’ φουράδα ‘μ ψαρήθκ΄ (απόβανιν πρώτ΄),

καντάριασιν κι τ’ άλλα απου πίσου, πήριν ου κιρατζής ου Μίσιους του

γκουρμπάτσ΄ στ’ άλλου του χέρ΄ κι κίν’τσιν για του σπίτ΄.

Ικεί οι γυναίκις τάχαν όλα έτοιμα: η Ματιώ (η γυναίκα τ’ Νάτσ΄) έπλασιν

‘ν πίτα, ‘ν έβαλιν στου σ΄νί, ταίριασιν του φαΐ μι τς κιφτέδις μι του

κρουμμύδ΄ κι τόβαλιν στουν ταβά· η Βασιλ΄κούλα (τ’ Ντίνα η γυναίκα, η

νύφ΄) όξου στου νουβουρό έσ’τσιν τα βαένια για τα τσίπουρα ουρθά,

βάρισιν κι έστριψιν τα κουφουτίλια1, ιέβαλιν ‘ν καρούτα κουντά, τ’ βόητσαν

κι κάνα-δυό-τρείς γειτόν’τσις.

Άμα έσουσαν, ιέκατσαν ουόλις στου μιντιρλίκ΄ πούταν στου χαϊάτ΄

(κουντά στουν αργαλειό), να πιούν τουν καφέ κι να πάρν μιά ανάσα.

Ου πάππους* ου Κουσταντής ήφιριν φούρλα του νουβουρό, τάιδιν

ουόλα σουστά, ιέκατσιν κι αυτός κουντά τς γυναίκις κι λέει:

- Άιντι, μάρ΄ Βασιλ΄κούλα, τάφκιασις όλα σουστά κι καλά: χαλάλ΄ να σι

γέν΄! Κατέβα τώρα στου κατώι, βγάλι μιά κανάτα κρασί, να κιράσουμι τουν

κιρατζή, απ’ τα φέρ΄ τα σταφύλια, να πιώ κι ιγώ καμιά ρουφσιά να

ξιαρχάνου.

* * *

Ου Μίσιους μι τα πράματα (φουρτουμένα τα γαλίκια μι τα σταφύλια)

ζύγουνιν σην Τσιάμπρα κι ικεί, στ’ Κύρ’ τ’ Αλών΄ 2 , στουν πλάτανου,

στέκουνταν καμιά δικαρά μκροί. Βγήκαν μπρουστά οι μκροί κι τουν είπαν:

- Μπάρμπα, δόμας κάνα σταφύλ΄! κι ου Μίσιους τς απουκρίθκιν:

- Χόριψέτι τουν τραχήλ΄! κι δέ σταμάτσιν!

1 ''κούφιες τάπες για βαρέλια''.

2 ''στο Αλώνι του Κύρου'' (στη σημερινή θέση οπου γίνεται ο φανός της Σκΐρκας).

Page 6: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 6 /

Άμα είδαν οι μκροί απ’ δέ σταματάει ου κιρατζής, άφκαν κι πέρασαν

όλα τα πράματα κι σούν’τσαν στου πάτου του μπλάρ΄1: ν’ αρπάξν ουότ΄

προυφτάσν... Τς γλέπ΄ ου Μίσιους, γυρνάει ουπίσου κι τς χιρνάει μι του

γκουρμπάτσ΄: ουόπ’ τς έπιρνιν!

Κι κάμν οι μκροί: στα Κλαδιά* ξιαπόστασαν μι μιά ανάσα κι άμα

σταμάτσαν λέει ένας:

- Όι! Τί άγρους μπάρμπας είν΄ αυτός! Ούτι σπυρί δέ μας άφκιν να

πάρουμι!

Στου σπίτ΄ οι γυναίκις άνξαν τς πόρτις κι σέφκαν τα πράματα

φουρτουμένα στου νουβουρό, βόητσαν του Μίσιου κι ξιφόρτουσαν τα

γαλίκια μι τα σταφύλια.

