Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ...

18
Γιέρζι Κοζίνσκι Πρόλογος: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης Μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου

Transcript of Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ...

Page 1: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου:Redoine Amzlan

«Όταν πια μαζεύονταν γύρω μας κάμποσα πουλιά, ο Λεχ μού έκανε νόημα ν’ αμολήσω τον «αιχμάλωτο». Το πουλί πετούσε ψηλά, ευτυχισμένο κι ελεύθερο, μια πιτσιλιά ουράνιου τόξου με φόντο τα σύννεφα, και μετά χωνόταν στο καστανόχρωμο κοπάδι που το περίμενε. Τ’ άλλα πουλιά σάστιζαν προς στιγμήν. Το βαμμένο πουλί έκανε κύκλους από τη μια άκρη του κοπαδιού στην άλλη, προσπαθώντας του κάκου να πείσει τους ομοίους του ότι ήταν ένας απ’ αυτούς. Ζαλισμένα όμως από τα εκθαμβωτικά του χρώματα, τ’ άλλα πουλιά πετούσαν γύρω του αμετάπειστα και παρά τον ζήλο με τον οποίο το βαμμένο πουλί προσπαθούσε να χωθεί στο κοπάδι, εκείνα το έδιωχναν όλο και μακρύτερα. Αμέσως μετά, τα βλέπαμε να του ορμούν μανιασμένα, το ένα μετά το άλλο και να το ξεπουπουλιάζουν. Σε λίγο, η πολύχρωμη φιγούρα έχανε τη θέση της στον ουρανό κι έπεφτε στο έδαφος. Όταν επιτέλους το βρίσκαμε, το βαμμένο πουλί ήταν συνήθως νεκρό. Ο Λεχ έσκυβε πάνω του και μετρούσε με ζέση τα χτυπήματα που είχε δεχτεί. Αίμα έσταζε από τα βαμμένα φτερά του, διέλυε την μπογιά και λέρωνε τα χέρια του Λεχ.»

Απόσπασμα από το βιβλίο

Μια συγκλονιστική αφήγηση με θέμα την οδύσσεια ενός εξάχρονου αγοριού στην Ανατολική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου. Ένα κλασικό πλέον βιβλίο το οποίο όταν πρωτοεκδόθηκε, το 1965, δίχασε την κριτική – άλλοι το αποθέωσαν και άλλοι κατηγόρησαν τον συγγραφέα του ότι περιγράφει υπερβολικά βίαιες σκηνές. Ο Κοζίνσκι υπέφερε για πολλά χρόνια λόγω αυτού του βιβλίου: Η έκδοση απαγορεύτηκε στην Πολωνία, τη γενέτειρά του, και η οικογένειά του υπέστη προπηλακισμούς από Ανατολικοευρωπαίους οι οποίοι θεωρούσαν ότι το βιβλίο έθιγε τον πολιτισμό τους. Το έργο του όμως άντεξε στον χρόνο και σήμερα θεωρείται κλασικό, επειδή ακριβώς περιγράφει μοναδικά την ίδια τη φύση της βαναυσότητας αλλά και την πάλη για επιβίωση.

Ένα από τα καλύτερα βιβλία… γραμμένο με βαθιά ειλικρίνεια και ευαισθησία.

Ελί Βιζέλ, συγγραφέας

Ένα ισχυρό πνευματικό ράπισμα, γιατί ο Κοζίνσκι καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα

στο πιθανό και το πραγματικό.

Άρθουρ Μίλερ, συγγραφέας

ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣΥπεύθυνος σειράς: Δημήτρης Στεφανάκης

Στη σειρά Μεγάλες αφηγήσεις εντάσσονται έργα-ορόσημα της παγκόσμιας πεζογραφίας∙ έργα συγγραφέων που έσπασαν το φράγματου χρόνου και αξίζει να διαβάζονται από όλους ως μέρος μιας συναρπαστικής επικαιρότητας που μας αφορά.

Γιέρζι Κοζίνσκι

Γιέρζ

ι Κοζ

ίνσκι

Πρόλογος: Γιώργος-Ίκαρος ΜπαμπασάκηςΜετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου «Ο μόνος τρόπος να είναι η ζωή πνευματικά

νοηματοδοτημένη είναι να τη ζεις στιγμή τη στιγμή.

Η μοναδική αξιοπρέπεια είναι ν’ αδράχνεις αυτό

που συμβαίνει την κάθε στιγμή. Για να έχει νόημα

η ζωή, πρέπει να την ορίζεις ως εάν να ήταν,

πράγματι, ένα μυθιστόρημα».

Γιέρζι Κοζίνσκι(1933-1991)

ISBN: 978-618-03-1213-3

ΒΟΗΘ. ΚΩΔ.: 81213

ΤΟ Β

ΑΜΜ

ΕΝΟ

ΠΟΥΛ

Ι

To_vammeno_pouli_140x205_fin.indd 1-5 14/09/2017 10:23

Page 2: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου
Page 3: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

| 15

1

Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, το φθι-νόπωρο του 1939, ένα εξάχρονο αγόρι από μια μεγάλη πόλη της Ανατολικής Ευρώπης βρέθηκε, όπως χιλιάδες άλλα παιδιά, σ’ ένα μακρινό χωριό· οι γονείς του το ’χαν στείλει εκεί για να το προστα-τέψουν.

Κάποιος που ταξίδευε προς τ’ ανατολικά δέχτηκε, έναντι ενός σεβαστού ποσού, να του βρει μια προσωρινή ανάδοχη οικογένεια. Οι γονείς, που είχαν ελάχιστες επιλογές, του εμπιστεύτηκαν το παιδί.

Πίστευαν ότι το να στείλουν το αγόρι τους κάπου μακριά ήταν ο καλύτερος τρόπος να διασφαλίσουν την επιβίωσή του στον πόλεμο. Λόγω της αντιναζιστικής δραστηριότητας του πατέρα πριν από τον πόλεμο, ήταν αναγκασμένοι και οι ίδιοι να κρυφτούν, προκειμένου να αποφύγουν τα καταναγκαστικά έργα στη Γερμανία ή τον εγκλει-σμό σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ήθελαν να προφυλάξουν το παιδί απ’ αυτούς τους κινδύνους και ήλπιζαν ότι στο τέλος θα ξανάσμιγαν.

