ΛΕΞΙΚΟ AΡXAIΩΝ
-
Upload
filologia1 -
Category
Documents
-
view
79 -
download
5
description
Transcript of ΛΕΞΙΚΟ AΡXAIΩΝ
χαμένος κατεστραμμένος (κυρίως στον πρκ ἀπόλωλα)| χάνομαι με τον πιο ελεεινό και κακορίζικο τρόπο σε κατάρα| να σε βρει κακό να χαθείς άθλια
ανάθεμά σε (στη μτχ μέλλ) 3 εξαφανίζομαι γίνομαι αφανής εκλείπω ἀρετή
Α 1 ανδρεία γενναιότητα| το αποτέλεσμα της ανδρείας συχνά σε πληθ αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις| δόξα φήμη 2 ηθική ιδιότητα ηθικό
χαρακτηριστικό αρετή ιδίως στον πληθ αἱ ἀρεταί| καθήκον 3 τέλεια σωματική διάπλαση ομορφιά για άνθρωπο| ομορφιά ικανότητα
εξέχουσα ιδιότητα για πράγματα ή ζώα 4 ηθικοπνευματική ικανότητα| πολιτική ικανότητα Βπροκοπή ευδοκίμηση | ευφορία γονιμότητα ἀρχή
Α 1 έναρξη αρχή αφετηρία προέλευση τοπικά και χρονικά| συχνά στον πληθ 2 πρώτη αιτία πρωταρχικό στοιχείο απαρχή θεμελιώδης αρχή
επιστήμη και φιλοσοφία| θεμελιώδης κανόνας της επιστήμης επιστήμη Β διοίκηση κυβέρνηση αξίωμα εξουσία κυριαρχία | ως σύστΑ| διάρκεια μιας
αρχής ενός αξιώματος| στον πληθ οι αρχές η εξουσία οι άρχοντες| φρ ἅμα ἀρχῇ=στην αρχή αρχικά| φρ ἐξ ἀρχῆς=από την αρχή από παλιά| φρ ὁ
ἐξ ἀρχῆς=αρχικός| φρ κάτ ἀρχάς τὸ κάτ ἀρχάς=στην αρχή| φρ (τήν) ἀρχήν τάς ἀρχάς=πρώτα απόλα| φρ ἀρχήν με άρνηση=καθόλου σε καμιά
περίπτωση ἄρχω
ΑΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πρώτος πηγαίνω πρώτος προηγούμαι| οδηγώ κπ με αιτ πράγμ και δοτ προσ 2 κυβερνώ διοικώ είμαι αρχηγός
συνήθως με γεν σπανιότερα με δοτ προσ| απόλ| με σύστ Α 3 αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με γεν πράγμ και δοτ προσ| με δοτ ή αιτ|
είμαι η αιτία δίνω πρώτος την αφορμή διένεξης ΒΜΕΣΟ αρχίζω κάνω αρχή με γεν πράγμ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ (δηλώνεται η
έναρξη της ενέργειας)| με μτχ (δηλώνεται η έναρξη και η συνέχεια μιας ενέργειας)| φρ ἀπὸ Διὸς ἄρχεσθαι=ας αρχίσουμε από το σπουδαιότερο
πρόσωπο ή πράγμα ΓΠΑΘΗΤΙΚΟ διοικούμαι εξουσιάζομαι είμαι υπήκοος | οἱ ἀρχόμενοι=οι υπήκοοι ἀχρε ῖ ος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 άχρηστος ανώφελος 2 ανίκανος ακατάλληλος συχνά με απρφ 3 άχρηστος ανίκανος μη μάχιμος (στον πόλεμο)| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ανόητα
άκαιρα
β βαρύς ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει βάρος ασήκωτος δυσβάσταχτος για πράγματα| βαριά οπλισμένος για στρατό Β 1 ενοχλητικός φορτικός | αυστηρός άγριος εχθρικός| σοβαρός σημαντικός ισχυρός 2 αργός δυσκίνητος για σωματική κατάσταση Γδυνατός οξύς βαθύς βαρύς για ήχους φυσικούς μουσικών οργάνων και για την προσωδία| έντονος βαρύς δυσάρεστος για οσμές| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά πιεστικά φορτικά βαριά με τα ρ φέρω και ἔχω βία
Ασωματική δύναμη ισχύς σθένος αλκή | με κύρόν ή επίθ σε γεν=ο γενναίος ο ανδρείος| πνευματική ικανότητα Β κατάχρηση δύναμης
άσκηση βίας εξαναγκασμός βαρβαρότητα | ανάγκη ώθηση πίεση| εξωτερική δύναμη όχι φυσική (αντ φύσις) επιστημ| οργή| προσωποποίηση| ως
επίρρημα βίᾳ πρός βίαν μετά βίας ὑπό βίας ἐκ βίας=δια της βίας χωρίς τη θέληση κπ| βίᾳ με γεν| φρ βίᾳ (αντ ἑκών) βουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σκέφτομαι| σχεδιάζω μηχανεύομαι με αιτ πράγμ 2 αποφασίζω να κάνω κτ 3 δίνω γνώμη συμβουλεύω 4 είμαι μέλος βουλής
είμαι βουλευτής ΒΜΕΣΟ 1σκέφτομαι μελετώ για να αποφασίσω απόλ 2 συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3 αποφασίζω να
κάνω κτ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη | φρ τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις βουλή
Α 1 συμβουλή νουθεσία| βούληση θέλημα των θεών 2 σκέψη γνώμη| στον πληθ σχέδια γνώμες 3 πρόταση απόφαση μετά από σύσκεψη
ψήφισμα Β 1 κάθε συμβούλιο συνέδριο γερόντων 2 (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων οι βουλευτές| φρ τα ψηφίσματα της εκκλησίας του
δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν φρ συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή| φρ
βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι| φρ βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής βούλομαι
Α 1 θέλω επιθυμώ έχω τη βούληση με απρφ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και απρφ| απόλ| έχω την τάση συνήθ σε 3 προσ με απρφ
επιστήμη και φιλοσοφία 2 προτιμώ προκρίνω θέλω περισσότερο με το μᾶλλον ή το ἤ 3 εννοώ θέλω να πω ισχυρίζομαι Β φρ βούλει ή βούλεσθε
με υποτ ενισχυτικό της προτρ υποτ| φρ εἰ βούλει ευγενικά| φρ τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό| φρ βουλομένῳ τινί έστι με απρφ=είναι σύμφωνο με
την επιθυμία κπ| η μτχ ως ουσ ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει ο καθένας
γ γιγνώσκω
γνωρίζω καλά με αιτ| με απρφ| με γεν| με κτγμτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| η μτχ ως ουσ ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται| φρ
ἔγνων=κατάλαβα| φρ ἔγνως=έχεις δίκιο 2 αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση διακρίνω ξεχωρίζω 3 πιστεύω σχηματίζω γνώμη για κπ ή για κτ
κρίνω αποφασίζω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός αναγνωρίζομαι | ανακοινώνεται δημοσιοποιείται δικανικός όρος| κρίνεται ένοχος καταδικάζεται
για άνθρωπο| μτχπρκ ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος γλυκύςΑ γλυκός αντ του πικρός ὀξύς ἀλμυρός για γεύση| ως ουσ ὁ γλυκύς
(εννὁ οἶνος) Β μτφ 1 ευχάριστος ήπιος ηδονικός για αφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος
ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι) γραφή1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού
λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά
σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός
όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν
παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος
δ δε ῖ
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και
οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ
ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι
ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει
από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση δείκνυμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4
φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο|
επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ
Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι δέχομαι
Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ
να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι
κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ
διαδέχομαι δ ῆ λος
Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός εἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον
ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς
φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση
δηλόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω
αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2
αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο
προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ δ ῆμος
Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για
πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ
ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας δημόσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος
δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η
σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό
ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά
2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ
τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου δίαιταΑ 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα
απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία
τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος διαιτάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με
απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν ορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ
ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω διάκειμαι
Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ|
με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1
ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες διάνοιαΑ 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική
διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη
ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή
φράσης ερμηνεία νόημα κρίση διαφέρω
Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3
υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν
συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν
συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με
νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ
με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία διαφθείρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω
δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω
κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία διάφορος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3
αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία
διένεξη 4 δαπάνη κατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν διδάσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ
παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο
(δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω
Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε δίδωμιΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και
απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με
αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ|
ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με
όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον
δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι
παρέχομαι δωρίζομαι δίκαιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις
απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο
ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο
να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο
πραγματικά αληθινά με ακρίβεια δίκη
Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα
έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή
τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ
παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη για δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης
εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό
τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω
κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι
ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας διώκωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως
σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν
φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει|
σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός
όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην
διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ
φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος
δοκέω
Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω
τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται
θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ
τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων
δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή
και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση
κπ δοκιμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο
ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία
αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο
(για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ δοκιμασία
1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να
τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση δόκιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά
ειλικρινά δόξα
1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2
προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή δουλεύω
1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος
από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ
δύναμις
Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1
ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός
φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η
φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ
στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ δυνατός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος
αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ|
ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ
δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό
δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά
δυστυχέω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος κακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από
κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες δυσχερής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις|
δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά
ε δ ῶρον1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα
αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν
ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο ἔγκλημα
1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο
ε ἶ δος
1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή
το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος
ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη
πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική εἰ σβολή
1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή
πρόλογος μτφ έκκλησία
1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου|
φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ
ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης ἑ κών
αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ
ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν
οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία ἔ λεγχος
εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός
όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω
ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον
έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία
ἐ λέγχωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ|
επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω
πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ|
αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι ἐ λεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν
υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται|
με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή
θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα
για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση ἐ μφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια
πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς
ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ
φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής
καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια ἐ νεργός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2
κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια
αποτελεσματικά ενεργά
ἐ ξετάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή
με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω
παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με
μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι ἐπαινέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ
συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι ἐ πιβουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω
κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι
συνωμοσίες ἐ πιδείκνυμι και ἐ πιδεικνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω
εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι ἐ πιδίδωμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ συνεισφέρω
πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ
επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι ἐ πιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ) ἐ πιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι ἔ πος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
Ασωματική δύναμη ισχύς σθένος αλκή | με κύρόν ή επίθ σε γεν=ο γενναίος ο ανδρείος| πνευματική ικανότητα Β κατάχρηση δύναμης
άσκηση βίας εξαναγκασμός βαρβαρότητα | ανάγκη ώθηση πίεση| εξωτερική δύναμη όχι φυσική (αντ φύσις) επιστημ| οργή| προσωποποίηση| ως
επίρρημα βίᾳ πρός βίαν μετά βίας ὑπό βίας ἐκ βίας=δια της βίας χωρίς τη θέληση κπ| βίᾳ με γεν| φρ βίᾳ (αντ ἑκών) βουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σκέφτομαι| σχεδιάζω μηχανεύομαι με αιτ πράγμ 2 αποφασίζω να κάνω κτ 3 δίνω γνώμη συμβουλεύω 4 είμαι μέλος βουλής
είμαι βουλευτής ΒΜΕΣΟ 1σκέφτομαι μελετώ για να αποφασίσω απόλ 2 συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3 αποφασίζω να
κάνω κτ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη | φρ τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις βουλή
Α 1 συμβουλή νουθεσία| βούληση θέλημα των θεών 2 σκέψη γνώμη| στον πληθ σχέδια γνώμες 3 πρόταση απόφαση μετά από σύσκεψη
ψήφισμα Β 1 κάθε συμβούλιο συνέδριο γερόντων 2 (στην Αθήνα) η βουλή των πεντακοσίων οι βουλευτές| φρ τα ψηφίσματα της εκκλησίας του
δήμου αρχίζουν με τη φράση ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=η βουλή και οι πολίτες αποφάσισαν φρ συλλέγω τὴν βουλὴν=συγκαλώ τη βουλή| φρ
βουλὴν ποιεῖσθαι=βουλεύεσθαι| φρ βουλῆς εἶναι=είμαι μέλος της βουλής βούλομαι
Α 1 θέλω επιθυμώ έχω τη βούληση με απρφ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και απρφ| απόλ| έχω την τάση συνήθ σε 3 προσ με απρφ
επιστήμη και φιλοσοφία 2 προτιμώ προκρίνω θέλω περισσότερο με το μᾶλλον ή το ἤ 3 εννοώ θέλω να πω ισχυρίζομαι Β φρ βούλει ή βούλεσθε
με υποτ ενισχυτικό της προτρ υποτ| φρ εἰ βούλει ευγενικά| φρ τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό| φρ βουλομένῳ τινί έστι με απρφ=είναι σύμφωνο με
την επιθυμία κπ| η μτχ ως ουσ ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει ο καθένας
γ γιγνώσκω
γνωρίζω καλά με αιτ| με απρφ| με γεν| με κτγμτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| η μτχ ως ουσ ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται| φρ
ἔγνων=κατάλαβα| φρ ἔγνως=έχεις δίκιο 2 αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση διακρίνω ξεχωρίζω 3 πιστεύω σχηματίζω γνώμη για κπ ή για κτ
κρίνω αποφασίζω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός αναγνωρίζομαι | ανακοινώνεται δημοσιοποιείται δικανικός όρος| κρίνεται ένοχος καταδικάζεται
για άνθρωπο| μτχπρκ ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος γλυκύςΑ γλυκός αντ του πικρός ὀξύς ἀλμυρός για γεύση| ως ουσ ὁ γλυκύς
(εννὁ οἶνος) Β μτφ 1 ευχάριστος ήπιος ηδονικός για αφηρημένα ουσιαστικά 2 αγαπητός γλυκός σε προσφώνηση| σε υπερθ| αφελής ανόητος
ειρων| φρ γλυκύ (ενν ἐστι) γραφή1 η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια η αποτύπωση του γραπτού
λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά
σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός
όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν
παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος
δ δε ῖ
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και
οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ
ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι
ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει
από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση δείκνυμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4
φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο|
επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ
Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι δέχομαι
Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ
να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι
κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ
διαδέχομαι δ ῆ λος
Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός εἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον
ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς
φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση
δηλόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω
αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2
αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο
προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ δ ῆμος
Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για
πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ
ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας δημόσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος
δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η
σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό
ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά
2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ
τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου δίαιταΑ 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα
απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία
τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος διαιτάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με
απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν ορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ
ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω διάκειμαι
Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ|
με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1
ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες διάνοιαΑ 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική
διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη
ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή
φράσης ερμηνεία νόημα κρίση διαφέρω
Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3
υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν
συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν
συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με
νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ
με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία διαφθείρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω
δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω
κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία διάφορος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3
αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία
διένεξη 4 δαπάνη κατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν διδάσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ
παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο
(δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω
Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε δίδωμιΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και
απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με
αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ|
ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με
όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον
δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι
παρέχομαι δωρίζομαι δίκαιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις
απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο
ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο
να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο
πραγματικά αληθινά με ακρίβεια δίκη
Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα
έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή
τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ
παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη για δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης
εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό
τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω
κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι
ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας διώκωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως
σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν
φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει|
σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός
όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην
διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ
φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος
δοκέω
Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω
τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται
θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ
τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων
δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή
και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση
κπ δοκιμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο
ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία
αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο
(για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ δοκιμασία
1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να
τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση δόκιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά
ειλικρινά δόξα
1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2
προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή δουλεύω
1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος
από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ
δύναμις
Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1
ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός
φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η
φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ
στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ δυνατός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος
αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ|
ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ
δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό
δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά
δυστυχέω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος κακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από
κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες δυσχερής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις|
δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά
ε δ ῶρον1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα
αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν
ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο ἔγκλημα
1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο
ε ἶ δος
1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή
το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος
ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη
πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική εἰ σβολή
1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή
πρόλογος μτφ έκκλησία
1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου|
φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ
ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης ἑ κών
αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ
ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν
οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία ἔ λεγχος
εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός
όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω
ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον
έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία
ἐ λέγχωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ|
επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω
πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ|
αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι ἐ λεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν
υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται|
με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή
θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα
για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση ἐ μφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια
πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς
ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ
φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής
καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια ἐ νεργός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2
κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια
αποτελεσματικά ενεργά
ἐ ξετάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή
με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω
παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με
μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι ἐπαινέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ
συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι ἐ πιβουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω
κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι
συνωμοσίες ἐ πιδείκνυμι και ἐ πιδεικνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω
εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι ἐ πιδίδωμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ συνεισφέρω
πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ
επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι ἐ πιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ) ἐ πιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι ἔ πος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
λόγου η διαδικασία της γραφής| το αποτέλεσμα της γραφής γραπτό κείμενο επιστολή έγγραφο επιγραφή 2 σχεδίαση ιχνογράφηση ζωγραφιά
σχέδιο πίνακας τέχνη| περιγραφή 3 κατηγορητήριο έγγραφο καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) δικανικός
όρος| φρ γραφήν γράφεσθαι| φρ γραφήν διώκειν| φρ γραφήν φεύγεσθαι| φρ γραφήν εισέρχεσθαι| φρ γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν
παρασκευάζειν| τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας συμφωνίες νομικός όρος
δ δε ῖ
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είναι ανάγκη πρέπει επιβάλλεται με αιτ και απρφ| με δοτ προσ και απρφ| με ονoμ προσ και απρφ| με ὅπως και ὅπως μή και
οριστ μέλλ| απόλ 2 υπάρχει ανάγκη υπάρχει έλλειψη κπ πράγματος με αιτ προσ και γεν πράγμ| με δοτ προσ και γεν πράγμ| μτχ
ενεστ=υπολείπεται χρειάζεται απαιτείται| το ουδ μτχ δέον απόλ 3 δέων δέουσα δέον=ο αναγκαίος ο απαραίτητος ο κατάλληλος ΒΜΕΣΟ είναι
ανάγκη πρέπει επιβάλλεται να γίνει κτ | φρ ὀλίγου δεῖ μικροῦ δεῖ τοσούτου δεῖ=σχεδόν παραλίγο λίγο έλειψε να| φρ πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει
από το ναχρειάζεται πολύ για να| φρ πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι| φρ οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση δείκνυμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δείχνω συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι| παρουσιάζω| επισημαίνω υποδεικνύω 2 δείχνω επιδεικνύω 3 εξηγώ διδάσκω 4
φανερώνω αποκαλύπτω 5 φέρνω ως τεκμήριο παρουσιάζω ως στοιχείο|
επικαλούμαι νόμο 6 αποδεικνύω| με μτχ Β ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω ΟΜ 2 δείχνω κπ απευθύνομαι σε κπ ΟΜ 3 χαιρετώ καλωσορίζω ΟΜ
Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 δείχνομαι παρουσιάζομαι υποδεικνύομαι 2 παρουσιάζομαι γνωστοποιούμαι αποκαλύπτομαι 3 αποδεικνύομαι δέχομαι
Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 παίρνω λαμβάνω δέχομαι κτ από κπ για πράγματα| δέχομαι κτ ως ανταμοιβή ως ανταπόδοση| επιλέγω προτιμώ προτιμώ
να| συγκεντρώνω συλλέγω 2 υποδέχομαι κπ φιλοξενώ επιτρέπω για πρόσωπα| δέχομαι επίθεση αποκρούω επίθεση αμύνομαι 3 αποδέχομαι
κτ με ευχαρίστηση συμφωνώ επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας| ακούω με προσοχή| θεωρώ κπ ως με κτγ Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ
διαδέχομαι δ ῆ λος
Α 1 ορατός φανερός 2 προφανής πρόδηλος| φρ δῆλός εἰμι=γίνομαι φανερός αποδεικνύομαι με μτχ ή με ὡς και μτχ| με ὅτι| φρ δῆλον
ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω| με μτχ| φρ απρόσ δῆλόν ἐστι=είναι φανερό αποδεικνύεται| φρ δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή προφανώς
φανερά επιρρηματική ή παρενθετική χρήση
δηλόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω
αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2
αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο
προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ δ ῆμος
Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για
πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ
ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας δημόσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος
δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η
σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό
ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά
2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ
τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου δίαιταΑ 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα
απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία
τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος διαιτάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με
απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν ορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ
ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω διάκειμαι
Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ|
με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1
ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες διάνοιαΑ 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική
διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη
ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή
φράσης ερμηνεία νόημα κρίση διαφέρω
Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3
υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν
συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν
συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με
νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ
με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία διαφθείρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω
δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω
κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία διάφορος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3
αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία
διένεξη 4 δαπάνη κατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν διδάσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ
παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο
(δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω
Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε δίδωμιΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και
απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με
αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ|
ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με
όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον
δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι
παρέχομαι δωρίζομαι δίκαιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις
απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο
ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο
να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο
πραγματικά αληθινά με ακρίβεια δίκη
Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα
έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή
τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ
παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη για δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης
εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό
τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω
κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι
ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας διώκωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως
σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν
φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει|
σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός
όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην
διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ
φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος
δοκέω
Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω
τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται
θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ
τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων
δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή
και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση
κπ δοκιμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο
ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία
αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο
(για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ δοκιμασία
1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να
τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση δόκιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά
ειλικρινά δόξα
1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2
προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή δουλεύω
1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος
από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ
δύναμις
Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1
ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός
φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η
φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ
στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ δυνατός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος
αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ|
ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ
δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό
δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά
δυστυχέω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος κακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από
κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες δυσχερής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις|
δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά
ε δ ῶρον1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα
αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν
ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο ἔγκλημα
1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο
ε ἶ δος
1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή
το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος
ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη
πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική εἰ σβολή
1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή
πρόλογος μτφ έκκλησία
1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου|
φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ
ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης ἑ κών
αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ
ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν
οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία ἔ λεγχος
εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός
όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω
ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον
έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία
ἐ λέγχωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ|
επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω
πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ|
αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι ἐ λεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν
υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται|
με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή
θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα
για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση ἐ μφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια
πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς
ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ
φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής
καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια ἐ νεργός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2
κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια
αποτελεσματικά ενεργά
ἐ ξετάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή
με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω
παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με
μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι ἐπαινέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ
συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι ἐ πιβουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω
κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι
συνωμοσίες ἐ πιδείκνυμι και ἐ πιδεικνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω
εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι ἐ πιδίδωμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ συνεισφέρω
πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ
επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι ἐ πιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ) ἐ πιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι ἔ πος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
δηλόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 δείχνω παρουσιάζω φανερώνω
αποκαλύπτω με αιτ| με αιτ πράγμ και δοτ προσ| με αιτ και κτγ| με αιτ και κτγ μτχ| με ὅτι ή ὡς| αμτβ| απρόσ με ὄτι ή ὡς| ειδοποιώ αναγγέλλω 2
αποδεικνύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| υποδεικνύω 3 διασαφηνίζω επεξηγώ αναπτύσσω τις απόψεις μου διηγούμαι| με εμπρόθετο
προσδιορισμό Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι αποκαλύπτομαι | φρ δηλοῖ δέ=αποδεικνύει φανερώνει επιστήμη| απόλ δ ῆμος
Α για τόπο 1 εδαφική έκταση που κατοικείται περιοχή χώρα 2 διοικητική περιφέρεια εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα) κώμη Β για
πρόσωπα 1 οι κάτοικοι μιας περιοχής ο πληθυσμός| ο λαός το πλήθος αντ βασιλεύς εὐδαίμονες δυνατοί κοινωνία 2 οι δημοκρατικοί αντ οἱ
ὀλίγοι πολιτική| η δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα| η συνέλευση του λαού ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας δημόσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που ανήκει στο κράτος στον λαό στην κοινότητα ο κρατικός ο δημόσιος ο κοινός Β ως ουσ 1 ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος
δημόσιος υπηρέτης δηλ γραμματέας συμβολαιογράφος φρουρός αστυνόμος κήρυκας δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2 θηλ ἡ δημοσία=η
σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3 ουδ τό δημόσιον=το κράτος η πολιτεία η κρατική περιουσία το κρατικό
ταμείο το αρχείο του κράτους τα δημόσια κτίρια οι κρατικές φυλακές| φρ τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 δημόσια επισήμως φανερά
2 με δημόσια δαπάνη 3 σε δημόσια δικαστήρια 4 με κοινή συμφωνία| φρ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή| φρ δημοσίᾳ
τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου δίαιταΑ 1 τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή την ένδυση τη διαβίωση 2 τα
απαραίτητα για την επιβίωση γεύμα τρόφιμα| τρόπος διατροφής ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς δίαιτα ιατρική 3 κατοικία
τόπος διαμονής| φωλιά ζώου Β διαιτησία επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόοσωπο δικανικός όρος διαιτάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ορίζω συγκεκριμένη διατροφή επιβάλλω δίαιτα 2 είμαι διαιτητής κρίνω αποφασίζω εκδίδω διαιτητική απόφαση με δοτ| με
απρφ| με σύστ Α| κάνω κάτι φανερό αποδεικνύω 3 διευθύνω κυβερνώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν ορισμένο τρόπο ζωής διαβιώ
ζω περνώ τον καιρό μου | ζω σε έναν τόπο με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ διαιτῶμαί τι εἴς τινα=απονέμω διάκειμαι
Α 1 βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση χρησιμεύει ως παθ τύπος του διατίθημι| με τροπικό επίρρημα| με γεν| με δοτ|
με πρός και αιτ| μτφ 2 (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ| φρ εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ Β 1
ορίζομαι 2 είναι ορισμένο υπάρχει η συνήθεια να| φρ τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες διάνοιαΑ 1 σκέψη μυαλό νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2 (ως νοητική
διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη
ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή
φράσης ερμηνεία νόημα κρίση διαφέρω
Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3
υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν
συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν
συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με
νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ
με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία διαφθείρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω
δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω
κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία διάφορος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3
αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία
διένεξη 4 δαπάνη κατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν διδάσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ
παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο
(δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω
Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε δίδωμιΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και
απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με
αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ|
ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με
όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον
δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι
παρέχομαι δωρίζομαι δίκαιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις
απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο
ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο
να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο
πραγματικά αληθινά με ακρίβεια δίκη
Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα
έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή
τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ
παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη για δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης
εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό
τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω
κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι
ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας διώκωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως
σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν
φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει|
σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός
όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην
διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ
φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος
δοκέω
Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω
τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται
θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ
τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων
δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή
και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση
κπ δοκιμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο
ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία
αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο
(για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ δοκιμασία
1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να
τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση δόκιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά
ειλικρινά δόξα
1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2
προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή δουλεύω
1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος
από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ
δύναμις
Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1
ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός
φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η
φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ
στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ δυνατός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος
αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ|
ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ
δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό
δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά
δυστυχέω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος κακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από
κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες δυσχερής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις|
δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά
ε δ ῶρον1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα
αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν
ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο ἔγκλημα
1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο
ε ἶ δος
1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή
το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος
ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη
πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική εἰ σβολή
1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή
πρόλογος μτφ έκκλησία
1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου|
φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ
ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης ἑ κών
αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ
ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν
οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία ἔ λεγχος
εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός
όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω
ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον
έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία
ἐ λέγχωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ|
επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω
πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ|
αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι ἐ λεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν
υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται|
με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή
θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα
για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση ἐ μφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια
πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς
ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ
φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής
καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια ἐ νεργός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2
κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια
αποτελεσματικά ενεργά
ἐ ξετάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή
με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω
παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με
μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι ἐπαινέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ
συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι ἐ πιβουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω
κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι
συνωμοσίες ἐ πιδείκνυμι και ἐ πιδεικνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω
εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι ἐ πιδίδωμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ συνεισφέρω
πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ
επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι ἐ πιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ) ἐ πιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι ἔ πος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις δόξα φαντασία νοῦς) σκέψη νοητική ικανότητα πνεύμα ευφυία επινοητικότητα Β 1 σκέψη γνώμη
ιδέα πρόθεση σκοπός 2 (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ σημασία λέξης ή
φράσης ερμηνεία νόημα κρίση διαφέρω
Α ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1 περνώ τον καιρό μου ζω χρόνος 2 μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις διαχέω διασκορπίζω τόπος| περνώ διασχίζω 3
υπομένω αντέχω μέχρι τέλους 4 ρίχνω αρνητική ψήφο ψηφίζω καταδικαστικά Β ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1 διαφέρω είμαι διαφορετικός ανόμοιος με γεν
συγκρ| με γεν συγκρ και αιτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διακρίνομαι υπερέχω| με δοτ αναφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν
συγκρ και αιτ αναφ| με απρφ| σε αρνητικές προτάσεις είμαι κατώτερος| διαφέρει υπάρχει διαφορά απρόσωπη σύνταξη διαφέρει| με ενδιαφέρει με
νοιάζει με δοτ προσ| φρ τὸ διαφέρον τὰ διαφέροντα=το συμφέρον τα συμφέροντα Γ ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ανταγωνίζομαι μάχομαι διαφωνώ
με δοτ και εμπρόθετο προσδιορισμό 2 διαχωρίζω διίσταμαι (απόψεις θεωρίες) αντ του συμφέρομαι=προσεγγίζω συμφωνώ φιλοσοφία διαφθείρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 καταστρέφω διαλύω αφανίζω εξολοθρεύω κυριολ 2 πλήττω ζημιώνω χαλάω μτφ| αλλοιώνω παραποιώ νοθεύω
δωροδοκώ εξαπατώ| βλάπτω φθείρω καταστρέφω ατιμάζω με ηθική σημασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 πλήττομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι πεθαίνω
κυριολ 2 καταβάλλομαι συντρίβομαι χάνομαι μτφ| φθείρομαι καταστρέφομαι με ηθική σημασία διάφορος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 διαφορετικός ανόμοιος αλλιώτικος 2 αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ ασύμφωνος ενάντιος εχθρικός| με δοτ| με γεν 3
αυτός που διαφέρει εξέχων σημαντικός Β τὸ διάφορον τὰ διάφορα 1 διαφορά διάκριση ανομοιότητα 2 αλλαγή μετάπτωση της τύχης 3 διαφωνία
διένεξη 4 δαπάνη κατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 διαφορετικά με διαφορετικό τρόπο 2 καλύτερα ανώτερα| διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν διδάσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μεταδίδω γνώσεις διδάσκω με αιτ| απόλ| μαθαίνω κτ σε κπ με διπλή αιτ| εκπαιδεύω με αιτ προσ και απρφ 2 καθοδηγώ
παροτρύνω με επιχειρήματα συμβουλεύω| με απρφ 3 εξηγώ ερμηνεύω| με εμπρόθετο προσδιορισμό 4 προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο
(δράμα διθύραμβο) στο θέατρο Β ΜΕΣΟ 1 διδάσκω κπ μέσω άλλου| με απρφ| με διπλή αιτ 2 διδάσκω τον εαυτό μου αποκτώ γνώσεις μαθαίνω
Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι εκπαιδεύομαι | με αιτ| με απρφ| με δευτερεύουσα πρόταση| φρ δίδασκε δίδαξον=πες διηγήσου εξήγησε δίδωμιΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 δίνω παρέχω προσφέρω με αιτ και δοτ| με δοτ και
απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με
αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ|
ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με
όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον
δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι
παρέχομαι δωρίζομαι δίκαιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις
απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο
ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο
να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο
πραγματικά αληθινά με ακρίβεια δίκη
Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα
έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή
τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ
παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη για δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης
εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό
τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω
κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι
ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας διώκωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως
σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν
φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει|
σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός
όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην
διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ
φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος
δοκέω
Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω
τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται
θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ
τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων
δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή
και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση
κπ δοκιμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο
ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία
αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο
(για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ δοκιμασία
1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να
τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση δόκιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά
ειλικρινά δόξα
1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2
προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή δουλεύω
1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος
από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ
δύναμις
Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1
ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός
φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η
φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ
στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ δυνατός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος
αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ|
ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ
δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό
δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά
δυστυχέω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος κακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από
κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες δυσχερής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις|
δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά
ε δ ῶρον1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα
αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν
ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο ἔγκλημα
1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο
ε ἶ δος
1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή
το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος
ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη
πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική εἰ σβολή
1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή
πρόλογος μτφ έκκλησία
1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου|
φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ
ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης ἑ κών
αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ
ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν
οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία ἔ λεγχος
εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός
όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω
ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον
έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία
ἐ λέγχωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ|
επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω
πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ|
αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι ἐ λεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν
υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται|
με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή
θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα
για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση ἐ μφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια
πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς
ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ
φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής
καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια ἐ νεργός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2
κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια
αποτελεσματικά ενεργά
ἐ ξετάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή
με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω
παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με
μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι ἐπαινέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ
συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι ἐ πιβουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω
κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι
συνωμοσίες ἐ πιδείκνυμι και ἐ πιδεικνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω
εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι ἐ πιδίδωμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ συνεισφέρω
πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ
επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι ἐ πιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ) ἐ πιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι ἔ πος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
απρφ| με απρφ| με αιτ 2 παραδίδω με αιτ και δοτ| παραδίδω γυναίκα σε κπ για σύζυγο 3 προσφέρω στους θεούς (δώρο προσφορά θυσία) με
αιτ και δοτ| χαρίζω επιτρέπω σε προσευχές και ευχές| φρ δίδωμι εὖ=παρέχω εύνοια είμαι ευμενής 4 αποδέχομαι λαμβάνω ως δεδομένο επιστημ|
ΠΛ ΑΡΙΣΤ| φρ δίκην (δίκας) δίδωμι=παρέχω ικανοποίηση τιμωρούμαι υποβάλλομαι σε διαιτησία| φρ ὅρκον δίδωμι=δίνω όρκο δεσμεύομαι με
όρκο| φρ ψῆφον δίδωμι=ψηφίζω εγκρίνω με ψήφο| φρ ψήφισμα δίδωμι=θέτω πρόταση σε ψηφοφορία| φρ λόγον δίδωμι=λογοδοτώ| φρ λόγον
δίδωμι τινὶ=δίνω την άδεια σε κπ να μιλήσει| φρ χάριν δίδωμι τινὶ=χαρίζομαι| φρ δίδωμι ἑαυτὸν τινὶ=παραδίνομαι σε κπ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δίνομαι
παρέχομαι δωρίζομαι δίκαιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που έχει συμπεριφορά και τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου ο ευγενικός ο σωστός ο συνεπής προς όλες τις υποχρεώσεις
απέναντι σε θεούς και ανθρώπους ο ευσεβής αντδυσσεβής ἀνόσιος για πρόσωπα 2 αυτός που συμφωνεί με τους νόμους με τους κανόνες ο
ενδεδειγμένος ο κατάλληλος ο σωστός ο ακριβής για πράγματα και έννοιες Β φρ δίκαιός εἰμι δίκαιόν ἐστιμε απρφ=έχω δικαίωμα να είναι δίκαιο
να είναι ορθό να Γ ουσ τὸ δίκαιον τὰ δίκαια=το ορθό το σωστό αυτό που αρμόζει η δικαιοσύνη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορθά σωστά με δίκαιο τρόπο
πραγματικά αληθινά με ακρίβεια δίκη
Α έθος συνήθεια τρόπος κανόνας | η αιτ ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο κατά τη συνήθεια με γεν Β δικανικός όρος 1 ικανοποίηση για ένα
έγκλημα ανταπόδοση ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)| φρ δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ τιμωρούμαι| ποινή
τιμωρία| φρ δίκην ἐλθεῖν λαμβάνειν 2 αίσθημα του δικαίου δικαιοσύνη (αντ της λ θέμις=θεία δίκη)| ως επίρρημα δίκῃ σύν δίκῃ κατά δίκην (αντ
παρὰ δίκην)| προσωποποίηση 3 σε αντ με τη λ γραφή=δίκη για δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία| δικαστήριο η διαδικασία της δίκης
εκδίκαση υπόθεσης| διαμεσολάβηση διαιτησία| δικαστική απόφαση| φρ δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό
τινος=καταδικάζομαι από κπ δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη δίκας δοῦναι=υποβάλλω
κπ σε δίκη λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ τον σέρνω στο δικαστήριο δίκην δικάζειν δικάζεσθαι διαλύειν εἰσάγειν εἰσάγεσθαι| φρ δίκαι
ὕβρεως φόνουβλάβης θανάτου ἱεροσυλίας διώκωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακολουθώ κπ με εχθρική διάθεση καταδιώκω (ιδίως
σε πόλεμο ή κυνήγι) με αιτ| απόλ| ακολουθώ κπ με φιλική διάθεση ή ως οπαδός| ακολουθώ κπ με ερωτική διάθεση| διώχνω απελαύνω| φρ τὸν
φεύγοντα διώκειν 2 επιδιώκω επιζητώ προσπαθώ να πετύχω κτ| περιγράφω εξιστορώ 3 ωθώ θέτω σε κίνηση εξαναγκάζω κτ να σπεύσει|
σπεύδω τρέχω Β ΜΕΣΟ 1 καταδιώκω κυνηγώ 2 επιδιώκω επιζητώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι ωθούμαι διώκομαι κατηγορούμαι Δ δικανικός
όρος μηνύω καταγγέλλω κατηγορώ| με αιτ προσ και γεν πράγμ| με γεν της ποινής| φρ διώκω γραφήν=καταγγέλλω κινώ δίκη| φρ δίκην
διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ
φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος
δοκέω
Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω
τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται
θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ
τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων
δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή
και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση
κπ δοκιμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο
ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία
αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο
(για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ δοκιμασία
1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να
τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση δόκιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά
ειλικρινά δόξα
1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2
προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή δουλεύω
1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος
από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ
δύναμις
Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1
ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός
φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η
φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ
στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ δυνατός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος
αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ|
ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ
δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό
δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά
δυστυχέω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος κακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από
κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες δυσχερής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις|
δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά
ε δ ῶρον1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα
αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν
ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο ἔγκλημα
1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο
ε ἶ δος
1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή
το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος
ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη
πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική εἰ σβολή
1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή
πρόλογος μτφ έκκλησία
1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου|
φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ
ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης ἑ κών
αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ
ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν
οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία ἔ λεγχος
εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός
όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω
ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον
έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία
ἐ λέγχωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ|
επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω
πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ|
αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι ἐ λεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν
υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται|
με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή
θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα
για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση ἐ μφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια
πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς
ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ
φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής
καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια ἐ νεργός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2
κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια
αποτελεσματικά ενεργά
ἐ ξετάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή
με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω
παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με
μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι ἐπαινέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ
συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι ἐ πιβουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω
κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι
συνωμοσίες ἐ πιδείκνυμι και ἐ πιδεικνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω
εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι ἐ πιδίδωμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ συνεισφέρω
πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ
επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι ἐ πιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ) ἐ πιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι ἔ πος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου| φρ φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου| ὁ διώκων=ο κατήγορος ο μηνυτής (αντ ὁ
φεύγων)| ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος
δοκέω
Α 1 μου φαίνεται μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)| υποθέτω φαντάζομαι (αντ του φρονεῖν)| θεωρώ πιστεύω| με αιτ και κτγ| με δύο αιτ| έχω
τη γνώμη την άποψη με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ δοκέω μοι 2 ελπίζω πιστεύω με απρφ μέλλ Β 1 μου φαίνεται νομίζω θεωρώ| φαίνεται
θεωρείται 2 θεωρούμαι φαίνομαι έχω τη φήμη (συχνά αντ του εἶναι) 3 μου φαίνεται νομίζω απρόσ σύνταξη με απρφ και δοτ| το ουδ μτχ ως ουσ
τὸ δοκοῦν=πίστη πεποίθηση τρόπος σκέψης Γ 1 έχω τη διάθεση αποφασίζω 2 μου φαίνεται καλό αποφασίζω| φρ δέδοκται (ιων
δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα ψηφίστηκε νόμος αποφασίστηκε με ψηφοφορία υπάρχει νόμος| φρ ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή
και ο δήμος σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου φρ τὰ δεδογμένα τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα οι νόμοι| φρ δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση
κπ δοκιμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 υποβάλλω σε δοκιμή ελέγχω την ποιότητα (μετάλλων νομισμάτων κρασιού ζώων) για πράγματα με αιτ| για αφηρημένο
ουσιαστικό| με απρφ| με πλάγια ερώτηση| εξετάζω ερευνώ ελέγχω για πρόσωπα 2 επιδοκιμάζω εγκρίνω κρίνω κπ ή κτ κατάλληλο (για υπηρεσία
αξίωμα κοινωνική τάξη) Β ΜΕΣΟ δοκιμάζω για τον εαυτό μου επιλέγω Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ κρίνομαι κατάλληλος | έχω αποδειχτεί ικανός μετά από έλεγχο
(για υπηρεσία αξίωμα κοινωνική τάξη)| απρόσ δοκιμασία
1 έλεγχος εξέταση δοκιμασία που γίνεται σε πρόσωπα για να διαπιστωθεί αν διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα για να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να
τους παραχωρηθεί κάποιο δικαίωμα 2 έλεγχος εξέταση δόκιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δοκιμασμένος αξιόπιστος εγγυημένος ικανός αποδεκτός 2 σπουδαίος διάσημος αξιόλογος σημαντικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά
ειλικρινά δόξα
1 γνώμη άποψη κρίση| υπόθεση εικασία ένδειξη (αντ γνῶσις και ἐπιστήμη) φιλοσοφία| φρ αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες | φαντασία όραμα 2
προσδοκία ελπίδα 3 η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ φήμη υπόληψη τιμή δουλεύω
1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος
από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ
δύναμις
Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1
ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός
φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η
φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ
στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ δυνατός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος
αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ|
ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ
δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό
δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά
δυστυχέω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος κακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από
κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες δυσχερής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις|
δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά
ε δ ῶρον1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα
αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν
ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο ἔγκλημα
1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο
ε ἶ δος
1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή
το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος
ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη
πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική εἰ σβολή
1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή
πρόλογος μτφ έκκλησία
1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου|
φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ
ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης ἑ κών
αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ
ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν
οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία ἔ λεγχος
εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός
όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω
ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον
έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία
ἐ λέγχωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ|
επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω
πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ|
αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι ἐ λεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν
υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται|
με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή
θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα
για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση ἐ μφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια
πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς
ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ
φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής
καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια ἐ νεργός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2
κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια
αποτελεσματικά ενεργά
ἐ ξετάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή
με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω
παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με
μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι ἐπαινέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ
συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι ἐ πιβουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω
κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι
συνωμοσίες ἐ πιδείκνυμι και ἐ πιδεικνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω
εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι ἐ πιδίδωμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ συνεισφέρω
πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ
επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι ἐ πιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ) ἐ πιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι ἔ πος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
1 είμαι σκλάβος έχω στερηθεί την ελευθερία μου με δοτ με αιτ και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό| είμαι δούλος είμαι απόλυτα εξαρτημένος
από κπ ή κτ| προσφέρω υπηρεσίες υπηρετώ 2 υποτάσσομαι πειθαρχώ
δύναμις
Α 1 φυσική δύναμη ισχύς ρώμη 2 δύναμη| πολιτική στρατιωτική ή οικονομική εξουσία| εξουσία επιρροή 3 μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β 1
ικανότητα δεξιότητα ταλέντο 2 ιδιότητα ποιότητα φυσικό χάρισμα 3 σπουδή τέχνη επάγγελμα Γ 1 αξία 2 η δύναμη η σημασία μιας λέξης ή ενός
φθόγγου Δ στρατιωτική πολεμική δύναμη Ε 1 δύναμη φιλοσοφία| η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια αντ με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2η
φυσική δύναμη φυσική και ιατρική 3 το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού η δύναμη η τετραγωνική ρίζα μαθηματικά| φρ δυνάμει=δυνάμει δυνητικά αντ
στο ἐνεργείᾳ| φρ παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ| φρ κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ δυνατός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει δύναμη (σωματική και ψυχική) ακμαίος ρωμαλέος γεροδεμένος ισχυρός για άνθρωπο| κατάλληλος ικανός έμπειρος
αποτελεσματικός να με απρφ| γερός ανθεκτικός κατάλληλος αποτελεσματικός για πράγματα και έννοιες 2 εύπορος σπουδαίος ισχυρός| με δοτ|
ως ουσ οἱ δυνατοί=οι ευγενείς οι αριστοκράτες 3 ενδεχόμενος πιθανός πραγματοποιήσιμος εφικτός φιλοσοφία| ως ουσ τὸ δυνατόν τὰ
δυνατά=αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί| φρ δυνατόν (ἐστι) με απρφ| φρ ὅσον δυνατόν ὡς δυνατόν κατά τό δυνατόν ἐς τό δυνατόν ἐπί τό
δυνατόν μέχρι τοῦ δυνατοῦ=όσο είναι δυνατόν| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με δύναμη αποτελεσματικά ισχυρά
δυστυχέω
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος είμαι άτυχος κακοτυχώ με βρίσκουν συμφορές έχω την ατυχία να δοκιμάζομαι από
κακοτυχίες με αιτ| με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες δυσχερής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 δυσάρεστος ενοχλητικός θλιβερός για πρόσωπα και πράγματα 2 εχθρικός αποκρουστικός μισητός για πρόσωπα και καταστάσεις|
δύστροπος ιδιόρρυθμος δύσκολος 3 αντιφατικός αντιρρητικός για επιχειρηματολογία| τό δυσχερές τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια οι δυσκολίες|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα δύσκολα ενοχλητικά αρνητικά
ε δ ῶρον1 χάρισμα προσφορά σε κπ χωρίς ανταπόδοση| αφιερώματα
αναθήματα προσφορές 2 προσφορά ως ανταμοιβή προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση δωροδοκία| φρ δώρων γραφή| φρ δώρων ἑλεῖν
ὀφλεῖν κριθῆναι| υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά φόρος 3 δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο ἔγκλημα
1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο
ε ἶ δος
1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή
το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος
ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη
πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική εἰ σβολή
1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή
πρόλογος μτφ έκκλησία
1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου|
φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ
ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης ἑ κών
αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ
ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν
οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία ἔ λεγχος
εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός
όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω
ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον
έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία
ἐ λέγχωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ|
επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω
πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ|
αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι ἐ λεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν
υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται|
με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή
θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα
για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση ἐ μφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια
πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς
ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ
φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής
καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια ἐ νεργός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2
κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια
αποτελεσματικά ενεργά
ἐ ξετάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή
με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω
παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με
μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι ἐπαινέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ
συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι ἐ πιβουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω
κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι
συνωμοσίες ἐ πιδείκνυμι και ἐ πιδεικνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω
εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι ἐ πιδίδωμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ συνεισφέρω
πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ
επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι ἐ πιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ) ἐ πιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι ἔ πος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
1 κατηγορία αιτία κατηγορίας| διαμαρτυρία παράπονο αφορμή παραπόνων 2 έγκλημα αμάρτημα αδίκημα 3 καταγγελία δικαστικός αγώνας για ιδιωτικές υποθέσεις αντ γραφή=καταγγελία σε δημόσια δίκη| κατηγορητήριο έγγραφο
ε ἶ δος
1 η εμφάνιση η εξωτερική μορφή το σχήμα το παρουσιαστικό αυτό που φαίνεται για έμψυχα και άψυχα| η ομορφιά του προσώπου η ωραία μορφή
το παράστημα| με γεν ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2 ο τύπος το είδος η κατηγορία η ιδιαίτερη φύση το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος
ή κατάστασης| ο τρόπος σκέψης ο τρόπος ενέργειας η μέθοδος οι συνθήκες 3 ταξινόμηση διαίρεση γένους ή είδους επιστήμη| ιδέα σκέψη
πρότυπο αρχέτυπο ΠΛ| το σχήμα η μορφή σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη ΑΡΙΣΤ| η φύση η ουσία| ύφος ρητορική εἰ σβολή
1 είσοδος πέρασμα διάβαση στενό πέρασμα πρόσβαση εκβολές ποταμού 2 επίθεση εισβολή επιδρομή 3 αρχή έναρξη είσοδος εισαγωγή
πρόλογος μτφ έκκλησία
1 (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες εκκλησία του δήμου|
φρ ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση| φρ ἐκκλησίαν συνάγω συναγείρω ἁθροίζω συλλέγω ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση| φρ
ἐκκλησίαν ἀνίστημι διαλύω=διαλύω τη συνέλευση| (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση συνάθροιση 2 τόπος συνάθροισης ἑ κών
αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του πρόθυμα με ευχαρίστηση| αυτός που κάνει κτ σκόπιμα επίτηδες| φρ ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα| φρ
ἑκὼν ἑκόντι ἑκὼν παρἑκόντος ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία| φρ ἄκων ἢ ἑκών| φρ βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ ἑκὼν
οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία ἔ λεγχος
εξέταση για διαπίστωση της αλήθειας λογοδοσία απόδειξη| διαδικασία εξακρίβωσης μιας κατηγορίας μέσω της αμφισβήτησής της έρευνα δικανικός
όρος| συλλογιστική διαδικασία για αμφισβήτηση ή ανασκευή μιας άποψης αποδεικτικός συλλογισμός φιλοσοφία| φρ ἔλεγχον ποιεῖσθαι=ελέγχω
ερευνώ| φρ εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι=υποβάλλομαι σε δοκιμασία σε έλεγχο| φρ ἔλεγχον διδόναι=απολογούμαι| φρ ἔλεγχον φεύγειν=αποφεύγω τον
έλεγχο| φρ εἰς ἔλεγχον ἰέναι=καλούμαι σε απολογία
ἐ λέγχωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 διερευνώ ερωτώ επιπλήττω ψέγω κατηγορώ|
επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω
πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ|
αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι ἐ λεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν
υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται|
με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή
θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα
για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση ἐ μφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια
πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς
ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ
φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής
καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια ἐ νεργός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2
κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια
αποτελεσματικά ενεργά
ἐ ξετάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή
με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω
παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με
μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι ἐπαινέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ
συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι ἐ πιβουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω
κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι
συνωμοσίες ἐ πιδείκνυμι και ἐ πιδεικνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω
εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι ἐ πιδίδωμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ συνεισφέρω
πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ
επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι ἐ πιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ) ἐ πιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι ἔ πος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
επιπλήττω ψέγω κατηγορώ κπ για μια ενέργεια με αιτ και απρφ| εξετάζω υποβάλλω σε έλεγχο ελέγχω| με δευτερεύουσα πρόταση| αποδεικνύω
πείθω για κτ δηλώνω| απόλ| αντικρούω ανασκευάζω αποδεικνύω κτ με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής με αιτ προσ ή πράγμ|
αποκαλύπτω ξεσκεπάζω φανερώνω κπ ή κτ 2 ολιγωρώ περιφρονώ ντροπιάζω με αιτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κηρύσσομαι ένοχος καταδικάζομαι 2 ελέγχομαι αποδεικνύομαι 3 αποκρούομαι ανασκευάζομαι απορρίπτομαι ἐ λεύθερος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που δεν είναι υποδουλωμένος που δε βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου ο εθνικά ανεξάρτητος αντ δοῦλος 2 αυτός που δεν
υποτάσσεται στη θέληση άλλου που έχει ελεύθερο φρόνημα που εκφράζεται και ενεργεί σύμφωνα με τη δική του βούληση που δεν εξαναγκάζεται|
με γεν=απαλλαγμένος από κτ| αυτός που έχει την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη έντιμος μεγαλόψυχος ευγενής συν ἐλευθέριος 3 σύζυγος ή
θυγατέρα ελεύθερου πολίτη για γυναίκα Β αυτός που προσφέρεται για χρήση σε όλους προσιτός για πράγματα| αυτά που δεν είναι υποθηκευμένα
για κτήματα| ως ουσ τὸ ἐλεύθερον =η ελευθερία| ΕΠΙΡΡΗΜΑ χωρίς εξαναγκασμό ανεξάρτητα με ελεύθερη βούληση ἐ μφανής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που αντανακλά αυτός που καθρεφτίζει για κάτοπτρα 2 ορατός φανερός προφανής έκδηλος σαφής για πρόσωπαγια
πράγματα για λόγους| γνωστός πασίγνωστος| ολοφάνερος για θεούς| ως ουσ τό ἐμφανές| φρ ἐμφανῆ παρέχειν τινά καθιστάναι εἰς ἐμφανές εἰς
ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ ή κτ αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ πράγματος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ
φανερά με έκδηλο τρόπο καθαρά δημόσια ἐναργής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ορατός εμφανής ευδιάκριτος χειροπιαστός| φανερός ευκρινής ολοκάθαρος για όνειρα ή οράματα| λαμπρός ξεχωριστός 2 προφανής
καταφανής ευνόητος κατανοητός ξεκάθαρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ορατά φανερά καθαρά με σαφήνεια ἐ νεργός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που έχει μια δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο ενεργητικός δραστήριος ζωντανός για άνθρωπο 2
κατάλληλος ισχυρός αποτελεσματικός για πράγματα και καταστάσεις| παραγωγικός αποδοτικός προσοδοφόρος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια
αποτελεσματικά ενεργά
ἐ ξετάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 εξετάζω ερευνώ δοκιμάζω ελέγχω| με πλάγια ερώτηση| ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ για κτ με αιτ και εμπρόθετο ή
με αιτ και αιτ της αναφοράς 2 επιθεωρώ για στρατεύματα| απαριθμώ 3 υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση ανακρίνω 4 εκτιμώ υπολογίζω
παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με
μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι ἐπαινέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ
συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι ἐ πιβουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω
κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι
συνωμοσίες ἐ πιδείκνυμι και ἐ πιδεικνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω
εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι ἐ πιδίδωμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ συνεισφέρω
πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ
επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι ἐ πιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ) ἐ πιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι ἔ πος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
παραβάλλω συγκρίνω 5 αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εξετάζομαι ελέγχομαι| αποδεικνύομαι αναγνωρίζομαι με
μτχ 2 επιθεωρούμαι 3 συγκαταλέγομαι 4 παρουσιάζομαι εμφανίζομαι 5 ανακρίνομαι ἐπαινέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 επαινώ εγκωμιάζω εγκρίνω με αιτ προσ| με αιτ προσ και πράγμ| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| επικροτώ συναινώ
συμφωνώ απόλ 2 ενθαρρύνω ευνοώ προτρέπω με απρφ 3 αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ με ενεργητική σημασία Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι εγκωμιάζομαι εγκρίνομαι ἐ πιβουλεύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχεδιάζω κτ κακό για κπ έχω κακές προθέσεις απέναντι σε κπ με δοτ και αιτ| σχεδιάζω κτ κρυφά και ύπουλα για να βλάψω
κπ συνωμοτώ μηχανορραφώ με δοτ| με αιτ 2 κάνω σχέδια γα κτ αποβλέπω σε κτ θέτω κτ ως σκοπό με δοτ| σχεδιάζω να κάνω κτ με απρφ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι αντικείμενο επιβουλής ή συνωμοσίας Γ ὁ ἐπιβουλεύων=ο συνωμότης| τὰ ἐπιβουλευόμενα=τα κρυφά και ύπουλα σχέδια οι
συνωμοσίες ἐ πιδείκνυμι και ἐ πιδεικνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρουσιάζω εκθέτω δείχνω| επιδεικνύω προβάλλω με αιτ| με αιτ και δοτ| με δευτερεύουσα πρόταση 2 δηλώνω φανερώνω
εξηγώ| αποδεικνύω με μτχ Β ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου με αιτ| με αιτ και δοτ| με μτχ| επιδεικνύομαι απόλ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι αποδεικνύομαι ἐ πιδίδωμι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον προσθέτω| προσφέρω με τη θέλησή μου παραχωρώ χαρίζω 2 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ συνεισφέρω
πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης| δίνω προίκα 3 ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι αναπτύσσομαι ενισχύομαι βελτιώνομαι προοδεύω Β ΜΕΣΟ
επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι δίνομαι ἐ πιτήδευμα αυτό με το οποίο ασχολείται κπ η καθημερινή ενασχόληση το επάγγελμα| η συνήθεια ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ) ἐ πιτιμάω Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ επιπλήττω κατηγορώ ψέγω με δοτ προσ ή πράγμ| με αιτ πράγμ| απόλ| επιβάλλω ποινή τιμωρώ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ακριβαίνω υπερτιμώμαι αυξάνομαι (προκειμένου για την τιμή εμπορεύματος) 2 επιπλήττομαι κατακρίνομαι ἔ πος Α 1 λέξη λόγος| αντ με το ἔργον| είδηση| φήμη 2 ο λόγος που έχει δοθεί από κπ η δέσμευση η υπόσχεση 3 θεϊκός λόγος χρησμός 4 ρητό γνωμικό Β θέμα ζήτημα Γ πληθ ἔπη=επική ποίηση επικοί στίχοι| ποίηση ή στίχος κάθε είδους| φρ ὡς ἔπος εἰπεῖν ή ὡς εἰπεῖν ἔπος=για να πω με συντομία
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
ἐσθλόςΑ 1 καλός αγαθός ευγενής (αντ κακός) ωραίος για έμψυχα και άψυχα| καλός έντιμος πιστός ειλικρινής με ηθική σημασία 2 γενναίος ανδρείος ισχυρός άξιος ξακουστός 3 συνετός φρόνιμος πολύτιμος| αίσιος ευοίωνος τυχερός Β το ουδ ως ουσ τὸ ἐσθλόν=η καλή τύχη η ευτυχία| το ουδ πληθ ως ουσ τὰ ἐσθλά=οι ευγενικές πράξεις ή σκέψεις| τὰ ἐσθλά=η περιουσία τα αγαθά
ἔ σχατος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο ενός οριοθετημένου χώρου προς κάθε κατεύθυνση ο πιο απομακρυσμένος ο τελευταίος
σε μια σειρά κατάταξης για χώρο| ως ουσ τὸ ἔσχατον=το πιο ακραίο σημείο το ακρότατο όριο| ως ουσ τὰ ἔσχατα=τα άκρα τα όρια τα πέρατα 2 ο
τελευταίος ο ύστατος αυτός που μένει μέχρι τέλος για χρόνο 3 ο ανώτατος ο ύψιστος ο μεγαλύτερος ο χειρότερος ο πιο δυσάρεστος ο πιο
δύσκολος για βαθμό| ο κατώτερος ο πιο τιποτένιος για άνθρωπο| φρ ὁ ἔσχατος ὅρος=ο ελάσσων όρος λογική| ΕΠΙΡΡΗΜΑ στο τέλος στο μέγιστο
βαθμό υπερβολικά πάρα πολύ| φρ τὸ ἔσχατον=στο τέλος| φρ ἐπὶ| φρ εἰς τὸ ἔσχατον εἰς τὰ ἔσχατα=πάρα πολύ ἑ το ῖ μος και ἕ τοιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 έτοιμος πρόθυμος διατεθειμένος τολμηρός για πρόσωπα με απρφ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ προσ| απόλ| ως ουσ τὸ
ἕτοιμον=η ετοιμότητα η προθυμία η αποφασιστικότητα| φρ ἐξ ἑτοίμου=γρήγορα αμέσως 2 προετοιμασμένος έτοιμος για προσφορά διαθέσιμος
σίγουρος για πράγματα και καταστάσεις| ως ουσ τὰ ἑτοῖμα=αυτά που υπάρχουν τα διαθέσιμα αγαθά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πρόθυμα γρήγορα εύκολα
εὐγενής
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που κατάγεται από αρχοντική γενιά αυτός που έχει ευγενική καταγωγή| γενναιόψυχος γενναιόδωρος θαρραλέος| για ζώα από
καλή ράτσα 2 αρχοντικός ωραίος επιβλητικός| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ευγένεια μεγαλόψυχα με θάρρος εὐ δαίμων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που έχει στη ζωή του αγαθό δαίμονα δηλ ο καλότυχος ο μακάριος ο ευτυχής | με γεν πράγμ| φρ τό εὔδαιμον=ἡ εὐδαιμονία| ο
αληθινά ο απόλυτα ευτυχής| ειρων Β ο εύπορος ο ευκατάστατος ο πλούσιος | για τόπους| διάκριση από το εὐτυχής και το ὄλβιος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευτυχία σε κατάσταση ευημερίας εὐ λάβεια 1 προσοχή προφύλαξη περίσκεψη| προσοχή ή εγρήγορση για κτ ή για την αποφυγή κπ πράγματος με γεν 2 φροντίδα μέριμνα φρόνηση σύνεση ευσέβεια ευλάβεια| φρ εὐλάβειαν ἔχειν μή=φροντίζω μεριμνώ μήπως
