1-1-4

37
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σχολή Ν.Ο.Π.Ε. Τμήμα Νομικής Π.Μ.Σ. Δημοσίου Δικαίου ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Υπεύθυνοι καθηγητές: Γ. Ζ. Δρόσος, Ν. Κ. Αλιβιζάτος Ενότητα: ΣΤΙΓΜΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Εργασία με θέμα: «1-1-4»

description

Το σύνθημα 1-1-4

Transcript of 1-1-4

Page 1: 1-1-4

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Σχολή Ν.Ο.Π.Ε.

Τμήμα Νομικής

Π.Μ.Σ. Δημοσίου Δικαίου

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Υπεύθυνοι καθηγητές: Γ. Ζ. Δρόσος, Ν. Κ. Αλιβιζάτος

Ενότητα: ΣΤΙΓΜΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Εργασία με θέμα:

«1-1-4»

Ονοματεπώνυμο: Νικόλαος Π. Ζιώμας

Α. Μ.: 410 ΠΜΣ

Page 2: 1-1-4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή.............................................................................................................................3

Α. Το 114 ως συνταγματική διάταξη...................................................................................3

Β. Καθεστώς συνταγματικού δυϊσμού.................................................................................4

1. Το Σύνταγμα του 1952..................................................................................................4

2. Το «παρασύνταγμα».....................................................................................................6

Γ. Οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής....................................................................................8

1. Τα πολιτικά κόμματα....................................................................................................8

2. Ο βασιλιάς ως πολιτειακός και πολιτικός παράγοντας...............................................10

Δ. Το «1-1-4» ως σύνθημα................................................................................................11

1. Το 114 στο προσκήνιο................................................................................................11

2. Τα Ιουλιανά.................................................................................................................12

3. Η φύση των αιτημάτων...............................................................................................16

Επίλογος.............................................................................................................................20

Βιβλιογραφία.....................................................................................................................22

2

Page 3: 1-1-4

Εισαγωγή

Το «1-1-4» υπήρξε ένα σύνθημα που δέσποσε σε λαϊκές εκδηλώσεις και

κινητοποιήσεις των αρχών και -ιδίως- των μέσων της δεκαετίας του ΄60 στη χώρα μας

και το οποίο παρέπεμπε στο άρθρο 114 του ελληνικού Συντάγματος του 1952, που ίσχυε

κατά την περίοδο εκείνη.

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να παρουσιάσει τις συνθήκες (συνταγματικές,

πολιτικές, κοινωνικές) και την ιστορική συγκυρία που οδήγησε μια συνταγματική

διάταξη σε χείλη διαδηλωτών και εν τέλει να προσεγγίσει τη φύση των αιτημάτων που

ενσάρκωσε το σύνθημα «1-1-4».

Α. Το 114 ως συνταγματική διάταξη

Το άρθρο 114 του Συντάγματος του ’52 όριζε ότι «η τήρησις του παρόντος

Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Τη διάταξη αυτή περιείχαν

όλα τα ελληνικά Συντάγματα, στο τελευταίο τους πάντοτε άρθρο, από το 1844 μέχρι τη

δικτατορία του ’67. Η εν λόγω διάταξη συνιστούσε, σύμφωνα με την κρατούσα στη

θεωρία άποψη, μάλλον ρήτρα τήρησης του Συντάγματος, παρά σαφή, ρητή κατοχύρωση

δικαιώματος αντίστασης1. Διαφορετική βούληση του συντακτικού νομοθέτη δεν

προκύπτει από τις συζητήσεις στη Βουλή για την κατάρτιση των Συνταγμάτων του 1864

και του 1927, ενώ κατά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1952 δε συζητήθηκε καν η

επίμαχη ρήτρα2. Αρκετοί συγγραφείς, εντούτοις, επιχείρησαν να συναγάγουν δικαίωμα

1 Βλ. αντί άλλων Σπυρόπουλος Φ., «Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος», 1987, σ. 93 επ. (96-98) και σ.25, όπου και αναφορά σε αντίθετες απόψεις. Αντίθετη της κυρίαρχης στη συνταγματική θεωρία άποψης υπήρξε διαχρονικά και η αντίληψη (ή πάντως η βούληση) της κοινής γνώμης. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από ομιλία του Αθ. Κανελλόπουλου στη Βουλή: «…το δικαίωμα αντίστασης πάντα θεωρήθηκε από το 1844 ότι θα ήταν κάπως επικίνδυνον να καθιερωθη εις την Ελλάδα παρά το γεγονός ότι όλοι ανεξαιρέτως μιλούσαν όχι απλώς δια το δικαίωμα αλλά δια την υποχρέωσιν των Ελλήνων να υπερασπίζονται την ελευθερίαν τους…» (Πρακτικά Υποεπιτροπών, 1975).2 Βλ. Σπυρόπουλος Φ., ό.π., σ. 97 και Ρομπόκου- Καραγιάννη Α., «Η έννοια της αντίστασης και η συνταγματική της κατοχύρωση», διδακτορική διατριβή, 1989, σ. 151.

3

Page 4: 1-1-4

αντίστασης από τις ακροτελεύτιες διατάξεις των παλαιών ελληνικών Συνταγμάτων3.Σε

κάθε περίπτωση όμως, απούσας ρητής ρύθμισης των προϋποθέσεων άσκησής του, ένα

τέτοιο δικαίωμα ήταν, υπό το καθεστώς των προαναφερθέντων Συνταγμάτων,

ανοργάνωτο.

Ενδεικτική του θεωρητικού προβληματισμού αναφορικά με την συνταγματική

κατοχύρωση ή μη του δικαιώματος αντίστασης, είναι η παρατήρηση του Αλ. Σβώλου για

το άρθρο 107 (ακροτελεύτια διάταξη) του Συντάγματος του 1844: «Είναι αληθές ότι η

ψήφισις του άρθρου (αυτού)…δεν έγινεν υπό την έννοιαν ηθικής μόνον παραινέσεως

προς τους άρχοντας, αλλά και υπομνήσεως καθήκοντος αμύνης προς τους αρχομένους…

Εξ ου ημπορεί να εικάση τις ότι η αφιέρωσις του Συντάγματος εις τον πατριωτισμόν των

Ελλήνων υπενόει ότι ούτοι οφείλουν και δικαιούνται να αμυνθούν ως πολίται της

διατηρήσεως αυτού… Αλλ’ ούτε σαφής αναγνώρισις δικαιώματος αντιστάσεως

εξεδηλώθη, ούτε ποτέ ωργανώθη το δικαίωμα τούτο»4.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο απόηχος του «1-1-4» υπήρξε τόσο έντονος, ώστε οι

συντάκτες των δικτατορικών Συνταγμάτων του 1968 και του 1973 έκριναν επιβεβλημένη

(αν όχι αυτονόητη για τη λογική τους) την απάλειψη της ακροτελεύτιας διάταξης των

προηγούμενων Συνταγμάτων. Εξάλλου, η κατάλυση του Συντάγματος από τη χούντα των

συνταγματαρχών το 1967 αποτέλεσε τελικά τον αποφασιστικό λόγο της ρητής πλέον

κατοχύρωσης του δικαιώματος αντίστασης στο Σύνταγμα του 1975 και τη δική του

ακροτελεύτια διάταξη (120§4).

Β. Καθεστώς συνταγματικού δυϊσμού

1. Το Σύνταγμα του 1952

Το 114 αποτέλεσε την ακροτελεύτια διάταξη ενός Συντάγματος (1952), το οποίο κατά

τη γένεσή του συγκέντρωσε πολλές προσδοκίες. Μετά από μακρά περίοδο

αλλεπάλληλων πολιτικών και κοινωνικών ταραχών (με επαναστάσεις, πολέμους, εθνικές

3 Βλ. ανωτ., υποσημείωση υπ’ αριθ. 1.4 Σβώλος Αλ., «Συνταγματικόν Δίκαιον», τ. Ι, 1934, σ.102.

4

Page 5: 1-1-4

καταστροφές, πραξικοπήματα, κατοχή, εμφύλιο), κυριάρχησε πλέον, με το πέρας του

Εμφυλίου, το αίτημα για ειρήνη, δημοκρατία, εκσυγχρονισμό και οικονομική ανάπτυξη.

Τουλάχιστον φαινομενικά η εποχή αυτή υπήρξε ευκαιρία για εθνική και κοινωνική

ανασυγκρότηση και για θέση των βάσεων πολιτικής ομαλότητας5. Το Σύνταγμα του 1952

κλήθηκε να παίξει κεντρικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή.

Κοινή υπήρξε η αίσθηση ότι το Σύνταγμα αυτό δεν κατόρθωσε τελικά να

ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις της εποχής. Οι βασικοί λόγοι εντοπίζονται από

τους μελετητές στα ακόλουθα:

1) Το Σύνταγμα του ’52 δεν ανταποκρίθηκε τα σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά

ρεύματα που εκδηλώθηκαν την ίδια εποχή στην Ευρώπη με διάφορους τρόπους και

επηρέασαν τη συνταγματική ζωή πολλών ευρωπαϊκών κρατών6.

2) Δεν προσαρμόσθηκε στις βασικές διατάξεις της Οικουμενικής Διακήρυξης

Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε.7 και της Ε.Σ.Δ.Α.8.

3) Από τη σύνθεση της Βουλής του 1946, η οποία και τελικά το συνέταξε, (επέλεξαν να

απουσιάσουν και τελικώς) απουσίασαν πολλά από τα προοδευτικά στοιχεία της χώρας9.

4) Η συντακτική επιτροπή επεδίωξε να «αναθεωρήσει» το Συνταγματικό κείμενο του

1864/1911, που ανταποκρινόταν στις συνθήκες μιας άλλης εποχής, και όχι να θέσει ένα

νέο Σύνταγμα10.

