Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ή ΟΤΕΛΕΙΟΣ...
Transcript of Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ή ΟΤΕΛΕΙΟΣ...
A. K A Z H pA N
Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ή Ο ΤΕΛΕΙΟΣ Π Ο Λ ΕΜ ΙΣΤΗ Σ;Ο ΣΥΓΚΕΡΑΣΜ ΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΙΔΑΝΙΚΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ό Βίος του οσίου Λαζάρου του έν τί?> Γαλησίω (BHG 979) είναι ένα άπό τά πιο αξιοσημείωτα έργα της Βυζαντινής αγιολογίας. Ό H .-G . Beck1 τοποθετεί τη σύνταξή του στο δέκατο τέταρτο αιώνα, άλλά είναι προφανές οτι κάνει λάθος. Ό Λάζαρος πέθανε περίπου το 1054, καί ό Γρηγόριος, ό βιογράφος καί μαθητής του έζησε καί έγραψε στο δεύτερο μισό τού ενδέκατου αιώνα. Άναφέρεται συχνά στο δικό του ρόλο στά γεγονότα καί ξέρει πολλές λεπτομέρειες άπό τή ζωή τού δασκάλου του. Είναι πιθανόν ότι ό Βω-k έκανε αύτό τό λάθος επειδή ό άντιγραφέας τού Βίου τοποθετείται στο δέκατο τέταρτο αιώνα.
Ό Βίος άποτελεΐταί άπό ένα μεγάλο άριθμό συντόμων διηγήσεων συνήθως μέ ένα έπιμύθιο, άλλά πάντα γεμάτων λεπτές παρατηρήσεις καί περιγραφές τοπίων, ζώ(υν, άνθρώπο^ν. Σέ μίαν άπό τις διηγήσεις αύτές περιγράφεται ένα ταξίδι τού νεαρού Λαζάρου, π)ύ λαχταρούσε νά έπισκεφθεΐ τά ‘Ιεροσόλυμα καί γιά αύτό έφυγε άπό τό χωριό του. Έ νώ ταξίδευε συνάντησε στο δρόμο γιά τις Χώνες, ξακουστές γιά τό ναό τού άρχαγγέλου Μιχαήλ, μιάν ομάδα προσκυνητών. Μέσα στήν ομάδα αυτή ήταν μιά κοπέλλα πού έκλαιγε καί οδυρόταν. *0 Λάζαρος ρώτησε γιά τό λόγο τής λύπης της, καί οί προσκυνητές τού τά είπαν: «παρά τινων άπατηθεΐσα καί τής πατρώας άποξενωθείσα, ούκ ολίγον δέ όγκον χρημάτων ταίς των άπατησάντων συμβουλαΐς έκ τής πατρώας οικίας λαβούσα* ά καί λαβόντες οί αύτήν άπατησαντες, καταλιπόντες αύτήν έξ οφθαλμών αύτής άφαντοι γεγόνασι»1 2. ‘Η κοπέλλα όμους δέν έκλαιγε μόνο γιά τό χάσιμο τών χρημάτων, άλλά καί άπό φόβο. Ό βιογράφος Γρηγόριος τό εκφράζει αύτό άρκετά καθαρά λέγοντας ότι ή κοπέλλα φοβόταν, «μή καί μώμόν τινα παρά τινων ύποστή* ήν γάρ παρθένος». Ηά ξαναγυρίσουμε πάλι στο θέμα τής παρθενίας.
Ό νεαρός Λάζαρος φρόντισε την κοπέλλα, την οδήγησε στις Χώνες καί τήν παρέδο^σε στούς συγγενείς της. «*Αλλ* ό πονηρός διάβολος, ό ον- το^ς άντικείμενος καί πολέμιος τών αγαθών ... μή ύποφέρων την ήτταν, έσπευδε δι’ ετέρου τοιούτου σκεύους («σκεύος τό γυναικείου», είναι ή έκφρα-
1. Η .- G. Beck, Kirche und theologischc L ite ra tu r, M unchen 1954, a. 701.2. AASS Novem bris, III , a. 510 A.
204 A. Kazhdaa
σις τής 'Αγίας Γραφής-Α' Πέτρου 3,7) τής αύτοΰ (δηλαδή, του Λαζάρου) άγ- νείας μολύναι τδ καθαρόν»1. Ό διάβολος έστειλε στο νέο κάποια γυναίκα, μοναχήν τδ σχήμα, για νά τδν προκαλέσει ((προς αίσχράν μίξιν». Δεν καταλαβαίνω, άν πρόκειται εδώ για την μίξη μέ την ψεύτικη μοναχή ή αν αύτή μονάχα μεσολάβησε καί τδν παρακίνησε για τή μίξη μέ τήν κοπέλλα. 'Οπωσδήποτε δ- μως ήταν μια μάταια άπόπειρα. Ό Λάζαρος σηκώθηκε καί έφυγε άπδ ((τδν τόπο». Πάλι, δεν ξέρω άν σημαίνει «ό τόπος» τδ σπίτι των συγγενών τής κο- πέλλας - θά ήταν φυσικά, εάν ό Λάζαρος έμεινε κάτω άπδ τή στέγη τους άφου τούς είχε παραδώσει τήν κοπέλλα - ή ένα άλλο μέρος στις Χώνες. Τελικά, ό ήρωας μας διέφυγε τδν κίνδυνο* γλύτωσε τήν άτυχη κοπέλλα καί δέν έχασε τήν τιμή του.
'Η περιπέτεια αύτή τού Λαζάρου μάς θυμίζει μιάν άλλη ιστορία, πολύ πιδ γνωστή, τδ κατόρθωμα τού Διγενή Ακρίτα, πού γλύτωσε τή κόρη τού άραβα άμηρά Άπλορράβδη.
Τδ έπος τού Διγενή Άκριτα άποτελείται, κατά τις πρόσφατες μελέτες1 2 άπδ δύο άνεξάρτητα μέρη - τδ άσμα τού άμηρά καί τή «μυθιστορία» τού Διγε- νή. 4 Η ιστορία γιά τή κόρη τού Άπλορράβδη βρίσκεται στδ δεύτερο μέρος τού έπους, πού χρονολογείται, μέ μεγάλη πιθανότητα, στδν ενδέκατο αιώνα, δηλαδή είναι σύγχρονη μέ τδ Βίο τού οσίου Λαζάρου. Τήν ιστορία άφηγειται δ ίδιος ό Διγενής, δ όποιος ενώ περιπλανιώταν σέ μιάν έρημο συνάντησε μιά κοπέλλα, πού - όπως ή κοπέλλα στδ Βίο τού Λαζάρου - έστέναζε καί έκλαιγε* «όλολυγ- μούς άκούω, λέγει ό Διγενής, καί κλαυσωδείς ολοφυρμούς μετά πλείστων δακρύου»3 Ό λόγος τής λύπης της (ή κοπέλλα αύτή ήταν ή κόρη τού Άπλορράβδη) φαίνεται όμοιος μέ έκείνον τής κοπέλλας άπδ τδ Βίο - μέ όρισμένες διαφορές. 'Η κόρη τού Άπλορράβδη τού είπε ότι άγάπησε ένα «'Ρωμαιογενήν», πού είχε αιχμάλωτο δ πατέρας της καί έφυγε μαζί του, παίρνοντας - όπως στδ Βίο- πολλά χρήματα άπδ τδ σπίτι τών γονέων της, «Πλούτον πολύν διάρασα τώ πλάνω συνεξήλθον», όπως άφηγήται στδ Διγενή4. Τδ τέλος τής περιπέτειας είναι ίδιο μέ τή διήγηση τού Βίου: δ νέος έφυγε τρέχοντας, άφήνοντας τή κοπέλλα μόνη της κάτω άπδ μιά φοινικιά, όπου τήν βρήκε δ Διγενής.
