Ο Ρακένδυτος Άνδρας Στην Όχθη Οκλαδόν

1
Τα νερά ανέδιδαν ζοφερές αποχρώσεις μιας αδυσώπητης μονοτονίας. Ο ορίζοντας φάνταζε πέπλο που το ‘χε γλύψει ένα πολυκέφαλο τέρας με κίτρινη σίελο. Το φως αντανακλούσε μεθυσμένες δεσμίδες ανυπαρξίας και μια αίσθηση μελαγχολίας. Θα ήταν λίγο μετά την αυγή όταν ένας τσιριχτός διαπεραστικός μέχρι τον ορίζοντα ήχος έσκιζε γη και ουρανό. Τα κόκαλα και οι σάπιοι σωροί τραντάχτηκαν συθέμελα κροταλίζοντας και μετά διασκορπίστηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένα ζοφερό σύννεφο καπνού αιωρήθηκε για λίγα δεύτερα και μετά διαλύθηκε άτακτα. Μια απροσδιόριστη σιλουέτα αχνοφάνηκε στην κορυφή ενός υψώματος. Μια αδιόρατη ομιχλώδη αύρα περιέβαλλε αυτή την άγνωστη μορφή όντος. Η ατμόσφαιρα ήταν άπνοη και ταυτόχρονα ανέδιδε μια απόκοσμη αίσθηση επικείμενου τρόμου. Ένα σμήνος από άγνωστα πουλιά πέταξε τρομαγμένα και άτακτα πέρα απ’ το λόφο. Η σιλουέτα άρχισε να παίρνει μορφή κινούμενη αργά προς την όχθη της λίμνης. Ήταν ένας θεόρατος ρακένδυτος άνδρας, με μακριά καφετιά γενειάδα, σπαστή κώμη ως τον ώμο και λεπτά αποστεωμένα άκρα. Τα πόδια του ήταν γεμάτα παλιές και νέες πληγές, ενώ τα πέλματά του ήταν καλυμμένα με ένα είδος λινάτσας. Κάθε βήμα αυτού του φαινομενικά ανήμπορου άνδρα έδιδε την εικόνα ενός επώδυνου βασανιστηρίου, που θα έκανε κάθε πλάσμα έμβιο να ριγήσει από οίκτο. Κάθε ίχνος μυός και λειψής σάρκας ταλαντευόταν σε επικίνδυνες συχνότητες, που ελλόχευε ο κίνδυνος μιας μοιραίας κατάρρευσης. Το κάθε χέρι κρεμόταν απ’ το σύστοιχο ώμο σαν εκκρεμές ξεχαρβαλωμένο και, θαρρείς από αδήριτη ανάγκη, ο άνδρας τρίκλιζε για να διατηρήσει το ανύπαρκτο βάρος τους. Όταν ζύγωσε στην όχθη, κοντοστάθηκε για μια στιγμή ενατενίζοντας ίσια στην αντίπερα όχθη με βλέμμα απλανές, με δυο νοτισμένα μάτια που έλαμπαν. Έπειτα με εργώδεις αλλά καλά υπολογισμένες κινήσεις κάθισε κατάχαμα, φέρνοντας τα ισχνά του πόδια οκλαδόν.

description

Ο Ρακένδυτος Άνδρας Στην Όχθη Οκλαδόν

Transcript of Ο Ρακένδυτος Άνδρας Στην Όχθη Οκλαδόν

Page 1: Ο Ρακένδυτος Άνδρας Στην Όχθη Οκλαδόν

Τα νερά ανέδιδαν ζοφερές αποχρώσεις μιας αδυσώπητης μονοτονίας. Ο ορίζοντας φάνταζε πέπλο που το ‘χε γλύψει ένα πολυκέφαλο τέρας με κίτρινη σίελο. Το φως αντανακλούσε μεθυσμένες δεσμίδες ανυπαρξίας και μια αίσθηση μελαγχολίας. Θα ήταν λίγο μετά την αυγή όταν ένας τσιριχτός διαπεραστικός μέχρι τον ορίζοντα ήχος έσκιζε γη και ουρανό. Τα κόκαλα και οι σάπιοι σωροί τραντάχτηκαν συθέμελα κροταλίζοντας και μετά διασκορπίστηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένα ζοφερό σύννεφο καπνού αιωρήθηκε για λίγα δεύτερα και μετά διαλύθηκε άτακτα. Μια απροσδιόριστη σιλουέτα αχνοφάνηκε στην κορυφή ενός υψώματος. Μια αδιόρατη ομιχλώδη αύρα περιέβαλλε αυτή την άγνωστη μορφή όντος. Η ατμόσφαιρα ήταν άπνοη και ταυτόχρονα ανέδιδε μια απόκοσμη αίσθηση επικείμενου τρόμου. Ένα σμήνος από άγνωστα πουλιά πέταξε τρομαγμένα και άτακτα πέρα απ’ το λόφο. Η σιλουέτα άρχισε να παίρνει μορφή κινούμενη αργά προς την όχθη της λίμνης. Ήταν ένας θεόρατος ρακένδυτος άνδρας, με μακριά καφετιά γενειάδα, σπαστή κώμη ως τον ώμο και λεπτά αποστεωμένα άκρα. Τα πόδια του ήταν γεμάτα παλιές και νέες πληγές, ενώ τα πέλματά του ήταν καλυμμένα με ένα είδος λινάτσας. Κάθε βήμα αυτού του φαινομενικά ανήμπορου άνδρα έδιδε την εικόνα ενός επώδυνου βασανιστηρίου, που θα έκανε κάθε πλάσμα έμβιο να ριγήσει από οίκτο. Κάθε ίχνος μυός και λειψής σάρκας ταλαντευόταν σε επικίνδυνες συχνότητες, που ελλόχευε ο κίνδυνος μιας μοιραίας κατάρρευσης. Το κάθε χέρι κρεμόταν απ’ το σύστοιχο ώμο σαν εκκρεμές ξεχαρβαλωμένο και, θαρρείς από αδήριτη ανάγκη, ο άνδρας τρίκλιζε για να διατηρήσει το ανύπαρκτο βάρος τους. Όταν ζύγωσε στην όχθη, κοντοστάθηκε για μια στιγμή ενατενίζοντας ίσια στην αντίπερα όχθη με βλέμμα απλανές, με δυο νοτισμένα μάτια που έλαμπαν. Έπειτα με εργώδεις αλλά καλά υπολογισμένες κινήσεις κάθισε κατάχαμα, φέρνοντας τα ισχνά του πόδια οκλαδόν.