ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

85
~ Α ~ αβαράς=χασομέρης, αβάσιμεσα=αβάσιμη, άβαφεσα=άβαφη, άβγαλτεσα=άβγαλτη, άβολεσα=άβολη, αβούτα(α'ούτα)=τούτ α/αυτά, αβούτε(α'ούτε)=τούτ η, αβούτεν(α'ούτεν)=το ύτην, αβούτο(α'ούτο)=τούτ ο, αβουτοίντς=τούτους, αγαθέσα=αγαθή, αγαπητικιέσα=αγαπητ ικιά, άγγιχτεσα=άγγιχτη, αγγούρ=αγγούρι, αγγούρ(ε)ια=αγγούρι α, αγιάρ=σέλα, αγίασμαν=αγίασμα, αγκαλέζω=αγκαλιάζω, αγκαλέεις=αγκαλιάζε ις, αγκαλιάζ'νε=αγκαλιά ζουν, αγκαλώ=καταγγέλω, αγλήγορα=βιαστικά, αγληγορώ=βιάζομαι, αγνόν=αγνός, αγνέσα=αγνή/παράξεν η, αγούρ'=αγόρι/παιδί, αγούραια=αγόρια, άγουρον=άντρας, αγουρόπον=παιδάκι, αγουρόπα=παιδάκια, Άγουστον=Αύγουστος, αγράνεμον=αγριάνεμο ς, άγριον=άγριος,

Transcript of ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Page 1: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

~ Α ~ αβαράς=χασομέρης, αβάσιμεσα=αβάσιμη, άβαφεσα=άβαφη, άβγαλτεσα=άβγαλτη, άβολεσα=άβολη, αβούτα(α'ούτα)=τούτα/αυτά, αβούτε(α'ούτε)=τούτη, αβούτεν(α'ούτεν)=τούτην, αβούτο(α'ούτο)=τούτο, αβουτοίντς=τούτους, αγαθέσα=αγαθή, αγαπητικιέσα=αγαπητικιά, άγγιχτεσα=άγγιχτη, αγγούρ=αγγούρι, αγγούρ(ε)ια=αγγούρια, αγιάρ=σέλα, αγίασμαν=αγίασμα, αγκαλέζω=αγκαλιάζω, αγκαλέεις=αγκαλιάζεις, αγκαλιάζ'νε=αγκαλιάζουν, αγκαλώ=καταγγέλω, αγλήγορα=βιαστικά, αγληγορώ=βιάζομαι, αγνόν=αγνός, αγνέσα=αγνή/παράξενη, αγούρ'=αγόρι/παιδί, αγούραια=αγόρια, άγουρον=άντρας, αγουρόπον=παιδάκι, αγουρόπα=παιδάκια, Άγουστον=Αύγουστος, αγράνεμον=αγριάνεμος, άγριον=άγριος, αγριέσα=άγρια, αγριόγατεσα=αγριόγατα, αγροκόσαρον=αγριόκοτα, αγρούμαι=αγριεύομαι/φοβάμ-αι, αγρούστ'=ανώρυμο, αγροτέρεμαν=αγριοκοίταγμα αγροτερίδ'=το σκιάχτρο, αγροτερώ=αγριοκοιτάζω, αγρότες=αγρότης, άγρυπνεσα=άγρυπνη, αδά=εδώ, αδακά=εδώ πέρα, αδακές=προς τα δω, αδά μερέαν=προς αυτήν τη μεριά,

Page 2: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

αδερφέσα=αδερφή, αδιάντροπεσα=αδιάντροπη, αδιάφορεσα=αδιάφορη, αδίς=θα δώσεις, Αεργίτες=Νοέμβριος, αερόπον=αεράκι, αέτς=έτσι, αζευγάρωτεσα=αζευγάρωτη, αηδόν=αηδόνι, αθάνατεσα=αθάνατη, άθαφτεσα=άθαφτη, αζπάρεα=αυλόπορτες, αήκα=τέτοια, αήκον=τέτοιο, αϊτέστε=αντέστε/άντε, ακαμάτς=ακαμάτης, άκαρδεσα=άκαρδη, ακεκά=εκεί πέρα, άκλερα=καημένα, άκλερε=καημένε, άκλερον=καημένος, ακονιστήρ=ακονιστήρι, ακονίζ=ακονίζει, ακονίζνε=ακονίζουν, ακριβέσα=ακριβή, άκ'σον=άκουσε, άλας=αλάτι, άλειμαν=λίπος, α λέγω=θα πω, αλέτρ=αλέτρι, αλέτραι=αλέτρια, αλεύρ=αλεύρι, αληθείαν=αλήθεια, αλίζω=αλατίζω, αλλ'=άλλοι, αλλομίαν=ξαφνικά/οπότε, αλλτς=άλλους, αλυκόν=αλμυρό, αλφάρ=αλφάδι, αλών=αλώνι, αλώναι=αλώνια, Αλωνάρτς=Αύγουστος, άμα=όταν, άμον = σαν/μόλις, αν=επάνω, αναπάγουνταν=αναπαύονται, ανασκάφτω=βρίζω, ανασπάλω=ξεχνώ, ανασπάλνε=ξεχνούν, αν-αφκά=άνω-κάτω,

Page 3: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

αναχάπαρτα=απότομα, ανεμικά=ρευματισμοί, ανέντροπος=αδιάντροπος, ανεψά=ανεψιά, ανεψόν=ανεψιός, ανθρωπίαν=ανθρωπιά, άνιφτεσα=άπλυτη, άνιφτος=άπλυτος, ανκεκά=πέρα κει, ανοίω=ανοίγω, ανοίγνε=ανοίγουν, ανοιγάρ=κλειδί, αντάμωμαν=αντάμωμα, αντζήν=πόδι/σκέλος, αντζήα=πόδια/σκέλη, αντράλφος=κουνιάδος, αντρίζω=παντρεύομαι, αντρίζνε=παντρεύουν, άντρισον=παντρέψου, αξινάρ=τσεκούρι, απ'αδά=από εδώ, απ'αδα μερέαν=απ' αυτή τη μεριά, απ'αδακές=αποδώ πέρα, απ'αδαπές=αποδώ μέσα, απάν=απάνω, απ'ανκές=επάνω επάνω, απαντήν=πρωιπάντεμα, απάνε=θα πάνε, απάνι μ'=επάνω μου, απένα=θα πήγαινα, απές=μέσα, απίδ=απίδι, απίδεα=απίδια, απιδεβένω=εγκαταλείπω, αποθαμέν=αποθαμένοι, απόθεν=από που, αποκαμούμαι=παραλύω, αποκαρδίζω=απογοητεύω, απομέν=θα μείνει, αποπουρνά=από αύριο, αποσκευαρίζω=τακτοποιώ, απο 'φκά=από κάτω, αποτσοχαλίζω=εξαθρώνω, απόψ=απόψε, απράνας=προ ολίγου, Απρίλτς=Απρίλης, αρ=έτσι/βεβαίως, αραία=αραιά, αραέβω=γυρεύω/ψάχνω,

Page 4: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

αραέβνε=γυρεύουν/ψάχνουν, αραέβμαν=ψάξιμο, αροθυμώ=νοσταλγώ, αροθυμούνε=νοσταλγούν, αροθυμίαν=νοσταλγία, αραπάν=κάρο, αρνί μ'=αρνί μου/καλή μου, αροψέ=προ ημερών, αρπάζ=αρπάζει, αρτούκ=επιτέλους, αρύνω=αραιώνω, άρχαλ=μακάρι, αρχήνεψα=άρχισα, αρχήνεψον=άρχισε, αρωτώ=θα ρωτήσω, α σά=απ’ τα, ασ'=απ’ το, ασ' ατόν=απ’ αυτόν, ασά τότε=από τότε, ας εν=ας είναι, α'σην=από την, ασίρω=θα τραβήξω, άσκεμα=άσκημα, άσκεμον=άσκημος, ασκόνα=θα το σηκώσω, ασλήν=αλήθεια, ασό=απ’ το, ασπαλίζω=κλειδώνω, ας παιρ=ας πάρει, αστά=στάσου, αστέρ=αστέρι, ασύρ=άχυρο, ατέ=αυτή, ατέν=αυτήν, ατό=αυτό, ατόν=αυτόν, ατοίν=αυτοί, ατουκά=μπροστά σου, ατσάλ=ατσάλι, ατσάπαν=άραγε, αυλάκ=αυλάκι, αυλούκ=ξυνόχορτο, αφαιρέθα=ξεχάστηκα, αφεντάνθρωπος=αρχοντάνθρωπος, αφκά=υπό/κάτω, άφσ ατο=άφησέ το, άφσ' ατα=άφησέ τα, αφορισμέντσα=πανέξυπνη, άφσον=άφησε, αφουκρούμαι=κρυφακούω,

Page 5: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

αφώτιστεσα=καταραμένη/έξυπνη, αχάντ=αγκάθι, αχάντεα=αγκάθια, άχαρα=χαμένα/καημένα, άχαρον=καημένος, αχούλ=μυαλό, αχούλεα=μυαλά, αχουλούς=μυαλομένος, αχπάνω=ξεριζώνω, αχπάνε=ξεριζώνουν, αχπά(γ)ουμαι=τρομάζω, αχπαράζω=τρομάζω άλλον, αχπαράουνταν=τρομάζουν, αχπάσκουμαι=ξεκινώ, αχπάσκουνταν=ξεκινούν, αχταλέβω=σκάβω, αχταλέβνε=σκάβουν, αχτάλεμαν=σκάψιμο, αψίνω=ανάβω, αψίνε=ανάβουν, άψιμον=φωτιά ~ Β ~ βαδίζνε=βαδίζουν, βαθέα=βαθιά, βάλον=βάλε, βαρέα=βαριά, βαρκίζω=φωνάζω δυνατά, βασιλέας=βασιλιάς, βέτρε=κουβάς, βελόναι=βελόνια, βερεσμέντσα=έγκυος, βουδ=βόδι, βούκα=μπουκιά, βούρα=χούφτα, βουρκέντ=βουκέντρα, βούτορον=βούτυρο, βουτούρτα=βούτυρα, βράδον=βράδυ, βράδαι=βραδιά, βρακίν=σώβρακο, βρεσ=βρέχει, βράσα=ανεμοβλογιά, βρασόλ=βραχιόλι, βρεσήν=βροχή, βρούλα=φλόγα

~ Γ ~ γαβάγ=καβάκι, γαβάλ=φλογέρα,

Page 6: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

γαβούν=πεπόνι, Γαβρήλτς=Γαβριήλ, γαϊδούρ=γαϊδούρι, γαζανέβω=κερδίζω, γαήμπ=γερό, γάλε=σιγά, γαλέχουλεν=χλιαρό, γαντάρ=ζυγαριά, γαντουρέβω=ξεγελώ, γαντουρέβνε=ξεγελούν, γαρή=γυναίκα, γαρκόν=αρσενικό μικρό βόδι, γαρκά=αρσενικά μικρά βόδια, γειτόν=γειτόνοι, γεγουτέν=ξανά, γελαστέας=γελαστός, γελέκον=γιλέκο, γέλτα=γέλια, γενέα=γενεά/γενιά, γεράν=πληγή, γεραλούν=πληγωμένο, γήτεμαν=μάτιασμα, για=ή, γιαμ=μήπως/μπας, γιαζίν=πεδιάδα, γιαζία=πεδιάδες, γιαμασκούλα=καρδερίνα, γιαν=γωνία/άκρη, Γιάννες=Γιάννης, γιατρέσα=γιατρίνα, γιόκσαμ=αλλιώς, γιομ=γιος μου, γιοργάν=στρώμα, γιοσμάς=όμορφος, γιοφύρ=γεφύρι, Γιωρίκας=Γιώργος, γλιάζω=γλιστρώ, γλιάζνε=γλιστρούν, γλουπίζω=ξεφλουδίζω, γλυκέα=γλυκά, γλυκοχαράζ=γλυκοχαράζει, γλύνω=λειώνω, γνεφίζω=ξυπνώ, γομώνω=γεμίζω, γογγύζω=βογγάω, γονεικά=γονείς, γονουσέβω=συζητώ, γουβίν=πηγάδι, γουζεμέντσα=θυμωμένη, γουζεμένος=θυμωμένος, γουζέβω=θυμώνω,

Page 7: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

γούλα=λαιμός, γουρούδια=καρούμπαλα, γουρούν=γουρούνι, γουρπάν=να σε χαρώ, γουρταλάβω=πειράζω, γουταρέβω=γλιτώνω, γουταρέβνε=γλιτώνουν, γραγρού=καταχνιά, γραμματισμέν=γραμματισμένοι, γραία=γριά, γραιάδες=γριές, γρασέβω=προσπαθώ, γράσκουμαι=παλιώνω, γραφτ=γράφει, γριντζίλαι=ούλα, γρίναι=γρίνια, γυναικαδέλφη=κουνιάδα, γυναικίζω=παντρεύομαι, γιναικίζνε=παντρεύονται ~ Δ ~δαβαίνω=προσπερνώ, δαβαίνε=προσπερνούν, δαβρίν=βέργα, δαβρία=βέργες, δακρ=δάκρυ, δάκραι=δάκρυα, δακόσαι=διακόσια, δάκσον=δάγκωσε, δάκω=δαγκώνω, δάκνε=δαγκώνουν, δέβασμαν=πέρασμα/διάβασμα, δέβα=πήγαινε, δεβάζω=διαβάζω, δεβάζνε=διαβάζουν, δέβολον=διάβολος, δεκαέξ=δεκάξι, δεκνίζω=δείχνω, δεκνίζνε=δείχνουν, δεκνίζω σε=σε δείχνω, δελέγουμαι=μπερδεύομαι, δελέγουνταν=μπερδεύονται, δεματικόν=βέργα για δέσιμο του ξυλοδέματος, δεξάμενον=νουνός, δεξαμέντσα=νουνά, δεξιματέα=βαφτιστικιά, δεσκάλ=δάσκαλοι, δεσκάλτσα=δασκάλα,

