Κόκκινες ουλές

15

description

Οι δεκαεπτά μικρές καθημερινές ιστορίες της συλλογής, καθώς διασταυρώνονται με τη μεγάλη επίσημη Ιστορία, εστιάζουν στo πάσχον σώμα κι επιμένουν στην κοινωνική σήμανσή του μέσα από διαδικασίες χειραγώγησης, επιτήρησης, τιμωρίας, πένθους και βίας. Παρουσιάζονται σώματα εγκλωβισμένα και πειθήνια που λυγίζουν εύκολα για να ανταποκριθούν σε θεατές κι αθέατες τεχνολογίες της εξουσίας, αλλά και άλλα που αντιστέκονται για να υπονομεύσουν ή/και να ανατρέψουν τις συνθήκες της ζωής τους. Σε κάθε περίπτωση τα σώματα σημαδεύονται. Άλλωστε ο γενικός τίτλος Κόκκινες ουλές υπογραμμίζει το σημάδι αυτής ακριβώς της βαθιάς σωματικής πληγής που ακόμα αιμορραγεί. Αν και κατά κανόνα αποφεύγονται ακριβείς χρονικοί και χωρικοί προσδιορισμοί, μπορεί κανείς με πλοηγό έστω αυτά τα λίγα ακριβοθώρητα σήματα να σταθμεύσει σε στιγμές των εμφυλιακών και μετεμφυλιακών χρόνων, της δικτατορίας και να οδηγηθεί με ποικίλους τρόπους (για παράδειγμα με επανεγγραφές μυθολογικών και βιβλικών επεισοδίων) ώς τα κρίσιμα σημερι

Transcript of Κόκκινες ουλές

ΚόΚ Κ ι νε ς όυλ ε ς

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμε-τάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς ςύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδο-ποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα όλης της αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν.2121/1993.

© Μαίρη Μικέ & εκδόσεις Ίκαρος 2015ISBN 978-960-572-081-0

ΜΑιΡΗ ΜιΚε

ΚόΚ Κ ινες όυλες

μικρές ιστορίες

ιΚΑΡός

των αγαπημένωνγια τη δοκιμασία της πρώτης ανάγνωσης

9

εξόριστοι ρόλοι

Θαλασσοδαρθήκαμε μια χούφτα γυναίκες μέχρι να φτάσουμε στα πέρατα του πελάγου, στο φρυγμένο

χώμα. Το νησί, γυμνό φαλακρό ακατοίκητο, γυάλιζε σαν τη λεπίδα στο σκληρό ανελέητο φως. Τούφες τούφες γύρω τριγύρω φρύγανα και γκρίζοι θάμνοι. Κανένας ίσκιος στις χαράδρες. ςυρματοπλέγματα χώριζαν τον αφρό του κύματος από τη στέρφα γη. ςτολές και ραβδιά μας υποδέχτηκαν και μας οδήγησαν σε σκηνές τεντωμένες στον ανήφορο, στην πειθαρχημένη διαβίωση, σε τόπους διάπλασης και χειραγώγησης. Μεγάφωνα τρύπησαν τα αυτιά μας με διαταγές, κάπου μακριά από την πίσω πλευρά μια κραυ-γή απόγνωσης ακούστηκε, αμέσως την άρπαξε ο αέρας που λυσσομανούσε, την βύθισε στη θάλασσα κι ύστερα τίποτα…, ένα πένθιμο εμβατήριο και μια αδιαπέραστη κρούστα σιωπής.

It was a place of force–The wind gagging my mouth with my own blown hair,

Tearing off my voice, and the seaBlinding me with its lights, the lives of the dead

Unreeling in it, spreading like oil.

Sylvia Plath, «The Rabbit Catcher», Αriel

10

ΜΑΙΡΗ ΜΙΚΕ

Βολευτήκαμε και οι τρεις όπως όπως στη σκηνή με πράγματα λιγοστά. Τι να πρωτοπρολάβεις. ςυναδέλφισσες όλες μεταξύ μας, αφήσαμε πίσω παιδιά, άντρες, μαθη-τές και μαθήτριες και ήρθαμε εδώ στο αναμορφωτήριο, να συμμορφωθούμε, να ανανήψουμε, να μετανοήσουμε, να επουλώσουμε τα τραύματα με διαφωτιστικά προγράμματα!

