ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ...

19
1 ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992) 1 Εις μνήμη Αιμίλιου Ποέρου (1923-2003). ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Ο Κώστας Ποέρος γεννήθηκε στην Κερύνεια στις 8 Φεβρουαρίου, 1918. Γονείς του ήταν ο Συμεών Ποέρος (1882-1945) και η Μαρίτσα Τελεβάντου (1888-1968). Φοίτησε στο δημοτικό και μέχρι την τρίτη τάξη του ημιγυμνάσιου Κερύνειας οπότε διέκοψε τις σπουδές του, για να αναλάβει το φούρνο του πατέρα του, η υγεία του οποίου είχε αρχίσει να εξασθενεί. Ο γνωστός αυτός «φούρνος του Συμεού» βρισκόταν στη γωνία των οδών Χρυσοπολίτισσας και Ιουστινιανού, λίγα μόνον βήματα από την τώρα ερειπωμένη εκκλησία της Παναγίας Χρυσοπολίτισσας, την Τρυπητή και το λιμάνι της Κερύνειας. Η ζωή του φούρναρη σκληρή, και οι οικονομικές συνθήκες στην Κερύνεια δύσκολες στα χρόνια που αναφέρεται πιο κάτω ο συγγραφέας. Στην αρχή με τον πατέρα του, πότε μόνος, πότε με τον αδελφό του Αιμίλιο και αργότερα με τη γυναίκα και τα παιδιά του, ο Κώστας Ποέρος τροφοδότησε με ψωμί, φραντζόλες και παξιμάδια όχι μόνο γενιές Κερυνειωτών, αλλά και τους ντόπιους και ξένους καραβοκύρηδες και ναυτικούς, το Αγγλικό ναυτικό και το ξενοδοχείο ‘Dome.’ Σαν φούρναρης και κάτοικος στην καρδιά της πόλης, ελάχιστα μόνο βήματα από το λιμάνι, ήταν σε προνομιούχα θέση να γνωρίζει καλά όχι μόνο την πόλη που αγαπούσε αλλά και τους κατοίκους της και τις δύσκολες στιγμές που πέρασαν οι Κερυνειώτες στα χρόνια του μεσοπολέμου. Στις 20 Ιανουαρίου, 1945, παντρεύτηκε στην εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ, την επίσης Κερυνειώτισσα Άννα Μιχαηλίδου (1920-1981), κόρη του Αλέξη Μιχαηλίδη (1878-1936;) και της Ελένης Παύλου Χατζηχριστοφή (1890-1924;). Απόκτησαν τέσσερα παιδιά, το Σίμο Σιμάκη, την Έλλη Ποέρου- Γιαγκιώζη, και τους Αλέκο και Στέλιο, που απεβίωσαν σε παιδική ηλικία. Απέκτησε επίσης τρία εγγόνια, τον Κώστα και Γιάννη Σιμάκη, και την Άννα Γιαγκιώζη. Τα ξημερώματα της 20 ης Ιουλίου 1974, βρήκαν τον Κώστα Ποέρο στο φούρνο του. Μόλις είχε ξεφουρνίσει, ζεστά, τα πρώτα ψωμιά της μέρας. Οι τουρκικοί βομβαρδισμοί έσεισαν και τράνταξαν το μικρό, παλιό, φούρνο και σκέπασαν με σουβάδες και σκόνη τα ζεστά ψωμιά. Αφήνοντάς τα στον μπάγκο, ο συγγραφέας μαζί με τη γυναίκα και την κόρη του, τον αδελφό του Αιμίλιο με την οικογένεια του, και πολλούς άλλους Ελληνοκύπριους πήρε τον πικρό δρόμο της προσφυγιάς. Πέθανε στη Λευκωσία στις 17 Ιανουαρίου, 1992. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια επιμέλεια των παιδικών και νεανικών αναμνήσεων που ο συγγραφέας μάς άφησε σε δυο σχολικά τετράδια. Οι κατά τόπους σκόρπιες και σε ορισμένες περιπτώσεις επαναληπτικές αναμνήσεις, ταξινομήθηκαν σε χρονολογική σειρά και σε μονοτονική γραμματική, δίνοντας προσοχή στη μη αλλοίωση του ύφους και χρώματος του κειμένου. Κρίθηκε επίσης σκόπιμη, σε ορισμένα σημεία του κειμένου, η χρήση υποσημειώσεων για περαιτέρω επεξήγηση και προσθήκη πληροφοριών. Θέλω να ευχαριστήσω τον Σίμο Σιμάκη για την ευγενή παραχώρηση των τετραδίων για επεξεργασία και δημοσίευση, και για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε να επιμεληθώ το κείμενο. Επίσης ευχαριστώ την Άννα Νεοφύτου για τη βοήθειά της στην ετοιμασία του κειμένου. Έρση ∆ημητριάδου Λευκωσία, 2001, 2004 1 ∆ιόρθωση και επιμέλεια κειμένου μαζί με ιστορικές παραπομπές, Έρση ∆ημητριάδου. © Αύγουστος 2001. Ο Κώστας Ποέρος το 1978. Με την ευγενή παραχώρηση της Έλλης

Transcript of ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ...

Page 1: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

1

ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις µνήµη Αιµίλιου Ποέρου (1923-2003). ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ο Κώστας Ποέρος γεννήθηκε στην Κερύνεια στις 8 Φεβρουαρίου,

1918. Γονείς του ήταν ο Συµεών Ποέρος (1882-1945) και η Μαρίτσα Τελεβάντου (1888-1968). Φοίτησε στο δηµοτικό και µέχρι την τρίτη τάξη του ηµιγυµνάσιου Κερύνειας οπότε διέκοψε τις σπουδές του, για να αναλάβει το φούρνο του πατέρα του, η υγεία του οποίου είχε αρχίσει να εξασθενεί. Ο γνωστός αυτός «φούρνος του Συµεού» βρισκόταν στη γωνία των οδών Χρυσοπολίτισσας και Ιουστινιανού, λίγα µόνον βήµατα από την τώρα ερειπωµένη εκκλησία της Παναγίας Χρυσοπολίτισσας, την Τρυπητή και το λιµάνι της Κερύνειας. Η ζωή του φούρναρη σκληρή, και οι οικονοµικές συνθήκες στην Κερύνεια δύσκολες στα χρόνια που αναφέρεται πιο κάτω ο συγγραφέας. Στην αρχή µε τον πατέρα του, πότε µόνος, πότε µε τον αδελφό του Αιµίλιο και αργότερα µε τη γυναίκα και τα παιδιά του, ο Κώστας Ποέρος τροφοδότησε µε ψωµί, φραντζόλες και παξιµάδια όχι µόνο γενιές Κερυνειωτών, αλλά και τους ντόπιους και ξένους καραβοκύρηδες και ναυτικούς, το Αγγλικό ναυτικό και το ξενοδοχείο ‘Dome.’ Σαν φούρναρης και κάτοικος στην καρδιά της πόλης, ελάχιστα µόνο βήµατα από το λιµάνι, ήταν σε προνοµιούχα θέση να γνωρίζει καλά όχι µόνο την

πόλη που αγαπούσε αλλά και τους κατοίκους της και τις δύσκολες στιγµές που πέρασαν οι Κερυνειώτες στα χρόνια του µεσοπολέµου.

Στις 20 Ιανουαρίου, 1945, παντρεύτηκε στην εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ, την επίσης Κερυνειώτισσα Άννα Μιχαηλίδου (1920-1981), κόρη του Αλέξη Μιχαηλίδη (1878-1936;) και της Ελένης Παύλου Χατζηχριστοφή (1890-1924;). Απόκτησαν τέσσερα παιδιά, το Σίµο Σιµάκη, την Έλλη Ποέρου-Γιαγκιώζη, και τους Αλέκο και Στέλιο, που απεβίωσαν σε παιδική ηλικία. Απέκτησε επίσης τρία εγγόνια, τον Κώστα και Γιάννη Σιµάκη, και την Άννα Γιαγκιώζη. Τα ξηµερώµατα της 20ης Ιουλίου 1974, βρήκαν τον Κώστα Ποέρο στο φούρνο του. Μόλις είχε ξεφουρνίσει, ζεστά, τα πρώτα ψωµιά της µέρας. Οι τουρκικοί βοµβαρδισµοί έσεισαν και τράνταξαν το µικρό, παλιό, φούρνο και σκέπασαν µε σουβάδες και σκόνη τα ζεστά ψωµιά. Αφήνοντάς τα στον µπάγκο, ο συγγραφέας µαζί µε τη γυναίκα και την κόρη του, τον αδελφό του Αιµίλιο µε την οικογένεια του, και πολλούς άλλους Ελληνοκύπριους πήρε τον πικρό δρόµο της προσφυγιάς. Πέθανε στη Λευκωσία στις 17 Ιανουαρίου, 1992.

Το κείµενο που ακολουθεί αποτελεί µια επιµέλεια των παιδικών και νεανικών αναµνήσεων που ο συγγραφέας µάς άφησε σε δυο σχολικά τετράδια. Οι κατά τόπους σκόρπιες και σε ορισµένες περιπτώσεις επαναληπτικές αναµνήσεις, ταξινοµήθηκαν σε χρονολογική σειρά και σε µονοτονική γραµµατική, δίνοντας προσοχή στη µη αλλοίωση του ύφους και χρώµατος του κειµένου. Κρίθηκε επίσης σκόπιµη, σε ορισµένα σηµεία του κειµένου, η χρήση υποσηµειώσεων για περαιτέρω επεξήγηση και προσθήκη πληροφοριών.