Page 8: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

δέσον=δέσε, δέσονατον=δέστον, δεσπότς=δεσπότης, δι και παιρ=δίνει και παίρνει, δίγω=δίνω, δίνε=δίνουν, δίγωσε=σε δίνω, δικέλ=τσάπα, διπλανέσα=διπλανή, δουκάλ=καπίστρι, δουλ=δούλοι, δουλτς=δούλους, δυ=δύο, δύο ημ’ς=δυόμισι, δύσα=δύση/τέλος, δύσκολεσα=δύσκολη, δωσ=δώσε, δώσμε=δώσε μου

~ Ε ~ εβγάλω=βγάζω, εβγάλνε=βγάζουν, εγουταρέφτα=γλίτωσα, εγουτουρέφτα=καλοκάθησα, εγουτούρεψα=κάνω τρέλες, εβζήνα=έσβηνα, εβζήναν=έσβηναν, έβρα=βρήκα, εβράδινεν=βράδιασε, έβραν=βρήκαν, έβρα σε=σε βρήκα, εβρίκνε=βρίσκουν, εβρίκω σε=σε βρίσκω, εβρίουμαι=βρίσκομαι, εβρίουνταν=βρίσκονται, εβώρα(ευ-ώρα)=σκιά/δροσιά, εγαντούρεψα=ξεγέλασα, εγαντούρεψαν=ξεγέλασαν, εγάπανα=αγαπούσα, εγάπαναν=αγαπούσαν, εγάπεσα=αγάπησα, εγάπεσαν=αγάπησαν, εγέλανα=γελούσα, εγεννέθα=γεννήθηκα, εγεννέθαν=γεννήθηκαν, έγκα=έφερα, έγκαν=έφεραν, εγλίαξα=γλίστρισα, εγλίαξαν=γλίστρισαν, εγνάψα=κατάλαβα,

Page 9: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

εγνάψαν=κατάλαβαν, εγνέφσα=ξύπνισα, εγνέφσαν=ξύπνησαν, εγνώρτσα=γνώρισα, εγνώρτσαν=γνώρισαν, εγόμωσα=γέμισα, εγόμωσαν=γέμισαν, εγόμωσά σε=σε γέμισα, εγούζεψα=θύμωσα, εγούζεψαν=θύμωσαν, εγουρέφτα=κάθησα, εγροικώ=καταλαβαίνω, εγροικούν=καταλαβαίνουν, εγροίξα=κατάλαβα, εγροίξαν=κατάλαβαν, εδέβα=πέρασα, εδέβασα=διάβασα/μπατίρησα, εδέβεν πλαν=προσπέρασε, εδέκνισα=έδειξα, εδέκνιζα=έδειχνα, εδώρτσα=δώρισα, εδώρτσαν=δώρισαν, έδωκα=έδωσα, εζαλίγα=ζαλίστηκα, εζαλίγαν=ζαλίστηκαν, εζάντινα=τρελάθηκα, έζηνα=ζούσα, εζόρτσα=ζόρισα, εζύαξα=ζύγισα, εζύαξαν=ζύγισαν, εθάρνα=νόμιζα, εθάρναν=νόμιζαν, εθαρρώ=νομίζω, εθαρρούν=νομίζουν, εθάφταν=θάφτικαν, εθέλνα=ήθελα, εθέλναν=ήθελαν, εθυμέθα=θυμήθηκα, εθυμέθαν=θυμήθηκαν, είδασε=σε είδα, εις=ένα, εκάγα=κάηκα, εκάγαν=κάηκαν, εκαλοκάτσα=καλοκάθησα, εκαλοκάτσαν=καλοκάθησαν, εκαλωσόρτσα=καλωσόρισα, εκαλωσόρτσαν=καλωσόρισαν, εκατίβα=κατέβηκα, εκατίβαν=κατέβηκαν,

Page 10: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

εκατίβασα=κατέβασα, εκάτσα=κάθησα, εκειαπές=εκεί μέσα, εκείν=εκείνοι, εκείνε=εκείνη, εκέκα=εκεί, εκές=προς τα κει, εκλείστα=κλειδώθηκα, εκλείσταν=κλειδώθηκαν, εκλόστα=γύρισα, εκλόσταν=γύρισαν, έκσα=έχυσα, έκσαν=έχυσαν, εκξίγα=χύθηκα, εκξίγαν=χύθηκαν, εκοιμέθα=κοιμήθηκα, εκοιμέθαν=κοιμήθηκαν, εκαλατίγαν=αμάρτησαν, εκόλτσα=κόλλησα, εκόλτσαν=κόλλησαν, εκόμπωσα=ξεγέλασα, εκόμπωσαν=ξεγέλασαν, εκόμπωσά σε=σε ξεγέλασα, εκορδιλέγα=μπερδεύτηκα, εκορδιλέγαν=μπερδεύτηκαν, εκοτιλέφτα=αδυνάτησα, εκοτιλέφταν=αδυνάτησαν, εκουβάλνα=κουβαλούσα, εκούζνα=φώναζα, εκούζναν=φώναζαν, εκούντεσα=έσπρωξα, εκούντεσαν=έσπρωξαν, εκούντενα=έσπρωχνα, εκούξα=φώναξα, εκούξαν=φώναξαν, εκούρτεσα=κατάπια, εκουφάθα=κουφάθηκα, εκουφάθαν=κουφάθηκαν, έκσεν α=το άκουσε, ελέγκεβα=πηδούσα, ελάγκεβαν=πηδούσαν, ελάγκεψα=πήδησα, ελάγκεψαν=πήδησαν, ελάηζα=κουνούσα, ελάηζαν=κουνούσαν, ελάλεσα=κάλεσα, έλαμνα=όργωνα, έλαμναν=όργωναν, ελαρώθα=γιατρεύτηκα, ελαρώθαν=γιατρεύτηκαν, ελάρωνα=γιάτρευα,

Page 11: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ελάρωναν=γιάτρευαν, ελάστα=γύρισα, ελάσταν=γύρισαν, ελάχμαξα=κατακουράστηκα, ελάχμαξαν=κατακουράστηκαν, έλεα=έλεγα, έλεπα=έβλεπα, έλεπαν=έβλεπαν, ελέπω=βλέπω, ελέπνε=βλέπουν, ελίβωσεν= μαύρισε ο ουρανός, ελλάγα=άλλαξα, ελλάγαν=άλλαξαν, εμέν=εμένα, εμέτσα=μέθυσα, εμέτσαν=μέθυσαν, έμνα=έμεινα/περίμενα, έμναν=έμειναν/περίμεναν, έμνε=ήμουνα, έμνες=ήμασταν, έμνοστος=νόστιμος, έμνοστεσα=νόστιμη, εμπαίνω=μπαίνω, έμπα=μπες, εμπονέστε=νηστεία, εμπροστά=μπροστά, εμπροσθέλα=σαλιαρίστρα, ενάμπς=ενάμισι, έν=είναι, ενανξάη=λιγάκι, ενεβράχτα=βράχηκα, ενεβράχταν=βράχηκαν, ενεπάγα=ξεκουράστηκα, ενεπάγαν=ξεκουράστηκαν, ενεγκάστα=κουράστηκα, ενεγκάσταν=κουράστηκαν, ενεγκάσκουσ'νε=κουραζόσουν, ενέσπαλα=ξέχασα, ενέσπαλαν=ξέχασαν, ενέφσα=έσβησα, ενέφσαν=έσβησαν, ενίφτα=πλύθηκα, ενίφταν=πλύθηκαν, ένιψα=έπλυνα, ένιψαν=έπλυναν, ένοιξα=άνοιξα, ένοιξαν=άνοιξαν, ένουμνε=έγινα,

Page 12: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ενούνιζα=σκεφτόμουν, ενούνιζαν=σκέφτοταν, ενούντσα=σκέφτηκα, ενούντσαν=σκέφτηκαν, εντάμαν=μαζί, έντερον=άντερο, εντόκα=χτύπησα/έδειρα, εντόκαν=χτύπησαν/έδειραν, έντον=έγινε, εντούνα=χτυπούσα, εντούναν=χτυπούσαν, ενύχτωσα=νύχτωσα, ενύχτωσαν=νύχτωσαν, εξ=έξω, έξ=έξι, έξα=άκουσα, έξαν=άκουσαν, εξασφαλίζ=εξασφαλίζει, εξέβα=βγήκα, εξέβαν=βγήκαν, εξέγκα=έβγαλα, εξέγκαν=έβγαλαν, εξέγκα σε=σε έβγαλα, έξερα=ήξερα, έξεραν=ήξεραν, εξεραχώβα=ξεκαρδίστηκα, εξεραχώθαν=ξεκαρδίστηκαν, έξεργος=γιορτή/αργία, εξέρω=ξέρω, εξέρνε=ξέρουν, εξόν=εκτός, έξυπνεσα=έξυπνη, εορτάζ=γιορτάζει, έπα=ήπια, έπαν=ήπιαν, έπαρ=πάρε, επαλαλόθα=τα έχασα, επαλαλώθα=τρελάθηκα, έπαρ και δως=πάρε και δώσε, επάρθα=πάρθηκα, επάρθαν=πάρθηκαν, επαρακάλνα=παρακαλούσα, επαρακάλναν=παρακαλούσαν, επαρεδέβα=προσπέρασα/παραωρίμασα, επαρεδέβεν=προσπέρασε/παραωρίμασε, επαρλάεβα=έλαμπα, επαρλάεβαν=έλαμπαν,

Page 13: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

επάτνα=πατούσα, επάτναν=πατούσαν, επεδέβεν=προσπέρασε, επεβγάλω=ξεπληρώνω, επεκεί=αποκεί/κατόπιν, έπεη=αρκετά/κάμποσο, επεκή=μετά/ύστερα, επελέστα=έμεινα, επελέσταν=έμειναν, επέμνα=έμεινα, επέμναν=έμειναν, επένα=πήγαινα, επέναν=πήγαιναν, επενούντσα=ξανασκέφτηκα, επενούντσαν=ξανασκέφτηκαν, επέρα=πήρα, επετσιλτέφτα=κατουρήθηκα, επετσιλτέφταν=κατουρήθηκαν, επήγα=πήγα, επήγαν=πήγαν, επήνα=έκαμα, επήναν=έκαμαν, επίασα=έπιασα, επιάστα=πιάστηκα, επιδέβα=έδυσα/βασίλεψα, επιδέβαν=έδυσαν/βασίλεψαν επίκα=έκανα, επίκαν=έκαναν, επόνα=πονούσα, επόναν=πονούσαν, επόρνα=μπορούσα, επόρναν=μπορούσαν, επορτάτεσα=περπάτησα, επορπάτεσαν=περπάτησαν, επορώ=μπορώ, επορούν=μπορούν, επουγαλέφτα=βαρέθηκα, επουγαλέφταν=βαρέθηκαν, επούλτσα=πούλησα, επούλτσαν=πούλησαν, επούρνιξα=πέταξα, επούρνιξαν=πέταξαν, επουσμάνεψα=μετάνιωσα, επουσμένεψαν=μετάνιωσαν, εράεβα=γύρευα, εράεβες=γύρευες, εράεψα=έψαξα, εράεψαν=έψαξαν, εράεψεν=έψαξε,

Page 14: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

εράεβαν=γύρευαν, εράεβα σε=σε γύρευα, έργατα=έργα, έργεψα=άργησα, έργεψαν=άργησαν, ερέζω=φυλάω, ερέζνε=φυλάνε, ερέσκουμαι=νοστιμεύομαι, έρημεσα=έρημη, έρθα=ήρθα, έρθαν=ήρθαν, έρθεσαι=έρχεσαι, ερία=πρόσεξε, ερίαζα=φύλαγα, ερίαζαν=φύλαγαν, εριάζω=φυλάω, εριάζνε=φυλάνε, ερίαμαν=σκοπιά, ερίαξα=φύλαξα, ερίαξαν=φύλαξαν, ερίγασα=κρύωσα, ερίγασαν=κρύωσαν, εροθύμεσα=νοστάλγησα, εροθύμεσαν=νοστάλγησαν, ερούξα=έπεσα, ερούξαν=έπεσαν, έρται=έρχεται, έρταν=έρχονται, ερχίνεσα=άρχισα, ερχίνεσαν=άρχισαν, ερχίνεψα=άρχισα, έρχουμαι=έρχομαι, ερώτανα=ρωτούσα, ερώταναν=ρωτούσαν, ερώτεσα=ρώτησα, ερώτεσαν=ρώτησαν, ερωτώ=ρωτώ, ερωτούν=ρωτούν, εσ=έχει, έσαν=ήταν, εσάσεψα=τάχασα, εσάσεψαν=τάχασαν, εσάρεβα=κολλούσα, εσάρεβαν=κολούσαν, εσάρεψα=κόλλησα, εσάρεψαν=κόλλησαν, εσβήγα=έσβησα, εσβήεν=έσβησε, εσέβα=μπήκα, εσέβαν=μπήκαν,