Ατέλειωτη δίψα, σκασμένα χείλη, αυλακωμένα πρόσω-πα, φλογισμένα μάτια κάτω από σκυφτά κεφάλια, φου-σκαλιασμένες παλάμες από τις αγγαρείες, διαδικασίες επιτήρησης, βίας και κολασμού δεν άφηναν χρόνο για το φτερούγισμα της σκέψης τον πρώτο καιρό. Όλα γειτόνευαν με τον θάνατο. όρατά και αόρατα δίκτυα πλέκονταν γύρω μας επιμελώς και αδιαλείπτως. Το σώμα αγωνιζόταν να ισιώσει μπροστά στη γραμμή που σχημάτιζαν τα σφαλιστά χείλη της στολής, όπως η γραμμή που χώριζε πέρα μακριά την αγριεμένη θάλασσα από τον ουρανό∙ υπάκουα έκρυβε την αγριάδα του κι απεγνωσμένα αναζητούσε τη φλέβα του νερού. ςπαρταρούσαμε σύγκορμες από χαρά όταν ανακα-λύπταμε στα έγκατα νερό∙ σταγόνα σταγόνα το μοιράζαμε στους διψασμένους πόρους. Το κυκλικό αίμα άφηνε μια κηλίδα στη θάλασσα κι ύστερα εξαφανιζόταν. Τα βράδια, όταν κατάκοπες από το πένθος και τον αγώνα για διάρκεια και αντοχή προσπαθούσαμε να τεντώσουμε τις αυλακιές του σώματος κάτω από τον μουσαμαδένιο ουρανό, αναδεύαμε τα παλιά με τα καινούργια, παραμερίζαμε να περάσουν οι μνήμες, πλάθαμε με τους βόλους του ξερού χώματος μορφές αγαπημένες, σκαλίζαμε την πικρή πέτρα, σκουντούσαμε να τσουλήσει ο πέτρινος χρόνος, βουλιάζαμε στη σιωπή γιατί δεν μπορούσαμε να ζήσουμε φωναχτά. ς’ αυτή τη ρωγμή ξεφύτρωσαν σαν τα αγριόχορτα, εκεί που καμιά

11

εξόΡιςΤόι Ρόλόι

δεν το περίμενε, εντελώς απροειδοποίητα, οι Τρωάδες. Η ιδέα για μια παράσταση, μια παράσταση στις αλλόκοτες συνθήκες, μαζί με όλες τις άλλες στον χορό μας συνεπήρε, μας φούσκωσε τα μυαλά, μας στοίχισε σε άλλες αράδες. Το κρυμμένο κείμενο τυλιγμένο προσεκτικά με τη φόδρα του μπόγου ξεθάφτηκε, ανασύρθηκε διστακτικά και το αίμα του μύθου και της ιστορίας άρχισε να κυλάει αργά και βασανιστικά στις φλέβες μας. Φορτίο αιώνων από αφα-νισμούς, εξανδραποδισμούς και καταστροφές στοίχειωσε και περνούσε από μπροστά μας. Κουρσεμένες πόλεις και λεηλατημένες ζωές πλήθυναν τη σάρκα μας. εμείς, η εκάβη, η Ανδρομάχη, η Κασσάνδρα, η νεκρή συντρόφισσα, το φάντασμα της σφαγμένης Πολυξένης, δώρο το κορμά-κι της στον τάφο του Αχιλλέα. Όλες οι Τρωαδίτισσες, αλλοιωμένες από τις καταστροφές, κουρεμένες από το πένθος, μαζεύτηκαν∙ τριγυρνούσαν οι ψυχές τους γύρω από τις σκηνές μας, μύριζαν αίμα και πλησίαζαν, έστηναν θρήνο, άναβαν πυρσούς, παραλοϊσμένες από τον άφατο πόνο, έβλεπαν μακριά τα μελλούμενα.