Ιέμασιν ου Μίσιους τα φουρτώματα στα σαμάρια, τα καντάριασιν κι τότι

βγήκιν ου πάππους μι ‘ν κανάτα στου χέρ΄ κι του κατουστάρ΄ κι είπιν του

Μίσιου:

- Άιντι, σύναξι ένα κρασί για του χαϊρλήθκου! Να πααίν΄ καλά ου

τρύγους...

Άμα ήπχιν του κρασί αυτός, είπιν τ’ Ματιώ:

- Είπιν ου Νάτσιους, σν άλλ΄ τ’ στράτα, νάχτι έτοιμου του φαΐ, για να του

πάρου, κι να πατήστι τα σταφύλια, για να φουρτώσου τ’ άδεια τα γαλίκια.

Δέν πρόφτασιν να κινήσ΄ ου Μίσιους κι η Ματιώ έκαψιν τς γάστρις

στουν μπαχτσέ κι έβαλιν ‘ν πίτα κι τουν ταβά μι του φαΐ νάνι έτοιμου ώς ‘ν

ώρα.

1 ''χύμηξαν στο τελευταίο το μουλάρι''.

Page 7: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 7 /

Η Βασιλ΄κούλα πόδισιν τς γαλότσις, ρίθκιν σην καρούτα κι χίρσιν να

πατάει τα σταφύλια1. Οι άλλις οι γυναίκις άδειαζαν ιένα-ένα τα γαλίκια, μιάν

μάζουνιν του μούστου πότριχιν σην κουπάνα, η άλλην άδειαζιν τα

τσίπουρα απου ‘ν καρούτα κι τάριχνιν μέσ’ στα ουρθά τα βαένια (ουόλα

αντάμα).

Ιέκατσιν κι ου πάππους ου Κουσταντής στου μιντιρλίκ΄ απούταν στου

χαϊάτ΄. Ιέριχνιν απου καμιά ρουφσιά κρασί κι ήλιγιν μαναχός τ’:

- Φέτου τα σταφύλια είνι καλά φτασμένα: τα φκιάσουμι καλό κρασί!

* * *

Ώσπου να γυρήσ΄ ου Μίσιους ου κιρατζής μι τα πράματα στ’ αμπέλ΄, οι

άλλ΄ είχαν γιμώσ΄ τα γαλίκια κι έκατσαν να καφαλτήσν παπχάτ’ απ’ τ’

γκουρτσιά. Ιέστρουσαν του σουφρά, ιέβγαλιν ου Νάτσιους απ’ τουν

τρουβά του πνάκ΄ μι τουν μπάτζιου κι τα πλαστά, ιέκουψιν κουμμάτια μι

του μαχαίρ΄, ήφιριν κι σταφύλια απ’ τα διαλιγμένα κι σήκουσιν πρώτους

του γυαλί μι τ’ ρακή κι είπιν:

- Άιντι: κι τ’ χρόν’ παραπάν’!

Δεύτιαρ΄ στράτα μι φουρτουμένα τα γαλίκια (γιουμάτα σταφύλια) ου

Μίσιους κι σάν τουν είδαν οι μκροί να κατηφουρίζ΄ κι να πιρνάει απ’ τ’

αλών΄, σκρόπσαν γύρου-γύρου κι τηρούσαν απου μακρά.

Ξιφόρτουσαν στου νουβουρό τα γιουμάτα κι φόρτουσαν τ’ άδεια. Η

Ματιώ είχιν έτοιμ΄ ‘ν πίτα κι τς κιφτέδις μι τουν ταβά. Πήριν ου κιρατζής

τουν ταβά κι τουν έβαλιν πλάκα σ΄ ένα γαλίκ΄ μέσα. Καβαλίκιψιν η Ματιώ

‘μ ψαρήθκ΄ τ’ φουράδα, πήριν του σ΄νί ‘ν πίτα σκιπασμένου μι του

1 ''φόρεσε τις γαλότσες, ρίχτηκε στο πατητήρι κι άρχισε να πατάει τα σταφύλια''.

