Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥmedia.public.gr/Books-PDF/9789604264957-0421709.pdf ·...

31
S IDNEY R OGERSON ΣΤΑ Χ ΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΤΟΥ Α΄ Π ΑΓΚΟΣΜΙΟΥ Π ΟΛΕΜΟΥ Αναμνήσεις από τη Μάχη του Σομ 1916 ΙΩΛΚΟΣ ΣΕΙΡΑ ΠΟΛΕΜΟΣ & ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 22

Transcript of Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥmedia.public.gr/Books-PDF/9789604264957-0421709.pdf ·...

SIDNEY ROGERSON

ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ

ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥΑναμνήσεις από τη Μάχη του Σομ

1916

ΙΩΛΚΟΣΣΕΙΡΑ ΠΟΛΕΜΟΣ & ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 22

Τότε φάνηκε ο σιδερένιος βασιλιάς στεφανωμένος με το σιδερένιο του κράνος, με μανίκια από σιδερένια πλεχτή θωράκιση στα μπρά-τσα… και γύρω και πίσω του, ίππευαν οι άνδρες του, αρματωμένοι όσο πιο όμοιά του μπορούσαν. Έτσι, το σίδερο γέμιζε τα χωράφια και τους δρόμους, και οι ακτίνες του ήλιου, παντού αντανακλού-σαν πάνω στο σίδερο.

παλαιο χρονικο των παρισιων

-�-

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ-ΣΚΙΤΣΩΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11

ΠΡΟΛΟΓΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13

ΕΙΣΑΓΩΓΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 19

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 35

1. ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 39

2. ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 53

3. ΚΡΑΤΑΜΕ ΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 77

4. Η ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 107

5. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 133

6. ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΠΑΥΣΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 163

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 197

-11-

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ-ΣΚΙΤΣΩΝ

1. Βρετανοί στρατιώτες στο Σομ (Bettmann/CORBIS) [σελ. 81].2. Βρετανοί στρατιώτες βαδίζουν προς τα χαρακώματα (Hulton-

Deutsch Collection/CORBIS) [σελ. 82].3. Βρετανοί πολυβολητές στη Μάχη του Σομ (Hulton-Deutsch Col-

lection/CORBIS) [σελ. 83].4. Από αέρος άποψη της Μάχης του Σομ (CORBIS) [σελ. 84].5. Βρετανός στρατιώτης δειπνεί στα χαρακώματα του Α΄ Παγκο-

σμίου Πολέμου (Underwood & Underwood/CORBIS) [σελ. 85].6. Βρετανοί στρατιώτες στο Σομ (φωτογραφία βιβλίου «Ο Πρώτος

Παγκόσμιος Πόλεμος» του Michael Howard, εκδόσεις Επιλογή/Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2004) [σελ. 86].

7. Γελοιογραφία του Σίντνεϊ Ρότζερσον, σχεδιασμένη κατά τη δι-άρκεια της παραμονής του στο Σομ [σελ. 87].

8. Σκίτσο του Σίντνεϊ Ρότζερσον [σελ. 88].

-13-

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΩΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΓΙΟΣ από τα τρία παιδιά του Σίντνεϊ Ρό-τζερσον, μου ζητήθηκε από το Μάικλ Λέβενταλ του εκδοτικού οίκου Greenhill Books να πω λίγα λόγια για τον πατέρα μου, από την οπτική γωνία της οικογένειας. Γεννήθηκε το 1894 στο Ουίντερμπορν Κίνγκστον του Ντόρσετ, πρωτότοκος γιος ενός επαρχιακού εφημέριου, και σε ηλικία έξι ετών, η οικογένεια μετακόμισε στο Γιορκσάιρ, όπου θα ζούσε τα επόμενα δεκα-πέντε χρόνια. Αυτή ήταν ίσως η σημαντικότερη περίοδος της ζωής του, γιατί τότε ανέπτυξε μια βαθιά αγάπη και γνώση της υπαίθρου και των εντόπιων κατοίκων, οι οποίες θα τον συνό-δευαν στο υπόλοιπο της ζωής του. Μετά την αποφοίτησή του από το Κολέγιο Workshop του Νότιγχαμσαϊρ, το 1912 πήγε στο Κολέγιο Sidney Sussex του Κέιμπριτζ, με την ευκαιρία μιας σχολικής υποτροφίας στη Νεότερη Ιστορία, αλλά με την έκρηξη του πολέμου έφυγε πριν πάρει το πτυχίο του, για να καταταγεί στο Σύνταγμα του Δυτικού Γιορκσάιρ, αν και το πτυχίο τού απονεμήθηκε κατόπιν, μετά τον πόλεμο. Το χρό-νο του στο πανεπιστήμιο τον περνούσε κυρίως με το κρίκετ και το ποδόσφαιρο και, επιπλέον, χρησιμοποιούσε το ταλέντο του στη γελοιογραφία για την εικονογράφηση των διάφορων μενού του κολεγίου και γι’ άλλες παρόμοιες δραστηριότητες. Πράγματι, έκανε σχέδια να πάει στο Σλέιντ1 και να γίνει καλ-

1. Slade School of Fine Arts (Σχολή Καλών Τεχνών Σλέιντ) [Σ.τ.Μ.].

SIDNEY ROGERSON

-14-

λιτέχνης, αλλά όλα αυτά τα άλλαξε η πολεμική του εμπειρία στα χαρακώματα. Δυο από τα σκίτσα που σχεδίασε εκείνη την εποχή, περιέχονται σ’ αυτό το βιβλίο.

Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με τις Δημόσιες Σχέσεις και εργάστηκε στην Ομοσπονδία Βρετανικών Βιομηχανιών, πρό-γονο του σημερινού CBI2, όπου έγινε διευθυντής διαφήμισης. Το 1930 πήγε στην ICI3, όπου ίδρυσε το τμήμα διαφήμισης, στο οποίο και παρέμεινε ως διευθυντής για πάνω από 20 χρόνια, πριν συνταξιοδοτηθεί το 1954 και αναλάβει μια νέα θέση ως Σύμβουλος του Διευθυντή Δημοσίων Σχέσεων του Υπουργείου Πολέμου (ή Στρατιωτικών), ύστερα από προσωπικό αίτημα του πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ. Αργότερα έγινε επί-τιμος συνταγματάρχης της Εθνοφρουράς4.

Το Στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν το πρώτο από τα επτά βιβλία που έγραψε, και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό, ως η πρώτη πραγματική αφήγηση της ζωής στην πρώτη γραμμή, από κάποιον που την είχε όντως ζήσει, αν και χρειάστηκε να περάσουν 17 χρόνια ώσπου να μπορέσει να αφηγηθεί τη φρίκη της ζωής εκείνων των καιρών. Η συγγραφή έργων φαντασίας δεν του άρεσε ποτέ, αλλά το ενδιαφέρον του για πολλά άλλα θέματα αντανακλάται στα βιβλία του, στα οποία περιλαμβάνονται, από το The Old Enchantment, μια σειρά σχεδίων της ζωής της υπαίθρου που εκδόθηκε το 1938, ως το Propaganda in the Next War, που επίσης εκδόθηκε το 1938, και που έγινε δεκτό με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη Γερμανία. Το τελευταίο του βιβλίο ήταν το Wilfred Rhodes, η βιογραφία ενός μεγάλου Άγγλου παίκτη του κρίκετ από το

2. Confederation of British Industry (Συνομοσπονδία Βρετανικών Βιομηχα-νιών) [Σ.τ.Μ.].

3. Imperial Chemical Industries (Αυτοκρατορική Βιομηχανία Χημικών) [Σ.τ.Μ.].

4. Territorial Army ή TA. Κύρια δύναμη εφέδρων εθελοντών του Βρετα-νικού Στρατού, κλάδος του Στρατού Ξηράς του Ηνωμένου Βασιλείου [Σ.τ.Μ.].

ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

-15-

Γιορκσάιρ, το οποίο κυκλοφόρησε το 1960. Μετά από ένα βαρύ εγκεφαλικό, ο πατέρας μου πέρασε τα δυο τελευταία του χρόνια στο νοσοκομείο και πέθανε το 1968.

Αυτό που θυμάμαι πιο πολύ από εκείνον, είναι η αίσθηση της διασκέδασης και το ενδιαφέρον του για ανθρώπους κάθε λογής. Βαθιά μέσα του παρέμενε ουσιαστικά άνθρωπος της υπαίθρου, και ακόμα και στη δεκαετία του 1930, απεχθανόταν την αδιάκριτη επέκταση των προαστίων και τις συνέπειές της στο αγγλικό τοπίο. Διέθετε απεριόριστη ενεργητικότητα και ήταν έτοιμος για το καθετί. Ένα προσφιλές μου παράδειγμα αυτού του χαρακτηριστικού του, είναι όταν υπηρετούσα ως Αξιωματικός Πορείας (Πλοηγός) στο St. Kitts, ένα αντιτορπι-λικό κλάσης Battle, με βάση του τότε τη Μάλτα. Αφού λάβαμε μέρος στην επιχείρηση του Σουέζ, το 1956, επιστρέφαμε στο Ηνωμένο Βασίλειο, και ο πατέρας μου αποφάσισε ότι θα του άρεσε να έρθει μαζί μας. Ο κυβερνήτης μου του έδωσε την άδεια να επιβεί στο πλοίο, αλλά το μοναδικό διαθέσιμο κα-τάλυμα ήταν η δίκλινη καμπίνα μου, όπου τις επόμενες δέκα ημέρες κατέλαβε την κάτω κουκέτα, με εμένα από πάνω του. Μιας και εμείς θα επιστρέφαμε στο Πλύμουθ, ενώ ο πατέρας μου έπρεπε να γυρίσει στο Λονδίνο το συντομότερο δυνατό, στα ανοιχτά του Άσαντ5 τον περάσαμε κρεμασμένο από συρ-ματόσκοινο στο αδελφό πλοίο μας, το Saintes, που κατευθυ-νόταν στο Πόρτσμουθ. Καθόλου άσχημα, για έναν άνθρωπο εξήντα δυο ετών.

Δεν υπήρχε ούτε μια στιγμή πλήξης όταν ήταν παρών, και για να συμπληρώσω την εικόνα, ζήτησα από το Δρ. Τζέιμς Χέιζ να προσθέσει τις δικές του σκέψεις και αναμνήσεις. Ο Τζέιμς, συνταξιούχος αποικιακός δημόσιος λειτουργός και, όμοια με τον πατέρα μου, συγγραφέας, τον γνώρισε στο Γιβραλτάρ το

5. Ushant [γαλλικά: Quessant (Κεσάν)]: Μικρό γαλλικό νησί της Μάγχης (ανήκει στη Βρετάνη), το οποίο βρίσκεται στα ανοιχτά του βορειοδυτικό-τερου άκρου της ηπειρωτικής Γαλλίας [Σ.τ.Μ.].

SIDNEY ROGERSON

-16-

1954, όταν υπηρετούσε ως έφεδρος κατώτερος αξιωματικός ενός συντάγματος του Γιορκσάιρ, και του είχε ανατεθεί η φροντίδα του πατέρα μου κατά τη σύντομη επίσκεψή του εκεί. Αργότερα, ο Τζέιμς έγινε στενός φίλος όλης της οικογένειας και, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, με τον πατέρα μου ήταν κατά πολλούς τρόπους αδελφές ψυχές, με πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Να η άποψή του:

«Όπως διαπίστωσα κατά την επίσκεψή του στο “Βράχο”6, ο Σίντνεϊ Ρότζερσον ήταν ιδιαίτερα καλός με τους ανθρώπους του Γιορκσάιρ και στο να σκιτσάρει τον κόσμο, και η ανθρω-πιά και τα πολλαπλά ταλέντα του δε φανερώνονται πουθενά αλλού καλύτερα από όσο στο Στα χαρακώματα του Α΄ Πα-γκοσμίου Πολέμου. Η οξεία του παρατηρητικότητα, η ακρι-βής, σχεδόν φωτογραφική του μνήμη, μαζί με την αφηγηματική του ικανότητα και το ταλέντο του στη δημιουργία πινάκων με λέξεις σε μια αξιομνημόνευτη πρόζα, γίνονται φανερά σ’ αυτό το βιβλίο. Η ποικιλία της θεματολογίας των άλλων βιβλίων του επιβεβαιώνει την ευρύτητα των ενδιαφερόντων του για διάφορα θέματα, για τα οποία ήταν ιδιαίτερα καλά πληρο-φορημένος και είχε κάτι χρήσιμο να πει. Επιδείκνυε μεγά-λο ενδιαφέρον στη μελέτη των αξιωματικών του 18ου αιώνα και επίσης με ενθάρρυνε να γράψω για τη δική μου σύντομη εμπειρία της πολεμικής υπηρεσίας μου στην Κορέα. Αυτό ίσως να μην το έκανα ποτέ, αν εκείνος δε μου έδειχνε το δρόμο με το Στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τις περιγραφές του για την καθημερινή ζωή στην πρώτη γραμμή και για τις μακρόχρονες μετακινήσεις πάνω κάτω, που έγιναν κλασική αφήγηση του Μεγάλου Πολέμου.

»Όταν επέστρεψα στο πανεπιστήμιο, στο Λονδίνο, ο Σί-ντνεϊ με πήρε υπό την προστασία του, και πρόθυμα συγκατα-τέθηκε να με προτείνει και αυτός για διορισμό στην αποικία του Χονγκ Κονγκ. Επί δυο χρόνια, ως την αναχώρησή μου,

6. Το Γιβραλτάρ [Σ.τ.Μ.].

ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

-17-

πέρασα πολλά ευτυχισμένα Σαββατοκύριακα με την οικο-γένεια Ρότζερσον στο Σάφοκ, περιδιαβαίνοντας τον τόπο με το Σίντνεϊ. Εκείνη την περίοδο έμαθα πολλά γι’ αυτόν, για τις πηγές της έμπνευσής του και για τα επιτεύγματά του. Ο Σίντνεϊ Ρότζερσον ήταν μεγάλος άνδρας, στο μυαλό και στο σώμα. Πάντα ειλικρινής, δε συμπαθούσε τους ανόητους ούτε αποκτούσε μεγάλη οικειότητα με πολλούς, αλλά για όσους τον εκτιμούσαν γι’ αυτό που ήταν και γι’ αυτά που πίστευε, ήταν πραγματικός “φάρος”. Γυρίζοντας πίσω, περισσότερο από μισό αιώνα μετά, θεωρώ τον εαυτό μου τρομερά προνο-μιούχο που τον γνώρισα σε ένα σημαντικό στάδιο της ζωής μου».

