ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ... -...

66
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε . ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ Α' Ι∆ΙΩΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΌΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ∆ΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2007-2008 ∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Ευαγγελίας ∆ημητρίου Παναγοπούλου ΑΜ 660 ΠΜΣ ΤΙΤΛΟΣ «Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FACTORING ΚΑΙ Η ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ» Επιβλέπoντες Α΄ επιβλέπων: Θεόδωρος Λύτρας Β΄ επιβλέπων: Βασίλης Βάθης Αθήνα 15-06-2008

Transcript of ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ... -...

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε . ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ Α' Ι∆ΙΩΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΌΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ∆ΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2007-2008

∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

της Ευαγγελίας ∆ηµητρίου Παναγοπούλου

ΑΜ 660 ΠΜΣ

ΤΙΤΛΟΣ

«Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FACTORING ΚΑΙ Η

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ»

Επιβλέπoντες Α΄ επιβλέπων: Θεόδωρος Λύτρας Β΄ επιβλέπων: Βασίλης Βάθης

Αθήνα 15-06-2008

2

Ευαγγελία ∆. Παναγοπούλου

«Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FACTORING ΚΑΙ Η

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ»

3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΣΥΜΒΑΣΗ FACTORING

Α. Εισαγωγή I. Ορισµός- Έννοια…………………………………………………………………………5

II. Η ρύθµιση από τον Έλληνα νοµοθέτη- ο ν.1950/1990…………………………………6

III. Η οικονοµική σηµασία του factoring…………………………………………………...7

A. Πλεονεκτήµατα…………………………………………………………………..9

B. Μειονεκτήµατα…………………………………………………………………12

IV. Η λειτουργία του factoring…………………………………………………………….14

V. Ιστορική ανασκόπηση………………………………………………………………….16 Β. Η Νοµική φύση του factoring

I. Νοµικός χαρακτηρισµός σύµβασης……………………………………………………18

II. Σύµβαση προσχωρήσεως-δυνατότητα εφαρµογής 2251/1994……………………….21

III. Αιτία της εκχωρήσεως των απαιτήσεων στο πλαίσιο του factoring………………...23

IV. Νοµικός χαρακτηρισµός των λοιπών υπηρεσιών που παρέχει ο πράκτορας………..25

V. Άλλα στοιχεία της σύµβασης factoring………………………………………………..26

VI. Ο µεικτός χαρακτήρας της σύµβασης factoring……………………………………...28

Γ. Τα είδη του factoring I. Γνήσιο και νόθο factoring……………………………………………………………...29

II. Εµφανές και αφανές factoring………………………………………………………....31

III. Εγχώριο και διεθνές factoring………………………………………………………....32

Α. Το σύστηµα των δύο πρακτόρων…………………………………………………32

Β. Άµεσο εξαγωγικό factoring……………………………………………………….33

Γ. Άµεσο εισαγωγικό factoring………………………………………………………33

∆. Factoring αντιστήριξης……………………………………………………………34 Ε. Άλλα είδη factoring………………………………………………………………..34

∆. Τα συµβαλλόµενα µέρη I. Ο πράκτορας…………………………………………………………………………….35

II. Ο προµηθευτής………………………………………………………………………….36

Ε. Η διαµόρφωση των σχέσεων των συµβαλλοµένων µερών

I. Η σχέση µεταξύ πράκτορα και προµηθευτή…………………………………………..37

4

II. Η σχέση µεταξύ πράκτορα και τρίτου-οφειλέτη……………………………………...40

III. Η σχέση µεταξύ προµηθευτή και τρίτου-οφειλέτη…………………………………...41

ΜΕΡΟΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ: Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FACTORING

I. Γενικά……………………………………………………………………………………41

II. ∆υνατότητα εφαρµογής των διατάξεων 382 επ. του ΑΚ……………………………..42

III. ∆υνατότητα εφαρµογής των άρθρων 388 επ. του ΑΚ………………………………..44

IV. ∆υνατότητα εφαρµογής των άρθρων 180 επ. του ΑΚ………………………………..45

V. Λύση του factoring µε τακτική καταγγελία…………………………………………..45

VI. Λύση του factoring µε έκτακτη καταγγελία…………………………………………..49

VII. Συνέπειες της καταγγελίας……………………………………………………………..53

VIII. Λύση λόγω θανάτου ή πτώχευσης……………………………………………………..57

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΩΝ

ΜΕΡΩΝ

I. Εκκρεµείς συµβάσεις…………………………………………………………………...60

II. Λύση αλληλόχρεου λογαριασµού………………………………………………………61

5

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΣΥΜΒΑΣΗ FACTORING

A. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

I. Ορισµός-Έννοια

Το factoring είναι µία σύµβαση µεταξύ ενός “Factor”, πράκτορα, και µίας επιχείρησης

πώλησης προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών µε βάση την οποία ο πρώτος αναλαµβάνει την

είσπραξη των απαιτήσεων της επιχείρησης, που πηγάζουν από την πώληση προϊόντων της ή την

παροχή υπηρεσιών1. Ως factors συνήθως λειτουργούν τράπεζες ή θυγατρικές τους εταιρείες οι

οποίες έχουν ως αποκλειστικό αντικείµενο δραστηριότητας την παροχή υπηρεσιών

παρακολούθησης και είσπραξης απαιτήσεων για λογαριασµό άλλων επιχειρήσεων2.

Στο πλαίσιο της σύµβασης factoring ο προµηθευτής, δηλαδή η επιχείρηση, εκχωρεί το

σύνολο των γεννηµένων και µελλοντικών, βραχυπρόθεσµων, τιµολογιακών απαιτήσεών της

στον πράκτορα (factor). Αυτός µε τη σειρά του υποχρεούται –ανάλογα µε τα συµφωνηθέντα στη

σύµβαση-να προεξοφλεί , κάτω από ορισµένες προϋποθέσεις τις εκχωρηθείσες απαιτήσεις,

αναλαµβάνοντας ενδεχοµένως και τον κίνδυνο αφερεγγυότητας των οφειλετών και να προβαίνει

στη λογιστική και νοµική τους παρακολούθηση καθώς και στην είσπραξή τους από τους

οφειλέτες. Ο factor για τις υπηρεσίες που παρέχει δικαιούται αµοιβής, η οποία συνίσταται

συνήθως σε ένα ποσοστό επί της αξίας των απαιτήσεων3. Οι συναλλαγές βέβαια για τις οποίες

µπορεί να γίνει µία σύµβαση factoring είναι µόνο αυτές στις οποίες και τα δύο συµβαλλόµενα

µέρη είναι έµποροι ή επιτηδευµατίες. ∆εν µπορεί δηλαδή το factoring να τύχει εφαρµογής σε

απαιτήσεις κατά ιδιωτών ή τελικών καταναλωτών.4

Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό ότι ο πράκτορας παρέχει χρηµατοδοτικές,

διαχειριστικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες στις επιχειρήσεις µε τις οποίες συµβάλλεται µε

αποτέλεσµα πρώτον, να τις απαλλάσσει από µεγάλο όγκο εργασίας, κυρίως από την ανάγκη

διατήρησης οργανωµένου λογιστηρίου και δεύτερον, να τους προσφέρει την αναγκαία

ρευστότητα και εξασφάλιση απέναντι στους οφειλέτες τους.

1 .Βλ. Γιάννη Γρ. Μουργέλα, Οι χρηµατοδοτικοί θεσµοί factoring και leasing, ∆ελτίο ΕΕΤ, Β’ Τρίµηνο, Ιούνιος 1996, σελ. 40 επ. 2 .Βλ. Απόστολο Σ. Γεωργιάδη, Νέες µορφές συµβάσεων της σύγχρονης οικονοµίας, 2000, σελ. 115 επ. 3 .Βλ. Σπύρου ∆. Ψυχοµάνη, Το factoring ως σύµβαση πρακτορείας επιχειρηµατικών απαιτήσεων, 1996, σελ. 7 επ. 4 Βλ. Βασίλη Β. Βάθη, Η σύµβαση factoring, 1995, σελ.13 επ.

6

II. Η ρύθµιση από τον Έλληνα νοµοθέτη- ο ν.1950/1990

Τα χαρακτηριστικά του factoring που αναπτύχθηκαν ανωτέρω το έκαναν έναν ιδιαίτερα

δηµοφιλή θεσµό και οδήγησαν στην ταχεία ανάπτυξη του, η οποία είχε ως αποτέλεσµα την

διάδοσή του από τις Η.Π.Α όπου έκανε την πρώτη του εµφάνιση µε την σηµερινή µορφή στην

δεκαετία του 1950 και στην Ευρώπη στην δεκαετία του 1980. Αρκετές από τις Ευρωπαϊκές

χώρες που υιοθέτησαν τον θεσµό δεν προέβησαν σε ειδική νοµοθετική ρύθµιση αλλά τον

ενέταξαν στις προϋπάρχουσες ρυθµίσεις περί συµβάσεων.

Το ίδιο θα µπορούσε να ακολουθήσει και ο Έλληνας νοµοθέτης εναποθέτοντας την

ρύθµιση του factoring στην βάση των περί εκχωρήσεως διατάξεων του ΑΚ. Ωστόσο στο

ελληνικό δίκαιο στην περίπτωση της εκχώρησης επιβαλλόταν τέλος χαρτοσήµου σε ποσοστό

2,4% επί της αξίας της εκχωρούµενης απαιτήσεως. Το γεγονός αυτό θα αποτελούσε τροχοπέδη

στην λειτουργία και διάδοση του factoring καθώς θα καθιστούσε το προϊόν ιδιαίτερα ακριβό για

τον χρηµατοδοτούµενο και συνεπώς ασύµφορο. Έτσι η νοµοθετική ρύθµιση κατέστη αναγκαία5.

Αρχικά το θέµα έσπευσε να αντιµετωπίσει η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία υπό την

πίεση αιτηµάτων των ελληνικών τραπεζών , οι οποίες επιθυµούσαν να επεκτείνουν τις

δραστηριότητές τους µε την παροχή νέων τραπεζικών υπηρεσιών µεταξύ των οποίων και οι

υπηρεσίες factoring τουλάχιστον στον βαθµό που αφορούσαν Έλληνες εξαγωγείς, προέβη στην

έκδοση της πρώτης σχετικής µε το θέµα Π∆/ΤΕ 959/ 10.3.87. Στην πρώτη αυτή απόπειρα

νοµοθετικής ρύθµισης του θεσµού, ο όρος factoring αποδόθηκε στα ελληνικά ως «διενέργεια

πράξεων αναδόχου είσπραξης επιχειρηµατικών απαιτήσεων».Με την τελευταία επετράπη στις

εµπορικές τράπεζες που λειτουργούσαν στην Ελλάδα και στις θυγατρικές τους ανώνυµες

εταιρείες αποκλειστικού σκοπού να διενεργούν τις ανωτέρω πράξεις µε αντισυµβαλλόµενους

Έλληνες εξαγωγείς.

Την ρύθµιση αυτή ακολούθησαν οι Π∆/ΤΕ 1117/ 30.7.87, Π∆/ΤΕ 399/ 30.8.88., οι

οποίες αποτέλεσαν προσπάθειες διεύρυνσης και αποσαφήνισης του θεσµού. Ωστόσο η

λεπτοµερέστερη ρύθµιση του factoring επήλθε µε τον ν.1905/1990 ο οποίος περιγράφει αν και

όχι επαρκώς τις προϋποθέσεις και τη λειτουργία του θεσµού και προβλέπει ένα ευνοϊκό

φορολογικό καθεστώς γι’ αυτόν. 6

Πρέπει να αναφερθεί ότι του νόµου αυτού προηγήθηκαν αρκετά σχέδια νόµων και

προτάσεις στα οποία και χρησιµοποιήθηκαν διάφοροι όροι για την απόδοση του όρου factoring

όπως «ανάληψη εµπορευµατικών (εµπορικών) απαιτήσεων τρίτων», «ανάληψη απαιτήσεων

5 Βλ. όπ.π. Γιάννη Γρ. Μουργέλα σελ. 40 επ. 6 Βλ. όπ.π. Σπύρο ∆. Ψυχοµάνη

7

τρίτων», «εκχώρηση επιχειρηµατικών απαιτήσεων». 7Ο όρος όµως που επικράτησε τελικά και

χρησιµοποιήθηκε στον ν.1950/1990 είναι «σύµβαση πρακτορείας επιχειρηµατικών

απαιτήσεων».8

Με τον όρο αυτό ο νοµοθέτης περιγράφει «την σύµβαση που καταρτίζεται εγγράφως

µεταξύ ενός κατά κύριο επάγγελµα προµηθευτή αγαθών ή υπηρεσιών και ενός πράκτορα

(τράπεζας ή α.ε. αποκλειστικού σκοπού-συνήθως θυγατρική τράπεζας -), µε την οποία ο

τελευταίος αναλαµβάνει την υποχρέωση να παρέχει στον προµηθευτή, για το διάστηµα που

συµφωνείται, έναντι αµοιβής, υπηρεσίες που σχετίζονται µε την παρακολούθηση και είσπραξη

µίας ή µέρους ή του συνόλου των απαιτήσεων του προµηθευτή, ιδίως από συµβάσεις πώλησης

αγαθών, παροχής υπηρεσιών σε τρίτους ή εκτέλεση έργων. Περιεχόµενο της πρακτορείας

αποτελεί ιδίως η εκχώρηση απαιτήσεων στον πράκτορα µε ή χωρίς δικαίωµα αναγωγής, η

εξουσιοδότηση για την είσπραξή τους, η χρηµατοδότηση του προµηθευτή µε προεξόφληση των

απαιτήσεων, η λογιστική ή νοµική παρακολούθηση των απαιτήσεων, η διαχείρισή τους, η ολική

ή µερική κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου του προµηθευτή.»

Από τα ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι η ο νοµοθέτης µε την ρύθµισή του δεν απέστη

από την λειτουργία του θεσµού στην συναλλακτική πραγµατικότητα και την ρύθµισή του στα

ξένα δίκαια µε µόνη ενδεχοµένως εξαίρεση την επιφύλαξη του ρόλου του factor αποκλειστικά

και µόνο για τις τράπεζες και τις θυγατρικές τους εταιρείες.

Ο ν. 1950/1990 τροποποιήθηκε µε τους νόµους 2232/1994 και 2367/1995, ενώ έχουν

εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του αρκετές νοµοθετικές πράξεις που ρυθµίζουν εκτενέστερα

ορισµένα ειδικά ζητήµατα.

III. Η οικονοµική σηµασία του factoring

Το factoring τις τελευταίες δεκαετίες γνωρίζει ραγδαία εξάπλωση στις αγορές των

ανεπτυγµένων χωρών9. Αυτό άλλωστε είναι εµφανές και από τα στατιστικά στοιχεία που

παρουσιάζονται στον σχετικό πίνακα, που παρατίθεται κατωτέρω και τα οποία δείχνουν το ύψος

των συναλλαγών που διενεργούνται µε συµβάσεις factoring.

7 Η ορολογία αφορά σε δηµοσιευµένη αρθρογραφία , εισηγήσεις και προτάσεις σχεδίων νόµων της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών στο δελτίο ΕΕΤ (τεύχ. 16, 1987, σελ.67 επ.) 8 Σχετικά µε το δόκιµο του όρου αυτού βλ. Σπύρο ∆. Ψυχοµάνη, σελ. 72, 95, 97-98. 9 Βλ.όπ.π. Απόστολο Γεωργιάδη, σελ. 118 επ.

8

TOTAL FACTORING VOLUME BY COUNTRY 10 Total Factoring Volume by Country in the last 7 years (in Millions of EUR)

2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 EUROPE

Austria 2,275 2,181 2,275 2,932 3,692 4,273 4,733 Belgium 8,000 9,000 9,391 11,500 13,500 14,000 16,700 Bulgaria 1 2 0 0 0 0 35 Croatia 0 0 0 0 28 175 340 Cyprus 1,410 1,554 1,997 2,035 2,140 2,425 2,546

Czech Republic 1,005 1,230 1,681 1,880 2,620 2,885 4,025 Denmark 4,050 5,488 5,200 5,570 6,780 7,775 7,685

Estonia 615 1,400 2,143 2,262 3,920 2,400 2,900 Finland 7,130 7,445 9,067 8,810 9,167 10,470 11,100 France 52,450 67,660 67,398 73,200 81,600 89,020 100,009

Germany 23,483 29,373 30,156 35,082 45,000 55,110 72,000 Greece 1,500 2,050 2,694 3,680 4,430 4,510 5,230

Hungary 344 546 580 1,142 1,375 1,820 2,880 Iceland 125 26 16 25 16 15 25 Ireland 6,500 7,813 8,620 8,850 13,150 23,180 29,693

Italy 110,000 124,823 134,804 132,510 121,000 111,175 120,435 Latvia 0 Shown with Estonia until 2003 155 20 276

Lithuania 0 Shown with Estonia until 2003 1,040 1,640 1,896 Luxembourg 0 0 197 257 285 280 306

Malta 0 0 0 0 0 0 1 Netherlands 15,900 17,800 20,120 17,500 19,600 23,300 25,500

Norway 4,960 5,700 7,030 7,625 8,620 9,615 11,465 Poland 2,085 3,330 2,500 2,580 3,540 3,700 4,425

Portugal 8,995 10,189 11,343 12,181 14,700 16,965 16,886 Romania 60 98 141 225 420 550 750

Russia 0 0 168 485 1,130 2,540 8,555 Serbia 0 0 0 0 0 0 150

Slovakia 160 240 240 384 665 830 1,311 Slovenia 65 71 75 170 185 230 340

Spain 19,500 23,600 31,567 37,486 45,376 55,515 66,772 Sweden 12,310 5,250 10,229 10,950 14,500 19,800 21,700

Switzerland 1,300 1,430 2,250 1,514 1,400 1,900 2,000 Turkey 6,390 3,947 4,263 5,330 7,950 11,830 14,925

Ukraine 0 0 0 0 0 333 620 United Kingdom 123,770 136,080 156,706 160,770 184,520 237,205 248,769

Total Europe 414,383 468,326 522,851 546,935 612,504 715,486 806,983 AMERICAS

Argentina 1,715 1,017 71 70 101 275 333 10 Στοιχεία ληφθέντα από FCI (Factors chain International), http://www.factors-chain.com

9

Brazil 12,012 11,020 11,030 12,040 15,500 20,050 20,054 Canada 2,256 2,699 3,100 3,161 3,157 3,820 3,386

Chile 2,650 3,123 3,130 3,500 4,200 9,500 11,300 Colombia 0 0 0 0 0 0 100

Costa Rica 258 208 210 185 180 100 50 Cuba 108 113 120 93 190 210 210

El Salvador 0 123 157 102 105 80 191 Mexico 5,030 6,890 6,340 4,535 4,600 7,100 8,150 Panama 220 220 0 160 201 240 607

Peru 0 0 0 0 0 95 563 U.S.A. 102,268 101,744 91,143 80,696 81,860 94,160 96,000

Total Americas 126,517 127,157 115,301 104,542 110,094 135,630 140,944

Η ανάπτυξη αυτή οφείλεται στα πολλά πλεονεκτήµατα που παρουσιάζει ο θεσµός τόσο

για τα συµβαλλόµενα µέρη όσο και για την εθνική οικονοµία εν γένει11.

Α. Πλεονεκτήµατα

Όσον αφορά την εθνική οικονοµία το factoring αποτελεί ένα χρήσιµο εργαλείο αφού

συµβάλλει στην ενίσχυση των µικροµεσαίων επιχειρήσεων στον τοµέα της παραγωγής

προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών. Παράλληλα εξυπηρετεί και προωθεί την ανάπτυξη του

εξαγωγικού εµπορίου (εξαγωγικό factoring) αίροντας τους ενδοιασµούς των επιχειρήσεων που

επιθυµούν να προβούν σε εµπορικό άνοιγµα στο εξωτερικό 12. Ακόµη σηµαντική είναι η

συµβολή του factoring στην καταπολέµηση της φοροδιαφυγής και της παραοικονοµίας, εφόσον

µε την χρησιµοποίησή του µειώνεται ο αριθµός των αφανών συναλλαγών13, αποκλείονται οι

τοκογλύφοι από την αγορά και περιορίζεται ο αριθµός των ακάλυπτων επιταγών που

κυκλοφορούν14.

Αναφορικά µε τα συµβαλλόµενα µέρη δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι το

factoring αποτελεί µία ιδιαίτερα προσοδοφόρο οικονοµική δραστηριότητα για τους πράκτορες

(factors), καθώς όσο διευρύνεται ο κύκλος εργασιών των προµηθευτών τους τόσο αυξάνονται

και τα δικά τους κέρδη. Άλλωστε µε δεδοµένο το γεγονός ότι οι πράκτορες στην Ελλάδα

τουλάχιστον είναι τράπεζες ή θυγατρικές τους Α.Ε, γίνεται αντιληπτό ότι αυτές έχουν πλέον

την δυνατότητα να παρέχουν ολοκληρωµένες χρηµατοδοτικές λύσεις και ανταγωνιστικά πακέτα 11 Βλ. Π.Μαλακός, Η χρηµατοοικονοµική σηµασία του factoring, ∆ελτίο ΕΕΤ Α’ τρίµηνο, 1996, σελ.31 επ. 12 Βλ. Π.Μαλακός- Χαρ. ∆εµίρης, Νέα χρηµατοοικονοµικά προϊόντα, Έκδοση Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, 1994 13 Βλ. Coopers and Lybrand, Μελέτη σκοπιµότητας για την εφαρµογή του factoring στην Ελλάδα, 1987. Επίσης, στη σειρά Επίκαιρα Θέµατα, αρ.8, εκδόσεως της ΕΕΤ, «Νέες µορφές τραπεζικών εργασιών- Ανάληψη απαιτήσεων τρίτων, factoring», 1988. 14 Βλ. όπ.π. Β. Βάθη, σελ. 18 επ.

10

υπηρεσιών. Έτσι διευρύνοντας τις δραστηριότητές τους προσελκύουν και νέους πελάτες που θα

προσφύγουν µελλοντικά και σε άλλες επωφελείς γι’ αυτές τραπεζικές εργασίες.

Ωστόσο τα σηµαντικότερα πλεονεκτήµατα του θεσµού αφορούν στους προµηθευτές

δηλαδή τις επιχειρήσεις . Αυτά έγκειται κυρίως στην χρηµατοδότηση, τη διαχείριση και την

εξασφάλιση που τους παρέχει το factoring.

Κατ’ αρχήν µε την χρηµατοδότηση που είναι και η βασικότερη λειτουργία του,

παρέχεται στον προµηθευτή η αναγκαία για τη λειτουργία της επιχείρησής του ρευστότητα.15

Αυτό επιτυγχάνεται µε την απελευθέρωση του κατά κάποιον τρόπο δεσµευµένου κεφαλαίου του

προµηθευτή, το οποίο συνδέεται µε τις απαιτήσεις του, πολύ πριν αυτές καταστούν

ληξιπρόθεσµες και συνεπώς εισπρακτέες. Έτσι παρέχονται στον προµηθευτή τα αναγκαία

βραχυπρόθεσµα και µεσοπρόθεσµα κεφάλαια κίνησης που απαιτούνται για να είναι βιώσιµη η

επιχείρησή του. Συνεπώς αυτός µπορεί πλέον να προβαίνει σε αγορά πρώτων υλών τοις

µετρητοίς και κατ’ αυτόν τον τρόπο να επιτυγχάνει σηµαντικές εκπτώσεις από τους προµηθευτές

του16 καθώς και προνοµιακή και ταχεία εξυπηρέτηση17.

Παράλληλα παρέχεται η δυνατότητα στον προµηθευτή να επιστρέψει ξένα κεφάλαια,

που του προκαλούν αυξηµένη οικονοµική επιβάρυνση, καθώς και να παύσει πλέον να παρέχει

πιστωτικά προνόµια στους οφειλέτες του. Επίσης δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι το

factoring βοηθά στην βελτίωση της εικόνας του ισολογισµού της επιχείρησης του προµηθευτή

καθώς τα κεφάλαια από αυτό εµφανίζονται στο ενεργητικό του, ενώ αν είχε χρηµατοδοτηθεί µε

άλλο τρόπο π.χ. µε προεξόφληση αξιογράφων από τράπεζα τα χρήµατα που θα ελάµβανε θα

παρουσιάζονταν ως οφειλή στην τράπεζα και θα εµφανίζονταν στο παθητικό του ισολογισµού

της επιχείρησης18. Σηµειωτέον είναι δε ότι το factoring µπορεί να χρηµατοδοτήσει και

επιχειρήσεις που δεν χρηµατοδοτούνται από τράπεζες λόγω της κακής οικονοµικής τους

κατάστασης, ή λόγω της έλλειψης εµπραγµάτων, ή άλλων ασφαλειών, ή της εξάντλησης των

πιστωτικών ορίων καθώς ο πράκτορας για να προβεί στην χρηµατοδότηση στηρίζεται κυρίως

στην φερεγγυότητα των οφειλετών του προµηθευτή και όχι στη φερεγγυότητα του ίδιου.19

Ωστόσο το σηµαντικότερο ίσως πλεονέκτηµα της χρηµατοδοτικής λειτουργίας του

factoring προκύπτει από την µεγάλη συνήθως διάρκεια της σύµβασης. Εξαιτίας αυτής, ο

προµηθευτής χαίρει µίας σχετικά σταθερής µακροχρόνιας ρευστότητας, η οποία συµβάλλει στην

παγίωση των προνοµίων του απέναντι στους προµηθευτές του και συνεπώς στην µείωση των

15 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 120 επ. 16 Βλ.όπ.π. Π.Μαλακός- Χαρ. ∆εµίρης, σελ. 60 επ. 17 Υπολογίζεται ότι η πληρωµή τοις µετρητοίς µπορεί να επιφέρει στον προµηθευτή δύο ή και περισσοτέρων ποσοστιαίων µονάδων επί της αξίας των τιµολογίων, που σηµαίνει ένα πραγµατικό επιτόκιο περίπου 30% ετησίως.( Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 120 επ.) 18 Βλ. C. Moore, Factoring-A unique and important form of financing and service, The Business lawyer, 1959, 712 19 Βλ. ∆. Βασιλείου, Μια συνοπτική θεώρηση της πρακτορείας επιχειρηµατικών απαιτήσεων, ∆ελτίο ΕΕΤ, 1997, Γ’ τρίµηνο, σελ. 89 επ.

11

δαπανών χρηµατοδότησής του από τον πράκτορα. Έτσι, όταν το κόστος χρηµατοδότησης

εµφανίζεται µικρότερο από το απαιτούµενο από άλλες παραδοσιακές µεθόδους

χρηµατοδότησης, το factoring, µπορεί να προτιµάται πλέον και για επενδυτικούς σκοπούς.20

Μια άλλη ανάγκη που ικανοποιείται µε το factoring είναι η απαλλαγή του πράκτορα από

την λογιστική παρακολούθηση των απαιτήσεών του και την διαδικασία εισπράξεώς τους21. Αυτό

δίνει την δυνατότητα στον προµηθευτή να γλιτώσει το δυσβάσταχτο κόστος που προκύπτει από

την τήρηση οργανωµένου λογιστηρίου, καθώς και από την απασχόληση προσωπικού υπεύθυνου

για την είσπραξη των απαιτήσεων. Έτσι ο προµηθευτής µπορεί να απασχοληθεί αποκλειστικά µε

την διεύρυνση των δραστηριοτήτων του και την αύξηση του τζίρου του22. Παράλληλα δε,

µπορεί να αφιερώσει χρόνο και χρήµα στην βελτίωση των προϊόντων και των υπηρεσιών που

παρέχει στους πελάτες του23.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο προµηθευτής επωφελείται από την οργάνωση του πράκτορά του,

ο οποίος διαθέτει εξειδικευµένο προσωπικό, προηγµένη τεχνολογία και µηχανικό εξοπλισµό και

µπορεί µε βάση αυτά να παρέχει στην επιχείρηση µε κάθε δυνατή ακρίβεια, οποιαδήποτε

επιθυµητή στατιστική ή αξιόλογη πληροφορία σε σχέση µε τις συναλλαγές τις και τους

οφειλέτες της. Επίσης δεν αποκλείεται στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας και η παροχή

συµβουλών marketing στον προµηθευτή µε στόχο την καλύτερη προώθηση των προϊόντων

του.24

Ένα εξίσου σηµαντικό πλεονέκτηµα που προσφέρει το factoring στο θέµα της

διαχείρισης είναι το γεγονός ότι ο προµηθευτής υποχρεούται πια σύµφωνα µε τον Κ.Φ.Σ.(

Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων), να τηρεί µόνο λογαριασµό του πράκτορα, ο οποίος είναι και ο

µόνο οφειλέτης του, σε αντίθεση µε τον πράκτορα ο οποίος οφείλει να τηρεί λογαριασµό για

όλους τους πελάτες του προµηθευτή του. Έτσι ο προµηθευτής απαλλάσσεται από την

υποχρέωση τήρησης αναλυτικού καθολικού για τους πελάτες του και επαφίεται στον πράκτορά

του για την αξιολόγηση της φερεγγυότητας των πελατών του και την είσπραξη των σχετικών

απαιτήσεων25.

Η τρίτη ανάγκη που ικανοποιείται µε το factoring είναι η εξασφάλιση του προµηθευτή

από τον πιστωτικό κίνδυνο, αφού τον τελευταίο επωµίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά ο πράκτορας.