εὐ λαβέομαι
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
Α 1 προσέχω φροντίζω φυλάγομαι από κτ με μὴ ή ὅπως μὴ και υποτ| με απρφ (με ή χωρίς μή)| με περί| με αιτ πράγμ| απόλ 2 αναμένω μελετώ
με προσοχή Β σέβομαι τιμώ δείχνω ευλάβεια με αιτ προσ εὐ λαβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α φρόνιμος διακριτικός προσεκτικός | το ουδ ως ουσ τὸ εὐλαβές=σύνεση προσοχή διακριτικότητα Β αυτό το οποίο αναλαμβάνει ή
εκτελεί κπ με προσοχή με σύνεση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με προσοχή με προφύλαξη 2 με σεβασμό ε ὔ νοος και συνηρημένο ε ὔνους αυτός που διάκειται ευνοϊκά ο ευμενής ο καλοπροαίρετος ο φιλικός| με δοτ| το ουδ ως ουσ τὸ εὔνουν=η εύνοια εὐ πραγία
Α ευτυχής έκβαση επιτυχία ευτυχία Β το να ενεργεί το να πράττει κάποιος ορθά σε αντ με την απλή ευτυχία | εὐπραγίαι=καλή πράξη καλό έργο
καλή υπηρεσία ε ὑ ρίσκω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βρίσκω ότι με μτχ| με απρφ| βρίσκω με ποια μέσα να με ὅπως ή με απρφ 2 ανευρίσκω ανακαλύπτω 3 επινοώ εφευρίσκω 4
βρίσκω αποκτώ 5 καθορίζεται ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία Β ΜΕΣΟ 1 ανευρίσκω ανακαλύπτω 2 επινοώ εφευρίσκω 3 βρίσκω αποκτώ για
τον εαυτό μου| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βρίσκομαι θεωρούμαι 2 ανευρίσκομαι ανακαλύπτομαι 3 επινοούμαι
εφευρίσκομαι 4 έχω ορισμένη τιμή σε αγοραπωλησία
εὐσέβεια
1 σεβασμός προς τους θεούς ευσέβεια ευλάβεια θρησκευτική 2 βαθύς σεβασμός προς τους γονείς ή την οικογένεια| η φήμη ή ο χαρακτηρισμός που
προήλθε από ευσεβή διαγωγή εὐσεβής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 ευλαβής θρήσκος όσιος ευσεβής αντ του δυσσεβής 2 αυτός που είναι πιστός στα ηθικά ή θρησκευτικά του κυρίως
καθήκοντα αυτός που τα εκπληρώνει με εμπρόθετο προσδιορισμό| δίκαιος (στην πράξη με έργα) με αιτ Β άγιος ιερός αγιασμένος σύμφωνος με το
καθήκον για πράξεις και πράγματα| τό εὐσεβές=εὐσέβεια| φρ ἐν εὐσεβεῖ| φρ ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος=τόπος στον κάτω κόσμο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
ευσέβεια με αισθήματα σεβασμού| φρ εὐσεβῶς ἔχει=εὐσεβές ἐστι ευτυχής ΕΠΙΘΕΤΟ 1 αυτός που που έχει ή φέρνει καλή τύχη αυτός που ευνοείται από την τύχη τυχερός| ευτυχισμένος| το ουδ ως ουσ τὸ
εὐτυχές=η ευτυχία 2 ευνοημένος προικισμένος επιτυχημένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλή τύχη κατά ευτυχή συγκυρία| με ευτυχία 2 με επιτυχία
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
η ζημία
Α απώλεια υλική ή σωματικἠ βλάβη φθορά συμφορά ζημία αντ του κέρδος | φρ ζημίαν ἐργάζεσθαι Β ποινή τιμωρία | με γεν της ποινής| στον
πληθ| χρηματική ποινή πρόστιμο| φρ θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω ορίζω την ποινή του θανάτου Γ
συνήθως με επίθ άνθρωπος μηδαμινός τιποτένιος υβρ ζημιόωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη ζημία ζημιώνω
κπ 2 τιμωρώ καταδικάζω| με δοτ| τιμωρώ με χρηματική ποινή καταδικάζω σε πρόστιμο επιβάλλω πρόστιμο σε κπ| με δοτ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
υφίσταμαι απώλεια βλάβη ζημία ζημιώνομαι| απόλ 2 τιμωρούμαι καταδικάζομαι| τιμωρούμαι με χρηματική ποινή καταδικάζομαι σε πρόστιμο μου
επιβάλλεται πρόστιμο με δοτ| με αιτ| χάνω κτ ἡγεμών
Α 1 οδηγός αυτός που προπορεύεται που δείχνει το δρόμο 2 αυτός που πρωτεύει που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους|
μτφ Β 1 οδηγός ηγέτης αρχηγός του στρατού ή του στόλου αρχιστράτηγος| για ζώα| ο επικεφαλής αυτός που εποπτεύει 2 (ως επίθ) αυτός που
ηγείται ο πρώτος ἡγέομαι
Α 1 προπορεύομαι προηγούμαι απόλ| οδηγώ κπ με δοτ προσ| με αιτ 2 είμαι αρχηγός σε κπ κατάσταση ενέργεια ή πράγμα με δοτ προσ και
γεν πράγμ| με γεν πράγμ 3 είμαι οδηγός σε κτ είμαι πρώτος σε κτ Μ δοτ| οδηγώ διευθύνω κτ με αιτ| η μτχ ως επίθ αντ του ἑπόμενος| φρ
ὁδόν ἡγοῦμαι= προπορεύομαι στον δρόμο Β 1 οδηγώ στρατό ή στόλο με δοτ| με γεν 2 είμαι ο ηγεμόνας ο άρχοντας ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας
κπ με γεν Γ νομίζω φρονώ θεωρώ πιστεύω | με κτγ του Α| στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ ἥγημαι| φρ ἡγοῦμαι ἦθος
Α συνήθης διαμονή ενδιαίτημα κατάλυμα κατοικία για ζώα| για ανθρώπους Β (συνήθως στον πληθ) συνήθεια παράδοση έθιμ o Γ χαρακτήρας
ιδιοσυγκρασία | ως αποτέλεσμα συνήθειας| για ζώα| αντ του διάνοια| (συνήθως στον πληθ) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου| τρόπος σκέψης γνώμη|
διάθεση έκφραση προσώπου| ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου ρητορική| πρόσωπο του δράματος θέατρο
ἡσυχίαΑ 1 ησυχία ηρεμία γαλήνη ανάπαυση ειρήνη η ανάπαυση που
ακολουθεί μετά την ειρήνη 2 διακοπή παύση ανάπαυση από κτ με γεν Β 1 σιωπή σιγή 2 έρημος ήσυχος τόπος μέρος απόσυρσης ή
απομάκρυνσης | φρ ἐν ἡσυχίᾳ μεθ ἡσυχίας ἐφ ἡσυχίας καθ ἡσυχίαν=σε ησυχία σε ειρήνη σε ανάπαυση| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν=αδρανώ
αναπαύομαι σιωπώ| φρ ἡσυχίαν ἄγειν ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
θ θαυμάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 παρατηρώ κοιτάζω κτ με θαυμασμό| θαυμάζω τιμώ σέβομαι με αιτπροσ ή πράγμ| απόλ 2 απορώ παραξενεύομαι
εκπλήσσομαι με αιτ και απρμφ| με αιτιολογική πρόταση ή πλάγια ερώτηση| με γεν| με αιτ και γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ θαυμάζομαι τιμώμαι είμαι σεβαστός εκτιμώμαι θαυμάσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ότι προκαλεί έκπληξη και απορία κάποτε και φόβο επειδή είναι ασυνήθιστο ή μη αναμενόμενο ή επειδή δεν εξηγείται με τη λογική και
δεν αιτιολογείται από την ύπαρξη φυσικών νόμων| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=συμπεριφέρομαι αλλόκοτα παράξενα 2 ότι προκαλεί έκπληξη
θαυμασμό επειδή παρουσιάζει ένα ή περισσότερα θετικά χαρακτηριστικά αντίθετα με ότι μπορούσε να περιμένει κανείς ή επειδή έχει μοναδικές και
ανεξήγητες ιδιότητες ή υπερφυσικά χαρακτηριστικά για πράγματα φαινόμενα γεγονότα| όποιος έχει θετικές ιδιότητες σε εξαιρετικό βαθμό ή
υπεράνθρωπα χαρακτηριστικά για ανθρώπους| ειρων| φρ ὦ θαυμάσιε=εξαίρετε φίλε μου| φρ θαυμάσια ἐργάζομαι=κάνω πράξεις που προκαλούν
θαυμασμό| με άλλο επίθ ως επιτατικό της σημασίας του ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 εξαιρετικά καλά σε εξαιρετικό βαθμό| ειρων 2 εκπληκτικά με την έννοια του
απροσδόκητου του μη αναμενόμενου θαυμαστός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που προκαλεί το θαυμασμό αξιοθαύμαστος θαυμαστός Β θαυμάσιος έξοχος εξαίρετος για πρόσωπα και πράγματα| ειρων Γ
αυτός που προξενεί απορία παράξενος | αυτός που συμβαίνει παρά τους φυσικούς νόμους παράδοξος θαυματικός| απρόσ έκφραση θαυμαστόν
ἐστι| ο πληθ του ουδ ως επίρρημα θαυμαστά=αυτά που προκαλούν θαυμασμό ή έκπληξη| φρ ούδὲν θαυμαστόν=δεν είναι περίεργο καθόλου
περίεργο| φρ θαυμαστὸν ὅσον ή ἡλίκον=κτ πολύ περίεργο ή άξιο απορίας| ΕΠΙΡΡΗΜΑ θαυμάσια έξοχα υπέροχα
ι ἴ διος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει σε κπ άτομο ο ιδιωτικός αντ κοινός δήμιος δημόσιος πολιτικός| φρ ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής
ιδιωτική συζήτηση 2 αυτός που ανήκει σε κπ που είναι δικός του και όχι ξένος προσωπικός αντ ἀλλότριος| τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές
υποθέσεις τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ τὰ κοινά)| φρ εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου| φρ τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία| φρ τοὐμόν
ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β 1 ιδιαίτερος ξεχωριστός| φρ τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2
παράξενος ασυνήθιστος Γ η δοτ ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως χωριστά κατ ιδίαν (αντ δημοσίᾳ) για προσωπικό λογαριασμό προσωπικά| με γεν|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά με ιδιαίτερο τρόπο ειδικά χωριστά ἱ ερός
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
Α θεϊκός αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού που εμπνέεται από τον θεό γενναίος δυνατός | αφιερωμένος στον θεό άγιος
ιερός σεπτός αμόλυντος| σε συνδυασμό με τοπωνύμιο ή προσηγορικό τόπου Β το ουδ ως ουσ τὸ ἱερόν=ναός ιερός τόπος| τὰ ἱερά=ο ναός| τὰ
ἱερά=προσφορές θυσίες ιερές τελετές εντόσθια του θύματος| φρ ἱερὰ νόσος=επιληψία| φρ ἱερὰ τριήρης=η Σαλαμινία και η Πάραλος| φρ ἱερὸς
νόμος=ο νόμος σχετικά με τις θυσίες| φρ ἱερὰ γράμματα=ιερές γραφές ιερογλυφικά| φρ ἱερὸν ἦμαρ=θεία μέρα
κ κακός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άσχημος δύσμορφος αξιολύπητος ελεεινός για εξωτερική εμφάνιση 2 ανίκανος αδέξιος| δειλός άνανδρος 3 μη
ευγενικής καταγωγής άσημος χυδαίος τιποτένιος 4 εχθρικός κακόβουλος μοχθηρός πονηρός μισητός με ηθική σημασία Β αυτός που προξενεί
συμφορά οδυνηρός δυσμενής βλαβερός ολέθριος για πράγματα| υβριστικός προσβλητικός για λόγια Γ το ουδ ως ουσ τὸ κακόν τὰ
κακά=δυστυχία κακοτυχία συμφορά κακή πράξη| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με κακό τρόπο| σε συνδυασμό με το επίθετο κακός| φρ κακῶς πράττειν κακῶς
πάσχειν κακῶς ἔχειν=δυστυχώ βρίσκομαι σε άσχημη κατάσταση| φρ κακῶς ποιεῖν τινα κακῶς δρᾶν τινα=κάνω κακό σε κπ| φρ κακῶς λέγειν
τινα=κακολογώ κπ| φρ κακῶς ἀκούειν=έχω κακή φήμη| φρ κακῶς εἰδέναι=αγνοώ| φρ κακῶς ὀλέσθαι=βρίσκω κακό θάνατο καλός ΕΠΙΘΕΤΟ Α ωραίος όμορφος εμφανίσιμος | με αιτ ή απρφ της αναφ| ως επίθ που συνοδεύει ένα κύριο όνομα και λειτουργεί ως ένδειξη αγάπης ή θαυμασμού| τὸ καλόν=η ομορφιά το κάλλος| τὰ καλά=αυτά που αρμόζουν στον ανθρώπινο βίο οι κανόνες καλής συμπεριφοράς η κομψότητα το καλό γούστο Β 1 αρμόδιος επιτήδειος ικανοποιητικός κατάλληλος αυτός που έχει ανεπτυγμένες σε ικανοποιητικό βαθμό τις ιδιότητες που απορρέουν από τη φύση του 2 αίσιος ευνοϊκός καλός| με απρφ της αναφ Γ ηθικά ωραίος επιδοκιμαστέος έντιμος πρέπων σωστός | λαμπρός θαυμάσιος| τὸ καλόν=το ηθικό κάλλος η αρετή το ηθικά αγαθό αντ τὸ αἰσχρόν| φρ καλόν| φρ καλός κἀγαθός=αυτός που συνδυάζει το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα ιδίως για τη δήλωση ευγενών ευπατριδών επιφανών προσώπων ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 με καλό τρόπο ορθά δίκαια όπως πρέπει 2 (προκειμένου για καλή τύχη) ευτυχώς ευνοϊκά 3 τελείως παντελώς ακριβώς 4 (σε απαντήσεις για διαβεβαίωση των λόγων αυτού που προηγήθηκε) μάλιστα πολύ καλά σύμφωνοι δέχομαι| (σε ευγενική και ειρων άρνηση) όχι ευχαριστώ 5 λαμπρά θαυμάσια| φρ καλῶς καὶ εὖ| φρ καλῶς ποιῶ=κάνω αγαθές πράξεις πράττω σωστά| φρ καλῶς ἔχω=είμαι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση| φρ καλῶς πράττω=ευτυχώ| καλῶς ἔχω με απρφ είναι καλό να| συχνά επαναλαμβανόμενο το επίρρημα μαζί με το επίθ καλός καταλείπω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 αφήνω αφήνω πίσω εγκαταλείπω (ιδίως για πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή αποδημήσει)| αφήνω κτ να πέσει παραμελώ 2
αφήνω ως κληρονομιά κληροδοτώ Β ΜΕΣΟ 1 αφήνω πίσω μου 2 εμπιστεύομαι φυλάγω για κπ 3 αφήνω υπόλοιπο Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αφήνομαι
πίσω εγκαταλείπομαι| μένω απομένω| μτφ 2 κληρονομούμαι| μτφ κίνδυνος
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
Α επαπειλούμενο κακό απειλή άμεσου υπαρκτού κακού κίνδυνος | συχνά στον πληθ| ως σύστΑ| φρ κίνδυνον αἴρεσθαι=εκτίθεμαι σε κίνδυνο| φρ
ἐπὶ τοὺς κινδύνους χωρεῖν πρὸς κινδύνους ἰέναι εἰς κινδύνους ἔρχεσθαι=εκτίθεμαι σε κινδύνους| φρ κίνδυνον ὑπομένειν=υφίσταμαι έναν
κίνδυνο| φρ τινὰ εἰς
κίνδυνον καθιστάναι=εκθέτω κπ σε κίνδυνο| φρ κίνδυνός ἐστι + απρφ ή απλή δοτ=υπάρχει κίνδυνος να ή για κπ| φρ ἐν κινδύνῳ εἶναι=βρίσκομαι
σε κίνδυνο| φρ ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ=με προσωπική διακινδύνευση| φρ τὸν ἐπιόντα κίνδυνον=τον επικείμενο κίνδυνο Β αγώνας τολμηρή
επιχείρηση περιπέτεια κόσμος
Α 1 τάξη ευπρέπεια αρμονία| καλή συμπεριφορά κοσμιότητα ευταξία πειθαρχία 2 διοίκηση κυβέρνηση για πόλεις| φρ κατὰ κόσμον=δεόντως
όπως αρμόζει Β 1 κόσμημα στολίδι| στολισμός νεκρών 2 στολισμός διακόσμηση καλλωπισμός μτφ| κόσμοι ονομάζονταν δέκα αξιωματούχοι
προερχόμενοι από τα αριστοκρατικά γένη στο πολιτικό σύστημα της Κρήτης (στη Σπάρτη το αξίωμα μετασχηματίστηκε στο σώμα των εφόρων) Γ
δόξα τιμή πίστη έπαινος Δ αστρονομία 1 το σύμπαν ο κόσμος| το στερέωμα ο ουρανός 2 η σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες| στον
πληθ οι αστέρες κρείσσων
ΕΠΙΘΕΤΟ Α (ως συγκρ του κρατύς) ο ισχυρότερος ο δυνατότερος (ιδίως στη μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη σωματική δύναμη αυτός που
υπερισχύει που νικά Β (ως συγκρ του ἀγαθός) ο καλύτερος ο ανώτερος ιδίως ως προς τη θέση την αξία | είμαι καλύτερος ανώτερος
καταλληλότερος στο να πράξω κτ με απρφ| ως ουσ οἱ κρείσσονες=οι ανώτερες οι θείες δυνάμεις| τά κρείσσω=τα θεία| τά κρείσσονα=τα
πλεονεκτήματα| φρ κρεῖσσον ἐστι με απρφ=είναι καλύτερο προτιμότερο να=κρείσσων εἰμί με μτχ| φρ κρείσσονες θεοί=οι θεοί του Ολύμπου Γ
αυτός που υπερβάλλει που υπερτερεί που βρίσκεται πάνω από κπ ή από κτ Δ αυτός που μπορεί και εξουσιάζει κτ ο εγκρατής | αυτός που θέτει
τον εαυτό του πάνω από κτ| φρ κρείττων τῆς παιδείας=αυτός που δεν επιδέχεται παιδεία Ε ο ανώτερος ο εξοχότερος με ηθική σημασία| φρ ὁ
κρείττων λόγος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με καλύτερο τρόπο κρίνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 χωρίζω διακρίνω αποχωρίζω θέτω κατά μέρος 2 υποβάλλω σε ανάκριση εξετάζω ερωτώ| υποβάλλω σε κρίση κατηγορώ
δικάζω| με γεν της ποινής ή του εγκλήματος| εκδίδω καταδικαστική απόφαση καταδικάζω 3 διαλέγω εκλέγω 4 κρίνω προκειμένου για κπ ή για κτ|
κρίνω εκφέρω κρίση ή απόφαση απόλ| εκφέρω κρίση διαιτητική απόφαση για φιλονικία δίκη αγώνα| με σύστ Α 5 εξηγώ ερμηνεύω κατά ένα
ιδιαίτερο τρόπο 6 αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι θεωρώ ότι με αιτ ή εμπρόθετο προσδιορισμό και απρφ| χωρίς απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ
προτιμώ προκρίνω Β ΜΕΣΟ 1 διαλέγω εκλέγω 2 φτάνω σε αποτέλεσμα 3 φιλονικώ ερίζω μάχομαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 εκλέγομαι προτιμώμαι
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
διακρίνομαι 2 υπόκειμαι σε κρίση κατηγορούμαι οδηγούμαι σε δίκη δικάζομαι κρίνομαι κατακρίνομαι καταδικάζομαι| με γεν της ποινής ή του
εγκλήματος κρίσις
Α 1 κρίση γνώμη εκτίμηση αποτίμηση 2 εκλογή επιλογή προτίμηση| με γεν Β 1 δίκη κρίση δικαστηρίου δικαστική απόφαση δικανικός όρος 2
δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης άμιλλα αγώνας 3 έριδα φιλονικία λογομαχία με εμπρόθετο προσδιορισμό Γ η έκβαση το αποτέλεσμα η λύση ενός
πράγματος μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος Δ απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου ιατρική
λ λανθάνω και λήθω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ παραμένω άγνωστος μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) με αιτ προσ| με αιτ και απρφ| με μτχ
που αποδίδεται με ρ και το ρ με επίρρημα κρυφά μυστικά απαρατήρητα| απόλ| με αναφ πρότ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 κρατώ κτ κρυμμένο
από τον εαυτό μου λησμονώ με γεν| κυρίως στον αόρ β 2 λησμονώ από πρόθεση παραμελώ παραλείπω παρέρχομαι λέγω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 συλλέγω| επιλέγω 2 αριθμώ συγκαταλέγω| φρ λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό τιποτένιο| φρ κέρδος
λέγω=θεωρώ κέρδος 3 απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Β ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου | επιλέγω για τον εαυτό μου Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1
συλλέγομαι επιλέγομαι 2 συγκαταλέγομαι απαριθμούμαι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 λέω μιλώ αναφέρω| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και απρφ|
με ειδική πρόταση| με πλάγια ερωτηματική πρόταση| απόλ| με μτχ| με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με αιτ προσ και αιτ πράγμ| φρ λέγω τά
τινος=αναφέρω για κπ| φρ εὖ λέγω επαινώ κακῶς λέγω=κακολογώ αποδοκιμάζω| πλεοναστική χρήση| φρ λέγω τι=έχω δίκιο| φρ εὖ λέγω καλῶς
λέγω ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά| φρ λέγω οὐδέν=λέω κτ χωρίς σημασία ή ψεύδομαι| φρ κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2 προσδιορίζω αποκαλώ
θεωρώ 3 διατάζω παραγγέλλω 4 ανακοινώνω διακηρύττω για χρησμούς έγγραφα 5 εννοώ προσδιορίζω| φρ τί λέγω πῶς λέγω=τι θέλω να πω τι
εννοώ 6 διαβάζω δυνατά κτ γραμμένο| τραγουδώ ψάλλω| εγκωμιάζω εξυμνώ καυχιέμαι για κτ| κάνω λόγο για κτ| έχω ρητορική ικανότητα
ευφράδεια ρητορική| φρ | εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις ισχυρίζομαι διαβεβαιώνω| διατάζω να πουν αποστέλλω λόγο με κπ άλλο
γνωστοποιώ Β ΜΕΣΟ απαριθμώ επαναλαμβάνω διηγούμαι Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 λέγομαι αναφέρομαι| λέγεται αναφέρεται απρόσ| φρ τὸ
λεγόμενον=όπως λένε απόλ 2 προσδιορίζομαι θεωρούμαι αποκαλούμαι λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
ΕΠΙΘΕΤΟ Α κυριολ 1 λιπαρός αυτός που περιέχει λίπος φυσική και βιολογία| για οσμή| αλειμμένος με λάδι γυαλιστερός για άνθρωπο| στιλπνός
ζωηρός με όψη υγιή για μέρη του σώματος 2 ευτραφής| παχύς λιπαρός Β μτφ 1 πλούσιος λαμπρός έξοχος ωραίος για πράγματα| πλούσιος
ευχάριστος για συνθήκες ζωής καταστάσεις| ως επίθετο πόλεων 2 γόνιμος εύφορος για τόπο| ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία σε πλούτο λόγος
Α Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1 λόγος λόγια ομιλία| φρ ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε για να πούμε| φρ λόγῳ-
ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα| αναφορά μνημόνευση| δήλωση ισχυρισμός| υπόσχεση
απάντηση| ρητό απόφθεγμα παροιμία| απόφαση λύση| διαταγή εντολήπροτροπή| διακήρυξη διδασκαλία| όρος προϋπόθεση 2 φήμη
παράδοση μύθος| φρ λόγος ἔχει σε| φήμη νέα πληροφορία 3 χρησμός αποκάλυψη 4 το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος το γεγονός| αρχή
πρόταση ορισμός| υπόθεση παράδειγμα 5 ικανότητα της ομιλίας χρήση του λόγου| δικαίωμα του λόγου εξουσία| διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος)|
φρ εἰς λόγους ἐλθεῖν συνελθεῖν ἀφικέσθαι διά λόγων ἰέναι ἐς λόγους ἄγειν| φρ οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6 πεζός λόγος φράση| διήγηση
πραγματικών γεγονότων διήγηση ιστορική ιστορία τμήμα ιστορικού έργου| βιβλίο μέρος έργου| ρητορικός λόγος| φανταστική διήγηση| μύθος (ως
λογοτεχνικό είδος) Β Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1 η ικανότητα της λογικής σκέψης της αιτιολόγησης| κίνητρο αιτία δικαιολόγηση|
σχέδιο πρόγραμμα 2 λογοδοσία λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) φρ λόγον αἰτεῖν ἀπαιτεῖν διδόναι λόγον ὑπέχειν| εξήγηση| εκτίμηση
ενδιαφέρον φροντίδα αποτίμηση φρ λόγον τινός ποιοῦμαι λόγον ἔχειν περί τινος| αναφορά σχέση αναλογία