5 Το σκηνικό δεν είναι πολύ διαφορετικό σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία προσπαθεί την ίδια περίοδο να συνέλθει από τις πληγές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.6 Την άποψη αυτή υποστηρίζουν ενδεικτικά οι Ν. Κ. Παπαχρίστος («Η λειτουργία του πολιτεύματος κατά την περίοδο 1963-1965 και η συμβολή του Γ. Παπανδρέου- η επικαιρότητα των υποδείξεων της Ιστορίας» in Αναστασιάδης Γ., Πετρίδης Π., «Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια πολιτικής παρουσίας και δράσης στην πολιτική ζωή», 1994, σ. 567 κ.ε.) και Ν. Καλτσόγια- Τουρναβίτη (Καλτσόγια- Τουρναβίτη Ν., «Προβληματική της σύγχρονης ελληνικής συνταγματικής ιστορίας 1935-1975: Προσπάθεια οριοθετήσεως», διδακτορική διατριβή, σ.154-155). Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για το κύμα του συνταγματισμού και τις αναζητήσεις εγκαθίδρυσης κράτους δικαίου. Βλ. ενδεικτικά τα Συντάγματα της Δυτικής Γερμανίας του 1949, της Ιταλίας του 1949 και της Γαλλίας του 1946.7 Υιοθετήθηκε στις 10.12.1948 από τα λιγοστά τότε μέλη των Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα (η οποία ήταν μάλιστα 1 από τα 48 κράτη που ψήφισαν υπέρ σε ένα σύνολο 57 κρατών). Αναφερόμαστε ιδίως στις διατάξεις για την κοινωνική προστασία (Άρθ. 6), το δικαίωμα εργασίας (Άρθ.23), το δικαίωμα αναπαύσεως και ελεύθερου χρόνου (Άρθ.24), το δικαίωμα ικανοποιητικού επιπέδου ζωής (Άρθ.25) κ.λπ.8 Υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4.11.1950 από ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Αναφερόμαστε ιδίως στην ρητή απαγόρευση βασανισμών, απάνθρωπης και αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας (Άρθ.4), στην κατοχύρωση της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας (Άρθ.5) και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης-δίκαιης δίκης (Άρθ.6) κ.λπ. 9 Βλ. Καλτσόγια- Τουρναβίτη Ν., ό.π., σ.156.10 Βλ. Δασκαλάκης Γ. Δ., «Η αναθεώρησις του Συντάγματος και το νόημα του συντακτικού έργου», 1950, σ.16- 17.

5

Page 6: 1-1-4

Το Σύνταγμα του 1952 υπήρξε, σύμφωνα μάλιστα με χαρακτηρισμό που του απέδωσε

εκπρόσωπος της δεξιάς παράταξης του Ελληνικού Συναγερμού κατά τη συζήτησή του11,

ένα Σύνταγμα «συντηρητικό και ασυγχρόνιστο», το οποίο έθετε ένα σύστημα κανόνων

δικαίου μάλλον ελλειμματικό. Απαγόρευε λ.χ. την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων12,

περιόριζε δραστικά την ελευθερία του Τύπου και της έκφρασης13 και παρείχε ευρεία

δυνατότητα αναστολής των περισσοτέρων συνταγματικών εγγυήσεων των ατομικών

ελευθεριών14.

Οι προσδοκίες που συνόδευσαν το Σύνταγμα του 1952 διαψεύσθηκαν και στην

πράξη, καθώς αυτό δεν έμελλε να έχει μεγάλη διάρκεια: Το 1967 καταλύθηκε από τη

δικτατορία της 21ης Απριλίου. Ο βασικός, πάντως, λόγος αυτής της εξέλιξης δεν

εντοπίζεται τόσο σε όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως αναφορικά με τις συνθήκες

ψήφισης και το περιεχόμενο του εν λόγω Συντάγματος, όσο στο γεγονός ότι αυτό

«εφαρμόστηκε» μέσα από «παρασυνταγματικές» μεθοδεύσεις15 και εξωσυνταγματικές

πρακτικές16.

2. Το «παρασύνταγμα»

Στο σημείο αυτό καθίσταται απαραίτητη μία σύντομη προσέγγιση της έννοιας του

λεγόμενου «παρασυντάγματος» και της λειτουργίας αυτού. Με τον όρο «παρασύνταγμα»

καθιερώθηκε17 να αναφέρονται οι Συντακτικές Πράξεις και τα Ψηφίσματα που είχαν

εκδοθεί μετά την κατοχή (από το 1944) και μέχρι την ψήφιση του Συντάγματος του 1952

και προέβλεπαν έκτακτα μέτρα για τον εμφύλιο πόλεμο. Επρόκειτο για νομοθετήματα,

με τα οποία καθιερώθηκαν μέτρα, όπως τα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, οι

διοικητικές εκτοπίσεις, η στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας και η δήμευση περιουσιών.

11 Συνεδρίαση ΚΣΤ΄ της 18.12.1951.12 Άρθρο 11.13 Άρθρο 14.14 Βλ. Άρθρο 91 περί καταστάσεως πολιορκίας.15 Για την έννοια του «παρασυντάγματος» βλ. αμέσως παρακάτω. 16 Ιδίως από την πλευρά του στέμματος. Για τις πρακτικές αυτές βλ. παρακάτω, σ. 10. Για τα θεσμικά χαρακτηριστικά της εποχής βλ. ιδίως Αλιβιζάτος Ν. Κ., «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974): όψεις της ελληνικής εμπειρίας», 1983.17 Τον όρο «παρασυντάγματα» για να προσδιορίσει αυτά τα συντακτικού περιεχομένου νομοθετήματα εισήγαγε στον κοινοβουλευτικό διάλογο ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Δ. Παπασπύρου.

6

Page 7: 1-1-4

Οι Συντακτικές Πράξεις και τα Ψηφίσματα αυτά διατηρήθηκαν σε ισχύ βάσει του

Ψηφίσματος 16 της 29.4.195218, ακόμα και ως προς τις διατάξεις τους που ήταν αντίθετες

προς το Σύνταγμα του 1952.

Ισχύουν, λοιπόν κατά την περίοδο που εξετάζεται, παράλληλα δύο ίσης (αυξημένης)

τυπικής ισχύος αλλά ασυμβίβαστου περιεχομένου πηγές συνταγματικής νομιμότητας19:

το Σύνταγμα του 1952 και το λεγόμενο «παρασύνταγμα». Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Γ.

Δρόσος, το «παρασύνταγμα» ως έννοια «αναιρεί την έννοια του Συντάγματος ως του

καταστατικού και αυξημένης τυπικής ισχύος νόμου του κράτους»20. Το αν σε μία

συγκεκριμένη περίπτωση θα εφαρμοστεί το Σύνταγμα ή το «παρασύνταγμα» κρίνεται

(κατά συνταγματικά ανέλεγκτο τρόπο21) από διοικητικά (ιδίως αστυνομικά) όργανα και

εν τέλει, όπως εύγλωττα σημειώνει ο Γ. Κατηφόρης «εξαρτάται από το ποιος είναι-

δηλαδή τι φρονήματα έχει- ο πολίτης. Αν είναι εθνικόφρων υπάγεται στο Σύνταγμα. Αν

είναι αριστερός στο παρα – Σύνταγμα»22.

Η λειτουργία του «παρασυντάγματος» συνδέεται, όπως είναι σαφές, με το πολιτικό

σκηνικό της εποχής. Μετά τη στρατιωτική συντριβή του ΚΚΕ (1949), οι πληγές από το

ρήγμα του εμφυλίου παραμένουν ανοιχτές. Η Ελλάδα βρίσκεται οριστικά δεμένη στο

άρμα των δυτικών δυνάμεων23, η Δεξιά κυριαρχεί για πάνω από μία δεκαετία, ο ρόλος

του παλατιού ενισχύεται και ο ξένος παράγοντας ενθαρρύνεται από τους κυρίαρχους

μηχανισμούς εξουσίας (αλλά και το αντίστροφο). Το 1952 πραγματοποιείται και η

ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Στην περίοδο που ακολουθεί τον εμφύλιο -περίοδο του

Ψυχρού Πολέμου- ο κομμουνισμός «δαιμονοποιείται». Η εφαρμογή του

«παρασυντάγματος» εγγυάται ακριβώς τη συρρίκνωση της πολιτικής επιρροής των «μη

εθνικοφρόνων».

18 Υιοθετήθηκε από τη Βουλή που ψήφισε τελικά το Σύνταγμα του 1952.19 Βλ. Δρόσος Γ. Ζ., «Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας», 1996, σ.369.20 Δρόσος Γ. Ζ., ό.π., σ.369.21 Βλ. Δρόσος Γ. Ζ., ό.π., σ.370.22 Κατηφόρης Γ., «Η νομοθεσία των βαρβάρων», 1975, σ.82. Για το «παρασύνταγμα» και το «αντικομμουνιστικό κράτος» (όπως το χαρακτηρίζει) εν γένει, βλ. του ιδίου ό.π., σ. 77 επ.23 Όπως άλλωστε είχε συμφωνηθεί μεταξύ των ξένων δυνάμεων ήδη με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενδεικτικά είναι τα λόγια του Τσώρτσιλ προς το Στάλιν στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944: «Ας διευθετήσουμε τα ζητήματά μας στα Βαλκάνια.... Ας μην υποπέσουμε σε μικροπρεπείς παρεξηγήσεις. Όσον αφορά τη Βρετανία και τη Ρωσία, πώς θα σας φαινόταν εσείς να έχετε 90% υπεροχή στη Ρουμανία, εμείς να έχουμε το 90% της επιρροής στην Ελλάδα και να έχουμε μισή μισή τη Γιουγκοσλαβία;»(Βλ. αντί άλλων Clogg R., «Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας, 1770-1990» μτφρ. Παπαδάκη Λ., 1995, σ.142).