Αυτό επιτυγχάνεται καθώς ο πράκτορας σε περίπτωση µη πληρωµής µίας απαίτησης είναι

υποχρεωµένος- βέβαια µε αντάλλαγµα µία πρόσθετη προµήθεια - να καταβάλει από δικά του

διαθέσιµα στον προµηθευτή την τιµολογιακή αξία της απαίτησης µέσα σε ένα χρονικό διάστηµα

20 Βλ.όπ.π. ∆. Ψυχοµάνη, σελ. 81 επ. 21 Βλ. όπ. π. Απ. Γεωργιάδη, σελ.121 επ. 22 Βλ. όπ. π. .C. Moore, The Business lawyer, 1959, σελ. 710 23 Βλ. όπ. π Π. Μαλακός-. Χαρ. ∆εµίρης, σελ. 74 επ. 24 Βλ. όπ.π. Β.Βάθη, σελ. 17 επ. 25 Βλ. όπ. π. ∆. Βασιλείου, σελ. 90 επ.

12

που κειµένεται από 90-120 µέρες από την λήξη της προθεσµίας πληρωµής της απαίτησης. Η

ανάληψη του πιστωτικού κινδύνου φτάνει συνήθως σε ποσοστό 100% της απαίτησης , εφόσον

βέβαια ο προµηθευτής δεν έχει ξεπεράσει το πλαφόν που του έχει θέσει ο πράκτορας.26 Η

εξασφάλιση αυτή είναι ιδιαίτερα προνοµιακή καθώς υπερτερεί σε σχέση µε τις ασφαλίσεις

πιστώσεων οι οποίες καλύπτουν µόνο ένα ποσοστό 70-80 % των ζηµιών, στα πλαίσια των

συµφωνηµένων ορίων

Με την παραπάνω εξασφάλιση ο προµηθευτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση να

εκτιµά κάθε φορά τους κινδύνους που ελλοχεύουν στις διάφορες συναλλαγές του, ή να

προσφεύγει στις αξιολογικές κρίσεις τρίτων ειδηµόνων. Εξάλλου ακόµη και η άρνηση του

πράκτορα να αναλάβει επισφαλείς απαιτήσεις είναι προς όφελος του προµηθευτή , καθώς

µαθαίνει να αποφεύγει τις επικίνδυνες συναλλαγές οι οποίες µακροπρόθεσµα θα µπορούσαν να

του προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζηµίες27. Η ουσιαστικότερη όµως συµβολή της

εξασφαλιστικής λειτουργίας του factoring έγκειται στην δυνατότητα του προµηθευτή να

επεκτείνει τον κύκλο των εργασιών των, πωλώντας προϊόντα ή παρέχοντας υπηρεσίες και σε

πελάτες για την φερεγγυότητα των οποίων δεν είναι βέβαιος.28

Β. Μειονεκτήµατα

Ωστόσο πέρα από τα πλεονεκτήµατα του factoring είναι σκόπιµο να αναφερθούµε και

στα µειονεκτήµατά του. To κυριότερο µειονέκτηµα που παρουσιάζεται από τους επικριτές του

θεσµού είναι το υψηλό κόστος των παρεχόµενων υπηρεσιών του. Βέβαια τα τελευταία χρόνια η

ανάπτυξη των συστηµάτων πληροφορικής και η καλύτερη οργάνωση έχουν µειώσει αρκετά το

ποσοστό της προµήθειας του πράκτορα σε τέτοιο βαθµό που τα οφέλη από την εφαρµογή του

θεσµού υπερτερούν σαφώς του µειονεκτήµατος του κόστους.

Βέβαια πρέπει να αναφερθεί ότι το factoring δεν ενδείκνυται για όλες τις επιχειρήσεις

αλλά κυρίως γι’ αυτές που πωλούν πρώτες ύλες, ανταλλακτικά, καταναλωτικά αγαθά και

υπηρεσίες περιορισµένης χρονικής διάρκειας, διότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις η εκπλήρωση των

εκατέρωθεν παροχών υλοποιείται σε σύντοµο χρονικό διάστηµα από την σύναψη της σύµβασης.

Αντιθέτως, στις επιχειρήσεις που πωλούν κεφαλαιουχικό εξοπλισµό ή παρέχουν υπηρεσίες µε

διαρκείς συµβάσεις το factoring δεν είναι η πιο ενδεδειγµένη λύση διότι στις µεν πρώτες

καθυστερεί η αποπληρωµή του τιµήµατος, ενώ στις δεύτερες η πληρωµή γίνεται τµηµατικά.

Αυτή η καθυστέρηση µπορεί να συνεπάγεται την µεταβολή των συνθηκών της αγορά ή της

οικονοµικής κατάστασης των µερών γεγονός που συνιστά αποτρεπτικό παράγοντα για τον 26 Βλ. όπ. π. ∆. Βασιλείου, σελ. 93 επ. 27 Βλ.. όπ.π. ∆. Ψυχοµάνη, σελ. 83 επ 28 Βλ. όπ.π. Β.Βάθη, σελ. 16

13

πράκτορα ο οποίος προφανώς δεν θα δεχτεί να είναι εκτεθειµένος σε τέτοιους κινδύνους επί

µακρόν29.

Σηµαντικό µειονέκτηµα του factoring είναι και το επονοµαζόµενο ως πρόβληµα του

«βελουδένιου χειροκτίου». Αυτό δηµιουργείται από την αντίθεση που υπάρχει µεταξύ της ήπιας

στάσης που τηρούν οι προµηθευτές έναντι των πελατών τους και της άτεγκτης διαδικασίας

είσπραξης των απαιτήσεων που εφαρµόζει ο πράκτορας κατά των ιδίων.30 Η σκληρή στάση που

τηρεί ο πράκτορας ο οποίος ενδέχεται να προσφεύγει σε δικαστικές ενέργειες µπορεί να

διαταράξει µια µακροχρόνια σχέση ισορροπίας µεταξύ προµηθευτή και πελάτη. Για να

αποφευχθούν όµως αυτές οι διαταράξεις συνήθως συµφωνείται µεταξύ προµηθευτή και

πράκτορα, είτε ότι θα δίνεται µία πίστωση χρόνου σε κάποιο πελάτη, είτε ότι ο πράκτορας θα

συνεννοείται µε τον προµηθευτή πριν προβεί σε µέτρα εξαναγκασµού, είτε τέλος ότι ο

προµηθευτής θα δικαιούται να επανακτήσει την απαίτηση, σε περίπτωση που δεν θέλει να έρθει

σε τήξη µε κάποιον πελάτη31.

Πρόβληµα δηµιουργείται επίσης και από την οµοιότητα που παρουσιάζει το factoring µε

την παρεµφερή παροχή πιστώσεως έναντι εκχωρήσεως απαιτήσεων. Η τελευταία αποτελεί

συνήθως την τελευταία δυνατότητα δανεισµού από τις τράπεζες προς εταιρείες που

αντιµετωπίζουν σοβαρά οικονοµικά προβλήµατα και συνεπώς η σύγχυση που δηµιουργείται µε

το factoring µπορεί να δώσει ανάλογη εντύπωση για την οικονοµική κατάσταση του προµηθευτή

και να βλάψει τις πελατειακές του σχέσεις.

Πέρα από αυτά, γεγονός είναι ότι το factoring δηµιουργεί µία σχέση εξάρτησης του

προµηθευτή από τον πράκτορα καθώς αυτός αναθέτοντας το σηµαντικό κοµµάτι της είσπραξης

των απαιτήσεων του σε τρίτο παύει να ασχολείται µε αυτό και επαναπαύεται. Ωστόσο σε

περίπτωση µονοµερούς λύσεως της σχέσης η αναπροσαρµογή της επιχείρησης και η

αναδιοργάνωσή της δηµιουργούν σηµαντικά προβλήµατα στον προµηθευτή και αποτελούν

ανασταλτικό παράγοντα για την σύναψη της σύµβασης.

Τέλος δεν πρέπει να παραβλέπονται οι δυσµενείς οικονοµικές συνέπειες που ενδέχεται

να επιφέρει το factoring την επιχείρηση. Κατά πρώτον ο προµηθευτής αισθανόµενος ασφάλεια

και σταθερότητα στο θέµα της χρηµατοδότησης ενδέχεται να χρησιµοποιήσει το κεφάλαιο που

λαµβάνει από τον πράκτορα για επενδυτικούς σκοπούς και όχι ως κεφάλαιο κίνησης,

εκµηδενίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις ωφέλειες που είχε από το factoring . Αυτό θα έχει ως

συνέπεια την υπερχρέωσή του, την µείωση του τζίρου του και σε τελευταίο βαθµό την λύση της

σύµβασής του µε τον πράκτορα, ο οποίος βλέποντας την φθίνουσα απόδοση της επιχείρησης του

προµηθευτή και θέλοντας να διαφυλάξει την φήµη του θα προβεί σε καταγγελία της σύµβασης. 29 Βλ. όπ.π. Β.Βάθη, σελ. 18 επ. 30 Βλ.. όπ.π. ∆. Ψυχοµάνη, σελ. 85 επ 31 Βλ. όπ.π. Β.Βάθη, σελ. 16 επ.

14

Παρόµοιες συνέπειες επέρχονται και όταν η επιχείρηση παρουσιάζει µόνιµες ζηµίες και σταθερή

µείωση του κύκλου των εργασιών της. Στην περίπτωση αυτή, το factoring θα παρουσιάζει

τεράστιο κόστος για την επιχείρηση και θα είναι πλέον ασύµφορο. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν

ενδείκνυται ως θεραπευτικό µέσο για προβληµατικές επιχειρήσεις, αλλά συνιστάται µόνο σε

υγιείς, σταθερά αναπτυσσόµενες και µε καλό πελατολόγιο και καλή ποιότητα προϊόντων

επιχειρήσεις32.

Συµπερασµατικά, το factoring όταν χρησιµοποιείται σωστά και από επιχειρήσεις για τις

οποίες συνιστάται ως κατάλληλο µέσο χρηµατοδότησης µπορεί να αποφέρει σηµαντικά οφέλη.

IV. Η λειτουργία του factoring

O πράκτορας και ο προµηθευτής καταρτίζουν µία σύµβαση εγγράφως στην οποία

προβλέπονται οι όροι της συνεργασίας των µερών και ρυθµίζονται τα δικαιώµατα και οι

υποχρεώσεις τους. Τα κείµενα των συµβάσεων αυτών είναι συνήθως προδιατυπωµένα από τον

πράκτορα και ο προµηθευτής έχει την δυνατότητα είτε να συµβληθεί µε αυτούς τους όρους είτε

να µην συµβληθεί καθόλου, συνιστά εποµένως το factoring συνήθως σύµβαση προσχωρήσεως.

Οι συµβάσεις αυτές προβλέπουν ως κύρια παροχή την εκχώρηση εκ µέρους του

προµηθευτή στον πράκτορα του συνόλου των απαιτήσεων γεννηµένων και µελλοντικών που

έχει αυτός κατά των οφειλετών του στα πλαίσια της επαγγελµατικής του δραστηριότητας, χωρίς

να αναγνωρίζεται στον πρώτο το δικαίωµα επιλογής των εκχωρουµένων απαιτήσεων.

Ο πράκτορας στη συνηθέστερη µορφή του factoring στο αποκαλούµενο γνήσιο factoring

αναλαµβάνει και τον κίνδυνο αφερεγγυότητας των οφειλετών του προµηθευτή στην έκταση

όµως που επιλέγει ο ίδιος. Συγκεκριµένα αφού προβεί σε έλεγχο των πελατών του προµηθευτή

όσον αφορά την φερεγγυότητα και την συνέπειά τους, δίνει την συγκατάθεσή του είτε για

συγκεκριµένη απαίτηση είτε για συγκεκριµένο πελάτη, θέτοντας συγχρόνως κάποιο ανώτατο

πιστωτικό όριο- πλαφόν. Λόγω της µεταβλητότητας των συνθηκών της αγοράς και της επιρροής

τους στην οικονοµική κατάσταση των µερών, αντικείµενο της σύµβασης factoring αποτελούν

συνήθως βραχυπρόθεσµες πιστώσεις δύο ή τριών µηνών.

Για την εκχώρηση αυτή ο πράκτορας καταβάλει σαν αντάλλαγµα στον προµηθευτή την

αξία των εκχωρούµενων απαιτήσεων, αφού πρώτα έχει παρακρατήσει την προµήθειά του για τις

παρεχόµενες υπηρεσίες, η οποία κειµένεται µεταξύ του 0,75% και του 1% της απαιτήσεως. Οι

πληρωµές του πράκτορα γίνονται είτε την ηµέρα που θα καταβάλει ο οφειλέτης είτε σε ένα

διάστηµα 90-120 ηµερών ανάλογα µε την συµφωνία των µερών από το πέρας του

ληξιπρόθεσµου της απαίτησης. Ωστόσο αν η αξία των απαιτήσεων καταβληθεί στον προµηθευτή 32 Βλ.. όπ.π. ∆. Ψυχοµάνη, σελ. 85 επ

15

πριν καταστούν αυτές ληξιπρόθεσµες, ο πράκτορας παρακρατεί και τον λεγόµενο

προεξοφλητικό τόκο που αντιστοιχεί στο διάστηµα από τον χρόνο της προκαταβολής µέχρι την

ηµεροµηνία πληρωµής των απαιτήσεων από τους οφειλέτες του προµηθευτή.

Η εκχώρηση της απαίτησης ουσιαστικά λαµβάνει χώρα µε την αποστολή αντιγράφου

του σχετικού τιµολογίου στον πράκτορα, ενώ θεωρείται ολοκληρωµένη όταν πλέον καταβληθεί

στον προµηθευτή το ποσό που αναφέρεται στο τιµολόγιο και αντιστοιχεί στην αξία της

εκχωρούµενης απαίτησης. Ταυτόχρονα µε σηµείωση που γίνεται πάνω στο τιµολόγια και η

οποία ορίζει ότι η πληρωµή για να έχει αποσβεστικό χαρακτήρα , πρέπει απαραιτήτως να γίνει

προς τον πράκτορα , συντελείται και η αναγγελία προς τον οφειλέτη της εκχώρησης της

απαίτησης.

Για την διευκόλυνση των δοσοληψιών των µερών συνήθως τηρείται από τον πράκτορα

ένας αλληλόχρεος λογαριασµός στον οποίο καταχωρούνται οι πιστώσεις και οι χρεώσεις του

πράκτορα προς τον προµηθευτή, και από τον οποίο ο προµηθευτής δικαιούται να κάνει

αναλήψεις. Ωστόσο στις αναλήψεις του αυτές περιορίζεται ο προµηθευτής καθώς ένα ποσοστό

της τάξεως του 20% επί των καταθέσεων παραµένει δεσµευµένο για την εξασφάλιση του

πράκτορα σε περίπτωση που στραφούν εναντίον του οι οφειλέτες του προµηθευτή λόγω

υπερηµερίας ή πληµµελούς εκτέλεσης της παροχής του τελευταίου προς αυτούς. Ο λογαριασµός

αυτός εκκαθαρίζεται περιοδικά και ο πράκτορας ενηµερώνει σχετικά µε το αποτέλεσµά του τον

προµηθευτή ανά τακτά χρονικά διαστήµατα, ανάλογα δε µε το αποτέλεσµα δηλαδή αν αυτό

είναι χρεωστικό ή πιστωτικό ο προµηθευτής χρεώνεται ή πιστώνεται µε τον τόκο που

αντιστοιχεί στις καταθέσεις. Πέρα από αυτόν τον λογαριασµό ο πράκτορας µπορεί να τηρεί και

άλλους όπως για παράδειγµα λογαριασµό στον οποίο αναγράφονται οι απαιτήσεις των οποίων ο

πράκτορας αναλαµβάνει µόνο την είσπραξη και την διαχείριση, καθώς και ξεχωριστούς

λογαριασµούς για κάθε πελάτη στους οποίους πιστώνονται και χρεώνονται οι δοσοληψίες

πράκτορα και προµηθευτή.

Οι συµβάσεις factoring είναι διαρκείς όπως άλλωστε γίνεται φανερό από την λειτουργία

τους και συνήθως διαρκούν για πολλά χρόνια είτε διότι συνάπτονται ως αορίστου χρόνου, είτε

διότι παρατείνεται η διάρκειά τους από τα συµβαλλόµενα µέρη. Συνεπώς η λήξη της συµβάσεως

επέρχεται είτε µε το πέρας της προβλεπόµενης διάρκειας είτε µε καταγγελία εκ µέρους ενός απ’

τους συµβαλλόµενους. Στην τελευταία δε περίπτωση τα αποτελέσµατα της καταγγελίας

αρχίζουν µετά από κάποιο χρονικό διάστηµα που έχει συµφωνηθεί εκ των προτέρων, ενώ πρέπει

να επισηµανθεί ότι δεν αποκλείεται και η καταγγελία λόγω σπουδαίου λόγου που δεν επιτρέπει

την συνέχιση της σύµβασης από τα µέρη.33

33 Βλ. όπ.π. Β.Βάθη, σελ.19 επ.

16

V. Ιστορική ανασκόπηση

∆εν υπάρχει σύγκλιση απόψεων ως προς την ιστορική προέλευση του θεσµού του

factoring. Οι περισσότεροι µελετητές τοποθετούν την εµφάνισή του στην αρχαία Ρώµη, όπου οι

εύποροι πολίτες χρησιµοποιούσαν τις υπηρεσίες αρχικά διαχειριστών και αργότερα εµπορικών

αντιπροσώπων για την διεκπαιρέωση των περιουσιακών τους υποθέσεων.34 Άλλωστε από τα

λατινικά προέρχεται και ο όρος factoring και συγκεκριµένα από το ρήµα facere που σηµαίνει

ενεργώ, πράττω, και υποδηλώνει αυτόν που ενεργεί και φέρει αποτέλεσµα35.

Επίσης, έχει υποστηριχτεί ότι το factoring υπό µία πρώιµη µορφή πρωτοεµφανίστηκε

στην Αρχαία Βαβυλώνα και το βαβυλωνιακό δίκαιο όπως αυτό διατυπώθηκε στους κώδικες του

Χαµουραµπί. Αναφέρεται λοιπόν σε µελέτες ότι υπήρχαν πράκτορες οι οποίοι αναλάµβαναν να

πωλήσουν σε τρίτους εµπορεύµατα για λογαριασµό εµπόρων, είτε ως παραγγελιοδόχοι είτε µε

δικό τους κίνδυνο.36

Άλλοι µελετητές έχουν παρατηρήσει ότι το factoring µε την σηµερινή του οικονοµική

σηµασία εµφανίστηκε πρώτη φορά κατά το µεσαίωνα. Την εποχή εκείνη οι µεγάλοι εµπορικοί

οίκοι λόγω των καθυστερήσεων που επικρατούσαν στις συναλλαγές εξ αποστάσεως είχαν

ανάγκη από κάποια άτοµα όταν ήθελαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε µακρινές περιοχές.

Συνεπώς χρησιµοποιούσαν πράκτορες, οι οποίοι θεωρούντο δεινότατοι αντιπρόσωποι των οίκων

για την διάθεση των προϊόντων τους, καθώς διέθεταν αποθηκευτικούς χώρους, γνώριζαν καλά

την τοπική αγορά και επέλεγαν να συναλλάσσονται µόνο µε φερέγγυους πιστωτές.37Οι

πράκτορες για να µην αργοπορούν πωλούσαν τα προϊόντα µε το όνοµα τους και σταδιακά

αναλάµβαναν και τον κίνδυνο µη πληρωµής εκ µέρους των αγοραστών. Για τις υπηρεσίες τους

αυτές λάµβαναν ως αµοιβή κάποια προµήθεια επί της τιµής των εµπορευµάτων, ενώ για να

εξασφαλίσουν τις απαιτήσεις τους είχαν δικαίωµα ενεχύρου στα εµπορεύµατα που κατείχαν.38

Με την µορφή αυτή συνέχισε να λειτουργεί το factoring µέχρι και τα τέλη του 19ου αι..

Χρησιµοποιείτο κυρίως κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας από του Άγγλους υφαντουργούς

οι οποίοι εξήγαγαν τα προϊόντα τους στην Αµερική και χρησιµοποιούσαν πράκτορες για την

εξεύρεση αγοραστών εκεί. Ωστόσο το 1890 άλλαξαν τα δεδοµένα για τους πράκτορες καθώς

επιβληθήκαν υψηλοί προστατευτικοί δασµοί στα προϊόντα που εισάγονταν από την Ευρώπη µε

αποτέλεσµα να καταστεί σχεδόν αδύνατη η εισαγωγή τους. Έτσι οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να

απευθυνθούν στην εσωτερική αγορά και αφού δεν µπορούσαν πια να λειτουργήσουν µε τον

34 Βλ..Σ. Μπαζίνας, Η σύµβαση factoring κατά το αµερικάνικο δίκαιο, δελτίο ΕΕΤ, ∆’ Τρίµηνο, 1986, σελ. 5 επ. 35 Βλ..Faust, Factor and Factoring, Encyclopedia Americana, Vol. 10, 1955 36 Βλ. Kohnstamm, The Geographic Spread of Factoring σε Factoring Handbuch των Hangemoller/ Sommer/ Bring, σελ. 43 επ. 37 Βλ. όπ.π. C.Moore, σελ. 704 επ. 38 Βλ. όπ.π. Β.Βάθη, σελ.21 επ

17

προηγούµενο ρόλο τους, στράφηκαν εκµεταλλευόµενοι την πείρα τους για την φερεγγυότητα

των πιστωτών στον τοµέα της υφαντουργίας, στην αγορά των απαιτήσεων των υφαντουργών

κατά των αγοραστών τους. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ακόµα και σήµερα, το 95% των

συναλλαγών που διενεργούνται στον τοµέα της υφαντουργίας στις Η.Π.Α. γίνεται µε factoring.

Στην Ευρώπη το factoring ήρθε κάπως αργότερα συγκριτικά µε την Αµερική. Είναι

αξιοσηµείωτο όµως το γεγονός ότι δεν περιορίστηκε στον κλάδο της υφαντουργίας όπως στις

Η.Π.Α., αλλά επεκτάθηκε στους περισσότερους κλάδους των καταναλωτικών αγαθών, π.χ.

έπιπλα, ανταλλακτικά αυτοκινήτων, παιχνίδια, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά είδη, παπούτσια

κ.α.39 Έτσι µόλις το 1958 έκανε την πρώτη εµφάνισή του στη Γερµανία, όπου µία µικρή τράπεζα

µε την επωνυµία «Mittelrheinische Kreditbank Dr. Horbach and Co. KG» στο Mainz της

∆υτικής Γερµανίας ίδρυσε ιδιαίτερο τµήµα υπηρεσιών factoring. Η οικονοµική επιτυχία που

ακολούθησε είχε ως αποτέλεσµα να ειδικευτεί η τράπεζα αποκλειστικά στην παροχή υπηρεσιών

factoring και οδήγησε και άλλες τράπεζες και εταιρείες στην παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών.

Χαρακτηριστικό της ανάπτυξης του θεσµού στην Γερµανία είναι το γεγονός ότι ο ετήσιος

κύκλος εργασιών των εταιρειών factoring ανέρχεται σε πολλά εκατοµµύρια ∆ολάρια Η.Π.Α

σύµφωνα µε τα στοιχεία του συνδέσµου γερµανικών εταιριών factoring.

Στην Ιταλία αν και η πρώτη εταιρεία factoring ιδρύθηκε το 1966, ο θεσµός εδραιώθηκε

στην αγορά µόλις το 1980, επειδή τότε το κράτος µείωσε την τραπεζική χρηµατοδότηση,

δηµιουργώντας έτσι ευνοϊκές συνθήκες για την δραστηριοποίηση των εταιρειών

factoring.Αντίστοιχα και στην Ελβετία ξεκίνησε η παροχή υπηρεσιών factoring κατά το έτος

1963. Είναι φανερό λοιπόν ότι µετά το 1960 άρχισε η ανάπτυξη του factoring σε όλες σχεδόν τις

χώρες της ∆υτικής Ευρώπης µε αποτέλεσµα σήµερα πια ο κύκλος εργασιών τους να αποτελεί

ένα µεγάλο ποσοστό του όγκου των συναλλαγών που διενεργούνται µε factoring διεθνώς.

Τέλος πρέπει να αναφερθεί, ότι εκτός από τις Η.Π.Α. και τις χώρες της ∆υτικής Ευρώπης

εταιρείες factoring δραστηριοποιούνται και στον Καναδά, την Ιαπωνία, το Ισραήλ, τη Νότια

Αφρική, το Ιράν την Αυστραλία και τη Σιγκαπούρη. Οι περισσότερες µάλιστα από αυτές

συνεργάζονται µεταξύ τους ιδιαίτερα στο πλαίσιο του εξαγωγικού factoring.40

39 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 23 επ. 40 Βλ.. όπ.π. ∆. Ψυχοµάνη, σελ. 16 επ

18

Β. H ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ TOY FACTORING

I. Νοµικός χαρακτηρισµός σύµβασης

Όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω στο factoring ο προµηθευτής υποχρεούται να εκχωρήσει

τις υπάρχουσες και µελλοντικές απαιτήσεις του έναντι των οφειλετών του στον πράκτορα και ο

τελευταίος µε την σειρά του υποχρεούται να καταβάλλει την αξία αυτών στον προµηθευτή

κρατώντας ως αµοιβή του ένα ποσοστό επί της αξίας αυτών και τον ανάλογο προεξοφλητικό

τόκο, διατηρώντας παράλληλα το δικαίωµα να µην αναδεχτεί µία απαίτηση σε περίπτωση

αφερεγγυότητας του οφειλέτη ή υπέρβασης του πλαφόν που έχει τεθεί. Από την σύντοµη αυτή

περιγραφή της λειτουργίας του factoring προκύπτει και η ιδιαίτερη και σύνθετη µορφή του.

Αυτή άλλωστε αποτελεί και τον λόγο για τον οποίο έχουν διατυπωθεί πολλές και διαφορετικές

απόψεις σχετικά µε την νοµική φύση του factoring.

Κατ’ αρχήν έχει υποστηριχθεί από τον Ehling η άποψη ότι η σύµβαση factoring αποτελεί

προσύµφωνο και όχι κύρια σύµβαση . Η άποψη αυτή βρίσκει έρεισµα στη διατύπωση των

προδιατυπωµένων συµβάσεων factoring στις οποίες ορίζεται ότι ο προµηθευτής αναλαµβάνει

την υποχρέωση να προτείνει στον πράκτορα την αγορά των απαιτήσεων του κατά των

οφειλετών του και ο τελευταίος δέχεται την πρόταση υπό την προϋπόθεση της φερεγγυότητας

του οφειλέτη. Ωστόσο αυτό µπορεί να συµβεί µόνο αν τα µέρη συνάπτουν χωριστή σύµβαση

µετά από πρόταση και αντίστοιχα αποδοχή για κάθε απαίτηση. Στην πράξη βέβαια ταυτόχρονα

µε την κατάρτιση της σύµβασης factoring συµφωνείται και η προεκχώρηση του συνόλου των

απαιτήσεων του προµηθευτή γεγονός που δεν συνάδει µε τον χαρακτηρισµό της συµβάσεως ως

προσυµφώνου. Συνεπώς για να δικαιολογηθεί αυτός ο χαρακτηρισµός υποστηρίχτηκε ότι η

εκχώρηση αυτή αποτελεί µία προκαταβολική εκπλήρωση παροχής από τον προµηθευτή έναντι

µίας υποχρέωσης η οποία δεν υφίσταται ακόµα, αιτία της οποίας αποτελεί µια σιωπηρή

καταπιστευτική συµφωνία των µερών. Οριστική δε αιτία της συνολικής εκχώρησης καθίσταται η

εκ των υστέρων κατάρτιση των χωριστών συµβάσεων πώλησης των απαιτήσεων.41

Η άποψη αυτή δεν πρέπει να γίνει δεκτή, διότι εκτός από ιδιαίτερα εξεζητηµένη,

παραβλέπει το γεγονός ότι τα κείµενα των προδιατυπωµένων συµβάσεων factoring στην

πλειονότητά τους είναι τόσο περιεκτικά και περιγραφικά που οδηγούν στο συµπέρασµα ότι

αφορούν σε οριστική σύµβαση και όχι σε προσύµφωνο. Εξάλλου δεν πρέπει να παραβλέπεται το

γεγονός ότι κατά την ερµηνεία της δήλωσης βουλήσεως των µερών κρίσιµη είναι η πραγµατική

41 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 71 επ.

19

τους βούληση και όχι η ορολογία που αναφέρονται στα προδιατυπωµένα κείµενα των

συµβάσεων.

Εκτός από προσύµφωνο η σύµβαση factoring έχει χαρακτηριστεί και ως σύµβαση

πλαίσιο ( Rahmen-Mantelvertrag) µε την λογική ότι ρυθµίζει τους όρους υπό τους οποίους θα

συνάπτονται µελλοντικές συµβάσεις, αφήνοντας όµως το περιθώριο της επιλογής της σύναψής

τους στα µέρη. Ούτε όµως αυτή η άποψη είναι ορθή διότι η σύµβαση factoring είναι εξαρχής

δεσµευτική και για τα δύο µέρη και δεν επιτρέπει σε κανένα εξ αυτών να επιλέξει τις απαιτήσεις

που θα εκχωρηθούν καθώς αφορά εξαρχής στο σύνολό των γεννηµένων και µελλοντικών

απαιτήσεων.