Τα γεγονότα ανέτρεψαν, ωστόσο, τα σχέδιά τους. Στο χάος του πολέμου και της κατοχής, με τις συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών, οι γονείς έχασαν την επαφή με τον άνθρωπο που είχε μεταφέρει το παιδί τους στο χωριό. Βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με το ενδε-χόμενο να μην ξαναβρούν ποτέ το γιο τους.

Στο μεταξύ, η ανάδοχη μητέρα του αγοριού πέθανε δύο μήνες μετά την άφιξή του και το παιδί απόμεινε να περιπλανιέται ολομό-

Page 4: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

16 | Γ ΙΈΡΖ Ι ΚΟΖ ΙΝΣΚ Ι

ναχο από χωριό σε χωριό, όπου άλλοτε του πρόσφεραν άσυλο και άλλοτε το κυνηγούσαν.

Τα χωριά στα οποία έμελλε να ζήσει τα επόμενα τέσσερα χρόνια είχαν διαφορετική εθνική σύνθεση από τη γενέτειρά του. Οι ντόπιοι χωρικοί, απομονωμένοι και χωρίς καμία επαφή με άλλους πληθυ-σμούς, είχαν ανοιχτόχρωμο δέρμα, ξανθά μαλλιά και γαλάζια ή γκρίζα μάτια. Το αγόρι είχε δέρμα στο χρώμα της ελιάς, σκούρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Μιλούσε τη γλώσσα των μορφωμένων, γλώσσα σχεδόν ακατάληπτη για τους χωρικούς της ανατολής.

Το θεωρούσαν έκθετο Τσιγγανόπουλο ή Εβραιόπουλο και η προσφορά ασύλου σε Τσιγγάνους και Εβραίους, η θέση των οποίων ήταν στα γκέτο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επέ-συρε αυστηρότατες ποινές για άτομα και κοινότητες από τους Γερμανούς.

Τα χωριά εκείνης της περιοχής ήταν παραμελημένα αιώνες ολόκληρους. Δυσπρόσιτα και απομακρυσμένα από οποιοδήποτε αστικό κέντρο, βρίσκονταν στα πιο καθυστερημένα τμήματα της Ανατολικής Ευρώπης. Δεν υπήρχαν σχολεία ή νοσοκομεία, ελάχι-στοι ήταν οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, ελάχιστες οι γέφυρες, δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρούς οικι-σμούς, όπως και οι πρόγονοί τους. Οι χωρικοί τσακώνονταν για δικαιώματα σε ποτάμια, δάση και λίμνες. Ο μοναδικός νόμος ήταν το παραδοσιακό δίκαιο του ισχυρότερου και του πλουσιότερου. Διχασμένοι ανάμεσα στον καθολικισμό και στην ορθοδοξία, μοιρά-ζονταν μόνο τις εξωφρενικές προλήψεις τους και τις αναρίθμητες επιδημίες που μάστιζαν ανθρώπους και ζώα.

Ήταν αδαείς και βάναυσοι, αν και όχι από επιλογή. Το έδαφος ήταν άγονο, το κλίμα δριμύ. Τα ποτάμια, άδεια σχεδόν από ψάρια, πλημμύριζαν συχνά βοσκοτόπους και χωράφια και τα μετέτρεπαν σε βάλτους. Τεράστια βαλτοτόπια και έλη απομόνωναν τις κοινότη-

Page 5: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

ΤΟ ΒΑΜΜΈΝΟ ΠΟΥΛΙ | 17

τες, ενώ τα πυκνά δάση ήταν ανέκαθεν καταφύγιο ανταρτών και παρανόμων.

Η γερμανική κατοχή βύθιζε ακόμα περισσότερο εκείνο το τμήμα της χώρας στην εξαθλίωση και την καθυστέρηση. Οι χωρικοί υπο-χρεώνονταν να παραχωρούν μεγάλο μέρος της ισχνής σοδειάς τους αφενός στον τακτικό στρατό και αφετέρου στους παρτιζάνους. Οποιαδήποτε άρνηση να συμμορφωθούν θα είχε ως επακόλουθο επιδρομές αντιποίνων που θα έκαναν τα χωριά στάχτη.

Έμενα στο καλύβι της Μάρτα και κάθε μέρα, κάθε στιγμή, περίμε-να να έρθουν να με πάρουν οι γονείς μου. Το κλάμα ήταν ανώφε-λο, η Μάρτα δεν έδινε σημασία στα κλαψουρίσματά μου. Ήταν γριά και μονίμως καμπουριασμένη, σαν να ’θελε να κοπεί στα δυο αλλά να μην τα κατάφερνε. Τα μακριά μαλλιά της, που δεν τα χτένιζε ποτέ, είχαν γίνει σαν κετσές από αναρίθμητες χοντρές πλεξούδες που ήταν αδύνατο να ξεμπλέξεις. Η ίδια τις αποκαλούσε νεραϊδο-τσούλουφα. Διαβολικές δυνάμεις φώλιαζαν στα τσουλούφια, τα έπλεκαν μεταξύ τους και προκαλούσαν σιγά σιγά γεροντική άνοια.

Η Μάρτα τριγύριζε κουτσαίνοντας, στηριγμένη σ’ ένα ροζιασμέ-νο ραβδί, κι όλο κάτι μουρμούριζε μοναχή της σε μια γλώσσα που δεν πολυκαταλάβαινα. Στο μικρό σταφιδιασμένο πρόσωπό της ήταν απλωμένο ένα δίχτυ από ρυτίδες και το δέρμα της είχε το καφεκόκ-κινο χρώμα παραψημένου μήλου. Το μαραμένο της κορμί έτρεμε διαρκώς σαν να το φύσαγε κάποιος εσωτερικός άνεμος και τα δά-χτυλα στα κοκαλιάρικα χέρια με τις παραμορφωμένες από την αρ-ρώστια αρθρώσεις τρεμόπαιζαν καθώς το κεφάλι, στηριγμένο στον μακρύ λιπόσαρκο λαιμό της, ταλαντευόταν προς κάθε κατεύθυνση.

Δεν έβλεπε καλά. Αγωνιζόταν να διακρίνει το φως μέσα από τις μικροσκοπικές σχισμές των ματιών της. Κάτω από τα πυκνά της

Page 6: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

18 | Γ ΙΈΡΖ Ι ΚΟΖ ΙΝΣΚ Ι

φρύδια, τα βλέφαρά της έμοιαζαν με αυλακιές σε βαθιά οργωμένο χώμα. Δάκρυα ξεχείλιζαν πάντα από τις άκρες των ματιών της, κυλούσαν στις βαθιές αυλακιές του προσώπου της και ενώνονταν με τις γλοιώδεις κλωστές που κρέμονταν από τη μύτη της και τα σάλια που έσταζαν από τα χείλη της. Έμοιαζε με πολυκαιρισμένο γκριζοπράσινο μανιτάρι που είχε σαπίσει και περίμενε μια τελευταία ριπή ανέμου να διώξει μακριά τη μαύρη ξεραμένη σκόνη από μέσα.