μ μανθάνω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία)| παρά τινος 2 αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω ξέρω| διαφωτίζω 3 βλέπω παρατηρώ
αναγνωρίζω| βλέπω μτφ| φρ σε διαλόγους μανθάνεις πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις ναι πολύ καλά φρ στην αρχή ερώτησης τί μαθών=τι σε
έπεισε τι σου ήρθε να φρ τί μαθών=τι στο καλό ειρων| φρ σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί επειδή Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ και σπάνια
η μτχ πρκ 1 μαθαίνομαι γίνομαι αντικείμενο μάθησης μέμφομαι
1 μέμφομαι κατηγορώ ψέγω κπ ή κτ με αιτ προσ ή πράγμ| με σύστΑ| απόλ 2 κατακρίνω κπ για κτ με δοτ προσ και αιτ πράγμ| με δοτ προσ
και γεν πράγμ| με γεν προσ και αιτ πράγμ 3 βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ με δοτ προσ| με μτχ συνημμένη στο Α 4 παραπονούμαι για
κτ με γεν πράγμ| με απρφ και μή| με ὅτι| με ὡς| με εἰ Μέτρον Α 1 μέτρο κανόνας αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ 2
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3 διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί μέτρο μήκος μέγεθος Β όριο σύνορο Γ ο
μέσος όρος η αποφυγή ακροτήτων η συμμετρία η ορθή αναλογία ο κανόνας ο νόμος η νόρμα το μέτρο | ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή
με μέτρο Δ 1 το ποιητικό μέτρο το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2 έμμετροι στίχοι στίχοι στον πληθ μηχανή
Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν
εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ|
φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ
ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω
κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα| στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά
εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω
προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ
παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω
στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα
ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2
φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3 παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση
μηχανή Α 1 εργαλείο μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2 πολιορκητική μηχανή 3 μηχανή θεάτρου| φρ ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β μέσο τρόπος | με γεν αντικ| επινόημα τέχνασμα δόλος (συνήθως στον πληθ)| ως σύστ A| με γεν υποκ| φρ μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν εὑρίσκειν ἐξευρίσκειν ἐκπορίζειν πορίζεσθαι| φρ μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε| φρ οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ με οριστ μέλλ ή μὴ οὐ με απρφ| φρ μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ| φρ πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
νξ
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
ξένος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ως ουσ ὁ ξένος=φίλος από ξένη χώρα με τον οποίο έχει συναφθεί ιερή συνθήκη φιλοξενίας με θυσίες και ανταλλαγή δώρων| εκείνος
που παρέχει φιλοξενία| φρ φίλος καὶ ξένος Β 1 κάθε ξένος αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλο τόπο 2 ως ουσ ὁ ξένος=αλλοδαπός
πρόσφυγας άγνωστος σε κπ τόπο| αυτός που δεν είναι πολίτης της πόλης στην οποία βρίσκεται αντ του ἔνδημος ἀστὸς πολίτης ἐπιχώριος|
αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα που δεν είναι ΄Ελληνας συνβάρβαρος| ξένος μισθοφόρος στρατιώτης| φρ ὦ ξένε=ξένε φίλε μου 3 αυτός που
δεν έχει σχέση με κτ που αγνοεί κτ με γεν Γ ασυνήθιστος παράδοξος ΕΠΙΡΡΗΜΑ | φρ ξένως ἔχω=δεν γνωρίζω
ο όλίγοςΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 μικρός αντ μέγας για μέγεθος 2 ο μικρής έκτασης ο
περιορισμένου χώρου για έκταση 3 βραχύσωμος κοντός για ανάστημα Β 1 ο μικρής διάρκειας ο σύντομος για χρόνο 2 λίγος σπάνιος αντ πολύς
για αριθμό ή ποσότητα| ως ουσ οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί αντ τὸ πλῆθος| με απρφ Γ φρ ὀλίγου δεῖ ὀλίγου ἐς ὀλίγον παρ ὀλίγον=λίγο έλειψε
σχεδόν παρά λίγο| φρ παρ ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ ή κτ ασήμαντο| φρ δι ὀλίγου=σε μικρή απόσταση στη διάρκεια ή μετά από σύντομο
χρονικό διάστημα ξαφνικά | φρ δι ὀλίγων=με λίγα λόγια σύντομα| φρ ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα| φρ ἐν
ὀλίγοις σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους σφόδρα σε ύψιστο βαθμό| φρ ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή ξαφνικά| φρ ἐπ ὀλίγον ὀλίγου γ
εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα| φρ κατ ὀλίγον=λίγο- λίγο| φρ μετ ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά| ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο σε μικρό βαθμό| ως
επίρρημα ὀλίγῳ ὀ λιγωρέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ ή για κτ δίνω λίγη προσοχή παραμελώ με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| δεν προσέχω αμελώ απόλ Β
ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ δεν υπολογίζομαι παραμελούμαι ὄ λλυμι και ὀ λλύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω| χάνω υφίσταμαι την απώλεια Β ΜΕΣΟ χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι| χάνομαι καταστρέφομαι
αφανίζομαι για πράγματα| ο πρκ ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα χάθηκα| η ευκτ αόρ ὄλοιο ὄλοιτο σαν βρισιά σαν κατάρα=να χαθείς ὁ μιλίαΑ εταιρεία σύλλογος ομάδα Β 1 συναναστροφή κοινωνία συντροφιά
σχέση| με γεν| με εμπρόθετο προσδιορισμό| φρ ἡ καθ ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2 ερωτική σχέση συνουσία Γ
μάθημα διδασκαλία ὄ μνυμι και ὀμνύω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 υπόσχομαι με όρκο ορκίζομαι με σύστ Α| με δοτ προσ 2 ορκίζομαι για κτ επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ με όρκο με
αιτ| με απρφ κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι)| απόλ| ως μτχ πρκ ὀμωμοκώς-ότες 3 ορκίζομαι σε κπ ή σε κτ επικαλούμαι ως μάρτυρα με αιτ προσ
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
ή πράγμ στο οποίο ορκίζεται κπ| με δοτ προσ| με πρόθ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1 (προκειμένου για όρκο) δίνομαι εκφωνούμαι 2 με επικαλείται
κπ σε όρκο ὀ ξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α που απολήγει σε αιχμηρό άκρο μυτερός κοφτερός αντ ἀμβλύς | τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος| φρ ὀξεῖα γωνία
γεωμετρία Β δυνατός έντονος διαπεραστικός για αισθήσεις και αισθήματα| σοβαρός κρίσιμος επικίνδυνος για αρρώστιες σωματικές βλάβες|
δυνατός διαπεραστικός διεισδυτικός έντονος λαμπρός αντ ἀμβλὺς για την όραση το φως τα χρώματα| φρ ὀξὺ βλέπω ὁρῶ=έχω οξεία όραση
βλέπω καθαρά | έντονος ξινός για γεύση ή οσμή| δυνατός έντονος διαπεραστικός για ήχο φωνή| φρ ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά έχω οξεία ακοή|
υψηλός τόνος αντ βαρὺς μουσική| φρ ἡ ὀξεῖα Γ πρόθυμος ορμητικός ζωηρός παράφορος ευέξαπτος μτφ| αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη
αντιληπτική ικανότητα ταχύς ευφυής| φρ ὀξύς εἴς τι| φρ ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ ταχύς ορμητικός ευκίνητος για κίνηση| πιεστικός
επείγων για καταστάσεις περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 έντονα καθαρά 2 γρήγορα αμέσως ὁ ράω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ με αιτ| με κτγ μτχ| σπάνια με γεν| με δευτερεύουσα πρόταση| απόλ| το απρφ με επιρρηματική
σημασία| έχω την όρασή μου βλέπω| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα|
στρέφω την προσοχή μου σε κτ παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ| προσέχω παίρνω τα μέτρα μου φυλάγομαι
στην προστ με πλάγια πρόταση| αναζητώ φροντίζω προνοώ για χάρη κπ 3 καταλαβαίνω αντιλαμβάνομαι διακρίνω| με αιτ| με κτγ μτχ| με
δευτερεύουσα πρόταση| με απρφ| ὁρᾶς ὁρᾶτε=βλέπεις βλέπετε παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4 δοκιμάζω
επιχειρώ 5 συναντώ βρίσκω Β ΜΕΣΟ 1 βλέπω θεωρώ παρατηρώ αντιλαμβάνομαι με αιτ| με κτγ μτχ| με δευτερεύουσα πρόταση| το απρφ με
επιρρηματική σημασία| ζω μτφ 2 κοιτάζω κάπου έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου με εμπρόθετο προσδιορισμό| στρέφω την προσοχή μου σε
κάτι παρατηρώ προσεκτικά εξετάζω | ως επίρρημα ἰδού=να ιδού να πάρε (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα τί λόγος 3 δοκιμάζω επιχειρώ Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 βλέπομαι| φρ τά ὁρώμενα=τα ορατά 2 φαίνομαι εμφανίζομαι| με κτγ μτχ
π παραγίγνομαι
Α 1 παρευρίσκομαι με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό 2 βρίσκομαι πλησίον κπ παρίσταμαι παρέχω βοήθεια υποστηρίζω με δοτ προσ 3
προσέρχομαι έρχομαι σε κτ ή σε κπ προστίθεμαι σε κτ για πράγματα Β 1 παρουσιάζομαι έρχομαι καταφθάνω φτάνω στο ίδιο σημείο| απόλ 2
ωριμάζω αναπτύσσομαι παράδοξος
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία απίστευτος απίθανος παράξενος αλλόκοτος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία
απροσδόκητα εκπληκτικά παράξενα παρίστημι
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στήνω τοποθετώ κοντά 2 βάζω στο μυαλό κπ παρουσιάζω| εμπνέω προξενώ διεγείρω| παριστάνω περιγράφω| κάνω
φανερό αποδεικνύω 3 θέτω κοντά σε άλλο παραβάλλω συγκρίνω Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ και αόρ β΄ παρέστην πρκ παρέστηκα υπερσ
παρειστήκειν 1 στέκομαι κοντά ή δίπλα| βοηθώ υπερασπίζω 2 έχω έρθει παρευρίσκομαι φτάνω| είμαι παρών πλησιάζω για γεγονότα και
καταστάσεις| παρουσιάζω εμφανίζω παρέχω με ενεργητική διάθεση και Α| παρουσιάζω στο δικαστήριο εμφανίζω κπ ως μάρτυρα δικανικός όρος με
ενεργητική διάθεση και Α| η μτχ παρεστηκώς -υῖα -ός (αττ παρεστώς -ῶσα -ώς)=ο παρών ο τωρινός αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ 3
παίρνω το μέρος συμμερίζομαι τη γνώμη κπ| ελκύω κπ προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία με ενεργητική διάθεση και Α 4 έρχομαι σε
συμφωνία υποτάσσομαι παραδίδομαι| φέρνω κπ με το μέρος μου με τη βία εξαναγκάζω υποτάσσω με ενεργητική διάθεση και Α 5 έρχομαι στο
νου παρουσιάζομαι| απρόσ 6 διαθέτω κπ για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς παρρησία
Α η ελεύθερη έκφραση γνώμης το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια η παρρησία | η δοτ ως επίρρημα παρρησίᾳ=με
θάρρος έκφρασης απροκάλυπτα ανοιχτά Β αθυροστομία απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης πέμπωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στέλνω στέλνω μακριά αποστέλλω με αιτ και δοτ|
με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτ και μτχ 2 στέλνω μήνυμα στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω αποστέλλω μια αγγελία ή μια
συμβουλή| στέλνω για να πω στέλνω διαταγή| στέλνω ως δώρο στέλνω χάρισμα δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3 αποπέμπω κάνω ή αφήνω κπ ή κτ να
φύγει 4 οδηγώ συνοδεύω| συμμετέχω σε μια πομπή σε μια παρέλαση Β ΜΕΣΟ στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ κάπου για χάρη μου Γ
ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 αποστέλλομαι 2 φέρομαι εν πομπή πίπτω
Α πέφτω καταλήγω στο έδαφος | πέφτω για φυσικά φαινόμενα Β μτφ 1 πέφτω τυχαίνω βγαίνω για ζάρια κλήρο χρησμό| ενσκήπτω συμβαίνω
πέφτω 2 περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση συνήθ με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3 πέφτω στο πεδίο της μάχης πεθαίνω| πέφτω
ηττώμαι από αντίπαλο| καταστρέφομαι εξολοθρεύομαι για στράτευμα| ταπεινώνομαι εξουδετερώνομαι 4 εκφράζομαι διατυπώνομαι για λόγο 5 πέφτω καταλαγιάζω για τον άνεμο 6 τέμνω γεωμετρία 7 εμπίπτω σε μια κατηγορία ανήκω κάπου πλάσσω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζω δίνω μορφή 2 διαπλάθω διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 σχηματίζω στον νου την έννοια ενός
αντικειμένου 4 προσποιούμαι 5 επινοώ πλάθω κτ ψεύτικο| απόλ Β ΜΕΣΟ 1 σχηματίζω για τον εαυτό μου 2 προσποιούμαι 3 επινοώ πλάθω κτ
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
ψεύτικο| απόλ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 σχηματίζομαι παίρνω μορφή 2 διαπλάθομαι διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3 είμαι
επινοημένος είμαι πλαστός πλεονεκτέω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 είμαι πλεονέκτης έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω είμαι άπληστος αχόρταγος 2 έχω ή απαιτώ
περισσότερα από κπ άλλο έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ πράγματος με γεν πράγμ 3 έχω κάποιο πλεονέκτημα υπερτερώ υπερέχω έναντι
κπ ξεπερνώ κπ απόλ| με γεν προσ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν προσ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δοτ αναφ| φρ πλεονεκτέω τῶν
νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α 1 κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα ελεύθερος πολίτης| με γεν| αντ του ἰδιώτης| αντ του ξένος 2 συμπολίτης| φρ ἀγαθός πολίτης
χρηστὸς πολίτης αντ κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης| φρ φύσει γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης| φρποιῶ ή ποιοῦμαι τινά
πολίτην=πολιτογραφώ δίνω σε κπ τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β το ουσ ως επίθ αυτός που ανήκει στην πόλη πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2 αυτός που αρμόζει που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ civilis) 3 αυτός που αρμόζει στη
συνήθη ζωή ενός πολίτη ο συνηθισμένος 4 αυτός που αποτελείται από πολίτες| δημοκρατικός αντ δεσποτικός βασιλευτικόςβασιλευτός και
αριστοκρατικός| αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία κοινωνικός| φρ τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις αντ τὰ πολεμικά Β ότι ανήκει ή αρμόζει σε
άνδρα πολιτικό αντ του οἰκονομικός | ο πολιτικός άνδρας η πολιτική προσωπικότητα Γ ότι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης ο
κρατικός λατ | φρ τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας οι δημόσιες υποθέσεις| φρ τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για παίρνω μέρος στα
πράγματα της πόλης| φρ τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ δημόσιος αντ του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 κατά τρόπο πολιτικό ως
πολίτης κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας| ως αντ του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς| κατά νόμιμο τρόπο σύμφωνα με έθιμο που είναι
σεβαστό μεταξύ των πόλεων| φρ πολιτικῶς ἔχω=πράττω ενεργώ ως πολίτης κατά συνταγματικό τρόπο 2 κατά το συνήθη τρόπο κατά τα ειωθότα πόνος
Α 1 κοπιαστική εργασία κόπος μόχθος (φυσικός και διανοητικός)| ασχολία δουλειά 2 σωματική άσκηση εκγύμναση| ειδικότερη σωματική εργασία
3 ο κόπος της μάχης ο πόλεμος Β το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου το έργο Γ 1 φυσικός πόνος σωματικό άλγος ασθένεια 2 ψυχικό άλγος
στενοχώρια λύπη| αφορμή θλίψης βάσανο δυσκολία συμφορά| προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο γιος της ΄Εριδας| ως επίρρημα πόνῳ
σύν πόνῳ πολλῷ πόνῳ μετὰ πολλοῦ πόνου ἄνευ πόνου| φρ ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο| φρ πόνον παρέχειν τινί| φρ πόνον (προσ)τιθέναι| φρ
πόνον ή πόνους πονεῖν πονεῖσθαι πόνους
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
πόρος
Α για φυσικές οντότητες 1 διάβαση φυσικό ή τεχνητό πέρασμα πορθμός γέφυρα για ποτάμι και θάλασσα| το ποτάμι η θάλασσα ο πόντος| με
τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος Άχερούσιος πόρος Διρκαῖος πόρος Ἰόνιος πόρος Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κά) 2 δρόμος οδός πορεία ταξίδι 3
πόρος δέρματος κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος για το ανθρώπινο σώμα| ιατρική φρ πόροι σπερματικοί ή θορικοί πόροι ὑστερικοί
(=ωοθήκες) τροφῆς πόροι Β 1 διέξοδος από μια κατάσταση τέχνασμα επινόηση τρόπος κόλπο για καταστάσεις| μέσο απόκτησης υλικών αγαθών
ή βοηθημάτων 2 Πόρος θεότητα γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα πρ ᾶγμα
Α έργο δράση ενέργεια πράξη αντ του λόγος Β 1 γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2 σημαντικό πράγμα σπουδαίος
άνθρωπος| φρ πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο με απρφ ή με αιτ και απρφ Γ συχνά στον πληθ 1 υπόθεση περίσταση|
με προσδιορισμό 2 δικαστικές υποθέσεις δίκη δικανικός όρος 3 δυσκολίες ενόχληση με αρνητική σημασία| φρ πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε
δυσκολίες προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ 1 οι υποθέσεις της πόλης 2 η διακυβέρνηση της πόλης| φρ οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι
αξιωματούχοι| φρ νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3 η ίδια η πόλη η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε πράγμα αντικείμενο προθυμέομαι
1 είμαι πρόθυμος να κάνω κτ επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα με απρφ| με πρόταση ὅπως ὡς| με εμπρόθετο προδιορισμό|
απόλ 2 ενεργώ πρόθυμα για κτ επιθυμώ θερμά με αιτ (συχνά με ουδαντων) πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α αυτός που διαπνέεται από προθυμία ζήλο που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα ο πρόθυμος | πρόθυμος για κτ με γεν| με
εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ| φρ πρόθυμός εἰμι με απρφ=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος πρόθυμος να πράξω κτ| φρ τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο
ζήλος η προθυμία Β αυτός που επιθυμεί το καλό κπ αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ ο πιστός ο αφοσιωμένος | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με
προθυμία με ζήλο με όρεξη προσήκω Α ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1 έχω φτάσει σε κπ τόπο είμαι κοντά είμαι παρών| πλησιάζω εκτείνομαι 2 ανήκω| έχω σχέση με κπ ή κτ αφορώ| είμαι συγγενής με δοτ 3 ταιριάζω αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος με δοτ Β ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1 ανήκει αφορά με άρνηση και γεν πράγμ 2 αρμόζει ταιριάζει με δοτ προσ και απρφ| με αιτ προσ και απρφ| σπάνια με παράλειψη του απρφ Γ η μτχ ως επίθ 1 αυτός που ανήκει σε κπ με δοτ| με γεν| απόλ δικός μου όχι ξένος| αυτός που έχει σχέση με κτ| με απρφ| αυτός που έχει σχέση συγγένειας συγγενής με δοτ| ως ουσ οἱ προσήκοντες=συγγενής οικείος| φρ γένει κατά γένος προσήκων 2 αυτός που αρμόζει κατάλληλος πρόσφορος με δοτ| με αιτ| με απρφ| το ουδ της μτχ ενεστ ως ουσ τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει το χρέος το καθήκον| μτχ σε αιτ ουδ (απόλ) προσῆκον| φρ μᾶλλον τοῦ προσήκοντος| φρ παρὰ τὸ προσῆκον| φρ ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος| φρ οὐκ ἐκ προσηκόντων πυνθάνομαι
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
1 μαθαίνω κτ από κπ με αιτ και γεν| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με γεν και ειδική πρόταση| ακούω ή μαθαίνω με αιτ| με μτχ| με απρφ|
με ειδική πρόταση| απόλ| ακούω να γίνεται λόγος για κτ ακούω νεότερη αγγελία πληροφορούμαι με γεν 2 ζητώ να μάθω με αιτ και γεν| με περί