'Όπως ό Λάζαρος, έτσι καί ό Διγενής άποφάσισε νά βοηθήσει τήν εγκαταλειμμένη κοπέλα, αν καί ή μέθοδός του ήταν λίγο διαφορετική άπδ τού Λαζάρου* αύτδς άποφάσισε νά τήν επαναφέρει στδν δραπέτη καί οχι στούς συγγενείς της. Καί τδ έκανε, άλλά στδ μεταξύ έκανε καί κάτι άλλο, άπδ τδ όποιο
1. Αύτόθι, σ. 510 Β.2. H.-G. Beck, Geschichte der byzantinischen Volksliteratur, Munchen 1971, σ.
94 έξ. - N. Oikonomides, «L* «έρορέβ» de Digenis et la fronttere orientate de Byzance aux Xe e t Xle socles», T ravaux et Memoires 7 (1979), σ. 381.
3. Έ κδ. E. Trapp, σ. 240: Gr. Y, 2078-9.4. Αύτόθι, σ. 244, Gr. V, 2139.
*0„ τέλειος μοναχός 205
ευτυχώς 6 Λάζαρος ξέφυγε. Ά φηγεΐται ό Διγενής: «Καθάπερ φλόξ εις τήν έμή καρδίαν έπεισήλθεν... πυρ όλος έγενόμην του έρωτος όλοσχερώς έν έμοί αύξη- θέντος...ήρξάμην άπαντα ποιεΐν πράξεως παρανόμου». Καί φυσικά, ό Διγενής είχε τον διάβολο συνεργάτη* «ό άντικείμενος, του σκότους ό προστάτης, ό εχθρός καί πολέμιος του ήμετέρου γένους»1.
*Η ομοιότητα των δύο επεισοδίων είναι σαφής, δεν πιστεύω όμως οτι ό Γρηγόριος άντλεΐ τό επεισόδιό του από τό έπος ή ότι 6 άνώνυμος συγγραφέας του Διγενή έπλασε αύτή τήν σκηνή σύμφωνα μέ τήν ιστορία τού Βίου. Τά δύο κείμενα, νομίζω, είναι άνεξάρτητα, μολονότι σύγχρονα, άλλά ή ομοιότητά τους δεν μου φαίνεται τυχαία. Στο κοινωνικό νού τού ενδεκάτου αιώνα καί τά δύο πρόσωπα, ό τέλειος μοναχός καί ο τέλειος πολεμιστής, φιλοδόξησαν νά. παίξουν τον ίδιο ρόλο τού προστάτη των άδυνάτων καί τού πολεμίου τής αδικίας. Στον ενδέκατο αιώνα τούς συναντούμε ώς άντίζηλους, οί όποιοι άμιλλώνται μεταξύ τους. *Άς δούμε τώρα αύτή τήν πάλη στα. πλαίσια τής ιστορικής εξέλιξης.
' Ό αγιολογικός ήρωας γεννήθηκε τον τέταρτο αιώνα - ό άγιος ’Αντώνιος θεωρείται ώς τό πρώτο παράδειγμα αυτού τού είδους. Τό πιο τυπικό χαρακτηριστικό του είναι ή περιφρόνηση τού πολιτισμού τής πόλης μαζί μέ τις χαρές του, όπως ή δόξα, ό πλούτος, οί κοινωνικές σχέσεις, ή φυσική ομορφιά καί οί διασκεδάσεις. Ό ήρωας τής άγιολογικής φιλολογίας είχε τήν τάση νά φύγει άπό τήν πόλη, νά ζήσει στήν έρημο, τά βουνά, τις σπηλιές - κοντά στήν άπλή φύση καί στ’ άγρια ζώα, πού ύπάκουαν σ’ αύτόν καί τον υπηρετούσαν. 'Όταν έπέστρεφε στήν πόλη, όπως ό Συμεών τής Έμέσης, ή συμπεριφορά του έκεΐ ήταν καθαρά άντικοινωνική. Ό Λεόντιος, επίσκοπος τής Νεαπόλεως στήν Κύπρο τό πρώτο μισό τού εβδόμου αίώνος, περιγράφει, έτσι τήν είσοδο τού Συμεών στήν Έ μεσα ύστερα άπό τήν άσκηση στήν έρημο: «Ευρών ό άοίδημος επί τής κοπριάς τής είω τής πόλεως κύνα νεκρόν, λύσας ό έφόρει ζωνάριον έκ σχοινιού καί δήσας τόν πόδα αύτού έσυρεν αύτόν τρέχων καί εισερχόμενος διά τής πόρτης, όπου πλησίον έστίν το σχολεΐον των παιδίο^ν»1 2 3. Ό τρόπος αύτός τής εισόδου δέν είναι τυχαίος άλλά ή συμπεριφορά τού αγίου συμβολίζει τήν περιφρόνησή του προς τούς κοινοτικούς θεσμούς. Ό Συμεών δέν σεβόταν ούτε τήν έκκλησία ούτε τήν ιδιοκτησία* μπήκε τό πρωί μέσα στήν εκκλησία, στήν άρχή τής λειτουργίας, καί άρχισε «καουδίζων καί σβεννύων τάς κανδήλας»3, ύστερα «ανέρχεται εις τον άμβωνα καί έκεΐθεν έλίθαζεν τάς γυναίκας τοΐς καρυδίοις»4 5. Διασκορπίζει τά εμπορεύματα ενός παντοπούλη πού τού ζήτησε νά τόν βοηθήσει - έδωσε «τά φάβατα καί τήν φακήν καί τά τρωγάλια καί πάντα» χο^ρίς πληρωμή6. «Πολλάκις γούν», συνεχίζει ό .Λεόντιος, «τής γαστρος αύτού τήν οικείαν
1. Αυτόθι, σ. 254, Gr. V, 2275-96.2. Έ κ δ . A .J. Festugtere - L. R yd0n, Paris 1974, σ. 79, 21-23.3. Αυτόθι, σ. 79, 27.4. Αύτόθι, σ. 80, 1-2.5. Αύτόθι, σ. 80, 15-16.
206 A. Kazhdan
χρείαν έπιζητούσης ποιήσαι, ευθέως μηδένα έρυθριών έπί της άγοράς προς τόπον έκαθέζετο έπί πάντων»1.
Οί ήρωες των πρώιμων αγιολογικών θρύλων είναι συχνά άνθρωποι με δυνατό πάθος, ικανοί νά άλλάξουν ριζικά τή ζωή τους. 'Ο άγιος ’Αλέξιος, γιος πλούσιας καί άριστοκρατικής οικογένειας στή Ρώμη, έφυγε άπό τούς συγγενείς του προτιμώντας τή ζωή ενός επαίτη καί στο τέλος ξαναγύρισε στο σπίτι τών γονιών του, ώς ζητιάνος γιά νά πεθάνει έκει. 'Η οίκογένειά του δεν τον ά- ναγνώρισε καί μόνο μετά το θάνατό του έμαθαν οί δικοί του ότι ο βρώμικος ζητιάνος ήταν 6 άγαπημένος γιος, σύζυγος καί κληρονόμος του οικογενειακού πλούτου. Οί «άγριαι» πόρναι, όπως ή Μαρία καί ή Πελαγία, έγιναν εύσεβεΐς έρημήτισσες, άπαρνήθηκαν τον κόσμο καί ξέχασαν τό φύλο τους.
Φυσικά, δεν ήταν όλοι οί άγιοι της πρώιμης περιόδου όπως ό Συμεών ή ή Μαρία ή Αιγύπτια, άλλά ή ιδέα τού άναχωρητισμού, τής άπόρριψης τού αρχαίου πολιτισμού, μένει κεντρική στην άγιολογία, μολονότι μερικοί Βίοι παίρνουν τή μορφή τους μέ τή βοήθεια τής αρχαίας ρητορικής τέχνης.