Στην αρχή τη φοβόμουν κι έκλεινα τα μάτια μου κάθε φορά που με πλησίαζε. Το μόνο που αισθανόμουν τότε ήταν η αηδιαστική μυρωδιά που ανάδινε το κορμί της. Κοιμόταν πάντα με τα ρούχα. Τα ρούχα, έλεγε, ήταν η καλύτερη προστασία από τις πολυάριθμες αρρώστιες που μπορούσε να μεταφέρει ο καθαρός αέρας μέσα στο σπίτι.

Για να προστατέψει την υγεία του, ένας άνθρωπος δεν έπρεπε να πλένεται, ισχυριζόταν, πάνω από δυο φορές το χρόνο, Χριστού-γεννα και Πάσχα, αλλά και πάλι πολύ ελαφρά και χωρίς να ξεντύ-νεται. Καυτό νερό χρησιμοποιούσε μόνο για ν’ ανακουφίζει τους άπειρους κάλους, τα κότσια και τα νύχια που μεγάλωναν μέσα στη σάρκα των παραμορφωμένων ποδιών της. Αυτός ήταν ο λόγος που τα μούλιαζε μια δυο φορές την εβδομάδα. Συχνά μου χάιδευε τα μαλλιά με τα γέρικα, τρεμάμενα χέρια της που έμοιαζαν περισσό-τερο με τσουγκράνες. Με παρακινούσε να παίζω στην αυλή και να πιάνω φιλίες με τα ζώα του σπιτιού.

Mε τον καιρό κατάλαβα ότι τα ζώα αυτά δεν ήταν τόσο επικίνδυ-να όσο μου φαίνονταν στην αρχή. Θυμόμουν τις ιστορίες με ζώα που μου διάβαζε η γκουβερνάντα μου από ένα εικονογραφημένο βιβλίο. Τούτα δω είχαν τη δική τους ζωή, τις αγάπες και τους καβγάδες τους, και κουβέντιαζαν μεταξύ τους σε μια δική τους γλώσσα.

Οι κότες συνωστίζονταν στο κοτέτσι κι έσπρωχναν η μια την άλλη για να φτάσουν τους σπόρους που τους έριχνα. Μερικές σου-

Page 7: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

ΤΟ ΒΑΜΜΈΝΟ ΠΟΥΛΙ | 19

λατσάριζαν δυο δυο, άλλες ράμφιζαν τις πιο αδύναμες κι έπαιρναν το μοναχικό λουτρό τους στους νερόλακκους μετά τη βροχή ή ανα-φουφούλιαζαν με κοκεταρία τα φτερά τους προτού αποκοιμηθούν πάνω στ’ αυγά τους.

Περίεργα πράγματα συνέβαιναν στην αυλή. Κίτρινα και μαύρα κλωσόπουλα έβγαιναν από τ’ αυγά, ολόιδια με ζωντανά αβγουλάκια πάνω σε πόδια σαν σπιρτόξυλα. Μια φορά, ένα μοναχικό περιστέ-ρι προσκολλήθηκε στο κοπάδι. Φάνηκε καθαρά πως δεν ήταν κα-λοδεχούμενο. Μόλις προσγειώθηκε ανάμεσά τους, μέσα σ’ ένα σύννεφο από φτερά και σκόνη, οι κότες το ’βαλαν τρομαγμένες στα πόδια. Όταν το περιστέρι άρχισε να τις κορτάρει γουργουρίζοντας κι έκανε να τις πλησιάσει με σκερτσόζικο βήμα, εκείνες παρέμειναν αμέτοχες και το κοίταξαν με υπεροψία. Κι όσο το περιστέρι τις πλη-σίαζε, εκείνες έσπευδαν να απομακρυνθούν κακαρίζοντας.

Μια μέρα, τη στιγμή που το περιστέρι προσπαθούσε, ως συνήθως, να συναγελαστεί με κότες και κοτόπουλα, μια μικρή μαύρη φιγού-ρα πετάχτηκε ξαφνικά μέσα από τα σύννεφα. Οι κότες έτρεξαν ξεφωνίζοντας στον αχυρώνα και στο κοτέτσι. Η μαύρη μπάλα έπε-σε σαν πέτρα στο κοπάδι. Μόνο το περιστέρι δεν είχε πού να κρυφτεί. Πριν προλάβει ν’ ανοίξει τα φτερά του, ένα δυνατό πουλί το καθή-λωσε στο έδαφος και το κάρφωσε με το μυτερό γαμψό ράμφος του. Τα φτερά του περιστεριού πιτσιλίστηκαν με αίμα. Η Μάρτα βγήκε τρέχοντας από το καλύβι κραδαίνοντας ένα ραβδί, αλλά το γεράκι πετούσε ήδη ψηλά ατάραχο, με το άψυχο κορμί του περιστεριού να κρέμεται από το ράμφος του.

Σ’ έναν μικρό βραχόκηπο, μαντρωμένο με προσοχή, η Μάρτα έτρεφε ένα φίδι. Tο φίδι στριφογύριζε ανάμεσα στα φύλλα, ανεμί-ζοντας τη διχαλωτή γλώσσα του σαν λάβαρο σε στρατιωτική επιθε-ώρηση. Έδειχνε να αδιαφορεί πλήρως για τον κόσμο· ποτέ δεν κατάλαβα αν πρόσεξε την παρουσία μου.