Πέρα από τις ανωτέρω υποστηρισθείσες από την θεωρία απόψεις, οι οποίες όπως

αναφέρθηκε δύσκολα µπορούν να γίνουν αποδεκτές, είναι φανερό ότι κύριο χαρακτηριστικό του

factoring είναι η διάρκειά του. Αυτή προκύπτει άλλωστε από την φύση των υπηρεσιών που

προσφέρει ο πράκτορας όπως η λογιστική παρακολούθηση και διαχείριση των απαιτήσεων του

προµηθευτή οι οποίες είναι εύλογο να παρέχονται για ένα σχετικά µεγάλο χρονικό διάστηµα και

όχι µόνο για µία φορά. Άλλωστε στις προδιατυπωµένες συµβάσεις ορίζεται ότι το factoring θα

ισχύσει για ένα συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα. Η διάρκεια αυτή της σύµβασης έχει δύο κύριες

συνέπειες, πρώτον την δηµιουργία σχέσεως εµπιστοσύνης µεταξύ των µερών και δεύτερον την

λύση της συµβάσεως µε καταγγελία.42

Όσον αφορά την πρώτη συνέπεια αυτή είναι χαρακτηριστικό των διαρκών συµβάσεων

και συµβάλλει στην δηµιουργία περαιτέρω υποχρεώσεων και δικαιωµάτων µεταξύ των µερών

τα οποία υπαγορεύονται από τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. H µακροχρόνια

συνεργασία των µερών έχει ως αποτέλεσµα να κατέχει το κάθε µέρος σηµαντικές πληροφορίες

για τον αντισυµβαλλόµενό του, τις οποίες η σχέση εµπιστοσύνης που έχει αναπτυχθεί µεταξύ

τους δεν του επιτρέπει να τις χρησιµοποιήσει για να βλάψει οικονοµικά και ηθικά το άλλο

µέρος. Αν ωστόσο παρά την απαγόρευση προβεί σε µια τέτοια ενέργεια θα είναι υποχρεωµένος

να αποζηµιώσει τον αντισυµβαλλόµενο του για την ζηµία που του προκάλεσε.

Η δεύτερη συνέπεια αφορά και αυτή στο σύνολο των διαρκών συµβάσεων. Στις διαρκείς

συµβάσεις είναι καταρχήν δυνατόν να προβλέπουν τα µέρη µε συµφωνία τους την ακριβή

διάρκεια της σύµβασης. Ακόµη περισσότερο στις συµβάσεις factoring για τις οποίες

χρησιµοποιούνται προδιατυπωµένα κείµενα η σαφής οριοθέτηση της διάρκειας, της δυνατότητας

παρατάσεως και του ακριβούς τρόπου λύσεως της σύµβασης είναι συνήθως ο κανόνας. Ωστόσο

πέρα από αυτές της δυνατότητες παρέχεται στα µέρη και η δυνατότητα της καταγγελίας της

συµβάσεως factoring σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη περίπτωση αφορά στις συµβάσεις για τις

οποίες δεν συµφωνήθηκε ακριβής διάρκεια και συνάφθηκαν για αόριστο χρονικό διάστηµα.

42 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ.73 επ.

20

Στην περίπτωση αυτή η λύση της σύµβασης επέρχεται µε καταγγελία ενός εκ των µερών η οποία

πρέπει να απευθύνεται στο άλλο µέρος µε την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα ασκηθεί άκαιρα

και θα δοθεί στον αντισυµβαλλόµενο το απαραίτητο χρονικό διάστηµα προσαρµογής του στην

νέα κατάσταση.

Η δεύτερη περίπτωση συναντάται όταν κάποιο µέρος έχει σπουδαίο λόγο να προβεί σε

λύση της σύµβασης. Ο σπουδαίος λόγος µπορεί να οφείλετε είτε σε ανώµαλη εξέλιξη της

σύµβασης λόγω υπερηµερίας ή αδυναµίας παροχής, είτε και σε οποιοδήποτε άλλο γεγονός το

οποίο λαµβανοµένης υπόψη της καλής πίστεως και των συµφερόντων των µερών δεν επιτρέπει

την συνέχιση εκτέλεσης της συµβάσεως µέχρι την συµφωνηµένη λύση της. Παράδειγµα

σπουδαίου λόγου που να δικαιολογεί την καταγγελία θα µπορούσε να είναι η χειροτέρευση της

οικονοµικής θέσεως του προµηθευτή. Στην περίπτωση αυτή το µέρος που έχει σπουδαίο λόγο να

προβεί σε λύση της σύµβασης καταγγέλει την τελευταία φροντίζοντας και πάλι για την ύπαρξη

εύλογου χρόνου προσαρµογής του αντισυµβαλλόµενού του.43

Πρέπει πάντως να αναφερθεί ότι η σύµβαση factoring εκτός από διαρκής είναι και

σύµβαση εκτελεστέα κατά διαδοχικές τµηµατικές παροχές. Αυτό προκύπτει από δύο γεγονότα.

Πρώτον η σύµβαση που συνάπτεται µεταξύ των µερών αφορά εξ αρχής στο σύνολο των

απαιτήσεων του προµηθευτή γενηµµένων και µελλοντικών. ∆εύτερον όπως προβλέπεται στο

άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 1905/1990 που παραπέµπει στο άρθρο 456 ΑΚ ο προµηθευτής

υποχρεούται να θέσει στην διάθεση του πράκτορα τις σχετικές µε τις απαιτήσεις που έχουν

εκχωρηθεί πληροφορίες και τα αντίστοιχα παραστατικά το αργότερο µέχρι τον χρόνο κατά τον

οποίο ο πράκτορας δικαιούται να ασκήσει τα δικαιώµατά του από την σύµβαση. Ο πράκτορας δε

µε την σειρά του οφείλει να καταβάλλει σύµφωνα µε τα ορισθέντα στην σύµβαση πριν ή κατά

την λήξη κάθε µίας από τις εκχωρηθείσες απαιτήσεις την αξία της στον προµηθευτή.

Όπως γίνεται φανερό, η σύµβαση factoring λειτουργεί τόσο εκ µέρους του προµηθευτή

όσο και εκ µέρους του πράκτορα µε διαδοχικές τµηµατικές παροχές. Βέβαια πρέπει να

διευκρινιστεί ότι η σύµβαση αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο µε αυτές τις παρόχές και δεν

διαχωρίζεται από αυτές. Πιο συγκεκριµένα κάθε φορά που διεξάγεται µία τµηµατική παροχή

εκτελείται µέρος της ενιαίας σύµβασης factoring, χωρίς βέβαια να σηµαίνει αυτό ότι η κάθε

τµηµατική παροχή χάνει την αυτοτέλειά της. Άλλωστε η διατήρηση της αυτοτέλειας αυτών των

παροχών δικαιολογεί και την δυνατότητα υπαναχώρησης των µερών από µία τµηµατική παροχή

επειδή για παράδειγµα δεν παραδόθηκαν τα αφορούντα σε αυτήν έγγραφα εγκαίρως ή δεν

πιστώθηκαν τα χρήµατα στον λογαριασµό του προµηθευτή. Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται

στο άρ. 386 ΑΚ και όπως ορίζεται σε αυτό τα αποτελέσµατα της υπαναχώρησης από την

τµηµατική παροχή µπορούν να επεκταθούν στο σύνολο της σύµβασης µόνο σε περίπτωση που η

43 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 75 επ.

21

υπερηµερία ή αδυναµία παροχής στα πλαίσια αυτής της τµηµατικής παροχής είναι τόσο

ουσιώδης ώστε να καθιστά ασύµφορη για τον υπαναχωρούντα την συνολική εκτέλεση της

σύµβασης ή να δηµιουργεί βάσιµους φόβους ότι δεν θα εκτελεστούν οι εναποµένουσες παροχές. 44

Πάντως δεν πρέπει να συγχέεται η δυνατότητα υπαναχώρησης µε την δυνατότητα

καταγγελίας. Η πρώτη αφορά συνήθως σε τµηµατική παροχή και κατ’ εξαίρεση στο σύνολο της

σύµβασης, ενώ είναι δυνατή µόνο σε περίπτωση υπερηµερίας ή αδυναµίας παροχής. Αντίθετα η

δεύτερη αφορά στο σύνολο της σύµβασης και οφείλεται σε σπουδαίο λόγο ο οποίος µπορεί να

είναι οποιοδήποτε γεγονός κλονίζει την εµπιστοσύνη των µερών ανεξαρτήτως από την ύπαρξη ή

όχι υπαιτιότητας.45

II. Σύµβαση προσχωρήσεως-δυνατότητα εφαρµογής 2251/1994

Η σύµβαση factoring εκτός από διαρκής σύµβαση είναι και σύµβαση προσχωρήσεως.

Αυτό συµβαίνει διότι στην πράξη χρησιµοποιούνται προδιατυπωµένες συµβάσεις στις οποίες οι

όροι έχουν τεθεί µονοµερώς από τον πράκτορα και εποµένως ο προµηθευτής έχει την

δυνατότητα ή να συµβληθεί µε αυτούς τους όρους, διατηρώντας µικρό περιθώριο

διαπραγµάτευσής τους, ή να µην συµβληθεί καθόλου. Η πρακτική αυτή που είναι γνωστή µε την

ονοµασία γενικοί όροι των συναλλαγών χρησιµοποιείται γενικότερα από τους οικονοµικά

ισχυρότερους, οι οποίοι επιθυµούν να διασφαλίσουν τα συµφέροντά τους επιβάλλοντας τους

δικούς τους όρους και βαίνει εις βάρος των οικονοµικά ασθενέστερων που δεν διαθέτουν

διαπραγµατευτική υπεροχή στην αγορά και εποµένως αναγκάζονται να συµβληθούν έστω και µε

ανεπιεικείς για τους ίδιους όρους.

Παραδείγµατα τέτοιων όρων στη σύµβαση factoring αποτελούν η ρήτρα

αποκλειστικότητας που απαγορεύει στον προµηθευτή την σύναψη συµβάσεως factoring και µε

άλλους πράκτορες, το δικαίωµα του πράκτορα να µεταβάλλει µονοµερώς το ύψος της αµοιβής

του για τις υπηρεσίες που παρέχει, καθώς και ο ορισµός των δικαστηρίων της έδρας του

πράκτορα ως αποκλειστικώς αρµοδίων για την επίλυση των διαφορών που ενδέχεται να

προκύψουν στο πλαίσιο της σύµβασης.

Η πρακτική αυτή δηµιουργεί ιδιαίτερα προβλήµατα γιατί περιορίζει υπέρµετρα την

συµβατική ελευθερία του προσχωρώντος στην σύµβαση γι’ αυτό και παρέχεται η δυνατότητα

ελέγχου της νοµιµότητα των Γ.Ο.Σ. που έχουν τεθεί. Ωστόσο το πρόβληµα που δηµιουργείται

στο πλαίσιο της σύµβασης factoring είναι ότι δεν µπορούν να τύχουν εφαρµογής στην

44 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 74 επ. 45 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 78-79

22

περίπτωσή της οι διατάξεις του ν. 2251/94 για την προστασία του καταναλωτή. Αυτό δε

συµβαίνει διότι δύσκολα µπορεί να θεωρηθεί ο προµηθευτής του πράκτορα ως τελικός

αποδέκτης των υπηρεσιών του.46

Πιο συγκεκριµένα, φαίνεται µε µια πρώτη προσέγγιση ότι στην παροχή παντός είδους

υπηρεσιών ο αποδέκτης τους είναι πάντα ο τελικός αποδέκτης διότι η υπηρεσία ως αγαθό

αναλώνεται µε την παροχή της. Ωστόσο η τελολογική ερµηνεία του νόµου δεν επιτρέπει να

αποκλεισθούν υπηρεσίες που παρέχονται σε κάποιον µη τελικό αποδέκτη για κάποιον απώτερο

χρήστη. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για σύµβαση υπέρ τρίτου, αλλά για υπηρεσίες που

συνδέονται άµεσα µε την παραγωγή ή εµπορία αγαθών ή άλλων υπηρεσιών , των οποίων

οικονοµικός τελικός αποδέκτης θα είναι άλλος από τον αντισυµβαλλόµενο.47 Έτσι και στην

περίπτωση του factoring αν και οι υπηρεσίες του πράκτορα παρέχονται στον προµηθευτή, λόγω

της συµβολής τους στην παραγωγή των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών που προσφέρει

ο προµηθευτής στους καταναλωτές, µέσω της αύξησης της ρευστότητα του προµηθευτή,

ουσιαστικά απευθύνονται στους καταναλωτές ως οικονοµικούς τελικούς αποδέκτες.

Εξάλλου, ακόµη και αν θεωρηθεί ασθενέστερος συναλλασσόµενος ο προµηθευτής λόγω

της µικρής διαπραγµατευτικής του υπεροχής, δύσκολα µπορεί να θεωρηθεί ότι εµπίπτει στον

προστατευτικό σκοπό του νόµου διότι δρώντας στα πλαίσια της επαγγελµατικής του ιδιότητας

και µάλιστα αναθέτοντας στον πράκτορα υπηρεσίες που πριν διεξήγαγε ο ίδιος και οι οποίες

είναι ζωτικής σηµασίας για την λειτουργία της επιχείρησής του , έχει την αναγκαία κατάρτιση

και οφείλει να επιδείξει την ανάλογη προσοχή κατά την σύναψη της σύµβασης.48 Εποµένως και

να µπορούσε να θεωρηθεί τελικός αποδέκτης ο προµηθευτής, η επίκληση εκ µέρους του των

διατάξεων του ν. 2251/1994 θα ήταν ενδεχοµένως καταχρηστική σύµφωνα µε την 281 ΑΚ.

Εφόσον λοιπόν ο προµηθευτής δεν εµπίπτει άµεσα στο προστατευτικό πεδίο του ν.

2251/1994, θα µπορούσε να υποστηριχθεί η αναλογική εφαρµογή των διατάξεων του του ν.

2251/1994 και ειδικότερα του άρ.1 που παραθέτει έναν κατάλογο µε ΓΟΣ οι οποίοι

απαγορεύονται ως καταχρηστικοί. Μάλιστα ορισµένοι από αυτούς τους ΓΟΣ απαντώνται και

στις συµβάσεις factoring, όπως η απαγόρευση στον προµηθευτή του συµψηφισµού απαιτήσεών

του µε οµοειδείς απαιτήσεις του πράκτορα αρ 1παρ. 7 εδ. κγ. Ωστόσο µία τέτοια δυνατότητα θα

πρέπει να αποκλειστεί µε την σκέψη ότι οι διατάξεις του 2251/ 1994 αποτελούν εξαιρετικό

δίκαιο το οποίο έχει τεθεί µε σκοπό να προστατεύσει µία συγκεκριµένη οµάδα ατόµων, που δεν

διαθέτει την αναγκαία πείρα και διαπραγµατευτική ικανότητα στις συναλλαγές.

Η µόνη δυνατότητα που αποµένει συνεπώς για την προστασία του προµηθευτή από τους

ΓΟΣ είναι ο έλεγχός τους µε βάση τις γενικές διατάξεις του ΑΚ. Έτσι σε ένα πρώτο στάδιο 46 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 83 επ. 47 Βλ. Ευ. Περάκης, Η έννοια του «καταναλωτή» κατά τον νέο νόµο 2251/1994, ∆ΕΕ 1995, 34 48 Βλ. Ι. Καράκωστας, ∆ίκαιο προστασίας καταναλωτή ν. 2251/1994, 2004, σελ. 681 επ.

23

ελέγχεται αν ο προµηθευτής γνωρίζει το περιεχόµενο των Γ.Ο.Σ. και τους αποδέχτηκε

πραγµατικά49, γεγονός που αποδεικνύεται µε την ρητή αποδοχή του50. Πρέπει να αναφερθεί ότι

απαιτείται πραγµατική γνώση των όρων από τον factor και δεν αρκεί η απλή παραποµπή σε

αυτούς από τη σύµβαση.

∆ευτερευόντως θα ελεγχθεί το νόηµα των Γ.Ο.Σ. µε την µέθοδο της ερµηνείας και

σύµφωνα µε τις διατάξεις 173 και 201 ΑΚ, χρησιµοποιώντας ως αποφασιστικό κριτήριο το

αντικειµενικό νόηµα των δηλώσεων βουλήσεως, µε βάση τις αρχές της καλής πίστης και των

χρηστών ηθών. Σε ένα τελευταίο στάδιο δε, ο εφαρµοστής του δικαίου θα προσφύγει στις

γενικές διατάξεις που περιορίζουν την συµβατική ελευθερία κηρύσσοντας ως άκυρους τους

όρους που αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη (178 ΑΚ), ή είναι καταπλεονεκτικοί (179), ή

καταχρηστικοί (281), καθώς και στις διατάξεις 288, 371, 372 ΑΚ.51

Έτσι µπορεί για παράδειγµα να κριθεί ως άκυρη η ρήτρα που επιτρέπει στον πράκτορα

να έχει οποτεδήποτε πρόσβαση στα βιβλία της επιχειρήσεως του πελάτη, όταν υπάρχει κίνδυνος

να κοινοποιηθούν επαγγελµατικά του µυστικά και χωρίς να δικαιολογείται από αντίστοιχο

συµφέρον του πράκτορα µε βάση την διάταξη 288 ΑΚ. Όπως γίνεται αντιληπτό η κρίση για την

νοµιµότητα τον όρων θα γίνεται σε κάθε περίπτωση ad hoc, ενώ θα πρέπει να γίνει δεκτό52 ότι

θα πρόκειται πρώτον για σχετική υπέρ του αντισυµβαλλοµένου ακυρότητα και δεύτερον για

µερική ακυρότητα καθώς η εφαρµογή της 181 ΑΚ θα ήταν αντίθετη µε τα συµφέροντα του

προµηθευτή ο οποίος θα επιθυµεί την ισχύ της συµβάσεως χωρίς τους άκυρους όρους.

III. Αιτία της εκχωρήσεως των απαιτήσεων στο πλαίσιο του factoring

Ιδιαίτερη σηµασία για την κατανόηση της λειτουργίας του factoring έχει η εξακρίβωση

της νοµικής αιτίας της εκποιήσεως των απαιτήσεων του προµηθευτή. Στη θεωρία έχουν

υποστηριχθεί διάφορες απόψεις σχετικά µε αυτό το θέµα. Κατ’ αρχήν έχει διατυπωθεί η άποψη

από τον Bette ότι πρόκειται για πώληση δικαιώµατος (513 επ. ΑΚ) καθώς ο προµηθευτής

µεταβιβάζει τις απαιτήσεις του στον πράκτορα και ο τελευταίος του καταβάλλει ως τίµηµα την

αξία τους. Βέβαια αυτό δύσκολα µπορεί να γίνει δεκτό στην περίπτωση του µη γνήσιου

factoring στην οποία ο factor σε περίπτωσης µη είσπραξης µίας απαιτήσεως λόγω

αφερεγγυότητας του οφειλέτη στρέφεται κατά του προµηθευτή για την είσπραξή της, διότι αυτό

έρχεται σε αντίφαση µε τον οριστικό χαρακτήρα της πώλησης ως ανταλλακτικής σύµβασης.

49 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 87 επ. 50 Βλ. Σηµαντήρα, Γενικές Αρχές, 4η εκδ., 1988, αρ. 659 51 Βλ. ∆ελούκας, Οι γενικοί όροι των συναλλαγών, Το πρόβληµα των συµβάσεων προσχωρήσεως, 1952, σελ. 305 επ. 52 Βλ. Λιτζερόπουλο, Μερική ακυρότης της δικαιοπραξίας κατ’ αποκλεισµόν της ολικής, Εράνιον προς Γεώργιον Μαριδάκην, (Συµπλήρωµα), σελ. 364 επ.

24

Στον αντίποδα αυτής της άποψης έχει υποστηριχτεί από τον Canaris ότι νοµική αιτία της

εκχώρησης είναι η σύναψη συµβάσεως δανείου (806 ΑΚ) µεταξύ πράκτορα και προµηθευτή

κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι ότι η υποχρέωση επιστροφής του δανείσµατος βαρύνει

κατά πρώτο λόγο τον οφειλέτη της εκχωρηθείσας απαίτησης και όχι τον προµηθευτή –

εκχωρητή. Έτσι σύµφωνα µε το 419 ΑΚ στο γνήσιο factoring η εκχώρηση της απαίτησης γίνεται

αντί καταβολής, ενώ στο µη γνήσιο factoring γίνεται χάριν καταβολής (421 ΑΚ). Όµως κι αυτή

η άποψη παρουσιάζει προβλήµατα σε σχέση µε το γνήσιο factoring διότι στην περίπτωσή του η

µεταβίβαση της απαίτησης εκ µέρους του προµηθευτή καθώς και η καταβολή του τιµήµατος εκ

µέρους του πράκτορα είναι οριστικές. Αυτό δε έρχεται σε αντίθεση µε το κύριο χαρακτηριστικό

του δανείου και γενικότερα των πιστωτικών συµβάσεων που είναι η υποχρέωση απόδοσης των

χρηµάτων ή άλλων αντικαταστατών χρηµάτων.53

Λόγω των δυσκολιών που παρουσιάζουν οι ανωτέρω απόψεις διατυπώθηκε µία τρίτη

άποψη η οποία σήµερα είναι κρατούσα στη γερµανική θεωρία και νοµολογία. Σύµφωνα µε

αυτήν πρέπει να διακρίνουµε µεταξύ γνησίου και µη γνησίου factoring και να δεχτούµε ως

νοµική αιτία της εκχώρησης στο πρώτο την πώληση και στο δεύτερο το δάνειο.54 Ωστόσο η

άποψη αυτή αν και συµβιβάζει τις δύο προηγούµενες απόψεις, συγχρόνως διασπά την σύµβαση

factoring που τα µέρη θεωρούν ως ενιαία σε δύο διαφορετικές. Αυτό δε ισχύει διότι δεν είναι εκ

των προτέρων γνωστό αν θα ισχύσει γνήσιο ή µη γνήσιο factoring καθώς αυτό εξαρτάται από

την αξιολόγηση της φερεγγυότητας και της συνέπειας των οφειλετών του προµηθευτή εκ µέρους

του πράκτορα. Έτσι λοιπόν παρόλο που τα µέρη συµφωνούν εξαρχής την εκχώρηση του

συνόλου των απαιτήσεων δεν είναι γνωστό αν αιτία της εκχώρησης είναι η πώληση ή το δάνειο.

Γι’ αυτό έχει υποστηριχθεί στην θεωρία η άποψη ότι ως αιτία εκχώρησης πρέπει να

θεωρηθεί η ίδια η σύµβαση factoring η οποία σύµφωνα µε την ίδια άποψη είναι µια sui generis

σύµβαση. η ανωτέρω άποψη φαίνεται και ορθότερη διότι είναι λιγότερο εξεζητηµένη από τις

προηγούµενες και δεν προβαίνει σε διάσπαση της σύµβασης factoring. Σύµφωνα λοιπόν µε την

τελευταία άποψη η σύµβαση factoring αποτελείται από δύο στοιχεία, το πρώτο είναι η

εκποιητική δικαιοπραξία της εκχώρησης των απαιτήσεων και το δεύτερο είναι η υποσχετική

δικαιοπραξία µε την οποία αναλαµβάνεται η υποχρέωση της εκποιήσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο

εφαρµόζονται στην εκποιητική δικαιοπραξία οι διατάξεις για την εκχώρηση 455-470 ΑΚ. Οι

διατάξεις αυτές είναι αρκετές ώστε να ρυθµίσουν ζητήµατα της σύµβασης για τα οποία τα µέρη

δεν συµφώνησαν µε αποτέλεσµα να δηµιουργηθεί κενό. Ακόµη όµως και στην περίπτωση που

δεν επαρκεί η ρύθµιση των διατάξεων αυτών για την ρύθµιση του κενού, µπορούν να τύχουν

53 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 91 επ. 54 Βλ. Λιακόπουλο, Σχόλιο, ΕΕµπ∆ 88, σελ. 384.

25

εφαρµογής οι διατάξεις για την πώληση στην περίπτωση του γνήσιου factoring και για το δάνειο

αντίστοιχα στην περίπτωση του µη γνήσιου factoring.55

IV. Νοµικός χαρακτηρισµός των λοιπών υπηρεσιών που παρέχει ο

πράκτορας

Όπως έχει προαναφερθεί ο πράκτορας στο πλαίσιο της σύµβασης factoring αναλαµβάνει

και την υποχρέωση να παρέχει στον προµηθευτή υπηρεσίες είσπραξης, λογιστικής διαχείρισης

και νοµικής παρακολούθησης των απαιτήσεων του τελευταίου. Τίθεται λοιπόν το θέµα του

νοµικού χαρακτηρισµού των υπηρεσιών αυτών για να διαπιστωθεί το πλέγµα των διατάξεων που

διέπουν την παροχή τους.

Κατ’ αρχήν πρέπει να διευκρινιστεί ότι είναι αδιάφορος ο χαρακτηρισµός της

εισπράξεως των απαιτήσεων στα πλαίσια του γνησίου factoring διότι λόγω της ύπαρξης της

πώλησης ως νοµικής αιτίας της εκχωρήσεως αυτές ανήκουν οριστικά στον πράκτορα και η

είσπραξη τους δεν επηρεάζει τις σχέσεις των µερών. Όσον αφορά όµως τις λοιπές υπηρεσίες είτε

αφορούν σε γνήσιο είτε σε µη γνήσιο factoring αποφασιστικό κριτήριο για τον νοµικό

χαρακτηρισµό τους είναι το γεγονός ότι αυτές αποτελούν διεξαγωγή ξένων υποθέσεων.56 Αυτό

το γεγονός ουσιαστικά υποδεικνύει ως πιθανές εφαρµοστέες διατάξεις αυτές της εντολής, της

σύµβασης εργασίας µε την µορφή της παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και της σύµβασης

έργου.57

Με µια πρώτη προσέγγιση ωστόσο θα πρέπει να αποκλείσουµε την εντολή καθώς οι

υπηρεσίες του πράκτορα δεν παρέχονται αφιλοκερδώς αλλά έναντι αµοιβής. Θα µπορούσε

ενδεχοµένως να θεωρηθεί ως έµµισθη εντολή καθώς υποστηρίζεται από µέρος της θεωρίας58 ότι

είναι δυνατόν να συναφθεί τέτοιου είδους σύµβαση. Ακόµη όµως κι αυτό να γίνει δεκτό δεν θα

πρέπει να δεχτούµε τον χαρακτηρισµό της σύµβασης παροχής των υπηρεσιών του πράκτορα ως

έµµισθης εντολής διότι έτσι θα παρέχεται η δυνατότητα στον εντολέα- προµηθευτή να

ανακαλέσει ελεύθερα την εντολή γεγονός που αντιτίθεται στα συµφέροντα του πράκτορα και

στη σχέση εµπιστοσύνης που υπάρχει µεταξύ των συµβαλλοµένων. 59Έτσι ορθότερο κρίνεται να

επιλέξουµε ανάµεσα στη σύµβαση έργου και στη σύµβαση εργασίας.

Είναι γεγονός ότι οι υπηρεσίες του πράκτορα παρέχονται κατά τρόπο ανεξάρτητο καθώς

αυτός έχει αυτοτελή οργάνωση και δεν υπόκειται σε εντολές του προµηθευτή. Το στοιχείο αυτό

55 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 96 επ. 56 Βλ. Γεωργιάδη Σταθόπουλο ΕρµΑΚ, άρθρο 713, αρ. 10 57 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 97 επ 58 Βλ.Καυκάς, Ενοχικό δίκιαο, 5η έκδοση, 1975, αρ. 713 παρ. 2 59 Βλ. Γεωργιάδη Σταθόπουλο ΕρµΑΚ, άρθρο 713, αρ. 10

26

της ανεξαρτησίας παρατηρείται τόσο στην παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών όσο και στην

σύµβαση έργου.60 Αντίστοιχα και στις δύο συµβάσεις απαντάται ο τρόπος υπολογισµού της

αµοιβής του πράκτορα ως ένα ποσοστό επί της αξίας των απαιτήσεων, στην µεν σύµβαση

εργασίας ως µισθός κατ’ αποκοπή, στη δε σύµβαση έργου ως αµοιβή αντίστοιχη της αξίας του

παραχθέντος έργου.61

Γι’ αυτό κρίσιµα στοιχεία είναι πρώτον το αν τα µέρη αποβλέπουν στην καθαυτό

παροχή ή στο αποτέλεσµα των υπηρεσιών της και δεύτερον η διάρκεια παροχής των υπηρεσιών.

Ως προς το πρώτο µπορεί να υπάρξει διχογνωµία διότι το κάθε µέρος ανάλογα µε το συµφέρον

του θα υποστηρίζει ότι αποβλέπει στην παροχή ή στο αποτέλεσµα αυτής, ενώ δεν αποκλείεται

σε άλλα σηµεία η συµφωνία των µερών να συνηγορεί υπέρ της πρώτης άποψης και σε άλλα

υπέρ της δεύτερης , γεγονός όµως που διασπά την σύµβαση και δεν πρέπει να γίνει δεκτό.

Φαίνεται εποµένως ότι το πιο ασφαλές κριτήριο είναι η διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών η

οποία και σαφώς συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι πρόκειται για παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών.

Ωστόσο πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εφαρµοστής του δικαίου σε κάθε περίπτωση θα ερευνά αν

πρόκειται για σύµβαση έργου ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και εν συνεχεία θα εφαρµόζει

τις κατάλληλες διατάξεις είτε δηλαδή αυτές των άρθρων 648-680 ΑΚ, είτε αυτές των άρθρων

681-702 ΑΚ.62 Εξάλλου όπως υποστηρίζεται στη θεωρία µπορούν να εφαρµοστούν και οι

διατάξεις της εντολής συµπληρωµατικά σε περίπτωση ύπαρξης κενών.63

V. Άλλα στοιχεία της σύµβασης factoring

Η σύµβαση factoring εκτός των άλλων περιέχει καταρχάς µία συµφωνία µεταξύ των

µερών µε την οποία ορίζεται ότι ο πράκτορας διατηρεί το δικαίωµα να προσδιορίζει και να

µεταβάλλει το πιστωτικό όριο για κάθε οφειλέτη ανάλογα µε τις επικρατούσες συνθήκες και

λαµβάνοντας υπόψη την οικονοµική κατάσταση , την φερεγγυότητα του οφειλέτη και την

συνέπειά του καθώς και την δυνατότητα να αρνηθεί την αναδοχή µίας οποιασδήποτε

απαιτήσεως του προµηθευτή αν κρίνει ότι αυτή είναι επισφαλής. Η ανωτέρω συµφωνία αποτελεί

ρήτρα φερεγγυότητας των οφειλετών και δηµιουργεί προβλήµατα ως προς τη νοµική της φύση.

