Ομήρου Ιλιάδα - KAIRATOS

433
Ομήρου Ιλιάδα Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκη ‐ Ι.Θ. Κακριδή Στη μνήμη του Αλέξαντρου Πάλλη ΠΡΟΛΟΓΟΣ Παραδίνουμε σήμερα στα χέρια των Ελλήνων μεταφρασμένη την Ιλιάδα του Ομήρου, το πιο παλιό ελληνικό ποιητικό κείμενο, γραμμένο εδώ και εικοσιοχτώ αιώνες, και όμως πάντα αγέραστο σε ομορφιά και σε δύναμη. Όταν στα 1942, μέσα στις σκοτεινές μέρες της κατοχής, παίρναμε την απόφαση να συνεργαστούμε για το έργο αυτό, δε φανταζόμαστε πως θα έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια επίμονης κοινής προσπάθειας από τη στιγμή πού θα το θεωρούσαμε άξιο να δει το φως. Μα η επίγνωση της ευθύνης ήταν μεγάλη, μεγάλη και η χαρά της μεταφραστικής δημιουργίας, και έτσι μέσα στα δεκατέσσερα αυτά χρόνια οι μεταφραστές δεν ένιωσαν ούτε για μια στιγμή να τους λιγοστεύει ο πόθος να δουλέψουν και να ξαναδουλέψουν τους αθάνατους στίχους. Πάλευαν και στου Ομήρου την τέχνη να βαθύνουν περισσότερο και τις εκφραστικές δυνατότητες της νεοελληνικής γλώσσας να γνωρίσουν και να χρησιμοποιήσουν καλύτερα, όση πείρα κι αν είχαν από τη μεταφραστική τους προσπάθεια σε αλλά κείμενα. Η μετάφραση είναι πάντα μια συνθηκολόγησηʹ υποκειμενικές και αντικειμενικές δυσκολίες σε εμποδίζουν να καλύψεις με τη μετάφραση σου απόλυτα το πρωτότυπο. Μα όταν συνθηκολογείς υστέρα από τόσον αγώνα, να μην προδώσεις ένα έργο πού πολύ αγάπησες, έχεις το δικαίωμα, νομίζουμε, να μην ντρέπεσαι για το αποτέλεσμα του αγώνα σου. Το ελληνικό κοινό, αυτό πού δεν μπορεί να χαρεί την Ίλιάδα στο πρωτότυπο, την έχει γνωρίσει από τη μετάφραση του Αλέξαντρου Πάλλη η μετάφραση του Πολυλά, με πολλή ευγένεια στο λόγο, μα ψυχρή και αλύγιστη, έχει πολύ πιο λίγο βοηθήσει τους Έλληνες να γνωρίσουν τον Όμηρο. Του Πάλλη η Ιλιάδα εκδόθηκε στα 1904, και στάθηκε ένα από τα πιο σημαντικά έργα της εποχήςʹ και σήμερα ακόμα κρατάει όλη της την αξία. Από τότε όμως πέρασε μισός αιώναςʹ στο διάστημα αυτό η γνώση της ομηρικής ζωής και γλώσσας πλήθυνε, και η νεοελληνική γλώσσα δουλεύτηκε πιο πολύ και μελετήθηκε καλύτερα. Ήταν λοιπόν καιρός να δοκιμαστεί άλλη μια φορά η δύναμη και η ομορφιά της πάνω στο ακατάλυτο κλασικό κείμενο.