Page 8: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 8 /

σουφρά. Ου Μίσιους, καβαλίκιψιν τ’ άλλου τ’ άλουγου (τουν αλ΄τζέ1) κι

κίν’τσαν ξανά για τ’ αμπέλ΄.

Λέει τότι η Ματιώ:

- Πόσα σταφύλια είνι ακόμα, Μίσιου;

κι αυτός απουκρίθκιν:

- Μιά στράτα ακόμα γιουμάτ΄ κι άμα πιρισσέψ΄ κάνα φουρτιό, τα

φουρτώσ΄ ου Νάτσιους κι του γουμάρ΄.

Άμα έφτασαν στ’ αμπέλ΄, οι τρυγηταίοι κόντιβαν να του σώσν: τρία-

τέσσιρα αυλάκια είχαν απουμείν΄. Ιέκραξιν η Ματιώ μιά αμψιά τς κι τ’ λέει:

- Κάτσι ιδώ, στ’ γκουρτσιά, να φλάγς τα σιέα κι δόμ’ του καλάθ΄, να

σιβώ κι ιγώ, να τρυγήσου ψίχα, να κάμου τ’ αντέτ΄.

Σάν έσουσαν, ιέβγαλαν τα γαλίκια όξου (νάνι έτοιμα) κι στρώθκαν

ουόλ΄ σταυρουπόδ΄, να φάν για μισ΄μέρ΄. Ουώσπου να κόψ΄ ‘ν πίτα η

Ματιώ κι να μοιράσ΄ τα κουμμάτια, ιέφτασιν ου Τζήκας ου ντραγάτς.

- Καλ΄μέρα σας κι τ’ χρόν’ τουν τρύγου σας! Καλό έξουδου του κρασί κι

τ’ ρακή! Σι γιουρτάσια, σ΄ αρραβώνις κι χαρές να τα κιράστι!

- Έλα, ρα, Τζήκα! απουκρίθκιν ου Νάτσιους. Τώρα πούρθις τα κάτς, να

σι φλέψουμι. Είν΄ η μέρα σ’ σήμιρα...

Αφού ιέφαγαν καλά, ήφιραν κι μιά φούρλα ουόλ΄ τ’ φτσέλα μι του

κρασί, σ΄κώθκαν, φόρτουσαν τα γαλίκια στα πράματα (τς βόητσιν κι ου

Τζήκας), έμασαν τα λιανά τα σιέα κι κίν’τσαν για του σπίτ΄, απουσταμέν΄,

αλλα μι χαρά πιρίσσια, γιατι ουόλα πάν καλά φέτου.

* * *

1 ''άλογο με χρώμα ανοιχτό κόκκινο''.

Page 9: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 9 /

Σην πόρτα τς καλουσώρσιν ου πάππους ου Κουσταντής μι ‘ν κανάτα του

κρασί στου ένα του χέρ΄ κι μι ‘ν κούπα στ’ άλλου. Ήπιαν ουόλ΄ απου ιένα,

ήπχιν κι αυτός όσου απόμνιν σην κανάτα...

Πέρασαν ουόλ΄ στου νουβουρό, ξιφόρτουσαν τα πράματα, πλέρουσιν

ου Νάτσιους τουν κιρατζή κι αραδιάσ΄καν ουόλ΄ στου χαϊάτ΄ να

ξιαπουστάσν. Ιέβγαλιν η Βασιλ΄κούλα ακόμα μιά κανάτα μι κρασί, ήπιαν

απου ακόμα ένα κι ου Νάτσιους τς είπιν:

- Άιντι: σήκουτι να σ΄μάσουμι τη δλειά, να πατήσουμι όσα χρηστούν, να

γιουμώσν τα βαένια κι ταχιά, απ’ τα τραβήξουμι του κρασί για του κατώι,

πατούμι κι τ’ άλλα.