Page 8: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

20 | Γ ΙΈΡΖ Ι ΚΟΖ ΙΝΣΚ Ι

Mια φορά, το φίδι κρύφτηκε βαθιά κάτω από τα βρύα της φωλιάς του κι έμεινε εκεί πολύ καιρό, χωρίς τροφή ή νερό, συμμετέχοντας σε παράξενα μυστήρια για τα οποία ακόμα και η ίδια η Μάρτα προ-τιμούσε να μη λέει κουβέντα. Όταν επιτέλους ξαναβγήκε στην επιφά-νεια, το κεφάλι του γυάλιζε σαν λαδωμένο δαμάσκηνο. Ακολούθησε ένα απίστευτο θέαμα. Το φίδι έπεσε σε πλήρη ακινησία· μόνο ρίγη διαπερνούσαν αραιά και πού το κουλουριασμένο κορμί του. Ύστερα σύρθηκε ήσυχα ήσυχα έξω από το δέρμα του και θαρρείς πως ήταν ξαφνικά λεπτότερο και νεότερο. Δεν κούναγε πια τη γλώσσα του και σου ’δινε την εντύπωση πως περίμενε να σκληρύνει το νέο του δέρμα. Το παλιό, σχεδόν διάφανο φιδοπουκάμισο είχε βγει πια εντελώς και πάνω του σεργιάνιζαν τώρα κάτι θρασύτατες μύγες. Η Μάρτα το σή-κωσε με δέος και το φύλαξε σε μια κρυψώνα. Ένα φιδοπουκάμισο σαν αυτό είχε πολύτιμες θεραπευτικές ιδιότητες, αλλά εγώ ήμουν, είπε, πολύ μικρός για να καταλάβω κάτι τέτοια πράγματα.

Η Μάρτα κι εγώ παρακολουθούσαμε έκθαμβοι τη μεταμόρφω-ση. Μου εξήγησε πως η ψυχή του ανθρώπου ξεφορτώνεται το σώμα με παρόμοιο τρόπο κι έπειτα πετάει ψηλά, στα πόδια του Θεού. Μετά το μακρύ ταξίδι της, ο Θεός τη σηκώνει στα ζεστά Του χέρια, της δίνει ξανά ζωή με την ανάσα Του και ή τη μεταμορφώνει σε ουράνιο άγγελο ή τη ρίχνει στην Κόλαση να βασανίζεται αιωνίως στο πυρ το εξώτερο.

Ένας μικρός κόκκινος σκίουρος επισκεπτόταν καθημερινά το καλύβι. Αφού έτρωγε καλά καλά, το έριχνε στο χορό στην αυλή· χτυπούσε την ουρά του, έβγαζε κοφτές στριγκλιές, κυλιόταν ολόγυ-ρα, πηδούσε και τρομοκρατούσε κότες και περιστέρια.

Έρχόταν συχνά κοντά μου, καθόταν στον ώμο μου, με φιλούσε στ’ αυτιά, στο λαιμό και στα μάγουλα, μου χάιδευε τα μαλλιά με το ανάλαφρο άγγιγμά του. Κι αφού έπαιζε κάμποση ώρα, εξαφανιζό-ταν· ξαναγύριζε στο δάσος, στην άλλη άκρη του χωραφιού.

Page 9: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

ΤΟ ΒΑΜΜΈΝΟ ΠΟΥΛΙ | 21

Μια μέρα, άκουσα φωνές κι έτρεξα στο κοντινό ύψωμα. Κρύ-φτηκα στους θάμνους κι είδα έντρομος μερικά χωριατόπαιδα να κυνηγούν το σκιουράκι μου στον αγρό. Έκείνο έτρεχε σαν παλαβό, προσπαθώντας να φτάσει στην ασφάλεια του δάσους. Τα παιδιά πετούσαν πέτρες μπροστά του για να του κόψουν το δρόμο. Το πλασματάκι απόκαμε, δεν είχε πια τη δύναμη να πηδήξει και να τρέξει γρήγορα. Το έπιασαν τελικά, αλλά εκείνο συνέχισε να δα-γκώνει και να παλεύει με γενναιότητα. Τότε τα παιδιά έσκυψαν κι άδειασαν πάνω του κάποιο υγρό από ένα τενεκεδάκι. Διαισθανό-μουν ότι κάτι τρομερό έμελλε να συμβεί και προσπαθούσα απεγνω-σμένα να σκεφτώ κάποιον τρόπο να σώσω τον μικρό μου φίλο. Μα ήταν πολύ αργά.

Κάποιο από τα παιδιά έβγαλε ένα ξύλο που σιγόκαιγε από τον τενεκέ που είχε κρεμασμένο στον ώμο του κι άγγιξε μ’ αυτό το ζώο. Έπειτα πέταξε το σκιουράκι στο έδαφος κι εκείνο λαμπάδιασε αμέ-σως. Με μια στριγκλιά που μου έκοψε την ανάσα, πήδηξε ψηλά σαν να ’θελε να ξεφύγει από τη φωτιά. Οι φλόγες το τύλιξαν· μόνο η φουντωτή ουρίτσα του εξακολούθησε να κουνιέται για λίγο. Καπνί-ζοντας ολόκληρο, το μικροσκοπικό σωματάκι κύλησε στο έδαφος κι απόμεινε ασάλευτο. Τα παιδιά το κοίταζαν, γελούσαν και το τσι-γκλούσαν με μια βέργα.

Τώρα που είχε πεθάνει ο φίλος μου, δεν είχα πια κανέναν να περιμένω το πρωί. Έίπα στη Μάρτα τι είχε συμβεί, αλλά δεν έδειξε να καταλαβαίνει. Κάτι μονολόγησε μουρμουρίζοντας, προσευχή-θηκε κι έκανε τα μαγικά της σ’ όλο το σπίτι για να κρατήσει μακριά το θάνατο, ο οποίος, ισχυριζόταν, παραμόνευε κάπου κοντά και προσπαθούσε να μπει μέσα.

Η Μάρτα αρρώστησε. Παραπονιόταν για έναν σουβλερό πόνο κάτω από τα πλευρά, εκεί όπου η καρδιά φτεροκοπάει φυλακισμέ-νη στο αιώνιο κλουβί της. Μου είπε πως ο Θεός ή ο Διάβολος είχαν

Page 10: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

22 | Γ ΙΈΡΖ Ι ΚΟΖ ΙΝΣΚ Ι

στείλει εκεί μια αρρώστια που θα αφάνιζε ακόμα ένα πλάσμα και θα έθετε έτσι τέρμα στην προσωρινή παρουσία της πάνω στη γη. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί η Μάρτα δεν άλλαζε το δέρμα της σαν το φίδι, για να ξαναρχίσει μια καινούργια ζωή.

