αρσένι ταρκόφσκι

6
Αϋπνία - Αρσένι Ταρκόφσκι Τις νύχτες τρίζουν τα έπιπλα. Κάπου στάζει απ’ τη σωλήνα. Από το καθημερινό βάρος στους ώμους Εκείνη τη στιγμή ελευθερώνονται, Εκείνη τη στιγμή παραδίδονται στα πράγματα Οι άφατες ανθρώπινες ψυχές, Και τυφλές, βουβές, κουφές, σκορπίζονται στους ορόφους. Εκείνη τη στιγμή το ρολόι της πόλης Στέλνει τα δευτερόλεπτα εδώ κι εκεί, και ανεβαίνουν με τον ανελκυστήρα ζωντανοί, τρυφεροί και μισοζώντανοι, Περιμένουν στα σκοτάδια, εκεί που στάζει το νερό, Βγάζουν από τις τσάντες τα ποτήρια Και χορεύουν σα τσιγγάνοι, Στέκονται πίσω από τις πόρτες, σα συμφορά, Τρυπώντας αργά μπαίνουν στις υδρορροές Κι αμέσως κόβουν τα καλώδια. Σύντομα όμως – θα γίνουν πιστωτές,

description

αρσένι ταρκόφσκι

Transcript of αρσένι ταρκόφσκι

Αϋπνία - Αρσένι Ταρκόφσκι

Τις νύχτες τρίζουν τα έπιπλα.

Κάπου στάζει απ’ τη σωλήνα.

Από το καθημερινό βάρος στους ώμους

Εκείνη τη στιγμή ελευθερώνονται,

Εκείνη τη στιγμή παραδίδονται στα πράγματα

Οι άφατες ανθρώπινες ψυχές,

Και τυφλές,

βουβές,

κουφές,

σκορπίζονται στους ορόφους.

Εκείνη τη στιγμή το ρολόι της πόλης

Στέλνει τα δευτερόλεπτα

εδώ

κι εκεί,

και ανεβαίνουν με τον ανελκυστήρα ζωντανοί,

τρυφεροί

και μισοζώντανοι,

Περιμένουν στα σκοτάδια, εκεί που στάζει το νερό,

Βγάζουν από τις τσάντες τα ποτήρια

Και χορεύουν σα τσιγγάνοι,

Στέκονται πίσω από τις πόρτες, σα συμφορά,

Τρυπώντας αργά μπαίνουν στις υδρορροές

Κι αμέσως κόβουν τα καλώδια.

Σύντομα όμως – θα γίνουν πιστωτές,

Κι ήρθαν για πάντα, για πάντα,

Κι έφεραν τους λογαριασμούς.

Αδύνατον

Να κάνεις μια τρύπα στο νερό, χωρίς να έχει κοιμηθεί, να κοπανίζεις αέρα,

Είναι αδύνατο να αποκοιμηθείς, - πόσο ταραγμένη

Είναι τούτη η νύχτα που δεν μας αφήνει σε ησυχία.

Ζωή, ζωή

Ι

Στα προαισθήματα δεν πιστεύω και τους οιωνούς

Δε φοβάμαι. Ούτε τη συκοφαντία, μηδέ το φαρμάκι

Αποφεύγω. Στον κόσμο δεν υπάρχει θάνατος.

Αθάνατοι είναι όλοι. Αθάνατα είναι όλα. Δεν χρειάζεται

Να φοβάσαι το θάνατο ούτε στα δεκαεπτά,

Ούτε στα εβδομήντα. Υπάρχει μόνο ο είναι και το φως,

Ούτε σκοτάδι, ούτε θάνατος υπάρχουν σε τούτο τον κόσμο.

Είμαστε όλοι στης θάλασσας την ακτή,

Κι εγώ είμαι ανάμεσα σ’ εκείνους που τα δίχτυα ξεδιαλύνουν,

Καθώς έρχεται η αθανασία από τα πλάγια.

ΙΙ

Ζείτε στο σπίτι – μα το σπίτι δεν καταρρέει.

Θα καλέσω οποιονδήποτε από τους αιώνες,

Θα μπω σ’ αυτόν και σπίτι μέσα του θα χτίσω.

Να γιατί μαζί μου τα παιδιά σας

Και οι γυναίκες σας κάθονται στο ίδιο τραπέζι –

Το τραπέζι είναι ένα και για τον προπάππου και για τον εγγονό:

Το μελλούμενο θα συμβεί τώρα,

Κι αν σηκώσω το χέρι,

Και οι πέντε ακτίνες θα πέσουν πάνω σας.

Κάθε μέρα των περασμένων, σαν σφήνα,

Με τα κλειδοκόκαλα μου στήριζα,

Μετρώντας το χρόνο με τη μεζούρα της γης την αλυσίδα

Και πέρασα από μέσα της, σα να διαπερνούσα τα Ουράλια.

ΙΙΙ

Έναν αιώνα ψήλωνα διαρκώς.

Φύγαμε για το Νότο, μαζέψαμε σκόνη στη στέπα·

Το αγριόχορτο ευωδίαζε· το τριζόνι ατακτούσε,

Τα πέταλα άγγιζε με το μουστάκι, και προφήτευε,

Και με το θάνατο μ’ απειλούσε, σα μοναχός.

Τη μοίρα μου στη σέλα έδεσα·

Και τώρα, στις μέλλουσες εποχές,

Σαν αγοράκι, θα σηκωθώ στους αναβολείς.

Μου φτάνει η αθανασία μου,

Ώστε το αίμα μου να κυλάει από αιώνα σε αιώνα.

Για το πιστό κάρβουνο της ήρεμης ζεστασιάς

Με τη ζωή μου θα πλήρωνα οικειοθελώς,

Όταν η ιπτάμενη της βελόνα

Εμένα, σα κλωστή, στον κόσμο θα οδηγούσε.

Το δάσος του Ιγκνάτιεβο

Λαμπάδιασμα των τελευταίων φύλλων μέσα στο αποτελείωμα τους

Ανεβαίνει ψηλά και στα δικά σου μονοπάτια

Το δάσος ζει σ’ έναν παροξυσμό,

Ίδιον μ’ αυτόν που ζούμε εμείς οι δυο τον τελευταίο χρόνο.

Ο δρόμος φαίνεται μες τα κλαμένα μάτια

Όπως οι θάμνοι καθρεφτίζονται στις σκοτεινές λιμνούλες.

Μην απειλείς, μη φοβερίζεις.

Μη ταράζεις τη σιγαλιά του δάσους.

Μπορείς ν’ ακούσεις την πνοή πανάρχαιας ζωής:

Στο νοτισμένο χώμα μανιτάρια γλιστερά έχουν φυτρώσει,

Τα σαλιγκάρια τρύπωσαν τρώγωντας το μεδούλι

Ενώ το δέρμα τους γαργαλά ρίγος υγρό.

Το παρελθόν μας απειλεί –

Κοίτα: τώρα γυρνώ, κοίτα: τώρα σκοτώνω!

Γεμίζει αγκάθια ο ουρανός μ’ ένα σφεντάμι ίδιο ρόδο –

Είθε να κάψει πιο βαθιά έτσι που κόλλησε σχεδόν στα μάτια.