7

Page 8: 1-1-4

Γ. Οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής

1. Τα πολιτικά κόμματα

Δεδομένου ότι γίνεται λόγος για μια εποχή, όπου οι διαχωριστικές γραμμές στον

πολιτικό βίο και περισσότερο ευδιάκριτες είναι και λιγότερο αμφισβητούμενες, κρίνεται

στο σημείο αυτό χρήσιμη, αν όχι επιβεβλημένη, μία σύντομη παρουσίαση των κομμάτων

που συνθέτουν το μετεμφυλιακό πολιτικό τοπίο (ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του

’50 κι έπειτα, οπότε και αρχίζει να ισχύει το συνταγματικό καθεστώς που παρουσιάστηκε

προηγούμενα).24

Η Δεξιά, μετά τις πρώτες μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, κεντρώων και κεντροδεξιών

σχηματισμών, έρχεται το 1951 στην εξουσία με το νεοσυσταθέν κόμμα του Ελληνικού

Συναγερμού (ΕΣ) υπό την ηγεσία του στρατάρχη Αλ. Παπάγου, αρχιστράτηγου των

τελευταίων φάσεων του Εμφυλίου. Στην εξουσία θα παραμείνει και με το διάδοχο (από

το 1956) του ΕΣ σχηματισμό, την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ), με αρχηγό τον Κ.

Καραμανλή. Μέχρι το 1963 και την πρώτη εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου, η δεξιά

παράταξη κυριαρχεί, με τις ευλογίες των ξένων και του παλατιού. Η εγκαθίδρυση του

«παρασυντάγματος» και του καθεστώτος του συνταγματικού δυϊσμού της επιτρέπει να

κυβερνά σε μεγάλο βαθμό απρόσκοπτα μέσω «νομίμων» διώξεων πολιτικών της

αντιπάλων. Σημαντική προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και η συνδρομή του γνωστού

ως «δεξιού παρακράτους», η δράση του οποίου βρίσκει την κορύφωσή της (αλλά και την

αρχή του τέλους της) στη δολοφονία του αριστερού βουλευτή Γρ. Λαμπράκη, το Μάιο

του 1963.

Στο χώρο του Κέντρου παρατηρείται για πάνω από μία δεκαετία έλλειψη

συσπείρωσης, η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αμηχανία των στελεχών του

απέναντι στο αποτέλεσμα του Εμφυλίου και τις συνέπειές του. Σοβαρή προσπάθεια

24 Βλ. σχετικά Meynaud J., Μερλόπουλος Π., Νοταράς Γ., «Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, 1946-1964» (A΄ Τόμος) και Meynayd J., «Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, Βασιλική εκτροπή και στρατιωτική δικτατορία» (Β΄ Τόμος), Αναστασιάδης Γ., Πετρίδης Π. (επιμέλεια), «Η κρίση των θεσμών, οι κομματικοί σχηματισμοί και ο πολιτικός λόγος: Μεσοπόλεμος-Απελευθέρωση, Μεταπολεμικά χρόνια- Δικτατορία», 1990.

8

Page 9: 1-1-4

ανασύνταξης του Κέντρου επιχειρείται μόλις το 1961 με την ίδρυση της Ένωσης

Κέντρου (ΕΚ). Υπό την ηγεσία του Γ. Παπανδρέου, στο πρόσωπο του οποίου

ενσαρκώνεται η ιδεολογική αντιπαράθεση τόσο με τη Δεξιά25 όσο και με τον

κομμουνισμό26, η ΕΚ θα βρεθεί πολύ σύντομα στην εξουσία. Ως Κυβέρνηση, όμως, ίσως

εξαιτίας του ανομοιογενούς χαρακτήρα της (κατάλοιπου της καταγωγής της), θα προβεί

σε αρκετούς συμβιβασμούς, ιδίως έναντι των ανακτόρων27. Μεταξύ άλλων δεν επιδιώκει

άμεσα την κατάργηση του «παρασυντάγματος». Η κρίση του Ιουλίου του 1965 θα

σηματοδοτήσει κατ’ ουσίαν το τέλος της διακυβέρνησης του Κέντρου.28

Στην Αριστερά, το ΚΚΕ βρίσκεται μετά τη λήξη του Εμφυλίου υπό απαγόρευση. Η

Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), που ιδρύεται το 195129, αποτελεί τη νόμιμη

προμετωπίδα του παράνομου ΚΚΕ. Εκλογικά η ΕΔΑ σημειώνει τη μεγαλύτερη επιτυχία

της το 1958, όταν και λαμβάνει ποσοστό 24,5% περίπου των ψήφων. Το ποσοστό αυτό

όμως θα συρρικνωθεί δραματικά στις εκλογές του 196130. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η

(αρχική τουλάχιστον) θέση της Αριστεράς απέναντι στο καθεστώς του συνταγματικού

δυϊσμού, όπως εκφράστηκε κυρίως από τον Η. Ηλιού. Το «παρασύνταγμα» υπήρξε για

τον Ηλιού μάλλον κατάλοιπο ενός αμαρτωλού παρελθόντος, το οποίο προετοίμασε το

έδαφος για το αντιλαϊκό, όπως ισχυρίζεται, Σύνταγμα του 1952, παρά ως σύστημα

κανόνων παράλληλης και ίσης τυπικής ισχύος με το Σύνταγμα31. Η στάση της Αριστεράς

φαίνεται να αλλάζει μετά τα γεγονότα του 196532.

25 Η σύγκρουση με τη Δεξιά θα λάβει τελικά, το 1965, τη μορφή της ρήξης με το στέμμα (Ιουλιανά, 1965). Βλ. κατωτ. υπό Δ 2.26 Βλ. ενδεικτικά Ηλιού Η., «Το Σύνταγμα και η αναθεώρησή του», 1975, σ. 153 επ.27 Είναι πολύ χαρακτηριστικό το απόσπασμα από την πρώτη επιστολή (9.7.1965) του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου προς το βασιλιά Κωνσταντίνο κατά την κρίση του θέρους του ’65: «Συνέπεσε να ανέλθετε εις τον θρόνον όταν ανέλαβον την αρχήν. Και κατέβαλον πάσαν προσπάθειαν, προβάς ακόμη και εις σημαντικάς συγκαταβάσεις, αι οποίαι δυσηρέστησαν τον δημοκρατικόν κόσμον, προς αδιατάρακτον συνεργασίαν»28 Για το ρόλο της ΕΚ και του Γ. Παπανδρέου στα πολιτικά δρώμενα της εποχής βλ. μεταξύ άλλων Αναστασιάδης Γ., Πετρίδης Π., «Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια πολιτικής παρουσίας και δράσης στην πολιτική ζωή», 1994, Κασιμάτης Γ., Πετρίδης Π., Σιδεράτος Α., «Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968): κορυφαίες στιγμές της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας», 1988 και Διαμαντόπουλος Θ., «Η ελληνική πολιτική ζωή: Εικοστός αιώνας, από την προβενιζελική στη μεταπαπανδρεϊκή εποχή», 1997. 29 Την ίδια εποχή περίπου με τον Ελληνικό Συναγερμό.30 Βλ. κατωτ. υπό Δ 1.31 Βλ. Ηλιού Η., «Η κρίση της εξουσίας στην Αθήνα», 1966.32 Βλ. κατωτ. σ. 19.

9

Page 10: 1-1-4

2. Ο βασιλιάς ως πολιτειακός και πολιτικός παράγοντας

Καθοριστικός παράγοντας, όμως, στα πολιτικά δρώμενα της εποχής είναι ο

βασιλιάς33. Το Σύνταγμα του 1952 ορίζει ως πολίτευμα τη βασιλευόμενη δημοκρατία

(άρθρο 21§1), ενώ συγχρόνως διακηρύσσει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο

21§2) και καθιερώνει ρητά το κοινοβουλευτικό σύστημα (άρθρο 78). Βασικά

χαρακτηριστικά της βασιλευόμενης δημοκρατίας είναι τα ακόλουθα:

1) Η εκτελεστική εξουσία ανήκει στον βασιλιά και ασκείται από τους υπεύθυνους

υπουργούς «αυτού», οι οποίοι διορίζονται και ανακαλούνται με πράξη του ιδίου (άρθρα

27 και 31).

2) Το πρόσωπο του βασιλιά είναι ανεύθυνο και απαραβίαστο (άρθρο 29).

3) Καμία από τις πράξεις του βασιλιά δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς προσυπογραφή

του αρμόδιου υπουργού, που με την υπογραφή του και μόνο αναλαμβάνει την ευθύνη της

(άρθρο 30 εδ. α΄).34

Στην πράξη ο βασιλιάς ερμήνευσε τις εν λόγω διατάξεις κατά τρόπο διασταλτικό των

αρμοδιοτήτων του35και άσκησε συχνά «προσωπική πολιτική»36. Παράλληλα επεφύλαξε

στον εαυτό του και κάποιες αρμοδιότητες έξω από το Σύνταγμα. Τέτοιες ήταν ιδίως (α) η

σύγκληση και προεδρία του Συμβουλίου του Στέμματος (θεσμού, ο οποίος δεν

προβλεπόταν από το Σύνταγμα) και (β) η εγγύηση της μη ανάμιξης των ενόπλων

δυνάμεων στην πολιτική ζωή. Για το λόγο αυτό και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας

στελεχωνόταν «παραδοσιακά» από πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης του βασιλιά.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με δεδομένη κάποια ασάφεια των διατάξεων

εκείνων του Συντάγματος που καθόριζαν τις σχέσεις βασιλιά, κυβέρνησης, Βουλής, το

33 Για τον πολιτειακό και εν γένει τον πολιτικό ρόλο του βασιλιά στα χρόνια της εφαρμογής στην πράξη του Συντάγματος του 1952, βλ. ιδίως Αλιβιζάτος Ν. Κ., «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974): όψεις της ελληνικής εμπειρίας», 1983, σ. 239 επ.34 Για τη θέση του βασιλιά ως παράγοντα του πολιτεύματος, βλ. και Μάνεσης Α., «Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος ΙΙ», 1965, ιδίως σ. 422 επ.35 Κυρίως αναφορικά με την εξουσία του να διορίζει και να παύει τους Υπουργούς «του» και μάλιστα τον Πρωθυπουργό.36 Όπως ισχυρίζεται ο Ν. Αλιβιζάτος (Αλιβιζάτος Ν. Κ., ό.π., σ.251), χρησιμοποιώντας τη φράση αυτή του Μάνεση (που σημείωνε στις «Εγγυήσεις» του, ότι ο βασιλιάς δεν έχει δικαίωμα «να ασκη προσωπικήν πολιτικήν» καθώς ήταν βάσει Συντάγματος «ανεύθυνος» και «υπάρχει εξουσία όπου υπάρχει ευθύνη»)

10

Page 11: 1-1-4

Σύνταγμα παραβιάσθηκε αρκετές φορές κατά το πνεύμα, αν όχι και κατά το γράμμα του,

από την πλευρά των ανακτόρων.

Δ. Το «1-1-4» ως σύνθημα

1. Το 114 στο προσκήνιο

Ας περάσουμε, όμως, στα ιστορικά γεγονότα που έφεραν στο πολιτικό προσκήνιο το

άρθρο 114 του Συντάγματος του ’52.

Τον Αύγουστο του 1959, δεκαπέντε μήνες μετά τις εκλογές του 1958, που ανέδειξαν

δεύτερη δύναμη την ΕΔΑ (24,43%), εκπονείται ένα σχέδιο ενέργειας του Γενικού

Επιτελείου Στρατού, γνωστό ως «Άσκηση Περικλής», το οποίο και επανεξετάζεται

δυόμισι περίπου μήνες πριν τις εκλογές του 196137. Οι εκλογές αυτές (29.10.1961)

διενεργούνται «σε κλίμα που πιστοποιεί τη σχεδόν πλήρη εφαρμογή του σχεδίου», το

οποίο απέβλεπε στη στροφή (ή μεταστροφή) «του εκλογικού σώματος υπέρ των

πολιτικών δυνάμεων που τις αποκαλεί ‘εθνικές’»38.

Τα αποτελέσματα των εκλογών της 29.10.1961, που αναδεικνύουν πρώτο κόμμα την

ΕΡΕ, καταγγέλλονται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως προϊόν βίας και νοθείας.

Γίνεται δε λόγος για «εκλογικό πραξικόπημα». Ο Γ. Παπανδρέου κηρύσσει «Ανένδοτο

Αγώνα» για την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος39. Για πρώτη

φορά έρχεται στην επιφάνεια το άρθρο 114 του Συντάγματος, σε μια προσπάθεια να

εμφανιστεί ο αγώνας για τη διαφύλαξη των δημοκρατικών θεσμών ως εκδήλωση

αντίστασης κατοχυρούμενης από το Σύνταγμα του 1952 και συγκεκριμένα από την

ακροτελεύτια διάταξή του. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, ήδη λίγες ημέρες πριν τις

εκλογές του ΄61, ο Γ. Παπανδρέου βιώνοντας το προεκλογικό κλίμα και διαβλέποντας

ίσως το εκλογικό αποτέλεσμα, καλεί τους υποψηφίους του κόμματός του να αντιτάσσουν 37 Για το σχέδιο αυτό και τη φύση του βλ. Δρόσος Γ. Ζ., «Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας», 1996, σ. 474 επ. 38 Δρόσος Γ. Ζ., ό.π.39 Βλ. Πρακτικά Βουλής 1962, Τόμ. Α΄,σελ. 44 και 46. Στη συνεδρίαση της 9.1.1962, όταν κλήθηκαν να ορκιστούν οι βουλευτές της Ε.Κ. ο αρχηγός τους Γ. Παπανδρέου είπε: «Οι βουλευτές της Ε.Κ. ομνύοντες υπακοήν εις το σύνταγμα εκφράζουν την επιφύλαξιν ότι το σύνταγμα της βασιλευομένης δημοκρατίας έχει παραβιαστεί. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Ε.Ρ.Ε. κατά τας προσφάτους εκλογάς της 29.10.61 δεν προήλθεν από την ελευθέραν βούλησιν του ελληνικού λαού, αλλά από την άσκησιν βίας και νοθείας. Συνεπώς προς τον όρκον των, οι βουλευταί της Ε.Κ. δηλούν ότι θα αγωνιστούν ανενδότως διά την αποκατάστασιν του δημοκρατικού πολιτεύματος».

11

Page 12: 1-1-4

«νόμιμο άμυνα εναντίον πάσης εκδηλώσεως βίας» επικαλούμενος το άρθρο 114 του

Συντάγματος40. Το «1-1-4» θα γίνει σύνθημα του πολιτικού αγώνα της Ε.Κ. μέχρι την

άνοδό της στη εξουσία41.

2. Τα Ιουλιανά

Οι πολιτικές εξελίξεις λαμβάνουν δραματική τροπή τον Ιούλιο του 1965. Έχει

προηγηθεί η άνοδος της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία, για πρώτη φορά το 1963 και εκ

νέου το 1964, με απόλυτη πλέον πλειοψηφία (52,71%). Στο στρατό έχει αποκαλυφθεί η

υπόθεση του «ΑΣΠΙΔΑ»42, ο οποίος παρουσιάζεται ως συνωμοτική οργάνωση

κεντροαριστερών στελεχών. Η εν λόγω υπόθεση προσλαμβάνει, κατά δήλωση ακόμα και

κορυφαίων στελεχών της Ε.Ρ.Ε.43, διαστάσεις φοβερά δυσανάλογες προς τη σημασία της

με εμπλοκή και του ονόματος του Υπουργού της Κυβέρνησης και γιου του

Πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου. Η υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» κλονίζει την Κυβέρνηση

φέρνοντας σε αντιπαράθεση τον Πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου και τον Υπουργό Εθνικής

Άμυνας Π. Γαρουφαλλιά. Ο Πρωθυπουργός ζητεί από το βασιλιά την αντικατάσταση του

Γαρουφαλλιά και την ανάληψη του υπουργείου από τον ίδιο. Ο νεαρός βασιλιάς

40 «...επιβάλλεται νόμιμος άμυνα εναντίον πάσης εκδηλώσεως βίας. Οι οπαδοί του κέντρου καλούνται να αντιμετωπίσουν την βία ως υπερήφανοι άνδρες, και ως αληθείς πολίτες της δημοκρατίας. Όταν αι αρχαί δεν θέλουν να επιβάλουν την νόμιμον τάξιν και να κατοχυρώσουν την ελευθέραν εκδήλωσιν του φρονήματος του λαού συντελείται παραβίασις του συντάγματος και το σύνταγμα έχει εμπιστευθεί την τήρησίν του εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων» (Εγκύκλιος Γ. Παπανδρέου προς τους υποψηφίους της Ε.Κ., 20.10.1961)41 Ο Αν. Πεπονής στο άρθρο του «Αριστόβουλος Μάνεσης: Η πολιτική ευθύνη του Συνταγματολόγου» (το Σ 2003, τεύχος 5) ισχυρίζεται ότι η επίκληση του άρθ. 114 από την ΕΚ συνιστούσε αξιοποίηση μιας θεωρίας του Αρ. Μάνεση. Όπως παρατηρεί ο Πεπονής, αναφερόμενος στον τόμο των «Εγγυήσεων» που κυκλοφόρησε το 1960, ένα χρόνο πριν την κήρυξη του «Ανένδοτου»: «Σε παράγραφο που αφορά στις κατασταλτικές εγγυήσεις θέτει (ο Μάνεσης) έμμεσα ένα κρίσιμο ζήτημα: εάν η αντίσταση των πολιτών μπορεί να λειτουργήσει ως κύρωση υπέρ της συνταγματικής νομιμότητας και ποια διάταξη νομιμοποιεί αυτή την αντίσταση. Η απάντησή του όμως είναι άμεση και, όσο μπορώ να γνωρίζω, ερμηνευτικά πρωτοποριακή. Παραπέμπει στο άρθρο 114 του Συντάγματος του 1952. Σε μια πρώτη ανάγνωση η διάταξη έδειχνε να ανάγει την τήρηση του Συντάγματος σε καθήκον απέναντι στην πατρίδα, να έχει τον χαρακτήρα ηθικής και όχι νομικής επιταγής. Ο Μάνεσης απέδωσε σε κείνο το άρθρο συγκεκριμένο και διπλό νόημα: επιβεβαίωση της υποχρέωσης των κρατικών οργάνων να συμμορφώνονται προς το Σύνταγμα αλλά και ότι απέρρεαν, κυρίως απ' αυτό, ‘ανοργάνωτοι κατασταλτικαί εγγυήσεις’ που μπορούν, έγραφε, να συμβάλουν στην τήρηση του Συντάγματος· εφόσον -πρόσθετε ο ίδιος- αξιοποιηθούν υπό των πολιτών»42 «Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα Ιδανικά Δημοκρατία Αξιοκρατία», βλ. σχετικά Σ. Γρηγοριάδη, «Ιστορία της δικτατορίας»τόμος Α΄, 1975, σελ.18.43 Π. Κανελλόπουλος.

12

Page 13: 1-1-4

Κωνσταντίνος, όμως, ο οποίος έχει ανέβει στον θρόνο μόλις τον προηγούμενο χρόνο

(23.3.1964) αρνείται να υιοθετήσει την πρωθυπουργική πρόταση.

Από την 8η μέχρι και την 15η Ιουλίου ανταλλάσσονται επιστολές μεταξύ βασιλιά και

πρωθυπουργού σε δριμύ ύφος, με αφορμή το θέμα του Υπουργού Εθνικής Αμύνης44. O

βασιλιάς στην πρώτη του επιστολή της 8.7.1965 εκφράζει την ανησυχία του για την

κατάσταση που επικρατεί στη χώρα: «Είναι αυτή ανώμαλος και ανησυχητική, καθιστώσα

επείγουσαν, κατά την γνώμην μου, την λήψιν ριζικών και αδιαβλήτων από πάσης

πλευράς μέτρων αποκαταστάσεως του σοβαρώς κλονισθέντος κράτους δικαίου,

εδραιώσεως της νομιμότητος και επαναφοράς του αισθήματος ασφαλείας και της

τάξεως». Κατηγορεί τον Πρωθυπουργό για προσπάθεια συγκάλυψης της συνωμοτικής

οργάνωσης στο στράτευμα (αναφέρεται στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ») και τον καλεί να

«σταματήσει αμέσως πάσαν δραστηριότητα καταλυτικήν θεμελιωδών κανόνων της

λειτουργίας του Πολιτεύματος...». Στην απάντησή του της 9.7.1965 ο Πρωθυπουργός,

αφού δηλώνει ότι «με κατάπληξιν και βαθυτάτην οδύνην» ανέγνωσε την επιστολή του

βασιλιά, τονίζει ότι το δυσχερέστερο θέμα στη συνεργασία τους υπήρξε αυτό του

Υπουργού Εθνικής Άμυνας. Όμως «συμφώνως προς το Πολίτευμα το δικαίωμα τούτο

ανήκει εις τον Πρωθυπουργόν, του οποίου την απόφασιν οφείλει να αποδεχθή ο

Βασιλεύς...Εις την λαοπρόβλητον κυβέρνησιν ανήκει η πλήρης εξουσία εις όλους τους

τομείς του Κράτους. Δεν αποτελεί το Υπουργείον Εθνικής Αμύνης στεγανόν διαμέρισμα,

εξαιρούμενον της εξουσίας της κυβερνήσεως...Σύμφωνα προς το Πολίτευμα της

Βασιλευομένης Δημοκρατίας ο Βασιλεύς βασιλεύει και ο Λαός κυβερνά δια της νομίμου

κυβερνήσεως». Στις επόμενες δύο επιστολές του ο βασιλιάς «συμβουλεύει» τον

Πρωθυπουργό να μην επιμείνει να αναλάβει ο ίδιος το επίμαχο Υπουργείο και του

εφιστά την προσοχή «επί του φόρτου εργασίας τον οποίον θα συνεπάγεται...η άσκησις

των καθηκόντων του Πρωθυπουργού, του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και

Θρησκευμάτων και του Υπουργού Εθνικής Αμύνης». Αρνείται δε να υπογράψει το

διάταγμα του διορισμού του Πρωθυπουργού στη θέση του Υπουργού Εθνικής Αμύνης,

το οποίο του έχει αυτός στο μεταξύ αποστείλει. Ο Γ. Παπανδρέου στη δεύτερη και

τελευταία επιστολή του προς το βασιλιά (15.7.1965) διαμαρτύρεται για την άρνησή του

44 Βλ. επιστολές σε: Παντελής Α., Κουτσουμπίνας Σ., Γεροζήσης Τ., «Κείμενα συνταγματικής ιστορίας, δεύτερος τόμος, 1924-1974», 1993, σελ. 871 επ. Οι επιστολές αυτές δόθηκαν άμεσα στη δημοσιότητα με πρωτοβουλία του στέμματος.

13

Page 14: 1-1-4

αυτή. «Καθιερούται» γράφει, «τοιουτοτρόπως η αρχή, ότι δύναμαι να είμαι

Πρωθυπουργός, αλλά και όχι και Υπουργός ωρισμένων Υπουργείων. Θα είμαι επομένως

Πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν. Αλλά εάν δεν εμπνέω εμπιστοσύνην θα πρέπει να

παύσω να είμαι Πρωθυπουργός. Είναι όμως αδιανόητον ότι θα δύναμαι να παραμείνω

Πρωθυπουργός, αλλά και όχι Υπουργός Εθνικής Αμύνης. Πολιτικός ανήρ, ο οποίος θα

εδέχετο τοιούτον εξευτελισμόν, θα καθίστατο άξιος περιφρονήσεως υπό του λαού. Και

θα παρέμενε μοναδικόν παράδειγμα αφιλοτιμίας εις την πολιτικήν ιστορίαν της

χώρας...Αυτήν την αναξιότητα δεν επιτρέπω εις τον εαυτόν μου».

Η συνάντηση της ίδιας ημέρας ανάμεσα στους δύο άνδρες επιβεβαιώνει τις

απαισιόδοξες προβλέψεις για την εξέλιξη της κρίσεως. Κατά τη διάρκεια της

ολιγόλεπτης ακροάσεως ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται άκαμπτος. Ο Γ. Παπανδρέου,

αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις του βασιλιά, τού ανακοινώνει ότι την επόμενη μέρα θα

του υποβάλει γραπτώς την παραίτησή του. Ο βασιλιάς απαντά ότι του αρκεί προφορική

παραίτηση του Πρωθυπουργού, τον οποίο θεωρεί ήδη «τελούντα» υπό παραίτηση45.

Λίγη ώρα αργότερα, εν αγνοία του απερχόμενου Πρωθυπουργού και παρά την

αντίθετη βούληση τόσο αυτού όσο και της συντριπτικής πλειοψηφίας των βουλευτών της

Ε.Κ., που ζητούν άμεση διάλυση της Βουλής και διεξαγωγή εκλογών, ο βασιλιάς διορίζει

νέο Πρωθυπουργό τον Πρόεδρο της Βουλής, ακαδημαϊκό και μέλος της Ε.Κ. Γ.

Αθανασιάδη- Νόβα.

Οι αντιδράσεις του λαού κατά του προμελετημένου, όπως θεωρεί, σχεδίου

πραξικοπηματικής κατάργησης της Κυβέρνησης που ανέδειξε ο ίδιος με συντριπτική

πλειοψηφία 1,5 χρόνο πριν, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο στην ιστορία των αναμίξεων

του στέμματος στην πολιτική ζωή της χώρας46. Ο δημοκρατικός Τύπος κάνει λόγο για

45 Η στιχομυθία μεταξύ Γ. Παπανδρέου και Κωνσταντίνου φέρεται να είχε ως ακολούθως (βλ. Κασιμάτης, Πετρίδης, Σιδεράτος, «Γεώργιος Παπανδρέου(1888-1968): κορυφαίες στιγμές της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας», 1988, σ. 355):Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Μεγαλειότατε, αύριον θα σας υποβάλω εγγράφως την παραίτησίν μου.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ήκουσα τα περί παραιτήσεως και τα λαμβάνω υπ’ όψιν μου.Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Αντιλαμβάνομαι τον λόγον διά τον οποίον επείγεσθε διά την παραίτησίν μου.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Είναι δεδομένη η παραίτησις.46 Πρόσφατη είναι (α)η εξώθηση του Κ. Καραμανλή σε παραίτηση από την Πρωθυπουργία (1963) με αφορμή την άρνηση του βασιλιά να συμμορφωθεί προς την υπόδειξή του να μην επισκεφθεί την Αγγλία για το φόβο επεισοδίων (πρόσφατη η δολοφονία Λαμπράκη) καθώς και (β) νωρίτερα (1955) ο διορισμός στην Πρωθυπουργία του Κ. Καραμανλή μετά το θάνατο του Παπάγου και ουσιαστικά η επιβολή του ως αρχηγού του κόμματος του ΕΣ, κατά παράκαμψη του διαδόχου που είχε υποδείξει ο ίδιος ο στρατάρχης (Σ. Στεφανόπουλου) και ο οποίος φαίνεται ότι υποστηριζόταν από την πλειοψηφία των βουλευτών του κόμματος. Βλ. σχετ. Αλιβιζάτος Ν. Κ., ό.π., σ. 242 κ.ε.

14

Page 15: 1-1-4

«βασιλικό (ή παλατιανό ή αυλικό ή μοναρχικό) πραξικόπημα» κατ’ αντιστοιχία προς το

«εκλογικό πραξικόπημα» της Κυβέρνησης Καραμανλή κατά τις εκλογές «βίας και

νοθείας» του 1961.

Κάτω από το βάρος της λαϊκής κατακραυγής και με δεδομένη την αποδοκιμασία της

μεγάλης πλειοψηφίας των βουλευτών της Ε.Κ., η Κυβέρνηση Αθανασιάδη- Νόβα

αποτυγχάνει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Μετά από δύο εξίσου ατυχείς

απόπειρες47, ο τέταρτος βασιλικής υπόδειξης Πρωθυπουργός, Στέφανος Στεφανόπουλος,

λαμβάνει την 25.9.1965 από τη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης (με οριακή πλειοψηφία μόλις

2 ψήφων) χάρη στην ψήφο της Ε.Ρ.Ε. και ορισμένων κεντρώων βουλευτών, που

«υποκύπτουν» σε ποικίλες πιέσεις48 και εγκαταλείπουν το κόμμα της Ε.Κ.

Από την 15.7.1965 μέχρι την 25.9.1965 η χώρα κυβερνάται από Κυβερνήσεις που δε

διαθέτουν την υποστήριξη του Κοινοβουλίου.

Οι θεωρητικοί της εποχής χωρίζονται σε δυο «στρατόπεδα». Οι μεν, με προεξάρχοντα

τον Χ. Σγουρίτσα49 υποστηρίζουν ότι ο βασιλιάς, διορίζοντας τους «αποστάτες»

Πρωθυπουργούς, ενήργησε σύμφωνα με το Σύνταγμα και συγκεκριμένα σύμφωνα με την

αρχή της δεδηλωμένης, που αυτό καθιερώνει και η οποία συνεπάγεται πολιτική μόνο και

όχι νομική υποχρέωση του βασιλιά να διορίζει πρωθυπουργό τον αρχηγό της

κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, ο βασιλιάς είναι

νομικά αδέσμευτος ως προς την επιλογή του προσώπου του Πρωθυπουργού.

Η δε αντίθετη άποψη, με κυριότερο εκφραστή τον Αρ. Μάνεση50, υποστηρίζει ότι εν

προκειμένω υφίσταται όχι μόνο πολιτική, αλλά και νομική δέσμευση του βασιλιά. Η

θέση του Μάνεση αποκτά ιδιαίτερη αξία, καθώς βρίσκεται ήδη διατυπωμένη στις

47 Εντολή ανατίθεται την 8.8.1965 στον Σ. Στεφανόπουλο, οποίος την καταθέτει την 9.8.1965 μετά από αρνητική ψήφο της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ε.Κ. Την 18.8.1965 ο βασιλιάς αναθέτει εντολή σε άλλο μέλος της Ε.Κ., τον Η. Τσιριμώκο. Η κυβέρνηση Τσιριμώκου (που αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα ίδια μέλη με αυτήν του Γ. Αθανασιάδη- Νόβα) καταψηφίζεται από τη Βουλή την 28.8.1965. 48 «...όχι πάντα ανυστερόβουλα», όπως παρατηρεί ο Ν. Αλιβιζάτος (βλ. Ν. Κ. Αλιβιζάτου, «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας», 1983, σ.244). Ο τρόπος με τον οποίο αποσπάσθηκαν βουλευτές από την Ε.Κ. επικρίνεται και από τον ηγέτη της Ε.Ρ.Ε. Π. Κανελλόπουλο, ο οποίος είχε ανοιχτά υποστηρίξει τις βασιλικές ενέργειες τις περιόδου εκείνης, αλλά σε υπόμνημά του προς τον Κωνσταντίνο τον Ιανουάριο του 1966 αναφέρει ότι «η απόσπασις των αναγκαίων βουλευτών από τον κ. Παπανδρέου,...έγινε με εξαγοράν συνειδήσεων, με υπουργοποίησιν ανθρώπων, που δεν θα εγίνοντο ποτέ, υπό άλλας συνθήκας, υπουργοί, ακόμη και με άλλα μέσα, που τα επληροφορήθην εξωδίκως αργότερα. Εάν εγνώριζα, ότι είχαν χρησιμοποιηθη και τοιαύτα μέσα,...θα έφευγα από την αίθουσα της Βουλής και ας εψήφιζε όποιος ήθελε...Χαλασμένες συνειδήσεις δεν στηρίζουν καθεστώτα, δεν σώζουν έθνη, δεν ανορθώνουν κράτη» (βλ. Παντελής, Κουτσουμπίνας, Γεροζήσης, ό.π., σ.886 επ.).49 Σγουρίτσα X., «Συνταγματικόν Δίκαιον», σελ.387-388.50 Μάνεσης Αρ., «Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ», 1965, σ. 422 κ.ε.

15

Page 16: 1-1-4

«Εγγυήσεις», πριν τα Ιουλιανά51. Κατά την άκρως θετικιστική αντίληψη του Μάνεση, η

απόλυτη κατίσχυση του Συντάγματος, απαλλαγμένου από πολιτικές ιδεολογίες,

επιβάλλει σε μια τέτοια περίπτωση, όπως αυτή που παρουσιάστηκε εν τέλει τον Ιούλιο

του ’65, την άμεση διεξαγωγή εκλογών52. Η τελευταία αυτή αντίληψη είναι που διαπνέει

και τις λαϊκές κινητοποιήσεις που έχουν ήδη ξεσπάσει.

3. Η φύση των αιτημάτων

Καθ’ όλη τη διάρκεια των γεγονότων ο λαός βρίσκεται σχεδόν καθημερινά στους

δρόμους και διαδηλώνει μαζικά υπέρ της νόμιμης κυβέρνησής του και κατά του

στέμματος, των πρακτικών του και των «αποστατών» βουλευτών της Ε.Κ. Αίτημά του η

τήρηση του συντάγματος με τη διεξαγωγή εκλογών και κεντρικό του σύνθημα το «1-1-

4». Οι ενέργειες του παλατιού53 ερμηνεύονται ως παρεμβάσεις που στόχο έχουν για

πολλοστή φορά να αλλοιώσουν, αν όχι να εξαλείψουν, το δημοκρατικό και

αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Μοναδική λύση στα μάτια του λαού

είναι η αντίσταση. Αντίσταση, που θεωρεί ότι του υπαγορεύει, με την ακροτελεύτια

διάταξή του, το ίδιο το Σύνταγμα, την τήρηση του οποίου υπερασπίζεται.

Βασικό χαρακτηριστικό των διαδηλώσεων είναι η μεγάλη τους έκταση και η διάρκειά

τους. Ο Γ. Κάτρης σημειώνει: «Στη συνεδρίαση της Βουλής της 25 Αυγούστου (1965)

ελέχθη- χωρίς να αμφισβητηθούν οι αριθμοί- ότι στο διάστημα των σαράντα ημερών από

το μοναρχικό πραξικόπημα είχαν πραγματοποιηθεί τετρακόσιες λαϊκές συγκεντρώσεις σε

ανοιχτό χώρο. Δυό απ’ αυτές, η κάθοδος του Παπανδρέου από το Καστρί και η κηδεία

του δολοφονημένου από την αστυνομία φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα54, ήταν της τάξεως

51 Ο δεύτερος ημίτομος του δεύτερου μέρους των «Εγγυήσεων» κυκλοφορεί το 1965 μεν, αλλά πριν τα γεγονότα του Ιουλίου.52 Συνολική αποτύπωση των θεωρητικών αντιπαραθέσεων της εποχής βλ. σε Αναστασιάδης Γ., «Ο διορισμός και η παύση των κυβερνήσεων στην Ελλάδα: Από την ‘αρχή της δεδηλωμένης’ στο Σύνταγμα του 1975», 1981, σ.130 επ., όπου ο συγγραφέας παίρνει θέση υπέρ της εδώ δεύτερης άποψης.53 Οι ενέργειες του νεαρού βασιλιά παρουσιάζονται συχνά ως απότοκοι της άμεσης επιρροής της «αυλής» του. Είναι χαρακτηριστική η σημείωση του Γ. Παπανδρέου στην πρώτη του επιστολή προς το βασιλιά (9.7.1965), ότι η επιστολή του Κωνσταντίνου που προηγήθηκε: «Είναι προφανές, ότι...αποτελεί έργον ολεθρίων συμβούλων».54 Το βράδυ της 21ης Ιουλίου, μετά το πέρας των διαδηλώσεων, δολοφονείται ο φοιτητής ΑΣΟΕΕ Σωτήρης Πέτρουλας. Τη μεγάλη πορεία στην κηδεία του, δυο μέρες αργότερα, περιγράφει ο Στρατής Τσίρκας στο τέλος του βιβλίου του «Η Χαμένη Άνοιξη».

16

Page 17: 1-1-4

των εκατοντάδων χιλιάδων. Ο ρυθμός των δέκα μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων κάθε

μέρα δεν νομίζω ότι έχει προηγούμενο στην ελληνική ιστορία»55.

Η έκρηξη του λαού ασφαλώς συνοψίζεται στην απαίτηση για τήρηση του

Συντάγματος και οριστική διακοπή των αντισυνταγματικών και εξωσυνταγματικών

πρακτικών του θρόνου, δυσχερώς, εντούτοις, ερμηνεύεται εξ ολοκλήρου υπό το πρίσμα

αυτό. Πολλές φορές στο παρελθόν οι βασιλείς επεδίωξαν με τον ίδιο ή παρόμοιους

τρόπους να επιβάλουν τις δικές τους αντιλήψεις ως κυρίαρχη πολιτική του τόπου,

πράγμα που προκάλεσε συχνά αντιδράσεις, σπανίως, όμως (αν όχι ποτέ) της έκτασης που

περιεγράφη προηγουμένως.

Το βέβαιο είναι ότι είναι αδύνατο να προσεγγίσει κανείς τα Ιουλιανά αποκομμένα από

το σύνολο των μετεμφυλιακών πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών. Στο πολιτικό πεδίο

επικρατεί, όπως είδαμε ανωτέρω, η ιδεολογική κυριαρχία της δεξιάς, ο συνταγματικός

δυϊσμός, με τη διαρκή λειτουργία του παρασυντάγματος, η ανελλιπής παρουσία του

παλατιού και η διάκριση των ψηφοφόρων όχι απλώς σε «εθνικόφρονες» και

«κομμουνιστές», αλλά μάλλον σε «εθνικόφρονες» και «μη εθνικόφρονες», γεγονός που

θέτει στο περιθώριο, αν όχι και υπό διωγμό, ένα διαρκώς αυξανόμενο κομμάτι του

πληθυσμού.

