Οιδιπους επί Κολωνω.pdf

194
ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τέχνον τυφλού γέροντος Αντιγόνη, τίνας χώρους άφίγμεΰ’ ή τίνων άνόρών πάλιν; τίς τον πλανήτην ΟΙδίπουν κα&' ήμέραν την νυν απανιστοϊς δέξεται δωρήμααιν, σμιχρόν μεν έξαιτοϋντα, τον βμικρού δ' ετι μεϊον φέροντα, χαΐ τόδ' έξαρκούν έμοί; στέργειν γάρ αί πάδαι με χώ χρόνος ξυνάιν μάκρος διδάσκει, και τό γενναΐον τρίτον, άλλ', ώ τέκνον, ϋάκησιν ει τινα βλέπεις ή πρός βεβήλοις ή πρός άλσεσιν δεών, στήσόν με κάξίδρυσον, ώς πνδώμεΰα όπου ποτ έσμέν · μαν&άνειν γάρ ήκομεν ξένοι πρός αστών, άν δ' άκονσωμεν τελεϊν. ΑΝΤΙΓΟΝΗ πάτερ ταλαιπωρώ Οιδίπους, πύργοι μεν 61 πόλιν στέφουσιν, ώς απ' όμμάτων, πρόσω · ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-116) 1-2. Ο Οιδίπους οδηγούμενος από την Αντιγόνη εισέρχεται από την αριστερή πάροδο. - τίνας χώρους άφίγμεθα ή τίνων άνδρών πόλιν;] συχνά οι ποιητές μετά τα ρήματα κινήσεως έχουν απλή Αιτιατ. διευθύνσεως. 3. πλανήτης] = περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ και κει, πλανόβιος. 4. σπανιστός] (σπανίζω) = σπάνιος, λίγος, μικρός. 6. καί τόδ’ έξαρκοΰν έμοί] εννοείται έστί. 7-8. Η σύνταξη: στέργειν γάρ με διδάσκει καί ό χρόνος, δς ξύνεστί μοι, μακρός ών, αί πάθαι καί τό γενναΐον τρίτον. - αί πάθαι (ένικ. ή πάθη, σπάνιο) = τα παθήματα, οι συμφορές. - το γενναΐον] σημαίνει τον ευγενή χαρακτήρα, γνώρισμα του οποίου είναι να υπομένει τις συμφορές με γενναιότητα. 9. θάκησις] = κάθισμα, θέση για να καθήσει κάποιος, (από το ρήμα θακέω -ώ) πρβλ. ένθάκησις (Σοφ. Φιλ. 18). 10. βέβηλος] τόπος βατός σε όλους, τόπος στον οποίο η είσοδος δεν είναι απαγορευμένη. 30

Transcript of Οιδιπους επί Κολωνω.pdf

Σ Ο Φ Ο Κ Λ Ε Ο Υ Σ Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ Ε Π Ι Κ Ο Λ Ω Ν Ω

ΟΙΔΙΠΟ ΥΣΤέχνον τυφλού γέροντος Αντιγόνη, τίνας χώρους άφίγμεΰ’ ή τίνων άνόρών πάλιν; τίς τον πλανήτην ΟΙδίπουν κα&' ήμέραν την νυν απανιστοϊς δέξεται δωρήμααιν, σμιχρόν μεν έξαιτοϋντα, τον βμικρού δ ' ετι μεϊον φέροντα, χαΐ τόδ' έξαρκούν έμοί; στέργειν γάρ αί πάδαι με χώ χρόνος ξυνάιν μάκρος διδάσκει, και τό γενναΐον τρίτον, άλλ', ώ τέκνον, ϋάκησιν ει τινα βλέπεις ή πρός βεβήλοις ή πρός άλσεσιν δεών, στήσόν με κάξίδρυσον, ώς πνδώμεΰα όπου ποτ έσμέν · μαν&άνειν γάρ ήκομεν ξένοι πρός αστών, άν δ ' άκονσωμεν τελεϊν.

Α Ν ΤΙΓΟ Ν Ηπάτερ ταλαιπωρώ Οιδίπους, πύργοι μεν 61 πόλιν στέφουσιν, ώς απ' όμμάτων, πρόσω ·

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-116)

1-2. Ο Οιδίπους οδηγούμενος από την Αντιγόνη εισέρχεται από την αριστερή πάροδο. - τίνας χώρους άφίγμεθα ή τίνων άνδρών πόλιν;] συχνά οι ποιητές μετά τα ρήματα κινήσεως έχουν απλή Αιτιατ. διευθύνσεως.

3. πλανήτης] = περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ και κει, πλανόβιος.

4. σπανιστός] (σπανίζω) = σπάνιος, λίγος, μικρός.6. καί τόδ’ έξαρκοΰν έμοί] εννοείται έστί.7-8. Η σύνταξη: στέργειν γάρ με διδάσκει καί ό χρόνος, δς

ξύνεστί μοι, μακρός ών, αί πάθαι καί τό γενναΐον τρίτον. - αί πάθαι (ένικ. ή πάθη, σπάνιο) = τα παθήματα, οι συμφορές. - το γενναΐον] σημαίνει τον ευγενή χαρακτήρα, γνώρισμα του οποίου είναι να υπομένει τις συμφορές με γενναιότητα.

9. θάκησις] = κάθισμα, θέση για να καθήσει κάποιος, (από το ρήμα θακέω -ώ) πρβλ. ένθάκησις (Σοφ. Φιλ. 18).

10. βέβηλος] τόπος βατός σε όλους, τόπος στον οποίο η είσοδος δεν είναι απαγορευμένη.

30

ΣΟΦΟΚΑΕΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-116)

ΟΙΔΙΠΟΥΣΑντιγόνη, κόρη (εσύ) τυφλού γέροντα, σε ποιον τόπο ή σε

ποιών ανθρώπων την πόλη έχουμε φτάσει; ποιος τον πλανόβιο Οιδίποδα θα υποδεχθεί σήμερα με ευτελή δώρα, που και λίγο ζητά και από το λίγο ακόμη πιο λίγο παίρνει, κι αυτό μού είναι αρκετό;

Γιατί τα πάθη μου (οι συμφορές μου) πρώτα και τα χρόνια έπειτα που κουβαλάω στην πλάτη μου καθώς και η γενναιότητά μου μ ’ έμαθαν να στέργω στα λίγα. Όμως αν, εσύ παιδί μου, βλέπεις κάπου κανένα μέρος για κάθισμα σε τόπο πολυπερπατημένο ή σε ιερό άλσος, [10] στάσου και βάλε με να καθίσω, για να ρωτή­σουμε να μας πουν πού τελοσπάντων βρισκόμαστε1 γιατί γι ’ αυτό ήρθαμε, καθώς είμαστε ξένοι, να μάθουμε από τους ντόπιους, και όσα ακούσουμε (μας ειπούν) να πράξουμε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΠατέρα μου, δυστυχισμένε Οιδίποδα, όπως βλέπω, τα τείχη

που προστατεύουν την πόλη είναι μακριά1 τούτος εδώ, όμως ο

11-12. σνήσον με κΑξίδρυσον] = σταμάτησε με και βάλε με να καθίσω, -έξιδρύω] = βάζω κάποιον να καθίσει. - ώς ποθώμεθα (ρ. πυνθάνομαι). - δπου πότ ’ έσμέν] = πού τελοσπάντων βρισκόμαστε, (πλάγια ερώτηση από το ώς πυθώμεθα). - μανθάνειν γάρ... τελεϊν] η σύνταξη: ξένοι γάρ δντες ήκομεν μανθάνειν (= μαθησόμενοι) πρός Αστών, & δ ' Αν άκούσωμεν τελεϊν.

14-15. πύργοι μέν, οϊ πόλιν στέφουσιν]· είναι τα τείχη της πόλης με τους πύργους τους, τις επάλξεις που στεφανώνουν την πόλη- υπάρχει και η γραφή στέγουσι = στεγάζουν, καλύπτουν, προστατεύουν από τους εχθρούς. - ώς Απ’ όμμάτων] = όσο μπορώ να υπολογίσω με το μάτι. Η Αντιγόνη απαντά στην πρώτη ερώτηση του Οιδίποδα: τίνας χώρους Αφίγμεθα ή τίνων Ανδρών πόλιν; και όχι στη δεύτερη δπου πότ * έσμέν. Η έννοια: δεν φθάσαμε σε πόλη, γιατί, από όσο μπορώ να υπολογίσω με το μάτι, είναι μακριά. Ο Κολωνός απέχει δέκα στάδια δηλ. μισή περίπου ώρα.

31

χώρος δ’ όδ’ Ιερός, ώς άπεικάσαι, βρύων δάφνης, έλαίας, αμπέλου · πυκνόπτεροι 6' εϊσω κατ’ αυτόν εύστομοϋσ’ άηδόνες■ ού κώλα κάμψον τουδ’ έπ ’ άζέστου πέτρου ·

ί.ΐ) μακράν γάρ, ώς γέροντι, προυστάλης οδόν.ΟΙ. κά&ιζέ νυν με καί φύλασσε τον τυφλόν.ΑΝ. χρόνου μέν οϋνεκ’ ου μαϋεϊν με δεϊ τάδε.ΟΙ. έχεις διδάξοΛ δ-ή μ ’ δποι κα&έσταμεν;ΑΝ. τάς γονν Ά&ήνας οΐδα, τον δέ χώρον οΰ.

25 ΟΙ. πας γάρ τις ηϋδα τοΰτό γ ’ ήμιν εμπόρων.ΑΝ. άλλ’ όστις ό τόπος ή μά&ω μολονσά ποι;ΟΙ. ναι, τέκνον εϊπερ έστί γ ’ έξοικήσιμος.ΑΝ. άλλ' έστί μην οϊκητός · οϊομαι δέ δεϊν

ουδέν ■ πέλας γάρ οίνδρα τόνδε νώιν ορώ.3ο ΟΙ. η δεϋρο προσστείχοντα κάξορμώμενον;

ΑΝ. και δή μέν ουν παρόντα · χώ τι συι λέγει,ν εύκαιρόν έατιν, έννεψ’, ώς άνήρ όδε.

ΟΙ. ώ ξεϊν', άκούων τησδε τής υπέρ τ ' έμον αυτής Ίέ' ύρώσης υϋνεχ’ ήμ'ιν αίσιος

16-17. Η Αντιγόνη είκάζει ότι ο χώρος είναι ιερός από το πλήθος των ιερών δένδρων, όπως η δάφνη, ιερό δένδρο του Απόλ­λωνα, η ελιά της Αθηνάς, η άμπελος του Διονύσου. - πυκνόπτεροι άηδόνες] = πολλά αηδόνια φτερουγίζουν. Το επίθετο πυκνός ως πρώτο συνθετικό δηλώνει το πλήθος των πτηνών, των αηδονιών. - βρύο] = είμαι πλήρης, γεμάτος.

19. κώλον] = μέλος σώματος, κυρίως το σκέλος. - κάμπτω κώλα] = κάμπτω, λυγίζω τα πόδια για να καθήσω, κάθομαι.

20. προυστάλης μακράν όδόν] = έκαμες πολύ δρόμο, περπάτησες πολύ. - ώς γέροντι] = για γέρο άνθρωπο.

22. χρόνου ουνεκα] Κατά τον Σχολιαστή: «δεδίδαγμαι τφ χρόνω τό φυλάττειν σε Αδηγοΰσα». Έ χει περάσει πολύς χρόνος από την ημέρα της τύφλωσης του Οιδίποδα και η Αντιγόνη έχει μάθει να προστατεύει τον τυφλό πατέρα της.

24. οΐδα] ενν. οΰσας.25. τούτο γε] Κατά τον Σχολιαστή: «ότι αύταί είσιν αί Άθηναι».

- έμπορος] εδώ = οδοιπόρος, διαβάτης, στρατοκόπος.26. Η σύνταξη: άλλ’ ή μολοΰσα, ποι μάθω, δστις ό τόπος;27. έξοικήσιμος] = κατοικητός, κατοικούμενος.28. οϊομαι δε δεΐν οΰδέν] ενν. μολεΐν μέ ποι. - οϊκητός] = κατοι-

κημένος.

32

τόπος είναι ιερός, από όσο μπορώ να συμπεράνω, γεμάτος δάφνες, ελιές κι αμπέλια· κι εκεί μέσα πλήθος γλυκόλαλα αηδόνια φτε- ρουγίζουν (πετούν)· κάθησε εδώ σε τούτη την τραχειά πέτρα, γιατί περπάτησες δρόμο μακρύ για γέρο άνθρωπο. [20]

ΟΙΔΙΠΟΥΣΒάλε με λοιπόν να καθίσω και έχε το νου σου στον τυφλό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΔεν είναι ανάγκη να το μάθεις τώρα ύστερα από τόσα χρόνια.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΜπορείς να μου'πεις τώρα που έχουμε φτάσει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗΞέρω πως είμαστε στην Αθήνα, δεν ξέρω όμως σε ποιο μέρος

της Αθήνας.ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αυτό βέβαια μας το έλεγε και ο κάθε διαβάτης (περαστικός) που συναντούσαμε στο δρόμο μας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΝα πάω κάπου εδώ κοντά να μάθω ποιο είναι αυτό το μέρος;

ΟΙΔΙΠΟΥΣΝαι, κόρη μου, αν τουλάχιστον κατοικείται.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα βέβαια κατοικείται· και νομίζω πως δεν είναι ανάγκη να

πάω, γιατί έναν άνθρωπο βλέπω τώρα εδώ κοντά μας.ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αλήθεια, τον βλέπεις να έρχεται προς τα εδώ και βιαστικός; [30]ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Είναι κιόλας μπροστά μας· κι ό,τι θέλεις τώρα να ρωτήσεις, ρώτησέ τον, γιατί ο άνθρωπος είναι εδώ μπροστά μας.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΞένε, ακούοντας αυτήν εδώ που βλέπει και για μένα και για

30. ενν. το ρήμα όρ&ς. - έξορμώμαι] = σπεύδω, βιάζομαι. Οι μετοχές προσστείχοντα και έξορμώμενον είναι κατηγορηματικές.

31-32. χώτι (κράση) = καί δ,τι εύκαιρόν έστιν λέγειν σοι] = και ό,τι χρειάζεται τούτη τη στιγμή να πεις. - έννεφ’ ] = έννεπε (προστακτ. του έννέπω) = πες το.

33. ύπέρ τ ’ έμοΰ] = ύπέρ έμοΰ τε.34. οίίνεχ’ ] (από το οδ ένεκα) εδώ = ότι, πως.

33

ΞΕΝΟΣπριν νυν τά πλείον’ ίστορεϊν, εκ τήαδ5 έδρας ίξελδ' · έχεις γάρ χώρον υνχ αγνόν πατεϊν.

ΟΙ. τίς δ ' εσ&’ ό χώρος; τον δεών νυμίζεται; ΞΕ. άδικτος ούδ’ υίκητός· αί γάρ έμφοβοι

4ο δεαί σψ’ έχονσι, Γης τε και Σκόταν κόραι.ΟΙ. τίνων τό σεμνόν δνυμ’ αν εόζαίμην κλύων; ΞΕ. τάς πάνά* όρώσας Ευμενίδας ΰ γ ’ έν&άδ' άν

εϊπυι λεώς ν ιν άλλα <3' αλλαχού καλά.ΟΙ. άλλ' ϊλεωι μέν τον Ικέτην δεξαίατυ-

45 ώς ονχ έδρας γης τήαδ’ <ϊν έξέλδοιμ' ετι.ΞΕ. τ ί δ ’ έστ'ι τούτο;ΟΙ. ξνμφοράς ξύν&ημ' έμης.ΞΕ. αλλ> ουδέ μέντοι τονξανιστάναι πόλεως

δίχ’ έστί ίλάροος, πριν γ ' άν ένδείξω τ ί δρώ. ΟΙ. πρός νυν ϋεών, ώ ξεϊνε, μη μ ' άτιμάσηις,

50 τοιόνδ’ αλήτην, ών οε προατρέπω φράσαι.

35 οκυπός προσήκεις ών άδηλον μεν φράοαι . . .

35. Η σύνταξη: προσήκεις ήμίν αίσιος σκοπός ών άδηλοΰμεν, (ώστε) φράσαι. - προσήκω] = προσέρχομαι. - σκοπός] = οδηγός. - ών] = τούτων &. άδηλώ] = αγνοώ.

36. αίσιος] (αίσα) = ευοίωνος, τυχερός, ο ερχόμενος σε καλή ώρα, κατάλληλος.

37. έχεις γάρ χώρον ούχ’ άγνόν πατεϊν] = έχεις γάρ χώρον, δν ούχ’ άγνόν (έστι) πατεϊν.

38. τού θεών]· η γενική τοΟ δηλώνει τον κτήτορα.39. έμφοβοι] (έχει ενεργητική σημασία) = φοβερές.40. σφε] = αυτόν. Προσωπική αντωνυμία γ ' προσώπου. Κατά

τον Ησίοδο Θεογον, οι Ερινύες ήταν θυγατέρες της Γης και του Κρόνου. Κατά τον Αισχύλο (Ευμενίδες 321) ήταν κόρες της Νύχτας, κατ’ άλλους του Κρόνου και της Ευρυνόμης ή Ευνομίας.

41. Η σύνταξη: τίνων τό σεμνόν δνομα κλύων εύξαίμην άν αύταΐς; Η έννοια: θα μου πεις το όνομά σου για να προσευχηθώ σ ’ αυτές;

42. Εύμενίδας] είναι κατηγορούμενο στο νιν (ποιητικός τύπος) = αυτές. Οι Αθηναίοι κατ ’ ευφημισμό τις Ερινύες τις έλεγαν Ευμε­νίδες και Σεμνές.

43. άλλα δ ’ άλλαχοΰ καλά] αλλού άλλα ονόματα θεωρούνται καλά. Έτσι λέγονταν Ποιναί, Κήρες, Άραί, Πότνιαι.

34

τον εαυτό της, πως μας έχεις έρθει σε καλή ώρα οδηγός μπροστά μας για να μας πεις όσα δεν ξέρουμε...

ΞΕΝΟΣΠριν πεις περισσότερα, φύγε από κει που κάθεσαι- γιατί βρί­

σκεσαι σε χώρο που είναι ασέβεια να τον πατείς.ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τι τόπος είναι αυτός; σε ποιον θεό είναι αφιερωμένος;ΞΕΝΟΣ

Ά γγιχτος κι ακατοίκητος, γιατί τον κατέχουν οι φοβερές θεές, οι κόρες της Γης και του Σκότου. [40]

ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι ποιων το σεβάσμιο όνομα μπορώ να επικαλεσθώ, σαν

μάθω;ΞΕΝΟΣ

Ο λαός εδώ τουλάχιστον τις λέει Ευμενίδες, που τα πάντα βλέπουν- σε άλλα μέρη όμως άλλα καλά ονόματα έχουν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΜε ευμένεια λοιπόν ας δεχθούν εμένα τον ικέτη τους- γιατί

δεν θα φύγω πια από τούτο το μέρος αυτής εδώ της χώρας.ΞΕΝΟΣ

Και τι θέλεις να πεις με αυτό;ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Της τύχης μου είναι αυτό σημάδι.ΞΕΝΟΣ

Αλλά ούτε εγώ τολμώ να σε σηκώσω από δω δίχως την άδεια της πόλης, προτού να τη ρωτήσω τι να κάνω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΓια το όνομα των θεών, ξένε, μη με περιφρονήσεις, έτσι πλα­

νόβιο που με βλέπεις, να μου πεις γι ’ αυτά που σε ικετεύω. [50]

46. Η έννοια: τι σημαίνει αυτό; γιατί δεν φεύγεις; - ξυμφορά] εδώ = τύχη.

47. Η σύνταξη: άλλ’ ούδ' έμοί τοι θάρσος (έστί) τού έξανιστάναι (σε) δίχα πόλεως. - έξανίστημί τινα] = εξαναγκάζω κάποιον να φύγει από τη θέση του, εκδιώκω.

48. «ρίν γ ’ δν ένδείξω, τί δρω] = πριν βέβαια συμβουλευθώ την πόλη τι πρέπει να κάμω. - τί δρώ] πλαγία ερώτηση.

49-50. άτιμάζω] = καταφρονώ, απαξιώ να απαντήσω. - προτρέπω] = ικετεύω, ών] = τούτων δ. Η γενική εξαρτάται από το δτιμάστις.

35

ΞΕ. σήμαινε, χυύκ άτιμος εκ γ ' εμον φανΓμ.ΟΙ. τις έσδ3 δ χώρος δήτ3 έν ώι βεβήκαμεν;ΞΕ. δσ’ οϊδα κάγώ πάντ3 έπιστήσηι κλνων.

χώρος μέν ιερός πάς δδ’ έστ3· έχει δέ νιν σεμνός Ποσειδών, έν δ3 δ πυρφόρος δεός Τιτάν Προμηδεύς ■ δν δ3 έπιστείβεις τόπον χδονός καλείται τήσδε χαλκόπονς οδός, έρεισμ 3 Άδηνών · οί δέ πληαίοι γύαι τον ιππότην Κολωνόν εύχονται σφίσιν αρχηγόν είναι, καί φέρονσι τοϋνομα τό τοΰδε κοινόν πάντες ώνομασμένοι.

τοιαντά σοι ταντ3 έστίν, ώ ξέν3, ου λόγοις τιμώμεν', άλλά τήι ξυνουσίαι πλέον.

ΟΙ. ή γάρ τινες ναίουσι τούσδε τούς τόπους;ΞΕ. και κάρτα, τοΰδε του δέον γ 3 επώνυμοι.ΟΙ. άρχει τις αυτών, ή 3πΙ τώι πλήδει λόγος;ΞΕ. έκ του κατ’ άστυ βασιλέως τάδ3 άρχεται.

54-55. Ο Παυσανίας (I 30) αναφέρει: «Λέγουσι δ ’ οΰν καί βωμόν Ποσειδώνος 'Ιππίου καί Άθηνδς ' Ιππίας· ήρώον δέ Πειρίθου καί Θησέως, Οίδίποδός τε καί Άδράστου».

56. έπιστείβω] = πατώ έπάνω. - δν δ ’ έπιστείβεις τόπον] και ο τόπος που επάνω του πατάς.

57. χαλκόπους όδός] = χάλκινο κατώφλι, με χάλκινα πόδια, χαλκόστρωτο κατώφλι. - Υπάρχει και τύπος οΰδός. Εκεί υπήρχε κάποιο ρήγμα γης, μέσα στο οποίο κατέβαιναν με χάλκινα σκαλο­πάτια. Από κει κατέβηκαν στον Ά δη ο Θησέας και ο Πειρίθους.

58. έρεισμα] (έρείδω) = στήριγμα. Οι Ευμενίδες που λατρεύονταν εκεί προστάτευαν τους Αθηναίους από τους εχθρούς. - γύης] = τόπος καλλιεργήσιμος, αγρός.

59. τόνδ’ Ιππότην Κολωνόν] = τούτον εδώ τον Ιππέα Κολωνό.Η αντωνυμία τόνδε δηλώνει ότι εκεί κοντά υπήρχε άγαλμα

του Κολωνού, το οποίο δείχνει ο ξένος. Ο Κολωνός ανήκε στους εκατό επώνυμους ήρωες των αρχαίων Αττικών δήμων και γ ι ' αυτό οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζονταν Κολωνιάτες. Λατρευόταν ως πολεμικός ήρωας και παριστανόταν έφιππος.

60. άρχηγός] εδώ = γενάρχης, ήρωας επώνυμος.61. πάντες] τυπικά αναφέρεται στο προηγούμενο γόαι αλλά

κατ ’ έννοια τους ανθρώπους που καλλιεργούν τους αγρούς (γύας).

36

ΞΕΝΟΣΛέγε, και εγώ τουλάχιστον δεν θα σε περκρρονήσω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΠοιος λοιπόν είναι ο χώρος, όπου έχουμε μπει;

ΞΕΝΟΣΌ σ α κι εγώ ξέρω όλα και συ θα τα ακούσεις και θα τα μάθεις.

Ό λος ο τόπος τούτος είναι ιερός· τον κατέχει ο σεβαστός Ποσει- δώνας, και ο πυρφόρος θεός ο Τινάνας Προμηθέας. Και τον τόπο που πατάς τον λένε χαλκόστρωτο κατώφλι τούτης εδώ της γης, της Αθήνας στήριγμα. Και οι αγρότες τριγύρω καυχώνται πως γενάρχης τους είναι τούτος ο ιππότης, ο Κολωνός, και το όνομά του φέρουν και τό έχουν όλοι τους κοινό επώνυμο. [60] Τέτοια είναι αυτά τα μέρη, ξένε, και τιμώνται όχι με λόγια μόνο, αλλά περισσότερο με κοινή των πολιτών λατρεία.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλήθεια, κατοικούν σ ’ αυτούς τους τόπους κάποιοι;

ΞΕΝΟΣΚαι βέβαια, κι από τούτον το θεό έχουν πάρει το όνομά τους.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι τους κυβερνά κάποιος άρχοντας ή την εξουσία έχει ο

λαός;ΞΕΝΟΣ

Τους τόπους τούτους τους εξουσιάζει ο βασιλιάς της πόλης.

62-63. οΰ λόγοις τιμώμενα, &λλά τή ξυνουσίφ πλέον] εννοεί τους λόγους των ποιητών, τα ποιήματα. - ξυνουσία] = συναναστροφή, σχέση, επίσκεψη.

64. τούσδε τους τόπους] = τους πέριξ τόπους, γιατί ο χώρος των Ερινύων είναι ακατοίκητος (39).

65. καί κάρτα] = και μάλιστα. Ο επώνυμος ήρωας εδώ ονομάζεται θεός. Το επώνυμο ο Σχολιαστής εξηγεί: «Κολωνιάται καλούμενοι».

66. λόγος] = η κρίση, η απόφαση. - ή έπί τφ πλήθει λόγος;] ή η κρίση ανήκει στο πλήθος; δηλαδή ή ο λαός κρίνει, αποφασίζει περί των πολιτικών πραγμάτων; ή υπάρχει δημοκρατικό πολίτευμα;

67. Υπαινίσσεται τον πολιτικό συνοικισμό των δήμων της Αττικής από τον Θησέα, για τον οποίο γράφει ο Θουκυδίδης Β, 15. - τάδε] = οΐδε οί τόποι.

37

ΟΙ. οΰτος δέ τίς λόγωι τε και σ&ένει κρατεί;ΞΕ. Θησενς καλείται, τον πριν ΑΙγέως τόκος.01. άρ' άν τις αύτώι πομπός έξ υμών μόλοι;ΞΕ. ώς προς τι λέξων ή καταρτόσιον ^ μόλοι(·;ΟΙ. ώς αν προααρκ&ν σμικρά κερδάνηι μέγα.ΞΕ. καί τίς πρός άνδρός μη βλέποντος άρκεσις;ΟΙ. δα’ άν λέγω μεν πάν&’ δρώντα λέξομεν.ΞΕ. οΐσ&', ώ ξέν’, ώς νυν μή σφαλήις; έπείπερ εΐ

γενναίος, ώς Ιδόντι, πλήν τον δαίμονος · αντον μέν’, οϋπερ κάψάνης, Ιως έγώ τοΐς εν&άδ’ αντον, μή κατ' &ατν, δημόταις λέξω τάδ' έλθών· οϊδε γάρ κρινονσί τοι εί χρή σε μίμνειν ή πορενεσάαι πάλιν.

ΟΙ. ώ τέκνον, ή βέβηκεν ήμίν δ ξένος;ΛΝ. βέβηκεν, ώστε παν έν ήσύχωι, πάτερ,

έξεστι φωνεϊν, ώς έμον μόνης πέλας.

68. Η σύνταξη: τίς δέ οδτός έστιν βς λόγφ τε καί σθένει κρατεί;]ποιητική περίφραση αντί του βασιλεύει. - λόγος] εδώ = πολιτική κρίση, σύνεση. - σθένος] = πολεμική ισχύς, ανδρεία. Ο βασιλιάς ήταν πρώτος στη βουλή και αρχηγός στον πόλεμο. Πρβλ. Ιλ. Α 258 «οί περί μέν βουλήν Δαναών, περί δ ’ έστέ μάχεσθαι».

70. πομπός] = απεσταλμένος, ο άγγελος πού καλεί κάποιον. - έξ υμών] από τη φράση αυτή φαίνεται ότι ο Ξένος είναι Κολωνιάτης. - μόλοι άν] = μπορεί να πάει (αόρ. β ' του ρημ. βλώσκω. Πρβλ. Μολών λαβέ).

71. ώς πρός τί] = για ποιο σκοπό; - λέξων ή καταρτύσων] τελικές μετοχές, -καταρτύω] = προετοιμάζω.

72. Εννοείται το ουσ. κέρδος, για το οποίο λέει στο στίχο 92.73. άρκεσις] = ωφέλεια, βοήθεια. - πρός Ανδρός μή βλέποντος]

= από έναν άνθρωπο που δεν βλέπει, που είναι τυφλός.74. Η έννοια του στίχου: Αν και είμαι τυφλός, όμως όσα λέω,

είναι αληθινά. - Αρώντα] η μετοχή αυτή αντιτίθεται προς την μή βλέποντος (στίχος 93).

76. ώς ίδόντι] η Δοτική με το ώς σημαίνει κατά την κρίση του προσώπου = γιατί κατά την κρίση εμένα που σε βλέπω, δηλ. όπως φαίνεσαι σε μένα. - δαίμων] = δυστυχία.

38

ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι ποιος είναι αυτός που με λόγο και με δύναμη κυβερνά;

ΞΕΝΟΣΘησέα τον λένε, γιος του άλλοτε βασιλιά Αιγέα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΜήπως κανείς από σας θα μπορούσε να πάει σ ’ αυτόν απο­

σταλμένος μου; [70]ΞΕΝΟΣ

Για ποιο σκοπό; για να του πει κάτι ή για να τον προετοιμάσει να ’ ρθει εδώ;

ΟΙΔΙΠΟΥΣΠως αν λίγο με βοηθήσει μεγάλο κέρδος θα ’χει.

ΞΕΝΟΣΚαι ποιο κέρδος θα ’χει από έναν άνθρωπο που δεν βλέπει;

ΟΙΔΙΠΟΥΣΌ σ α θα πούμε, όλα να βλέπουν θα τα πούμε.

ΞΕΝΟΣΞέρεις, ξένε, πώς να μην κάμεις λάθος τώρα; γιατί, για μένα

όπως σε βλέπω, είσαι γενναίος αν και είσαι μέσα στη δυστυχία. Μείνε αυτού που σε είδα, ώσπου εγώ να πάω εδώ στους ντόπιους, κι όχι στην πόλη, για να τα πω, γιατί αυτοί για σένα θα αποφασίσουν, αν πρέπει εσύ να μείνεις ή να πάρεις πάλι δρόμο. [80]

(Ο Ξένος φεύγει)ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Έφυγε ο ξένος, παιδί μου, από κοντά μας;ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Έφυγε, πατέρα, και μπορείς με την ησυχία σου να λες ό,τι θέλεις, γιατί μόνη εγώ είμαι κοντά σου.

77-79. Η σύνταξη: έως έλθών λέξω τάδε τοΐς ένθάδ’ αύτοΰ δημόταις, μή τοΐς κατ’ άστυ. - Στις υποθετικές χρονικές, και ανα­φορικές υποθετικές προτάσεις οι ποιητές συχνά παραλείπουν το 6ν (έως δν λέξω...). - κρινοΰσί τοι] = θα αποφασίσουν για σένα. Το ρ. κρίνω με δοτική κατ ’ αναλογία του δίκάζειν τινί.

81. ήμίν] είναι δοτική ηθική. Χάριν του μέτρου ήμίν και όχι ήμΐν.

83. ώς έμοΰ μόνης πέλας] ενν. οδσης.

39

85

ΟΙ. ώ πότνιαι δεινώπες, εντε νϋν έδραςπρώτων έψ’ υμών τήσδε γης έκαμψ’ έγώ, Φοίβωι τε χαμοί μη γένησΰ’ άγνώμονες, δς μοι, τά πόλλ* έχεϊν’ ό'τ’ έξέχρη χαχά, ταύτην έλεξε παύλαν έν χρόνωι μαχρώι, έλ'δόντι χώραν τερμίαν, δπου δέων

9ο σεμνών έδραν λάβοιμι καί ξενόστασιν,ένταν&α κάμψειν τον ταλαίπωρον βίον, κέρδη μέν οΐκήσαντα τοΐς δεδεγμένοις, άτην δέ τοϊς πέμψασιν, ο ϊμ ' άπήλασαν σημεία δ’ ήξειν τώνδέ μοι παρηγγνα,

95 ή σεισμόν ή βροντήν τιν* ή Δ ιός σέλας,έγνωχα μέν νυν ώς με τήνδε τήν οδόν οόχ έσϋ' δπως ου πιστόν έξ υμών πτερόν έξήγαγ’ εις τόδ’ άλσος· ον γάρ άν ποτέ πρώταισιν νμϊν άντέχυρσ* όδοαιορών

84-85. πότνιαι] = σεβαστές. Το επίθετο εδώ έχει θέση ουσια­στικού. - δεινώψ, ώπος] = αυτός που έχει άγριο, φοβερό βλέμμα. - εΰτε] εδώ = επειδή. - εδτε νϋν £δραι...] η σύνταξη: εύτε νϋν έφ’ έδρας υμών πρώτων τήσδε γής έκαμψα] ενν. γόνυ, η γενική γής εξαρτάται από το πρώτων.

86. Αγνώμων] = ασύνετος, ανεπιεικής, απηνής, σκληρός.87. έκχράω] = χρησμοδοτώ. - κακά] ότι δηλ. θα φονεύσει τον

πατέρα του και ότι θα γίνει σύζυγος της μητέρας του. Ο χρησμός δεν δόθηκε στον Οιδίποδα όταν πήγε στους Δελφούς για να μάθει για τους γονείς του, διότι κάτι τέτοιο δεν λέγεται στον Οιδ. Τύρανν. 790. Ο ποιητής επινόησε τον χρησμό τούτον χάριν αυτής της τραγωδίας.

88-89. Η σύνταξη: ταύτην έλεξεν έσεσθαί μοι παϋλαν έν χρόνω μακρώ έλθόντι χώραν τερμίαν. - έν] συχνά επί χρόνου δηλώνει χρονική έκταση, στο τέλος της οποίας συμβαίνει κάτι = μετά. - έλθόντι] συμφώνησε προς το μοι (87). - τερμίαν] την τελευταία χώρα, από εκείνες, τις οποίες ήταν πεπρωμένο περιπλανώμενος να περάσει, και αυτή έμελλε να είναι το τέρμα των περιπλανήσεών του.

90. ξενόστασις] = φιλόξενο κατάλυμα, φιλοξενία. - έδρα] = κατοικία.

91. ένταϋθα κάμψειν (με) τόν ταλαίπωρου βίον]. Το κάμψειν εξαρτάται από το έλεξεν και επεξηγεί την έννοια του τερμίαν, το οποίο έχει τεθεί κατά πρόληψη. Η μεταφορά έχει ληφθεί από τον

40

ΟΙΔΙΠΟΥΣΦοβερές δέσποινες, μια που σ ’ αυτήν εδώ τη χώρα πρώτα στο

1«ρό το δικό σας γονάτισα ικέτης, μη φανείτε σκληρές σε μένα και στο Φοίβο, που, όταν χρησμοδοτούσε τα πολλά μου δεινά, μου Ιίπε πως ύστερα από χρόνια θε να ’χω λυτρωμό, όταν επιτέλους φτάσω σε χώρα, όπου θα βρω στέγη και φιλοξενία [90] από τις σεμνές θεές κι εδώ θα τελειώσω την ταλαίπωρη ζωή μου, κέρδος για όσους με δεχθούν, αν μείνω, ζημιά για κείνους που μ’ έδιωξαν και με εξόρισαν.

Και μου παράγγειλε πως γ ι ’ αυτά θα μου ’ρθουνε σημάδια, ή κάποιος σεισμός ή κάποια βροντή ή αστραπή του Δία. Κατάλαβα τώρα πως, χωρίς αμφιβολία, κάποιος δικός σας πιστός οιωνός με οδήγησε σε τούτο εδώ το άλσος. Γιατί ποτέ στο δρόμο μου δεν θα συναντούσα, νηφάλιος εγώ, πρώτες εσάς, τις θεές που δεν θέλετε

ιππόδρομο, όπου το τέρμα (τερμίαν), το οποίο έκαμπταν οι ίπποι των αρμάτων και λεγόταν καμπτήρ. - κάμπτω τον βίον] = τελειώνω τη ζωή μου, τελευτώ.

92. οίκήσαντα] υποθ. μετοχή = έάν οίκήσω. Κατοικία είναι ο τάφος. Πρβλ. 627 ο Οιδίπους λέει τον εαυτόν του ΟΙκητήρα. Επίσης στην Αντιγόνη 890 «ώ τύμβος», ώ νυμφεΐον, ώ κατασκαφής οίκησις άείφρουρος». - κέρδη, δτην] παραθέσεις στο νοούμενο υποκείμενο του κάμψειν.

93. οϊ μ’ Απήλασαν] η αναφορική πρόταση δηλώνει εμφαντι- κότερα τη βίαιη εκδίωξη.

94. παρεγγυώ] το ρήμα στη στρατιωτική γλώσσα σήμαινε ότι από τον στρατηγό δινόταν το σύνθημα. Πρβλ. Ξενοφ. Κ. Αν. 3, 3, 58 «Παρηγγύα ό Κϋρος σύνθημα. Ζεύς σύμμαχος καί ήγεμών». Εδώ τα σημεία (σεισμός, βροντή, σέλας) παραβάλλονται προς το στρα­τιωτικό σύνθημα. Όπως οι στρατιώτες με το σύνθημα αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο, έτσι και ο Οιδίπους με τα σημεία πρόκειται να αναγνωρίσει την εκπλήρωση του πεπρωμένου. Βλπ. στίχο 49 «ξυμφοράς σύνθημα έμής».

95. Η αντωνυμία τινά εννοείται και στο σεισμόν. Σημαίνει ένα είδος σεισμού ή βροντής. Τα σημεία αυτά προμηνύουν στον θεατή το τέλος του δράματος. -Διός σέλας] = κεραυνός, αστραπή του Δία.

97. οΰκ Εσθ’ όπως οΰ] = χωρίς άλλο, αναμφιβόλως, βεβαίως. - πτερόν] = οιωνός, σημείο (σχήμα κατά συνεκδοχήν, μέρος αντί του όλου).

98. ού γάρ] εννοείται η φράση εί μή πτερόν έξήγαγεν.99. Αντέκυρσα] του Αντικύρω = συναντώ κάτι κατά τύχην.

41

ιοο νηφων άοίνοις, κάπΐ σεμνόν έζόμηνβά&ρον τόδ' άσκέπαρνον. αλλά μοι, χλεαί, βίου κατ’ όμφάς τάς Απόλλωνος δότε πέρασιν ήδη και καταστροφήν τινα, εί μτ) δοκώ τι μειόνως έχειν, άει

ιο5 μάχ&οις λατρεύων τοΐς νπερτάτοις βροχών,ϊτ ', ώ γλυκεϊαι παϊδες αρχαίου Σκότον, ϊτ ', ώ μεγίστης Παλλάδος καλούμενοι πασών Ά&ηναι τιμιωτάτη πόλις, οίκτίρατ' άνδρός Οίδίπον τόδ’ ά&λιον

ιιο εϊδωλον ον γάρ δη τό γ ’ αρχαΐον δέμας.ΑΝ. αίγα · πορεύονται γάρ ώδε δη τινες

χρόνωι παλαιοί, σής έδρας επίσκοποι.ΟΙ. σιγήσομαί τοι καί σύ μ ' έξ όδον πόδα

κρύψον κατ' άλσος, τώνδ’ έως άν έκμά&ω ιΐο τίνας λόγους έρονσιν. έν γάρ τώι μαϋεϊν

ένεστιν ηνλάβεια των ποιούμενων.

100. ίοινος] = αυτός που δεν πίνει οίνο, που αποστρέφεται τον οίνο. - Οι σπονδές προς τις Ευμενίδες αποτελούνταν από νερό και μέλι· οίνος δεν επιτρεπόταν, διότι ως χαροποιό δώρο χαροποιού θεού δεν άρμοζε στις σοβαρές Σεμνές (Ευμενίδες). - νήφω] = δεν πίνω οίνον, είμαι νηφάλιος.

ΙΟΙ. άσκέπαρνος] = αυτός που δεν έχει πελεκηθεί με σκεπάρνι, απελέκητος, ακατέργαστος, (σκέπαρνος, σκέπαρνον, σκεπάρνιον - σκεπάρνι).

102. όμφή] = φωνή προφητική, χρησμός.103. πέρασιν] Κατά τον Σχολιαστή «Πέρασιν άντί τοΰ πέρας, 8

έστι τελευτή». - τινα] χρησιμοποιεί αόριστη αντωνυμία, διότι υ­πάρχουν διάφορα είδη θανάτου. Ο Οιδίπους εύχεται θάνατο κι ας είναι αυτός οιοσδήποτε.

104-105. εί μή δοκώ τι μειόνως έχειν] Η έννοια: εκτός αν δεν σας φαίνομαι ότι έχω περάσει λιγότερες από όσες πρέπει συμφορές. — λατρεύω] εδώ = υποφέρω.

106. ϊτε] χάθηκε η έννοια του Ιέναι και περιέπεσε στη σημασία του δγε, φέρε, έγινε παρακελευσματικό μόριο = εμπρός, έλα.

107. Παλλάδος] γενική κατηγορηματική κτητική στο καλού­μενοι Άθήναι.

42

σπονδές κρασιού ούτε θα καθόμουν σε τούτο το απελέκητο σεμνό βάθρο. [100] Όμως, θεές, δόστε μου, σύμφωνα με τους χρησμούς του Απόλλωνα, δόστε τώρα πια ένα τέλος στη ζωή μου, έναν οιον- δήποτε θάνατο, εκτός αν φαίνομαι πως λίγα έχω πάθει, εγώ που ασταμάτητα υποφέρω τα πιο φριχτά βάσανα από όλους τους θνητούς. Ελάτε, γλυκές κόρες του αρχαίου Σκότου, έλα, Αθήνα, εσύ που έχεις το όνομα της τρανής Παλλάδας, η πιο ένδοξη από όλες τις πόλεις, σπλαχνισθήτε το άθλιο φάντασμα του Οιδίποδα, γιατί τούτο το σώμα δεν είναι πια ο παλιός εαυτός μου. [110]

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣώπα, γιατί έρχονται τώρα προς τα δω κάποιοι γέροντες, για

να ιδούν τη θέση που έχεις καθήσει.ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Θα σιωπήσω βέβαια και σύ πάρε με από την άκρη του δρόμου και κρύψε με μέσα στο άλσος, ώσπου να ακούσω τι θα ειπούν αυτοί· γιατί όταν ξέρουμε έχουμε τη δύναμη προσεχτικά να πράτ­τουμε.

(Η Αντιγόνη οδηγεί τον Οιδίποδα μέσα στο άλσος των Ευμε­νιδών. Στην ορχήστρα εισέρχεται ο Χορός αποτελούμενος από 15 γέροντες προεστούς Κολωνιάτες, οι οποίοι αναζητούν τον Οιδίποδα).

110. εϊδωλον] = ομοίωμα, φάντασμα. - ου γάρ δή τόδ’ άρχαΐον δέμας] = τόδε το δέμας, οΰκ έστιν τό άρχαΐον έμόν δέμας.

112. χρόνω παλαιοί] = ηλικιωμένοι. - έπίσκοποι σης έδρας] = για να ιδούν το μέρος όπου κάθεσαι.

113-115. καί σύ μ’ έξ όδοΰ πόδα κρύψον κατ’ άλσος] = και συ κρύψε με μέσα στο άλσος. - Μέ πόδα] = έμοΰ πόδα (σχήμα καθ’ όλον και μέρος). - τώνδε] κατά πρόληψη αντικείμενο του έκμάθω, αντί να τεθεί ως υποκείμενο του έροδσιν = έως άν έκμάθω, τίνας λόγους έροδσιν οϊδε. (πλαγία ερώτηση).

115-116. έν γάρ τφ μαθεΐν ένεστιν ηΰλάβεια των ποιουμένων]· η έννοια: ό είδώς προνοεΐ περί τών γιγνομένων δηλ. όποιος επιθυμεί να πράττει κάτι, οφείλει πρώτα να εξακριβώσει πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα, και να μη ενεργεί επιπόλαια.

Οι τραγικοί ποιητές τελειώνουν συνήθως ολόκληρη σκηνή με ένα γενικό αξίωμα.

ΧΟΡΟΣδρα· τις άρ’ ήν, που ναίει;ποϋ κνρεϊ έκτόπιος συϋείς δ πάντων,ό πάντων άκορέστατος;[λενσατ’ αυτόν,] προσδέρκον, προσφβέγγου, πρααπεν&ου πανταχάι · πλανάτας,πλανάτας τις δ πρέσβνς ονδ’

εγχώρος · προσέβα γάρ ούκ αν ποτ’ άατιβές άλσος ές τάνδ ’ άμαιμακετάν κόράν,

άς τρέμομεν λέγειν, και παραμειβόμεσ&’ άδέρκτως, άφώνως, άλόγως τό τας

ευφήμου στόμα φροντίδος ιέντες · τά δε νϋν τιν* ήκειν λόγος ούδέν άγον&’, δν έγώ λεύσσιον περί παν οΰπω δύναμαι τέμενος γνώναι ποΰ μοί ποτέ ναίει.

ΟΙ. δδ’ έκεινος έγώ· φωνήι γάρ δρω, τό φατιζόμενον.

ΠΑΡΟΔΟΣ (117-253)117. ήν] Μεταχειρίζεται παρατατικό ήν, επειδή ο Οιδ. δεν

ευρίσκεται στη θέση που ανέφερε ο Ξένος. — πο6 ναίει] = πού βρίσκεται; πού κρύβεται;

118. συθείς] αόρ. του σεύομαι. Συνάπτεται προς το κυρεΐ. — έκτόπιος] = μακριά από τον τόπο, όπου για πρώτη φορά εμφανίσθηκε.

120-121. άκόρεστος] Κατά τον Σχολιαστή «Παρ* όσον ούδείς αύτφ τών άλλων ήρκεσε τόπων, άλλά καί έπί τούτον ήλθεν άφόβως». Επειδή ο άγνωστος δεν αρκέσθηκε στους βατούς τόπους, λέγεται Ακορέστατος* έξηγείται: υβριστικότατος, αυθαδέστατος, ασεβέστατος. — προσδέρκομαι] = παρατηρώ, βλέπω. — προσφθέγγομαι] = μιλώ προς κάποιον, φωνάζω.

122. προσπεύθου] = ρώτα, ψάξε, (προσπεύθομαι, ποιητ. αντί προσπυνθάνομαι).

123. πλανάτας = πλανήτης] =περιπλανώμενος, ξένος.126. Αστιβές] (ά-στείβω = πατώ) = απάτητο, που δεν έχει πατήσει

44

ΠΑΡΟΔΟΣ (117-253)

ΣΤΡΟΦΗ Α'ΧΟΡΟΣ

Κοίτα. Πονος ήταν άραγε; πού μένει; πού έφυγε και πήγε ο πιο ασεβής από όλους τους ανθρώπους, ο ασεβέστατος; Κοίτα προσε­κτικά, φώναζε, ρώτα παντού να μάθεις.

Πλανόβιος, κάποιος πλανόβιος είναι ο γέρος, δεν είναι ντόπιος· γιατί αλλιώς ποτέ δεν θα έμπαινε στο απάτητο άλσος αυτών των φοβερών παρθένων, που τρέμουμε το όνομά τους να λέμε και προ­σπερνάμε χωρίς να ρίχνουμε βλέμμα, σιωπηλά περπατώντας χωρίς να βγάζουμε μιλιά, μόνο από μέσα μας προσευχόμενοι με ευλάβεια· τώρα λένε πως ήρθε κάποιος που τίποτα δεν σέβεται· κι ενώ κοιτάζω παντού τριγύρω στον ιερό χώρο, δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω πού τέλος πάντων μου κρύβεται.

(Μέσα από το άλσος εμφανίζονται σιγά σιγά ο Οιδίπους και η Αντιγόνη).

ΟΙΔΙΠΟΥΣΕγώ είμαι εκείνος που ζητάτε· γιατί, καθώς λένε, από τη φωνή

σας σάς βλέπω.

πόδι ανθρώπου. Πρβ. Σοφ. Φιλοκτ. 2 «βροτοΐς δστιπτος».127. άμαιμάκετος] = άκαταμάχητος, απροσπέλαστος. Άγνωστης

ετυμολογίας.129. δς] από το λέγειν και από το παραμειβόμεσθα.130. άδέρκτως] χωρίς να ρίχνουμε βλέμμα, αλλά βλέποντας

κάτω.131. άφώνως, άλόγως] προσδιορισμοί του στόμα ίέντες. —

άλόγως τό τας εύφημου στόμα φροντίδος] = χωρίς να μιλάμε, αλλά προσευχόμενοι από μέσα μας ευλαβικά.

133-134. Η σύνταξη: τά νΰν δέ λόγος έστί 0 λέγεται) ήκειν τινά ούδέν δζοντα. — δζομαι] (αποθ. μόνον Ενεστ. και Παρατατ. — Ενεργ. μόνον εδώ: δζοντα) = σέβομαι, ευλαβούμαι.

135-137. Η σύνταξη: δν έγώ, λεύσσων περί παν τέμενος, ούπω δύναμαι γνώναι, ποδ μοί ποτέ ναίει. — μοι] δοτική ηθική.

138. — δδ' έκεΐνος έγώ (είμί) = εκείνος που ζητείτε είμαι εγώ. — δρω] αντί του γιγνώσκω, αίσθάνομαι. — φωνή γάρ όρώ] = γιατί από τη φωνή σας σας βλέπω, σας γνωρίζω, από τη φωνή σας αισθάνομαι την παρουσία σας.

139. τό φατιζόμενον] = το λεγόμενο, κατά την παροιμία, καθώς λένε.

45

140 Χ Ο .

ο ι.ΧΟ.ΟΙ.

145

Ιώ Ιώ,δεινός μεν όρ&ν, δεινός δε κλύειν. μη μ ’, Ικετεύω, προσίδητ’ άνομον. Ζεν άλεξήτορ, τις πο$’ 6 πρέαβυς; ον πάνν μοίρας εύδαιμονίσαι πρώτης, ώ τήσδ’ έφοροι χώρας, δηλώ δ’ · ον γάρ &ν ώδ’ άλλοτρίοις ομμαοιν εΐρπον καπ'ι αμικροϊς μέγας ωρμονν.

άντ. α ΧΟ. 151

155

160

έη · άλαών όμμάτωνάρα καί ήσ&α φντάλμιος; δνααίωνμακραίων δσ’ έπεικάσαι.άλλ* ον μάν εν γ ’ έμοίπροσ&ήσηι τάσδ’ άράς.περάις γάρ,περαις · άλλ’ ϊνα τώιδ’ έν ά-

φ&έγκτωι μη προπέσηις νάπει ποιάεντι, κάύνδρος ον κρατήρ μειλιχίων ποτών

ρεύματι συντρέχει · τό, ξένε πάμμορ’, εύ φνλαξαι■

141. δεινός μέν όράν, δεινός δέ κλύειν] = φοβερός καί στην όψη και στην ακοή. Η όψη του είναι φοβερή εξαιτίας της άθλιας εμφάνισής του, φαίνεται όμως ότι και η φωνή του είναι τραχειά εξαιτίας της δυστυχίας του.

142-143. Ακούοντας ο Οιδ. τα λόγια του χορού δεινός κλύειν ύστερα και από τα πάντων άκορέστατος και ούδέν δζοντα θέλει να προλάβει την εναντίον του υποψία ασεβείας. — άλεξήτωρ] = βοηθός, προστάτης (άλέξω = απομακρύνω, αποτρέπω,, προφυλάσσω. Αλέ­ξανδρος, αλεξικέραυνο, αλεξίπτωτο).

144-145. Η σύνταξη: ού πάνυ πρώτης μοίρας είς τό εύδαιμονίσαι (έστίν ό πρέσβυς ή είμί). — μοίρας πρώτης] γενική κατηγορηματική της ιδιότητας. —εύδαιμονίσαι] ανήκει στο πρώτης.

146. δηλώ δ**] εννοείται: ούκ ών μοίρας πρώτης = φαίνομαι, είναι φανερό από την όλη εμφάνισή μου πως δεν είναι ζηλευτή η μοίρα μου.

148. ού γάρ... ώρμουν] = γιατί αν δεν ήμουν δυστυχέστατος δεν θα περπατούσα με ξένα μάτια και δεν θα στηριζόμουν εγώ ο μεγάλος

46

ΧΟΡΟΣΩ πωπώ, φοβερός να τον βλέπεις, φοβερός να τον ακούς.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΣας ικετεύω, μη με βλέπετε σαν ασεβή.

ΧΟΡΟΣΔία προστάτη μας, ποιος τάχα να είναι ο γέρος;

ΟΙΔΙΠΟΥΣΈνας που η μοίρα του δεν είναι καθόλου αξιοζήλευτη, άρχοντες

τούτης της χώρας. Και η όψη μου το δείχνει- γιατί δεν θα περπατούσα έτσι με ξένα μάτια ούτε θα στηριζόμουν εγώ, ένας μεγάλος άντρας σε ένα μικρό κορίτσι.

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Α'ΧΟΡΟΣ

Αλίμονο, άραγε ήσουν από τη γέννησή σου με μάτια τυφλά; δυστυχισμένα και πολλά χρόνια μού φαίνεσαι πως έζησες. Όμως όσο περνάει από το χέρι μου δεν θα προσθέσεις στις δυστυχίες σου και τούτη την κατάρα. [155] Γιατί βλέπω πως προχωρείς, προχωρείς- αλλά για να μην πέσεις σ ’ αυτή τη σιωπηλή και χλοερή κοιλάδα εκεί, όπου από κρατήρα σπονδών ρέει νερό ανάμικτο με μέλι, φυλάξου καλά, δυστυχισμένε ξένε, φύγε, απομακρύνσου από

σ ’ ένα μικρό κορίτσι. Το όρμεΐν λέγεται για πλοία. Ο Οιδ. παρα­βάλλει τον εαυτό του προς μεγάλο πλοίο, το οποίο στηρίζεται σε μικρή άγκυρα (την Αντιγόνη).

149-152. έή] επιφ. πόνου ή θλίψης. — άρα και ήσθα φυτάλμιος άλαών όμμάτων;] = άρα γε ήσουν από τη γέννησή σου με μάτια τυφλά; γεννήθηκες τυφλός; «εκ γενετής» είσαι τυφλός; — φυτάλμιος] = φυσικός, «εκ φύσεως». — δυβαίων] εννοείται: εΐ. — δυσαίων μακραίων τε] = αυτός που ζει πολλά και δύσκολα χρόνια.

153-154. Η έννοια: Καθ’ όσον τουλάχιστον εξαρτάται από εμένα δεν θα προσθέσεις και τούτη την κατάρα (της εισόδου σε τούτο το άβατο ιερό).

155-164. Η σύνταξη: άλλ’ ϊνα μή προπέσης έν τφ δ’ άφθέγκτω νάπει ποιάεντι, ού κρατήρ κάθυδρος μειλιχίων ποτών ρεύματι συν­τρέχει, τών, ξένε πάμμορε, εύ φύλαξαι, μετάστηθι, άπόβαθι- — ϊνα μή προπέσης] εξαρτάται από το μετάστηθι. —άφθεγκτος] (α+φθέγ- γομαι) = άρρητος, σιωπηλός. — νάπος] = δασώδης κοιλάδα- εδώ εννοείται το άλσος των Ευμενίδων. — ποιάεις, εντός] (ποιήεις - πόα = χλόη) = χλοερός. — ού] προ αυτού εννοείται έκεΐσε. — κάθυδρος] = γεμάτος νερό, —συντρέχει] = συρρέει. Ο Σχολιαστής ερμηνεύει με το συγκιρνάται. — πάμμορος] (πας, μόρος) = ο δυστυχής

47

μετάσταϋ’, άπόβα&ι. πολ­λά χέλευδος έρατύοι ■

κλύεις, ώ πολύμοχ&’ άλατα; λόγον εϊ τι ν’ έχεις πρός έμάν λέσχαν, άβάτων άποβάς, ϊνα πασι νόμος, φώνει· πρόσΦεν δ ’ άπερύκου.

170 01. ϋύγατερ, ποϊ τις φροντίδος έλ&ηι;ΑΝ. ώ πάτερ, άστοΐς ϊσα χρή μελετάν

εϊκοντας Λ <5εΐ κάκούοντας.01. πρόσ&ιγέ νύν μου.ΑΝ. ψαύω καί δή.ο ι . ξεϊνοι, μή δήτ’ άδικη&ώ

1» πιστεύσας χαΐ μεταναστάς.

ατβ-β ΧΟ. οϋ τοι μήποτέ σ ’ ίχ τώνδ’ εδράνων, ώ γέρον, άκοντά τις &ξει.

£τ’ ούν;ΟΙ.ΧΟ. ίτ ι βαίνε πόραω.ΟΙ. ετι;

σε όλα. — μειλιχίων ποτών] Κατά τον Σχολιαστή «Γλυκέων ποτών, δ έστί μέλιτος, οϊς μειλίσσουσι τάς θεάς. Συγκιρνάται γάρ ταύταις ταΐς θεαϊς Οδατος καί μέλιτος κρατήρ». Η γενική εξαρτάται από το επόμενο ρεύματι.

165. πολλά κέλευθος έρατύοι] = πολλή κέλευθος έρατύει = μεγάλη απόσταση μας χωρίζει. - έρατύω (δωρ. τύπος, άντί έρητύω] = εμπο­δίζω. — Ο χορός αφού φώναξε δυνατά και παρατήρησε ότι ο Οιδίπους δεν μετακινείται, εικάζει ότι δέν γίνεται ακουστός. Και γι * αυτό φωνάζει ξανά: κλύεις; = ακούς;

167. λέσχη] (λέγω) = τόπος όπου συνέρχονταν για συνομιλία, προπάντων οι αργόσχολοι και οι επαίτες. Κάθε δημόσια στοά χρησιμεύουσα για συνάντηση και συνομιλία των πολιτών. Πολλές τέτοιες λέσχες υπήρχαν στην αρχαία Αθήνα. Εδώ = λόγος, συνομιλία, συνδιάλεξη.

168-169. Η σύνταξη: φώνει έκεϊ, ϊνα πασι νόμος έστί φωνεΐν* πρόσθεν δ ' άπερύκου τοδ φωνεΐν.

170. Η αόριστη αντωνυμία τις αντί της προσωπικής ποϊ έλθω, (απορηματική, υποτακτική. Η έννοια: ποια σκέψη να κάμω, ποια απόφαση να πάρω, δηλ. να απομακρυνθώ από το άλσος ή να μείνω;

171-172. Η Αντιγόνη συμβουλεύει τον πατέρα της να συμ­μορφώνονται προς τις σκέψεις των ντόπιων. Κατά τον Σχολιαστή

48

Κκγ μεγάλη απόσταση μας χωρίζει· ακούς, πολυβασανισμένε ο­δοιπόρε; Αν θέλεις να μιλήσεις σε μας που είμαστε εδώ μαζεμένοι, βγες από το άβατο και μίλα από κει που επιτρέπεται σε όλους να μιλούν* πιο πριν όμως, μη μιλήσεις.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΚόρη μου, ποια απόφαση να πάρει κανείς;

ΑΝΤΙΓΟΝΗΠατέρα, πρέπει να έχουμε την ίδια γνώμη με τους ντόπιους

βδώ, υποχωρώντας σε όσα πρέπει και υπακούοντας.ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Πιάσε με λοιπόν.ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αμέσως τώρα σε πιάνω.ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ξένοι, μην πάθω κανένα κακό, αν σας πιστέψω και σηκωθώ απ' εδώ.

ΣΤΡΟΦΗ Β’

ΧΟΡΟΣΓέροντα, κανείς χωρίς να το θελήσεις δεν θα σε «κουνήσει»

ποτέ απ" αυτή σου τη θέση.ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ακόμα λοιπόν να προχωρήσω;ΧΟΡΟΣ

Προχώρα ακόμα πιο μπρος.ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κι άλλο ακόμα;

«δ έκείνοι άσκοΰσι, τούτων καί σέ δει έπιμέλειαν έχειν».173. Ο Οιδίπους πείθεται στα λόγια της κόρης του και της

λέει να τον πιάσει για να τον βοηθήσει στο βάδισμα.174-175. μή άδικηθώ] εννοείται ρήμα φόβου σημαντικό. = μή

άδικήσητέ με. — πιστεύσας καί μεταναστάς] = επειδή σας πίστεψα και μετακινήθηκα από τη θέση μου.

176-177. Ο Οιδίπους έφυγε από το ιερό, ευρίσκεται όμως πολύ κοντά, και ο χορός επιθυμεί να απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο· ώστε το έκ τώνδ ’ έδράνων δεν σημαίνει τη θέση όπου τώρα στέκεται, αλλά κάποιο λίθινο εδώλιο το οποίο ο χορός δείχνει στον Οιδίποδα για να καθίσει. — ού μή] με Υποτακτική αορ. ή οριστική μελλ. δηλώνει ισχυρή βεβαίωση.

178-179. έτι ούν;] εννοείται προβώ; = ακόμη λοιπόν να προχω­ρήσω; — πόρσω = πρόσω = προς τα εμπρός.

49

< χο.) προβίβαζε, κούρα,πόρσω · σν γάρ άίεις.

ΑΝ.01. <---------->ΑΝ. ^

επεο μάν, ίπ ε ’ ώδ’ άμαν-ρώι κώλωι, πάτερ, &ι σ ’ άγω,

ΟΙ. <------- ««-----)ΧΟ. τόλμα, ξεΐνος έπι ξένης,

ώ τλάμων, δ τι και πόλις τέτροφεν δφιλον άποστνγεϊν καί τό φίλον σέβεσ&αι.

ΟΙ. αγε νυν αύ με, παΐ,ΐν’ &ν εύσεβίας έπιβαίνοντες τό μεν ειποιμεν, τό δ ’ άκονσαιμεν

και μη χρείαι πολεμώ μεν.

αύτον μηκέτι τονδ’ αύτοπέτρου βή­ματος έξω πόδα κλίνηις.

οϋτως;άλις ώς ακούεις,

ή έαϋώ ;λέχριός γ ’ έπ’ άκρου

λάον βραχύς όκλάσας.

180-181. προβίβαζε πρόσω] = κάμε να προχωρήσει προς τα εμπρός. — άΐεις] = καταλαβαίνεις πού πρέπει να οδηγήσεις τον πατέρα σου. Ο Οιδίπους ως τυφλός δεν μπορεί να αντιληφθεί τον τόπο που ορίζει ο χορός. — άΐω] (ποιητ. μόνο ,στον Ενεστ. και Παρατατ.) = αντιλαμβάνομαι με την ακοή, καταλαβαίνω, (έπαΐω).

(Μετά τον στίχο 181 έχουν εκπέσει τέσσερες στίχοι του κειμέ­νου. Ποια έννοια περιείχαν οι στίχοι αυτοί δεν είναι εύκολο να υποθέσουμε. Ίσως η έννοια των στίχων να αναφέρεται στη λαν­θασμένη κατεύθυνση τον Οιδίποδα).

182-183. μάν = μήν. — άμαυρφ κύκλω] = με τυφλό πόδι. —Α­μαυρός] κυρίως = σκοτεινός, έπειτα = τυφλός. Ο Οιδίπους είναι τυφλός, κατά συνεκδοχή όμως η τυφλότητα επεκτείνεται και στο πόδι. — ά σ’ άγω] = ή σ* βγω = όπου σε οδηγώ.

184-187. τολμώ] εδώ = υπομένω, αποφασίζω. — ξεΐνος] ενν. η μετοχή ών. Ο Σχολιαστής παρατηρεί: «Ξένος ών έπί ξένης τόλμα, ώ τλαμον, ταΰτα φιλεΐν β καί ή πόλις φιλεΐ, έκεΐνα δέ μισεΐν β καί

X 0.

ΟΙ. X ο . 01. ΧΟ.

ΧΟΡΟΣΟδήγα τον, κόρη, ακόμα πιο μπρος* γιατί εσύ ξέρεις. [180]

ΑΝΤΙΓΟΝΗΑκολούθα με, ακολούθα με, πατέρα, με τα τυφλά πόδια σου,

όπου εγώ σε οδηγώ.ΧΟΡΟΣ

Δύστυχε, μια κι είσαι ξένος σε ξένη χώρα, δέξου να μισείς ό,τι η πόλη νομίζει μισητό και να σέβεσαι ό,τι της είναι αγαπητό.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΟδήγα με λοιπόν, κόρη μου, εκεί όπου με ευσέβεια πατώντας

θα μπορέσουμε και να μιλήσουμε και να ακούσουμε, κι ας μην πηγαίνουμε ενάντια στην ανάγκη.

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Β'ΧΟΡΟΣ

Εδώ στάσου και μη βγάλεις πόδι έξω από το πέτρινο τούτο κάθισμα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΈ τσ ι είναι καλά;

ΧΟΡΟΣΑρκετά, όπως ακούς.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΝα καθήσω;

ΧΟΡΟΣΝαι, προς τα πλάγια στην άκρη του βράχου με μαζεμένα λίγο

τα γόνατα.

ή πόλις μισεί». — τό φίλον] ενν. τ$ πόλει. —τέτροφεν Αφιλον] = νομίζει, θεωρεί μισητό.

188-191. (ν’ Αν εύαεβείας έπιβαίνοντες] = εκεί όπου επί της οδού της ευσεβείας βαδίζοντες = ευσεβούντες = με ευσέβεια. — τό μέν εϊποιμεν (Αν) τόδ’ άκούσαμεν] = μπορούμε να ειπούμε και να ακούσουμε. Το Αν ανήκει στις ευκτικές τις οποίες καθιστά δυνητικές.— καί μή χρείςι πολεμώμεν] = και ας μην εναντιωνόμαστε προς την ανάγκη.

192. άντίπετρος] = όμοιος με πέτρα, βραχώδης. — βήμα] = βάθρο, κάθισμα. Εδώ: Αντίπετρον βήμα) = κάθισμα που βρίσκεται μπροστά στόν βράχο.

193-196. ούτως;] = έτσι; δηλ. εδώ να καθίσω; — Αλις] = αρκετά.— έσθω] αόριστος του καθέζομαι. — λέχριος] = πλάγιος, λοξός. — βραχύς] αντί του επιρρήμ. βραχέως. —όκλάζω] = κάμπτω τα γόνατα για να καθίσω (επίρρημα όκλαδόν). λαός] ανώμαλ. γεν. του λΑας] = λίθος.

51

200

ΑΝ. πάτερ, έμόν τόδ'· έν ήσύχωι . . . (ΟΙ.} Ιώ μοί μ ο ι . . .ΑΝ. βάσει βάσιν άρμοσαι,

γεραόν ές χέρα σώμα σόν προχλίνας φιλίαν έμάν.

ΟΙ. ώμοι δύαφρονος άτας.χ ο . ώ τλάμων, δτε νϋν χαλΰις,

αϋδασον ■ τις έφυς βροχών;2 05 τις ό πολύπονος άγηι; τ(ν' &ν

σου πατρίδ' έχπνϋοίμαν;

01. ώ ξ έ ν ο ι, ά π ό π ο λ ις · άλλα μή .χ ο . τ ί τόδ’ άπεννέπεις, γέρον;

210 ΟΙ. μή, μή μ ' άνέρηι τις είμι, μηδ’ έξετάσηις πέρα ματεύων.

χ ο . τ ί τόδ';ΟΙ. αίνά φύσις.χ ο . ανδα.ΟΙ. τέχνον, ώμοι, τ ί γεγώνω;χ ο . τίνος εϊ σπέρματος, <ώ>

215 ξένε, φώνει, πατρό&εν;

197-201. τόδε] δηλ. το καθίζειν σε. — ίώ μοί μοι]. Ο Οιδίπους ελεεινολογεί τον εαυτό του, διότι και για να καθίσει χρειάζεται βοήθεια. — βάσει βάσιν άρμοσαι] = προσάρμοσε τό ένα πόδι στο άλλο. — σόν γεραόν σώμα προκλίνας ές έμάν φιλίαν χέρα] = γέρ­νοντας, ακουμπώντας το γέρικο κορμί σου στο χέρι το δικό μου.

202. δύσφρων άτα] (αντίθ. του εδφρων) = αλγεινή βλάβη, μαύρη συμφορά, άτα, εννοεί την τυφλότητα.

203-206. χαλάω-ω] = χαλαρώνω, αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ησυχάζω. —αύδάω-ώ] (άόδή) = φωνάζω, λέγω. — ό πολύπονος] = ο πολυβασανισμένος, ο πολύπαθος. — τίν’ δν σοΰ πατρίδ’ έκπυθοίμαν] ποιητική έκφραση = τίνος πατρίδος εϊ;

207. άπόπολις και άπτόπολις] = ο διωγμένος από την πατρίδα του, εξόριστος. — άλλα μή] αναφέρεται στο στίχο 210, όπου επα­ναλαμβάνεται τρεις φορές το μή, διότι ο Οιδίπους επιθυμεί να μην αποκριθεί στις άλλες ερωτήσεις, αφού ξέρει πως το όνομά του προξενεί φρίκη.

208-210. άπεννέπω] = απαγορεύω. — μή μ’ άνέρη] υποτακτ.

52

ΑΝΤΙΓΟΝΗΠατέρα, αυτό είναι δική μου δουλειά· εσύ ήσυχα —

ΟΙΔΙΠΟΥΣΩχ αλίμονομ, αλίμονό μου!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ... σμίξε τα πόδια σου και γύρε το γέρικο σώμα σου προς τα

κμπρός ακουμπώντας στο φιλόστοργο χέρι μου πάνω.ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ώ χου, στη μαύρη συμφορά μου!ΧΟΡΟΣ

Ταλαίπωρε, τώρα που χαλάρωσες, πες μας ποιος είσαι; ποιος βίσαι συ ο πολύπαθος που σε οδηγούν να περπατάς; Μπορώ να μάθω ποια είναι η πατρίδα σου;

ΟΙΔΙΠΟΥΣΞένοι, εξόριστος από την πόλη μου είμαι· αλλά μη...

ΧΟΡΟΣΤι είναι αυτό που δεν θέλεις να πεις, γέροντα;

ΟΙΔΙΠΟΥΣΜη, μη, μη με ρωτήσεις ποιος είμαι και μη ζητάς να μάθεις

περισσότερα. [210]ΧΟΡΟΣ

Γιατί το λες αυτό;ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Φρικτή είναι η καταγωγή μου.ΧΟΡΟΣ

Για λέγε μου.ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αλίμονο, παιδί μου, τι να πω;ΧΟΡΟΣ

Να μας πεις, ξένε, ποιος είναι ο πατέρας σου.

αορ. β του έρωτάω-ώ. — πέρα ματεύων] = ζητώντας περισσότερα. Και αρνήσεις πολλές και ρήματα συνώνυμα (άνέρη, έξετάσης, μα­τεύων) επισωρεύει, για να αποφύγει περισσότερες ερωτήσεις.

212-215. τί τόδε;] = τί δ ’ έστί τοδτο = τί είναι αυτό; τι θέλεις να πεις; — αΐνά φ ύα ις] = φοβερή είναι η καταγωγή μου. — τί γεγώνω;] αόριστος του γεγωνίσκω] = λέγω, διηγούμαι, φωνάζω = τι να πω; — τίνος σπέρματος εϊ πατρόθεν] = τίνος πατρίου σπέρματος εϊ; = ποιος είναι ο πατέρας σου;

53

ΟΙ. ώμοι έγώ, τ ί πάΰω, τέχνον ίμύν\ ΧΟ. λ έ γ \ ϊπείηερ έη' Ισχαχα βαίνεις. ΟΙ. άλλ' ίρ&· ού γάρ Ιχω χαταχρνγάν. ΧΟ. μαχρά μέλλετέ γ ' · άλλα τάχννε. ΟΙ. Λαίου ϊατε τιν' (ΰνχ') άηδγοναν; ΧΟ. Ιον.ΟΙ. τό τε Λαβδαχιδάν γένος;ΧΟ. ώ Ζεϋ.ΟΙ. άϋλιον ΟΙδιπόδαν;ΧΟ. σύ γάρ δό’ εΐ;ΟΙ. δέος ϊοχετε μηδέν, Άο' αύδώ.ΧΟ. ϊώ, ώ &.ΟΙ. δνσμορος,ΧΟ. ώ ώ.ΟΙ. Ή γατερ, τ ί ποχ' α&ιίχα χνρσει; ΧΟ. έξω πόρσω βαίνετε χώρας.ΟΙ. & δ’ ύπέσχεο ποΐ χατα&ήσεις·,

ΧΟ. ούδενΐ μοιριδία τίαις έρχεται

216-217. τί ηάβω] απορηματική Υποτακτική = τι να κάμω; —έπ’ Εσχατα βαίνεις] = έχεις φθάσει στα Εσχατα, δηλ. δεν μπορείς πλέον να αποφύγεις την απάντηση, αφού σου διέφυγε η φράση αίνά φύσις.

218-219. ού γάρ Εχω κατακρυφάν] = δεν μπορώ να αποφύγω. — μακρά μέλλετέ γ ’] = μακράν μέλλησιν] (σύστοιχο αντικ.) = πολύ αργείτε. — άλλα τάχυνε] = έλα βιάσου. Ο χορός απευθύνεται στον Οιδίποδα μόνο, όχι και στην Αντιγόνη.

220-222. Δεν λέει ευθέως το όνομα του πατέρα, αλλά θέλει πρώτα να μάθει αν είναι γνωστό το όνομα του Λαΐου. Τα κακά των Λαβδακιδών ήταν πασίγνωστα (πρβ. 597 ού δήτ ’ έπεί πδς τοδτό γ* Ε λλήνω ν θροεϊ), γ ι ’ αυτό ο Χορός ακούοντας το όνομα μόνο τρομάζει. — ΟΙδιπόδαν] αιτιατ. του δωρικού τύπου Οίδιπόδας.

223-225. δέος ΐσχετε μηδέν] (ϊσχω και Εχω) = μην έχετε κανένα φόβο. — τί πότ ’ αύτίκα κύρσει] = τί θα μας συμβεί τώρα; τι θα γίνει τώρα; — κύρσει] μελλ. του κυρέω-ώ = τυγχάνω, είμαι, ευρΐσκομαι. Ο Οιδίπους είδε τους Κολωνιάτες πολύ ταραγμένους και έτοιμους να κάμουν κάτι κακό.

227. 6 δ ’ ύπέσχεο] εννοεί τα λεγόμενα στο στίχο 176. —κατα- τίθημι] = καταβάλλω, πληρώνω. Και όσα υποσχέθηκες πού θα τα καταθέσεις; πώς θα εκπληρώσεις την υπόσχεση που μου έδωσες; Η μεταφορά από εκείνους που καταβάλλουν τα χρέη τους στους

54

ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλίμονό μου, τι να κάμω, παιδί μου;

ΧΟΡΟΣΛίγε, μια κι έχεις φτάσει στην άκρη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣθ α πω, γιατί δεν μπορώ να τ ’ αποφύγω.

ΧΟΡΟΣΑργείς πολύ· έλα βιάσου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΓνωρίζετε κάποιον του Λαΐου;

ΧΟΡΟΣΗ πω, πω, πω! [220]

ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι τη γενιά του Λαβδάκου;

ΧΟΡΟΣΩ Δία!

Τον άθλιο Οιδίποδα;ΟΙΔΙΠΟΥΣ

ΧΟΡΟΣΕσύ λοιπόν είσαι εκείνος;

ΟΙΔΙΠΟΥΣΜη φοβάστε καθόλου από όσα σας λέω.

ΧΟΡΟΣΩΩΩ!

ΟΙΔΙΠΟΥΣΟ κακότυχος εγώ!

ΩΩΩ!ΧΟΡΟΣ

ΟΙΔΙΠΟΥΣΚόρη μου, τι θα γίνει τώρα;

ΧΟΡΟΣΝα φύγετε έξω από τη χώρα, μακριά.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΚαι όσα υποσχέθηκες πώς θα τα πληρώσεις;

ΧΟΡΟΣΚανείς δεν τιμωρείται από τη μοίρα, όταν ανταποδίδει εκείνα

δανειστές ή καταθέτουν τα χρήματά τους στις τράπεζες.228-229. Η σύνταξη: τό τίνειν (τινά) δ δν προπάθη, ούδενί

55

ών προπάϋψ το τίνειν ■ άπάτα δ’ άπά- ταις έτέραις έτέρα παραβαλλομέ- να πόνον, ον χάριν, άντιδίδωσιν ε'- χειν. σν δε τώνδ' ίδράνων πάλιν έκτοπος

αϋ&ις αφορμος έμ&ς χ&ονδς ϊκ&ορε, μή τι πέρα χρέος

έμάι πόλει προσάφηις.

ΑΝ. ώ ξένοι αΐδόφρονες,άλλ’ έπεϊ γεραόν πατέρα

τόνδ’ έμόν ονκ άνέτλατ’ έργων άκόντων άίοντες αύδάν, άλλ' έμέ τάν μελέαν, ικετενομεν, ώ ξένοι, οίκτίραά*, ά πατρός υπέρ τονμον άντομαι· άντομαι ονκ άλαοϊς προαορωμένα δμμα σόν δμμασιν, ώς τις άφ’ αίματος ύμετέρον προφανεϊσα, τον ά&λιον αίδοΰς κϋρσαι. έν ϋμμι γάρ ώς άεώι κείμεάα τλάμονες. άλλ’ ϊτε, νεάσατε, τάν άδόκητον χάριν. πρός σ’ δ τι σοι φίλον οίκο&εν άντομαι,■ή τέκνον ή λέχος ή χρέος ή άεός.

Ερχεται μοιριδία τάσις. — τίαις] (τίνω = πληρώνω, τιμωρώ) = τιμωρία.— δν = δ 6ν. Η έννοια: το να ανταποδίδει κανείς κακό αντί κακού δεν είναι αδικία, την οποία οι θεοί τιμωρούν.

230-232. Η έννοια: Ο χορός θεωρεί τον Οιδίποδα απατεώνα, διότι του απέσπασε την υπόσχεση ότι δεν θα μετακινηθεί από τη χώρα των Κολωνιατών χωρίς τη θέλησή του, πριν να πει το όνομά του. Εάν ο χορός είχε ακούσει το όνομα του Οιδίποδα, δεν θα του έδινε την υπόσχεση (πρβλ. 176), διότι ήταν γνωστό ότι ήταν μια- σμένος. Επομένως τώρα που άκουσε το όνομα του Οιδίποδα θεωρεί θεμιτή την παράβαση της υπόσχεσης.

233-234. Το έδράνων εξαρτάται από το Εκτοπος, το χθονός από το αφορμος. — Εκθορε] αόρ. β ’ του έκθρώσκω = εκπηδώ, εξέρχομαι.— δφορμος] = άφορμηθείς. — Εκτοπος] = έξω από κάποιον τόπο. Τα επίθετα δφορμος και Εκτοπος αντί των προθέσεων άπό και έκ.

235-236. μή τι πέρα χρέος έμ$ πόλει προσάψης] = για να μην προξενήσεις μεγαλύτερο κακό στην πόλη μου. Η έννοια: Ο Οιδίπους

56

«0υ Ιίπαθε πρ ιν [230] και η απάτη του ενός που συναγωνίζεται την ΐΒάτη του άλλου, πόνο ανταποδίδει και όχι ευγνωμοσύνη. Και συ •ήΚω από αυτήν εδώ τη θέση και φύγε γρήγορα, απομακρύνσου Ι«Λ τη χώρα μας, για να μην προσθέσεις κι άλλο ακόμα μίασμα •Χην πόλη μας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΠονόψυχοι ξένοι, αφού δεν ανέχεσθε τον γέροντα τούτον πατέρα

μου, επειδή έχετε ακούσει τη φήμη για τις ακούσιες πράξεις του, λυπηθείτε, σας ικετεύω, ξένοι μου, τουλάχιστον εμένα τη δύστυχη, που για χάρη του πατέρα μου σας προσπέφτω· σας ικετεύω κοιτά- ζοντάς σας στα μάτια με μάτια όχι τυφλά, σαν να ήμουν αίμα από Χο αίμα σας, να βρει λίγη συμπόνοια από σας ο δυστυχής· γιατί σε σας, όπως στο θεό, στηριζόμαστε οι ταλαίπωροι. Ελάτε, δείξτε την απροσδόκητη ευμένειά σας· σε ικετεύω σε ό,τι δικό σου αγαπάς σίτε αυτό είναι παιδί ή γυναίκα ή πράγμα πολύτιμο ή θεός· γιατί αν

πατώντας στο ιερό άλσος των Ερινύων διέπραξε ασεβή πράξη. Τώρα όμως, αν μείνει στη χώρα των Κολωνιατών, θα διαπράξει και δεύτερη ασέβεια ως μιασμένος και γι ’ αυτό πρέπει αμέσως να απομακρυνθεί από εκεί.

237. αίδόφρων] (αιδώς- εδώ σημαίνει την πραότητα, τον οίκτο προς τους ικέτες. αΐδώςχφρήν. αίδόφρονες] = πονόψυχοι.

239. ούκ άνέτλατε] = δεν ανεχθήκατε, δεν υπομείνατε.240. αύδή] εδώ = φήμη. — άΐω] - ακούω.241. άλλ’ έμέ] = τουλάχιστον εμένα αν όχι τον πατέρα.242. ώ ξένοι] η επανάληψη της προσφώνησης επιτείνει την

ικεσία.244. άντομαι] = ικετεύω, παρακαλώ. — άλαός] = τυφλός. —

προσοράομαι -ώμαι] = προσβλέπω.246. ώς τις άφ’ αίματος ΰμετέρου προφανεΐσα] = σαν να είμαι

κάποια που κατάγομαι από το δικό σας αίμα, σαν να ήμουν δικό σας παιδί και όχι του Οιδίποδα. — προφαίνομαι] = κατάγομαι, γεννώμαι.

247. έν ΰμμι γάρ ώς θεφ κείμεθα] = γιατί από σας κρεμόμαστε σαν από θεό. — ΰμμι] (δωρικό) = ύμϊν.

248. άλλ’ ϊτε, νεύσατε τάν άδόκητον χάριν] = ελάτε, δεχθήτε να μας δώσετε την ανέλπιστη χάρη. — νεύω] έχει την ίδια σημασία με τα σύνθετα έπινεύω και κατανεύω.

250-251. Η σύνταξη: "Αντομαι σε, πρός δ,τι σοι φίλον έκ σέθεν ή τέκνον ή λέχος ή χρέος ή θεάς. Η έννοια: να χαρείς, ό,τι δικό σου αγαπάς παιδί, γυναίκα, βιός, θεό.

57

ον γάρ ϊδοις άν άόρών βροχών όσης άν, εΐ όεός άγοι, έκφνγεϊν δύναιχο.

ΧΟ. άλλ’ ϊσ&ι, χέχνον ΟΙδίπου, σέ τ ’ εξ ϊσον 255 οΐχχίρομεν καί τόνδε συμφοράς χάριν ·

τ ά δ ’ έκ όεών χρέμονχες ου σόένοιμεν αν φωνειν πέρα των προς σέ νυν είρημένων.

ΟΙ. χί δ ήτα δόξης ή τ ί κληδόνος καλής μάχην ρεούσης ωφέλημα γίγνεχαι,

26ο εί χάς γ ’ Άέέήνας φασί ΰεοσεβεστάταςείναι, μάνας δέ χδν κακούμενον ξένον σώιζειν οΐας χε και μάνας άρκεΐν έχειν; κάμοιγε που τανχ’ έστίν; οΐχινες βάόρων έχ χώνδέ μ ’ εξάραντες εϊχ' ελαύνετε,

265 όνομα μάνον δείσαντες · ου γάρ δή χό γεσώμ’ ουδέ τ&ργα χαμ’ · επεί χά γ ’ έργα μου πεπον&άτ’ έσχΐ μάλλον ή δεδρακάχα,

252-253. ού γάρ ϊδοις άν άθρων βροτόν, δστις δύναιτο άν έκφυγεϊν (άταν), ε( θεός άγοι = γιατί αν παρατηρήσεις γύρω σου, δεν θα ιδείς θνητό που να μπορεί να ξεφύγει (τη συμφορά του), αν τον καταδιώκει ο θεός. — άθρέω -ω] = βλέπω με προσοχή προς κάτι, παρατηρώ, διακρίνω, εξετάζω προσεκτικά.

Α' ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (254-667)

254-255. σέ’τε και τόνδε] Ο χορός απαντά στην αξίωση της Αντι­γόνης για οίκτο (στίχ. 241). — συμφοράς χάριν] (αναγκαστικό αίτιο) = εξαιτίας της συμφοράς σου.

256-257. Η έννοια: Δεν μπορούμε να υποχωρήσουμε περισσότερο, αλλά επιμένουμε σε όσα σου είπαμε πριν από λίγο (στιχ. 226).

258-263. Ο Οιδίπους παραπονείται ότι η Αθήνα που φημιζόταν για τη θεοσέβειά της και τη φιλοξενία της δεν επαληθεύει τη φήμη της και στην δική του περίσταση.

258. Δόξα] είναι η καλή γνώμη, την οποία έχουν οι άνθρωποι για την Αθήνα· η δόξα αυτή εξηγείται σαφέστερα με το καλή κληδών. Κληδών = κλέος, δόξα, φήμη, αγγελία, είδηση.

259. ώφέλημα γίγνεταί τίνος] (το τινός είναι γενική υποκειμενική)

58

Κοιτάξεις γύρω σου, δεν θα δεις κανέναν άνθρωπο που να μπορεί να ξεφύγει, αν ο θεός τον κατατρέχει,

Α ' ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (254-667)

ΧΟΡΟΣ (Ο κορυφαίος)Να το ξέρεις, κόρη του Οιδίποδα, εξίσου λυπούμαστε και

σένα και τούτον εδώ για τις συμφορές σας* τρέμοντας όμως τις θεές δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα απ’ όσα ως τώρα σου έχουμε πει.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΠοιο το όφελος λοιπόν από τη δόξα κι από την καλή φήμη

που μάταια τρέχει, [260] αν λένε πως η Αθήνα είναι θεοσεβέστατη πόλη και πως μόνη αυτή μπορεί τον κατατρεγμένο ξένο να σώσει και βοήθεια να του δώσει; Και πού είναι αυτά για μένα, όταν εσείς αφού πρώτα από τούτα εδώ τα βάθρα με ξεσηκώσατε, κατόπι με διώχνετε, γιατί από το όνομά μου και μόνο φοβηθήκατε; γιατί βέβαια δεν με διώχνετε επειδή φοβηθήκατε το σώμα μου ούτε τις πράξεις μου. Γιατί τα έργα μου είναι μάλλον πάθη παρά πράξεις,

= κάποιο πράγμα φέρει κάποια ωφέλεια, τί ώφέλημα δάξης = τι ωφελεί; ποια αξία έχει;

261-262. μάνας... μάνας] επανάληψη για έμφαση = περισσότερο από τις άλλες πόλεις. — κακούμενον ξένον] Ο Σοφοκλής έχει προπάντων υπόψη τον Ορέστη και τους γιους του Ηρακλή, κακούμενος είναι ο ταλαιπωρούμενος, αυτός που δυστυχεί. — οϊας τε] ενν. είναι. — άρκεΐν] ενν. αύτφ (τφ κακουμένφ). — έχειν] = δύνασθαι. Εξαρτάται από το φασί: και λένε ότι μόνον αυτοί (οι Αθηναίοι) έχουν τη δύναμη να υπερασπίζουν και να βοηθούν.

263. ταδτα] οι φημιζόμενες αρετές των Αθηναίων. —οϊτινες] ανα- φέρεται στο εννοούμενο παρ’ υμών.

264. έξάραντες] το έξαίρω = ξεσηκώνω, μετακινώ.265. δνομα μάνον δείααντες] Ο χορός μόλις άκουσε για τον γιο

του Λαΐου άφησε κραυγή φρίκης (220). — ού γάρ...] το πλήρες είναι: ού γάρ μ’ έλαύνετε δείααντες τά σώμα...