Όταν της το πρότεινα, έγινε έξω φρενών κι άρχισε να με βρίζει και να με κατηγορεί ότι ήμουν βλάσφημος, μούλικο γυφτόπουλο και φάρα του Διαβόλου. Η αρρώστια, έλεγε, έρχεται και θρονιάζε-ται στον άνθρωπο εκεί που δεν την περιμένει. Μπορεί να κάθεται πίσω σου σ’ ένα κάρο, να πηδήξει στην πλάτη σου εκεί που σκύβεις να μαζέψεις μούρα στο δάσος ή να σκαρφαλώσει μέσα από το νερό την ώρα που διασχίζεις το ποτάμι με μια βάρκα. Η αρρώστια τρυπώνει αθέατη στο σώμα, με πονηριά, από τον αέρα, το νερό ή την επαφή με κάποιο ζώο ή κάποιον άνθρωπο ή ακόμα –κι εδώ μου έριχνε μια ματιά όλο υποψία– από δυο μαύρα μάτια που ζώνουν μια γερακίσια μύτη. Αυτά τα μάτια, μάτια Τσιγγάνου ή μάγισσας όπως τα λένε, μπορεί να σου φέρουν βαριά αρρώστια, πανούκλα ή θάνατο. Κι αυτός ήταν ο λόγος που μου απαγόρευε να κοιτάζω κατάματα την ίδια ή κι αυτά ακόμα τα ζώα του σπιτιού. Με είχε ορμηνέψει να φτύνω γρήγορα τρεις φορές και να κάνω το σταυρό μου, έτσι και τύχαινε ποτέ να πέσει το βλέμμα μου στα μάτια κάποιου ζώου ή τα δικά της.

Γινόταν συνήθως έξαλλη έτσι και ξίνιζε το προζύμι που ανάπια-νε για να ζυμώσει. Με κατηγορούσε ότι είχα κάνει μάγια και μου ’λεγε πως για τιμωρία θα μ’ άφηνε δυο μέρες χωρίς ψωμί. Στην προσπάθειά μου να ευχαριστήσω τη Μάρτα και να μην την κοιτάζω στα μάτια, τριγύριζα στο καλύβι με τα μάτια κλειστά, σκόνταφτα σε έπιπλα κι αναποδογύριζα κάδους, ενώ έξω τσαλαπατούσα τα παρ-τέρια με τα λουλούδια κι έπεφτα πάνω σε οτιδήποτε βρισκόταν στο δρόμο μου σαν νυχτοπεταλούδα τυφλωμένη από ξαφνικό φως. Στο μεταξύ, η Μάρτα μάζευε αποκάτω χνούδια χήνας και τα σκορπού-

Page 11: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

ΤΟ ΒΑΜΜΈΝΟ ΠΟΥΛΙ | 23

σε πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα. Μετά θυμιάτιζε με τον καπνό τους όλο το δωμάτιο μουρμουρίζοντας διάφορα ξόρκια για να διώξει το κακό.

Στο τέλος, ανακοίνωνε ότι τα μάγια είχαν λυθεί. Και μάλλον είχε δίκιο, γιατί στην επόμενη φουρνιά το ψωμί έβγαινε πάντα καλό.

Η Μάρτα δεν υπέκυψε στην αρρώστια και στους πόνους της. Έδινε εναντίον τους συνεχή μάχη επιστρατεύοντας όλη την πονηριά της. Όταν άρχιζαν να τη βασανίζουν οι πόνοι, έπαιρνε ένα μεγάλο κομμάτι ωμό κρέας, το ψιλόκοβε και το ’βαζε σ’ ένα πήλινο λαγήνι. Έπειτα του έριχνε νερό βγαλμένο από το πηγάδι ακριβώς πριν ανα-τείλει ο ήλιος. Ύστερα έκρυβε το λαγήνι σε μια γωνιά της καλύβας. Αυτό, έλεγε, θα την ανακούφιζε από τους πόνους για μερικές μέρες, ώσπου να χαλάσει το κρέας. Αργότερα όμως, όταν την ξανάπιαναν οι πόνοι, επαναλάμβανε όλη αυτή την κοπιαστική διαδικασία.

Όταν ήμουν εγώ μπροστά, η Μάρτα δεν έπινε τίποτα και δεν χαμογελούσε ποτέ. Πίστευε ότι, αν το έκανε, θα μου έδινε την ευ-καιρία να μετρήσω τα δόντια της και φοβόταν πως κάθε δόντι που θα μετρούσα θα ισοδυναμούσε με ένα χρόνο λιγότερο από τη ζωή της. Η αλήθεια είναι ότι δεν της απόμεναν και πολλά δόντια. Κατα-λάβαινα όμως ότι στην ηλικία της κάθε χρόνος ήταν εξαιρετικά πολύτιμος.

Προσπαθούσα να πίνω και να τρώω χωρίς να δείχνω τα δόντια μου κι έκανα εξάσκηση για να μάθω να χαμογελώ δίχως ν’ ανοίγω το στόμα μου, παρατηρώντας το είδωλό μου στον μαυρογάλαζο καθρέφτη του πηγαδιού.

Η Μάρτα μού απαγόρευε να σηκώσω έστω και μία τρίχα από τα μαλλιά της που έπεφτε στο πάτωμα. Ήταν πασίγνωστο ότι, έτσι και την εντόπιζε κανένα κακό μάτι, ακόμα και μία τρίχα μπορούσε να σου προκαλέσει σοβαρό πρόβλημα στο λαιμό.

Τα βράδια η Μάρτα καθόταν πλάι στη σόμπα, κουνούσε το κε-

Page 12: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

24 | Γ ΙΈΡΖ Ι ΚΟΖ ΙΝΣΚ Ι

φάλι της και ψέλλιζε τις προσευχές της. Έγώ καθόμουν παραδίπλα και σκεφτόμουν τους γονείς μου. Θυμόμουν τα παιχνίδια μου, με τα οποία πιθανόν τώρα να έπαιζαν άλλα παιδιά. Το μεγάλο μαλ-λιαρό αρκουδάκι μου με τα γυάλινα μάτια, το αεροπλάνο με τους περιστρεφόμενους έλικες και τους επιβάτες που τα πρόσωπά τους φαίνονταν από τα παράθυρα, το μικρό ευέλικτο τανκς και το πυρο-σβεστικό όχημα με την τηλεσκοπική σκάλα.

Κι όσο πιο ξεκάθαρες και χειροπιαστές γίνονταν αυτές οι εικόνες, τόσο πιο ζεστό άρχιζε να μου φαίνεται ξαφνικά το καλύβι της Μάρ-τα. Έβλεπα τη μητέρα μου καθισμένη στο πιάνο. Άκουγα τα λόγια από τα τραγούδια της. Θυμόμουν τον πανικό μου πριν από μια εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας όταν ήμουν μόλις τεσσάρων χρονών, το γυαλιστερό δάπεδο του νοσοκο μείου, τη μάσκα που μου είχαν βάλει οι γιατροί στο πρόσωπο και ότι δεν είχα προλάβει να μετρή-σω έστω μέχρι το δέκα.