Στο κοινωνικό (και οικονομικό) επίπεδο, μετά τον εμφύλιο, η εγκατάλειψη της

υπαίθρου, η γιγάντωση των αστικών κέντρων, η μετανάστευση και η συνακόλουθη

διεύρυνση των στρωμάτων της ανέχειας και της εξαθλίωσης οδηγούν στην

εκβιομηχάνιση της χώρας μέσα από αρκετούς τριγμούς. Οι κοινωνικοοικονομικές

μεταβολές τείνουν σε μια ανατροπή των παγιωμένων δομών. Η τάση αυτή μεταφράζεται

σε συνεχείς κινητοποιήσεις και απεργίες. Ιδίως από το 1962 και μετά η όξυνση των

απεργιακών κινητοποιήσεων είναι παραπάνω από εμφανής56. Στην επιφάνεια έρχονται

όλο και συχνότερα αιτήματα συνδικαλιστικά, οικονομικά όλων των επαγγελματικών

κλάδων, αιτήματα σχετικά με ατομικές και πολιτικές ελευθερίες καθώς και το αίτημα

του 15% για την παιδεία57. Όπως παρατηρεί ο Δ. Χαραλάμπης: «Η απαίτηση εστιάζεται,

με κάθε μορφής έκφραση, στο πρόβλημα της διεύρυνσης των ενσωματωτικών

55 Βλ. Κάτρης Γ., «Η γέννηση του νεοφασισμού, Ελλάδα 1960-1974», 1974, σ.228-229.56 Βλ. ιδίως Φακιόλας Ρ., «Ο εργατικός συνδικαλισμός στην Ελλάδα», 1978, σελ.110-124.57 Βλ. αναλυτικά Βερναρδάκης Χ., Μαύρης Γ., «Ιουλιανά 1965, ‘ο ελληνικός Μάης’, (Η πείρα μιας επαναστατικής κατάστασης), Θέσεις, τεύχος 26.

17

Page 18: 1-1-4

λειτουργιών»58. Ή, κατά τη διατύπωση του Θ. Διαμαντόπουλου, «το βαθύτερο νόημα και

το κυριότερο αποτέλεσμα των κοινωνικοοικονομικών αναδιαρθρώσεων του τέλους της

δεκαετίας του ’50 και των αρχών της δεκαετίας του ’60 ήταν η αξίωση ενός ολόκληρου

λαού να μη βρίσκεται στο περιθώριο, αμέτοχος θεατής των πολιτικών εξελίξεων, αλλά

για πρώτη φορά να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωσή τους»59. Η αναπροσαρμογή των

όρων κυριαρχίας φαινόταν αναγκαία και δεν μπορούσε παρά να περάσει μέσα από μία

κρίση60.

Με την κυβερνητική κρίση του ’65 το λαϊκό αίτημα συμπυκνώνεται στο «1-1-4» και

στην απαίτηση τήρησης του συντάγματος. Για την ακρίβεια, θα λέγαμε ότι η λαϊκή

κινητοποίηση συγκεντρώνει την πίεσή της στην απαίτηση για τήρηση των όρων ενός

νέου κοινωνικού συμβολαίου61. Τους όρους αυτούς επιχειρήσαμε να σκιαγραφήσουμε

προηγουμένως και η κοινή συνισταμένη τους εντοπίζεται στην ανάγκη για μεγαλύτερη

συμμετοχή του λαού στις πολιτικές διαδικασίες.

Γεννάται στο σημείο αυτό η απορία αν το Σύνταγμα του 1952 ανταποκρίνεται στις

ανάγκες αυτές τις κοινωνίας, ώστε να δικαιολογείται το γεγονός ότι ο λαός ζητεί με

πάθος την τήρησή του. Η απάντηση θα μπορούσε σχηματικά να είναι η ακόλουθη:

Αναμφίβολα το Σύνταγμα του 1952 παρουσιάζει ατέλειες, ενδεχομένως και σοβαρές.

Στην εξέλιξη των γεγονότων όμως, φαίνεται να αποτελεί ένα ελάχιστο κεκτημένο, το

οποίο- ακόμα και αυτό- απειλείται εξαιτίας της λειτουργίας του παρασυντάγματος, της

αυθαιρεσίας των καταναγκαστικών μηχανισμών και των ανεξέλεγκτων επιλογών του

βασιλιά και των εξωσυνταγματικών κέντρων εξουσίας.

Αυτό εξηγεί, ίσως, ιστορικά και τη στάση της Αριστεράς, η οποία ενώ κατά τη γένεσή

του είχε καταγγείλει το Σύνταγμα του 1952 ως «αντιδραστικό» και «αντιλαϊκό»62, μετά

το «μοναρχικό πραξικόπημα» υπερασπίζεται επίμονα τη νομιμότητα αυτού. Η Αριστερά

βρίσκει στο «μοναρχικό πραξικόπημα» την αφορμή για να διεκδικήσει το έδαφος της

58 Βλ. Χαραλάμπης Δ., «Η κρίση της δεκαετίας του ’60 και ο ρόλος του Γ. Παπανδρέου» in Αναστασιάδης Γ., Πετρίδης Π. (επιμέλεια), «Η κρίση των θεσμών, οι κομματικοί σχηματισμοί και ο πολιτικός λόγος: Μεσοπόλεμος-Απελευθέρωση, Μεταπολεμικά χρόνια- Δικτατορία», σελ. 224 επ.59 Διαμαντόπουλος Θ., «Η ελληνική πολιτική ζωή: Εικοστός αιώνας, από την προβενιζελική στη μεταπαπανδρεϊκή εποχή», 1997, σελ. 204.60 Βλ. Χαραλάμπης Δ., ό.π., σ. 224, κατά τον οποίο, το φαινόμενο της κρίσης είναι αναγκαίο στοιχείο της αναγκαίας αναπροσαρμογής των όρων κυριαρχίας.61 Βλ. συναφώς Χαραλάμπης Δ., ό.π., σ. 224-225.62 Ο Ηλιού ισχυρίζεται ότι το Σύνταγμα αυτό «είναι ένα ντικτάτ, μια υπαγόρευση σκληρών όρων καθεστώτος κατοχής, που επιβλήθηκαν ερήμην και εναντίον του Ελληνικού λαού» (σε άρθρο του της 28.12.1951).

18

Page 19: 1-1-4

νομιμότητας που της είχε αφαιρεθεί με το πέρας του Εμφυλίου. Στην προσπάθειά της

αυτή θεμελιώδες νομικό έρεισμα αποτελεί το Σύνταγμα που είχε νωρίτερα καταγγείλει63.

Για την Αριστερά βασική επιδίωξη αποτελεί η αποκατάσταση της ισότητας που είχε

διασαλευτεί σε βάρος της μετά τον Εμφύλιο.

Σε μια εποχή, όπου οι κυρίαρχοι πολιτικοί μηχανισμοί εξελίσσονται από μέσο

συντριβής του αντίπαλου δέους (του Κομμουνισμού) σε κάτι που υπονομεύει σταθερά

τους δημοκρατικούς θεσμούς, το αίτημα για δημοκρατική νομιμότητα και ισότητα έχει

παύσει να αφορά μόνο την Αριστερά και έχει αποκτήσει σχεδόν καθολικό χαρακτήρα. Η

απόφαση πάντως της επίσημης (κοινοβουλευτικής) Αριστεράς να σταθεί στο πλάι της

ΕΚ, ως νόμιμης Κυβέρνησης του τόπου, παρά τα όσα της είχε προσάψει στο παρελθόν64,

συμβάλλει καθοριστικά στον όγκο και στην ενότητα των κινητοποιήσεων65.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει μια αδιαμφισβήτητα πολιτική διάσταση των

αιτημάτων του ’65. Κατά τούτο, το σύνθημα «1-1-4» που χρησιμοποιούν οι λαϊκές

κινητοποιήσεις ενέχει μάλλον μια αντίφαση. Όχι μόνο γιατί, μέσω αυτού του

συνθήματος, ο λαός επικαλείται ένα δικαίωμα, το δικαίωμα αντίστασης, το οποίο το ίδιο

το Σύνταγμα, που αυτός υπερασπίζεται, δε φαίνεται να του παρέχει ρητά66 (και πάντως

όχι στην έκταση που αυτός αντιλαμβάνεται). Αλλά και γιατί, ενώ ακριβώς απαιτεί την

τήρηση του Συντάγματος κατά τρόπο αυστηρό και ουδέτερο, ανεξάρτητα από την

ιδεολογία και την πολιτική του εφαρμοστή (και δη των «παρασυνταγματικών»

μηχανισμών και του βασιλιά), ζητάει συγχρόνως την εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής,

της πολιτικής που αυτός επιθυμεί.

Αξίζει εδώ να παρατεθούν οι ακόλουθες σκέψεις του Γ. Κατηφόρη, οι οποίες

συνοψίζουν εύγλωττα όσα επιχειρήθηκε να σκιαγραφηθούν ανωτέρω: «Ο αντιλαϊκός

χαρακτήρας του κράτους ... είχε καταργήσει την ισότητα ανάμεσα στους πολίτες, το

δικαίωμα ίσης συμμετοχής στη δημόσια ζωή και στη λήψη των κοινών αποφάσεων, και

την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η τριπλή αυτή κατάργηση δημιουργούσε με τη σειρά

63 «Γρήγορα θα ζητούσε και η Αριστερά την νομιμότητα και την δημοκρατία ως νομιμότητα και δημοκρατία του συντάγματος που είχε καταγγείλει», Δρόσος Γ. Ζ., ό.π. σ. 488. 64 Βλ. ανωτ. υποσημ. υπ’ αριθ. 25.65 Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η επιλογή αυτή προκάλεσε συχνά τη δυσφορία αρκετών στελεχών της Αριστεράς, τα οποία διέγνωσαν στα Ιουλιανά μία επαναστατική διάθεση του πλήθους, η οποία έμεινε ανεκμετάλλευτη. Ενδεικτικά: Βερναρδάκης Χ., Μαύρης Γ., «Ιουλιανά 1965, ‘ο ελληνικός Μάης’, (Η πείρα μιας επαναστατικής κατάστασης), Θέσεις, τεύχος 26. Βλ. και την άποψη του Φ. Λάδη σε Λάδης Φ., «Ιουλιανά, 100 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα», 1985, σ. 39- 40.66 Βλ. ανωτ υπό Α.

19

Page 20: 1-1-4

της την κοινή συνείδηση στους πολίτες, (που εκφράστηκε, τελικά, με το σύνθημα 1-1-4),

ότι είχαν δικαίωμα αντίστασης. Τα όρια άσκησης ενός τέτοιου δικαιώματος, δεν ήταν πια

ζήτημα συνταγματικού δικαίου, αλλά ζήτημα συσχετισμού δυνάμεων»67.

Επίλογος

Η ιδιαιτερότητα των κινητοποιήσεων του 1965 έγκειται στο ίδιο το κεντρικό τους

σύνθημα και στη φύση των αιτημάτων που αυτό αντιπροσώπευε. Το σύνθημά τους δεν

ήταν, για παράδειγμα, «Δημοκρατία» -όπως είχε συχνά συμβεί στο παρελθόν και έμελλε

να συμβεί και στο μέλλον- αλλά ο αριθμός «114» που παρέπεμπε στο οικείο

συνταγματικό άρθρο. Η διάταξη αυτή του Συντάγματος «αφιέρωνε» την τήρησή του εις

τον πατριωτισμόν των Ελλήνων χορηγώντας στους πολίτες μια μορφή «αρμοδιότητας»

για την προάσπιση της συνταγματικής νομιμότητας68. Η αντίδραση, λοιπόν, του λαού στο

«μοναρχικό πραξικόπημα» συνιστούσε κατά την αντίληψή του άσκηση «αρμοδιότητας»

που του παρείχε ο Νόμος και δη ο Θεμελιώδης Νόμος του Κράτους με το άρθρο 114

αυτού.

Το «1-1-4», όμως, ιδωμένο υπό το φως των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών της

εποχής δεν μπορεί να ερμηνευθεί (μόνον) ως σύνθημα άμυνας υπέρ της συνταγματικής

νομιμότητας, αλλά (μάλλον) ως σύνθημα διεκδίκησης της –τότε ελλείπουσας σε ένα

βαθμό- δημοκρατικής νομιμότητας. Η τελευταία ως αίτημα περιέχει μεν το αυτονόητα

νομικό στοιχείο της «νομιμότητας», προσθέτει όμως σε αυτό ένα καταρχήν πολιτικό

στοιχείο, το «δημοκρατικό». Πόσο, εντούτοις, πολιτικό μπορεί να θεωρηθεί ένα στοιχείο,

το οποίο έχει αναχθεί από το Σύνταγμα σε αρχή- θεμέλιο του πολιτεύματος;

**********

Το αίτημα του λαού για τήρηση του Συντάγματος με την άμεση διεξαγωγή εκλογών

δεν ικανοποιήθηκε. Το αίτημά του, όμως, για δημοκρατική νομιμότητα, για συμμετοχή

67 Κατηφόρης Γ., «Η νομοθεσία των βαρβάρων», 1975, σ. 144- 145.68 Κατά τη διατύπωση του Αρ. Μάνεση παρείχε «ανοργάνωτες κατασταλτικές εγγυήσεις» τήρησης του Συντάγματος (βλ. ανωτ. υποσημείωση υπ’ αριθ. 41)

20

Page 21: 1-1-4

και ισότητα, έστω και αν χρειάστηκε να περάσει μέσα από νέους αιματηρούς αγώνες, με

αποκορύφωμα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, κατάφερε να επιβιώσει μιας δικτατορίας

και, ως ένα βαθμό, να δικαιωθεί με τη μεταπολίτευση.

Τα γεγονότα του Ιουλίου του 1965, οι λαϊκές κινητοποιήσεις που τα ακολούθησαν και

το σύνθημα «1-1-4» είχαν πολλαπλό αντίκτυπο. Δεν προοιώνισαν απλώς την εκτροπή

του 1967, αλλά σημάδεψαν και συχνά καθόρισαν και την πορεία όλων ανεξαιρέτως των

πολιτικών δυνάμεων του τόπου. Οι συνέπειές τους είναι δε ορατές και στο Σύνταγμα που

ψηφίστηκε δέκα χρόνια αργότερα, το 1975, και το οποίο ισχύει, στην αναθεωρημένη του

μορφή, και σήμερα69.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλιβιζάτος Ν. Κ., «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974): όψεις της ελληνικής

εμπειρίας», Αθήνα, Εκδ. Θεμέλιο, 1983

69 Δεν είναι μόνο η ρητή κατοχύρωση του δικαιώματος αντίστασης (120§4). Είναι κυρίως η ρύθμιση της εντολής σχηματισμού Κυβέρνησης, των διερευνητικών εντολών (37), της παραίτησης του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης (38), όπου αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο η εμπειρία των Ιουλιανών.

21

Page 22: 1-1-4

Αναστασιάδης Γ., Πετρίδης Π., «Γεώργιος Παπανδρέου: 60 χρόνια πολιτικής παρουσίας

και δράσης στην πολιτική ζωή», Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1994

Αναστασιάδης Γ., Πετρίδης Π. (επιμέλεια), «Η κρίση των θεσμών, οι κομματικοί

σχηματισμοί και ο πολιτικός λόγος: Μεσοπόλεμος-Απελευθέρωση, Μεταπολεμικά

χρόνια- Δικτατορία», Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1990

Αναστασιάδης Γ., Τσάτσος Δ., «Ιστορία των πολιτικών και συνταγματικών θεσμών»,

Θεσ/νίκη, Εκδ. Σάκκουλα, 1993

Αναστασιάδης Γ., «Συνταγματικοί θεσμοί και λειτουργία του πολιτεύματος στην Ελλάδα,

Ιδιομορφίες της ιστορικής εξέλιξης και της σύγχρονης πολιτικής ζωής», Θεσ/νίκη, Εκδ.

Σάκκουλα, 1984

Αναστασιάδης Γ. Ο., «Ο διορισμός και η παύση των κυβερνήσεων στην Ελλάδα: Από την

‘αρχή της δεδηλωμένης’ στο Σύνταγμα του 1975», Θεσσαλονίκη, University Studio

Press, 1981

Βεγλερής Φ. Θ., «Ιουλιανά, 1965-1966», Αθήνα, Αντ.Ν.Σάκκουλα,1966

Βερναρδάκης Χ., Μαύρης Γ., «Ιουλιανά 1965, ‘ο ελληνικός Μάης’, (Η πείρα μιας

επαναστατικής κατάστασης), Θέσεις, τεύχος 26

Γρηγοριάδης Σ., «Ιστορία της δικτατορίας, τόμος πρώτος», Αθήνα, Εκδ. Κ. Καπόπουλος,

1975

Δασκαλάκης Γ. Δ., «Συμβολή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία: (1935-1975).

Συμπλήρωμα Ελληνικής Συνταγματικής Ιστορίας 1821-1935», Αθήνα , Πάντειος

Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, 1979

Διαμαντόπουλος Θ., «Η ελληνική πολιτική ζωή: Εικοστός αιώνας, από την προβενιζελική

στη μεταπαπανδρεϊκή εποχή», Αθήνα, Εκδ. Παπαζήση, 1997

Δρόσος Γ. Ζ., «Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας», Αθήνα – Κομοτηνή, Εκδ.

Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1996

Ηλιού Η., «Το Σύνταγμα και η αναθεώρησή του», Αθήνα, Εκδ. Θεμέλιο, 1975

Ηλιού Η., «Η κρίση της εξουσίας στην Αθήνα», Αθήνα, Εκδ. Θεμέλιο, 1966

Καλτσόγια- Τουρναβίτη Ν., «Προβληματική της σύγχρονης ελληνικής συνταγματικής

ιστορίας 1935-1975: Προσπάθεια οριοθετήσεως», διδακτορική διατριβή

Κασιμάτης Γ., Πετρίδης Π., Σιδεράτος Α., «Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968):

κορυφαίες στιγμές της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας», Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1988

22

Page 23: 1-1-4

Κατηφόρης Γ., «Η νομοθεσία των βαρβάρων», Αθήνα, Εκδ. Θεμέλιο, 1975

Κάτρης Γ., «Η γέννηση του νεοφασισμού, Ελλάδα 1960-1974», Αθήνα, Εκδ. Παπαζήση,

1974

Λάδης Φ., «Ιουλιανά, 100 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα», Αθήνα, Καστανιώτης,

1985

Clogg R., «Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας, 1770-1990» μτφρ. Παπαδάκη Λ., Αθήνα,

Ιστορητής, 1995

Μάνεσης Α., «Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος ΙΙ», Θεσ/νίκη- Αθήνα, Αφοί Π.

Σάκκουλα, 1965

Μάνεσης Α., «Συνταγματική θεωρία και πράξη», Θεσ/νίκη, Σάκκουλας, 1980

Meynaud J., Μερλόπουλος Π., Νοταράς Γ., «Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, 1946-

1964» (A΄ Τόμος), Αθήνα, Εκδ. Σαββάλας, 2002

Meynayd J., «Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, Βασιλική εκτροπή και στρατιωτική

δικτατορία» (Β΄ Τόμος), Αθήνα, Εκδ. Σαββάλας, 2002

Παντελής Α., Κουτσουμπίνας Σ., Γεροζήσης Τ., «Κείμενα συνταγματικής ιστορίας,

δεύτερος τόμος, 1924-1974», Αθήνα- Κομοτηνή, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1993

Παπακωνσταντίνου Μ., «Η ταραγμένη εξαετία (1961-1967)», Αθήνα, Εκδ. Προσκήνιο,

1997

Πεπονής Α., «Αριστόβουλος Μάνεσης: Η πολιτική ευθύνη του Συνταγματολόγου», το Σ

2003, τεύχος 5

Ρομπόκου- Καραγιάννη Α., «Η έννοια της αντίστασης και η συνταγματική της

κατοχύρωση», διδακτορική διατριβή, 1989

Σβώλος Αλ., «Συνταγματικόν Δίκαιον», τόμος Ι, Αθήνα, Εκδ. Πυρσός, 1934

Σπυρόπουλος Φ., «Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του

Συντάγματος», Αθήνα- Κομοτηνή, Εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, 1987

23