Απουχειρήθκιν ου καθένας τη δλειά τ’. Ου κιρατζής έμασιν τα πράματα

κι έφυγιν κι ου πάππους ου Κουσταντής, να μή σταματάει του στόμα τ’: σ΄

όλα μέσα! Να λέει τουν έναν πώς να πατήσ΄ τα σταφύλια σην καρούτα,

τουν άλλουν πώς να μάσ΄ του μούστου, τς γυναίκις να σ΄κώσν του γαλίκ΄

μι τα γλυκά τα σταφύλια κι να του βάλν στουν ίσκιου.

Είπιν, είπιν, ουώσπου δέν άντιξιν ου Νάτσιους, ου γιός τ’ κι τουν

παράμασιν:

- Όι, σύρι κάτσι στου μιντιρλίκ΄ κι μή φέρς φούρλις στ’ μέσ΄, γιατι μας

αμπουδάς! Δέ μπουρούμι να κάμουμι τη δλειά μας!

Γύρσιν ύστρα, στ’ γυναίκα τ’, τ’ Ματιώ, κι ‘ν είπιν:

- Καλά, μάρ΄ Ματιώ, ήταν ανάγκ΄ να τουν δώστι ‘ν κανάτα μι του κρασί;

Δέν τουν έφτανιν ένα κατουστάρ΄;

Κάνας δέν απουκρίθκιν, γιατι ου Νάτσιους τάπιν ψίχα αγριμένους. Ου

πάππους ου Κουσταντής κρέμασιν του κιφάλ΄ κι πάει κι έκατσιν στου

μιντιρλίκ΄. Τς ήφιριν όλνους φούρλα μι τα μάτια κι μι παράπουνου, πήριν ‘ν

κανάτα απ’ του παραθύρ΄, γιόμουσιν του κατουστάρ΄, του σήκουσιν κι

φώναξιν:

Page 10: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 10 /

- Άι, σ΄ υγείαν κι τ’ χρόν’ ου τρύγους!

- Άιντι, πάππου: τήρα θάρουμ του σών’τς του κρασί! Να μήν αφήκς

κάνα δράμ΄ για ιλιάτσ΄! τουν είπιν ου Ντίνας, ου αμψιός τ’.

- Ιά, τα σι δώσου του δέκατου κι ισένα, Ντίνα! Ιέχουμι τς άλλνους μι τα

χούια τς, ιέχουμι κι ισένα απ’ ουπάν’... Σάματ΄ τα πααίνου να τ’ αγουράσου!

Θκό μας είνι του κρασί. Για να πίνουμι τόχουμι... Δέν πλένουμι τα

πουδάρια! Ουόπουτι θέλου, κατιβαίνου στου κατώι κι βγάνου. Τόχουμι

σύρι-βγάλι, ουόχ΄ σύρι-πάρι...

- Καλά, ρα πάππου! Μήν αψιώνισι: μιά ουμιλία είπα. τουν απουκρίθκιν

ου Ντίνας.

Θέλτς του κρασί, θέλτς του γινάτ΄, μούλουξιν ου πάππους. Γιόμουσιν

πάλι του κατουστάρ΄, ήπχιν ουλίγου κι είπιν μαναχός τ’:

- Έλα ντέ τώρα μι τς μυξαραίοι! Θέλ΄ κι ου Ντίνας να μι βάλ΄ τιρμπιέν,

σά νάμι χτισ΄νός... Βγήκιν τ’ αβγό να ουρμινέψ΄ ‘ν αρνίθα!

* * *

Άμα σώθκιν ου τρύγους στ’ αμπέλ΄ τ’ Νάτσ΄, πατήθκαν τα σταφύλια κι

γιόμουσαν τα βαένια κρασί κι τσίπουρα αντάμα. Αυτά γίνγκαν ‘ν Κυριακή.