Μα αυτό το παρελθόν άρχιζε γρήγορα να φαντάζει εξίσου εξω-πραγματικό με τα απίστευτα παραμύθια της ηλικιωμένης γκουβερ-νάντας μου. Αναρωτιόμουν αν θα με ξανάβρισκαν ποτέ οι γονείς μου. Γνώριζαν, άραγε, ότι δεν έπρεπε ποτέ να πίνουν ή να χαμο-γελούν παρουσία ανθρώπων που είχαν το κακό μάτι και που μπο-ρούσαν να μετρήσουν τα δόντια τους; Θυμόμουν το πλατύ αβίαστο χαμόγελο του πατέρα μου και με πλημμύριζε ανησυχία· έδειχνε τόσα δόντια που, έτσι και τα μετρούσε κανένα κακό μάτι, ο πατέρας σίγουρα θα πέθαινε πολύ σύντομα.

Ένα πρωί που ξύπνησα, το καλύβι ήταν κρύο. Η φωτιά στη σόμπα είχε σβήσει και η Μάρτα ήταν ακόμη καθισμένη καταμεσής στην κάμαρα, με τις άπειρες φούστες της ανασηκωμένες και τα γυμνά ποδάρια της βουτηγμένα σ’ έναν κουβά με νερό.

Έκανα να της μιλήσω, δεν μου απάντησε. Γαργάλησα το παγω-μένο, άκαμπτο χέρι της, αλλά τα δάχτυλα με τους μεγάλους κόμπους

Page 13: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

ΤΟ ΒΑΜΜΈΝΟ ΠΟΥΛΙ | 25

δεν σάλεψαν. Το χέρι κρεμόταν από το μπράτσο της καρέκλας σαν βρεγμένο ασπρόρουχο στο σκοινί της μπουγάδας μια μέρα χωρίς καθόλου αέρα. Σήκωσα το κεφάλι της και μου φάνηκε πως τα υγρά της μάτια ήταν καρφωμένα στα δικά μου. Μάτια σαν αυτά είχα δει μόνο άλλη μια φορά, τότε που το ρέμα είχε ξεβράσει εκείνα τα ψόφια ψάρια.

Η Μάρτα, συμπέρανα, περίμενε ν’ αλλάξει δέρμα, σαν το φίδι, και δεν έπρεπε να την ενοχλώ τέτοια ώρα. Δεν ήξερα τι να κάνω κι αποφάσισα να περιμένω με υπομονή.

Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά. Ο αέρας έσπαζε τα εύ-θραυστα κλαδιά, έκοβε τα τελευταία μαραμένα φύλλα και τα πε-τούσε ψηλά στον ουρανό. Οι κότες κούρνιαζαν σαν γριές κουκου-βάγιες στο κοτέτσι τους, νυσταγμένες και δύσθυμες, ανοίγοντας με το ζόρι ένα μάτι τη φορά. Έκανε κρύο και δεν ήξερα ν’ ανάβω τη φωτιά. Παρ’ όλες μου τις προσπάθειες να μιλήσω στη Μάρτα, δεν κατάφερα να της αποσπάσω καμία απάντηση. Καθόταν ασάλευτη στη θέση της, με τα μάτια στυλωμένα σε κάτι που εγώ δεν μπορού-σα να δω.

Δεν είχα τι άλλο να κάνω και ξανάπεσα να κοιμηθώ, σίγουρος πως θα ξυπνούσα και θα την έβρισκα να τριγυρίζει όλο φούρια στην κουζίνα μουρμουρίζοντας τις πένθιμες ψαλμωδίες της. Όταν όμως ξύπνησα, το βράδυ, τη βρήκα να μουλιάζει ακόμη τα πόδια της. Πεινούσα και το σκοτάδι με τρόμαζε.

Αποφάσισα ν’ ανάψω τη λάμπα πετρελαίου. Άρχισα να ψάχνω για τα σπίρτα που η Μάρτα έκρυβε σε ασφαλές μέρος. Έπιασα προσεκτικά τη λάμπα για να την κατεβάσω από το ράφι, αλλά, καθώς την κρατούσα, μου γλίστρησε και το πετρέλαιο χύθηκε στο πάτωμα.

Τα σπίρτα δεν άναβαν με τίποτα. Όταν κάποιο πήρε επιτέλους φωτιά, έσπασε στα δυο κι έπεσε στο πάτωμα, στη λιμνούλα του

Page 14: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

26 | Γ ΙΈΡΖ Ι ΚΟΖ ΙΝΣΚ Ι

πετρελαίου. Στην αρχή, δειλή ακόμη, η φλόγα σταμάτησε εκεί, βγάζοντας απλώς μια τούφα γαλάζιου καπνού. Ύστερα πήδηξε με θράσος στο κέντρο του δωματίου.

Δεν ήταν πια σκοτεινά κι έβλεπα καθαρά τη Μάρτα. Δεν έδειχνε να προσέχει τι συνέβαινε. Δεν έδειχνε να νοιάζεται για τις φλόγες, που είχαν στο μεταξύ απλωθεί ως τον τοίχο κι έγλειφαν τα πόδια της ψάθινης πολυθρόνας της.

Δεν έκανε πια κρύο. Οι φλόγες τριγύριζαν τώρα τον κουβά όπου η Μάρτα μούλιαζε τα πόδια της. Πρέπει να αισθάνθηκε τη λάβρα, αλλά δεν κουνήθηκε. Θαύμασα την αντοχή της. Καθόταν εκεί όλη νύχτα κι όλη μέρα, και παρ’ όλα αυτά έμενε ασάλευτη.

Η ζέστη στην κάμαρα άρχισε να γίνεται αφόρητη. Οι φλόγες σκαρφάλωναν στους τοίχους σαν περικοκλάδες. Φτεροκοπούσαν και τριζοβολούσαν σαν ξερά λουβιά κάτω από τα πόδια σου, ειδικά κοντά στο παράθυρο, όπου κατάφερνε να δημιουργείται ένα ελαφρύ ρεύμα. Στεκόμουν στην πόρτα έτοιμος να τρέξω, περιμένοντας να κουνηθεί επιτέλους η Μάρτα. Έκείνη όμως καθόταν αλύγιστη, σαν να μην αντιλαμβανόταν τίποτα. Οι φλόγες είχαν αρχίσει τώρα να γλείφουν τα κρεμάμενα χέρια της, όπως θα έκανε ίσως ένα στορ-γικό σκυλί. Της άφησαν εκεί τα πορφυρά σημάδια τους και σκαρ-φάλωναν ψηλότερα, στις μακριές πλεξούδες της.