266. Το σώμα του Οιδ. δεν είναι φοβερό, αλλά οικτρό, ούτε τα έργα του είναι φοβερά, διότι μάλλον έπαθε παρά διέπραξε.

267. πεπονθάτ’ έατί μάλλον ή δεδρακότα] αντί: πεπονθάτος έατί μάλλον ή δεδρακάτος, δηλ. τα κατηγορούμενα μεταφέρθηκαν από το πρόσωπο στις πράξεις.

59

εϊ σοι τά μητρός και πατρός χρείη λέγειν, ών οΰνεκ’ έκφοβήι με- τοϋτ’ εγώ καλώς ίξοιδα. καίτοι πώς εγώ κακός φύσιν, δστις πα&ών μεν άντέδρο>ν, ίί'κττ’ εϊ φρονών επραααον, ονδ' άν ώδ’· έγιγνόμην κακός; ννν δ’ ονδέν είδώς Ικόμην ϊν' Ικόμην, νφ' ών δ' ίπασχον, είδότων άπωλλύμην. άν#’ ών Ικνοΰμαι προς &εών δ μας, ξένοι, ώσπερ με κάνεστήσαΰ', ώδε σώσατε, και μη ϋεους τιμώντες είτα τους Ίλεούς μώρονς ποεϊσ&ε μηδαμώς · ήγεϊαϋε δέ βλέπειν μεν αυτούς προς τον ευσεβή βροτών, βλέπειν δέ προς τούς δυσσεβεΐς ■ φυγήν δέ του μήπω γενέσϋαι φωτός άνοσίον ΐ βροτών^. ξύν οίς σν μη κάλυπτε τάς εύδαίμονας έργοις Ά&ήνας άνοσίοις υπηρετών, άλλ’, ώσπερ έλαβες τον Ικέτην εχέγγυον, ρύου με κάκφνλασσε · μηδέ μου κάρα τό δυσπρόαοπτον είσορών άτιμάσηις.

268. Η έννονα του στίχου συνάπτεται προς το προηγούμενα: εγώ μάλλον έπαθα παρά αδίκησα* αυτό καν συ θα το παραδεχόσουν, αν έπρεπε να σου δνηγηθώ λεπτομερέστερα τις πράξεις μου. —τά μητρός καί πατρός] τις σχέσεις μου προς την μητέρα και τον πατέρα, τις πράξεις που διέπραξα σε βάρος τους. Ο Οιδ. με πόνο θυμάται το παρελθόν του και γι ’ αυτό μόλις ακροθιγώς αναφέρεται στο φόνο του Λαΐου και στο γάμο της Ιοκάστης.

269. ών (Εργων) οΰνεκα έκφοβεΐ με] = για τα οποία έργα (πράξεις μου) με φοβάσαι.

271. Ο Οιδ. για να αποδείξει ότι δεν είναι «κακός φύσιν» λέει, κατά τον Σχολιαστή, ότι βρέθηκε σε θέση άμυνας και ότι αγνοούσε εκείνον κατά του οποίου αμυνόταν. Εδώ λέει μόνον για τον φόνο του πατέρα, για τον γάμο της μητέρας σιωπά. Βλπ. 975. — εϊ φρονών Επρασσον] εάν ήξερα και με τη θέλησή μου έπραττα.

273. νϋν δε] αντίθεση προς το «εί φρονών Επραααον», —ίκόμην, ϊν ’ ίκόμην] = έφθασα όπου έφθασα, έκαμα ό,τι έκαμα. Τον τρόπο αυτό έκφρασης μεταχειρίζονται οι αρχαίοι, όταν δεν θέλουν να ονομάσουν λυπηρά πράγματα.

274-275.ύφ’ ώ νδ’ Επασχον,είδότωνάπωλλύμην] = ύφ’ ώνΕπασχον, ύπό τούτων είδότων άπωλλύμην. Εδώ ο Οιδίπους υπαινίσσεται την έκθεσή του στον Κιθαιρώνα από τον Λάιο. —άπωλλύμην] παρατατ.

60

Ον θα ’ πρεπε να σου μιλήσω για τη μητέρα και τον πατέρα μου, που είναι η αιτία του φόβου σου για μένα· αυτό είναι, το ξέρω καλά *γώ. Κι όμως πώς είμαι εγώ από τη φύση μου κακούργος, [270] που αντιδίκησα αφού έπαθα πρώτα, ώστε κι αν ήξερα και με τη θέλησή μου έπραττα, ούτε και τότε (στην περίπτωση αυτή) θα ήμουν κα­κούργος; Και τώρα, χωρίς τίποτα να ξέρω, έφτασα όπου έφτασα, βνώ εκείνοι που μου έκαναν κακό, ξέροντας ζητούσαν τον χαμό μου.

Γι ’ αυτό σας ικετεύω, ξένοι, στο όνομα των θεών, όπως με σηκώσατε έτσι να με σώσετε, και μη, ενώ τιμάτε τους θεούς, έπειτα να νομίζετε πως οι θεοί είναι τελείως αδιάφοροι. Να ξέρετε όμως πως αυτοί βλέπουν και τον ευσεβή θνητό και τους ασεβείς [280] και πως ποτέ ως τώρα κανείς ανόσιος άνθρωπος δεν μπόρεσε να τους ξεφύγει. Γ ι ' αυτό και συ μην αμαυρώνεις τη φήμη της ευσέβειας που έχει η Αθήνα με τις ανόσιες πράξεις σου, αλλά, όπως πήρες τον ικέτη εμένα υπό την προστασία σου, έτσι προστάτευσέ με και σώσε με και μη με περιφρονήσεις βλέποντας τη φρικτή όψη του * *

αποπειρατικός, διότι ο Λάιος αποπειράθηκε να εξαφανίσει το γιο του, αλλά κατά τύχη το παιδί σώθηκε. —άνθ’ ών Ικνοΰμαι πρός θεών ύμας]* γι ’ αυτό σας ικετεύω στο όνομα των θεών.

276. ώσπερ με κ&νεστήσαθ’ ώδε σώσατε] (άνίστημι = σηκώνω) = όπως με ξεσηκώσατε, έτσι να με σώσετε.

277. θεούς τιμώντες] (εναντιωματική μετοχή) = ενώ τιμάτε τους θεούς, δηλ. ενώ λέτε πως είσθε θεοσεβείς.

278. μώρος (και μωρός)] = νωθρός, ανόητος, αδιάφορος προς κάτι.280-281. φυγήν δέ του μήπω γενέσθαι φωτός άνοσίου βροτών] =

και πως ανόσιος άνθρωπος κανένας μέχρι σήμερα δεν διέφυγε την τιμωρία τους. — φωτός] (φώς, φωτός = άνήρ), γενική υποκειμενική, και το θεών γενική αντικειμενική του φυγήν.

282. ξύν οίς] δηλ. Θεοτς = σύμφωνα με τους θεούς.282-283. κάλυπτε] = μη θέλεις να αμαυρώσεις. — τάς εύδαίμονας

’ Αθήνας] = την ευδαιμονία της Αθήνας, την ένδοξη Αθήνα, τη φημισμένη για τη θεοσέβειά της. — άνοσίοις έργοις υπηρετών] = εκτελώντας ανόσια έργα.

284. τόν Ικέτην] δεν λέει με, αλλά τόν ικέτην, για να δείξει το καθήκον του χορού. — έχέγγυος] εδώ = αυτός που έλαβε εγγύηση από άλλον για την ασφάλειά του.

285. μηδέ μου κάρα το δυσπρόσοπτον είσροών άτιμάσης] = μη μη περιφρονήσεις βλέποντας τη φρικτή όψη του προσώπου μου.

61

ήκω γάρ Ιερός ευσεβής τε καί φέρων δνησιν άστοίς τοϊσδ*· δταν δέ κύριος παρήι τις, ύμών δατις έστίν ήγεμών, τστ’ είσακονων πάντ' έπιστήσηι · τά βέ μεταξύ τούτον μηδαμώς γίγνον κακός.

ΧΟ. ταρβεΐν μέν, ώ γεραιέ, τάνϋυμήματαπολλή ’ατ’ άνάγκη τάπό σου· λόγοισι γάρ ούκ ώνόμασται βραχέαι · τούς δέ τήσδε γης άνακτας αρκεί ταΰτά μοι διειδέναι.

ΟΙ. καί που ’σ&’ 6 κραίνων τήσδε τής χώρας, ξένοι;ΧΟ. πατρώιον άστυ γης έχει · σκοπός δέ νιν,

δς κάμέ δενρ* έπεμψεν, οϊχεται ατελών.ΟΙ. ή κάί δοκεϊτε τοϋ τυφλόν τιν* έντροπήν

ή φροντίδ* ίξειν αύτόν ώστ’ έλϋεΐν πέλας;ΧΟ. καί κάρ&', δταν περ τοΰνομ’ αϊσ&ηται τό σόν.ΟΙ. τις δ* έσδ' δ κείνωι τούτο τοϋπος Αγγελών;ΧΟ. μακρά κέλενδος■ πολλά δ' έμπόρων έπη

φιλεϊ πλανααύαι, τών έκεϊνος Αίων,

287-288. Ιερός] διότι είναι υπό την προστασία των Ευμενίδων. —ευσεβής] διότι πείθεται στον χρησμό του Απόλλωνα ότι θα πεθάνει στο άλσος των Ευμενίδων στην Αττική (στιχ. 86-89). —δνησις] (όνίνημι) = ώφέλεια (Βλπ. στιχ. 92).

289-291. δταν παρή] (πάρειμι) = όταν παρουσιασθεί εδώ, όταν έρθει. — πάντα έπιστήση] (έπίσταμαι) = όλα θα τα μάθεις ακριβώς. —τά δέ μεταξύ τούτου] βραχυλογία αντί τά μεταξύ τοδ νδν χρόνου καί τούτου τοδ χρόνου = μέχρι τότε, δηλ. ώσπου να έρθει & κύριος. —κακός] εδώ = ψεύτης, απατεώνας.

292. ταρβέω -ώ] = φοβάμαι, σέβομαι, δέχομαι με σεβασμό. —ένθύμημα] = σκέψη, υπόμνηση, παραίνεση.

294-295. ώνόμασται] = εϊρηται. — ού βραχέσι] = ούκ εύτελέσιν. Δεν εννοεί λόγους μακρούς, αλλά σημαντικούς, όχι ελαφρούς. Οι λόγοι του Οιδίποδα φάνηκαν στον χορό σοβαροί, αλλά δεν μπορεί να κρίνει αν ανταποκρίνονται στα πράγματα. Γι * αυτό η επόμενη φράση: τούς δέ τήσδε γής άνακτας άρκεΐ ταΰτά μοι διειδέναι. — άνακτας] οι τράγικοί συχνά για ένα πρόσωπο μεταχειρίζονται πληθυντικό αριθμό. — μοι] ανήκει στο άρκεΐ. — διειδέναι] δίοιδα = διαγιγνώσκω, διακρίνω, κρίνω, αποφασίζω.

296. κραίνω] = είμαι άρχων, βασιλιάς.297-298. σκοπός] = αυτός που είδε κάτι και μπορεί να δώσει

είδηση, αγγελιοφόρος. — οϊχεται στελων] = έφυγε για να τον (νιν) στείλει, να τον φέρει εδώ, να τον ειδοποιήσει να έρθει εδώ.

62

π ρ ο σ ώ π ο υ μ ο υ - γ ια τ ί ή ρ θ α εδώ ιε ρ ό ς κ α ι ε υ σ ε β ή ς π ρ ο ς τ ο υ ς θ εού ς και φ έρ ν ο ν τ α ς μ εγ ά λ ο κ α λ ό γ ια τ ο υ ς κ α τ ο ίκ ο υ ς το ύ τ η ς τη ς π ό λ η ς . Κ ι ό τ α ν έρ θ ε ι ο ά ρ χ ο ν τ ά ς σ α ς , ό π ο ιο ς ε ίν α ι αυτός π ου έ χ ε ι τ η ν εξο υ σ ία , τότε θα ακ ού σ εις κ α ι θα τα μάθεις ό λ α με κάθε λεπ τομ έρ εια - [290 ] σ τ ο μ ετα ξύ όμ ω ς ώ σ π ο υ ε κ ε ίν ο ς ν α ’ ρθει μη φ α νή τε κ α κ ο ί σ ε μ ένα .

Χ Ο Ρ Ο ΣΑ ν ά γ κ η μ εγ ά λ η ν α σ ε β α σ τ ο ύ μ ε , γ έ ρ ο ν τ α , τ ις σ κ έψ εις σ ο υ ,

γ ια τ ί μ ίλ η σ ε ς μ ε λ ό γ ια β α ρ υ σ ή μ α ντα · γ ια μ έ ν α ε ίν α ι α ρ κ ετό ν α κ ρ ίν ε ι γ ι ' αυτά ο β α σ ιλ ιά ς το ύ τη ς εδώ τ η ς χώ ρ α ς.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ α ι π ο ύ ε ίν α ι, ξ έ ν ο ι , ο β α σ ιλ ιά ς το ύ τη ς τ η ς χώ ρα ς;

Χ Ο Ρ Ο ΣΣ τ η ν π α τρ ικ ή το υ π ό λ η α υ τή ς τ η ς χώ ρ α ς μ ένει· κ α ι ο α γ γ ε λ ι­

ο φ ό ρ ο ς π ο υ έφ ερ ε κ ι εμ ένα εδώ , έφ υ γε κ α ι π ά ε ι ν α τ ο ν ε ιδ ο π ο ιή σ ε ι.Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Α λ ή θ ε ια , νο μ ίζ ε τ ε πω ς θα δ ώ σ ει σ η μ α σ ία ή θα σ ε β α σ τ ε ί τ ο ν τ υ φ λ ό , ώ στε ν α * ρθει εδώ κ ο ντ ά ο ίδ ιο ς αυτοπ ρ οσ ώ π ω ς; [300 ]

Χ Ο Ρ Ο ΣΚ α ι β εβ α ιότα τα , ό τ α ν α κ ο ύ σ ε ι τ ο ό ν ο μ ά σ ο υ .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ α ι π ο ιο ς ε ίν α ι α υ τός π ου θα το υ α ν α γ γ ε ίλ ε ι τ ο ύ τ ο τ ο ν λ ό γ ο ;

Χ Ο Ρ Ο ΣΟ δ ρ ό μ ο ς ε ίνα ι μακρύς κ α ι σ υ νή θ ω ς π ο λ λ ά ν έ α δ ια δ ίδ ο ντα ι

299-300. έντροπή] = ο σεβασμός, τον οποίο μπορούσε ,να έχει προς τον τυφλό. Ο Οιδίπους φοβάται μήπως ο Θησέας αδιαφορήσει, όπως και ο Ξένος είπε στο στίχο 73 «καί τίς πρός άνδρός μή βλέποντος άρκεσις;».

301-302. καί κάρθ’] = μάλιστα, βεβαίως. — αίσθάνομαι] εδώ = ακούω. —τουπος = τό έπος] δηλ. το όνομα του Οιδίποδα.

303-304. μακρά κέλευθος] ενν. έστιν. — Ο χορός εικάζει ότι η φήμη για την άφιξη του τυφλού γέροντα έχει διαδοθεί, ώστε ακού­οντας κάποιος γι ’ αυτόν μπορούσε να συμπεράνει ότι ήταν ο Οι­δίπους· διότι το όνομά του και η τύχη του ήταν πολυθρύλητα, «τό σόν όνομα διήκει πάντας» (305-306). Και ο Θησέας (στίχ. 551) γνωρίζει το όνομά του από τέτοιες φήμες λέγοντας «έν ταϊσδε όδοΐς άκούων». — έμπορος] = διαβάτης. — φιλεϊ πλανάσθαι]= συνή­θως λέγονται, διαδίδονται, (το φιλώ με απαρέμφ. = εΐωθα = συνηθίζω). — των έκεϊνος άίων] = των δποίων έκεΐνος άίων] το άρθρο τών αντί αναφορικής αντωνυμίας. — άίω] = ακούω.

63

30$ όάρσει, παρέσται · πολύ γάρ, ώ γέρον, τό σόν όνομα διήκει πάντας, ώστε κεί βραδύς εϋδει, κλύων σου δενρ' άφίξεται ταχύς.

ΟΙ. άλλ' ευτυχής Ικοιτο, τήι αυτού πόλει έμοί τε· τις γάρ έσ&λός ού χαύτώι φίλος;

3ΐο ΑΝ. ώ Ζεϋ, τ ί λέξω; ποΐ φρένων ελϋω, πάτερ;ΟΙ. τί δ' έστι, τέκνον Αντιγόνη;ΑΝ. γνναΐχ’ όρώ

στείχουσαν ημών άσσον, ΑΙτναίας έπΐ πώλον βεβώσαν κρατί δ’ ήλιοατεγής κυνή πρόσωπα Θεσσαλίς νιν άμπέχει.

315 τ ί φώ;άρ' έστιν; άρ' ονκ έστιν; ή γνώμη πλανάι·, και φημΐ κάπόφημι, κονκ έχω τ ί φώ. τάλαινα ■ουκ έστιν άλλη, φαιδρά γονν απ' όμμάτων

32ο σαίνει με προσστείχονσα· σημαίνει δέ τι-μόνης τόδ’ έστί, δήλον, Ισμήνης κάρα.

ΟΙ. πώς είπας, ώ παΐ;ΑΝ. παίδα σήν, έμήν δ' δράν

όμαιμον ανδήι δ' αύτίκ' έξεατιν μα&εΐν.

305-307. πολύ γάρ διήκει πάντας τό σόν όνομα] = γιατί το όνομά σου έχει φθάσεν παντού, είναι διαδεδομένο, είναι γνωστό σε όλους τους ανθρώπους, —βραδύς] δεν έχει την έννοια του αργοκί­νητου, αλλά του νωθρού, του οκνηρού. —εΰδω] εδώ δεν σημαίνει κοιμάμαι, αλλά αμελώ. — κλύων σοδ] = κλύων περί σοϋ. — δεΰρο] = εδώ.

310. τί λέξω; ποΐ φρενών έλθω;] (άπορη ματικές ευκτικές) = τι να πω; τι να βάλω στο νου μου;

312-315. στείχω] = βαδίζω, έρχομαι. — βεβώσαν] = βεβηκυΐαν = καθισμένη. — πώλος] = το μικρό άλογο, πουλάρι. Εδώ = ημίονος (μουλάρι). — Αίτναία πώλος] = Σικελική ημίονος. Τα Σικελικά μουλάρια ήταν φημισμένα. Η Αίτνα είναι το γνωστό ηφαίστειο της Σικελίας, κοντά στην Κατάνη. — κρατί] (δοτική τοπική, τό κάρη, τοϋ κρατός, τφ κρατί) = στο κεφάλι. —ήλιοστερής] = που στερεί τον ήλιο. — κυνή Θεσσαλίς] = θεσσαλικό σκιάδιον (= καπέλο). — κυνή] = σκούφος, καπέλο από δέρμα σκύλου, περικεφαλαία. Εδώ σημαίνει πλατύγυρο καπέλο που φορούσαν οι ©εσσαλοί αγρό­τες, οι ποιμένες και οι ταξιδιώτες. — άμπέχω] (άμπί, άμφί - έχω) = περιβάλλω, καλύπτω. — πρόσωπα νιν] = το πρόσωπό της. — τί φώ;] = τι να πώ;

64

απ ό τους δ ια β ά τες , π ου μ ό λ ις ε κ ε ίν ο ς τ ’ α κ ο ύ σ ει θα ’ ρ θει, να ε ίσ α ι β έβ α ιο ς εδώ . Γ ια τ ί τ ο ό ν ο μ ά σ ο υ , γ έ ρ ο ν τ α , ε ίν α ι γ ν ω σ τ ό σ* ό λ ο ν τ ο ν κ ό σ μ ο , ώ στε, κ ι α ν α κ ό μ α ν ω χ ε λ ικ ά ανα π α ύ ετα ι, μ ό λ ις α κ ο ύ σ ε ι για σ έ ν α θα * ρ θ ει ευθύς εδώ.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΜ α κ ά ρ ι ν α ’ ρ θ ει φ έ ρ ν ο ν τ α ς ευ τ υ χ ία σ τ η ν π ό λ η του κ α ι σ ε

μένα· γ ια τ ί π ο ιο ς κ α λ ό ς δ εν θ έ λ ε ι κ α ι τ ο δ ικ ό του τ ό κ αλό;Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Ω Δ ία , τι ν α πω! Τ ι ν α βά λω , π α τέρ α , σ τ ο ν ο υ μου; [310]Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Τ ι ε ίν α ι, π α ιδ ί μ ου Α ν τ ιγ ό ν η ;Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Μ ια γ υ ν α ίκ α βλέπω ν α ’ ρ χετ α ι γ ρ ή γ ο ρ α π ρ ο ς εμ ά ς κ α θ ισ μ ένη πάνω σ ε Α ιτνα ία η μ ίο νο - και σ τ ο κεφ άλι φ ορ εί θ εσ σ α λ ικ ό πλατύγυρο κ α π έ λ ο του ή λ ιο υ , π ου τ η ς σ κ ιά ζε ι ό λ ο τ η ς τ ο π ρ ό σ ω π ο . Τ ι ν α πω; ά ρ α γ ε ε ίνα ι; ά ρ α γ ε δ εν ε ίνα ι; ή ξ ε γ ε λ ιέ μ α ι; κ α ι λέω πω ς ε ίν α ι και δ εν λέω κ α ι δ ε ν ξέρ ω τι ν α πω , δ υ σ τ υ χ ισ μ έ ν η εγώ ! Δ ε ν ε ίν α ι ά λ λ η · καθώ ς π λ η σ ιά ζ ε ι με μ ά τια χα ρ ω π ά χ α ρ ο ύ μ ε ν η με χ α ιρ ε τ ά κ α ι κ άτι μ ου γνέψει* κ ι αυτή ε ίν α ι, ο λ ο φ ά ν ε ρ α , η α κ ρ ιβ ή μ ου Ισ μ ή ν η .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΤ ι ε ίπ ες , π α ιδ ί μου;

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΠ ω ς β λ έπ ω τ η ν κ ό ρ η σ ο υ κ α ι α δ ελ φ ή μου· κ α ι α μ έσ ω ς τώ ρα

μ π ο ρ ε ίς ν α τη γ ν ω ρ ίσ ε ις α π ό τη φ ω νή τη ς.(Από την αριστερή πάροδο εμφανίζεται η Ισμήνη, αφού έχει

αφήσει σε αθέατο μέρος την ημίονο και τον δούλο που την συνο­δεύει).

316-318. ή γνώμη πλανά (με) = ή η γνώμη μου με απατά;. —καί φημί κάπόφημι] = και ναι λέω και όχι. — τάλαινα] = η δύστυχη.

319-320. βαίνει με] = με χαιρετά. Το βαίνω κυριολεκτείται για την κίνηση της ουράς των σκύλων, οι οποίοι κινούν την ουρά τους πρός χαιρετισμό του κυρίου τους ή φιλικού προσώπου. Μεταφορικώς χαιρετίζω κουνώντας το χέρι ή μαντήλι, από μακριά. Η Ισμήνη καθώς ερχόταν κουνούσε πρόσχαρη το χέρι της χαιρετίζοντας έτσι την αδελφή της Αντιγόνη. — φαιδρά] = φαιδρώς, με χαρά.

321. το κάρα τάδε δήλόν έβτιν δν μόνης Ισμήνης κάρα] = το πρόσωπο αυτό είναι ολοφάνερο πως είναι η Ισμήνη.

322-323. 6ράν] ενν. είπον. — αύδή] = από τη φωνή- διότι ο τυφλός «φωνή όρ§» (138).

ΙΣΜΗΝΗώ δισσά πατρός καί κασιγνήτης έμο'ι ήδιστα προσφωνήμα&’, ως ύμ&ς μόλις εύρονσα λνπηι δεύτερον μόλις βλέπω.

ΟΙ. ώ τέκνον, ηκεις;ΙΣ. ώ πάτερ δύσμοιρ' όράν.ΟΙ. τέκνον, πέφηνας’,ΙΣ. ονκ άνευ μόχ&ον γέ μοι.ΟΙ. πρόσψαναον, ώ παί.ΙΣ. Φιγγάνω δνοϊν όμον.ΟΙ. ώ σπέρμ' δμαιμον.ΙΣ. ώ δνσά&λιαι τροφαί.ΟΙ. ή τήαδε κάμοϋ;ΙΣ. δυαμόρου τ ' έμοϋ τρίτης.ΟΙ. τέκνον, τί δ’ ήλϋες;ΙΣ. σήι, πάτερ, προμηϋίαι.ΟΙ. πότερα πόϋοισι;ΙΣ. και λόγων γ ' αντάγγελος,

ξνν ώιπερ εϊχον οίκετών πιστωι μόνωι.ΟΙ. οΐ δ' αν&όμαιμοι που νεανίαι πονεΐν;

324-326. ώ δισσά πατρός καί κασιγνήτης έμοί ήδιστα προσφω- νήματα] = ω σεις τα δυο πιο γλυκά μου ονόματα, πατέρα και αδελφή. — λύπη] δοτική του αιτίου στο μόλις βλέπω. Η Ισμήνη καθώς βρήκε τον πατέρα και την αδελφή της συγκινείται και με μάτια δακρυσμένα τους ξαναβλέπει.

327-330. Με τις επανειλημμένες προσφωνήσεις ώ τέκνον, ώ παϊ, ώ σπέρμα δμαιμον εκφράζεται η στοργή και η τρυφερότητα του Οιδίποδα. — πρόσψαυσον] ενν. έμοϋ, τής χειρός μου = πιάσε με, δος μου το χέρι σου. —· πέφηνας] = φάνηκες, ήρθες, είσαι αλήθεια εδώ; Ο τυφλός Οιδίπους αγκαλιάζοντας την κόρη του, βεβαιώθηκε για την άφιξή της. — θιγγάνω δυοϊν όμοδ] = σας αγ­καλιάζω και τις δυο μαζί. — δυσάθλιαι τροφαί] = δυστυχισμένη ζωή. Δυσάθλιος είναι ο πάρα πολύ δυστυχής. —τροφή] είναι ο τρόπος της ζωής.

333-334. σή προμηθίφ] = προμηθίφ σου = γιατί φροντίζω, νοιά­ζομαι για σένα. — πότερα πόθοισι;] (δοτική της αιτίας). Το δεύτερο μέρος της ερώτησης ή δι ’ άλλο τι; εννοείται = ποιο από τα δύο γιατί με πεθύμησες ή για κάτι τι άλλο; — καί λόγων γ ’ αύτάγγελτος] = και για να σου αναγγείλω εγώ η ίδια κάποια νέα. — ξύν φπερ εϊχον οίκετών πιστφ μόνω] = ξύν μόνφ των οίκετών, δνπερ εϊχον πιστόν.66

ΙΣ Μ Η Ν Η

Π α τέρ α μ ου καν σ υ α δ ελ φ ή μ ο υ , ε σ ε ίς ο ι δυο τα π ιο γ λ υ κ ά ο νό μ α τ α , μ ε π ό σ η δ υ σ κ ο λ ία σ α ς β ρ ή κ α κ α ι α π ό τα δάκρυά μ ου με δ υ σ κ ο λ ία σ α ς ξα να β λ έπ ω .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ α ιδ ί μ ου , ή ρθες;

ΙΣ Μ Η Ν ΗΚ α κ ό μ ο ιρ ε π ατέρα , πώ ς ν α σ ε β λ έπ ε ι κ α νε ίς .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ α ιδ ί μ ου , ε ίσ α ι α λ ή θ εια εδώ;

ΙΣ Μ Η Ν ΗΝ α ι, κ α ι μ ε π ο λ ύ γ ια μ ένα κ ό π ο .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ λ η σ ία σ έ μ ε, κ ό ρ η μ ο υ , κ ι α γ κ ά λ ια σ έ με.

ΙΣ Μ Η Ν ΗΠ λ η σ ιά ζω κ α ι σ α ς α γ κ α λιά ζω κ α ι τ ο υ ς δυο μ α ζί.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ α ιδ ί μ ου , α ίμ α μου!

ΙΣ Μ Η Ν ΗΤ ρ ισ ά θ λ ιε ς υ π ά ρ ξεις! [330 ]

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΓ ι ’ α υ τ ή ν λ ε ς κ α ι γ ια μένα;

ΙΣ Μ Η Ν ΗΚ α ι τρ ίτη εμ ένα τη δ ύ σ τυ χη .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ Γ ια τ ί ή ρ θ ες , κ ό ρ η μου;

ΙΣ Μ Η Ν ΗΑ π ό έ γ ν ο ια γ ια σ ένα , πατέρα .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑ π ό π ό θ ο ν α μ ε δεις ή γ ια κ άτι ά λ λ ο ;

ΙΣ Μ Η Ν ΗΚ α ι γ ια ν α σ ο υ φ έρω ε ίδ η σ η εγώ η ίδ ια μ α ζί μ ε τ ο ν μ ό ν ο π ισ τ ό

υ π η ρ έτη π ου ε ίχ α .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Κ α ι τ ' α δ έρ φ ια σ ο υ , σ α ν ν έ ο ι , π ού ή τ α ν ν α έ κ α ν α ν τ ο ν κ όπ ο;

335. Η σύνταξη: ποΰ δ ' είσίν πονεϊν οί αύθόμαιμοι νεανίαι;]πού είναι τ ’ αδέρφια σου τα παλικάρια για να κάμουν αυτόν τον κόπο; Το νεανίαι εξαίρει την αντίθεση προς τις δύο αδελφές.

67

ΙΣ. είσ' ονπέρ είσι· δεινά τάν κείνοις τανϋν.ΟΙ. ώ πάντ’ έχείνω τοΐς ίν ΑΙγύπτωι νόμοις

φνσιν χατεικασ&έντε καί βίου τροφός· έκεϊ γάρ οΐ μεν άρσενες κατά στέγας ϋακοϋσιν Ιστουργοϋντες, αΐ δέ σύννομοι τάξω βίου τροφεία πορσύνουσ’ αεί. σφώιν δ’, ώ τέκν’, οϋς μέν εΐκός ήν πονεϊν τάδε, κατ' οίκον οίκουροϋσιν ώστε παρύένοι, σφώ δ' άντ' έκείνοιν τάμά δυστήνου κακά ύπερπονειτον · ή μέν έξ δτου νέας τροφής έληξε και κατίσχυσεν δέμας, άε'ι με&' ημών δύαμορος πλανωμένη γερονταγωγεϊ, πολλά μέν κατ’ άγρίαν ύλην άσιτος νηλίπους τ ’ άλωμένη, πολλοΐσι δ’ άμβροις ήλιου τε καύμασι μοχ&οϋσα τλήμων δεντερ’ ήγεΐται τά τής οϊκοι διαίτης, εΐ πατήρ τροφήν έχοι. συ δ', ώ τέκνον, πρόσ&εν μέν έξίκον πατρ'ι μαντεί' άγουσα πάντα, Καδμέίων λά&ρα,& τονδ’ έχρήσ&η σώματος, φνλαξ δέ μου πιστή κατέστης, γης δτ' έξηλαννόμην. νυν δ’ αν τίν’ ήκεις μϋ&ον, Ισμήνη, πατρ'ι

336. Ενσ’ ουπέρ είσί· δεινά τά έν έκείνοις τα νΰν] = είναι εκεί όπου είναι- οι μεταξύ τους σχέσεις τώρα είναι φοβερές. Η Ισμήνη αποφεύγει να εξιστορήσει λεπτομέρειες για τις εχθρικές σχέσεις των αδελφών της.

337-341. Ο Οιδίπους ως πατέρας βλέποντας τις θυγατέρες του να τρέχουν στους δρόμους αντί να τρέχουν οι γιοι του, με πικρή ειρωνεία τους παραβάλλει προς τους Αιγυπτίους, όπου «αί μέν γυναίκες άγοράζουσι καί καπηλεύουσι, οί δέ ανδρες κατ’ οίκους έόντες ΰφαίνουσι» (Ηροδ. 2, 35). — έκείνω κατεικασθέντε] (δυικός αριθμός) = εκείνοι οι δύο που εξομοιώθηκαν... —τροφή τοδ βίου] = τρόπος ζωής. — ίστουργέω -ω] = εργάζομαι τον ιστόν, τον αργαλειό, υφαίνω. —σύννομος] = αυτός που ζει και τρέφεται μαζί με άλλον, σύντροφος, σύζυγος. — τά δξω βίου τροφεία] = τά τροφεία έκεΐνα, 6 έξω είσί. — τροφεία] = τα αναγκαία για τη ζωή. — πορσύνω] = προμηθεύω.

342-345. σφφν δ ' ώ τέκνα] (γεν. διαιρετική δυικού αριθμού, διότι τα ζεύγη είναι δύο, δύο γιοι και δύο θυγατέρες) = κι από σας

68

ΙΣΜΗΝΗΕ ίναι εκ εί που είνα ι- έχο υ ν κ ι εκ είνο ι τώρα φ οβερά προβλήματα.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑ χ , κ α ι ο ι δυ ο τ ο υ ς ε κ ε ίν ο ι έ χ ο υ ν π ά ρ ε ι τ ις σ υ ν ή θ ε ιε ς κ α ι τ ο ν

ΐρ ό π ο ζω ή ς τω ν Α ιγ υ π τ ίω ν - γ ια τ ί ε κ ε ί ο ι ά ν τ ρ ες κ ά θ ο ν τ α ι σ τ α ΘΚίτια κ α ι υ φ α ίν ο υ ν σ τ ο ν α ρ γ α λ ε ιό , [3 4 0 ] ενώ ο ι γ υ ν α ίκ ε ς έξω α π ό 10 σ π ίτ ι φ ρ ο ν τ ίζο υ ν π ά ν τ ο τ ε γ ια τ ις α ν ά γ κ ες τ η ς ζω ή ς. Κ ι έ τ σ ι α π ό σ ά ς , π α ιδ ιά μ ο υ , ε κ ε ίν ο ι π ο υ ή τ α ν φ υ σ ικ ό ν α κ ά ν ο υ ν α υ τούς τ ο υ ς Κ όπους κ ά θ ο ντα ι σ τ ο σ π ίτ ι σ α ν κ ο ρ ίτ σ ια , κ α ι α ντ ί γ ια κ ε ίν ο υ ς «σ είς ο ι δ υ ο κ ο π ιά ζετ ε κ α ι τρ α β ά τε τ α β ά σ α να εμ ένα το υ δ ύ σ τυ χο υ . Η μ ία α π ό τ ό τ ε π ο υ έπ α ψ ε ν α ε ίν α ι π α ιδ ί κ α ι δυ νά μ ω σ ε τ ο σώ μ α τη ς π ά ντα μ α ζί μ ο υ η κ α κ ό μ ο ιρ η π ε ρ ιπ λ α ν ιέ τ α ι ο δ η γ ώ ντ α ς εμ έν α τ ο ν γ έ ρ ο - π ο λ λ έ ς φ ο ρ έ ς ν η σ τ ικ ή κ α ι α ν υ π ό δ η τ η μ έσ α σ τ α ά γ ρ ια β ά σ η τ ρ ιγ υ ρ νώ ντ α ς κ ι ά λ λ ο τ ε υ π ο φ έρ ο ν τ α ς η τα λ α ίπ ω ρ η κάτω α π ό ρ α γδ α ίες β ρ ο χ έ ς κ α ι κ α υ τερ ά λ ιο π ύ ρ ια [3 5 0 ] α δ ια φ ο ρ εί γ ια τη σ π ιτ ικ ή ζω ή , α ρ κ εί ο π α τέρ α ς τ η ς ν α έ χ ε ι τρ ο φ ή . Κ α ι σ ύ π α ιδ ί μ ου , Ισ μ ή νη , ή ρ θ ες κ α ι τότε π ρ ιν γ ια ν α φ έρ εις σ τ ο ν π α τέρ α σ ο υ , κ ρ υφ ά α π ό τους Θ η β α ίο υ ς , ό λ ο υ ς εκ ε ίν ο υ ς τ ο υ ς χ ρ η σ μ ο ύ ς π ο υ δ ό θ η κ α ν γ ια μ ένα , κ α ι σ τ ά θ η κ ες φ ύ λ α κ ά ς μ ου π ισ τ ό ς ό τ α ν διώ χθ η κ α α π ό τη χ ώ ρ α - και τώ ρα π ο ια ε ίδ η σ η ή ρ θ ες , Ισ μ ή ν η , ν α φ έρ εις σ τ ο ν π ατέρα

παιδιά μου. — σφώ] = εσείς οι δύο (η Αντιγόνη και η Ισμήνη). —τ&μά δυστήνου κακά ΰπερπονεΐτον] = τά κακά έμοΰ τοΰ δυστήνου ύπερπονεϊτον = ύπέρ έμοΰ πονεϊτον τούς έμούς πόνους (τά έμά κακά). Συντάσσεται με αιτιατική συστοίχου αντικειμένου. Υποκείμενο του ρήματος η προσωπική αντων. σφώ.

345-346. έξ δτου νέας έληξε τροφής] = από τότε που μεγάλωσε. — καί κατίσχυσεν δέμας] = και δυνάμωσε το σώμα της.

348-349. γερονταγωγεϊ] = οδηγεί τον γέροντα εμένα. —κατ' άγρίαν ύλην] = στα άγρια δάση. — νηλίπους] (νη-ήλ»ψ, ιπος, δωρικός τύπος = υπόδημα) = ανυπόδητος, ξυπόλητος.

351-352. δεύτερ’ ήγεΐται τά τής οίκοι διατροφής] = σε δεύτερη μοίρα θέτει τη σπιτική ζωή.

353-355. πρόσθεν] = τότε, όταν ο Οιδίπους ήταν ακόμη στη Θήβα. — μαντεία πάντα] = όλους τους χρησμούς. Κατά τον Σχολι­αστή «ποια μαντεία; δτι, δπου δν ταφήσεται, σωτήριος έσται τή γή έκείνη». — τοδδε σώματος] = έμοΰ. Συχνή είναι η χρήση το σώμα αντί του προσώπου.

357-358. νΰν δ ’ αύ] απόδοση του πρόσθεν μέν (353). — σ '

69

φέρουσα; τίς σ ’ έξήρεν οϊκοδεν στόλος·, ηχείς γάρ ού κενή γε, τούτ’ έγώ σαφώς

36ο έξοιδα, μη οΰχΐ δεϊμ' έμοί φέρουσά τι.ΙΣ. έγώ τά μέν πα&ήμα&' &πα&ον, πάτερ,

ζητούσα την σήν πού κατοικοίης τροφήν, παρεϊσ’ έάσω · δίς γάρ ονχί βούλομαι πονούσά τ ’ άλγέϊν καί λέγονσ’ αύϋις πάλιν.

365 δ <5’ άμφί τοϊν σοϊν δναμόροιν παίδοιν κακάνυν εστι, ταύτα σημανοΰσ' έλήλυ&α. πριν μεν γάρ αύτοΐς ΐήν έριςγ Κρέοντί τε θρόνους έάσϋαι μηδέ χραίνεσϋαι πάλιν λοιγώι, σχοποϋσι την πάλαι γένους φ&οράν,

37ο οϊα κατέσχε τον σόν ά&λιον δόμον ■νΰν δ' εκ $εών τον κάξ άλειτηρον φρενός είσήλ&ε τοϊν τρισα&λίοιν ερις κακή, αρχής λαβέσ&αι καί κράτους τυραννικού, χώ μέν νεάζων καί χρόνωι μείων γεγώς

3.5 τον πρόσ&ε γεννη&έντα Πολυνείκη θρόνωνάποστερίσκει, κάξελήλακεν πάτρας.6 δ', ώς κα&' ημάς έσ&’ 6 πλη&ύων λόγος, τό κοϊλον Άργος βάς φυγάς προσλαμβάνει κήδός τε καινόν καί ξυνασπιστάς φίλους,

3βο ώ ς αντίκ’ 1 Άργοςΐ ή τό Καδμείων πέδον

έξήρεν] (εξαιρώ) = σε ξεσήκωσε, σε παρακίνησε να σηκωθείς και να έρθεις εδώ;. — ατόλος] εδώ = ο σκοπός του ταξιδιού, αιτία ταξιδίου.

359-360. ήκεις γάρ ού κενή γε] = γιατί δεν ήρθες βέβαια χωρίς λόγο, άσκοπα. — δεΐμα] εδώ = είδηση που προξενεί φόβο.

361-364. άπαθον] = ά έπαθον. — τροφή] εδώ = τόπος διαμονής. Επειδή όμως η φράση είναι ασαφής πρόσθεσε το πού κατοικοίης. — παρεΐσα] (αόρ. β ' του παρίημι) = αφού παραλείψω. — δίς άλγείν] = να αισθάνομαι διπλό πόνο. —πονούσά τε καί λέγουσα] επεξήγηση του δίς άλγείν.

367-370. έρις] = φιλοτιμία, άμιλλα, «ξεσυνερισιά». —θρόνους έάαθαι] = να αφεθούν οι θρόνοι. — μή χραίνεσθαι πόλιν] = και να μη μιανθεί (μολυνθεί) η πόλη. — λοιγός] = καταστροφή, βλάβη, φθορά.

371-373. κάξ άλειτηροδ φρενός] = και από το αρρωστημένο μυαλό τους, από την αμυαλιά τους. Στο Λεξικό των Εϊάάεΐΐ -δεοΙΙ υπάρχει η γραφή άλιτηρός, όν] = ανόσιος, αμαρτωλός, ένοχος. —

70

σου; Π ο ια α ιτ ία σ ε ξ ε σ ή κ ω σ ε α π ό τ ο σ π ίτ ι; Γ ια τ ί δ ε ν έ χ ε ις έρ θ ει σ ίγ ο υ ρ α χ ω ρ ίς λ ό γ ο , αυτό το ξέρ ω εγώ κ α λ ά , χω ρ ίς ν α μου φ έρ νε ις κ ά π ο ιο φ ο β ε ρ ό ν έ ο . [360]

ΙΣ Μ Η Ν ΗΕ γώ , π α τ έρ α , τ ις τ α λ α ιπ ω ρ ίες π ο υ τ ρ ά β η ξ α α ν α ζη τώ ντα ς τ ο ν

τόπ ο ό π ο υ β ρ ισ κ ό σ ο υ ν , θα α φ ή σ ω κ ατά μ έρος· γ ια τ ί δ ε ν θ έλω δυο φ ορ ές ν α υ π ο φ έρ ω , τη μ ια π α θ α ίν ο ντ ά ς τα κ α ι τ η ν ά λ λ η ξ α νά λ έ γ ο ν τ α ς τα ό σ α π έρ α σ α . Γ ια τα κ α κ ά π ου β ρ ή κ α ν τώ ρα τ ο υ ς δυο δ ύ σ μ ο ιρ ο υ ς γ ιο υ ς σ ο υ γ ι ’ αυτά ε ίν α ι π ο υ ή ρ θ α ν α σ ο υ μ ιλ ή σ ω . Σ τη ν α ρ χ ή ξ ε σ υ ν ε ρ ίζ ο ν τ α ν ο ι δυ ο τ ο υ ς ν α α φ ή ν α ν ε τ ο θ ρ ό ν ο σ τ ο ν Κ ρ έο ντα κ α ι ν α γ λ ιτ ώ σ ε ι η π ό λ η α π ό τ ο μ ία σ μ α , καθώ ς α ν α λ ο γ ί­ζο ν τ α ν τ η ν π α λ ιά κ α τά ρ α τ η ς ο ικ ο γ έ ν ε ιά ς σ ο υ , π ου έπ εσ ε πάνω σ τ ο δ ύ σ τ υ χ ο σ π ιτ ικ ό σ ο υ . [370 ] Τ ώ ρα όμω ς κ ά π ο ιο ς θ εό ς κ α ι το α ρ ρ ω σ τ η μ ένο μ υ α λ ό τ ο υ ς τ ο ύ ς έ ρ ρ ιξ ε τ ο υ ς τ ρ ισ ά θ λ ιο υ ς σ ε φ ο β ερ ή φ ιλ ο ν ικ ία ν α π ά ρ ο υ ν τ η ν α ρ χ ή κ α ι τη β α σ ιλ ικ ή εξ ο υ σ ία . Κ α ι ο ν ε ό τ ε ρ ο ς , α ν κ α ι ή τ α ν μ ικ ρ ό τ ερ ο ς σ τ α χ ρ ό ν ια , π α ίρ ν ε ι τ ο ν θ ρ ό ν ο α π ό τ ο ν π ρ ω τό το κ ο Π ο λ υ ν ε ίκ η κ ι ε ξ ό ρ ισ τ ο τ ο ν δ ιώ χ νε ι μ α κρ ιά α π ό τ η ν πατρίδα . Κ ι ε κ ε ίν ο ς , καθώ ς εκ εί σ ε μ ας ό λ ο ς ο κ ό σ μ ο ς λ έ ε ι , σ α ν π ή γ ε π ρ ό σ φ υ γ α ς σ τ ο κ ο ίλ ο Ά ρ γ ο ς , κ ά ν ε ι εκ ε ί ν έ ο υ ς σ υ γ γ ε ν ε ίς κ α ι π ισ τ ο ύ ς τ ο υ σ υ μ μ ά χ ο υ ς , με τ η ν ιδ έα πω ς σ ε λ ίγ ο το Ά ρ γ ο ς ή μ ε τ ιμ ή θα υ π ο τ ά ξ ε ι τη χ ώ ρ α τω ν Κ α δ μ είω ν, [3 8 0 ] ή θα

είσηλθε τοϊν τρισαθλίοιν] σπάνια η σύνταξή του είσέρχεσθαι μεδοτική.

374-376. χώ μέν νεάζων] = και ο μεν νεότερος (Ετεοκλής). — χρόνω μείων γεγώς] = μικρότερος στα χρόνια, στην ηλικία. —γεγώς] συγκεκομμένος παρακείμ. αντί του γεγονώς. —θρόνων] οι αρχαίοι για τη βασιλική εξουσία μεταχειρίζονται τον πληθυντικό.

377-379. 6 δέ] = Πολυνείκης. — πληθύων λόγος] = η διαδεδομένη, η επικρατούσα φήμη. — κοΐλον ”Αργος] είναι το Πελοποννησιακό Ά ργος, το οποίο ονομάζεται κοΐλον γιατί βρίσκεται σε πεδιάδα που περιβάλλεται από όρη. Οι αρχαίοι είχαν και άλλα Ά ργη, όπως το Πελασγικόν, το Αμφιλοχικόν και το Ορεστικόν. —κηδος τε καινόν] = νέους συγγενείς. —ξυνααπιστάς]· αυτοί είναι ο Ά ­δραστος, ο Τυδεύς, ο Αμφιάραος, ο Καπανεύς, ο Παρθενοπαίος και ο Ιππομέδων.

380-381. ώς αύτίκ* + Ά ργος + ή τό Καδμείων πέδον + τιμή + καθέξων ή πρός ουρανόν βιβών]: Επειδή η γραφή αυτή ενέχει δυ­σκολίες για το ορθό νόημα, προτιμάμε την επικρατέστερη: ώς αύτίκ* Ά ργος ή τό Καδμείων πέδον τιμή καθέξον ή πρός ουρανόν

71

ϊ τ ιμ ψ ϊ χαδέξοον ή προς ουρανόν βιβών. ταϋτ' ονχ άριδμός έστιν, ώ πάτερ, λόγων, άλλ' έργα δεινά, τούς δέ σούς δπηι δεοί πόνους χατοιχτιοΰαιν ούχ Ιχω μαδέίν.

ΟΙ. ήδη γάρ Ιαχές έλπίδ' ώς έμον δέους ώραν τιν' ίξειν, ώστε σωδήναί ποτέ;

ΙΣ. έγωγε τοΐς νυν γ ’, ώ πάτερ, μαντεύμασιν.ΟΙ. ποίοιαι τοντοις; τί δέ τεδέσπισται, τέκνον;ΙΣ. σε τοΐς έχει ζητητόν άνδρώποις ποτέ

δανόντ' Ισεσδαι ζώντά τ ' εύσοίας χάριν.ΟΙ. τις δ’ άν τοιοϋδ’ ύπ' άνδρός εϋ πράξειεν αν,ΙΣ. εν σοΙ τά κείνων φασί γίγνεσδαι κράτη.ΟΙ. δτ' ονκέτ' είμί, τηνιχαντ' &ρ' έίμ' άνήρ.ΙΣ. νυν γάρ δεοί σ' όρδοϋσι, πρόοδε δ' ωλλνσαν.ΟΙ. γέροντα δ' όρδοϋν φλαΰρον δς νέος πέσηι.

βιβών] = με την ιδέα το Ά ργος (= οι Αργείοι) ή τη χώρα των Καδμείων (= τη Θήβα) αμέσως με τιμή θα κυριεύσει ή θα τους υψώσει (τους Καδμείους) μέχρι τον ουρανό. — ή τό Καδμείων πέδον] το ή έπρεπε να τεθεί μετά το πέδον, διότι το Καδμείων πέδον ανήκει και στις δύο επόμενες προτάσεις. — ώς ή καθέξον ή βιβών] υποκείμενον Άργος, αντικείμενο το Καδμείων πέδον. —βιβών] (ουδέτερου γένους) Μελλ. του βιβάζω. — πρός ούρανόν βιβάζω] = υψώνω μέχρι τον ουρανό, ως τα ουράνια υψώνω τη δόξα.

382-384. Αριθμός λόγων] δηλ. σωρεία λέξεων κενών χωρίς σημασία. — οόκ έχω μαθεϊν δπη θεοί κατοικτιοΰσιν τούς σούς πόνους] (πλαγία ερώτηση από το έχω μαθεϊν) = δεν μπορώ να ξέρω πότε οι θεοί θα σπλαχνισθοΰν τα βάσανά σου. — δπη] = πού, σε ποιο τέρμα χρονικό, = πότε. Η Ισμήνη ελπίζει, σύμφωνα με τον χρησμό που πρόκειται να αναγγείλει, ότι θα τελειώσουν τα βάσανα του Οιδίποδα, αλλά δεν ξέρει το πότε, το «δπη κατοικτιοΰσι», κι αυτό εξαιτίας της φιλονικίας των αδελφών προβλέπει νέα βάσανα του πατέρα της.

385-386. ήδη γάρ έσχες έλπίδ * ώς έμοδ θεούς...] αιτιολογεί την εννοούμενη πρόταση: λέγεις τοϋτο... — ώρα] = φροντίδα, πρόνοια.

387. Έγωγε...] εννοείται η φράση: έλπίδα έχω. τοΐς νϋν μαν- τεύμασιν] δοτική του αναγκαστικού αιτίου, το νϋν] προς διάκριση του χρησμού τούτου από τον προηγούμενο (στίχοι 87-95).

388. τί τεθέσπισται;] = τι χρησμός έχει δοθεί;389-390. τοΐς έκεΐ άνθρώποις] = τοΐς Θηβαίοις. — ζητητόν

ποτέ έσεσθαι θανόντα ζώντα τ ’ εύσοίας χάριν]. Το απαρέμφ. έσεσθαι

72

,ους υψ ώ σ ει σ τ α ο υ ρ ά ν ια . Κ ι αυτά , π α τέρ α , δ ε ν ε ίν α ι λ ό γ ια το υ αέρ α , α λ λ ά έρ γ α φ ρ ικ τά ' κ α ι π ό τ ε ο ι θ ε ο ί θα λ υ π η θ ο ύ ν τα β ά σ α νά σ ο υ δεν μπορώ ν α ξέρω .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΓ ια τί, ε ίχ ε ς π ο τέ τ η ν ελ π ίδ α πω ς ο ι θ εο ί θα έ χ ο υ ν κ ά π ο ια

έ γ ν ο ια γ ια μ ένα , ώ στε ν α σω θώ κ άπ οτε;ΙΣ Μ Η Ν Η

Ν α ι, μ ε τ ο υ ς τω ρ ινο ύ ς χ ρ η σ μ ο ύ ς , π α τέρ α , ελπ ίζω .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Π ο ιο ι ε ίν α ι αυτοί; τ ι έ χ ο υ ν π ρ ο φ η τ έψ ει, π α ιδ ί μου;ΙΣ Μ Η Ν Η

Π ω ς κ ά π ο τ ε ο ι ά νθ ρ ω π ο ι εκ ε ί σ τ η Θ ή β α θα σ ε α ν α ζη τ ο ύ ν π εθα μ ένο ή ζω ντα νό γ ια τη σ ω τη ρ ία τους. [390]

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ αι π ο ιο ς μ π ο ρ ε ί ν α δει κ α λ ό α π ό έν α ν τ έτ ο ιο άνθρω πο;

ΙΣ Μ Η Ν ΗΣ ε σ έ ν α , λ έ ν ε ο ι χ ρ η σ μ ο ί, β ρ ίσ κ ετ α ι η δύναμη εκ είνω ν.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΌ τ α ν δ ε ν υ π ά ρ χω π ιά , τ ό τ ε , φ α ίνετ α ι, ε ίμ α ι ά νθ ρ ω π ος με α ξ ία .

ΙΣ Μ Η Ν ΗΓ ια τ ί τώ ρα ο ι θ εο ί σ ε α ν ο ρ θ ώ ν ο υ ν , ενώ π ρ ιν ή θ ε λ α ν ν α σ ε

κ α τα σ τρ έψ ουν .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Α ν ώ φ ελ ο ν α α ν ο ρ θ ώ νε ι κ α ν ε ίς ένα γ έ ρ ο , π ο υ έ π εσ ε ν έ ο ς .

εξαρτάται από το εννοούμενο τεθέσπισται. — εΰσοια] (σπάνια λέξη από το εδσοος = σώος, ευτυχής) = ευτυχία, ευδαιμονία.

391. Η έννοια: Κανένας δέν μπορεί να περιμένει καλό από έναν τέτοιο άνθρωπο σαν κι εμένα.

392. φασί] υποκείμ. τά μαντεύματα, δηλ. οι χρησμοί (387). —τά κείνων κράτη] = η νίκη, η επικράτηση εκείνων (των Θηβαίων).

393. Ούκέτ’ είμί] Τα γηρατειά και οι συμφορές κάνουν τον Οιδίποδα να αισθάνεται πως είναι ένα τίποτα, σαν να μην υπάρχει.— είμ’ άνήρ] δηλ. άντρας ρωμαλέος και γενναίος.

394. ώλλυσαν] = προσπαθούσαν, ήθελαν να σε καταστρέψουν.— σ ’ όρθοΰσι] = σε επαναφέρουν στην ευτυχία.

395. φλαϋρος, ον] = άχρηστος, ανώφελος. — φλαϋρον (έατί) = είναι ανώφελο, μάταιο. — δς νέος πέση] = που στα νιάτα του δυ­στυχήσει.

73

ΙΣ. καί μην Κρέοντά γ ' ϊσ&ι σοι τούτων χάριν ήξοντα βαιον κούχί μνρίου χρόνον.

ΟΙ. όπως τί δράσηι, ϋύγατερ; ερμήνευε μοι.ΙΣ. ώς σ’ άγχι γης ατήσωσι Καδμείας, όπω ς

κρατώσι μέν σου, γης δε μη 'μβαίνηις όρων.ΟΙ. ή δ'ώφέλησις τις ϋύρασι κειμένου;ΙΣ. κείνοις δ τύμβος δυστυχών δ σδς βαρύς.ΟΙ. κάνεν άεοϋ τις τοντό γ ' άν γνώμηι μά&οι.ΙΣ. τούτον χάριν τοίνυν σε προσϋέσΰαι πέλας

χώρας ·9έλουσι, μηδ' Ιν' άν σαντον κρατήις.ΟΙ. ή καί κατασκιώσι Θηβαίοι κάνει;ΙΣ. άλλ' ονκ έάι τονμφυλον αίμά σ', ώ πάτερ.ΟΙ. ουκ άρ’ έμον γε μη κρατήσωσίν ποτέ.ΙΣ. έσται ποτ' άρα τοντο Καδμείοις βάρος.ΟΙ. ποιας φανείσης, ώ τέκνον, συναλλαγής;

397. βατός] = μικρός, ολίγος. — μυρίος] = πάρα πολύς.399-400. — ώς σε στήσωσι] = για να σε τοποθετήσουν, για να

σε βάλουν να κατοικήσεις. Οι Θηβαίοι δεν θέλουν τον Οιδίποδα στη χώρα τους, για να μη τους μολύνει με τα παλαιά αμαρτήματά του, αλλά και τον θέλουν κοντά τους για να μη χάσουν την ωφέλεια σύμφωνα με τον τελευταίο χρησμό. —έμβαίνω + Γενική] = πατώ επάνω σε κάτι.

401. — θύρασι] = έξω από τα όρια. — ώφέλησις] = ωφέλεια, όφελος. —κειμένου] ενν. έμοϋ.

402. Η σύνταξη: ό τύμβος ό σός βαρύς κείνοις (έσται) δυστυχών], — τύμβος δυστυχών] είναι ο τάφος που στερείται από τιμές, που μένει χωρίς τις προσήκουσες τιμές και σπονδές. — βαρύς] = ολέθριος, βλαβερός.

403. μάθοι δν] = θα μπορούσε να το καταλάβει. — γνώμη] = σκέψη, κρίση. Η γνώμη εδώ αντιτίθεται προς τη μαντική. Ο Οιδίπους παρατηρεί ότι δεν χρειάζεται θεϊκή μαντεία, διότι κάθε λογικός άνθρωπος μπορεί να καταλάβει ότι ο τάφος του χωρίς τιμές θα επιφέρει συμφορές στους Θηβαίους.

404-405. θέλουσι προσθέσθαι σε] = θέλουν να σε βάλουν να κατοικήσεις. —μηδ’] εννοείται το απαρέμφ. έασαι. μηδ’ ϊν ’ δν σαυτοΰ κρατής] = και να μη σε αφήσουν εκεί όπου εσύ θα είσαι κύριος του εαυτού σου.

406. κατασκιώσι] Μέλλ. του κατασκιάζω. εννοείται αντικείμενο με. — κατασκιώσι με] = θα με σκεπάσουν με θηβαϊκό χώμα, θα με θάψουν σε θηβαϊκό χώμα;

407. ούκ έδ (κατασκιάζειν σε) το έμφυλον αίμα] = δεν αφήνει,

74

ΙΣ Μ Η Ν ΗΚν ό μ ω ς μ ά θ ε πω ς γ ι ’ α υ τά θ α ' ρθεν σ ε λ ίγ ο ο Κ ρ έ ο ν τ α ς κ α ι

δεν θ ’ α ρ γ ή σ ε ι.Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Γ ια ν α κ ά ν ε ι τ ι, κ ό ρ η μου; ε ξ ή γ η σ έ μου.ΙΣ Μ Η Ν Η

Γ ια ν α σ ’ ε γ κ α τ α σ τ ή σ ο υ ν κ ο ντ ά σ τη χώ ρ α τω ν Κ αδμ είω ν, ώ στε ν α σ ε έ χ ο υ ν σ τ ο χ έ ρ ι τ ο υ ς , α λ λ ά ν α μ η δ ια β α ίν ε ις τα σ ύ ν ο ρ α τη ς χώ ρ α ς το υ ς . [400]

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ α ι π ο ια η ω φ έλεια α ν β ρ ίσ κ ο μ α ι έξω α π ό τη χώ ρ α τους;

ΙΣ Μ Η Ν ΗΟ τ ά φ ο ς σ ο υ χ ω ρ ίς τ ιμ ές κ α ι σ π ο ν δ έ ς θα ε ίν α ι ό λ ε θ ρ ο ς γ ια

κ είνο υ ς .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Α υ τό β έβ α ια μ π ο ρ εί ν α τ ο κ α τα λ ά β ει κ α ν ε ίς κ α ι χω ρ ίς ν α του το π ε ι θ εός.

ΙΣ Μ Η Ν ΗΓ ι ’ α υτό λ ο ιπ ό ν τώ ρα θ έ λ ο υ ν ν α σ ε έ χ ο υ ν κ ο ν τ ά σ τ η χώ ρ α

τ ο υ ς , κ α ι γ ια ν α μ η ν ο ρ ίζ ε ις εσ ύ τ ο ν εα υ τό σ ο υ .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Κ α ι θα μ ε σ κ ε π ά σ ο υ ν ά ρ α γε με θ η β α ϊκ ό χώ μα; ΙΣ Μ Η Ν Η

Μ α δ εν τ ο υ ς τ ο επ ιτ ρ έπ ε ι τ ο α ίμ α τω ν σ υ γ γ εν ώ ν σ ο υ , πατέρα . Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Τ ό τ ε λ ο ιπ ό ν δ εν θ α με π ά ρ ο υ ν π ο τ έ σ τ η ν κ α τ ο χ ή τους. ΙΣ Μ Η Ν Η

Κ ά π ο τε α υτό θα φ έρ ει ό λ ε θ ρ ο σ τ ο υ ς Θ η β α ίου ς . Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Π ό τ ε , σ ε π ο ια π ερ ίσ τ α σ η , π α ιδ ί μου; [410]

δεν επιτρέπει το συγγενικό (πατρικό) αίμα να σε θάψουν. Ο φονιάς δεν επιτρεπόταν να μείνει στην πατρίδα ούτε και να θαφτεί εκεί.

408. ού μή] με Υποτακτική, αορ. είναι εντονότερο από τον Μέλλοντα Οριστ. — άρα] = άρα = λοιπόν. — ού μή κρατήσωσιν έμοΰ] = δεν θα με εξουσιάσουν.

409. βάρος] = βαρειά μοίρα, βλάβη, συμφορά.410. συναλλαγή] = περίσταση. — ποίας συναλλαγής φανείσης]

= όταν φανεί ποια περίσταση; Εννοείται: έσται τούτο Καδμείοις βάρος.

75

ΙΣ. τής σής ύπ’ οργής, σοϊς δταν στώσιν τάφοις.ΟΙ. ά δ’ έννέπεις κλνουσα τον λέγεις, τέκνον;ΙΣ. άνδρών ϋεωρών Δελφικής άφ’ εστίας.ΟΙ. και τοντ’ έφ’ ήμΐν Φοίβος είρηκώς κυρει;

415 ΙΣ. ώς φασί γ ’ οΐ μολόντες εις Θήβης πέδον.ΟΙ. παίδων τις οδν ήκονσε των έμών τάδε;ΙΣ. αμφω γ ’ ομοίως, κάξεπίστασ&ον καλώς.ΟΙ. κάιϋ’ οί κάκιστοι τώνδ’ άκούσαντες πάρος

τονμον πόϋου προν&εντο την τυραννίδα;42ο ΙΣ. άλγώ κλνουσα ταντ' έγώ, φέρω δ’ δμως.

ΟΙ. άλλ’ οί ϋεοί σφιν μήτε την πεπρωμένην έριν κατασβέσειαν, έν δ’ έμοί τέλος αντοίν γένοιτο τήσδε τής μάχης πέρι ής νυν έχονται κάπαναίρονται δόρυ ·

425 ώ ς οΰτ’ &ν δς νυν σκήπτρα και δρόνους έχειμείνειεν, οϋτ’ αν ούξεληλυ&ώς πάλιν έλ&οι ποτ’ αδ&ις ■ οί γε τδν φυσάν τ ’ εμέ

411. τής σής ύπ’ όργής] εννοείται: ίσται Καδμείοις βάρος. - σοϊς δταν στώσιν τάφοις] (δοτική τοπική) = όταν σταθούν στον τάφο σου. Η έννοια: Επειδή ο τάφος του Οιδίποδα, κατά τον στίχο 407, δεν θα είναι στη Θήβα, αλλά σε ξένη χώρα, οι Θηβαίοι μόνον ως εμπόλεμοι θα πλησιάσουν στον τάφο του. Και τότε θα δοκιμάσουν την οργή του, θα τους εκδικηθεί, διότι δεν τον τίμησαν με τάφο στη Θηβαϊκή χώρα.

412. Κι αυτά που λες, από ποιον τ ’ άκουσες, παιδί μου, και τα λές; — Ο Οιδίποδας θέλει να μάθει με ακρίβεια για τον χρησμό του θεού.

413. άνδρών θεωρών Δελφικής άφ’ έστίας] (τα άκουσα) από θεωρούς (απεσταλμένους) που επέστρεψαν από το μαντείο των Δελφών, όπου τους είχε στείλει η πόλη για να πάρουν χρησμό.

414. είρηκώς κυρεΐ] = τυχαίνει να έχει πει. — έφ’ ήμΐν] = έπ’ έμοί.

415. οί μολόντες] (μετχ. αορ. β ' του βλώσκω) = αυτοί που ήρθαν, δηλ. οι θεωροί.

418-419. κάθ’] = καί είτα. — πάρος τούμοΰ πόθου] = αντί της αγάπης τους για μένα, πιο πάνω από την αγάπη τους για μένα. — προΰθεντο πάρος] είναι πλεονασμός διότι μόνο το προΰθεντο σημαίνει προτίμησαν. — πάρος] = πρό.

420. ταΰτα] αυτή τη διαγωγή των αδελφών.421-424. Η έρις παραβάλλεται με φωτιά και η λήξη της με

76

ΙΣΜΗΝΗΑπό τη δική σου οργή, όταν βρεθούν κοντά στον τάφο σου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΚι αυτά που είπες από ποιον τα έχεις ακούσει, παιδί μου;

ΙΣΜΗΝΗΑπό τους θεωρούς που γύρισαν από το μαντείο των Δελφών.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΚι αυτά για μένα τα έχει πει ο Φοίβος;

ΙΣΜΗΝΗΌ πω ς, τουλάχιστο, λένε αυτοί που ήρθανε στη Θήβα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΤ ’ άκουσε λοιπόν αυτά κάποιος από τους γιους μου;

ΙΣΜΗΝΗΚαι οι δυο το ίδιο και πολύ καλά τα ξέρουν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣΚι έπειτα οι πανάθλιοι, αν και τ ’ άκουσαν, πιο πάνω από την

αγάπη τους έβαλαν τη βασιλεία;ΙΣΜΗΝΗ

Λυπήθηκα και πόνεσα που τ ’ άκουσα, όμως σου τα μεταφέρω. [420]

ΟΙΔΙΠΟΥΣΆμποτε οι θεοί να μη σβήσουν τη μοιραία διχόνοιά τους και

μακάρι να μπορούσα εγώ να δώσω τέλος σ ’ αυτήν ανάμεσά τους την αμάχη, που τώρα αρχίζουν και σηκώνουν το δόρυ ο ένας κατά του άλλου- έτσι, ούτε αυτός που έχει την εξουσία και τον θρόνο θα μπορέσει να παραμείνει ούτε εκείνος που εξορίσθηκε θα μπορέσει να γυρίσει κάποτε πίσω ξανά. Γιατί αυτοί εμένα τον πατέρα τους,

κατάσβεση. — έν δ ’ έμοί τέλος αύτοϊν γένο ιτο περί τήσδε τής μάχης] = κ ι από μένα είθε να εξαρτηθεί το τέλος τούτης της φ ιλο ­ν ικ ία ς τους. — κ&παναίρονται] (κα ί - έπ ί - άνά - α ίροντα ι] = κα ι σηκώ νουν, υψώνουν ο ένας ενάντια στον ά λλο . — ής έχοντα ι] = την οποία αρχίζουν.

425-426. ώς οΰτ ’ άν δς νυν...] εννοείται: ε ί έν έμοί τέλος γένοιτο τής μάχης... — ώς] (α ιτ ιο λο γ ικ ό ) = γ ια τ ί. — ούξεληλυθώς] = δ έξεληλυθώ ς = ο εξορισμένος, ο διωγμένος.

427-430. ούκ έσχον] = δεν με κράτησαν, δηλ, δεν εμπόδισαν τη ν εξορ ία μου. — άμύνω] = βοηθώ. — Ανάστατος έπέμφθην] = εκδιώχθηκα. — αΰτοΐν] δοτική (δυικού αριθμού) της αναφοράς =

77

ούτως άτίμως πατρίδος έξω&ονμενον ονκ έσχον ονδ’ ήμνναν, άλλ’ ανάστατος αύτοϊν έπέμφ&ην κάξεκηρύχ&ην φυγάς.

εϊποις άν ως ύέλοντι τοντ’ έμοί τότε πόλις τό δώρον εικότως κατήινεσεν. ού δήτ’, έπεί τοι την μεν αύτίχ’ ήμέραν, όπηνίκ' εζει ϋυμός, ήδιστον δε μοι τό κατ&ανεΐν ήν καί τό λευσ&ηναι πέτροις, ούδείς έρωτ’ ες τόνδ’ έφαίνετ5 ώφελών · χρόνιοι δ \ ό'τ’ ήδη πας ό μόχ&ος ήν πέπων, κάμάν&ανον τον ύνμόν έκδραμόντα μοι μείζω κολαστήν των πρίν ήμαρτημένων, τό τηνίκ’ ήδη τούτο μεν πόλις βίαι ήλαννέ μ ’ εκ γης χρόνιον, οΐ δ’ έπωφελεϊν, οΐ τον πατρός, τώι πατρί δννάμενοι τό δράν ούκ ή&έλησαν, άλλ’ έπους σμικρού χάριν φυγάς σφιν εξω πτωχός ήλώμην αεί. εκ τοϊνδε δ', οϋσαιν παρ·&ένοιν, δσον φνσις δίδωσιν ανταϊν, καί τροφάς έχω βίου και γης άδειαν καί γένους έπάρκεσιν ·

όσο εξαρτιόταν από αυτούς. — οΓ γε ούκ ϊσχον...] αναφορική αιτι- ολογική πρόταση.

431-432. θέλοντι] εννοείται: έξορισθηναι. — καταινέιο -ω] =συναινώ, συμφωνώ, υπόσχομαι. — δώρον] την εξορία, την οποία ευχόταν.

433-436. τήν αύτίχ’ ήμέραν] = την ημέρα εκείνη, κατά την οποία ο Οιδίπους αναγνωρίσθηκε ως φονιάς του Λαΐου. — έζει θυμός] = έβραζε η ορμή μου (ζέω = βράζω). —: τό λευσθηναι πέτροις] (λεύομαι = λιθοβολούμαι). — πέτρος] = λίθος, (πέτρα = βράχος). Πλεονασμός, διότι ο προσδιορισμός ενυπάρχει στο ρήμα. —έρως] = σφοδρή επιθυμία, πόθος, απαίτηση. — ώφελών τοΰδ’ έρωτος] με γενική, διότι έχει τη σημασία του μετέχω, Απολαύω. Κατά τον Σχολιαστή: «Τούτου τού έρωτος ούδείς με έποίει άπολαΰσαι. Τού άποθανεΐν δε φησίν».

437-439. χρόνω δέ] = αφού πέρασε καιρός, με τον καιρό όμως. — μόχθος] εδώ = λύπη. — πέπων] μεταφορικώς από τους καρπούς, οι οποίοι όταν ωριμάσουν γίνονται μαλακοί. — μόχθος πέπων] = λύπη ώριμη, δηλ. μαλακή, πραεία. (πέπων, πέπειρα, πέπον. σικυός πέπων = το πεπόνι, το οποίο μόνον ώριμο τρώγεται, ενώ ο κοινός σικυός (δηλ. αγγούρι) τρώγεται μη ώριμο). — κολαστής] = τιμωρός.

78

ό τ α ν τ ό σ ο ά τ ιμ α δ ιω χ ν ό μ ο υ ν μ α κ ρ ιά α π ’ τ η ν π α τρ ίδ α , δ ε ν με κ ρ ά ­τ η σ α ν ο ύ τε μ ε β ο ή θ η σ α ν , α λ λ ά μ ε τη θ έ λ η σ ή τ ο υ ς δ ιώ χθ η κ α κ ι ε ξ ό ρ ισ τ ο ς κ η ρ ύ χ θ η κ α α π ό τ η ν π ό λ η . [4 3 0 ] Θ α π ε ις πω ς κ ι εγώ τότε το θ έ λ η σ α κ α ι η π ό λ η φ υ σ ικ ά μ ου έδω σ ε α υ τό τ ο δώ ρο. Ό χ ι λ ο ιπ ό ν , γ ια τ ί τ η ν ίδ ια ε κ ε ίν η η μ έρ α , ό τ α ν έβ ρ α ζε ο θ υμ ός μ ου και η π ιο μ εγά λη επ ιθυμ ία μου ή τα ν ν α πεθάνω κ α ι ν α με λ ιθ ο β ο λ ή σ ο υ ν , κ α νείς δ ε ν φ ά νη κ ε ν α με β ο η θ ή σ ε ι σ ’ α υ τ ή ν τ η ν επ ιθ υ μ ία μ ου . Κ ι ό τ α ν π ια μ ε τ ο ν κ α ιρ ό ό λ η η λ ύ π η μ ου μ α λά κ ω σ ε κ α ι κ α τ α λ ά β α ινα πως ο θ υμ ός μ ου ε ίχ ε ξ ε π ε ρ ά σ ε ι τα ό ρ ια , ώ στε ν α με έ χ ε ι τ ιμ ω ρ ή σ ει α υ σ τ η ρ ό τ ερ α κ ι α π ό τα π α λ ιά α μ α ρ τή μ α τά μ ο υ , τ ό τ ε π ια η π ό λ η α π ό τη μ ια μ ερ ιά μ ε ε ξ ό ρ ιζ ε α π ό τη χώ ρ α γ ια π ο λ λ ά χ ρ ό ν ια , [440] κ ι α π ό τ η ν ά λ λ η ε κ ε ίν ο ι , ο ι γ ιο ι το υ π α τέρ α , π ο υ μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α β ο η θ ή σ ο υ ν τ ο ν π α τέρ α το υ ς , δ ε ν θ έ λ η σ α ν ν α τ ο κ ά νουν· κ ι ενώ λίγα μ ο νά χ α λ ό γ ια τους θα ή τα ν αρκετά, μ ’ ά φ η σ α ν ν α π ερ ιπλανιέμ α ι ε ξ ό ρ ισ τ ο ς κ α ι φ τω χό ς μ α κ ρ ιά α π ό τ η ν πατρίδα . Α π ό το ύ τες τ ις δύο όμ ω ς, α ν κ α ι ε ίν α ι κ ο ρ ίτ σ ια , ό σ ο τ ο υ ς τ ο επ ιτ ρ έπ ε ι η φ ύ σ η το υ ς , έχω τα μ έσ α γ ια ν α ζή σ ω κ α ι α σ φ ά λ εια δ ια μ ο ν ή ς κ α ι ο ικ ο γ ε ν ε ια κ ή

— τόν θυμόν έκδραμόντα μοι] (έκτρέχω = τρέχω έξω) = ότι ο θυμός μου υπερέβη τα όρια. —μείζω τών ήμαρτημένων] = μείζω ή κατά τά ήμαρτημένα = αυστηρότερα από όσο άξιζαν τα παλιά αμαρτήματά μου.

440-441. τηνικαΟτα] = τότε. — τούτο μέν] = αφενός μεν. —χρό- νιον] (κατηγορ. του με)· επαναλαμβάνει την έννοια του χρόνω (437).— ο( δ ’] αντιστοιχεί προς το τούτο μεν (440). —έπωφελεϊν τφ πατρί] συντάσσεται με Δοτική αντί Αιτιατ.

442-444. οί τού πατρός τφ πατρί] επανάληψη της έννοιας του πατέρα για να τονίσει το μέγεθος της αστοργίας των γιων του. — άλλ’ £πους σμικρού χάριν] = άλλά ένεκα μικρού λόγου, δηλ. αν έλεγαν λίγα μόνο λόγια, θα μπορούσαν να γλιτώσουν τον πατέρα τους από την εξορία. — σφίν] = σφίσι. Δοτική του κατά τι, όπως το αότοϊν (430). — ήλώμην] του άλάομαι - ώμαι] = περιπλανιέμαι.

445-447. οδσαιν παρθένοιν] (δυικός) = αν και είναι κορίτσια.— τροφάς βίου] = τα αναγκαία για τη ζωή, τα απαραίτητα για να μπορεί να ζει. — γής άδεια] = ασφάλεια γης, δηλ. ασφαλή διαμονή, διότι ο Οιδίπους ως τυφλός δεν μπορούσε να κινηθεί χωρίς τη βοήθεια της Αντιγόνης. — γένους έπάρκεαις] = συγγενική, οικο­γενειακή βοήθεια, την οποία προπάντων οι γιοι οφείλουν να παρέ­χουν. Η γένους έπάρκεαις περιλαμβάνει τα προηγούμενα, διότι η οικογενειακή βοήθεια συνίσταται στην τροφή και την ασφαλή διαμονή.

79

τώ δ’ άντί τον φύσαντος είλέσ&ην θρόνους και σκήπτρα κραίνειν καί τυραννενειν χϋονός. άλλ’ οϋ τι μή λάχωσι τονδε συμμάχου, ουδέ σψιν αρχής τήσδε Καδμείας ποτέ ονησις ήξει- τοϋτ’ έγώιδα, τήσδέ τε μαντεϊ' άκονων, συννοών τε τάξ έμον παλαίφα&' άμοί Φοίβος ήννσέν ποτέ.

προς ταντα καί Κρέοντα πεμπόντων έμον μαστήρα, κεϊ τις άλλος εν πόλει σ&ένει. εάν γάρ υμείς, ώ ξένοι, ϋέληϋ,' όμον συν ταϊσδε ταϊς σεμναΐσι δημούχοις '&εαϊς αλκήν ποείσ-ίλαι, τήιδε μεν πόλει μέγαν σωτήρ’ άρείσϋε, τοίς δ’ έμοϊς έχ&ροϊς πόνους.

ΧΟ. έπάξιος μέν, ΟΙδίπους, κατοικτίσαι,αυτός τε παίδές αϊδ’ · έπεί δε τήσδε γής σωτήρα σαντόν τώιδ' έπεμβάλλεις λόγιοι, παραινέσαι σοι βούλομαι τά σύμφορα.

ΟΙ. ώ φίλτα&', ως νυν παν τελονντι προξένει.ΧΟ. ϋοϋ νυν καθαρμόν τώνδε δαιμόνων, έφ' άς

το πρώτον ικον καί κατέστειψας πέδον.

448-450. τώ] (δυικός αριθμός του αρσ. άρ»θρου 6. Εδώ ισοδύναμοί προς τη δεικτική αντωνυμία οΰτοι. Ο δυικός αριθμός, διότι αναφέ- ρεται σε δύο πρόσωπα, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. — είλέσθην θρόνους καί σκήπτρα κραίνειν καί τυραννεόειν χθονός] = προτίμησαν, αντί εκείνου που τους γέννησε, θρόνους και βασιλική εξουσία, να άρχουν και να βασιλεύουν στη χώρα.

451-452. τοδδε] = έμοϋ. Συχνά οι τραγικοί ποιητές χρησιμο­ποιούν τη δεικτική αντωνυμία αντί της προσωπικής. —συμμάχου] κατηγορ. στο τοδδε. — σφιν] = σφίσιν. — δνησις] (όνίνημι) = ωφέλεια.

453-454. τήσδε τε] της Ισμήνης. — συννοέω - ώ] = συλλογίζομαι, σκέπτομαι. — παλαίφατος] (πάλαι-φατός) = πρό πολλοδ είρημένος = παλαιός. — άμοί] = δ έμοί. — άνύω και άνύτω] λέγεται και για απαγγελία χρησμών = χρησμοδοτώ.

455-456. πρός ταδτα]η φράση αυτή με προστακτική (πεμπόντων) εκφράζει απόφαση αδιάσειστη προς οτιδήποτε συμβεί. — Κρέοντα πεμπόντων) πρβλ. 396 κ.ε. — μαστήρ] (μάω = ζητώ, ερευνώ) = ζητητής, ερευνητής. — σθένω] = δύναμαι, ισχύω, είμαι ισχυρός.

457-460. άλκήν ποιοΰμαί τίνος] = υπερασπίζομαι κάποιον, πα­ρέχω βοήθεια σε κάποιον. — άρεΐσθε] Μελλ. του άρνυμαι (εκτετα-

80

φ ρ οντίδα · α ντίθ ετα εκ είνον α ντ ί γ ια τ ο ν π α τέρα τ ο υ ς π ρ ο τ ίμ η σ α ν θρόνους και σκ ή π τρα βα σ ιλ ικ ά και τη ς χώ ρ α ς ν α γ ίν ο υ ν κ υβερνή τες. Μ α δεν θα με β ρ ο ύ νε π ο τ έ εμ ένα σ ύ μ μ α χ ό τ ο υ ς [450] κ ι ο ύ τε π οτέ θα τ ο υ ς β γ ε ι σ ε κ α λ ό η ε ξ ο υ σ ία τ η ς Θ ή β α ς· α υ τ ό εγώ τ ο ξέρ ω καθώς ακ ούω τώ ρα κ α ι το ύ τ η ς εδώ τ ις μ α ντείες κ α ι τ ις σ υ γ κ ρ ίνω με τους π α λ ιο ύ ς χ ρ η σ μ ο ύ ς π ο υ μ ου έδω σε κ ά π ο τε ο Φ ο ίβ ο ς .

Ύ σ τ ε ρ α α π ό αυτά και τ ο ν Κ ρ έ ο ν τ α α ς σ τ ε ίλ ο υ ν ν α μ ε ζ η τ ή σ ε ι κι ό π ο ιο ν ά λ λ ο ν π ο υ έ χ ε ι δύνα μ η σ τ η ν π ό λ η . Γ ια τ ί, α ν θ έλ ετε εσ ε ίς , ξ έ ν ο ι , μ α ζί με τ ο ύ τ ες τ ις σ ε β α σ τ έ ς π ρ ο σ τ ά τ ιδ ες θ εές , ν α με β ο η θ ή σ ετ ε , τ ρ α ν ό σ ω τή ρ α θα δ ώ σ ετε σ τ η ν π ό λ η το ύ τη κ α ι σ τ ο υ ς εχθ ρ ο ύ ς μ ου π ό ν ο υ ς κα ι λύ π ες . [460]

Χ Ο Ρ Ο ΣΑ ξ ίζε ις , Ο ιδ ίπ οδα , ν α σ ε σ υ μ π ο νέσ ο υ μ ε , κ α ι σ έ ν α και τ ις κ όρ ες

σ ο υ α υτές εδώ" κ ι επ ειδ ή με τα λ ό γ ια σ ο υ αυτά π α ρ ο υ σ ιά ζε ις τ ο ν εαυτό σ ο υ σ ω τή ρ α το ύ τ η ς τη ς χ ώ ρ α ς, θ έλω ν α σ ε σ υ μ β ο υ λ εύ σ ω γ ια τ ο σ υ μ φ έρ ο ν σ ο υ .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ α λ έ μ ου φ ίλ ε , λ έ γ ε μ ου και ν α ε ίσ α ι β έβ α ιο ς ό τ ι εγώ τώ ρα θα

κάνω τα πάντα .Χ Ο Ρ Ο Σ

Π ρ ό σ φ ε ρ ε τώ ρα κ α θ α ρ τή ρ ια σ π ο ν δ ή σ ’ α υ τές τ ις θ εές γ ια εξ ιλ έ ω σ η , γ ια τ ί σ τ ο ν χ ώ ρ ο τ ο υ ς μ π ή κ ες π ρώ τα κ α ι π ά τ η σ ες .

μένος τόπος του αίρομαι) = λαμβάνω γ ια τον εαυτό μου ή γ ια ά λλον, καρπούμαι, αποκτώ. — σύν τα ΐσδε] = μα ζί με αυτές εδώ, με τη βοήθεια αυτών εδώ... Η έννοια ε ίνα ι: σε κάθε υπόθεση μα ζί με τη θεία βούληση απα ιτείτα ι κα ι άνθρωπος ως όργανό της. Π ρ β λ . σύν Ά θ η ν $ κα ί χείρα κ ίν ε ι κα ι το ογβ βΐ ΙβΙ ογη = προσεύχου κα ί έργάζου. — δημούχοι θεαί] = προστάτιδες του δήμου θεές, πολιούχοι.

461-464. έπάξιος] εννοείτα ι: ε ϊ = ε ίσ α ι άξιος, σου α ξ ίζε ι. — κα- το ικ τ ίζω ] = κ ινώ τον ο ίκτο , ευσπλαχνίζομα ι, συμπονώ, = Σου α ξ ίζε ι να σε συμπονέσουμε. — έπεμβάλλεις σαυτόν] παρουσιάζεις, προ­σφέρεις τον εαυτό σου. — τφδε τφ λόγιο ] = με τούτα σου τα λόγ ια .

465. τελοΰντι] Μ έ λλ . του τελέω α ντί τελέσοντι. εννοείτα ι: μοι. — προξενώ] εδώ = λέγω , συμβουλεύω, ώ ς] = με τη ν πεποίθηση ότι...

466-467. τίθεμαι καθαρμόν] (περίφραση) = καθαιρώ, προσφέρω καθαρτήρια σπονδή γ ια εξ ιλέω σ η . Ο καθαρμός ε ίνα ι αναγκαίος, δ ιότι ο Οιδίπους πάτησε το ιερό έδαφος των Ερινύων. — καταστείβω] = καταπατώ.

81

ΟΙ. τρόποισι ποίοις; ώ ξένοι, διδάσκετε.ΧΟ. πρώτον μεν Σέρας έξ άειρντου χοάς

4ϊο κρήνης ενεγκοϋ, δι' όσιων χειρών ϋιγών.ΟΙ. όταν δέ τούτο χενμ ’ άκήρατον λάβω;ΧΟ. κρατήρές εισιν, άνδρός εϋχειρος τέχνη,

ών κράτ' έρεψον και λαβάς άμφιστόμονς.ΟΙ. Φαλλοΐοιν ή κρόκαισιν, ή ποίωι τρόπωι;

475 ΧΟ. οίός <χε> νεαρός νεοπόκωι μαλλώι λαβών.ΟΙ. εΐέν. τό <5’ Μ εν πήι τελευτήσαί με χρή;ΧΟ. χοάς χέασ&αι στάντα προς πρώτην Ιω.01. ή τοιαδε κρωσσοϊς οίς λέγεις χέω τάδε;ΧΟ. τρισσάς γε πηγάς ■ τόν τελενταΐον δέ χοϋν . . .

48ο ΟΙ. τον τόνδε πλήσάς ϋώ ; δίδασκε καί τάδε.

469-470. δι ’ όσίων χειρών] = με αγνά, δηλ. καθαρά, πλυμένα χέρια. Τα χέρια πριν από κάθε θυσία έπρεπε να πλυθούν με νερό από αείροη ττηγή. — θιγών] (Μετχ. αορ. β ' του θιγγάνω = άπτομαι, πιάνω) = αντλώντας. — άείρυτος] = άεί ρέουσα = αείροη, αένναη, αστείρευτη.

471. χεϋμα] (χέω) = τό χεόμενον. Ποιητικώς, όνομα ουσιαστικό. — χεΰμα άκήρατον] = διαυγές, ξάστερο πηγαίο νερό. — άκήρατος] (α+κεράννυμι) = καθαρός, αμόλυντος. Εννοείται: τί χρή με ύστερον δρασαι;

472-473. Στο ιερό των Ευμενίδων υπήρχαν κρατήρες για τον καθένα που ήθελε να προσφέρει θυσία. Το ιερό επιτηρούσε ένας φύλακας (νεωκόρος), όπως φαίνεται στον στίχο 508. — εδχειρ, ος] = αυτός που έχει καλά χέρια, επιδέξιος τεχνίτης, καλλιτέχνης. — τέχνη] (το αφηρημένο αντί του συγκεκριμένου) = έργο κατασκευ­ασμένο με τέχνη, τεχνούργημα. — έρεψον] (έρέφω -έρέπτω = καλύ­πτω, σκεπάζω (όροφή). — κράτα] στον Σοφοκλή πάντοτε είναι πτώση Ονομαστική ή Αιτιατική ενικού. Το όνομα είναι κράς, κρατός, (ποιητικός τύπος του κάρα, το) = κεφαλή, κορυφή (Πρβλ. κάρηνος, κάρανος, κρανίον).

474. θαλλός] (θάλλω, θαλερός) = χλωρό, τρυφερό κλαδί. —κρόκη] = νήμα, κλωστή.

475. ΟΪος, οίός] (αρσ. και θηλ.) = πρόβατο. — νεόποκος μαλλός] = νεόκοπο, φρεσκοκουρεμένο μαλλί. — νεόποκος] (νέος - πόκος, από το ρ. πέκω = κείρω = κουρεύω.

476. ΕΙεν] = ας είναι. — τό δ ’ ένθεν] = κι από κει και έπειτα, κι ύστερα από αυτά;

477. χοάς χέασθαι] (σύστοιχο αντικείμενο) = να χύσεις, να

82

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΜ ε π ο ιο ν τρ ό π ο ; ε ξ η γ ή σ τ ε μ ο υ , ξ έ ν ο ι .