Page 15: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

εσέγκα=έβαλα, εσέγκαν=έβαλαν, εσέν=εσένα, εσέρεβα=μάζευα, εσέρεβαν=μάζευαν, εσέρεψα=μάζεψα, εσέρεψαν=μάζεψαν, εσερέφτα=μαζεύτηκα, εσερεύταν=μαζεύτηκαν, εσκώθα=σηκώθηκα, εσκώθαν=σηκώθηκαν, έσνε=ήσουν, εσόχρεψες=τα μούσκεψες, εσουμαδεύτα=αρραβωνιάστηκα, εσουμαδεύταν=αρραβωνιάστηκαν, εστάθα=στάθηκα, εστάθαν=στάθηκαν, εσταμάτσα=σταμάτησα, εσταμάτσαν=σταμάτησαν, έστουνε=είσαστε, εσυναντέθα=συναντήθηκα, εσυναντέθαν=συναντήθηκαν έσυρα=τράβηξα, έσυραν=τράβηξαν, ετάβιζα=μάλωνα, ετέρεσα=κοίταξα, ετέρεσαν=κοίταξαν, ετέρνα=κοιτούσα, ετέρναν=κοιτούσαν, ετικλέφτα=στάθηκα, έτον=ήταν, ετοπλάβνα=μάζευα, ετοπλάβναν=μάζευαν, ετοπλάεψα=μάζεψα, ετοπλάεψαν=μάζεψαν, ετοπλάφτα=μαζεύτηκα, ετοπλάφταν=μαζεύτηκαν, ετόχτωσα=μωλώπισα, ετόχτωσαν=μωλώπισαν, ετράνινα=μεγάλωσα, ετράνιναν=μεγάλωσαν, ετσάηξα=φώναξα, ετσάηξαν=φώναξαν, ετσάκωσα=έσπασα, ετσάκωσαν=έσπασαν, ετσάμωσα=έκλεισα, ετσάμωσαν=έκλεισαν, ετσατσαλίγα=ξεγυμνώθηκα,

Page 16: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ετσατσαλίεν=ξεγυμνώθηκε, ετσέρτσα=ξέσχισα, ετσέρτσαν=ξέσχισαν, ετσορκάνιζα=έσερνα, ετσορκάνιζαν=έσερναν, ετσίλτεβα=κατουρούσα, ετσίλτεψα=κατούρησα, ετσίλτεψαν=κατούρησαν, ετσούπωσα=έκλεισα, ετσουρούκεψα=σάπισα, ετσουρούκεψεν=σάπισε, εύκαιρος=άδειος, εύκαιρεσα=άδεια, ευκαιρώνω=αδειάζω, έφαες=έφαγες, εφάζνα=τάισα, εφάζναν=τάιζαν, εφάνθα=φάνηκα, εφάνθαν=φάνηκαν, εφέκα=άφησα, εφέκαν=άφησαν, εφέκα σε=σε άφησα, εφέρνα=έφερνα, εφήνα=άφηνα, εφήναν=άφηναν, εφιλέθα=φιλήθηκα, εφιλέθαν=φιλήθηκαν, εφίλεσα=φίλησα, εφίλεσαν=φίλησαν, εφλούγκωσαν=βλάστησαν, εφουρκίγα=πνίγηκα, εφουρκίγαν=πνίγηκαν, εφουρλάεψα=πέταξα, εφουρλάεψαν=πέταξαν, εφούρξα=έπνιξα, εφούρξαν=έπνιξαν, εφτάνω=φθάνω, εφτάνε=κάνουν/ φθάνουν, εφτάω=κάνω, εχάθα=χάθηκα, εχάθαν=χάθηκαν, εχαλάγα=χάλασα, εχαλάγαν=χάλασαν, εχαντηλίαζα=γαργάλεβα, εχαντηλίαζαν=γαργάλεβαν, εχάρα=χάρηκα, εχάραν=χάρηκαν, εχάρτσα=χάρισα, εχάρτσαν=χάρισαν, εχάσα=έχασα,

Page 17: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

εχάσαν=έχασαν, εχασμουρέθα=χασμουρήθηκα, εχασμουρέθαν=χασμουρήθηκαν, εχολέστα=θύμωσα, εχολέσταν=θύμωσαν, εχολώθα=θύμωσα, εχολώθαν=θύμωσαν, εχουλέθα=ζεστάθηκα, εχουλέθαν=ζεστάθηκαν, εχουλίανα=ζέστανα, εχουλίαναν=ζέσταναν, εχπαράγα=τρόμαξα, εχπαράεν=τρόμαξε, έχπασα=ξερίζωσα, έχπασαν=ξερίζωσαν, εχπάστα=ξεκίνησα, εχπάσταν=ξεκίνησαν, εχτάλεβα=έσκαβα, εχτάλεβαν=έσκαβαν, εχτάλεψα=έσκαψα, εχτάλεψαν=έσκαψαν, έψα=άναψα, έψαν=άναψαν, εψαλάφεσα=ζήτησα, εψαλάφεσαν=ζήτησαν, εψόφεσα=ψόφησα, εψόφεσαν=ψόφησαν, εψώντσα=ψώνισα, εψώντσαν=ψώνισαν

~ Ζ ~ ζα=ζώα, ζαγάρ=ζαγάρι, ζαλίγουμαι=ζαλίζομαι, ζαλίγουνταν=ζαλίζονται, ζαντέ=τρελέ, ζαντέσα=τρελη, ζαντίας=τρέλες, ζαντίνω=τρελαίνομαι, ζαντός=τρελός, ζαρ=ζάρι, ζαρκάδ=ζαρκάδι, ζαρομύτς=στραβομύτης, ζαρογούλτς=στραβολαίμης, ζαρούδια=ζάρες, ζατίμ=μα/σάμπως, ζεβλίν=σιδερόβεργα ζυγού, ζεβλία=σιδερόβεργες ζυγού,

Page 18: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ζεμία=ζημιά, ζεμπίλ=ζεμπίλι, ζέστε=ζέστη, ζεστέαται=ζεσταίνεσαι, ζηνίσ=χάντρα, ζηνίσαι=χάντρες, ζήσον=ζήσε, ζιζάν=ζιζάνι, ζορ=ζόρι/ δυσκολία, ζίπκας=ποντιακή αντρική φορεσιά, ζουμάρ=ζυμάρι, ζουμπούλ=ζουμπούλι, ζουρνά=κλαρίνο, ζουρνάδας=κλαρίνα, ζουμώνω=ζυμώνω, ζουμώνε=ζυμώνουν, ζωγρόν=υγρό, ζωνάρ=ζωνάρι, ζωνάραι=ζωνάρια, ζώσκουμαι=ζώνομαι

~ Η ~ ηβόρρα=αύρα, ηβόρριζα=λίχνιζα, ηβορρίζω=λιχνίζω, ηβορρίουμαι=λιχνίζομαι, ηβόρτσα=λίχνισα, ηβωρίζνε=λιχνίζουν, ηβωρίζω=λιχνίζω, ηβώρισμαν=λίχνισμα, ήγκα=έφερα, ηγκορέα=κόρη ματιού, ηλάζνε=γαβγίζουν, ηλάζω=γαβγίζω, ηλαίνομαι=παθαίνω ηλίαση, ήλαξον=γάβγισε, ηλάσκουμαι=ηλιάζομαι, ηλάστα=ηλιάστηκα, ηλείφ=σαπουνήστρα, ήλεμ=ήλιε μου, ηλέπαρμαν=ανατολή ηλίου, ηλέπορος=προσήλιος, ηλεφωταταγμένος=ηλιοφώτιστος, ηλιάσκουμαι=λιάζομαι, ηλίασμαν=ήλιασμα, ηλικιασμέμνος=ηλικιωμένος, ηλικίουμαι=ηλικιώνομαι, ηλικιώθα=ηλικιώθηκα, ηλοβασίλεμαν=ηλιοβασίλεμ

Page 19: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

α, ηλοκαμένος=ηλιοκαμένος, ηλοκαπάτεμαν=ηλιοσκέπασμα, ήλον=ήλιος, ηλοξάψιμον=λιοπύρι, ηλοχάραγμαν=ανατολή ήλιου, ημέρεμαν=ημέρευση, ημερεύ=ημερώνει, ημερκόν=μεροκάματο, ημερομίστιν=ημερομίσθιο, ημερούμαι=εξημερώνομαι, ημερούνταν=εξημερώνονται, ημερώθα=ξημερώθηκα, ημέρωμα=ξημέρωμα, ημέρωσα=ημέρεψα, ήμπαν= οπουδήποτε, ημσά=μισά, ημσόν=μισό, ημσός=μισός, ήνταν=οτιδήποτε, ότι, ήπαρη= συκώτι, ησυχασία = ησυχία, ήσυχεσα=ήσυχη, ησυχίζω=ησυχάζω, ητεύω=δελεάζω, ηύρα=βρήκα, ηυρήκω=βρίσκω, ήψα=άναψα

~ Θ ~θα χάμαι=θα χαθώ, θα χάμες=θα χαθούμε, θα χάνταν=θα χαθούν, θαβάρα=εφιάλτης, θαγματούρι=θαύμα, θαλαμίδιν=μικρό διαχώρισμα, θαλασσάκρα=ακρογιαλιά, θαλασσέα=θαλάσσια αύρα, θαλασσομάνα=μέδουσα/ τσούχτρα, θαλασσοπούλ=θαλασσοπούλι, θαλάσσωμα=τρικυμία, θαλύνω=βγάζω βλαστούς, θάμα=θαύμα, θάμαγμαν=θαυμασμός, θαμάζω=θαυμάζω, θαμαντουρία=μεγάλο θαύμα, θάμασμαν=θαυμασμός,

Page 20: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

θαμαστός=θαυμαστός/παράξενος, θαμνίν=θάμνος, θαμπούρωμαν=θάμπωμα, θαμπουρώνω=θαμπώνομαι, θανατέα=ετοιμοθάνατος, θανατίτα=πικρόχορτο, θανέσα=μνημόσυνο, θανή=θάνατος/κηδεία, θαραπεύομαι=θεραπεύομαι, θαραπίδες=υπηρέτριες, θάρρεμαν=ελπίδα, θαρρεύκουμαι=έχω θάρρος, θαρρικά=ελπίδες, θαρρώ=νομίζω, θάφκουμαι=θάβομαι/ενταφιάζομαι, θαφτ=θάψου, θάφτω=θάβω, θάψον=θάψε, θέ(γ)α=χωρίς/δίχως, θεγατέρα=θυγατέρα, θέιατρον=θέατρο/θέαμα, θειίτζα=θείτσα, θείον=θείος, θέκα=φώκια, θεκάρ=θήκη μαχαιριού, θέκλα=κουτσομπόλα, θεκλέας=αστείος/χαϊδεμένος, θεκλεία=χάιδεμα, θεκλεύκουμαι=αστειεύομαι/κουτσομπολεύω, θεκλού=αστεία/χαϊδεμένη, θέκω=τοποθετώ/βάλλω, θελ=θέλει, θελακώνω=κουμπώνω/θηλιάζω, θέλαμαν=θέλημα/επιθυμία, θελείναιμον=θέληση, θελέκ=κουμπότρυπα/θηλιά, θελέκα=κουμπότρυπα/βρόχος/θηλιά, θελεκιάζω=κάνω κουμπότρυπες, θελεκώνω=θηλιάζω, θελέσα=εκούσια/μάταια, θελεσινά=θεληματικά/άδικα, θελκέσσα=θηλυκιά, θελκός=θηλυκός, θέλμαν=θέλημα,

Page 21: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

θελματάρτς=πεισματάρης, θέλνε=θέλουν, θελός=θολός, θέλσιμον=θέληση/βούληση, θελτς=θέλεις, θελυκός=θηλυκός, θελυκώνω=κουμπώνω, θελώνω=θολώνω, θέμαν=μέρος χωραφιού, θεμέλ=θεμέλιο, θεμελία=ράφια, θεμέλιν=θεμέλιο, θεμελίον=ράφι, θεμελώνω=θεμελιώνω, θέμπερα=προς τα εδώ, θεμών=θημωνιά, θεμωνόπον=μικροθημωνιά, θενά=θέλει να, θέξιμον=τοποθέτηση, θεογνωσία=καλή διαγωγή, θεοξύριστος=σπανός, θεοπάλαλος=θεότρελος, θεοτικά=ενάρετα/με φόβο Θεού, θεοτικέσσα=θεοφοβούμενη, θεοτικοί=θεοφοβούμενοι, θεοτικός=θεοσεβής/αγαθός, θεού άφοον=αθεόφοβος, θεοφοβία=θεοσέβεια, θεόφοβος=θεοφοβούμενος/ευλαβής, θεόφτωχος=πάμπτωχος, θέπεκας=τσακάλι, θεπέλ=μεγάλος αετός, θεπέσα=μαϊμουδίτσα, θερακώνω=εξαγριώνομαι/οργίζομαι, θεραπεύκομαι=θεραπεύομαι, θεραπίδες=ουλές σώματος, θεραπός=θεραπευτής/υπηρέτης, θερίγομαι=θερίζομαι, θερίεσα=άγρια, θεριεύω=εξαγριώνομαι, θερί’ζνε=θερίζουνε, θερίον=θηρίο, θερίος=άγριος/θηριώδης, θέρισμαν=θέρισμα, θεριώνω=εξαγριώνομαι, θερμασέα=θερμότητα, θέρμε=πυρετός/θέρμη,

Page 22: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Θερμός=Ιούλης, θερμωτέσσα=ζεστούτσικη, θερμωτός=ζεστούτσικος, θερνός=θερινός, θέρον=καλοκαίρι/θερισμός, θέρτσον=θέρισε, θέσα=σκόρος, θεσοκομμένον=σκοροφαγωμένο, θεσοκόφτω=σκοροφαγώνω, θεωνάς=άθεος/άπιστος, θεωρητικέσσα=παρουσιαστική, θεωρητικός=παρουσιαστικός θεωσφόρος=εωσφόρος, θηλυκάζω=κάνω κουμπότρυπες, θημίζω=χορεύω τραγουδώντας, θημιστόν=ειδικός γαμήλιος χορός, θίγα=χωρίς/δίχως, θίγως=χωρίς, θλιβερακά=λυπητερά/θλιβερά, θλιβερακός=θλιβερός, θλίβομαι=λυπάμαι, θόγαλαν=ανθόγαλα, θογαλίζω=χωρίζω το ανθόγαλο, θογαλότανον=αριάνι, θοδωρίζω=πολυνηστεύω, θόλα=σταχτόνερο, θολέσσα=θολή, θόλιν=θόλος/καμάρα, θολομαχώ=θυμώνω/στεναχωριέμαι, θολούμαι=θολώνομαι, θόλωμαν=θόλωμα, θομάρ=θυμάρι, θομαρέα=μυρωδιά θυμαριού, θομαρόστυπα=τουρσί από θυμάρι, θονάρα=θημωνιά, θονός=θημωνιά, θουμούλ=ψίχουλο, Θουμούλα=Ευθυμία, θουμούλαι=ψίχουλα, θουρμουλάζω=θρυμματίζω, θουρμουλίζω=θρυμματίζω, θρακάλ=καρβουνόφτυαρο, θρακάριν=καρβουνόφτυαρο,

