ραψωδια λ

24
Οδύσσεια, μετάφ ραση Σίδερη, ραψωδία λ λ 1 λ 2 λ 3 λ 4 λ 5 λ 6 λ 7 λ 8 λ 9 λ 10 λ 11 λ 12 λ 13 λ 14 λ 15 λ 16 λ 17 λ 18 λ 19 λ 20 λ 21 λ 22 λ 23 λ 24 λ 25 λ 26 λ 27 λ 28 λ 29 λ 30 λ 31 λ 32 λ 33 λ 34 λ 35 λ 36 λ 37 λ 38 λ 39 λ 40 Σαν ήρθαμε στην αμμουδιά και στο καράβι κάτω, το σύραμε στη θάλασσα την κυματούσα πρώτα και τα πανιά σηκώσαμε και το κατάρτι απάνω κι έπειτα βάλαμε τ’ αρνιά και μπήκαμε κι οι ίδιοι, χύνοντας δάκρυα φλογερά, κατάκαρδα θλιμμένοι. Και πίσω απ’ το μαυρόπλωρο καράβι αγέρα πρύμο, που φούσκωνε όλα τα πανιά, καλόδεχτό μας φίλο, μας έστειλε η λαμπρόμαλλη θνητολαλούσα Κίρκη. Τ’ άρμενα σα βολέψαμε καθίσαμε στο πλοίο και τ’ οδηγούσε ο άνεμος κι ο άξιος κυβερνήτης. Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα. Κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι ισκιώσανε όλοι οι δρόμοι, τα πέρατα του τρίσβαθου Ωκεανού είχε φτάσει. Εκεί ήταν των Κιμμερινών ο τόπος κι η πατρίδα, που τους σκεπάζουν σύγνεφα κι ένα πηχτό σκοτάδι. Ποτέ, με τις αχτίδες του δεν τους φωτίζει ο ήλιος, μήδ’ όταν στον αστρόφωτο τον ουρανό ανατέλλει, μήδ’ όταν πίσω προς τη γη γυρίζει απ’ τα ουράνια, μόν’ τους σκεπάζει ένα βαθύ τους άμοιρους σκοτάδι. Εκεί ήρθαμε κι αράξαμε, και παίρνοντας μαζί μας τ’ αρνιά, τραβούσαμε κοντά στου Ωκεανού το ρέμα, ωσότου φτάσαμε έπειτα στο μέρος πού ‘πε η Κίρκη. Ο Περιμήδης τα σφαχτά κι ο Ευρύλοχος βαστούσαν, Τράβηξα τότε απ’ το μηρί το μυτερό σπαθί μου κι άνοιξα λάκκο, ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος κι έχυσα γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους, μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι, τρίτο νερό, και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι.

description

σιδερης

Transcript of ραψωδια λ

Page 1: ραψωδια λ

Οδύσσεια μετάφραση Σίδερη ραψωδία λ

λ 1λ 2λ 3λ 4λ 5λ 6λ 7λ 8λ 9λ 10λ 11λ 12λ 13λ 14λ 15λ 16λ 17λ 18λ 19λ 20λ 21λ 22λ 23λ 24λ 25λ 26λ 27λ 28λ 29λ 30λ 31λ 32λ 33λ 34λ 35λ 36λ 37λ 38λ 39λ 40λ 41λ 42λ 43λ 44λ 45λ 46λ 47λ 48λ 49

Σαν ήρθαμε στην αμμουδιά και στο καράβι κάτωτο σύραμε στη θάλασσα την κυματούσα πρώτακαι τα πανιά σηκώσαμε και το κατάρτι απάνωκι έπειτα βάλαμε τrsquo αρνιά και μπήκαμε κι οι ίδιοιχύνοντας δάκρυα φλογερά κατάκαρδα θλιμμένοι Και πίσω απrsquo το μαυρόπλωρο καράβι αγέρα πρύμοπου φούσκωνε όλα τα πανιά καλόδεχτό μας φίλομας έστειλε η λαμπρόμαλλη θνητολαλούσα ΚίρκηΤrsquo άρμενα σα βολέψαμε καθίσαμε στο πλοίοκαι τrsquo οδηγούσε ο άνεμος κι ο άξιος κυβερνήτης Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμέναΚι ο ήλιος σα βασίλεψε κι ισκιώσανε όλοι οι δρόμοιτα πέρατα του τρίσβαθου Ωκεανού είχε φτάσειΕκεί ήταν των Κιμμερινών ο τόπος κι η πατρίδαπου τους σκεπάζουν σύγνεφα κι ένα πηχτό σκοτάδι Ποτέ με τις αχτίδες του δεν τους φωτίζει ο ήλιοςμήδrsquo όταν στον αστρόφωτο τον ουρανό ανατέλλειμήδrsquo όταν πίσω προς τη γη γυρίζει απrsquo τα ουράνιαμόνrsquo τους σκεπάζει ένα βαθύ τους άμοιρους σκοτάδιΕκεί ήρθαμε κι αράξαμε και παίρνοντας μαζί μαςτrsquo αρνιά τραβούσαμε κοντά στου Ωκεανού το ρέμαωσότου φτάσαμε έπειτα στο μέρος πού lsquoπε η ΚίρκηΟ Περιμήδης τα σφαχτά κι ο Ευρύλοχος βαστούσανΤράβηξα τότε απrsquo το μηρί το μυτερό σπαθί μουκι άνοιξα λάκκο ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος κι έχυσα γύρω του χοές στους πεθαμένους όλουςμέλι με γάλα στην αρχή γλυκό κρασί κατόπιτρίτο νερό και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύριΚι έταζα στις ανάζωες των πεθαμένων κάρεςστέρφα δαμάλα όταν βρεθώ στο Θιάκι να τους σφάξωτην πιο καλή και τη φωτιά με δώρα να στολίσωκι ένα κριάρι χωριστά στον Τειρεσία μαύρονα σφάξω το καλύτερο που θα ᾽χω στο κοπάδιΚι αφού στα πλήθη των νεκρών με τάματα κι ευχές μουδεήθηκα πήρα τrsquo αρνιά και τα ᾽σφαξα στο λάκκοκαι πότισε το αίμα τους τη γη Κι απrsquo το σκοτάδιτων πεθαμένων οι ψυχές συνάχτηκαν σε λίγοκορίτσια αγόρια λεύτερα βασανισμένοι γέροιπαρθένες απαλόκορμες με νιόθωρη τη λύπηκι άλλοι που με τα χάλκινα τους χτύπησαν κοντάριαμε τrsquo άρματα αιματόβρεχτα και πολεμοσφαγμένοιΚι όλοι στο λάκκο τρέχανε άλλοι απrsquo αλλού χιλιάδεςμrsquo αλαλαγμούς ανείπωτους που κέρωσα απrsquo το φόβοΤότε είπα στους συντρόφους μου να γδάρουν και να κάψουντrsquo αρνιά που κείτονταν στη γη σφαγμένα με μαχαίρι στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο ΆδηΈπειτα βγάζω απrsquo το μηρί το μυτερό σπαθί μουκαι κάθισα μήδrsquo άφηνα καθόλου να ζυγώσουνκοντά στο αίμα οι άζωες των πεθαμένων κάρες

λ 50λ 51λ 52λ 53λ 54λ 55λ 56λ 57λ 58λ 59λ 60λ 61λ 62λ 63λ 64λ 65λ 66λ 67λ 68λ 69λ 70λ 71λ 72λ 73λ 74λ 75λ 76λ 77λ 78λ 79λ 80λ 81λ 82λ 83λ 84λ 85λ 86λ 87λ 88λ 89λ 90λ 91λ 92λ 93λ 94λ 95λ 96λ 97λ 98λ 99λ 100λ 101

προτού ρωτήσω την ψυχή του μάντη Τειρεσία Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα τότε ήρθε του συντρόφουγιατί δεν είχε ακόμα η γη σκεπάσει το κορμί τουΣτης Κίρκης τον αφήσαμε τrsquo αρχοντικό παλάτιάκλαυτο κι άθαφτο επειδή μας έσπρωχνε άλλη ανάγκηΚαι σαν τον είδα δάκρυσα και πόνεσε η καρδιά μου κι έτσι άρχισα να του μιλώ με λυπημένα λόγιαlaquoΕλπήνορα πώς έφτασες μες στο θολό σκοτάδιΠεζός εσύ με πρόλαβες κι ας είχα εγώ καράβιraquoΕίπα κι αυτός μrsquo απάντησε στα κλάματα ξεσπώντας˙laquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαοργή θεού με τύφλωσε και το πολύ πιοτό μουΠεσμένος όπως βρέθηκα στης Κίρκης το παλάτιδε σκέφτηκα να κατεβώ απrsquo την ψηλή τη σκάλακι αντίκρυ της ήρθα σωρός απrsquo τη σκεπή ίσια κάτωκι ο σβέρκος μου πετάχτηκε απrsquo τα σφοντύλια του όξω και μου ροβόλήσε η ψυχή στον άχαρο τον ΆδηΣrsquo ορκίζω τώρα να χαρείς εκείνους που σου λείπουνστο σπίτι σου το ταίρι σου το γέρο σου πατέραπου μωρουδάκι σrsquo έθρεφε και τον Τηλέμαχό σουπου στο ψηλό παλάτι σου μοναχογιό τον έχεις γιατί το ξέρω απrsquo το βαθύ τον Άδη όταν γυρίσεις στης Κίρκης πάλε το νησί θrsquo αράξεις το καράβισrsquo ορκίζω εκεί να θυμηθείς κι εμένα βασιλιά μουκι άθαφτο πίσω κι άκλαυτο μη φύγεις και μrsquo αφήσειςμήπως με κάμουν οι θεοί κακό στοιχειό για σένα Μόνrsquo κάψε το κουφάρι μου με την αρματωσιά μουκαι μνήμα χτίσε μου κοντά στrsquo αφροντυμένο κύμαγια να θυμούνται κι οι στερνοί το δόλιο παλικάριΚι αυτά όταν κάμεις στήσε μου κι ένα κουπί στον τάφοαυτό που ζώντας έλαμνα κι εγώ με τους συντρόφουςraquo Έτσι είπε και τrsquo απάντησα με λόγια μου θλιμμέναΣrsquo το τάζω δύστυχε όλα αυτά που θέλεις να σου κάμωraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές καθόμασταν να λέμεκι εγώ κρατούσα το σπαθί πάντα απrsquo το αίμα απάνωκι εκείθε του συντρόφου μου το φάντασμα λαλούσε Σε λίγο πρόβαλε η ψυχή της μάνας μου η Αντίκλειαη κόρη του καλόκαρδου πρωτάρχοντα Αυτολύκουπου ζωντανή την άφησα σαν πήγαινα στην ΤροίαΚι όταν την είδα δάκρυσα και λίγωσε η καρδιά μουΜα κι έτσι δεν την άφηνα κοντά στο αίμα να ᾽ρθειμrsquo όλο τον πόνο πόνιωθα πριν φτάσει ο ΤειρεσίαςΤου Τειρεσία εκεί η ψυχή τότε ήρθε του ΘηβαίουΣκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο με γνώρισε και μου lsquoπεlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαγιατί ήρθες δόλιε αφήνοντας του ήλιου τη λαμπράδα να ιδείς στον Άδη τους νεκρούς τον άχαρο τον κόσμοΤράβα απrsquo το λάκκο το σπαθί κι αλάργα βάσταξέ τοαίμα να πιω και να σου πω στερνά την πάσα αλήθειαraquoΕίπε κι εγώ τραβήχτηκα κι έβαλα στο θηκάριτrsquo ασημοκάρφωτο σπαθί Κι αίμα σαν ήπιε μαύροάρχισε τότε ο άψεγος προφήτης κι έτσι μου lsquoπε˙

λ 102λ 103λ 104λ 105λ 106λ 107λ 108λ 109λ 110λ 111λ 112λ 113λ 114λ 115λ 116λ 117λ 118λ 119λ 120λ 121λ 122λ 123λ 124λ 125λ 126λ 127λ 128λ 129λ 130λ 131λ 132λ 133λ 134λ 135λ 136λ 137λ 138λ 139λ 140λ 141λ 142λ 143λ 144λ 145λ 146λ 147λ 148λ 149λ 150λ 151λ 152λ 153

laquoΤο γλυκοπόθητο ζητάς Δυσσέα γυρισμό σουμα δύσκολο κάποιος θεός για σένα θα τον κάμειΓιατί του κόσμου ό Σαλευτής θαρρώ δε θα ξεχάσειτο πάθος πόχει στην καρδιά που τύφλωσες το γιο τουΜα κι έτσι αν πάθετε δεινά θα πάτε στην πατρίδααν κρατηθείς στον πόθο σου κι ο ίδιος κι οι συντρόφοιόταν το καλοκάμωτο καράβι πρωταράξειςστης Θρινακίας το νησί απrsquo τα δεινά σωμένοςτου μενεξόθωρου γιαλού και βρείτε εκεί να βόσκουν τα βόδια και τα πρόβατα τα παχουλά του Ήλιου που όλα τα βλέπει από ψηλά κι ακούει όλα τα πάνταΑν δεν τrsquo αγγίξεις και ποθείς να φτάσεις στην πατρίδαμrsquo όσα κι αν πάθετε δεινά θα φτάσετε στο ΘιάκιΜα αν βάλεις χέρι τότε εγώ προλέγω το χαμό σας συντρόφων σου και καραβιού Κι αν μόνος σου γλιτώσειςθα φτάσεις κακώς έχοντας αργά δίχως συντρόφουςμε ξένο πλοίο και θα βρεις στο σπίτι σου άλλα πάθιαανθρώπους ασυλλόγιστους που καταλούν το βιός σουκαι δίνουν προίκες την πιστή γυναίκα σου να πάρουν Όμως εκείνων τrsquo άδικα σαν πας θα τα πλερώσειςΚι όταν ξεκάμεις μrsquo άπονο μαχαίρι τους μνηστήρεςείτε με δόλο ή φανερά στrsquo αρχοντικό σου σπίτιπάρε ένα καλοτράβηχτο κουπί και φύγε τότεόσο να φτάσεις σε λαούς που θάλασσα δεν ξέρουν και τρώνε ανάλατο φαΐ και μήτε από καράβιακατέχουν κοκκινόπλωρα μήτε κουπιά γνωρίζουνπού ᾽ναι φτερά των καραβιών Και θα σου πω να ξέρειςένα σημάδι αλάθευτο που δε θα κάμεις λάθοςΌταν στο δρόμο εκεί που πας διαβάτης σrsquo απαντήσει και λιχνιστήρι αυτό σου πει στον ώμο που σηκώνειςτότε το καλοτράβηχτο κουπί στη γη να μπήξειςκι εκεί να σφάξεις όμορφα σφαχτά στον Ποσειδώνακριάρι ταύρο και καπρί των χοίρων ελατάρηκαι στην πατρίδα γύρισε κι αρχοντικές θυσίες να κάμεις σrsquo όλους τους θεούς που κατοικούν στα ουράνιαΚι αλάργα εκεί από θάλασσες ο θάνατός σου θα ᾽ρθεισε αρχοντικά γεράματα στο σπίτι σου να σrsquo έβρεικαι γύρω σου καλότυχο θα βλέπεις το λαό σουΤην πάσα αλήθεια πού ᾽ξερα Δυσσέα σου την είπαraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με δυο μου λόγια πάλεlaquoΩ Τειρεσία αυτά οι θεοί τα ᾽χουν κλωσμένα οι ίδιοιΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουΑυτή που βλέπω είναι η ψυχή της θλιβερής μου μάναςπου κάθεται άλαλη κοντά στο αίμα και το γιο της μάτια δε σήκωσε να ιδεί ποιος είμαι να ρωτήσειΑφέντη πες μου πώς μπορεί να με γνωρίσει εμέναraquoΕίπα κι ευτύς μ απάντησε με δυο του λόγια αμέσωςlaquoΕύκολο πράμα μου ζητάς κι εγώ θα σε φωτίσωΌποιον στο αίμα απrsquo τους νεκρούς αφήνεις να ζυγώσει ότι γνωρίζει θα σου πει χωρίς να σε γελάσειΚι όποιου αρνηθείς τη χάρη αυτή θα φεύγει πίσω πάλεraquoΈτσι σα μίλησε η ψυχή τrsquo αφέντη Τειρεσία

λ 154λ 155λ 156λ 157λ 158λ 159λ 160λ 161λ 162λ 163λ 164λ 165λ 166λ 167λ 168λ 169λ 170λ 171λ 172λ 173λ 174λ 175λ 176λ 177λ 178λ 179λ 180λ 181λ 182λ 183λ 184λ 185λ 186λ 187λ 188λ 189λ 190λ 191λ 192λ 193λ 194λ 195λ 196λ 197λ 198λ 199λ 200λ 201λ 202λ 203λ 204λ 205

μπήκε στον Άδη τα γραφτά της μοίρας μου σαν είπεΚι έμεινα ασάλευτος εγώ ωσότου η μάνα μου ήρθε κι αίμα σαν ήπιε μελανό με γνώρισε ποιος είμαικαι μου lsquoπε δάκρυα χύνοντας με λόγια λυπημέναlaquoΠώς ήρθες γιε μου ζωντανός μες στο θολό σκοτάδιΔύσκολο να ᾽ρθουν ζωντανοί να ιδούν αυτά εδώ κάτωΓιατί έχει ρέματα βαθιά και ποταμούς μεγάλους στη μέση πρώτα ο Ωκεανός που δεν μπορεί κανέναςδίχως καράβι γλήγορο πεζός να τον περάσειΤώρα απrsquo την Τροία με πιστούς συντρόφους και καράβιμην ήρθες παραδέρνοντας καιρό πολύ Δεν πήγεςστο Θιάκι ακόμα Σπίτι σου το ταίρι σου δεν το είδεςraquo Τότε έτσι της απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγιαlaquoΜάνα μου ανάγκη μrsquo έφερε να κατεβώ στον Άδηχρησμό να πάρω απrsquo την ψυχή του μάντη ΤειρεσίαΚοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ως τώρα ακόμαμήτε στο Θιάκι πάτησα μόνrsquo συμφορές με δέρνουν απrsquo τον καιρό που ακλούθησα τον αρχηγό Αγαμέμνοστην Τροία την πλατύδρομη να πολεμήσω ΤρώεςΜόνrsquo έλα πες μου τώρα αυτό και την αλήθεια μίλαΠοια μοίρα σε κατάβαλε του αξύπνητου θανάτουΜην ήρθε αρρώστια αγιάτρευτη Μην πήρε τη ζωή σου η σαϊτεύτρα η Άρτεμη με τις πυκνές σαΐτεςΠες μου για τον πατέρα μου και το μοναχογιό μουεκείνοι ως τώρα αν την κρατούν τη βασιλεία ακόμαή να την έχει άλλος κανείς κι εγώ θαρρούν δε θα ᾽ρθωΠες μου και της γυναίκας μου τη γνώμη της καρδιάς της αν μένει στο παιδί κοντά και κυβερνά το σπίτιή κάποιος απrsquo τους Αχαιούς πρωτάρχοντας την πήρεraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε η σεβαστή μου μάναlaquoΝαι εκείνη με πιστή καρδιά στrsquo αρχοντικό σου μένεικι οι νύχτες της περνούν πικρές κι οι μέρες της θλιμμένες Μήτε την όμορφη κανείς τη βασιλεία σου πήρεμόνrsquo ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλιακαι κάθεται στα ισότιμα τραπέζια σε όσα πρέπειο δικαιοκρίτης να βρεθεί γιατί τον κράζουν όλοιΚι ο γέρος ο πατέρας σου στο ξοχικό του μένει μήτε έρχεται στη χώρα πια μήτε έχει ένα κρεβάτιμε στρώμα με σκεπάσματᾳ με κεντητά σεντόνιαμόνrsquo το χειμώνα σπίτι του κοιμάται όπου κι οι δούλοικοντά στο τζάκι καταγής κι είναι φτωχά ντυμένοςΚι όταν το καλοκαίρι ερθεί κι ο δροσερός ο τρύγος στα καρπερά του χτήματα τrsquo αμπελοφυτεμένατα φύλλα κάνει κλίνη του πού ᾽ναι στη γη πεσμέναΚείτεται εκεί με στεναγμούς κι ο πόνος του πληθαίνειστου γυρισμού σου τον καημό μεγάλος στην καρδιά τουγιατί πικρά γεράματα τον πλάκωσαν τον έρμο Ο ίδιος μrsquo έριξε καημός κι εμένα μες στον τάφοΔεν έτρεξε στο σπίτι μου να μrsquo έβρει η Σαϊτεύτραμε τις πυκνές σαΐτες της να σβήσει τη ζωή μουμήτε άλλη αρρώστια την καρδιά μου νέκρωσε στα στήθιαΜόνο ο καημός σου μrsquo έφαγε λεβέντη μου Δυσσέα

λ 206λ 207λ 208λ 209λ 210λ 211λ 212λ 213λ 214λ 215λ 216λ 217λ 218λ 219λ 220λ 221λ 222λ 223λ 224λ 225λ 226λ 227λ 228λ 229λ 230λ 231λ 232λ 233λ 234λ 235λ 236λ 237λ 238λ 239λ 240λ 241λ 242λ 243λ 244λ 245λ 246λ 247λ 248λ 249λ 250λ 251λ 252λ 253λ 254λ 255λ 256λ 257

η γνώση που σε στόλιζε κι η τρυφερή καρδιά σουraquoΈτσι είπε και τα στήθια μου μου τα rsquoκαιγε ή λαχτάραπώς νrsquo αγκαλιάσω την ψυχή της θλιβερής μου μάναςΧύθηκα τότε τρεις φορές να τη σφιχταγκαλιάσωκαι τρεις φορές μου πέταξε σαν όνειρο σαν ίσκιος και πιο πικρός ανάβρυζε μες στην καρδιά μου ο πόνοςΚι έτσι με λόγια θλιβερά της είπα κράζοντάς τηνlaquoΜανούλα πώς δε στέκεσαι να σε σφιχταγκαλιάσωκι αγκαλιασμένοι τρυφερά μέσα στον Άδη οι δυο μαςτο θρήνο να χορτάσουμε τον κρυοπαγωμένο Μην είσαι κάποιο φάντασμα πόστειλε η Περσεφόνηγια να μου κάμει της καρδιάς τους πόνους πιο μεγάλουςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε η σεβαστή μου μάναlaquoΑχ γιε μου εσύ πιο δύστυχε απrsquo όλους μες στον κόσμοΗ κόρη δε σrsquo απάτησε του Δία η Περσεφόνη Όμως αυτή είναι των θνητών η μοίρα σαν πεθάνουνΔε συγκρατούν τα νεύρα τους κόκαλα πια και σάρκεςπαρά τα παίρνει η δύναμη της φλόγας και τα λιώνειόταν αφήσει πια η ζωή τα κόκαλά τους τrsquo άσπρακαι σάμπως όνειρο η ψυχή γυρίζει όταν πετάξει Μόνrsquo ζήτα γλήγορα το φως κι εδώ όλα αφού τα μάθειςκατόπι στη γυναίκα σου να τα ᾽χεις να δηγάσαιraquoΤέτοιες κουβέντες κάναμε κι ήρθαν γυναίκες πλήθοςπου η Περσεφόνη η φοβερή τις έστειλε εκεί να ᾽ρθουνόλες γυναίκες αρχηγών κι αρχοντοθυγατέρες Γύρω στο αίμα σωρευτές συνάχτηκαν το μαύροκαι κάθε μια λογάριαζα να τη ρωτήσω χώριαΚι αυτή η βουλή μου φάνηκε καλύτερη πώς ήτανΤράβηξα το μακρύ σπαθί απrsquo το παχύ μηρί μουκαι δεν τις άφηνα να πιούν όλες μαζί το αίμα Κι ερχόντανε με τη σειρά και καθεμιά της τότεφανέρωνε το γένος της κι εγώ όλες τις ρωτούσαΤότε είδα πρώτη την Τυρώ την αρχοντοθρεμμένηπου μουrsquo λεγε πατέρα της το Σαλμωνιά πως είχεκι ήταν γυναίκα του Κρηθιά λεβέντη γιου του ΑιόλουΤον Ενιπέα αγάπησε το θεϊκό ποτάμιαπrsquo όλα τrsquo ομορφότερο που βρέθηκαν στον κόσμοκαι κάθε μέρα σύχναζε στα δροσερά νερά τουΚαι τη μορφή του παίρνοντας ο Σαλευτής του κόσμουστου ποταμού τrsquo αφρότρεχου την πλάγιασε το στόμα Κι άλικο κύμα σα βουνό καμαρωτό σηκώθηκι έκρυψε γύρω το θεό και τη θνητή γυναίκακι έλυσε μες στον ύπνο της τη ζώνη της παρθέναςΚι όταν πια τέλεψε ο θεός τα έργα της αγάπηςτότε γλυκά τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε laquoΧαρά σε σένα λυγερή για τη γλυκιά μου αγάπηΚι όταν σιμώσει η ώρα σου θα κάμεις δυο λεβέντεςγιατί δεν είναι των θεών το στρώμα δίχως φύτρα Μεγάλωσέ τα με χαρές και θρέψε τα με χάδιαΚαι τώρα σύρε σπίτι σου και μην το μαρτυρήσεις μόνrsquo ξέρε το μονάχη σου πως είμαι ο ΠοσειδώναςraquoΈτσι είπε και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα

λ 258λ 259λ 260λ 261λ 262λ 263λ 264λ 265λ 266λ 267λ 268λ 269λ 270λ 271λ 272λ 273λ 274λ 275λ 276λ 277λ 278λ 279λ 280λ 281λ 282λ 283λ 284λ 285λ 286λ 287λ 288λ 289λ 290λ 291λ 292λ 293λ 294λ 295λ 296λ 297λ 298λ 299λ 300λ 301λ 302λ 303λ 304λ 305λ 306λ 307λ 308λ 309

Και τον Πελία γέννησε και το Νηλέα εκείνηπου βασιλιάδες έγιναν με του Διός τη χάρηΣτο Βόλο τον πλατύδρομο καθόντανε ο Πελίας πλούσιος σrsquo αρνιά Κι ο δεύτερος στην αμμουδάτη ΠύλοΜα κι άλλα απόχτησε παιδιά η βασιλογυναίκαμε τον Κρηθιά τον Αίσονα τον Αμυθά το ΦέρηΚι είδα την κόρη του Ασωπού την όμορφη Αντιόπηπόλεγε πως κοιμήθηκε στην αγκαλιά του Δία κι έκαμε τον Αμφίονα και το λεβέντη Ζήθοπου πρώτοι την εφτάπορτη θεμέλιωσαν τη Θήβακι έχτισαν κάστρο ολόγυρα γιατί δε θα μπορούσανμια χώρα τόσο απλόχωρη σαν την πλατιά τη Θήβα να τη φυλούν ατείχιστη κι ας ήταν παλικάρια Είδα και τrsquo Αμφιτρύωνα το ταίρι την Αλκμήνηπόκαμε το λιοντόψυχο κι ατρόμητο Ηρακλέαστην αγκαλιά σαν πλάγιασε του Δία του μεγάλουΚι είδα στερνά του Κρέοντα την κόρη τη Μεγάρηπου τrsquo Αμφιτρύωνα ο γιος γυναίκα του την πήρε Του Οιδίπου η μάνα πρόβαλε η όμορφη Επικάστηπου πήρε με ζαβό το νου παράνομα το γιο τηςκι εκείνος τον πατέρα του σα σκότωσε την πήρεκι άξαφνα τα φανέρωσε στον κόσμο ο γιος του ΚρόνουΜε πίκρες στην πολύποθη βασίλεψε τη Θήβα και κυβερνούσε από θεών κατάρα τους ΘηβαίουςΚι εκείνη στον αγύριστο κατέβηκε τον Άδηαφού κρεμάστηκε ψηλά με μια θηλιά από λύπηαπrsquo τη σκεπή του πύργου της κι άφησε πίσω εκείνουπάθη όσα φέρνουν άπειρα της μάνας οι κατάρες Τη Χλώρη είδα την όμορφη που στα παλιά ο Νηλέαςτην πήρε για τα κάλλη της δίνοντας πλούσια δώρατην πιο στερνή του Αμφίωνα του γιου του Γιάσου κόρηπου κείνος στον Ορχομενό βασίλεψε με δόξαΣτην Πύλο αυτή βασίλεψε κι έκαμε τρεις λεβέντες το Νέστορα το Χρόμιο και τον Περικλυμένηκαι την Πηρώ τη λυγερή σrsquo όλον τον κόσμο θάμαπου ταίρι της την ήθελαν απrsquo τα περίχωρα όλοιΜα κι ο Νηλέας θα᾽ δινε την κόρη του σε κείνονπου απrsquo τη Φυλάκη θrsquo άρπαχνε τα βόδια του Ιφίκλουτrsquo αμέρωτα στριφτόποδα κι ανοιχτοκουτελάταΚι ένας απrsquo όλους τουrsquo ταξε προφήτης να τrsquo αρπάξειόμως σκληρή τον έδεσε κι άπονη εκείνον μοίρα κι ακαταπόνετα δεσμά και χωριανοί βουκόλοιΚι όταν στο τέλος έφταναν οι μέρες με τους μήνες κι έκλεινε ο χρόνος κι εποχή ξανάρχιζε άλλη πίσωτον έλυσε κι ο Ίφικλος απrsquo τα δεσμά αφού του lsquoπετι ήταν γραφτό του κι η βουλή γινότανε του ΔίαΗ Λήδα πρόβαλε έπειτα το ταίρι του Τυνδάρουπόκαμε δυο λεβέντες γιούς τον αλογοτεχνίτη τον Κάστορα και το γερό στους γρόθους Πολυδεύκηπου ζωντανούς τους δυο αδερφούς το χώμα τους κρατούσεκι ο Δίας μες στον τάφο τους τους έδωσε άλλη χάρηάλλοτε να ᾽ναι ζωντανοί κι άλλοτε να πεθαίνουν

λ 310λ 311λ 312λ 313λ 314λ 315λ 316λ 317λ 318λ 319λ 320λ 321λ 322λ 323λ 324λ 325λ 326λ 327λ 328λ 329λ 330λ 331λ 332λ 333λ 334λ 335λ 336λ 337λ 338λ 339λ 340λ 341λ 342λ 343λ 344λ 345λ 346λ 347λ 348λ 349λ 350λ 351λ 352λ 353λ 354λ 355λ 356λ 357λ 358λ 359λ 360λ 361

καθένας με τη μέρα του κι έχουν τιμή αθανάτων Είδα την Ιφιμέδεια το ταίρι του Αλωέαπόλεγε πως κοιμήθηκε σιμά στον Ποσειδώνακαι δυο παιδιά της έφερε λιγόχρονα στον κόσμοτον Ώτο τον ισόθεο τον ξακουστό Εφιάλτηπού ᾽ταν οι πιο ψηλότεροι απrsquo όσους θρέφει η πλάση κι ύστερα απrsquo τον Ωρίωνα οι πιο όμορφοι στα κάλληΕννιά χρονών σαν έγιναν πήχες εννιά είχαν πλάτοςκι οργιές εννιά το μάκρος τους που κάμανε είχε φτάσεικαι τους θεούς φοβέρισαν πώς στα ψηλά ουράνιατη λύσσα του συνταραχτή θα στήσουν του πολέμου Να βάλουν σοφιστήκανε τον Όλυμπο στην Όσσαστερνά το Πήλιο το πυκνό στον ουρανό να φτάσουνΚι αν ζούσαν και μεγάλωναν θα το χαν κατορθώσειΜα ο γιος του Δία που η Λητώ τον γέννησε η πανώριατους πήρε πριν το χνούδι τους ανθίσει στα μηλίγγια και πριν φυτρώσουν τα πυκνά στα μάγουλά τους γένιαΕίδα τη Φαίδρα κι έπειτα την Πρόκρη και του Μίνουτην κόρη του κακόγνωμου την όμορφη Αριάδνηπου ο ξακουστός την έφερε Θησέας απrsquo την Κρήτηστην βλογημένη ακρόπολη των Αθηνών Μα ακόμα πριν τη χαρεί τη σκότωσε η Άρτεμη στη Δία γιατί έτρεξε ο Διόνυσος να της το μαρτυρήσειΜε την Κλυμένη πρόβαλε η Μαίρα κι η Εριφύληη άπιστη που ατίμασε τον άντρα της για χρήμαΚι όλες εγώ για να τις πω και να τις ονομάσω όσες γυναίκες αρχηγών και θυγατέρες είδακι η νύχτα αυτή δε θα ᾽φτανε κι ώρα να κοιμηθούμεείτε εδώ πέρα ή στο γοργό καράβι με τους ναύτεςΚι εσείς πια πρώτα ο Θεός φροντίστε το ταξίδιraquoΈτσι είπε κι όλοι απόμειναν χωρίς μιλιά να βγάλουν κι ήταν σα να μαγεύτηκαν μες στο ισκιερό παλάτιΚι άρχισε πρώτη να μιλά η λευκοχέρα ΑρήτηlaquoΦαίακες πώς να φαίνεται σε σας αυτού του ανθρώπουη ομορφιά τrsquo ανάστημα και το γερό μυαλό τουΔικός μου ο ξένος μα και σας τιμή δική σας είναι γιrsquo αυτό και να τον στείλετε μη βιάζεστε ούτε δώρανα λυπηθείτε που σrsquo αυτόν του κάνουν τόση ανάγκηΚαι δόξα να ᾽χουν οι θεοί βιός έχουμε περίσσοraquoΤότε είπε ο γερομαχητής Εχένηος με δυο λόγιαπου ήταν ο γεροντότερος απrsquo όλους τους Φαιάκους laquoΣύμφωνα με τη γνώμη μας αδέρφια κι όπως πρέπειη γνωστικιά βασίλισσα μιλά κι όλοι νrsquo ακούστεΜα ο λόγος όπως κι η δουλειά στο χέρι είναι τrsquo ΑλκίνουraquoΤότε ο Αλκίνος τrsquo απαντά κι έτσι είπε δυο του λόγιαlaquoΘα γίνει ο λόγος σας αυτός αν τύχει εγώ να ζήσωσα βασιλιάς στους Φαίακες τους θαλασσοθρεμμένουςΚι ο ξένος όσο κι αν ποθεί να φτάσει στην πατρίδαως αύριο ας κάνει υπομονή τα δώρα να συνάξωΚι όσο για το ταξίδι του οι άντρες θα φροντίσουνόλοι και πρώτα πρώτα εγώ που μες στον τόπο ορίζωraquo Τότε έτσι κι ο πολύσοφος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας

λ 362λ 363λ 364λ 365λ 366λ 367λ 368λ 369λ 370λ 371λ 372λ 373λ 374λ 375λ 376λ 377λ 378λ 379λ 380λ 381λ 382λ 383λ 384λ 385λ 386λ 387λ 388λ 389λ 390λ 391λ 392λ 393λ 394λ 395λ 396λ 397λ 398λ 399λ 400λ 401λ 402λ 403λ 404λ 405λ 406λ 407λ 408λ 409λ 410λ 411λ 412λ 413

laquoΑφέντη Αλκίνο βασιλιά κι απrsquo όλους παινεμένεκι ανίσως χρόνο ολάκερο μου λέγατε να μείνωκαι να με στείλετε έπειτα με τrsquo ακριβά σας δώραάλλο δε θα ᾽θελα κι εγώ και πιο όφελός μου θα ᾽ναι να φτάσω με τα χέρια μου γεμάτα στην πατρίδαΤότε έτσι πιο καλόδεχτος πιο τιμημένος θα ᾽μαιαπrsquo όλους όσοι θα με ιδούν στο Θιάκι να γυρίσωraquoΤότε έτσι πάλε απάντησε ο σεβαστός ΑλκίνοςlaquoΌταν Δυσσέα σε δει κανείς στο πρόσωπο δε δείχνειςγια ψεύτης και ξελογιαστείς απrsquo όσους θρέφει ο κόσμοςχιλιάδες μες στα πέρατα της γης παντού σπαρμένουςπου πλέκουν τέτοια ψέματα που δεν τα βάζει ο νους σουΜα εσύ έχεις χάρη όταν μιλάς κι ευγενικούς τους τρόπουςκαι σαν καλός τραγουδιστής τα ιστόρησες με τέχνη των Αχαιών τα βάσανα και τα δικά σου πάθιαΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουκανένα αν είδες σύντροφο απrsquo όσους μες στην Τροίαμαζί σου πολεμήσανε κι εκεί το χάρο βρήκανΜεγάλη η νύχτα ατέλειωτη κι ώρα δεν είναι ακόμανα πάμε να πλαγιάσουμε Μόνrsquo λέγε μου νrsquo ακούσωτις θαυμαστές αυτές δουλειές Μπορούσα να βαστάξωόσο να φέξει αν ήθελες να λες τα βάσανά σουraquoΤότε έτσι κι ο πολύβουλος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας˙laquoΑλκίνο αφέντη λατρευτέ κι απrsquo όλους παινεμένε το κάθε τι στην ώρα του κι ο ύπνος κι η κουβένταΚι ακόμα αν θέλεις βάσανα νrsquo ακούσεις πιο μεγάλαμπορώ κι αυτά να σου τα πω τα πάθια άλλων συντρόφωνπου γλίτωσαν απrsquo τη σφαγή στον πόλεμο της Τροίαςκαι χάθηκαν στο γυρισμό από άπιστες γυναίκες Σα σκόρπισε όλες τις ψυχές η θέισσα Περσεφόνητων γυναικών ήρθε η ψυχή του βασιλιά Αγαμέμνου θλιμμένη και τριγύρω της συνάχτηκαν οι άλλεςόσες μαζί του χάθηκαν στου Αιγίσθου το παλάτιΚαι στη στιγμή με γνώρισε αίμα σαν ήπιε μαύρο Έκλαψε τότε με λυγμούς και δάκρυα του κυλούσανκαι σήκωνε τα χέρια του ποθώντας να με φτάσειΌμως δεν ήταν σταθερά τα νεύρα του σαν πρώταμήτε είχανε πια δύναμη τα λυγερά του μέληΚι όπως τον είδα δάκρυσα και μάτωσε η καρδιά μου κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησα θλιμμένοςlaquoΤrsquo Ατρέα ξακουσμένε γιε πρωτάρχοντα Αγαμέμνοποια μοίρα να σε δάμασε του αξύπνητου θανάτουΜη σrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώναςσηκώνοντας ανίκητων ανέμων άγρια μπόρα Μήπως σε σκότωσαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςβόδια κι αρνιά σαν άρπαχνες απrsquo όμορφα κοπάδιαή πολεμούσες κάστρο τους να πάρεις και γυναίκεςraquoΈτσι είπα και μrsquo απάντησε με δυο του λόγια αμέσωςlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαδε μrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώνας

λ 414λ 415λ 416λ 417λ 418λ 419λ 420λ 421λ 422λ 423λ 424λ 425λ 426λ 427λ 428λ 429λ 430λ 431λ 432λ 433λ 434λ 435λ 436λ 437λ 438λ 439λ 440λ 441λ 442λ 443λ 444λ 445λ 446λ 447λ 448λ 449λ 450λ 451λ 452λ 453λ 454λ 455λ 456λ 457λ 458λ 459λ 460λ 461λ 462λ 463λ 464λ 465

σηκώνοντας αδάμαστων ανέμων άγρια μπόραμήτε με χάλασαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςΟ Αίγισθος μου ετοίμασε το χάρο με τη σκύλαγυναίκα μου Με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε και μrsquo έσφαξε όπως στο παχνί σφάζει κανείς το βόδιΜε τέτοιο θάνατο σκληρό μου πήρε τη ζωή μουκι έσφαξε γύρω μου άσπλαχνα κι όλους μου τους ανθρώπουςως σφάζουν σrsquo αρχοντόσπιτο τrsquo ασπρόδοντα γουρούνιασε γάμο σε ξεφάντωση σrsquo επίσημο τραπέζιΘα βρέθηκες στο σκοτωμό πολλών ως τώρα ανθρώπωνπου πέσανε παράμεροι σε λυσσασμένη μάχηΌμως εκείνα αν τα ᾽βλεπες θα μάτωνε η καρδιά σουπως στα κροντήρια ολόγυρα στrsquo ασήκωτα τραπέζιαμας ξάπλωσαν και κάτω η γης άχνιζε από το αίμακι έφριξα στα ξεφωνητά της κόρης του ΠριάμουΚασσάντρας που τη σκότωσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρακι εγώ τα χέρια σήκωνα στο ψυχομαχητό μουνα πιάσω το μαχαίρι της μα δύναμη δεν είχανΜrsquo άφησε η σκύλα κι έφυγε μήτε η καρδιά της είπε τα μάτια και το στόμα μου να τα νεκροσφαλίσειΈτσι άλλο πιο άπονο θεριό δεν έχει απrsquo τη γυναίκαπου τέτοιο βάλει στην ψυχή κακούργημα να κάμειΤι άτιμη που σκέφτηκε δουλειά κι εκείνη ωστόσονα καταντήσει φόνισσα στον ίδιο της τον άντρα Κι εγώ έλεγα καλόδεχτος στους δούλους στα παιδιά μουπως θα γυρίσω σπίτι μου Όμως αυτή η κακούργακαι τον ατό της ντρόπιασε και τις γυναίκες όλεςόσες στον κόσμο γεννηθούν καλόγνωμες κι ας είναιraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με λόγια λυπημέναlaquoΑχ απαρχής κατάτρεξε ο βροντολάλος Δίαςγια γυναικών φερσίματα τη γενεά τrsquo ΑτρέαΓια την Ελένη φτύσαμε φαρμάκια εμείς κι εσέναη Κλυταιμνήστρα σου ᾽σκαβε σαν έλειπες το λάκκοraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με πεταχτά του λόγια Γιrsquo αυτό ποτέ σου μη σταθείς καλός πια σε γυναίκαμήτε να της εμπιστευτείς το μυστικό που ξέρειςμόνrsquo άλλα πάντα να της λες κι άλλα στο νου να κρύβειςΜα εσύ Δυσσέα από σφαγή γυναίκας δε φοβάσαιγιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη η Πηνελόπη η γνωστικιά του Ικαρίου η κόρηΝιόπαντρη την αφήσαμε σαν πήγαμε στης Τροίαςτον πόλεμο και στο βυζί μωρό παιδί το γιο σουΜα τώρα θα μεγάλωσε θα rsquoγινε παλικάριΚαλότυχος ο πατέρας του θα το χαρεί όταν φτάσει κι εκείνο τον πατέρα του μrsquo αγάπη θrsquo αγκαλιάσειΜα μήτε το παιδί μου εγώ δε μrsquo άφησε η δική μουνα το χορτάσω και πιο πριν με σκότωσε κι εμέναΚι ένα άλλο τώρα θα σου πω και βάλε το μες το νου σουΚρυφά κι όχι ολοφάνερα νrsquo αράξεις το καράβι στο Θιάκι Γιατί πίστη πια δεν έχουν οι γυναίκεςΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουγια το παιδί μου αν άκουσες πώς κάπου μεγαλώνει

λ 466λ 467λ 468λ 469λ 470λ 471λ 472λ 473λ 474λ 475λ 476λ 477λ 478λ 479λ 480λ 481λ 482λ 483λ 484λ 485λ 486λ 487λ 488λ 489λ 490λ 491λ 492λ 493λ 494λ 495λ 496λ 497λ 498λ 499λ 500λ 501λ 502λ 503λ 504λ 505λ 506λ 507λ 508λ 509λ 510λ 511λ 512λ 513λ 514λ 515λ 516λ 517

αν είναι στον Ορχομενό ή στη δροσάτη Πύλοή και στη Σπάρτη την πλατιά κοντά με το Μενέλαο Γιατί όχι η γη δε σκέπασε τον ακριβό μου ΟρέστηraquoΈτσι είπε και τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια˙laquoΤι με ρωτάς τrsquo Ατρέα γιε Ζει πέθανε δεν ξέρωΚι είναι κακό τα λόγια μας να λέμε στον αέραraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές μιλούσαμε κι οι δυο μας και στέκαμε περίλυποι στα δάκρυα βουτημένοιΉρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέαμε του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχουκαι του μεγάλου του Αίαντα που στη μορφή στο σώμαπερνούσε κάθε Δαναό μετά απrsquo τον Αχιλλέα Ευτύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέακι έτσι θρηνώντας μου rsquoλεγε με φτερωμένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέακαημένε τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλοΠώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη όπου γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι θνητών νεκρών εικόνεςraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με πεταχτά μου λόγια˙laquoΩ φίλε του Πηλέα γιε των Αχαιών καμάριήρθα απrsquo ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθωκαι πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι Κοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώραμήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουνΜα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε Αχιλλέαστον κόσμο πιο καλότυχος μήτε ποτέ θα γίνει Γιατί όταν ζούσες σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες και τώρα πάλε στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχειςΓιrsquo αυτό Αχιλλέα μη χολιάς πως είσαι πεθαμένοςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με λυπημένα λόγιαlaquoΔυσσέα για το θάνατο μη με παρηγορήσειςΘα ᾽θελα να ᾽μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω σε αφέντη δίχως κτήματα που ναι το βιός του λίγοπαρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους-Μόνrsquo έλα τώρα να μου πεις για το λεβέντη γιο μουστη μάχη αν πρώτος χύνεται ή πίσω κοντοστέκειΠες μου και για τον ξακουστό πατέρα μου ότι ξέρεις στους Μυρμιδόνες βασιλιάς ανίσως είναι ακόμαή πια δεν τον ψηφά κανείς στη Φθία και στην Ελλάδαγιατί τον καταπόνεσαν τα γηρατειά τα μαύραΑ και βοηθός του να ᾽φτανα κάτω απrsquo το φως του ήλιουτέτοιος ως ήμουν μια φορά μες στην πλατιά την Τροία που παλικάρια θέριζα τους Αχαιούς βοηθώνταςΝά ᾽φτανα τέτοιος μια στιγμή στο πατρικό μου σπίτιθα τρέμανε όλοι σύσσωμοι τrsquo ανίκητά μου χέριαόσοι το γέρο τυραγνούν και την αρχή του αρπάζουνraquoΕίπε κι ευτύς τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια laquoΤίποτε για το γέρο σου Πηλέα εγώ δεν ξέρωμα για το Νεοπτόλεμο τrsquo αγαπητό παιδί σουτην πάσα αλήθεια θα σου πω καθώς κι εσύ τrsquo ορίζειςΟ ίδιος μrsquo ένα ισόμετρο καράβι μου απrsquo τη Σκύροτον έφερα στους Αχαιούς τους πολεμοθρεμμένους

λ 518λ 519λ 520λ 521λ 522λ 523λ 524λ 525λ 526λ 527λ 528λ 529λ 530λ 531λ 532λ 533λ 534λ 535λ 536λ 537λ 538λ 539λ 540λ 541λ 542λ 543λ 544λ 545λ 546λ 547λ 548λ 549λ 550λ 551λ 552λ 553λ 554λ 555λ 556λ 557λ 558λ 559λ 560λ 561λ 562λ 563λ 564λ 565λ 566λ 567λ 568λ 569

Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίαςπρώτος μιλούσε πάντα αυτός μήτε έσφαλλε στο λόγοΜονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσαΚι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμποπίσω δεν έστεκε ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους μον πάντα εμπρός χυνότανε άφταστος στην ορμή τουκαι θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχηςΚι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσωόσους ο γιος σου σκότωσε βοηθώντας τους Αργίτεςφτάνει που τον Ευρύπυλο γιο ήρωα του Τηλέφου με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μrsquo αυτόν Κητιώτεςπου γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκαΑυτόν μετά απrsquo το Μέμνονα τον πιο λεβέντη που είδαΚαι στrsquo άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοιπου το ᾽χε φτιάσει ο Επειός κι εγώ όλη τη φροντίδα είχα νrsquo ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοιτα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απrsquo το φόβοΌμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσειη όψη του η ροδόθωρη για δάκρυα να σφουγγίσει μα απrsquo τrsquo άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρηκιrsquo όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάριψηλάφαε την καταστροφή της Τροίας μελετώνταςΚαι του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρογύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι με δόξα και με λάφυρα δίχως από κοντάρινα χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρειως γίνεται στον πόλεμο που χάρη εκεί δεν έχειraquoΕίπα και γύρναε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέαμε δρασκελιές θεόρατες στrsquo ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη πόλεγα το γιο του παλικάριΣτέκανε οι άλλες οι ψυχές εκεί των πεθαμένωνπερίλυπες και καθεμιά τον πόνο της ρωτούσεΜόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώναστεκόντανε παράμερα χολιώντας για τη νίκη που στα καράβια κέρδισα μαζί του πολεμώνταςγια τrsquo ᾽Αχιλλέα τrsquo άρματα πού ᾽χε βαλμένα η Θέτηκι έκριναν τα Τρωόπουλα κι η Αθηνά η ΠαλλάδαΜα τέτοιο αγώνα ας ήτανε ποτέ να μην κερδίσωΓιατί για κείνα η μαύρη γης σκέπασε τέτοιον άντρα τον Αίαντα που στο σπαθί και στο κορμί περνούσεόλους τους άλλους Δαναούς μετά απrsquo τον ΑχιλλέαΜα εγώ με λόγια μαλακά του μίλησα και του ᾽πα˙laquoΑίαντα του λιοντόκαρδου του Τελαμώνα θρέμμαμήτε νεκρός το πάθος σου δεν ξέχασες που μου ᾽χειςγιrsquo αυτά τα έρμα τrsquo άρματα που τα ᾽βγαλε στη μέσηγια συμφορά των Αχαιών μεγάλη ο γιος του Κρόνουπου τέτοιο κάστρο χάσαμε κι όλοι σε κλαίμε πάνταπου πέθανες ως κλάψαμε και το γοργό ΑχιλλέαΌμως δε φταίει άλλος κανείς μόνο ο μεγάλος Δίας που το στρατό κατάτρεξε των Αχαιών περίσσιακαι σrsquo έριξε στη μαύρη γη Μόνrsquo έλα βασιλιά μου

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 2: ραψωδια λ

λ 50λ 51λ 52λ 53λ 54λ 55λ 56λ 57λ 58λ 59λ 60λ 61λ 62λ 63λ 64λ 65λ 66λ 67λ 68λ 69λ 70λ 71λ 72λ 73λ 74λ 75λ 76λ 77λ 78λ 79λ 80λ 81λ 82λ 83λ 84λ 85λ 86λ 87λ 88λ 89λ 90λ 91λ 92λ 93λ 94λ 95λ 96λ 97λ 98λ 99λ 100λ 101

προτού ρωτήσω την ψυχή του μάντη Τειρεσία Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα τότε ήρθε του συντρόφουγιατί δεν είχε ακόμα η γη σκεπάσει το κορμί τουΣτης Κίρκης τον αφήσαμε τrsquo αρχοντικό παλάτιάκλαυτο κι άθαφτο επειδή μας έσπρωχνε άλλη ανάγκηΚαι σαν τον είδα δάκρυσα και πόνεσε η καρδιά μου κι έτσι άρχισα να του μιλώ με λυπημένα λόγιαlaquoΕλπήνορα πώς έφτασες μες στο θολό σκοτάδιΠεζός εσύ με πρόλαβες κι ας είχα εγώ καράβιraquoΕίπα κι αυτός μrsquo απάντησε στα κλάματα ξεσπώντας˙laquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαοργή θεού με τύφλωσε και το πολύ πιοτό μουΠεσμένος όπως βρέθηκα στης Κίρκης το παλάτιδε σκέφτηκα να κατεβώ απrsquo την ψηλή τη σκάλακι αντίκρυ της ήρθα σωρός απrsquo τη σκεπή ίσια κάτωκι ο σβέρκος μου πετάχτηκε απrsquo τα σφοντύλια του όξω και μου ροβόλήσε η ψυχή στον άχαρο τον ΆδηΣrsquo ορκίζω τώρα να χαρείς εκείνους που σου λείπουνστο σπίτι σου το ταίρι σου το γέρο σου πατέραπου μωρουδάκι σrsquo έθρεφε και τον Τηλέμαχό σουπου στο ψηλό παλάτι σου μοναχογιό τον έχεις γιατί το ξέρω απrsquo το βαθύ τον Άδη όταν γυρίσεις στης Κίρκης πάλε το νησί θrsquo αράξεις το καράβισrsquo ορκίζω εκεί να θυμηθείς κι εμένα βασιλιά μουκι άθαφτο πίσω κι άκλαυτο μη φύγεις και μrsquo αφήσειςμήπως με κάμουν οι θεοί κακό στοιχειό για σένα Μόνrsquo κάψε το κουφάρι μου με την αρματωσιά μουκαι μνήμα χτίσε μου κοντά στrsquo αφροντυμένο κύμαγια να θυμούνται κι οι στερνοί το δόλιο παλικάριΚι αυτά όταν κάμεις στήσε μου κι ένα κουπί στον τάφοαυτό που ζώντας έλαμνα κι εγώ με τους συντρόφουςraquo Έτσι είπε και τrsquo απάντησα με λόγια μου θλιμμέναΣrsquo το τάζω δύστυχε όλα αυτά που θέλεις να σου κάμωraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές καθόμασταν να λέμεκι εγώ κρατούσα το σπαθί πάντα απrsquo το αίμα απάνωκι εκείθε του συντρόφου μου το φάντασμα λαλούσε Σε λίγο πρόβαλε η ψυχή της μάνας μου η Αντίκλειαη κόρη του καλόκαρδου πρωτάρχοντα Αυτολύκουπου ζωντανή την άφησα σαν πήγαινα στην ΤροίαΚι όταν την είδα δάκρυσα και λίγωσε η καρδιά μουΜα κι έτσι δεν την άφηνα κοντά στο αίμα να ᾽ρθειμrsquo όλο τον πόνο πόνιωθα πριν φτάσει ο ΤειρεσίαςΤου Τειρεσία εκεί η ψυχή τότε ήρθε του ΘηβαίουΣκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο με γνώρισε και μου lsquoπεlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαγιατί ήρθες δόλιε αφήνοντας του ήλιου τη λαμπράδα να ιδείς στον Άδη τους νεκρούς τον άχαρο τον κόσμοΤράβα απrsquo το λάκκο το σπαθί κι αλάργα βάσταξέ τοαίμα να πιω και να σου πω στερνά την πάσα αλήθειαraquoΕίπε κι εγώ τραβήχτηκα κι έβαλα στο θηκάριτrsquo ασημοκάρφωτο σπαθί Κι αίμα σαν ήπιε μαύροάρχισε τότε ο άψεγος προφήτης κι έτσι μου lsquoπε˙

λ 102λ 103λ 104λ 105λ 106λ 107λ 108λ 109λ 110λ 111λ 112λ 113λ 114λ 115λ 116λ 117λ 118λ 119λ 120λ 121λ 122λ 123λ 124λ 125λ 126λ 127λ 128λ 129λ 130λ 131λ 132λ 133λ 134λ 135λ 136λ 137λ 138λ 139λ 140λ 141λ 142λ 143λ 144λ 145λ 146λ 147λ 148λ 149λ 150λ 151λ 152λ 153

laquoΤο γλυκοπόθητο ζητάς Δυσσέα γυρισμό σουμα δύσκολο κάποιος θεός για σένα θα τον κάμειΓιατί του κόσμου ό Σαλευτής θαρρώ δε θα ξεχάσειτο πάθος πόχει στην καρδιά που τύφλωσες το γιο τουΜα κι έτσι αν πάθετε δεινά θα πάτε στην πατρίδααν κρατηθείς στον πόθο σου κι ο ίδιος κι οι συντρόφοιόταν το καλοκάμωτο καράβι πρωταράξειςστης Θρινακίας το νησί απrsquo τα δεινά σωμένοςτου μενεξόθωρου γιαλού και βρείτε εκεί να βόσκουν τα βόδια και τα πρόβατα τα παχουλά του Ήλιου που όλα τα βλέπει από ψηλά κι ακούει όλα τα πάνταΑν δεν τrsquo αγγίξεις και ποθείς να φτάσεις στην πατρίδαμrsquo όσα κι αν πάθετε δεινά θα φτάσετε στο ΘιάκιΜα αν βάλεις χέρι τότε εγώ προλέγω το χαμό σας συντρόφων σου και καραβιού Κι αν μόνος σου γλιτώσειςθα φτάσεις κακώς έχοντας αργά δίχως συντρόφουςμε ξένο πλοίο και θα βρεις στο σπίτι σου άλλα πάθιαανθρώπους ασυλλόγιστους που καταλούν το βιός σουκαι δίνουν προίκες την πιστή γυναίκα σου να πάρουν Όμως εκείνων τrsquo άδικα σαν πας θα τα πλερώσειςΚι όταν ξεκάμεις μrsquo άπονο μαχαίρι τους μνηστήρεςείτε με δόλο ή φανερά στrsquo αρχοντικό σου σπίτιπάρε ένα καλοτράβηχτο κουπί και φύγε τότεόσο να φτάσεις σε λαούς που θάλασσα δεν ξέρουν και τρώνε ανάλατο φαΐ και μήτε από καράβιακατέχουν κοκκινόπλωρα μήτε κουπιά γνωρίζουνπού ᾽ναι φτερά των καραβιών Και θα σου πω να ξέρειςένα σημάδι αλάθευτο που δε θα κάμεις λάθοςΌταν στο δρόμο εκεί που πας διαβάτης σrsquo απαντήσει και λιχνιστήρι αυτό σου πει στον ώμο που σηκώνειςτότε το καλοτράβηχτο κουπί στη γη να μπήξειςκι εκεί να σφάξεις όμορφα σφαχτά στον Ποσειδώνακριάρι ταύρο και καπρί των χοίρων ελατάρηκαι στην πατρίδα γύρισε κι αρχοντικές θυσίες να κάμεις σrsquo όλους τους θεούς που κατοικούν στα ουράνιαΚι αλάργα εκεί από θάλασσες ο θάνατός σου θα ᾽ρθεισε αρχοντικά γεράματα στο σπίτι σου να σrsquo έβρεικαι γύρω σου καλότυχο θα βλέπεις το λαό σουΤην πάσα αλήθεια πού ᾽ξερα Δυσσέα σου την είπαraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με δυο μου λόγια πάλεlaquoΩ Τειρεσία αυτά οι θεοί τα ᾽χουν κλωσμένα οι ίδιοιΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουΑυτή που βλέπω είναι η ψυχή της θλιβερής μου μάναςπου κάθεται άλαλη κοντά στο αίμα και το γιο της μάτια δε σήκωσε να ιδεί ποιος είμαι να ρωτήσειΑφέντη πες μου πώς μπορεί να με γνωρίσει εμέναraquoΕίπα κι ευτύς μ απάντησε με δυο του λόγια αμέσωςlaquoΕύκολο πράμα μου ζητάς κι εγώ θα σε φωτίσωΌποιον στο αίμα απrsquo τους νεκρούς αφήνεις να ζυγώσει ότι γνωρίζει θα σου πει χωρίς να σε γελάσειΚι όποιου αρνηθείς τη χάρη αυτή θα φεύγει πίσω πάλεraquoΈτσι σα μίλησε η ψυχή τrsquo αφέντη Τειρεσία

λ 154λ 155λ 156λ 157λ 158λ 159λ 160λ 161λ 162λ 163λ 164λ 165λ 166λ 167λ 168λ 169λ 170λ 171λ 172λ 173λ 174λ 175λ 176λ 177λ 178λ 179λ 180λ 181λ 182λ 183λ 184λ 185λ 186λ 187λ 188λ 189λ 190λ 191λ 192λ 193λ 194λ 195λ 196λ 197λ 198λ 199λ 200λ 201λ 202λ 203λ 204λ 205

μπήκε στον Άδη τα γραφτά της μοίρας μου σαν είπεΚι έμεινα ασάλευτος εγώ ωσότου η μάνα μου ήρθε κι αίμα σαν ήπιε μελανό με γνώρισε ποιος είμαικαι μου lsquoπε δάκρυα χύνοντας με λόγια λυπημέναlaquoΠώς ήρθες γιε μου ζωντανός μες στο θολό σκοτάδιΔύσκολο να ᾽ρθουν ζωντανοί να ιδούν αυτά εδώ κάτωΓιατί έχει ρέματα βαθιά και ποταμούς μεγάλους στη μέση πρώτα ο Ωκεανός που δεν μπορεί κανέναςδίχως καράβι γλήγορο πεζός να τον περάσειΤώρα απrsquo την Τροία με πιστούς συντρόφους και καράβιμην ήρθες παραδέρνοντας καιρό πολύ Δεν πήγεςστο Θιάκι ακόμα Σπίτι σου το ταίρι σου δεν το είδεςraquo Τότε έτσι της απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγιαlaquoΜάνα μου ανάγκη μrsquo έφερε να κατεβώ στον Άδηχρησμό να πάρω απrsquo την ψυχή του μάντη ΤειρεσίαΚοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ως τώρα ακόμαμήτε στο Θιάκι πάτησα μόνrsquo συμφορές με δέρνουν απrsquo τον καιρό που ακλούθησα τον αρχηγό Αγαμέμνοστην Τροία την πλατύδρομη να πολεμήσω ΤρώεςΜόνrsquo έλα πες μου τώρα αυτό και την αλήθεια μίλαΠοια μοίρα σε κατάβαλε του αξύπνητου θανάτουΜην ήρθε αρρώστια αγιάτρευτη Μην πήρε τη ζωή σου η σαϊτεύτρα η Άρτεμη με τις πυκνές σαΐτεςΠες μου για τον πατέρα μου και το μοναχογιό μουεκείνοι ως τώρα αν την κρατούν τη βασιλεία ακόμαή να την έχει άλλος κανείς κι εγώ θαρρούν δε θα ᾽ρθωΠες μου και της γυναίκας μου τη γνώμη της καρδιάς της αν μένει στο παιδί κοντά και κυβερνά το σπίτιή κάποιος απrsquo τους Αχαιούς πρωτάρχοντας την πήρεraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε η σεβαστή μου μάναlaquoΝαι εκείνη με πιστή καρδιά στrsquo αρχοντικό σου μένεικι οι νύχτες της περνούν πικρές κι οι μέρες της θλιμμένες Μήτε την όμορφη κανείς τη βασιλεία σου πήρεμόνrsquo ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλιακαι κάθεται στα ισότιμα τραπέζια σε όσα πρέπειο δικαιοκρίτης να βρεθεί γιατί τον κράζουν όλοιΚι ο γέρος ο πατέρας σου στο ξοχικό του μένει μήτε έρχεται στη χώρα πια μήτε έχει ένα κρεβάτιμε στρώμα με σκεπάσματᾳ με κεντητά σεντόνιαμόνrsquo το χειμώνα σπίτι του κοιμάται όπου κι οι δούλοικοντά στο τζάκι καταγής κι είναι φτωχά ντυμένοςΚι όταν το καλοκαίρι ερθεί κι ο δροσερός ο τρύγος στα καρπερά του χτήματα τrsquo αμπελοφυτεμένατα φύλλα κάνει κλίνη του πού ᾽ναι στη γη πεσμέναΚείτεται εκεί με στεναγμούς κι ο πόνος του πληθαίνειστου γυρισμού σου τον καημό μεγάλος στην καρδιά τουγιατί πικρά γεράματα τον πλάκωσαν τον έρμο Ο ίδιος μrsquo έριξε καημός κι εμένα μες στον τάφοΔεν έτρεξε στο σπίτι μου να μrsquo έβρει η Σαϊτεύτραμε τις πυκνές σαΐτες της να σβήσει τη ζωή μουμήτε άλλη αρρώστια την καρδιά μου νέκρωσε στα στήθιαΜόνο ο καημός σου μrsquo έφαγε λεβέντη μου Δυσσέα

λ 206λ 207λ 208λ 209λ 210λ 211λ 212λ 213λ 214λ 215λ 216λ 217λ 218λ 219λ 220λ 221λ 222λ 223λ 224λ 225λ 226λ 227λ 228λ 229λ 230λ 231λ 232λ 233λ 234λ 235λ 236λ 237λ 238λ 239λ 240λ 241λ 242λ 243λ 244λ 245λ 246λ 247λ 248λ 249λ 250λ 251λ 252λ 253λ 254λ 255λ 256λ 257

η γνώση που σε στόλιζε κι η τρυφερή καρδιά σουraquoΈτσι είπε και τα στήθια μου μου τα rsquoκαιγε ή λαχτάραπώς νrsquo αγκαλιάσω την ψυχή της θλιβερής μου μάναςΧύθηκα τότε τρεις φορές να τη σφιχταγκαλιάσωκαι τρεις φορές μου πέταξε σαν όνειρο σαν ίσκιος και πιο πικρός ανάβρυζε μες στην καρδιά μου ο πόνοςΚι έτσι με λόγια θλιβερά της είπα κράζοντάς τηνlaquoΜανούλα πώς δε στέκεσαι να σε σφιχταγκαλιάσωκι αγκαλιασμένοι τρυφερά μέσα στον Άδη οι δυο μαςτο θρήνο να χορτάσουμε τον κρυοπαγωμένο Μην είσαι κάποιο φάντασμα πόστειλε η Περσεφόνηγια να μου κάμει της καρδιάς τους πόνους πιο μεγάλουςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε η σεβαστή μου μάναlaquoΑχ γιε μου εσύ πιο δύστυχε απrsquo όλους μες στον κόσμοΗ κόρη δε σrsquo απάτησε του Δία η Περσεφόνη Όμως αυτή είναι των θνητών η μοίρα σαν πεθάνουνΔε συγκρατούν τα νεύρα τους κόκαλα πια και σάρκεςπαρά τα παίρνει η δύναμη της φλόγας και τα λιώνειόταν αφήσει πια η ζωή τα κόκαλά τους τrsquo άσπρακαι σάμπως όνειρο η ψυχή γυρίζει όταν πετάξει Μόνrsquo ζήτα γλήγορα το φως κι εδώ όλα αφού τα μάθειςκατόπι στη γυναίκα σου να τα ᾽χεις να δηγάσαιraquoΤέτοιες κουβέντες κάναμε κι ήρθαν γυναίκες πλήθοςπου η Περσεφόνη η φοβερή τις έστειλε εκεί να ᾽ρθουνόλες γυναίκες αρχηγών κι αρχοντοθυγατέρες Γύρω στο αίμα σωρευτές συνάχτηκαν το μαύροκαι κάθε μια λογάριαζα να τη ρωτήσω χώριαΚι αυτή η βουλή μου φάνηκε καλύτερη πώς ήτανΤράβηξα το μακρύ σπαθί απrsquo το παχύ μηρί μουκαι δεν τις άφηνα να πιούν όλες μαζί το αίμα Κι ερχόντανε με τη σειρά και καθεμιά της τότεφανέρωνε το γένος της κι εγώ όλες τις ρωτούσαΤότε είδα πρώτη την Τυρώ την αρχοντοθρεμμένηπου μουrsquo λεγε πατέρα της το Σαλμωνιά πως είχεκι ήταν γυναίκα του Κρηθιά λεβέντη γιου του ΑιόλουΤον Ενιπέα αγάπησε το θεϊκό ποτάμιαπrsquo όλα τrsquo ομορφότερο που βρέθηκαν στον κόσμοκαι κάθε μέρα σύχναζε στα δροσερά νερά τουΚαι τη μορφή του παίρνοντας ο Σαλευτής του κόσμουστου ποταμού τrsquo αφρότρεχου την πλάγιασε το στόμα Κι άλικο κύμα σα βουνό καμαρωτό σηκώθηκι έκρυψε γύρω το θεό και τη θνητή γυναίκακι έλυσε μες στον ύπνο της τη ζώνη της παρθέναςΚι όταν πια τέλεψε ο θεός τα έργα της αγάπηςτότε γλυκά τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε laquoΧαρά σε σένα λυγερή για τη γλυκιά μου αγάπηΚι όταν σιμώσει η ώρα σου θα κάμεις δυο λεβέντεςγιατί δεν είναι των θεών το στρώμα δίχως φύτρα Μεγάλωσέ τα με χαρές και θρέψε τα με χάδιαΚαι τώρα σύρε σπίτι σου και μην το μαρτυρήσεις μόνrsquo ξέρε το μονάχη σου πως είμαι ο ΠοσειδώναςraquoΈτσι είπε και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα

λ 258λ 259λ 260λ 261λ 262λ 263λ 264λ 265λ 266λ 267λ 268λ 269λ 270λ 271λ 272λ 273λ 274λ 275λ 276λ 277λ 278λ 279λ 280λ 281λ 282λ 283λ 284λ 285λ 286λ 287λ 288λ 289λ 290λ 291λ 292λ 293λ 294λ 295λ 296λ 297λ 298λ 299λ 300λ 301λ 302λ 303λ 304λ 305λ 306λ 307λ 308λ 309

Και τον Πελία γέννησε και το Νηλέα εκείνηπου βασιλιάδες έγιναν με του Διός τη χάρηΣτο Βόλο τον πλατύδρομο καθόντανε ο Πελίας πλούσιος σrsquo αρνιά Κι ο δεύτερος στην αμμουδάτη ΠύλοΜα κι άλλα απόχτησε παιδιά η βασιλογυναίκαμε τον Κρηθιά τον Αίσονα τον Αμυθά το ΦέρηΚι είδα την κόρη του Ασωπού την όμορφη Αντιόπηπόλεγε πως κοιμήθηκε στην αγκαλιά του Δία κι έκαμε τον Αμφίονα και το λεβέντη Ζήθοπου πρώτοι την εφτάπορτη θεμέλιωσαν τη Θήβακι έχτισαν κάστρο ολόγυρα γιατί δε θα μπορούσανμια χώρα τόσο απλόχωρη σαν την πλατιά τη Θήβα να τη φυλούν ατείχιστη κι ας ήταν παλικάρια Είδα και τrsquo Αμφιτρύωνα το ταίρι την Αλκμήνηπόκαμε το λιοντόψυχο κι ατρόμητο Ηρακλέαστην αγκαλιά σαν πλάγιασε του Δία του μεγάλουΚι είδα στερνά του Κρέοντα την κόρη τη Μεγάρηπου τrsquo Αμφιτρύωνα ο γιος γυναίκα του την πήρε Του Οιδίπου η μάνα πρόβαλε η όμορφη Επικάστηπου πήρε με ζαβό το νου παράνομα το γιο τηςκι εκείνος τον πατέρα του σα σκότωσε την πήρεκι άξαφνα τα φανέρωσε στον κόσμο ο γιος του ΚρόνουΜε πίκρες στην πολύποθη βασίλεψε τη Θήβα και κυβερνούσε από θεών κατάρα τους ΘηβαίουςΚι εκείνη στον αγύριστο κατέβηκε τον Άδηαφού κρεμάστηκε ψηλά με μια θηλιά από λύπηαπrsquo τη σκεπή του πύργου της κι άφησε πίσω εκείνουπάθη όσα φέρνουν άπειρα της μάνας οι κατάρες Τη Χλώρη είδα την όμορφη που στα παλιά ο Νηλέαςτην πήρε για τα κάλλη της δίνοντας πλούσια δώρατην πιο στερνή του Αμφίωνα του γιου του Γιάσου κόρηπου κείνος στον Ορχομενό βασίλεψε με δόξαΣτην Πύλο αυτή βασίλεψε κι έκαμε τρεις λεβέντες το Νέστορα το Χρόμιο και τον Περικλυμένηκαι την Πηρώ τη λυγερή σrsquo όλον τον κόσμο θάμαπου ταίρι της την ήθελαν απrsquo τα περίχωρα όλοιΜα κι ο Νηλέας θα᾽ δινε την κόρη του σε κείνονπου απrsquo τη Φυλάκη θrsquo άρπαχνε τα βόδια του Ιφίκλουτrsquo αμέρωτα στριφτόποδα κι ανοιχτοκουτελάταΚι ένας απrsquo όλους τουrsquo ταξε προφήτης να τrsquo αρπάξειόμως σκληρή τον έδεσε κι άπονη εκείνον μοίρα κι ακαταπόνετα δεσμά και χωριανοί βουκόλοιΚι όταν στο τέλος έφταναν οι μέρες με τους μήνες κι έκλεινε ο χρόνος κι εποχή ξανάρχιζε άλλη πίσωτον έλυσε κι ο Ίφικλος απrsquo τα δεσμά αφού του lsquoπετι ήταν γραφτό του κι η βουλή γινότανε του ΔίαΗ Λήδα πρόβαλε έπειτα το ταίρι του Τυνδάρουπόκαμε δυο λεβέντες γιούς τον αλογοτεχνίτη τον Κάστορα και το γερό στους γρόθους Πολυδεύκηπου ζωντανούς τους δυο αδερφούς το χώμα τους κρατούσεκι ο Δίας μες στον τάφο τους τους έδωσε άλλη χάρηάλλοτε να ᾽ναι ζωντανοί κι άλλοτε να πεθαίνουν

λ 310λ 311λ 312λ 313λ 314λ 315λ 316λ 317λ 318λ 319λ 320λ 321λ 322λ 323λ 324λ 325λ 326λ 327λ 328λ 329λ 330λ 331λ 332λ 333λ 334λ 335λ 336λ 337λ 338λ 339λ 340λ 341λ 342λ 343λ 344λ 345λ 346λ 347λ 348λ 349λ 350λ 351λ 352λ 353λ 354λ 355λ 356λ 357λ 358λ 359λ 360λ 361

καθένας με τη μέρα του κι έχουν τιμή αθανάτων Είδα την Ιφιμέδεια το ταίρι του Αλωέαπόλεγε πως κοιμήθηκε σιμά στον Ποσειδώνακαι δυο παιδιά της έφερε λιγόχρονα στον κόσμοτον Ώτο τον ισόθεο τον ξακουστό Εφιάλτηπού ᾽ταν οι πιο ψηλότεροι απrsquo όσους θρέφει η πλάση κι ύστερα απrsquo τον Ωρίωνα οι πιο όμορφοι στα κάλληΕννιά χρονών σαν έγιναν πήχες εννιά είχαν πλάτοςκι οργιές εννιά το μάκρος τους που κάμανε είχε φτάσεικαι τους θεούς φοβέρισαν πώς στα ψηλά ουράνιατη λύσσα του συνταραχτή θα στήσουν του πολέμου Να βάλουν σοφιστήκανε τον Όλυμπο στην Όσσαστερνά το Πήλιο το πυκνό στον ουρανό να φτάσουνΚι αν ζούσαν και μεγάλωναν θα το χαν κατορθώσειΜα ο γιος του Δία που η Λητώ τον γέννησε η πανώριατους πήρε πριν το χνούδι τους ανθίσει στα μηλίγγια και πριν φυτρώσουν τα πυκνά στα μάγουλά τους γένιαΕίδα τη Φαίδρα κι έπειτα την Πρόκρη και του Μίνουτην κόρη του κακόγνωμου την όμορφη Αριάδνηπου ο ξακουστός την έφερε Θησέας απrsquo την Κρήτηστην βλογημένη ακρόπολη των Αθηνών Μα ακόμα πριν τη χαρεί τη σκότωσε η Άρτεμη στη Δία γιατί έτρεξε ο Διόνυσος να της το μαρτυρήσειΜε την Κλυμένη πρόβαλε η Μαίρα κι η Εριφύληη άπιστη που ατίμασε τον άντρα της για χρήμαΚι όλες εγώ για να τις πω και να τις ονομάσω όσες γυναίκες αρχηγών και θυγατέρες είδακι η νύχτα αυτή δε θα ᾽φτανε κι ώρα να κοιμηθούμεείτε εδώ πέρα ή στο γοργό καράβι με τους ναύτεςΚι εσείς πια πρώτα ο Θεός φροντίστε το ταξίδιraquoΈτσι είπε κι όλοι απόμειναν χωρίς μιλιά να βγάλουν κι ήταν σα να μαγεύτηκαν μες στο ισκιερό παλάτιΚι άρχισε πρώτη να μιλά η λευκοχέρα ΑρήτηlaquoΦαίακες πώς να φαίνεται σε σας αυτού του ανθρώπουη ομορφιά τrsquo ανάστημα και το γερό μυαλό τουΔικός μου ο ξένος μα και σας τιμή δική σας είναι γιrsquo αυτό και να τον στείλετε μη βιάζεστε ούτε δώρανα λυπηθείτε που σrsquo αυτόν του κάνουν τόση ανάγκηΚαι δόξα να ᾽χουν οι θεοί βιός έχουμε περίσσοraquoΤότε είπε ο γερομαχητής Εχένηος με δυο λόγιαπου ήταν ο γεροντότερος απrsquo όλους τους Φαιάκους laquoΣύμφωνα με τη γνώμη μας αδέρφια κι όπως πρέπειη γνωστικιά βασίλισσα μιλά κι όλοι νrsquo ακούστεΜα ο λόγος όπως κι η δουλειά στο χέρι είναι τrsquo ΑλκίνουraquoΤότε ο Αλκίνος τrsquo απαντά κι έτσι είπε δυο του λόγιαlaquoΘα γίνει ο λόγος σας αυτός αν τύχει εγώ να ζήσωσα βασιλιάς στους Φαίακες τους θαλασσοθρεμμένουςΚι ο ξένος όσο κι αν ποθεί να φτάσει στην πατρίδαως αύριο ας κάνει υπομονή τα δώρα να συνάξωΚι όσο για το ταξίδι του οι άντρες θα φροντίσουνόλοι και πρώτα πρώτα εγώ που μες στον τόπο ορίζωraquo Τότε έτσι κι ο πολύσοφος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας

λ 362λ 363λ 364λ 365λ 366λ 367λ 368λ 369λ 370λ 371λ 372λ 373λ 374λ 375λ 376λ 377λ 378λ 379λ 380λ 381λ 382λ 383λ 384λ 385λ 386λ 387λ 388λ 389λ 390λ 391λ 392λ 393λ 394λ 395λ 396λ 397λ 398λ 399λ 400λ 401λ 402λ 403λ 404λ 405λ 406λ 407λ 408λ 409λ 410λ 411λ 412λ 413

laquoΑφέντη Αλκίνο βασιλιά κι απrsquo όλους παινεμένεκι ανίσως χρόνο ολάκερο μου λέγατε να μείνωκαι να με στείλετε έπειτα με τrsquo ακριβά σας δώραάλλο δε θα ᾽θελα κι εγώ και πιο όφελός μου θα ᾽ναι να φτάσω με τα χέρια μου γεμάτα στην πατρίδαΤότε έτσι πιο καλόδεχτος πιο τιμημένος θα ᾽μαιαπrsquo όλους όσοι θα με ιδούν στο Θιάκι να γυρίσωraquoΤότε έτσι πάλε απάντησε ο σεβαστός ΑλκίνοςlaquoΌταν Δυσσέα σε δει κανείς στο πρόσωπο δε δείχνειςγια ψεύτης και ξελογιαστείς απrsquo όσους θρέφει ο κόσμοςχιλιάδες μες στα πέρατα της γης παντού σπαρμένουςπου πλέκουν τέτοια ψέματα που δεν τα βάζει ο νους σουΜα εσύ έχεις χάρη όταν μιλάς κι ευγενικούς τους τρόπουςκαι σαν καλός τραγουδιστής τα ιστόρησες με τέχνη των Αχαιών τα βάσανα και τα δικά σου πάθιαΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουκανένα αν είδες σύντροφο απrsquo όσους μες στην Τροίαμαζί σου πολεμήσανε κι εκεί το χάρο βρήκανΜεγάλη η νύχτα ατέλειωτη κι ώρα δεν είναι ακόμανα πάμε να πλαγιάσουμε Μόνrsquo λέγε μου νrsquo ακούσωτις θαυμαστές αυτές δουλειές Μπορούσα να βαστάξωόσο να φέξει αν ήθελες να λες τα βάσανά σουraquoΤότε έτσι κι ο πολύβουλος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας˙laquoΑλκίνο αφέντη λατρευτέ κι απrsquo όλους παινεμένε το κάθε τι στην ώρα του κι ο ύπνος κι η κουβένταΚι ακόμα αν θέλεις βάσανα νrsquo ακούσεις πιο μεγάλαμπορώ κι αυτά να σου τα πω τα πάθια άλλων συντρόφωνπου γλίτωσαν απrsquo τη σφαγή στον πόλεμο της Τροίαςκαι χάθηκαν στο γυρισμό από άπιστες γυναίκες Σα σκόρπισε όλες τις ψυχές η θέισσα Περσεφόνητων γυναικών ήρθε η ψυχή του βασιλιά Αγαμέμνου θλιμμένη και τριγύρω της συνάχτηκαν οι άλλεςόσες μαζί του χάθηκαν στου Αιγίσθου το παλάτιΚαι στη στιγμή με γνώρισε αίμα σαν ήπιε μαύρο Έκλαψε τότε με λυγμούς και δάκρυα του κυλούσανκαι σήκωνε τα χέρια του ποθώντας να με φτάσειΌμως δεν ήταν σταθερά τα νεύρα του σαν πρώταμήτε είχανε πια δύναμη τα λυγερά του μέληΚι όπως τον είδα δάκρυσα και μάτωσε η καρδιά μου κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησα θλιμμένοςlaquoΤrsquo Ατρέα ξακουσμένε γιε πρωτάρχοντα Αγαμέμνοποια μοίρα να σε δάμασε του αξύπνητου θανάτουΜη σrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώναςσηκώνοντας ανίκητων ανέμων άγρια μπόρα Μήπως σε σκότωσαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςβόδια κι αρνιά σαν άρπαχνες απrsquo όμορφα κοπάδιαή πολεμούσες κάστρο τους να πάρεις και γυναίκεςraquoΈτσι είπα και μrsquo απάντησε με δυο του λόγια αμέσωςlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαδε μrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώνας

λ 414λ 415λ 416λ 417λ 418λ 419λ 420λ 421λ 422λ 423λ 424λ 425λ 426λ 427λ 428λ 429λ 430λ 431λ 432λ 433λ 434λ 435λ 436λ 437λ 438λ 439λ 440λ 441λ 442λ 443λ 444λ 445λ 446λ 447λ 448λ 449λ 450λ 451λ 452λ 453λ 454λ 455λ 456λ 457λ 458λ 459λ 460λ 461λ 462λ 463λ 464λ 465

σηκώνοντας αδάμαστων ανέμων άγρια μπόραμήτε με χάλασαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςΟ Αίγισθος μου ετοίμασε το χάρο με τη σκύλαγυναίκα μου Με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε και μrsquo έσφαξε όπως στο παχνί σφάζει κανείς το βόδιΜε τέτοιο θάνατο σκληρό μου πήρε τη ζωή μουκι έσφαξε γύρω μου άσπλαχνα κι όλους μου τους ανθρώπουςως σφάζουν σrsquo αρχοντόσπιτο τrsquo ασπρόδοντα γουρούνιασε γάμο σε ξεφάντωση σrsquo επίσημο τραπέζιΘα βρέθηκες στο σκοτωμό πολλών ως τώρα ανθρώπωνπου πέσανε παράμεροι σε λυσσασμένη μάχηΌμως εκείνα αν τα ᾽βλεπες θα μάτωνε η καρδιά σουπως στα κροντήρια ολόγυρα στrsquo ασήκωτα τραπέζιαμας ξάπλωσαν και κάτω η γης άχνιζε από το αίμακι έφριξα στα ξεφωνητά της κόρης του ΠριάμουΚασσάντρας που τη σκότωσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρακι εγώ τα χέρια σήκωνα στο ψυχομαχητό μουνα πιάσω το μαχαίρι της μα δύναμη δεν είχανΜrsquo άφησε η σκύλα κι έφυγε μήτε η καρδιά της είπε τα μάτια και το στόμα μου να τα νεκροσφαλίσειΈτσι άλλο πιο άπονο θεριό δεν έχει απrsquo τη γυναίκαπου τέτοιο βάλει στην ψυχή κακούργημα να κάμειΤι άτιμη που σκέφτηκε δουλειά κι εκείνη ωστόσονα καταντήσει φόνισσα στον ίδιο της τον άντρα Κι εγώ έλεγα καλόδεχτος στους δούλους στα παιδιά μουπως θα γυρίσω σπίτι μου Όμως αυτή η κακούργακαι τον ατό της ντρόπιασε και τις γυναίκες όλεςόσες στον κόσμο γεννηθούν καλόγνωμες κι ας είναιraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με λόγια λυπημέναlaquoΑχ απαρχής κατάτρεξε ο βροντολάλος Δίαςγια γυναικών φερσίματα τη γενεά τrsquo ΑτρέαΓια την Ελένη φτύσαμε φαρμάκια εμείς κι εσέναη Κλυταιμνήστρα σου ᾽σκαβε σαν έλειπες το λάκκοraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με πεταχτά του λόγια Γιrsquo αυτό ποτέ σου μη σταθείς καλός πια σε γυναίκαμήτε να της εμπιστευτείς το μυστικό που ξέρειςμόνrsquo άλλα πάντα να της λες κι άλλα στο νου να κρύβειςΜα εσύ Δυσσέα από σφαγή γυναίκας δε φοβάσαιγιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη η Πηνελόπη η γνωστικιά του Ικαρίου η κόρηΝιόπαντρη την αφήσαμε σαν πήγαμε στης Τροίαςτον πόλεμο και στο βυζί μωρό παιδί το γιο σουΜα τώρα θα μεγάλωσε θα rsquoγινε παλικάριΚαλότυχος ο πατέρας του θα το χαρεί όταν φτάσει κι εκείνο τον πατέρα του μrsquo αγάπη θrsquo αγκαλιάσειΜα μήτε το παιδί μου εγώ δε μrsquo άφησε η δική μουνα το χορτάσω και πιο πριν με σκότωσε κι εμέναΚι ένα άλλο τώρα θα σου πω και βάλε το μες το νου σουΚρυφά κι όχι ολοφάνερα νrsquo αράξεις το καράβι στο Θιάκι Γιατί πίστη πια δεν έχουν οι γυναίκεςΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουγια το παιδί μου αν άκουσες πώς κάπου μεγαλώνει

λ 466λ 467λ 468λ 469λ 470λ 471λ 472λ 473λ 474λ 475λ 476λ 477λ 478λ 479λ 480λ 481λ 482λ 483λ 484λ 485λ 486λ 487λ 488λ 489λ 490λ 491λ 492λ 493λ 494λ 495λ 496λ 497λ 498λ 499λ 500λ 501λ 502λ 503λ 504λ 505λ 506λ 507λ 508λ 509λ 510λ 511λ 512λ 513λ 514λ 515λ 516λ 517

αν είναι στον Ορχομενό ή στη δροσάτη Πύλοή και στη Σπάρτη την πλατιά κοντά με το Μενέλαο Γιατί όχι η γη δε σκέπασε τον ακριβό μου ΟρέστηraquoΈτσι είπε και τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια˙laquoΤι με ρωτάς τrsquo Ατρέα γιε Ζει πέθανε δεν ξέρωΚι είναι κακό τα λόγια μας να λέμε στον αέραraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές μιλούσαμε κι οι δυο μας και στέκαμε περίλυποι στα δάκρυα βουτημένοιΉρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέαμε του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχουκαι του μεγάλου του Αίαντα που στη μορφή στο σώμαπερνούσε κάθε Δαναό μετά απrsquo τον Αχιλλέα Ευτύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέακι έτσι θρηνώντας μου rsquoλεγε με φτερωμένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέακαημένε τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλοΠώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη όπου γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι θνητών νεκρών εικόνεςraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με πεταχτά μου λόγια˙laquoΩ φίλε του Πηλέα γιε των Αχαιών καμάριήρθα απrsquo ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθωκαι πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι Κοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώραμήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουνΜα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε Αχιλλέαστον κόσμο πιο καλότυχος μήτε ποτέ θα γίνει Γιατί όταν ζούσες σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες και τώρα πάλε στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχειςΓιrsquo αυτό Αχιλλέα μη χολιάς πως είσαι πεθαμένοςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με λυπημένα λόγιαlaquoΔυσσέα για το θάνατο μη με παρηγορήσειςΘα ᾽θελα να ᾽μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω σε αφέντη δίχως κτήματα που ναι το βιός του λίγοπαρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους-Μόνrsquo έλα τώρα να μου πεις για το λεβέντη γιο μουστη μάχη αν πρώτος χύνεται ή πίσω κοντοστέκειΠες μου και για τον ξακουστό πατέρα μου ότι ξέρεις στους Μυρμιδόνες βασιλιάς ανίσως είναι ακόμαή πια δεν τον ψηφά κανείς στη Φθία και στην Ελλάδαγιατί τον καταπόνεσαν τα γηρατειά τα μαύραΑ και βοηθός του να ᾽φτανα κάτω απrsquo το φως του ήλιουτέτοιος ως ήμουν μια φορά μες στην πλατιά την Τροία που παλικάρια θέριζα τους Αχαιούς βοηθώνταςΝά ᾽φτανα τέτοιος μια στιγμή στο πατρικό μου σπίτιθα τρέμανε όλοι σύσσωμοι τrsquo ανίκητά μου χέριαόσοι το γέρο τυραγνούν και την αρχή του αρπάζουνraquoΕίπε κι ευτύς τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια laquoΤίποτε για το γέρο σου Πηλέα εγώ δεν ξέρωμα για το Νεοπτόλεμο τrsquo αγαπητό παιδί σουτην πάσα αλήθεια θα σου πω καθώς κι εσύ τrsquo ορίζειςΟ ίδιος μrsquo ένα ισόμετρο καράβι μου απrsquo τη Σκύροτον έφερα στους Αχαιούς τους πολεμοθρεμμένους

λ 518λ 519λ 520λ 521λ 522λ 523λ 524λ 525λ 526λ 527λ 528λ 529λ 530λ 531λ 532λ 533λ 534λ 535λ 536λ 537λ 538λ 539λ 540λ 541λ 542λ 543λ 544λ 545λ 546λ 547λ 548λ 549λ 550λ 551λ 552λ 553λ 554λ 555λ 556λ 557λ 558λ 559λ 560λ 561λ 562λ 563λ 564λ 565λ 566λ 567λ 568λ 569

Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίαςπρώτος μιλούσε πάντα αυτός μήτε έσφαλλε στο λόγοΜονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσαΚι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμποπίσω δεν έστεκε ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους μον πάντα εμπρός χυνότανε άφταστος στην ορμή τουκαι θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχηςΚι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσωόσους ο γιος σου σκότωσε βοηθώντας τους Αργίτεςφτάνει που τον Ευρύπυλο γιο ήρωα του Τηλέφου με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μrsquo αυτόν Κητιώτεςπου γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκαΑυτόν μετά απrsquo το Μέμνονα τον πιο λεβέντη που είδαΚαι στrsquo άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοιπου το ᾽χε φτιάσει ο Επειός κι εγώ όλη τη φροντίδα είχα νrsquo ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοιτα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απrsquo το φόβοΌμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσειη όψη του η ροδόθωρη για δάκρυα να σφουγγίσει μα απrsquo τrsquo άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρηκιrsquo όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάριψηλάφαε την καταστροφή της Τροίας μελετώνταςΚαι του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρογύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι με δόξα και με λάφυρα δίχως από κοντάρινα χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρειως γίνεται στον πόλεμο που χάρη εκεί δεν έχειraquoΕίπα και γύρναε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέαμε δρασκελιές θεόρατες στrsquo ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη πόλεγα το γιο του παλικάριΣτέκανε οι άλλες οι ψυχές εκεί των πεθαμένωνπερίλυπες και καθεμιά τον πόνο της ρωτούσεΜόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώναστεκόντανε παράμερα χολιώντας για τη νίκη που στα καράβια κέρδισα μαζί του πολεμώνταςγια τrsquo ᾽Αχιλλέα τrsquo άρματα πού ᾽χε βαλμένα η Θέτηκι έκριναν τα Τρωόπουλα κι η Αθηνά η ΠαλλάδαΜα τέτοιο αγώνα ας ήτανε ποτέ να μην κερδίσωΓιατί για κείνα η μαύρη γης σκέπασε τέτοιον άντρα τον Αίαντα που στο σπαθί και στο κορμί περνούσεόλους τους άλλους Δαναούς μετά απrsquo τον ΑχιλλέαΜα εγώ με λόγια μαλακά του μίλησα και του ᾽πα˙laquoΑίαντα του λιοντόκαρδου του Τελαμώνα θρέμμαμήτε νεκρός το πάθος σου δεν ξέχασες που μου ᾽χειςγιrsquo αυτά τα έρμα τrsquo άρματα που τα ᾽βγαλε στη μέσηγια συμφορά των Αχαιών μεγάλη ο γιος του Κρόνουπου τέτοιο κάστρο χάσαμε κι όλοι σε κλαίμε πάνταπου πέθανες ως κλάψαμε και το γοργό ΑχιλλέαΌμως δε φταίει άλλος κανείς μόνο ο μεγάλος Δίας που το στρατό κατάτρεξε των Αχαιών περίσσιακαι σrsquo έριξε στη μαύρη γη Μόνrsquo έλα βασιλιά μου

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 3: ραψωδια λ

λ 102λ 103λ 104λ 105λ 106λ 107λ 108λ 109λ 110λ 111λ 112λ 113λ 114λ 115λ 116λ 117λ 118λ 119λ 120λ 121λ 122λ 123λ 124λ 125λ 126λ 127λ 128λ 129λ 130λ 131λ 132λ 133λ 134λ 135λ 136λ 137λ 138λ 139λ 140λ 141λ 142λ 143λ 144λ 145λ 146λ 147λ 148λ 149λ 150λ 151λ 152λ 153

laquoΤο γλυκοπόθητο ζητάς Δυσσέα γυρισμό σουμα δύσκολο κάποιος θεός για σένα θα τον κάμειΓιατί του κόσμου ό Σαλευτής θαρρώ δε θα ξεχάσειτο πάθος πόχει στην καρδιά που τύφλωσες το γιο τουΜα κι έτσι αν πάθετε δεινά θα πάτε στην πατρίδααν κρατηθείς στον πόθο σου κι ο ίδιος κι οι συντρόφοιόταν το καλοκάμωτο καράβι πρωταράξειςστης Θρινακίας το νησί απrsquo τα δεινά σωμένοςτου μενεξόθωρου γιαλού και βρείτε εκεί να βόσκουν τα βόδια και τα πρόβατα τα παχουλά του Ήλιου που όλα τα βλέπει από ψηλά κι ακούει όλα τα πάνταΑν δεν τrsquo αγγίξεις και ποθείς να φτάσεις στην πατρίδαμrsquo όσα κι αν πάθετε δεινά θα φτάσετε στο ΘιάκιΜα αν βάλεις χέρι τότε εγώ προλέγω το χαμό σας συντρόφων σου και καραβιού Κι αν μόνος σου γλιτώσειςθα φτάσεις κακώς έχοντας αργά δίχως συντρόφουςμε ξένο πλοίο και θα βρεις στο σπίτι σου άλλα πάθιαανθρώπους ασυλλόγιστους που καταλούν το βιός σουκαι δίνουν προίκες την πιστή γυναίκα σου να πάρουν Όμως εκείνων τrsquo άδικα σαν πας θα τα πλερώσειςΚι όταν ξεκάμεις μrsquo άπονο μαχαίρι τους μνηστήρεςείτε με δόλο ή φανερά στrsquo αρχοντικό σου σπίτιπάρε ένα καλοτράβηχτο κουπί και φύγε τότεόσο να φτάσεις σε λαούς που θάλασσα δεν ξέρουν και τρώνε ανάλατο φαΐ και μήτε από καράβιακατέχουν κοκκινόπλωρα μήτε κουπιά γνωρίζουνπού ᾽ναι φτερά των καραβιών Και θα σου πω να ξέρειςένα σημάδι αλάθευτο που δε θα κάμεις λάθοςΌταν στο δρόμο εκεί που πας διαβάτης σrsquo απαντήσει και λιχνιστήρι αυτό σου πει στον ώμο που σηκώνειςτότε το καλοτράβηχτο κουπί στη γη να μπήξειςκι εκεί να σφάξεις όμορφα σφαχτά στον Ποσειδώνακριάρι ταύρο και καπρί των χοίρων ελατάρηκαι στην πατρίδα γύρισε κι αρχοντικές θυσίες να κάμεις σrsquo όλους τους θεούς που κατοικούν στα ουράνιαΚι αλάργα εκεί από θάλασσες ο θάνατός σου θα ᾽ρθεισε αρχοντικά γεράματα στο σπίτι σου να σrsquo έβρεικαι γύρω σου καλότυχο θα βλέπεις το λαό σουΤην πάσα αλήθεια πού ᾽ξερα Δυσσέα σου την είπαraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με δυο μου λόγια πάλεlaquoΩ Τειρεσία αυτά οι θεοί τα ᾽χουν κλωσμένα οι ίδιοιΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουΑυτή που βλέπω είναι η ψυχή της θλιβερής μου μάναςπου κάθεται άλαλη κοντά στο αίμα και το γιο της μάτια δε σήκωσε να ιδεί ποιος είμαι να ρωτήσειΑφέντη πες μου πώς μπορεί να με γνωρίσει εμέναraquoΕίπα κι ευτύς μ απάντησε με δυο του λόγια αμέσωςlaquoΕύκολο πράμα μου ζητάς κι εγώ θα σε φωτίσωΌποιον στο αίμα απrsquo τους νεκρούς αφήνεις να ζυγώσει ότι γνωρίζει θα σου πει χωρίς να σε γελάσειΚι όποιου αρνηθείς τη χάρη αυτή θα φεύγει πίσω πάλεraquoΈτσι σα μίλησε η ψυχή τrsquo αφέντη Τειρεσία

λ 154λ 155λ 156λ 157λ 158λ 159λ 160λ 161λ 162λ 163λ 164λ 165λ 166λ 167λ 168λ 169λ 170λ 171λ 172λ 173λ 174λ 175λ 176λ 177λ 178λ 179λ 180λ 181λ 182λ 183λ 184λ 185λ 186λ 187λ 188λ 189λ 190λ 191λ 192λ 193λ 194λ 195λ 196λ 197λ 198λ 199λ 200λ 201λ 202λ 203λ 204λ 205

μπήκε στον Άδη τα γραφτά της μοίρας μου σαν είπεΚι έμεινα ασάλευτος εγώ ωσότου η μάνα μου ήρθε κι αίμα σαν ήπιε μελανό με γνώρισε ποιος είμαικαι μου lsquoπε δάκρυα χύνοντας με λόγια λυπημέναlaquoΠώς ήρθες γιε μου ζωντανός μες στο θολό σκοτάδιΔύσκολο να ᾽ρθουν ζωντανοί να ιδούν αυτά εδώ κάτωΓιατί έχει ρέματα βαθιά και ποταμούς μεγάλους στη μέση πρώτα ο Ωκεανός που δεν μπορεί κανέναςδίχως καράβι γλήγορο πεζός να τον περάσειΤώρα απrsquo την Τροία με πιστούς συντρόφους και καράβιμην ήρθες παραδέρνοντας καιρό πολύ Δεν πήγεςστο Θιάκι ακόμα Σπίτι σου το ταίρι σου δεν το είδεςraquo Τότε έτσι της απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγιαlaquoΜάνα μου ανάγκη μrsquo έφερε να κατεβώ στον Άδηχρησμό να πάρω απrsquo την ψυχή του μάντη ΤειρεσίαΚοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ως τώρα ακόμαμήτε στο Θιάκι πάτησα μόνrsquo συμφορές με δέρνουν απrsquo τον καιρό που ακλούθησα τον αρχηγό Αγαμέμνοστην Τροία την πλατύδρομη να πολεμήσω ΤρώεςΜόνrsquo έλα πες μου τώρα αυτό και την αλήθεια μίλαΠοια μοίρα σε κατάβαλε του αξύπνητου θανάτουΜην ήρθε αρρώστια αγιάτρευτη Μην πήρε τη ζωή σου η σαϊτεύτρα η Άρτεμη με τις πυκνές σαΐτεςΠες μου για τον πατέρα μου και το μοναχογιό μουεκείνοι ως τώρα αν την κρατούν τη βασιλεία ακόμαή να την έχει άλλος κανείς κι εγώ θαρρούν δε θα ᾽ρθωΠες μου και της γυναίκας μου τη γνώμη της καρδιάς της αν μένει στο παιδί κοντά και κυβερνά το σπίτιή κάποιος απrsquo τους Αχαιούς πρωτάρχοντας την πήρεraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε η σεβαστή μου μάναlaquoΝαι εκείνη με πιστή καρδιά στrsquo αρχοντικό σου μένεικι οι νύχτες της περνούν πικρές κι οι μέρες της θλιμμένες Μήτε την όμορφη κανείς τη βασιλεία σου πήρεμόνrsquo ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλιακαι κάθεται στα ισότιμα τραπέζια σε όσα πρέπειο δικαιοκρίτης να βρεθεί γιατί τον κράζουν όλοιΚι ο γέρος ο πατέρας σου στο ξοχικό του μένει μήτε έρχεται στη χώρα πια μήτε έχει ένα κρεβάτιμε στρώμα με σκεπάσματᾳ με κεντητά σεντόνιαμόνrsquo το χειμώνα σπίτι του κοιμάται όπου κι οι δούλοικοντά στο τζάκι καταγής κι είναι φτωχά ντυμένοςΚι όταν το καλοκαίρι ερθεί κι ο δροσερός ο τρύγος στα καρπερά του χτήματα τrsquo αμπελοφυτεμένατα φύλλα κάνει κλίνη του πού ᾽ναι στη γη πεσμέναΚείτεται εκεί με στεναγμούς κι ο πόνος του πληθαίνειστου γυρισμού σου τον καημό μεγάλος στην καρδιά τουγιατί πικρά γεράματα τον πλάκωσαν τον έρμο Ο ίδιος μrsquo έριξε καημός κι εμένα μες στον τάφοΔεν έτρεξε στο σπίτι μου να μrsquo έβρει η Σαϊτεύτραμε τις πυκνές σαΐτες της να σβήσει τη ζωή μουμήτε άλλη αρρώστια την καρδιά μου νέκρωσε στα στήθιαΜόνο ο καημός σου μrsquo έφαγε λεβέντη μου Δυσσέα

λ 206λ 207λ 208λ 209λ 210λ 211λ 212λ 213λ 214λ 215λ 216λ 217λ 218λ 219λ 220λ 221λ 222λ 223λ 224λ 225λ 226λ 227λ 228λ 229λ 230λ 231λ 232λ 233λ 234λ 235λ 236λ 237λ 238λ 239λ 240λ 241λ 242λ 243λ 244λ 245λ 246λ 247λ 248λ 249λ 250λ 251λ 252λ 253λ 254λ 255λ 256λ 257

η γνώση που σε στόλιζε κι η τρυφερή καρδιά σουraquoΈτσι είπε και τα στήθια μου μου τα rsquoκαιγε ή λαχτάραπώς νrsquo αγκαλιάσω την ψυχή της θλιβερής μου μάναςΧύθηκα τότε τρεις φορές να τη σφιχταγκαλιάσωκαι τρεις φορές μου πέταξε σαν όνειρο σαν ίσκιος και πιο πικρός ανάβρυζε μες στην καρδιά μου ο πόνοςΚι έτσι με λόγια θλιβερά της είπα κράζοντάς τηνlaquoΜανούλα πώς δε στέκεσαι να σε σφιχταγκαλιάσωκι αγκαλιασμένοι τρυφερά μέσα στον Άδη οι δυο μαςτο θρήνο να χορτάσουμε τον κρυοπαγωμένο Μην είσαι κάποιο φάντασμα πόστειλε η Περσεφόνηγια να μου κάμει της καρδιάς τους πόνους πιο μεγάλουςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε η σεβαστή μου μάναlaquoΑχ γιε μου εσύ πιο δύστυχε απrsquo όλους μες στον κόσμοΗ κόρη δε σrsquo απάτησε του Δία η Περσεφόνη Όμως αυτή είναι των θνητών η μοίρα σαν πεθάνουνΔε συγκρατούν τα νεύρα τους κόκαλα πια και σάρκεςπαρά τα παίρνει η δύναμη της φλόγας και τα λιώνειόταν αφήσει πια η ζωή τα κόκαλά τους τrsquo άσπρακαι σάμπως όνειρο η ψυχή γυρίζει όταν πετάξει Μόνrsquo ζήτα γλήγορα το φως κι εδώ όλα αφού τα μάθειςκατόπι στη γυναίκα σου να τα ᾽χεις να δηγάσαιraquoΤέτοιες κουβέντες κάναμε κι ήρθαν γυναίκες πλήθοςπου η Περσεφόνη η φοβερή τις έστειλε εκεί να ᾽ρθουνόλες γυναίκες αρχηγών κι αρχοντοθυγατέρες Γύρω στο αίμα σωρευτές συνάχτηκαν το μαύροκαι κάθε μια λογάριαζα να τη ρωτήσω χώριαΚι αυτή η βουλή μου φάνηκε καλύτερη πώς ήτανΤράβηξα το μακρύ σπαθί απrsquo το παχύ μηρί μουκαι δεν τις άφηνα να πιούν όλες μαζί το αίμα Κι ερχόντανε με τη σειρά και καθεμιά της τότεφανέρωνε το γένος της κι εγώ όλες τις ρωτούσαΤότε είδα πρώτη την Τυρώ την αρχοντοθρεμμένηπου μουrsquo λεγε πατέρα της το Σαλμωνιά πως είχεκι ήταν γυναίκα του Κρηθιά λεβέντη γιου του ΑιόλουΤον Ενιπέα αγάπησε το θεϊκό ποτάμιαπrsquo όλα τrsquo ομορφότερο που βρέθηκαν στον κόσμοκαι κάθε μέρα σύχναζε στα δροσερά νερά τουΚαι τη μορφή του παίρνοντας ο Σαλευτής του κόσμουστου ποταμού τrsquo αφρότρεχου την πλάγιασε το στόμα Κι άλικο κύμα σα βουνό καμαρωτό σηκώθηκι έκρυψε γύρω το θεό και τη θνητή γυναίκακι έλυσε μες στον ύπνο της τη ζώνη της παρθέναςΚι όταν πια τέλεψε ο θεός τα έργα της αγάπηςτότε γλυκά τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε laquoΧαρά σε σένα λυγερή για τη γλυκιά μου αγάπηΚι όταν σιμώσει η ώρα σου θα κάμεις δυο λεβέντεςγιατί δεν είναι των θεών το στρώμα δίχως φύτρα Μεγάλωσέ τα με χαρές και θρέψε τα με χάδιαΚαι τώρα σύρε σπίτι σου και μην το μαρτυρήσεις μόνrsquo ξέρε το μονάχη σου πως είμαι ο ΠοσειδώναςraquoΈτσι είπε και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα

λ 258λ 259λ 260λ 261λ 262λ 263λ 264λ 265λ 266λ 267λ 268λ 269λ 270λ 271λ 272λ 273λ 274λ 275λ 276λ 277λ 278λ 279λ 280λ 281λ 282λ 283λ 284λ 285λ 286λ 287λ 288λ 289λ 290λ 291λ 292λ 293λ 294λ 295λ 296λ 297λ 298λ 299λ 300λ 301λ 302λ 303λ 304λ 305λ 306λ 307λ 308λ 309

Και τον Πελία γέννησε και το Νηλέα εκείνηπου βασιλιάδες έγιναν με του Διός τη χάρηΣτο Βόλο τον πλατύδρομο καθόντανε ο Πελίας πλούσιος σrsquo αρνιά Κι ο δεύτερος στην αμμουδάτη ΠύλοΜα κι άλλα απόχτησε παιδιά η βασιλογυναίκαμε τον Κρηθιά τον Αίσονα τον Αμυθά το ΦέρηΚι είδα την κόρη του Ασωπού την όμορφη Αντιόπηπόλεγε πως κοιμήθηκε στην αγκαλιά του Δία κι έκαμε τον Αμφίονα και το λεβέντη Ζήθοπου πρώτοι την εφτάπορτη θεμέλιωσαν τη Θήβακι έχτισαν κάστρο ολόγυρα γιατί δε θα μπορούσανμια χώρα τόσο απλόχωρη σαν την πλατιά τη Θήβα να τη φυλούν ατείχιστη κι ας ήταν παλικάρια Είδα και τrsquo Αμφιτρύωνα το ταίρι την Αλκμήνηπόκαμε το λιοντόψυχο κι ατρόμητο Ηρακλέαστην αγκαλιά σαν πλάγιασε του Δία του μεγάλουΚι είδα στερνά του Κρέοντα την κόρη τη Μεγάρηπου τrsquo Αμφιτρύωνα ο γιος γυναίκα του την πήρε Του Οιδίπου η μάνα πρόβαλε η όμορφη Επικάστηπου πήρε με ζαβό το νου παράνομα το γιο τηςκι εκείνος τον πατέρα του σα σκότωσε την πήρεκι άξαφνα τα φανέρωσε στον κόσμο ο γιος του ΚρόνουΜε πίκρες στην πολύποθη βασίλεψε τη Θήβα και κυβερνούσε από θεών κατάρα τους ΘηβαίουςΚι εκείνη στον αγύριστο κατέβηκε τον Άδηαφού κρεμάστηκε ψηλά με μια θηλιά από λύπηαπrsquo τη σκεπή του πύργου της κι άφησε πίσω εκείνουπάθη όσα φέρνουν άπειρα της μάνας οι κατάρες Τη Χλώρη είδα την όμορφη που στα παλιά ο Νηλέαςτην πήρε για τα κάλλη της δίνοντας πλούσια δώρατην πιο στερνή του Αμφίωνα του γιου του Γιάσου κόρηπου κείνος στον Ορχομενό βασίλεψε με δόξαΣτην Πύλο αυτή βασίλεψε κι έκαμε τρεις λεβέντες το Νέστορα το Χρόμιο και τον Περικλυμένηκαι την Πηρώ τη λυγερή σrsquo όλον τον κόσμο θάμαπου ταίρι της την ήθελαν απrsquo τα περίχωρα όλοιΜα κι ο Νηλέας θα᾽ δινε την κόρη του σε κείνονπου απrsquo τη Φυλάκη θrsquo άρπαχνε τα βόδια του Ιφίκλουτrsquo αμέρωτα στριφτόποδα κι ανοιχτοκουτελάταΚι ένας απrsquo όλους τουrsquo ταξε προφήτης να τrsquo αρπάξειόμως σκληρή τον έδεσε κι άπονη εκείνον μοίρα κι ακαταπόνετα δεσμά και χωριανοί βουκόλοιΚι όταν στο τέλος έφταναν οι μέρες με τους μήνες κι έκλεινε ο χρόνος κι εποχή ξανάρχιζε άλλη πίσωτον έλυσε κι ο Ίφικλος απrsquo τα δεσμά αφού του lsquoπετι ήταν γραφτό του κι η βουλή γινότανε του ΔίαΗ Λήδα πρόβαλε έπειτα το ταίρι του Τυνδάρουπόκαμε δυο λεβέντες γιούς τον αλογοτεχνίτη τον Κάστορα και το γερό στους γρόθους Πολυδεύκηπου ζωντανούς τους δυο αδερφούς το χώμα τους κρατούσεκι ο Δίας μες στον τάφο τους τους έδωσε άλλη χάρηάλλοτε να ᾽ναι ζωντανοί κι άλλοτε να πεθαίνουν

λ 310λ 311λ 312λ 313λ 314λ 315λ 316λ 317λ 318λ 319λ 320λ 321λ 322λ 323λ 324λ 325λ 326λ 327λ 328λ 329λ 330λ 331λ 332λ 333λ 334λ 335λ 336λ 337λ 338λ 339λ 340λ 341λ 342λ 343λ 344λ 345λ 346λ 347λ 348λ 349λ 350λ 351λ 352λ 353λ 354λ 355λ 356λ 357λ 358λ 359λ 360λ 361

καθένας με τη μέρα του κι έχουν τιμή αθανάτων Είδα την Ιφιμέδεια το ταίρι του Αλωέαπόλεγε πως κοιμήθηκε σιμά στον Ποσειδώνακαι δυο παιδιά της έφερε λιγόχρονα στον κόσμοτον Ώτο τον ισόθεο τον ξακουστό Εφιάλτηπού ᾽ταν οι πιο ψηλότεροι απrsquo όσους θρέφει η πλάση κι ύστερα απrsquo τον Ωρίωνα οι πιο όμορφοι στα κάλληΕννιά χρονών σαν έγιναν πήχες εννιά είχαν πλάτοςκι οργιές εννιά το μάκρος τους που κάμανε είχε φτάσεικαι τους θεούς φοβέρισαν πώς στα ψηλά ουράνιατη λύσσα του συνταραχτή θα στήσουν του πολέμου Να βάλουν σοφιστήκανε τον Όλυμπο στην Όσσαστερνά το Πήλιο το πυκνό στον ουρανό να φτάσουνΚι αν ζούσαν και μεγάλωναν θα το χαν κατορθώσειΜα ο γιος του Δία που η Λητώ τον γέννησε η πανώριατους πήρε πριν το χνούδι τους ανθίσει στα μηλίγγια και πριν φυτρώσουν τα πυκνά στα μάγουλά τους γένιαΕίδα τη Φαίδρα κι έπειτα την Πρόκρη και του Μίνουτην κόρη του κακόγνωμου την όμορφη Αριάδνηπου ο ξακουστός την έφερε Θησέας απrsquo την Κρήτηστην βλογημένη ακρόπολη των Αθηνών Μα ακόμα πριν τη χαρεί τη σκότωσε η Άρτεμη στη Δία γιατί έτρεξε ο Διόνυσος να της το μαρτυρήσειΜε την Κλυμένη πρόβαλε η Μαίρα κι η Εριφύληη άπιστη που ατίμασε τον άντρα της για χρήμαΚι όλες εγώ για να τις πω και να τις ονομάσω όσες γυναίκες αρχηγών και θυγατέρες είδακι η νύχτα αυτή δε θα ᾽φτανε κι ώρα να κοιμηθούμεείτε εδώ πέρα ή στο γοργό καράβι με τους ναύτεςΚι εσείς πια πρώτα ο Θεός φροντίστε το ταξίδιraquoΈτσι είπε κι όλοι απόμειναν χωρίς μιλιά να βγάλουν κι ήταν σα να μαγεύτηκαν μες στο ισκιερό παλάτιΚι άρχισε πρώτη να μιλά η λευκοχέρα ΑρήτηlaquoΦαίακες πώς να φαίνεται σε σας αυτού του ανθρώπουη ομορφιά τrsquo ανάστημα και το γερό μυαλό τουΔικός μου ο ξένος μα και σας τιμή δική σας είναι γιrsquo αυτό και να τον στείλετε μη βιάζεστε ούτε δώρανα λυπηθείτε που σrsquo αυτόν του κάνουν τόση ανάγκηΚαι δόξα να ᾽χουν οι θεοί βιός έχουμε περίσσοraquoΤότε είπε ο γερομαχητής Εχένηος με δυο λόγιαπου ήταν ο γεροντότερος απrsquo όλους τους Φαιάκους laquoΣύμφωνα με τη γνώμη μας αδέρφια κι όπως πρέπειη γνωστικιά βασίλισσα μιλά κι όλοι νrsquo ακούστεΜα ο λόγος όπως κι η δουλειά στο χέρι είναι τrsquo ΑλκίνουraquoΤότε ο Αλκίνος τrsquo απαντά κι έτσι είπε δυο του λόγιαlaquoΘα γίνει ο λόγος σας αυτός αν τύχει εγώ να ζήσωσα βασιλιάς στους Φαίακες τους θαλασσοθρεμμένουςΚι ο ξένος όσο κι αν ποθεί να φτάσει στην πατρίδαως αύριο ας κάνει υπομονή τα δώρα να συνάξωΚι όσο για το ταξίδι του οι άντρες θα φροντίσουνόλοι και πρώτα πρώτα εγώ που μες στον τόπο ορίζωraquo Τότε έτσι κι ο πολύσοφος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας

λ 362λ 363λ 364λ 365λ 366λ 367λ 368λ 369λ 370λ 371λ 372λ 373λ 374λ 375λ 376λ 377λ 378λ 379λ 380λ 381λ 382λ 383λ 384λ 385λ 386λ 387λ 388λ 389λ 390λ 391λ 392λ 393λ 394λ 395λ 396λ 397λ 398λ 399λ 400λ 401λ 402λ 403λ 404λ 405λ 406λ 407λ 408λ 409λ 410λ 411λ 412λ 413

laquoΑφέντη Αλκίνο βασιλιά κι απrsquo όλους παινεμένεκι ανίσως χρόνο ολάκερο μου λέγατε να μείνωκαι να με στείλετε έπειτα με τrsquo ακριβά σας δώραάλλο δε θα ᾽θελα κι εγώ και πιο όφελός μου θα ᾽ναι να φτάσω με τα χέρια μου γεμάτα στην πατρίδαΤότε έτσι πιο καλόδεχτος πιο τιμημένος θα ᾽μαιαπrsquo όλους όσοι θα με ιδούν στο Θιάκι να γυρίσωraquoΤότε έτσι πάλε απάντησε ο σεβαστός ΑλκίνοςlaquoΌταν Δυσσέα σε δει κανείς στο πρόσωπο δε δείχνειςγια ψεύτης και ξελογιαστείς απrsquo όσους θρέφει ο κόσμοςχιλιάδες μες στα πέρατα της γης παντού σπαρμένουςπου πλέκουν τέτοια ψέματα που δεν τα βάζει ο νους σουΜα εσύ έχεις χάρη όταν μιλάς κι ευγενικούς τους τρόπουςκαι σαν καλός τραγουδιστής τα ιστόρησες με τέχνη των Αχαιών τα βάσανα και τα δικά σου πάθιαΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουκανένα αν είδες σύντροφο απrsquo όσους μες στην Τροίαμαζί σου πολεμήσανε κι εκεί το χάρο βρήκανΜεγάλη η νύχτα ατέλειωτη κι ώρα δεν είναι ακόμανα πάμε να πλαγιάσουμε Μόνrsquo λέγε μου νrsquo ακούσωτις θαυμαστές αυτές δουλειές Μπορούσα να βαστάξωόσο να φέξει αν ήθελες να λες τα βάσανά σουraquoΤότε έτσι κι ο πολύβουλος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας˙laquoΑλκίνο αφέντη λατρευτέ κι απrsquo όλους παινεμένε το κάθε τι στην ώρα του κι ο ύπνος κι η κουβένταΚι ακόμα αν θέλεις βάσανα νrsquo ακούσεις πιο μεγάλαμπορώ κι αυτά να σου τα πω τα πάθια άλλων συντρόφωνπου γλίτωσαν απrsquo τη σφαγή στον πόλεμο της Τροίαςκαι χάθηκαν στο γυρισμό από άπιστες γυναίκες Σα σκόρπισε όλες τις ψυχές η θέισσα Περσεφόνητων γυναικών ήρθε η ψυχή του βασιλιά Αγαμέμνου θλιμμένη και τριγύρω της συνάχτηκαν οι άλλεςόσες μαζί του χάθηκαν στου Αιγίσθου το παλάτιΚαι στη στιγμή με γνώρισε αίμα σαν ήπιε μαύρο Έκλαψε τότε με λυγμούς και δάκρυα του κυλούσανκαι σήκωνε τα χέρια του ποθώντας να με φτάσειΌμως δεν ήταν σταθερά τα νεύρα του σαν πρώταμήτε είχανε πια δύναμη τα λυγερά του μέληΚι όπως τον είδα δάκρυσα και μάτωσε η καρδιά μου κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησα θλιμμένοςlaquoΤrsquo Ατρέα ξακουσμένε γιε πρωτάρχοντα Αγαμέμνοποια μοίρα να σε δάμασε του αξύπνητου θανάτουΜη σrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώναςσηκώνοντας ανίκητων ανέμων άγρια μπόρα Μήπως σε σκότωσαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςβόδια κι αρνιά σαν άρπαχνες απrsquo όμορφα κοπάδιαή πολεμούσες κάστρο τους να πάρεις και γυναίκεςraquoΈτσι είπα και μrsquo απάντησε με δυο του λόγια αμέσωςlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαδε μrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώνας

λ 414λ 415λ 416λ 417λ 418λ 419λ 420λ 421λ 422λ 423λ 424λ 425λ 426λ 427λ 428λ 429λ 430λ 431λ 432λ 433λ 434λ 435λ 436λ 437λ 438λ 439λ 440λ 441λ 442λ 443λ 444λ 445λ 446λ 447λ 448λ 449λ 450λ 451λ 452λ 453λ 454λ 455λ 456λ 457λ 458λ 459λ 460λ 461λ 462λ 463λ 464λ 465

σηκώνοντας αδάμαστων ανέμων άγρια μπόραμήτε με χάλασαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςΟ Αίγισθος μου ετοίμασε το χάρο με τη σκύλαγυναίκα μου Με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε και μrsquo έσφαξε όπως στο παχνί σφάζει κανείς το βόδιΜε τέτοιο θάνατο σκληρό μου πήρε τη ζωή μουκι έσφαξε γύρω μου άσπλαχνα κι όλους μου τους ανθρώπουςως σφάζουν σrsquo αρχοντόσπιτο τrsquo ασπρόδοντα γουρούνιασε γάμο σε ξεφάντωση σrsquo επίσημο τραπέζιΘα βρέθηκες στο σκοτωμό πολλών ως τώρα ανθρώπωνπου πέσανε παράμεροι σε λυσσασμένη μάχηΌμως εκείνα αν τα ᾽βλεπες θα μάτωνε η καρδιά σουπως στα κροντήρια ολόγυρα στrsquo ασήκωτα τραπέζιαμας ξάπλωσαν και κάτω η γης άχνιζε από το αίμακι έφριξα στα ξεφωνητά της κόρης του ΠριάμουΚασσάντρας που τη σκότωσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρακι εγώ τα χέρια σήκωνα στο ψυχομαχητό μουνα πιάσω το μαχαίρι της μα δύναμη δεν είχανΜrsquo άφησε η σκύλα κι έφυγε μήτε η καρδιά της είπε τα μάτια και το στόμα μου να τα νεκροσφαλίσειΈτσι άλλο πιο άπονο θεριό δεν έχει απrsquo τη γυναίκαπου τέτοιο βάλει στην ψυχή κακούργημα να κάμειΤι άτιμη που σκέφτηκε δουλειά κι εκείνη ωστόσονα καταντήσει φόνισσα στον ίδιο της τον άντρα Κι εγώ έλεγα καλόδεχτος στους δούλους στα παιδιά μουπως θα γυρίσω σπίτι μου Όμως αυτή η κακούργακαι τον ατό της ντρόπιασε και τις γυναίκες όλεςόσες στον κόσμο γεννηθούν καλόγνωμες κι ας είναιraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με λόγια λυπημέναlaquoΑχ απαρχής κατάτρεξε ο βροντολάλος Δίαςγια γυναικών φερσίματα τη γενεά τrsquo ΑτρέαΓια την Ελένη φτύσαμε φαρμάκια εμείς κι εσέναη Κλυταιμνήστρα σου ᾽σκαβε σαν έλειπες το λάκκοraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με πεταχτά του λόγια Γιrsquo αυτό ποτέ σου μη σταθείς καλός πια σε γυναίκαμήτε να της εμπιστευτείς το μυστικό που ξέρειςμόνrsquo άλλα πάντα να της λες κι άλλα στο νου να κρύβειςΜα εσύ Δυσσέα από σφαγή γυναίκας δε φοβάσαιγιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη η Πηνελόπη η γνωστικιά του Ικαρίου η κόρηΝιόπαντρη την αφήσαμε σαν πήγαμε στης Τροίαςτον πόλεμο και στο βυζί μωρό παιδί το γιο σουΜα τώρα θα μεγάλωσε θα rsquoγινε παλικάριΚαλότυχος ο πατέρας του θα το χαρεί όταν φτάσει κι εκείνο τον πατέρα του μrsquo αγάπη θrsquo αγκαλιάσειΜα μήτε το παιδί μου εγώ δε μrsquo άφησε η δική μουνα το χορτάσω και πιο πριν με σκότωσε κι εμέναΚι ένα άλλο τώρα θα σου πω και βάλε το μες το νου σουΚρυφά κι όχι ολοφάνερα νrsquo αράξεις το καράβι στο Θιάκι Γιατί πίστη πια δεν έχουν οι γυναίκεςΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουγια το παιδί μου αν άκουσες πώς κάπου μεγαλώνει

λ 466λ 467λ 468λ 469λ 470λ 471λ 472λ 473λ 474λ 475λ 476λ 477λ 478λ 479λ 480λ 481λ 482λ 483λ 484λ 485λ 486λ 487λ 488λ 489λ 490λ 491λ 492λ 493λ 494λ 495λ 496λ 497λ 498λ 499λ 500λ 501λ 502λ 503λ 504λ 505λ 506λ 507λ 508λ 509λ 510λ 511λ 512λ 513λ 514λ 515λ 516λ 517

αν είναι στον Ορχομενό ή στη δροσάτη Πύλοή και στη Σπάρτη την πλατιά κοντά με το Μενέλαο Γιατί όχι η γη δε σκέπασε τον ακριβό μου ΟρέστηraquoΈτσι είπε και τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια˙laquoΤι με ρωτάς τrsquo Ατρέα γιε Ζει πέθανε δεν ξέρωΚι είναι κακό τα λόγια μας να λέμε στον αέραraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές μιλούσαμε κι οι δυο μας και στέκαμε περίλυποι στα δάκρυα βουτημένοιΉρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέαμε του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχουκαι του μεγάλου του Αίαντα που στη μορφή στο σώμαπερνούσε κάθε Δαναό μετά απrsquo τον Αχιλλέα Ευτύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέακι έτσι θρηνώντας μου rsquoλεγε με φτερωμένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέακαημένε τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλοΠώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη όπου γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι θνητών νεκρών εικόνεςraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με πεταχτά μου λόγια˙laquoΩ φίλε του Πηλέα γιε των Αχαιών καμάριήρθα απrsquo ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθωκαι πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι Κοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώραμήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουνΜα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε Αχιλλέαστον κόσμο πιο καλότυχος μήτε ποτέ θα γίνει Γιατί όταν ζούσες σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες και τώρα πάλε στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχειςΓιrsquo αυτό Αχιλλέα μη χολιάς πως είσαι πεθαμένοςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με λυπημένα λόγιαlaquoΔυσσέα για το θάνατο μη με παρηγορήσειςΘα ᾽θελα να ᾽μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω σε αφέντη δίχως κτήματα που ναι το βιός του λίγοπαρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους-Μόνrsquo έλα τώρα να μου πεις για το λεβέντη γιο μουστη μάχη αν πρώτος χύνεται ή πίσω κοντοστέκειΠες μου και για τον ξακουστό πατέρα μου ότι ξέρεις στους Μυρμιδόνες βασιλιάς ανίσως είναι ακόμαή πια δεν τον ψηφά κανείς στη Φθία και στην Ελλάδαγιατί τον καταπόνεσαν τα γηρατειά τα μαύραΑ και βοηθός του να ᾽φτανα κάτω απrsquo το φως του ήλιουτέτοιος ως ήμουν μια φορά μες στην πλατιά την Τροία που παλικάρια θέριζα τους Αχαιούς βοηθώνταςΝά ᾽φτανα τέτοιος μια στιγμή στο πατρικό μου σπίτιθα τρέμανε όλοι σύσσωμοι τrsquo ανίκητά μου χέριαόσοι το γέρο τυραγνούν και την αρχή του αρπάζουνraquoΕίπε κι ευτύς τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια laquoΤίποτε για το γέρο σου Πηλέα εγώ δεν ξέρωμα για το Νεοπτόλεμο τrsquo αγαπητό παιδί σουτην πάσα αλήθεια θα σου πω καθώς κι εσύ τrsquo ορίζειςΟ ίδιος μrsquo ένα ισόμετρο καράβι μου απrsquo τη Σκύροτον έφερα στους Αχαιούς τους πολεμοθρεμμένους

λ 518λ 519λ 520λ 521λ 522λ 523λ 524λ 525λ 526λ 527λ 528λ 529λ 530λ 531λ 532λ 533λ 534λ 535λ 536λ 537λ 538λ 539λ 540λ 541λ 542λ 543λ 544λ 545λ 546λ 547λ 548λ 549λ 550λ 551λ 552λ 553λ 554λ 555λ 556λ 557λ 558λ 559λ 560λ 561λ 562λ 563λ 564λ 565λ 566λ 567λ 568λ 569

Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίαςπρώτος μιλούσε πάντα αυτός μήτε έσφαλλε στο λόγοΜονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσαΚι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμποπίσω δεν έστεκε ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους μον πάντα εμπρός χυνότανε άφταστος στην ορμή τουκαι θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχηςΚι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσωόσους ο γιος σου σκότωσε βοηθώντας τους Αργίτεςφτάνει που τον Ευρύπυλο γιο ήρωα του Τηλέφου με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μrsquo αυτόν Κητιώτεςπου γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκαΑυτόν μετά απrsquo το Μέμνονα τον πιο λεβέντη που είδαΚαι στrsquo άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοιπου το ᾽χε φτιάσει ο Επειός κι εγώ όλη τη φροντίδα είχα νrsquo ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοιτα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απrsquo το φόβοΌμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσειη όψη του η ροδόθωρη για δάκρυα να σφουγγίσει μα απrsquo τrsquo άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρηκιrsquo όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάριψηλάφαε την καταστροφή της Τροίας μελετώνταςΚαι του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρογύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι με δόξα και με λάφυρα δίχως από κοντάρινα χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρειως γίνεται στον πόλεμο που χάρη εκεί δεν έχειraquoΕίπα και γύρναε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέαμε δρασκελιές θεόρατες στrsquo ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη πόλεγα το γιο του παλικάριΣτέκανε οι άλλες οι ψυχές εκεί των πεθαμένωνπερίλυπες και καθεμιά τον πόνο της ρωτούσεΜόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώναστεκόντανε παράμερα χολιώντας για τη νίκη που στα καράβια κέρδισα μαζί του πολεμώνταςγια τrsquo ᾽Αχιλλέα τrsquo άρματα πού ᾽χε βαλμένα η Θέτηκι έκριναν τα Τρωόπουλα κι η Αθηνά η ΠαλλάδαΜα τέτοιο αγώνα ας ήτανε ποτέ να μην κερδίσωΓιατί για κείνα η μαύρη γης σκέπασε τέτοιον άντρα τον Αίαντα που στο σπαθί και στο κορμί περνούσεόλους τους άλλους Δαναούς μετά απrsquo τον ΑχιλλέαΜα εγώ με λόγια μαλακά του μίλησα και του ᾽πα˙laquoΑίαντα του λιοντόκαρδου του Τελαμώνα θρέμμαμήτε νεκρός το πάθος σου δεν ξέχασες που μου ᾽χειςγιrsquo αυτά τα έρμα τrsquo άρματα που τα ᾽βγαλε στη μέσηγια συμφορά των Αχαιών μεγάλη ο γιος του Κρόνουπου τέτοιο κάστρο χάσαμε κι όλοι σε κλαίμε πάνταπου πέθανες ως κλάψαμε και το γοργό ΑχιλλέαΌμως δε φταίει άλλος κανείς μόνο ο μεγάλος Δίας που το στρατό κατάτρεξε των Αχαιών περίσσιακαι σrsquo έριξε στη μαύρη γη Μόνrsquo έλα βασιλιά μου

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 4: ραψωδια λ

λ 154λ 155λ 156λ 157λ 158λ 159λ 160λ 161λ 162λ 163λ 164λ 165λ 166λ 167λ 168λ 169λ 170λ 171λ 172λ 173λ 174λ 175λ 176λ 177λ 178λ 179λ 180λ 181λ 182λ 183λ 184λ 185λ 186λ 187λ 188λ 189λ 190λ 191λ 192λ 193λ 194λ 195λ 196λ 197λ 198λ 199λ 200λ 201λ 202λ 203λ 204λ 205

μπήκε στον Άδη τα γραφτά της μοίρας μου σαν είπεΚι έμεινα ασάλευτος εγώ ωσότου η μάνα μου ήρθε κι αίμα σαν ήπιε μελανό με γνώρισε ποιος είμαικαι μου lsquoπε δάκρυα χύνοντας με λόγια λυπημέναlaquoΠώς ήρθες γιε μου ζωντανός μες στο θολό σκοτάδιΔύσκολο να ᾽ρθουν ζωντανοί να ιδούν αυτά εδώ κάτωΓιατί έχει ρέματα βαθιά και ποταμούς μεγάλους στη μέση πρώτα ο Ωκεανός που δεν μπορεί κανέναςδίχως καράβι γλήγορο πεζός να τον περάσειΤώρα απrsquo την Τροία με πιστούς συντρόφους και καράβιμην ήρθες παραδέρνοντας καιρό πολύ Δεν πήγεςστο Θιάκι ακόμα Σπίτι σου το ταίρι σου δεν το είδεςraquo Τότε έτσι της απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγιαlaquoΜάνα μου ανάγκη μrsquo έφερε να κατεβώ στον Άδηχρησμό να πάρω απrsquo την ψυχή του μάντη ΤειρεσίαΚοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ως τώρα ακόμαμήτε στο Θιάκι πάτησα μόνrsquo συμφορές με δέρνουν απrsquo τον καιρό που ακλούθησα τον αρχηγό Αγαμέμνοστην Τροία την πλατύδρομη να πολεμήσω ΤρώεςΜόνrsquo έλα πες μου τώρα αυτό και την αλήθεια μίλαΠοια μοίρα σε κατάβαλε του αξύπνητου θανάτουΜην ήρθε αρρώστια αγιάτρευτη Μην πήρε τη ζωή σου η σαϊτεύτρα η Άρτεμη με τις πυκνές σαΐτεςΠες μου για τον πατέρα μου και το μοναχογιό μουεκείνοι ως τώρα αν την κρατούν τη βασιλεία ακόμαή να την έχει άλλος κανείς κι εγώ θαρρούν δε θα ᾽ρθωΠες μου και της γυναίκας μου τη γνώμη της καρδιάς της αν μένει στο παιδί κοντά και κυβερνά το σπίτιή κάποιος απrsquo τους Αχαιούς πρωτάρχοντας την πήρεraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε η σεβαστή μου μάναlaquoΝαι εκείνη με πιστή καρδιά στrsquo αρχοντικό σου μένεικι οι νύχτες της περνούν πικρές κι οι μέρες της θλιμμένες Μήτε την όμορφη κανείς τη βασιλεία σου πήρεμόνrsquo ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλιακαι κάθεται στα ισότιμα τραπέζια σε όσα πρέπειο δικαιοκρίτης να βρεθεί γιατί τον κράζουν όλοιΚι ο γέρος ο πατέρας σου στο ξοχικό του μένει μήτε έρχεται στη χώρα πια μήτε έχει ένα κρεβάτιμε στρώμα με σκεπάσματᾳ με κεντητά σεντόνιαμόνrsquo το χειμώνα σπίτι του κοιμάται όπου κι οι δούλοικοντά στο τζάκι καταγής κι είναι φτωχά ντυμένοςΚι όταν το καλοκαίρι ερθεί κι ο δροσερός ο τρύγος στα καρπερά του χτήματα τrsquo αμπελοφυτεμένατα φύλλα κάνει κλίνη του πού ᾽ναι στη γη πεσμέναΚείτεται εκεί με στεναγμούς κι ο πόνος του πληθαίνειστου γυρισμού σου τον καημό μεγάλος στην καρδιά τουγιατί πικρά γεράματα τον πλάκωσαν τον έρμο Ο ίδιος μrsquo έριξε καημός κι εμένα μες στον τάφοΔεν έτρεξε στο σπίτι μου να μrsquo έβρει η Σαϊτεύτραμε τις πυκνές σαΐτες της να σβήσει τη ζωή μουμήτε άλλη αρρώστια την καρδιά μου νέκρωσε στα στήθιαΜόνο ο καημός σου μrsquo έφαγε λεβέντη μου Δυσσέα

λ 206λ 207λ 208λ 209λ 210λ 211λ 212λ 213λ 214λ 215λ 216λ 217λ 218λ 219λ 220λ 221λ 222λ 223λ 224λ 225λ 226λ 227λ 228λ 229λ 230λ 231λ 232λ 233λ 234λ 235λ 236λ 237λ 238λ 239λ 240λ 241λ 242λ 243λ 244λ 245λ 246λ 247λ 248λ 249λ 250λ 251λ 252λ 253λ 254λ 255λ 256λ 257

η γνώση που σε στόλιζε κι η τρυφερή καρδιά σουraquoΈτσι είπε και τα στήθια μου μου τα rsquoκαιγε ή λαχτάραπώς νrsquo αγκαλιάσω την ψυχή της θλιβερής μου μάναςΧύθηκα τότε τρεις φορές να τη σφιχταγκαλιάσωκαι τρεις φορές μου πέταξε σαν όνειρο σαν ίσκιος και πιο πικρός ανάβρυζε μες στην καρδιά μου ο πόνοςΚι έτσι με λόγια θλιβερά της είπα κράζοντάς τηνlaquoΜανούλα πώς δε στέκεσαι να σε σφιχταγκαλιάσωκι αγκαλιασμένοι τρυφερά μέσα στον Άδη οι δυο μαςτο θρήνο να χορτάσουμε τον κρυοπαγωμένο Μην είσαι κάποιο φάντασμα πόστειλε η Περσεφόνηγια να μου κάμει της καρδιάς τους πόνους πιο μεγάλουςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε η σεβαστή μου μάναlaquoΑχ γιε μου εσύ πιο δύστυχε απrsquo όλους μες στον κόσμοΗ κόρη δε σrsquo απάτησε του Δία η Περσεφόνη Όμως αυτή είναι των θνητών η μοίρα σαν πεθάνουνΔε συγκρατούν τα νεύρα τους κόκαλα πια και σάρκεςπαρά τα παίρνει η δύναμη της φλόγας και τα λιώνειόταν αφήσει πια η ζωή τα κόκαλά τους τrsquo άσπρακαι σάμπως όνειρο η ψυχή γυρίζει όταν πετάξει Μόνrsquo ζήτα γλήγορα το φως κι εδώ όλα αφού τα μάθειςκατόπι στη γυναίκα σου να τα ᾽χεις να δηγάσαιraquoΤέτοιες κουβέντες κάναμε κι ήρθαν γυναίκες πλήθοςπου η Περσεφόνη η φοβερή τις έστειλε εκεί να ᾽ρθουνόλες γυναίκες αρχηγών κι αρχοντοθυγατέρες Γύρω στο αίμα σωρευτές συνάχτηκαν το μαύροκαι κάθε μια λογάριαζα να τη ρωτήσω χώριαΚι αυτή η βουλή μου φάνηκε καλύτερη πώς ήτανΤράβηξα το μακρύ σπαθί απrsquo το παχύ μηρί μουκαι δεν τις άφηνα να πιούν όλες μαζί το αίμα Κι ερχόντανε με τη σειρά και καθεμιά της τότεφανέρωνε το γένος της κι εγώ όλες τις ρωτούσαΤότε είδα πρώτη την Τυρώ την αρχοντοθρεμμένηπου μουrsquo λεγε πατέρα της το Σαλμωνιά πως είχεκι ήταν γυναίκα του Κρηθιά λεβέντη γιου του ΑιόλουΤον Ενιπέα αγάπησε το θεϊκό ποτάμιαπrsquo όλα τrsquo ομορφότερο που βρέθηκαν στον κόσμοκαι κάθε μέρα σύχναζε στα δροσερά νερά τουΚαι τη μορφή του παίρνοντας ο Σαλευτής του κόσμουστου ποταμού τrsquo αφρότρεχου την πλάγιασε το στόμα Κι άλικο κύμα σα βουνό καμαρωτό σηκώθηκι έκρυψε γύρω το θεό και τη θνητή γυναίκακι έλυσε μες στον ύπνο της τη ζώνη της παρθέναςΚι όταν πια τέλεψε ο θεός τα έργα της αγάπηςτότε γλυκά τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε laquoΧαρά σε σένα λυγερή για τη γλυκιά μου αγάπηΚι όταν σιμώσει η ώρα σου θα κάμεις δυο λεβέντεςγιατί δεν είναι των θεών το στρώμα δίχως φύτρα Μεγάλωσέ τα με χαρές και θρέψε τα με χάδιαΚαι τώρα σύρε σπίτι σου και μην το μαρτυρήσεις μόνrsquo ξέρε το μονάχη σου πως είμαι ο ΠοσειδώναςraquoΈτσι είπε και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα

λ 258λ 259λ 260λ 261λ 262λ 263λ 264λ 265λ 266λ 267λ 268λ 269λ 270λ 271λ 272λ 273λ 274λ 275λ 276λ 277λ 278λ 279λ 280λ 281λ 282λ 283λ 284λ 285λ 286λ 287λ 288λ 289λ 290λ 291λ 292λ 293λ 294λ 295λ 296λ 297λ 298λ 299λ 300λ 301λ 302λ 303λ 304λ 305λ 306λ 307λ 308λ 309

Και τον Πελία γέννησε και το Νηλέα εκείνηπου βασιλιάδες έγιναν με του Διός τη χάρηΣτο Βόλο τον πλατύδρομο καθόντανε ο Πελίας πλούσιος σrsquo αρνιά Κι ο δεύτερος στην αμμουδάτη ΠύλοΜα κι άλλα απόχτησε παιδιά η βασιλογυναίκαμε τον Κρηθιά τον Αίσονα τον Αμυθά το ΦέρηΚι είδα την κόρη του Ασωπού την όμορφη Αντιόπηπόλεγε πως κοιμήθηκε στην αγκαλιά του Δία κι έκαμε τον Αμφίονα και το λεβέντη Ζήθοπου πρώτοι την εφτάπορτη θεμέλιωσαν τη Θήβακι έχτισαν κάστρο ολόγυρα γιατί δε θα μπορούσανμια χώρα τόσο απλόχωρη σαν την πλατιά τη Θήβα να τη φυλούν ατείχιστη κι ας ήταν παλικάρια Είδα και τrsquo Αμφιτρύωνα το ταίρι την Αλκμήνηπόκαμε το λιοντόψυχο κι ατρόμητο Ηρακλέαστην αγκαλιά σαν πλάγιασε του Δία του μεγάλουΚι είδα στερνά του Κρέοντα την κόρη τη Μεγάρηπου τrsquo Αμφιτρύωνα ο γιος γυναίκα του την πήρε Του Οιδίπου η μάνα πρόβαλε η όμορφη Επικάστηπου πήρε με ζαβό το νου παράνομα το γιο τηςκι εκείνος τον πατέρα του σα σκότωσε την πήρεκι άξαφνα τα φανέρωσε στον κόσμο ο γιος του ΚρόνουΜε πίκρες στην πολύποθη βασίλεψε τη Θήβα και κυβερνούσε από θεών κατάρα τους ΘηβαίουςΚι εκείνη στον αγύριστο κατέβηκε τον Άδηαφού κρεμάστηκε ψηλά με μια θηλιά από λύπηαπrsquo τη σκεπή του πύργου της κι άφησε πίσω εκείνουπάθη όσα φέρνουν άπειρα της μάνας οι κατάρες Τη Χλώρη είδα την όμορφη που στα παλιά ο Νηλέαςτην πήρε για τα κάλλη της δίνοντας πλούσια δώρατην πιο στερνή του Αμφίωνα του γιου του Γιάσου κόρηπου κείνος στον Ορχομενό βασίλεψε με δόξαΣτην Πύλο αυτή βασίλεψε κι έκαμε τρεις λεβέντες το Νέστορα το Χρόμιο και τον Περικλυμένηκαι την Πηρώ τη λυγερή σrsquo όλον τον κόσμο θάμαπου ταίρι της την ήθελαν απrsquo τα περίχωρα όλοιΜα κι ο Νηλέας θα᾽ δινε την κόρη του σε κείνονπου απrsquo τη Φυλάκη θrsquo άρπαχνε τα βόδια του Ιφίκλουτrsquo αμέρωτα στριφτόποδα κι ανοιχτοκουτελάταΚι ένας απrsquo όλους τουrsquo ταξε προφήτης να τrsquo αρπάξειόμως σκληρή τον έδεσε κι άπονη εκείνον μοίρα κι ακαταπόνετα δεσμά και χωριανοί βουκόλοιΚι όταν στο τέλος έφταναν οι μέρες με τους μήνες κι έκλεινε ο χρόνος κι εποχή ξανάρχιζε άλλη πίσωτον έλυσε κι ο Ίφικλος απrsquo τα δεσμά αφού του lsquoπετι ήταν γραφτό του κι η βουλή γινότανε του ΔίαΗ Λήδα πρόβαλε έπειτα το ταίρι του Τυνδάρουπόκαμε δυο λεβέντες γιούς τον αλογοτεχνίτη τον Κάστορα και το γερό στους γρόθους Πολυδεύκηπου ζωντανούς τους δυο αδερφούς το χώμα τους κρατούσεκι ο Δίας μες στον τάφο τους τους έδωσε άλλη χάρηάλλοτε να ᾽ναι ζωντανοί κι άλλοτε να πεθαίνουν

λ 310λ 311λ 312λ 313λ 314λ 315λ 316λ 317λ 318λ 319λ 320λ 321λ 322λ 323λ 324λ 325λ 326λ 327λ 328λ 329λ 330λ 331λ 332λ 333λ 334λ 335λ 336λ 337λ 338λ 339λ 340λ 341λ 342λ 343λ 344λ 345λ 346λ 347λ 348λ 349λ 350λ 351λ 352λ 353λ 354λ 355λ 356λ 357λ 358λ 359λ 360λ 361

καθένας με τη μέρα του κι έχουν τιμή αθανάτων Είδα την Ιφιμέδεια το ταίρι του Αλωέαπόλεγε πως κοιμήθηκε σιμά στον Ποσειδώνακαι δυο παιδιά της έφερε λιγόχρονα στον κόσμοτον Ώτο τον ισόθεο τον ξακουστό Εφιάλτηπού ᾽ταν οι πιο ψηλότεροι απrsquo όσους θρέφει η πλάση κι ύστερα απrsquo τον Ωρίωνα οι πιο όμορφοι στα κάλληΕννιά χρονών σαν έγιναν πήχες εννιά είχαν πλάτοςκι οργιές εννιά το μάκρος τους που κάμανε είχε φτάσεικαι τους θεούς φοβέρισαν πώς στα ψηλά ουράνιατη λύσσα του συνταραχτή θα στήσουν του πολέμου Να βάλουν σοφιστήκανε τον Όλυμπο στην Όσσαστερνά το Πήλιο το πυκνό στον ουρανό να φτάσουνΚι αν ζούσαν και μεγάλωναν θα το χαν κατορθώσειΜα ο γιος του Δία που η Λητώ τον γέννησε η πανώριατους πήρε πριν το χνούδι τους ανθίσει στα μηλίγγια και πριν φυτρώσουν τα πυκνά στα μάγουλά τους γένιαΕίδα τη Φαίδρα κι έπειτα την Πρόκρη και του Μίνουτην κόρη του κακόγνωμου την όμορφη Αριάδνηπου ο ξακουστός την έφερε Θησέας απrsquo την Κρήτηστην βλογημένη ακρόπολη των Αθηνών Μα ακόμα πριν τη χαρεί τη σκότωσε η Άρτεμη στη Δία γιατί έτρεξε ο Διόνυσος να της το μαρτυρήσειΜε την Κλυμένη πρόβαλε η Μαίρα κι η Εριφύληη άπιστη που ατίμασε τον άντρα της για χρήμαΚι όλες εγώ για να τις πω και να τις ονομάσω όσες γυναίκες αρχηγών και θυγατέρες είδακι η νύχτα αυτή δε θα ᾽φτανε κι ώρα να κοιμηθούμεείτε εδώ πέρα ή στο γοργό καράβι με τους ναύτεςΚι εσείς πια πρώτα ο Θεός φροντίστε το ταξίδιraquoΈτσι είπε κι όλοι απόμειναν χωρίς μιλιά να βγάλουν κι ήταν σα να μαγεύτηκαν μες στο ισκιερό παλάτιΚι άρχισε πρώτη να μιλά η λευκοχέρα ΑρήτηlaquoΦαίακες πώς να φαίνεται σε σας αυτού του ανθρώπουη ομορφιά τrsquo ανάστημα και το γερό μυαλό τουΔικός μου ο ξένος μα και σας τιμή δική σας είναι γιrsquo αυτό και να τον στείλετε μη βιάζεστε ούτε δώρανα λυπηθείτε που σrsquo αυτόν του κάνουν τόση ανάγκηΚαι δόξα να ᾽χουν οι θεοί βιός έχουμε περίσσοraquoΤότε είπε ο γερομαχητής Εχένηος με δυο λόγιαπου ήταν ο γεροντότερος απrsquo όλους τους Φαιάκους laquoΣύμφωνα με τη γνώμη μας αδέρφια κι όπως πρέπειη γνωστικιά βασίλισσα μιλά κι όλοι νrsquo ακούστεΜα ο λόγος όπως κι η δουλειά στο χέρι είναι τrsquo ΑλκίνουraquoΤότε ο Αλκίνος τrsquo απαντά κι έτσι είπε δυο του λόγιαlaquoΘα γίνει ο λόγος σας αυτός αν τύχει εγώ να ζήσωσα βασιλιάς στους Φαίακες τους θαλασσοθρεμμένουςΚι ο ξένος όσο κι αν ποθεί να φτάσει στην πατρίδαως αύριο ας κάνει υπομονή τα δώρα να συνάξωΚι όσο για το ταξίδι του οι άντρες θα φροντίσουνόλοι και πρώτα πρώτα εγώ που μες στον τόπο ορίζωraquo Τότε έτσι κι ο πολύσοφος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας

λ 362λ 363λ 364λ 365λ 366λ 367λ 368λ 369λ 370λ 371λ 372λ 373λ 374λ 375λ 376λ 377λ 378λ 379λ 380λ 381λ 382λ 383λ 384λ 385λ 386λ 387λ 388λ 389λ 390λ 391λ 392λ 393λ 394λ 395λ 396λ 397λ 398λ 399λ 400λ 401λ 402λ 403λ 404λ 405λ 406λ 407λ 408λ 409λ 410λ 411λ 412λ 413

laquoΑφέντη Αλκίνο βασιλιά κι απrsquo όλους παινεμένεκι ανίσως χρόνο ολάκερο μου λέγατε να μείνωκαι να με στείλετε έπειτα με τrsquo ακριβά σας δώραάλλο δε θα ᾽θελα κι εγώ και πιο όφελός μου θα ᾽ναι να φτάσω με τα χέρια μου γεμάτα στην πατρίδαΤότε έτσι πιο καλόδεχτος πιο τιμημένος θα ᾽μαιαπrsquo όλους όσοι θα με ιδούν στο Θιάκι να γυρίσωraquoΤότε έτσι πάλε απάντησε ο σεβαστός ΑλκίνοςlaquoΌταν Δυσσέα σε δει κανείς στο πρόσωπο δε δείχνειςγια ψεύτης και ξελογιαστείς απrsquo όσους θρέφει ο κόσμοςχιλιάδες μες στα πέρατα της γης παντού σπαρμένουςπου πλέκουν τέτοια ψέματα που δεν τα βάζει ο νους σουΜα εσύ έχεις χάρη όταν μιλάς κι ευγενικούς τους τρόπουςκαι σαν καλός τραγουδιστής τα ιστόρησες με τέχνη των Αχαιών τα βάσανα και τα δικά σου πάθιαΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουκανένα αν είδες σύντροφο απrsquo όσους μες στην Τροίαμαζί σου πολεμήσανε κι εκεί το χάρο βρήκανΜεγάλη η νύχτα ατέλειωτη κι ώρα δεν είναι ακόμανα πάμε να πλαγιάσουμε Μόνrsquo λέγε μου νrsquo ακούσωτις θαυμαστές αυτές δουλειές Μπορούσα να βαστάξωόσο να φέξει αν ήθελες να λες τα βάσανά σουraquoΤότε έτσι κι ο πολύβουλος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας˙laquoΑλκίνο αφέντη λατρευτέ κι απrsquo όλους παινεμένε το κάθε τι στην ώρα του κι ο ύπνος κι η κουβένταΚι ακόμα αν θέλεις βάσανα νrsquo ακούσεις πιο μεγάλαμπορώ κι αυτά να σου τα πω τα πάθια άλλων συντρόφωνπου γλίτωσαν απrsquo τη σφαγή στον πόλεμο της Τροίαςκαι χάθηκαν στο γυρισμό από άπιστες γυναίκες Σα σκόρπισε όλες τις ψυχές η θέισσα Περσεφόνητων γυναικών ήρθε η ψυχή του βασιλιά Αγαμέμνου θλιμμένη και τριγύρω της συνάχτηκαν οι άλλεςόσες μαζί του χάθηκαν στου Αιγίσθου το παλάτιΚαι στη στιγμή με γνώρισε αίμα σαν ήπιε μαύρο Έκλαψε τότε με λυγμούς και δάκρυα του κυλούσανκαι σήκωνε τα χέρια του ποθώντας να με φτάσειΌμως δεν ήταν σταθερά τα νεύρα του σαν πρώταμήτε είχανε πια δύναμη τα λυγερά του μέληΚι όπως τον είδα δάκρυσα και μάτωσε η καρδιά μου κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησα θλιμμένοςlaquoΤrsquo Ατρέα ξακουσμένε γιε πρωτάρχοντα Αγαμέμνοποια μοίρα να σε δάμασε του αξύπνητου θανάτουΜη σrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώναςσηκώνοντας ανίκητων ανέμων άγρια μπόρα Μήπως σε σκότωσαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςβόδια κι αρνιά σαν άρπαχνες απrsquo όμορφα κοπάδιαή πολεμούσες κάστρο τους να πάρεις και γυναίκεςraquoΈτσι είπα και μrsquo απάντησε με δυο του λόγια αμέσωςlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαδε μrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώνας

λ 414λ 415λ 416λ 417λ 418λ 419λ 420λ 421λ 422λ 423λ 424λ 425λ 426λ 427λ 428λ 429λ 430λ 431λ 432λ 433λ 434λ 435λ 436λ 437λ 438λ 439λ 440λ 441λ 442λ 443λ 444λ 445λ 446λ 447λ 448λ 449λ 450λ 451λ 452λ 453λ 454λ 455λ 456λ 457λ 458λ 459λ 460λ 461λ 462λ 463λ 464λ 465

σηκώνοντας αδάμαστων ανέμων άγρια μπόραμήτε με χάλασαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςΟ Αίγισθος μου ετοίμασε το χάρο με τη σκύλαγυναίκα μου Με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε και μrsquo έσφαξε όπως στο παχνί σφάζει κανείς το βόδιΜε τέτοιο θάνατο σκληρό μου πήρε τη ζωή μουκι έσφαξε γύρω μου άσπλαχνα κι όλους μου τους ανθρώπουςως σφάζουν σrsquo αρχοντόσπιτο τrsquo ασπρόδοντα γουρούνιασε γάμο σε ξεφάντωση σrsquo επίσημο τραπέζιΘα βρέθηκες στο σκοτωμό πολλών ως τώρα ανθρώπωνπου πέσανε παράμεροι σε λυσσασμένη μάχηΌμως εκείνα αν τα ᾽βλεπες θα μάτωνε η καρδιά σουπως στα κροντήρια ολόγυρα στrsquo ασήκωτα τραπέζιαμας ξάπλωσαν και κάτω η γης άχνιζε από το αίμακι έφριξα στα ξεφωνητά της κόρης του ΠριάμουΚασσάντρας που τη σκότωσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρακι εγώ τα χέρια σήκωνα στο ψυχομαχητό μουνα πιάσω το μαχαίρι της μα δύναμη δεν είχανΜrsquo άφησε η σκύλα κι έφυγε μήτε η καρδιά της είπε τα μάτια και το στόμα μου να τα νεκροσφαλίσειΈτσι άλλο πιο άπονο θεριό δεν έχει απrsquo τη γυναίκαπου τέτοιο βάλει στην ψυχή κακούργημα να κάμειΤι άτιμη που σκέφτηκε δουλειά κι εκείνη ωστόσονα καταντήσει φόνισσα στον ίδιο της τον άντρα Κι εγώ έλεγα καλόδεχτος στους δούλους στα παιδιά μουπως θα γυρίσω σπίτι μου Όμως αυτή η κακούργακαι τον ατό της ντρόπιασε και τις γυναίκες όλεςόσες στον κόσμο γεννηθούν καλόγνωμες κι ας είναιraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με λόγια λυπημέναlaquoΑχ απαρχής κατάτρεξε ο βροντολάλος Δίαςγια γυναικών φερσίματα τη γενεά τrsquo ΑτρέαΓια την Ελένη φτύσαμε φαρμάκια εμείς κι εσέναη Κλυταιμνήστρα σου ᾽σκαβε σαν έλειπες το λάκκοraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με πεταχτά του λόγια Γιrsquo αυτό ποτέ σου μη σταθείς καλός πια σε γυναίκαμήτε να της εμπιστευτείς το μυστικό που ξέρειςμόνrsquo άλλα πάντα να της λες κι άλλα στο νου να κρύβειςΜα εσύ Δυσσέα από σφαγή γυναίκας δε φοβάσαιγιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη η Πηνελόπη η γνωστικιά του Ικαρίου η κόρηΝιόπαντρη την αφήσαμε σαν πήγαμε στης Τροίαςτον πόλεμο και στο βυζί μωρό παιδί το γιο σουΜα τώρα θα μεγάλωσε θα rsquoγινε παλικάριΚαλότυχος ο πατέρας του θα το χαρεί όταν φτάσει κι εκείνο τον πατέρα του μrsquo αγάπη θrsquo αγκαλιάσειΜα μήτε το παιδί μου εγώ δε μrsquo άφησε η δική μουνα το χορτάσω και πιο πριν με σκότωσε κι εμέναΚι ένα άλλο τώρα θα σου πω και βάλε το μες το νου σουΚρυφά κι όχι ολοφάνερα νrsquo αράξεις το καράβι στο Θιάκι Γιατί πίστη πια δεν έχουν οι γυναίκεςΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουγια το παιδί μου αν άκουσες πώς κάπου μεγαλώνει

λ 466λ 467λ 468λ 469λ 470λ 471λ 472λ 473λ 474λ 475λ 476λ 477λ 478λ 479λ 480λ 481λ 482λ 483λ 484λ 485λ 486λ 487λ 488λ 489λ 490λ 491λ 492λ 493λ 494λ 495λ 496λ 497λ 498λ 499λ 500λ 501λ 502λ 503λ 504λ 505λ 506λ 507λ 508λ 509λ 510λ 511λ 512λ 513λ 514λ 515λ 516λ 517

αν είναι στον Ορχομενό ή στη δροσάτη Πύλοή και στη Σπάρτη την πλατιά κοντά με το Μενέλαο Γιατί όχι η γη δε σκέπασε τον ακριβό μου ΟρέστηraquoΈτσι είπε και τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια˙laquoΤι με ρωτάς τrsquo Ατρέα γιε Ζει πέθανε δεν ξέρωΚι είναι κακό τα λόγια μας να λέμε στον αέραraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές μιλούσαμε κι οι δυο μας και στέκαμε περίλυποι στα δάκρυα βουτημένοιΉρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέαμε του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχουκαι του μεγάλου του Αίαντα που στη μορφή στο σώμαπερνούσε κάθε Δαναό μετά απrsquo τον Αχιλλέα Ευτύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέακι έτσι θρηνώντας μου rsquoλεγε με φτερωμένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέακαημένε τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλοΠώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη όπου γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι θνητών νεκρών εικόνεςraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με πεταχτά μου λόγια˙laquoΩ φίλε του Πηλέα γιε των Αχαιών καμάριήρθα απrsquo ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθωκαι πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι Κοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώραμήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουνΜα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε Αχιλλέαστον κόσμο πιο καλότυχος μήτε ποτέ θα γίνει Γιατί όταν ζούσες σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες και τώρα πάλε στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχειςΓιrsquo αυτό Αχιλλέα μη χολιάς πως είσαι πεθαμένοςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με λυπημένα λόγιαlaquoΔυσσέα για το θάνατο μη με παρηγορήσειςΘα ᾽θελα να ᾽μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω σε αφέντη δίχως κτήματα που ναι το βιός του λίγοπαρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους-Μόνrsquo έλα τώρα να μου πεις για το λεβέντη γιο μουστη μάχη αν πρώτος χύνεται ή πίσω κοντοστέκειΠες μου και για τον ξακουστό πατέρα μου ότι ξέρεις στους Μυρμιδόνες βασιλιάς ανίσως είναι ακόμαή πια δεν τον ψηφά κανείς στη Φθία και στην Ελλάδαγιατί τον καταπόνεσαν τα γηρατειά τα μαύραΑ και βοηθός του να ᾽φτανα κάτω απrsquo το φως του ήλιουτέτοιος ως ήμουν μια φορά μες στην πλατιά την Τροία που παλικάρια θέριζα τους Αχαιούς βοηθώνταςΝά ᾽φτανα τέτοιος μια στιγμή στο πατρικό μου σπίτιθα τρέμανε όλοι σύσσωμοι τrsquo ανίκητά μου χέριαόσοι το γέρο τυραγνούν και την αρχή του αρπάζουνraquoΕίπε κι ευτύς τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια laquoΤίποτε για το γέρο σου Πηλέα εγώ δεν ξέρωμα για το Νεοπτόλεμο τrsquo αγαπητό παιδί σουτην πάσα αλήθεια θα σου πω καθώς κι εσύ τrsquo ορίζειςΟ ίδιος μrsquo ένα ισόμετρο καράβι μου απrsquo τη Σκύροτον έφερα στους Αχαιούς τους πολεμοθρεμμένους

λ 518λ 519λ 520λ 521λ 522λ 523λ 524λ 525λ 526λ 527λ 528λ 529λ 530λ 531λ 532λ 533λ 534λ 535λ 536λ 537λ 538λ 539λ 540λ 541λ 542λ 543λ 544λ 545λ 546λ 547λ 548λ 549λ 550λ 551λ 552λ 553λ 554λ 555λ 556λ 557λ 558λ 559λ 560λ 561λ 562λ 563λ 564λ 565λ 566λ 567λ 568λ 569

Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίαςπρώτος μιλούσε πάντα αυτός μήτε έσφαλλε στο λόγοΜονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσαΚι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμποπίσω δεν έστεκε ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους μον πάντα εμπρός χυνότανε άφταστος στην ορμή τουκαι θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχηςΚι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσωόσους ο γιος σου σκότωσε βοηθώντας τους Αργίτεςφτάνει που τον Ευρύπυλο γιο ήρωα του Τηλέφου με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μrsquo αυτόν Κητιώτεςπου γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκαΑυτόν μετά απrsquo το Μέμνονα τον πιο λεβέντη που είδαΚαι στrsquo άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοιπου το ᾽χε φτιάσει ο Επειός κι εγώ όλη τη φροντίδα είχα νrsquo ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοιτα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απrsquo το φόβοΌμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσειη όψη του η ροδόθωρη για δάκρυα να σφουγγίσει μα απrsquo τrsquo άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρηκιrsquo όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάριψηλάφαε την καταστροφή της Τροίας μελετώνταςΚαι του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρογύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι με δόξα και με λάφυρα δίχως από κοντάρινα χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρειως γίνεται στον πόλεμο που χάρη εκεί δεν έχειraquoΕίπα και γύρναε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέαμε δρασκελιές θεόρατες στrsquo ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη πόλεγα το γιο του παλικάριΣτέκανε οι άλλες οι ψυχές εκεί των πεθαμένωνπερίλυπες και καθεμιά τον πόνο της ρωτούσεΜόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώναστεκόντανε παράμερα χολιώντας για τη νίκη που στα καράβια κέρδισα μαζί του πολεμώνταςγια τrsquo ᾽Αχιλλέα τrsquo άρματα πού ᾽χε βαλμένα η Θέτηκι έκριναν τα Τρωόπουλα κι η Αθηνά η ΠαλλάδαΜα τέτοιο αγώνα ας ήτανε ποτέ να μην κερδίσωΓιατί για κείνα η μαύρη γης σκέπασε τέτοιον άντρα τον Αίαντα που στο σπαθί και στο κορμί περνούσεόλους τους άλλους Δαναούς μετά απrsquo τον ΑχιλλέαΜα εγώ με λόγια μαλακά του μίλησα και του ᾽πα˙laquoΑίαντα του λιοντόκαρδου του Τελαμώνα θρέμμαμήτε νεκρός το πάθος σου δεν ξέχασες που μου ᾽χειςγιrsquo αυτά τα έρμα τrsquo άρματα που τα ᾽βγαλε στη μέσηγια συμφορά των Αχαιών μεγάλη ο γιος του Κρόνουπου τέτοιο κάστρο χάσαμε κι όλοι σε κλαίμε πάνταπου πέθανες ως κλάψαμε και το γοργό ΑχιλλέαΌμως δε φταίει άλλος κανείς μόνο ο μεγάλος Δίας που το στρατό κατάτρεξε των Αχαιών περίσσιακαι σrsquo έριξε στη μαύρη γη Μόνrsquo έλα βασιλιά μου

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 5: ραψωδια λ

λ 206λ 207λ 208λ 209λ 210λ 211λ 212λ 213λ 214λ 215λ 216λ 217λ 218λ 219λ 220λ 221λ 222λ 223λ 224λ 225λ 226λ 227λ 228λ 229λ 230λ 231λ 232λ 233λ 234λ 235λ 236λ 237λ 238λ 239λ 240λ 241λ 242λ 243λ 244λ 245λ 246λ 247λ 248λ 249λ 250λ 251λ 252λ 253λ 254λ 255λ 256λ 257

η γνώση που σε στόλιζε κι η τρυφερή καρδιά σουraquoΈτσι είπε και τα στήθια μου μου τα rsquoκαιγε ή λαχτάραπώς νrsquo αγκαλιάσω την ψυχή της θλιβερής μου μάναςΧύθηκα τότε τρεις φορές να τη σφιχταγκαλιάσωκαι τρεις φορές μου πέταξε σαν όνειρο σαν ίσκιος και πιο πικρός ανάβρυζε μες στην καρδιά μου ο πόνοςΚι έτσι με λόγια θλιβερά της είπα κράζοντάς τηνlaquoΜανούλα πώς δε στέκεσαι να σε σφιχταγκαλιάσωκι αγκαλιασμένοι τρυφερά μέσα στον Άδη οι δυο μαςτο θρήνο να χορτάσουμε τον κρυοπαγωμένο Μην είσαι κάποιο φάντασμα πόστειλε η Περσεφόνηγια να μου κάμει της καρδιάς τους πόνους πιο μεγάλουςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε η σεβαστή μου μάναlaquoΑχ γιε μου εσύ πιο δύστυχε απrsquo όλους μες στον κόσμοΗ κόρη δε σrsquo απάτησε του Δία η Περσεφόνη Όμως αυτή είναι των θνητών η μοίρα σαν πεθάνουνΔε συγκρατούν τα νεύρα τους κόκαλα πια και σάρκεςπαρά τα παίρνει η δύναμη της φλόγας και τα λιώνειόταν αφήσει πια η ζωή τα κόκαλά τους τrsquo άσπρακαι σάμπως όνειρο η ψυχή γυρίζει όταν πετάξει Μόνrsquo ζήτα γλήγορα το φως κι εδώ όλα αφού τα μάθειςκατόπι στη γυναίκα σου να τα ᾽χεις να δηγάσαιraquoΤέτοιες κουβέντες κάναμε κι ήρθαν γυναίκες πλήθοςπου η Περσεφόνη η φοβερή τις έστειλε εκεί να ᾽ρθουνόλες γυναίκες αρχηγών κι αρχοντοθυγατέρες Γύρω στο αίμα σωρευτές συνάχτηκαν το μαύροκαι κάθε μια λογάριαζα να τη ρωτήσω χώριαΚι αυτή η βουλή μου φάνηκε καλύτερη πώς ήτανΤράβηξα το μακρύ σπαθί απrsquo το παχύ μηρί μουκαι δεν τις άφηνα να πιούν όλες μαζί το αίμα Κι ερχόντανε με τη σειρά και καθεμιά της τότεφανέρωνε το γένος της κι εγώ όλες τις ρωτούσαΤότε είδα πρώτη την Τυρώ την αρχοντοθρεμμένηπου μουrsquo λεγε πατέρα της το Σαλμωνιά πως είχεκι ήταν γυναίκα του Κρηθιά λεβέντη γιου του ΑιόλουΤον Ενιπέα αγάπησε το θεϊκό ποτάμιαπrsquo όλα τrsquo ομορφότερο που βρέθηκαν στον κόσμοκαι κάθε μέρα σύχναζε στα δροσερά νερά τουΚαι τη μορφή του παίρνοντας ο Σαλευτής του κόσμουστου ποταμού τrsquo αφρότρεχου την πλάγιασε το στόμα Κι άλικο κύμα σα βουνό καμαρωτό σηκώθηκι έκρυψε γύρω το θεό και τη θνητή γυναίκακι έλυσε μες στον ύπνο της τη ζώνη της παρθέναςΚι όταν πια τέλεψε ο θεός τα έργα της αγάπηςτότε γλυκά τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε laquoΧαρά σε σένα λυγερή για τη γλυκιά μου αγάπηΚι όταν σιμώσει η ώρα σου θα κάμεις δυο λεβέντεςγιατί δεν είναι των θεών το στρώμα δίχως φύτρα Μεγάλωσέ τα με χαρές και θρέψε τα με χάδιαΚαι τώρα σύρε σπίτι σου και μην το μαρτυρήσεις μόνrsquo ξέρε το μονάχη σου πως είμαι ο ΠοσειδώναςraquoΈτσι είπε και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα

λ 258λ 259λ 260λ 261λ 262λ 263λ 264λ 265λ 266λ 267λ 268λ 269λ 270λ 271λ 272λ 273λ 274λ 275λ 276λ 277λ 278λ 279λ 280λ 281λ 282λ 283λ 284λ 285λ 286λ 287λ 288λ 289λ 290λ 291λ 292λ 293λ 294λ 295λ 296λ 297λ 298λ 299λ 300λ 301λ 302λ 303λ 304λ 305λ 306λ 307λ 308λ 309

Και τον Πελία γέννησε και το Νηλέα εκείνηπου βασιλιάδες έγιναν με του Διός τη χάρηΣτο Βόλο τον πλατύδρομο καθόντανε ο Πελίας πλούσιος σrsquo αρνιά Κι ο δεύτερος στην αμμουδάτη ΠύλοΜα κι άλλα απόχτησε παιδιά η βασιλογυναίκαμε τον Κρηθιά τον Αίσονα τον Αμυθά το ΦέρηΚι είδα την κόρη του Ασωπού την όμορφη Αντιόπηπόλεγε πως κοιμήθηκε στην αγκαλιά του Δία κι έκαμε τον Αμφίονα και το λεβέντη Ζήθοπου πρώτοι την εφτάπορτη θεμέλιωσαν τη Θήβακι έχτισαν κάστρο ολόγυρα γιατί δε θα μπορούσανμια χώρα τόσο απλόχωρη σαν την πλατιά τη Θήβα να τη φυλούν ατείχιστη κι ας ήταν παλικάρια Είδα και τrsquo Αμφιτρύωνα το ταίρι την Αλκμήνηπόκαμε το λιοντόψυχο κι ατρόμητο Ηρακλέαστην αγκαλιά σαν πλάγιασε του Δία του μεγάλουΚι είδα στερνά του Κρέοντα την κόρη τη Μεγάρηπου τrsquo Αμφιτρύωνα ο γιος γυναίκα του την πήρε Του Οιδίπου η μάνα πρόβαλε η όμορφη Επικάστηπου πήρε με ζαβό το νου παράνομα το γιο τηςκι εκείνος τον πατέρα του σα σκότωσε την πήρεκι άξαφνα τα φανέρωσε στον κόσμο ο γιος του ΚρόνουΜε πίκρες στην πολύποθη βασίλεψε τη Θήβα και κυβερνούσε από θεών κατάρα τους ΘηβαίουςΚι εκείνη στον αγύριστο κατέβηκε τον Άδηαφού κρεμάστηκε ψηλά με μια θηλιά από λύπηαπrsquo τη σκεπή του πύργου της κι άφησε πίσω εκείνουπάθη όσα φέρνουν άπειρα της μάνας οι κατάρες Τη Χλώρη είδα την όμορφη που στα παλιά ο Νηλέαςτην πήρε για τα κάλλη της δίνοντας πλούσια δώρατην πιο στερνή του Αμφίωνα του γιου του Γιάσου κόρηπου κείνος στον Ορχομενό βασίλεψε με δόξαΣτην Πύλο αυτή βασίλεψε κι έκαμε τρεις λεβέντες το Νέστορα το Χρόμιο και τον Περικλυμένηκαι την Πηρώ τη λυγερή σrsquo όλον τον κόσμο θάμαπου ταίρι της την ήθελαν απrsquo τα περίχωρα όλοιΜα κι ο Νηλέας θα᾽ δινε την κόρη του σε κείνονπου απrsquo τη Φυλάκη θrsquo άρπαχνε τα βόδια του Ιφίκλουτrsquo αμέρωτα στριφτόποδα κι ανοιχτοκουτελάταΚι ένας απrsquo όλους τουrsquo ταξε προφήτης να τrsquo αρπάξειόμως σκληρή τον έδεσε κι άπονη εκείνον μοίρα κι ακαταπόνετα δεσμά και χωριανοί βουκόλοιΚι όταν στο τέλος έφταναν οι μέρες με τους μήνες κι έκλεινε ο χρόνος κι εποχή ξανάρχιζε άλλη πίσωτον έλυσε κι ο Ίφικλος απrsquo τα δεσμά αφού του lsquoπετι ήταν γραφτό του κι η βουλή γινότανε του ΔίαΗ Λήδα πρόβαλε έπειτα το ταίρι του Τυνδάρουπόκαμε δυο λεβέντες γιούς τον αλογοτεχνίτη τον Κάστορα και το γερό στους γρόθους Πολυδεύκηπου ζωντανούς τους δυο αδερφούς το χώμα τους κρατούσεκι ο Δίας μες στον τάφο τους τους έδωσε άλλη χάρηάλλοτε να ᾽ναι ζωντανοί κι άλλοτε να πεθαίνουν

λ 310λ 311λ 312λ 313λ 314λ 315λ 316λ 317λ 318λ 319λ 320λ 321λ 322λ 323λ 324λ 325λ 326λ 327λ 328λ 329λ 330λ 331λ 332λ 333λ 334λ 335λ 336λ 337λ 338λ 339λ 340λ 341λ 342λ 343λ 344λ 345λ 346λ 347λ 348λ 349λ 350λ 351λ 352λ 353λ 354λ 355λ 356λ 357λ 358λ 359λ 360λ 361

καθένας με τη μέρα του κι έχουν τιμή αθανάτων Είδα την Ιφιμέδεια το ταίρι του Αλωέαπόλεγε πως κοιμήθηκε σιμά στον Ποσειδώνακαι δυο παιδιά της έφερε λιγόχρονα στον κόσμοτον Ώτο τον ισόθεο τον ξακουστό Εφιάλτηπού ᾽ταν οι πιο ψηλότεροι απrsquo όσους θρέφει η πλάση κι ύστερα απrsquo τον Ωρίωνα οι πιο όμορφοι στα κάλληΕννιά χρονών σαν έγιναν πήχες εννιά είχαν πλάτοςκι οργιές εννιά το μάκρος τους που κάμανε είχε φτάσεικαι τους θεούς φοβέρισαν πώς στα ψηλά ουράνιατη λύσσα του συνταραχτή θα στήσουν του πολέμου Να βάλουν σοφιστήκανε τον Όλυμπο στην Όσσαστερνά το Πήλιο το πυκνό στον ουρανό να φτάσουνΚι αν ζούσαν και μεγάλωναν θα το χαν κατορθώσειΜα ο γιος του Δία που η Λητώ τον γέννησε η πανώριατους πήρε πριν το χνούδι τους ανθίσει στα μηλίγγια και πριν φυτρώσουν τα πυκνά στα μάγουλά τους γένιαΕίδα τη Φαίδρα κι έπειτα την Πρόκρη και του Μίνουτην κόρη του κακόγνωμου την όμορφη Αριάδνηπου ο ξακουστός την έφερε Θησέας απrsquo την Κρήτηστην βλογημένη ακρόπολη των Αθηνών Μα ακόμα πριν τη χαρεί τη σκότωσε η Άρτεμη στη Δία γιατί έτρεξε ο Διόνυσος να της το μαρτυρήσειΜε την Κλυμένη πρόβαλε η Μαίρα κι η Εριφύληη άπιστη που ατίμασε τον άντρα της για χρήμαΚι όλες εγώ για να τις πω και να τις ονομάσω όσες γυναίκες αρχηγών και θυγατέρες είδακι η νύχτα αυτή δε θα ᾽φτανε κι ώρα να κοιμηθούμεείτε εδώ πέρα ή στο γοργό καράβι με τους ναύτεςΚι εσείς πια πρώτα ο Θεός φροντίστε το ταξίδιraquoΈτσι είπε κι όλοι απόμειναν χωρίς μιλιά να βγάλουν κι ήταν σα να μαγεύτηκαν μες στο ισκιερό παλάτιΚι άρχισε πρώτη να μιλά η λευκοχέρα ΑρήτηlaquoΦαίακες πώς να φαίνεται σε σας αυτού του ανθρώπουη ομορφιά τrsquo ανάστημα και το γερό μυαλό τουΔικός μου ο ξένος μα και σας τιμή δική σας είναι γιrsquo αυτό και να τον στείλετε μη βιάζεστε ούτε δώρανα λυπηθείτε που σrsquo αυτόν του κάνουν τόση ανάγκηΚαι δόξα να ᾽χουν οι θεοί βιός έχουμε περίσσοraquoΤότε είπε ο γερομαχητής Εχένηος με δυο λόγιαπου ήταν ο γεροντότερος απrsquo όλους τους Φαιάκους laquoΣύμφωνα με τη γνώμη μας αδέρφια κι όπως πρέπειη γνωστικιά βασίλισσα μιλά κι όλοι νrsquo ακούστεΜα ο λόγος όπως κι η δουλειά στο χέρι είναι τrsquo ΑλκίνουraquoΤότε ο Αλκίνος τrsquo απαντά κι έτσι είπε δυο του λόγιαlaquoΘα γίνει ο λόγος σας αυτός αν τύχει εγώ να ζήσωσα βασιλιάς στους Φαίακες τους θαλασσοθρεμμένουςΚι ο ξένος όσο κι αν ποθεί να φτάσει στην πατρίδαως αύριο ας κάνει υπομονή τα δώρα να συνάξωΚι όσο για το ταξίδι του οι άντρες θα φροντίσουνόλοι και πρώτα πρώτα εγώ που μες στον τόπο ορίζωraquo Τότε έτσι κι ο πολύσοφος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας

λ 362λ 363λ 364λ 365λ 366λ 367λ 368λ 369λ 370λ 371λ 372λ 373λ 374λ 375λ 376λ 377λ 378λ 379λ 380λ 381λ 382λ 383λ 384λ 385λ 386λ 387λ 388λ 389λ 390λ 391λ 392λ 393λ 394λ 395λ 396λ 397λ 398λ 399λ 400λ 401λ 402λ 403λ 404λ 405λ 406λ 407λ 408λ 409λ 410λ 411λ 412λ 413

laquoΑφέντη Αλκίνο βασιλιά κι απrsquo όλους παινεμένεκι ανίσως χρόνο ολάκερο μου λέγατε να μείνωκαι να με στείλετε έπειτα με τrsquo ακριβά σας δώραάλλο δε θα ᾽θελα κι εγώ και πιο όφελός μου θα ᾽ναι να φτάσω με τα χέρια μου γεμάτα στην πατρίδαΤότε έτσι πιο καλόδεχτος πιο τιμημένος θα ᾽μαιαπrsquo όλους όσοι θα με ιδούν στο Θιάκι να γυρίσωraquoΤότε έτσι πάλε απάντησε ο σεβαστός ΑλκίνοςlaquoΌταν Δυσσέα σε δει κανείς στο πρόσωπο δε δείχνειςγια ψεύτης και ξελογιαστείς απrsquo όσους θρέφει ο κόσμοςχιλιάδες μες στα πέρατα της γης παντού σπαρμένουςπου πλέκουν τέτοια ψέματα που δεν τα βάζει ο νους σουΜα εσύ έχεις χάρη όταν μιλάς κι ευγενικούς τους τρόπουςκαι σαν καλός τραγουδιστής τα ιστόρησες με τέχνη των Αχαιών τα βάσανα και τα δικά σου πάθιαΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουκανένα αν είδες σύντροφο απrsquo όσους μες στην Τροίαμαζί σου πολεμήσανε κι εκεί το χάρο βρήκανΜεγάλη η νύχτα ατέλειωτη κι ώρα δεν είναι ακόμανα πάμε να πλαγιάσουμε Μόνrsquo λέγε μου νrsquo ακούσωτις θαυμαστές αυτές δουλειές Μπορούσα να βαστάξωόσο να φέξει αν ήθελες να λες τα βάσανά σουraquoΤότε έτσι κι ο πολύβουλος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας˙laquoΑλκίνο αφέντη λατρευτέ κι απrsquo όλους παινεμένε το κάθε τι στην ώρα του κι ο ύπνος κι η κουβένταΚι ακόμα αν θέλεις βάσανα νrsquo ακούσεις πιο μεγάλαμπορώ κι αυτά να σου τα πω τα πάθια άλλων συντρόφωνπου γλίτωσαν απrsquo τη σφαγή στον πόλεμο της Τροίαςκαι χάθηκαν στο γυρισμό από άπιστες γυναίκες Σα σκόρπισε όλες τις ψυχές η θέισσα Περσεφόνητων γυναικών ήρθε η ψυχή του βασιλιά Αγαμέμνου θλιμμένη και τριγύρω της συνάχτηκαν οι άλλεςόσες μαζί του χάθηκαν στου Αιγίσθου το παλάτιΚαι στη στιγμή με γνώρισε αίμα σαν ήπιε μαύρο Έκλαψε τότε με λυγμούς και δάκρυα του κυλούσανκαι σήκωνε τα χέρια του ποθώντας να με φτάσειΌμως δεν ήταν σταθερά τα νεύρα του σαν πρώταμήτε είχανε πια δύναμη τα λυγερά του μέληΚι όπως τον είδα δάκρυσα και μάτωσε η καρδιά μου κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησα θλιμμένοςlaquoΤrsquo Ατρέα ξακουσμένε γιε πρωτάρχοντα Αγαμέμνοποια μοίρα να σε δάμασε του αξύπνητου θανάτουΜη σrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώναςσηκώνοντας ανίκητων ανέμων άγρια μπόρα Μήπως σε σκότωσαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςβόδια κι αρνιά σαν άρπαχνες απrsquo όμορφα κοπάδιαή πολεμούσες κάστρο τους να πάρεις και γυναίκεςraquoΈτσι είπα και μrsquo απάντησε με δυο του λόγια αμέσωςlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαδε μrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώνας

λ 414λ 415λ 416λ 417λ 418λ 419λ 420λ 421λ 422λ 423λ 424λ 425λ 426λ 427λ 428λ 429λ 430λ 431λ 432λ 433λ 434λ 435λ 436λ 437λ 438λ 439λ 440λ 441λ 442λ 443λ 444λ 445λ 446λ 447λ 448λ 449λ 450λ 451λ 452λ 453λ 454λ 455λ 456λ 457λ 458λ 459λ 460λ 461λ 462λ 463λ 464λ 465

σηκώνοντας αδάμαστων ανέμων άγρια μπόραμήτε με χάλασαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςΟ Αίγισθος μου ετοίμασε το χάρο με τη σκύλαγυναίκα μου Με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε και μrsquo έσφαξε όπως στο παχνί σφάζει κανείς το βόδιΜε τέτοιο θάνατο σκληρό μου πήρε τη ζωή μουκι έσφαξε γύρω μου άσπλαχνα κι όλους μου τους ανθρώπουςως σφάζουν σrsquo αρχοντόσπιτο τrsquo ασπρόδοντα γουρούνιασε γάμο σε ξεφάντωση σrsquo επίσημο τραπέζιΘα βρέθηκες στο σκοτωμό πολλών ως τώρα ανθρώπωνπου πέσανε παράμεροι σε λυσσασμένη μάχηΌμως εκείνα αν τα ᾽βλεπες θα μάτωνε η καρδιά σουπως στα κροντήρια ολόγυρα στrsquo ασήκωτα τραπέζιαμας ξάπλωσαν και κάτω η γης άχνιζε από το αίμακι έφριξα στα ξεφωνητά της κόρης του ΠριάμουΚασσάντρας που τη σκότωσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρακι εγώ τα χέρια σήκωνα στο ψυχομαχητό μουνα πιάσω το μαχαίρι της μα δύναμη δεν είχανΜrsquo άφησε η σκύλα κι έφυγε μήτε η καρδιά της είπε τα μάτια και το στόμα μου να τα νεκροσφαλίσειΈτσι άλλο πιο άπονο θεριό δεν έχει απrsquo τη γυναίκαπου τέτοιο βάλει στην ψυχή κακούργημα να κάμειΤι άτιμη που σκέφτηκε δουλειά κι εκείνη ωστόσονα καταντήσει φόνισσα στον ίδιο της τον άντρα Κι εγώ έλεγα καλόδεχτος στους δούλους στα παιδιά μουπως θα γυρίσω σπίτι μου Όμως αυτή η κακούργακαι τον ατό της ντρόπιασε και τις γυναίκες όλεςόσες στον κόσμο γεννηθούν καλόγνωμες κι ας είναιraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με λόγια λυπημέναlaquoΑχ απαρχής κατάτρεξε ο βροντολάλος Δίαςγια γυναικών φερσίματα τη γενεά τrsquo ΑτρέαΓια την Ελένη φτύσαμε φαρμάκια εμείς κι εσέναη Κλυταιμνήστρα σου ᾽σκαβε σαν έλειπες το λάκκοraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με πεταχτά του λόγια Γιrsquo αυτό ποτέ σου μη σταθείς καλός πια σε γυναίκαμήτε να της εμπιστευτείς το μυστικό που ξέρειςμόνrsquo άλλα πάντα να της λες κι άλλα στο νου να κρύβειςΜα εσύ Δυσσέα από σφαγή γυναίκας δε φοβάσαιγιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη η Πηνελόπη η γνωστικιά του Ικαρίου η κόρηΝιόπαντρη την αφήσαμε σαν πήγαμε στης Τροίαςτον πόλεμο και στο βυζί μωρό παιδί το γιο σουΜα τώρα θα μεγάλωσε θα rsquoγινε παλικάριΚαλότυχος ο πατέρας του θα το χαρεί όταν φτάσει κι εκείνο τον πατέρα του μrsquo αγάπη θrsquo αγκαλιάσειΜα μήτε το παιδί μου εγώ δε μrsquo άφησε η δική μουνα το χορτάσω και πιο πριν με σκότωσε κι εμέναΚι ένα άλλο τώρα θα σου πω και βάλε το μες το νου σουΚρυφά κι όχι ολοφάνερα νrsquo αράξεις το καράβι στο Θιάκι Γιατί πίστη πια δεν έχουν οι γυναίκεςΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουγια το παιδί μου αν άκουσες πώς κάπου μεγαλώνει

λ 466λ 467λ 468λ 469λ 470λ 471λ 472λ 473λ 474λ 475λ 476λ 477λ 478λ 479λ 480λ 481λ 482λ 483λ 484λ 485λ 486λ 487λ 488λ 489λ 490λ 491λ 492λ 493λ 494λ 495λ 496λ 497λ 498λ 499λ 500λ 501λ 502λ 503λ 504λ 505λ 506λ 507λ 508λ 509λ 510λ 511λ 512λ 513λ 514λ 515λ 516λ 517

αν είναι στον Ορχομενό ή στη δροσάτη Πύλοή και στη Σπάρτη την πλατιά κοντά με το Μενέλαο Γιατί όχι η γη δε σκέπασε τον ακριβό μου ΟρέστηraquoΈτσι είπε και τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια˙laquoΤι με ρωτάς τrsquo Ατρέα γιε Ζει πέθανε δεν ξέρωΚι είναι κακό τα λόγια μας να λέμε στον αέραraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές μιλούσαμε κι οι δυο μας και στέκαμε περίλυποι στα δάκρυα βουτημένοιΉρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέαμε του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχουκαι του μεγάλου του Αίαντα που στη μορφή στο σώμαπερνούσε κάθε Δαναό μετά απrsquo τον Αχιλλέα Ευτύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέακι έτσι θρηνώντας μου rsquoλεγε με φτερωμένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέακαημένε τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλοΠώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη όπου γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι θνητών νεκρών εικόνεςraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με πεταχτά μου λόγια˙laquoΩ φίλε του Πηλέα γιε των Αχαιών καμάριήρθα απrsquo ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθωκαι πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι Κοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώραμήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουνΜα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε Αχιλλέαστον κόσμο πιο καλότυχος μήτε ποτέ θα γίνει Γιατί όταν ζούσες σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες και τώρα πάλε στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχειςΓιrsquo αυτό Αχιλλέα μη χολιάς πως είσαι πεθαμένοςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με λυπημένα λόγιαlaquoΔυσσέα για το θάνατο μη με παρηγορήσειςΘα ᾽θελα να ᾽μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω σε αφέντη δίχως κτήματα που ναι το βιός του λίγοπαρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους-Μόνrsquo έλα τώρα να μου πεις για το λεβέντη γιο μουστη μάχη αν πρώτος χύνεται ή πίσω κοντοστέκειΠες μου και για τον ξακουστό πατέρα μου ότι ξέρεις στους Μυρμιδόνες βασιλιάς ανίσως είναι ακόμαή πια δεν τον ψηφά κανείς στη Φθία και στην Ελλάδαγιατί τον καταπόνεσαν τα γηρατειά τα μαύραΑ και βοηθός του να ᾽φτανα κάτω απrsquo το φως του ήλιουτέτοιος ως ήμουν μια φορά μες στην πλατιά την Τροία που παλικάρια θέριζα τους Αχαιούς βοηθώνταςΝά ᾽φτανα τέτοιος μια στιγμή στο πατρικό μου σπίτιθα τρέμανε όλοι σύσσωμοι τrsquo ανίκητά μου χέριαόσοι το γέρο τυραγνούν και την αρχή του αρπάζουνraquoΕίπε κι ευτύς τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια laquoΤίποτε για το γέρο σου Πηλέα εγώ δεν ξέρωμα για το Νεοπτόλεμο τrsquo αγαπητό παιδί σουτην πάσα αλήθεια θα σου πω καθώς κι εσύ τrsquo ορίζειςΟ ίδιος μrsquo ένα ισόμετρο καράβι μου απrsquo τη Σκύροτον έφερα στους Αχαιούς τους πολεμοθρεμμένους

λ 518λ 519λ 520λ 521λ 522λ 523λ 524λ 525λ 526λ 527λ 528λ 529λ 530λ 531λ 532λ 533λ 534λ 535λ 536λ 537λ 538λ 539λ 540λ 541λ 542λ 543λ 544λ 545λ 546λ 547λ 548λ 549λ 550λ 551λ 552λ 553λ 554λ 555λ 556λ 557λ 558λ 559λ 560λ 561λ 562λ 563λ 564λ 565λ 566λ 567λ 568λ 569

Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίαςπρώτος μιλούσε πάντα αυτός μήτε έσφαλλε στο λόγοΜονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσαΚι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμποπίσω δεν έστεκε ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους μον πάντα εμπρός χυνότανε άφταστος στην ορμή τουκαι θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχηςΚι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσωόσους ο γιος σου σκότωσε βοηθώντας τους Αργίτεςφτάνει που τον Ευρύπυλο γιο ήρωα του Τηλέφου με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μrsquo αυτόν Κητιώτεςπου γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκαΑυτόν μετά απrsquo το Μέμνονα τον πιο λεβέντη που είδαΚαι στrsquo άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοιπου το ᾽χε φτιάσει ο Επειός κι εγώ όλη τη φροντίδα είχα νrsquo ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοιτα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απrsquo το φόβοΌμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσειη όψη του η ροδόθωρη για δάκρυα να σφουγγίσει μα απrsquo τrsquo άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρηκιrsquo όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάριψηλάφαε την καταστροφή της Τροίας μελετώνταςΚαι του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρογύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι με δόξα και με λάφυρα δίχως από κοντάρινα χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρειως γίνεται στον πόλεμο που χάρη εκεί δεν έχειraquoΕίπα και γύρναε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέαμε δρασκελιές θεόρατες στrsquo ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη πόλεγα το γιο του παλικάριΣτέκανε οι άλλες οι ψυχές εκεί των πεθαμένωνπερίλυπες και καθεμιά τον πόνο της ρωτούσεΜόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώναστεκόντανε παράμερα χολιώντας για τη νίκη που στα καράβια κέρδισα μαζί του πολεμώνταςγια τrsquo ᾽Αχιλλέα τrsquo άρματα πού ᾽χε βαλμένα η Θέτηκι έκριναν τα Τρωόπουλα κι η Αθηνά η ΠαλλάδαΜα τέτοιο αγώνα ας ήτανε ποτέ να μην κερδίσωΓιατί για κείνα η μαύρη γης σκέπασε τέτοιον άντρα τον Αίαντα που στο σπαθί και στο κορμί περνούσεόλους τους άλλους Δαναούς μετά απrsquo τον ΑχιλλέαΜα εγώ με λόγια μαλακά του μίλησα και του ᾽πα˙laquoΑίαντα του λιοντόκαρδου του Τελαμώνα θρέμμαμήτε νεκρός το πάθος σου δεν ξέχασες που μου ᾽χειςγιrsquo αυτά τα έρμα τrsquo άρματα που τα ᾽βγαλε στη μέσηγια συμφορά των Αχαιών μεγάλη ο γιος του Κρόνουπου τέτοιο κάστρο χάσαμε κι όλοι σε κλαίμε πάνταπου πέθανες ως κλάψαμε και το γοργό ΑχιλλέαΌμως δε φταίει άλλος κανείς μόνο ο μεγάλος Δίας που το στρατό κατάτρεξε των Αχαιών περίσσιακαι σrsquo έριξε στη μαύρη γη Μόνrsquo έλα βασιλιά μου

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 6: ραψωδια λ

λ 258λ 259λ 260λ 261λ 262λ 263λ 264λ 265λ 266λ 267λ 268λ 269λ 270λ 271λ 272λ 273λ 274λ 275λ 276λ 277λ 278λ 279λ 280λ 281λ 282λ 283λ 284λ 285λ 286λ 287λ 288λ 289λ 290λ 291λ 292λ 293λ 294λ 295λ 296λ 297λ 298λ 299λ 300λ 301λ 302λ 303λ 304λ 305λ 306λ 307λ 308λ 309

Και τον Πελία γέννησε και το Νηλέα εκείνηπου βασιλιάδες έγιναν με του Διός τη χάρηΣτο Βόλο τον πλατύδρομο καθόντανε ο Πελίας πλούσιος σrsquo αρνιά Κι ο δεύτερος στην αμμουδάτη ΠύλοΜα κι άλλα απόχτησε παιδιά η βασιλογυναίκαμε τον Κρηθιά τον Αίσονα τον Αμυθά το ΦέρηΚι είδα την κόρη του Ασωπού την όμορφη Αντιόπηπόλεγε πως κοιμήθηκε στην αγκαλιά του Δία κι έκαμε τον Αμφίονα και το λεβέντη Ζήθοπου πρώτοι την εφτάπορτη θεμέλιωσαν τη Θήβακι έχτισαν κάστρο ολόγυρα γιατί δε θα μπορούσανμια χώρα τόσο απλόχωρη σαν την πλατιά τη Θήβα να τη φυλούν ατείχιστη κι ας ήταν παλικάρια Είδα και τrsquo Αμφιτρύωνα το ταίρι την Αλκμήνηπόκαμε το λιοντόψυχο κι ατρόμητο Ηρακλέαστην αγκαλιά σαν πλάγιασε του Δία του μεγάλουΚι είδα στερνά του Κρέοντα την κόρη τη Μεγάρηπου τrsquo Αμφιτρύωνα ο γιος γυναίκα του την πήρε Του Οιδίπου η μάνα πρόβαλε η όμορφη Επικάστηπου πήρε με ζαβό το νου παράνομα το γιο τηςκι εκείνος τον πατέρα του σα σκότωσε την πήρεκι άξαφνα τα φανέρωσε στον κόσμο ο γιος του ΚρόνουΜε πίκρες στην πολύποθη βασίλεψε τη Θήβα και κυβερνούσε από θεών κατάρα τους ΘηβαίουςΚι εκείνη στον αγύριστο κατέβηκε τον Άδηαφού κρεμάστηκε ψηλά με μια θηλιά από λύπηαπrsquo τη σκεπή του πύργου της κι άφησε πίσω εκείνουπάθη όσα φέρνουν άπειρα της μάνας οι κατάρες Τη Χλώρη είδα την όμορφη που στα παλιά ο Νηλέαςτην πήρε για τα κάλλη της δίνοντας πλούσια δώρατην πιο στερνή του Αμφίωνα του γιου του Γιάσου κόρηπου κείνος στον Ορχομενό βασίλεψε με δόξαΣτην Πύλο αυτή βασίλεψε κι έκαμε τρεις λεβέντες το Νέστορα το Χρόμιο και τον Περικλυμένηκαι την Πηρώ τη λυγερή σrsquo όλον τον κόσμο θάμαπου ταίρι της την ήθελαν απrsquo τα περίχωρα όλοιΜα κι ο Νηλέας θα᾽ δινε την κόρη του σε κείνονπου απrsquo τη Φυλάκη θrsquo άρπαχνε τα βόδια του Ιφίκλουτrsquo αμέρωτα στριφτόποδα κι ανοιχτοκουτελάταΚι ένας απrsquo όλους τουrsquo ταξε προφήτης να τrsquo αρπάξειόμως σκληρή τον έδεσε κι άπονη εκείνον μοίρα κι ακαταπόνετα δεσμά και χωριανοί βουκόλοιΚι όταν στο τέλος έφταναν οι μέρες με τους μήνες κι έκλεινε ο χρόνος κι εποχή ξανάρχιζε άλλη πίσωτον έλυσε κι ο Ίφικλος απrsquo τα δεσμά αφού του lsquoπετι ήταν γραφτό του κι η βουλή γινότανε του ΔίαΗ Λήδα πρόβαλε έπειτα το ταίρι του Τυνδάρουπόκαμε δυο λεβέντες γιούς τον αλογοτεχνίτη τον Κάστορα και το γερό στους γρόθους Πολυδεύκηπου ζωντανούς τους δυο αδερφούς το χώμα τους κρατούσεκι ο Δίας μες στον τάφο τους τους έδωσε άλλη χάρηάλλοτε να ᾽ναι ζωντανοί κι άλλοτε να πεθαίνουν

λ 310λ 311λ 312λ 313λ 314λ 315λ 316λ 317λ 318λ 319λ 320λ 321λ 322λ 323λ 324λ 325λ 326λ 327λ 328λ 329λ 330λ 331λ 332λ 333λ 334λ 335λ 336λ 337λ 338λ 339λ 340λ 341λ 342λ 343λ 344λ 345λ 346λ 347λ 348λ 349λ 350λ 351λ 352λ 353λ 354λ 355λ 356λ 357λ 358λ 359λ 360λ 361

καθένας με τη μέρα του κι έχουν τιμή αθανάτων Είδα την Ιφιμέδεια το ταίρι του Αλωέαπόλεγε πως κοιμήθηκε σιμά στον Ποσειδώνακαι δυο παιδιά της έφερε λιγόχρονα στον κόσμοτον Ώτο τον ισόθεο τον ξακουστό Εφιάλτηπού ᾽ταν οι πιο ψηλότεροι απrsquo όσους θρέφει η πλάση κι ύστερα απrsquo τον Ωρίωνα οι πιο όμορφοι στα κάλληΕννιά χρονών σαν έγιναν πήχες εννιά είχαν πλάτοςκι οργιές εννιά το μάκρος τους που κάμανε είχε φτάσεικαι τους θεούς φοβέρισαν πώς στα ψηλά ουράνιατη λύσσα του συνταραχτή θα στήσουν του πολέμου Να βάλουν σοφιστήκανε τον Όλυμπο στην Όσσαστερνά το Πήλιο το πυκνό στον ουρανό να φτάσουνΚι αν ζούσαν και μεγάλωναν θα το χαν κατορθώσειΜα ο γιος του Δία που η Λητώ τον γέννησε η πανώριατους πήρε πριν το χνούδι τους ανθίσει στα μηλίγγια και πριν φυτρώσουν τα πυκνά στα μάγουλά τους γένιαΕίδα τη Φαίδρα κι έπειτα την Πρόκρη και του Μίνουτην κόρη του κακόγνωμου την όμορφη Αριάδνηπου ο ξακουστός την έφερε Θησέας απrsquo την Κρήτηστην βλογημένη ακρόπολη των Αθηνών Μα ακόμα πριν τη χαρεί τη σκότωσε η Άρτεμη στη Δία γιατί έτρεξε ο Διόνυσος να της το μαρτυρήσειΜε την Κλυμένη πρόβαλε η Μαίρα κι η Εριφύληη άπιστη που ατίμασε τον άντρα της για χρήμαΚι όλες εγώ για να τις πω και να τις ονομάσω όσες γυναίκες αρχηγών και θυγατέρες είδακι η νύχτα αυτή δε θα ᾽φτανε κι ώρα να κοιμηθούμεείτε εδώ πέρα ή στο γοργό καράβι με τους ναύτεςΚι εσείς πια πρώτα ο Θεός φροντίστε το ταξίδιraquoΈτσι είπε κι όλοι απόμειναν χωρίς μιλιά να βγάλουν κι ήταν σα να μαγεύτηκαν μες στο ισκιερό παλάτιΚι άρχισε πρώτη να μιλά η λευκοχέρα ΑρήτηlaquoΦαίακες πώς να φαίνεται σε σας αυτού του ανθρώπουη ομορφιά τrsquo ανάστημα και το γερό μυαλό τουΔικός μου ο ξένος μα και σας τιμή δική σας είναι γιrsquo αυτό και να τον στείλετε μη βιάζεστε ούτε δώρανα λυπηθείτε που σrsquo αυτόν του κάνουν τόση ανάγκηΚαι δόξα να ᾽χουν οι θεοί βιός έχουμε περίσσοraquoΤότε είπε ο γερομαχητής Εχένηος με δυο λόγιαπου ήταν ο γεροντότερος απrsquo όλους τους Φαιάκους laquoΣύμφωνα με τη γνώμη μας αδέρφια κι όπως πρέπειη γνωστικιά βασίλισσα μιλά κι όλοι νrsquo ακούστεΜα ο λόγος όπως κι η δουλειά στο χέρι είναι τrsquo ΑλκίνουraquoΤότε ο Αλκίνος τrsquo απαντά κι έτσι είπε δυο του λόγιαlaquoΘα γίνει ο λόγος σας αυτός αν τύχει εγώ να ζήσωσα βασιλιάς στους Φαίακες τους θαλασσοθρεμμένουςΚι ο ξένος όσο κι αν ποθεί να φτάσει στην πατρίδαως αύριο ας κάνει υπομονή τα δώρα να συνάξωΚι όσο για το ταξίδι του οι άντρες θα φροντίσουνόλοι και πρώτα πρώτα εγώ που μες στον τόπο ορίζωraquo Τότε έτσι κι ο πολύσοφος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας

λ 362λ 363λ 364λ 365λ 366λ 367λ 368λ 369λ 370λ 371λ 372λ 373λ 374λ 375λ 376λ 377λ 378λ 379λ 380λ 381λ 382λ 383λ 384λ 385λ 386λ 387λ 388λ 389λ 390λ 391λ 392λ 393λ 394λ 395λ 396λ 397λ 398λ 399λ 400λ 401λ 402λ 403λ 404λ 405λ 406λ 407λ 408λ 409λ 410λ 411λ 412λ 413

laquoΑφέντη Αλκίνο βασιλιά κι απrsquo όλους παινεμένεκι ανίσως χρόνο ολάκερο μου λέγατε να μείνωκαι να με στείλετε έπειτα με τrsquo ακριβά σας δώραάλλο δε θα ᾽θελα κι εγώ και πιο όφελός μου θα ᾽ναι να φτάσω με τα χέρια μου γεμάτα στην πατρίδαΤότε έτσι πιο καλόδεχτος πιο τιμημένος θα ᾽μαιαπrsquo όλους όσοι θα με ιδούν στο Θιάκι να γυρίσωraquoΤότε έτσι πάλε απάντησε ο σεβαστός ΑλκίνοςlaquoΌταν Δυσσέα σε δει κανείς στο πρόσωπο δε δείχνειςγια ψεύτης και ξελογιαστείς απrsquo όσους θρέφει ο κόσμοςχιλιάδες μες στα πέρατα της γης παντού σπαρμένουςπου πλέκουν τέτοια ψέματα που δεν τα βάζει ο νους σουΜα εσύ έχεις χάρη όταν μιλάς κι ευγενικούς τους τρόπουςκαι σαν καλός τραγουδιστής τα ιστόρησες με τέχνη των Αχαιών τα βάσανα και τα δικά σου πάθιαΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουκανένα αν είδες σύντροφο απrsquo όσους μες στην Τροίαμαζί σου πολεμήσανε κι εκεί το χάρο βρήκανΜεγάλη η νύχτα ατέλειωτη κι ώρα δεν είναι ακόμανα πάμε να πλαγιάσουμε Μόνrsquo λέγε μου νrsquo ακούσωτις θαυμαστές αυτές δουλειές Μπορούσα να βαστάξωόσο να φέξει αν ήθελες να λες τα βάσανά σουraquoΤότε έτσι κι ο πολύβουλος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας˙laquoΑλκίνο αφέντη λατρευτέ κι απrsquo όλους παινεμένε το κάθε τι στην ώρα του κι ο ύπνος κι η κουβένταΚι ακόμα αν θέλεις βάσανα νrsquo ακούσεις πιο μεγάλαμπορώ κι αυτά να σου τα πω τα πάθια άλλων συντρόφωνπου γλίτωσαν απrsquo τη σφαγή στον πόλεμο της Τροίαςκαι χάθηκαν στο γυρισμό από άπιστες γυναίκες Σα σκόρπισε όλες τις ψυχές η θέισσα Περσεφόνητων γυναικών ήρθε η ψυχή του βασιλιά Αγαμέμνου θλιμμένη και τριγύρω της συνάχτηκαν οι άλλεςόσες μαζί του χάθηκαν στου Αιγίσθου το παλάτιΚαι στη στιγμή με γνώρισε αίμα σαν ήπιε μαύρο Έκλαψε τότε με λυγμούς και δάκρυα του κυλούσανκαι σήκωνε τα χέρια του ποθώντας να με φτάσειΌμως δεν ήταν σταθερά τα νεύρα του σαν πρώταμήτε είχανε πια δύναμη τα λυγερά του μέληΚι όπως τον είδα δάκρυσα και μάτωσε η καρδιά μου κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησα θλιμμένοςlaquoΤrsquo Ατρέα ξακουσμένε γιε πρωτάρχοντα Αγαμέμνοποια μοίρα να σε δάμασε του αξύπνητου θανάτουΜη σrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώναςσηκώνοντας ανίκητων ανέμων άγρια μπόρα Μήπως σε σκότωσαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςβόδια κι αρνιά σαν άρπαχνες απrsquo όμορφα κοπάδιαή πολεμούσες κάστρο τους να πάρεις και γυναίκεςraquoΈτσι είπα και μrsquo απάντησε με δυο του λόγια αμέσωςlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαδε μrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώνας

λ 414λ 415λ 416λ 417λ 418λ 419λ 420λ 421λ 422λ 423λ 424λ 425λ 426λ 427λ 428λ 429λ 430λ 431λ 432λ 433λ 434λ 435λ 436λ 437λ 438λ 439λ 440λ 441λ 442λ 443λ 444λ 445λ 446λ 447λ 448λ 449λ 450λ 451λ 452λ 453λ 454λ 455λ 456λ 457λ 458λ 459λ 460λ 461λ 462λ 463λ 464λ 465

σηκώνοντας αδάμαστων ανέμων άγρια μπόραμήτε με χάλασαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςΟ Αίγισθος μου ετοίμασε το χάρο με τη σκύλαγυναίκα μου Με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε και μrsquo έσφαξε όπως στο παχνί σφάζει κανείς το βόδιΜε τέτοιο θάνατο σκληρό μου πήρε τη ζωή μουκι έσφαξε γύρω μου άσπλαχνα κι όλους μου τους ανθρώπουςως σφάζουν σrsquo αρχοντόσπιτο τrsquo ασπρόδοντα γουρούνιασε γάμο σε ξεφάντωση σrsquo επίσημο τραπέζιΘα βρέθηκες στο σκοτωμό πολλών ως τώρα ανθρώπωνπου πέσανε παράμεροι σε λυσσασμένη μάχηΌμως εκείνα αν τα ᾽βλεπες θα μάτωνε η καρδιά σουπως στα κροντήρια ολόγυρα στrsquo ασήκωτα τραπέζιαμας ξάπλωσαν και κάτω η γης άχνιζε από το αίμακι έφριξα στα ξεφωνητά της κόρης του ΠριάμουΚασσάντρας που τη σκότωσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρακι εγώ τα χέρια σήκωνα στο ψυχομαχητό μουνα πιάσω το μαχαίρι της μα δύναμη δεν είχανΜrsquo άφησε η σκύλα κι έφυγε μήτε η καρδιά της είπε τα μάτια και το στόμα μου να τα νεκροσφαλίσειΈτσι άλλο πιο άπονο θεριό δεν έχει απrsquo τη γυναίκαπου τέτοιο βάλει στην ψυχή κακούργημα να κάμειΤι άτιμη που σκέφτηκε δουλειά κι εκείνη ωστόσονα καταντήσει φόνισσα στον ίδιο της τον άντρα Κι εγώ έλεγα καλόδεχτος στους δούλους στα παιδιά μουπως θα γυρίσω σπίτι μου Όμως αυτή η κακούργακαι τον ατό της ντρόπιασε και τις γυναίκες όλεςόσες στον κόσμο γεννηθούν καλόγνωμες κι ας είναιraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με λόγια λυπημέναlaquoΑχ απαρχής κατάτρεξε ο βροντολάλος Δίαςγια γυναικών φερσίματα τη γενεά τrsquo ΑτρέαΓια την Ελένη φτύσαμε φαρμάκια εμείς κι εσέναη Κλυταιμνήστρα σου ᾽σκαβε σαν έλειπες το λάκκοraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με πεταχτά του λόγια Γιrsquo αυτό ποτέ σου μη σταθείς καλός πια σε γυναίκαμήτε να της εμπιστευτείς το μυστικό που ξέρειςμόνrsquo άλλα πάντα να της λες κι άλλα στο νου να κρύβειςΜα εσύ Δυσσέα από σφαγή γυναίκας δε φοβάσαιγιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη η Πηνελόπη η γνωστικιά του Ικαρίου η κόρηΝιόπαντρη την αφήσαμε σαν πήγαμε στης Τροίαςτον πόλεμο και στο βυζί μωρό παιδί το γιο σουΜα τώρα θα μεγάλωσε θα rsquoγινε παλικάριΚαλότυχος ο πατέρας του θα το χαρεί όταν φτάσει κι εκείνο τον πατέρα του μrsquo αγάπη θrsquo αγκαλιάσειΜα μήτε το παιδί μου εγώ δε μrsquo άφησε η δική μουνα το χορτάσω και πιο πριν με σκότωσε κι εμέναΚι ένα άλλο τώρα θα σου πω και βάλε το μες το νου σουΚρυφά κι όχι ολοφάνερα νrsquo αράξεις το καράβι στο Θιάκι Γιατί πίστη πια δεν έχουν οι γυναίκεςΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουγια το παιδί μου αν άκουσες πώς κάπου μεγαλώνει

λ 466λ 467λ 468λ 469λ 470λ 471λ 472λ 473λ 474λ 475λ 476λ 477λ 478λ 479λ 480λ 481λ 482λ 483λ 484λ 485λ 486λ 487λ 488λ 489λ 490λ 491λ 492λ 493λ 494λ 495λ 496λ 497λ 498λ 499λ 500λ 501λ 502λ 503λ 504λ 505λ 506λ 507λ 508λ 509λ 510λ 511λ 512λ 513λ 514λ 515λ 516λ 517

αν είναι στον Ορχομενό ή στη δροσάτη Πύλοή και στη Σπάρτη την πλατιά κοντά με το Μενέλαο Γιατί όχι η γη δε σκέπασε τον ακριβό μου ΟρέστηraquoΈτσι είπε και τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια˙laquoΤι με ρωτάς τrsquo Ατρέα γιε Ζει πέθανε δεν ξέρωΚι είναι κακό τα λόγια μας να λέμε στον αέραraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές μιλούσαμε κι οι δυο μας και στέκαμε περίλυποι στα δάκρυα βουτημένοιΉρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέαμε του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχουκαι του μεγάλου του Αίαντα που στη μορφή στο σώμαπερνούσε κάθε Δαναό μετά απrsquo τον Αχιλλέα Ευτύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέακι έτσι θρηνώντας μου rsquoλεγε με φτερωμένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέακαημένε τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλοΠώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη όπου γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι θνητών νεκρών εικόνεςraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με πεταχτά μου λόγια˙laquoΩ φίλε του Πηλέα γιε των Αχαιών καμάριήρθα απrsquo ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθωκαι πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι Κοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώραμήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουνΜα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε Αχιλλέαστον κόσμο πιο καλότυχος μήτε ποτέ θα γίνει Γιατί όταν ζούσες σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες και τώρα πάλε στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχειςΓιrsquo αυτό Αχιλλέα μη χολιάς πως είσαι πεθαμένοςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με λυπημένα λόγιαlaquoΔυσσέα για το θάνατο μη με παρηγορήσειςΘα ᾽θελα να ᾽μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω σε αφέντη δίχως κτήματα που ναι το βιός του λίγοπαρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους-Μόνrsquo έλα τώρα να μου πεις για το λεβέντη γιο μουστη μάχη αν πρώτος χύνεται ή πίσω κοντοστέκειΠες μου και για τον ξακουστό πατέρα μου ότι ξέρεις στους Μυρμιδόνες βασιλιάς ανίσως είναι ακόμαή πια δεν τον ψηφά κανείς στη Φθία και στην Ελλάδαγιατί τον καταπόνεσαν τα γηρατειά τα μαύραΑ και βοηθός του να ᾽φτανα κάτω απrsquo το φως του ήλιουτέτοιος ως ήμουν μια φορά μες στην πλατιά την Τροία που παλικάρια θέριζα τους Αχαιούς βοηθώνταςΝά ᾽φτανα τέτοιος μια στιγμή στο πατρικό μου σπίτιθα τρέμανε όλοι σύσσωμοι τrsquo ανίκητά μου χέριαόσοι το γέρο τυραγνούν και την αρχή του αρπάζουνraquoΕίπε κι ευτύς τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια laquoΤίποτε για το γέρο σου Πηλέα εγώ δεν ξέρωμα για το Νεοπτόλεμο τrsquo αγαπητό παιδί σουτην πάσα αλήθεια θα σου πω καθώς κι εσύ τrsquo ορίζειςΟ ίδιος μrsquo ένα ισόμετρο καράβι μου απrsquo τη Σκύροτον έφερα στους Αχαιούς τους πολεμοθρεμμένους

λ 518λ 519λ 520λ 521λ 522λ 523λ 524λ 525λ 526λ 527λ 528λ 529λ 530λ 531λ 532λ 533λ 534λ 535λ 536λ 537λ 538λ 539λ 540λ 541λ 542λ 543λ 544λ 545λ 546λ 547λ 548λ 549λ 550λ 551λ 552λ 553λ 554λ 555λ 556λ 557λ 558λ 559λ 560λ 561λ 562λ 563λ 564λ 565λ 566λ 567λ 568λ 569

Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίαςπρώτος μιλούσε πάντα αυτός μήτε έσφαλλε στο λόγοΜονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσαΚι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμποπίσω δεν έστεκε ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους μον πάντα εμπρός χυνότανε άφταστος στην ορμή τουκαι θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχηςΚι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσωόσους ο γιος σου σκότωσε βοηθώντας τους Αργίτεςφτάνει που τον Ευρύπυλο γιο ήρωα του Τηλέφου με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μrsquo αυτόν Κητιώτεςπου γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκαΑυτόν μετά απrsquo το Μέμνονα τον πιο λεβέντη που είδαΚαι στrsquo άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοιπου το ᾽χε φτιάσει ο Επειός κι εγώ όλη τη φροντίδα είχα νrsquo ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοιτα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απrsquo το φόβοΌμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσειη όψη του η ροδόθωρη για δάκρυα να σφουγγίσει μα απrsquo τrsquo άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρηκιrsquo όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάριψηλάφαε την καταστροφή της Τροίας μελετώνταςΚαι του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρογύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι με δόξα και με λάφυρα δίχως από κοντάρινα χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρειως γίνεται στον πόλεμο που χάρη εκεί δεν έχειraquoΕίπα και γύρναε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέαμε δρασκελιές θεόρατες στrsquo ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη πόλεγα το γιο του παλικάριΣτέκανε οι άλλες οι ψυχές εκεί των πεθαμένωνπερίλυπες και καθεμιά τον πόνο της ρωτούσεΜόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώναστεκόντανε παράμερα χολιώντας για τη νίκη που στα καράβια κέρδισα μαζί του πολεμώνταςγια τrsquo ᾽Αχιλλέα τrsquo άρματα πού ᾽χε βαλμένα η Θέτηκι έκριναν τα Τρωόπουλα κι η Αθηνά η ΠαλλάδαΜα τέτοιο αγώνα ας ήτανε ποτέ να μην κερδίσωΓιατί για κείνα η μαύρη γης σκέπασε τέτοιον άντρα τον Αίαντα που στο σπαθί και στο κορμί περνούσεόλους τους άλλους Δαναούς μετά απrsquo τον ΑχιλλέαΜα εγώ με λόγια μαλακά του μίλησα και του ᾽πα˙laquoΑίαντα του λιοντόκαρδου του Τελαμώνα θρέμμαμήτε νεκρός το πάθος σου δεν ξέχασες που μου ᾽χειςγιrsquo αυτά τα έρμα τrsquo άρματα που τα ᾽βγαλε στη μέσηγια συμφορά των Αχαιών μεγάλη ο γιος του Κρόνουπου τέτοιο κάστρο χάσαμε κι όλοι σε κλαίμε πάνταπου πέθανες ως κλάψαμε και το γοργό ΑχιλλέαΌμως δε φταίει άλλος κανείς μόνο ο μεγάλος Δίας που το στρατό κατάτρεξε των Αχαιών περίσσιακαι σrsquo έριξε στη μαύρη γη Μόνrsquo έλα βασιλιά μου

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 7: ραψωδια λ

λ 310λ 311λ 312λ 313λ 314λ 315λ 316λ 317λ 318λ 319λ 320λ 321λ 322λ 323λ 324λ 325λ 326λ 327λ 328λ 329λ 330λ 331λ 332λ 333λ 334λ 335λ 336λ 337λ 338λ 339λ 340λ 341λ 342λ 343λ 344λ 345λ 346λ 347λ 348λ 349λ 350λ 351λ 352λ 353λ 354λ 355λ 356λ 357λ 358λ 359λ 360λ 361

καθένας με τη μέρα του κι έχουν τιμή αθανάτων Είδα την Ιφιμέδεια το ταίρι του Αλωέαπόλεγε πως κοιμήθηκε σιμά στον Ποσειδώνακαι δυο παιδιά της έφερε λιγόχρονα στον κόσμοτον Ώτο τον ισόθεο τον ξακουστό Εφιάλτηπού ᾽ταν οι πιο ψηλότεροι απrsquo όσους θρέφει η πλάση κι ύστερα απrsquo τον Ωρίωνα οι πιο όμορφοι στα κάλληΕννιά χρονών σαν έγιναν πήχες εννιά είχαν πλάτοςκι οργιές εννιά το μάκρος τους που κάμανε είχε φτάσεικαι τους θεούς φοβέρισαν πώς στα ψηλά ουράνιατη λύσσα του συνταραχτή θα στήσουν του πολέμου Να βάλουν σοφιστήκανε τον Όλυμπο στην Όσσαστερνά το Πήλιο το πυκνό στον ουρανό να φτάσουνΚι αν ζούσαν και μεγάλωναν θα το χαν κατορθώσειΜα ο γιος του Δία που η Λητώ τον γέννησε η πανώριατους πήρε πριν το χνούδι τους ανθίσει στα μηλίγγια και πριν φυτρώσουν τα πυκνά στα μάγουλά τους γένιαΕίδα τη Φαίδρα κι έπειτα την Πρόκρη και του Μίνουτην κόρη του κακόγνωμου την όμορφη Αριάδνηπου ο ξακουστός την έφερε Θησέας απrsquo την Κρήτηστην βλογημένη ακρόπολη των Αθηνών Μα ακόμα πριν τη χαρεί τη σκότωσε η Άρτεμη στη Δία γιατί έτρεξε ο Διόνυσος να της το μαρτυρήσειΜε την Κλυμένη πρόβαλε η Μαίρα κι η Εριφύληη άπιστη που ατίμασε τον άντρα της για χρήμαΚι όλες εγώ για να τις πω και να τις ονομάσω όσες γυναίκες αρχηγών και θυγατέρες είδακι η νύχτα αυτή δε θα ᾽φτανε κι ώρα να κοιμηθούμεείτε εδώ πέρα ή στο γοργό καράβι με τους ναύτεςΚι εσείς πια πρώτα ο Θεός φροντίστε το ταξίδιraquoΈτσι είπε κι όλοι απόμειναν χωρίς μιλιά να βγάλουν κι ήταν σα να μαγεύτηκαν μες στο ισκιερό παλάτιΚι άρχισε πρώτη να μιλά η λευκοχέρα ΑρήτηlaquoΦαίακες πώς να φαίνεται σε σας αυτού του ανθρώπουη ομορφιά τrsquo ανάστημα και το γερό μυαλό τουΔικός μου ο ξένος μα και σας τιμή δική σας είναι γιrsquo αυτό και να τον στείλετε μη βιάζεστε ούτε δώρανα λυπηθείτε που σrsquo αυτόν του κάνουν τόση ανάγκηΚαι δόξα να ᾽χουν οι θεοί βιός έχουμε περίσσοraquoΤότε είπε ο γερομαχητής Εχένηος με δυο λόγιαπου ήταν ο γεροντότερος απrsquo όλους τους Φαιάκους laquoΣύμφωνα με τη γνώμη μας αδέρφια κι όπως πρέπειη γνωστικιά βασίλισσα μιλά κι όλοι νrsquo ακούστεΜα ο λόγος όπως κι η δουλειά στο χέρι είναι τrsquo ΑλκίνουraquoΤότε ο Αλκίνος τrsquo απαντά κι έτσι είπε δυο του λόγιαlaquoΘα γίνει ο λόγος σας αυτός αν τύχει εγώ να ζήσωσα βασιλιάς στους Φαίακες τους θαλασσοθρεμμένουςΚι ο ξένος όσο κι αν ποθεί να φτάσει στην πατρίδαως αύριο ας κάνει υπομονή τα δώρα να συνάξωΚι όσο για το ταξίδι του οι άντρες θα φροντίσουνόλοι και πρώτα πρώτα εγώ που μες στον τόπο ορίζωraquo Τότε έτσι κι ο πολύσοφος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας

λ 362λ 363λ 364λ 365λ 366λ 367λ 368λ 369λ 370λ 371λ 372λ 373λ 374λ 375λ 376λ 377λ 378λ 379λ 380λ 381λ 382λ 383λ 384λ 385λ 386λ 387λ 388λ 389λ 390λ 391λ 392λ 393λ 394λ 395λ 396λ 397λ 398λ 399λ 400λ 401λ 402λ 403λ 404λ 405λ 406λ 407λ 408λ 409λ 410λ 411λ 412λ 413

laquoΑφέντη Αλκίνο βασιλιά κι απrsquo όλους παινεμένεκι ανίσως χρόνο ολάκερο μου λέγατε να μείνωκαι να με στείλετε έπειτα με τrsquo ακριβά σας δώραάλλο δε θα ᾽θελα κι εγώ και πιο όφελός μου θα ᾽ναι να φτάσω με τα χέρια μου γεμάτα στην πατρίδαΤότε έτσι πιο καλόδεχτος πιο τιμημένος θα ᾽μαιαπrsquo όλους όσοι θα με ιδούν στο Θιάκι να γυρίσωraquoΤότε έτσι πάλε απάντησε ο σεβαστός ΑλκίνοςlaquoΌταν Δυσσέα σε δει κανείς στο πρόσωπο δε δείχνειςγια ψεύτης και ξελογιαστείς απrsquo όσους θρέφει ο κόσμοςχιλιάδες μες στα πέρατα της γης παντού σπαρμένουςπου πλέκουν τέτοια ψέματα που δεν τα βάζει ο νους σουΜα εσύ έχεις χάρη όταν μιλάς κι ευγενικούς τους τρόπουςκαι σαν καλός τραγουδιστής τα ιστόρησες με τέχνη των Αχαιών τα βάσανα και τα δικά σου πάθιαΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουκανένα αν είδες σύντροφο απrsquo όσους μες στην Τροίαμαζί σου πολεμήσανε κι εκεί το χάρο βρήκανΜεγάλη η νύχτα ατέλειωτη κι ώρα δεν είναι ακόμανα πάμε να πλαγιάσουμε Μόνrsquo λέγε μου νrsquo ακούσωτις θαυμαστές αυτές δουλειές Μπορούσα να βαστάξωόσο να φέξει αν ήθελες να λες τα βάσανά σουraquoΤότε έτσι κι ο πολύβουλος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας˙laquoΑλκίνο αφέντη λατρευτέ κι απrsquo όλους παινεμένε το κάθε τι στην ώρα του κι ο ύπνος κι η κουβένταΚι ακόμα αν θέλεις βάσανα νrsquo ακούσεις πιο μεγάλαμπορώ κι αυτά να σου τα πω τα πάθια άλλων συντρόφωνπου γλίτωσαν απrsquo τη σφαγή στον πόλεμο της Τροίαςκαι χάθηκαν στο γυρισμό από άπιστες γυναίκες Σα σκόρπισε όλες τις ψυχές η θέισσα Περσεφόνητων γυναικών ήρθε η ψυχή του βασιλιά Αγαμέμνου θλιμμένη και τριγύρω της συνάχτηκαν οι άλλεςόσες μαζί του χάθηκαν στου Αιγίσθου το παλάτιΚαι στη στιγμή με γνώρισε αίμα σαν ήπιε μαύρο Έκλαψε τότε με λυγμούς και δάκρυα του κυλούσανκαι σήκωνε τα χέρια του ποθώντας να με φτάσειΌμως δεν ήταν σταθερά τα νεύρα του σαν πρώταμήτε είχανε πια δύναμη τα λυγερά του μέληΚι όπως τον είδα δάκρυσα και μάτωσε η καρδιά μου κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησα θλιμμένοςlaquoΤrsquo Ατρέα ξακουσμένε γιε πρωτάρχοντα Αγαμέμνοποια μοίρα να σε δάμασε του αξύπνητου θανάτουΜη σrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώναςσηκώνοντας ανίκητων ανέμων άγρια μπόρα Μήπως σε σκότωσαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςβόδια κι αρνιά σαν άρπαχνες απrsquo όμορφα κοπάδιαή πολεμούσες κάστρο τους να πάρεις και γυναίκεςraquoΈτσι είπα και μrsquo απάντησε με δυο του λόγια αμέσωςlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαδε μrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώνας

λ 414λ 415λ 416λ 417λ 418λ 419λ 420λ 421λ 422λ 423λ 424λ 425λ 426λ 427λ 428λ 429λ 430λ 431λ 432λ 433λ 434λ 435λ 436λ 437λ 438λ 439λ 440λ 441λ 442λ 443λ 444λ 445λ 446λ 447λ 448λ 449λ 450λ 451λ 452λ 453λ 454λ 455λ 456λ 457λ 458λ 459λ 460λ 461λ 462λ 463λ 464λ 465

σηκώνοντας αδάμαστων ανέμων άγρια μπόραμήτε με χάλασαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςΟ Αίγισθος μου ετοίμασε το χάρο με τη σκύλαγυναίκα μου Με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε και μrsquo έσφαξε όπως στο παχνί σφάζει κανείς το βόδιΜε τέτοιο θάνατο σκληρό μου πήρε τη ζωή μουκι έσφαξε γύρω μου άσπλαχνα κι όλους μου τους ανθρώπουςως σφάζουν σrsquo αρχοντόσπιτο τrsquo ασπρόδοντα γουρούνιασε γάμο σε ξεφάντωση σrsquo επίσημο τραπέζιΘα βρέθηκες στο σκοτωμό πολλών ως τώρα ανθρώπωνπου πέσανε παράμεροι σε λυσσασμένη μάχηΌμως εκείνα αν τα ᾽βλεπες θα μάτωνε η καρδιά σουπως στα κροντήρια ολόγυρα στrsquo ασήκωτα τραπέζιαμας ξάπλωσαν και κάτω η γης άχνιζε από το αίμακι έφριξα στα ξεφωνητά της κόρης του ΠριάμουΚασσάντρας που τη σκότωσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρακι εγώ τα χέρια σήκωνα στο ψυχομαχητό μουνα πιάσω το μαχαίρι της μα δύναμη δεν είχανΜrsquo άφησε η σκύλα κι έφυγε μήτε η καρδιά της είπε τα μάτια και το στόμα μου να τα νεκροσφαλίσειΈτσι άλλο πιο άπονο θεριό δεν έχει απrsquo τη γυναίκαπου τέτοιο βάλει στην ψυχή κακούργημα να κάμειΤι άτιμη που σκέφτηκε δουλειά κι εκείνη ωστόσονα καταντήσει φόνισσα στον ίδιο της τον άντρα Κι εγώ έλεγα καλόδεχτος στους δούλους στα παιδιά μουπως θα γυρίσω σπίτι μου Όμως αυτή η κακούργακαι τον ατό της ντρόπιασε και τις γυναίκες όλεςόσες στον κόσμο γεννηθούν καλόγνωμες κι ας είναιraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με λόγια λυπημέναlaquoΑχ απαρχής κατάτρεξε ο βροντολάλος Δίαςγια γυναικών φερσίματα τη γενεά τrsquo ΑτρέαΓια την Ελένη φτύσαμε φαρμάκια εμείς κι εσέναη Κλυταιμνήστρα σου ᾽σκαβε σαν έλειπες το λάκκοraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με πεταχτά του λόγια Γιrsquo αυτό ποτέ σου μη σταθείς καλός πια σε γυναίκαμήτε να της εμπιστευτείς το μυστικό που ξέρειςμόνrsquo άλλα πάντα να της λες κι άλλα στο νου να κρύβειςΜα εσύ Δυσσέα από σφαγή γυναίκας δε φοβάσαιγιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη η Πηνελόπη η γνωστικιά του Ικαρίου η κόρηΝιόπαντρη την αφήσαμε σαν πήγαμε στης Τροίαςτον πόλεμο και στο βυζί μωρό παιδί το γιο σουΜα τώρα θα μεγάλωσε θα rsquoγινε παλικάριΚαλότυχος ο πατέρας του θα το χαρεί όταν φτάσει κι εκείνο τον πατέρα του μrsquo αγάπη θrsquo αγκαλιάσειΜα μήτε το παιδί μου εγώ δε μrsquo άφησε η δική μουνα το χορτάσω και πιο πριν με σκότωσε κι εμέναΚι ένα άλλο τώρα θα σου πω και βάλε το μες το νου σουΚρυφά κι όχι ολοφάνερα νrsquo αράξεις το καράβι στο Θιάκι Γιατί πίστη πια δεν έχουν οι γυναίκεςΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουγια το παιδί μου αν άκουσες πώς κάπου μεγαλώνει

λ 466λ 467λ 468λ 469λ 470λ 471λ 472λ 473λ 474λ 475λ 476λ 477λ 478λ 479λ 480λ 481λ 482λ 483λ 484λ 485λ 486λ 487λ 488λ 489λ 490λ 491λ 492λ 493λ 494λ 495λ 496λ 497λ 498λ 499λ 500λ 501λ 502λ 503λ 504λ 505λ 506λ 507λ 508λ 509λ 510λ 511λ 512λ 513λ 514λ 515λ 516λ 517

αν είναι στον Ορχομενό ή στη δροσάτη Πύλοή και στη Σπάρτη την πλατιά κοντά με το Μενέλαο Γιατί όχι η γη δε σκέπασε τον ακριβό μου ΟρέστηraquoΈτσι είπε και τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια˙laquoΤι με ρωτάς τrsquo Ατρέα γιε Ζει πέθανε δεν ξέρωΚι είναι κακό τα λόγια μας να λέμε στον αέραraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές μιλούσαμε κι οι δυο μας και στέκαμε περίλυποι στα δάκρυα βουτημένοιΉρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέαμε του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχουκαι του μεγάλου του Αίαντα που στη μορφή στο σώμαπερνούσε κάθε Δαναό μετά απrsquo τον Αχιλλέα Ευτύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέακι έτσι θρηνώντας μου rsquoλεγε με φτερωμένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέακαημένε τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλοΠώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη όπου γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι θνητών νεκρών εικόνεςraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με πεταχτά μου λόγια˙laquoΩ φίλε του Πηλέα γιε των Αχαιών καμάριήρθα απrsquo ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθωκαι πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι Κοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώραμήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουνΜα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε Αχιλλέαστον κόσμο πιο καλότυχος μήτε ποτέ θα γίνει Γιατί όταν ζούσες σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες και τώρα πάλε στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχειςΓιrsquo αυτό Αχιλλέα μη χολιάς πως είσαι πεθαμένοςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με λυπημένα λόγιαlaquoΔυσσέα για το θάνατο μη με παρηγορήσειςΘα ᾽θελα να ᾽μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω σε αφέντη δίχως κτήματα που ναι το βιός του λίγοπαρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους-Μόνrsquo έλα τώρα να μου πεις για το λεβέντη γιο μουστη μάχη αν πρώτος χύνεται ή πίσω κοντοστέκειΠες μου και για τον ξακουστό πατέρα μου ότι ξέρεις στους Μυρμιδόνες βασιλιάς ανίσως είναι ακόμαή πια δεν τον ψηφά κανείς στη Φθία και στην Ελλάδαγιατί τον καταπόνεσαν τα γηρατειά τα μαύραΑ και βοηθός του να ᾽φτανα κάτω απrsquo το φως του ήλιουτέτοιος ως ήμουν μια φορά μες στην πλατιά την Τροία που παλικάρια θέριζα τους Αχαιούς βοηθώνταςΝά ᾽φτανα τέτοιος μια στιγμή στο πατρικό μου σπίτιθα τρέμανε όλοι σύσσωμοι τrsquo ανίκητά μου χέριαόσοι το γέρο τυραγνούν και την αρχή του αρπάζουνraquoΕίπε κι ευτύς τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια laquoΤίποτε για το γέρο σου Πηλέα εγώ δεν ξέρωμα για το Νεοπτόλεμο τrsquo αγαπητό παιδί σουτην πάσα αλήθεια θα σου πω καθώς κι εσύ τrsquo ορίζειςΟ ίδιος μrsquo ένα ισόμετρο καράβι μου απrsquo τη Σκύροτον έφερα στους Αχαιούς τους πολεμοθρεμμένους

λ 518λ 519λ 520λ 521λ 522λ 523λ 524λ 525λ 526λ 527λ 528λ 529λ 530λ 531λ 532λ 533λ 534λ 535λ 536λ 537λ 538λ 539λ 540λ 541λ 542λ 543λ 544λ 545λ 546λ 547λ 548λ 549λ 550λ 551λ 552λ 553λ 554λ 555λ 556λ 557λ 558λ 559λ 560λ 561λ 562λ 563λ 564λ 565λ 566λ 567λ 568λ 569

Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίαςπρώτος μιλούσε πάντα αυτός μήτε έσφαλλε στο λόγοΜονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσαΚι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμποπίσω δεν έστεκε ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους μον πάντα εμπρός χυνότανε άφταστος στην ορμή τουκαι θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχηςΚι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσωόσους ο γιος σου σκότωσε βοηθώντας τους Αργίτεςφτάνει που τον Ευρύπυλο γιο ήρωα του Τηλέφου με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μrsquo αυτόν Κητιώτεςπου γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκαΑυτόν μετά απrsquo το Μέμνονα τον πιο λεβέντη που είδαΚαι στrsquo άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοιπου το ᾽χε φτιάσει ο Επειός κι εγώ όλη τη φροντίδα είχα νrsquo ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοιτα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απrsquo το φόβοΌμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσειη όψη του η ροδόθωρη για δάκρυα να σφουγγίσει μα απrsquo τrsquo άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρηκιrsquo όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάριψηλάφαε την καταστροφή της Τροίας μελετώνταςΚαι του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρογύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι με δόξα και με λάφυρα δίχως από κοντάρινα χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρειως γίνεται στον πόλεμο που χάρη εκεί δεν έχειraquoΕίπα και γύρναε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέαμε δρασκελιές θεόρατες στrsquo ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη πόλεγα το γιο του παλικάριΣτέκανε οι άλλες οι ψυχές εκεί των πεθαμένωνπερίλυπες και καθεμιά τον πόνο της ρωτούσεΜόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώναστεκόντανε παράμερα χολιώντας για τη νίκη που στα καράβια κέρδισα μαζί του πολεμώνταςγια τrsquo ᾽Αχιλλέα τrsquo άρματα πού ᾽χε βαλμένα η Θέτηκι έκριναν τα Τρωόπουλα κι η Αθηνά η ΠαλλάδαΜα τέτοιο αγώνα ας ήτανε ποτέ να μην κερδίσωΓιατί για κείνα η μαύρη γης σκέπασε τέτοιον άντρα τον Αίαντα που στο σπαθί και στο κορμί περνούσεόλους τους άλλους Δαναούς μετά απrsquo τον ΑχιλλέαΜα εγώ με λόγια μαλακά του μίλησα και του ᾽πα˙laquoΑίαντα του λιοντόκαρδου του Τελαμώνα θρέμμαμήτε νεκρός το πάθος σου δεν ξέχασες που μου ᾽χειςγιrsquo αυτά τα έρμα τrsquo άρματα που τα ᾽βγαλε στη μέσηγια συμφορά των Αχαιών μεγάλη ο γιος του Κρόνουπου τέτοιο κάστρο χάσαμε κι όλοι σε κλαίμε πάνταπου πέθανες ως κλάψαμε και το γοργό ΑχιλλέαΌμως δε φταίει άλλος κανείς μόνο ο μεγάλος Δίας που το στρατό κατάτρεξε των Αχαιών περίσσιακαι σrsquo έριξε στη μαύρη γη Μόνrsquo έλα βασιλιά μου

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 8: ραψωδια λ

λ 362λ 363λ 364λ 365λ 366λ 367λ 368λ 369λ 370λ 371λ 372λ 373λ 374λ 375λ 376λ 377λ 378λ 379λ 380λ 381λ 382λ 383λ 384λ 385λ 386λ 387λ 388λ 389λ 390λ 391λ 392λ 393λ 394λ 395λ 396λ 397λ 398λ 399λ 400λ 401λ 402λ 403λ 404λ 405λ 406λ 407λ 408λ 409λ 410λ 411λ 412λ 413

laquoΑφέντη Αλκίνο βασιλιά κι απrsquo όλους παινεμένεκι ανίσως χρόνο ολάκερο μου λέγατε να μείνωκαι να με στείλετε έπειτα με τrsquo ακριβά σας δώραάλλο δε θα ᾽θελα κι εγώ και πιο όφελός μου θα ᾽ναι να φτάσω με τα χέρια μου γεμάτα στην πατρίδαΤότε έτσι πιο καλόδεχτος πιο τιμημένος θα ᾽μαιαπrsquo όλους όσοι θα με ιδούν στο Θιάκι να γυρίσωraquoΤότε έτσι πάλε απάντησε ο σεβαστός ΑλκίνοςlaquoΌταν Δυσσέα σε δει κανείς στο πρόσωπο δε δείχνειςγια ψεύτης και ξελογιαστείς απrsquo όσους θρέφει ο κόσμοςχιλιάδες μες στα πέρατα της γης παντού σπαρμένουςπου πλέκουν τέτοια ψέματα που δεν τα βάζει ο νους σουΜα εσύ έχεις χάρη όταν μιλάς κι ευγενικούς τους τρόπουςκαι σαν καλός τραγουδιστής τα ιστόρησες με τέχνη των Αχαιών τα βάσανα και τα δικά σου πάθιαΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουκανένα αν είδες σύντροφο απrsquo όσους μες στην Τροίαμαζί σου πολεμήσανε κι εκεί το χάρο βρήκανΜεγάλη η νύχτα ατέλειωτη κι ώρα δεν είναι ακόμανα πάμε να πλαγιάσουμε Μόνrsquo λέγε μου νrsquo ακούσωτις θαυμαστές αυτές δουλειές Μπορούσα να βαστάξωόσο να φέξει αν ήθελες να λες τα βάσανά σουraquoΤότε έτσι κι ο πολύβουλος τrsquo απάντησε ο Δυσσέας˙laquoΑλκίνο αφέντη λατρευτέ κι απrsquo όλους παινεμένε το κάθε τι στην ώρα του κι ο ύπνος κι η κουβένταΚι ακόμα αν θέλεις βάσανα νrsquo ακούσεις πιο μεγάλαμπορώ κι αυτά να σου τα πω τα πάθια άλλων συντρόφωνπου γλίτωσαν απrsquo τη σφαγή στον πόλεμο της Τροίαςκαι χάθηκαν στο γυρισμό από άπιστες γυναίκες Σα σκόρπισε όλες τις ψυχές η θέισσα Περσεφόνητων γυναικών ήρθε η ψυχή του βασιλιά Αγαμέμνου θλιμμένη και τριγύρω της συνάχτηκαν οι άλλεςόσες μαζί του χάθηκαν στου Αιγίσθου το παλάτιΚαι στη στιγμή με γνώρισε αίμα σαν ήπιε μαύρο Έκλαψε τότε με λυγμούς και δάκρυα του κυλούσανκαι σήκωνε τα χέρια του ποθώντας να με φτάσειΌμως δεν ήταν σταθερά τα νεύρα του σαν πρώταμήτε είχανε πια δύναμη τα λυγερά του μέληΚι όπως τον είδα δάκρυσα και μάτωσε η καρδιά μου κι έτσι με λόγια πεταχτά του μίλησα θλιμμένοςlaquoΤrsquo Ατρέα ξακουσμένε γιε πρωτάρχοντα Αγαμέμνοποια μοίρα να σε δάμασε του αξύπνητου θανάτουΜη σrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώναςσηκώνοντας ανίκητων ανέμων άγρια μπόρα Μήπως σε σκότωσαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςβόδια κι αρνιά σαν άρπαχνες απrsquo όμορφα κοπάδιαή πολεμούσες κάστρο τους να πάρεις και γυναίκεςraquoΈτσι είπα και μrsquo απάντησε με δυο του λόγια αμέσωςlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαδε μrsquo έπνιξε με τα γοργά καράβια ο Ποσειδώνας

λ 414λ 415λ 416λ 417λ 418λ 419λ 420λ 421λ 422λ 423λ 424λ 425λ 426λ 427λ 428λ 429λ 430λ 431λ 432λ 433λ 434λ 435λ 436λ 437λ 438λ 439λ 440λ 441λ 442λ 443λ 444λ 445λ 446λ 447λ 448λ 449λ 450λ 451λ 452λ 453λ 454λ 455λ 456λ 457λ 458λ 459λ 460λ 461λ 462λ 463λ 464λ 465

σηκώνοντας αδάμαστων ανέμων άγρια μπόραμήτε με χάλασαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςΟ Αίγισθος μου ετοίμασε το χάρο με τη σκύλαγυναίκα μου Με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε και μrsquo έσφαξε όπως στο παχνί σφάζει κανείς το βόδιΜε τέτοιο θάνατο σκληρό μου πήρε τη ζωή μουκι έσφαξε γύρω μου άσπλαχνα κι όλους μου τους ανθρώπουςως σφάζουν σrsquo αρχοντόσπιτο τrsquo ασπρόδοντα γουρούνιασε γάμο σε ξεφάντωση σrsquo επίσημο τραπέζιΘα βρέθηκες στο σκοτωμό πολλών ως τώρα ανθρώπωνπου πέσανε παράμεροι σε λυσσασμένη μάχηΌμως εκείνα αν τα ᾽βλεπες θα μάτωνε η καρδιά σουπως στα κροντήρια ολόγυρα στrsquo ασήκωτα τραπέζιαμας ξάπλωσαν και κάτω η γης άχνιζε από το αίμακι έφριξα στα ξεφωνητά της κόρης του ΠριάμουΚασσάντρας που τη σκότωσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρακι εγώ τα χέρια σήκωνα στο ψυχομαχητό μουνα πιάσω το μαχαίρι της μα δύναμη δεν είχανΜrsquo άφησε η σκύλα κι έφυγε μήτε η καρδιά της είπε τα μάτια και το στόμα μου να τα νεκροσφαλίσειΈτσι άλλο πιο άπονο θεριό δεν έχει απrsquo τη γυναίκαπου τέτοιο βάλει στην ψυχή κακούργημα να κάμειΤι άτιμη που σκέφτηκε δουλειά κι εκείνη ωστόσονα καταντήσει φόνισσα στον ίδιο της τον άντρα Κι εγώ έλεγα καλόδεχτος στους δούλους στα παιδιά μουπως θα γυρίσω σπίτι μου Όμως αυτή η κακούργακαι τον ατό της ντρόπιασε και τις γυναίκες όλεςόσες στον κόσμο γεννηθούν καλόγνωμες κι ας είναιraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με λόγια λυπημέναlaquoΑχ απαρχής κατάτρεξε ο βροντολάλος Δίαςγια γυναικών φερσίματα τη γενεά τrsquo ΑτρέαΓια την Ελένη φτύσαμε φαρμάκια εμείς κι εσέναη Κλυταιμνήστρα σου ᾽σκαβε σαν έλειπες το λάκκοraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με πεταχτά του λόγια Γιrsquo αυτό ποτέ σου μη σταθείς καλός πια σε γυναίκαμήτε να της εμπιστευτείς το μυστικό που ξέρειςμόνrsquo άλλα πάντα να της λες κι άλλα στο νου να κρύβειςΜα εσύ Δυσσέα από σφαγή γυναίκας δε φοβάσαιγιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη η Πηνελόπη η γνωστικιά του Ικαρίου η κόρηΝιόπαντρη την αφήσαμε σαν πήγαμε στης Τροίαςτον πόλεμο και στο βυζί μωρό παιδί το γιο σουΜα τώρα θα μεγάλωσε θα rsquoγινε παλικάριΚαλότυχος ο πατέρας του θα το χαρεί όταν φτάσει κι εκείνο τον πατέρα του μrsquo αγάπη θrsquo αγκαλιάσειΜα μήτε το παιδί μου εγώ δε μrsquo άφησε η δική μουνα το χορτάσω και πιο πριν με σκότωσε κι εμέναΚι ένα άλλο τώρα θα σου πω και βάλε το μες το νου σουΚρυφά κι όχι ολοφάνερα νrsquo αράξεις το καράβι στο Θιάκι Γιατί πίστη πια δεν έχουν οι γυναίκεςΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουγια το παιδί μου αν άκουσες πώς κάπου μεγαλώνει

λ 466λ 467λ 468λ 469λ 470λ 471λ 472λ 473λ 474λ 475λ 476λ 477λ 478λ 479λ 480λ 481λ 482λ 483λ 484λ 485λ 486λ 487λ 488λ 489λ 490λ 491λ 492λ 493λ 494λ 495λ 496λ 497λ 498λ 499λ 500λ 501λ 502λ 503λ 504λ 505λ 506λ 507λ 508λ 509λ 510λ 511λ 512λ 513λ 514λ 515λ 516λ 517

αν είναι στον Ορχομενό ή στη δροσάτη Πύλοή και στη Σπάρτη την πλατιά κοντά με το Μενέλαο Γιατί όχι η γη δε σκέπασε τον ακριβό μου ΟρέστηraquoΈτσι είπε και τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια˙laquoΤι με ρωτάς τrsquo Ατρέα γιε Ζει πέθανε δεν ξέρωΚι είναι κακό τα λόγια μας να λέμε στον αέραraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές μιλούσαμε κι οι δυο μας και στέκαμε περίλυποι στα δάκρυα βουτημένοιΉρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέαμε του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχουκαι του μεγάλου του Αίαντα που στη μορφή στο σώμαπερνούσε κάθε Δαναό μετά απrsquo τον Αχιλλέα Ευτύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέακι έτσι θρηνώντας μου rsquoλεγε με φτερωμένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέακαημένε τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλοΠώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη όπου γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι θνητών νεκρών εικόνεςraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με πεταχτά μου λόγια˙laquoΩ φίλε του Πηλέα γιε των Αχαιών καμάριήρθα απrsquo ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθωκαι πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι Κοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώραμήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουνΜα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε Αχιλλέαστον κόσμο πιο καλότυχος μήτε ποτέ θα γίνει Γιατί όταν ζούσες σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες και τώρα πάλε στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχειςΓιrsquo αυτό Αχιλλέα μη χολιάς πως είσαι πεθαμένοςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με λυπημένα λόγιαlaquoΔυσσέα για το θάνατο μη με παρηγορήσειςΘα ᾽θελα να ᾽μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω σε αφέντη δίχως κτήματα που ναι το βιός του λίγοπαρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους-Μόνrsquo έλα τώρα να μου πεις για το λεβέντη γιο μουστη μάχη αν πρώτος χύνεται ή πίσω κοντοστέκειΠες μου και για τον ξακουστό πατέρα μου ότι ξέρεις στους Μυρμιδόνες βασιλιάς ανίσως είναι ακόμαή πια δεν τον ψηφά κανείς στη Φθία και στην Ελλάδαγιατί τον καταπόνεσαν τα γηρατειά τα μαύραΑ και βοηθός του να ᾽φτανα κάτω απrsquo το φως του ήλιουτέτοιος ως ήμουν μια φορά μες στην πλατιά την Τροία που παλικάρια θέριζα τους Αχαιούς βοηθώνταςΝά ᾽φτανα τέτοιος μια στιγμή στο πατρικό μου σπίτιθα τρέμανε όλοι σύσσωμοι τrsquo ανίκητά μου χέριαόσοι το γέρο τυραγνούν και την αρχή του αρπάζουνraquoΕίπε κι ευτύς τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια laquoΤίποτε για το γέρο σου Πηλέα εγώ δεν ξέρωμα για το Νεοπτόλεμο τrsquo αγαπητό παιδί σουτην πάσα αλήθεια θα σου πω καθώς κι εσύ τrsquo ορίζειςΟ ίδιος μrsquo ένα ισόμετρο καράβι μου απrsquo τη Σκύροτον έφερα στους Αχαιούς τους πολεμοθρεμμένους

λ 518λ 519λ 520λ 521λ 522λ 523λ 524λ 525λ 526λ 527λ 528λ 529λ 530λ 531λ 532λ 533λ 534λ 535λ 536λ 537λ 538λ 539λ 540λ 541λ 542λ 543λ 544λ 545λ 546λ 547λ 548λ 549λ 550λ 551λ 552λ 553λ 554λ 555λ 556λ 557λ 558λ 559λ 560λ 561λ 562λ 563λ 564λ 565λ 566λ 567λ 568λ 569

Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίαςπρώτος μιλούσε πάντα αυτός μήτε έσφαλλε στο λόγοΜονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσαΚι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμποπίσω δεν έστεκε ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους μον πάντα εμπρός χυνότανε άφταστος στην ορμή τουκαι θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχηςΚι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσωόσους ο γιος σου σκότωσε βοηθώντας τους Αργίτεςφτάνει που τον Ευρύπυλο γιο ήρωα του Τηλέφου με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μrsquo αυτόν Κητιώτεςπου γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκαΑυτόν μετά απrsquo το Μέμνονα τον πιο λεβέντη που είδαΚαι στrsquo άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοιπου το ᾽χε φτιάσει ο Επειός κι εγώ όλη τη φροντίδα είχα νrsquo ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοιτα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απrsquo το φόβοΌμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσειη όψη του η ροδόθωρη για δάκρυα να σφουγγίσει μα απrsquo τrsquo άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρηκιrsquo όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάριψηλάφαε την καταστροφή της Τροίας μελετώνταςΚαι του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρογύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι με δόξα και με λάφυρα δίχως από κοντάρινα χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρειως γίνεται στον πόλεμο που χάρη εκεί δεν έχειraquoΕίπα και γύρναε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέαμε δρασκελιές θεόρατες στrsquo ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη πόλεγα το γιο του παλικάριΣτέκανε οι άλλες οι ψυχές εκεί των πεθαμένωνπερίλυπες και καθεμιά τον πόνο της ρωτούσεΜόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώναστεκόντανε παράμερα χολιώντας για τη νίκη που στα καράβια κέρδισα μαζί του πολεμώνταςγια τrsquo ᾽Αχιλλέα τrsquo άρματα πού ᾽χε βαλμένα η Θέτηκι έκριναν τα Τρωόπουλα κι η Αθηνά η ΠαλλάδαΜα τέτοιο αγώνα ας ήτανε ποτέ να μην κερδίσωΓιατί για κείνα η μαύρη γης σκέπασε τέτοιον άντρα τον Αίαντα που στο σπαθί και στο κορμί περνούσεόλους τους άλλους Δαναούς μετά απrsquo τον ΑχιλλέαΜα εγώ με λόγια μαλακά του μίλησα και του ᾽πα˙laquoΑίαντα του λιοντόκαρδου του Τελαμώνα θρέμμαμήτε νεκρός το πάθος σου δεν ξέχασες που μου ᾽χειςγιrsquo αυτά τα έρμα τrsquo άρματα που τα ᾽βγαλε στη μέσηγια συμφορά των Αχαιών μεγάλη ο γιος του Κρόνουπου τέτοιο κάστρο χάσαμε κι όλοι σε κλαίμε πάνταπου πέθανες ως κλάψαμε και το γοργό ΑχιλλέαΌμως δε φταίει άλλος κανείς μόνο ο μεγάλος Δίας που το στρατό κατάτρεξε των Αχαιών περίσσιακαι σrsquo έριξε στη μαύρη γη Μόνrsquo έλα βασιλιά μου

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 9: ραψωδια λ

λ 414λ 415λ 416λ 417λ 418λ 419λ 420λ 421λ 422λ 423λ 424λ 425λ 426λ 427λ 428λ 429λ 430λ 431λ 432λ 433λ 434λ 435λ 436λ 437λ 438λ 439λ 440λ 441λ 442λ 443λ 444λ 445λ 446λ 447λ 448λ 449λ 450λ 451λ 452λ 453λ 454λ 455λ 456λ 457λ 458λ 459λ 460λ 461λ 462λ 463λ 464λ 465

σηκώνοντας αδάμαστων ανέμων άγρια μπόραμήτε με χάλασαν οχτροί μες στης στεριάς τις άκρεςΟ Αίγισθος μου ετοίμασε το χάρο με τη σκύλαγυναίκα μου Με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε και μrsquo έσφαξε όπως στο παχνί σφάζει κανείς το βόδιΜε τέτοιο θάνατο σκληρό μου πήρε τη ζωή μουκι έσφαξε γύρω μου άσπλαχνα κι όλους μου τους ανθρώπουςως σφάζουν σrsquo αρχοντόσπιτο τrsquo ασπρόδοντα γουρούνιασε γάμο σε ξεφάντωση σrsquo επίσημο τραπέζιΘα βρέθηκες στο σκοτωμό πολλών ως τώρα ανθρώπωνπου πέσανε παράμεροι σε λυσσασμένη μάχηΌμως εκείνα αν τα ᾽βλεπες θα μάτωνε η καρδιά σουπως στα κροντήρια ολόγυρα στrsquo ασήκωτα τραπέζιαμας ξάπλωσαν και κάτω η γης άχνιζε από το αίμακι έφριξα στα ξεφωνητά της κόρης του ΠριάμουΚασσάντρας που τη σκότωσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρακι εγώ τα χέρια σήκωνα στο ψυχομαχητό μουνα πιάσω το μαχαίρι της μα δύναμη δεν είχανΜrsquo άφησε η σκύλα κι έφυγε μήτε η καρδιά της είπε τα μάτια και το στόμα μου να τα νεκροσφαλίσειΈτσι άλλο πιο άπονο θεριό δεν έχει απrsquo τη γυναίκαπου τέτοιο βάλει στην ψυχή κακούργημα να κάμειΤι άτιμη που σκέφτηκε δουλειά κι εκείνη ωστόσονα καταντήσει φόνισσα στον ίδιο της τον άντρα Κι εγώ έλεγα καλόδεχτος στους δούλους στα παιδιά μουπως θα γυρίσω σπίτι μου Όμως αυτή η κακούργακαι τον ατό της ντρόπιασε και τις γυναίκες όλεςόσες στον κόσμο γεννηθούν καλόγνωμες κι ας είναιraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με λόγια λυπημέναlaquoΑχ απαρχής κατάτρεξε ο βροντολάλος Δίαςγια γυναικών φερσίματα τη γενεά τrsquo ΑτρέαΓια την Ελένη φτύσαμε φαρμάκια εμείς κι εσέναη Κλυταιμνήστρα σου ᾽σκαβε σαν έλειπες το λάκκοraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με πεταχτά του λόγια Γιrsquo αυτό ποτέ σου μη σταθείς καλός πια σε γυναίκαμήτε να της εμπιστευτείς το μυστικό που ξέρειςμόνrsquo άλλα πάντα να της λες κι άλλα στο νου να κρύβειςΜα εσύ Δυσσέα από σφαγή γυναίκας δε φοβάσαιγιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη η Πηνελόπη η γνωστικιά του Ικαρίου η κόρηΝιόπαντρη την αφήσαμε σαν πήγαμε στης Τροίαςτον πόλεμο και στο βυζί μωρό παιδί το γιο σουΜα τώρα θα μεγάλωσε θα rsquoγινε παλικάριΚαλότυχος ο πατέρας του θα το χαρεί όταν φτάσει κι εκείνο τον πατέρα του μrsquo αγάπη θrsquo αγκαλιάσειΜα μήτε το παιδί μου εγώ δε μrsquo άφησε η δική μουνα το χορτάσω και πιο πριν με σκότωσε κι εμέναΚι ένα άλλο τώρα θα σου πω και βάλε το μες το νου σουΚρυφά κι όχι ολοφάνερα νrsquo αράξεις το καράβι στο Θιάκι Γιατί πίστη πια δεν έχουν οι γυναίκεςΜόνrsquo έλα ξήγα μου κι αυτό και την αλήθεια πες μουγια το παιδί μου αν άκουσες πώς κάπου μεγαλώνει

λ 466λ 467λ 468λ 469λ 470λ 471λ 472λ 473λ 474λ 475λ 476λ 477λ 478λ 479λ 480λ 481λ 482λ 483λ 484λ 485λ 486λ 487λ 488λ 489λ 490λ 491λ 492λ 493λ 494λ 495λ 496λ 497λ 498λ 499λ 500λ 501λ 502λ 503λ 504λ 505λ 506λ 507λ 508λ 509λ 510λ 511λ 512λ 513λ 514λ 515λ 516λ 517

αν είναι στον Ορχομενό ή στη δροσάτη Πύλοή και στη Σπάρτη την πλατιά κοντά με το Μενέλαο Γιατί όχι η γη δε σκέπασε τον ακριβό μου ΟρέστηraquoΈτσι είπε και τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια˙laquoΤι με ρωτάς τrsquo Ατρέα γιε Ζει πέθανε δεν ξέρωΚι είναι κακό τα λόγια μας να λέμε στον αέραraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές μιλούσαμε κι οι δυο μας και στέκαμε περίλυποι στα δάκρυα βουτημένοιΉρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέαμε του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχουκαι του μεγάλου του Αίαντα που στη μορφή στο σώμαπερνούσε κάθε Δαναό μετά απrsquo τον Αχιλλέα Ευτύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέακι έτσι θρηνώντας μου rsquoλεγε με φτερωμένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέακαημένε τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλοΠώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη όπου γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι θνητών νεκρών εικόνεςraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με πεταχτά μου λόγια˙laquoΩ φίλε του Πηλέα γιε των Αχαιών καμάριήρθα απrsquo ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθωκαι πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι Κοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώραμήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουνΜα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε Αχιλλέαστον κόσμο πιο καλότυχος μήτε ποτέ θα γίνει Γιατί όταν ζούσες σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες και τώρα πάλε στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχειςΓιrsquo αυτό Αχιλλέα μη χολιάς πως είσαι πεθαμένοςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με λυπημένα λόγιαlaquoΔυσσέα για το θάνατο μη με παρηγορήσειςΘα ᾽θελα να ᾽μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω σε αφέντη δίχως κτήματα που ναι το βιός του λίγοπαρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους-Μόνrsquo έλα τώρα να μου πεις για το λεβέντη γιο μουστη μάχη αν πρώτος χύνεται ή πίσω κοντοστέκειΠες μου και για τον ξακουστό πατέρα μου ότι ξέρεις στους Μυρμιδόνες βασιλιάς ανίσως είναι ακόμαή πια δεν τον ψηφά κανείς στη Φθία και στην Ελλάδαγιατί τον καταπόνεσαν τα γηρατειά τα μαύραΑ και βοηθός του να ᾽φτανα κάτω απrsquo το φως του ήλιουτέτοιος ως ήμουν μια φορά μες στην πλατιά την Τροία που παλικάρια θέριζα τους Αχαιούς βοηθώνταςΝά ᾽φτανα τέτοιος μια στιγμή στο πατρικό μου σπίτιθα τρέμανε όλοι σύσσωμοι τrsquo ανίκητά μου χέριαόσοι το γέρο τυραγνούν και την αρχή του αρπάζουνraquoΕίπε κι ευτύς τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια laquoΤίποτε για το γέρο σου Πηλέα εγώ δεν ξέρωμα για το Νεοπτόλεμο τrsquo αγαπητό παιδί σουτην πάσα αλήθεια θα σου πω καθώς κι εσύ τrsquo ορίζειςΟ ίδιος μrsquo ένα ισόμετρο καράβι μου απrsquo τη Σκύροτον έφερα στους Αχαιούς τους πολεμοθρεμμένους

λ 518λ 519λ 520λ 521λ 522λ 523λ 524λ 525λ 526λ 527λ 528λ 529λ 530λ 531λ 532λ 533λ 534λ 535λ 536λ 537λ 538λ 539λ 540λ 541λ 542λ 543λ 544λ 545λ 546λ 547λ 548λ 549λ 550λ 551λ 552λ 553λ 554λ 555λ 556λ 557λ 558λ 559λ 560λ 561λ 562λ 563λ 564λ 565λ 566λ 567λ 568λ 569

Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίαςπρώτος μιλούσε πάντα αυτός μήτε έσφαλλε στο λόγοΜονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσαΚι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμποπίσω δεν έστεκε ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους μον πάντα εμπρός χυνότανε άφταστος στην ορμή τουκαι θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχηςΚι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσωόσους ο γιος σου σκότωσε βοηθώντας τους Αργίτεςφτάνει που τον Ευρύπυλο γιο ήρωα του Τηλέφου με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μrsquo αυτόν Κητιώτεςπου γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκαΑυτόν μετά απrsquo το Μέμνονα τον πιο λεβέντη που είδαΚαι στrsquo άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοιπου το ᾽χε φτιάσει ο Επειός κι εγώ όλη τη φροντίδα είχα νrsquo ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοιτα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απrsquo το φόβοΌμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσειη όψη του η ροδόθωρη για δάκρυα να σφουγγίσει μα απrsquo τrsquo άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρηκιrsquo όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάριψηλάφαε την καταστροφή της Τροίας μελετώνταςΚαι του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρογύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι με δόξα και με λάφυρα δίχως από κοντάρινα χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρειως γίνεται στον πόλεμο που χάρη εκεί δεν έχειraquoΕίπα και γύρναε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέαμε δρασκελιές θεόρατες στrsquo ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη πόλεγα το γιο του παλικάριΣτέκανε οι άλλες οι ψυχές εκεί των πεθαμένωνπερίλυπες και καθεμιά τον πόνο της ρωτούσεΜόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώναστεκόντανε παράμερα χολιώντας για τη νίκη που στα καράβια κέρδισα μαζί του πολεμώνταςγια τrsquo ᾽Αχιλλέα τrsquo άρματα πού ᾽χε βαλμένα η Θέτηκι έκριναν τα Τρωόπουλα κι η Αθηνά η ΠαλλάδαΜα τέτοιο αγώνα ας ήτανε ποτέ να μην κερδίσωΓιατί για κείνα η μαύρη γης σκέπασε τέτοιον άντρα τον Αίαντα που στο σπαθί και στο κορμί περνούσεόλους τους άλλους Δαναούς μετά απrsquo τον ΑχιλλέαΜα εγώ με λόγια μαλακά του μίλησα και του ᾽πα˙laquoΑίαντα του λιοντόκαρδου του Τελαμώνα θρέμμαμήτε νεκρός το πάθος σου δεν ξέχασες που μου ᾽χειςγιrsquo αυτά τα έρμα τrsquo άρματα που τα ᾽βγαλε στη μέσηγια συμφορά των Αχαιών μεγάλη ο γιος του Κρόνουπου τέτοιο κάστρο χάσαμε κι όλοι σε κλαίμε πάνταπου πέθανες ως κλάψαμε και το γοργό ΑχιλλέαΌμως δε φταίει άλλος κανείς μόνο ο μεγάλος Δίας που το στρατό κατάτρεξε των Αχαιών περίσσιακαι σrsquo έριξε στη μαύρη γη Μόνrsquo έλα βασιλιά μου

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 10: ραψωδια λ

λ 466λ 467λ 468λ 469λ 470λ 471λ 472λ 473λ 474λ 475λ 476λ 477λ 478λ 479λ 480λ 481λ 482λ 483λ 484λ 485λ 486λ 487λ 488λ 489λ 490λ 491λ 492λ 493λ 494λ 495λ 496λ 497λ 498λ 499λ 500λ 501λ 502λ 503λ 504λ 505λ 506λ 507λ 508λ 509λ 510λ 511λ 512λ 513λ 514λ 515λ 516λ 517

αν είναι στον Ορχομενό ή στη δροσάτη Πύλοή και στη Σπάρτη την πλατιά κοντά με το Μενέλαο Γιατί όχι η γη δε σκέπασε τον ακριβό μου ΟρέστηraquoΈτσι είπε και τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια˙laquoΤι με ρωτάς τrsquo Ατρέα γιε Ζει πέθανε δεν ξέρωΚι είναι κακό τα λόγια μας να λέμε στον αέραraquoΤέτοιες κουβέντες λυπηρές μιλούσαμε κι οι δυο μας και στέκαμε περίλυποι στα δάκρυα βουτημένοιΉρθε κατόπι κι η ψυχή του ξακουστού Αχιλλέαμε του Πατρόκλου την ψυχή και του άψεγου Αντιλόχουκαι του μεγάλου του Αίαντα που στη μορφή στο σώμαπερνούσε κάθε Δαναό μετά απrsquo τον Αχιλλέα Ευτύς με γνώρισε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέακι έτσι θρηνώντας μου rsquoλεγε με φτερωμένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέακαημένε τι θα σοφιστείς ακόμα πιο μεγάλοΠώς βάσταξες να κατεβείς στον Άδη όπου γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι θνητών νεκρών εικόνεςraquoΕίπε κι εγώ τrsquo απάντησα με πεταχτά μου λόγια˙laquoΩ φίλε του Πηλέα γιε των Αχαιών καμάριήρθα απrsquo ανάγκη τη βουλή του Τειρεσία να μάθωκαι πώς θα φτάσω να μου πει στο βραχωμένο Θιάκι Κοντά σε χώμα ελληνικό δεν πήγα ακόμα ως τώραμήτε και στην πατρίδα μου κι όλο καημοί με δέρνουνΜα σαν κι εσένα άλλος θνητός δε βρέθηκε Αχιλλέαστον κόσμο πιο καλότυχος μήτε ποτέ θα γίνει Γιατί όταν ζούσες σα θεό τιμούσαμε οι Αργίτες και τώρα πάλε στους νεκρούς μεγάλη δύναμη έχειςΓιrsquo αυτό Αχιλλέα μη χολιάς πως είσαι πεθαμένοςraquoΕίπα κι ευτύς μrsquo απάντησε με λυπημένα λόγιαlaquoΔυσσέα για το θάνατο μη με παρηγορήσειςΘα ᾽θελα να ᾽μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω σε αφέντη δίχως κτήματα που ναι το βιός του λίγοπαρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους-Μόνrsquo έλα τώρα να μου πεις για το λεβέντη γιο μουστη μάχη αν πρώτος χύνεται ή πίσω κοντοστέκειΠες μου και για τον ξακουστό πατέρα μου ότι ξέρεις στους Μυρμιδόνες βασιλιάς ανίσως είναι ακόμαή πια δεν τον ψηφά κανείς στη Φθία και στην Ελλάδαγιατί τον καταπόνεσαν τα γηρατειά τα μαύραΑ και βοηθός του να ᾽φτανα κάτω απrsquo το φως του ήλιουτέτοιος ως ήμουν μια φορά μες στην πλατιά την Τροία που παλικάρια θέριζα τους Αχαιούς βοηθώνταςΝά ᾽φτανα τέτοιος μια στιγμή στο πατρικό μου σπίτιθα τρέμανε όλοι σύσσωμοι τrsquo ανίκητά μου χέριαόσοι το γέρο τυραγνούν και την αρχή του αρπάζουνraquoΕίπε κι ευτύς τrsquo απάντησα κι εγώ με δυο μου λόγια laquoΤίποτε για το γέρο σου Πηλέα εγώ δεν ξέρωμα για το Νεοπτόλεμο τrsquo αγαπητό παιδί σουτην πάσα αλήθεια θα σου πω καθώς κι εσύ τrsquo ορίζειςΟ ίδιος μrsquo ένα ισόμετρο καράβι μου απrsquo τη Σκύροτον έφερα στους Αχαιούς τους πολεμοθρεμμένους

λ 518λ 519λ 520λ 521λ 522λ 523λ 524λ 525λ 526λ 527λ 528λ 529λ 530λ 531λ 532λ 533λ 534λ 535λ 536λ 537λ 538λ 539λ 540λ 541λ 542λ 543λ 544λ 545λ 546λ 547λ 548λ 549λ 550λ 551λ 552λ 553λ 554λ 555λ 556λ 557λ 558λ 559λ 560λ 561λ 562λ 563λ 564λ 565λ 566λ 567λ 568λ 569

Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίαςπρώτος μιλούσε πάντα αυτός μήτε έσφαλλε στο λόγοΜονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσαΚι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμποπίσω δεν έστεκε ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους μον πάντα εμπρός χυνότανε άφταστος στην ορμή τουκαι θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχηςΚι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσωόσους ο γιος σου σκότωσε βοηθώντας τους Αργίτεςφτάνει που τον Ευρύπυλο γιο ήρωα του Τηλέφου με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μrsquo αυτόν Κητιώτεςπου γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκαΑυτόν μετά απrsquo το Μέμνονα τον πιο λεβέντη που είδαΚαι στrsquo άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοιπου το ᾽χε φτιάσει ο Επειός κι εγώ όλη τη φροντίδα είχα νrsquo ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοιτα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απrsquo το φόβοΌμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσειη όψη του η ροδόθωρη για δάκρυα να σφουγγίσει μα απrsquo τrsquo άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρηκιrsquo όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάριψηλάφαε την καταστροφή της Τροίας μελετώνταςΚαι του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρογύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι με δόξα και με λάφυρα δίχως από κοντάρινα χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρειως γίνεται στον πόλεμο που χάρη εκεί δεν έχειraquoΕίπα και γύρναε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέαμε δρασκελιές θεόρατες στrsquo ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη πόλεγα το γιο του παλικάριΣτέκανε οι άλλες οι ψυχές εκεί των πεθαμένωνπερίλυπες και καθεμιά τον πόνο της ρωτούσεΜόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώναστεκόντανε παράμερα χολιώντας για τη νίκη που στα καράβια κέρδισα μαζί του πολεμώνταςγια τrsquo ᾽Αχιλλέα τrsquo άρματα πού ᾽χε βαλμένα η Θέτηκι έκριναν τα Τρωόπουλα κι η Αθηνά η ΠαλλάδαΜα τέτοιο αγώνα ας ήτανε ποτέ να μην κερδίσωΓιατί για κείνα η μαύρη γης σκέπασε τέτοιον άντρα τον Αίαντα που στο σπαθί και στο κορμί περνούσεόλους τους άλλους Δαναούς μετά απrsquo τον ΑχιλλέαΜα εγώ με λόγια μαλακά του μίλησα και του ᾽πα˙laquoΑίαντα του λιοντόκαρδου του Τελαμώνα θρέμμαμήτε νεκρός το πάθος σου δεν ξέχασες που μου ᾽χειςγιrsquo αυτά τα έρμα τrsquo άρματα που τα ᾽βγαλε στη μέσηγια συμφορά των Αχαιών μεγάλη ο γιος του Κρόνουπου τέτοιο κάστρο χάσαμε κι όλοι σε κλαίμε πάνταπου πέθανες ως κλάψαμε και το γοργό ΑχιλλέαΌμως δε φταίει άλλος κανείς μόνο ο μεγάλος Δίας που το στρατό κατάτρεξε των Αχαιών περίσσιακαι σrsquo έριξε στη μαύρη γη Μόνrsquo έλα βασιλιά μου

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 11: ραψωδια λ

λ 518λ 519λ 520λ 521λ 522λ 523λ 524λ 525λ 526λ 527λ 528λ 529λ 530λ 531λ 532λ 533λ 534λ 535λ 536λ 537λ 538λ 539λ 540λ 541λ 542λ 543λ 544λ 545λ 546λ 547λ 548λ 549λ 550λ 551λ 552λ 553λ 554λ 555λ 556λ 557λ 558λ 559λ 560λ 561λ 562λ 563λ 564λ 565λ 566λ 567λ 568λ 569

Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίαςπρώτος μιλούσε πάντα αυτός μήτε έσφαλλε στο λόγοΜονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσαΚι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμποπίσω δεν έστεκε ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους μον πάντα εμπρός χυνότανε άφταστος στην ορμή τουκαι θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχηςΚι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσωόσους ο γιος σου σκότωσε βοηθώντας τους Αργίτεςφτάνει που τον Ευρύπυλο γιο ήρωα του Τηλέφου με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μrsquo αυτόν Κητιώτεςπου γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκαΑυτόν μετά απrsquo το Μέμνονα τον πιο λεβέντη που είδαΚαι στrsquo άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοιπου το ᾽χε φτιάσει ο Επειός κι εγώ όλη τη φροντίδα είχα νrsquo ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοιτα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απrsquo το φόβοΌμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσειη όψη του η ροδόθωρη για δάκρυα να σφουγγίσει μα απrsquo τrsquo άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρηκιrsquo όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάριψηλάφαε την καταστροφή της Τροίας μελετώνταςΚαι του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρογύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι με δόξα και με λάφυρα δίχως από κοντάρινα χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρειως γίνεται στον πόλεμο που χάρη εκεί δεν έχειraquoΕίπα και γύρναε η ψυχή του φτερωτού Αχιλλέαμε δρασκελιές θεόρατες στrsquo ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη πόλεγα το γιο του παλικάριΣτέκανε οι άλλες οι ψυχές εκεί των πεθαμένωνπερίλυπες και καθεμιά τον πόνο της ρωτούσεΜόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώναστεκόντανε παράμερα χολιώντας για τη νίκη που στα καράβια κέρδισα μαζί του πολεμώνταςγια τrsquo ᾽Αχιλλέα τrsquo άρματα πού ᾽χε βαλμένα η Θέτηκι έκριναν τα Τρωόπουλα κι η Αθηνά η ΠαλλάδαΜα τέτοιο αγώνα ας ήτανε ποτέ να μην κερδίσωΓιατί για κείνα η μαύρη γης σκέπασε τέτοιον άντρα τον Αίαντα που στο σπαθί και στο κορμί περνούσεόλους τους άλλους Δαναούς μετά απrsquo τον ΑχιλλέαΜα εγώ με λόγια μαλακά του μίλησα και του ᾽πα˙laquoΑίαντα του λιοντόκαρδου του Τελαμώνα θρέμμαμήτε νεκρός το πάθος σου δεν ξέχασες που μου ᾽χειςγιrsquo αυτά τα έρμα τrsquo άρματα που τα ᾽βγαλε στη μέσηγια συμφορά των Αχαιών μεγάλη ο γιος του Κρόνουπου τέτοιο κάστρο χάσαμε κι όλοι σε κλαίμε πάνταπου πέθανες ως κλάψαμε και το γοργό ΑχιλλέαΌμως δε φταίει άλλος κανείς μόνο ο μεγάλος Δίας που το στρατό κατάτρεξε των Αχαιών περίσσιακαι σrsquo έριξε στη μαύρη γη Μόνrsquo έλα βασιλιά μου

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 12: ραψωδια λ

λ 570λ 571λ 572λ 573λ 574λ 575λ 576λ 577λ 578λ 579λ 580λ 581λ 582λ 583λ 584λ 585λ 586λ 587λ 588λ 589λ 590λ 591λ 592λ 593λ 594λ 595λ 596λ 597λ 598λ 599λ 600λ 601λ 602λ 603λ 604λ 605λ 606λ 607λ 608λ 609λ 610λ 611λ 612λ 613λ 614λ 615λ 616λ 617λ 618λ 619λ 620λ 621

να μιληθούμε δάμασε το πάθος της καρδιάς σουraquoΕίπα μα δε μrsquo απάντησε και στο πνηχτό σκοτάδιροβόλησε με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων Τότε θα μου μιλούσε αυτός κι ας ήταν θυμωμένοςμα μου λαχτάραε η καρδιά στα τρυφερά μου στήθιανα ιδώ τριγύρω τις ψυχές των άλλων πεθαμένωνΤο Μίνω τότε γνώρισα γιο ξακουστό του Δίασκήπτρο στο χέρι να κρατά και τους νεκρούς να κρίνει κι εκείνοι γύρω στον κριτή το δίκιο τους ζητούσανάλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μες στον πλατύπυλο ΆδηΈπειτα τον Ωρίωνα εκεί είδα τον πελώριοπου σαλαγούσε τα θεριά στrsquo ασφοδελό λιβάδι˙όσα στrsquo απάτητα βουνά τα ᾽χε σκοτώσει ο ίδιος κι ένα ματσούκι χάλκινο πάντα άσπαστο βαστούσεΤον Τιτυό της Γης το Γιο της δοξασμένης είδαεννιά να πιάνει στρέμματα στο χώμα ξαπλωμένοςκαι δυο καρτάλια δίπλα του τον τρώγαν το συκώτιτα σωθινά του ψάχνοντας μήτε έβρισκε βοήθεια γιατί είχε απλώσει στη Λητώ του Δία τη συγκοιμήτραγια την Πυθώ όταν πήγαινε το Πανοπιό περνώνταςΤότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέταισε λίμνη ορθός και το νερό στα γένια του χτυπούσεκαι διψασμένος στέκονταν κι ούτε να πιει μπορούσε γιατί σαν έσκυβε να πιει με μια λαχτάρα ο γέροςέφευγε αμέσως το νερό κι η γη τrsquo αναρουφούσεκαι μαύρη κάτω φαίνονταν στα πόδια του φραγμένηΔέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τουςδροσάτες αχλαδιές ροδιές μηλιές γεμάτες μήλασυκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον καρπό τουςκι όταν ο γέρος έκανε τα χέρια του νrsquo απλώσειμες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε ο αέραςΕκεί είδα και το Σίσυφο σrsquo ένα μεγάλο αγώναβράχο πελώριο να βαστά στα δυο γερά του χέρια Χέρια και πόδια στύλωνε στη γη για να τον σπρώξεισε μια κορφή Κι ότι έμελλε στην άκρη ενός να φτάσειέστρεφε πίσω ορμητικά τότε ο πελώριος βράχοςκαι κάτω πάλε στα ριζά κατρακυλούσε ο έρμοςΠάλε ξανά αγωνίζονταν να τον γυρίσει πίσω κι έτρεχε ο ίδρος κι άγγιζε το χώμα η κεφαλή τουΤότε είδα και το φάντασμα του ξακουστού Ηρακλέαπου χαίρεται μες στrsquo αγαθά με τους ουράνιους όλουςκι απόχτησε γυναίκα του την κρουσταλλόποδη Ήβηκόρη της χρυσοσάνταλης της Ήρας και του Δία Γύρω του αχούσαν οι νεκροί σαν τα πουλιά που ολούθεπετούν περίτρομα Κι αυτός σαν το θολό σκοτάδικρατούσε το δοξάρι του γεμάτο με σαΐτακι άγρια θωρούσε δείχνοντας πώς θέλει να το ρίξειΓύρω στα στήθια φοβερό χρυσό λουρί φορούσε απάνω με παράδοξες εικόνες σκαλισμένοαρκούδες αγριογούρουνα σπιθόβολα λιοντάριαμάχες πολέμους σκοτωμούς φόνους αντρειωμένωνΈτσι άλλο δε ματάκαμε μήτε θα ξαναφτάσει

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι

Page 13: ραψωδια λ

λ 622λ 623λ 624λ 625λ 626λ 627λ 628λ 629λ 630λ 631λ 632λ 633λ 634λ 635λ 636λ 637λ 638λ 639λ 640

όποιος σrsquo εκείνο το λουρί την τέχνη του είχε βάλει Με γνώρισε όπως έστρεψε τα μάτια του και μrsquo είδεκι έτσι θρηνώντας μου ᾽λεγε με λυπημένα λόγιαlaquoΓιε του Λαέρτη θεϊκέ πολύτεχνε Δυσσέαα δύστυχε και συ ακλουθάς την άπονη σου μοίραπου αυτή κι εμένα μrsquo έφερνε κάτω απrsquo το φως του ήλιου Μεγάλες είδα συμφορές κι ας ήμουν γιος του Δίαγιατί σrsquo αφέντη δούλευα πολύ κατώτερό μουκαι μου ᾽βαζε τους πιο σκληρούς αγώνες να τελέψωΜrsquo έστειλε μια φορά κι εδώ το σκύλο να του φέρωγιατί δε βρήκε πιο βαρύ να μου προστάξει αγώναΜα εγώ του τον ανέβασα τον έβγαλα απrsquo τον Άδηκαθώς μrsquo οδήγησε ο Ερμής κι η Αθηνά η ΠαλλάδαraquoΈτσι είπε κι έφυγε έπειτα μες στο βαθύ τον Άδηκι έμεινα ασάλευτος εγώ μην έρθει καρτερώνταςάλλος κανείς οπλαρχηγός πού ᾽χανε πριν πεθάνει Θα rsquoβλεπα εκεί τους πιο παλιούς τους ήρωες που ποθούσατων αθανάτων τους δυο γιους Θησέα και Περίθομα πρώτα εκεί συνάζονταν φάρες νεκρών χιλιάδεςμrsquo ένα μεγάλο αλαλαγμό που κέρωσα απrsquo το φόβοτρέμοντας μήπως της Γοργώς του φοβερού τεράτουτην κεφαλή απrsquo τα Τάρταρα μου στείλει η ΠερσεφόνηΤράβηξα αμέσως στο Γοργό καράβι και τους ναύτεςπρόσταξα απάνω νrsquo ανεβούν και τα σκοινιά να λύσουνΚι εκείνοι αμέσως πήδησαν και κάθισαν στους μπάγκουςΣτα κύματα του Ωκεανού κυλούσε το καράβι με τα κουπιά του στην αρχή στερνά με πρίμο αγέρι