ΜΑΥΡΟ ΚΟΚΚΙΝΟ

198
Μαύρο Κόκκινο 1 ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΡΙΑΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΥΡΟ

description

Τα ιδιοτελή πολιτικά και όχι μόνο συμφέροντα έχουν θέση στην καθαρή ιδεολογία; Ή μήπως είναι αυτά που τελικά καθορίζουν την ίδια την ιδεολογία;

Transcript of ΜΑΥΡΟ ΚΟΚΚΙΝΟ

Μαύρο Κόκκινο 1

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΡΙΑΤΗΣ

ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΥΡΟ

2 Άγγελος Χαριάτης

Ο Άγγελος ΧαριάτηςΆγγελος ΧαριάτηςΆγγελος ΧαριάτηςΆγγελος Χαριάτης γεννήθηκε το 1975.

Μεγάλωσε στις γειτονιές του Πειραιά. Κείμενα

του έχουν δημοσιευθεί σε διαδικτυακά

λογοτεχνικά περιοδικά, σε free press περιοδικά

και εφημερίδες.

Βιβλία του: «25 ιστορίες για ευτυχισμένους

αστούς» Εκδόσεις Μαραθιά 2005, «Παράπλευρες

απώλειες», Εκδόσεις Ιβίσκος 2012, «Το

δάκτυλο» Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή 2015.

Μαύρο Κόκκινο 3

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΡΙΑΤΗΣΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΡΙΑΤΗΣΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΡΙΑΤΗΣΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΡΙΑΤΗΣ

ΜαύροΜαύροΜαύροΜαύρο

ΚόκκινοΚόκκινοΚόκκινοΚόκκινο

Πολιτικό μΠολιτικό μΠολιτικό μΠολιτικό μυθιστόρημαυθιστόρημαυθιστόρημαυθιστόρημα

4 Άγγελος Χαριάτης

Άγγελος Χαριάτης, Μαύρο Κόκκινο

ISBN: 978-618-5147-55-6

Αύγουστος 2015

Σχεδιασμός εξωφύλλου, σελιδοποίηση:

Ηρακλής Λαμπαδαρίου

www.lampadariou.eu

Ο συγγραφέας φέρει την ευθύνη για την επιμέλεια του κειμένου.

Εκδόσεις Σαΐτα

Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα

Τ.: 2510 831856

Κ.: 6977 070729

e-mail: [email protected]

website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση

Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα

Επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή

περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή

άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της

πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να

τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό.

Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική

διεύθυνση:

http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

Μαύρο Κόκκινο 5

6 Άγγελος Χαριάτης

Μαύρο Κόκκινο 7

στους υποψιασμένους

8 Άγγελος Χαριάτης

Μαύρο Κόκκινο 9

1.1.1.1. Είμαι έτοιμος, σκέφτηκε, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του. Αλλά

δεν ήταν. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Δεν μπορούσε να κάνει

πίσω. Δεν του επιτρεπόταν να κάνει πίσω. Αν ήθελε να ενταχθεί στην

οργάνωση έπρεπε να προχωρήσει. Έπρεπε να προχωρήσει για να καταφέρει

να ανήκει επιτέλους κάπου. Γιατί μια ζωή δεν άνηκε πουθενά, κινείτο

ανάμεσα στο περίπου και στο τίποτα και τώρα ήταν η χρυσή του ευκαιρία.

«Νεανίας!» ούρλιαξε μέσα στο αυτί του ο αρχηγός της ομάδας. Γύρισε

και τον κοίταξε. Τρομαγμένος και τρομαγμένα. Χωρίς να πει κουβέντα.

Ιδρώτας κύλησε από το μέτωπό του. Χωρίς να το θέλει. Χωρίς να προλάβει να

τον σκουπίσει, προλαβαίνοντας κάθε ματιά συναγωνιστή που θα «έπεφτε»

πάνω του γεμάτο υποψία, γεμάτο περιφρόνηση για τη στιγμιαία ή τη μόνιμη

αδυναμία του. Γιατί ο ιδρώτας ήταν σημάδι αμφιβολίας και αδυναμίας. Και

φυσικά οι αμφιβολίες και οι αδυναμίες δεν είχαν θέση στην οργάνωση.

«Δεν έχω νήσσες στην ομάδα μου!» ούρλιαξε πάλι ο αρχηγός. Ο

αρχηγός με το μαλλί μπούκλα στο μέτωπο και τη γενειάδα μέχρι το στήθος, το

τατουάζ στο δεξί μπράτσο με την κεφαλή του Δία, το ένα και ενενήντα ύψος

και τα εκατόν είκοσι κιλά του «χτισμένα» τέλεια πάνω στο κορμί του. Μόνο

που τον έβλεπες έφτανε. Για να τρομάξεις. Σαν ήρωας splatter ταινίας. Ένα

θηρίο, ένα βιαστικό θηρίο, που δεν περίμενε την Αποκάλυψη για να

εμφανιστεί.

«Δεν είμαι νήσσα!» ούρλιαξε με τη σειρά του ο «νέος». Δεν ήξερε τι

σήμαινε η νήσσα. Αλλά από την άλλη εάν γνώριζε την έννοια της λέξης θα

έλεγε, ότι ποτέ του δεν ήταν. Ναι αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Δεν ήταν πάπια,

ούτε ήξερε στη γειτονιά που μεγάλωσε να είναι πάπια. Η μόνη του σχέση με τα

παπάκια, χανόταν στα βάθη των παιδικών του χρόνων, στη μπανιέρα του

σπιτιού του, με τη μητέρα του από πάνω του να του βγάζει τις σαπουνάδες από

τα μάτια.

«Τι περιμένεις; Να σου αλείψουμε το κορμί με ελαιόλαδο;» έκανε ο

αρχηγός. Ο αρχηγός που αν υπήρχε βραβείο ειρωνείας θα ήταν κάθε χρονιά

μέσα στην τελική πεντάδα για την ανάδειξη του νικητή. Ή το ‘χεις ή δεν το

‘χεις. Και ο αρχηγός της ομάδας το ‘χε. Εύκολα θα μπορούσε το δεύτερο του

όνομα να είναι είρωνας.

10 Άγγελος Χαριάτης

«Όχι» είπε ο «νεανίας». Αποφασιστικά. Χωρίς να κομπιάσει. Σαν

πρότυπο έφεδρου οπλίτη.

«Όχι τι;» ρώτησε ο αρχηγός. Με δυνατή φωνή. Που άνετα θα μπορούσε

να περαστεί ως ουρλιαχτό.

«Όχι κύριε!» φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής του ο «νεανίας»

και πήρε το μάτι του να θολώνει. Απέναντί του δεν είχε τον μετανάστη από

τον αραβικό κόσμο. Όχι δεν ήταν αυτός που έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας

του. Δεν ήταν ένας. Ήταν πολλοί. Ήταν όλοι αυτοί που τον είχαν χλευάσει

και γελοιοποιήσει και κοροϊδέψει στο παρελθόν. Αλλά τώρα είχε έρθει η σειρά

του. Τώρα θα έδειχνε την αξία του σε όλους αυτούς. Τώρα θα ένιωθαν την

οργή του. Για όλα όσα του είχαν κάνει. Για όλα όσα δεν του είχαν κάνει. Δεν

είχε καμία σημασία. Εκείνο που μετρούσε ήταν η στιγμή. Η στιγμή των

γενναίων. Γιατί πίστευε πως και εκείνος ήταν ένας γενναίος. Ή τουλάχιστον

θα μπορούσε να ανήκει στους γενναίους.

Όρμησε άδειος από σκέψεις, με τη σιδερογροθιά σφιγμένη γερά

ανάμεσα στα δάκτυλά του. Είδε τον τρόμο στα μάτια του Πακιστανού. Αν είχε

ένα καθρέφτη θα μπορούσε να διακρίνει τον ίδιο ακριβώς τρόμο μέσα στα

δικά του μάτια. Ευτυχώς για εκείνον, δυστυχώς για τον Πακιστανό, δεν είχε.

Λίγο πριν έρθει σε επαφή το κρύο μέταλλο με τη ζεστή σάρκα δίστασε.

Στιγμιαία. Κοίταξε πίσω του. Τον αρχηγό. Το βλέμμα του. Το γεμάτο μίσος

βλέμμα του. Το γεμάτο μίσος βλέμμα του που ήταν σαν να του φώναζε: «Ή

μαζί μας ή με κανέναν». Μίσος και ειρωνεία μαζί και κάτι σαν αυθάδεια. Τον

χτύπησε με όλη του τη δύναμη. Είδε τον πόνο να παραμορφώνει το πρόσωπο

του μετανάστη. Είδε δάκρυα να κυλάνε από τα μαύρα μελαγχολικά του μάτια

την ώρα που έπεφτε το κορμί του στο κράσπεδο. Έριξε το βλέμμα του στον

αρχηγό. Κάτι του έλεγε. Δεν άκουγε. Είχε σταματήσει να έχει την αίσθηση της

ακοής την ώρα που έριξε τη γροθιά. Μόνο εικόνα. Ναι, μόνο εικόνα.

Πρωταγωνιστής σε ταινία τρόμου βωβού κινηματογράφου. Όχι σαν τον ήρωα

των παιδικών του χρόνων. Τον Τσάρλυ. Τώρα, ο Τσάρλυ Τσάπλιν δεν ήταν

τίποτα παραπάνω από ένας κωλό- Εβραίος, ένας γελοίος, ένας γελωτοποιός,

ένας κίναιδος.

Ο Πακιστανός είχε πέσει. Ο εχθρός της πατρίδας ήταν στο έδαφος. Δεν

έπρεπε να δείξει οίκτο. Ο οίκτος είναι γνώρισμα των αδύναμων, ναι, αυτό του

είχαν πει. Δεν ήθελε να είναι αδύναμος. Είχε βαρεθεί, είχε σιχαθεί να είναι

αδύναμος. Ήθελε να ανήκει στους δυνατούς, ήθελε να ανήκει στην ομάδα,

στην οργάνωση που σκοπό είχε, να φέρει πίσω την χαμένη αξιοπρέπεια των

Ελλήνων.

Μαύρο Κόκκινο 11

Γύρισε πίσω στη θέση του, πίσω στην αγέλη τρέχοντας. Τρέχοντας,

νιώθοντας πως κάποιος τον κυνηγούσε. Ήταν η πρώτη φορά που είχε

χτυπήσει άνθρωπο. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος τον χειροκρότησε για

την πράξη του, ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε ότι άνηκε, επιτέλους, κάπου.

Ήταν μία από τις πολλές φορές που είχε νιώσει και πάλι αδύναμος. Ήταν μία

από τις πολλές φορές που ένιωσε μόνος, ήταν μία από τις πολλές φορές που

ένιωσε τρόμο. Αυτού του είδους τον τρόμο που σε πιάνει όταν κάθεσαι στην

πιο σκοτεινή γωνία του δωματίου, με τα γόνατα «κλειδωμένα» στο στήθος,

Παρασκευή βράδυ, βλέποντας να περνάει από μπροστά σου, σαν σε ταινία, όλη

σου η ζωή. Για την ακρίβεια όλες οι απογοητεύσεις, όλα τα ματαιωμένα

όνειρα, όλα τα «θέλω» που δεν έγιναν πραγματικότητα, όλα τα «πρέπει» που

εκπληρώθηκαν αναγκαστικά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

«Μπράβο νεανία» είπε ο αρχηγός και έβγαλε από την αριστερή τσέπη

του το μπλοκάκι του και σημείωσε την «επίδοση» του εκπαιδευόμενου. Ο

αρχηγός, που είχε στο μπλοκάκι του σημειωμένες όλες τις επιδόσεις των

μελών της ομάδας του. Κανονικών και εκπαιδευόμενων ή καλύτερα υπό

ένταξη. Κάθε μήνα παρέδιδε γραπτή αναφορά στον ανώτερο του. Ο αρχηγός

της ομάδας, που πέρα από δυνατή φωνή και ειρωνεία διέθετε και ένα ακόμη

προσόν. Να είναι γιος στρατιωτικού. Να έχει καταφέρει χωρίς κόπο, αλλά

μόνο με τρόπο να μάθει όλα τα μυστικά. Σκληρός στους κατωτέρους του,

σούζα στους ανωτέρους του. Ήταν ένα πολύ-εργαλείο έτοιμο για άμεση

χρήση. Και το σπουδαιότερο; Δεν μίλαγε, μόνο άκουγε, δεν ρώταγε, μόνο

εκτελούσε, δεν σκεφτόταν, μόνο έπραττε. Ο τέλειος στρατιώτης. Και

αποστολή του ήταν να κάνει και τους άλλους, τέλειους στρατιώτες.

Ο Μιχάλης έσκυψε ταπεινά και ταπεινωμένος το κεφάλι του. Είχε κάνει

το μεγάλο βήμα. Το βήμα που θα τον οδηγούσε στις ασφαλείς αγκάλες της

οργάνωσης, στις αγκάλες του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου. Ένα χαμόγελο

διαγράφηκε στο πρόσωπό του. Ένα χαμόγελο χαρμολύπης.

«Πάμε για ένα μέλανα ζωμό» είπε ο αρχηγός και η ομάδα απάντησε με

μια φωνή: «Μάλιστα κύριε». Ακολούθησε τα βήματα του αρχηγού. Σε πλήρη

στρατιωτική παράταξη. Ο «μέλανας ζωμός» ήταν μια πρώτη ανεπίσημη

επιβεβαίωση της αποδοχής του νέου μέλους στην ομάδα. Μια βραδιά με

πληρωμένα τα έξοδα του φαγητού και του ποτού από το μέτωπο. Σε φίλα

προσκείμενο κατάστημα, στο κέντρο της Αθήνας, εκεί που για να περάσεις το

κατώφλι του έπρεπε να έχεις τρία βασικά και απαραίτητα χαρακτηριστικά. Να

είσαι λευκός, να έχεις ελληνική ταυτότητα, και να έχεις ελληνοπρεπές

12 Άγγελος Χαριάτης

επώνυμο. Οι Έλληνες του εξωτερικού και οι Έλληνες της παλιννόστησης

αντιμετωπίζονταν πάντοτε από το αφεντικό με έναν ιδιαίτερο σκεπτικισμό.

Με βήμα στρατιωτικό έφτασαν στο κατάστημα. Ο «νεανίας» κάθισε

όπως συνηθιζόταν σε εκείνες τις συναντήσεις-μύηση στα δεξιά του αρχηγού.

Για να μπορέσει να «αντιγράψει» τις κινήσεις του αρχηγού, για να μπορέσει

να κατανοήσει καλύτερα τις θέσεις του Μετώπου. Να λάβει κατά έναν τρόπο

την πρώτη του ανταμοιβή για τις επιδόσεις του. Το Εθνικό Πατριωτικό

Μέτωπο που είχε δύο σκέλη. Το πολιτικό και το στρατιωτικό. Όλοι πέρναγαν

πρώτα από το στρατιωτικό. Για να είναι έτοιμοι όταν τους χρειαζόταν το

κόμμα και η πατρίδα. Μπορούσαν να ανήκουν ταυτόχρονα και στις δύο

ομάδες. Πότε όμως μόνο στο ένα. Εξαίρεση ο αρχηγός του Μετώπου και οι

διαλεχτοί του. Σημειωμένοι στο μεγάλο μαύρο μπλοκ του αρχηγού.

Η αίθουσα βγαλμένη από πολεμική ταινία. Σαν πολεμικό στρατηγείο

χωμένο στα έγκατα της γης. Έλειπαν οι πολεμικοί χάρτες, τα τηλέφωνα με τη

μανιβέλα και οι ήχοι των κανονιοβολισμών. Αλλά διατηρούσε τη σκοτεινή

ατμόσφαιρα που μπορούσες να συναντήσεις αν τύχαινε να βρεθείς σε ένα

τέτοιο χώρο.

Ο ιδιοκτήτης υπερήφανος λευκός, υπερήφανος Έλληνας και

υπερήφανο μέλος της οργάνωσης τούς υποδέχθηκε. Mε την περιοχή πάνω από

το μέτωπο τίγκα στην μπούκλα, με το τατουάζ «Η΄ ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ»

χαραγμένο πάνω στο χοντρό του σβέρκο και την γενειάδα μέχρι το ύψος του

στήθους του να συμπληρώνει τις αρχές φαλάκρας στο πίσω μέρος του

κεφαλιού.

«Καλώς τα παλικάρια μου» είπε και ύστερα: «Χαίρε». Όλη η ομάδα

είπε: «Χαίρε». Ακόμη και ο «νέος» που δίστασε για άλλη μία φορά. Δεν

μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο έπρεπε να πει: «Χαίρε». Δεν ήταν

αρχαίος Έλληνας φερμένος με τη μηχανή του χρόνου στο παρόν. Δεν είπε

όμως κουβέντα. Έπρεπε να τηρήσει το τελετουργικό.

«Ας καθίσουμε» είπε ο αρχηγός και φυσικά η ομάδα δεν είχε κανένα

δικαίωμα να αρνηθεί.

«Λοιπόν πως σου φάνηκε;» ρώτησε ο αρχηγός.

Ο Μιχάλης δεν μίλησε. Δεν ήξερε τι έπρεπε να απαντήσει για να γίνει

αρεστός, αλλά κυρίως για να μην γίνει δυσάρεστος.

«Δεν ένιωσες την αδρεναλίνη σου να πηγαίνει στα ύψη;» ρώτησε πάλι

ο αρχηγός.

Μαύρο Κόκκινο 13

«Ναι, το ένιωσα» απάντησε μουδιασμένα και μουδιασμένος ο Μιχάλης.

Από τη στιγμή που είχε καθίσει δεν είχε κουνήσει ούτε τα βλέφαρα των

ματιών του.

«Και που να δεις άλλες αποστολές, θα το κατά-ευχαριστηθείς» είπε ο

αρχηγός.

«Ανυπομονώ» είπε πιο σίγουρα ο Μιχάλης, μα η αλήθεια ήταν ότι δεν

ήταν καθόλου σίγουρος αν πραγματικά ανυπομονούσε.

«Ας παραγγείλουμε λοιπόν» είπε ο αρχηγός και όλοι συμφώνησαν.

14 Άγγελος Χαριάτης

2.2.2.2. Την ώρα που ο Μιχάλης έπινε την πρώτη του, ελληνικής προέλευσης

φυσικά , μπύρα, κάπου πέντε χιλιόμετρα μακρύτερα ο Νεόφυτος, προχωρούσε

με χίλιες δυο προφυλάξεις στα μισοφωτισμένα δρομάκια του δήμου Νέου

Ψυχικού. Είχε κατηφορίσει με τα πόδια από τη Νέα Φιλοθέη, περπατώντας στο

παράδρομο της λεωφόρου Κηφισίας. Με το σακίδιο να του βαραίνει τους

ώμους. Δεν είχε συνηθίσει να κάνει τόσο μεγάλες, για εκείνον, αποστάσεις με

τα πόδια και μάλιστα φορτωμένος. Στο ένα του χέρι ένα κομμένο σκουπόξυλο

που το χρησιμοποιούσε, για την ώρα, ως μαγκούρα. Στο άλλο του χέρι ένας

κουβάς γεμισμένος με ψαρόκολλα.

Η πρώτη του αποστολή για την νεολαία του Ριζοσπαστικού Αριστερού

Κινήματος έπρεπε να στεφτεί με επιτυχία. Με απόλυτη επιτυχία για την

ακρίβεια. Ο επιτηρητής βάσης θα έκρινε το αποτέλεσμα της αφισοκόλλησης

την άλλη μέρα το πρωί. Τα πέντε οικοδομικά τετράγωνα ευθύνης του θα

έπρεπε να είναι τέλεια, από αφισοκολλητικής άποψης βέβαια. Αν επιθυμούσε

να αντιμετωπιστεί ως άξιο και ισότιμο μέλος της νεολαίας. Ένα άξιο μέλος

που σκοπός και στόχος της ζωής του θα ήταν η άνοδος του αληθινού

σοσιαλισμού στην εξουσία· αρχικά στην Ελλάδα και έπειτα σε ολόκληρο τον

κόσμο.

Έφτασε κατάκοπος. Με τον ιδρώτα να τρέχει ρυάκι κάτω από τις

μασχάλες του, με τα πόδια του πρησμένα και με ένα βάρος στους ώμους. Δεν

ήταν το βάρος του σακιδίου. Ήταν το βάρος της ευθύνης. Μια ευθύνη που του

είχαν φορτώσει με την απαραίτητη για αυτές τις καταστάσεις προσοχή. Ο

αγώνας ολόκληρης της νεολαίας εξαρτιόταν από αυτή την αφισοκόλληση.

Έπρεπε η καθησυχασμένη λαϊκή συνείδηση των κατοίκων των βορείων

προαστίων να αφυπνιστεί. Η εικόνα της αφίσας θα ήταν το πρώτο μήνυμα.

Αυτό που υποσυνείδητα θα δημιουργούσε τη βάση για την εξέγερση. Τη βάση

για την τελική νίκη στις εκλογές του μεθεπόμενου μήνα. Για τα υπόλοιπα

μηνύματα θα φρόντιζαν οι βουλευτές του κόμματος, με πρωτεργάτη το γενικό

γραμματέα. Το γενικό γραμματέα που είχε μεγαλώσει και γαλουχηθεί μέσα

στη νεολαία του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος. Άσχετα αν στο

παρελθόν το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα ήταν μια από τις κρυφές

συνιστώσες του κομμουνιστικού κόμματος. Άσχετα αν λίγο αργότερα

μεταλλάχθηκε σε σοσιαλιστικό κόμμα με φιλοευρωπαϊκές απόψεις και θέσεις.

Μαύρο Κόκκινο 15

Άσχετα αν λίγο αργότερα και πάλι ο σκληρός πυρήνας του κόμματος

αποχώρησε για να σχηματίσει το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα. Ένα

Ριζοσπαστικό Αριστερό Κίνημα που η ιδεολογική του ταυτότητα ήταν μια μίξη

από όλες τις «σκληρές» αριστερές θεωρίες. Μικρή σημασία είχαν όλα αυτά.

Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι ο γενικός γραμματέας ήταν από μικρός στη

νεολαία, το φωτεινό παράδειγμα πως κάθε νεολαίος μπορούσε να τα

καταφέρει. Να αναδειχθεί μέσα από τις διεργασίες της βάσης, να εκλεγεί

βουλευτής καταθέτοντας τη βουλευτική του αποζημίωση στο ταμείο του

κόμματος και ποιος ξέρει… μπορεί μια μέρα να βρισκόταν στη θέση του

γενικού γραμματέα.

Κοίταξε προσεκτικά. Δεξιά του. Άλλη μια φορά. Αριστερά του. Άλλη

μια φορά. Πίσω του. Άλλη μια φορά. Ο δρόμος άδειος. Άφησε προσεκτικά το

σακίδιο του στο πεζοδρόμιο. Άνοιξε το φερμουάρ. Έβγαλε τη βούρτσα. Τη

βίδωσε στο σκουπόξυλο. Ύστερα έπιασε με τα ακροδάχτυλα του την πρώτη

αφίσα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε προλάβει να δει τη μακέτα της αφίσας.

Αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία. Αυτό που είχε σημασία ήταν να τις

κολλήσει, όσο καλύτερα μπορούσε, σε όσα περισσότερα μέρη μπορούσε.

Πρώτα έβγαλε το καπάκι από τον κουβά. Η μυρωδιά της κόλλας μπήκε

ετσιθελικά στα ρουθούνια του. Μια μακρινή εικόνα. Εκείνος και ο πατέρας

του στον Πειραιά. Είκοσι και χρόνια πίσω. Δεκαετία του χίλια εννιακόσια

ενενήντα. Στην είσοδο της πολυκατοικίας του πρώτου γραφείου του μπαμπά

στην Ακτή Τζελέπη. Ναυλομεσίτης. Αυτό ήταν το πρώτο επάγγελμα του

μπαμπά. Πριν γίνει εφοπλιστής. Ένα Σάββατο απόγευμα. Μια μέρα πριν τις

εκλογές που έφεραν την «κάθαρση» στην εξουσία. Ένας εικοσάχρονος να

κολλάει αφίσες. Δεν θυμόταν ποιανού κόμματος. Ήταν άλλωστε αδιάφορο το

κόμμα στην ηλικία που βρισκόταν. «Τι κάνει μπαμπά;» ρώτησε ο μικρούλης.

«Κολλάει αφίσες» του απάντησε με αηδία ο πατέρας του. «Γιατί;» ρώτησε πάλι

ο μικρός του εαυτός. «Γιατί είναι χαμένο κορμί» είπε ο πατέρας του και τον

έπιασε από το χέρι. Βιαζόταν. Είχε μια συμφωνία να κλείσει. Τον είχε πάρει

μαζί του, μια από τις πολλές φορές. Χωρίς τα παιχνίδια του, χωρίς την

υπόσχεση πως μόλις τελείωνε τη δουλειά θα πήγαιναν μια βόλτα μέχρι το

λούνα-παρκ ή έστω ότι θα του αγόραζε από κάποιο πλανόδιο πωλητή μαλλί

της γριάς. Για άλλη μία φορά οι δικοί του είχαν τσακωθεί. Για άλλη μία φορά

η μητέρα του είχε φύγει από το σπίτι.

Κούνησε το χέρι του θέλοντας να διαλύσει την εικόνα. Ο πιτσιρίκος του

παρελθόντος τρόμαξε και εξαφανίστηκε τρέχοντας για να κρυφτεί στο πίσω

μέρος του μυαλού του. Βούτηξε τη βούρτσα στον κουβά. Πέρασε την πρώτη

16 Άγγελος Χαριάτης

στρώση πάνω στην κολώνα. Κόλλησε την αφίσα. Δεύτερη στρώση πάνω από

την αφίσα. Η πρώτη προσπάθεια ήταν επιτυχής. Για μια στιγμή νόμιζε ότι η

αφίσα έλαμπε. Έβγαζε ένα μαγικό φως, ένας φως πανανθρώπινο, μία

εκτυφλωτική λάμψη που θα ανάγκαζε τους περιστατικούς να γυρίσουν το

κουρασμένο βλέμμα τους προς τα εκεί. Εκεί, όπου θα μαγνητίζονταν από το

παγκόσμιο όραμα του σοσιαλισμού. Θα γύριζαν γύρω από το φως του σαν

πεταλούδες της νύχτας. Μόνο που δεν θα πέθαιναν το πρωί. Θα

ανασταίνονταν έτοιμες να γίνουν αθάνατες αν το ήθελαν, πίνοντας το μαγικό

φίλτρο της αριστεράς.

Συνέχισε με τον ίδιο ζήλο. Κόλλα, αφίσα, κόλλα. Μια

επαναλαμβανόμενη κίνηση. Μία κίνηση που θα τον έβαζε στους κόλπους της

νεολαίας.

Το πρώτο φως της νέας ημέρας τον βρήκε στο Φάρο Ψυχικού. Πήρε

έναν καφέ, σκέτο και μια τυρόπιτα. Τα μάτια του έκλειναν. Έκλειναν από την

κούραση. Άφησε για λίγο το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο χώρο. Πρωινό

Δευτέρας. Μετανάστες κατέβαιναν από τα λεωφορεία. Εργαζόμενοι στον

τριτογενή τομέα παραγωγής κατέβαιναν μαζί τους. Κανένας από τους

κάτοικους της περιοχής δεν περίμενε σε καμία στάση. Ήταν πολύ νωρίς για

όλους αυτούς.

Τράβηξε μια τζούρα από τον καφέ του. Έβγαλε την κασετίνα με τα

τσιγάρα του. Πριν αρχίσει να ασχολείται με όλα αυτά κάπνιζε «Trussardi».

Μαύρο πακέτο. Όταν άρχισε να ασχολείται με τα της νεολαίας το «γύρισε» στο

«Santé». Ακόμη και το κάπνισμα ήταν θέμα ιδεολογίας. Πάντα βέβαια είχε

κρυμμένο στο πάνω συρτάρι του κομοδίνου του υπνοδωματίου του το πακέτο

του καπιταλιστή. Δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα στο κόσμο να κόψει

μεμιάς τη σύνδεση με το παρελθόν. Ήταν ένας γόρδιος δεσμός, ναι αυτό ήταν

και εκείνος δεν ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος και η αλήθεια ήταν ότι ποτέ του

δεν ήθελε να είναι. Ούτε καν να μοιάζει μ’ αυτόν το σφαγέα των λαών που

στο όνομα του ελληνικού πολιτισμού κατάσφαξε χιλιάδες αντιφρονούντες.

Αυτό τουλάχιστον υποστήριζαν οι αριστεροί σύντροφοί του. Οι αριστεροί

σύντροφοί του που δεν γνώριζαν τίποτα για το παρελθόν του, δεν γνώριζαν

που έμενε, δεν γνώριζαν ότι ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης εξήντα

ποντοπόρων πλοίων. Δεν γνώριζαν ότι είχε τελειώσει το Κολλέγιο Ψυχικού,

δεν γνώριζαν ότι είχε μεγαλώσει με δύο οικιακές βοηθούς, ιδιαίτερα

μαθήματα αγγλικών, γαλλικών και γερμανικών. Δεν γνώριζαν ότι ο πατέρας

του είχε «λαδώσει» τον υπάλληλο κρατικής τράπεζας για να λάβει το πρώτο

ναυτιλιακό δάνειο, αυτό που του επέτρεψε να αγοράσει το πρώτο πλοίο. Δεν

Μαύρο Κόκκινο 17

γνώριζαν ότι είχε «ρίξει» το πρώτο του πλοίο στις ακτές της Αφρικής

μεταφέροντας παράνομα πετρέλαιο και όπλα. Όχι δεν τα γνώριζαν όλα αυτά

και δεν υπήρχε κανένας λόγος να τα μάθουν. Ο ίδιος τα είχε μάθει όλα από τη

μητέρα του. Την μητέρα του που είχε εγκαταλείψει με την ενηλικίωσή του

την οικογενειακή εστία. Γιατί με τον καιρό, και όσο ο πατέρας του συσσώρευσε

πλούτο, γεμίζοντας τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία, τόσο χανόταν η

έννοια της οικογένειας. Δεν είχε αντέξει όλο αυτό το φανταχτερό περιτύλιγμα

με τα χρήματα, τα επαγγελματικά δείπνα, τα ακριβά αυτοκίνητα, την άνετη

ζωή. Στο κουτί που έπρεπε να φυλάσσεται η αγάπη τους δεν υπήρχε τίποτα

πλέον πέρα από μια μαύρη πέτρα. Την μέρα που άνοιξε το κουτί και

ανακάλυψε ότι είχε μέσα του μόνο αυτήν την πέτρα είπε στον εαυτό της πως

θα περίμενε να μεγαλώσει ο γιός της και να τους εγκαταλείψει. Και έτσι έγινε.

Την επομένη της ενηλικίωσης του Νεόφυτου, μάζεψε τα απαραίτητα σε μία

βαλίτσα και τους εγκατέλειψε. Στην ουσία τον άντρα της εγκατέλειψε. Τον

άντρα της και τη ψεύτικη ζωή της. Από εκείνη την μέρα συναντούσε δύο

φορές τον μήνα τον γιό της. Η ψεύτικη ζωή και η απομάκρυνσή της από το

σύζυγο δεν είχαν καταφέρει, όπως ήταν λογικό και επόμενο να διαλύσουν τη

μητρική αγάπη.

Κοίταξε για λίγο τον ουρανό. Του άρεσε να παρακολουθεί το

ξημέρωμα. Του άρεσε ακόμη περισσότερο που δεν ήταν υποχρεωμένος να

σηκώνεται αυτήν ώρα για να πάει για δουλειά στο εργοστάσιο. Και ας έλεγαν

οι σύντροφοι το αντίθετο. Ας έλεγαν ότι η εργατική τάξη ήταν αυτή που θα

οδηγούσε όλο το λαό σε επανάσταση, σε μια νέα Οκτωβριανή επανάσταση. Δεν

μπορούσε να καταλάβει πως μετά από οκτώ ώρες σκληρής εργασίας θα

μπορούσαν να κρατήσουν το λάβαρο της επαναστάσεως στα κουρασμένα

χέρια τους και θα το έμπηγαν στην καρδιά του καπιταλιστικού κτήνους,

σκοτώνοντάς το.

18 Άγγελος Χαριάτης

3. 3. 3. 3. Η επόμενη μέρα βρήκε τον Μιχάλη στα γραφεία του κόμματος. Στα

γραφεία του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου. Ο Αρχηγός τον υποδέχθηκε.

Αυτόν μαζί με άλλα είκοσι άτομα που είχαν καταφέρει να ολοκληρώσουν με

επιτυχία την πρώτη τους αποστολή-δοκιμασία- ένταξη. Στη μικρή και σεμνή

τελετή μοιράστηκαν αντίγραφα κότινων φτιαγμένα από μπρούντζο.

Η αλήθεια ήταν ότι το κόμμα είχε λάβει μισό τοις εκατό στις

προηγούμενες βουλευτικές εκλογές. Η αλήθεια ήταν ότι στις δημοτικές είχε

ανεβάσει τα ποσοστά του κατά τρεις μονάδες. Στροφή των νεοελλήνων στην

προγονολατρεία ή καθαρά ψήφος διαμαρτυρίας των ψηφοφόρων προς τα

παραδοσιακά κόμματα; Αυτό ήταν το ερώτημα που καλούνταν να απαντήσουν

οι πολιτικοί αναλυτές. Οι γνώμες και οι απόψεις μοιρασμένες. Οι επερχόμενες

βουλευτικές εκλογές θα έδιναν μία σαφέστερη απάντηση. Ένας μήνας, δεν

ήταν πολύς καιρός.

Ο αρχηγός που ήθελε ή καλύτερα απαιτούσε από τα μέλη του κόμματος

να τον αποκαλούν «γιό του Δία» σηκώθηκε από τη θέση του. Τη θέση του, που

ήταν πιστό αντίγραφο του θρόνου του βασιλιά Μίνωα, έτσι όπως είχε

ανακαλυφθεί στις ανασκαφές της Κνωσού.

«Αγαπημένοι απόγονοι των δοξασμένων αρχαίων Ελλήνων» είπε ο

αρχηγός και όλα τα μέλη τέντωσαν τα αυτιά τους. Και τα μάτια τους προς το

σημείο που βρισκόταν ο αρχηγός. Όταν μίλαγε ο «γιος του Δία» όλοι έπρεπε

να σωπαίνουν. Ήταν, το λιγότερο, ασέβεια προς τον πατέρα των Θεών.

«Σήμερα ονομαδοτώ τα νέα μας μέλη» συνέχισε ο αρχηγός.

Υπήρχε σαφής αναφορά στο καταστατικό του κόμματος να

«βαφτίζονται» με αρχαιοελληνικά ονόματα τα νέα μέλη. Κάθε νέο μέλος είχε

την επιλογή να διαλέξει το δικό του. Ο «γιός του Δία» ήταν εκείνος που έδινε

την τελική έγκριση. Αν το όνομα ήταν δοσμένο σε άλλο μέλος ή αν το νέο

όνομα αμφισβητούσε έμμεσα ή άμεσα τον ηγετικό του ρόλο τότε όχι μόνο δεν

το ενέκρινε μα και ζητούσε από το συμβούλιο ευθέως και επιτόπου την

οριστική διαγραφή του μέλους. Το συμβούλιο των τριών ατόμων, με το «γιο

του Δία» να έχει δικαίωμα τεσσάρων ψήφων. Που φυσικά κατακύρωνε με

απλή πλειοψηφία. Αν διάλεγες Κρόνος ή Δίας ή Άρης ή Ποσειδώνας τότε η

διαγραφή σου ήταν δεδομένη σαν την αρχή του Πυθαγόρειου θεωρήματος.

Επίσης αν διάλεγες όνομα φιλόσοφου τότε έμπαινες στη μαύρη λίστα του

Μαύρο Κόκκινο 19

Αρχηγού. Ίσως ήσουν ένας εν δυνάμει αμφισβητίας της παντοδυναμίας του

«γιου του Δία». Και οι αμφισβητήσεις δεν ανήκαν σ’ αυτό το κόμμα, γιατί ο

μόνος που μπορούσε να αμφισβητήσει τον «γιο του Δία» ήταν μόνο ο ίδιος του

ο πατέρας. Αυτός και κανείς άλλος. Άλλωστε ποιος άλλος είχε τη θεϊκή

προέλευση πέρα από τον αρχηγό; Ουδείς.

Σε διάστημα λίγων λεπτών παρέλασαν όλοι οι ήρωες του τρωικού

πολέμου. Ο Μιχάλης δεν είχε στο μυαλό του κάποιο όνομα. Δεν ήθελε να έχει

στο μυαλό του κάποιο όνομα. Έτσι επέλεξε να αφήσει τον «γιο του Δία» να

διαλέξει για λογαριασμό του. Μια σοφή επιλογή.

«Σε ονοματίζω “Πάτροκλο”» είπε ο «γιος του Δία» και φυσικά κανένας

δεν είχε αντίρρηση, κανένας δεν είπε το παραμικρό.

Ο Μιχάλης στα χρόνια του γυμνασίου είχε βαθμό κάτω από τη βάση στο

μάθημα της ιστορίας και των αρχαίων ελληνικών. Αλλά θυμόταν το όνομα

«Πάτροκλος». Το θυμόταν γιατί γνώριζε από τους τότε συμμαθητές του ότι ο

«Πάτροκλος» ήταν ο γκόμενος του Αχιλλέα. Αυτό ήταν όλο και όλο που του

είχε μείνει έπειτα από έξι χρόνια φιλολογικών μαθημάτων στο γυμνάσιο και

το λύκειο. Ο «Πάτροκλος» που ήταν «αδελφή». Αλλά για ακόμη μια φορά δεν

μίλησε. Αφού ο «γιος του Δία» είχε αποφασίσει… Άλλωστε όποιος έχει το

όνομα «Πάτροκλος» δεν κατατάσσεται και αυτόματα στις «αδελφές». Είχε

προλάβει να μάθει από τον αρχηγό της ομάδας ότι το κόμμα τασσόταν ανοιχτά

κατά της ομοφυλοφιλίας. Όλα αυτά που πιθανόν είχε ακούσει για το πάθος

της ομοφυλοφιλίας των αρχαίων Ελλήνων δεν ήταν τίποτα παραπάνω από

ένα οργανωμένο σχέδιο του διεθνούς σιωνισμού. Ένα ήταν το δεδομένο. Η

ομοφυλοφιλία ήταν αδυναμία και οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν αδύναμοι,

όπως αδύναμοι δεν ήταν και οι απόγονοί τους, και δη τα μέλη του Εθνικού

Πατριωτικού Μετώπου.

«Ας εορτάσουμε» είπε ο Αρχηγός χαϊδεύοντας με το δεξί του χέρι το

πηγούνι του. Για την ακρίβεια τη γενειάδα που κάλυπτε το πηγούνι του όπως

και σχεδόν όλο του το πρόσωπο. Μια γενειάδα που κατέληγε λίγο κάτω από

το λαιμό στην αρχή του στήθους του.

Δύο παλαιά μέλη του κόμματος έφεραν στα χέρια τους δύο βαρέλια με

κρασί. Ο Αίαντας και ο Άτλας. Δεν πρέπει να ήταν καθόλου δύσκολη η έγκριση

των ονομάτων από το «γιο του Δία». Γιατί οι δύο νεαροί έμοιαζαν πραγματικά

με τον Άτλαντα και τον Αίαντα. Ψηλοί, κοντά στα δύο μέτρα. Με χέρια που

θύμιζαν κουπιά. Με πόδια σαν κορμούς δέντρων. Με στήθη από σίδερο και

ατσάλι. Με σκληρά χαρακτηριστικά προσώπου. Ένας εικονογράφος βιβλίων

μυθολογίας θα μεγαλουργούσε αν τους είχε σαν μοντέλα την ώρα της

20 Άγγελος Χαριάτης

σχεδίασης των σελίδων του βιβλίου. Ο Αίαντας και ο Άτλας που όσο μπόι και

δύναμη είχαν, τόσο τους έλειπε σε εξυπνάδα και καπατσοσύνη. Αλλά ήταν οι

κατάλληλοι άνθρωποι στη κατάλληλη θέση για τον «γιο του Δία».

«Γεμίστε τα κύπελλα» είπε πάλι ο «γιος του Δία» και δύο άλλοι νεαροί

εμφανίστηκαν στην αίθουσα. Δύο θηλυπρεπείς νεαροί, μα κανένας δεν

σχολίασε το οτιδήποτε. Ο ένας ήταν ο γιός του «γιου του Δία». Ο άλλος ο

επιστήθιος φίλος του από τα πρώτα χρόνια του σχολείου. Κάστορας και

Πολυδεύκης, είχαν «βαπτιστεί» από τον Αρχηγό.

Ο Κάστορας, ο «εγγονός του Δία», γέμισε το χάλκινο κύπελλο του

««Πάτροκλου». Του έδωσε το κύπελλο και του χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο

γεμάτο υποσχέσεις. «Στην υγειά σου» του είπε ο Κάστορας και του χάιδεψε

τον καρπό. Άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα ερωτικό άγγιγμα.

Αλλά ο «Πάτροκλος» δεν έδωσε σημασία. Ήταν τυχαίο, σκέφτηκε και ήπιε μια

γουλιά από το κύπελλο. «Προσοχή, μόνο με νερό το πίνουμε» του είπε ο

Κάστορας και με ανάλαφρα βήματα έτρεξε να του φέρει την καράφα με το

νερό. Ο ««Πάτροκλος» ένιωσε το βλέμμα του Πολυδεύκη πάνω του. Γύρισε

ενστικτωδώς προς την πλευρά του. Μπορούσε καλά να διακρίνει ένα

αδιάφορο βλέμμα από ένα βλέμμα γεμάτο μίσος. Στην περίπτωση του

Πολυδεύκη ήταν ένα βλέμμα γεμάτο μίσος. Αλλά και πάλι δεν έδωσε σημασία.

Δεν έδωσε σημασία γιατί πολύ απλά δεν τον ένοιαζε. Του ήταν αδιάφορο αν ο

Κάστορας έδειχνε να κλείνει περισσότερο προς τη γυναικεία πλευρά του

χαρακτήρα του. Του ήταν αδιάφορο αν ήταν ζευγάρι με τον Πολυδεύκη. Αυτό

που τον ενδιέφερε ήταν να ενταχθεί οριστικά και αμετάκλητα στο κόμμα. Να

ανήκει στην ομάδα. Να είναι μέλος της αγέλης. Αυτό ήταν το μόνο ζητούμενο.

«Τα κατάφερες αρκετά καλά» είπε ο «γιος του Δία» απευθυνόμενος στο

«νεοφώτιστο».

Εκείνος δεν μίλησε. Όχι από σεμνότητα. Όχι. Απλά δεν είχε τίποτα να

πει και γνώριζε από τις γειτονιές που είχε μεγαλώσει ότι όταν δεν είχες

τίποτα σημαντικό να πεις ήταν σοφό και συνετό να σιωπάς.

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής. Όταν ο αρχηγός δεν

μίλαγε, δεν μίλαγε κανείς. Μόνο αν εκείνος έκανε νόημα ότι μπορούσαν

ελεύθερα να συζητήσουν, μόνο τότε ακούγονταν οι φωνές των μελών.

«Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν» είπε τελικά ο αρχηγός και

χαμογέλασε. Ο «Πάτροκλος» έγειρε ελαφρά το κεφάλι του προς τα κάτω,

σημάδι ότι συμφωνούσε. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε ιδέα τι σήμαινε η φράση

του Αρχηγού, αλλά είχε καταλάβει ότι έπρεπε να συμφωνεί με την κάθε του

λέξη.

Μαύρο Κόκκινο 21

«Θα τα πάμε πολύ καλά οι δυο μας» συνέχισε ο «γιος του Δία» που το

χριστιανικό του όνομα ήταν Λάζαρος. Με το «Λάζαρος» δεν είχε καμία τύχη

να ηγείται του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου. Το αντίπαλο θρήσκευμα που

είχε το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης της καταστροφής του αρχαίου

ελληνικού πολιτισμού. Πως θα μπορούσε να προχωρήσει με ένα όνομα που

συμβόλιζε τη δύναμη του χριστιανισμού; Πολύ απλά δεν θα μπορούσε.

«Μάλιστα» αρκέστηκε να πει ο «Πάτροκλος».

«Στη σπονδή οι θεοί μού αποκαλύφθηκαν» είπε ο «γιος του Δία» και

πήρε το μάτι του να γυαλίζει.

Κάτι δεν πάει καλά με τον Αρχηγό, σκέφτηκε ο Μιχάλης μα για ακόμη μία

φορά δεν βγήκε λέξη από το στόμα του. Αρκέστηκε να συμφωνήσει, για άλλη

μία φορά, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του, για άλλη μία φορά.

22 Άγγελος Χαριάτης

4.4.4.4. Στα γραφεία του κόμματος του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος ο

γενικός γραμματέας καλωσόριζε τα νέα μέλη. Καμιά εικοσιπενταριά ήταν όλοι

και όλοι οι νεοφερμένοι. Όλοι τους είχαν περάσει με επιτυχία τη δοκιμασία

της αφισοκόλλησης.

Ο Νεόφυτος κάθισε στην πρώτη σειρά με τα πλαστικά καθίσματα. Δίπλα

του ο ομαδάρχης, ο υπεύθυνος του τομέα των βορείων προαστίων. Μες στο

χαμόγελο. Η ομάδα του τα είχε πάει μια χαρά. Δεν είχε αφήσει τοίχο για τοίχο

δημόσιου κτιρίου, κολώνα για κολώνα της ΔΕΗ που να μην την κάλυψε με τις

αφίσες του κόμματος. Τα ιδιωτικά κτίρια την είχαν βγάλει «καθαρή». Οι

νεόπλουτοι των βορείων προαστίων δεν είχαν αποκτήσει ακόμη την

απαραίτητη κοινωνική συνείδηση, ώστε να επικροτήσουν τις κινήσεις του

κόμματος για την αφύπνιση της μάζας ενάντια στην πλουτοκρατία. Οι

μηνύσεις των «ευτυχισμένων» αστών δεν θα ήταν ότι καλύτερο για την

εξωτερική εικόνα του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος. Ο γενικός

γραμματέας θεωρούσε ότι το κάστρο της πλουτοκρατίας θα ήταν δυνατόν να

αλωθεί μόνο όταν η εργατική και μεσοαστική τάξη έσφιγγε την σοσιαλιστική

θηλιά γύρω από τον χοντρό λαιμό της. Γι’ αυτό σε καμία ομιλία του δεν είχε

κάνει λόγο για τους πλουτοκράτες. Μέχρι τουλάχιστον να ανεβάσει τα

ποσοστά του κινήματος. Μέχρι να πείσει τους πλουτοκράτες. Αν ποτέ

μπορούσαν να πεισθούν.

Ο Νεόφυτος που είχε αποφασίσει να τον φωνάζουν «Βλαδίμηρο»

σταύρωσε τα πόδια του. Ο ομαδάρχης συνέχιζε να του χαμογελάει. Είχε

εντυπωσιαστεί μαζί του. Είχε κολλήσει τις περισσότερες αφίσες, στα καλύτερα

σημεία, με τον καλύτερο τρόπο. Σαν πίνακες ζωγραφικής σε μουσείο. «Νομίζω

ότι έχει λαμπρό μέλλον αυτό το παιδί» είχε πει λίγο πριν τη σημερινή

συνάντηση της βάσης στο γενικό γραμματέα. «Και μόνο το γεγονός ότι θέλει

να τον φωνάζουμε “Βλαδίμηρο” φανερώνει πολλά» είχε συνεχίσει. «Να τον

προσέξουμε το σύντροφο» είπε ο γενικός γραμματέας εντυπωσιασμένος. Με

τέτοια νέα στελέχη δεν θα αργήσει να φανεί ο κόκκινος ήλιος, είχε σκεφτεί.

«Νέοι σύντροφοι σας καλωσορίζω και επίσημα στο Αριστερό

Ριζοσπαστικό Κίνημα» αρχίζοντας την ομιλία του ο γενικός γραμματέας.

Τα μέλη της βάσης χειροκρότησαν με όλη τους τη δύναμη. Ήταν

περήφανοι που ανήκαν στο Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα. Ένοιωθαν ότι

Μαύρο Κόκκινο 23

ανήκαν στην καλύτερη ομάδα. Στην ομάδα που είχε τα κατάλληλα εφόδια και

όπλα ώστε να αλλάξει τον κόσμο. Στην ομάδα με τα πιο ανοιχτά μυαλά. Στην

ομάδα με τις σωστότερες απόψεις. Στην ομάδα που είχε τη παιδεία και τη

γνώση. Ναι, ένοιωθαν ότι ήταν οι καλύτεροι, ένιωθαν ότι είναι κατάλληλοι,

οι καταλληλότεροι για τη δύσκολη δουλειά. Τη δύσκολη δουλειά να αλλάξεις

τον κόσμο.

«Είναι καιροί πονηροί. Μα επίσης είναι και καιροί προκλήσεων και

προσκλήσεων. Είναι πρόκληση να υπάρχουν κόμματα σαν το Εθνικό

Πατριωτικό Μέτωπο. Είναι πρόσκληση να αναλάβουμε την τύχη αυτού του

τόπου. Στην πρόκληση θα απαντήσουμε με τα ίδια μέσα των εχθρών. Την

πρόσκληση θα την λάβουμε με τρεμάμενα από τη συγκίνηση χέρια, θα τη

διαβάσουμε με δάκρυα χαράς στα μάτια και μαζί θα βγάλουμε τον τόπο μας

από την τελματώδη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει» είπε ο γενικός

γραμματέας τονίζοντας τις τελευταίες του φράσεις. Τα μέλη χειροκρότησαν

για άλλη μια φορά. Πιο δυνατά. Μέσα σε ντελίριο ενθουσιασμού.

Ο Νεόφυτος αισθάνθηκε ότι είχε βρεθεί σε έναν χώρο μαγικό. Ένιωθε

και ο ίδιος ότι ήταν μαγικός. Αν όχι μαγικός τουλάχιστον μαγεμένος.

Μαγεμένος από την αριστερή φιλοσοφία. Πόσο απλά θα μπορούσαν να ήταν

όλα. Να μην υπήρχαν διαφορές μέσα στην κοινωνία. Να μην υπήρχαν ούτε

πλούσιοι, ούτε φτωχοί. Να υπήρχε δικαιοσύνη για όλους. Ισότητα. Να μην

υπήρχε ρατσισμός. Κάθε είδους. Ούτε φασισμός. Ούτε όλες αυτές οι αρνητικές

έννοιες που είχαν κατάληξη σε –ισμός . Όλα θα ήταν καλύτερα. Όλα θα ήταν

απλούστερα. Δεν θα χρειαζόταν να μπερδεύεται ο ανθρώπινος νους με λέξεις

όπως «ιδιοτέλεια», «συμφέρον», «χρήματα», «εγωισμός». Ο άνθρωπος θα

ήταν απασχολημένος με ένα και μόνο πράγμα. Πώς να γίνει καλύτερος, πώς

να φτάσει στο απώτερο σημείο τελειότητας. Για να μάθει να ζει πραγματικά.

Ναι. Όλα θα ήταν καλύτερα. Αν πίστευε εκείνος τις ιδέες της αριστεράς, ένα

παιδί των βορείων προαστίων που μεγάλωσε χωρίς να του λείπει κανένα

υλικό αγαθό, τότε υπήρχε ελπίδα. Δεν είχε βρεθεί ποτέ στη θέση του φτωχού,

του ταπεινού, του καταφρονημένου, του αλήτη των δρόμων. Δεν μπορούσε να

καταλάβει πως ένιωθαν όλοι αυτοί, όταν το καθημερινό γεμάτο πιάτο στο

τραπέζι τους ήταν ένας ολοήμερος μαραθώνιος βιοπάλης. Ναι σίγουρα δεν

μπορούσε να καταλάβει. Αλλά είχε μελετήσει στο παρελθόν το θεωρητικό

κομμάτι, την άλλη πλευρά του δρόμου, τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης και

ήξερε ότι δεν του άρεσε. Δεν του κατέβαινε εύκολα το φαΐ στο στομάχι, όταν

γνώριζε πως ο πατέρας του θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει κάθε θεμιτό

και αθέμιτο μέσο για να τα καταφέρει. Πως θα μπορούσε να πατήσει στο λαιμό

24 Άγγελος Χαριάτης

τον οποιοδήποτε που θα στεκόταν εμπόδιο στα κέρδη του. Είχε δει το πρόσωπο

του στυγνού καπιταλισμού στο πρόσωπο του πατέρα του και δεν του άρεσε.

Ίσως δεν του άρεσε γιατί δεν του άρεσε και ο πατέρας του. Γιατί κατά βάθος

μισούσε τον πατέρα του. Τον μισούσε που δεν ήταν δίπλα του σε όλες του τις

μικροχαρές και τις μικρολύπες, παρά νόμιζε ότι μπορούσε όλα να τα

διευθετήσει με τα χρήματα. Όχι δεν μπορούσαν όλα να διευθετηθούν μόνο με

τα χρήματα.

«Τα νέα μας μέλη μάς έκαναν περήφανους. Όπως συμβαίνει κάθε φορά

με τα νέα μέλη» είπε ο γενικός γραμματέας και σκούπισε τα δάκρυα που

έτρεξαν από τα μάτια του. Φαινόταν ότι το ζούσε όλο αυτό. Φαινόταν ότι ήταν

πλασμένος για όλο αυτό. Ένας ονειροπαρμένος, θα έλεγαν οι αντίθετοι. Ένας

οραματιστής θα έλεγαν τα μέλη και οι ψηφοφόροι του κόμματος. Ένας

ονειροπόλος θα έλεγαν κάποιοι άλλοι. Η αλήθεια ήταν πως ο γενικός

γραμματέας είχε όνειρο, όραμα και πίστη. Μα και μια αδυναμία. Ήταν

απόλυτα εξαρτώμενος από τον έρωτα. Από τον έρωτα που είχε στη γυναίκα

του. Τη γυναίκα του που την γνώρισε στα αμφιθέατρα του πολιτικού

τμήματος της Νομικής σχολής και δεν την άφησε ποτέ να φύγει από κοντά

του. Δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να ειπωθεί πως πίσω από κάθε του

μεγάλη πολιτική απόφαση του κρυβόταν αυτή η γυναίκα. Μόνο η «φουρνιά»

του το γνώριζε αυτό. Μα το φύλαγαν σαν επτασφράγιστο μυστικό. Πως θα

μπορούσε κάποιος να κυβερνήσει τον τόπο δεχόμενος οδηγίες ή καλύτερα

εντολές από την ίδια του τη γυναίκα; Ένας αριστερός ηγέτης καθοδηγούμενος

όχι από τη μαμά-πατρίδα του κομμουνιστικού κόμματος αλλά από την συμβία

του. Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό.

Νέα χειροκροτήματα. Ο γενικός γραμματέας συνέχισε το λόγο του.

Όλοι τον άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια. Όλοι εκτός από τον Νεόφυτο. Το

μυαλό του Νεόφυτου ταξίδευε. Είχε πιάσει άλλες πολιτείες, ονειρικές,

ουτοπικές. Φανταζόταν τον εαυτό του να περπατάει σε καταπράσινα λιβάδια.

Δεξιά και αριστερά του δρόμοι, φτιαγμένοι τέλεια, με καινούρια άσφαλτο,

χωρίς την παραμικρή λακκούβα, ούτε καν υποψία. Παρτέρια με μενεξέδες και

καμπανούλες, σκυλιά να γλύφουν με ηρεμία τα κόκκαλα τους, χαμογελαστοί

άντρες να χαιρετάνε τα παιδιά τους, την ώρα που φεύγουν για τη δουλειά,

γυναίκες να ετοιμάζονται για τη δουλειά, δημόσια λεωφορεία γεμάτα

εργαζόμενους, δημόσια σχολικά λεωφορεία να παραλαμβάνουν τους μαθητές.

Για όλα είχε φροντίσει το κόμμα. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν για άλλη μια

φορά εδώ. Χωρίς τις ατέλειες και τα λάθη του παρελθόντος. Και ο Νεόφυτος

μέλος του συμβουλίου του κόμματος. Στο συμβούλιο που ο καθένας θα

Μαύρο Κόκκινο 25

μπορούσε να γίνει μέλος του αρκεί να το ζητούσε. Το συμβούλιο που άλλαζε

υποχρεωτικά σύνθεση κάθε δύο χρόνια. Όπως και ο πρόεδρος του

συμβουλίου. Για να μην δημιουργείται κατεστημένο. Με μισθούς που δεν

είχαν ιλιγγιώδεις αποστάσεις. Ο εργάτης της καθαριότητας να αμείβεται λίγο

λιγότερο από τον γιατρό. Γιατί δεν υπήρχαν κοινωνικές και οικονομικές

τάξεις. Ήταν όλοι ίσοι. Αυτό ήταν που μετρούσε τελικά.

«Καλωσορίζω τον ‘‘Βλαδίμηρο’’ είπε με δυνατή φωνή ο γενικός

γραμματέας. Ο «Βλαδίμηρος» δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Είχε χωθεί

βαθιά μέσα στην άνετη θέση της κάψουλας του χωροχρόνου.

«Καλωσορίζω τον “Βλαδίμηρο”» είπε με πιο δυνατή φωνή ο γενικός

γραμματέας.

Ο διπλανός του τον σκούντηξε με τρόπο. Είχε καταλάβει ότι μίλαγαν

για εκείνον μιας και όλο το προεδρείο κοίταζε με μια μικρή έκπληξη προς το

μέρος του. Ο «Βλαδίμηρος» βγήκε από το φανταστικό κουκούλι του.

«Καλώς σας βρήκα σύντροφοι» είπε ο Νεόφυτος με δυνατή φωνή. Σαν

να έβγαινε στην πρωινή αναφορά του τάγματος.

«Είμαστε περήφανοι για σένα» είπε ο γενικός γραμματέας.

«Εγώ είμαι περήφανος που ανήκω στις τάξεις του Αριστερού

Ριζοσπαστικού Κινήματος» είπε κάπως μουδιασμένα ο Νεόφυτος και

ανακάθισε ελαφρά στη θέση του, νομίζοντας ότι το μούδιασμα ήταν καθαρά

σωματικό. Έκανε λάθος. Ένιωθε, παράξενο γιατί, σαν να είχε γλυτώσει

«καμπάνα» είκοσι ημερών φυλάκισης. Κανονικά δεν θα έπρεπε να νιώθει έτσι.

Αφού είχε καταφέρει να γίνει μέλος του κινήματος. Αυτός ήταν ο σκοπός του.

Δεν του άρεσε όλο αυτό το «πανηγύρι». Ήθελε κάτι πιο απλό. Χωρίς

καλωσορίσματα και λόγια που ανήκαν σε μια άλλη εποχή. Μια εποχή που οι

μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να γράφουν με το δεξί, μια εποχή που το

πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ήταν πολυτιμότερο του πτυχίου

ιατρικής, μια εποχή όπου στο άκουσμα της λέξης «δεξιά» από όποια χείλη και

αν ακουγόταν αυτόματα οι αριστερών πεποιθήσεων γύρναγαν το κεφάλι τους

από την άλλη πλευρά. Ίσως πάλι όλα αυτά να ήταν ιδέα του. Ίσως

επηρεασμένος από το ταξίδι του μυαλού του να νόμιζε ότι μεταφέρθηκε βίαια

σε μια άλλη εποχή.

«Μπράβο σύντροφε “Βλαδίμηρε”» του είπε ο γενικός γραμματέας και

χαμογέλασε.

Ο Νεόφυτος δεν είπε κουβέντα. Ο γενικός γραμματέας είχε μάθει την

επιθυμία του να τον φωνάζουν «Βλαδίμηρο». Και αυτό ήταν αρκετό για να

τον κάνει πραγματικά περήφανο. Σήμαινε πως ο γενικός γραμματέας τον

26 Άγγελος Χαριάτης

υπολόγιζε για να ενδιαφερθεί τόσο πολύ. Κούνησε το αριστερό του χέρι

μπροστά από το πρόσωπό του. Σαν να ήθελε να διώξει την ομίχλη από το

όνειρό του. Ίσως τελικά να ήταν απλώς υπερβολικός. Ίσως ήταν άμαθος στις

διαδικασίες του κόμματος.

Ο γενικός γραμματέας κατέβηκε από το βήμα. Η ομιλία του είχε

τελειώσει. Σειρά είχε τώρα η γιορτή. Μπουκάλια βότκα φερμένα

αφορολόγητα από τη Ρωσία· και ας ήταν βασική αρχή του κόμματος η

ενίσχυση του κράτους μέσα από τη φορολόγηση. Κυρίως των πλουσίων και

των ειδών πολυτελείας. Γιατί και εκείνη η βότκα είδος πολυτελείας ήταν. Ο

«Βλαδίμηρος» είχε δει το πορτοκαλί ταμπελάκι στο γυάλινο μπαρ του

γραφείου του πατέρα του. Ήξερε πως κάθε μπουκάλι που διέθετε η συλλογή

του είχε πενταπλάσια, πολλές φορές δεκαπλάσια, τιμή από αυτή που οριζόταν

ως συνηθισμένη στο λιανικό εμπόριο.

Στο μικρό μπουφέ που είχε στηθεί για την περίσταση υπήρχαν, εκτός

από τη βότκα και το χυμό λεμόνι, πιατέλες ασημένιες γεμισμένες με μαύρο

χαβιάρι και καπνιστό σολομό.

Πλησίασε διστακτικά. Την πολυτέλεια την είχε δει πάμπολλες φορές

στα πάρτι που διοργάνωνε από καιρό σε καιρό ο πατέρας του, για την τόνωση

των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων και του εγωισμού του. Μόνο που

τη θέση της γραβάτας είχε πάρει η παλαιστινιακή μαντίλα, τη θέση του

κοστουμιού το αμερικανικό στρατιωτικό χακί τζάκετ, τη θέση του Rolex τα

πλεκτά βραχιολάκια καρπού, τη θέση των Armani υποδημάτων, τα άρβυλα

και τα ξεφτισμένα αθλητικά παπούτσια.

«Έλα κοντά μας σύντροφε» του είπε ο γενικός γραμματέας. Ο

Νεόφυτος πλησίασε. Πήρε το ποτό που του πρόσφερε ο γενικός γραμματέας.

Δίπλα στο γενικός γραμματέα ο υπεύθυνος των βορείων προαστίων.

«Έκανε πολύ καλή δουλειά ο σύντροφος» είπε ο ομαδάρχης.

«Είμαι βέβαιος ότι κατάφερε να ξυπνήσει πολλές κοινωνικές

συνειδήσεις» είπε ο γενικός γραμματέας και έφερε το ποτήρι στα χείλη του.

Στο άλλο του χέρι κρατούσε ένα χοντρό πούρο Αβάνας.

«Είναι τα αγαπημένα μου» συνέχισε ο γενικός γραμματέας που είχε

«κόλλημα» με τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Όπως οι περισσότεροι που

ασπάζονταν την αριστερή ιδεολογία.

«Σαν τον Τσε» έκανε ο «Βλαδίμηρος». Ο «Βλαδίμηρος» που είχε

ξεκοκκαλίσει όλη τη θεωρία, πριν περάσει στην πράξη. Είχε στη κρυφή

βιβλιοθήκη του, στον αποθηκευτικό χώρο κάτω από το κρεβάτι του, τα βιβλία

του Μαρξ και του Ένγκελς και του Μπακούνιν, και του Λένιν και του Τρότσκυ

Μαύρο Κόκκινο 27

και την ιστορία του εμφυλίου πολέμου και την επανάσταση της Κούβας. Ναι

είχε μελετήσει ο Νεόφυτος. Γιατί ήξερε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει

σοσιαλιστής της προκοπής μην έχοντας αποκτήσει το θεωρητικό υπόβαθρο.

«Ναι ακριβώς σαν τον Τσε» είπε ο γραμματέας και τράβηξε μια

ρουφηξιά από το πούρο του. Η χαρακτηριστική μυρωδιά του πούρου μπήκε

μέσα στα ρουθούνια του Νεόφυτου. Δεν κάπνιζε πούρο και του φάνηκε

ιδιαίτερα ενοχλητική. Αλλά δεν είπε τίποτα.

«Είναι έτοιμος να περάσει στη δεύτερη φάση» είπε ο ομαδάρχης και

χαμογέλασε στον «Βλαδίμηρο». Ο «Βλαδίμηρος» τον κοίταξε με απορία.

Δεύτερη φάση, αναρωτήθηκε. Σαν να βρίσκομαι σε πείραμα, σαν να είμαι μέρος

του πειράματος, συνεχίζοντας τη σκέψη του. Αλλά πάλι δεν μίλησε. Περίμενε

σαν καλός στρατιώτης την συνέχιση της κουβέντας των ανωτέρων του.

«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ο γενικός γραμματέας. Σαν να μιλούσε χωρίς

να είναι παρόντας ο «Βλαδίμηρος».

«Ναι είμαι σίγουρος» απάντησε ο ομαδάρχης κουνώντας καταφατικά

το κεφάλι του.

«Πάντα λαμβάνω σοβαρά την άποψή σου» είπε ο γενικός γραμματέας.

«Ευχαριστώ σύντροφε» έκανε κολακευμένος ο ομαδάρχης.

«Λοιπόν σύντροφε “Βλαδίμηρε”» στη δεύτερη φάση αυτό που

χρειάζεται να κάνεις είναι…» έκανε ο γενικός γραμματέας. Παύση μερικών

δευτερολέπτων. Ο «Βλαδίμηρος» περίμενε. Με μια μικρή δόση αγωνίας. Αλλά

κάπως έτσι «έστηναν» το παιχνίδι κάθε φορά ο εκάστοτε ομαδάρχης με το

γενικό γραμματέα. Ήθελαν να κορυφώσουν την αγωνία. Για να μετρήσουν

την αγωνιστικότητα του νέου μέλους. Ο «Βλαδίμηρος» είχε γουρλώσει τα

μάτια. Είχε πέσει, όπως και κάθε νέο μέλος με προοπτικές εντός του κόμματος,

στην «παγίδα».

«Να συμμετάσχεις στην πορεία κατά του μνημονίου» είπε τελικά ο

ομαδάρχης.

«Μα δεν είναι κάτι δύσκολο» είπε ο Νεόφυτος.

«Όλοι έτσι λένε. Στην αρχή. Η πράξη από τη θεωρία απέχει έτη φωτός»

είπε ο γενικός γραμματέας και χαμογέλασε κοιτάζοντας στο πουθενά. Ο

γενικός γραμματέας γνώριζε. Ο ομαδάρχης επίσης γνώριζε. Ο «Βλαδίμηρος»

δεν γνώριζε. Έμενε να μάθει την απάντηση στην αυριανή πορεία.

28 Άγγελος Χαριάτης

5.5.5.5. Η χώρα είχε βυθιστεί μέσα στη δίνη της κρίσης. Η ανεργία «κάλπαζε»

στο τριάντα πέντε τοις εκατό. Η οικονομία παρουσίαζε για έκτη συνεχόμενη

χρονιά ύφεση. Πουθενά στον ορίζοντα δεν φαίνονταν σημάδια ανάκαμψης. Οι

μισθοί είχαν υποχωρήσει σε επίπεδα περασμένης εικοσαετίας. Οι συντάξεις

είχαν υποστεί μείωση τριάντα και σαράντα τοις εκατό. Η κατανάλωση έφθινε

με ραγδαίους ρυθμούς κάθε χρόνο. Οι δημόσιες δαπάνες το ίδιο. Η δημόσια

παιδεία έτεινε να εξαφανιστεί. Το ίδιο και η δωρεάν δημόσια υγεία. Ένα

ζοφερό παρόν και ένα ζοφερότερο μέλλον.

Ο Νεόφυτος τα γνώριζε όλα αυτά. Δεν ζούσε σε άλλο παράλληλο

σύμπαν. Μόνο που δεν τον άγγιζαν όλα αυτά. Μεγαλωμένος μέσα στην

«γυάλα» της Φιλοθέης, εκεί που όλα έδειχναν και συνέχιζαν στα προ κρίσης

επίπεδα. Ίσως επειδή επί της ουσίας η αριστερή του ιδεολογία ήταν η άρνησή

του, η άμυνα του, απέναντι στον πατέρα του και στον τρόπο ζωής του. Δεν του

άρεσε ο πατέρας του, δεν του άρεσε ο κοινωνικός τρόπος ζωής του, δεν του

άρεσε η επαγγελματική του συμπεριφορά, ούτε η πατρική συμπεριφορά

απέναντι του. Και τα θεωρητικά βιβλία της αριστεράς ήταν το απαραίτητο

φυτίλι, για να εκραγεί η βόμβα. Ήταν αν μη τι άλλο η αφορμή για να

εξωτερικέψει τα αρνητικά συναισθήματα που έτρεφε προς τον πατέρα του.

Στην άλλη πλευρά ο Μιχάλης που τον φώναζαν πλέον «Πάτροκλο»

περίμενε τηλεφώνημα από τον δικό του ομαδάρχη. Με την αγωνία άφθαρτη

στάμπα στο πρόσωπό του. Αλλά ήταν για άλλη μία φορά έτοιμος. Είχε φορέσει

την άσπρη μπλούζα του, που έμοιαζε με κοντό χιτώνα με μπλε μαιάνδρους

στο τελείωμα των μανικιών, το άσπρο παντελόνι του και κρατούσε σφιχτά

στα ιδρωμένα του χέρια το πτυσσόμενο μεταλλικό γκλοπ που του είχε δοθεί

μετά δόξας και τιμής από τον «γιο του Δία» την προηγούμενη ημέρα.

Σήμερα ήταν ακόμη μια δοκιμασία. Και ας είχε γίνει δεκτός την

προηγούμενη μέρα στο κόμμα. Η σημερινή μέρα θα έκρινε πολλά, αν όχι τα

πάντα. Σήμερα θα δοκίμαζε τις αντοχές του. Σήμερα θα χτυπούσαν τα

κομούνια. Ήταν όλα σχεδιασμένα μέρες πριν. Ο «γιος του Δία» είχε

καταστρώσει το σχέδιο. Δεν ήταν δα και κάνα πρωτότυπο σχέδιο. Το

συνηθισμένο. Θα λάμβαναν κανονικά μέρος στην πορεία, σε πλήρη

σχηματισμό, θα βάδιζαν σαν τους στρατιώτες πρόγονους, έτοιμοι για τη

μεγάλη μάχη. Σαν έτοιμοι από καιρό, όπως κάθε φορά. Λίγο πριν το τέλος θα

Μαύρο Κόκκινο 29

έφευγαν από το κυρίως σώμα και θα σχημάτιζαν ομάδες των δέκα. Θα ήταν

ανελέητοι. Όπως κάθε φορά. Θα χτύπαγαν όποιον φορούσε στο λαιμό

παλαιστινιακή μαντήλα, θα χτύπαγαν όποιον φόραγε κόκκινα ρούχα, θα

χτύπαγαν όποιον τους έμοιαζε για αριστερός. Οι αριστεροί, αυτά τα μιάσματα

του τόπου και της ιστορίας. Αυτά τα άγρια ζώα που ήθελαν να δημιουργήσουν

μια νέα κοινωνία, βασιζόμενη στην ισότητα. Μα όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν

ίδιοι. Υπήρχαν δύο μόνο κατηγορίες. Οι Έλληνες και οι βάρβαροι. Θα

εξαφάνιζαν τους βάρβαρους και τους μόνο κατ’ όνομα Έλληνες. Δεν είχε

ανάγκη ο ιερός τόπος από βαρβάρους. Η γη που πατούσαν τους άνηκε

δικαιωματικά.

Ο Μιχάλης κοίταξε τον απέναντι τοίχο. Μια παλιά οικογενειακή

φωτογραφία. Τότε που όλα έμοιαζαν εντάξει. Τότε που ήταν δέκα ετών και

ήταν ευτυχισμένος με ένα ξυλάκι παγωτό κακάο κάθε Κυριακή και ένα

ζευγάρι αθλητικά παπούτσια ποδοσφαίρου κάθε Πάσχα. Τότε που ήξερες ποιος

μένει που σε απόσταση δέκα οικοδομικών τετραγώνων. Τότε που η έννοια της

κατανάλωσης ήταν άγνωστη στη γειτονιά. Τότε που το δεύτερο ούζο στο

καφενείο ήταν μια μικρή πολυτέλεια. Τότε που υπήρχε μόνο ένας ξένος στη

γειτονιά. Ένας ξεχασμένος Αιγύπτιος που είχε φτάσει έφηβος ακόμη από την

Πόλη. Μαζί με τους Έλληνες στο διωγμό του ’55. Ένας Αιγύπτιος που είχε

αφομοιωθεί πλήρως από την τοπική κοινωνία. Ένα ίδιο τούβλο στον τοίχο

της καθημερινότητας.

Μεγαλώνοντας τα πράγματα κύλησαν διαφορετικά. Ο πατέρας τους

χάθηκε στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού, προσπαθώντας να βγάλει το

μεροκάματο του τρόμου σε ανασφάλιστο πλοίο. Τον έθαψαν στην Ανάσταση

μέσα σε άδειο φέρετρο. Και η μάνα του να μην έχει ξεπεράσει δεκαπέντε

χρόνια μετά την απώλεια του. Η μάνα του που αναγκάστηκε να πλένει ξένα

σώβρακα και φανέλες για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Αυτός και η αδελφή

του. Η αδελφή του που ήταν πάντα το καμάρι τους. Η αδελφή του που αν ήταν

στη θέση της, θα είχε φύγει από το σπίτι για να ζήσει μια πιο αξιοπρεπή ζωή.

Μπορούσε άνετα να το κάνει, είχε τα τυπικά και τα ουσιαστικά εφόδια αλλά

δεν το έκανε ποτέ. Ίσως να τους λυπόταν και τους δύο. Αυτόν και τη μητέρα

τους. Αυτόν που ήταν πάντα ο τελευταίος τροχός της αμάξης, αυτόν που ποτέ

δεν μπόρεσε να «χωθεί» πουθενά. Σε καμία παρέα, σε καμία δουλειά, σε καμία

συναισθηματική σχέση. Ένας απόκληρος… Ναι, αυτό ένοιωθε ότι ήταν. Αλλά

τώρα του είχε δοθεί η ευκαιρία να ενταχθεί κάπου, του είχε δοθεί η ευκαιρία

να αποδείξει ότι και εκείνος άξιζε κάτι, ναι στα αλήθεια τού είχε δοθεί, δεν θα

άφηνε κανένα να του την πάρει. Θα έδειχνε σε όλους τους πραγματικούς και

30 Άγγελος Χαριάτης

φανταστικούς εχθρούς του ποιος πραγματικά ήταν. Ήταν ένας ευγενής

απόγονος των αρχαίων προγόνων, ένας Ηρακλής που με τους άθλους του θα

έκανε τους πάντες να μιλάνε για αυτόν.

Το τηλέφωνο χτύπησε. Ο «Πάτροκλος» το σήκωσε. Άφησε το γκλοπ να

κυλήσει στο πάτωμα. Ο ομαδάρχης τού όρισε το σημείο συνάντησης. Στις

στήλες του Ολυμπίου Διός. «Ξέρεις είναι συμβολικό» είπε ο ομαδάρχης.

«Ποιο;» ρώτησε ο «Πάτροκλος». «Οι στήλες» είπε ο ομαδάρχης. Δεν μπορούσε

να καταλάβει πως ο νεανίας δεν είχε «πιάσει» το υπονοούμενο. «Τι με τις

στήλες;» ρώτησε πάλι ο «Πάτροκλος». Κόμποι ιδρώτα σχηματίστηκαν στο

μέτωπό του. Κάτι είχε πει λάθος. Τώρα; Τι θα γινόταν τώρα; Αν του έλεγε ο

ομαδάρχης ότι από τη στιγμή που δεν είχε καταλάβει ένα τόσο απλό πράγμα

δεν είχε θέση στην οργάνωση; «Είναι συμβολικό» επανέλαβε τη φράση του ο

ομαδάρχης. «Σχετικά με το “γιο του Δία”;» απάντησε με την αμφιβολία να

κάνει πάρτι στο «είναι» του. «Μπράβο, αυτός είσαι» είπε ο ομαδάρχης. «Ο

“γιος του Δία” θέλει να ξεκινάει κάθε αγώνα του κόμματος από τα μέρη που

λάτρευαν και λατρεύουν τον πατέρα του» είπε με ενθουσιασμό ο ομαδάρχης.

Ο «Πάτροκλος» ξεφύσησε ανακουφισμένος. Ένιωσε ότι υπήρχε μέλλον,

ένοιωσε ότι είχε αρχίσει να μπαίνει στο νόημα των πραγμάτων. Λίγο καιρό

ακόμη ήθελε και θα ένιωθαν και οι άλλοι ότι ήταν δικός τους. Στην ουσία

ήταν πάντοτε δικός τους. Η μοίρα ήταν αυτή που είχε αποφασίσει πότε θα

τους εμφανιστεί. Η στιγμή είχε έρθει. Θα αποδείκνυε στο κάθε μέλος του

κόμματος ότι ήταν άξιος να ανήκει στην ομάδα τους. Και ας χρειαζόταν να

κάνει το οτιδήποτε. Ήταν έτοιμος.

Λίγο μετά το τηλεφώνημα του ομαδάρχη, μερικά χιλιόμετρα πιο

μακριά μία άλλη ομάδα ετοιμαζόταν για την πορεία. Ο «Βλαδίμηρος» και οι

σύντροφοί του. Είχε μάθει τι θα συναντούσε στην πορεία. Οι παλιότεροι τον

είχαν ενημερώσει. Δεν έφτανε μόνο να διαδηλώσει για το ξύπνημα της

κοινωνικής συνείδησης. Έπρεπε να πολεμήσει ενάντια σε όποιον ήταν

αντίθετος στην ιδεολογία τους. Έπρεπε να πολεμήσει αν χρειαζόταν ακόμη

και ενάντια στους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του Εθνικού Πατριωτικού

Μετώπου. Αυτούς τους καραγκιόζηδες με τις αρχαίες φορεσιές που νόμιζαν

ότι οι Έλληνες είναι οι μοναδικοί άρχοντες πάνω στον κόσμο. Όχι δεν ήταν

έτσι ακριβώς τα πράγματα. Ο κόσμος άνηκε σε όλους. Άσπρους, μαύρους,

κίτρινους, κόκκινους. Δεν υπήρχαν διακρίσεις. Το κεφάλαιο ήταν υπεύθυνο

για το «μοίρασμα» του κόσμου. Και το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο κάτι

αντίστοιχο ήταν. Αφού ήθελε τον κόσμο χωρισμένο, σε Έλληνες και

βάρβαρους. Λες και η ελληνική φυλή έπρεπε να ήταν περήφανη. Με τα

Μαύρο Κόκκινο 31

τετρακόσια χρόνια σκλαβιά, με τον εθνικό διχασμό, με τον εμφύλιο. Όχι δεν

ήταν περήφανος που ήταν Έλληνας. Ήταν περήφανος που ήταν άνθρωπος.

Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να κάνει και τους άλλους ανθρώπους να

αισθανθούν περήφανοι. Φέρνοντας την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την ισονομία

για όλους. Κομίζοντας το πανανθρώπινο μήνυμα του σοσιαλισμού. Γιατί μόνο

με την εφαρμογή του σοσιαλισμού υπήρχε ελπίδα. Χωρίς κομματικά στεγανά,

απαλλαγμένος από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος. Έτοιμος να

δώσει την πραγματική ελευθερία στην καταπιεσμένη μάζα.

Ο «Βλαδίμηρος» είχε ήδη κατηφορίσει προς το κέντρο. Η προ-

συγκέντρωση είχε οριστεί για τις έντεκα το πρωί στην πλατεία Κλαυθμώνος.

Μια ασυνήθιστα ζεστή ημέρα. Τα τζιτζίκια δεν είχαν σταματήσει το χαρούμενο

τραγούδι τους όλη τη νύχτα. Ήταν στη θέση του από τις εννιά το πρωί. Παρέα

του δύο αδέσποτοι σκύλοι που ικέτευαν για ένα χάδι. Τους χάιδεψε απαλά με

τα χέρια του και σαν να διέκρινε δάκρυα στα μάτια τους. Ίσως να ήταν ιδέα

του. Ίσως τα δικά του δάκρυα να είχαν μεταφερθεί μ’ ένα μαγικό τρόπο στα

μάτια των σκύλων.

Το προηγούμενο βράδυ δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι. Από την

υπερένταση. Είχε καταφέρει να κάνει την πρώτη του επανάσταση. Ο πατέρας

του, άγνωστο πως, είχε μάθει για τις κομματικές του δραστηριότητες. Και

ήταν αντίθετος. Ήταν η πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια που είχε

καταδεχθεί να του χτυπήσει την πόρτα του δωματίου του και να τον καλέσει

για να συζητήσουν. Στην ουσία αυτό που ήθελε να κάνει δεν ήταν διάλογος,

αλλά κήρυγμα. Αν όχι κήρυγμα τουλάχιστον μονόλογος. Το συμπέρασμα ήταν

πως απαγόρευσε στον Νεόφυτο να ασχοληθεί με όλες αυτές τις «μπούρδες»

και την επόμενη μέρα να τον ακολουθήσει στο γραφείο του για να αρχίσει να

παίρνει πρωτοβουλίες στη δουλειά, να δείξει σε όλους ότι ήταν ο γιος του

αφεντικού, αυτός που σε λίγο καιρό θα αναλάμβανε τα ηνία της επιχείρησης.