Ή άπόρριψη τού άρχαίου πολιτισμού, τών κοινωνικών συμβάσεων, αποτελεί μονάχα μία πλευρά τού άγιολογικού τύπου. Ό βρώμικος ζητιάνος, πού ήταν τρελλός στά μάτια τών συγχρόνων του, πού τούς προκαλούσε μέ τή συμπεριφορά του, άπέκτησε λόγω τής εύσεβείας του υπερφυσική δύναμη* τό παρελθόν καί τό μέλλον ήταν άνοιχτά γι’ αυτόν καί εκείνος ήταν ικανός νά διαβάζει τις ενδόμυχες σκέψεις τών ανθρώπων, νά μαθαίνει τά μυστικά τους. "Αλλωστε, ό άγιος ήταν ικανός νά έξημερώνει τά άγρια ζώα καί νά συγκρατεΐ τάστοιχεΐα- τούς σεισμούς, τις τρικυμίες, την έπιδρομή τών άκοίδων. Ό τύπος τού πρώιμου άγιου ήταν αντιφατικός στήν ούσία του* άν καί ήταν ταπεινός στη σωματική εμφάνισή του, ήταν κύριος τού χρόνου καί τής φύσεως.
Ή περίοδος τής Είκονομαχίας έφερε δραστικές άλλαγές στήν άντίληψη περί τών άγιων. Έ δώ δέν είναι ό τόπος ούτε υπάρχει άρκετός καιρός γιά νά συζητήσουμε τήν ούσία τής Είκονομαχίας* πρέπει μόνο νά τονίσω ότι ή λατρεία τών άγιων ήταν ένα άπό τά σημαντικά θέματα τής ιδεολογικής πάλης. "Ενας μεγάλος αριθμός τών Βίων γράφτηκε στο τέλος τής Είκονομαχικής πάλης καί αμέσως μετά τή νίκη τών είκονόφιλων* καί φυσικά 6 ήρωας τής άγιολογίας τού ένάτου αιώνα απόκτησε νέα μορφή. Ό ταπεινός ερημίτης φαίνεται άκατάλλη- λος γιά τις νέες καταστάσεις* ή άντίσταση, όχι ή φυγή, γίνεται τό ιδανικό τής ευσεβούς συμπεριφοράς, καί είναι τυπικό γιά τη νέα άντίληψη, ότι ό βιογράφος τού Ίωαννικίου τού Μεγάλου βρήκε αναγκαίο νά δικαιολογήσει τη φυγή τού ήρωά του άπό τήν πρωτεύουσα στά βουνά* τονίζει ότι ό Ίωαννίκιος δέν τό έκανε γιατί είχε «δειλιάσει τον τύραννον ή τον θάνατον»1 2. Τό θέμα της μάχης μέ
1. Αυτόθι, σ. 82, 14-16.2. AASS, Novembris II, σ. 394 C.
*0 τέλειος μοναχός 207;
τήν εξουσία, τό θέμα της άντιστάσεως είναι κεντρικό στήν «πολιτικήν» άγιο- λογία του ενάτου αιώνα, όπως καί στήν άλληλογραφία του Θεοδώρου Στουδί-, του, του ιδεολογικού αρχηγού των εικονολατρών.
Έ κ πρώτης οψεως οι εικονολάτρες νικούν τό 843* ή λατρεία των εικόνων καί των λειψάνων έχει άποκατασταθεΐ. 'Η ειρωνεία τής ιστορίας, όμως, συνί- σταται στο περίεργο γεγονός οτι ή νίκη των εικονολατρών άποδείχτηκε μια ήττα τών σπουδαιοτέρων άρχών τής ιδεολογίας τους. Προ παντός, κατά τή μετα-[ εικονοκλαστική εποχή παρουσιάζεται ενίσχυση τής βασιλικής έξουσίας, ένα φαινόμενο τό όποιο καί ό Θεόδωρος Στουδίτης καί οί συγγράφεις Βίων άγιων τής εποχής πολέμησαν επίμονα. Τό άλλο ιδανικό τού Θεοδοόρου, ή κοινοβιακή ζωή, βγαίνει καί αυτί] ήττημένη. ’Αντί γιά τό ιδανικό τού μεγάλου μοναστηριού μέ οργανωμένη κατανομή τής εργασίας, με άναρίθμητα εργαστήρια, όπως αύ- τό τού Θεοδώρου - ό δέκατος αιώνας έθρεψε τό ιδανικό τού ατομικού έρημητι- κού κελλιού, όπου λίγοι μοναχοί ζούσαν μοιάζοντας μέ οικογένεια, συχνά άκό- μη καί χωρίς τήν εκκλησιαστική σύναξη.
Ποιά έπίδραση είχε αυτί) ή άνάπτυξη στο κοινωνικό ιδανικό, όπως αύτό παρουσιάζεται στην άγιολογία; *Ως πρώτο φαινόμενο μπορούμε νά άναφέρου- με τήν άτομικότητα τού μοναχού. Πρέπει νά έξηγήσω τή σημασία αυτής τής έκφρασης.
Πολλά άπό τά πρώιμα μαρτύρια παρουσιάζουν τις πράξεις μιας ομάδας ηρώων. Τό ομαδικό μαρτύριο πράγματι έξαφανίζεται άπό τήν άγιολογία τού ενάτου αιώνα χωρίς νά έχει άναζωογονηθει, μολονότι ή ιστορία τής Είκονομα- χίας ή τών άραβικών έπιδρομών μπόρεσε νά δώσει άρκετά παραδείγματα ομαδικών μαρτυρίων. Έκτος τούτου έχομε ευτυχώς μιά περίπταχτη πού μάς επιτρέπει νά παρατηρήσουμε την άλλαγή άπό τό ομαδικό μαρτύριο στόν άτομικό άθλο. Ή περίφημη ιστορία τών Σαράντα δύο μαρτύρο^ν τού Άμορίου είναι γνωστή σέ πολλές παραλλαγές, πού φαίνονται νά έχουν γραφτεί τό δεύτερο μισό τού ενάτου αίώνος καί λίγο άργότερα. Στήν πρωΐμότερη παραλλαγή ολοι οί μάρτυρες ενεργούν σάν ένας όμιλος, είναι ’ίσοι μεταξύ τους. "Υστερα, όμως, διάφοροι συγγράφεις δημιούργησαν διάφορες παραλλαγές, εγκωμιάζοντας άτομι- κά μερικά πρόσωπα - διαφορετικά κάθε φορά, άλλά πάντα διαπρεπή, τά όποια ύπερεΐχαν τών συναγωνιστών τους. 'Η ιδέα τού ομαδικού άθλου ξεπερνιέται καί αύτό συμβαίνει άκριβώς όστερα άπό τή φαινομ,ενική νίκη τών εικονολατρών.
*Ως ένα άλλο χαρακτηριστικό τής νέας άγιολογίας μπορούμε νά θεωρήσουμε - τυπικά - τήν εξημέρωση τού άγριου άγιου. *Η έξέλιξη τής εικόνας τού άγιου αυτού παρουσιάζει τήν άλλαγή αύτή τής άντιλήψεως.
Ό Βίος τού άγιου Φιλαρέτου έχει γραφτεί άπό τόν έγγονό του Νικήτα τον τής Άμνίας Περίπου τό 821. * Η Σ. Πολιακόβα1 έχει άποδείξει οτι ό Φιλάρετος,
1. «Folklornyi sjuzhet ο schastlivom glupce ν nekotorych p am ja tn ik ach agio- grafii V III u», VizVrem 34 (1973), σ. 131 έξ.
208 A. Kazhdan1
στην ουσία, δεν ήταν παρά ό τρελός, του οποίου κάθε ενέργεια καταργεί τούς καθημερινούς κανόνες τής συμπεριφοράς. Ό δίκαιος Φιλάρετος, διηγείται ό Νικήτας, χάρισε «τον ίππον εόδρομον οντα καί καλόν τώ εϊδει» σε ένα φτωχόν στρατιώτη1, ένα μοσχάρι με την άγελάδα σε έναν άγρότη1 2 καί σιτάρι σε ένα φτωχό στο καιρό τού λιμού3. ’Έτσι ό Φιλάρετος μοίρασε όλην την περιουσία του. "Ομως ή τρέλα τού Φιλαρέτου διέφερε ουσιαστικά άπό την τρέλα τού Συμεών, τού όσιου Σαλού τού έκτου αιώνα. Ό Συμεών καταπάτησε τούς κανόνες τής κοινουνικής συμπεριφοράς καί γ ι’ αυτό προκάλεσε τό θυμό τού κόσμου, ενώ ό Φιλάρετος κατάστρεψε μονάχα την περιουσία τής οίκογένειάς του. 'Υπάρχει άκόμη καί μιά δεύτερη διαφορά* ή άνταμοιβή τού Συμεών ήταν μυθολογική καί υπερφυσική, καί συνίστατο προ παντός στήν ικανότητά του νά καταλαβαίνει περισσότερα άπό τούς άλλους άνθρώπους. Τα χαρίσματα τού Φιλαρέτου μένουν στο καθημερινό καί άπλό επίπεδο τής ελεημοσύνης. Ό Φιλάρετος δεν καταξιώνεται σε υπερφυσικό ή άγιολογικό έπίπεδο, άλλά σε πραγματιστικό καί πρακτικό: "Ετσι, όταν μοίρασε την περιουσία τής ο ίκογένειάς του, ό αύτοκράτορας Κωνσταντίνος ΣΤ' παντρεύεται την έγγονή]τού Φιλαρέτου Μαρία, καί 6 Φιλάρετος με όλη την οίκογένειά του εγκαθίσταται στήν Κωνσταντινούπολη, οπού βρήκε μεγάλες τιμές καί νέα περιουσία.
Μιά άλλη μέθοδο τής έξημερώσεο^ς τής άγριας άγιότητος βρίσκουμε στον παράξενο καί αινιγματικό [Βίο τού Άνδρέα τού Σαλού. Είναι γνωστό, πώς αυτός ό Βίος δεν μάς προσφέρει σαφή στοιχεία γιά νά τον χρονολογήσουμε, καί οί άπόψεις ταλαντεύονται μεταξύ τού έβδομου καί δεκάτου αιώνα. Νομίζω, όμως 8τι ό Βίος τού Άνδρέα ταιριάζει καλύτερα στήν κατάσταση τού δεκάτου αιώνα, καί ότι ό C. Mango4 άπέτυχε στήν προσπάθειά του νά άποδείξει ότι πρόκειται γιά έργο τού τέλους τού έβδομου αιώνα. Μή μπορώντας νά άναλύσω εδώ τά στοιχεία τής ύπόθέσεώς του θέλω μόνο νά έπιστήσω τήν προσοχή σέ δύο γεγονότα. Πρώτον, φαίνεται ότι τήν έποχή αυτή δεν υπάρχουν άγιολογικά έργα κάποιας σημασίας. Σ ’ αυτή τήν περίπτωση, ό θαυμαστός Βίος τού Άνδρέα θά πρέπει νά είναι τό μοναδικό έργο στο «φιλολογικό κενό». Ά πό τήν άλλη μεριά, ή ομοιότητά του με τον Βίο τού Βασιλείου τού Νέου, ένός έργου πού ά- ναμφισβήτητα γράφτηκε τον δέκατο αιώνα, είναι ένα πολύ σοβαρό επιχείρημα, πού δέ μπορεί νά ξεχάσει κανείς.
Ό Άνδρέας, «τώ γένει Σκύθης» καί οίκέτης ένός στρατηλάτου5 ήταν ξένος στήν κοινωνία του, (ήταν σάλος καί μέχρι ένός σημείου πνευματικός άδελ-
1. Έ κδ. A. Vasiliev, Izv. Russkogo. Archeol. Inst, ν Konstantinopole, 5(1900),' σ. 70, 25.
2. Αύτόθι, σ. 71.3. Αύτόθι, σ. 72.4. C. Mango, «The Life St. Andrew the Fool, Reconsidered», RSBSlavi 2 (1981),
σ. 297.-313.5. PG 111, col. 632 A
Ό τέλειος μοναχός 209
φός του Συμεών). Κι αυτός έπίσης καταπάτησε τις κοινωνικές συμβάσεις καί μπόρεσε νά πιει άπό τά λασπόνερα στο μέσον της λεωφόρου, έξάπτοντας έτσι τό θυμό των συμπολιτών του1. Πολλές φορές υπογραμμίζει ό βιογράφος, πού ονομάζει τον εαυτό του Νικηφόρο, τό μίσος του κόσμου πρός τον Άνδρέα - «υπό πάντων μισούμενος, ώστε καί οΐ παίδες τής πόλεως τύπτοντες, σύροντες καί ραπίζοντες σφοδρώς, καί τω αύχένι αυτού σχοινίον βάλλοντες ήλκον δημοσίως, μέλαν έξ άνθράκων ποιοΰντες καί τό πρόσωπον αυτού χρίοντες»1 2. Α λλά ή αντικοινωνική ενέργεια τού Άνδρέα είναι πιο ήπια σέ σύγκριση μέ τη δραστηριότητα τού Συμεών καί περιορίζεται σέ μία απίστευτη ικανότητα νά υποφέρει τον πόνο. Κάποτε, ενώ ό Άνδρέας κοιμόταν «έν τω κοπριοδει τόπο»), ένα κάρρο καταπάτησε τον όσιο καί «έλκόμενοι δέ καί τροχοί μέσον της κοιλίας αυτού διήλθον»3, τον άφησαν όμως άβλαβή. Αυτό τό κατόρθωμα της άντο- χής είναι ή κορύφωση τού Άνδρέα, όπως ή θορυβο'ϊδης άφιξη στήνΈ μεσα ήταν ή κορύφωση στην συμπεριφορά τού Συμεο>ν. Ή αντοχή ύποκαθιστά τήν δράση.
' Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει ό .1. Gr‘>sdidit*r de M atnns4, υπάρχει καί άλλη μέθοδος νά άμβλύνει ό «Νικηφόρος» τήν επαναστατική ενέργεια τού προ'ίϊ- μου σαλού. Πλάι στον ξένο καί Ικέτη, ικανόν νά πιει άπό μιά λακκούβα καί νά κοιμάται επάνω σε κοπριά, τοποθετεί ό βιογράφος έναν άλλον ήρωα, τον Έπιφάνιο, παράδειγμα κοινωνικής συμβατικότητας, δηλαδή ομορφιάς, πλούτου, μόρφωσης. «'Ωραίος τώ είδει, γλυκύς τήν αιδώ, ευφυής καί προσηνής καί πραότατος, μελίρρυτος τή ομιλία, μειδιώσαν έχων την δρασιν». ’Έ τσ ι ηχεί μιά άπό τις περιγραφές τού Έπιφανίου5. Καί ο δρόμος του δεν οδηγεί στην έρημο, σέ μία κορυφή τού βουνού ή σέ σπηλιές, αλλά στη κορυφή τής έκκλησιαστικής ίΐραρχίας. Ό ’Ανδρέας προβλέπει: «Τής δέ άγιας ταύτης χηρευσάσης εκκλησίας, σέ έγερεί Κύριος φωστήρα καί οδηγόν καί ποιμένα των πεπλανημένων ψυχών εμπειρότατου»6. Μάταια Θά προσπαθήσουμε νά μαντεύσουμε, ποιόν πατριάρχην είχε στο νού ό «Νικηφόρος» όταν δημιούργησε την εικόνα τού Έ π ιφανίου - νομίζω, όμως, ότι έτσι ό συγγραφέας ήθελε νά επιτύχει τήν ισορροπία μεταξύ τού έπαναστατικού παρελθόντος καί τού συγχρόνου του ιδανικού.
’Άλλο παράδειγμα αύτής τής «έξημερώσεως» είναι ή μεταμόρφωσή τής άνυπότακτης άγιας γυναίκας είτε μιας μεταμφιεσμένης σέ άντρα, - είτε μιά.ς πόρνης, σέ ιδανική σύζυγο, πού-όπως ή Μαρία ή Νέα-δυστύχησε πλάι στον άσπλαχνο άνδρα της, άνίκανο νά καταλάβει τά αίτια τής φιλανθρωπίας της. Ά π ό τον «άποφατικό» άγιο τών πρώιμων αιώνων, τόν άναχωρητή πού κρατά τήν
1. PG 111, col. 657 D - 660 Α.2. PG 111, col. 708 ΑΒ.3. PG 111, col, 709 BG.4. J . Grosdidier de M atons, «Les thfcmes d ’6ducation dans la Vie d ’Andr6 Salos»,
T ravaux e t M6moires 4 (1970), a. 311.5. PG 111, col. 618 C.6. PG 111, col. 884 D.
210 A. Kazhdan
κοινωνία σέ άπόσταση, στον «καταφατικό» άγιο, ένα τιμώμενο μέλος της κοινωνίας, τον ιεράρχη, τό σύζυγο, την μητέρα των παιδιών-αύτή ήταν ή εξέλιξη τής βυζαντινής αγιολογίας. Άλλα ή εξέλιξη δεν σταμάτησε σέ αυτό τό σημείο.'
Στο δωδέκατο αιώνα φάνηκε ή κρίση τής άγιολογίας. Επιφανειακά διακρίνουμε τό ποσοτικό φαινόμενο* ό άριθμός των άγιολογικών κειμένων πού χρονολογούνται σ’ αύτή την εποχή είναι μικρότερος άπό έκεΐνον τής προηγου- μένης περιόδου. Ό H.-G. Beck1 ονομάζει την περίοδο των Κομνημών άπογοή- τευση (Enttausehiing) σχετικά μέ τήν άγιολογία και ό Ρ. Magdalino2 άναφέ- ρεται στην κάμψη τής άγιολογίας, καταμετρώντας μόνο πέντε ή έξη έργα συντεθειμένα αύτή τήν εποχή. (Δεν περιλαμβάνονται οί άναθεωρήσεις παλαιότε- ρων Βίων, των όποιων ή καταμέτρησις θά ήταν δύσκολη). *Η ελάττωση τού άριθμού, όμως, δεν περιορίζει τις άλλαγές, δύο άλλα φαινόμενα είναι, πιθανώς, άκόμη περισσότερο σημαντικά.
Τό πρώτο φαινόμενο ήταν ή τάση γιά λαϊκή γλώσσα, («άγροτική» άγιολογία). Τόσο ό Beck όσο καί ό Magdalino αναφέρουν σχετικά τό παράδειγμα τού Βίου τής Ά γιας Παρασκευής, κείμενο πού καταστράφηκε λίγο μετά τή συγγραφή του, άλλά δεν καταλήγουν σέ συμπέρασμα σχετικά μέ τό γεγονός. 'Η μαρτυρία γιά τό Βίο τής Παρασκευής είναι λακωνική: ό Βαλσαμών άναφέρει μονάχα3, ότι ό Πατριάρχης Νικόλαος ό Μουζάλων (1147-51), «ευρών συγγρα- φέντα τον βίον τής άγιας Παρασκευής, τής εν τώ χωρίω τή Καλλικρατεία τι- μωμένης, παρά τίνος χωρίτου ίδιωτικώς καί άναξίως τή άγγελική διαγωγή τής άγιας, ώρισε πυρί παραδοθήναι». *0 Μουζάλων έπέτρεψε άκόμη σέ κάποιο διάκονο Βασιλικό νά γράψει ένα νέο κείμενο γιά νά άντικαταστήσει τό κατεστραμμένο.
Δέν θά μάθουμε ποτέ ποιά χαρακτηριστικά τού κατεστραμμένου Βίου άναψαν τον θυμό τού Πατριάρχη. Στήν άνεπαρκή περιγραφή τού Βαλσαμώνα μόνο δύο λέξεις επιτρέπουν νά μαντέψουμε τό λόγο - ό Βίος ήταν γραμμένος, λέγει ό περίφημος κανονιστής, άπό κάποιον άγρότη καί σέ δημοτική διάλεκτο, «ίδιωτικώς». ’Έχουμε, όμως, άλλο ένα παράδειγμα τής άγροτικής άγιολογίας, πού επίσης, - έάν δέ κάνω λάθος - άνήκει στο δωδέκατο αιώνα. Είναι ή παραλλαγή τών θαυμάτων τού άγιου Γεωργίου.
Τό άποφασιστικό στοιχείο γιά νά χρονολογήσουμε τά θαύματα τού Γεωργίου βρίσκεται στο δέκατο θαύμα, πού καθρεφτίζει τή νομισματική μεταρρύθμιση τού Αλεξίου Κομνηνού* κατά συνέπεια δέν μπορεί νά έχουν γραφτεί πριν άπό τό τέλος τού ενδεκάτου αιώνα4. Πιθανώς, μερικά άπό τά θαύματα νά είχαν
1. Ii.-G . Beck, Kirche, σ. 271.2. Ρ. Alagdalino, The Byzantine Holy Man in the Twelfth Century, στό The By
zantine Saint, London 1981, σ. 52-54.3. PG 137, col. 733 BC.4. A. Kazhdan, «Post-hoc of Two Byzantine Miracles», Byzantion 52 (1982), σ.
420.
*ό τέλειος μοναχός 211
γραφτεί ένωρίτερα, αλλά ή εσωτερική ενότητα τής συλλογής δεν επιτρέπει νά προτείνουμε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της. Φυσικά, τά θαύματα συγκεντρώνονται γύρω από τό πρόσωπο του Γεωργίου, άλλα πόσο ξένο είναι αύτό τό πρόσωπο άπό τό πατροπαράδοτο ιδανικό του αγίου! *0 Γεώργιος, παρ’ ολα τά άρχοντικά του φορέματα καί την υπέροχη ακολουθία του, είναι ένας έξυπνος αγρότης, ό όποιος ξέρει πώς νά αύξήσει τά υπάρχοντά του καί στον όποιο άρέσει νά κάνει παζάρια μέ τούς άπλούς ανθρώπους. Βοηθάει τούς άγρότες στα προβλήματά τους άλλά επιζητεί καί τήν άνταμοιβή του. Είναι ένας ήρωας όχι.τής φιλανθρωπίας, άλλά τής καθημερινής λογικής.
Τό δεύτερο στοιχείο τής μεγάλης άλλαγής του δωδεκάτου αιώνα ήταν ή άρνητική στάση άπέναντι στο ασκητικό ιδανικό. *0 Εύστάθιος Θεσσαλονίκης αντιπροσωπεύει^ πιθανώς, μέ την μεγαλύτερη ένταση αύτή τήν τάση τής εποχής του. "Εχω γράψει ήδη πολλά γιά αύτόν1 καί εδώ δεν θέλω παρά νά συνοψίσω* ό Εύστάθιος άσκοΰσε κριτική τού μοναχισμού οχι μόνο στήν πραγματεία του«Έ πί διορθώσει τών περί μοναχικών βίων», άλλά καί σέ διάφορα άλλα έργα του. ’Ακόμα στά σχόλια στά έργα τού 'Ομήρου συγκρίνει άπρόσμενα «τούς καθ’ ήμάς άναχο^ρήτους» πού «πόλεις μέν φύγοντες, όρέων δέ ναίοντες κάρηνα έν σπηλαίοις, ούτε φυτεύουσιν, ούτε άλλο τι τών εφεξής ποιοΰσι»1 2 μέ τούς Κύκλωπες, οί όποιοι «ούτε φυτεύουσιν χερσίν φυτόν ουτ’ άρόωσι»3. Τό πιο σημαντικό έργο τού Εύσταθίου σχετικά μέ αύτό τό θέμα είναι ό Βίος τού αγίου Φιλοθέου τού Όψικιανού.
‘Ο Φιλόθεος, ένας εντελώς άγνωστος άγιος παρουσιάζεται άπό τον Ευστάθιο ως κοσμικός άγιος, πού είχε καί περιουσία καί σύζυγο. ’Άλλωστε ό Εύστάθιος τον άντιδιαστέλλει προς τον άναχωρητή. «Διό καλόν μέν είναι», άνα- γνωρίζει ό Εύστάθιος, «καί εί καταμόνας άποδυσάμενός τις πυγμαχεί καί νίκα κατά τού δαιμονίου φύλου», άλλά ό κοσμικός άγιος τοποθετείται υψηλότερα στήν κλίμακα τών κοινοτικών τιμών. «*0 μέν γάρ μονάζειν ώς επί σταδίου λείου καί μηδέν τό συμποδίζον έχοντος, καί παλαίει καί Οέει καί πύξ πονείται καί τάλλα τού άγώνος ποιεί* ό δέ περί μέσας άγυιάς κόσμου θείος άγωνιστής τριβόλων ύπεστρωμένων, άς καί άναφύει καί οξύνει συρφετώδης βίος, έτι δέ καί λίθων υποκειμένου μυρίων προσκόμματος, άεθλεύει»4.