Τζέρεμι Ρότζερσον, 2006

-1�-

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΥΠΟΨΙΑΖΟΜΑΙ ΠΩΣ ΟΠΟΙΟΣ πιάσει τυχαία στα χέρια του αυτό το βιβλίο και το φυλλομετρήσει, θα συμπεράνει αμέσως ότι πρόκειται για άλλη μια προβλέψιμη δριμεία κριτική της φρίκης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πάλι τα ίδια: λάσπη, ψείρες, ποντίκια, βρομιά, ματαιοπονία, διαμαρτυρία – το ίδιο γνωστό μείγμα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται όντως για ένα βιβλίο διαμαρτυρίας, όχι όμως ενάντια στον πόλεμο, αλλά μάλλον ενάντια στον τρόπο με τον οποίο έχουμε καταλήξει να ερμηνεύουμε τον πόλεμο, από τότε που η πλημμύρα των μυθιστορημάτων, των απομνημονευμάτων και άλλων έργων που έχουν γίνει οι κλασικοί τρόποι απεικόνισης αυτού του τρόπου σύγκρουσης, έγινε το κυρίαρχο μοτίβο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και εξής.

Η χρονολογία αυτής της έκδοσης είναι πολύ σημαντική. Το Στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1933 και αποτελεί μια αποφασιστική απόπει-ρα συγκράτησης αυτού που στο μεταξύ είχε γίνει μια τρομερά ισχυρή πλημμυρίδα. Μετά την Ανακωχή του Νοεμβρίου του 1918, έγινε ευρέως αποδεκτό ότι, παρά τα βάσανα και τις θυσίες που είχε προκαλέσει, ο πόλεμος ήταν απαραίτητος και κερδήθηκε άξια και έντιμα. Μέχρι όμως να πιάσει στο χέρι την πένα του ο Ρότζερσον, ήταν προφανές ότι αυτή η αντιμετώπι-ση είχε υποστεί μια σημαντική μεταμόρφωση. Αυτό που είχε

SIDNEY ROGERSON

-20-

συμβεί έχει περιγραφεί άριστα σε μια πρόσφατη, διεισδυτική μελέτη του θέματος από την Αμερικανίδα ιστορικό, την καθη-γήτρια Τζάνετ Ουότσον:

«Το 1914-18, σε πολλές κοινωνικές συναναστροφές αναγνωριζό-σουν ως άξιος (αν και όχι απαραίτητα ισότιμος) συμμέτοχος του πολέμου – είτε ήσουν στρατιώτης είτε VAD (εθελόντρια νοσοκόμος) είτε εργάτης πυρομαχικών είτε τυλιχτής επιδέσμων. Ως την εικο-στή επέτειο της έναρξης του πολέμου, όμως, ο γενικός ορισμός τής πολιτισμικά θεμιτής πολεμικής εμπειρίας είχε περιοριστεί στην εμπειρία του στρατιώτη των χαρακωμάτων: των νεαρών κατώτερων αξιωματικών ή ίσως των απλών στρατιωτών που κατά προτίμηση υπηρέτησαν στη Γαλλία ή το Βέλγιο και οι οποίοι ήταν σχεδόν πά-ντοτε απογοητευμένοι»7.

Όσο για τον τετράχρονο αγώνα πάλης που έλαβε χώρα σ’ αυτή την κρίσιμη περιοχή των δυο αυτών χωρών που στην ιστορία είναι γνωστή ως Δυτικό Μέτωπο, κατέληξε στο μεταξύ να θεωρείται «μια μάταιη, στατική σύγκρουση για λωρίδες γης, που δεν κατάφερε τίποτα περισσότερο από το σφαγιασμό εκατομμυρίων νεαρών ανδρών και των δύο πλευρών»8.

Τα ονόματα των βιβλίων που έχουν κυριαρχήσει στην ατζέ-ντα δε χρειάζονται παράθεση, γιατί σε σημαντικό βαθμό δε-σπόζουν στο τοπίο ως σήμερα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το Undertones of War, του ́ Έντμουντ Μπλούντεν, που εκδόθηκε το 1928, καθώς και το Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο, του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, το Αποχαιρετισμός σε Όλα Αυτά, του Ρόμπερτ Γκρέιβς και το Death of a Hero, του Ρίτσαρντ Άλ-ντινγκτον, όλα τους δημοσιευμένα το 1929. Κατόπιν, τα Patriot Progress, του Χένρι Ουίλιαμσον και Memoirs of an Infatry Officer,

7. Janet S. K. Watson, Fighting Different Wars: Experience, Memory, and the First World War in Britain, Cambridge University Press, 2004, σ. 185.

8. Watson, σ. 1.

ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

-21-

του Ζίγκφριντ Σασούν, που και τα δυο κυκλοφόρησαν το 1930. Άλλη μια προσθήκη στο μείγμα ήταν το θεατρικό έργο του Ρ. Σέριφ, Journey’s End, που πρωτοπαίχτηκε το 1928, και τα ποι-ήματα του Ουίλφρεντ Όουεν, που η μακρόχρονη συγκινησιακή τους επιρροή άρχισε με την έκδοσή τους, επιμελημένη από τον Έντμουντ Μπλούντεν, το 1931.

Αυτό ήταν το πλαίσιο εντός του οποίου, ο Σίντνεϊ Ρότζερ-σον, πρώην αξιωματικός του πεζικού, υπερήφανο μέλος τού Συντάγματος του Δυτικού Γιορκσάιρ (Επίτιμου Συντάγματος του Πρίγκιπα της Ουαλίας) και βετεράνος του Σομ και των επίπονων, αλλά στο τέλος επιτυχών εκστρατειών του 1917-18, άρχισε να αντιδρά. Ανοίγει τα χαρτιά του στην «Εισαγωγή» τού βιβλίου του, αποφασιστικά και χωρίς υπεκφυγές:

«Ο πόλεμος, όπως φαίνεται, ήταν πολλοί πόλεμοι. Υπήρχε ο πόλεμος των βλοσυρά χαμογελαστών προσώπων των αδάμαστων αγοριών, σύμφωνα με τους πρώτους ανταποκριτές, όταν τα επιτιθέμενα τάγματα έκαναν τρίπλες με μπάλες ποδοσφαίρου, ρισκάροντας τη ζωή τους στη Νεκρή Ζώνη. Υπήρχε ο πόλεμος των στρατηγών, των καθαρών τετραγώνων του χάρτη, όπου ποτέ δεν υπήρχε σύγχυση, ποτέ δε φοβόταν κανείς, και οι στρατιώτες προχωρούσαν πάντα, σωστά και επί δεξιά, σε τέλειο σχηματισμό, “σαν σε παρέλαση”. Ακόμα κι όταν επέστρεφαν, γεγονός που δε συνέβαινε σπάνια, υποχωρούσαν διστακτικά, εύτακτα, σε παράταξη στρέφοντας επ’ αριστερά. Τελευταία ακούμε και για τον πόλεμο των Οχετών, όπου κανείς δε γελούσε, κι όσοι δεν ήταν τρελοί από τη μελαγχολία, ήταν υστερικοί από τον αλκοολισμό και το μεγαλύτερο μέρος τής δράσης γινόταν μέσα ή κοντά στα πρόχειρα στρατιωτικά αποχωρητήρια της εποχής».

Όλα αυτά είναι γερό υλικό, που εκείνος έλπιζε σαφώς ότι θα είχε κάποιο αποτέλεσμα. «Αυτή η μεταπολεμική προπαγάν-δα», υποστηρίζει σε μια άλλη θυμωμένη παράγραφο, «που συσσωρεύει πτώματα επί πτωμάτων, που επισωρεύει τη φρί-

SIDNEY ROGERSON

-22-

κη πάνω στη ματαιότητα, φαίνεται προορισμένη να αποτύχει από κάθε άποψη». Στην πραγματικότητα, όπως έχουμε ήδη υπαινιχθεί, η υπόθεση ήταν χαμένη ακόμα κι όταν ο Ρότζερσον πήγε να τη στηρίξει με το δικό του βάρος. Η νέα απογοήτευση θα έδιωχνε τις παλιές βεβαιότητες και θα γινόταν το γενικώς αποδεκτό δόγμα του ορατού μέλλοντος. Αν και, όπως θα δού-με, όχι χωρίς την ισχυρή και εύγλωττη υποστήριξη της θέσης του.

Ποιος ήταν αυτός ο ρωμαλέος, βαθυστόχαστος, αποφα-σισμένος, εύγλωττος νεαρός πρώην αξιωματικός, άγνωστος μέχρι τότε ως συγγραφέας, που επιτίθετο σ’ αυτούς που θε-ωρούσε εχθρούς του σαν ένας σύγχρονος Μπέογουλφ9 που βγαίνει να συγκρουστεί με τον Γκρέντελ του;

Όπως εξηγεί ο «Πρόλογος», ο Σίντνεϊ Ρότζερσον, γιος ιερέα, γεννήθηκε το 1894, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της νεότητάς του στο Γιορκσάιρ, και μορφώθηκε στο Κολέγιο Workshop του Νότιγχαμσαϊρ και στο Κολέγιο Sidney Sussex του Κέιμπριτζ, όπου σπούδασε Νεότερη Ιστορία. Μέλος του Εκπαιδευτικού Σώματος Αξιωματικών του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, τοποθετήθηκε στο Σύνταγμα του Δυτικού Γιορκσάιρ στις 14 Αυγούστου του 1914, οκτώ μόλις ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου με τη Γερμανία. Αντίθετα με πολλούς όμοιούς του όμως, ο ίδιος γλίτωσε το πρώιμο βάπτισμα του πυρός. Πράγματι, ενώ το πρωί της 1ης Ιουλίου 1916 –πρώτης ημέρας της Μάχης του Σομ– χιλιάδες εθελοντές του 1914 βρέθηκαν τοποθετημένοι σε θέσεις μάχης στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής, εκείνος τότε ήταν ακόμα στην Αγγλία, και δεν είδε ούτε μια τουφεκιά ριγμένη με πραγματικό πολεμικό μένος. Απέπλευσε για τη Γαλλία στις 20 Ιουλίου, μαζί με τους εκα-τοντάδες άνδρες που προορίζονταν για την ενίσχυση του 2ου Τάγματος του Συντάγματός του, που είχε μπει στη μάχη με

9. Ήρωας ομώνυμου παλιού αγγλικού έπους ανώνυμου δημιουργού γραμ-μένο μεταξύ 8ου και 11ου αιώνα μ.Χ. [Σ.τ.Μ.].

ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

-23-

21 αξιωματικούς και 702 υπαξιωματικούς και οπλίτες την 1η Ιουλίου, για να πέσει στους 5 αξιωματικούς και 212 υπαξιω-ματικούς και οπλίτες ως το τέλος της ίδιας ημέρας.

Υπολοχαγός πια, τοποθετήθηκε στο Λόχο Β, του οποίου αργότερα έγινε διοικητής. Όμοια με πολλά άλλα τάγματα που δοκιμάστηκαν σκληρά την 1η Ιουλίου του 1916, το 2ο του Δυτικού Γιορκσάιρ αποσύρθηκε για ανάκαμψη και επανεκ-παίδευση, επιστρέφοντας στο μέτωπο κατά την τελευταία φάση μιας εκστρατείας που διάρκεσε συνολικά πάνω από τεσσερισήμισι μήνες, από την 1η Ιουλίου ως τις 18 Νοεμβρίου. Το Στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι η αφήγηση από το Σ. Ρότζερσον μιας περιόδου υπηρεσίας στην πρώτη γραμμή κατά το Νοέμβριο, οπότε η μάχη βρισκόταν στα πρόθυρα του τερματισμού της, και δόθηκε η διαταγή της απόσυρσης. Εκείνη την περίοδο δε γίνονταν επιθέσεις με έφοδο μέσα από τα χαρακώματα ούτε επιδρομές εναντί-ον χαρακωμάτων ούτε άγριες συμπλοκές. Ήταν μάλλον μια περίοδος αποφασιστικής διατήρησης των γραμμών, ανεξάρ-τητα από τις συνθήκες και τις απώλειες. Για να συλλάβουμε το χαρακτήρα της εκστρατείας κατά τη σκοτεινή αυτή τελική φάση της, δεν υπάρχει περιγραφή καλύτερη από εκείνη που δίνει ο λοχαγός Τζον Τ. Νταν, στο εξαιρετικό πολεμικό ημε-ρολόγιο του 2ου Τάγματος του Ουαλικού Συντάγματος Βα-σιλικών Τυφεκιοφόρων (το τάγμα του Ζίγκφριντ Σασούν και του Ρόμπερτ Γκρέιβς), διάσημο εδώ και καιρό υπό τον τίτλο The War the Infantry Knew. Εκεί η εκστρατεία αποκαλείται «Ο Ανελέητος Σομ», μια φράση που τα λέει όλα.

Όμως για το Σ. Ρότζερσον, αυτός δεν ήταν λόγος για οργή. Αποκεί πηγάζει και το σχόλιό του γι’ αυτό που περιγράφει ως «ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά τού Βρετανού στρατιώτη – όταν, ενώ σύμφωνα με κάθε φυσικό νόμο, θα έπρεπε να είναι εντελώς κουρασμένος και “μπουχτισμένος”, ωστόσο εκείνος κατάφερνε πάντοτε να είναι σχεδόν άγρια χαρούμενος» (βλ. κεφ. 5). Αποκεί προέρχεται και η ικανό-

SIDNEY ROGERSON

-24-

τητά του να βρίσκει ικανοποίηση σε μικροχαρές που φαίνο-νταν ακόμα καλύτερες κάτω από τις συνθήκες τις οποίες τις απολάμβανε, όπως σ’ αυτό εδώ το παρακάτω απόσπασμα που ξεχειλίζει, σχεδόν κυριολεκτικά, από νοσταλγία: «Πόσο στομώνει η ειρηνική ζωή την ικανότητα του να εκτιμά κανείς τις υλικές ανέσεις! Μήπως μια καραβάνα βραστό κρέας, ένα δαχτυλάκι ρούμι ή ουίσκι με νερό μέσα σε ένα τενεκεδένιο κύπελλο, δεν έχει πιο πολύ τη γεύση του νέκταρ των θεών, από την καλύτερη σαμπάνια, όταν την πίνεις σήμερα στο πιο φίνα σκαλισμένο κρυστάλλινο ποτήρι;» (βλ. κεφ. 4). Συνοψί-ζοντας τη στάση του σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της «Εισαγωγής» του, που θα μπορούσε να αντικρούσει πολλά απ’ όσα υποθέτει ο κόσμος σήμερα, δηλώνει: «Η ζωή στα χα-ρακώματα δεν ήταν μονάχα γεμάτη φρίκη. Ήταν ένα σύνολο πολλών, όπως: φόβου και ανίας, χιούμορ, συντροφικότητας, τραγωδίας, κούρασης, θάρρους και απελπισίας».

Βρήκε μάλιστα την ευκαιρία να ιστορήσει την εμπειρία του τάγματος με χαρτί και μολύβι, σ’ ένα στιλ που θυμίζει περισσότερο το δεξιοτέχνη της γελοιογραφίας του Α΄ Πα-γκοσμίου Πολέμου, τον Μπρους Μπεϊρνσφάδερ, που και ο ίδιος ήταν αξιωματικός πεζικού της πρώτης γραμμής, όσο και καλλιτέχνης. Οι εκδότες κι εγώ ο ίδιος χαιρόμαστε πολύ που μπορούμε να συμπεριλάβουμε εδώ δυο γελοιογραφίες του Σίντνεϊ Ρότζερσον, σχεδιασμένες κατά τις δώδεκα ημέρες που διαπραγματεύεται αυτό το βιβλίο, η μια με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου και η άλλη 15 Νοεμβρίου, και που η οικογένεια Ρότζερσον μας επέτρεψε και μας ενθάρρυνε να παρουσιάσου-με εδώ. Αν όχι τίποτε άλλο, αυτά τα σκίτσα, που δεν έχουν δημοσιευτεί ποτέ άλλοτε, δείχνουν ότι ο δημιουργός τους μπο-ρούσε να βρει το γέλιο, ακόμα και το κωμικό στοιχείο, σε μια κατάσταση που τώρα τείνουμε να θεωρούμε σχεδόν αφόρητα φρικιαστική.

Εντούτοις, ας ξεκαθαρίσουμε ένα κεντρικό σημείο της αρ-χής που τήρησε με ειλικρίνεια ο Σίντνεϊ Ρότζερσον. Κάθε άλλο

ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

-25-

παρά άκριτος υποστηρικτής τού τρόπου διεξαγωγής τού πο-λέμου στο Δυτικό Μέτωπο ήταν. Ήταν, για παράδειγμα, ευθύς στην κριτική του εναντίον της πρακτικής των στρατηγών να παρατάσσουν τους άνδρες τους, χωρίς να γνωρίζουν επαρκώς τις πραγματικές συνθήκες των ενεργών μετώπων:

«Μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του πολέμου ήταν το ότι η Ανώτατη Διοίκηση, σπανίως έβλεπε “ιδίοις όμμασιν” την κατάσταση της εμπόλεμης ζώνης. Τι μπορούσαν να ξέρουν από τους χάρτες τους, οι άνδρες του Γενικού Επιτελείου που διέτασσαν τις τρομερές επιθέσεις στον ποταμό Σομ, για τη λάσπη; Αν ήξεραν, ποτέ δε θα πί-στευαν ότι η ανθρώπινη σάρκα και το αίμα θα μπορούσαν σχεδόν να επιτύχουν το ακατόρθωτο, και συχνά να καταφέρουν να εκτελέσουν διαταγές που δε θα έπρεπε να έχουν εκδοθεί ποτέ».

Ούτε φείδεται ο Ρότζερσον του συνήθους στόχου της οργής του στρατιώτη, των επιτελικών αξιωματικών του στρατού. Όμως η κριτική του, δεν ήταν μια συμβατική δυσφορία για την αποκαλυφθείσα ανικανότητα ή αναισθησία των επιτε-λών. Ήταν η συγκεκριμένη κριτική μιας συγκεκριμένης τα-κτικής σε συγκεκριμένο χρόνο, δηλαδή στους τρεις μήνες που ακολούθησαν τη συγκλονιστική εμπειρία της πρώτης ημέρας του Σομ, και που ήταν επίσης η περίοδος κατά την οποία ο ίδιος μεταμορφώθηκε από αδοκίμαστο εκπαιδευόμενο της εφεδρείας σε ενεργό στρατιώτη του πεδίου της μάχης. Αντί να του δοθεί η ευκαιρία να ανασυνταχθεί και να συνέλθει μέσα σε αξιοπρεπή χαρακώματα, το τάγμα μεταφέρθηκε σ’ αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «άθλιο νεκροταφείο του Βερμέλ», ένα τμήμα της ζοφερής εκείνης βιομηχανικής περιοχής στα βόρεια του Σομ, όπου τον προηγούμενο χρόνο είχε δοθεί και χαθεί η Μάχη του Λόος:

«Αυτή είναι η κατηγορία που πρέπει να θυροκολληθεί στην είσο-δο του ανώτερου επιτελείου. Ενός επιτελείου που κρατούσε τους

SIDNEY ROGERSON

-26-

στρατιώτες χωρίς κανένα στρατηγικό ή τακτικό πλεονέκτημα σ’ αυτό το γιγάντιο μνημείο της ίδιας του της αποτυχίας, δηλαδή το πεδίο της Μάχης του Λόος. Το σωστό θα ήταν να τους αποσύρει σε καθαρό έδαφος, όπου θα μπορούσε να κατασκευαστεί κάποιο επαρκές σύστημα χαρακωμάτων, το οποίο θα τους επέτρεπε να παρατηρούν και να συγκρατούν τον εχθρό, μειώνοντας ταυτόχρονα τον ημερήσιο φόρο αίματος».

Μια άλλη άποψη που είναι σαφές πως είχε ο Ρότζερσον και οι σύντροφοί του, και που θα μπορούσε να ανατρέψει τις ευρέως αποδεκτές γνώμες, είναι ότι δεν υπάρχει κανένα σημάδι αυτής της δίψας για αίμα, αυτής της ιοβόλου στάσης απέναντι στον εχθρό που έχει γίνει αντικείμενο άγριας ακαδημαϊκής διαμά-χης τα τελευταία χρόνια. Γράφει: «Ο Άγγλος στρατιώτης δεν μπορούσε να μισεί επί μακρόν τους εχθρούς του», παραθέ-τοντας ένα περιστατικό κατά το οποίο, ανίκανοι να κινηθούν επί δυο ημέρες μέσα στα γεμάτα νερά χαρακώματά τους, οι άνδρες επέμεναν να μοιράζονται τα σπάνια κύπελλα με το τσάι τους με έναν τραυματισμένο Γερμανό. «…“Μια γουλιά τσάι για το Φριτς”, έλεγαν οι άνδρες, ανασηκώνοντας τον αιχμάλωτο και ταΐζοντάς τον όπως η νοσοκόμα τον άρρωστό της» (βλ. κεφ. 3).

Αυτή η ανάμνηση οδήγησε το Σ. Ρότζερσον σε μια από τις πιο αξιοσημείωτες δηλώσεις του (αξιοσημείωτη για κάποιον που μεγάλωσε κι ο ίδιος σε έντονα χριστιανικό περιβάλλον, και που μετά τον πόλεμο θα σταδιοδρομούσε στο χώρο των Δημοσίων Σχέσεων):

«Είχαμε το προνόμιο, με δυο λόγια, να δούμε να βασιλεύει ανάμε-σα στους άνδρες μια καλή θέληση, την οποία η “ηχηρή” εποχή τής ειρήνης, με όλη εκείνη την οργανωμένη φιλανθρωπία της, τα δωρεάν γεύματά της, τα δωρεάν νοσοκομεία και τις κυριακάτικες λειτουργίες της, δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει. Παρ’ όλη την προπαγάνδα περί χριστιανικής συντροφικότητας και διεθνούς ειρήνης, τώρα, σε ένα

ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

-27-

γραφείο επιχείρησης, υπάρχει μεγαλύτερη εχθρότητα, ασπλαχνία και έλλειψη συντροφικότητας παρά σε μια ταξιαρχία πεζικού στη Γαλλία τότε. Αλλιώς, θα μας ήταν αδύνατο να αντέξουμε εκείνο το άγχος».

Πώς δέχτηκε το κοινό τη δημοσίευση του βιβλίου, που έγινε το Νοέμβριο του 1933, ακριβώς τη στιγμή των ετήσιων εορ-τασμών της Ανακωχής; Προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον. Το σχολαστικά φτιαγμένο λεύκωμα του Ρότζερσον, που τώρα βρίσκεται μαζί με πολυάριθμα άλλα ντοκουμέντα στο Τμήμα Εγγράφων του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου, είναι γεμάτο από στοιχεία μιας ολόκληρης γκάμας αποκρίσεων του κοινού, που οι περισσότεροι σημερινοί συγγραφείς μόνο να ονειρευτούν θα μπορούσαν. Η Daily Express το δημοσίευσε σε συνέχειες, τυπώνοντας το πρώτο κομμάτι ανήμερα της επε-τείου της Ανακωχής. Ο Πρίγκιπας της Ουαλίας, μελλοντικός Εδουάρδος Η΄, αναφέρεται πως δέχτηκε το βιβλίο ως «μια ευπρόσδεκτη προσθήκη στη βιβλιοθήκη [μου]». Ο πρώην ηγέ-της της πολεμικής περιόδου, Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, έγραψε προσωπικά στο Σ. Ρότζερσον, λέγοντάς του: «Το ιδιαιτέρως γλαφυρό βιβλίο σας… παρέχει καλύτερη κατανόηση της άπο-ψης του μαχόμενου στρατιώτη, από σχεδόν οποιοδήποτε άλλο έχω διαβάσει». Ο κριτικός του Sphere σχολίαζε: «Ελπίζω να το διαβάσει κάθε Άγγλος και [να] το δώσει σε κάποιο παιδί». Με παρόμοιο τρόπο, ο κριτικός των Sunday Times, εξέφραζε την ελπίδα ότι «ίσως το βιβλίο βοηθήσει επιτέλους τους νέους να καταλάβουν τους μεγαλύτερους. Ασφαλώς αξίζει τον κόπο να το διαβάσουν, επειδή θα ήταν δύσκολο να βρεθεί μια πιο πρωτότυπη και απροκατάληπτη αφήγηση του πολέμου των χαρακωμάτων».

Χαρακτηριστικό είναι ότι η θέση του βιβλίου στο λογο-τεχνικό φάσμα της εποχής, και κυρίως η σχέση του με την εμφάνιση της αντιπολεμικής λογοτεχνίας, δεν πέρασε απα-ρατήρητη. Δανειζόμενη την έντονη φρασεολογία του ίδιου του Ρότζερσον, που παρέθετε προηγουμένως, η News Chronicle δή-

SIDNEY ROGERSON

-28-

λωνε: «Οι μυθιστοριογράφοι (sic) του πολέμου χωρίζονται σε δυο τάξεις, σ’ εκείνους που νομίζουν ότι οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής ήταν αποβλακωμένα κτήνη, και σ’ αυτούς που τους αντιμετωπίζουν, με ένα πιο αστραφτερό τρόπο, ως περιπετειώδεις ήρωες. Το Στα χαρακώματα του Α΄ Παγκο-σμίου Πολέμου του κ. Σίντνεϊ Ρότζερσον, είναι μια διαμαρ-τυρία ενάντια στη σχολή των Οχετών, σύμφωνα με την οποία “κανείς δε γελούσε ποτέ…”». Κατά την άποψη της Birmingham Post, το βιβλίο «ανήκει σε μια πρώιμη περίοδο των πολεμικών συγγραφών, πριν το Ουδέν νεώτερον δημιουργήσει τη ζήτηση της αθλιότητας». Ας σημειωθεί ότι ο κριτικός δεν αισθανόταν την ανάγκη να δώσει ολόκληρο τον τίτλο του ρηξικέλευθου έργου του Ρεμάρκ, λόγω του ότι ήταν προφανώς πασίγνω-στο. Παρομοίως, ένα περιοδικό λεγόμενο Everyman επαίνεσε αρκετά, αλλά όχι υπερβολικά το βιβλίο, με τον κριτικό να πε-ριγράφει τον εαυτό του ως κάποιον που «προτιμά τις εξίσου ειλικρινείς σελίδες του Μπλούντεν». Ο κριτικός της Glasgow Herald έδωσε έναν ελαφρώς διαφορετικό τόνο, λέγοντας ότι το βιβλίο φαινόταν «να αγνοεί ελαφρώς την άποψη εκείνων των πιο ευαίσθητων πλασμάτων που είχαν καταπιεστεί μέχρι τρέλας από την κτηνωδία της όλης υπόθεσης».

Όλα αυτά, στο σημερινό αναγνώστη μπορεί να φαίνονται σαν μια «τρικυμία» σ’ ένα πολύ μακρινό, λογοτεχνικό ποτήρι νερό, αν δεν υπήρχε μια σημαντική πτυχή του «πολέμου» των πολεμικών βιβλίων που δεν έχει συζητηθεί ακόμη. Εδώ, η φωνή που πρέπει να ακουστεί είναι ενός από τους πιο ισχυρούς και προκλητικούς στρατιωτικούς και πολιτικούς ιστορικούς συγ-γραφείς της εποχής μας, του Κόρελι Μπάρνετ, που για πρώτη φορά διατύπωσε τα επιχειρήματά του εναντίον των αναθεω-ρητών του τέλους της δεκαετίας του 1920 και των αρχών τής δεκαετίας του 1930 στο ακαταμάχητο έργο του The Collapse of British Power, το οποίο εκδόθηκε το 1972. Είναι απαραίτητο να πούμε ότι παρουσιάζει το επιχείρημά του με τη δέουσα επιφυλακτικότητα, δηλώνοντας: «Είναι λεπτό το θέμα για

ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

-2�-

έναν ιστορικό που ποτέ του δεν είδε πεδίο μάχης, διότι κρίνει ανθρώπους οι οποίοι άντεξαν δοκιμασίες που ο ίδιος φοβάται πως δε θα άντεχε ποτέ. Ο συντάκτης του παρόντος προσεγγί-ζει αυτούς τους συγγραφείς με προσωπική ταπεινότητα και θαυμασμό για το θάρρος και τη δύναμή τους».

Έχοντας ξεκαθαρίσει τη θέση του, προχωρεί, όμως, στη διατύπωση του επιχειρήματός του με επιτακτικούς όρους, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση αυτών των (αναθεωρητών) συγγραφέων να περιγράψουν ό,τι είδαν, ως τη μόνη πραγμα-τική αλήθεια του πολέμου, θα μπορούσε να έχει επικίνδυνες συνέπειες τις οποίες δε θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει:

«Έτσι, ενώ οι αναμνήσεις των χαρακωμάτων άρχισαν να εμφανίζο-νται σε μια εποχή κατά την οποία φαίνονταν σαν καθυστερημένη αλήθεια για μια εμπειρία που τώρα πια ανήκε ολοκληρωτικά στο παρελθόν, εξακολούθησαν να εμφανίζονται και σε μια νέα εποχή κατά την οποία σχετίζονταν άμεσα με το παρόν και το μέλλον. Αυτό που άρχισε σαν επιτάφιος, τελείωσε ως προειδοποίηση. Ως προειδο-ποίηση, τα πολεμικά βιβλία φαίνονταν να λένε ότι ο πόλεμος ήταν τόσο τρομερός και μάταιος, ώστε οι Βρετανοί έπρεπε να κρατηθούν μακριά από έναν καινούργιο, με κάθε κόστος»10.

Πού βρίσκεται ο Ρότζερσον, σε σχέση με αυτό το είδος επιχει-ρηματολογίας; Εδώ είναι σημαντικό να τονίσουμε για άλλη μια φορά το πότε εκδόθηκε το βιβλίο. Εκ των υστέρων βλέπου-με ότι από το 1933 άρχισε να προβάλλει η απειλή ενός νέου πολέμου, μιας και εκείνη τη χρονιά γνώρισε την άνοδο στη γερμανική εξουσία το Ναζιστικό Κόμμα, υπό έναν ηγέτη, τον Αδόλφο Χίτλερ, που και ο ίδιος είχε διαμορφωθεί και διανο-ητικά παραμορφωθεί, από τη δική του εμπειρία του πολέμου του Δυτικού Μετώπου.

10. Correlli Barnett, The Collapse of British Power, Eyre Methuen, London, 1972, σ. 435.

SIDNEY ROGERSON

-30-

Η απάντηση είναι ότι ο Ρότζερσον είχε προβλέψει αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως ειρηνιστικό πρόβλημα και το είχε αναδείξει σε σημαντικό θέμα στο βιβλίο του. Αυτό γίνεται αντικείμενο σοβαρής συζήτησης στο τελευταίο κεφά-λαιο, όπου παραθέτει τη γνώμη ενός συνάδελφού του αξιω-ματικού, που σκοτώθηκε αργότερα στον πόλεμο, του Πίτερ Παλμς: «Καλύτερα να το αντιμετωπίσεις, και να είσαι έτοιμος να υπερασπίσεις τη ζωή και την κληρονομιά σου, παρά να πέσεις κάτω βελάζοντας υπέρ της ειρήνης, ενώ ο άλλος σε ποδοπατάει» (βλ. κεφ. 6).

Χτίζοντας πάνω σ’ αυτήν τη δήλωση, ο Ρότζερσον συνεχίζει με οξύτητα:

«Εκείνην τη στιγμή νιώθαμε μονάχα ότι ο Παλμς εξέφραζε, πολύ περιεκτικά, αισθήματα με τα οποία συμφωνούσαμε όλοι, έστω κι αν δεν είχαμε σκεφτεί γι’ αυτά με τον ίδιο ψύχραιμο τρόπο, αλλά προσπάθησα να καταγράψω τις παρατηρήσεις του όσο πληρέστερα μπορούσα, μιας και φαίνονται να έχουν ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτήν τη μεταπολεμική εποχή. Δυναμώνοντας με τα χρόνια, ηχούν μέσα από την καταχνιά και τη λάσπη τού υψιπέδου του Σομ με όλη τη δύ-ναμη μιας προφητικής προειδοποίησης. Τι θα έλεγε ο Πίτερ Παλμς, αγρότης από τη φύση του και πολεμιστής από ανάγκη, αν ζούσε στη μεταπολεμική εποχή και έβλεπε πώς η Νεότητα προσπαθεί να διασφαλίσει την ειρήνη αρνούμενη να δει την πραγματικότητα; Μήπως, ως έθνος, δε φερόμαστε όμοια με το μικρό παιδί που, τρο-μαγμένο από κάποιους θορύβους στο σκοτάδι, κουκουλώνεται με τα σκεπάσματά του για να μη δει αυτό που το τρομοκρατεί;».

Είναι ένα ισχυρό επιχείρημα, αλλά παραμένει το θλιβερό γεγο-νός ότι απόψεις σαν του Ρότζερσον είχαν μια σύντομη στιγμή δόξας, κι ύστερα κατακλύστηκαν από την ανίκητη πλημμυρί-δα. Η εντύπωση που προκάλεσε το Στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου φαίνεται πως ήταν περαστική. Το 1937, ο Ρότζερσον εξέδωσε ένα εξίσου θαυμάσιο βιβλίο για την Εκ-

ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

-31-

στρατεία του ποταμού Αιν, το 1918, όταν η 8η Μεραρχία του, που είχε σταλεί σε ένα μέρος που θεωρούνταν ήσυχος τομέας (αφού είχε επιζήσει από δύο γερμανικές επιθετικές επιχειρή-σεις το Μάρτιο και τον Απρίλιο, του τύπου «όλα για όλα»), βρέθηκε πάνω στο δρόμο άλλης μιας μαζικής γερμανικής εφό-δου το Μάιο. Με τίτλο The Last of the Ebb, αυτό το βιβλίο είχε το θάρρος να περιλάβει, έπειτα από ειδική πρόσκληση, μια εξιστόρηση της εκστρατείας από ένα Γερμανό στρατηγό. Και μάλιστα, έφτανε στο σημείο να περιλάβει στην αφιέρωσή του και «τους φίλους μας τον εχθρό», επιχειρώντας έτσι να δώσει ένα τόνο συμφιλίωσης μεταξύ των Βρετανών και των Γερμα-νών, δεκαετίες ολόκληρες πριν γίνουν ξανά εφικτές τέτοιου εί-δους χειρονομίες. Όμως κι αυτό το έργο ξεχάστηκε εν πολλοίς. Το όνομα του Ρότζερσον δεν εμφανίζεται εύκολα σε βιβλία που ασχολούνται με τη λογοτεχνία των χρόνων του Μεσοπολέμου. Για παράδειγμα, δεν του έχει δοθεί καμιά θέση στην επιβλη-τική επισκόπηση του Σάμιουελ Χινς για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αγγλική κουλτούρα, το A War Imagined. Ούτε ο πολύς Πολ Φούσελ βρίσκει χώρο γι’ αυτόν στο πολυύμνητο και σημαντικό βιβλίο του The Great War and Modern Memory. Αυτό όμως, απλώς τονίζει ακόμα περισσότερο ότι έχει αργήσει πολύ η επιστροφή του Ρότζερσον στο δημόσιο προσκήνιο. Από αυτή την άποψη, η απόφαση των εκδόσεων Greenhill Books να ανατυπώσουν αυτό το βιβλίο εγκαίρως, ώστε να συμπέσει με την 90ή επέτειο της Μάχης του Σομ, είναι άξια επαίνου.

Ελπίζω οι αναγνώστες να με συγχωρήσουν που τελειώνω αυτή την εισαγωγή μου με μια προσωπική νότα. Όταν οι εκ-δόσεις Greenhill Books μου ζήτησαν να τη γράψω, δέχτηκα αμέσως. Κι αυτό, επειδή το συγκεκριμένο βιβλίο το γνωρίζω και το θαυμάζω για περισσότερο από 30 χρόνια. Η πρώτη μου εφόρμηση στο ζήτημα της Μάχης του Σομ ήταν ένα ντο-κιμαντέρ της τηλεόρασης που έγραψα και σκηνοθέτησα για το BBC, για την 60ή επέτειο της μάχης, το 1976. Κατά το σχε-διασμό του, γνώριζα καλά ότι, καθώς είχε προγραμματιστεί

SIDNEY ROGERSON

-32-

για τα τέλη Ιουνίου εκείνου του χρόνου, αναπόφευκτα θα εστιαζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην εναρκτήρια φάση της μάχης, και ειδικά στην καταστροφική επίθεση της 1ης Ιουλίου 1916. Όμως δεν αισθανόμουν ικανός να φανώ δίκαιος με τη μάχη παρά μόνο αν μελετούσα και τις συχνά παραβλεπόμενες μεταγενέστερες φάσεις της. Στο κάτω κάτω, ο Σομ δεν ήταν σύγκρουση μιας ημέρας, αλλά μια παρατεταμένη εκστρατεία που άρχισε στα μέσα του καλοκαιριού και έφτασε σχεδόν ως την αρχή του χειμώνα, και καμιά φάση της δεν ήταν λιγότερο σημαντική από οποιαδήποτε άλλη.

Κατά την περίοδο της έρευνας και της παραγωγής, είχα δυο κυρίως συμμάχους, προς τους οποίους, γνωρίζω έκτοτε καλά, ότι οφείλω μεγάλο χρέος. Ο ένας ήταν ο Μάρτιν Μίντλμπρουκ, που το πρωτοποριακό του έργο The First Day on the Somme, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1971, αναγνωρίζεται από καιρό ως κλασικό περί του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επιπλέ-ον, ο Μάρτιν ήταν αυτός που μου γνώρισε για πρώτη φορά την τοπογραφία του Σομ, και διετέλεσε σύμβουλός μου σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος.

Ο δεύτερος ήταν εκείνη η αξιόλογη προσωπικότητα, η φι-λόπονη, πάντοτε ενθουσιώδης Ρόουζ Ε. Μπ. Κουμπς, τότε Υπεύθυνη των Ειδικών Συλλογών του Αυτοκρατορικού Πο-λεμικού Μουσείου, που εκείνο τον καιρό ήταν πολύ απα-σχολημένη με τα τελευταία στάδια της προετοιμασίας της έκδοσης του εξαίρετου οδηγού του Δυτικού Μετώπου, του Before Endeavours Fade, που παρουσιάστηκε σε έντυπη μορφή για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1976 και έκτοτε αποτελεί αναντικατάστατο vade mecum11 των σοβαρών επισκεπτών των γαλλικών και βελγικών πεδίων μάχης. Κατά τη διάρκεια μιας από τις πολυάριθμες συζητήσεις μας περί του Σομ, τη ρώτησα αν μπορούσε να μου κατονομάσει ένα βιβλίο, πάνω από οποιοδήποτε άλλο, που θα μου επέτρεπε να συλλάβω την

11. Απαραίτητο εγχειρίδιο, βοήθημα [Σ.τ.Μ.].

ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

-33-

τελική φάση της εκστρατείας. Χωρίς δισταγμό μου απάντησε, «Στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου». Ακολού-θησα τη συμβουλή της, διάβασα το βιβλίο και, μπορώ να σας πω, ξέχασα οτιδήποτε άλλο. Επομένως η εισαγωγή μου δεν είναι μόνο απότιση φόρου τιμής στο Σίντνεϊ Ρότζερσον, αλλά μου παρέχει και μια ευπρόσδεκτη ευκαιρία να αποδώσω τιμή στην αξέχαστη Ρόουζ Κουμπς.

Το μόνο που απομένει, είναι να εξάρω την περαιτέρω στα-διοδρομία του Σίντνεϊ Ρότζερσον. Όπως έχει ήδη λεχθεί (στον πρόλογο του Τζ. Ρότζερσον), ασχολήθηκε πολύ με τις δημο-σιεύσεις και τις Δημόσιες Σχέσεις, εργαζόμενος κατά και-ρούς για την Ομοσπονδία των Βρετανικών Βιομηχανιών, την ICI και το Στρατιωτικό Συμβούλιο του Υπουργείου Πολέμου. Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συνεργάστηκε με πολλές και διάφορες εφημερίδες και περιοδικά και υπήρξε συγγραφέας πολλών αγαπημένων έργων, εκτός εκείνων γύρω από τα στρατιωτικά θέματα, που περιλαμβάνουν τίτλους όπως The Old Enchantment, Propaganda in the Next War, Our Bird Book και Both Sides of the Road. Ένα από τα μεγάλα του ενδιαφέροντα ήταν το κρίκετ, κυρίως του Γιορκσάιρ, και η τελευταία του δημοσίευση ήταν η βιογραφία ενός από τους μεγαλύτερους παίκτες κρίκετ της Αγγλίας, του καταγόμενου από το Γιορκσάιρ Ουίλφρεντ Ρόουντς. Για τη συγγραφή τής «Εισαγωγής» εκείνου του έργου, εξασφάλισε τη συνεργασία, ούτε λίγο ούτε πολύ, του μεγάλου Αυστραλού παίκτη Σερ Ντόναλντ Μπράντμαν. Μιας και ο ίδιος είμαι μανιακός τού κρίκετ και κατάγομαι από το Γιορκσάιρ, αν και ως παίκτης έχω ελάχιστο ταλέντο, αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά που μπορώ να ισχυριστώ ότι με το μεγάλο Σερ Ντον μοιρά-ζομαι το ίδιο προνόμιο της συνεισφοράς, με μια «Εισαγωγή», σε ένα από τα βιβλία του Σίντνεϊ Ρότζερσον.

Μάλκολμ Μπράουν, 2006

-35-

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΠΑΙΓΜΩΝ ΠΙΛΑΤΟΣ, οξύς παρατηρητής των αν-θρώπινων βασάνων, ίσως ρωτούσε: «Τι σημαίνει Πόλεμος;»12. Οι απαντήσεις είναι σχεδόν τόσες, όσα και τα άτομα που γνωρίζουν από πρώτο χέρι το Μεγάλο Πόλεμο, για να μην ανα-φέρουμε τις από δεύτερο χέρι εκδοχές, απλές και γλαφυρές, εκείνων που μεταφέρουν στους νεότερους ιστορίες σαν αυτή που διαλέξαμε να αφηγηθούμε. Ο πόλεμος, όπως φαίνεται, ήταν πολλοί πόλεμοι. Υπήρχε ο πόλεμος των βλοσυρά χαμο-γελαστών προσώπων των αδάμαστων αγοριών, σύμφωνα με τους πρώτους ανταποκριτές, όταν τα επιτιθέμενα τάγματα έκαναν τρίπλες με μπάλες ποδοσφαίρου, ρισκάροντας τη ζωή τους στη Νεκρή Ζώνη. Υπήρχε ο πόλεμος των στρατηγών, των καθαρών τετραγώνων του χάρτη, όπου ποτέ δεν υπήρχε σύγχυση, ποτέ δε φοβόταν κανείς, και οι στρατιώτες προχω-ρούσαν πάντα, σωστά και επί δεξιά, σε τέλειο σχηματισμό, «σαν σε παρέλαση». Ακόμα κι όταν επέστρεφαν, γεγονός που δε συνέβαινε σπάνια, υποχωρούσαν διστακτικά, εύτακτα,

12. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην κατά Φράνσις Μπέικον εκδοχή της εξέτα-σης του Ιησού από τον Πιλάτο, κατά την οποία, ο Ρωμαίος αξιωματούχος εμφανίζεται με διάθεση για αστεϊσμούς (jesting Pilate). Αφού μάλιστα κάνει την ερώτησή του, φεύγει, μη θέλοντας να ακούσει την απάντηση. Προέρχεται από το ευαγγέλιο Κατά Ιωάννην, ΙΗ΄, 38: «Λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος, τὶ ἐστὶν ἀλήθεια;» [Σ.τ.Μ.].