Από τη µία υποστηρίζεται η άποψη ότι πρόκειται για αόριστη παροχή ο προσδιορισµός

της οποίας έχει ανατεθεί από τα συµβαλλόµενα µέρη στον πράκτορα σύµφωνα µε όσα ορίζει το

371 ΑΚ ,ενώ από την άλλη ότι πρόκειται για αίρεση την πλήρωση της οποίας διαπιστώνει ο

60 Βλ. Γεωργιάδη Σταθόπουλο ΕρµΑΚ, άρθρο648-680, αρ. 9 61 Βλ. Καρδαράς, Γεωργιάδη Σταθόπουλο ΕρµΑΚ, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 648-680, αρ. 15 62 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 104 επ 63 Βλ. Καποδίστριας, ΕρµΑΚ Εισαγ. άρθρ. 713-729 αρ. 31

27

πράκτορας και από την οποία εξαρτάται η επέλευση ή η ανατροπή των αποτελεσµάτων της

δικαιοπραξίας (201, 201 ΑΚ).

Ωστόσο η πρώτη άποψη δηµιουργεί προβλήµατα στην πράξη διότι αν δεχτούµε ότι

πρόκειται για αοριστία παροχής, τότε η δήλωση του factor µε την οποία θα προσδιορίζεται η

παροχή κατ’ άρθρο 371 ΑΚ πρέπει να περιβληθεί τον τύπο της δικαιοπραξίας στην οποία

αφορά, δηλαδή στην συγκεκριµένη περίπτωση τον τύπο του εγγράφου αφού αυτός απαιτείται

και για την σύµβαση factoring σύµφωνα µε το αρ. 1 παρ. 1ν. 1905/1990. Στην πράξη όµως αυτό

δηµιουργεί ιδιαίτερα προβλήµατα, καθώς δεν ανταποκρίνεται στην ευελιξία και την ταχύτητα µε

την οποία αναπτύσσεται η λειτουργία της συµβάσεως αυτής.

Γι’ αυτό τον λόγο ορθότερη φαίνεται η δεύτερη άποψη σύµφωνα µε την οποία η ρήτρα

φερεγγυότητας συνιστά διαλυτική αίρεση. Με την παραδοχή αυτή η σύµβαση θα αναπτύσσει

πλήρως την ενέργειά της, ενώ η διαπίστωση της πλήρωσης της αίρεσης, δηλαδή η κρίση του

πράκτορα για την φερεγγυότητα των οφειλετών θα συνάγεται συµπερασµατικώς από την

πίστωση ή την έλλειψη πίστωσης της αξίας κάθε µίας απαιτήσεως στον λογαριασµό του

προµηθευτή.

Εκτός από την ρήτρα φερεγγυότητας το factoring στην πράξη εµφανίζει στοιχεία τόσο

της συµβάσεως ανοίγµατος πιστώσεως, όσο και της συµβάσεως αλληλόχρεου λογαριασµού.

Ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισµό του factoring ως γνήσιου ή µη, κάθε φορά που

γεννάται µία απαίτηση και αποστέλλονται τα αποδεικτικά της έγγραφα στον πράκτορα αυτός

πιστώνει ένα ποσό σε τραπεζικό λογαριασµό του προµηθευτή ο οποίος έχει ανοιχτεί υπέρ του

γι’ αυτό το σκοπό. Το γεγονός ότι πιστώνεται αυτό το ποσό πριν καν εισπραχθεί η εκχωρούµενη

απαίτηση, έχει σαν αποτέλεσµα την έστω και προσωρινή ενίσχυση της αγοραστικής ικανότητας

του προµηθευτή64, για τον λόγο δε αυτό και ο προµηθευτής χρεώνεται µε τόκο αντίστοιχο του

προεξοφλητικού αν αποφασίσει να κάνει ανάληψη του ποσού πριν καταστεί ληξιπρόθεσµη η

απαίτηση.

Τα στοιχεία αυτά είναι όµοια µε τα στοιχεία που συναντώνται στην σύµβαση ανοίγµατος

πιστώσεως η οποία θεωρείται ιδιώνυµη65 και στην οποία λόγω της µεγάλης οµοιότητας έχουν

εφαρµογή οι διατάξεις των άρθρων 806-809 του αστικού κώδικα για τη σύµβαση του δανείου.66

Περαιτέρω όπως προαναφέρθηκε στο factoring απαντώνται και στοιχεία της συµβάσεως

αλληλόχρεου λογαριασµού67 καθώς λόγω των αµοιβαίων απαιτήσεων και χρηµατικών ροών68

64 Βλ. Παµπούκης, Τραπεζικαί Πιστωτικαί Συµβάσεις, 1962, σελ. 97 65 Έτσι Παµπούκης όπ.π. σελ., 401 µε το αιτιολογικό ότι η σύµβαση ανοίγµατος πιστώσεως λόγω της πολυπλοκότητάς της δεν µπορεί να ταυτιστεί µε την απλοϊκή σύµβαση δανείου.Contra Ι. Ρόκας στην ΕρµΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου αρθρ. 806-809 αρ. 28 που την θεωρεί µορφή συναινετικού δανείου. 66 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 105 επ 67 Για την έννοια του αλληλόχρεου λογαριασµού και το εφαρµοστέο δίκαιο βλ. σπυριδάκη Περάκη Αστικός Κώδιξ 1978 ΕισΝΑΚ άρθρ. 112 αρ.1 µε πλήθος παραποµπών στη σχετική βιβλιογραφία και νοµολογία· Κιάντου Παµπούκη, Ζητήµατα τινά της συµβάσεως τρέχοντος λογαριασµού, 1956, σελ. 5 επ.

28

των µερών συνηθίζεται στην πράξη να τηρεί ο πράκτορας έναν λογαριασµό στον οποίο πιστώνει

τις εισπραχθείσες από τους οφειλέτες του προµηθευτή απαιτήσεις και χρεώνει την προµήθειά

του, τα έξοδά του και τα ποσά που αντιστοιχούν στις αναλήψεις στις οποίες έχει προβεί ο

προµηθευτής. Η συµφωνία των µερών µε βάση την οποία ανοίγεται αυτός ο λογαριασµός είναι

συνήθως ρητή χωρίς να αποκλείεται και η σιωπηρή κατάρτισή της, ενώ στο πλαίσιό της τα µέρη

προβλέπουν και την περιοδική εκκαθάριση του λογαριασµού ανά τακτά χρονικά διαστήµατα,

έτσι ώστε να µην απαιτείται η ικανοποίηση κάθε απαίτησης χωριστά.69

VI. Ο µεικτός χαρακτήρας της σύµβασης factoring

‘Όπως προκύπτει από τα προαναφερόµενα η σύµβαση factoring είναι µία σύµβαση

µεικτή που παρουσιάζει στοιχεία περισσότερων συµβάσεων και εποµένως δηµιουργείται

πρόβληµα σχετικά µε τους εφαρµοστέους κανόνες δικαίου. Προκειµένου λοιπόν να βρούµε το

σύνολο των κανόνων δικαίου που θα εφαρµόζονται στο factoring πρέπει να καταφύγουµε στις

θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί σχετικά µε την ρύθµιση των µεικτών συµβάσεων.

Οι θεωρίες αυτές είναι οι εξής τρεις, η θεωρία της απορρόφησης, η θεωρία του

συνδυασµού και η θεωρία της ανάλογης εφαρµογής του δικαίου. Σύµφωνα µε την πρώτη µία

από τις οφειλόµενες παροχές είναι η κύρια ενώ οι υπόλοιπες είναι δευτερεύουσες και γι’ αυτό το

λόγο υπάγονται στους κανόνες που ρυθµίζουν την πρώτη παροχή. Αντιθέτως σύµφωνα µε την

δεύτερη θεωρία κάθε µία από τις παροχές διέπεται από τους κανόνες της συµβάσεως στην οποία

υπάγεται, ενώ κατά την τρίτη θεωρία οι µεικτές συµβάσεις βρίσκονται στο ενδιάµεσο των

ρυθµισµένων τύπων και γι ‘αυτό µόνο αναλογική εφαρµογή των κανόνων δικαίου των

συµβάσεων µε τις οποίες οµοιάζουν είναι δυνατή σε αυτές.

Εποµένως το πλέγµα των κανόνων δικαίου που θα εφαρµοστούν σε µία σύµβαση

εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά που αυτή παρουσιάζει. Συγκεκριµένα η σύµβαση factoring

επειδή αποτελεί ιδιόµορφη, sui generis σύµβαση µε περισσότερες αυτοτελείς και κύριες

παροχές, θα πρέπει να διέπεται ως προς κάθε παροχή της από τους αντίστοιχους κανόνες

δικαίου, όπως αυτοί π.χ. του δανείου, της πώλησης απαιτήσεως, της σύµβασης έργου κ.τ.λ.70

Ωστόσο λόγω της ενότητας που παρουσιάζει η σύµβαση factoring είναι δυνατόν η

εξέλιξη µίας παροχής να επηρεάζει και τις άλλες όπως για παράδειγµα στην περίπτωση που µία

68 ΄∆εν πρόκειται δηλαδή για απλές δοσοληψίες στο πλαίσιο µίας ετεροβαρούς συµβάσεως δανείου αλλά για αµοιβαίες απαιτήσεις µεταξύ factor και πελάτη µε την στενή έννοια της συµβάσεως αλληλοχρέου λογαριασµού 69 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 106 επ. 70 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 108 επ.

29

παροχή είναι άκυρη και εποµένως τίθεται θέµα εφαρµογής της 181 ΑΚ.71 Στις περιπτώσεις

αυτές θα είναι πάντα θέµα ερµηνείας της βούλησης των µερών εάν αυτά επιθυµούν η

ακυρότητα µέρους της σύµβασης να συνεπιφέρει την ακυρότητα του συνόλου αυτής.

Γ. ΤΑ ΕΙ∆Η ΤΟΥ FACTORING

Η έλλειψη σε διεθνές επίπεδο αυστηρού νοµοθετικού υποβάθρου όσων αφορά το

factoring επέτρεψε την διαµόρφωσή από την ίδια την πράξη ποικίλων µορφών και πρακτικών

του θεσµού. Τα συµβαλλόµενα µέρη έχουν την δυνατότητα να προσαρµόσουν το factoring στις

ανάγκες τους και στις ιδιαίτερες συνθήκες της αγοράς. Άλλωστε σε ορισµένες χώρες

αναπτύχθηκαν µορφές του factoring που δεν απαντώνται σε άλλες λόγω ακριβώς της

διαφοροποίησης των δεδοµένων των αγορών που επικρατούν σε αυτές. Τις παραλλαγές αυτές

δεν εµποδίζει, αλλά αντιθέτως ευνοεί και ο ελληνικός νόµος 1905/1990 για την πρακτορεία

επιχειρηµατικών απαιτήσεων. Οι παραλλαγές αυτές του factoring µε σηµαντικότερο κριτήριο

διαφοροποίησης τις κύριες λειτουργίες του (χρηµατοδοτική, εξασφαλιστική και διαχειριστική)

µπορούν να διακριθούν ως εξής:

I. Γνήσιο και νόθο factoring

Με τον όρο γνήσιο factoring εννοούµε το αρχικό αµερικάνικο72 πρότυπο του factoring

που επιτελεί και τις τρεις λειτουργίες του θεσµού (χρηµατοδοτική, διαχειριστική και

ασφαλιστική). ∆ιαφοροποιείται ωστόσο από αυτό λόγω των πρόσθετων υπηρεσιών που

παρέχονται σήµερα πλέον και οι οποίες δικαιολογούν τη χρησιµοποίηση από πολλούς του όρου

«σύγχρονο γνήσιο factoring» ή «τέλειο factoring». Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του είδους

factoring είναι η εκ µέρους του πράκτορα κάλυψη του κινδύνου αφερεγγυότητας των οφειλετών

του προµηθευτή που συνεπάγεται την περαιτέρω αδυναµία του να στραφεί κατά του προµηθευτή

σε περίπτωση που δεν εισπράξει τις εκχωρηµένες ληξιπρόθεσµες απαιτήσεις.

Αυτό το είδος factoring η λειτουργίας του οποίου περιγράφηκε και στην εισαγωγή

διακρίνεται περαιτέρω σε γνήσιο factoring προκαταβολών και σε γνήσιο factoring µε

προεξόφληση. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι στο πρώτο ο πράκτορας υποχρεούται να

καταβάλλει την αξία της εκχωρούµενης απαίτησης κατά την χρονική στιγµή που θα καταστεί

αυτή ληξιπρόθεσµη, καταθέτοντας ωστόσο µέχρι τότε στον ανοιχτό λογαριασµό που διατηρεί µε

71 Συνήθως στα προδιατυπωµένα κείµενα των συµβάσεων factoring συµπεριλαµβάνονται ρήτρες που προβλέπουν ότι η ακυρότητα µέρους της συµβάσεως δεν συνεπάγεται ακυρότητα όλης της συµβάσεως. 72 Γι’ αυτό και χρησιµοποιείται ο όρος «Old- Line- Standard- Factoring»

30

τον προµηθευτή προκαταβολές της αξίας αυτής της τάξεως του 90% τις οποίες ο προµηθευτής

µπορεί να αναλάβει και οι οποίες εφόσον αναληφθούν από τον προµηθευτή πριν καταστεί η

απαίτηση εκχωρητή επιβαρύνονται µε τόκο. Αντίθετα στην δεύτερη περίπτωση ουσιαστικά

ακολουθείται η πρακτική της προεξόφλησης των πιστωτικών τίτλων, δηλαδή ο πράκτορας µε

την εκχώρηση της απαίτησης καταβάλει την αξία της στον προµηθευτή εφόσον όµως αφαιρέσει

πρώτα την συµφωνηµένη προµήθεια του για την παροχή των υπηρεσιών του και την ανάληψη

του πιστωτικού κινδύνου, καθώς και τον προεξοφλητικό τόκο που αντιστοιχεί στο ποσό της

απαίτησης. Ο προµηθευτής δε, µε τη σειρά του µπορεί άµεσα να αναλάβει το χρηµατικό ποσό,

χωρίς περαιτέρω οικονοµική επιβάρυνσή του.

Όσον αφορά το νόθο factoring όπως θα έχει γίνει αντιληπτό από τα προαναφερθέντα

διαφοροποιείται από το γνήσιο καθώς σε αυτό δεν καλύπτεται ο πιστωτικός κίνδυνος και

εποµένως ο πράκτορας σε περίπτωση που δεν εισπράξει την εκχωρηθείσα σε αυτόν απαίτηση

από τον οφειλέτη της, δικαιούται να στραφεί κατά του προµηθευτή προκειµένου να

ικανοποιηθεί. Έχει δηλαδή το λεγόµενο δικαίωµα αναγωγής γι’ αυτό και το νόθο factoring

ονοµάζεται και factoring µε δικαίωµα αναγωγής.73 Σε αντίθεση µε το γνήσιο που όπως ειπώθηκε

αντανακλά το αµερικάνικο πρότυπο, το νόθο factoring κυριάρχησε στην Ευρώπη κατά τα πρώτα

χρόνια της διάδοσής τους λόγω της πάγιας τακτικής των εµπόρων να µην αναλαµβάνουν τον

κίνδυνο αφερεγγυότητας των οφειλετών.

Πάντως ούτε αυτή η µορφή factoring εξασφαλίζει απόλυτα τον πράκτορα καθώς και να

ασκήσει το δικαίωµα αναγωγής του κατά του προµηθευτή δεν είναι σίγουρο ότι θα ικανοποιηθεί

ιδίως στην περίπτωση που ο τελευταίος βρίσκεται σε δεινή οικονοµική θέση. Ωστόσο ο

πράκτορας χαίρει µίας κάποιας εξασφάλισης συγκριτικά µε άλλους χρηµατοδοτικούς θεσµούς

καθώς έχει την δυνατότητα ελέγχου της φερεγγυότητας και της συνέπειας των οφειλετών και

του προµηθευτή, ενώ αποκτά και κάποια δικαιώµατα του προµηθευτή έναντι των οφειλετών του

όπως την επιφύλαξη της κυριότητας των εµπορευµάτων που αποτελούν το αντικείµενο

συναλλαγής από το οποίο προκύπτουν οι εκχωρούµενες απαιτήσεις.

Περαιτέρω πρέπει να επισηµανθεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το factoring

λειτουργεί εν µέρει ως γνήσιο και εν µέρει ως νόθο, καθώς για κάποιες απαιτήσεις και για

κάποιους πελάτες ο πράκτορας αναλαµβάνει την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, ενώ για

κάποιους άλλους όχι. Ωστόσο ακόµη και αν αναλάβει τον κίνδυνο αφερεγγυότητας ενός πελάτη

σε κάθε περίπτωση θέτει ένα ανώτατο όριο-πλαφόν πάνω από το οποίο δεν καλύπτει τον

πιστωτικό κίνδυνο και εποµένως διατηρεί για το υπερβάλλον δικαίωµα αναγωγής κατά του

73 Βλ. όπ. π. Λιακόπουλο, Η σύµβαση factoring, ΕΕµπ∆ 1988σελ. 378 επ.

31

προµηθευτή. Κατ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν και στο πλαίσιο της ίδιας σύµβασης factoring αυτό

διαµορφώνεται ανάλογα µε την κάθε περίπτωση σε γνήσιο ή νόθο.74

II. Εµφανές75 και αφανές76 factoring

Η διάκριση αυτή του factoring έχει ως κριτήριο το αν η εκχώρηση έχει αναγγελθεί στον

οφειλέτη ή όχι. Τα ο άρθρο 2§1 του ν. 1905/1990 για την πρακτορεία επιχειρηµατικών

απαιτήσεων προβλέπει ότι η σύµβαση αναγγέλλεται εγγράφως στον οφειλέτη, ρύθµιση η οποία

είναι ανάλογη µε αυτή του άρθρου 460 ΑΚ για την εκχώρηση µε εξαίρεση όµως την υποχρέωση

τήρησης έγγραφου τύπου στην περίπτωση του factoring. Ωστόσο η µη αναγγελία της εκχώρησης

δεν συνεπάγεται και ακυρότητα αυτής , απλώς ο πράκτορας δεν δικαιούται να ζητήσει από τον

οφειλέτη να καταβάλλει σε αυτόν77.

Εποµένως εφόσον δεν υπάρχει απαγόρευση από το νόµο το factoring µπορεί να

συµφωνηθεί είτε ως εµφανές είτε ως αφανές. Στην πρώτη περίπτωση όπως έγινε αντιληπτό ο

προµηθευτής ειδοποιεί εγγράφως τον οφειλέτη για την εκχώρηση µε επιστολή ή µε µνεία της

εκχώρησης και του ονόµατος του πράκτορα πάνω στο τιµολόγιο, ο οφειλέτης µε τη σειρά του

υποχρεούται να καταβάλλει και ελευθερώνεται µόνο αν καταβάλλει στον πράκτορα. Το είδος

αυτό factoring συνδυάζεται συνήθως µε το γνήσιο factoring.

Αντιθέτως στο αφανές factoring η εκχώρηση δεν αναγγέλλεται στον οφειλέτη και αυτός

υποχρεούται να καταβάλλει µόνο στον αντισυµβαλλόµενό του προµηθευτή. Η µέθοδος αυτή

ακολουθείται συνήθως διότι οι προµηθευτές δεν επιθυµούν να γνωστοποιείται στους τρίτους ότι

έχουν ανάγκη χρηµατοδότησης καθώς θεωρούν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ζηµιώνεται η καλή

τους φήµη και το γόητρό τους. Γι’ αυτό και δεν γνωστοποιούν την εκχώρηση στους οφειλέτες µε

αποτέλεσµα την είσπραξη των απαιτήσεων από τον προµηθευτή και την µετέπειτα χωρίς

καθυστέρηση απόδοση της αξία τους από αυτόν στον πράκτορα. 78Η µέθοδος αυτή ακολουθείται

κυρίως στο πλαίσιο του αφανούς factoring.

Ωστόσο επειδή αυτή η τακτική είναι ριψοκίνδυνη, λόγω της πιθανότητας µη επιστροφής

της αξίας των µεταβιβασµένων απαιτήσεων στον πράκτορα οι περισσότεροι πράκτορες

αρνούνται να συνάψουν αφανές factoring. Βέβαια στην πράξη ακολουθείται και µία µέση λύση

σύµφωνα µε την οποία συνάπτεται αφανές factoring αλλά στα τιµολόγια που παραδίνονται

στους οφειλέτες αναφέρεται ότι η πληρωµή θα γίνεται µε κατάθεση των χρηµάτων σε ένα

συγκεκριµένο τραπεζικό λογαριασµό ο δικαιούχος του οποίου µε βάση συµφωνία των µερών 74 Βλ. όπ. π. Ψυχοµάνη, σελ. 47 επ. 75 Ή αλλιώς ανοικτό ή γνωστοποιούµενο factoring 76 Ή αλλιώς κλειστό καλυµµένο ή µη γνωστοποιούµενο factoring 77 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 28 επ 78 Βλ. όπ. π. Ψυχοµάνη, σελ. 50 επ.

32

είναι πάντα ο πράκτορας γεγονός το οποίο δεν γνωστοποιείται στον οφειλέτη79. Κατ’ αυτόν τον

τρόπο δεν ζηµιώνεται ούτε ο πράκτορας εφόσον δεν κινδυνεύει να µην αναλάβει τα ποσά που

δικαιούται, ούτε ο προµηθευτής του οποίου η φήµη διασφαλίζεται.

III. Εγχώριο και διεθνές factoring

Για εγχώριο ή εσωτερικό factoring γίνεται λόγος στην περίπτωση που τόσο ο

προµηθευτής όσο και ο πελάτης βρίσκονται στην ίδια χώρα και εποµένως η σύµβαση factoring

εξελίσσεται σε µία χώρα. Αντίθετα διεθνές factoring υπάρχει στην περίπτωση που οι απαιτήσεις

του προµηθευτή προέρχονται από την αλλοδαπή στην οποία αυτός εξάγει τα προϊόντα του.80

Στην δεύτερη περίπτωση που είναι πιο περίπλοκη η σύµβαση factoring διεξάγεται µε έναν από

τους παρακάτω τρόπους:

Α. Το σύστηµα των δύο πρακτόρων

Αποτελεί την πιο χαρακτηριστική µορφή διεθνούς factoring, απαιτεί την συνεργασία δύο

πρακτόρων και λειτουργεί µε τον εξής τρόπο: Πριν ακόµα αποφασίσει ο προµηθευτής την

εξαγωγή των εµπορευµάτων του διαβιβάζει στον πράκτορα που βρίσκεται εγκατεστηµένος στην

χώρα του και αποκαλείται συνήθως export factor, όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να

συλλέξει ο τελευταίος πληροφορίες σχετικά µε την φερεγγυότητα του αλλοδαπού πελάτη. Τις

πληροφορίες αυτές ο export factor αντλεί από τον ανταποκριτή του πράκτορα, που βρίσκεται

εγκατεστηµένος στην χώρα του εισαγωγέα και ονοµάζεται import factor. Στη συνέχεια και

εφόσον υπάρχει η διαπίστευση του import factor και η εκ µέρους του ανάληψη του κινδύνου

αφερεγγυότητας του εισαγωγέα, εκχωρούνται στον export factor οι απαιτήσεις και του

µεταβιβάζονται τα τιµολόγια τα οποία αυτός µε την σειρά του θα διαβιβάσει στον import factor

προκειµένου να φροντίσει ο τελευταίος για την είσπραξη των απαιτήσεων.

Όσον αφορά την χρηµατοδότηση, ο export factor χρηµατοδοτεί τον προµηθευτή µε την

διαδικασία που έχει προαναφερθεί, ενώ ταυτόχρονα αναχρηµατοδοτείται ο ίδιος από τον import

factor προκειµένου να εκµεταλλευτεί την υφιστάµενη συνήθως διαφορά επιτοκίων µεταξύ

ηµεδαπής και αλλοδαπής και να εξουδετερώσει τον κίνδυνο των τυχόν δυσµενών διακυµάνσεων

των νοµισµατικών ισοτιµιών.81

Όπως προκύπτει από την παραπάνω περιγραφή οι παρεχόµενες µέσω του factoring

υπηρεσίες κατανέµονται ως εξής: ο export factor αναλαµβάνει την χρηµατοδότηση του

79 Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για ηµιδιαφανές ή ηµικαλυµµένο factoring 80 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 29 επ 81 Βλ. όπ. π. Ψυχοµάνη, σελ. 54 επ.

33

προµηθευτή και ο import factor την διαχείριση των απαιτήσεων, δηλαδή την λογιστική και

νοµική παρακολούθησή, την είσπραξή τους και την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου.

Εποµένως αντιστοίχως διαµορφώνεται και η αµοιβή τους µε τον export factor να παρακρατεί το

1/3 της προµήθειας και τον import factor τα 2/3 αυτής.82

Τα πλεονεκτήµατα αυτής της µορφής διεθνούς factoring έγκεινται στο γεγονός ότι

εξυπηρετούνται τα συµφέροντα αµφότερων των µερών. Αυτό συµβαίνει διότι από τη µία

ικανοποιείται η ανάγκη εξασφάλισης του εξαγωγέα από τον κίνδυνο της αδυναµίας ή αρνήσεως

πληρωµής της απαιτήσεως εκ µέρους του οφειλέτη, ενώ από την άλλη δίνεται η δυνατότητα

στον εισαγωγέα προελέγχου των εµπορευµάτων πριν καταβάλλει το τίµηµα στον πράκτορα.

Β. Άµεσο εξαγωγικό factoring

Στο άµεσο εξαγωγικό factoring ο ρόλος του import factor περιορίζεται συνήθως

περιορίζεται στην είσπραξη µόνο και την νοµική παρακολούθηση των απαιτήσεων. Αυτό

συµβαίνει διότι ο προµηθευτής απευθύνεται σε έναν πράκτορα της χώρας εγκατάστασής του, ο

οποίος και αναλαµβάνει την χρηµατοδότηση του προµηθευτή και τον κίνδυνο αφερεγγυότητας

του εισαγωγέα. Προκειµένου όµως να προστατευθεί, καθώς δεν έχει την δυνατότητα να προβεί

σε εξαντλητικό έλεγχο της φερεγγυότητας του οφειλέτη, ο προµηθευτής συνάπτει υποχρεωτικά

µία σύµβαση ασφαλίσεως πιστώσεως µε µία ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία ή κρατικό

οργανισµό83, και εκχωρεί τα δικαιώµατα του από αυτή στον πράκτορα. Ωστόσο για εξαγωγικό

factoring γίνεται λόγος και στην περίπτωση που ο προµηθευτής απευθύνεται σε ηµεδαπό

πράκτορα ο οποίος όµως διαθέτει θυγατρική εταιρία στην χώρα εισαγωγής των προϊόντων οπότε

η θυγατρική αναλαµβάνει την είσπραξη των απαιτήσεων και ο ηµεδαπός πράκτορας την

χρηµατοδότηση του οφειλέτη και την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, χωρίς να απαιτείται από

τον προµηθευτή να ασφαλίσει την πίστωση84.

Γ. Άµεσο εισαγωγικό factoring

Σε αντίθεση µε το εξαγωγικό στο εισαγωγικό factoring ο προµηθευτής απευθύνεται

απευθείας σε αλλοδαπό πράκτορα ανάλογα µε την χώρα εξαγωγής των προϊόντων του. Στην

περίπτωση αυτή δεν υπάρχει χρηµατοδότηση του προµηθευτή, ενώ ο τελευταίος διατρέχει

ποικίλους κινδύνους λόγω της διαφορετικής νοµοθετικής ρύθµισης του factoring στις χώρες

82 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 30 επ. 83 Στην Ελλάδα ο οργανισµός αυτός είναι ο Ο.Α.Ε.Π.-Οργανισµός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων που διέπεται από τον ν. 1796/7/11.7.88. 84 Βλ. όπ. π. Ψυχοµάνη, σελ. 56 επ.

34

εισαγωγής των προϊόντων. Για τον λόγο αυτό το άµεσο εισαγωγικό factoring δεν συνηθίζεται

και αποτελεί συνήθως την έσχατη λύση στην περίπτωση που ο προµηθευτής δεν βρίσκει

ηµεδαπό πράκτορα που να αναλαµβάνει τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του αλλοδαπό οφειλέτη.85

∆. Factoring αντιστήριξης

Σε αυτό το είδος factoring έχουµε εξαγωγικές επιχειρήσεις οι οποίες διοχετεύουν τα

προϊόντα τους στις ξένες αγορές µέσω θυγατρικών εταιριών που διατηρούν στις χώρες

εισαγωγής των προϊόντων. Έτσι στην περίπτωση αυτή ο αλλοδαπός πράκτορας συνάπτει

σύµβαση εγχωρίου factoring µε την θυγατρική εταιρία και δεσµεύεται ότι θα καταβάλει στον

πράκτορα της ηµεδαπής το ποσοστό που του αναλογεί από τις προκαταβολές που εισπράξεις που

πληρώνει στην θυγατρική. Αντίστοιχα ο ηµεδαπός πράκτορας δεσµεύεται κατά τον ίδιο τρόπο

απέναντι στην µητρική εταιρία.86

Ε. Άλλα είδη factoring

Λόγω των διαφοροποιήσεων των συνθηκών της αγοράς έχουν δηµιουργηθεί πάρα πολλές

επουσιώδεις παραλλαγές του factoring µερικές από τις οποίες αξίζει να επισηµανθούν.