Χ Ο Ρ Ο ΣΠ ρ ώ τα ν α φ έρ εις ιερ ό ν ε ρ ό α π ό τ ρ ε χ ο ύ μ ε ν η π η γ ή , α ντλώ ντα ς

με χ έ ρ ια καθα ρά . [470]Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Κ ι ό τ α ν πάρω αυτό το κ α θ α ρ ό ν ε ρ ό , τ ι π ρ έπ ε ι ύσ τερ α ν α κάμω; Χ Ο Ρ Ο Σ

Υ π ά ρ χου ν κρατήρες, φ τια γμ ένοι απ ό επ ιδέξιου τεχνίτη τα χ έρ ια - σ τεφ ά νω σ ε το χ ε ίλ ο ς κ α ι τ ις χ ε ιρ ο λ α β έ ς τους.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΜ ε χ λ ω ρ ά κ λα δ ιά , με νή μ α τ α ή π ο ιο ά λ λ ο τρόπ ο;

Χ Ο Ρ Ο ΣΜ ε ν ιό κ ο π ο μ α λ λ ί α π ό μ ικ ρ ό π ρ ό β α το .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚαλά* κ ι ύ σ τερ α α π ό αυτά πώ ς π ρ έπ ε ι ν α τελειώ σω ;

Χ Ο Ρ Ο ΣΝ α π ρ ο σ φ έ ρ ε ις τ ις σ π ο ν δ έ ς κ οιτώ ντα ς π ρ ο ς τ η ν α ν α τ ο λ ή .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΜ ε τ ο ύ τ ο υ ς τ ο υ ς κ ρ α τ ή ρ ες π ο υ λ ε ς ν α π ρ ο σ φ έρ ω α υ τές τ ις

σ π ονδές;Χ Ο Ρ Ο Σ

Τ ρ ε ις σ π ο ν δ έ ς α π ό τ ο ν κ α θ έν α - κ α ι τ ο ν τ ελ ευ τ α ίο κ ρ α τ ή ρ α ... Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Κ ι α υ τ ό ν με τ ι ν α τ ο ν γεμ ίσ ω ; Π ε ς μ ου κ α ι το ύ το . [480]

κάμεις, να προσφέρεις χοές, σπονδές. — στάντα πρός πρώτην &»] = αφού σταθής κοιτάζοντας προς την ανατολή.

478. κρωσσός, δ] = αγγείο υδροφόρο, υδρία; στάμνα, λαγήνι, κρατήρας (συνήθως στον Πληθυντικό). — ή] = αλήθεια, οίς λέγεις] (έλξη) = οδς λέγεις. — χέω τάδε] = χέω τάσδε τάς χοάς;

479. πηγή] εδώ = σπονδή. — τόν τελευταίον δέ χοδν] = τον τελευταίο κρατήρα. — χοδς, χοάς, χοΐ, χοδν, χόες, χοών, χουσί, χόας] (από το χέω) = μέτρο υγρών. Εδώ = κρατήρας. Χόες, οί] ήταν η εορτή των Χοών, όνομα της δεύτερης ημέρας των Ανθεστηρίων που τελούνταν στην Αθήνα.

480. Τού τόνδε πλήσας θώ;] = κι αυτόν με τι να τον γεμίσω; — τού] ερωτημ. αντωνυμία = τίνος και τοδ. — πλήσας] μετχ. αορ. του πίμπλημι= γεμίζω. — θώ] υποτακτ. αορ. β ' του τίθημι. Από το ρήμα θώ μπορούμε να υποθέσουμε ότι πριν από τις σπονδές συνή­θιζαν να γεμίζουν τους κρατήρες και να τους τοποθετούν στη σειρά.

83

ΧΟ. ΰδατος, μελίσσης, μηδέ προσφέρειν μέϋν.ΟΙ. δταν δέ τούτων γη μελάμψνλλος τνχηι;Χ Ο . τρ ις έννέ’ α ντή ι κλώνος έξ άμφοϊν χεροΐν

τι& είς ελαίας τά σ δ ’ Ιπεύχεσ& αι λ ιτά ς .β̂δ 01. τούτων άκονσαι βούλομαι ■ μέγιστα γάρ.

ΧΟ. ως σφας καλοϋμεν Ευμενίδας, έξ ευμενών στέρνων δέχεαϋαι τόν Ικέτην σωτηρίους, αϊτού αύ τ ’ αύτός κεϊ τις Αλλος αντί σοϋ, απυστα φωνών μηδέ μηκννων βοήν ·

49ο Ιπειτ' άφέρπειν άστροφος. και ταντά σοιδράσαντι Ταρσών αν παρασταίην εγώ, άλλως δέ δειμαίνοιμ’ αν, ώ ξέν’, άμφί σοί.

01. ώ παϊδε, κλύετον τώνδε προσχώρων ξένων",ΑΝ. ήκούσαμέν τε, χώ τι δει πρόστασσε δράν.

495 01. έμοί μέν ούχ δδωτά · λείπομαι γάρ εντώ ι μ η δύνασ·&αι μ η δ ’ δράν, δυοϊν κ α κ ο ϊν σφώ ιν δ ’ ά τέρα μολοϋσα πρ α ξά τω τά δε.

481. μέλισσα] = μέλι. Κατά τον Σχολιαστή «Ά πό γάρ το» ποιοϋντος τό ποιούμενον». Το κράμα από νερό και μέλι ονομαζόταν μελίκρατον (μελίκρατοι χοαί). Συνήθως αναμίγνυαν και οίνον (κρασί), αλλά αυτό απαγορευόταν για τις θεές που ήταν άοινοι, δεν αγαπούσαν δηλ. το κρασί. Στις Ευμενίδες ποτέ δεν προσέφεραν σπονδές οίνου, αλλά χοάς άοίνους. — μέθυ] (το) = οίνος, κρασί, (μέθη, ή, μέθυσος, δ, μεθύω, μεθύσκω). —προσφέρειν] αντί προστακτικής.

482. μελάμφυλλος] = που έχει μαύρα φύλλα, σκιερή. —μελάμ- φυλλος γή] = βαθύσκιωτη γη, μαύρο χώμα. Η πυκνότητα των δένδρων δίνει βαθιά σκιά και το χώμα φαίνεται μαύρο. Εννοείται η φράση: τί χρή με ύστερον ποιεΐν;

483-484. Τρίς έννέα] ο αριθμός 3 και οι από αυτόν 9 και τρίς έννέα θεωρούνταν ιεροί και συνηθισμένοι στις ιεροτελεστίες και τις μαντείες. Κατά τον καθαρμό ο ραντισμός γινόταν με κλάδο ελιάς, δάφνης ή μυρτιάς, όπως και σήμερα κατά τον αγιασμό οι ιερείς ραντίζουν με κλωνάρι βασιλικού. — λιτή] = δέηση, παρά­κληση. — έπεύχεσθαι] αντί προστακτικής.

485. Τούτων (τών λιτών) βούλομαι άκοδσαι] αυτές τις δεήσεις θέλω να ακούσω. — μέγιστα] εννοείται ταΰτα δηλ. αί λιταί, οί δεήσεις, οι ικεσίες. Κατά τον Σχολιαστή: «'Ηδέως άκούσαιμι τών ευχών* μέγιστον γάρ ταύτας, μαθεΐν».

486-489. Έ ξ εδμενών στέρνων] (υπαινιγμός προς το όνομα Εδμενίδες) = με ευμενή διάθεση, καλόκαρδα. — δέχεσθαι] = ας δεχθούν. — σωτήριον] (εδώ έχει παθητική σημασία) = ώστε να σωθεί. — αϊτού] = παρακάλεσε. — άπυστος] (α -πυστός, πυνθάνομαι).

84

Χ Ο Ρ Ο ΣΜ ε ν ε ρ ό κ α ι μ έλι· κ ρ α σ ί ν α μ η β ά λ ε ις .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ ι ό τ α ν π ο τ ισ θ ε ί μ ’ αυτά τ ο μ α ύ ρ ο χώ μα;

Χ Ο Ρ Ο ΣΤ ρ εις φ ο ρ ές κ α ι μ ε τα δυο σ ο υ χ έ ρ ια ν α β ά λ ε ις α π ό πάνω εν ν ιά

κ λα δ ιά ελ ιά ς κ ι ύσ τερ α ν α κ ά ν ε ις τούτη τη δ έη σ η .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Θ έλω ν α τ η ν α κ ο ύ σ ω - γ ια τ ί αυτή ε ίν α ι το π ιο σ π ου δ α ίο .Χ Ο Ρ Ο Σ

Ό π ω ς τ ις ο νο μ ά ζο υ μ ε Ε υμ ενίδες, με ευμ ενή διάθεση ν α δ εχθ ο ύ ν τ ο ν ικ έτη κ α ι ν α σ ε σ ώ σ ο υ ν , π α ρ α κ ά λ εσ έ τ ις κ α ι σ υ ο ίδ ιο ς ε ίτε κ α νένα ς ά λ λ ο ς αντί γ ια σ έ ν α , μ ιλώ ντας σ ιγα νά κ αι δίχω ς ν α υψ ώ νεις τη φ ω νή - έπ ειτα φ ύγε χ ω ρ ίς ν α σ τ ρ έψ ε ις ν α κ ο ιτ ά ξ ε ις π ίσ ω . [490] Κ ι ό τ α ν τα κ ά μ εις αυτά , θα μ π ο ρ ο ύ σ α εγώ ν α σ ο υ πα ρα στα θώ με θ ά ρ ρ ο ς , α λ λ ιώ ς θα φ ο β ό μ ο υ ν γ ια σ έ ν α , ξ έν ε .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ α ιδ ιά μ ου , τους α κ ού σ α τε τ ι λ έ ν ε ο ι ά νθ ρ ω π οι εδώ του τόπου;

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΑ κ ο ύ σ α μ ε κ α ι π ες μας τ ι π ρ έπ ε ι ν α κ ά νουμ ε.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΕ γώ δ εν μ π ορ ώ ν α πάω , γ ια τ ί μ ου λ ε ίπ ο υ ν η δύ να μ η κ α ι η

ό ρ α σ η , δ υ ο μ α ζί κακά" γ ι * α υ τό η μ ια α π ό τ ις δ υ ο σ α ς α ς π ά ε ι ν α

Εδώ ισοδυναμεί με επίρρημα: άπυστα φωνών] = μιλώντας ήρεμα, σιγανά, χαμηλόφωνα. Στις θυσίες και τις δεήσεις προς τις Ευμενίδες επικρατούσε εύφημία (131).

490. άφέρκω] = απομακρύνομαι, φεύγω. — άστροφος] = χωρίς να στραφείς προς τα πίσω.

491-492. Καί ταδτα δράσαντί σοι] = Κι όταν πράξεις αύτά, δηλ. όταν καθαρθείς. — θαρσών παρασταίην έγώ] = με θάρρος θα σου παρασταθώ, θα σταθώ δίπλα σου βοηθός. — άλλως] δηλ. μή κα- θαρθέντι. — δειμαίνοιμ’ άν] = θα φοβόμουν. —άμφί σοί] = γιασένα.

493. κλύετον] (δυικός αριθμός) = ακούτε. — πρόσχωρος] ως ουσιαστικό = γείτονας.

494. Η σύνταξη: ήκούσαμέν τε και πρόστασσε δράν δ,τι δει. 495-497. Έμοί μέν ούχ όδωτά] = έμοί μεν ούχ δδωτόν έστιν. —

όδωτός] (από το όδόω - ώ) = διαβατός. Εδώ = εκτελεστός. — λείπομαι] = υπολείπομαι, είμαι ανίκανος. — έν τφ...] προσδιορισμός του οργάνου ή του αιτίου. — πραξάτω τάδε] δηλ. αυτά που είπε ο χορός.

85

άρκεϊν γάρ οίμαι χάντ'ι μνρίο, ν μίαν ψυχήν τάδ’ έκτίνονααν, ήν εννονς παρήι. άλλ’ εν τάχει τωι πράσοετον · μόνον δέ με μή λεΐπετ ’ · ον γάρ άν σϋένοι τούμόν δέμας έρημον Ιρπειν ονδ’ νφηγητον δίχα.

ΪΣ. άλλ’ εϊμ’ έγώ τελοϋσα· τον τόπον δ’ ϊναχρή ατέμμ’ έφενρεϊν, τούτο βούλομαι μαϋεϊν.

XΟ. τονκεϊϋεν Άλσους, ώ ξένη, τοϋδ’. ήν δέ τον σπάνιν τιν’ ϊσχηις, έστ’ έποικος, δς φράσει.

ΙΣ . χωροίμ’ άν εις τόδ’ Αντιγόνη, σν δ’ ένϋάδε φύλασσε πατέρα τόνδε · τοϊς τεκοΰσι γάρ ονδ’ εί πονεϊ τις, δει πόνου μνύ/μην ίχειν.

ΧΟ. δεινόν μεν τό πάλαι κείμενον ήδηκακόν, ώ ξεϊν’, έπεγείρειν

όμως δ ’ ίραμαι πν&έσ&αι. . .ΟΙ. τ ι τούτο;

498-499. Η σύνταξη: οίμαι γάρ άρκεϊν μίαν ψυχήν άντί μυρίων έκτίνουβαν τάδε, ήν εΰνους παρή. — έκτίνω] = εκπληρώνω, εκτελώ. — πάρειμι εΰνους] = παρίσταμαι, προσέρχομαι με καλή διάθεση. Για να είναι η θυσία ευπρόσδεκτη απαιτείται «καθαρά καρδία». Πρβλ. Ευρ. απόσπ. «δταν τις εύσεβών θύη θεοΐς, κδν μικρά θύη, τυγχάνει σωτηρίας],

500-503. £ρπα>] = σύρομαι. — Τό έρπω μαρτυρεί την άθλια κατάσταση του Οιδίποδα εξαιτΐας της τύφλωσης και των γηρατειών του. — ούδ’ ύφηγητοΰ δίχα] = και χωρίς οδηγό. —τούμόν δέμας έρημον] = το κορμί μου μόνο του...

504-505. τελοϋσα] Μετοχή Μέλλ. του τελέω - ώ. Τελική μετά από ρ. κίνησης σημαντικό (είμι = θα πάω). — στέμμα] (στέφω) = στέφανος, στεφάνι, ιδίως το στεφάνι του ικέτη περιτυλιγμένο σε βακτηρία. Πρβλ. «στέμματ* £χων έν χερσί, χρυσέφ άνά σκήπτρψ» Ιλ. Α, 14. Ο Σχολιαστής στον Σοφ. Οιδ. Τ. 3 λέει ότι τα στέμματα ήταν από έρια περιτυλιγμένα γύρω από κλαδί ελιάς.

506-507. Τούκεΐθεν άλσους τοΰδ’] εννοείται: έστιν ό τόπος δν βούλει μαθεΐν. — άλσους] γενική διαιρετική. — ϊσχω] άλλος τύπος του έχω. — σπάνις, εως] = έλλειψη, ανάγκη. —έποικος] = ντόπιος. Πρόκειται για κάποιον φύλακα του ιερού, τον νεωκόρο.

508-510. χωρέω -ώ] = πηγαίνω. — τοϊς τεκοϋσι] δοτική χαρι­στική. — εί πονεϊ τις] (εί με Υποτακτ. αντί έάν) = αν κάποιος κοπιάζει χάριν των γονέων. — ου δεϊ πόνου μνήμην έχειν] = δεν

86

π ρ ο σ φ έρ ει αυτές τ ις σ π ο ν δ ές . Γ ια τ ί νο μ ίζω πω ς κ α ι μ ια ψ υ χή α ντί γ ια χ ίλ ιε ς α ρ κ εί ν α εκ τ ε λ έ σ ε ι αυτές τ ις σ π ο ν δ έ ς , α ν π ά ε ι μ ε κ αθα ρή καρδιά . Μ α κ ά μ ετε γ ρ ή γ ο ρ α κ α ι ο ι δυο σ α ς , κ α ι μη με α φ ή νετε μ ό ν ο μ ο υ , [5 0 0 ] γ ια τ ί τ ο κ ο ρ μ ί μ ο υ δ ε ν έ χ ε ι τη δύ να μ η ν α σ έ ρ ν ετ α ι μ ό νο του , δ ίχω ς κ ά π ο ιο ν ν α το ο δ η γ ε ί.

ΙΣ Μ Η Ν ΗΕ γώ θα πάω ν α π ρ ο σ φ έρ ω τ ις σ π ο νδ ές· το μ έρ ο ς όμ ω ς ό π ο υ

π ρ έπ ει ν α βρω τ ο σ τ εφ ά ν ι τ η ς ικ ε σ ία ς , α υ τό θέλω α π ό σ α ς ν α μάθω.Χ Ο Ρ Ο Σ

Ε κ εί π ίσ ω α π ό το ά λ σ ο ς τ ο ύ τ ο , ξ έ ν η - κ ι α ν σ ο υ λ ε ίψ ε ι κ ά τι, υ π ά ρ χ ε ι εκ ε ί κ ά π ο ιο ς ν εω κ ό ρ ο ς π ο υ θα σ ο υ π ει.

ΙΣ Μ Η Ν ΗΘ α πάω εγώ εκεί· εσ ύ όμ ω ς, Α ν τ ιγ ό ν η , μ ε ίνε κα ι π ρ ό σ ε χ ε τ ο ν

πατέρα· γ ια τ ί ό τ α ν κ ά π ο ιο ς κ ο π ιά ζε ι γ ια το υ ς γ ο ν ε ίς , δ ε ν π ρ έπ ε ι ν α α ν α λ ο γ ίζε τ α ι τ η ν κ ο ύ ρ α σ η .

(Η Ισμήνη φεύγει από την αριστερή πάροδο, για να προσφέρει τις σπονδές. Στη σκηνή μένουν ο Οιδίπους και η Αντιγόνη).

ΚΟΜΜΟΣ (510-548)

ΣΤΡΟΦΗ Α'Χ Ο Ρ Ο Σ

Ε ίνα ι σ κ λ η ρ ό , ξ έ ν ε , ν α ξ ύ ν ε ι κ α ν ε ίς τ ις π α λ ιές κ ο ιμ ισ μ έν ες π ια π λ η γ ές· [510] όμ ω ς επ ιθυμώ ν α μάθω ...

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΤ ι ε ίν α ι α υτό π ο υ θ έλ ε ις ν α μάθεις;

Χ Ο Ρ Ο ΣΓ ια τη φ ο β ερ ή α δ ιέξο δ η σ υ μ φ ορ ά π ου σ ε βρ ή κ ε.

πρέπει να θυμάται τους κόπους, να λογαριάζει την κούραση. Κατά τον Σχολιαστή: «"Οταν τις ύπέρ γονέων ποντ), μή ήγείσθω πόνον είναι τόν κάματον». Η Ισμήνη, αφού είπε αυτά, απέρχεται από την αριστερή πάροδο και προχωρεί προς το άλσος. Στη σκηνή μένουν ο Οιδίπους και η Αντιγόνη.

ΚΟΜΜΟΣ (510-548)Στον κομμό αυτό ο χορός επιθυμεί να μάθει από τον Οιδίποδα,

αν πραγματικά, διέπραξε τα φοβερά που διαδίδονται γι ’ αυτόν.510-513. έπεγείρω] = εξεγείρω, ξυπνώ. — πάλαι κείμενον κακόν]

= κακό που από πολύ καιρό κοιμάται. — έραμαι] = επιθυμώ. — πυθέσθαι] (αόρ. β ' του πυνθάνομαι) = να μάθω. — τί τούτο;] εννοείται: δ βούλει πυθέσθαι;

87

χ ο . τάς δειλαίας άπορου φανείσας άλγηδόνος, άι ξυνέστας.

515 ΟΙ. μή πρός ξενίας άνοίξηιςΐ τ ά ς σάς· πέπονδ'1[ έργ’ αναιδή.

χ ο . χό τοι πολύ και μηδαμά λήγον χρήιζω, ξεϊν', όρδόν άποναμ' άκοΰσαι.

01. ώμοι.χ ο . στέρξον, ικετεύω.01. φεΰ φευ.

5*0 ΧΟ. πείδον ■ κάγώ γάρ δσον σύ προσχρήι**·« ΟΙ. ήνεγκ’, ώ, κακότατ’, ώ ξένοι, ήνεγκ’

αέκων μέν, δέος Ϊστω · τούτων δ’ ανδαίρετον ούδέν.

χ ο . άλλ' ές τι:λ!>:> ΟΙ. κακάι μ ' ιννάι πόλις ονόέν ίδριν

γόμων ένέδησεν άται.χ ο . ή ματρόδεν, ώς ακούω,

δυσώνυμα λέκτρ’ έπλήσω;

514-515. Η γενική δειλαίας άλγηδόνος εξαρτάται από το πνθέ- σθαι. — Απόρου] κατηγορούμενο στο φανείσας. —δείλαιος] = δυ­στυχής, ταλαίπωρος. — Απορος] εδώ = χωρίς διέξοδο. — άλγηδών] = λύπη, πόνος, δυστυχία, συμφορά. —φανείσας] = φανείσης. — $ ξυνέστας] = ή ξυνέστης.

516-517. μή άνοίξης] = μην αποκαλύψεις, ξεσκεπάσεις. —Αναιδή] είναι κάθε τι που προσβάλλει την αίδ<δ. Εννοεί την αιμομιξία = τις ντροπές.

518-520. Η σύνταξη: χρήζω, ξεΐνε, άκοΰσαι όρθόν τό πολύ τοι καί μηδαμά λήγον Ακουσμα. — πολύ] εδώ = το πολυθρύλητο, το πολύ διαδεδομένο. — Ακουσμα] = φήμη. — όρθόν] (κατηγορούμενο) = ορθό, σωστό, αληθινό, βέβαιο. Μπορεί να αποδοδεί και επιρρη- ματικώς = αληθινά.

521. κάγώ γάρ] εννοείται: πείθομαί σοι. — προσχρήζω] = ζητώ. — δσον σύ προσχρήζεις] όσο σύ ζητάς, απαιτείς.

522-524. ήνεγκ*, <5, κακότατ'] = έπαθα, ωχ, συμφορά. —κακό- τατα] (δωρικός τύπος) = κακότητα. — κακότης, ητος] = κακή κατά­σταση, δυστυχία, συμφορά = θεός ΐστω (οίδα)] = μάρτυς μου ο θεός. — αύθαίρετος] (επί πραγμάτων) = αυτό το οποίο προκαλεί κάποιος στον εαυτό του, εκούσιο, θεληματικό.

88

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΣ ε εξο ρ κ ίζω σ τ η φ ιλ ο ξ ε ν ία π ο υ μ ου δ ίν ε ις , μ η ν ξ ε σ κ ε π ά ζε ις

τις ν τ ρ ο π έ ς π ο υ έχω πάθει.Χ Ο Ρ Ο Σ

Τ η ν π ο λ υ θ ρ ύ λ η τ η κ ι α σ τα μ ά τη τη φ ή μ η σ ο υ θ έλω , ξ έ ν ε , ν ’ α κ ού σ ω α π ό σ έ ν α α ν ε ίν α ι α λ η θ ινή .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑ λ ί μ ο ν ό μου!

Χ Ο Ρ Ο ΣΣ τέρ ξε , σ ε ικετεύω .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑ λ ίμ ο ν ό μ ου , α λ ίμ ο ν ό μου!

Χ Ο Ρ Ο ΣΠ ε ίσ ο υ σ ε μ ένα , γ ια τ ί κ ι εγώ π ε ίθ ο μ α ι σ ε σ έ ν α γ ια ό ,τ ι μ ου

ζη τά ς . [520]ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Α'Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Έ π ε σ α , α χ , χ ω ρ ίς ν α τ ο θέλω , έ π εσ α σ ε μ εγ ά λ η σ υ μ φ ο ρ ά , ο θ εό ς μ ά ρ τυρ ά ς μου· α π ’ αυτά τ ίπ ο τ α δεν έ γ ιν ε μ ε τη δ ικ ή μ ου θ έλ η σ η .

Χ Ο Ρ Ο ΣΜ α γ ια τι τα λ ε ς αυτά;

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΗ π ό λ η , α ν ίδ εο κ ι α ν υ π ο ψ ία σ τ ο μ ε έ ρ ιξ ε σ ε α π α ίσ ιο κ ρ εβ ά τι,

σ ε ο λ έ θ ρ ιο γ ά μ ο μ ’ έμ π λ εξε .Χ Ο Ρ Ο Σ

Α λ ή θ ε ια , με τη μ η τ έρ α σ ο υ , καθώ ς ακ ούω , μ ο ιρ ά σ τ η κ ε ς το κ ρ εβ ά τι τ η ς ντρ ο π ή ς;

525-526. ϊδρ ις , ιος] = ο γνωρίζων. ούδέν ΐδ ρ ιν ] = χωρίς να γνωρίζω, χωρίς να ξέρω. — εύνά] (δωρ.) = εύνη = η κοίτη, η κλίνη, κρεβάτι. — δτα] (δωρ.) = 6τη = βλάβη, δυστυχία, συμφορά. — άτφ γάμων] = σε συφοριασμένο, ολέθριο γάμο. —ένέδησε] (ένδέω -ώ) = με δέσμευσε, μ’ έμπλεξε, με τύλιξε.

527-528. ματρόθεν] αντί: ματρός = μητρός. Ο χορός ερωτά για τη μητέρα, διότι ο Οιδίπους είχε αποσιωπήσει το όνομα. —λέκτρον] = κλίνη. Εδώ = γάμος. — έπλήβω] (μέσ. αόρ. του πίμκλημι) = χόρτασες, απόλαυσες. — δυσώνυμα λέκτρα] = κακονόμαστους γό­μους. Το επίθετο τέθηκε κατά πρόληψη, διότι τα λέκτρα έγιναν δυσώνυμα μετά την αιμομειξία.

89

530

ΟΙ.

χ ο .ΟΙ.χ ο .Ο Ι .

στρ. β Χ Ο .

535 (ΟΙ.)Χ Ο .

Ο Ι .

χ ο .Ο Ι .

χ ο .Ο Ι .

χ ο .Ο Ι .

(Ιΐ'τ. β Χ Ο .

ΟΙ.

ωμοί, δάνατος μέν τάδ' άκονειν, ώ ξεϊν’· αϋται δε δύ’ εξ έμον (μέν) . . . πώς φήις;

παϊδε, δυο ό ’ άταώ Ζεϋ.

ματρός κοινός άπέβλαστον ώδΐνος.

σαί τ ’ εϊσ' άρ’ απόγονοί τε και . . .κοιναί γε πατρός άδελφεαί.> / ιω.

Ιώ δήτα μυ-ρίων γ ' έπιστροφαι κακών,

επαδεςΙπα&ον αλαστ’ έχειν.

έρεξαςονκ έρεξα.

τίγάρ;έδεξάμην

δώρον δ μήποτ’ εγώ ταλακάρδιος ΐ έπωφέληαα | πόλεος έξελεσ&αι.

δνστανε, τί γάρ ; έϋου φόνον . . . τί τούτο; τί δ' έϋέλεις μαϋειν,

529-533. θάνατος] είναι κατηγορούμενο του άκούειν. —Αύται δέ... δύο άτα] = αϋται δ ’ εΐσίν δύο μέν έξ έμοΰ παϊδε, δύο δ ’ άτα (δυικός αριθμός). Τις θυγατέρες ονομάζει άτας ένεκα του ανόσιου γάμου με την Ιοκάστη. — ώδίς, ΐνος] = το κοιλοπόνημα της γυναίκας κατά τον τοκετό.

534-541. κοιναί γε πατρός άδελφεαί] γιατί γεννήθηκαν από την Ιοκάστη, από την οποία γεννήθηκε και ο Οιδίπους. —έπιστροφαί κακών] = περίοδοι συμφορών, απανωτές συμφορές. — έπαθες] ο χορός είχε στο νου του να πει: δπαθες άλαστα, έρεξας άνόσια. — άλαβτα] = αλησμόνητα. — έρεξας] (ρέζω) = έπραξες. — ούκ έρεξα] ο Οιδίπους την αιμομιξία θεωρεί ως πάθημα και όχι ως πράξη. — τι γάρ] = τι λοιπόν έγινε; —ταλακάρδιος] = δυστυχής, ταλαίπωρος. — δώρον] εννοεί τον γάμο με τη μητέρα του.

542-545. — τί γάρ;] εννοείται: εΐ = γιατί τι άλλο είσαι; γιατί πώς αλλιώς να σε πω; αιτιολογεί το δύστανε. — πατρός;] γενική αντικειμενική, από το προηγούμενο έθου φόνον; — έπί] = επάνω.

90

ΟΙΔΙΠΟΥΣΑλίμονο, ξένε, θάνατός μου να τ ’ ακούω· όμως αυτές οι δύο

είναι δικές μου... [530]ΧΟΡΟΣ

Τι λες;ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Δύο θυγατέρες, διπλή κατάρα.ΧΟΡΟΣ

Ω Δία!ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Από τους πόνους της ίδιας μου μητέρας γεννήθηκαν και οιδυο.

ΣΤΡΟΦΗ Β'ΧΟΡΟΣ

Είναι λοιπόν και κόρες σου και...ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Και αδελφές μαζί του πατέρα τους.ΧΟΡΟΣ

Ωχ, τι φρίκη!ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ναι, φρίκη, μύριες κι απανωτές συμφορές.ΧΟΡΟΣ

ΈπαθεςΟΙΔΙΠΟΥΣ

Έπαθα τόσα και τέτοια που δεν μπορώ να λησμονήσω.ΧΟΡΟΣ

Έπραξες.ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Δεν έπραξα.ΧΟΡΟΣ

Τι λοιπόν;ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Δέχθηκα δώρο, που μακάρι ποτέ να μην το ’παιρνα ο ταλαί­πωρος για αμοιβή μου από την πόλη. [540]

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Β'ΧΟΡΟΣ

Δύστυχε, πώς αλλιώς να σε πω; έκαμες φόνο...ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τι είναι αυτό; Τι θέλεις να μάθεις;

91

χ ο .ΟΙ.

πατρός;παπαι, δευτέραν επαισας, επί νόσωι νόσον.

ΧΟ.ΟΙ.ΧΟ.ΟΙ.χ ο .ΟΙ.

έκανες;Ικανόν. έχει δέ μοι . . .

τ ί τοϋτο;προς δίκας τι.

τι γάρ;έγώ φράσω ■

καί γάρ \άλλους έφόνευσα καί άπώλεσα^ νόμωι δέ καθαρός, άιδρις είς τόδ' ήλ&ον.

ΧΟ. και μην άναξ δδ' ήμϊν Λιγέοις γόνοςΘησευς κατ’ <>μφι)ν σήν έφ’ άστάλη πάρα.

ΘΗΣΕΥΣπολλών άκονων εν τε τώι πόρος χρόνιοι τάς αίματηράς όμμάτων διαφνοράς έγνωκά σ ’, ώ παΐ Λαίον, τανϋν &' όδοϊς εν ταϊσδ' I άκονων ί μάλλον εξεπίσταμαι ■ σκευή τε γάρ σε καί τό δύστηνον κάρα δηλοΰτον ήμϊν δν&' δς εΙ· καί σ' οίκτίσας ΰέλω 'περέσ&αι, δύσμορ' Οίδίπονς, τίνα πόλεως επέστης προστροπήν έμσν τ ' εχων, αυτός τε χή σή δύσμορος παραστάτις. δίδασκε ■ δεινήν γάρ τιν' άν πράξιν τνχοις

— νόσος] = χτύπημα, πληγή. — Εκανες] αόρ. β ' του καίνω = φονεύω.— Εχει δέ μοι...] εννοείται: Α φόνος.. — Εχει μοι πρός δίκας τι] η έννοια: μπορεί να δικαιολογηθεί, έχει κάποια δικαιολογία.

546-550. άιδρις] (α - ΐδρις - οίδα) = χωρίς να ξέρω, ανίδεος, δεν ήξερε ότι ο Λάιος ήταν πατέρας του. — άλλους έφόνευσα καί άπώλεσα]* υπάρχει και η γραφή: άνους έφόνευσα καί ώλεσα. — νόμφ καθαρός]* κατά κάποιο νόμο του Ραδαμάνθυος (Απολλόδωρος 2, 4, 9 «δς άν άμύνηται τόν χειρών άδικων άρξαντα, άθωον είναι».— καί μήν] = αλλά να. — θησεύς πάρα κατ’ Αμφήν σήν έφ’ ά έστάλη] = Ο Θησέας έρχεται κατά την επιθυμία σου για τον σκοπό που προσκλήθηκε, δηλ. για να ακούσει τις υποσχέσεις σου. «ώς άν προσαρκών μικρά κερδάνη μέγα (72). — πάρα] = πάρεστι = είναι παρών.

551-554. πολλών] = παρά πολλών = από πολλούς. — έν ταΐσδε

92

Χ Ο Ρ Ο ΣΣ κ ότω σ ες τ ο ν π α τέρ α σ ου;

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑ λ ίμ ο ν ο ! δεύτερη π λ η γ ή μ ο υ ά ν ο ιξ ε ς πάνω σ τ η ν πρώ τη.

Χ Ο Ρ Ο ΣΤ ο ν σ κ ότω σ ες;

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ Τ ο ν σ κ ότω σ α · μα έχω γ ια μ ένα ...

Χ Ο Ρ Ο ΣΤ ι π ράγμ α;

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ ά π ο ια δ ικ α ιο λ ο γ ία .

Χ Ο Ρ Ο ΣΠ ο ια ε ίν α ι αυτή;

. Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΘ α σ ο υ πω· γ ια τ ί ά λ λ ο υ ς σ κ ό τ ω σ α κ ι α φ ά ν ισ α , α λ λ ά σ ύμ φ ω να

με τ ο ν ν ό μ ο είμ α ι αθώ ος· α ν ίδ ε ο ς έφ τα σ α ε κ ε ί π ο υ έφ τα σ α .(Από τη δεξιά πάροδο εμφανίζεται ο Θησέας συνοδευόμενος

από δύο ακολούθους του).Χ Ο Ρ Ο Σ

Μ α ν α κ ι ο β α σ ιλ ιά ς μ α ς , ο γ ιο ς τ ο υ Α ιγ έα , ο Θ η σ έα ς , π ου τ ο ν ζή τ η σ ες , ή ρ θ ε γ ια τ ο ν σ κ ο π ό π ο υ τ ο ν κ ά λ ε σ ε ς ν α ’ ρθει. [550]

Θ Η Σ Ε Υ ΣΑ κ ούοντα ς απ ό π ο λ λ ο ύ ς κ ι α π ό π ρ ιν γ ια τη ν αιματηρή τύφλω ση

τω ν μ α τιώ ν σ ο υ , σ ε γ ν ώ ρ ισ α , γ ιε του Λ α ΐο υ , κ α ι α π ό ό σ α ά κ ο υ σ α σ τ ο δ ρ ό μ ο τώ ρα καθώ ς ε ρ χ ό μ ο υ ν α κ ό μ η π ιο κ α λ ά σ ε ξέρ ω . Γ ια τ ί κ αι η φ ο ρ ε σ ιά σ ο υ κ α ι τ ο ά θ λ ιο π ρ ό σ ω π ό σ ο υ μ ου φ α νερ ώ νο υ ν πως ε ίσ α ι α υ τό ς π ο υ α λ η θ ιν ά είσ α ι· κ α ι επ ειδ ή σ ε σ υ μ π ό ν ε σ α θέλω να σ ε ρω τήσω , δ υ σ τ υ χ ισ μ έν ε Ο ιδ ίπ οδα , π ο ια π α ρ ά κ λ η σ η ή ρ θ ες να κ ά μ εις σ τ η ν π ό λ η κ α ι σ ε μ ένα , κ α ι σ υ ο ίδ ιο ς κ α ι α υτή η δύ σ τυ χη π ο υ σ ε σ υ ν ο δ ε ύ ε ι . Ε ξ ή γ η σ έ μ ου [560 ] γ ια τ ί μ ό ν ο α ν τ ύ χ ε ι κ α ι ε ίνα ι

ταϊς όδοΐς] = σε διάφορα μέρη της οδού αυτής, δηλ. του δρόμου που φέρει από την Αθήνα στον Κολωνό.

555-560. σκευή] = ενδυμασία. — δύστηνον κάρα] = το άθλιο πρόσωπό σου. —δηλοβτον] (δυικός αριθμός) = δείχνουν, φανερώνουν. —* περέσθαι] = έπερέσθαι = να ρωτήσω. —προστροπή] = παράκληση. — πόλεως έμοΰ τε] γενικές αντικειμ. του προστροπήν. — χή] (κράση) = καί ή. — παραστάτις] = ή σοί παρεστώσα = αυτή που σου παραστέ­κεται.

93

λέξας οποίας έξαψισταίμην εγώ, δς οϊδα καυτός ώς έπαιδεύ&ην ξένος, ώσπερ συ, χώς είς πλείστ' άνηρ ίπ'ι ξένης ή&λησα κινδυνενματ' έν τώμώι κάραι-

·)ΐΐΛ ώστε ξένον γ ’ άν ονδέν’ δν&’ ώσπερ σύ νυνύπεκτραποίμην μη ον συνεκσώιζειν ■ έπεί έξοιδ’ άνηρ ών, χώτι τής ές αϋριον ονδέν πλέον μοι σου μέτεστιν ήμέρας.

ΟΙ. Θησεϋ, τό σόν γενναΐον έν σμικρώι λόγωι 570 παρήκεν ώστε βραχέα μη αίδεΐσ&αι φράσαι ·

σό γάρ μ ’ δς είμι κάφ’ δτου πατρός γεγώς καί γης όποιας ήλδον είρηκώς κνρεϊς · ώστ’ έστί μοι τό λοιπόν ονδέν άλλο πλήν είπεϊν & χρήιζω, χώ λόγος διοίχεταιΐ

575 ΘΗ. τοντ’ αυτό νυν δίδασχ’, δτιως άν έκμά&ω.ΟΙ. δώσων Ικάνω τουμόν ά&λιον δέμας

σοι δώρο», ού σπουδαίον είς δψιν τά δέ κέρδη παρ' αυτόν κρείσσον’ ή μορφή καλή.

ΘΗ. ποιον δέ κέρδος άξιοϊς ήκειν φέρων;

561-564. δεινή] εδώ = πολύ μεγάλη, υπερβολική. — πραξις] = ευεργεσία. —έξαφίσταμαι] = αποφεύγω, απομακρύνομαι. —όποιας έξαφισταίμην δν = την οποία θα απέφευγα, την οποία δεν θα σου έκανα. — ώς έπαιδεύθην ξένος] = πως ανατράφηκα στα ξένα, σε ξένη χώρα. Ο Θησέας ανατράφηκε κοντά στον πάππο του Πιτθέα, στην Τροιζήνα. Ερχόμενος στην Αθήνα αντιμετώπισε στην πορεία του ληστές και θηρία. Αγωνίσθηκε προς τον Προσκρούστη, τον Πιτυοκάμπτη και άλλους και οι αγώνες του αυτοί αποτελούν τους άθλους τους Αττικού ήρωα. —ήθλησα κινδυνεύματα έν τφ έμφ κάρα] = αγωνίστηκα με κίνδυνο της ζωής μου. — χώς] = καί ώς. Ο καί συνδέει τα έπαιδεύθην ήθλησα, το ώς άνήκει στο άνήρ (ήθλησε).

565-566. Η σύνταξη: ώστε ούδένα ξένον δντα, ώσπερ σύ νϋν ξένος εΐ ύπεκτραποίμην δν μή οΰ συνεκσώζειν- —ΰπεκτρέπομαι] = αποφεύγω, αρνούμαι. —συνεκσώζω] = βοηθώ να σωθεί κάποιος, προσπαθώ να σώσω βοηθώντας.

567-568. έπεί έξοιδ’ άνήρ ών καί δτι οΰδέν πλέον μοι σοΰ μέτεστιν τής ές αΰριον ήμέρας. Το έξοιδα έχει διπλή σύνταξη, δηλ. συντάχθηκε με κατηγορηματική μετοχή (ών) και με ειδική πρόταση (καί δτι μέστεστι...). — άνήρ] εδώ = άνθρωπος. — σοδ] β ' όρος σύγκρισης, αντί του ή σοί. — οΰδέν πλέον μοι σοδ μέτεστιν ήμέρας] Με τη φράση αυτή δηλώνει πόσο ασταθή και ευμετάβλητα είναι

94

π ο λ ύ δ ύ σ κ ο λ ο α υ τό π ο υ θα μ ου ζ η τ ή σ ε ις , δ ε ν θα μ π ο ρ έσ ω ν α σ ο υ το κάμω εγώ , π ο υ κ α ι ο ίδ ιο ς ξέρ ω πως α να τρ ά φ η κ α σ ε ξ έ ν α χ έ ρ ια , όπ ω ς α κ ρ ιβ ώ ς και σ υ , κα ι πω ς μ ό ν ο ς ζώ ντα ς σ ε ξ έ ν η χώ ρ α π άρα π ο λ λ έ ς φ ο ρ ές ρ ιψ ο κ ινδ ύ νεψ α τη ζω ή μ ο υ - γ ι ’ α υτό κ α ν έ ν α ν ξ έ ν ο , π ου ν α ε ίν α ι όπ ω ς εσ ύ τώ ρα, δ εν θα α π έφ ευ γα ν α β ο η θ ή σ ω ν α σω θεί· γ ια τ ί ξέρ ω πω ς ε ίμ α ι ά νθ ρ ω π ο ς κ α ι πω ς η α υ ρ ια νή η μ έρ α δ εν α ν ή κ ε ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο σ ε μ ένα α π ό ό σ ο σ ε σ ένα .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΘ η σ έ α , μ έ σ α α π ό τα λ ίγ α λ ό γ ια σ ο υ φ ά νη κ ε η ευ γ έν ε ια τη ς

ψ υ χ ή ς σ ο υ , ώ στε ν α μη ν τ ρ έ π ο μ α ι λ ίγ α λ ό γ ια κ ι εγώ ν α πω. [580] Γ ια τί εσ ύ έ χ ε ις π ε ι π ο ιο ς ε ίμ α ι κ α ι α π ό π ο ιο ν π α τέρ α γ εν ν ή θ η κ α κ α ι α π ό π ο ια χώ ρ α ήρθα· δ ε ν μ ου μ ένε ι λ ο ιπ ό ν τ ίπ ο τ α ά λ λ ο π α ρ ά ν α πω α υτό π ου επιθυμώ , κ ι ο λ ό γ ο ς τελ ειώ νει.

Θ Η Σ Ε Υ ΣΑ υ τό ακ ρ ιβώ ς λ έγ ε μου τώ ρα , γ ια ν α το μάθω κ α λά .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΈ ρ χ ο μ α ι ν α π αραδώ σω σ ε σ έ ν α δώ ρο τ ο ά θ λ ιο κ ο ρ μ ί μ ο υ , π ου

δεν είνα ι σ π ουδα ίο σ τ η ν όψ η· όμω ς τα κέρδη α π ’ αυτό ε ίνα ι ανώ τερα α π ό τ η ν ω ραία μ ορ φ ή .

Θ Η Σ Ε Υ ΣΚ α ι π ο ιο κ έρ δ ο ς π ισ τ εύ ε ις πως έ χ ε ις έρ θ ει ν α φ έρ εις;

τα ανθρώπινα πράγματα από τη μια ημέρα ως την άλλη.569-570. Τό σόν γενναΐον] = Το ευγενές ήθος σου, η ευγένεια

της ψυχής σου. — παρήκεν] (αόρ. β ' του παρίημι) = αφήνω κάτι πλησίον, καταλείπω, επιτρέπω. — αίδοδμαι] = εντρέπομαι, αισχύ- νομαι.

Η έννοια: Οι ικέτες εκθέτουν με πολλά λόγια τα αιτήματά τους· η δική σου ευγένεια όμως με απάλλαξε από τη μακρολογία, ώστε λίγα λόγια μόνο θα προσθέσω.

571-572. δς είμι κάφ’ δτου πατρός γεγώς] (πλάγιες ερωτήσεις εξαρτώμενες από τη μετοχή είρηκώς. — κυρεϊς είρηκώς] = τυχαίνει να έχεις πει, έχεις πει.

573-574. χρήζω] = έχω ανάγκη, χρειάζομαι, επιθυμώ. — χώ λόγος διοίχεται] = καί 6 λόγος διοίχεται] = και ο λόγος φθάνει στο τέλος του, τελειώνει.

576-579. δώσων] τελική μετοχή. — τά δέ κέρδη κρείσσον’ ή μορφή καλή] Ο Οιδίπους λέει ότι η μορφή του δεν είναι μεν ωραία, όμως τα κέρδη είναι μεγαλύτερα από όσο δείχνει η μορφή. — άξιοϊς] = νομίζεις, καυχάσαι.

95

&80 01. χρόνωι μάϋοις &ν, ονχί τώι παρόντι πω.ΘΗ. ποίωι γάρ ή σή προσφορά δηλώσεται;ΟΙ. δταν ΰάνω ’γώ καί αν μου ταφεύς γένηι.ΘΗ. τά λοίσ&ΐ αΐτήι τοϋ βίου, τά δ’ έν μέσαη

ή λήστιν ϊσχεις ή δι’ ούδενός ποήι.585 ΟΙ. ένταν&α γάρ μοι κείνα συγκομίζεται.

ΘΗ. άλλ' έν βραχεί δή τήνδε μ * έξαιτήι χάριν.ΟΙ. δρα γε μήν· ον αμικρός, οϋχ, άγων δδε.ΘΗ. πάτερα τά των σών έκγόνων ή ’μον λέγεις;<01. ...........................................................................ΘΗ ................................................................................>ΟΙ. κείνοι κομίζειν κεΐσ’ άναγκάσουαί σε.

590 ΘΗ. άλλ’ εΐ ΰέλοντ’ άν γ ’ ουδέ αοί φεύγειν καλόν. ΟΙ. άλλ’ ούδ’, ό'τ’ αυτός ή&ελον, παρίεσαν.ΘΗ. ώ μωρέ, {λνμός δ’ έν κακοίς ον ξνμφορον.ΟΙ. δταν μά&ηις μου, νονδέτει, τανϋν δ' έα.ΘΗ. δίδασκ’ · &νευ γνώμης γάρ οϋ με χρή λέγειν.

595 ΟΙ. πέπον&α, Θησεν, δεινά προς κακοίς κακά.ΘΗ. ή την παλαιάν ξνμφοράν γένους έρεϊς;

581. ποίω] ενν. χρόνω = πότε; — δηλώσεται] έχει παθητική σημασία = δηλωθήσεται. — ή σή προσφορά] η ωφέλεια την οποία θα φέρεις.

582. καί (δταν) σύ μου ταφεύς γένη] = όταν συ με θάψεις.583-584. τά λοίσθια] = τα τελευταία, το τέλος. — ή λήστιν

ϊσχεις] περίφραση αντί του έπιλανθάνεσθαι από το οποίο εξαρτάται η προηγούμενη αιτιατική, τά έν μέσω, δηλ. τα μεταξύ του τώρα και του θανάτου, από τώρα μέχρι το θάνατό σου. — δ ι ' ούδενός ποιή] = παρ’ ούδέν ποιή = καθόλου δεν φροντίζεις, αδιαφορείς.

585-586. ένταΰθα] δηλ. στην ταφή εκείνα (τά έν μέσω). —γάρ] αιτιολογία του εννοουμένου: τά λοίσθια αίτοδμαι τοϋ βίου. — έν βραχεί] ενν. ούσαν. Κατά τον Σχολιαστή: «Βραχύ δώρον με αίτεΐς τύ έν Ά θήναις θάψαι σε».

591. παρίεσαν] (παρατ. του παρίημι = αφήνω, επιτρέπω. —ήθελον] ενν.: μή φεύγειν, δηλ. να μένω στην πατρίδα.

592. έν κακοίς] = στις συμφορές, στη δυστυχία. — οΰ ξύμφορον] = δεν είναι ωφέλιμος (ο θυμός, η οργή).

594.6νευ γνώμης] = χωρίς να ξέρω, να γνωρίζω τις περιστάσεις.595. δεινά κακά πρός κακοίς] = φοβερές συμφορές πάνω στις

συμφορές, φοβερές απανωτές συμφορές.

96

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΘ α το μ ά θεις μ ε τ ο ν Κ αιρό, ό χ ι τούτη τ η ν ώ ρα. [580]

Θ Η Σ Ε Υ ΣΚ α ι π ό τε λ ο ιπ ό ν θα φ α νε ί η π ρ ο σ φ ο ρ ά σ ου;

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΌ τ α ν πεθάνω εγώ και σ υ με θάψ εις.

Θ Η Σ Ε Υ ΣΖ η τά ς το τ έ λ ο ς τ η ς ζω ή ς σ ο υ , ό σ α όμω ς ε ίνα ι α ν ά μ εσ α ή τα

λ η σ μ ο ν ε ίς ή κ α θ ό λ ο υ δ εν τα λ ο γ α ρ ιά ζε ις .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Γ ια τί εκ ε ί, σ ’ αυτό το τ έ λ ο ς β ρ ίσ κ ο ντ α ι κ ι εκ ε ίνα μ α ζεμ ένα . Θ Η Σ Ε Υ Σ

Μ ικ ρ ή λ ο ιπ ό ν ε ίνα ι τούτη η χ ά ρ η π ου μου ζη τά ς. Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Π ρ ό σ ε χ ε όμω ς· δεν ε ίνα ι κ α θ ό λ ο υ μ ικ ρ ός α υ τός ο αγώ να ς. Θ Η Σ Ε Υ Σ

Π ο ιο α π ό τα δυο , γ ια τ ο υ ς γ ιο υ ς σ ο υ λ ε ς ή γ ια μένα; Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Ε κ ε ίν ο ι με τη βία θα σ ο υ ζ η τ ή σ ο υ ν ν α με π ά ρ ο υ ν εκ εί. Θ Η Σ Ε Υ Σ

Μ α α ν δ εν τ ο θ έ λ ε ις , ο ύ τ ε γ ια σ έ ν α ε ίν α ι κ α λ ό ν α μ έ ν ε ις ε ξ ό ρ ισ τ ο ς . [590]

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑ λ λ ά ο ύ τε ό τ α ν ο ίδ ιο ς ή θ ε λ α , με ά φ η να ν .

Θ Η Σ Ε Υ ΣΆ μ υ α λ ε , σ τ ις δ υ σ τ υ χ ίες τ ο π ε ίσ μ α δ εν σ υμ φ έρ ει.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΌ τ α ν μ ’ α κ ο ύ σ ε ις , σ υ μ β ο ύ λ ε ψ έ μ ε , τώ ρα όμ ω ς ά φ η σ έ με ν α

μ ιλ ή σ ω .Θ Η Σ Ε Υ Σ

Λέγε* γ ια τ ί δ εν π ρ έπ ε ι ν α μ ιλά ω χω ρ ίς ν α ξέρω .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Μ ε έ χ ο υ ν β ρ ε ι, Θ η σ έα , α π α νω τές σ υ μ φ ο ρ ές .Θ Η Σ Ε Υ Σ

Θ έ λ ε ις ν α π ε ις γ ια τ η ν π α λ ιά σ υ μ φ ο ρ ά τ η ς γ ε ν ιά ς σ ου ;

596. ξυμφοράν] εννοεί την πατροκτονία και την αιμομειξία. - έρεΐς] = θα πεις, θέλεις να πεις.

97

01. ον δήτ’, έπεί πας τοντό γ' Ελλήνων ίΐροεΐ.ΘΗ. τί γηρ το μεϊζον ή κατ' άνΰρωπον νοσείς;ΟΙ. οϋτως έχει μοι · γης έμής άπηλά&ην

προς των έμαυτοΰ σπερμάτων ■ έστιν δέ μοι πάλιν κατελϋεϊν μήπο·&’, ώς πατροκτόνωι.

ΘΗ. πώς όήτά σ’ αν πεμψαίαϋ’, ώστ’ ο’ικειν όίχα;ΟΙ. τό ·&εΙον αυτούς έξαναγκάσει στόμα.ΘΗ. ποιον πά&ος δείσαντας εκ χρηστηρίων;ΟΙ. δτι σφ’ άνάγκη τήιδε πληγήναι χ&ονί.ΘΗ. καί πώς γένοιτ’ άν κάμά τάκείνων πικρά;ΟΙ. ώ φίλτατ’ ΑΙγέως παϊ, μόνοις ον γίγνεται

ϋεοΐσι γήρας ουδέ κατϋ-ανεΐν ποτέ, τά δ’ άλλα σνγχεΐ πάν&’ ό παγκρατής χρόνος- φύίνει μέν Ισχύς γης, φ&ίνει δέ σώματος, ϋνήισκει δέ πίατις, βλαστάνει δ’ απιστία, και πνεύμα ταυτόν οϋποτ’ οντ’ έν άνδράσιν φίλοις βέβηκεν ούτε προς πόλιν πόλει ■ τοϊς μέν γάρ ήδη, τοίς δ’ έν νστέρωι χρόνιοι τά τερπνά πικρά γίγνεται καύ&ις φίλα, καί ταίσι Θήβαις ε’ι ταννν ευημερεί καλώς τά προς σέ, μυρίας ό μνρίος χρόνος τεκνονται νύκτας ημέρας τ ’ ιών,

597-598. θροέω -ώ]| λέγω, διαλαλώ. — μεϊζον ή κατ ’ βνθρωπον](β ' όρος της συγκρίσεως) = που υπερβαίνει τα ανθρώπινα δυστυχή­ματα.

599-601. Εστιν δέ μοι μήποθεν] = μου είναι απαγορευμένο. — πάλιν κατελθεΐν] (πλεονασμός το πάλιν) = να επιστρέψω, να γυρίσω στην πατρίδα.

602. πεμψαίαθ ’ ] = πέμψαιντο = μεταπέμψαιντο άν = θα μπορούσε να σε προσκαλέσουν. — ώστ * οίκεΐν δίχα] = με τον όρο να κατοικείς χωριστά, δηλ. με τον όρο να μη εισέλθεις στη χώρα.

603. θειον στόμα] = ο θείος χρησμός. Πρβλ. στίχ. 389, 390, 392. — έκ χρηστηρίων] (προσδιορίζει το πάθος) = από τον χρησμό.

605. σφε] = αυτούς. — άνάγκη] = πεπρωμένον έστί. τήδε χθονί] (δοτική τοπική) = σε τούτη εδώ τη γη.

606. κάμά κάκείνων] αντί καί τά έμοί καί τά έκείνων (δηλ. των Θηβαίων). —πικρά] = εχθρικά.

609. συγχεϊ] (χέω, χεΐς, χεΐ) εδώ = συνταράζει, διαλύει. —παγ­κρατής] = πανίσχυρος, παντοδύναμος.

610-613. θνήσκει δε πίστις] = εξαφανίζεται, χάνεται η εμπι-

98

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΌ χ ι β έβ α ια , γ ια τ ί ο κάθε Έ λ λ η ν α ς μ ιλά ει γ ι ’ αυτή ν.

Θ Η Σ Ε Υ ΣΠ ο ιο ε ίν α ι λ ο ιπ ό ν α υτό τ ο μ εγ α λ ύ τ ερ ο κ α κ ό π ο υ σ ε κ ά ν ε ι ν α

υ π ο φ έρ εις π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο α π ό ό σ ο ο ά νθρ ω π ος μ π ορ εί;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Έ τ σ ι έ χ ο υ ν τα π ρ ά γμ α τα γ ια μένα· α π ό τη χώ ρ α μ ου δ ιώ χθ η κ α α π ό τ ο υ ς ίδ ιο υ ς τ ο υ ς γ ιο υ ς μ ου [5 6 0 ] κ α ι δ ε ν μ π ορ ώ π ο τέ π ια ν α γυ ρ ίσ ω π ίσ ω , γ ια τ ί ε ίμ α ι π α τ ρ ο κ τ ό ν ο ς .

Θ Η Σ Ε Υ ΣΠ ώ ς λ ο ιπ ό ν γ ίνετα ι να σ ε π ρ ο σ κ α λ ο ύ ν , με τ ο ν ό ρ ο ν α κ ατοικ είς

χω ρ ισ τά ;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Θ α τους α ν α γ κ ά σ ει ο χ ρ η σ μ ό ς του θεού .Θ Η Σ Ε Υ Σ

Τ ι κ α κ ό φ ο β ο ύ ντ α ι απ ό τ ο ν χ ρ η σ μ ό ;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Π ω ς τους ε ίνα ι γρ α φ τό ν α ν ικ η θ ο ύ ν σ ε τούτη εδώ τη χώ ρα .Θ Η Σ Ε Υ Σ

Κ αι πώ ς μ π ο ρ εί ν α γ ίν ο υ μ ε ε χ θ ρ ο ί εμ ε ίς κ ι εκ ε ίνο ι;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Α γ α π η τ έ γ ιε του Α ιγ έα , μ ό ν ο ο ι θ ε ο ί δ εν γ ε ρ ν ά ν ε κ α ι δ εν π ε θ α ίν ο υ ν π ο τ έ - ό λ α τα ά λ λ α όμ ω ς τα δ ια λ ύ ε ι ο π α ντ ο δ ύ ν α μ ο ς χ ρ ό ν ο ς . [610 ] Μ ειώ νετα ι η γ ο ν ιμ ό τ η τ α τη ς γ η ς , φ θ ίν ε ι η ικμάδα το υ σ ώ μ α τ ο ς , π εθ α ίνε ι η π ίσ τ η , β λ α σ τ ά ν ε ι η α π ισ τ ία , κ α ι π ο τ έ δ εν π α ρ α μ ένε ι η ίδ ια δ ιά θ εση α ν ά μ εσ α σ ε φ ίλ ο υ ς α νθ ρ ώ π ου ς ούτε α νά ­μ εσ α σ ε π ό λ ε ις . Γ ια τ ί σ ε ά λ λ ο υ ς τώ ρα, σ ε ά λ λ ο υ ς α ρ γ ό τ ερ α ο ι κ α λ έ ς δ ια θ έσ ε ις γ ίν ο ν τ α ι εχ θ ρ ικ ές κ ι ύ σ τερ α π ά λ ι φ ιλ ικ ές . Κ α ι με τη Θ ή β α α ν τώ ρα ο ι σ χ έ σ ε ις σ ο υ ε ίν α ι κ α λ έ ς , ο α μ έτ ρ η τ ο ς χ ρ ό ν ο ς σ τ η ν π ο ρ ε ία το υ α μ έτρ η τες η μ έ ρ ε ς κ α ι ν ύ χ τ ε ς γ ε ν ν ά , π ο υ σ ’ αυτές

στοσύνη. — πνεΰμα] εδώ = φρόνημα, διάθεση, γνώμη. —βέβηκεν = μένει, παραμένει. — άνδράσιν] άνδρες λέει τους ιδιώτες σε αντίθεση προς την πόλη.

616. τά τερπνά πικρά γίγνεται] = οι καλές, οι φιλικές διαθέσεις γίνονται εχθρικές.

617-620. εί τανΰν εΰημερεΐ καλώς τά πρός σέ] = αν οι σχέσεις σου προς τη Θήβα τώρα (στην παρούσα περίσταση) είναι φιλικές. — μυρίος χρόνος] = ο άπειρος χρόνος. — τεκνοΰται] = γεννά, δημι-

99

ΟΙ. ον δήτ', έπει πας τούτο γ ' Ελλήνων ιΐροεί.ΘΙΙ. τι γάρ το μεϊζον ή κατ' άνθρωπον νοσείς;ΟΙ. ούτως έχει μοι· γης έμής άπηλά&ην

προς τών έμαντοϋ σπερμάτων · έστιν δέ μοι πάλιν κατελ&είν μήπο&’, ώς πατροκτόνωι.

ΘΗ. πώς δήτά σ’ άν πεμψαία·&’, ώστ’ οϊκείν δίχα;ΟΙ. το ϋείον αυτούς εξαναγκάσει στόμα.ΘΗ. ποιον πά&ος δείσαντας έκ χρηστηρίων;ΟΙ. ότι σφ’ ανάγκη τήιδε πληγήναι χ&ονί.ΘΗ. και πώς γένοιτ’ άν κάμά τάκείνων πικρά;ΟΙ. ώ φίλτατ’ Α ’ιγέως παί, μόνοις ον γίγνεται

•όεοίσι γήρας ουδέ κατ&ανεϊν ποτέ, τα δ’ άλλα σνγχεί πάν&’ ό παγκρατής χρόνος· φ&ίνει μέν Ισχύς γης, φ&ίνει δέ σώματος, ΰνήισκει δέ πίστις, βλαστάνει δ’ απιστία, και πνεύμα ταντόν οϋποτ’ οντ’ έν άνδράσιν φίλοις βέβηκεν ούτε προς πόλιν πόλει · τοϊς μέν γάρ ήδη, τοίς δ’ έν ύστέρωι χρόνιοι τα τερπνά πικρά γίγνεται καύ&ις φίλα, και ταίσι Θήβαις εΐ τανϋν ενημερεϊ καλώς τά προς σέ, μυρίας ό μυρίος χρόνος τεκνονται νύκτας ημέρας τ ’ ιών,

597-598. θροέω -ω]| λέγω, διαλαλώ. — μεϊζον ή κατ ’ άνθρωπον](β ' όρος της συγκρίσεως) = που υπερβαίνει τα ανθρώπινα δυστυχή­ματα.

599-601. έστιν δέ μοι μήποθεν] = μου είναι απαγορευμένο. — πάλιν κατελθεΐν] (πλεονασμός το πάλιν) = να επιστρέψω, να γυρίσω στην πατρίδα.

602. πεμψαίαθ ’ ] = πέμψαιντο = μεταπέμψαιντο άν = θα μπορούσε να σε προσκαλέσουν. — <δστ ’ οίκεϊν δίχα] = με τον όρο να κατοικείς χωριστά, δηλ. με τον όρο να μη εισέλθεις στη χώρα.

603. θεϊον στόμα] = ο θείος χρησμός. Πρβλ. στίχ. 389, 390, 392. — έκ χρηστηρίων] (προσδιορίζει το πάθος) = από τον χρησμό.

605. σφε] = αυτούς. — άνάγκη] = πεπρωμένον έστί. τήδε χθονί] (δοτική τοπική) = σε τούτη εδώ τη γη.

606. κάμά κάκείνων] αντί καί τά έμοί καί τά έκείνων (δηλ. των Θηβαίων). —πικρά] = εχθρικά.

609. συγχεϊ] (χέω, χεϊς, χεΐ) εδώ = συνταράζει, διαλύει. —παγ­κρατής] = πανίσχυρος, παντοδύναμος.

610-613. θνήσκει δε πίστις] = εξαφανίζεται, χάνεται η εμπι-

98

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΌ χ ι β έβ α ια , γ ια τ ί ο κάθε Έ λ λ η ν α ς μ ιλ ά ε ι γ ι ’ α υ τή ν.

Θ Η Σ Ε Υ ΣΠ ο ιο ε ίν α ι λ ο ιπ ό ν α υ τό τ ο μ εγ α λ ύ τ ερ ο κ α κ ό π ο υ σ ε κ ά ν ε ι ν α

υ π ο φ έρ εις π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο α π ό ό σ ο ο ά νθ ρ ω π ος μ π ορεί;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Έ τ σ ι έ χ ο υ ν τα π ρ ά γμ α τα γ ια μένα · α π ό τη χώ ρ α μ ου δ ιώ χθ η κ α α π ό τ ο υ ς ίδ ιο υ ς τ ο υ ς γ ιο υ ς μ ου [5 6 0 ] κ α ι δ ε ν μ π ορώ π ο τ έ π ια ν α γυ ρ ίσ ω π ίσ ω , γ ια τ ί ε ίμ α ι π α τ ρ ο κ τ ό ν ο ς .

Θ Η Σ Ε Υ ΣΠ ώ ς λ ο ιπ ό ν γίνετ α ι να σ ε π ρ ο σ κ α λ ο ύ ν , με τ ο ν ό ρ ο ν α κατοικ είς

χω ρ ισ τά ;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Θ α τους α ν α γ κ ά σ ει ο χ ρ η σ μ ό ς του θεού.Θ Η Σ Ε Υ Σ

Τ ι κ α κ ό φ ο β ο ύ ντ α ι α π ό τ ο ν χ ρ η σ μ ό ;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Π ω ς τ ο υ ς ε ίνα ι γρ α φ τό ν α ν ικ η θ ο ύ ν σ ε τούτη εδώ τη χώ ρα .Θ Η Σ Ε Υ Σ

Κ α ι πώ ς μ π ο ρ εί ν α γ ίν ο υ μ ε ε χ θ ρ ο ί εμ ε ίς κ ι εκ είνο ι;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Α γ α π η τ έ γ ιε τ ο υ Α ιγ έ α , μ ό ν ο ο ι θ ε ο ί δ εν γ ε ρ ν ά ν ε κ α ι δ εν π εθ α ίνο υ ν π οτέ- ό λ α τα ά λ λ α όμ ω ς τα δ ια λ ύ ει ο π α ντ ο δ ύ να μ ο ς χ ρ ό ν ο ς . [6 1 0 ] Μ ειώ νετα ι η γ ο ν ιμ ό τ η τ α τη ς γ η ς , φ θ ίν ε ι η ικμάδα του σ ώ μ α το ς , π εθ α ίνε ι η π ίσ τ η , β λ α σ τ ά νε ι η α π ισ τ ία , κ α ι π οτέ δ εν π α ρ α μ ένει η ίδ ια δ ιά θ εσ η α ν ά μ εσ α σ ε φ ίλ ο υ ς α νθ ρ ώ π ου ς ούτε α νά ­μ εσ α σ ε π ό λ ε ις . Γ ια τ ί σ ε ά λ λ ο υ ς τώ ρα, σ ε ά λ λ ο υ ς α ρ γ ό τ ερ α ο ι κ α λ ές δ ια θ έσ ε ις γ ίν ο ν τ α ι εχθ ρ ικ ές κ ι ύ σ τερ α π ά λ ι φ ιλ ικ ές . Κ α ι με τη Θ ή β α α ν τώ ρα ο ι σ χ έ σ ε ις σ ο υ ε ίν α ι κ α λ έ ς , ο α μ έτ ρ η τ ο ς χ ρ ό ν ο ς σ τ η ν π ο ρ ε ία του α μ έτρ η τες η μ έρ ες κ α ι ν ύ χ τ ες γ ε ν ν ά , π ου σ ’ αυτές

οτοσύνη. — πνεύμα] εδώ = φρόνημα, διάθεση, γνώμη. —βέβηκεν = μένει, παραμένει. — άνδράσιν] άνδρες λέει τους ιδιώτες σε αντίθεση προς την πόλη.

616. τά τερπνά πικρά γίγνεται] = οι καλές, οι φιλικές διαθέσεις γίνονται εχθρικές.

617-620. εί τανΰν εΰημερεϊ καλώς τά πρός σέ] = αν οι σχέσεις Οΐ>υ προς τη Θήβα τώρα (στην παρούσα περίσταση) είναι φιλικές,

μυρίος χρόνος] = ο άπειρος χρόνος. — τεκνοΰται] = γεννά, δημι-

630

625

χ ο .630

ΘΗ.

635

640

ουργεΐ. Ο Ευριπίδης στις 'Ικέτιδες λέει ότι ο χρόνος είναι παλαιός πατέρας ημερών. — Ιών] (τροπική μετοχή) = στην πορεία του. — ξύμφωνα δεξιώματα] εννοεί φιλικές σχέσεις που συνέδεαν τότε την Αθήνα με τη Θήβα. — δόρει] (άλλος τύπος του δορί) = δια του δόρατος, δηλ. με πόλεμο. — διασκεδωσιν] (μέλλ. του διασκεδάννυμι = διασκορπίζω. — έκ σμικροΟ λόγου] = από μικρή, ασήμαντη αιτία, πρόφαση, αφορμή.

621-623. ίνα] = τότε (χρονική σημασία). — νέκυς, υος] = νεκρός.— εΰδω] = κοιμάμαι, ησυχάζω. — εΐ Ζευς έτι Ζευς] σήμερα λέμε: αν υπάρχει θεός. — σαφής] αληθινός. — πίεται] μελλ. του πίνω.

624-628. ού γάρ ήδύ (έστί) αύδάν τά άκίνητα έπη] = επειδή δεν είναι ευχάριστο να λέει τα απόρρητα. — άκίνητα] τα οποία δεν επιτρέπεται να κινήσει κανείς, δηλ. να εκφράσει = τα απόρρητα, τα μυστικά. — έν οίσιν ήρξάμην] = έν τούτοις, δ λέγων, ήρξάμην.— πιστόν] κατηγορούμενο του τό σόν = τον λόγο σου, την υπόσχεσή σου. — άχρεΐον οίκητήρα] = άχρηστο κάτοικο. — ΟΙδίπου] το κύριο όνομα αντί της αντωνυμίας έμέ για έμφαση.

630. ώς τελών] (Μέλλ. του τελέω -ώ: κυρίως = πληρώνω, προ-

έν αϊς τά νυν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδωσιν εκ σμικρον λόγου · ϊν’ ούμος εϋδων και κεκρυμμένος νέκυς ψυχρός ποτ’ αυτών ϋερμόν αίμα πίεται, εί Ζευς έτι Ζευς, χώ Διός Φοίβος σαφής, άλλ’, ον γάρ ανδάν ήδν τάκίνητ' έπη, έα μ ’ έν οίσιν ήρξάμην, το σόν μόνον πιστόν φυλάσσων ■ κονποτ’ ΟΙδίπονν έρεϊς άχρεΐον οίκητήρα δέξασόαι τόπων των έν&άδ’, εϊπερ μη Φεοί ψεύσονσί με. άναξ, πάλαι και ταϋτα και τοιαϋτ’ έπη γήι τήιδ’ δδ’ άνήρ ώς τελών έφαίνετο. τις δήτ' άν άνδρός ενμένειαν έκβάλοι τοιονδ’; δτωι πρώτον μεν ή δορύξενος κοινή παρ’ ήμϊν άίέν έατιν εστία, έπειτα δ’ Ικέτης δαιμόνων άφιγμένος γήι τήιδε κάμο'ι δασμόν ον αμικρόν τίνει. άγώ σεβισόείς ονποτ’ έκβαλώ χάριν τήν τονδε, χώραι ό’ έμπολιν κατοικιώ. εί <5’ ένϋάδ’ ήδύ τώι ξένωι μίμνειν, σέ νιν τάξω φνλάσσειν εί δ’ έμον στείχειν μέτα τόδ' ήδύ, τούτων, Οίδίπους, δίδωμί σοι κρίναντι χρήσ&αι · τήιδε γάρ ξυνοίσομαι.

100

ο ι τ ω ρ ινές σ υ μ φ ω νίες φ ιλ ία ς θα π α ρ α β ια σ θ ο ύ ν μ ε π ό λ ε μ ο γ ι ’ α σ ή ­μ α ντη α φ ορ μ ή · [620 ] τ ό τε το π εθ α μ ένο σώ μ α μ ου κ ρ υ μ μ ένο μ έσ α σ τ η γ η , π α γ ω μ ένο , θα π ιε ι τ ο ζ ε σ τ ό τ ο υ ς α ίμ α , α ν ο Δ ία ς ε ίν α ι α κ ό μ η Δ ία ς κ α ι α ν ο Φ ο ίβ ο ς , του Δ ία ο γ ιο ς , ε ίν α ι α λ η θ ιν ό ς . Ό μ ω ς επ ειδ ή δ ε ν ε ίν α ι ε υ χ ά ρ ισ τ ο ν α λ έ ε ι κ α ν ε ίς τα α π ό ρ ρ η τ α , ά φ η σ έ με σ ’ αυτά που ά ρ χ ισ α ν α λέω κ α ι κράτα μ ό νο τ η ν υ π ό σ χ εσ ή σ ο υ - κ ι έ τ σ ι π ο τ έ δ εν θα π ε ις πω ς δ έχ θ η κ ες τ ο ν Ο ιδ ίπ ο δ α ά χ ρ η σ τ ο κ ά τ ο ικ ο εδώ σ τ η χώ ρ α σ ο υ , α ν β έβ α ια δ εν με δ ια ψ εύ σ ο υ ν ο ι θεο ί.

Χ Ο Ρ Ο ΣΒ α σ ιλ ιά μ ο υ , κ α ι π ρ ιν τ ο ύ τ ο ς ο ά νθ ρ ω π ο ς κ ι αυτά κ ι ά λ λ α

π α ρ ό μ ο ια υ π ο σ χ ό τ α ν ε σ τη χώ ρ α τούτη εδώ ν α δώ σει. [630]Θ Η Σ Ε Υ Σ

Π ο ιο ς λ ο ιπ ό ν θα μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α μη δ εχ θ ε ί τ η ν κ α λ ή π ρ ο α ίρ εσ η τ έτ ο ιο υ ανθρώ που; π ου πρώ τα πρώ τα π ά ντο τε ε ίν α ι δ η μ ό σ ια κ α λ ό - δ ε χ τ ο ς φ ιλ ο ξ ε ν ο ύ μ ε ν ό ς μ α ς, έπ ειτ α α φ ού ή ρ θ ε ω ς ικ έτ η ς τω ν θεώ ν π ρ ο σ φ έ ρ ε ι σ ε τούτη τη χώ ρ α κ α ι σ ε μ ένα μ ια ό χ ι μ ικ ρ ή ευ ερ γ εσ ία . Α υ τά εγώ τιμ ώ ντα ς π ο τέ δ ε ν θα α ρ νη θ ώ τη χ ά ρ η π ο υ μ ου ζη τά , α λ λ ά θα τ ο ν εγκ α τα σ τή σ ω σ τη χώ ρ α ω ς σ υ μ π ο λ ίτ η μ α ς. Κ ι α ν σ τ ο ν ξ έ ν ο μα ς α ρ έσ ε ι ν α μ ε ίν ε ι εδώ , ο ρ ίζω ε σ έ ν α ν α τ ο ν π ρ ο σ έχ ε ις · α ν π ά λι σ ου α ρ έσ ει ν α ’ ρθεις μ α ζί μου, Ο ιδίποδα , [640] σ ο υ επιτρέπω , α φ ού σ κ εφ θ ε ίς , ν α δ ια λ έ ξ ε ις π ο ιο α π ό τα δύο θ έ λ ε ις κ ι εγώ θα σ υ μ φ ω νή σ ω μ α ζί σ ο υ .

σφέρω) = ότι θα προσφέρει, θα δώσει.631-635. εϋμένεια] = φιλοφροσύνη. — δορύξενος] κυρίως ο

αιχμάλωτος που φιλοξενήθηκε από τον εχθρό και έπειτα έγινε φίλος. Κατόπιν μετέπεσε στη σημασία του ξένος, δηλ. φίλος από φιλοξενία. — δτω ή δορύξενος έστία παρ’ ήμίν αίέν έστί κοινή (ήμΐν) = στον οποίο υπάρχει (προσφέρεται) η δημόσια φιλοξενία, την οποία εμείς πάντοτε προσφέρουμε στους ξένους. —δασμός] εδώ = ευεργεσία.

636-637. άγώ] (κράση) = ά έγώ: δηλ. τη φιλοξενία και την ικετεία των Ευμενίδων. — σεβισθείς] = σεβασθείς (έχει ενεργητική σημασία). — έμπολις] = ο μέσα στην πόλη.

639-641 / σέ] δηλ. τον χορό. — νιν] αντικείμ. του φυλάσσειν) = αυτόν. —ένθάδε] = δηλ. στον Κολωνό. — στείχω] = βαδίζω, έρχομαι. — δίδωμί σοι] σου επιτρέπω. — κρίναντι] = αφού σκεφθείς. — χρήσθαι] ενν. αντικ.: όποτέρψ βούλει = να χρησιμοποιήσεις, για να διαλέξεις όποιο από τα δύο θέλεις. —τήδε γάρ ξυνοίσομαι] (μελλ. του ξυμφέρομαι] = διότι έτσι θα συμφωνήσω και εγώ.

ΟΙ.ΘΗ.ΟΙ.

645 ΘΗ.ΟΙ.ΘΗ.ΟΙ.ΘΗ.

650 01.ΘΗ.ΟΙ.ΘΗ.ΟΙ.ΘΗ.ΟΙ.ΘΗ.

655 ΟΙ.

ώ Ζεν, διδοίης τοϊσι τοιουτοισιν ε$. τ ί δήτα χρήιζεις; ή δόμους στείχειν έμους; εϊ μοι ϋ'έμις γ ’ ήν, άλλ’ δ χωράς έα&’ δδε . . . έν ώι τ ί πράξεις; ον γάρ άντιστήσομαι. εν ώι κρατήσω των έμ' έκβεβληκότων. μέγ’ αν λέγοις δώρημα τής ξυνουσίας. εν σοί γ ' άπερ φηις έμμενεΐ τελονντί μοι. •δάραει τδ τουδέ γ ' άνδρός · ου σε μή προδώ. οϋτοι σ' νφ' όρκον γ ' ώς κακόν πιστώσομαι. οϋκουν πέρα γ ' αν ονδέν ή λόγωι φέροις. πώς οϋν ποήσεις;

τον μάλιστ’ δκνος σ ’ Ιχεί', ήξονσιν ανδρες . . .

άλλα τοϊσδ' Ισται μέλον.δρα με λείπουν . . .

μή δίδασχ' & χρή με δράν. όκνονντ' ανάγκη . . .

642. εύ] το εδ αρχικά ήταν ουδέτερο του επιθέτου έύς· εδώ είναι Αιτιατική πτώση. = καλά, αγαθά.

644. εΐμοι θέμις γ ’ ήν] εννοείται: έστειχον 6ν είς τούς σούς δόμους. Ο Οιδίπους δεν θέλει να εγκαταλείψει τον ιερό χώρο, όπου σύμφωνα με τον χρησμό έμελλε να πεθάνει (στιχ. 45).

647. μέγ* άν λέγοις δώρημα] = μέγα άν εϊη δώρημα. —ξυνουσία] = συγκατοίκηση.

648. εί σοί γ ’- άπερ έμμενεΐ τελοδντι μοι] υποκείμ. του έμμενεΐ. είναι η αναφορ. πρόταση άπερ φής = αν μείνει σταθερή η υπόσχεσή σου ότι θα εκτελέσεις εκείνα που μου υποσχέθηκες. — τελοδντι] Μέλλ. του τελώ.

649. θάρσει τό τοΰδέ γ ’ άνδρός] η Αιτιατ. είναι της αναφοράς. Λέει τόνδε βνδρα αντί να πει έμέ. = Έ χε θάρρος ως προς εμέ.

650. ύφ’ δρκου] = δρκω. — οδτοι σ’ ύφ' δρκου γ ’ ώς κακόν πιστώσομαι] = δεν θα απαιτήσω βέβαια να επικυρώσεις με όρκο την υπόσχεσή σου σε μένα, σαν να ήσουν κακός.

651. Κατά τον Σχολιαστή: «ούκ άν πλέον λάβοις όρκίσας με ή λόγω πιστεύσας».

652-655. Ό κνος σ’ έχει] = φοβάσαι. — ήξουσιν άνδρες] = Θηβαίοι, για να με πάρουν εκεί. — άλλά τοϊσδ’ έσται μέλον] = αλλά γι ’ αυτό θα φροντίσουν αυτοί εδώ, δηλ. οι Κολωνιάτες για τους οποίους ο Θησέας είπε (στίχ. 638) ότι θα προστατεύσουν τον Οιδίποδα. — μέλον] ουδέτερο, Μετοχή Μέλλοντα του μέλει (μέλει μοι = φροντίζω). — δρα με λείπων...] = πρόσεχε μήπως με εγκατα-

102

(Δείχνοντας τους γέροντες του χορού) Τ ο ύ τ ο ι εδώ θα έ χ ο υ ν τ η ν έ γ ν ο ια γ ι ’ αυτό.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ ο ίτα , μ ήπω ς εγ κ α τ α λ ε ΐπ ο ντ ά ς με...

Θ Η Σ Ε Υ ΣΜ η μ ου λ ε ς τι π ρ έπ ε ι εγώ ν α κάμω .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΕ π ειδ ή φ ο β ά μ α ι, α ν α γ κ ά ζο μ α ι ν α σ ο υ λέω .

λείψεις και τότε θα με πάρουν από εδώ χωρίς τη θέλησή σου. — όκνοϋντ’ άνάγκη] η πλήρης σύνταξη: άνάγκη έστίν όκνοΰντα με

103

ΘΗ. τονμόν οόκ όκνεϊ κέαρ.ΟΙ. ουκ οΐαδ' άπειλάς . . .ΘΗ. οΐδ’ εγώ σε μή τινα

ένδένδ' άπάξοντ' άνδρα πρός βίαν έμοϋ. ϊ πολλαί δ’ άπειλαί'|· πολλά δή μάτην ϊπη δνμώι κατηπείλησαν · άλλ’ 6 νους δταναυτόν γένηται, φρούδα τάπειλήματα. ββοκείνοις δ' ϊσως κεί δείν’ έπερρώσδη λέγειντής σής άγωγής, οϊδ' εγώ, φανήαεταιμακράν τό δεύρο πέλαγος ουδέ πλώσιμον.δαρσεΐν μέν οΰν εγωγε κανεν τής έμήςγνώμης έπαινώ, Φοίβος εί προνπεμψέ σε · β&δμως δέ κάμον μή παρόντος οΐδ' δτι τούμόν φυλάξει σ’ δνομα μή πάσχειν κακώς.

ΧΟ. ευίππον, ξένε, τάσδε χώ- «*ρας ϊκον τά κράτιστα γάς έπαυλα,

τόν άργήτα Κολωνόν, ένδ’ 67οά λίγεια μινύρεται

δαμίζουσα μάλιστ' αη­δών χλωραΐς υπό βάσσαις,

τόν οίνωπόν ίχονσα κισ­σόν καί τάν άβατον δέον 673

διδάσκειν σε = επειδή φοβάμαι είναι ανάγκη να σε συμβουλεύω. — κέαρ] (και κήρ) = η καρδιά.

656-657. πρός βίαν έμοϋ] = βιαζόμενος έμέ - χωρίς να το θέλωεγώ.

658-660. Η έννοια: πολλοί θυμωμένοι πολλές απειλές κάνουν αλλά όταν τους περάσει ο θυμός παύουν τις απειλές.

661-663. κείνοις] = τοΐς Θηβαίοις. Ανήκει στο έπερρώσθη και στο φανήαεται. — έπερρώσθη] (απρόσωπ. του έπιρρώννυμαι = παίρνω δύναμη, θάρρος. — ίσως] ανήκει στο φανήαεται. τής αής άγωγής] (εξαρτάται από το λέγειν) = περί της απαγωγής σου, δηλ. ότι θα σε απαγάγουν παρά τη θέλησή μου. — μακράν τό δεΰρο πέλαγος ουδέ πλώσιμον] = μακρό το πέλαγος ως εδώ κι όχι ευκολοτάξιδο. Πα­ραβάλλει την οδό από τη Θήβα ως την Αθήνα, εξαιτίας των κινδύνων, προς πέλαγος μακρόν και δυσκολοτάξιδο.

664-667. καί άνευ τής έμής γνώμης] = και ανεξάρτητα από τη δική μου θέληση να σε υπερασπίσω. — έπαινώ] = συμβουλεύω. — εί προύπεμψέ σε Φοίβος]: ότι ο Οιδίπους στάλθηκε από τον Φοίβο υποδηλώθηκε στο στίχο 623. — δμως δέ κάμοΰ μή παρόντος...] η

104

Θ Η Σ Ε Υ ΣΗ δ ικ ή μ ου κ α ρ διά δ ε ν ξ έ ρ ε ι α π ό φ ό β ο .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΔ ε ν ξ έ ρ ε ις τ ις α π ε ιλ έ ς το υ ς ...

Θ Η Σ Ε Υ ΣΕ γώ ξέρ ω πω ς κ α ν έ ν α ς δ ε ν θ α σ ε π ά ρ ε ι α π ό δω χ ω ρ ίς τη

θ έ λ η σ ή μ ου . Π ο λ λ έ ς α π ε ιλ έ ς ξ ε σ τ ο μ ίζε ι κ α ν ε ίς πάνω σ τ ο θυμό τ ο υ , λ ό γ ια α π ερ ίσ κ επ τα · ό τ α ν όμ ω ς ξ α ν ά ρ θ ε ι σ τ α λ ο γ ικ ά το υ , ε ξ α ­φ α ν ίζ ο ν τ α ι ο ι α π ε ιλ έ ς . [6 6 0 ] Κ ι α ν ε κ ε ίν ο ι τ ό λ μ η σ α ν ίσ ω ς ν α φ ο ­β ερ ίσ ο υ ν πω ς θα σ ε α π α γά γο υ ν , π ιστεύω πω ς θα το υ ς φ α νε ί μ α κ ρ ινό το π έλ α γ ο ς γ ια δω κ ι ό χ ι ευ κ ο λ ο τά ξιδ ο . Εγώ λ ο ιπ ό ν σ ε συμ βουλεύω ν α έ χ ε ις θ ά ρ ρ ο ς , κ α ι δ ίχω ς τ η ν υ π ό σ χ ε σ ή μ ο υ , α φ ο ύ ο Φ ο ίβ ο ς σ ’ έ σ τ ε ιλ ε εδώ - όμω ς κ ι α ν εγώ δ εν ε ίμ α ι π α ρ ώ ν, ξέρ ω κ α λ ά π ω ς το ό ν ο μ ά μ ου θα σ ε π ρ ο φ υ λ ά ξε ι ν α μ η ν π ά θεις κ α ν ένα κ ακ ό.

(Ο Θησέας φεύγει από τη δεξιά πάροδο).

Ιο ΣΤΑΣΙΜΟ (668-719)ΣΤΡΟΦΗ Α'Χ Ο Ρ Ο Σ

Ή ρ θ ε ς , ξ έ ν ε , σ τ ο ο μ ο ρ φ ό τ ερ ο μ έρ ο ς τούτη ς τη ς χ ώ ρ α ς, π ου τ ρ έφ ει τα ω ραία ά λ ο γ α , [670] σ τ ο ν α σ π ρ ο χώ μ α το Κ ο λ ω νό , ό π ο υ το γ λ υ κ ό λ α λ ο α η δ ό ν ι, π ου σ υ χ ν ά ζ ε ι σ τ ις σ ύ δ εντρ ες κ ο ιλ ά δ ες , κ ελα δ εί μ έσ α σ τ ο ν π υ κ ν ό φ υ λ λ ο κ ι ο λ ό χ λ ω ρ ο κ ισ σ ό κ ρ υ μ μ ένο κ α ι σ τ ο α π ά τ η τ ο δ ά σ ο ς του θ εο ύ , τ ο μ υ ρ ιό κ α ρ π ο , τ ο β α θ ίσ κ ιο π ο υ ο ύ τ ε ο

έννοια: αν και, εφόσον έχεις τον Φοίβο προστάτη, δεν πρέπει να φοβάσαι τίποτα και χωρίς τη δική μου προστασία, όμως για να είσαι ήσυχος σε βεβαιώνω ότι το όνομά μου αρκεί να σε προστα­τεύσει από τον καθένα και στην απουσία μου.

Ιο Στάσιμο (668-719)668-669. εΰίππου] οι Αθηναίοι υπερηφανεύονταν για τα καλά

τους άλογα. —έπαυλα γας] με τον προσδιορισμό γας δηλώνεται ότι οι κατοικίες, ήταν μέσα στους αγρούς, σε αντίθεση προς τίς κατοικίες της πόλης και της παραλίας. —τασδε χώρας] δηλ. της Αττικής, ανήκει στο έπαυλα γδς.

670-680. Αργής, ήτος] = λευκός, λευκόγεως. — λίγεια] θηλ. του λιγύς = καλλίφωνος. — μινύρεται] = κελαδεί. — βάσσα (δωρ.) βήσσα] (αττ.) = στενή κοιλάδα κατάφυτη. — οίνωπός] που έχει το χρώμα του οίνου, οινόχρους- εδώ = μαυροκόκκινος, σκοτεινός. — Αβατος] = απάτητη, διότι ανήκει στο ιερό άλσος. —θεοΰ] του κισσοφόρου

105

685

τρ. β 695

700

φνλλάδα μνριόκαρπον άνάλιον άνήνεμόν τε πάντων χειμώνων ϊν’ δ βακχιώ-

τας αεί Διόνυσος εμβατεύει βεαϊς άμφιπολών τιβηναις.

