Λυσίας λεξιλογικά
-
Upload
antonis-stergiou -
Category
Education
-
view
231 -
download
2
Transcript of Λυσίας λεξιλογικά
Λυσίας , Υπέρ Μαντιθέου, Λεξιλογικά.
Παράγραφοι 1 -3
• Ακούω > ακοή, άκουσμα, ακουστικός, υπήκοος, ωτακουστής, ακουστικός,
ακουστός, ανήκουστος, βαρήκοος, κρυφακούω, παρακούω, ακουστά.
Συν.: αισθάνομαι, ακροωμαι, πυνθάνομαι.
• Αναγκάζω > εξαναγκασμός, αναγκαστικός, εξαναγκάζω, καταναγκάζω,
αναγκαστικά.
Συν : βιάζω, έπειγω, πιέζω. Αντ: πείθω.
• Άξιόω-ώ > αξίωμα, αξίωση, αξιωματικός, απαξιώνω.
Συν: τιμώ. Αντ: άπαξιώ.
• Βάλλω > αναβολέας, αναβολή, αντικαταβολή, αποβολή, βέλος, αδιάβλητος,
αναβλητικός, ανυπέρβλητος, αμφιβάλλω, αντιπαραβάλλω.
Συν: ίημι, πλήττω, ρίπτω
• Βούλομαι > βούλημα, βούληση, αβούλητος.
Συν: έθέλω, επιθυμώ.
• Δείκνυμι > απόδειξη, δείγμα, δείκτης, ένδειξη, υπόδειγμα, αναπόδεικτος,
δείχνω, ενδεικτικός.
Συν: δηλώ, ελέγχω, σημαίνω.
• Ήγουμαι > ηγέτης, ηγεμόνας, ηγεσία, ηγετικός, εισηγητής, ανεκδιήγητος,
αφηγούμαι, εισηγούμαι.
Συν : άρχω, εξουσιάζω, οδηγώ. Αντ.: έπομαι.
• Ιππεύω > ίππος, ιππέας, ίππευση, έφιππος.
• 'Ίστημι > στάθμη, στάση, στήθος, στήλη, σταθερός, στατικός
• Οΐδα > ιστορία, είδηση, εξιστόρηση, συνείδηση, ειδήμων, ιστορικός.
Συν: αισθάνομαι, γιγνώσκω.
• Πιστεύω > πίστη, πιστός, διαπίστευση.
• Ποιέω-ώ > ποίημα, ποίηση, ποιητής, ποιητικός, μεταποιώ, παραποιώ.
Συν: δρώ, πράττω, τελώ.
• Πράττω > πράγμα, πράξη, πράκτορας, άπρακτος, πρακτικός, διαπράττω,
εισπράττω.
Συν: δρώ, εργάζομαι. Αντ: άπρακτώ, άργώ, κάθημαι.
• Τυγχάνω > τύχη, συνέντευξη, επίτευγμα, ατυχής, ευτυχής, δυστυχής, τυχαίος,
τυχερός, τυχαία.
• Φαίνω > απόφαση, έμφαση, επίφαση, επιφανής, καταφανής, προφανής,
φανερά.
Συν: άποδείκνυμι, δηλώ, δοκει
Παράγραφοι 4 - 8 • Αλείφω > άλειμμα, αλοιφή, απάλειψη, εξάλειψη, επάλειψη, πασαλείβω.
Συν: επιχρίω
• Άμαρτάνω > αμάρτημα, αμαρτία, αμαρτωλός, αναμάρτητος.
Συν: άστοχώ, σφάλλομαι. Αντ: εύστοχώ, τυγχάνω.
• Ατιμάζω > ανατίμηση, αποτίμηση, ατιμία, ατίμωση, ανεκτίμητος, άτιμος, διατιμώ, εκτιμώ,
προτιμώ.
Συν: καταφρονώ. Αντ: τιμώ.
• Βαίνω > αναβάτης, ανέβασμα, αποβάθρα, βαθμίδα, άβατος, αδιάβατος, βάσιμος, βατός,
ανεβαίνω, αντιβαίνω, αποβαίνω, βεβαιώνω, βάδην.
Συν: βαδίζω, στείχω, οδεύω.
• Βουλεύω > βούλευμα, βουλευτήριο, βουλευτής, βουλή, βουλευτικός, συμβουλευτικός,
επιβουλεύομαι, συμβουλεύομαι.
Συν: διαλογίζομαι, διδάσκω, ενθυμούμαι.
• Γράφω < γράμμα, γραμματέας, γραμματεία, γραμματική, γραφέας, γραφή, απερίγραπτος,
γραμμικός, γραπτός, γραφικός, περιγράφω, καταγράφω, παραγράφω
• Δίδωμι > δόση, δοτική, απόδοση, μετάδοση, τροφοδοσία, δοσοληψία, χρηματοδότηση, δώρο,
δωσίλογος, ανέκδοτος, προδοτικός, μεταδοτικός, ανταποδίδω, παραδίδω, ενδίδω, εξουσιοδοτώ,
λογοδοτώ.
Συν: παρέχω, προσφέρω
• Δοκιμάζω > δοκιμασία, δοκιμαστήριο, δοκιμαστής, αδοκίμαστος, δοκιμαστικός, αποδοκιμάζω,
επιδοκιμάζω.
Συν.: εξετάζω, ερευνώ, πειρώμαι.
• Έπιθυμέω-ώ > επιθυμία, ανεπιθύμητος, επιθυμητός.
Συν.: βούλομαι, εθέλω
• "Ερχομαι - Εΐμι > διέλευση, οδός, προσέλευση, προσηλυτισμός, άνοδος, έξοδος, ανέρχομαι,
διέρχομαι.
Συν.: άφικνουμαι, βαίνω, ήκω
• Ζημιόω-ώ > ζημιά, ζημίωμα, αποζημίωση, επιζήμιος, αποζημιώνω.
Συν.: βλάπτω, κακουργώ, λωβώμαι.
• Ίκνέομαι-ουμαι > άφιξη, ικέτης, ίχνος, ανέφικτος, εφικτός, ικανός.
• Λύω > λύση, λύτρα, αναλυτής, διαλύτης, λυτός, ξυπόλητος, καταλυτικός,
αναλύω, διαλύω, παραλύω
• Μαρτυρέω-ώ > μάρτυς, μαρτυρία, μαρτύριο, μαρτυρικός, διαμαρτυρία, καταμαρτυρώ.
Συν.: βεβαιώ, ομολογώ.
• Όμολογέω-ώ > ομολογία, εξομολόγηση, ομολογητής, καθομολογώ.
Συν.: ομονοώ, όμοφρονώ .
• Όράω-ώ > όραση, όραμα, οραματιστής, οφθαλμός, αυτόπτης, ορατός, αόρατος, εποφθαλμιώ,
οφθαλμοφανώς.
Συν.: εξετάζω, θεωρώ, σκοπώ.
• Πάσχω > πάθηση, πένθος, πάθος, πάθημα, παθητικός, πολυπαθής, συμπάσχω, πενθώ
• Πέμπω > πομπή, πομπός, αναπέμπω, παραπέμπω, εκπέμπω.
Συν.: στέλλω
• Σκοπέω-ώ > σκέψη, σκόπελος, σκοπιά, απερίσκεπτος, σκεπτικός, σκόπιμος, αποσκοπώ,
σκέπτομαι, απερίσκεπτα, σκόπιμα.
Συν.: βουλεύομαι, ένθυμέομαι-ουμαι.
• Τολμάω-ώ > τόλμη, τόλμημα, τολμηρός, αποτολμώ, τολμηρά
• Χρήομαι-ώμαι > κατάχρηση, χρήμα, άχρηστος, χρήσιμος, χρηστικός, χρηστός, αχρηστεύω,
καταχρώμαι, χρησιμοποιώ
• Ψεύδομαι > διάψευση, ψέμα, ψεύδος, ψεύτης, ψευδής, ψεύτικος, αδιάψευστος,
ψεύτικα.
Συν: απατώ, εξαπατώ, ψευδολογώ.
• Ψηφίζω > ψήφος, ψήφισμα, καταψήφιση, συμψηφίζω, δημοψήφισμα.
Παράγραφοι 9 - 13
• Άκροάομαι-ώμαι > ακρόαμα, ακροαματικότητα, ακρόαση, ακροαστικά,
ακροατήριο.
Συν. : ακούω.
• Άπολογέομαι-ουμαι > απολογία, απολογητής, απολογητικός, απολογητικά.
• Βιόω-ώ > βίος, βίωμα, επιβίωση, βιώσιμος, αναβιώνω, συμβιώνω, διαβιώνω.
• Συν. : ζώ, διαιτώμαι.
• Βοηθέω-ώ > βοήθεια, βοήθημα, βοηθός, βοηθητικός, αβοήθητος, βοηθητικά.
Συν. : επικουρώ, λυσιτελώ, άμύνω.
• Γίγνομαι > γενιά, γέννηση, γένος, γενέθλια, αγενής, αγέννητος, πρόγονος,
απόγονος
• Δοκέω-ώ > δόγμα, δόξα, δογματικός, προσδοκώ.
Συν.: γιγνώσκω, ηγούμαι, νομίζω, οίομαι.
• Δύναμαι > δύναμη, δυνατός, δυναμίτης, δυνάστης, αδύνατος, δυνάμωμα,
αποδυναμώνω, ενδυναμώνω, δυναμικά.
Συν.: οιός τε είμι..
• Ειμί > ουσία, απουσία, εξουσία, παρουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, όντως,
παρών, απών, απουσιάζω, παρουσιάζω, εξουσιάζω.
Συν. : γίγνομαι.
• Κατηγορέω-ώ > κατηγορία, κατηγόρημα, κατηγορητήριο, κατηγορηματικός,
κατηγορητέος, κατηγορηματικά.
Συν. : αίτιώμαι, εγκαλώ.
• Κινδυνεύω > κίνδυνος, κινδύνευμα, ακίνδυνος, επικίνδυνος, διακινδυνεύω,
παρακινδυνευμένος.
•Λέγω > λέξη, λόγος, πολυλογάς, ρήμα, ρήση, ρήτρα, αντίρρηση, έπος,
καλλιέπεια, ανείπωτος, απόρρητος, άρρητος, λεκτικός, λογικός, ρητός,
απολογούμαι, λογίζομαι, λογικεύομαι.
Συν.: άγορεύω, δημηγορώ, φάσκω, φημί.
•Λείπω > διάλειμμα, έλλειμμα, έλλειψη, αδιάλειπτος, λειψός, παραλείπω,
εγκαταλείπω, αδιαλείπτως.
•Νέμω > νόμος, διανομέας, νομικός, νόμιμος, διανέμω, κατανέμω, νομιμοποιώ,
νομίμως.
•Νομίζω > νόμισμα, νομισματικός.
Συν.: δοκώ, ηγούμαι, οίομαι.
•Παρασκευάζω > παρασκεύασμα, παρασκευαστής, προπαρασκευάζω,
διασκευάζω, ανασκευάζω, κατασκευάζω.
Συν.: ετοιμάζω, εύτρεπίζω.
•Στρατεύω > στρατιά, στράτευμα, στράτευση, εκστρατεία, στρατεύσιμος,
αντιστρατεύομαι.
Παράγραφοι 18 - 19
• Άμελέω-ώ> αμέλεια, ανεμελιά, αμελητέος, ανέμελος, παραμελώ.
Συν.: ραθυμώ. Αντ.: επιμελούμαι, κήδομαι, φροντίζω.
• Βλάπτω > βλάβη, βλαπτικότητα, φρενοβλάβεια, αβλαβής, βλαπτικός,
επιβλαβής, βλαπτικά.
Συν.: αδικώ, κακουργώ, λυμαίνομαι Αντ.: λυσιτελώ, ωφελώ..
• Έθέλω > θέληση, θέλημα, εθελοντής, εθελοντικός, εθελούσιος, εθελοτυφλώ,
άθελα.
Συν.: βούλομαι, επιθυμώ, ποθώ, ορέγομαι.
• Εργάζομαι > εργαλείο, εργάτης, εργασία, εργατικός, ακατέργαστος,
επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, συνεργάζομαι.
Συν.: δρώ, ποιώ, πράττω. Αντ.: αδρανώ, αργώ.
• Κομάω-ώ > κόμη, κομήτης κόμμωση, κομμωτής, κομμωτήριο, συγκομιδή,
κομψός, κομψά.
• Μισέω-ώ > μίσος, μισητός, μισαλλοδοξώ.
Συν.: αποστρέφομαι, έχθαίρω. Αντ.: αγαπώ, ασπάζομαι, φιλώ.
• Πολιτεύω > πολιτεία, πολίτευμα, πολιτευτής, αντιπολίτευση, πολιτειακός,
πολιτικός, πολιτεύομαι, πολιτικολογώ, πολιτικοποιούμαι.
• Τελέω-ώ > αποτέλεσμα, επιτέλεση, τελετή, αποτελώ, συντελώ.
• Φιλέω-ώ > φιλία, φίλημα, φίλτρο, προσφιλής, φιλικά.
• χωρέω-ώ > αναχώρηση, αποχώρηση, συγχώρηση, εκχωρώ, παραχωρώ,
καταχωρώ.
• Ώφελέω-ώ > ωφέλεια, ωφέλημα, επωφελής, ωφέλιμος, ανωφέλητος,
επωφελούμαι, ωφέλιμα, ωφελιμιστικά, επωφελώς.
Παράγραφοι 20 - 21
• Αίρω > αιώρα, ανταρσία, αντάρτης, έπαρση, αρτηρία, μετέωρος, επαίρομαι,
άρδην.
• Αισθάνομαι > αίσθημα, αισθηματίας, αίσθηση, αναισθητικό, διαίσθηση,
αισθητήριος, αισθητικός, αισθητός, ευαίσθητος, ανεπαίσθητα, αισθητά,
αντιαισθητικός, ευαισθητοποιώ, αναίσθητος.
Συν: γιγνώσκω. Αντ: άγνοώ
• "Αχθομαι > άχθος, αχθοφόρος, σεισάχθεια, επαχθής.
Συν: άγανακτώ, αθυμώ. Αντ: άγάλλομαι, χαίρω, ήδομαι.
• Έπιχειρέω-ώ > επιχείρημα, επιχείρηση, επιχειρηματίας, επιχειρηματικός.
• Παύω > παύλα, παύση, πάψιμο, ακατάπαυστος, ανάπαυση.
Συν: περαίνω. Αντ: άρχομαι.
• Τιθημι > θέμα, θέση, θεσμός, θήκη, θησαυρός, θεματικός, πρόσθετος,
σύνθετος, αθετώ, διαθέτω, εκθέτω, ταξιθέτης.