Καταρχήν είναι συχνό φαινόµενο στην πράξη να συµµετέχει στη σύµβαση factoring και η

τράπεζα του προµηθευτή. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για συµµετοχικό factoring το

οποίο διέπεται από τις επί µέρους συµφωνίες των συµβαλλοµένων σχετικά µε τα ποσοστά

συµµετοχής της τράπεζας τόσο στα δικαιώµατα από τον δεσµευµένο λογαριασµό του

προµηθευτή, όσο και στην κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, καθώς και µε το ύψος της

χρηµατοδότησης του προµηθευτή εκ µέρους της τράπεζας.

Περαιτέρω το είδος αυτό factoring διακρίνεται σε εντολοδοχικό factoring και οιονεί

διαχειριστικό factoring. Στην πρώτη περίπτωση η τράπεζα του προµηθευτή δίνει εντολή στον

πράκτορα να προβεί στην παροχή διαφόρων υπηρεσιών και να λειτουργεί ως πραγµατικός

δικαιούχος. Έτσι ο πράκτορας φαίνεται ότι λειτουργεί στο όνοµά του αλλά για λογαριασµό της

τράπεζας του προµηθευτή η οποία αναλαµβάνει και την χρηµατοδότησή του τελευταίου.

Αντίθετα στην δεύτερη περίπτωση ο πράκτορας δεν εµφανίζεται στις συναλλαγές, αλλά

περιορίζεται στην παροχή των υπηρεσιών που παρέχονται στο factoring, µόνο όµως ύστερα από

εντολή της τράπεζας για λογαριαµό της ίδιας και του προµηθευτή87.

85 Βλ. όπ. π. Ψυχοµάνη, σελ. 57 επ. 86 Βλ. όπ. π. Ψυχοµάνη, σελ. 57 επ. 87 Βλ. όπ. π. Ψυχοµάνη, σελ. 57επ.

35

Επίσης το factoring ανάλογα µε το αν γίνονται προκαταβολές- προεξοφλήσεις των

απαιτήσεων διακρίνεται σε καταληκτικό factoring, στο οποίο δεν επιτρέπονται οι προκαταβολές

και εποµένως δεν υπάρχει χρηµατοδοτική λειτουργία, και σε factoring προπληρωµών στο οποίο

ο πράκτορας προβαίνει σε προεξόφληση ή σε προκαταβολή των απαιτήσεων του προµηθευτή.

Αντίστοιχα στο επονοµαζόµενο αυτοεξυπηρετούµενο factoring απουσιάζει η

διαχειριστική λειτουργία την οποία επωµίζεται η ίδια η επιχείρηση και ο πράκτορας

αναλαµβάνει µόνο την χρηµατοδότηση και την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου. Αυτό το είδος

προτιµάται από επιχειρήσεις µε οργανωµένο λογιστήριο και έχει το πλεονέκτηµα ότι οι

τελευταίες απαλλάσσονται από την καταβολή προµήθειας στον πράκτορα γι’ αυτές τις

υπηρεσίες και από την ανεπιθύµητη σε αυτές πρόσβαση του πράκτορα στην οργανωτική δοµή

της επιχείρησης.88

Τέλος αναφέρονται στην θεωρία δύο είδη factoring, το αµιγώς χρηµατοδοτικό και το

διαχειριστικό factoring ως καταχρηστικές µορφές του θεσµού. Στο πρώτο οι απαιτήσεις

εκχωρούνται στον πράκτορα µε µόνο σκοπό να χρηµατοδοτήσει89 αυτός τον προµηθευτή, χωρίς

ανάληψη οποιουδήποτε κινδύνου ή παροχή υπηρεσιών διαχείρισης των απαιτήσεων. Όσον

αφορά δε το δεύτερο είδος, το οποίο υπάρχει περισσότερο στη θεωρία παρά στην πράξη, σε

αυτό η µόνη υποχρέωση του πράκτορα είναι η λογιστική- νοµική παρακολούθηση και η

είσπραξη των απαιτήσεων για λογαριασµό του προµηθευτή.90

∆. ΤΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

I. Ο πράκτορας

Κατά την διάταξη 4 §1 του ν. 1905/1990 η δραστηριότητα της πρακτορείας

επιχειρηµατικών απαιτήσεων τρίτων µπορεί να ασκηθεί µόνο από:

α) τράπεζες που έχουν εγκατασταθεί και λειτουργούν νόµιµα στην Ελλάδα και

β) ανώνυµες Εταιρείες που έχουν συσταθεί µε αποκλειστικό σκοπό την άσκηση της

δραστηριότητας αυτής.

Για τη σύσταση των ανωνύµων εταιρειών του β’ εδαφίου καθώς και για την µετατροπή

υφιστάµενης ΑΕ σε ΑΕ µε αποκλειστικό σκοπό την διενέργεια πράξεων factoring απαιτείται

εκτός των άλλων και ειδική άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δηµοσιεύεται στην

Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. Το αυτό ισχύει και για την εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλοδαπών

εταιρειών που αποκλειστικό σκοπό έχουν την παροχή υπηρεσιών factoring. Απαραίτητη 88 Βλ. όπ. π. Ψυχοµάνη, σελ. 51 επ. 89 Βλ. όπ.π. Π. Μαλακό- Χαρ. ∆εµίρη, σελ. 56 90 Βλ. όπ. π. Ψυχοµάνη, σελ. 59 επ.

36

προϋπόθεση για να λειτουργήσουν οι ανωτέρω εταιρείες είναι η καταβολή µετοχικού

κεφαλαίου, όχι µικρότερου του ¼ του ελάχιστου µετοχικού κεφαλαίου που απαιτείται για τη

σύστασης µιας ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας στην Ελλάδα ( άρθρο 4§3 εδ. α’ ν. 1905/1990)

δηλ. δεν µπορεί να είναι µικρότερο από το ποσό των 2.934.702,86 ευρώ (1.000.000 δρχ.)

Όπως υποστηρίζεται στη θεωρία η διενέργεια πράξεων factoring από επιχείρηση που δεν

νοµιµοποιείται προς τούτο γιατί δεν πληροί τις προϋποθέσεις του ν. 1905/1990 δεν καθιστά

άκυρη τη σύµβαση factoring καθώς δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο στο νόµο. Η επιχείρηση βέβαια

που προέβη σε αυτές τις δραστηριότητες χωρίς να νοµιµοποιείται θα υποστεί ορισµένες

κυρώσεις διοικητικής φύσης.91

II. Ο προµηθευτής

Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 1§1 ν. 1905/1990 προµηθευτής- αντισυµβαλλόµενος

του πράκτορα µπορεί να είναι κάθε «κατά κύριο επάγγελµα προµηθευτής αγαθών ή υπηρεσιών».

Παρότι δεν διευκρινίζεται στο νόµο γίνεται δεκτό από τη θεωρία ότι δεν απαιτείται ο

προµηθευτής να είναι οπωσδήποτε και έµπορος92, ενώ είναι αδιάφορο το αντικείµενο της

επιχειρηµατικής του δραστηριότητας.

Πάντως από όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι συχνότεροι πελάτες

των εταιρειών factoring είναι οι µικροµεσαίες και ταχέως αναπτυσσόµενες επιχειρήσεις που

έχουν ανάγκη κεφαλαίου κίνησης και δεν έχουν την δυνατότητα να διατηρούν οργανωµένο

λογιστήριο. Επιθυµητό δε από τον πράκτορα θα είναι να έχει ως αντισυµβαλλοµένους επικερδείς

επιχειρήσεις, µε φερέγγυους οφειλέτες, των οποίων η δραστηριότητα να έχει ως αντικείµενο τη

δηµιουργία βραχυπρόθεσµων απαιτήσεων όσο το δυνατόν µεγαλύτερης αξίας. Αντίθετα οι

πράκτορες αποφεύγουν να συµβάλλονται µε επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα

εµπεριέχει αυξηµένο επιχειρηµατικό κίνδυνο, έχουν µικρό ετήσιο κύκλο εργασιών και τιµολόγια

µικρής αξίας, µε µη σταθερό πελατολόγιο.

91 Βλ. ∆ηµ. Τσιµπανούλη, Ένα νοµοσχέδιο για την πρακτορεία επιχειρηµατικών απαιτήσεων, (factoring), ΝοΒ 38, σελ. 423. 92 Βλ. όπ. π. Ψυχοµάνη, σελ. 107 επ

37

Ε. Η ∆ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΩΝ

ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

I. Η σχέση µεταξύ πράκτορα και προµηθευτή Όπως έχει προαναφερθεί η σύµβαση factoring είναι σύµβαση µεικτή η οποία κατά

κανόνα περιέχει προδιατυπωµένους όρους. Λόγω δε των ποικίλων υπηρεσιών που καλείται να

προσφέρει ο πράκτορας στον προµηθευτή δηµιουργείται ένα πλέγµα δικαιωµάτων και

υποχρεώσεων το οποίο διαµορφώνεται µε βάση τα συµφωνηθέντα µεταξύ των συµβαλλοµένων

µερών. Έτσι οι σχέσεις των µερών διαφοροποιούνται ανάλογα µε το αν το factoring είναι γνήσιο

ή µη γνήσιο, αν ο προµηθευτής επιλέγει την είσπραξη του τιµήµατος πριν καταστεί

ληξιπρόθεσµη η απαίτηση ή περιµένει το χρονικό σηµείο ωρίµανσης κ.τ.λ.

Σίγουρα όµως όπως και να διαµορφωθεί η σύµβαση factoring ο προµηθευτής έχει την

υποχρέωση να εκχωρήσει το σύνολο των απαιτήσεων κατά των οφειλετών του, γεννηµένων και

µη, στον πράκτορα. Μετά από την εκχώρηση ο προµηθευτής υποχρεούται να µεταβιβάσει στον

πράκτορα τα τιµολόγια των απαιτήσεων προκειµένου ο τελευταίος να προβεί στην είσπραξη

αυτών. Επίσης υποχρεούται σύµφωνα µε το άρθρο 456 ΑΚ να δώσει στον πράκτορα όλες τις

απαραίτητες πληροφορίες π.χ. επωνυµία, διεύθυνση του οφειλέτη, συνεργαζόµενη τράπεζα

κ.τ.λ. ώστε να τον διευκολύνει στο έργο του.93

Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσής του αυτής ο προµηθευτής αθετεί την

σύµβαση factoring και υποχρεούται να αποζηµιώσει τον πράκτορα. Ο πράκτορας βεβαίως

διατηρεί και το δικαίωµα να υπαναχωρήσει ( ΑΚ 386) είτε από την συγκεκριµένη σύµβαση

εκχώρησης στην περίπτωση µεµονωµένης αθέτησης της υποχρέωσης του προµηθευτή, είτε από

την σύµβαση factoring, σε περίπτωση που ο προµηθευτής αθετεί συστηµατικά τις υποχρεώσεις

του, ή υπάρχει βάσιµος φόβος αθέτησης των υποχρεώσεών του και στο µέλλον. Η υπαναχώρηση

στην δεύτερη περίπτωση ισούται µε καταγγελία που επιφέρει την οριστική λύση της σύµβασης,

που έχει µελλοντική ενέργεια και δεν επιφέρει ανατροπή των επελθέντων αποτελεσµάτων.

Περαιτέρω, επειδή ο πράκτορας επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωµα να αρνηθεί την

κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου για έναν συγκεκριµένο προµηθευτή ή µία συγκεκριµένη

απαίτηση ευθύς µόλις ανακαλύψει ότι τίθεται θέµα αφερεγγυότητας, οι εκχωρήσεις και η

επακόλουθη καταβολή του τιµήµατος των απαιτήσεων στον προµηθευτή γίνονται µε την

διαλυτική αίρεσης της αφερεγγυότητας ενός εκάστου των οφειλετών. Στην περίπτωση εποµένως

93 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 120 επ.

38

που κριθεί ότι ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος ανατρέπεται το αποτέλεσµα της συµβάσεως ως

προς την συγκεκριµένη απαίτηση για την οποία πληρώθηκε η συµφωνηθείσα διαλυτική αίρεση.

Επιπλέον όπως έχει αναφερθεί προηγουµένως η ίδια σύµβαση factoring µπορεί να

διαµορφωθεί εν µέρει ως γνήσια και εν µέρει ως µη γνήσια, δηλαδή για ορισµένες απαιτήσεις να

καλύπτεται ο πιστωτικός κίνδυνος από τον πράκτορα, µε αποτέλεσµα να µην έχει αυτός

δικαίωµα αναγωγής κατά του προµηθευτή σε περίπτωση µη είσπραξης της απαίτησης και για

άλλες να φέρει τον κίνδυνο αφερεγγυότητας ο προµηθευτής κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αν δεν

ικανοποιηθεί ο πράκτορας από τον οφειλέτη να µπορεί να στραφεί ο πρώτος κατά του

προµηθευτή αναγωγικά.

Γι’ αυτό το λόγο η σύµβαση factoring έχει ως αντικείµενο διαζευκτική ενοχή στην

επιλογή της οποίας δικαιούται να προβεί ο προµηθευτής. Η επιλογή αυτή γίνεται είτε µε ρητό

αίτηµά του προς τον πράκτορα είτε συνάγεται συµπερασµατικά από την εκ µέρους του

προµηθευτή ανάληψη του τιµήµατος πριν αυτό καταστεί ληξιπρόθεσµο κ.τ.λ. Η διαζευκτική

ενοχή αυτή συνδυάζεται µε το δικαίωµα του πράκτορα να µην αναλάβει τον κίνδυνο

αφερεγγυότητας ενός οφειλέτη, κι έτσι η σύµβασης factoring αποτελείται συνδυασµό

διαζευκτικής ενοχής µε την διαλυτική αίρεση της αφερεγγυότητας εκάστου οφειλέτη.94

Ανάλογα λοιπόν µε το πώς θα εξελιχθεί η σύµβαση στην πορεία θα διαµορφωθούν και οι

σχέσεις των µερών. Έτσι στην περίπτωση του γνησίου factoring η εκχώρηση γίνεται αντί

καταβολής, έχει ως αιτία την πώληση (420 ΑΚ σε συνδυασµό µε 514 επ. ΑΚ) και ο

προµηθευτής ευθύνεται µόνο για την ύπαρξη της απαίτησης καθώς και για την ύπαρξη τυχόν

ενστάσεων που στρέφονται εναντίον του και αφορούν την εκχωρούµενη απαίτηση (πώληση

ελαττωµατικών προϊόντων στον οφειλέτη, ένσταση συµψηφισµού κ.τ.λ.). Αν υπάρχουν τέτοιες

ενστάσεις ο πράκτορας δικαιούται είτε να απαλλαγεί από την καταβολή της απαίτησης, είτε να

την αναζητήσει µε βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό αν την έχει καταβάλλει,

είτε να ζητήσει αποζηµίωση, ακόµη και να υπαναχωρήσει από τη σύµβαση. Ωστόσο πρέπει να

σηµειωθεί ότι µόνο οι ενστάσεις που γεννήθηκαν πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον

οφειλέτη µπορούν να αντιταχθούν από αυτόν κατά του πράκτορα (463 § 1 ΑΚ).

Αντίθετα στην περίπτωση του µη γνήσιου factoring η εκχώρηση γίνεται χάριν

καταβολής, έχει ως αιτία το δάνειο (421 ΑΚ σε συνδυασµό µε 806 επ. ΑΚ) και ο προµηθευτής

µπορεί να στραφεί αναγωγικά κατά του προµηθευτή και να απαιτήσει την καταβολή της

απαίτησης. Συγκεκριµένα ο πράκτορας υποχρεούται να στραφεί κατ’ αρχήν κατά του οφειλέτη

της απαίτησης προκειµένου να ικανοποιηθεί, ωστόσο αν δεν καταφέρει να εισπράξει την

απαίτηση από τον αυτόν ενώ τήρησε τα νόµιµα, δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά του

προµηθευτή µε βάσει τις διατάξεις για το δάνειο 806 επ. να ζητήσει το δάνειο, τους τόκους και

94 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 115 επ.

39

την αµοιβή του για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες. Αν ο προµηθευτής αρνηθεί να επιστρέψει το

δάνειο, ο πράκτορας δικαιούται να προβεί σε καταγγελία της σύµβασης factoring.

Σε αυτό το σηµείο πρέπει να αναφερθεί ότι στο µη γνήσιο factoring όπου η εκχώρηση

γίνεται χάριν καταβολής ο πράκτορας δεν δικαιούται να µεταβιβάσει την απαίτηση σε τρίτο,

καθώς έχει προσωπική υποχρέωση να προβεί στην είσπραξή της. Αν ωστόσο παραβιάσει αυτή

τη συµφωνία και µεταβιβάσει την απαίτηση, η ενέργειά του αυτή θα πρέπει να ερµηνευτή ως

αποδοχή της απαίτησης αντί καταβολής και ως παραίτησή του από το δικαίωµα αναγωγής που

διατηρούσε κατά του προµηθευτή.

Όσον αφορά τις υποχρεώσεις του πράκτορα αν ο οφειλέτης είναι φερέγγυος, που είναι

και το συνήθως συµβαίνον, τότε ο πράκτορας υποχρεούται να καταβάλλει στον προµηθευτή το

τίµηµα της απαίτησης, µείον την αµοιβή του για τις υπηρεσίες εισπράξεως, διαχειρίσεως,

ανάληψης ενδεχοµένως πιστωτικού κινδύνου κ.τ.λ. Αν ο πράκτορας αρνείται να καταβάλει την

παροχή ο προµηθευτής δικαιούται να τον εναγάγει και ο πράκτορας οφείλει τόκους υπερηµερίας

από όταν εισέπραξε την απαίτηση από τον οφειλέτη ή από το χρονικό σηµείο το οποίο είχε

οριστεί ως απώτατο σηµείο της είσπραξης ανεξάρτητα από το αν εισέπραξε ή όχι ο πράκτορας

την απαίτηση.

Αντίθετα, αν µετά την εκχώρηση των απαιτήσεων πληρωθεί η διαλυτική αίρεση της

αφερεγγυότητας ενός οφειλέτη, και µαταιωθεί η ενέργεια της σύµβασης, συνήθως συµφωνείται

ότι ο πράκτορας εξακολουθεί να κρατά την απαίτηση µε σκοπό την είσπραξή της για

λογαριασµό του προµηθευτή. Οπότε σε αυτήν την περίπτωση παρέχονται στον προµηθευτή

µόνο υπηρεσίες διαχείρισης και είσπραξης της απαίτησης και οι σχέσεις των µερών διέπονται

από τις διατάξεις που ρυθµίζουν την σύµβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών δηλαδή τη

σύµβαση εργασίας ( ΑΚ 648 επ.), ή τη σύµβαση έργου ( ΑΚ 681 επ.). Έτσι αν τα µέρη

αποβλέπουν στο αποτέλεσµα της είσπραξης της απαίτησης και η αµοιβή του πράκτορα

καταβάλλεται µόνο υπό την προϋπόθεση αυτή εφαρµόζονται οι διατάξεις για την σύµβαση

έργου, ενώ αν ο πράκτορας δραστηριοποιείται προς εξυπηρέτηση των συµφερόντων του

προµηθευτή και η αµοιβή του είναι ανεξάρτητη από το αποτέλεσµα των ενεργειών του,

πρόκειται για σύµβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και εφαρµόζονται οι διατάξεις για τη

σύµβαση εργασίας. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις είναι δυνατή η εφαρµογή των διατάξεων

που ρυθµίζουν την σύµβαση της εντολής (713 επ. ΑΚ) εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση µε τις

διατάξεις της σύµβασης έργου ή της σύµβασης εργασίας.

Εποµένως ο πράκτορας µε βάσει την διάταξη 652 ΑΚ οφείλει να εκτελέσει µε επιµέλεια

την αναλειφθείσα εργασία της είσπραξης της απαιτήσεως, άλλως ευθύνεται για την ζηµία που

προξένησε στον προµηθευτή από δόλο ή αµέλεια του. Η υπαίτια καθυστέρηση ή αθέτηση εκ

µέρους του factor της υποχρεώσεως εισπράξεως µίας απαιτήσεως θα συνεπάγεται απώλεια του

40

δικαιώµατος αµοιβής του. Κατ’ εφαρµογή δε των διατάξεων των άρθρων 382 383 και 387 ΑΚ

θα γεννάται υπό προϋποθέσεις αξίωση αποζηµίωσης του προµηθευτή και δικαίωµα καταγγελίας

της σύµβασης παροχής υπηρεσιών εισπράξεως των απαιτήσεών του.

Τέλος οι ανωτέρω περιπτώσεις θα πρέπει να διαφοροποιηθούν από την περίπτωση που ο

προµηθευτής εξουσιοδοτεί απλώς τον πράκτορα να προβεί για λογαριασµό του στην είσπραξη

της απαίτησης, δυνατότητα η οποία επιτρέπεται από το ν. 1905/1990 αρ. 1 §1 εδ. β’. Στην

περίπτωση αυτή η εκχωρηµένη απαίτηση εξακολουθεί να ανήκει στον προµηθευτή µε

αποτέλεσµα ο πράκτορας να µην µπορεί να την µεταβιβάσει και οι δανειστές του να µην

δικαιούνται να την κατάσχουν. Στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση του προµηθευτή εξαντλείται

στην παροχή της σχετικής εξουσιοδότησης προς τον πράκτορα.

Αν παραλειφθεί η παροχή της εξουσιοδότησης, τότε η ευθύνη που προµηθευτή θα

διαµορφωθεί όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω ανάλογα µε τον χαρακτηρισµό της σύµβασης ως

εργασίας ή έργου. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση ο προµηθευτής ανεξάρτητα από ενδεχόµενη

υπαιτιότητά του θα περιέλθει σε υπερηµερία δανειστού και θα υποχρεωθεί να καταβάλλει την

συµφωνηθείσα αµοιβή (656 ΑΚ). Αντίθετα στη δεύτερη περίπτωση ο πράκτορας δεν θα

δικαιούται αµοιβή αλλά αν χαρακτηριστεί ως υπερηµερία η παράλειψή του θα εφαρµοστούν οι

διατάξεις των άρθρων 358 και 698 ΑΚ και θα δικαιούται να αναζητήσει ότι δαπάνησε για την

εκτέλεση του έργου. ∆ιαφορετικά θα δικαιούται να υπαναχωρήσει σύµφωνα µε τα άρθρα 382

και 383 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η υπαναχώρηση θα ισοδυναµεί µε καταγγελία ως προς το

ανεκτέλεστο µέρος της σύµβασης, η οποία µπορεί υπό τις προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόµος να

ισχύσει για το σύνολο της σύµβασης. 95

II. Η σχέση µεταξύ πράκτορα και τρίτου-οφειλέτη

Ο πράκτορας - εκδοχέας της απαίτησης µετά την αναγγελία της εκχώρησης στον

οφειλέτη από τον ίδιο ή τον εκχωρητή ( άρ. 2 ν. 1905/1990 και 460 ΑΚ) αποκτά την ίδια νοµική

θέση που είχε ο εκχωρητής – προµηθευτής. Ο οφειλέτης για να απαλλαγεί πλέον από την

υποχρέωση καταβολής θα πρέπει να καταβάλλει µόνο στον πράκτορα. Αντίστοιχα ο πράκτορας

διατηρεί όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του προµηθευτή και δικαιούται να τις προβάλλει κατά

του πράκτορα (463 ΑΚ). 96

Το άρθρο 2§5 του ν. 1905/1990, σε αντίθεση µε τη ρύθµιση του ΑΚ (466 ΑΚ) που

προβλέπει την δυνατότητα συµφωνίας των µερών για το ανεκχώρητο των απαιτήσεών τους,

ορίζει ότι οι συµβάσεις πρακτορείας επιχειρηµατικών απαιτήσεων κατισχύουν των τυχόν

95 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 122επ. 96 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 139 επ.

41

συµφωνιών µεταξύ προµηθευτή και οφειλέτη περί ανεκχωρήτου των µεταξύ τους απαιτήσεων.

Μάλιστα το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο πράκτορας γνώριζε την συµφωνία περί

ανεκχωρήτου των µερών. Η ρύθµιση αυτή ήταν αναγκαία γιατί διαφορετικά θα εµποδιζόταν η

λειτουργία του factoring σε βαθµό που θα οδηγούσε σε αχρησία του θεσµού.97

III. Η σχέση µεταξύ προµηθευτή και τρίτου-οφειλέτη

Η σύµβαση αυτή από την οποία γεννώνται άλλωστε και οι απαιτήσεις που αποτελούν το

αντικείµενο του factoring µένει ανεπηρέαστη από τη σύµβαση factoring. Συνήθως πρόκειται για

σύµβαση πώλησης, έργου, παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών κτλ. Ανάλογα δε µε το είδος της

σύµβασης εφαρµόζονται και οι αντίστοιχες διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις και τα

δικαιώµατα των µερών. Όπως προαναφέρθηκε δε για τις ενστάσεις, µετά την αναγγελία της

εκχωρήσεως στον οφειλέτη, αυτός τις προβάλλει παραδεκτά µόνο κατά του πράκτορα –

εκχωρητή των απαιτήσεων που είναι πια αντισυµβαλλόµενός του.98

ΜΕΡΟΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ: Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

FACTORING

I. Γενικά

Όπως έχει προαναφερθεί η σύµβαση factoring είναι σύµβαση διαρκής. Αυτό άλλωστε

επιτάσσει κα η ίδια φύση της σύµβασης, καθώς ο πράκτορας µόνο στα πλαίσια µίας διαρκούς

ενοχικής σχέσης µπορεί να κάνει επωφελείς εκτιµήσεις των κινδύνων που αναλαµβάνει, να

αναπτύσσει εξειδικευµένες τεχνικές στον κλάδο αυτό και να ελέγχει καθηµερινά την πορεία των

εργασιών προµηθευτή και οφειλέτη. Είναι φανερό ότι παροδικές ή βραχυπρόθεσµες παροχές και

αντιπαροχές δεν εξυπηρετούν τους στόχους του factoring, ούτε τα συµφέροντα των

αντισυµβαλλοµένων- προµηθευτή και πράκτορα- καθώς ο πρώτος επιθυµεί διαρκή

χρηµατοδότηση ενώ ο δεύτερος που επενδύει πάνω σε συγκεκριµένο προµηθευτή και στην

πελατεία του χρειάζεται χρόνο προκειµένου να αντισταθµίσει την οικονοµική του επιβάρυνση

µε κέρδη. 99

97 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 140 επ. 98 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 140 επ. 99 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 76 επ.

42

Σύµφωνα µε όσα ορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του ν. 1905/1990 το

διάστηµα εντός του οποίου ο πράκτορας θα παρέχει τις υπηρεσίες του στον προµηθευτή είναι

ουσιώδες στοιχείο της συµβάσεως factoring και ως τέτοιο πρέπει να καθορίζεται ρητά στο

έγγραφο που συντάσσουν τα µέρη. Η διάρκεια αυτή συνήθως συµφωνείται διετής (24 µήνες) µε

δυνατότητα ρητής ή σιωπηρής ανανέωσης για ορισµένο ή αόριστο χρόνο.100

Η ιδιότητα της συµβάσεως factoring ως διαρκούς επιφέρει τις έννοµες συνέπειες που η

επιστήµη έχει διαγνώσει και διαµορφώσει αναλογικά και σύµφωνα µε τις διάφορες ερµηνευτικές

µεθόδους για όλες τις διαρκείς συµβάσεις. Έτσι διαµορφώνονται αντίστοιχα οι δυνατότητες

λύσης της σύµβασης και οι συνέπειες από τη λύση της.

Το factoring ως διαρκής σύµβαση και υπό την προϋπόθεση της οµαλής λειτουργίας της

σύµβασης λύεται είτε µε την πάροδο του συµφωνηµένου χρόνου σε περίπτωση που έχει

συναφθεί ως σύµβαση ορισµένου χρόνου ή µε καταγγελία σε περίπτωση που έχει συµφωνηθεί

ως σύµβαση αορίστου χρόνου.

Ωστόσο λόγω της ποικιλίας των υπηρεσιών που παρέχονται και της πολυπλοκότητας

των δικαιωµάτων και των υποχρεώσεων που αναπτύσσονται στα πλαίσια τους και για τα δύο

µέρη, οι πιθανότητες ανώµαλης εξέλιξης της σύµβασης είναι αυξηµένες. Σε αυτή την περίπτωση

υπάρχει η δυνατότητα καταγγελίας λόγω σπουδαίου λόγου καθώς και η δυνατότητα εφαρµογής

των γενικών διατάξεων 382 ΑΚ επ., ενώ τίθεται θέµα κατά πόσο µπορούν να εφαρµοστούν οι

διατάξεις περί ακυρότητας και ακυρωσίας των συµβάσεων. Παράλληλα δεν πρέπει να

αποκλειστική εκ τω προτέρων και η λύση της σύµβασης factoring σε περίπτωση θανάτου η

πτώχευσης ενός εκ τω δύο µερών.

Στη συνέχεια της εργασίας θα ερευνηθούν όλες οι περιπτώσεις λύσης της σύµβασης

factoring, οι προϋποθέσεις τους, καθώς και το στάδιο εκκαθάρισης των σχέσεων των µερών που

ακολουθεί την λύση της σύµβασης.

II. ∆υνατότητα εφαρµογής των διατάξεων 382 επ. του ΑΚ.

Όπως προαναφέρθηκε η συνθετότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται στα πλαίσια του

factoring δηµιουργούν ένα τεράστιο πλέγµα υποχρεώσεων και δικαιωµάτων των

συµβαλλοµένων, στα πλαίσια του οποίου αυτοί οφείλουν ποικίλες παροχές και αντιπαροχές.

Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι συνήθως η γέννηση λόγου καταγγελίας της σύµβαση στο

πρόσωπο του ενός από τους συµβαλλοµένους.

100 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 147 επ.

43

Παρόλα αυτά δεν αποκλείεται η ανώµαλη εξέλιξη της σύµβασης να αφορά ουσιώδη

υποχρέωση, στα πλαίσια της οποίας παρουσιάστηκε αδυναµία παροχής ή υπερηµερία του

οφειλέτη, χωρίς ωστόσο να κινδυνεύει εξ αιτίας της να ανατραπεί η σύµβαση στο σύνολό της.

Στην περίπτωση αυτή τίθεται θέµα κατά πόσο µπορούν να εφαρµοστούν οι γενικές διατάξεις του

ενοχικού δικαίου που διέπουν τις αµφοτεροβαρείς συµβάσεις (ΑΚ 382 επ.).

Κατ’ αρχήν η δυνατότητα αυτή δεν πρέπει να αποκλειστεί εκ των προτέρων, αλλά πρέπει

να ερευνηθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή µία τέτοια εφαρµογή. Η εφαρµογή

αυτή αρχικά διαφοροποιείται ανάλογα µε το αν η σύµβαση έχει απλώς υπογραφεί και παραµένει

ανεκτέλεστη, διότι ο προµηθευτής δεν έχει προχωρήσει σε παράδοση των τιµολογίων στον

πράκτορα ή έχει αρχίσει να εκτελείται δηλαδή αν ο προµηθευτής έχει παραδώσει στον πράκτορα

τα τιµολόγια των απαιτήσεων που του εκχωρεί.

Στην πρώτη περίπτωση δεν δηµιουργείται ιδιαίτερο πρόβληµα και φαίνεται δυνατή η

εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 382 ΑΚ ιδίως στην περίπτωση που ο δανειστής ο

πράκτορας δηλαδή δεν επιθυµεί την εκτέλεση της σύµβασης. Τότε δικαιούται να αποκρούσει

την παροχή και να ζητήσει αποζηµίωση για µη εκτέλεση της σύµβασης, ενώ η θεωρία διχάζεται

σχετικά µε το αν δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύµβαση, καθώς πρόκειται για σύµβαση

διαρκή που λύεται κατά κανόνα µε καταγγελία. Ωστόσο στο χρονικό σηµείο πριν από την

έναρξη εκτέλεσης της σύµβασης που δεν έχουν αρχίσει να λειτουργούν οι σχέσεις των µερών

και δεν έχουν λάβει χώρα δοσοληψίες τους, η καθυστέρηση ή η αδυναµία έναρξης της

λειτουργίας του factoring µε την µη παράδοση των τιµολογίων στον πράκτορα, προσοµοιάζει µε

την περίπτωση αδυναµίας µεµονωµένης παροχής και συνεπώς κρίνεται ορθότερο να έχει ο

πράκτορας την δυνατότητα υπαναχώρησης από την σύµβαση σύµφωνα µε το άρθρο 383 ΑΚ.

Στη δεύτερη περίπτωση, αν η σύµβαση factoring λειτουργεί ήδη η εφαρµογή των εν

λόγω διατάξεων θα κριθεί από τη φύση της οφειλόµενης παροχής. Κατ’ αρχήν ουσιώδους

σηµασίας είναι το γεγονός ότι η σύµβαση factoring εκτός από διαρκής είναι και σύµβαση

εκτελεστέα κατά διαδοχικές παροχές. Αυτό συµβαίνει διότι εκτός από την παράδοση των

αρχικών τιµολογίων στον προµηθευτή, που σηµατοδοτεί και την απαρχή λειτουργίας της

σύµβασης, και λόγω της προεκχώρησης του συνόλου των γεννηµένων και µελλοντικών

απαιτήσεων του προµηθευτή, είναι εύλογο στην πορεία να ακολουθούν διαδοχικές παραδόσεις

τιµολογίων στον πράκτορα κάθε φορά που θα γεννώνται νέες απαιτήσεις του προµηθευτή κατά

των οφειλετών του.

Οι παραδόσεις αυτές συνιστούν µεµονωµένες παροχές του προµηθευτή, όπως

αντίστοιχα µεµονωµένες παροχές συνιστούν και οι εκάστοτε καταβολές του πράκτορα, οι

αφορώσες τις νέες απαιτήσεις που γεννήθηκαν. Στα πλαίσια αυτών των µεµονωµένων παροχών

τίθεται σε εφαρµογή το άρθρο 386 του ΑΚ σύµφωνα µε το οποίο αν ο οφειλέτης περιήλθε σε

44

αδυναµία ή υπερηµερία ως προς µία συγκεκριµένη παροχή ο δανειστής έχει δικαίωµα να

ζητήσει αποζηµίωση ή να υπαναχωρήσει ως προς αυτή την παροχή.

Ωστόσο αν η καθυστέρηση ή η αδυναµία ως προς την τµηµατική αυτή παροχή είναι τόσο

ουσιώδης ώστε ο δανειστής να µην έχει πια συµφέρον στην εκτέλεση της σύµβασης ή να

δηµιουργούνται βάσιµοι φόβοι ότι δεν θα εκπληρωθούν οι υπόλοιπες παροχές, ο δανειστής έχει

τα ίδια δικαιώµατα τόσο ως προς τις υπολειπόµενες παροχές, όσο και ως προς το µέρος της

σύµβασης που έχει ήδη εκτελεστεί. Κατά τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα στον δανειστή

να λύσει την σύµβαση factoring µε υπαναχώρηση ανατρέποντας όλα τα αποτελέσµατα που

έχουν ήδη επέλθει.101

III. ∆υνατότητα εφαρµογής των άρθρων 388 επ. του ΑΚ.

Εάν τα µέρη στήριξαν κυρίως - λαµβανοµένων υπόψη της καλής πίστης και των

συναλλακτικών ηθών – την σύναψη της σύµβασης factoring σε ορισµένα περιστατικά και αυτά

µεταβλήθηκαν ύστερα για λόγους έκτακτους οι οποίοι δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν και από

την µεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής κατέστη υπέρµετρα

επαχθής, το δικαστήριο µπορεί σύµφωνα µε το άρθρο 388 ΑΚ, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη,

κατά την κρίση του να αναγάγει την παροχή αυτή στο µέτρο που αρµόζει, άρα να την µειώσει

(ώστε να µην είναι πια υπέρµετρα επαχθής), ή και να αποφασίσει την λύση της συµβάσεως εξ

ολοκλήρου ή κατά το µη εκτελεσθέν µέρος, αποφασίζοντας την εξαρχής (αναδροµική) ή για το

εναποµείναν προς εκτέλεση µέρος (για το µέλλον) κατάργηση της σύµβασης.

Συνεπώς δυνάµει του άρθρου 388 ΑΚ, το δικαστήριο µπορεί να αποφασίσει µεταξύ

άλλων και τη λύση της σύµβασης factoring για το µέλλον ως προς οποιαδήποτε εκκρεµούσα

παροχή, ήτοι, είτε ως προς αµφότερες τις παροχές, είτε ως προς µόνη την παροχή του ενάγοντος-

δεδοµένου ότι αν αυτός εκπλήρωσε στερείται των πλεονεκτηµάτων της διάταξης του 388 ΑΚ

και την για το µέλλον µείωση είτε αµφοτέρων των εκκρεµών παροχών, είτε µόνο της παροχής

του ενάγοντος - ο οποίος πάλι αν εκπλήρωσε στερείται των πλεονεκτηµάτων του 388 ΑΚ - ώστε

η παροχή του ενάγοντος να µην είναι πλέον υπέρµετρη.

Αυτή η λύση της σύµβασης ή η µείωση των παροχών της για το µέλλον εφόσον αφορά

τις παροχές όλων των µερών αποτελεί καταγγελία της σύµβασης. Εποµένως συµπεραίνουµε ότι

το δικαστήριο µπορεί κατόπιν αιτήσεως του µέρους που δεν εκπλήρωσε – όχι για σπουδαίο λόγο

αλλά για απρόοπτη µεταβολή των συνθηκών - την υπερµέτρως επαχθή παροχή, να ορίσει τη

λύση της σύµβασης για το µέλλον, άρα την καταγγελία της σύµβασης factoring. Για να

101 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 238 επ.

45

επιτευχθεί ωστόσο αυτό απαιτείται αγωγή και διαπλαστική δικαστική απόφαση η οποία καθιστά

την δυνατότητα λύσεως της σύµβασης factoring βάσει του άρθρου 388 ΑΚ δύσχρηστη.102

IV. ∆υνατότητα εφαρµογής των άρθρων 180 επ. του ΑΚ.

Καταρχήν δεν συντρέχει λόγος αποκλεισµού των διατάξεων των άρθρων 180 επ., καθώς

αυτές είναι εφαρµοστέες σε κάθε δικαιοπραξία ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων της. Ωστόσο,

γενικά στις διαρκείς ενοχές οι λόγοι ακυρότητας ή ακυρωσίας, όταν η σύµβαση έχει ήδη

λειτουργήσει αναπτύσσοντας τα αποτελέσµατά της, δεν κρίνεται πρακτικό, ούτε σκόπιµο να

δράσουν ανατρεπτικά, παραβλέποντας την υφιστάµενη πραγµατική κατάσταση, καταλύοντας

αναδροµικά τη σχέση. Έτσι οι λόγοι αυτοί επιδρούν µόνο µελλοντικά στη σύµβαση και επέχουν

ουσιαστικά θέση καταγγελίας της σύµβασης µε βάση την τελολογική συστολή των διατάξεων

των άρθρων 180 και 184 ΑΚ, δηλαδή τον περιορισµό των συνεπειών της ακυρότητος και της

ακυρωσίας.

Στην περίπτωση βέβαια της σύµβασης factoring η κατασκευή αυτή δεν φαίνεται να έχει

ιδιαίτερη σηµασία, καθώς τα αποτελέσµατα της συµβάσεως, τόσο στη σχέση µεταξύ

προµηθευτή και πράκτορα, όσο και µεταξύ πράκτορα ( εκδοχέα) και οφειλέτη, εύκολα

ανατρέπονται ex tunc κατά τις γενικές διατάξεις, χωρίς να δηµιουργούν ιδιαίτερα προβλήµατα

σκοπιµότητας ή προστασίας των τρίτων. Εξάλλου µε την εφαρµογή των διατάξεων για τον

αδικαιολόγητο πλουτισµό (940 επ. ΑΚ) ελάχιστες µόνο χρηµατικές αξιώσεις των µερών κατά

των αντισυµβαλλοµένων τους µπορούν να γεννηθούν. Εφόσον εποµένως δεν υπάρχει ανάγκη

εφαρµογής της ανωτέρω θεωρητικής κατασκευής, δεν υπάρχει λόγος απόκλισης από τις γενικές

διατάξεις του ΑΚ για τα αποτελέσµατα της ακυρότητας και της ακυρωσίας στη σύµβαση

factoring. Ενδεχόµενη εξαίρεση στον ανώτερο γενικό κανόνα αποτελεί η περίπτωση που ο

πράκτορας έχει παράσχει κυριολεκτικά αυτοτελώς υπηρεσίες στον προµηθευτή και σε σχέση

πάντα µε τις υπηρεσίες αυτές.103

V. Λύση του factoring µε τακτική καταγγελία

Στην περίπτωση που η σύµβαση factoring συµφωνήθηκε εξ’ αρχής, ή µετατράπηκε εκ

των υστέρων σε αορίστου χρόνου µπορεί να λυθεί µε τακτική καταγγελία από οποιοδήποτε από

τα µέρη, µε την τήρηση βέβαια ορισµένων προϋποθέσεων. 104Η δυνατότητα αυτή παρέχεται στα

102 Βλ. Λ. Γεωργακόπουλο, Το δίκαιο των διαρκών ενοχών, σελ. 162 επ. 103 Βλ. όπ. π. Ψυχοµάνη, σελ. 177 επ. 104 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 240 επ.

46

µέρη σε όλες τις διαρκείς ενοχές των οποίων η διάρκεια δεν προβλέπεται από την σύµβαση ή

στις οποίες υπάρχει δυνατότητα σιωπηρής ανανέωσης µε βάση το νόµο καθώς αυτό επιβάλλεται

από τα χρηστά ήθη. ∆ιαφορετικά θα συναγόταν ότι η σύµβαση που έχουν συνάψει τα µέρη τους

δεσµεύει ισοβίως και εποµένως δεν θα µπορούσαν να αποδεσµευτούν βάση της δικαιοπρακτικής

τους βούλησης. Ωστόσο ένα τέτοιο ενδεχόµενο θα συνιστούσε υπέρµετρη δέσµευση της

ελευθερίας των συµβαλλοµένων και θα είχε ως συνέπεια την αντίθεση στα χρηστά ήθη µε βάση

την 281 ΑΚ και την καταχρηστικότητά του. ∆ικαίωµα ελεύθερης – τακτικής καταγγελίας

παρέχεται και βάσει ειδικών διατάξεων, όπου είτε αποτελεί επανάληψη του δικαιώµατος που

προκύπτει µε βάση τα χρηστά ήθη, είτε αφορά διαρκείς ενοχές στις οποίες προβλέπεται η

δυνατότητα τακτικής καταγγελίας για ειδικούς νοµοθετικούς λόγους. Έτσι λύνονται µε τακτική

καταγγελία η εντολή αν µε αυτήν εξυπηρετούνται αποκλειστικώς συµφέροντα του εντολέα (724

ΑΚ), η εντολή διοικήσεως ανωνύµου εταιρίας (ΕµπΝ 31), η µίσθωση εµπιστευτικών ελευθερίων

υπηρεσιών ΑΚ 676) και η σύµβαση ναυτολογήσεως αν και είναι ορισµένης διάρκειας.

Συµπερασµατικά πρέπει να γίνει δεκτό, ακόµη και στις περιπτώσεις των διαρκών συµβάσεων

των οποίων η λύση δεν ρυθµίζεται από το νόµο, όπως η σύµβαση factoring, ότι αυτές µπορούν

να λυθούν µε τακτική καταγγελία, όταν ισχύουν ως συµβάσεις αορίστου χρόνου. 105

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να ασκείται η τακτική καταγγελία,

πρέπει να αναφερθεί ότι, επειδή η καταγγελία επιφέρει άµεση λύση της συµβάσεως µε

αποτέλεσµα να θίγονται τα συµφέροντα του µέρους προς το οποίο απευθύνεται και το οποίο

πιθανόν να µην υπολόγιζε σε αυτήν, είναι ορθό προκειµένου να είναι έγκυρη και να επιφέρει τις

έννοµες συνέπειές της να ασκείται µε την τήρηση ορισµένης προθεσµίας από τον

καταγγέλλοντα, ώστε ο αντισυµβαλλόµενός του να προλάβει να λάβει µέτρα προκειµένου να

περιοριστεί η ζηµία που θα υποστεί από την λύση της σύµβασης. Βέβαια η µη τήρηση της

προθεσµίας αυτής δεν πρέπει χωρίς άλλο να σηµαίνει την ακυρότητα της καταγγελίας και να

υποχρεώνει µε αυτό τον τρόπο τον καταγγέλλοντα να παραµένει σε µία σύµβαση την οποία δεν

επιθυµεί πλέον. Συνεπώς είναι ορθότερο στην περίπτωση της «άκαιρης» τακτικής καταγγελίας

να θεωρείται λυµένη η σύµβαση, αλλά ο καταγγέλλων να υποχρεούται να αποζηµιώσει τον

αντισυµβαλλόµενό του. Με εξαίρεση βέβαια στον ανωτέρω κανόνα την περίπτωση που λόγω

πρόσθετων παραγόντων δηµιουργείται αντίθεση της καταγγελίας προς τα χρηστά ήθη.

Στην πρακτική πάντως συνηθίζεται οι συµβάσεις factoring να περιέχουν ρυθµίσεις

σχετικές µε την προθεσµία της τακτικής καταγγελίας, η οποία συνήθως προβλέπεται σε εξήντα

ηµέρες. Στην περίπτωση όµως που δεν υπάρχει τέτοια ρύθµιση, ο προσδιορισµός των διατάξεων

που θα καλύψουν το συµβατικό κενό θα γίνει µε βάση αυτά που γίνονται δεκτά σχετικώς µε την

105 Βλ. όπ. π. Λ. Γεωργακόπουλο, σελ. 152 επ.

47

νοµική φύση της σύµβασης factoring. Επιπροσθέτως θα ληφθεί υπόψη η διάρκεια της σύµβασης

µέχρι τον χρόνο καταγγελίας.

Σύµφωνα µε αυτά που έχουν αναφερθεί ανωτέρω ως αιτία των εκχωρήσεων που

λαµβάνουν χώρα στα πλαίσια της σύµβασης factoring θεωρείται είτε η σύµβαση παροχής

ανεξαρτήτων υπηρεσιών και κατ’ επέκταση η σύµβαση εργασίας όταν τα µέρη αποβλέπουν στην

παροχή των εισπρακτικών και διαχειριστικών υπηρεσιών του πράκτορα, είτε η σύµβαση έργου

στην περίπτωση που τα µέρη αποβλέπουν στο αποτέλεσµα των υπηρεσιών αυτών, ήτοι στην

είσπραξη των εκχωρηµένων απαιτήσεων.

Συνεπώς ανάλογα µε τη νοµική φύση της αιτίας των εκχωρήσεων µπορούν να τύχουν

αναλογικής εφαρµογής στο βαθµό που ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες της σύµβασης

factoring, οι διατάξεις που διέπουν την καταγγελία είτε της σύµβασης εργασίας είτε της

σύµβασης έργου. Στην περίπτωση που αιτία της εκχώρησης θεωρείται η σύµβαση εργασίας

σχετική είναι η διάταξη του άρθρου 699 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η καταγγελία της σύµβασης

εργασίας πρέπει να γίνει πριν από δέκα πέντε ηµέρες και επιφέρει τη λύση µετά την παρέλευση

αυτής της προθεσµίας. Αντίστοιχα στην περίπτωση που θεωρηθεί η σύµβαση έργου ως αιτία των

εκχωρήσεων, η διάταξη που θα µπορούσε να εφαρµοστεί είναι αυτή του άρθρου 700 ΑΚ που

δίνει στον εργοδότη το δικαίωµα να καταγγείλει τη σύµβαση έργου οποτεδήποτε έως την

αποπεράτωσή του, µε την υποχρέωση βέβαια να καταβάλλει στον εργολάβο τη συµφωνηµένη

αµοιβή αφαιρώντας όµως από αυτήν την δαπάνη που εξοικονοµήθηκε από τη µαταίωση της

σύµβασης , καθώς και οτιδήποτε ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του ή παρέλειψε µε

δόλο να ωφεληθεί.

Ωστόσο και οι δύο διατάξεις ενδεχοµένως να θεωρηθούν ως µη συµβατές καθώς η

πρώτη προβλέπει πολύ µικρή προθεσµία καταγγελίας ενώ η δεύτερη δεν προβλέπει καµία

προθεσµία. Εποµένως δεν λαµβάνουν καθόλου υπόψη τη διάρκεια της καταγγελλοµένης

σύµβασης, η οποία στην περίπτωση του factoring είναι πολύ σηµαντική, καθώς απαιτείται

αρκετός χρόνος προκειµένου να τεθεί σε λειτουργία η σύµβαση µε την εκχώρηση και την

προεξόφληση των απαιτήσεων και να αποφέρει κέρδη στον πράκτορα.

Επίσης η ιδιαιτερότητα της σύµβασης factoring να εισχωρεί στην οργανωτική δοµή της

εταιρείας, οργανώνοντας λογιστικά τις απαιτήσεις και τους οφειλέτες της και να καθορίζει µε τις

εκάστοτε προεξοφλήσεις της το κεφάλαιο κίνησης της τελευταίας συνηγορεί υπέρ της τήρησης

κατάλληλης προθεσµίας καταγγελίας της σύµβασης ειδικά στην περίπτωση που καταγγέλει ο

πράκτορας, καθώς πρέπει να δοθεί ικανός χρόνος στον προµηθευτή ώστε να οργανώσει εξ’

αρχής την λογιστική και νοµική παρακολούθηση των απαιτήσεών του και να βρει νέα πηγή

χρηµατοδότησης. ∆ιαφορετικά σε περίπτωση µη τήρησης εύλογης προθεσµίας καταγγελίας της

σύµβασης εκ µέρους του πράκτορα τίθενται σε σηµαντικό κίνδυνο τα συµφέροντα του

48

προµηθευτή κατά τέτοιο τρόπο ώστε η καταγγελία να καθίσταται καταχρηστική ως αντίθετη στο

άρθρο 281 του ΑΚ. Εποµένως στην περίπτωση αυτή και λόγο του εµπιστευτικού χαρακτήρα

της σύµβασης factoring θα πρέπει η καταγγελία να θεωρηθεί άκυρη ως αντίθετη στα χρηστά ήθη

και ο καταγγέλλων να εξακολουθεί να δεσµεύεται από την σύµβαση και να υποχρεούται να

εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.

Συµπερασµατικά καταγγελία της σύµβασης factoring θα πρέπει για τους λόγους που

προαναφέρθηκαν να γίνεται πάντα µε την τήρηση ορισµένης προθεσµίας η οποία σε περίπτωση

που δεν προβλέπεται στην ίδια τη σύµβαση θα προσδιορίζεται από την εικαζόµενη βούληση των

µερών σε συνδυασµό µε την καλή πίστη και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη,

προκειµένου να µην τεθούν σε κίνδυνο τα συµφέροντα των µερών.106

Παράλληλα απαραίτητη είναι και η ύπαρξη κατώτατης διάρκειας της σύµβασης factoring

πριν από την οποία δεν είναι δυνατή η λύση της σύµβασης µε τακτική καταγγελία, καθώς στην

περίπτωση αυτή κινδυνεύουν τα συµφέροντα του πράκτορα. Όπως προαναφέρθηκε η σύµβαση

factoring αρχίζει να γίνεται αποδοτική για τον πράκτορα µετά την πάροδο ορισµένων µηνών ,

οπότε έχει ισοσκελιστεί πλέον το αρχικό κόστος οργάνωσής του για τις ανάγκες ορισµένου

προµηθευτή, µε αποτέλεσµα µία πρόωρη καταγγελία εκ µέρους του προµηθευτή να καταστεί

ιδιαιτέρως επιζήµια για τον πράκτορα.

Ωστόσο και η κατώτατη διάρκεια που θα τεθεί στη σύµβαση πρέπει να είναι εύλογη,

διότι διαφορετικά θα εµποδίζει τον προµηθευτή να αποδεσµευθεί από µία σύµβαση που

ενδεχοµένως από ένα σηµείο και µετά να καθίσταται ασύµφορη γι’ αυτόν λαµβανοµένου υπόψη

και του µεγάλου κόστους του factoring. Γι’ αυτό πρέπει σε κάθε περίπτωση να σταθµίζονται τα

συµφέροντα των µερών προκειµένου να κριθεί αν η κατώτατη διάρκεια που έχει τεθεί στη

σύµβαση είναι καταδυναστευτική και άρα άκυρη ή όχι. 107

Σε αντίθεση µε την κατώτατη διάρκεια η οποία είναι θεµιτή για τους λόγους που

αναφέρθηκαν, δεν κρίνεται επιτρεπτή η θέση πολύ µεγάλης διάρκειας στη σύµβαση factoring,

καθώς αυτή ουσιαστικά θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις που προβλέπουν την δυνατότητα

λύσης της σύµβασης µε τακτική καταγγελία. Άλλωστε λόγω της δυνατότητας αναλογικής

εφαρµογής των διατάξεων της σύµβασης εργασίας, σε µία τέτοια περίπτωση θα πρέπει να γίνει

δεκτή η αναλογική εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 670 ΑΚ η οποία προβλέπει, ότι η

σύµβαση εργασίας της οποίας η διάρκεια ορίζεται για ολόκληρη τη ζωή ενός προσώπου ή

υπερβαίνει την πενταετία µπορεί, όταν περάσουν πέντε χρόνια να καταγγελθεί από τον

εργαζόµενο οποτεδήποτε αφού τηρηθεί εξάµηνη προθεσµία καταγγελίας.

106 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 244 επ. 107 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 240 επ.

49

Ωστόσο και στην περίπτωση που δεν κριθεί δυνατή η εφαρµογή της συγκεκριµένης

διάταξης, ή θεωρηθεί υπερβολική η κατώτατη διάρκεια των πέντε ετών, µία ρήτρα που

προβλέπει υπερβολικά µεγάλη διάρκεια της σύµβασης factoring θα θεωρηθεί άκυρη εφόσον

συνιστά σοβαρό περιορισµό της οικονοµικής ελευθερίας των συµβαλλοµένων και ως

προσκρούει στα χρηστά ήθη. Η κρίση εποµένως περί ακυρότητας των ρητρών που καθορίζουν

την ανώτατη διάρκεια της σύµβασης θα στηριχθεί στα άρθρα 178, 179 ΑΚ και µε βάση αυτά θα

διαπιστωθεί η εγκυρότητα ή ακυρότητα µίας τέτοιας ρήτρας.108

VI. Λύση του factoring µε έκτακτη καταγγελία

Η σύµβαση factoring ανεξάρτητα από το αν έχει συναφθεί ως ορισµένου ή αορίστου

χρόνου µπορεί να λυθεί και µε έκτακτη καταγγελία για σπουδαίο λόγο ο οποίος δικαιολογεί τη

λύση της συνεργασίας. 109Στις περισσότερες επώνυµες διαρκείς συµβάσεις υπάρχει διάταξη που

ρυθµίζει την καταγγελία για σπουδαίο λόγο. Έτσι υπό τον όρο της υπάρξεως σπουδαίου λόγου

παρέχεται δικαίωµα καταγγελίας στη σύµβαση εργασίας (672 ΑΚ), την προσωπική εταιρεία

ορισµένου χρόνου (766 ΑΚ), την εντολή (725 ΑΚ) κ.α. Ωστόσο και να µην προβλέπεται ρητώς

από το νόµο τέτοιο δικαίωµα, η δυνατότητα της καταγγελίας για σπουδαίο λόγο µπορεί αν

θεµελιωθεί είτε στις γενικές ρήτρες του Αστικού Κώδικα (288, 338), είτε σε εθιµικό κανόνα

δικαίου εφαρµοστέο σε όλες τις διαρκείς ενοχές. Το δικαίωµα αυτό οδηγεί στη λύση της

συµβάσεως χωρίς προειδοποιητική προθεσµία, αλλά µε την απλή δήλωση του καταγγέλλοντος,

εάν συνέβησαν περιστατικά που πληρούν την έννοια του σπουδαίου λόγου ως αορίστου νοµικής

έννοιας.

Για να υπάρχει σπουδαίος λόγος απαιτείται περιστατικό ακούσιο ή εκούσιο το οποίο δεν

πρέπει να οφείλεται στην υπαιτιότητα του καταγγέλλοντος και το οποίο κατά την καλή πίστη και

τα χρηστά ήθη δεν δικαιολογεί πλέον αξίωση του αντισυµβαλλοµένου του καταγγέλλοντος για

εµµονή στην εκτέλεση της σύµβασης µέχρι το τέλος της διάρκειάς της ή µέχρι το πέρας των

προθεσµιών που τίθενται για την τακτική καταγγελία. Άλλωστε εξαιτίας του περιστατικού που

συνιστά το σπουδαίο λόγο ο σκοπός της συµβάσεως καθίσταται µη επιτεύξιµος και

δηµιουργείται µία ιδιότυπη ψυχολογική ή οικονοµική αδυναµία παροχής, κυρίως όµως

µεταβάλλονται οι συνθήκες στις οποίες στηρίχτηκαν τα µέρη κατά την σύναψη της σύµβασης.

Η έννοια του σπουδαίου λόγου είναι τελολογική, συνυφασµένη µε την αξίωση

εκτελέσεως των συµβάσεων κατά την καλή πίστη και δεν είναι διαπιστωτική των

συναλλακτικών ηθών τα οποία δεν δύνανται να καταργήσουν τη σύµβαση. Στην εκτίµηση του

108 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 243 επ. 109 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 246 επ.

50

σπουδαίου λόγου πρωτεύοντα ρόλο έχει η στάθµιση των συµφερόντων τόσο του

καταγγέλλοντος, για λύση της σύµβασης, όσο και του αντισυµβαλλοµένου του για συνέχιση της

σύµβασης. Σπουδαίο λόγο γενικά συνιστούν το συµβατικό πταίσµα, η κατάχρηση της

εµπιστοσύνης, η προσβολή της τιµής, η πρόκληση ζηµίας και παρόµοια περιστατικά που

υπάρχουν κατά την στιγµή της καταγγελίας, ακόµα και αν εµφανίσθηκαν παλαιότερα, ακόµη και

πριν από την σύναψη της σύµβασης, εφόσον όµως δεν έχουν εξαλειφθεί ή αποδυναµωθεί κατά

τον χρόνο της καταγγελίας. 110

Στα πλαίσια πάντως της σύµβασης factoring και σύµφωνα µε τους όρους που περιέχονται

στις περισσότερες προδιατυπωµένες συµβάσεις factoring σπουδαίος λόγος για την καταγγελία

εκ µέρους του πράκτορα συντρέχει ιδίως εάν:

1. Μειωθεί ουσιωδώς η οικονοµική επιφάνεια ή περιοριστεί ουσιωδώς ο κύκλος εργασιών

ή ανασταλεί η οικονοµική δραστηριότητα του Προµηθευτή ή του /των Εγγυητή/ών.

2. Η περιουσία του Προµηθευτή ή του /των Εγγυητή /ών (ή ουσιώδη στοιχεία αυτής)

επιβαρυνθεί, κατασχεθεί ή σφραγισθεί.

3. Ο Προµηθευτής ή ο /οι Εγγυητής /ές περιέλθουν σε κατάσταση παύσεως των πληρωµών

ή θέσεως υπό αναγκαστική διαχείριση ή υπαγωγής υπό τη διοίκηση και διαχείριση των

πιστωτών ή υπό ειδική εκκαθάριση ή υπό οποιοδήποτε καθεστώς διαχειρίσεως, ή

υποβληθεί κατ' αυτών αίτηση περί των ανωτέρω ή µε όποιο τρόπο επέλθει ο κίνδυνος

αφερεγγυότητάς τους.

4. Ο Προµηθευτής ή ο /οι Εγγυητής /ές απωλέσουν ή υποστούν περιορισµό της ικανότητάς

τους προς δικαιοπραξία ή απωλέσουν ή υποστούν περιορισµό της εξουσίας διαθέσεως

της περιουσίας τους καθώς και σε περίπτωση θανάτου ενός εξ αυτών.

5. Το καταστατικό του Προµηθευτή τροποποιηθεί σε ένα από τα θέµατα του άρθρου 29

παρ. 3 του Ν. 2190/1920 περί ανωνύµων εταιριών, όπως κάθε φορά ισχύει.

6. Το νοµικό πρόσωπο του Προµηθευτή ή του /των Εγγυητή /ών λήξει, λυθεί ή ληφθεί

απόφαση για να λυθεί ή τεθεί υπό εκκαθάριση.

7. Η επιχείρηση του Προµηθευτή µεταβιβασθεί ή εκµισθωθεί εν όλω ή εν µέρει.

8. Ο Προµηθευτής δεν παραδώσει κατάσταση τιµολογίων για χρονικό διάστηµα ανώτερο

του µηνός.

9. Οποιοδήποτε ποσό οφειλόµενο βάσει δικαστικής αποφάσεως ή πράξεως οποιασδήποτε

φύσεως ή βάσει διοικητικής πράξεως παραµένει ανεξόφλητο για περίοδο µεγαλύτερη

των επτά (7) ηµερών από την ηµεροµηνία, κατά την οποία η πράξη ή η απόφαση

καθίσταται απρόσβλητη ή λήγει το ανασταλτικό της αποτέλεσµα, εκτός εάν η τυχόν

110 Βλ. όπ. π. Λ. Γεωργακόπουλο, σελ. 160 επ.

51

υπάρχουσα νόµιµη προθεσµία εξοφλήσεως είναι µεγαλύτερη, οπότε ισχύει η ηµεροµηνία

λήξεως της προθεσµίας αυτής.

10. Σφραγιστούν επιταγές εκδόσεως του Προµηθευτή ή του /των Εγγυητή /ών ή συνταχθούν

διαµαρτυρικά για γραµµάτια ή συναλλαγµατικές λόγω µη πληρωµής τους από τον

Προµηθευτή ή τον /τους Εγγυητή /ές.

11. Ο /οι Εγγυητής /ές επιχειρεί /ούν να απαλλαγεί /ούν από την παρεχόµενη µε την παρούσα

εγγύηση εν όλω ή εν µέρει.

12. Μειωθεί ουσιωδώς η εξασφάλιση του Πράκτορα από τις ασφάλειες που έχουν καθ'

οποιοδήποτε τρόπο παρασχεθεί στα πλαίσια της παρούσης συµβάσεως.

Αντίστοιχα σπουδαίο λόγο που να δικαιολογεί την καταγγελία της σύµβασης εκ µέρους

του προµηθευτή συνιστούν:

1. Η παράλειψη προεξόφλησης των ήδη εκχωρηµένων απαιτήσεων εντός του

συµφωνηθέντος χρονικού διαστήµατος.

2. Η παράλειψη είσπραξης εκχωρηµένων και ήδη ληξιπρόθεσµων απαιτήσεων οι οποίες

έχουν εκχωρηθεί µόνο προς είσπραξη στον πράκτορα µε αποτέλεσµα την καθυστέρηση

ικανοποίησης του προµηθευτή

3. Η δυσµενής οικονοµική κατάσταση του προµηθευτή η οποία δεν του επιτρέπει να

ανταπεξέλθει για το µέλλον στις οικονοµικές υποχρεώσεις του απέναντι στον πράκτορα

µε αποτέλεσµα να καθιστά την συνέχιση της σύµβασης αδύνατη εκ µέρους του

προµηθευτή κ.α..

Η νοµοθετική σκοπιµότητα και αξία του δικαιώµατος της καταγγελίας για σπουδαίο

λόγο ανακύπτει, είτε όταν δεν παρέχεται δικαίωµα τακτικής καταγγελίας από το νόµο ή όταν

παρέχεται µεν αλλά τελεί υπό προθεσµία, είτε όταν υποχρεώνει τον καταγγέλλοντα σε

αποζηµίωση αν ασκηθεί άκαιρα, όπως συµβαίνει στη σύµβαση εργασίας και στην προσωπική

εταιρεία και την εντολή. Ωστόσο αξίζει να σηµειωθεί ότι το δικαίωµα καταγγελίας για σπουδαίο

λόγο δεν στερείται εξ ορισµού προειδοποιητικής προθεσµίας, γιατί ανάλογα µε το σπουδαίο

λόγο και τα συµφέροντα των µερών µπορεί να προκύπτει ότι ο υπέρ ου παρέχεται το δικαίωµα

καταγγελίας για σπουδαίο λόγο οφείλει να τηρήσει εύλογη προθεσµία επιβεβληµένη από την

καλή πίστη. Πάντως και στην περίπτωση που δεν τηρηθεί η ανωτέρω προθεσµία και εφόσον

υπάρχει όντως σπουδαίος λόγος η καταγγελία δεν πρέπει να θεωρηθεί άκυρη ως καταχρηστική,

αλλά ο καταγγέλλων θα υπέχει ευθύνη για τη ζηµία που προξένησε λόγο της µη τήρησης της

προθεσµίας στον αντισυµβαλλόµενο του.111

Το δικαίωµα κάθε συµβαλλόµενου να λύσει µε έκτακτη καταγγελία τη σύµβαση για

σπουδαίο λόγο είναι όχι µόνο ανεπίδεκτο κατασχέσεως αλλά και ανεπίδεκτο καταργήσεως ή

111 Βλ. όπ. π. Λ. Γεωργακόπουλο, σελ. 166 επ.

52

περιορισµού µε συµφωνία των µερών, όπως ρητώς προβλέπει ο Αστικός Κώδικας στις διατάξεις

του σχετικά µε τη σύµβαση εργασίας και τη σύµβαση προσωπικής εταιρίας (ΑΚ 672 § 2, 766 §

2). Ο έλεγχος της υπάρξεως σπουδαίου λόγου είναι και κατά την ελληνική νοµολογία

αναγνωριστικός και όχι διαπλαστικός και συνεπώς ενεργεί ex tunc. Ωστόσο δηµιουργείται

προβληµατισµός από την κρατούσα στη νοµολογία τάση, σύµφωνα µε την οποία στην σύµβαση

προσωπικής εµπορικής εταιρίας η καταγγελία της σύµβασης από έναν εκ των εταίρων επιφέρει

τη λύση της εταιρείας και αν ακόµη δεν συντρέχει η προϋπόθεση του νόµου, δηλαδή ακόµη και

αν ο λόγος που επικαλείται ο καταγγέλλων δεν είναι σπουδαίος. Αν γίνει δεκτή αυτή η άποψη,

τότε ενδεχόµενη µεταγενέστερη δικαστική απόφαση η οποία αναγνωρίζει την ανυπαρξία

σπουδαίου λόγου δεν ασκεί καµία επιρροή στην τύχη της εταιρίας αλλά µπορεί να θεµελιώσει

µόνο αξίωση αποζηµίωσης. Η άποψη αυτή ακολουθείται από µέρος της νοµολογίας των

δικαστηρίων της ουσίας και για την αστική εταιρία. Η γνώµη αυτή έχει κατακριθεί από

σηµαντικό κοµµάτι της θεωρίας και της νοµολογίας καθώς έχει ως αποτέλεσµα τη µετατροπή

της έκτακτης καταγγελίας σε τακτική µε µόνο αντιστάθµισµα την καταβολή αποζηµίωσης.

Πάντως η άποψη αυτή ανεξάρτητα από την ορθότητά της δεν επικράτησε στο δίκαιο της

σύµβασης εργασίας, παρόλο που επιχειρήθηκε να θεµελιωθεί µε αποτέλεσµα να είναι αδύνατη η

εφαρµογή της στην σύµβαση factoring η οποία εµφανίζει στοιχεία της σύµβασης εργασίας και

όχι της εταιρείας του αστικού δικαίου στην οποία υποστηρίζεται η ανωτέρω άποψη.

Βέβαια θα µπορούσε η ανωτέρω άποψη να υιοθετηθεί και στη σύµβαση factoring µέσω

της αναλογικής εφαρµογής σε αυτήν των διατάξεων για την εντολή, οι οποίες εφαρµόζονται

επικουρικά όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω σε περίπτωση έλλειψης ρύθµισης των διατάξεων των

συµβάσεων έργου ή εργασίας ανάλογα µε την αιτία των εκχωρήσεων στην εκάστοτε σύµβαση

factoring. Συγκεκριµένα η διάταξη του άρθρου 724 του ΑΚ ορίζει ότι ο εντολέας µπορεί να

ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε, ενώ η διάταξη του άρθρου 725 του ΑΚ ορίζει ότι ο

εντολοδόχος έχει δικαίωµα να καταγγείλει την εντολή για σπουδαίο λόγο οποτεδήποτε ακόµη

και όταν έχει παραιτηθεί από το δικαίωµα αυτό.112

Ωστόσο µία τέτοια αναλογική εφαρµογή δεν πρέπει να γίνει δεκτή διότι στην σύµβαση

εντολής οι ρυθµίσεις αυτές δικαιολογούνται από το γεγονός ότι ο εντολοδόχος εξυπηρετεί

αποκλειστικά και µόνο συµφέροντα του εντολέα χωρίς να αποκοµίζει κανένα προσωπικό όφελος

από την εντολή. Αντιθέτως στη σύµβαση factoring τόσο ο πράκτορας όσο και ο προµηθευτής

εξυπηρετούν µέσω της σύµβασης ο καθένας τα προσωπικά οικονοµικά του συµφέροντα. Για το

λόγο αυτό η µονοµερής και χωρίς σπουδαίο λόγο καταγγελία της σύµβασης factoring τόσο από

τον πράκτορα όσο και από τον προµηθευτή δεν πρέπει να θεωρηθεί θεµιτή καθώς θα έχει ως

συνέπεια την σοβαρή βλάβη των συµφερόντων του αντισυµβαλλοµένου του καταγγέλλοντος.

112 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 247 επ.

53

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω η καταγγελία της σύµβασης factoring ως διαπλαστικό

δικαίωµα εξαρτώµενο από την προϋπόθεση του σπουδαίου λόγου δεν παράγει κανένα

αποτέλεσµα χωρίς την ύπαρξη του σπουδαίου λόγου αφού αποτελεί περίπτωση δικαιώµατος υπό

όρο. Η ύπαρξη ευθύνης του χωρίς σπουδαίο λόγο καταγγέλλοντος για ανόρθωση της

προκληθείσας στον αντισυµβαλλόµενό του ζηµίας δεν µπορεί να δικαιολογήσει τον τερµατισµό

της συµβατικής σχέσης των µερών, καθώς το δίκαιο δεν επιτρέπει σε κανέναν να αποδεσµεύεται

µονοµερώς από τις υποχρεώσεις του µε µόνη την δικαιολογία ότι αναλαµβάνει να

αποκαταστήσει την επελθούσα στον αντισυµβαλλόµενό του ζηµία.

Συµπερασµατικά ο αναιτίως καταγγέλλων εξακολουθεί να δεσµεύεται από τη σύµβαση

factoring και υποχρεούται να εκτελεί τις συµβατικές του υποχρεώσεις χωρίς να απαλλάσσεται

και από ενδεχόµενη ευθύνη του προς αποκατάσταση των ζηµιών που προκαλεί µε την

αντισυµβατική συµπεριφορά του στον αντισυµβαλλόµενο. Βέβαια η συµπεριφορά του αναιτίως

καταγγέλλοντος µπορεί να συνιστά σπουδαίο λόγο καταγγελίας εκ µέρους του

αντισυµβαλλοµένου του. Παρόλα αυτά υπό προϋποθέσεις η αναίτια έκτακτη καταγγελία µπορεί

να ληφθεί υπόψη ως τακτική καταγγελία για το αµέσως επόµενο δυνατό χρόνο. Όσον δε αφορά

στην αµφισβήτηση για το αν υπάρχει στη συγκεκριµένη περίπτωση σπουδαίος λόγος

καταγγελίας ή όχι, ο αντισυµβαλλόµενος του καταγγέλλοντος µπορεί να προσφύγει στη σύντοµη

διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων αιτούµενος την προσωρινή ρύθµιση κατάστασης και

συγκεκριµένα την συνέχιση της λειτουργίας της συµβάσεως µέχρι την έκδοση της απόφασης επί

της αγωγής της σχετικής µε το κύρος της καταγγελίας.113

VII. Συνέπειες της καταγγελίας

Ο κανόνας είναι ότι η έγκυρη καταγγελία λύει την διαρκή ενοχή και τερµατίζει πρόωρα

την διάρκειά της, εποµένως εµποδίζει την εφεξής γέννηση νέων υποχρεώσεων από αυτήν. Η

αξίωση για εκτέλεση και η αποζηµίωση για µη εκτέλεση που αφορούν τις µέχρι τότε γεννηµένες

υποχρεώσεις δεν θίγονται από την λύση της σύµβασης, η οποία ενεργεί ex nunc. Ωστόσο,

συνέπεια της λύσεως της συµβάσεως µπορεί να είναι η υποχρέωση αποζηµίωσης για τις ζηµίες

που επήλθαν από τη σύµβαση ή άλλη µετενέργεια της σύµβασης. Τόσο ο κανόνας όσο και οι

ανωτέρω εξαιρέσεις του µπορεί να αφορούν τόσο την τακτική όσο και την έκτακτη καταγγελία,

ενώ ερευνητέες είναι και οι συνέπειες της άκυρης καταγγελίας. Η αποζηµίωση για συµβατικές

παραβάσεις που έγιναν πριν την λύση της σύµβασης µε την καταγγελία καλύπτει τις ζηµίες που

επήλθαν µέχρι την λύση της σύµβασης, ως αντιστάθµισµα της αξιώσεως του

αντισυµβαλλοµένου για εκπλήρωση. Αντίθετα οι υπό κρίση αποκαταστατέες ζηµίες αφορούν σε 113 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 250 επ.

54

χρόνο µεταγενέστερο της λύσης της σύµβασης λόγω της καταγγελίας. Μετά τη λύση αξίωση

αποζηµίωσης µπορεί να γεννηθεί µόνο από την παράβαση συνεχιζόµενων παλαιών

υποχρεώσεων ή δηµιουργουµένων νέων υποχρεώσεων, δηλαδή µόνο στα πλαίσια της

µετενέργειας της σύµβασης. Ιδιότυπη τέτοια µετενέργεια αποτελεί και η αξίωση για αποζηµίωση

προς αποκατάσταση των ζηµιών που δηµιουργήθηκα λόγω της λύσεως της συµβάσεως µε

καταγγελία.114

Προϋπόθεση των ζηµιών των προκληθεισών από την λύση της σύµβασης είναι η

έγκυρη αλλά άδικη λύση. Εάν λόγο άκυρης καταγγελίας δεν επήλθε λύση, δεν µπορούν να

επέλθουν ούτε ζηµίες οφειλόµενες στη λύση αλλά υπάρχει αξίωση για εκπλήρωση της µη

λυθείσας ενοχής και αξίωση αποζηµίωσης για µη εκπλήρωση. Για την αξίωση δε αυτή για

εκπλήρωση προϋποτίθεται ότι ο αξιών την αποζηµίωση εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, από

τις οποίες δεν απαλλάσσεται απλώς λόγω της µη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του άλλου

µέρους.

Για έγκυρη αλλά άδικη λύση γίνεται λόγος στην περίπτωση που α) η λύση επήλθε µε

καταγγελία για λόγο που αποτελεί συµβατικό πταίσµα του αντισυµβαλλοµένου του

καταγγέλλοντος και β) η λύση επήλθε µε καταγγελία, η οποία συνιστά παράβαση υποχρεώσεων,

δηλαδή συµβατικό πταίσµα του καταγγέλλοντος αλλά είναι έγκυρη.

Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση ο κανόνας ότι οφείλεται αποκατάσταση των ζηµιών

των προκληθεισών από τη λύση της σύµβασης, διατυπώνεται είτε ευθέως είτε εµµέσως. Για

παράδειγµα στην περίπτωση της καταγγελίας για σπουδαίο λόγο της σύµβασης εταιρίας ορίζεται

ευθέως ότι όταν ο σπουδαίος λόγος, για τον οποίο καταγγέλθηκε η εταιρία συνίσταται στην

παράβαση των υποχρεώσεων από έναν άλλον εταίρο, αυτός ευθύνεται για τις προκληθείσες

στους άλλους εταίρους ζηµίες από τη λύση της σύµβασης (και όχι µόνο για τη ζηµία του

καταγγέλλοντος) (ΑΚ 770).

Ευθέως ή εµµέσως αποκαταστατέες ορίζονται και οι οφειλόµενες στη λύση ζηµίες στη

µίσθωση πράγµατος. Έτσι, σύµφωνα µε το άρθρο 597§1 ΑΚ ο µισθωτής δικαιούται να

καταγγείλει τη σύµβαση σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής µισθώµατος, χωρίς να

αποκλείεται αξίωση του για αποζηµίωση λόγω της πρόωρης λύσης της µισθώσεως. Επίσης και

το άρθρο 594 ΑΚ προβλέπει ότι σε περίπτωση κακής χρήσεως του µισθίου από τον µισθωτή, ή

µη τήρησης ορθής συµπεριφοράς απέναντι στους άλλους ενοίκους, δικαιούται να προβεί σε

άµεση καταγγελία και ταυτόχρονα να ζητήσει αποζηµίωση , η οποία προφανώς θα αφορά την

πρόωρη λύση της µισθωτικής σύµβασης, διότι δεν συντρέχει λόγος ειδικής πρόβλεψης της

αποζηµίωσης για ζηµία που επήλθε κατά την διάρκεια της µισθώσεως.

114 Βλ. όπ. π. Λ. Γεωργακόπουλο, σελ. 174 επ.

55

Στη σύµβαση factoring αν και δεν προβλέπεται από το νόµο δικαίωµα αποζηµίωσης για

τις ζηµίες που προκλήθηκαν από τη λύση της σύµβασης την οφειλόµενη σε συµβατικό πταίσµα

του άλλου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι όπως σε όλες τις διαρκείς ενοχές στις οποίες

αναγνωρίζεται είτε εθιµικά είτε συµβατικά είτε αναλογικά δικαίωµα καταγγελίας για σπουδαίο

λόγο, παρίσταται ανάγκη να θεωρηθεί συµφυές προς το δικαίωµα της καταγγελίας , το δικαίωµα

αποζηµιώσεως κατά του µέρους που προκάλεσε υπαιτίως την καταγγελία, για τις ζηµίες που

προκλήθηκαν από αυτήν.

∆ιαφορετικά θα υπήρχε αντίθεση στα χρηστά ήθη και την εύλογη ερµηνεία του δικαίου

αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο νόµος από τη µία αµείβει αυτόν που υπαίτια παραβαίνει τις

υποχρεώσεις του, µε το να τον απαλλάσσει από την υποχρέωση αποκατάστασης των ζηµιών που

προκάλεσε, από την άλλη δε να υποχρεώνει τον δικαιούχο της αποζηµίωσης να µην ασκήσει την

καταγγελία προκειµένου να διατηρήσει το δικαίωµα αποζηµίωσης κατά του αντισυµβαλλοµένου

του.

Επιχείρηµα για την δυνατότητα αποκατάστασης των προκληθεισών από τη λύση της

σύµβασης factoring ζηµιών αντλείται και από τις διατάξεις του ΑΚ για την σύµβαση εργασίας,

οι οποίες για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί ανωτέρω τυγχάνουν αναλογικής εφαρµογής

στην σύµβαση factoring. Έτσι, στη σύµβαση εργασίας ορισµένου ή αορίστου χρόνου , εάν αυτή

καταγγελθεί για σπουδαίο λόγο, ο οποίος οφείλεται στην αθέτηση συµβατικών υποχρεώσεων,

υποχρεούται ο υπαίτιος να αποζηµιώσει τον αντισυµβαλλόµενό του (ΑΚ 673), προφανώς για τις

ζηµίες που οφείλονται στην λύση της σύµβασης, διότι για τις ζηµίες που προκλήθηκαν µέχρι τη

λύση της σύµβασης δεν συντρέχει λόγος ειδικής πρόβλεψης. Ανάλογα δε µε το αν η καταγγελία

αφορά σε σύµβαση εργασίας ορισµένου ή αορίστου χρόνου διαφοροποιείται και ο χρόνος εντός

του οποίου θεωρούνται αποκαταστατέες οι προκληθείσες ζηµίες.115

Όσον αφορά την δεύτερη περίπτωση, ο νόµος ή η ερµηνεία επιτρέπουν ορισµένες φορές

την τακτική ή έκτακτη καταγγελία ως έγκυρη, επιβάλλοντας απλώς στον καταγγέλλοντα

υποχρεώσεις η παράβαση των οποίων δεν θίγει το κύρος της καταγγελίας αλλά δηµιουργεί

υποχρέωση αποζηµίωσης. Συγκεκριµένα η κρατούσα στη νοµολογία άποψη δέχεται ότι η

καταγγελία εταιρίας ορισµένου χρόνου είναι έγκυρη, ακόµη και αν δεν υπάρχει ο απαιτούµενος

από το νόµο σπουδαίος λόγος, αλλά ο καταγγέλλων υποχρεούται να αποζηµιώσει τους

υπόλοιπους εταίρους για τις ζηµίες που υπέστησαν από τη λύση της σύµβασης. Επίσης ο ίδιος ο

νόµος επιβάλλει σε ορισµένες περιπτώσεις υποχρέωση αποκατάστασης της ζηµίας που

οφείλεται στην άκαιρη λύση της σύµβασης. Για παράδειγµα στη σύµβαση εµπιστευτικών

ελευθερίων εργασιών ο εργαζόµενος, ο οποίος δεν τελεί σε διαρκή σχέση µε πάγιο µισθό, µπορεί

να καταγγείλει τη σύµβαση ελεύθερα µε την διαφορά ότι σε περίπτωση άκαιρης καταγγελίας

115 Βλ. όπ. π. Λ. Γεωργακόπουλο, σελ. 177 επ.

56

υποχρεούται να αποζηµιώσει τον αντισυµβαλλόµενό του (676 εδ. 2). Ιδιαίτερη περίπτωση

άδικης καταγγελίας, η οποία µπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια και στην περίπτωση του factoring

λόγω της προαναφερόµενης δυνατότητας αναλογικής εφαρµογής των διατάξεων του ΑΚ για τη

σύµβαση εργασίας, είναι η καταγγελία σύµβασης εργασίας την οποία ο εργαζόµενος σύναψε

πεπεισµένος ως προς την προοπτική µακράς διάρκειάς της. Η τελευταία ναι µεν λύει τη

σύµβαση και απαλλάσσει τον καταγγέλλοντα από τις προς εκπλήρωση υποχρεώσεις του, αυτός

όµως ευθύνεται λόγω της άκαιρης καταγγελίας του σε ανόρθωση όλων των ζηµιών που

προκλήθηκαν στον αντισυµβαλλόµενό του εξ’ αιτίας της.

Περαιτέρω στη σύµβαση factoring καταλήγουµε ότι υπάρχει υποχρέωση αποκατάστασης

των ζηµιών που προκαλούνται από άκαιρη καταγγελία και λόγω της διάταξης του άρθρου 700

ΑΚ, η οποία για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί µπορεί να τύχει εφαρµογής στο

factoring. Σύµφωνα µε αυτή ο εργοδότης µπορεί µέχρι να περατωθεί το έργο να καταγγείλει

ελεύθερα την σύµβαση έργου, οφείλοντας όµως την αµοιβή, µετά την αφαίρεση των

εξοικονοµηθεισών δαπανών και των επιτευχθέντων µε άλλη εργασία ωφελειών του τελευταίου,

εκτός κι αν η καταγγελία οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργολάβου.116

Συµπερασµατικά, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στην περίπτωση της καταγγελίας της

σύµβασης factoring, αποκαθίστανται οι ζηµίες που οφείλονται σε αυτήν είτε πρόκειται για

καταγγελία που οφείλεται σε συµβατικό πταίσµα του αντισυµβαλλόµενου, είτε πρόκειται για

καταγγελία η οποία αποτελεί η ίδια συµβατικό πταίσµα του καταγγέλλοντος.

Όσον αφορά το είδος της αποζηµίωσης που οφείλεται στην περίπτωση της καταγγελίας

της σύµβασης factoring , αυτή είναι η κοινή αποζηµίωση, ήτοι η πλήρης αποζηµίωση για την

αποκατάσταση των ζηµιών που προκλήθηκαν από την λύση της σύµβασης factoring. Επειδή δεν

υπάρχουν ειδικές διατάξεις για τον υπολογισµό της αποζηµίωσης αυτής δεν υπάρχουν,

εφαρµοστέες είναι οι διατάξεις των άρθρων 279 επ. ΑΚ.

Εάν αυτός που προκάλεσε υπαιτίως την καταγγελία της σύµβασης, δικαιούται να

καταγγείλει και αυτός την σύµβαση, δεν υποχρεούται σε αποζηµίωση του άλλου, γιατί η

καταγγελία αυτή δεν είναι αιτιώδης ως προς την ζηµία που θα επέλθει. Συνεπώς αποκαταστατέες

είναι οι ζηµίες που προκλήθηκαν από τη λύση της σύµβασης µέχρι το χρονικό σηµείο κατά το

οποίο δικαιούται το άλλο µέρος να καταγγείλει τη σύµβαση.

Ως προς τον υπολογισµό της ζηµίας, σύµφωνα µε τις κοινές διατάξεις αποκαταστατέα

είναι η µείωση της περιουσίας και το διαφυγόν κέρδος του δικαιούµενου την αποζηµίωση (ΑΚ

298). Η αποζηµίωση δε αυτή δύναται να µην επιδικασθεί ή να µειωθεί, όταν ο ζηµιωθείς

συντέλεσε στην επέλευση της ζηµίας µε δική του υπαιτιότητα, ή παρέλειψε να την αποτρέψει ή

να την περιορίσει (300 ΑΚ).

116 Βλ. όπ. π. Λ. Γεωργακόπουλο, σελ. 179 επ.

57

Στα πλαίσια της σύµβασης factoring η αποζηµίωση σε περίπτωση λύσης της σύµβασης

µε καταγγελία. όταν αυτή οφείλεται από τον προµηθευτή, θα έγκειται σύµφωνα µε την

αναλογική εφαρµογή του ΑΚ 700 στην καταβολή της αµοιβής του πράκτορα για τις υπηρεσίες

που είχε αναλάβει να παρέχει αυτός, εφόσον αφαιρεθούν πρώτα οι δαπάνες που

εξοικονοµήθηκαν από την µαταίωση της σύµβασης, όπως για παράδειγµα ο προεξοφλητικός

τόκος που χρεώνει ο πράκτορας. Αντίστοιχα στην περίπτωση που την αποζηµίωση οφείλει ο

πράκτορας αυτή θα έγκειται στις ζηµίες που υπέστη ο προµηθευτής µέχρι να ανασυγκροτήσει

την επιχείρησή του, ώστε να ανταποκρίνεται σε υποχρεώσεις όπως αυτές της παρακολούθησης

και είσπραξης απαιτήσεων τις οποίες είχε αναλάβει ο πράκτορας και οι οποίες ζηµίες µπορεί να

οφείλονται σε ενδεχόµενη απώλεια εσόδων λόγω µη είσπραξης απαιτήσεων του προµηθευτή

κατά των οφειλετών του.

Τέλος όπως προαναφέρθηκε ερευνητέες είναι και οι συνέπειες της άκυρης καταγγελίας

της συµβάσεως factoring. Οι συνέπειες αυτής είναι ανύπαρκτες, καθώς η καταγγελία αυτή ως

άκυρη δε λύει τη σύµβαση factoring και συνεπώς δεν αίρει την υποχρέωση παροχής του

καταγγέλοντος, ούτε θίγει την αντίστοιχη αξίωση εκπληρώσεως του αντισυµβαλλοµένου του. Οι

συµβαλλόµενοι εξακολουθούν να δικαιούνται και να υποχρεούνται σε εκπλήρωση µε όλες τις

συνέπειες που συνεπάγεται αυτό. Εποµένως στην περίπτωση της άκυρης καταγγελίας,

αποκαταστατέες είναι οι ζηµίες από τη µη εκπλήρωση της παροχής του καταγγέλλοντος ο

οποίος νοµίζει ότι έχει λυθεί η σύµβαση και ότι δεν δεσµεύεται πλέον από αυτήν και άρα γι’

αυτό το λόγο δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του.117

VIII. Λύση λόγω θανάτου ή πτώχευσης

Ο θάνατος των συµβαλλοµένων δεν επιφέρει κατά κανόνα τη λύση της σύµβασης, καθώς

στη θέση του υπεισέρχονται ex lege οι κληρονόµοι του. Ωστόσο ο νόµος σε εξαιρετικές

περιπτώσεις προβλέπει ότι η ενοχή αποσβήνεται µε το θάνατο είτε του δανειστή (ΑΚ 840 § 1 εδ.