Ο Νεόφυτος είχε αρνηθεί. Είχε αρνηθεί τη δουλειά, είχε αρνηθεί τον πατέρα

του, είχε αρνηθεί τον προηγούμενο εαυτό του. Δεν ήταν εύκολο όλο αυτό. Να

απαρνηθείς τα πάντα.

Κατά τις έντεκα παρά εμφανίστηκαν οι πρώτοι σύντροφοι. Με τις

σημαίες του κόμματος και τα πλακάτ. Μπορούσες να διακρίνεις στο πρόσωπό

τους την αποφασιστικότητα και την πίστη στο δίκαιο αγώνα τους. Μπορούσες

όμως να διακρίνεις και μίσος. Ή τουλάχιστον κάπως έτσι του φάνηκε του

«Βλαδίμηρου». Δεν του άρεσε το μίσος. Θεωρούσε πως αυτό μαζί με το φθόνο

ήταν τα πιο ποταπά συναισθήματα του ανθρώπου. Αν ήθελε κάποιος να

φτάσει στην ολοκλήρωσή του, ακόμη και χωρίς τη αναγκαία και απαραίτητη

32 Άγγελος Χαριάτης

συμβολή του υπαρκτού σοσιαλισμού, θα έπρεπε να τα σβήσει αυτά με υγρό

σφουγγάρι από το μαυροπίνακα του «είναι» του.

«Γιατί τα κοντάρια είναι τόσο μεγάλο μήκος;» ρώτησε με μια σχετική

αφέλεια ο «Βλαδίμηρος» τον ομαδάρχη.

Ο ομαδάρχης τον κοίταξε με απορία. Μια απορία που μπορούσε άνετα

να χαρακτηριστεί ως κοροϊδία.

«Μπορεί να μας χρειαστούν» απάντησε ο ομαδάρχης. Σαν Πυθία που

δίνει τον διφορούμενο χρησμό στους πολεμιστές για την έκβαση της

μελλοντικής μάχης.

«Σε τι;» ρώτησε πάλι ο «Βλαδίμηρος».

«Εύκολα μετατρέπονται σε ρόπαλα» του απάντησε ο ομαδάρχης.

Σοβαρά και σοβαρός.

«Αν το απαιτεί ο αγώνας» είπε ο «Βλαδίμηρος». Είχε καταλάβει πως οι

αγώνες πολλές φορές απαιτούσαν να χυθεί αίμα. Αίμα αγωνιστών για να

έρθει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν υπήρχαν «βελούδινες» επαναστάσεις. Τα

αφεντικά δεν υποχωρούσαν εύκολα. Το χρήμα δεν μπορείς να το

αποχωριστείς εύκολα. Χρειάζεται τόλμη και αρετή και ελεύθερο πνεύμα για

να το κάνεις αυτό. Και η πλουτοκρατία δεν είχε κανένα από αυτά τα

χαρακτηριστικά.

«Έτσι σε θέλω σύντροφε» είπε ο ομαδάρχης.

«Μαζί στον αγώνα για τη λευτεριά» είπε ο «Βλαδίμηρος».

«Ψυχή βαθιά» συμπλήρωσε ο ομαδάρχης.

Ο «Βλαδίμηρος» κοίταξε απορημένος. Για άλλη μία φορά. Κάτι σήμαινε

το «ψυχή βαθιά» μα δεν το ήξερε. Δεν ήξερε ότι ήταν το σύνθημα της μάχης

για τους αριστερούς αγωνιστές του εμφυλίου. Αλλά δεν ρώτησε. Δεν

χρειαζόταν να ρωτήσει. Δεν είχε σημασία. Αυτό που είχε σημασία ήταν ο

τωρινός αγώνας. Το παρόν και το μέλλον. Ναι αυτό ήταν που μετρούσε.

«Ναι» αρκέστηκε να πει.

Οι σύντροφοι ήταν έτοιμοι. Με τα πλακάτ και τα λάβαρα της νίκης στα

χέρια προχώρησαν προς την πλατεία Συντάγματος. Ήταν έτοιμοι να

διαδηλώσουν. Έτοιμοι να πολεμήσουν, έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους αν ο

αγώνας το απαιτούσε.

Τους κοίταξε έναν προς έναν ο «Βλαδίμηρος». Ήταν μαζί τους. Είχε

αποφασίσει πως το μέλλον του, ήταν στενά συνδεδεμένο με τον αγώνα. Το

μέλλον του αγκαλιά με το δικό τους. Το μέλλον του που δεν είχε μέσα του τον

πατέρα του, τα στημένα πάρτι της μπουρζουαζίας, το ψεύτικο όραμα του

νεοφιλελευθερισμού, τη σαμπάνια των πεντακοσίων ευρώ, τις άνευρες και

Μαύρο Κόκκινο 33

χαζές ξανθιές γκόμενες των βορείων προαστίων που δεν ήξεραν που έπεφταν

τα Εξάρχεια, που θεωρούσαν ότι ο κόσμος τους τελείωνε στα σύνορα του

δήμου της Αγίας Παρασκευής, τους φλούφληδες παλαιούς συμμαθητές που

«καθάριζαν» τις υποθέσεις τους με τις πλάτες του μπαμπάκα. Ναι, είχε από

καιρό τώρα αρχίσει να μισεί αυτόν τον τρόπο ζωής, μαζί φυσικά με το μίσος

που έτρεφε για τον πατέρα του. Το κόμμα ήταν η ευκαιρία του να ξεφύγει. Οι

σύντροφοι οι νέοι του φίλοι. Και ας είχαν χαραγμένα στα πρόσωπά τους το

μίσος. Ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια τα δημιουργούσαν όλα αυτά.

Το κόμμα όταν θα ερχόταν στην εξουσία θα τα διόρθωνε όλα αυτά. Θα ήταν

μάνα και πατέρας και αδελφός και αδελφή και αφεντικό και δάσκαλος για

όλους. Θα είχε να δώσει σε όλους, να δώσει αυτό που ζητούσαν. Αλλά πάνω

από όλα θα τους έδινε την ελευθερία, την δικαιοσύνη, την ισονομία, την

ισότητα. Δεν χρειάζονταν τίποτα άλλο. Αυτό θα ήταν αρκετό. Για όλους.

Συντρόφους και μη.

Κάθε τετραγωνικό εκατοστό της πλατείας Συντάγματος ήταν

καλυμμένο από σόλες παπουτσιών. Σχεδόν ο ένας πάνω στον άλλο. Σαν τους

φιλάθλους που στριμώχνονται στην είσοδο των θυρών του γηπέδου, έτοιμοι

να παρακολουθήσουν ένα, στημένο εν αγνοία τους, ποδοσφαιρικό ματς. Ένα

οργισμένο πολύβουο μελίσσι κρατώντας κόκκινα και πράσινα και μπλε

πλακάτ. Με σημαίες της Ελλάδας, με σημαίες του σφυροδρέπανου, με σημαίες

της ορθοδοξίας. Με σφιγμένα πρόσωπα, με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά,

κάτι σαν χρόνια δυσκοιλιότητα, με ανύπαρκτα χαμόγελα. Νέοι, γέροι και

παιδιά σε μια μαγεμένη αυλή. Τρία χρόνια η χώρα στο Μνημόνιο της σκλαβιάς

ήταν αρκετά. Τρία γεμάτα χρόνια εξαθλίωσης, εξαφάνισης της μεσαίας τάξης,

αφανισμού της εργατικής τάξης και άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στους

πλούσιους και φτωχούς και νεόπτωχους ήταν αρκετά.

Η πορεία ξεκίνησε. Οι αγωνιστές του ριζοσπαστικού αριστερού

κινήματος στην πρώτη γραμμή. Όπως πάντα. Όπως πάντα, σε κάθε κοινωνικό

αγώνα. Οι οπαδοί του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου στην μέση και προς το

τέλος της πορείας, όπως κάθε φορά. Η λέξη «περιφρούρηση» είχε χαθεί στη

λήθη του χρόνου, πίσω στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Πενήντα

άνθρωποι για να διασφαλίσουν την ομαλή διεξαγωγή μιας πορείας χιλιάδων

ανθρώπων, έφτανε για να χαρακτηριστεί ως ένα αστείο θέαμα.

Τα πράγματα φαίνονταν να εξελίσσονται όπως συνήθως. Χωρίς

προφανή λόγο, όπως συνήθως, οι κρανοφόροι με τις χακί στολές έκαναν την

εμφάνισή τους. Από το πουθενά, όπως συνήθως. Ήταν κρυμμένοι σαν

34 Άγγελος Χαριάτης

φοβισμένα κοριτσόπουλα στις κάθετες οδούς της οδού Σταδίου. Μόνο που τα

φοβισμένα κοριτσόπουλα, άγνωστο πως, βρήκαν το μαγικό ζωμό που τους

έδωσε δύναμη και θάρρος και μεταμορφώθηκαν σε δράκους. Σε δράκους με

φλεγόμενα στόματα, πετώντας δακρυγόνα και μοιράζοντας ξύλο με το κιλό. Η

περιφρούρηση διαλύθηκε. Οι ομάδες καταστολής είχαν αποφασίσει για άλλη

μια φορά, να πάρουν για άλλη μια φορά τον άχαρο ρόλο τους.

Ο «Βλαδίμηρος» έτρεξε να κρυφτεί. Δεν ήταν συνηθισμένος σε όλο

αυτό. Οι συναγωνιστές του είχαν κατεβάσει τα πλακάτ και τις σημαίες τους.

Το κυρίως σώμα της πορείας είχε διαλυθεί. Οι διαδηλωτές συνταξιούχοι

έκατσαν στα καφενεία. Ήταν πολύ μεγάλοι και πολύ κουρασμένοι για να

εμπλακούν σ’ έναν εξαρχής άνισο αγώνα. Η πιτσιρικαρία χώθηκε στα πρώτα

υπόγεια μπιλιαρδάδικα που βρέθηκαν στον λαχανιασμένο δρόμο τους. Οι

δημόσιοι υπάλληλοι αναζήτησαν την ασφαλή στέγη των κομματικών

γραφείων και οργανώσεων. Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι έφυγαν στα γρήγορα για

τα σπίτια τους. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες περπατούσαν αργά, σαν να

βρίσκονταν σ’ ένα άλλο παράλληλο σύμπαν. Τα μαύρα φίδια της απόδοσης

του φόρου προστιθέμενης αξίας άρχιζαν και πάλι να δαγκώνουν και να

δηλητηριάζουν τη σκέψη τους. Οι άνεργοι και οι χασομέρηδες απλά έκατσαν

στα πάρκα οκλαδόν έτοιμοι να παρακολουθήσουν για άλλη μια φορά, όπως

κάθε φορά την δωρεάν παράσταση. Με τα μαντήλια τυλιγμένα γύρω από το

στόμα τους και τις κομμένες φέτες λεμονιού κάτω από τα μάτια τους.

Είχε μείνει στο πεδίο της μάχης των τιμών η γνωστή τριάδα.

Πατριώτες, αριστεροί και αστυνομικοί. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Οι

σύντροφοι είχαν φορέσει τις αντί-ασφυξιογόνες μάσκες, είχαν σπάσει τα

κοντάρια από τα πλακάτ και τις σημαίες και τα είχαν κάνει αυτοσχέδια ξύλινα

ρόπαλα, είχαν ανοίξει τα φερμουάρ στα σακίδιά τους και είχαν βγάλει από

μέσα τους τις βόμβες μολότοφ.

Οι πατριώτες από την άλλη είχαν καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια. Με

σταυρωμένα τα χέρια πίσω από τις μονάδες καταστολής. Προστατευμένοι από

το ξύλο και τα δακρυγόνα. Όπως κάθε φορά οι πατριώτες ήταν καλά

προστατευμένοι. Είχαν αναπτύξει με το πέρασμα του καιρού μία ιδιαίτερη

σχέση με τα σώματα ασφαλείας, βασιζόμενοι και οι δύο σε ένα αμοιβαία

αποδεκτό γεγονός. Νοιάζονταν και οι δύο πλευρές για το καλό του τόπου, για

τον Έλληνα. Τα σώματα ασφαλείας δεν είχαν το πνευματικό υπόβαθρο ώστε

να διεισδύσουν στο πνεύμα και την παιδεία της αρχαιοελληνικής κουλτούρας,

αλλά αυτό δεν είχε μεγάλη σημασία. Σημασία είχε ότι η μία πλευρά

Μαύρο Κόκκινο 35

συμπλήρωνε την άλλη. Ιδιαίτερα ενάντια στους άθεους απόγονους των

ληστοσυμμοριτών.

Οι πατριώτες που περίμεναν να φύγουν οι πολλοί για να

αναμετρηθούν με τους λίγους. Ο «Πάτροκλος» περίμενε τη διαταγή του

ομαδάρχη. Κοίταξε γύρω του. Δεν μπορούσε να δει καθαρά στα δέκα μέτρα. Ο

«χημικός πόλεμος» είχε κάνει καλά τη δουλειά του. Μπορούσε όμως να δει

κτίρια να καίγονται, μπορούσε να δει υποκαταστήματα τραπεζών με

«κατεβασμένες» τις βιτρίνες, μπορούσε να δει το ανατριχιαστικό

σφυροδρέπανο ζωγραφισμένο βιαστικά με σπρέι στους τοίχους των δημοσίων

κτιρίων. «Τα κομμούνια είναι χειρότερα και από τον χειρότερο

λαθρομετανάστη» του είπε ο ομαδάρχης και ο «Πάτροκλος» συμφώνησε χωρίς

δεύτερη σκέψη. Άσχετα αν ο πατέρας του έριχνε το κουκί του στο ΚΚΕ πάντα

ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο. Τι είχε καταλάβει; Τίποτα. Άφησε τον

εαυτό του να βουλιάξει μέσα στα αφρισμένα κύματα. Το ΚΚΕ δεν ήρθε να τον

σώσει. Ούτε είχε κάνει τίποτα για να μη συμβεί το κακό. Δεν υπήρχε μέλλον

με την αριστερά. Της άξιζε να αφανιστεί. Άξιζε η Ελλάδα να επιστρέψει στις ρίζες

της(;) Στις αρχαιοελληνικές ρίζες για να σωθεί(;). Και το μέσο για αυτό ήταν το

Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο(;). Αυτό και μόνο αυτό(;). Τα παραδοσιακά κόμματα

είχαν παραδώσει ψυχή και σώμα στους απαίδευτους Ευρωπαίους(;). Σκόρπιες

σκέψεις με μεγάλες δόσεις αμφιβολίας να γυρίζουν στο κεφάλι του

«Πατρόκλου» λίγο πριν…

«Τώρα!» ούρλιαξε ο ομαδάρχης. «Τώρα!» ούρλιαξαν με τη σειρά τους

και οι άλλοι ομαδάρχες. Οι ομάδες ανά δέκα, των εκατό ενωμένων πατριωτών

είχε βγει πίσω από τις διμοιρίες των ΜΑΤ έτοιμες να πιάσουν δουλειά. Ο

«Πάτροκλος» άνοιξε το γκλοπ. Οι εκατό συναγωνιστές σήκωσαν την ίδια

στιγμή τα δικά τους. σαν σε στρατιωτική επίδειξη.

Ο «Πάτροκλος» πέρασε τον ομαδάρχη του. Δεν περίμενε τίποτα. Ένας

ταύρος που δεν χρειαζόταν τη βοήθεια του κόκκινου πανιού για να επιτεθεί.

Το κόκκινο πανί υπήρχε χρόνια μέσα στο μυαλό του. Και τώρα ήταν η

κατάλληλη ευκαιρία, ήταν η κατάλληλη στιγμή για να σκοτώσει κάθε τι μέσα

του που τον πίκραινε όλα αυτά τα χρόνια.

Προχώρησε με το μεταλλικό γκλοπ χωμένο βαθιά μέσα στη γροθιά του.

Στο άλλο χέρι κρατούσε την τυλιγμένη ζώνη του με την αγκράφα κολλημένη

στα δάκτυλά του. Φωτιά και τσεκούρι. Φωτιά η ζώνη και τσεκούρι το ρόπαλο.

Με μισόκλειστα τα μάτια προχώρησε. Είδε τον πρώτο με την

παλαιστινιακή μαντήλα τυλιγμένη γύρω από το πρόσωπό του. Είδε με τα

μάτια της φαντασίας του τα παγερά μάτια του πλοιοκτήτη που σκότωσε τον

36 Άγγελος Χαριάτης

πατέρα του. Σήκωσε το γκλοπ. Τον βάρεσε στα πλευρά με όλη του τη δύναμη.

Διπλώθηκε στα δύο. Του έδωσε μια γονατιά στο στέρνο. Έπεσε κάτω, όπως

πέφτουν τα δέντρα από το τελευταίο και τελειωτικό χτύπημα του τσεκουριού

του ξυλοκόπου. Τον κοίταξε με ένα βλέμμα οίκτου. Δεν υπήρχε οίκτος. Ο

οίκτος είχε πνιγεί μαζί με τον πατέρα του.

Στο δεύτερο που συνάντησε δεν κοίταξε καν το πρόσωπό του. Του ήταν

αδιάφορο. Νόμιζε πολύ απλά ότι είχε μπροστά του το δάσκαλό του. Αυτόν που

άχρηστο τον ανέβαζε, άχρηστο τον κατέβαζε. Δεν είχε σταματήσει τους

χαρακτηρισμούς ακόμη και όταν έμαθε πως ο πατέρας του είχε πνιγεί. Δεν

είχε σταματήσει γιατί δεν ήξερε να σταματάει. Αλλά δεν του έδινε κανένα

ελαφρυντικό. Ήταν απλά ένας αισχρός τύπος. Ένας γελοίος που κάποιοι του

είχαν επιτρέψει να δηλητηριάζει χωρίς αιδώ τις παιδικές ψυχές.

Τον χτύπησε με όλη του τη δύναμη. Με τη γροθιά του. Έπεσε κάτω

αναίσθητος. Χωρίς δεύτερη προσπάθεια. Ο ομαδάρχης τού φώναξε από

μακριά: «Μπράβο αγόρι μου». Οι συναγωνιστές του τον κοιτούσαν σχεδόν

εκστασιασμένοι. Είναι πολύ καλός, κάνοντας την ίδια σκέψη.

Προχώρησε παρακάτω. Μια αδύνατη φιγούρα. Δεν μπορούσε να

διακρίνει καθαρά. Είδε να φοράει κόκκινο μπλουζάκι. Και αυτό του ήταν

αρκετό. Όρμησε προς το μέρος της. Ύψωσε το γκλοπ. «Μη!» πρόλαβε να

φωνάξει η φιγούρα. Η γυναικεία φιγούρα. Δεν σταμάτησε. Δεν είχε σημασία.

Άντρες, γυναίκες το ίδιο του έκανε. Φτάνει που ήταν κομμούνια. Αυτό του

ήταν αρκετό.

Την ώρα που κατέβαζε το γκλοπ κάποιο χέρι του άρπαξε τον καρπό. Το

χέρι του τρομαγμένου «Βλαδίμηρου» που είχε αποφασίσει να βγει από την

κρυψώνα του. Έβλεπε να χτυπάνε τους συντρόφους του και δεν είχε

αντιδράσει. Ο φόβος τού κράταγε τα πόδια «καρφωμένα» στο έδαφος. Αλλά το

να χτυπάς μια γυναίκα… με γκλοπ… Ήταν αρκετό για να πάρει το απαραίτητο

θάρρος. Απόρησε πως είχε καταφέρει να βρει τόσο θάρρος. Ίσως είχε μιλήσει

το ένστικτο της πρωτόγονης δικαιοσύνης. Η συντρόφισσα πρόλαβε να τρέξει.

Να τρέξει και να φύγει μακριά από τον «Πάτροκλο». Ο «Βλαδίμηρος» τον

κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Είδε μίσος, όπως περίμενε. Αλλά επίσης είδε και

μεγάλες δόσεις απόγνωσης. Ναι είχε δει έναν άνθρωπο που ήθελε να μισεί, σε

απόγνωση. Ή τουλάχιστον έτσι του είχε φανεί.

«Θα σε κάνω σαπούνι» είπε ο «Πάτροκλος» και προσπάθησε να τον

χτυπήσει. Ο «Βλαδίμηρος» κατάφερε να αποφύγει το χτύπημα. Είχε

καταφέρει να του ρίξει το ρόπαλο από το χέρι και να το κλωτσήσει μακριά. Ο

«Πάτροκλος» δεν το έβαλε κάτω. Προσπάθησε να του σχίσει το πρόσωπό

Μαύρο Κόκκινο 37

χτυπώντας τον με την αγκράφα. Πάλι ο «Βλαδίμηρος» κατάφερε να αποφύγει

το χτύπημα. Ο τρόμος του τον είχε μεταμορφώσει σε έναν τρομερό και

ατρόμητο αμυντικό μαχητή των δρόμων.

Πιάστηκαν στα χέρια. Κυλίστηκαν στην υγρή άσφαλτο. Σαν βαρελάκι.

Κανένας δεν έκανε τον κόπο να τους χωρίσει. Κανένας δεν είχε διάθεση να

τους χωρίσει. Οι μολότοφ έπεφταν βροχή γύρω τους. Οι αστυνομικοί είχαν

αναλάβει δράση. Οι κλούβες είχαν αρχίσει να μαζεύουν τους πρώτους

διαδηλωτές. Τα ασθενοφόρα είχαν αρχίσει να χωνεύουν στα στομάχια τους,

τους πρώτους τραυματίες. Οι πατριώτες είχαν αποχωρήσει, αφήνοντας πίσω

τον «Πάτροκλο». Αυτοί του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος, είχαν

αποχωρήσει, αφήνοντας με τη σειρά τους πίσω τον «Βλαδίμηρο». Τους είχαν

αφήσει να ρίχνουν γροθιές ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Το αίμα τους είχε

ποτίσει τα ρούχα τους. Τα βλέμματά τους, άδεια. Κουρασμένοι, κατάκοποι,

προσπαθώντας να νικήσουν. Να νικήσουν σε ένα αγώνα που εκ των προτέρων

δεν είχε νικητή. Ποτέ δεν υπήρχε νικητής , μόνο χαμένος.

Δυνατά χέρια τούς τράβηξαν από το έδαφος. Τα ίδια δυνατά χέρια

συνοδεία κλωτσιών και μπουνιών τούς έβαλαν στην κλούβα. Όχι, για τους

μονομάχους δεν υπήρχε ασθενοφόρο. Μόνο παράθυρα με σιδερένιες σήτες.

Ξάπλωσαν αποκαμωμένοι. Τους πήρε σχεδόν ταυτόχρονα ένας βαθύς ύπνος.

38 Άγγελος Χαριάτης

6.6.6.6. Ξύπνησαν στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος της περιοχής.

Ένα ήταν σίγουρο∙ δεν είχαν την τύχη των άλλων συλληφθέντων. Εκείνους

τους είχαν «ξεφορτώσει» στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Ασφαλείας για τα

περεταίρω. Κάποιος ή κάποιοι είχαν φροντίσει να έχουν ευνοϊκότερη

μεταχείριση από ότι άξιζε σε ταραξίες της δημόσιας τάξης.

Ο Μιχάλης, που τώρα δεν ήταν ο «Πάτροκλος», κοίταξε τον Νεόφυτο,

που τώρα δεν ήταν ο «Βλαδίμηρος». Οι κομματικές τους ταυτότητες, τα

κομματικά τους ονόματα είχαν χαθεί μέσα στην κλούβα. Δεν ήταν όμως

δύσκολο να τις ξαναβρούν. Κοίταξε ο ένας τον άλλον. Με μίσος ή με κάτι που

έμοιαζε με μίσος. Ο «Πάτροκλος» και ο «Βλαδίμηρος» ήταν και πάλι παρόντες.

Μια ματιά ήταν τελικά αρκετή.

«Εσύ φταις για όλο αυτό» είπε ο «Πάτροκλος».

«Εσύ φταις, που χτυπάς γυναίκες» απάντησε ο «Βλαδίμηρος».

Επιθετικά. Έτοιμος να εκραγεί.

«Εγκώ πάντως ντεν φταίω» ακούστηκε μια φωνή από το βάθος του

κελιού. Κοίταξαν απορημένοι προς τα εκεί. Όσο δηλαδή μπορούσαν να

κοιτάξουν με τα πρησμένα από το ξύλο μάτια τους.

«Είμαι αθώος» είπε με σπαστά ελληνικά και έριξε τα τρία χαρτιά του

«Παππά». Με άνεση, στυλ και τον απαραίτητο επαγγελματισμό.

Οι δύο «αντίπαλοι» συνέχιζαν να τον κοιτάζουν. Μέσα στο μυαλό τους

έφτιαχναν τις κατάλληλες για την περίσταση λέξεις και προτάσεις.

»Γκια το μεροκάματο πηγκαίνω» συνέχισε και έδειξε τα χαρτιά προς το

μέρος τους, με την τσακισμένη φιγούρα του «Παππά» να ακροβατεί στο μέσο

και τον παράμεσο, το επίσης τσακισμένο σε δύο μέρη «δεκάρι» να είναι

σφηνωμένο στο δείκτη και τον αντίχειρα και το «οκτάρι» στην ίδια

κατάσταση με τα άλλα δυο φύλλα της τράπουλας, να ισορροπεί στο κάτω

μέρος της παλάμης.

«Αν ήμασταν στη σοσιαλιστική κοινωνία, θα είχες μια αξιοπρεπή

εργασία» έκανε ο «Βλαδίμηρος». Με πάθος και φλόγα και όραμα.

«Όταν κυριαρχήσουμε θα σε στείλουμε από κει που ήρθες» είπε ο

«Πάτροκλος». Με το ίδιο πάθος, την ίδια φλόγα και ίσως το ίδιο όραμα. Γιατί

επλι της ουσίας ο «Πάτροκλος» ήθελε να ανήκει κάπου, να είναι μέρος της

αγέλης. Να έχει δύναμη. Αυτό ήταν το ουσιαστικό του κίνητρο.

Μαύρο Κόκκινο 39

«Μα είμαι Πόντιος» έκανε σχεδόν απολογητικά ο «παπατζής»,

προσπαθώντας να κρατήσει τα φύλλα στο χέρι του, που είχε αρχίσει να τρέμει.

«Τότε θα σου μάθουμε να μιλάς σωστά τα ελληνικά» αποκρίθηκε ο

«Πάτροκλος». Ψυχρός και ψυχρά. Ήταν στο οριακό σημείο. Στο σημείο να

σηκώσει τη γροθιά του και να του δώσει όσες περισσότερες μπορούσε μέχρι να

τον τραβήξει ο αστυνομικός βάρδιας.

«Δεν χρειάζεται η γλώσσα. Μόνο η κοινωνική συνείδηση» μπαίνοντας

«σφήνα» ο «Βλαδίμηρος».

«Σκάσε παλιοκουμμούνι» είπε ο «Πάτροκλος» και κινήθηκε απειλητικά

προς το μέρος του. Ένα βήμα πριν να του χιμήξει. Έτοιμος να μοιράσει αλλού

τις γροθιές του.

«Εσύ να σκάσεις αρχαιοελληνικό απολειφάδι» είπε ο «Βλαδίμηρος»

υψώνοντας τις γροθιές του. Ο «Πάτροκλος» δεν γνώριζε τι σημαίνει η λέξη

«απολειφάδι» αλλά μπορούσε να καταλάβει από τα συμφραζόμενα ότι τον

είχε τουλάχιστον βρίσει, τον είχε σίγουρα μειώσει, τον είχε φέρει ένα βήμα

πριν την ταπείνωση, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι στο παρελθόν. Και αυτό τον

εξόργισε. Ακόμη πιο πολύ.

Έτοιμοι για το δεύτερο γύρο. Ένας δεύτερος γύρος που δεν ήρθε ποτέ.

Δεν πρόλαβε να έρθει. Οι διαιτητές είχαν μπει στην παλαίστρα και είχαν

διακόψει τον αγώνα. Χωρίς αιτιολόγηση της απόφασής τους.

Η γραμματέας του πατέρα του Νεόφυτου είχε έρθει για να τον

παραλάβει. Τον περίμενε στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Ο πατέρας

του, προφανώς, είχε εγγυηθεί για τον γιο του. Μόνο που δεν ήταν εκεί. Ίσως

να ντρεπόταν για όλο αυτό που είχε συμβεί ή ίσως να ήταν πολύ

απασχολημένος για να κατέβει στο κέντρο από τα βόρεια προάστια. Ο

Νεόφυτος σίγουρα θα προτιμούσε την πρώτη εκδοχή. Δεν θα το μάθαινε ποτέ.

Ο γιος του «γιού του Δία» περίμενε το νέο καμάρι του κόμματος. Ο

«γιος του Δία» είχε φροντίσει για την άμεση αποφυλάκισή του. Είχε φροντίσει

να ελευθερωθεί ο ήρωας του πεδίου των μαχών.

«Θα τα ξαναπούμε σύντομα» είπε μέσα από τα δόντια του ο

«Πάτροκλος».

«Σίγουρα» απάντησε ο «Βλαδίμηρος» περιμένοντας τον αστυφύλακα

να ξεκλειδώσει και να ανοίξει την πόρτα του κελιού.

Βγήκε αργά, με απρόθυμα βήματα. Δεν γνώριζε μέχρι τη στιγμή που

είδε τη γραμματέα ποιος είχε εγγυηθεί για αυτόν. Θεωρούσε ότι το κίνημα είχε

βρει τον κατάλληλο σύνδεσμο μέσα στο σώμα της αστυνομίας. Πίστευε πως ο

σύντροφος με τη μπλε στολή είχε φροντίσει για την απελευθέρωσή του,

40 Άγγελος Χαριάτης

πιστεύοντας στο δίκαιο των αγώνων τους. Πίστευε ότι αυτό ήταν ένα από τα

μεγάλα βήματα προς την απελευθέρωση από τα γνωστά. Πόσο λάθος είχε

μετρήσει τη στιγμή.

«Έλα πάμε» του είπε σε αυστηρό τόνο η γραμματέας. Μια γραμματέας

που είχε αφιερώσει, σαν άλλη ιδιότροπη παρθένα ιέρεια της θεάς Αφροδίτης,

τη ζωή της στον πατέρα του.

«Δεν είσαι η μητέρα μου» της απάντησε την ώρα που τον τράβαγε από

το μανίκι οδηγώντας τον έξω από το αστυνομικό τμήμα.

«Μπορεί κάποια στιγμή να γίνω» είπε η γραμματέας. Και το αίμα του

πάγωσε. Ο χρόνος σταμάτησε για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου. Δεν

απάντησε, τι μπορούσε να απαντήσει άλλωστε;

Άφησε την γραμματέα να τον οδηγήσει μέχρι το αυτοκίνητο του

πατέρα του. Σαν υπνωτισμένος. Ναι, σαν υπνωτισμένος μπήκε στο

αυτοκίνητο. Κάθισαν στο πίσω κάθισμα. Η γραμματέας έδωσε το σύνθημα. Ο

σοφέρ έβαλε μπροστά τη μηχανή. Τα τριακόσια άλογα της μηχανής

χλιμίντρησαν. Ο Νεόφυτος κοίταξε πίσω του. Είχε αποχαιρετήσει για άλλη μια

φορά τον «Βλαδίμηρο». Εκείνη τη στιγμή έβγαινε ο πατριώτης παρέα με έναν

άλλο, που έμοιαζε ομοϊδεάτης του. Τουλάχιστον αυτό φανέρωνε η κόκκινη

χλαμύδα που φορούσε. Του φάνηκε λιγάκι «κουνιστός». Όχι ότι είχε ποτέ του

πρόβλημα με τους ομοφυλόφιλους. Ούτε πριν, μεγαλώνοντας στα Βόρεια

Προάστεια, ούτε τώρα που ήταν χωμένος στην αγκαλιά του κινήματος. Τους

είδε που κοίταξαν προς το μέρος του. Έχωσε το κεφάλι μέσα στους ώμους και

έσκυψε. Δεν είχε καμία όρεξη να τον δουν να κυκλοφορεί μέσα στην

πολυτέλεια. Εκείνον, ένα αριστερό, έναν επαναστάτη με αιτία, έναν προστάτη

της ισότητας, της ισονομίας και της δικαιοσύνης.

Ο γιος του «γιου του Δία» έβαλε το χέρι του στο χέρι του «Πάτροκλου».

Έσκυψε προς το μέρος του. Πλησίασε τα χείλη του στο αριστερό αυτί του

«Πάτροκλου». Ο «Πάτροκλος» έκανε να τραβηχτεί. Μα τον κράταγε γερά και

δεν τον άφησε να κουνηθεί ούτε χιλιοστό.

«Σε μένα χρωστάς ότι βγήκες» του είπε ψιθυριστά.

Ο «Πάτροκλος» δεν είπε κουβέντα. Μόνο προσπάθησε να προχωρήσει.

«Μου χρωστάς» είπε πάλι ψιθυριστά χαλαρώνοντας τη λαβή του. Ο

«Πάτροκλος» πάλι δεν απάντησε. Έτσι και αλλιώς του ήταν δύσκολο να

απαντήσει. Τον είχε ζαλίσει το γυναικείο άρωμα που είχε βάλει χωρίς την

αίσθηση της φειδούς. Άργησε μεν, αλλά κατάληξε στο συμπέρασμα πως

κούναγε παραπάνω την ουρά του από όσο θα έπρεπε.

Μαύρο Κόκκινο 41

«Θα σου πω τι θα μου δώσεις, πρέπει να το σκεφτώ» έκανε ναζιάρικα ο

«εγγονός του Δία» λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι τους. Ο «Πάτροκλος» τον

κοίταξε παραξενευμένος. Τι μπορεί να θέλει από μένα, αναρωτήθηκε. Αν και

βαθιά μέσα του ήξερε. Αλλά θα άφηνε τα γεγονότα να επαληθεύσουν ή να

διαψεύσουν τη σκέψη του.

***

Περπάτησε στους άδειους δρόμους. Κοίταξε γύρω του. Το κέντρο της

Αθήνας έμοιαζε σαν βομβαρδισμένο. Είχε βοηθήσει σ’ αυτό. Αλλά ήξερε ότι

δεν έφταιγε, για όλα έφταιγαν τα κομμούνια, οι ανθέλληνες, αυτοί που

ήθελαν να καταστρέψουν την Ελλάδα, να νομιμοποιήσουν τον κάθε

ανθρωποειδή πίθηκο που βρέθηκε στην τιμημένη πατρίδα τους φερμένος από

τα υψίπεδα της ηπείρου της Αφρικής.

Αισθάνθηκε μια ασυνήθιστη για την εποχή υγρασία να τρυπάει τα

κόκαλά του. Ήταν για άλλη μία φορά μόνος. Μόνος και έρημος. Κοίταξε

άδειος από σκέψεις μια βιτρίνα. Αντρικές κούκλες με μαγιό. Αρχές

καλοκαιριού ήταν άλλωστε. Δεν θα μπορούσαν να είναι ντυμένες με χοντρά

ζιβάγκο και αμπέχονα. Αν και αν έρχονταν στην εξουσία τα κομμούνια όλα θα

έμοιαζαν και θα ήταν πιθανά. Κοίταξε για άλλη μια φορά την κούκλα.

Κοίταξε πάλι το μαγιό. Και στην οθόνη του μυαλού του πρόβαλε μια εικόνα.

Η εικόνα του πατέρα του. Με μαγιό. Στον ένα χέρι του να κρατάει το παιδικό

του χεράκι και στο άλλο το παιδικό χεράκι της αδελφής του. Ήταν ημέρα

Σάββατο. Είχε μόλις ξεμπαρκάρει από ακόμη ένα ταξίδι. Από ακόμη ένα

ανασφάλιστο ταξίδι. Για να μπορέσει να δώσει στην οικογένεια του το

δικαίωμα να ζει με αξιοπρέπεια. Ήταν το πρώτο τους μπάνιο. Μια βδομάδα

αφού είχαν κλείσει τα σχολεία.

Είχαν κατέβει με τα πόδια στο λιμάνι. Από τα Μανιάτικα. Ο πατέρας

φορτωμένος με την τσάντα με τα είδη θαλάσσης, φορτωμένος με την τσάντα

με τα παγουρίνο, τον καφέ του και τα φρούτα. Περίμεναν το λεωφορείο για

την Πειραϊκή. Τον κοίταζε με λατρεία. Ήταν ο ήρωας του.

«Πάτερα θα γίνω και εγώ ναυτικός σαν και σένα» του είχε πει την ώρα

που ετοιμάζονταν για την πρώτη βουτιά του καλοκαιριού στο «Σκαφάκι». Η

αδελφή του να τους κοιτάζει με τα μεγάλα θαλασσιά μάτια της. Με τα πόδια

βουτηγμένα μέχρι τα γόνατα στο νερό, αναποφάσιστη αν θα βουτούσε.

«Δυο πράγματα σου προτείνω να μην κάνεις» είπε ο πατέρας του και

τον έπιασε από τους παιδικούς του ώμους.

«Ποια πατέρα;» τον ρώτησε και η αδελφή του να έχει τεντώσει τα αυτιά

της. Από μικρή τής άρεσε να ακούει τις συζητήσεις των άλλων. Εύρισκε κάθε

42 Άγγελος Χαριάτης

φορά κάτι το ενδιαφέρον που μπορούσε να το αφομοιώσει και να το κάνει

κτήμα της.

«Να γίνεις ναυτικός και αριστερός» του είπε σοβαρός. Του είχε

προτείνει να μην γίνει σαν και εκείνον.

«Ναι πατέρα» του είπε και βούτηξε γελώντας στη δροσερή θάλασσα.

«Και εγώ δεν θα γίνω ναυτικός» είπε με τη τσιριχτή φωνούλα της η

αδελφή του.

«Αριστερή;» τη ρώτησε ο πατέρας λίγο πριν βουτήξει και εκείνος με τη

σειρά του στη θάλασσα.

«Δεν ξέρω, θα το σκεφτώ» του απάντησε και άφησε το σώμα της να

πέσει στο νερό.

Ένιωσε την αλμύρα της ανάμνησης στο πρόσωπό του. Έβαλε τα χέρια

του στα μάγουλά του. Είχε κλάψει χωρίς να το καταλάβει.

Χωρίς να το καταλάβει έφτασε στην πλατεία Ομονοίας. Σκυφτός,

κοιτάζοντας τις πλάκες του πεζοδρομίου. Χωρίς να σηκώσει ούτε μία φορά το

βλέμμα του. Έξω από το κόμμα ήταν ακόμη ένας αδιάφορος περαστικός.

Ένας ασήμαντος ανθρωπάκος που δεν τολμούσε να κοιτάξει τον διπλανό του

στα μάτια.

Κατέβηκε τα σκαλιά της πλατείας για να βρεθεί στο στομάχι του

τέρατος. Ένα τέρας που τους χώνευε όλους. Δεν υπήρχε χώρος για όλους.

Αυτό έπρεπε να το καταλάβουν. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Με τον καλό

ή τον κακό τρόπο. Οι αλλόθρησκοι, οι αλλοεθνείς, οι αλλόγλωσσοι έπρεπε να

σηκωθούν και να φύγουν. Και αν δεν ήθελαν, θα τους έπαιρναν και θα τους

σήκωναν αυτοί, οι τιμημένοι πατριώτες του κόμματος.

Περίμενε κοντά στις γραμμές. Αν δεν είχε βρεθεί στο κόμμα θα εξέταζε

πολύ σοβαρά την πιθανότητα να βουτήξει στο κενό, την ώρα που θα πέρναγε

ο συρμός. Αλλά τώρα δεν θα το έκανε, τώρα αισθανόταν και ήταν δυνατός,

τώρα που είχε βρει ένα κάποιο νόημα στη ζωή του, τώρα που τα πάντα

φαίνονταν να αλλάζουν, τώρα που θα έβαζε σκοπό της ζωής του να ανέβει

όλα τα σκαλιά της ιεραρχίας και να βρεθεί κοντά στον «γιο του Δία». Ναι

αυτός θα ήταν ο σκοπός του. Αυτός και κανένας άλλος. Είχε μάθει από τον

ομαδάρχη ότι ο «γιος του Δία» πάντα φρόντιζε τα «αγόρια» του. Πάντα τους

έβρισκε δουλειές, πάντα είχε για αυτούς ένα πλούσιο γεύμα, πάντα ήταν

δίπλα τους στις καλές μα κυρίως στις κακές τους στιγμές. Το είχε πάρει

απόφαση, θα θυσίαζε τα πάντα για να βρεθεί όσο ψηλότερα γινόταν. Ήταν η

μόνη του ελπίδα, η μόνη του ελπίδα για να αποδείξει σε όλους ότι μπορούσε

Μαύρο Κόκκινο 43

να γίνει κάποιος άλλος, ένας σπουδαίος, ένας τρανός, ένας που θα μιλούσαν

όλοι για αυτόν.

Ένας Πακιστανός τον πλησίασε. Προσπάθησε να του πουλήσει

χαρτομάντιλα. Τον κοίταξε σαν τον σκύλο που ζητάει ένα κόκκαλο, τον

κοίταξε με αηδία σαν ξεραμένο σκατό, ένιωσε να φουντώνει μέσα του. «Δεν

προσφέρεις τίποτα στην πατρίδα» του είπε σφυρίζοντας μέσα από τα δόντια

του. Ο Πακιστανός έκανε δύο βήματα πίσω. Είχε δει το μίσος στα μάτια του.

Είχε καταλάβει ότι ήταν ένας από τους φοβερούς και κακούς και τρομερούς

πατριώτες, από αυτούς που μόλις έβλεπαν Πακιστανό φρόντιζαν να τον

οδηγήσουν σε οριζόντια θέση στο νοσοκομείο. Τον κοίταξε ο «Πάτροκλος». Με

μεγαλύτερο μίσος, περισσότερο από αυτό που είχε καταλάβει ο Πακιστανός.

Έκανε ακόμη δύο βήματα προς τα πίσω. Ο «Πάτροκλος» ήρθε πιο κοντά.

Ακόμη δύο βήματα πίσω. Ο «Πάτροκλος» ακόμη δύο βήματα μπροστά. Έτοιμος

να του ορμήσει. Έτοιμος να τον στείλει μια ώρα αρχύτερα στο σπίτι του.

Χωρίς να έχει προλάβει να τελειώσει τη βάρδια του. Ο Πακιστανός έβαλε το

χέρι στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού του. Είχε ακούσει πως μερικοί

συμπατριώτες του είχαν γλυτώσει το ξύλο δωροδοκώντας τους πατριώτες με

τις εισπράξεις της ημέρας. Του έδωσε μια χούφτα κέρματα τυλιγμένα σε ένα

χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ, σαν μια χοντρή καραμέλα με γκρίζο

περιτύλιγμα. Ο «Πάτροκλος» πήρε τα χρήματα. Δεν είχε πάνω του ούτε σεντς.

Μόνο ένα εισιτήριο, ένα εισιτήριο επιστροφής, ένα εισιτήριο «κερασμένο» από

το κόμμα.

Ο «Πάτροκλος» όμως δεν σταμάτησε εκεί. Δεν ήταν δυνατόν να

σταματήσει εκεί. Σήκωσε το χέρι του. Κοίταξε γρήγορα γύρω του. Κοίταξε τα

πρόσωπα των επιβατών που περίμεναν το συρμό. Νόμισε ότι χαμογελούσαν.

Χαμογελούσαν γιατί επικροτούσαν τη στάση του. Επικροτούσαν γιατί ήταν

πατριώτες. Και ως πατριώτες του έδιναν την ευχή τους να φέρει σε πέρας την

αποστολή του.

Γύρισε την παλάμη του. Θυμήθηκε για μια στιγμή τους συμμαθητές του,

τότε που του έλεγαν πως είχε τις μεγαλύτερες παλάμες στην τάξη. Τον

χαστούκισε. Μια φορά. Με την ανάποδη του χεριού του, του έριξε άλλη μία.

Για να ισορροπήσει την αντίθετη δύναμη. Κάτι του είχε μείνει από το μάθημα

της φυσικής στο σχολείο. Τον Πακιστανό τον πήραν τα δάκρυα και τα αίματα.

Ταυτόχρονα. Τον κοίταξε με ένα βλέμμα δαρμένου κουταβιού. Δεν τον

λυπήθηκε. Μέχρι πρότινος και αυτός ένα δαρμένο κουτάβι ήταν. Ένα δαρμένο

κουτάβι που κανένας δεν του έδινε σημασία, ένα δαρμένο κουτάβι που

εκλιπαρούσε για αποδοχή, για χάδι και για αγάπη, μα κανένας δεν είχε μπει

44 Άγγελος Χαριάτης

στον κόπο να του τα δώσει. Αντί για αυτά του έδιναν άλλη μια κλωτσιά,

δυνατή ή σιγανή, δεν είχε σημασία, για να πάει παρακάτω. Να πάει αλλού για

να ζητιανέψει για την αποδοχή που τόσο του έλειπε.

Φαντάστηκε για μια στιγμή τον κόσμο να τον χειροκροτεί. Γύρισε για

άλλη μια φορά το βλέμμα του στους επιβάτες. Να λάβει την απαραίτητη

επιβεβαίωση για να συνεχίσει. Μα δεν είδε γέλια και χαρές. Μόνο σκυφτά

πρόσωπα. Μόνο προβληματισμένα πρόσωπα. Μόνο φοβισμένα πρόσωπα.

Κοίταξε πάλι. Ίσως να μην είχε καταλάβει καλά, μέσα στην ζάλη της

επιτυχίας του. Μα είδε την ίδια εικόνα. Ίσως να έφταιγε το «τσαλακωμένο»

του πρόσωπο. Ναι αυτή θα ήταν η αιτία. Σταμάτησε, γεμάτος αμφιβολία. Λίγο

πριν σηκώσει το πόδι του για να τον κλωτσήσει στο σαγόνι. Ο συρμός έφτασε

στην αποβάθρα. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες. Άγγιξε τα κέρματα. Η αίσθηση

του κρύου μετάλλου διαπέρασε σαν ανατριχίλα την ραχοκοκαλιά του. Σήκωσε

ψηλά τους ώμους του θέλοντας να κρύψει το κεφάλι του. Να κρυφτεί

ολόκληρος αν ήταν δυνατόν. Με το που άνοιξαν οι πόρτες χώθηκε μέσα.

Χωρίς να περιμένει να αποβιβαστούν οι επιβάτες. Πήγε στην γωνιά. Ένιωθε

να πνίγεται. Έβαλε το κεφάλι του κοντά στο «σπασμένο» παράθυρο.

Ανέπνευσε αργά, σταθερά, προγραμματισμένα. Ανέπνευσε τον πνιγηρό αέρα

που ήταν εγκλωβισμένος μέσα στο τούνελ. Αλλά ένιωσε καλύτερα. Και αυτό

ήταν το μόνο που είχε σημασία.

Ένιωσε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Είχε κουραστεί από όλα

αυτά. Προχώρησε. Κάθισε στο πρώτο κάθισμα που βρήκε. Απέναντι του μια

όμορφη κοπέλα. Ξανθιά, σαν να είχε βγει μέσα από παραμύθι. Ναι ήταν

όμορφη. Πολύ όμορφη. Με τα ξανθιά της μαλλιά, με τα γκρίζα μάτια της, με

τα ψηλά ζυγωματικά, με τα σαρκώδη χείλια. Με τον άσπρο λαιμό της. Με

τους λεπτούς ώμους της. Μια οπτασία. Ευχήθηκε για μια στιγμή το αδιανόητο.

Να της μιλούσε, έτσι απλά να της μιλούσε. Εκεί μέσα στο σιδερένιο κουτί, που

σκοπό είχε να αποξενώνει τους ανθρώπους, με το πρόσχημα ότι τους

μεταφέρει γρήγορα και με ασφάλεια. Να της πει μια καλησπέρα, να την

ρωτήσει το όνομά της και πάνω στην κουβέντα, πάνω στη γνωριμία, να της

προτείνει να πάνε μια βόλτα, χωρίς προφανή αιτία και σκοπό, απλά μια

βόλτα. Να πουν δυο-τρία πράγματα για τις ζωές τους. Να καταλήξουν σε ένα

καφέ ή ένα μπιστρό ή σε μια υπαίθρια καντίνα, αδιάφορο ήταν το μέρος και να

πιούν ένα αναψυκτικό ή μια μπύρα και κάπως έτσι να περάσουν για λίγο την

ώρα τους, να συμπαθήσει σε πρώτη φάση ο ένας τον άλλον και χωρίς να το

πολύ-καταλάβουν να δώσουν ραντεβού για την επόμενη μέρα. Και ίσως αν

όλα λειτουργούσαν τέλεια να ξεκινήσουν μία σχέση. Μια σχέση και όπου

Μαύρο Κόκκινο 45

έβγαινε. Τα σκέφτηκε όλα αυτά και ας ήταν ακόμη πρησμένο το πρόσωπό του,

από την πρωινή «μάχη».

Αυτά σκεφτόταν ο «Πάτροκλος» που είχε γίνει για μια στιγμή Μιχάλης.

Αυτά σκεφτόταν μέχρι που άκουσε ένα ήχο. Τον ήχο ενός κινητού

τηλεφώνου. Του δικού της κινητού τηλεφώνου. Μακάρι να είχε το νούμερό

της. Μακάρι να ήταν ο άλλος στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής να

της έλεγε ότι την αγαπά όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και να της έλεγε ότι θα

την περίμενε στο σπίτι του για να δουν αγκαλιά μια αισθηματική ταινία

μασουλώντας ποπ- κορν και πίνοντας κόκα-κόλα.

Μα όλες οι εικόνες διαλύθηκαν. Διαλύθηκαν μόλις την άκουσε να

απαντά με ένα «Ντα». Τώρα το χαμόγελό της δεν του έλεγε τίποτα. Ήταν

ακόμη μια πουτάνα του Βορρά, μια βόρεια που κατέβηκε από τη χώρα του

πρώην ανατολικού μπλοκ. Που σκοπό είχε να διαφθείρει και να μολύνει με το

αίμα της το αθάνατο ελληνικό γένος.

46 Άγγελος Χαριάτης

7.7.7.7. Στην άλλη άκρη της Αθήνας ο Νεόφυτος είχε μόλις βάλει το κλειδί

στην κλειδαριά της βαριάς πόρτας που οδηγούσε στο εσωτερικό των

τετρακοσίων τετραγωνικών μέτρων της οικίας του πατέρα του. Είχε αφήσει

στο πίσω μέρος του μυαλού την πάλη, τη «συγκατοίκηση» και το «διάλογο»

που είχε με τον «Πάτροκλο». Αυτό που έπρεπε εκείνη τη στιγμή να

αντιμετωπίσει ήταν ο πατέρας του. Πιο συγκεκριμένα την οργή του πατέρα

του. Αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν τον φόβιζε, ήταν κάτι που δεν τρόμαζε.

Ίσα-ίσα που κατά ένα τρόπο επιθυμούσε να τον δει οργισμένο. Θα ήταν μια

επιβεβαίωση ότι περπάταγε στο σωστό μονοπάτι.

Στο σαλόνι τον περίμενε. Με την ακριβή του καλοκαιρινή μεταξένια

ρόμπα, με το σβησμένο πούρο στο χέρι του, καθισμένος στην αγαπημένη του

Λουί Κενζ πολυθρόνα του. Μπορούσε να διακρίνει την απογοήτευση στα μάτια

του, κάτι που σίγουρα δεν τον «χάλαγε». Το αντίθετο μάλιστα. Αλλά ήθελε να

δει και την οργή του.

Τον κοίταξε στα μάτια ευθεία, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από

πάνω του. Όπως είχε κάνει κι άλλες φορές στο παρελθόν. Ο πατέρας του τον

κοίταζε. Χωρίς να πάρει και εκείνος το βλέμμα του από πάνω του. Όπως και

τις προηγούμενες φορές. Η σκηνή βγαλμένη από ταινία γουέστερν. Κάτι σαν

«μονομαχία κάτω από τον κόκκινο ήλιο».

Ακολούθησαν λεπτά σιωπής. Όχι σίγουρα από αμηχανία. Ήξεραν και οι

δύο μονομάχοι τι έπρεπε να πουν, τι ήταν αναγκασμένοι να πουν.

Την πρώτη κίνηση την έκανε ο πατέρας. Όπως πάντα. Τράβηξε το

«πιστόλι» του.

«Καλώς τον Μαρξ» είπε και γέλασε. Με ένα χαμόγελο με όλο το

σαρκασμό που μπορούσε να διαθέσει. Η αλήθεια ήταν πως ο σαρκασμός και η

ειρωνεία ήταν δύο από τα κύρια γνωρίσματα του χαρακτήρα του. Σε

υπερεπαρκείς ποσότητες. Ήταν αυτά που έκαναν τη διαφορά.

«Χαιρετώ τον Άνταμ Σμιθ» είπε ο «Βλαδίμηρος». Ο πατέρας του τον

κοίταξε με έκπληξη. Δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι η ειρωνεία

μπορούσε να κληρονομηθεί.

«Ελπίζω να ήταν η τελευταία φορά που σε βγάζω από τα

μπουντρούμια» είπε ο πατέρας του αφήνοντας κατά μέρος την ειρωνεία. Δεν

μπορούσαν οι μονομάχοι να πολεμούν με τα ίδια όπλα. Η μονομαχία θα έληγε

Μαύρο Κόκκινο 47

χωρίς νικητή και αυτό ήταν κάτι που δεν το ήθελε ο πατέρας. Είχε μάθει ή

καλύτερα είχε συνηθίσει να είναι στην πλευρά των νικητών.

«Όσο υπάρχει αδικία, όσο υπάρχει η προάσπιση των συμφερόντων της

πλουτοκρατίας από τα αστυνομικά όργανα, θα βρίσκομαι αναγκαστικά στα

μπουντρούμια που έχει χτίσει η μπουρζουαζία» είπε ο «Βλαδίμηρος» την ώρα

που φούσκωνε από περηφάνια το στήθος του. Είχε αφήσει και αυτός κατά

μέρος την ειρωνεία. Το όπλο του τώρα ήταν η περηφάνια, το όπλο του ήταν

το δίκαιο του αγώνα, το δίκαιο των λαών.

«Αν συνεχίσεις αυτό βιολί θα με αναγκάσεις να σε διώξω από το σπίτι»

είπε ο πατέρας του θέλοντας να βάλει στην πολεμική του φαρέτρα το όπλο

του εκβιασμού. Εκβιασμός με μια δόση οργής.

Ο αντίπαλος μονομάχος δεν φοβήθηκε. Ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε.

Βαθιά, πολύ βαθιά μέσα του, ίσως υποσυνείδητα, φυτεύτηκε ο σπόρος του

φόβου. Μα ήταν πολύ μικρός, τόσος δα, για να καταφέρει να ξεπηδήσει σαν

αναρριχόμενο φυτό στο συνειδητό. Η «αναδυόμενη» οργή του πατέρα του, του

έδινε φτερά.

«Όπως έκανες με τη μητέρα μου» ρίχνοντας τη σφαίρα του.

«Μα δεν την έδιωξα, μόνη της έφυγε» έκανε ο πατέρας, σίγουρος πως η

σφαίρα δεν περάσει από δίπλα του. Χωρίς να τον τραυματίσει. Το μόνο που

είχε καταφέρει ήταν να τον εκνευρίσει ακόμη περισσότερο.

«Την έδιωξες με τον τρόπο σου. Όπως θα διώξεις και μένα» ρίχνοντας

τη δεύτερη σφαίρα του.

Ο πατέρας δεν απάντησε. Μόνο κοίταξε στο μέρος της καρδιάς του. Για

να διαπιστώσει ότι η δεύτερη σφαίρα είχε βρει το στόχο της. Κοίταξε την

ανοιχτή πληγή που αιμορραγούσε. Έβαλε γρήγορα-γρήγορα το τσιρότο της

λήθης και του εγωισμού και θεώρησε ότι τα είχε καταφέρει. Ότι είχε

σταματήσει την αιμορραγία.

«Και νομίζεις ότι μπορείς να καταφέρεις να βρεις άλλο γιο. Να βρεις

τον αντικαταστάτη μου» είπε ο Νεόφυτος σμίγοντας τα φρύδια του. Ένα

πρόσωπο γεμάτο ένταση. Μια χαρούμενη ένταση. Που είχε καταφέρει να

εκνευρίσει τον πατέρα του. Που είχε καταφέρει να αντιμετωπίζει χωρίς

προσωπικές απώλειες την οργή του, που είχε χώσει ακόμη πιο βαθιά το σπόρο

του φόβου. Που είχε καταφέρει, ίσως για πρώτη φορά, να τον αντιμετωπίσει

χωρίς να χαμηλώσει το βλέμμα του.

«Μη λες βλακείες» κατάφερε να πει ο πατέρας. Κοίταξε για άλλη μια

φορά στο ύψος της καρδιάς. Το τσιρότο ήταν απλά ένα ημίμετρο.

48 Άγγελος Χαριάτης

«Γιατί; Αφού έχεις βρει αντικαταστάτρια της μαμάς. Αυτό ίσως να ήταν

εύκολο. Με μένα δεν θα είναι τόσο» είπε ο Νεόφυτος.

Ο πατέρας δεν απάντησε. Η οργή του είχε «ξεφουσκώσει», είχε

μετατραπεί σε λύπη. Όχι σε απογοήτευση. Αυτό ήταν ένα συναίσθημα που είχε

περάσει. Η λύπη ήταν το κυρίαρχο.

Είχε παραδοθεί. Είχε ηττηθεί. Είχε κατατροπωθεί. Το μόνο που

μπορούσε να κάνει ήταν να αποσυρθεί στα ιδιαίτερά του διαμερίσματα με

αξιοπρέπεια. Όση από δαύτη του είχε μείνει.

Ο Νεόφυτος ήταν ο νικητής. Δεν ήταν προσωπική νίκη. Ήταν απλά

άλλη μια κερδισμένη μάχη, άλλο ένα βήμα για το τέλος του πολέμου, για την

επικράτηση της επανάστασης. Και ως επαναστάτης που σεβόταν τον εαυτό

του, ήξερε ότι η πρώτη μάχη, ο προπομπός των επόμενων, έπρεπε να γίνει στο

στενό του περιβάλλον. Η πρώτη μάχη, η πρώτη νίκη.

Προχώρησε με το βάδισμα κα το βλέμμα του νικητή προς το δωμάτιο

του. Ο πατέρας του είχε ηττηθεί. Δεν μπορούσε να αναστρέψει το αποτέλεσμα.

Δεν του έμενε τίποτα άλλο παρά να νιώσει νικητής σε άλλο επίπεδο.

Τηλεφώνησε σε όλους τους υπαλλήλους της εταιρείας. Θεώρησε πως αρκετοί

από δαύτους ψήφιζαν αριστερά. Αυτοί θα πλήρωναν τη νύφη. Αυτοί θα

ένιωθαν την οργή του. Τους ανακοίνωσε μέσω τηλεφωνικής διάσκεψης είκοσι

τοις εκατό μείωση μισθών. «Για ποιο λόγο;» τόλμησαν να ρωτήσουν οι πιο

θαρραλέοι. «Ρωτήστε το γιο μου, αυτός φταίει για όλα» τους είπε και ο ένας

και μοναδικός που δεν αρκέστηκε σ’ αυτήν την απάντηση και ζήτησε

παραπάνω εξηγήσεις απολύθηκε το επόμενο δευτερόλεπτο.

Ο «Βλαδίμηρος» μόλις είχε ανέβει τη ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο

δωμάτιο του. Είχε προλάβει ακούσει όλη τη στιχομυθία του αφεντικού με τους

δούλους. Αλλά δεν ήθελε να αντιδράσει. Όσο και αν τον πίεζε η αριστερή του

ιδεολογία. Τα ‘βαλε με τον εαυτό του. Ένιωσε την αμφιβολία. Την αμφιβολία

ότι δεν ήταν έτοιμος. Ότι δεν ήταν έτοιμος να οδηγήσει τις μάζες στην μεγάλη

και ολική ανατροπή.

Στο δωμάτιο του άνοιξε την ντουλάπα του. Το πιο φτηνό άσπρο

φανελάκι του είχε αρχική τιμή αγοράς εβδομήντα ευρώ. Πως θα μπορούσε να

καλλιεργήσει τους σπόρους της επανάστασης σε ένα χέρσο χωράφι, αν πριν

δεν το έκανε κατάλληλο για σπορά; Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να

αποτινάξει από τους ώμους του το ζυγό της κατανάλωσης. Πουλώντας ή

χαρίζοντας ή πετώντας τα ρούχα του. Αλλά δεν το έκανε, δεν θα το έκανε. Δεν

το έκανε γιατί μέσα του φοβόταν ότι δεν ήταν έτοιμος. Ότι στην πορεία της

ιδεολογικής του μετάλλαξης κάτι θα στράβωνε και θα οδηγείτο με

Μαύρο Κόκκινο 49

μαθηματική ακρίβεια πίσω στην πουπουλένια αγκαλιά της ανώτερης

οικονομικής τάξης στην οποία ανήκε.

Αυτό που μπορούσε όμως να κάνει ήταν να κρεμάσει μια αφίσα με την

προσωπογραφία του Τσε. Ήταν ένα πρώτο βήμα αλλαγής του περιβάλλοντός

του. Αργότερα θα μπορούσε να γεμίσει τη βιβλιοθήκη του με «αριστερά»

βιβλία, καταχωνιάζοντας στην αποθήκη του τα οικονομικά βιβλία των

ραφιών του που έγραφαν και υμνούσαν τον νεοφιλελευθερισμό και βάζοντας

στη θέση τους τα βιβλία που ακόμη έκρυβε στον αποθηκευτικό χώρο κάτω

από το κρεββάτι του και δεν τολμούσε να τα εμφανίσει.

Κάθισε στο κρεβάτι του. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είδε τα πεύκα,

είδε το ψηλό φράκτη που τον έκλεινε από τον έξω κόσμο, είδε δυο πουλιά να

ερωτοτροπούν πάνω του, χοροπηδώντας χαρούμενα και αδιάφορα για το τι

συνέβαινε γύρω τους. Εκεί έξω υπήρχε κόσμος που αγαπούσε και μισούσε,

που γεννιόταν και πέθαινε, κόσμος που έτρωγε από όλα τα καλά και κόσμος

που δεν είχε δεύτερη φέτα ψωμιού ούτε κα την πρώτη έστω και ξερή, κόσμος

που ήταν τυλιγμένος σε κασμίρια και κόσμος που ήταν τυλιγμένος σε

κουρέλια.

Όχι δεν είμαι παράλογος, σκέφτηκε. Όχι δεν είμαι παράλογος που θέλω να

αλλάξουν όλα αυτά, συνεχίζοντας τη σκέψη του. Να μην υπάρχει πείνα, να μην

υπάρχουν διαφορές, να μην υπάρχουν κοινωνικοί αποκλεισμοί, να μην υπάρχουν

μέρη που δεν μπορείς να διαβείς επειδή είσαι τσιγγάνος ή λαθρομετανάστης, ή

φτωχός ή αλλόθρησκος ή έχεις διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις. Όχι, όλα

αυτά θα εξαφανιστούν μόλις η αριστερά πάρει το πάνω χέρι. Και είναι δύσκολο για

μένα, ναι το ξέρω ότι είναι δύσκολο, είναι δύσκολο να μάθεις να μοιράζεσαι όταν

είσαι με τη μεριά των χορτασμένων.

Και ύστερα η σκέψη του πέταξε στο πατριώτη, σε όλους τους πατριώτες

που δεν ήθελαν τελικά όλοι οι άνθρωποι να είναι ίσοι. Αυτός ο συγκεκριμένος

είχε το βλέμμα του μίσους, έστω και αν ήταν καμουφλαρισμένη απόγνωση( ή

τουλάχιστον όπως ήθελε να το βλέπει εκείνος από τη δική του οπτική γωνία).

Αυτός ήθελε να μείνουν όλα ίδια ή έστω να αλλάξουν, προς το χειρότερο

όμως.

Η σκέψη του πήγε ακόμη πιο πίσω. Στους δρόμους του κέντρου. Στους

δρόμους της διαδήλωσης. Στο περιστατικό με τον «Πάτροκλο». Το ένστικτό

του έλεγε ότι θα τον συναντούσε και πάλι. Θα τον συναντούσε στους δρόμους

του αγώνα, στους ματωμένους δρόμους του αγώνα, έτοιμοι να

κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον.

50 Άγγελος Χαριάτης

Το κινητό του τηλέφωνο χτύπησε. Η εικόνα του «Πάτροκλου» πέταξε

μακριά. Δεν είχε διάθεση να παραβρεθεί στην τηλεφωνική συνομιλία του

εχθρού του. Ο «Βλαδίμηρος» το σήκωσε. Στην άλλη άκρη της γραμμής ο

γενικός γραμματέας.

«Έμαθα για τους αγώνες σου» του είπε και αν μπορούσε να τον δει ο

«Βλαδίμηρος» θα έβλεπε το τεράστιο χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στα

χείλη του.

Ο «Βλαδίμηρος» δεν μίλησε. Δεν είχε τίποτα να πει.

«Έμαθα πως κατάφερες να βγεις από τα κρατητήρια» είπε ο γενικός

γραμματέας.

«Με βοήθησαν» είπε ο «Βλαδίμηρος» ψάχνοντας με αγωνία να βρει την

επόμενη απάντηση στην επόμενη ερώτηση του γενικού γραμματέα.

«Και πως έγινε αυτό;» ρώτησε ο γενικός γραμματέας.

«Κάποιοι στην ασφάλεια που έχουν φίλια προς την αριστερά

αισθήματα» είπε ο «Βλαδίμηρος». Ευτυχώς που δεν τον κοίταζε ο γενικός

γραμματέας. Από το ύφος του και από τον ιδρώτα που αυλάκωνε το πρόσωπό

του εύκολα θα μπορούσε να καταλάβει ότι έλεγε ψέματα. Ότι δεν είχε τα

κότσια να πει την αλήθεια. Ότι δηλαδή τον είχε βοηθήσει να βγει από το κελί

το εχθρικό διεθνές κεφάλαιο, ότι τον βοήθησε ο παντοτινός εχθρός της

αριστεράς. Επί της ουσίας τον αποφυλάκισε, τον απελευθέρωσε και η

απελευθέρωση είναι συνήθως πιο σημαντική από τη βοήθεια.

«Μπράβο. Θα έρθουν σε κάποια συγκέντρωση της βάσης;» ρώτησε ο

γραμματέας. Η ενδυνάμωση της αριστεράς ήταν πάντα σε πρώτο πλάνο. Όπως

όφειλε να κάνει ένας πραγματικός αρχηγός κόμματος.

«Όχι, όχι ακόμα» είπε κομπιάζοντας ο «Βλαδίμηρος».

«Δεν είναι ακόμη έτοιμοι;» ρώτησε ο γραμματέας.

«Δεν είναι εύκολο να απελευθερωθείς από τα γνωστά» είπε ο

«Βλαδίμηρος».

«Σοφή κουβέντα» είπε ο γενικός γραμματέας. «Σε περιμένω το

απόγευμα στα γραφεία του κινήματος» συνέχισε.

«Θα είμαι εκεί» είπε ο «Βλαδίμηρος».

«Ναι έχει σημάνει η ώρα της ευθύνης» είπε ο γενικός γραμματέας και ο

«Βλαδίμηρος» φαντάστηκε τον εαυτό του να σηκώνει το λάβαρο της

επανάστασης με τα δύο του χέρια, να ανεμίζει τη κόκκινη σημαία με περίσσιο

θάρρος και να οδηγεί σαν άλλος Μωυσής, «κόκκινος» Μωυσής, το λαό στη γη

της επαγγελίας.

Μαύρο Κόκκινο 51

8.8.8.8. Ο Μιχάλης ήταν έτοιμος να περάσει το κατώφλι του σπιτιού του.

Ένιωθε κουρασμένος. Ένιωθε κουρασμένος, μα ταυτόχρονα ικανοποιημένος.

Η αίσθηση της επιτυχίας είχε πλημμυρίσει το κορμί του. Ένιωθε μια

πρωτόγνωρη ζεστασιά. Μια ζεστασιά που μπορούσε μόνο να την παρομοιάσει

με τη ζεστασιά της αγκαλιάς του πατέρα του. Γιατί η αλήθεια ήταν ότι είχε μια

ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα του. Μέχρι που συνέβη το μοιραίο. Μέχρι που

συνέβη το ατύχημα.

Με αυτοπεποίθηση γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά. Άνοιξε την πόρτα.

Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα ζεστό μπάνιο. Άναψε το φως στο σαλόνι, που

ήταν και τραπεζαρία και χολ και καθιστικό. Εξήντα τετραγωνικά ισόγειο

διαμέρισμα χτισμένο στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα που προσπαθούσε

να χωρέσει τις ανάγκες και τις προσδοκίες και τα όνειρα τριών διαφορετικών

ψυχών.

Είδε με έκπληξη να τον περιμένουν. Η μάνα του και η αδελφή του. Η

μάνα του καθισμένη στην παλιά πολυθρόνα, βουβή, ανέκφραστη, με πρόσωπο

κέρινο, βγαλμένο από τον κόσμο των νεκρών. Η αδελφή του όρθια με το

λεπτό της χέρι λυγισμένο και ακουμπισμένο στο προσκέφαλο της πολυθρόνας.

Να τον κοιτάζει με τα μεγάλα μάτια της. Με τα μεγάλα μάτια της που νόμιζες

ότι θα πέταγαν σε λίγο φλόγες, έτοιμες να τον κάψουν.

«Μάθαμε ότι γράφτηκες στο Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο » είπε η

αδελφή του ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Η μάνα

παρακολουθούσε. Βουβή. Οι «καλοθελητές» της γειτονιάς είχαν προλάβει να

ενημερώσουν την οικογένεια. Ο αξιωματικός υπηρεσίας του τμήματος, είχε

αναφέρει το όνομα του Μιχάλη στον μπατζανάκη του. Ο μπατζανάκης, γνήσιο

τέκνο της Ελλάδας, το είχε συζητήσει με τη γυναίκα του. Η γυναίκα του, το

συζήτησε από τηλεφώνου με μια φίλη της που έμενε χρόνια στα Μανιάτικα.

Δεν ήθελε πολύ. Ότι έκανες στα Μανιάτικα, ότι ξέφευγε από τη συνηθισμένη

ροή των πραγμάτων, γινόταν αυτόματα, θέμα συζήτησης. Κάπως έτσι έφτασε

στα αυτιά της μητέρας του Μιχάλη, και κατ’ επέκταση στα αυτιά της αδελφής

του Μιχάλη.

«Και;» ρώτησε αδιάφορα ο Μιχάλης. Ο «Πάτροκλος» για άλλη μια φορά

την είχε κοπανήσει. Για λίγα δευτερόλεπτα. Μέχρι να βρει πάλι τις ισορροπίες

του.

52 Άγγελος Χαριάτης

«Θα έπρεπε να ντρέπεσαι» είπε κοφτά η αδελφή του. Οι φλόγες δεν

έλεγαν να σβήσουν από τα μάτια της. Ίσα-ίσα που φούντωναν όλο και

περισσότερο.

«Για ποιο λόγο;» ρώτησε ο Μιχάλης. Ο «Πάτροκλος» έκανε πάλι την

εμφάνισή του. Σαν ξωτικό του δάσους που παρουσιάζεται στα ξαφνικά

μπροστά σου.

«Δεν τιμάς τη μνήμη του πατέρα σου» χοντραίνοντάς το η αδελφή του.

Οι φλόγες καλά κρατούσαν.

«Πρέπει να είμαι αριστερός επειδή ήταν και ο πατέρας μου;» ρώτησε ο

«Πάτροκλος». Ο Μιχάλης είχε χωθεί και πάλι στην ανήλιαγη γωνιά του.

«Όχι, δεν είναι απαραίτητο. Αλλά στο άλλο άκρο;» έκανε η αδελφή του.

Ένιωσε να την καίνε οι φλόγες.

«Και τι θα έβγαινε; Σε ρωτάω τι θα έβγαινε. Ίσως να άφηνα και εγώ το

κορμί μου στον παγωμένο ωκεανό όπως το άφησε και ο πατέρας μας» έκανε ο

«Πάτροκλος».

Η αδελφή του δεν μίλησε. Στη θύμηση του πατέρα της, οι φλόγες

άρχισαν να υποχωρούν. Δεν είχε καμία όρεξη να βάλει φωτιά. Για τον πατέρα

της και τη μητέρα της. Η μητέρα του σήκωσε το κεφάλι της. Τον κοίταξε βαθιά

μέσα στα μάτια. «Αν νομίζεις ότι οι πράξεις σε τιμούν, τότε να συνεχίσεις» του

είπε και χαμήλωσε και πάλι το κεφάλι.

Ο «Πάτροκλος» δεν απάντησε. Βαθιά μέσα του, πολύ βαθιά ίσως να

γνώριζε ότι οι πράξεις του δεν τον τιμούσαν. Αλλά προτιμούσε να είναι με

τους πατριώτες, προτιμούσε να είναι κάποιος, να ανήκει σε μια ομάδα, παρά

να γυρνά από δω και από κει σαν αδέσποτος σκύλος.

«Ναι μάνα» είπε μετά από σκέψη. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει

μακριά τους. Δεν άντεχε το βλέμμα τους. Αυτό το επικριτικό βλέμμα τους. Το

μόνο που ήθελε ήταν να βάλει ένα μαξιλάρι στο πρόσωπό του και να χαθεί

στο κόσμο των ονείρων. Το ζεστό μπάνιο που σκεφτόταν όταν πέρασε το

κατώφλι του σπιτιού του ήταν τώρα πια μια μακρινή ανάμνηση. Ήθελε να

κοιμηθεί. Ήθελε να ονειρευτεί. Ίσως μέσα στο όνειρό του να εμφανιζόταν ο

πατέρας του. Ίσως να του έλεγε, να του ψιθύριζε στο αυτί ποιος ήταν ο

σωστός δρόμος που έπρεπε να ακολουθήσει για να μην χαθεί μέσα στο

σκοτάδι.

Κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του. Ένα δωμάτιο των δέκα

τετραγωνικών. Ένα δωμάτιο που χώραγε το μονό κρεβάτι του με το σομιέ που

έτριζε δυνατά στην παραμικρή κίνηση που έκανε το σώμα του, μια παλιά

ξεχαρβαλωμένη μονόφυλλη ντουλάπα, εκεί που είχε φυλαγμένα τα λιγοστά

Μαύρο Κόκκινο 53

υπάρχοντά του, ένα κομοδίνο με τρία ξύλινα πόδια και ένα τέταρτο

αποτελούμενο από πέντε κεραμικά άβαφα πλακάκια. Ένα πορτατίφ

αγορασμένο σε τιμή ευκαιρίας από το κυριακάτικο παζάρι του Πειραιά.

Έπεσε στο κρεβάτι του. Με τα ρούχα. Έκλεισε τα μάτια. Ένιωσε πως

εκείνη τη βραδιά θα εμφανιζόταν ο πατέρας του. Με το καλό του κυριακάτικο

βαθύ μπλε κοστούμι. Μ’ αυτό που φορούσε στην κηδεία του. Να εμφανιστεί

για να τον συμβουλέψει.

Η εικόνα του πατέρα του εμφανίστηκε στην οθόνη του μυαλού του. Τον

έβλεπε να έρχεται, να βγαίνει μέσα από ένα σύννεφο άσπρου καπνού. Τον

πλησίασε. Κοίταξε τον εαυτό του. Ήταν μόλις δέκα χρονών. «Γιε μου, ήρθα

για να σου πω αυτό που μου ζήτησες» είπε ο πατέρας του. Ο μικρός Μιχάλης

γούρλωσε τα μάτια του. Ήταν έτοιμος. Ήταν έτοιμος να ακούσει τη

συμβουλή. Ένας μακρινός ήχος κουδουνίσματος ακούστηκε. Όχι δεν

καλούσαν πίσω στον παράδεισο τον πατέρα του. Όχι δεν ήταν το τέλος του

σχολικού διαλλείματος. Όχι ήταν ο ήχος του κουδουνίσματος του κινητού του

τηλεφώνου. Ο μικρός Μιχάλης μεγάλωσε σε κλάσματα του δευτερολέπτου,

έγινε ο Μιχάλης των τριάντα δύο ετών. Η φιγούρα του πατέρα του

καλύφθηκε από το ίδιο σύννεφο άσπρου καπνού. Τον έβλεπε να εξαφανίζεται.

Να χάνεται κομμάτι-κομμάτι. Πρώτα τα πόδια, ύστερα τα χέρια, μετά το

κυρίως σώμα, τελευταίο το κεφάλι. Ξύπνησε και ανοιγόκλεισε τα μάτια του.

Χτυπούσε το κινητό του τηλέφωνο. Το σήκωσε σχεδόν λαχανιασμένος.

«Δεν πιστεύω να σε διέκοψα από κάτι πολύ σπουδαίο» ακούστηκε η

φωνή του ομαδάρχη.

«Όχι, όχι» είπε ο «Πάτροκλος».

«Σε μία ώρα στο κόμμα» του είπε ο ομαδάρχης και ο «Πάτροκλος» δεν

μπορούσε να αρνηθεί.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του βάζοντας τα χέρια του πάνω στο στρώμα.

Σαν να έκανε κάμψεις. Ένιωθε δυνατός. Πολύ δυνατός. Χωρίς να θέλει να

χάσει άλλο χρόνο, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Χρειαζόταν έναν καφέ.

Ένα δυνατό καφέ για να ξυπνήσει. Σκέφτηκε ότι δεν είχε ούτε σεντς. Έβαλε

τα χέρια στις τσέπες και τότε κουδούνισαν τα ψιλά. Είχε ξεχάσει το

φιλοδώρημα που του είχε δώσει ο Πακιστανός. Ένιωσε ακόμη πιο δυνατός.

Χωρίς να δώσει σημασία στη μάνα του και την αδελφή του, τις

προσπέρασε· είχαν μείνει στην ίδια θέση που τις είχε αφήσει φεύγοντας για το

δωμάτιό του. Δεν μίλησαν, δεν μίλησε. Ότι ήταν άξιο να ειπωθεί, είχε ειπωθεί

κατά την είσοδό του στο σπίτι.

54 Άγγελος Χαριάτης

Έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Περπάτησε με γρήγορο βήμα.

Το καθήκον τον καλούσε. Μια μικρή στάση για καφέ. Στην πιο ακριβή

καφετέρια της περιοχής. Πήρε τον καφέ στο χέρι και με μία κίνηση που

δήλωνε υπεροχή πλήρωσε το αντίτιμο, αφήνοντας γενναίο φιλοδώρημα. Ο

υπάλληλος τον κοίταξε με έκπληξη και δέος. Αν και η καφετέρια είχε ένα

κάποιο στάτους στη γειτονιά εντούτοις ελάχιστοι ήταν που άφηναν

φιλοδώρημα. Και μάλιστα για καφέ σε ποτήρι πλαστικό, και μάλιστα

φιλοδώρημα ίσο με την αξία του παγωμένου καφέ.

Με το ίδιο γρήγορο βήμα κατέβηκε την Αιτωλικού. Ένιωθε ότι είχε

βγάλει φτερά στα πόδια. Ένιωθε σαν τον Ερμή. Σκέφτηκε να προτείνει, όταν

οι συνθήκες θα ήταν κατάλληλες, να προτείνει την αλλαγή του ονόματός του.

Από «Πάτροκλος» σε «Ερμής». Θα ήταν μια κάποια πρόοδος όλο αυτό. Μια ας

πούμε εσωτερική αναβάθμιση. Βέβαια δεν ήξερε ότι έτσι θα έμπαινε στη

μαύρη λίστα του «γιού του Δία». Αλλά αυτό ήταν ένα άλλο ζήτημα. Επί της

ουσίας δεν θα κινδύνευε να μπει σε εκείνη τη λίστα. Ήταν σίγουρο ότι ποτέ

του δεν θα ζήταγε τίποτα από το «γιό του Δία». Θα ακολουθούσε τις οδηγίες

του, θα αποδείκνυε ότι ήταν ο καλύτερος και κάπως έτσι θα κατόρθωνε να

ανέβει, με κόπο και μόχθο, τα σκαλιά της ιεραρχίας.

Έστριψε δεξιά. Πίσω του ο Άγιος Διονύσης, μπροστά του ο ηλεκτρικός

σταθμός. Είχε τα απαραίτητα χρήματα για να επιτρέψει στον εαυτό του να

απολαύσει την πολυτέλεια εκμίσθωσης ενός ταξί. Αλλά δεν το έκανε. Δεν

ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες πολυτέλειες. Ήθελε το χρόνο του για να το

συνηθίσεις. Ήθελε να χτυπήσεις καμιά δεκαριά φραγκάτα Πακιστάνια για να

σου γίνει ρουτίνα.