βάλλει δ' ουρανίας ύπ' ά­χνας δ καλλίβοτρυς κατ' ήμαρ αίεί

νάρκισσος, /ιεγάλαιν βεαϊν άρχαΐσν στεφάνιομ’, ο τε

χρυσαυγής κρόκος· ονδ' άν- πνοι κρψαι μινύ&ουοιν

Κηφισού νομάδες ρεέ-βρων, άλλ' αΐέν επ’ ήματι

ώκυτόκος πεδίων έπινίαεται άκηράτωι ξύν όμβρωι στερνούχου χβονός· ουδέ Μού­

σαν χοροί νιν άπεστύγησαν, ούδ' αν χρυσάνιος Άφρεδίτα.

έστιν δ' οίον εγώ γάς Ασίας ονκ επακούω,

ονδ' εν τάι μεγάλαι Δωρίδι νάσωι Πέλοπος πώποτε βλαστόν, φύτενμ' άχείρωτον αύτοποιόν, έγχέων φόβημα δαιων, δ ταιδε βάλλει μέγιστα χώροι, γλαυκός παιδοτρόφον ψύλλον ελαίας ·

Διονύσου. Φαίνεται πως λατρευόταν εκεί ο Διόνυσος, αφού ευδο­κιμούσε η άμπελος και ο κισσός. —φυλλάς, άδος] = το πυκνό δάσος με πυκνόφυλλα δένδρα. —άνάλιον] = άνήλιον. Το άλσος μέ τα πυκνόφυλλα δένδρα δεν το διαπερνούν οι ακτίνες του ήλιου. — άνήνεμόν] = που δεν προσβάλλεται από τους ανέμους. — βακχιώτας] = βακχικός, ενθουσιώδης. — έμβατεύω] = περιπατώ, εισέρχομαι σε κάποιο μέρος, συχνάζω. — θεαΐς] δοτική συνοδείας. — τιθήνη] = τροφός. — άμφιπολών] = περιστοιχιζόμενος.

681-693. καλλίβοτρυς] το δεύτερο συνθετικό είναι βότρυς = σταφύλι, αλλά ο ποιητής εννοεί το άνθος του ναρκίσσου, το οποίο μοιάζει με βότρυν: επομένως = ευανθής. - μεγάλαιν θεαΐν] η Δήμητρα και η Κόρη (Περσεφόνη). — μινύθουσιν] = λιγοστεύουν. — κρήναι]

106

ή λ ιο ς το δ ιαπερνά ούτε ο ι ά νεμ ο ι όπ ο ια ς χειμω νιάτικης ανεμ οθύελλας τ ο α ν εμ ο δ έρ ν ο υ ν · εκ ε ί μ έσ α σ υ χ ν ά π ε ρ ν ο δ ια β α ίν ε ι ο β α κ χευ τ ή ς θ εό ς , ο Δ ιό ν υ σ ο ς μ α ζί μ ε τ ις θ ε ϊκ ές τρ ο φ ο ύ ς το υ . [680]

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Α'Μ ε τη δ ρ ο σ ιά του ο υ ρ α ν ο ύ κ ά θε μ έρ α α ν θ ίζε ι π ά ντα ο ευ α νθ ή ς

ν ά ρ κ ισ σ ο ς , π ο υ α π ό π α λ ιά σ τ εφ α νώ νει με τα ά ν θ η το υ τ ις δύο μ ε γ ά λ ε ς θ εές , κ α ι ο χ ρ υ σ ό ξ α ν θ ο ς κ ρ όκ ος· εδώ α ε ίρ ο ε ς π η γ έ ς α ­σταμάτητα κυλάνε στου Κ η φ ισ ού τα ρείθρα, π ου κάθε μέρα αδιάκοπα α ρ δ εύ ει μ ε τα γ ά ρ γ α ρ α ν ε ρ ά το υ τ ις π εδ ιά δ ες τ η ς π λ α τ ύ σ τ η θ η ς γ η ς κ α ι τ ις κ ά ν ε ι γ ο ρ γ ά ν α κ α ρ π ίσ ο υ ν [690 ] τ ο ν τ ό π ο α υ τό ο ύ τ ε ο ι χ ο ρ ο ί τω ν Μ ο υ σ ώ ν τ ο ν α π ο σ τ ρ έ φ ο ν τ α ι ούτε η χ ρ υ σ ο χ ά λ ιν η Α ­φ ρ ο δ ίτη .

ΣΤΡΟΦΗ Β'Υ π ά ρ χ ε ι α κ ό μ α σ ’ α υ τ ό ν εδώ τ ο ν τ ό π ο κ ι έ ν α δ έν τ ρ ο , π ο υ έχω

α κ ο ύ σ ε ι πω ς ο ύ τε σ τ η γ η τ η ς Α σ ία ς ο ύ τε σ τ ο μ ε γ ά λ ο δ ω ρ ικ ό ν η σ ί το υ Π έ λ ο π α μ έ χ ρ ι σ ή μ ε ρ α έ χ ε ι β λ α σ τ ή σ ε ι χ ω ρ ίς ν α τ ο φ υτέψ ει α νθ ρ ώ π ου χ έ ρ ι , μ ό ν ο το υ φ υ τρ ώ νει κ α ι ε ίν α ι φ ό β η τ ρ ο σ τ α δόρ α τα τω ν ε χ θ ρ ώ ν τ ο δ έ ν τ ρ ο α υ τ ό , π ο υ σ ε τούτη εδώ τη χ ώ ρ α π ιο π ο λ ύ ε υ δ ο κ ιμ ε ί, [7 0 0 ] ε ίν α ι η γ λ α υ κ ή ε λ ιά η π α ιδ οτρ όφ α · α υ τ ή ν κ α ν ε ίς

= οι πηγές. — άΰπνοι] = αείρροες. —νομάδες ρεέθρων] οι πηγές λέγονται νομάδες επειδή διαμοιράζουν κατά κάποιον τρόπο τα νερά. Το νομάς, από το νέμω (= διαμοιράζω) έχει μεταβατική ση­μασία, όπως το φορβάς γή = η τρέφουσα γη. — έπινίσσεται] = αρδεύει. — άκηράτιρ ξύν ομβρω] = με το καθαρό νερό του. — ώκυτόκος] ο Σχολιαστής εξηγεί: «ώκυτόκα ποιων τά πεδία καί έγκαρπα». Η γενική πεδίων εξαρτάται από το έπινίσσεται, το οποίο συντάσσεται με Γενική, όπως το έπιβαίνω πατρίδος κ.τ.τ. — στερ- νοΰχος χθων] = γη, χώρα που έχει εύφορες και ευρύχωρες πεδιάδες, (στέρνον - έχω). Την εύφορη γη παραβάλλει προς στέρνον. πρβλ. Ησίοδ. Θεογ. 117 «γαΐα εύρύστερνος». — νιν] = αυτήν (τη χθόνα, χώρα). — άπεστύγησαν] = αποστρέφονται. Στον Κολωνό υπήρχε και βωμός των Μουσών και άλλος επίσης του Ερμή και της Αθηνάς. — Χρυσάνιος] (δωρ.) = Χρυσήνιος] = που έχει χρυσά ηνία, χρυσή.

694-706. Έ στιν δ ’ οίον έγώ... βλαστόν φύτευμα] η σύνταξη: έστιν δέ φύτευμα, οίον έγώ γδς Α σίας ούκ έπακούω, ούδ’ έν τδ μεγάλα Δωρίδι νάσω Πέλοπος πώποτε βλαστόν. — άχείρωτον] = αχειροποίητο, ακαλλιέργητο, δηλ. χωρίς να φυτευθεί και να καλ­λιεργηθεί από ανθρώπινο χέρι. —αύτοποιόν] = αυτοφυές. —έγχέων δαΐων φόβημα] = φόβητρο των εχθρικών δοράτων. — δάΐος = δήϊος = πολέμιος, εχθρός. —φύτευμα γλαυκδς φύλλον έλαίας] (περίφραση) αντί γλαυκή έλαια. — παιδοτρόφος] = που τρέφει τα παιδιά με τους

107

τό μεν τις ον νεαρός ουδέ γήραι συνναίων άλιώαει χερ'ι πέρσας · ό δ’ αΐέν ο ρ ώ ν κύκλος

705 λεύσσει νιν Μορίου Δ ιόςχ& γλαυκώπις Άύλάνα.

ά,τ.β άλλον δ’ αίνον έχω μα­τ ροπόλει τάιδε κράτιστόν,

δώρον τον μεγάλου δαίμονος, είπειν, 7 ΐο ( υ « ) ανχημα μέγιστόν,

εϋιππον, ενπωλον, ευΰάλασσον. ο) παϊ Κρόνον, σύ γάρ νιν είς τόδ' ειαας ανχημ', άναξ Ποσειδάν, Ίπποισιν τον άκεστήρα χαλινόν

7ΐ5 πρώταισι τάίσδε κτίσας άγυιαΐς ·ά δ' ενήρετμος ίκπαγλ' άλΐ χέρσον παραπτομένα πλάνα ■άρώισκει των ίκατομπόδων Νηρήιδων ακόλουθος.

καρπούς και το λάδι της. Η ελιά είναι το δώρο της Αθηνάς, η οποία, κατά τον αρχαίο μύθο, όταν φιλονίκησε κάποτε με τον Ποσειδώνα, άφησε να φυτρώσει επάνω στην Ακρόπολη. Αυτή την ελιά την έκαψαν οι Πέρσες όταν κυρίευσαν την Αθήνα, αλλά τη δεύτερη ημέρα ξαναβλάστησε από το στέλεχός της ένα βλαστάρι, «ώς ένα πήχυ», όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (8, 55). Οι πρώτες παραφυάδες μεταφυτεύθηκαν στην περιοχή της Ακαδημίας επίσης υπό την προστασία της Αθηνάς. — οδτε νεαρός ούτε γήρφ συνναίων] = ούτε νέος ούτε γέροντας. — συνναίω γήρφ = κατοικώ μαζί με το γήρας, είμαι γέρος. — άλιώσει] (Μελλ. του άλιόω -ω) = θα αφανίσει. — πέρσας] (Μετοχή αορ. του πέρθω = κόπτω (επί πραγμάτων). — κύκλος] (συχνά στους ποιητές) = οφθαλμός. —λεύσσει] = βλέπει, εποπτεύει, φυλάσσει. — νιν] δηλ. την ελιά μόριος Ζεύς] ο Δίας, ως προστάτης και φύλακας των ιερών ελαι. . αποκαλείτο μόριος' μορία (πληθυντ. μορίαι) κυρίως είναι επίθετο που προσδιορίζει τη λέξη έλαια, αλλά και χωρίς αυτήν σημαίνει το δένδρο της ελιάς στον περίβολο ναού, κατ ’ αντίθεση προς τις ιδιωτικές ελιές· μορίαι λοιπόν είναι οι ιερές ελιές στην περιοχή της Ακαδημείας. Κατά τον μύθο ο γιος του Ποσειδώνα Αλιρρόθιος θέλησε να κόψει με τσεκούρι την ιερή ελιά που υπήρχε κοντά στο βωμό του Δία στην περιοχή της Ακαδημείας· όμως από αδέξιο χειρισμό του τσεκουριού χτύπησε τον εαυτό του και σκοτώθηκε· γι * αυτό και η ελαία ως

108

ο ύ τε ν έ ο ς ο ύ τε γ έ ρ ο ς δ ε ν θα μ π ο ρ έ σ ε ι π ο τ έ ν α τ η ν κ ό ψ ει με τα χ έ ρ ια του κ α ι ν α τ η ν α φ α ν ίσ ει· γ ια τ ί τ η ν π ρ ο σ τ α τ εύ ε ι τ ο ά γ ρ υ π νο μά τι του Μ ά ρ ιο υ Δ ία , κ α ι η γ λ α υ κ ό φ θ α λ μ η Α θ η ν ά .

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Β'Κ ι έν α ν ά λ λ ο έπ α ιν ο ξε χ ω ρ ισ τ ό έχω ν α πω γ ια τ η ν μ η τ ρ ό π ο λ η

τ ο ύ τη , δώ ρο του μ εγ ά λ ο υ θ εού κ α ι κ α ύ χ η μ α μ έ γ ισ τ ο , [710 ] γ ια τα π ερ ίφ η μ α ά λ ο γ ά τη ς κ α ι τ ο υ ς τ ο λ μ η ρ ο ύ ς να ύ τ ες τη ς . Γ ια τ ί, εσ ύ γ ιε του Κ ρ ό ν ο υ , τ η ν ύψ ω σες σ ’ α υ τ ή ν τη δ ό ξα , β α σ ιλ ιά Π ο σ ε ιδ ώ να , ό τ α ν σ ’ αυ τούς εδώ τ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς φ ό ρ εσ ες σ τ α ά λ ο γ α γ ια πρώ τη φ ο ρ ά τ ο ν ιπ π ο δ α μ α σ τή χ α λ ιν ό . Κ α ι τ ο π λ ο ίο κ α λ ό λ α μ ν ο πετώ ντα ς κ ο ντ ά σ τ η σ τ ερ ιά χ ο ρ ο π η δ ά πάνω σ τ η θ ά λ α σ σ α α κ ο λ ο υ θ ώ ντ α ς το ρυθμό του χ ο ρ ο ύ τω ν Ν η ρ η ίδ ω ν.

πρόξενος μόρου (= θανάτου) ονομάσθηκε μορία. — χά γλαυκώπις ' Αθάνα] = καί ή γλαυκώπις ’ Αθήνα = και η γαλανόφθαλμη Αθηνά.

707-719. μητρόπολις] εδώ = πατρίδα. — δαίμονος] = θεού (Πο- σειδώνα). —αΰχημα] = καύχημα. — εΰιππον]= δηλώνει την ιππική τέχνη, δηλ. την τέχνη του να δαμάζουν και να διευθύνουν τους Ιππους. — εΰπωλον] δηλώνει την ανατροφή καλού γένους ίππων.— εΰθάλασσος] που έχει καλούς (επιδέξιους και τολμηρούς) ναύτες.— νιν] την μητρόπολιν. — εις τόδ’ είσας αΰχημα] (είσας· αόριστος, του οποίου Ενεστώς δεν υπάρχει = καθίζω, βάζω να καθίσει). Εδώ έχει μεταφορική σημασία: σύ την εξύψωσες σ ’ αυτή τη δόξα. — άκεστήρ (άκέομαι): κυρίως σημαίνει τόν θεραπεύοντα, εδώ σημαίνει τόν δαμάζοντα την αγριότητα των ίππων. Γενικώς ο Ποσειδώνας θεωρείτο θεός του ίππου και της θάλασσας. — άγυιαΐς] τοπική δοτική. — κτίζω] εδώ έχει γενική σημασία = κατασκευάζω, επινοώ, εφευρίσκω. —εύήρετμος] = που έχει καλόν έρετμόν, κωπηλασία (έρέσσω = κωπηλατώ). — πλάτα = πλάτη] αντί ναΰς. Τίθεται το μέρος κώπη αντί του όλου ναΰς (σχήμα κατά συνεκδοχήν). — άλί (Δοτική του άλς-άλός) = στη θάλασσα. — παραπτομένα] (δωρικός τύπος αντί παραπτομένη) συγκεκομμένος τύπος του παραπεταμένα του ρ. παραπέτομαι = πέτομαι παρά τι] = πετώ κοντά σε κάτι. —χέρσος] = ξηρά γη, στεριά. — & δ ’ = εύήρετμος πλάτα παραπτομένα χέρσον Εκπαγλ’ άλί θρφσκει] = το καλόλαμνο πλοίο πετώντας κοντά στη στεριά (παραπλέοντας τη στεριά) χοροπηδά με τρόπο θαυμαστό πάνω στη θάλασσα. — πλάτα] = το κουπί. Αντί του όλου ναΰς (συνεκδοχή). — έκατομπόδων]: διότι οι θαλάσσιες αυτές θεότητες, κόρες του Νηρέως (Ησίοδ. Θεογ. 264), οι Νηρηίδες ήταν πενήντα, άρα όλες μαζί εκατό πόδια (έκατόμποδες).

109

ΛΝ. ώ πλεϊστ’ έπαίνοις ενλογονμενον πέδον,ννν σόν τά λαμπρά ταντα δή κραίνειν επη.

ΟΙ. τ ί δ’ εστιν, ώ παϊ, καινόν,ΑΝ. άσσον έρχεται

Κρέων δδ’ ήμΐν ούκ άνευ πομπών, πάτερ.ΟΙ. ω φίλτατοι γέροντες, έξ υμών έμοί

φαίνοιτ’ &ν ήδη τέρμα τής σωτηρίας.ΧΟ. ϋάρσει, παρέσται. και γάρ εΐ γέρων κυρώ,

το τήσδε χώρας ον γεγήρακε σύένος.

ΚΡΕΩΝάνδρες χϋονδς τήσδ’ ενγενεϊς οΐκήτορες, δρω τιν’ υμάς όμμάτων είληφότας φόβον νεώρη τής έμής έπεισόδου · ον μήτ’ όκνεϊτε μήτ’ άφητ’ έπος κακόν, ήκω γάρ ονχ ώς δράν τι βουλήσεις, έπει γέρων μέν είμι, πρός πόλιν δ’ έπΙσταμαι σΰένονσαν ήκων, εϊ τιν’ Ελλάδος, μέγα. άλλ’ άνδρα τόνδε τηλικόσδ ’ άπεστάλην πείσων έπεσϋαι πρός τό Καδμείων πέδον, ονκ έξ ενός στείλαντος, άλλ’ άστών υπό

Β ' Ε Π Ε ΙΣ Ο Δ ΙΟ (720-1043)720-723. κραίνω] = εκτελώ, εκπληρώ, αληθεύω. — πέδον] =

χώρα. — εύλογέομαι - οΰμαι] = επαινούμαι. — ήμΐν] δοτική ηθική.— άσσον έρχεται] = πλησιάζει. —άσσον (συγκριτ. βαθμός του δγχι, υπερθ. άγχιστα. — πομπός] = ακόλουθος. —ούκ άνευ πομπών] (σχήμα λιτότητας).

724-725. Ο Οιδίπους ζητά τη σωτηρία του από τον χορό, ο οποίος είχε λάβει από τον Θησέα την εντολή να τον φυλάει. (638).— έξ ύμών φαίνοιτ’ &ν ήδη τέρμα τής σωτηρίας] = από σας θα μπορούσε να φανεί τώρα πια η σωτηρία μου. —τέρμα της σωτηρίας] περίφραση = η σωτηρία.

726. παρέσται] (ενν. τέρμα σωτηρία) = θα υπάρξει σωτηρία σε σένα.

729-730. Η έννοια: στα μάτια σας είναι ζωγραφημένος ο φόβος για την άφιξή μου. — όμμάτων] γενική υποκειμενική του φόβον.— έπεισόδου] γενική αντικειμενική του φόβον. —νεώρης φόβος] =νέος, ξαφνικός φόβος.

110

Β ' ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (720-1043)

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΩ χ ώ ρ α π ο λ υ π α ιν ε μ έ ν η κ α ι π ο λ υ δ ο ξ α σ μ έν η , [720] τώ ρα ε ίνα ι

π ου π ρ έπ ε ι ν α α π ο δ ε ίξε ις τη λ α μ π ρ ή αυτή σ ο υ φ ή μ η .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Τ ι ν έ ο τ ρ έ χ ε ι , κ ό ρ η μου;Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Ο Κ ρ έ ο ν τ α ς έ ρ χ ε τ α ι γ ρ ή γ ο ρ α κ α τά μ α ς, π α τέρ α , μ ε τ η ν α κ ο ­λ ο υ θ ία του .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑ γ α π η τ ο ί γ έ ρ ο ν τ ε ς , ε σ ε ίς τώ ρα φ α ίνετα ι πω ς μ π ο ρ είτ ε ν α με

σ ώ σ ετε .(Από την αριστερή πάροδο εμφανίζεται ο Κρέοντας με τους

ακολούθους του).Χ Ο Ρ Ο Σ

Έ χ ε θ ά ρ ρ ο ς , θα σω θείς· γ ια τ ί , κ ι α ν εγώ ε ίμ α ι γ έ ρ ο ς , η δύνα μ η το ύ τ η ς εδώ τ η ς χώ ρ α ς δ ε ν έ χ ε ι γ ερ ά σ ε ι.

Κ Ρ Ε Ω ΝΆ ν δ ρ ε ς τ ο ύ τ η ς τ η ς χ ώ ρ α ς , ευ γ εν ε ίς κ ά τ ο ικ ο ί τ η ς , β λέπ ω σ τα

μ ά τια σ α ς πω ς σ α ς έ χ ε ι π ιά σ ε ι κ ά π ο ιο ς ξ α φ ν ικ ό ς φ ό β ο ς γ ια τ ο ν ε ρ χ ο μ ό μου· μη με φ ο β ά σ τε κ α ι μ ή τε κ α κ ό λ ό γ ο ν α πείτε· [730] γ ια τ ί έχ ω έρ θ ε ι ό χ ι επ ειδ ή θ έλω ν α κάνω κ άτι κ α κ ό , α φ ού β έβ α ια ε ίμ α ι γ έ ρ ο ς κ ι ε ξ ά λ λ ο υ ξέρ ω κ α λ ά πω ς έχω έρ θ ε ι σ ε π ό λ η π ο υ έ χ ε ι τ ό σ η μ εγ ά λ η δύνα μ η , ό σ ο καμιά ά λ λ η σ τ η ν Ε λλ ά δ α . Μ α σ τά λ θ η κ α εδώ γ ια ν α π είσ ω τ ο ν γ έ ρ ο τ ο ύ τ ο ν άνθρω π ο ν α με α κ ο λ ο υ θ ή σ ε ι σ τη χώ ρ α τω ν Κ α δ μ ε ίω ν κ α ι δεν μ ’ έ σ τ ε ιλ ε ένα ς μ ό ν ο , α λ λ ά ό λ ο ι με

731. δν] αναφέρεται στο έμοΰ, το οποίο ενυπάρχει στην προ­σωπική αντωνυμία έμής = άλλά μή όκνεΐτε με. — μήτ ’ άφητ ’ έπος κακόν] = μήτε να με κακολογήσετε.

732-734. δραν τι] ευφημισμός = δράν κακόν τι = να πράξω κάποιο κακό σε σας. — εϊ τιν Ελλάδος] (έχει θέση β ' όρου συγ- κρίσεως) = από κάθε άλλη της Ελλάδας.

735. τηλικόνδε] = τόσο μεγάλης ηλικίας. Αναφέρεται στον Οιδίποδα. —πείσων] (τελ. μετοχή) = για να τον πείσω.

737. ούκ έξ ένός] ανήκει στο άπεστάλην· ώστε το στείλαντος πλεονάζει.

πάντων κελενσόείς, οϋνεχ’ ήκέ μοι γένει τα τονδε πεν&εϊν πήματ’ είς πλεΐατον πόλεως.

τω άλλ\ ώ ταλαίπωρ ’ Οίδίπονς, κλύων έμοϋίκοϋ προς οίκους · πας σε Καδμείων λεώς καίει δικαίως, εκ δε των μάλιστ’ εγώ, δσωιπερ, εΐ μή πλεΐατ ον ανθρώπων εφυν κάκιστος, άλγώ τοίσι σοϊς κακοίς, γέρον,

-15 όρων σε τον δύστηνον όντα μέν ξένον,άε'ι δ’ αλήτην κάπί προσπόλου μιας βιοστερή χωρονντα, την εγώ τάλας ονκ αν ποτ' ές τοσοντον αίκίας πεσειν εδοξ’, όσον πέπτωκεν ήδε δνσμορος,

75υ αεί σε κηδεύονσα και τό σόν κάραπτωχώι διαίτηι, τηλικοντος, ον γάμων έμπειρος, αλλά τονπιόντος άρπάσαι. άρ’ α&λιον τοϋνειδος, ω τάλας έγώ, ώνείδισ’ είς σε κάμε καί τό παν γένος;

755 άλλ’ ον γάρ έστι τάμφανή κρνπτειν σύ νυνπρος ·&εών πατρώιων, Οίδίπονς, πειστείς έμοί ΐ κρύψον ϊ όελήσας αστν καί δόμους μολεϊν τούς σονς πατρώιονς, τήνδε την πόλιν φίλως είπών ■ έπαξία γάρ · ή δ’ οίκοι πλέον

738-739. ήκέ μοι] = προσήκε μοι. — γένει] = λόγω συγγένειας.— πήμα] = πάθημα, συμφορά. — είς πλεϊστον πόλεως] = περισσότερο από όλους μέσα στην πόλη.

740-741. ίκοΰ] (προστακτ. αορ. β ' του ίκνέομαι - οΰμαι). 742-745. έκ δέ των μάλιστ’ έγώ] = και από αυτούς (τους Καδ­

μείους) περισσότερο εγώ. — δσωπερ] εννοείται: μάλιστα. —όρων σε] = γιατί βλέπω εσένα.

746. άεί δ ' Αλήτην] = όντα δ ’ άεί άλήτην. — πρόσπολος] =οδηγός.

747-749. βιοστερής] = ο στερούμενος των αναγκαίων για τη ζωή. — τήν έγώ] = την οποία (Αντιγόνη) εγώ. — άν] ανήκει στο πεσειν. — δσον] αντί: είς δσον.

750-752. άεί σε κηδεύουσα] = πάντοτε φροντίζοντας για σένα.— κάρα] πρβλ. 286 «κάρα δυσπρόσοπτον». Είπε κάρα σχετικά με την τυφλότητα του Οιδίποδα. —πτωχφ, τηλικοΰτος] συχνά οι ποιητές μεταχειρίζονται τα τρικατάληκτα επίθετα ως δικατάληκτα = πτωχή

112

π α ρ α κ ίν η σ α ν , γ ια τ ί σ ε μ έ ν α π ιο π ο λ ύ α π ό ό λ ο υ ς μ έσ α σ τ η ν π ό λ η έπ εφ τε , λ ό γ ω σ υ γ γ έ ν ε ια ς , ν α υπ οφ έρ ω γ ια τα π α θ ή μ α τά του . [740]

Έ λ α , τα λ α ίπ ω ρ ε Ο ιδ ίπ οδα , ά κ ο υ σ έ με κ α ι γ ύ ρ να σ τ η ν πατρίδα· ό λ ο ς ο λ α ό ς τ η ς Θ ή β α ς σ ε π ρ ο σ κ α λ ε ί κ ι έ χ ε ι δ ίκ ιο · α π ' ό λ ο υ ς όμ ω ς π ιο π ο λ ύ εγώ , π ο υ , α ν δ ε ν ε ίμ α ι ο χ ε ιρ ό τ ε ρ ο ς ά νθ ρ ω π ο ς του κ ό σ μ ο υ , π ο νώ γ ια τα β ά σ α ν ά σ ο υ , γ έ ρ ο ν τ α , γ ια τ ί β λέπ ω ε σ έ ν α τ ο ν δ υ σ τ υ χ ισ μ έ ν ο σ τ α ξ έ ν α π ά ντ α ν α π ε ρ ιπ λ α ν ιέ σ α ι κ α ι, σ τ ερ η μ έν ο ς α π ό τα α ν α γ κ α ία τ η ς ζω ή ς , ν α π ερ π α τά ς μ ε ο δ η γ ό μ ια ν έ α κ ο π έλ α . Π ο τ έ εγώ , ο δ ύ σ τ υ χ ο ς , δ ε ν φ α ντ α ζό μ ο υ ν πω ς αυτή θα ξέπ εφ τ ε σ ε τ ό σ η δ υ σ τ υ χ ία , σ ε ό σ η έ χ ε ι ξ ε π έ σ ε ι τώ ρα η ά μ ο ιρ η , φ ρ ο ν τ ίζο ν τ α ς π ά ντ α γ ια σ έ ν α κ α ι τ ο κ ο υ φ ά ρ ι σ ο υ μ ε μ έσ α φ τ ω χικ ά , π ά νω σ τ ο ν α ν θ ό τ η ς ν ιό τ η ς τ η ς , [750 ] χ ω ρ ίς ν α γ ν ω ρ ίσ ε ι το υ γ ά μ ο υ τ ις χ α ρ έ ς , α λ λ ά ν α κ ινδ υ νεύ ε ι ν α π έ σ ε ι θύμ α σ τ ις ο ρ έ ξ ε ις τ ο υ ο π ο ιο υ δ ή π ο τ ε τ η ν π εθ υ μ ή σ ει. Δ ε ν ε ίν α ι ά ρ α γ ε β α ρ ειά η ντ ρ ο π ή π ο υ , α λ ίμ ο ν ο μ ου ο ά θ λ ιο ς εγώ , φ α νέρ ω σ α σ ε β ά ρ ο ς ε σ έ ν α κ ι εμ ένα κ α ι ό λ η ς τη ς γ ε ν ιά ς μας; Ό μ ω ς επ ειδ ή δ ε ν ε ίν α ι δ υ να τό ν α κ ρ ύ β ο υ μ ε τα ο λ ο φ ά ­ν ε ρ α , γ ια ό ν ο μ α τω ν π α τρ ικ ώ ν θ εώ ν , Ο ιδ ίπ ο δ α , ά κ ο υ σ έ μ ε , κρύψ ε α υ τές μ ας τ ις ν τ ρ ο π έ ς κ ι α π ο φ ά σ ισ ε ν α γ υ ρ ίσ ε ις π ίσ ω σ τ η ν π ό λ η κ α ι σ τ α π α τρ ικ ά σ ο υ σ π ίτ ια α π ο χα ιρ ετώ ντα ς φ ιλ ικ ά τ ο ύ τ η ν εδώ τ η ν π ό λ η , γ ια τ ί τ ο α ξ ίζε ι· δ ικ α ιο λ ο γ η μ έ ν α η π α τρ ίδ α σ ο υ α π α ιτεί

διαίτη — τηλικαύτη] = σε τέτοια ηλικία (νεαρή παρθένος). — άλλά τούπιόντος άρπάσαι] = άλλ’ ούσα τοϋ έπιόντος ώστε άρπάσαι αύτήν. —τούπιόντος] = του επερχομένου, του. τυχόντος. — έγκληρος] = κοινωνός, μέτοχος. — οΰ γόμων έγκληρος] = άγαμος.

753-754. άρ’ άθλιον τοΰνειδος] Επειδή η απόκριση αναμένεται καταφατική, έπρεπε να είναι άρ’ ού. — τό όνειδος] = σύστοιχο άντικείμ. του ώνείδισα. Ο Κρέων που στάλθηκε στους Δελφούς για να ζητήσει χρησμό πώς θα σωθεί η πόλη από τον λοιμό, έγινε αίτιος με τον χρησμό που έφερε να εκδιωχθεί το μίασμα από τη Θήβα, να αποκαλυφθεί ο Οιδίπους ως πατροκτόνος και αιμομείκτης.

755-758. οό γάρ Μστι τάμφανή κρύπτειν] αιτιολογία των επομένων: σύ νυν κρύψον] εννοείται: τό όνειδος. — τήνδε την πόλιν] δηλ. την Αθήνα. — φίλως είπών] = φιλικά αποχαιρετώντας την. Η έννοια: Αλλά επειδή δεν είναι δυνατόν να κρύπτω τα φανερά, γιατί εσύ περιπλανώμενος φανερώνεις τα ονείδη σου, ακολούθα με στην πατρίδα.

759-760. έπαξία γάρ] = γιατί είναι άξια να την αποχαιρετήσεις φιλικά. — ή δ ’ οίκοι] εννοείται: πόλις = η πατρίδα (Θήβα). —πλέον]

113

δίκψ σέβοιτ’ αν, ούσα σή πάλαι τροφός.ΟΙ. ώ πάντα τολμών καπό παντός άν φέρουν

λόγον δικαίου μηχάνημα ποίκιλαν, τ ί ταντα πειράι, κάμέ δεύτερον δέλεις έλεϊν έν οΐς μάλιστ’ άν άλγοίην άλούς', πρόσδεν τε γάρ με τοΐσιν οίκείοις κακοϊς νοσονν&', ότ’ ήν μοι τέρφις έκπεαειν χδονός, ούκ ήδελες δέλοντι προσδέσδαι χάριν, άλλ’ ήνίκ* ήδη μεστός ή δομούμενος, καϊ τονν δάμοισιν ήν διαιτάσδαι γλυκύ, τό τ’ έξεώδεις κάξέβαλλες, ουδέ αοι τό συγγενές τοϋτ' ούδαμώς τότ’ ήν φίλον ■ νυν τ ’ αύδις, ήνίκ’ είσοράις πάλιν τε μοι ξννοϋσαν εϋνουν τήνδε καί γένος τό πάν, πειράι μετασπάν, σκληρό, μαλδακώς λέγων. καίτοι τις αΰτη τέρφις, άκοντας φιλεϊν; ώσπερ τις εί σοι λιπαρονντι μέν τνχεϊν μηδέν διδοίη, μηδ” έπαρκέσαι δέλοι, πλήρη δ’ ϊχοντι δνμόν ών χρήιζοις, τότε δωροϊδ’ δτ’ ούδέν ή χάρις χάριν φέροι ■ άρ' άν ματαίον τήσδ’ άν ηδονής τύχοις;

ανήκει στο σέβοιτ ’ άν (παθητικό). — πλέον δίκη αέβοιτ* αν] = δίκαια να γίνει περισσότερο σεβαστή. —ούσα] = γιατί είναι η παλαιό τροφός σου.

761-764. άπό παντός] εννοείται: πράγματος, φέρων αν] = φέροις όν = θα μπορούσες να βρεις. — λόγου] ανήκει στο μηχάνημα. — τί ταϋτα πειρφ] = τί ταύτας τάς πείρας πειρφ. —κ&μέ] η έννοια: εμένα, που σε γνώρισα και ξέρω ότι μου στήνεις παγίδα. — έν οίς] δηλ. τους υποκριτικούς λόγους του Κρέοντα περί συγγένειας (738, 771). — άλγοίην άν] = θα λυπόμουν, θα πονούσα. Τους υποκριτικούς λόγους του Κρέοντα ο Οιδίπους παραβάλλει προς δίκτυο.

765-767. πρόσθεν τε] το αντίστοιχο είναι στη φράση νΰν τε (767). — οίκείοις κακοϊς] = από τα δικά μου παθήματα. Εννοεί την πατροκτονία και την αιμομιξία. — νοσοΰντα] μετά τη μετοχή αυτή πρέπει να εννοήσουμε τη φράση ούκ εΐας έκπεαειν ή ούκ εϊας φεύγειν. — θέλοντι] = αν και ήθελα.768-771. μεστός ή θυμούμενος] = είχα χορτάσει τον θυμό μου. — τούν δόμοισιν διαιτααθαι] = τό έν δόμοισιν διαιτάσθαι = το να ζωστην πατρίδα. — έξεώθεις και έξέβαλλες] οι παρατατικοί δηλώνουν ότι ο Κρέων έκανε πολλές πράξεις για να εκδιώξει τον Οιδίποδα.

114

να τ η ν σ ε β α σ τ ε ίς π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο , γ ια τ ί αυτή ε ίν α ι η π α λ α ιό σ ο υ τ ρ ο φ ό ς . [760]

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΩ εσ ύ , π ο υ τα π ά ντα τ ο λ μ ά ς κ α ι μ π ο ρ είς ν α π α ρ ο υ σ ιά ζε ις

διά φ ορες π ο νη ρ ιές με τη μορφ ή δίκαιω ν επ ιχειρ η μ ά τω ν, γ ια τ ί κ ά νεις α υ τή ν τ η ν π ρ ο σ π ά θ ε ια κ α ι θ έλ ε ις γ ια δεύτερη φ ο ρ ά ν α μ ε π ιά σ ε ις σ τα δ ίχτυ α σ ο υ , ό π ο υ α ν π έσ ω , θα π ο νέσ ω π ολύ; Γ ια τ ί κ α ι π ρ ιν ό τα ν υπ έφ ερ α απ ό τις π ρ ο σ ω π ικ ές μου σ υ μ φ ορ ές κ ι ή τα ν ε υ χ ά ρ ισ τ ο γ ια μ ένα ν α φ ύγω α π ό τ η ν π α τρ ίδ α , δ εν ή θ ε λ ε ς , α ν κ α ι τ ο ή θ ελ α εγώ , ν α μ ου κ ά ν ε ις αυτή τη χά ρ η · α λ λ ’ ό τ α ν π ια μου ε ίχ ε π ερ ά σ ε ι ο θ υμ ός κ α ι τ ο ν α ζω σ τ η ν π α τρ ίδ α μ ού ή τ α ν ε υ χ ά ρ ισ τ ο , τ ό τε μ ’ έδ ιω χνες κ α ι μ ’ ε ξ ό ρ ιζ ε ς [480] κ ι αυτή μας τη σ υ γ γ έ ν ε ια π ου λ ες κ α θ ό λ ο υ δ εν λ ο γ ά ρ ια ζες · κ α ι τώ ρα π ά λ ι π ο υ β λ έπ ε ις π ω ς τούτη εδώ η π ό λ η κ α ι ό λ ο ς ο λ α ό ς μ ού δ ε ίχ ν ο υ ν τ η ν εύ ν ο ιά τ ο υ ς , π ρ ο ­σ π α θ είς ν α με π ά ρ εις α π ό εδώ δ ια τυπ ώ νοντα ς με ή π ια λ ό γ ια τις σ κ λ η ρ έ ς σ ο υ δ ια θ έσ εις . Κ ι όμω ς τ ι ε ίδους ευ χ α ρ ίσ τ η σ η ε ίν α ι αυτή , το ν α α γ α π ά ς κ ά π ο ιο ν π ου δ εν θ έ λ ε ι τ η ν α γά π η σου; Ε ίν α ι ακ ρ ιβώ ς σ α ν κ ά π ο ιο ς , ό τ α ν τ ο ν εκ λ ιπ α ρ ε ίς ν α σ ο υ δώ σει κ ά τι, δ ε ν σ ο υ δ ίνε ι τ ίπ ο τε κ α ι μ ή τε ν α σ ε β ο η θ ή σ ε ι θ έλ ε ι, ό τ α ν όμ ω ς η κ α ρ δ ιά σ ο υ έ χ ε ι ό σ α επ ιθ υ μ ο ύ σ ες , τότε σ ο υ τα π ρ ο σ φ έ ρ ε ι, ό τ α ν π ια η γ ε ν ν α ιο ­δω ρία του κ α θ ό λ ο υ δ ε ν α ξ ίζ ε ι , δ ε ν θα σ ο υ ε ίν α ι τότε α ν ώ φ ελ η αυτή η χ α ρ ά ; [7 8 0 ] Ό μ ω ς κ α ι σ ύ τ έτ ο ια μ ο υ π ρ ο σ φ έ ρ ε ις , σ τ α λ ό γ ια

772-774. πόλις] η Αθήνα. — γένος] το Αττικό. — πείρά μετασπαν, σκληρά μαλθακώς λέγων] = προσπαθείς να με αποσπάσεις λέγοντας σκληρά λόγια με τρόπο μαλακό.

775. καίτοι] και όμως (αν υποθέσουμε πως τα λόγια σου είναι ειλικρινή). —τίς αϋτη τέρψις (έστί)] = τι είδους ευχαρίστηση είναι αυτή. — φιλεϊν άκοντας] = να αγαπάς ανθρώπους που δεν θέλουν την αγάπη σου.

776-779. τυχεϊν] Εννοείται κάποιο αόριστο αντικείμενο: δηλ. να λάβει ό,τιδήποτε. — λιπαρέω -ώ] = παρακαλώ. —έπαρκέω - ώ] = βοηθώ. — χρήζω] = έχω ανάγκη, χρειάζομαι, επιθυμώ. — λιπαροϋντι] χρονική μετοχή. — έχοντι] η μετοχή μπορεί να θεωρηθεί ως χρονική ή ως υποθετική. — ούδέν] (επίρρημα) = καθόλου δεν. — χάρις] = χάρη, ευεργεσία.

780-782. άρα άν ματαίου τήσδ’ άν ήδονης τύχοις;] Επειδή η απόκριση περιμένεται καταφατική το άρα = άρ’ οδ. —ματαίου] κατηγορούμενο στο τήσδε ήδονης. — τοιαδτα μέντοι και σύ προ-

115

τοιαντα μέντοι καί σν προσφέρεις έμοί, λόγωι μεν έσδλά, τοϊσι δ’ έργοιαιν κακά.

φράσω δέ καί τοϊσδ', ώς σε δηλώσω κακόν ήκεις έμ’ &ξων, ονχ Ιν' ές δόμους άγηις, άλλ' ώς πάρανλον οίκίσηις, πόλις δέ σοι κακών ανατος τήσδ' άπαλλαχδήι χδονός. ονκ έστι σοι ταντ', άλλά σοι τάδ' έστ’, έκεϊ χώρας άλάστωρ ούμός ένναίων αεί- Ιστιν δέ παισΐ τοϊς έμοισι τής έμής χδονός λαχεϊν τοσοντον, ένδανεϊν μόνον.

άρ’ ονκ αμεινον ή συ τάν Θήβαις φρονώ; πολλώι γ ', δσωιπερ κάκ σαφεστέρων κλνω, Φοίβον τε καυτόν Ζηνός, δς κείνου πατήρ, το σδν δ’ αφίκται δενρ’ ύπόβλητον στόμα, πολλήν έχον στόμωσιν έν δέ τώι λέγειν κάκ' άν λάβοις τά πλείον' ή σωτήρια, άλλ', οίδα γάρ σε ταντα μή πείδων, ϊδι, ημάς (5’ έα ζην έν&άδ’· ον γάρ Άν κακώς ούδ’ ώδ’ έχοντες ζώιμεν, εΐ τερποίμεδα.

ΚΡ. πάτερα νομίζεις δνστνχεϊν έμ’ είς τά σάή σ’ ε?ς τά σαντον μάλλον έν τώι ννν λόγωι;

ΟΙ. έμοί μέν έσδ' ήδιστον εΐ συ μήτ’ έμέπείδειν οίός τ ' ει μήτε τονσόε τούς πέλας.

ΚΡ. ώ δύσμορ', ουδέ τώι χρόνωι φνσας φανήι φρένας ποτ', άλλά λνμα τώι γήραι τρέφηι;

σφέρεις έμοί] δηλ. και οι δικές σου προσφορές έρχονται κατόπιν εορτής, όταν πλέον δεν τις έχω ανάγκη.

783-786. &ς σε δηλώσω κακόν] = για να αποδείξω πως είσαι αναξιόπιστος, δόλιος, ψεύτης. — πάραυλος] (παρά - αύλή) = γείτονας. — οίκίζω] = βάζω κάποιον να κατοικήσει. — πόλις] η Θήβα. — άνατος] (ά-άτη) = αβλαβής. — άπαλλάσσομαι κακών τήσδε χθονός] = γλιτώνω από τα κακά αυτής της χώρας.

787-788. οόκ έστι σοι ταΰτα] δηλ. άνατον άπαλλαχθήναι. — τάδε] με το τάδε προαγγέλλει τα επόμενα. — ένναίω] = κατοικώ εντός, είμαι ένοικος. — έσται ένναίων] = θα είναι ένοικος. — άλάστωρ] = ο κακός δαίμονας, ο εκδικητής. Η σειρά είναι: ούμός άλάστωρ έσται ένναίων έκεΐ χώρας.

789-790. Η έννοια: οι γιοι μου τάφο μόνο θα αποκτήσουν στην πατρίδα μου. — ένθανεϊν] = όσον ένθανεΐν.

792. πολλφ] εννοείται: άμεινον. — σαφής] = αληθής. —κλύω]

β έβ α ια κ α λ ά , α λ λ ά σ τ η ν π ρ ά ξ η κακά.Θ α τα ειπώ κ α ι σ ’ α υ τ ο ύ ς εδώ , γ ια ν α α π ο δ ε ίξω πω ς ε ίσ α ι

α ν α ξ ιό π ισ τ ο ς . Έ χ ε ις έρ θ ε ι γ ια ν α μ ε π ά ρ ε ις , ό χ ι γ ια ν α μ ε π α ς σ τ ο σ π ίτ ι μ ο υ , α λ λ ά ν α μ ε εγ κ α τ α σ τ ή σ ε ις κ ο ν τ ά σ τ α σ ύ ν ο ρ α , κ α ι έ τ σ ι η π ό λ η σ ο υ ν α γ λ ιτ ώ σ ε ι χ ω ρ ίς ν α π ά θ ει κ α κ ό α π ’ α υτή τη χώ ρ α . Δ ε ν θα σ ο υ γ ίν ο υ ν αυτά , α λ λ ά θα σ ο υ σ υ μ β ο ύ ν ετούτα: εκ ε ί σ τη χ ώ ρ α θα κ α τ ο ικ ε ί π α ν τ ο τ ιν ά η εκ δ ικ ή τρ α σ κ ιά μ ο υ - κ α ι ο ι γ ιο ί μ ου θ α έ χ ο υ ν ν α π ά ρ ο υ ν τ ό σ η μ ό ν ο α π ό τη γ η μ ο υ , ό σ η ε ίν α ι α ρ κ ετή γ ια τ η ν τα φ ή του ς . [790]

Δ ε ν γνω ρ ίζω λ ο ιπ ό ν κ α λ ύ τ ερ α α π ό σ έ ν α τα ό σ α θα γ ίν ο υ ν σ τη Θ ή β α ; Κ α ι σ ίγ ο υ ρ α π ο λ ύ κ α λ ύ τερ α , α φ ού τα ξέρω α π ό τ ο υ ς π ιο α λ ά θ ευ τ ο υ ς , τ ο ν Φ ο ίβ ο κ α ι τ ο ν ίδ ιο τ ο ν Δ ία , π ο υ ε ίν α ι π α τέρ α ς εκ ε ίν ο υ . Α λ λ ά σ ύ έ χ ε ις έρ θ ε ι εδώ με γ λ ώ σ σ α ύ π ο υ λ η κ α ι κ α λ ο τ ρ ο - χ ισ μ έ ν η · μ α μ ε τα λ ό γ ια σ ο υ μ π ο ρ ε ί ν α ζη μ ιω θ είς π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο π α ρ ά ν α ω φ ελ η θ είς . Ό μ ω ς , επ ειδ ή ξέρ ω π ω ς μ ε τα λ ό γ ια μ ου τ ο ύ τ α δ ε ν σ ε π είθω , φ ύ γ ε , κ ι ά φ η σ έ μ α ς ν α ζο ύ μ ε εδώ , γ ια τ ί κ ι έ τ σ ι π ο υ ε ίμ α σ τ ε , δ ε ν θα ε ίν α ι ά σ χ η μ η η ζω ή μ α ς, α ν μ ένο υ μ ε ε υ χ α ρ ι­σ τ η μ έ ν ο ι α π ’ αυτή ν.

ΚΡΕΩΝΚ α ι π ο ιο ς ν ο μ ίζ ε ις πω ς β γ α ίν ε ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ζη μ ιω μ ένο ς α π ό

τούτη τώ ρα τη σ υ ζ ή τ η σ η , εγώ ή εσύ; [800]Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Γ ια μ ένα η π ιο μ εγ ά λ η χ α ρ ά μ ου ε ίν α ι, α ν δ ε ν μ π ο ρ έ σ ε ις μ ή τε εμ ένα ν α π ε ίσ ε ις μ ήτε αυτούς εδώ ν α σ ε π ισ τέψ ο υ ν .

Κ Ρ Ε Ω ΝΔ ύ σ τ υ χ ε , ούτε με τα χ ρ ό ν ια π ου π έρ α σ ες θα φ α νε ίς πω ς έβ α λ ες

κ ά π ο τε μ υ α λ ό , α λ λ ά θα ζε ις γ ια ν α ντ ρ ο π ιά ζε ις τα γ η ρ α τ ε ιά σου;

αντί παρακείμ. = άκήκοα, οίδα.794-796. τό σόν στόμα άφΐκται] = σό άφίξαι. — απόβλητος] =

ύπουλος, υποκριτικός, δόλιος. — στόμωσις] = ευγλωττία, οξύτητα γλώσσας. — έν τφ λέγειν] = (δοτική οργ.).

797. Η σειρά: άλλ’ ϊθι· οίδα γάρ σε ταΰτα μή πείθων.799. εί τερποίμεθα] = αν μένουμε ευχαριστημένοι.802-803. μήτ’ έμέ] δηλ. να σε ακολουθήσω. — μήτε τούσδε

τους πέλας] δηλ. να σε πιστέψουν. — τους Πέλας] εννοεί τους Κολωνιάτες.

804-805. φανή φυσάς φρένας] = θα φανείς ότι γέννησες φρόνηση, ότι έβαλες μυαλό. — λύμα] κυρίως = ακαθαρσία, μεταφορ. = όνειδος, αίσχος. — τρέφη] = ζεις.

117

ΚΡ. ΟΙ.

810 ΚΡ. ΟΙ.

ΚΡ.

815 ΟΙ.ΚΡ.ΟΙ.ΚΡ.

880 ΟΙ. ΚΡ. ΟΙ. ΚΡ.

01. γλώσσηι σύ δεινός· άνδρα δ' ονδέν’ οίδ' εγώ δίκαιον δστις έξ άπαντος εϋ λέγει, χωρίς τό τ ' είπεϊν πολλά καί το καίρια, ώς δή σύ βραχέα, ταντα δ' εν καιρώι λέγεις, ον δή·&' δτωι γε νους Ισος καί σοΙ πάρα, άπελ&', έρώ γάρ καί προ τώνδε, μηδέ με φόλαασ' έφορμών έν&α χρή ναίειν έμέ. μαρτύρομαι τούσδ', ού σέ, πρός γε τούς φίλους οΓ άνταμείβηι φήματ'· ήν δ' έλω ποτέ . . . τις δ’ αν με τώνδε συμμάχων έλοι βίαι; ή μην σύ κανευ τονδε λυπη&εις έσηι. ποίωι σύν εργωι τοϋτ' άπειλήσας έχεις; παίδοιν δυοιν σοι τήν μεν άρτίως έγώ ξυναρπάσας έπεμφα, τήν δ' δξω τάχα, οϊμοι.

τάχ' έξεις μάλλον οίμώζειν τάδε, τήν παΐδ'έχεις μου;

τήνδε τ ' ου μακρον χρόνου.

806-807. Η έννοια: όποιος μπορεί να λέει ωραίους λόγους για το κάθε τι είτε καλό είτε κακό, όπως εσύ, αυτός δεν είναι δίκαιος άνθρωπος.

808. χωρίς] εννοείται: έστίν = άλλο είναι, διαφέρει. — καί τά καίρια] = καί τό τά καίρια (είπεΐν).

809. Ο Οιδίπους ειρωνεύεται τον Κρέοντα, διότι ούτε λίγα ούτε συνετά θεωρεί τα λόγια του.

810. οΰ δήτα] εννοείται: λέγω βραχέα καί καίρια. — δτω πάρα νους...] = δτω πάρεστι νοϋς ίσος καί αοί.

811-812. πρό τώνδε] δηλ. των Κολωνιατών, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν. — Η πρόθεση πρό εδώ σημαίνει εξ ονόματος, εκ μέρους. — έφορμέω - ώ] κυριολεκτικά: = πολιορκώ λιμάνι, μεταφορικά: = ενεδρεύω. Επειδή ο Οιδίπους βρήκε λιμάνι σωτηρίας ή θα το βρει στο ιερό των Ευμενιδών, από εδώ και η μεταφορά. — χρή] = πέπρωται.

813-814. — μαρτύρομαι τούσδε] = επικαλούμαι τη μαρτυρία αυτών εδώ (των Κολωνιατών). — ήν σ’ ελω ποτέ] = αν σε πιάσω κάποτε (Υποτακτ. αορ. του αίρέω-ώ).

815. βίφ τώνδε συμμάχων]= παρά τη θέληση τούτων εδώ των συμμάχων.816. τοΰδε] δηλ. τοΰ έλεΐν σε. — λυπηθείς £σει] (Τετελεσμένος

Μέλλ.) = θα έχεις λυπηθεί, θα λυπηθείς.817. ποίω σύν έργω...] = με ποια πράξη συνδέεις αυτήν την

απειλή; — άπειλήσας Εχεις] (περιφραστικός παρακείμενος).

118

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΕ ίσ α ι φ ο β ε ρ ό ς εσ ύ σ τ η γ λ ώ σ σ α · εγώ όμ ω ς δ ε ν ξέρ ω κ α ν ένα ν

δ ίκ α ιο ά νθ ρ ω π ο , π ο υ ν α μ ιλ ά ω ραία γ ια το κ ά θε τι.Κ Ρ Ε Ω Ν

Ά λ λ ο ε ίνα ι το ν α λ ε ς π ο λ λ ά κ ι ά λ λ ο ό σ α π ρ έπ ει.Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Ό π ω ς τώ ρα εσ ύ π ο υ λ ε ς λ ίγ α κ ι αυτά σ τ η ν κ α τ ά λ λ η λ η σ τιγμ ή !Κ Ρ Ε Ω Ν

Ό χ ι β έβ α ια γ ια κ ά π ο ιο ν π ο υ έ χ ε ι τα ίδ ια μ ε σ έ ν α μ υ α λά . [8 1 0 ] Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Φ ύ γε, γ ια τ ί κ ι εκ μ έρ ο υ ς αυτώ ν εδώ θα μ ιλ ή σ ω , κ α ι μ η ν π α ρ α ­φ υ λ ά ς ν α δεις π ού ε ίνα ι τ η ς μ ο ίρ α ς μου ν α μείνω .

Κ Ρ Ε Ω ΝΤ ο ύ τ ο υ ς εδώ έχω μ ά ρ τυ ρ ες κ ι ό χ ι εσ ένα · γ ια τα λ ό γ ια όμω ς

π ου λ ε ς σ τ ο υ ς φ ίλ ο υ ς σ ο υ , α ν κ ά π οτε π έ σ ε ις σ τα χ έ ρ ια μ ου ...Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Κ α ι π ο ιο ς θα μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α μ ε π ά ρ ει μ ε τη β ία α π ό τ ο ύ το υ ς εδώ π ο υ ε ίν α ι σ ύ μ μ α χ ο ί μου;

Κ Ρ Ε Ω ΝΜ α κ α ι χ ω ρ ίς α υτό ν α γ ίν ε ι , θα π ικ ρ α θ είς π ο λ ύ .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ α ι με π ο ια π ρ ά ξη α π ε ιλ ε ίς ν ά τ ο κ ά νε ις αυτό;

Κ Ρ Ε Ω ΝΑ π ό τ ις δυο σ ο υ κ ό ρ ες τη μ ια π ρ ιν α π ό λ ίγ ο τ η ν ά ρ π α ξα κ α ι

τ η ν έ σ τ ε ιλ α , κα ι τ η ν ά λ λ η γ ρ ή γ ο ρ α θα τ η ν πάρω .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Ω ιμ ένα ! [820]Κ Ρ Ε Ω Ν

Γ ρ ή γ ο ρ α θα ’χ ε ις α φ ορ μ ή ν α α ν α σ τ ε ν ά ξ ε ις π ιό τ ερ ο . Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Μ ο υ έ χ ε ις π ά ρ ει τ η ν κ ό ρ η μου;Κ Ρ Ε Ω Ν

Κ α ι τούτη εδώ σ ε λ ίγ ο ...

818-819. παίδοιν δυοΐν] = από τις δύο θυγατέρες σου (εννοεί την Ισμήνη, που είχε πάει να προσφέρει θυσία στις Ευμενίδες, βλπ. 507). — έπεμψα] εννοείται: είς Θήβας. — δξα>] θα απαγάγω.

820. οίμώζω] = στενάζω. — τάδε] (σύστοιχο αντικείμενο) = τάσδε οΐμωγάς. Το οίμώζειν αντιστοιχεί προς το προηγούμενο οΐμοι.

821. τήν παϊδ’ έχεις μου;] δηλ. την Ισμήνη. — τήνδε τ ’ ού μακροϋ χρόνου] εννοείται: έξω.

119

ΟΙ. Ιώ ξένοι, τ ί δράσετ'; ή προδώσετε,κονκ έξελάτε τδν ασεβή τήσδε χ&ονός;

ΧΟ. χώρει, ξέν', έξω ϋάσσον · ούτε γάρ τά νυν δίκαια πράσα εις, ον&' & πρόσ&εν ειργασαι.

ΚΡ. νμϊν &ν εϊη τήνδε καιρός έξάγειν — ακόυσαν, εϊ ϋέλονσα μη πορενσεται.

ΑΝ. οϊμοι τάλαινα, ποϊ φύγω; ποιαν λάβω &εών δρηξιν ή βροχών;

ΧΟ. τ ί δραις, ξένε;ΚΡ. ονχ αψομαι τονδ' άνδρός, άλλα τής έμής.ΟΙ. ώ γης Άνακτες . . .ΧΟ. ώ ξέν', ού δίκαια δραις.ΚΡ. δίκαια.ΧΟ. πώς δίκαια;ΚΡ. τούς έμονς Άγω.

ΟΙ. ίώ πόλις.ΧΟ. τ ί δραις, ώ ξέν'; ονκ άφήαεις; τάχ' εις

βάσανον εϊ χερών.ΚΡ. εϊργου.ΧΟ. σου μεν ον, τάδε γε μωμένου.ΚΡ. πόλει μαχήι γάρ, εϊ τι πημανε'ις εμέ.

822-823. ή προδώσετε] (χωρίς αντικείμενο) = αλήθεια θα γίνετε προδότες, δηλ. θα με αφήσετε αβοήθητο; — κούκ έξελάτε;] (Μέλλ. του έξελαύνω). — τήσδε χθονός] εξαρτάται από το έξελάτε.

825. οΰθ ’ ά πρόσθεν ειργασαι] εννοεί την απαγωγή της Ισμήνης.826. ΰμΐν] ο Κρέων απευθύνεται προς τους ακολούθους του. —

καιρός άν εϊη] = ώρα είναι.828-829. Οι ακόλουθοι του Κρέοντα συλλαμβάνουν την Αντι­

γόνη η οποία επικαλείται τη βοήθεια θεών και ανθρώπων. —άρηξις] (άρήγω) = βοήθεια. — ποϊ φύγω; ποιαν λάβω]; απορηματική υπο­τακτική.

830-835. τής έμής] εννοεί την ανιψιά του Αντιγόνη. — ώ γής άνακτες] έτσι προσφωνεί τον χορό ο Οιδίπους. — τούς έμούς] αν και πρόκειται μόνο για την Αντιγόνη μεταχειρίζεται πληθυντικό αριθμό. — τάχ* είς βάσανον εϊ χειρών] (εϊ, β ' Σχ. Μέλλ. του έρχομαι) = γρήγορα θα δοκιμάσει τη δύναμη των χεριών μου.

836-840. εϊργου] = τραβήξου πίσω. — σοϋ μέν οδ, τάδε γε μωμένου] ενν. το εΐρξομαι. — μωμένου] μετοχή του μάομαι -ώμαι = επιχειρώ. — πόλει μαχή γάρ, εϊ τι πημανεΐς έμέ]: μαχή, Μέλλ. του μάχομαι, πημανεΐς: Μέλλ. του πημαίνω = βλάπτω. —μέθες] (προστ.

120

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΤ ι θα κ ά μ ετε, ξ έ ν ο ι; Θ α μ ε π ρ ο δ ώ σ ετε κ α ι δ ε ν θα δ ιώ ξετε

α υ τόν τ ο ν α σ εβ ή α π ό τούτη τη χώ ρα;Χ Ο Ρ Ο Σ

Φ ύγε, ξ έ ν ε , α π ό δω τ ο γ ρ η γ ο ρ ό τ ε ρ ο , γ ια τ ί δ ε ν ε ίν α ι δ ίκ α ια ούτε αυτά π ου κ ά ν ε ις τώ ρα ο ύ τε εκ ε ίνα π ο υ έ χ ε ις κ ά ν ε ι π ρ ιν .

Κ Ρ Ε Ω Ν(Προς τους ακολούθους του)

Ώ ρ α ε ίν α ι ν α τ η ν π ά ρ ετε κ α ι χ ω ρ ίς τη θ έ λ η σ ή τ η ς , α ν δ εν θ ε λ ή σ ε ι μ ό νη τη ς ν α α κ ο λ ο υ θ ή σ ε ι.

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΑ λ ίμ ο ν ό μ ου η δ ύ σ τ υ χη ! Π ρ ο ς τα π ο ύ ν α φύγω ; π ο ύ ν α βρω

β ο ή θ εια α π ό θ εούς ή ανθρώ πους;Χ Ο Ρ Ο Σ

Τ ι κ ά ν ε ις , ξένε;Κ Ρ Ε Ω Ν

Δ ε ν θα α γ γ ίξω τ ο ύ τ ο ν τ ο ν ά ν δ ρ α , α λ λ ά α υ τ ή ν π ο υ ε ίν α ι δ ικ ή μου. [830]

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΩ ά ρ χ ο ν τ ε ς τη ς χώ ρ α ς.

Χ Ο Ρ Ο ΣΞ ένε , δ εν ε ίν α ι δ ίκ α ια αυτά π ο υ κ ά ν ε ις .

Κ Ρ Ε Ω ΝΔ ίκ α ια .

Χ Ο Ρ Ο ΣΠ ώ ς ε ίνα ι δίκαια;

Κ Ρ Ε Ω ΝΤ ου ς δ ικ ού ς μου παίρνω .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑ λ ίμ ο ν ο , π ολ ίτες!

Χ Ο Ρ Ο ΣΤ ι κ ά ν ε ις , ξ έν ε ; Δ ε ν θα τ η ν α φ ή σ εις ; Γ ρ ή γ ο ρ α θ α δ ο κ ιμ ά σ εις

τη δύνα μ η τω ν χ ερ ιώ ν μου.Κ Ρ Ε Ω Ν

Τ ρ α β ή ξ ο υ π ίσω .Χ Ο Ρ Ο Σ

Ό χ ι , δ εν σ ’ α φ ή νω , α φ ού τέτο ια το λ μ ά ς ν α κ ά ν ε ις .Κ Ρ Ε Ω Ν

Θ α έ χ ε ις ν α π ο λ ε μ ή σ ε ις με τ η ν π ό λ η , α ν με π ε ιρ ά ξε ις .

121

ΟΙ.χ ο .

ούκ ήγόρενον ταϋτ’ εγώ ;μέ&ες χεροΐν

την παΐδα ίλάσσον.ΚΡ. μη ’πίτασσ’ α μή κρατείς.ΧΟ. χαλάν λέγω σοι.ΚΡ. σοι ό’ Ιγωγ’ όδοιπορεΐν.ΧΟ. πρόβαΰ’ ώδε, βάτε, βάτ', ϊντοποι■

πόλις έναίρεται, πόλις έμά, σ&ένει · πρόβαϋ’ ώδέ μοι.

ΑΝ. άφέλκομαι δύστηνος, ώ ξένοι, ξένοι.ΟΙ. ποϋ, τέκνον, εΐ μοι:ΑΝ. προς βίαν πορεύομαι.ΟΙ. δρεξον, ώ παί, χεΐρας.ΑΝ. άλλ’ ούδέν σ&ένω.ΚΡ. ούκ αξε&’ υμείς;ΟΙ. ώ τάλας εγώ, τάλας.ΚΡ. οϋκονν ποτ’ εκ τούτοιν γε μή σκήπτροιν ετι

όδοιπορήσηις · αλλ’ επεί νικάν θέλεις πατρίδα τε την σήν και φίλους, ύφ’ ών εγώ ταχϋείς τάδ’ έρδω, και τύραννος ών δμως,

αορ. β ' του μεθίημι = αφήνω) = άφησε... (απευθύνεται προς κάποιον ακόλουθο του Κρέοντα). — & μή κρατείς] αντί του ών μή κρατείς. — χαλάω -ώ] = απολύω, αφήνω. — σοί δ ’ Ιγω γ’ όδοιπορεΐν] κι εγώ σε διατάζω να προχωρήσεις, (απευθύνεται προς τον ακόλουθο; ο οποίος κρατεί την Αντιγόνη. Ειρωνικά επαναλαμβάνει την αντωνυμία σοί. Ο Χορός διατάζει τους ακολούθους να αφήσουν την Αντιγόνη, ο Κρέων να προχωρήσουν).

841-845. Επειδή ο Χορός δεν μπορεί να εμποδίσει την απαγωγή, καλεί σε βοήθεια τους άλλους Κολωνιάτες. —πρόβαθ’] (προστ. αορ. β ' του προβαίνω) = προχωρήστε, ελάτε, τρέξατε. — έναίρω] = φονεύω, καταστρέφω. Εδώ = καταπατιέται, παραβιάζεται. — σθένει] προσδιορίζει το έναίρεται και σημαίνει τη στρατιωτική δύναμη του Κρέοντα. — άφέλκομαι] = σύρομαι. — πού εΐ μοι] = πού μου είσαι; (μοι: δοτ. ηθική). — πορεύομαι] εδώ έχει παθητική σημασία.

846-847. δρεξον] προστ. αορ. του όρέγω = εκτείνω, απλώνω. — ούκ δξεθ’ υμείς] απευθύνεται προς τους ακολούθους· η φράση ισοδύναμε! με προστακτική.

848-849. έκ τούτοιν σκήπτροιν] δυικός αριθ. Η έκ με γενική δηλώνει όργανο. — Τις δύο θυγατέρες παραβάλλει προς δύο βα-

122

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΔ ε ν σ ο υ τα έλ ε γ α αυτά εγώ;

Χ Ο Ρ Ο ΣΆ φ η σ ε γ ρ ή γ ο ρ α τ η ν κ ό ρ η α π ό τα χ έ ρ ια σ ο υ .

Κ Ρ Ε Ω ΝΝ α μη δ ια τά ζεις ό σ ο υ ς δ εν ο ρ ίζε ις .

ΧΟΡΟΣΣ ου λέω ν α τ η ν α φ ή σ εις .

Κ Ρ Ε Ω ΝΚ ι εγώ σ ο υ λέω , φ ύγε.

ΧΟΡΟΣΕ λ ά τε εδώ , ελ ά τε , τρ έξετε , π ο λ ίτ ες . Η π ό λ η , η π ό λ η μας κ α ­

τα π α τιέτα ι β ία ια . Τ ρ έξετε εδώ, β οη θ ά τε μας.Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Μ ε σ έ ρ ν ο υ ν τη δ ύ σ τ υ χη , ω ξ έ ν ο ι μ ου , ξ έ ν ο ι.Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Π ο υ ε ίσ α ι, π α ιδ ί μου;Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Μ ε τη β ία με σ έρ ν ο υ ν .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Ά π λ ω σ ε τα χ έ ρ ια σ ο υ σ ε μ ένα , π α ιδ ί μου.Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Δ ε ν έχω κ α θ ό λ ο υ δύναμη.Κ Ρ Ε Ω Ν

Ε σ είς , δ ε ν τ η ν τραβάτε;(Οι ακόλουθοι του Κρέοντα αποχωρούν από την αριστερή

πάροδο παίρνοντας μαζί τους και την Αντιγόνη).Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Α χ ο δ ύ σ τ υ χο ς εγώ , α χ ο τα λ α ίπ ω ρ ος.Κ Ρ Ε Ω Ν

Π ο τ έ δ εν θα β α δ ίσ εις π ια με τούτα τα δυο σ τ η ρ ίγ μ α τ ά σου· α φ ού όμω ς θ έ λ ε ις ν α ε ίσ α ι κ ι α π ό τ η ν π ατρίδα σ ο υ π ιο πάνω κ ι απ ό τ ο υ ς δ ικ ο ύ ς σ ο υ , [850 ] π ο υ εγώ , α ν κ α ι ε ίμ α ι β α σ ιλ ιά ς τ ο υ ς , με τ η ν π ρ ο σ τ α γ ή τ ο υ ς πράττω ό λ α αυτά , μ π ο ρ ε ίς να τ ο κ ά ν ε ις . Γ ια τ ί, με

κτηρίες με τη βοήθεια των οποίων ο Οιδίπους βάδιζε.850-851. τάδ’ έρδω] = πράττω αυτά. — καί τύραννος ών] = αν

και είμαι βασιλιάς.123

χ ο .ΚΡ.χ ο .ΚΡ.

860 Χ Ο . ΚΡ.χ ο .ΚΡ.

ΟΙ.ΚΡ.ΟΙ.

νίκα· χρόνωι γάρ, οίδ' έγώ, γνώσηι τάδε δδούνεκ’ αυτός αυτόν ούτε νυν καλά δράις ούτε πρόσδεν είργάσω, βίαι φίλων όργήι χάριν δούς, ή σ’ άει λυμαίνεται, έπίαχες αυτόν, ξεΐνε.

μη ψαύειν λέγω.οϋτοι σ’ άφήαω, τώνδέ γ ’ έστερημένος, καί μεϊζον άρα ρνσιον πόλει τάχα ψήσεις ■ έφάψομαι γάρ ον τούτοιν μόναιν. άλλ' ές τί τρέψηι;

τόνδ’ σπάζομαι λαβών.δεινόν λέγοις αν.

τούτο νυν πεπράξεται, ήν μή μ ’ 6 κραίνων τήσδε γης απειργάδηι. ώ φδέγμ’ αναιδές, ή συ γάρ ψαύσεις έμοϋ; ανδω σιωπάν.

μή γάρ αϊδε δαίμονες δειέν μ ' άφωνον τήσδε τής άράς έτι· δς μ \ ώ κάκιστε, ψιλόν δμμ' άποσπάσας πρός δμμασιν τοϊς πρόσδεν έξοίχηι βίαι.

852-855. 6θούνεκα] = ότι. — αύτόν] η αυτοπαθής αντωνυμία του γ ' προσ. αντί του β ' σεαυτόν. — βίφ φίλων] = παρά τη θέληση των προσώπων που σε αγαπούν. — όργή χάριν δίδωμι] = υποχωρώ στην οργή, στο θυμό.

856-860. έπίσχες αότοΰ, ξεΐνε] ο Κρέων θέλει να αποχωρήσει, αλλά ο Χορός τον εμποδίζει. = Σταμάτα, στάσου, μείνε στη θέση σου... — έπίσχες] προστ. αορ. β ' του έπέχω. —μή ψαύειν λέγω] = λέγω σοι μή ψαύειν έμοϋ. — τώνδε] εννοεί την Αντιγόνη και την Ισμήνη. — ρύσιον] = ενέχυρο, εγγύηση, αποζημίωση. —τίθημι] επιβάλλω. — οόκ έψάψομαι] η έννοια: δεν θα αρκεσθώ στη σύλληψη. —ές τί τρέψει;] = σε τι θα στραφείς; τι θα τολμήσεις; (β ' ενν. πρόσ. μέλλ. του τρέπομαι).

861-864. δεινόν λέγοις δν] ο Χορός νομίζει ότι τα λόγια του Κρέοντα είναι απλή απειλή. — ήν μή μ’ ό κραίνων τήσδε γης άπειργάσθη] αν δεν μ ’ εμποδίσει ο βασιλιάς τούτης της χώρας. — απειργάθω] δεύτερος τύπος του άπείργω. — ώ φθέγμα άναιδές] = ώ συ ό φθεγξάμενος άναιδή φθέγματα — μή γάρ] λέγεται για ευχή, όπως και το εΐ γάρ. — αϊδε δαίμονες] είναι οι Ευμενίδες.

124

τ ο ν κ α ιρ ό , τ ο ξέρ ω , θα κ α τ α λ ά β εις πω ς ο ύ τε τώ ρα κ ά ν ε ις κ α λ ό σ τ ο ν εα υ τό σ ο υ ούτε π ρ ιν ε ίχ ε ς κ ά μ ει, σ τ ο π ε ίσ μ α τω ν δ ικ ώ ν σ ο υ , ενδ ίδ ο ντ α ς σ τ ο θυμό σ ο υ π ο υ π ά ντ ο τ ε σ ε βλά φ τει.

Χ Ο Ρ Ο ΣΣ τά σ ου αυ τού , ξ έν ε .

Κ Ρ Ε Ω ΝΜ η μ ’ α γ γ ίζε ις , σ ο υ λέω .

Χ Ο Ρ Ο ΣΔ ε ν θα σ ’ α φ ή σ ω , α φ ού μ ου π ή ρ ες τούτες.

Κ Ρ Ε Ω ΝΤ ό τ ε θα ε π ιβ ά λ ε ις σ τ η ν π ό λ η σ ο υ μ εγα λ ύ τερ ο ε ν έ χ υ ρ ο , γ ια τ ί

δ εν θα βάλω μ ό ν ο αυτές τ ις δυο σ τ ο χ έ ρ ι.Χ Ο Ρ Ο Σ

Τ ι ά λ λ ο θα κ ά νεις; [860]Κ Ρ Ε Ω Ν

Τ ο ύ τ ο ν εδώ θα π ιά σ ω κ α ι θα τ ο ν πάρω με τη β ία μ α ζί μου. [860]

Χ Ο Ρ Ο ΣΦ ο β ερ ή α π ε ιλ ή λ ες .

Κ Ρ Ε Ω ΝΚ ι αυτό α μ έσ ω ς τώ ρα θα γ ίν ε ι , α ν δ ε ν με ε μ π ο δ ίσ ε ι ο β α σ ιλ ιά ς

το ύ τ η ς τ η ς χώ ρ α ς.Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Θ ρ α σ ύ σ τ ο μ ε , α λ ή θ ε ια λ ο ιπ ό ν τ ο λ μ ά ς ν α β ά λ ε ις χ έ ρ ι πάνωμου;

Σ ώ πα, σ ο υ λέω .Κ Ρ Ε Ω Ν

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΜ α κ ά ρ ι ν α μ η μ ’ α φ ή σ ο υ ν ο ι θ εές α υ τές χ ω ρ ίς φ ω νή γ ια

τούτη το υ λ ά χισ το τη ν κατάρα, γ ια τί εσύ , π ανάθλιε, αφ ού μου άρπαξες μ ε τη β ία τ ο μ ο ν α δ ικ ό μ ά τι π ο υ ε ίχ α α ν τ ίς γ ια τα π ρ ω τινά μ ου

865-867. Ο Οιδίπους παρακαλεί τις Ευμενίδες να του επιτρέψουν να εκστομίσει τούτη τουλάχιστο την κατάρα κατά του Κρέοντα.— δς μ’ ώ κάκιστε, ψιλόν δμμ’ άποσπάσας] η αναφορική πρόταση αιτιολογεί την προηγούμενη. — ψιλός] = γυμνός, αβοήθητος. — ψιλόν δμμα] λέει την Αντιγόνη, η οποία τον χειραγωγούσε τώρα.— άποσπάσας] με δύο αιτιατ. με και δμμα κατά αναλογία του άφαι· ροΰμαί τινά τι.

125

τοιγάρ σέ καυτόν και γένος τό σδν ΰεών 6 πάντα λεύσσοχν "Ήλιος δοίη βίον τοιοϋτον οϊον κάμε γηραναι ποτέ.

ΚΡ. όρατε ταντα, τήσδε γης έγχώριοι;ΟΙ. όρώσι κάμε και σέ, καί φρονοϋσ’ δτι

έργοις πεπον&ώς ρήμασίν σ’ άμννομαι. ΚΡ. οϋτοι κα&έξω ϋνμόν, άλλ’ αξω βίαι,

κεί μοϋνός είμι, τόνδε, κεί χρόνωι βραδύς.

ΟΙ. Ιώ τάλας.ΧΟ. δσον λήμ’ έχων άφίχαν, ξέν', εί

τάδε δοχεϊς τελεϊν.ΚΡ. δοχώ.ΧΟ. τάνδ' δρ’ ουκέτι νέμω πάλιν.ΚΡ. τοϊς τοι δικαίοις χώ βραχύς νικάι μέγαν. ΟΙ. άκούε&’ οϊα φθέγγεται;ΧΟ. τ ά γ ' ού τελεί

^ Ο — ο __

ΚΡ. Ζεύς γ ’ αν ειδείη, σν ό’ ον.ΧΟ. άρ’ ονχ νβριςτάδ';ΚΡ. ΰβρις, άλλ’ άνεκτέα.ΧΟ. Ιά> πας λεώς, Ιώ γας πρόμοι,

868-870. λεύσσω] = βλέπω, εποπτεύω. — οϊον κάμέ] εννοείται: έδωκε γηραναι· γηραναι βίον] κατά το γήρας γηραναι = τέτοια γη­ρατειά, τέτοιο τέλος του βίου.

871. δρδτε] όπως και μεις σήμερα λέμε βλέπετε αντί να πούμε άκούτε. —ταύτά] δηλ. την κατάρα του Οιδίποδα.

872. όρώσι] = ακούνε. — έργοις πεπονθώς] = ενώ έχω πάθει.874-875. άλλ’ αξω βία] = αλλά θα τον οδηγήσω με τη βία, θα

τον σύρω βίαια. — κεί μοΰνος είμι] διότι οι ακόλουθοι είχαν φύγει σύροντας μαζί τους την Αντιγόνη και την Ισμήνη. — χρόνφ βαρύς] = από τα χρόνια βαρύς, δυσκίνητος.

877-879. λήμμα] κυρίως = θέληση, τόλμη. Εδώ = αναίδεια, θρασύτητα, αυθάδεια, (λάω - ώ). — τελεϊν] (Μέλλ. του τελέω -ώ). — δοκώ] = φαντάζομαι, νομίζω. —νέμω] εδώ = νομίζω, θεωρώ. — πόλιν] δηλ. ανεξάρτητη, ελεύθερη πόλη, στην οποία δεν επιτρέπονται βιαιοπραγίες.

880-882. τοϊς δικαίοις] είναι γένους ουδετέρου = με το δίκαιο, με το όπλο του δικαίου. — βραχύς] = αδύνατος. —μέγας] = ισχυρός.

126

μάτια , φ εύ γεις . Γ ι * αυτό μ α κ ά ρι ο θ εό ς Ή λ ιο ς π ου τα π άντα β λέπ ει, σ ε σ έ ν α τ ο ν ίδ ιο κ α ι σ τ η γ ε ν ιά σ ο υ ν α δώ σ ει τ έτ ο ια γ η ρ α τ ε ιά σ α ν τα δ ικ ά μ ου .[870 ]

Κ Ρ Ε Ω ΝΤ α β λ έπ ετ ε αυτά ε σ ε ίς , κ ά τ ο ικ ο ι τούτη ς τη ς χώ ρας;

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ ι εμ έν α κ α ι σ έ ν α β λ έ π ο υ ν , κ α ι ξ έ ρ ο υ ν πω ς ενώ έχω π ά θ ει με

έρ γ α , όμ ω ς σ ε α ντικ ρ ούω με λ ό γ ια .Κ Ρ Ε Ω Ν

Δ ε ν θα κ ρ α τή σ ω π ια τ ο ν θ υμ ό μ ο υ , κ α ι ό σ ο κ ι α ν ε ίμ α ι μ ό ν ο ς κ α ι α π ό τα χ ρ ό ν ια β ρ α δ υ κ ίνη τ ο ς , θα τ ο ν σ ύρ ω μ ε τη β ία .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑ χ ο τ α λ α ίπ ω ρ ο ς εγώ .

Χ Ο Ρ Ο ΣΜ ε π ό σ ο θ ρ ά σ ο ς μ άς ή ρ θ ες , ξ έ ν ε , α ν νο μ ίζ ε ις πω ς θα το κ άμεις

αυτό .Κ Ρ Ε Ω Ν

Ν ομ ίζω .Χ Ο Ρ Ο Σ

Τ ό τ ε τούτη τ η ν π ό λ η δ εν τη θεωρώ π ια π ό λ η (ελεύ θ ερ η ). Κ Ρ Ε Ω Ν

Μ ε το δ ίκ ιο κ α ι ο α δ ύνα τος ν ικ ά τ ο ν δυνα τό . [880] Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Α κ ο ύ τ ε τ ι λέει;Χ Ο Ρ Ο Σ

Ε τούτα δ ε ν θα τα κ ά νει.Κ Ρ Ε Ω Ν

Ο Δ ία ς μ π ο ρ ε ί ν α ξέρ ε ι, εσ ύ όμω ς ό χ ι .Χ Ο Ρ Ο Σ

Δ ε ν ε ίν α ι ά ρ α γε αυτά «ύβρις»;Κ Ρ Ε Ω Ν

« 'Υ β ρ ις» , α λ λ ά π ρ έπ ε ι ν α τ η ν υ π ο μ είνε ις .Χ Ο Ρ Ο Σ

Ε λά τε ό λ ο ς ο λ α ό ς κ α ι ο ι ά ρ χ ο ν τ ες τη ς χώ ρ α ς, τρ έξτε γρ ή γ ο ρ α ,

Ο μικρός, ο αδύνατος νικά τον μεγάλο, τον δυνατό, τον ισχυρό. — είδείη] ενν. εΐ τελώ ταΰτα. Ο Δίας μπορεί να γνωρίζει, όχι όμως εσύ, αν θα εκτελέσω αυτά, δηλ. αν θα πάρω από εδώ τον Οιδίποδα.

884-886. πρόμος] = ο προηγούμενος, πρώτος, αρχηγός. (Λατιν.

127

τοιγάρ σέ καυτόν καί γένος τό σόν Θεών ό πάντα λεύσσων "Ηλιος δοίη βίον τοιοϋτον οΐον κάμε γηράναί ποτέ.

ΚΡ. όρ&τε ταϋτα, τήσδε γης εγχώριοι;ΟΙ. όρώσι κάμε καί σέ, καί φρονονσ' δτι

έργοις πεπον&ώς ρήμασίν σ’ άμννομαι.ΚΡ. οϋτοι κα&έξω δνμόν, άλλ’ άξα> βίαι,

κεί μοϋνός είμι, τόνδε, κεί χρόνωι βραδύς.

ΟΙ. Ιώ τάλας.ΧΟ. δσον λήμ’ εχων άφίκοΐ', ξέν', εϊ

τάδε δοκείς τελεϊν.ΚΡ. δοκώ.ΧΟ. τάνδ’ αρ’ ούκέτι νέμω πάλιν.ΚΡ. τοϊς τοι δικαίοις χώ βραχύς νικάι μέγαν.ΟΙ. άκούεΰ’ οϊα φ&έγγεται·,ΧΟ. τά γ ’ ον τελεί

ΚΡ. Ζευς γ ’ άν είδείη, σν 6’ οϋ.ΧΟ. άρ’ ούχνβρις τάδ’;ΚΡ. ύβρις, άλλ’ άνεκτέα.ΧΟ. Ιώ πάς λεώς, ιώ γας πρόμοι,

868-870. λεύσσω] = βλέπω, εποπτεύω. — οΐον κάμέ] εννοΐ' έδωκε γηραναι· γηραναι βίον] κατά το γήρας γηρδναι = τέτοΐβ ρατειά, τέτοιο τέλος του βίου.

871. όράτε] όπως και μεις σήμερα λέμε βλέπετε αντί να 1 άκούτε. —ταΰτά] δηλ. την κατάρα του Οιδίποδα.

872. όρώσι] = ακούνε. — έργοις πεπονθώς] = ενώ έχω 874-875. άλλ’ 6ξω βία] = αλλά θα τον οδηγήσω με τη βί

τον σύρω βίαια. — κεί μοδνος είμι] διότι οι ακόλουθοι είχαν; σύροντας μαζί τους την Αντιγόνη και την Ισμήνη. — χρόνφ \- από τα χρόνια βαρύς, δυσκίνητος.

877-879. λήμμα] κυρίως = θέληση, τόλμη. Εδώ = ανβί θρασύτητα, αυθάδεια, (λάω - ώ). — τελεϊν] (Μέλλ. του τβλ4·— δοκώ] = φαντάζομαι, νομίζω. —νέμω] εδώ = νομίζω, θβω; πόλιν] δηλ. ανεξάρτητη, ελεύθερη πόλη, στην οποία δεν επιτρέΓ βιαιοπραγίες.

880-882. τοϊς δικαίοις] είναι γένους ουδετέρου = με το β με το όπλο του δικαίου. — βραχύς] = αδύνατος. —μέγας] = ιβΧ

126

* Ι* γ ιι« . Γ ν ' αυτό μακάρι ο θ εός Ή λ ιο ς π ου τα π άντα β λέπ ει,I Ι ο ν ίδ ιο κα ι σ τη γ ε ν ιά σ ο υ ν α δώ σ ει τέτ ο ια γ η ρ α τ ε ιά σ α ν

μ β Ο . [ 8 7 0 ]

Κ Ρ Ε Ω Νι βλέπετε αυτά ε σ ε ίς , κ ά τ ο ικ ο ι το ύ τ η ς τ η ς χώ ρα ς;

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ, (μ έ ν α και σ έ ν α β λ έ π ο υ ν , κ α ι ξ έ ρ ο υ ν πω ς ενώ έχω π ά θ ει με

Φ Κ σ ε α ντικ ρ ούω μ ε λ ό γ ια .Κ Ρ Ε Ω Ν

- Ι β κ ρα τή σω π ια τ ο ν θυμ ό μ ου , κ α ι ό σ ο κ ι α ν ε ίμ α ι μ ό ν ο ς ; 10 χ ρ ό ν ια β ρ α δ υ κ ίνη το ς , θα τ ο ν σύρω με τη βία.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ, θ τα λα ίπ ω ρ ος εγώ .

Χ Ο Ρ Ο Σ! π ό σ ο θ ρ ά σ ο ς μάς ή ρ θ ες , ξ έ ν ε , α ν ν ο μ ίζε ις πως θα το κ άμεις

Κ Ρ Ε Ω Ν

Κομίζω.Χ Ο Ρ Ο Σ

Υ ΐ η Τούτη τ η ν π ό λ η δ εν τη θεω ρώ π ια π ό λ η (ελ εύ θ ερ η ). Κ Ρ Ε Ω Ν

Μι ΤΟ δ ίκ ιο κ α ι ο α δ ύνα τος ν ικ ά τ ο ν δυ να τό . [880]( Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑθθύτ> τι λέει;

Χ Ο Ρ Ο ΣΙΐΟ ύ τ α δ εν θα τα κ ά νει.

Κ Ρ Ε Ω Ν0 Αίας μπορεί να ξ έ ρ ε ι , εσ ύ όμ ω ς ό χ ι .

Χ Ο Ρ Ο ΣΜ ν ■(ναι ά ρ α γε αυτά «ύβρις»;

Κ Ρ Ε Ω Νί Ύβρις», α λ λ ά π ρ έπ ε ι ν α τ η ν υ π ο μ είνε ις .

Χ Ο Ρ Ο ΣΒ Μ τβ ό λ ο ς ο λ α ό ς κα ι ο ι ά ρ χ ο ντ ες τη ς χώ ρ α ς, τρ έξτε γ ρ ή γ ο ρ α ,

μόλετε συν τάχει, μόλετ' · έπεί πέραν περώα’ οΐδε δη.

ΘΗ. τίς πο#’ ή βοή; τί τούργον; έκ τίνος φόβον ποτέ βουϋντονντά μ ’ άμφί βωμόν έσχετ’ έναλίωι Φεώι τονδ’ επιστάτηι Κολωνον; λέξα&\ ώς είδώ το παν, ον χάριν δεϋρ' ήιξα Φάσσον ή χαΦ’ ηδονήν ποδός.

ΟΙ. ώ φίλτατ', έγνων γάρ τό προσφώνημά σου, πέπονΦα δεινά τονδ' νπ ' άνδρός άρτίως.

ΘΗ. τα ποια ταϋτα; τίς δ' δ πημήνας; λέγε.ΟΙ. Κρέων δδ' δν δέδορχας οϊχεται τέκνων

άποσπάσας μου την μόνην ξυνωρίδα.ΘΗ. πώς είπας;ΟΙ. οϊά περ πέπονΦ’ άκήκοας.ΘΗ. ουκονν τις ώς τάχιστα προσπόλων μόλων

προς τονσδε βωμούς πάντ' άναγκάσει λεών ανιππον ιππότην τε Φυμάτων δπο σπεύδειν από ρντήρος, έν&α δίστομοι μάλιστα σνμβάλλουσιν εμπόρων οδοί, ώς μή παρέλ&ωσ' αί κόραι, γέλως δ’ εγώ

ρ π Γ η υ δ ). —μόλετε] (αόρ. β ' του βλώβκω. Μετοχή: Μολών (Μολών λαβέ). — οΐδε] αναφέρεταν στον Κρέοντα, ο οποίος πέραν περ$, δηλ. πολύ προχωρεί στις ύβρεις προσπαθώντας να απαγάγει τον Οιδίποδα.

887-890. έκ τίνος φόβου έσχετέ με βουθυτοΰντα άμφί βωμόν έναλία> θεφ έπιστάτη τοΰδε Κολωνοΰ; — έσχετε] = με εμποδίσατε, με διακόψατε και δεν μπόρεσα να τελειώσω τη θυσία μου; — έπι- στάτης] = προστάτης. Ο Ποσειδών ήταν προστάτης του Κολωνού και της Αθήνας. Πρβλ. 54. — ήξα] αόρ. του άσσω, άίσσω = πηδώ, τρέχω. — θασσον ή καθ’ ηδονήν ποδός] = γρηγορότερα από όσο άρεσε στα πόδια μου, από όσο ήθελε το πόδι μου να τρέξει.

893-895. ό πημήνας] ενν. σε Μετοχή αορ. του πημαίνω = βλάπτω. — ξυνωρίς] κυρίως: ζεύγος ίππων, οι οποίοι σύρουν άμαξα. Μετα- φορικώς: ξυνωρίς τέκνων] = ζεύγος τέκνων. —μόνην] διότι τους γιους του δεν θεωρεί ως τέκνα. — οϊχεται] ο Κρέων είναι παρών, λέει όμως ότι οϊχεται διότι οι θυγατέρες του έχουν απαχθεί και αίτιος της απαγωγής είναι ο Κρέων.

898. τούσδε βωμούς] εκτός από τον βωμό του Ποσειδώνα, στον οποίο γινόταν θυσία (888), ήταν και άλλοι εκεί πλησίον. —ούκ

128

τρ έξτ ε , γ ια τ ί α υ το ί εδώ π ε ρ ν ο ύ ν ε π λ έ ο ν κάθε ό ρ ιο .Θ Η Σ Ε Υ Σ

(Εισέρχεται με τους ακολούθους του από τη δεξιά πάροδο)Τ ι β ο υ ή ε ίν α ι τού τη ; Τ ι σ υ μ β α ίν ε ι; Από π ο ιο σ α ς φ ό β ο με

διακόψ ατε, τη σ τιγμ ή π ου π ρ όσ φ ερ α θυσία σ τ ο ν βω μό του θα λά σσιου θ εο ύ , π ρ ο σ τ ά τ η α υ τού εδώ το υ Κ ο λ ω νο ύ ; Π έ σ τ ε μ ο υ , γ ια ν α τα μάθω ό λ α , γ ια τ ί γ ια χ ά ρ η τ ο υ έ τ ρ ε ξ α εδώ γ ρ η γ ο ρ ό τ ε ρ α α π ' ό σ ο β α σ τ ο ύ σ α ν τα π όδ ια μ ου . [890 ]

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΦ ίλ ε μ ο υ , γ ια τ ί σ ε γ ν ώ ρ ισ α α π ό τη φ ω νή σ ο υ , μ ό λ ις τώ ρα π ρ ιν

α π ό λ ίγ ο έχω π ά θ ει α π ό τ ο ύ τ ο τ ο ν ά νθ ρ ω π ο φ ο β ερ ά κακά.Θ Η Σ Ε Υ Σ

Π ο ια ε ίν α ι αυτά; π ο ιο ς ε ίν α ι α υ τός π ο υ σ ’ έβ λα ψ ε; λ έγ ε .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Α υ τ ό ς εδώ , ο Κ ρ έο ντ α ς , π ο υ β λ έπ ε ις , μ ου ά ρ π α ξε τα δυο π α ιδ ιά π ο υ μ ’ α π ό μ ε ιν α ν κ α ι π ά ει ν α φ ύγει.

Θ Η Σ Ε Υ ΣΠ ώ ς είπες;

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΤ ο τι έχω π άθει το ά κ ου σ ες .

Θ Η Σ Ε Υ ΣΔ ε ν π ά ει κ ά π ο ιο ς α π ό τους α κ ο λ ο ύ θ ο υ ς μ ο υ ό σ ο γ ίνετ α ι π ιο

γ ρ ή γ ο ρ α σ ’ α υτούς εδώ τ ο υ ς βω μούς κ α ι ό λ ο ν τ ο λ α ό ν α β ιά σ ε ι, π εζο ύ ς κ α ι ιπ π ε ίς , ν α α φ ή σ ο υ ν τ ις θ υ σ ίες κ α ι ν α τ ρ έ ξ ο υ ν χω ρ ίς ά ρ γ η τ α [900 ] εκ ε ί π ου σ υ ν α ν τ ιό ν τ α ι ο ι δυο μ ε γ ά λ ο ι δ ρ ό μ ο ι π ου π α ίρ ν ο υ ν ο ι ο δ ο ιπ ό ρ ο ι , γ ια ν α μ η ν π ρ ο σ π ε ρ ά σ ο υ ν ο ι κ ό ρ ες κα ι

άναγκάσει] αντί προστακτικής.899-901. άνιππος] = χωρίς ίππους, που δεν έχει ίππους, ο πεζός.

— ιππότης] = έφιππος. — άπό ρυτήρος] αναφέρεται στο Ιππότην. Κυρίως = μακριά από τα ηνία, χωρίς τη χρήση των ηνίων, με χαλαρά τα ηνία. — ρυτήρ, ος] = τα ηνία, ο χαλινός, τα χαλινάρια του αλόγου. — θυμάτων άπο] = μακριά από τις θυσίες, αφήνοντας τις θυσίες. — δίστομοι δδοί συμβάλλουσιν] τις οδούς παραβάλλει προς ποταμούς = τα στόματα δύο οδών ενώνονται, δύο οδοί. Η οδός που οδηγεί από την Αθήνα προς τη Θήβα, κοντά στη Θρία, διαιρείται σε δύο, η μιά προς τα δεξιά οδηγεί στις Πλαταιές και τη Θήβα, η άλλη προς τα αριστερά στην Ελευσίνα, Μέγαρα, Πελο­πόννησο.

129

ξένιοι γέναψαι τώιδε, χειρω&εις βίαι;ϊ&\ ώς ανωγα, συν τάχει. τούτον δ’ έ.γιή,εί μέν δι' οργής ήχον ής δδ' άξιος,άτρωτον ον με&ήκ’ άν έξ έμής χερός-νϋν <55 ονσπερ αυτός τους νόμους είσήλ'ά' εχων,τούτοισι κονκ άλλοισιν άρμοσ&ήσεται.

ον γάρ ποτ’ έξει τήσδε τής χώρας, πριν άν κείνος εναργείς δενρό μοι στήσηις άγων · έπει δέδρακας οντ’ έμον καταξίως οϋ&’ ών πέφνκας αυτός ούτε οής χ&ονός, δστις δίκαι5 ασκούσαν είσελ&ών πάλιν χανευ νόμου κραίνονααν ονδέν, έ ΐτ’ άφεις τά τήσδε τής γής κνρι’ ώδ' έπεισπεσών άγεις ■&’ & χρήιζεις και παρίστασαι βίαι · καί μοι πάλιν κένανδρον ή δούλην τινά εδοξας είναι, χάμ’ ίσον τώι μηδενί. καίτοι σε θήβαί γ ' ούκ έπαίδενααν κακόν ου γάρ φιλονσιν άνδρας έκδίκους τρέφειν, οΰδ’ άν σ ’ έπαινέσειαν, εί πνβοίατο συλώντα τάμα και τά των ϋεών, βίαι άγοντα φωτών ά&λίων Ικτήρια.

903. ξέν<ρ τφδε] εννοεί τον Οιδίποδα. — ϊθ ' ώς ανωγα συν τάχει] = πήγαινε γρήγορα, όπως σε διατάζω. — δνωγα] παρακείμ. με σημασία Ενεστώτα, υπερσυντέλικος ήνώγειν. Ένας ή περισσό­τεροι ακόλουθοι (δορυφόροι) απέρχονται, για να εκτελέσουν τη διαταγή του Θησέα.

905. - δ ι ’ ύργής ήκω] = έχω έλθει οργισμένος, παρασύρομαι από την οργή μου.

906. ού μεθηκ’ άν] = δεν θα τον άφηνα. — εί ήκον (υπόθεση). — ού μεθήκ’ άν (απόδοση, β ' είδος υποθετικού λόγου). — άτρωτος (α+τι-τρώσκω) = απλήγωτος, ατραυμάτιστος.

907-908. Η σύνταξη: νδν δέ τούτοις τοϊς νόμοις κούκ άλλοισιν άρμοσθήσεται, οΰσπερ έχων είσήλθε (ο Κρέων στην Αττική). — άρμοσθήσεται] = θα τακτοποιηθεί, θα «συγυρισθεί», δήλ. σύμφωνα με αυτούς τους νόμους που έφερε και όχι με άλλους θα τον «συγυ­ρίσουμε»· όπως με τη βία άρπαξε τις κόρες, έτσι με τη βία και θα κρατηθεί. (Βλπ. 934).

909-910. έξει] = θα εξέλθεις (έξειμι, Μελλ. του έξέρχομαι). Στρέφει τώρα τον λόγο στον Κρέοντα. — έναργεΐς (εννοείται: τάς

130

γ ίν ω π ε ρ ίγ ε λ ο ς σ ε τ ο ύ τ ο ν εδώ τ ο ν ξ έ ν ο , ν ικ η μ έ ν ο ς εγώ α π ό τη βία; Π ή γ α ιν ε γ ρ ή γ ο ρ α , όπω ς προστάζω . Κ ι α υ τόν εγώ , α ν π α ρ α σ υρ όμ ουν α π ό τ η ν ο ρ γ ή π ου του α ξ ίζ ε ι , δ εν θα τ ο ν ά φ η να ν α β γ ε ι γ ε ρ ό ς απ ό τα χ έ ρ ια μ ου . Ό μ ω ς τώ ρα με τους ν ό μ ο υ ς π ου ή ρ θ ε εδώ ν α φ έρ ει, μ ’ α υ τούς κ ι ό χ ι μ ε ά λ λ ο υ ς θα δ ικ α σ τεί κ ι ο ίδ ιος .

Γ ια τ ί δ ε ν θα β γ ε ις π ο τ έ α π ό τούτη τη χώ ρ α π ρ ιν ν α φ έρ εις π ίσ ω ε κ ε ίν ες κ α ι ν α τ ις π α ρ ο υ σ ιά σ ε ις εδώ μ π ρ ο σ τ ά μου· [9 1 0 ] γ ια τ ί δ εν έπ ρ α ξες ούτε σ ε μ ένα α ντά ξια ούτε σ ’ εκ ε ίνο υ ς π ου σ ε γ έ ν ν η σ α ν ο ύ τε σ τ η ν π α τρ ίδ α σ ο υ - μ π ή κ ες σ ε μ ια π ό λ η π ου σ έβ ετ α ι τη δικ α ι­ο σ ύ ν η και τ ίπ ο τα δ εν π ρ ά ττει χω ρ ίς ν ό μ ο , έπ ειτα π ερ ιφ ρ ο νώ ντα ς τ ις α ρ χ έ ς το ύ τ η ς τη ς χ ώ ρ α ς , π έφ τεις πάνω τη ς κ α ι α ρ π ά ζε ις ό ,τ ι θ έ λ ε ις κ α ι τ ο κ ά ν ε ις δ ικ ό σ ο υ μ ε τη βία· ν ό μ ισ ε ς πω ς η π ό λ η μ ου δ ε ν έ χ ε ι ά ν δ ρ ες ή πως ε ίν α ι κ α μ ιά σ κ λ ά β α κ ι εγώ ένα ς τ ιπ ο τέν ιο ς· κ ι όμ ω ς η Θ ή β α δ ε ν σ ε α νά θ ρ εψ ε ν α γ ίν ε ις κ α κ ός ά νθ ρ ω π ο ς, γ ια τί δ ε ν σ υ ν η θ ίζ ε ι ν α α ν α τ ρ έφ ει ά ν δ ρ ες π ο υ δ ε ν σ έ β ο ν τ α ι τ ο ν ν ό μ ο κ ι ο ύ τε μ π ο ρ ε ί ν α σ ε ε π α ιν έ σ ε ι , α ν μ ά θει πως κ ατα πα τώ ντας τα δ ίκ α ια τω ν θεώ ν κ α ι τα δικ ά μ ου π ή ρ ες με τη β ία δ υ σ τ υ χ ισ μ έν ο υ ς ικ έτες.

κόρας) στήσης] = παρουσιάσεις μπροστά στα μάτια μου.911-912. Έπεί δέδρακας] = επειδή έχεις διαπράξει (την αρπαγή

της Αντιγόνης και της Ισμήνης). — οΰτ’ έμοΰ καταξίως) = δεν έπραξες όπως άξιζε, όπως έπρεπε σε μένα. — ών πέφυκας] = των προγόνων σου.

913-916. κραίνω] = εκτελώ, εκπληρώ. — κάνευ νόμου] ανα­χρονισμός, διότι στους χρόνους του Θησέα δεν υπήρχαν νόμοι. — άφείς τά τήσδε τής γής κύρια] = περιφρονώντας τους νόμους και τα δημόσια ήθη τούτης της χώρας. — έπεισπεσών] μετά το είσελθών με το έπεισπεσών τονίζει την προσβολή κατά της χώρας. —άγεις] = απάγεις, αρπάζεις. — παρίστασαι βίφ] εδώ το μέσο ρήμα παρίσταμαι] = υποτάσσω, υποδουλώνω, κυριεύω.

917-918. κένανδρος πόλις] = πόλη κενή, άδεια από άνδρες, που δεν έχει άνδρες (κενή - άνήρ). — καμ’ ίσον τφ μηδενί] συνήθως τίθεται το ουδέτερο μηδέν, οΰδέν, αλλά όχι σπάνια συναντάται και το αρσενικό γένος 6 μηδείς = μηδαμινός, τιποτένιος.

919. Το παιδεύω με δύο Αιτιατικές, όπως και το διδάσκω. —κακόν] κατηγορούμενο κατά πρόληψη. Επίτηδες εξαίρεται ο σεβασμός προς τη Θήβα, για νά δειχθούν οι ταπεινοί τρόποι του Κρέοντα.

920-923. ούδ' άν έπαινέσειαν, εΐ πυθοίατο] γ ' είδος υποθετικού λόγου, απλή σκέψη. — πυθοίατο = πύθοιντο. — των θεών] γενική αντικειμενική του ίκτήρια. —φωτών άθλιων] (εννοεί τον Οιδίποδα): είναι γενική κτητική στο ίκτήρια. Με το ίκτήρια εννοεί τις θυγατέρες

131

οϋκονν έγωγ’ άν, σής έπεμβαίνων χ&ονός, ούδ’ εί τά πάντων είχον ένδικώτατα, άνευ γε τοϋ κραίνοντος, δστις ήν, χδονός ούδ’ είλκον οϋτ’ &ν ήγον, άλλ’ ήπιστάμην ξένον παρ’ άατόίς ως διαιτάσδαι χρεών, σύ δ’ αξίαν οϋκ ούσαν αίσχύνεις πάλιν την αυτός αυτόν, καί σ’ δ πληδύων χρόνος γέρονδ’ όμον τίδησι και τον νοΰ κενόν, είπον μέν ονν καί πρόσδεν, έννέπω δέ νυν, τάς παϊδας ώς τάχιστα δενρ’ αγειν τινά, εί μή μέτοικος τήσδε τής χώρας δέλεις είναι βίαι τε κούχ έκών · καί ταντά σοι τώι νώι δ ’ όμοιος καπό τής γλώσσης λόγο.

ΧΟ. όράις ΐν’ ήκεις, ώ ξέν'; ώς άφ’ ών μέν εί φαίνηι δίκαιος, δρών δ’ έφενρίακηι κακά.

ΚΡ. εγώ οντ’ άνανδρον τήνδε τήν πάλιν νέμων, ώ τέκνον Αίγέως, οντ’ ΐίβουλον, ώς σν ψήις, τουργον τάδ’ έξέπραξα, γιγνώσκων δ’ δτι ονδείς ποτ’ αυτούς των έμών αν έμπέσοι ζήλος ξυναίμων, ωστ’ έμον τρέφειν βίαι. ήιδη δ’ ό&ούνεκ’ άνόρα καί πατροκτόνον καναγνον ού δεξοίατ’, ούδ’ δτωι γόμοι

του Ονδίποδα, οι οποίες ως ικέτιδες ήταν υπό την προστασία των θεών. Μεταχειρίσθηκε πληθυντικό φωτών άθλιων αντί φωτός άθλιου (του Οιδίποδα).

924-928. οΰθ’ είλκον οΰτ" άν ήγον] υποθετικός λόγος β ' είδους, το μη πραγματικό. — ούδ’ εί είχον τά’πάντων ένδικώτατα]υπόθεση.— δστις ήν] = οποιοσδήποτε κι αν ήταν. — άλλ’ ήπιστάμην] εννοείται το άν. Η σύνταξη: άλλ’ ήπιστάμην άν ώς χρεών (έστί) διαιτάσθαι ξένον παρ’ άστοΐς] = αλλά θα γνώριζα πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ένας ξένος προς τους ντόπιους εδώ. — χρεών] Μετοχή του χρή. (χρεών έστί).

929-931. άξίαν ούκ ούσαν] εννοείται: αίσχύνεσθαι. Λέγοντας πόλιν εννοεί τη Θήβα. — αύτοϋ] αντί β ' προσώπου σαυτοΰ. — πληθύων χρόνος] = τα πολλά σου χρόνια,η μεγάλη σου ηλικία.— τίθησιν] = αποδεικύνει.

932. εΐ μή μέτοικος...] ειρωνικά λέει μέτοικος αντί δεσμώτης.— τφ νφ θ ’ όμοίως κάπό τής γλώσσης λέγω] Μπορεί εδώ να εννοηθεί κατά ζεύγμα το ρήμα φρονώ. = τφ νφ φρονώ και από τής γλώσσης λέγω. Η έννοια: λέω ακριβώς αυτά που έχω στο νου, δεν έχω άλλα στο νου και άλλα στα χείλη.

132

Ό μ ω ς εγώ τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν , α ν ε ρ χ ό μ ο υ ν σ τ η χώ ρ α σ ο υ , ο ύ τε κ ι α ν ε ίχ α ό λ α τα δ ίκ α ια το υ κ ό σ μ ο υ μ ε τ ο μ έρ ο ς μ ο υ , χ ω ρ ίς τη σ υ γ κ α τά ­θ ε σ η το υ β α σ ιλ ιά τη ς χ ώ ρ α ς, ό π ο ιο ς κ ι α ν ή τ α ν , δ εν θ α ά ρ π α ζα ο ύ τ ε θα ' π α ιρ ν α κ α ν έ ν α ν , α λ λ ά θα ή ξ ε ρ α κ α λ ά πώ ς π ρ έπ ε ι, έ να ς ξ έ ν ο ς , ν α φ έρ νετα ι π ρ ο ς τους π ο λ ίτ ες . Ό μ ω ς εσ ύ ν τ ρ ο π ιά ζε ις ο ίδ ιο ς τη δ ικ ή σ ο υ π ό λ η π ου δ ε ν το α ξ ίζ ε ι , και τα π ο λ λ ά σ ο υ χ ρ ό ν ια σ ε δ ε ίχ ν ο υ ν γ έ ρ ο μ α ζί κ α ι ά μ υ α λ ο . [930] Ε ίπα λ ο ιπ ό ν κ α ι π ρ ιν , το ξ α ν α λ έ ω κ α ι τώ ρα , ν α π ά ε ι κ ά π ο ιο ς ν α φ έρ ε ι εδώ τ ο γ ρ η γ ο ρ ό τ ε ρ ο τ ις κ ό ρ ε ς , α ν δ ε ν θ έλ ε ις ν α γ ίν ε ις μ έτ ο ικ ο ς σ ’ αυτή τη χώ ρ α μ ε τη β ία κ α ι χ ω ρ ίς τη θ έ λ η σ ή σ ο υ . Α υ τά σ κ έπ τ ο μ α ι κ ι αυτά σ ο υ λέω .

Χ Ο Ρ Ο ΣΒ λ έ π ε ις , ξ έ ν ε , σ ε π ο ιο σ η μ ε ίο έ χ ε ις φ τάσει; α π ό τ η ν καταγω γή

σ ο υ φ α ίν ε σ α ι δ ίκ α ιο ς , ο ι π ρ ά ξ ε ις σ ο υ όμω ς κ α κ ό σ ε φ α νερ ώ νο υ ν.Κ Ρ Ε Ω Ν

Ε γώ , γ ιε του Α ιγ έ α , ο ύ τ ε έρ η μ η α π ό α νθ ρ ώ π ο υ ς λέω πω ς ε ίν α ι το ύ τ η η π ό λ η ούτε α π ερ ίσ κ επ τ α , όπ ω ς λ ε ς ε σ ύ [9 4 0 ] έπ ρ α ξ α το έ ρ γ ο α υ τό , α λ λ ά γ ια τ ί π ίσ τ ευ α πω ς α υ το ί εδώ π ο τ έ δ ε ν θα ενδ ια φ έ­ρ ο ν τ α ν γ ια τ ο υ ς σ υ γ γ ε ν ε ίς μ ου , ώ στε π αρά τη θ έ λ η σ ή μ ου ν α τους τρ έφ ο υ ν . Ή ξ ε ρ α ό τ ι δ ε ν θα δ έ χ ο ν τ α ν έ ν α ν ά νθ ρ ω π ο π α τ ρ ο κ τ ό ν ο κ α ι μ ο λ υ σ μ έ ν ο α π ό το έ γ κ λ η μ ά του , ο ύ τε κ ά π ο ιο ν π ο υ β ρ έθ η κ ε ν α

937-938. άφ’ ών μέν εϊ] = ως προς την καταγωγή, ως προς την πατρίδα. —φαίνει δίκαιος] δηλ. άνθρωπος από τον οποίο περιμένει κανείς δίκαιες πράξεις. — φαίνη, έφευρίσκη] β ' πρόσ. μέσης φωνής. — έφευρίσκη] = αποκαλύπτεσαι, φανερώνεσαι. — δρών] = ως προς τις πράξεις, τα έργα.

939-943. δνανδρον] = χωρίς άνδρες· αντιστοιχεί στο κένανδρος που είπε ο Θησέας. — λέγω] = νομίζω, όπως και σε μας σήμερα έχει τη σημασία αυτή. —άβουλος] = ανόητος απερίσκεπτος. — γιγνώσκων] αιτιολογική μετοχή. — οϋδείς πότ’... τρέφειν βίφ] η σύνταξη: ουδείς ποτέ ζήλος των έμών ξυναίμων άν έμπέαοι αύτούς, ώστ ’ έμοδ τρέφειν βίφ. —αύτούς] (αναφέρεται στο τήνδε την πόλιν) = τους πολίτες. —έμπίπτω] συντάσσεται με δοτική, αλλά και με αιτιατική, όπως εδώ. — ξυναίμων] των συγγενών δηλ. της Ισμήνης και της Αντιγόνης.

944-946. ήδη δ ’ δθούνεκα] = γνώριζα, ήξερα καλά ότι. —ήδη] υπερσυντ. με σημασία παρατατικού του οίδα. — άναγνος] = μιαρός, μολυσμένος από την πατροκτονία. Κατά τον Μιστριώτη άναγνος εξαιτίας της αιμομιξίας, όπως φαίνεται από την απόκριση του Οιδΐποδα στο στίχο 962 «δστις φόνους μοι καί γάμους καί συμφοράς τοΰ σοδ διήκας στόματος». — ού δεξοίατο] = ού δέξοιντο. — Ανόσιοι]

133

ξννόντες ηύρέδησαν ανόσιοι τέκνων, τοιοΰτον αύτοίς Άρεος ενβονλον πάγον εγώ ξννηιδη χρόνιαν δνδ', δς ούκ έάι τοιονσδ- άλήτας τήιδ’ όμοϋ ναίειν πόλει · ώι πίστιν ιαχών τήνδ’ έχείρον μην άγραν, καί ταντ’ άν ούκ επρασσον, εί μη μοι πίκρας αντώι τ ’ άράς ήράτο καί τώμώι γένει- άν&’ ών πεπον&ώς ήξίονν τάδ' αντιδράν, προς ταντα πράξεις όΐον άν δέληις ■ επε'ι έρημία με, κεί δίκαι’ δμως λέγω, σμικρόν τί&ησι ■ προς δέ τάς πράξεις δμως καί τηλικόσδ ’ ών άντιδράν πειράσομαι · δυμον γάρ ούδέν γήράς έστιν άλλο πλήν δανείν δανόντων <5’ ούδέν άλγος άπτεται.

ΟΙ. & λήμ’ άναιδές, τον καδνβρίζειν δοκεΐς, πότερον έμον γέροντος ή σαντον τάδε; δστις φόνονς μοι καί γάμονς καί σνμφοράς τον σον διήκας στόματος, άς εγώ τάλας

κατηγορούμενο· οί ξυνόντες γόμοι εύρέθησαν άνόσιοι. — τέκνων] αντί τέκνου: γενική υποκειμενική = βρέθηκε ανόσιος γάμος τέκνου με τη μητέρα του.

947-949. εΰβουλος] = αυτός που έχει καλή βουλή, που βουλεύεται καλά, καλός σύμβουλος. — χθόνιος] = εγχώριος, εντόπιος. — ξυνήδη] η πρόθεση ξύν επιτείνει την έννοια του ρήματος. —” Αρεος πάγος] ο Ά ρειος Πάγος ήταν το αρχαιότατο δικαστήριο για φονικές, δίκες. Είχε την έδρα του στον ομώνυμο λόφο, δυτικά της Ακρόπολης. Σ ’ αυτό δικάστηκε ο Ά ρη ς γιατί σκότωσε τον γιο του Ποσειδώνα, τον Αλιρόθιο, που ατίμασε την Αλκίππη, τη θυγατέρα του Ά ρη . Στη δίκη αυτή αθωώθηκε ο Ά ρης, όπως αργότερα και ο μητροκτόνος Ορέστης (Βλπ. Ευμενίδες του Αισχύλου). — δς ούκ έφ] = ο οποίος δεν επιτρέπει. —τοιούσδ’ άλήτας ναίειν] = τέτοιοι αλήτες να κα­τοικούν. Λέει αυτά, διότι η έξ Αρείου Πάγου βουλή είχε την εποπτεία των ηθών.

950. φ πίστιν ίσχων] = φ έγώ πεποιθώς. — τήνδε άγραν] = τούτο το θήραμα (την Αντιγόνη και την Ισμήνη).

951-952. καί ταύτ’ άν ούκ δπρασσον, εί μή μοι πικρός αύτφ τ ’ άράς ήράτο καί τώμφ γένει = υποθετικός λόγος β ' είδους. — άράς] σύστοιχο αντικείμενο. (Η αρά έγινε στο στίχο 868).

954. θυμού γάρ ούδέν γήρας έστιν άλλο πλήν θανεΐν] διότι άλλα γηρατειά του θυμού δεν υπάρχουν εκτός από τον θάνατο.

134

έ χ ε ι σ υ ν ά ψ ει α ν ό σ ιο γ ά μ ο π α ιδ ιο ύ κ α ι μ η τέρ α ς. Ε γώ ή ξ ε ρ α κ α λ ά πω ς έ χ ο υ ν α υ το ί σ τ ο ν τ ό π ο τ ο υ ς σ ύ μ β ο υ λ ο σ υ ν ε τ ό τ ο ν Ά ρ ε ι ο Π ά γ ο , π ο υ δ εν επ ιτ ρ έπ ε ι ν α κ α τ ο ικ ο ύ ν μ α ζί τ ο υ ς σ ε τούτη τ η ν π ό λ η τ έ τ ο ιο ι α λ ή τ ες . Σ ’ α υ τ ό ν π ισ τ εύ ο ντ α ς π ρ ο σ π ά θ η σ α ν α π ιά σω τού το τ ο θ ή ρ α μ α . [950] Κ ι α υ τό δ έ ν θα τ ο έκ α να , α ν δ ε ν ξ ε σ τ ό μ ιζε κ α τά ρ ες γ ια μ ένα κ α ι γ ια τη γ ε ν ιά μου· κα ι γ ι ’ αυτά π ο υ έπ αθα έκ ρ ινα πω ς έ τ σ ι έπ ρ επ ε ν α α ντιδρ ά σ ω . Π ά νω σ ’ αυτά μ π ο ρ είς να π ρ ά ξ ε ις ό ,τ ι θ έ λ ε ις , γ ια τ ί η μ ο ν α ξ ιά μ ο υ , α ν κ α ι αυτά , π ο υ λέω ε ίν α ι δ ίκ α ια , μ ε κ ά ν ε ι αδύνατο· σ τ ις π ρ ά ξ ε ις σ α ς ό μ ω ς, α ν κ α ι ε ίμ α ι σ* α υ τ ή ν τ η ν η λ ικ ία , με π ρ ά ξ ε ις θα π ρ ο σ π α θ ή σ ω ν α α ντιδ ρ ά σ ω . Γ ια τ ί ο θ υμ ός γερ ά μ α τα δ ε ν ξ έ ρ ε ι π α ρ ά τ ο θ ά να τ ο μ ο νά χα · κ α ι τ ο υ ς νε κ ρ ο ύ ς κ α ν ένα ς π ό ν ο ς δ ε ν α γ γ ίζ ε ι [960].

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑ δ ιά ν τ ρ ο π ε , π ο ιο ν ν ο μ ίζ ε ις πω ς β ρ ίζε ις μ ε αυτά τα λ ό γ ια ,

εμ ένα τ ο ν γ έ ρ ο ή τ ο ν ίδ ιο τ ο ν εα υ τό σ ο υ ; Ε σ ύ έ π ια σ ε ς σ τ ο σ τ ό μ α σ ο υ τ ο υ ς φ ό ν ο υ ς κ α ι τ ο υ ς γ ό μ ο υ ς κ α ι τ ις σ υ μ φ ο ρ ές μ ο υ , π ο υ εγώ ο

Κατά τον Σχολιαστή: «Τούτο δέ καί παροιμιακώς λέγεται, δτι 6 θυμός έσχατον γηράσκει- λέγεται δέ διά τούς πρεσβυτέροις* δσω γηράσκουσι, τον θυμόν έρρωμενέστερον έχουσιν».

955. θανόντων δ ’ ούδέν άλγος απτεται] = τους πεθαμένους κανένα πάθος δεν τους αγγίζει, μόνον οι νεκροί δεν έχουν θυμό, δεν οργίζονται.

956-959. έπεί έρημία με σμικρόν τίθησιν] = επειδή η απομόνωσή μου (η έλλειψη δορυφόρων αυτή τη στιγμή) με κάνει αδύνατο. — κεΐ δίκαια δμως λέγω] = αν και αυτά που λέω είναι δίκαια. Το δμως τίθεται όχι μόνο στην ανεξάρτητη πρόταση του εναντιωματικού λόγου, αλλά και στην ίδια την εναντιωματική πρόταση και την εναντιωματική μετοχή. — πρός δέ τάς πράξεις δμως καί τηλικόσδε ών Αντιδράν πειράσομαι] Η έννοια των «πρός ταΰτα πράξης οίον άν θέλεις» και «πρός δέ τάς πράξεις δμως... πειράσομαι» είναι η εξής: δεν αντιστέκομαι στην απόλυση των θυγατέρων του Οιδίποδα (= πράξεις οίον δν θέλης), αλλά αν με αγγίσεις (= πρός δέ τάς πράξεις) μολονότι είμαι σε τόσο μεγάλη ηλικία, θα προσπαθήσω να αμυνθώ.

960-961. Τοδ δοκεϊς καθυβρίζειν τάδε]: τοΰ = τίνος. Το καθυβρίζω συντάσσεται με αιτιατ., εδώ όμως με γενική τοδ κατά το καταγελώ τίνος, και το τόδε είναι σύστοιχο αντικείμενο = αυτές τις ύβρεις...

962-965. δστις φόνους μοι καί γάμους καί συμφοράς, τοδ σοΰ διήκας στόματος]: — μοι] εξαρτάται από τη φράση τοδ σου διηκας στόματος, διότι σημαίνει «ώνείδισας» = άφησες να βγει από το στόμα σου. — δνήκας] αόρ. β ' του διίημι, το οποίο εδώ συντάσσεται

135

ήνεγκον ακων · §εοϊς γάρ ήν οΰτω φίλον,965 τάχ’ αν τι μηνίονσιν είς γένος πάλαι.

έπει κα&’ αυτόν γ ' ονκ αν έξενροις έμοί αμαρτίας όνειδος ονδέν, άν&’ ότου τάδ’ είς έμαυτόν τούς έμούς $ ’ ήμάρτανον.

έπει δίδαξον, εϊ τι Φέσφατον πατρί 970 χρησμοϊσιν ίκνενδ ’ ώστε προς παίόων ΰανεΐν,

πώς &ν δικαίως τοϋτ’ όνειόίζοις έμοί, δς ούτε βλάστας πω γενεΰλίους πατρός, ον μητρός είχον, άλλ’ αγέννητος τότ' ή; εί δ* αύ φανείς δύστηνος, ώς εγώ ’φάνην,

979 εις χεΐρας ήλ&ον πατρί καί κατέκτανον,μηδέν ξυνιείς ών εδρών εις ονς τ ’ ιδρών, πώς αν το γ ’ άκον πράγμ’ άν εικότως ψέγοις; μητρός δέ, τλήμον, ονκ έπαισχννηι γόμους ονσης όμαιμου σής μ ' άναγκάζων λέγειν

»8ο οϊονς έρώ τάχ’; ον γάρ ούν σιγήσομαισου γ ’ είς τόδ’ έξελ&όντος, άνόσιον στόμα, έτικτε γάρ μ ’ έτικτεν, ώμοι μοι κακών, ουκ είδότ’ ονκ είδνϊα, καί τεκοϋσά με αυτής όνειδος παιδας έξέφνσέ μοι.

με αιτιατ. και γενική. — συμφοράς] εννοεί τη δυστυχία του να περιπλανάται ως επαίτης, για την οποία είπε στο στίχο 949. — τάχ’ άν τι μηνίουσιν (τοΐς θεοΐς) είς γένος πάλαι] = οι οποίοι (θεοί) ίσως να ήταν οργισμένοι με τη γενιά μου από παλιά.

966-968. κατ ’ αυτόν] = όσον αφορά εμένα τον ίδιο. —άμαρτίας δνειδος] γενική της αιτίας = όνειδος έπί άμαρτίφ. Την άμαρτίαν ο Αριστοτέλης (1427 Α33) εξηγεί «τό δι ’ άγνοιαν βλαβερόν τι πράττειν άμαρτία έστί». Ο Οιδίπους όμως δεν γνώριζε πως αύτός που σκότωνε ήταν ο πατέρας του, γνώριζε όμως ότι ήταν άνθρωπος, δηλ. ενσυ­νείδητα δεν ήταν πατροκτόνος, αλλά ανθρωποκτόνος. Επίσης στο 1135, α, 28, τον Οιδίποδα έχει υπόψη του λέγοντας «ένδέχεται, τον τυπτόμενον πατέρα είναι, τόν δέ τόπτοντα δτι μέν άνθρωπος γιγνώ- σκειν, δτι δέ πατήρ άγνοεΐν». Συνεπώς ο Οιδίπους ομολογεί την αμαρτία, αλλά παρατηρεί ότι δεν περιέχει όνειδος.

969-973. θέσφατον] = θείος λόγος, προφητική μαντεία. —χρη- σμοΐσιν] (δοτ. οργ.) = με τους χρησμούς. — πρός παίδων] πληθυντ. αντί ενικού αριθμού: αντί πρός παιδός. (Ποιητ. αίτιο) δηλ. του Οιδίποδα. — πώς άν τοΰτο] = πώς γ ι ’ αυτή την πράξη, δηλ. τον

136

δ ύ σ τ υ χ ο ς ά θ ελ ά μ ου υ π ό φ ερ α , γ ια τ ί έ τ σ ι ή θ ε λ α ν ο ι θ ε ο ί , π ο υ ίσω ς α π ό π α λ ιά ν α ή τ α ν ο ρ γ ισ μ έ ν ο ι μ ε τ η ν γ ε ν ιά μ ου. Γ ια τ ί εμ ένα π ρ ο ­σω πικά δ εν θα μ π ορ έσ εις ν α βρεις κ α θόλου υπαίτιο γ ια τα εγκλή μ ατα π ο υ δ ιέπ ρ α ξ α σ ε β ά ρ ο ς το υ εα υ τού μ ου κ α ι τω ν δ ικ ώ ν μ ου . Γ ια τί, γ ια π ες μ ο υ , α ν α π ό τ ο υ ς χ ρ η σ μ ο ύ ς έφ τα σ ε σ τ ο ν π α τέρ α μ ου π ρ ο ­φ η τικ ή μ α ντ ε ία πω ς θα π εθ ά νε ι α π ό του γ ιο υ το υ τ ο χ έ ρ ι , [970] με π ο ιο δ ίκ α ιο μ π ο ρ είς γ ι ’ αυτό ν α κ α τη γ ο ρ είς εμ ένα , π ο υ τ ό τε α κ όμ α ο π α τ έρ α ς μ ου κ α ι η μ η τέρ α μ ου δ ε ν ε ίχ α ν π α ντ ρ ευ θ ε ί κ ι εγώ ή μ ο υ ν α γ έ ν ν η τ ο ς ; Α ν π ά λ ι, α φ ού σ τ ο φ ω ς ο δ ύ σ τ υ χ ο ς β γ ή κ α , όπ ω ς β γ ή κ α , ή ρ θ α σ τ α χ έ ρ ια μ ε τ ο ν π α τέρ α μ ο υ κ α ι τ ο ν σ κ ό τ ω σ α , χ ω ρ ίς ν α ξέρ ω τ ι έ κ α ν α ο ύ τε σ ε π ο ιο υ ς τ ο έκ α να , πώς μ π ο ρ ε ίς δ ίκ α ια ν α κ α τ α κ ρ ίν ε ις τ η ν α κ ο ύ σ ια π ρ ά ξ η μ ου; Κ α ι γ ια τ ο υ ς γά μ ο υ ς τη ς μ η τ έρ α ς μ ο υ , ά θ λ ιε , π ο υ ε ίν α ι α δ ελφ ή σ ο υ , δ ε ν ν τ ρ έ π ε σ α ι ν α μ ’ α ν α γ κ ά ζε ις ν α λέω , όπ ω ς ευθύς θα πω πώ ς έ γ ιν α ν ; γ ια τ ί δ εν θα σ ω π ά σω β έβ α ια εγώ , α φ ού εσ ύ ξ ε σ τ ό μ ισ ε ς αυτά τα α ν ό σ ια λ ό γ ια . [9 8 0 ] Μ ε γ έ ν ν η σ ε , ν α ι , με γ έ ν ν η σ ε , ω ϊμέ σ τη σ υ μ φ ο ρ ά μ ου , χω ρ ίς ν α ξέρω κ α ι χω ρ ίς ν α ξέρ ει, κ ι ενώ ε ίχ ε γ ε ν ν ή σ ε ι εμ ένα , μου γ έ ν ν η σ ε π α ιδ ιά π ου ε ίν α ι ντ ρ ο π ή γ ι " α υ τή ν. Π ά ντω ς ένα ξέρω κ α λ ά , πως εσ ύ το θ έ λ ε ις κ α ι κ α κ ο λ ο γ ά ς έ τ σ ι εμ ένα κι εκ είνη · εγώ όμω ς ά θ ελ ά μ ου τ η ν π α ντρ εύ τη κ α κ α ι ά θ ελ ά μ ου λέω τούτα τα λ ό γ ια . Α λ λ ά

φόνο του Λάίου. — δς ούτε βλάστας πω... οό μητρός είχον] = που ούτε ο πατέρας με είχε σπείρει ούτε η μητέρα με είχε συλλάβει. — βλάστη] = σπόρος. — ούτε - ού] = ούτε - ούτε. Η πλοκή αυτή είναι σηνήθης στους τραγικούς ποιητές. — ή] = ήν.

974. φανείς] αντίθετο προς το Αγέννητος* όταν ήρθα στο φως, όταν γεννήθηκα ο δυστυχής, όπως εγώ γεννήθηκα.

976-977. μηδέν ξυνιείς ών ίδρων ές οδς τ ’ έδρων] = χωρίς να ξέρω ούτε τι έκανα ούτε σε ποιους το έκανα. — άκον πράγμα] = ακούσια πράξη.

978-979. Η σειρά των λέξεων: «μητρός δέ γάμους, τλήμον, οδσης όμαιμου σής, άναγκάζων με λέγειν, ούκ έπαιοχύνη;». —τλήμων] εδώ = άθλιος, αναιδής.

980-981. σοϋ γ ’ ές τόδ’ έξελθόντος άνόσιον στόμα] = αφού τόλμησες να βγάλεις από το στόμα σου τόσα ανόσια λόγια.

982-987. Εδώ έχουμε ό,τι προανήγγειλε ο Οιδίπους στο στίχο 980, ότι δηλαδή η Ιοκάστη ήταν μητέρα του και γυναίκα του χωρίς να το ξέρει ούτε εκείνη ούτε εκείνος, και ότι αυτός χωρίς να το θέλει διέπραξε και εκθέτει αυτά, ο Κρέων όμως με τη θέλησή του υβρίζει και τους δύο.

984. αυτής δνειδος] παράθεση στο «παΐδας έξέφυσέ μοι».

137

άλλ’ έν γάρ ονν έξοιδα, σέ μέν έκόντ ’ εμέ κείνην τε ταντα όυσστομεΐν · εγώ όέ νιν άκων έγημα, φ&έγγομαί τ ’ άκων τάδε, άλλ’ ού γάρ οντ’ έν τοίσδ’ άκούσομαι κακός γάμοισιν ονϋ’ ονς αίέν έμφορεΐς σύ μοι φόνους πατρώιους έξονειδίζων πικρώς. έν γάρ μ ’ άμειψαι μοϋνον ών σ’ άνιστορώ. εί τίς σε, τόν δίκαιον, αύτίκ’ ένϋάδε κτείνοι παραστάς, πάτερα πνν&άνοι’ άν εΐ πατήρ σ’ ο καινών, ή τίνοι’ άν ενϋέως; δοκώ μέν, εϊπερ ζην φιλεΐς, τόν αίτιον τίνοι’ αν, ουδέ τοϋνδικον περιβλέποις. τοιαντα μέντοι καύτός είσέβην κακά, ί)εών αγόντων ■ οϊς εγώ ουδέ την πατρός ψυχήν άν οϊμαι ζώα αν άντειπεΐν έμοί. σύ ό \ εΐ γιϊρ ού δίκαιος, άλλ’ ΐίπαν καλόν λέγειν νομίζων, ρητόν άρρητόν τ ’ έπος, τοιαντ’ ονειδίζεις με τώνδ’ εναντίον, καί σοι τό Θησέως άνομα ΰωπεΰσαι καλόν, καί τάς Ά&ήνας ώς κατώικηνται καλώς · κάι&’ ώδ’ επαίνων πολλά τοϋδ’ έκλαν&άνηι, ό&ούνεκ’ εϊ τις γη &εούς έπίσταται

985-987. σέ μέν έκόντ' έμέ κείνην τε ταοτα δυστομεϊν] = ότι συ με τη θέλησή σου κακολογείς μ ’ αυτά που λες κι εμένα κι εκείνη. — δυστομώ] = υβρίζω, κακολογώ. — έγώ δέ νιν άκων έγημα φθέγ­γομαι τ ’ άκων τάδε] = κι εγώ παρά τη θέλησή μου την παντρεύθηκα και παρά τη θέλησή μου λέω τούτα τα λόγια.

988-990. άκούω] = καλούμαι, λέγομαι, ονομάζομαι. —έμφορεΐς] = προβάλλεις. — οδθ* οδς] = οδτ’ έν τούτοις, οδς.

991. Αμείβομαι] = απαντώ, αποκρίνομαι. — άνιστορέω -ώ] = ερωτώ.

992-994. τόν δίκαιον] τον λέει δίκαιον ειρωνικά. — αύτίκ’ ένθάδε] = ξαφνικά εδώ, απροσδόκητα. — κτείνοι] ενεστώτας απο-πειρατικός. — παραστάς] = αφού σταθεί κοντά σ ου.----- καίνω] =φονεύω. — πατήρ σ’ ό καίνων] σχήμα υπερβατό, αντί: πατήρ ό καίνων σε. — ή τίνοι ’ άν εύθέως;] = ή θα τον τιμωρούσες (θα τον σκότωνες) αμέσως; — ει κτείνοι... πυνθάνοι ’ άν ή τίνοι * άν] υπο­θετικός λόγος απλής σκέψης του λέγοντος.

995-996. δοκώ] = νομίζω. Ειρωνικά μεταχειρίσθηκε έκφραση λιτή για πράξη βέβαιη. — εϊπερ φιλεΐς] με οριστική, διότι η αγάπη

138

β έβ α ια κ α ν ε ίς δ εν θα με π ε ι έ ν ο χ ο ούτε γ ι ’ α υ τ ό ν τ ο γ ά μ ο ο ύ τε γ ια το φ ό ν ο το υ π α τέρ α μ ου , π ου κ άθε φ ο ρ ά μ ου ρ ίχ ν ε ις κ α τά μ ουτρ α , κ α τ η γ ο ρ ώ ντ α ς με π ικ ρ ά . [990 ] Α π ά ν τ η σ έ μ ου λ ο ιπ ό ν σ ε ένα μ ό νο α π ’ ό σ α σ ε ρωτώ. Α ν ξ α φ ν ικ ά π α ρ ο υ σ ια ζό τ α ν εδώ κ ά π ο ιο ς και π ρ ο σ π α θ ο ύ σ ε να σ κ οτώ σ ει ε σ ένα τ ο ν δ ίκ α ιο , θα ζη τ ο ύ σ ες ν α μάθεις α ν ε ίν α ι π α τέρ α ς σ ο υ ο φ ο ν ιά ς ή θα τ ο ν σ κ ό τ ω ν ες α μ έσω ς; Μ ου φ α ίνετα ι λ ο ιπ ό ν πώ ς, α ν α γ α π ά ς τη ζω ή σ ο υ , θα σ κ ό τ ω νες τ ο ν α ίτ ιο κ α ι δ εν θα εξέτα ζες α ν ε ίνα ι δ ίκ α ιο . Κ ι όμω ς τέτο ιες σ υμ φ ορ ές β ρ ή κ α ν ε κ ι εμ έν α , γ ια τ ί έ τ σ ι θ ε λ ή σ α ν ο ι θ ε ο ί- σ ’ αυτά εγώ νο μ ίζω πω ς κ ι ο π α τέρ α ς μ ου , α ν ζο ύ σ ε , δ ε ν θα μου εν α ν τ ιω ν ό τ α ν . [1000] Ε σ ύ όμ ω ς, επ ειδ ή δ εν ε ίσ α ι δ ίκ α ιο ς , α λ λ ά ν ο μ ίζ ε ις πω ς ε ίν α ι κ α λ ό ν α λ ες κάθε λ ό γ ο , ρη τό κ ι ά ρ ρ η το , τέτοιες κ ατη γορίες μού εκτοξεύεις μ π ρ ο σ τά σ ’ αυτούς εδώ. Κ α ι β ρ ίσ κ εις κ α λό ν α κ ολα κ εύ εις τ ο ό νο μ α το υ Θ η σ έα κ α ι τ η ν Α θ ή ν α πω ς κ υ β ερ ν ιέτα ι κ α λά . Κ ι ενώ τ ό σ ο υ ς π ο λ λ ο ύ ς ε π α ίν ο υ ς λ ες , λ η σ μ ο ν ε ίς το ύ το , πως α ν υ π ά ρ χ ε ι μ ια χώ ρ α

για τη ζωή είναι αναμφισβήτητη. — ούδέ τοΰνδικον περιβλέποις] = ούτε στο δίκαιο θα απέβλεπες.

997-999. είσέβην] = μπήκα, έπεσα. — θεών άγόντω ν] = γιατί έτσι θέλησαν οι θεοί. — οίς έμο ί] η πρώτη δοτική οίς αναφέρεται στο άντειπεΐν, η δεύτερη έμοί είναι δοτική ηθική. —πατρός ψ υχήν] = τον πατέρα. — ζώ<ταν]= ε ί ζώ η.

1000-1002. ά λ λ ’ δπαν καλόν λέγε ιν νομ ίζω ν] = ά λλά καλόν νομ ίζω ν , δπαν έπος λέγε ιν . — σύ δέ] αντίθετα προς τον Λάιο. — εΐ γάρ ού δ ίκα ιος] αντιτίθεται προς το ειρωνικό «σέ τόν δ ίκα ιον» (1992). — κα λόν] = δίκαιο. —· ρητόν] = ό,τι επιτρέπεται να λεχθεί. —- άρρητον] = ό,τι επιβάλλεται να τηρηθεί μυστικό. —τοιαΰτα] = τέτοιες ύβρεις, δηλ. πατροκτόνο, άναγνον, αλήτη κ.τ.τ. —όνειδ ίζεις με] συνήθως συντάσσεται με δοτική, σπανίως με αιτιατική. Ο Οι- δίπους θεωρεί τις πράξεις που έχουν λεχθεί ως υποθέσεις οικογε­νειακές, τις οποίες ο Κρέων δεν έπρεπε να λέει ενώπιον ξένων.

1003-1004. σο ί κα λόν] = κρίνεις, βρίσκεις καλό, σκόπιμο. Τον Θησέα έθώπευσε ο Κρέων στο στίχο 940 (ώ τέκνον Α Ιγέω ς ), την Αθήνα στο στίχο 947 κ.ε.

1004. ώς κατφ κηντα ι κα λώ ς] = ότι διοικούνται, κυβερνιόνται καλά.

1005. Η σύνταξη: κα ί πολλά ώδε έπαινών, είτα τοΰτ ’ έκλανθάνη]. Το τοδδε προαγγέλλει την επόμενη ειδική πρόταση.

1006. όθούνεκα... τ ιμα ΐς σεβ ίζε ιν. — ήδε τούτο ύπερφέρει] = αυτή εδώ κατά τούτο υπερτερεί, υπερέχει. — τούτο] αιτιατική του κατά τι ή της αναφοράς. — Η Αθήνα στο στίχο 258 λέγεται π όλις θεοσεβεστάτη.

139

τιμαϊς σεβίζειν, ήδε τώώ' νπερφέρει · άφ' ής σύ κλέψας τον ικέτην γέροντ' εμέ αυτόν τ ' έχείρον τάς κόρας τ ' οϊχηι λαβών, άν&' ών έγώ νϋν τάαδε τάς ύεάς έμοι καλών Ικνοϋμαι κάξεπισκήπτω λιταϊς έλ&είν αρωγούς ξυμμάχους ■&’, ϊν’ έκμά&ηις οΐων νπ’ άνδρών ήδε φρονρεΐται πόλις.

ΧΟ. δ ξεϊνος, ώναξ, χρηστός · αί δέ σνμφοραί αυτόν πανώλεις, άξιαι δ' άμυναΰεϊν.

ΘΗ. αλις λόγων ώς οί μεν έξειργασμένοισπενδουσιν, ήμεΐς δ' οI πα&όντες έσταμεν.

ΚΡ. τ ί δήτ' άμαυρώι φωτΐ προστάσσεις ποεϊν, ΘΗ. δδον κατάρχειν τής εκεί, πομπόν δ' εμέ

χωρεϊν, ϊν’, εΐ μέν έν τόποιαι τοϊσδ' έχεις τάς παΐδας ήμϊν, αυτός εκδείξηις εμοί. ε'ι δ' εγκρατείς φεύγουσιν, ούδέν δει πονεϊν άλλοι γάρ οί σπενδοντες, ονς ον μή ποτέ χώρας φνγόντες τήσδ' έπεύξωνται &εοϊς. άλλ' έξυφηγον■ γνώϋι δ' ώς έχων εχηι καί σ ' εΐλε &ηρών&' ή τύχη · τά γάρ δόλωι

1008-1009. κλέψας] μεταχειρίζεται το ρήμα αυτό κλέπτω διότι την αρπαγή επιχειρούσε χωρίς να ρωτήσει τον βασιλιά της Χώρας (Θησέα). — έχειροΰ] παρατατικός αποπειρατικός του ρ. χειρόομαι - οδμαι. — οίχει λαβών] = πήρες και έφυγες (πρβλ. 894).

1010-1013. άνθ’ ών] = άντί τούτων, δ έπιχειρείς. — έμοί] = ανήκει στο έλθεΐν Αρωγούς. — κατασκήπτω λιταϊς] = προσπέφτω στις δεήσεις, ρίχνομαι στις παρακλήσεις. — Αρωγούς] επιθ. προσ- διορ. στο ξυμμάχους. — οί'ων ΰπ’ Ανδρών ήδε πόλις φρουρεΐται] = ύφ’ οί'ων Ανδρών ήδε πόλις φρουρεΐται. Πλαγία ερώτηση.

1014-1015. συμφοραί πανώλεις] = ολεθριότατες συμφορές. — Αξιαι Λμυναθεΐν] προσωπική σύνταξη αντί της απρόσωπης· Αξιόν έστιν Αμυναθεΐν αύταΐς ταΐς συμφοραΐς.

1016-1017. Αλις λόγων] = αρκούν τα λόγια. — οί έξειργασμένοι] οι ακόλουθοι του Κρέοντα. — έσταμεν] παρακ. συγκεκομμένος του ίσταμαι.

1018. Αμαυρός] εδώ = ασθενής, αδύναμος. — φώς, φωτός] = Ανήρ, άνδρας.

1019-1020. εννοείται: προστάσσω. — τής έκεΐ] = έκεΐσε. — πομπόν δ ' έμέ χωρεϊν] = ομαλά θα έπρεπε να πει: πομπός δ ’ έγώ χωρήσω, αλλά έτρεψε το ορθό ρήμα σε απαρέμφατο, το οποίο

140

π ο υ ξ έ ρ ε ι ν α σ έβ ετ α ι κ α ι ν α τ ιμ ά τ ο υ ς θ εο ύ ς , τούτη εδώ σ* αυτό ε ίν α ι πρώ τη · α π ’ α υ τ ή ν εσ ύ κ ρ υφ ά κ α ι μ ένα τ ο ν ίδ ιο τ ο ν γ έ ρ ο ν τ α ικ έτη π ρ ο σ π α θ ο ύ σ ες ν α β ά λ ε ις σ τ ο χ έ ρ ι κ α ι τ ις κ ό ρ ες μου π α ίρ ν ε ις κ α ι φ εύ γ ε ις . [1010 ] Γ ι ’ αυτά εγώ τώ ρα το ύ τες τ ις θ εές επ ικ α λ ο ύ μ α ι και τις ικετεύω κ αι π ροσπέφ τω να μ ου ’ρ θουν β ο η θ ο ί κ α ι σ ύ μ μ α χο ι, γ ια ν α μ ά θεις α π ό π ο ιο υ ς ά ν δ ρ ες φ ρ ο υ ρ εΐτα ι τούτη εδώ η π ό λ η .

Χ Ο Ρ Ο ΣΚ α λ ό ς ο ξ έ ν ο ς , βασιλιά* ο λ έ θ ρ ιε ς όμ ω ς ο ι σ υ μ φ ο ρ ές το υ , κ ι

α ξ ίζε ι ν α τ ο ν β ο η θ ή σ ε ις .Θ Η Σ Ε Υ Σ

Α ρ κ ο ύ ν τα λ ό γ ια , γ ια τ ί ο ι δ ρ ά σ τες φ εύ γ ο υ ν β ια σ τ ικ ά , κ ι εμ είς ο ι α δ ικ η μ ένο ι σ τ εκ ό μ α σ τ ε χ ω ρ ίς ν α κ ά νουμ ε τίποτα .

Κ Ρ Ε Ω ΝΚ α ι τι λ ο ιπ ό ν σ ’ α δύνα μ ο ά νθ ρ ω π ο π ρ ο σ τ ά ζε ις ν α κ άνει;

Θ Η Σ Ε Υ ΣΠ ρ ο χ ώ ρ α σ υ μ π ρ ο σ τ ά σ ’ ε κ ε ίν ο τ ο δ ρ ό μ ο κ ι εγώ α π ό π ίσ ω σ ’

α κ ο λ ο υ θ ώ , γ ια ν α μου δ ε ίξ ε ις ο ίδ ιο ς τ ις κ ό ρ ες μ α ς, α ν τ ις έ χ ε ις κ ά π ου σ ’ α υ τούς εδώ τους τόπ ους· [1020] α ν όμω ς ο ι ά νθ ρ ω π ο ί σ ο υ φ εύ γ ο υ ν π α ίρ ν ο ν τ ά ς τες μ α ζί το υ ς , δ εν χ ρ ε ιά ζε τ α ι κ α θ ό λ ο υ ν α κ ο ­π ιά ζε ις , γ ια τ ί ά λ λ ο ι τ ρ έ χ ο υ ν ξο π ίσ ω κ υ νη γώ ντα ς τ ο υ ς κ α ι α π ’ α υ τούς δ ε ν γ ίν ε τ α ι ν α ξ εφ ύ γ ο υ ν κ α ι ν α ε υ χ α ρ ισ τ ή σ ο υ ν τ ο υ ς θ εού ς γ ια τη δ ια φ υ γ ή τ ο υ ς α π ό το ύ τη τη χώ ρ α . Ε μ π ρ ό ς , ο δ ή γ α μ ε, κ α ι ν α ξ έ ρ ε ις πω ς κ ρ α τ ιέ σ α ι, ενώ κ ρ α τείς , κα ι πω ς, ενώ κ υ ν ή γ α ες ά λ λ ο υ ς ,

εξαρτάται από το προστάσσω, από το οποίο εξαρτάται και το κα- τάρχειν, κατ’ αφομοίωση.

1021-1022. τάς παΐδας ήμών] τις θυγατέρες του Οιδίποδα τις θεωρεί ως δικές του, γιατί υποσχόταν στον ικέτη προστασία. — έγκρατεΐς] εννοείται: παίδων. —φεύγουσιν] υποκείμενο οι ακόλουθοι (οι δορυφόροι) του Κρέοντα.

1023-1024. οί άλλοι] εννοεί εκείνους που διατάχθηκαν στο στίχο 897. — οϋς ού μή ποτέ χώρας φυγόντες τήσδε έπεύξωνται θεοΐς] = οΰς φυγόντες (έκ) τησδε χώρας οΰ μή ποτέ θεοΐς έπεύξωνται. Η έννοια: Ο Θησέας λέει στον Κρέοντα ότι οι δορυφόροι του που άρπαξαν τις δυο κόρες δεν θα μπορέσουν να διαφύγουν τη σύλληψή τους από τους καταδιώκοντες Αθηναίους, ώστε να ευχαριστήσουν τους θεούς για τη σωτηρία τους.

1025-1027. ώς Εχων (τάς παΐδας) Εχη (ύπ’ έμοΰ), λέει με κάποια ειρωνεία ο Θησέας. — καί σ ’ εϊλε θηρώνθ’ ή τύχη] = η τύχη συνέλαβε τον Κρέοντα, ενώ εκείνος κυνηγούσε να συλλάβει άλλους.

« χ η ]β ' ενικό του Εχομαι = κρατούμαι αιχμάλωτος. — τά γάρ

141

1030

1035

1040

τώι μή δικαίωι κτήματ' ονχί σώιζεται. κουκ άλλον εξεις εις τόδ’- ώς έξοιδά σε ον ψιλόν ούδ’ άσκενον ες τοσήνδ’ ϋβριν ■ηκοντα τόλμης τής παρεστώσης ταννν, άλλ’ έσ&’ δτωι συ πιστός ών έδρας τάδε- α δεϊ μ ' ά&ρήσαι, μηδε τήνδε την πόλιν ενός ποήσαι φωτός άσ&ενεστέραν. νοείς τι τούτων, ή μάτην τα νυν τέ σοι δοκεΐ λελέχ&αι χώτε ταντ’ έμηχάνω;

ΚΡ. ουδόν συ μεμπτόν, έν&άδ’ ών, έρεϊς έμοί- οϊκοι δέ χήμεΐς εΐσόμεσϋ’ α χρή ποεΐν.

ΘΗ. χοίρων απειλεί νυν· συ ό’ ήμίν, ΟΙδίπους, εκηλος αυτόν μίμνε, πιατω$ε\ς δτι, ήν μή ΰάνω ’γώ πρόσ&εν, ονχί παύσομαι πρίν &ν σε των σών κύριον στήσω τέκνων.

ΟΙ. δναιο, Θηαεϋ, τού τε γενναίου χάριν και τής προς ημάς ένδικου προμη&ίας.

δόλω... σώζεται] = τά γάρ δόλω τφ μή δικαίω κεκτημένα ού σώζεται.η φράση αυτή προϋποθέτει και δίκαιον δόλον, ο οποίος υπάρχει στη λαϊκή αντίληψη περί ηθικής που επιτρέπει και δόλο σε δίκαια πράγματα.

1028. κούκ άλλον έξεις εις τάδε] = και άλλο βοηθό δεν θα έχεις σ ’ αυτά, δηλ. στο σώζεσθαι τά δόλω τφ μή δικαίω κτήματα. — ώς έξοιδα] = διότι γνωρίζω καλά. Ο Θησέας ξέρει καλά ότι ο Κρέων δεν έφτασε σ ’ αυτήν την τωρινή θρασύτατη ύβρη χωρίς οπλοφόρους κι απροετοίμαστος.

1031. πιστός ών] = πιστεύων, πεποιθώς. — έδρας ταϋτα] (σύ­στοιχο αντικείμ.) = έπραττες αυτές τις πράξεις.

1032-1033. & δει μ ’ άθρήσαι] = τα οποία πρέπει να παρατηρήσω, να λάβω υπόψη. — άθρέω -ώ] = παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω.— ποήσαι] = ποιήσαι. Ο τύπος ποήσαι απαντά σε Αττικές επιγραφές (καθώς και πσητής πόησις, Λατιν. ροοία, ροβείδ). Μερικοί Γραμματικοί αναφέρουν το ποεΐν ως τον Αττικό τύπο του ρήματος. — άσθενεστέ- ραν]= ήττημένην.

1034-1035. τι τούτων] ειρωνικά, αντί ταϋτα = Καταλαβαίνεις τίποτα απ' αυτά; καταλαβαίνεις τη σοβαρότητα των πραγμάτων;— τά νϋν] = τά νϋν λεγάμενα. — χώτε ταϋτ ’ έμηχανώ] = καί τά τότε (λεχθέντα), δτε ταϋτ ’ έμηχανώ. Εννοεί τότε που ο Χορός απέτρεπε τον Κρέοντα από τις βίαιες πράξεις (στίχ. 826 κ.ε.). Ο Θησέας τότε δεν ήταν παρών, αλλά από τις φωνές του Χορού μπορούσε να εικάσει ότι ο Κρέων περιφρόνησε τις συστάσεις του.

1036-1037. μεμπτόν έμοί] = το οποίο εγώ, να μπορώ να ψέξω,

142

ή τ α ν τη ς τ ύ χ η ς σ ο υ ν α π ια σ τ ε ίς ε σ ύ - γ ια τ ί ό σ α α π ο κ τά κ α ν ε ίς με δ ό λ ο ά δ ικ ο δ ε ν μ έ ν ο υ ν π α ντ ο τ ιν ά . Κ α ι κ α ν έ ν α ν ά λ λ ο δ ε ν θ α έ χ ε ις β ο η θ ό σ ο υ σ ’ αυτά· γ ια τ ί τ ο ξέρ ω κ α λ ά πω ς δ ε ν έφ τ α σ ες σ ε τ ό σ ο υ β ρ ισ τ ικ ή τ ό λ μ η , π ο υ δ ε ίχ ν ε ις τώ ρα, μ ό ν ο ς σ ο υ κ α ι χ ω ρ ίς κ αμ ιά π ρ ο ε τ ο ιμ α σ ία , [1030] α λ λ ά π ισ τ εύ ο ντ α ς σ τ η ν υ π ο σ τ ή ρ ιξ η κ ά π ο ιο υ έκ α μ ες ό λ α τούτα· κ ι α υ τά π ρ έ π ε ι ν α τα λά β ω υ π όψ η μ ου κ α ι ν α μ η ν α φ ή σ ω τούτη τ η ν π ό λ η ν α ν ικ η θ ε ί α π ό έ ν α ν ά νδ ρ α . Κ α τα λ α ­β α ίν ε ις τ ίπ ο τ α α π ’ αυτά ή σ ο υ φ α ίν ο ν τ α ι κ α ι τώ ρα πω ς ε ίν α ι λ ό γ ια τ ο υ α έρ α , όπ ω ς κ α ι τ ό τε π ο υ μ η χ α ν ε υ ό σ ο υ ν τα σ χ έ δ ιά σου;

Κ Ρ Ε Ω ΝΑ π ό εδώ π ου ε ίσ α ι, μ π ο ρ είς ν α λ ε ς ό ,τ ι σ ο υ α ρ έσ ε ι κ α ι δεν

μ π ορ ώ ν α σ ε ψ έξω · σ τ η ν π α τρ ίδα μας όμ ω ς κ ι εμ ε ίς θα ξέρ ο υ μ ε τι π ρ έπ ει ν α κ ά νου μ ε .

Θ Η Σ Ε Υ ΣΠ ρ ο χ ώ ρ α τώ ρα κ α ι φ ο β έρ ιζε · κ ι εσ ύ , Ο ιδ ίπ ο δ α , μ ε ίνε μας

ή σ υ χ ο ς εδώ κ α ι β εβ α ιώ σ ο υ πω ς δ εν θα σ τα μ α τή σ ω π ρ ο τ ο ύ σ ο υ φ έρ ω π ίσ ω τα δυο π α ιδιά , εκ τ ό ς κ ι α ν πεθά νω νω ρ ίτερ α .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΝ α έ χ ε ις κάθε κ α λ ό , Θ η σ έ α , κ α ι γ ια τη γ ε ν ν α ιο φ ρ ο σ ύ ν η σ ο υ

κ α ι γ ια τη δ ίκ α ιη φ ρ ο ντ ίδ α σ ο υ γ ια μας.(Ο Θησέας και οι ακόλουθοί του μαζί τον Κρέοντα φεύγουν

από την αριστερή πάροδο).

δηλ. σε κανένα από τα λόγια σου δεν μπορώ να φέρω αντίρρηση εδώ στην Αττική. — ένθάδ’ ών] αντιτίθεται προς το οίκοι χήμεΐς (καί ήμείς) είσόμεσθ’ α χρή ποιείν] (είσόμεθα, Μέλλ. του οίδα) = στην πατρίδα μας κι εμείς θα ξέρουμε τι πρέπει να κάμουμε. Με τα λόγια αυτά ο Κρέων απειλεί τον Θησέα.

1038-1041. χωρών άπείλει νϋν] Την κύρια έννοια της πρότασης περιέχει η μετοχή, όχι το ρήμα. Με τη φράση αυτή δείχνει περι­φρόνηση προς τις απειλές του Κρέοντα. — ήμΐν] δοτική ηθική, οξύνεται χάριν του μέτρου. — έκηλος] = ήσυχος. — πιστωθείς] = με τη βεβαιότητα, με τη σιγουριά, σίγουρος. —ήν μή θάνω... ούχί παύσομαι] = αν δεν πεθάνω... δεν θα σταματήσω. — πρίν 6ν στήσω σε κύριον τών σών τέκνων = προτού σε κάμω κύριο των παιδιών σου.

1042-1043. δναιο] (Μέσος αόρ. β ' του όνίνημι = ωφελώ) = είθε να είσαι ευτυχισμένος. — χάριν τοΰ τε γενναίου καί τής ένδικου προμηθίας πρός ήμας = και για το γενναίο ήθος σου και για τη δίκαιη φροντίδα σου για μας. — ένδικος, ον] = δίκαιος, όρθός, σωστός, νόμιμος. — προμηθία] (συνήθως στους Τραγικούς) = πρό­βλεψη, πρόνοια, φροντίδα, προστασία.

143

βτρ. α Χ Ο .

1045

1050

1055

άντ. α

1060

εϊην οϋι δαίων άνδρών τάχ’ έπιστροφαί

τόν χαλκοβόαν Άρη μείξονσιν, ή προς Πν&ίαις ή λαμπάσιν άκταϊς, οδ πότνιαι σεμνά τώψοϋνται τέλη ϋναχοΐσιν, ών καί χρνσέα κλήις έπί γλώσσαι βέβα-

κε προσπόλων Ενμολπιδάν · έν&’ οϊμαι τόν Έγρεμάχαν ΐ Θησέα και ί τάς διστόλονς άδμήτας άδελφάς άνταρκεΐ τάχ’ έμμείξειν βοαι τονσδ5 άνά χώρους.

ή που τόν έφέσπερον πέτρας νιφάδος πελώσ’

Οίάτιδος εις νομόν, πώλοισιν ή ριμφαρμάτοις

2ο Στάσιμο (1044-1095)1044-1052. δάΐος] (δωρικός τύπος αντί του Αττικού δήιος) =

πολέμιος, εχθρός. — έπιστροφαί] = η στροφή, η μεταβολή. Οι φεύγοντες Θηβαίοι θα αναγκασθούν από τους διώκοντες Αθηναίους να στραφούν σε μάχη. — μείξουσι χαλκοβόαν "Αρη] = θα συμπλακούν σε χαλκόβροντη μάχη. —” Αρης] (μετωνυμία) = πόλεμος, μάχη. — χαλκόβοος] χαλκόφωνος. Η μάχη λέγεται χαλκόφωνη, χαλκόβροντη από τον ήχο που παράγεται από τις χάλκινες, ασπίδες και τα ξίφη. — Πύθιαι άκταί] ονομάζονται έτσι από τον ναό του Απόλλωνα που λεγόταν Πύθιον. Το Πύθιον βρισκόταν στο δρόμο από την Αθήνα στη Θρία, εκε'ί όπου σήμερα βρίσκεται η γνωστή μονή του Δαφνιού που υπομιμνήσκει τον Δαφναίο Απόλλωνα. —λαμπάσιν] εδώ ως επίθετο, δηλ. λαμπραΐς άκταϊς = ακτές (της Ελευσίνας) που φωτί­ζονται τη νύχτα κατά τη γιορτή των Ελευσινίων μυστηρίων από τις λαμπάδες των προσκυνητών. — πότνιαι] είναι οι σεβαστές θεές Δήμητρα και Περσεφόνη. — τιθηνοΰνται] το ρήμα λέγεται για την τιθήνη = την τροφό, η οποία θηλάζει το νεογνό. Εδώ σημαίνει γενικότερα: επιμελούμαι. — τέλη] οι τελετές των Ελευσινίων μυ­στηρίων. — ών καί χρυσέα... Εΰμολπιδάν] η σύνταξη: ών (θνατών) έπί γλώσσφ καί χρυσέα κλής βέβακε προσπόλων Εύμολπιδάν] : Ο Εύμολπος θεωρείται ιδρυτής των ελευσενίων μυστηρίων και οι Ευμολπίδες είχαν κληρονομικό το ιερατικό αξίωμα και τη φροντίδα

144

2ο ΣΤΑΣΙΜΟ (1044-1095)

ΣΤΡΟΦΗ Α'Χ Ο Ρ Ο Σ

Ν α ή μ ο υ ν ε κ ε ί ό π ο υ σ ε λ ίγ ο ο ι ε χ θ ρ ο ί α ν τ ιμ έτ ω π ο ι θα σ υ μ - π λ α κ ο ύ ν σ ε χ α λ κ ό β ρ ο ν τ η μ ά χ η ή κ ο ντ ά σ τ ο υ Π ύ θ ιο υ Α π ό λ λ ω ν α τ ο ν α ό ή σ τ ις λα μ π α δ οφ ώ τισ τες α κ τές, ό π ο υ ο ι σ εβ ά σ μ ιε ς θ εές π ροσ τα τεύουν τις σ εμ νές τελετές τω ν θνητώ ν, [1050] π ου στη γλ ώ σ σ α τ ο υ ς χ ρ υ σ ό κ λ ε ιδ ί έ χ ο υ ν β ά λ ε ι ο ι ιε ρ ε ίς Ε υ μ ο λ π ίδ ες . Ε κ εί, σ τ ο υ ς τ ό π ο υ ς α υ τού ς , φ α ντ ά ζο μ α ι, ο π ο λ έ μ α ρ χ ο ς Θ η σ έα ς κ α ι ο ι δυο π α ρ θ έν ες α δ ελ φ ές θα σ υ ν α ν τ η θ ο ύ ν μ έ σ α σ τ η ς ν ικ η φ ό ρ α ς μ ά χ η ς τ η ν α ντά ρ α .

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Α'Ή μ ή π ω ς τρ α β ά νε δυτικ ά τ ο υ χ ιο ν ο σ κ έ π α σ τ ο υ β ο υ ν ο ύ σ τ η ν

π εδ ιά δ α τ η ς Ο ιά τιδα ς χ ώ ρ α ς , [1 0 6 0 ] τ ρ έ χ ο ν τ α ς μ ε ά λ ο γ α κ α ι με

των μυστηρίων. Οι ιερείς αυτοί τοποθετούσαν στο στόμα των μυ- ουμένων χρυσό κλειδί, σύμβολο της σιωπής που όφειλαν να τηρούν για όσα είδαν και άκουσαν κατά τη μύηση τους. — καί] δηλ. όχι μόνο τα μυστήρια διδάσκονται σ ’ αυτούς, αλλά και εχεμύθια επι­βάλλεται.

1054-1058. ένθ’]δηλαδή: πρός Πυθίαις ή λαμπάσιν άκταϊς. — έγρεμάχης] = αυτός που διεγείρει σε μάχη, ο πολέμαρχος. — διστό- λους] κυρίως σημαίνει: τάς δύο δισσώς έσταλμένας. Λέει έτσι τις δύο κόρες, διότι χωριστά αρπάχθηκαν από τους δορυφόρους του Κρέοντα. — άδμήτη] = αδάμαστη, παρθένος. — βοή] = πολεμική κραυγή, μάχη. — αύτάρκης] λέγεται η βοή, διότι δεν έχει ανάγκη από καμιά βοήθεια για να επιτύχει τον σκοπό της, ώστε = αποτε­λεσματική, νικηφόρα μάχη. — άδμής, ήτος] (α στερητικό και δάμνημι = δαμάζω) = άγαμη, ανύπαντρη, παρθένος, σε αντίθεση προς την άλοχον, δηλ. την έγγαμη γυναίκα. — άνά τούσδε χώρους] επανάληψη του ένθα.

1059-1063. ή που τόν έφέσπερον] εννοείται τόπον, ή χώρον. — πελώσι] (ενεστώς του πελάω -ώ) = πλησιάζουν. Το ρήμα συντάχθηκε με αιτιατική (έφέσπερον) που δηλώνει τη διεύθυνση. — νομός] = λειβάδι. — ΟΙάτιδος] γενική κτητική στο νομός. Οίάτις (γή): Υπήρχε δήμος Οϊα, ο οποίος τοποθετείται στο Θριάσιο πεδίο, μεταξύ της Ελευσίνας και της θάλασσας, από όπου οι Θηβαίοι δορυφόροι στράφηκαν προς τα δεξιά και βόρεια για να φθάσουν στη μεγάλη οδό, κοντά στο φρούριο της Φυλής, που οδηγεί προς τη Θήβα. — πέτρα νιφάς] = βράχος χιονισμένος, εννοείται το όρος Πάρνης. —

145

φενγοντες άμίλλαις. άλώσεται · δεινός ό προαχώρων Άρης, δεινά δέ Θησειδάν άκμά. πας γάρ αστράπτει χαλι­

νός, πάσα δ ' όρμάται \κ α τ ' < _ ) άμπυκτήρια [φάλαρα πώλων\ ΐ άμβασις, 61 τάν Ιππίαν τιμώσιν Αβάναν και τάν πόντιον γαιάοχον 'Ρέας φίλον νίόν.

ερδουσιν ή μέλλουσιν; ώς προμνάταί τ ί μοι γνώμα τάχ 1[άν δώσειν | τάν δεινά τλασάν, δεινά δ’ εν -

ρουσάν πρός αυ&αίμων πά&η. τελεί, τελεί Ζεύς τι κατ' άμαρ · μάντις εϊμ’ έσβλών αγώνων, εϊβ' άελλαία ταχύρρωστος πελειάς

αί&ερίας νεφέλας κνρ- σαιμ’ Άνωβ’ Αγώνων

έωρήσασα τούμόν δμμα.

ίώ \Ζ εϋ πάνταρχε βεων παντόπτα ί πόροις γάς τάσδε δαμονχοις σβένει 'πινικείωι τιν' εν-

πώλοισιν ή ρνμφαρμάτοις φεύγοντες άμίλλαις] = άμίλλαις Αρμάτων ρίμφα φευγάντων = με άλογα ή με άρματα που τρέχουν γρήγορα. Οι Θηβαίοι φημίζονταν για τα άρματα και τους ίππους τους.

1064-1073. άλώσεται] = αλακτις γεννήσεται = θα γίνει η σύλληψή τους, θα συλληφθούν. — πρόσχωροι] είναι οι επιχώριοι, οι ντόπιοι. — δεινά δέ άκμά Θησειδάν] = φοβερή και η δύναμη των ©ησειδών, δηλ. των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι λέγονται και Έρεχθεϊδαι και Κεκροπίδαι. — άμπυκτήρια] (άμπυκτήρ, ήρος = το προμετωπίδιο του χαλινού των ίππων) = τα ανήκοντα στον άμπυκτήρα. Σύμφωνα με τη γραφή άμπυκτήρια [φάλαρα πώλων] = μετάλλινοι δίσκοι μικροί και λευκοί που στόλιζαν τα χαλινάρια των αλόγων. — πάσα άμβασις] αφηρημένο περιληπτικό αντί συγκεκριμένου = πάντες οί άναβάται, δηλ. οι ιππείς, γι ’ αυτό και ο πληθυντικός ο¥. — γαιάοχος]

146

γ ο ρ γ ό τ ρ ο χ α ά ρ μ α τα . Θ α π ια σ τ ο ύ ν όμω ς· γ ια τ ί ε ίν α ι φ ο β ε ρ ο ί π ο ­λ ε μ ισ τ έ ς ο ι ν τ ό π ιο ι , φ ο β ερ ή κ α ι η δύναμη τω ν Θ η σ ειδ ώ ν . Γ ια τ ί ό λ ω ν τω ν α λ ό γ ω ν τα χ α λ ιν ά ρ ια α σ τ ρ ά φ τ ο υ ν κ α ι ό λ ο ι ο ι κ α β α λ λ ά - ρ η δ ες ο ρ μ ο ύ ν κ ρα τώ ντα ς χ α λ α ρ ά τα λ ο υ ρ ιά τω ν α λ ό γ ω ν , [1070] αυτοί π ου τιμ ούν τη ν Ιππία Α θ η νά και τ ο ν π όντιο θεό, το ν αγαπημένο γ ιο τη ς Ρ έα ς, π ου τη γ η π ερ ιζώ νει.

ΣΤΡΟΦΗ Β'Ά ρ χ ι σ α ν τη μ ά χη ή δ ισ τ ά ζο υ ν ακόμα; Κ ά τι μ ου λ έ ε ι α π ό μ έσ α

μ ο υ πω ς σ ε λ ίγ ο θ α π ά ψ ο υ ν τα β ά σ α να π ο υ τ ρ ά β η ξ α ν ο ι δύο κ ό ρ ες , β ά σ α ν α π ο υ τ ις β ρ ή κ α ν φ ρ ιχ τ ά α π ό τ ο υ ς δ ικ ο ύ ς τ ο υ ς α νθ ρ ώ π ου ς . Κ ά τι θα κ ά μ ε ι σ ή μ ε ρ α ο Δ ία ς , κ ά τι θα κ ά μ ει. [1 0 8 0 ] Σ α ν μ ά ντ η ς π ρ ο β λ έπ ω ν ικ η φ ό ρ ο τ ο ν αγώ να . Μ ακ ά ρι σ α ν γ ο ρ γ ό φ τ ερ ο π ερ ισ τέρ ι ν α π ε τ ο ύ σ α σ τ α νέφ η ψ η λ ά του α ιθ έρ α γ ια ν α ’ β λ επ α α π ό εκ ε ί π ά νω τη μ ά χ η κάτω σ τη γ η .

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Β­Ω Δ ία , ε σ ύ π ο υ τα π ά ντ α ε ξ ο υ σ ιά ζ ε ις κ α ι ό λ α τα β λ έ π ε ις , δ ό σ ε

σ τ ο υ ς κ α το ίκ ο υ ς το ύ τη ς εδώ τ η ς χώ ρ α ς τη δύνα μ η ν α ν ικ ή σ ο υ ν

(δωρικός τύπος) = = γαιήοχος (γαϊαν έχω). Ρέας φ ίλος υ ιός] ο αγαπητός γιος της Ρέας, ο Ποσειδώνας. — πόντιος] = θαλασσινός.

1074-1078. έρδουσ’ ή μέλλου σ ιν ;] = κάνουν τίποτε, δηλ. μά­χονται, ή αργούν ακόμη; — προμνάταί τ ί μοι γνώ μα] = ο νους μου κάπως προβλέπει, η ψυχή μου προαισθάνεται. — ένδώσειν] αντικείμ. του προμνάταί. — πάθη] υποκείμενο του ένδώσειν. —τδν δεινά τλασάν, δεινά δ ’ εΰρουσών πάθη πρός αύθαίμων] = που υπέφεραν φοβερά και φρικτά τις βρήκαν πάθη από τους συγγενείς τους. — τλάς, τλδσα, τλά ν] (μετοχή αορ. β ' του αχρήστου ενεστώτα τλάω -& = υποφέρω, υπομένω. — αΰθαιμος] = συγγενής.

1079-1084. τελε ί] (Μέλλ. του τελέω -ώ ) = θα εκτελέσει. —κ α τ ’ άμαρ] = κατ ’ ήμαρ = σήμερα. Ο Χορός εύχεται να ήταν περιστερά, για να μπορούσε να πετάξει ψηλά στον ουρανό και από εκεί να παρακολουθήσει τη μάχη. — ά ελλα ΐος] (δελλα = σφοδρός άνεμος, θύελλα) = γρήγορος σαν θύελλα. — ταχύρρωστος] (ταχύς - ρώομαι = κινούμαι γρήγορα, ορμώ) = λίαν ευκίνητος, ορμητικός. —πελειάς] = περιστέρι. — κύρσα ιμ ι] (ευκτ. αορ. α ' του κυρέω - ώ = τυγχάνω). —αίθερίας νεφέλας κύρσαιμι] = να βρεθώ ψηλά στα νέφη του αιθέρα. — έωρήσασα] (Μετοχή αορ. του έωρέω = εγείρω, υψώνω (Πρβλ. μετεωρέω, μετεωρίζω , μετέωρος).

1085-1090. πάνταρχος] = παντοκράτορας. — παντόπτης] = παντεπόπτης. —πόροις] (ευκτ. αορ. β ' έπορον του πορίζω ) = είθε να δώσεις. — δαμοΰχος] = δημότης. — σθένει ’π ιν ικε ίω ] = με νικητήρια

147

αγρόν τελείωσαν λόχον, ιοβο σεμνά τε παϊς Παλλάς Ά&άνα.

καί τον άγρεντάν Άπόλλω, και κασιγνήταν πυκνοστίκτων όπαδόν

ώκνπόδων έλάφων, στέρ- γω διπλός άρωγάς

ιοοΓι μολεΐν γάι ταιδε και πολίταις.

οι ξεϊν' άλήτα, τον σκοπόν μεν ουκ έρεϊς ώς ψευδόμαντις ■ τάς κόρας γάρ είσορώ τάσδ’ άσσον αν&ις ώδε πρυσπελωμένας.

ΟΙ. που ποϋ; τί ψψς; πώς είπας;ΑΝ. ώ πάτερ, πάτερ,

ιιοο τίς αν &εών σοι τόνδ’ άριστον άνδρ’ ϊδε'νδοίη, τον ήμάς δεύρο προσπέμψαντά σοι;

ΟΙ. ώ τέκνον, ή πάρεστον;ΑΝ. αϊδε γάρ χέρες

Θησέως Ισωσαν φιλτάτων τ ’ όπαάνων.ΟΙ. προσέλδετ', ώ παι, πατρί, και τό μηδαμά

ιιοδ έλπισ&έν ηξειν σώμα βαστάσαι όότε.

δύναμη. — λόχος] κυρίως = ενέδρα, εδώ = επιχείρηση, εκστρατεία, καταδίωξη. — εΰαγρος] .(εδ-άγρα, προληπτικό κατηγορούμενο): εΰαγρος λόχος] = καλή, επιτυχής καταδίωξη. — εΰαγρον τελειώσαι λόχον] = να επιτύχει το σχέδιο της ενέδρας, να έχει καλό τέλος η καταδίωξη. —τόν άγρευτάν * Απόλλω] = τον κυνηγό Απόλλωνα. — καί κασιγνήταν πυκνοστίκτων όπαδόν ώκυπόδων έλάφων] = και την αδελφή (του) κυνηγό παρδαλών γοργοπόδαρων ελαφιών. — όπαδός] κυρίως = ακόλουθος, εδώ = διώκτης, κυνηγός. — άγρευτάν] = άγρευτήν (εΰαγρος λόχος, άγρα = κυνήγι). — στέργω] = παρακαλώ. — διπλάς άρωγάς] αφηρημένο αντί συγκεκριμένου = διπλούς αρωγούς (δηλ. ο Απόλλωνος και η ' Αρτεμη).

Γ ' ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (1096-1210)1096-1098. τόν σκοπόν]0 χορός ονομάζει τον εαυτό του σκοπόν,

διότι βλέπει αντί του Οιδίποδα. — ώς Ψευδομάντις] στο στίχο 1080 ο Χορός είπε: «μάντις εϊμ' έσθλών άγώνων. —άσσον] = πλησίον (συγκριτ. αντί του θετικού αγχι. —προσπελωμένας] Μετοχή Ενεστ. του προσπελάω - ώ, (ποιητικός τύπος του προσπελάζω) = πλησιάζω, έρχομαι πλησίον, «σιμώνω», προσέρχομαι.

148

κ α ι ν α τ ε λ ε ιώ σ ο υ ν με επ ιτ υ χ ία τ η ν κ ατα δίω ξή τους· [1090 ] κ α ι σ υ σ ε β α σ τ ή κ ό ρ η Π α λ λ ά δ α Α θ η ν ά β ο ή θ η σ ε του ς . Κ α ι τ ο ν κ υ ν η γ ό Α π ό λ λ ω να και τη ν αδελφ ή του π ου κ υνη γά τα γορ γοπ όδ α ρ α παρδαλά ε λ ά φ ια ικ ετεύω ν α έρ θ ο υ ν κ α ι ο ι δυ ο τ ο υ ς α ρ ω γ ο ί σ τ η χ ώ ρ α τούτη κ α ι τ ο υ ς π ο λ ίτ ε ς τη ς.

Γ ' Ε Π Ε ΙΣ Ο Δ ΙΟ (1096-1210)

Χ Ο Ρ Ο ΣΠ ε ρ ιπ λ α ν ώ μ εν ε ξ έ ν ε , δ ε ν θα π ε ις σ ε μ ένα τ ο ν φ ρ ο υ ρ ό σ ο υ πω ς

είμ α ι ψ ευτομ ά ντη ς· γ ια τί β λέπ ω τις κ ό ρ ες σ ο υ ν α έρ χ ο ν τ α ι γ ρ ή γ ο ρ α π ά λ ι π ρ ο ς τα εδώ.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ ο ύ ; πού; Τ ι λες; Π ώ ς είπες;(Από την αριστερή πάροδο εμφανίζεται ο Θησέας μαζί με την

Αντιγόνη και την Ισμήνη).Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Π α τ έρ α , π α τέρ α , π ο ιο ς θ εό ς θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α σ ε κ ά μ ει ν α δεις τ ο ύ τ ο ν τ ο ν κ α λ ό ά ν θ ρ ω π ο , π ο υ μ α ς έφ ερ ε εδώ κ ο ν τ ά σ ε σ ένα ; [1100]

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ α ιδ ί μ ο υ , ε ίσ τ ε , α λ ή θ ε ια , κ α ι ο ι δυο σ α ς εδώ κ ο ντ ά μου;

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΝ α ι, εδώ , γ ια τ ί μας έσ ω σ α ν τα χ έ ρ ια του Θ η σ έα κ α ι τω ν κ α λώ ν

το υ σ υ ντρ ό φ ω ν.Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Π λ η σ ιά σ τ ε τ ο ν π α τέρ α σ α ς , π α ιδ ί μ ο υ , κ ι α φ ή σ τ ε μ ε ν α σ α ς α γ γ ίξω , π ο υ π ο τ έ δ εν έ λ π ιζα π ω ς θα ε ρ χ ό σ α σ τ ε κ ο ν τ ά μ ου.

1099-1103. πού, ποΰ;] εννοείται: είσορφς ταυτας. — τίς δν δοίη;] (δυνητική πρόταση που ισοδυναμεί με ευχή) = ποιος θεός θα έδινε....— ήμάς] δηλ. την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Η Ισμήνη σε όλο τον επόμενο διάλογο παρίσταται ως κωφό πρόσωπο. Γι ’ αυτό προς την Αντιγόνη μόνο αποτείνει τον λόγο ο Οιδίπους: ώ τέκνον, ή πάρεστιν = αλήθεια, είστε και οι δυο σας εδώ; (δυικός του πάρειμι). —αΐδε γάρ χεΐρες] ο γάρ αιτιολογεί το εννοούμενο ρήμα πάρεσμεν.— όπάων, ονος] = οπαδός, ακόλουθος.

1104-1105. Η σύνταξη: προσέλθετε, ώ παί, πατρί καί δότε βαστάσαι τό σώμα τό μηδαμά έλπισθέν ήξειν. βαστάζω] = ψηλαφώ, αγγίζω.

149

ΛΝ. αΐτεΐς ά τεύξηι · συν πά&ωι γάρ ή χάρις.ΟΙ. που δήτα, που 3στον;ΛΝ. αϊδ’ όμον πελάζομεν.ΟΙ. ώ ψίλτατ3 έρνη.ΑΝ. τώι τεκόντι παν φίλον.ΟΙ. ώ σκήπτρα φωτός . . .ΑΝ. δυσμόρου γε δνσμορα.ΟΙ. εχω τά φίλτατ3, ονδ’ ί τ ’ άν πανά&λιος

ικανών αν εϊην σφώιν παρεστώσαιν έμοί. έρείσατ3, ώ παϊ, πλευρόν άμφιδέξιον

. έ/Μ[<ύντε τώι φυσαντι, κάναπνενσατον τον πρόσ$3 έρημον τοϋδε δυστήνου πλάνου, καί μοι τά πραχ&έντ3 εϊπα&’ ώς βράχιστ’, έπεί ταϊς νηλικαΐσδε σμικρός έξαρκεΐ λόγος.

ΑΝ. δδ3 έσϋ·3 ό σώσας ■ τοϋδε χρή κλνειν, πάτερ.ΐ καί σοί τε τουργον τούμόν I <_) έσται βραχύ.

ΟΙ. ώ ξεινε, μή θαύμαζε πρός το λιπαρές,

1106-1109. αΐτεϊς, & τεύξει] = ζητάς εκείνα που θα πετύχεις. (τεύξει, Μέλλ. του τυγχάνω, το οποίο εδώ συντάσσεται με αιτιατική και όχι με γενική όπως συνήθως. — σύν πόθω γάρ ή χάρις] = συν πόθω γάρ ταΰτά σοι χαριζόμεθα. — ποΰ ’στον;] = ποϋ έστόν = πού είστε; — £ρνος] = βλαστός. Ο Οιδίπους με πατρική τρυφερότητα παραβάλλει τις θυγατέρες του προς βλαστούς. —τφ τεκόντι] το τίκτω λέγεται για τη μητέρα, εδώ όμως για τον πατέρα. — πδν] = πάν τέκνον. —ώ σκήπτρα φωτός] = ώ στηρίγματα άνδρός, αντί έμοΰ. — σκήπτρον] = βακτηρία, στήριγμα (από το σκήπτω).

1110-1111. τά φίλτατα] = τα αγαπημένα μου παιδιά. — ούδ’ έτι] όπως δηλονότι φοβόμουν μέχρι τώρα. — παρεστώσαιν σφφν έμοί] = εφόσον εσείς οι δυο είστε κοντά μου.

1112-1114. έρείδω] = στηρίζω (Ερεισμα). — έμφύντε] ο τύπος του αρσενικού αντί του θηλυκού απαντά συχνά στον ποιητικό λόγο. (πρβλ. 1676 ίδόντε). —έμφύομαι] = εφάπτομαι, ακουμπώ. Καλεί τις θυγατέρες του να τον πλησιάσουν, να ακουμπήσουν πάνω του, ώστε να φαίνονται σαν ένα σώμα. —έμφύντε τφ φύσαντι] (παρονομασία ή το ετυμολογικό σχήμα: παρατίθενται ομόηχες λέξεις, συνήθως συγγενείς ετυμολογικώς. Πρβλ. χύντο χαμαί χολάδες. χαρίζει χάριτας). — κάναπνεύσατον] = και αναπνεύστε, πάρτε ανάσα, ξεκουρασθήτε. Η γραφή αυτή αναφέρεται στις θυγατέρες, αλλά αυτό δεν είναι πιθανό. Η γραφή κάναπαύσατον είναι πιο πιθανή, οπότε εννοείται με, δηλ. ξεκουράστε με, ανακουφίστε με... — ό

150

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΖ η τ ά ς , α υ τό π ο υ θ α γ ίν ε ι , γ ια τ ί η χ ά ρ η π ο υ ζη τ ά ς ε ίν α ι κ α ι

δικ ή μ α ς επ ιθυμ ία .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Π ο ύ ε ίσ τ ε , π ο ύ ε ίσ τ ε λ ο ιπ ό ν ;Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Ν α , εδώ ε ίμ α σ τ ε κ ι ε ρ χ ό μ α σ τ ε κ ο ντ ά σ ο υ .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Ω σ ε ις , α γ α π η μ ένα μ ου β λα σ τά ρ ια .Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Σ τ ο ν π α τέρ α κάθε π α ιδ ί του ε ίν α ι α γ α π η μ ένο .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Ω , σ τ η ρ ίγ μ α τ ά μ ου ε σ ε ίς .. .Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Δ υ σ τ υ χ ισ μ έ ν α σ τη ρ ίγμ α τα δ υ σ τ υ χ ισ μ έν ο υ α νθρώ π ου .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Έ χ ω τ ' α γ α π η μ ένα μ ου π α ιδ ιά κ α ι σ τ ο θ ά να τό μ ου δ ε ν θα είμ α ι π ια δ υ σ τ υ χ ισ μ έ ν ο ς , [1110 ] α φ ού ε σ ε ίς ο ι δύο ε ίσ τ ε κ ο ν τ ά μ ου. Π α ιδ ιά μ ο υ , σ τ η ρ ίξ τ ε μ ε , κ ρ α τ ή σ τ ε κ ι ο ι δυ ο τ ο ν π α τέρ α σ α ς κ α ι ξεκ ο υ ρ ά σ τ ε με α π ό τ η ν ως τώ ρα δύ σ τυ χη αυτή π ε ρ ιπ λ ά ν η σ ή μ ου μ α κ ρ ιά σ α ς . Κ α ι π είτε μου τα ό σ α έ γ ιν α ν , ό σ ο γ ίνετ α ι π ιο σ ύ ντο μ α , γ ια τ ί τα λ ίγ α λ ό γ ια τ α ιρ ιά ζο υ ν σ ε κ ο ρ ίτ σ ια τη ς η λ ικ ία ς σ α ς .

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΑ υ τ ό ς εδώ ε ίνα ι π ου μ ας έσω σε· α υ τόν π ρ έπ ε ι ν ’ α κ ο ύ σ εις ,

π α τέρ α , κ ι έ τ σ ι εγώ θα έχω λ ίγ α ν α πω.Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Ξ έ ν ε , μ η ν π α ρ α ξενεύ εσ α ι, α ν μ ιλώ σ υ ν έ χ ε ια με τα π α ιδ ιά μου

πλάνος] = ή πλάνη, περιπλάνηση. — έρημος] λέγεται ο πλάνος (= η περιπλάνηση), διότι ο Οιδίπους ήταν μακριά από τα παιδιά του, είχε στερηθεί τις θυγατέρες του, τις οποίες είχαν αρπάξει οι δορυ­φόροι του Κρέοντα.

1115-1116. ώς βράχιστα] (υπερθ. του βραχύς, βραχύτερος, βρα­χύτατος και βράχιστος) = όσο το δυνατό πιο σύντομα. -—ταΐς τηλι- καΐσδε] = ταΐς τοιαύτην ήλικίαν έχούσαις = στις νεαρές κοπέλες. — σμικρός λόγος έξαρκεΐ] = αρκούν τα λίγα λόγια.

1117-1118. καί σοί τε τούργον τοόμόν εσται βραχύ] = και για χάρη σου ο λόγος ο δικός μου θα είναι σύντομος.

1119-1120. πρός τό λιπαρές] = λιπαρώς = συνεχώς, αδιάκοπα. Έ χε ι θέση επιρρήματος και συνάπτεται προς το ρήμα μηκύνω. —

151

τέκν’ εί φανέντ* άελπτα μηκύνω λόγον, έπίσταμαι γάρ τήνδε την ές τάσδε μοι τέρψιν παρ’ άλλον μηδενός πεφασμένην · σν γάρ νιν έξέσωσας, ούκ άλλος βροτών. καί σοι ΰεοί πόροιεν ώς έγώ &έλω, αντώι τε καί γήι τήιδ’ ■ έπεί τό γ* ευσεβές μόνοις παρ’ νμΐν ηνρον άνϋρώπων έγώ καί τονπιεικές καί τό μη ψευδοστομεϊν. είδώς δ’ άμννω τοϊσδε τοΐς λόγοις τάδε · έχω γάρ άχω διό σέ κούκ άλλον βροτών. καί μοι χέρ’, ώναξ, δεξιάν δρεξον, ώς φαύσω, φιλήσω τ ’, εϊ &έμις, τό σόν κάρα.

καΐτοι τ ι φωνώ; πώς σ’ άν ά&λιος γεγα>ς ΰιγεϊν ΰελήσαιμ’ άνδρός ώι τις ούκ ένι κηλίς κακών ξννοικος; ούκ έγωγέ σε, ούδ' ούν έάσω · τοΐς γάρ έμπείροις βροτών μόνοις οϊόν τε συνταλαιπωρεΐν τάδε, σν δ’ αύτό&εν μοι χαϊρε, καί τά λοιπά μον μέλου δικαίως, ώσπερ ές τόδ’ ημέρας.

ΘΗ. οϋτ’ ε ϊ τι μήκος τών λόγων έΰον πλέον, τέκνοισι τερφ&είς τοϊσδε, ϋαυμάσας έχω, οντ ’ εϊ προ τούμον προύλαβες τά τώνδ’ έπη · βάρος γάρ ημάς ούδέν έκ τούτων έχει.

λιπαρής, ές] = αυτός που επιμένει σε κάτι. — τέκνα φανέντα άελπτα] η αιτιατική αυτή ανήκει στο εϊ μηκύνω λόγον = λέγω, μιλάω. Η έννοια: μην απορείς γιατί τόσο πολύ μιλάω με τα παιδιά μου που ανέλπιστα φανήκανε μπροστά μου. — δελπτος, ου] (έλπομαι) = ανέλπιστος, απροσδόκητος.

1121-1122. παρ’ άλλου μηδενός] εννοείται: ή παρά σοΰ. —πε­φασμένην] = ότι δεν έχει φανεί, προξενηθεί.

1123-1127. νιν] = αυτές, δηλ. τις θυγατέρες. — πόροιεν] = είθε να δώσουν. —ώς έγώ θέλω] το επίρρ. ώς αντί της αναφορικής αντωνυμίας = δσα. — αύτφ τε] = και σε σένα τον ίδιο. — τοΰπιεικές] = το φιλάνθρωπο ήθος, η επιείκεια στους ανθρώπους. — ψευδο- στομεΐν] = ψευδολογείν.

1128-1129. είδώς τάδε] = επειδή γνωρίζω αυτά από πείρα. — άμύνω τοϊσδε τοΐς λόγοις] = ανταποδίδω, αμείβω με τούτα τα λόγια. — έχω γάρ ά έχω] ο γάρ έχει επεξηγηματική σημασία.

1130-1131. δρεξον δεξιάν] (όρέγω = εκτείνω, απλώνω) = άπλωσε,

152

π ο υ α ν έ λ π ισ τ α φ ά νη κ α ν μ π ρ ο σ τ ά μ ου . [1120] Γ ια τ ί ξέρ ω κ α λ ά πω ς τούτη τη χ α ρ ά π ου νιώ θω γ ι ’ αυτά σ ε κ α ν ένα ν ά λ λ ο δ ε ν τ η ν χρω στώ π α ρ ά σ ε σ έ ν α μ όνο- γ ια τ ί εσ ύ τ ις έσ ω σ ες , κ α ν ένα ς ά λ λ ο ς ά νθρω πος. Κ α ι ε ίθ ε ο ι θ ε ο ί ν α δ ώ σ ο υ ν ό σ α εγώ θέλω κ α ι σ ε σ έ ν α κ α ι τούτη εδώ τη χ ώ ρ α , γ ια τ ί μ ό ν ο σ ε σ α ς α π ’ ό λ ο υ ς τ ο υ ς α νθ ρ ώ π ο υ ς β ρ ή κ α τ η ν ε υ σ έ β ε ια σ τ ο υ ς θ εο ύ ς , τ η ν ε π ιε ίκ ε ια σ τ ο υ ς α νθ ρ ώ π ο υ ς κ α ι τ η ν ε ιλ ικ ρ ίν ε ια . Κ ι επ ειδή αυτά τα γνω ρ ίζω απ ό π ε ίρ α , εκ φ ρ ά ζο μ α ι μ ’ αυτά τα λ ό γ ια · γ ια τ ί ό ,τ ι έχ ω , α π ό σ έ ν α τ ο έχω κ ι ό χ ι α π ό ά λ λ ο θ νη τό · δώ σε μ ου , β α σ ιλ ιά μ ο υ , το δ εξ ί σ ο υ χ έ ρ ι [1130] ν α τ ’ α γ γ ίξω κ α ι ν α φ ιλ ή σ ω το κ εφ ά λ ι σ ο υ , α ν επ ιτρ έπ ετα ι.

' Ο μω ς τ ι λέω; Π ώ ς γίνετα ι ν α θέλω εγώ που είμ α ι ένα ς π α νά θ λιος ν α α γ γ ίξε ις εσ ύ ένα ν ά νθ ρ ω π ο , π ου π ο ιο σ τίγμ α εγκ λή μ α τος υπ ά ρ χει π ο υ ν α μ η ν τ ο έ χ ε ι π ά νω του; Ο ύτε εγώ β έβ α ια τ ο θ έλ ω , ο ύ τ ε κ ι ε σ έ ν α θ ’ α φ ή σ ω α ν ο ίδ ιο ς τ ο θ ε λ ή σ ε ις · γ ια τ ί μ ό ν ο ό σ ο ι ά νθ ρ ω π ο ι έ χ ο υ ν γ ν ω ρ ίσ ε ι τη δ υ σ τ υ χ ία μ ου μ π ο ρ ο ύ ν ν α υ π ο φ έρ ο υ ν μ α ζί μου. Κ α ι σ ύ α π ’ α υ το ύ π ο υ ε ίσ α ι δ έξ ο υ τ ο «χα ίρ ε» κ α ι όπ ω ς μ έ χ ρ ι τώ ρα π ρ ο σ τ ά τ ευ έ με δ ίκ α ια κ α ι σ τ ο μ έ λ λ ο ν .

Θ Η Σ Ε Υ ΣΔ ε ν μ ο υ φ ά ν η κ ε π α ρ ά ξ ε ν ο ο ύ τ ε γ ια τ ί , α π ό τη χ α ρ ά [1 1 4 0 ] π ου

π ή ρ ε ς γ ια τα π α ιδ ιά σ ο υ , μ ίλ η σ ε ς κάπω ς π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο μ α ζί το υ ς , ο ύ τε γ ια τ ί, π ρ ο τ ο ύ μ ιλ ή σ ε ις σ ε μ ένα , π ρ ο τ ίμ η σ ε ς ν α μ ιλ ή σ ε ις με αυτά. Κ αθόλου δεν με δυσαρεστεί αυτό το γεγονός· γιατί δεν επιδιώκω

δώσε μου το δεξί σου χέρι. — εί θέμις (έστί) = αν επιτρέπεται.1132-1136. σέ] υποκείμ. του θιγεΐν. — άνδρός] δηλ. έμοΰ. —

τίς ούκ ένι] = πασα ένεστι. — ούκ έγωγέ σε, ούδ’ ούν έάσω] = ούκ έγωγέ σε θελήσαιμ’ άν θιγεΐν έμοδ, ούδ’ ούν έάσω, εί αΰτός βούλοιο θιγεΐν. — βροτών] γενική μεριστική στο μόνοις. — έμπείροις] εν­νοείται: τών έμών κακών. Και τέτοιοι είναι οι θυγατέρες του και οι συγγενείς του.

1137-1138. σύ δ’ αύτόθεν] από τη θέση που βρίσκεσαι, χωρίς να με πλησιάσεις. — μοι] δοτική ηθική. — τά λοιπά] = του λοιπού, από δω και πέρα, στο μέλλον. —μέλομαι] = φροντίζω. —ώσπερ ές τόδ’ ήμέρας] = όπως μέχρι τούτη την ώρα, ως τώρα.

1139-1141. εί έθου] δηλώνει το αίτιο του θαυμάσας έχω. Ο Θησέας εδώ απαντά στα λόγια του Οιδίποδα (στιχ. 1119 κ.ε.). —πρό τούμοδ] εννοείται: έπους. Η έννοια: γιατί μίλησες πρώτα στις θυγατέρες μου κι έπειτα σε μένα.

1142-1144. βάρος γάρ... έχει] = γιατί καθόλου δεν μου κακο-

153

1145

1150

ΟΙ.1155

ΘΗ.

ι ι ι ;η Ο Ι .

β /Ι .

ον γάρ λόγοισι τον βίον σπουδάζομεν λαμπρόν ποεϊσ&αι μάλλον ή τοϊς δρωμένοις. δείκννμι δ’ · ών γάρ ώμοσ’ ονκ έψευσάμην ονδέν σε, πρέσβν τάσδε γάρ πάρειμ’ άγων ζώσας, ακραιφνείς των κατηπειλημένων. χώπως μεν άγόιν ήιρέδη, τι δει μάτην ■ κομπεΐν, ά γ ’ εϊσηι καυτός έκ τούτοιν ξννών; λόγος δ’ δς εμπέπτωκεν άρτίως έμοί στείχοντι δεύρο, σνμβαλον γνώμην, επεί σμικρός μεν είπεϊν, άξιος δέ ϋανμάσαι · πράγος δ’ άτίζειν ούδέν άν&ρωπον χρεών, τί δ’ ίστι, τέκνον ΑΙγέως; δίδασκέ με, ώς μη εΐδότ’ αυτόν μηδέν ών σύ πυνδάνηι. φασίν τιν’ ήμϊν άνδρα, σοϊ μεν εμπολιν ονκ δντα, συγγενή δέ, προσπεσόντα πως βωμώι καϋήσδαι τώι Ποαειδώνος, παρ’ ώι βνων έκνρον ηνίχ’ ώρμώμην εγώ. ποδαπόν; τ ί προσχρήιζοντα τώι δακήματι; ονκ οϊδα πλην εν σου γάρ, ώς λέγουσί μοι, βραχύν τιν’ αΐτεΐ μν&ον, ονκ όγκου πλεων.

φαίνεται. — ού γάρ σπουδάζομεν] = γιατί δεν επιδιώκουμε. — ή τοϊς δρωμένοις] (β ' όρος σύγκρισης) = παρά με τα έργα. Τούτο μαρτυρεί το ευγενές ήθος του Θησέα και των Αθηναίων.

1145-1147. δείκνυμι δέ] = και το αποδείχνω· την ίδια σημασία έχει το δηλώ δέ (στιχ. 146) δηλ. με πράξεις αποδείχνω τα λόγια μου. — ών γάρ ώμοσα... πρέσβυ] = ούδέν γάρ τούτων ά ώμοσα, έψευσάμην σε, ώ πρέσβυ. — Ακραιφνείς] από το άκεραιοφανής = ακέραιος, αβλαβής.

1148-1149. χώπως μέν άγών ήρέθη] = και πώς κερδήθηκε η μάχη. — κομπέω -ώ] = υπερηφανεύομαι, λέω μεγάλα λόγια, καυχιέ­μαι. — εϊση] (μέλλ. του οϊδα) = θα μάθεις.

1150-1153. λόγος δ ’ δς] = λόγον δ ’ δς. — λόγος] = είδηση. — συμβάλλομαι γνώμην] = λέω τη γνώμη μου. — σμικρός] = δεν είναι σπουδαία, αλλά είναι άξια προσοχής. — άτίζω] = περιφρονώ. — πράγος, εος] (ποιητ.) = πράγμα.

1155. ώς μή είδότ’ αυτόν μηδέν ών σύ πυνθάνη] = γιατί μόνος μου δεν γνωρίζω τίποτα από όσα συ έχεις ακούσει. —πυνθάνει] έχει σημασία παρακειμένου = έχεις πληροφορηθεί, έχεις ακούσει.

154

ν α λ α μ π ρ ύ ν ω τη ζω ή μ ο υ π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο με λ ό γ ια , ό σ ο μ ε έρ γ α . Κ α ι σ ο υ τ ο α π ο δ είχ ν ω · γ ια τ ί α π ’ ό σ α σ ο υ ο ρ κ ίσ τ η κ α , γ έ ρ ο ν τ α , σ ε τ ίπ ο τ α δ ε ν β γ ή κ α ψ εύτη ς· κ α ι ν ά μ ε π ο υ ή ρ θ α φ έ ρ ν ο ν τ α ς τ ις κ ό ρ ες σ ο υ ζω ντ α νές κ ι α π ε ίρ α χ τ ε ς α π ό τ ις α π ε ιλ έ ς π ο υ τ ο υ ς έ γ ιν α ν . Κ αι γ ια τ ο π ώ ς κ ερ δ ή θ η κ ε η μ ά χ η , τ ι α νά γ κ η μ ά τα ια ν α κ α υ χ ιέμ α ι γ ια π ρ ά γ μ α τα π ο υ κ ι ο ίδ ιο ς θ α μ ά θεις α π ό α υτές, τώ ρα π ο υ τ ις έ χ ε ις μ α ζί σ ο υ ; [1 1 5 0 ] Ό μ ω ς γ ια μ ια ε ίδ η σ η π ο υ ά κ ο υ σ α π ρ ιν α π ό λ ίγ ο καθώ ς ε ρ χ ό μ ο υ ν εδώ , π ες μ ου τη γνώ μ η σ ο υ , γ ια τ ί ίσ ω ς ν α μ η ν ε ίν α ι σ π ο υ δ α ία , ω σ τ ό σ ο α ξ ίζ ε ι ν α τ η ν π ρ ο σ έ ξ ε ι κ α νείς· κ α ν ένα π ρ ά γ μ α ο ά νθ ρ ω π ος δεν π ρ έπ ε ι ν α π ερ ιφ ρ ο ν ε ί.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΤ ι σ υ μ β α ίν ε ι, γ ιε το υ Α ιγέα ; Ε ξ ή γ η σ έ μ ου , γ ια τ ί εγώ μ ό ν ο ς

μ ου δ ε ν ξέρ ω τ ίπ ο τα α π ό ό σ α εσ ύ έ χ ε ις α κ ο ύ σ ει.Θ Η Σ Ε Υ Σ

Μ ο υ ε ίπ α ν π ω ς ένα ς ά ν δ ρ α ς , π ο υ δ ε ν ε ίν α ι β έβ α ια σ υ μ π ο λ ίτ η ς σ ο υ , ε ίν α ι όμ ω ς σ υ γ γ ε ν ή ς , έ χ ε ι π ρ ο σ π έ σ ε ι ικ έτ η ς σ τ ο βω μό του Π ο σ ε ιδ ώ ν α , ό π ο υ έ τ υ χ ε ν α θ υσ ιά ζω τη σ τ ιγ μ ή π ο υ ξ ε κ ιν ο ύ σ α γ ια ν α ’ ρθω εδώ.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ ι α π ό π ο ύ κατάγεται; Τ ι ζη τ ά κ ι έ χ ε ι έρ θ ε ι ικ έτ η ς εδώ; [1160]

Θ Η Σ Ε Υ ΣΔ ε ν ξέρ ω , εκ τ ό ς α π ό έ ν α π ράγμ α· ζη τά , όπ ω ς μ ο υ λ έ ν ε , α π ό

σ έ ν α μ ια σ ύ ν τ ο μ η σ υ ν ο μ ιλ ία ό χ ι μ εγ ά λ η ς σ η μ α σ ία ς .

1156-1159. σοί μέν εμπολιν ούκ δντα] = σοί Εμπολιν μέν ούκ δντα] (η μετάθεση του μέν δεν είναι σπάνια στους αρχαίους) = που δεν είναι βέβαια συμπολίτης σου. — συγγενή δέ] = είναι όμως συγγενής σου. Ο Πολυνείκης που είχε παντρευθεί τη θυγατέρα του Άδραστου έμενε στο Ά ργος και φορούσε στολή Αργίτικη. — προσπεσόντα πως] = ότι έχει προσπέσει ως ικέτης κατά κάποιο τρόπο. — Εκυρον θύων] = τύχαινε να θυσιάζω. —ήνίχ ' ώρμώμην έγώ] = τη στιγμή που εγώ ξεκινούσα για εδώ. Ο Θησέας ακούοντας τις φωνές των Κολωνιατών κατά του Κρέοντα, ο οποίος είχε αρπάσει τις δύο θυγατέρες του Οιδίποδα και επιχειρούσε να απαγάγει και τον ίδιο, έσπευσε σε βοήθεια.

1160. ποδαπόν] (αιτιατ. για να συμφωνήσει προς το προηγούμενο άνδρα) = από πού κατάγεται; — θάκημα] = κάθισμα, ικεσία. — τί προσχρήζοντα] - τι ζητά;

1161-1162. ούκ δγκου πλέων] = ασήμαντο, όχι μεγάλης σημασίας.

155

ΟΙ. Θ Η .

11β5

ΟΙ.ΘΗ.

ΟΙ. θ II.

1170 ΟΙ.ΘΗ.ΟΙ.ΘΙΙ.ΟΙ.

1175 ΘΗ.

ποιόν τιν’; οϋ γάρ ήδ" έδρα σμικροϋ λόγον, σοϊ φασίν αυτόν ές λόγους Ί- έλ§εΐν μολόντ’^ αΐτεΐν, άπελδεΐν <τ’) ασφαλώς τής δενρ’ όδον. τις δήτ’ αν εϊη τήνδ’ ό προσ&ακών ίδραν; ό'ρα κατ’ Άργος εϊ τις νμίν έγγενης έσί}*, δστις αν σου τούτο προσχρήιζοι τυχεϊν. <7> φίλτατε, σχές ονπερ εϊ.

τί <Υ εστι. σοι;μή μου δεη&ήι,ς.

πράγματος ποιου; λέγε, έξοιδ’ άκονοιν τώνδ’ δς έσ&’ 6 προστάτης, καί τις ποτ’ έστίν, αν γ ’ εγώ ψέξαιμί τι; παΐς ονμός, ώναξ, στυγνός, οδ λόγων εγώ δλγιστ* αν άνδρών έξανασχοίμην κλόουν, τ ί δ’; ονκ άκονειν έστί, και μή δραν α μή

1163. £δρα] = το να καθίσει μπροστά στο βωμό ως ικέτης, δηλ. αυτή η ικεσία δείχνει ότι πρόκειται για σπουδαίο πράγμα. —ού σμικροϋ λόγου] = δεν είναι άξια μικρού λόγου, δεν είναι ασήμαντη.

1164-1165. Η σύνταξη: φασίν αΰτόν μολόντα αιτείν είς λόγους σοί έλθεΐν άπελθεΐν τε Ασφαλώς τής δεύρο όδοϋ]. —τής δεύρο δδοΰ] επάναληψη του μολόντα (μετχ.αορ. β'του βλώσκω = ττηγαίνω, έρ­χομαι).

1166. ό προσθακών (εννοείται: τφ βωμφ) τήνδ’ ϋδραν] = αυτός πού κάθισε κοντά στο βωμό και κάνει αυτή την ικεσία. —Ιδραν] σύστοιχο αντικείμενο στο προσθακών.

1167-1168. κατ* "Αργος] συντάσσεται προς το επόμενο Ιστι. — προσχρήζω] = έχω ανάγκη, θέλω.

1169-1170. Ακούοντας ο Οιδίπους τη λέξη "Αργος κατάλαβε ότι ο ικέτης είναι ο γιος του και γι * αυτό παρακαλεί τον Θησέα να μην προχωρήσει. — σχές, ούπερ εϊ] = σταμάτα αυτού που είσαι, δηλ. μην προχωρείς, μη λες περισσότερα. —πράγματος ποιου (δεηθώ σου)]: το δέομαι συντάσσεται με γενική προσώπου και αιτιατ. πρά­γματος, αλλά και με διπλή γενική.

1171. τώνδε] δηλ. της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Ακριβέστερα έπρεπε να πει τήσδε, δηλ. της Ισμήνης, η οποία είπε στο στίχο 377 ότι ο Πολυνείκης έφυγε και πήγε στο Ά ργος. — δς έσθ’ ό προστά­της] = ποιος είναι ο ικέτης. — δς] αντί της αοριστολογικής αντωνυμία δστις. Η πλάγια ερώτηση εξαρτάται από Ιξοιδα. — προστάτης] εδώ = ικέτης.

1172. δν γ ’ εγώ ψέξαιμί τι] (αντί ψέξαιμι άν. Το άν της δυνητικής

156

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΣ α ν τν σ υ ν ο μ ιλ ία ; γ ια τ ί α υτή η ικ ε σ ία δ ε ν ε ίν α ι κ α θ ό λ ο υ α σ ή ­

μ α ντη .Θ Η Σ Ε Υ Σ

Μ ε σ έ ν α , λ έ ν ε , α υ τ ό ς ζη τ ά ν α έρ θ ε ι ν α μ ιλ ή σ ε ι κ ι ύ σ τ ερ α ν α φ ύ γει α π ’ εδώ με α σ φ ά λ εια π ά λ ι.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ ο ιο ς ά ρ α γε ν α ε ίνα ι α υ τός π ο υ έ χ ε ι π ρ ο σ π έ σ ε ι ικ έτη ς σ τ ο

βωμό;Θ Η Σ Ε Υ Σ

Σ κ έψ ο υ α ν σ τ ο Ά ρ γ ο ς υ π ά ρ χ ε ι κ ά π ο ιο ς σ υ γ γ ε ν ή ς σ ο υ , π ο υ θα ή θ ε λ ε α π ό σ έ ν α αυτή τη χ ά ρ η .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ α λ έ μ ου φ ίλ ε , σ τα μ ά τα αυτού π ο υ ε ίσ α ι.

Θ Η Σ Ε Υ ΣΤ ι σ ο υ σ υ μ β α ίνει;

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΜ η με ρω τή σ εις . [1170]

Θ Η Σ Ε Υ ΣΓ ια π ο ιο π ράγμ α; λ έγ ε μου.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΑ κ ο ύ ο ν τ α ς αυτές εδώ κ α τά λα β α π ο ιο ς ε ίνα ι ο ικ έτη ς .

Θ Η Σ Ε Υ ΣΚ α ι π ο ιο ς , ε π ιτ έ λ ο υ ς , ε ίν α ι π ο υ μ π ορώ εγώ σ ε κ ά τι ν α τ ο ν

ψέξω ;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Ο γ ιο ς μ ο υ , β α σ ιλ ιά μ ο υ , ο μ ισ η τ ό ς , π ο υ τα λ ό γ ια του εγώ δ εν α ν έ χ ο μ α ι ν α ακ ούω , γ ια τ ί μ ου ε ίν α ι τα π ιο δ υ σ ά ρ εσ τ α α π ’ ό λ ω ν τω ν α νθρώ πω ν σ τ ο ν κ ό σ μ ο .

Θ Η Σ Ε Υ ΣΓ ια τ ί όμω ς; δ εν μ π ο ρ ε ίς ν α τ ο ν α κ ο ύ σ ε ις κ α ι ν α μ η ν κ ά νε ις

Ευκτ. παραλείπεται συχνά στον Όμηρο, στους Αττικούς όμως παραλείπεται στις αναφορικές προτάσεις).

1173-1174. λόγων] η γενική εξαρτάται από το κλύων. —άνδρών] από το άλγιστα. — έξανασχοίμην] (του έξανέχομαι = ανέχομαι, υπομένω, υποφέρω) συντάσσεται με μετοχή κατηγορηματική κλύων, ως ρήμα ανοχής σημαντικό.

1175-1176. Η σύνταξη: ούκ έστιν άκούειν καί μή δράν] = δεν

157

χρήιζεις; τι σοι τονδ’ έστί λυπηρόν κλύειν;ΟΙ. ίχ&ιστον, ώναξ, φθέγμα τονδ’ ήκει πατρι­

κοί μη μ ' άνάγκηι προσβάληις τάδ* είκα&εΐν.ΘΗ. άλλ’ εΐ τό θάκημ’ εξαναγκάζει ακάπει,

μη σοι πρόνοι’ ήι τον θεοΰ φολακτέα.ΑΝ. πάτερ, πίθον μοι, κεί νέα παραινέσω.

τόν &νδρ’ ίασον τόνδε τηι θ ’ αύτον φρενι χάριν παρασχεϊν τώι θεώι θ ’ & βούλεται, καί νωιν ϋπεικε τόν κασίγνητον μολεΐν. ού γάρ σε, θάρσει, πρός βίαν παρασπάσει γνώμης, ά μη σοι συμφέροντα λέξεται. λόγων δ’ άκοΰσαι τίς βλάβη; τά τοι κακώς ηυρημέν’ έργα τώι λόγωι μηνύεται. έφνσας αυτόν ■ ώστε μηδέ δρώντά σε τά τών κακίστων δυσσεβέστατ’, ώ πάτερ, ϋ·έμις σε γ ' είναι κείνον άντιδρόν κακώς, άλλ’ ία νιν είσ'ι χάτέροις γοναΐ κακαι καί ·&νμός δξύς, άλλα νουθετούμενοι φίλων επωιδαϊς έξεπάιδονται φύσιν. σύ δ’ εις έκεΐνα, μη τά νΰν, άποσκόπει

είναι δυνατόν να ακούς και να μην κάνεις.1177-1178. φθέγμα τοΰθ*] = η φωνή αυτή. Αυτή η φωνή του

γιου είναι πολύ μισητή στον πατέρα, δηλ. δεν μπορεί να ανεχθεί τη φωνή του γιου του. —είκάθω] άλλος τύπος του εΐκω = υποχωρώ.— καί μή μ’ άνάγκη προσβάλης] = και μη με ρίξεις στην ανάγκη να υποχωρήσω σ ’ αυτά.

1179-1180. θάκημα] = κάθισμα, ικεσία. — τοΰ θεοΰ] εννοεί τον θεό στο βωμό του οποίου κάθισε ο Πολυνείκης. — μή σοι πρόνοια ή τοΰ θεοΰ φυλακτέα] προσωπική και παθητική σύνταξη αντί τής ενεργητικής και απρόσωπης μή σοι πρόνοιαν ή φυλακτέον = μήπως πρέπει να φυλάξεις πρόνοια, να προνοήσεις, να σεβασθείς τον θεό.

1181-1184. κεί νέα (είμί) = αν και είμαι νέα. — εασον] = άφησε.— τόν άνδρα τόνδε] εννοεί τον Θησέα. Η σύνταξη: εασον παρασχεϊν τε τή αύτοΰ φρενί χάριν θεω τε ά βούλεται. — χάριν παρασχεϊν] = χαρίσασθαι. — καί νφν ϋπεικε] = και υποχώρησε για εμάς τις δυο.

1185-1186. οΰ γάρ παρασπάσει σε πρός βίαν] = γιατί δεν θα σε απομακρύνει από τη γνώμη σου με τη βία. — ά μή λέξεται (= λεχθήσεται) συμφέροντά σοι] = αν όσα θα πει δεν σου αρέσουν.

158

ό σ α δ εν θ έλ ε ις ; Τ ι σ ε ε ν ο χ λ ε ί ν α τ ο ν α κ ού σ εις;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Η φ ω νή το υ , β α σ ιλ ιά μ ο υ , ε ίν α ι η π ιο μ ισ η τ ή φ ω νή σ ε μ ένα τ ο ν πατέρα , κ α ι μη με φ έρ νεις σ τ η ν ανάγκη σ ’ αυτό ν α υπ οχω ρή σ ω .

Θ Η Σ Ε Υ ΣΌ μ ω ς , α ν η ικ ε σ ία του σ ε α ν α γ κ ά ζε ι, σ κ έψ ο υ μ ή π ω ς π ρ έπ ε ι ν α

λ ά β ε ις υπ όψ η σ ο υ τ ο ν σ ε β α σ μ ό π ρ ο ς τ ο ν θ εό . [1180]Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Π α τ έρ α , ά κ ο υ σ έ μ ε, α ν κ α ι ν έ α , θα σ ε σ υ μ β ο υ λ έψ ω . Ά φ η σ ε α υ τ ό ν τ ο ν ά νθ ρ ω π ο ν α κ ά ν ε ι α υ τό π ο υ το υ α ρ έ σ ε ι κ α ι σ τ ο ν θ εό ν α δείξε ι τ ο ν σ εβ α σ μ ό π ου θέλει· κ α ι γ ια χά ρ η εμάς τω ν δυο υ π οχώ ρ η σ ε κ α ι δ έ ξ ο υ ν α έρ θ ε ι ο α δ ε λ φ ό ς μ α ς. Μ η φ ο β ά σ α ι, μ ε τ η β ία δ ε ν θα σ ε κ ά μ ει ν ’ α λ λ ά ξ ε ις γ ν ώ μ η , α ν ό σ α θα π ε ι δ ε ν σ ο υ α ρ έ σ ο υ ν . Τ ι β λ ά φ τει ν α α κ ο ύ ε ι κ α ν ε ίς λ ό γ ια ; Μ ε τα λ ό γ ια μ ά λ ισ τ α α π ο κ α λ ύ ­π τ ο ν τ α ι κ α ι τα π α ν ο ύ ρ γ α έρ γ α . Συ τ ο ν έφ ερ ες σ τ ο ν κ ό σ μ ο · γ ι ’ α υ τό , π α τέρ α , κ ι α ν σ ο υ ε ίχ ε κ ά μ ει τα χ ε ιρ ό τ ε ρ α κ ι α σ εβ έσ τ ερ α κ ακ ά [1190], δ ε ν επ ιτρ έπ ετα ι σ ε σ έ ν α γ ια α ν τ ίπ ο ιν α ν α του κ ά νε ις κ α κ ό . Ά φ η σ έ τ ο ν έ χ ο υ ν κ ι ά λ λ ο ι κ α κ ά π α ιδ ιά κ α ι οξύ θ υ μ ο χ α ρ α ­κ τή ρ α , α λ λ ά α κ ο ύ γ ο ντ α ς τ ις σ υ μ β ο υ λ ές τω ν φ ίλ ω ν κ α τ α π ρ α ΰ νο υ ν τα πάθη τη ς ψ υχή ς τους. Κ ι εσύ α να λ ο γ ίσ ο υ ό χ ι τα τω ρινά παθήματα,

1187-1188. τά τοι κακώς ηΰρημένα έργα τφ λόγω μηνύεται] = τα πανούργα έργα δια του λόγου αποκαλύπτονται.

1189-1191. μηδέ δρώντα σε τά τών κακίστων και ασεβέστατων] = μήτε αν διέπραττε σε βάρος σου τα κάκιστα και ασεβέστατα έργα. — θέμις είναι] έπρεπε να είναι θέμιν ως υποκείμενο του απαρεμφάτου, αλλά το όνομα έχει τεθεί ως άκλιτο θέμις έστί. — σέ γε άντιδράν κακώς] = σύ τουλάχιστον (που είσαι και πατέρας) να ανταποδώσεις κακό σ ’ εκείνον.

1192-1194. έα νιν] = άφησε τον (να κάμει ό,τι επιθυμεί). —γοναί κακαί] = κακά παιδιά. Η έννοια: δεν είσαι ο πρώτος ούτε ο μόνος, που έχεις κακούς γιους. — έπωδαΐς] κυρίως ήταν μαγικές ωδές ή εξορκισμοί, με τους οποίους πίστευαν οι αρχαίοι ότι μπορούσαν να θεραπεύσουν διάφορες αρρώστιες. Εδώ = καταπραϋντικούς λόγους. — έξεπφδονται φύσιν] = καταπραΰνουν την ψυχή. Η έννοια: όπως οι εξορκισμοί θεραπεύουν τους ασθενείς, έτσι και οι συμβουλές των φίλων καταπραΰνουν τους οξύθυμους και παράφορους ανθρώ­πους.

1195-1196. Η σύνταξη: σύ δ ’ είς έκεΐνα τά πατρώα καί μητρφα

159

1205

1210

στρ.

1200

πατρώια και μητρωια πήμαά' άπαδες · κάν κείνα λεύσσηις, οίδ’ έγώ, γνώσηι κακόν ΰνμον τελευτήν ώς κακή προσγίγνεται. έχεις γάρ ονχι βαιά τάν&νμήματα, των σών άδέρκτων δμμάτων τητώμενος. άλλ’ ήμίν είκε ■ λιπαρεϊν γάρ ον καλάν δίκαια προσχρήιζονσιν, ονδ’ αντάν μεν εύ πάσχειν, παάόντα δ’ ονκ έπίατασ&αι τίνειν.

ΟΙ. τέκνον, βαρεϊαν ηδονήν νικάτε μελέγοντες · ίστω δ' ούν δπως νμΐν φίλον, μόνον, ξέν’, εϊπερ κεϊνοζ ώ<5’ έλενσεται, μηδεις κρατείτω τής έμής ψνχής ποτέ.

ΘΗ. άπαξ τα τοιαντ’, ονχ'ι δίς, χρήιζω κλνειν,ώ πρέσβν κομπεϊν δ’ ονχι βούλομαι· σν δ’ ών σώς ισβ’, έάν περ κάμε τις σώιζηι άεών.

ΧΟ. δστις τον πλέονος μέρουςχρήιζει τον μέτριου | πάρεις |

πήμαθ’ & Επαθες άποσκόπει, μή τά νΰν]. — πήματα] = παθήματα, τα οποία έπαθες εξαντίας του φόνου του πατέρα σου και του γάμου με τη μητέρα σου, δηλ. την τύφλωσή σου και μη αποβλέπεις στην τωρινή κατάστασή σου που μπορεί να σε εξοργίσει επειδή θυμάσαι την αστοργία των γιων σου.

1197-1198. λεύσσω] = βλέπω, παρατηρώ. — γνώσει κακού θυμού τελευτήν, ώς κακή προσγίγνεται] = γνώσει, ώς κακού θυμού κακή τελευτή προσγίγνεται. —τελευτήν] το υποκείμενο της εξαρτημένης πρότασης έχει γίνει αντικείμενο της ανεξάρτητης (σχήμα προλή-ψεως).

1199-1200. βαιός] = μικρός, ολίγος. — έχεις γάρ οΰχί βαιά τά Ενθυμήματα] = γιατί έχεις όχι μικρές (ασήμαντες) αναμνήσεις. Εννοεί την τύφλωσή του, όπως λέει στον επόμενο στίχο. —τητάομαι -ώμοι] = στερούμαι. — άδέρκτων] (σχήμα προλήψεως) = ώστε γενέσθαι άδερκτα. — άδερκτος] = αυτός που δεν βλέπει, τυφλός.

1201-1203. λιπαρεϊν γάρ ού καλόν (έστί) προσχρήζουσι δίκαια] = γιατί δεν είναι καλό όσοι ζητούν δίκαια να θερμοπαρακαλούν. Εννοεί τον Θησέα, τον εαυτό της και την Ισμήνη. — εύ πάσχειν] εννοεί τη φιλοξενία του Οιδίποδα και τη διάσωση των θυγατέρων του. — εύ μεν πάσχειν ούκ έπίστασθαι δέ] = εΰ παθόντα ούκ έπί- στασθαι. — τίνω] = αμείβω, ανταποδίδω.

1204-1205. βαρεϊαν ήδονήν νικάτε με λέγοντες] είναι βραχυλογία

160

α λ λ ά ε κ ε ίν α π ο υ έπ α θ ες α π ό τ ο ν π α τέρ α κ α ι τη μ η τέρ α σου· κ ι α ν εκ ε ίν α σ κ εφ θ ε ίς , ε ίμ α ι β έ β α ιη , θα κ α τ α λ ά β εις π ό σ ο ο λ έ θ ρ ια α π ο ­τ ε λ έ σ μ α τ α φ έ ρ ν ε ι η ο ρ γ ισ μ έ ν η ψ υ χ ή . Γ ια τ ί έ χ ε ις ο δ υ ν η ρ έ ς α ν α ­μ ν ή σ ε ις , α φ ού έ χ ε ις χ ά σ ε ι τ ο φω ς τω ν μ α τιώ ν σ ο υ κ α ι ε ίσ α ι τώ ρα τ υ φ λ ό ς . [1200 ] Έ λ α , υ π ο χ ώ ρ η σ ε γ ια χ ά ρ η μας· γ ια τ ί δ εν ε ίνα ι σ ω σ τ ό ν α θ ερ μ ο π α ρ α κ α λ ο ύ ν ό σ ο ι ζ η τ ο ύ ν δ ίκ α ια π ρ ά γ μ α τα , ο ύ τε α υ τός π ο υ ευερ γετείτα ι ν α μ η ν ξ έ ρ ε ι ν α α ντα π ο δ ίδ ει τ η ν ευ ερ γεσ ία .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ α ιδ ί μ ο υ , μ ε τα λ ό γ ια σ α ς αυτά μ ε α ν α γ κ ά ζετ ε ν α σ α ς δώ σω

ν ίκ η π α ρ ά τη θ έ λ η σ ή μου· α ς γ ίν ε ι λ ο ιπ ό ν όπ ω ς σ α ς α ρ έσ ε ι. Μ ό ν ο , ξ έ ν ε μ ο υ , α ν ε κ ε ίν ο ς έρ θ ει εδώ , κ α ν ε ίς π ο τέ «ας μ η ν α π λ ώ σ ε ι χ έ ρ ι π ά νω μου».

Θ Η Σ Ε Υ ΣΜ ια φ ο ρ ά , δεύ τερ η δ ε ν χ ρ ε ιά ζο μ α ι ν α τ ’ α κ ού σ ω , γ έ ρ ο ν τ α -

δ εν θέλω ν α λέω μεγά λα λόγια · πάντω ς ν α ξέρ εις πως ε ίσ α ι α σ φ α λ ή ς, α ν β έβ α ια κ ι εμ ένα κ ά π ο ιο ς θ εό ς μ ε έ χ ε ι κ α λ ά . [1210]

(Ο Θησέας απέρχεται από τη δεξιά πάροδο για να συνεχίσει τη θυσία στο βωμό του Ποσειδώνα).

3ο ΣΤΑΣΙΜΟ (1211-1248)

Χ Ο Ρ Ο ΣΣΤΡΟΦΗ

Ό π ο ι ο ς επ ιθ υ μ εί ν α ζ ε ι ό λ ο κα ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ α χ ρ ό ν ια π ερ ιφ ρ ο -

αντί: νικατέ με νίκην βαρεϊαν έμοί, ήδεΐαν δ ’ ΰμϊν. Αντί νίκην είπε ήδονήν, γιατί η νίκη για όσους παρακαλούν είναι ήδονή. — φίλον (έστί) ύμϊν] = αρέσει σε σας.

1206-1207. ξένε] εννοεί τον Θησέα. — ψυχής] = ζωής, προσώπου. Ο Οιδίπους φοβάται μήπως τον απαγάγει κανείς.

1206-1210. ούχί δίς] = όχι δυο φορές. Ο Θησέας έδωσε υπόσχεση προστασίας στο στίχο 656. — σύ δε σώς Ι'σθι] εννοείται ών = και συ να ξέρεις ότι είσαι ασφαλής. Ο Θησέας φεύγει με τους ακολούθους του προς τον βωμόν του Ποσειδώνα, για να τελειώσει τη θυσία που είχε διακοπεί και να στείλει τον Πολυνείκη στον Οιδίποδα.

3ο Στάσιμο (1211-1268)1211-1214. δστις τοΰ πλέονος μέρους χρήζει ζώειν] = δστις

χρήζει ζώειν το πλέον μέρος. — τό πλέον μέρος] αντιτίθεται προς τό μέτριον μέρος. — παρείς] μετοχή αόρ. β ' του παρίημι = αμελώ,

161

1215

1220

άντ.

1225

1230

1235

ζώειν, ακαιοαύναν φυλάσ- σων ίν έμοί κατάδηλος έσται.

έπεί πολλά μεν αΐ μακρα'ι άμέραι κατέθεντο δη λύπας έγγυτέρω, τά τέρ-

ποντα δ’ ονκ &ν ϊδοις δπον, δταν. τις ές πλέον πέσηι τον δέοντος ■ 6 δ5 έπίκουρος Ισοτέλεστος, Άϊδος δτε Μοϊρ 5 άννμέναιος άλνρος άχορος άναπέφηνε,■θάνατος ές τελευτάν.

μή φΰναι τον άπαντα νι-και λόγον· τό δ’, έπεί φανήι,

βήναι κεΐσ’ όπόθεν περ ή- κει πολύ δεύτερον ώς τάχιστα,

ώς εΰτ’ <3ν τό νέον παρηι κονφας άφροσύνας φέρον, τις πλαγά πολύμοχθος έ ­

ξω; τις ον καμάτων ένι; φθόνος, στάσεις, έρις, μάχαι καί φόνοι· τό τε κατάμεμπτον έπιλέλογχε πύαατον άκρατες άπροσόμιλον γήρας άφιλον, Ινα πρόπαντα κακά κακών ξυνοικεϊ.

περιφρονώ. — σκαιοσύνη] = μωρία, διαστροφή της διανοίας. — φυλάσσω] = έχω, τρέφω. — έν έμοί] = κατά την κρίση μου, κατά τη γνώμη μου.

1215-1220. μέν] η απόδοση του μέν υπάρχει στο στίχο 1220 «6 δέ έπίκουρος...». — αί μακραί ήμέραι] = οι πολλές ημέρες, ο μακρός χρόνος. — κατέθεντο] (γνωμικός αόριστος) = συνήθως θέτουν. — έγγυτέρω λύπης (εννοείται ή τέρψεως). — τά τέρποντα δ* ούκ άν ϊδοις δπου (έστίν)] = τις χαρές όμως δεν μπορείς να δεις πού είνμι. — δταν τις πέση ές πλέον τοϋ δέοντος] = όταν πέσει κανείς πιο πέρα από όσο πρέπει, δηλ. όταν ζήσει κανείς περισσότερο από το μέτριο. Αντί του ΐκηται λέει πέση, διότι τα γηρατειά ο Χορός τα θεωρεί κακό.

1220-1223. ό έπίκουρος] = ο βοηθός στην ανάγκη, ο σωτήρας, ο λυτρωτής. Ο θάνατος είναι λυτρωτής από τη λύπη, τις συμφορές, τις αρρώστιες. — ισοτέλεστος] = ϊσα πδσι τελών = που φέρνει όμοιο τέλος σε όλους, είναι κοινός για όλους τους ανθρώπους. —

162

νώ ντα ς τ ο σ υ ν η θ ισ μ έ ν ο μ έτρ ο τη ς ζω ή ς, γ ια μ ένα ε ίν α ι ο λ ο φ ά ν ε ρ α α ν ό η τ ο ς . Γ ια τ ί τα π ο λ λ ά χ ρ ό ν ια φ έ ρ ν ο υ ν π ιο κ ο ντ ά σ τ ις λ ύ π ες κ α ι τ ις χ α ρ έ ς δ ε ν θα μ π ο ρ έ σ ε ις ν α δ ε ις π ο υ θ ενά , ό τ α ν ζ ή σ ε ι κ α ν ε ίς π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ α χ ρ ό ν ια α π ό ό σ α τ α ιρ ιά ζο υ ν σ τ ο ν ά νθ ρ ω π ο . Μ α ό τ α ν φ τ ά νε ι η ώ ρα του Ά δ η , χ ω ρ ίς τρ α γού δ ια γά μ ο υ , χω ρ ίς μ ο υ σ ικ ές κ α ι χ ο ρ ο ύ ς , [1220] λυτρ ω τή ς σ τ ο τ έ λ ο ς έρ χ ετ α ι ο θ ά να το ς , κ ο ιν ό ς γ ια ό λ ο υ ς μας.

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗΤ ο κ α λ ύ τ ερ ο α π ’ ό λ α ε ίν α ι ν α μ η ν γ ε ν ν η θ ε ί κ α νείς· α λ λ ά ,

α φ ού έρ θ ε ι σ τ η ζω ή , δ εύ τερ ο κ α λ ό ε ίν α ι ν α π ά ε ι, ό σ ο γ ίν ε τ α ι π ιο γ ρ ή γ ο ρ α , εκ ε ί α π ’ ό π ο υ έ χ ε ι έρ θ ει. Γ ια τί ό τ α ν κ α ν ε ίς π ερ ά σ ε ι τη ς ν ιό τ η ς τα ξ έ ν ο ια σ τ α κ ι α ν έμ ελ α χ ρ ό ν ια , [1230 ] π ο ια β α ρ ειά χ τ υ π ή ­μα τα θα μ ε ίν ο υ ν έξω , π ο ια β ά σ α να θα λείψ ο υ ν; Φ θ ό νο ς , σ τ ά σ ε ις , δ ιχ ό ν ο ιε ς , π ό λ ε μ ο ι κ α ι σκ οτω μ οί· κα ι τ ελ ευ τα ία έ ρ χ ο ν τ α ι τα κα­τ α ρ α μ έν α , τ ’ α ν ή μ π ο ρ α , τ ’ ά φ ιλ α κ α ι έρ η μ α γ η ρ α τ ε ιά , π ο υ ό λ α του κ ό σ μ ο υ τα φ ρ ιχ τ ά δ ε ιν ά απάνω τ ο υ ς τα έχ ο υ ν .

Ά ιδος μοίρα] = θανάτου μοίρα. — θάνατος] επεξήγηση του ό έπί­κουρος. — ές τελευτάν] = στο τέλος, τελικά. — άνυμέναιος] = χωρίς ΰμέναιον, δηλ. τραγούδια γάμου. — άλυρος] = χωρίς λύρα, χωρίς μουσική.— άχορος] = χωρίς χορούς.

1224-1227. νικφ] υποκειμ. το μή φδναι. — λόγος] εδώ = τιμή, αξία. Το να μη γεννηθεί κανείς υπερβαίνει κάθε αξία, είναι ανε­κτίμητο αγαθό. — έπεί φανή] υποκείμ. τις. — τό δέ βήναι] = το να περάσει όμως. — κεΐθεν] αντί κεΐσε (από έλξη προς το δθεν). — ώς τάχιστα] προσδιορίζει το βήναι. — πολύ δεύτερον (έστί)] = είναι πολύ κατώτερο. Ονομάζει τούτο δεύτερον, διότι πρώτον είναι το να μη γεννηθεί κανείς.

1228-1234. ώς] αιτιολογεί τις προηγούμενες γνώμες. —εύτ ’ δν παρή τό νέον κούφας άφροσύνας φέρον] = όταν αφήσει πίσω του τη νεανική ηλικία που φέρει επιπόλαιες ανοησίες. Οι νέοι άπειροι από τις δυσχέρειες της ζωής βλέπουν μόνο τις χαρές και θέλουν να τις απολαύσουν όσο γίνεται περισσότερο. — τίς πλαγά (= πληγή) πολύμοχθος έξω (έστί);] = ποιος βαρύς πόνος μένει έξω; — τίς ού καμάτων ένι (ένεστι);] = ποια βάσανα δεν έχει;

1235-1238. έπιλέλογχε] (ποιητικός παρακείμ. του λαγχάνω) = πέφτει, έρχεται ως κλήρος. — το κατάμεμπτον] = το επονείδιστο.— άκρατές] = το ασθενές, το αδύναμο. —άπροσόμιλον] = ακοινώνητο.— άφιλον] = χωρίς φίλους. —πύματον] = τελευταίο. — ϊνα] αντί του φ (γήρφ). — πρόπαντα] = όλα γενικά. — κακά κακών] = μέγιστα κακά. Στους τραγικούς συχνά μετά από θετικά επίθετα επαναλαμβά-

163

έν ώι τλάμων δδ’, ονκ έγώ μόνος · πάντο&εν βόρειος ώς τις άκτά κνματοπλήξ χειμερία κλονεϊται, &ς χαΐ τόνδε κατ' άκρας δειναΐ κνματοαγεϊς άται χλονέονσιν άεΐ ξυνονααι, αί μέν άπ’ άελίου δυσμαν, αί δ’ άνατέλλοντος, αί δ’ άνά μέσσαν άκτϊν’,

αί δ’ έννυχιαν από 'Ριπάν.

ΑΝ. καί μην δδ’ ημΐν, ώς ίοικεν, ό ξένος<................................................. ; ...........

ΟΙ. ......................................ΑΝ. άνδρών γε μοϋνος, ώ πάτερ, δι’ δμματος

άστακτί λείβων δάκρνον ώδ’ οδοιπορεί. ΟΙ. τις οντος·,ΑΝ. δνπερ καί πάλαι κατείχομεν

γνώμηι, πάρεστι δεύρο Πολυνείκης δδε.

νεται η γενική του πληθυντικού τους για να εκφρασθεί έννοια υπερθετικού βαθμού. (Πρβλ. Ο.Τ. 465 «δρρηχα άρρητων»),

1239-1248. έν φ (γήρςι) εννοείται έστί. — τλάμων δδε] = αυτός εδώ ο δύστυχος. — κυματοπλήξ] = που πλήττεται από τα κύματα.— χειμερία] = κατά τον χειμώνα. — κλονεϊται] = τραντάζεται. — κατ * άκρας] = από πάνω ως κάτω, ολόκληρο. —κυματοαγής] (κδμα— άγνυμαι) = που σπάζει σαν κύμα. — άεί ξυνοΰσαι] = που πάντοτε υπάρχουν σ ’ αυτόν = που ακατάπαυτα τον χτυπούν. — αί μέν άπ’ άελίου δυσμών, αί δ ’ άνατέλλοντος] = αί μεν από δύοντος ήλιου, αί δέ άπό άνατέλλοντος. — αί δ ’ άνά μεσσαν άκτϊν’] = αί δέ άπό ήλιου δντος άνά μέσσαν άκτΐνα = άλλες που έρχονται από τη μεσημβρία.— αί δέ έννυχιάν άπό Ριπάν] = κι άλλες από τα σκοτεινά Ριπαία όρη.— έννύχιος] = νυκτερινός, σκοτεινός. Λέγονται Ρίπαι βραχυλογικώς αντί Ριπαία άρη, τα οποία βρίσκονται στη Σκυθία. Οι αρχαίοι λέγοντας Σκυθία εννοούσαν ολόκληρο το βόρειο μέρος της γης. Τα Ριπαία δρη καλύπτονταν από πυκνά δάση και βαθύ σκότος, γι ’ αυτό λέγονται έννύχια (της νύχτας, σκοτεινά). Απ’ αυτά κατέβαιναν σφοδροί βόρειοι άνεμοι, ριπαί άνέμων. Ο λαός και σήμερα ονομάζει τον βίαιο άνεμο που συνοδεύεται και από βροχή, το ανεμόβροχο, ριπή. Με θαυμαστό τρόπο ο ποιητής παραβάλλει τις ταλαιπωρίες των γηρατειών προς τα άγρια κύματα της θάλασσας. Όπως τα κύματα που σηκώνονται από τους βόρειους ανέμους χτυπάνε ακα-

164

ΕΠΩΔΟΣΣ ’ αυτά τα γ η ρ α τ ε ιά β ρ ίσ κ ετ α ι κ ι α υ τός εδώ ο δ ύ σ τ υ χ ο ς , ό χ ι

μ ο ν ά χ α εγώ* κ ι όπ ω ς έ ν α β ο ρ ε ιν ό α κ ρ ο γ ιά λ ι [1 2 4 0 ] τρ α ντά ζετα ι α π ό τα κ ύμ α τα π ο υ τ ο χ ε ιμ ώ ν α ο λ ο ύ θ ε τ ο δ έ ρ ν ο υ ν , έ τ σ ι κ α ι τ ο ύ τ ο ν α π ό π ά νω μ έ χ ρ ι κάτω , η μ ια π ά νω σ τ η ν ά λ λ η σ α ν ά γ ρ ια κύματα α κ α τά π α υ τα φ ο β ερ ές τ ο ν δ έ ρ ν ο υ ν σ υ μ φ ο ρ ές , ά λ λ ε ς α π ό το υ ή λ ο υ τη δ ύ σ η , ά λ λ ε ς α π ’ τ η ν α ν α τ ο λ ή ο ρ μ ώ ντα ς , ά λ λ ε ς α π ό τ ο Ν ό τ ο κ ι ά λ λ ε ς α π ό τα κ α τ α σ κ ό τ ε ινα Ρ ιπ α ία β ο υ νά του Β ορ ρ ά .

Δ ' ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (1249-1555)

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΝ ά τ ο ς , π α τέρ α , ο ξ έ ν ο ς , έρ χ ε τ α ι π ρ ο ς εμάς μ ό ν ο ς το υ , όπω ς

φ α ίνετ α ι, κ ι α π ό τα μ ά τια του β ρ ύ σ η τα δά κ ρυα τ ρ έ χ ο υ ν καθώ ς π ρ ο χ ω ρ ε ί κ ατά δω.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ ο ιο ς ε ίνα ι αυτός;

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΑ υτός που και π ρ ιν είχαμ ε σ το νου μας, ο Π ολυ νείκ η ς, βρίσκεται

εδώ μ π ρ ο σ τ ά μας.(Ο Πολυνείκης έρχεται από τη δεξιά πάροδο).

τάπαυστα την ακτή, έτσι και τα βάσανα των γηρατειών δέρνουν τον άνθρωπο. (Πρβ. Σοφ. Αντιγ. 586-590).

Δ ' ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (1249-1555)Στο Επεισόδιο παρεμβάλλεται Κομμός (1446-1499) που το διαιρεί

σε δύο μέρη. Το πρώτο περιέχει απόπειρα του Πολυνείκη να πείσει τον Οιδίποδα, στο δεύτερο αρχίζει η εκπλήρωση της πρόρρησης του Προλόγου για το τέλος του Οιδίποδα.

1249-1251. καί μήν] με τη φράση αυτή συνήθως δηλώνεται η είσοδος των προσώπων στη σκηνή. Ο Πολυνείκης εισέρχεται από την αριστερή πάροδο, ως ερχόμενος από ξένη χώρα. — δ ξένος] η Αντιγόνη αποφεύγει να πει το όνομα του Πολυνείκη, για να μην εξοργισθεί ο πατέρας της ακούοντας το μισητό όνομα. —άνδρών γε μοΰνος] = άνδρών έρημος] = μόνος του, χωρίς συνοδούς δεν τον συνο­δεύουν δορυφόροι. — άστακτί] όχι κατά σταγόνες, «στάγδην», αλλά «κρουνηδόν», ποτάμι, βρύση τα δάκρυα τρέχουν. — ώδε] = εδώ. — λείβω δάκρυον] = χύνω δάκρυα.

1252-1253. δνπερ καί πάλαι κατείχομεν γνώμη] = αυτός που και πριν είχαμε στο νου μας, σκεπτόμαστε.

165

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

1255

1260

1265

1270

1275

οϊμοι, τ ί δράσω; πάτερα τάμαυτον κακά πρόσ&εν δακρύσω, παΐδες, ή τά τονδ’ όρων πατρός γέροντος; δν ξένης έπΐ χδονδς συν σφώιν έφηνρηχ’ έν&άδ’ έχβεβλημένον, έσϋήτι συν τοιάιδε, τής δ δνσφιλής γέρων γέροντι συγκατώικηκεν πίνος πλευράν μαραΐνων· κρατί δ’ δμματοστερεϊ κόμη δι’ αύρας άκτένιστος άισσεται · άδελφά δ’, ώς Ιοικε, τούτοισιν φορεϊ τά τής ταλαίνης νηδνος θρεπτήρια. άγω πανώλης άφ’ άγαν έχμαν&άνω · καί μαρτυρώ κάκιστος άνϋρώπων τροφαϊς τάϊς σάίσιν ήκειν · τάμά μή ’ξ άλλων πύϋηι. άλλ’ Ιατι γάρ και Ζηνι σνν&ακος θρόνων Αιδώς έπ’ ϊργοις πάσι, καί προς σοί, πάτερ, παραστα&ήτω · των γάρ ημαρτημένων άκη μέν έστι, προσφορά δ’ ονκ Εστ’ έτι. τ ί σιγάις;φώνησον, ώ πάτερ, τι - μή μ ’ άποστραφήις. ονδ’ άνταμείβηι μ ’ ούδέν, άλλ’ άτιμάσας πέμψεις άναυδος, ούδ’ & μηνίεις φράσας; ώ σπέρματ’ άνδρδς τονδ’, έμαι δ’ όμαίμονες,

1254- 1255. οΐμον] Ο Πολυνείκης δεν αναφέρεται αμέσως στο σκοπό της άφιξής του, αλλά επιδιώκει πρώτα την εύνοια των προσώπων που τον ακούνε. —παΐδες] = αδελφές μου.

1255- 1261. σύν σφών] = μαζί με σας. — τής] το άρθρο αντί αναφο­ρικής αντωνυμίας. — δυσφιλής] = μισητός, δυσάρεστος. — πίνος, δ] = ρύπος, ακαθαρσία, λέρα. Τον πίνον (τη λέρα) που έχει επικαθίσει στα ρούχα του και στο σώμα του τον προσωποποιεί ως γέροντα που συγ- κατώκησε με τον γέροντα Οιδίποδα, που έχει κολλήσει πάνω του. — πλευρά] εννοεί: όλο το σώμα. —όμματόστερης]= ο στερούμενος ομμάτων, οφθαλμών. —όμματοστερεΐ κρατί] (Δοτική τοπική) = στο αόμματο κεφάλι του. — άσσεται] (άίσσω = πηδώ, τρέχω) = κινείται, κυματίζει (η κόμη).

1262-1264. άδελφά τούτοΜη] = όμοια, ανάλογα με αυτά (τα ρυπαρά, λερωμένα ρούχα). — φορεϊ] δεν λέει φέρει αλλά φορεϊ σαν ένδυμα, ρούχο, φόρεμα, τά θρεπτήρια τής ταλαίνης νηδύος = έχει τα θρεπτήρια

166

Π Ο Λ Υ Ν Ε ΙΚ Η ΣΑ λ ίμ ο ν ο ! Τ ι α π ό τα δυο ν α κάνω ; Τ α δ ικ ά μ ου τα β ά σ α να

π ρώ τα ν α κ λά ψ ω , α δ ελ φ ές μ ο υ , ή τούτα π ο υ βλέπω τ ο υ γ έρ ο ν τ α π α τέρ α μας; π ο υ εδώ σ τ η ν ξ έ ν η χώ ρ α μ α ζί με σ α ς τ ο ν βρ ίσ κ ω ε ξ ο ρ ισ μ έ ν ο , με τέτο ια ρ ο ύ χα π ο υ η μ ισ η τή λ έρ α τους έ χ ε ι κ ο λ λ ή σ ε ι π ά νω σ τ ο ν γ έ ρ ο ν τ α κ α ι το υ τρ ώ ει τ ο σώ μ α , [1 2 6 0 ] ενώ σ τ ο α ό μ α τ ο κ εφ ά λ ι τ ο υ τα α χ τ έ ν ισ τ α μ α λ λ ιά το υ τ ’ α ν ε μ ίζ ε ι ο ά ν ε μ ο ς . Ό μ ο ια με αυτά , όπ ω ς φ α ίνετα ι, έ χ ε ι κ α ι τη ς τα λ α ίπ ω ρ η ς κ ο ιλ ιά ς του τ η ν τροφ ή. Κ ι ο χα μ ένο ς εγώ ό λ α αυτά π ολύ αργά τα μαθαίνω κ ι ομ ολογώ πω ς έχω φ ερ θ εί γ ια τη σ υ ν τ ή ρ η σ ή σ ο υ σ α ν ν α ή μ ο υ ν ο χ ε ιρ ό τ ε ρ ο ς ά νθ ρ ω π ος του κ ό σ μ ο υ . Τ α σ φ ά λ μ α τά μ ου α π ό μ ένα θα τ ’ α κ ο ύ σ εις , ό χ ι απ ό ά λ λου ς . Ό μ ω ς υπ ά ρ χει κα ι η Ε πιείκεια γ ια ό λ ες τις π ρά ξεις, ο μ ό θ ρ ο ν η του Δ ία , αυτή , π α τέρ α , ας π α ρ α σ τα θ εί κ α ι σ ε σ ένα · γ ια τ ί γ ια τα σ φ ά λμ α τά μου υ π ά ρ χ ε ι θερ α π εία , ν α π ρ ο σ τ εθ ο ύ ν ε κ ι ά λ λ α π ια δ ε ν γ ίν ε τ α ι [1270 ]. Γ ια τ ί σ ω π α ίνε ις; Π ες μ ο υ , π α τέρ α , κάτι· μη σ τ ρ έφ ε ις α λ λ ο ύ το π ρ ό σ ω π ό σ ο υ . Δ ε ν μ ου α π α ντά ς τίποτα ; θα με δ ιώ ξεις έ τ σ ι π ερ ιφ ρ ο νώ ντα ς μ ε, χω ρ ίς ν α μ ου μ ιλ ή σ ε ις , χω ρ ίς ν α π εις γ ια τί ε ίσ α ι ο ρ γ ισ μ ένο ς; Ω σ ε ις παιδιά τούτου εδώ του ανθρώ που κ ι α δ ελ φ ές μ ου , π ρ ο σ π α θ ή σ τ ε ε σ ε ίς τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν ν α α ν ο ίξ ε τ ε το

= την τροφή. — νηδύος, ύος] = κοιλία, στόμαχος. — πανώλης] εδώ έχει παθητική σημασία. = ό άπολεσθείς = ο χαμένος. — όψέ άγαν] πολύ αργά.

1265-1266. τροφαϊς] ανήκει στο κάκιστος: και ομολογώ πως είμαι ο ασεβέστατος των ανθρώπων ως προς τη διατροφή σου. Οι αρχαίοι θεωρούσαν ως ιερό καθήκον το γηροτροφεΐν τούς γονέας. Κατά τη νομοθεσία του Σόλωνα όποιος δεν φρόντιζε για τη διατροφή των γονέων του θεωρείτο άτιμος, έχανε δηλ. τα πολιτικά του δικαιώματα. — τροφαϊς] δοτική της αναφοράς στο κάκιστος. — ήκειν] αντικείμενο του μαρτυρώ. —τάμα μή ’ ξ άλλων πύθη] Η έννοια: εγώ ο ίδιος ομολογώ το αμάρτημά μου και δεν έχεις ανάγκη να το ακούσεις από άλλους.

1267-1270. Αίδώς] εδώ = έλεος, επιείκεια. Κατά προσωποποιία λέγεται σύνθρονος του Δία, όπως και η Δίκη (1382). —σύνθακος θρόνων]: θρόνων: γενική αντικειμ. του σύνθακος κατά το θακεΐν θρόνους. — άκος, τό] = θεραπεία. —προσφορά] = επαύξηση, προσθήκη. Το νόημα: δεν θα προσθέσω στα σφάλματά μου κι άλλα ακόμη.

1271-1274. τι] σπάνια το εγκλιτικό χωρίζεται από την προηγούμενη λέξη με κόμμα. — μή μ’ άποστραφής] το ρ. συντάσσεται με αιτιατική. Η αποστροφή δηλώνει μίσος. — ά μηνίεις] = ήν μήνιν μηνίεις.

167

1280 Λ Ν.

110.1285

1290

1295

πειράσατ’ άλλ’ υμείς γε κινήσαι πατρός το δυσπρόσοιστον κάπροσήγορον στόμα,<ος μή μ ’ ατιμον, τον ΰεοϋ γε προστάτην, όντως άφήι με, μηδέν άντειπων έπος, λέγ', ώ ταλαίπωρ’, αυτός ων χρείαι πάρει, τά πολλά γάρ τοι ρήματ’ ή τέρψαντά τι η δνσχεράναντ' ή κατοικτίσαντά πως παρέσχε φωνήν τοις άφωνήτοις τινά. άλλ’ έξερώ · καλώς γάρ έξηγήι αν μοι · πρώτον μεν αυτόν τον &εόν ποιούμενος άρωγόν, εν&εν μ ’ ώδ’ άνέστησεν μολεϊν δ τήσδε τής γης κοίρανος, διδούς ίμοι λέξαι τ ’ άκοϋσαί τ ’ άσφαλεΐ συν έξόδωι. και ταϋτ’ άφ’ υμών, ώ ξένοι, βονλήσομαι και τοΐνδ’ άδελφαϊν και πατρός κνρέίν έμοί.

& δ’ ήλ&ον ήδη σοι &έλω λέξαι, πάτερ · γης ίκ πατρώιας έξελήλαμαι φνγάς, τοϊς σοϊς πανάρχοις οϋνεκ’ έν&ακεΐν ύρόνοις γονήι πεφνκώς ήξίουν γεραιτέραι. άνϋ’ ων μ ’ Ετεοκλής, ών φύσει νεότερος, γής έξέωσεν, ούτε νικήσας λόγωι οΰτ’ είς έλεγχον χειρός ονδ’ έργου μόλων,

1275-1279. δυσπρόσοιστος] (δυσ-προσ-οιστός - προσφέρω, Μέλλ. προσοίσω) = δύσκολα προσφερόμενος, δυσπροσπέλαστος. — δυσπρό- σοιστον στόμα] = στόμα που δεν ανοίγει εύκολα. — άπροσήγορον στόμα] = στόμα που δεν μιλά, δεν λέει τίποτα. — ύμεΐς γε] = εσείς τουλάχιστον, αφού εγώ δεν πετυχαίνω. — κινήσαι] = να κάμετε να μιλήσει. — τοϋ βεοϋ γε προστάτην] εννοείται η εναντιωματική μετοχή όντα. —προστάτης = ικέτης. — τού θεοΰ] = του Ποσειδώνα. — ώς μή μ’ άφή] = για να μη με αποπέμψει (άφή: Υποτακτική αόρ. β ' του άφίημι).

1280-1283. ών χρείφ πάρει] = τίνων χρείαν έχων πάρει ένταΰθα. — τά πολλά γάρ τοι ρήματα... φωνήν τοΐς άφωνήτοις τινά]: Η έννοια: τα πολλά λόγια προκαλούν ευχαρίστηση, οργή, οίκτο, και με τα αισθήματα αυτά συνήθως κάνουν όσους δεν μιλούν να ανοίξουν το στόμα τους. Εδώ τα ρήματα δυσχεραίνω και κατοικτίζω σημαίνουν διεγείρω αγανά­κτηση, οίκτο. —παρέσχε] γνωμικός αόριστος. — άφώνητος] έχει ε­νεργητική σημασία και δηλώνει αυτόν που σιωπά, δεν μιλά.

1284-1288. άλλ’ έξερώ] = αλλά θα πω από ποια ανάγκη έχω έρθει εδώ. —έξηγοδμαι] = συμβουλεύω. — τόν θεόν] εννοεί τον Ποσειδώνα, στου οποίου τόν βωμό έγινε ικέτης. — ένθεν] = από όπου (δηλ. από το

168

»

σ φ ρ α γ ισ μ έ ν ο κ α ι α μ ίλ η τ ο σ τ ό μ α το υ π α τέρ α , γ ια ν α μη με δ ιώ ξει έτ σ ι π ε ρ ιφ ρ ο ν η μ έ ν ο , εμ ένα ικ έτη του θ εο ύ , χ ω ρ ίς ο ύ τε μ ια λ έ ξ η ν α μ ου πει.

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΛ έγ ε κ α ι σ υ , τα λ α ίπ ω ρ ε, α π ό π ο ια α νά γ κ η β ρ ίσ κ ε σ α ι εδώ"

[1 2 8 0 ] γ ια τ ί τα π ο λ λ ά λ ό γ ια ή κ ά π ο ια ε υ χ α ρ ίσ τ η σ η π ρ ο ξ ε ν ή σ ο υ ν ή δ υ σ α ρ έσ κ ε ια ή κ α ι λ ίγ η σ υ γ κ ίν η σ η , δ ίν ο υ ν κ α ι σ τ ο υ ς ά φ ω νους κ ά π ο ια φ ω νή .

Π Ο Λ Υ Ν Ε ΙΚ Η ΣΘ α μ ιλή σ ω · γ ια τ ί κ α λ ά με σ υ μ β ο υ λ εύ ε ις εσύ· πρώ τα βέβ α ια

ζη τ ώ ν τ α ς τη β ο ή θ ε ια του ίδ ιο υ του θ εού , π ο υ α π ό τ ο ν βω μό το υ με σ ή κ ω σ ε γ ια ν α έρθω εδώ ο β α σ ιλ ιά ς το ύ τ η ς τ η ς χώ ρ α ς, π ου μ ου έδω σε τ η ν ά δεια ν α μ ιλ ή σ ω , ν α α κ ούσω και α σ φ α λ ή ς ν α φύγω . Κ ι α υ τή ν τ η ν άδεια θέλω ν α έχω , ξ έ ν ο ι , απ ό σ α ς κ ι α π ό τ ις δυο αδελφ ές μ ου κ ι α π ό τ ο ν π α τέρ α μ ου. [1290] Γ ια εκ ε ίνα π ου ή ρ θ α , θ έλω τώ ρα ν α σ ο υ πω, πατέρα . Α π ό τ η ν πατρική μου γ η έχω δ ιω χθεί ε ξ ό ρ ισ τ ο ς , επ ειδ ή ε ίχ α τ η ν α ξ ίω σ η ν α κ α θ ή σ ω σ τ ο ν β α σ ιλ ικ ό σ ο υ θ ρ ό ν ο ως π ρ ω τ ο γ έ ν ν η τ ο ς γ ιο ς σ ο υ . Γ ι ' α υ τ ό ν τ ο ν λ ό γ ο ο Ε τ ε ο κ λ ή ς , α ν κ α ι ε ίν α ι ν ε ό τ ε ρ ο ς σ τ η ν η λ ικ ία , μ ’ έδ ιω ξε α π ό τη χώ ρ α χ ω ρ ίς ν α με π ε ίσ ε ι με επ ιχ ε ιρ ή μ α τ α , κ α ι δ ίχ ω ς ν α δ ο κ ιμ α σ θ εί σ τ η δύ να μ η μ α ζί

βωμό του θεού). — μ’ άνέστησε] = με σήκωσε. — μολεΐν] (απαρέμφ. του σκοπού) = για να έρθω. —ώδε] = εδώ.

1289-1290. ταϋτα] όσα μου υποσχέθηκε ο Θησέας, δηλ. λέξαι τ ’ άκοΰσαι τε. — βουλήσομαι κυρεΐν] = βούλομαι κυρεΐν. Μεταχειρίζεται Μέλλοντα, διότι αποβλέπει στη μελλοντική εκπλήρωση της υπόσχεσης.

1291-1294. 5 δ’ ήλθον] η απλή αιτιατ. δηλώνει τελικό αίτιο. — έξελήλαμαι] (εξελαύνομαι) = έχω εκδιωχθεί. — φυγάς] προληπτικό κατηγορούμενο στο έξελήλαμαι. — γης έκ πατρώας... γεραιτέρφ] = οδνεκ’ ήξίουν ένθακεΐν τοϊς σοΐς πανάρχοις θρόνοις γονή γεραιτέρφ πεφυκώς. — πάναρχος] = εξουσιαστής όλων, βασιλικός. — γονή] = ηλικία.

1295-1300. νεώτερος ών φύσει] = αν και είναι νεότερος στην ηλικία, μικρότερος στα χρόνια. — γής έξέωσεν] = με έδιωξε από τη χώρα. — ούτε νικήσας λόγω οδτε μολών είς έλεγχον χειρός ούδ’ έργου] = χωρίς να με πείσει με επιχειρήματα και χωρίς να με νικήσει σε μάχη, (σχήμα έν διά δυοϊν). — είς έλεγχον χειρός] σε δοκιμή των χεριών, χωρίς να δοκιμάσει τη δύναμη των χεριών μου. — ούδ’ έργου] = ούτε σε μάχη. Η έννοια: χωρίς να με νικήσει ούτε σε μονομαχία ούτε σε μάχη κατά

169

4

πόλιν δέ πείσας '· ών έγώ μάλιστα μέν την σήν Έρινύν αιτίαν είναι λέγω · έπειτα χάπό μάντεων ταντηι κλύω.< · · ; · ; ................................................. >έπει γάρ ήλϋον Άργος ές τό Δωρικόν,λαβών Άδραστον πεν&ερόν, ξννωμόταςέστησ’ έμαυτώι γης δσοιπερ Άπίαςπρώτοι καλούνται καί τετίμηνται δορί,δπως τον έπτάλογχον ές Θήβας στόλονξύν τοϊσδ’ άγείρας ή ΰάνοιμι πανδίκωςή τους τάδ’ έκπράξαντας έκβάλοιμι γης.

εϊέν ■ τί δήτα νυν άφιγμένος κνρώ;σοΙ προστροπαίονς, ώ πάτερ, λιτάς έχιηναυτός τ ’ έμαυτοϋ ξυμμάχων τε των έμών,οι νυν συν επτά τάξεσιν συν επτά τελόγχαις τό Θήβης πεδίον άμφεστάσι παν ·οιος δορυσσοϋς Άμψιάρεως, τά πρώτα μένδόρει κρατύνων, πρώτα δ* οιωνών όδοις·ό δεύτερος δ’ ΑΙτωλός, ΟΙνέως τόκος,Τυδεύς· τρίτος <3’ Έτέοκλος, Αργείος γεγώς-τέταρτον Ίππομέδοντ ’ άπέστειλεν πατήρΤαλαός· δ πέμπτος <5’ εύχεται κατασκαφήιΚαπανεύς τό Θήβης αστυ δηιώσειν πυρί·έκτος δέ Παρ&ενοπαΐος Αρκάς δρνυται,

παράταξη. — ών έγώ μάλιστα λέγω αΙτίαν είναι τήν σήν Έρινύν] = γ ι ’ αυτά εγώ προπάντων θεωρώ ότι αιτία είναι η δική σου Έρινύς, δηλ. η κατάρα σου προς τους γιους σου. — ταύτη] = οΰτω = έτσι, δηλ. τούτο το έχω ακούσει και από τους μάντεις.

1301-1307. Δωρικόν "Αργος] λέει την Πελοπόννησο κατά ανα­χρονισμό. Ο ' Ομηρος το ονομάζει Άχαιϊκόν (Ιλ. 1 ,141) σε αντίθεση προς το Πελασγικόν "Αργος (Ιλ. Β, 681) δηλ. τη Θεσσαλία. — ξυνωμότας έστησ’ έμαυτω] = έκαμα συμμάχους μου. —’ Απία] παλαιό όνομα της Πελοποννήσου από κάποιον μυθικό βασιλιά "Απιν (Παυσ. II, 5,6). — τετίμηνται δορί] = και έχουν δοξασθεί στον πόλεμο. — έπτάλογχος στόλος] = στρατός αποτελούμενος από επτά λογχοφόρα τμήματα με επικεφαλής κάθε τμήματος ένα στρατηγό ( Επτά έπί Θήβας, τραγωδία του Αισχύλου). — ξύν τοΐσδε] δηλ. τοΐς συμμάχοις (ξυνωμόταις) στρα- τηγοϊς. — ή πανδίκως θάνοιμι] = ή να σκοτωθώ για το δίκιο μου. — ή τούς τάδ’ έκπράξαντας] εννοεί του Ετεοκλή και τους συμμάχους του.

170

μ ο υ , μ α π α ρ α π λ α ν ώ ν τ α ς τ η ν π ό λ η . Γ ια ό λ α αυτά εγώ λέω πω ς η δική σ ο υ κ ατά ρα π ρ ο π ά ντ ω ν ε ίν α ι η α ιτία . Έ π ειτα έ τ σ ι ακούω και α π ό τ ο υ ς μ ά ντεις . [1300] Α φ ο ύ λ ο ιπ ό ν π ή γ α σ τ ο Ά ρ γ ο ς το Δ ω ρ ικ ό κι έκ α ν α τ ο ν Ά δ ρ α σ τ ο π εθ ερ ό μ ου , π ή ρ α σ υ μ μ ά χ ο υ ς μ ου ό λ ο υ ς ό σ ο ι φ η μ ίζο ντ α ι ως π ρ ώ το ι τη ς Α π ία ς χώ ρ α ς κ α ι έ χ ο υ ν τιμ η θ εί σ τ ο ν π ό λ εμ ο · μ α ζί μ ’ α υ τούς ξ ε σ ή κ ω σ α τ η ν εκ σ τ ρ α τε ία τω ν επτά σ τ ρ α τ η γ ώ ν κ ατά τη ς Θ ή β α ς, ή γ ια τ ο δ ίκ ιο μ ου ν α πέσω ή να διώ ξω α π ό τη χώ ρ α εκ ε ίνο υ ς π ου μ ου έκ α ν α ν αυτή τ η ν αδικία .

Α ς είνα ι· γ ια τ ί λ ο ιπ ό ν έχω έρ θ ει τώ ρα εδώ; Ή ρ θ α γ ια ν α σ ε π α ρ α κ α λ έσ ω ο ίδ ιο ς π ρ ο σ ω π ικ ά κ α ι εκ μ έρ ο υ ς τω ν σ υ μ μ ά χω ν μ ου , [1310] π ο υ τώ ρα με επ τά τάγμ ατα κ ι επ τά λ ο γ χ ο φ ό ρ ο υ ς σ τ ρ α τη γο ύ ς έ χ ο υ ν π ερ ικ υ κ λ ώ σ ε ι ό λ η τ η ν π εδ ιά δ α τ η ς Θ ή β α ς: Ό π ω ς ο Α μ φ ιά - ρ α ο ς , π ο υ κ ρ α δ α ίν ε ι τ ο δόρ υ κ α ι ε ίν α ι ά ρ ισ τ ο ς σ ’ α υ τό , ά ρ ισ τ ο ς κ α ι σ τ ις ο ιω νο μ α ντ ε ίες · δ εύ τ ερ ο ς ο Α ιτ ω λ ό ς Τ υ δ έα ς , ο γ ιο ς το υ Ο ινέα · τ ρ ίτ ο ς ο Ε τ έο κ λ ο ς α π ό τ ο Ά ρ γ ο ς · τέτα ρ τος ο Ιπ π ομ έδ οντα ς σ τ α λ μ έ ν ο ς α π ό τ ο ν π α τέρ α τ ο υ Τ α λα ό· π έμ π τ ο ς ο Κ α π α νέα ς π ο υ κ α υ χ ιέτ α ι πω ς σ υ θ έμ ελ α θα γ κ ρ ε μ ίσ ε ι τ η ν π ό λ η τη ς Θ ή β α ς κ α ι θα τ η ν α φ α ν ίσ ε ι με φω τιά· έκ τ ο ς εξ ο ρ μ ά ο Π α ρ θ ε ν ο π α ίο ς α π ό τ η ν Α ρ κ α δ ία , [1320 ] π ο υ π ή ρ ε τ ο ό ν ο μ ά του α π ό τη μ η τέρ α του , γ ια τ ί

— εΐεν] - ας είναι. —άφιγμένος κυρώ] = άφΐγμαι.1309-1312. λιτή] = δέηση, παράκληση. — προστρόπαιος] = ο

στρεφόμενος ικετευτικά προς κάποιον, ο ικέτης. — συν έπτά τάξεσιν σύν έπτά τε λόγχαις] = με επτά τάγματα και επτά λογχοφόρους στρα­τηγούς. — λόγχαις] = λογχοφόροις στρατηγοΐς (μετωνυμία).

1313-1314. δορυσσόος - οΰς] (δόρυ - σεύω = κινώ, κραδαίνω το δόρυ. —’ Αμφιάραος, ου και Αττ. ’Αμφιάρεως, ω] φημιζόταν ως μάντης και μαχητής. Προβλέποντας το κακό τέλος της εκστρατείας δεν ήθελε να λάβει μέρος- αλλά η σύζυγος Εριφύλη τον έπεισε παίρνοντας ένα χρυσό περιδέραιο από τον Πολυνείκη. Στον πόλεμο, για να μη σκοτωθεί έφυγε και ο Δίας με κεραυνό έσχισε τη γη και ο Αμφιάραος με το άρμα του και τους ίππους κατέβηκε στον Άδη. — οιωνών όδοΐς] κυρίως σημαίνει την πτήση των οιωνών (πτηνών) από την οποία οι οιωνοσκόποι μάντευαν τα μέλλοντα.

1315-1320. γεγώς] (β' παρακείμ. του γίγνομαι) = γεγονώς. — κα- τασκαφή] = η μέχρι το έδαφος κατάριψη, κατεδάφιση, καταστροφή.— Καπανευς] ήταν υπερόπτης και ασεβής προς τους θεούς, πιστεύοντας πως θα εκπορθήσει τ η Θήβα ε ί τ ε θέλουν οι θεοί ε ί τ ε δεν θέλουν. — πυρί] ακριβέστερος, προσδιορισμός του κατασκαφϊ). — δρνυμαι] = ορθώνομαι.

171

1325

1330

1335

1340.

έπώννμος τής πρόσ&εν άδμήτης, ΐ χρόνωι μητρός ί λοχεν&είς, πιστός Αταλάντης γόνος, εγώ δέ σός, κεί μή σός, άλλα τον κακόν τιότμον φυτευτείς, σός γέ τοι καλούμενος, άγω τόν λίργονς άφοβον ές Θήβας στρατόν.

οι σ ' άντ'ι παίδων τώνδε καί φοχνς, πάτερ, Ικετεύομεν ξύμπαντες, έξαιτούμενοι μήνιν βαρεΐαν είκα&εϊν δρμωμένωι τώιδ’ άνδρΐ τονμον προς κασιγνήτον τίσιν, δς μ ’ Ιξέωσεν κάπεσύλησεν πάτρας. εΐ γάρ τι πιστόν έστιν έκ χρηστηρίων, οίς άν σν προα&ήι, τοΐσδ’ ίφασκ’ είναι κράτος, πρός νύν σε κρηνών, προς δέων δμογνίων αΙτώ πι&έσ&αι καί παρεικα&είν, έπεί πτωχοί μέν ημείς και ξένοι, ξένος δέ σύ ■ άλλονς δέ Φωπεύοντες οίχνονμεν σύ τε κάγώ, τόν αντόν δαίμον’ έξειληχότες. δ δ’ έν δόμοις τύραννος, ώ τάλας έγώ, κοινήι κα&’ ημών έγγελών άβρύνεται · δν, εΐ σύ τήμήι ξυμπαραστήσηι φρενί, βραχεί σύν δγκωι και χρόνωι διασκεδώ · ώστ’ εν δόμοισι τοΐσι σοΐς στήσω σ ' άγων, στήσω δ’ έμαντόν, κείνον έκβαλών βίαι.

και ταντα σον μέν ξννδέλοντός έστί μοι

1321-1322. Η σύνταξη: λοχεοθείς τής πρόσθεν άδμήτης χρόνω μητρός έπώνυμος. — χρόνω] = ύστερα από μακρό χρόνο. — λοχευθείς] εδώ = γεννηθείς. — Παρθενοπαΐος] το όνομα προήλθε από τη μακρά παρθενία της μητέρας του. —μητρός] ανήκει στο έπώνυμος και στο λοχευθείς. — πιστός γόνος] = γνήσιος γιος της Αταλάντης, η οποία διακρινόταν για το κάλλος και την ταχύτητα των ποδιών.

1326-1330. οϊ] η αναφορική αντωνυμία αναφέρεται στους επτά στρατηγούς. — Αντί] Σπανίως η άντ,ί αντικαθιστά την πρός. — Αντί παίδων τώνδε καί ψυχής (σής)] = στο όνομα των θυγατέρων σου αυτών εδώ και της ζωής σου. — είκαθεΐν] εδώ ως μεταβατικό = να αφήσεις τον βαρύ θυμό σου. — τψδ’ άνδρί] = έμοί. — όρμωμένω] = που βαδίζω, εκστρατεύω. — πρός τίσιν] = προς τιμωρία. — έξέωσεν πάτρας] = με εξόρισε από την πατρίδα. — Αποσυλάω] = αποστερώ κάποιο από κάτι.

1331-1332. εί γάρ τι πιστόν έστιν έκ χρηστηρίων] = διότι αν μπορεί κανείς να δώσει κάποια πίστη στους χρησμούς. —έφασκε] υποκείμενο:

172

έ μ ε ιν ε π α ρ θ ένα π ο λ ύ ν κ α ιρ ό π ρ ιν τ ο ν γ ε ν ν ή σ ε ι , κ α ι ε ίν α ι γ ν ή σ ιο ς γ ιο ς τη ς Α τα λ ά ντη ς· κ ι εγώ , ο δ ικ ό ς σ ο υ γ ιο ς , α ν κ α ι δ εν είμ α ι δ ικ ό σ ο υ π α ιδ ί α λ λ ά τη ς κ α κ ή ς μ ο ίρ α ς γ έ ν ν η μ α , π ο υ όμ ω ς δ ικ ό ς σ ο υ ο ν ο μ ά ζ ο μ α ι , οδη γώ τ ο ν ά φ ο β ο σ τρ α τό το υ Ά ρ γ ο υ ς ε ν α ν τ ίο ν τη ς Θ ή β α ς.

Ό λ ο ι εμ ε ίς σ τ ο ό ν ο μ α αυτώ ν εδώ τω ν θυγα τέρ ω ν σ ο υ κ α ι στη ζω ή σ ο υ σ ε ικ ετεύουμ ε , π α τέρ α , κ α ι σ ε π α ρ α κ α λ ο ύ μ ε ν α α φ ή σ εις τ ο ν βαρύ θυμ ό π ο υ έ χ ε ις γ ια μ ένα , τώ ρα π ου ξεκ ινώ ν α εκδικηθώ τ ο ν α δ ελ φ ό μ ου, π ου με έδ ιω ξε κ α ι μ ου σ τ έ ρ η σ ε τ η ν π α τρίδα . [1330 ] Γ ια τ ί α ν έ χ ο υ ν κ ά π ο ια α ξ ιο π ισ τ ία ο ι χ ρ η σ μ ο ί , λ έ ν ε πω ς τη ν ίκ η θα κ ε ρ δ ίσ ο υ ν ε κ ε ίν ο ι π ο υ θα σ ’ έ χ ο υ ν με το μ έρ ο ς τ ο δ ικ ό τ ο υ ς . Τ ώ ρ α , σ τ ο ό ν ο μ α τω ν κ ρ η ν ώ ν κ α ι τω ν π α τρώ ω ν θεώ ν, σ ε π α ρα κ αλώ ν α π ε ισ θ ε ίς κ α ι ν α υ π ο χω ρ ή σ ε ις , α φ ού φ τω χός κα ι ξ έ ν ο ς εγώ , ξ έ ν ο ς όμω ς ε ίσ α ι κ α ι σ ύ . Κ α ι ζο ύ μ ε , κ α ι σ υ κ ι εγώ , κ α λ ο π ιά - ν ο ν τ α ς τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς , μ ια κ ι έ χ ο υ μ ε τ η ν ίδ ια μ ο ίρ α . Ε νώ ε κ ε ίν ο ς , β α σ ιλ ιά ς σ τ η ν π α τρ ίδ α , ω χ ο δ ύ σ τ υ χ ο ς εγώ , γ ε λ ά σ ε β ά ρ ο ς κ α ι τω ν δυο μ ας κ α ι κ α μ α ρώ νει· α υ τ ό ν , α ν εσ ύ σ υ μ φ ω ν ή σ ε ις μ ε τ ο σ χ έ δ ιό μ ο υ , [1340 ] με λ ίγ ο κ ό π ο κ α ι σ ε λ ίγ ο κ α ιρ ό θα τ ο ν σ υ ντρ ίψ ω . Τ ό τ ε θα σ ε πάρω κ α ι θα σ ε εγκ α τα σ τή σ ω π ά λ ι σ τ ο π α λ ά τι σ ο υ , κ ι εγώ θα εγκ α τα σ τα θ ώ , α φ ού διώ ξω ε κ ε ίν ο ν . Κ ι α υτό μ π ορ ώ ν α κ α υ χιέμ α ι,

τά χρηστήρια. —είναι] = έσεσθαι. —κράτος] = η νίκη.1333-1335. πρός κρηνών] = στο όνομα των κρηνών. Στις κρήνες

και στις πηγές απέδιδαν θεϊκές τιμές για τη ζωογόνο ιδιότητα του νερού. — όμόγνιος] αντί όμογένειος (κατά συγκοπή) = από την αυτή γενιά, αδελφός. Επί των θεών κάποιας οικογένειας ή γένους = προστάτης. — πιθέσθαι (μέσος αόρ. του πείθομαι) καί παρεικαθεΐν] = να πεισθείς και να υποχωρήσεις.

1336-1337. θωπεύοντες] = κολακεύοντας, καλοπιάνοντας. — οΐ- κοΰμεν] = ζοϋμε. — δαίμων] εδώ = τύχη. — έξειληχότες] (Μετοχή παρακείμ. του έκλαγχάνω) = επειδή έχουμε λάβει.

1338-1339. άβρύνεται έγγελών κοινή καθ’ ημών] = καυχάται πε­ριπαίζοντας όλους εμάς μαζί.

1340-1341. εΐ ξυμπαραστήαει τή έμή φρενί] = αν συμφωνήσεις με τη σκέψη μου, το σκοπό μου, το σχέδιό μου. — βραχεί σύν δγκω καί χρόνω] = με λίγο κόπο και σε λίγο καιρό, εύκολα και σύντομα. — δγκος] (μεταφορικώς) = κόπος. —διασκεδώ] (Μελλ. του διασκεδάννυμι] = θα τον καταστρέψω, θα τον διαλύσω.

1344-1345. έστι μοι κομπεϊν] = μπορώ να κομπάζω, να είμαι υπερή­φανος. —σοΰ ξυνθέλοντος] = αν και συ το θέλεις. —σθένω] δύναμαι, είμαι σε θέση.

173

κομπεϊν, Άνεν σοΰ δ’ ουδέ αιοδήναι σ&ένω.ΧΟ. τον Άνδρα, τον πέμψαντος οϋνεκ’, Οίδίπονς,

είπών όποια ξνμφορ’ έκπεμψαι πάλιν.ΟΙ. άλλ’ εΐ μέν, Άνδρες τήσδε δημοΰχοι χδονός,

μή ’τύγχαν’ αυτόν δεύρο προσπέμφας έμοί θησενς, δίκαιων ώστ’ έμοϋ κλύειν λόγους, οϋ ταν ποτ’ όμφης τής έμής έπήισδετο. νυν δ’ άξκο&είς είσι κάκοόσπς γ ’ έμοϋ τοιαν&’ α τδν τονδ’ ονποτ’ ενφρανεϊ βίον δς γ ’, ώ κάκιστε, σκήπτρα και θρόνους έχων, ά νυν 6 σός ξύναιμος έν Θήβαις έχει, τον αυτός αυτόν πατέρα τόνδ’ άπήλασας καϋηκας Άπολιν καί στολάς ταντας φορεϊν άς νυν δακρύεις είσορών, δτ’ έν πόνωι ταντώι βεβηκώς τυγχάνεις ^ κακών έμοί. ΐ ον κλαυτά δ’ έστίν, άλλ’ έμοϊ μέν οίστέα τάδ’, έωσπερ άν ζώ, σου φονέως μεμνημένος. συ γάρ με μόχ&ωι τώιδ’ έδηκας έντροφον, συ μ ’ έξέωσας ■ έκ σέδεν δ’ άλώμενος Άλλους έπαιτώ τον κα&’ ήμερον βίον. εί δ’ έξέψυαα τάσδε μη ’μαυτώι τροφούς τάς παϊδας, ή ταν ονκ άν ή, τό σόν μέρος, νυν δ’ αϊδε μ ’^μμώιζουσιν, αϊδ’ έμαί τροφοί,

1346-1347. οΰνεκα τοϋ πέμψαντος] εννοεί τον Θησέα. Η φράση προσδιορίζει το είπών και όχι το Εκπεμψαι. — όποια ξύμφορα] = όσα σε συμφέρουν.

1348-1351. Η σύνταξη: άλλά εί μεν μή τύγχανε... οΰτοι άν πότ’ έπήσθετο τής έμής όμφής] υποθετικός λόγος β ' είδους (το μη πραγμα­τικό). — δίκαιων] = κρίνοντας δίκαιο. — κλύειν] υποκείμ. τόν Πολυνείκη. — όμφή] φωνή. — έπαισθάνομαι] εδώ = ακούω.

1352-1353. νδν δ’ άξιωθείς] εννοείται: άκοΰσαι έμοϋ. —είσι] (γ' ενικό μέλλοντα του Ερχομαι) = θα απέλθει, θα φύγει.

1354-1359. δς γε] Ξαφνικά ο Οιδίπους στρέφει τον λόγο από τον Χορό στον Πολυνείκη. — σκήπτρα καί θρόνους] (σχήμα Εν διά δυοΐν) = τη βασιλική εξουσία και τον θρόνο. — Εχων] ο Πολυνείκης ως πρεσβύτερος βασίλευσε πρώτος (στιχ. 1294). —τόν αύτός αύτοΰ πατέρα] = τόν σεαυτοϋ πατέρα. — καί Εθηκας άπολιν καί φορεϊν στολάς ταύτας. Το τίθημι] εδώ = καθιστώ, κάμνω. — δτ ’ έν πόνω κακών ταυτω έμοί τυγχάνεις βεβηκώς] = όταν έτυχε στις ίδιες με μένα συμφορές να πέσεις.

1360-1361. ού κλαυστά δ’ έστίν] (εννοείται η δοτική σοί) = δεν μπορείς να κλαις, δεν πρέπει να κλαις. — άλλ’ έμοί οίστέα] (Μέλλ.

174

α ν κ α ι σ υ μ α ζί με μ ένα το θ έ λ ε ις , χω ρ ίς ε σ έ ν α δ εν έχω τη δύναμη ούτε κ ι ο ίδ ιο ς θα σωθώ.

Χ Ο Ρ Ο ΣΓ ια χ ά ρ η ε κ ε ίν ο υ π ου τ ο ν έ σ τ ε ιλ ε , Ο ιδ ίπ οδα , π ες ό ,τ ι κ ρ ίνε ις

εσ ύ σ ω σ τ ό κ ι ύσ τερ α δ ιώ ξε τ ο ν .Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Κ ά τ ο ικ ο ι το ύ τ η ς τ η ς χώ ρ α ς, α ν δ εν τ ύ χ α ιν ε ν α μ ου τ ο ν ε ίχ ε σ τ ε ίλ ε ι α υ τ ό ν εδώ ο Θ η σ έα ς , κ ρ ίν ο ν τ α ς δ ίκ α ιο ν α το υ μ ιλή σ ω , [1350 ] π ο τ έ του σ ίγ ο υ ρ α δ ε ν θα ά κ ο υ γ ε τη φ ω νή μ ο υ 1 τώ ρα όμω ς π ου τ ’ α ξ ιώ θ η κ ε θα π ά ει εκ εί α π ’ ό π ο υ ή ρ θ ε, α κ ο ύ ο ντ α ς α π ό μ ένα τ έτ ο ια λ ό γ ια , π ο υ π οτέ δ εν θα δ ώ σ ο υ ν χ α ρ ά σ τη ζω ή του . Γ ια τί εσ ύ , π α νά θ λ ιε , ό τ α ν ε ίχ ε ς τα σ κ ή π τρ α κ α ι τ ο ν θ ρ ό ν ο , π ο υ τώ ρα έ χ ε ι ο α δ ελ φ ό ς σ ο υ σ τ η Θ ή β α , εσ ύ ο ίδ ιο ς εμ έν α τ ο ν π α τέρ α σ ο υ ε ξ ό ρ ισ ε ς , μ ’ ά φ η σ ες χ ω ρ ίς π α τρ ίδα κ α ι τούτα τα ρ ο ύ χ α ν α φ ορ ώ , π ου β λ έ π ο ν τ ά ς τα τώ ρα δ α κ ρ ύ ζεις , α φ ού έτ υ χ ε ν α έ χ ε ις π έ σ ε ι σ τ ις ίδ ιε ς μ ε μ ένα σ υ μ φ ο ρ ές . Δ ε ν π ρ έπ ε ι ν α κ λ α ις εσ ύ γ ι ’ αυτά τα β ά σ α ν ά μ ο υ , [1360 ] εγώ π ρ έ π ε ι ν α τα υπ οφ έρ ω σ ε ό λ η μ ου τη ζω ή , κ α ι ν α θυμάμαι π ά ντα πω ς εσ ύ ε ίσ α ι ο φ ο ν ιά ς μου· γ ια τ ί εσ ύ με έρ ιξες σ ’ αυτή ν τη δυστυχία που βρ ίσ κ ομ α ι, εσ ύ με έδιω ξες, εξα ιτίας σ ο υ π ερ ιπ λ α ν ιέμ α ι κ α ι ζη τια νεύ ω α π ό τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς τ ο κ α θ η μ ερ ινό μ ο υ . Κ ι α ν δ ε ν ε ίχ α α υ τές τ ις κ ό ρ ε ς ν α μ ε φ ρ ο ν τ ίζο υ ν , σ ίγ ο υ ρ α δ εν θα ζο ύ σ α , α ν π ερ ίμ ενα α π ό σ έ ν α - τώ ρα όμ ω ς α υτές με κ ρ α τά νε

του φέρω = οϊσω) = αλλά εγώ πρέπει να υποφέρω τούτες (τις συμφορές).— έωσπερ ζώ] = εφόσον ζω, όσο ζω, σ ’ όλη μου τη ζωή. — σο» φονέως μεμνημένος] η μετοχή μεμνημένος έπρεπε να προσαρμοσθεί προς τη δοτική έμοί (μεμνημένω), διότι αυτήν προσδιορίζει, αφομοι­ώθηκε όμως προς το ρήμα ζω της χρονικής πρότασης.

1362-1364. σύ γάρ έθηκάς με έντροφον τφδε μόχθω] = γιατί εσύ μ' έριξες σ ’ αυτή τη δυστυχία που μέσα της τρέφομαι, (που βρίσκομαι).— Το σύ-σύ-έκ σέθεν λέγεται σχήμα αναφοράς. Ο Πολυνείκης με αναφορά του στο στίχο 1335 κ.ε. αριθμεί τις συμφορές του πατέρα του, εδώ ο πατέρας του πάλι με αναφορά του λέει ότι αίτιος των συμφορών του είναι ο ίδιος ο γιος του.

1365-1366. Η σύνταξη: εΐ δέ μή εξέφυσα τάσδε τάς παΐδας τροφούς έμαυτφ, ή ταν τό σόν μέρος ούκ 8ν ή = δεν θα υπήρχα, δεν θα ζούσα αν στηριζόμουν σε σένα, (υποθετικός λόγος β ' είδους εί και ιστορικού χρόνου.— ούκ 6ν ήν δυνητική Οριστική.

1367-1368. Αποκαλεί άνδρες τις δύο θυγάτερες του, διότι προσφέρουν στον πατέρα όσα έπρεπε να προσφέρουν οι δύο γιοι του.

175

αίό' άνδρες, ον γυναίκες, είς το συμπονεΐν ύμεϊς δ ’ άπ’ άλλου κονκ έμον πεψύκατον. τοιγάρ σ’ δ δαίμων είσοράι μέν, ου τ ί πω ώς αντίκ’, ι π ε ρ οϊδε κινούνται λόχοι προς αατν Θήβης. ου γάρ ίσ&’ όπως πόλιν κείνην έρείψεις, αλλά πρόσϋεν αΐματι πεσήι μιαν&είς, χώ ξύναιμος έξ ϊσου. τοιάσδ' άράς σφώιν πρόα&ε τ ’ έξανήκ’ έγα> νυν τ ’ ανακαλούμαι ξνμμάχονς έλ&εϊν έμοί, ιν’ άξιώτον τούς φυτεύσαντας σέβειν, και μη ’ξατιμάζητον, εΐ τυφλόν πατρός τοιώδ’ Ιφντον αΐδε γάρ τάδ’ ούκ ιδρών, τοιγάρ τδ σόν ϋάκημα καί τούς σούς θρόνους κρατοϋσιν, εϊπερ έστίν ή παλαίφατος Δίκη ξύνεδρος Ζηνός άρχαίοις νόμοις.

σύ δ’ ερρ’ άπόπτνστός τε κάπάτωρ έμον, κακών κάκιστε, τάσδε συλλαβών άράς, άς σοι καλούμαι, μήτε γης έμφνλίωι δόρει κρατήσαι μήτε νοστήσαί ποτέ τδ καΐλαν Άργος, αλλά σνγγενεϊ χερί

— συμπονεΐν] = μετέχειν των έμών πόνων.1369. πεφύκατον] (δυικός αριθμός του παρακειμ. πέφυκα (φύω -

φύομαι) = έχετε γεννηθεί και οι δυο σας.1370-1374. δαίμων] = ο τιμωρός θεός. — είσορώ] εδώ έχει τη

σημασία του εποπτεύω, παρατηρώ. — ώς αύτίκα] εννοείται είβόψεται.— εϊπερ οΐδε λόχοι κινούνται πρός άστυ Θήβης] = αν στ" αλήθεια τούτα τα στρατεύματα βαδίζουν κατά της Θήβας. Η έννοια είναι η εξής: δεν έφτασε ακόμη η ώρα της τιμωρίας σου, αλλά όπου να ’ναι θα φτάσει, όταν ο στρατός σου επιτεθεί κατά της Θήβας. — έρείπω] = μεταβάλλω σε ερείπια, καταστρέφω. —ού γάρ ίσθ’ δπως] = γιατί δεν υπάρχει τρόπος να, δεν είναι δυνατόν να. — πεσή] (β ' πρόσ. μέλλ. του πίπτω: πεσοΰμαι, ή (εΐ), πεσειται) = θα πέσεις νεκρός.

1375-1379. σφφν] = ύμϊν. — πρόσθε τ ’] = και πιο πριν. —έξανήκα] (αόρ. β ' του έξανίημι) = εξαπέλυσα, εκσφενδόνισα (βλπ. στίχο 421 κ.ε.). — νΰν τ ’ Ανακαλούμαι] εννοείται το άράς. — ξυμμάχους] προ- σωποποιούνται οι άρές. — ϊνα άξιώτον] (δυικός αριθμός ενεστ. υποτακτ. του άξιόω -ώ) = για να κρίνετε άξιο, πρέπον. — τούς φυτεύσαντας σέβειν] = τιμάτε τους γονείς. Το σέβειν τούς φυτεύσαντας είναι η

δεύτερη αρετή των Ελλήνων, «τρεις είσίν άρεταί, τάς χρεών σ ’ άσκεΐν,

176

α κ όμ η σ τ η ζω ή , αυτές με τ ρ έφ ο υ ν , αυτές σ α ν ά ντρ ες κ ι ό χ ι γυ να ίκ ες π ο υ ε ίν α ι μ ο χ θ ο ύ ν κ α ι υ π ο φ έ ρ ο υ ν μ α ζί με μ έ ν α - ε σ ε ίς ο ι δύο όμω ς α π ό ά λ λ ο ν π ατέρα γ εν ν η θ ή κ α τ ε κ ι ό χ ι α π ό εμ ένα . Γ ι ’ αυτό ο θ εός δ εν σ ε τ ιμ ω ρ εί α κ όμ η όπ ω ς θα σ ε τ ιμ ω ρ ή σ ει σ ε λ ίγ ο , [1370] α ν π ρ ά γ μ α τι αυτά τα στρα τεύμ α τά σ ο υ κ ινο ύ ντ α ι ε ν α ν τ ίο ν τη ς Θ ή βα ς. Γ ια τ ί δ εν ε ίν α ι τ ρ ό π ο ς ν α κ α τ α σ τ ρ έφ εις εκ ε ίνη τ η ν π ό λ η , α λ λ ά πρώ τα θα π έσ ε ις α ιμ α τοκ υλισ μ ένος και σ υ κ ι ο αδελφ ός σ ου . Τ έτοιες κ α τά ρ ες γ ια σ α ς τ ο υ ς δυο εγώ κ α ι π ρ ιν ξ ε σ τ ό μ ισ α κ α ι τώ ρα τις επ ικ α λ ο ύ μ α ι ν α έρ θ ο υ ν σ ύ μ μ α χ ο ί μ ου , γ ια ν α μάθετε πω ς π ρ έπ ει να σ έβ εσ θ ε τους γ ο ν ε ίς και ν α μη θεω ρείτα ι π ρ ο σ β λ η τ ικ ό , π ου τέτο ιο ι ε σ ε ίς α π ό τυ φ λ ό π α τέρα γεννη θ ή κ α τε· αυτές όμω ς δ εν έκ α μ α ν αυτά π ο υ σ ε ις έ χ ετ ε κάμει. [ 1380] Γ ι ’ αυτό ο ι κ α τά ρ ες μ ου κ ρ α τ ο ύ ν σ τ η ν εξ ο υ σ ία τους τ η ν ικ εσ ία κα ι τ ο ν θ ρ ό νο σ ο υ , α ν βέβ α ια η π α νά ρ χα ιη Δ ίκ η ε ίνα ι σ ύ ν θ ρ ο νη του Δ ία κ α ι φ υ λά ει τους α ρ χ α ίο υ ς νό μ ο υ ς .

Φ ύγε α π ό μπ ρος μου, σ υχα μ ένε , μη με λ ες πια πατέρα, τρισάθλιε, κ α ι π ά ρ ε μ α ζί σ ο υ τούτες τ ις κ α τά ρ ες π ο υ κ α τα ρ ιέμ α ι γ ια σ ένα : ν α μ η ν κ υ ρ ιέψ εις με εμ φ ύ λ ιο π ό λ ε μ ο τη χώ ρ α κ α ι μ ή τε ν α γ υ ρ ίσ ε ις ξ α ν ά σ τ ο κ ο ίλ ο Ά ρ γ ο ς , μα α π ό α δ ελφ ικ ό χ έ ρ ι ν α π εθ ά νεις κ α ι ν α

τέκνον, θεούς τε τιμάν τούς τε θρέφοντας γονείς νόμους τε κοινούς ' Ελλάδος» (Ευριπίδ. απόσπασμα 219). — καί μή ’ ξατιμάζητον] εννοείται: τούς φυτεύσαντας = και να μη καταφρονείτε τους γονείς. — εί έφυτον τοιώδε τυφλού πατρός], Το εί] εδώ = ότι, διότι, που. — τοιώδε] (δυικός αριθμός της αντωνυμίας τοιόσδε) = τέτοια. — έφυτον] (δυικός αριθ. του αορίστου £φυν του φύομαι). — αϊδε] δηλ. οι δύο θυγατέρες.

1380-1382. θάκημα] εδώ είναι η ικεσία, δηλ. οι κατάρες κρατούν στην εξουσία τους την ικεσία και τους θρόνους. —κρατώ] σπανίως όπως εδώ συντάσσεται με αιτιατική. —παλαίφατος] (πάλαι - φατός - φημί) = ό πάλαι είρημένος. Εδώ = αρχέγονος, παλαιός, πολύ αρχαίος. — Δίκη] προσωποποίηση της Δικαιοσύνης. Ήταν θυγατέρα του Διός και της Θέμιδος. —άρχαίοις νόμοις] = είναι οι άγραφοι ηθικοί νόμοι, οι οποίοι αναφέρονται στις τραγωδίες Αντιγόνη 450 κ.ε. και ΟΙδ. Τ. 863 κ.ε.

1383-1388. έρρε] (προστακτ.,του έρρω = πηγαίνω) = πήγαινε, φύγε, χάσου, «γκρεμίσου», «ξεκουμπίσου». — άπόπτυστος] = κατάπτυστος, στιγματισμένος. —άπάτωρ έμοΰ] (πλεονασμός) = χωρίς εμένα τον πατέρα σου, δηλ. χωρίς να έχεις το δικαίωμα να με λες πατέρα. — συλλαβών τάσδε άράς] = παίρνοντας μαζί σου τούτες τις κατάρες. — άς σοι καλούμαι] = άράς άς σοι άρωμα = τις οποίες καταριέμαι για σένα. —έμφυλίω δόρει] = με συγγενικό δόρυ. Εννοεί τη συμμαχία με τους

177

1390

1395

χ ο .

π ο .1400

140Γ,

1410

ϋανεϊν κτανεϊν ϋ·’ νφ' ούπερ έξελήλασαι. τοιαντ’ άρώμαι, και καλώ το Ταρτάρου στυγνόν πατρώων έρεβος, ώς <τ’ όποικίσηι, καλώ δέ τάσδε δαίμονας, καλώ δ’ Άρη τόν σφώιν τό δεινόν μίσος έμβεβληκότα.

και ταντ’ άκούσας στ είχε, κάξάγγελλ’ Ιών και πάσι Καδμείοισι τοϊς σαυτοΰ ϋ·’ άμα πιστοϊσι σνμμάχοισιν, οϋνεκ’ Οίδίπονς τοιαϋτ’ ένειμε παισ'ι τοϊς αυτόν γέρα. Πολύνεικες, ούτε ταϊς παρελ&ονσαις όδοϊς ξννήδομαί σοι, νυν τ ’ ϊϋ ’ ώς τάχος πάλιν, οϊμοι κελεύ&ου τής τ ' έμής δυσπραξίας, οϊμοι δ’ έταίρων οΐον άρ’ δ δον τέλος Άργους άφωρμή&ημεν, ώ τάλας εγώ, τοιοντον οίον ουδέ φωνήσαί τινι έξεσ&’ έταίροιν, ονδ’ όποστρέψαι πάλιν, άλλ’ δντ’ άναυδον τήιδε συγκϋρσαι τνχηι. ώ τονδ' όμαιμοι παϊδες, άλλ' υμείς, επεί τά σκληρά πατρός κλνετε ταντ’ δρωμένου, μη τοί με τιρός όεών σφώ γ ’, εάν αί τονδ’ άραι πατρός τελώνται, καί τις νμιν ες δόμους νόστος γένηται, μή μ ’ άτιμάσητέ γε, άλλ’ έν τάφοισι όέσόε κάν κτερίσμασιν. καί σφώιν δ νυν έπαινος, δν κομίζετον

Αργείους. — κτανεϊν] (απαρεμφ. αορ. β ' του κτείνω) εννοείται αντικείμ. έκεϊνον (τον Ετεοκλή).

1389-1392. πατρφον Ερεβος] Το επίθετο για τους περισσότερους ερμηνευτές είναι ασαφές. Κατά τον Ιβπηαηη λέγεται πατρφον το Ερεβος, διότι καλύπτει τον πατέρα του Οιδίποδα Λάϊον. Κατά τον Μιστριώτη, διότι και ο πατέρας του Πολυνείκη, δηλ. αυτός ο ίδιος ο Οιδίπους πρόκειται σε λίγο να κατεβεί εκεί. — ώς σ' άποικίση] = για να σε μετοικίσει, να σε απαγάγει από εδώ και σε φέρει κοντά του. — τάσδε δαίμονας] εννοεί τις Ερινύες. — σφφν] = ύμΐν (δοτ. δυικού αριθμού).

1393-1396. στεϊχε] = πήγαινε. — γέρα] αιτιατ. πληθ. του γέρας = βραβείο. Με πολλή ειρωνεία τις κατάρες για τους γιους του λέει γέρα.

1397-1398. ταϊς παρελθούσαις όδοϊς] (αναγκαστικό αίτιο). Εννοεί την πορεία του Πολυνείκη προς τον πατέρα του. Συνήθης ο πληθυντικός στους τραγικούς. Κατά τον Βείΐεπηαηη παρελθοΰσαι όδοί είναι η πορεία του προς το Άργος πρώτα και από εκεί προς τον πατέρα του. — ξυνήδομαί σοι] = σε συγχαίρω. — ϊθι] (προστακτ. του Ερχομαι).

178

σ κ ο τ ώ σ ε ις ε κ ε ίν ο ν π ου σ ε έ χ ε ι ε ξ ο ρ ίσ ε ι . Τ έτ ο ιες κ α τά ρ ες σ ο υ δίνω και επ ικ α λ ο ύ μ α ι τ ο μ ισ η τ ό π α τρώ ο σ κ ο τ ά δ ι του Τ α ρ τά ρ ου ν α σ ε π ά ρ ει κ ο ντά του [1390]· επ ικ α λ ο ύ μ α ι κ α ι τις θεές τούτου του τόπ ου , επ ικ α λ ο ύ μ α ι κα ι τ ο ν Ά ρ η π ου έ χ ε ι β ά λ ε ι α ν ά μ εσ ά σ α ς αυτό το φ ο β ε ρ ό μ ίσ ο ς . Κ α ι μ ’ αυτά π ο υ ά κ ο υ σ ες , φ ύγε κ α ι π ή γ α ιν ε να μ η νύ σ εις και σ ’ ό λ ο υ ς τους Κ αδμείους και στους π ισ τούς συμ μ ά χους σ ο υ πω ς τέτ ο ια β ρ α β εία μ ο ίρ α σ ε σ τα π α ιδ ιά του ο Ο ιδίπ οδα ς.

Χ Ο Ρ Ο ΣΠ ο λ υ ν ε ίκ η , δ ε ν σ ε σ υ γ χ α ίρ ω γ ια τ ο ν δρ ό μ ο π ο υ έκ α μ ες γ ια να

’ ρ θ εις εδώ , κ α ι τώ ρα γ ύ ρ ισ ε π ίσ ω ό σ ο π ιο γ ρ ή γ ο ρ α μ π ο ρ είς .Π Ο Λ Υ Ν Ε ΙΚ Η Σ

Α λ ίμ ο ν ο γ ια τ ο ν δ ρ ό μ ο π ου έκ α μ α κ α ι τ η ν κ α κ ο τ υ χ ιά μ ου, α λ ίμ ο ν ο κ α ι γ ια τους σ υ μ μ ά χ ο υ ς μ ου. Π ο ιο λ ο ιπ ό ν ε ίν α ι το τ έλ ο ς τ η ς εκ σ τ ρ α τε ία ς π ου ξ ε κ ιν ή σ α μ ε α π ό το Ά ρ γ ο ς , [1400 ] ω χ εγώ ο δ ύ σ τ υ χ ο ς ! Τ έ τ ο ιο π ου δ εν μ π ορ ώ ν α πω σ ε κ α ν έ ν α σ ύ ν τ ρ ο φ ό μ ου ο ύ τε ν α τ ο υ ς γυ ρ ίσ ω π ίσ ω , α λ λ ά χ ω ρ ίς μ ιλ ιά π ρ έπ ε ι υ π οτα χθ ώ σ ’ α υ τ ή ν τ η ν τύ χ η μ ου. Ω εσ ε ίς , δ ικ ές του κ ό ρ ες κ α ι α δ ελ φ ές μ ου, ε σ ε ίς π ο υ α κ ού τε τ ις σ κ λ η ρ έ ς τούτες κ α τά ρ ες του π α τέρ α , γ ια το ό ν ο μ α τω ν θ εώ ν , ε σ ε ίς ο ι δυο τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν , α ν π ιά σ ο υ ν ο ι κ α τά ρ ες το υ π α τέρ α κ ι α ν κ ά π ο τε γ υ ρ ίσ ε τ ε σ τ η ν π α τρ ίδ α , μη μ ’ α φ ή σ ετ ε α τ ιμ α σ μ ένο , β ά λτε με σ ε τά φ ο κ α ι θάψ τε με με τ ις π ρ έπ ο υ σ ες τ ιμ ές . [1410] Κ ι ο έπ α ινο ς , που τώρα π α ίρ νετε ο ι δυο σ α ς γ ια τ ις φ ρ οντίδες

1399-1401. κέλευθος, ή] = πορεία, οδοιπορία, δρόμος. —κελεύθου] εννοείται: τής έμής. — Ο λόγος εδώ του Πολυνείκη φαινομενικά είναι ένας θρήνος, πραγματικά όμως είναι δέηση, όπως παρατηρεί ο αρχαίος Σχολιαστής. — οίον άρ’ όδοδ τέλος] είναι βραχυλογία αντί: οϊον άρα τέλος έστί τής δδοΰ, ήν άπ ’ Άργους ώρμήθημεν. - άρα = άρα = λοιπόν.

1402-1404. ούδ’ άποστρέψαι πάλιν] εννοείται: τούς έταίρους ή αύτούς. —συγκδρσαι] από το προηγούμενο έξεστι πρέπει να εννοήσουμε το χρή με. —συγκδρσαι τήδε τύχη] = να συναντήσω, να υποταχθώ σ ’ αυτή την τύχη, τη μοίρα.

1405-1410. ώ τοδδ’] η δεικτική αντωνυμία αντί της προσωπικής έμοδ. — τά σκληρά ταϋτ’ άρωμένου] = τις σκληρές αυτές κατάρες. — άλλ’ έν τάφοισι θέσθε] (υπαινιγμός στην Αντιγόνη, η οποία θάπτει τον αδελφό της) = αλλά να με ενταφιάσετε με κτερίσματα (νεκρικά στολίδια), δηλαδή με τις πρέπουσες τιμές.

1411-1413. καί σφών (= ΰμΐν) δ νδν έπαινος, δν κομίζετον τοδδ’ άνδρός οίς πονεΐτον] = και ο τωρινός έπαινος, που παίρνετε για όσους κόπους κάνετε για μένα τον πατέρα σας. —τοϋδ’ άνδρός] αντικείμ. του

179

τονδ' άνδρός οϊς πονειτον, ουκ έλάσσονα έτ' άλλον οϊσηι τής έμής υπουργίας.

ΑΝ. Πυλύνεικες, ικετεύω σε πεισΰήναί τι μυι.ΓΙΟ. οι φιλτάτη, το ποιον, Αντιγόνη; λέγε.ΑΝ. στρέψαι στράτενμ’ ές Άργος ώς τάχιστό γε,

καί μή σέ τ’ αυτόν και πάλιν διεργάσηι.ΠΟ. αλλ’ ονχ οΐόν τε. πως γάρ αν&ις αν πάλιν

στράτευμά άγοιμι ταυτόν, είσάπαξ τρέσας;ΑΝ. τί <5’ αύϋις, ώ παϊ, δει σε ΰνμοϋσΰαι; τί σοι

πάτραν κατασκάψαντι κέρδος έρχεται;ΠΟ. αισχρόν τό φενγειν και τό πρεσβευοντ’ έμέ

οντω γελάσ&αι τον κασιγνητου πάρα.ΑΝ. όράις τα τονδ’ οϋν ώς ές όρ&όν εκφέρει

μαντεΰμα·δ’, δς σφώιν &άνατον εξ άμφοϊν δροεϊ;ΠΟ. χρήιζει γάρ · ήμίν δ' ονχί ανγχωρητέα.ΑΝ. οϊμοι τάλαινα · τις δε τολμήσει κλνων

τά τονδ’ έπεσδαι τάνδρός, οΓ έδέσπιαεν;ΠΟ. ονδ’ άγγελον μεν φλαϋρ’ · έπε'ι στρατηλάτου

χρηστόν τά κρείσσω μηδέ τάνδεα λέγειν.ΑΝ. οϋτως άρ’, ώ παϊ, ταντά σοι δεδογμένα;

πονειτον, το οποίο εδώ σημαίνει φροντίδα. — οίσει] (Μέλλ. του φέρω). — υπουργία] = υπηρεσία.

1417. μή διεργάση] = μην αφανίσεις, μην καταστρέφεις.1418-1419. οΐόν τε] ενν. έστί. — τρέω] = φοβούμαι, δειλιάζω. —

είσάπαξ] αντί είς άπαξ = έφάπαξ = μια φορά. Ο Πολυνείκης νομίζει ότι η Αντιγόνη τον συμβουλεύει να αναβάλει την εκστρατεία και δεν καταλαβαίνει ότι η αδελφή του εννοεί αμετάκλητη παραίτηση.

1420-1421. ώ παϊ] κι εμείς σήμερα λέμε την οικεία προσαγόρευση «παιδί μου, μα παιδί μου». — πάτραν κατασκάψαντι] = αν καταστρέφεις, ρημάξεις την πατρίδα.

1422-1423. πρεσβεύοντα] ισοδυναμεί με το πρεσβύτερον δντα. — οΰτω] δηλαδή όπως θα συνέβαινε, αν υποχωρούσα. —γελά-ομαι, ώμαι] = περιπαίζομαι, είμαι περίγελο.

1424-1425. Η σειρά των λέξεων: 6ρφς ούν ώς ές όρθόν έκφέρει τά τοΰδε μαντεύματα, δς θροεΐ σφών (= δμΐν) θάνατον έξ άμφοϊν; — έκφέρω ές άρθόν] = ζητώ να αποδείξω ορθά, αληθινά. — έξ άμφοϊν] = έξ άλλήλοιν ή έκ σφών αύτοΐν. — θροέω, -ώ] = λέγω, προλέγω.

1426. χρήζει] Κατά τον Σχολιαστή = χρησμωδεΐ = μαντεύει, προ­λέγει. —ούχί συγχωρητέα] αντί οόχί συγχωρητέον.

1427-1428. Η σειρά των λέξεων: τίς δέ τολμήσει Ιπεσθαί σοι κλύων

180

σ α ς σ τ ο ν π α τέρ α , ά λ λ ο ν έ ν α ν α κ ό μ η έ π α ιν ο , ό χ ι κ α τώ τερ ο , θα σ α ς φ έρ ει γ ι ’ αυτή σ α ς τ η ν υ π η ρ εσ ία σ ε μ ένα .

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΠ ο λ υ ν ε ίκ η , σ ε ικετεύω , ά κ ου κ ά τ ι π ο υ θα σ ο υ πω.

Π Ο Λ Υ Ν Ε ΙΚ Η ΣΤ ι π ρ ά γ μ α , α γ α π η μ ένη μ ου Α ν τ ιγ ό ν η ; Λ έγε .

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΓ ύ ρ ισ ε τ ο σ τ ρ α τ ό σ ο υ σ τ ο Ά ρ γ ο ς , ό σ ο γ ίν ε τ α ι γ ρ η γ ο ρ ό τ ε ρ α ,

κ α ι μη ζη τ ά ς ν α κ α τ α σ τ ρ έφ εις κ α ι τ ο ν εαυτό σ ο υ κ α ι τ η ν π ό λ η .Π Ο Λ Υ Ν Ε ΙΚ Η Σ

Δ ε ν ε ίν α ι δ υ ν α τ ό ν γ ια τ ί πώ ς θα μ π ο ρ έσ ω ν α ο δ η γ ή σ ω ξ α ν ά τ ο ν ίδ ιο σ τ ρ α τ ό γ ια δεύ τερ η φ ορ ά , α ν τ η ν πρώ τη δειλ ιά σ ω ;

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΚ αι γ ια τί, π α ιδ ί μου, π ρ έπ ει να θυμώ σεις ξανά; [1420] Τ ι κ έρδος

έ χ ε ις , α ν τ η ν π ατρίδα σ ο υ κ α τα σ τρ έφ εις;Π Ο Λ Υ Ν Ε ΙΚ Η Σ

Ε ίν α ι ντ ρ ο π ή ν α ζω ε ξ ό ρ ισ τ ο ς κ α ι ν α π ερ ιπ α ίζο μ α ι έ τ σ ι α π ό τ ο ν α δ ελ φ ό μ ου , εγώ π ου είμ α ι ο π ρ εσ β ύ τ ερ ο ς ,

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΒ λ έπ ε ις λ ο ιπ ό ν πω ς π ας ν α β γ ά λ ε ις α λ η θ ιν ές τ ις μ α ντε ίες του

π α τέρ α , π ου σ α ς λ έε ι πως θα α λ λ η λ ο σ κ ο τ ω θ ή τ ε;Π Ο Λ Υ Ν Ε ΙΚ Η Σ

Μ α ντεύ ει, βέβαια- όμ ω ς εγώ δ ε ν π ρ έπ ε ι ν α υπ ο χω ρ ή σ ω . Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Α λ ίμ ο ν ό μ ο υ , η δ ύ σ τ υ χ η ! Κ α ι π ο ιο ς θα έ χ ε ι τ η ν τ ό λ μ η ν α σ ’ α κ ο λ ο υ θ ή σ ε ι, ό τ α ν μ ά θει τα ό σ α μ ά ντεψ ε εκ ε ίνο ς;

Π Ο Λ Υ Ν Ε ΙΚ Η ΣΔ ε ν θα α ν α γ γ ε ίλ ω τα ά σ χ η μ α - γ ια τ ί ο ά ξ ιο ς σ τ ρ α τ η γ ό ς π ρ έ π ε ι ν α λ έ ε ι τα κ α λ ύ τερ α κ α ι ό χ ι τα χ ε ιρ ό τ ε ρ α . [1430]

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΚ ι έ τ σ ι λ ο ιπ ό ν , π α ιδ ί μ ο υ , τ η ν έ χ ε ις π ά ρ ει τ η ν α π ό φ α σ ή σ ου;

τά τοδδ’ άνδρός οΐα έθέσπισεν]. Η έννοια: ποιος από τους συμμάχους σου θα τολμήσει να σε ακολουθήσει στην εκστρατεία κατά της Θήβας όταν μάθει τις προφητείες του Οιδίποδα;

1429-1430. φλαΰρα] = τα κακά αυτά μαντεύματα. — τά ένδεα] εδώ σημαίνει τά χείρω = τα χειρότερα.

1431. ταδτα σοι δεδογμένα (έστί) = δέδοκταί σοι ταϋτα = έχεις αποφασίσει γι ’ αυτά.

181

π ο . καί μή μ ’ επίσχηις γ '· άλλ’ έμοί μεν ήδ' οδός εσται μέλονσα, δνσποτμός τε και κακή προς τοΰδε πατρός των τε τονι5’ Έρινύων σφώ δ’ ενοδοίη Ζεύς, τάδ’ εΐ τελειτέ μοι. [ΰανόντ', έπει ον μοι ζώντί γ ' αΰΰις ίξετον. | μέ&εσ&ε δ’ ήδη, χαιρετάν τ ’ · ον γάρ μ ' ετι βλέποντ' εσόψεσ&' αυϋις.

ΑΝ.ΠΟ.ΑΝ.

ΠΟ.ΑΝ.ΠΟ.ΑΝ.

εις προϋπτον Άιδην ον καταατένοι, κάσι; εΐ χρή, ϋ·ανονμαι.

ΠΟ.

μή αύ γ ', άλλ’ εμοι πιϋον. μή πεΐ&’ α μή δει.

όνστάλαινά τϊΐρ' εγώ,εΐ σου στερηΰώ.

ταντα δ' έν τώι δαίμονι καί τήιδε φνναι χάτεραι. σφώ δ' οΰν εγ<οϋεοϊς άρώμαι μή ποτ' άντήσαι κακών άνάξιαι γάρ πάσίν έστε δυστυχεϊν.

1432-1434. καί μή μ’ έπίσχης γε] ο σύνδ. καί συνδέει εδώ την πρόταση ταϋτα μοι δεδογμένα που έχει παραλειφθεί. Η έννοια: την έχω πάρει την απόφασή μου και μη με εμποδίσεις, μην προσπαθήσεις να με σταματήσεις. — δδός] = εκστρατεία. —έσται μέλλουσα έμοί] = θα φροντίσω εγώ. — δύβποτμος] = δυσοίωνος, ατυχής. — πρός τοΰδε πατρός τών τε τοΰδ’ Έρινύων] (αναγκαστικό αίτιο) = εξαιτίας του πατέρα μου και των καταρών του.

1435-1436. εύοδώ] = κατευθύνω κάποιον σε καλό δρόμο. —σφών δ ’ εύοδοίη] = ύμϊν δ ’ ενοδοίη (αντιτίθεται προς το ήδε δδός δύβποτμός τε κακή) = είθε να σας δώσει καλό δρόμο (ο Δίας). — τελείτε] (Μελλ. του τελέω -ώ). — εί τελειτέ μοι θανόντ’] = εί τελειτέ μοι θανόντι. Σπάνια έκθλιψη του ι της δοτικής στους τραγικούς. — έπεί...] δικαιολογεί ττ1 χρήση της λέξης θανόντι: λέγω δέ θανόντι, γιατί δεν θα... — εξετον] (δυικός αριθ. του έχω) πρέπει να εννοήσουμε το τελεϊν τι = γιατί δεν θα μπορέσετε ξανά να κάμετε κάτι για μένα εφόσον είμαι στη ζωή.

1437-1438. μέθεσθε] (προστακτ. αορ. β ' του μεθίεμαι) = αφήστε με. — βλέποντα] = ζώντα = ζωντανό.

1439-1440. κάσις, ιος (ό)] = αδελφός. — προΰπτος] (πρό+όπτός, από τη ρίζα όπ- του όράω -ω) = προφανής, φανερός, ορατός. —" Αδης] = θάνατος.

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣΚαι μην προσπαθήσεις να με εμποδίσεις· εγώ θα φροντίσω γι ’

αυτήν την εκστρατεία, την δυσοίωνη και ολέθρια εξαιτίας του πατέρα μου και της κατάρας του· σ ’ εσάς τις δύο, όμως, είθε ο Δίας να σας χαρίσει καλή τύχη, αν όταν πεθάνω μου προσφέρετε ό,τι σας είπα, αφού στη ζωή δεν θα μπορέσετε ξανά να κάμετε κάτι για μένα. Αφήστε με τώρα και σας αποχαιρετώ· γιατί ζωντανό πια δεν θα με δείτε ξανά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΩχ, εγώ η δυστυχισμένη!

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣΜη θρηνείς για μένα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΚαι ποιος μπορεί να μην κλαίει για σένα, αδελφέ μου, τώρα

που πηγαίνεις σε ολοφάνερο θάνατο; [1440]ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Αν είναι ανάγκη, θα πεθάνω.ΑΝΤΙΓΟΝΗ

' Οχι, μην το θελήσεις, αλλά άκουσέ με.ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Μην προσπαθείς να με πείσεις σε όσα δεν πρέπει.ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δυστυχισμένη εγώ, αν σε χάσω.ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Αυτά είναι στου θεού το χέρι να γίνουν και έτσι κι αλλιώς. Εύχομαι όμως στους θεούς να μη συναντήσετε και οι δυο σας κανένα κακό στη ζωή σας· γιατί, όλοι το λένε, δεν αξίζει εσείς να δυστυχείτε.

(Ο Πολυνείκης φεύγει από την αριστερή πάροδο).

1341-1347. εί χμή] από το επόμενο θανοδμαι εννοείται το απαρέμφ. θνήσκειν. — μή σύ > ε] εννοείται θάνης. — μή πεΐθ’ δ μή δει] = μην προσπαθείς να με πείσεις σε όσα δεν πρέπει (να με πείσεις). — εί αοΰ στερηθώ] ο σύνδεσμος εί αντί του έάν (σύνταξη ομηρική). — ταϋτα δ’ έν τφ δαίμονι (έπτί)] = αυτά εξαρτώνται από τον θεό, είναι στο χέρι του θεού. — φδναι τήδε χάτέρμ] = να γίνουν κι έτσι κι αλλιώς. — σφώ] (δυικός αριθ.) αντί ύμεΐς. — άρώμαι] = εύχομαι. — άντάω -ω] = συναντώ. — άνάξιαι γάρ πασίν έστε δυστυχεϊν] = γιατί κατά τη γνώμη όλων ανάξια (άδικα) δυστυχείτε.

183

στρ. ο

I ι:.ο

1455

1400

ηψχ. α

1400

1470

ΧΟ. νέα τάδε νεό$εν ήλ&έ μοι.βαρύποτμα κακά παρ' ηληοϋ ξένου,η τι μοίρα μή κιγ χάνει, ματ αν γάρ ονδέν αξίω­

μα δαιμόνων έχω φράσαι. ορα ι, όραι ταντ’ άει χρόνος, ^έπει μέν^ Ιτερα, τά δέ παρ’ ήμαρ αύΰις αϋξων άνω. έκτυπεν αί&ήρ, ώ Ζεϋ.

ΟΙ. ώ τέκνα, τέκνα, πώς άν, εϊ τις έντοπος, τδν πάντ’ άριστον δεύρο Θησέα πόροι;

ΑΝ. πάτερ, τί δ’ έστI τάξίωμ’ έφ’ ώι καλεϊς;ΟΙ. Αιός πτερωτός ήδε μ ’ αύτίκ’ άξεται

βροντή προς Άιδην άλλα πέμψα&’ ώς τάχος.ΧΟ. ϊδε μάλα μέγας έρείπεται

κτύπος άφατος δδε διάβολος· ές δ' άκραν δεϊμ’ νπήλ&ε κράτος φάβαν, έπτηξα ϋυμόν · ουράνια

γάρ άστραπά φλέγει πάλιν, τί μάν αφήσει βέλος; δέδια τόδ’ · ού γάρ άλιον άφορμάι ποτ’, ονδ’ άνεν ξυμφοράς. ώ μέγας αΐ&ήρ, ώ Ζεϋ.

ΚΟΜΜΟΣ (1448-1499)1448-1456. νεόθεν] επιτείνει τη σημασία του νέα, όπως τα Ομηρικά

αίνόθεν αίνώς, μέγας μεγαλωστί. — άλαός| = τυφλός. — κιγχάνω και κιχάνω = συναντώ, φθάνω, προφθάνω. — άξίωμα] = θέληση. — ματάν] απαρέμφ. του ματάω = αποτυγχάνω, επιδέχομαι αναβολή. — Το έπεί μέν σε άλλες εκδόσεις είναι έπέχων μέν και στρέφων μεν. Το έπέχω = εμποδίζω, δεν αφήνω κάτι να εκτελεσθεί, το στρέφω = ρίχνω κάτω, γκρεμίζω.

Ο Χορός στην α ' στροφή (1448-1456) λέει ότι του ήρθαν νέα μεγάλα δυστυχήματα από τον τυφλό ξένο, γιατί κανένα θέλημα των θεών δεν μένει απραγματοποίητο.

1457-1461. εϊ τις έντοπος] εννοείται: έστί = εϊ τις έν τφ τόπω τούτα» πάρεστι. — πώς άν πόροι] = πώς άν πορίσειε ή πορεύσειε. Η ευκτική σε ερώτηση εδώ δηλώνει ευχή. — άξίωμα] = θέληση, επιθυμία. — πτερωτός βροντή] = πτερωτή βροντή. Λέει τη βροντή φτερωτή εξαιτίας της ταχύτητάς της. Σπανίως στους ποιητές τα επίθετα σε -τός

184

2ος ΚΟΜΜΟΣ (1447-1499)

ΣΤΡΟΦΗ Α'Χ Ο Ρ Ο Σ

Κ α ινούρ για τούτα π ά λι κακά θλιβ ερ ά μάς ή ρ θ α ν απ ό τ ο ν αόματο ξ έ ν ο , εκ τ ό ς α ν η μ ο ίρ α τα π ρ ο φ τ ά σ ε ι. [1450] Γ ια τ ί μ π ορώ ν α πω π ω ς κ α μ ιά β ο υ λ ή τω ν θ εώ ν δ ε ν μ έ ν ε ι α ν ε κ τ έ λ ε σ η . Β λ έ π ε ι τα π ά ντα ο χ ρ ό ν ο ς , ά λ λ α τα ρ ίχ ν ε ι κ α τ α γ ή ς κ ι ά λ λ α σ ε μ ια η μ έρ α μ ό ν ο τα α νο ρ θ ώ νει. Β ρ ο ντ ά ο ο υ ρ α ν ό ς , ω Δ ία!

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ α ιδ ιά , π α ιδ ιά μ ου , θα μ π ο ρ ο ύ σ ε κ α νε ίς α π ό τ ο υ ς ντ ό π ιο υ ς ν α

μ ου φ έρ ει εδώ τ ο ν ά ξ ιο σ ε ό λ α το υ Θ η σέα ;Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Σ α ν τ ι τ ο ν θ έλ ε ις κ α ι τ ο ν κ α λ ε ίς , πατέρα;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Α υ τή η φ τερω τή β ρ ο ν τ ή το υ Δ ία θα με π ά ρ ει ευθύς μ α ζί τη ς σ τ ο ν Ά δ η · [1460] σ τ ε ίλ τ ε λ ο ιπ ό ν ό σ ο π ιο γ ρ ή γ ο ρ α μ π ορ είτε .

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Α'Χ Ο Ρ Ο Σ

Ά κ ο υ , μ ε γ ά λ ο ς κ α ι τ ρ ο μ ερ ό ς α υ τός ο κ ε ρ α υ ν ό ς τ ο υ Δ ία ! Α π ό τ ο ν φ ό β ο ση κ ώ θη κ αν ο ι τρ ίχες τ η ς κεφ α λή ς μου· σ φ ίχτ η κ ε η καρδιά μ ο υ , γ ια τ ί η α σ τρ α π ή φ λ ο γ ίζ ε ι π ά λ ι τ ο ν ο υ ρ α ν ό . Τ ι α σ τ ρ ο π ε λ έ κ ι όμ ω ς θα ρ ίξε ι; Φ ο β ά μ α ι, γ ια τ ί δ ε ν π έφ τει π ο τ έ έ τ σ ι τ ο υ κ ά κ ο υ , χ ω ρ ίς ν α φ έρ ε ι σ υ μ φ ο ρ ά . Ω μ εγ ά λ ε ο υ ρ α ν έ , ω Δ ία . [1470]

λαμβάνονται ως δικατάληκτα.1462-1465. ϊδε] = κοίτα, άκου (όραση - ακοή). — κτύπος] = κεραυνός,

αστροπελέκι. — έρείπεται] = κρημνίζεται, καταπίπτει (έρείπιο). — διάβολος] = από τον Δία εκσφενδονισμένος. — άφατος] = ανείπωτος, απερίγραπτος. — ές δ ’ άκραν... φάβαν] η σύνταξη: δεΐμα όπηλθε ές άκραν φάβαν κρατάς] = φόβος μπήκε κάτω από τα μαλλιά της κεφαλής μου = από το φόβο σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου. — δεΐμα, τά] = φόβος (δέδοικα = φοβάμαι). — φάβα, ή] δωρικός τύπος αντί φόβη] = η κόμη, οι τρίχες της κεφαλής.

1466-1471. έπτηξα θυμόν] = φοβήθηκα στην ψυχή μου. —έπτηξα] αόρ. του πτήσσω = ζαρώνω από φόβο, (από την ίδια ρίζα πτωχός = συνεσταλμένος, ζαρωμένος). — θυμόν] αιτιατ. του κατά τι ή της ανα­φοράς. — φλέγει] = φλογίζει, λάμπει, φωτίζει τον ουρανό. — μάν] δωρ. αντί μήν = όμως, τί μάν άφήσει βέλος] (υποκείμ. του ρήματος είναι ή άστραπά) = τι αστροπελέκι όμως θα ρίξει; — άλιος] = μάταιος. - - άφορμφ] (υποκείμ. ή άατραπά).

185

Ο Ι . ώ παϊδες, ήκει τώιδ' επ' άνδρΐ ΰέσφατος βίου τελευτή, κονκέτ' έστ' αποστροφή.

ΑΝ. πώς οϊσ&α; τώι δε τοϋτο συμβολών έχεις;ΟΙ. καλώς κάτοιδ' ■ άλλ' ώς τάχιστό μοι μολών

άνακτα χώρας τήσδέ τις πορευσάτω.XΟ. εα ε'α, ίδον μάλ’ αύ-

ϋις άμφίαταται διαπρύσιος ϋτοβος. ϊλαος, ώ δαίμων, ίλαος, ει τι γάι ματέρι τυγχάνεις άφεγγές φέρων. έναισίοί. δέ σου τύχοι-

μι, μηδ' άλαΰτον άνδρ' ίδών ακερδή χάριν μετάοχοιμί πως ■Ζεϋ άνα, σοΙ φωνώ.

ΟΙ. άρ’ εγγύς άνήρ; άρ' έτ’ έμψυχου, τέκνα, κιχήσεταί μου και κατορ&οϋντος φρένα;

ΑΝ. τί δ' &ν ϋέλοις τδ πιστόν Ί έμφϋναι Ί" χίϊονί;ΟΙ. άνδ' ών έπασχον εϋ, τελεσφόρον χάριν

δοϋναί σφιν ήνπερ τυγχάνων ύπεσχόμην.

ΧΟ. ίώ ιώ, παΐ, βάϋι β&9'

1472-1473. ίπ ’ άνδρί τφδε] = έμοί. — θέσφατος τελευτή βίου] = θεόγραφτο τέλος της ζωής μου. — Αποστροφή] = αποφυγή.

1474. τφ συμβαλών έχεις τοΰτο;] = από τί το έχεις συμπεράνει;1475-1476. Ο Οιδίπους αποφεΰγοντας τις πολλές εξηγήσεις προς

το πώς οίσθα, απαντά μόνον καλώς κάτοιδα.1477-1485. έα έα] επιφωνήματα έκπληξης και φόβου μαζί. — άμ-

φίσταται] = με περιβάλλει, ηχεί γύρω μου. — διαπρύσιος δτοβος] = διαπεραστικός κρότος. —άφεγγές] = κακό, δυστυχία, μαύρη συμφορά. Μεταφορά από το σκότος της νύχτας, την έλλειψη φέγγους. Και εμείς σήμερα πολλές φορές λέμε μαύρα και σκοτεινά τα πράγματά μου, μαύρη και σκοτεινή η τύχη μου. — ίλαος] = ϊλεως = ευμενής. — ώ δαίμων] εννοεί τον Δία, τον θεό του κεραυνού. — γα ματέρι] = γή μητρί. Γή μήτηρ είναι η πατρίδα, η Αττική γη. — έναίσιος] = ευμενής, ευνοϊκός. Είναι κατηγορούμενο = είθε να είσαι σε μένα ευνοϊκός. —αλαστος] εδώ = καταραμένος, (δλαστος - άληστος, ά-λήθ- λα-ν-θ-άν-ω). — άκερδής χάρις] = επιζήμια χάρη, ολέθρια αμοιβή της ευεργεσίας μου. Το μετέχω συντάσσεται με αιτιατική, όταν η ενέργεια μεταβαίνει σε όλο το αντικείμενο και όχι σε μέρος αυτού.

1486-1487. άνήρ = 6 άνήρ] ο Θησέας. — κιχήσεταί μου έμψύχου] =

186

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΠ α ιδ ιά μ ο υ , ή ρ θ ε τ ο θ εό γ ρ α φ τ ο τ έ λ ο ς τ η ς ζω ή ς μ ο υ κ α ι δεν

γ ίν ε τ α ι π ια ν α τ ’ απ οφ ύγω .Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Π ώ ς τ ο ξέρ ε ις ; κ ι α π ό τι τ ο σ υ μ π ερ α ίνεις;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Τ ο ξέρ ω κ αλά· μα α ς π ά ε ι κ ά π ο ιο ς , ό σ ο π ιο γ ρ ή γ ο ρ α μ π ο ρ εί, ν α μου φ έρ ει τ ο ν β α σ ιλ ιά το ύ τ η ς τη ς χώ ρ α ς.

ΣΤΡΟΦΗ Β'Χ Ο Ρ Ο Σ

Α , ν α ξ α ν ά α κ ο ύ γετα ι τρ ιγύ ρ ω δ ια π ερ α σ τ ικ ό ς ο κ ρ ό τ ο ς τη ς β ρ ο ντ ή ς . Έ λ ε ο ς , θεέ μ ου, έ λ ε ο ς , [1480] α ν τύ χ ει και φ έρ νε ις κ ά π οια μ α ύρ η σ υ μ φ ο ρ ά σ τ η ν π α τρ ίδ α μ ο υ . Ε ίθ ε ν α έχω τ η ν ε ύ ν ο ιά σ ο υ κ ι α ς μη μ ου λ ά χ ε ι κ α μ ιά ο λ έ θ ρ ια α μ ο ιβ ή π ο υ είδ α κ α τα ρ α μ ένο ά ν ­θρω πο· Δ ία β α σ ιλ ιά μ ου , ε σ έ ν α επ ικ α λού μ α ι.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΆ ρ α γ ε κ ο ν τ εύ ε ι ν α έρ θ ε ι ο β α σ ιλ ιά ς; ά ρ α γ ε , π α ιδ ιά μ ο υ , θα με

π ρ ο λ ά β ε ι α κ ό μ α ζω ντα νό κ α ι μ ε σ ω σ τά τα λ ο γ ικ ά μου;Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Τ ι μ υ σ τ ικ ό θα ή θ ελ ες ν α εμ π ισ τευ θ είς σ τ η χ ώ ρ α του; Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Γ ια ό σ α κ α λ ά μ ου έκ α νε θέλω α ν τ ά ξ ια να του τα α ντα π οδώ σ ω , όπ ω ς του το υ π ο σ χ έθ η κ α τότε π ου τα δ εχ ό μ ο υ ν . [1490]

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Β'Χ Ο Ρ Ο Σ

Ε! Ε! έ λ α , γ ιε μ ο υ , έ λ α , α ν ίσ ω ς β ρ ίσ κ εσ α ι ε κ ε ί π έρ α σ τ η ν

θαχ με συναντήσει, θα με βρει ζωντανό. Το κιχάνω με διπλή γενική, από τις οποίες η μία είναι κατηγορούμενο της άλλης, όπως το τυγχάνω στο στίχο 1483 «έναισίου δέ σοΰ τύχοιμι». — κατορθώ φρένας] = έχω σωστά τα λογικά μου.

1488. τί δέ...] = τί δέ τό πιστόν έστιν, δ θέλεις αν έμφΰναι χθονί; — πιστόν] έδώ = ό,τι εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον, το μυστικό = ποιο είναι το μυστικό που θέλεις να εμπιστευθείς στην πόλη του;

1489-1490. τελεσφόρος χάρις] = ευγνωμοσύνη που φέρει σε τέλος, αποτελεσματική, πραγματική, που εκδηλώνεται με έργα και όχι με λόγια. — δούναι] εξαρτάται από το εννοούμενο θέλω. — σφιν = σφίσιν = σ’ αυτούς, δηλ. τους Κολωνιάτες και τους Αθηναίους γενικά. — τυγχάνων] = δτε έτύγχανον ών έβουλόμην.

1491-1499. Το χωρίον εδώ είναι εφθαρμένο και πολλές διορθώσεις

187

ΐ « τ ’ άκραν έπίή; γύαλον έναλίωι Ποσειδανίωι &εώι τνγχάνεις βού&υτον έστίαν άγίζων, ίκοϋ. δ γάρ ξένος σε καί πόλι-

σμα καί φίλους έπαξιοΐ δικαίαν χάριν παρασχεϊν παϋών.

άισσ', ώναξ.

ΘΗ. τις αύ παρ’ υμών κοινός ηχείται κτύπος, σαφής μεν αυτών, εμφανής δέ του ξένον; μή τις Διάς κεραυνός, ή τις όμβρια χάλαζ’ έπιρράξασα; πάντα γάρ ϋεον τοιαϋτα χειμάζοντος είκάσαι πάρα.

ΟΙ. άναξ, πο&ονντι προυφάνης, καί σοι ϋεών τύχην τις έσ&λήν τήαδ’ έ&ηκε τής δδον.

ΘΗ. τ ί δ’ έστίν, ώ παϊ Ααίου, νέορτον αδ;ΟΙ. ροπή βίου μοι ■ καί σ’ άπερ ξυνήινεσα

ΰέλω πόλιν τε τήνδε μή ψεύσας Φανεϊν.ΘΗ. έν τώι δέ κεϊααι τον μόρου τεκμηρίωι;ΟΙ. αυτοί ΰεοί κήρνκες άγγέλλονσί μοι,

ψευδόντες ονδέν σημάτων προκειμένων.

και συμπληρώσεις κάνουν οι κριτικοί. — γύαλον, τό] = κοίλωμα, κοιλάδα. — άκρα] = η άκρη της κοιλάδας, κάποιο υψηλό μέρος της κοιλάδας όπου είναι ο βωμός του Ποσειδώνα. — άγίζω] = θυσιάζω. —βούθυτος έστία] = βωμός πάνω στον οποίο θυσιάζονται βόδια. —ίκοΟ] (προστακτ. αορ. β ' του ίκνέομαι - οΰμαι. — ξένος] είναι ο Οιδίπους. — σέ, πόλισμα, φίλους] οι αιτιατικές εξαρτώνται από το έπαξιοΐ. Μετά το έπαξιοΐ περιμέναμε γενική δικαίας χάριτος, ακολούθησε όμως το απαρέμφατο παρασχεϊν προς το οποίο συντάχθηκε αιτιατική δικαίαν χάριν. —παθών] = εδ παθών (αιτιολογική μετοχή). — άϊσσε] (άΐσσω) = τρέχα γρήγορα.

1500-1504. κτύπος] εδώ = φωνή. — κοινός] διότι όλος ο Χορός έβαλε φωνές. — ηχείται] εδώ = βοαται. — έμφανής] συνώνυμο του σαφής = καθαρός. — αύ]·= πάλι· διότι ο Χορός και προηγουμένως (885) τον φώναξε. — μή τι Διός... είκάσαι πάρα] από τα προηγούμενα πρέπει εννοήσουμε: τί αδ έποίησεν δμας βοαν ή τί αύ παρ* υμών ήγειρε κτύπον, λέει απλώς: κεραυνός ή χάλαζα. Μήπως ο κεραυνός ή το χαλάζι είναι η αιτία της φωνής σας; Μήπως ο κεραυνός προξένησε κανένα δυστύχημα και γι ’ αυτό φωνάζετε. — έπιρράξασα] του έπιρράσσω] = ορμητικά επιπίπτω. — πάντα γάρ θεοδ τοιαδτα χειμάζοντος είκάσαι

188

κ ο ιλ ά δ α κ α ι π ρ ο σ φ έ ρ ε ις θ υ σ ίες β οδ ιώ ν σ τ ο βω μό του θ α λ ά σ σ ιο υ θ εού Π ο σ ε ιδ ώ ν α , π ρ ό φ τ α σ ε . Γ ια τ ί ο ξ έ ν ο ς σ έ σ έ ν α , σ τ η ν π ό λ η και σ τους φ ίλ ου ς θ έλει αντά ξια να ανταποδώ σει τα ό σ α κ α λά του έκανες. Τ ρ έξ ε γ ρ ή γ ο ρ α , β α σ ιλ ιά μου.

(Από τη δεξιά πάροδο εμφανίζεται ο Θησέας).Θ Η Σ Ε Υ Σ

Τ ι ε ίν α ι π ά λ ι αυτές ο ι φ ω νές π ο υ α π ό ό λ ο υ ς εσ ά ς [1500 ] μ α ζί ακ ούω , κ α θα ρά εσ ά ς τω ν ντ ό π ιω ν , κ α θ α ρ ότερ α του ξένο υ ; Μ ή π ω ς σ α ς τ ρ ό μ α ξε κ α ν ένα ς κ ερ α υ ν ό ς τ ο υ Δ ία ή κ α μ ιά α π ό το μ η μ π όρ α με χ α λ ά ζ ι έ π εσ ε πάνω σ α ς; γ ια τ ί ό λ α μ π ο ρ εί κ α ν ε ίς ν α τα υ π ο θ έσ ε ι, ό τ α ν ο θ εό ς σ η κ ώ νε ι τέτ ο ια κ α τα ιγίδα .

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΒ α σ ιλ ιά μ ο υ , ή ρ θ ες τ η ν ώ ρα π ο υ σ ε ή θ ε λ α κ α ι γ ια κ α λ ή σ ο υ

τ ύ χ η κ ά π ο ιο ς θ εός σ ε έβ α λ ε σ ’ α υ τό ν τ ο ν δρ όμ ο .Θ Η Σ Ε Υ Σ

Τ ι ν έ ο π ά λ ι υ π ά ρ χε ι, γ ιε το υ Λ αΐου;Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ Σ

Π λ η σ ιά ζ ε ι τ ο τ έ λ ο ς τ η ς ζω ή ς μου· κ α ι θ έλω ν α π εθά νω , χ ω ρ ίς ν α φανώ ψ εύτης σ ε σ ένα και σ ε τούτη τ η ν π ό λ η , γ ια ό σ α υπ οσχέθη κ α .

Θ Η Σ Ε Υ ΣΚ α ι π ο ια α π ό δ ε ιξ η έ χ ε ις πω ς π λ η σ ιά ζ ε ι ο θ ά ν α τ ό ς σ ου ; [1510]

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΚ ή ρ υ κ ες ο ι ίδ ιο ι ο ι θ εο ί μ ου τ ο α ν α γ γ έ λ λ ο υ ν χ ω ρ ίς ν α διαψ εύ-

δ ο υ ν κ α ν έ ν α α π ό τα σ η μ ά δ ια π ο υ ε ίχ α ν ο ρ ίσ ε ι π ρ ιν .

πάρα] η σύνταξη: πάρα (πάρεστι) γάρ είκάσαι πάντα τα τοιαΰτα θεού χειμάζοντος] = γιατί όλα είναι δυνατόν να συμπεράνει κανείς, όταν ο θεός σηκώνει τέτοια καταιγίδα.

1505-1506. ποθοΰντι (μοι) προυφάνης] = όπως το επιθυμούσα εμ­φανίσθηκες. — καί σοι... Αδοΰ] = καί τις θεών σοι τύχην έσθλήν έθηκε τήσδε τής όδοϋ] = και κάποιος θεός σου έδωσε την καλή τύχη να έρθεις εδώ.

1507-1509. νέορτον] (σύνθετο από το νέος και δρνυμι και σημαίνει αυτό που έχει εγερθεί, σηκωθεί, μόλις τώρα, πρόσφατα). — τί δ ’ έστιν νέορτον αύ] = τι νέο πάλι υπάρχει, συμβαίνει; —ροπή βίου μοι έστί] = είναι η κλίση της ζωής μου προς τον θάνατο, κοντεύω να πεθάνω. — καί σ’ άπερ... θανεϊν] η σύνταξη: θέλω θανεΐν μή ψεύσας σε πάλιν τε τήνδε άπερ ξυνήνεσα.

1510-1515. έν τω δέ κεΐσαι τοΰ μόρου τεκμήριο»] = έν τίνι δέ τεκμηρίω τοΰ μόρου κεΐσαι;] = και ποια ένδειξη έχεις πως πλησιάζει ο θάνατός σου; — τα προκείμενα σήματα] = τα σημάδια που είχαν ορίσει οι θεοί

189

ΘΗ.ΟΙ.

ΘΗ.

ΟΙ.

.515

1520

1525

1530

πώς είπας, ώ γεραιέ, δηλοϋσδαι τάδε; αί πολλά βρονταί διατελεϊς τά πολλά τε ατράψαντα χειρός τής άνικήτον βέλη, πείϋεις με · πολλά γάρ σε &εσπίζον&’ όρώ κον ψενδόψημα ■ χώ τι χρή ποειν λέγε, εγώ διδάξω, τέκνον ΑΙγέως, ά σοι γήρως άλυπα τήιδε κείσεται πόλει. χώρον μέν αυτός αυτίκ' έξηγήσομαι, άδικτος ήγητήρος, ον με χρή δανειν. τούτον δέ φράζε μή ποτ’ άν&ρώπων τινί, μήϋ’ ου κέκεν&ε μήτ’ έν οϊς κεϊται τόποις · ώς σοι πρό πολλών ασπίδων άλκήν δδε δοράς τ ’ έπακτοϋ γειτονών άει τιϋήι. α δ’ εξάγιστα μηδέ κινείται λόγωι αυτός μα&ήσηι, κεΐσ’ δταν μόληις μόνος · ώς οΰτ’ άν άστών τώνδ’ άν έξείποιμί τωι οΰτ’ άν τέκνοισι τοΐς έμοϊς, στέργων δμως. άλλ’ αυτός αίει σώιζε, χώταν είς τέλος τον ζην άφικνηι, τώι προφερτάτωι μόνωι σήμαιν\ ό δ’ αίει τώπιόντι δεικνύτω.

στο παρελθόν. Βλπ. στίχο 95. «ή σεισμόν ή βροντήν τιν’ ή Διός σέλας».— πώς είπας... τάδε] Επειδή ο Οιδίπους δεν ανέφερε κανένα τεκμήριο, αλλά μόνο τους θεούς ως αιτίους των τεκμηρίων, αναγκάζεται ο Θησέας να ρωτήσει πάλι. ■— αί πολλά βρονταί διατελεϊς] το πολλά αντί πολλάκις.— διατελής] = συνεχής, αδιάκοπος. — τά πολλά τε στράψαντα βέλη τής άνικήτου χειρός] = και οι πολλές αστραπές από το ανίκητο χέρι του Δία (φανερώνουν ότι πλησιάζει ο θάνατός μου).

1516-1517. θεσπίζοντα] (κατηγορ. μετοχή από το δρώ) = ότι προ­φητεύεις. —ψευδόφημα] = ψεύτικες φήμες.

1518-1519. σοι] δοτική ηθική στο τήδε πόλει. Ισοδυναμεί προς γενική κτητική ή κτητική αντωνυμία: τή πόλει σου, τή σή πόλει. — γήρως άλυπα] = μή βλαπτόμενα ύπό τοϋ γήρατος. Το γήρας εδώ έχει μεταφορική σημασία = χρόνος.

1520-1521. άθικτος ήγητήρος] = χωρίς να με θίξει, να με πιάσει οδηγός. —έξηγοϋμαι] εδώ = δείχνω.

1522-1523. τοΰτον] δηλ. τον χώρον. — μήθ’ ού κέκευθε] = μήτε πού κρύβεται. — μήτ’ έν οϊς τόποις κεϊται] = μήτε σε ποιο μέρος βρίσκεται. Δηλαδή μήτε τον τόπο του τάφου μήτε την ευρύτερη περιοχή όπου υπάρχει ο τόπος εκείνος.

1524-1525. δδε] αναφέρεται στον χώρον όπου ο τάφος, ώς δδε τιθή

190

© Η Σ Ε Υ ΣΠ ώ ς ε ίπ ες , γ έρ ο ν τ α , ό τ ι φ α νερ ώ νο ντα ι αυτά τα ση μ ά δια ;

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΜ ε τις π ο λ λ έ ς α δ ιά κ ο π ες β ρ ο ν τ ές κ α ι τ ις π ο λ λ έ ς α σ τρ α π ές

α π ό το α ν ίκ η τ ο χ έ ρ ι του Δ ία .Θ Η Σ Ε Υ Σ

Σ ε π ισ τεύ ω , γ ια τ ί βλέπω πω ς π ο λ λ ά π ρ ο φ η τ εύ ε ις κ α ι π ου δεν ε ίν α ι ψ εύτικ ες φήμες· λ έγ ε λ ο ιπ ό ν τ ι π ρ έπ ε ι ν α κάμω.

Ο ΙΔ ΙΠ Ο Υ ΣΕ γώ , γ ιε του Α ιγ έα , θα πω γ ια τ η ν π ό λ η σ ο υ αυτά π ου θα

μ ε ίν ο υ ν α π ρ ό σ β λ η τ α α π ό τ ο ν χ ρ ό ν ο . Α μ έσ ω ς τώ ρα εγώ ο ίδ ιο ς , χ ω ρ ίς ν α με ο δ η γ ή σ ε ι κ α ν ε ίς , [1520 ] θα σ ο υ δείξω το μ έρ ο ς ό π ο υ π ρ έ π ε ι ν α πεθά νω . Α υ τ ό το μ έρ ο ς ν α μ η ν π ε ις π οτέ σ ε κ α ν έ ν α ν μ ή τε π ού ε ίν α ι κ ρ υ μ μ ένο μ ή τε σ ε π ο ιο υ ς τό π ο υ ς β ρ ίσ κ ετα ι, γ ια να σ ο υ π ρ ο σ φ έ ρ ε ι π ά ντο τε ά μ υ να κ ατά τω ν γ ε ιτ ό ν ω ν π ο λ ύ κ α λ ύ τερ η α π ό π ο λ λ ο ύ ς α σ π ιδ ο φ ό ρ ο υ ς κ α ι ξ ε ν ό φ ε ρ τ ο υ ς δ ιο ρ υ φ ό ρ ο υ ς . Ό σ α όμω ς ε ίν α ι α σ έβ ε ια να πω κ αι δ εν επ ιτρ έπ ετα ι ν α τα α ν α κ ο ιν ώ νει κ α ν ε ίς , ο ίδ ιο ς θα τα μ ά θεις, ό τ α ν μ ό ν ο ς σ ο υ έρ θ εις εκεί· γ ια τ ί δεν μ π ορ ώ να τα φ α νερώ σω σ ε κ α ν έ ν α ν α π ό α υτούς εδώ τους π ο λ ίτ ες , ο ύ τ ε κ α ι σ τ ις κ ό ρ ες μ ου, α ν κ α ι τ ις αγαπώ π ο λ ύ . [1530 ] Ε σ ύ όμ ω ς φ ύ λ α γ έ τα π ά ντ ο τ ε μ υσ τικ ά και ό τ α ν φ τά σ εις σ τ ο τ έ λ ο ς τ η ς ζω ή ς σ ο υ φ α νέρ ω σ έ τα σ τ ο ν δ ιά δ ο χ ό σ ο υ μ ό ν ο , κ ι εκ ε ίν ο ς ας τα ε ξ η γ ε ί

σοι άεί άλκήν γειτόνων πρό πολλών άσπίδων καί δορός έπακτοΰ] = γιανα σου προσφέρει ο τάφος αυτός πάντοτε άμυνα κατά των γειτόνων πολύ καλύτερη από πολλούς ασπιδοφόρους και ξένους δορυφόρους. — έπακτός] (από το έπάγω) = δ έξωθεν άγόμενος = ο ξενόφερτος. - η πρόθεση πρό έχει συγκριτική έννοια = κρείττω ή πλείω (άλκήν).

1526-1527. έξάγιστος] (έξαγίζω = απομακρύνω κάτι ως ανόσιο) = ανόσιος. Από τα επόμενα συμπληρώνεται η φράση: & δ ’ έξάγιστα έστι λέγειν = όσα είναι ασέβεια να ειπώ. Εννοεί τη θέση του τάφου και μερικές ίσως μυστικές ευχές και θυσίες πάνω σ ’ αυτόν. — αυτός μάθηση] = σύ ο ίδιος θα μάθεις.

1528-1529. ώς] (αιτιολογικό) = γιατί. — τφ] = τινί. — οδτ* άν έξείποιμι] = δεν μπορώ να τα ειπώ. στέργων δμως] = αν και τα αγαπώ (τα τέκνα μου).

1530-1532. σώζε] εννοείται: έν τή μνήμη = φύλαγέ τα πάντοτε στη μνήμη σου. — τώ προφερτάτω] (υπερθ. του προφερής) = στον πρεσβύτατο, στον πιο τρανό, ο οποίος θα σε διαδεχθεί στην εξουσία της πόλης. — τφ έπιόντι] = στον επερχόμενο, στον διάδοχό του. — άεί] εδώ = εκάστοτε, κάθε φορά.

χοντως άδήιον τήνδ’ ένοικήσεις πόλιν σπαρτών απ’ άνδρών αί δέ μυρίαι πόλεις, κάν εν τις οικήι, ραιδίως καθύβρισαν, δεοί γάρ εΰ μέν όψέ δ’ είσορώσ’, δταν τά δεί’ άφείς τις εις τό μαίνεσδαι τραπψ · δ μη συ, τέκνον Αίγέως, βονλου παδεϊν. τά μέν τοιαντ’ ούν είδότ’ έκδιδάσκομεν. χώρον δ’, έπείγει γάρ με τουκ δέον παρόν, στείχωμεν ήδη, μηδ’ ί τ ’ έντρεπώμεϋα.

& παϊδες, ώδ’ έπεσδ’· έγώ γάρ ήγεμών σφώιν αδ πέφασμαι καινός, ώσπερ σφώ πατρί. χιορεΐτε, καί μή ψαύεχ’, άλλ’ έάτέ με αύτόν τον Ιερόν τύμβον έξενρεΐν, ίνα μοϊρ’ άνδρί τώιδε τήιδε κρνφδήναι χδονί. τήιδ’, ώδε, τήιδε βατέ· τήιδε γάρ μ ’ Άγει Ερμής ό πομπός ή τε νερτέρα δεός.

ώ φως άφεγγές, πρόσδε πού ποτ’ ήσδ’ έμόν, νυν δ’ έσχατόν σον τονμόν απτεται δέμας, ήδη χάρ έρπω την τελενταίαν, βίον κρύφων παρ’ Άιδην · άλλα, φίλτατε ξένων, αυτός τε χώρα δ ’ ήδε πρόΟπολοί τε σοί

1533-1535. άδήος] (και ασυναίρετο άδήιος (α-δηόω-ώ) = αδήωτος = απόρθητος. — σπαρτοί άνδρες] λέγονταν οι Θηβαίοι διότι γεννήθηκαν από τα δόντια του δράκοντος που έσπειρε ο Κάδμος. — μυρίαι πόλεις] = πολλές πόλεις. — καθύβρισαν] (γνωμικός αόρ.) = συνήθως πέφτουν σε αλαζονεία.

1536-1537. θεοί γάρ] αιτιολογεί το ρςιδίως. — άφίημι] = απορ­ρίπτω, περιφρονώ. — είς τό μαίνεσθαι] = στην παραφροσύνη, σε παράφρονες πράξεις.

1538-1539. δ] δηλ. μαίνεσθαι. — είδότα] = ο οποίος τα γνωρίζει. Ο Οιδίπους δεν μπορούσε να πει περισσότερες συμβουλές, διότι ο Θησέας ήταν δίκαιος και ευσεβής. Γι ’ αυτό σταματά.

1540-1543. στείχωμεν ήδη] = ας πάμε τώρα στον τόπο. —μηδ’ ϊτ ’ έντρεπώμεθα] = κι ας μην αργούμε πια. — έντρέπομαι] κυρίως = στρέ­φομαι προς τα πίσω, στριφογυρίζω. — τό έκ τοΰ θεοϋ παρόν] = τα θεϊκά σημάδια, δηλ. οι αστραπές και οι βροντές. — ώσπερ...] εννοείται: έφάνητε υμείς πρότερον.

1544-1546. καί μή ψαύετε (έμοΰ) = και μη με πιάνετε (από το χέρι, για να με οδηγήσετε). — ινα μοίρα άνδρί τφδε] = ϊνα μοίρα μοι = όπου

192

σ τ ο ν επ ό μ εν ο π ά ντο τε . Κ ι έ τ σ ι θ α κ α το ικ ε ίς σ ε τούτη τ η ν π ό λ η α π ό ρ θ η τ η α π ό τους σ π α ρ τ ο ύ ς ά νδρ ες· π ο λ λ έ ς π ό λ ε ις , α κ ό μ α κ ι α ν κ α λ ά κ ά π ο ιο ς τ ις κ υ β ερ ν ά , ε ύ κ ο λ α σ υνή θ ω ς τ ο π α ίρ ν ο υ ν επ άνω τ ο υ ς . Γ ια τ ί ο ι θ ε ο ί κ α λ ά β λ έ π ο υ ν , έστω κ ι α ρ γ ά , ό τ α ν κ ά π ο ιο ς π ε ρ ιφ ρ ο ν ε ί τα θ εία κ α ι σ τ ρ έφ ετ α ι σ ε π α ρ ά φ ρ ο νες π ρ ά ξεις· αυτό εσ ύ , γ ιε του Α ιγέα , μη θ έλεις ν α τ ο πάθεις. Τ έτο ιες λ ο ιπ ό ν σ υμ βουλές δ ίνω σ ε ά νθ ρ ω π ο π ο υ τ ις ξ έ ρ ε ι . Α ς π άμ ε όμ ω ς τώ ρα σ τ ο μ έρ ο ς ε κ ε ίν ο , γ ια τ ί με β ιά ζο υ ν τα θ ε ϊκ ά σ η μ ά δ ια , κ ι α ς μ η ν α ρ γο ύ μ ε ά λ λ ο π ια .

Κ ό ρ ε ς μ ο υ , εδώ , α κ ο λ ο υ θ ά τ ε με· γ ια τ ί εγώ τώ ρα γ ίν ο μ α ι μ ε τη σ ε ιρ ά μου ο δ η γ ό ς σ α ς , όπ ω ς π ρ ιν εσ ε ίς το υ π ατέρα σ α ς . Π ρ οχω ρ είτε κ α ι μ η μ ε π ιά ν ε τ ε , α λ λ ά α φ ή σ τ ε μ ε ν α βρω μ ό ν ο ς μ ου τ ο ν ιερ ό τ ά φ ο , ό π ο υ ε ίν α ι η μ ο ίρ α μ ο υ ν α θαφ τώ σ ε το ύ τη τη χώ ρ α . Α π ’ εδώ , έ τ σ ι , α π ’ εδώ ελ ά τ ε , γ ια τ ί α π ’ εδώ μ ε ο δ η γ ε ί ο Ψ υ χ ο π ο μ π ό ς Ε ρ μ ή ς κ α ι η θεά το υ Κ άτω κ ό σ μ ο υ . Ω φω ς ά φ εγ γ ο γ ια μ ένα , κ άπ οτε π ρ ιν α π ό χ ρ ό ν ια ή σ ο υ ν δ ικ ό μ ο υ , τώ ρα όμ ω ς γ ια σ τ ε ρ ν ή φ ο ρ ά σ ’ α γ γ ίζε ι τ ο κ ο ρ μ ί μου. [1550 ] Γ ια τ ί τώ ρα π ια β α δ ίζω τ ο ν τελ ευ τ α ίο δ ρ ό μ ο , γ ια ν α κρύψ ω τη ζω ή μ ου σ τ ο ν Ά δ η . Ό μ ω ς , α γ α π η τ έ μ ου φ ίλ ε , κ ι εσ ύ ο ίδ ιο ς κα ι η χώ ρ α σ ο υ τούτη εδώ κ α ι ο ι α κ ό λ ο υ θ ο ί σ ο υ άμ ποτε να είσ τε ευ τυ χ ισ μ ένο ι και μ έσ α σ τ η ν ευτυχία σ α ς ν α θυμάσθε

είναι η μοίρα μου, όπου μου είναι γραφτό. —τήδε χθονί κρυφθήναι] = σ ' αυτή τη χώρα να θαφτώ.

1547-1548. Αξιοπρόσεχτη η παρήχηση του τ στις επτά δισύλλαβες λέξεις: τφδε, τήδε, ώδε, τήδε, βαΐτε, τήδε. —νερτέρα θεός] = η θεά του Κάτω Κόσμου, η Περσεφόνη. Ο Οιδίπους λέγοντας αυτά κατευθύνεται προς το ιερό άλσος των Ευμενιδών οδηγούμενος από τον Ψυχοπομπό Ερμή και την χθόνια θεά Περσεφόνη.

1549-1550. Οι μελλοθάνατοι, στην τραγωδία, αποχαιρετούν τον ήλιο και το φως, γιατί πηγαίνουν προς το αιώνιο σκοτάδι. Ο Οιδίπους, επειδή είναι τυφλός, το λέει άφεγγές. — νΰν δ ’ έσχατόν σου τούμόν άπτεται δέμας] = τώρα για τελευταία φορά σ’ αγγίζει το σώμα μου. Στους τυφλούς την όραση αντικαθιστά, όπως είναι γνωστό, η αφή.

1551-1555. έρπω τήν τελευταίαν] (εννοείται: όδόν) = σέρνουμαι, βαδίζω στον τελευταίο μου δρόμο. — κρύψων] (τελική μετοχή) = για να κρύψω. — φίλτατε ξένων] εννοεί τον Θησέα. — πρόσπολοι] οι ακόλουθοι του Θησέα. Ο Σχολιαστής νομίζει ότι ο ποιητής εννοεί τον λαό, τους Αθηναίους· αυτό όμως δεν είναι πιθανό, διότι με τη φράση χώρα θ’ ήδε εννοεί τον λαό. Επομένως πρόσπολοί τε σοί είναι οι άνθρωποι, οι θεράποντες, οι ακόλουθοί του ευγενείς. — καί έπί

193

1555

ενδαίμονες γένοισ&ε, κάπ’ εδπραξίαι μεμνηισ&έ μου ΰανόντος ευτυχείς άεί.

σ το .

1560

1565

άντ.

1670

ΧΟ. εΐ δέμις έστί μοι τάν άφανη &εάν και σε λιταϊς σεβίζειν, έννυχίων άναξ,Αίδωνεϋ, Αίδωνεϋ, λίσσομαι ^μήτ’ ίπ&πονα μηδ’ έπΐ βαρναχεϊΐ ξένον έξανύσαι μόρωι τάν παγκευ-

4Η) κάτω νεκρών πλάκα καί Στύγιον δόμον, πολλών γάρ ^δν καί μάταν ΐ πημάτων Ικνουμένων πάλιν σφε δαίμων δίκαιος αΰξοι.

ώ χδόνιαι ϋεαί, σώμά τ ’ άνικάτου Φηρός δν έν πύλαισι ταΐαι πολυξένοιςεύν&α&αι κνυζειαϋαί τ ’ έξ άντρων άδάματον φύλακα παρ’ Άίδαι λόγος αίέν έχει ·

εύπραξίφ] = και σ τ η ν ευτυχία σας. — μέμνη σθέ μου] = να θυμάσθε και μένα. Μ εταχειρίζεται προστακτική, διότι η μνήμη, η θύμηση εξαρτάται από τη θ έλη σ η των Α θηναίω ν, ενώ το π ρ οη γού μ ενο ρήμα είνα ι σε ευκτική γένο ισ θ ε, διότι τη ν ευτυχία των ανθρώπων τη ν δ ίνουν ο ι θεοί.

4ο Στάσιμο (1556-1578)Στο τέταρτο στάσιμο ο Χορός παρακαλεί τους θεούς του Ά δη

να δώσουν στον ξένο πράο θάνατο και να τον δεχθούν με ευμένεια.1556-1567. άφανής θεός] είναι η Περσεφόνη, διότι ως χθονία

είναι αόρατη από ανθρώπινο μάτι. Οι άνω θεοί είναι αόρατοι, αλλά πότε πότε εμφανίζονται στους ανθρώπους. Επειδή οι θεοί του Κάτω Κόσμου είναι αμείλιχοι και αδάμαστοι, μεταχειρίζεται τη φράση εί θέμις έστί μοι. — λιτή] = ικεσία, προσευχή, —έννυχίων] Κατά τον Σχολιαστή: «των έν νυκτί άεί καί σκότφ διατριβόντων* τών τεθνηκότων». — Αίδωνεύς] άλλος τόπος του Άιδης. — βαρυαχής μόρος] = βαρυστέναχτος θάνατος. — έξανύω] (συντάσσεται με απλή

194

κ α ι μ έ ν α σ α ν πεθά νω , π ά ντ ο τ ε ευ τ υ χ ισ μ ένο ι.(Ο Οιδίπους φεύγει από την αριστερή πάροδο και πίσω του

πηγαίνουν η Αντιγόνη και η Ισμήνη. Μαζί τους απέρχονται ο Θησέας και οι ακόλουθοί του).

4ο ΣΤΑΣΙΜΟ (1556-1578)

ΧΟΡΟΣΣΤΡΟΦΗ

Α ν μ ο υ ε π ιτ ρ έπ ετ α ι ν α τιμώ μ ε π ρ ο σ ε υ χ έ ς τ η ν α ό ρ α τ η θ εά κ α ι σ έ ν α , β α σ ιλ ιά του Κ άτω κ ό σ μ ο υ , Α ϊδω νέα , [1560] σ ε ικετεύω χω ρ ίς π ό ν ο υ ς κ α ι δ ίχω ς επ ώ δυνο θ ά να το ν α κ α τεβ εί ο ξ έ ν ο ς σ τ η σ κ ο τ ε ιν ή χ ώ ρ α τω ν ν εκ ρ ώ ν κ α ι σ τ α Σ τύ για δώ ματα. Γ ια τ ί α φ ού π ο λ λ έ ς σ υ μ ­φ ο ρ έ ς χ ω ρ ίς ν α φ τα ίει τ ο ν β ρ ή κ α ν , ο δ ίκ α ιος θ εό ς μ π ο ρ ε ί ξ α ν ά ν α τ ο ν σ ώ σ ει.

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗΩ θ εές τ ο υ Κ άτω κ ό σ μ ο υ κ ι εσ ύ α κ α τα μ ά χη το θ η ρ ίο , π ου ,

όπ ω ς λ έ ν ε , ξα π λ ω μ έν ο μ π ρ ο σ τ ά σ τ ις π ο λ υ σ ύ χ ν α σ τ ε ς π ύ λ ες του Ά δ η [1 5 7 0 ] κ ι α δ ά μ α σ το ς φ ύ λα κ ά ς του γ α υ γ ίζ ε ις μ έσ α α π ό τα

αιτιατική, που δηλώνει την σε τόπο κίνηση) = διανύω, διατρέχω την οδό, αφικνούμαι. — πλάξ, κός, ή] = πεδιάδα, κοιλάδα. — παγ- κευθής] (πάς-κεύθω) = 6 κρύπτων τα πάντα. — Στύγιος δόμος] = τα Στύγια δώματα είναι ο οίκος του Ά δη και της Περσεφόνης. Ή Στύξ, τής Στυγός] ήταν το μυθικό ποτάμι του Κάτω Κόσμου. —μάταν] = μάτην = χωρίς φταίξιμο, χωρίς αιτία. — αΰξοι δν σφε] = μπορεί να τον ανορθώσει, να τον σώσει. Η σειρά: πολλών γάρ πημάτων καί μάταν Ικνουμένων, πάλιν αΰξοι δν σφε δίκαιος δαίμων.

1568-1573. χθόνιαι θεαί] είναι οι Ερινύες, θεές του Κάτω Κόσμου.— σώμα άνικάτου θηρός] Με την περίφραση αυτή εννοεί τον Κέρ­βερο, τον γνωστό από τη μυθολογία τρικέφαλο σκύλο, φύλακα του Ά δη. — πολύξενοι πύλαι] οι πύλες του Ά δη λέγονται πολύξενοι γιατί εκεί συνωστίζονται πολλοί προκειμένου να φιλοξενηθούν στα δώματά του: πολυσύχναστες και φιλόξενες οι πύλες του Ά δη.— δν έν πύλαισι... αίέν έχει] η σύνταξη· «δν λόγος έχει έν ταϊς πολυξένοις πύλαις εύνασθαι κνυζεΐσθαι τ* έξ δντρων άδάματον φύλακα παρ’ Άίδα». — εύνάομαι -ώμαι] = έχω την ευνή μου, το κρεβάτι μου, κοιμάμαι, είμαι ξαπλωμένος. —κνυζέομαι -οΰμαι] = ΰλακτώ = γαυγίζω. — άδάματος] = αδάμαστος. — λόγος αίέν έχει] = φασίν.

195

τόν, ώ Γάς παϊ καίιγ.7γ» Ταρτάρου, κατενχομαι

εν κα&αρώι βήναι όρμωμένωι νερτέρας τώι ξένωι νεκρών πλάκας · αέ τοι κικλήσκω τον αϊένυπνον.

ΑΓΓΕΛΟΣανδρες πολϊται, ξυντομωτάτως μλν αν τύχοψι λέξας ΟΙδίπονν όλωλότα · α δ’ ήν τά πραχιΗντ’ ον&’ ό μν&ος εν βραχεί ψράσαι πάρεσην οϋτε ταργ’ <>α, ήν εκεί, ίίλωλε γάρ δύστηνος;

ώς λελογχότακείνον τόν αίεΐ βίοτον έξεπίατασυ. πώ ς; άρα ϋεΐαι κάπόνωι τάλας τύχη ι; τοϋτ’ έστϊν ήδη κάπο&ανμάσαι πρέπον.

ΙΓίΒΟ

ΧΟ. Λ Γ.

1585 ΧΟ.ΑΓ.

1574-1577. τόν] = τοΰτον δηλ. τον Κέρβερο. — παϊ Γδς καί Ταρτάρου] είναι ο Θάνατος. Ο Τάρταρος κατά τον Ό μηρο ήταν ένα χάσμα σκοτεινό κάτω από τη Γη. Στον Τάρταρο ξέπεσαν οι Τιτάνες έπειτα από την αποστασία τους. Αργότερα ξέπεσε στην έννοια του Ά δη . Η λέξη σώζεται και στη δημοτική μας ποίηση. —έν καθαρφ] ουδέτερο ουσιαστικοποιημένο1 σημαίνει: η οδός να είναι καθαρή, ελεύθερη, ανοιχτή χωρίς εμπόδια. — όρμωμένω τφ ξένω (τφ Οίδίποδι) νερτέρας πλάκας νεκρών] = τώρα που ο ξένος (ο Οιδίπους) βαδίζει προς τις υπόγειες κοιλάδες των νεκρών. — όρμωμένω] συντάσσεται με απλή αιτιατική: πλάκας. — κικλήσκω] = επικαλούμαι, παρακαλώ. — αίένυπνος] = αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο.

ΕΞΟΔΟΣ (1579-1779)1579-1585. ξυντομωτάτως] = συντομότατα, με πάρα πολύ λίγα

λόγια. —ξυντομωτάτως μέν... όλωλότα] Η σύνταξη: λέξας (εί λέξαιμι) Οίδίπουν όλωλότα, τύχοιμι 6ν λέξατ ξυντομωτάτως. Παρόμοια είναι η φράση «ό τάχιστος τών λόγων είπεΐν τε καί μαθεΐν, τέθνηκε θειον ’ Ιοκάστης κάρα» (Οιδ. Τύρ. 1234). — ά δ ’ ήν τά πραχθέντα] εξαρτάται από το μΰθος. — ό μύθος φράσαι πάρεστιν] προσωπική σύνταξη αντί απροσώπου: τόν μύθον φράσαι πάρεστιν]. — ούτε τά έργα] από τα προηγούμενα εννοείται: βραχέα ήν. Ό λο το δίστιχο = άλλ’

196

ά ν τ ρ α σ ο υ . Ω τ η ς Γ η ς κ α ι του Τ α ρ τά ρ ο υ γ ιε , ε ύ χ ο μ α ι τώ ρα π ο υ ο ξ έ ν ο ς ξεκ ινά γ ια τ ις υπ όγειες κ ο ιλά δ ες τω ν νεκ ρ ώ ν ν α μη σ υ να ντή σ ει εμ π ό δ ια σ τ ο δ ρ ό μ ο του . Ε σ έ ν α π α ρ α κ α λώ , π ου σ κ ο ρ π ά ς τ ο ν α ιώ νιο ύ π νο .

ΕΞΟΔΟΣ (1579-1779)

Α Γ Γ Ε Λ Ο ΣΆ ν δ ρ ε ς π ο λ ίτ ε ς , με π ο λ ύ λ ίγ α λ ό γ ια θα μ π ο ρ ο ύ σ α ν α πω ό τ ι ο

Ο ιδίπ οδα ς πέθανε· [1580] ό σ α όμω ς έ γ ιν α ν δεν μ πορώ με λ ίγ α λ ό γ ια ν α δ ιη γη θ ώ , γ ια τ ί δ εν ή τ α ν λ ίγ α τα ό σ α έ γ ιν α ν εκ εί.

Χ Ο Ρ Ο ΣΠ έθ α ν ε λ ο ιπ ό ν ο δύ σ τυχος;

Α Γ Γ Ε Λ Ο ΣΜ άθε πως ε κ ε ίν ο ς έ χ ε ι α φ ή σ ε ι τη μ α κ ρ ό χ ρ ο ν η ζω ή του.

Χ Ο Ρ Ο ΣΠ ώ ς; ά ρ α γε ε ίχ ε ο δ ύ σ τ υ χ ο ς θ εϊκ ή τύ χ η ν α π εθ ά ν ε ι χω ρ ίς

π ό νο υ ς;Α Γ Γ Ε Λ Ο Σ

Α υ τ ό ε ίν α ι τώ ρα π ια π ο υ π ρ έπ ε ι κ α ν ε ίς κ α ι ν α θ α υ μ ά ζει. Γ ια τί

ούτε τόν μύθον τίνα ήν τά πραχθέντα πάρεστιν φράσαι έν βραχεί ούτε τά έργα, όσα ήν έκεΐ, βραχέα ήν. Η έννοια: η αγγελία δεν είναι δυνατόν να γίνει με λίγα λόγια, γιατί και τα όσα έγιναν εκεί δεν ήταν λίγα. Έτσι ο Ά γγελος προπαρασκευάζει μακρά και ακριβή διήγηση. — λελογχότα] μετοχή παρακειμ. του λαγχάνβ» = λαμβάνω με κλήρο, λαμβάνω ως μερίδιο. — ώς λελογχότα κείνον τόν αίεί βίοτον έξεπίστασο] = έξεπίστασο κείνον ώς λελογχότα τόν αίεί βίοτον] Η φράση αυτή παραδίδεται με διάφορες γραφές: ώς λελοιπότα κείνον τόν αίεί βίοτον έξεπίστασο, ώς λελοιπότα έκεΐνον άρτι βίοτον έξεπίστασο, ώς λελοιπότα κείνον τόν αίνον βίοτον έξε­πίστασο, γι ’ αυτό και έχει πολλές δυσκολίες η σωστή μετάφρασή της. — τόν αίεί βίοτον] ο Σχολιαστής εξηγεί: «Τό μακρόν γήρας», που κατά τον Μιστριώτη δεν είναι πιθανή εξήγηση. — τόν αίνόν βίοτον] = την ταλαίπωρη, άθλια, βασανισμένη ζωή του. —ώς λε­λοιπότα έκεΐνον άρτι βίοτον] = ότι εκείνος πριν από λίγο έχει αφήσει τη ζωή. Οπωσδήποτε η φράση παρουσιάζει μεταφραστικές δυσκολίες. — άπονα» τύχη] έτσι ευχήθηκε ο Χορός στο στίχο 1561. —θείφ τύχη] είδος θανάτου σταλμένο από θεό.

1586-1589. ταΰτ ’ έστίν ήδη καί άποθαυμάσαι πρέπον] Η έννοια: αυτά, δηλ. τα της τύχης, το θείφ καί άπόνω τύχη πράγματι, όπως το

197

ώς μεν γάρ έν&ένδ’ εϊρπε, χαί σν που παρών εξοισ&’, νφ* ήγητηρος ονδενός φίλων, άλλ’ αότός ήμϊν πάσιν έξηγουμενος · έπει δ’ άφϊκτο τον καταρράκτην δδόν χαλκοϊς βά&ροισι γη&εν έρριζωμένον, έστη κελεν&ων έν πολυοχίστων μιάι, κοίλου πέλας κρατήρας, ον τά Θησέως Περίπου τε κεΐταιπίστ’ άει ξνν&ηματα ■ αφ’ οδ μέσος στάς του τε θορικίου πέτρου κοίλης τ ’ άχέρδου καπό λαΐνον τάφου κα&έζετ’ ■ είτ’ έλυσε δνσπινεΐς στολάς. κάπειτ’ άυσας παΐδας ήνώγει ήντών νδάτων ένεγκεϊν λουτρά καί χοάς πο&εν τώ δ’ ενχλόον Δήμητρος εις ίπόφιον πάγον μολούσα τάσδ' έπιστολάς πατρί ταχεϊ ’πόρευσαν ξύν χρόνωι, λουτροϊς τέ νιν έσϋήτί τ ’ έξήσκησαν ήι νομίζεται.

λες, πρέπει να θαυμάσει κανείς. — έρπω] = σύρομαι, φεύγω. — έξοιδα] = γνωρίζω, ξέρω καλά. — παρών] (αιτιολ. μετοχή) = επειδή, αφού ήσουν εκεί παρών. — ύφ’ ήγητηρος ούδενός φίλων] = χωρίς να τον οδηγεί κανένας από τους δικούς του. — έξηγοϋμαι τινι] = προηγούμαι κάποιου, οδηγώ κάποιον.

1590-1594. όδός] (αττικός τύπος του ουδός) = το κατώφλι σπιτιού, το κατώφλι, η είσοδος σε οιονδήποτε τόπο. Εδώ = το κατώφλι, η είσοδος στον Κάτω Κόσμο. — καταρράκτης] = κατηφορικός, από­τομος. — καταρράκτης όδός] = το κατηφορικό κατώφλι που οδηγεί στον Κάτω Κόσμο. — έρριζωμένον χαλκοϊς βάθροισι γηθεν] = το κατώφλι που είναι ριζωμένο (στερεωμένο) με χάλκινα βάθρα μέσα στη γη. Πρόκειται για ένα χάσμα απ’ όπου πίστευαν οι αρχαίοι πως κατέβαινε κανείς στον κάτω κόσμο. (Πρβλ. στίχ. 57). — πολύ- σχιστος κέλευθος] = οδός με πολλές διακλαδώσεις, με πολλά σταυροδρόμια. — κρατήρ] εδώ = κοίλωμα σε σχήμα ποτηριού, κοίλωμα μέσα σε βράχο. —ξυνθήματα] = τα σημεία, οι εγγυήσεις της συμμφωνΐας. Ο θησέας και ο Πειρίθους συνήψαν αιώνια πιστή συμμαχία προκειμένου να κατεβούν στον Ά δη για να πάρει ο Πειρίθους από εκεί την Περσεφόνη.

1595-1597. έφ’ ον] αναφέρεται στον κρατήρα. — πέτρος] = βράχος. — άχερδος] = αγριαχλαδιά. Φαίνεται ότι στον Κολωνό κάπου ήταν κάποια γέρικη αγριαχλαδιά με κούφιο τον κορμό της. — λάΐνος] = λίθινος, πέτρινος (από το λάς = λίθος). —καί άπό

198

πώς έφ υ γε α π ό εδώ χ ω ρ ίς ν α τ ο ν ο δ η γ ε ί κ α ν ε ίς α π ό τ ο υ ς δ ικ ο ύ ς του α λ λ ά α υ τό ς ο δ η γ ώ ν τ α ς ό λ ο υ ς εμ ά ς , κ ι ε σ ύ , νο μ ίζω , τ ο ξ έ ρ ε ις α φ ού ή σ ο υ ν ε κ ε ί π α ρώ ν. Μ ό λ ις όμ ω ς έφ τα σ ε σ τ ο κ α τώ φ λι [1590 ] π ου ρ ιζω μ ένο μ έ σ α σ τ η γ η μ ε χ ά λ κ ιν α σ κ α λ ο π ά τ ια ο δ η γ ε ί σ τ ο ν Κ άτω Κ ό σ μ ο , σ τά θ η κ ε σ ’ έ ν α ν δ ρ ό μ ο με π ο λ λ ά σ τα υ ρ οδ ρ όμ ια εκ ε ί κ οντά σ τ ο κ ο ίλ ω μ α τ ο υ β ρ ά χ ο υ , ό π ο υ έ χ ε ι σ υ ν α φ θ ε ί η α ιώ νια π ισ τ ή σ υ μ - μ α χ ία το υ Θ η σ έα κ α ι το υ Π ε ιρ ίθ ο υ . Ε κ εί σ τ α μ ά τ η σ ε α ν ά μ εσ α σ τ ο Θ ο ρ ίκ ιο β ρ ά χ ο , τ η ν κ ο ύ φ ια α γ ρ ια χ λ α δ ιά κ α ι τ ο ν π έ τ ρ ιν ο τά φ ο , κ α ι κάθισε· έπ ειτα έβ γ α λ ε τα κ α τα λερ ω μ ένα ρ ο ύ χ α του . Κ αι ύ σ τερ α φ ώ να ξε τ ις κ ό ρ ες το υ κ α ι ζ ή τ η σ ε ν α το υ φ έρ ο υ ν α π ό κ ά π ου τ ρ ε χ ο ύ ­μ ε ν ο ν ε ρ ό γ ια λ ο υ τ ρ ό κ α ι γ ια χ ο έ ς . Κ ι ε κ ε ίν ε ς σ τ ο ν α ν τ ικ ρ υ ν ό λ ό φ ο τη ς κ α λ λ ίχ λ ο η ς Δ ή μ η τρ α ς [1600] π ή γα ν κ ι έφ ερα ν σ τ ο ν πατέρα τ ο υ ς γ ο ρ γ ά ό ,τ ι τ ις ε ίχ ε π ρ ο σ τ ά ζε ι· ευθύς τό τ ε τ ο ν έ λ ο υ σ α ν κ α ι τ ο ν έ ν τ υ σ α ν , όπ ω ς ε ίν α ι η σ υ ν ή θ ε ια .

λαΐνου] εμπρόθετη γενική αντί απλής. — Θορικίου πέτρου] για τον Θορίκιο βράχο δεν ξέρουμε τίποτα το συγκεκριμένο. Κατά τον Σχολιαστή «Θορικός δέ δήμος τής Άκαμαντίδος φυλής». Επειδή όμως ο δήμος αυτός βρίσκεται στην περιοχή του Λαυρίου, δεν έχει σχέση με τον Θορίκιον Πέτρον του Κολωνού. Ό Θορίκιος πέτρος, ή κοίλη άχερδος και ό λάϊνος τάφος ήταν πολύ γνώριμα στους κατοίκους του Κολωνού. — δυσπινής] (δυσ-πίνος = ρύπος, ακα­θαρσία). — δυσπινής στολή] = λερωμένη στολή.

1598-1599. άΰσας] μετοχή αορ. του άΰω = φωνάζω δυνατά. — λουτρά ρυτών ΰδάτων και χοάς] για λουτρά και σπονδές (χοές) χρησιμοποιούσαν ρέοντα ύδατα (τρεχούμενα νερά), διαυγή και καθαρά, (πρβλ. στίχο 469). — ρυτός] = 6 ρέων. —λουτρά] πρό της ταφής έλουζαν τον νεκρό. Ο Οιδίπους προνοεί θεωρώντας τον εαυτό του νεκρό. Με τις χοές, φαίνεται, ήθελε να εξιλεώσει την ψυχή του πατέρα του.

1600-1603. τώ] (δυικός αριθ. του άρθρου) = εκείνες (οι θυγατέρες του). —εδχλοος, ους] (εύ-χλόη): η θεά Δήμητρα που κάνει τη φύση να χλοάζει και τα φυτά να ανθίζουν. —έπόψιος πάγος] = ορατός, περίβλεπτος λόφος. Κατά τον Σχολιαστή σε κάποιον λοφίσκο κοντά στον Κολωνό υπήρχε ιερό της Εύχλόου Δήμητρος. Ίσως είναι ο σημερινός λόφος του Σκουζέ. — πάγος] (πήγνυμι) εδώ = λόφος. — έπιστολαί] = εντολές, παραγγελίες. — σύν ταχεϊ χρόνιο] = ταχέως = γρήγορα. — πόρευσαν] αναύξητος τύπος αντί έπόρευσαν. Οι διηγή­σεις των αγγέλων έχουν επικό χαρακτήρα, γι ’ αυτό παραλείπεται συχνά η αύξηση (Βλπ. 1606, 1607, 1608, 1624). —πορεύω] = κομίζω, φέρω, προμηθεύω. — έξασκέω, ώ] = περιποιούμαι, ευτρεπίζω. — ή νομίζεται] = όπως συνηθίζεται στους νεκρούς.

199

1605

1010

1015

1620

1625

έπε'ι δέ παντός εϊχ’ έρωτος ηδονήν, χονκ ήν Ι τ ’ ονδέν αργόν ών έφίετο, χτύπησε μεν Ζευς χ&άνιος, αί δέ παρ&ένοι ρίγησαν ώς ήχονσαν ■ ες δέ γούνατα πατρός πεσοϋσαι χλαϊον, ονδ' άνίεσαν στέρνων άραγμους ουδέ παμμήχεις γόους, δ δ* ώς άχούει φ&όγγον έξαίφνης πικρόν, πτνξας έπ ' ανταϊς χεΐρας είπεν ■ & τέκνα, ονκ έστ’ έ&' νμϊν τήιδ' εν ήμέραι πατήρ, δλωλε γάρ δη πάντα τάμά, χουκέτι την δυσπόνητον έξετ' άμφ' έμοί τροφήν ■ οχληρόν μέν, οϊδα, παΐδες · άλλ’ εν γάρ μόνον τα πάντα λύει ταϋτ’ έπος μοχϋηματα. τό γάρ φιλεϊν ονκ έστιν έξ δτον πλέον ή τονδε τάνδρός έσχεϋ·’, ού τητώμεναι τό λοιπόν ήδη τον βίον διάξετον.

τοιαϋτ' επ' άλλήλοισιν άμφικείμενοι λύγδην εχλαιον πάντες. ώς δέ προς τέλος γόων άφίχοντ’ ονδ’ έτ’ ώρώρει βοή, ήν μέν σιωπή, φδέγμα δ' έξαίφνης τίνος δώνξεν αυτόν, ώστε πάντας όρ&ίας στήσαι φόβωι δείσαντας | έξαίφνης | τρίχας, καλεΐ γάρ αυτόν πολλά πολλαχήι §εός ·

1604-1607. έπεί δέ παντός είχ’ έρωτος ήδονήν] = κι όταν πια ήταν ευχαριστημένος από όλη την αγάπη που του έδειξαν. —άργόν] (έχει παθητική σημασία) = ανεκτέλεστο. — έφίεμαι] = επιθυμώ. — κτυπησε] (αναύξητος τύπος) = βρόντησε. — Ζεύς χθόνιος] εννοεί τον Πλούτωνα, που είναι ο κύριος του Κάτω κόσμου, το ίδιο όπως και ο Ζεύς του Επάνω κόσμου. — ρίγησαν] (αναύξητος τύπος του ριγέω -ώ) = τρόμαξαν, πάγωσαν από τον φόβο τους.

1608-1609. άνίεσαν] παρατατ. του άνίημι = παύω, χαλαρώνω, μετριάζω. —άραγμός] από το άράσσω = χτύπημα. — παμμήκης γόος] = παρατεταμένος, δυνατός, μεγαλόφωνος θρήνος.

1610-1612. φθόγγος] εδώ = θρήνος (των θυγατέρων). —πτύξας] μετοχή αορ. του πτύσσω = αγκαλιάζω. Ο Σχολιαστής εξηγεί περι- πλέξας.

1613-1614. πάντα τά έμά] = η όλη ύπαρξή μου. —δυσπόνητος τροφή] = πολύμοχθη, βαρύμοχθη γηροκομία, βαρειά, κουραστική φροντίδα των γερατειών.

1615-1616. σκληρός] εδώ = δύσκολος, βασανιστικός, σκληρός.

200

Κ ι ό τ α ν π ια ή τ α ν ε υ χ α ρ ισ τ η μ έ ν ο ς α π ό ό λ η τ η ν α γ ά π η π ο υ του έδειξα ν και τίποτε δεν ε ίχ ε λείψ ει απ ό ό σ α επιθυμούσε, τότε βρόντη σ ε ο Δ ία ς το υ Κ άτω κ ό σ μ ο υ και τα κ ο ρ ίτ σ ια τρ ο μ ά ξα ν καθώ ς α κ ού σ α νε τ ο ν β ρ ό ντ ο · κ α ι π έφ τ ο ντ α ς σ τ α γ ό ν α τ α το υ π α τέρ α τ ο υ ς έ κ λ α ιγ α ν κ α ι δ ε ν έπ α υα ν ν α σ τη θ ο κ ο π ιο ύ ντα ι μ ε σ π α ρ α γμ ό κ αι μ α κ ρ όσ υρτους θ ρ ή ν ο υ ς γ ο ε ρ ά ν α ξ ε φ ω ν ίζο υ ν . [1610 ] Κ ι ε κ ε ίν ο ς καθώ ς ά κ ο υ σ ε ξ α φ ν ικ ά τ ο π ικ ρ ό τ ο υ ς θ ρ ή ν ο , α π λ ώ νο ν τ α ς τα χ έ ρ ια τ ις α γ κ ά λ ια σ ε κ α ι τ ο υ ς είπε: «Π α ιδ ιά μ ο υ , α π ό σ ή μ ερ α δ ε ν έ χ ε τ ε π ια π ατέρα . Γ ια τ ί ό λ α τώ ρα γ ια μ έ ν α έ χ ο υ ν χ α θ ε ί κ α ι δ ε ν θα έ χ ε τ ε π ια τ η ν π ο λ ύ μ ο χ θ η φ ρ ο ντ ίδ α ν α με γ η ρ ο κ ο μ ή σ ε τ ε - τ ο ξέρ ω , π α ιδ ιά μ ου, ή τ α ν σ κ λ η ρ ή , α λ λ ά έ ν α ς μ ό ν ο λ ό γ ο ς γ λ υ κ α ίν ε ι ό λ ο υ ς α υ τούς τ ο υ ς μ ό χ θ ο υ ς . Γ ια τ ί δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι κ α ν έν α ς ά λ λ ο ς π ο υ ν α σ α ς α γ ά π η σ ε π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο α π ό εμ ένα , κ α ι χ ω ρ ίς εμ ένα π ια τ η ν υ π ό λ ο ιπ η ζω ή σ α ς θα ζή σ ετ ε» . [1620]

Τ έ τ ο ια λ ό γ ια έ λ ε γ α ν κ ι α γ κ α λ ια σ μ έ ν ο ι έ κ λ α ιγ α ν ό λ ο ι τ ο υ ς με λ υ γ μ ο ύ ς . Μ ό λ ις όμω ς έφ τ α σ α ν σ τ ο τ έ λ ο ς το υ θ ρ ή ν ο υ τ ο υ ς κ α ι δ ε ν α κ ο υ γ ό τ α ν π ια φ ω νή , α π λώ θ η κ ε α π ό λ υ τ η σ ιω π ή · κ α ι ξα φ ν ικ ά η φω νή κ ά π ο ιου μ ε δύναμη τ ο ν κ ά λ εσ ε , π ου α π ό τ ο ν φ ό β ο σ η κ ώ θη κ α ν όλ ω ν μας ο ι τρ ίχες τη ς κ εφ α λή ς, γ ιατί θεός τ ο ν κ α λ ο ύ σ ε μ εγαλόφ ω να

— Εν Επος] δηλ. τό φιλεϊν. — λύει τά μοχθήματα] = πραΰνει, γλυκαίνει, αμείβει τους κόπους.

1617-1619. τό γάρ φιλεΐν... Ισχεθ’]. Η σύνταξη: ούκ Εστι τις Εξ δτου τό φιλεΐν πλέον Εσχετε ή έκ τοδδε τοϋ άνδρός] Κατά τον Σχολιαστή: «οΰδείς πλέον μου ύμάς έφίλησεν». —τοΰδε τάνδρός] = έμοΰ. — τητάομαι -ώμαι] (από το ουσιασ.) τήτη = έλλειψη, στέρηση) = στερούμαι. — διάξετον] (δυικός Μέλλ. του διάγω = διέρχομαι, περνώ.

1620-1626. λύγδην] επίρρημα από το λύζομαι = κλαίω με λυγμούς.— πάντες] εννοεί τον Οιδίποδα και τις θυγατέρες του. — ώς δέ πρός τέλος γόων άφίκοντο] = όταν έπαψαν τούς θρήνους. — ούδ’ ώρώρει βοή] υπερσυντ. του δρνυμαι = ορθώνομαι, υψώνομαι. — θωΰσσω] = κραυγάζω, κράζω μεγαλοφώνως, φωνάζω δυνατά. Εδώ = επικαλούμαι, καλώ κάποιον. —τινός] λέει τινός, διότι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν από ποιον προερχόταν η φωνή. — ώστε πάντας... τρίχας] Η σύνταξη« ώστε πάντας δείσαντας φόβω έξαίφνης δρθίας τρίχας στήσαι. Και εμείς σήμερα λέμε: σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου από το φόβο. — πολλά πολλαχή] το πολλά έχει επιρ­ρηματική σημασία = μεγαλοφώνως, το πολλαχή = επανειλλημένως.— θεός] είναι ο Ψυχοπομπός Ερμής.

201

1680

1635

1610

1645

ώ οντος, ούτος, ΟΙδίπονς, τ ί μέλλομεν χωρεϊν; πάλαι δη τάπό σον βραδύνεται.

ό δ' ώς έπήισ&ετ’ εκ ϋεοϋ καλούμενος, αύδάι μολεΐν οί γης ανακτα Θησέα, κάπεί προσηλ&εν, είπεν· ώ φίλον κάρα, δός μοι χερός σής πίσχιν δρκίαν τέκνοις, ύμεΐς τε, παϊδες, τώιδε ■ και καταίνεαον μήποτε προδώσειν τάσδ’ έκών, τελεΐν δ’ ό'σ’ άν μέλληις φρονών εύ ξνμφέροντ’ ανταϊς άεί.6 δ’, ώς άνηρ γενναίος, ονκ οίκτον μέχα κατήινεσεν τάδ’ δρκιος δράσειν ξένωι. δπως δέ ταντ' έδρασεν, ενϋνς ΟΙδίπονς γαύσας άμανραϊς χερσιν ών παίδων λέγει- ώ παϊδε, τλάσας χρη τδ γενναίον φρενι χωρεϊν τόπων έκ τώνδε, μηδ* & μη ϋέμις λεύσσειν δικαιονν, μηδέ φωνούντων κλύειν. άλλ’ έρπε&’ ώς τάχιστα - πλην δ κύριος Θησεύς παρέατω μαν&άνειν τα δρώμενα.

τοσαντα φωνησαντος είσηκούσαμεν ξύμπαντες · άστακτί δέ σύν τάϊς παρ&ένοις στένοντες ώμαρτονμεν. ώς δ’ άπηλ&ομεν, χρόνωι βραχεί στραφέντες έξαπείδομεν τον Άνδρα τον μέν ονδαμον παρόντ’ έτι,

1627-1630. ώ οϋτος] = ώ σύ. — τί μέλλομεν] αντί τί μέλλεις. Χρησιμοποιεί πληθυντικό, διότι πρέπει να φύγουν μαζί. — τά άπό σοδ] = όσο εξαρτάται από σένα, εξαιτίας σου. — ώς έπήσθετο] = μόλις κατάλαβε ότι δεν τον καλούσε άνθρωπος, αλλά θεός. — αύδφ μολεΐν οί] = φωνάζει να πάει κοντά του. — οί] (δοτική γ ' προσ. προσωπικής αντωνυμίας) = αύτφ.

1631-1635. μοι] δοτική ηθική. — δρκία πίστις] = ένορκη δια­βεβαίωση. —καταινώ] = συγκατανεύω, υπόσχομαι. — δσ’ άν μέλλης] εννοείται: τελεΐν. — εύ φρονών] = σκεπτόμενος εύνοϊκά.

1636-1639. δρκος] αντί επιρρήματος = ενόρκως, με όρκο. — δπως δέ ταδτ’ έδρασε] = αφού έπραξε αυτά. Το δπως εδώ έχει χρονική σημασία. — άμαυρός] = σκοτεινός, τυφλός. — ών παίδων] αντικείμ. της μετοχής ψαύσας. — ών] κτητική αντωνυμία γ ' προσ. αντί έών.

1640-1642. τλάσας] αιτιατ. πληθ. της μετοχής τλάς, τλασα, τλάν του αορ. β ' έτλην του αχρήστου ρήματος τλάω = υπομένω,

202

κ ι απανωτά: «Ω , εσ ύ , Ο ιδ ίπ ο δ α , γ ια τ ί α ρ γο ύ μ ε ν α ξεκ ινή σ ο υ μ ε; εξα ιτ ία ς σ ο υ , εδώ κ α ι ώ ρα , κ αθυστερούμ ε» .

Κ ι ε κ ε ίν ο ς μ ό λ ις κ α τά λ α β ε πω ς ο θ εό ς τ ο ν κ α λ ε ί, φ ω νά ζει ν α π ά ει κ ο ντά του ο β α σ ιλ ιά ς τη ς χώ ρ α ς Θ η σ έα ς. [1630] Μ ό λ ις εκ ε ίνο ς ή ρ θ ε τ ο υ είπ ε: Φ ίλ ε μ ο υ , δ ό σ ε σ τ ις κ ό ρ ε ς μ ο υ τ ο χ έ ρ ι γ ια έν ο ρ κ η δ ια β εβ α ίω σ η , κ α ι σ ε ις , π α ιδ ιά μ ο υ , σ ’ α υ τόν· κ α ι υ π ο σ χ έ σ ο υ πως δ εν θα τ ις π ρ ο δ ώ σ εις μ ε τη θ έ λ η σ η σ ο υ , α λ λ ά θα κ ά ν ε ις π ά ντοτε γ ι ’ αυτές μ ε κ α λ ή δ ιά θ εσ η ό σ α ε ίν α ι γ ια τ ο κ α λ ό τους» . Κ ι α υ τός, ω ς ά ν θ ρ ω π ο ς γ ε ν ν α ίο ς κ α ι ε υ γ εν ή ς , ό χ ι α π ό ο ίκ τ ο , υ π ο σ χ έ θ η κ ε σ τ ο ν ξ έ ν ο με ό ρ κ ο πω ς θ α τα κ ά μ ει ό λ α αυτά . Μ ό λ ις τ έ λ ε ιω σ ε ό λ α αυτά , ο Ο ιδ ίπ ο υ ς , ευθύς έ π ια σ ε με τα τυφ λά τ ο υ χ έ ρ ια τ ις κ ό ρ ες του κ α ι είπε: «Π α ιδ ιά μ ο υ , π ρ έ π ε ι τώ ρα ν α σ φ ίξ ε τ ε τ η ν κ α ρ δ ιά σ α ς κ α ι ν α φ ύ γετε α π ό το ύ το υ ς εδώ τ ο υ ς τόπ ους» [1640] κ α ι ν α μη θ έλ ετ ε ν α β λ έπ ετ ε ό σ α δ εν επ ιτρ έπ ετα ι, μ ή τε ν α ακ ούτε φ ω νές π ο υ δ εν επ ιτρ έ­π ετα ι ν α ακούτε* φ ύ γετε λ ο ιπ ό ν ό σ ο γ ίν ε τ α ι π ιο γ ρ ή γ ο ρ α · α ς π α - ρ α μ είνε ι μ ό ν ο ο Θ η σ έα ς π ου έ χ ε ι δικαίω μα ν α μάθει ό σ α θα γ ίνο υ ν» .

Α υ τά ε ίπ ε κ ι εμ ε ίς ό λ ο ι υπ α κ ού σ α μ ε· κ α ι με δά κ ρ υα σ τ α μ ά τια μ α ζί μ ε τ ις κ ό ρ ες α κ ο λ ο υ θ ο ύ σ α μ ε σ τ ε ν ά ζο ν τ α ς . Μ ό λ ις α π ομ α ­κ ρ υ νθ ή κ α μ ε κ α ι σ ε λ ίγ ο σ τρ έψ α μ ε π ίσ ω τη μ α τιά μ α ς, τ ο ν ά νδρ α π ο υ θ εν ά π ια δ εν τ ο ν είδ α μ ε , τ ο ν β α σ ιλ ιά όμ ω ς τ ο ν ε ίδ α μ ε ν α έ χ ε ι

ανέχομαι. — τλάσας φρενί το γενναΐον] = αφού υπομείνετε μέσα σας με γενναιότητα. — τό γενναΐον] (επιρρηματική σημασία) = γενναία, με γενναιότητα. — μηδ’ & μή θέμις... κλύειν] Η σύνταξη: μηδέ (χρή) δικαιοϋν λεύσσειν α μή θέμις (λεύσσειν), μηδέ κλύειν (ήμών) φωνούντων (δ μή θέμις έστί κλύειν)] = μήτε πρέπει να νομίζετε ότι είναι δίκαιο να βλέπετε εκείνα που δεν επιτρέπεται μήτε πρέπει να ακούτε εμάς (εμένα και τον Θησέα) να λέμε όσα δεν πρέπει να ακούτε. — λεύσσειν] = όραν. ^

1643-1644. κύριος] εδώ δεν σημαίνει τον βασιλέα, αλλά εκείνον που η παρουσία του είναι αναγκαία. — παρέστω] = ας παραμείνει.— τά δρώμενα] = δ δν δρδται = τα όσα θα γίνουν.

1645-1647. εΐσηκούσαμεν] εδώ = ύπηκούσαμεν. —άστακτί] (επίρρ. από το α επιτακτικό και το ρήμα στάζω, ρίζα στάγ. από την οποία το επίρρ. στάγδην) = με άφθονα δάκρυα. —όμαρτέω -ώ] = ακολουθώ.

1648-1652. έξαπείδομεν] = είδαμε από τη θέση μας, από μακριά.— τόν άνδρα] λέει τάν άνδρα σαν να επρόκειτο να γίνει λόγος για τον Οιδίποδα μόνο, αλλά ευθύς θυμήθηκε και τον Θησέα και προ­σθέτει το τάν μέν προς αντιδιαστολή του άνακτα δ ’ αύτόν.

203

άνακτα δ3 αϋτόν όμμάτων έπίσκιον χειρ’ άντέχοντα κράτος, ώς δεινόν τίνος φόβου φανέντος οϋδ3 άνασχετον βλέπειν. Επειτα μέντοι βαιόν ούδέ συν χρόνωι δρώμεν αυτόν γην τε προσκυνοννά3 άμα καί τόν &εων Όλυμπον ίν ταότώι λόγωι. μόρωι δ3 δποίωι κείνος ώλετ3 ονδ3 άν εϊς ϋνητών φράσειε πλην τό Θησέως κάρα, ού γάρ τις αϋτόν οϋτε πυρφόρος &εοϋ κεραυνός έξέπραξεν οϋτε πόντια '&ύελλα κινηϋεϊσα τώι τότ’ ίν χρόνωι, άλλ’ ή τις έκ άεών πομπός, η τό νερτέρων εϋνουν διαστάν γης άλάμπετον βά&ρον. άνήρ γάρ οϋ στενακτός ουδέ συν νόσοις άλγεινός έξεπέμπετ3, άλλ3 εϊ τις βροτών θαυμαστός, εϊ δέ μη δοκώ φρονών λέγειν, ονκ άν παρείμην οϊσι μη δοκώ φρονειν.

ΧΟ. που δ* αί τε παιδες χοί προπέμφαντες φίλων,ΑΓ. άίδ3 ονχ έκάς- γόων γάρ ονκ άσήμονες

φθόγγοι σφε σημαίνονσι δεϋρ3 δρμωμένας.

ΑΝ. αΐάϊ, φεδ· εστιν, ίστι νώιν δη

— όμμάτων] από το έπίσκιον]: (προληπτικό κατηγορούμενο) = ώστε να σκιάζει τα μάτια. — όμμάτων έπίσκιον χεΐρα άντέχοντα κρατός]= να έχει το χέρι μπροστά στο πρόσωπό του, ώστε να σκιάζει, να σκεπάζει τα μάτια του. — φόβος] εδώ είναι η αιτία του φόβου, τό φόβητρο. — άνασχετοδ] το φόβητρο ήταν τέτοιο, ώστε δεν άντεχε να το βλέπει.

1653-1655. βαιός] = λίγος, μικρός. — έπειτα μέντοι βαιόν] = ύστερα όμως από λίγο, από λίγη ώρα. — οόδέ συν χρόνω] = και όχι πολύ χρόνο, πολλή ώρα. —προσκυνοϋντα γην καί τόν θεών "Ό­λυμπον]: Ο Θησέας, προσκυνάει τη γη, δηλ. τους θεούς του κάτω κόσμου, και μαζί και τους θεούς του επάνω, του Ολύμπου. —έν ταύτφ λόγω] = στην ίδια προσευχή του, στην ίδια επίκλησή του.

1656-1657. μόρος] = θάνατος. — τό Θησέως κάρα] περίφραση αντί ό Θησεύς.

1658-1662. οδτε κεραυνός έξέπραξεν] = ούτε κεραυνός τον σκό­τωσε. — οΰτε ποντία θύελλα έξέπραξεν] = ούτε θαλασσινή θύελλα τον άρπαξε. Ο άγγελος μιλά για κεραυνό, γιατί πριν από λίγο κεραυνοί ακούονταν. — πομπός τις έκ θεών] = κάποιος σταλμένος από τους θεούς, θεόπεμπτος, θεόσταλτος. — άλάμπετος] (λάμπω) =

1650

1055

1660

1665

α

)

204

το χέρι του σηκωμένο στο μέτωπο, ώστε να σκεπάζει τα μάτια του [1650], σαν να είχε εμφανισθεί μπροστά του κανένα φριχτό φόβητρο και δεν άντεχε να το βλέπει. Έπειτα όμως από λ ίγη ώρα τον βλέπουμε να πέφτει στα γόνατα και να προσκυνάει ταυτόχρονα τη γη και τον θεϊκό Όλυμπο, στην ίδια προσευχή του. Με ποιο θάνατο χάθηκε εκείνος, κανένας θνητός δεν μπορεί να πει, εκτός από τον Θησέα. Γιατί δεν τον σκότωσε ούτε φλογισμένος κεραυνός ούτε θαλασσινή θύελλα, που ξέσπασε την ώρα εκείνη, τον άρπαξε, [1660] αλλά ή κάποιος από τους θεούς σταλμένος τον πήρε, ή η μαύρη γη, για χάρη του, άνοιξε για να κατέβει στον Κάτω κόσμο. Γιατί ο άνθρωπος δεν κατέβαινε με στεναγμούς ούτε με πόνους αρρώστιας, αλλά αξιοθαύμαστος όσο κανένας άλλος θνητός. Κι αν φαίνομαι πως δεν μιλώ λογικά, δεν θα προσπαθήσω να πείσω όσους δεν τους φαίνομαι πως είμαι στα καλά μου.

ΧΟΡΟΣΠού είναι οι κόρες και από τους δικούς μας αυτοί που τον

συνόδεψαν;ΑΓΓΕΛΟΣ

Δεν είναι μακριά, γιατί οι φωνές των θρήνων που ακούγονται καθαρά, δείχνουν πως έρχονται εδώ.

(Από τη δεξιά πάροδο εισέρχονται στη σκηνή η Αντιγόνη και η Ισμήνη).

ΚΟΜΜΟΣ (1671-1750)ΣΤΡΟΦΗ Α'

ΑΝΤΙΓΟΝΗΑλίμονο, έχουμε, αχ, έχουμε οι βαριόμοιρες εμείς για πολλά

χωρίς φως, σκοτεινός. — βάθρον] εδώ δεν σημαίνει θαθμίδα, αλλά έδαφος. —εύνουν] κατηγορ. του βάθρου γής. — διαστάν] (διίσταμαι = σχίζομαι) = σχισθέν, άνοιχθέν.

1663-1666. ού στενακτός] έχει ενεργητική σημασία = όχι ανα­στενάζοντας, χωρίς στεναγμούς. — ουδέ άλγεινός σύν νόσοις) = ούτε λυπημένος από αρρώστιες. — άλλ’ ε ϊ τις βροτών θαυμαστός] = αλλά αξιοθαύμαστος όσο κανένας άλλος θνητός. — παρείμην] (ευκτ. αορ. β ' του παρίεμαι = παρακαλώ, προσπαθώ να ελκύσω προς το μέρος μου.

1667-1669. χοΐ προπέμψαντες] = καί οί προπέμψαντες: εννοεί τους ακολούθους του Θησέα. — αϊδ’ ούχ έκάς] = αυτές δεν είναι μακριά. — οΰκ άσήμονες] = όχι άσημοι, αλλά σαφώς αισθητοί. — σφε όρμωμένας] = ότι αυτές έρχονται, πλησιάζουν.

1670-1676. έστιν, έστι δή... στενάζειν] Η σύνταξη: έστιν, έστι205

1671 ού τ6 μέν, άλλο δέ μή, πατρός έμφυτον άλαστον αίμα δυσμόροιν στενάζειν, ώτινε τόν πολύνάλλοτε μέν πόνον έμπεδον εϊχομεν, έν πυμάτωι δ* άλόγιστα παροίσο μεν Ιδόντε καί πα&ονσα.

ΧΟ. τI δ’ έστιν;ΑΝ. εστιν μέν εΐκάσαι, φίλοι.ΧΟ. βέβηκεν;ΑΝ. ώς μάλιστ’ &ν έν πόδωι λάβοις.

τι γάρ’, δτωι μήτ’ Αρης ιοβο μήτε πόντος άντέκνρσεν,

άσκοποι δέ πλάκες έμαρψαν έν άφανεΐ τινι μόρωι φερόμενον · τάλαινα, νώιν δ’ όλεδρία νύξ επ’ δμμασιν βέβακε ·

1685 πώς γάρ ή τιν’ άπίανγάν ή πόντιον κλνδων’ άλώμεναι βίου

δύσοιστον εξομεν τροφάν;

ΙΣ. ον κάτοιδα. κατά με φόνιοςΆίδας έλοι πατρί

ιοβο ξννδανεΐν γεραιώιτάλαιναν, ώς έμοιγ’ ό μέλ-

νφν δή τοϊν δυσμόροιν στενάζειν ού τό έμφυτον μέν άλαστον πατρός αίμα, άλλο δέ μή. — νφν τοϊν δυσμόροιν] = ήμΐν τοίς δυσμόροις. — ού τό μέν] τούτο επεξηγείται με την επόμενη παράθεση πατρός αίμα. Εδώ έχει παραλεκρθεί η αντίθεση, όπως παρατηρεί και ο Σχολιαστής: «Έ στι νφν στενάζειν ού τό έμφυτον μέν πατρός αίμα, άλλα δέ μή, άλλά πολλά δήλον δτι». — πατρός έμφυτον άλαστον αίμα] = το καταραμένο αίμα του πατέρα που μας γέννησε. — ώτινε] συχνά στον δυικό αριθμό των αντωνυμιών ο τύπος του αρσενικού είναι και του θηλυκού γένους: τώ, τώδε, τούτω, αύτώ, ώ. — ώτινε] ονομαστική και αιτιατική του δυικού αριθμού της αναφορικής αντωνυμίας, δστις, ήτις, δ,τι. — άλλοτε] = πριν, δηλ. όταν ζούσε ο πατέρας. Αντιτίθεται προς το έν πυμάτιρ] ως επίρρημα = τελευταία. — πύματος] = έσχατος, τελευταίος. — έμπεδος] = σταθερός, αδιά­κοπος. — παροίσομεν] Μέλλ. του παραφέρω] εδώ = αναφέρω, διη-

206

δ ε ιν ά ν α κ λ α ίμ ε , κ ι ό χ ι μ ό ν ο γ ια το κ α τα ρ α μ ένο α ίμ α του π α τέρ α π ου μ ας γ έ ν ν η σ ε - γ ι ' α υ τό ν , ό τ α ν ζο ύ σ ε , κ όπ ους π ο λ λ ο ύ ς α δ ιά κ οπ α υ π ο φ έρ α μ ε ο ι δυο μ α ς, κ α ι τώ ρα π ου τ ο ν χ ά σ α μ ε θα έ χ ο υ μ ε να δ ιη γ ο ύ μ α σ τ ε κ ι ά λ λ α α μ έτρ η τα π ο υ είδα μ ε κα ι π άθαμ ε ο ι δυο μας.

Χ Ο Ρ Ο ΣΤ ι σ α ς σ υ μ β α ίνει;

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΜ π ο ρ είτ ε , φ ίλ ο ι μ ου , ν α φ α ντα σ θείτε .

Χ Ο Ρ Ο ΣΠ ά ει, πέθα νε;

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΜ ε τ ο ν κ α λ ύ τερ ο τ ρ ό π ο π ο υ θα ε υ χ ό σ ο υ ν ν α π εθ ά νει. Π ώ ς

ό χ ι; α φ ού ο ύ τε σ τ ο ν π ό λ ε μ ο σ κ ο τ ώ θ η κ ε , [1680 ] ο ύ τε η θ ά λ α σ σ α τ ο ν κ α τά π ιε , ο ι α θ ώ ρ η το ι τ ό π ο ι του Κ άτω Κ ό σ μ ο υ τ ο ν ά ρ π α ξα ν , καθώ ς τ ο ν β ρ ή κ ε ά γ νω σ τ ο ς θ ά να το ς . Δ υ σ τ υ χ ισ μ έν η εγώ ! Ο λ έθ ρ ιο σ κ οτάδι σ κ έπ α σ ε τα μάτια και των δυο μας. Γ ιατί πώς θα μπορέσουμε, κ α ι σ ε π ο ια α π όμ α κ ρ η χώ ρ α ή σ ε π ο ια κ υμ α τόδα ρ τη θ ά λ α σ σ α π α ρ α δέρ νοντα ς, τη δ υ σ κ ολόβ ρ ετη τροφ ή ν α βρούμ ε γ ια ν α ζή σουμ ε;

ΙΣ Μ Η Ν ΗΔ ε ν ξέρ ω . Μ α κ ά ρ ι ο Ά δ η ς ο φ ο ν ιά ς ν α μ ε π ά ρ ε ι τη δ ύ σ τ υ χ η ,

γ ια ν α π εθά νω μ α ζί με τ ο ν γ έ ρ ο π ατέρα μ ου , γ ια τ ί, π ά ει π ια γ ια μ ένα η ζω ή , δ ε ν α ξ ίζ ε ι να ζω α π ό δω και π έρα . [1690]

γούμαι. — α λό γισ τα ] = ανυπολόγιστα, αδιήγητα. — Ιδό ντε] δυικός αριθμός του αρσενικού αντί του θηλυκού, ενώ έμεινε το θηλυκό παθούσα.

1677-1687. δστιν ε ίκά σα ι] εννοείται: ύμ ΐν = μπορείτε να φαν­ταστείτε. —βέβηκεν;] = πέθανε; τέτοιο είναι το νεοελληνικό πά ει;— ώ ς μ ά λισ τ * δν έν πόθω λά βης] = ώς μ ά λ ισ τ ' δν εύξα ιο βήνα ι. — τ ί γά ρ ;] = πώς όχι; — δ τω ...] αναφορ. αιτιολογική πρόταση. — Ά ρ η ς ] (μετωνυμία) = πόλεμος. — άσκοποι πλά κες] = αόρατες πε­διάδες, αθώρητοι τόποι του Ά δη. — έμαρψαν] εννοείται αυτόν. — μάρπτω ] = αρπάζω. — έν άφανεΐ μόρω] αντί απλής δοτικής. — όλεθρία νυ ξ] = ολέθριο σκοτάδι. — νφ ν] = ήμώ ν. Η Αντιγόνη τώρα απευθύνεται στην Ισμήνη. — άπία γή ] = μακρινή, απόμακρη χώρα.— πόντιος κλύδ ω ν] = τρικυμισμένη θάλασσα. — δύσοιστος] (δυσ - ο ίστός, ρίζα ο ίσ - μέλλοντα του φέρω = ο ίσω ) = δυσπόριστος, δυ­σκολόβρετη. — άπίαν γδ ν ή πόντιον κλύδω να] ποιητικά δηλώνεται όλη η γη: πουθενά στον κόσμο, όπου κι αν πάμε.

1688-1691. κατά με φ όνιος Ά ΐδ α ς £ λο ι] (τμήση) = κα θέλο ι με = είθε να με σκοτώσει. — ξυνθανεϊν πατρί γερα ιω ] = ώ στε ξυνθα νεΐν...

207

λων βίος ον βιωτός.

ΧΟ. ώ διδνμα τέκνων άρι­στα, ίτό φέρον έκ &εον καλώς φέρειν χρή,

μηδ’ άγαν οΰτω'|· φλέγεσ&ον ■ οϋ τοι κατάμεμπτ’ εβητον.

ΛΝ. πόϋος <_) καί κακών άρ’ ήν τις.καί γάρ 8 μηδαμά δη φίλον ήν φίλον, οπότε γε καί τον εν χεροϊν κατεϊχον. ώ πάτερ, ώ φίλος, ώ τον άεί κατά γάς σκόταν εϊμενος · ονδ’ Άχερων άφίλητος έμοί ποτέ καί τάιδε μή κυρήσηι.

ΧΟ. επραξεν . . .ΑΝ. επραξεν οΐον ήΰελεν.ΧΟ. το ποιον;ΑΝ. άς έχρηιζε γάς επί ξένας

έβανε ■ κοίταν δ’ έχει

— ό μέλλων βίος ού βιωτός] (εννοείται έστί) = η ζωή μου στο μέλλον δεν ίίνα ι άξια να τη ζω, δεν αξίζει να ζω πια. Η Ισμήνη απελπισμένη εύχεται να πεθάνει.

1692-1695. τό φέρον έκ θεοΰ] είναι η θεία μοίρα που οδηγεί τους ανθρώπους, η θεία βούληση. — καλώς χρή φέρειν] = πρέπει με γενναιότητα, αγόγγυστα να υποφέρει. Σχετικό είναι το επίγραμμα του Παλλαδά: «ή τό φέρον σε φέρει, φέρε καί φέρον εΐ δ ' άγανακτεΐς καί σαυτόν λυπείς καί τό φέρον σε φέρει». — μήδ ’ άγαν φλέγεσθον] (προστακτική ενεστ. δυικού αριθμού του φλέγομαι = εξάπτομαι, αγανακτώ από λύπη. —κατάμεμπτος] = άξιος μομφής. — έβητον] δυικός αριθ. αορ. β ' του βαίνω. Η έννοια: η οδός που βαδίσατε, δεν θα σας οδηγήσει σε χειρότερη κατάσταση. Ο Χορός υπαινίσσεται εδώ την προστασία του Θησέα.

1696-1704. άρ ήν] Ο παρατατικός με το άν δηλώνει αλήθεια η οποία στο παρελθόν δεν αναγνωριζόταν, τώρα όμως αναγνωρίζεται: τώρα καταλαβαίνω ότι είναι δυνατόν να αγαπά κανείς και το κακό, όταν βέβαια τον βρουν χειρότερα. Κακό λέει την επίπονη φροντίδα για τον πατέρα της και την περιπλάνηση μαζί του. —πόθος τις κακών] = κάποια επιθυμία και κακών: ήταν, όπως φαίνεται, και τα βάσανα ευχάριστα κι εγώ δεν το ήξερα. — ήν φίλον] εννοείται: έμοί = μου ήταν ευχάριστο. — τόν] δεικτική αντωνυμία = έκεΐνον. Η έννοια: ο τυφλός γέρος στους άλλους δεν ήταν ευχάριστος, σε

208

Χ Ο Ρ Ο ΣΚ α λ ές μ ου κ ο π έλ λ ε ς , κ α ι ο ι δυο σ α ς π ρ έπ ε ι α γ ό γ γ υ σ τ α να

υπ ο φ έρ ετε ό ,τ ι δ ίν ε ι ο θ εό ς κ α ι ν α μ η ν α π οκ α ρ δ ιώ νεσ θ ε τ ό σ ο πολύ· δ εν π ρ ά ξα τε κ άτι π ου ν α ε ίν α ι ά ξ ιο μ ομ φ ή ς.

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Α'Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η

Υ π ά ρ χ ε ι, φ α ίνετ α ι, κ ά π ο ιο ς π ό θ ο ς κα ι γ ια τ ις δ υ σ τ υ χ ίες . Γ ια τί ό ,τ ι ή τ α ν ά χ α ρ ο , μ ου ή τ α ν ε υ χ ά ρ ισ τ ο κ ά θε φ ο ρ ά π ου με τα χ έ ρ ια μ ου τ ο ν κ ρ α το ύ σ α ε κ ε ίν ο ν . Π α τέρ α , π ο λ υ α γ α π η μ έν ε μ ου π ατέρα , [1700 ] π ου σ κ ο τ ά δ ι π α ν τ ο τ ε ιν ό σ ε τ υ λ ίγ ε ι μ έσ α σ τη γ η ! Κ ι εκ εί σ τ ο ν Κ άτω κ ό σ μ ο π οτέ μ ας δ ε ν θα π ά ψ ουμ ε, εγώ κ α ι τούτη εδώ η α δ ελ φ ή μ ου , ν α σ ε α γαπ άμ ε.

Χ Ο Ρ Ο ΣΤ ελ ε ίω σ ε λ ο ιπ ό ν ;

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΕ ίχ ε το τ έ λ ο ς π ου ή θ ελε .

Χ Ο Ρ Ο ΣΠ ο ιο δη λα δή ;

Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν ΗΠ έθανε σ ε ξένη χώ ρα όπω ς επιθυμούσε. Γ ια πάντα τώρα κείτεται

μ έ ν α όμ ω ς τη θ υγα τέρ α τ ο υ ή τ α ν π ρ ο σ φ ιλ ή ς . — ε ίμ ε ν ο ς ] μ ετ ο χ ή παθητ. π αρακειμ . του έννυ μ α ι = ντύ νο μ α ι, π ερ ιβ ά λ λ ο μ α ι (ά μ φ ιέννυ μ ι- άμφίεσις) = που έχεις ντυθεί το σκοτάδι της γης. — άφίλητος] = ο μη αγαπητός, όχι αγαπητός. — οΰδ’ Άχέρων άφίλητος έμοί ποτέ καί τφδε μή κυρήση] = ούτε ο Αχέροντας (ο Ά δης) θα είναι ποτέ αγαπητός σε μένα και τούτην εδώ. Υπάρχει και η γραφή: ούδέ γέρων άφίλητος έμοί ποτέ καί τ$δε μή κυρήσης] = ούτε γέρος θα είσαι ποτέ μη αγαπητός σε μένα και τούτην εδώ, δηλ. και γέρος ακόμη θα είσαι πολύ αγαπητός σε μένα και σε τούτην εδώ (την Ισμήνη). — ού μή κυρήσης] ισοδυναμεί με το ού κυρήσεις.

1705-1714. επραξεν;] = τελείωσε; πέθανε; Ο Χορός εδώ δεν ρωτά για να μάθει ό,τι ήδη ξέρει, αλλά αποβλέπει σε μια παρηγορία, τέτοια περίπου: τελείωσε, μη θρηνείτε λοιπόν, διότι δεν μπορείτε να κάμετε τίποτε, το τελειωμένο δεν είναι δυνατόν να μεταβληθεί.— έξέπραξεν] Η Αντιγόνη λαμβάνει το έπραξεν με τη συνήθη σημασία του, επιτεταμένο όμως με την πρόθεση έκ. — άς... έθανε] = έφ’ ής ήθελε ξένης γής άπέθανε». Τρεις επιθυμίες του Οιδΐποδα εκπληρώθηκαν: α) πέθανε στη χώρα που ήθελε (1705), β) ο τάφος του αδύνατο να βρεθεί και να κλαπεί ο νεκρός (1706) πρβλ. 389 κ.ε., γ) θρηνείται από τους επιζώντες (1707). —κοίταν] = κοίτην δ ’

209

νέρϋεν ενσκίαστον αϊέν, ουδέ πέν&ος έλιπ’ άκλαυτον. άνά γάρ δμμα σε τόδ’, & πάτερ, έμόν στένει δακρνον, ονδ’ έχω πώς με χρή τδ σδν τάλαιναν άφανίσαι τόσον αχός, ώμοι, γας έπ'ι ξένας ΰανεϊν έχρηιζες, άλλ’

έρημος έ&ανες ώδέ μοι.

ΙΣ. ώ τάλαινα, τις &ρα με πότμος

Εχει νέρθεν εύσκίαστον αϊέν] = και κλίνη έχει στον κάτω κόσμο αιώνια σκοτεινή. — ουδέ πένθος Ελιπε άκλαυτον] Οι μελλοθάνατοι επιθυμούν τους θρήνους μετά τον θάνατό τους. Τούτο εύχεται και ο Σόλων «μηδέ μοι άκλαυτος θάνατος μόλοι, άλλά φίλοισιν καλ- λείποιμι θανών άλγεα καί στοναχάς» (απόσπ. 21). — άνά γάρ ϋμμα... δακρϋον] Η σύνταξη: άναστένει γάρ σε τόδ* δμμα δακρΰον (τμήση, άναστένει). — ούδ’ Εχω] = και δεν ξέρω. — πώς χρή άφανίσαι με τάλαιναν τό σόν τόσον άχος] = πώς, με ποιον τρόπο η δύστυχη εγώ να εξαφανίσω την τόση για σένα λύπη μου. — ίώ, γας Επί ξένας... ώδε μοι] = Ιώ, Επί ξένης γης Εχρηζες θανεΐν, άλλ’ Ερημος Εθανες ώδε μοι. Επαναλαμβάνει την αυτή έννοια του στίχου 1705, όχι για να προσθέσει την παρήγορη σκέψη ότι ο τάφος του δεν κινδυνεύει να βρεθεί και να κλαπεί ο νεκρός του (1706), αλλά τη λυπηρή σκέψη ότι πέθανε μακριά της (Ερημος), χωρίς δηλ. να μπορέσει να

ΧΟ. άλλ’ έπεί όλβίως γ ’ έλυ-σεν τδ τέλος, φίλαι, βίου,

λήγετε τοΰδ’ αχούς · κακών γάρ δνσάλωτος ουδείς.

ΑΝ.ΙΣ.ΑΝ.ΙΣ.

ΑΝ. τάν χ&όνιον εστίαν Ιδεΐν.

πάλιν, φίλα, συϋώμεν.

Ιμερος έχει με .ώς τί ρέξομεν;

210

στον σκοτεινό τον Κάτω Κόσμο, και δεν άφησε πίσω του πένθος αθρήνητο. Γιατί ποτάμι τα δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια μου καθώς για σένα, πατέρα, κλαίω κι αναστενάζω, και δεν ξέρω η δύστυχη εγώ, πώς να πνίξω την τόση λύπη μου για σένα. [1710] Αλίμονο, σε ξένη χώρα ποθούσες να πεθάνεις, αλλά μου πέθανες τόσο έρημος...

ΙΣΜΗΝΗΩχ, η δύστυχη, ποια τύχη άραγε περιμένει εμένα κι εσένα,

αγαπημένη μου, έτσι που μείναμε χωρίς πατέρα;ΧΟΡΟΣ

Αφού, λοιπόν είχε καλότυχο τέλος της ζωής του, [1720] παύτε, αγαπητές μου, αυτόν τον θρήνο- γιατί κανένας στη ζωή δεν ζει δίχως λύπες.

ΣΤΡΟΦΗ Β'ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ας πάμε πίσω, αδελφή.ΙΣΜΗΝΗ

Για να κάνουμε τι;ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Έ χω μια επιθυμία.ΙΣΜΗΝΗ

Ποια είναι αυτή;ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τον υπόγειο τάφο του να ιδώ.

του προσφέρει τις τελευταίες φροντίδες, τις επικήδειες, που θα ήταν γι ’ αυτήν κάποια παρηγοριά. — ώδε] ανήκει στο έρημος. — μοι] δοτική ηθική.

1715-1717. πότμος] = τύχη. — φίλα] = φίλη. — πατρός ώδ’ έρήμας] = έτσι που μείναμε ορφανές από πατέρα.

1718-1719. Οι στίχοι αυτοί έχουν εκπέσει.1720-1723. έπεί όλβίως Ιλυσεν τό τέλος βίου] αντί: έπεί όλβίως

έλυσε τόν βίον. — ούδείς γάρ δυσάλατος κακών] = γιατί δεν υπάρχει κανένας, που να μην κυριεύεται από συμφορές. Η έννοια: όλους τους ανθρώπους τους βρίσκουν δυστυχίες.

1724-1730. πάλιν συθώμεν] = ας πάμε πίσω. — συθώμεν] προ­τρεπτική υποτακτική αορ. του σεύομαι] = τρέχω, ορμώ, πηγαίνω. Η Αντιγόνη επιθυμεί να επιστρέφει στον τόπο όπου ο Οιδίπους έγινε άφαντος. — φίλα] = φίλη. — ώς τί ρέξομεν;] = για να πράξωμε τι; — ίμερος] = επιθυμία. — τάν χθόνιον έστίαν] εννοεί τον τάφο του Οιδίποδα, τον οποίο στο στίχο 1763 λέει θήκην ίεράν. —χθόνιος έστία] = υπόγεια κατοικία, υπόγειος τάφος. — θέμις δέ πώς τάδ’

211

ΙΣ.ΑΝ.ΙΣ.

1780 ΑΝ.ΙΣ.ΑΝ.ΙΣ.ΑΝ.ΙΣ.ΑΝ.ΙΣ.

1735

0 » . β X Ο .

ΑΝ. ΧΟ. ΑΝ.

1740 ΧΟ.ΑΝ.ΧΟ.

τίνος;πατρός, τάλαιν' εγώ.

ϋέμις δέ πώς τάδ’ έστί; μών οδχ δραις ;

τ ί τόδ’ έπέπληξας; και τόδ’, ώς . . .

τί τάδε μάλ’ αδ&ις; άταφος ΐπιτνε δίχα τε παντός, άγε με, και τότ’ έπενάριξον.<—

__—υ)αίαϊ δνστόλαινα,

πήι δητ’ αΰ&ις ώδ’ Ερημος άπορος αΙώνα τλάμον’ Εξω;

φίλαι, τρέσητε μηδέν.άλλα ποΐ ψέγω;

καί πόρος άπέφνγε . . .τί;

τά σφώιν τό μη πίτνειν κακώς, φρονώ . . .

τί δή&’ δπερ νοείς;

έστί;] = καί πώς επιτρέπεται αυτό; — μών] (μή-ούν) εννοείται δτι ού θέμις έστίν = μήπως λοιπόν δεν βλέπεις ότι δεν επιτρέπεται; — τί τόδ’ έπέπληξας] εννοείται: μοί = γιατί μου έκανες αυτή την παρατή­ρηση, την επίπληξη, γιατί με μαλώνεις έτσι;

1731-1740. καί τόδ’] εννοείται από τα παραπάνω: μών όρφς = μήπως λοιπόν δεν βλέπεις και τούτο; το ώς αναφέρεται στον στίχο: άταφος έπιτνε δίχα τε παντός] = ότι πέθανε άταφος και χωρίς κανέναν κοντά του. — τί τόδε μάλ’ αύθις;] εννοείται από τα παραπάνω το ρήμα έπέπληξάς μοι. — άγε με] = οδήγα με, πήγαινέ με (στον τάφο του πατέρα). — έπεναρίζω] = σφάζω, θυσιάζω. — αίαϊ, δυστάλαινα] Η Ισμήνη θρηνεί πάλι, διότι η αδελφή της επιθυμεί τον θάνατο. —πή δήτ' αύθις] = πώς λοιπόν πάλι. — αίών] = βίος, ζωή. — αίώνα έξω] = θα ζήσω, θα περάσω τη ζωή μου. — τρέω] = φοβάμαι. — καί πάρος άπέφυγε...] = καί πάρος άπέφυγε τά σφφν τό μή πίτνειν κακώς] = και πριν αποφύγατε το να μη βρεθήτε σε κακή κατάσταση. — μή] το μή μετά το Αποφεύγω πλεονάζει. — πίτνω] ποιητικός τύπος του πίπτω. — πίτνω κακώς] = πέφτω σε δυστυχία, παθαίνω κακό. Ο

212

Τίνος;ΙΣΜΗΝΗ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΤου πατέρα, η δύστυχη εγώ.

ΙΣΜΗΝΗΜα πώς επιτρέπεται αυτό; Μήπως δεν βλέπεις;

ΑΝΤΙΓΟΝΗΓιατί με μαλώνεις έτσι; [1730]

ΙΣΜΗΝΗΔεν βλέπεις και τούτο, ότι...

ΑΝΤΙΓΟΝΗΤι είναι πάλι τούτο;

ΙΣΜΗΝΗ... Πέθανε άταφος και δίχως κανέναν κοντά του.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΠήγαινέ με εκεί κι έπειτα σκότωσέ με εκεί πάνω.

ΙΣΜΗΝΗΩχ, η δύστυχη, πώς πάλι έτσι έρημη κι άπορη θα περάσω την

ταλαίπωρη ζωή μου;ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ Β'

ΧΟΡΟΣΚαλές μου, μην έχετε κανένα φόβο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Μα πού να καταφύγω;

ΧΟΡΟΣΚαι πιο πριν αποφύγατε...

ΑΝΤΙΓΟΝΗΤι;

ΧΟΡΟΣΤο ότι δεν πάθατε κακό. [1740]

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκέφτομαι...

ΧΟΡΟΣΤι είναι αυτό που σκέφτεσαι;

Χορός εδώ εννοεί τη σωτηρία των δύο αδελφών από τη βίαιη απαγωγή τους από τον Κρέοντα με την προστασία του Θησέα.

1741-1746. φρονώ] = καταλαβαίνω, το ξέρω. — τί δήθ’ δπερ νοείς;] = τι λοιπόν είναι εκείνο που σκέπτεσαι; — δπως μολούμεθα]

213

ΑΝ. δπως μολονμε&’ ές δόμουςονκ έχω.

ΧΟ. μηδέ γε μάτενε.ΑΝ. μόγος Εχει.ΧΟ. καί πόρος έπεϊχε.ΑΝ. τοτέ μεν άπορα, τοτέ δ’ ϋπερ&εν. ΧΟ. μέγ* &ρα πέλαγος έλάχετόν τι.ΑΝ. ναί ναι.ΧΟ. ξνμφημι καύτός.ΑΝ. ψεΰ ψεν, ποΐ μόλωμεν,

& Ζεν; έλπίδων γάρ ές τίν' έτι με δαίμων τανϋν γ ’ έλαύνει;

ΘΗ. παύετε ϋρήνον, παϊδες ■ έν οΐς γάρ χάρις ή χρονιά &εών δπο χεΐχαι, πενϋεΐν ον χρη · νέμεσις γάρ.

ΑΝ. ώ τέκνον ΑΙγέως, προσπίτνομέν σοι.ΘΗ. τίνος, & παϊδες, χρείας άνύοαι;

(πλαγία ερώτηση) = πώς θα επιστρέφουμε (Μέλλ. του βλώσκω, αόρ. ίμολον). — μηδέ γε μάτευε] εννοείται: μολεΐν ές δόμους. — ματεύω] = ζητώ κάτι. Ο Χορός προσπαθεί να τις πείσει να μείνουν στην Αθήνα υπό την προστασία του Θησέα. — μόγος έχει] (εννοείται: ήμ&ς) = η δυστυχία μάς βασανίζει. — καί πάρος έπεΐχεν] εννοείται: μόγος ύμ&ς. —τοτέ μέν... ϋπερθεν] = τοτέ μέν άπορα (κακά έπεΐχεν ήμάς), τοτέ δ ' ϋπερθεν (έπέχει). Από το μόγος εννοείται «ας υποκείμενο κάποια γενική έννοια κακά. Το τοτέ μέν αναφέρεται στο παρελθόν, το τοτέ δέ στο παρόν: και τότε αβάσταχτη δυστυχία μας βασάνιζε και τώρα πιο χειρότερη. — πέλαγος] δηλαδή άπόρων κακών = πέλαγος δυστυχιών, συμφορών. —έλάχετόν] (δυικός αριθ. αορ. β ’ του λαγχάνω).

1747-1751. έλπίδων γάρ... έλαύνει] Η σύνταξη: ές τίνα γάρ έλπίδων Ετι έλαύνει με δαίμων τά νϋν = σε ποια ακόμη ελπίδα με οδηγεί τώρα η τύχη μου; Η έννοια: ποια ελπίδα να έχω τώρα πια; Τι άλλο να περιμένω ακόμη από τη μοίρα μου;

Και ενώ οι δύο αδελφές είναι απελπισμένες, παρουσιάζεται ο Θησέας, ο οποίος τους παρέχει πολλές ελπίδες.

1752-1754. έν οΐς γάρ... οΰ χρή] Η σύνταξη: ού γάρ χρή πενθεϊν τούτους, έν οΐς χάρις ή χρονία άπό θεών χεΐται] = γιατί δεν πρέπει, να θρηνείτε αυτούς, στους οποίους σκορπίζεται (δίνεται) ύστερα από πολύν καιρό η χάρη από τους θεούς. —-χεΐται] (χέομαι = χύνομαι,

214

ΑΝΤΙΓΟΝΗΔεν ξέρω πώς θα γυρίσουμε και πάλι στην πατρίδα.

ΧΟΡΟΣΜήτε να το ζητάς, βέβαια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΗ δυστυχία μάς βασανίζει.

ΧΟΡΟΣΚαι πριν σάς βασάνιζε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΑβάσταχτη και τότε δυστυχία μάς βασάνιζε και τώρα πιο

χειρότερη.ΧΟΡΟΣ

Πέλαγος μέγα οι συμφορές που έλαχαν στις δυο σας. ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι, ναι.ΧΟΡΟΣ

Κι εγώ συμφωνώ.ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αλίμονο, πού να πάμε, ω Δία; Σε ποια ακόμη ελπίδα με οδηγεί τώρα ο θεός; [1750]

(Από τη δεξιά πάροδο εισέρχεται ο Θησέας με τους ακολούθουςτου).

ΘΗΣΕΥΣΠαύτε τους θρήνους, κόρες· γιατί δεν πρέπει να θρηνούμε

εκείνους που, ύστερα από πολύν καιρό, τους δίνεται η χάρη των θεών, γιατί είναι αμαρτία.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΓιε του Αιγέα, στα πόδια προσπέφτουμε και σε παρακαλούμε.

ΘΗΣΕΥΣΚαι τι ζητάτε, παιδιά μου, να σας κάμω;

σκορπίζομαι). — χρόνιος] = μετά πολύν χρόνο. —νέμεσις γάρ] = γιατί είναι αμάρτημα. —προσπίτνομέν σοι] = προσπίπτομέν σοι = σε ικετεύουμε, σε παρακαλούμε. Το προσπίτνω] κυρίως = πέφτω ικέτης στα πόδια. Από εδώ προήλθε η σημασία της επιθυμίας ή της δέησης. Τέτοια σημασία έχει εδώ και γι ’ αυτό συντάσσεται με γενική στον επόμενο στίχο 1755. — τίνος χρείας (προσπίτνετέ μοι), ώ παϊδες, άνύσαι;] = ποια ανάγκη με παρακαλείτε να σας ικανοποιήσω; ποια χάρη με ικετεύετε να σας κάμω; τι θέλετε να σας κάμω;

215

ΑΝ. τύμβον ϋέλομενπροσιδεϊν αύταί πατρός ήμετέρου.

ΘΗ. άλλ’ ού Φεμιχόν κεΐσ' (έστι) μολεΐν.ΑΝ. πώς εΐπας, άναξ, κοίραν’ Αθηνών;ΘΗ. & παΐδες, άπεΐπεν έμοι κείνος

μήτε πελάζειν Ις τονσδε τόπους μ ή τ' έπμραονεϊν μηδένα θνητών θήκην Ιερά» ήν κείνος έχει, και ταϋτά μ ’ ϊφη πράσσοντα κακών χώραν ίξειν αίέν άλνπον. ταΰτ’ σδν έκλνεν δαίμων ήμών χώ πάντ’ άίων Δίας Όρκος.

ΑΝ. άλλ’ ει τάδ’ έχει κατά νοϋν κείνα» ταδτ’ άν ύπαρχοι■ Θήβας δ’ ήμας τάς ώγυγίονς πέμφον, έάν πως διακωλύσωμεν Ιόντα φόνον τοΧσιν όμαίμοις.

ΘΗ. δράαω καί τάδε, καί πάνθ’ όπόα’ &ν μέλλω πράσαειν πρόσφορά θ ’ ύμϊν καί τώί κατά γης, δς νέον Ιρρει, προς χάριν, ού δει μ ’ άποκάμνειν.

1756-1759. τύμβον θέλομεν προσιδεϊν αύταί τάφον πατρός] ΗΑντιγόνη λέει ότι θέλουν να ιδούν τον τάφο του πατέρα τους οι ίδιες με τα μάτια τους και όχι να ακούσουν από τον Θησέα. — άλλ’ ού θεμιτόν (έστί) έκεϊσε μολεΐν] = Μα δεν επιτρέπεται να πάτε εκεί. — κοίρανος] = κυβερνήτης, άρχοντας, αρχηγός, ηγεμόνας, βασιλιάς.

1760-1763. Η σύνταξη: κείνος άπεΐπεν έμοί μηδένα θνητών μήτε πελάζειν ές τούσδε τόπους μήτε έπιφωνεϊν θήκην ίεράν, ήν κείνος έχει]. — μηδένα] υποκείμ. του πελάζειν και έπιφωνεϊν. — έπιφωνεϊν θήκην] = να θρηνεί πάνω από τον τάφο.

1764-1765. δλυπον κακών] = απρόσβλητη από κακά, από δεινά, συμφορές. —καί ταύτα μ ’ έφη πράσσοντα έξειν χώραν αΐέν δλυπον κακών] = και είπε ότι αν εγώ πράξω αυτά θα έχω τη χώρα μου παντοτινά απρόσβλητη από κακά.

1766-1767. ταύτα] τις αμοιβαίες υποσχέσεις Οιδίποδα και Θησέα, ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα κάνει όπως επιθυμούσε ο Οιδίπους. Μάρτυρες των υποσχέσεων αυτών ήταν ο θεός που κάλεσε κάτω τον Οιδίποδα (1626) και ο Όρκος. — Ορκος] ήταν γιος της "Έριδος,

216

ΑΝΤΙΓΟΝΗΤου πατέρα μας τον τάφο θέλουμε να ιδούμε.

ΘΗΣΕΥΣΜα δεν επιτρέπεται να πάτε εκεί.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΤι είπες, βασιλιά, αφέντη της Αθήνας;

ΘΗΣΕΥΣΠαιδιά μου, εκείνος μου είπε [1760] κανείς θνητός να μην

πλησιάσει σ ’ αυτούς τους τόπους μήτε θρήνοι να ακουστούν πάνω από τον ιερό τάφο του. Κι αν αυτά, είπε, τηρήσω, θα έχω τη χώρα μου πάντα απρόσβλητη από κακά. Κι αυτά που ειπώθηκαν από μας τα άκουσε ο θεός και ο Ό ρκος, του Δία ο πιστός υπηρέτης, που τα πάντα ακούει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗΑν αυτή είναι η επιθυμία του, εμείς θα την σεβαστούμε· [1770]

όμως στείλε μας πίσω στην πανάρχαια Θήβα, [1770] μήπως μπορέ­σουμε να εμποδίσουμε τον αλληλοσκοτωμό που απειλεί τους δυο αδελφούς μας.

ΘΗΣΕΥΣΘα κάμω κι αυτό και όλα όσα πρόκειται να πράξω, θα είναι

για το καλό σας και για χάρη εκείνου που πριν από λίγο χάθηκε μέσα στο χώμα, δεν πρέπει να αποκάμνω.

υπηρέτης του ορκίου Δία, και τιμωρός των επιόρκων (Ησιοδ. Θεογ. 232). — άΐω] = ακούω.

1768-1773. άλλ’ εΐ τάδ’ έχει κατά νοδν κείνω (τω ΟΙδίποδι), ταϋτ’ άν έπαρκοΐ (ήμΐν) = αλλά αν αυτά αρέσουν σ ’ εκείνον, εμείς αρκούμαστε σ ' αυτά, και εμείς τα αποδεχόμαστε. Η Αντιγόνη σέβεται την επιθυμία του πατέρα της και δηλώνει πως δεν θα πάει στον τάφο του. — τάς ώγυγίους Θήβας] = την αρχαία Θήβα. Το επίθετο ώγύγιος προέρχεται από τον αρχαίο βασιλιά της Θήβας "Ωγυγον. Κατά τον Παυσανία (9, 5, 1) «άπό τούτου (άνδρός αύτό- χθονος Ώγύγου) τοΐς πολλοΐς τών ποιητών έπίκλησις ές τάς Θήβας έστίν ώγύγιαι». — Ιόντα φόνον] = τόν Απερχόμενον φόνον] = τον επαπειλούμενο αλληλοσκοτωμό. Τούτο είχε προμαντεύσει ο Οιδίπους στο στίχο 1388. — όμαίμοις] δηλ. τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.

1774-1777. πρόσφορα] κατά τον Σχολιαστή = χρήσιμα. —καί τφ κατά γής] εννοεί τον Οιδίποδα. — έρρει] έχει σημασία παρα­κειμένου. — δς νέον έρρει] = ο οποίος πριν από λίγο έφυγε, χάθηκε, πέθανε. — έρρω] = πηγαίνω. Παροιμιώδης η φράση: έρρ’ ές κόρακας

217

χ ο . άλλ' άποπανετε μηδ' έπί πλείωϋρηνον έγειρετε ·πάντως γάρ έχει τάδε κνρος.

= πήγαινε, άει στον κόρακα, χάσου από δω. — μηδέ] = και μη. — έπί πλείω έγείρετε] = έπεγείρετε πλείω. — θρήνον] αντικείμ. τοΟ άποπαύετε και έγείρετε. —τάδε] δηλ. οι υποσχέσεις του Θησέα.

218

ΧΟΡΟΣΕλάτε, παύτε και μη σηκώνετε περισσότερους θρήνους, γιατί

αυτά που σας υποσχέθηκε σίγουρα θα γίνουν.

— Ε χ ε ι κβρος] = κεκυρηται. Η έννοια: αυτά τα οποία σας υπόσχεται ο Θησέας θα γίνουν οπωσδήποτε και δεν πρόκειται να αθετηθούν.

219