Έκεί άρχισαν να σπιθοβολούν σαν φωτάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου, ύστερα φούντωσαν ξαφνικά σχηματίζοντας ένα μυτερό πύρινο καπέλο στο κεφάλι της Μάρτα, που μετατράπηκε τώρα σε δαυλό. Οι φλόγες την τύλιγαν τρυφερά και το νερό άρχισε να σφυ-ρίζει, καθώς φλεγόμενα κομμάτια από το ξεφτισμένο κουνελοτό-μαρο που φορούσε για ζακέτα έπεφταν κάθε τόσο στον κουβά. Κάτω από τις φλόγες διέκρινα πότε πότε το ζαρωμένο, σακουλια-σμένο δέρμα και τ’ ασπρουδερά στίγματα στα κοκαλιάρικα μπρά-τσα της.

Page 15: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

ΤΟ ΒΑΜΜΈΝΟ ΠΟΥΛΙ | 27

Της φώναξα για τελευταία φορά, ενώ έβγαινα τρέχοντας στην αυλή. Οι κότες κακάριζαν σαν παλαβές και χτυπούσαν τα φτερά τους στον ορνιθώνα δίπλα στο σπίτι. Η συνήθως ατάραχη αγελάδα μουγκάνιζε κι έδινε κουτουλιές στην πόρτα του αχυρώνα. Αποφά-σισα να μην περιμένω την άδεια της Μάρτα κι άρχισα να ελευθε-ρώνω τις κότες από μόνος μου. Έκείνες πετάχτηκαν έξω αλλόφρο-νες κι άρχισαν να χτυπούν με απόγνωση τα φτερά τους, προσπα-θώντας να πετάξουν. Η αγελάδα κατάφερε να γκρεμίσει την πόρτα του αχυρώνα. Βρήκε ένα παρατηρητήριο σε απόσταση ασφαλείας από τη φωτιά και βάλθηκε να μηρυκάζει σκεφτική την τροφή της.

Στο μεταξύ, το εσωτερικό της καλύβας είχε μεταβληθεί σε καμί-νι. Φλόγες ξεπρόβαλλαν απ’ όλα τα ανοίγματα. Η αχυροσκεπή είχε πιάσει φωτιά αποκάτω κι έβγαζε ανησυχητικούς καπνούς. Απορού-σα με τη Μάρτα. Μα τόσο αδιάφορη την άφηναν λοιπόν όλα αυτά; Τα φυλαχτά και τα μαγικά της την είχαν μήπως κάνει άτρωτη στη φωτιά, που μετέτρεπε τα πάντα γύρω της σε στάχτη;

Ακόμη να βγει έξω. Η ζέστη γινόταν αφόρητη. Αναγκάστηκα να πάω στην άλλη άκρη της αυλής. Η φωτιά είχε πλέον απλωθεί στο κοτέτσι και στον αχυρώνα. Πλήθος αρουραίοι, τρομαγμένοι από τη ζέστη, έτρεχαν σαν παλαβοί στην αυλή. Οι φλόγες καθρεφτίζονταν στα κίτρινα μάτια μιας γάτας, που παρακολουθούσε το θέαμα από τις σκοτεινές άκρες του χωραφιού.

Η Μάρτα πουθενά να φανεί, εγώ εξακολουθούσα ωστόσο να πιστεύω ότι θα πρόβαλλε τελικά σώα και αβλαβής. Όταν όμως κα-τέρρευσε ένας από τους τοίχους καταπλακώνοντας το καρβουνια-σμένο εσωτερικό της καλύβας, άρχισα να αμφιβάλλω αν θα την ξανάβλεπα ποτέ.

Στα σύννεφα καπνού που ανέβαιναν στον ουρανό μού φάνηκε ότι διέκρινα ένα παράξενο παραλληλόγραμμο σχήμα. Τι να ήταν άραγε; Μήπως η ψυχή της Μάρτα που δραπέτευε στους ουρανούς;

Page 16: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

28 | Γ ΙΈΡΖ Ι ΚΟΖ ΙΝΣΚ Ι

Ή μήπως ήταν η ίδια η Μάρτα, αναζωογονημένη από τη φωτιά, απαλλαγμένη από το γέρικο καρκανιασμένο δέρμα της, που έφευ-γε από τούτη τη γη πάνω σ’ ένα φλεγόμενο σκουπόξυλο, σαν τη μάγισσα στην ιστορία που μου διηγιόταν η μητέρα μου;

Ένώ το βλέμμα μου ήταν πάντα καρφωμένο στο θέαμα με τα σπιθίσματα και τις φλόγες, στ’ αυτιά μου έφτασαν ήχοι από αντρικές φωνές και γαβγίσματα σκυλιών, που μ’ έκαναν να βγω ξαφνικά από τις ονειροπολήσεις μου. Έρχονταν οι χωρικοί. Η Μάρτα με ορμήνευε πάντα να προσέχω τους ανθρώπους του χωριού. Έτσι και με πετύχαιναν ποτέ μόνο, έλεγε, θα μ’ έπνιγαν σαν ψωριάρικο γατί ή θα με ξέκαναν με κανένα τσεκούρι.

Άρχισα να τρέχω αμέσως μόλις οι πρώτες ανθρώπινες φιγούρες εμφανίστηκαν μέσα στον κύκλο του φωτός. Δεν με είδαν. Έτρεχα σαν τρελός, σκοντάφτοντας μες στην τύφλα μου σε κορμούς κομ-μένων δέντρων και αγκαθερούς θάμνους. Τελικά έπεσα σε μια ρεματιά. Άκουγα μακρινές φωνές και τον πάταγο από τοίχους που έπεφταν. Μετά αποκοιμήθηκα.

Ξύπνησα την αυγή, μισοπαγωμένος. Ένα πέπλο πάχνης κρεμό-ταν σαν ιστός αράχνης ανάμεσα στις δυο άκρες της ρεματιάς. Σκαρ-φάλωσα με κόπο στην κορυφή του λόφου. Τολύπες καπνού και πότε πότε καμιά φλόγα υψώνονταν από τα αποκαΐδια της καλύβας.

Όλα γύρω ήταν σιωπηλά. Πίστευα ότι τώρα θ’ αντάμωνα με τους γονείς μου στη ρεματιά. Πίστευα ότι, όσο μακριά κι αν βρίσκονταν, θα μάθαιναν, δεν μπορεί, όλα αυτά που μου είχαν συμβεί. Μήπως δεν ήμουν παιδί τους; Τι να τους κάνεις τους γονείς αν δεν βρίσκο-νται κοντά στα παιδιά τους σε ώρα κινδύνου;

Με τη σκέψη πως μπορεί να πλησίαζαν, φώναξα να μ’ ακούσουν. Δεν μου απάντησε κανείς.

Ήμουν εξουθενωμένος, κρύωνα και πεινούσα. Τι θα έκανα; Πού θα πήγαινα; Δεν είχα ιδέα. Οι γονείς μου δεν έρχονταν.

Page 17: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

ΤΟ ΒΑΜΜΈΝΟ ΠΟΥΛΙ | 29

Μ’ έπιασε τρεμούλα κι έκανα εμετό. Έπρεπε να βρω ανθρώπους. Έπρεπε να πάω στο χωριό.

Mε τα πόδια μου γεμάτα μελανιές, πήρα κούτσα κούτσα το δρό-μο κατά το μακρινό χωριό, βαδίζοντας προσεκτικά πάνω στο φθι-νοπωρινό χορτάρι που είχε πάρει να κιτρινίζει.

Page 18: Γιέρζι Κοζίνσκι ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣmedia.public.gr/Books-PDF/9786180312133-1263905.pdf15 1 Tις πρώτες εβδομάδες του Δεύτερου

Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου:Redoine Amzlan

«Όταν πια μαζεύονταν γύρω μας κάμποσα πουλιά, ο Λεχ μού έκανε νόημα ν’ αμολήσω τον «αιχμάλωτο». Το πουλί πετούσε ψηλά, ευτυχισμένο κι ελεύθερο, μια πιτσιλιά ουράνιου τόξου με φόντο τα σύννεφα, και μετά χωνόταν στο καστανόχρωμο κοπάδι που το περίμενε. Τ’ άλλα πουλιά σάστιζαν προς στιγμήν. Το βαμμένο πουλί έκανε κύκλους από τη μια άκρη του κοπαδιού στην άλλη, προσπαθώντας του κάκου να πείσει τους ομοίους του ότι ήταν ένας απ’ αυτούς. Ζαλισμένα όμως από τα εκθαμβωτικά του χρώματα, τ’ άλλα πουλιά πετούσαν γύρω του αμετάπειστα και παρά τον ζήλο με τον οποίο το βαμμένο πουλί προσπαθούσε να χωθεί στο κοπάδι, εκείνα το έδιωχναν όλο και μακρύτερα. Αμέσως μετά, τα βλέπαμε να του ορμούν μανιασμένα, το ένα μετά το άλλο και να το ξεπουπουλιάζουν. Σε λίγο, η πολύχρωμη φιγούρα έχανε τη θέση της στον ουρανό κι έπεφτε στο έδαφος. Όταν επιτέλους το βρίσκαμε, το βαμμένο πουλί ήταν συνήθως νεκρό. Ο Λεχ έσκυβε πάνω του και μετρούσε με ζέση τα χτυπήματα που είχε δεχτεί. Αίμα έσταζε από τα βαμμένα φτερά του, διέλυε την μπογιά και λέρωνε τα χέρια του Λεχ.»

Απόσπασμα από το βιβλίο

Μια συγκλονιστική αφήγηση με θέμα την οδύσσεια ενός εξάχρονου αγοριού στην Ανατολική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου. Ένα κλασικό πλέον βιβλίο το οποίο όταν πρωτοεκδόθηκε, το 1965, δίχασε την κριτική – άλλοι το αποθέωσαν και άλλοι κατηγόρησαν τον συγγραφέα του ότι περιγράφει υπερβολικά βίαιες σκηνές. Ο Κοζίνσκι υπέφερε για πολλά χρόνια λόγω αυτού του βιβλίου: Η έκδοση απαγορεύτηκε στην Πολωνία, τη γενέτειρά του, και η οικογένειά του υπέστη προπηλακισμούς από Ανατολικοευρωπαίους οι οποίοι θεωρούσαν ότι το βιβλίο έθιγε τον πολιτισμό τους. Το έργο του όμως άντεξε στον χρόνο και σήμερα θεωρείται κλασικό, επειδή ακριβώς περιγράφει μοναδικά την ίδια τη φύση της βαναυσότητας αλλά και την πάλη για επιβίωση.

Ένα από τα καλύτερα βιβλία… γραμμένο με βαθιά ειλικρίνεια και ευαισθησία.

Ελί Βιζέλ, συγγραφέας

Ένα ισχυρό πνευματικό ράπισμα, γιατί ο Κοζίνσκι καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα

στο πιθανό και το πραγματικό.

Άρθουρ Μίλερ, συγγραφέας

ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣΥπεύθυνος σειράς: Δημήτρης Στεφανάκης

Στη σειρά Μεγάλες αφηγήσεις εντάσσονται έργα-ορόσημα της παγκόσμιας πεζογραφίας∙ έργα συγγραφέων που έσπασαν το φράγματου χρόνου και αξίζει να διαβάζονται από όλους ως μέρος μιας συναρπαστικής επικαιρότητας που μας αφορά.

Γιέρζι Κοζίνσκι

Γιέρζ

ι Κοζ

ίνσκι

Πρόλογος: Γιώργος-Ίκαρος ΜπαμπασάκηςΜετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου «Ο μόνος τρόπος να είναι η ζωή πνευματικά

νοηματοδοτημένη είναι να τη ζεις στιγμή τη στιγμή.

Η μοναδική αξιοπρέπεια είναι ν’ αδράχνεις αυτό

που συμβαίνει την κάθε στιγμή. Για να έχει νόημα

η ζωή, πρέπει να την ορίζεις ως εάν να ήταν,

πράγματι, ένα μυθιστόρημα».

Γιέρζι Κοζίνσκι(1933-1991)

ISBN: 978-618-03-1213-3

ΒΟΗΘ. ΚΩΔ.: 81213

ΤΟ Β

ΑΜΜ

ΕΝΟ

ΠΟΥΛ

Ι

To_vammeno_pouli_140x205_fin.indd 1-5 14/09/2017 10:23