Περπάτησε κατά μήκος της αποβάθρας. Το βλέμμα του ρουφούσε

άπληστα τις εικόνες. Τα ποστάλια αραγμένα και δεμένα στους κάβους, ταξί να

περιμένουν τους επιβάτες του επόμενου πλοίου, περαστικοί χωρίς σαφή

προορισμό να κόβουν βόλτες για να περάσουν την ώρα τους. Το καλοκαίρι

είχε έρθει για να μείνει μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη. Μπορούσες να το

μυρίσεις στον αέρα. Ο «Πάτροκλος» ήταν έτοιμος να περάσει την πεζογέφυρα

για να βρεθεί απέναντι. Το κινητό του τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Ο ομαδάρχης

στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. «Που είσαι;» τον ρώτησε. «Κοντά

στον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά» του απάντησε. «Πολύ καλά. Αλλαγή

σχεδίου. Περίμενε στην οδό Κόνωνος στο λιμάνι, ο «γιος του Δία» θέλει να σε

συναντήσει» του είπε ο ομαδάρχης και του το έκλεισε χωρίς να περιμένει την

απάντησή του.

Μαύρο Κόκκινο 55

Η αλήθεια ήταν ότι δεν υπήρχε αλλαγή σχεδίου. Εξ αρχής το σχέδιο

ήταν να συναντηθούν στο λιμάνι του Πειραιά, εν αγνοία του «Πάτροκλου».

Γιατί ο «γιος του Δία» ήξερε την περιοχή που έμενε το νέο και πολλά

υποσχόμενο μέλος. Το είχε δηλώσει ο «Πάτροκλος» την ημέρα της εγγραφή

του στο Μέτωπο. Όχι την ακριβή διεύθυνση, μόνο την περιοχή. Αποτελούσε

πάγια τακτική του Μετώπου, δηλαδή του «γιου του Δία» να γνωρίζει τους

τόπους διαμονής των μελών.

Ο «Πάτροκλος» χωρίς να χάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο κατέβηκε την

πεζογέφυρα, σχεδόν τρέχοντας πέρασε την είσοδο του σταθμού, σχεδόν

τρέχοντας πέρασε τη στάση του λεωφορείου που ανέβαζε τα λαϊκά στρώματα

του Πειραιά στις γειτονιές του, αφού πρώτα είχαν τελειώσει με το εργασιακό

οκτάωρο ή το δεκάωρό τους, ή απλά είχαν πάει μια βόλτα στο κέντρο του

«ευρωπαϊκού» Πειραιά. Έριξε μια φευγαλέα ματιά. Και παρατήρησε για πρώτη

φορά ότι περίμεναν στη στάση περισσότεροι αλλοδαποί παρά Έλληνες. Δεν

μπήκε στη λογική της ανάλυσης. Αυτό που θα ήθελε τώρα ήταν να είχε την

ομάδα των πατριωτών και να «κανόνιζαν» μερικούς από δαύτους. Αλλά η

ομάδα δεν ήταν εκεί. Εκείνος δεν είχε το απαραίτητο θάρρος ή την

απαραίτητη τρέλα για να τα βάλει μαζί τους. Άσε που περίμενε και ο «γιος του

Δία». Και ο «γιος του Δία» δεν έπρεπε να περιμένει ποτέ.

Στην οδό Κόνωνος κοντοστάθηκε. Είδε παρκαρισμένη μια μαύρη

λιμουζίνα με σκούρα τζάμια. Το παράθυρο της πίσω αριστερής πόρτα

κατέβηκε μέχρι τη μέση. Ο «γιος του Δία», για την ακρίβεια το αριστερό χέρι

του «γιού του Δία» του έκανε νόημα.

Ο «Πάτροκλος» προχώρησε προς τα εκεί με σίγουρα και αποφασιστικά

βήματα. Ήταν ένας ήρωας (ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε μετά την επιτυχή

συμμετοχή του στην πρωινή πορεία) και κάπως έτσι άρμοζε στους ήρωες να

περπατούν. Πλησίασε το πρόσωπό του στο μισάνοιχτο παράθυρο και είδε το

πρόσωπο του αρχηγού. Ήταν καθισμένος σταυροπόδι, φορώντας την άσπρη

χλαμύδα του.

«Μόλις γύρισα από μία σπονδή στους θεούς» είπε ο «γιός του Δία».

«Καταλαβαίνω» είπε ο «Πάτροκλος». Αυτό που μπορούσε να καταλάβει

ήταν ότι ο «γιος του Δία» ήταν τελείως απρόβλεπτος. Στο πρώτο τηλεφώνημα

ο «γιός του Δία» τον περίμενε στο κέντρο της Αθήνας, στα γραφεία του

κόμματος. Στο δεύτερο ήταν στον Πειραιά. Φυσικά και δεν γνώριζε το σχέδιο

που είχε καταστρώσει ο αρχηγός.

«Έχεις μια σημαντική αποστολή να εκτελέσεις» του είπε σοβαρά «ο

γιος του Δία». Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια την ώρα που του έλεγε αυτά

56 Άγγελος Χαριάτης

τα λόγια θέλοντας να «μετρήσει» τη θέληση και την αποφασιστικότητά του.

Επιβεβαίωσε ότι ήταν έτοιμος για την αποστολή. Κούνησε αυτάρεσκα προς τα

κάτω το κεφάλι του στραβώνοντας λίγο προς τα δεξιό το σαγόνι του.

«Μάλιστα κύριε ‘‘γιε του Δία’’» είπε κομπιάζοντας ο «Πάτροκλος». Η

εικόνα του ήρωα εντός του είχε διαλυθεί σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Δεν ήταν

τίποτα παραπάνω από ένα ασήμαντο σκουπίδι μπροστά στον αρχηγό. Πότε

επιτέλους θα πέταγε από πάνω του το μανδύα του δειλού; Πόσο σκληρά

έπρεπε να προσπαθήσει για να τα καταφέρει;

«Χωρίς κύριε» έκανε αυστηρά ο «γιος του Δία». Ήθελε να τον έχει,

όπως και όλους τους υπόλοιπους στην «πρίζα». Μόνο με σκληρή πειθαρχία θα

μπορούσε να διευθύνει, να κατευθύνει, να διοικήσει, το στρατό των

πατριωτών. Ο «Πάτροκλος» δεν μίλησε. Απλώς περίμενε. Περίμενε την

εντολή για να την εκτελέσει όσο καλύτερα μπορούσε. Όπως όφειλε δηλαδή

όντας στρατιώτης του μετώπου.

«Πάρε αυτό» του είπε ο «γιος του Δία» και κράτησε στα χέρια του το

λοστό που του έδωσε ο ομαδάρχης. Ο ομαδάρχης που καθόταν δίπλα στον

αρχηγό και χαμογελούσε περίεργα, σαν παιδί που είχε κάνει τη ζαβολιά του

και δεν το είχαν ανακαλύψει. Είχε τέτοιου είδους ψυχικά σκαμπανεβάσματα ο

ομαδάρχης. Μια να γελάει και μια να κλαίει. Μια περίπτωση υποβόσκουσας

σχιζοφρένειας Ήταν όμως πειθήνιος, υπάκουος, πειθαρχημένος. Συνώνυμα

που ταίριαζαν «γάντι» στους σκοπούς του «γιου του Δία».

Ο «Πάτροκλος» μόλις τώρα κατάλαβε την παρουσία του ομαδάρχη του,

στο πλευρό του «γιου του Δία». Η σαστιμάρα του μπροστά στον αρχηγό, τον

είχε κάνει να μην μπορεί να δει πιο μακριά από το ένα μέτρο. Λες και κάποιος

του είχε βάλει μπροστινές παρωπίδες.

«Διακριτικά» συνέχισε ο «γιος του Δία». Με ένα μικρό χαμόγελο να

σχηματίζεται στα χείλη του. Ήταν πεπεισμένος ότι ο «Πάτροκλος» ήταν ο

άνθρωπός του. Το καινούριο του εργαλείο. Φυσικά και έπρεπε να αποδείξει

την αξία του με πράξεις. Γιατί χωρίς πράξεις, χωρίς επιτυχή αποτελέσματα,

του ήταν παντελώς άχρηστος. Και οι άχρηστοι, σ’ αυτόν, δεν είχαν καμία θέση

στο Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο.

Ο «Πάτροκλος» υπάκουσε. Πέρασε το χέρι του στο εσωτερικό της

λιμουζίνας και με μια γρήγορη κίνηση το έβαλε στο πλάι του έτσι ώστε να μην

φαίνεται. Κάτι σαν μεταλλικός νάρθηκας στο εσωτερικό του χεριού του.

«Θα σε ενημερώσει ο ομαδάρχης σου» είπε ο «γιος του Δία». Ο

ομαδάρχης άνοιξε την πόρτα κατέβηκε από τη λιμουζίνα. Πλησίασε προς το

μέρος του «Πάτροκλου». Ο «γιος του Δία» είχε από τα πριν κλείσει το

Μαύρο Κόκκινο 57

παράθυρό του. Ότι έπρεπε να πει το είχε πει. Ότι έπρεπε να κάνει, το είχε

κάνει.

Του έδωσε ένα χαρτάκι. Χαμογελώντας του. Ένα γέλιο, ψυχωτικού,

τρελού, σαλεμένου. Ο «Πάτροκλος» δεν έδωσε σημασία στο χαμόγελο του

ομαδάρχη του. Αυτό που είχε τώρα σημασία ήταν το χαρτάκι. Ή καλύτερα τι

έγραφε το χαρτάκι. Το κοίταξε. Μια διεύθυνση, τρία οικοδομικά τετράγωνα

μακριά από τη γειτονιά του.

«Θα σε πάει ο ιχνηλάτης μας, θα μπεις και θα τελειώσεις τη δουλειά

νεανία » είπε ο ομαδάρχης, κόβοντας το χαμόγελο, σοβαρός τώρα, σαν να

βρισκόταν στο μέσο μια μεγάλης λύπης, ενός προσωπικού θρήνου, κοιτώντας

τον με μισόκλειστα μάτια σαν λοχαγός των ειδικών δυνάμεων που δίνει τις

διαταγές στο λόχο ορεινών καταδρομών. Η αλήθεια ήταν ότι είχε περάσει

είκοσι χρόνια από τη ζωή του μέσα στη άλλοτε ζεστή και άλλοτε κρύα

αγκαλιά των ειδικών δυνάμεων. Ένας απόστρατος αξιωματικός αφιερωμένος

μέχρι το τέλος της ζωής του στην πατρίδα. Στην πατρίδα και φυσικά στο «γιο

του Δία» και το όραμα του.

«Τι πρέπει να κάνω κύριε;» ρώτησε ο «Πάτροκλος».

«Θα χτυπήσεις το κουδούνι. Αν δεν ανοίξει κάποιος θα

χρησιμοποιήσεις το λοστό. Ξέρεις να χρησιμοποιείς το λοστό, έτσι δεν είναι;»

έκανε ο ομαδάρχης.

Δεν υπήρχε άλλη απάντηση εκτός από το «ναι». Και ας ήταν στην

πραγματικότητα, όχι. Ήταν δική του ευθύνη να βρει τον τρόπο να τα

καταφέρει, να κάνει το «όχι», «ναι».

«Αν σου ανοίξει θα είναι ο Χασάν. Χτύπα τον και μπες μέσα. Όπου βρεις

αλουμινένια πακέτα θα τα πάρεις και θα τα βάλεις στο σάκο» είπε ο

ομαδάρχης. Πλησίασε το πρόσωπό του στο πρόσωπο του «Πάτροκλου». Σε

απόσταση αναπνοής. Πραγματικά. Η ανάσα του ομαδάρχη μύριζε κάρι. Τι

δουλειά είχε το κάρι, το κατεξοχήν μπαχαρικό των μισητών Πακιστανών, στο

στομάχι του ομαδάρχη; Αλλά ο «Πάτροκλος» το άφησε να προσπεράσει.

Υπήρχαν σημαντικότερα πράγματα με τα οποία έπρεπε να απασχολεί το μυαλό

του.

«Ποιο σάκο;» ρώτησε ο «Πάτροκλος». Προσπαθώντας να μην μυρίζει

την ανάσα του ομαδάρχη.

«Θα σου δοθεί στρατιώτη» έκανε αυστηρά ο ομαδάρχης. Έκανε ένα

βήμα πίσω. Είχε δει να κλείνει ενστικτωδώς τα ρουθούνια του ο «Πάτροκλος».

Δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για εξηγήσεις. Ο «Πάτροκλος» κατέβασε το

κεφάλι. Πρώτα από ανακούφιση. Η βρώμα του κάρι είχε φύγει μακριά του. Και

58 Άγγελος Χαριάτης

ύστερα από ντροπή. Αν είναι δυνατόν να κάνω τέτοιες ερωτήσεις, σκέφτηκε. Η

ανάσα του ομαδάρχη, μια ανάμνηση μακρινή.

«Για όλους είναι δύσκολη η πρώτη φορά» είπε ο ομαδάρχης θέλοντας

να αναπτερώσει το ηθικό του στρατιώτη. Χωρίς γέλιο, χωρίς ακραία

στρατιωτική σοβαρότητα, με ύφος που άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί

ανθρώπινο.

Ο «Πάτροκλος» πήρε θάρρος. «Μάλιστα κύριε» είπε με δυνατή φωνή. Ο

ομαδάρχης του έκανε νόημα να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής του. Ο

«Πάτροκλος» δεν έσκυψε το κεφάλι. Δεύτερη φορά η ίδια αντίδραση, δεν θα

μπορούσε να εκληφθεί ως μια αντίδραση χαζού ανθρώπου. Και ο

«Πάτροκλος» δεν ήταν χαζός. Ή τουλάχιστον προσπαθούσε χρόνια να πείσει

τον εαυτό του ότι δεν ήταν. Τουλάχιστον είχε αφήσει για λίγο πίσω του το

δειλό. Ήταν και αυτό αν μη τι άλλο, ένα βήμα προς τα μπροστά.

«Θα πάρεις το υλικό και σε μισή ώρα θα σε πάρω τηλέφωνο για να

ορίσουμε νέο τόπο συνάντησης για την παράδοση» είπε ο ομαδάρχης.

«Μάλιστα κύριε» είπε ο «Πάτροκλος» σχεδόν ψιθυριστά. Δεν

επιτρεπόταν να εκτεθεί για μία φορά ακόμη. Ο ομαδάρχης τον χτύπησε φιλικά

στον ώμο. Και ύστερα άρχισε να γελάει. Ένα υστερικό, νευρικό γέλιο. Που δεν

μπορούσε να το σταματήσει. Έβαλε το χέρι του μπροστά από το στόμα του. Με

το χέρι στο στόμα κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς το πολυτελές

αυτοκίνητο.

Ο ομαδάρχης μπήκε στην μαύρη λιμουζίνα. Αφού πρώτα είχε ρίξει μια

γρήγορη ματιά περιμετρικά του χώρου. Βεβαιώθηκε πως κανένας δεν τους

παρακολουθούσε. Αυτές οι δουλειές έπρεπε να γίνονται γρήγορα, αθόρυβα και

με ασφάλεια.

Άφησε τον «Πάτροκλο» να περιμένει τον ιχνηλάτη. Ο «Πάτροκλος»

πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να τα θαλασσώσει. Ήξερε ότι

ίσως αυτή ήταν η μεγάλη του ευκαιρία για να ανέβει ακόμη περισσότερο στα

μάτια του «γιου του Δία». Είχε αγωνία. Έκλεισε τα μάτια. Μακάρι να πήγαινε

τον χρόνο παρακάτω. Να είχε τελειώσει τη δουλειά και να βρισκόταν

καθισμένος στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας παρέα με τον αρχηγό. Να του

έλεγε ότι ήταν περήφανος για εκείνον, περήφανος που τα είχε καταφέρει.

Μια μαύρη μηχανή μεγάλου κυβισμού σταμάτησε αθόρυβα μπροστά

του. Ο οδηγός της δεν του μίλησε. Μόνο τον περίμενε να ανέβει. Ο

«Πάτροκλος» ανέβηκε. Χωρίς να βιάζεται, κρατώντας γερά το λοστό με το

εσωτερικό της παλάμης του κολλημένο στο σώμα του.

Μαύρο Κόκκινο 59

Οδήγησε ήρεμα, χωρίς μεγάλη ταχύτητα, χωρίς μαρσαρίσματα, χωρίς

βίαιες επιταχύνσεις, τηρώντας πιστά τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Ο

«Πάτροκλος» φορώντας το κράνος που του έδωσε. Ένιωθε εγκλωβισμένος.

Ίσως και να ήταν. Αλλά δεν έδινε άλλη επιλογή στον εαυτό του. Έπρεπε να τα

καταφέρει, αν ήθελε να γίνει κάποιος.

Ο οδηγός σταμάτησε. Ο «Πάτροκλος» κατέβηκε. Έβγαλε το κράνος. Το

έδωσε στον ιχνηλάτη. Εκείνος το πέρασε στον αγκώνα του. Έπρεπε να

περπατήσει ένα τετράγωνο μέχρι να φτάσει στη διεύθυνση που ήταν

γραμμένη στο χαρτάκι του. Την ήξερε τη διεύθυνση. Όπως και όλους τους

δρόμους που πέρασε πάνω στη μηχανή του «ιχνηλάτη». Σχεδόν στα όρια της

γειτονιάς του. Πήρε το σακίδιο. Το πέρασε κάπως άτσαλα στους ώμους του.

Παραλίγο να του πέσει ο λοστός. Πρόλαβε την τελευταία στιγμή. Απόλυτη

ησυχία. Κοίταξε μηχανικά το ρολόι του. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Η πόλη είχε

πλύνει τα δόντια της, είχε φορέσει το νυχτικό της και ήταν έτοιμη για ύπνο. Ο

«Πάτροκλος» ξεκίνησε να βαδίζει προς την εκπλήρωση του ιερού του

καθήκοντος. Ο δικός του ύπνος μπορούσε να περιμένει. Ο δικός του ύπνος

όφειλε να περιμένει. Ο αγώνας για την απόλυτη επικράτηση των πατριωτών

δεν γνώριζε από ωράρια και συμβατικές υποχρεώσεις.

Λίγο πριν φτάσει έξω από την πόρτα, φανέρωσε το λοστό. Τον κράτησε

απαλά στο χέρι του, σαν να κράταγε το χέρι της αγαπημένης του. Μιας

αγαπημένης που δεν είχε έρθει ποτέ στη ζωή του. Αλλά αυτό ήταν ένα ζήτημα

που δεν τον απασχολούσε τη δεδομένη στιγμή. Αυτό που μετρούσε ήταν να

γίνει κάποιος, και όταν γινόταν αυτό τα πάντα θα φάνταζαν και θα ήταν πιο

εύκολα. Ο έρωτας θα ερχόταν αργότερα σαν φυσική συνέπεια, σαν αυτοδίκαιο

αποτέλεσμα.

Ένιωσε χαλαρός, αν και κάθε νεύρο του κορμιού του ήταν τεντωμένο.

«Για ποιο λόγο πρέπει να το κάνω αυτό;» ρώτησε τον εαυτό του λίγο πριν

χτυπήσει το κουδούνι. «Μα για να τα καταφέρεις» του απάντησε. «Αυτό δε

θέλεις;» συνεχίζοντας. Μερικά δευτερόλεπτα πέρασαν. «Ναι, αυτό θέλω» είπε

κάπως φοβισμένα. «Ναι αυτό θέλω στα σίγουρα» είπε πιο αποφασιστικά. Δεν

ήταν καιρός για πισωγυρίσματα και ηθικές αμφιβολίες. Ήθελε να φτάσει

μέχρι το τέλος. Έπρεπε να φτάσει μέχρι το τέλος. Στο τέλος της διαδρομής

εκεί που πίστευε ότι τον περίμενε η σωτηρία του. Οι δειλοί δεν άξιζαν τη

σωτηρία. Μόνο την αιώνια τιμωρία.

Χτύπησε το κουδούνι. Με κατεβασμένο το κεφάλι. Για να μην προλάβει

κανένας να αποτυπώσει στη μνήμη του τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

60 Άγγελος Χαριάτης

«Ποιος είναι;» ρώτησε μια φωνή με σπαστά ελληνικά. Έπρεπε να

σκεφτεί γρήγορα. Γρήγορα και αποτελεσματικά.

«Χασάν;» έκανε χαμηλόφωνα ο «Πάτροκλος».

Η πόρτα άνοιξε. Έβαλε το πόδι του ανάμεσα στην πόρτα και την κάσα.

Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Ένιωσε τα νεύρα στο

λαιμό του να τεντώνονται. Έσπρωξε την πόρτα. Σήκωσε το λοστό και τον

κατέβασε στα πλευρά του Χασάν, ή σ’ αυτόν που πίστευε ότι ήταν ο Χασάν.

Μικρή σημασία είχε το όνομα του αλλόθρησκου.

Το κορμί του Χασάν διπλώθηκε στα δύο. Ένα δυνατό άπερκατ τον

αποτελείωσε. Μπήκε στο δωμάτιο. Έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του. Το

βλέμμα του περιπλανήθηκε στο χώρο. Έψαχνε να βρει τα αλουμινένια

πακέτα. Κάτι γυάλιζε στην άκρη του δωματίου, κάτι σαν δόλωμα για συρτή.

Σαν υπνωτισμένος κατευθύνθηκε προς τα κει. Είδε τα πακέτα πάνω στο

χαμηλό τραπέζι. Κοίταξε πίσω του. Ο Χασάν ήταν ακόμη ξαπλωμένος στο

καφέ-μπεζ-πράσινο μαρμάρινο ψηφιδωτό πάτωμα. Άνοιξε το φερμουάρ του

σάκου που του είχε δωθεί και άρχισε να χώνει τα πακέτα, που έμοιαζαν με

πλάκες σοκολάτας. Τις ήξερε αυτού του τύπου τις πλάκες. Αλλά δεν μπήκε στη

διαδικασία της σκέψης. Είχε μια αποστολή να φέρει σε πέρας.

Τελείωσε το μάζεμα. Το τελευταίο πακέτο του έπεσε στο πάτωμα.

Σιχτίρισε την τύχη του, την ώρα που έσκυβε για να το μαζέψει. Είχε σκιστεί

στην μία του άκρη. Κοίταξε με μεγαλύτερη προσοχή. Ήταν χασίς. Μπορούσε

να αναγνωρίσει το χασίσι από χιλιόμετρα μακριά. Πως δεν θα μπορούσε

άλλωστε. Μεγαλώνοντας σε μία λαϊκή συνοικία, το χασίς ήταν σημείο

αναφοράς. Τόσο οι πότες του, όσο και οι προμηθευτές του.

Η αλήθεια ήταν πως παραξενεύτηκε. Τι δουλειά είχε το Εθνικό

Πατριωτικό Μέτωπο με τα χασίσια; Αφού ο «γιος του Δία» απαγόρευε ακόμη

και το κάπνισμα. Κοίταξε πάλι πίσω του. Ο Χασάν έδειχνε να βρίσκει τις

αισθήσεις του. Δεν υπήρχε χρόνος για απορίες και παράξενες σκέψεις. Ήταν

καιρός για φευγιό. Ναι αυτό έπρεπε να κάνει. Έκλεισε με μια γρήγορη κίνηση

το φερμουάρ. Πήρε το λοστό και τον κράτησε στο χέρι του. Για κάθε

ενδεχόμενο. Με μια δρασκελιά πήδηξε πάνω από το κορμί του Χασάν. Δεν

μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό. Ρούφηξε όσο πιο δυνατά μπορούσε τη

μύτη του. Μάζεψε το πηχτό σάλιο μέσα στο στόμα του, το στριφογύρισε με τη

γλώσσα του και τον έφτυσε στα μούτρα.

Περπάτησε ήρεμα μέχρι το σημείο συνάντησης. Η αποστολή του είχε

στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Ήταν σίγουρος ότι άξιζε μια θέση στο πάνθεον

των ηρώων του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου. Ήταν σίγουρος ότι όλοι στο

Μαύρο Κόκκινο 61

κόμμα, μετά τα σημερινά μαντάτα, θα τον κοιτούσαν μ’ άλλο μάτι. Θα τον

κοιτούσαν με σεβασμό. Δύο ανδραγαθίες μέσα στην ίδια μέρα δεν ήταν μικρό

πράγμα.

Ανέβηκε στη μηχανή. Ο οδηγός τον κοίταξε μέσα στο μάτια. Ο

«Πάτροκλος» χαμογέλασε στιγμές πριν φορέσει το κράνος του. Ο ιχνηλάτης

έγνεψε καταφατικά. Το τηλέφωνο του «Πάτροκλου» κουδούνισε. Ο

ομαδάρχης του είχε ορίσει το νέο σημείο.

«Πάμε μετά τα καζάνια» είπε ο «Πάτροκλος» στον οδηγό. Ο οδηγός

όμως ήταν ενημερωμένος από τα πριν. Για κάθε ενδεχόμενο. Χωρίς μεγάλη

ταχύτητα οδήγησε μέχρι το Πέραμα. Η νύχτα ήταν υγρή. Τα μάτια του

«Πάτροκλου» ήταν υγρά. Τα μάτια του «γιου του Δία» έγιναν υγρά, μόλις

κράτησε στα χέρια του τον σάκο, μέσα στη λιμουζίνα του που ήταν

παρκαρισμένη λίγο πριν τα εκδοτήρια.

«Τα συγχαρητήρια μου» είπε ο «γιος του Δία» κοιτάζοντας πλάγια τον

συγκινημένο «Πάτροκλο». Ο «Πάτροκλος» πήγε κάτι να πει. Κρατήθηκε.

Ήθελε να ρωτήσει για το χασίς. Δεν το έκανε. Ο» γιος του Δία» συνέχιζε να

τον κοιτάζει. Σαν να τον «ζύγιζε». Ο «Πάτροκλος» ευθυτενής σε στάση

ημιανάπαυσης.

«Τα συγχαρητήρια μου ομαδάρχη» συμπλήρωσε ο «γιος του Δία»

γυρνώντας προς το μέρος του, αριστερά του, μέσα στο αυτοκίνητο. Του

«Πάτροκλου» του κόπηκαν τα γόνατα. Νόμιζε πως τα συγχαρητήρια ήταν όλα

δικά του. Αλλά ίσως να ήταν και αυτό μια δοκιμασία. Η αλήθεια ήταν πως

ήταν. Για να μην πάρει θάρρος το νέο «εργαλείο». Ο ομαδάρχης ήταν μέσα στο

κόλπο. Είχε προβάρει αρκετές φορές το ρόλο του.

«Ευχαριστώ» κατάφερε να ψελλίσει. Ίσα που βγήκε η λέξη από το

στόμα μου. Ο ομαδάρχης έτοιμος να κλάψει. Από χαρά. Τόσος κόπος στις

πρόβες, δεν είχε πάει χαμένος. Ο «Πάτροκλος» έτοιμος και εκείνος να κλάψει.

Από λύπη.

«Μας περιμένουν νέοι πατριωτικοί αγώνες» του είπε ο «γιος του Δία»

και χάιδεψε αυτάρεσκα τη γενειάδα του κοιτάζοντας τον «Πάτροκλο».

«Μάλιστα “γιε του Δία”» είπε ο «Πάτροκλος». Έχοντας αφήσει πίσω

του τη δειλία και τη λύπη. Τα είχε καταφέρει. Είχε αποδείξει στον εαυτό του

ότι δεν ήταν δειλός. Τόσο κατά τη διάρκεια της αποστολής όσο και τώρα που

είχε καταφέρει να κοιτάξει κατάματα τον αρχηγό.

Ο «γιος του Δία» έκλεισε το παράθυρο χαιρετώντας τον «Πάτροκλο». Ο

«Πάτροκλος» έψαξε τον ιχνηλάτη. Είχε εξαφανιστεί. Είχε άλλα ίχνη να

ακολουθήσει. Δεν έδωσε σημασία. Σημασία είχε ότι είχε κάνει το δεύτερο

62 Άγγελος Χαριάτης

βήμα. Ακόμη ένα από τα πολλά βήματα μέχρι να τα καταφέρει οριστικά και

αμετάκλητα.

Περίμενε στη στάση το τελευταίο λεωφορείο. Πέραμα-Πειραιάς. Ήταν

αποφασισμένος να απολαύσει κάθε δευτερόλεπτο της μαγικής διαδρομής.

Μαύρο Κόκκινο 63

9.9.9.9. «Σύντροφε ευχαριστώ που ήρθες τόσο γρήγορα» του είχε πει το

απόγευμα ο γενικός γραμματέας. Ο «Βλαδίμηρος» είχε ανταποκριθεί, ως

όφειλε, άμεσα στο κάλεσμα του γενικού γραμματέα. Η μόνη καθυστέρηση που

επέτρεψε στον εαυτό του∙ μια μικρή στάση για ένα καφέ στο «πόδι».

Μια δύσκολη αποστολή που έπρεπε να εκτελέσει ήταν η αιτία της

πρόσκλησης. Τόσο δύσκολη, που αν την έφερνε εις πέρας, η αναρρίχησή του

στα πρώτα στελέχη του κινήματος θα θεωρείτο βέβαιη.

Ο γενικός γραμματέας του είχε μιλήσει για τους εχθρούς του

κινήματος. Του είχε μιλήσει για το κεφάλαιο. Για τον πόλεμο που είχε κηρύξει

το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα εναντίον του. Με όλους τους τρόπους, με

όλα τα μέσα. «Ο Μπακούνιν έλεγε ότι ο πόλεμος δεν είναι εθνικός, παρά

μονάχα ταξικός» του είχε πει ο γενικός γραμματέας καπνίζοντας ένα από τα

αγαπημένα του πούρα. Και σε έναν τέτοιον πόλεμο οι νέοι αγωνιστές ήταν

απαραίτητοι, το νέο αίμα του κινήματος ήταν απαραίτητο, για την επιτυχή

έκβαση του αγώνα. Για την τελική νίκη.

Κάπως έτσι βρέθηκε ο αγωνιστής «Βλαδίμηρος» λίγο πριν τα

μεσάνυχτα στο Πέραμα κουβαλώντας στο σάκο του μια ωρολογιακή βόμβα.

Στο Πέραμα όπου το Κίνημα μακριά από το αδιάκριτο βλέμμα της ημέρας θα

κατάφερνε ακόμη ένα χτύπημα στο διεθνές κεφάλαιο και στην ντόπια ελίτ

της πλουτοκρατίας. Με τηλεχειριστήριο. Αλλά έστω και εξ αποστάσεως, θα

μπορούσε να χαρακτηριστεί άμεσο χτύπημα.

Ο «Βλαδίμηρος» είχε πάρει απλές και κατανοητές οδηγίες. Θα

τοποθετούσε τον εκρηκτικό μηχανισμό στο δεμένο στον κάβο πλοιάριο του

πλοιοκτήτη. Αφορμή είχε δώσει ο ίδιος. Μειώνοντας τις τιμές των εισιτηρίων

της διαδρομής Πέραμα- Παλούκια. Αυτό όπως του είχε εξηγήσει ο γενικός

γραμματέας είχε άμεση επίπτωση στο εργατικό δυναμικό. Ο πλοιοκτήτης είχε

αποφασίσει και είχε εφαρμόσει τη μείωση του εργατικού κόστους. Το Κίνημα

είχε προβεί σε όλες τις αναγκαίες και επιτακτικές διαμαρτυρίες, αλλά τα αυτιά

του πλοιοκτήτη ήταν βουλωμένα με κερί. Δεν υπήρχε άλλη λύση πέρα από

αυτή. Για να παραδειγματιστεί. Ο πλοιοκτήτης θα πλήρωνε την ανυπακοή του,

θα πλήρωνε μ’ ένα από τα πλοία του την ασέβεια και την αυθάδεια που είχε

επιδείξει. Βέβαια ο γενικός γραμματέας δεν του είχε αναφέρει για το όφελος

του απλού καταναλωτή. Ο οποίος είχε διαπιστώσει ότι η τιμή του εισιτηρίου

64 Άγγελος Χαριάτης

ήταν μειωμένη. Αυτό δεν είχε σημασία. Σημασία είχε πρωτίστως η προστασία

του εργάτη και έπειτα του καταναλωτή. Ο «Βλαδίμηρος» ήταν και με τον

εργάτη και με τον καταναλωτή. Αλλά δεν είπε τίποτα στο γενικό γραμματέα.

Εκείνος γνώριζε καλύτερα. Αν ήταν για το καλό του Κινήματος και την

εδραίωση του σοσιαλισμού… κομμάτια να γινόταν.

Είχε κατέβει στο Πέραμα με τη βοήθεια του χάρτη που του είχε δοθεί.

Το Πέραμα για αυτόν ήταν αχαρτογράφητα νερά. Μόνο σαν όνομα την ήξερε

την περιοχή. Και αυτό από παλιότερες αναφορές του πατέρα του. Όπως και να

΄χε, σε κάθε αποστολή, πάντα έπρεπε να υπάρχει ένας χάρτης. Ένα από τα

βασικά συστατικά της επιτυχίας.

Φυσικά και δεν είχε αναφέρει αυτήν του την άγνοια στο γενικό

γραμματέα, ούτε φυσικά και τον πατέρα του. Ιδίως αυτόν. Την

προσωποποίηση του καπιταλισμού. Από το κέντρο είχε πάρει τον ηλεκτρικό

και από κει με τη λεωφορειακή γραμμή Πειραιάς- Πέραμα είχε φτάσει στο

στόχο του.

Ο κόσμος δεν κυκλοφορούσε τόσο συχνά όσο παλαιότερα. Πριν η

κυβέρνηση συνασπισμού υπογράψει το τρίτο μνημόνιο και βουτήξει την

Ελλάδα στο χρέος μέχρι το δύο χιλιάδες σαράντα. Ο κόσμος δεινοπαθούσε και

ήλπιζε σε μια μεγάλη αλλαγή. Σε μια πραγματική αλλαγή, όχι σαν και εκείνη

τη ψεύτικη στην αρχή της δεκαετίας του ογδόντα. Το Αριστερό Ριζοσπαστικό

Κίνημα ήταν η απάντηση. Αυτό τουλάχιστον πίστευε ο «Βλαδίμηρος». Και

προκειμένου να ξυπνήσει η ταξική συνείδηση έπρεπε να καταβληθεί κάθε

προσπάθεια. Κάθε προσπάθεια ήταν δεκτή. Ακόμη και αν κάποιες φορές

ξέφευγε από τα όρια και τα πλαίσια της νομιμότητας. Της νομιμότητας που

φυσικά είχε οριστεί από τις πουλημένες στο διεθνές κεφάλαιο προηγούμενες

εθνικές κυβερνήσεις. Χωρίς εξαίρεση της τωρινής.

«Μα δεν είναι τρομοκρατικό χτύπημα;» είχε τολμήσει να ρωτήσει ο

«Βλαδίμηρος». Ο γενικός γραμματέας τον είχε κοιτάξει με ένα βλέμμα που θα

σκότωνε και ελέφαντα. Δεν επέμεινε. Δεν υπήρχε λόγος να διακινδυνεύσει τη

θέση του στο Κίνημα. Πριν καλά-καλά αρχίσει να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια

της ιεραρχίας, να δώσει μια κλωτσιά στον εαυτό του και να τον ρίξει κάτω,

ούτε καν πίσω στο πρώτο σκαλοπάτι, μα να τον χώσει μέσα στη λάσπη.

Είδε το πλοιάριο. Roll on- Roll off, ήξερε από μικρή ηλικία να ξεχωρίζει

τους τύπους των πλοίων. Ήξερε με το μάτι να υπολογίζει και την

χωρητικότητά τους, ακόμη και την ηλικία τους. Ο πατέρας του τον προόριζε,

για διάδοχό του. Όταν οι συνομήλικοί του πήγαιναν τις Κυριακές στο γήπεδο

για να δουν από κοντά το πετσί να κυλάει στο χορτάρι με είκοσι

Μαύρο Κόκκινο 65

μαντράχαλους να το κυνηγάνε με πείσμα και λύσσα, εκείνος βολόδερνε στις

προκυμαίες, παρέα με τον πατέρα του. Τον πατέρα του που του εξηγούσε τα

πως και τα γιατί της δουλειάς του. Και ο μικρός δεν γούσταρε καθόλου αυτή

τη κυριακάτικη βόλτα, αυτό που ήθελε ήταν έστω να βρεθεί σε μια αλάνα και

να παίξει ποδόσφαιρο με την καρδιά του. Αλλά δεν επιτρεπόταν στο γιο του

εφοπλιστή, να ασχοληθεί μ’ αυτό το ταπεινό άθλημα, με το όπιο του φτωχού.

Δεν ήταν ναρκομανείς και πολύ περισσότερο δεν ήταν φτωχοί. Η φτώχεια

έστω και σαν λέξη προκαλούσε αλλεργία στον κύριο Χατζηαγγέλου. Στον

κύριο Χατζηαγγέλου που ως μικρός φόραγε τα παλαιά εσώρουχα της μεγάλης

του αδελφής. Όχι γιατί του άρεσε να παριστάνει το κορίτσι, όχι γιατί η μητέρα

του επιθυμούσε ακόμη ένα κορίτσι αντί για αγόρι, αλλά επειδή ήταν τόσο

φτωχοί που το μεροκάματο του πατέρα του έφτανε μόνο για φασόλια και μισό

καρβέλι ψωμί. Και είχε ορκιστεί στο Θεό και το διάολο ότι θα τα καταφέρει.

Είχε ορκιστεί, ανάλογα ποιος από τους δύο τελικά θα τον βοηθούσε να γίνει

πλούσιος, όσο περισσότερο πλούσιος γινόταν, με οποιοδήποτε κόστος. Είχε

καταλάβει ότι το «ψωμί» ήταν στη θάλασσα και μ’ αυτό είχε ασχοληθεί με το

που τελείωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Παράλληλα με τις σπουδές του στη

Βιομηχανική.

Να τος λοιπόν ο γιος του εφοπλιστή με τη βόμβα στα χέρια έτοιμος να

πάρει εκδίκηση για όλες εκείνες τις χαμένες Κυριακές των παιδικών του

χρόνων, στο όνομα φυσικά της ανόδου του υπαρκτού σοσιαλισμού στην

Ελλάδα. Μύρισε για λίγο το θαλασσινό αέρα· και του ήρθε αναγούλα. Δεν του

άρεσε η θάλασσα, τη μισούσε τη θάλασσα. Ίσως γιατί ότι είχε σχέση μ’ αυτήν,

αξιωματικά σχεδόν, είχε σχέση με το παρελθόν του.

Προχώρησε προσεκτικά. Κινήθηκε παριστάνοντας τον αμέριμνο

περαστικό, έναν ακόμη επιβάτη που επιθυμούσε να περάσει στη Σαλαμίνα.

Κοίταξε με την άκρη του ματιού του το πλοίο. Δεν είδε κανένα στη

μπουκαπόρτα. Ανέβηκε πάνω. Κοίταξε προς τη γέφυρα. Κανείς. Κατέβηκε με

προσοχή, αλλά και με μια αλαζονική σιγουριά, τις σκάλες που οδηγούσαν στο

μηχανοστάσιο. Ήταν κοντά στο στόχο του. Στις μηχανές του πλοίου

τοποθέτησε τη βόμβα.

Άκουσε βήματα. Βήματα να πλησιάζουν. Η ηρεμία και η ψυχραιμία του

βούτηξαν με τα πόδια μέσα στη θάλασσα. Κρύφτηκε πίσω από μια

πυροσβεστική φωλιά. Είδε τη σκιά να πλησιάζει. Να πλησιάζει κοντά του.

Κράτησε την αναπνοή του. Η σκιά τον προσπέρασε. Μαζί της τον προσπέρασε

και ο κάτοχος της σκιάς, ο φύλακας του πλοίου. Είδε μέσα στο μισοσκόταδο

66 Άγγελος Χαριάτης

φευγαλέα το πρόσωπό του. Ένα σκληρό πρόσωπο. Ένα σκληρό πρόσωπο με

αταίριαστο χαμόγελο κολλημένο πάνω του. Φαινόταν μεθυσμένος.

Ο «Βλαδίμηρος» γλίστρησε και εκείνος σαν σκιά. Μπορούσε άνετα να

φύγει χωρίς να τον πάρει χαμπάρι. Ήταν η ευκαιρία του. Ανέβηκε τα πρώτα

σκαλιά που οδηγούσαν στο κατάστρωμα του πλοίου. Σε λιγότερο από πέντε

λεπτά θα πατούσε το κουμπί στο τηλεχειριστήριο. Σε λιγότερο από πέντε

λεπτά ο σκληρός γελαστός άνθρωπος θα είχε γίνει κομματάκια. Θυσία στο

βωμό της επικράτησης του σοσιαλισμού. Θα καταγραφόταν ως μία ακόμη

παράπλευρη απώλεια.

Κοντοστάθηκε. Η μεγάλη στιγμή της απόφασης. Να φύγει και να

ολοκληρώσει την αποστολή; Ή να ειδοποιήσει τον φύλακα και να

διακινδυνέψει την αποτυχία της αποστολής και τη πιθανή σύλληψη του;

Στάλες ιδρώτα σαν μεγάλα διαφανή μαργαριτάρια σχηματίστηκαν στο

πρόσωπό του. Ήθελε να ανέβει στην ιεραρχία. Όχι για να γίνει κάποιος, μα

για να συνεισφέρει με το δικό του τρόπο στην τελική νίκη, για να εκδικηθεί

όλα όσα πρέσβευε ο πατέρας του, για να εκδικηθεί τον ίδιο τον πατέρα του.

Μα του ήταν αδύνατο να μην υπολογίσει το κόστος. Τι σημασία είχε αν

γινόταν ακόμη και αρχηγός κόμματος αν ήταν να απολέσει τη ψυχή του; Όχι

δεν θα μπορούσε να γίνει δολοφόνος. Όχι δεν θα θυσίαζε τα πάντα. Όχι δεν

θα επέτρεπε στον εαυτό του να γίνει δολοφόνος ενός αθώου. Ακόμη και ενός

ένοχου δεν θα το επέτρεπε.

«Φίλε» είπε με δυνατή φωνή.

«Ποιος είναι;» ρώτησε ο φύλακας. Ο «Βλαδίμηρος» άκουσε τα βήματά

του. Τα γρήγορα βήματά του. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να βγάλει φτερά στα

πόδια.

«Σταμάτα» είπε ο φύλακας και φυσικά ο «Βλαδίμηρος» δεν σταμάτησε.

Αυτό που έκανε ήταν να τρέξει ακόμη πιο γρήγορα.

Πέρασε σαν σίφουνας το κατάστρωμα και έφτασε κοντά στην

μπουκαπόρτα. Ο φύλακας προσπαθούσε να τον ακολουθήσει. Τρεκλίζοντας.

Σταμάτησε για μια στιγμή. Όχι δεν ήταν κουρασμένος. Η φυσική του

κατάσταση ήταν σχεδόν άριστη. Τόσα χρόνια καθημερινό κολύμπι στην

ολυμπιακών διαστάσεων πισίνα του σπιτιού του είχαν αποδώσει τα μέγιστα.

Κοίταξε πίσω του. Πενήντα βήματα μακριά του ο φύλακας είχε διπλωθεί στα

δύο, λαχανιασμένος. Λαχανιασμένος να κρατάει με τις παλάμες του τα γόνατά

του. Δεν ήθελε να τον αφήσει εκεί. Δεν ήθελε να εγκαταλείψει την

προσπάθειά του ελλείψει δυνάμεων. Φόρεσε τη κουκούλα του φούτερ του.

Μαύρο Κόκκινο 67

Έσκαγε από τη ζέστη, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα, μπροστά στον κίνδυνο να

αποκαλυφθεί.

«Τα “έπαιξες” παππού;» του φώναξε γελώντας και κοροϊδεύοντάς τον.

Ο «παππούς» πήρε δύναμη. Είχε καταφέρει ν’ ανυψώσει το ψυχικό του

σθένος. Τώρα δεν μιλούσε το σώμα, παρά μόνο η καρδιά. Έπρεπε να αποδείξει,

πρώτα-πρώτα στον εαυτό του ότι μπορούσε να πιάσει αυτό το ειρωνικό

κωλοπαίδι. Άρχισε να τρέχει. Ο «Βλαδίμηρος» είπε: «Μπράβο σου παππού»

και έβαλε τα πόδια στους ώμους. Πάτησε στεριά. Αρκετά δευτερόλεπτα μετά

και ο φύλακας. Λίγο τρέξιμο χρειαζόταν ακόμη για να ξεράσει τα ποτά που

είχε πιει.

«Θα σε μαγκώσω και τότε θα σου ξεριζώσω τα αρχίδια» είπε ο φύλακας

ασθμαίνοντας.

Ο «Βλαδίμηρος» δεν απάντησε. Μόνο τον κοίταξε. Δεν βρισκόταν σε

απόσταση ασφαλείας. Σταμάτησε να τρέχει. Ο φύλακας γέμισε τα πνευμόνια

του με θάρρος και αέρα. Ήταν πολύ κοντά του. Λίγη προσπάθεια ακόμη και θα

τα κατάφερνε. Ναι δεν ήθελε πολύ. Λίγο, να τόσο λίγο, ούτε καν είκοσι μέτρα.

Μα δεν μπορούσε να καταλάβει τη συμπεριφορά του. Να τρέχει να σωθεί από

τη μια και από την άλλη να σταματάει το τρέξιμό του, σαν να θέλει να πιαστεί.

Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τι, με το φτωχό μυαλό του.

Γιατί δεν είχε παιδέψει ποτέ του το μυαλό του. Να το κάνει να σκεφτεί με το

σωστό τρόπο. Ποτέ του δεν είχε μπει στη διαδικασία. Δεν του χρειαζόταν. Η

πρώτη του, και κατά πως φαινόταν η τελευταία του, δουλειά ήταν φύλακας.

Φύλακας σε βιομηχανία, φύλακας σε μουσείο, φύλακας σε ιδιωτικά κτίρια. Το

μόνο που δεν είχε φυλάξει ήταν ο εαυτός του. Ίσως και αυτός να είχε ανάγκη

φύλαξης και να μην το είχε καταλάβει.

«Έλα παππού, μόνο τόσο μπορείς;» έκανε κοροϊδευτικά ο

«Βλαδίμηρος» περπατώντας χαλαρά.

«Θα σου δείξω εγώ» είπε ο φύλακας και έβαλε τα δυνατά του. Ήταν

διατεθειμένος να τα δώσει όλα ώστε να τα καταφέρει.

Ο «Βλαδίμηρος» κοίταξε πάλι πίσω του, πάνω από τον ώμο του. Ο

φύλακας ήταν σε απόσταση δυο αναπνοών. Άρχισε να τρέχει. Πίσω του να

ακολουθεί ο «παππούς».

Είδε μια στάση λεωφορείου. Είδε το λεωφορείο να τον προσπερνά και

έπειτα να φρενάρει και να κόβει ταχύτητα. Μέτρησε στα γρήγορα την

απόσταση που τον χώριζε από το πλοίο. Μέτρησε την απόσταση που χώριζε

τον φύλακα από το πλοίο. Κανένα πρόβλημα. Ήταν πολύ καλός στους

υπολογισμούς. Στους γρήγορους υπολογισμούς. Τρέχοντας έβγαλε το σακίδιο

68 Άγγελος Χαριάτης

από τους ώμους του. Τρέχοντας άνοιξε το φερμουάρ. Τρέχοντας πήρε το

τηλεχειριστήριο στα χέρια του. Τρέχοντας πάτησε το κουμπί. Τρέχοντας

άκουσε το δυνατό ξερό κρότο. Τρέχοντας είδε τις φλόγες. Τρέχοντας είδε το

φύλακα να σταματάει την προσπάθειά του σαστισμένος. Τρέχοντας τον είδε

να του λέει: «Ευχαριστώ». Τρέχοντας ανέβηκε στο λεωφορείο. Ήταν πια

ασφαλής. Ασφαλής από τις τύψεις ενός άδικου θανάτου.

Χωρίς να έχει λαχανιάσει σχεδόν καθόλου, στάθηκε στη μέση του

λεωφορείου. Έξω από το παράθυρο η πόλη κοιμόταν. Το τελευταίο

λεωφορείο για τον παράδεισο ή την κόλαση. Άφησε το βλέμμα να

περιπλανηθεί στο χώρο της καμπίνας. Είδε ένα πρόσωπο γνωστό. Ένα μισητό

πρόσωπο. Το πρόσωπο του «Πάτροκλου». Του «Πάτροκλου» που είχε «χυθεί»

στο κάθισμα με το κεφάλι κατεβασμένο. Προβληματισμένος. Δεν ήξερε για

ποιο λόγο. Δεν είχε σημασία. Σημασία είχε πως είχε έρθει για άλλη μια φορά

πρόσωπο με πρόσωπο με τον εχθρό. Σημασία είχε ότι και ο εχθρός τον είχε δει.

Ο «Πάτροκλος» σηκώθηκε από τη θέση του. Σαν να μην πίστευε στα

μάτια του. Ήθελε να δει καλύτερα. Να πειστεί ότι η φιγούρα του εχθρού δεν

ήταν αποκύημα της νοσηρής φαντασίας του. Έκανε τα πρώτα βήματα.

Επιβεβαιώθηκε. Ήταν αυτός, το παρτάλι του σοσιαλισμού, αυτός που είχε

αναγκαστεί να μείνει μαζί του για κάποιες ώρες μέσα στο αφιλόξενο κελί του

αστυνομικού τμήματος.

Ήταν έτοιμος να τον αρπάξει. Αλλά δεν ήθελε να κάνει το πρώτο βήμα.

Ήταν πολύ κουρασμένος για να ξεκινήσει ένα νέο γύρο μαζί του. Δεν θα ήταν

ότι καλύτερο να τον μαζέψει για άλλη μία φορά ο «εγγονός του Δία» από το

κελί, ζητώντας του στο μέλλον νέα ανταλλάγματα. Όχι ήταν πάρα πολύ όλο

αυτό. Αλλά αν τον προκαλούσε. Όχι, όχι ακριβώς. Με την πρώτη λέξη που θα

έβγαινε από το στόμα του θα του όρμαγε. Και θα ξεχνούσε και την κούραση

και το νέο «αιματοκύλισμα» και τη νέα χάρη που θα χρώσταγε στο γιο του

«γιου του Δία».

Το αντίθετο άκρο ήταν ήρεμο. Φαινομενικά. Γιατί μέσα του ο

«Βλαδίμηρος» έβραζε, όπως βράζει το αυγό μέσα στο καυτό νερό. Ένα

δευτερόλεπτο ακόμη βρασίματος, ύστερα θα ακουγόταν το «τσακ» και θα

έσπαγε. Αλλά έπρεπε να το ξεχάσει αυτό, έπρεπε να αποφύγει πάση θυσία το

σπάσιμο. Είχε στο σάκο του όλα αυτά τα στοιχεία που θα τον ενοχοποιούσαν,

όλα αυτά τα στοιχεία που θα τον έχωναν στη φυλακή για πολλά χρόνια. Και

τότε δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει το σοσιαλιστικό του όνειρο. Αυτό

τουλάχιστον έλεγε στον εαυτό του. Γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού του

φοβόταν τη φυλακή. Φοβόταν να εγκλειστεί με φονιάδες, κλέφτες,

Μαύρο Κόκκινο 69

εξαρτημένους, παιδόφιλους. Ήταν σχεδόν βέβαιος ότι δεν θα μπορούσε να

επιβιώσει. Αποκλεισμένος από όλους και από όλα. Γιατί προτιμούσε, όσο και

αν δεν ήθελε να το παραδεχθεί, να γίνει πιστός σκλάβος του καπιταλιστικού

συστήματος, παρά ελεύθερος σοσιαλιστής κρατούμενος σε μια φυλακή

μεσαίας ή υψίστης ασφαλείας.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Σαν θηρία. Για την ακρίβεια σαν πληγωμένα

θηρία. Αυτό που τους ένοιαζε ήταν να επουλώσουν πρώτα τις δικές τους

πληγές. Δεν είχαν καμία διάθεση να επιτεθεί ο ένας στον άλλον.

Πάτησαν ταυτόχρονα το κουμπί της στάσης. Ήθελαν και οι δύο να

κατέβουν. Για να μην γίνει η έκρηξη. Μια έκρηξη που δεν γνώριζαν τις

συνέπειές της. Την ώρα που κατέβηκαν κοιτάχτηκαν για άλλη μία φορά. Ένας

αντικειμενικός παρατηρητής θα διέκρινε στα βλέμματα τους το αμοιβαίο

μίσος, μα ταυτόχρονα και τον αμοιβαίο σεβασμό. Όσο παράλογο και αν

ακουγόταν. Πίστευαν και οι δύο τους στο δίκαιο του αγώνα τους, μα και

θαύμαζαν το πάθος του άλλου. Άσχετα αν ανήκαν στα δύο άκρα.

Προχώρησαν προς τις αντίθετες κατευθύνσεις. Χωρίς αυτή τη φορά να

κοιτάξουν. Συνέχισαν το μοναχικό δρόμο τους. Στους δρόμους, τα αυτοκίνητα

εξακολουθούσαν να περνούν, οι λιγοστοί περαστικοί συνέχιζαν να σέρνουν τα

κουρασμένα σώματά τους. Κάπου κοντά ή κάπου μακριά άνθρωποι

εξακολουθούσαν να αγαπούν, να μισούν, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται,

να κάνουν έρωτα ή να πειραματίζονται με τους εαυτούς τους, να κάνουν

όνειρα για ένα καλύτερο αύριο ή να τα θάβουν στο πιο σκοτεινό ντουλάπι του

μυαλού τους.

70 Άγγελος Χαριάτης

10.10.10.10. Στον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά ο «Βλαδίμηρος» περίμενε στην

αποβάθρα προς Αθήνα. Στο ξύλινο παγκάκι. Μόνος. Άδειος από σκέψεις. Το

μόνο σίγουρο ήταν αισθανόταν περήφανος. Περήφανος που είχε χτυπήσει το

κεφάλαιο, περήφανος που δεν είχε σκοτώσει την εργατιά. Περήφανος που με

τον τρόπο του είχε καταφέρει ένα χτύπημα σε όλα όσα αντιπροσώπευε ο

πατέρας του. Όχι ο όρος «παράπλευρες απώλειες» δεν τον κάλυπτε. Δεν θα

τον κάλυπτε ποτέ.

Ένιωθε όλο του το κορμί πιασμένο. Από την ένταση. Σήκωσε τους

ώμους, αργά, τόσο αργά που κάποιος μακρινός παρατηρητής θα νόμιζε ότι δεν

είχε κάνει καν την κίνηση. Ύστερα γύρισε το λαιμό του. Για να αποσυμπιέσει

την ένταση που είχε μαζευτεί στον αυχένα του. Πρώτα δεξιά και ύστερα

αριστερά. Έμεινε εκεί. Όχι, δεν είχε πιαστεί. Τον είχε πιάσει. Τον είχε πιάσει η

εικόνα της όμορφης κοπέλας που είχε καθίσει στιγμές πριν, δίπλα του. Την

κοίταξε με την άκρη του ματιού του. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου

νόμισε ότι είχε πρωταγωνιστήσει στην ίδια σκηνή στο παρελθόν. Ένα

κλασσικό déjà vu.

Ήθελε να της μιλήσει. Όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Δεν υπήρχε πια

διεθνές κεφάλαιο, δεν υπήρχε ιμπεριαλισμός, δεν υπήρχε αριστερά, δεν

υπήρχε πατέρας, δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο εκείνη. Δεν ήξερε όμως τον τρόπο

για να την προσεγγίσει. Τι θα μπορούσε να πει κανείς σε μια άγνωστη που

συναντά στην αναμονή για την αναχώρηση; «Τι ωραίος καιρός;» Κοινότοπο.

«Τι ώρα είναι;» Χωρίς νόημα. «Τι όμορφη που είστε;» Γλοιώδες.

«Νομίζω ότι κάπου έχουμε συναντηθεί» βρήκε να πει. Με ένα ελαφρύ

κόμπιασμα. Οι λέξεις έπεσαν σαν τις χάντρες που κατηφορίζουν το σκοινί του

κομπολογιού, έτοιμες για τη σύγκρουση.

«Δεν νομίζω» απάντησε ψυχρά, με μια μεγάλη δόση επιθετικότητας.

Δεν είχε καμία διάθεση για νέες γνωριμίες και μάλιστα νυχτερινές. Ακόμη ένας

βλάκας που θέλει να κάνει «καμάκι», σκέφτηκε.

«Αλήθεια είναι. Όχι δεν έχουμε συναντηθεί» είπε ο Νεόφυτος. Τον

κοίταξε απορημένη. Ίσως να μην ήταν τελικά βλάκας. Αλλά και πάλι δεν είχε

καμία διάθεση. Δεν είχε καμία όρεξη. Ένας ξένος που εισέβαλε ετσιθελικά

στον κόσμο της.

Μαύρο Κόκκινο 71

«Είπα ψέματα. Αλλά θα ευχόμουν να είχαμε συναντηθεί, για να ξέρω

το όνομά σου, για να μπορώ να σου πιάσω την κουβέντα, για να μπορώ να σου

ζητήσω να πάμε για ένα ποτό» συνέχισε ο Νεόφυτος. Με θάρρος, στα όρια του

θράσους. Δεν είχε τίποτα να χάσει. Αντίθετα είχε να κερδίσει.

Η κοπέλα συνέχισε να τον κοιτάζει απορημένη. Εκείνος ο νεαρός, αν μη

τι άλλο είχε περισσεύματα θάρρους, και ναι θα μπορούσε να το πει θράσους.

Χωρίς όμως να είναι δειλός. Της άρεσαν οι άνθρωποι με θάρρος. Οι άνθρωποι

που δεν είχαν πρόβλημα να «τσαλακώσουν» την εικόνα τους, αντιμέτωποι με

το φάσμα της απόρριψης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, απλώς θα είχε σηκωθεί

και θα είχε καθίσει σε κάποιο άλλο πιο μακρινό παγκάκι. Αλλά είχε την

περιέργεια για να δει μέχρι ποιο σημείο θα είχε το θάρρος να τραβήξει το

σκοινί.

«Με λένε Νεόφυτο» είπε. Η κοπέλα έσκασε ένα τόσο δα μικρούτσικο

χαμογελάκι. Στα όρια του ειρωνικού μειδιάματος. Μια χαραμάδα φωτός στο

απόλυτο σκοτάδι. Ο Νεόφυτος πήρε θάρρος.

«Αλλά δεν τον χρησιμοποιώ τελευταία. Προτιμώ το “Βλαδίμηρος”»

έκανε με σιγουριά. Με τη σιγουριά που του έδινε η επιτυχής έκβαση της

αποστολής του.

«Από το σύντροφο Λένιν;» ρώτησε η κοπέλα. Η κοπέλα που την έλεγαν

Μαριάννα και είχε μια σαφέστατη συμπάθεια στους αριστερούς, μιας και είχε

μεγαλώσει σε «αριστερό» σπίτι, μιας και ψήφιζε πάντα «αριστερά» χωρίς ποτέ

να χαρίσει τη ψήφο της.

«Κάπως έτσι» είπε ο Νεόφυτος που είχε γίνει για άλλη μια φορά

«Βλαδίμηρος».

«Ανήκεις στο χώρο της αριστεράς;» ρώτησε η Μαριάννα. Τον κοίταξε

βαθιά μέσα στα μάτια. Είδε τη φλόγα του ιδεαλισμού να σιγοκαίει στα μάτια

του. Και χάρηκε. Είχε να συναντήσει αυτό το βλέμμα χρόνια. Από τότε που

ήταν μικρή, τότε που ο πατέρας την κοιτούσε με ανείπωτη λατρεία. Είχε δει το

βλέμμα του πατέρα της στα δικά του μάτια.

«Ναι» είπε περήφανα και περήφανος ο «Βλαδίμηρος». Ενστικτωδώς

ίσιωσε το κορμί του. Πέταξε προς τα έξω το στέρνο του. Σαν το σύντροφο

αγωνιστή στις προπαγανδιστικές αφίσες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στα

χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ένας προλετάριος έτοιμος να

νικήσει την πλουτοκρατία.

«Χμ, μάλιστα» έκανε αινιγματικά η Μαριάννα.

«Μήπως είναι η κατάλληλη στιγμή να πιούμε ένα ποτό;» ρώτησε ο

«Βλαδίμηρος». Με ένα μικρό κόμπο στο λαιμό. Είχε το θάρρος. Αλλά αυτό από

72 Άγγελος Χαριάτης

μόνο του δεν ήταν αρκετό. Το είχε μάθει καλά αυτό, ήταν από τα πολλά

πράγματα που του είχε μάθει ο πατέρας του, όταν τον μυούσε στο μαγικό

κόσμο των επιχειρήσεων. Δεν έφτανε μόνο το θάρρος, για να έχεις επιτυχές

αποτέλεσμα. Ναι, ο πατέρας του του είχε μάθει πολλά. Αλλά άλλο η μάθηση

και άλλο ο χαρακτήρας. Ο Νεόφυτος, περισσότερο από ποτέ, βρισκόταν μέσα

σε μια δίνη. Αριστερά από τη μια. Ο πατέρας του και όλα όσα αντιπροσώπευε

από την άλλη. Όλα αυτά που του είχε μάθει. Όλα αυτά που είχε κάνει. Στη

μητέρα του, σε εκείνον, σε όποιον έμπαινε εμπόδιο στα σχέδια του.

«Νομίζω πως ναι» είπε η Μαριάννα και η προηγούμενη υποψία

χαμόγελου, έγινε χαμόγελο κανονικό.

Δεν είχε κανονίσει τίποτα, καμία φίλη και κανένας φίλος δεν την

περίμενε. Ούτε κάποιο αγόρι. Δεν είχε αγόρι, ενώ θα μπορούσε να είχε όποιον

ήθελε. Της φαίνονταν πολύ ρηχοί όλοι αυτοί που προσπαθούσαν να την

κατακτήσουν, σαν άχαροι κηφήνες που η μόνη τους έγνοια ήταν πώς να

περάσουν καλά και πώς να γονιμοποιήσουν τη βασίλισσα. Της ήταν δύσκολο,

αν όχι αδιανόητο, να βγει μ’ έναν άγνωστο. Δεν το είχε κάνει ποτέ. Αλλά

πάντα υπήρχε η πρώτη φορά. Και η «φλόγα» στα μάτια του την είχαν πείσει. Η

«φλόγα» και το θάρρος του. Ίσως και μια στιγμιαία απώλεια της κοινής

λογικής. Το είχε αποφασίσει λοιπόν. Θα φρόντιζε να τον κρατήσει σε

απόσταση. Δεν γινόταν να γίνουν όλα από την πρώτη φορά. Θα μπορούσε να

τον «τσεκάρει». Θα μπορούσε να το βάλει στα πόδια, σε περίπτωση που ο

θαρραλέος δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα καλά μεταμφιεσμένο σε

ιδεολόγο, ψυχανώμαλο. Θα φρόντιζε με τον τρόπο της, να μην την οδηγήσει

σε απόμερα μέρη. Έτσι για το «φόβο των Ιουδαίων».

***

Κατέβηκαν στο Σταθμό Μοναστηράκι. Έξω από το σταθμό

ξεδιπλωνόταν μια τυπική ελληνική καλοκαιρινή νύχτα. Με τα τζιτζίκια να

τραγουδούν ακόμη, δίπλα τους να σιγοντάρουν οι γρύλοι και το πολύβουο

μελίσσι των ανθρώπων (στο μέσο της οικονομικής κρίσης δεν υπήρχε τίποτα

καλύτερο, τίποτα πιο φτηνό από μια ανέξοδη βόλτα στο κέντρο της πόλης).

Μια μυρωδιά από σουβλάκι, τζατζίκι και φτηνό χυμά κρασί έδινε το

απαραίτητο άρωμα της βραδιάς.

Το τέλειο σκηνικό για μια βόλτα στους νυχτερινούς δρόμους του

κέντρου. Δεν υπήρχε σχέδιο. Μια απλή βόλτα, αυτό θα ήταν. Τουλάχιστον έτσι

το έβλεπε η Μαριάννα (δένοντας βεβαίως σφιχτά στο σώμα της τις

επιφυλάξεις της). Η Μαριάννα δικηγόρος σε δικηγορικό γραφείο, δεν έβγαινε

συχνά και είχε αποφασίσει από τα πριν, πριν δηλαδή τη γνωριμία της με τον

Μαύρο Κόκκινο 73

«Βλαδίμηρο», να βολτάρει χωρίς σκοπό στο κέντρο, για να χαλαρώσει από την

ένταση της ημέρας. Εκείνης της ημέρας που ήταν φορτισμένη

συναισθηματικά. Με όλα εκείνα που είχαν συμβεί στο σπίτι της. Έτσι και

αλλιώς η επόμενη εργασιακή της ημέρα ήταν κατά κάποιο τρόπο ημιαργία. Με

ένα μόνο δικαστήριο στις έντεκα το πρωί στην Ευελπίδων. Ένα μικρό

διάλλειμα, δώρο του αφεντικού για τον άψογο επαγγελματισμό της. Ο

«Βλαδίμηρος» δεν είχε τίποτα απολύτως να κάνει την επόμενη ημέρα. Μόνο

να βρει τρόπους για να σπαταλήσει ακόμη μία ημέρα ραστώνης. Αν φυσικά

δεν τον χρειαζόταν το κόμμα. Ο «Βλαδίμηρος» που ήθελε να γνωρίσει

καλύτερα τη Μαριάννα. Να περπατήσει μαζί της, να χαθεί στα πλακόστρωτα

δρομάκια της Πλάκας, να της πιάσει δειλά-δειλά το χέρι και να την φιλήσει

στο μάγουλο. Σαν να έβγαινε πρώτο ραντεβού με την πρώτη του σχέση. Τόσο

απλά. Αλλά ήξερε ότι δεν έπρεπε να βιαστεί. Αυτά τα πράγματα συνήθως

ήθελαν τον χρόνο τους. Και από χρόνο διέθετε αρκετό, σχεδόν άπειρο.

Περπάτησαν κατά μήκος την οδό Ηφαίστου. Κυκλοφορούσε πολύς

κόσμος. Η καλύτερη ανέξοδη βόλτα. Η κρίση ήταν πανταχού παρούσα και τα

πάντα πληρούσα. Το εργατικό δυναμικό της χώρας άφραγκο και ανενεργό να

σουλατσάρει στους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος της οικογενείας μην

έχοντας άλλη επιλογή (μόνο οι βόλτες τους είχαν απομείνει). Γονείς άνεργοι,

αγωνιώντας καθημερινά για την επιβίωση, αγωνιώντας για το γάλα των

παιδιών τους. Ο συνασπισμός των παραδοσιακών κομμάτων να έχει γίνει

δούλος των ευρωπαϊκών μηχανισμών, μια χώρα ολόκληρη να αργοπεθαίνει

μη μπορώντας ή ακόμη χειρότερα μη θέλοντας να αντιδράσει. Εκεί ήταν η

μεγάλη ευκαιρία της αριστεράς. Εκεί ήταν το μεγάλο στοίχημα. Ένα στοίχημα

που έπρεπε πάση θυσία να κερδηθεί. Εκεί ήταν και η μεγάλη ευκαιρία των

Ελλήνων πατριωτών. Εκεί ήταν και το μεγάλο στοίχημα που έπρεπε να

κερδίσουν. Η πολιτική αρένα κενή από μονομάχους. Ίσως να είχαν

αποφασίσει να βγουν στη σύνταξη, θεμελιώνοντας από τα πριν το δικαίωμά

τους. Μόνο άοπλα και ανυπεράσπιστα θύματα και λιοντάρια. Να τι είχε η

αρένα. Οι του Ριζοσπαστικού Αριστερού Κινήματος και οι του Εθνικού

Πατριωτικού Μετώπου ήταν αυτοί που ήθελαν να πάρουν τη θέση των

συνταξιούχων πολεμιστών. Ήθελαν να σώσουν τον κόσμο. Αλλά πρώτα ίσως

έπρεπε να ρωτήσουν αν ο κόσμος ήθελε να σωθεί.

Η Μαριάννα κοίταξε για μια στιγμή τον «Βλαδίμηρο». Της άρεσε.

Δάγκωσε τα χείλη της. Ήθελε να μαλώσει τον εαυτό της, πώς ήταν δυνατόν

να της αρέσει έτσι ένας τύπος που είχε γνωρίσει πριν από λίγη ώρα. Και μόνο

που είχε δεχθεί να περπατήσει μαζί του, αυτό ήταν αρκετό. Ήταν κάτι πιο

74 Άγγελος Χαριάτης

πάνω από αυτά που συνήθιζε να κάνει. Τώρα να… δεν ξέρεις ούτε που μένει… τι

κάνει… ποιες είναι οι συνήθειές του… και σου αρέσει… ένας άγνωστος… για σύνελθε

μικρή Μαριάννα, σκέφτηκε την ώρα που της πρότεινε να καθίσουν σε ένα

καφέ-μπαρ για ένα γρήγορο ποτό.

Χωρίς να το καταλάβει είχε κρεμάσει την τσάντα της στην πλάτη της

ξύλινης καρέκλας, είχε βγάλει το πακέτο με τα τσιγάρα της και είχε

παραγγείλει μια βότκα λεμόνι. Ο «Βλαδίμηρος» παράγγειλε και αυτός μια

βότκα λεμόνι. Έβγαλε τη κόκκινη κασετίνα με τα τσιγάρα. Έβγαλε ένα από το

πακέτο του και χτύπησε το φίλτρο πάνω στο σκληρό πλακέ πακέτο για να

κατέβει ο καπνός. Τράβηξε μια τζούρα. Έβηξε. Βαρύ τσιγάρο, καμία σχέση με

τα τσιγάρα με τον αρίστης ποιότητας καπνό που είχε φυλαγμένα στο κομοδίνο

του δωματίου του.

«Λοιπόν με τι ασχολείσαι;» ρώτησε η Μαριάννα.

«Με την απελευθέρωση» είπε ο «Βλαδίμηρος».

«Με την απελευθέρωση;» ρώτησε πάλι η Μαριάννα. Με μια μικρή

έκπληξη.

«Ναι με την απελευθέρωση από το γνωστό» είπε ο «Βλαδίμηρος» και

ανακάθισε στην καρέκλα του. Του άρεσε να μιλάει για την «απελευθέρωση

από το γνωστό». Να μιλάει για τη σάπια δομή του κράτους, για τα δεινά του

καπιταλισμού, για την απελευθέρωση του ατόμου μέσω του σοσιαλισμού.

«Δηλαδή;» ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον η Μαριάννα.

«Με την επικράτηση του σοσιαλισμού» είπε ο «Βλαδίμηρος» και

σκοτείνιασε το πρόσωπό του. Η Μαριάννα τον κοίταξε προσεκτικά. Μπορούσε

να διακρίνει στο πρόσωπό του το βλέμμα ενός αγνού ιδεαλιστή. Και ας τον

ήξερε μόνο λίγες ώρες. Δεν έκανε εύκολα το λάθος. Γεννημένη και

μεγαλωμένη σε λαϊκή γειτονιά του Πειραιά, με γεμάτες ώρες ανάλυσης των

χαρακτήρων των εναγόμενων και των εναγόντων είχε πια μάθει με την

πρώτη ματιά να ξεχωρίζει χαρακτήρες και συμπεριφορές. Έπιασε τον εαυτό

της να θέλει να συνεχίσει αυτήν την απρόβλεπτη συνάντηση. Όχι, όχι τώρα

αμέσως, ίσως σε ένα δεύτερο, ίσως σε ένα τρίτο ραντεβού.

Ο «Βλαδίμηρος» είχε προβληματιστεί. Δεν θα ήταν εύκολη η

επικράτηση του σοσιαλισμού. Όχι δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση.

«Δεν θα είναι εύκολο» είπε τελικά η Μαριάννα. Το πρόσωπο του

«Βλαδίμηρου» φωτίστηκε. Μπορούσε να τον κατανοήσει. Και ήταν σίγουρος

ότι δεν είχε μαντικές δυνάμεις ή έστω δυνάμεις που της επέτρεπαν να

«διαβάζει» τη σκέψη του συνομιλητή της.

Μαύρο Κόκκινο 75

«Όχι δεν θα είναι» είπε ο «Βλαδίμηρος» και του ήρθε μια ακατανίκητη

επιθυμία να την φιλήσει. Έσκυψε προς το μέρος της. Λίγο πριν το

δευτερόλεπτο που η Μαριάννα θα άρχιζε να τραβιέται προς τα πίσω χτύπησε

το κινητό του τηλέφωνο. Η συγκεκριμένη προσπάθειά του θα παράμενε για

πάντα ημιτελής.

Ο γενικός γραμματέας τον καλούσε κοντά του. Ο «Βλαδίμηρος» δεν

μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Αν ήθελε φυσικά να επικρατήσει ο

σοσιαλισμός. Ένα πραγματικό δίλλημα. Αγώνας ή έρωτας;

Κοίταξε τη Μαριάννα. «Πρέπει να φύγω» έκανε λυπημένα.

«Καταλαβαίνω» απάντησε η Μαριάννα. Καταλάβαινε ή τουλάχιστον

κατέβαλε προσπάθεια να καταλάβει, αλλά αυτό μικρή σημασία είχε. Ίσως να

έβγαινε κερδισμένη από όλο αυτό. Γιατί δεν θα της άρεσε να πιούνε και ένα

δεύτερο ποτό, να ζαλιστεί, να αφήσει ελεύθερο τον εαυτό της, μακριά από

δεσμεύσεις και πρέπει και να παρασύρει και να παρασυρθεί σε ένα σκοτεινό

δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου με πληρωμή τριών ωρών ως ημιδιαμονή

κάνοντας έρωτα σαν την τελευταία απελπισμένη τσούλα. Όχι αν ήταν να

συμβεί κάτι μεταξύ τους, αυτό θα έπρεπε να γίνει χωρίς βιασύνες, όμορφα,

ρομαντικά και χαλαρά.

«Θέλω να σε ξαναδώ, νομίζω ότι αφήσαμε κάτι στη μέση» είπε ο

«Βλαδίμηρος».

«Ναι, μπορεί να τα ξαναπούμε» είπε η Μαριάννα.

«Να σου τηλεφωνήσω;» ρώτησε ο «Βλαδίμηρος».

«Καλύτερα εγώ» είπε η Μαριάννα. Ο «Βλαδίμηρος» μαγκώθηκε. Αυτό

ήταν το πρώτο στάδιο της απόρριψης. Ναι, τον απέρριπτε με ευγενικό τρόπο.

Ναι, δεν υπήρχε περίπτωση να τον πάρει τηλέφωνο, σκέφτηκε. Ποτέ δεν

συνέβαινε αυτό, τουλάχιστον σε κείνον. Αλλά δεν είχε να χάσει τίποτα. Δεν

είχε να χάσει τίποτα από ένα παιχνίδι που, θεωρητικά μέσα στο μυαλό του,

είχε χαθεί. Και ας του άρεσε τόσο πολύ.

«Να με πάρεις όμως. Έστω και για ένα γεια, έστω και για μια

πεντάλεπτη βόλτα στο λιμάνι» είπε ο «Βλαδίμηρος». Πόσο θα ‘θελε να την

ξαναδεί. Σκέφτηκε για μια στιγμή να «γράψει» τον γενικό γραμματέα στα

παλιά του τα παπούτσια, συνεχίζοντας να απολαμβάνει την παρέα της

Μαριάννας. Μόνο που αυτή η στιγμή χάθηκε, εξατμίστηκε, οδηγήθηκε σαν

υδρατμός στο κόκκινο σύννεφο του υπαρκτού σοσιαλισμού.

«Ναι εντάξει. Θα το σκεφτώ πολύ σοβαρά» είπε η Μαριάννα

χαμογελώντας. Αινιγματικά. Όπως όφειλε. Η αγωνία σ’ αυτές τις περιπτώσεις

είναι βασικό συστατικό.

76 Άγγελος Χαριάτης

Ο «Βλαδίμηρος» πλήρωσε, χωρίς να αφήσει τη Μαριάννα να βάλει το

χέρι της στην ανοιγμένη της τσάντα. «Στην υγειά του σοσιαλισμού» της είπε

και της χαμογέλασε. Εκείνη τον ευχαρίστησε και άφησε το χέρι της να

κρέμεται στην καρέκλα της. Πόσο θα ήθελε να ακουμπήσει αυτό το μετέωρο

χέρι πάνω στους ώμους του «Βλαδίμηρου». Μια αγκαλιά. Μια αληθινή

αγκαλιά χωρίς κρυφά ή φανερά νοήματα. Της έδωσε το νούμερο του κινητού

του τηλεφώνου. Σηκώθηκε από το κάθισμά του. Όλα είχαν τελειώσει. Όλα

ξεκίναγαν. Η τελευταία της κουβέντα του είχε δώσει την απαραίτητη ελπίδα.

Την μέρα που θα άκουγε τη φωνή της, ίσως να μια νέα ζωή να ξεκίναγε για

αυτόν. Πάντα όμως μέσα στα όρια του σοσιαλισμού.

Η Μαριάννα τον κοίταζε να φεύγει. Δεν μίλησε. Ίσως να μην έβλεπε

ποτέ ξανά. Δεν του είχε πει το όνομά της. Δεν την είχε ρωτήσει, δεν έτυχε να

ειπωθεί πάνω στην κουβέντα. Ίσως να μην είχε την ευκαιρία να το μάθει

ποτέ. Ένα ήταν σίγουρο. Δεν θα τον έπαιρνε τηλέφωνο. Δεν ήταν έτοιμη να

τον πάρει τηλέφωνο.

Μαύρο Κόκκινο 77

78 Άγγελος Χαριάτης

∆ΕΥΤΕΡΟ

ΜΕΡΟΣ

Μαύρο Κόκκινο 79

80 Άγγελος Χαριάτης

1.1.1.1. Ο «Πάτροκλος» είχε καταφέρει να ολοκληρώσει με επιτυχία τη δεύτερη

του αποστολή. Όπως και την τρίτη, όπως και την τέταρτη, όπως και κάθε

αποστολή που του ανατέθηκε. Σε κάποιες είχε τις αμφιβολίες του. Όπως τον

ξυλοδαρμό ενός παππά που φρόντιζε άστεγους και ηλικιωμένους και

κακοποιημένες γυναίκες και ορφανά παιδιά. Είχε κάνει το λάθος να μην τους

ζητάει ταυτότητες. Αυτό ήταν που πλήρωσε. Ο «Πάτροκλος» λίγο πριν την

εκτέλεση της αποστολής, λίγα λεπτά πριν την τέλεση της πράξης του,

σκέφτηκε να υποχωρήσει. Αλλά αμέσως μετά σκέφτηκε την συνέχεια. Πάλι

πίσω στην αρχή, πάλι πίσω στην ανωνυμία, πάλι πίσω στο κλότσημα και το

μπάτσισμα. Και αποφάσισε να σταματήσει να σκέφτεται. Αποφάσισε μόνο να

εκτελεί τις διαταγές. Τουλάχιστον μέχρι να φτάσει στο τελευταίο σκαλί και να

καθίσει δίπλα στο θρόνο του «γιού του Δία». Ο «γιος του Δία» έπλεε σε πελάγη

ευτυχίας. Είχε καταφέρει έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα αναζήτησης να

βρει το δεξί του χέρι, το νούμερο δύο στο Μέτωπο. Βέβαια δεν θα τον άφηνε

σε καμία περίπτωση να γίνει το νούμερο ένα. Ποτέ του δεν είχε αφήσει

κανένα να γίνει το νούμερο ένα. Φρόντιζε την κατάλληλη στιγμή, όταν

δηλαδή έκρινε ότι απειλείτο η θέση του και η κυριαρχία του, να βγάζει το

νούμερο δύο έξω από το παιχνίδι. Για την ακρίβεια να το πετάει στο

σκουπιδοτενεκέ σαν στυμμένη λεμονόκουπα.

Όλοι οι συναγωνιστές στο Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο αντιμετώπιζαν

τον «Πάτροκλο» τουλάχιστον με σεβασμό. Ένα σεβασμό που στην ουσία ήταν

ένας συγκεκαλυμμένος φόβος. Φόβος, γιατί είχε αποδείξει ότι ήταν ικανός να

εκτελέσει και την πιο αποτρόπαια πράξη, χωρίς να σκεφτεί

συναισθηματισμούς, χωρίς να δείξει οίκτο. Δεν ήξεραν βέβαια ότι πολλές

φορές βρέθηκε να αμφιβάλει, να αντιδρά εντός του, στην εκτέλεση της

αποστολής, στο νόημα εκτέλεσης της αποστολής. Αλλά επίσης δεν γνώριζαν

το κίνητρο που τον καθοδηγούσε. Να ξεφύγει από την ανωνυμία, να ξεφύγει

από το άχαρο παρελθόν του. Τον φοβόντουσαν για ένα ακόμη λόγο. Όσο πιο

κοντά στον αρχηγό ήταν, τόσο μεγαλύτερη δύναμη αποκτούσε. Και ο έχων τη

δύναμη δημιουργεί φόβο, τουλάχιστον στους πιο αδύναμους.

Όμως όσα βήματα προς τα μπροστά έκανε μέσα στο κόμμα, άλλα τόσα

βήματα έκανε πίσω μέσα στην οικογένειά του. Η αδελφή του μετά βίας του

μίλαγε. Από εκείνη τη μέρα που τον «φωτογράφησαν» ως τον βασικό υπαίτιο

Μαύρο Κόκκινο 81

της πυρκαγιάς, συνεπεία εμπρησμού, η οποία ξέσπασε στο κέντρο υποδοχής

μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας. Είχε καταφέρει να τη σκαπουλάρει, όπως

όλες τις προηγούμενες φορές. Κανένας αυτόπτης μάρτυρας δεν είχε το

κουράγιο, το θάρρος, τα κότσια να τον κατονομάσει. Η σκιά του Εθνικού

Πατριωτικού Μετώπου θα έπεφτε βαριά πάνω τους. Υπήρξαν βέβαια και

αυτόπτες μάρτυρες, υποστηρικτές του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου.

Εκείνοι ήταν σίγουρο ότι δεν θα άνοιγαν το στόμα τους, όχι σε καμία

περίπτωση, αν ήθελαν το Μέτωπο να είναι η επόμενη κυβέρνηση.

Η μητέρα του παρακολουθούσε βουβή και βουβά την εξέλιξή του. Ούτε

χαιρόταν για την άνοδό του, ούτε λυπόταν για την κατάντιά του. Δεν είχε τη

δύναμη, δεν είχε το κουράγιο να τον παρακολουθήσει. Μια ελαφριάς μορφή

κατάθλιψης τής είχε διαγνωστεί, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη την

κατάσταση. Όλα της φαίνονταν αδιάφορα. Ιδίως με τη βοήθεια των

αντικαταθλιπτικών χαπιών. Όλα μια ευθεία γραμμή, σαν το καρδιογράφημα

ενός νεκρού.

Στη γειτονιά τον αποκαλούσαν κύριο Μιχάλη. Οι ταπεινοί και

καταφρονημένοι προσέφευγαν σ’ αυτόν. Ήταν για αυτούς κάτι αντίστοιχο του

«Νονού», κάτι σαν τον Don Corleone. Πάντα τους βοηθούσε. Αρκεί να είχαν

ελληνική ταυτότητα. Κυκλοφορούσε με χρήματα στις τσέπες, με πολλά

χρήματα. Για πρώτη φορά στη ζωή του. Για πρώτη φορά στη ζωή του τον

αποκαλούσαν «κύριο». Για πρώτη φορά έσκυβαν το κεφάλι με σεβασμό από

όπου περνούσε. Μια γριά μάλιστα του είχε φιλήσει το χέρι. Λες και ήταν

μητροπολίτης. Ήταν το αφεντικό. Ίσως καλύτερος και από μητροπολίτη.

Μέσα σε διάστημα ενός μήνα είχε καταφέρει σχεδόν τα πάντα. Άσχετα αν

χρειάστηκε να κάνει τα χατίρια του «εγγονού του Δία». Άσχετα αν τον

«πήδαγε» όποτε του το ζητούσε. Και το ζητούσε συχνά. Ήταν η συμφωνία

τους. Δούναι και λαβείν. Αυτό ήταν. Μια καθαρή και τίμια συναλλαγή. Με

πηδάς, παρακάμπτω κάθε εμπόδιο, κάθε πιθανή αντίρρηση και αντίδραση του

πατέρα μου. Κανένα εμπόδιο στην άνοδό σου. Σιχαινόταν να πηδάει το γιο του

«γιου του Δία». Αλλά δεν ήθελε να έχει άλλη επιλογή. Άλλωστε τον είχε στο

χέρι. Κανείς δεν γνώριζε την ομοφυλοφιλία του «εγγονού του Δία».

Τουλάχιστον με αποδείξεις. Οι ενδείξεις ήταν απλώς ενδείξεις. Και κατά πάσα

πιθανότητα έτσι θα έμεναν, αν δεν άνοιγε το στόμα του ο «Πάτροκλος».

Είχε καταφέρει να γίνει σχεδόν βασιλιάς. Ένα μυθικό πρόσωπο. Αλλά

όπως και πριν ένιωθε μόνος. Απελπιστικά μόνος. Ίσως πιο μόνος από

οποιαδήποτε άλλη φορά. Η αδελφή του εξακολουθούσε να μην του μιλάει, η

μάνα του εξακολουθούσε να τον κοιτάζει βουβή. Ήταν στα όρια τού να φύγει

82 Άγγελος Χαριάτης

από το σπίτι. Αλλά τότε, κάθε ελπίδα για να γίνει και πάλι αποδεκτός από την

οικογένεια θα χανόταν, θα βούλιαζε, όπως βουλιάζει ένα πλοιάριο σε

θαλάσσια δίνη. Αν και η άνοδος του ήταν αυτό που τον απασχολούσε, δεν

μπορούσε να ξεχάσει την οικογένεια του. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα θεμέλια

του, την ιστορία του. Γιατί ένα σπίτι χωρίς θεμέλια, γινόταν κομματάκια, στην

πρώτη δυνατή ριπή του ανέμου.

Ο «γιος του Δία» τον προσκαλούσε συχνά-πυκνά στο σπίτι του. Ένα

σπίτι που έμοιαζε με αρχαίο ναό. Με αγάλματα των δώδεκα θεών του

Ολύμπου, με σκεύη κουζίνας πιστά αντίγραφα της τότε εποχής. Να τον

υποδέχεται φορώντας πάντοτε το άσπρο χιτώνα του, να τον διδάσκει αρχαία

ιστορία και φιλοσοφία και να του αναθέτει αποστολές στο όνομα της πατρίδας

και του Δία. Και δίπλα στο «γιο του Δία» ο εγγονός του να του κλείνει πονηρά

το μάτι την ώρα που δεν κοίταζε προς το μέρος του ο «γιός του Δία».

Πάντα φρόντιζε να μαθαίνει για την πορεία του αντίπαλου κόμματος,

του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος. Που κατά πως φαινόταν θα ήταν ο

βασικός αντίπαλος των πατριωτών. Τα παραδοσιακά κόμματα είχαν πεθάνει.

Οι πολιτικοί τους ήταν νεκροί. Νεκροί που δεν το γνώριζαν. Οι δημοσκοπήσεις

έδιναν πρωτιά στα δύο κόμματα, που είχαν ξεφυτρώσει από το πουθενά. Αυτό

των πατριωτών και το άλλο το μισητό του Αριστερού Ριζοσπαστικού

Κινήματος. Ο δικομματισμός είχε πάει στον πάτο. Να σέρνεται σαν

ετοιμοθάνατο φίδι στην κοιλάδα του θανάτου μετρώντας αντίστροφα μέχρι

να έρθει η ώρα του θανάτου του. Και μέσα από το θάνατό του, μέσα από το

αυγό του φιδιού που για χρόνια θρεφόταν στη μασχάλη της κοινωνίας θα

ξεπεταγόταν ένα νέο ον. Όχι φίδι μα ένας ολόλαμπρος ήλιος, ο ήλιος των

ιδανικών της αρχαίας Ελλάδας. Και οι πατριώτες ήταν οι αναντίρρητοι και

γνήσιοι εκφραστές των.

***

Το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα είχε αποκτήσει ένα άτυπο νέο

υπαρχηγό, έναν κολαούζο που εμφανιζόταν σε δεύτερο πλάνο πίσω από το

γενικό γραμματέα. Έβλεπε τη φάτσα του κάθε μέρα παντού, στις εφημερίδες

και στο διαδίκτυο(όχι στην τηλεόραση, ο γενικός γραμματέας απείχε από τις

τηλεοπτικές εμφανίσεις. Θεωρούσε την τηλεόραση ως το όπιο του λαού). Σε

δεύτερο πλάνο. Χωρίς να αναφέρεται πουθενά το όνομά του. Ίσως γιατί

κανένας δεν το ήξερε. Ίσως γιατί δεν ενδιέφερε κανέναν. Ούτε καν τους

δημοσιογράφους. Τους αρκούσε που βρισκόταν πίσω από το γενικό

γραμματέα. Ένας γνωστός-άγνωστος.

Μαύρο Κόκκινο 83

Όσο περισσότερο εμφανιζόταν, τόσο τον μισούσε πιο πολύ. Γιατί ήξερε

ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα φοβισμένο κωλόπαιδο. Σαν τότε που

τον πλάκωσε στο ξύλο στην πορεία, σαν τότε που βρέθηκαν για μερικές ώρες

στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος. Σαν τότε που βρέθηκαν στο

λεωφορείο. Τότε τον είχε σεβαστεί. Ίσως αυτός ο σεβασμός να απόρρεε από το

φόβο που ένιωθε εκτελώντας την πρώτη του αποστολή. Μα τώρα ήταν

διαφορετικά. Δεν υπήρχε σεβασμός, γιατί δεν υπήρχε φόβος. Ένιωθε πως

ήταν ανίκητος, ένιωθε έχοντας επίγνωση της ύβρεως πως ήταν σχεδόν

αθάνατος, ένα βήμα πριν την αθανασία. Τώρα όπου τον πετύχαινε θα

φρόντιζε να τον ξεφτιλίσει. Όχι δέρνοντάς τον. Αυτό θα παραήταν εύκολο. Θα

του έδινε μ’ αυτόν τον τρόπο προβολή και το άλλοθι πως ο δικός του αγώνας

ήταν δίκαιος. Όχι δεν θα το έκανε έτσι. Όχι δεν θα έβλαπτε τους πατριώτες.

Θα τον ξεφτίλιζε. Ναι αυτό θα έκανε αν τον πετύχαινε. Όχι όμως σε δημόσιο

χώρο. Θα ήταν μέγα λάθος. Κάπου θα τον έβρισκε. Και αν ήταν τυχερός και

τον πετύχαινε σε κάποια σκοτεινή γωνία, τότε και μόνο τότε θα του έδινε να

καταλάβει τι εστί βερίκοκο. Χωρίς να του μιλήσει. Θα τον έπιανε βίαια από

τον ώμο και θα τον ξάπλωνε κάτω με μια γρήγορη και δυνατή και με ακρίβεια

δοσμένη γροθιά.

Αρκετά μ’ αυτό το τσογλάνι, σκέφτηκε την ώρα που ο πρώην ομαδάρχης

του, τον περίμενε στην οδό Κόνωνος. Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, σκέφτηκε

πάλι την ώρα που έφτιαχνε τον πορφυρό χιτώνα του. Στήριξε τη χρυσή πόρπη

στη μέση του. Φόρεσε τα σανδάλια του και τον κότινο στα μαλλιά. Ίσιωσε τα

μαλλιά του και έξυσε μηχανικά τα μάγουλά του. Είχε να ξυριστεί κοντά ένα

μήνα. Ήταν σωστό και πρέπον για την εικόνα του να αφήσει γενειάδα του

είχε πει ο «γιος του Δία» και αυτός απλώς είχε συμφωνήσει. Όπως κάθε φορά.

Ήταν έτοιμος, πήρε βαθιά ανάσα. Σήμερα σε επίσημη τελετή θα ανακοίνωνε ο

ηγέτης του μετώπου τους υποψήφιους του ψηφοδελτίου. Ήταν η μεγάλη

μέρα. Η μέρα από την οποία θα ξεκίναγε η αντίστροφη μέτρηση για την τελική

νίκη. Όλοι οι αρχαίοι ήρωες θα ήταν περήφανοι, όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι,

όλοι οι αρχαίοι επιστήμονες, όλοι τους θα ήταν περήφανοι μέσα στα αιώνια

μνήματά τους, για την άνοδο του αρχαιοελληνικού ιδεώδους. Μέσα σε ένα

μήνα είχε καταφέρει να εκπαιδευτεί. Καθημερινά, όταν δεν ασχολείτο με τις

αποστολές του «γιου του Δία», διάβαζε. Φιλοσοφία, μαθηματικά, ιστορία. Η

αλήθεια ήταν ότι δεν τα καλοκαταλάβαινε όλα αυτά. Απλά αποστήθιζε, με

κόπο η αλήθεια ήταν, κείμενα. Επιλεκτικά. Κάτι σαν τα κύρια σημεία, τόσο

όσο για να μην πιαστεί αδιάβαστος. Αυτό που μετρούσε για τον Μιχάλη ήταν

ότι τα είχε καταφέρει. Και ότι θα μπορούσε να καταφέρει ακόμη περισσότερα.

84 Άγγελος Χαριάτης

Του ήταν σχεδόν αδιάφορο αν το όχημα για την επιτυχία ήταν το Εθνικό

Πατριωτικό Μέτωπο. Θα μπορούσε να ήταν οποιοδήποτε άλλο. Είχε πιάσει τον

εαυτό του να τον φαντάζεται μέσα στο Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα. Με την

ίδια θέση, με την ίδια εξουσία. Δεν τον απογοήτευσε το σενάριο. Πίστευε ότι

θα ένιωθε το ίδιο καλά. Το σκέφτηκε όλο αυτό και δεν τρόμαξε. Δεν τρόμαξε

στην ιδέα ότι θα μπορούσε να είναι με την αντίπαλη παράταξη.

Ο «γιος του Δία» θα ανακοίνωνε την υποψηφιότητα του «Πάτροκλου».

Είχε αποφασίσει να τον τοποθετήσει επικεφαλής του ψηφοδελτίου

επικρατείας με μοναδικό σκοπό να εκλεγεί στη βουλή των Ελλήνων. Οι

δημοσκοπήσεις έδιναν προβάδισμα νίκης, με ελάχιστη διαφορά, στο Εθνικό

Πατριωτικό Μέτωπο. Δύο εβδομάδες πριν τις εκλογές. Ο «γιος του Δία»

βρισκόταν σε μια μόνιμη ευφορία λες και μασούλαγε διαρκώς τα φύλλα που

μασούσε κάποτε και η Πυθία. Το μόνο που σκιάζε στιγμές-στιγμές το πρόσωπό

του ήταν η απάντηση στο ερώτημα: «Ποιον θεωρείτε καταλληλότερο για

πρωθυπουργό;» Εκεί ο γενικός γραμματέας του Αριστερού Ριζοσπαστικού

Κινήματος προηγείτο με διαφορά πέντε ποσοστιαίων μονάδων. Δεν μπορούσε

να το ανεχτεί αυτό. Ο «γιος του Δία» κατώτερος από ένα βρωμερό κομμούνι,

που σκοπό είχε την νομιμοποίηση του σοσιαλισμού, τη νομιμοποίηση των

μεταναστών, τη νομιμοποίηση των Εβραίων. Είχε σκεφτεί να δολοφονήσει

τον γενικό γραμματέα. Αλλά μια τέτοια κίνηση το πιθανότερο θα ήταν να

φέρει αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Να ισχυροποιήσει τα

κομμούνια και να ρίξει το σαρκίο του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου,

μπροστά στα δόντια του Κέρβερου. Έπρεπε να βρει άλλες λύσεις, έπρεπε να

σκεφτεί πως θα μπορούσε να τον ρίξει από το βάθρο της κορυφής. Μα όσο και

αν είχε στύψει το μυαλό του δεν είχε καταφέρει να βρει μια λύση της

προκοπής. Βαθιά μέσα του πίστευε ότι ο πατέρας του θα έδινε τη λύση, σαν

από μηχανής θεός. Ναι γιατί όσο παράλογο κι αν ακουγόταν πίστευε ώρες-

ώρες πως ήταν ο γιος του Δία. Του είχε αποκαλυφθεί σε ένα όραμα των

εφηβικών του χρόνων. Τότε που ήταν μόνος και χωρίς καμία ελπίδα, χωρίς

να περιμένει βοήθεια από πουθενά, μεγαλώνοντας με ανάδοχη οικογένεια,

χωρίς να έχει γνωρίσει τους φυσικούς του γονείς. Τους φυσικούς του γονείς

που τον είχαν εγκαταλείψει δύο χρονών παιδάκι έξω από την πόρτα δημόσιου

ιδρύματος. Δύο μακρινές μαύρες κηλίδες ήταν οι γονείς του για αυτόν. Και

κάπως έτσι μεγάλωσε σε ένα δικό του φανταστικό κόσμο, που δεν αποκάλυψε

ποτέ σε κανέναν, ούτε και στους ανάδοχους γονείς που τον υιοθέτησαν στα

δέκα του χρόνια. Κάπως έτσι έχτιζε μέρα με την μέρα την πεποίθηση ότι ήταν

μοναδικός, ότι ήταν γραμμένο από τη Μοίρα πως προοριζόταν μόνο για

Μαύρο Κόκκινο 85

σπουδαία πράγματα, πως ήταν θεόσταλτος. Μα δεν μπορούσε να γίνει ο υιός

του Θεού των Εβραίων. Είχε προλάβει δύο χιλιάδες χρόνια πριν να πάρει τη

θέση του ο Ιησούς. Δεν του έμενε άλλη επιλογή, παρά να γίνει ο γιος του Δία.

Να «υιοθετήσει» τον πατέρα του. Πίστευε ότι θα κατάφερνε να γίνει

σπουδαίος μέσα από τη συλλογικότητα. Μέσα από τους πολλούς, μέσα από ένα

μαζικό κίνημα, με τη διαφορά πως εκείνος θα κινούσε δικαιωματικά τα

νήματα. Τα νήματα που ελεύθερα θα του είχαν παραχωρήσει οι υποτακτικοί

του. Είχε αποφασίσει να τοποθετήσει τον «Πάτροκλο» στην κορυφή του

ψηφοδελτίου για ένα και μόνο λόγο. Αρχικά είχε θαυμάσει την τόλμη του και

την αρετή του στην εκτέλεση των αποστολών. Αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος.

Τον είχε ξεχωρίσει από το βλέμμα του. Ένα βλέμμα ίδιο με το δικό του, των

περασμένων χρόνων. Ήξερε καλά να διακρίνει το βλέμμα της απόγνωσης, το

βλέμμα της σιωπής, το βλέμμα που διψούσε για αναγνώριση. Και φυσικά αν

διαισθανόταν ότι απειλείτο η θέση του θα τον «καθάριζε» σαν αυγό. Όπως

είχε κάνει και με τους υπόλοιπους στο παρελθόν.

Ο πρώην ομαδάρχης του έσκυψε ευλαβικά το κεφάλι του. Ο

«Πάτροκλος» του έκανε νόημα να προχωρήσει. Μπροστά ο πρώην ομαδάρχης,

πίσω του ο νούμερο δύο του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου. Μέχρι πριν από

λίγο καιρό ο ομαδάρχης πήγαινε μπροστά και ο «Πάτροκλος» ακολουθούσε.

Τώρα η σειρά ήταν διαφορετική.

«Πάμε αγαπημένε μου ομαδάρχη» είπε ο «Πάτροκλος» κοιτώντας τον

με ένα βλέμμα αινιγματικό. Ίσως μια συγκεκαλυμμένη ειρωνεία. Η πίσω

πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε. Ο σοφέρ περίμενε σε στάση προσοχής,

κρατώντας με το ένα του χέρι την πόρτα. Θα μπορούσε να περιμένει ένα

αιώνα σ’ αυτή τη στάση, μέχρι να μπει μέσα ο υπαρχηγός. Ήταν

εκπαιδευμένος να περιμένει, ήταν εκπαιδευμένος να εκτελεί, ήταν ένα τυπικό

ενεργό μέλος του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου.

Ο ομαδάρχης ακολούθησε. Ήταν η σειρά του να γίνει πιστό σκυλί, ήταν

η σειρά του να σκεφτεί πως ο καιρός είχε γυρίσματα. Δεν είχε πρόβλημα στο

να ακολουθεί. Για αυτό είχε γεννηθεί. Για να εκπαιδεύει τους μικρούς και να

ακολουθεί τους μεγάλους. Χαιρόταν που ένας «μαθητής» του τα είχε

καταφέρει τόσο καλά. Χαιρόταν που δεν είχε λαθέψει το ένστικτό του. Τον

είχε ξεχωρίσει. Όχι από την πρώτη στιγμή. Κατάλαβε ότι θα μπορούσε να έχει

μέλλον στην παράταξη τη στιγμή που έδινε τη πρώτη μπουνιά σε εκείνο το

σκουλήκι από το Μπαγκλαντές ή το Πακιστάν, ή από όπου διάολο ήταν. Δεν

είχε σημασία από πού κράταγε η σκούφια του. Σημασία είχε ότι είχε πατήσει

τα βρωμοπόδαρά του στο ιερό χώμα των προγόνων του χωρίς να δείξει

86 Άγγελος Χαριάτης

κανένα σεβασμό. Και για αυτό έπρεπε να τιμωρηθεί. Παραδειγματικά. Με τον

τρόπο που γνώριζαν καλύτερα. Με τον τρόπο που έδρασε ο «Πάτροκλος». Με

το βλέμμα που είχε ο «Πάτροκλος». Βλέμμα μίσους και αποφασιστικότητας.

Αυτός ήταν ο σωστός συνδυασμός .

Ο «Πάτροκλος» μπήκε μέσα. Κάθισε στο πίσω κάθισμα, στα δεξιά. Ο

οδηγός έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του. Ο ομαδάρχης στη θέση του

συνοδηγού. Όλοι τους φορούσαν τους χιτώνες τους. Σαν να πήγαιναν σε

γιορτή. Σαν να πήγαιναν σε καρναβάλι.

***

Λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά στο κέντρο της Αθήνας τα στελέχη του

Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος βρίσκονταν σε εγρήγορση. Ο γενικός

γραμματέας του κινήματος θα ανακοίνωνε σε λίγα λεπτά τα ονόματα των

υποψηφίων βουλευτών. Η λίστα με τα ονόματα δεν είχε ετοιμαστεί. Ο γενικός

γραμματέας λάμβανε τις τελευταίες του αποφάσεις. Έκανε τις διορθώσεις της

τελευταίας στιγμής. Με το ακουστικό του τηλεφώνου μόνιμα κρεμασμένο τις

δύο προηγούμενες ώρες στο αυτί του. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής

γραμμής η γυναίκα του. Εκείνη ήταν που θα έδινε το τελικό «καλώς έχειν».

Εκείνη ήταν που θα είχε την ευθύνη της τελικής επιλογής. Γιατί πίσω από

κάθε μεγάλο άντρα κρυβόταν μια ακόμη μεγαλύτερη γυναίκα. Γιατί εκείνη

ήταν που σύμφωνα με τις προσωπικές της αντιπάθειες και συμπάθειες θα

κατάρτιζε την οριστική λίστα. Ο γενικός γραμματέας ήταν τελικά μόνο το

εκτελεστικό της όργανο. Γιατί όσο και αν προσπαθούσε να αποδείξει το

αντίθετο, ήταν ένας άβουλος και φοβισμένος και ευθυνόφοβος νεαρός. Ένας

νεαρός που, φυσικά και με τον προσωπικό του αγώνα, είχε καταφέρει να

αναρριχηθεί στην κορυφή της ιεραρχίας. Ακολουθώντας πάντα τις συμβουλές

της αγαπημένης του. Την είχε αφήσει να επιλέγει ακόμη και το σώβρακο που

θα φορούσε κατά τη διάρκεια της νέας ημέρας.

Κάπως έτσι βρέθηκε ο «Βλαδίμηρος» στους υποψήφιους βουλευτές της

Β΄ Αθηνών, την πιο δύσκολη εκλογική περιφέρεια. Κάπως έτσι δεν βρέθηκε

στους τρεις πρώτους του ψηφοδελτίου της επικρατείας. Η γυναίκα του, του

είχε εκφράσει τις αντιρρήσεις της. Θεωρούσε τον «Βλαδίμηρο» ένα επικίνδυνο

παίχτη. Ένα παίχτη που θα μπορούσε να ρίξει το γενικό γραμματέα από την

καρέκλα του. Ήθελε να τον «σφάξει» με το γάντι, ελπίζοντας σε εκλογική του

ήττα, θέλοντας να του κόψει τη φόρα. Αν παρ’ ελπίδα κατάφερνε να εκλεγεί

τότε θα έπρεπε να σκεφτεί κάτι διαφορετικό. Αλλά μπορούσε να περιμένει

μέχρι το τέλος της εκλογικής αναμέτρησης. Ναι, θα είχε αργότερα όλο τον

απαραίτητο χρόνο για να επεξεργαστεί το νέο της σχέδιο. Άλλωστε ήταν η

Μαύρο Κόκκινο 87

γυναίκα-φάντασμα. Η γυναίκα-φαντομάς. Η γυναίκα που μπορούσε να

καταφέρει τα πάντα αρκεί να το ήθελε. Και το βασικότερο όλων να μην

φαίνεται πουθενά. Λίγοι μέσα στο κόμμα γνώριζαν την υπόγεια δράση της.

Εκείνοι που είχαν ξεκινήσει τον αγώνα μαζί τον γενικό γραμματέα, στα

πρώτα χρόνια της κοινής τους κομματικής τους πορείας. Μεγαλωμένη σε

μεσοαστικό περιβάλλον, έχοντας λατρεία στον πατέρα της και αντίστοιχα και

εκείνος στο μικρό του κοριτσάκι (πάντοτε θα ήταν το μικρό του κοριτσάκι),

είχε καταλάβει από πολύ νωρίς ότι μπορούσες να καταφέρεις τα πάντα

έχοντας στο μυαλό σου τρεις βασικούς και απαράβατους κανόνες. Σκοπό,

μέσο, σχέδιο. Σκοπό για να ξέρεις ποιος θα είναι ο τελικός σου στόχος. Μέσο,

ποιον θα εκμεταλλευτείς και με ποιον τρόπο. Σχέδιο για να ξέρεις από που

ξεκινάς και που θέλεις να καταλήξεις. Ο σκοπός της ήταν να περάσει μια

άνετη, όσο πιο άνετη γινόταν ζωή. Μέσο ήταν ο σύζυγός της, μέσο ήταν η

ανάληψη, από μέρους του, της πρωθυπουργίας. Σχέδιο το πλάνο της. Το

πλάνο της που είχε ξεκινήσει από την πρώτη μέρα της γνωριμίας της με τον

μετέπειτα γενικό γραμματέα. Είχε καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια αρχικά να

τον υπνωτίσει, στη συνέχεια να τον βάλει στο από τα χεράκια της φτιαγμένο

καλούπι και στο τελικό στάδιο να περνά τις απόψεις της και τις ιδέες της σαν

δικές του. Το τελευταίο ήταν το σπουδαιότερο επίτευγμά της.

Ο γενικός γραμματέας βγήκε από το γραφείο του. Με κόμπους ιδρώτα

να κυλάνε στο μέτωπό του. Είχε επιτέλους ολοκληρώσει τη λίστα. Με μικρά

και προσεκτικά βήματα κατευθύνθηκε προς την κύρια αίθουσα. Ήλπιζε να

μην είχε ξεχάσει κανέναν εκλεκτό της γυναίκας του. Πέρασε τον μικρό

διάδρομο που χώριζε το γραφείο του από τον υπόλοιπο χώρο. Ήλπιζε να μην

είχε ξεχάσει καμία διαγραφή από τους «κομμένους». Και αυτό κατόπιν

υπόδειξης της γυναίκας του. Τώρα βρισκόταν δίπλα στην έδρα των ομιλητών.

Ήλπιζε να μην είχε κάνει λάθος στη σειρά των βουλευτών της επικρατείας.

Αυτό ήταν το σημαντικότερο. Αυτό ήταν το μη αναστρέψιμο. Αντίστοιχα μη

αναστρέψιμη θα ήταν και η οργή της γυναίκας του. Η «βάση» καθισμένη στις

καρέκλες της τον παρακολουθούσε. Οι υποψήφιοι βουλευτές είχαν στραμμένα

τα βλέμματα πάνω του. Τα φαβορί και τα αουτσάιντερ έτοιμα να

χειροκροτήσουν ή να μείνουν καρφωμένα στις θέσεις τους. Η ελπίδα που

μπορούσε να γίνει λεπίδα, λεπίδα στα όνειρά τους για το βουλευτιλίκι, η

ελπίδα που μπορούσε να γίνει καρναβαλικό θέαμα ανείπωτης χαράς και

συγκίνησης.

«Σύντροφοι και συντρόφισσες, μετά από σκέψη και μεγάλο

προβληματισμό κατάρτισα τη λίστα των υποψηφίων» είπε ο γενικός

88 Άγγελος Χαριάτης

γραμματέας και αφού πήρε μια βαθιά ανάσα έβγαλε το χαρτί από την τσέπη

του. Οι προσεκτικότεροι της βάσης πρόσεξαν το ελαφρύ τρέμουλο στην κίνησή

του. Θεώρησαν πως ήταν από τη συγκίνηση της στιγμής και όχι από το φόβο

του γενικού τους γραμματέα. Ο δικός του γραμματέας ήταν ατρόμητος,

άφθαρτος, ανίκητος. Οι «παλιοί» αρκέστηκαν στο να χαμογελάσουν. Ήξεραν

από τα πριν ποιος είχε την ευθύνη της επιλογής. Επίσης ήξεραν να

συντάσσονται πάντοτε με το μέρος της γυναίκας- φαντομά. Αν φυσικά ήθελαν

να έχουν μέλλον και τύχη στο κόμμα και την πολιτική ζωή του τόπου.

Η «βάση» χειροκρότησε. Ο γενικός γραμματέας ξεκίνησε την

ανάγνωση- υπαγόρευση. Οι μυημένοι στο άκουσμα του ονόματός τους δεν

κουνήθηκαν από τη θέση τους. Ήξεραν από πριν την «ετυμηγορία» του

γενικού γραμματέα και της γυναίκας του. Οι αμφίβολοι κουνούσαν νευρικά το

πόδι τους. Για εκείνους παιζόταν όλο το παιχνίδι. Για εκείνους και τους νέους

της οργάνωσης, που δεν γνώριζαν τίποτα για το παρασκήνιο. Ο «Βλαδίμηρος»

παρακολουθούσε με δέος. Πόσο πρωτόγνωρα του φαίνονταν και ήταν όλα

αυτά. Στο άκουσμα του ονόματός του ξαφνιάστηκε. Ο γενικός γραμματέας του

είχε αναφέρει την πιθανότητα να τον συμπεριλάβει στο ψηφοδέλτιο, αλλά

τότε έμοιαζε με μια αόριστη σκέψη του. Μα να τώρα που η αόριστη σκέψη

έπαιρνε σάρκα και οστά. Να τώρα που ο «Βλαδίμηρος» από το πουθενά

έβρισκε τη θέση του μέσα στο ψηφοδέλτιο. Ο «Βλαδίμηρος» που είχε κερδίσει

τη συμπάθεια όλων μέσα στο κόμμα. Δεν υπήρχε τοπική οργάνωση που να μην

τον γνώριζε. Αυτόν και τα κατορθώματά του. Βέβαια πέρα από ελάχιστους

μέσα στο κόμμα, μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού, οι πολλοί δεν

γνώριζαν για τις αποστολές που του ανάθετε ο γενικός γραμματέας. Οι

περισσότεροι τον γνώριζαν από τη δράση του και τους αγώνες του στα

οδοφράγματα και τις πορείες. Για το πάθος του και την πίστη στο δίκαιο

αγώνα τους. Κανένας τους δεν γνώριζε από πού είχε έρθει, δεν γνώριζαν

καλά-καλά ποιος ήταν και όλο αυτό το άρωμα του μυστηρίου που κάλυπτε

την ύπαρξη του τον έκανε να φαντάζει ακόμη πιο μαγικός στα μάτια τους.

Αυτό είχε δει η γυναίκα του γενικού γραμματέα και για αυτό είχε αποφασίσει

να λάβει τα μέτρα της. Μέτρα προληπτικού και όχι κατασταλτικού

χαρακτήρα. Δεν θα άφηνε κανένα να μπει εμπόδιο στα όνειρά της, δεν θα

άφηνε κανένα πιτσιρίκο με μπογιές στα χέρια να έρθει να καταστρέψει τον

πίνακα της ζωής της.

Ο «Βλαδίμηρος» που σε διάστημα δύο μηνών είχε καταφέρει να

θεωρείται σαν το νούμερο δύο του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος. Είχε

προσπαθήσει να πετάξει από πάνω του κάθε τι που τον συνέδεε με το

Μαύρο Κόκκινο 89

παρελθόν του, είχε προσπαθήσει να κόψει κάθε δεσμό. Ο μόνος που είχε μείνει

ήταν ο γόρδιος δεσμός του πατέρα του. Και δυστυχώς για εκείνον δεν ήταν ο

Μέγας Αλέξανδρος για να σηκώσει το σπαθί του και να τον κόψει. Για την

ακρίβεια μισούσε τον Μέγα Αλέξανδρο. Μα στο πίσω μέρος του μυαλού του

στο πιο σκοτεινό σημείο του στο πιο μικρό σεντούκι είχε τοποθετήσει την

εικόνα του πλουσιόπαιδου. Την είχε τοποθετήσει και την είχε κλειδώσει

βάζοντας το κλειδί στη πιο μικρή τσέπη του είναι του. Ήταν μια έξοδος

κινδύνου που θα την χρησιμοποιούσε αν όλα κατέρρεαν. Ντρεπόταν για αυτό,

αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο να ξεχάσει τις διδαχές και τα μαθήματα που του

είχε δώσει ο πατέρας του στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ήταν από αυτά τα

λόγια που γράφονται για πάντα στη ψυχή των παιδιών· κάτι σαν γενετικός

κώδικας. Δεν μπορείς να αλλάξεις το DNA σου. Και κάθε μέρα πάλευε στους

δρόμους, στα γραφεία, στις πορείες προσπαθώντας να ξεχάσει αυτό ακριβώς.

Να ξεχάσει που είχε βάλει το κλειδί.

Μετά το τέλος της ανάγνωσης η «βάση» χειροκρότησε για άλλη μία

φορά θερμά το γενικό γραμματέα και τους υποψήφιους βουλευτές. Απ’ έξω-

απ’ έξω ακούγονταν ψίθυροι. Όλοι περίμεναν να ακούσουν το όνομα του

«Βλαδίμηρου» στις εκλέξιμες θέσεις του ψηφοδελτίου επικρατείας. Ο ίδιος ο

γενικός γραμματέας ήθελε να τον τοποθετήσει στην πρώτη τριάδα, έχοντας

δει να τη φλόγα της ιδεολογίας να καίει μέσα στο βλέμμα του. Μα τον

απέτρεψε η γυναίκα του λέγοντας του πως ήταν πολύ νωρίς. Δεν είχε

δοκιμαστεί μέσα στο χρόνο. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ο γενικός

γραμματέας αν είχε τα τυπικά και τα ουσιαστικά προσόντα για να μπορέσει να

προσφέρει στη οργάνωση. Και ύστερα ήταν και ο χρόνος. Μέσα σε διάστημα

δύο μηνών από το πουθενά να βρεθεί μια ανάσα από την κορυφή. Ήταν πολύ

ριψοκίνδυνο. Θα μπορούσε με ένα μονάχα βήμα να κατακτήσει την κορυφή

και τότε εκείνη θα έπεφτε από το θρόνο της, για την ακρίβεια απ’ τον

μελλοντικό της θρόνο. Και ήξερε πως αν έχανες για μια φορά την

πιθανότητας της εξουσίας, συνήθως αυτό σήμαινε πως την έχανες για πάντα.

Δεν θα ήταν εύκολο πράγμα η επάνοδος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όταν

πέφτεις, δεν έχεις τη δύναμη να σηκωθείς και να σταθείς στα πόδια σου.

Ειδικά ο σύζυγός της. Τον ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά. Ήξερε ότι δεν είχε τη

ψυχική δύναμη να σηκωθεί μετά από ένα δυνατό χτύπημα. Και έτσι ήταν

καλύτερα να σκοτώσει το κακό πριν προλάβει να γεννηθεί.

Ο γενικός γραμματέας κατέβηκε από την έδρα. Φαινόταν και ήταν

ικανοποιημένος. Δεν είχε κάνει ούτε ένα λάθος. Δεν είχε κομπιάσει ούτε μια

φορά. Είχε ακολουθήσει πιστά τις εντολές της γυναίκας του. Ο γενικός

90 Άγγελος Χαριάτης

γραμματέας που πίστευε ότι είχε παντρευτεί την πιο έξυπνη γυναίκα του

κόσμου. Ο γενικός γραμματέας που μακριά της ένιωθε αδύναμο πουλάκι και

που γινόταν αητός μόλις τον έκλεινε στην αγκαλιά της. Γιατί ήταν σφόδρα

ερωτευμένος μαζί της. Ερωτευμένος και παθιασμένος. Δεν μπορούσε να το

εξηγήσει αυτό. Απλά συνέβαινε. Και ας είχε διαβάσει το «Περί έρωτος» πάλι

δεν μπορούσε να βρει λογική εξήγηση. Αφέθηκε. Και όσο ανέβαινε τα σκαλιά

της ιεραρχίας τόσο περισσότερο αφηνόταν. Έτσι κι αλλιώς πίστευε ότι πίσω

από κάθε δυνατό άντρα κρυβόταν πάντοτε μια δυνατή γυναίκα.

Πλησίασε τον «Βλαδίμηρο». Ήθελε να «μετρήσει» την αντίδρασή του.

Ο «Βλαδίμηρος» του χαμογέλασε. Πρώτο σημάδι θετικό, σκέφτηκε. Ο

«Βλαδίμηρος» που είχε αποκτήσει οικειότητα με το γενικό γραμματέα. Θα

μπορούσε να πει κανείς πως γνωρίζονταν χρόνια. Και ας μην είχε

συμπληρώσει δύο μήνες η γνωριμία τους. Τον είχε εκτιμήσει τον

«Βλαδίμηρο». Είχε πιστέψει σε εκείνον, ειδικά όταν εκτελούσε τις εντολές

του, όταν κατάφερνε να φέρει σε πέρας κάθε εύκολη ή δύσκολη αποστολή που

του ανέθετε. Οι αποστολές και αυτό δεν το γνώριζε κανένας, γίνονταν

κατόπιν υπόδειξης της γυναίκας του. Είχαν στόχο να εξυπηρετήσουν δικά της

συμφέροντα και ας φαινόταν ότι ήταν για το συμφέρον του Κινήματος. Η

γυναίκα του ήταν εκείνη που καθόριζε τα ανταλλάγματα. Εκείνη ήταν που

έκλεινε τις συμφωνίες. Συμφωνίες που σκοπό είχαν όχι την ανατροπή του

καπιταλιστικού συστήματος, μα την προώθηση συμφερόντων. Έκλεινε τις

συμφωνίες και ύστερα «πάσαρε» ιδέες και αριστερά ιδανικά για να «ψήσει»

τον άντρα της για να προχωρήσει στην εκτέλεση των σχεδίων. Κάθε φορά το

σχέδιό της ήταν απλό. Επέλεγε ένα νεοεισερχόμενο στο κίνημα, κάποιον για

τον οποίο μιλούσε με θαυμασμό ο γενικός γραμματέας (είχε ένστικτο στο να

ξεχωρίζει τα μαχητικά στελέχη, αυτό όφειλε να του το αναγνωρίσει) και

ανέθετε τις αποστολές. Μόλις έκρινε πως το νέο μέλος ήταν επικίνδυνο για τα

σχέδια της φρόντιζε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να τον απομονώσει, να τον

εξαφανίσει πολιτικά, να τον κάνει να φαντάζει στα μάτια του γενικού

γραμματέα σαν ένα ακόμη κοινό μέλος της «βάσης», που θα είχε σαν

μελλοντικό σκοπό να γίνει ο άοκνος και συνάμα ακίνδυνος εργάτης της

σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ένας εργάτης που θα μπορούσε να περιμένει για

ώρες και μέρες στη σειρά για να πάρει μια φέτα σαλάμι από το δελτίο του,

χωρίς να βγάλει άχνα, χωρίς καν να μπει στη διαδικασία να διαμαρτυρηθεί.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο γενικός γραμματέας.

«Είμαστε έτοιμοι για την τελική νίκη» απάντησε με ενθουσιασμό ο

«Βλαδίμηρος».

Μαύρο Κόκκινο 91

«Ναι νομίζω ότι αυτή τη φορά έχει έρθει η σειρά μας» είπε ο γενικός

γραμματέας.

«Η σοσιαλιστική ιδέα θα επικρατήσει στην Ελλάδα. Και ξεκινώντας από

εδώ θα απλωθεί μέχρι τα πέρατα του κόσμου» είπε ο «Βλαδίμηρος» με βλέμμα

απλανές. Η φαντασία του είχε ήδη φτιάξει την σοσιαλιστική επανάσταση.

«Χμ, ναι…» είπε σκεφτικός ο γενικός γραμματέας. Τα λόγια αυτά θα

έπρεπε να τα είχε πει εκείνος. Ήταν λόγια μελλοντικού ηγέτη. Πρέπει να τον

προσέξω αυτόν εδώ, σκέφτηκε, καλά μου τα έλεγε η γυναίκα μου ότι κάτι δεν της

αρέσει πάνω του, συνεχίζοντας τη σκέψη του.

Χωρίς εμφανή αιτία ο γενικός γραμματέας απομακρύνθηκε. Ο

«Βλαδίμηρος» έμεινε να τον κοιτάζει που ξεμάκραινε. Δεν έδωσε σημασία.

Έχει πολλά στο μυαλό του, κατάφερε να βρει μια δικαιολογία για τη στάση

του. Πήρε στο χέρι του ένα ποτήρι βότκα. Σκέτη. Ήταν μέρα γιορτής. Ένιωθε

πως ήταν η μέρα που ξεκινούσε η επανάσταση. Σκέφτηκε για λίγο την

υποψηφιότητά του. Δεν τον ενδιέφερε. Αυτό που μέτραγε ήταν η επικράτηση.

Και ας ήταν στο οποιοδήποτε πόστο. Ας ήταν ένας απλός καλλιεργητής

ζαχαροκάλαμου. Του ήταν παντελώς αδιάφορο. Γιατί αν όλοι γίνονταν ίσοι,

θα έσπαγε το κλειδί που είχε καταχωνιάσει στο πιο σκοτεινό σημείο του είναι

του, θα «σκότωνε» επιτέλους τον πατέρα του. Γιατί ο μεγαλύτερος φόβος του,

ήταν η απώλεια των χρημάτων, της εξουσίας και της δύναμης. Εκεί ήθελε να

τον χτυπήσει. Εκεί που πονούσε. Και ο μόνος τρόπος (για το Νεόφυτο) ήταν η

επικράτηση του σοσιαλισμού.

92 Άγγελος Χαριάτης

2.2.2.2. Ο «Πάτροκλος» διάβασε το όνομά του πάνω στο τυπωμένο χαρτί, το

οποίο είχε αναρτήσει ο «γιος του Δία» στον πίνακα ανακοινώσεων του

Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου. Με ευχαρίστηση, στα όρια της ηδονής. Το

όνομά του και το επώνυμό του, πρώτα στο «πρόχειρο» ψηφοδέλτιο

επικρατείας. Δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα παραπάνω από αυτά που

συνήθιζε να κάνει. Δεν θα χρειαζόταν να βγάλει κανένα βαρύγδουπο λόγο,

δεν θα χρειαζόταν να οργανώσει καμία προεκλογική συγκέντρωση, δεν θα

χρειαζόταν να περιφερθεί σαν τον επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής από

τηλεοπτικό παράθυρο σε τηλεοπτικό παράθυρο. Ο «γιος του Δία» είχε

φροντίσει για αυτό. Είχε φροντίσει να είναι ο Ίκαρος του μετώπου χωρίς να

καεί το κερί από τις φτερούγες του, χωρίς να τον αφήσει να πλησιάσει τον

ήλιο. Ήταν ο Ίκαρος που θα ολοκλήρωνε το ταξίδι του. Και ο «γιος του Δία»

στο ρόλο του Δαίδαλου. Ο ρόλος του Μινώταυρου είχε κλειστεί από τον

γενικό γραμματέα του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος, για το κόμμα του.

Ο ρόλος του Μίνωα άνηκε δικαιωματικά στον τωρινό πρωθυπουργό. Ο

Θησέας, το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο δηλαδή, θα σκότωνε το Μινώταυρο. Ο

Μίνωας θα καθόταν στο θρόνο του απαρηγόρητος συνειδητοποιώντας ότι

χάσει τη δύναμή του. Ο ρόλος της Αριάδνης, εν αγνοία του «γιου του Δία»,

είχε δοθεί στον «εγγονό του Δία», που του άρεσε να τυλίγει και να ξετυλίγει

το κουβάρι και να φοράει μακριά γυναικεία φορέματα τις νύχτες της μεγάλης

θλίψης ή της μεγάλης χαράς. Μόνο που δεν τολμούσε να εμφανιστεί μ’ αυτά

μπροστά στο «γιό του Δία». Είχε έτοιμο τον κεραυνό ο «γιος του Δία», δώρο

του πατέρα του, για να κατακεραυνώσει κάθε κρούσμα απειθαρχίας, κάθε

κίνηση, κάθε πράξη που ξέφευγε από αυτά που όριζε ως συνήθη.

Ο «γιος του Δία» φυσικά δεν είχε καν μπει στον κόπο να ανακοινώσει

τα ονόματα των υποψηφίων. Μια ανάρτηση στον πίνακα, γραμμένα με σινική

μελάνη πάνω σε ένα λευκό πάπυρο ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό. Είχε

σκεφτεί να σκαλίσει τα ονόματα πάνω σε λαξευμένες πέτρες, αλλά κάτι τέτοιο

θα ήταν υπερβολικά χρονοβόρο. Και ο χρόνος τη δεδομένη στιγμή ήταν

πολύτιμος. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Ο χρόνος για την κατάληψη της

εξουσίας, ο χρόνος που θα γύριζε το χρόνο πίσω. Πίσω στα ιδανικά της

αρχαίας Ελλάδας. Πίσω στους αθάνατους ήρωες της ιστορίας. Πίσω στους

ήρωες της μυθολογίας. Πίσω για την επανεκκίνηση.

Μαύρο Κόκκινο 93

Καθόταν στο θρόνο του. Οι υποτελείς του κάθονταν στο πάτωμα. Μόνο

ο γιος του και ο «Πάτροκλος» κάθονταν δίπλα του. Εκ δεξιών ο υιός, εξ

αριστερών ο θετός του γιος. Γιατί ώρες-ώρες κάπως έτσι ένιωθε για τον

«Πάτροκλο». Ίσως να ήταν ο γιος που πάντοτε ήθελε να αποκτήσει. Και οι

θεοί του είχαν δώσει μια άχρηστη γυναίκα που κατάφερε να ξεφορτωθεί

ύστερα από χρόνια προσπάθεια και ένα γιο που δεν μπορούσε να τον χρίσει

διάδοχό του, γιατί πολύ απλά δεν μπορούσε να τον δει έτσι. Δεν είχε τα

χαρακτηριστικά του ηγέτη για να τον διαδεχθεί. Είχε δει να καταρρέουν

πολιτικές οικογένειες, είχε δει να γκρεμίζονται πολιτικοί αγώνες χρόνων,

μόνο και μόνο επειδή ασκήθηκε το κληρονομικό δικαίωμα της διαδοχής.

Φυσικά και κάτι τέτοιο ίσχυε μόνο στην σύγχρονη Ελλάδα. Αρχηγός κόμματος

μόνο και μόνο επειδή ο πατέρας του υπήρξε ο ιδρυτής του. Ο θετός του γιος

που δεν θα τον άφηνε να γίνει Βρούτος. Όλα αυτά βέβαια θα γίνονταν κάτω

από κάποιες προϋποθέσεις. Να μην τον πρόδιδε ποτέ. Θα τον ξήλωνε με

συνοπτικές διαδικασίες. Να μην γινόταν επικίνδυνος όσο θα ασκούσε την

εξουσία. Να τον διαδεχόταν (ή καλύτερα να του παρέδιδε το θρόνο του) όταν

εκείνος θα είχε συμπληρώσει τα ενενήντα έτη ζωής. Τι ήταν σαράντα χρόνια

υπομονής και υποταγής μπροστά στην αιωνιότητα;

«Νομίζω ότι θα είμαστε οι μεγάλοι νικητές την μεθεπόμενη Δευτέρα»

είπε ο «Πάτροκλος» και άγγιξε τα γένια του. Είχε νοσταλγήσει την αίσθηση

της αφής πάνω στο ξυρισμένο δέρμα. Μα φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να

ξυριστεί. Δεν μπορούσε να ξυριστεί. Αυτός, το νούμερο δύο του Μετώπου, ο

πρεσβευτής του αρχαίου ελληνικού ιδεώδους (και ας μην είχε καλοκαταλάβει

το αρχαίο ελληνικό ιδεώδες) να προβεί σε τέτοια κίνηση; Κίνηση

πραξικοπηματική. Κίνηση που θα έριχνε τα ποσοστά του μετώπου κατά δύο

μονάδες. Κίνηση-διαγραφή από το κόμμα.

«Να μη νομίζεις, να είσαι σίγουρος» σκλήρισε ο «γιος του Δία»

κοιτώντας τον αυστηρά.

«Έχετε δίκιο» απάντησε ο «Πάτροκλος» χαμηλώνοντας το κεφάλι. Πιο

δίπλα ο «εγγονός του Δία» κρυφογελούσε. Του άρεσε να κάνει παρατηρήσεις ο

πατέρας του στον «Πάτροκλο». Έπεφτε πιο εύκολα στην ανάγκη του. Μια

ανάγκη με ανταλλάγματα. Τα γνωστά ανταλλάγματα.

«Αν με ακούς θα γίνεις το δεξί μου χέρι στην κυβέρνηση» είπε σοβαρά ο

«γιος του Δία».

«Πάντα σας ακούω και σας συμβουλεύομαι “γιε του Δία”» είπε σεμνά ο

«Πάτροκλος». Η σεμνότητα πια, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια

ξεχασμένη αρετή του. Μια αρετή που είχε κρύψει σε βαθύ αλλά ταυτόχρονα

94 Άγγελος Χαριάτης

εύκολο προσπελάσιμο μέρος του είναι του, ώστε να την χρησιμοποιεί όποτε

υπήρχε ανάγκη· πραγματική ανάγκη, έκτακτη ανάγκη. Και αρκετές από τις

κουβέντες του με τον «γιο του Δία» ήταν κατά ένα τρόπο καταστάσεις

έκτακτης ανάγκης.

«Ναι, πράγματι» ψιθύρισε ο «γιος του Δία». Ο «Πάτροκλος» δεν είχε

αρνηθεί καμία αποστολή. Δεν είχε αποτύχει σε καμία. Τα συμφέροντα του

Μετώπου και του «γιου του Δία» ήταν προστατευμένα. Όσο ο «Πάτροκλος»

και οι υπόλοιποι συνέχιζαν να εκτελούν, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς αμφιβολίες,

χωρίς ανησυχίες. Σαν καλά κουρδισμένες μηχανές. Τα χρήματα από τις

χορηγίες έρρεαν άφθονα στα ταμεία του κόμματος. Στα ταμεία του κόμματος

που είχαν ταμία τον «γιο του Δία». Που είχαν διπλά βιβλία. Που είχαν τις

κρυφές καταθέσεις σε τράπεζα της Ελβετίας, με μοναδικό δικαιούχο τον «γιο

του Δία». Στα ταξίδια του προς την Ελβετία ο «γιος του Δία» άλλαζε

ενδυμασία. Φόραγε κοστούμι και γραβάτα και ακριβό παπούτσι και

παρουσιαζόταν ως επιχειρηματίας στα γκισέ της τράπεζας. Κανένας από το

Μέτωπο δεν μπήκε στον κόπο , να τον ρωτήσει για τα ταξίδια του στη

κεντρική Ευρώπη. Ίσως κανένα να μην ενδιέφεραν. Ίσως όλοι να νόμιζαν ότι

«ο γιος του Δία» ενεργούσε μόνο προς το συμφέρον του κόμματος. Ότι το

μόνο που τον ένοιαζε ήταν η επανίδρυση του αθηναϊκού κράτους. Ίσως να

πίστευαν ότι ο «γιος του Δία» ήταν η μετενσάρκωση του Θησέα, του ήρωα της

μυθολογίας που ένωσε τα χωριά σε κράτος.

«Έχω πιστέψει σε σένα» είπε ο «γιος του Δία» μετά από δευτερόλεπτα

σιωπής. Ο «Πάτροκλος» τον κοιτούσε. Ο «εγγονός του Δία» τον κοιτούσε. Ο

εγγονός χαμογέλασε. Μια ωραία ατμόσφαιρα.

«Σας ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που μου δείχνετε» είπε ο

«Πάτροκλος». Ο «εγγονός του Δία» τού έκλεισε το μάτι. Ίσως το βράδυ να

ζητούσε κάτι παραπάνω από μια απλή καληνύχτα. Ίσως να ήταν αυτός η αιτία

που τοποθετήθηκε πρώτος στο ψηφοδέλτιο της επικρατείας.

«Δες εκεί» είπε ο «γιος του Δία» και τέντωσε το δάκτυλο προς τον

μεριά όπου κάθονταν άγριοι και βλοσυροί και απόμακροι ο Άτλας και ο

Αίαντας. Οι σωματοφύλακες του «γιου του Δία». Στους διαδρόμους του

γραφείου του κόμματος ψιθυριζόταν ότι οι σωματοφύλακες του αρχηγού

είχαν κάνει φυλακή και πως ο ίδιος ο «γιος του Δία» (μόνο ο ίδιος ο Δίας

ήξερε τι θυσίες είχε προσφέρει) είχε φροντίσει για την αποφυλάκισή τους πριν

από την ημερομηνία που είχε ορίσει ο δικαστής με την τελεσίδικη απόφασή

του.

Μαύρο Κόκκινο 95

«Θα σε σκοτώσουν αν με προδώσεις» είπε ο «γιος του Δία». Ένας ξερός

ήχος ακούστηκε να βγαίνει από το λαιμό του «Πάτροκλου». Δεν μπορούσε να

καταπιεί το σάλιο του. Όσο ατρόμητος και αν ένιωθε, όσο ατρόμητος και αν

ήταν, με αυτά τα δύο θηρία δεν είχε καμία πιθανότητα να επιβιώσει.

«Δεν θα σας προδώσω ποτέ» είπε ο «Πάτροκλος». Ο «εγγονός του Δία»

έπαιζε τη γλώσσα του χτυπώντας το μπροστινό της μέρος στο εσωτερικό του

μάγουλού του. Το σημάδι ότι ήταν έτοιμος να ρουφήξει τους χυμούς του

πέους του «Πάτροκλου», όποτε του το ζητούσε. Ο «Πάτροκλος» ανατρίχιασε.

Από αηδία. Κατά πως φαινόταν θα ήταν αναγκασμένος ακόμη ένα βράδυ να

βάλει τον μακρύ «φελλό» του στο στόμιο της ακόρεστης όρεξης του «εγγονού

του Δία».

***

Στο αντίπαλο στρατόπεδο το κέφι είχε ανάψει για τα καλά. Ο

«Βλαδίμηρος» έβλεπε τους συντρόφους του διπλούς. Η βότκα είχε κάνει καλά

τη δουλειά της, μια δουλειά για την οποία παρασκευαζόταν. Ο «διπλός»

γενικός γραμματέας όρθιος έπινε τη βότκα του. Το πρώτο ποτήρι. Δεν έπινε

πότε δεύτερο ποτό. Όχι για τι δεν του άρεσε, αλλά γιατί του το είχε επιβάλλει

με τον τρόπο της η γυναίκα του. Του είχε πει ότι οι πραγματικοί ηγέτες θα

έπρεπε να έχουν πάντα τον έλεγχο της κατάστασης. Και αν ήθελε να είναι

τέτοιος θα έπρεπε να περιορίζεται στο ένα ποτό.

Ο «Βλαδίμηρος» δεν πρόσεξε ότι ο γενικός γραμματέας συνομιλούσε με

μια γυναίκα που δεν την είχε δει ποτέ. Την έβλεπε διπλή, την έβλεπε να

κουνιέται δεξιά αριστερά, τα δύο ίδια σώματα να γίνονται ένα και ύστερα πάλι

ένα και κάπως έτσι να συνεχίζεται μπροστά στα μάτια του η συνεχής

ταλάντωσή της πάνω σε μια αόρατη κάθετη τραμπάλα.

Η γυναίκα πλησίασε προς το μέρος του. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του

για να μπορέσει να την δει καλύτερα. Προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα του

πάνω της. Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Η γυναίκα τώρα βρισκόταν μπροστά του.

«Χαίρετε» είπε κοφτά. Περίμενε να σηκωθεί από την καρέκλα του για

την χαιρετήσει. Όσο και αν περίμενε, όσο και αν ήθελε ο «Βλαδίμηρος» η

βότκα κατάφερνε να τον κρατάει «καρφωμένο» στο κάθισμά του.

«Η σύζυγός μου» σφύριξε μέσα από τα δόντια του. Μια γνώριμη φωνή.

Η φωνή του γενικού γραμματέα. Το άκουσμα της φράσης λειτούργησε σαν

ένεση καφεΐνης. Η «διπλή» γυναίκα εξαφανίστηκε μεμιάς. Ο «διπλός» γενικός

γραμματέας εξαφανίστηκε και αυτός. Ο «Βλαδίμηρος» άρχισε να αποκτά

επαφή με την πραγματικότητα. Η εικόνα της δεν του άρεσε. Του θύμισε όλες

εκείνες τις γυναίκες που έβλεπε στα επαγγελματικά δείπνα του πατέρα του,

96 Άγγελος Χαριάτης

στις ανιαρές συνεστιάσεις που σκοπό είχαν την σύναψη συμφωνιών, προς

όφελος του κεφαλαίου και μόνο. Οι εργάτες θα παρέμεναν για πάντα εργάτες,

πιστοί δούλοι των αφεντικών.

«Γεια σας» είπε σφιγμένος ο «Βλαδίμηρος». Η γυναίκα του γενικού

γραμματέα που την είχαν βαφτίσει Κλυταιμνήστρα, αλλά της άρεσε και στην

ουσία επέβαλε να την φωνάζουν Κλέλια, άπλωσε το χέρι της προς το μέρος

του. Σε άλλες εποχές θα ζητούσε το χειροφίλημα, σ’ αυτές αρκούσε μια τυπική

χειραψία.

Της έδωσε το χέρι του. Χωρίς την απαραίτητη λεπτότητα, τουλάχιστον

έτσι το κατάλαβε η Κλέλια. Δεν μπήκε στον κόπο να σηκωθεί, σκέφτηκε. Τον

αντιπάθησε ακόμη περισσότερο. Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε καν να βρίσκεται

στη λίστα με τους υποψηφίους. Ίσως να έπρεπε να τον βγάλει από την μέση

με άλλους τρόπους. Τον κοίταξε άλλη μία φορά. Με περιφρόνηση. Ο

«Βλαδίμηρος» την κοίταξε και αυτός. Δεν κατάλαβε τίποτα. Απέναντι του είχε

μια ακόμη κυρία σαν και εκείνες που ήταν συνηθισμένος στο πρόσφατο

παρελθόν να βλέπει. Το σφίξιμο τού είχε φύγει. Δεν ήταν καμιά σπουδαία.

Περίμενε να δει ένα θηλυκό αντίγραφο του Τσε, αλλά το μόνο που είχε δει

ήταν μία κυρία των βορείων προαστίων που είχε ρίξει στους λευκούς της

ώμους το μανδύα της αριστερής φιλοσοφίας. Για την ακρίβεια μια σύζυγος

της αριστερής φιλοσοφίας. Κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα το γενικό

γραμματέα. Απόρησε. Απόρησε πως η αριστερά είχε καταφέρει να συμπλεύσει

με τη δεξιά. Του θύμιζε όλο αυτό κάτι από το βρώμικο ’89. Τότε που η

παραδοσιακή αριστερά τα βρήκε με τη παραδοσιακή δεξιά για να διαλύσουν

τους κεντρώους, τους κεντρώους που είχαν φορέσει την μάσκα της

οκτωβριανής επανάστασης για να πάρουν την πλειοψηφία στη βουλή. Ήταν

μικρός τότε, αλλά θυμόταν. Θυμόταν τον πατέρα του να τρίβει από χαρά τα

χέρια του, να λάμπει ολόκληρος, ένα χαμόγελο που δεν είχε ξαναδεί στα

χείλη του, ούτε επρόκειτο να ξαναδεί. Θυμάται ότι τον είχε ρωτήσει για

εκείνο του το χαμόγελο. «Αφού η αριστερά συμμάχησε με τη δεξιά τα πάντα

μπορούν να συμβούν» του είχε απαντήσει. «Τι σημαίνει αυτό;» συνεχίζοντας

τις απορίες του. «Σημαίνει ακόμη περισσότερες δουλειές, σημαίνει ακόμη

περισσότερα κέρδη» του είχε απαντήσει. «Δεν υπάρχουν πια εχθροί, μόνο

φίλοι. Φιλαράκια. Και τα φιλαράκια κάνουν δουλειές με όλους» είχε πει ο

πατέρας του. Τότε δεν είχε καταλάβει. Μεγαλώνοντας μπόρεσε να

αποκρυπτογραφήσει τον παιδικό του γρίφο. Και ίσως τώρα, αυτή τη στιγμή να

συνέβαινε κάτι τέτοιο. Να σύμπλεε η αριστερά με τη δεξιά, πίσω από τις

πλάτες όλων. Και ίσως αυτός να μην ήταν τίποτα λιγότερο, τίποτα

Μαύρο Κόκκινο 97

περισσότερο από ένα κορόιδο. Ένα κορόιδο, ένα ηλίθιο γρανάζι στη μηχανή

του καπιταλισμού. Όχι δεν ήθελε να το πιστέψει αυτό. Όχι ίσως απλώς να

ήταν η ιδέα του. Μια τρελή ιδέα και τίποτα παραπάνω. Μια ιδέα που τη

γέννησε το θολωμένο από την βότκα μυαλό του.

«Έχετε κάποια συγγένεια με το γνωστό εφοπλιστή;» τον ρώτησε στα

ξαφνικά η σύζυγος του γενικού γραμματέα.

«Γιατί το λέτε αυτό;» ρώτησε ο «Βλαδίμηρος» χωρίς να χάσει ούτε ένα

δευτερόλεπτο, χωρίς να κομπιάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο, χωρίς να

ξαφνιαστεί. Αν μην τι άλλο, παρέδωσε εκείνη τι στιγμή μαθήματα

ετοιμότητας.

«Το επώνυμό σας…» έκανε σαν να τον «μέτραγε» και πάλι.

«Δεν ξέρω. Συνεπωνυμία…» απάντησε πάλι γρήγορα ο «Βλαδίμηρος».

«Α, καλά. Πάντως θα είχε ενδιαφέρον αν ήσασταν συγγενείς» είπε η

Κλέλια και περίμενε την απάντηση του «Βλαδίμηρου». Μια απάντηση που δεν

ήρθε ποτέ. Αντί για αυτήν, ο «Βλαδίμηρος» σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.

Ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να διαθέσει εκείνη τη στιγμή.

Η γυναίκα του γενικού γραμματέα γύρισε την πλάτη της. Χωρίς να

κοιτάξει δεύτερη φορά τον «Βλαδίμηρο». Προχωρώντας προς την έξοδο, με

ίσιο το κορμί, λες και είχε προπονηθεί να περπατά με ένα αόρατο βαρύ βιβλίο

στο κεφάλι της προέχοντας να μην της πέσει, έπιασε τον εαυτό της να

αναρωτιέται. Το μίσος μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα είχε μπολιαστεί με την

συμπάθεια. Για την ακρίβεια ένιωσε πως ίσως κάτω από άλλες συνθήκες να

μπορούσε να τον ερωτευτεί. Γιατί ο «Βλαδίμηρος» δεν περνούσε

απαρατήρητος. Είχε πάνω του αυτό το κάτι, αυτό το κάτι που ήθελαν οι

γυναίκες. Κούνησε το δεξί της χέρι πάνω από το ύψος των ματιών της. Σαν να

ήθελε να διώξει την «αμαρτωλή» για τα σχέδια της, σκέψη της. Αν είναι

δυνατόν να μου αρέσει αυτό το αληταριό, σκέφτηκε και παίρνοντας μια βαθιά

ανάσα πέρασε τη γυάλινη πόρτα που χώριζε τα γραφεία του Αριστερού

Ριζοσπαστικού Κινήματος από τον έξω κόσμο. Μια αφέλεια ήταν και τίποτα

παραπάνω, σκέφτηκε. Και αποφάσισε την ίδια στιγμή να μην τον ξανασκεφτεί

μ’ αυτόν τον τρόπο ποτέ πια. Και οι αποφάσεις της ήταν οριστικές και

τελεσίδικες, χωρίς δικαίωμα έφεσης, χωρίς δικαίωμα προσφυγής.

Ο «Βλαδίμηρος» κοίταξε την ηρωική έξοδό της. Κατάλαβε πως έπρεπε

να την προσέχει. Η πίστη του στο αριστερό ιδεώδες είχε κλονιστεί. Είχε

κλονιστεί μετά τη συνάντησή του με τη γυναίκα του γενικού γραμματέα. Αν ο

γενικός γραμματέας γινόταν πρωθυπουργός θα εφάρμοζε όλα όσα όριζε η

χωρίς δογματισμούς αριστερά; Ή θα πορευόταν στο ίδιο καλούπι, στο ίδιο

98 Άγγελος Χαριάτης

καλούπι που είχε κατασκευαστεί μερικές δεκαετίες πριν, μετά το τέλος του

εμφυλίου πολέμου, στο καλούπι που χύνονταν τα καυτά όνειρα του λαού για

να δημιουργηθούν ατσάλινες μάσκες προστασίας του κεφαλαίου.

Ο γενικός γραμματέας την είχε συνοδεύσει μέχρι έξω. Την είχε βάλει

στο αυτοκίνητό της. Ένα αυτοκίνητο που στοίχιζε αρκετές χιλιάδες ευρώ και

που δεν εμφανιζόταν ποτέ μπροστά στα μάτια της βάσης. Ο γενικός

γραμματέας ντρεπόταν που η γυναίκα του είχε στην κατοχή της το πιο λαμπρό

όργανο του καπιταλισμού. Αλλά η γυναίκα του ήταν ανένδοτη στην

πιθανότητα να το αποχωριστεί. Είχε ισχυριστεί ότι αυτό της έδινε κύρος.

Όπως κυκλοφορούσαν σε παλαιότερες εποχές οι κυρίες των κυρίων του

σοσιαλιστικού κομμουνιστικού κόμματος στις χώρες του πρώην ανατολικού

μπλοκ. Δεν έβρισκε τίποτα κακό σ’ αυτό. Για να μην προκαλέσει όμως

φρόντιζε να κυκλοφορεί η λιμουζίνα, γιατί περί λιμουζίνας επρόκειτο, με

φιμέ τζάμια, προστατευμένη από αδιάκριτα βλέμματα του λαού.

Ο γενικός γραμματέας που είχε μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση με

τη σύζυγό του. Η κυρία του, του είχε τονίσει για άλλη μία φορά να είναι

προσεκτικός με εκείνο το νεαρό. Του είχε πει πως δεν ήταν παρά ένας

άγνωστος, ένας άγνωστος που δεν ήξεραν από πού είχε έρθει, για ποιο σκοπό

και μάλιστα της φαινόταν επικίνδυνος. Ίσως να ήταν ένας ξένος δάκτυλος

βαλμένος από την αντίπερα όχθη, από την πλευρά του καπιταλιστών. Πως η

μόνη αποστολή που είχε ήταν να καταβαραθρώσει το κίνημα και τον αρχηγό

του. Πως τελικά δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα να του αναθέσουν τόσες πολλές

και τόσο σημαντικές αποστολές. Ίσως να χρησιμοποιούσε όλο αυτά για να

τους συκοφαντήσει, για να τους διαβάλει και εν τέλει για να τους διαλύσει.

***

«”Βλαδίμηρε” αλήθεια δεν σε έχω ρωτήσει που μένεις» έκανε ο γενικός

γραμματέας ακολουθώντας τις συμβουλές της γυναίκας του. Του είχε πει να

μάθει περισσότερα για την ταυτότητα του. Οι καιροί ήταν πονηροί. Δεν

έφτανε μόνο να δηλώσεις την πίστη σου στο σοσιαλισμό. Άλλωστε το

«φακέλωμα» ήταν μια γνωστή και ευρέως διαδεδομένη πρακτική στις χώρες

του υπαρκτού σοσιαλισμού. Για να προστατευτείς από τον εχθρό σου έπρεπε

πρώτα από όλα να τον γνωρίζεις. Να γνωρίζεις τα πάντα για αυτόν, ακόμη-

ακόμη και τι ώρα πήγαινε στην τουαλέτα για την σωματική του ανάγκη.

«Στην Αθήνα» απάντησε αόριστα ο «Βλαδίμηρος». Δεν ήθελε σε καμία

περίπτωση να μάθει ο γενικός γραμματέας ότι ήταν «παιδί» των βορείων

προαστείων.

Μαύρο Κόκκινο 99

«Α…» είπε ο γενικός γραμματέας. Μια ασαφής απάντηση δεν ήταν

καλό σημάδι.

«Νότια ή βόρεια;» ρώτησε πάλι, θέλοντας να μάθει περισσότερα.

«Κοντά στο κέντρο» απάντησε ο «Βλαδίμηρος». Ο ιδρώτας έκανε

τσουλήθρα στη ραχοκοκαλιά του. Έπρεπε να μείνει ψύχραιμος. Τόσο

ψύχραιμος, όπως και τη σύζυγο του γενικού γραμματέα. Άλλωστε δεν έχω πει

ψέματα, είπε στον εαυτό του προσπαθώντας να τον πείσει. Δεκαπενταύγουστο

με μηχανή το κέντρο ήταν πέντε λεπτά από το σπίτι του.

«Και έχεις οικογένεια;» ρώτησε πάλι ο γενικός γραμματέας. Η

«συνέντευξη» συνεχιζόταν.

«Ναι, έχω» είπε ο «Βλαδίμηρος» και κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια τον

γενικό γραμματέα προσπαθώντας να καταλάβει τις προθέσεις του. Ποτέ τους

δεν είχαν κάνει τέτοιου είδους συζήτηση. Άλλωστε δεν είχε σημασία από πού

ήσουν, ποιον είχες πατέρα, ποια ήταν τα περιουσιακά σου στοιχεία, αρκεί να

πίστευες στην ιδέα της αριστεράς. Αυτό ήταν το μόνο που μετρούσε. Αυτό του

είχε πει σε κάποια από τις πρώτες τους κουβέντες.

«Και;» έκανε πάλι ο γενικός γραμματέας. Οι κόρες των ματιών είχαν

διασταλεί. Διψούσε να μάθει περισσότερα. Διψούσε να μάθει τα πάντα, για να

καταλάβει με ποιον είχε να κάνει. Και φυσικά για να τα μεταφέρει στη

γυναίκα του και να λάβει περαιτέρω οδηγίες.

«Έχουν χωρίσει οι δικοί μου. Ασυμφωνία χαρακτήρων» είπε ο

«Βλαδίμηρος» και αισθάνθηκε έναν κόμπο να του ανεβαίνει στο λαιμό. Τον

πόναγε αυτό το θέμα. Όσο τίποτα άλλο. Να μένει με έναν πατέρα που είχαν

ολική διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων, να μένει μακριά από την μητέρα

του και να είναι αναγκασμένος να την βλέπει μόνο έξω από το σπίτι του.

«Λυπάμαι» είπε ο γενικός γραμματέας. Αποφάσισε να σταματήσει την

ανάκριση. Η σκαπάνη του είχε χτυπήσει ευαίσθητο σημείο. Γιατί και εκείνος

ήταν παιδί χωρισμένων γονιών.

«Και εγώ λυπάμαι» είπε ο «Βλαδίμηρος». Και σκέφτηκε ότι ήταν ένας

άθλιος, ένας συμφεροντολόγος, ένας καλοπερασάκιας. Είχε αφήσει τη μητέρα

του να φύγει από το σπίτι τους. Την είχε αφήσει και είχε προτιμήσει την

άνεση, την οικονομική, που του προσέφερε απλόχερα ο πατέρας του. Την είχε

αφήσει και είχε σαν άλλοθι τις συναντήσεις με τη μητέρα του. Αν ήθελε να

ήταν σωστός, θα έπρεπε να την είχε ακολουθήσει. Πίσω στο πατρικό της, πίσω

στις λαϊκές γειτονιές του Περιστερίου. Αλλά δεν το έκανε. Δεν το έκανε ακόμη

και όταν παθιάστηκε με την άνοδο του σοσιαλισμού. Αν ήθελε να κερδίσει την

επανάσταση θα έπρεπε να την ξεκινήσει από τον ίδιο. Θα έπρεπε να μαζέψει σε

100 Άγγελος Χαριάτης

μια βαλίτσα τα απαραίτητα, να μην χαιρετήσει καν τον πατέρα του. Απλά να

τον ειδοποιήσει για τη φυγή του με ένα λιτό και περιεκτικό γράμμα,

εξηγώντας τους λόγους, το οποίο θα το είχε τοποθετήσει στο κεντρικό

καθρέφτη του μπάνιου. Αλλά δεν θα το έκανε. Δεν ήταν τόσο δυνατός για να

το κάνει. Θα περίμενε, μέχρι η επανάσταση να επικρατήσει. Τότε ναι, θα

μπορούσε.

Ο γενικός γραμματέας τον χτύπησε στον ώμο. Ήθελε να φαινόταν

φιλικό όλο αυτό, αλλά δεν ήταν. Ήταν επιφυλακτικό. Όσο και αν

καταλάβαινε το συναίσθημα που προκαλεί ο χωρισμός των γονιών, παρόλα

αυτά έπρεπε να τον προσέχει. Ίσως να μην ήταν παιδί χωρισμένων γονιών.

Ίσως να ήταν ένα κόλπο. Ένα φτηνό κόλπο για να την σκαπουλάρει.

«Θα τα πούμε σύντροφε “Βλαδίμηρε”»» είπε ο γενικός γραμματέας

τονίζοντας λίγο παραπάνω το «θα τα πούμε». Τον άφησε να τον κοιτάζει να

απομακρύνεται από κοντά του. Το γυαλί είχε αρχίζει να ραγίζει. Ο

«Βλαδίμηρος» άνοιξε το πακέτο του και τράβηξε ένα τσιγάρο. Είχε να

ονειρευτεί την επερχόμενη επανάσταση. Το όνειρο δεν μπορούσε να

περιμένει.

Μαύρο Κόκκινο 101

3.3.3.3. Ο «Πάτροκλος» μόλις είχε τελειώσει ακόμη μία αγγαρεία με το «εγγονό

του Δία». Ήταν αηδιασμένος. Περισσότερο αηδιασμένος από οποιαδήποτε

φορά. Είχε φτάσει στα όρια του. Αλλά δεν μπορούσε να το σταματήσει

απότομα. Δεν μπορούσε να αφήσει ή μάλλον να τον αφήσει η ομάδα. Γιατί

ήταν σίγουρος ότι ο «εγγονός του Δία» θα τον έστελνε πίσω στη γειτονιά του,

όπως ήταν πριν ασχοληθεί με το Μέτωπο, πίσω στη μιζέρια, πίσω στην

ανωνυμία, πίσω στη χλεύη. Και αυτό ήταν κάτι που δεν το ήθελε. Δεν ήθελε

να το ζήσει ξανά. Δεν θα το άντεχε να το ζήσει ξανά. Να κάψει τα πάντα, τώρα

την ύστατη στιγμή, την στιγμή που ήταν ένα βήμα πριν τον τελικό στόχο.

Γιατί αν γινόταν βουλευτής, η ζωή του θα άλλαζε ακόμη μια φορά. Προς το

καλύτερο. Αυτός από το πουθενά να βρεθεί στα μεγάλα σαλόνια της

πολιτικής. Ένιωθε ότι του το χρωστούσε η τύχη, η μοίρα, ο ίδιος ο Δίας. Όχι,

δεν θα είχε πρόβλημα με τα μεγάλα πολιτικά κόλπα. Όχι, δεν θα είχε

πρόβλημα με τους άλλους πολιτικούς των άλλων κομμάτων, με μόνη

εξαίρεση τα καθίκια τους βουλευτές του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος.

Πίστευε ότι οι παραδοσιακοί πολιτικοί στην αρχή της καριέρας τους δεν είχαν

χρησιμοποιήσει τα παραδοσιακά μέσα για να ανελιχτούν. Δεν γινόταν να

έχουν πάει με το σταυρό στο χέρι. Ο σκοπός του ήταν να τρυπώσει μέσα στη

φωλιά και τότε θα τελείωνε οριστικά η ενοικίαση του κορμιού του στον

«εγγονό του Δία».

Όμως από την άλλη πλευρά, όσες περισσότερες φορές «έσπρωχνε» τον

«εγγονό του Δία» τόση περισσότερη ώθηση έπαιρνε από τον αρχηγό. Μια κατά

ένα τρόπο συσσωρευτική δύναμη. Σαν να ήταν το πουλί του ο μαγικός ζωμός

των Γαλατών. Ένα πήδημα και έπαιρνε περισσότερη δύναμη. Δύναμη που θα

προσγείωνε στην βουλή των Ελλήνων. Κάποιες φορές είχε στα αλήθεια

αναρωτηθεί. Αν άξιζε να βρεθεί εκεί. Και η μόνη απάντηση που έπαιρνε από

τον εαυτό του ήταν ότι το άξιζε χίλιες φορές. Η πολιτική του παρελθόντος

είχε πεθάνει. Αυτό μπορούσε να το καταλάβει και ο πιο χαζός πολίτης αυτής

της χώρας. Είχε έρθει η ώρα των νέων πολιτικών δυνάμεων. Άσχετα αν δεν

ήταν ο ορισμός των πολιτικών δυνάμεων. Ένα τσούρμο τρελών που πίστευαν

στο δωδεκάθεο, ένας μουρλός για αρχηγός, ένα τσούρμο τρελών για δύναμη,

ένα τσούρμο οργισμένων που μπορούσαν να διοχετεύσουν ανεξέλεγκτα και

ανεξέλεγκτοι την οργή τους στους πάντες και τα πάντα. Ένα τέτοιου είδους

102 Άγγελος Χαριάτης

συνονθύλευμα ήταν το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο. Χωρίς αρχή, μέση και

τέλος. Το ήξερε αυτό η πλειοψηφία των ψηφοφόρων τους. Αλλά είχαν

κουραστεί να κυβερνώνται σαράντα χρόνια από ανίκανους που περνούσαν

τους εαυτούς τους για ικανούς. Είχαν πειστεί οι ψηφοφόροι να ψηφίσουν τους

κατ’ όνομα ανίκανους με την ελπίδα να αποδειχθούν ικανοί. Τουλάχιστον

περισσότερο ικανοί από τους προηγούμενους.

Η δημοτικότητα του «Πάτροκλου» είχε εκτοξευθεί στα ύψη. Παρόλο

που δεν εμφανιζόταν πουθενά. Παρά μόνο στους σκοτεινούς δρόμους,

καθαρίζοντας τη σαπίλα. Η φήμη του απλωνόταν. Τα κατορθώματά του

διαδίδονταν από στόμα σε στόμα, σαν λαϊκό παραμύθι. Είχε γίνει χωρίς ίχνος

υπερβολής ένας αστικός μύθος. Ένας αστικός μύθος που παρέμενε ταπεινός.

Γιατί δεν είχε ανάγκη την προβολή. Αυτό που ήθελε εξ αρχής ήταν να ανήκει

κάπου. Να ανήκει σε μια ομάδα και ύστερα να κατάφερνε να διατηρηθεί εκεί.

Και ήταν πολύ κοντά στο να το πετύχει. Αρκούσε μόνο να επιβεβαιωθούν οι

δημοσκοπήσεις των προηγούμενων μηνών, που ήθελαν το Εθνικό Πατριωτικό

Μέτωπο και το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα να δίνουν μάχη στήθος με

στήθος για την πρωτιά. Με εικοσιπέντε ποσοστιαίες μονάδες το καθένα τους.

Αλλά ο «Πάτροκλος» πέρα από τη μη προβολή, πέρα από την ταπεινότητα,

που ίσως όλα αυτά έδειχναν ένα άτομο με χαμηλή αυτοεκτίμηση, ήθελε να

γίνει βουλευτής. Να κατορθώσει να εισχωρήσει στην ελίτ. Να γίνει ο κύριος

«Πάτροκλος» ή ο κύριος Μιχάλης με το γράμμα Κάππα κεφαλαίο.

Πίσω στο σπίτι του, στην οικογενειακή εστία, ένιωθε και ήταν μόνος. Η

μητέρα του όπως συνήθως να παρακολουθεί βουβή, η αδελφή του να τον

αποφεύγει. Τρεις ξένοι μέσα στο σπίτι. Δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο

λόγο γίνονταν όλα αυτά, δεν μπορούσε να καταλάβει ότι δεν μπορούσαν να

τον καταλάβουν. Ήθελε ότι θα ήθελε κάθε συνηθισμένος άνθρωπος. Λίγη

αναγνώριση και το συναίσθημα να ανήκει κάπου, να είναι μέλος της αγέλης.

Η μητέρα του είχε καταφέρει στο παρελθόν να βρει απάγκιο. Τον πατέρα του.