Page 23: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

θράκωμαν=αναμμένα κάρβουνα, θρακώνω=ανάβω/πυρώνομαι, θρακωτός=πυρακτωμένος, θρασκέας=δυτικός άνεμος, θράσκεμαν=πλημμύρα, θρασκεύω=πλημμυρώ, θρέβω=τρέφω, θρέμμαν=ανάθρεμμα, θρέφκομαι=τρέφομαι, θρέφτω=τρέφω, θρονάουμαι=ενθρονίζομαι, θρουμούλ=ψίχουλο, θρουμουλάζω=θρυμματίζω, θρουμουλίζω=θρυμματίζω, θρουμούλιν=ψίχουλο, θροφή=τροφή, θρύβω=κομματιάζω, θρύμμαν=ψίχουλο, θρυμμούλ=ψίχουλο, θρυμμουλίζω=κάνω ψίχουλα, θρύμπος=θρούμπη(φυτό), θρύφτω=κομματιάζω, θρύψιμον=κομμάτιασμα, θυγατερίτζα=κορούλα, θυλάκ=ασκός, θυλλόπιτες=πίτες τηγανιτές, θυμάζω=θυμιάζω, θυμαντόν=θυμιατό, θύμεψη=ενθύμηση, θυμητικόν=μνημονικό, Θυμία=Ευθυμία, θυμίαμαν=θυμίαμα/λιβάνι, θυμιαματέα=μυρουδιά θυμιάματος, θυμιαντόν=λιβανιστήρι, θυμίζω=λέω τα κάλαντα, θυμίωμαν=θυμίαμα/λιβάνι, θύμπιρον=θυμάρι, θυμώτες=οξύθυμος/ευέξαπτος, θυμώτης=θυμώδης/οξύθυμος, θύριν=πόρτα, θύψιμον=παπάρα, θώπεκας=τσακάλι, θώπεκες=τσακάλια, θωρακωτό=θωρηκτό, θωρέα=θωριά,

Page 24: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

θώρετρα=δώρα γαμπρού, θωρώ=βλέπω/παρατηρώ

~ Ι ~ ίασα=άγιασα, ιβόρα=αέρας, ιβορίζνε=λιχνίζουν, ιβορίζω=λιχνίζω, ιβόρισμαν=λίχνισμα, ιγδί=γουδί, ιγέβω=ταιριάζω, ιγνάζω=λιπαίνω, ιδάναιμο=όραση, ιδεί=όψη/μορφή, ιδέτσω=βλέπω, ίδιεσα=ίδια, ιδροκαμάτιν=με ιδρώτα, ιδροκοπώ=ιδρώνω, ίδρος=ιδρώτας, ιδρωματέα=μυρωδιά ιδρώτα, ιδρωτήρα=ιδρωτίλα, ίεμαν=ταίριασμα, ιεύω=ταιριάζω, ίεψα=ταίριασα, ίζεμα=επίπλευση, ιζεύω=επιπλέω, ίζεψα=επίπλευσα, ιή=γη, ιθακίασα=μεγάλωσα, ικανέσα=ικανή, ίλα=προπαντός/ιδίως, ιλαζούμ=αναγκαίο, ιλαζούμς=αναγκαίος, ίλασμα=οίκτος/ευσπλαχνία, ιλειόν=λείο, ιλειός=λείος, ίλεμ=εύχομαι/μακάρι, ίλερη=ιλαρά, ιλιαεύω=ψηλαφώ, ιλίκ=μεδούλι, ιλικρόσκουμαι=στριφογυρίζω, ιλιώ=λυπάμαι, ίλλα=προπαντός/εξάπαντος, ιλλιάεψον=χάιδεψε, ίλλιαμ=προπαντός, ιλοιφάζω=αλείφω, ιλοίφη=αλοιφή, ιλός=λείος, ιμ=μου, ιμζά=υπογραφή,

Page 25: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ιμζάδας=υπογραφές, ιμζαλαέβω=υπογράφω, ίμμονα=με κανένα τρόπο, ιμνώ=ορκίζομαι, ίμπειρος=έμπειρος/επιτήδειος, ιμπιστός=αξιόπιστος/έμπιστος, ιμπρίκ=δοχείο νερού, ιμπροϊστός=προύχοντας, ιμσά=μισά, ινάζω=λιπαίνω, ίναν=έναν, ινάνεμα=πίστη, ινάνευα=πίστευα, ινανεύω=καταλαβαίνω/πιστεύω, ινάνεψα=πίστεψα, ινανμάζ=αμετάπειστο, ινανμάης=αμετάπειστος, ινάνωση=εμπιστοσύνη, ινάτ=πείσμα, ινάτιν=πείσμα, ινάτς=πεισματάρης, ίνουμαι=γίνομαι, ινσάνια=κοινωνία, ινσαφσούζ=σκληρόκαρδο/άπονο, ίντανε=γίνονται, ιντέρ=άντερο, ιντζίρ=σύκο, ιντζίρα=σύκα, ίντιαν=οτιδήποτε/όποιον, ίντσαν=όποιος, ινώνω=χυλώνω, ίνωσα=χύλωσα, ιξός=ξόβεργα, ίος=πύον, ιπέκ=μετάξι, ιπουρκό=καρπός/οπωρικό, ιπώρα=οπωρικά, ιπωρκό=οπωρικό, ιραχάτα=ήσυχα/φρόνιμα, ιριάζω=αραιώνω/ξεδιαλύνω, ίσα=ίσια, ισάγουμαι=ισιώνομαι, ίσαζα=ίσιωνα/συγύριζα, ισάζω=ισιώνω/συγυρίζω, Ισάκς=Ισαάκ, ισκιζάραινα=επιτήδεια/δραστήρια,

Page 26: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ισκιζάρς=δραστήριος, ισκυρά=κούπα, ισλίκ=σώβρακο, ισμάρ=νεύμα/νόημα, ισμίλ=κέρδος, ισοδρομία=ομαλός δρόμος, ισόμαλα=ομαλά/ίσια, ισούλιαν=σιωπηρά, ιστά=στάσου, ιστάρ=αργαλειός, ίστε=ενώ/όπως, ιστέ=ιδού/να, ιστορίζω=αφηγούμαι/διηγούμαι, ισώνω=ισιώνω, ιταράζω=ενώνω/συνάπτω, ιτέα=ιτιά, ίτενον=ο τάδε, ιφαλός=ομφαλός, ιφτάρ=φτυάρι, ιφταρέα=φτυαριά, ιφτιρά=συκοφαντία, ιχνάρ=ίχνος/αποτύπωμα, ιχνάρα=ίχνη, ιχναρεύω=απομακρύνομαι, ιχνάριν=αποτύπωμα, ιχπάλ=τύχη

~ Κ ~ κα=κάτω, καβαλκεύ=καβαλικεύει, καγάν=δρεπάνι, καγάναι=δρεπάνια, κά(γ)ουμαι=καίγομαι, κά(γ)ουνταν=καίγονται, καζάν=καζάνι, κάθαν=κάθε, κάθκα=κάτσε, καθέστε=καθήστε, καΐκ=καΐκι, κάκαλα=αρχίδια, κακανίζω=κακαρίζω, κακέσα=κακιά, κακούργεσα=κακούργα, καλάθ=καλάθι, καλάθαι=καλάθια, καλαθόπον=καλαθάκι, καλάμ=καλάμι, καλάμαι=καλάμια, Καλαντάρτς=Γενάρης,

Page 27: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

καλαμάρ=καλαμάρι, καλαμάραι=καλαμάρια, καλάτσεβα=μιλούσα, καλάτσεβαν=μιλούσαν, καλατσέβω=μιλάω, καλατσέβνε=μιλάνε, καλάτσεψα=μίλησα, καλάτσεψαν=μίλησαν, καλατσήν=ομιλία, καλατσίας=ομιλίες, καλέμ=καλέ μου, καλέσα=καλή, καλκέβω=καβαλικεύω, καλλίον=πιο καλό, καλλύνω=θεραπεύομαι, καλόμ=καλός μου, καλογραία=καλογριά, καλομάνα=γιαγιά, Καλομηνάς=Μάης, καλούπ=καλούπι, καλούπαι=καλούπια, καλόχρονεσα=καλόχρονη, καλύβ=καλύβι, καλύβαι=καλύβια, καματερέσα=δουλευταρού, καματερός=δουλευταράς, καμίαν=ποτέ, καμίν=καμίνι, καμίσ’=πουκόμισο, καμπούρτς=καμπούρης, κανάλ=κανάλι, κανάλαι=κανάλια, κάναν=κανέναν, καναρίν=καναρίνι, καναρίναι=καναρίνια, κανείται=φθάνει, κανείνταν=φθάνουν, καντήλ=καντήλι, καντήλαι=καντήλια, κάπ'=μήπως, καπίκ=καπίκι, καπίκαι=καπίκια, καπίστρ=καπίστρι, καραβάν=καραβάνι, καράβ=καράβι, καράβαι=καράβια, καρβόν=κάρβουνο, καρβόναι=κάρβουνα, καρδία=καρδιά, καρδίας=καρδιές,

Page 28: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

καρμενέτσα=αδράχτι, καρναβάλ=καρναβάλι, καρτέρ=καρτέρι, καρτόφ=πατάτα, καρτόφαι=πατάτες, κασκάρα=καρακάξα, κασμίρ=κασμίρι, κατ=κάτι, κάτα=γάτα, καταΐφ=καταΐφι, κατακάθ=κατακάθι, καταμάγια=πατσαβούρα φούρνου, κατάρτ=κατάρτι, κατάρται=κατάρτια, κατενίζω=ξεπλύνω, κατενίζνε=ξεπλύνουν, κατενόν=καθαρό, κάτον=γάτος, κατουρτζήδες=μουλαράδες, κατράμ=μαύρος, κατράμαι=μαύροι, κατρόν=κατρόνι, κατρόναι=κατρόνια, κατσαβίδ=κατσαβίδι, κατσίν=πρόσωπο, κατσία=πρόσωπα, καφούλ=θάμνος, καφούλαι=θάμνοι, κατωφύρ=κατώφλι, κατωφύραι=κατώφλια, κεβεζελεύω=μιλάω πολύ, κεβεζελεύνε=μιλάνε πολύ, κεβεζέας=πολυλογάς, κεβεζού=πολυλογού, κεκά=κοντά, κελεπούρ=κελεπούρι, κελεπούραι=κελεπούρια, κελπετήν=τανάλια, κελπετία=τανάλιες, κεμεντζέ=ποντιακή λύρα, κεπήν=κήπος, κεραμίδ=κεραμίδι, κεραμίδαι=κεραμίδια, κεράσ=κεράσι, κεράσαι=κεράσια, Κερασινός=Ιούνης, Κερεκή=Κυριακή, κερεστέδες=στηρίγματα, κερίν=κερί,

Page 29: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

κερία=κεριά, κερεντή=κόσα, κερκέλ=κουλούρι, κερκέλαι=κουλούρια, κεφ=κέφι, κέφαι=κέφια, κεφαλοτύρ=κεφαλοτύρι, κεχριμπάρ=κεχριμπάρι, κ’ είμαι=δεν είμαι, κι εν=δεν είναι(αυτός,-ή,-ό), κ’ είναι=δεν είναι(αυτοί), κι’ έχω=δεν έχω, κι’ έχνε=δεν έχουν, κηφάλ=κεφάλι, κηφάλαι=κεφάλια, κηφαλόπονον=κεφαλόπονος, κηφαλόποδα=πατσάς, κι=δεν, κιαλ=κιάλι, κιάλαι=κιάλια, κι ανασπάλω=δεν ξεχνώ, κιλίμ=κιλίμι, κιλίμαι=κιλίμια, κιντίν=απόγευμα, κιντέατα=τσουκνίδες, κλαδευτήρ=κλαδευτήρι, κλαδευτήραι=κλαδευτήρια, κλαστέας=κλανιάρης, κλέφτες=κλέφτης, κλίσκουμαι=σκύβω, κλίσκουνταν=σκύβουν, κλώθω=αναποδογυρίζω, κλώθνε=αναποδογυρίζουν, κλώσιμον=γύρισμα, κλώσκουμαι=γυρίζω, κλώσκουνταν=γυρίζουν, κλωστός=κρυφοχριστιανός, κνέσκουμαι=ξύνομαι, κνέσκουνταν=ξύνονται, κοήζω=βήχω, κοιλία=κοιλιά, κοιμηστέας=κοιμήστρας, κοιμού=κοιμήσου, κοκίν=σιτάρι, κοκία=σιτάρια, κοκκίμελον=κορόμηλο, κοκκίμελα=κορόμηλα, κολατίζω=αμαρτάνω, κόλτσον=κόλλησε, κομέσ=βουβάλι,