Θέλω να ευχαριστήσω τον Σίµο Σιµάκη για την ευγενή παραχώρηση των τετραδίων για επεξεργασία και δηµοσίευση, και για την εµπιστοσύνη που µου έδειξε να επιµεληθώ το κείµενο. Επίσης ευχαριστώ την Άννα Νεοφύτου για τη βοήθειά της στην ετοιµασία του κειµένου. Έρση ∆ηµητριάδου Λευκωσία, 2001, 2004

1 ∆ιόρθωση και επιµέλεια κειµένου µαζί µε ιστορικές παραποµπές, Έρση ∆ηµητριάδου. © Αύγουστος 2001.

Ο Κώστας Ποέρος το 1978. Με την ευγενή παραχώρηση της Έλλης

Page 2: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

2

ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ Κώστας Ποέρος

Γεννήθηκα στηv Κερύνεια τo 1918. Περπάτησα τα πρώτα µoυ βήµατα στα στενά

δροµάκια του λιµανιού, µεγάλωσα, δούλεψα σαράντα συνεχή χρόνια δική µου δουλειά, κληρονοµιά από τον παππού και τον πατέρα. Εκεί έζησα όλα τα χρόνια µέχρι τo 1974, µέχρι τηv ηµέρα του ξεριζωµού µας απo τον Τουρκικό Αττίλα. Τα αξέχαστα µoυ χρόνια είναι τα παιδικά από τo 1925-1940.

Γεννήθηκα από γονιούς µικροαστούς, µε µόνη περιουσία τo σπιτάκι µας µε το φούρνο, κληρονοµιά από τον παππού2 µoυ, πoυ, όπως λέγανε, καταγόταν από ένα παππού Γενοβέζο3 και µέχρι τo 1914 όλα τα αρσενικά παιδιά τωv συγγενών τoυ αποχτούσαν αυτόµατα τηv Ιταλική υπηκοότητα και δεv πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο4 πoυ επέβαλε η Αγγλία επί τωv κατοίκων της Κύπρου µέχρι τo 1914.

Ο παππούς όπως και o πατέρας αφήσανε σε µένα κληρονοµιά, εχτός από το φούρνο, ένα µεγάλο όνοµα, ‘φίρµα’ όπως λένε σήµερα. Ο πατέρας µoυ, ένας γνήσιος Κερυνειώτης από τηv οικογένεια Ποέρων. Όλοι τους θαλασσινοί, ναύτες και καπετάνιοι. Ο καπτάν Συµιός, ο καπτάν Σάββας και Γιώργος Ποέρος. Ο παππούς µου µε το επίθετο ‘Λιλλίος5’ δεν ακολούθησε τ΄ αδέλφια του· φοβόταν φαίνεται τη θάλασσα και έκανε δικό τoυ αρτοποιείο. Κάποτε δοκίµασε για ναύτης, όπως µου’ παν άλλοι. Ένα βράδυ τον µπλοκάρανε Τούρκοι στρατιώτες σε Τούρκικο σπίτι και τον καταδιώξανε, αλλά τα κατάφερε και γλίτωσε µπαίνοντας στο καράβι. Από τότες δεν τόλµησε να ξαναπάει στην Τουρκία. Γιατί τα καΐκια τα κερυνειώτικα µόνο στην Τουρκία πηγαίνανε.6

2 Ο Κωσταντής Ποέρος γεννήθηκε γύρο στο 1847 στηv Κερύνεια. (Κρατικό Αρχείο (ΚΑ). SA1/13476). 3 Ο καπετάνιος Bernard Boero, o προ-προπάππος και πατριάρχης της οικογένειας Ποέρου στην Κύπρο, µετοίκησε στην Κερύνεια από τη Σαρδηνία στις αρχές του 19ου αιώνα. (ΚΑ. SA1/13476). 4 Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο κεφαλικός φόρος επιβάρυνε συλλογικά όλους τους Χριστιανούς άνδρες, που ήσαν µεταξύ 15-70 χρόνων και Οθωµανοί υπήκοοι. Τα 27 γρόσια που αντιστοιχούσαν ανά κεφαλή, απάλλασσαν τους Χριστιανούς υπηκόους της οθωµανικής αυτοκρατορίας από τη στρατολογία. Ο µουχτάρης κάθε κοινότητας είχε την ευθύνη περισυλλογής και πληρωµής του φόρου στα δηµόσια ταµεία. Το ∆εκέµβρη τoυ 1878, oι Αγγλικές αρχές τροποποίησαν και το µετέτρεψαv σε ατοµικό φόρο. Οι φοροεισπράχτορες θα εισέπρατταν 2 σελίνια και 6 γρόσια, ανεξαίρετα, από όλους τους Χριστιανούς και Μουσουλµάνους άνδρες ηλικίας 18-60, πλην αυτών µη Οθωµανικής υπηκοότητας. Ο φόρος καταργήθηκε τo 1906. 5 Αυτό ήταv παρανόµι. 6 Τα κερυνειώτικα καΐκια πήγαιναν και στα ελληνικά νησιά και στηv Αίγυπτο.

Σελίδες από τα τετράδια του συγγραφέα. Αρχείο Έρσης ∆ηµητριάδου.

Page 3: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

3

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Μοναχοπαίδι και ορφανός χωρίς µητέρα, δύο χρονών παιδί, κουρελής, ξεβράκωτος

γύριζε στα σοκάκια της Κερύνειας ο πατέρας. Του ράψανε οι θειάδες του µια πουκαµίσα να κρύβει τη γύµνια του και γυρνούσε πότε στη µια θεια πότε στην άλλη για λίγο φαΐ. Ο παππούς κτυπηµένος από το χαµό της γυναίκας7 του, που πέθανε στη γέννα της, αδιαφορούσε για το παιδί του. Μία φορά τόλµησε να πιάσει δυο αυγά απ’ το κοτέτσι του πατέρα του και του τα πήρανε οι θειάδες που διαφεντεύανε το σπίτι του παππού.

Εφτά χρονών ήτανε, όταν του φόρεσαν βρακί, γιατί έπρεπε να πάει σχολείο.8 Έβγαλε την τρίτη τάξη του δηµοτικού και τα παράτησε, γιατί έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει. Ο πατέρας µου δούλεψε µαραγκός και αµαξάρης στα νεανικά του χρόνια. Τον πήρε ψυχοπαίδι ο µάστρε-Τηλέµαχος, ο µαραγκός. ∆ούλεψε εφτά χρόνια µόνο για ένα πιάτο φαΐ και στον όγδοο χρόνο πήρε µεροκάµατο ένα γρόσι την ηµέρα. Μετά τρία χρόνια το µεροκάµατο έγινε τρία γρόσια και άρχισε να καπνίζει.

Μου αφηγόταν συχνά ο πατέρας για τη λεβεντιά και την περηφάνια που ένιωθε όταν οδηγούσε άµαξα δικιά του µε τέσσερα άλογα. Το λαντό του ήταν το πιο ωραίο. Οι Κερυνειώτισσες τον καµαρώνανε, γιατί ήταν κάτι απίθανο για την εποχή του 1900, να’ χει η Κερύνεια τέτοιο αµάξι. Υπήρχαν, όπως µου’ λέγε, άλλα δύο σαράβαλα µε κάτι άλογα γέρικα. Ενώ του πατέρα ήταν καινούργιο µε τέσσερα ωραία και περιποιηµένα άλογα όλα το ίδιο χρώµα. Τα περιποιόταν µε τόσο µεράκι, που έβαζε το λούστρο και τους έβαφε τα νύχια τους, για να περνά και να τον καµαρώνει η καλή του. Οχτώ χρόνια ερωτευµένος µε τη µάνα µου και δεν τον άφηναν οι δικοί του να την παντρευτεί, γιατί ήταν από φτωχή οικογένεια και όχι από τζάκι.

Η περιουσία του παππού εξανεµίσθη. Ακόµη και το σπίτι της γιαγιάς πουλήθηκε για 30 λίρες. Όταν αρραβωνιάσθηκε ο πατέρας, νοίκιασε ένα δωµάτιο δίπλα στο σπίτι της µάνας του. Οχτώ χρόνια αρραβωνιασµένος προσπαθούσε να πάρει πίσω το σπίτι της µάνας του, γιατί ο παππούς το πούλησε χωρίς τη συγκατάθεσή του.

Εν τέλει τα κατάφερε, το πήρε το σπίτι και παντρεύτηκε. Οχτώ χρόνια ο παππούς δεν της µιλούσε, όσο καιρό ήταν αρραβωνιασµένη, γιατί δεν την θέλανε τη µάνα µου. Η µάνα µου όλα αυτά τα χρόνια δούλευε το βελόνι. Κεντούσε τα κόκκινα µαντήλια που φορούσαν οι κυράδες της Κερύνειας στις γιορτές και τους γάµους. Η µάνα µου στην τέχνη της δεν είχε καµία να της µοιάσει. Κι’ όλες παίνευαν τα κεντητά µαντήλια της Συµίνας.

Τόση ήταν η ζήλια των συγγενών του που σκόπευαν να τη σκοτώσουν µε το δίκαννο. Την γλίτωσε η µάνα µου από το µεθυσµένο συγγενή του πατέρα µου (δεν αναφέρω τ’ όνοµα του), αφού την 7 Σύµφωνα µε προφορική αναφορά του Αιµίλιου Ποέρου, το όνοµά της ήταν Μηλιά. (Αρχείο Προφορικής Ιστορίας Κερύνειας Έρσης ∆ηµητριάδου.) 8 ∆άσκαλος τότε ήταν ο Γεώργιος Λοϊζίδης. (ΚΑ. Ε 9/1. Attendance Statistics, 1884-1894.)