Άσχετα αν η μοίρα τους ήθελε χώρια. Είχε καταφέρει να το ζήσει. Η αδελφή

του άνηκε και αυτή στη δική της αγέλη. Είχε μια αξιοπρεπή εργασία και

αξιοπρεπείς φίλους. Άνηκε κάπου. Αυτό ήταν το σημαντικό. Εκείνος όσο και

να είχε προσπαθήσει στο παρελθόν, ότι και να είχε κάνει, δεν τα είχε

καταφέρει. Ήταν για όλους ένας μικρός ασήμαντος άνθρωπος φτιαγμένος να

ονειρεύεται μικρά ασήμαντα όνειρα. Μα σαν κατάφερε να βρει την αγέλη του,

σαν κατάφερε να γίνει στα μάτια των άλλων σπουδαίος και τρομερός και

τρομακτικός θα είχε το αναντίρρητο δικαίωμα να κάνει και σπουδαία και

τρομερά και τρομακτικά όνειρα. Θα μπορούσε να αντέξει να μείνει για πάντα

Μαύρο Κόκκινο 103

μόνος. Αυτό έλεγε στον εαυτό του προσπαθώντας να τον πείσει. Μόνο που ο

εαυτός του ήταν δύσπιστος. Είχε αντιμετωπίσει την μοναξιά και την απόρριψη

και το αίσθημα του μη ανήκειν και ήξερε. Ήξερε πως δεν μπορούσε να είναι

μόνος. Ήξερε πως η αγέλη στην οποία είχε ενταχθεί ο «Πάτροκλος» ήταν μια

αγέλη αιμοβόρων λύκων. Που δεν θα το είχαν σε τίποτα στην πρώτη δύσκολη

στιγμή, να τον πετάξουν έξω από την κλειστή ομάδα τους, να τον διασύρουν,

να τον ταπεινώσουν, να τον συκοφαντήσουν, να τον βασανίσουν προκειμένου

να σώσουν το δικό τους τομάρι. Αλλά δεν είχε πρόβλημα, αρκεί να είχε

προλάβει να πάρει τα μέτρα του. Αρκούσε να είχε προλάβει να γίνει τόσο

δυνατός και τόσο ισχυρός ώστε να μην μπορεί να τον αγγίξει κανείς. Ούτε καν

ο «γιος του Δία».

Καθόταν στο δωμάτιο του. Στο δωμάτιο του που δεν είχε παράθυρο,

βυθισμένο μέρα και νύχτα στο σκοτάδι, παρατηρώντας τις σκιές των επίπλων

να υψώνονται στον τοίχο τρομακτικές, έτοιμες να τον κατασπαράξουν. Το

τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσε η αδελφή του. Τον βρήκε στο δωμάτιο να

κοιτάζει τον τοίχο. «Για σένα είναι» του είπε με απάθεια, σαν να μιλούσε στον

τοίχο και όχι στον αδελφό της. Δεν της είπε ευχαριστώ. Δεν υπήρχε λόγος να

της πει ευχαριστώ.

«Είσαι ο Μιχάλης Καρκανέας;» τον ρώτησε η άγνωστη φωνή μόλις

έβαλε το ακουστικό στο αυτί και είπε: «Ναι».

«Θα σε γαμήσουμε όπου σε πετύχουμε μόνο σου» είπε η φωνή και πριν

προλάβει να πει το οτιδήποτε ο «Πάτροκλος» πάτησαν το άγκιστρο

τερματίζοντας την κλήση.

Ο «Πάτροκλος» χαμογέλασε. Ήταν χαρούμενος. Δεν είχε φοβηθεί.

Αυτή η αόριστη απειλή από έναν άγνωστο σήμαινε για αυτόν πως στα αλήθεια

είχε γίνει σημαντικός. Ήταν απειλούμενος, ήταν σπουδαίος. Ένα από τα

τελικά βήματα για την εδραίωση του στο πολιτικό σύστημα.

Βγήκε από το δωμάτιο του. Προχώρησε προς την κουζίνα. Η αδελφή

του παρέα με τη μητέρα του είχαν στρώσει το βραδινό τραπέζι. Ένα τραπέζι

για δυο. Αργότερα η μητέρα του θα έστρωνε ξανά τραπέζι. Πάλι για δύο. Για

εκείνον και για αυτήν θα έτρωγαν βουβοί όπως ήταν η συνήθεια των

τελευταίων μηνών. «Με απείλησαν» της είπε χαμογελώντας. Η μητέρα του

άφησε το κουτάλι να της πέσει από το χέρι. Αν και μπλεγμένη και μπερδεμένη

στους σκοτεινούς δρόμους της κατάθλιψης, μπορούσε πολύ καλά να

καταλάβει τα λόγια του γιου της. «Είσαι ηλίθιος» είπε η αδελφή του. «Για ποιο

λόγο;» ρώτησε ο Μιχάλης μην έχοντας σταματήσει να χαμογελάει. «Θα πας

σαν το σκυλί στο αμπέλι» του είπε και είδε την μητέρα της να παρακολουθεί

104 Άγγελος Χαριάτης

με αγωνία τη συζήτησή τους. Αγωνία για το παιδί της, αγωνία για το αν θα

συνέχιζαν να ανταλλάσσουν κουβέντες, παραπάνω από δύο κουβέντες, όπως

γινόταν από τότε που ο «Πάτροκλος» ασχολήθηκε με το Εθνικό Πατριωτικό

Μέτωπο. «Δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα. Δεν φοβάμαι. Είμαι σπουδαίος»

είπε ο Μιχάλης και φούσκωσε από περηφάνια σαν το παγώνι. «Είσαι δυο

φορές ηλίθιος» του είπε και παράτησε το φαγητό της στη μέση. «Μητέρα πάω

μια βόλτα να ξεσκάσω» της είπε και χωρίς να κοιτάξει τον αδελφό της

σηκώθηκε από την καρέκλα της. Η μητέρα πήρε πάλι το κουτάλι στο χέρι της

και το βύθισε μέσα στη σούπα. Ο «Πάτροκλος» ψιθύρισε κάτι μέσα από το

δόντια του και έκατσε στη θέση της αδελφής του. Είχε έρθει και για εκείνον η

ώρα του βραδινού. Η μητέρα σηκώθηκε και του ετοίμασε το πιάτο του. «Να

προσέχεις, να προσέχεις πολύ» του είπε και κοιτώντας προς την εξώπορτα,

θέλοντας να δει αν είχε φύγει το άλλο της παιδί, του έδωσε ένα φιλί στο

μάγουλο. Είχε επιλέξει το δρόμο της σιωπής, το δρόμο της ουδετερότητας.

Είχε παίξει βέβαια το ρόλο της και η υποβόσκουσα κατάθλιψη. Όμως πίστευε

ότι το κοινό αίμα που έρεε στις φλέβες τους θα κατόρθωνε να τους φιλιώσει,

να τους φέρει πάλι πίσω την αδελφική αγάπη.

***

Η αδελφή του περπάτησε μέχρι το λιμάνι. Χωρίς να βιάζεται. Ήταν

Παρασκευή βράδυ. Δεν είχε τίποτα να κάνει το επόμενο πρωινό. Δεν είχε

κανονίσει τίποτα για το σημερινό βράδυ. Αν και είχε παρέες, αν και είχε

υποψήφιους «γαμπρούς» δεν είχε καμία διάθεση να μπλεχτεί σε περιπέτειες.

Της έφτανε ο Νίκος. Ο Νίκος που ήταν μαζί πέντε χρόνια και την κρίσιμη

στιγμή, ένα βήμα πριν προχωρήσουν σε μια κοινή ζωή, έκανε πίσω. Εκείνος

της είχε κάνει πρόταση. Ένα καλοκαιρινό βράδυ σαν και αυτό. Αλλά τις

επόμενες μέρες αναίρεσε όλα όσα της είχε πει. Ήταν φανερό. Φοβόταν τη

δέσμευση. Δεν ήθελε να είναι με ένα άντρα που δεν μπορούσε ή ακόμη

χειρότερα δεν ήθελε να δεσμευθεί. Με έναν άντρα που άλλα έλεγε τη μια μέρα

δημιουργώντας ελπίδες και την αμέσως επόμενη μέρα τις έπνιγε. Και κάπως

έτσι του είπε ότι δεν μπορούσαν να είναι πια μαζί. Ο Νίκος δεν αντέδρασε.

Απλά δέχθηκε την απόφασή της. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς δεύτερες

κουβέντες. Ίσως μάλιστα να ένιωσε ανακουφισμένος. Θα μπορούσε να

συνεχίσει τη ζωή του χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη της δέσμευσης να κρέμεται

πάνω από το κεφάλι του. Είχε στα αλήθεια πονέσει για αυτήν της την

απόφαση. Είχε κλάψει, είχε πλαντάξει στο κλάμα, μα δεν γινόταν να συνεχίσει

να είναι μέσα σ’ αυτή τη σχέση που δεν οδηγούσε πουθενά. Όχι απαραίτητα

στο γάμο. Γιατί δεν ήταν με την τυπική έννοια του όρου «παραδοσιακή». Δεν

Μαύρο Κόκκινο 105

ήταν το όνειρό της να παντρευτεί, να αμολήσει τρία κουτσούβελα που θα

γύρναγαν γύρω-γύρω από την ποδιά της, να φτιάχνει κάθε μέρα φαγητό, να

πλένει, να μαντάρει, να σιδερώνει τα ρούχα της δουλειάς του αντρούλη της,

να είναι μια ευτυχισμένη νοικοκυρά, να είναι μια «Μαίρη Παναγιωταρά». Όχι

δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Απλά ήθελε ένα άνθρωπο δίπλα της που να ξέρει ποιο

είναι το μαύρο και ποιο είναι το άσπρο, που να λέει μαύρο και να εννοεί

μαύρο, που να λέει άσπρο και να εννοεί άσπρο. Ο Νίκος δεν μπορούσε να γίνει

αυτό που ήθελε. Απέδειξε με τη συμπεριφορά του και τις πράξεις του ότι δεν

ήταν αυτό που ζητούσε. Άσχετα αν πέρασαν πέντε χρόνια για να το

καταλάβει. Δεν την ένοιαζε που πέρασαν πέντε χρόνια. Καλύτερα που ξόδεψε

πέντε χρόνια παρά να ξοδέψει μια ολόκληρη ζωή.

Τους τελευταίους έξι μήνες ένιωθε καλύτερα. Ανάρρωνε μετά το τέλος

της μακροχρόνιας σχέσης. Θα ήταν έτοιμη να ανοίξει τα φτερά της και να

πετάξει ψηλά. Μα ο αδελφός της φρόντισε να ματαιώσει την πτήση της. Με τα

καμώματά του. Το αγαπούσε το αδέλφι της. Ναι. Και νόμιζε πως είχε πέσει

θύμα της ανασφάλειάς του. Από μικρός ήταν κλειστός χαρακτήρας, αυτό που

ονομάζουν οι ψυχολόγοι εσωστρεφής, ένα παιδί που έχασε τον κόσμο κάτω

από τα πόδια του όταν χάθηκε ο πατέρας τους. Του έλειπε ο μπαμπάς τους,

περισσότερο από ότι έλειπε σε εκείνη. Ήταν ο φάρος του και εκείνος ένα

καρυδότσουφλο μέσα σε πελώρια κύματα. Έσβησε το φως του φάρου, χάθηκε

η ελπίδα για σωτηρία. Και από τότε έψαχνε να βρει τον εαυτό του, από τότε

ήθελε να βρει έναν άλλο φάρο για να πορευτεί.

Μάθαινε από δω και από κει για τα «κατορθώματά» του. Για τις

αλητείες του, για την υπόληψη που είχε αποκτήσει στην κοινωνία, στην

κοινωνία των ξενοφοβικών, στην κοινωνία του συμφέροντος. Και θλιβόταν

πραγματικά. Ευχόταν να δεχθεί ένα ισχυρό σοκ, ένα σοκ που θα τον έβγαζε

από τη βαθιά πλάνη του, ένα σοκ που θα τον έκανε να αναθεωρήσει, μια ολική

αναθεώρηση των πραγμάτων ώστε να σταματήσει να ψάχνει τον φάρο, να

πιστέψει στις δικές του δυνάμεις, να πιστέψει στη μοναδικότητα του και

κάπως έτσι να πορευτεί απελευθερωμένος από τα δεσμά του παρελθόντος. Για

να μπορέσει να τον ξυπνήσει από το λήθαργο του είχε αποφασίσει να μην του

μιλάει, για να τον κάνει να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Για να τον

κάνει να σκεφτεί τι δεν πήγαινε καλά στη σχέση τους, να σκεφτεί τρόπους για

να την προσεγγίσει ξανά. Και να την ρωτήσει γιατί δεν του μιλούσε. Και

εκείνη θα του απαντούσε. Αλλά φαινόταν από τη συμπεριφορά του ότι δεν

μπορούσε να σκεφτεί. Ότι ήταν ζαλισμένος από τη δύναμη που είχε

106 Άγγελος Χαριάτης

αποκτήσει. Ίσως να έπρεπε να έρθει σύντομα μια διάψευση, αυτό το σοκ που

θα τον έκανε να αναθεωρήσει.

Χωρίς να το καταλάβει βυθισμένη στις σκέψεις της, βρέθηκε μπροστά

στο προεκλογικό περίπτερο που είχε στηθεί από την οργανωτική ομάδα του

Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος. Κοίταξε για λίγο τις αφίσες. Νέοι και

νέοι με υψωμένη τη γροθιά πάλευαν και διεκδικούσαν ένα καλύτερο αύριο.

Εκείνη είχε αποφασίσει να ψηφίσει το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα στις

εκλογές της επόμενης εβδομάδας. Για να αλλάξει η κατάσταση. Μια

κατάσταση που είχε φέρει την κοινωνία στα όρια της συνοχής της. Φόροι, βία,

εγκληματικότητα, μιζέρια ήταν η συνήθης καθημερινότητα που βίωναν οι

πολίτες της χώρας και ειδικότερα οι πολίτες της πόλης της Αθήνας. Τα

παραδοσιακά κόμματα ψυχορραγούσαν, είχαν πεθάνει και οι πολιτικοί τους

δεν έλεγαν να το καταλάβουν. Θα το καταλάβαιναν μια και καλή τη Δευτέρα

μια σύντομη Δευτέρα, όταν θα μάζευαν τα πράγματά τους από τα έδρανα της

βουλής των Ελλήνων. «Να έχεις πίστη στην αριστερά» της είχε πει ο πατέρας

της. «Μια μέρα θα τα καταφέρει», της είχε πει και εκείνη τον είχε πιστέψει.

Της άρεσε η ιδέα μια δίκαιης κοινωνίας, της άρεσε η ιδέα της δικαιοσύνης, για

αυτό άλλωστε είχε επιλέξει τις νομικές σπουδές ως γνωστικό αντικείμενο, της

άρεσε η ιδέα της ισότητας. Δεν της άρεσαν οι ιδέες του Εθνικού Πατριωτικού

Μετώπου, δεν της άρεσαν οι ιδέες του αδελφού της, αλλά πίστευε ότι όλα

αυτά θα είχαν ξεκαθαρίσει την επομένη των εκλογών. Πίστευε πως οι

φασίστες του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου θα κρύβονταν στο καβούκι

τους. Το πίστευε και το ήλπιζε, για να σωθεί ο αδελφός της.

«Δεν περίμενα ότι θα σε βρω εδώ» της είπε μια γνώριμη φωνή. Σήκωσε

το βλέμμα της από την αφίσα ξαφνιασμένη. Ήταν εκείνος.

«Μπορεί να μη θυμάσαι το όνομά μου» είπε.

«Το θυμάμαι» είπε μαγκωμένα. Δεν το είχε ξεχάσει. Όπως επίσης δεν

είχε ξεχάσει ότι δεν τον είχε πάρει τηλέφωνο.

«Αλλά δεν ήταν γραφτό να συναντηθούμε» είπε ο «Βλαδίμηρος»

θέλοντας να δείξει ότι δεν τον είχε πειράξει η απόρριψη. Η αλήθεια βρισκόταν

καλά κρυμμένη κάπου στη μέση. Δεν είχε προλάβει να την σκεφτεί με όλα

αυτά τα τρεξίματα του κινήματος, είχε πείσει τον εαυτό του πως δεν ήταν

παραπάνω από μια ευκαιριακή γνωριμία, δυο κουβέντες μιας λησμονημένης

βραδιάς, μια στιγμούλα μέσα στο όνειρο της καθημερινότητας.

«Ναι δεν σε πήρα τηλέφωνο, είχα μπλεξίματα» είπε η Μαριάννα. Και

έλεγε εν μέρει αλήθεια. Είχε μπλεξίματα με τον ίδιο της τον εαυτό. Ήθελε το

Μαύρο Κόκκινο 107

χρόνο της για να ελευθερωθεί από τις σκέψεις. Τις σκέψεις για τον

προηγούμενο δεσμό της.

«Ναι καταλαβαίνω» είπε ο «Βλαδίμηρος», «μπορούμε αν θέλεις να

κάνουμε μια νέα αρχή» συμπλήρωσε και την είδε να χαμογελάει. Ναι, θα

μπορούσαμε να κάνουμε μια νέα αρχή, σκέφτηκε η Μαριάννα.

«Με λένε Νεόφυτο. Χάρηκα» είπε και άπλωσε το χέρι του για να την

χαιρετήσει.

«Μαριάννα λοιπόν» είπε η Μαριάννα.

«Προτιμώ να με φωνάζουν ‘‘Βλαδίμηρο’’ είπε ο «Βλαδίμηρος».

«Εμένα προτιμώ Μαριάννα» είπε η Μαριάννα.

«Βρίσκομαι εδώ, σ’ αυτό το περίπτερο επειδή υποστηρίζω το Αριστερό

Ριζοσπαστικό Κίνημα» είπε ο «Βλαδίμηρος» και έδειξε με το χέρι του το

περίπτερο σαν να ήταν παρουσιαστής σε διαφημιστικό σποτ.

«Απλά βρέθηκα τυχαία» είπε η Μαριάννα.

«Σε λίγο τελειώνει η βάρδια μου, θα μπορούσαμε να πάμε για ένα

ποτό» είπε ο «Βλαδίμηρος» και κοίταξε τη Μαριάννα βαθιά μέσα στα μάτια.

«Δεν ξέρω…» έκανε αναποφάσιστα και αναποφάσιστη η Μαριάννα.

«Είπαμε να κάνουμε μια νέα αρχή» είπε ο «Βλαδίμηρος». Ήθελε να την

ανακαλύψει ξανά. Ήθελε να μπορέσει να της ανοιχτεί και να του ανοιχτεί.

Ένιωθε πως η Μαριάννα ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για εκμυστηρεύσεις.

Και ας μην την ήξερε καθόλου. Το ένστικτό του, του έλεγε πως άξιζε να

προχωρήσει. Του έλεγε ότι κατά πάσα πιθανότητα αυτή θα μπορούσε να είναι

ο έρωτας της ζωής του. Μπορεί να ακουγόταν παιδικό όλο αυτό. Μπορεί να

ήταν βλακώδες. Αλλά αυτό δεν άλλαζε σε τίποτα την φυσική έλξη που

ένιωθε. Ήθελε να την πάρει στην αγκαλιά του. Να της ψιθυρίσει στ’ αυτί

γλυκόλογα, να της πει ότι εκείνη περίμενε σε όλη του τη ζωή. «Αλλά τότε

αφού νιώθεις έτσι, γιατί δεν προσπάθησες λίγο παραπάνω στην πρώτη σας

συνάντηση;» τον ρώτησε ο εαυτός του. «Ίσως γιατί ήμουν βλάκας» του

απάντησε. «Γιατί την ξέχασες, γιατί την έβγαλες όλο αυτόν τον καιρό από το

μυαλό σου;» τον ρώτησε ξανά. «Ίσως γιατί φοβόμουν, ίσως γιατί φοβόμουν

την απόρριψη. Και ξέρω ότι η απόρριψη πονάει, πονάει όταν την έχεις ζήσει

μέσα στο ίδιο σου το σπίτι» του απάντησε. Και αποφάσισε την ίδια στιγμή να

αφήσει στην άκρη τα πως και τα γιατί και απλώς να αφήσει την ιστορία να

κυλήσει. Χωρίς προκατασκευασμένους διαλόγους, χωρίς σενάριο, χωρίς

πρόβες. Απλά να κυλήσει, να τσουλήσει αργά χωρίς βιασύνη και όπου βγει.

«Ας κάνουμε» του είπε Μαριάννα και ένα πλατύ χαμόγελο ήρθε να

φωτίσει το πρόσωπό της. Η Μαριάννα που κοίταζε και εκείνη με τη σειρά της

108 Άγγελος Χαριάτης

τον «Βλαδίμηρο». Και της άρεσε αυτό που έβλεπε. Της άρεσε να βλέπει αυτή

τη φλόγα μέσα στα μάτια του. Όπως και την πρώτη φορά. Τη φλόγα ενός

ιδεαλιστή. Δεν έχανε τίποτα να δοκιμάσει. Άλλωστε ήθελε χρόνο. Χρόνο για

να αποφασίσει αν θα μπορούσαν να γίνουν ζευγάρι. Γιατί η αρχική εντύπωση,

η πρώτη τους συνάντηση, ήταν θετική. Αλλά τότε δεν ήταν έτοιμη. Είχε να

προσπεράσει το σκόπελο του Νίκου. Αν και βαθιά μέσα της είχε πειστεί, ήξερε

με σιγουριά, ότι ο Νίκος ήταν οριστικά και τελεσίδικα παρελθόν.

«Μπορούμε να πάμε μέχρι το κέντρο» της είπε και εκείνη ένευσε

καταφατικά.

Ο «Βλαδίμηρος» έχοντας τελειώσει τη βάρδια του, ευχήθηκε καλή

συνέχεια στους συναγωνιστές του και πιάνοντας αυθόρμητα το χέρι της

Μαριάννας, προχώρησαν μαζί μέχρι την είσοδο του ηλεκτρικού σταθμού του

Πειραιά.

Στο γκισέ έκοψε δύο εισιτήρια. Η Μαριάννα προσπάθησε να πληρώσει

το δικό της αντίτιμο. Εκείνος αρνήθηκε ευγενικά. «Μα δεν πρέπει να τα

μοιραζόμαστε όλα;» τον ρώτησε. «Σήμερα μπορούμε να κάνουμε μια

παρέκκλιση. Σήμερα μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στην παράδοση, άλλωστε

δεν είναι τίποτα παραπάνω από δύο εισιτήρια» της είπε και εκείνη αρκέστηκε

στο να χαμογελάσει, στο να χαμογελάσει για άλλη μία φορά. Ένιωθε δίπλα

του μια σιγουριά. Όσο και αν ένιωθε ότι ήταν νωρίς. Νωρίς για οτιδήποτε.

Ήταν νωρίς για να ανθήσει ο έρωτας. Αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσες να

υπολογίσεις πότε ακριβώς θα έβλεπες το πρώτο μπουμπούκι να ανθίζει.

Μπορούσε να συμβεί και την αμέσως επόμενη στιγμή.

Στο βαγόνι δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Απλά κοιτούσαν μηχανικά τους

επιβάτες, τους σταθμούς που προσπερνούσαν, άκουγαν τις ανακοινώσεις στα

μεγάφωνα, μύριζαν τη μυρωδιά των φρένων. Ήταν μια ακόμη τυπική

καλοκαιρινή αθηναϊκή νύχτα. Μια νύχτα που ίσως τους έφερνε πιο κοντά.

Μια νύχτα που και οι δύο περίμεναν ότι θα τους φέρει πιο κοντά, ίσως

καθισμένους σε ένα παγκάκι, να κοιτάζουν το ολόγιομο φεγγάρι, να σκύψει ο

ένας προς τη μεριά του άλλου και κάπως έτσι να ανταλλάξουν ένα απαλό

φιλί. Την ώρα που τα τζιτζίκια θα έπιαναν το δικό τους ερωτικό τραγούδι, την

ώρα που ένας δροσερός καλοκαιρινός άνεμος θα φρόντιζε να δροσίσει το

ξαναμμένο είναι τους.

Μαύρο Κόκκινο 109

4.4.4.4. Την ώρα που η Μαριάννα και ο «Βλαδίμηρος» έφταναν στο σταθμό του

Θησείου ο «Πάτροκλος» κατόπιν εντολών του «γιου του Δία» είχε συναντήσει

την ομάδα δράσης στο άδειο πάρκινγκ πολυκαταστήματος στην οδό Πειραιώς.

Ήταν η πρώτη φορά που θα δρούσαν ομαδικά. Ήταν η πρώτη φορά που

αναλάμβανε την καθοδήγηση μιας ομάδας Πατριωτών. Ο αρχηγός είχε

αποφασίσει πως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να δώσουν ένα μάθημα

ελληνικής ιστορίας στα κομμούνια. Θα ξεκίναγαν με τις μηχανές από το

πάρκινγκ, θα ανέβαιναν την οδό Πειραιώς. Εκεί στο τέρμα της θα πάρκαραν

τις μηχανές κάτω από την πλατεία Ομονοίας και θα έπαιρναν στα χέρια τους

τα ρόπαλα και τις βαριές αλυσίδες. Η πιο μεγάλη ώρα είχε φτάσει. Θα

κτύπαγαν το κτήνος στην καρδιά.

Φορώντας κράνη με ζωγραφισμένους μαιάνδρους θα έδιναν το στίγμα

τους χωρίς όμως να γίνουν αντιληπτοί. Κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι

αγανακτισμένοι πολίτες. Ίσως υποστηρικτές του Εθνικού Πατριωτικού

Μετώπου. Αλλά μένοντας μόνο στο ίσως. Θα τα έλιωναν τα κομμούνια. Θα

τους χτύπαγαν μέχρι να τους αφήσουν αναίσθητους στο πάτωμα. Μόνο τότε

θα καταλάβαιναν με ποιον είχαν να κάνουν. Ήταν τα αντίποινα του Εθνικού

Πατριωτικού Μετώπου στο λόγο που είχε εκφωνήσει το πρωινό της ίδιας

ημέρας ο γενικός γραμματέας. Είχε επιλέξει την πολιτική της πόλωσης,

χαρακτηρίζοντας ούτε λίγο ούτε πολύ, τα μέλη του Εθνικού Πατριωτικού

Μετώπου φασίστες και οπαδούς του ναζισμού. Δεν ήταν φασίστες, δεν ήταν

οπαδοί του ναζισμού, μόνο Έλληνες πατριώτες ήταν, οι οποίοι ήθελαν να

δουν την χώρα τους να ξεφεύγει μια και καλή από τις δαγκάνες του

σοσιαλισμού.

Ο «Πάτροκλος» ένιωθε σφιγμένος. Ήξερε ότι το Αριστερό Ριζοσπαστικό

Κίνημα ήταν ο άμεσος εχθρός τους, ήξερε ότι ήταν το μόνο τους εμπόδιο προς

την εξουσία, αλλά ταυτόχρονα ήξερε πως αν ζούσε ο πατέρας του, θα

υποστήριζε αυτά τα απολειφάδια του Λένιν και πως όταν θα άρχιζε η

τελευταία δράση του σχεδίου, θα ήταν πολύ πιθανό να βρεθεί απέναντι σε

κάποιον οπαδό που θα είχε την ηλικία του πατέρα του αν ζούσε, ίσως να είχε

μια παρόμοια δουλειά σαν του πατέρα του, ίσως να του έμοιαζε και λίγο, είχε

παρατηρήσει πως στα κομμούνια έκαιγε η ίδια φλόγα μέσα στα μάτια τους, και

τότε τι θα έκανε; Θα ήταν σαν να χτύπαγε τον ίδιο του τον πατέρα. Πόσο

110 Άγγελος Χαριάτης

σκληρός γιος έπρεπε να είναι κάποιος για να το κάνει αυτό, πόσο σκληρός γιος

θα έπρεπε να είναι για να το αντέξει αυτό;

Κάπνισε ένα τσιγάρο. Απαγορευόταν δια ροπάλου το τσιγάρο από το

«γιο του Δία», αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν το τελευταίο που τον ένοιαζε. Τα

μέλη της ομάδας τον μιμήθηκαν. Αυτό μπορούσαν να κάνουν καλύτερα. Να

μιμούνται. Αν έπινε πετρέλαιο θα ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Έβγαλε

από την πίσω τσέπη του τζιν του ένα φλασκί γεμισμένο με ουίσκι. Τράβηξε μια

δυνατή τζούρα. Για να πάρει δύναμη, για να πάρει κουράγιο. Το φλασκί

πέρασε από χέρι σε χέρι. Είχε καταφέρει να ναρκώσει τη συνείδησή του. Είχαν

καταφέρει και οι υπόλοιποι πατριώτες να κάνουν το ίδιο. Ή τουλάχιστον

αυτό πίστευε, αυτό ευχόταν. Γιατί αν κανένας τους δεν είχε συνείδηση, τότε

δεν θα διέφεραν από τα ζώα. Και τότε τη σημασία είχε αν είχε καταφέρει να

ανέβει στην ιεραρχία; Τι σημασία θα είχε αν είχε καταφέρει να γίνει ζώο;

Υπήρχαν και λιγότερες επώδυνοι μέθοδοι για να καταφέρει να γίνει ζώο. Δεν

σκέφτομαι καθαρά. Αυτό που έχει σημασία είναι να τα καταφέρω.

Ήταν πλέον έτοιμοι. Έτοιμοι να διαλύσουν τα πάντα. Κάθε εμπόδιο

που θα υψωνόταν μπροστά τους απλά θα το γκρέμιζαν χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ο «Πάτροκλος» ήταν έτοιμος να δώσει το σύνθημα. Οι πατριώτες περίμεναν.

Ήταν σε στάση προσοχής, με τα ρόπαλα στα χέρια, με τις αλυσίδες στα χέρια.

Ο «Πάτροκλος» ύψωσε το χέρι. Με το που θα το κατέβαζε θα δινόταν το

σύνθημα της επίθεσης.

Τρία, δύο, ένα, μέτρησε από μέσα του ο «Πάτροκλος» και κατέβασε το

χέρι. Η επίλεκτη ομάδα ξεχύθηκε μπροστά, πέρασε χωρίς δυσκολία τον

θυρωρό που έφαγε της χρονιάς του και χωρίς να χάσουν χρόνο άρχισαν να

ανεβαίνουν τα σκαλιά. «Μυρίζει σαπούνι εδώ μέσα» φώναξε γελώντας

δυνατά ο «Πάτροκλος» την ώρα που με τη βαριά του αρβύλα έσπαγε την

πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά του. Κρυμμένοι πίσω από τα γραφεία δύο

σύντροφοι. Τρομαγμένοι, έχοντας περάσει τα χέρια του σφιχτά γύρω από τα

κορμιά τους. Τραγουδούσαν μια ακατάληπτη μελωδία, κάτι σαν

κομμουνιστική μελωδία για να πάρουν θάρρος, θέλοντας ίσως να μοιάσουν

στους ήρωες του σιδηρούν παραπετάσματος, έτοιμοι να θυσιαστούν για το

δίκαιο του αγώνα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελαν να γίνουν ήρωες. Η

αλήθεια ήταν πως απλώς ήθελαν να σταματήσει ο χρόνος για μερικά

δευτερόλεπτα, να ακινητοποιηθούν τα πάντα εκτός από τους εαυτούς τους και

κάπως έτσι με γρήγορα βήματα να καταφέρουν να βγουν από κει μέσα και να

αναπνεύσουν έξω μακριά στο δρόμο τον αέρα της ελευθερίας. Όμως η

πραγματικότητα κατάστρεψε τα όνειρά τους για διαφυγή. Για την ακρίβεια, τα

Μαύρο Κόκκινο 111

κατάστρεψε το ρόπαλο του «Πάτροκλου» που έσκασε με δύναμη πάνω στα

πλευρά τους, αφήνοντάς τους λιπόθυμους στο πάτωμα. Η υπόλοιπη ομάδα

ακολούθησε το παράδειγμα του ευνοούμενου του «γιου του Δία». Με την ίδια

ζέση, με τον ίδιο ζήλο, με το ίδιο μίσος συμπεριφέρθηκαν σε όποιον βρέθηκε

στο δρόμο τους.

Όταν είχαν τελειώσει οι πατριώτες με τον πρώτο όροφο και

ετοιμάζονταν να συνεχίσουν στο δεύτερο όροφο η Μαριάννα με τον

«Βλαδίμηρο» είχαν έρθει κοντά, πολύ κοντά. Χωρίς να μπορούν να

προσδιορίσουν τη χρονική στιγμή, είχαν βρεθεί ο ένας να κρατάει το χέρι του

άλλου, είχαν βρεθεί σε απόσταση αναπνοής. Ο «Βλαδίμηρος» είχε σκύψει προς

το μέρος της. Η Μαριάννα είχε κάνει και εκείνη τη κίνηση και έτσι απλά τα

χείλη τους ήρθαν σε επαφή, έτσι απλά και απαλά φιλήθηκαν κάτω από τη

λάμπα του μπιστρό, την ώρα που υποδεχόταν η νύχτα το πορτοκαλί ολόγιομο

φεγγάρι. Είχαν μείνει εκεί με τα στόματά τους ανοιχτά και ενωμένα, με τις

γλώσσες τους να έχουν αρχίσει το δικό τους μοναδικό παιχνίδι της

εξερεύνησης, με τις καρδιές τους να χτυπάνε δυνατά, με τα δάκτυλα των

χεριών τους πλεγμένα μεταξύ τους, με τα μάτια κλειστά, να βλέπουν την

πασπαλισμένη με χρυσόσκονη πεδιάδα του έρωτα να απλώνεται μπροστά

τους.

Δεν είπαν τίποτα για το παρελθόν τους. Δεν χρειαζόταν να πουν

τίποτα, αρκούσε το παρόν, αρκούσε το μέλλον. Είχαν μείνει εκεί

αγκαλιασμένοι με τα ποτά τους στο τραπέζι. Δεν είχαν πιει ούτε γουλιά, δεν

χρειαζόταν να πιούν. Τα φιλιά είχαν καταφέρει να δροσίσουν τα ξεραμένα

χείλη τους.

Ο «Βλαδίμηρος» πλήρωσε το λογαριασμό. Η Μαριάννα δεν μπήκε καν

στον κόπο να προσφερθεί να πληρώσει το ποτό της. Είχε αποφασίσει να του

αφήσει κάθε πρωτοβουλία. Δεν είχε κανένα πρόβλημα. Αυτό που ήθελε ήταν

απλώς να είναι δίπλα του. Είχαν γίνει όλα τόσο ξαφνικά. Χωρίς να το

καταλάβει. Ίσως χωρίς να θέλει να το καταλάβει.

Βγήκαν από το μπιστρό. Η αλήθεια ήταν ότι η Μαριάννα είχε

αποφασίσει ότι άξιζε η προσπάθεια. Από τη στιγμή που δέχθηκε να κάνει μια

ακόμη βόλτα μαζί του, κάτι σαν συνέχεια της πρώτης φοράς. Ήθελε να

κυλήσουν όλα όμορφα, στρωτά. Ο χρόνος… της ήταν αδιάφορος. Δεν είχε τον

παραμικρό ενδοιασμό αν της έλεγε ότι ήθελε να κάνουν έρωτα αυτή τη

στιγμή, δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό αν έκαναν έρωτα μετά από ένα ή

δύο ή παραπάνω μήνες. Βαθιά μέσα της (γυναικεία διαίσθηση;) ένιωθε και

πίστευε ότι αυτό που ζούσαν και αυτό που θα ζούσαν δεν θα ήταν κάτι το

112 Άγγελος Χαριάτης

περαστικό, κάτι το επιδερμικό, κάτι το ανώφελο. Ίσως να μπορούσαν να

ζήσουν τον απόλυτο έρωτα. Και αυτό δεν το είχε σκεφτεί τώρα. Το είχε

σκεφτεί από την πρώτη τους συνάντηση. Το είχε σκεφτεί και το είχε αφήσει

να προσπεράσει. Ήθελε πρώτα να προχωρήσει στο ολοκληρωτικό

ξεκαθάρισμα των λογαριασμών της με το παρελθόν. Και ύστερα αν ήταν

γραφτό να συμβεί, να συμβεί.

Με τα πόδια περπάτησαν μέχρι την οδό Πειραιώς. «Πείνασα» είπε ο

«Βλαδίμηρος» και εκείνη αρκέστηκε να χαμογελάσει. «Ξέρω ένα καλό

μαγειρείο κάπου εδώ κοντά» συνέχισε ο «Βλαδίμηρος» και η Μαριάννα

ένευσε καταφατικά. Δεν πεινούσε μα άφηνε να την οδηγήσει όπου εκείνος

ήθελε. Ήταν άλλωστε η βραδιά του.

«Κοντά στα γραφεία του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος. Πολλές

φορές τρώμε εκεί με τους συντρόφους» είπε ο «Βλαδίμηρος».

«Πάμε» είπε η Μαριάννα. Γνώριζε από «αριστερά» μαγειρεία. Από

μαγειρεία που σιτιζόταν η εργατική τάξη. Κάτω στο λιμάνι υπήρχαν πολλά. Σε

ένα από τα πολλά συνήθιζε να τους πηγαίνει και ο πατέρας τους, όταν

ξεμπάρκαρε, τις πρώτες μέρες της επιστροφής του στο σπίτι. Ήταν από εκείνες

τις μέρες που ο πατέρας παράγγελνε το μισό κατάλογο, ήταν από εκείνες τις

μέρες που μετά το φαγητό τους πήγαινε στο καφενείο της γειτονιάς και τους

κερνούσε βανίλια υποβρύχιο. Μια μυρωδιά που δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ

να ξεχάσει, όσα χρόνια και αν περνούσαν. Ήταν η μυρωδιά των παιδικών της

χρόνων.

Πιασμένοι χέρι-χέρι πήραν τον δρόμο. Η απόσταση που τους χώριζε

ήταν λιγότερο από πέντε λεπτά βάδισμα περιπάτου. «Να παραγγείλουμε

σαλμαδάκια» είπε ο «Βλαδίμηρος», «είναι απλώς μαγικά». Η Μαριάννα δεν

πρόλαβε να απαντήσει. Είδε τον αδελφό της πάνω σε μια μηχανή μεγάλου

κυβισμού. Είδε τη θλίψη και την οργή ζωγραφισμένες στο πρόσωπό του.

Κατάλαβε ότι είχε κάνει κάτι κακό. Κατάλαβε ότι είχε πάλι εμπλακεί στους

«αγώνες» του κόμματός του. Μπορούσε από χιλιόμετρα να καταλάβει αυτό το

βλέμμα. «Κάτι συνέβη» είπε τρομαγμένα ο «Βλαδίμηρος». Τρομαγμένα και

αγωνιώντας. Είχε καταλάβει ότι τα γραφεία του κινήματος είχαν δεχθεί την

επίθεση των πατριωτών. Είχε δει και εκείνος τον «Πάτροκλο». «Μείνε εδώ»

διέταξε τη Μαριάννα. Αλλά εκείνη τον παράκουσε. Και ας είχε πει ότι θα

άφηνε τον «Βλαδίμηρο» να κάνει ότι ήθελε. Αυτό ξέφευγε από τις επιθυμίες

μιας ευχάριστης βραδιάς. Κοίταξε γύρω της. Κοίταξε γύρω της τον τρόμο και

τρομοκρατήθηκε και εκείνη. Ο αδελφός της είχε μεταμορφωθεί σε «χασάπη»

των δρόμων.

Μαύρο Κόκκινο 113

«Το ξέρω αυτό το καθίκι» είπε ο «Βλαδίμηρος» και χίμηξε καταπάνω

του. Χωρίς τον φόβο της πρώτης φοράς που είχαν συναντηθεί. Ο «Πάτροκλος»

αιφνιδιάστηκε. Δεν περίμενε να δεχθεί επίθεση. Τουλάχιστον τη δεδομένη

στιγμή. Τη στιγμή που είχε μακελέψει τα πάντα γύρω του. Δεν πίστευε ότι

κάποιος ύστερα από όλα αυτά θα είχε την τόλμη και το κουράγιο να επιτεθεί.

Η Μαριάννα ήταν ένα βήμα πίσω από το «Βλαδίμηρο». Ήταν πίσω του

την ώρα που ύψωνε τη γροθιά του και την κατέβαζε στο πρόσωπο του

αδελφού της. Ήταν πίσω του όταν τον είδε να πέφτει με κρότο στο κράσπεδο.

Ήταν πίσω του όταν ετοιμαζόταν να τον κλωτσήσει. Ήταν πίσω του όταν του

φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής της: «Μη!» και ας είχε σκεφτεί τις

προηγούμενες ώρες ότι χρειαζόταν στον αδελφό της ένα ισχυρό σοκ για να

συνέλθει. Όχι δεν ήταν αυτό το ισχυρό σοκ που χρειαζόταν. Ήταν πίσω του

όταν γύρισε και την κοίταξε απορημένος. «Μα διέλυσαν τα πάντα οι

φασίστες» της είπε και εκείνη είπε πάλι: «Μη». Την κοίταξε όταν η ομάδα του

«Πάτροκλου» τον είχε περικυκλώσει. Την ρώτησε: «Γιατί;» την ώρα που ο

«Πάτροκλος» σηκωνόταν από το έδαφος, αναγνωρίζοντας την αδελφή του.

«Είναι ο αδελφός μου» του απάντησε ξέπνοα και ο ««Βλαδίμηρος» ένοιωσε να

χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Οι πατριώτες τούς είχαν περικυκλώσει. Ο

«Πάτροκλος» είχε στηθεί στα πόδια του. Είχε αναγνωρίσει το ρεμάλι του

Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος. Τι δουλειά έχει αυτό το ρεμάλι με την

αδελφή μου, σκέφτηκε. Έκανε ένα βήμα να τους πλησιάσει. Η Μαριάννα

αγκάλιασε τον αγαπημένο της. «Μη τον πειράξεις» είπε απειλητικά.

«Κατάλαβα και πολύ καλά μάλιστα» είπε ο «Πάτροκλος» και η απογοήτευση

ήρθε να στολίσει σαν κακόγουστη γιρλάντα το πρόσωπό του. Προδοσία, η

δεύτερη σκέψη. Γιατί; Τρίτη σκέψη. Δεν αξίζει, τέταρτη σκέψη. «Πάμε νεανίες!»

δίνοντας το γενικό πρόσταγμα της αναχώρησης. Ο «Βλαδίμηρος» έμεινε να

τους κοιτάζει χωρίς να μιλάει. Δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει. Και να

μπορούσε δεν ήξερε τι στο καλό έπρεπε να πει.

«Λυπάμαι» είπε η Μαριάννα.

«Δεν φταις εσύ» είπε ο «Βλαδίμηρος» και την αγκάλιασε σφιχτά σαν να

ήθελε να την κλείσει για πάντα στην αγκαλιά του. Σαν να ήθελε να

δημιουργήσει μια προστατευτική γυάλινη σφαίρα, σαν να ήθελε να μείνει

μόνος μαζί της, σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, όπου δεν θα είχε σημασία

τίποτα. Όπου τα πάντα θα κύλαγαν έξω από αυτούς, σαν να είχαν βρει τον

παράδεισο. Χωρίς να τους απασχολεί το οτιδήποτε. Σαν να κινούνταν σε ένα

παράλληλο σύμπαν.

114 Άγγελος Χαριάτης

Τα βογγητά του πόνου των συντρόφων τον έβγαλαν από τη νιρβάνα

του. Ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστεί. Με ή χωρίς τη Μαριάννα. Ήταν δική της

επιλογή. Το καρπούζι ήταν δικό της. Και το μαχαίρι επίσης.

Κατευθύνθηκε προς τα γραφεία του κόμματος. Έπρεπε να βοηθήσει

τους πληγωμένους συντρόφους του. Η Μαριάννα είχε αποφασίσει. Για άλλη

μια φορά εκείνη τη νύχτα ήταν πίσω του. Ο «Βλαδίμηρος» έριξε μια

φευγαλέα ματιά πάνω από τον ώμο του. Την είδε που τον ακολουθούσε.

Χαμογέλασε. Χωρίς να τον δει. Δεν έκανε τον κόπο να ενημερώσει το γενικό

γραμματέα. Θα είχε ήδη ενημερωθεί.

Ανέβηκε βιαστικά τα σκαλιά. Βρέθηκε στο ισόγειο. Κοίταξε το

μηχάνημα του αυτόματου πωλητή. Έριξε όσα κέρματα είχε στην τσέπη του.

Έβγαλε μπουκάλια με νερό. Η Μαριάννα έκανε το ίδιο. Πήραν στην αγκαλιά

τους όσα περισσότερα μπουκάλια μπορούσαν να χωρέσουν. Σε κάθε βήμα τους

άφηναν και από ένα μπουκάλι. Οι ήρωες του σοσιαλισμού μέσα από τα κάδρα

τους που ήταν καρφωμένα στους τοίχους των γραφείων παρακολουθούσαν

σιωπηλοί και σιωπηλά τις κινήσεις τους.

Ο «Βλαδίμηρος» σήκωσε το πρώτο ακουστικό που βρέθηκε στο δρόμο

του και κάλεσε το ΕΚΑΒ. «Στείλτε όσα περισσότερα ασθενοφόρα μπορείτε»

είπε με αγωνία. Η Μαριάννα πίσω του. Μπορούσε να νιώσει την ανάσα της

πάνω στο σβέρκο του. «Κάνε πιο γρήγορα» του είπε και είδε για πρώτη φορά

τη φλόγα της επανάστασης μέσα στα μάτια της. Την ερωτεύτηκε για άλλη μία

φορά εκείνο το βράδυ. Δεν τον ένοιαζε που ήταν αδελφή του πατριώτη. Δεν

το είχε διαλέξει εκείνη. Αυτό που μετρούσε ήταν το γεγονός ότι ήταν μαζί,

ήταν δίπλα του, υποστηρίζοντας τον αγώνα του, υποστηρίζοντας τον αγώνα

τους. Δύο σώματα, μια ψυχή, μια ψυχή βαθιά.

Τρέχοντας ανέβηκαν τα σκαλιά που τους οδήγησαν στον πρώτο όροφο.

Αίματα, σπασμένα κεφάλια, στραπατσαρισμένα κορμιά να κείτονται στο

πάτωμα, ανήμπορα να κουνηθούν. Σκηνικό μάχης. Οι πατριώτες το είχαν

τραβήξει πολύ μακριά το κορδόνι. Το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα έπρεπε

να αντιδράσει. Αλλά αυτό δεν ήταν της παρούσης. Αυτό που έπρεπε να γίνει

ήταν να περιποιηθούν τους τραυματίες. Όσο καλύτερα μπορούσαν μέχρι να

έρθουν οι γιατροί και οι νοσοκόμοι.

«Ήταν μια φρίκη» είπε ο Κάρολος. Ο μοναδικός που είχε καταφέρει να

μην χτυπηθεί. Την ώρα της επίθεσης βρισκόταν στο μικρό σκοτεινό δωμάτιο.

Μόνο τα μυημένα μέλη του κόμματος γνώριζαν την ύπαρξή του. Ήταν ο

χώρος εκτύπωσης των προκηρύξεων. Όταν το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα

ήθελε να κρυφτεί πίσω από τις κουρτίνες της πολιτικής. Είχε ακούσει το

Μαύρο Κόκκινο 115

σαματά και είχε αποφασίσει να μη βγει. Από καθαρή δειλία, αλλά αυτό ήταν

κάτι που δεν θα ομολογούσε ποτέ, ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Είχε

μισανοίξει την πόρτα. Για να δει. Και ύστερα αν η φασαρία ήταν από

ξεμυαλισμένα νέα μέλη του κόμματος, να ξεμυτίσει. Αλλά μόλις είδε τους

κρανοφόρους να ξεκινούν το έργο τους, έπεσε στα τέσσερα και ως

αρρωστημένος ηδονοβλεψίας αρκέστηκε μόνο στο θέαμα.

Ο Κάρολος με τις γροθιές σφιγμένες να κλαίει με λυγμούς. Ο

«Βλαδίμηρος» να προσπαθεί να τον παρηγορήσει. Δεν ήταν μικρό πράγμα

αυτά που είχαν δει τα μάτια του. Ο Κάρολος σηκώθηκε και τον αγκάλιασε.

Ήταν προτιμότερο να κλαίει μέσα σε μια συντροφική αγκαλιά. Σ’ αυτή τη

θέση τον βρήκαν οι γιατροί. Κατάφεραν να τον ξεκολλήσουν από το κορμί του

«Βλαδίμηρου» και να τον οδηγήσουν με ασφάλεια στο «Αρεταίειο». Νευρικός

κλονισμός θα ήταν η διάγνωση.

Σε λιγότερο από μια ώρα όλα είχαν τελειώσει. Οι τραυματίες είχαν

μεταφερθεί στα εφημερεύοντα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων. Ο

«Βλαδίμηρος» είχε κλείσει στην αγκαλιά του τη Μαριάννα. Δεν είχε σκοπό να

την ρωτήσει τίποτα. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσει τίποτα. Η Μαριάννα κάτι

έκανε να πει. Της έκλεισε το στόμα με ένα φιλί. Με ένα φιλί που σήμαινε «δεν

φταις σε τίποτα, είμαστε μαζί και αυτό είναι αρκετό».

***

Ο γενικός γραμματέας έφτασε με τη συνοδεία του. Έριξε μια ματιά στον

χώρο. Η απογοήτευση είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του. Δεν είχε δει

παρόμοια καταστροφή. Πεδίο μάχης, σαν τα ντοκιμαντέρ της μάχης του

Στάλινγκραντ που έβλεπε παιδί στις βραδιές νεολαίας της ΚΝΕ. Μόνο εκεί είχε

νιώσει την φρίκη. Αλλά τώρα ήταν κάπως διαφορετικά. Η φρίκη ήταν

μπροστά του, μπροστά στα μάτια του. Ήταν τυχερός που δεν είχε δει τους

τραυματισμένους συντρόφους του. Θα κατέρρεε. Οριστικά και αμετάκλητα.

Γιατί ο γενικός γραμματέας, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα παιδί, ένα παιδί

που του είχαν δώσει τον έρωτα της ζωής του να τον κάνει ότι θέλει, ένα παιδί

που το ντύσανε με ρούχα μεγάλου, ένα παιδί που του ζήτησαν να γίνει ηγέτης.

Και φυσικά τα δέχθηκε όλα αυτά γιατί σαν παιδί είχε όνειρα. Όνειρα

επανίδρυσης του σοσιαλισμού, όνειρα για μια δίκαιη κοινωνία. Είχε κρύψει

καλά το παιδί μέσα του, φαινόταν στα μάτια των συντρόφων και των

ψηφοφόρων σαν τον ατρόμητο και τρομερό και αποφασιστικό νέο που θα

έδινε τα πάντα και τη ζωή του ακόμη για την εκπλήρωση του ονείρου. Κάτι

τέτοιες στιγμές όμως, λύγιζε κάτω από το βάρος των περιστάσεων, κάτι

116 Άγγελος Χαριάτης

τέτοιες στιγμές ήθελε να χωθεί στην αγκαλιά της γυναίκας του σαν

τρομαγμένο πουλάκι και να μην βγει ποτέ από ‘κει μέσα.

Σκούπισε τον τρόμο από τα μάτια του. Πήρε βαθιές ανάσες, έτοιμος να

ανακτήσει τη ψυχραιμία του, έτοιμος να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του.

Ήταν μια τεχνική αντιμετώπισης του πανικού, καλά δουλεμένη στο σπίτι, με

τη βοήθεια της συζύγου. Ήξερε, η γυναίκα του, ότι ο λαός ήθελε έναν ηγέτη

και από ένα ηγέτη δεν περίμεναν να αρχίσει τα κλάματα, δεν περίμεναν να

τον βλέπουν να τρέχει για να κρυφτεί, περίμεναν απλώς να ηγηθεί, απλώς να

σκεπάσει και να καθησυχάσει τους δικούς του φόβους, περίμεναν τον Λένιν

και τον Μαρξ και τον Μπακούνιν στην οικονομική συσκευασία του ενός και

σε τιμή προσφοράς.

Έπειτα από δέκα βαθιές ανάσες ήταν έτοιμος. Ήταν έτοιμος να γίνει

και πάλι ο ηγέτης του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος. Έτοιμος να

κατατροπώσει τον φασισμό και την τρομοκρατία από όπου και αν

προέρχονταν.

Μερικοί δημοσιογράφοι είχαν φτάσει στον τόπο του συμβάντος. Είχαν

ενημερωθεί από τους πληροφοριοδότες τους, εκείνους που ξεροστάλιαζαν

έξω από τα εξωτερικά ιατρεία περιμένοντας τους τραυματίες της βραδιάς,

εκείνους που προσπαθούσαν να εκμαιεύσουν τη μεγάλη είδηση, εκείνους που

ονειρεύονταν να ασχοληθούν με το αστυνομικό ρεπορτάζ, εκείνους που είχαν

μπερδέψει τον παιδικό τους πόθο να γίνουν αστυνομικοί με το

δημοσιογραφικό λειτούργημα.

Ο γενικός γραμματέας ένιωσε πελαγωμένος. Δεν ήξερε τι έπρεπε να

κάνει. Ο «Βλαδίμηρος» τον είχε ενημερώσει για την ταυτότητα των δραστών.

Αλλά δεν μπορούσε να τους κατονομάσει. Χωρίς διακριτικά, χωρίς μαρτυρία

εκτός των μελών του κινήματος, θα μπορούσε να εκληφθεί το όλο συμβάν ως

προβοκάτσια του κινήματος, ως χειραγώγηση του εκλογικού σώματος.

Πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του. Κρυμμένος πίσω από την ασφαλή σκιά

που του προσέφερε ο ευκάλυπτος μπροστά από την είσοδο των γραφείων του

κόμματος. «Αγάπη μου, μας την έπεσαν οι πατριώτες. Αλλά δεν έχω

αποδείξεις» της είπε ψιθυρίζοντας στο ακουστικό. «Ξέρω, θα φανεί ως

συκοφαντία» του απάντησε εκείνη. «Μα θα το αφήσω να περάσει έτσι;» έκανε

ο γενικός γραμματέας, σμίγοντας τα φρύδια του. Ένα μικρό ξεχασμένο

ξέσπασμα οργής. «Ξεχνάς ότι στη πολιτική υπάρχει πέρα από τα άσπρο και το

μαύρο και το γκρι» είπε η γυναίκα του κάπως θυμωμένα. Το κατάλαβε ότι είχε

θυμώσει. «Τι προτείνεις να κάνω;» την ρώτησε με ήρεμη φωνή. «Ας το να

προσπεράσει» έκανε ψυχρά εκείνη. «Μα…» ψέλλισε. «Αν θέλεις να

Μαύρο Κόκκινο 117

κυβερνήσεις τον τόπο, πρέπει να κάνεις αυτό που σου λέω» είπε η γυναίκα

του. Ο τόνος και η αυστηρότητα της φωνής της δεν του άφηναν περιθώρια.

Στην ουσία, δεν του άφηναν κανένα περιθώριο.

Δημοσιογράφοι πλησίασαν τον γενικό γραμματέα. Ο γενικός

γραμματέας έτοιμος να χάσει για άλλη μια φορά την αυτοκυριαρχία του. Πάλι

από την αρχή. Βαθιές ανάσες. Μέτρημα μέχρι το δέκα. Όλα εντάξει, ψιθύρισε

στον εαυτό του. Όλα εντάξει, επανέλαβε.

«Κύριε γενικέ γραμματέα, θα μας πείτε τι συνέβη εδώ;» ρώτησε ένας

δημοσιογράφος. Τον ήξερε καλά αυτόν τον τύπο. Ένας αριστερός που είχε

προδώσει την ιδεολογία του για να βρεθεί στην πλευρά των βολεμένων. Ένας

αριστερός που είχε πουλήσει τη ψυχή του, για μερικά πρωτοσέλιδα με την

υπογραφή του, για μερικές εμφανίσεις στα τηλέ-παράθυρα.

«Δεν μπορώ να προβώ σε καμία δήλωση επί της παρούσης» είπε ο

γενικός γραμματέας κοιτάζοντάς τον με «μισό» μάτι.

«Αληθεύει ότι ήταν έργο των Πατριωτών;» ρώτησε με την ίδια επιμονή

ο ίδιος εγκάθετος.

Μικρή παύση. Ο γενικός γραμματέας σκέφτηκε τη γυναίκα του.

Σκέφτηκε τα λόγια της. Σκέφτηκε τη ζεστή αγκαλιά της, τον ζεστό κόλπο της.

Μακάρι να ήταν σπίτι τώρα και να έμπαινε μέσα της. Ένιωθε τόσο ασφαλής

με το μόριο του χωμένο βαθιά μέσα στο οικείο υγρό περιβάλλον.

«Θα υπάρξει επίσημη δήλωση από το κεντρικό όργανο του κινήματος»

είπε ο γενικός γραμματέας και είδε το δημοσιογράφο να κυλιέται μέσα στο

βούρκο της απελπισίας. Δεν ήξερε αν είχε νικήσει, αλλά ήξερε ότι δεν είχε

χάσει.

Οι εκπρόσωποι του τύπου αποχώρησαν χωρίς να έχουν βγάλει το

λαβράκι το οποίο πίστευαν ότι θα κατάφερναν να ψαρέψουν.

Ο γενικός γραμματέας με βαριά βήματα μπήκε στο αυτοκίνητο του. Η

συνοδεία του να τον ακολουθεί. Ο «Βλαδίμηρος» με τη Μαριάννα απλώς να

παρακολουθούν την «ηρωική» έξοδό του.

«Τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε τη Μαριάννα.

«Μπορούμε να πάμε για ένα καφέ» του απάντησε προβληματισμένη.

Για όλα όσα είχαν συμβεί.

«Ναι ένα καφέ της παρηγοριάς» είπε ο «Βλαδίμηρος» και με σκυμμένα

τα κεφάλια τους βάδισαν πιασμένοι χέρι- χέρι προς το πρώτο καφενείο που

βρέθηκε στο δρόμο τους.

118 Άγγελος Χαριάτης

5. 5. 5. 5. Πίσω στα γραφεία του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου είχε στηθεί ένα

μικρό πανηγύρι. Ο «γιος του Δία» να λάμπει από χαρά. Ήταν περήφανος για

τα παλληκάρια του. Ο «εγγονός του Δία» έπλεε και εκείνος σε πελάγη

ευτυχίας. Όχι για τη νίκη, μέτραγε και αυτή, αλλά ήταν δευτερευούσης

σημασίας. Είχε ανοίξει διάπλατα τα ρουθούνια του για να μυρίσει το

εκρηκτικό μείγμα αδρεναλίνης, τεστοστερόνης και ιδρωτίλας που ανέδιδαν τα

αντρικά κορμιά των αγωνιστών. Προσπαθούσε να κρύψει τη στύση του. Είχε

χώσει την καρέκλα του σχεδόν κάτω από το τραπέζι. Ο πατέρας του τον

κοίταξε για μια στιγμή. Δεν είχε καταλάβει τίποτα. Έτσι μεθυσμένος που ήταν

από το άρωμα της νίκης, έτσι βαθιά νυχτωμένος για τις προτιμήσεις του γιου

του.

«Τους επήραμε την κάρα» είπε ο γιος του Δία απευθυνόμενος στους

πατριώτες που είχαν μαζευτεί στα γραφεία του κόμματος για να γιορτάσουν

τα επινίκια. Ο «Πάτροκλος» απλά κοίταζε. Είχε ορκίσει τους συναγωνιστές του

με όρκο σιωπής. Όποιος τολμούσε να πει το παραμικρό θα τον έδινε για φαΐ

στον Κέρβερο. Φυσικά όλοι είχαν συμφωνήσει μαζί του. Γιατί είχαν, μετά την

άνοδο του «Πάτροκλου», δύο άτομα που σέβονταν, αλλά κατ’ ουσία

φοβόνταν.

Ο «Πάτροκλος» η αλήθεια ήταν πως δίπλα στον αρχηγό είχε μάθει

πολλά. Μερικούς μήνες πριν το «κάρα» θα μπορούσε να το αντιστοιχήσει

μόνο με το «κάργια». Αλλά τώρα είχε μάθει, είχε φροντίσει ο «γιος του Δια»

να μάθει, πως αλλιώς θα μπορούσε να είναι το δεξί του χέρι; Δεν θα μπορούσε

να είναι ένα δεξί χέρι χωρίς να μπορεί να λειτουργεί με μαεστρία και τα πέντε

του δάκτυλα. Όχι χωρίς κόπο. Με ώρες πολλές ανάγνωσης, με ώρες πολλές

διδαχής, με ώρες πολλές θεωρίας της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και

σκέψης.

«Πράξαμε το σωστό» συμπλήρωσε ο «Πάτροκλος». Σιωπή έπεσε στο

χώρο. Ο νούμερο δύο είχε διακόψει το νούμερο ένα. Δεν άρεσε αυτό στο «γιο

του Δία». Ήταν ο ένας και μοναδικός, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης των

πατριωτών. Δεν θα επέτρεπε σε κανέναν, όπως άλλωστε είχε πράξει και στο

παρελθόν, να τον υποσκελίσει.

Μαύρο Κόκκινο 119

«Δεν θα έπρεπε να διακόπτεις το “γιο του Δία”» έκανε αυστηρά ο «γιος

του Δία». Σιωπή απλώθηκε στο χώρο. Όλοι προσπαθούσαν να κρατήσουν την

ανάσα τους.

«Ας με συγχωρέσουν οι θεοί για την απρέπειά μου» είπε ταπεινά και

σχεδόν ταπεινωμένος ο «Πάτροκλος». Ο «γιος του Δία» χαμογέλασε

αυτάρεσκα.

Αυτή η στιγμή, δεν ήταν στιγμή για μαγκιές. Έπρεπε να το βουλώσει,

αν ήθελε να πετύχει τους στόχους του. Αν ποτέ του δινόταν η ευκαιρία θα τον

κατατρόπωνε. Θα του έδινε να καταλάβει αυτού του ημίτρελου τύπου. Αλλά

αυτό που μετρούσε τη δεδομένη στιγμή ήταν να καταφέρει να εδραιώσει τη

θέση του. Να γίνει επιτυχημένος. Η ηγεσία του κόμματος ήταν κάτι που ίσως

τον απασχολούσε στο μέλλον.

«”Γιέ του Δία”, αν μου επιτρέπεται» είπε κοιτάζοντας με χαμηλωμένο

το βλέμμα το «γιο του Δία», παίρνοντας ένα δευτερόλεπτο μετά την έγκρισή

του με το κούνημα του χεριού του, «θέλω να κάνω σπονδή στους θεούς για να

τους εξευμενίσω», συνέχισε και είδε το «γιο του Δία» να χαμογελά και πάλι,

κοιτάζοντάς τον αυτή τη φορά. Ο «γιος του Δία» τον είχε βάλει στη θέση του.

Αλλά δεν επαναπαύτηκε σ’ αυτή του τη νίκη. Άρχισε να πιστεύει ακόμη πιο

έντονα ότι ο «Πάτροκλος» γινόταν επικίνδυνος, γιατί είχε αποκτήσει δύναμη,

γιατί είχε αρχίσει να αποκτά επιρροή στη βάση των ψηφοφόρων και των

μελών των πατριωτών, και αυτό ίσως να έθετε θέμα ηγεσίας. Έπρεπε να

σκαρφιστεί ένα τρόπο για να πετάξει έξω από την πολιτική σκηνή, έξω από το

κόμμα, τη στιγμή που θα καταλάβαινε ότι θα ήθελε να του υφαρπάξει το

θρόνο. Μέχρι τότε θα σκεφτόταν και θα επεξεργαζόταν τα πιθανά σενάρια που

θα είχε στη διάθεσή του για να τον «τελειώσει». Αλλά μέχρι να συνέβαινε

αυτό, αν ποτέ συνέβαινε, του ήταν πολύτιμα χρήσιμος. Ήταν ο μπαγάσας,

απίστευτα αποτελεσματικός. Δεν είχε καταλάβει από πού αντλούσε τη δύναμη

για να είναι αποτελεσματικός, μα ήθελε να το μάθει. Έτσι ώστε να βρει τη

πηγή της δύναμής του και κάπως έτσι δοθείσης της ευκαιρίας να τον χτυπήσει

στο αδύνατό του σημείο. Όπως χτύπησε ο Έκτορας τον Αχιλλέα. Όπως

χτύπησε ο Οδυσσέας τους Τρώες με τον Δούρειο Ίππο του.

«Ναι θα πρέπει να κάνεις σπονδή στους θεούς» είπε ο «γιος του Δία»

και έξυσε τη γενειάδα του. Πάντα το έκανε αυτό όταν σκεφτόταν. Ο

«Πάτροκλος» είχε παρατηρήσει τη συγκεκριμένη κίνηση πολλές φορές στο

παρελθόν. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι σκεφτόταν το προηγούμενο επεισόδιό

τους. Ίσως να έπρεπε να κάνει μια νυχτερινή επίσκεψη στο σπίτι του

120 Άγγελος Χαριάτης

«εγγονού του Δία». Με τη στύση του να καλμάρει τον πόθο του «εγγονού» και

εκείνος με τη σειρά του να καλμάρει τον πατέρα του.

Ο «Πάτροκλος» έσκυψε δουλικά το κεφάλι. Για άλλη μια φορά ήταν

σύμφωνος. Ήταν σύμφωνος μέχρι να γίνει αρκετά δυνατός, μέχρι να

αποκτήσει αυτή τη δύναμη που θα του επέτρεπε να κάνει άλλα σχέδια, σχέδια

μεγαλεπήβολα για την ανάληψη της αρχηγίας του κόμματος. Γιατί ένιωθε

πως ήταν καταλληλότερος από τον «γιό του Δία». Ίσως να είχε φτάσει στο

επίπεδο της ύβρεως. Ίσως να τον τιμωρούσαν οι θεοί. Αν βέβαια υπήρχαν

θεοί. Γιατί πίστευε πια ο ίδιος στις δυνατότητές του. Γιατί πίστευε ότι είχε

αφήσει το κακό παρελθόν πίσω του. Γιατί τον ήθελαν οι οπαδοί του Εθνικού

Πατριωτικού Μετώπου. Γιατί μπορούσαν να στηριχθούν πάνω του, ναι πάνω

του, και όχι στον τρελό που αποκαλούσε τον εαυτό του «γιο του Δία». Γιο ενός

ανύπαρκτου πατέρα, γιο ενός φανταστικού θεού.

Ο «εγγονός του Δία» του έκλεισε το μάτι. Ήταν το σύνθημά του. Ήξερε

ότι σε λίγες ώρες θα αναγκαζόταν να εκτελέσει για άλλη μια φορά το θλιβερό

καθήκον. Αλλά αυτή τη φορά δεν θα τον πείραζε. Μέσα στο μυαλό του είχε

σχηματίσει την εικόνα. Δεν θα «έσπρωχνε» τον «εγγονό του Δία», αλλά τον

ίδιο το «γιο» του. Και αυτή τη φορά θα το απολάμβανε.

***

Στον Πειραιά ο «Βλαδίμηρος» είχε αφήσει τη Μαριάννα έξω από το

σπίτι της. Είχε μάθει το σπίτι του εχθρού του. Αλλά τώρα δεν θα το

χρησιμοποιούσε αυτό. Δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει αυτό. Γιατί τώρα

υπήρχε η Μαριάννα. Τώρα ήταν ερωτευμένος. Δεν θα μπορούσε να χτυπήσει

την ίδια του την αγάπη. Δεν θα μπορούσε να χτυπήσει τον αδελφό της. Γιατί

τώρα ο μισητός εχθρός του είχε γίνει ο αδελφός της αγαπημένης του, τώρα

είχε γίνει ο κουνιάδος του. Δεν ήθελε να κάνει κακό στην οικογένεια. Χωρίς

να θεωρηθεί υπερβολικό ο «Βλαδίμηρος» ζούσε μέσα στην παράνοια. Αλλά

δεν είχε πρόβλημα με την παράνοια. Είχε μεγαλώσει μέσα στην παράνοια. Του

ήταν οικεία, τόσο οικεία όσο ένας πρωινός καφές, όσο ένα πρωινό τσιγάρο.

«Να ξέρεις πως ότι και αν γίνει, ό, τι και αν συμβεί εγώ θα σ’ αγαπώ»

του είπε η Μαριάννα δίνοντας του ένα φιλί για καληνύχτα.

«Και εγώ μωρό μου, και εγώ» είπε ο «Βλαδίμηρος» και έκλεισε τα

μάτια. Σαν φλας πέρασε από το μυαλό του η εικόνα. Εκείνος και η Μαριάννα

μόνοι πάνω στη γη. Κάτι σαν τον Αδάμ και την Εύα, χωρίς τον φιλεύσπλαχνο

Θεό να τους παρακολουθεί, χωρίς το φίδι, χωρίς το μήλο της αμαρτίας. Μόνοι

σε ένα νησί με τροπικά δέντρα και γαλάζιες θάλασσες να κυκλοφορούν

γυμνοί, να χαίρονται τον έρωτά τους χωρίς να τους νοιάζει τίποτα, χωρίς να

Μαύρο Κόκκινο 121

φορτώνουν το μυαλό τους με τις έννοιες της δίκαιης κοινωνίας, δεν θα

υπήρχε κοινωνία, αυτοί θα την δημιουργούσαν την κοινωνία, ξεκινώντας από

το μηδέν. Τότε όλα θα ήταν αλλιώς, όλα θα ήταν καλύτερα, όλα θα ήταν

τέλεια.

Βυθισμένος μέσα στην ουτοπία του, χαμένος μέσα στη ζάλη των

γεγονότων έφυγε από κοντά της. Δεν μπορούσε να μείνει παραπάνω. Ήθελε

να κλειστεί στον εαυτό του. Για να σκεφτεί τι είχε συμβεί. Μέσα από δύο

πρίσματα. Το πρίσμα της αγάπης και το πρίσμα του αγώνα. Να υπολογίσει το

κόστος ευκαιρίας. Τι έπρεπε να αφήσει πίσω κάνοντας την μία ή την άλλη

επιλογή. Να υποβάλλει τον εαυτό του σε ανώφελα πειράματα. Είχε ήδη

αποφασίσει. Γνώριζε ότι η αγάπη ήταν αυτή που θα νίκαγε. Πάντα η αγάπη

νικάει. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Πάντα αυτή ήταν η νικήτρια. Και

αυτό ήταν καλό. Για τη σωτηρία του κόσμου. Αλλά δίπλα της θα έστεκε

ισότιμα και ισότιμη η ιδέα της επανάστασης.

Περπάτησε σκυφτός. Σκυφτός για τα γεγονότα στα γραφεία του

Ριζοσπαστικού Αριστερού Κινήματος. Μα μέσα του έκαιγαν δύο φλόγες. Η

φλόγα της επανάστασης και η φλόγα της αγάπης. Μπορούσε να λαμβάνει τις

αποφάσεις του, τις σωστές για κάθε περίπτωση, μόνο όταν ήταν μόνος του.

Και ακόμη καλύτερα όταν περπατούσε τη νύχτα σε ήρεμους δρόμους. Μέσα

στη νύχτα, μια νύχτα σαν και αυτή, σε δρόμους σαν και αυτούς.

Ήξερε από πριν τις απαντήσεις. Θα πορευόταν κουβαλώντας στους

ώμους του δύο φορτία. Την επανάσταση και την αγάπη. Αυτό που τον

προβλημάτιζε ήταν η στάση του γενικού γραμματέα. Να σε χτυπάνε και εσύ να

μην αντιδράς. Να μην αντιδράς και να είσαι έτοιμος να πεις και ευχαριστώ για

το ξύλο. Δεν μπορούσε να το καταλάβει. Ναι ήταν στη μέση και η πολιτική.

Αλλά στην έννοια της αριστεράς δεν χωρούσαν πολιτικές. Ένα ήταν το

ζητούμενο για την αριστερά. Να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο.

Μέχρι να φτάσει στο λιμάνι είχε συνειδητοποιήσει πως ο γενικός

γραμματέας ήταν «λίγος». Κρατούσε μέσα του την ελπίδα πως με την

ανάληψη της εξουσίας όλο αυτό θα άλλαζε. Θα γινόταν κάθε μέρα και

καλύτερος, αναλαμβάνοντας και κατανοώντας τις ευθύνες του. Θα ωρίμαζε

όπως ωριμάζουν τα καλά κρασιά. Και τότε όλα θα ήταν καλύτερα. Θα έκανε τα

πρώτα του λάθη, αλλά δεν θα τα επαναλάμβανε. Θα γινόταν ακόμη

περισσότερο αγαπητός από το λαό, ειδικά όταν θα εφάρμοζε τα πρώτα μέτρα

κατά της πλουτοκρατίας και του ιμπεριαλισμού.

122 Άγγελος Χαριάτης

Αποφάσισε πως θα προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να επιτευχθεί

ο στόχος. Ο στόχος να κρατήσει ζωντανή τη νεογέννητη αγάπη. Ο στόχος να

μην σβήσει η φλόγα της επανάστασης.

Στον ηλεκτρικό σταθμό κάθισε στο ίδιο παγκάκι που είχε συναντήσει

για πρώτη φορά τη Μαριάννα. Γέλασε μόνος του. Πόσο μακρινό και πόσο

κοντινό του φαινόταν. Ελάχιστους μήνες πριν η Μαριάννα ήταν η

προσωποποίηση της απόρριψης. Τώρα ήταν η προσωποποίηση της ευτυχίας.

Ναι τολμούσε να το ομολογήσει στον εαυτό του. Ήταν ευτυχισμένος. Ίσως

για πρώτη φορά στη ζωή του. Περισσότερο ευτυχισμένος από όταν ανακάλυψε

την αριστερά. Αν φυσικά μπορούσε να μετρηθεί με κάποιο τρόπο η ευτυχία.

Περίμενε τον συρμό. Το τρένο που θα τον έφερνε πιο κοντά στο σπίτι

του, πιο κοντά στον πατέρα του, σ’ αυτό που μισούσε. Στο βαγόνι διάλεξε να

καθίσει στη γωνία. Μακριά από όλους τους άλλους. Ήθελε να κλειστεί στον

εαυτό του. Να αποκτήσει με αυτόν τον τρόπο μια κάποια καλύτερη θεώρηση

των πραγμάτων. Να συμφωνήσει για τελευταία φορά. Πρώτον: Πως ήταν

ερωτευμένος με τη Μαριάννα. Δεύτερον: Πως ήταν δοσμένος στον αγώνα.

Τρίτον: Πως μισούσε τον πατέρα του.

Άλλαξε γραμμή. Είχε αποφασίσει να κατέβει στο σταθμό Συγγρού-Φιξ

και από εκεί θα έπαιρνε το μπλε λεωφορείο 550 για να κατέβει κοντά στο

σπίτι του. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η Μαριάννα. Δεν τον ένοιαζε που είχε

αδελφό τον μεγαλύτερο εχθρό του. Όχι, πραγματικά δεν τον ένοιαζε. Δεν

σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή τον αγώνα. Και αισθάνθηκε ένοχος. Προδότης.

Ναι αυτή ήταν η σωστή λέξη. Έφερε στον μυαλό του την εικόνα της

Μαριάννας και χαμογέλασε. Όχι τελικά δεν ήταν προδότης. Απλώς

ερωτευμένος. Δεν ήταν κακό αυτό. Δεν είναι κακό να είσαι ερωτευμένος.

Χωρίς να το πολύ-θέλει έδιωξε την εικόνα της Μαριάννας. Σειρά είχε ο

αγώνας. Θα έδινε τα πάντα. Και ας μην του άρεσε η στάση του γενικού

γραμματέα. Και ας μην του άρεσε η γυναίκα του. Ο αγώνας ήταν πάνω από τα

πρόσωπα. Ο αγώνας ήταν από το λαό για το λαό. Θα έκανε ότι του ζητούσαν,

για να κερδηθεί η μάχη ενάντια στο κατεστημένο. Για να κατατροπώσουν τα

πατριωτικά καθάρματα. Και ύστερα μόλις σκέφτηκε τα καθάρματα χωρίς να

καταλάβει πως σχηματίστηκε μπροστά στα μάτια του η εικόνα του πατέρα του.

Και κατάλαβε, ή τουλάχιστον αυτό είπε στον εαυτό του, πως υπήρχε

συσχέτιση των δύο εικόνων. Ο πατέρας του δεν ήταν με τους Πατριώτες. Αλλά

είχαν ένα κοινό γνώρισμα. Και οι δυο ήταν καθάρματα.

Κοίταξε τους άδειους δρόμους. Οι πολίτες της χώρας είχαν κλειστεί από

νωρίς στα σπίτια τους. Είχαν καταφέρει να τους στερήσουν τα όνειρα, το

Μαύρο Κόκκινο 123

δικαίωμα για μια αξιοπρεπή ζωή. Δεν είχε κανένας το δικαίωμα να το κάνει.

Οι υπεύθυνοι θα λογοδοτούσαν την επόμενη μέρα των εκλογών. Όταν το

Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα θα είχε κερδίσει την ψήφο του ελληνικού

λαού. Το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα θα ήταν αυτό που θα τους έδινε και

πάλι το όνειρο, που θα τους έκανε και πάλι να χαμογελούν, που θα τους έδινε

πίσω την χαμένη αξιοπρέπειά τους. Αρκεί να το ήθελαν. Και η θέληση

μπορούσε να αποδειχθεί σ’ αυτές τις καταστάσεις με ένα και μόνο τρόπο. Με

τη ψήφο τους.

Πάτησε το κουμπί της στάσης. Το λεωφορείο σταμάτησε. Κατέβηκε με

το κεφάλι ψηλά. Είχε οριστικά και αμετάκλητα πάρει τις αποφάσεις του.

Περπάτησε για μερικά μέτρα. Και ύστερα άρχισε να τρέχει. Όχι για να κρυφτεί,

όχι γιατί τον κυνηγούσαν. Έτρεχε γιατί ήταν ευτυχισμένος. Δεν είχε βρει

άλλο πιο γρήγορο τρόπο για να εκλύσει την τεράστια ποσότητα ευτυχίας που

είχε πλημυρίσει το είναι του.

Χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει έξω από το σπίτι του. Είδε περίεργη

για την ώρα κίνηση. Ποτέ κανείς δεν επισκεπτόταν το σπίτι του πατέρα του

μετά τις δέκα το βράδυ. Ήταν ένα άβατο το οποίο είχε θέσει ο οικοδεσπότης.

Παραβιαζόταν μόνο στην περίπτωση συνεστιάσεων. Και από όσο ήξερε δεν

είχε κανονιστεί τίποτα για εκείνη τη βραδιά. Κρύφτηκε στον κήπο. Στην

παιδική του κρυψώνα. Όταν ήταν παιδί και ήθελε να απομακρυνθεί από

όλους και από όλα κρυβόταν μέσα στη γέρικη κουφάλα του πλάτανου που

βρισκόταν λίγο πιο μέσα από την κύρια είσοδο. Βέβαια τα χρόνια είχαν

περάσει και δεν χώραγε ολόκληρος. Μπορούσε όμως σκυμμένος, διπλώνοντας

τα γόνατά του πάνω στο στήθος του να κάνει μια χαρά τη δουλειά του.

Η όρασή του έκανε λίγη ώρα για να προσαρμοστεί στο σκοτάδι. Είδε

παρκαρισμένη στο προαύλιο χώρο μία μαύρη λιμουζίνα. Την είχε δει και

άλλες φορές τη μαύρη λιμουζίνα. Τη συγκεκριμένη. Ποιος μπορούσε να μην

παρατηρήσει μια λιμουζίνα που στο πίσω μέρος της στο τζάμι είχε ένα χρυσό

κεραυνό από άκρη σ’ άκρη; Την είχε δει, αλλά πρώτη φορά στο πατρικό του.

Ανοιγόκλεισε τα μάτια για να μπορέσει να δει πιο καθαρά. Περίμενε.

Του ήρθε επιθυμία να ανάψει ένα τσιγάρο, αλλά κρατήθηκε. Δεν έπρεπε να

προδώσει τη θέση του. Ένιωσε ένα κάψιμο στο λαιμό. Εξάρτηση. Σκέφτηκε για

ένα λεπτό τους έγκλειστους κομμουνιστές στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του

δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Εκείνοι δεν είχαν καν ένα πιάτο φαΐ της

προκοπής. Δεν είχαν ρούχα. Δεν είχαν την ελευθερία τους. Και ηρέμησε.

Η πόρτα άνοιξε. Ο πατέρας του μπροστά. Πίσω του μια γνωστή

φυσιογνωμία. Πολύ γνωστή. Την είχε δει άπειρες φορές. Αυτό το σκληρό και

124 Άγγελος Χαριάτης

συνάμα τρελό πρόσωπο το είχε συναντήσει σε πολλές πολιτικές

συγκεντρώσεις. Το είχε συναντήσει κάποιες φορές στους δρόμους των

αγώνων. Ήταν ο αρχηγός των μισητών αντιπάλων. Ήταν ο «γιος του Δία». Τι

δουλειά είχε ο «γιος του Δία», ο εχθρός του, στο σπίτι του; Ή τουλάχιστον

αυτό που θεωρούσε σπίτι του;

Ο πατέρας χαιρέτησε με οικειότητα, με παράξενη οικειότητα, τον «γιο

του Δία». Ο «γιος του Δία» υποκλίθηκε και είπε: «Ευχαριστώ». Για ποιο λόγο

ευχαριστούσε τον πατέρα του; Για ποιο λόγο ήταν στο σπίτι; Φαινόταν από τις

κινήσεις του ότι είχε έρθει και στο παρελθόν. Αυτό μπορούσε να το καταλάβει

και ένα μικρό παιδί. Ο σκύλος που είχαν για φύλακα δεν γάβγισε στη θέα του,

ούτε μια φορά. Λίγο ακόμη και θα του έγλειφε τα πόδια, καθαρό σημάδι

αναγνώρισης. Ο πατέρας τον κοίταξε με το γνωστό του βλέμμα. Ένα βλέμμα

αρπακτικού, ένα βλέμμα κυνηγού. Το βλέμμα που έπαιρνε όταν έκλεινε

συμφωνίες. Συμφωνίες ευνοϊκές για αυτόν. Το ήξερε αυτό το βλέμμα. Το είχε

δει πάμπολλες φορές, στο γραφείο του.

Κάτι συμβαίνει εδώ, σκέφτηκε. Είμαι σίγουρος, δεν υπάρχει περίπτωση,

συνεχίζοντας το συλλογισμό του. Περίμενε να φύγει η λιμουζίνα. Μακάρι να

είχα μια βόμβα για να τους κάνω ζημιά, σκέφτηκε και την επόμενη στιγμή το

μετάνιωσε. Δεν κερδίζονται έτσι οι αγώνες, συνεχίζοντας τη σκέψη του.

Ασχέτως αν είχε ρίξει μια τέτοια στο πλοίο στο Πέραμα. Αυτό ήταν τότε

απαραίτητο για το Κίνημα. Ήταν απαραίτητο επειδή του το είχε ζητήσει ο

γενικός γραμματέας. Η μάχη κερδίζεται όταν το ατομικό γίνει συλλογικό.

Όταν αφομοιωθεί ο αγώνας στην κοινωνική συνείδηση. Όταν οι περισσότεροι

συμμετάσχουν ενσυνείδητα. Τότε και μόνο τότε.

Βγήκε από την κρυψώνα του. Με αργά και σταθερά βήματα

κατευθύνθηκε προς την κύρια είσοδο του σπιτιού. Έβγαλε τα κλειδιά του.

Πάλι αργά. Βρισκόταν σε δίλλημα. Να ρωτήσει ή να μην ρωτήσει;

Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά. Άνοιξε. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο.

Μία μετά τα μεσάνυκτα. Πολύ αργά για τον πατέρα του, ακόμη πιο αργά για

συναντήσεις. Για να έμεινε ξύπνιος μέχρι τέτοια ώρα, αυτό σήμαινε πως κάτι

σημαντικό, κάτι πολύ σημαντικό, συζητούσαν. Κοίταξε γύρω του. Η Ντολόρες

θα κοιμόταν. Η Ντολόρες που δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, με ένα ρεπό

την Κυριακή για να πάει στην καθολική εκκλησία και να συναντήσει μετά

τους συμπατριώτες της, η Ντολόρες που έστελνε κάθε μήνα σχεδόν όλο το

μισθό της στο γιό της στη Μανίλα.

Βρήκε τον πατέρα του στο γραφείο του. Να ελέγχει τα βιβλία των

εταιρειών του. Σήκωσε το βλέμμα του, έβγαλε τα γυαλιά πρεσβυωπίας.

Μαύρο Κόκκινο 125

Κούνησε τον καρπό του. «Τι θέλεις;» τον ρώτησε. «Έχω μια απορία» έκανε ο

«Βλαδίμηρος». Τον κοίταξε. Απορημένα, σαν να έκανε εκείνος την ερώτηση.

Δεν περίμενε να ρωτήσει «τι απορία». Δεν χρειαζόταν. Συνέχισε. «Πως γίνεται

να βοηθάς αυτά τα καθάρματα;» ρώτησε. Ο πατέρας του δεν είχε σταματήσει

να τον κοιτάζει. Ελαφρό μειδίαμα. «Στις δουλειές δεν υπάρχει μαύρο κόκκινο.

Σημασία έχει να κερδίζει το νούμερο που έχεις ποντάρει» είπε ο πατέρας. «Δεν

είναι κακό να είμαι χορηγός σε ένα κόμμα» συνέχισε. «Μα σ’ αυτό;» έκανε

πάλι ο «Βλαδίμηρος» και ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι.

«Προτιμάς τους αριστερούς ριζοσπάστες;» έκανε ο πατέρας του και τώρα

χαμογελούσε ολόκληρος. «Σαν μέλος του Κινήματος δεν θα ήταν ότι πιο

τιμητικό να μάθουν ότι ο καπιταλιστής πατέρας σου θέλει να προσφέρει τον

οβολό του για τους αγώνες του Κινήματος» συνέχισε με ένα ακόμη

μεγαλύτερο χαμόγελο. Ειρωνικό. Η ειδικότητά του. Ο «Βλαδίμηρος» δεν

απάντησε. Δεν θα έπαιζε το παιχνίδι του. Δεν υπήρχε περίπτωση το Αριστερό

Ριζοσπαστικό Κίνημα να είχε παρτίδες με το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο που

αντιπροσώπευε επάξια ο πατέρας του. «Όπως σου είπα σημασία έχει να

κερδίζει η μπίλια σου. Και αν θέλεις να ξέρεις… Ο καλός ο παίχτης δεν έχει

προκαταλήψεις στα νούμερα και στα χρώματα» είπε ο πατέρας και ο

«Βλαδίμηρος» έστεκε να τον κοιτάζει σαν οκτάχρονος που μόλις είχε

ανακαλύψει πως λειτουργεί το σεξ. «Δηλαδή;» ρώτησε μετά από μια παύση

αρκετών δευτερολέπτων. «Έχω φροντίσει να ταΐσω και την αριστερή

ιδεολογία, πάντα με τον τρόπο μου. Σεμνά και ταπεινά γίνονται αυτές οι

δουλειές» είπε και έβαλε τα γυαλιά του. Θεώρησε ότι το θέμα είχε λήξει.

Θεώρησε ότι μόλις είχε παραδώσει ένα μάθημα αγνού καπιταλισμού στο

μονάκριβό του. «Δηλαδή έχεις δώσει χρήματα και στο Αριστερό Ριζοσπαστικό

Κίνημα;» ρώτησε και περίμενε να ακούσει: «Όχι απλώς σου έκανα πλάκα. Σιγά

μην έδινα στα νόθα του Μαρξ χρήματα». Ναι, αυτό περίμενε να ακούσει. Αυτό

ήλπιζε να ακούσει. «Α, έτσι λέγεται το κόμμα» είπε ο πατέρας κουνώντας

αδιάφορα το χέρι. Σαφώς και ήξερε πως ονομαζόταν το κόμμα. Είχε φροντίσει

να ενημερωθεί. Για να γνωρίζει σε ποιες επικίνδυνες ατραπούς βάδιζε ο γιος

του. «Ναι έχω κόψει μια επιταγή στον αρχηγό σας. Στο όνομά του. Που να

ξέρω πως λέγεται το κόμμα. Μου είναι αδιάφορα τα ονόματα», είπε ο πατέρας

και σούφρωσε τα χείλη του, σαν να έδινε αόρατα φιλιά. «Για κάθε ενδεχόμενο.

Σε περίπτωση που αναλάβουν την εξουσία. Έτσι για τον προεκλογικό τους

αγώνα» συνέχισε. «Ψέματα», ψέλλισε ο «Βλαδίμηρος». «Λες ψέματα»

επανέλαβε. «Δεν έχω λόγο να πω ψέματα» είπε ο πατέρας. «Άλλωστε τι σε

νοιάζει εσένα. Ακόμη σε περιμένω να έρθεις να πιάσεις δουλειά στο γραφείο»

126 Άγγελος Χαριάτης

έκανε και έβγαλε πάλι τα γυαλιά. Φαινόταν πως το θέμα δεν είχε λήξει. «Αν

θέλεις να ξέρεις είμαι υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα» είπε ο

«Βλαδίμηρος», περιμένοντας να δει την αντίδρασή του, περιμένοντας να δει

το ξέσπασμά του. «Α, καλό αυτό. Αν εκλεγείς θα είναι πιο εύκολα τα πράγματα

για τις επιχειρήσεις μας» είπε ο πατέρας του ατάραχα και ατάραχος. Σαφώς

και ήξερε ότι ο γιος του ήταν υποψήφιος. Ένα από τα επιχειρηματικά του

προσόντα ήταν να μην δείχνει τα πραγματικά του συναισθήματα. Μόνο που

αυτό το προσόν το χρησιμοποιούσε και στην ιδιωτική του ζωή. Και αυτό δεν

ήταν ότι καλύτερο για την οικογένειά του. «Αν βγει το κόμμα θα σε

εθνικοποιήσει» είπε ο «Βλαδίμηρος». «Α, ναι. Θα ξυπνήσει ο Μαρξ και θα

έρθει να μας κλείσει» απάντησε ο πατέρας του. Με την ελαφριά ειρωνεία που

πάντα τον διέκρινε. «Ναι έτσι θα γίνει» είπε ο «Βλαδίμηρος». «Νεόφυτε αυτό

δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Όσο υπάρχουν άνθρωποι. Εκτός και αν κάποιος

καταφέρει να βγάλει το γονίδιο της απληστίας από το DNA μας. Ναι, τότε αυτό

μπορεί συμβεί» είπε ο πατέρας. Έβαλε πάλι τα γυαλιά του. Σηκώθηκε από την

καρέκλα του. Πήρε από τη βιτρίνα που βρισκόταν πίσω από τα γραφείο ένα

μπουκάλι με ουίσκι μαζί με δύο ποτήρια. «Θα πιεί μαζί μου ένα ουίσκι ή ο

νεαρός μπολσεβίκος μου προτιμά μια σκέτη βότκα;» ρώτησε ο πατέρας του. Ο

«Βλαδίμηρος» δεν απάντησε. Την ώρα που γέμιζε τα ποτήρια τους, ο

«Βλαδίμηρος» είχε φροντίσει να εξαφανιστεί. Είχε ανέβει τρέχοντας τις

σκάλες που οδηγούσαν στο δωμάτιο του.

Μαύρο Κόκκινο 127

6.6.6.6. Ο «γιος του Δία» επέστρεφε χαρούμενος πίσω στα γραφεία του

κόμματος. Μόλις είχε αρπάξει μια γερή χορηγία από τον εφοπλιστή. Δεν

ζητούσε πολλά. Μόνο να πάρει την υπόσχεση ότι θα έπαιρνε το φιλέτο της

ακτοπλοϊκής γραμμής. Αγοράζοντας πλοία με χρήματα του ελληνικού

δημοσίου. Ο εφοπλιστής που θα έδινε τα περισσότερα, αυτός θα ήταν που θα

κέρδιζε τα περισσότερα. Τίποτα παραπάνω από την απλή εφαρμογή του νόμου

της αγοράς. Η αλήθεια ήταν ότι τον συμπαθούσε αυτόν τον εφοπλιστή. Του

άρεσε το βλέμμα του. Ένα βλέμμα που δήλωνε ότι μπορούσε να σε σκοτώσει,

με τον τρόπο του, όποια στιγμή ήθελε. Ίσως αν οι συνθήκες το επέτρεπαν θα

μπορούσε να του προτείνει το υπουργείο ναυτιλίας. Αλλά πέρα από αυτό, ο

«γιος του Δία» ήξερε ότι είχε ήδη «ξεπουληθεί». Στον εφοπλιστή. Ήξερε τον

κύριο Χατζηαγγέλου. Γνώριζε ότι ήταν ένας από τους δυνατούς παίκτες.

Ήξερε ότι όποιος δεν πήγαινε με το μέρος του, ήταν αυτομάτως εναντίον του.

Και μπορούσε να κάνει τα πάντα για να τον καταστρέψει. Όχι, δεν ήταν

κορόιδο ο «γιος του Δία». Θα του έδινε το φιλέτο, με μια ακόμη προσπάθεια

για καλύτερη διαπραγμάτευση. Για να πάρει ότι καλύτερο μπορούσε. Έτσι

άλλωστε λειτουργούσαν οι νόμοι της αγοράς.

Την ίδια στιγμή ο γενικός γραμματέας είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι του.

Αγκαλιά με τη γυναίκα του και το αγαπημένο του παιδικό αρκουδάκι. Είχε

λάβει νωρίτερα το απόγευμα και αυτός την επιταγή του. Δεν του άρεσε το

βλέμμα του εφοπλιστή. Ήταν βλέμμα αρπακτικού. Αλλά η γυναίκα του

επέμενε να δεχθεί την επιταγή, επέμενε ότι εκείνος ο άνθρωπος προκειμένου

να διατηρήσει τα κεκτημένα του και μετά την έλευση του κομμουνισμού θα

έκανε τα πάντα. Και ήταν σωστό και πρέπον να υπάρχουν τέτοιοι. Να μπορούν

να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Δεν είχε καταλάβει πως μπορούσε να

εξυπηρετήσει το κεφάλαιο την εργατική τάξη, αλλά δεν είχε προχωρήσει την

σκέψη του. Του αρκούσε που είχε επιμείνει η γυναίκα του. Εκείνη γνώριζε

περισσότερα. Εκείνη τον είχε οδηγήσει μέχρι εδώ. Με εκείνη θα πορευόταν και

στην εξουσία. Ήταν μάνα και αδελφή και φίλη και ερωμένη. Ήταν τα πάντα.

Ο «Πάτροκλος» είχε γυρίσει σπίτι. Δεν είχε πάει στο ραντεβού με τον

«εγγονό του Δία». Είχε προφασιστεί ασθένεια και κούραση. Ο «εγγονός του

Δία» δεν ήθελε να τον ζορίσει. Ήξερε ότι τον είχε στο χέρι. Τον είχε στο χέρι

128 Άγγελος Χαριάτης

όσο εκείνος ήθελε να βρίσκεται το όνομά του στα χείλη του αρχηγού όλη την

ώρα. Ήταν μια καθαρή και τίμια συναλλαγή. Με κερδισμένα και τα δύο μέρη.

Καθόταν στην πολυθρόνα του σαλονιού και απολάμβανε τη νίκη του.

Θεωρητικά. Γιατί πρακτικά δεν μπορούσε να χωνέψει το γεγονός ότι η αδελφή

του είχε γίνει ζευγάρι με τον χειρότερο εχθρό του. Και επίσης δεν μπορούσε να

χωνέψει ότι της είχε «φάει» από το κομμούνι. Και επίσης ότι θα «έτρωγε»

περισσότερες αν δεν τον σταμάταγε η αδελφή του. Έβραζε σαν τον κάβουρα

στο ζουμί του. Αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υπομείνει το

μαρτύριο του βρασίματος. Δεν είχε άλλη επιλογή. Από τη μια ο πόθος του για

την άνοδό του. Βρισκόταν τόσο κοντά. Από την άλλη η θέληση του για

επανασύνδεση με την οικογένειά του. Ήθελε να προσπαθήσει περισσότερο.

Αλλά όχι με τους όρους της αδελφής του. Ήθελε να ανέβει πρώτα, να

αποδείξει σε όλους ότι άξιζε, να αποδείξει στην αδελφή του και τη μητέρα του

ότι άξιζε και ύστερα ήταν σίγουρος ότι η αδελφή του, κυρίως αυτή, θα τον

παραδεχόταν. Θα ερχόταν η λύση μόνη της. Κάτι σαν μια δίκαιη

αυτορρύθμιση.

Όταν είχε μπει στο σπίτι η αδελφή του ήταν εκεί. Δεν αντάλλαξαν

κουβέντα. Δεν ήταν απαραίτητο. Ένα και ένα έκαναν δύο. Ο εχθρός είχε

μετακομίσει σπίτι του. Και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. Δεν

μπορούσε να σηκώσει το χέρι και να την κάνει «μαύρη» στο ξύλο. Δεν θα

κατάφερνε τίποτα. Στους Πακιστανούς και στα κομμούνια έπιανε αυτό. Όχι

όμως στην αδελφή του. Ήταν σκληρό καρύδι η αδελφή του. Το μόνο που

μπορούσε να κάνει ήταν να γίνει περισσότερο προσεκτικός. Να μην διαρρεύσει

το γεγονός. Να μείνει ως μια μελανή σελίδα στο οικογενειακό άλμπουμ.

Χωρίς να έχει κανένας πρόσβαση σ’ αυτή. Δεν ήταν κακό αυτό. Οι

περισσότερες οικογένειες είχαν και από ένα ένοχο, σκοτεινό, ανείπωτο

μυστικό. Γιατί να αποτελούσε εξαίρεση η δική του; Να μείνει λοιπόν στο

σκοτάδι. Να μην αναφέρει τίποτα και σε κανένα. Να μην πει το παραμικρό

ούτε στη μητέρα του, ούτε καν στην αδελφή του. Να κάνει τον τρελό. Ήταν

και αυτή μια κάποια λύση. Ίσως αργότερα, ήλπιζε το αργότερα να είναι το

συντομότερο δυνατό, η αδελφή του να καταλάβαινε το λάθος της. Ίσως να

τον «έστελνε» για βρούβες έπειτα από κάνα-δυο βδομάδες. Όταν θα

ανακάλυπτε πόσο καραγκιόζης ήταν. Καραγκιόζης που πίστευε στην ιδέα του

σοσιαλισμού και σε όλες αυτές τις χαζομάρες. Τότε θα φαινόταν ανώτερος.

Ανώτερος που κράτησε χαρακτήρα. Που δεν είπε τίποτα. Που το άφησε να

περάσει στα «ψιλά». Ναι, κάπως έτσι θα μπορούσε να είναι η δίκαιη

αυτορρύθμιση.

Μαύρο Κόκκινο 129

Η Μαριάννα καθόταν στην κουζίνα. Μαζί με την μητέρα της που είχε

ξυπνήσει από ώρα. Από την ώρα που είχε έρθει η Μαριάννα. Η αλήθεια ήταν

ότι είχε χάσει την ευκολία στον ύπνο από την τραγική ημέρα που χάθηκε ο

άντρας της στα παγωμένα νερά του ωκεανού. Ποτέ πια δεν θα μπορούσε να

κοιμηθεί πάνω από δύο-τρεις ώρες συνεχόμενα. Είχε προλάβει να μάθει τα

νέα της κόρης της και του γιου της. Δάκρυα στα μάτια τής είχαν έρθει όταν

έμαθε τα νέα. Τόσο για το νέο δεσμό της κόρης της όσο και για τα

«ανδραγαθήματα» του γιου της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε πάει

στραβά. Αν ήταν στη ζωή ο άντρας της…τότε μπορεί τα πράγματα να

κυλούσαν διαφορετικά. Θα μπορούσε να του πει μια αντρική κουβέντα, θα

μπορούσε να του τραβήξει κυριολεκτικά και μεταφορικά το αυτί για να τον

συνετίσει. Δεν θα τον άφηνε να φτάσει μέχρι εδώ. Τι να το κάνει που η

γειτονιά τον θεωρούσε σπουδαίο και τον σεβόταν; Ήξερε πολύ καλά ότι αυτό

δεν ήταν σεβασμός. Ήταν φόβος και αν όχι φόβος τότε συμφέρον. Συμφέρον

για να βολευτούν όταν εκείνος θα είχε τα μέσα. Τα μέσα που δεν μπόρεσαν

ούτε θα μπορούσαν να αποκτήσουν. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι. Ένα συμφέρον

και τίποτα παραπάνω.

Ο «Πάτροκλος» είχε βγάλει τις αρβύλες του. Είχε απλώσει τα πόδια του.

Ήταν κουρασμένος. Σωματικά και ψυχικά. Δεν είχε κουράγιο να πάει ούτε στο

δωμάτιο του. Έκλεισε τα μάτια. Ένας βαθύς ύπνος ήρθε και τον τύλιξε.

Όλα γύρω του είχαν σκοτεινιάσει. Είδε τον εαυτό του να περπατάει. Με

βαριά βήματα. Φορώντας σανδάλια. Ντυμένος με άσπρο χιτώνα. Στα μαλλιά

του ένας κότινος φτιαγμένος από τα κλαδιά αγριελιάς του ιερού δάσους της

Αρχαίας Ολυμπίας. Έλαμπε ολόκληρος. Ήταν η στιγμή που το κόμμα του είχε

κερδίσει τις εκλογές. Ήταν η στιγμή που όλοι τον χειροκροτούσαν. Ήταν

στιγμές δόξας. Ήταν στιγμές ανείπωτης χαράς. Η αδελφή του τον

χειροκροτούσε και αυτή. Ο «Βλαδίμηρος» δεν υπήρχε. Είχε εξαφανιστεί. Αυτός

και ολόκληρο το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα. Η αδελφή του είχε

αναγνωρίσει το λάθος της. Είχε ζητήσει συγγνώμη. Είχε υποσχεθεί ότι θα ήταν

για πάντα στο πλευρό του αδελφού της. Ο «γιος του Δία» ήταν μπροστά του. Ο

γιος του «γιου του Δία» είχε εξαφανιστεί και αυτός. Είχε μετακομίσει στο

Άμστερνταμ ερωτευμένος και παντρεμένος με ένα γιαπωνέζο γιάπη. Ο

πατέρας του τον είχε αποκηρύξει και είχε προτείνει ως διάδοχό του τον

«Πάτροκλο». Τον «Πάτροκλο» που μετά την ορκωμοσία των νέων μελών του

κοινοβουλίου θα αποκτούσε νέο όνομα. Θα μετονομαζόταν «Ηρακλής».

Απόγονος του Δία και αδελφός του. Ο Ηρακλής που θα είχε αποκτήσει εις

ολόκληρο τη θεϊκή υπόσταση και θα κυβερνούσε μαζί με το «γιο του Δία»

130 Άγγελος Χαριάτης

(στην αρχή) την Ελλάδα και έπειτα όλο το γνωστό κόσμο. Έτοιμος ο «γιος του

Δία» να του παραδώσει την παγκόσμια διακυβέρνηση. Ο «Πάτροκλος» στο

όνειρό του είχε φτάσει στο απόγειο. Εκεί που δεν υπήρχε παρακάτω. Στο

τέρμα της διαδρομής. Ήταν ευτυχισμένος. Είχε καταφέρει να εξισωθεί με τους

θεούς. Λαμπρό φως πλημύριζε το χώρο που βρισκόταν. Τίποτα δεν φαινόταν

ικανό να του χαλάσει την ευτυχία. Χωρίς προειδοποίηση το φως χάθηκε.

Σκοτάδι και πάλι. Από μακριά ακούστηκαν αστραπές και βροντές. Μαύρα

σύννεφα έριχναν μια μαύρη θανατερή βροχή. Όλοι έτρεχαν για να

προφυλαχθούν από τη μαύρη βροχή. Ακόμη και ο ίδιος ο «γιος του Δία» είχε

κρυφτεί. Ήταν κρυμμένος και έκλαιγε. Είχε «χεστεί» από το φόβο του. Τα

σύννεφα άνοιξαν. Ένα πύρινο άρμα ξεπρόβαλλε μέσα από αυτά. Το έσερναν

τρία μαύρα άλογα με κοφτερές ατσάλινες οπλές και σιδερένια ρουθούνια που

ξέρναγαν φωτιές. Πάνω στο άρμα μια θεϊκή φιγούρα. Κανείς δεν μπορούσε να

καταλάβει ποιος ήταν. Ήξεραν όμως ότι ήταν θεός. Δεν μπορούσε να μην

ήταν θεός. Τα άλογα κατέβηκαν χλιμιντρίζοντας. Το ιπτάμενο άρμα

προσγειώθηκε με ασφάλεια. Τα μαύρα άλογα χλιμίντρισαν. Οι φωτιές από τα

ρουθούνια είχαν σβήσει. Επικρατούσε ηρεμία. «Είμαι ο Δίας, ο πατέρας των

θεών και των ανθρώπων» έκανε με βροντερή φωνή. Ο «γιος του Δία»

σταυροκοπιόταν και έλεγε δυνατά πότε το «Πάτερ Ημών» και πότε το «Ιησούς

Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά». Ο «Πάτροκλος» είχε μείνει στη θέση

του. Δεν έμοιαζε και ήταν τρομαγμένος. Για ένα άγνωστο σ’ αυτόν λόγο δεν

ένιωθε άβολα. Για την ακρίβεια ένιωθε οικεία, ένιωθε μια ζεστασιά. Ένιωθε

σαν να ήταν και πάλι παιδί και να βρισκόταν πίσω στην αγκαλιά των δικών

του ύστερα από μια ευχάριστη μα συνάμα κοπιαστική ημέρα ατελείωτου

παιχνιδιού, ατελείωτης ευτυχίας. «Γιε μου έλα ‘δω» είπε ο Δίας κοιτάζοντας

τον «Πάτροκλο». Ο «Πάτροκλος» προχώρησε προς το μέρος του. «Ναι πατέρα»

είπε την ώρα που τον πλησίαζε. Κοίταξε το πρόσωπο του Δία. Χωρίς να

φοβάται. Το πρόσωπο του Δία που ήταν το πρόσωπο του πραγματικού του

πατέρα. «Γιε μου τα έχεις κάνει σκατά» του είπε ο Δίας- πατέρας και τον

χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Γιατί πατέρα;» ρώτησε ο «Πάτροκλος» και δάκρυα

κύλησαν στα μάγουλά του. «Δεν σου αξίζει να βρίσκεσαι με όλους αυτούς»

είπε ο πατέρας και τον κοίταξε όπως τον κοίταζε τότε που ήταν παιδί, τότε

που ήταν στεναχωρημένος για κάτι ασήμαντο, για κάτι παιδικό. «Δεν είμαι

άξιος για όλα αυτά;» τον ρώτησε και ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. «Όχι

δεν είσαι» είπε ο πατέρας. «Είσαι ανώτερος από όλα αυτά. Μην χαραμίζεσαι σε

κάτι τόσο ασήμαντο» συνέχισε και άνοιξε την αγκαλιά του. Τα άλογα

εξαϋλώθηκαν. Το πύρινο άρμα εξαφανίστηκε. Η βροχή σταμάτησε. Τα

Μαύρο Κόκκινο 131

σύννεφα άλλαξαν χρώμα. Από μαύρα σε γκρι και ύστερα σε άσπρα. Το σκοτάδι

έγινε πάλι φως. Οι άνθρωποι άρχισαν να μικραίνουν. Μέχρι που έγιναν

κουκίδες, μέχρι που έγιναν ασήμαντες ψηφίδες μέσα στο αχανές και άπειρο

σύμπαν. Ο «Πάτροκλος» που δεν είχε σταματήσει να κλαίει, χώθηκε στην

αγκαλιά του. Ο Δίας εξαφανίστηκε και αυτός. Το μόνο που είχε μείνει ήταν η

αίσθηση της χαμένης από καιρό πατρικής αγκαλιάς.

Ο «Πάτροκλος» ξύπνησε. Τα μάγουλά του ήταν βρεγμένα. Δεν

μπορούσε να συνέλθει. Δεν ήξερε που ξεκίνησε το όνειρο και που η

πραγματικότητα. Δεν ήξερε που σταμάτησε το όνειρο. Δεν ήξερε που

σταμάτησε η πραγματικότητα.

Σηκώθηκε από την πολυθρόνα. Είχε έρθει η ώρα που έπρεπε να

κοιμηθεί, στο κρεβάτι του αυτή τη φορά. Οι μαχητές του Εθνικού Πατριωτικού

Μετώπου έπρεπε να είναι ξεκούραστοι για να μπορούν να ανταπεξέρχονται

στις δυσκολίες. Έπρεπε να είναι κάθε φορά, κάθε στιγμή έτοιμοι.

***

Στο δωμάτιο του «Βλαδίμηρου». Ο «Βλαδίμηρος» είχε ξαπλώσει στο

κρεβάτι του. Ο ύπνος όμως δεν ερχόταν. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα λόγια

του πατέρα του. Ναι, έχω δώσει μια επιταγή στον αρχηγό τους. Για κάθε

ενδεχόμενο. Σε περίπτωση που αναλάβουν την εξουσία. Έτσι για τον προεκλογικό

τους αγώνα. Ώστε είχε εξαγοραστεί και ο γενικός γραμματέας; αναρωτήθηκε.

Γνώριζε ότι ο πατέρας του σε τέτοια θέματα δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Ήξερε ότι

του έχει πει την αλήθεια. Συνειδητοποίησε τρομαγμένος ότι οι αφίσες που

κόλλαγε στα βόρεια προάστια υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να ήταν χορηγία

του πατέρα του. Συνεχίζοντας τις τρομακτικές σκέψεις: Τα ποτά που

κατανάλωσε στα γραφεία του κινήματος μπορεί να ήταν και αυτά χορηγία του

πατέρα του. Άρχισε να φοβάται πως ο αγώνας τους ήταν από τα πριν

ξεπουλημένος. Άρχισε να φοβάται ότι η επανάσταση δεν θα ήταν όπως την

είχε ονειρευτεί.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Έπρεπε να μάθει. Να μάθει όσα περισσότερα

μπορούσε. Άρπαξε από το πρώτο συρτάρι του κομοδίνου του τον εφηβικό του

σουγιά. Ίσως να του χρειαζόταν. Κατέβηκε με φούρια τις σκάλες. Ο πατέρας

του ήταν εκεί, στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει. Σήκωσε τα μάτια και τον

κοίταξε. «Θα βγεις;» τον ρώτησε βγάζοντας τα γυαλιά του. «Ναι, πρέπει να

βρω αποδείξεις» του είπε και ξεκίνησε τη διαδρομή προς την «ηρωική» έξοδο.

Ο πατέρας του χαμογέλαγε. Του άρεσε που ο γιος του ήθελε να ψάξει τις

απαντήσεις στα ερωτήματα. Του άρεσε που του έμοιαζε σ’ αυτό. Έτσι ήταν και

αυτός στα νιάτα του. Πάντα έψαχνε για αποδείξεις. Αν μπορούσε να διαβάσει

132 Άγγελος Χαριάτης

τις σκέψεις του ο «Βλαδίμηρος» θα του ερχόταν αναγούλα. Θα ένιωθε

ανατριχίλα να διαπερνά του κορμί του. Ποτέ του δεν θα ήθελε να μοιάσει στον

πατέρα του. Τον μισούσε και όσο πέρναγαν τα χρόνια τον μισούσε και πιο

πολύ. Τον μισούσε και φοβόταν. Μην καταλήξει να του μοιάσει. Μην δεν

κατάφερνε να μεταλλάξει εγκαίρως τα γονίδια που κουβαλούσε από τη δική

του γενιά.

Βγήκε στο δρόμο. Δεν υπήρχε χρόνος για σοσιαλιστικές πρακτικές. Δεν

θα περπατούσε, δεν θα χρησιμοποιούσε κάποιο από τα μέσα μαζικής

μεταφοράς. Σταμάτησε ένα ταξί. Διπλή ταρίφα μέχρι το κέντρο. Το ραδιόφωνο

έπαιζε βαριά λαϊκά. Βαρύς ήταν και εκείνος. Ένιωθε σαν να είχε μια πέτρα

πάνω στο στήθος του. Άφησε έναν αναστεναγμό. «Σεκλέτια;» ρώτησε ο

ταξιτζής. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Γκόμενα;» ρώτησε πάλι ο ταξιτζής

την ώρα που μασούλαγε μια οδοντογλυφίδα. Ο «Βλαδίμηρος» δεν απάντησε.

«Είσαι από τους άλλους;» ρώτησε πάλι ο ταξιτζής. «Ναι» απάντησε ο

«Βλαδίμηρος» για να τον αφήσει στην ησυχία του. Δεν είχε όρεξη. Ο ταξιτζής

τον κοίταξε με νόημα. «Δεν πειράζει, και από τους “άλλους” είμαι» είπε και

δάγκωσε την οδοντογλυφίδα. «Δεν έχω καμία όρεξη» είπε ο «Βλαδίμηρος»

και έχωσε το κεφάλι του μέσα στους ώμους. «Κρίμα» απάντησε ο ταξιτζής και

άλλαξε το σταθμό. Τραγούδια με ποπ διάθεση. Δεν υπήρχε λόγος να κρυφτεί.

Αν και είχε απογοητευθεί. Άνετα θα μπορούσε να πιει ένα ποτό μαζί του στις

«Κούκλες» λίγο πριν, λίγο μετά το τέλος της βάρδιας του.

Έξω από τα γραφεία του κόμματος του έκανε νόημα να σταματήσει. Ο

ταξιτζής με ένα μικρό πόθο στα μάτια λέει το ποσό. Δεν είχε σταματήσει να

ελπίζει για ένα πιθανό ραντεβού. Πλήρωσε χωρίς να περιμένει τα ρέστα.

Βγήκε και χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει, άφησε πίσω του τα «ποπάκια», την

οδοντογλυφίδα και τον μυστακοφόρο οδηγό- κάτοχό της.

Η αποστολή του ήταν να ψάξει. Να ψάξει για αποδείξεις. Αποδείξεις

που θα ενίσχυαν την πίστη του στη σοσιαλιστική επανάσταση ή θα την

καταπόντιζαν. Τα γραφεία ήταν εκεί και τον περίμεναν. Ο φύλακας ήταν στη

θέση του. Αλλά μόνο αυτός. Όλα τα υπόλοιπα θυμίζουν βιβλική καταστροφή.

Οι σύντροφοι ήταν με ανοιγμένα κεφάλια στα εφημερεύοντα νοσοκομεία, ο

δειλός Πατριώτης είχε κρυφτεί στην τρύπα του σπιτιού του και ο γενικός

γραμματέας είχε χωθεί στη ζεστή αγκαλιά της γυναίκας του. Ήταν λοιπόν

μόνος, μόνος και έτοιμος να αντιμετωπίσει τους φόβους του.

Χαιρέτησε τον φύλακα στην είσοδο. Τον χαιρέτησε και εκείνος

λυπημένα. Γνώριζε τι είχε προηγηθεί. «Αυτό μας δυναμώνει σύντροφε» είπε ο

«Βλαδίμηρος» και εκείνος έσκασε ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο χαρμολύπης.

Μαύρο Κόκκινο 133

Ανέβηκε χωρίς να βιάζεται τα σκαλιά. Γνώριζε που ακριβώς έπρεπε να

ψάξει. Γνώριζε ότι τα βήματά του θα τον οδηγούσαν στο δεύτερο όροφο, στην

τελευταία πόρτα δεξιά, στο γραφείο του γενικού γραμματέα. Γνώριζε ότι εκεί

θα πήγαινε πίσω από το ξύλινο γραφείο του γενικού γραμματέα, θα άνοιγε το

ντουλάπι, ή για την ακρίβεια θα το διαρρήγνυε και εκεί θα έβρισκε τις

αποδείξεις. Αν βέβαια υπήρχαν. Θυμόταν το γενικό γραμματέα να χώνει τη

μουσούδα του σε εκείνο το ντουλάπι και να ψαχουλεύει. Τον θυμόταν να

κλείνει βιαστικά το ντουλάπι όταν κάποιος έμπαινε στο γραφείο του.

Τα χέρια του ακούμπησαν τα μεταλλικά κυκλικά χερούλια του

ντουλαπιού. Τα χέρια του που έτρεμαν. Από τη συγκίνηση και τον φόβο. Πήρε

μια βαθιά ανάσα. Στο χώρο επικρατούσε ησυχία. Τόση ώστε μπορούσε να

ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του. Και άλλη μία βαθιά ανάσα. Έκανε την

πρώτη προσπάθεια. Κλειδωμένο. Έβγαλε από την τσέπη του τον σουγιά.

Διαισθανόταν όταν τον έπαιρνε μαζί του ότι θα του φαινόταν χρήσιμος.

Έβαλε τη μύτη του μέσα στην κλειδαριά. Μπορούσε να μυρίσει τη μυρωδιά

από το ξύσιμο του μετάλλου. Τον γύρισε μία φορά. Τίποτα. Άλλη μία. Πιο

δυνατά. Η κλειδαριά αντιστεκόταν, σαν όστρακο που κλείνει το κέλυφός του

αρνούμενο να παραδώσει τα όπλα στον εισβολέα, αρνούμενο να παραδώσει

σώμα και ψυχή. Έτοιμος για την τρίτη προσπάθεια. Τα χέρια του ήταν

ιδρωμένα. Πρέπει να μάθω, σκέφτηκε, την ώρα που γύρισε δυνατά το σουγιά. Η

κλειδαριά δεν του αντιστάθηκε αυτή τη φορά. Παραδόθηκε σηκώνοντας

λευκή σημαία. Άδειασε το περιεχόμενο του συρταριού πάνω στο γραφείο.

Κάθισε τρέμοντας στην στριφογυριστή καρέκλα. Έτρεμε λες και είχε χτυπηθεί

από ελονοσία. Τριάντα βαθμούς θερμοκρασία τη νύχτα και εκείνος έτρεμε σαν

το ψάρι έξω από το νερό. Άναψε το λαμπατέρ που βρισκόταν στο δεξί του

χέρι. Ένας ανεπαίσθητος θόρυβος. Το κύκλωμα έκλεισε. Το πηνίο πήρε

ενέργεια. Ακτίνες τεχνητού φωτός έλουσαν την επιφάνεια του γραφείου. Ότι

καλύτερο μπορούσε να ζητήσει για αυτού του είδους το «ξεψάχνισμα».

Άνοιξε τα βιβλία. Με το μαύρο κάλυμμα. Κοίταξε τις χρεώσεις και τις

πιστώσεις. Όλα του φάνηκαν και ήταν κανονικά περασμένα. Τον βοήθησε η

γνώση στα λογιστικά που απέκτησε χωρίς πραγματικά να το θελήσει στο

γραφείο του πατέρα του. Έκλεισε το βιβλίο. Ένιωσε πιο σίγουρος τώρα.

Ένιωσε πως άδικα ανησύχησε. Όλα ήταν εντάξει. Κοίταξε τα υπόλοιπα

έγγραφα. Όλα κανονικά. Πρακτικά συναντήσεων βάσης, αποφάσεις της

γενικής γραμματείας, η λίστα των υποψηφίων δημάρχων και δημοτικών

συμβούλων των προηγούμενων εκλογών. Το όνειρό του μπορούσε να

επιβιώσει, μπορούσε να ζήσει. Να ζήσει χωρίς μηχανική υποστήριξη.

134 Άγγελος Χαριάτης

Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να βάλει το περιεχόμενο πίσω στη θέση

του. Το μόνο που έπρεπε να σκεφτεί ήταν πως θα διόρθωνε τη ζημιά. Και αν

όχι να τη διορθώσει, τουλάχιστον να έβρισκε μια καλή δικαιολογία. Θα

μπορούσε να πει ότι το άνοιξαν οι πατριώτες, οι λιμοκοντόροι πατριώτες που

έψαχναν να βρουν λεφτά για να ολοκληρώσουν το καταστροφικό τους έργο.

Ναι αυτό θα ήταν μια χαρά. Μια αξιοπρεπέστατη δικαιολογία. Έτσι και

αλλιώς, το γνώριζε αυτό, ο γενικός γραμματέας δεν είχε ανέβει μέχρι το

γραφείο του.

Έκλεισε το ντουλάπι. Μπορούσε να χαλαρώσει. Μπορούσε μάλιστα αν

ήθελε να διαβάσει ένα βιβλίο από τα πολλά που ήταν τακτοποιημένα κατά

ιδεολογικό ηγέτη στη βιβλιοθήκη πίσω από το γραφείο του γενικού

γραμματέα και πάνω από το διαρρηγμένο ντουλάπι. Κοίταξε σαν αχόρταγος

βιβλιοφάγος, τα βιβλία. Όλα τα ιερά τέρατα της αριστερής και αναρχικής

ιδεολογίας ήταν εκεί. Μαρξ, Έγκελς, Μπακούνιν, Τρότσκι, Λένιν. Ήθελε όμως

κάτι πιο «ελαφρύ». Κάτι που θα μπορούσε να διαβάσει με ανάλαφρη διάθεση

για πέντε-δέκα λεπτά της ώρας. Γύρισε το αλουμινένιο στήριγμα του

λαμπατέρ προς τα πάνω. Το φως έπεσε πάνω στα βιβλία. Μπορούσε πια να δει

όλα τα βιβλία που βρίσκονταν στα ράφια.

Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί. Κοίταξε στην αριστερή πλευρά.

Είδε την κόκκινη ράχη. Χαμήλωσε το λαιμό του προς τα αριστερά. Άρχισε να

διαβάζει. « Che Guevara». Ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν τη ραχοκοκαλιά του.

Άπλωσε δειλά-δειλά το χέρι του. Το δάκτυλό του ακούμπησε το πάνω μέρος

των μεσαίων σελίδων. Ο αγωνιστής που απαρνήθηκε την κατεκτημένη

εξουσία για να συνεχίσει τους αγώνες σ’ όλο τον κόσμο.

Το πήρε στα χέρια του. Του φάνηκε ελαφρύ. Το άφησε απαλά να

γλιστρήσει στην επιφάνεια του γραφείου. Κάθισε στην καρέκλα. Έφτιαξε το

λαμπατέρ. Έτοιμος να απολαύσει τη στιγμή. Δεν σκέφτηκε ούτε για ένα

δευτερόλεπτο, ότι θα μπορούσε να μπει κάποιος από στιγμή σε στιγμή, και να

τον πιάσει στα «πράσα». Και αν όχι να τον πιάσει, τουλάχιστον να τον ρωτήσει

τι δουλειά είχε μέσα στο γραφείο του γενικού γραμματέα. Ήθελε να χαθεί

μέσα στις σελίδες, να διασκεδάσει τους φόβους του, να επικαιροποιήσει την

πίστη του στο δίκαιο του αγώνα, να σκεφτεί για λίγη ή περισσότερη ώρα την

αγαπημένη του.

Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου η θρυλική φωτογραφία του Che

Guevara που έχει τοποθετηθεί από κονκάρδα μέχρι σε χαρτί υγείας. Δεύτερη

σελίδα. Περιεχόμενα. Διάβασε στα γρήγορα. Γύρισε τις σελίδες. Αργά. Με την

απαραίτητη ευλάβεια που άρμοζε στον απελευθερωτή των λαών. Λίγο πριν

Μαύρο Κόκκινο 135

φτάσει στο ξεκίνημα του πρώτου ταξιδιού του Che τα δάκτυλά του πάγωσαν.

Τα μάτια του πάγωσαν. Το κορμί του πάγωσε. Οι σελίδες ήταν κομμένες

εσωτερικά. Αντί για τις σελίδες βρήκε ένα κόκκινο βιβλιαράκι. Άνοιξε

περίεργος στην πρώτη σελίδα. «Έσοδα- Έξοδα», έγραφε. Αναγνώρισε τον

γραφικό χαρακτήρα του γενικού γραμματέα. Είχαν μουδιάσει τα ακροδάχτυλα

του. Τα κίνησε πάνω- κάτω μέχρι να επανέλθει η κυκλοφορία του αίματος σ’

αυτά. Διάβασε με αργό ρυθμό. Είδε νούμερα, ονόματα, παρατηρήσεις,

ημερομηνίες. Κατάλαβε τι σήμαιναν όλα αυτά. Δεν είχε καν προνοήσει να τα

κωδικοποιήσει όλα αυτά. Σαν την παλιά καλή εποχή του ψυχρού πολέμου.

Όλα ήταν γραμμένα καθαρά. Είδε τις αποστολές του. Τις αποστολές του που

μεταφράζονταν σε λογιστικά νούμερα, σε κέρδη στην τσέπη του γενικού

γραμματέα. Και στα έξοδα είδε τα νούμερα με τα πολλά μηδενικά να

μεταφέρονται σε τράπεζες της Ελβετίας. Ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Ο

σοσιαλισμός είχε πεθάνει. Ο σοσιαλισμός είχε νικηθεί. Είχε νικηθεί από τους

υποστηρικτές του. Ο ηγέτης του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος ήταν

χειρότερος και από τον τελευταίο κεφαλαιοκράτη. Ένιωσε και ήταν

προδομένος. Δεν μπορούσε να περάσει όλο αυτό. Κάποιος έπρεπε να

ξεσκεπάσει όλη αυτή τη βρωμιά. Και αυτός ο κάποιος ήταν ο «Βλαδίμηρος».

Σκέφτηκε την ίδια στιγμή να πάρει το βιβλιαράκι και να το δώσει στα μέσα

ενημέρωσης. Να αποκάλυπτε την αλήθεια στον κόσμο. Να αποκάλυπτε μέσω

των μέσων της πλουτοκρατίας πόσο βρώμικος ήταν ο πρώτος πρεσβευτής της

σοσιαλιστικής ιδέας. Να γκρέμιζε το σάπιο οικοδόμημα.

Έβαλε στην πίσω τσέπη του τζιν παντελονιού του το κόκκινο βιβλίο.

Έσβησε το φως. Κατέβηκε χωρίς να βιάζεται τα σκαλιά. Δεν υπήρχε λόγος να

«καρφωθεί». Όλα έπρεπε να κυλήσουν όπως κυλούσαν πάντα. Για να μην

κινούσε υποψίες.

Χαιρέτησε στην έξοδο τον θυρωρό. «Καληνύχτα» του είπε και εκείνος

απάντησε: «Καληνύχτα, όλα θα πάνε καλά». Ο «Βλαδίμηρος» δεν απάντησε.

Μόνο κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Έπιασε ασυναίσθητα την πίσω τσέπη

του. Άφησε το χέρι του εκεί. Μην τυχόν και μυριζόταν τίποτα ο θυρωρός.

Απομακρύνθηκε με αργά βήματα. Τίποτα εξωτερικά δεν μαρτυρούσε το καζάνι

των συναισθημάτων που κόχλαζε μέσα του.

Περπάτησε κατά μήκος της οδού Πειραιώς. Θα ανέβαινε με αργό

βηματισμό μέχρι την Ομόνοια. Εκεί θα χωνόταν σε ένα παρακμιακό καφενείο,

να πιεί ένα ελληνικό καφέ. Αυτό που θα έκανε στην πραγματικότητα ήταν να

σκεφτεί. Τι θα έπρεπε να κάνει. Να «έδινε» τον γενικό γραμματέα και να

χανόταν το όνειρο μία σοσιαλιστικού τύπου διακυβέρνησης; Ή να άφηνε να

136 Άγγελος Χαριάτης

περάσουν οι εκλογές, να δικαιωνόταν ο αγώνας τους και έπειτα με τον ένα ή

τον άλλον τρόπο να ωθούσε τον γενικό γραμματέα σε παραίτηση;

Παρήγγειλε καφέ. Κοίταζε γύρω του. Φάτσες κουρασμένες, φάτσες

ρυτιδιασμένες από τον καθημερινό κάματο, φάτσες του περιθωρίου, τρεις η

ώρα το πρωί και οι περισσότεροι ετοιμάζονταν για τη νέα εργασιακή ημέρα,

φάτσες που είχαν χάσει την ελπίδα. Μια ελπίδα που μπορούσε να τους δώσει

μόνο η άνοδος στην εξουσία του σοσιαλισμού. Κοίταξε ένα γεροντάκι. Που

ρούφαγε αργά το τσάι του. Που κάπνιζε με προσοχή το τσιγάρο του, μην τυχόν

και έπεφτε η στάχτη έξω από το σταχτοδοχείο. Κάθισε στο διπλανό μαρμάρινο

τραπεζάκι, σταυροπόδι. Φόραγε φθαρμένα ρούχα, κοίταξε το «Βλαδίμηρο» με

τα φθαρμένα μάτια του. «Παππού πως τα βλέπεις τα πράγματα στην

πολιτική;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα. Ο γέροντας κοίταξε πρώτα αριστερά,

μετά δεξιά, θέλοντας να βεβαιωθεί ότι δεν τον άκουγε κανένας και έπειτα

έσκυψε το κεφάλι, σχεδόν συνωμοτικά και του απάντησε: «Αν δεν βγει η

αριστερά, πάμε όλοι χαμένοι. Αυτοί είναι η μόνη μας ελπίδα, για να

ξεφύγουμε από τη μιζέρια». Του χαμογέλασε και είδε το μοναδικό του δόντι

να αστράφτει κάτω από το φως της λάμπας. «Έχεις δίκιο» του είπε ο

«Βλαδίμηρος» και ένα παράξενο φως τον έλουσε. Ήταν το φως του δίκαιου

του αγώνα τους. Το πήρε απόφαση. Δεν επρόκειτο να αφήσει το όραμα ενός

λαού να ξεθωριάσει. Πλήρωσε τον καφέ του, πλήρωσε και το τσάι του

γέροντα.

Έτρεξε πίσω στα γραφεία του κόμματος. Χαιρέτησε τον θυρωρό. Ίδιες

με πριν κινήσεις. Ανέβηκε χωρίς να βιάζεται. Πήγε στο γραφείο του γενικού

γραμματέα, πήρε στα χέρια του το βιβλίο με τον Che, έβαλε στα σκισμένα

σπλάχνα του το αμαρτωλό κόκκινο βιβλίο. Ήξερε που μπορούσε να το

ξαναβρεί στην ακραία περίπτωση που το χρειαζόταν. Το πρώτο μέρος αυτής

της αποστολής είχε τελειώσει, είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία.

Μαύρο Κόκκινο 137

7.7.7.7. Ο «Πάτροκλος» ήταν ακόμη ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Μόνο που

δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Είχε δεχθεί τα συγχαρητήρια του «γιου του Δία»,

είχε αποφύγει ακόμη ένα ξεπούλημα της σάρκας του στον «εγγονό του Δία»,

δεν τον ενδιέφερε τελικά με ποιον είχε μπλέξει η αδελφή του. Αργά ή

γρήγορα θα καταλάβαινε το λάθος της. Σκεφτόταν τη νύχτα της επίθεσης.

Ήταν μια επίθεση που είχε διαταχθεί από τον «γιο του Δία». Όπως και οι

προηγούμενες. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που είχε αισθανθεί αδύναμος. Όχι

γιατί παραλίγο να τον σαπίσει για τα καλά στο ξύλο ο μισητός του αντίπαλος.

Αυτό θα μπορούσε να συμβεί και στο μεγαλύτερο πολεμιστή. Ήταν μέσα στο

παιχνίδι της μάχης. Δεν τον ένοιαζε που τον είχε σταματήσει η αδελφή του.

Δεν είχε αισθανθεί καμία ταπείνωση. Κανένας από τους συμπολεμιστές του

δεν το είδε έτσι. Άσχετα αν τους είχε ορκίσει μετά, έτσι για το «φόβο των

Ιουδαίων». Ένιωσε αδύναμος γιατί για πρώτη φορά (βαθιά μέσα του) δεν

ήταν σύμφωνος με την επίθεση. Ήταν διαφορετικό να χτυπάς τους

Πακιστάνους. Ναι αυτοί ήταν αλλόθρησκοι, αλλόαιμοι, αλλόγλωσσοι.

Πίστεψε πως το όνειρο με πρωταγωνιστή τον πατέρα του, κάτι παραπάνω

σήμαινε. Ήταν ίσως ένα μήνυμα από το υπερπέραν, ένα μήνυμα ότι η

συγκεκριμένη επίθεση ήταν πέρα για πέρα ένα λάθος, ότι είχε πάρει λάθος

δρόμο. Γιατί μπορεί να ήταν κομμούνια, αλλά μόνο ιδεολογικά δεν ταίριαζαν.

Ζούσαν πάνω στην ίδια γη, μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν το ίδιο αίμα.

Ίσως να είχαν διαφορετική θρησκεία. Ίσως να μην πίστευαν σε τίποτα, αλλά

και εκείνος δεν πίστευε σε τίποτα. Δεν πίστευε ούτε σε θεούς Εβραϊκούς, ούτε

σε θεούς αρχαιοελληνικούς. Δεν μπορούσε να κατανοήσει για ποιο λόγο είχε

γίνει όλο αυτό το αιματοκύλισμα. Που χρησίμευαν στον αγώνα τόσα

σπασμένα κεφάλια. Η αμφιβολία είχε αρχίσει να ριζώνει μέσα του. Και αυτό

ήταν το χειρότερο από όλα. Έπρεπε να βρει απαντήσεις, αλλά δεν ήξερε από

που έπρεπε να ξεκινήσει. Κρίση ταυτότητας; Κρίση σκοπού; Ούτε εκείνος δεν

ήξερε… ήταν και εκείνο το όνειρο με τον πατέρα του.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Άνοιξε τη ντουλάπα. Κοίταξε με μια μικρή

θλίψη τα παλιά του ρούχα. Αυτά που είχε πάψει να φοράει από τη στιγμή που

εντάχθηκε στο εθνικό πατριωτικό κόμμα. Αποφάσισε να φορέσει ένα παλιό

τζιν και ένα μπλε μπλουζάκι. Αποφάσισε πως το αποψινό ξημέρωμα θα

138 Άγγελος Χαριάτης

έψαχνε τις απαντήσεις. Ξεκινώντας από το σπίτι του αρχηγού, του «γιου του

Δία».

Ντύθηκε βιαστικά. Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Με γρήγορα βήματα.

Κοίταξε φευγαλέα προς το δωμάτιο της αδελφής του. Κοιμόταν. Την κοίταξε

για μια στιγμή και εντυπωσιάστηκε με την ομορφιά της. Συνειδητοποίησε ότι

την αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο. Εκείνη και την μητέρα του. Τους δύο

μόνους ανθρώπους που τελικά μπορούσε να βασιστεί πάνω τους. Και ας μην

γινόταν ποτέ του μεγάλος και τρανός. Θα εξακολουθούσαν να τον δέχονταν

για αυτό που ήταν, όπως τον δέχονταν πριν ανακατευτεί με τα του Μετώπου.

Στο μπάνιο πήρε από το συρτάρι το κουτί με τα υπνωτικά χάπια που

έπαιρνε με συνταγή γιατρού η μητέρα του. Μετά το θάνατο του πατέρα του

υπέφερε κατά καιρούς από βασανιστικές αϋπνίες, ήταν άλλωστε και η

κατάθλιψη στη μέση. Έβαλε στην τσέπη του το μπουκαλάκι. Ήταν σχεδόν

γεμάτο. Γνώριζε ότι η μητέρα του έπαιρνε τα χάπια αραιά και που. Ίσως έτσι

ήταν καλύτερα. Ίσως έτσι ποτέ δεν θα κατάφερνε να ξεχάσει τον πατέρα του

και όλα αυτά που είχαν ζήσει μαζί.

Ένιωσε ένα ζευγάρι μάτια να τον κοιτάζουν∙ πάνω από την πλάτη του.

Γύρισε ξαφνιασμένος. Η μητέρα του τον παρακολουθούσε. «Μητέρα…»

κατάφερε να ψελλίσει. «Ελπίζω να είναι για καλό σκοπό» είπε εκείνη

ατάραχη και ατάραχα. «Ναι είναι» είπε ο Μιχάλης. «Για να δεις το σωστό

δρόμο;» τον ρώτησε εκείνη γνωρίζοντας από πριν την απάντηση του γιου της.

«Για να βρω τις απαντήσεις» είπε ο Μιχάλης και χαμήλωσε το βλέμμα. «Στην

ευχή μου και να προσέχεις» του εκείνη και τον σταύρωσε την ώρα που ο

Μιχάλης έβγαινε από το σπίτι τους.

Σχεδόν τρέχοντας κατέβηκε μέχρι το λιμάνι. Το πορτοφόλι του ήταν

γεμάτο, όπως κάθε φορά από τότε που ανέβηκε στην ιεραρχία του κόμματος. Ο

«γιος του Δία» φρόντιζε να τον χαρτζιλικώνει σε κάθε ευκαιρία. Ποτέ του δεν

τον είχε ρωτήσει από έβρισκε τα χρήματα. Δεν ήταν άλλωστε αυτός ο σκοπός

του.

«Στο Παλαιό Φάληρο» είπε στον ταξιτζή την ώρα που έκλεινε με

δύναμη την πίσω δεξιά πόρτα του αυτοκινήτου. Ο ταξιτζής έκανε να τον

αγριοκοιτάξει, αλλά την επόμενη κιόλας στιγμή το μετάνιωσε. Το βλέμμα του

Μιχάλη δεν σήκωνε παραπάνω συζητήσεις και εξηγήσεις.

Το ταξί ξεκίνησε. Το λιμάνι γεμάτο από επιβάτες που περίμεναν στην

προκυμαία να επιβιβαστούν στα πλοία της γραμμής, τα πλοία που θα τους

οδηγούσαν για ένα τριήμερο-ανάσα· του Αγίου Πνεύματος. Οι δημόσιοι

υπάλληλοι την είχαν κοπανήσει, όπως συνήθως, από το ξημέρωμα της

Μαύρο Κόκκινο 139

Παρασκευής. Την επόμενη Κυριακή ήταν η μεγάλη μέρα για τον τόπο. Ήταν η

Κυριακή που θα καθόριζε την τύχη του ελληνικού λαού. Ημέρα εθνικής

εορτής ή εθνικού πένθους, ανάλογα με αυτό που θα γεννούσε η κάλπη.

Ο «Πάτροκλος» συνειδητοποίησε πως τελικά δεν ενδιαφερόταν για το

αποτέλεσμα της επόμενης Κυριακής. Δεν τον ενδιέφερε αν το Εθνικό

Πατριωτικό Μέτωπο θα κέρδιζε πανηγυρικά ή θα ηττάτο πανηγυρικά. Αυτό

που τον ενδιέφερε ήταν να βρει τις απαντήσεις στα ερωτήματά του.

Το σχέδιο του απλό. Θα το εφάρμοζε βήμα-βήμα χωρίς να βιαστεί,

χωρίς να προδώσει τη βούλησή του. Αργά και σταθερά θα έφτανε στο

επιδιωκόμενο για αυτόν αποτέλεσμα. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον

γαλανό αττικό ουρανό. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Πήρε στα χέρια του τη συσκευή

του κινητού του τηλεφώνου και πληκτρολόγησε αργά χωρίς να βιάζεται τα

νούμερα.

Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ακούστηκε η βαριά ανάσα

του «εγγονού του Δία». Μόλις τον είχε ξυπνήσει. Αλλά ήταν για το καλό και

των δύο τους. Ο «εγγονός» θα έβρισκε τη χαρά σκυμμένος στα τέσσερα και ο

Μιχάλης θα προχώραγε το σχέδιο του.

«Έρχομαι για σένα» είπε με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Με

χαμηλή φωνή.

«Για μένα;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο «εγγονός του Δία».

«Ναι, για να μην φανώ ασυνεπής απέναντί σου» είπε ο Μιχάλης.

Ψιθυριστά.

«Δηλαδή;» ρώτησε ακόμη πιο απορημένα ο «εγγονός του Δία» που

τώρα είχε ξυπνήσει για τα καλά.

«Για το σεξ. Και ξέρεις κάτι;» έκανε ο Μιχάλης. Πάλι ψιθυριστά.

«Τι;» ρώτησε λιγωμένα ο «εγγονός του Δία».

«Νομίζω ότι σ’ αγαπώ» είπε ο Μιχάλης, με συρτή βελούδινη φωνή.

Καμία απάντηση από την άλλη άκρη της γραμμής. Του είχε πέσει το

τηλέφωνο.

«Είσαι εκεί;» έκανε ο «εγγονός του Δία». Μετά από μερικά

δευτερόλεπτα σιωπής.

«Έρχομαι κοντά σου, στο σπίτι σου» είπε ο Μιχάλης.

«Έλα, μην αργείς».

«Ο πατέρας σου;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα ο Μιχάλης.

«Κοιμάται, δεν πρόκειται να ξυπνήσει πριν τις δέκα. Τον άκουσα να

ξαπλώνει λίγο πριν κοιμηθώ» είπε ο «εγγονός του Δία» και ένιωσε μια ρίγη

140 Άγγελος Χαριάτης

να διαπερνά ολόκληρο το κορμί του. Για μια στιγμή νόμισε ότι μύριζε όλο το

δωμάτιο κανέλλα. Ίσως κάπως έτσι γλυκά να μύριζε η προσμονή.

«Γδύσου και φτάνω σε λίγο» είπε ο Μιχάλης και πάτησε το κόκκινο

κουμπί στη συσκευή του. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη

του.

***

Στο ύψος του Φλοίσβου είπε στον ταξιτζή να σταματήσει. Δεν είχε

αποχωριστεί ούτε λεπτό εκείνο το χαμόγελο. Ο ταξιτζής δέχθηκε φοβισμένα

την ταρίφα και το πουρμπουάρ. Είχε πεισθεί ότι ο μισθωτής του ήταν τρελός.

Αν όχι τρελός, κάπου κοντά στα όρια της τρέλας. Δεν μίλησε. Δεν υπήρχε

λόγος να τον ερεθίσει. Έπειτα και από τόσο μεγάλο φιλοδώρημα. Σχεδόν την

αξία της κούρσας. Απλά είπε μαγκωμένος: «Ευχαριστώ» και τον

παρακολούθησε να ξεμακραίνει προς την οδό Αγίου Αλεξάνδρου.

Ο Μιχάλης περπάτησε με γρήγορα βήματα. Τώρα βιαζόταν. Ο «εγγονός

του Δία» τον περίμενε. Ήδη έτοιμος. Σας έτοιμος από καιρό. Πρώτο, δεύτερο,

τρίτο στενό δεξιά. Πρώτη, δεύτερη πολυκατοικία. Ήξερε από τις

προηγούμενες φορές ότι η εξώπορτα της εισόδου δεν ήταν ποτέ κλειδωμένη.

Κοίταξε τον πίνακα με τα επώνυμα των ενοίκων. Μήπως και κάτι πήγαινε

στραβά την τελευταία στιγμή. Μήπως και, άγνωστο πως, είχαν καταλάβει το

σχέδιο του και την είχαν κοπανήσει την τελευταία στιγμή. Φυσικά και ήξερε

από πριν ποιο κουμπί έπρεπε να πατήσει. Χτύπησε απαλά μισή φορά με την

άκρη του δεξιού του δείκτη. Ο «εγγονός του Δία» βρισκόταν πάνω από το

θυροτηλέφωνο. Άνοιξε πριν καλά-καλά βγάλει ο Μιχάλης το δάκτυλό του

από το κουμπί.

Κάλεσε τον ανελκυστήρα. Κοίταξε γύρω του. Τα δύο φυτά στις μεγάλες

στρογγυλές πήλινες γλάστρες αριστερά και δεξιά του ανελκυστήρα

αργοπέθαιναν. Με τα κίτρινα φύλλα τους, με το σβολιασμένο από την ξηρασία

χώμα, με τις διψασμένες ρίζες. Ίσως και αυτός αργοπέθαινε με ένα άλλον

μεταφορικό τρόπο. Αργοπέθαινε όλο αυτό που είχε χτίσει μέσα του από τον

καιρό που ανακατεύτηκε με το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο .

Μπήκε στον κλωβό. Κοιτάχθηκε στον καθρέφτη και είδε ένα

κουρασμένο πρόσωπο. Μα ταυτόχρονα ένα πρόσωπο αποφασισμένου για όλα

ανθρώπου. Χαμογέλασε. Οι πρώτες ρυτίδες είχαν κάνει την εμφάνισή τους.

Κοίταξε τη γενειάδα του. Ήταν χάλια. Δεν έμοιαζε σαν αρχαίος Έλληνας, μα

σαν κλοσάρ. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε μόλις γύριζε σπίτι του θα ήταν να

κάνει να καθαρίσει το πρόσωπό του από τις τρίχες.

Μαύρο Κόκκινο 141

Η μοναδική πόρτα στον τελευταίο όροφο ήταν ανοιχτή. Ο Μιχάλης

μπήκε μέσα. Ο «εγγονός του Δία» τον περίμενε φορώντας τη μαύρη ρόμπα

του. Πήγε να τον φιλήσει στο στόμα. Ο Μιχάλης τραβήχτηκε. Ο «εγγονός του

Δία» τον κοίταξε με έκπληξη. «Όχι ακόμη» είπε ψιθυριστά ο Μιχάλης και του

έδωσε μια τσιμπιά στον πισινό. Ο «εγγονός του Δία» ανατρίχιασε ολόκληρος.

«Ας πιούμε κάτι» είπε ο Μιχάλης και πήγε προς την κουζίνα. «Θα φτιάξω ένα

κοκτέιλ που ανεβάζει τη λίμπιντο» είπε και τον κοίταξε πονηρά. «Θα σε

περιμένω» έκανε ναζιάρικα. «Αν θα πρέπει να περιμένεις κάπου το καλύτερο

μέρος είναι το δωμάτιό σου, φορώντας μόνο το άρωμά σου» είπε ο Μιχάλης

και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια όσο πιο ερωτικά μπορούσε. Του

«εγγονού του Δία» του κόπηκαν τα γόνατα. Ένιωσε τη στύση του να

σκληραίνει και τους γλουτούς του να φλέγονται από την γλυκιά προσμονή,

από την γλυκιά υπόσχεση του επιβήτορά του.

Χωρίς να περιμένει άλλο ο «εγγονός του Δία» έτρεξε προς το δωμάτιό

του. Σαν πιστό κουτάβι. Σαν πιστό και αγαπησιάρικο κουτάβι που κουνούσε

χαρούμενο και χαρούμενα την ουρίτσα του. Ο Μιχάλης τον κοίταξε με την

άκρη του ματιού του να απομακρύνεται. Άνοιξε το κάτω ντουλάπι δίπλα στο

νεροχύτη. Η καρδιά του χτύπαγε δυνατά. Πήρε το μπουκάλι με το ρούμι με

καρύδα και γέμισε μέχρι τη μέση δύο κολονάτα ποτήρια. Στο ψυγείο βρήκε

χυμό ανανά και στην κατάψυξη παγάκια. Έριξε ένα υπνωτικό χάπι το οποίο

είχε τρίψει μέσα στην παλάμη του, στο ποτό που προοριζόταν για τον «εγγονό

του Δία». Το κράτησε με το δεξί χέρι. Στο αριστερό κράτησε το δικό του.

Κούνησε κυκλικά το ποτήρι για να ανακατευτεί καλύτερα η σκόνη. Δεν είχε

ενδοιασμούς. Πίστευε ότι έπρεπε να γνωρίζει και αυτό που είχε σημασία ήταν

να μάθει, άσχετα με τον τρόπο που θα έφτανε στο αποτέλεσμα.

Ανέβηκε την εσωτερική σκάλα. Στο δώμα. Εκεί που βρισκόταν το

υπνοδωμάτιο του «εγγονού του Δία». Έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του. Ο

«εγγονός του Δία» τον περίμενε στο κρεβάτι φορώντας μία ροζ δαντελένια

κυλόττα. «Από σήμερα θέλω να με λες Αλίκη» είπε ο «εγγονός του Δία». «Ναι,

Αλίκη» έκανε ο Μιχάλης και χαμογελώντας του έδωσε το ποτό του. Ο

«εγγονός» το άφησε στο κομοδίνο. Του έκανε νόημα να γδυθεί. Ο Μιχάλης

άφησε το δικό του ποτό στο άλλο κομοδίνο. Γδύθηκε. Με μεγαλύτερη άνεση

από όλες τις προηγούμενες φορές. «Ας πιούμε πριν αρχίσουμε» του είπε και

πήρε πάλι στο χέρι του το ποτήρι. Η «Αλίκη» σούφρωσε ναζιάρικα τη μύτη

της. Πήρε το ποτήρι. «Άσπρο πάτο» είπε ο Μιχάλης και ξεκίνησε

παρακολουθώντας τον «εγγονό του Δία» να αδειάζει με μια γρήγορη κίνηση

το δικό του. «Τώρα είμαι δικός σου» είπε ο Μιχάλης και χαμογέλασε. Ο

142 Άγγελος Χαριάτης

«εγγονός του Δία» έβγαλε το εσώρουχό του. Μπουσούλισε μέχρι το κορμί του

Μιχάλη. Μύρισε τη μυρωδιά του κορμιού του. Κάθε φορά του ερχόταν να

λιποθυμήσει από την επιθυμία. Από τη βαριά μυρωδιά του αντρικού κορμιού

του. Κατέβασε το κεφάλι του χαμηλά και φίλησε την ηβική χώρα του Μιχάλη.

Ανατρίχιασε. Μια γλυκιά ανατριχίλα. Και ύστερα μια γλυκιά ζάλη την ώρα

που ακουμπούσε τα χείλη του πάνω στο μόριο του. Η ζάλη έγινε πιο δυνατή,

του ξέφυγε ένα χασμουρητό και τα επόμενα δευτερόλεπτα τον είχε πάρει ο

ύπνος με το ανδρικό μόριο του Μιχάλη μέσα στο στόμα του. Ο Μιχάλης

τραβήχτηκε με αηδία. Με την ίδια αηδία που ένιωθε κάθε φορά. Ντύθηκε στα

γρήγορα. Δεν έπρεπε να σπαταλήσει ούτε ένα δευτερόλεπτο. Με γρήγορα

βήματα κατέβηκε τη σκάλα. Ήξερε που έπρεπε να πάει. Στο γραφείο του

αρχηγού. Πριν το κάνει αυτό, έριξε μια ματιά στην κρεβατοκάμαρα του «γιού

του Δία». Το δωμάτιο μύριζε κρασίλα. Παράξενο, μιας και η μέθη ήταν

απαγορευμένη στο μέτωπο. Το κρασί που το έπιναν οι Πατριώτες μόνο

νερωμένο και μόνο για διασκέδαση. Ο «γιος του Δία» έκρυβε καλά τα μυστικά

του.

Ήθελε να σιγουρευτεί ότι ο «γιος του Δία» βρισκόταν ακόμη μέσα στην

αγκαλιά του Μορφέα. Τον είδε να ροχαλίζει. Με τη γενειάδα του να

ανεβοκατεβαίνει πάνω στο στήθος του, ακολουθώντας το ρυθμό του

ροχαλητού του. Τον κοίταξε άλλη μια φορά και του φάνηκε ότι έβλεπε έναν

αξιοθρήνητο τρελό.

Στο προσωπικό γραφείο του αρχηγού έψαξε με μεθοδικότητα όλα τα

συρτάρια. Η τύχη ή οι θεοί ήταν με το μέρος του. Στο τρίτο συρτάρι βρήκε το

κλειδί που άνοιγε το κάτω δεξιό ντουλάπι του. Με μια πρωτόγνωρη

συγκίνηση γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά. Βρήκε το βιβλίο με τις

χρηματοδοτήσεις. Βρήκε κωδικοποιημένα ονόματα χορηγών. Είχαν ονόματα

αρχαίων βασιλιάδων. Αυτό υπέθεσε βλέποντας το όνομα Πιτθέας, το μόνο που

γνώριζε. Υπέθεσε επίσης, από τα μηδενικά στα νούμερα και τα ονόματα, ότι

πίσω από τους αρχαίους βασιλείς κρύβονταν σημαντικά πρόσωπα. Από εκείνα

τα πρόσωπα που είχαν τη δύναμη να αλλάζουν, συνήθως προς το χειρότερο,

το ρου της ιστορίας ενός τόπου.

Σε ένα μεγάλο φωτογραφικό άλμπουμ είδε φωτογραφίες από τους

στόχους που είχε «χτυπήσει» στο παρελθόν, είδε τα σχέδια δράσης και τα

ονόματα των εκτελεστών. Στα περισσότερα σχέδια το όνομα του φιγουράριζε

πρώτο ανάμεσα στα υπόλοιπα. Μέτρησε από καθαρή περιέργεια το νούμερο

των αποστολών στα οποία είχε συμμετάσχει. Κοντά στις τριάντα σταμάτησε.

Δεν χρειαζόταν να πάει παρακάτω. Για αυτό το λόγο είχε γίνει το

Μαύρο Κόκκινο 143

πρωτοπαλίκαρο του μετώπου. Έφερνε σε πέρας τις αποστολές και η επιτυχία

στις αποστολές μεταφραζόταν σε χρήμα. Αυτό ήταν τελικά που κινούσε τα

πάντα. Το χρήμα οδηγούσε το «γιο του Δία» και όχι το αρχαίο ελληνικό

ιδεώδες. Ήταν ένα προκάλυμμα για τους αφελείς. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο

«Πάτροκλος». Αν και η δική του περίπτωση ήταν διαφορετική. Ποτέ του δεν

είχε σαγηνευτεί από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Αυτό που αναζητούσε ήταν η

αναγνώριση, ίσως και μια μορφή εξουσίας και δύναμης. Απλά το Εθνικό

Πατριωτικό Μέτωπο ήταν το μέσο για να την πετύχει. Αλλά κατάλαβε ότι η

αναγνώριση από τους άλλους δεν ήταν το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο.

Τι νόημα είχε να αποκτήσει όλο τον κόσμο αν στο τέλος έχανε τη ψυχή του;

Αν έχανε από κοντά του τους μόνους ανθρώπους που τον αγαπούσαν

πραγματικά; Δεν θα είχε κανένα νόημα. Αυτό που έπρεπε τώρα να κάνει ήταν

να αποσυρθεί. Να αποσυρθεί από όλα. Να γυρίσει πίσω στους δικούς του, να

αναγνωρίσει τα λάθη του, ίσως να ζητήσει να τον συγχωρέσουν για την

απαράδεκτη συμπεριφορά που είχε επιδείξει όλο το προηγούμενο διάστημα

και κάπως έτσι να πορευτεί για το υπόλοιπο του βίου του. Θα το έκανε αυτό,

αλλά όχι ακόμη. Ήθελε να περάσουν οι εκλογές. Διάολε, μόνο μια βδομάδα

έμενε μέχρι την επόμενη Κυριακή. Όχι δεν τον ενδιέφερε να καπαρώσει τη

θέση του βουλευτή επικρατείας. Του ήταν αδιάφορη πλέον. Αυτό που ήθελε

ήταν να δει το αποτέλεσμα. Αν το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο ερχόταν

δεύτερο, δεν θα έκανε καμία κίνηση. Αν όμως ερχόταν πρώτο… Τότε θα

απειλούσε με αποκαλύψεις τον αρχηγό, αναγκάζοντάς τον ή να παραιτηθεί ή

να φροντίσει για το καλό της κοινωνίας. Ναι αυτό θα κάνω, σκέφτηκε, την

ώρα που έβαζε κάτω από τη μασχάλη τις αποδείξεις της ιδιοτέλειας του

αρχηγού.

Φεύγοντας κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του κλωβού. Έβλεπε ένα άλλο

πρόσωπο τώρα. Ένα πρόσωπο που είχε χρόνια να δει. Ήταν το παιδικό του

πρόσωπο, λίγο πριν χαθεί στην παγωμένη θάλασσα ο πατέρας του. Τότε που

κάθε εικόνα ήταν ευχάριστη, τότε που κάθε εικόνα ήταν συνδεδεμένη με μια

ευχάριστη στα ρουθούνια μυρωδιά.

Για μια στιγμή είδε το είδωλό του να εξαφανίζεται από τον καθρέφτη

και στη θέση του είδε το χαμογελαστό πρόσωπο του πατέρα του. «Έτσι

μπράβο» του φάνηκε να λέει και έπιασε με το χέρι του τον καθρέφτη

θέλοντας να αγγίξει το πρόσωπο. Το άνοιγμα της πόρτας, διάλυσε την εικόνα

και τον επανάφερε στην πραγματικότητα. Περπάτησε χωρίς να βιάζεται. Οι

αποφάσεις είχαν ληφθεί. Το πεπρωμένο του είχε μπει ξανά στις σωστές ράγες.

Ένιωθε και ήταν ελεύθερος για να προχωρήσει.

144 Άγγελος Χαριάτης

ΤΡΙΤΟΤΡΙΤΟΤΡΙΤΟΤΡΙΤΟ

ΜΕΡΟΣΜΕΡΟΣΜΕΡΟΣΜΕΡΟΣ

Μαύρο Κόκκινο 145

146 Άγγελος Χαριάτης

1.1.1.1. Τρεις μέρες πριν τις εκλογές. Τίποτα δεν φαινόταν ικανό να χαλάσει

την προετοιμασία των δύο κομμάτων για την τελική μάχη. Οι πατριώτες με

μπροστάρη το «γιο του Δία» ετοιμάζονταν για τη νίκη. Την είχαν σίγουρη. Οι

αριστεροί με μπροστάρη το γενικό γραμματέα ετοιμάζονταν και αυτοί για τη

νίκη. Την είχαν και εκείνοι σίγουρη. Μα το πρόβλημα ήταν ότι η νίκη ήταν

ένα πιστό θηλυκό που δινόταν μόνο σε ένα εραστή.

Τα πράγματα για τον «Βλαδίμηρο» είχαν αλλάξει. Είχε πάψει να είναι ο

αγαπημένος του γενικού γραμματέα. Η γυναίκα του γενικού γραμματέα είχε

καταφέρει να του αλλάξει τα μυαλά. Δεν είχε χρειαστεί να προσπαθήσει πολύ.

Η όλη στάση του «Βλαδίμηρου» μπορούσε να χαρακτηριστεί αδιάφορη. Ένας

προσεκτικότερος παρατηρητής θα διαπίστωνε ότι η αυτή του η στάση ήταν μία

στάση απογοήτευσης, ίσως μία στάση απαθούς αναμονής. Το σίγουρο ήταν ότι

ζούσε τον απόλυτο έρωτα έχοντας στο πλευρό του τη Μαριάννα. Άνευ ορίων,

άνευ όρων. Ήταν ευτυχισμένος. Όσο και αν ένιωθε προδομένος από το κόμμα,

όσο και αν ένιωθε προδομένος από τις αλητείες του γενικού γραμματέα. Είχε

πει την ιστορία του στην Μαριάννα. Ότι έμενε στα βόρεια προάστια, ότι ήταν

γιος εφοπλιστή, ότι μισούσε τον πατέρα του, ότι αγαπούσε τη μητέρα του, ότι

ένιωθε προδομένος από το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα. Δεν είχε αναφέρει

τίποτα στη Μαριάννα για αυτά που είχε ανακαλύψει εκείνο το βράδυ. Ήταν

πολύ επικίνδυνο και τελικά χωρίς ουσία. Να γνωρίζει κάτι που μόνο κακό

μπορούσε να της προκαλέσει.

Είχε γνωρίσει τη μητέρα της. Η μητέρα της Μαριάννας που είχε

εντυπωσιαστεί από τη φλόγα στα μάτια του νεαρού. Και ας σιγόκαιγε εκείνη

τη περίοδο, όντας προδομένος. Ποτέ του δεν είχε πάψει να ελπίζει στο όραμα

του σοσιαλισμού. Γιατί ο σοσιαλισμός ήταν ιδέα, ιδέα δυνατή, που δεν

χρειαζόταν ηγέτες να την καθοδηγούν πάρα μόνο τη λαϊκή βούληση.

Μπαινόβγαινε λοιπόν ο Νεόφυτος στο σπίτι του μεγαλύτερου εχθρού του,

έχοντας κάθε φορά το νου του, μην τυχόν και πέσει μούρη με μούρη με τον

μισητό αντίπαλο.

Ο «Πάτροκλος» είχε αρχίσει να αποτραβιέται από τα κοινά του Εθνικού

Πατριωτικού Μετώπου. Δεν είχε καμία όρεξη να ασχοληθεί με όλη αυτή τη

σαπίλα. Κάθε φορά που ήταν αναγκασμένος να βρεθεί στα γραφεία του

μετώπου φρόντιζε να περνά απαρατήρητος. Άσε που ο «γιος του Δία» είχε

Μαύρο Κόκκινο 147

γίνει εξαιρετικά καχύποπτος. Από τότε που έχασε τα έγγραφα μέσα από το

σπίτι του. Είχε φτάσει στο σημείο να μην εμπιστεύεται ούτε τον ίδιο του το

γιο.

Ο «Πάτροκλος» προσπαθούσε να μην δίνει σημάδια. Ούτε αρνητικά,

ούτε θετικά. Να περνά απαρατήρητος Να γίνεται σχεδόν αόρατος. Δεν

περνούσε απαρατήρητος όμως από τον «εγγονό του Δία». Δεν μπορούσε να

χωνέψει το γεγονός ότι τον είχε παρατήσει στα κρύα του λουτρού,

υποσχόμενος πριν, την αιώνια αγάπη. Είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει από

όλη αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση λέγοντας ότι πέρναγε μια δύσκολη

οικογενειακή κατάσταση. Όμως δεν καταλάβαινε από αυτά ο «εγγονός του

Δία». Τον πίεζε και τον πίεζε και τον πίεζε, ώσπου την Δευτέρα πριν τις

εκλογές ο «Πάτροκλος» αναγκάστηκε να του πει (για να τελειώνει μια και

καλή μαζί του) ότι απλά τον χρησιμοποίησε. Τον χρησιμοποίησε για να

κλέψει τα έγγραφα του «γιού του Δία». Ο «εγγονός του Δία» είχε μείνει να τον

κοιτάζει σαν χαζός. Δεν μπορούσε να το χωνέψει όλο αυτό το θέατρο, όλο

αυτό το μπιλιάρδο που είχε παιχτεί στην αποτριχωμένη πλάτη του. Μα δεν

μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα, δεν μπορούσε να πει στον πατέρα του ότι

γνώριζε τον αίτιο της κλοπής. Θα έβαζε τα δακτυλάκια του και θα έβγαζε τα

ματάκια του.

Δεν είχε αποφασίσει πότε και αν θα έκανε την κίνησή του. Ήθελε να

περιμένει το αποτέλεσμα των εκλογών. Αν το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο

έβγαινε πρώτο, τότε θα ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να ανταλλάξει δύο

κουβέντες με τον αρχηγό. Θα του έλεγε ότι είχε στην κατοχή τα κλαπέντα

έγγραφα, θα του έλεγε ότι θα τα έδινε στη δημοσιότητα, σε περίπτωση που δεν

φρόντιζε για το όφελος του ελληνικού λαού. Αυτή θα ήταν η συνεισφορά του

στην κοινωνία. Χωρίς αναφώνηση νικητήριων λόγων, χωρίς να παιανίζει η

μπάντα του εθνικισμού, χωρίς προτομές, χωρίς τίποτα. Θα προτιμούσε να

μείνει στην ανωνυμία, αρνούμενος τη θέση του βουλευτή επικρατείας, να

βουλιάξει μέσα στη λάσπη του απρόσωπου πλήθους. Δεν θα είχε πρόβλημα μ’

αυτό. Άλλωστε ήταν συνηθισμένος. Ήταν προπονημένος όλα τα προηγούμενα

χρόνια.

Το βράδυ πριν τις εκλογές ο «Βλαδίμηρος» είχε προφασιστεί ασθένεια,

αποφεύγοντας μ‘ αυτόν τον τρόπο τα πολλά-πολλά με τη βάση. Είχε πάρει

τηλέφωνο τη Μαριάννα. Μια υπέροχη νύχτα τους περίμενε μπροστά τους.

Είχαν κανονίσει στις εννιά. Ο «Πάτροκλος» θα βρισκόταν στα γραφεία

του κόμματος. Ήταν η μεγάλη μέρα για αυτόν, έτσι πίστευε η Μαριάννα. Δεν

148 Άγγελος Χαριάτης

υπήρχε πιθανότητα να γυρίσει στο σπίτι τους πριν τα ξημερώματα. Μόνο που

ο «εγγονός του Δία» και ο «γιος του Δία» είχαν διαφορετική άποψη…

Ο «Πάτροκλος» είχε πάει με βαριά καρδιά μέχρι εκεί. Καθόταν στην πιο

απομακρυσμένη γωνία και κοιτούσε με απάθεια τον πυρετό που έκαιγε τα

κορμιά των υπολοίπων. Ο «γιος του Δία» τον πλησίασε. Είδε στα μάτια του

την οργή. Κοίταξε για μια στιγμή τον «εγγονό του Δία» και είδε ένα σατανικό

χαμόγελο, ένα χαμόγελο συνενοχής, ένα χαμόγελο εκδίκησης. Σκέφτηκε ότι

ήταν η ώρα να την «κάνει» με ανάλαφρα βήματα. Έκανε να σηκωθεί. Είδε τα

παλικάρια του «γιου του Δία» να στέκονται πάνω από το κεφάλι του.

Ανέκφραστα όπως τις περισσότερες φορές. Με σφιγμένα τα κορμιά τους, όπως

τις περισσότερες φορές.

Έκανε την προσπάθειά του. «Για πού το ‘βαλες;» ρώτησε απειλητικά ο

«γιος του Δία». Ο «Πάτροκλος» δεν απάντησε. Στήριξε γερά τα πέλματά του

στο δάπεδο και σηκώθηκε. Τα βαριά χέρια των παλικαριών τον κάθισαν πάλι

στην καρέκλα. Ήταν εγκλωβισμένος.

«Μπορεί ο γιος μου να είναι πούστης» είπε ο «γιος του Δία» και τον

κοίταξε με άδεια μάτια. «Αλλά και εσύ δεν πάς πίσω. Είσαι πούστης στην

ψυχή. Και αυτό είναι χειρότερο» συνέχισε. Οι καλοί τρόποι είχαν πάει

περίπατο. Ο «γιος του Δία» μπορούσε πια να αποκαλυφθεί σε όλη του τη θεϊκή

μεγαλοπρέπεια.

Ο «Πάτροκλος» δεν μίλησε. Μόνο σκεφτόταν πως θα κατάφερνε να

ξεφύγει. «Θα στα δώσω πίσω και θα εξαφανιστώ» είπε ο «Πάτροκλος». «Δεν

φτάνει μόνο αυτό» είπε ο «γιος του Δία». Ο «εγγονός του Δία» τον κοίταζε και

γελούσε. Ήθελε να τον ταπεινώσει, ήθελε να τον ξεφτιλίσει, όπως τον είχε

ταπεινώσει, όπως τον είχε ξεφτιλίσει εκείνο το «μαύρο» πρωινό που του

πούλησε αγάπη, που του πούλησε φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

«Θα σου πω και ένα μεγάλο μυστικό» είπε ο «Πάτροκλος» και

προσπάθησε να σκύψει συνωμοτικά προς το μέρος του «γιου του Δία». Τα

παλικάρια του τον κρατούσαν γερά. Ο «γιος του Δία» του έκανε νόημα να τον

αφήσουν. Έσκυψε και εκείνος έτοιμος να ακούσει το μεγάλο μυστικό.

«Ο γιος σου δεν είναι πούστης» είπε ο «Πάτροκλος» και ο αρχηγός

έμεινε με το στόμα ανοικτό. Ακίνητος, αμίλητος, ασάλευτος. Σαν να έπαιζε το

παλιό παιδικό παιχνίδι. Ο «Πάτροκλος» βρήκε την ευκαιρία και κατάφερε να

βάλει τα πόδια στους ώμους και με άλματα τριπλουνίστα να διασχίσει

γρήγορα την αίθουσα και το ίδιο γρήγορα να κατέβει τις σκάλες που

οδηγούσαν προς την ελευθερία. Κανένας δεν έκανε την προσπάθεια να τον

σταματήσει. Ποιος άλλωστε είχε το δικαίωμα να σταματήσει το δεξί χέρι του

Μαύρο Κόκκινο 149

«γιού του Δία», πέρα από τον ίδιο το «γιο του Δία». Από αύριο όμως τα

πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Από αύριο ο «Πάτροκλος» θα γινόταν και

επίσημα Μιχάλης, από αύριο θα γινόταν persona non grata για τους οπαδούς

και φίλους και κομματικά στελέχη του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου .

Ο «Πάτροκλος» είχε βγάλει φτερά στα πόδια. Δεν σταμάτησε να τρέχει

μέχρι να βεβαιωθεί ότι κανένας δεν τον ακολουθούσε, ότι κανένας δεν ήταν

εκεί για να του κόψει το λαρύγγι με ένα μαχαίρι, ότι κανένας δεν τον περίμενε

λίγο παρακάτω για να τον «σαπίσει» στο ξύλο.

Πήρε το λεωφορείο Αθήνα-Πειραιά. Δεν είχε φράγκο στην τσέπη του.

Δεν είχε λάβει με δική του βούληση την επιχορήγηση από τα ταμεία του

κόμματος. Έτσι κι αλλιώς μετά τα σημερινά γεγονότα θα σταματούσε οριστικά

και αμετάκλητα.

Στη διαδρομή δεν είχε πολλά να σκεφτεί. Παρά μόνο ένα πράγμα. Πόσο

κορόιδο είχε πιαστεί. Πόσο η ανάγκη του για αναγνώριση τον είχε φέρει σε

αυτό το σημείο αποχαύνωσης, γιατί περί αποχαύνωσης επρόκειτο. Ο Μιχάλης,

το παιδί από τη λαϊκή γειτονιά, με τον πνιγμένο πάτερα, με την ηρωίδα μάνα,

με την αδελφή πρότυπο να προσπαθεί να γίνει κάτι που τελικά δεν ήθελε. Δεν

είχε σημασία τώρα πλέον η αναγνώριση, δεν είχε σημασία η εξουσία, τίποτα

δεν είχε σημασία. Παρά μόνο να τα είχε καλά με τον εαυτό του. Αυτό ήταν το

μόνο που μετρούσε. Να τα έχει καλά με τον εαυτό του και να ξαναγυρίσει η

γαλήνη μέσα στο σπίτι του.

Αυτό θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έκανε μόλις πάταγε το πόδι του

πίσω στο πατρικό του. Θα ζητούσε στα γόνατα συγγνώμη από τη μητέρα του

και την αδελφή του. Ήταν πρόθυμος να δεχθεί το δεσμό της Μαριάννας.

Μπορεί και ο άλλοτε θανάσιμος εχθρός του να μην τίποτα παραπάνω από ένα

ακόμη θύμα της πλάνης, της κομματικής πλάνης. Θα μπορούσε τώρα πλέον

άνετα να συζητήσει οποιοδήποτε θέμα. Θα μπορούσε ακόμη να βγει και για

καφέ μαζί του. Δεν είχαν τώρα πια τίποτα να χωρίσουν. Τα δικά του τα είχε

χωρίσει, τα είχε ξεκαθαρίσει και τα είχε τακτοποιήσει στο πίσω μέρος του

μυαλού του. Αυτό που έμενε να γίνει τώρα ήταν να βρει μια δουλειά, να μπει

στη διαδικασία να δημιουργήσει μια σχέση, να βρει ένα άνθρωπο που θα ήθελε

να σταθεί δίπλα του και κάπως έτσι να πορευτεί, μέχρι η σχέση αν ήταν

γραφτό να προχωρήσει σε κάτι παραπάνω, μέχρι να αποκτήσει και ο ίδιος

παιδιά, μέχρι να πιάσει από το χέρι το γιο του ή την κόρη του και να τους

βάλει μέσα στο τρενάκι του λούνα-παρκ και εκείνος ή εκείνη να χαμογελούν

με την παιδική τους αθωότητα, να γελούν και να είναι ευτυχισμένα που

βρίσκονται μαζί με τον μπαμπάκα τους.

150 Άγγελος Χαριάτης

Λίγο έξω από το σπίτι του κοντοστάθηκε. Πήρε βαθιά ανάσα, ήταν

έτοιμος να ζητήσει συγγνώμη. Περπάτησε αργά, μέχρι να φτάσει στην

εξώπορτα. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του. Άκουσε ομιλίες από τη μέσα

πλευρά του τοίχου. Θεώρησε σωστό να χτυπήσει το κουδούνι. Του άνοιξε η

μητέρα του. Με παγωμένο βλέμμα. Την χαιρέτησε και έκανε να περάσει προς

τα μέσα. Η μητέρα του πήγε να τον εμποδίσει. Της τράβηξε απαλά τα χέρια.

Τώρα μπορούσε να καταλάβει το λόγο. Ο πρώην αντίπαλός του, βρισκόταν

μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μάνα και κόρη είχαν αναπτύξει κάτω από τη μύτη

του ένα κώδικα σιωπής και συνεργασίας. Αντί να μουτρώσει, αντί να οργιστεί,

απλώς χαμογέλασε. Χαμογέλασε πρώτα στη μητέρα του, μετά στην αδελφή

του και τελευταία στο Νεόφυτο.

«Πάντα πίστευα ότι θα μπορούσα να σε συναντήσω μέσα στο ίδιο μου

το σπίτι. Στην αρχή τρόμαζα και μόνο στην ιδέα, μα τώρα είμαι χαρούμενος

που γνωρίζω το αγόρι της αδελφής μου» είπε ο Μιχάλης και έκανε να τον

χαιρετήσει. Η μητέρα και αδελφή δεν είχαν τίποτα παραπάνω να κάνουν από

το να κοιταχτούν. Χωρίς να μιλάνε.

«Μάνα, βάλε μας κάτι να πιούμε» είπε ο Μιχάλης και προσκάλεσε το

Νεόφυτο να καθίσουν στο μικρό καθιστικό, στις παλιές πολυθρόνες, που

βρίσκονταν εκεί στην ίδια θέση, από την ημέρα που ο πατέρας του είχε

παντρευτεί τη μητέρα του. Τα περισσότερα πράγματα βρίσκονταν εκεί από

εκείνη την ημέρα. Το μόνο που έκαναν ήταν να παλιώνουν, να αφήνονται να

φθείρονται στο πέρασμα του χρόνου, όπως φθείρονταν ο Μιχάλης, η

Μαριάννα και η κυρά- Ασπασία. Ο μόνος που είχε ξεφύγει από τη φυσική

φθορά ήταν ο πατέρας του. Εκείνος άνηκε, χρόνια τώρα, οριστικά στην

κατηγορία της λήθης.

Η Μαριάννα ακολούθησε τη μητέρα της στην κουζίνα. Το ένα της μάτι

στην κουζίνα και το άλλο στο καθιστικό. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι όλα

πήγαιναν καλά, ότι όλα θα εξακολουθούσαν να πηγαίνουν καλά.

«Λοιπόν, ασχολείσαι ακόμη με τους αριστερούς;» ρώτησε ο Μιχάλης το

Νεόφυτο.

Καμία απάντηση. «Γιατί εγώ ξεμπέρδεψα με τους δικούς μου» συνέχισε

ο Μιχάλης.

«Δηλαδή;» ρώτησε ο Νεόφυτος και ανακάθισε στην πολυθρόνα. Τα

πράγματα πήγαιναν καλύτερα από ότι τα είχε φανταστεί. Ότι είχε βάλει στο

μυαλό του για μια πιθανή συνάντηση με τον εχθρό του, φαινόταν να μην

ισχύει.

Μαύρο Κόκκινο 151

«Τους παράτησα. Για την ακρίβεια με έχουν στη μαύρη λίστα» είπε ο

Μιχάλης και ένα αμυδρό χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του.

«Μα ήσουνα ο καλύτερος τους» είπε ο Νεόφυτος που τώρα

προσπαθούσε να καταλάβει τι στο καλό είχε συμβεί. «Αν και είμαι κάθετα

ιδεολογικά αντίθετος με τους Πατριώτες», είπε πάλι ο Νεόφυτος και συνέχισε

προσπαθώντας να δοκιμάσει τις αντοχές του Μιχάλη «μπορώ να σας

αναγνωρίσω το γεγονός ότι είστε καθολικά φασίστες».

Η Μαριάννα ήταν έτοιμη να επέμβει. Να σβήσει τη έγκαιρα τη φλόγα,

πριν προλάβει να γιγαντωθεί. Έτοιμη με τον νοητό πυροσβεστήρα στα χέρια

της.

«Είναι φασίστες εννοείς, εγώ τελείωσα μ’ αυτή την ιστορία» είπε ο

Μιχάλης που είχε αποφασίσει να πετάξει μια για πάντα από πάνω του το

«Πάτροκλος». «Πάτροκλος» ο υποτακτικός του «γιου του Δία».

«Και τώρα που ανήκεις;» ρώτησε ο Νεόφυτος και έριξε μια λοξή ματιά

προς τη Μαριάννα. Η Μαριάννα είχε αφήσει τον πυροσβεστήρα. Ο κίνδυνος

της φωτιάς είχε απομακρυνθεί. Η μητέρα κοίταξε με αγωνία τη Μαριάννα. Η

κατάθλιψη μπορούσε να περιμένει. Της έκανε νόημα ότι όλα πήγαιναν καλά

και εκείνη ξεφύσησε ανακουφισμένη.

«Ανήκω σε μένα. Και καλά θα κάνεις να κάνεις το ίδιο. Να ανήκεις

μόνο στον εαυτό σου» είπε ο Μιχάλης την ώρα που ένας ασημένιος δίσκος με

πάνω του ένα γυάλινο μπολ γεμάτο με φιστίκια αράπικα , δυο ποτήρια

γεμισμένα μέχρι τη μέση με φτηνό ουίσκι, μια μικρή κανάτα με παγωμένο

νερό και ένα χαμηλό ποτήρι με παγάκια με ένα κουτάλι στη μέση, αφηνόταν

με προσοχή από τα χέρια της Μαριάννας πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι.

«Είμαι προς τα ‘κει» είπε ο Νεόφυτος που δεν πίστευε στα αυτιά του. Ο

μεγαλύτερος τραμπούκος του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου , ο μισητός

εχθρός και ταυτόχρονα αδελφός της αγαπημένης του, είχε για πάντα θάψει το

τσεκούρι του πολέμου.

«Μα πως έγινε αυτό;» ρώτησε ο Νεόφυτος. Ήταν πραγματικά

περίεργος να μάθει το λόγο αυτής της μεταστροφής. Γιατί στην ουσία ήθελε

να μάθει αν η αιτία εκείνη ήταν ίδια με τη δική του.

Η Μαριάννα είχε καθίσει στον διθέσιο καναπέ. Να τους παρακολουθεί

χωρίς να μιλάει. Η μητέρα να στηρίζει το κουρασμένο της κορμί πάνω στην

κάσα της πόρτας της κουζίνας και να παρακολουθεί από εκεί, μη θέλοντας να

είναι πολύ κοντά στους τρεις νέους. Δεν είχε δουλειά να βρίσκεται ανάμεσά

τους. Άσχετα αν η Μαριάννα της έκανε νόημα να πάει κοντά τους. Θεώρησε

ότι δεν ήταν απαραίτητο.

152 Άγγελος Χαριάτης

«Ένιωσα προδομένος. Και σίγουρα είμαι προδομένος» είπε ο Μιχάλης

και χαμογέλασε και πάλι. Ο Νεόφυτος τον κοίταξε. Και ένιωσε τον ιδρώτα να

τρέχει στη ράχη του. Όχι δεν έφταιγε η ζέστη του καλοκαιριού, όχι δεν

έφταιγε που δεν έλεγε η νύχτα να ρίξει την ευεργετική της δροσιά,

επιμένοντας στα καπρίτσια του μεσημεριού. Ήταν το άτιμο το συναίσθημα, το

ίδιο συναίσθημα της προδοσίας που τον έκανε να ιδρώνει.

»Αλλά άλλαξα, είπα να γυρίσω σελίδα, μάλλον να γυρίσω πολλές

σελίδες» συνέχισε ο Μιχάλης και έβαλε δυο παγάκια στο ποτό του. Με το

δάκτυλο τα έφερε δυο βόλτες μέχρι να φτάσει η δροσιά τους στο ουίσκι.

Η Μαριάννα τον αγκάλιασε. Ήταν χαρούμενη, ήταν χαρούμενη για

όλα. Για το γεγονός ότι ο Μιχάλης είχε δει την πραγματικότητα, για το

γεγονός ότι είχε αποδεχθεί το Νεόφυτο, για το γεγονός ότι μπορούσαν τα δυο

αδέλφια να συνεννοηθούν ξεφεύγοντας οριστικά από τις παγίδες του

παρελθόντος, ίσως να αγαπηθούν και πάλι κάτω από ένα νέο πρίσμα.

«Άντε πιες το ποτό σου και πάρε τη Μαριάννα για μια βολτούλα» είπε ο

Μιχάλης και ο Νεόφυτος πήρε το ποτό του, ήπιε δυο γουλιές και ύστερα

χαμογελώντας σηκώθηκε από την πολυθρόνα είπε στη Μαριάννα: «Πάμε» και

εκείνη απάντησε: «Με την άδεια σου αδελφούλη» και ο Μιχάλης έγνεψε

καταφατικά το κεφάλι.

Την πήρε από το χέρι, χαιρέτησε το Μιχάλη και ύστερα τη μητέρα του

και χωρίς να βιάζονται βγήκαν από το σπίτι. Μάνα και γιος του

παρακολούθησαν με το βλέμμα τους μέχρι να κλείσει η πόρτα και ύστερα η

μάνα σταύρωσε τρεις φορές στο αέρα την κόρη της και το Νεόφυτο.

«Καλά δεν τα πήγα;» ρώτησε ο Μιχάλης και ύστερα η μητέρα του

άνοιξε την αγκαλιά της και εκείνος χώθηκε μέσα της. Και έκλαψε με

αναφιλητά, σαν μικρό παιδί.

Μαύρο Κόκκινο 153

2.2.2.2. Το ζευγάρι κατηφόρισε προς το λιμάνι. Χωρίς να μιλάνε. Στο πρόσωπό

τους η απόλυτη ευτυχία. Η Μαριάννα είχε πιάσει το Νεόφυτο από τη μέση. Ο

Νεόφυτος είχε ακουμπήσει το χέρι του στον ώμο της.

Η Μαριάννα «έσπασε» πρώτη τη σιωπή. Έχοντας σταθεί για λίγο.

Κοιτάζοντας προς το λιμάνι. Κοιτάζοντας τα πλοία δεμένα στους κάβους, με

τα φώτα τους να «σπάνε» το μαύρο- μπλε χρώμα της θάλασσας.

«Δεν περίμενα τέτοια αντίδραση από τον αδελφό μου» είπε και κοίταξε

με την άκρη του ματιού της το Νεόφυτο.

Εκείνος αγναντεύοντας προς το λιμάνι, της είπε: «Έχει κότσια ο

αδελφός σου».

Η Μαριάννα αρκέστηκε στο να χαμογελάσει. Τώρα όλα θα ήταν

αλλιώς. Τώρα που ο Μιχάλης είχε βγει από το λήθαργό του. Δεν την

ενδιέφερε πως ακριβώς συνέβη η μετάλλαξή του. Μόνο ότι συνέβη. Αυτό που

μέτραγε ήταν ο αδελφός της, που είχε καταφέρει να γίνει και πάλι ο

αγαπημένος της αδελφός. Θα μπορούσαν να μιλήσουν και πάλι για απλά και

ασήμαντα και καθημερινά πράγματα. Γιατί πριν κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.

Έτσι που είχε εμπλακεί, έτσι που είχε περιπλεχθεί, έτσι που είχε μπερδευτεί.

«Ναι είναι οικογενειακό μας» είπε η Μαριάννα.

«Μακάρι να είχα και εγώ τα ίδια κότσια» είπε με μια δόση

απογοήτευσης ο Νεόφυτος.

«Μα γιατί το λες αυτό;» ρώτησε. Ο Νεόφυτος παρακολούθησε το

βλέμμα της βουβός. Δεν είχε αποφασίσει αν έπρεπε να της εξιστορήσει όλα

όσο συνέβησαν το βράδυ της «σφαγής» των συντρόφων του. Όχι από φόβο

μήπως τον προδώσει. Δεν ήθελε να την μπλέξει σε όλο αυτό. Ήταν σίγουρος

για εκείνη. Με μια σιγουριά που δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του. Φοβόταν

τον ίδιο του τον εαυτό. Μήπως χάσει μια για πάντα τη φλόγα της ιδέας, του

σοσιαλισμού, της επανάστασης. Ανέπνευσε τον αέρα της θάλασσας. Άπληστα,

λιγωμένα, σαν να ήταν οι τελευταίες του ανάσες πάνω στη γη.

«Γιατί… γιατί…» ψέλλισε ο Νεόφυτος. Η Μαριάννα τον κοίταξε βαθιά

μέσα στα μάτια. Σαν να του έλεγε: «Μπορείς να πεις τα πάντα σε μένα, ακόμη

και τους πιο βαθιά κρυμμένους παιδικούς σου φόβους».

Πήρε την μεγάλη απόφαση. Άλλη μια ανάσα, βαθιά μέσα στα

πνευμόνια του. Αργή εισπνοή, ακόμη πιο αργή εκπνοή. Κοίταξε τα λαμπιόνια

154 Άγγελος Χαριάτης

πάνω στα πλοία. Τα κόκκινα φώτα των αυτοκινήτων που οι οδηγοί τους

περίμεναν το σινιάλο του λιμενικού για να χωθούν μέσα στα σωθικά των

πλοίων. Κοίταξε έναν ταλαίπωρο που προσπαθούσε να πουλήσει τα τελευταία

πρωινά κουλούρια του πάγκου του στους πάντα βιαστικούς ταξιδιώτες. Όλα

έμοιαζαν να κυλάνε όμορφα και ας ήταν η πατρίδα μέσα στη δίνη των

μνημονίων. Και ας ήταν η μέρα που ξημέρωνε η μεγάλη μέρα. Ίσως τίποτα

από όλα αυτά να μην μετρούσε. Η αγάπη ήταν αυτή που καθόριζε τα πάντα.

Κοίταξε και εκείνος με τη σειρά του τη Μαριάννα βαθιά μέσα στα μάτια. Με

τις παλάμες του έπιασε προσεκτικά τα μάγουλά της. Σαν να άγγιζε τα φτερά

μιας πεταλούδας. Και άρχισε να της τα λέει όλα, όλα όσα είχαν συμβεί τη

νύχτα του μακελειού, στη δεύτερη επίσκεψή του. Η Μαριάννα τον άκουγε

προσεκτικά να περιγράφει το πως μπήκε μέσα στα γραφεία, το πώς κατάφερε

να βρει τα κρυφά βιβλία του κόμματος, πόσο ψεύτικος ήταν ο γενικός

γραμματέας, πόσο συντετριμμένος ένιωσε ο Νεόφυτος, πόσο προδομένος.

«Μήπως πρέπει να τους παρατήσεις;» ρώτησε στο τέλος η Μαριάννα.

«Το έχω κάνει ήδη» είπε μηχανικά ο Νεόφυτος και η σκέψη του έτρεξε

στη γκρεμισμένη ιδέα του σοσιαλισμού.

«Ίσως αν πήγαινες ένα βήμα παρακάτω;»

«Δηλαδή;» ρώτησε ο Νεόφυτος.

«Να, αν αποκάλυπτες τα πάντα πριν βγουν οι προδότες στην εξουσία»

είπε η Μαριάννα.

«Μα, θα καταστρέψω την ελπίδα του κόσμου» είπε ο Νεόφυτος που για

μια στιγμή πήγε να γίνει «Βλαδίμηρος», μα δεν τα κατάφερε. Σαν την ύστατη

προσπάθεια ενός σαράβαλου να βάλει μπροστά την μηχανή του, πριν

παραδώσει το πνεύμα του στο δημιουργό- κατασκευαστή.

«Ναι είναι και οι Πατριώτες στη μέση, αυτό το ξέχασα» είπε η

Μαριάννα και ένας μικρός αναστεναγμός απογοήτευσης βγήκε από τα στήθη

της.

«Και τι λες να κάνεις;» συνέχισε η Μαριάννα.

«Το μόνο που μπορώ να κάνω σ’ αυτή τη φάση είναι να περιμένω».

«Είναι μια στάση και αυτή. Μια στάση αναμονής. Η ηρεμία πριν την

καταιγίδα» έκανε η Μαριάννα και τέντωσε το λαιμό της για να τον φιλήσει.

«Ναι μάλλον κάπως έτσι είναι η κατάσταση» είπε ο Νεόφυτος και

δέχθηκε το φιλί της πάνω στο υγρό μάγουλό του.

«Κλαις;» ρώτησε η Μαριάννα γνωρίζοντας και καταλαβαίνοντας. Ναι,

έκλαιγε. Για όλα αυτά που είχε πιστέψει. Για όλα αυτά που είχε ελπίσει. Μα

Μαύρο Κόκκινο 155

δεν ήταν μόνο δάκρυα λύπης. Ήταν και δάκρυα χαράς. Που είχε δίπλα του τον

έρωτα της ζωής του. Που η φλόγα της επανάστασης έκαιγε ακόμη μέσα του.

Δεν είχε διάθεση για βόλτα. Ο Νεόφυτος ένιωθε κουρασμένος,

γκρεμισμένος, εξουδετερωμένος. Η Μαριάννα τον καταλάβαινε. Τον

κατανοούσε, τον πόναγε. Αποφάσισαν να γυρίσουν στο σπίτι της Μαριάννας.

Την άφησε στο πλατύσκαλο. Για κάποιο άγνωστο ακόμη και σε εκείνον λόγο

δεν ήθελε να ακολουθήσει. Προτίμησε να γυρίσει στο σπίτι. Η Μαριάννα του

έδωσε ένα φιλί για καληνύχτα. Χωρίστηκαν με την υπόσχεση για μια αυριανή

βόλτα, με την προσδοκία για μια καλύτερη διάθεση.

Στο σαλόνι ο Μιχάλης είχε ξαπλώσει στον καναπέ, παρακολουθώντας

τηλεόραση. Πολιτικές αναλύσεις επί πολιτικών αναλύσεων για την αυριανή

ημέρα. Παρόλο που οι δημοσκοπήσεις είχαν απαγορευτεί από την

προηγούμενη εβδομάδα οι δημοσιογράφοι είχαν βρει μια δική τους πατέντα

να παρουσιάσουν το σφυγμό της εκλογικής αναμέτρησης. Είχαν συνδεθεί με

τα θυγατρικά τους κανάλια στην Κύπρο και παρουσίαζαν την άποψη και τη

γνώμη των εκεί πολιτών. Την άποψη τους για τον τελικό νικητή. Μόνο που

τα ποσοστά δεν ήταν τα ποσοστά των Κυπρίων πολιτών, μα των Ελλαδιτών.

Μόνο που κανένας από τους δημοσιογράφους δεν το παραδεχόταν ανοιχτά.

Μόνο μισόλογα και σπόντες στον τηλεοπτικό αέρα για την εγκυρότητα των

αποτελεσμάτων.

Τα πράγματα είχαν ως εξής: Πρώτο κόμμα το Εθνικό Πατριωτικό

Μέτωπο , δεύτερο σε απόσταση μισής ποσοστιαίας μονάδας το Αριστερό

Ριζοσπαστικό Κίνημα. Και ύστερα το χάος. Τα ποσοστά των παραδοσιακών

κόμματων είχα καταποντιστεί. Οι πολίτες της χώρας είχαν κάνει την επιλογή

τους. Είχαν «μαυρίσει» όλους αυτούς που είχαν φέρει τη χώρα αγκαλιά με τα

μνημόνια, είχαν ρίξει «μαύρο» σε όλους αυτούς που είχαν καταφέρει να

διαλύσουν τη ζωή τους, να κάνουν ανυπόφορη την καθημερινότητά τους. Μα

το μυστικό κρυβόταν αλλού. Η προηγούμενη κυβέρνηση καταλαβαίνοντας

την επερχόμενη ήττα είχε καταφέρει να «μαγειρέψει» τον εκλογικό νόμο. Δεν

ήταν δυνατό να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση. Θα έπρεπε να γίνουν

συνεργασίες. Τα μόνα κόμματα που είχαν τα απαραίτητα ποσοστά ήταν το

Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο και το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα.

Δεν υπάρχει περίπτωση, πάμε σε δεύτερη Κυριακή, σκέφτηκε ο Μιχάλης.

Όχι ότι τον ένοιαζε ιδιαίτερα. Είχε εκλεγεί, αλλά και πάλι και αυτό τον άφηνε

παγερά αδιάφορο. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε την Δευτέρα το πρωί, θα

ήταν να παραιτηθεί για προσωπικούς λόγους από την έδρα.

156 Άγγελος Χαριάτης

Λίγη ώρα αργότερα και λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα ο Νεόφυτος έκανε

την ίδια ακριβώς σκέψη. Καθόταν στο σαλόνι και παρακολουθούσε τις

αερολογίες των δημοσιογράφων όταν εμφανίστηκε μπροστά του από το

πουθενά ο πατέρας του. Δεν είχαν τίποτα παραπάνω από μια απλή καλημέρα

και μια απλή καληνύχτα. Οι σχέσεις τους είχαν παγώσει, είχαν μπει οριστικά

στο ψυγείο, μετά τον έντονο λεκτικό διαξιφισμό τους.

«Λοιπόν όλα καλά, πάμε για κυβέρνηση» είπε ο πατέρας και

χαμογέλασε σαρδόνια. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές ότι γνώριζε

παραπάνω πράγματα από αυτά που γνώριζε ο Νεόφυτος.

«Δεν υπάρχει απόλυτη πλειοψηφία» είπε ο Νεόφυτος και έκλεισε την

τηλεόραση. Έτοιμος να πάει στο δωμάτιο του. Μετρούσε μέρες μέσα σ’ αυτό το

σπίτι. Ήδη έψαχνε μέρος για να μετακομίσει. Έψαχνε και δουλειά για να

μπορέσει να συντηρηθεί. Μόλις χθες, λίγο πριν την καληνύχτα, η Μαριάννα

του πρότεινε να μείνουν μαζί, μόνοι τους, να νοικιάσουν ένα μικρό

διαμέρισμα, κάπου κοντά στο σπίτι της. Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει, γιατί

σαν μια μικρή εγκατάλειψη το έβλεπε, τους δικούς της. Τουλάχιστον όχι τόσο

σύντομα. Τώρα που είχε ξαναβρεί, τώρα που είχε ξανακερδίσει τον αδελφό

της. Θα εγκατέλειπε σύντομα αυτό το άντρο του καπιταλισμού. Θα το είχε

κάνει ήδη, σήμερα κιόλας, αλλά ένας αδικαιολόγητος φόβος τον είχε

κυριεύσει. Ο ίδιος φόβος που τον έκανε να κρατάει τα ακριβά του τσιγάρα στο

πρώτο συρτάρι του κομοδίνου του. Ένα καρκίνωμα που έπρεπε ο ίδιος με δικά

του όπλα να πολεμήσει.

Σηκώθηκε από την πολυθρόνα. Δεν είχε τίποτα να πει με τον πατέρα

του, δεν υπήρχε το παραμικρό που θα μπορούσαν να συζητήσουν.

«Βάζω στοίχημα ένα γκαζάδικο ότι μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα

έχουμε κυβέρνηση» είπε ο πατέρας του και τον κοίταξε με μια πονηριά, μια

πονηριά μικρού σκανδαλιάρικου παιδιού.

«Μα δεν βγαίνουν τα ποσοστά» έκανε αγανακτισμένος ο Νεόφυτος.

«Μα πως. βγαίνουν μια χαρά. Μου φαίνεται ότι τσάμπα πήγαν τα

ιδιαίτερα όλων αυτών των χρόνων στα μαθηματικά» είπε ο πατέρας του και

έκανε να κάτσει στον τετραθέσιο δερμάτινο καναπέ. Ένα καναπέ που κόστιζε

όσο ένα διαμέρισμα σε μια λαϊκή γειτονιά.

«Μόνο οι φασίστες και το Κίνημα “πιάνουν” το νούμερο» είπε ο

Νεόφυτος.

«Άρα ξέρεις να κάνεις πρόσθεση» είπε ο πατέρας και έβαλε το ένα πόδι

πάνω στο άλλο.

Μαύρο Κόκκινο 157

Είχε το γνωστό του «αέρα». Τον «αέρα» του νικητή, τον «αέρα» του

διορατικού, τον «αέρα» του γνώστη. Ο Νεόφυτος στάθηκε και τον κοίταξε.

Διερευνητικά. Προσπαθώντας να ανακαλύψει αν έλεγε την αλήθεια ή

μπλόφαρε. Γιατί και στην μπλόφα ήταν καλός ο πατέρας του. Ήταν ένα από

τα δυνατά του επιχειρηματικά πλεονεκτήματα. Τον κοίταξε πολύ ώρα,

ακίνητος και αμίλητος. Σαν μονομαχία κάτω από τον καυτό ήλιο της Άγριας

Δύσης. Είδε το βλέμμα του καθαρό, είδε να μην κουνάει ούτε το βλέφαρο και

τότε πείστηκε οριστικά και αμετάκλητα ότι ο πατέρας του έλεγε την αλήθεια.

«Και που το έμαθες εσύ;» ρώτησε ο Νεόφυτος. Μια τελευταία

προσπάθεια, μια τελευταία προσπάθεια για να πείσει τον εαυτό του ότι του

έλεγε ψέματα.

Ο πατέρας δεν απάντησε. Του έδειξε το σπίτι και ύστερα του έδειξε τα

κάδρα με τις φωτογραφίες των πλοίων που είχε στην κατοχή και που τα είχε

κρεμάσει στην χάρτινη απεικόνισή του σε όλο τον κεντρικό τοίχο του

σαλονιού.

«Λες να έγιναν όλα αυτά χωρίς να γνωρίζω;» έκανε σε μια στιγμή που

άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως στιγμή έπαρσης. Είχε απλώσει τα

χέρια, όμοιος με το άγαλμα του Χριστού στην πόλη της Βραζιλίας.

«Ρούφηξες το αίμα της εργατιάς για να τα καταφέρεις!» ούρλιαξε

σχεδόν ο Νεόφυτος.

«Ναι μπορεί να έγινε και αυτό, αλλά έβαλα και το μυαλό μου να

δουλέψει, έκανα το σωστό στο σωστό χρόνο και στο σωστό τόπο» είπε ο

πατέρας και κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Δεν είχε βρει τον τρόπο

που θα έβαζε το γιο του στο σωστό δρόμο. Δεν μπορούσε να καταλάβει από

πού και ως που ο γιος του είχε ασπαστεί τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Αλλά από

την άλλη δεν αγχωνόταν ιδιαίτερα. Γιατί ήταν ακόμη μικρός σε ηλικία και ως

τέτοιος είχε κάθε δικαίωμα να ονειρεύεται ότι μπορούσε να αλλάξει τον

κόσμο. Και αν πέρναγε ο καιρός θα κατανοούσε τη δύναμη του χρήματος, θα

κατανοούσε ότι ο έχων το χρήμα κάνει τη ζωή του να κυλάει πιο εύκολα. Και

αν παρόλα αυτά ο χρόνος δεν τον έκανε να αλλάξει μυαλά, υπήρχε πάντα και

ο άλλος τρόπος. Ο σκληρός. Θα του έκοβε την επιχορήγηση, θα τον έδιωχνε

από το σπίτι και θα τον προκαλούσε να μείνει σε κάποιο σκοτεινό υπόγειο, να

αγκομαχάει για το καθημερινό φαγητό, δουλεύοντας σε κάποια φάμπρικα

έχοντας παρέα τη λαϊκή τάξη, τα φιλαράκια του, τους αγνούς ιδεαλιστές της

ζωής.

«Δεν με πείθεις» είπε ο γιος του και έκανε μεταβολή για το δωμάτιό

του. Ο πατέρας έστεκε να τον κοιτάζει να απομακρύνεται έχοντας την ίδια

158 Άγγελος Χαριάτης

στάση. Σε λίγο θα κατέβαζε τα χέρια, η παράσταση είχε τελειώσει, για άλλη

μια φορά είχε δώσει ρεσιτάλ ερμηνείας, για άλλη μια φορά είχε καταφέρει να

νικήσει το γιο του. Άλλα όλα γίνονταν για το καλό του, για να μπορέσει να

τον ξυπνήσει από το λήθαργο, για να του αποδείξει με το δικό του σκληρό

τρόπο, ότι δεν μέτραγε η ιδεολογία, ποτέ δεν μέτραγε, το μόνο που μέτραγε

ήταν το χρήμα, το χρήμα που σου έδινε τη δύναμη και την εξουσία να κάνεις

ότι σου κατέβαινε στο κεφάλι. Ακόμη και οι αγνοί ιδεαλιστές, αν υπήρχαν

τέτοιοι, μπορούσαν να απαρνηθούν τα πάντα για λίγα κιλά χρυσάφι.

Ο Νεόφυτος στο κρεβάτι του ξαπλωμένος μπρούμυτα, με τους αγκώνες

στο στρώμα, είχε βάλει τις παλάμες του στο πρόσωπο και προσπαθούσε να

συγκρατήσει τα δάκρυά του. Τον μισούσε τον πατέρα του. Και τον φοβόταν.

Φοβόταν να μην γίνει σαν και αυτόν. Να μην παντρευτεί μια κοπέλα που να

έχει την ίδια τύχη με τη δική του μητέρα, να μην κάνει παιδιά και να έχουν

την ίδια τύχη με τη δική του. Την τύχη όχι την υλική, αυτό ήταν κάτι άλλο,

κάτι διαφορετικό, αλλά την ψυχική. Χίλιες φορές να μεγάλωνε σε ένα

φτωχόσπιτο μα να του δινόταν απλόχερα η αγάπη, η ζεστασιά, η φροντίδα.

Όχι από τη μητέρα του, από αυτήν δεν είχε κανένα παράπονο. Αλλά από τον

πατέρα του. Ίσως η τρέλα του με τη δικαιοσύνη, με την ισονομία, με τη

ισότητα να μην τίποτα άλλο από ένα καπρίτσιο. Από ένα καπρίτσιο ενός

πλουσιόπαιδου, που πάνω στην ανία του και στην αδιαφορία του πατέρα, είχε

βρει τη δική του διέξοδο. Μια λανθασμένη διέξοδο, ένα λάθος τρόπο να

αντιμετωπίσει τους δικούς του προσωπικούς δαίμονες.

Δεν τον χωρούσε το σπίτι. Δεν είχε τη δύναμη να νικήσει τους

προσωπικούς του δαίμονες. Αν ήθελε να σώσει τη νύχτα έπρεπε να φύγει το

συντομότερο δυνατό. Να γυρίσει στην αγκαλιά της αγαπημένης του. Να

μπορέσει να σώσει τον εαυτό του. Πήρε το κινητό του τηλέφωνο στα χέρια.

Σχημάτισε το νούμερο του τηλεφώνου της Μαριάννας. «Δεν αντέχω άλλο εδώ

μέσα» της είπε και εκείνη το μόνο που είχε να του πει ήταν: «Έλα».

Μαύρο Κόκκινο 159

3.3.3.3. Ο Μιχάλης περίμενε τον Νεόφυτο έξω καθισμένος στα σκαλιά που

οδηγούσαν στο σπίτι του καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Πόσο ελεύθερος ένοιωθε

τώρα που μπορούσε να καπνίσει ένα τσιγάρο χωρίς να κοιτάζει δεξιά και

αριστερά για το ρουφιάνο που θα μπορούσε να τον δώσει» στεγνά στο «γιο του

Δία». Με τον που τον είδε, σηκώθηκε, πέταξε το τσιγάρο μακριά και χωρίς να

βιάζεται έκανε δύο βήματα πίσω και με τη δεξιά του παλάμη, άγγιξε ελαφριά

το πόμολο. Έσπρωξε την πόρτα. «Καλησπέρα, σύντροφε» του είπε και του

έκανε νόημα να περάσει μέσα. Ο Νεόφυτος αρκέστηκε στο να χαμογελάσει.

Ένα χαμόγελο πικρό. Ένα χαμόγελο προδομένου ανθρώπου. Ένα χαμόγελο

που το καταλάβαινε πολύ καλά ο Μιχάλης. Η Μαριάννα τον αγκάλιασε και

ήρθε να σταθεί δίπλα του. Προχώρησαν και οι τρεις με συγχρονισμένα βήματα

προς τον καναπέ. Η μητέρα τούς έβαλε το δεύτερο ουίσκι, εκείνο που δεν

είχαν προλάβει να πιούν μερικές ώρες πίσω. Με όλα τα παρελκόμενα της

προηγούμενης επίσκεψης.

«Σύντροφε δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα» είπε ο Μιχάλης πίνοντας

την πρώτη γουλιά. Τον κοίταξε εξερευνητικά. Για να αισθανθεί ξανά το ίδιο

αίσθημα σιγουριάς∙ όπως και την πρώτη φορά.

«Ούτε εγώ» συμπλήρωσε ο Νεόφυτος. Κοίταξε για μια στιγμή μέσα στο

ποτήρι του. Άδειος από σκέψεις. Κοίταξε την Μαριάννα. Και αυτό ήταν αρκετό

για να γεμίσει από σκέψεις. Από θετικές σκέψεις.

«Οι αριστεροί το “παλεύουν”» είπε ο Μιχάλης κάπως αδιάφορα. Έτσι

για την αντίδραση του Νεόφυτου.

«Έχω σταματήσει να ασχολούμαι» αποκρίθηκε κοφτά και κάπως

πειραγμένος ο Νεόφυτος. Αλλά από την άλλη τον καταλάβαινε το Μιχάλη.

Χθεσινός εχθρός, σημερινός φίλος, χθεσινός γνωστός-άγνωστος, σημερινός

φίλος της αδελφής του. Δεν ήταν δυνατόν η αμφιβολία να διαλυθεί μέσα σε

μια μέρα. Η εμπιστοσύνη δεν ήταν κάτι που μπορούσε να κερδηθεί άμεσα.

Ήθελε το χρόνο της.

«Και η μεγάλη ιδέα του σοσιαλισμού;» έκανε γελώντας ο Μιχάλης. Είχε

καταλάβει. Ίσως φαινόταν υπερβολικό, αλλά η αλήθεια ήταν ότι έφτασε και

περίσσεψε η «πειραγμένη» απόκριση του νέου του φίλου. Γιατί διαισθανόταν

ότι θα γίνονταν δύο καλοί φίλοι.

«Χάθηκε κάπου στη διαδρομή. Και εσύ το ίδιο;» ρώτησε ο Νεόφυτος.

160 Άγγελος Χαριάτης

«Και εγώ το ίδιο. Υπάρχει μεγάλη σαπίλα. Άλλωστε στο είπα ότι

σταμάτησα» είπε ο Μιχάλης.

«Μια από τα ίδια» είπε ο Νεόφυτος και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα

μάτια. Ήθελε να δει αν αυτά που έλεγε τα εννοούσε. Ότι όλα αυτά ήταν

αλήθεια. Και κατάλαβε και εκείνος με τη σειρά του ότι ήταν.

Ο Μιχάλης τον κοίταζε χωρίς να μιλάει. Είχε φέρει πίσω στο μυαλό του

την εικόνα της νύχτας του τρόμου, την εικόνα που άνοιγε κεφάλια, την

εικόνα του τρόμου στα πρόσωπα των αριστερών. Και ένιωσε αηδία για τον

εαυτό του, ένοιωσε μίζερα, ένοιωσε απαίσια. Και ύστερα είδε μπροστά του τον

«Βλαδίμηρο» να τον έχει νικήσει, την αδελφή του να τον σταματάει και

ένιωσε σχεδόν ευτυχισμένος. Χωρίς να το έχει καταλάβει αυτό ήταν το πρώτο

βήμα για να σταματήσει όλον αυτόν τον παραλογισμό, ήταν το πρώτο βήμα

για την εξιλέωση, ήταν το πρώτο βήμα για να τ’ αφήσει όλα πίσω του. Το

πρώτο βήμα για να βγει από την πλάνη, το πρώτο βήμα για να μπορέσει να

μπει στη λήθη.

«Σου ζητώ συγγνώμη για όλο το κακό που προξένησα» είπε ο Μιχάλης

και τα μάτια του βούρκωσαν. Όχι δεν μπορούσε να κλάψει. Δεν είχε νόημα να

κλάψει. Ήταν πολύ αργά για δάκρυα.

«Και εγώ δεν είμαι αθώος» είπε ο Νεόφυτος και τον κοίταξε και αυτός

με τη σειρά του βαθιά μέσα στα μάτια. Δεν θυμήθηκε τίποτα από τον αγώνα

του ενάντια στους Πατριώτες, μα θυμήθηκε τις αποστολές, τις ζημιές που είχε

κάνει, τα κλάματα που δεν είχε ακούσει, τις κατάρες που δεν είχε ακούσει,

τον πόνο που είχε προκαλέσει χωρίς να το γνωρίζει, χωρίς ενδεχομένως να

τον νοιάζει.

«Ναι, μάλλον κανείς δεν είναι αθώος» είπε ο Μιχάλης.

«Αλλά πρέπει να τα ξεχάσουμε όλα αυτά. Τουλάχιστον εγώ. Είμαι πολύ

μακριά» είπε και κοίταξε με νόημα τη Μαριάννα.

«Τόσος αγώνας…»

«Για το τίποτα…» συμπλήρωσε ο Νεόφυτος.

«Και αυτό που μένει είναι…»

«Η γεύση της προδοσίας» συμπλήρωσε πάλι ο Νεόφυτος.

Ο Μιχάλης άνοιξε την τηλεόραση. Ο Νεόφυτος έστρεψε το βλέμμα του

προς τα εκεί. Οι αναλύσεις καλά κρατούσαν.

«Δεν βλέπω να βγαίνει κανένας» είπε ο Μιχάλης.

«Μόνο με συγκυβέρνηση» είπε ο Νεόφυτος και θυμήθηκε τα λόγια του

πατέρα του. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια. Αν συνέβαινε αυτό, τότε θα έβγαζε

όλα τα άπλυτα του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος στη φόρα.

Μαύρο Κόκκινο 161

«Αν γίνει αυτό, τότε θα αναγκαστώ να πάρω δραστικά μέτρα» είπε ο

Μιχάλης και έκλεισε την τηλεόραση. Δεν υπήρχε λόγος να δει τίποτα

παραπάνω. Δεν υπήρχε λόγος κανείς τους να δει τίποτα παραπάνω.

«Κάποιος μου είπε ότι είναι έτοιμοι για συγκυβέρνηση» είπε ο

Νεόφυτος.

«Αν τολμήσουν, θα το μετανιώσουν» είπε πάλι ο Μιχάλης.

«Δεν νομίζω ότι μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα» είπε ο Νεόφυτος

για να δοκιμάσει τις αντοχές του Μιχάλη. Ήξερε ότι ο Μιχάλης με την

πώρωση που κουβαλούσε τον καιρό που ασχολείτο ενεργά με το κόμμα, είχε

το απαραίτητο θάρρος και θράσος για να κάνει το οτιδήποτε. Είχε δει άλλωστε

τη δράση του στους δρόμους της φωτιάς.

«Θα τους ρίξω την άλλη μέρα. Εσύ δεν μπορείς να κάνεις το ίδιο;»

ρώτησε ο Μιχάλης.

Ο Νεόφυτος δεν απάντησε. Σαφώς και μπορούσε. Είχε ανακαλύψει στο

γραφείο του γενικού γραμματέα πράγματα και θαύματα. Και μόνο αυτό το

έδινε το απόλυτο πλεονέκτημα. Μπορούσε και εκείνος να τους «ρίξει» την

επόμενη μέρα. Αλλά πίστευε μέσα του ότι ο γενικός γραμματέας δεν θα

πρόδιδε μέχρι εκείνου το σημείο το ιδανικό του σοσιαλισμού. Και ας ήξερε ότι

οι κουβέντες του πατέρα του στηρίζονταν πάντα σε αποδείξεις και τεκμήρια.

Ότι ποτέ δεν έλεγε τίποτα στην τύχη. Και ας είχε σαν μεγάλο του όπλο την

μπλόφα. Όταν μπλόφαρε ήξερε πάντα από πίσω τι κρυβόταν και ότι ήταν

ικανός να το διαχειριστεί.

«Νομίζω ότι μπορείς» είπε ο Μιχάλης. «Δεν γίνεται να μην ξέρεις τι

συμβαίνει μέσα στα βαθιά νερά του κόμματος».

«Πως το ξέρεις αυτό;» ρώτησε ο Νεόφυτος και έφερε το ποτήρι στα

χείλη του. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Το ουίσκι τού έκαψε το λαιμό.

«Αν κρίνω από αυτά που ανακάλυψα εγώ. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν

μυστικά… Δεν γίνεται να μην γνωρίζεις κάποια από αυτά…»

Ο Νεόφυτος και πάλι δεν μίλησε. Με μια υποψία τρόμου άρχισε να

ανακαλύπτει ότι εκείνος και ο Μιχάλης δεν διέφεραν τελικά. Δοσμένοι και οι

δύο στον αγώνα τους, οι καλύτεροι στην παράταξή τους, τα παλικάρια της

πρώτης γραμμής, πρώτοι στον αγώνα των δρόμων, έμπιστοι των παρατάξεών

τους, προδομένοι και οι δύο. Δίδυμοι που ακολούθησαν παράλληλες πορείες.

«Ναι, ξέρω πράγματα που μπορούν να ρίξουν το έκτρωμα της

συγκυβέρνησης» είπε τελικά ο Νεόφυτος.

«Αν…»

«Αν, τι;»

162 Άγγελος Χαριάτης

«Αν τελικά συμβεί… Νομίζω ότι μπορούμε να συνεργαστούμε» είπε ο

Μιχάλης.

«Μα πως μπορεί να συμβεί αυτό;» ρώτησε ο Νεόφυτος.

«Να, εσύ ένας προδομένος αριστερός και εγώ ένας προδομένος

πατριώτης», είπε και κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Μπορεί να συμβεί,

σκέφτηκε.

«Ναι, είναι δύσκολο» είπε ο Νεόφυτος. Αλλά ταυτόχρονα και εύκολο,

πολύ εύκολο, σκέφτηκε ο Νεόφυτος.

«Αλλά ανήκουμε και οι δύο στο ίδιο κόμμα» είπε ο Μιχάλης.

«Μα δεν ανήκουμε», είπε ξερά ο Νεόφυτος. Δεν είχε καταφέρει να

πνίξει μέσα του την ιδέα του σοσιαλισμού. Ακόμη.

«Ανήκουμε στο ίδιο κόμμα, αλλά ίσως να μην το έχεις καταλάβει» είπε

ο Μιχάλης.

«Είσαι κομμουνιστής;» ρώτησε με μια μικρή δόση ειρωνείας.

«Είμαι προδομένος» είπε ο Μιχάλης και κούνησε πικραμένος το κεφάλι

του.

Ο Νεόφυτος δεν απάντησε για άλλη μια φορά. Ο Μιχάλης είχε δίκιο.

Δεν ήταν ανάγκη να έχουν την ίδια ιδεολογία. Πίστευαν και οι δυο στο δίκαιο

και αυτό αυτόματα τους έκανε συναγωνιστές, μακριά από ιδεολογικά

στεγανά. Αλλά τώρα, που κατά πως φαινόταν έπεφταν οι μάσκες, τα στεγανά

έπαιρναν νερά, οι ιδεολογίες θα πήγαιναν στον πάτο της θάλασσας.

«Όπως σου είπα θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε» είπε μετά από

μερικά δευτερόλεπτα.

«Ναι θα μπορούσαμε» είπε ο Νεόφυτος.

«Ας πιούμε στη συνεργασία μας σύντροφε» έκανε ο Μιχάλης και η

Μαριάννα που βρισκόταν δίπλα τους, τους γέμισε τα ποτήρια.

«Κοιμήσου εδώ απόψε» είπε η Μαριάννα και κοίταξε τον αδελφό της.

«Ναι μπορεί να κοιμηθεί εδώ, στο δικό μου δωμάτιο» είπε ο Μιχάλης και

είδε το Νεόφυτο και τη Μαριάννα να κατσουφιάζουν.

«Μπορείτε να κοιμηθείτε μαζί αρκεί να μην κάνετε τίποτα το πονηρό»

συμπλήρωσε ο Μιχάλης και γέλασε. Ο Νεόφυτος και η Μαριάννα κοιτάχτηκαν

με νόημα. Ένα δευτερόλεπτο μετά χαμογέλασαν. Πονηρά.

«Τώρα μένει να σου βρούμε μια συντρόφισσα για τις κρύες νύχτες του

χειμώνα» είπε ο Νεόφυτος. «Αν δεν υπάρχει κάποια στη ζωή σου»,

συμπλήρωσε.

«Μια αγνή κομμουνίστρια νομίζω ότι είναι ότι μου χρειάζεται αυτή τη

στιγμή» είπε ο Μιχάλης και άδειασε με δυο γουλιές το ποτήρι του. Αισθάνθηκε

Μαύρο Κόκκινο 163

μια γλυκιά ζάλη να κάνει κατάληψη στο κεφάλι του. Σκέφτηκε για μια στιγμή

το παρελθόν. Έκανε μια κίνηση με το χέρι του να διώξει την άσχημη εικόνα.

Το είχε πάρει απόφαση. Δεν θα ξανάμπαινε ποτέ πια σ’ αυτό το λούκι.

164 Άγγελος Χαριάτης

4.4.4.4. Το επόμενο απόγευμα στις επτά ακριβώς, τους βρήκε «βιδωμένους»

στον καναπέ με «κολλημένο» το βλέμμα στην τηλεόραση. Είχαν κλείσει τα

κινητά τους τηλέφωνα. Δεν ήθελαν να τους ενοχλήσει κανένας, επιθυμητός ή

ανεπιθύμητος. Δεν ήθελαν συγχαρητήρια από διάφορους που δεν γνώριζαν τα

πράγματα. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να δουν τα τελικά

αποτελέσματα. Τα exit poll είχαν «μιλήσει» από το μεσημέρι. Σίγουρα τριάντα

πέντε τοις εκατό για το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο, αμφίβολο τριάντα πέντε

τοις εκατό για το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα, τριάντα τοις εκατό

«σπασμένο» στα άλλα κόμματα. Η μόνη πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης

ήταν οι σύμπραξη των δύο πρώτων σε προτίμηση κομμάτων.

Πρώτος βγήκε στο γυαλί ο «γιος του Δία». Επτά και τέταρτο ακριβώς.

«Αγαπητοί συμπολίτες. Σήμερα είναι μια μεγάλη μέρα για την Ελλάδα

μας. Σήμερα οι κόποι, οι αγώνες και οι ελπίδες ενός ολοκλήρου έθνους έγιναν

πραγματικότητα. Η βούληση του ελληνικού λαού ήθελε να μην σχηματιστεί

αυτοδύναμη κυβέρνηση. Σεβαστή η απόφασή του. Θα εξετάσουμε κάθε

δυνατότητα, κάθε πιθανότητα συνεργασίας για να φέρουμε την Ελλάδα μας

εκεί που πραγματικά της αξίζει. Να λάμψει ξανά σε ολόκληρο τον κόσμο. Σας

ευχαριστώ».

Χειροκροτήματα ακούστηκαν από το βάθος της αίθουσας. Ο «γιος του

Δία κατέβηκε με ενθουσιασμό από το βήμα. Είχε πάρει την υπόσχεση της

ανάληψης της πρωθυπουργίας. Οι μισητές ξένες δυνάμεις είχαν επιλέξει

αυτόν ως τιμονιέρη της χώρας. Δεν μπορούσε να τους χαλάσει το χατίρι. Δεν

χρειάστηκε να τον πιέσουν πολύ. Σχεδόν καθόλου. Μάλλον καθόλου. Δεν

χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν την απειλή εξ ανατολών, δεν χρειάστηκε να

χρησιμοποιήσουν την απειλή της εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή

Ένωση. Θα τον στήριζαν στο έργο του, αρκεί να προστατεύονταν τα

συμφέροντά τους, τα συμφέροντα των πιστωτών, να προστατευόταν η

ολοκλήρωση του προγράμματος. Ο «γιος του Δία» είχε επιτέλους την απόλυτη

δύναμη στα χέρια του. Τέρμα πια οι αποστολές στα σκοτάδια, τέρμα οι

συμφωνίες που κλείνονταν στα υπόγεια γκαράζ μακριά από αδιάκριτα

βλέμματα. Ήταν πλέον ανεβασμένος στο βάθρο του νικητή, ήταν στο πάνθεον

των ηρώων, το όνομά του είχε γραφτεί με χρυσά γράμματα στα βιβλία της

Μαύρο Κόκκινο 165

ιστορίας της Ελλάδας. Ήταν ο «γιος του Δία» και οι βοηθοί του οι μικροί μα

όχι ασήμαντοι θεοί Κράτος και Βία.

Λίγα λεπτά της ώρας αργότερα εμφανίστηκε ο γενικός γραμματέας.

Έτοιμος για τον λόγο του. Τον είχε προβάρει αρκετές φορές, τόσες που τον

είχε μάθει σχεδόν απέξω. Είχε γραφτεί από τους καλύτερους, είχε εγκριθεί

από τη γυναίκα του, ήταν όλα εντάξει.

«Σύντροφοι και συντρόφισσες. Απόψε γυρίζουμε πενήντα χρόνια πίσω.

Αλλά μόνο ως προς τα ποσοστά που έλαβε το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα.

Τότε που η αριστερά ήταν η πρώτη δύναμη, πριν την έναρξη της

αδελφοκτόνας σύρραξης. Τότε που η Ελλάδα είχε χωριστεί σε δύο αντίπαλα

στρατόπεδα. Δεν πρόκειται να γίνουν τα ίδια λάθη. Όλοι εμείς οφείλουμε να

προασπιστούμε την μεγάλη ιδέα του σοσιαλισμού. Όλοι εμείς οφείλουμε να

βάλουμε το συλλογικό συμφέρον πάνω από το ατομικό. Για αυτό το λόγο θα

εξετάσουμε κάθε πιθανότητα συνεργασίας που μας αναλογεί. Για να πάμε το

σοσιαλισμό ένα βήμα παρακάτω. Σας ευχαριστώ πολύ για τη ψήφο σας και

υποσχόμαστε ότι θα σταθούμε στο ύψος των δύσκολων περιστάσεων».

Νέα χειροκροτήματα από την αίθουσα των γραφείων του Αριστερού

Ριζοσπαστικού Κινήματος. Η γυναίκα του γενικού γραμματέα να λάμπει

ολόκληρη. Οι προσπάθειες τόσων ετών δεν είχαν πάει χαμένες. Θα γινόταν

κυρία πρωθυπουργού την επόμενη τετραετία. Γιατί αυτή ήταν η συμφωνία

που είχε επιτύχει. Πρώτη τετραετία με συγκυβέρνηση Εθνικού Πατριωτικού

Μετώπου και Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος με πρωθυπουργό τον

αρχηγό της αντίπαλης παράταξης και δεύτερη τετραετία με αρχηγό το σύζυγό

της. Δεν χρειαζόταν πολλά επιχειρήματα για να πείσει το γενικό γραμματέα.

Του είπε να κάνει υπομονή τέσσερα χρόνια, να συγκυβερνήσει καλά και την

επόμενη φορά ο σοσιαλισμός θα έβγαινε μοναδικός κερδισμένος.

Μετά το τέλος των ομιλιών νέα τηλεοπτικά παράθυρα εμφανίστηκαν

στην οθόνη. Οι αναλύσεις συνεχίζονταν και θα συνεχίζονταν μέχρι να βρεθεί

η τελική λύση. Ο Μιχάλης κοίταξε τον Νεόφυτο.

«Θα το κάνουν» είπε μετά από μερικά δευτερόλεπτα.

«Έτσι νομίζω και εγώ».

«Είναι η ώρα της δράσης» είπε και πήγε στο δωμάτιο του. Η Μαριάννα

και ο Νεόφυτος απλώς τον παρακολούθησαν να βαδίζει προς τα ‘κει.

Γύρισε ντυμένος με μαύρη στολή. Ντυμένος και ξυρισμένος. Κόντρα.

Σαν να πήγαινε σε γάμο και να ήταν ο γαμπρός. «Ντύσου και ‘συ» είπε στο

Νεόφυτο και του έδειξε με το δάκτυλό του το δωμάτιό του. «Σου ‘χω βγάλει

ρούχα» είπε και ο Νεόφυτος ακολούθησε την ίδια πορεία. Δεν είχε να σκεφτεί

166 Άγγελος Χαριάτης

τίποτα. Καμία αναστολή. Η πρόταση, η προτροπή, η διαταγή του Μιχάλη, έγινε

δεκτή χωρίς σκέψεις.

Λίγα λεπτά μετά ο Νεόφυτος ήταν και αυτός με τη σειρά του έτοιμος.

Κατάλληλα ενδεδυμένος για τον αγώνα. Τον ανένδοτο αγώνα που είχαν

κηρύξει, ενάντια στους προδότες της ιδεολογίας, ενάντια στους παραχαράκτες

της ιστορίας, ενάντια στην δύναμη της εξουσίας της καρέκλας.

«Είναι η ώρα της δράσης» είπε και αυτός χαμογέλασε. Πραγματικά

ήταν η ώρα της δράσης. Η ώρα που έπρεπε να φανούν αντάξιοι της ηρωικής

στιγμής.

«Από πού θα ξεκινήσουμε;» ρώτησε ο Νεόφυτος. Είχε δώσει άτυπα την

αρχηγία στον Μιχάλη.

«Νομίζω από το “γιο του Δία”» είπε ο Μιχάλης.

«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε με αφέλεια ο Νεόφυτος. Κανείς δεν του

είχε αναφέρει ότι ο αρχηγός του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου είχε τέτοιο

όνομα.

«Ο τρελός του μετώπου» είπε ο Μιχάλης και γέλασε. Αν είναι δυνατόν,

να παραμυθιαστώ τόσο πολύ, σκέφτηκε. Αλλά τώρα όλα αυτά είχαν τελειώσει.

Δεν θα έτρωγε άλλο παραμύθι. Τώρα θα τους ξεσκέπαζαν. Αυτός, τους δικούς

του και ο Νεόφυτος τους δικούς του. Αυτός ήταν ο πραγματικός αγώνας. Όχι

τα καραγκιοζιλίκια που έκαναν όταν ήταν ενεργά μέλη των παρατάξεών τους.

«Χα, δεν το είχα καταλάβει ότι κουβαλούσε τόση τρέλα» είπε ο

Νεόφυτος. «Αλλά δεν έχει σημασία αν είναι τρελός ή όχι. Σημασία έχει να τον

σταματήσουμε. Και αυτόν και τον άλλον» συνέχισε.

«Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν είναι τόσο τρελός όσο θέλει να

δείχνει. Μάλλον μου φαίνεται για πολύ λογικός» είπε ο Μιχάλης και τον

κοίταξε με νόημα. «Και ο δικός σου δεν τόσο ιδεαλιστής όσο θέλει να δείχνει».

«Ισχύουν και τα δύο» είπε ο Νεόφυτος και σούφρωσε τα χείλη του. Μια

γκριμάτσα απογοήτευσης.

Ο Μιχάλης είχε σκεφτεί το σχέδιο δράσης. Το προηγούμενο βράδυ είχε

βάλει τις βάσεις του σχεδίου. Μέρες πριν τις πρώτες σκέψεις δράσης.

Η μητέρα της Μαριάννας είχε ετοιμάσει σάντουιτς για το δρόμο. Η

πείνα μπορούσε να καταβάλλει, να δαμάσει και τους πιο ηρωικούς αγωνιστές.

Ο Μιχάλης κρατώντας τη σακούλα με τα σάντουιτς φίλησε πρώτα τη

μητέρα του και ύστερα την αδελφή του. Ήταν έτοιμοι για εκδρομή. Χωρίς

τραγούδια. Χωρίς ποτά. Χωρίς τη δυνατότητα να δουν τα αξιοθέατα.

Μαύρο Κόκκινο 167

«Μην πείτε τίποτα σε κανένα» είπε ο Μιχάλης και οι γυναίκες έσκυψαν

καταφατικά το κεφάλι τους. Αυτό δα έλειπε να πρόδιδαν τον αγώνα των

αγαπημένων τους προσώπων.

***

«Ξέρω ότι θα είναι στο γραφεία του κόμματος» είπε ο Μιχάλης. «Εκεί

θα μπεις εσύ, χωρίς να σε καταλάβουν, θα το “παίξεις” ψηφοφόρος του

μετώπου και θα πλησιάσεις τον αρχηγό, παριστάνοντας τον ηλίθιο, για να μην

κινήσεις υποψίες».

«Και;»

«Θα του πεις ότι ο “Πάτροκλος’’ ξέρει τα μυστικά σου». «Και μετά

ελπίζω να τρέχεις γρήγορα, γιατί θα σε κυνηγήσουν όλοι» συνέχισε ο

Μιχάλης.

«Δεν θα μπορούσαμε απλώς να τον πάρουμε ένα τηλέφωνο;» ρώτησε ο

Νεόφυτος.

«Μα θα μας πιστέψει; Δεν θα τον “κόψει” πιο πολύ αν του το πει

κάποιος από κοντά;»

«Εντάξει» είπε ο Νεόφυτος και του έκλεισε το μάτι. Άλλη μια αποστολή

θα ήταν και αυτή, άλλη μια αποστολή για πραγματικά καλό σκοπό αυτή τη

φορά.

***

Τα γραφεία του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου ήταν μπροστά τους.

Προχώρησαν με κάθε απαραίτητη προφύλαξη. Βήμα-βήμα, τοίχο-τοίχο,

έτοιμοι να πολεμήσουν ή να το βάλουν στα πόδια.

«Άντε και καλή τύχη» είπε ο Μιχάλης και ο Νεόφυτος πήρε μια βαθιά

ανάσα. Δεν ήταν εύκολο να χωθεί στο στόμα του λύκου, να κάνει τη δουλειά

του και να βγει αλώβητος. Αλλά δεν γινόταν να γίνει αλλιώς. Το χρωστούσε

στον εαυτό του, το χρωστούσε στο Μιχάλη, το χρωστούσε στη Μαριάννα, το

χρωστούσε στο λαό, το χρωστούσε στο σοσιαλισμό.

Ανέβηκε τις σκάλες. Μέλη του μετώπου κάθονταν στις σκάλες.

Φαίνονταν και ήταν μεθυσμένοι. Ο «γιος του Δία» είχε επιτρέψει για μια και

μοναδική φορά την ελεύθερη κατανάλωση αλκοόλ, είχε επιτρέψει τα τσιγάρα.

Ήταν μια μέρα νίκης για το μέτωπο, ήταν μια μέρα γιορτής.

Κάποιοι τον χαιρέτησαν. Ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Όλα πήγαιναν

καλά. Δεν τον είχαν καταλάβει και το σημαντικότερο έμοιαζε σαν ένας από

αυτούς. Αν και δεν φόραγε τον επίσημο χιτώνα των εορτών.

Στον πρώτο όροφο το γλέντι καλά κρατούσε. Ο «γιος του Δία»

περιτριγυρισμένος από μέλη, οπαδούς και ψηφοφόρους ζούσε το όνειρό του.

168 Άγγελος Χαριάτης

Είχε έρθει επιτέλους ο καιρός για ακόμη περισσότερη δύναμη, ακόμη

περισσότερη εξουσία και ακόμη περισσότερο χρήμα. Μέσω της αναβίωσης των

αρχαίων ελληνικών προτύπων. Θα στεκόταν άξιος και άξια στο βάθρο που

του έδινε το τριάντα πέντε τοις εκατό. Θα στεκόταν ατρόμητος έχοντας σαν

σύμμαχο τις ξένες δυνάμεις. Θα στεκόταν αγέρωχος έχοντας την υποστήριξη

των μισητών αντιπάλων του. Την επόμενη στιγμή των πρώτων

αποτελεσμάτων είχε δεχθεί τηλεφωνήματα από τα πρωθυπουργικά γραφεία

όλων των σημαντικών δυνάμεων. Του είχαν δώσει την στήριξή τους, ακόμη

μία φορά, αρκεί να τηρούνταν τα συμφωνημένα. Συνέχιση του προγράμματος

εντός του μνημονίου, συνεργασία με τους αριστερούς, εξάντληση τετραετίας.

Είχε από την πρώτη στιγμή, από την πρώτη κρούση, από το πρώτο

τηλεφώνημα, συμφωνήσει, για άλλη μια φορά. Ήταν διψασμένος για δύναμη,

εξουσία, χρήμα. Με όχημα την αρχαία Ελλάδα. Θα έκανε υπομονή τέσσερα

χρόνια και ύστερα θα έβγαινε με ποσοστό πάνω από πενήντα τοις εκατό. Θα

νόθευε τις ψήφους αν αυτό ήταν απαραίτητο, θα εφάρμοζε στρατιωτικό νόμο,

θα γαντζωνόταν ετσιθελικά στην πρωθυπουργική καρέκλα, θα φυλάκιζε τους

πολιτικούς του αντιπάλους κατηγορώντας τους για τρομοκρατία. Τα είχε

σκεφτεί όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Και φυσικά δεν θα άφηνε

ατιμώρητο εκείνο το κωλόπαιδο τον «Πάτροκλο» που τον είχε προδώσει.

Ήξερε που έμενε, ήξερε που κυκλοφορούσε, μετά την ορκωμοσία της νέας

κυβέρνησης θα το τακτοποιούσε το ζήτημα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Η

ιεράρχηση των αναγκών δεν του επέτρεψε να ασχοληθεί μαζί του από την

πρώτη στιγμή.

Ο Νεόφυτος πλησίασε τον αρχηγό. Τα παλικάρια έσκυψαν πάνω του. Ο

Νεόφυτος πήρε το πιο βλακώδες βλέμμα που διέθετε και προσκύνησε με την

απαραίτητη δουλοπρέπεια το «γιο του Δία». Ο «γιος του Δία» κολακευμένος

του έκανε νόημα να σηκωθεί. Η υπόκλιση ήταν κάτι που του άρεσε, κάτι που

τον συγκινούσε, κάτι που τον έκανε να ακούσει τον άλλον με τη δέουσα

προσοχή, αφού φυσικά βρισκόταν από τα πριν σε θέση ισχύος.

«Μεγάλε αρχηγέ ήρθα να δω από κοντά την μεγάλη ελπίδα της

Ελλάδας, και…» έκανε ψελλίζοντας ο Νεόφυτος.

«Ναι παιδί μου, σε ακούω» είπε κολακευμένος ο «γιος του Δία».

«Και να σας πω πως…» συνέχισε στον ίδιο τόνο ο Νεόφυτος.

«Συνέχισε παιδί μου…» σχεδόν δακρύζοντας από τη συγκίνηση.

«Να σας πω… Ότι ο “Πάτροκλος” ξέρει όλα τα μυστικά σου» είπε ο

Νεόφυτος βάζοντας δύναμη στα πόδια του, σαν αθλητής των εκατόν δέκα

Μαύρο Κόκκινο 169

μέτρων μετ’ εμποδίων και κάνοντας μεταβολή έκανε την εκκίνηση που

πολλοί αθλητές του στίβου την έκαναν μόνο στα όνειρά τους.

Ο «γιος του Δία» ούρλιαξε. «Πιάστε τον!»

Μα ο Νεόφυτος έχοντας βγάλει ήδη φτερά στα πόδια, είχε κατέβει τα

σκαλιά, είχε περάσει την κεντρική πόρτα, είχε βρει τον Μιχάλη και έτρεξαν

μαζί μακριά από τα παλικάρια του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου .

Σταμάτησαν ένα ταξί, μπήκαν μέσα. Ο κίνδυνος είχε περάσει. «Που

πάμε;» ρώτησε ο Νεόφυτος. «Κάπου όπου δεν μπορούν να μας βρουν» είπε ο

Μιχάλης.

Πίσω στον Πειραιά. Μερικά στενά μακριά από το σπίτι του Μιχάλη. Ένα

υπόγειο, παλαιά αποθήκη. Ο Μιχάλης χτύπησε την πόρτα. Περίμεναν μερικά

δευτερόλεπτα. Η πόρτα άνοιξε. Καμιά εικοσαριά μαύρα κεφάλια είχαν

μαζευτεί κοντά στην πόρτα. Τρομαγμένα χαρακτηριστικά. Έχοντας στερέψει

από δάκρυα.

«Ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησε ο Νεόφυτος.

«Είναι δικοί σου όλοι αυτοί» είπε ο Μιχάλης και πέρασε μέσα κάνοντας

νόημα στο Νεόφυτο να τον ακολουθήσει.

«Είναι αυτοί που μισούσες» είπε Νεόφυτος βλέποντας τους

Πακιστανούς να τον κοιτάζουν καλά-καλά.

«Ναι κάποτε» είπε ο Μιχάλης και έκατσε στο πάτωμα πάνω σε ένα

ολόμαλλο χαλί. Η ζέστη ήταν αποπνικτική.

«Και;» ρώτησε πάλι ο Νεόφυτος.

«Δεν γεννήθηκα, τέρας ούτε μπόρεσα τελικά να γίνω» είπε και έβγαλε

το πακέτο με τα τσιγάρα του. Πήγε να ανάψει ένα και την αμέσως επόμενη

στιγμή το μετάνιωσε. Δεν επιτρεπόταν να καπνίζει μπροστά στα παιδιά.

»Τους ανακάλυψα τυχαία, μετά από ακόμη μία επιτυχημένη αποστολή.

Από τις τελευταίες μου για το Μέτωπο. Με πλησίασε ένας και μου ζήτησε φαΐ.

Δεν ζήτησε λεφτά, μόνο ένα καρβέλι ψωμί. Και είδα μέσα στα μάτια του την

χαμένη μου αθωότητα. Γιατί πίσω από το σκληρό μου πρόσωπο, δεν είχα

ξεχάσει ότι ήμουν ένα παιδί που μεγάλωσε και ζούσε και ζει σε μια φτωχή

γειτονιά. Δεν είχα να χωρίσω τίποτα μ’ αυτούς, όπως δεν είχα να χωρίσω

τίποτα με όλους αυτούς που τους έκανα κακό».

Ο Νεόφυτος τον κοιτούσε χωρίς να μιλάει. Δεν ήθελε να διακόψει αυτή

την εκ βαθέων εξομολόγηση. Πόσο εύκολα του είχε ανοιχτεί. Ίσως γιατί είχε

ανάγκη να το κάνει. Πόσο διαφορετικός του φαινόταν τώρα. Ίσως γιατί ήθελε

να τον δει διαφορετικό. Πόσα συναισθήματα μπορούν να κρυφτούν πίσω από

170 Άγγελος Χαριάτης

ένα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που αλλιώς προβάλλεται, αλλιώς φαίνεται και

αλλιώς είναι.

«Και άρχισα να τους συντηρώ. Χωρίς να ζητάω τίποτα, χωρίς να μου

ζητούν τίποτα. Ένα ευχαριστώ είναι ικανό να αλλάξει τα πάντα. Ένα

ευχαριστώ είναι ικανό να αλλάξει τον κόσμο ολόκληρο». Ένα πιτσιρίκι τούς

πλησίασε. «Πάρε» είπε και τους έδωσε δυο ποτήρια με νερό.

«Μπορούμε να μείνουμε όσο θέλουμε εδώ. Για ένα μόνο λυπάμαι. Που

δεν έχω άλλα χρήματα να τους δώσω» είπε ο Μιχάλης.

«Αυτό μπορούμε να το συνεχίσουμε. Είναι εύκολο. Δεν ξέρω αν σου

έχει μιλήσει η Μαριάννα…» είπε ο Νεόφυτος.

«Τι να μου πει; Ότι είσαι το νόθο παιδί του Λάτση;»

«Του Λάτση όχι. Νόθο, μάλλον όχι» είπε ο Νεόφυτος και τον κοίταξε

πονηρά. «Αλλά ότι είμαι γιος εφοπλιστή μπορείς να το πεις».

«Αμ έτσι γίνονται οι αριστεροί. Με τη δεξιά τσέπη του μπαμπά τους»

έκανε ο Μιχάλης και χαμογέλασε. Δεν ήθελε να το πάρει στραβά ο Νεόφυτος.

Και δεν το πήρε. Ήταν ίσως η πραγματικότητα. Ίσως να μην τον ένοιαζε ο

σοσιαλισμός τελικά. Ίσως το μόνο που ήθελε ήταν να μπει στο μάτι του

πατέρα του. Ίσως όμως να ήταν απλά μια αντίδραση. Η αντίδραση του στην

προδοσία του γενικού γραμματέα. Την προδοσία του στις αρχές του

σοσιαλισμού. Την προδοσία του στην πίστη της αλλαγής του κόσμου. Γι’ αυτό

και θα τον ξεσκέπαζε. Για να δει κατά πόσο ο ίδιος πίστευε στις αρχές εκείνες.

Για να παλέψει με τον εαυτό και να καταφέρει να βγει νικητής.

«Μπορεί να γίνονται και έτσι. Ίσως να μην είμαι αριστερός. Αυτό που

θέλω είναι δικαιοσύνη, ισότητα, ισονομία. Αυτό είναι που θέλω. Και ας

ονομάζεται όπως να’ ναι» έκανε ο Νεόφυτος και τα μάτια του έλαμψαν. Αυτή

η ίδια φλόγα που έκαιγε στις πορείες και στις συγκεντρώσεις και στις

αποστολές του κόμματος. Μα τώρα γνώριζε. Γνώριζε χωρίς να χρειάζεται να

εκτελεί εντολές. Τώρα πορευόταν μόνος του, έτοιμος αν χρειαζόταν να σώσει

όλον τον κόσμο. Έτοιμος να θυσιαστεί για όλο τον κόσμο. Χωρίς την

ιδεολογική ασπίδα του σοσιαλισμού. Έτοιμος να πάρει ολόκληρος φωτιά.

Αλλά ταυτόχρονα την ίδια στιγμή να κάνει πίσω. Να μπει βαθιά μέσα στη

δεξιά ασφαλή καπιταλιστική τσέπη του κόσμου που είχε μεγαλώσει.

«Είναι ώρα για μια επίσκεψη στο καθοδηγητή σου, στο γενικό

γραμματέα» είπε ο Μιχάλης και ο Νεόφυτος απλά έγνεψε καταφατικά. Είχε

φτάσει πραγματικά η ώρα.

Μαύρο Κόκκινο 171

5.5.5.5. Μερικά μέτρα μακριά από τα γραφεία του Αριστερού Ριζοσπαστικού

Κινήματος. Επικρατούσε πανζουρλισμός, κόκκινες σημαίες με τα ξεχασμένα

σφυροδρέπανα ανέμιζαν, η φτωχολογιά ήταν μαζεμένη σαν μαρίδα

περιμένοντας το μάννα εξ ουρανού. Πίστευαν ότι είχε έρθει επιτέλους η δική

τους σειρά. Η ώρα του λαού, η ώρα της εργατιάς, η ώρα των βασανισμένων. Ο

γενικός γραμματέας είχε ετοιμάσει το λόγο του. Η γυναίκα του τον είχε

διαβάσει και τον είχε εγκρίνει. Λίγο πριν βγει στο μπαλκόνι για να πει το ρόλο

του είχε φροντίσει να τον χαλαρώσει με τον μοναδικό τρόπο που εκείνη

γνώριζε καλά. Στο γραφείο του τον είχε αποφορτίσει από την ένταση

χρησιμοποιώντας το χέρι της, μέχρι τέλους, μέχρι την εκσπερμάτωση. Έτσι

χαλαρός και νηφάλιος μπορούσε να βρει το θάρρος που χρειαζόταν για να

πλανέψει ως άλλος Ινδός γητευτής φιδιών αυτούς που τον είχαν εμπιστευτεί

με τη ψήφο τους.