Page 30: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

κομέσαι=βουβάλια, κομματέζω=κομματιάζω, κομματέζνε=κομματιάζουν, κομπώνω=ξεγελώ, κομπώνε=ξεγελούν, κόμπωμαν=ξεγέλασμα, κοντέσα=κοντή, κόπρον=κοπριά, κόρδας=χορδές, κορδίλ=κόμπος, κορδίλαι=κόμποι, κόρασον=κορίτσι, κορδιλέουμαι=μπερδεύομαι, κορδιλέγουνταν=μπερδεύονται, κορίτσ=κορίτσι, κορίτσαι=κορίτσια, κορτσόπον=κοριτσάκι, κοτύλα=σβέρκος, κοτυλέβω=αδυνατάω, κοτυλέβνε=αδυνατούν, κοσάρα=κότα, κοσού=κλώσα, κοτάν=αλέτρι, κοτς=φτέρνα, κότσαι=φτέρνες, κοτσίζω=κουτσαίνω, κοτσίζνε=κουτσαίνουν, κοτυλεμένος=αδύνατος, κοτυλεμέντσα=αδύνατη, κουβανέφκουμαι=εμπιστεύομαι, κουβανέφκουνταν=εμπιστεύονται, κουήζω=φωνάζω, κουήζνε=φωνάζουν, κοκούλ=κουκούλι, κουκούτς=κουκούτσι, κουμούλ=σωρός, κουμούλαι=σωροί, κουμπίν=κουμπί, κουμπία=κουμπιά, κουμπάρτσα=κουμπάρα, κουνίζω=κουνώ, κουνίζνε=κουνάν, κουνίν=κούνια, κουνία=κούνιες, κουνούπ=κουνούπι, κουνούπαι=κουνούπια, κουνουπίδ=κουνουπίδι,

Page 31: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

κούντα=σπρώξε, κούντεμαν=σπρώξιμο, κουντώ=σπρώχνω, κουντούν=σπρώχνουν, Κούντουρον=Φλεβάρης, κούηξον=φώναξε, κουρέλ=κουρέλι, κουρίν=κούτσουρο, κουρίναι=κούτσουρα, κουρία=κούτσουρα, κουρτώ=καταπίνω, κουρτούν=καταπίνουν, κουσούρ=κουσούρι, κουστ=σβόλος από χώμα, κούσται=σβόλοι από χώμα, κουστούμ=κουστούμι, κουτούνα=κοτσάνι καλαμποκιού, κουτούνας=κοτσάνια καλαμποκιού, κουτσή=θυγατέρα, κουτσήμ=θυγατέρα μου, κουτσέσα=κουτσή, κοφτά=κοντινά, κοχλίδ=σαλιγκάρι, κοχλίδαι=σαλιγκάρια, κρεβάτ=κρεβάτι, κρεβάται=κρεβάτια, κρατεμονή=συγκράτηση, κρασία=κρασιά, κρεμμύδ=κρεμμύδι, κρεμμύδαι=κρεμμύδια, κριάρ=κριάρι, κριάραι=κριάρια, κρούγω=δέρνω/χτυπώ, κρούνε=δέρνουν/χτυπούν, κρουθάρ=κριθάρι, κσίουμαι=χύνομαι, κσίουνταν=χύνονται, κυνήγ=κυνήγι, κυπαρίσσ=κυπαρίσσι, κωθών=κωθώνι, Κωστίκας=Κώστας ~ Λ ~ λαβάσ=λαγάνα, λαβάσαι=λαγάνες, λαγκάδ=λαγκάδι, λαγκάδαι=λαγκάδια, λαγκέβω=πηδώ,

Page 32: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

λαγκέβνε=πηδούν, λάγκεμαν=πήδημα, λαδ=λάδι, λάδαι=λάδια, λαζούδ=καλαμπόκι, λαζούδαι=καλαμπόκια, λαήν=στάμνα, λαήζω=κουνώ, λαήζνε=κουνάνε, λά(η)σκουμαι=κουνιέμαι, λά(η)σκουνταν=κουνιούνται, λαηστέρα=τραμπάλα, λαλασία=ομιλία, λαλίαν=λαλιά/φωνή, λάλα=παλαβή, λάλος=παλαβός, λαλασέβω=καλοπιάνω, λαλώ=προσκαλώ, λάμνω=οργώνω, λάμνε=οργώνουν, Λαμπρή=Πάσχα, λάμψιμον=όργωμα, λανάρ=λανάρι, λαρούμαι=γιατρεύομαι, λαρούνταν=γιατρεύονται, λαρώνω=γιατρεύω, λαρώνε=γιατρεύουν, λαρώνωσε=σε γιατρεύω, λασ=είθε/εύχομαι, λάσκουμαι=τριγυρνώ, λάσκουνταν=τριγυρνάνε, λασίον=τριγύρισμα, λαταρίγουμαι=κουνιέμαι, λαταρίγουνταν=κουνιούνται, λαχμάζω=λαχανιάζω, λαχμάζνε=λαχανιάζουν, λάχταν=κλωτσιά, λάχτας=κλωτσιές, λαχτίζω=κλωτσώ, λαχτίζνε=κλωτσούν, λέατην=της λέει, λέατον=του λέει, λεβόρ=πικροδάφνη, λεβόραι=πικροδάφνες, λεγνέσα=αδύνατη, λεγνός=αδύνατος, λειβώνω=σκοτεινιάζω, λειβών=σκοτεινιάζει, λελέβω=να χαρώ, λελέβνε=να χαρούν,

Page 33: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

λελέβω σε=να σε χαρώ, λελέβ σε=να σε χαρεί, λελέβατον=να τον χαρώ, λέλεκον=πελαργός, λεμόν=λεμόνι, λέν α=το λένε, λένεμε=μου λένε, λένεμας=μας λένε, λέσμε ή λες με=μου λες, λεντς=πόδι, λέντσαι=πόδια, λεοντάρ=λεοντάρι, λεοντάραι=λεοντάρια, λείβ=σύννεφο, λείβαι=σύννεφα, λειψεμάτια=λειψά/ελλειπή, λεφτοκάρ=φουντούκι, λεφτοκάραι=φουντούκια, λέω=λέγω, ληγάρια=γρήγορα, λιβάδ=λιβάδι, λιβάν=λιβάνι, λιγούμαι=λιγώνομαι, λιγούνταν=λιγώνονται, λιθάρ=πέτρα, λιθάραι=πέτρες, λιθαρόπα=πετρίτσες, λιμάν=λιμάνι, λιμάναι=λιμάνια, λινάρ=λινάρι, Λισάφ=Ελισάβετ, λιλίν=πέος, λιφτέσα=ελαφρόμυαλη, λιφτός=ελαφρόμυαλος, λογαρέζω=λογαριάζω, λογαρέζνε=λογαριάζουν, λογαρία=λογαριασμός, λόμαν=ρούχο, λόματα=ρούχα, λουσμέντσα=λουσμένη, λοχούσα=λεχώνα, λυγερέσα=λυγερή, λυκοπάππος=προπάππος, λυριτσής=λυράρης, λυχνάρ=λυχνάρι, λυχνάραι=λυχνάρια ~ Μ ~ μάγλα=μάγουλα, μάγλον=μάγουλο, μαγληγορείς=μη βιάζεσαι,

Page 34: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

μαδέρ=μαδέρι, μαδέραι=μαδέρια, μάησα=μάγισα, μάθεμαν=μάθημα, μαθεμέντσα=μαθημένη, μακέλ=αξίνη, μακέλαι=αξίναι, μακρά=μακριά, μακροσέρτς=μακροχέρης, μακαρίναν=ποντιακό μακαρόνι, μακρίνω=ψηλώνω, μακρίνε=ψηλώνουν, μαλάζω=πιάνω, μαλάζνε=πιάνουν, μαλλία=μαλλιά, μανέα=καρβουνόσκονη, μανάβς=μανάβης, μανάρ=μανάρι, μάνατ=μάνα του, μανίκ=μανίκι, Μανόλτς=Μανόλης, μαντσάνα=μελιτζάνα, μαντζάνας=μελιτζάνες, μαντζιρίζω=δεν νηστεύω, μαντζιρίζνε=δεν νηστεύουν, μαντήλ=μαντήλι, μαντήλαι=μαντήλια, μαξιλάρ=μαξιλάρι, μαράζ=μαράζι, μαργαριτάρ=μαργαριτάρι, μαροκούμαι=αναμασώ, μαροκούνταν=αναμασούν, μαρούλ=μαρούλι, μαρούλαι=μαρούλια, Μάρτς=Μάρτιος, μασκαραλίκ=μασκαραλίκι, μασαίρ=μαχαίρι, μασαίραι=μαχαίρια, μασούρ=μασούρι, μασοτέραι=τραπεζίτες(δόντια), μαστάρ=μαστάρι, μαστάραι=μαστάρια, μασχαρείας=αστεία, μασχαρεφτά=στ’ αστεία, μασχαρέβω=αστειεύομαι, μασχαρέβνε=αστειεύονται, μάσχος=για πλάκα, μαχανά=πρόφαση,

Page 35: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

μεδέντα=καλόγεροι(αρρώστια), μεθύσ=μεθύσι, μεθυστέας=μπεκρής, μελ=μέλι, μ’ έεις=μην έχεις, μελανούρ=μελανούρι, μελεσσίδ=μέλισσα, μελεσσίδαι=μέλισσες, μένεμαν=μήνυμα, μενέματα=μηνύματα, μενώ=παραγγέλνω, μενούν=παραγγέλνουν, μερ=που/που;, μεροδούλ=μεροδούλι, μετάξ=μετάξι, μεσοστράτ=μισός δρόμος, μέτρεμαν=μέτρημα, μιζέτερος=μεγαλύτερος, μιζέτερα=μεγαλύτερη, μιλέτ=λαός, μικρέσα=μικρή, μοθοπώρ=φθινόπωρο, μολύβ=μολύβι, μολύβαι=μολύβια, μομότς=κουκουνάρα, μομότσαι=κουκουνάρες, μονάζω=φιλοξενώ, μοναστήρ=μοναστήρι, μοναστήραι=μοναστήρια, μοναχοπαίδ=μοναχοπαίδι, μοναχοπαίδαι=μοναχοπαίδιαμονοπάτ=μονοπάτι, μονοπάται=μονοπάτια, μορ=μούρο, μόραι=μούρα, μουατσήρτς=μουσαφίρης, μουλάρ=μουλάρι, μουλάραι=μουλάρια, μουμουδάκ=φράουλα, μουσκάρ=μοσχάρι, μουσκάραι=μοσχάρια, μουσκίδ=μουσκίδι, μούστα=γροθιά, μούστας=γροθιές, μούτσα=λειχήνα, μουχατσήρ=πρόσφυγας, μπαλόν=μπαλόνι, μπαλόναι=μπαλόνια, (μ)παστόν=μπαστούνι,

Page 36: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

(μ)παστόναι=μπαστούνια, μπίκας=ταύρος, μπορτς=βοδινό βραστό, μύα=μύγα, μυξέας=μυξιάρης, μυξέσα=μυξιάρα, μυρμήκ=μυρμήγκι, μυρωδίας=μυρωδιές, μωμωέρεα=καρναβάλια ~ Ν ~ ναιλή=αλλοίμονο, νασάν=χαρά, νε=ούτε, νεάζω=ξανανιώνω, νεβζίνω=σβήνω, νεγκασίαν=κούραση, νέησα=νέα, νέησα=τέλος πάντων, νεοχρονίαν=νέον έτος, νέπε=βρε συ, νερέσκουμαι=αηδιάζω, νεροβράσα=ανεμοβλογιά, νεσβύγα=έσβησα, νεσπάλω=ξεχνώ, νεσπάλνε=ξεχνούν, νέτση=βρε συ, νεφτ=νέφτι, νεχούτ=ρεβύθι, νεχούται=ρεβύθια, νηστικιέσα=νηστική, νισαλούς=μνηστήρας, νισαλούσα=μνηστή, νίφτω=πλένω, νίφνε=πλένουν, νίφκουμαι=πλένομαι, νίφκουνταν=πλένονται, νοικοκύρτς=νοικοκύρης, νομάτ=νομάτοι(άτομα), νόστιμεσα=νόστιμη, νουνίζω=σκέπτομαι, νουνίζνε=σκέπτονται, νούντσον=σκέψου, νουσάκα=κοτούλα, ντέφτας=τι κάνεις, ντ’ εφτάνε=τι κάνουν, ντο=τι, ντος=χτύπα, ντόσιμον=χτύπημα, ντο σιλεγός=τι λογής, ντοχτούμαι=χτυπιέμαι,

Page 37: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

νυσ=νύχι, νύσαι=νύχια, νυστέρ=νυστέρι, νυστέραι=νυστέρια, νυφάδες=νύφες, νύφε=νύφη, νυφέπαρμαν=πάρσιμο νύφης, νυχόπον=νυχάκι, νυχτέρ=νυχτέρι, νυχτέραι=νυχτέρια, νυχτοπούλ=νυχτοπούλι, νυχτοπούλαι=νυχτοπούλια ~ Ξ ~ ξαεύω=χαϊδευω, ξάη=καθόλου, ξαμώνω=συγκρίνω, ξαμώνε=συγκρίνουν, ξαν=ξανά/πάλι, ξενιτέας=ξενιτευμένος, ξενιτία=ξενιτιά, ξάφτω=ανάβω, ξεφτέρ=ξεφτέρι, ξουράφ=ξυράφι, ξουράφαι=ξυράφια, ξύγαλαν=γιαούρτι, ξυγάλτα=γιαούρτια, ξύδ=ξύδι, ξυλάγκ=ξύλινο δοχείο που κουνώντας το χώριζε το βούτυρο από το αριάνι, ξυλέα=χαστούκι, ξυλέας=χαστούκια, ξυμίτς=γαμψομύτης, ξύνω=χύνω, ξύνε=χύνουν, ξύουμαι=χύνομαι, ξύουνταν=χύνονται, ξυπνητήρ=ξυπνητήρι, ξυπνητήραι=ξυπνητήρια, ξύσκουμαι=ξύνομαι, ξύσκουνταν=ξύνονται, ξυστήρ=ξυστήρι, ξυστήραι=ξυστήρια ~ Ο ~ οκνέας=τεμπέλης, οκνέσα=τεμπέλα, οκνώ=τεμπελιάζω, οκνούν=τεμπελιάζουν, όλια=όλα,

Page 38: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ολόερα=ολόγυρα, ομάλ=ίσιωμα, ομάτ=μάτι, ομάται=μάτια, όνταν=όταν, όντες=όταν/όποτε, οξουκά=έξω, οξουκές=εκεί έξω, οπέρτς=πέρσι, οπίς=πίσω, οπίσιμ=πίσω μου, οπουρνά=αύριο, όρομαν=όνειρο, οραματίουμαι=ονειρεύομαι, ορδανίν=καπνοδόχος, ορθό=ορθώς/σωστά, οριάζ=φυλάει, όρασμαν=φύλαγμα, όρασον=φύλαξε/πρόσεχε, όραστά=με προσοχή, ορία=φύλαξε/πρόσεχε, ορίαγμαν=φροντίδα/επιτήρηση, ορίαζα =επιτηρούσα/φύλαγα, οριάζω = επιτηρώ/φυλάγω, οριαστά = με προσοχή, ορμάν=δάσος, ορμάναι=δάση, ορμίν=όρμος/ρεματιά, ορμία=όρμοι/ρεματιές, ορτάρ=κάλτσα, ορτάραι=κάλτσες, οσήμερον=σήμερα, όσον=όσο, οστούδ=κόκαλο, οσπίτ=σπίτι, ουδάρ=ουρά, ουδάραι=ουρές, ουλ=όλοι, ούλαι=όλα, ουλτς=όλους, ους=ως/μέχρι, οφέτος=φέτος, οχλαγούν=ξύλινη πιάστρα λαγάνας, οψάρ=ψάρι, οψέ=χθες, οψεκές=τις προάλλες, οψεμπριμέραν=προχθές

Page 39: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

~ Π ~ πα=πια/και, παγόν=παγόνι, παγούρ=παγούρι, παζάρ=παζάρι, παήρ=γρασίδι, παήραι=γρασίδια, πάθεμαν=πάθημα, παθενήν=παχνί, παιδόπον=παιδάκι, παιδόπα=παιδάκια, παινεύκουμαι=παινεύομαι, παινεύκουνταν=παινεύονται, παίρω=παίρνω, παίρνε=παίρνουν, πακάλτς=μπακάλης, παλαλέσα=τρελή/παλαβή, παλαλόν=τρελός/παλαβός, παλάλωμαν=παλάβωμα, παλαλούμαι=τρελαίνομαι, παλαλούνταν=τρελαίνονται, παλάτ=παλάτι, παλάται=παλάτια, πάλεμαν=πάλη, παλικάρ=παλικάρι, παλικάραι=παλικάρια, παλικάρενα=παλυκάρισα, παλικαρόπον=παλικαράκι, παλκόν=μπαλκόνι, παλκόναι=μπαλκόνια, παμιτόρ=ντομάτα, παμιτόραι=ντομάτες, Παναήα=Παναγία, παναήρ=πανηγύρι, Πανίκας=Παναγιώτης, παντελόν=παντελόνι, πάντρεψον=παντρέψου, παξιμάδ=παξιμάδι, παπαδοπαίδ=παπαδοπαίδι, παπόρ=βαπόρι, παπούτσ=παπούτσι, πάππος=παππούς, παραγάδ=παραγάδι, παρεβγάλω=ξεπροβοδίζω, παρεδγάλνε=ξεπροβοδίζουν, Παρέσα=Παρασκευή, παρλαέβω=λάμπω, παρλαέβνε=λάμπουν, παράδας=χρήματα, παραθύρ=παράθυρο,

Page 40: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

παρακάθ=νυχτέρι σε σπίτι με κουβέντα, παρακλάδ=παρακλάδι, παραμερίζω=αποφεύγω, παραμερίζνε=αποφεύγουν, παραμερίσμε=με αποφεύγει, παράν=σειρά χωραφιού, παράναι=σειρές χωραφιού, πασ=βγάζεις πέρα, πασιαπόρτ=διαβατήριο, πασταν=σάμπως, παστέλ=παστέλι, παστέλαι=παστέλια, πασκήμ=μήπως, πασύνω=παχαίνω, πασύνε=παχαίνουν, πατάρ=πατάρι, πάτερα=πατέρα, πατέραμ=πατέρα μου, πατ απάν=δώσε τόπο στην οργή, πατ και δέβα=προσπέρασε, πατητήρ=πατητήρι, πέατην=πέστην, πέατον=πέστον, πέατσε=πες τους, πεγάδ=πηγάδι, πεγάδαι=πηγάδια, πεγαδόπον=πηγαδάκι, πέει=πες, πεκιάρτς=ελεύθερος, πελ=φτυάρι, πελίτια=βελανιδιές, πέλκι=ίσως, πέμε=πές μου, πενηντάρ=πενηντάρι, πεντακοσάρ=πεντακοσάρι, πεντικόν=ποντικός, περβάζ=περβάζι, περβόλ=περιβόλι, περβόλαι=περιβόλια, περδίκ=περδίκι, περιπαίζ=περιπαίζει, περισάντς=φουκαράς, περισάντσα=φουκαριάρα, πέρνιξον=πέρασε, περόν=πηρούνι, πεσήν=πάχυνση, πεσκίρ=πετσέτα, πεσκίραι=πετσέτες,

Page 41: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

πεσλεέβω=παχύνω, πεσλεέβνε=παχύνουν, πέτε=πέστε, πετεινόν=κόκορας, πετεινάρ=κόκορας, πετειναρόπα=πετειναράκια, πετμέζ=πετιμέζι, πετμέζαι=πετιμέζια, πετρασήλ=πετραχήλι, πετρασήλαι=πετραχήλια, πέτρινεσα=πέτρινη, πετυχημένσα=πετυχημένη, Πέφτ=Πέμπτη, Πηνή=Πηνελόπη, πιδεβέν=σουρουπώνει, πιθάρ=πιθάρι, πιθάραι=πιθάρια, πιλάφ=πιλάφι, πιλάφαι=πιλάφια, πιλίτς=πετιναράκι, πιλίτσαι=πετειναράκια, πιν=πίνει, πιπέρ=πιπέρι, πιπέραι=πιπέρια, πιρούν=πιρούνι, πιρπιρίμαι=γλιστρίδες, πισ=ακαθαρσία, πίσας=ακαθαρσίες, πίσενα=ακάθαρτη, πισία=πίτες, πίσον=κάνε, πίσονμε=κάνε μου, πίσονατην=κάντην, πίσονατον=κάντον, πιστόλ=πιστόλι, πιστόλαι=πιστόλια, πιστέσα=πιστή, πλατάν=πλατάνι, πλανκεκά=πιο πέρα, πλατέα=πλατιά, πλέα(Ομηρ.)=περισσότερα, πλεθεντικός=πληθυντικός, πλεθύνω=πληθαίνω, πλεθύνε=πληθαίνουν, πλερώνω=πληρώνω, πλερώνε=πληρώνουν, πλουγούρ=πλιγούρι, πλουμίδ=στολίδι, πλουμίδαι=στολίδια, πλουμιστά=χρωματιστά,

Page 42: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

πλουμιστός=στολισμένος, πλουμιστέσα=στολισμένη, πλύσκουμαι=πλένομαι, πλύσκουνταν=πλένονται, ποδάρ=ποδάρι/πόδι, ποδάραι=ποδάρια/πόδια, πόδας=βηματισμοί, ποδεδίζω=παρακαλώ, ποδεδίζνε=παρακαλούν, ποδεδίζωσε=σε παρακαλώ, Ποινή=Δέσποινα, πολ=πόλη, πολλά ζαντός=θεοπάλαβος, πόναι=πόνοι, πόνε=κοτέτσι, πονηρέσα=πονηρή, πόντιεσα=πόντια, ποπάς=παπάς/ιερέας, πορπατώ=περπατώ, πορπατούν=περπατούν, πορτοκάλ=πορτοκάλι, ποστάν=μποστάνι, ποστ=δέρμα/προβιά, πόσται=δέρματα/προβιές, πουγασάχ=ζώο που σέρνει, πουδέν=πουθενά, πουκάλ=μπουκάλι, πουλία=πουλιά, πουλούλ=πουλιά, πουρλαέβω=πετώ, πουρλαέβνε=πετούν, πουρμάδας=τσουρέκια, πουρνά=αύριο, πουρτίν=ύφασμα, πουρτία=υφάσματα, πουσμανέβω=μετανοώ, πουσμανέβνε=μετανοούν, πρεπ=πρέπει, πρεσίον=πρήξιμο, πρέσκουμαι=πρήζομαι, πρέσκουνταν=πρήζονται, πρεσμέντσα=πρησμένη, προκομέντσα=εργατικιά, προτεσνά=προηγούμενα, πυρίφτε=φουρνόφτυαρο, πυρίφτω=φουρνίζω, πυρίφτνε=φουρνίζουν~ Ρ ~ ρακάν=βουνοπλαγιά, ράμμαν=κλωστή, ράμματα=κλωστές,

Page 43: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ράσε=ράχη, ρασήν=βουνό/όρος, ρασία=βουνά/όρη, ρασόπον=ραχούλα, ριγούν=κρυώνουν, ριγώ=κρυώνω, ρίγαμαν=κρύωμα, ριγωμένος=κρυωμένος, ριγωμέντσα=κρυωμένη, ρινίζω=λιμάρω, ρινίζνε=λιμάρουν, ρινίν=λίμα, ρινία=λίμες, ρούζω=πέφτω, ρούζνε=πέφτουν, ρούξιμον=πέσιμο, Ρωμανία=Βυζάντιο/Πόντος

~ Σ ~ σα=στα/στις, σαγλάμς=γερός/δυνατός, σαέβω=υπολογίζω, σαέβνε=υπολογίζουν, σακάτενα=σακάτισα, σαλαχανάς=αργόσχολος, σαλαχανέσα=αργόσχολη, Σαλονίκ=Θεσσαλονίκη, σαντάλ=σανδάλι, σαντάλαι=σανδάλια, σαντούγ=σεντούκι, σαπόν=σαπούνι, σαπόναι=σαπούνια, σαπλάκαν=σκαμπίλι, σαπλάκας=σκοιμπίλια, σαπλακίζω=χαστουκίζω, σαπλακίζνε=χαστουκίζουν, σαρέβω=γαντσώνω, σαρέβνε=γαντσώνουν, σασέβω=τα χάνω, σασέβνε=τα χάνουν, σασιρεμένσς=σαστισμένος, σασιρεμέντσα=σαστισμένη, σασουρέβω=τα χάνω, σασουρέβνε=τα χάνουν, σ’ ατέν=σ’ αυτήν, σ’ατόν=σ’αυτόν, σ’ατό=σ’αυτό, σ’ατινέτερα=σ’αυτούς, σαφλέας=σαλιάρης, σαφλίζω=σαλιαρίζω,

Page 44: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

σαφλίζνε=σαλιαρίζουν, σαχάν=πιάτο, σαχάναι=πιάτα, σαχτάρ=στάχτη, σαχτάραι=στάχτες, σαψάλ’ς=τρελός, Σεβάζ=Σεβάστεια, σεβταλής=αισθηματίας, σεβτάς=αίσθημα, σειλ=χείλι, σείλαι=χείλια, σειμουγκόν=χειμώνας, σεήρ=σερνιάνι, σελπέτ=σερμπέτι, σ’εμέν=σε μένα, σεμέρ=σαμάρι, σερί=σκιά, σερία=σκιές, σερ=χέρι, σέραι=χέρια, σέρα=χήρα, Σέρα=ποντιακός χορός, σέρος=χήρος, σερέβω=μαζέβω, σερέβνε=μαζέβουν, σέρεψον=μάζεψε, σερούλ=χερούλι, σερομίλ=μυλόπετρα, σερομίλαι=μυλόπετρες, σερσέμπς=σερσέμης, σ’εσέν=σ’εσένα, σεούτ=ιτιά, σεούται=ιτιές, σέφτελον=παντζάρι, σέφτελα=παντζάρια, σέφτελεσα=κοιμισμένη, σέφτελον=κοιμισμένος, σην=στην, σιλ=χίλιοι, σίλαι=χίλια, σιλέαν=σκαμπίλι, σιλέας=σκαμπίλια, σιλέβω=σφουγγαρίζω, σιλέβνε=σφουγγαρίζουν, σιλάκλερος=πεντάρφανος, σιλέχαρον=καημένος, σίμισκα=ηλιόσπορος, σίμισκας=ηλιόσποροι, σ’ίναν=σε κάποιον, σινίν=ταψί, σινία=ταψιά,

Page 45: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

σίτε=όπως/καθώς, σιφτέν=πρώτα, σκαφίδ=σκάφη, σκεντρέζω=τσιμπάω, σκεντρέζνε=τσιμπάνε, σκεντρίασμαν=τσίμπημα, σκεπασίας=σκεπές, σκεπίδ=σφήκα, σκεύια=σκεύη, σκηρά=βαριά(ομιλία), σκιρός=πηχτός, σκοτινέβ=βραδιάζει, σκοτία=σκοτάδι/βράδυ, σκουντουλίζω=μυρίζω, σκουντουλίζνε=μυρίζουν, σκούμαι=σηκώνομαι, σκούνταν=σηκώνονται, σκωλέκ=σκουλήκι, σκωλέκαι=σκουλήκια, σκώνω=σηκώνω, σκώνε=σηκώνουν, σο=στο, σοέβω=κατακλέβω, σοέβνε=κατακλέβουν, σοι=στους, σον=χιόνι, σόναι=χιόνια, σονίζ=χιονίζει, σον=στον, σορομίλαι=μυλόπετρες, σουμά=κοντά, σουμάδαι=αρραβώνες, σουμαδέματα=αρραβωνιάσματα, σουμάδεμαν=αρραβώνας, σουμαδεύκουμαι=αρραβωνιάζομαι, σουμαδεύκουνταν=αρραβωνιάζονται, σουμαδεμένος=αρραβωνιασμένος, σουμαδεμέντσα=αρραβωνιασμένη, σουμαδεύω=αρραβωνιάζω, σουμαδεύνε=αρραβωνιάζουν σουμώνω=πλησιάζω/κοντεω, σουμώνε=πλησιάζουν/κοντεύουν, σούρω=σέρνω, σουσάμ=σουσάμι, σοχρέβω=τα θαλασσώνω, σοχρέβνε=τα θαλασσώνουν,

Page 46: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

σπαρέλ=στηθόδεσμος, σπίγγομαι=σφίγγομαι, σπίγγουνταν=σφίγγονται, σπίγγω=σφίγγω, σπογγίζω=σκουπίζω, σπογγίζνε=σκουπίζουν, σπορίδ=γραμμή σποράς, σπορίδαι=γραμμές σποράς, στα=σταμάτα, σταμάτσον=σταμάτησε, Σταυρίτες=Σεπτέμβρης, στέρε=στερεά, στοιβαγμέν=στοιβαγμένοι, στοιχαρέζω=δίνω συγχαρητήρια, στοιχαρέζνε=δίνουν συγχαρητήρια, στούδ=κόκαλο, στούδαι=κόκαλα, στύπα=τουρσί, σύμπουρνα=ανήμερα, συνίφσα=συννυφάδα, σύνορθα=όρθια, σύριμαν=σφύριγμα, συρίζω=σφυρίζω, συρίζνε=σφυρίζουν, συρινέφκουμαι=βασανίζομαισυρινέφκουνταν=βασανίζονται, σύρον=τράβα, συρίχτα=σφυρίχτρα, σχωρεμένον=συγχωρεμένος

~ Τ ~ ταβίζω=μαλώνω, ταβίζνε=μαλώνουν, τάβισμαν=μάλωμα, τάβλα=σταύλος, ταγιάνεμα=αντοχή, ταγουτέβω=διαλύω, ταγουτέβνε=διαλύουν, ταγουτεφτέστε=διαλυθείτε, τάη=θείε, ταής=θείος, ταμάμ=ακριβώς, ταν=αριάνι, ταούλ=νταούλι, ταούλαι=νταούλια, ταπιέτ=χαρακτήρας, ταράγουμαι=ανακατεύομαι,

Page 47: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ταράγουνταν=ανακατεύονται ταράζω=ανακατεύω, ταράζνε=ανακατεύουν, ταράζ με=με ανακατώνει, ταρέζ=ντουλάπι, ταρέζαι=ντουλάπια, τας=ποτήρι, τάσαι=ποτήρια, τατινές=δικό της, τατινέτερον=δικό τους, τατουνού=δικό του, ταφήν=τάφος, ταφία=τάφοι, ταχτάπητια=κοριοί, τεή=τάχα, τεάμ=τάχα/δήθεν, τεβεκενλής=ανάποδος, τεκ=μονό/μόνο, τεκεινού=εκεινού, τελ=σύρμα/τέλι, τελείμαι=τελειώνω, τελείνταν=τελειώνουν, τεμά=δικά μου, τεμέκ=δηλαδή, τεμέν=μένα, τεμόν=δικό μου, τεμέτερον=δικό μας, τεντελίζω=τουρτουρίζω, τεντελίζνε=τουρτουρίζουν, τεπιάτ=κανονίζω, τερέβω=ξεφλουδίζω καλαμπόκι, τερέβνε=ξεφλουδίζουν καλαμπόκι, τέρεμαν=ξεφλούδισμα/κοίταγμα, τέρεν=κοίταξε, τερέστε=κοιτάξτε, τερσία=ρόκες, τερσίν=ρόκα, τερτ=βάσανο, τέρται=βάσανα, τερώ=κοιτάζω, τερούν=κοιτάζουν, τεσά=δικά σου, τεσέν=σένα, τεσέτερον=δικό σας, τεσόν=δικό σου, τεσσάρ=τεσσάρι, Τετάρτ=Τετάρτη, τεχνίτ=τεχνίτες,

Page 48: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

τεχνίτες=τεχνίτης, τζαντζαρέβω=σκαρφαλώνω, τζαντζαρέβνε=σκαρφαλώνουν, τησάκ=πάπλωμα, τησάκαι=παπλώματα, τιδέν=τίποτα, τιζέβω=διευθετώ, τιζέβνε=διευθετούν, τίμιεσα=τίμια, τιμψά=τα μισά, τίναν=ποιόν, τοζ=σκόνη, τόζαι=σκόνες, τογρία=ευθεία/σωστά, Τόλη=Ανατολή, τοξάρ=δοξάρι/τόξο, τοπλαέβω=μαζεύω, τοπλαέβνε=μαζεύουν, τόπαι=μέρη, τουβάρ=ντουβάρι, τουβάραι=ντουβάρια, τουμπίν=τούμπα, τουρπ=ρεπάνι, τούρπαι=ρεπάνια, τουρπάν=δρεπάνι, τουρπάναι=δρεπάνια, τουσιέκ=στρώμα, τουτ=μούρο, τούται=μούρα, τοχμάγχς=κόπανος, τοχτώνω=συνθλίβω, τοχτώνε=συνθλίβουν, τρανά=μεγάλα, τρανέσα=μεγάλη, τρανίνω=μεγαλώνω, τρανίνε=μεγαλώνουν, τρανόν=μεγάλο, τρανόν κορίτς=γεροντοκόρη, τρανόναγούρ=γεροντοπαλίκαρο, τρανός=μεγάλος, τρέξον=τρέξε, τρεξίον=τρέξιμο, τρία ημς=τρισήμισι, τριάρ=τριάρι, τρίμαν=ποντιακός τραχανάς, Τριτ=Τρίτη, Τρυγομηνάς=Οκτώβρης, τρυπεμένα=τρυπημένα, τρυπήν=τρύπα,

Page 49: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

τρυπία=τρύπες, τσαγχ=τζάκι, τσαηχτά=φωναχτά, τσακάλ=τσακάλι, τσακλίν=παπαδάκι, τσακλία=παπαδάκια, τσαήζω=φωνάζω, τσαήζνε=φωνάζουν, τσάηξον=φώναξε, τσακώνω=σπάω, τσακώνε=σπάνε, τσαχελίζω=τσαπίζω, τσακελίζνε=τσαπίζουν, τσακέλ=τσάπα, τσακέτ=ζακέτα/σακάκι, τσαήρ=βοσκή, τσαήραι=βοσκές, τσακούτς=σφυρί, τσακούτσαι=σφυριά, τσακωμένον=σπασμένο, τσάκωσονατο=σπάστο, τσάκωσονατον=σπάστον, τσάλτικαν=παιδικό παιχνίδι, τσαμούρ=λάσπη, τσαμούραι=λάσπες, τσαμουρωμένος=λασπωμένος, τσαμουρωμέντσα=λασπωμένη, τσαμουρωμένα=λασπωμένα, τσανίζω=σκορπίζω, τσανίζνε=σκορπίζουν, τσαπρέσα=αλλοίθωρη, τσαπρός=αλλοίθωρος, τσαρούσ=τσαρούχι, τσαραφίζω=γρατζουνάω, τσαραφίζνε=γρατζουνάνε, τσαρτσιάφ'(ιν)=κάλυμμα, τσατήρ=τσαντήρι, τσατήραι=τσαντήρια, τσάτσαλεσα=ολόγυμνη, τσάτσαλον=ολόγυμνος, τσατσαλίζω=ξεγυμνώνω, τσατσαλίζνε=ξεγυμνώνουν, τσατσία=κλαδάκια, τσατσίν=κλαδάκι, τσαφίζω=ξύνω, τσαφίζνε=ξύνουν, τσαχμάχ=τσακμάκι, τσαχμάχα=τσακμάκια,

Page 50: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

τσαχάλ=ανώρυμοι, τσαχάλεσα=ανώριμη, τσαχάλτς=ανώριμος, τσερίζω=ξεσχίζω, τσερίζνε=ξεσχίζουν, τσιάνιμαν=σκόρπισμα, τσιαταλόπα=διχάλες, τσιγκρίδια=αγριόκλαδα, τσιλίδ=αναμμένο κάρβουνο, τσιλίδαι=αναμμένα κάρβουνα, τσιλτέας=κατουριάρης, τσίλτεμαν=κατούρημα, τσιλτέβω=κατουράω, τσιλτέβνε=κατουράνε, τσιμίδ=μυαλό, τσιμίδαι=μυαλά, τσιπ=πολύ, τσιπ καλά=πολύ καλά, τσίπα=αφαλός, τσινέας=κουτσουλιές πουλιών, τσιπλάχεσα=ολόγυμνη, τσιπλάχς=ολόγυμνος, τσιπούκια=πάσσαλοι για περίφραξη, τσιριχτά=τηγανίτες, τσιτ=τσεμπέρι, τσίται=τσεμπέρια, τσιτσάκ=λουλούδι, τσιτσάκαι=λουλούδια, τσιτσία=βυζιά, τσιτσίν=βυζί, τσιτσίνατς=βυζί της, τσιφλίκ=τσιφλίκι, τσιφλίκαι=τσιφλίκια, τσοκιέβω=καταπιέζω, τσοκιέβνε=καταπιέζουν, τσορκανίζω=σέρνω, τσορκανίζνε=σέρνουν, τσορκανίγουμαι=σέρνομαι, τσορκανίγουνταν=σέρνονται τσουμούρ=ποντιακό φαγητό, τσούνα=πόρνη, τσουπία=βελόνες, τσουπίν=βελόνα, τσουπώνω=βουλώνω, τσουπώνε=βουλώνουν, τσούρατο=βούλωστο/σώπα, τσουρώνω=αποσιωπώ,

Page 51: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

τσουρώνε=αποσιωπούν, τσουρμουλίζω=τσιμπάω, τσουρμουλίζνε=τσιμπάνε, τσουρμούλεμαν=τσίμπημα, τσουρούκ=σάπιο, τσουρούκαι=σάπια, τυραννίουμαι=τυραννιέμαι, τυραννίουνταν=τυραννιένται τυχερέσα=τυχερή

~ Υ ~ υβρίζω=βρίζω, ύβρισμαν=βρίσιμο, υβρίστας=υβριστής, υβριστέας=υβριστής, υέβνε=συμφιλιώνονται, υέβω=υμφιλιώνομαι, υείαν=υγεία, υλέα=ύλη, υλέε=δάσος, υλιάκραι=άκρες δάσους, ύλιζα=σούρωνα/στράγγιζα, υλίζνε=στραγγίζουν, υλίζω=στραγγίζω, υλιστέρ=στραγγιστήρι, υλιστέριν=στραγγιστήρι, υλιστερόν=στραγγιστό, υλιστή=στραγγιστήρι, υλιστόν=στραγγισμένο γιαούρτι, ύμνισμαν=όρκος, υνάζω=εγγίζω/πληγώνω, υναίκα=γυναίκα, υναικίζω=αντρεύομαι, υνίασμαν=πλήγωμα, υπαντή=προϋπάντηση, υπάντρεμαν=παντρειά, υπαντρεύω=παντρεύω, υπαντρία=παντρειά, ύπαντρος=παντρεμένη, υπερηφανεύκομαι=περηφανεύομαι, υπερηφανεύκουμαι=περηφανεύομαι, υπερηφανεύτα=περηφανεύτηκα, υπερηφανία=περηφάνια, υπερουσία=εργασία/δουλειά, υπερυλίζω=ιδρώνω πολύ, υπνάρης=υπναράς, υπνάσκομαι=νυστάζω/υπνοβ

Page 52: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ατώ, υπνάσκουμαι=νυστάζω/υπνοβατώ, υπνασμένος=υπνοβάτης, υπνασμέντζα=υπνοβάτισσα, υπνέας=υπναράς, υπνού=υπναρού, υπνωή=νύστα, υπνώνω=νυστάζω, ύπνωσα=νύσταξα, υπόδ=υποπόδιο, υπόδαι=υποπόδια, υπόμενος=υπομονητικός, υπόμονος=ανεκτικός, ύποπτεσα=ύποπτη, υποτάζω=υποτάσσω, ύπουλεσα=ύπουλη, υπουράναι=επουράνια, υπουργέσα=υπουργίνα, υποχοντρακός=νευρασθενικός, υποψιάσκουμαι=υποψιάζομαι, υποψιάστα=υποψιάστηκα, υρικλώσκομαι=τριγυρίζω, υρίκλωσμαν=τριγύρισμα, υροκλώθω=στριφογυρίζω, υρόκλωσμαν=στριφογύρισμα, ύρος=γύρος, υστέρ=κατόπιν/ύστερα, υστεραία=ύστερα, υστερία=ύστερα, υστερινός=τελευταίος, υστερμός=στέρηση, υστερνά=στο τέλος, υστερναίος=κατοπινός, υστερνοκαίριν=φθινόπωρο, υστερνοκάρι=στερνοπαίδι, υστερνοπαίδ=στερνοπαίδι, υστερνοπούλλ=στερνοπαίδι, υστερνός=τελευταίος, υφάδ=υφάδι, υφαίνσιμον=ύφανση, υφαίστρα=υφάντρα, ύφαση=ύφανση, υφάστικά=υφαντικά, ύφοσατ=ύφος του, ύφοσιμ=ύφος μου, ύφοσις=ύφος σου,

Page 53: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ύψηλος=ύψος, ύψωμαν=αντίδωρο ~ Φ ~ φα=φάε, φάζω=ταήζω, φάζνε=ταήζουν, φαήν=φαγητό, φαήα=φαγητά, φαρδέα=φαρδιά, φαρμάκι=φαρμάκι, φαρμάκαι=φαρμάκια, φεγγ=φέγγει, φέγγον=φεγγάρι, φελίν=κομμάτι καρβέλι, φελία=κομμάτια καρβέλια, φεύω=φεύγω, φεύνε=φεύγουν, φίλεμαν=φίλημα, φλούγκωμαν=βλάστηση, φοβερέσα=φοβερή, φοβετσέας=φοβητσιάρης, φογούμαι=φοβάμαι, φογούνταν=φοβούνται, φορκάλ=σκούπα, φορκάλαι=σκούπες, φορ=φόρεσε, φορφάκα=βάτραχος, φορφάκας=βατράχια, φοσίγουμαι=παραχώνομαι, φοσίγουνταν=παραχώνονται, φοσίζω=παραχώνω, φοσίζνε=παραχώνουν, φουρκίζω=πνίγω, φουρκίζνε=πνίγουν, φουρνίν=φούρνος, φουρνία=φούρνοι, φουσίν=γυναικείο όργανο(αιδοίο), φούστρον=αυγά τηγανιτά, φουτέας=κλανιάρης, φουτίζω=κλάνω, φουτίζνε=κλάνουν, φουχνέας=μουχλιασμένος, φτείρα=ψείρα, φτείρας=ψείρες, φτειρέας=ψειριάρης, φτείρκουμαι=φταρνίζομαι, φτείρκουνταν=φταρνίζονται, φτερόπα=φτερά, φτερωτέσα=φτερωτή,

Page 54: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

φτηνέσα=φτηνή, φτυλακίζω=σπαρταρώ, φτυλακίζνε=σπαρταρούν, φτυλάκισμαν=σπαρτάρισμα, φωλέαν=φωλίτσα

~ Χ ~ χα=χάσου, χαζ=χάζι, χαηβάν=ζώο, χαλαήν=κόλληση, χάμαι=χάνομαι, χάνταν=χάνονται, χαμάλτς=χαμάλης, χαμελά=χαμηλά, χαμελέσα=χαμηλή/κοντή, χαμελέτε=μύλος, χαμλάεψα=πιάστηκα/κουράστηκα, Χάμπον=Χαράλαμπος, χαν=χάνει, χαντιλέγουμαι=γαργαλιέμαι, χαντιλέουνταν=γαργαλιούνται, χαντιλέζω=γαργαλάω, χαντιλέζνε=γαργαλούν, χαντζέβω=καψαλίζω, χαντζέβνε=καψαλίζουν, χαντάκ=χαντάκι, χαντς=χάνεις, χαπ=χάπι, χάπαι=χάπια, χαπάχ=καπάκι, χαπάρ=είδηση/χαμπάρι, χαπάραι=ειδήσεις/χαμπάρια, χαρ=δώρισμα, χαράν=γάμος, χαράζ=χαράζει, χαραντερίζω=δίνω είδηση χαράς, χαρέμ=χαρέμι, χαρέμαι=χαρέμια, χάρεται=χαίρεται, χάρουμαι=χαίρομαι, χάρουνταν=χαίρονται, χάρον=χάρος, χαρπούζ=καρπούζι, χαρπούζαι=καρπούζια, χαρτζιλίκ=χαρτζιλίκι, χαρτίν=χαρτί,

Page 55: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

χαρτία=χαρτιά, χασέβω=ζεματίζω, χασέβνε=ζεματίζουν, χάσιμον τη μωρή=έκτρωση, χάσονα=παράτα το, χάταλα=μικρά παιδιά, χάταλον=μικρό παιδί, χατήρ=χατήρι, χατήραι=χατήρια, χατέβω=διώχνω, χατέβνε=διώχνουν, χαψία=ψαράκια, χειρότερεσα=χειρότερη, χελιδόν=χελιδόνι, χελιδόναι=χελιδόνια, χερομύλ’ σερομύλ)=μύλος που γυρνά με το χέρι, χερόπα(σερόπα)=χέρια, χλωμέσα=χλωμή, χνουδ=χνούδι, χνούδαι=χνούδια, χολέσκουμαι=θυμώνω, χολέσκουνταν=θυμώνουν, χολεσμένος=θυμωμένος, χολεσμένσα=θυμωμένη, χόρα=ξένος/ξένοι, χοροσάλφα=σαύρα, χοσ=αφού, χοσάφ=κομπόστα, χορτάρ=χορτάρι, χορτάραι=χόρτα, Χορτοθέρτς=Ιούλης, χοτλάγχς=δράκος, χουζούρ=χουζούρι, χουλέρ=κουτάλι, χουλέραι=κουτάλια, χουλέν=ζεστό, χούλεμαν=ζέσταμα, χουλένω=ζεσταίνω, χουλένε=ζεσταίνουν, χουλίουμαι=ζεσταίνομαι, χουλίουνταν=ζεσταίνονται, χουτίν=κουτί, χουτία=κουτιά, χρα=χρώμα προσώπου, χρέα=χρέη, Χριστέμ=Χριστέ μου, Χριστανάρτς=Δεκέμβρης, χρόναι=χρόνια, χρονία=χρονιά,

Page 56: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

χροστημάτια=δανεικά, χρυσέσα=χρυσή, χρυσόραμμαν=χρυσοκλωστήχτενίουμαι=χτενίζομαι, χτενίουνταν=χτενίζονται, χτήναι=αγελάδες, χτήνον=αγελάδα, χωρέτες=χωριάτης, χωρέτεσα=χωριάτισσα, χώρτσον=χώρισε, χωρ=κρόκος αυγού

~ Ψ ~ ψαθόπον=ψαθάκι, ψαθύρ=ψάθα, ψαθυρεύω=τρίβω/παρασκευάζω, ψαλάφεμαν=πρόταση γάμου/ζητιάνεμα, ψαλαφίον=αίτηση, ψαλαφούν=ζητάνε, ψαλαφώ=ζητάω, ψαλίδ=ψαλίδι, ψαλιδάζω=ψαλιδίζω, ψαλιδέα=ψαλιδιά, ψαλιδίασμαν=ψαλίδισμα, ψαλιδίτζα=έντομο, ψαλλέτσω=ψέλνω, ψάλλω=ψέλνω, ψάλον=ψάλε, ψάλτες=ψάλτης, ψαλτήρ=ψαλτήρι, ψαρίτζα=ψαράκι, ψαρλάδ=ψαρόλαδο, ψαρολίμ=ψαρολίμνη, ψαχνάδι=ψαχνό, ψεζνόν=χτεσινό, ψεζνός= χθεσινός, ψειρίτζα=κόνιδα, ψελ=ρητίνη πεύκου, ψελαίνω=ψηλαίνω, ψελάρκον=ρητινοφόρο, ψελένω=μικραίνω, ψελός=ψηλός, λεπτός/μικρός, ψεματικά=ψεύτικα, ψεματικός=ψεύτικος, ψεμένος=ψημένος, ψεμέντζα=ψημένη, ψεμμένον κηφάλ=πολύπειρος,

Page 57: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ψεμόπον=ψεματάκι, ψένω=ψήνω, ψέουμαι=ψήνομαι, ψεσ=ψήση, ψέσιμον=ψήσιμο, ψέσκομαι=ψήνομαι, ψέσον=ψήσε, ψεύκομαι=απατώμαι, ψεύκουμαι=διαψεύδομαι, ψευτ=ψεύτες, ψεύτας=ψεύτης, ψεύτες=ψεύτης, ψευτία=ψευτιά, ψεύτικεσα=ψεύτικη, ψευτοδέσκαλος=ψευτοδάσκαλος, ψευτράλης=ψεύτης, ψεύτυμαν=διάψευση, ψευτύνω=διαψεύδω, ψεχτά=ξεραμένα, ψη=ψυχή, ψήα=ψυχές, ψηλαίνω=ψηλώνω, ψηλασέα=ορεινά, ψηλασία=ορεινά, ψηλάφες=ζήτηση, ψηλαφώ=ζητάω, ψηλέσσα=ψηλή, ψηλολεγνέσσα=ψηλόλιγνη, ψηλόλεγνος=ψηλόλιγνος, ψηλόν=ψηλός, ψηλορραχέα=ψηλή οροσειρά, ψηλόρραχον=ψηλό βουνό, ψήλος=ύψος, ψηλωτός=λίγο ψηλός, ψημέντζα=ψημένη, ψητέσα=ψητή, ψία=ψυχές, ψίκι=πάρσιμο νύφης, ψιλάρι=χτένι αργαλειού, ψιλένω=μικραίνω, ψιλέσα=ψιλή, ψίλιγμαν=καθάρισμα, ψιλίζω=καθορίζω, ψιλικαλατζεύω=σιγομιλώ, ψιλικόσκινον=πυκνό κόσκινο, ψιλικόφτω=ψιλικόβω, ψιλιμυία=μικρόμυγα,

Page 58: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ψιλίτζικον=μικρούλης, ψιλοβολέα=μικροκαμωμένη, ψιλοβολέα=ψιλικό/μικροπράγματα, ψιλοβολέας=μικροκαμωμένες, ψιλοβρέχ=ψιχαλίζει, ψιλοζύγιανος=ζώδιο ζυγού, ψιλοκοπώ=ψιλοκόβω, ψιλομμάταινα=μικρομάτα, ψιλομμάτς=μικρομάτης, ψιλόν=ψηλός, ψιλοπούλλ=πουλάκι, ψιλορέα=ψιλικά σπιτιού, ψιλορία=ψιλικά σπιτιού, ψιλοτραγωδώ=ψιλοτραγουδώ, ψιλουρία=σκεύη σπιτιού, ψιλοφτείχ=μικρή ψείρα, ψιλοχόρταρον=μικρόχορτο, ψιλύνω=μικραίνω, ψιλωμένος=ελαφρός, ψιλωτός=λίγο λεπτός, ψίνα=ψώνια, ψινίζω=ψωνίζω, ψίνισμα=ψώνισμα, ψιχίδι=ψίχουλο, ψιχούδιν=ψίχουλο, ψίψη=γάτα, ψιψυρίζω=ψιθυρίζω, ψιψύρισμαν=ψιθύρισμα, ψόπον=ψυχούλα, ψουμουδία=ψώνιο, ψουνίζω=ψωνίζω, ψουψουρίζω=ψιθυρίζω, ψοφάρης=δειλός, ψόφεμαν=ψοφίμι, ψοφεμάτ=ψοφίμι, ψοφεμένος=πεινασμένος/ψόφιος, ψοφεμένος=τσιγκούνης, ψοφεμέντζα=τσιγκούνα, ψοφένω=ψοφώ, ψοφίζω=ψοφάω, ψοφισμός=ψόφος, ψοφωμός=θάνατος, ψη=ψυχή, ψύγα=ψύχτηκα, ψυλλάζω=ψυλλιάζω, ψυλλέας=ψυλλιάρης, ψυλλίζω=ξεψειριάζω,

Page 59: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ψυλλίουμαι=ξεψειριάζομαι, ψυλλού=ψυλλιάρα, ψυμ=ψυχή μου, ψυχοκόκκ=σιτάρι για κόλυβα, ψυχοκόκκιν=σιτάρι για κόλυβα, ψυχοκόριτζον=ψυχοκόρη, ψύχομαι=παγώνω, ψυχομάχεμαν=ψυχομάχημα, ψύχον=ελονοσία, ψυχοπαίδ=ψυχοπαίδι, ψυχόπον=ψυχούλα, ψύχος=ελώδης πυρετός, ψυχοτόπ=ελώδης τόπος, ψυχοτόπιν=ελώδης τόπος, ψυχού=ψυχοσάββατο, ψυχούμαι=παθαίνω ελονοσία, ψύχω=στεγνώνω, ψύχωμαν=ψύχωση, ψυχωμένος=άρρωστος από ελονοσία, ψωλή=πέος, ψωμάβα=γυναίκα φούρναρη, ψωμάς=φούρναρης, ψωμία=ψωμιά, ψωμίν=ψωμί, ψωμίτζα=φέτα ψωμιού, ψωμοθρύμμ=θρύμμα, ψωμοξύστρα=σπάτουλα, ψωμόπον=ψωμάκι, ψωμοσάνιδον=ράφι ψωμιών, ψωμοτάρεζον=ράφι ψωμιών, ψωμοφάγας=ψωμοφάγος, ψώντζον=ψώνισε, ψώντσον=ψώνισε~ Ω ~ ωβά=αυγά, ωβάζνε=γεννούν αυγά, ωβάζω=γεννώ αυγά, ώβασμαν=ωοτοκία, ωβαστάριν=κοτέτσι, ωβατσής=αβγουλάς, ωβόν=αυγό, ωβόπον=αβγουλάκι, ωβότζεπλον=κέλυφος αβγού, ωδίνα=συμφορά, ώι=ωχ, ώκνεινα=τεμπέλιαζα,

Page 60: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ώκνησα=τεμπέλιασα, ωκνώ=τεμπελιάζω, ωλένα=αγκαλιά, ωμέσα=ωμή, ωμία=ώμοι, ωμίν=ώμος, ωμίτζ=ώμος, ωμίτζαι=ώμοι, ωμοπλάτ=ράχη, ωμοπλατίτζ=ωμοπλάτη, ωμόυπνος=αγουροξυπνημένος, ωμόφορον=ωμοφόριο, ωμόχλον=χλιαρό, ωξίαζα=άξιζα, ωράγα=φυλάχτηκα, ωράγουμαι=φυλάγομαι, ωράγουμνε=φυλαγόμουν, ωράζω=φυλάγω, ωράουμαι=φυλάγομαι, ωράουμνε=φυλαγόμουν, ώρας=ώρες, ωρωματέστα=ονειρεύτηκα, ωρωτέθα=ρωτήθηκα, ως να=ώσπου να, ώσαμε=μέχρι/ως, ωσάν=όταν, ωσπουτά=εφόσον/ενόσω, ώστα=μέχρις ότου, ωτία=αυτιά, ωτίν=αυτί, ωτόπον=αυτάκι, ωτόπονος=πόνος αυτιού, ωφέλανα=ωφελούσα, ωφέλεσα=ωφέλησα, ωφλάεμαν=στέναγμα, ωφλαεύω=στενάζω, ωφλαύω=στενάζω, ώχλεψα=μετακίνησα,

ωχράζω=κιτρινίζω

Page 61: ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΛΕΞΙΚΟ