ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

44
ΑΣΧΛΟΣ πτὰἐπΘβας Μετφραση Γιννης Γρυπρης (ed. Herbert Weir Smyth, Cambridge 1926) ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ τεοκλς Χορς γγελιοφρος Κατσκοπος ρυκας ντιγνη] ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ πρλογος προδος αʹ πεισδιο αʹ στσιμο βʹ πεισδιο βʹ στσιμο γʹ πεισδιο γʹ στσιμο ξοδος [κεμενα μμετφραση] πρλογος τεοκλς ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Transcript of ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

Page 1: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

ΑἰΣΧύΛΟΣἙπτὰ ἐπὶ ΘήβαςΜετάφραση Γιάννης Γρυπάρης(ed Herbert Weir Smyth Cambridge 1926)

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

ἘτεοκλῆςΧορόςἈγγελιοφόρος ἢ Κατάσκοπος[ΚήρυκαςἈντιγόνη]

ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ

πρόλογοςπάροδοςαʹ ἐπεισόδιοαʹ στάσιμοβʹ ἐπεισόδιοβʹ στάσιμογʹ ἐπεισόδιογʹ στάσιμοἔξοδος

[κείμενα μὲ μετάφραση]

πρόλογος

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

Κάδμου πολῖται χρὴ λέγειν τὰ καίριαὅστις φυλάσσει πρᾶγος ἐν πρύμνῃπόλεωςοἴακα νωμῶν βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳεἰ μὲν γὰρ εὖ πράξαιμεν αἰτία θεοῦ

Λαέ του Κάδμου πρέπει σύμφωνα τα λόγιανάχη με τους καιρούς εκείνος πού απ την πρύμνατο τιμόνι κρατόντας κυβερνάει μια χώραδίχως ν αφήνη ο ύπνος να του κλή το μάτιmiddotγιατί αν το πράμα πάη καλά ο θεός η αιτίαmiddot

5 εἰ δ᾽ αὖθ᾽ ὃ μὴ γένοιτο συμφορὰ τύχοιἘτεοκλέης ἂν εἷς πολὺς κατὰ πτόλινὑμνοῖθ᾽ ὑπ᾽ ἀστῶν φροιμίοις πολυρρόθοιςοἰμώγμασίν θ᾽ ὧν Ζεὺς ἀλεξητήριοςἐπώνυμος γένοιτο Καδμείων πόλει

μα αν πάλιmdashό μη γένοιτοmdashσυμφορά λάχηένας ο Ετεοκλής πολλά στην πόλη θάχηνα του ψάλλουν μυριόστομα όλοι μοιρολόγιακαί θρήνους πού άμποτε απ αυτό στ αλήθεια ο Δίαςδιαφεντευτής τη χώρα μας άς διαφεντεύη

10 ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν καὶ τὸν ἐλλείποντ᾽ ἔτιἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳβλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύνὥραν τ᾽ ἔχονθ᾽ ἕκαστον ὥστε συμπρεπέςπόλει τ᾽ ἀρήγειν καὶ θεῶν ἐγχωρίων

Μα τώρα πρέπει εσείς κι όποιος του λείπει ακόματης νιότης του ή ακμή κι ο πού έχει πια πέρασηνα βάζη όλο το δρίμωμα της δύναμής τουπαίρνοντας πάνω του ο καθείς ότι τουπέφτειγια να βοηθήση την πατρίδα τους θεούς μας

15 βωμοῖσι τιμὰς μὴ ᾽ξαλειφθῆναί ποτετέκνοις τε Γῇ τε μητρί φιλτάτῃ τροφῷἡ γὰρ νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλονἐθρέψατ᾽ οἰκητῆρας ἀσπιδηφόρους

τους βωμούς των mdash μην ποτέ χάσουν τίς τιμές τωνmdashτα παιδιά του τη μάννα Γη γλυκειά θροφό μαςmiddotγιατ είν αυτή πού όταν μικροί σερνόσαστ έτσιστο καλόβολο χώμα της πάνω της όλοφορτώθηκε το βάρος της αναθροφής σαςκαί πολίτες σας τράνεψεν ασπιδοφόρους

20 πιστοὺς ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε να σας έχη πιστούς σ αυτή της την ανάγκη

καὶ νῦν μὲν ἐς τόδ᾽ ἦμαρ εὖ ῥέπει θεόςχρόνον γὰρ ἤδη τόνδε πυργηρουμένοιςκαλῶς τὰ πλείω πόλεμος ἐκ θεῶν κυρεῖνῦν δ᾽ ὡς ὁ μάντις φησίν οἰωνῶν βοτήρ

Ναί βέβαια ως σήμερα ο θεός δεξιά τα φέρνειmiddotγιατί όλον τούτο τον καιρό που είναι ζωσμένατα κάστρα μας η τύχη του πολέμου κλίνειτο πιότερο σε μας με του θεού τη χάρηmiddotμα τώρα όπως ο μάντης λέει ο πουλολόγος

25 ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν πυρὸς δίχαχρηστηρίους ὄρνιθας ἀψευδεῖ τέχνῃ οὗτος τοιῶνδε δεσπότης μαντευμάτωνλέγει μεγίστην προσβολὴν Ἀχαιίδανυκτηγορεῖσθαι κἀπιβουλεύσειν πόλει

που με το νου καί με τ αυτί μονάχα δίχωςθυσίας φωτιές τα μαντικά σημάδια κρίνεικαί δε λαθεύει ή τέχνη τουmdashαυτός των τέτοιωνκυβερνήτης χριησμών μας λέει πως νυχτοκλώθουνφοβερήν έφοδο οί εχθροί γι αφανισμό μας

30 ἀλλ᾽ ἔς τ᾽ ἐπάλξεις καὶ πύλας πυργωμάτωνὁρμᾶσθε πάντες σοῦσθε σὺν παντευχίᾳπληροῦτε θωρακεῖα κἀπὶ σέλμασινπύργων στάθητε καὶ πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοιςμίμνοντες εὖ θαρσεῖτε μηδ᾽ ἐπηλύδων

Μα όλοι στις πολεμίστρες αρματοζωσμένοιστίς πύλες των φρουρίων ριχτήτε πεταχτήτεγεμίστε τα προστήθια στίς σκεπές των πύργωνσταθήτε καί ριζώνοντας στα έβγα των κάστρωνέχετε θάρρος καί καθόλου μή φοβάστε

35 ταρβεῖτ᾽ ἄγαν ὅμιλον εὖ τελεῖ θεόςσκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦἔπεμψα τοὺς πέποιθα μὴ ματᾶν ὁδῷκαὶ τῶνδ᾽ ἀκούσας οὔ τι μὴ ληφθῶδόλῳ

το πλήθος των εχθρώνmiddot ο θεός μαζί μας θάναιΜα έχω κι εγώ του στρατού στείλη κατασκόπουςκι ανιχνευτές πού βέβαιος είμαι πως του κάκουδε θάν ο δρόμος των κι αφού έρθουν καί μου πούνεφόβο δεν θάχω μες στα δίχτυα τους μην πέσω

ἌγγελοςἘτεόκλεες φέριστε Καδμείων ἄναξ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΈρχομαι δοξασμένε βασιλιά της Θήβας

40 ἥκω σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρωναὐτὸς κατόπτης δ᾽ εἴμ᾽ ἐγὼ τῶν πραγμάτωνἄνδρες γὰρ ἑπτά θούριοι λοχαγέται ταυροσφαγοῦντες ἐς μελάνδετον σάκοςκαὶ θιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου

ξεδιαλυμένα φέρνοντας σου από τακείθενέα του στρατού πού ο ίδιος με τα μάτια μου είδαΕφτά καπετανέοι πολεμόχαροι άντρεςσφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδαταύρο καί στο αίμα του τα χέρια τους βουτόντας

45 Ἄρη τ᾽ Ἐνυώ καὶ φιλαίματον Φόβονὡρκωμότησαν ἢ πόλει κατασκαφὰςθέντες λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳἢ γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳμνημεῖά θ᾽ αὑτῶν τοῖς τεκοῦσιν ἐς δόμους

στον Άρη Ενυώ καί Φόβο πού σφαγές διψούνεόρκο δώσανε ή αφού με βία τη διαγουμίσουντην πόλη τέλεια των Καδμείων να ξολοθρέψουνή με το γαίμα τους νεκροί τη γης ναργάσουν

50 πρὸς ἅρμ᾽ Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον δάκρυλείβοντες οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμα

κι απής στού Άδραστου τ άρμα κρέμαγαν σημάδιαθυμητικά για τους γονιούς των στην

λείβοντες οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμασιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγωνἔπνει λεόντων ὡς Ἄρη δεδορκότων

πατρίδαχύνοντας δάκρυ μ απ τ αχείλι τους ουτ άχναπαράπονου δεν έβγαινεmiddot γιατ ή ατσαλένιακαρδιά τους λάβριζε απ αντρεία καί φυσσομάναεσα λιονταριών πού πόλεμο σπιθάει ή ματιά των

καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται Καί δε θ άργήση ώραν την ώρα να το δείξουνmiddot

55 κληρουμένους δ᾽ ἔλειπον ὡς πάλῳλαχὼνἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχονπρὸς ταῦτ᾽ ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχοςἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς

κλήρους τους άφησα να ρίχτουν σε ποιά πύληθα λάχη καθενός να φέρη το στρατό τουΛοιπόν καί συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείουςπολεμάρχους γοργά τάξε τους μπρος στίς πύλεςmiddotγιατί όπου νάσαι ολάρματοι κοντοζυγώνουνοι Αργείτες κορνιαχτό σηκώνουν καί τους κάμπους

60 χωρεῖ κονίει πεδία δ᾽ ἀργηστὴς ἀφρὸςχραίνει σταλαγμοῖς ἱππικῶν ἐκ πλευμόνωνσὺ δ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸς οἰακοστρόφοςφράξαι πόλισμα πρὶν καταιγίσαι πνοὰςἌρεως βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαῖον στρατοῦ

χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ των αλόγωντο λεχομάνισμαmiddot μα εσύ σαν τιμονιέρηςάξιος του καραβιού το κάστρο να στεριώσηςπρίν να μανίση η μπόρα του πολέμουmiddot κι άκουκύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των

65 καὶ τῶνδε καιρὸν ὅστις ὤκιστος λαβέκἀγὼ τὰ λοιπὰ πιστὸν ἡμεροσκόπονὀφθαλμὸν ἕξω καὶ σαφηνείᾳ λόγουεἰδὼς τὰ τῶν θύραθεν ἀβλαβὴς ἔσῃ

Άδραξε τον καιρό πού πρέπει χέρι χέρικαί γω για τάλλα πιστό μάτι ημεροσκόπουθέ νάχω κι όταν μ όλη την αλήθεια ξέρηςτί τρέχει έξω απ τα τείχη μας φόβο δε θάχης

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ Δία καί Γη καί Θεοί προστάτες της πατρίδας

70 Ἀρά τ᾽ Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενήςμή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρονἐκθαμνίσητε δῃάλωτον Ἑλλάδοςφθόγγον χέουσαν καὶ δόμους ἐφεστίουςἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν

κι ω Κατάρα τρανή Ερινύα του πατέραμη μου απ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστεαφανισμένη απ τους εχθρούς μια πολιτείαπού κραίνει γλωσσά Ελληνικιά μηδέ τα σπίτια

πού τίς εστίες σας έχουνε καί μην αφήστεμια χώρα ελεύτερη την πόλη αυτή του Κάδμου

75 ζυγοῖσι δουλίοισι μήποτε σχεθεῖνγένεσθε δ᾽ ἀλκή ξυνὰ δ᾽ ἐλπίζω λέγεινπόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει

να πέση σε σκλαβιάς ζυγό μα σώσετέ μαςπούν καί δικό σας διάφοροmiddot γιατί μια χώραμόν όταν ευτυχή τιμά καί τους θεούς της

πάροδος

Χορόςθρέομαι φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχημεθεῖται στρατός στρατόπεδον λιπὼν

ΧΟΡΟΣΤρομάρα μου κακά μεγάλα φοβεράΜολύθηκε ο στρατός απ τα χαράκια νά

80 ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος ἱππόταςαἰθερία κόνις με πείθει φανεῖσ᾽ἄναυδος σαφὴς ἔτυμος ἄγγελοςἔτι δὲ ltγᾶςgt ἐμᾶς πεδί᾽ ὁπλόκτυπ᾽ ὠτὶχρίμπτει βοάν ποτᾶται βρέμει δ᾽

κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά

85 ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου ωσάν τ ακράτηγο νερό πού δέρνει τα γκρεμνά

ἰὼ ἰὼ ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽ ὀρόμενον κακὸνβοᾷ τειχέων ὕπερ ἀλεύσατεὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐτρεπὴς

Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος ό οχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος

90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά

τίς ἄρα ῥύσεται τίς ἄρ᾽ ἐπαρκέσειθεῶν ἢ θεᾶνπότερα δῆτ᾽ ἐγὼ ltπάτριαgt ποτιπέσω

Ποιος θα με σώση ποιος θα μου είναι βοηθός απ τους θεούς απ τίς θεέςτί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύς μπροστά

95 βρέτη δαιμόνωνἰὼ μάκαρες εὔεδροιἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι τί μέλλομενἀγάστονοι

στ αγάλματα τα θεϊκάΏ μάκαρες καλόθρονοι ώρα καί βιάζει το κακό να σας σφιχτοπεριπλεχτώΚαιρό τί χάνουμε μ αυτούς τους

μάταιους οδυρμούς100 ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων

κτύπονπέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦνἀμφὶ λιτάν᾽ ἕξομενκτύπον δέδορκα πάταγος οὐχ ἑνὸς δορόςτί ῥέξεις προδώσεις παλαίχθων

Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά

105 Ἄρης τὰν τεάνἰὼ χρυσοπήληξ δαῖμον ἔπιδ᾽ ἔπιδεπόλιν ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου

θ αφήσης Άρη να χαθή με το χρυσό το κράνος θεέ στρέψε το μάτι σου καί ιδέκαί ιδέ τη γης π αγάπαγες πολύ από μια φορά

θεοὶ πολιάοχοι πάντες ἴτε χθονὸς Προστάτες μας θεοί προφτάσετ όλοι110 ἴδετε παρθένων

ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερκῦμα [γὰρ] περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν

δήτε μας τίς παρθένες πού πεσμένες μπρος σας σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό Κύμα τριγύρ απ την πόλη με λοξές φούντες οχτρών

115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενονἀλλ᾽ ὦ Ζεῦ ltgt πάτερ παντελέςπάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν

με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζειΠατέρα Δία παντέλειε μα βοήθησε μεκι απ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με

120 Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμουκυκλοῦνται φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων[δονεῖ] διὰ δέ τοι γενύων ἱππίωνκινύρονται φόνον χαλινοίἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ

Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι

125 δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαιπροσίστανται πάλῳ λαχόντες

όπως τους έτυχε ό λαχνός στίς εφτά πύλες προχωρούν

σύ τ᾽ ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτοςῥυσίπολις γενοῦ

Μα ώ πολεμόχαρη θεά κόρη του Δία γίνε της πόλης μας εσύ Παλλάδα ή σωτηρίαmiddot

130 Παλλάς ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷἐπίλυσιν φόβων ἐπίλυσιν δίδου

κι ώ καβαλλάρη βασιλιά θαλασσοκράτορα με το ψαροκαμάκι Ποσειδώνα θεέ μας απτίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας γλύτωνε μας

135 σύ τ᾽ Ἄρης φεῦ φεῦ πόλιν ἐπώνυμον Καί συ Άρη αλλοί μου αλλοί την πόλη

Κάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά 150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά158bἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται

ὦ φίλ᾽ ἌπολλονΣτίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸπόλεως

καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόλη στημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει

ἰὼ παναρκεῖς θεοίἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷκλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλιν

δείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

αʹ ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλήςὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασα δ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της

καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃμόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι

Χορόςἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαιςδὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας

215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα

Χορόςἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶχρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς το χρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳβροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 2: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

Κάδμου πολῖται χρὴ λέγειν τὰ καίριαὅστις φυλάσσει πρᾶγος ἐν πρύμνῃπόλεωςοἴακα νωμῶν βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳεἰ μὲν γὰρ εὖ πράξαιμεν αἰτία θεοῦ

Λαέ του Κάδμου πρέπει σύμφωνα τα λόγιανάχη με τους καιρούς εκείνος πού απ την πρύμνατο τιμόνι κρατόντας κυβερνάει μια χώραδίχως ν αφήνη ο ύπνος να του κλή το μάτιmiddotγιατί αν το πράμα πάη καλά ο θεός η αιτίαmiddot