Στο δο^δέκατο αιώνα ό κοσμικός ήρωας φαίνεται νά έχει νικήσει οχι μόνο τό δαιμονικό φύλο, άλλά καί τον κατ’ εξοχήν άνταγο>νιστή του, τόν ερημίτη.
1. ’Ιδιαιτέρως σέ A. K azhdan, S. F rank lin , S tudies on B yzantine L itera tu re ,· Cam bridge - Paris 1984, σ. 150-154.
2. Com m entary on the Odysseia, 1618. 31-34.3. Αύτόθι, IX 108.4. Opuscula, έκδ. Th. Tafel, F ra n k fu rt a. M. 1832, σ. 148, 60-76.
212 A. Kazhdan
Μία ταυτόχρονη άλλαγή γνωρίζει καί τό βασιλικό ιδεώδες. Τό πατροπαράδοτο βυζαντινό πρότυπο του βασιλέως βασίζεται στα Κεφάλαια παραινετικά του Αγαπητού, πού έκφωνήθηκαν μπροστά στον αύτοκράτορα Ιουστινιανό. Στό κατάλογο των ιδανικών ιδιοτήτων τού ’Αγαπητού σημαντικότερο ρόλο παίζουν ή εύσέβεια, ή φιλανθρωπία, ή σωφροσύνη καί ή δικαιοσύνη1, άφηρημέ- νες Ιδιότητες οί όποιες μπορούν νά έφαρμοσθούν σέ κάθε κοινωνία καί οι όποιες πραγματικά παραδόθηκαν στον ’Αγαπητό από τούς αρχαίους συγγραφείς. ‘Όμοιες ιδιότητες διαμορφώνουν την ουσία τού λεγομένου ’Αρχοντικού Καθρέ- πτου, γνωστού ώς Κεφάλαια παραινετικά τού βασιλέως Βασιλείου* αυτές περιλαμβάνουν τήν δικαιοσύνη, την ευεργεσία, τη φιλανθρωπία, τή σωφροσύνη, την ταπεινοφροσύνη κτλ1 2. Τά μεταγενέστερα έργα τά άφιερωμένα στό θέμα αύ- τό, όπως ό έπιτάφιος τού Βασιλείου άπό τον γιό του Λέοντα ΣΤ' καί ή βιογραφία τού Βασιλείου άπό τον έγγονό του Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (ή τουλάχιστον, άπό κάποιο άλλο πρόσο^πο τού κύκλου),άναπτύσσουν τον ίδιο κύκλο τών ιδεών* σέ κανένα άπό τά κείμενα δέν δίνεται έ'μφαση στό άριστοκρατικό ιδανικό. Οί συγγραφείς τού δεκάτου αιώνα δέν επαίνεσαν ούτε τήν άριστοκρατι- κήν καταγωγή τού αύτοκράτορα, ούτε τήν πολεμική άνδρεία του.
‘Η κατάσταση αλλάζει στον ενδέκατο αιώνα. Στον Μιχαήλ Άτταλειάτη βρίσκουμε μαζί μέ τις παλιές άρετές, όπως τη φιλανθρωπία, τη δικαιοσύνη, τήν εύεργεσία καί τήν ευσέβεια, δύο καινούργιες ιδιότητες, τήν πολεμική άνδρεία καί τήν άριστοκρατική καταγωγή. Παράδειγμα τού Άτταλειάτη ήταν ό αύτο- κράτορας Νικηφόρος Γ' Βοτανειάτης, καί ό ιστορικός συνεχώς τονίζει καί τήν εύγένεια τών προγόνου του καί τις νίκες του κατά τις διάφορες μάχες.
Ό σύγχρονος τού Άτταλειάτη, Θεοφύλακτος, άρχιεπίσκοπος τής Άχρί- δος, άνέπτυξε όμοιες ιδέες. Στό έ'ργο του «Παιδεία βασιλική», έγραψε προσφωνώντας τον Κωνσταντίνο τον Δούκα, τον οποίο ό ’Αλέξιος Κομνηνός σκέφ- θηκε νά κάνει διάδοχο του: «Μηδέ νόμιζέ σοι τήν κατάχρυσον καί περιπόρφυρον τήβεννον ύπαγαγείν άνδρας θεράποντας Άρηος, άνδρας δεινόν δερκόμενους καί λεοντώδες, εί μή σε χαλκεοθώρακα βλέποιον καί αύτουργοΰντα τον πόλεμον»3. Καί αυτός έπαινεί τήν εύγενή καταγωγή τής Μαρίας, τής μητέρας τού Κωνσταντίνου, πού είχε χιλιάδες περίφημους προγόνους4.
Πότε έμφανίσθηκε αύτό τό ιδανικό τού εύγενούς αύτοκράτορα - στρατιώτη; Πιθανώς, το πρώτο βήμα προς αυτή τήν κατεύθυνση έγινε στόν κύκλο τού Νικηφόρου Φωκά (963-69). Ό Λέων ό Διάκονος παρουσιάζει τό Νικηφόρο ώς ένα παράδειγμα τής πολεμικής άνδρείας. Μόνο μετά άπό ένα κατάλογο τών στρατιωτικών του άρετών άναφέρει ό Λέων τή δικαιοσύνη καί τήν ευσέβεια
1. PG 86/1, col. 1164-85.2. PG 107, col. XXI-LVI.3. Discours, έκά. P. Gautier, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 193, 21-23.4. Αύτόθι, σ. 185, 24-25.
Ό τέλειος μοναχός 213
τού βασιλέως (έκδ. Βόννης, σελ. S^, 15-22). Και ό ’Ιωάννης ό Γεωμέτρης θαυμάζειτίς πολεμικές άρετές του Νικηφόρου. Προσφωνώντας τον ήλιο ό Ιωάννης ρωτάει:
Βραχύν δε τούτον έμπεριγράφειν τόπον Ό ρας δραμόντα δυσμόθεν προς την έω."Ορα πάλιν τρέχοντα ταύτης προς δύσιν,Και τοΐς όπλοις γλέγοντα καί προ τής μάχης.
* (PG 106, col. 920Β).Καί περιγράφει τον Νικηφόρο ώς «άγαλμα καινόν», «μόρφωμα καινόν», πού ήταν πλασμένο όλο άπό «χαλκόν τε καί σίδηρον», πού ήταν ικανός νά υποφέρει «χιών τε καί χάλαζα καί κρυμνού βία», τού οποίου «προς την έω μέν δεξιά νικηφόρος (ενα λογοπαίγνιο με τό όνομα τού αύτοκράτορα), προς ήλιον δέ τον δύνοντα θατέρα»1.
Καί ό Λέων ό Διάκονος καί ό ’Ιωάννης ό Γεωμέτρης έζησαν κατά τη βασιλεία τού Βασιλείου Β ', περί τό τέλος τού δεκάτου αιώνα. 'Η εικόνα τού αύτοκράτορα-στρατιώτη ήταν ήδη διαμορφωμένη. Διαφορετικά ήταν τά πράγματα μιά γενιά νωρίτερα, όταν ό Θεοδόσιος Διάκονος έγραψε τό ποίημά του γιά την άλωση τής Κρήτης. Ό Θεοδόσιος δεν είναι τυχερός μέ τις κρίσεις των επιστημόνων. *0 Κ. Krumbaohor1 2 είπε πώς ή ποιητική τέχνη τού Θεοδοσίου είναι αμφίβολη, καί ό Η. Hunger3 τον θεωρεί απλώς μιμητή τού Γεωργίου Πισίδη. Νομίζω, όμως, ότι ό Θεοδόσιος αξίζει περισσότερη προσοχή καί γενικώς, καί ιδιαίτερα - σχετικά μέ την ιδέα τής βασιλικής εξουσίας.
Μολονότι τό ποίημά του ήταν άφιερωμένο στο Νικηφόρο τον Φωκά καί γράφτηκε άμέσως μετά τό θάνατο «τού πάλαι βασιλέως ήμών» ό Νικηφόρος δέν είναι ό πραγματικός καί ό πιο σημαντικός ήρωάς του - οί άνώνυμοι στρατηγοί καί στρατιώτες παίζουν τό μεγαλύτερο ρόλο. Ό Νικηφόρος, διηγείται ό ποιητής, «τάττει τό τάγμα τών Θρακησίων όλον» νά έπιτεθεΐ εναντίον τών Α ράβων τής Κρήτης καί δ στρατηγός τους τούς οδήγησε «θάρσει μεγίστη καί προθυμία ξένη» καί έτσι «έδειξεν οίους άνδρας ή 'Ρώ μη τρέφει»4. Οί άνδρες τούς οποίους τρέφει ή Ρώμη, κι όχι ό βασιλεύς τών 'Ρωμαίων, είναι επίκεντρο τής διηγήσεως, καί ή νίκη άποκτά μιάν υπερφυσική άπόχρωση.
«Άγαλλιάσθω πλήθος άστέριυν άνω, χορευέτω δέ τάξις άγγέλων ότι τό δυσπρόσιτον θηρίον κατεσφάγη, τό δεινόμορφον κήτος άντανηρέθη,τό δυσκάθεκτον τραύμα γής άνεστάλη» (σελ. 35, 922-6).
1. PG 106, col. 901 C - 903 A.2. Κ. Krum baoher, Geschichte der byzantin ischen L ite ra tu r, σ. 730.3. H . H unger, Die hochsprachliche profane L ite ra tu r der B yzan iiner, 2 ,σ . 113.4. Έ κ δ . H . Criscuolo, Leipzig 1979, σελ. 33 έξ.
.244 A. Kazhdan
"Αν έπιστρέψουμε στον ’Ιωάννη Γεο^μέτρη, θά μπορέσουμε νά διαπιστώσουμε την αλλαγή στο διάστημα μιας γενεάς* δ βασιλεύς παύει νά θεο^ρείται ιερή μορφή, προσωποποίηση των πατροπαράδοτων άρετών, καί γίνεται στρατιώτης πού άγωνίζεται στο πεδίο της μάχης: Ό αύτοκράτορας, άντικείμενο άρ- χικά τής παρατήρησης των ουράνιων σωμάτων, γίνεται δ ίδιος ούράνιο σώμα, ήλιος πού πορεύεται άπδ τή Δύση στήν ’Ανατολή, για νά άντιμετωπίσει τούς εχθρούς τής αύτοκρατορίας.
’Αλλά ή έμφαση στά πολεμικά χαρακτηριστικά τής βασιλικής μορφής, πού άναπτύσσεται μεταξύ τού 963 (δταν έγραψε δ Θεοδόσιος) καί του 1000 περίπου (έποχή τού Λέοντος καί τού ’Ιωάννη) δέν είναι σταθερή. Καί δ Χριστόφορος Μυτιληναΐος καί δ Ιωάννης Μαυρόπους, καί κυρίους δ Κεκαυμένος στο δεύτερο μισό τού ένδεκάτου αιώνα ήταν άκόμη προσκολλημένοι στο παλαιό ιδανικό τού φιλανθρώπου καί δικαίου αύτοκράτορα. Δέν θέλω νά πω βεβαίως, ότι οί συγγραφείς αυτοί παραγνωρίζουν τά πολεμικά ζητήματα* δ Κεκαυμένος άναφέρει π.χ., ότι δ στρατός είναι «ή δόξα τού βασιλέως καί τού παλατιού ή δύναμις»1. ’Αλλά δέν περιγράφει σέ κανένα σημείο τούς προσωπικούς άγώνες τού αύτοκράτορα στο πεδίο τής μάχης. Για τον Κεκαυμένο, δ αύτοκράτορας άρχει στά άνάκτορα, διατάζει άπό την πρωτεύουσα, δέν είναι στρατιώτης, όπως δ βασιλεύς τού Άτταλειάτη ή τού Θεοφυλάκτου. ’Εδώ, μεταξύ τού Κε- καυμένου καί τού Άτταλειάτη, έπιτελέσθηκε ή άλλαγή. "Ενα επεισόδιο μά.ς
. έπιτρέπει νά διαπιστώσουμε πώς ή νέα ιδέα εισχώρησε στήν κοινωνία. Τό 1057 δ Ίσαάκιος Κομνηνός άνέβηκε στο θρόνο. Γρήγορα μετά τη νίκη του διέταξε την κοπή νομισμάτων μέ την εικόνα του. Αύτη ή
.εικόνα ήταν τελείως νέου τύπου. Οί προκάτοχοι τού Ίσαακίου παρουσιάζοντα ν στά νομίσματά τους ντυμένοι στά πομπώδη πολιτικά φορέματά τους - ό Ίσαάκιος ήταν ό πρώτος αύτοκράτορας, υστέρα άπό ένα πολύ μακρύ χρονικό
. διάστημα, πού παριστάνεται στο νόμισμά του ώς στρατιώτης, μέ την άσπίδα καί τό ξίφος. Πιθανώς, θά μπορούσαμε νά μή προσέξουμε αύτή την άλλαγή, άλλά εύτυχώς οί συμπολίτες τού νέου αύτοκράτορα έπέστησαν την προσοχή
, μας στην καινοτομία. Ό Μιχαήλ Άτταλειάτης, δ σύγχρονος ιστορικός, διηγείται ότι δ Ίσαάκιος ήταν υπερήφανος γιά τις νίκες του καί γιατί είχε άποκτήσει την άρχή μέ τό ξίφος του. «Στηλογραφείται δέ καί έσπασμένον έχων τον άκι- νάκην τω κήνσω, καί οΰτω τής βασιλείας καί των τά τής άπάρχεται πράξεουν»1 2. Πιο ρητός είναι άλλος συγγραφέας του ένδεκάτου αιώνα, δ ανώνυμος Συνεχιστής τού Ιωάννη Σκυλίτζη, πού λέγει: «Αύτίκα τω βασιλικώ νομίσματι σπα- θηφόρος διαχαράττεται». Καί αμέσως ερμηνεύει: «Μή τω Οεώ τό πά,ν έπιγρά- ψας, άλλά τή ίδια ίσχύι καί τή περί πολέμους έμπειρία»3. Έ τσ ι ό,τι παρατη-
1. Έ κδ. L itavrin, (λίόσχα 1972), σελ. 292 15-16.2. ’Έκδ. Βόννης, σελ. 59 έξ.3. Έ κ δ . Εύδ. Τσολάκη, σελ. 103, 3-4.
*0 τέλειος μοναχός 215
ροΰμε εδώ είναι όχι μια απλή άλλαγή της εικόνας άλλα μία αλλαγή τής κεντρικής ιδέας τής βυζαντινής κοινωνίας - ή δύναμις δεν είναι ένα δώρον του Θεού, άλλά ένα άπόκτημα πού οφείλεται στήν άνδρεία, στο σπαθί.
Ή τόλμη του Ίσαακίου ποοκαλεί σκάνδαλο* ό δυνατός αύτοκράτορας, ό νικητής των «βαρβάρων», γρήγορα χάνει τό θρόνο. Καί ή εικόνα του οπλισμένου αύτοκράτορα δεν επιστρέφει στο νόμισμα, μετά τήν τελειωτική νίκη των Κομνηνών. *Η άνοιχτή πρόκληση στήν παραδοσιακή ιδέα ήταν μεγαλύτερη ά- πό οση μπορούσαν νά άνεχτοΰν οί υπήκοοι τού βασιλέως. 'Η ίδια ιδέα ομωε πα- ρουσιάσθηκε στο νόμισμα του δωδεκάτου αιώνα, έστω έν μεταμφιέσει* οί αύ- τοκράτορες Κομνηνοί χάραξαν στο νόμισμα προσο>πογραφίες των στρατιωτικών αγίων - Δημητρίου, Θεοδώρου καί Γεωργίου. Πάλι, όπως συνέβη μετά τήν ήττα τής Είκονομαχίας, αύτός πού φάνηκε νά χάνει ήταν στήν πραγματικότητα ό νικητής.
Δεν πρέπει νά έπιμείνο^ πολύ στο γνωστό γεγονός ότι ό δωδέκατος αιώνας ήταν ή εποχή τής νίκης τών στρατιωτικών καί άριστοκρατικών στοιχείων τής κοινωνίας. Ά πό κοινωνική άποψη αυτό σημαίνει ότι ή στρατκυτική αριστοκρατία κατείχε σχεδόν όλα τά σημαντικότερα άξιώματα στο κράτος. *0 ενδέκατος αιώνας γνώρισε τον άνταγωνισμό μεταξύ τών στρατιωτικών καί άστι- κών οικογενειών καί τούς μικτούς γάμους τους* στήν εποχή τών Κομνηνών οί πηγές μάς αναφέρουν τούς μικτούς γάμους μόνο σέ μ.ία περίπτωση, όταν δηλαδή ό αύτοκράτορας διέτασσε τή διάλυση τους, καί ή Σύγκλητος ύπέστη ένα νέο υποβιβασμό* ή εσωτερική διαμάχη - ως τήν περίοδο τού ’Ανδρονίκου - εκτυλίσσεται μέσα στούς κόλπους τής κυριαρχούσης άριστοκρατίας καί όχι μεταξύ τών στρατηγών καί τής Συγκλήτου.
Στο ιδεολογικό επίπεδο αύτό παρουσιάζεται ως νίκη τού νέου ιδανικού. ' Παρατηρήσαμε ήδη τήν υποχώρηση τού ιδανικού τού ιερού άναχωρητή - ταυτόχρονα οί ρήτορες καί οί ποιητές στήν αυλή τών Κομνηνών έπαινούσαν τις νέ-
• ες άρετές - τήν άνδρεία καί τήν άριστοκρατική καταγωγή. Οί σύγχρονοι επιστήμονες παραπονούνται συχνά γιά τήν οχληρότητα τής έγκωμιαστικής φιλολογίας τού δωδεκάτου αιώνα. Πράγματι, τά ποιήματα καί οί λόγοι είναι μακροσκελή καί έπαναλαμβάνουν συνεχώς τούς ίδιους τύπους καί τις ίδιες έκφράσεις. Άλλά δέν πρέπει νά ξεχνάμε, ότι στά έργα τους άντανακλάται τό νέο ιδανικό: ό άνθρωπος πού φτάνει στήν δόξα, άν παραφράσουμε τις λέξεις τού Συνεχιστοΰ τού Σκυλίτζη, καί τό οφείλει «μή τω Θεω, άλλά τή ιδία ίσχύι καί τή περί πολέμους εμπειρία».
Είδαμε πιο επάνω, ότι στον ένδέκατο αιώνα, ή εικόνα τού ιδανικού αύτοκράτορα άρχισε νά προσλαμβάνει δύο νέες ιδιότητες - τή στρατιιυτική άρετή καί τήν άριστοκρατική καταγωγή. Τό επόμενο βήμα τοποθετείται στήν άρχή τού 12ου αιώνα* ώς εύγενής στρατηγός έγκιυμιάζεται οχι μονάχα ό αύτοκράτορας άλλά καί άλλα μέλη τής άρχουσας τάξης. Ό Νικόλαος Καλλικλής ήταν
216 A. Kazhdan
άκόμα συγκρατημένος στόν έπαινο των περίφημων στρατηγών* ό ποιητής έγκω- μιάζει τον πλούτο τους, τούς προγόνους τους, τή φήμη τους, άλλά όπου άναφέ- ρει το ξίφος, αύτό είναι μόνο «θανάτου ξίφος», πού διαπέρασε τον Δοκειανήν1. Ό μοναδικός ήρο^ας τού Καλλικλή, τού οποίου «νΐκαι, μάχαι καί κόμπος έξ ιππασμάτο^ν» έχουν άναφερθεί ρητά, είναι ό σεβαστός 'Ρογέριος - οχι ένας Βυζαντινός, άλλά ό ξένος άπό «γή Φραγκική», δηλαδή άπό τή Νορμανδική * Ιταλία.
Με τον Θεόδο^ρο Πρόδρομο τον ποιητή τής έπομένης γενεάς μπαίνουμε σέ άλλο κόσμο - τον κόσμο των στρατιωτών. Νά σημειώσουμε εδώ, ότι ό ίδιος ό Πρόδρομος δεν ήταν στρατιώτης, άλλά ή πέννα του υπηρέτησε τούς εύγενείς πολεμιστές. Παραθέτω μόνο ένα παράδειγμα - τούς στίχους του «εις τήν γέννησιν τού ’Αλεξίου», γιού τού σεβαστοκράτορα ’Ανδρονίκου Κομνηνού1 2. Ά ν καί μωρό στήν κούνια ό ’Αλέξιος εγκωμιάζεται ώς εξαίρετος κυνηγός καί στρατιοότης καί ό ποιητής άπαριθμεί με λεπτομέρειες τά όπλα του: Θώραξ σιδηροΰς, σιδηρά κυνέη, σάκος έπτοβόειον, σιδηραί κνημίδες, δόρυ μείλινον, τόξον καί βέλη, σπάθη δίστομος καί στίλβου- σα ρομφαία, γωρυτός καί τοξοδόχη3. ’Επίσης ό ’Αλέξιος είναι πλούσιος, καί μάλιστα πλούσιος φεουδαρχικοΰ τύπου* ή περιουσία του συμπεριλαμβάνει όχι μόνο χρυσού φάντες έσθήτες - παραδοσιακό σύμβολο της Βυζαντινής δόξας, άλλά καί πληθύν ύπασπιστών, πληθύν ιπποστασίων, χώρας λαμπράς υποτελείς, οικίας ύψιστέγους - τυπικά όλα «τής μείζονος βασιλικής άξίας»4.
’Ά ς επιστρέφουμε τώρα στήν άρχή. Ό άνταγωνισμός μεταξύ τού άγιου Λαζάρου καί τού εύγενούς στρατιώτη Διγενή γιά τον καθοριστικό ρόλο στήν κοινωνία δεν είναι τυχαίος, άλλά άντανακλά τήν πραγματική ισορροπία τών δυνάμεων τού ενδέκατου αιώνα* τό παλαιό ιδανικό τού άγιου προστάτη τών ά- δυνάτων ήταν άκόμα ζωηρό. ’Αλλά παράλληλα μέ εκείνο εξελίσσεται ή καινούρ-
- για ιδέα τών στρατιωτικών καί άριστοκρατικών άρετών, πού φαίνεται νά υπερισχύει στον επόμενο αίοόνα. Ό ταπεινός καί καλόκαρδος Λάζαρος δεν ανήκει παρά στο παρελθόν - τό μέλλον, τουλάχιστον γιά έναν αιώνα, φαίνεται νά είναι στά χέρια τών τραχέων καί τολμηρών στρατιωτών, τών οποίων ό τρόπος νά βοηθούν τις χαμένες κοπέλλες ήταν, άς πούμε, λίγο άμφιλεγόμενος.
1. Έ κ δ . R. Romano, άρ. 22, 1.2. ’Έ κδ. W. Horander, άρ. 44.3. "Ο.π., στ. 75-80.4. 'Ό .π., στ. 150-155.
ϊ
A B S T R A C T
PERFECT MONK OR PERFECT W ARRIOR?THE COMMINGLING OF THE SOCIAL IDEALS IN BYZANTIUM
by
A. KAZHDAN
From the study of hagiographic texts it is possible to establish va- rious trends in the monastic community. During the early period the dominant feature is the «non conformist» monk, occasionally called a «Fool». However, in the seventh century this «non-conformist» monk opens himself to society and becomes an essential port of it.
In the twelfth century appears another feature: The Vitae, written in colloquial language, present the Saint as a hero of the «every-day» common-sense. This development is parallel to the new image of the emperor, as found in the historiographic sources. The ancient ideals of a monarch: piety, righteousness etc. in the eleventh century give their place to new ideals, such as brave deeds and noble birth.