Η οικογένεια Συµεού Ποέρου γύρο στο 1928-29. Από αριστερά, Κώστας, Συµεών, Αιµίλιος, Χαριτίνη και Μαρίτσα. Με την ευγενή παραχώρηση της Ελένης Μασονίδου.

Page 4: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

4

κλείδωσαν µέσα σ’ ένα ντουλάπι και χώσανε τα κλειδιά. Μετά το γάµο του πατέρα µου υπεχώρησε ο γέρος. Πήγε, αγκάλιασε τη νύφη, την φίλησε

και της έδωσε την ευχή του. Του πατέρα η χαρά ήταν απερίγραπτη. Ετοίµασε ξέχωρο δωµάτιο για το γέρο. Έζησε ο γέρος, σεργιάνιζε το πρώτο του εγγονάκι και καµάρωνε που το φωνάζαν Κωσταντή, τ’ όνοµά του.

Ο πατέρας έβαλε τα δυνατά του χωρίς καµιά βοήθεια. Ξανάφτιαξε το φουρνάδικο του παππού µε το ξακουστό όνοµα ο φούρνος του ‘Λιλλίου’. Εφύτεψε καινούργια λιόδεντρα στο µοναδικό χωράφι που έµενε απούλητο και από τα πιθάρια δεν έλειψε ποτέ το λάδι κι οι ελιές.

Τον αγαπούσανε όλοι οι κάτοικοι της Κερύνειας τον πατέρα µου και µιλούσαν συχνά για την τιµιότητά του και για τον πρόσχαρο χαραχτήρα του. Καθόταν; Τραγουδούσε. ∆ούλευε; Τραγουδούσε. Έπαιζε πρέφα; Τραγουδούσε. Στα γλέντια δε, ήταν τόσο ξεκαρδιστικά τα τραγούδια του, που πολλές γυναίκες ‘κατουρούσαν’ που το γέλιο. Άρχιζε ένα τραγούδι δίχως τελειωµό, δικό του τραγούδι. Οι γυναίκες παιδευόντουσαν να ακούσουν τη συνέχεια, αλλά αυτός αντί να προχωρήσει, άρχιζε από την αρχή προσθέτοντας µόνο µια λέξη και πάλι απ’ την αρχή. Σωστός γρίφος.

Στο ντύσιµό του πάντοτε ξεχώριζε από όλους τους Κερυνειώτες. Το σκουφί του, η ζώστρα του, το γιλέκο του µε δυο σειρές κουµπιά. Τα παπούτσια του το χειµώνα παπαδίστικα µε λάστιχο στα πλάγια και το καλοκαίρι άσπρα, λινά ποτίνια δίχως τακούνι. Και το παστούνι του από έβενο, δώρο από κάποιο φίλο του εξ Αφρικής.

Το’ χε καύχηµα που’ χε και τα τριάντα δυο του δόντια σε άριστη κατάσταση. Θυµάµαι κάποτε στα εξήντα του, που του έσπασε ένα δόντι σπάζοντας αµύγδαλα· δεν το χώνευε και µου λέει, «αυτό είναι άσχηµο µαντάτο». Και πράγµατι στο χρόνο απάνω πέθανε η µονάκριβή µας αδελφή.9

Με το χαµό της κόρης πήρε κι’ αυτός τον κατήφορο. Χάθηκε το γέλιο, κόπηκε το τραγούδι. Έκλαιγε στα κρυφά και δεν άργησε να’ ρθει και η τύφλωση από γλαύκωµα, όπως είπαν οι γιατροί.

Έτσι άρχισε µία δυναστεία ψωµάδων που κράτησε τρεις γενεές. Απ’ τον παππού, στον

εγγονό. Ο εγγονός ήµουνα εγώ, που κράτησα τη δουλειά µέχρι την τελευταία ηµέρα του ξεριζωµού µας. Έζησα την Κερύνεια µε τις χαρές της και τις λύπες της. Κράτησα µε τα δόντια που λένε, τη δουλειά, παρ’ όλες τις αντίξοες περιστάσεις, µέχρι την τελευταία µέρα, 20 Ιούλη 1974. Ηµέρα του ξεριζωµού µας από τα τουρκικά στρατεύµατα.

9 Η Χαριτίνη Ποέρου.

Page 5: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

5

Η ΜΗΤΕΡΑ

Η µητέρα µoυ γεννήθηκε στον Καραβά. Η οικογένειά της (γονιοί και εφτά παιδιά,

τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια10) µετοίκησαν στην Κερύνεια το 1910, γιατί δεν είχανε βιος στο χωριό και ο παππούς δεν µπορούσε να συντηρήσει τόσα παιδιά. Ο παππούς δούλευε κορτζής (ζυγιστής). Τα αγόρια µαραγκοί και ράφτες και τα κορίτσια το βελόνι. Μέχρι σήµερα ακούω γριές να µου µιλούν για τα µαντήλια που έµπλεκε η µάνα µου και τα φορούσαν στο λαιµό τους σχεδόν όλες οι Κερυνειώτισσες ακόµα και οι Τουρκάλες.

Θυµάµαι στα γεράµατά της που έρχονταν οι φίλες της να τους κεράσει καφέ και παξιµάδι. Πολλές φορές τις άκουγα που µιλούσαν για τα κεντητά µαντήλια. Η κυρά Ροδού, άµα ερχόταν να ανάψει το καντήλι της Χρυσοπολίτισσας, έπρεπε να κάτσει, να πουν τα περασµένα. «Θυµάσαι» της έλεγε η κυρά Ροδού, «που είµαστε και οι δυο αρραβωνιασµένες;»

Οι πραγµατικοί Κερυνειώτες είχανε δική τους διάλεχτο, που δυστυχώς έσβησε πριν πενήντα χρόνια. Θυµάµαι τις γριές τις Κερυνειώτισσες που µιλούσαν τα κερυνειώτικα. Η γιαγιά µου η Χατζηχρυσταλλού και η Χατζηκαλοµοίρα.11 «Πιάσε βέργα και τη βούργια και τράβα στα πογγούρια.» «Φέρε τη σαργιά (σκούπα) να σαρίσουµε την τσιλλαργιά.»

10 Οι Γιώργος, Αλέξης, Χριστόδουλος ‘Τουµανής’, Φρόσω, Ελενίτσα, Μαρίτσα και Γρηγόρης. 11 Εδώ ο συγγραφέας ενδεχοµένως αναφέρεται στις αδελφές του παππού του, Χρυσταλλού Νικολιού Χατζηχριστοφή και Καλοµοίρα Γιασεµή Χατζαντώνη

Page 6: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

6

Ο ΘΕΙΟΣ Ο θείος µου, ο µικρός αδελφός της µάνας µου, ο Γρηγόρης Τελεβάντος, παράτησε το

ραφτάδικο, όπου δούλευε, υπάκουσε στη φωνή της πατρίδας και στο καθήκον, και πήγε εθελοντής στον ελληνικό στρατό στα 1912.12 Σκοτώθηκε στη Μακεδονία για τα ελληνικά ιδανικά. Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε στη γιαγιά µου ένα παράσηµο ανδρείας και ξόφλησε.

Ο χαµός του παλικαριού ήταν µεγάλο πλήγµα που έριξε τη γιαγιά κατάκοιτη στο στρώµα από το µαράζι και δεν ξανασηκώθηκε. Χρόνια πολλά τον έκλαψε, γιατί ήταν το στερνοπαίδι της που πάντα οι µανάδες το αγαπούνε πιο πολύ απ’ τα άλλα παιδιά. Θυµάµαι που βρισκόταν κατάκοιτη σ’ ένα χαµόσπιτο, που µοιρολογούσε για το χαµό του γιου της και κρατούσε στα χέρια το παράσηµο, σαν να κρατούσε το παιδί της. Μετά το’ στειλε µε τον πατέρα µου τάµα στον Απόστολο Αντρέα. Μέχρι τελευταίως το σωµατείο ‘Ο Καραβάς’ τελούσε εθνικό µνηµόσυνο στο θείο µου Γρηγόρη Τελεβάντο.

12 Στον πρώτο Βαλκανικό πόλεµο.

Page 7: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

7

ΣΧΟΛΕΙΟ

Θυµάµαι την πρώτη φορά που πήγα στο δηµοτικό, στη Σεβέρειον Αστική Σχολή.13

Φορούσαµε πηλίκια και κάθε Κυριακή πηγαίναµε µε το δάσκαλο στην εκκλησιά. Θυµάµαι το σεβασµιότατο µητροπολίτη Κυρηνείας κ.κ. Μακάριο και µετά αρχιεπίσκοπο Κύπρου που ερχόταν στην τάξη µας και παρακολουθούσε την πρόοδό µας και µας µοίραζε και δώρα στις γιορτές. Τα διαλείµµατα τον βλέπαµε που περιποιόταν ο ίδιος τον κήπο της Μητρόπολης που’ ναι δίπλα στο σχολείο. Είχε µεράκι στο κλάδεµα και τον βοηθούσε ο δάσκαλός µας Χριστόδουλος Χριστοδουλίδης, που ήταν συνάµα ο δεξιός ψάλτης στον Αγ. Γεώργιο Πάνω Κερύνειας.14

Οι αναµνήσεις µου από το δηµοτικό είναι οι σχολικές γιορτές και οι εκδροµούλες που κάναµε στη Γλυκιώτισσα και στη Φανερωµένη. Ήµουνα συνεσταλµένος τύπος, γι’ αυτό έβγαλα το δηµοτικό µε µέτριο βαθµό.

Το γυµνάσιό µας ήταν ένα ανώγι, παλιό αρχοντικό, µε πρόσοψη στο λιµάνι. Στην πίσω µεριά ήταν το τούρκικο τζαµί µε τον ψηλό µιναρέ, όπου απολαµβάναµε τον καλλίφωνο χότζα µεσηµέρι και βράδυ. Όπως λέγανε, κάποτε ήταν χριστιανός και µετά τούρκεψε. Ήταν µεγάλη απόλαυση να τον ακούς και προσπαθούσαµε να τον µιµηθούµε.

Στο γυµνάσιο είχα πολύ καλούς συµµαθητές και δασκάλους. Ήµουνα από τους πρώτους µαθητές του καθηγητού και ιστορικού ∆ρ. Κυριάκου Χατζηιωάννου, τέως γυµνασιάρχου Αµµοχώστου. Ήταν ο πρώτος χρόνος που δίδασκε σαν καθηγητής. Ήταν ο µόνος καθηγητής που αγαπούσαµε όλοι, γιατί µας µάγευε µε τις κουβέντες που κάναµε εχτός µαθήµατος.

∆ε θα ξεχάσω τις προτροπές του να µελετούµε. Μια µέρα που πήγαµε σχεδόν όλοι αδιάβαστοι, µας λέει τάχα εµπιστευτικά. «Βρε παιδιά, διαβάστε να χαρείτε, γιατί είναι ο πρώτος χρόνος που διδάσκω καθηγητής και, αν δε βγάλω καλούς µαθητές, θα µε διώξει η εφορεία.» Και πράγµατι από τους συµµαθητές µου πάρα πολλοί διάπρεψαν στα γράµµατα και πήραν επίλεκτες θέσεις στην κυπριακή κοινωνία όπως ο Τάκης Φυλαχτού, ο Γιώργος Φυλαχτής και ο Λοΐζος Κκολής, ο σηµερινός πνευµατικός της µονής Αγ. Μηνά µε το όνοµα Λεόντιος.

Αλλά τα γεγονότα του 1931 ήταν µια θλιβερή εµπειρία για µας το µαθητικό κόσµο. Οι Άγγλοι φυλάκισαν τους καθηγητές µας και πολλούς σηµαίνοντες συµπολίτες15 µας, γιατί έλαβαv µέρος σε παράνοµη παρέλαση το 1931. Μας απαγόρεψαν τις παρελάσεις, τα γαλάζια τετράδια και µολύβια και µας πήραν τη σηµαία του σχολείου.

Φυλάκισαν το Γεώργιο Καραγιάννη µαζί και άλλους πέντε δασκάλους, τον αδελφό του Λοΐζο Καραγιάννη, τον Ευθύβουλο Ανθούλη, το Γυµνασιάρχη Θεόκλητο Σοφοκλέους, το

13 Η Σεβέριος Αστική Σχολή Κερύνειας λειτούργησε για πρώτη φόρα το 1912. Χτίσθηκε µετά από µια γενναιόδωρη δωρεά ₤500 του εκ Λευκωσίας µεγαλέµπορα ∆ηµοσθένη Σεβέρη. 14 Η εκκλησία θεµελιώθηκε πάνω στα ερείπια αρχαιότερου ναού το 1907. Κτίσθηκε και εξοπλίσθηκε το 1924-25 µετά από δωρεά του ζεύγους Μαρίας και Χατζηγεώργιου Α. Μιχαηλίδη από τη Θέρµια. 15 Μεταξύ τωv οποίων ήταν oι καπετάν Παναής Μιχαηλίδης, Νεοκλής Λοΐζου, Σάββας Καράσαββας, ∆ωρόθεος Καρολίδης, Σάββας Ποέρος και Κυριάκος Σπύρου γνωστός ως ‘Ποέρος.’

Η Σεβέριος Αστική Σχολή. Με την ευγενή παραχώρηση της Νιόβης Φράγκου.

Page 8: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

8

µαθηµατικό Γεώργιο Ζαµπάν και τον αγγλοδιδάσκαλο Μιχαλάκη Κωσταντινίδη. Έτσι και τα δυο σχολεία της Κερύνειας έµειναν ακέφαλα. Μόνον κατόπιν από τις άοκνες προσπάθειες του Παγκυπρίου Γυµνασίου συνέχισε τη λειτουργία του το Γυµνάσιο Κερύνειας. Πολλοί καθηγητές του Παγκυπρίου µετά από τα πρωινά µαθήµατα στο Παγκύπριο έρχονταν στην Κερύνεια και αντικαθιστούσαν τους φυλακισµένους καθηγητές µας.

Θυµάµαι την ηµέρα της παρέλασης που ήµαστε µπροστά στο διοικητήριο, ένας αστυνοµικός πήγε να χτυπήσει ένα µαθητή µε το κοντάκι του όπλου και τον άρπαξε ο δεσπότης Μακάριος από το µπράτσο και του λέει δείχνοντας το στήθος του. «Άµα θέλεις να κτυπήσεις κτύπα εδώ.» Και αµέσως ο αστυνοµικός υπεχώρησε.16 Αυτή ήταv η αφορµή vα εκτοπιστεί από τηv Κύπρο ο µεγάλος αγωνιστής, αείµνηστος µητροπολίτης Κυρηνείας και µετά αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β’.

16 Σε εµπιστευτική έκθεση προς τον τοπικό αστυνοµικό διοικητή Κερύνειας, Κώστα ∆ηµητριάδη, µε ηµεροµηνία 25 Οκτωβρίου, 1931, ο αστυφύλακας Μουσταφά Σιεφκή αναφέρει ότι οι δύο ‘ένοχοι’ που κατέβασαν την αγγλική και ανάρτησαν την ελληνική σηµαία στο διοικητήριο ήταν οι ∆ηµήτρης Γαλακτίου και Σάββας Χατζηλαµπής. (ΚΑ. SA1/1427/1931, σ. 7). Βλέπε επίσης, Άννα Νεοφύτου. ‘Σελίδες από την εξέγερση του 1931 στην Κερύνεια.’ Επετηρίδα του Κέντρου Επιστηµονικών Ερευνών. XXVII, Λευκωσία, 2001, σσ. 309-337.

Page 9: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

9

ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ Χώρους για παιγνίδι δεν είχαµε. Το λιµάνι ήταν ο µεγάλος πειρασµός για µικρούς και

µεγάλους. Εµείς οι µικροί προσπαθούσαµε να µιµηθούµε τους µεγάλους φτιάχνοντας καλαµίδια για ψάρεµα µε κλωστή και αγκίστρι. Αλλά το ψάρεµα µε αγκίστρι είναι µεγάλη τέχνη, που πολύ λίγοι την κατέχουν. Γι’ αυτό τα παρατήσαµε και ασχολούµαστε µε τα καβούρια.

Τα µεγάλα παιδιά ασχολούνταν µε το ψάρεµα του γύλου. Ο γύλος είναι ένα πολύ ωραίο ψαράκι µε κίτρινες ραβδώσεις. Η γεύση του είναι απίθανη. Τρώγεται ολόκληρο χωρίς να αφαιρέσεις ούτε κεφάλι ούτε κόκαλο. Είναι πολύ έξυπνο ψάρι, που χρειάζεται πολλή τέχνη να πιαστεί. Μια παροιµία λέει: «Είµαι γύλος σε γελώ και το δόλωµα χαλώ, είµαι πέρκα πιάνοµαι, είµαι χάνος χάνοµαι.»

Θυµάµαι, πρόσφυγας πια, σ’ ένα ψαροπωλείο στην Αθήνα πήγα µια µέρα και βλέπω ένα τελάρο γεµάτο ψάρια διάφορα για βραστά. Κοιτάζω µέσα και βλέπω κάτι πελαγόγυλους µία πιθαµή ο καθένας. Έπαθα σαν τρελός. Άρχισα να µαζεύω µερικούς στην πάντα. Ο ψαράς ήταν απασχοληµένος µε άλλους πελάτες. Άµα ήλθε η σειρά µου και ήλθε να µε ρωτήσει τι θα πάρω, του είπα κάπως συνεσταλµένα. «Με αφήνεις να διαλέξω µερικά απ’ αυτά τα µικρούτσικα;» Στέκει και µε κοιτάζει. «Αχ πονηρούλη» µου λέει. «Θαλασσινός είσαι και µου το κρύβεις.» Του λέω, «πώς το κατάλαβες;» «Άντε διάλεξε» µου λέει, «γιατί µόνον οι θαλασσινοί ξέρουν να φάνε ψάρι.»

Το λιµανάκι ήταν απαγορευµένο για µας τους µαθητές και από το δάσκαλο και από τον

Τούρκο φύλακα του λιµανιού, το ‘µαύρο’. Ψηλός, µαύρος, µε κίτρινα µάτια και κίτρινα µεγάλα δόντια, µας κυνηγούσε µέχρι τα σκαλιά της Τρυπητής µε µια βέργα και αλίµονο σ’ αυτό που θα’ πεφτε στα χέρια του.

Καταφύγιό µας ήταν η αυλή της Χρυσοπολίτισσας. Παίζαµε µέχρι το σούρουπο απ’ όπου µας µάζευαν οι µητέρες µας πολλές φορές µε τη βέργα ή µας έδιωχνε ο ιερέας παρόλο που την πιο πολλή φασαρία την έκαναν τα παιδία του.

Στο λιµάνι κατεβαίναµε µε τη συνοδεία των γονιών µας στα καφενεδάκια ή για µπάνιο. Το λιµάνι ήταν ο µοναδικός πνεύµονας της πόλης µας. Η Κερύνεια είχε δικό της ταρσανά και έφτιαχνε τα δικά της τα καΐκια. Ο ταρσανάς βρισκόνταν εκεί που χτίστηκε το ξενοδοχείο Κατσελλή. Θυµάµαι το τελευταίο καΐκι που έµεινε πάνω στα σκαριά πολλά χρόνια, γιατί φαλίρισε ο ιδιοκτήτης. Όπως µου’ λεγαν οι ναύτες, η Κερύνεια είχε και τρικάταρτα καΐκια µε το όνοµα ‘Ρήγαινα’ και ‘Απόστολος Αντρέας.’

Τα καΐκια τα κερυνειώτικα ήταν το καύχηµα όλων µας. Εγώ θυµάµαι το ‘∆ιγενή,’ τον ‘Αρχάγγελο,’ το τρεχαντήρι του µάστρε Γιάννη, την ‘Αγία Τριάδα,’ τη ‘Σκαµπαβία,’ την ‘Οµορφίτσα’ κι άλλα µικρότερα. Εµείς οι µικροί τ’ αγαπούσαµε τα καΐκια και ο καθένας είχε ξεχωριστή συµπάθεια, ο καθένας το δικό του. Άµα φαινόταν στο πέλαγος καράβι, µαζευόµαστε όλα τα παιδιά της γειτονιάς στην εξέδρα της Τρυπητής και ο καθένας προσπαθούσε να µαντεύσει ποιο καράβι πρέπει να’ ναι. Πολλές φορές στοιχηµατίζαµε µε πάτσους. Αν είναι το δικό µου, θα φας τόσους πάτσους.

Το ανατολικό µέρος του λιµανιού από ταχυδροµική κάρτα του 1920. Με την ευγενή παραχώρηση του Άκη Σχίζα.

Page 10: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

10

Άµα γυρίζανε από το ταξίδι, πολλές φορές κολυµπώντας βγαίναµε πάνω στο καράβι και τρώγαµε λογιών λογιών λιχουδιές, ξηρούς καρπούς ακόµα και καρπούζι της Ανατολής. Οι καπετάνιοι µάς αγαπούσαν και ποτές δε µας θύµωναν. Οι ναύτες µόνον µας θύµωναν, γιατί λερώναµε το καΐκι. Τα τούρκικα καΐκια δεν ξεχώριζαν από τα Κυπριακά.

Οι ναύτες, Έλληνες και Τούρκοι, γλεντούσαν αδελφωµένοι στις ταβέρνες του λιµανιού. Κάθε καλοκαίρι γέµιζε το λιµανάκι µας από σφουγγαράδικα ελληνικά, σχεδόν όλα από την Κάλυµνο. Πηγαίναµε στο µουράγιο που’ταν δεµένα τα σφουγγαράδικα. Μάς έκανε εντύπωση ο τρόπος που µαγείρευαν· δυο πέτρες κι’ απάνω ένα τσουκάλι µε λίγα ξυλαράκια από κάτω, και να µοσχοβολά ο τόπος φρέσκο ψάρι.17 Κάθε βράδυ το ίδιο µενού· ποτέ δεν άλλαζε. Μετά τι ξεφάντωµα· το’ ρίχναν στο χορό και στο τραγούδι µε τη συνοδεία του αυλού τους, το λεγόµενο ‘σκουταύλι’ από το ασκός και αυλός. Περίπου σαν σκοτσέζικη πίπιζα.

Τα σφουγγάρια τα πατούσανε να βγει το σκουλήκι και άλλες ακαθαρσίες και τα κρεµάζανε στο άλµπουρο του καραβιού µέχρι να’ ρτει η ώρα για πούληµα σαν λάφυρα πολέµου.

17 Η γνώστη κακαβιά.

Page 11: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

11

Η ΤΡΥΠΗΤΗ

Η ζέστη κ’ η υγρασία µου κόβει την όρεξη για δουλειά. Παρ’ όλο που η δουλειά δε

σηκώνει αναβολή, γιατί η αρτοποιία είναι η ασχολία µου 40 συνεχή χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή, πρώτα µε τον πατέρα µου και µετά µε τη γυναίκα µου και τα παιδιά µου.

Κοιτάζω κάθε λίγο και λιγάκι το ρολόι που’ ναι ψηλά στον τοίχο κρεµασµένο και περιµένω να χτυπήσει στις οχτώ. ∆εν αντέχω στον πειρασµό, γιατί είναι η ώρα που γυρίζουν οι ψαρόβαρκες, για να χαρώ και εγώ µαζί τους, άµα γυρίζουν µε φορτωµένα δίχτυα. Άµα γυρίζουν δίχως ψάρια συµµερίζοµαι τον πόνο τους.

Αφήνω το φουρνόφτυαρο, αρπάζω ένα κουλούρι και τρώγοντας στρίβω τα στενά δροµάκια και σ’ ένα λεπτό να µε στην Τρυπητή. Η Τρυπητή είναι ένα στενό πέρασµα που δε χωράει δυο άτοµα να περάσουν ο ένας δίπλα στον άλλον· µόνο οι ερωτευµένοι τα καταφέρνουν. Από τα σκαλάκιά της αγναντεύεις το πέλαγος και µετράς όλα τα πλεούµενα του λιµανιού.

Απέναντι ακριβώς είναι η παλιά µπούκα του λιµανιού και ο φάρος. Η Τρυπητή χωρίζει δυο παλιά κονάκια που στα παλιά χρόνια λειτουργούσαν τα καζίνα του λιµανιού, όπως λέγανε τα καφενεία και όχι µε τη σηµερινή έννοια του καζίνου.

Οι παππούδες µας λέγανε: «Όσο αξίζει η Τρυπητή δεν αξίζει η πόλη.» Γιατί ποτέ δε λείπει ο δροσερός αέρας από το ρεύµα του αέρα και της στενότητας του χώρου. Η Τρυπητή

ήταν το καταφύγιό µας προ πάντων στις µεγάλες ζέστες του καλοκαιριού. Θυµάµαι, όταν ήµουνα δωδεκάχρονο αγόρι, που κατεβαίναµε όσοι γείτονες δεν είχαµε ανώι, για να ξαπλώσουµε, να πάρουµε το µεσηµεριάτικο υπνάκο µας στη ζέστη του καλοκαιριού. Παίρναµε καθένας καµιά κουβέρτα ή ένα τσουβάλι και ξαπλώναµε τα µεσηµέρια. Τα κορίτσια της γειτονιάς γέµιζαν τα γύρω µπαλκόνια και είχαµε διπλό φρεσκάρισµα· τα πειράγµατα παίρναν και φέρναν.

Τις Κυριακές κατεβαίνανε οι Τουρκάλες µε τα χρωµατιστά σεντόνια και µε σκεπασµένο το πρόσωπο µε το φερετζέ. Καθόντουσαν άλλες σε µαξιλάρια, άλλες καταγής και γέµιζε όλη η εξέδρα της Τρυπητής και τα σκαλάκια που’ ναι δεξιά και αριστερά της εξέδρας. Αν τολµούσες να περάσεις, δε σου κάναν µέρος, παρά µόνον σου’ λεγαν να πας από άλλο στενό. Άλλες έρχονταν για να δουν τα τούρκικα καΐκια που κουβαλούσαν ξυλεία, όσπρια και ξηρούς καρπούς από την Ανατολή, όπως λέγαµε τότε τη Μ. Ασία. Άλλες, για να θαυµάσουν τα χιονισµένα βουνά της Καραµανιάς.

Τα τουρκάκια φέρνανε βόλτα τα παραλιακά κέντρα και πουλούσανε γιασεµί περασµένο σε φύλλα χουρµαδιάς και κάτι λουλούδια κίτρινα µε βαριά µυρωδιά, χεννά τη λέγανε, και τα βάζανε οι Τουρκόµαγγες στ’ αφτί.

Η Τρυπητή εκτός από τη δροσιά της είχε και τις παραδόσεις της. Μια απ’ αυτές λέει ότι όποιος ξένος περάσει από την Τρυπητή οπωσδήποτε θα γίνει Κερυνειώτης, δηλαδή θα παντρευτεί µε Κερυνειώτισσα. Οι Τούρκοι της Κερύνειας είχαν ένα δικό τους ανέκδοτο που το’ λεγαν πολύ συχνά στα καφενεία και είναι ακριβώς το αντίθετο. Το τραγούδι ή ποίηµα έλεγε περίπου τα εξής.

Ταχυδροµική κάρτα της Τρυπητής. Με την ευγενή παραχώρηση του ∆ηµήτρη Νεοφύτου.

Page 12: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

12

Κερύνεια, Κερύνεια µη µπεις µέσα Αv µπεις µέσα µηv αργήσεις Αv αργήσεις µηv παντρευτείς Κι’ αν παντρευτείς φύγε.18

Ρώτησα πολλούς Τούρκους να µου πουν ποια βάση έχει αύτη η προτροπή, αλλά δυστυχώς δε βρέθηκε κανένας. Κάποιος δικός µας µου’ πε το εξής· ότι κάποτε κάποιος Τούρκος παντρεύτηκε µια ωραία κοπέλα, αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός και εχτός που του πήρανε τη γυναίκα, έφαγε και σαράντα παρά µίαν. Κι’ όταν πήρε τα βρεµένα του να φύγει είπε αυτό το ρητό.

18 Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές του ποιήµατος αυτού και στην Ελληνική και στην Τουρκική.

Page 13: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

13

ΤΡΑΜΟΥΝΤΑΝΑ

Στεκόµουνα στα σκαλάκια και κοιτούσα το λιµάνι. Ερηµιά παντού. Ούτε ένα καράβι, ούτε για σηµάδι. Κάτι µαούνες δεµένες στα ρεµέντζα τους περιµένανε χρόνια πότε θάρτει κανένα βαπόρι να φορτώσουν τα χαρούπια, 2-3 βδοµάδες κάθε χρόνο. Πεντέξι σαραβαλιασµένες βάρκες στη στεριά και δυο τρεις απόµαχοι ψαράδες. Τα καΐκια της Κερύνειας 6-7 µεγάλα κι άλλα µικρότερα τα’ φαγε όλα η µανιασµένη τραµουντάνα, όπως λέγαµε το βοριά. Ορµούσε ακάθεχτη, γιατί δεν υπήρχε κυµατοθραύστης και σάρωνε τα πάντα. Πολλές φορές το’ παίρναν χαπάρι όσοι αγρυπνούσαν και χτυπούσαν τις καµπάνες, για να σηκωθούν όλοι να βοηθήσουν, για να βγουν στη στεριά οι ψαρόβαρκες. Τα µεγάλα καράβια µέναν στο έλεος του Θεού. Άκουγες τους ναύτες που προσπαθούσαν µες το κρύο, τη βροχή και το σκοτάδι να δέσουνε διπλές παρούµες ίσως τα κρατήσουν και σχιζόταν η καρδιά σου. Αν αντέχαν οι παρούµες, καλώς· αλλιώς και κοβόταν καµιά, εδιπλάρωνε το ένα καράβι κοντά στο άλλο και χάνονταν αδελφωµένα.19

Οι γυναίκες σπαράζανε βλέποντας τους συζύγους και γονιούς τους να θαλασσοδέρνονται χωρίς ελπίδα. Άλλες τρέχανε και γονατούσανε µπροστά στην Παναγία τη Χρυσοπολίτισσα να βοηθήσει τους θαλασσοδαρµένους, άλλες φέρνανε το καντήλι της Παναγιάς και το αδειάζανε

στη θάλασσα. Και πράγµατι πολλές φορές

βρέθηκα την ώρα που αδειάζανε το καντήλι και είδα τα κύµατα να υποχωρούν για αρκετή ώρα και γλίτωναν τουλάχιστο οι ναύτες. Είδα πάρα πολλές τέτοιες τραγωδίες αλλά ευτυχώς χωρίς ανθρώπινα θύµατα. Το πρωί κατεβαίνανε όλοι οι πολίτες, για να δουν το φριχτό θέαµα της καταστροφής. Στις 11 η ώρα κατέβαινε ο Άγγλος διοικητής της Κερύνειας, έβλεπε τα συντρίµµια, έβγαζε µερικές φωτογραφίες για σουβενίρ και έφευγε, χωρίς να µπει στον κόπο να ρωτήξει αν αυτοί οι άνθρωποι που µείνανε σαν το φτερό στον άνεµο, έχουν ψωµί να φάνε; Οι γυναίκες τους, τα

19 Πάµπολλα ήταν τα Κερυνειώτικα καΐκια που βούλιαξαν µέσα στο λιµάνι. Μικρό παιδί, ο συγγραφέας σίγουρα είδε τη νύκτα της 24-25 Ιανουαρίου, 1934, την αλυσίδα της ‘Αγία Τριάδα’ του καπτάν Ματθαίου Καριόλου να σπάει και αβοήθητο στη τραµουντάνα να κτυπά το ‘Νζεϊλαν Γαζι’ του καπτάν Χασάν Χουσεήν που ήταν αγκυροβοληµένο δίπλα. (ΚΑ. SA1/498/1934.)

Βάρκες καλά δεµένες, περιµένουν κατά µέτωπο την τραµουντάνα στη δεκαετία του 1950. Αρχείο Έρσης ∆ηµητριάδου.

Η οικογένεια Αλέξη Μιχαηλίδη γύρο στο 1928-29. Ιστάµενοι από αριστερά, Παναγιώτης, Κοραλλία και ∆έσποινα. Καθήµενοι από αριστερά, Φροσούλλα, Ρεβέκκα, Άννα, Αλέξης και η µικρή Έλλη. Με την ευγενή παραχώρηση της Έλλης Γιαγκιώζη.

Page 14: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

14

παιδιά τους, πώς ζουν; Έχουν ρούχα να µην κρυώνουν; Έχουν παπούτσια στα πόδια; Γι’ αυτό τα παιδιά σχεδόν όλα παίρναν το δρόµο της ξενιτιάς. Και η Κερύνεια µαραίνεται και λιγοστεύουν οι κάτοικοι της.

Πολλές οικογένειες µείνανε χωρίς προστάτη. Οι µάνες παίρνουν τη θέση του οικογενειάρχη. Με χίλια βάσανα να µεγαλώσουν τα παιδιά τους. Θυµάµαι την κυρά Ροδού µε πέντε παιδιά – τρία κορίτσια και δυο αγόρια. Τριάντα χρόνια ο σύζυγος στη ξενιτιά. Μεγάλωσε τα παιδιά της, τα πάντρεψε χωρίς πατέρα.

Η οικογένεια Αλέξη Μιχαηλίδη. Πέντε κόρες20 µείνανε πεντάρφανες από πατέρα, µητέρα21 κι’ αδελφό.22 Μέσα σε πέντε χρόνια παντρευτήκανε και οι πέντε Κερυνειώτες. Ο ένας ήµουν ο υποφαινόµενος.

20 Η Κοραλλία, ∆έσποινα, Άννα, Φροσούλλα και Έλλη. 21 Η Ελένη Παύλου Χατζηχριστοφή πέθανε γύρω στο 1924. Σε δεύτερο γάµο, ο Αλέξης Μιχαηλίδης παντρεύτηκε τη Ρεβέκκα Ιγνατιάδη και µαζί απόχτησαν τηv Έλλη. Η Ρεβέκκα ήταν πρόσφυγας απo τη Μικρά Ασία και είχε βρει καταφύγιο µε το µικρό της γιο Αναστάση στην Κερύνεια. 22 Ο Παναγιώτης Μιχαηλίδης πέθανε στις Ηνωµένες Πολιτείες όπου είχε µεταναστέψει.

Page 15: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

15

ΚΕΡΥΝΕΙΩΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ Το 1930 ήταν η πιο δύσκολη χρονιά για όλο τον κόσµο και προ πάντων για τους

Κερυνειώτες23 που περίµεναν από τη θάλασσα να ζήσουν. ∆ύο απ’ αυτούς ήταν τα αδέλφια Πιλιεττής και Κάκκαρης. Και οι δύο καλοί θαλασσινοί, τον ένα τον λέγανε Χριστόδουλο και τον άλλο Αναστάση. Στο 1930 τους θυµάµαι γύρω στα 60 τον ένα και 65 τον άλλο. Γερά ποτήρια και οι δύο ξέµπαρκοι πολεµούσανε µε την πετονιά και το καλαµίδι να πιάσουνε καµιά οκά ψάρι να το πουλήσουνε, για να βγάλουνε το µεροκάµατο. ∆ηλαδή πότε ένα πότε δυο σελίνια. Με αυτά έπρεπε ν’ αγοράσουν ψωµί, τσιγάρα, µία ρέγγα και την απαραίτητη µπουκάλα το κρασί. Αν περισσεύανε 2-3 γρόσια τα πίνανε στον πάγκο του ταβερνάρη και όποιος είχε παραπάνω κερνούσε τον άλλο ένα ποτήρι κρασί.

Εκείνο το βράδυ ο ένας, ο Πιλιεττής, έβγαλε 1-2 σελίνια, έκατσε στον πάγκο και τάπιε όλα. Ο Κάκκαρης καθόταν στη γωνιά του καφενείου και κάπνιζε το τσιγαράκι του σκεφτικός. Ποιος ξέρει, δεν είχε λεφτά να πιει· ίσως νάταν αδιάθετος; Ο Πιλιεττής τα κοπάνησε, κατέβηκε σιγά σιγά απ’ το σκαµνί του πάγκου και προχώρησε προς το διάδροµο του καφενείου, για να βγει στο δρόµο κάτι πολύ δύσκολο για ένα µεθυσµένο.

Πότε αρπαζόταν από µία καρέκλα, πότε απάνω σ’ ένα τραπέζι, κι’ εµείς σταµατήσαµε την πρέφα και κάναµε γούστο. Εν τέλει τα κατάφερε και βρέθηκε στην άλλη άκρη του καφενείου κοντά στην έξοδο. ∆εν ξέρω πώς τάφερε ο διάολος και αντί να πάει στην πόρτα βρέθηκε µπροστά στον αδελφό του τον Αναστάση, που καθόταν σκεφτικός. Σκύβει µπροστά του και τον κοιτάζει µε ύφος σοβαρό. Μετά σκύβει στο αφτί του και του λέει: «Ρε Αναστάση, ρε αδέλφι, εσού είσαι, εκατάλαβά σε.»

Ήθελε τάχατες να του πει ότι δεν ήταν µεθυσµένος, αφού κατάλαβε τον αδελφό του. Και από τότες έµεινε η φράση «εκατάλαβα ρε Αναστάση» και άµα πιάναµε κανένα να κλέβει στα χαρτιά, κάτι πολύ συνηθισµένο, του λέγαµε «εκατάλαβασε ρε Αναστάση, εσού είσαι.»

23 Η οικονοµία της Κερύνειας εκείνη την εποχή βασιζόταν στη γεωργία, το εµπόριο µε τη Μικρά Ασία και τα ελληνικά νησιά, και την εξαγωγή χαρουπιών. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου, οι εµπορικές συναλλαγές µε τη Μικρά Ασία και τα ελληνικά νησιά περιορίστηκαν δραστικά, αλλά η Μικρασιατική καταστροφή το 1922 ήταν καταστροφική για το εµπόριο της πόλης αφήνοντας άνεργους πολλούς από τους ναυτικούς και εργάτες. Προτού καν ορθοποδήσουν οικονοµικά, ακολούθησε η πτώση πρώτα στο χρηµατιστήριο της Νέας Υόρκης και µετά σε αυτά της Ευρώπης, καταστρέφοντας το παγκόσµιο εµπόριο. Ταυτόχρονα, στην περίοδο 1928-1930, η Κύπρος πέρασε µια απo τις πιo σοβαρές ανοµβρίες τoυ αιώνα πoυ εξάντλησαν τα λιγοστά απoθέµατα τoυ λαoυ της και ήταν µια απo της αιτίες για τις ταραχές που ακολούθησαν τo 1931.

Page 16: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

16

ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ

Οι χαρές της Κερύνειας ήταν πολύ λίγες· δυο πανηγύρια το χρόνο. Ένα στις 8 του

Σεπτέµβρη της Παναγίας, το πανηγύρι της Γλυκιώτισσας που ήταν από τα πιο ωραία πανηγύρια της επαρχίας όλης. Και το µεγάλο πανηγύρι του Κατακλυσµού.

Στις 8 Σεπτεµβρίου γινόταν το πανηγύρι της Γλυκιώτισσας, ένα ξωκλήσι πάνω στο κύµα, ένα µίλι στα δυτικά της Κερύνειας. Στο πανηγύρι κατέβαιναν όλα τα γύρω χωριά, ακόµη και απ’ το τούρκικο χωριό, το Τέµπλος, άλλοι για να πουλήσουν τις πραµάτειες τους, άλλοι για να προσκυνήσουν στη χάρη της Παναγίας. Γιατί πάρα πολλοί πιστοί πίστευαν στο θαύµα της. Μια φορά λένε που έπεσε µεγάλο θανατικό (χολέρα) στην Κερύνεια, όσοι κατέφυγαν στη χάρη της γλιτώσανε. Γι’ αυτό πήρε και το όνοµα Γλυκιώτισσα.24

Ο κόσµος κατέβαινε από όλα τα γύρω χωριά να προσκυνήσει στη χάρη της Παναγίας και να πάει βόλτα µε το πανί, µε τις βάρκες τις Κερυνειώτικες, µέχρι το ‘Νησί.’2255 Οι Κερυνειώτες, οι βαρκάρηδες, έκαναν χρυσές δουλειές στις δυο µέρες της πανήγυρης. Πολλοί από τα γύρω χωριά, προ πάντων οι σκάπουλλοι κι’ οι κορασιές, µπαίναν στις βάρκες για µια βόλτα µε πανί µέχρι το ‘Νησί,’ για να χαρούν και να απολαύσουν τη θαλασσινή αρµύρα βουτώντας τα χέρια τους στην θάλασσα. Επιστρατεύονταν όλες οι βάρκες και κάποτε µερικές µαούνες.

Οι Κερυνειώτες το’ρίχναν στο γλέντι από το βράδυ µέχρι το απόγευµα της άλλης µέρας. Η παρέα του πατέρα µου ήταν η πιο µεγάλη· οι πιο πολλοί ναύτες και ένας καπετάνιος.26 Συνήθως πηγαίναµε δια θαλάσσης όλοι της παρέας µας σε µια µαούνα µε τα συµπράγκαλά µας. Σούβλες, κρασί, ψωµιά, κρέας κι άλλα. Πολλοί εχτός από τα τρόφιµα κουβαλούσαν µαζί τους και τα κρεβάτια τους. Γιατί το’ χανε τάµα να κοιµηθούν το βράδυ, ανήµερα της γιορτής, στη χάρη της.

Θυµάµαι όταν ήµουνα µικρός, η παρέα του πατέρα µου πάντα µέναµε τελευταίοι, γιατί ο καπετάνιος ήτανε και επίτροπος της εκκλησιάς. ∆ε θα ξεχάσω την ηµέρα που γλεντούσαµε και κατά το µεσηµέρι σηκώθηκε δυνατός αέρας. Οι ναύτες ανησυχήσανε πώς θα γυρίσουµε πίσω στην Κερύνεια µε τόσον αέρα· µηχανές δεν υπήρχαν τότες µόνο πανιά.

Απάνω στο γλέντι σηκώθηκε ένας ναύτης να πάει για νερό του κοντά στη θάλασσα. Άµα γύρισε πάει κοντά στον καπετάνιο και του µιλά κρυφά στ’ αφτί. Τότε βλέπω τους ναύτες να σηκώνεται ένας ένας και να φεύγει για τη µαούνα. Πώς συνεννοηθήκανε µεταξύ τους, µένει µυστήριο για µένα. Βλέπω την µαούνα να ξεµακραίνει από τη στεριά και να κάνει βόλτες στ’ ανοιχτά. Οι γυναίκες βουβάθηκαν. Βλέπει η µια την άλλη και φοβούνται να ρωτήσουν τι συµβαίνει.

24 Μια άλλη εκδοχή είναι ότι πήρε το όνοµα από το γλυκό νερό που βγαίνει από ένα βράχο κοντά στην εκκλησία. 25Τo νησί Γλυκιώτισσα, πού βρίσκεται στα δυτικά της εκκλησίας γνωστό ως ‘snake island’ ή ‘κουφονήσι.’ 26 Ο καπετάν Παναής Μιχαηλίδης, 1874-1960.

Το ξωκλήσι της Γλυκιώτισσας. Με την ευγενή παραχώρηση της Άλικης Γεωργιάδου.

Page 17: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

17

Ο καπετάνιος κρυφοµιλά µε µερικούς φίλους του. Άρχισε να σουρουπώνει κι’ η µαούνα µένει ακόµα στ’ ανοιχτά κάνοντας βόλτες. «Άντε» λέγει ο καπετάνιος «πάρτε τα παιδιά και δρόµο», χωρίς να δώσει καµιά εξήγηση. Έτσι γυρίσαµε µε τα πόδια στα σπίτια µας τα παιδιά, οι µανάδες και δυο τρεις γέροι.

Μετά από πολλούς µήνες έµαθα απ’ τον πατέρα µου περί τίνος επρόκειτο. Εκείνο το βράδυ της ογδόης Σεπτεµβρίου έβγαλε η θάλασσα ‘λαττάδες’. Οι ‘λαττάδες’ ήταν κάτι χοντρά δοκάρια που’ φεύγαν από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι κόβανε τα δοκάρια από τα ψηλά βουνά της Τουρκίας αλλά ο µόνος τρόπος για να τα κατεβάσουν στην παραλία ήταν τα ποτάµια. Στην εκβολή του ποταµού κάνανε φράγµα πάλιν µε δοκάρια και σταµατούσαν τη ροή των ξύλων στη θάλασσα. Αλλά πολλές φορές ξεχειλούσε το φράγµα και τα δοκάρια ανεµπόδιστα παίρνανε το πέλαγος. Αυτό ήταν ένα δώρο του θεού για µας. Γι’ αυτό τα σπίτια τα παλιά, τα Κερυνειώτικα, είχανε στέγες ξύλινες µε ‘λαττάδες’ της Ανατολής όπως τα λέγανε.27 Πολλές φορές τα ανακάλυπτε η ακτοφυλακή και τα έβγαζε σε δηµοπρασία. Τα µισά λεφτά τα έπαιρνε το δηµόσιο και τα άλλα µισά αυτός που τα’ βρισκε.

Εκείνο το βράδυ που φορτώσανε τη µαούνα µέχρι τα ξάρτια βλέπει ο ένας τον άλλο και ρωτά τι να τα κάνουν. Να τα πάρουν στο λιµάνι θα τα κατάσχει ο Εγγλέζος. Σηκώνεται ο καπετάν Παναγής και λέει. «Αυτά παιδιά δεν ανήκουν σε µας, ανήκουν στη χάρη της.» ∆ιατάζει να βγει όλη η ξυλεία στη στεριά, να τα βάλουν µέσα στην εκκλησία και να την κλειδώσουν. Αµέσως εχτελέστηκε η διαταγή του καπετάνιου. Και πράγµατι κανένας ναύτης δε διαµαρτυρήθηκε, παρά µόνον όλοι τους έβαλαν χέρι και ξεφορτώθηκε όλη η ξυλεία µέσα στο παρεκκλήσι.

Πήρε τα κλειδιά ο καπετάνιος και τα παρέδωσε σε άλλον επίτροπο, µαραγκό, για να γίνουν καινούργιοι σκάµνοι στην εκκλησιά.