5 εἰ δ᾽ αὖθ᾽ ὃ μὴ γένοιτο συμφορὰ τύχοιἘτεοκλέης ἂν εἷς πολὺς κατὰ πτόλινὑμνοῖθ᾽ ὑπ᾽ ἀστῶν φροιμίοις πολυρρόθοιςοἰμώγμασίν θ᾽ ὧν Ζεὺς ἀλεξητήριοςἐπώνυμος γένοιτο Καδμείων πόλει

μα αν πάλιmdashό μη γένοιτοmdashσυμφορά λάχηένας ο Ετεοκλής πολλά στην πόλη θάχηνα του ψάλλουν μυριόστομα όλοι μοιρολόγιακαί θρήνους πού άμποτε απ αυτό στ αλήθεια ο Δίαςδιαφεντευτής τη χώρα μας άς διαφεντεύη

10 ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν καὶ τὸν ἐλλείποντ᾽ ἔτιἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳβλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύνὥραν τ᾽ ἔχονθ᾽ ἕκαστον ὥστε συμπρεπέςπόλει τ᾽ ἀρήγειν καὶ θεῶν ἐγχωρίων

Μα τώρα πρέπει εσείς κι όποιος του λείπει ακόματης νιότης του ή ακμή κι ο πού έχει πια πέρασηνα βάζη όλο το δρίμωμα της δύναμής τουπαίρνοντας πάνω του ο καθείς ότι τουπέφτειγια να βοηθήση την πατρίδα τους θεούς μας

15 βωμοῖσι τιμὰς μὴ ᾽ξαλειφθῆναί ποτετέκνοις τε Γῇ τε μητρί φιλτάτῃ τροφῷἡ γὰρ νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλονἐθρέψατ᾽ οἰκητῆρας ἀσπιδηφόρους

τους βωμούς των mdash μην ποτέ χάσουν τίς τιμές τωνmdashτα παιδιά του τη μάννα Γη γλυκειά θροφό μαςmiddotγιατ είν αυτή πού όταν μικροί σερνόσαστ έτσιστο καλόβολο χώμα της πάνω της όλοφορτώθηκε το βάρος της αναθροφής σαςκαί πολίτες σας τράνεψεν ασπιδοφόρους

20 πιστοὺς ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε να σας έχη πιστούς σ αυτή της την ανάγκη

καὶ νῦν μὲν ἐς τόδ᾽ ἦμαρ εὖ ῥέπει θεόςχρόνον γὰρ ἤδη τόνδε πυργηρουμένοιςκαλῶς τὰ πλείω πόλεμος ἐκ θεῶν κυρεῖνῦν δ᾽ ὡς ὁ μάντις φησίν οἰωνῶν βοτήρ

Ναί βέβαια ως σήμερα ο θεός δεξιά τα φέρνειmiddotγιατί όλον τούτο τον καιρό που είναι ζωσμένατα κάστρα μας η τύχη του πολέμου κλίνειτο πιότερο σε μας με του θεού τη χάρηmiddotμα τώρα όπως ο μάντης λέει ο πουλολόγος

25 ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν πυρὸς δίχαχρηστηρίους ὄρνιθας ἀψευδεῖ τέχνῃ οὗτος τοιῶνδε δεσπότης μαντευμάτωνλέγει μεγίστην προσβολὴν Ἀχαιίδανυκτηγορεῖσθαι κἀπιβουλεύσειν πόλει

που με το νου καί με τ αυτί μονάχα δίχωςθυσίας φωτιές τα μαντικά σημάδια κρίνεικαί δε λαθεύει ή τέχνη τουmdashαυτός των τέτοιωνκυβερνήτης χριησμών μας λέει πως νυχτοκλώθουνφοβερήν έφοδο οί εχθροί γι αφανισμό μας

30 ἀλλ᾽ ἔς τ᾽ ἐπάλξεις καὶ πύλας πυργωμάτωνὁρμᾶσθε πάντες σοῦσθε σὺν παντευχίᾳπληροῦτε θωρακεῖα κἀπὶ σέλμασινπύργων στάθητε καὶ πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοιςμίμνοντες εὖ θαρσεῖτε μηδ᾽ ἐπηλύδων

Μα όλοι στις πολεμίστρες αρματοζωσμένοιστίς πύλες των φρουρίων ριχτήτε πεταχτήτεγεμίστε τα προστήθια στίς σκεπές των πύργωνσταθήτε καί ριζώνοντας στα έβγα των κάστρωνέχετε θάρρος καί καθόλου μή φοβάστε

35 ταρβεῖτ᾽ ἄγαν ὅμιλον εὖ τελεῖ θεόςσκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦἔπεμψα τοὺς πέποιθα μὴ ματᾶν ὁδῷκαὶ τῶνδ᾽ ἀκούσας οὔ τι μὴ ληφθῶδόλῳ

το πλήθος των εχθρώνmiddot ο θεός μαζί μας θάναιΜα έχω κι εγώ του στρατού στείλη κατασκόπουςκι ανιχνευτές πού βέβαιος είμαι πως του κάκουδε θάν ο δρόμος των κι αφού έρθουν καί μου πούνεφόβο δεν θάχω μες στα δίχτυα τους μην πέσω

ἌγγελοςἘτεόκλεες φέριστε Καδμείων ἄναξ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΈρχομαι δοξασμένε βασιλιά της Θήβας

40 ἥκω σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρωναὐτὸς κατόπτης δ᾽ εἴμ᾽ ἐγὼ τῶν πραγμάτωνἄνδρες γὰρ ἑπτά θούριοι λοχαγέται ταυροσφαγοῦντες ἐς μελάνδετον σάκοςκαὶ θιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου

ξεδιαλυμένα φέρνοντας σου από τακείθενέα του στρατού πού ο ίδιος με τα μάτια μου είδαΕφτά καπετανέοι πολεμόχαροι άντρεςσφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδαταύρο καί στο αίμα του τα χέρια τους βουτόντας

45 Ἄρη τ᾽ Ἐνυώ καὶ φιλαίματον Φόβονὡρκωμότησαν ἢ πόλει κατασκαφὰςθέντες λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳἢ γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳμνημεῖά θ᾽ αὑτῶν τοῖς τεκοῦσιν ἐς δόμους

στον Άρη Ενυώ καί Φόβο πού σφαγές διψούνεόρκο δώσανε ή αφού με βία τη διαγουμίσουντην πόλη τέλεια των Καδμείων να ξολοθρέψουνή με το γαίμα τους νεκροί τη γης ναργάσουν

50 πρὸς ἅρμ᾽ Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον δάκρυλείβοντες οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμα

κι απής στού Άδραστου τ άρμα κρέμαγαν σημάδιαθυμητικά για τους γονιούς των στην

λείβοντες οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμασιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγωνἔπνει λεόντων ὡς Ἄρη δεδορκότων

πατρίδαχύνοντας δάκρυ μ απ τ αχείλι τους ουτ άχναπαράπονου δεν έβγαινεmiddot γιατ ή ατσαλένιακαρδιά τους λάβριζε απ αντρεία καί φυσσομάναεσα λιονταριών πού πόλεμο σπιθάει ή ματιά των

καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται Καί δε θ άργήση ώραν την ώρα να το δείξουνmiddot

55 κληρουμένους δ᾽ ἔλειπον ὡς πάλῳλαχὼνἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχονπρὸς ταῦτ᾽ ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχοςἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς

κλήρους τους άφησα να ρίχτουν σε ποιά πύληθα λάχη καθενός να φέρη το στρατό τουΛοιπόν καί συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείουςπολεμάρχους γοργά τάξε τους μπρος στίς πύλεςmiddotγιατί όπου νάσαι ολάρματοι κοντοζυγώνουνοι Αργείτες κορνιαχτό σηκώνουν καί τους κάμπους

60 χωρεῖ κονίει πεδία δ᾽ ἀργηστὴς ἀφρὸςχραίνει σταλαγμοῖς ἱππικῶν ἐκ πλευμόνωνσὺ δ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸς οἰακοστρόφοςφράξαι πόλισμα πρὶν καταιγίσαι πνοὰςἌρεως βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαῖον στρατοῦ

χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ των αλόγωντο λεχομάνισμαmiddot μα εσύ σαν τιμονιέρηςάξιος του καραβιού το κάστρο να στεριώσηςπρίν να μανίση η μπόρα του πολέμουmiddot κι άκουκύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των

65 καὶ τῶνδε καιρὸν ὅστις ὤκιστος λαβέκἀγὼ τὰ λοιπὰ πιστὸν ἡμεροσκόπονὀφθαλμὸν ἕξω καὶ σαφηνείᾳ λόγουεἰδὼς τὰ τῶν θύραθεν ἀβλαβὴς ἔσῃ

Άδραξε τον καιρό πού πρέπει χέρι χέρικαί γω για τάλλα πιστό μάτι ημεροσκόπουθέ νάχω κι όταν μ όλη την αλήθεια ξέρηςτί τρέχει έξω απ τα τείχη μας φόβο δε θάχης

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ Δία καί Γη καί Θεοί προστάτες της πατρίδας

70 Ἀρά τ᾽ Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενήςμή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρονἐκθαμνίσητε δῃάλωτον Ἑλλάδοςφθόγγον χέουσαν καὶ δόμους ἐφεστίουςἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν

κι ω Κατάρα τρανή Ερινύα του πατέραμη μου απ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστεαφανισμένη απ τους εχθρούς μια πολιτείαπού κραίνει γλωσσά Ελληνικιά μηδέ τα σπίτια

πού τίς εστίες σας έχουνε καί μην αφήστεμια χώρα ελεύτερη την πόλη αυτή του Κάδμου

75 ζυγοῖσι δουλίοισι μήποτε σχεθεῖνγένεσθε δ᾽ ἀλκή ξυνὰ δ᾽ ἐλπίζω λέγεινπόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει

να πέση σε σκλαβιάς ζυγό μα σώσετέ μαςπούν καί δικό σας διάφοροmiddot γιατί μια χώραμόν όταν ευτυχή τιμά καί τους θεούς της

πάροδος

Χορόςθρέομαι φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχημεθεῖται στρατός στρατόπεδον λιπὼν

ΧΟΡΟΣΤρομάρα μου κακά μεγάλα φοβεράΜολύθηκε ο στρατός απ τα χαράκια νά

80 ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος ἱππόταςαἰθερία κόνις με πείθει φανεῖσ᾽ἄναυδος σαφὴς ἔτυμος ἄγγελοςἔτι δὲ ltγᾶςgt ἐμᾶς πεδί᾽ ὁπλόκτυπ᾽ ὠτὶχρίμπτει βοάν ποτᾶται βρέμει δ᾽

κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά

85 ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου ωσάν τ ακράτηγο νερό πού δέρνει τα γκρεμνά

ἰὼ ἰὼ ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽ ὀρόμενον κακὸνβοᾷ τειχέων ὕπερ ἀλεύσατεὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐτρεπὴς

Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος ό οχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος

90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά

τίς ἄρα ῥύσεται τίς ἄρ᾽ ἐπαρκέσειθεῶν ἢ θεᾶνπότερα δῆτ᾽ ἐγὼ ltπάτριαgt ποτιπέσω

Ποιος θα με σώση ποιος θα μου είναι βοηθός απ τους θεούς απ τίς θεέςτί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύς μπροστά

95 βρέτη δαιμόνωνἰὼ μάκαρες εὔεδροιἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι τί μέλλομενἀγάστονοι

στ αγάλματα τα θεϊκάΏ μάκαρες καλόθρονοι ώρα καί βιάζει το κακό να σας σφιχτοπεριπλεχτώΚαιρό τί χάνουμε μ αυτούς τους

μάταιους οδυρμούς100 ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων

κτύπονπέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦνἀμφὶ λιτάν᾽ ἕξομενκτύπον δέδορκα πάταγος οὐχ ἑνὸς δορόςτί ῥέξεις προδώσεις παλαίχθων

Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά

105 Ἄρης τὰν τεάνἰὼ χρυσοπήληξ δαῖμον ἔπιδ᾽ ἔπιδεπόλιν ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου

θ αφήσης Άρη να χαθή με το χρυσό το κράνος θεέ στρέψε το μάτι σου καί ιδέκαί ιδέ τη γης π αγάπαγες πολύ από μια φορά

θεοὶ πολιάοχοι πάντες ἴτε χθονὸς Προστάτες μας θεοί προφτάσετ όλοι110 ἴδετε παρθένων

ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερκῦμα [γὰρ] περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν

δήτε μας τίς παρθένες πού πεσμένες μπρος σας σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό Κύμα τριγύρ απ την πόλη με λοξές φούντες οχτρών

115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενονἀλλ᾽ ὦ Ζεῦ ltgt πάτερ παντελέςπάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν

με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζειΠατέρα Δία παντέλειε μα βοήθησε μεκι απ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με

120 Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμουκυκλοῦνται φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων[δονεῖ] διὰ δέ τοι γενύων ἱππίωνκινύρονται φόνον χαλινοίἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ

Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι

125 δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαιπροσίστανται πάλῳ λαχόντες

όπως τους έτυχε ό λαχνός στίς εφτά πύλες προχωρούν

σύ τ᾽ ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτοςῥυσίπολις γενοῦ

Μα ώ πολεμόχαρη θεά κόρη του Δία γίνε της πόλης μας εσύ Παλλάδα ή σωτηρίαmiddot

130 Παλλάς ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷἐπίλυσιν φόβων ἐπίλυσιν δίδου

κι ώ καβαλλάρη βασιλιά θαλασσοκράτορα με το ψαροκαμάκι Ποσειδώνα θεέ μας απτίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας γλύτωνε μας

135 σύ τ᾽ Ἄρης φεῦ φεῦ πόλιν ἐπώνυμον Καί συ Άρη αλλοί μου αλλοί την πόλη

Κάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά 150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά158bἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται

ὦ φίλ᾽ ἌπολλονΣτίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸπόλεως

καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόλη στημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει

ἰὼ παναρκεῖς θεοίἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷκλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλιν

δείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

αʹ ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλήςὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασα δ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της

καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃμόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι

Χορόςἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαιςδὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας

215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα

Χορόςἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶχρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς το χρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳβροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 3: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

25 ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν πυρὸς δίχαχρηστηρίους ὄρνιθας ἀψευδεῖ τέχνῃ οὗτος τοιῶνδε δεσπότης μαντευμάτωνλέγει μεγίστην προσβολὴν Ἀχαιίδανυκτηγορεῖσθαι κἀπιβουλεύσειν πόλει

που με το νου καί με τ αυτί μονάχα δίχωςθυσίας φωτιές τα μαντικά σημάδια κρίνεικαί δε λαθεύει ή τέχνη τουmdashαυτός των τέτοιωνκυβερνήτης χριησμών μας λέει πως νυχτοκλώθουνφοβερήν έφοδο οί εχθροί γι αφανισμό μας

30 ἀλλ᾽ ἔς τ᾽ ἐπάλξεις καὶ πύλας πυργωμάτωνὁρμᾶσθε πάντες σοῦσθε σὺν παντευχίᾳπληροῦτε θωρακεῖα κἀπὶ σέλμασινπύργων στάθητε καὶ πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοιςμίμνοντες εὖ θαρσεῖτε μηδ᾽ ἐπηλύδων

Μα όλοι στις πολεμίστρες αρματοζωσμένοιστίς πύλες των φρουρίων ριχτήτε πεταχτήτεγεμίστε τα προστήθια στίς σκεπές των πύργωνσταθήτε καί ριζώνοντας στα έβγα των κάστρωνέχετε θάρρος καί καθόλου μή φοβάστε

35 ταρβεῖτ᾽ ἄγαν ὅμιλον εὖ τελεῖ θεόςσκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦἔπεμψα τοὺς πέποιθα μὴ ματᾶν ὁδῷκαὶ τῶνδ᾽ ἀκούσας οὔ τι μὴ ληφθῶδόλῳ

το πλήθος των εχθρώνmiddot ο θεός μαζί μας θάναιΜα έχω κι εγώ του στρατού στείλη κατασκόπουςκι ανιχνευτές πού βέβαιος είμαι πως του κάκουδε θάν ο δρόμος των κι αφού έρθουν καί μου πούνεφόβο δεν θάχω μες στα δίχτυα τους μην πέσω

ἌγγελοςἘτεόκλεες φέριστε Καδμείων ἄναξ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΈρχομαι δοξασμένε βασιλιά της Θήβας

40 ἥκω σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρωναὐτὸς κατόπτης δ᾽ εἴμ᾽ ἐγὼ τῶν πραγμάτωνἄνδρες γὰρ ἑπτά θούριοι λοχαγέται ταυροσφαγοῦντες ἐς μελάνδετον σάκοςκαὶ θιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου

ξεδιαλυμένα φέρνοντας σου από τακείθενέα του στρατού πού ο ίδιος με τα μάτια μου είδαΕφτά καπετανέοι πολεμόχαροι άντρεςσφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδαταύρο καί στο αίμα του τα χέρια τους βουτόντας

45 Ἄρη τ᾽ Ἐνυώ καὶ φιλαίματον Φόβονὡρκωμότησαν ἢ πόλει κατασκαφὰςθέντες λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳἢ γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳμνημεῖά θ᾽ αὑτῶν τοῖς τεκοῦσιν ἐς δόμους

στον Άρη Ενυώ καί Φόβο πού σφαγές διψούνεόρκο δώσανε ή αφού με βία τη διαγουμίσουντην πόλη τέλεια των Καδμείων να ξολοθρέψουνή με το γαίμα τους νεκροί τη γης ναργάσουν

50 πρὸς ἅρμ᾽ Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον δάκρυλείβοντες οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμα

κι απής στού Άδραστου τ άρμα κρέμαγαν σημάδιαθυμητικά για τους γονιούς των στην

λείβοντες οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμασιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγωνἔπνει λεόντων ὡς Ἄρη δεδορκότων

πατρίδαχύνοντας δάκρυ μ απ τ αχείλι τους ουτ άχναπαράπονου δεν έβγαινεmiddot γιατ ή ατσαλένιακαρδιά τους λάβριζε απ αντρεία καί φυσσομάναεσα λιονταριών πού πόλεμο σπιθάει ή ματιά των

καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται Καί δε θ άργήση ώραν την ώρα να το δείξουνmiddot

55 κληρουμένους δ᾽ ἔλειπον ὡς πάλῳλαχὼνἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχονπρὸς ταῦτ᾽ ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχοςἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς

κλήρους τους άφησα να ρίχτουν σε ποιά πύληθα λάχη καθενός να φέρη το στρατό τουΛοιπόν καί συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείουςπολεμάρχους γοργά τάξε τους μπρος στίς πύλεςmiddotγιατί όπου νάσαι ολάρματοι κοντοζυγώνουνοι Αργείτες κορνιαχτό σηκώνουν καί τους κάμπους

60 χωρεῖ κονίει πεδία δ᾽ ἀργηστὴς ἀφρὸςχραίνει σταλαγμοῖς ἱππικῶν ἐκ πλευμόνωνσὺ δ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸς οἰακοστρόφοςφράξαι πόλισμα πρὶν καταιγίσαι πνοὰςἌρεως βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαῖον στρατοῦ

χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ των αλόγωντο λεχομάνισμαmiddot μα εσύ σαν τιμονιέρηςάξιος του καραβιού το κάστρο να στεριώσηςπρίν να μανίση η μπόρα του πολέμουmiddot κι άκουκύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των

65 καὶ τῶνδε καιρὸν ὅστις ὤκιστος λαβέκἀγὼ τὰ λοιπὰ πιστὸν ἡμεροσκόπονὀφθαλμὸν ἕξω καὶ σαφηνείᾳ λόγουεἰδὼς τὰ τῶν θύραθεν ἀβλαβὴς ἔσῃ

Άδραξε τον καιρό πού πρέπει χέρι χέρικαί γω για τάλλα πιστό μάτι ημεροσκόπουθέ νάχω κι όταν μ όλη την αλήθεια ξέρηςτί τρέχει έξω απ τα τείχη μας φόβο δε θάχης

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ Δία καί Γη καί Θεοί προστάτες της πατρίδας

70 Ἀρά τ᾽ Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενήςμή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρονἐκθαμνίσητε δῃάλωτον Ἑλλάδοςφθόγγον χέουσαν καὶ δόμους ἐφεστίουςἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν

κι ω Κατάρα τρανή Ερινύα του πατέραμη μου απ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστεαφανισμένη απ τους εχθρούς μια πολιτείαπού κραίνει γλωσσά Ελληνικιά μηδέ τα σπίτια

πού τίς εστίες σας έχουνε καί μην αφήστεμια χώρα ελεύτερη την πόλη αυτή του Κάδμου

75 ζυγοῖσι δουλίοισι μήποτε σχεθεῖνγένεσθε δ᾽ ἀλκή ξυνὰ δ᾽ ἐλπίζω λέγεινπόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει

να πέση σε σκλαβιάς ζυγό μα σώσετέ μαςπούν καί δικό σας διάφοροmiddot γιατί μια χώραμόν όταν ευτυχή τιμά καί τους θεούς της

πάροδος

Χορόςθρέομαι φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχημεθεῖται στρατός στρατόπεδον λιπὼν

ΧΟΡΟΣΤρομάρα μου κακά μεγάλα φοβεράΜολύθηκε ο στρατός απ τα χαράκια νά

80 ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος ἱππόταςαἰθερία κόνις με πείθει φανεῖσ᾽ἄναυδος σαφὴς ἔτυμος ἄγγελοςἔτι δὲ ltγᾶςgt ἐμᾶς πεδί᾽ ὁπλόκτυπ᾽ ὠτὶχρίμπτει βοάν ποτᾶται βρέμει δ᾽

κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά

85 ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου ωσάν τ ακράτηγο νερό πού δέρνει τα γκρεμνά

ἰὼ ἰὼ ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽ ὀρόμενον κακὸνβοᾷ τειχέων ὕπερ ἀλεύσατεὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐτρεπὴς

Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος ό οχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος

90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά

τίς ἄρα ῥύσεται τίς ἄρ᾽ ἐπαρκέσειθεῶν ἢ θεᾶνπότερα δῆτ᾽ ἐγὼ ltπάτριαgt ποτιπέσω

Ποιος θα με σώση ποιος θα μου είναι βοηθός απ τους θεούς απ τίς θεέςτί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύς μπροστά

95 βρέτη δαιμόνωνἰὼ μάκαρες εὔεδροιἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι τί μέλλομενἀγάστονοι

στ αγάλματα τα θεϊκάΏ μάκαρες καλόθρονοι ώρα καί βιάζει το κακό να σας σφιχτοπεριπλεχτώΚαιρό τί χάνουμε μ αυτούς τους

μάταιους οδυρμούς100 ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων

κτύπονπέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦνἀμφὶ λιτάν᾽ ἕξομενκτύπον δέδορκα πάταγος οὐχ ἑνὸς δορόςτί ῥέξεις προδώσεις παλαίχθων

Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά

105 Ἄρης τὰν τεάνἰὼ χρυσοπήληξ δαῖμον ἔπιδ᾽ ἔπιδεπόλιν ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου

θ αφήσης Άρη να χαθή με το χρυσό το κράνος θεέ στρέψε το μάτι σου καί ιδέκαί ιδέ τη γης π αγάπαγες πολύ από μια φορά

θεοὶ πολιάοχοι πάντες ἴτε χθονὸς Προστάτες μας θεοί προφτάσετ όλοι110 ἴδετε παρθένων

ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερκῦμα [γὰρ] περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν

δήτε μας τίς παρθένες πού πεσμένες μπρος σας σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό Κύμα τριγύρ απ την πόλη με λοξές φούντες οχτρών

115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενονἀλλ᾽ ὦ Ζεῦ ltgt πάτερ παντελέςπάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν

με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζειΠατέρα Δία παντέλειε μα βοήθησε μεκι απ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με

120 Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμουκυκλοῦνται φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων[δονεῖ] διὰ δέ τοι γενύων ἱππίωνκινύρονται φόνον χαλινοίἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ

Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι

125 δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαιπροσίστανται πάλῳ λαχόντες

όπως τους έτυχε ό λαχνός στίς εφτά πύλες προχωρούν

σύ τ᾽ ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτοςῥυσίπολις γενοῦ

Μα ώ πολεμόχαρη θεά κόρη του Δία γίνε της πόλης μας εσύ Παλλάδα ή σωτηρίαmiddot

130 Παλλάς ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷἐπίλυσιν φόβων ἐπίλυσιν δίδου

κι ώ καβαλλάρη βασιλιά θαλασσοκράτορα με το ψαροκαμάκι Ποσειδώνα θεέ μας απτίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας γλύτωνε μας

135 σύ τ᾽ Ἄρης φεῦ φεῦ πόλιν ἐπώνυμον Καί συ Άρη αλλοί μου αλλοί την πόλη

Κάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά 150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά158bἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται

ὦ φίλ᾽ ἌπολλονΣτίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸπόλεως

καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόλη στημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει

ἰὼ παναρκεῖς θεοίἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷκλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλιν

δείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

αʹ ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλήςὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασα δ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της

καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃμόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι

Χορόςἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαιςδὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας

215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα

Χορόςἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶχρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς το χρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳβροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 4: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

λείβοντες οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμασιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγωνἔπνει λεόντων ὡς Ἄρη δεδορκότων

πατρίδαχύνοντας δάκρυ μ απ τ αχείλι τους ουτ άχναπαράπονου δεν έβγαινεmiddot γιατ ή ατσαλένιακαρδιά τους λάβριζε απ αντρεία καί φυσσομάναεσα λιονταριών πού πόλεμο σπιθάει ή ματιά των

καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται Καί δε θ άργήση ώραν την ώρα να το δείξουνmiddot

55 κληρουμένους δ᾽ ἔλειπον ὡς πάλῳλαχὼνἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχονπρὸς ταῦτ᾽ ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχοςἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς

κλήρους τους άφησα να ρίχτουν σε ποιά πύληθα λάχη καθενός να φέρη το στρατό τουΛοιπόν καί συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείουςπολεμάρχους γοργά τάξε τους μπρος στίς πύλεςmiddotγιατί όπου νάσαι ολάρματοι κοντοζυγώνουνοι Αργείτες κορνιαχτό σηκώνουν καί τους κάμπους

60 χωρεῖ κονίει πεδία δ᾽ ἀργηστὴς ἀφρὸςχραίνει σταλαγμοῖς ἱππικῶν ἐκ πλευμόνωνσὺ δ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸς οἰακοστρόφοςφράξαι πόλισμα πρὶν καταιγίσαι πνοὰςἌρεως βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαῖον στρατοῦ

χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ των αλόγωντο λεχομάνισμαmiddot μα εσύ σαν τιμονιέρηςάξιος του καραβιού το κάστρο να στεριώσηςπρίν να μανίση η μπόρα του πολέμουmiddot κι άκουκύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των

65 καὶ τῶνδε καιρὸν ὅστις ὤκιστος λαβέκἀγὼ τὰ λοιπὰ πιστὸν ἡμεροσκόπονὀφθαλμὸν ἕξω καὶ σαφηνείᾳ λόγουεἰδὼς τὰ τῶν θύραθεν ἀβλαβὴς ἔσῃ

Άδραξε τον καιρό πού πρέπει χέρι χέρικαί γω για τάλλα πιστό μάτι ημεροσκόπουθέ νάχω κι όταν μ όλη την αλήθεια ξέρηςτί τρέχει έξω απ τα τείχη μας φόβο δε θάχης

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ Δία καί Γη καί Θεοί προστάτες της πατρίδας

70 Ἀρά τ᾽ Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενήςμή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρονἐκθαμνίσητε δῃάλωτον Ἑλλάδοςφθόγγον χέουσαν καὶ δόμους ἐφεστίουςἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν

κι ω Κατάρα τρανή Ερινύα του πατέραμη μου απ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστεαφανισμένη απ τους εχθρούς μια πολιτείαπού κραίνει γλωσσά Ελληνικιά μηδέ τα σπίτια

πού τίς εστίες σας έχουνε καί μην αφήστεμια χώρα ελεύτερη την πόλη αυτή του Κάδμου

75 ζυγοῖσι δουλίοισι μήποτε σχεθεῖνγένεσθε δ᾽ ἀλκή ξυνὰ δ᾽ ἐλπίζω λέγεινπόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει

να πέση σε σκλαβιάς ζυγό μα σώσετέ μαςπούν καί δικό σας διάφοροmiddot γιατί μια χώραμόν όταν ευτυχή τιμά καί τους θεούς της

πάροδος

Χορόςθρέομαι φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχημεθεῖται στρατός στρατόπεδον λιπὼν

ΧΟΡΟΣΤρομάρα μου κακά μεγάλα φοβεράΜολύθηκε ο στρατός απ τα χαράκια νά

80 ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος ἱππόταςαἰθερία κόνις με πείθει φανεῖσ᾽ἄναυδος σαφὴς ἔτυμος ἄγγελοςἔτι δὲ ltγᾶςgt ἐμᾶς πεδί᾽ ὁπλόκτυπ᾽ ὠτὶχρίμπτει βοάν ποτᾶται βρέμει δ᾽

κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά

85 ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου ωσάν τ ακράτηγο νερό πού δέρνει τα γκρεμνά

ἰὼ ἰὼ ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽ ὀρόμενον κακὸνβοᾷ τειχέων ὕπερ ἀλεύσατεὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐτρεπὴς

Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος ό οχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος

90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά

τίς ἄρα ῥύσεται τίς ἄρ᾽ ἐπαρκέσειθεῶν ἢ θεᾶνπότερα δῆτ᾽ ἐγὼ ltπάτριαgt ποτιπέσω

Ποιος θα με σώση ποιος θα μου είναι βοηθός απ τους θεούς απ τίς θεέςτί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύς μπροστά

95 βρέτη δαιμόνωνἰὼ μάκαρες εὔεδροιἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι τί μέλλομενἀγάστονοι

στ αγάλματα τα θεϊκάΏ μάκαρες καλόθρονοι ώρα καί βιάζει το κακό να σας σφιχτοπεριπλεχτώΚαιρό τί χάνουμε μ αυτούς τους

μάταιους οδυρμούς100 ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων

κτύπονπέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦνἀμφὶ λιτάν᾽ ἕξομενκτύπον δέδορκα πάταγος οὐχ ἑνὸς δορόςτί ῥέξεις προδώσεις παλαίχθων

Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά

105 Ἄρης τὰν τεάνἰὼ χρυσοπήληξ δαῖμον ἔπιδ᾽ ἔπιδεπόλιν ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου

θ αφήσης Άρη να χαθή με το χρυσό το κράνος θεέ στρέψε το μάτι σου καί ιδέκαί ιδέ τη γης π αγάπαγες πολύ από μια φορά

θεοὶ πολιάοχοι πάντες ἴτε χθονὸς Προστάτες μας θεοί προφτάσετ όλοι110 ἴδετε παρθένων

ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερκῦμα [γὰρ] περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν

δήτε μας τίς παρθένες πού πεσμένες μπρος σας σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό Κύμα τριγύρ απ την πόλη με λοξές φούντες οχτρών

115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενονἀλλ᾽ ὦ Ζεῦ ltgt πάτερ παντελέςπάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν

με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζειΠατέρα Δία παντέλειε μα βοήθησε μεκι απ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με

120 Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμουκυκλοῦνται φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων[δονεῖ] διὰ δέ τοι γενύων ἱππίωνκινύρονται φόνον χαλινοίἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ

Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι

125 δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαιπροσίστανται πάλῳ λαχόντες

όπως τους έτυχε ό λαχνός στίς εφτά πύλες προχωρούν

σύ τ᾽ ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτοςῥυσίπολις γενοῦ

Μα ώ πολεμόχαρη θεά κόρη του Δία γίνε της πόλης μας εσύ Παλλάδα ή σωτηρίαmiddot

130 Παλλάς ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷἐπίλυσιν φόβων ἐπίλυσιν δίδου

κι ώ καβαλλάρη βασιλιά θαλασσοκράτορα με το ψαροκαμάκι Ποσειδώνα θεέ μας απτίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας γλύτωνε μας

135 σύ τ᾽ Ἄρης φεῦ φεῦ πόλιν ἐπώνυμον Καί συ Άρη αλλοί μου αλλοί την πόλη

Κάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά 150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά158bἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται

ὦ φίλ᾽ ἌπολλονΣτίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸπόλεως

καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόλη στημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει

ἰὼ παναρκεῖς θεοίἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷκλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλιν

δείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

αʹ ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλήςὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασα δ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της

καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃμόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι

Χορόςἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαιςδὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας

215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα

Χορόςἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶχρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς το χρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳβροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 5: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

πού τίς εστίες σας έχουνε καί μην αφήστεμια χώρα ελεύτερη την πόλη αυτή του Κάδμου

75 ζυγοῖσι δουλίοισι μήποτε σχεθεῖνγένεσθε δ᾽ ἀλκή ξυνὰ δ᾽ ἐλπίζω λέγεινπόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει

να πέση σε σκλαβιάς ζυγό μα σώσετέ μαςπούν καί δικό σας διάφοροmiddot γιατί μια χώραμόν όταν ευτυχή τιμά καί τους θεούς της

πάροδος

Χορόςθρέομαι φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχημεθεῖται στρατός στρατόπεδον λιπὼν

ΧΟΡΟΣΤρομάρα μου κακά μεγάλα φοβεράΜολύθηκε ο στρατός απ τα χαράκια νά

80 ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος ἱππόταςαἰθερία κόνις με πείθει φανεῖσ᾽ἄναυδος σαφὴς ἔτυμος ἄγγελοςἔτι δὲ ltγᾶςgt ἐμᾶς πεδί᾽ ὁπλόκτυπ᾽ ὠτὶχρίμπτει βοάν ποτᾶται βρέμει δ᾽

κύμα χυμίζει κατά δω αρίφνητ η καβαλλαριάmiddot μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός π ασκώθηκε ως τον ουρανόδίχως μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινόςΤής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπουςπού κι όλο μπρος πετάει ζυγώνει καί βροντά

85 ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου ωσάν τ ακράτηγο νερό πού δέρνει τα γκρεμνά

ἰὼ ἰὼ ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽ ὀρόμενον κακὸνβοᾷ τειχέων ὕπερ ἀλεύσατεὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐτρεπὴς

Άλλοί μου αλλοί θεοί θεέςτο κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ από μαςΒουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος ό οχτρόςμε τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος

90 ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα] πάνω στα κάστρα μας χυμά

τίς ἄρα ῥύσεται τίς ἄρ᾽ ἐπαρκέσειθεῶν ἢ θεᾶνπότερα δῆτ᾽ ἐγὼ ltπάτριαgt ποτιπέσω

Ποιος θα με σώση ποιος θα μου είναι βοηθός απ τους θεούς απ τίς θεέςτί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύς μπροστά

95 βρέτη δαιμόνωνἰὼ μάκαρες εὔεδροιἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι τί μέλλομενἀγάστονοι

στ αγάλματα τα θεϊκάΏ μάκαρες καλόθρονοι ώρα καί βιάζει το κακό να σας σφιχτοπεριπλεχτώΚαιρό τί χάνουμε μ αυτούς τους

μάταιους οδυρμούς100 ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων

κτύπονπέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦνἀμφὶ λιτάν᾽ ἕξομενκτύπον δέδορκα πάταγος οὐχ ἑνὸς δορόςτί ῥέξεις προδώσεις παλαίχθων

Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά

105 Ἄρης τὰν τεάνἰὼ χρυσοπήληξ δαῖμον ἔπιδ᾽ ἔπιδεπόλιν ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου

θ αφήσης Άρη να χαθή με το χρυσό το κράνος θεέ στρέψε το μάτι σου καί ιδέκαί ιδέ τη γης π αγάπαγες πολύ από μια φορά

θεοὶ πολιάοχοι πάντες ἴτε χθονὸς Προστάτες μας θεοί προφτάσετ όλοι110 ἴδετε παρθένων

ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερκῦμα [γὰρ] περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν

δήτε μας τίς παρθένες πού πεσμένες μπρος σας σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό Κύμα τριγύρ απ την πόλη με λοξές φούντες οχτρών

115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενονἀλλ᾽ ὦ Ζεῦ ltgt πάτερ παντελέςπάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν

με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζειΠατέρα Δία παντέλειε μα βοήθησε μεκι απ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με

120 Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμουκυκλοῦνται φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων[δονεῖ] διὰ δέ τοι γενύων ἱππίωνκινύρονται φόνον χαλινοίἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ

Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι

125 δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαιπροσίστανται πάλῳ λαχόντες

όπως τους έτυχε ό λαχνός στίς εφτά πύλες προχωρούν

σύ τ᾽ ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτοςῥυσίπολις γενοῦ

Μα ώ πολεμόχαρη θεά κόρη του Δία γίνε της πόλης μας εσύ Παλλάδα ή σωτηρίαmiddot

130 Παλλάς ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷἐπίλυσιν φόβων ἐπίλυσιν δίδου

κι ώ καβαλλάρη βασιλιά θαλασσοκράτορα με το ψαροκαμάκι Ποσειδώνα θεέ μας απτίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας γλύτωνε μας

135 σύ τ᾽ Ἄρης φεῦ φεῦ πόλιν ἐπώνυμον Καί συ Άρη αλλοί μου αλλοί την πόλη

Κάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά 150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά158bἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται

ὦ φίλ᾽ ἌπολλονΣτίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸπόλεως

καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόλη στημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει

ἰὼ παναρκεῖς θεοίἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷκλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλιν

δείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

αʹ ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλήςὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασα δ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της

καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃμόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι

Χορόςἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαιςδὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας

215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα

Χορόςἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶχρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς το χρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳβροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 6: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

μάταιους οδυρμούς100 ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων

κτύπονπέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦνἀμφὶ λιτάν᾽ ἕξομενκτύπον δέδορκα πάταγος οὐχ ἑνὸς δορόςτί ῥέξεις προδώσεις παλαίχθων

Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούντους πέπλους καί τα στέφανα αν όχι τώρα πιαπότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά Είδες τί χτύπος όχι ενού βρόντημα κονταριούΤί έχεις σκοπό τη χώρ αυτή δικιά σου απ τα παλιά

105 Ἄρης τὰν τεάνἰὼ χρυσοπήληξ δαῖμον ἔπιδ᾽ ἔπιδεπόλιν ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου

θ αφήσης Άρη να χαθή με το χρυσό το κράνος θεέ στρέψε το μάτι σου καί ιδέκαί ιδέ τη γης π αγάπαγες πολύ από μια φορά

θεοὶ πολιάοχοι πάντες ἴτε χθονὸς Προστάτες μας θεοί προφτάσετ όλοι110 ἴδετε παρθένων

ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερκῦμα [γὰρ] περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν

δήτε μας τίς παρθένες πού πεσμένες μπρος σας σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό Κύμα τριγύρ απ την πόλη με λοξές φούντες οχτρών

115 καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενονἀλλ᾽ ὦ Ζεῦ ltgt πάτερ παντελέςπάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν

με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζειΠατέρα Δία παντέλειε μα βοήθησε μεκι απ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με

120 Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμουκυκλοῦνται φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων[δονεῖ] διὰ δέ τοι γενύων ἱππίωνκινύρονται φόνον χαλινοίἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ

Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου ΑργείτεςΤrsquo άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνεκι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά στριγγολογούνεΚ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι

125 δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαιπροσίστανται πάλῳ λαχόντες

όπως τους έτυχε ό λαχνός στίς εφτά πύλες προχωρούν

σύ τ᾽ ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτοςῥυσίπολις γενοῦ

Μα ώ πολεμόχαρη θεά κόρη του Δία γίνε της πόλης μας εσύ Παλλάδα ή σωτηρίαmiddot

130 Παλλάς ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷἐπίλυσιν φόβων ἐπίλυσιν δίδου

κι ώ καβαλλάρη βασιλιά θαλασσοκράτορα με το ψαροκαμάκι Ποσειδώνα θεέ μας απτίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας γλύτωνε μας

135 σύ τ᾽ Ἄρης φεῦ φεῦ πόλιν ἐπώνυμον Καί συ Άρη αλλοί μου αλλοί την πόλη

Κάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά 150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά158bἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται

ὦ φίλ᾽ ἌπολλονΣτίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸπόλεως

καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόλη στημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει

ἰὼ παναρκεῖς θεοίἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷκλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλιν

δείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

αʹ ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλήςὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασα δ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της

καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃμόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι

Χορόςἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαιςδὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας

215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα

Χορόςἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶχρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς το χρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳβροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 7: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

Κάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς αυτή πόχει απ τον Κάδμο τόνομά τηςδικιά σου φύλαξέ τηνε σωστός προστάτης

140 καὶ Κύπρις ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρἄλευσον σέθεν γὰρ ἐξ αἵματοςγεγόναμεν λιταῖσί σε θεοκλύτοιςἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα

Κι ώ της γενιάς μας Κύπριδα προστάτισσαμάκρυνε το κακό γιατί αίμα εμείς δικό σουμε λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου

145 καὶ σύ Λύκει᾽ ἄναξ Λύκειος γενοῦστρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίταςσύ τ᾽ ὦ Λατογένειακούρα τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]

Κι ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψεκαί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους να πλερώσουντους στεναγμούς μας Κι ώ συ κόρη της Λητώς με τ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά 150 ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω

ὦ πότνι᾽ Ἥραἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαιἌρτεμι φίλα ἒ ἒ ἒ ἔ

Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώΉρα μου δέσποιναστρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια να των τροχών Γλυκειά μου Αρτέμιδα

155 δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεταιτί πόλις ἄμμι πάσχει τί γενήσεταιποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός

κονταροτίναχτος άκου φρενιάζει ό ουρανόςmiddotτί κακό βρήκε την πόλη μας τ είναι να γένηποιό τέλος τάχα άπ τους θεούς μας περιμένει

ἒ ἒ ἒ ἔ Αά Αά158bἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται

ὦ φίλ᾽ ἌπολλονΣτίς ψηλές έπαλξες χαλάζ οί πέτρες πετούν ώ φίλε Απόλλωνα

160 κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέωνπαῖ Διός ὅθενπολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ

κι άπ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν Μα ώ συ που σ έταξεο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό

σύ τε μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα πρὸπόλεως

καί συ Όγκα δέσποινα μπροστ άπ την πόλη στημένη

165 ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει

ἰὼ παναρκεῖς θεοίἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶςτᾶσδε πυργοφύλακεςπόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽

Ώ παντοδύναμοι Θεοί τρανοί θεοί τρανές θεές αυτής πυργοφυλάχτορες της γης μην παραδώσετε από εχθρού κοντάρι καταπονεμένα

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷκλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλιν

δείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

αʹ ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλήςὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασα δ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της

καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃμόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι

Χορόςἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαιςδὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας

215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα

Χορόςἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶχρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς το χρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳβροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 8: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

170 ἑτεροφώνῳ στρατῷκλύετε παρθένων κλύετε πανδίκωςχειροτόνους λιτάς

τα κάστρα μας σ αλλόγλωσσο στρατό μ ακούστε μας πού με υψωμένα τα χέρια τα παρθενικά σας κράζομε θλιφτά ευλαβητικά

ἰὼ φίλοι δαίμονες Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή175 λυτήριοί ltτ᾽gt ἀμφιβάντες πόλιν

δείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλειςμέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίωνμελόμενοι δ᾽ ἀρήξατεφιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων

το χέρι σας απλώσετε θεοί πάνω στην πόλη να σωθή δείξετε πώς την αγαπάτεmiddot θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες γνοιαστήτε μας και βοηθάτεmiddot τ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες

180 μνήστορες ἐστέ μοι τις προσφορές μη μου ξεχνάτε

αʹ ἐπεισόδιο

Ἐτεοκλήςὑμᾶς ἐρωτῶ θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετάἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήριαστρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕσάς ρωτώ ανυπόφερτα πλάσματαmdashμα είναικαλά πράματ αυτά για να σωθή μια πόληκαί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο

185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶναὔειν λακάζειν σωφρόνων μισήματαμήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένεικρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος δείσασα δ᾽

να πέφτετε μπρος στων θεών τ αγάλματα έτσιμε τ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σαςπού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκηΆ και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχίανάδιν ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκαγιατί αν της έρθουνε δεξιά καί ποιός την πιάνειστην έπαρση της μ αν την κυριεύση ο φόβος

190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της

καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς

Σαν τώρα εσείς μ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃμόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι

Χορόςἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαιςδὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας

215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα

Χορόςἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶχρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς το χρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳβροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 9: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκηντὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεταιαὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα

δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτεμες στο στρατό μας κ έτσ οί εχθροί πόχομ απόξωβρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδοςενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας

195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοιςκεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεταιἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιονψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεταιλευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃμόρον

Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκεςΜα όποιος την προσταγή μου τώρα δεν ακούσηάντρας γυναίκα ή ότι κι άλλο πάει νάναιαπόφαση θανατική τον περιμένεικι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη

200 μέλει γὰρ ἀνδρί μὴ γυνὴ βουλευέτωτἄξωθεν ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθειἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω

Έχει έγνοια ο άντρας η γυναίκα ας μη φροντίζηγια τα όξωmiddot μέσ ας κάθεται χωρίς να βλάφτηΆκουσες ή δεν άκουσες ή σε κουφή τα λέω

Χορόςὦ φίλον Οἰδίπου τέκος ἔδεισ᾽ἀκούσασατὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον

ΧΟΡΟΣ Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα επήρα φόβο π άκουσα το βρόντημα

205ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοιἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμαπυριγενετᾶν χαλινῶν

το βρόντημ απ τ αμάξια τα βαρύχτυπα και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα κι άκουσα στων αλόγων ν αναδεύουν γύρω το στόμα της φωτιάς γεννήματα τα γκέμια πού τά τιμονεύουν

Ἐτεοκλήςτί οὖν ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼνπρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚαί τί μην τάχα ο ναύτης αν από την πρύμναστην πλώρη τρέξη θαβρή τρόπο να γλυτώση

210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι

Χορόςἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-χαῖα βρέτη θεοῖσι πίσυνος νιφάδοςὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαιςδὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς πόλεως

ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα μ ασπούδα τρέχοντας προς των θεών μας τα παλιά τ αγάλματα πόχω σ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας

215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσεmiddot

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα

Χορόςἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶχρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς το χρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳβροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 10: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

τότ απ το φόβο να προσπέσω πέταξα στη θεότη νάθε με βοηθούσε

Ἐτεοκλήςπύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυοὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν ἀλλ᾽ οὖν θεοὺςτοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργοςκι αυτό συμφέρει τους θεούςmiddot γιατί δε λένεπως σαν μια πολιτεία χαθή πάν κι οι θεοί της

Χορόςμήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν

ΧΟΡΟΣΆμποτ όσο που ζω μην ποτέ μου μ αφήση

220ἅδε πανάγυρις μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ

των θεών αυτή η σύναξη μήτε να δω εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση καί να την διαγουμίση κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό

Ἐτεοκλήςμή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶςπειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜπορείς να κράζης τους θεούς μα δίχως κ έτσιτο νου να χάνηςmiddot γιατί ξέρε η πειθαρχία

225 μήτηρ γυνὴ σωτῆρος ὧδ᾽ ἔχει λόγος της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα

Χορόςἔστι θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέραπολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανονκἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτωνκρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ

ΧΟΡΟΣ Ναί μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμαmiddot καί συχνά κ έναν όπου δε βλέπει σωσμό στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει μαύρο νέφος τα μάτια απ τον άγριο χαμό τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει

230Ἐτεοκλήςἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί σφάγια καὶχρηστήριαθεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔουλειά ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουνκαί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχηmiddotδουλειά σου εσένα να σωπάς καί να μένης σπίτι

Χορόςδιὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματονδυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει

ΧΟΡΟΣΝάν αδάμαστ η πόλη μας στους θεούς το χρωστούμεκι απ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοιmiddot

235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ποια γι αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳβροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 11: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένοςἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇςεὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ

Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ εμποδίζωμα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνηςκάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος

Χορόςποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα

ΧΟΡΟΣΣύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα

240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιντίμιον ἕδος ἱκόμαν

καί διωγμένη απ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτητων θεών άγιαν έδρα ήρθα τρέχοντας φόρα

Ἐτεοκλήςμή νυν ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένουςπύθησθε κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετετούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται φόνῳβροτῶν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜη λοιπόν τώρ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτεή λαβωμούς σ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτεκι ο Άρης μ αυτά ναι πού μεθά μ ανθρώπινο αίμα

245 Χορόςκαὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων

ΧΟΡΟΣΘέ μου καί να γρικώ να φρουμανίζουν τ άτια

Ἐτεοκλήςμή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο

Χορόςστένει πόλισμα γῆθεν ὡς κυκλουμένων

ΧΟΡΟΣΑπόβαθα στενάζει η γηςmiddot μας περιζώνουν

Ἐτεοκλήςοὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΕγώ μαι δω τα μέτρα μου γι αυτά να πάρω

Χορόςδέδοικ᾽ ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται

ΧΟΡΟΣΤρέμω το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει

250Ἐτεοκλήςοὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη

Χορόςὦ ξυντέλεια μὴ προδῷς πυργώματα

ΧΟΡΟΣΆγιοι θεοί τα κάστρα μας μην παρατάτε

Ἐτεοκλήςοὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακή ώρα νάχης δε θα πής πια να λουφάξης

Χορόςθεοὶ πολῖται μή με δουλείας τυχεῖν

ΧΟΡΟΣΑπό σκλαβιά φυλάχτε με ώ θεοί της χώρας

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 12: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη

255 Χορόςὦ παγκρατὲς Ζεῦ τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος

ΧΟΡΟΣΔία στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου

Ἐτεοκλήςὦ Ζεῦ γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔία πράμα πού ηύρες να μας δώσης τίς γυναίκες

Χορόςμοχθηρόν ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷπόλις

ΧΟΡΟΣΤρισάθλιο σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους

Ἐτεοκλήςπαλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ἀγαλμάτων

ΕΤΕΟΚΛΗΣΠάλι κακογλωσσάς ενώ αγγίζεις τ αγάλματα

Χορόςἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος

ΧΟΡΟΣΤη γλώσσα της λιγόψυχης μού αρπάζει ο φόβος

260Ἐτεοκλήςαἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν σου ζητούσα μια μικρή μούκανες χάρη

Χορόςλέγοις ἂν ὡς τάχιστα καὶ τάχ᾽ εἴσομαι

ΧΟΡΟΣΌσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε

Ἐτεοκλήςσίγησον ὦ τάλαινα μὴ φίλους φόβει

ΕΤΕΟΚΛΗΣΣώπα δυστυχισμένηmiddot καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου

Χορόςσιγῶ σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον

ΧΟΡΟΣΣωπαίνω κι ότι ναι γραφτό μ όλους ας πάθω

Ἐτεοκλήςτοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑντίς εκείνα αυτό σου προτιμώ το λόγο

265 καὶ πρός γε τούτοις ἐκτὸς οὖσ᾽ἀγαλμάτωνεὔχου τὰ κρείσσω ξυμμάχους εἶναι θεούςκἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων ἔπειτα σὺὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισονἙλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς

καί τούτο ακόμαmiddot από τ αγάλματα τραβήξουκαί στους θεούς τη μόνη ευχή π αξίζει κάνενά ναι μαζί μας σύμμαχοιmiddot κι όταν θα κούσηςτα τάμματά μου εμένα ψάλλ εσύ κατόπιτον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνασυνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω

270 θάρσος φίλοις λύουσα πολέμιον φόβον θάρρος στους φίλους πού σκορπά του εχθρού το φόβο

ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖςπεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποιςΔίρκης τε πηγαῖς ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦλέγω

Λοιπόν στης χώρας τους θεούς τους πολιούχουςστους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 13: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμματάζω αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη

275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν ὧδ᾽ἐπεύχομαι]θύσειν τροπαῖα δαΐων δ᾽ ἐσθήματαστέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις[στέψω πρὸ ναῶν πολεμίων δ᾽ἐσθήματα]

ποτάμι το αίμα από τ αρνιά να τρέξη απάνωστους βωμούς των θεών γιορτάζοντας τη νίκηκαί τους αγίους των τους ναούς θέ ναστολίσωμ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες

280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖςμηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασινοὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸμόρσιμον

Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνουςμηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμουπού δε γλυτώνεις πιότερο μ αυτά απ τη μοίρα

ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον

Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλεςέξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω

285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολώνπρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶταχυρρόθουςλόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο

αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχουςπρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγιαγοργόσπαρτα κ ή φωτιά νάψη απ την ανάγκη

αʹ στάσιμο

Χορόςμέλει φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαργείτονες δὲ καρδίας

ΧΟΡΟΣΝάθε ημπόρου μα πού ό φόβος δεν αφήνειτην καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση

290 μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβοςτὸν ἀμφιτειχῆ λεώνδράκοντας ὥς τις τέκνωνὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας

Η έγνοια πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσειτων εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 14: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

πάντρομος πελειάς Τους φοβούμαι σαν τους όφιους περιστέριτο πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά τουπ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του

295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργουςπανδαμεὶ πανομιλεὶστείχουσιν τί γένωμαιτοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισινἰάπτουσι πολίταις

έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέριΓιατί ορμούν άλλοι στους πύργους σμάρια στάριαπλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώκι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια

300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν στο λαό μας το γυροζωσμένο

παντὶ τρόπῳ Διογενεῖςθεοί πόλιν καὶ στρατὸνΚαδμογενῆ ῥύεσθε

Σώσετε ώ θεοί Διογέννητοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα305 τᾶσδ᾽ ἄρειον ἐχθροῖς

ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶανὕδωρ τε Διρκαῖονεὐτραφέστατον πωμάτωνὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν

πιο καλή σαν θέλετε την παραδώσηστους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρακαί της Δίρκης το νερό πού όσοι κι αν όσοιποταμοί τον κόσμο τρέχουν

310ὁ γαιάοχοςΤηθύος τε παῖδες

το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν

πρὸς τάδ᾽ ὦ πολιοῦχοιθεοί τοῖσι μὲν ἔξωπύργων ἀνδρολέτειραν

Καί γι αυτό θεοί της πόλης μας προστάτεςστους εχθρούς πού μας περίζωσαν τα κάστρα

315 κῆρα ῥίψοπλον ἄτανἐμβαλόντες ἄροισθεκῦδος τοῖσδε πολίταιςκαὶ πόλεως ῥύτορες ltἔστ᾽gtεὔεδροί τε στάθητ᾽

ρίχτ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστραπού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτεςmiddotκαι χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μαςκαί στην πόλη σωτηρίαmiddot καί σταθήτεκαλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μαςmiddot

320ὀξυγόοις λιταῖσιν τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε

οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίανἈίδᾳ προϊάψαι δορὸς ἄγρανδουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν

Τόσο μια πανάρχαια πόλη ώ τί κρίμανα τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένηαπ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη

325 περθομέναν ἀτίμωςτὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαιἒ ἔ νέας τε καὶ παλαιὰςἱππηδὸν πλοκάμωνπεριρρηγνυμένων φαρέων βοᾷ

έτσι ανάξια απ τους θεούς της στάχτη θρύμαΚ οί γυναίκες σκλαβωμένες ωϊμένανιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνεαπ τις χήτες με τα ρούχα ξεσκισμένα

330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις ενώ η πόλη θε ν αδειάζη όλη αντάρα

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 15: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόουβαρείας τοι τύχας προταρβῶ

καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνεmiddotβαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα

κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποιςνομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι

Κι ώ τί κλάμα που οι αθώες οι κορασίδεςπρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους

335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόντί τὸν φθίμενον γὰρ προλέγωβέλτερα τῶνδε πράσσεινπολλὰ γάρ εὖτε πτόλις δαμασθῇἒ ἔ δυστυχῆ τε πράσσει

μαύρη στράτα θε να πάρουν αγουρίδεςωμοτρύγητες μακρυά απ τα γονικά τουςΏ μακάριοι πού πεθαίνουν πρίν να δούνεόσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνειμια που πάρθηκεmiddot εδώ σφάζουν κεί τραβούνε

340ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει φονεύειτὰ δὲ πυρφορεῖ καπνῷ[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπανμαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμαςμιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης

φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνεικι ο θεός του ολέθρου ό Άρης πού δριμώνειμ άγρια λύσσα πάσα ευσέβεια βεβηλώνει

345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ προτὶ [πτόλιν]δ᾽ ὁρκάναπυργῶτις πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρltἀμφὶgt δορὶ κλίνεταιβλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαιτῶν ἐπιμαστιδίων

Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρεςαπό πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουνοί άντρες σφάζονται απ τους άντρεςκι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουνμε το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν

350ἀρτιτρεφεῖς βρέμονταιἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονεςξυμβολεῖ φέρων φέροντικαὶ κενὸς κενὸν καλεῖξύννομον θέλων ἔχειν

Χέρι χέρι οί αρπαγές κ οί κούρσες τρέχουνφορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοικι ό άδειος κράζει τ αδειανού νάχη κολλήγαμα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα

355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοιτἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα

ούτε κι ίδια θέλει νάχη - Ώ τί ν να γένη

παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼνἀλγύνει κυρήσας πικρὸν δ᾽ὄμμα θαλαμηπόλων

Χύμα χάμου όλ οί καρποί λύπη σου φέρνουνμε πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουνmiddot

360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτοςγᾶς δόσις οὐτιδανοῖςἐν ῥοθίοις φορεῖταιδμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαιτλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον

πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουντ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουνΚαί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτητην καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη

365ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣςδυσμενοῦς ὑπερτέρου

περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 16: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖνπαγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον

όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχηmiddotμόνη ελπίδα του θανάτου ή νύχτα αν σώσηαπ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση

βʹ ἐπεισόδιο

Ἡμιχόριον Αὅ τοι κατόπτης ὡς ἐμοὶ δοκεῖ στρατοῦ

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥΝα του στρατού ό κατάσκοπος αν δε γελιούμαι

370 πευθώ τιν᾽ ἡμῖν ὦ φίλαι νέαν φέρεισπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν

κάποια καινούργιαν είδηση φίλες μας φέρνειμε βία τ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του

Ἡμιχόριον Βκαὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκοςεἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖνσπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα

Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπουφτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτακι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ375 λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων

ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλονΤυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσινβρέμει πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶνὁ μάντις οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά

Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μαςκαί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήροΠρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ τα τώραβροντάει ό Τυδέαςmiddot μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμαδεν τον αφήνει να περάση γιατί δείχνουνόχι καλά οί θυσίεςmiddot μ απ τη λύσσα εκείνος

380 Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένοςμεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷθείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόνσαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ

καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένοςσαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμακαί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδηπώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνειαπό ανανδρίαmiddot καί τέτοια κράζοντας τινάζει

τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ το κράνος

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 17: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

385 σείει κράνους χαίτωμ᾽ ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ἔσωχαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβονἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδεφλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένονλαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει

καί κάτω άπ την ασπίδα χάλκινα κουδούνιατρομάρα ηχολογούν κ έχει σ αυτήν απάνωτέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένατον ουρανό πού αστράφτει άπ άστρα καί στη μέσηβασίλισσα των άστρων σ όλη της τη δόξα

390 πρέσβιστον ἄστρων νυκτὸς ὀφθαλμός πρέπειτοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖςβοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις μάχης ἐρῶνἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένειὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων

λάμπ η Σελήνη ολόγιομη της νύχτας μάτιΜε τέτοια ξώφρεν άρματα σα ξεπαρμένοςχουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχησαν τ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμιακαί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν ακούση

395 τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε τίς Προίτου πυλῶνκλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος

Ποιό θενά στείλης μπρος σ αυτόν ποιος σα θ ανοίξουντου Προίτου οί πύλες άξιος να τίς διαφεντέψη

Ἐτεοκλήςκόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ἐγώοὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματαλόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν ειμ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουνουδέ ξέρω πληγές ν ανοίγουν τα σημάδιακαί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες

400 καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδοςἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦκυρεῖντάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινίεἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοιτῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε

Μα όσο γι αυτή τη Νύχτα πούναι λες απάνωστην ασπίδα κι αστράφτει με τ ουράνια τ άστραίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιονΓιατ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέσηαυτού πού το περήφανο κρατάει σημάδι

405 γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμονκαὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεταιἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκοντῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτωνμάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον

μ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάσηκι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψειΜα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσωγυιό του Αστακού να διαφεντεύη αυτή την πύληmiddotαπό πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο

410 τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας της ντροπής κι αποστρέφεται τίς

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 18: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

λόγουςαἰσχρῶν γὰρ ἀργός μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖσπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατοῥίζωμ᾽ ἀνεῖται κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριοςΜελάνιππος ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ

κομποφάνειεςαργός στα αισχρά δειλός δε συνηθίζει νάναικ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένοςπ άφησε ό Άρης ζωντανούςmiddot ντόπιο βλαστάριμε τα όλα του ό Μελάνιπποςmiddot το τέλος βέβαιαό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του αυτόν όμως

415 Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεταιεἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ

το δίκιο της συγγένειας παρά καθ άλλονστέλνει για ν αποδιώξη το εχθρικό κοντάριμακρυά άπ τη μάννα γη πού τον γεννούσε

Χορόςτὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖνθεοὶ δοῖεν ὡς δικαίως πόλεωςπρόμαχος ὄρνυται τρέμω δ᾽ αἱματη-

ΧΟΡΟΣΕίθε να δώσουν οί θεοίστο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκηπού μ όλα του τα δίκια ξεκινάγια την πατρίδα του να πολεμήσηmiddot

420 φόρους μόρους ὑπὲρ φίλωνὀλομένων ἰδέσθαι

μα τρέμω μη μου γράφεται να ιδώτον θάνατο δικούς μας να θερίζη

Ἄγγελοςτούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοίΚαπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαιςγίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΕίθε λοιπόν σ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώσηΈπειτα ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρεθέση απ τον κλήρο αντίθεος πάλι αυτός άλλος

425 μείζων ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖπύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽ ἃ μὴ κραίνοι τύχηθεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλινκαὶ μὴ θέλοντός φησιν οὐδὲ τὴν Διὸςἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν

κι από τον πρί χειρότερος πού ή έπαρση τουδεν έχει μέτρο ανθρώπινοmiddot τέτοιες φοβέρεςρίχτει στους πύργους μας πού ή τύχη ας μη αληθέψηΘέλει δε θέλει λέει ό θεός θα την κουρσέψητην πόλη μας αυτός κι ούτ αν στα πόδια μπρος τουσκάση του Δία η συνερισιά θα τον κρατήσηmiddot

430 τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰςμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασενἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρονφλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένηχρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν

γι αυτόνα λέει κι οί αστραπές κ οί κεραυνοί τουμε του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουνΚ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγακαί λάμπ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 19: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

τουκαί με χρυσά ψηφιά Θα κάψω λέει την πόλη

435 τοιῷδε φωτὶ πέμπεmdashτίς ξυστήσεταιτίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ

Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε ποιό να στείληςποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του

Ἐτεοκλήςκαὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεταιτῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτωνἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγοροςΚαπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ δρᾶν παρεσκευασμένος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλοmiddotγι ανθρώπους πόχει πάθει ό νους καίπαραδέρνουναληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσαΚι ό Καπανέας είν έτοιμος άπ τίς φοβέρες

440 θεοὺς ἀτίζων κἀπογυμνάζων στόμαχαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸνπέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπηπέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον

στα έργα να ρθή καί τους θεούς καταφρονόνταςτο στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζεικ ενώ είν αυτός θνητός βροντοφωνάει του Δίαψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγιαΜα έγνοια του ελπίζω πώς καθώς του αξίζει θάρθη

445ἥξειν κεραυνόν οὐδὲν ἐξῃκασμένονμεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίουἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ἄγαναἴθων τέτακται λῆμα Πολυφόντου βίαφερέγγυον φρούρημα προστατηρίας

απάνου του του κεραυνού η φωτιά πού διόλουμε ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζηΌσο από μας στο πείσμα της αχρείας του γλώσσαςέχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ τουπού το λέει η καρδιά του ό αντρείας ό Πολυφόντηςφύλακας άξιος μπιστεμού γιατί τον σκέπει

450Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖςλέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα

προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ οί θεοί οί άλλοιλέγε άλλον τώρα σ άλλη πύλη κληρωμένο

Χορόςὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεταικεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοιπρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον πωλικῶν

ΧΟΡΟΣ Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι του κεραυνού ας τον σταματήση πρίν μέσ στα σπίτια μου χυμίση

455 θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳδορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι

κι άπ την παρθενικιά μου τη φωλιά με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 20: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

Ἄγγελοςκαὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαιςλέξω τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλοςἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠοιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλητώρα θα πωmiddot λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήροςπήδηξε από τ ανάσκελο χάλκινο κράνος

460 πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχονἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμέναςδινεῖ θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναιφιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπονμυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι

για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλεςΚαί γύρο φέρνει τ άτια του πού φρουμανίζουνστα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτεςκι άγρια σφυρίζουν οί χημοί πού απ τα ρουθούνιατα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν

465ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπονἀνὴρ [δ᾽] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσειςστείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον ἐκπέρσαι θέλωνβοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖςὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων

Κ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδιέναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνωσε πύργο εχθρών μ απόφαση για να τον πάρηmiddotκαί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμέναπώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους

470 καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυονπόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν

Λοιπόν αντίκρυ καί σ αυτόν στείλε τον άξιοναπό ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη

Ἐτεοκλήςπέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε σὺν τύχῃ δέ τῳκαὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχωνΜεγαρεύς Κρέοντος σπέρμα τοῦσπαρτῶνγένους

ΕΤΕΟΚΛΗΣΘάστελλα ευτύς τέτοιον πού λεςmiddot μ από μιά τύχηέχει σταλή ένας κιόλα πού την έπαρση έχειμόνον στα χέρια ό Μεγαρέας του Κρέοντα σπέρμακι απ των Σπαρτών το γένος πού δε θα τρομάξη

475ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτωνβρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεταιἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονίἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδοςἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός

το λυσσασμένο χουγιατό απ τ αλογήσιοφρουμάνισμα να πάρη πόδι από τίς πύλεςμα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέοςστη γη πού τον ανάθρεψε ή αφού θα πάρητους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδαθα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 21: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

480 κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ μηδέ μοι φθόνει λέγων

Άλλου καύχησες πές καί μη μου τίς ζηλεύεις

Χορόςἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν ἰὼπρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων τοῖσι δὲδυστυχεῖνὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλειμαινομένᾳ φρενί τώς νιν

ΧΟΡΟΣΓια σε την νίκη ώ των σπιτιών μου πρόμαχεπαρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνουςmiddotκι έτσ όπως για την πόλη μας ασύφταστακαυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα

485 Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητήςμε βλέμματα οργισμένα

Ἄγγελοςτέταρτος ἄλλος γείτονας πύλας ἔχωνὌγκας Ἀθάνας ξὺν βοῇ παρίσταταιἹππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύποςἅλω δὲ πολλήν ἀσπίδος κύκλον λέγω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤέταρτος άλλος πού τίς διπλανές τίς πύλεςπήρε της Όγκας Αθηνάς με βοή σιμώνειγίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα τουό Ιππομέδοντας πού όταν να γυρνάη τον είδαστα χέρια αλώνι ολάκερο - τη στρογγυλή του

490ἔφριξα δινήσαντος οὐκ ἄλλως ἐρῶὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦνὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδιΤυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμαλιγνὺν μέλαιναν αἰόλην πυρὸς κάσιν

ασπίδα λέω - ανατρίχιασα καί δεν τ αρνιούμαιΔε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτηςπού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσειέναν Τυφώνα πού απ το φλογοβόλο στόμαβγάζει στριφτό καπνό της φωτιάς μαύρο αδέρφιmiddot

495ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτοςπροσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλουαὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν ἔνθεος δ᾽ Ἄρειβακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπωντοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον

κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνιτον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκοΚι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτοςλυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ άγρια μάτιαΠρέπει λοιπόν απ την ορμή τέτοιου ενός άντρα

500 Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται

καλά να φυλαχτούμε γιατ οι κομπασμοί τουαπό τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες

Ἐτεοκλήςπρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς ἥτ᾽ἀγχίπτολιςπύλαισι γείτων ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜα πρώτα η Όγκα η Αθηνά πού έξω άπ τη Θήβακάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 22: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

ὕβρινεἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμονὙπέρβιος δέ κεδνὸς Οἴνοπος τόκος

εχθρεύοντάς τουτην έπαρση σαν άγριο φείδι άπ τα πουλιά τηςθε ν αποδιώξη middot κ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιοςτου Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του

505ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη θέλωνἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχηςοὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσινμωμητός Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγενἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται

πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν αντικρύσηόταν θα τύχ η ανάγκη καί κανείς ψεγάδιστη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά τουδε θα του βρήmiddot κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξειmiddotεχθρός μ εχθρό θα ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος

510 ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδωνθεούς ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ἔχειὙπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδοςσταδαῖος ἧσται διὰ χερὸς βέλος φλέγωνκοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον

κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουνmiddotγιατ έχει ό ένας τον Τυφώνα που άπ το στόμαβγάζει φωτιέςmiddot στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδαστητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέριακι ό Δίας να νικηθή κανείς ποτέ δεν τό ειδε

515 τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνωνπρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν οἱ δ᾽ἡσσωμένωνεἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ

(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουνκι είμαστε με των νικητών εμείς το μέροςκι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαιαείναι πιο δυνατός απ τον Τυφώνα ό Δίαςmiddot

519 εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ἀντιστάτας

καί το ίδιο φυσικά καί με τους δυό θα τύχη

518Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ

καί τον Υπέρβιο σύμφωνα με το έμβλημα του

520 γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών θε να γλυτώση ό Δίας πόχει στην ασπίδα

Χορόςπέποιθα ltδὴgt τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμαςδαίμονος ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τεκαὶ δαροβίοισι θεοῖσιν

ΧΟΡΟΣΠιστεύω εκείνος πόχει στην ασπίδα τουτο γυιό της Γης τον άγριο αντίμαχο του Δίαεικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητήκαί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 23: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

την κεφαλή του την κακή525 πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν στίς πύλες μας μπροστά πώς θα

συντρίψηἌγγελοςοὕτως γένοιτο τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονοςὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΟ θεός να δώσηmiddot κι έρχομαι στον πέμπτο τώραπου τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύληστού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμαmiddotκι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρικαί πού με πίστη το τιμά κι άπ το θεό του

530 σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ὑπέρτερονἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳΔιός τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόουβλάστημα καλλίπρῳρον ἀνδρόπαις ἀνήρστείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων

κι από το φως του πιότερο πώς θα κουρσέψητην πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμαΈτσι μιλάει κι αυτός ωριόκορμο βλαστάριαπό βουνήσια μάννα αντρόπαιδο λεβέντηςπου ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος

535ὥρας φυούσης ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ

σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ η νιότη αδρύνει

ὁ δ᾽ ὠμόν οὔτι παρθένων ἐπώνυμονφρόνημα γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων προσίσταταιοὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαιςτὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ

Κι όμως μ άγριαν ορμή πού διόλου δεν ταιριάζειμε το παρθενικό όνομα του καί με κάτιμάτια πού βγάζουν σπίθες καταδώ ζυγώνειό Αρκαδηνός Παρθενοπαίοςmiddot πού ενώ είναι ξένος

540 σάκει κυκλωτῷ σώματος προβλήματιΣφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένηνγόμφοις ἐνώμα λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμαςφέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕναὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη

με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής τουνα ξεπλερώση στο Αργόςmiddot κι ήρθε φαίνεται όχινα εμπορευτή τον πόλεμο κι ουδέ το δρόμοτο μακρυνό πού διάβηκε να τον ντροπιάσηΚι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκειmiddot

545ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχηνμακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρονΠαρθενοπαῖος Ἀρκάς ὁ δὲ τοιόσδ᾽ἀνὴρμέτοικος Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς

γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνωστη χάλκινη του ασπίδα σκέπη του κορμιού τουστριφογυρνούσε καρφωτή με τέχνη εικόνα

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 24: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

τροφάςπύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός

ξώκρουστη φανταχτή της ωμοφάγας Σφίγγαςμ έναν κάτω απ τα νύχια της απ τους Καδμείουςπού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ550 εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν

αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασινἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατοἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽ ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδαἀνὴρ ἄκομπος χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον

Νάταν απ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαντων λογισμών των καί να χάνονταν πανάθλιαμαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές τωνΜα καί γι αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ έναςμε δίχως κομπασμούς μα πού η δεξιά του βλέπει

555Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένουὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακάοὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκουςεἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος

τί έχει να κάνη - ο Άχτορας αδερφός τάλλουπού είπαμε πρίν πού δε θ αφήση έτσι μια γλώσσαδίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστραγια να πληθύνη συμφορές ούτε καί νάμπηστην πόλη εκείνος πόχει την εικόνα τάγριουκαί μισητού θεριού σ εχθρικιά ασπίδα επάνωmiddot

560ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεταιπυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸπτόλινθεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ

μ απ όξω αυτή παράπονα μαζί του θάχηόταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ την πόληΚαί πρώτα ό θεός πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης

Χορόςἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέωντριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται

ΧΟΡΟΣ Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες

565 μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳἀνοσίων ἀνδρῶν εἴθε γὰρθεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ

ν ακούω τα μεγάλα λόγια των που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί σ αυτό το χώμα

Ἄγγελοςἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατονἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν Ἀμφιάρεω

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΤώρα έρχομαι στον έχτον άνθρωπο με γνώσηκι αντρεία ξεχωριστή τον Αμφιάραο

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 25: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

βίαν μάντηmiddot570Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος

κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαντὸν ἀνδροφόντην τὸν πόλεως ταράκτοραμέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλονἘρινύος κλητῆρα πρόσπολον φόνου

αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδαμ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέατο φονιά πού τη χώρα του έφερε άνω κάτωτον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ Άργοςτου θανάτου υπουργό της Ερινύας κλητήρα

575 κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριονκαὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορονἐξυπτιάζων ὄμμα Πολυνείκους βίανδίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενοςκαλεῖ λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα

το σύμβουλο για τα κακά όλ αυτά του ΑδράστουΚ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σουμε μάτια ανάστροφα του κράζει Πολυνείκηmdashχωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ όνομά τουmdashκαί τέτοια λέει το στόμα τουmiddot είν αυτό πράμα

580 ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλέςκαλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροιςπόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖςπορθεῖν στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκόταμητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη

που να το στρέγουν οί θεοί κι είναι τιμή σουγια να τ ακούν οί απόγονοι καί να το λένεπώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξηςτη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς τηςποιά δίκη πες τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση

585 πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεταιἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόναμάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός

καί πώς την πατρική σου γη εχθροπατημένηεξ αφορμής σου με το μέρος σου πια θάχηςΑλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμακάτω απ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντηςmiddot

590 μαχώμεθ᾽ οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόροντοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχωνπάγχαλκον ηὔδα σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳοὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ᾽ εἶναι θέλειβαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενοςἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα

μα εμπρός κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξαΤέτοια έλεγε χωρίς επίδειξες κρατόνταςτην ολόχαλκη ασπίδα τουmiddot κι ούτε κανένασημάδι ήταν επάνω τηςmiddot γιατί δε θέλεινα φαίνεται ξεχωριστός μα νάναι αλήθειαβαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 26: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

απ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν

595 τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέταςπέμπειν ἐπαινῶ δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει

Σ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείληςmdash η γνώμη μου είναι mdash αντίπαλουςmiddot γιατ όποιοςσέβεται τους θεούς να τον φοβάσαι πρέπει

Ἐτεοκλήςφεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖςδίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροιςἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑλλοίμονο ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμοτον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμουςΣαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλοδεν είναι σε καμμιά δουλειά καί να σοδέψης

600 κάκιον οὐδέν καρπὸς οὐ κομιστέοςἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεταιἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει

μην καρτεράς καρπό απ αυτήmiddot απ τα χωράφιατης αμαρτίας θάνατος καρπολογιέταιΑν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβιβρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμαπάει χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα

605ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢνἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσινταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματοςπληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη

Κι αν ζή αυτός δίκαιος άνθρωπος με συντοπίτεςεχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουνθα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυκι άπ το ίδιο χτύπημα θεού που όλους θέ νάβρη

οὕτως δ᾽ ὁ μάντις υἱὸν Οἰκλέους λέγω Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης

610 σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρμέγας προφήτης ἀνοσίοισι συμμιγεὶςθρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶντείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖνΔιὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται

φρόνιμος άντρας δίκαιος ευσεβής κι αντρείοςμέγας προφήτης μια που δίχως να το θέλημε ανόσιους αυθαδόστομους έσμιξ ανθρώπουςπού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσωμες στα ίδια δίχτυα θα συρθήmdash αν θεός θέλη

615 δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃεἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου

Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήσηστίς πύλες καν κι όχι γιατί του λείπει αντρείακαί δεν το λέει ή καρδιά του μα γιατί το ξέρει

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 27: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέσηαν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι

620ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα Λασθένους βίανἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομενγέροντα τὸν νοῦν σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύειποδῶκες ὄμμα χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεταιπαρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ

καί ξέρει ή να σωπαίνη ή τα πρεπά να λέηΜα όπως καί νάναι αντίκρυ καί σ αυτόν θα στήσωεχθρόξενο φρουρό της πύλης το Λαστένηγέρο στο νου μα έχει κορμί παλληκαρίσιογρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέριν αρπά του εχθρού τ απόσκεπα με το κοντάρι

625 θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη

Χορόςκλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰςἁμετέρας τελεῖθ᾽ ὡς πόλις εὐτυχῇδορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες ltἐςgt γᾶςἐπιμόλους πύργων δ᾽ ἔκτοθεν

ΧΟΡΟΣ Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς θεοί τα δίκια μας ακούονται παρακάλια καί στρέψετ όλη του πολέμου την οργή σ αυτών πού πλάκωσαν τη γη μου τα κεφάλιαmiddot τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη

630 βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ έξω άπ τους πύργους καί να τους σύντριψη

Ἄγγελοςτὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαιςλέξω τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον πόλειοἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχαςπύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣΟ έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύληστέκετ αντίκρυ ό ίδιος ό αδερφός σου άκουτί καταριέται κ εύχεται να βρούν την πόληΑφού τους πύργους μας πατήση καί τηςχώρας

635ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσαςσοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλαςἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτηνφυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόποντοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους

άρχοντας κηρυχθή της νίκης ν αλαλάξητον παιάνα κι έπειτα να μετρηθή με σένακ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέσηή ζωντανός σου εκδικηθή την ατιμίατης εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σέναΤέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης

640 καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶντῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους

τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 28: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

βίαἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκοςδιπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον

για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέραΚαί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδαμ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο

χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι645ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη

Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν ὡς τὰγράμματαλέγει κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλινἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάςτοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα

μια γυναίκα οδηγά που σεμνά πάει εμπρός τουπως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή καθώς το λένετα γράμματα Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρηπίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτιαΤέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνωνmiddot

650 [σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ]ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτωνμέμψῃ σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν

μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχηςγι αυτά τα νέα που σου έφεραmiddot μα o ίδιος τώρακρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης

Ἐτεοκλήςὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΏ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη

655ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένοςὤμοι πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροιἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπειμὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόοςἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγωτάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ

του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μουωϊμέ και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρεςΜα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγιαμήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνοςΌσο γι αυτόν πού αξίζει αλήθεια τ όνομά τουτον Πολυνείκη γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο

660 εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματαἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳφρενῶνεἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆνἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ἦνἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον

το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσωτα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδαμε της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσαΓιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρηΔίκη ή παρθένα στα έργα του και τις βουλές τουίσως να γίνουνταν κι αυτόmiddot μα ούτε σα βγήκε

665 οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν οὔτ᾽ ἐφηβήσαντάπω

απ της μητέρας τα σκοτάδια ούτε στα χρόνια

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 29: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματοςΔίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατοοὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳοἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας

πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτακι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού τουη Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξηmiddotκι ουδέ τώρα πιστεύω πού ήρθε να χαλάσητην πατρική του γη πώς πλάϊ του θενά στέκηmiddot

670ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμοςΔίκη ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρέναςτούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαιαὐτός τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτεροςἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις

ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ νατανη Δίκη αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντραπού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ όποιο κρίμαΣ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιοςνα του έβγω αντίκρυmiddot καί ποιος άλλος με ποιο δίκιοάρχοντας μ άρχοντα και μ αδερφό αδερφός του

675ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι φέρ᾽ ὡς τάχος κνημῖδας αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα

κ εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ Φέρτε μου αμέσωςτις κνημίδες σκεπή για πέτρες και σαΐτες

Χορόςμή φίλτατ᾽ ἀνδρῶν Οἰδίπου τέκος γένῃὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις

ΧΟΡΟΣΜη πολυαγάπητε του Οιδίπου γυιέ μη γίνηςόμοιος στο νου μ αυτόν πού όσ άκουσε του αξίζουνmiddotείν αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε

680ἐς χεῖρας ἐλθεῖν αἷμα γὰρ καθάρσιονἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽αὐτοκτόνοςοὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος

στα χέριαmiddot κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμαmiddotμα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ το ίδιοτο χέρι τους ποτέ το κρίμ αυτό δε λυώνει

Ἐτεοκλήςεἴπερ κακὸν φέροι τις αἰσχύνης ἄτερἔστω μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι

ΕΤΕΟΚΛΗΣΑν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθηκαλώς γιατ είν για τους νεκρούς το μόνο κέρδοςmiddot

685 κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς

μα κακό με ντροπή μην πής πώς δόξα φέρνει

Χορόςτί μέμονας τέκνον μή τί σε θυμοπληθὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω κακοῦ δ᾽ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν

ΧΟΡΟΣΤι ν αυτός γυιέ μου ο πειρασμός η θεοβλάβη πούμε λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 30: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

μη σε ξεσύρηmiddot την αρχή πνίξε πάθους κακού

Ἐτεοκλήςἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός

ΕΤΕΟΚΛΗΣΜια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα ας πάη

690 ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸνΦοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος

πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμαόλη στο Φοίβο η βδελυχτή του Λάϊου η γέννα

Χορόςὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖναἵματος οὐ θεμιστοῦ

ΧΟΡΟΣΠολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει φονικόνα κάμης πού πικρό θέ νάχη το καρπόγιατ είναι κρίμ αντίθεο το αίμα τ αδερφικό

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ695 φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽

ἀρὰΓιατ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνειλέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου

καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτιαμου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος

Χορόςἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου κακὸς οὐκεκλή-σῃ βίον εὖ κυρήσας μελάναιγις [δ᾽] οὐκ

ΧΟΡΟΣΜα εσύ μην παρασέρνεσαιmiddot κι ούτ άναντρο κανείςθέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωήmiddot

700 εἶσι δόμων Ἐρινύς ὅταν ἐκ χερῶνθεοὶ θυσίαν δέχωνται

τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ η Ερινύςπού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί

Ἐτεοκλήςθεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθαχάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεταιτί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον

ΕΤΕΟΚΛΗΣΟι θεοί μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουνκαί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μαςmiddotτί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα

Χορός ΧΟΡΟΣ705 νῦν ὅτε σοι παρέστακεν ἐπεὶ δαίμων

λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸςἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳπνεύματι νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ

Κάν τώρα όσο ναι έτσι κοντάmiddot γιατί με τον καιρόμπορεί να στρέψ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθήμεταλλαγμένη πνέοντας μ αγέρα πιο απαλόmiddotμα τώρ ακόμα βράζει μ άγρια οργή

Ἐτεοκλήςἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα

ΕΤΕΟΚΛΗΣΓιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου middot

710ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 31: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

ὄψεις πατρῴων χρημάτων δατήριοι βγήκανπού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του

Χορόςπιθοῦ γυναιξί καίπερ οὐ στέργων ὅμως

ΧΟΡΟΣΆκου και μας γυναίκες αν και δε μας στρέγεις

Ἐτεοκλήςλέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις οὐδὲ χρὴμακράν

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛέγετε αν έχη διάφοροmiddot μα λίγα λόγια

Χορόςμὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις

ΧΟΡΟΣΆφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη

Ἐτεοκλής ΕΤΕΟΚΛΗΣ715 τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς

λόγῳ Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη

Χορόςνίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός

ΧΟΡΟΣΜα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη

Ἐτεοκλήςοὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος

ΕΤΕΟΚΛΗΣΔεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης

Χορόςἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις

ΧΟΡΟΣΜα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης

Ἐτεοκλήςθεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά

ΕΤΕΟΚΛΗΣΚακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις

β στάσιμο

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ720 Χορός

πέφρικα τὰν ὠλεσίοικονθεόν οὐ θεοῖς ὁμοίανπαναλαθῆ κακόμαντινπατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺντελέσαι τὰς περιθύμους

ΧΟΡΟΣΤρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρατη φριχτή θεά πού με θεούς δε μοιάζειτην αλάθευτη της συμφοράς μηνύτραΕρινύα πού ενός γονιού η κατάρα κράζειμην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη

725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει

πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβηmiddotγιατ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά τουμες στ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 32: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷΧάλυβος Σκυθᾶν ἄποικοςκτεάνων χρηματοδαίτας

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος πού ήρθεαπό της Σκυθίας mdash ο Χάλυβας mdash τα μέρηπού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει

730 πικρός ὠμόφρων σίδαροςχθόνα ναίειν διαπήλαςὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειντῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους

ο σκληρόκαρδος με σίδερο στο χέρικαί τα ζάρια του μ απόφαση τινάζειτόση να κρατούν στην κατοχή τους χώραόσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοιτους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως Κι όταν θα πέσουν νεκροί735 αὐτοδάικτοι θάνωσι

καὶ γαΐα κόνις πίῃμελαμπαγὲς αἷμα φοίνιοντίς ἂν καθαρμοὺς πόροιτίς ἄν σφε λούσειεν ὦ

ο ένας απ τ άλλου σφαγμένος το χέρικαι το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιητο ξερό χώμα της γηςποιός καθαρμούς θα προσφέρηποιός θα τους λούση

740 πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσισυμμιγεῖς κακοῖς

ώ των σπιτιών τους νέες συμφορέςπού σ ένα σμίγετε με τις παλιές

παλαιγενῆ γὰρ λέγωπαρβασίαν ὠκύποινοναἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει

Την αμαρτία λογιάζω την παλιάτη γοργοπληρωμένη μα που μένειακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά

745Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιοςβίᾳ τρὶς εἰπόντος ἐνμεσομφάλοις Πυθικοῖςχρηστηρίοις θνᾴσκοντα γένναςἄτερ σῴζειν πόλιν

όταν ο Λάιος στο πείσματου Απόλλωνα πού τούπε τρείς φορέςαπ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικάαν θέλ η Θήβα να σωθή από συμφορέςνα μην αφήση πίσω του παιδιά

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶνἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷπατροκτόνον Οἰδιπόδανὅστε ματρὸς ἁγνὰνσπείρας ἄρουραν ἵν᾽ ἐτράφη

Μ απ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμακαι γέννησε τον ίδιο θάνατό τουτον πατροχτόνο γυιό τουΟιδίποδα πού τόλμησεμες στο ιερό της μάννας του χωράφιπου η ύπαρξη του εθράφη

755ῥίζαν αἱματόεσσαν ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη

ἔτλα παράνοια συνᾶγενυμφίους φρενώλεις

mdash Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρουςσ ώρα ωργισμένη

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγειτὸ μὲν πίτνον ἄλλο δ᾽ ἀείρει

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορέςτόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο

760 τρίχαλον ὃ καὶ περὶ πρύμνανπόλεως καχλάζειμεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγουτείνει πύργος ἐν εὔρειδέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι

τρίκορφο πιο μεγάλοσηκώνεται πού ολόγυραστην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζειενώ στη μέση βάζειτο φτενό ο πύργος φράχτη του γι

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 33: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

απαντοχή μαςmiddotκαι τρέμω με τους βασιλιάδες της

765 μὴ πόλις δαμασθῇ κ η πόλη μη χαθή η δική μας

τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶνβαρεῖαι καταλλαγαί τὰ δ᾽ ὀλοὰπελόμεν᾽ οὐ παρέρχεταιπρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει

Γιατί μια κατάρα παλιάβαρύν εξοφλημό στο τέλος έχειmiddotκι αν ο όλεθρος τους ταπεινούςφτωχούς ανθρώπους παρατρέχει

770ἀνδρῶν ἀλφηστᾶνὄλβος ἄγαν παχυνθείς

μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρουςπου ο πλούτος των παραπαχαίνειέξω από το μέτρο συγκλαδόκορμο ξερρίζωματους περιμένει

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασανθεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁπολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν

Ποιόν άνθρωπο καμιά φοράτίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσοκ η πολυσύχναστη αγοράτης πολιτείας μας όσο

775ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίοντὰν ἁρπαξάνδρανκῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας

τιμούσαν τότε τον Οιδίποδαόταν τη χώρα είχε απαλλάξηαπό το τέρας τόσους άντρες τηςπού είχεν αρπάξη

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρωνἐγένετο μέλεος ἀθλίων

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαντου μαύρου οι θλιβεροί του γάμοι

780 γάμων ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶνμαινομένᾳ κραδίᾳδίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσενπατροφόνῳ χερὶ τῶνκρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη

τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγοδιπλά κακά επήε να κάμηmiddotμε το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάςξερρίζωσε τα μάτια τα δικά τουτα πιο ακριβά στον άνθρωποκι απ τα παιδιά του

785 τέκνοις δ᾽ ἀγρίαςἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶςαἰαῖ πικρογλώσσους ἀράςκαί σφε σιδαρονόμῳδιὰ χερί ποτε λαχεῖν

Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριοτο πάθος του γιατί τους είχε θρέψηπικρόγλωσσες αλλοίμονοκατάρες βρήκε να γυρέψηmiddotτο βιός του να μοιράσουν μια φοράμε σίδερο στο χέριmiddot καί πώς τρέμω τώρα

790 κτήματα νῦν δὲ τρέωμὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς

να μην το κάμη η Ερινύαώραν την ώρα

γʹ ἐπεισόδιο

Ἄγγελοςθαρσεῖτε παῖδες μητέρων τεθραμμέναιπόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόνπέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΠάρτε θάρρος παιδιά καλών μαννάδων γέννεςαπ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόληκαί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 34: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

795 πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίουπολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατοστέγει δὲ πύργος καὶ πύλας φερεγγύοιςἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταιςκαλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽ ἐν ἓξ πυλώμασι

Πέρασ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίονερά απ το βροντοχτύπημα της τρικυμίαςmiddotβαστούν τα κάστρα γιατί φράξαμε τίς πύλεςμ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδεςmiddotΠάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλεςmiddot

800 τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτηςἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽ Οἰδίπου γένεικραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας

την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτηςδιάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς ν αποτελειώσηπάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρίαγια τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου

Χορόςτί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον

ΧΟΡΟΣΠοιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα

Ἄγγελοςπόλις σέσωσται βασιλέες δ᾽ὁμόσποροιmdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΗ πόλη έχει σωθή μα οι ομόσποροι άρχοντες τηςmdash

Χορός ΧΟΡΟΣ805 τίνες τί δ᾽ εἶπας παραφρονῶ φόβῳ

λόγου Ποιοί τί πες απ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα

Ἄγγελοςφρονοῦσα νῦν ἄκουσον Οἰδίπου τόκοι mdash

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΒάστα το νου σου κι άκουγεmiddot οι γυιοί του Οιδίπουmdash

Χορόςοἲ ᾽γὼ τάλαινα μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν

ΧΟΡΟΣΩϊμένα η μαύρη το μαντεύω τί μας βρήκε

Ἄγγελοςοὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοιmdash

ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΛόγο δεν έχειmiddot εφάγανε κι οι δυο τους χώμα

Χορόςἐκεῖθι κεῖσθον βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον

ΧΟΡΟΣΚοίτουντ εκεί νεκροί βαρειά μα πες μου τα όμως

Ἄγγελος ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ810ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε

Χορόςοὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα

ΧΟΡΟΣΈτσ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα

Ἄγγελοςοὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαναὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένοςτοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣΚι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τουςΤέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπηςέχομ εμείςmiddot η πόλη μας νικά μα οι δυο μας

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 35: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

815 πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν οἱ δ᾽ἐπιστάταιδισσὼ στρατηγώ διέλαχον σφυρηλάτῳΣκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίανἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονόςπατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι

οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένοσίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλαμεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουνμέσα στο τάφο όπου τους έχουν κατεβάσειοι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα

820 [πόλις σέσωσται βασιλέοιν δ᾽ὁμοσπόροιν πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ]

[Σώθηκ η πόληmiddot μα των δυο της βασιλιάδωνήπιε το αίμα η γης τ αλληλοσκοτωμού των ]

γ στάσιμο

Χορόςὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοιδαίμονες οἳ δὴ Κάδμου πύργουςτούσδε ῥύεσθε

ΧΟΡΟΣΠαντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοίπού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ αυτούς

825 πότερον χαίρω κἀπολολύξωπόλεως ἀσινεῖ lt gt σωτῆρι ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας

σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πωστων Θηβών τον προστάτη Σωτήραή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό

830 ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχουςοἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίανκαὶ πολυνεικεῖς

θλιβερούς πολεμάρχουςπού με τόνομ αλήθεια πολύ ταιριαστό

832bὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ απ τη άθεη διχόνοια τους πάνε

ὦ μέλαινα καὶ τελεία Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη833b γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά

κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύοςτου γένους και του Οιδίποδα κατάρασύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά

835 ἔτευξα τύμβῳ μέλος καί σε θανατερό

Θυιὰς αἱματοσταγεῖςνεκροὺς κλύουσα δυσμόρωςθανόντας ἦ δύσορνις ἅδεξυναυλία δορός

ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδαν ακούω πώς πέσανε νεκροίαντίθεα ματοκυλισμένοιώ συναυλία των κονταριώναλήθεια τρισκαταραμένη

840 ἐξέπραξεν οὐδ᾽ ἀπεῖπενπατρόθεν εὐκταία φάτιςβουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσανμέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλινθέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται

Ηρθ ως το τέλος ουδ απόστασεη ευχή απ το στόμα του πατέρακι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουηβάσταξε ως πέραΜια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί

845 ἰὼ πολύστονοι τόδ᾽ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον ἦλθε δ᾽αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ

δε ξεθυμαίνουν Ποιός συφοριασμένοινα το πιστέψη αυτό πού κάματεΝα την όχι με λόγια η βαρυοστέναχτηκαί μαύρη συμφορά φτασμένη

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 36: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

τάδ᾽ αὐτόδηλα προῦπτος ἀγγέλου λόγοςδιπλαῖ μέριμναι ltgt διδυμάνορα

Όσα τ αυτιά μας άκουσαντα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια ιδού ταmiddot

850 κάκ᾽ αὐτοφόνα δίμοιρατέλεια τάδε πάθη τί φῶ

οι δυο μας έγνοιες συμφορές διπλέςτων δυο αδερφών πού ένας τον άλλο σκότωσεδιπλά σωστά σφαχτάρια ετούταΚαι τί να πω

τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνωνδόμων ἐφέστιοι

τί άλλο η συμφορές στις συμφορέςτις άλλες των σπιτιών

ἀλλὰ γόων ὦ φίλαι κατ᾽ οὖρον Μα με τον πρίμον αγέρα φίλες των θρήνων

855 ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖνπίτυλον ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεταιτὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδατὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι τὰν ἀνάλιον

στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρωκουπιά τα χέρια σας για την πομπήπού πάντ ανάμεσ απ τον Αχέροντατη βαρεία βάρκα ξεπροβοδείμε τα κατάμαυρα τα πανιάως την ανήλιαγη πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας

860 πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά

ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγοςπικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνηθρῆνον ἀδελφοῖν οὐκ ἀμφιβόλωςοἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων

[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνταιη Αντιγόνη κι η Ισμήνη να κλάψουνετους νεκρούς αδερφούς τωνεmiddotΔίχως άλλο απ τα ωραία στοχάζομαι

865 στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιονἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμηςτὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύοςἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽

καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνετης καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνοΜα εμείς πρέπει πριν πιάσουν το θρήνο τουςτο στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμετων Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε

870 ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα

ἰώ δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαιστρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονταικλαίω στένομαι καὶ δόλος οὐδεὶςμὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν

Ωχ ωϊμέΩϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχεςμέσα σ όλες εκείνες πού δένουνεζώστρα γύρω στη μέση τουςκλαίω στενάζω και μ όχι καμώματααπ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου]

875 ἰὼ ἰὼ δύσφρονεςφίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονεςδόμους πατρῴους ἑλόντεςμέλεοι σὺν αἰχμᾷμέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους

Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοιστους φίλους ανυπάκουοιστίς συμφορές αχόρταγοιτα πατρικά τα σπίτια σαςπήγατε καί ρημάξατεάθλιοι με την αμάχη σαςmdash Άθλιοι απ αλήθεια πού ηύρανεκαί θάνατο αθλιώτατο

880 εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ για ντροπή τω σπιτιώ τους

ἰὼ ἰὼ δωμάτωνἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας

Τους τοίχους των γκρεμνίσετεαλλοίμονο μονάχοι σας

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 37: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

ἰδόντες ἤδη διήλλαχθε καί μοναρχίες είδετεπικρές πολύ ο καθένας σαςmiddot

885 σὺν σιδάρῳκάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδαπότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν

τώρα συμβιβαστήκατεμε σίδερο στο χέριmdash Κι αληθινή βγήκε πολύτου Οιδίποδα πατέρα τωνη φοβερή Ερινύα

δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοιτετυμμένοι δῆθ᾽

Απ τα ζερβά τρυπημένοιαλήθεια ναι τρυπημένοι

890 ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων

κι ομόσπλαχνα πλευρά

892 αἰαῖ δαιμόνιοιαἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνωνθανάτων ἀραί

Αλλοί δυστυχισμένοιαλλοί καί στίς κατάρεςπού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά

895 διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶσώμασιν πεπλαγμένους [ἐννέπω]ἀναυδάτῳ μένειἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸςltοὐgt διχόφρονι πότμῳ

mdash Τα σπίτια τους και τα κορμιάτους χτύπησ η λαβωματιάαυτή πού λες πέρα για πέραπού ήρθε με λύσσα ανάκουστηκαι φονικιά διχογνωμίααπ την κατάρα του πατέρα

900 διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνοςστένουσι πύργοιστένει πέδον φίλανδρον μένεικτέανα δ᾽ ἐπιγόνοιςδι᾽ ὧν αἰνομόροις

Βόγγος περνάει μες την πόληβόγγος στους πύργους και σ όληπούταν δική τους τη γήmiddotκ οι απόγονοί τους τα πλούτηθενά χαρούνε πού τούτη

905 δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα[καὶ] θανάτου τέλοςἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοικτήμαθ᾽ ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖνδιαλλακτῆρι δ᾽ οὐκἀμεμφεία φίλοις

την άγρια φέραν αμάχηκαί του θανάτου το τέλος αλλοίΜεράσανε μ αψιά καρδιάτο βίος των σε ίσια μερδικάκαί μοναχά οι δικοί τουςμπορεί νάχουν παράπονομε το συμβιβαστή τους

910 οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης

σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσινσιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσιτάχ᾽ ἄν τις εἴποι τίνεςτάφων πατρῴων λαχαί

τον άχαρο Άρη το φονιά

Έτσι όπως είναι κοίτουνταισιδεροχτυπημένοικαί τώρα τους προσμένειθενά ρωτήσης ποιάη σιδεροσκαμμένητου πατρικού των τάφου η μοιρασιά

915 ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺςπροπέμπει δαϊκτὴρ γόοςαὐτόστονος αὐτοπήμωνδαϊόφρων [δ᾽] οὐ φιλογαθής ἐτύμωςδακρυχέων ἐκ φρενός ἃ

Με αχό πολύ και σπαραγμόστον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένοςτους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώνσε κάθε χαρά ξένοςπου ο μαύρος κι άραχλος πικράδάκρυα μας φέρνει απ την καρδιά μας

920 κλαιομένας μου μινύθει καί λυώνει η δόλια αληθινά

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 38: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της

πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισινὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίταςξένων τε πάντων στίχας

Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πωτο πολύ πόκαμαν κακόκαί στους δικούς των πατριώτεςκαί το μεγάλο χαλασμόπού κάμανε στον πόλεμο

925 πολυφθόρους ἐν δαΐδυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσαπρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαιτεκνογόνοι κέκληνταιπαῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα

καί στους εξωφερμένους στρατιώτεςΆχ μέσα σ όλες πιο βαρυόμοιρηόσες μαννάδες κράζουνται παιδιώνη μάννα πού τους εγεννούσεπόκαμεν άντρα το δικό της γυιό

930 τούσδ᾽ ἔτεχ᾽ οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοιςχερσὶν ὁμοσπόροισιν

για να γέννηση αυτούς τους δυόπού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνεέτσι με χέρια αδερφικάο ένας από τον άλλο να σφαγούνε

ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροιδιατομαῖς οὐ φίλοις

Αλήθεια αδερφικά χαθήκανεολότελα μαζί ξωλοθρεμένοιμ άγρια στη μέση μερασιά

935 ἔριδι μαινομένᾳνείκεος ἐν τελευτᾷπέπαυται δ᾽ ἔχθος ἐν δὲ γαίᾳζόα φονορύτῳμέμεικται κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι

καί λύσσα στη συνερισιάπούναι πια τώρα τελειωμένηΚ ή έχτρα τους έπαψεmiddot στα χώματαμε το διπλό τους φόνο ποτισμέναοι ζωές των σμίξανε μαζίκ είν απ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα

940 πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιοςξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶςθακτὸς σίδαρος πικρὸς δὲ χρημάτωνκακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-αν τιθεὶς ἀλαθῆ

Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτήςτο σίδερο ο περατινός ο ξένοςπου απ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένοςπικρός κι ο Άρης κακομοιραστήςστα υπάρχοντα τους πόχει βγάλει πέραστ αλήθεια την κατάρα του πατέρα

945 ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοιδιοδότων ἀχθέωνὑπὸ δὲ σώματι γᾶςπλοῦτος ἄβυσσος ἔσταιἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες

Απ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορέςτον κλήρο του ο καθένας έχει πάρηκαι τώρα κάτω από τη γηπού τα κορμιά τους θα κρατήτ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάριΩϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα

950 πόνοισι γενεάντελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξανἈραὶ τὸν ὀξὺν νόμον τετραμμένουπαντρόπῳ φυγᾷ γένουςἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις

βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθηως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαντου θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάριενώ η γενιά σας τ ασταμάτηγοπήρε φευγιό καί πάειΣτις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν

955 ἐν αἷς ἐθείνοντο καὶ δυοῖν κρα-τήσας ἔληξε δαίμων

το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτηςκαι μόνο αφού τους δυο τους δάμασενέπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της

Ἀντιγόνη ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΠληγήν έδωσες πληγήν έλαβες

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 39: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

παισθεὶς ἔπαισαςἸσμήνησὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΤονέ σκότωσες και σκοτώθηκες

Ἀντιγόνηδορὶ δ᾽ ἔκανεςmdash

ΑrsquoΜε κοντάρι τον σκότωσες

Ἰσμήνηδορὶ δ᾽ ἔθανεςmdash

ΒrsquoΜε κοντάρι σκοτώθηκες

Ἀντιγόνη Αrsquo960 μελεοπόνος Ώ κακόπραγος

Ἰσμήνημελεοπαθής

ΒrsquoΏ κακόπαθος

Ἀντιγόνηἴτω γόος

ΑrsquoΧυθήτε θρήνοι μου

Ἰσμήνηἴτω δάκρυ

ΒrsquoΧυθήτε δάκρυα μου

Ἀντιγόνηπρόκεισαι mdash

ΑrsquoΝεκρός κοίτεσαι

Ἰσμήνη Βrsquo965 κατακτάς Αφού σκότωσες

Ἀντιγόνηἠέ

ΑrsquoΩϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνημαίνεται γόοισι φρήν

ΑrsquoΣαλεύει ο νους μου απ το κακό

Ἰσμήνηἐντὸς δὲ καρδία στένει

ΒrsquoΒαθειά από την καρδιά βογγώ

Ἀντιγόνηἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ

ΑrsquoΏ πολυθρήνητέ μου εσύ

Ἰσμήνη Βrsquo970 σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε Πάλι τρισάμοιρε καί συ

Ἀντιγόνηπρὸς φίλου [γ᾽] ἔφθισο

ΑrsquoΣκοτώθηκες από δικό σου

Ἰσμήνηκαὶ φίλον ἔκτανες

ΒrsquoΚαί πάλι σκότωσες δικό σου

Ἀντιγόνηδιπλᾶ λέγεινmdash

ΑrsquoΔιπλά να πής

Ἰσμήνηδιπλᾶ δ᾽ ὁρᾶνmdash

ΒrsquoΔιπλά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo975 ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν Διπλές που στέκουν συμφορές

Ἰσμήνηπέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν

ΒrsquoΑδερφικές τις αδερφές

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά

Αrsquo ΒrsquoΏ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 40: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνη Αrsquo980 ἠέ Ωϊμένα μου

Ἰσμήνηἠέ

ΒrsquoΩϊμένα μου

Ἀντιγόνηδυσθέατα πήματα mdash

ΑrsquoΣυμφορές κακοθώρητες

Ἰσμήνηἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί

ΒrsquoΉρθε πίσω καί μούφερε

Ἀντιγόνηοὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν

ΑrsquoΜα δεν ήρθε κι αν σκότωσε

Ἰσμήνησωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν

ΒrsquoΤη ζωή μόνο πόχασε

Ἀντιγόνη Αrsquo985 ὤλεσε δῆτ᾽ ltἄγανgt Την έχασεν αλήθεια αυτός

Ἰσμήνηκαὶ τὸν ἐνόσφισεν

ΒrsquoΚαί τηνέ στέρησε κι αυτού

Ἀντιγόνητάλαν γένος

ΑrsquoΑλλοί βαριόμοιρη γενιά

Ἰσμήνητάλαν πάθος

ΒrsquoΑλλοί τρισάθλια συμφορά

Ἀντιγόνηδύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα

ΑrsquoΔίπονα πάθη αδερφικά

Ἰσμήνη Βrsquo990 δίυγρα τριπάλτων πημάτων Φριχτά που επλάκωσαν κακά

Χορόςἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογεράπότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιάμέλαιν᾽ Ἐρινύς ἦ μεγασθενής τις εἶ

Αrsquo ΒrsquoΏ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρώνκαί σεβαστή του Οιδίποδα σκιάτρανή σου αλήθεια η δύναμημαύρη Ερινύα

Ἀντιγόνησὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶνmdash

ΑrsquoΔοκίμασες κι έχεις να πής

Ἰσμήνη Βrsquo995 σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθώνmdash Πίσω δεν έμεινες καί συ

Ἀντιγόνηἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν

ΑrsquoΑφού στην πόλη γύρισες

Ἰσμήνηδορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας

ΒrsquoΤου κονταριού του αντίμαχος

Ἀντιγόνηὀλοὰ λέγειν

ΑrsquoΦριχτά να πής

Ἰσμήνηὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν

ΒrsquoΦριχτά να δής

Ἀντιγόνη Αrsquo

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 41: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

1000 ἰὼ πόνοςmdash Ωϊμέ κακά

Ἰσμήνηἰὼ κακάmdash

ΒrsquoΩϊμέ δεινά

Ἀντιγόνηδώμασι καὶ χθονί

ΑrsquoΣτα σπίτια και στη χώρα μας

Ἰσμήνηπρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί

ΒrsquoΚι ακόμη πιότερο σε με

Ἀντιγόνηκαὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί

ΑrsquoΚαι σε με περισσότερο

Ἰσμήνη Βrsquo1005 ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν ἄναξ Αλλοί κι αλλοί σου βασιλιά στις

συμφορέςἈντιγόνηἰὼ πάντων πολυστονώτατοι

ΑrsquoΑλλοί καί συ πολύκλαυτε χίλιες φορές

Ἰσμήνηἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ

ΒrsquoΩϊμέ που ετυφλωθήκετε απ των θεών τη βλάβη

Ἀντιγόνηἰὼ ἰώ ποῦ σφε θήσομεν χθονός

ΑrsquoΩϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη

Ἰσμήνηἰώ ὅπου lt᾽στιgt τιμιώτατον

ΒrsquoΣε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο

Ἀντιγόνη Αrsquo1010 ἰὼ ἰώ πῆμα πατρὶ πάρευνον Ω μνήμα στού πατέρα σας το πλάϊ

ετοιμασμένο

ἔξοδος

Κῆρυξδοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴδήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεωςἘτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸςθάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς

ΚΗΡΥΚΑΣΝα σας πω πρέπει τι έκριναν κι αποφασίζουνοι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του ΚάδμουΑυτός ο Ετεοκλής για όλη την τόση αγάπηπόδειξε στην πατρίδα μας αποφασίζουνταφή να λάβη μ όλες τίς τιμές στη γη της

1015 στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλειἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερτέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν

γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς νεκρός να πέσηστην πατρίδα του θέλησεmiddot καί στων θεών μαςπιστός τους άγιους τους ναούς δίχως ψεγάδι

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 42: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειντούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν

το θάνατο πού για τους νέους αξίζει βρήκεΑυτή ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτονΜα όσο γι αυτόν τον αδερφό του Πολυνείκη

1020ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον ἁρπαγὴν κυσίνὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονόςεἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶτῷ τοῦδ᾽ ἄγος δὲ καὶ θανὼκεκτήσεταιθεῶν πατρῴων οὓς ἀτιμάσας ὅδε

άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλουςγιατ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξηά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιοκάποιος θεόςmiddot μα καί νεκρός θάχη το κρίμαστους θεούς των πατέρων μας πού έχει ατιμάσει

1025 στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλινοὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖνκαὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματαμήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν

φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήσητην πόλη τουςmiddot κι έτσι λοιπόν είν ωρισμένοάξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφοαπ τα όρνια μόνο τ ουρανού δίχως κανέναχέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω

1030ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕποτοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει

δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγιαμηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουνΤέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει

Ἀντιγόνηἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγωἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ

ΑΝΤΙΓΟΝΗΜα κ εγώ λέω σ αυτούς τους άρχοντες της Θήβαςκι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψηπάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω

1035 θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν οὐδ᾽αἰσχύνομαι ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλειδεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗπεφύκαμενμητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρόςτοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν

τον αδερφό μου θάβονταςmiddot κι ούτε ντροπή μουτόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόληΠολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο απ όπουέχομε γεννηθή τέκνα μιανής μητέραςδυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέραΛοιπόν ψυχή μου θέλοντας στ αθέλητά του

1040 ψυχή θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενίτούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορεςλύκοι σπάσονται μὴ δοκησάτω τινί

πάρε μέρος κακά καί ζωντανή εσύ δείξεόλη σου την καρδιά αδερφής στον

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 43: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώγυνή περ οὖσα τῷδε μηχανήσομαι

πεθαμένοΌχι δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοιτίς σάρκες τουmiddot κανείς στο νου του ας μην το βάληmiddotεγώ τον τάφο εγώ το λάκκο να του σκάψω

1045 κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματοςκαὐτὴ καλύψω μηδέ τῳ δόξῃ πάλινθάρσει παρέσται μηχανὴ δραστήριος

αν και γυναίκα θα βρω τρόπο και θα φέρωστού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμανα τον σκεπάσω καί μην πής αλλοιώς πώς θάναιmiddotτρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη

Κῆρυξαὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε

ΚΗΡΥΚΑΣΜη θες στην πόλη ενάντια σου λέω να κάμης

Ἀντιγόνηαὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης

Κῆρυξ ΚΗΡΥΚΑΣ1050 τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά Σκληρός ο λαός μια πού απ τον

κίντυνο γλυτώσηἈντιγόνητράχυν᾽ ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐγενήσεται

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣκλήριζε μα όμως άταφος αυτός δε μένει

Κῆρυξἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ σὺ τιμήσεις τάφῳ

ΚΗΡΥΚΑΣΕχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο

Ἀντιγόνηἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς

ΑΝΤΙΓΟΝΗΈκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον

Κῆρυξοὔ πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳβαλεῖν

ΚΗΡΥΚΑΣΌχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω

Ἀντιγόνη ΑΝΤΙΓΟΝΗ1055 παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση

Κῆρυξἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν

ΚΗΡΥΚΑΣΜα ενάντια σ όλους στράφηκε αντίς στον ένα

Ἀντιγόνηἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶνἐγὼ δὲ θάψω τόνδε μὴ μακρηγόρει

ΑΝΤΙΓΟΝΗΣτερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Εριςmiddotμα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια

Κῆρυξἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽ ἀπεννέπω δ᾽

ΚΗΡΥΚΑΣΚάμε του κεφαλιού σουmiddot εγώ - είπα κι απόειπα

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]

Page 44: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Επτά επί Θήβας.pdf

ἐγώΧορόςφεῦ φεῦ

ΧΟΡΟΣΏχ αλοίμον αλλοίμονο

1060ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖςΚῆρες Ἐρινύες αἵτ᾽ Οἰδιπόδαγένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτωςτί πάθω τί δὲ δρῶ τί δὲ μήσωμαιπῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν

Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχεςΕρινύες του ολέθρου που πρόρριζακαι το γένος του Οιδίπου αφανίσατετί να πω τί να κάμω και τί να σκεφτώπώς μπορώ να σ αφήσω έτσι άκλαυτο

1065 μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαιδεῖμα πολιτῶνσύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρωντεύξει κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος

καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδιΌμως τρέμω κι ο φόβος της χώραςμου να τραβιούμαι με κάνειΚι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνεμοιρολόγια μα εκείνος αθρήνητος

1070 μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆςεἶσιν τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο

καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο- ποιος το πίστευε - ο άθλιος θα πάη

Ἡμιχόριον Αδράτω ltτιgt πόλις καὶ μὴ δράτωτοὺς κλαίοντας Πολυνείκηἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΑΌτι νάθελε η πόλη ας τους έκανετο νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνεμα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε

1075 αἵδε προπομποί καὶ γὰρ γενεᾷκοινὸν τόδ᾽ ἄχος καὶ πόλις ἄλλωςἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια

συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι τουγιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρητη γενιάmiddot ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώςπαραδέχεται πάντα το δίκιο

Ἡμιχόριον Βἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽ ὥσπερ τε πόλιςκαὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ

ΗΜΙΧΟΡΙΟ ΒΜα εμείς πάμε μ αυτόν όπως σύμφωνατο απαιτεί καί το δίκιο κ η πόλη

1080 μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺνὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλινμὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷκύματι φωτῶνκατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα

Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοικι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησετων Καδμείων την πόληνα μην πάη άνω κάτω και σύψυχηαπ των ξένων το κύμα βουλιάξη]