Μου έλαχε, εμένα την ταπεινή Θάλεια, ο ρόλος της Αν-δρομάχης κι άρχισα σιγά σιγά να δανείζομαι τα λόγια της. Έπρεπε να ξεντυθώ τους χασέδες της ανάγκης, να βάλω τα πλουμιστά ρούχα της γυναίκας του μαχητή Έκτορα, να μαζέψω τα ξέφρενα μαλλιά μου, κοκαλιασμένα από την αλμύρα του δαρμένου νησιού, και να υποδυθώ τον ίδιο μου τον πόνο. Τα παιχνίδια με τον δικό μου Αστυάνακτα, χνούδι τρυφερό στην αγκαλιά μου, βρίσκονταν μίλια μακριά σε πόλεις σφραγισμένες, σε σκοτεινά δωμάτια. ξεφεύγαμε από τις μεσοτοιχίες του φόβου, ακολουθούσαμε τις λουρίδες του φωτός για να χρυσίζουν τα μαλλάκια του. όρδές τα

12

ΜΑΙΡΗ ΜΙΚΕ

βλέμματα πίσω μας ακολουθούσαν τη γυναίκα του Έκτορα, την αγαπητικιά του αντάρτη. ό δικός μου ο νεοπτόλεμος ήταν παντού, ένα Μεγάλο Μάτι να με κατασκοπεύει. Ένιωθα την ανάσα του αλλά δεν τον έβλεπα. Προσπαθούσα να τον αγγίξω αλλά δεν είχε σώμα και ξέφευγε. ςκιά, αίλουρος σκαρφάλωνε σε κεραμίδια, τρύπωνε μέσα από χαραμάδες, κρυβόταν κάτω από κρεβάτια. Δεν είχε όνομα να τον φωνάξω, να τον εντοπίσω∙ μόνο ψίθυροι, αντίλαλοι και ηχώ βούιζαν στα αυτιά μου συνέχεια. Το σώμα μου πάγωνε, το πνεύμα μου παρέλυε, σπασμωδικές κινήσεις κουρντισμένες, μπρος-πίσω αυτόματα. ό φόβος ήταν ο οδηγός μου. ςφαλιστά πορτόφυλλα. Μ’ έσυραν, με τράβηξαν έξω, μ’ έπιασαν… Πόσο να κρατάει το κρυφτούλι, πόσο ο φόβος να σφαλίζει την πόρτα, πόσο το δικό μου το βλαστάρι να φιμώνεται για να μην ξεφωνίζει για να μη γελάει για να μην πεινάει;

Άρχισαν οι πρόβες στο στρατόπεδο, ξεφεύγαμε με χίλια τερτίπια από το Μεγάλο Μάτι. Τα απομεσήμερα μαζευό-μασταν στις σκηνές και μεταποιούσαμε χαρτιά, τριμμένα σεντόνια, ξεθωριασμένες φούστες, φανταχτερά φουστάνια από τα δέματα του ερυθρού ςταυρού. Πλήρη συνεργεία, κορδελιάστρες, τσαγκάρισσες, όλες αφοσιωμένες στις ιέ-ρειες της Τροίας, στις αιχμάλωτες βασίλισσες.

Η Κασσάνδρα δίπλα, η φίλη μου, μάτωνε από την από-γνωση της δικής της απομάκρυνσης, την καταπάτηση της δικής της ασυλίας και καλούνταν να την παραστήσει. ό δικός της ο Αίας, που με βία την απομάκρυνε από το ιερό της Αθηνάς, μοιραζόταν την ίδια ασέβεια με τον πρόγονό του. Ένα τιποτένιο ζουληγμένο ανθρωπάκι με σιρίτια ήταν που την άρπαξε από μια σχολική αίθουσα με γελοίες δικαιο-λογίες: γιατί ήταν μάντισσα, γιατί η γνώση που μετέδιδε