β΄) είτε του οφειλέτη ( ΑΚ 675 § 1, 726 εδ. α΄) είτε οποιουδήποτε από τους δύο (ΑΚ 773 εδ. α΄).

Από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο θάνατος λειτουργεί ως

αποσβεστικός της ενοχής λόγος στις συµβάσεις στις οποίες τα µέρη αποβλέπουν στις

προσωπικές ιδιότητες και ικανότητες του άλλου ή στην εν γένει προσωπικότητά του όπως

συµβαίνει σε όλες τις σχέσεις εµπιστοσύνης. 118

Όπως έχει προαναφερθεί το factoring είναι από τις κατεξοχήν συµβάσεις που

στηρίζονται στην αµοιβαία εµπιστοσύνη των µερών. Παρόλα αυτά δεν υπάρχει ρύθµιση στο

117 Βλ. όπ. π. Λ. Γεωργακόπουλο, σελ. 184 επ. 118 Βλ. όπ.π. Απ. Γεωργιάδη, σελ. 255 επ.

58

νόµο που να προβλέπει τις συνέπειες ενδεχόµενου θανάτου ή πτώχευσης ενός εκ των

συµβαλλοµένων. Ελλείψει της ρύθµισης αυτής στο ελληνικό δίκαιο ορθό είναι να ερευνήσουµε

τις συνέπειες ενός τέτοιου γεγονότος στη σύµβαση factoring όπως αυτές προβλέπονται από τα

δίκαια αλλοδαπών κρατών.

Έτσι στο γερµανικό δίκαιο προβλέπεται ότι µε την πτώχευση του πελάτη λύεται

αυτοµάτως η σύµβαση factoring χωρίς να χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη δήλωση βουλήσεως.

Συνεπώς, ούτε ο πελάτης υποχρεούται να εκχωρήσει περαιτέρω απαιτήσεις του, ούτε ο

πράκτορας να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο πράκτορας όσον αφορά την αµοιβή του για τις

υπηρεσίες που παρείχε στον προµηθευτή µέχρι την κήρυξη της πτώχευσης δικαιούται να

συµµετάσχει στην οµάδα των πιστωτών και να ικανοποιηθεί από την πτωχευτική περιουσία, ενώ

σχετικά µε τις απαιτήσεις των οποίων η εκχώρηση είχε ολοκληρωθεί πριν την έναρξη της

πτωχευτικής διαδικασίας, αυτός δικαιούται να τις κρατήσει οριστικά. Τις απαιτήσεις αυτές αν

τις έχει εισπράξει ο πράκτορας δεν δηµιουργείται κάποιο πρόβληµα, ακόµη όµως κι αν δεν τις

έχει εισπράξει δεν πρέπει να αναγνωρίζεται δικαίωµα επιλογής του συνδίκου της πτώχευσης, κι

αυτό διότι ένα από τα µέρη θα έχει κατά κανόνα εκπληρώσει την παροχή του είτε µε την

προσφορά της απαιτήσεως εκ µέρους του πτωχεύσαντος πελάτη, είτε µε την προκαταβολή της

αξίας της απαιτήσεως από πλευράς του πράκτορα.119

Αντίστοιχα στο γαλλικό δίκαιο στην περίπτωση της πτώχευσης του προµηθευτή, οι

διακανονισµοί των απαιτήσεων που έγιναν µεταξύ αυτού και του πράκτορα κατά τη διάρκεια

της ύποπτης περιόδου και ο πράκτορας δικαιούται να απαιτήσει την είσπραξη των ποσών αυτών

και µετά την κήρυξη της πτώχευσης. Ωστόσο εάν οι απαιτήσεις αυτές αφορούσαν σε συµβάσεις

για τις οποίες είχε δοθεί η σχετική παραγγελία, αλλά εκτελέστηκαν µετά την κήρυξη της

πτώχευσης, τότε ο πράκτορας δεν δικαιούται να εισπράξει το σχετικό ποσό το οποίο ανήκει

πλέον στην πτωχευτική περιουσία. Παρόλα αυτά τίποτα δεν εµποδίζει την δυνατότητα της

λειτουργίας της σύµβασης factoring και µετά την κήρυξη της πτώχευσης στα πλαίσια της οποίας

τόσο ο πράκτορας όσο και ο σύνδικος της πτώχευσης υποχρεούνται να εκπληρώνουν κανονικά

όλες τις συµβατικές τους υποχρεώσεις.120

Όσον αφορά την πτώχευση του πράκτορα, περίπτωση η οποία αν και σπάνια λόγω των

ασφαλιστικών δικλείδων για τις εταιρείες οι οποίες νοµιµοποιούνται να δραστηριοποιηθούν στο

θεσµό του factoring, στο γερµανικό προβλέπεται ότι η σύµβαση factoring δεν λύεται αυτοµάτως,

αλλά ο σύνδικος της πτώχευσης έχει δικαίωµα να επιλέξει τη λύση της σύµβασης για το µέλλον.

Αντίστοιχα ο προµηθευτής έχει σοβαρό λόγο να καταγγείλει τη σύµβαση εξ αιτίας της

πτώχευσης του πράκτορα, καθώς δεν µπορεί να απαιτηθεί από αυτόν να συνεχίσει να

119 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 55 επ. 120 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 57 επ.

59

συνεργάζεται µε µία πτωχεύσασα εταιρεία. Αυτό το δικαίωµα του αναγνωρίζεται διότι αφενός

είναι αµφίβολο κατά πόσον η κηρυχθείσα σε πτώχευση εταιρία θα έχει τη δυνατότητα µέσω του

συνδίκου της πτώχευσης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει στα πλαίσια του

factoring και να εξεύρει τα απαραίτητα προς τούτο κεφάλαια και αφετέρου διότι µπορεί να

ζηµιώνεται η φήµη στην αγορά µέσω της εκχώρησης των απαιτήσεών του προς είσπραξη σε µία

πτωχεύσασα εταιρεία.

Σχετικά µε τις απαιτήσεις που έχει αγοράσει ο πράκτορας θα πρέπει να διακρίνουµε αν

πρόκειται για γνήσιο factoring οπότε ο προµηθευτής δεν έχει δικαίωµα επιλογής και εποµένως

αυτές ανήκουν οριστικά στην πτωχευτική περιουσία ή για µη γνήσιο factoring στο οποίο οι

απαιτήσεις έχουν µεταβιβαστεί εξασφαλιστικώς στον πράκτορα µε την εξουσιοδότηση της

εισπράξεως. Στην τελευταία περίπτωση ο πράκτορας επέχει θέση θεµατοφύλακα µε αποτέλεσµα

να µην του ανήκουν οι απαιτήσεις και να δικαιούται ο προµηθευτής να ζητήσει τον αποχωρισµό

τους από την πτωχευτική περιουσία. Όσον αφορά δε τις απαιτήσεις του προµηθευτή από τα

παρακρατηθέντα περιθώρια των απαιτήσεων που τηρούνται σε ειδικό δεσµευµένο λογαριασµό ο

προµηθευτής θα αναγγελθεί ως πιστωτής στη διαδικασία της πτωχεύσεως, εκτός εάν ο

λογαριασµός αυτός τηρείται σε κάποια τρίτη τράπεζα και µπορεί να εξακριβωθεί ότι δικαιούχος

είναι ο προµηθευτής. 121

Στο ελληνικό δίκαιο από την ανάπτυξη που έχει προηγηθεί σχετικά µε το factoring

προκύπτει ότι η αποδοχή της αυτοδίκαιης λύσης της σύµβαση factoring σε περίπτωση θανάτου η

πτώχευσης ενός εκ των συµβαλλοµένων µερών είναι ιδιαίτερα προβληµατική και είναι

αµφίβολο αν ανταποκρίνεται στη βούληση των µερών. Ορθότερο θα ήταν να δεχτούµε ότι τα

παραπάνω περιστατικά συνιστούν λόγο καταγγελίας της συµβάσεως για το άλλο µέρος. Ωστόσο

το ζήτηµα είναι µειωµένης σηµασίας καθώς συνήθως οι προδιατυπωµένες συµβάσεις factoring

περιλαµβάνουν συνήθως σχετικούς µε την πτώχευση και των θάνατο των συµβαλλοµένων

µερών όρους. Έτσι προβλέπεται συνήθως ως σπουδαίος λόγος καταγγελίας εκ µέρους του

πράκτορα ο θάνατος του προµηθευτή ή η κήρυξη του σε πτώχευση. Εποµένως στην τελευταία

περίπτωση ισχύουν αναλογικά όσα προαναφέρθηκαν για την λύση της σύµβασης factoring λόγω

καταγγελίας από σπουδαίο λόγο.

121 Βλ. όπ. π. Β. Βάθη, σελ. 56 επ.

60

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΩΝ

ΜΕΡΩΝ

I. Εκκρεµείς συµβάσεις

Κατά τον χρόνο λύσης της σύµβασης factoring µε έναν από τους τρόπους που

αναπτύχθηκαν ανωτέρω, εκκρεµούν ακόµη ανεκτέλεστες επιµέρους συµβάσεις, οι οποίες µπορεί

να βρίσκονται σε διάφορα στάδια. Οπότε στην περίπτωση αυτή τίθεται το θέµα της τύχης των

συµβάσεων αυτών. Καταρχήν πρέπει να αναφερθεί ότι στις διαρκείς συµβάσεις τη λύση τους

ακολουθεί ένα χρονικό διάστηµα κατά το οποίο η ήδη λυµένη σύµβαση µετενεργεί µε σκοπό να

εκκαθαριστούν πλήρως οι σχέσεις των µερών, καθώς και να προστατευθούν τα συµφέροντά

τους. Η σύµβαση factoring ως γνήσια διαρκής σύµβασης ασκεί και αυτή µετενέργεια στις

σχέσεις των µερών µετά την λύση της. Άλλωστε λόγω των προδιατυπωµένων συµβάσεων που

χρησιµοποιούνται στην περίπτωση του factoring, συνήθως προβλέπονται ρητώς σε αυτές οι

διαδικασίες που ακολουθούν την λύση της σύµβασης και έχουν ως σκοπό την οριστική

εκκαθάριση των σχέσεων πράκτορα και προµηθευτή.

Έτσι περιλαµβάνονται στις συµβάσεις factoring συνήθως οι εξής όροι που σκοπό έχουν

να προσδιορίσουν τα αποτελέσµατα της καταγγελίας της σύµβασης και τις διαδικασίες που θα

επακολουθήσουν σχετικά µε τις επιµέρους συµβάσεις και συµφωνίες των µερών που εκκρεµούν

κατά την χρονική στιγµή της λύσης: Η καταγγελία της συµβάσεως factoring στην περίπτωση

που οφείλεται σε σπουδαίο λόγο επιφέρει τα αποτελέσµατά της, αµέσως από την περιέλευσή της

στον αντισυµβαλλόµενο. Με την περιέλευση της καταγγελίας στον αντισυµβαλλόµενο στην

περίπτωση αυτή καταργούνται αυτοµάτως το ανώτατο όριο προεξοφλήσεως και όλα τα τυχόν

υπάρχοντα ανώτατα όρια καλύψεως πιστωτικού κίνδυνου, καταργείται αυτοµάτως οποιαδήποτε

υποχρέωση του Πράκτορα για προεξόφληση της αξίας τιµολογίων που είχαν περιέλθει σε αυτόν

µέχρι αυτό το χρονικό σηµείο και δεν έχουν προεξοφληθεί ακόµη και καθίστανται αµέσως

ληξιπρόθεσµες και απαιτητές όλες ανεξαιρέτως οι απαιτήσεις του Πράκτορα από τη σύµβαση µε

τους τόκους και τα πάσης φύσεως έξοδα που αφορούν σε αυτές. Τα συµβαλλόµενα µέρη δε,

συνοµολογούν, ότι µια τέτοια εξέλιξη, οφειλόµενη στη σύµβαση factoring, κείται εντός των

ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονοµικός σκοπός

των εξασφαλιζοµένων µε τον τρόπο αυτό δικαιωµάτων, ενώ προβλέπεται συνήθως ότι

παραιτούνται οριστικά από κάθε δικαίωµα αµφισβητήσεως της εξελίξεως αυτής.

Στην περίπτωση τακτικής καταγγελίας της σύµβασης factoring τα εκατέρωθεν

δικαιώµατα και υποχρεώσεις των συµβαλλοµένων από την σύµβαση εξακολουθούν να ισχύουν

61

και µετά τη λύση της για όλες τις απαιτήσεις, οι οποίες περιήλθαν στον Πράκτορα πριν από τη

λύση της σύµβασης. Εφόσον υπάρχουν εκκρεµείς οφειλές του Προµηθευτή προς τον

Πράκτορα, η καταγγελία της παρούσης εκ µέρους του Προµηθευτή, επιφέρει τα αποτελέσµατά

της κατά το χρονικό σηµείο, κατά το οποίο εξοφλούνται ολοσχερώς οι απαιτήσεις του

Πράκτορα κατά του Προµηθευτή, εκτός βέβαια αν συντρέχει σπουδαίος λόγος για την

καταγγελία της σύµβασης οπότε δεν εφαρµόζεται ο όρος αυτός και η καταγγελία επιφέρει τα

αποτελέσµατά της από τη στιγµή που θα περιέλθει σε αυτόν που απευθύνεται.

II. Λύση αλληλόχρεου λογαριασµού

Όπως έχει προηγουµένως αναφερθεί εκτενώς, ο αλληλόχρεος λογαριασµός είναι το

βασικό εργαλείο της σύµβασης factoring, καθώς µέσω αυτού διενεργούνται οι χρεώσεις και

πιστώσεις αµφοτέρων των µερών οι οποίες αποτελούν το αντικείµενο των υποχρεώσεών τους

στα πλαίσια του factoring. Συνεπώς, είναι λογικά επόµενο η λύση της σύµβασης factoring να

επενεργεί και στη σύµβαση του αλληλόχρεου λογαριασµού. Όπως είναι άλλωστε γνωστό, η

σύµβαση του αλληλόχρεου λογαριασµού είναι σύµβαση παρεπόµενη και γι’ αυτό το λόγο λύεται

αυτοδικαίως ελλείψει αντικειµένου, δηλαδή ελλείψει µίας διαρκούς κύριας συναλλακτικής

σχέσης µεταξύ των συµβαλλοµένων µερών, η οποία να παρέχει καθόλη τη διάρκειά της, τη

δυνατότητα πραγµατοποιήσεως περαιτέρω παροχών. 122

Εποµένως οι συνέπειες της λύσης του factoring, καθώς και η εκκαθάριση των σχέσεων

των µερών σε ένα µεγάλο βαθµό είναι οι συνέπειες που επέρχονται από τη λύση του

αλληλόχρεου και οι σχέσεις πράκτορα και προµηθευτή εκκαθαρίζονται µέσω της σύµβασης

αυτής. Ειδικότερα, όπως είναι γνωστό η λύση του αλληλόχρεου λογαριασµού, έχει ως συνέπεια

και το οριστικό του κλείσιµο και περαιτέρω την δηµιουργία του οριστικού καταλοίπου το οποίο

είτε αναγνωρίζεται από τον οφειλέτη του, είτε όχι. Περαιτέρω ανάλογα µε τον λόγο λύσης της

σύµβασης διαφοροποιούνται και οι συνέπειές της. Έτσι σε περίπτωση πτώχευσης ενός εκ των

µερών, συνήθως του προµηθευτή, αν το κατάλοιπο που προκύπτει από την εκκαθάριση είναι

υπέρ του πτωχού, τότε περιέρχεται στην οµάδα των δανειστών, αν είναι υπέρ του άλλου

αποτελεί απαίτηση που υπάγεται στην πτωχευτική διαδικασία. Στην τελευταία περίπτωση ο

δανειστής από τον αλληλόχρεο λογαριασµό θ’ αναγγείλει στην πτώχευση την απαίτηση που

στηρίζεται στο κατάλοιπο και όχι τις επιµέρους απαιτήσεις, χωρίς αυτό να εµποδίζει το σύνδικο

ν’ αµφισβητήσει το κύρος των κατ’ ιδίαν κονδυλίων, γεγονός που µπορεί να επιφέρει

τροποποιήσεις στην εκκαθάριση που έγινε. Επίσης από την κήρυξη της πτώχευσης µε δικαστική

122 Βλ. Στ. Αντωνόπουλο, Η σύµβαση αλληλόχρεου λογαριασµού, σελ. 163 επ.

62

απόφαση παύει ο υπολογισµός τόκου, κατ’ αρθρο 536 ΕΝ, άρα και για το τυχόν κατάλοιπο του

µη πτωχεύσαντα αντισυµβαλλόµενου. Σε περίπτωση δε πτωχευτικού συµβιβασµού ή

πτωχευτικής αποκατάστασης, δεν επέρχεται αναβίωση του λογαριασµού.123

Το προαναφερόµενο κατάλοιπο για το οποίο γίνεται λόγος στο αρθρ. 112 του ΕισΝΑΚ

προϋποθέτει λογιστική εκκαθάριση, γεγονός που δηλώνει την άθροιση των εκατέρωθεν

απαιτήσεων και την αφαίρεση από το µεγαλύτερο άθροισµα του µικρότερου και την εκκαθάριση

αυτή ακολουθεί η συµφωνία για το αποτέλεσµά της. Το κατάλοιπο που αναγνωρίστηκε είναι

αυτοτελές και ανεξάρτητο από τις προηγούµενες απαιτήσεις και παροχές, έχει δικό του τόπο

παροχής, δική του δωσιδικία, δική του παραγραφή και είναι αυτοτελώς τοκοφόρο.

Συγκεκριµένα, η ενοχή από το κατάλοιπο που προέκυψε από αλληλόχρεο λογαριασµό γεννιέται

ανεξάρτητα από τα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασµού απ’ όπου προέκυψε το κατάλοιπο ,

όταν ο οφειλέτης µε σύµβαση που κατάρτισε µε το δανειστή αφηρηµένα, αναγνώρισε , αφού

κλείστηκε ο λογαριασµός, το χρέος του ως προς το κατάλοιπο.

Για να αναγνωριστεί το προαναφερόµενο κατάλοιπο απαιτείται η τήρηση έγγραφου

τύπου µόνο για τη δήλωση του οφειλέτη για υπόσχεση ή αναγνώριση του χρέους και όχι για την

αποδοχή της δήλωσης αυτής από τον δανειστή. Η δήλωση για την αναγνώριση πρέπει να είναι

σαφής και συγκεκριµένη και επιπλέον να αποδεικνύεται ότι είναι αφηρηµένη, ανεξάρτητη

δηλαδή από την αιτία της. Επίσης πρέπει να συνάγεται µε σαφήνεια από θετικές ενέργειες του

οφειλέτη του καταλοίπου και, πάντως, όχι από τη µη ρητή άρνηση από µέρους του (του

οφειλέτη) του καταλοίπου, λ.χ. σε εύλογη προθεσµία και πάντως, η αναγνώριση του καταλοίπου

µπορεί να είναι και σιωπηρή.

Κύριος σκοπός της αναγνώρισης του καταλοίπου είναι η προσπόριση στον πιστωτή νέας

βάσης αγωγής και η δηµιουργία νέου λόγου υποχρέωσης για τον οφειλέτη. Ωστόσο είναι

ζήτηµα ερµηνείας της βούλησης των µερών αν θέλησαν µε την αναγνώριση αυτή απλώς να

αποδείξουν την ύπαρξη προγενέστερης ενοχής ή θέλησαν να συστήσουν νέα αυτοτελή ενοχή. Η

διαφορά της αναγνώρισης του καταλοίπου του αλληλόχρεου λογαριασµού ή όχι γίνεται εµφανής

τόσο στην αγωγή, στη θεµελίωση της απαίτησης στο κατάλοιπο και στην απόδειξη της, όσο και

στην αναγκαστική εκτέλεση.124

Έτσι στην περίπτωση που δεν αναγνωρίστηκε το κατάλοιπο του αλληλόχρεου

λογαριασµού, η αγωγή µε την οποία ζητείται η καταδίκη του οφειλέτη στην εξόφληση αυτής της

οφειλής στηρίζεται στη σύµβαση του αλληλόχρεου λογαριασµού και πρέπει να εµφανίζει

ολόκληρο το λογαριασµό, δηλαδή όλα τα κονδύλια από τα οποία προκύπτει το κατάλοιπο που

ζητείται και αιτείται την πληρωµή του εξαχθέντος υπολοίπου, οπότε και σε περίπτωση

123 Βλ. όπ. π. Γ. Βελέντζα, Το δίκαιο των Τραπεζών και των τραπεζικών συµβάσεων (εργασιών), 2003 σελ. 656 επ. 124 Βλ. όπ. π. Γ. Βελέντζα, σελ. 677 επ.

63

αµφισβήτησης θα πρέπει να αποδειχθούν τα κονδύλια του λογαριασµού και η ορθότητά του

εξαγόµενου καταλοίπου. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή παρατίθενται λεπτοµερώς οι πράξεις

και οι αµοιβαίες πιστοχρεώσεις τω µερών από τον συµψηφισµό των οποίων προκύπτει το

ζητούµενο µε την αγωγή κατάλοιπο, αφού αυτό δεν αποτελεί παρά απλό πόρισµά τηυς

λογιστικής εκκαθάρισης των δοσοληψιών που έγιναν και οι οποίες συνιστούν, στο σύνολό τους

αιτία της οφειλής, και αυτό για να µπορέσει ο εναγόµενος ν’ αµφισβητήσει τα µη αληθινά

κονδύλια και το δικαστήριο µε βάση αυτές τις αµφισβητήσεις να διατάξει αποδείξεις. Οι

ενέργειες αυτές αποτελούν προϊόν ιδιαίτερης διακεκριµένης δικαιοπραξίας, η παράλειψη της

οποίας καθιστά την αγωγή ολικά ή µερικά, αόριστη και συνακόλουθα άκυρη ως δικόγραφο και

απορριπτέα και µάλιστα µε αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου.

Αντίθετα στην περίπτωση που αναγνωρίστηκε το κατάλοιπο του αλληλόχρεου

λογαριασµού, η αγωγή στηρίζεται αποκλειστικά στη σύµβαση αφηρηµένης υπόσχεσης ή

αναγνώρισης χρέους . έτσι στην αγωγή µε την οποία ζητείται η καταδίκη του οφειλέτη στην

εξόγληση αυτής της οφειλής δεν απαιτείται καµία αναφορά στον αλληλόχρεο λογαριασµό και

στην παράθεση των κατ’ ιδίαν κονδυλίων των αµοιβαίων πιστοχρεώσεων. Κατά συνέπεια η

καταχώριση στον λογαριασµό προϋπαρχουσών ενοχών δεν συνεπάγεται αποσβεστική ανανέωση

και αντικατάστασή τους µε νέα ενοχή. Για την επέλευση ανανεωτικού αποτελέσµατος απαιτείται

ή να προκύπτει από τη σύµβαση αλληλόχρεου λογαριασµού ότι ο οφειλέτης αφηρηµένα πριν

από το κλείσιµο υποσχέθηκε την καταβολή του καταλοίπου, ή ν’ αναγνωρίσει ο οφειλέτης µετά

το κλείσιµο του λογαριασµού το χρέος από το κατάλοιπο.

Περαιτέρω, στην αναγκαστική εκτέλεση και προκειµένου αυτή να διενεργηθεί απαιτείται

να υπάρχουν οι εξής τρεις προϋποθέσεις: να είναι εκκαθαρισµένη η απαίτηση, να είναι βέβαιη

και να υπάρχει εκτελεστός τίτλος. Για να είναι µία απαίτηση εκκαθαρισµένη πρέπει καταρχήν

να είναι ορισµένη κατά ποσότητα και ποιότητα ενώ θα πρέπει τα στοιχεία αυτά να µπορούν να

προκύπτουν από τον εκτελεστό τίτλο. Η επιταγή προς πληρωµή καταλοίπου κλεισθέντος

αλληλοχρέου λογαριασµού αποτελεί sui generic εκτελεστό τίτλο, που, καταχωριζόµενος στο

βιβλίο κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου, ισχύει ως αναγκαστική κατάσχεση.

Αρµόδιο δε κατά τόπο δικαστήριο για την αξίωση καταβολής του καταλοίπου του είναι

το δικαστήριο µε βάση την δωσιδικία του τόπου της δικαιοπραξίας. Ως τέτοιος τόπος θεωρείται

ο τόπος στον οποίο πρέπει να καταβληθεί η χρηµατική οφειλή από το κατάλοιπο. 125

Συµπερασµατικά και στην περίπτωση του factoring, το οποίο όπως προαναφέρθηκε

εξυπηρετείται από τον αλληλόχρεο λογαριασµό, προκειµένου να εκκαθαριστούν οι σχέσεις των

µερών, απαιτείται να καταβληθεί από τον οφειλέτη που στην περίπτωση του factoring θα είναι

σχεδόν πάντα ο προµηθευτής το κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασµού είτε το έχει

125 Βλ. όπ.π. Γ. Βελέντζα, σελ. 683 επ.

64

αναγνωρίσει, είτε όχι, αν και συνήθως στις προδιατυπωµένες συµβάσεις factoring

περιλαµβάνεται πάντα όρος σύµφωνα µε τον οποίο ο προµηθευτής είτε υποχρεούται να

αναγνωρίσει το κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασµό κατά το οριστικό του κλείσιµο.

65

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνική Αντωνόπουλος Στ., Η σύµβαση αλληλόχρεου λογαριασµού.

Βάθης Βασίλης, Η σύµβαση factoring, 1995.

Βασιλείου ∆. , Μια συνοπτική θεώρηση της πρακτορείας επιχειρηµατικών απαιτήσεων, ∆ελτίο

ΕΕΤ, 1997, Γ’ τρίµηνο.

Βελέντζας Γ. , Το δίκαιο των Τραπεζών και των τραπεζικών συµβάσεων (εργασιών), 2003.

Γεωργακόπουλος Λ., Το δίκαιο των διαρκών ενοχών.

Γεωργιάδης Απόστολος , Νέες µορφές συµβάσεων της σύγχρονης οικονοµίας, 2000.

Γεωργιάδης - Σταθόπουλος, ΕρµΑΚ.

∆ελούκας, Οι γενικοί όροι των συναλλαγών, Το πρόβληµα των συµβάσεων προσχωρήσεως,

1952, σελ. 305 επ.

Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, στο δελτίο ΕΕΤ, τεύχ. 16, 1987.

Καποδίστριας, ΕρµΑΚ Εισαγ. άρθρ. 713-729 αρ. 31

Καράκωστας Ι. , ∆ίκαιο προστασίας καταναλωτή ν. 2251/1994, 2004.

Καρδαράς, Γεωργιάδη Σταθόπουλο ΕρµΑΚ, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 648-680, αρ.

15

Καυκάς, Ενοχικό δίκιαο, 5η έκδοση, 1975.

Κιάντου Παµπούκη, Ζητήµατα τινά της συµβάσεως τρέχοντος λογαριασµού, 1956.

Λιακόπουλος, Η σύµβαση factoring, ΕΕµπ∆ 1988.

Λιτζερόπουλος, Μερική ακυρότης της δικαιοπραξίας κατ’ αποκλεισµόν της ολικής, Εράνιον

προς Γεώργιον Μαριδάκην, (Συµπλήρωµα).

Μαλακός Π. , Η χρηµατοοικονοµική σηµασία του factoring, ∆ελτίο ΕΕΤ Α’ τρίµηνο, 1996.

Μαλακός Π. - Χαρ. ∆εµίρης, Νέα χρηµατοοικονοµικά προϊόντα, Έκδοση Εθνικής Τράπεζας της

Ελλάδος, 1994

Μουργέλας Γιάννης, Οι χρηµατοδοτικοί θεσµοί factoring και leasing, ∆ελτίο ΕΕΤ, Β’ Τρίµηνο,

Ιούνιος 1996.

Μπαζίνας Σ., Η σύµβαση factoring κατά το αµερικάνικο δίκαιο, δελτίο ΕΕΤ, ∆’ Τρίµηνο, 1986.

Παµπούκης, Τραπεζικαί Πιστωτικαί Συµβάσεις, 1962.

Περάκης Ευ., Η έννοια του «καταναλωτή» κατά τον νέο νόµο 2251/1994, ∆ΕΕ 1995.

Σηµαντήρας, Γενικές Αρχές, 4η εκδ., 1988, αρ. 659

Σπυριδάκης – Περάκης, Αστικός Κώδιξ 1978 ΕισΝΑΚ άρθρ. 112 αρ.1

Τσιµπανούλης ∆ηµ., Ένα νοµοσχέδιο για την πρακτορεία επιχειρηµατικών απαιτήσεων,

(factoring), ΝοΒ 38, σελ. 423.

66

Ψυχοµάνης Σπύρος, Το factoring ως σύµβαση πρακτορείας επιχειρηµατικών απαιτήσεων, 1996.

Ξενόγλωσση

Coopers and Lybrand, Μελέτη σκοπιµότητας για την εφαρµογή του factoring στην Ελλάδα,

1987.

Faust, Factor and Factoring, Encyclopedia Americana, Vol. 10, 1955

Kohnstamm, The Geographic Spread of Factoring σε Factoring Handbuch των Hangemoller/

Sommer/ Bring.

Moore C. , Factoring-A unique and important form of financing and service,The Business

lawyer, 1959.

∆ιαδικτυακοί τόποι

http://www.factors-chain.com