Η παραμυθοσαλάτα μας

8
άποτε σε μια μεγάλη πόλη ζούσε ένα 10χρονο αγόρι, ο Λάμπης. Η αγαπημένη ασχολία του Λά- μπη ήταν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, ο ηλεκτρονι- κός υπολογιστής και φυσικά η τηλεόραση. Και όταν λέμε τηλεόραση μιλάμε για ΠΟΛΥ τηλεόραση. Τα πράγματα που μισούσε ο Λάμπης ήταν ο ύπνος, το σχολείο και τα βιβλία. Μια ηλιόλουστη μέρα του Αυγούστου μετακό- μισε στην μεγάλη πόλη, ένα συνομήλικο κοριτσάκι, η Μίμη. Η Μίμη, αντίθετα από τον Λάμπη, αγαπούσε το σχολείο και τα βι- βλία και μισούσε ότι είχε σχέση με τα ηλεκτρονικά. Μα πιο πολύ απ’ όλα μισούσε την τηλεόραση. Η Μίμη επίσης, όπως ο Λάμπης, σιχαίνονταν τον ύπνο. Συχνά την έπαιρνε το ξημέρωμα αγκαλιά με ένα βιβλίο. Το απόγευμα της τελευταίας Παρασκευής των διακοπών του κα- λοκαιριού, ο Λάμπης, βαριεστημένα, επισκέφτηκε με τη μητέρα του τη βιβλιοθήκη, προκειμένου αυτή να δανειστεί ένα βιβλίο. Το ίδιο απόγευ- μα, όπως και πολλά άλλα απογεύματα, στη βιβλιοθήκη ήταν και η Μίμη, που έψαχνε να βρει ένα νέο βιβλίο να διαβάσει. Στη αίθουσα ανάγνωσης με τα μεγάλα μακρόστενα τραπέζια, ο Λάμπης φανερά βαριεστημένος, αφού έκατσε σ’ ένα απ’ αυτά, έβγαλε από την τσέπη του το ηλεκτρονικό του παιχνίδι και άρχισε να παίζει, α- διαφορώντας για τον ήχο που προκαλούσε. Δίπλα του κάθονταν η Μί- μη και ενοχλημένη του είπε: - Μπορείς να χαμηλώσεις τον ήχο του παιχνιδιού; - Γιατί; Τι σε ενοχλεί; - Βρισκόμαστε στην βιβλιοθήκη και είσαι υποχρεωμένος να κάνεις ησυχία. - Το ξέρω, αλλά βαριέμαι τρομερά και αυτή η υπερβολική ησυχία με ενοχλεί. Κ

Transcript of Η παραμυθοσαλάτα μας

άποτε σε μια μεγάλη πόλη ζούσε ένα 10χρονο αγόρι, ο

Λάμπης.

Η αγαπημένη ασχολία του Λά-

μπη ήταν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, ο ηλεκτρονι-

κός υπολογιστής και φυσικά η τηλεόραση. Και όταν

λέμε τηλεόραση μιλάμε για ΠΟΛΥ τηλεόραση. Τα

πράγματα που μισούσε ο Λάμπης ήταν ο ύπνος, το

σχολείο και τα βιβλία.

Μια ηλιόλουστη μέρα του Αυγούστου μετακό-

μισε στην μεγάλη πόλη, ένα συνομήλικο κοριτσάκι,

η Μίμη.

Η Μίμη, αντίθετα από τον Λάμπη, αγαπούσε το σχολείο και τα βι-

βλία και μισούσε ότι είχε σχέση με τα ηλεκτρονικά. Μα πιο πολύ απ’ όλα

μισούσε την τηλεόραση.

Η Μίμη επίσης, όπως ο Λάμπης, σιχαίνονταν τον ύπνο. Συχνά την

έπαιρνε το ξημέρωμα αγκαλιά με ένα βιβλίο.

Το απόγευμα της τελευταίας Παρασκευής των διακοπών του κα-

λοκαιριού, ο Λάμπης, βαριεστημένα, επισκέφτηκε με τη μητέρα του τη

βιβλιοθήκη, προκειμένου αυτή να δανειστεί ένα βιβλίο. Το ίδιο απόγευ-

μα, όπως και πολλά άλλα απογεύματα, στη βιβλιοθήκη ήταν και η Μίμη,

που έψαχνε να βρει ένα νέο βιβλίο να διαβάσει.

Στη αίθουσα ανάγνωσης με τα μεγάλα μακρόστενα τραπέζια, ο

Λάμπης φανερά βαριεστημένος, αφού έκατσε σ’ ένα απ’ αυτά, έβγαλε

από την τσέπη του το ηλεκτρονικό του παιχνίδι και άρχισε να παίζει, α-

διαφορώντας για τον ήχο που προκαλούσε. Δίπλα του κάθονταν η Μί-

μη και ενοχλημένη του είπε:

- Μπορείς να χαμηλώσεις τον ήχο του παιχνιδιού;

- Γιατί; Τι σε ενοχλεί;

- Βρισκόμαστε στην βιβλιοθήκη και είσαι υποχρεωμένος να κάνεις

ησυχία.

- Το ξέρω, αλλά βαριέμαι τρομερά και αυτή η υπερβολική ησυχία

με ενοχλεί.

Κ

- Και πώς μπορείς να διαβάσεις ένα βιβλίο όταν έχει φασαρία;

- Δεν διαβάζω ποτέ μου βιβλία.

- Πώωωως;

- Τι σου φαίνεται παράξενο; Τα βιβλία είναι βαρετά χωρίς καθόλου

δράση.

- Ποιος σου είπε ότι τα βιβλία δεν έχουν δράση; Όλα τα βιβλία έ-

χουν δράση με τον τρόπο τους. Αν δεν με πιστεύεις έλα μαζί μου μια

βόλτα στους διαδρόμους με τα βιβλία, να διαλέξεις ένα και θα σου το

αποδείξω.

- Τι θα κερδίσω όμως αν δεχθώ την πρόκλησή σου και δεν μου το

αποδείξεις τελικά;

- Τότε θα παραδεχθώ ότι τα ηλεκτρονικά είναι ανώτερα από τα βι-

βλία και δεν θα ξανανοίξω βιβλίο ποτέ στη ζωή μου.

- Εντάξει, ας ξεκινήσουμε λοιπόν.

Περιδιαβαίνοντας στους διαδρόμους της βιβλιοθήκης, ένα ολόχρυ-

σο αστραφτερό βιβλίο, στο πιο ψηλό ράφι, τράβηξε την προσοχή του Λά-

μπη.

- Αυτό διαλέγω. Εμπρός λοιπόν, απέδειξε μου την άποψή σου.

Καθώς η Μίμη προσπαθούσε χοροπηδώντας να πιάσει το βιβλίο,

της έπεσε στο πάτωμα, κάνοντας ένα τρομερό θόρυβο. Ούτε που πρόλα-

βαν να ακούσουν το γδούπο του βιβλίου και βρέθηκαν ξαφνικά σ’ ένα

τεράστιο, υπέρλαμπρο δωμάτιο. Ήταν τόσο φωτεινό, σχεδόν τυφλώθη-

καν από την έντονη αλλαγή μετά το απαλό φως του διαδρόμου της βι-

βλιοθήκης. Ολόγυρα, σχεδόν σε όλες τις πλευρές του είχε πολλές πόρτες

με διάφορα χρώματα,πράσινη, μπλε, κόκκινη, πορτοκαλί, κίτρινη, μωβ.

Τα παιδιά με ορθάνοιχτα, γεμάτα έκπληξη μάτια κοιτάχτηκαν με

μιας.

- Που είμαστε; Είναι πανέμορφα εδώ….. είπε η Μίμη.

- Εγώ πάλι σκέφτομαι τι κρύβεται πίσω απ’ αυτές τις χρωματι-

στές πόρτες; αναρωτήθηκε ο Λάμπης και ευθύς αμέσως, χωρίς

να το πολυσκεφθεί πήγε μπρος στην κόκκινη πόρτα και την ά-

νοιξε. Με μιας τα δύο παιδιά βρέθηκαν σ’ ένα τεράστιο δάσος

γεμάτο με καταπράσινα δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια. Κα-

θώς διέσχιζαν το δάσος, χωρίς να το καταλάβουν, έπεσαν μέσα

σε ένα πηγάδι και γρήγορα, γρήγορα έφτασαν στον πάτο του

βλέποντας μια τεράστια χρυσή πύλη.

Τα παιδιά φοβισμένα πιάστηκαν χέρι - χέρι και μετακινήθηκαν

όλο περιέργεια προς την πύλη. Ανοίγοντας την μεγάλη πύλη αντίκρισαν

μια αρχαία πολιτεία και βρήκαν πολλούς και φιλικούς ανθρώπους. Δια-

σχίζοντας ένα μεγάλο μονοπάτι έφτασαν σ’ ένα μικρό και άνετο σπιτάκι

στο τέλος του δρόμου. Χτύπησαν την πόρτα. Μια καλή και φιλόξενη γι-

αγιάκα τους άνοιξε. Μπήκαν μέσα κι εκείνη τους πρόσφερε λιχουδιές

και πορτοκαλάδα και πριν φύγουν, τους έδωσε ένα μήνυμα για την εγ-

γονή της την Κοκκινοσκουφίτσα λέγοντάς τους να μην το διαβάσουν αυ-

τοί. Επίσης τους έδωσε ένα μαγικό σκοινί για να μπο-

ρέσουν να βγουν από το πηγάδι. Καθώς έβγαιναν από

το πηγάδι τους είδε ο Ρούνι Ρούνι το ύπουλο κακό

γουρούνι και τους είπε:

- Δώστε μου αυτό που κρατάτε!!!!!!!!!!!!

- ΠΟΤΕΕΕΕ!!!!!!!

- Τότε θα σας το πάρω με το άγριο!!!!!!

Τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε ο καλός λύ-

κος

- Τι θες Ρούνι γουρούνι;

- Αυτό που κρατάνε τα παιδιά.

- Δεν θα το πάρεις, είπαν ο λύκος και τα παιδιά με μια

φωνή.

- Ωραία λοιπόν, αυτό ήθελα να ακούσω, γεια σας.

Ο Ρούνι ρούνι έφυγε χωρίς να πάρει αυτό

που ήθελε. Τα παιδιά χαρούμενα ζήτησαν βοή-

θεια από το λύκο για να βρουν την κοκκινοσκου-

φίτσα. Ο λύκος τους έδωσε το χάρτη της Ντόρας

της εξερευνήτριας, που τον είχε δανειστεί. Τα

παιδιά ευχαρίστησαν τον λύκο για την βοήθεια

και ξεκίνησαν για το σπίτι της κοκκινοσκουφίτσας. Στην αρχή πέρα-

σαν την γέφυρα λύνοντας το αίνιγμα του troll. Μετά πέρασαν από τις

ουράνιες πύλες με ένα ανεμόπτερο και τέλος βρήκαν το σπιτάκι της

κοκκινοσκουφίτσας.

Χτυπάνε την πόρτα και όταν αυτή ανοίγει τι αντίκρίζουν…; Ο

Ρούνι ρούνι βρισκόταν και πάλι μπροστά τους. Εκείνα τρομαγμένα

δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ο Ρούνι ρούνι τους προσκάλεσε να μπούνε

μέσα και εκείνα μη μπορώντας να κάνουν κάτι

άλλο μπήκαν επιφυλακτικά. Κάθισαν δίπλα στο

τζάκι και ο Ρούνι ρούνι τους πρόσφερε να πιουν

μια ζεστή σοκολάτα. Καθώς πήγαινε προς την

κουζίνα η στολή του πιάστηκε σε μια πρόκα και

έτσι φανερώθηκε ότι δεν ήταν ο Ρούνι ρούνι, το

ύπουλο κακό γουρούνι, αλλά η κοκκινοσκουφί-

τσα μεταμφιεσμένη. Τα παιδιά χάρηκαν πολύ

που την είδαν και της έδωσαν το γράμμα της γι-

αγιάς της.

Μετά από λίγη ώρα έφυγαν από το σπίτι

της κοκκινοσκουφίτσας και έτσι απλά γύρισαν στο δωμάτιο με τις

πόρτες.

Αφού συνήλθαν λίγο ο Λάμπης είπε στη Μίμη:

- Εμπρός λοιπόν άνοιξε μια πόρτα.

Η Μίμη δίστασε για λίγο, αλλά τελικά άνοιξε τη μπλε πόρτα.

Ένας δυνατός αέρας φύσηξε και τους παρέσυρε στην ΤΑΖΜΑΝΙΑ

και ξάφνου εμφανίζεται ο ΤΑΖ με άγριες διαθέσεις…

- Ταζ ψησταριά, Ταζ ψησταριά, κραυγάζει και με γοργό βήμα πλη-

σιάζει τα παιδιά.

- Πολύ ωραία τα βιβλία, όμως εγώ θέλω να ζή-

σω και όχι να με φάνε σε παραμύθι…. είπε η

Μίμη.

- Νομίζω έχεις δίκιο, είπε ο Λάμπης

- Ίσως αν του δίναμε το ηλεκτρονικό σου παι-

χνίδι να προλαβαίναμε να φύγουμε.

- Αυτό να το ξεχάσεις, το ηλεκτρονικό μου με τίποτα δε το δίνω.

Τότε η Μίμη παίρνει το ηλεκτρονικό απ’ την τσέπη του, το πετάει

με δύναμη στον Ταζ και μέχρι αυτός να καταλάβει πήδησαν γρή-

γορα έξω και έκλεισαν πίσω τους την πόρτα δυνατά.

Ουφ!!! Ίσα που προλάβαμε, είπε ο Λάμπης. Τώρα είναι η σει-

ρά μου, ανοίγω την κίτρινη πόρτα. Ελπίζω εδώ να κρύβεται κάτι

καλό!!

Περνώντας το κατώφλι της αντικρίζουν μπροστά τους την γιγά-

ντια Αλίκη, που μια φορά κι έναν καιρό ήπιε ένα μπουκάλι με μα-

γικό υγρό και μεγάλωσε τόοοσο πολύ.

- Σας παρακαλώ, θα με βοηθήσετε να επανέλθω στο κα-

νονικό μου μέγεθος; Κάντε κάτι, δεν θέλω

να είμαι τόσο τεράστια.

Η Μίμη, που είχε διαβάσει το παρα-

μύθι, ήξερε τι να κάνει.

- Κοίτα γύρω σου, υπάρχει κάποιο

κέικ; Είπε στην Αλίκη.

- Ναι, βλέπω εκεί πάνω ένα μι-

κρούλι.

- Μπορείς να το φας;

- Ναι γιατί όχι, μου αρέσουν τα

κέικ, απαντά η Αλίκη καταβροχθίζοντας το κέικ.

Αμέσως άρχισε να μικραίνει και έγινε τόσο μικρή όσο ένα σκυλάκι.

- Ευχαριστώ παιδιά, αλλά πρέπει να φύγω για το ταξίδι

μου στη χώρα των θαυμάτων, είπε και ξαφνικά εξαφανίστηκε, ού-

τε που πρόλαβαν να την αποχαιρετίσουν, και κάπως απογοητευ-

μένα βγήκαν και αυτά από εκεί.

- Σειρά έχει η λευκή πόρτα για να ανοίξω, είπε η Μίμη

και χωρίς να το πολυσκεφτεί την ανοίγει.

Και τσουπ, να ένα μονοπάτι και τσουπ, να επτά νάνοι να περπα-

τούν μπροστά τους.

- Γεια σας, που βρισκόμαστε; Ρώτησε ο Λάμπης.

- Μα είναι δυνατόν να μην το ξέρετε; στο παραμύθι της

Χιονάτης είστε φυσικά, απάντησαν οι νάνοι μ’ ένα στόμα, μια φω-

νή.

- Και τότε που είναι η Χιονάτη; Ρώτησε δύσπιστα η Μίμη.

- Μα ούτε αυτό το ξέρετε; Τη Χιονάτη τη δηλητηρίασε η

κακιά βασίλισσα, απάντησαν οι νάνοι.

- Πω, Πω τι κρίμα! Πάμε να τη βοηθήσουμε, είπαν τα

παιδιά κι άρχισαν να τρέχουν προς τον κήπο του σπιτιού της στο

τέρμα του μονοπατιού.

Όταν έφτασαν εκεί βρήκαν το μαγικό βότανο και γρήγορα της το

έδωσαν και τότε εκείνη ξύπνησε κι ανήσυχη είπε:

- Τι συμβαίνει; Ποιοι είστε; Τι ώρα είναι; Σε λίγο έρχονται

οι νάνοι, πρέπει να ετοιμάσω

φαγητό.

- Θα σε βοηθήσουμε

εμείς Χιονάτη, είπαν τα παιδιά,

βοηθώντας την να σηκωθεί και

έτσι κι έκαναν. Σε λίγο ήταν όλα

έτοιμα και το τραπέζι στρωμένο.

- Ωραία, τελειώσαμε όλες τις δουλειές, είπε η Χιονάτη

φτιάχνοντας χαρούμενη τον φιόγκο στα ωραία της μαλλιά.

Πάνω στην ώρα έφτασαν οι νάνοι, που στο μεταξύ είχαν πάει να

φωνάξουν τον πρίγκιπα και έκπληκτοι, μπήκαν τρέχοντας στο σπίτι.

- Χιονάτη είσαι ζωντανή; Κι αυτά τα παιδιά είναι ακόμη

εδώ; Ρώτησε ο Γκρινιάρης.

Σε λίγα λεπτά ήρθε κι ο πρίγκιπας και φανερά απογοητευμένος είπε:

- Ωραία, όπως βλέπω η Χιονάτη είναι καλά, αλλά εμένα γιατί με κα-

λέσατε εδώ;

- Στα αλήθεια πρίγκιπα, δεν ξέραμε ότι η Χιονάτη ξύπνησε, απά-

ντησαν οι νάνοι.

- Συγγνώμη σου ζητάμε.

- Συγγνώμη, πρέπει να φύγουμε κι εμείς σιγά σιγά, είπαν τα παιδιά

και με μια δόση μαγείας βρέθηκαν πάλι στο δωμάτιο.

- Εγώ λέω να φύγω τώρα, πέρασε η ώρα και μαμά μου θα με ψάχνει

ήδη, είπε ο Λάμπης.

- Αχ όχι! κάτσε να ανοίξουμε κι αυτή την τελευταία, τη ροζ. Σε πα-

ρακαλώ, το ροζ είναι το χρώμα που αγαπώ είπε η Μίμη με παρά-

πονο.

- Ε, καλά τότε να μη σου χαλάσω το χατίρι, απάντησε ο Λάμπης και

οι δύο μαζί άνοιξαν την πόρτα αυτή.

Αυτή τη φορά ξαφνιάστηκαν γιατί είδαν αμέσως μπροστά τους τον μι-

κρό πρίγκιπα να τους καλεί:

- Ελάτε μαζί μου, είπε. Κι έτσι έγινε, τα παιδιά τον ακολούθησαν

χωρίς να ρωτήσουν κάτι.

Κι αυτός τους οδήγησε με τα μάτια της φαντασίας τους σ΄ένα μικρό κι

άγνωστο πλανήτη απ’ όπου έβλεπαν πολλούς άλλους πλανήτες.

- Μικρέ πρίγκιπα, στον Λάμπη δεν αρέσουν τα βιβλία, τα θεωρεί βα-

ρετά, ασήμαντα, χωρίς δράση. Με το μόνο που ασχολείται είναι τα

ηλεκτρονικά, του εξομολογήθηκε η Μίμη.

- Έχεις ποτέ διαβάσει ένα βιβλίο Λάμπη,

ρώτησε ο πρίγκιπας.

- Εεεε όχι, απάντησε αυτός.

- Ελάτε μαζί μου, τους προέτρεψε ξανά ο

μικρός πρίγκιπας και τους οδήγησε

μπροστά σε ένα μεγάλο πάγκο, όπου πά-

νω του βρίσκονταν ένα χρυσό βιβλίο.

- Σου χαρίζω αυτό το βιβλίο να το διαβάσεις. Είναι η ιστορία μου. Εί-

μαι σίγουρος πως θα σου αρέσει πολύ, είπε ο μικρός πρίγκιπας στο

Λάμπη και μετά έγινε σύννεφο κι έφυγε μακριά.

- Έλα είναι ώρα να γυρίσουμε πίσω, είπε η Μίμη.

Τα παιδιά ανοιγόκλεισαν τα βλέφαρά τους και έφυγαν μαγικά.

- Σήκω Λάμπη, ήρθε η ώρα να φύγουμε, φαίνεται πως αποκοιμήθη-

κες ενώ εγώ έψαχνα για βιβλία, άκουσε τη μητέρα του να λέει και

ξαφνιασμένος άνοιξε τα ματιά του.

Κάθονταν ακόμα δίπλα στη Μίμη κι εκείνη ακόμα διάβαζε ένα βι-

βλίο στο τραπέζι της βιβλιοθήκης.

Όνειρο θα ‘βλεπα, σκέφτηκε και σηκώθηκε να φύγει. Τότε έπεσε

στο πάτωμα το χρυσό βιβλίο….. το πήρε στα χέρια του και χαρούμενος

ακολούθησε τη μητέρα του.

- Γεια σου άγνωστη φίλη κι ευχαριστώ για όλα, ακούστηκε να λέει

καθώς απομακρύνονταν.

Πόσο δίκιο είχες τελικά!! Σ’ ευχαριστώ!!!!