Το πανηγύρι του κατακλυσµού ήταν το πιο µεγάλο γεγονός της χρονιάς και διαρκούσε δυο µέρες. Μαζευόταν όλη η επαρχία και πολλοί Λευκωσιάτες. Από πολύ νωρίς φτιάχνονταν οι καλύβες για τους λοκµατσήδες και τους άλλους ψιλικατζήδες και µαζευόταν όλη η επαρχία να διαγωνισθεί στα θαλάσσια αγωνίσµατα, τους Κυπριακούς χορούς, τα τσιατίσµατα και το πιθκιάβλι (αυλός). Την Κυριακή γίνονταν οι προκριµατικοί θαλάσσιοι αγώνες. Τη ∆ευτέρα γίνονταν οι τελικοί αγώνες. Το βράδυ γίνονταν οι διαγωνισµοί στους Κυπριακούς χορούς, στα δίστιχα τραγούδια και τα τσαττίσµατα. Στο χορό παίρναν µέρος και Τούρκοι χορευτάδες που πολλές φορές παίρναν τα πρώτα βραβεία. Η γιορτή τέλειωνε µε την απονοµή των επάθλων από το Μητροπολίτη Κυρηνείας. Ο πρώτος εµπνευστής και πρωταγωνιστής και δηµιουργός της µεγάλης αυτής πανήγυρης ήταν ο αείµνηστος Γεώργιος Καραγιάννης διευθυντής του δηµοτικού σχολείου Κερύνειας επί τριάντα συνεχή χρόνια.28

27 Και από το εµπόριο ξυλείας µε τη Μικρά Ασία. 28 Ο Γεώργιος Καραγιάννης δε δίδαξε 30 συνεχή χρόνια στο δηµοτικό σχολείο Κερύνειας. Εργάστηκε σε αυτό διαδοχικά το 1909-1913, 1917-1920 και 1923-1931. (ΚΑ. Ε19/2-E19/10. Attendance Statistics.) Οι δε εορτασµοί του κατακλυσµού στην Κερύνεια προηγούνται της άφιξής του εκεί. Όπως αναφέρει η ‘Φωνή της Κύπρου,’ τις 10/22 Μαΐου, 1896, «Η εορτή του Αγίου Πνεύµατος θα εορτασθή πανηγυρικώς εν Κυρηνεία, θα τελεσθώσι δε λεµβοδροµίαι και διάφορα άλλα αγωνίσµατα.»

Εορτασµός του κατακλυσµού, 1919. Με την ευγενή παραχώρηση του Ανδρέα Χατζηβασιλείου.

Page 18: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

18

ΤΟ ΤΑΜΑ

Θυµάµαι ένα ασηµένιο καράβι ήταν κρεµασµένο ψηλά πάνω απ’ την εικόνα του

Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του πολιούχου άγιου της Κερύνειας. Η εκκλησία του είναι χτισµένη στον πιο ψηλό βράχο µέσα στην καρδιά της παλιάς πόλης. Τον είχανε προστάτη άγγελο οι θαλασσινοί από πολλά χρόνια. Όπως λέει και το τροπάριο «εκ των κινδύνων λύτρωσαι ηµάς ως ταξιάρχης των άνω δυνάµεων.» Γιατί οι Κερυνειώτες ναυτικοί ήταν οι πιο θαλασσοδαρµένοι από όλους τους ναυτικούς της Κύπρου.

Τα βόρεια ακρογιάλια της Κύπρου ήταν τα πιο επικίνδυνα για τα καράβια. Οι φουρτούνες, οι τραµουντάνες όπως λέγαν το βοριά, ξεσπούσαν τόσο άγρια και βγάζαν το άχτι τους στα βράχια. Οι ξένοι ναυτικοί απόφευγαν το λιµάνι µας σαν ο διάολος το λιβάνι. Είχαν πικρή πείρα γιατί είχαν χάσει πολλά καράβια. Το λιµάνι ήταν εκτεθειµένο στους δώδεκα ανέµους όπως λέγανε οι ντόπιοι. Παρ’ όλες τις ζηµιές, παρ’ όλες τις απώλειες, οι Κερυνιώτες ναυτικοί συνέχιζαν να οργώνουν χειµώνα καλοκαίρι το πέλαγος µεταξύ Κύπρου και Τουρκίας.

Στον ταρσανά όπως λέγαν το ναυπηγείο της Κερύνειας, που’ ταν εκεί που’ ναι σήµερα χτισµένο το ξενοδοχείο ‘Dome,’ φτιάχνανε καράβια συνέχεια. Το 1920 φτιάχναν ένα καράβι που ανήκε σε δυο αδέλφια29 πούχαν µεγάλο ξυλεµπορικό στην Κερύνεια και άλλο ένα στη Λευκωσία. Έκαναν το εµπόριο Κύπρου-Τουρκίας. Προτού ρίξουν το καράβι το βαφτίσανε ‘Πετράκη.’ Άµα το ρίξανε στη θάλασσα έπρεπε να το ρυµουλκήσουν στο λιµάνι, για να το αρµατώσουν µε πανιά. Ρυµουλκά δεν υπήρχαν τότε. Το λιµάνι απέχει περίπου 500 µέτρα απ’ τον ταρσανά. ∆υο βάρκες µε κουπιά ανάλαβαν να το ρυµουλκήσουν. Το καράβι ήταν βαρύ και οι ναύτες κουράστηκαν στα µισά.

Ακριβώς στα µισά είναι η πέτρα του Αρχαγγέλου. Είναι ένας βράχος περίπου 50 µέτρα από τη στεργιά ακριβώς απέναντι στην εκκλησία. Ο βράχος άµα γεµίζαν τα νερά δε φαίνεται· άµα τραβηχτούν ξενερίζει περίπου ένα πόδι. Οι ναύτες θέλανε να περάσουν ανοιχτά από το βράχο αλλά, πώς τάφερε ο διάολος, φυσάει ένα ελαφρό αεράκι και να σου το καράβι πάει κι’ αράζει πάνω στην πέτρα του Αρχαγγέλου. ∆υο µέρες πολεµούσανε να το ξεκολλήσουν αλλά δεν έγινε τίποτα.

Την τρίτη µέρα, αφού είδαν ότι δε γίνεται τίποτα τα παράτησαν. Ένας ηλικιωµένος ναυτικός, που’ χε φάει τη

θάλασσα µε το κουτάλι, όπως λένε οι ναυτικοί, κάτι ήξερε από τάµατα και αγίους. Είδε τα δυο αδέλφια, τους καραβοκύρηδες, να στέκονται παράµερα αµίλητοι. Πάει κοντά τους ο µπάρµπα Σταµάτης, έτσι τον λέγανε, παίρνει το θάρρος και τους ρωτάει. «∆ε µου λέτε αφεντικά µήπως 29Οι αδελφοί Μιτσίδη.

Ο ταρσανάς της Τσιακκιλέρης γύρο στο 1929. Στα αριστερά οι Αναστάσης, Ανδρέας, και Ερµής µε το πατέρα τους καπετάν Ματθαίο Καριόλου και το µάστερ Παναή. Με την ευγενή παραχώρηση της Μαργαρίτας Καριόλου-Λαµπράκη.

Page 19: ΤΑ ΤΕΤΡΑ∆ΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΕΡΟΥ (1918-1992)1 Εις Αιµ …kypros.org/Kyrenia/Memories/Articles/Boeros.pdf · Γονείς του ήταν ο Συµεών

19

έχετε τίποτα προηγούµενα µε τον Αρχάγγελο;» και έδειξε µε το χέρι του την εκκλησία από πάνω. Τα δυο αδέλφια προς στιγµή τα χάσανε. ∆εν έδωσαν καµιά απάντηση στον µπάρµπα Σταµάτη.

Σκυφτοί και σκεφτικοί τράβηξαν για την εκκλησία. Ούτε µισή ώρα δεν πέρασε. Φυσά ένας αέρας στεριανός και το καράβι άρχισε να σαλεύει. Σε µία ώρα το καράβι ρυµουλκήθηκε στο λιµάνι.

Τι κουβέντες αλλάξανε τα δυο αδέλφια µε τον Αρχάγγελο µόνο αυτοί ξέρουν. Εµείς το µόνο που ξέρουµε είναι ότι το καράβι πήρε το όνοµα ‘Αρχάγγελος30’ και ένα ασηµένιο οµοίωµα του καραβιού ήταν κρεµασµένο πάνω από την εικόνα του Αρχαγγέλου µέχρι την ηµέρα που ξεριζωθήκαµε απ’ την Κερύνεια µας.

30 Ένα άλλο καΐκι των αδελφών Μιτσίδη, 24 τόνων, µε το όνοµα ‘Αρχάγγελος’ βούλιαξε στη Μελαντρίνα , κοντά στον Αγ. Αµβρόσιο στις 21 Αυγούστου, 1918. Το είχε πιάσει τραµουντάνα καθώς φόρτωνε χαρούπια εκ µέρους του Πέτρου Βράχα µε προορισµό τη στρατιωτική διοίκηση Αµµόχωστου. Καπετάνιος ήταν ο Μιχάλης ‘Πουπάς’ Μιχαηλίδης, και ναύτες οι Γιάννης Χατζηθεοδούλου, Στέφανος Κωνσταντινίδης και Τούλης Νικόλα. (ΚΑ, SA1/997/1918.)

Η «Πέτρα του Αρχαγγέλου.» Με την ευγενή παραχώρηση της Στάλως