Transcript of Ομήρου Ιλιάδα - KAIRATOS

BookmarkΣτη μνμη του Αλξαντρου Πλλη 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 
Παραδνουμε σμερα στα χρια των Ελλνων μεταφρασμνη την Ιλιδα του  Ομρου, το πιο παλι ελληνικ ποιητικ κεμενο, γραμμνο εδ και  εικοσιοχτ αινες, και μως πντα αγραστο σε ομορφι και σε δναμη.  ταν στα 1942, μσα στις σκοτεινς μρες της κατοχς, παρναμε την  απφαση να συνεργαστομε για το ργο αυτ, δε φανταζμαστε πως θα  πρεπε να περσουν τσα χρνια επμονης κοινς προσπθειας απ τη  στιγμ πο θα το θεωροσαμε ξιο να δει το φως. Μα η επγνωση της  ευθνης ταν μεγλη, μεγλη και η χαρ της μεταφραστικς δημιουργας,  και τσι μσα στα δεκατσσερα αυτ χρνια οι μεταφραστς δεν νιωσαν  οτε για μια στιγμ να τους λιγοστεει ο πθος να δουλψουν και να  ξαναδουλψουν τους αθνατους στχους. Πλευαν και στου Ομρου την  τχνη να βαθνουν περισστερο και τις εκφραστικς δυναττητες της  νεοελληνικς γλσσας να γνωρσουν και να χρησιμοποισουν καλτερα,  ση περα κι αν εχαν απ τη μεταφραστικ τους προσπθεια σε αλλ  κεμενα. Η μετφραση εναι πντα μια συνθηκολγηση υποκειμενικς και  αντικειμενικς δυσκολες σε εμποδζουν να καλψεις με τη μετφραση σου  απλυτα το πρωττυπο. Μα ταν συνθηκολογες υστρα απ τσον αγνα,  να μην προδσεις να ργο πο πολ αγπησες, χεις το δικαωμα,  νομζουμε, να μην ντρπεσαι για το αποτλεσμα του αγνα σου.  
Το ελληνικ κοιν, αυτ πο δεν μπορε να χαρε την λιδα στο πρωττυπο,  την χει γνωρσει απ τη μετφραση του Αλξαντρου Πλλη —η μετφραση  του Πολυλ, με πολλ ευγνεια στο λγο, μα ψυχρ και αλγιστη, χει πολ  πιο λγο βοηθσει τους λληνες να γνωρσουν τον μηρο. Του Πλλη η  Ιλιδα εκδθηκε στα 1904, και στθηκε να απ τα πιο σημαντικ ργα της  εποχς και σμερα ακμα κρατει λη της την αξα. Απ ττε μως πρασε  μισς αινας στο διστημα αυτ η γνση της ομηρικς ζως και γλσσας  πλθυνε, και η νεοελληνικ γλσσα δουλετηκε πιο πολ και μελετθηκε  καλτερα. ταν λοιπν καιρς να δοκιμαστε λλη μια φορ η δναμη και η  ομορφι της πνω στο ακατλυτο κλασικ κεμενο.  
Ο Πλλης, ακολουθντας θεωρες κυραρχες στον καιρ του, που νθευαν  πλθος στχους, σκηνς και ραψωδες ολκληρες της Ιλιδας, τχα πως τις  εχαν πλσει υστερτεροι διασκευαστς και ραψωδο, παρλειψε πνω απ  τρεις χιλιδες στχους. Η σημεριν μετφραση δνει λη την Ιλιδα, ξω απ  τους 384 στχους της δετερης ραψωδας που περιχουν τον Κατλογο των  Καραβιν. Οι μεταφραστς λυπονται για την παρλειψη γιατ δεν εναι  που δεν πιστεουν τον κατλογο ομηρικ εναι που θεωρον ακατρθωτο να  αποδοθε ικανοποιητικ το απσπασμα αυτ, γεμτο ονματα απ ρωες,  πολιτεες και χρες. Για να μπουν στο στχο τα ατλειωτα αυτ κρια  ονματα, θα πρεπε να μετασχηματιστον αυθαρετα, πργμα που οι  μεταφραστς το απφυγαν συστηματικ σε λο το λλο ργο.  
«Κθε φορν που ο μηρος αναζ εις την γλσσαν ενς λου, να γεγονς  ανυπολογστου σημασας τελεται δια τον λαν αυτν και νας ττλος  πολιτισμο προστθεται εις την στοραν και την ζων του.» Με τα λγια  αυτ προλγιζε πριν απ πενντα χρνια νας κριτικς το ρθρο του για τη  μετφραση του Πλλη. Φυσικ, το ζτημα εναι αν κατορθνεται η  αναβωση. Οι διοι οι μεταφραστς δεν μπορον ββαια να εναι  αντικειμενικο κριτς του ργου τους, νομζουν ωστσο πως και στο δικ τους  το κεμενο ο μηρος ξαναζε, και με την ομορφι της γλσσας του και με τη  μεγαλοπρπεια του στχου του και με τον πλοτο της ψυχς του τον  ανεξντλητο ξαναζε και λος ο ηρωικς κσμος με τις αρετς του και με τα  πθη του, νας κσμος τσο μακρινς χρονικ, μα και τσο κοντ στην ψυχ  μας.  
Ο αναγνστης δεν εναι απθανο εδ κι εκε να σκοντψει σε μια λξη, ετε  γιατ δεν ξρει το πργμα που σημανει—ταν μλιστα αναφρεται στην  ομηρικ ζω— ετε γιατ η δια η λξη του εναι γνωστη. Μα πσοι μπορον  να ξρουν λο τον πλοτο της δημοτικης μας γλσσας; Και ποιος μως θα  εχε το κουργιο να ισχυριστε πως βρκε απλυτα ικανοποιητικ λση σε  λα τα μεταφραστικ προβλματα που υψνουν οι δεκαπντε χιλιδες  στχοι της Ιλιδας;  
Δυο λγια ακμα ο αναγνστης ξρει τρα πσα χρνια και πσους κπους  χρειστηκε για να πρει, προσοριν, τελικ μορφ η μετφραση τοτη,  μπορε λοιπν να φανταστε πσες γραφς απαιτθηκε να γνουν, πσες  φορς ο κθε στχος να χυθε και να ξαναχυθε. Εκενο ωστσο που  ευχμαστε εναι απ το μχθο αυτ, καθς θα διαβζει τη μετφραση, να  μην καταλβει τποτα μοναχ αν νισει τους στχους να κυλον νετα και  αβαστα, σαν να πρωτοχθηκαν απ τον ποιητ τον διο κτω απ την νθεη  πνο της Μοσας, μοναχ ττε θα πει, θα πομε κι εμες μαζ του, πως η  μετφραση χει πετχει. 
Οι 24 μεταφρασμνες Ραψωδες της Ιλιδας του Ομρου 
1. ΡΑΨΩΔΙΑ Α  [βιβλο I] Η φιλονικα Αγαμμνονα  Αχιλλα,  δπλα στα πλοα 
2. ΡΑΨΩΔΙΑ Β  [βιβλο II] Το νειρο του Αγαμμνονα και ο  Κατλογος των Πλοων 
3. ΡΑΨΩΔΙΑ Γ  [βιβλο III] Πρις, Μενλαος, Ελνη  4. ΡΑΨΩΔΙΑ Δ  [βιβλο IV] Η σγκρουση των στρατευμτων  5. ΡΑΨΩΔΙΑ Ε  [βιβλο V] Ο Διομδης μπανει στη μχη  6. ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ  [βιβλο VI] κτωρ και Ανδρομχη  7. ΡΑΨΩΔΙΑ Η  [βιβλο VII] Μονομαχα κτορα και Ααντα  8. ΡΑΨΩΔΙΑ Θ  [βιβλο VIII] Οι Τρες χουν επιτυχες στην μχη  9. ΡΑΨΩΔΙΑ Ι  [βιβλο IX] Προσφορς ειρνευσης στον Αχιλλα  απ τον Αγαμμνονα 