13

η ςοφία άνοιγε δρόμους για το μέλλον, γιατί προφήτευε τα μελλούμενα. Δεν σεβάστηκε τη ρημαγμένη μάνα της που περίμενε από αυτήν μια μπουκιά ψωμί, τα απορημένα βλέμματα των μικρών μαθητών, τα μπαλωμένα παπού-τσια, τα ξεφτισμένα πανωφόρια, τα γρατζουνισμένα πόδια, τον δρόμο που έκαναν καθημερινά μέσα στις βατσινιές για να ’ρθουν να την ακούσουν. Αυτό το βλέμμα κράτησε πολύτιμο φυλαχτό αποδοχής, προσφοράς και ελπίδας για συνέχεια. Κλώθαν οι σκέψεις γύρω της κι ο νους της πε-τούσε χωρίς σταματημό σε ελάχιστους αγαπημένους. Η ςοφία- Κασσάνδρα, καθώς οι πρόβες με κόπους και τσίλιες συνεχίζονταν, σχημάτιζε ολοένα και πιο πολύ τη βεβαιό-τητα πως ο ρόλος αυτός δεν ήταν ένα κουστούμι που της φόρεσαν αλλά ένα κομμάτι της σάρκας της που διεκδικούσε την ιδιοκτησία του. Αυτή η διαλεχτή του Αγαμέμνονα, κοπελούδα πάνω στην ήβη της, κράδαινε σε κατάσταση μανίας γαμήλιες δάδες κι έμοιαζε να χαίρεται για γάμους, για φλογισμένα βασιλικά κρεβάτια. Μέσα βαθιά της όμως ο ρόχθος του αγριεμένου μαύρου ςκάμανδρου αντάριαζε τα σπλάχνα της. Φοβόταν η ςοφία, η ιέρεια του Απόλλωνα, μην τυχόν και πλημμυρίσει ο χείμαρρος, μην τυχόν και την βιάσουν από εκδικητική μανία, μην τυχόν και πετάξουν το λεηλατημένο κουφάρι της στο διπλανό φαράγγι. Και τότε, πού θα σταθούν, πού θα ακουμπήσουν οι αγαπημένοι της, από ποιους θα τιμωρηθούν οι άρπαγες;

Δύσκολα προχωρούσαν οι μέρες κάτω από τον ανοι-ξιάτικο ήλιο. Έπιασε το μάτι μου φευγαλέα και σχεδόν τυχαία, τυφλωμένο καθώς ήταν από τις πίκρες και την απαντοχή, τις πρώτες αλλαγές. Ένιωσα ενοχή, γιατί το βλέμμα μου γαλήνεψε για λίγο ακουμπώντας μαλακά στα

εξόΡιςΤόι Ρόλόι

14

ΜΑΙΡΗ ΜΙΚΕ

φανερώματα της άνοιξης. Τα γκρίζα σκληρά χόρτα άρχισαν να μεταμορφώνονται σε μωβ μαλακούς μίσχους, μια πομπή από ταπεινά χαμόμηλα σχηματίστηκε και κοίταξε περήφα-να ψηλά, καψαλισμένα σκιάχτρα ντύθηκαν στα ροζ και τα λευκά και η μελανιασμένη θάλασσα γαλήνευε ώρες ώρες κάτω από έναν ήλιο θηριοδαμαστή. Τα βράδια μπορούσα για περισσότερη ώρα να κάθομαι έξω από τη σκηνή, χωρίς να με περονιάζει ο ψυχρός αέρας, και να χάνομαι στο μέ-τρημα των αστεριών χαζεύοντας τους σχηματισμούς τους. Κι όταν τα πρωινά κατέβαινα στην παραλία μάζευα από συνήθεια κρίταμα, όπως κάναμε τις παλιές καλές μέρες που χαιρόμασταν τη θάλασσα, παρατηρούσα τα βιολετί λουλουδάκια που είχαν φυτρώσει πολλά μαζί στις σχισμές, τους γλάρους σε αναρίθμητες πιρουέτες κι εξασκούσα τα μάτια μου ξανά και ξανά για να διακρίνω στον γαλάζιο ορίζοντα τα σινιάλα της αγάπης και της επικοινωνίας. Αυτά μετρούσαν τον χρόνο.