Τ’ Διφτέρα μι του καλό χίρσαν στου σπίτ΄ οι άλλις οι δλειές: πρώτα

τράβηξαν του μούστου κι γιόμουσαν τα βαένια στου μπουντρούμ΄, για να

γέν΄ του κρασί· κράτσαν (η Ματιώ μι τ’ Βασιλ΄κούλα) ένα χάλκουμα

γιουμάτου μούστουν, να φκιάσν του πιτ΄μέζ΄ κι τ’ μουστόπτα· διάλιξαν τα

σταφύλια τα κουρίθια, τάδισαν μι σ΄κνί δυό-δυό κι τα κρέμασαν φούντις στ’

μισχιά. Ουόλ΄ μέσα στου σπίτ΄ σν ώρα τς κι ου καθένας μι τη δλειά τ’.

Σ΄κώθκιν κι ου πάππους ου Κουσταντής, μουχμουρλούς κι

μπουτζουμένους, ιέκατσιν πάλι στου μιντιρλίκ΄ κι αγνάντιβιν του σαλαβάτ΄

στου νουβουρό δίχους να λέει τίπουτα. Μούνγκι συλλουιούνταν κι κνούσιν

Page 11: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 11 /

πού κι πού τα χέρια. Θέλ΄τσιν πάλι ου Ντίνας να τουν πειράξ΄ ψίχα κι τουν

είπιν:

- Τί μας έπαθις, πάππου, σήμιρα κι δέν ουμιλάς;

Αφουρμή ήθιλιν ου πάππους ου Κουσταντής: σ΄κώθκιν ουρθός, πήριν

ένα κατουστάρ΄, πήγιν στου βαϊέν΄ πότριχιν ου μούστους κι του γιόμουσιν.

Του γέφκιν ψίχα κι είπιν:

- Τα χουράφια μας βγάν’ν του στιάρ΄, για νάχουμι ψουμί να ζούμι κι τ’

αμπέλια μας δίν’ν του κρασί να πίνουμι κι να γλιντούμι.

Page 12: ΚΟΥΖΙΑΚΗΣ3: ΟΥ ΤΡύΓΟΥΣ

Λ.Κουζιάκης Κοζανιτολόγιο

/ 12 /

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Λάζαρος Μ. Κουζιάκης γεννήθηκε απο πατέρα και μητέρα Σκαρκιώτες

στην Κοζάνη, όπου μεγάλωσε και ζεί μέχρι σήμερα. Συμμετέχει εδώ και

πολλά χρόνια στις εκδηλώσεις της Κοζανίτικης Αποκριάς, σάν ενεργό

μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου «Φανός Σκΐρκας».

Στην παρούσα δημοσίευση δίνονται πέντε κείμενά του: «Σκΐρκα», «Ου

θέρους», «Ου τρύγους», «Τα καζάνια» & «Ου Βαγγέλτς ου σαλπιγκτής».

Πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέροντα (απο γλωσσολογική,

ανθρωπολογική και χιουμοριστική άποψη) κείμενα, που έχουν υποστεί

ειδική γλωσσολογική και φιλολογική επεξεργασία, ώστε να αναρτηθούν

στο Κοζανιτολόγιο απαλλαγμένα απο τους ψευδοκοζανιτισμούς και με

επισημασμένα/διορθωμένα τα πιό εξόφθαλμα λάθη του αρχικού κειμένου.

Η παρούσα επεξεργασία είναι η δέκατη τέταρτη και έχει υποστεί

διορθώσεις, βελτιώσεις και αναθεωρήσεις σε σχέση με την πρώτη

(15.12.2014), τη δεύτερη (23.12.2014), την τρίτη (9.1.2015), την τέταρτη

(20.1.2015), την πέμπτη (21.1.2015), την έκτη (21.1.2015), την έβδομη

(23.1.2015), την όγδοη (26.1.2015), την ένατη (1.2.2015), τη δέκατη

(4.2.2015), την ενδέκατη (13.2.2015), τη δωδέκατη (14.2.2015) και τη

δέκατη τρίτη (25.9.2015).

Χριστόδουλος Αστ. Χριστοδούλου (20.10.2015)