Ο Μιχάλης είχε φορέσει το κόκκινο φουλάρι που είχε βγάλει από την

τσέπη του. Ο Νεόφυτος περίμενε στο γνωστό καφενείο λίγα τετράγωνα πιο

μακριά. Για την ακρίβεια περίμενε έξω από αυτό, με σκυμμένο το κεφάλι,

προσπαθώντας να αποφύγει βλέμματα περαστικών και πρώην συντρόφων

που ίσως τον αναγνώριζαν.

Δεν είχε σχεδιάσει από το προηγούμενο βράδυ σαφές σχέδιο δράσης.

Ήξερε μόνο ότι μετά την αποστολή του Νεόφυτου, θα φρόντιζε με κάθε τρόπο

να έρθει σε επαφή με τον γενικό γραμματέα. Και θα έπραττε κάπως ανάλογα,

όπως και στην περίπτωση του «γιου του Δία».

Κάθισε στην πρώτη σειρά. Μαζί με τους αγωνιστές της πρώτης

γραμμής. Είχε ήδη σχεδιάσει μέσα στο μυαλό του το πλάνο διαφυγής. Δίπλα

του ένα κορίτσι, βία δεκαοκτώ χρονών, κρατούσε στο ένα χέρι τη σημαία και

στο άλλο χέρι το αιώνιο σύμβολο της αντίστασης, τη ντουντούκα. Την κοίταξε

και χαμογέλασε. Χαμογέλασε και εκείνη.

«Να τη δανειστώ;» τη ρώτησε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

Έκανε την κίνηση να του τη δώσει. Λίγο πριν αλλάξει χέρια σταμάτησε.

«Γιατί;» τον ρώτησε. Μία λάθος απάντηση και το σχέδιο θα ναυαγούσε.

Ρούφηξε τη μύτη του, βαθιά γρήγορη ανάσα του δευτερολέπτου, νέο

χαμόγελο. «Έχω ένα καινούριο σύνθημα, πολύ δυνατό, για τους Πατριώτες»

172 Άγγελος Χαριάτης

είπε με δυνατή φωνή. «Α, τέλεια» είπε η κοπέλα και η ντουντούκα ήρθε στα

χέρια του.

Περίμενε ο Μιχάλης όπως και όλοι την εμφάνιση του γενικού

γραμματέα. Περίμεναν το μέλλον να κάνει την εμφάνισή του στο παρόν.

«Άντε θα το πεις;» του φώναξε μέσα στο αυτί η κοπέλα.

«Όχι ακόμη» είπε ο Μιχάλης κρατώντας γερά στο χέρι του το «όπλο»

του.

«Τι περιμένεις;» ρώτησε και πάλι.

«Θέλω να το ακούσει πρώτος ο σύντροφος γενικός γραμματέας» έκανε

ο Μιχάλης και ανασήκωσε τους ώμους.

«Ναι δίκιο έχεις» συμφώνησε η κοπέλα. Τέτοιους συντρόφους θέλουμε,

σκέφτηκε και του χαμογέλασε. Νοστιμούλης είναι, συνεχίζοντας τη σκέψη της.

Αλλά ο Μιχάλης ήταν αλλού. Ο Μιχάλης που δεν έδωσε κανένα δικαίωμα

περαιτέρω ονειροπόλησης στην κοπέλα. Για άλλη μια φορά αφοσιωμένος

στον αγώνα. Το νέο αγώνα αυτή τη φορά.

Ο γενικός γραμματέας εμφανίστηκε στο μπαλκόνι. Άπλωσε τα χέρια,

λες και ήθελε να αγκαλιάσει τον κόσμο. Ήταν έτοιμος να αγκαλιάσει το

πλήθος, έτοιμος να κάνει ένα μπάντζινγκ τζάμπινγκ, έτοιμος να ενώσει το

κορμί του με το κορμί του λαού, να ενώσει τη φωνή του με τη φωνή του

παλλόμενου από την ένταση πλήθους, όταν… Ακούστηκε πρώτα ο ήχος, το

ελαφρό σύρσιμο που κάνει η ντουντούκα όταν πιέζεις το κουμπί προς τα

κάτω.

«Ο “Βλαδίμηρος” σε περιμένει στη γωνία» είπε ο Μιχάλης και οι οπαδοί

γύρισαν όλοι μαζί και τον κοίταξαν σαν κάποιο αόρατο χέρι να τους τράβηξε

ταυτόχρονα ένα χαστούκι στο δεξί τους μάγουλο. Τα χέρια του γενικού

γραμματέα έπεσαν άγαρμπα πάνω στους γοφούς του, έμοιαζε με μαριονέτα

που της έκοψαν βίαια τους σπάγκους.

«Ξέρει όσα χρειάζονται» είπε ο Μιχάλης και έδωσε τη ντουντούκα στην

κοπέλα. Η αποστολή της ντουντούκας είχε τελειώσει, η αποστολή του

Μιχάλη είχε τελειώσει. Δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει να βρίσκεται εκεί. Ο

γενικός, δευτερόλεπτα μετά τη γενική σαστιμάρα τον έδειξε με το δάκτυλο,

σινιάλο για να τον κυνηγήσουν.

Αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει κανείς. Ο Μιχάλης έμπειρος πια στο

τρεχαλητό, είχε εξαφανιστεί, είχε φτάσει στο καφενείο όπου τον περίμενε ο

Νεόφυτος πριν οι άλλοι προλάβουν να ξεκινήσουν.

Του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Ο Νεόφυτος σήκωσε το βλέμμα.

«Όλα καλά» ψιθύρισε ο Μιχάλης και τα πρόσωπά τους φωτίστηκαν. Το πρώτο

Μαύρο Κόκκινο 173

μέρος του σχεδίου είχε εξελιχθεί καλά. Στο δεύτερο μέρος ήταν που ξεκίναγαν

τα δύσκολα. Αλλά μ’ αυτό θα ασχολούνταν την άλλη μέρα. Την μέρα που θα

έδινε ο πρόεδρος της δημοκρατίας στον αρχηγό του πρώτου κόμματος τη

διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.

«Πάμε για μια μπύρα» είπε ο Νεόφυτος και ο Μιχάλης συμφώνησε.

Έπρεπε να γιορτάσουν την πρώτη τους νίκη. Το πραγματικό ταξίδι μόλις είχε

ξεκινήσει. Ένας Οδυσσέας χωμένος μέσα σε δυο κορμιά, ένας στόχος η Ιθάκη,

ένα κοινό ταξίδι, ένα δύσκολο ταξίδι που ήθελαν να το κάνουν μαζί. Γιατί

ίσως μόνο έτσι θα έβρισκαν το πραγματικό τους σκοπό, γιατί ίσως μόνο έτσι

θα έβρισκαν τους πραγματικούς εαυτούς τους.

***

Περπάτησαν μέχρι το Γκάζι. Η πιτσιρικαρία είχε ξεχυθεί στους δρόμους.

Αδιάφορη για το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης. Δεν είχε σημασία

για αυτούς, τίποτα δεν είχε σημασία. Αυτό που μετρούσε ήταν το σήμερα, ένα

κουτί μπύρα, ίσως ένα βαρύ τσιγάρο, δυο φίλοι και μια κοπέλα για να

περάσουν το χέρι τους στον ώμο της. Μπορεί τελικά αυτό να ήταν το νόημα

της ζωής, μπορεί να ήταν η άκρη του νήματος, η άκρη του κουβαριού που αν

το ξετύλιγες μέχρι τέλους θα μπορούσες να βρεις αυτό που πραγματικά

ήθελες, αυτό που πραγματικά ήσουν.

Κάθισαν στο πρώτο μπαρ που βρήκαν. Ήταν έτοιμοι να παραγγείλουν.

Έτοιμοι να γευτούν το πότο της πρώτης τους νίκης. Η γκαρσόνα ήρθε για την

παραγγελία. Δεν είχαν προλάβει να πουν την πρώτη λέξη όταν χτύπησε το

κινητό τους τηλέφωνο. Την ίδια ακριβώς στιγμή. Κοίταξαν πρώτα την οθόνη.

Είδαν τους αριθμούς. Κοιτάχθηκαν. Έδειξαν ο ένας στον άλλον τις οθόνες

των κινητών τους. Στην μια οθόνη έλεγε «Αρχηγός» και στην άλλη «Γενικός».

Πάτησαν το πράσινο κουμπί των κινητών συσκευών τους ταυτόχρονα. Με

ανοικτή ακρόαση. Δεν είπαν τίποτα. Απλά περίμεναν. Την πρώτη κίνηση των

«πρώην» τους.

«”Βλαδίμηρε” σε διέγραψα από το κόμμα».

«”Πάτροκλε” έχω δώσει εντολή όπου σε πετύχουν να σε μαυρίσουν στο

ξύλο».

«Τι μουσική είναι αυτή που ακούγεται;»

«Που είσαι προδότη του έθνους;»

Πίεσαν ταυτόχρονα το πλήκτρο και δυνάμωσαν την ένταση των

μικροφώνων.

«Ποιος είναι αυτός που ακούγεται;»

«Εσύ ποιος είσαι;»

174 Άγγελος Χαριάτης

«Είμαι ο γενικός γραμματέας του Αριστερού Ριζοσπαστικού

Κινήματος».

«Είμαι ο αρχηγός του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου».

«Και πως βρέθηκες στη γραμμή;»

«Εσύ πως βρέθηκες;»

«Καληνύχτα σας» είπε ο Νεόφυτος.

«Και το νου σου αύριο “γιε του Δία” τι θα αποφασίσετε» είπε ο

Μιχάλης.

Δεν πρόλαβαν να πουν άλλη κουβέντα. Η σύνδεση είχε διακοπεί. Τώρα

γνώριζαν ότι οι δύο τους ήταν μία ομάδα. Έτοιμοι να εμποδίσουν με όλες

τους τις δυνάμεις την ανίερη συμμαχία. Φυσικά και οι δυο νέοι φίλοι δεν

είχαν ιδέα για τα σχέδια που είχαν υφάνει οι δύο αρχηγοί, για το καλό της

χώρας, στην ουσία για το δικό τους καλό.

Οι μπύρες παραγγέλθηκαν. Οι μπύρες ήρθαν στον πάγκο. Τσούγκρισαν

δυνατά τα ποτήρια τους. Το δεύτερο βήμα του σχεδίου είχε μπει σε εφαρμογή.

Με την κατά λάθος βοήθεια των πρώην αρχηγών τους. Είχαν μάθει ότι είχαν

γκρεμίσει τα τείχη των ιδεολογικών τους διαφορών.

Ήπιαν χωρίς να βιάζονται την μπύρα τους. Έφαγαν τα ποπ-κορν τους.

Παράγγειλαν ακόμη ένα γύρο. Η μουσική έπαιζε δυνατά. Μερικοί χόρευαν στο

ρυθμό της μουσικής. Άλλοι καθισμένοι στα τραπέζια τους προετοιμάζονταν με

τα κορίτσια τους για τη συνέχιση της βραδιάς σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο.

Άλλοι απλά κοιτούσαν αμήχανα τα κάδρα στους τοίχους μην έχοντας να

περιμένουν τίποτα από τη νύχτα.

Ο Μιχάλης και ο Νεόφυτος έπιναν χωρίς να μιλάνε. Χιλιόμετρα μακριά

ο «γιος του Δία» και ο γενικός γραμματέας κανόνιζαν να βρεθούνε για να τα

πούνε από κοντά. Η γυναίκα του γενικού γραμματέα είχε δώσει τη συναίνεσή

της. Είχε ορίσει τον τόπο συνάντησής τους. Είχε προγραμματίσει τη διάρκειά

της. Ένας τέλειος αρχηγός του επιτελείου της προεκλογικής εκστρατείας. Μία

ακούραστη μηχανή που θα σταματούσε μόνο αν κατακτούσε με τον τρόπο της

όλο τον κόσμο.

Την ώρα που οι συναγωνιστές παράγγελναν την τρίτη τους μπύρα οι

εκπρόσωποι των δύο πρώτων σε ποσοστά ψήφων κομμάτων

συναντιόντουσαν στο λόφο του Στρέφη. Στο δεύτερο παγκάκι του λόφου.

Δίπλα τους «σουταρισμένες» σύριγγες, στραβωμένα κουτάλια με τα μαύρα

υπολείμματα στην άκρη τους, κομμένα κάθετα κουτάκια αναψυκτικών,

τσιβάνες σαλιωμένες, δυο- τρία προφυλακτικά που είχαν χρησιμοποιηθεί. Το

Μαύρο Κόκκινο 175

τέλειο μέρος για μυστικές συναντήσεις. Σημαντικές αποφάσεις μέσα στο

περιβάλλον της αποχαύνωσης.

Καθιστοί συνομίλησαν. Οι προστάτες των κεφαλών, δίπλα τους έτοιμοι

να επέμβουν, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε εξωτερικό κίνδυνο.

«Λοιπόν δεν πρέπει να ξεφύγουμε από αυτά που έχουμε συμφωνήσει»

είπε ο γενικός γραμματέας. Πήρε το κινητό του τηλέφωνο στα χέρια. Έβγαλε

το καπάκι και ύστερα αποσύνδεσε την μπαταρία. «Για το φόβο των Ιουδαίων»

συνέχισε.

Ο «γιος του Δία» τον μιμήθηκε. «Ναι αλλά…»

«Αλλά τι;» ρώτησε ο γενικός γραμματέας. Η γυναίκα του, του είχε πει

να μην παρεκκλίνει ούτε ένα πόντο από αυτά που είχαν συμφωνηθεί. Αν

βέβαια ήθελε να έχει συνέχεια το πολιτικό του αστέρι, αν ήθελε να μην

υποθηκεύσει το πολιτικό του μέλλον, αν ήθελε να συνεχίσει να είναι σύζυγός

του, σύμβουλός του, στήριγμά του, φίλη του, εραστής, αδελφή και μητέρα

ταυτόχρονα.

«Δεν ξέρω για τον δικό σου, αλλά ο δικός μου είναι επικίνδυνος. Τον

είχα δεξί μου χέρι, έκανε όλες τις βρώμικες δουλειές, ξέρει τα μέσα και τα έξω

του κόμματος. Άσε που μπορεί να έχει αποδείξεις στα χέρια του. Μπορεί να

μας κάψει» είπε ο «γιος του Δία».

«Και ο δικός μου ξέρει πολλά…» είπε σκεφτικός ο γενικός γραμματέας.

Η γυναίκα του δεν του είχε πει επακριβώς πως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει

το κεφάλαιο «Βλαδίμηρος».

«Ίσως αν…»

«Αν;»

«Με κάποιο τρόπο τους βγάζαμε από τη μέση» έκανε μετά από μερικά

δευτερόλεπτα σιωπής.

«Εννοείς να..» είπε ο γενικός γραμματέας και τρόμαξε μόνο στη σκέψη.

Πως θα μπορούσε έτσι απλά να τους βγάλει από τη μέση. Σκέφτηκε για λίγο το

Στάλιν και τις μεθόδους του. Ίσως τελικά να μην ήταν κακή ιδέα. Και ο

Στάλιν για να εδραιώσει την κυριαρχία του είχε χρησιμοποιήσει αθέμιτα μέσα.

Και στο τέλος δικαιώθηκε. Η ιστορία πλάθεται από τους νικητές. Τι και αν

χρόνια μετά αποκαλύφθηκαν τα βρώμικα κόλπα του; Η δουλειά είχε γίνει.

Ίσως να μην ήταν τόσο προσεκτικός στο σβήσιμο των ιχνών. Ο γενικός

γραμματέας θα ήταν περισσότερο προσεκτικός. Γιατί γνώριζε από τα πριν,

γιατί η ιστορία ήταν ο ασφαλής οδηγός του μέλλοντος.

«Δεν θα είναι δύσκολο, μια σύναψη συμβολαίου με ένα εχέμυθο

πρόσωπο. Το οικονομικό είναι, νομίζω, το τελευταίο που θα πρέπει να μας

176 Άγγελος Χαριάτης

απασχολήσει» είπε ο «γιος του Δία» και χαμογέλασε. Δεν είχε φτάσει ποτέ

μέχρι εκείνο το όριο, αλλά δεν υπήρχε και τίποτα που θα τον ανάγκαζε να μην

το ξεπεράσει. Για την εξουσία ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα. Ακόμη

και να πουλήσει τη ψυχή του στο διάολο, ακόμη και αν χρειαζόταν να

καίγεται αιώνια στην κόλαση.

«Θα πρέπει να το σκεφτώ» είπε ο γενικός γραμματέας. Το πρώτο που θα

έκανε μόλις επέστρεφε σπίτι, θα ήταν να ρωτήσει τη γυναίκα του.

«Να με ειδοποιήσεις μέχρι αύριο» είπε ο «γιος του Δία».

«Πως;»

«Απλά στείλε μήνυμα και γράψε “ναι” και εγώ θα καταλάβω και θα

βάλω μπροστά» είπε ο «γιος του Δία» και χαμογέλασε για άλλη μια φορά.

Είμαι χειρότερος στην πονηρία και από τον Πιτθέα, σκέφτηκε ο «γιος του

Δία». Αλλά δεν θα την πατήσω σαν κι αυτόν.

«Εντάξει» είπε ο γενικός γραμματέας.

«Θα κερδίσουμε τον απαραίτητο χρόνο» είπε ο «γιος του Δία»

βλέποντας το γενικό γραμματέα σκεφτικό.

«Δηλαδή;»

«Έχουμε τρεις μέρες στη διάθεσή μας μέχρι να σχηματίσουμε

κυβέρνηση. Τόσες μέρες έχει ισχύ η διερευνητική εντολή που θα μας δώσει ο

πρόεδρος της δημοκρατίας» είπε ο «γιος του Δία».

«Και αν δεν φτάσουν; Αν δεν είναι αρκετές;»

«Μα καλά δεν ξέρεις ότι μετά θα έχεις εσύ άλλες τρεις μέρες;»

«Ναι, αλλά…»

«Ναι θα αναλάβεις εσύ να σχηματίσεις κυβέρνηση. Με μένα

πρωθυπουργό. Είναι γνωστά αυτά. Μην ανησυχείς, θα τα ξετρυπώσουμε και

θα τα καθαρίσουμε τα καθάρματα μέσα σε τρεις μέρες. Και στο φεγγάρι να

κρυφτούν, υπάρχουν πολλοί που για διακόσια χιλιάρικα θα πήγαιναν και

μέχρι τον Άρη για να τους βρουν».

«Εντάξει. Θα σε ενημερώσω μέχρι αύριο. Λίγο πριν τη συνάντησή σου

με τον πρόεδρο. Με την πρώτη ευκαιρία θα πρέπει να απαλλαγούμε και από

αυτόν τον γέρο».

«Πρώτα καθαρίζουμε τα σκατά και μετά πετάμε τα καθίκια» είπε ο

«γιος του Δία» και γέλασε. Μόνο αυτός. Ο γενικός γραμματέας δεν μπορούσε

να καταλάβει τέτοια αστεία. Δεν είχε βρει πότε στη σκοτεινή πλευρά του

πεζοδρομίου. Δεν είχε βρεθεί ποτέ με το περιθώριο της παρακμής, δεν είχε

ποτέ νταραβέρια με τον κόσμο της νύχτας. Είναι φλώρος και αυτό με βοηθάει,

σκέφτηκε ο «γιος του Δία». Θα μπορέσω να μείνω στην εξουσία για πάντα. Και ας

Μαύρο Κόκκινο 177

έχω υποσχεθεί ότι η επόμενη τετραετία είναι δική του. Θα περιμένει πολλές

τετραετίες μέχρι να τα καταφέρει.

«Εντάξει μέχρι αύριο λοιπόν» είπε ο γενικός γραμματέας και σκέφτηκε

τη γυναίκα του. Τη γυναίκα του που θα τον περίμενε στο κρεβάτι τους, γυμνή

όπως του είχε υποσχεθεί πριν φύγει, έτοιμη να «έρθει» με σπασμούς για

αυτόν, έτοιμη να ρουφήξει με το στόμα της τους χυμούς του, έτοιμη να τον

οδηγήσει στο σαρκικό παράδεισο.

Απομακρύνθηκαν με τη συνοδεία τους. Μπροστά τα γομάρια και οι

σύντροφοι, στη μέση οι αρχηγοί τους, και πίσω τους και άλλα γομάρια και

άλλοι σύντροφοι. Η νύχτα ήταν ζεστή και υγρή, η νύχτα ήταν έτοιμη να

αφεθεί στις αγκαλιές του νοτιά που έκανε ακόμη πιο δύσκολη την ανάσα, που

έκανε ακόμη πιο δύσκολο το περπάτημα, που έκανε ακόμη πιο δύσκολο τον

ύπνο, που σκότωνε τα όνειρα των πολιτών για ένα καλύτερο αύριο.

Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, παρέες νεαρών έπιναν το ούζο τους στον

«Τηνιακό» μιλώντας για την τρέλα του Βαν Γκονγκ, μιλώντας για την τρέλα

της εποχής, έτρωγαν τους μεζέδες και θυμόντουσαν τα γραπτά του Κάρβερ,

του Κέρουακ, του Μπάροουζ και του Μπουκόβσκι. Καμία παρέα δεν μίλαγε για

την πολιτική. Η πολιτική τούς είχε τελειώσει όταν παρέδωσαν τα κλειδιά των

γραφείων του «Ρήγα» όταν το 1-1-4 είχε αφήσει την τελευταία του πνοή,

όταν η αλλαγή είχε έρθει στην Ελλάδα μαζί με ζιβάγκο, τσιμπούκια, μούσια

και μεγάλα φαγοπότια. Είχε μείνει μόνο η απογοήτευση, είχε μείνει σ’ όσους

τους ενδιέφερε, η τέχνη και για όλους δεν υπήρχε τίποτα πιο χειροπιαστό

τίποτα πιο γοητευτικό από το εφήμερο, από το σήμερα για το σήμερα, το

σήμερα έχοντας γραμμένο στα παλιά τους τα παπούτσια το αύριο και ακόμη

περισσότερο το χθες.

178 Άγγελος Χαριάτης

7. 7. 7. 7. «Με μεγάλη τιμή λαμβάνω τη διερευνητική εντολή από τα χέρια σας

κύριε πρόεδρε και θα κάνω ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό για το σχηματισμό

κυβέρνησης, για το καλό αυτού του τόπου».

«Είμαι πεπεισμένος ότι θα κάνετε ότι περνάει από το χέρι σας» είπε ο

πρόεδρος της δημοκρατίας. Τα φωτογραφικά φλας φώτιζαν το χώρο. Ο

πρόεδρος και ο «γιος του Δία» στάθηκαν ακίνητοι μερικά δευτερόλεπτα

σφίγγοντας τα χέρια. Η στιγμή έπρεπε να απαθανατιστεί. Ο ελληνικός λαός

είχε το δικαίωμα να γνωρίζει. Ο ελληνικός λαός είχε το δικαίωμα να θαυμάσει

τους δύο ηγέτες στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Είχε δικαίωμα να τυλίξει

μερικές μέρες μετά, τα ψαροκόκαλα από το κλασικό ψάρι του οικογενειακού

τραπεζιού του Σαββάτου σ’ αυτά, είχε δικαίωμα να στείλει τις εφημερίδες για

ανακύκλωση, είχε δικαίωμα να τις κάνει πολτό ή οι πιο σκληροπυρηνικοί να

τις κάνουν χαρτί τουαλέτας κομμένα σε ίδια τετράγωνα.

Η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Ο πρόεδρος τώρα μπορούσε να αναπαυτεί.

Να βάλει τις μασέλες του στο γυάλινο ποτήρι, να φορέσει παντόφλες,

πιτζάμες και να προετοιμαστεί για να παρακολουθήσει το βραδινό φιλικό

προετοιμασίας της αγαπημένης του ομάδας.

Οι εκπρόσωποι του τύπου ετοίμαζαν τα άρθρα που θα φιλοξενούνταν

στα αυριανά φύλλα των εφημερίδων. Ο Μιχάλης και ο Νεόφυτος ήταν έτοιμοι

για δράση. Για την ολοκλήρωση του δεύτερου μέρους του σχεδίου.

Πήραν τηλέφωνο τους αρχισυντάκτες των δύο μεγαλύτερων

εφημερίδων σε κυκλοφορία. Χωρίς να πουν τα ονόματά τους. Δεν ήταν

απαραίτητο. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός. Αυτό που είχε σημασία ήταν οι

αποκαλύψεις. Τα στοιχεία που θα ξεσκέπαζαν την ανίερη συμμαχία. Αλλά δεν

θα έδιναν τίποτα, μέχρι να δουν αν οι πρώην αρχηγοί τους θα έκαναν τη

βουτιά του θανάτου. Διατηρούσαν την ελπίδα ότι στο τέλος θα

συμμορφώνονταν. Ότι θα υποχωρούσαν. Ότι θα προσπαθούσαν να

εφαρμόσουν τις ιδέες τους. Χωρίς κόλπα. Ναι, τώρα πια ο Μιχάλης ήταν

έτοιμος να δεχθεί μια κυβέρνηση της αριστεράς που θα είχε σκοπό την

ευημερία των πολιτών. Ναι, τώρα πια ο Νεόφυτος ήταν αντίστοιχα έτοιμος να

δεχθεί μια κυβέρνηση των πατριωτών. Κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις.

Αυτό που δεν θα γινόταν δεκτό ήταν το έκτρωμα της συγκυβέρνησης με

μοναδικό σκοπό το ίδιο όφελος των αρχηγών.

Μαύρο Κόκκινο 179

Αποφάσισαν να δώσουν μια τελευταία ευκαιρία. Ο Νεόφυτος κάλεσε

τον πρώην αρχηγό του. Ο γενικός γραμματέας δεν είπε πολλά πράγματα. Για

την ακρίβεια δεν είπε τίποτα. Ήθελε να σκεφτεί, δηλαδή να το συζητήσει με

τη γυναίκα του. Ο Μιχάλης κάλεσε και αυτός με τη σειρά του το «γιο του Δία».

Επιφυλάχθηκε να απαντήσει. Απλώς ήθελε να κερδίσει χρόνο.

Ο γενικός γραμματέας συμβουλεύτηκε τη γυναίκα του. Του εξήγησε τα

πράγματα. Τα πράγματα που για εκείνη ήταν απλά. Έπρεπε να τον βγάλει από

τη μέση. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον προδώσει ο «γιος του Δία». Έβραζαν

στο ίδιο καζάνι. Ήταν και οι δύο κοράκια. Δεν μπορούσαν να βγάλουν ο ένας

το μάτι του άλλου. Ο «γιος του Δία» δεν χρειαζόταν να συμβουλευτεί κανένα.

Μόνο τον πατέρα του. Αλλά ήταν πολύ απασχολημένος με τις φιλονικίες και

τις έριδες των Ολύμπιων Θεών, για να δώσει στο γιο του την πολύτιμη

συμβουλή του. Άλλωστε του είχε εμπιστοσύνη. Μπορούσε να τα καταφέρει

και μόνος του.

Ο κύβος λοιπόν είχε ριφθεί. Οι δύο συναγωνιστές ετοίμαζαν τα

έγγραφα προς αποστολή. Μετά την ανακοίνωση της συγκυβέρνησης, θα

έριχναν με τις αποκαλύψεις τη συμμαχία. Δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν, μα

το σπουδαιότερο ήταν ότι δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Ότι έπρεπε να χαθεί

είχε χαθεί με την προδοσία.

Ο «γιος του Δία» πήρε τηλέφωνο το γενικό γραμματέα. χωρίς να

περιμένει το μήνυμά του. Του είπε ότι έπρεπε να βάλουν μπροστά το σχέδιο

«Προμηθέας». Το σχέδιο «Προμηθέας» που δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το

σχέδιο εξόντωσης των δύο αντιρρησιών. Ο γενικός γραμματέας του είπε ότι

είχαν χρόνο. Χρόνο μίας ημέρας για να ξεκινήσουν από τα βασικά. Τα βασικά

που δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το ανακαλύψουν εκ νέου το Μιχάλη και

το Νεόφυτο. Να ανακαλύψουν ποιοι πραγματικά ήταν. Ποια ήταν η

πραγματική τους ταυτότητα. Και μετά αναλόγως να έπρατταν. Το σκέφτηκε

αυτό ο «γιος του Δία» και συμφώνησε. Θα έπρεπε πρώτα να βρουν. Δεν θα

ήταν δύσκολο. Λίγο πριν τη συγκυβέρνηση οι μυστικές υπηρεσίες του κράτους

ήταν στη διάθεσή τους. Εκείνες γνώριζαν ότι η συγκυβέρνηση ήταν γεγονός,

γνώριζαν πώς να καλύψουν μια ενδεχόμενη «εξαφάνιση» δύο πολιτών της

χώρας, ενός εκλεγμένου βουλευτή επικρατείας και ενός υποψήφιου

βουλευτή.

Ο μελλοντικός πρωθυπουργός έκανε αυτό που έπρεπε. Πήρε τα

κατάλληλα τηλέφωνα, διάλεξε τους κατάλληλους ανθρώπους, έδωσε τα

χρονοδιαγράμματα, περίμενε τα αποτελέσματα των ερευνών. Φυσικά και είχε

βάλει τους δικούς του σε μια διαρκή περιπολία. Φυσικά και είχε δώσει τη

180 Άγγελος Χαριάτης

φωτογραφία του «Βλαδίμηρου»» στα λαγωνικά του κόμματός του, σε

περίπτωση που κατάφερναν να τον ξετρυπώσουν. «Συν Αθηνά και χείρα

κίνει» ήταν το μότο του για εκείνες τις δύσκολες στιγμές.

Το ραντεβού με την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών

πραγματοποιήθηκε μέσα στην ίδια μέρα. Λίγες ώρες μετά το πρώτο

τηλεφώνημα. Τα αποτελέσματα ήρθαν. Πιο εύκολα από ότι μπορούσαν να

φανταστούν. Μπορούσαν να βασιστούν πάνω τους σε κάθε δύσκολη στιγμή.

Σε μια δύσκολη στιγμή σαν και εκείνη. Οι μυστικές υπηρεσίες ήταν εκεί για να

βοηθούν κάθε φορά την κυβέρνηση της χώρας ή την μελλοντική δεδομένη

κυβέρνηση της χώρα. Και θα μπορούσαν να εφαρμόσουν για λογαριασμό τους

ένα είδος «κρυπτείας».

***

Τα αποτελέσματα των ερευνών ήταν λαμπρά. Αλλά δύσκολος ο δρόμος

που έπρεπε να ακολουθήσουν οι δύο αρχηγοί. Ο πρώην σύντροφος δεν

μπορούσε να πειραχτεί. Για την ακρίβεια δεν θα μπορούσαν να αγγίξουν ούτε

μια τρίχα από το κεφάλι του. Γιος ενός από τους μεγαλύτερους εφοπλιστές της

χώρας. Δεν μπορούσε απλά να εξαφανιστεί. Για τον άλλον, δεν υπήρχε

πρόβλημα. Αρκούσε ένα νεύμα, ένα απλό κούνημα του κεφαλιού του «γιου

του Δία» και θα βρισκόταν τα επόμενα λεπτά τσιμεντωμένος και βυθισμένος

στην Ακτή Τσελέπη. Αλλά το θέμα ήταν πως θα αντιδρούσε ο άλλος. Αρκούσε

μια απλή παρατήρηση του πατέρα του; Και όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχή; Θα τα

παρατούσε όλα και θα κατάφερναν έπειτα να εξαφανίσουν τον άλλον με την

ησυχία τους; Ή θα αντιδρούσε και θα έπρεπε να σκεφτούν ένα άλλο σχέδιο

«νουθεσίας»;

Ο γενικός γραμματέας, μόλις έμαθε τα αποτελέσματα, ζήτησε και πήρε

το χρόνο του. Σε λίγα λεπτά θα ήταν σε θέση να του απαντήσει. Μόλις δηλαδή

έπαιρνε την απάντηση από τη γυναίκα του.

Η απάντηση ήρθε. Απλή και σύντομη. Επικοινωνία με τον εφοπλιστή.

Σύντομη περιγραφή του προβλήματος που αφορούσε το μοναχοπαίδι του και

συνδρομή του στην επίλυση του θέματος.

Ο «γιος του Δία» πήρε τηλέφωνο από το κινητό του. «Υψίστης

σημασίας, που δεν χωρά ούτε λεπτό αναβολής» είπε στον εφοπλιστή. «Τι το

σημαντικό μπορεί να είναι;» ρώτησε εκνευρισμένος ο εφοπλιστής. «Τη ζωή

του γιου σας» είπε ο «γιος του Δία». «Ελάτε τώρα!» είπε με δυνατή φωνή ο

εφοπλιστής και ο «γιος του Δία» ήδη βρισκόταν έξω από την καγκελόπορτα

της μονοκατοικίας του στη Φιλοθέη.

Μαύρο Κόκκινο 181

Χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Η γκρι σιδερένια πόρτα άνοιξε. Η

λιμουζίνα του «γιου του Δία» μπήκε στον προαύλιο χώρο. Ο εφοπλιστής

περίμενε. Ασάλευτος στην πόρτα της μονοκατοικίας. Ψύχραιμος όπως πάντα.

«Πέρνα» είπε στον «γιο του Δία» και εκείνος υποκλίθηκε σχεδόν

δουλικά.

«Ο υιός σας…» είπε πριν προλάβει καλά-καλά να περάσει και τα δύο του

πόδια μέσα στον κύριο χώρο.

«Στο σαλόνι» είπε ο εφοπλιστής και του έδειξε με το δάκτυλο.

«Μάλιστα» είπε στον ίδιο δουλοπρεπή τόνο.

«Καθίστε κύριε πρόεδρε» είπε ο εφοπλιστής κάπως ειρωνικά και ο

«γιος του Δία» πήγε να χαμογελάσει. Τον «έκοψε» όμως το παγερό και

παγωμένο βλέμμα του άρχοντα της ποντοπόρου ναυτιλίας. Η κατάσταση δεν

προσφερόταν για κολακείες και κανακέματα του εγωισμού του.

«Τώρα ακούω» είπε ο εφοπλιστής μόλις κάθισε και εκείνος στη

συνηθισμένη του θέση. Δεν μπήκε καν στον κόπο να του προσφέρει ένα ποτό.

Η ευγένεια τού είχε τελειώσει την ώρα που έκλεισαν το τηλέφωνο.

«Ο υιός έχει εμπλακεί εις τα κομματικά του Αριστερού Ριζοσπαστικού

Κινήματος» είπε ο «γιος του Δία». Τον κοίταξε προσπαθώντας να καταλάβει

ποιες σκέψεις κρύβονταν πίσω από το γυάλινο βλέμμα του συνομιλητή του.

«Αυτό το γνωρίζω» είπε ο εφοπλιστής.

«Μάλιστα…» ψέλλισε με αρκετή δόση αμηχανίας.

«Δεν είναι κακό τα παιδιά να ασχολούνται με την πολιτική» είπε ο

«γιος του Δία» για να ζεστάνει το κλίμα αφήνοντας κατά μέρος την

καθαρεύουσα. Είχε απέναντί του μια πολική αρκούδα. Έτοιμη να τον

κατασπαράξει με τα κοφτερά δόντια της.

«Όπως το πάρει κανείς» είπε ο εφοπλιστής.

»Στο δια ταύτα. Σύντομα και περιεκτικά παρακαλώ. Ο χρόνος είναι

χρήμα σε κάθε περίπτωση».

«Το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να είναι αντίθετος στην συγκυβέρνηση»

είπε ο «γιος του Δία».

«Είναι πρόβλημα αυτό;» ρώτησε ο εφοπλιστής για να συνεχίσει χωρίς

να περιμένει απάντηση: «Ποιος δεν θα ήταν αν υποκινείτο από αγνό

ιδεαλισμό;»

«Το θέμα είναι ότι απειλεί να διαρρεύσει στον τύπο ενδείξεις, πολύ

φοβούμαι ανυπόστατες, οι οποίες θα αποσταθεροποιούσαν την κατάσταση.

Και αυτό δεν είναι προς το συμφέρον κανενός» είπε μουδιασμένα ο «γιος του

Δία».

182 Άγγελος Χαριάτης

«Ναι αυτό είναι μια αλήθεια. Και ποιες είναι οι κινήσεις που θα κάνετε

έτσι ώστε να απειληθεί η ζωή του γιου μου;» ρώτησε ο εφοπλιστής με το ίδιο

ψυχρό βλέμμα. Μέσα του όμως ήταν καζάνι που έβραζε. Αν ήταν δυνατόν

ένας μισότρελος που τον είχε στηρίξει και αυτόν και τον άλλον, το παιδί του

Μάη του ’68, να κάνουν κακό στο παιδί του. Αν γινόταν κάτι τέτοιο την

επόμενη στιγμή θα σταματούσαν να αναπνέουν. Θα είχε φροντίσει να τους

στείλει συστημένη μία σφαίρα στο μέτωπο τους.

«Δεν θα κάνουμε καμία τέτοια κίνηση» είπε ο «γιος του Δία» που είχε

αρχίσει να παίρνει τα πάνω του. Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα του δεξιού

χεριού τη γενειάδα του.

«Αλλά θα πρέπει με κάποιο τρόπο να υπάρξει απεμπλοκή από όλο

αυτό» είπε ο εφοπλιστής. «Χωρίς να πειράξετε ούτε την πιτυρίδα του».

«Ναι απλώς δεν γνωρίζουμε με ποιο τρόπο θα θέλατε να ενεργήσουμε

έτσι ώστε να είστε σύμφωνος».

«Θα τον παρακολουθήσετε και την κατάλληλη στιγμή θα τον

απαγάγετε και θα τον φέρετε σε μένα». Παύση. «Να υποθέσω ότι γνωρίζετε

πότε θα μπορεί να είναι κατάλληλη η στιγμή».

«Εντάξει. Υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα…» είπε ο «γιος του Δία».

«Με αφορά;»

«Δεν ξέρω. Υπάρχει και άλλος εμπλεκόμενος στην υπόθεση. Και…»

«Και;»

«Είναι μαζί».

«Και;»

«Ο γιος σας έχει δεσμό με την αδελφή του». Ο «γιος του Δία» πήγε να

χαμογελάσει. Πονηρά.

«Χμ, αυτό είναι ένα πρόβλημα». Του έκοψε τη διάθεση για χαμόγελα σε

λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα.

«Την αγαπά;» ρώτησε αδιάφορα ο εφοπλιστής.

«Δεν ξέρω» είπε ο «γιος του Δία» σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους.

«Πόσο καιρό είναι μαζί;» ρώτησε πάλι για να μπορέσει να διαγνώσει τη

σοβαρότητα του δεσμού του γιου του.

«Μάλλον λίγο» είπε ο «γιος του Δία» χωρίς να το πολυσκεφτεί. Η

εθνική υπηρεσία πληροφοριών δεν του είχε αναφέρει χρονική διάρκεια. Ίσως

να μην το είχε θεωρήσει σημαντικό. Ίσως να μην ήταν σημαντικό.

«Αυτό είναι θετικό» είπε ο εφοπλιστής.

«Ναι μάλλον είναι» είπε ο «γιος του Δία».

Μαύρο Κόκκινο 183

«Τακτοποιήστε την υπόθεση όσο πιο ανώδυνα γίνεται» είπε ο

εφοπλιστής.

«Μάλιστα» είπε με ένα ύφος αμφιβολίας ο «γιος του Δία».

«Αν θέλετε να έχετε τη στήριξή μου και όχι την οργή μου».

«Ναι, βέβαια» έκανε τώρα ο «γιος του Δία». Η αμφιβολία στο βλέμμα

του είχε εξαφανιστεί.

Η συνάντηση είχε λήξει. Το πρόβλημα είχε τεθεί. Οι λύσεις επίσης. Δεν

έμενε τίποτα άλλο που έπρεπε να συζητηθεί. Ο «γιος του Δία» σηκώθηκε από

τη θέση του. Ο εφοπλιστής έμεινε ακίνητος. Δεν χρειαζόταν να τον

συνοδεύσει μέχρι την έξοδο. Μπορούσε να καταφέρει και μόνος του.

Ο «γιος του Δία» μπήκε στο αυτοκίνητο. Με ένα μάγκωμα στη καρδιά.

Έπρεπε να ενεργήσει. Άμεσα. Αμέσως. Πήρε τη συσκευή του κινητού του

τηλεφώνου. Σχημάτισε ένα τριψήφιο νούμερο.

«Είμαστε σε ασφαλή σύνδεση;» ρώτησε το συνομιλητή του.

«Μάλιστα κύριε» είπε η φωνή που δεν χρειαζόταν να συστηθεί. Ήταν η

φωνή χωρίς πρόσωπό. Ήταν η φωνή της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών.

«Το ραντεβού με τους δημοσιογράφους δεν πρέπει να

πραγματοποιηθεί. Αναμείνατε οδηγίες μου» είπε ο «γιος του Δία».

«Μάλιστα κύριε, θα φροντίσω να ενημερώσω αμέσως».

184 Άγγελος Χαριάτης

8.8.8.8. Η επόμενη μέρα βρήκε το «γιο του Δία» και το γενικό γραμματέα στο

προεδρικό μέγαρο. Τους βρήκε σχεδόν αγκαλιασμένους. Μπροστά στις

κάμερες. Με χαμόγελα μέχρι τα αυτιά. Ο πρόεδρος τους είχε υποδεχθεί στο

σαλόνι υποδοχής. Είχαν καθίσει ο ένας δίπλα στον άλλο λες και κάθονταν σε

κερκίδα ποδοσφαιρικού γηπέδου έτοιμοι να παρακολουθήσουν το ντέρμπι.

Ο αόρατος διαιτητής έβαλε τη σφυρίχτρα στο στόμα. Η έναρξη του

μεγάλου αγώνα. Πρώτος πήρε την μπάλα ο «γιος του Δία».

«Κύριε πρόεδρε…» είπε με όση σοβαρότητα μπορούσε να διαθέσει για τη

στιγμή.

«Σας ακούω κύριε πρόεδρε» είπε ο πρόεδρος της δημοκρατίας.

«Ο σχηματισμός κυβέρνησης είναι γεγονός» είπε ο «γιος του Δία».

«Χαίρομαι ιδιαίτερα που η χώρα δεν οδηγείται σε επικίνδυνα

μονοπάτια» είπε ο πρόεδρος της δημοκρατίας.

«Το Αριστερό Ριζοσπαστικό Κίνημα και το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο

θα εργαστούν από κοινού για την πρόοδο και την ευημερία της χώρας» είπε ο

γενικός γραμματέας παίρνοντας αυθαίρετα το λόγο από το «γιο του Δία». Ο

«γιος του Δία» τον κοίταξε άγρια. Αλλά δεν είχε σημασία. Αυτό που μετρούσε

ήταν το γεγονός ότι θα ήταν πρωθυπουργός για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Και για ακόμη σαράντα τέσσερα αν τα κατάφερνε αρκετά καλά. Με τον ένα ή

τον άλλον τρόπο.

«Σας ευχαριστώ για τη σοφή σας απόφαση να παραμερίσετε τις

ιδεολογικές σας διαφορές προς όφελος αυτού του τόπου, προς όφελος των

πολιτών».

Τα φλας άστραψαν. Η παράσταση πήγαινε προς το τέλος της. Το τυπικό

μέρος θα ολοκληρωνόταν την επόμενη μέρα. Με την ορκωμοσία της νέας

κυβέρνησης. Οι δύο αρχηγοί είχαν συμφωνήσει στο μοίρασμα της πίτας. Είχαν

συμφωνήσει για τους υπουργούς, τους υφυπουργούς, τους γενικούς

γραμματείς, τα μυστικά κονδύλια, τις μυστικές προμήθειες. Η μόνη τους

εκκρεμότητα ήταν ο Μιχάλης-«Πάτροκλος» και ο Νεόφυτος-«Βλαδίμηρος».

Αλλά και αυτή η εκκρεμότητα θα την τακτοποιούσαν. Αν ήταν δυνατόν δύο

ρεμάλια που ξαφνικά ξύπνησε μέσα τους η κοιμώμενη επανάσταση να τους

χάλαγε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους.

Μαύρο Κόκκινο 185

Την ίδια ώρα ο Νεόφυτος ξεκινούσε για το ραντεβού του με τον

αρχισυντάκτη του «Χαράματος», της εφημερίδας που σκοπό είχε την

αφύπνιση των λαϊκών μαζών, την προετοιμασία της σοσιαλιστικής

επανάστασης και την τελική επικράτηση του αγνού σοσιαλιστικού ιδεώδους.

Δεν είχε μαζί του τις αποδείξεις, αλλά ήξερε που βρίσκονταν. Και αν ο γενικός

γραμματέας τις είχε κρύψει αλλού τα δημοσιογραφικά λαγωνικά του

«Χαράματος» θα τις ανακάλυπταν. Και αν πάλι όχι, ο «Βλαδίμηρος» μπορούσε

να καταθέσει για τη φύση των αποστολών σε ακροαματική διαδικασία.

Ο Μιχάλης θα περίμενε στο υπόγειο, μαζί με τους προστατευόμενους

του. Θα περίμενε τη συνάντηση- «καλώς έχειν» του Νεόφυτου. Ύστερα θα

ξεκίναγε για τη δική του συνάντηση.

Στο δρόμο επικρατούσε μια παράξενη ησυχία. Λες και δεν ήταν Τρίτη

σημερινή μέρα, μια συνηθισμένη ζεστή Τρίτη του Ιουνίου, αλλά μια Δευτέρα

αργίας. Τα αυτοκίνητα στους δρόμους λίγα. Οι διαβάτες λιγοστοί και αυτοί.

Κάτι στον αέρα μύριζε μπαρούτι. Ίσως η μεθεπόμενη μέρα των εκλογών δεν

ήταν όπως την είχαν φανταστεί οι πολίτες αυτής της χώρας. Ίσως να ήταν

απογοητευμένοι από την ανίερη σύμπραξη των δύο άκρων. Ίσως απλώς να

ήταν η ιδέα του. Ίσως να ένιωθε ότι κινείτο σε ένα άλλον κόσμο, σε ένα δικό

του κόσμο, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν. Σε ένα κόσμο που ήταν μόνο αυτός και

μερικοί διαλεκτοί του.

Το τηλέφωνό του χτύπησε. Ήταν η Μαριάννα. Είχαν να μιλήσουν από

τη μέρα που έφυγαν αυτός και ο αδελφός της από το σπίτι.

«Σας ψάχνουν πρόσεχε» του είπε μόλις εκείνος πάτησε το κουμπί και

έβαλε το ακουστικό στο αυτί του. «Ήρθαν στο σπίτι και ρώταγαν για σας».

«Μην ανησυχείς θα τα καταφέρουμε» είπε ο Νεόφυτος.

«Φοβάμαι πολύ, φοβάμαι πολύ» είπε η Μαριάννα.

«Ό, τι και αν γίνει να ξέρεις ότι σε αγαπώ. Σε αγαπώ με όλη τη δύναμη

της καρδιάς μου» είπε ο Νεόφυτος. Είδε να βαδίζουν δίπλα του δύο κύριοι

ντυμένοι στα μαύρα. Πάει τρελάθηκε ο κόσμος, καλοκαιριάτικα με μαύρα

κοστούμια, πρόλαβε να σκεφτεί ο Νεόφυτος. Γιατί την επόμενη στιγμή οι δύο

κύριοι τον είχαν πιάσει από τις μασχάλες και σηκωτό τον είχαν ρίξει στα

σπλάχνα ενός παλιού Βολκσβάγκεν. Οι μυστικές υπηρεσίες είχαν λειτουργήσει

όπως τις περισσότερες φορές άψογα. Με στυλ, αθόρυβα και αποτελεσματικά.

Ο Νεόφυτος με τη μαύρη κουκούλα στο κεφάλι, να προσπαθεί να

καταλάβει τι γίνεται. Ήταν δύσκολο. Ήταν η πρώτη του φορά που έπεφτε

θύμα απαγωγής. «Που με πάτε;» ρώτησε, μην ελπίζοντας σε κάποια απάντηση.

«Εκεί που πρέπει» είπε μια φωνή. «Που με πάτε;» ρώτησε με πιο δυνατή φωνή

186 Άγγελος Χαριάτης

παίρνοντας κουράγιο από την «πρώτη» επαφή με τους απαγωγείς. «Σκασμός

τώρα» είπε η φωνή και ο Νεόφυτος σώπασε. Τα χέρια του είχαν μουδιάσει έτσι

πισθάγκωνα δεμένος που ήταν. Τα πόδια του επίσης. Συνειδητοποίησε πως

ήταν δεμένος σε καρέκλα. Σε μια κινούμενη καρέκλα. Μην μπορώντας να

κάνει τίποτα. Σε δευτερόλεπτα πέρασε από μπροστά του όλη του η ζωή. Σαν

ταινία σε φαστ φόργουαρντ. Κάπως έτσι θα πρέπει να μοιάζει ο θάνατος,

σκέφτηκε. Κάπως έτσι είναι η αγωνία του θανάτου, σκέφτηκε πάλι. Τώρα

καταλαβαίνω γιατί κανένας δεν θέλει να πεθάνει.

Οι οδηγίες ήταν σαφείς. Δεν θα πείραζαν ούτε μια τρίχα από το κεφάλι

του. Είχαν όμως το ελεύθερο να τον εκφοβίσουν, για να του κόψουν μια για

πάντα το βήχα. Για να τον κάνουν να ξεχάσει τις μπούρδες περί σοσιαλιστικής

επανάστασης.

«Πως νιώθεις που θα σε βασανίσουμε;» ρώτησαν το Νεόφυτο οι

απαγωγείς του.

Ο Νεόφυτος δεν απάντησε. Τι να τους έλεγε; Ότι ένοιωθε σκατά; Αυτό

θα ήταν κάτι παραπάνω από προφανές.

«Θα σου βγάλουμε πρώτα τα νύχια των ποδιών» είπε μια άλλη φωνή.

«Με δυνατή μουσική για να μην ακούγονται τα ουρλιαχτά σου» είπε η πρώτη

φωνή. «Μόλις φτάσουμε θα σου δείξουμε τις τανάλιες μας» είπε η άλλη φωνή

και ανοιγόκλεισε την τανάλια που κρατούσε στα χέρια του δυο-τρεις φορές. Ο

σκληρός μεταλλικός ήχος έκαναν το Νεόφυτο να ανατριχιάσει. Να σηκωθεί

μέχρι και η τελευταία τρίχα του κορμιού του.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Αν ο Νεόφυτος δεν φορούσε την κουκούλα

στο κεφάλι θα έβλεπε ότι ο τόπος του βασανισμού του δεν του ήταν άγνωστος.

Οι πράκτορες της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών τον είχαν οδηγήσει στο

υπόγειο του σπιτιού του.

Κόμποι ιδρώτα κυλούσαν από το μέτωπό του. Μπορούσε να γευτεί την

αλμύρα του. Φοβόταν. Για αυτό που θα ερχόταν. Θα μπορούσε αν του το

ζητούσαν να απαρνηθεί την ιδεολογία του, θα μπορούσε να απαρνηθεί το

Μιχάλη, θα μπορούσε να απαρνηθεί τη Μαριάννα. Ακόμη και τον ίδιο του τον

εαυτό θα μπορούσε να αρνηθεί, να τον ξεχάσει.

Η κουκούλα βγήκε από το κεφάλι του. Σκοτάδι. Προσπάθησε να

προσαρμόσει την όραση του στις νέες συνθήκες. Γύρω του μαύρα πανιά που

κάλυπταν τον χώρο. Οι πράκτορες είχαν δουλέψει πολύ καλά πάνω στο

σκηνικό του τρόμου. Είδε πάλι τα μαύρα κουστούμια, είδε να φοράνε

κουκούλες στρατιωτικού τύπου στα κεφάλια τους και να κρατάνε τα όργανα

βασανισμού στα χέρια τους. Άρχισε να τρέμει. Να χτυπάνε με κρότο τα δόντια

Μαύρο Κόκκινο 187

του, κρατώντας ένα μεσαιωνικό ρυθμό, τον ρυθμό του τρόμου, κάτι από τον

ήχο που έκαναν τα φρύγανα καθώς καίγονταν έτοιμα να κάψουν τον

καταδικασμένο από την ιερά εξέταση μάγο.

Ένας από τους μαυροφορεμένους τον πλησίασε από πίσω. Δεν πρόλαβε

να κοιτάξει τι ακριβώς έκανε. Μπορούσε όμως να περιγράψει με σαφήνεια και

ακρίβεια το συναίσθημα που ένιωσε. Τρόμος, ναι, απόλυτος, καθαρός τρόμος.

Του έβαλε το μαντήλι με το χλωροφόρμιο στη μύτη και τα πάντα

σκοτείνιασαν, τα πάντα έσβησαν. Η αποστολή είχε στεφθεί με επιτυχία. Οι

πράκτορες είχαν καταφέρει για άλλη μία φορά να τιμήσουν με το έργο τους

την υπηρεσία.

***

Σειρά τώρα είχε ο Μιχάλης. Δεν ήξεραν που κρυβόταν μα θα τον

ξετρύπωναν σίγουρα. Ήξεραν ότι θα προσπαθούσε να βρει τρόπο να έρθει σε

επαφή με τον αρχισυντάκτη. Είχαν παγιδέψει τα τηλέφωνα του

αρχισυντάκτη, είχαν βάλει πράκτορες να παρακολουθούν κάθε του κίνηση,

ήταν έτοιμοι να επέμβουν, να κάνουν τη σύλληψη με την πρώτη ευκαιρία. Οι

κατηγορίες ήταν το μόνο εύκολο κομμάτι της υπόθεσης. Η κατασκευή ενόχων

ήταν μία από τις ειδικότητές τους. Υπήρχαν χίλιοι τρόποι για να τον

παγιδέψουν. Χίλιες σειρήνες, χίλια κόλπα, χίλιες παραπλανήσεις για να τον

πιάσουν στη φάκα.

***

Ο Νεόφυτος βρέθηκε στο δωμάτιο του, κοιμισμένος. Τον άφησαν απαλά

στο κρεβάτι του. Από πάνω του ο πατέρας του. Θα τον περίμενε να ξυπνήσει.

Θα τον περίμενε να ανοίξει τα μάτια του, για να του πει πόσο πολύ τον

αγαπούσε. Πόσο πολύ τον αγαπούσε, πόσο πολύ φοβήθηκε ότι θα τον έχανε,

πόσο πολύ είχε μετανιώσει που δεν είχε σταθεί δίπλα του, σαν πραγματικός

πατέρας. Πόσο πολύ είχε μετανιώσει που είχε φύγει η σύζυγος και μητέρα του

από το σπίτι, πόσο πολύ είχε μετανιώσει που σκεφτόταν να παντρευτεί τη

γραμματέα του, πόσο πολύ είχε μετανιώσει για αυτό που ήταν, για το

χαρακτήρα του που τον άφησε με τα χρόνια, τη δουλειά και το χρήμα να

αλλοιωθεί. Αλλά από την επόμενη μέρα όλα θα ήταν αλλιώς. Όλα θα

άλλαζαν. Θα προσπαθούσε με όλη του το είναι να κερδίσει πίσω όλα εκείνα τα

χαμένα χρόνια που δεν του είχε δώσει απλόχερα την αγάπη του. Ναι είχε

αλλάξει. Αυτός η προσωποποίηση του σκληρού κεφαλαίου είχε αλλάξει.

Μπροστά στο ενδεχόμενο της απώλειας. Όσο τρελό και απίθανο και αν

ακουγόταν. Ναι μπορούσε να αλλάξει ο χαρακτήρας του ανθρώπου σε μια

στιγμή. Ναι θα μπορούσε να γίνει αναθεώρηση στάσης ζωής σε μια στιγμή.

188 Άγγελος Χαριάτης

Ο «γιος του Δία» για καλό και για κακό είχε φροντίσει να ενημερώσει

τους δημοσιογράφους. Με την παλιά μέθοδο της απειλής είχε αποσπάσει την

υπόσχεσή τους ότι τίποτα από όλα όσα θα τους έλεγαν και θα τους

αποκάλυπταν οι δύο αλήτες δεν θα έφευγε πιο πέρα από τους τέσσερις τοίχους

των γραφείων τους. Είχε στείλει μάλιστα τον «εγγονό του Δία» να τους

συναντήσει και να τους αφήσει ένα μικρό δείγμα- προσφορά των μυστικών

υπηρεσιών· φωτογραφίες από το πρόσφατο παρελθόν. Τον αρχισυντάκτη του

«Χαράματος» ντυμένο ροζ λαγουδάκι με τους γλουτούς ακάλυπτους και σε

κοινή θέα να φιλάει στο στόμα άγνωστο μουσάτο μυώδη νεαρό. Τον άμεμπτου

ηθικής υπέρμαχο της μονογαμίας αρχισυντάκτη του «Ελληνικού Φωτός» να

επιδίδεται σε σεξουαλικά όργια με σχεδόν ενήλικες κορασίδες. Για να

ενισχύσει τα επιχειρήματα κατά των αποκαλύψεων είχε κλείσει σε δύο

φάκελους ένα ποσό της τάξης των εκατό χιλιάδων ευρώ, πόσο ικανό για να

«ράψει» μια για πάντα κανείς το στόμα του.

Ενημερώθηκε από την εθνική υπηρεσία πληροφοριών ότι η πρώτη

αποστολή είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Είχε βγάλει το πρώτο αγκάθι από

την πατούσα της συγκυβέρνησης. Έμενε το δεύτερο, το πιο εύκολο. Ήταν

σίγουρος για την επιτυχή έκβαση και της δεύτερης αποστολής. Δεν είχε τίποτα

άλλο παρά να περιμένει τη συνάντηση του Μιχάλη με το δημοσιογράφο.

Μαύρο Κόκκινο 189

9.9.9.9. Ο Μιχάλης περίμενε στο υπόγειο. Δεν είχε νέα από το Νεόφυτο.

Τηλεφωνικά σίγουρα δεν θα είχε. Είχαν αποφασίσει να μην χρησιμοποιούν

κινητά τηλέφωνα. Πίστευαν ότι μπορεί να παρακολουθούνταν. Το κόλπο που

ετοίμαζαν ήταν ούτως ή άλλως μεγάλο. Δεν το είχαν σε τίποτα οι «μεγάλοι»

να προσπαθήσουν να τους εντοπίσουν μέσω των τηλεφωνικών συσκευών.

Είχαν ορίσει τόπο συνάντησης το υπόγειο. Τέσσερις ώρες μετά την έναρξη της

δεύτερης φάσης του σχεδίου. Η ώρα είχε περάσει και τον Μιχάλη είχαν

αρχίσει να τον ζώνουν τα μαύρα φίδια της αποτυχίας του σχεδίου. Αλλά ήξερε

ότι έπρεπε να πάει στο ραντεβού με τον αρχισυντάκτη. Άσχετα αν ο Νεόφυτος

τα είχε καταφέρει ή όχι. Τουλάχιστον αν δεν ήταν εφικτό να γίνει το διπλό

χτύπημα, ας γινόταν μονό. Και αυτό θα έκανε τη δουλειά του.

Το βλέμμα του πλανήθηκε στο χώρο. Εστίασε στην πόρτα της εισόδου

με την κρυφή ελπίδα να εμφανιστεί ο Νεόφυτος και να πει: «Τα καταφέραμε

πολύ καλά συναγωνιστή». Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε. Ένας μικρός

αναστεναγμός απογοήτευσης βγήκε από τα στήθη του. Το ένστικτό του του

έλεγε ότι ο Νεόφυτος δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει την αποστολή.

Με βαριά καρδιά σηκώθηκε από το πάτωμα. Δεν υπήρχαν καρέκλες στο

χώρο, μόνο κρεβάτια και ένα παραλληλόγραμμο τραπέζι με κοντά πόδια όπου

σερβίριζαν το μεσημεριανό, όποτε υπήρχε και το βραδινό, όποτε υπήρχε. Όλοι

κάθονταν τότε οκλαδόν και έτρωγαν ότι υπήρχε, ότι είχε καταφέρει ο

καθένας να συλλέξει από την περιπλάνησή του στην πόλη.

Χαιρέτησε τους νέους του συντρόφους και ετοιμάστηκε για την

αποστολή του. Κάτι μέσα του, του έλεγε να σταματήσει. Να τα παρατήσει όλα

και να τρέξει σπίτι του, να κλειστεί στους τέσσερις τοίχους και να περιμένει.

Τη λήθη ή τη σύλληψη. Γιατί ή θα τον ξεχνούσαν θεωρώντας τον ακίνδυνο ή

θα τον συλλάμβαναν θεωρώντας τον επικίνδυνο.

Περπάτησε αργά, χωρίς να βιάζεται. Ήξερε ότι ο αρχισυντάκτης θα τον

περίμενε. Πάντα οι δημοσιογράφοι περίμεναν εκείνον που θα τους έφερνε το

«λαβράκι» της είδησης. Είχε πάρει μαζί του τα αποδεικτικά έγγραφα. Τα

κράταγε σφιχτά κάτω από τη μασχάλη του.

Πήρε το λεωφορείο που θα τον οδηγούσε στο κέντρο της Αθήνας, στα

γραφεία της εφημερίδας. Κενός από σκέψεις. Ένοιωθε σαν μηχανή που είχε

προγραμματιστεί να εκτελέσει ένα πρόγραμμα. Δεν χρειαζόταν να σκεφτεί

190 Άγγελος Χαριάτης

τίποτα. Ήταν όλα ξεκάθαρα. Θα ξεμπρόστιαζε το «γιο του Δία». Για αρχή. Και

αν ο Νεόφυτος δεν τα είχε καταφέρει τελικά, θα συνέχιζε και το δικό του έργο.

Σκυθρωποί επιβάτες. Ο οδηγός οδηγούσε με τα μούτρα κατεβασμένα.

Ήταν φανερό ότι η ελπίδα τους είχε δολοφονηθεί. Τους είχαν κλέψει τη χαρά

τους, τις μικρό-απολαύσεις της ζωής. Έξω μια περίεργη συννεφιά για την

εποχή. Σαν να ήταν έτοιμος ο ουρανός να κλάψει. Όλα αυτά όμως θα

άλλαζαν. Ακόμη και ο καιρός. Μόλις ξημέρωνε η νέα μέρα, τα χαμόγελα θα

επέστρεφαν στα πρόσωπά τους, η ελπίδα θα ανασταινόταν από τον τάφο της,

η επανάσταση, χωρίς ιδεολογικά στεγανά, θα ξεκινούσε. Θα μπορούσε να

γίνουν νέες εκλογές, χωρίς κόμματα, χωρίς υποψηφίους, θα μπορούσαν να

αφήσουν την επιλογή στους πολίτες, χωρίς το όριο των δεκαοκτώ ετών, να

επιλέξουν τα πρόσωπα που εκείνα ήθελαν. Και όποιος δεν επιθυμούσε να

αναλάβει τη μεγάλη ευθύνη θα μπορούσε απλά να αρνηθεί. Ναι κάπως έτσι θα

μπορούσε να είναι, μία καθαρή δημοκρατία, μια μεγάλη εκκλησία του δήμου.

Χωρίς να το καταλάβει, χωρίς να το θέλει άφησε το μυαλό του να

ταξιδέψει στο παρελθόν. Σκέφτηκε τον πατέρα του. Ίσως όλα να ήταν

διαφορετικά αν ήταν ακόμη στη ζωή. Ίσως να μπορούσε να του δώσει τη

συμβουλή του. Ίσως να μην είχε ανακατευτεί με όλα αυτά. Θα μπορούσε να

σταθεί πιο εύκολα στα πόδια του. Ίσως να μην είχε νιώσει την ανάγκη να

ανήκει κάπου. Ναι, ίσως να ήταν όλα αλλιώς.

Σήκωσε το βλέμμα του. Είδε τα γραφεία της εφημερίδας να τον

προσπερνάνε. Είχε χάσει τη στάση. Σηκώθηκε ήρεμα, χωρίς βιασύνη. Χτύπησε

το κουμπί για να κατέβει στην επόμενη. Είδε μια μάνα να κρατάει στην

αγκαλιά της ένα δίχρονο μπόμπιρα. Της χαμογέλασε. Ήλπιζε πως με την

κίνησή του θα κατάφερνε να φέρει ένα καλύτερο μέλλον για τη γενιά που

μεγάλωνε. Η μάνα τον κοίταξε τρομαγμένη. Έσφιξε στην αγκαλιά της το

μπόμπιρα. Φόβος και χαμηλωμένο κεφάλι, αντί για χαμόγελα. Ας ήταν.

Κατέβηκε τα σκαλιά. Περπάτησε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Θυμήθηκε

το περιστατικό μερικούς μήνες πριν. Το σημείο μηδέν. Το σημείο του μη

γυρισμού. Την πρώτη του αποστολή. Τότε που είχε χτυπήσει τον Πακιστανό,

το εισιτήριο του για την είσοδο του στο Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο. Κοίταξε

πιο προσεκτικά, μήπως και τον συναντήσει. Αχ, να μπορούσε να τον

συναντήσει. Να πέσει στα γόνατά του και να ζητήσει τη συγχώρεση. Πόσο

καλύτερα θα ένιωθε, πόσο πιο γεμάτος θα ένιωθε. Αλλά εκείνος δεν ήταν εκεί.

Δεν χρειαζόταν να είναι εκεί. Ο προορισμός του ήταν να κινείται στην

αφάνεια, στο κόσμο του υποσυνείδητου, να στοιχειώνει τα όνειρά του. Δεν

ήταν εύκολο πράμα η εξιλέωση.

Μαύρο Κόκκινο 191

Ένιωσε πολλά ζευγάρια μάτια να τον παρακολουθούν. Να

παρακολουθούν κάθε του κίνηση. Διέσχισε την λεωφόρο. Σταμάτησε για ένα

λεπτό. Κοίταξε πίσω του. Αριστερά του. Δεξιά του. Μπροστά του. Η ίδια

αίσθηση. Ζευγάρια μάτια να τον παρακολουθούν. Είδε ανθρώπους ντυμένους

με μαύρα κουστούμια να είναι κοντά του. Σε απόσταση μερικών μέτρων. Τα

γραφεία της εφημερίδας ήταν μπροστά του. Δεν έκανε τα είκοσι βήματα που

τον χώριζαν. Αποφάσισε να το βάλει στα πόδια. Να αρχίσει το τρέξιμο. Να

τρέξει με όλη του τη δύναμη. Να τρέξει πιο γρήγορα και από το λαγό. Οι

μαυροφορεμένοι άντρες δεν τον ακολούθησαν. Είχαν διαταγές να μην τον

ακολουθήσουν. Ο «γιος του Δία» είχε φροντίσει για τη συνέχεια. Είχε

φανταστεί πως μπορούσε να είναι η συνέχεια. Μόνο τον ενημέρωσαν για την

άτακτη φυγή του Μιχάλη. «Όλα καλά, παραμείνατε στις θέσεις σας» είπε ο

«γιος του Δία» καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα του γραφείου του.

Είχε βάλει και ένα ποτήρι κρασί για να γιορτάσει τη επερχόμενη νίκη του. Είχε

ανάψει και ένα πούρο. Είχε τη σιγουριά του νικητή, είχε την άνεση του

νικητή, είχε την ανωτερότητα του νικητή.

Ο Μιχάλης κοίταξε πίσω του. Δεν τον ακολουθούσε κανείς. Το σχέδιο

είχε πάει κατά διαόλου. Αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν μια παγωμένη

μπύρα. Να παγώσει ο εγκέφαλός του, να αφεθεί στην γλυκιά αποχαύνωση που

μπορεί να προσφέρει το αλκοόλ. Μπήκε στο πρώτο μαγαζί που βρήκε

μπροστά του. Κοίταξε άλλη μια φορά περιμετρικά για να σιγουρευτεί. Κανείς

δεν τον είχε ακολουθήσει.

Σκέφτηκε για μια στιγμή το Νεόφυτο. Τι πραγματικά να είχε συμβεί; Το

σίγουρο ήταν ότι δεν τα είχε καταφέρει. Δεν είχε γυρίσει πίσω στο υπόγειο.

Σίγουρα. Τον είχαν πιάσει; Ή ακόμη χειρότερα είχε δειλιάσει την τελευταία

στιγμή; Ίσως να μην είχε σημασία. Αυτό που είχε σημασία ήταν το γεγονός ότι

τα πράγματα δεν είχαν πάει όπως τα είχαν σχεδιάσει. Χρειαζόταν αναθεώρηση

των πραγμάτων. Γρήγορη αναθεώρηση. Χωρίς χρονοτριβές. Ο χρόνος πίεζε

ασφυκτικά.

Το γκαρσόνι ήρθε για την παραγγελία. Παρήγγειλε μια μπύρα. «Όσο πιο

παγωμένη γίνεται» του είπε και τον είδε να τον κοιτάζει με ένα περίεργο

ύφος. Τον κοίταξε και ο Μιχάλης. Δεν του «έλεγε» τίποτα το πρόσωπό του.

«Συγχαρητήρια» του είπε ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα. «Για ποιο

πράγμα;» ρώτησε ο Μιχάλης. «Μα για την εκλογή σας» του είπε μια κάποια

δόση έκπληξης το γκαρσόνι. «Α, ναι ευχαριστώ, μα δεν αξίζει τίποτα» είπε

κάπως θλιμμένα ο Μιχάλης. «Μα γιατί το λέτε αυτό;» ρώτησε με την ίδια

έκπληξη το γκαρσόνι. «Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται» είπε ο

192 Άγγελος Χαριάτης

Μιχάλης. «Μπορώ να έχω την μπύρα μου;» ρώτησε ο Μιχάλης. «Έφτασε

αμέσως» είπε το γκαρσόνι και κάνοντας μεταβολή έτρεξε για να εκτελέσει την

παραγγελία.

Η μπύρα έφτασε μαζί με ένα πιάτο με μεζέδες. «Προσφορά του

καταστήματος για όσα μας έχετε προσφέρει με τον αγώνα σας ενάντια στους

βαρβάρους», είπε το γκαρσόνι και το χαμόγελό του έφτανε μέχρι τα αυτιά. Ο

Μιχάλης δεν μίλησε. Δεν είχε τι να πει. Ακόμη ένας βαθιά νυχτωμένος. Αλλά

όλα αυτά θα άλλαζαν αν κατάφερνε να φέρει στην επιφάνεια όλη τη βρώμα

και τη δυσωδία των δύο κομμάτων. Τότε ίσως το γκαρσόνι να έβλεπε τα

πράγματα αλλιώς, να έβαζε το μυαλό του να δουλέψει, να παρατηρήσει με πιο

καθαρή ματιά τον κόσμο που τον περίβαλε. «Η σύμπραξη με την αριστερά;»

ρώτησε ο Μιχάλης. «Αναγκαίο κακό μέχρι να επιβληθούμε οριστικά»

απάντησε το γκαρσόνι. «Δεν θα ήταν καλύτερα αν ψηφίζαμε χωρίς κομματικά

κριτήρια;» ρώτησε πάλι ο Μιχάλης κοιτάζοντας το μπουκάλι της μπύρας. «Δεν

ξέρω» απάντησε το γκαρσόνι που τον έλεγαν και αυτόν Μιχάλη και που ζούσε

και ανέπνεε και ονειρευόταν τις ελεύθερες ώρες του στο Βοτανικό ένα

τετράγωνο πάνω από την Χάρη Πάτση. «Αν μπορούσες να ψηφίσεις μόνο

πρόσωπα, που όραμά τους θα ήταν η σωτηρία αυτής της χώρας;» έκανε ο

Μιχάλης και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. «Δεν ξέρω ίσως…» είπε

διστακτικά ο έτερος Μιχάλης. «Μάλλον θα ήταν καλύτερα» απάντησε για

λογαριασμό του. «Ναι μάλλον» είπε σαστισμένος ο σερβιτόρος. Δεν πρόλαβε

να σκεφτεί παραπάνω. Το αφεντικό τον φώναξε στην κουζίνα. Η επόμενη

παραγγελία ήταν έτοιμη για σερβίρισμα.

Ήπιε αργά την μπύρα του. Τσίμπησε κάνα-δυο μεζέδες. Ανόρεχτα.

Προβληματίστηκε. Δεν ήξερε αν τελικά όλο αυτό άξιζε τον κόπο. Δεν ήξερε αν

τελικά οι άνθρωποι ζητούσαν τη σωτηρία. Και αν ναι ήταν αυτός κατάλληλος

για σωτήρας του; Ποιος ήταν αυτός για χριστεί σωτήρας;

Τελευταία γουλιά. Φώναξε για το λογαριασμό. Το γκαρσόνι πήγε κοντά

του. «Είναι κερασμένη» είπε. «Δεν θέλω να με κεράσετε» είπε ξερά ο Μιχάλης.

«Μα δεν είναι από το μαγαζί, άλλο οι μεζέδες» είπε ελαφρώς θιγμένος ο

σερβιτόρος. «Τότε από ποιον;» ρώτησε με έκπληξη ο Μιχάλης. «Από τον

κύριο» είπε και έδειξε με το δάκτυλο προς το βάθος της αίθουσας. Ο Μιχάλης

κοίταξε προς τα ‘κει. Του φάνηκε γνώριμη φιγούρα. Μία φιγούρα που είχε

βγει από τη λήθη του παρελθόντος. Για την ακρίβεια ένα φάντασμα του

παρελθόντος. «Μπα, αποκλείεται» μονολόγησε με τρέμουλο. Δεν υπάρχει

καμία περίπτωση, σκέφτηκε. Η φιγούρα σηκώθηκε από τη θέση της. Με αργά

Μαύρο Κόκκινο 193

βήματα άρχισε να τον πλησιάζει. Όσο περισσότερο ερχόταν προς το μέρος του,

τόσο περισσότερο πάγωνε ο Μιχάλης.

«Είναι ανώφελο αυτό που πας να κάνεις» είπε όταν έφτασε δίπλα του.

Ο Μιχάλης δεν απάντησε. Δεν είχε λόγια. Τα χείλη του κολλημένα, λες και

είχε να πιει νερό τρεις μέρες.

«Πατέρα…» είπε χωρίς να το πιστεύει.

«Ναι, γιε μου» είπε η φιγούρα. Ο πατέρας του είκοσι χρόνια μετά.

«Μα πως;» τον ρώτησε.

«Ναι, είμαι ζωντανός» του είπε.

«Μα πως;» τον ρώτησε πάλι.

«Είναι μια μεγάλη ιστορία» του είπε ο πατέρας του.

«Τόσα χρόνια…» και ήταν έτοιμος να πέσει από την καρέκλα.

«Πάμε έξω» του είπε ο πατέρας του.

«Ναι πάμε» είπε ο Μιχάλης και δάκρυα κύλησαν από τα μάγουλά του.

Πήγε να τον αγκαλιάσει. Ο πατέρας του τραβήχτηκε. Ένιωθε και ήταν Ιούδας.

Ιούδας που είχε προδώσει όχι τον Χριστό, μα ακόμη χειρότερα το γιο του. Τα

τριάντα αργύρια είχαν χρησιμοποιηθεί για να εξαγοράσουν την ελευθερία

του. Την ελευθερία του που είχε χαθεί σε κάποια φυλακή της Λατινικής

Αμερικής. Την ελευθερία που του είχε στερήσει, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει, το

αφεντικό του, ο πατέρας του Νεόφυτου, συγκαλύπτοντας μ’ αυτόν τον τρόπο

το παράνομο φορτίο που είχε στα σπλάχνα του το πλοίο. Πληρώνοντας τις

αρχές και φυλακίζοντας τους επιζήσαντες του ναυαγίου. Οι μυστικές

υπηρεσίες τα είχαν καταφέρει. Ένα συντροφικό τηλεφώνημα του γενικού

γραμματέα στον αριστερό πρόεδρο της χώρας, μία μικρή χορηγία του Εθνικού

Πατριωτικού Μετώπου και του Αριστερού Ριζοσπαστικού Κινήματος στον

τραπεζικό λογαριασμό της off-shore του προέδρου και το τηλεφωνικό «καλώς

έχειν» του υπουργού εξωτερικών της παγκόσμιας υπερδύναμης ήταν αρκετά

για να πάρει το αεροπλάνο της επιστροφής.

Βγήκαν έξω. Ο Μιχάλης έβλεπε τα πάντα θολά. Οι μαυροφορεμένοι

κύριοι τον έπιασαν απαλά από τις μασχάλες. Ήξεραν που έπρεπε να τον

οδηγήσουν. Ήξεραν ποιες κατηγορίες μπορούσαν να του φορτώσουν, ήξεραν

πόσα χρόνια μπορούσαν να του «ρίξουν» οι δικαστές. Όλα ήταν σχεδιασμένα

μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

«Πατέρα» φώναξε σπαρακτικά ο Μιχάλης.

«Όλα είχαν τελειώσει από καιρό» του είπε ο πατέρας του χωρίς να

γυρίσει να τον κοιτάξει.

194 Άγγελος Χαριάτης

Ο «γιος του Δία» ειδοποιήθηκε για τη σύλληψη. Πήρε τηλέφωνο το

γενικό γραμματέα.

«Τώρα μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς άλλα εμπόδια» είπε.

«Μα δεν γινόταν απλώς να τον συλλάβουμε χωρίς να μπούμε σε όλη

αυτή τη διαδικασία;» ρώτησε ο γενικός γραμματέας.

«Φυσικά και μπορούσαμε» είπε ο «γιος του Δία».

«Και τότε γιατί έγιναν όλα αυτά;»

«Μα πως αλλιώς θα μπορούσε να αισθανθεί την προδοσία, όπως την

ένιωσα εγώ;» είπε ο «γιος του Δία».

«Ζήτω η επανάσταση» είπε ο γενικός γραμματέας.

«Ζήτω» είπε ο «γιος του Δία» και έκλεισε τη γραμμή.

Η χώρα θα σωζόταν. Η χώρα δεν θα εκτροχιαζόταν. Όλα θα πήγαιναν

σύμφωνα με το σχέδιο. Τέλος καλό, όλα καλά.

Μαύρο Κόκκινο 195

196 Άγγελος Χαριάτης

Μαύρο Κόκκινο 197

Η ιδέα για τις Εκδόσεις ΣαΐταΕκδόσεις ΣαΐταΕκδόσεις ΣαΐταΕκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό

σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν

άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό.

Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της

πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις ΣαΐταΕκδόσεις ΣαΐταΕκδόσεις ΣαΐταΕκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να

επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη,

καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την

ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και

περιορισμούς.

Ο ισχυρός άνεμος της αγάπηςαγάπηςαγάπηςαγάπης για το βιβλίο,

το γλυκό αεράκι της δημιουργικότηταςδημιουργικότηταςδημιουργικότηταςδημιουργικότητας,

ο ζέφυρος της καινοτομίαςκαινοτομίαςκαινοτομίαςκαινοτομίας,

ο σιρόκος της φαντασίαςφαντασίαςφαντασίαςφαντασίας,

ο λεβάντες της επιμονήςεπιμονήςεπιμονήςεπιμονής,

ο γραίγος του οράματοςοράματοςοράματοςοράματος,

καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας.

Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!

198 Άγγελος Χαριάτης

ISBN: 978-618-5147-55-6

Ο Μιχάλης, γέννημα- θρέμμα λαϊκής γειτονιάς του Πειραιά, εντάσσεται

στο Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο. Θέλοντας να αλλάξει ζωή, να

αποκτήσει την αίσθηση του «ανήκειν». Νέα ζωή, νέο όνομα.

«Πάτροκλος».

Ο Νεόφυτος, γνήσιο τέκνο των βορείων προαστείων, αναζητά τη δράση

και την αντίδραση στα σχέδια και τις προσταγές του εφοπλιστή πατέρα

του, βρίσκει το όποιο νόημα μέσα στις τάξεις του Αριστερού

Ριζοσπαστικού Κινήματος. Νέο όνομα και για το Νεόφυτο.

«Βλαδίμηρος».

Ακολουθώντας διαφορετικές πορείες, βρίσκονται στους δρόμους του

«αγώνα» ή χάνονται στη δίνη των γεγονότων. Εκτελώντας με άκρατο

ιδεολογικό φρόνημα τις εντολές των αρχηγών των κομμάτων τους.

Ο «γιος του Δία», ο «εγγονός του Δία», η αδελφή του «Πάτροκλου»

Μαριάννα, ο πατέρας του «Βλαδίμηρου», ο γενικός γραμματέας, η

γυναίκα του γενικού γραμματέα, παίζουν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο

το ρόλο τους στην εξέλιξη της πορείας των δύο αγωνιστών.

Τα ιδιοτελή πολιτικά και όχι μόνο συμφέροντα έχουν θέση στην

καθαρή ιδεολογία; Ή μήπως είναι αυτά που τελικά καθορίζουν την ίδια

την ιδεολογία;