Η μεγαλύτερη από τις τρεις μας σήκωνε και το μεγαλύ-τερο φορτίο: δυο παλικάρια χαμένα. Μόλις η δόλια έμαθε για τον θάνατο των παλικαριών της, το πρώτο που έκανε ήταν να σύρει τον θρήνο και μετά να πέσει με τα μούτρα να σκαλίζει την ντουλάπα τους. Έβγαλε με επιμέλεια έξω τα ρούχα, τα αέρισε, τα δίπλωσε με ναφθαλίνη και τα έκρυψε προσεκτικά. Φύλαγε το σώμα τους, το συντηρούσε. «ό σκόρος είναι ύπουλος», είναι από τις πρώτες κουβέντες που άκουσαν οι παριστάμενοι, «χρειάζεται προσοχή για να μη φαγωθούν τα ρούχα». Τα μάλλινα πουλόβερ, τα ριγέ γκρίζα κουστούμια, το ρολόι με το αλυσιδάκι που κρεμόταν από το γιλέκο, όλα βρήκαν τη θέση τους στα συρτάρια. Κάθε πρωί τα επισκεπτόταν, τα έβλεπε, τα καμάρωνε και τα

15

χάιδευε ώρες ατέλειωτες. Αγωνιζόταν να βρει έναν λόγο για να δικαιολογήσει τη ζωή της, ένα κουφάρι ριγμένο σε ένα στρώμα που της έσφαζε τη ράχη, παγωμένα τα χέρια και τα πόδια της, προσπαθούσε να ελέγξει την κίνηση για να μη σωριαστεί. Άσπρα μαλλιά κοντά κουρεμένα, γερτό σώμα, συσσωρευμένος απότομα χρόνος στην καμπούρα της, ένα βαθύ χαντάκι ανάμεσα στα φρύδια. Η εκάβη δεν ήταν για τη Φρόσω παρά το είδωλο σε έναν καθρέφτη αντεστραμμένο.

Άφηνα τη θάλασσα πίσω μου, σπάζοντας τα φύκια και ρίχνοντάς τα σε μιαν άβυσσο που με κατάπινε και με χώριζε. Πώς αποχωρίστηκα τη μέρα εκείνη το δίχρονο αγοράκι μου; Ένα βράδυ, μόνο ένα βράδυ, είχα στη διάθεσή μου να τον αποχαιρετίσω και τι να πω, τι να μην πω, τι να θρηνήσω; Γι’ αυτούς δεν ήμουν ελληνίδα, ήμουν «Βουλγάρα», ήμουν «Ρωσίδα», ήμουν πόρνη, δεν ήμουν κατάλληλη για μάνα, ήμουν ένα σκουπίδι. Έπρεπε σε ένα κάρο να φορτωθώ και να πεταχτώ σε μια χαράδρα, σε μια χωματερή να βρω τη θέση μου. Ένα σώμα παραπεταμένο και παράνομο που έπρεπε να κρύβεται στο σκοτάδι και να αντικρίζει τον ήλιο μόνο από τις χαραμάδες. Δεν ήμουν κατάλληλη για οικο-γένεια, δεν μπορούσα να μεγαλώσω παιδιά, δεν μπορούσα να τα διδάξω, δεν μπορούσα να τα θηλάσω. Το δικό μου το γάλα γι’ αυτούς είχε μικρόβια, ήταν δηλητηριασμένο. Έπρεπε να κόψει, να σταματήσει η βλαβερή γαλουχία. Δεν ήμουν ο άγγελος του σπιτιού. Βγήκα έξω, οραματί-στηκα κάτι που αφορούσε κι άλλους, έξω από αυτούς που διάβαιναν το κατώφλι μου. Ήμουν ένα εξάμβλωμα χωρίς σχήμα, χωρίς μορφή, χωρίς νόμο. Ήμουν ύποπτη γιατί πρόλαβαν και με διακόρευσαν οι εχθροί της πατρίδας.

εξόΡιςΤόι Ρόλόι