10. ΡΑΨΩΔΙΑ Κ  [βιβλο X] Βραδυν επιδρομ  11. ΡΑΨΩΔΙΑ Λ  [βιβλο XI] Οι Αχαιο αντιμτωποι με την  καταστροφ 
12. ΡΑΨΩΔΙΑ Μ  [βιβλο XII] Μχες στα τεχη  13. ΡΑΨΩΔΙΑ Ν  [βιβλο XIII] Η Μχη στα Πλοα  14. ΡΑΨΩΔΙΑ Ξ  [βιβλο XIV] Ο Ζευς εξαπατται απ την θε  ρα και τον θε πνο 
15. ΡΑΨΩΔΙΑ Ο  [βιβλο XV] Μχες στα Πλοα  16. ΡΑΨΩΔΙΑ Π  [βιβλο XVI] Ο Πτροκλος μπανει στη μχη και  σκοτνεται 
17. ΡΑΨΩΔΙΑ Ρ  [βιβλο XVII] Η Μχη πνω απ το νεκρ σμα  του Πατρκλου 
18. ΡΑΨΩΔΙΑ Σ  [βιβλο XVIII] Η πανοπλα του Αχιλλα  19. ΡΑΨΩΔΙΑ Τ  [βιβλο XIX] Αχιλλας και Αγαμμνων  20. ΡΑΨΩΔΙΑ Y  [βιβλο XX] Ο Αχιλλας επιστρφει στην μχη  21. ΡΑΨΩΔΙΑ Φ  [βιβλο XXI] Ο Αχιλλας μχεται τον ποταμ  Σκμανδρο 
22. ΡΑΨΩΔΙΑ Χ  [βιβλο XXII] Ο Αχιλλας σκοτνει τον Εκτορα  23. ΡΑΨΩΔΙΑ Ψ  [βιβλο XXIII] Αθλητικο αγνες προς τιμν του  νεκρο Πατρκλου 
24. ΡΑΨΩΔΙΑ Ω  [βιβλο XXIV] Αχιλλας και Πραμος 
 
Μετφραση: Ν. Καζαντζκη -
Τη µνητα, θε, τραγουδ µας του ξακουστο Αχιλλα, ανθεµα τη, πκρες που 'δωκε στους Αχαιος περσσιες και πλθος αντρειωµνες στειλε ψυχς στον δη κτω παλικαριν, στους σκλους ρχνοντας να φαν τα κορµι το
Ι.Θ. Κακριδ
-α-
υς και στα ρνια ολοθε —τσι το θλησε να γνει ττε ο ας—
χη;
20
ξαν
30 στο ργος, µακρι απ την πατρδα της, στο αρχοντικ µου µσα, ι.
γεις.»
απ' τη στιγµ που πρωτοπιστηκαν και χρισαν οι δυο τους, του Ατρα ο γιος ο στρατοκρτορας κι ο µγας Αχιλλας.
Ποιος τχα απ' τους θεος τους σπρωξε να µπονε σ' τοια αµ Του α και της Λητς τους σπρωξεν ο γιος, που µε το ργα χολιζοντας κακι εξεσκωσεν αρρστια και πθαιναν στρατς πολς' τι δε σεβστηκεν ο γιος του Ατρα το Χρ του θεο το λειτουργ· στ' Αργτικα γοργ καρβια εχε ρθει µε λτρα αρφνητα, την κρη του να ξαγορσει πσω, του µακροσαγιτρη Απλλωνα κρατντας τα στεφνια πα στο χρυσ ραβδ, και πρσπεφτε µπρος στους Αργτες λους, ξεχωριστ στους δυο πολµαρχους υγιος του Ατρα γυρνντ « Του Ατρα βλαστρια κι αποδλοιποι καλαντρειωµνοι Αργ σε σας οι θεο που ζουν στον λυµπο να δσουν να πατστ του Πραµου το καστρ, µε το καλ να γρτε στην πα λυτρστε µως κι εµ την κρη µου, την ξαγορ δεχτετε κι ευλαβηθετε τον Απλλωνα το µακροσαγιτρη.»
Οι Αργτες οι λλοι ευτς µε µια φων να σεβαστον κρα το λειτουργ, και τα περλαµπρα ν' αποδεχτονε δρα· µως του Ατρεδη του Αγαµµνονα δεν ρεσε η βουλ τους, µον' τον κακδιωχνε, και του 'ριχνε βαρι φοβρα ακµα: «Το νου σου, εγ µη σ' βρω, γροντα, στα βαθουλ καρβια, για τρα εδ να κοντοστκεσαι για να διαγρνεις πλε, µη ουδ ραβδ κι ουδ και στφανα του Φοβου σε γλιτσουν. ε λευτερνω εγ την κρη σου, πριν µου γερσει πρτα
στον αργαλει τη µρα, ταρι µου τη νχτα στο κρεβτ Μον' τρβα, µη µου ανβεις τα αµατα, γερς αv θες να φ
Επε, κι ο γροντας φοβθηκε κι υπκουσε στο λγο'
πρε βουβς του πολυτραχου γιαλο τον µµον µµο, κι ως µκρυνε, το ργα Απλλωνα, της οµορφοµαλλοσας Λητς το γιο, µε θρµη ο γροντας ν' ανακαλιται επρε:
40 κποτε ως τρα εγ, για αν σου 'καψα παχι µερι ποτ µου,
εχε
µνος
50 Τις µολες πρτα πρτα δξευε και τους γοργος τους σκλους,
νουν.
τους:
60
µντη, —
Μνα καννα τµα του 'λειψε, µνα τραν θυσα; σει
Επε και κθισε· του Θστορα σηκθη ο γιος, ο Κλχας, λογιταν,
70
« Επκουσ µου, ασηµοδξαρε, που κυβερνς τη Χρσα και την τρισγια Κλλα, κι σφαλτα την Τνεδο αφεντεεις, Ποντικοδαµονα, αν σου στγασα να χαριτωµνο
γιδσια για ταυρσια, επκουσε, και δσε να πλερσουν οι αναο µε τις σαγτες σου τα δκρυα που 'χω χσει!»
Επε, και την ευκ του επκουσεν ο Απλλωνας ο Φοβος, κι απ' την κορφ του Ολµπου εχθηκε θυµ γεµτος, κι δοξρι και κλειστ στις πλτες του περσει σατολγο' κι αντιβροντοσαν οι σαγτες του στις πλτες, µανιασ καθς τραβοσε· και κατβαινε σαν τη νυχτι τη µαρη. Κθισε αλργα απ' τα πλεοµενα κι ευτς σαγτα ρχνει, και το ασηµνιο του αντιδνησε τροµαχτικ δοξρι.
µετ τις µυτερς του ρχνοντας σαγτες τους ανθρπους σαγτευε' κι ναβαν παυτα για τους νεκρος οι φλγες.
Μρες εννι απολιταν πνω τους το θεο σαγιτοβλι, κι απ στις δκα πια τη σναξη συγκλεσε ο Αχιλλας' η ρα, η θε η κρουσταλλοβρχιονη, τον εχε λω φωτσει, περσσια που γνοιαζταν, βλποντας οι Αργτες να πεθα Κι εκενοι ττε αφο µαζχτηκαν κι λοι µαζ βρθηκαν, πρε ο Αχιλλας ο φτεροπδαρος κι ορθς µιλοσε οµπρς «Ατρεδη, τρα θα γυρσουµε λω στην πατρδα πσω µε δεια τα χρια, αν ξεγλιτσουµε µονχα απ το Χρο, καθς η λοιµικ κι ο πλεµος µαζ µας ξεκληρζουν. Μον' λα, κποιον να ρωτσουµε για λειτουργ για για ονειροκρτη ακµα—τ' νειρο, κι εκενο ο ας το στλνει να πει, γιατ µαθς ο Απλλωνας σε τση οργ µας χει;
Μπας και την κνσα απ αψεγδιαστα γδια κι αρνι θελ να προσδεχτε κι απ' τα κεφλια µας το χαλασµ να διξει.»
ττε µπροστ τους, που απ' τους µντηδες ο πιο τρανς
και λα τα κτεχε, µελλοµενα και τωριν και πρτα'
της Τροας το δρµο µε την τχνη του τη µαντικ, το δρο του Φοβου Απλλωνα, στ' Αργτικα καρβια εχε ορµ και ττε µλησε καλγνωµος ναµεσ τους κι επε: « Αρχοντικ Αχιλλα, προστζεις µε να σας ξηγσω τρα του ργα Απλλωνα τη µνητα του µακροσαγιτρη. Ναι, θα µιλσω, µα στοχσου το και συ πιο πριν κι ορκσ
ηνψει.
80 Κι αν καταπιε µαθς τη µνητα προσρας και σωπσει,
ις· ς Αργτες
90 ις ρτος.»
ς
πολογιται: !
µε λγια και µε χρια πρθυµα πς θα µε διαφεντψεις. Φοβµαι, θα θυµσω κποιον µας, πο τους Αργτες λου περσσια ξεπερν στη δναµη και του αγρικον το λγο' τι αλ στον αχαµν που τα 'βαλε τρανς µαζ του ργας!
µως καιρ κρατει το χλιασµα, ξεγδικιωµ ως να πρει, βαθι στα φρνα' τρα λγιασε κα συ αν θα µε γλιτσεις.»
Ττε ο Αχιλλας ο φτεροπδαρος του απηλογθη κι επε: « Κουργιο, κι φοβα φανρωσε τη θεα βουλ πο ξρε τι κου, ποτ, µα τον Απλλωνα, που εσ για του ανακαλισαι, ξεδιαλνοντας τις θεες βουλς του, Κλχα, ποτ σο ζω κι σο τα µτια µου τη γη θωρον ετοτη, καννας ανας απνω σου δε θα σηκσει χρι βαρ στα βαθουλ καρβια µας, κι ακµα αν νοµατσε τον Αγαµµνονα, που πτεται πς εναι απ' λους π
Κι ο ψεγος µντης ξεθαρρεοντας απηλογθη ττε: « Μτε καννα τµα του 'λειψε µηδ τραν θυσα, χολιζει µνο που ο Αγαµµνονας το Χρση δε σεβστη, κι ουδ λευτρωσε την κρη του κι ουδ τα λτρα εδχτη. Γι' αυτ µε συφορς µας δειρε και θα µας δερει ακµα ο Μακρορχτης, κι ουδ' απ' τ' πρεπο κακ θα µας γλιτσει, προτο την αστροµτα δσουµε την κορασι στον κρη πσω, ξαπλρωτη, ξαγραστη, κι ιερ στη Χρσα πµε θυσα τραν· να τον γλυκνουµε, µπορε ν' αλλξει γνµ
ς επε εκενος τοτα, κθισε, και ττε ασκθη οµπρς του ο πρωταφντης Αγαµµνονας, ο γαρος γιος του Ατρα, χολ γεµτος, και ξεχελιζαν τα σκοτειν του σπλχνα απ το πθος, και τα µτια του σαν τη φωτι ξαστρφταν. Στον Κλχα πρτα αγριοκοιτντας τον γυρν κι α « Μντη κακ, που λγο πρσχαρο δε µου 'χεις πει ποτ σου Πντα η καρδι σου εσνα χαρεται κακ να προφητεει' εσ καλ µηδ ξεστµισες µηδ' καµες ποτ σου.
τσι και τρα ξεδιαλνοντας τις θεες βουλς φωνζεις µπρος στους Αργτες πως τα πθη τους τα στλνει ο Μακρορ γιατ το πλοσιο εγ ξαντµεµα της κρης απ' τη Χρσα δεν εστρεξα, µονχα θλησα να την κρατ κοντ µου· τι κι απ' την δια τη γυνακα µου, την Κλυταιµστρα, κλλι µου αρσει αλθεια' τι χειρτερη δεν εναι τοτη µτε στην ελικι µηδ στο ανριµµα µηδ στο νου στα χρια. Κι µως, αν πρπει, παρνω απφαση και τνε δνω πσω' να µην αφανιστε το ασκρι µας, να µενει ακριο θλω.
110 χτης,
δχως µοιρδι τρα απ' λους µας να µνω εγ µονχα'
120
ς,
ω'
Μα γι' λλο αρχοντοµορι γργορα γνοιαστετε' δεν ταιριζει
τι φεγει αλλο το αρχοντοµορι µου, το βλπετε κι ατο σας.»
Ττε ο Αχιλλας ο γοργοπδαρος του απηλογθη κι επε: «Υγι του Ατρα τραν κι απ' λους µας ο πιο συφερτολγο και πς οι Αργτες οι τρανψυχοι να βρουν αρχοντοµορι να σου το δσουν; Βιος αµοραστο δεν χουµε, σο ξρ τι σα απ' τα κστρα διαγουµσαµε, τα µοιραστκαµε λα, κι οτε θα ταριαζε το ασκρι µας να τα µαζψει πλε. Μα τρα τοτη εσ λευτρωσε για του θεο τη χρη, κι εµες διπλ να σε ξοφλσουµε και τρδιπλα, αν µια µρα µας δσει ο ας η καλοτεχιστη να γνει Τροα δικ µας Μα ο πρωταφντης Αγαµµνονας γυρνντας του ποκρθη: «Παλικαρι, Αχιλλα θεµορφε, τραν κι αν χεις, χι, δε µε γελς κι ουδ πλανεουµαι κι ουδ µου αλλζεις γνµη Να 'χεις εσ το αρχοντοµορι σου κι εγ να µνω θλεις µε ολδεια χρια, κι ορµηνεεις µε να δσω ετοτη πσω; Τρα αν οι Αργτες οι τρανψυχοι καινοργιο αρχοντοµορι, της αρεσκις µου, µου ξεδιλεγαν, να σοζυγιζει το λλο... Μ' αν δε µου δσουνε µονχοι τους µοιρδι, θα 'ρθω ατς µου για το δικ σου για και του Ααντα για του Οδυσσα κι ποιος µε ιδε µπροστ του, σγουρα βαρ πολ θα του µως για τοτα δε βιαζµαστε, τα ξαναλµε' τρα µαρο στην για, ελτε, θλασσα να ρξουµε καρβι, και κουπολτες να µαζξουµε ξεδιαλεχτος, κι ακµα µσα τραν θυσα να βλουµε' κι ας ανεβε κι ατ της η Χρυσοπολα η ροδοµγουλη, κι απ' τους ρηγδες νας για ο Ιδοµενας για κι ο Αας κβερνος για κι ο Οδυσσ για, αν θες, κι εσ, Αχιλλα, ν' ανβαινες, που τρµει ο κσµ µπορε µε τις θυσες να µρωνες το Μακροσαγιτρη.»
Κι επε ο Αχιλλας ο γοργοπδαρος ταυροκοιτζοντς «χο µου, απ κορφς ξαδιντροπε και συφεροντονοση! Αργτης πως κανες στο λγο σου µε προθυµα ν' ακο και να κινσει, για στον πλεµο να βγει παλικαρσια; εν τα 'χω εγ µε τους αντρψυχους τους Τρες αλθεια, πο να πολεµσω εδ' σε τποτα δε µου 'φταιξαν εµνα' δε µου ρπαξαν ποτ τα βδια µου κι ουδ τ' αλγατ µου, κι ουδ στη Φθα την παχιοχµατη, την ανθρωποθροφοσα, ποτ τους τα σπαρτ µου ερµαξαν, τι πλθια ανµεσα µας
τον:
Τρα στη Φθα θα πω' καλτερα χλιες φορς αλθεια 170
ι λλους
ου,
βουν βρσκονται µακρογσκιωτα και θλασσα λο λλο. Μον 'σνα, αδιντροπε, κλουθξαµε, να χαρεται η που του Μενλαου διαφεντεουµε και τη δικι σου, σκλε, τιµ. Μα εσ γι'αυτ δε γνοιζεσαι, δεν τα ψηφς, κι ατς σο πσω να πρεις το µοιρδι µου µε φοβερζεις τρα, που οι Αργτες µου 'δωκαν και µχτησα βαρι να το κερδ Ποτ δεν εν' το αρχοντοµορι µου σαν το δικ σου, σντα κποιο πολψυχο πατσουµε των Τρων οι Αργτες κστρ µα η πιο βαρι του πολυτραχου πολµου µπρα πφτει στα χρια ετοτα, κι ταν υστρα στη µοιρασι βρεθοµε πντα δικ σου το τραντερο, κι εγ στα πλοα διαγρνω µικρ κρατντας, µα καλδεχτο, σα ρψω πια απ' τη µχη.
να γρω σπτι µου µε τ' ρµενα, κι ουδ στο νου µου το 'χω αψφιστος να µνω εδ, αγαθ και βιος να σου σωριζω.»
Κι ο πρωταφντης Αγαµµνονας του απηλογθη ττε: «Και δε µισεεις πσω, αν σ' πιασε του µισεµο λαχτρα! ε σου προσπφτω εγ, για χρη µου να µενεις' χω κ να µε τιµσουν, το βαθγνωµο το α πιο πνω απ' λους. Εσνα πιο βαρι σε οχτρεοµαι µες στους τρανος ρηγδες, τι πντα πλεµοι σου αρσουνε, συνερισις κι αµχες' και λω, κι αν εσαι τσο αντρκαρδος, απ θεο 'ναι δρο. Τρβα στον τπο σου µε τ' ρµενα και τους συντρφους σου κι εκε στους Μυρµιδνες ριζε' δε σε ψηφ καθλου, κι οτε µε νιζει πο µου θµωσες, µν' τ φοβρα µου πως µου παρνει πσω ο Απλλωνας τη Χρυσοπολα τρ και θα τη στελω εγ µε ανθρπους µου και µε ρµενο δικ µ µοια κι εγ τη ροδοµγουλη τη Βρισοπολα ατς µου, το µερτικ σου, στην καλβα σου θα 'ρθω να πρω, πσο
να µθεις στκω εγ πιο πνω σου, και να φοβται κι λλος µου.»
190 σφξει,
ου νια'
200 τια— :
210 ει η γλσσα!
Κι εγ να λγο τρα θα 'λεγα, που σγουρα θα γνει:
σω, αυτ 'ναι. νοι.»
220
να µου µιλει σαν σιος κι µοιος µου, σντας βρεθε µπροστ
τσι επε, κι ο Αχιλλας συχστηκε' στα δασωµνα στθια διχγνωµη η καρδι του εδολευε, κι αναρωτιταν, τχα το κοφτερ σπαθ που εκρµουνταν πλι στο µερ να σρει, κι ως διασκορπσει λη τη σναξη, το γιο του Ατρα να για να µερσει το γριο πθος του και το θυµ να πνξει; Κι ως τοτα ανδευε στα φρνα του βαθι και στην καρδι τ και το τραν σπαθ του ανσερνε, να τη η Αθην απ' τα ουρ η ρα µαθς η κρουσταλλχερη την εχε ξαποστελει, που και τους δυο παρµοια νοιζουνταν κι δια τους εχε αγπη. Πσω του εστθη και τον ρπαξεν απ' τα ξανθ µαλλι του' λλος κανες δεν την ξεχριζε, µνο ο Αχιλλας µποροσε. Σστισε αυτς, τα πσω στρφηκε, κι ευτς αναγνωρζει την Αθην Παλλδα—κι στραφταν φριχτ τα δυο της µ και κρζοντας τη µε ανεµρπαστα της συντυχανει λγια « Τκνο του α του βροντοσκοταρου, γιατ ρθες &ta