και γεν| με αιτ προσ| με πλάγια ερώτηση
ρ σ σεμνόςΕΠΙΘΕΤΟ Α σεβαστός σεπτός όσιος άξιος τιμής για θεό| στην Αθήνα αἱ
σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες| για θεία πράγματα Β σεβάσμιος σοβαρός ευγενής μεγαλοπρεπής για ανθρώπους| σεβαστός επίσημος
λαμπρός επιβλητικός για πράγματα| φρ σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο ευγενικό αξιόλογο πράγμα να| φρ ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ ή κπ
ως προς την ευγένειά του Γ 1 υπερήφανος υπερόπτης αλαζόνας αρνητικά 2 πομπώδης σοβαροφανής επίσημος μεγαλοπρεπής ειρων|
ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό με ευγένεια με μεγαλοπρέπεια με λαμπρότητα σκεδάννυμι Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι διαδίδομαι διαχέομαι σκοπέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 βλέπω εξετάζω παρατηρώ 2 εξετάζω
θεωρώ προσέχω φροντίζω μτφ| απόλ| με δευτερεύουσα πρόταση| με αιτ πράγμ και γεν προσ ή γεν προσ και δευτερεύουσα πρόταση| με
εμπρόθετο προσδιορισμό 3 αναζητώ ψάχνω Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ σοφία
Α δεξιότητα εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα | γνώση κπ πράγματος με γεν ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β σωστή κρίση φρόνηση ευφυΐα
εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής αντ ἡ ἀμαθία | καπατσοσύνη πανουργία με αρνητική σημασία Γ γνώση των επιστημών
εμβρίθεια μάθηση | θεωρητική γνώση φιλοσοφία σοφιστής
Α 1 επιδέξιος έμπειρος σε μια τέχνη 2 συνετός φρόνιμος σοφός φιλόσοφος Β 1 διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2 αυτός που
εξαπατά με λόγια απατεώνας κατεργάρης με αρνητική σημασία σοφός ΕΠΙΘΕΤΟ 1 ικανός επιδέξιος γνώστης μιας τέχνης 2 έντεχνος φρόνιμος
συνετός για αφηρημένες έννοιες 3 σοφός φρόνιμος προνοητικός ευφυής| τὸ σοφὸν| σοφιστής υποτιμ 4 σοφός έμπειρος γνώστης φιλοσοφία|
σοφός αντ φρόνιμος| σοφός αντ φιλόσοφος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη με επιδεξιότητα με σοφία με σύνεση σπουδάζω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 σπεύδω επείγομαι βιάζομαι απόλ| με απρφ 2 ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά με κτ
φροντίζω με επιμέλεια αφοσιώνομαι σε κτ για πράγματα με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με απρφ| με αιτ και απρφ| με μτχ| με πρόταση ὅπως
ή ὡς| ασχολούμαι δίνω προσοχή σε κπ φροντίζω ενδιαφέρομαι ενεργώ προς το συμφέρον κπ για πρόσωπα με εμπρόθετο προσδιορισμό 3 είμαι
σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω κτ στα σοβαρά απόλ| με αιτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με ειδική πρόταση Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 επιδιώκομαι με
ζήλο ετοιμάζομαι με φροντίδα| συχνός ο τύπος της μτχ ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια επεξεργασμένος 2 εξετάζομαι σοβαρά
με παίρνουν στα σοβαρά| μου συμπεριφέρονται με σεβασμό σπουδα ῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α για πρόσωπα 1 άξιος προσοχής σημαντικός που είναι εξαιρετικός στον τομέα του διακεκριμένος αντ φαῦλος| σοβαρός 2 αγαθός
ενάρετος έντιμος αντ φαῦλος πονηρός με ηθική σημασία Β για πράγματα 1 άξιος προσοχής σημαντικός αξιόλογος| σοβαρός αντ γελοῖον 2
καλός ωραίος καλής ποιότητας εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1 καλά με επιμέλεια 2 με σοβαρότητα σπουδή
Α βιασύνη ταχύτητα | φρ σπουδὴν ἔχω| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ διὰ σπουδῆς ὑπὸ σπουδῆς κατὰ
σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά Β 1 ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα| με γεν ή με εμπρόθετο προσδιορισμό| στον πληθ σπουδαί=προσπάθειες
που γίνονται με ζήλο| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ μετὰ σπουδῆς=με ζήλο πρόθυμα| φρ σπουδὴν ἔχω|
φρ σπουδὴν ποιοῦμαι| φρ σπουδή ἐστι περί τινος 2 προσπάθεια κόπος| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια με δυσκολία με
κόπο μόλις και μετά βίας 3 αντικείμενο φροντίδας σπουδαία ασχολία 4 εκτίμηση σεβασμός για κπ ευμένεια Γ σοβαρότητα σπουδαιότητα | αντ
του παιδιά| η δοτ ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά με σοβαρότητα| φρ σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά στέλλωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζω διευθετώ κατευθύνω| ντύνω| εξοπλίζω
αρματώνω 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3 ετοιμάζω και στέλνω στέλνω ξεκινώ| στέλνω κπ για να πάρω πίσω κτ πάω για να φέρω ή
να φωνάξω κπ Β ΜΕΣΟ 1 ετοιμάζομαι προετοιμάζομαι| με απρφ 2 μαζεύω κατεβάζω τα πανιά του πλοίου| μαζεύω τη γλώσσα μου αποσιωπώ
αποκρύπτω μτφ 3 ξεκινώ ετοιμάζομαι να φύγω απομακρύνομαι| στέλνω να καλέσω κπ Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 ετοιμάζομαι να πάω ξεκινώ για κάπου
στον παθ αόρ β| στον πρκ είμαι προετοιμασμένος εξοπλισμένος| είμαι ντυμένος 2 αποστέλλομαι στρέφωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση| προκαλώ την
περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του| με σύστ Α| μτφ| περιστρέφομαι με μέση διάθεση| κάνω μεταβολή 2 ανακατώνω ανατρέπω|
μετατρέπω μεταβάλλω| με απρφ 3 στρέφω στο νου μου σκέπτομαι μτφ| εξαπατώ προκαλώ μτφ 4 συστρέφω προκαλώ πόνο βασανίζω Β
ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση| στρέφομαι εδώ και εκεί| περιστρέφομαι για ουράνια σώματα| επιστρέφω | η μτχ
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2 μεταστρέφομαι μεταβάλλομαι 3 περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον
αντίπαλο επιχειρώ να εξαπατήσω| με σύστ Α 4 περιφέρομαι συχνάζω| περιφέρω μαζί μου με ενεργητική διάθεση 5 εξαρθρώνομαι σχέτλιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α 1 ακατάβλητος ανυποχώρητος καρτερικός επίμονος 2 σκληρός απάνθρωπος άσπλαχνος ανελέητος αρνητικά| παράτολμος
απερίσκεπτος | κακός μοχθηρός| άγριος για ζώα| σκληρός αποτρόπαιος ελεεινός φοβερός για πράγματα| φρ σχέτλια ἔργα=ανόσιες άδικες
πράξεις| φρ σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές| φρ σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό άθλιο να| φρ ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β άθλιος
δυστυχής κακότυχος συχνά σε κλητ| με γεν| αξιοθρήνητος ελεεινός υποτιμ| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο τάξις
Α στρατιωτικός όρος 1 παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά| κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων
πεζικού ή ναυτικού σε υποδιαιρέσεις (τάγμα λόχος μοίρα)| κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη παράταξη| θέση στις
γραμμές μάχης 2 (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β 1 διάταξη οργάνωση βάσει
κανόνων τάξη| πολιτειακή οργάνωση 2 θέση αξίωμα ρόλος κατάσταση 3 γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων κατηγορία τάξη (πολιτική κοινωνική)
τ ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α χαμηλός για τόπους και πράγματα| κοντός μικρός αντ ὑψηλός για ανάστημα ή μέγεθος| ρηχός αντ βαθύς για όγκο Β 1 φτωχός
μικρός αδύναμος υποταγμένος για κατάσταση| από ταπεινή καταγωγή αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα για κοινωνική θέση
2 κατηφής θλιμμένος για διάθεση 3 ποταπός άθλιος πρόστυχος με ηθική σημασία| ταπεινόφρων μετριόφρων σεμνός θετικά Γ ασήμαντος
ευτελής | ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη| αρνητικά| φρ ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής ζω σε κατάσταση μετριότητας και
αφάνειας τεκμαίρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια αποδεικνύω Β ΜΕΣΟ 1 διατάζω καθορίζω ορίζω σχεδιάζω| προμηνύω προλέγω 2 καταλήγω σε μια
γνώμη κρίση συμπέρασμα υπόθεση κτλ εικάζω υποθέτω συμπεραίνω απόλ| με αιτ| με απρφ| με ειδική πρόταση 3 κρίνω ή συμπεραίνω
βασισμένος σε κτ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| με αιτιολογική πρόταση τέλος
1 ολοκλήρωση τελείωση εκπλήρωση έκβαση 2 η ακμή της κάθε ηλικίας ωριμότητα για ηλικία και χρόνο| ωρίμανση για φυτά και ζώα 3 τέλος
παύση λήξη| τέλος ζωής θάνατος| φρ τέλος ἐς| φρ διὰ τέλους=καθ όλη τη διάρκεια μιας πράξης μέχρι το τέλος| φρ τέλος γήραος θανάτοιο
γάμοιο=γήρας θάνατος γάμος| φρ τέλος ἔχω λαμβάνω=τελειώνω τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος εκπληρώνομαι 4 το επιθυμητό τέλος μιας
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
ενέργειας ο σκοπός φιλοσοφία| το αγαθό η αρετή 5 απόλυτη εξουσία| φρ οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα οι αξιωματούχοι 6 τέλη
δασμοί οικονομία| πρόσοδος έξοδα δαπάνες οικονομία 7 απόφαση δίκης δικανικός όρος 8 θυσίες προσφορές μυστήρια μυσταγωγίες θρησκεία 9
διαίρεση στρατιωτικού σώματος λόχος ιππέων μοίρες πλοίων στρατιωτικός όρος τιμάω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 εκτιμώ υπολογίζω την αξία με γεν 2 (από τον κατώτερο ηλικιακά κοινωνικά στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς
τον ανώτερο τους νόμους την πατρίδα την μητρόπολη) αποδίδω τιμές την πρέπουσα λατρεία 3 (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω
εύνοια προτίμηση 4 (μεταξύ ίσων) τιμώ εκτιμώ σέβομαι προβάλλω ως πρότυπο| αποδίδω ως τιμή| εκτιμώ σέβομαι θεωρώ κτ σημαντικό προτιμώ
από κτ άλλο| με γεν συγκρ 5 παίρνω απόφαση ως δικαστήριο επιβάλλω ποινή δικανικός όρος Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 υπολογίζεται η αξία μου
αξιολογούμαι με γεν 2 μου αποδίδονται τιμές προνόμια| προβάλλομαι ως πρότυπο χαίρω γενικής εκτίμησης αξιολογούμαι θετικά 3 μου
επιβάλλεται ποινή καταδικάζομαι δικανικός όρος
τιμή
Α εκτίμηση σεβασμός αξιοπρέπεια εκδήλωση τιμής και σεβασμού | τιμητική προσφορά δώρο| με γεν| με γεν και δοτ προσ| φρ τιμὴν ή τιμὰς
νέμειν ἀπονέμειν ὀπάζειν πορεῖν διδόναι ἀποδιδόναι φέρεσθαι προσάπτειν περιάπτειν| φρ τιμῆς λαγχάνειν τυγχάνειν| φρ ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς
εἶναι ἔχειν ἄγειν ἄγεσθαι τίθεσθαι| φρ τιμῆς ἕνεκα| φρ ἄξιος τιμῆς Β 1 αξίωμα τιμητική θέση εξουσία ἀρχοντες| τα δικαιώματα τα προνόμια 2 η
ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων το υπέρτατο αξίωμά τους Γ αξία κόστος αντίτιμο υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση πρόστιμο
και κατανομή φόρου) τυγχάνω
1 χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου με αιτ| με γεν| απόλ 2 πετυχαίνω συναντώ τυχαία πέφτω πάνω σε κπ για πρόσωπα με αιτ| με
γεν| με κτγ| ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε ο τυχαίος 3 πετυχαίνω βρίσκω συναντώ παίρνω κατέχω αξιώνομαι για πράγματα και έννοιες με γεν| με
αιτ| με απρφ| πετυχαίνω παίρνω κτ από κπ| πετυχαίνω τον σκοπό μου πετυχαίνω κτ που ζήτησα| τό τυχεῖν=η νίκη| με αρνητική σημασία 4
τυχαίνω συμβαίνω σε κπ με δοτ προσ| απόλ| με προσωπική σύνταξη| όπως όπου όταν κτλ τυχαίνει συμβαίνει ως απρόσωπο στο γ΄εν| τὸ
τυχόν=το τυχαίο το οτιδήποτε| ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη ίσως| έχω την τύχη ή τη μοίρα 5 συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία| το τυγχάνω
συνάπτεται με μτχ άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία ενώ η μτχ δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα| φρ τυγχάνω
ὤν=τυχαίνει να είμαι είμαι| με παράλειψη της μτχ ὤν
υ ὑ πακούω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 ακούω προσεκτικά δίνω προσοχή 2 δίνω προσοχή σε κπ λαμβάνω υπόψη συμμορφώνομαι υπακούω| συναινώ
συγκατανεύω συμφωνώ για το συμφέρον κπ| δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο
δικαστήριο δικανικός όρος 3 αποκρίνομαι σε κλήση απαντώ| απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4 υπακούω
υποτάσσομαι υποχωρώ Β ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ ὑπακούσεται)
φ φάσκωΑ λέγω βεβαιώνω ισχυρίζομαι προφασίζομαι απόλ| με αιτ| πιο συχνά
με απρφ (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)| καταφάσκω παραδέχομαι| φρ οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν αρνούμαι| υπόσχομαι με απρφ
μέλλ Β νομίζω θεωρώ υποθέτω φέρω
Α ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1 φέρω φέρνω μεταφέρω| φέρνω οδηγώ για αφηρημένες έννοιες 2 απομακρύνω μεταφέρω κπ ή κτ ως λάφυρο ή
έπαθλο| φρ ἄγειν καὶ φέρειν ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω λεηλατώ κάνω επιδρομή 3 υποφέρω αντέχω ανέχομαι 4 φέρω παράγω καρπούς
καρποφορώ| κυοφορώ γεννώ 5 νικώ κερδίζω κατορθώνω 6 επιφέρω προκαλώ 7 φέρω δια του στόματος μιλώ εκφέρω λόγο 8 προσφέρω
δώρα| επιδικάζω χάρη δείχνω ευγνωμοσύνη 9 εκτείνομαι προς απλώνομαι προς οδηγώ προς έναν τόπο για τόπο| πληρώνω φόρο δασμό ή
οφειλή οικονομία| πληρώνομαι μισθό 10 ψηφίζω 11 διορίζω κπ σε ένα αξίωμα| η προστ φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός έλα
αςbold| τὸ φέρον=μοίρα πεπρωμένο| η μτχ φέρων -ουσα -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος| συχνά με
επιρρηματικούς προσδιορισμούς ῥηδίως χαλεπῶς πικρῶς βαρέως δεινῶς προθύμως εὐμενῶς εὐχερῶς κά Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι
μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) | κινούμαι περιπλανιέμαι| ως μτχ με ρήμα κίνησης| φρ καλῶς ή κακῶς
φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω φήμη
Α προφητεία χρησμός θεϊκό σημάδι οιωνός Β 1 λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων ανεξακρίβωτη πληροφορία διάδοση φήμη| για
πρόσωπα| προσωποποίηση| μήνυμα 2 η καλή δημόσια γνώμη για κπ το καλό όνομα υπόληψη με θετική σημασία| στον πληθ φῆμαι=επαινετικοί
ύμνοι Γ 1 κάθε λόγος ομιλία 2 παράδοση μύθος φύσις
Α 1 φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι
αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης| εξωτερική εμφάνιση ανάστημα| χαρακτήρας| ως συνεκδοχή με επιθ προσδ ο άνθρωπος που έχει
αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2 φύλο Β 1 γένεση δημιουργία γέννηση 2 η φύση οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία| φιλοσοφία 3 ως
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
γενεσιουργός δύναμη 4 όλη η δημιουργία το σύμπαν φιλοσοφία| πλάσμα της δημιουργίας άνθρωπος ή ζώο Γ φιλοσοφία 1 πρωταρχική ουσία 2
ορισμός της φύσεως
χ χαρίειςΕΠΙΘΕΤΟ Α χαριτωμένος κομψός όμορφος τέλειος σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση| σε σχέση με ανθρώπινα έργα πράξεις| σε σχέση με
τις αρετές του πνεύματος| ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής ο ευγενής αντ οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι| φρ οἱ χαριέστατοι=οι
καλόγουστοι άνθρωποι Β χαριτωμένος κομψός για πράγματα| για φυσικά στοιχεία ή πράγματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη με κομψότητα χρ ῆμαΑ 1 αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ κάθετι που ωφελεί
κάθετι χρήσιμο 2 πληθ τα αγαθά η περιουσία τα έπιπλα τα σκεύη| ως την κλασ εποχή κυρίως στον πληθ τα χρήματα| παροιμ 3 πληθ τα
εμπορεύματα Β 1 πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν 2 σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του| αριθμός
ποσότητα σωρός| πλεονασμός
ψ ψευδήςΕΠΙΘΕΤΟ Α ψεύτης ψευδολόγος για πρόσωπα| φρ ψευδὴς φαίνομαι| φρ
ἐλέγχω ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ| (με παθητική σημασία) εξαπατημένος Βψεύτικος που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ανυπόστατος
πλαστός (σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα μαρτυρία γραφὴ αἰτία κατηγορία διαθήκη ὅρκος φήμη) για πράγματα και αφηρημένες έννοιες|
φρ ψευδὴς συλλογισμός πρότασις αντ ἀληθής ὀρθός λογική Γ το ουδ ως ουσ τὰ ψευδῆ=ψεύδη ψέματα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα σφαλερά ψηφίζωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα εκδικάζω μια υπόθεση Β
ΜΕΣΟ ψηφίζω αποφασίζω με ψηφοφορία με αιτ| με απρφ| αποφασίζω υπέρ κπ με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| η διαδικασία της
ψηφοφορίας| η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη| ψηφίζω αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους νομικός όρος Γ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι
αποφασίζομαι με ψηφοφορία επιδικάζομαι με ψηφοφορία ψ ῆφοςΑ λιθαράκι βότσαλο Β 1 μικρή πέτρα για αρίθμηση αριθμός| (πληθ)
λογαριασμοί υπολογισμοί 2 μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ 1 μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την
ψηφοφορία ψήφος ψηφοφορία 2 απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας ψήφισμα 3 (γενικά) κάθε απόφαση 4 γνώμη κρίση 5 τόπος όπου γίνεται
η ψηφοφορία| φρ φέρω διαφέρω τίθεμαι δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου ψηφίζω| φρ ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία| φρ
μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο| φρ διαιρῶ κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο| φρ ψῆφος ἐστί γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία| φρ
πλείστη ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία| φρ ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία| φρ ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική αντ φανερά
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
ψῆφος=φανερή| φρ ἡ καθαιροῦσα τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική ψήφος αντ ἡ σώζουσα πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος|
φρ μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα| φρ Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου ψιλός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α ακάλυπτος εκτεθειμένος | χωρίς τρίχωμα χωρίς μαλλιά για άνθρωπο ή ζώα| γυμνός από βλάστηση ακάλυπτος για έδαφος| μτφ Β 1 ο
στερημένος από κτ αυτός που αποχωρίζεται κτ αδύναμος| απλός μόνος απαλλαγμένος 2 ο ελαφρά οπλισμένος στρατιωτικός όρος| φρ οἱ ψιλοί=οι
τοξότες οι σφενδονίτες| άοπλος ανυπεράσπιστος Γ λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ λεπτός καθαρός απλός για ήχους ποίηση ή
μουσική| πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική για λόγους| μουσική μόνο με όργανα| ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά μόνο
ω ὠ φέλεια και ὠ φελία
Α βοήθεια συνδρομή υποστήριξη προστασία (γενικά και ειδικά στον πόλεμο) | ως σύσταντικ| φρ τὴν ὠφέλειαν παρέχω πέμπω φέρω τινί Β 1
χρησιμότητα όφελος κέρδος πλεονέκτημα αντ του βλάβη| με γεν υποκ| με γεν αντικ 2(συχνά στον πληθ) πηγή κέρδους πρόσοδος 3 κέρδος
που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή λάφυρο λεία| φρ ἐπὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι| φρ ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας ἕνεκα ὠ φελέωΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ παρέχω ωφέλεια βοηθώ υποστηρίζω είμαι χρήσιμος
ωφέλιμος με αιτπροσ| με αιτ και εμπρόθετο προσδιορισμό| με δύο αιτ| με ουδ αντων| με δοτ προσ| απόλ Β ΠΑΘΗΤΙΚΟ δέχομαι βοήθεια
κερδίζω επωφελούμαι με ποιητικό αίτιο| με δοτ με μτχ| με ουδ επιθ ή αντων ὠ φέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1 χρήσιμος επωφελής κατάλληλος ευεργετικός με δοτ| με εμπρόθετο προσδιορισμό| απόλ 2 το ουδ ως ουσ τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια η
χρησιμότητα το κέρδος| ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή