Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

41
6 Ηδύφωνο www.simerini.com.cy Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα “Δ εν υπάρχει κανένα μέρος στον κόσμο όπου θα ανή- κω όταν θα φύγω. Δεν θα ξέρω το σωστό από το λά- θος όταν θα φύγω. Δεν θα με βρείτε να τραγουδώ αυτό το τραγούδι όταν θα φύγω. Οπότε πρέπει να το κάνω όσο είμαι ακόμα εδώ». Με αυτούς τους στίχους όπου έμελλαν να είναι και προ- φητικοί, ένας από τους μεγαλύτερους τρα- γουδοποιούς της δεκαετίας του ’60 έδινε έμπρακτα το δικό του μοναδικό στίγμα στην ίσως πιο βρώμικη περίοδο που διένυσε η Αμερική. Ο λόγος για τον Phil Ochs όπου έβαλε τέλος στην ζωή του στις 9 Απριλίου του 1976 έχοντας πρώτα προλάβει να πει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια δια- μαρτυρίας που γράφτηκαν ποτέ για τα κοινωνικά εγκλήματα που συνέβαιναν στην αντίπερα όχθη. Γεννημένος στο Ελ Πάσο του Τέξας τον Δεκέμβρη του ’40 ο νεαρός Phil έδειξε τις μουσικές του ικανότητες από τα χρόνια της εφηβείας μιας και ήταν μεγάλο ταλέ- ντο στο κλαρινέτο. Αν και στο σχολείο τα μουσικά του μονοπάτια ορίζονταν στην κλασική παιδεία, ο Ochs έστηνε αφτί στο ραδιόφωνο ακούγοντας τους rock n roll μύθους, Buddy Holly, Elvis Presley κα- θώς και τους folk τραγουδοποιούς Hank Williams, Johnny Cash, κ.ά. Αργότερα και μπαίνοντας στο Πανεπιστήμιο όπου ήθελε μετά μανίας να σπουδάσει δημοσιογραφία ήρθε αντιμέτωπος καταλυτικά με τα τρα- γούδια του Woody Guthrie, Pete Seeger και πιο πολύ του Bob Gibson που ήταν και η μεγαλύτερη επιρροή του. Το ταξίδι στη folk 1962 και φεύγοντας για την Νέα Υόρκη, ο Ochs δίνει μια υπόσχεση στους δικούς του λέγοντας τους πως θα γίνει ο μεγαλύτερος folk τραγουδοποιός της χώρας. Ξεκινά να παίζει ζωντανά με την κιθάρα του σε διά- φορα νυχτερινά folk clubs, υπαίθριους χώ- ρους και όπου αλλού μπορούσε να στηθεί μια κιθάρα και μια φωνή. Η στιχομυθία των τραγουδιών του καταπιάνεται έντονα με τον πόλεμο του Βιετνάμ, τα πολιτικά κι εργασιακά δικαιώματα και για οτιδήποτε έχει να κάνει με την κοινωνική αδικία και τον παραλογισμό. Τραγούδια διαμαρτυ- ρίας ή καλύτερα τραγούδια επικαιρότητας όπως προτιμούσε να τα αποκαλεί ο ίδιος. «Ένας μελωδικός δημοσιογράφος», όπως βαφτίστηκε, αντλώντας τα θέματά του από τους New York Times και το Newsweek. Με τις live εμφανίσεις του «χτίζει» όνομά και παίρνει μια θέση στο πάνθεον των με- γαλύτερων folk τραγουδοποιών της επο- χής. Για δύο συνεχόμενες χρονιές 1963 – 64 καλείται στο πασίγνωστο Newport Folk Festival και παίζει δίπλα σε ονόμα- τα όπως οι Peter, Paul and Mary, Joan Baez και Bob Dylan. Με τον τελευταίο θα αναπτυχθεί μια φιλία όπου θα κρα- τήσει χρόνια, ενώ την επόμενη χρονιά ο Phil Ochs δεν θα είναι παρών στο ίδιο - κι όπως εξελίχθηκε επεισοδιακό φεστι- βάλ - όπου ο Dylan εμφανίστηκε με μια ηλεκτρική κιθάρα παίζοντας το Maggie’s Farm με τους φανατικούς οπαδούς από κάτω να τον αποκαλούν Ιούδα. Ο Ochs υπερασπίστηκε τον Dylan για εκείνη την εμφάνιση, θαυμάζοντας το θάρρος του και βλέποντας τις μουσικές εποχές που έρχονταν για να αλλάξουν. Τα «τραγούδια επικαιρότητας» Την τριετία 1964-66 θα κυκλοφορήσει τρία ισάριθμα άλμπουμ: All the News That’s Fit to Sing, I Ain’t Marching Anymore και Phil Ochs in Concert. Κάθε δίσκος εί- ναι καλύτερος από τον προηγούμενο και τα «τραγούδια επικαιρότητας» αρχίζουν να σιγοσφυρίζονται από αρκετά χείλη. Η Αμερική βλέπει τα όνειρά της για ειρήνη και κατάπαυση του πυρός στο Βιετνάμ να γκρεμίζονται με τη δολοφονία του Kennedy, το ίδιο και ο Ochs, που όμως δεν το βάζει κάτω. Πιστεύει πως η μουσική του μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Οι τρεις πρώτοι του δίσκοι στιχουργικά δεν δειλιάζουν πουθε- νά. Μιλούν κατευθείαν στον απλό κόσμο, είναι γεμάτοι σάτιρα και αγανάκτηση, ενώ η κιθάρα φτιάχνει λιτά κι απέριττα κομμά- τια με τον στίχο να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Στέκεται δίπλα στους ανθρακω- ρύχους, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων κατά τον πόλεμο, είναι στην εμπροσθοφυλακή πορειών για τα ερ- γασιακά και ανθρώπινα δικαιώματα. Όσο πιο διάσημος γίνεται, τόσο μεγαλώνει και ο κοινωνικοπολιτικός του ακτιβισμός. Φεύγει από την Electra rec. και υπογράφει στην Α&Μ όπου «στεγαζόταν» και η φίλη του Joan Baez. Θα κυκλοφορήσει άλλα τέσσερα άλμπουμ και συγκεκριμένα από το 1967 ώς το ’70. Αλλάζει τον ήχο του σε πιο pop – folk μονοπάτια πιστεύοντας πως θα γίνει ευρύτερα γνωστός απευθυνόμενος σε πιο mainstream ακροατήρια. Χαριτολογώντας παρουσιάζει τον εαυτό του ως ένα μείγμα Elvis Presley και Che Guevara. Στο οπι- σθόφυλλο του Greatest Hits (1970) όπου πρόκειται για κανονικό άλμπουμ και όχι συλλογή, αυτοσαρκάζεται γράφοντας 50 fans cant’ be wrong παρωδώντας την περι- βόητη συλλογή του «βασιλιά» 50,000,000 Elvis Fans Can’t Be Wrong. Γίνεται φανε- ρό πως ζητάει κάτι παραπάνω από το να είναι ο Τραγουδιστής των Διαμαρτυριών. Έχοντας οργανώσει ο ίδιος (και με μεγάλη επιτυχία) το 1967 δύο μεγάλα συλλαλη- τήρια στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες με τίτλο «The War Is Over», δίνοντας στον κόσμο ένα αισιόδοξο μήνυμα για το τέλος του πολέμου, βλέποντας τις δολοφονίες του Martin Luther King και Robert Kenndy την αμέσως επόμενη χρονιά, καθώς και την εκλογή Nixon, ο Phil Ochs αρχίζει να απογοητεύεται. Η αρχή της κατάθλιψης Το όνειρό του πως η μουσική μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αρχίζει να καταβαρα- θρώνεται. Είναι κάπου εκεί που έρχεται η κατάθλιψη και η διπολική διαταραχή, «δώρο κληρονομιάς» από τον πατέρα του. Αποφασίζει πως θέλει να δει τον κόσμο και το ’71 φεύγει για τη Χιλή όπου στέκει στο πλευρό του Victor Jara, folk τραγου- δοποιού και υποστηρικτή του Allende. Αρχίζει να ξαναπιστεύει στη δύναμη του κόσμου και της μουσικής, αλλά η ψυχο- λογική του κατάσταση μαζί με το αλκοόλ και τα χάπια όπου έχει αρχίσει να κατα- ναλώνει σε μεγάλες ποσότητες συνεχί- ζουν το ταξίδι του. Δύο χρόνια αργότερα μεταβαίνει στην Αφρική και κάπου στην Τανζανία τού επιτίθενται, τον κλέβουν και προσπαθούν να τον στραγγαλίσουν. Με- τά από τέσσερις ώρες αναισθησίας σε ένα χωράφι στο πουθενά, ξυπνά, αλλά έχει χάσει το εύρος των φωνητικών του χορ- δών. Επιστρέφει πίσω στην πατρίδα, αλ- λά η κατάθλιψη τον έχει καταρρακώσει. Οργανώνει μια συναυλία για τον λαό της Χιλής και των ηρώων του, Victor Jara και Salvador Allende που δολοφονήθηκαν άγρια. Το 1975 ο πόλεμος στο Βιετνάμ τε- λειώνει και στο Central Park μαζεύονται 100 χιλιάδες κόσμου να το γιορτάσουν. Ο Phil Ochs τραγουδά μαζί με την Baez το υπέροχο There But Fortune, ενώ ο ίδιος κλείνει την γιορτή με το The War Is over. Η Baez θα ομολογήσει χρόνια αργότερα πως ο Ochs σε εκείνο το φεστιβάλ ήταν συνέχεια θλιμμένος. Η πορεία προς το τέλος Η διπολική διαταραχή, του βγαίνει με τον πιο άγριο τρόπο. Επινοεί μια περσόνα με το όνομα John Butler Train και ωσάν τρελός προφήτης του δρόμου που κοιμάται συ- νέχεια έξω διαδίδει στον κόσμο ότι δολο- φόνησε τον Phil Ochs. Τρομοκρατεί τους φίλους του, πίνει ασταμάτητα χάπια και αλ- κοόλ, κυκλοφορεί με ένα σφυρί στο χέρι και μέσα στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Αφού αρνείται να νοσηλευτεί, μετακομίζει στο σπίτι της αδερφής του, όπου και διαμέ- νει ήσυχος μέχρι τις 9 Απριλίου του 1976, όπου θα περάσει μια θηλιά στο λαιμό του και θα βάλει τέλος στα βάσανά του. Η στιχομυθία των τραγουδιών του καταπιάνεται έντονα με τον πόλεμο του Βιετνάμ, τα πολιτικά κι εργασιακά δικαιώματα και για οτιδήποτε έχει να κάνει με την κοινωνική αδικία και τον παραλογισμό Κυριακή 5 Απριλίου 2015 Πιο Ηχηρός απ’ όλα τα όπλα Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

description

Όλα τα άρθρα για το 2015 της στήλης "Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ" του Γιάννη Ζελιαναίου απ'το ένθετο περιοδικό Ηδύφωνο της Σημερινής Κύπρου.

Transcript of Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

Page 1: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

“Δεν υπάρχει κανένα μέρος στον κόσμο όπου θα ανή-κω όταν θα φύγω. Δεν θα ξέρω το σωστό από το λά-θος όταν θα φύγω. Δεν θα

με βρείτε να τραγουδώ αυτό το τραγούδι όταν θα φύγω. Οπότε πρέπει να το κάνω όσο είμαι ακόμα εδώ». Με αυτούς τους στίχους όπου έμελλαν να είναι και προ-φητικοί, ένας από τους μεγαλύτερους τρα-γουδοποιούς της δεκαετίας του ’60 έδινε έμπρακτα το δικό του μοναδικό στίγμα στην ίσως πιο βρώμικη περίοδο που διένυσε η Αμερική. Ο λόγος για τον Phil Ochs όπου έβαλε τέλος στην ζωή του στις 9 Απριλίου του 1976 έχοντας πρώτα προλάβει να πει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια δια-μαρτυρίας που γράφτηκαν ποτέ για τα κοινωνικά εγκλήματα που συνέβαιναν στην αντίπερα όχθη.

Γεννημένος στο Ελ Πάσο του Τέξας τον Δεκέμβρη του ’40 ο νεαρός Phil έδειξε τις μουσικές του ικανότητες από τα χρόνια της εφηβείας μιας και ήταν μεγάλο ταλέ-

ντο στο κλαρινέτο. Αν και στο σχολείο τα μουσικά του μονοπάτια ορίζονταν στην κλασική παιδεία, ο Ochs έστηνε αφτί στο ραδιόφωνο ακούγοντας τους rock n roll μύθους, Buddy Holly, Elvis Presley κα-θώς και τους folk τραγουδοποιούς Hank Williams, Johnny Cash, κ.ά. Αργότερα και μπαίνοντας στο Πανεπιστήμιο όπου ήθελε μετά μανίας να σπουδάσει δημοσιογραφία ήρθε αντιμέτωπος καταλυτικά με τα τρα-γούδια του Woody Guthrie, Pete Seeger και πιο πολύ του Bob Gibson που ήταν και η μεγαλύτερη επιρροή του.

Το ταξίδι στη folk1962 και φεύγοντας για την Νέα Υόρκη, ο Ochs δίνει μια υπόσχεση στους δικούς του λέγοντας τους πως θα γίνει ο μεγαλύτερος folk τραγουδοποιός της χώρας. Ξεκινά να παίζει ζωντανά με την κιθάρα του σε διά-φορα νυχτερινά folk clubs, υπαίθριους χώ-ρους και όπου αλλού μπορούσε να στηθεί μια κιθάρα και μια φωνή. Η στιχομυθία των τραγουδιών του καταπιάνεται έντονα με τον πόλεμο του Βιετνάμ, τα πολιτικά κι εργασιακά δικαιώματα και για οτιδήποτε έχει να κάνει με την κοινωνική αδικία και τον παραλογισμό. Τραγούδια διαμαρτυ-ρίας ή καλύτερα τραγούδια επικαιρότητας όπως προτιμούσε να τα αποκαλεί ο ίδιος. «Ένας μελωδικός δημοσιογράφος», όπως βαφτίστηκε, αντλώντας τα θέματά του από τους New York Times και το Newsweek. Με τις live εμφανίσεις του «χτίζει» όνομά και παίρνει μια θέση στο πάνθεον των με-

γαλύτερων folk τραγουδοποιών της επο-χής. Για δύο συνεχόμενες χρονιές 1963 – 64 καλείται στο πασίγνωστο Newport Folk Festival και παίζει δίπλα σε ονόμα-τα όπως οι Peter, Paul and Mary, Joan Baez και Bob Dylan. Με τον τελευταίο θα αναπτυχθεί μια φιλία όπου θα κρα-τήσει χρόνια, ενώ την επόμενη χρονιά ο Phil Ochs δεν θα είναι παρών στο ίδιο - κι όπως εξελίχθηκε επεισοδιακό φεστι-βάλ - όπου ο Dylan εμφανίστηκε με μια ηλεκτρική κιθάρα παίζοντας το Maggie’s Farm με τους φανατικούς οπαδούς από κάτω να τον αποκαλούν Ιούδα. Ο Ochs υπερασπίστηκε τον Dylan για εκείνη την εμφάνιση, θαυμάζοντας το θάρρος του και βλέποντας τις μουσικές εποχές που έρχονταν για να αλλάξουν.

Τα «τραγούδια επικαιρότητας»Την τριετία 1964-66 θα κυκλοφορήσει τρία ισάριθμα άλμπουμ: All the News That’s Fit to Sing, I Ain’t Marching Anymore και Phil Ochs in Concert. Κάθε δίσκος εί-ναι καλύτερος από τον προηγούμενο και τα «τραγούδια επικαιρότητας» αρχίζουν να σιγοσφυρίζονται από αρκετά χείλη. Η Αμερική βλέπει τα όνειρά της για ειρήνη και κατάπαυση του πυρός στο Βιετνάμ να γκρεμίζονται με τη δολοφονία του Kennedy, το ίδιο και ο Ochs, που όμως δεν το βάζει κάτω. Πιστεύει πως η μουσική του μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Οι τρεις πρώτοι του δίσκοι στιχουργικά δεν δειλιάζουν πουθε-νά. Μιλούν κατευθείαν στον απλό κόσμο,

είναι γεμάτοι σάτιρα και αγανάκτηση, ενώ η κιθάρα φτιάχνει λιτά κι απέριττα κομμά-τια με τον στίχο να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Στέκεται δίπλα στους ανθρακω-ρύχους, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων κατά τον πόλεμο, είναι στην εμπροσθοφυλακή πορειών για τα ερ-γασιακά και ανθρώπινα δικαιώματα. Όσο πιο διάσημος γίνεται, τόσο μεγαλώνει και ο κοινωνικοπολιτικός του ακτιβισμός. Φεύγει από την Electra rec. και υπογράφει στην Α&Μ όπου «στεγαζόταν» και η φίλη του Joan Baez. Θα κυκλοφορήσει άλλα τέσσερα άλμπουμ και συγκεκριμένα από το 1967 ώς το ’70. Αλλάζει τον ήχο του σε πιο pop – folk μονοπάτια πιστεύοντας πως θα γίνει ευρύτερα γνωστός απευθυνόμενος σε πιο mainstream ακροατήρια. Χαριτολογώντας παρουσιάζει τον εαυτό του ως ένα μείγμα Elvis Presley και Che Guevara. Στο οπι-σθόφυλλο του Greatest Hits (1970) όπου πρόκειται για κανονικό άλμπουμ και όχι συλλογή, αυτοσαρκάζεται γράφοντας 50 fans cant’ be wrong παρωδώντας την περι-βόητη συλλογή του «βασιλιά» 50,000,000 Elvis Fans Can’t Be Wrong. Γίνεται φανε-ρό πως ζητάει κάτι παραπάνω από το να είναι ο Τραγουδιστής των Διαμαρτυριών. Έχοντας οργανώσει ο ίδιος (και με μεγάλη επιτυχία) το 1967 δύο μεγάλα συλλαλη-τήρια στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες με τίτλο «The War Is Over», δίνοντας στον κόσμο ένα αισιόδοξο μήνυμα για το τέλος του πολέμου, βλέποντας τις δολοφονίες του Martin Luther King και Robert Kenndy

την αμέσως επόμενη χρονιά, καθώς και την εκλογή Nixon, ο Phil Ochs αρχίζει να απογοητεύεται.

Η αρχή της κατάθλιψης Το όνειρό του πως η μουσική μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αρχίζει να καταβαρα-θρώνεται. Είναι κάπου εκεί που έρχεται η κατάθλιψη και η διπολική διαταραχή, «δώρο κληρονομιάς» από τον πατέρα του. Αποφασίζει πως θέλει να δει τον κόσμο και το ’71 φεύγει για τη Χιλή όπου στέκει στο πλευρό του Victor Jara, folk τραγου-δοποιού και υποστηρικτή του Allende. Αρχίζει να ξαναπιστεύει στη δύναμη του κόσμου και της μουσικής, αλλά η ψυχο-λογική του κατάσταση μαζί με το αλκοόλ και τα χάπια όπου έχει αρχίσει να κατα-ναλώνει σε μεγάλες ποσότητες συνεχί-ζουν το ταξίδι του. Δύο χρόνια αργότερα μεταβαίνει στην Αφρική και κάπου στην

Τανζανία τού επιτίθενται, τον κλέβουν και προσπαθούν να τον στραγγαλίσουν. Με-τά από τέσσερις ώρες αναισθησίας σε ένα χωράφι στο πουθενά, ξυπνά, αλλά έχει χάσει το εύρος των φωνητικών του χορ-δών. Επιστρέφει πίσω στην πατρίδα, αλ-λά η κατάθλιψη τον έχει καταρρακώσει. Οργανώνει μια συναυλία για τον λαό της Χιλής και των ηρώων του, Victor Jara και Salvador Allende που δολοφονήθηκαν άγρια. Το 1975 ο πόλεμος στο Βιετνάμ τε-λειώνει και στο Central Park μαζεύονται 100 χιλιάδες κόσμου να το γιορτάσουν. Ο Phil Ochs τραγουδά μαζί με την Baez το υπέροχο There But Fortune, ενώ ο ίδιος κλείνει την γιορτή με το The War Is over. Η Baez θα ομολογήσει χρόνια αργότερα πως ο Ochs σε εκείνο το φεστιβάλ ήταν συνέχεια θλιμμένος.

Η πορεία προς το τέλος Η διπολική διαταραχή, του βγαίνει με τον πιο άγριο τρόπο. Επινοεί μια περσόνα με το όνομα John Butler Train και ωσάν τρελός προφήτης του δρόμου που κοιμάται συ-νέχεια έξω διαδίδει στον κόσμο ότι δολο-φόνησε τον Phil Ochs. Τρομοκρατεί τους φίλους του, πίνει ασταμάτητα χάπια και αλ-κοόλ, κυκλοφορεί με ένα σφυρί στο χέρι και μέσα στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Αφού αρνείται να νοσηλευτεί, μετακομίζει στο σπίτι της αδερφής του, όπου και διαμέ-νει ήσυχος μέχρι τις 9 Απριλίου του 1976, όπου θα περάσει μια θηλιά στο λαιμό του και θα βάλει τέλος στα βάσανά του.

Η στιχομυθία των τραγουδιών του καταπιάνεται έντονα με τον πόλεμο του Βιετνάμ, τα πολιτικά κι εργασιακά δικαιώματα και για οτιδήποτε έχει να κάνει με την κοινωνική αδικία και τον παραλογισμό

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Πιο Ηχηρόςαπ’ όλα τα όπλα

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Page 2: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Κάθε χρόνο και στις 11 του Απρίλη εί-θισται να γιορτάζεται παγκόσμια η ημέρα του Louie Louie, τραγούδι

πασίγνωστο στην rock n roll μουσική κουλτούρα και ένα από τα πιο πολυδια-σκευασμένα όλων των εποχών. Η 11η του Απρίλη είναι και η ημέρα γενεθλίων του ανθρώπου που έγραψε το τραγούδι, και ο Ήχος της Μουσικής θα γράψει την ιστορία του τραγουδιού κι έναν μικρό φόρο τιμής στον νονό του, Richard Berry.

Γεννημένος την 11η Απριλίου του 1935 στο Extension της Louisiana, o Richard Berry σε ηλικία ενός χρόνου μετακομίζει στο Los Angeles για να μείνει με τη θεία του. Από τα οκτώ του ξεκινά να παίζει πιάνο και να βγάζει κομμάτια μόνο με το αφτί, ενώ περίπου στην ίδια ηλικία θα αποκτήσει μιαν αναπηρία στα πόδια που ποτέ δεν διευκρινίστηκε αν οφειλόταν σε πολιομυελίτιδα ή αν απλώς είχε πηδήξει από κάποια ταράτσα παριστάνοντας τον αγαπημένο του Superman. Από την εφη-βεία του ξεκίνησε να τραγουδά στη χορω-δία του σχολείου, μπαίνοντας συνάμα στο line up των Flamingos, μιας R&B τοπικής μπάντας που τραγουδούσε σε εκκλησί-ες. Το 1953 θα έρθει η πρώτη επίσημη ηχογράφηση του Richard Berry και της μπάντας του The Flairs. Είναι το single “I Had Love / She wants to Rock”, τρα-γούδια που είχε γράψει ο ίδιος ο Berry. Το πρώτο άρχισε να γίνεται μεγάλη το-πική επιτυχία, ενώ το δεύτερο θα ήταν ο προάγγελος του στυλ που θα τελειοποι-ούσε μια μπάντα μετά με το όνομα The Coasters, γνωστή σήμερα στο ευρύ κοινό για το πολυπαιγμένο Down in Mexico.

Αμέτρητα τραγούδια-επιτυχίες Οι Flairs γίνονται τοπικοί μουσικοί ήρωες, κυκλοφορούν πέντε ακόμα singles, αλλά οι φήμες - όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή - λένε πως κυκλοφόρησαν κι άλλα πολλά τραγούδια με διαφορετικά ονόμα-τα. Ο Berry βρισκόταν συνέχεια μέσα σε ένα στούντιο γράφοντας τραγούδια, αφού, αν ηχογραφούνταν, θα έπαιρνε αμέσως εύκολα λεφτά. Ο ίδιος ομολογεί: «Παρα-λίγο να μην τελειώσω το σχολείο, επειδή απουσίαζα συνεχώς. Πού αλλού θα έβρι-σκες μερικά μαύρα παιδιά που μπορού-σαν να βγάλουν 50 δολάρια τη βραδιά το καθένα τραγουδώντας 4-5 τραγούδια; Δουλεύαμε 5 με 6 νύχτες σερί κι έβγαζα περισσότερα λεφτά απ’ όσα μπορούσε να βγάλει ο πατέρας μου».

Κάπως έτσι έγινε η αρχή, με τον Richard Berry να διαβαίνει τα επόμενα χρόνια γρά-φοντας αμέτρητα τραγούδια που έγιναν επιτυχίες μέσα σε ιστορίες εκμετάλλευσης

από τους μάνατζερ των δισκογραφικών και πολλές άλλες που δεν μας φτάνει ο χώρος για να τις διηγηθούμε. Τέλη του 1955 και ο Berry τραγουδούσε κάθε Κυριακή με την ορχήστρα των αδερφών Rillera σε ένα club στα νότια του Los Angeles. «Ήμουν μαζί τους πολύν καιρό. Ήταν δύο αδέλφια, ο Ricky και ο Barry Rillera, που είχαν μια δωδεκαμελή ορχήστρα. Έπαιζαν εκείνο το τραγούδι που λεγόταν “El Loco Cha Cha”. Είχε κυκλοφορήσει σε δίσκο με τον Rene Touzet και είχε εκείνη την εισαγωγή που πήγαινε «ντα, ντα, ντα-ντα, ντα». Μου είχε κολλήσει στο μυαλό. Εν τω μεταξύ ο Chuck Berry είχε βγάλει τότε το Havana Moon, το οποίο επίσης με επηρέ-ασε. Ήταν σε ρυθμό calypso και το τραγουδούσε με τζαμαϊκανή προ-φορά. Νομίζω ότι εκείνα τα δύο τραγούδια αποτέλεσαν τη βασική μου πηγή για να γράψω το Louie Louie στα τέλη του ’55».

Βγαίνει το Louie LouieΕδώ έχουμε μια ιστορική ανακρίβεια, που ο Berry δεν διευκρίνισε ποτέ. Είναι μάλλον απίθανο να επηρεάστηκε από το Havana Moon του συνονόματού του, διότι το εν λόγω κομμάτι ηχογρα-φήθηκε και κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα. Οι ασάφειες και τα χρονο-λογικά μπερδέματα που υπάρχουν σε υποτίθεται σοβαρά βιβλία για το Louie Louie δίνουν και παίρνουν. Όπως και

να ’χει, μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου του 1956 ο Richard Berry περνάει το κα-τώφλι των στούντιο Hollywood Recorders για να ηχογραφήσει το ιστορικό κομμάτι μαζί με τα “You look so good”, “Rock Rock Rock” και ‘Sweet Sugar You”.

Απρίλης του 1957 και το Louie Louie θα κυκλοφορήσει ως b side από την Flip Rec. με κωδικό 321. Στην πρώτη πλευ-ρά υπάρχει η διασκευή στο “You are my

sunshine”. Το τραγούδι αρέσει πολύ και την ίδια περίοδο ξανακυκλοφορεί ως δεύ-τερο single και πάλι από τη Flip (με τον ίδιο κωδικό 321) με b side αυτήν τη φο-ρά το Rock Rock Rock. Ο Richard Berry, μην έχοντας και πολλά λεφτά εκείνη την περίοδο, πιάνει δουλειά στη Monarch rec. σπάζοντας τους δίσκους που επέ-στρεφαν από τα δισκάδικα, διότι δεν πή-γαιναν καλά εμπορικά! Ο πασίγνωστος dj της εποχής Hunter Hancock, που έπαιζε μόνο Rhythm n Blues, έκανε κάτι πρωτό-γνωρο για τα δεδομένα της ραδιοφωνικής εποχής. «Τώρα θα κάνουμε κάτι που δεν έχουμε ξανακάνει, έχουμε αυτό τον δίσκο του Richard Berry, είναι η δεύτερη πλευ-ρά τού You are my sunshine. Πήραμε τό-σα τηλεφωνήματα γι’ αυτό τραγούδι που θα το παίζουμε κάθε μία ώρα ακριβώς!».

Έπαιζε κάθε μία ώρα!Επί μία εβδομάδα έπαιζαν το Louie Louie κάθε μία ώρα ακριβώς! Ο Berry άκουγε τους συναδέλφους του να του φωνάζουν: «Μεγάλε, είσαι διάσημος, παίζουν το τρα-γούδι σου συνέχεια, είναι επιτυχία, τι τη θέλεις αυτήν τη δουλειά μέσα στο κρύο;», κι ο Berry απαντούσε: «Δεν έχω κάνει κα-μία επιτυχία, ακόμη κι αν είναι επιτυχία, εγώ δεν βγάζω λεφτά».

Το Louie Louie θα γίνει τεράστια επι-τυχία στο San Francisco και θα πουλήσει κοντά στα 130.000 αντίτυπα, ο Berry θα παρατήσει τη δουλειά του και θα ξεκινήσει μια περιοδεία μαζί με τον Bobby Bland

και τον Junior Parker. Κάπου εκεί θα ανα-καλύψει τη soul και θα αρχίσει να γράφει τραγούδια σε αυτό το ύφος. Ο υπεύθυνος της δισκογραφικής του, Max Feirtag, έχει άλλα σχέδια. «Δεν θέλω τη soul σου, το μόνο που θέλω είναι να πουλάω δίσκους, γράψε μου άλλο ένα Louie Louie». Τσαντι-σμένος ο Berry τού απαντάει: «Εντάξει, θα σου γράψω άλλη μία σαχλαμάρα». Η σα-χλαμάρα που έγραψε ήταν το Have Love, Will Travel, επηρεασμένος από το Have Gun, Will Travel που παιζόταν εκείνη την περίοδο στην τηλεόραση, και γνώρισε κι αυτό τεράστια επιτυχία, με αμέτρητες δια-σκευές μέσα στα επόμενα χρόνια.

Σαν τον… ΦρανκενστάινΤο Louie Louie έμελλε να γίνει παγκό-σμια επιτυχία όχι από τον άνθρωπο που το είχε γράψει, αλλά από τη διασκευή των Kingsmen το 1964. Τα τελευταία λόγια τούτου του άρθρου ανήκουν στον ίδιο τον Richard Berry: «Κολακεύτηκα όταν έγινε επιτυχία, αλλά μετά πικράθηκα. Εγώ ήμουν ο συνθέτης, αλλά όλα εκείνα τα εκα-τομμύρια δολάρια πήγαιναν στην τσέπη κάποιου άλλου. Αν το σκεφτόμουν πολύ, μπορεί να είχα τρελαθεί ή να σκότωνα κα-νέναν. Όλοι αναρωτιόντουσαν πού είναι τα λεφτά και η κουρσάρα μου. Τι να τους έλεγα; Ότι είχα πουλήσει το τραγούδι για 700 δολάρια; Το Louie Louie είναι σαν το τέρας του Φρανκενστάιν. Όλοι θυμούνται το τέρας, αλλά κανένας δεν θυμάται τον βαρόνο Φρανκενστάιν».

Μεγάλο Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Επί μία εβδομάδα έπαιζαν το Louie Louie κάθε μία ώρα ακριβώς! Ο Berry άκουγε τους συναδέλφους του να του φωνάζουν: «Μεγάλε, είσαι διάσημος, τι τη θέλεις αυτήν τη δουλειά μέσα στο κρύο;»

BERRYRI

CHAR

D

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

O κύριος Louie Louie

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 10/04/15 15:05

Page 3: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Με αφορμή το φετινό άλ-μπουμ του Bob Dylan (Shadows in the Night), που εμπεριέχει 10 κλα-σικά τραγούδια – δια-

σκευές πάνω σε κομμάτια που έκανε διάσημα ο Frank Sinatra, ο «Ήχος της Μουσικής» ρίχνει μια ματιά στις πρώτες ηχογραφήσεις του τραγουδοποιού ή πιο συγκεκριμένα που είδαμε για πρώτη φορά το όνομά του σημειωμένο σε κάποιο άλ-μπουμ, μισό αιώνα και τρία χρόνια πριν.

Ο Robert Allen Zimmerman, όπως είναι και το πραγματικό του όνομα, το 1960 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη αφού έχει παρατήσει τις σπουδές του κι αφού έχει ήδη προλάβει να φτιάξει τις δικές του μπάντες στο κολέγιο. Ένας από τους πολ-λούς λόγους είναι ότι θέλει να επισκεφθεί το είδωλό του, Woody Guthrie, που νο-σηλευόταν εκείνη την περίοδο στο νοσο-κομείο. Φυσικά και το κάνει, ενώ ξεκινά να εμφανίζεται σε μικρά καφέ της πόλης με τη διάσημη φυσαρμόνικα και κιθάρα του παίζοντας κυρίως διασκευές αγαπη-μένων του folk τραγουδοποιών καθώς και bluesmen. Ενώ κατά τη δεκαετία του ’50 η τρέλα του calypso επηρέαζε από τα rhythm n blues μέχρι τους crooner της εποχής, το όλο πράγμα στα γεννοφάσκια της καινούργιας μουσικής εποχής άρχιζε να ξεθυμαίνει, λόγω φυσικά και των πο-λιτικών καταστάσεων.

Η συνεργασία με τον BelafonteΈνας από τους μουσικούς που ήθελε να κάνει στροφή στον ήχο του ήταν και ο Harry Belafonte, ίσως ο πιο προσοδοφό-ρος μαύρος τραγουδιστής, με τα κομμάτια του να εμπερικλείουν την jazz, τα blues, τη folk και τη μουσική της Καραϊβικής σε ένα pop λουστραρισμένο φτιασίδωμα. Είναι η άνοιξη του 1961 και ο Belafonte θα μπει στα στούντιο της RCA για να ηχο-γραφήσει το νέο του άλμπουμ σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις από το προη-γούμενό του “Jump up Calypso” που είχε κυκλοφορήσει την ίδια χρονιά. Προσλαμ-βάνει μια ολιγομελή ορχήστρα, τον Hugo Montenegro στην παραγωγή (διάσημος συνθέτης soundtracks), κι έναν εικοσά-χρονο πιτσιρικά για να παίξει φυσαρμό-νικα στο τραγούδι που θα ανοίξει και θα βαφτίσει το δίσκο. Ο δίσκος και το κομμάτι ονομάζονται “The Midnight Special”, ενώ ο πιτσιρικάς, που έχει αλλάξει το επίθε-τό του, λόγω της αγάπης του για τον με-γάλο Ουαλό ποιητή Dylan Thomas, δεν είναι κανένας άλλος από τον θαυμαστή του Woody Guthrie. Ο περιβόητος πα-ραγωγός της RCA, Bob Bollard, όταν πια έχει ολοκληρωθεί η ηχογράφηση του δί-σκου κι έχοντας ακούσει το τελικό απο-τέλεσμα, ξεκινάει γράφοντας στο σημεί-ωμα που προοριζόταν για οπισθόφυλλο του άλμπουμ: «Αυτό το άλμπουμ αρχίζει με έναν μοναχικό φυσαρμονικίστα που φυσάει με όλη του την ψυχή μέσα σε μια φτηνιάρικη φυσαρμόνικα». Οι ήχοι που ανοίγουν το «The Midnight Special» και βάζουν τα υπόλοιπα όργανα καθώς και τη φωνή του Belafonte στη σειρά προέρ-χονται από τον Bob Dylan, το εικοσάχρο-νο αγόρι από την Duluth της Minnesotta που περιπλανιόταν στους δρόμους και τα καφέ της Νέας Υόρκης με την κιθάρα του και μια φυσαρμόνικα στην τσέπη για να βγάλει μερικά δολάρια. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που έμπαινε σε ένα επαγγελματικό στούντιο για να ηχογρα-φήσει και θα έδειχνε την προσωπικότητά του με τον πιο αυθάδη τρόπο. Οι τελειομα-

νείς Belafonte και Montenegro ζητούν από τον Bob Dylan να παίξει την εισα-γωγή του Midnight Special κάμποσες φορές μέχρι να τους ικανοποιήσει το αποτέλεσμα. Ο Dylan γκρινιάζει, εκνευ-ρίζεται κι ενοχλείται συνεχώς από τη στάση των δύο, με αποτέλεσμα να συμ-μετάσχει μόνο σε αυτό το κομμάτι. Θα σολάρει στη μέση του κομματιού, θα γραφτεί το όνομά του στα credits και θα φύγει από τα στούντιο της RCA με 50 κολαριστά δολάρια για να πάει να βρει την Carolyn Hester, περιβόητη folk περσόνα στις αρχές εκείνης της δεκαετίας. Belafonte και Dylan θα ξα-

νασυναντιόντουσαν κι άλλες φορές με-τέπειτα, με πιο σημαντική εκείνη που ο Martin Luther King έβγαλε τον “I Have a Dream” λόγο του.

H Carolyn HesterΗ Carolyn Hester ετοίμαζε τον τρίτο της δίσκο και συναντήθηκε με τον Dylan στο Folk City Festival, όπου συμμετείχαν και οι δύο τους με live εμφανίσεις. Η πρώτη κάθισε και του είπε για το πόσο την είχε βοηθήσει ο Buddy Holly στο ξεκίνημά της, ενώ ο δεύτερος για την επίσκεψή του στο νοσοκομείο, ώστε να γνωρί-σει τον Woody Guthrie. Η Hester είδε κάτι διαφορετικό στον Dylan σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους μουσικούς που έπαιξαν εκεί και δεν άργησε να του προτείνει να παίξει φυσαρμόνικα στον δίσκο της που θα είχε το όνομά της. Ο Dylan έπαιξε φυσαρμόνικα σε 3 τρα-γούδια. Τα Come Back Baby, σύνθεση του σπουδαίου αφροαμερικανού μπλου-ζίστα Walter Davis, και τραγούδι που πρότεινε ο ίδιος ο Dylan στην Hester για να το τραγουδήσει, το Swing and Turn Jubilee, καθώς και το I’ll Fly Away. Για την ιστορία, σε εκείνο το άλμπουμ, μπάσο έπαιζε ο πατέρας του σκηνοθέτη Spike Lee, ο Bill Lee.

Μάρτης του 1962 και στις 19 του μήνα ο Bob Dylan θα κυκλοφορούσε το ντεμπούτο του άλμπουμ με το όνομά του. Την ίδια περίοδο η «ταλαιπωρη-

μένη» μπλουζίστρια Victoria Spivey θα ιδρύσει την Spivey records και θα κυ-κλοφορήσει το “Three Kings And The Queen”. Η βασίλισσα ήταν εκείνη, ενώ οι τρεις βασιλιάδες που τη συντρόφευ-αν άκουγαν στα ονόματα Roosvelt Sykes, Lonnie Johnson και Big Joe Williams, ιερά τέρατα της Blues μουσικής. Ο Bob Dylan θα «χωθεί» ανάμεσά τους με τη φυσαρ-μόνικά του και θα κάνει backing vocals σε δύο τραγούδια. Το άλμπουμ θεωρείται αρκετά σπάνιο και δύσκολο να βρεθεί.

Το συμβόλαιο με την ColumbiaΟι χρονιές 1961 – 62 ήταν εκείνες που ο Bob Dylan αναζητούσε να ξεκινήσει το μουσικό του όχημα και το έκανε με αυτές τις πρώτες του συμμετοχές. Άρχι-σε τις πρώτες του live εμφανίσεις και σε μία από αυτές ο δημοσιογράφος Robert Shelton των «New York Times» τον είδε, έγραψε ενθαρρυντικά σχόλια, τον πρότεινε στον άνθρωπο που είχε ανακαλύψει την Billie Holiday (John Hammond) κι εκεί-νος τον έβαλε να υπογράψει συμβόλαιο με την Columbia.

Ο Bob Dylan φοράει το μαύρο του κα-σκέτο, γράφει το Song to Woody αποτί-οντας φόρο τιμής στον άνθρωπο που τον ενέπνευσε όσο κανένας άλλος μουσικά - και ποιος ξέρει τι του είπε εκείνη την ημέρα στο νοσοκομείο - ξεκινώντας μια τραγουδοποιητική εποποιία που όμοιά της σίγουρα δεν πρόκειται να ξανα-υπάρξει.

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Οι π

ρώτε

ς φορ

ές

που

είδα

το όν

ομά σ

ου

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 17/04/15 19:52

Page 4: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Καθηλωτικές μουσικές ιστορίες, μια φωνή πα-θιασμένης γυναίκας που σε κάθε της ζωντα-νή εμφάνιση σαγήνευε το κοινό σε σημείο που

ο ακροατής έχανε τον χωροχρόνο. Τρα-γούδια ερωτικά, αμφιλεγόμενα, μελο-ποιήσεις πολιτικών ποιημάτων για τα δικαιώματα των μαύρων, τις κοινωνι-κές αδικίες, το ύψωμα μιας φωνής, που η μουσική της δεν κατάφερε να κατηγο-ριοποιηθεί ποτέ. Μια από τις μεγαλύτε-ρες τραγουδίστριες που γέννησε ο προ-ηγούμενος αιώνας, η Ιέρεια της Ψυχής, η Nina Simone, που έφυγε 12 χρόνια πριν, στις 21 Απριλίου, ήρεμα και γαλή-νια στον ύπνο της.

Γεννημένη στην πόλη Tryon της Βό-ρειας Καρολίνας στις 21 Φεβρουαρίου του 1933, από τα τρία της χρόνια η μι-κρή Eunice Kathleen Waymon -όπως ήταν το πραγματικό της όνομα- κατά-φερνε κι έβγαζε τραγούδια στο πιάνο μόνον εξ ακοής. Μεγαλωμένη με εκ-κλησιαστικές αρχές, ο πατέρας της άλ-λωστε ήταν ένας πολυτεχνίτης ιερέας και η μητέρα της άκρατα συνδεδεμένη με τη θρησκεία, έμαθε από μικρή ηλικία να ξεχωρίζει το καλό από το κακό, να ζει με αξιοπρέπεια και να διεκδικεί τα αυ-τονόητα. Τις Κυριακές παίζει πιάνο στην εκκλησία, αλλά δεν τραγουδά, έχοντας μεγαλώσει πια μπορεί και παίζει τα πά-ντα μόνο και μόνο ακούγοντας τα κομ-μάτια, έστω και μια φορά.

Η μύηση στην κλασική μουσική Βλέποντας το ταλέντο της οι γονείς της προσλαμβάνουν μια καθηγήτρια πιά-νου, η οποία τη μυεί στην κλασική εκ-παίδευση. Τελειώνει το σχολείο και το μόνο που θέλει είναι να γίνει μια πρω-τοπόρος βιρτουόζος του πιάνου. Η κοι-νότητα της πόλης της μαζεύει λεφτά για να τη βάλει σε Μουσική Σχολή στη Φι-λαδέλφεια, αλλά η αίτησή της δεν γίνε-ται αποδεκτή. Η Simone θα εκμυστη-ρευτεί αργότερα πως ο λόγος που δεν μπήκε στη σχολή ήταν καθαρά θέμα ρα-τσισμού. Δεν το βάζει κάτω και αρχίζει να παραδίδει μαθήματα πιάνου σε παι-διά για να βγάλει τα προς το ζην. Στα 21 της χρόνια, και μια καθοριστική βραδιά του ‘54, η Nina Simone θα καθίσει στο πιάνο του Midtown Bar & Grill κάπου στο New Jersey, όπου γινόντουσαν ανοι-χτές ακροάσεις. Θα τραγουδήσει συνθέ-σεις των George Gershwin, Cole Porter και άλλων μεγάλων συνθετών του πα-γκόσμιου πενταγράμμου. Θα κάνει τα τραγούδια δικά της περνώντας τα μέσα από τις ρούγες της jazz, των blues και της κλασικής παιδείας της. Η φωνή της ένα βελούδινο, καθηλωτικό πέπλο, που θα σιγάσει τα πάντα μέσα στο bar. Όλοι μιλούν για την αισθαντική πιτσιρίκα με τα μεγάλα χείλη, τη δαμάστρια του κλει-δοκύμβαλου, το κορίτσι που «δουλεύ-ει στις φωτιές της κόλασης», όπως απο-καλούσε η θρήσκα μητέρα της τα μπαρ. Κάθε εμφάνισή της και μια μουσική μυ-σταγωγία. Κάπου εκεί είναι που θα πά-

ρει και το ψευδώνυμο Nina Simone. Το Nina, που στα ισπανικά σημαίνει «η μι-κρούλα», και το Simone, από τη μεγάλη Γαλλίδα ηθοποιό Simone Signoret.

Δισκογραφική απογείωση Η δισκογραφία δεν θα περίμενε καιρό και το 1958 θα υπογράψει συμβόλαιο με την Bethlehem Records, θυγατρική της King και «μουσικό σπίτι» του νονού τής soul, James Brown. Θα διαλέξει μό-νη της τα τραγούδια που θέλει να ερμη-νεύσει και ανάμεσά τους βρίσκουμε το I Loves You, Porgy που είχε πει το είδωλό της και η μεγαλύτερη επιρροή της, Billie Holiday, το μεγάλο hit της My Baby just cares for me που είχαν προλάβει πριν να τραγουδήσουν οι Nat King Cole και Count Basie μεταξύ άλλων, καθώς και το Don’t smoke in bed, σύνθεση του μου-σικού των επιτυχιών, Willard Robison. Ο δίσκος “Little Girl Blue” θα κυκλοφο-ρήσει το 1958, η συνεργασία της με την Bethlehem θα λήξει κι ένα χρόνο αρ-γότερα θα βγει το “The Amazing Nina Simone” από την Colpix, μικρό παράρ-τημα της Columbia. Η πρώτη της μεγά-λη συναυλία πραγματοποιείται στη Νέα Υόρκη κι από εκεί και πέρα η Ιέρεια της

Ψυχής θα χτίσει τον μύθο της. Οι live εμ-φανίσεις βάζουν την υπογραφή της σε τραγούδια που οι στουντιακές τους εκτε-λέσεις φαντάζουν φτωχές. Θα διασκευά-σει όλους τους μεγάλους τραγουδοποι-ούς, από Bob Dylan, Leonard Cohen μέ-χρι Gershwin και Burt Bacharach. Οι περισσότερες εμφανίσεις της θα ηχογρα-φηθούν και ειδικά εκείνες που κυκλοφό-ρησε η RCA είναι η καλύτερη απόδει-ξη τού πώς μαγνήτιζε τα πλήθη και πό-σο μοναδικά υιοθετούσε τις συνθέσεις των άλλων.

Η πολιτικοποίηση Η δεκαετία του ‘60 θα βγάλει στην επιφά-νεια όλες τις πολιτικές της ανησυχίες. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να μείνει αμέτο-χη στη «Βρόμικη Δεκαετία» της Αμερι-κής. Θα σταθεί δίπλα στους ανθρώπους της που δέχονται ανελέητες ρατσιστικές συμπεριφορές. Θα συνδεθεί φιλικά με τον jazz ποιητή Langston Hughes και θα μελοποιήσει πολιτικά του ποιήματα για τα δικαιώματα των μαύρων. Θα γράψει το ανατριχιαστικό Mississippi Goddam, ένα φόρο τιμής για τον ακτιβιστή Medgar Evers, που δολοφονήθηκε για τις πεποι-θήσεις του και θα της το απαγορέψουν.

Θα υπογράψει το Four Women, που μιλάει για 4 στερεότυπα γυναικών της αφροαμερικανικής κοινωνίας. Θα ερμη-νεύσει μοναδικά το Strange Fruit, ποί-ημα του Abel Meeropol που γράφτηκε για να καταδικάσει τον Νόμο του Λιντς ή κατ’ ευφημισμόν το λιντσάρισμα. Η Nina Simone θα πει για εκείνη την περίοδο: «Τα nightclubs ήταν βρόμικα, η δισκο-γραφία ήταν βρόμικη, η δημοφιλής μου-σική ήταν βρόμικη και το να τα μπερδέ-ψεις όλα αυτά με την πολιτική ήταν χω-ρίς νόημα και ταπεινωτικό. Όλα αυτά μέ-χρι να βγει από μέσα μου το Mississippi Goddam. Είχα πρόβλημα με τους πα-ραγωγούς. Πώς μπορείς να πάρεις τη μνήμη ενός ανθρώπου και να συμπτύ-ξεις όλα αυτά που έκανε μέσα σε τριά-μισι λεπτά; Έφυγα από αυτήν τη μουσι-κή πλευρά, δεν μου άρεσε η Μουσική Διαμαρτυρίας που παιζόταν, ανέμπνευ-στη, απλή, προσέβαλλε την αξιοπρέπεια αυτών που διαμαρτύρονταν. Ο βομβαρ-δισμός στην εκκλησία της Alabama, η δολοφονία του Medgar Evers, όλα αυτά ήρθαν και στέριωσαν βαθιά μέσα μου. Δεν υπήρχε πια γυρισμός».

Ο μύθος του liveΤη δεκαετία του ‘70 η Simone θα ταξι-δέψει παντού, από τη Λιβερία μέχρι τη Γαλλία, θα συνεχίσει τις ανατριχιαστικές live εμφανίσεις της, θα απομονωθεί, θα ξαναβγεί στο προσκήνιο και θα αφήσει κληρονομιά πάνω από 40 δίσκους στο ενεργητικό της, όπου ειδικά οι ζωντανές ηχογραφήσεις της θα μείνουν στην ιστο-ρία. Στην αυτοβιογραφία της θα γράψει: «Ο σκοπός μου ως καλλιτέχνιδος ήταν να κάνω τον κόσμο να αισθανθεί σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Είναι δύσκολο να το περιγράψεις γιατί δεν είναι κάτι που χωράει ανάλυση. Για να το καταλάβεις, πρέπει να το κάνεις. Και όταν το πιάσεις, το καταλαβαίνεις, όταν το κοινό σου εί-ναι καρφωμένο, όταν ο ηλεκτρισμός γα-ντζώνεται στην ατμόσφαιρα».

Στις 21 Απριλίου του 2003 θα φύ-γει ήρεμα στον ύπνο της κι αφού είχε ταλαιπωρηθεί αρκετά από τον καρκί-νο στο στήθος της. Μια από τις μεγαλύ-τερες φωνές του προηγούμενου αιώνα, η Μικρούλα Nina, έπαιρνε από το χέ-ρι την ψυχή της και την ιερουργούσε σε έναν άλλο κόσμο.

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Αφιέρωμα «Ο σκοπός μου ως καλλιτέχνιδος ήταν να κάνω τον κόσμο να αισθανθεί σε ένα βαθύτεροεπίπεδο. Είναι δύσκολο να το περιγράψεις, γιατί δεν είναι κάτι που χωράει ανάλυση»

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

η Ιέρεια της Ψυχής

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 24/04/15 18:33

Page 5: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

«Θέλω να ευχαρι-στήσω τους πά-ντες για το ενδια-φέρον και τις ευ-χές τους για τα-

χεία ανάρρωση. Νιώθω ήδη καλύτερα και σήμερα φεύγω από το νοσοκομείο». Με αυτά τα λόγια στις αρχές του περα-σμένου μήνα, ο άνθρωπος που έβαλε τα blues στις δισκοθήκες κάθε μουσικόφι-λου, ευχαριστούσε τον κόσμο μετά την περιπέτεια υγείας που πέρασε στα 90 πια χρόνια του. Ο Blues Boy King ή κατά κόσμον B.B. King, ήταν εκείνος που θα έβαζε ηλεκτρική κιθάρα στα blues, θα τα έβγαζε από τη σκληρή και πολλές φορές μίζερη θεματολογία τους για να κάνει τη «μουσική του Διαβόλου», όπως αποκα-λέστηκε, γνωστή στο ευρύτερο κοινό.

Μάης του 1949 και ο άνθρωπος που έβαλε φωτιά στην καριέρα του Βασιλιά Elvis Presley ηχογραφεί, για λογαρια-σμό της Modern. O B.B. King βρίσκε-ται μέσα σε εκείνο το στούντιο και ο άνθρωπός του είναι ο Sam Philips. Το ξεκίνημα όμως του μεγάλου μπλουζίστα ήταν κάπως διαφορετικό. Από τις βαμ-βακοφυτείες που δούλευε στα 16 του, τραγουδώντας παράλληλα τα gospel, μα-θαίνοντας κιθάρα στις κακόφημες γωνί-ες εκεί στην Indianola του Mississippi, ο νεαρός Riley B. King (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) θα βρεθεί να βά-ζει σαρανταπεντάρια σε ραδιοφωνικούς σταθμούς του Δυτικού Memphis. Πό-λη η οποία συγκέντρωνε πολλούς blues καλλιτέχνες όπως οι Howlin’ Wolf, Sonny Boy Williamson II και πολλοί άλλοι, οι οποίοι εκτός από το να κάνουν dj-ing έπαιζαν live, διοργανώνοντας πα-ράλληλα και μουσικούς διαγωνισμούς. Στα τέλη των ‘40s το ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιρειών μεγάλωνε για τη «μαύρη» μουσική. Τα Rhythm n Blues παιζόντουσαν στους τοπικούς σταθμούς από δισκοθέτες που ήταν και μουσικοί, οι τάσεις εξελίσσονταν και οι ανεξάρτητες εταιρείες παρακολουθού-σαν το όλο φαινόμενο μέσα από το ξε-κίνημά του. Ο νεαρός B.B. King, ένας φιλόδοξος μουσικός, έπαιρνε μέρος σε εκείνους τους μουσικούς διαγωνισμούς με την κιθάρα του, αλλά το πρόβλημά του ήταν πως δεν μπορούσε να συγ-χρονιστεί με τους υπόλοιπους που τον συνόδευαν. Αναγκάστηκε έτσι να πάρει μαθήματα από τον Robert Lockwood, ο οποίος με τη σειρά του είχε πάρει μα-θήματα από τον άνθρωπο που πούλησε την ψυχή του στον Διάβολο για να παίξει τα τέλεια blues (φυσικά μιλάμε για τον Robert Johnson). Ο Lockwood θα μολο-γήσει πως ο King ήταν ένας κακός κιθα-ρίστας και συνέχεια εκτός χρόνου!

Ξεκολλώντας από ταπαραδοσιακά μπλουζ 1949 και ο B.B. King παίρνει τη δική του εκπομπή στο WDIA. Παίζει όλες τις τελευταίες επιτυχίες των jumble blues, κομμάτια των θρύλων Amos Milburn, Little Willie Littlefield, T-Bone Walker και Louis Jordan, αποκτώντας ένα δυνα-τό όνομα στο πάνθεον των ραδιοφωνι-κών παραγωγών της εποχής. Οι ακρο-ατές του δημιουργούν έναν φανατικό πυρήνα, ενώ ο ενθουσιασμός του είναι τέτοιος που αρκετές φορές συνδέει την κιθάρα του και παίζει ζωντανά πάνω στα τραγούδια που βάζει. Η επαφή του με όλες τις τότε νέες κυκλοφορίες, τα μου-σικά είδη που αναμειγνύονταν θα ήταν καταλυτική, ώστε να ξεκολλήσει από τα παραδοσιακά βρόμικα blues. Οι εποχές που ο ήχος της ακουστικής κιθάρας ερ-χόταν σε άμεση επαφή με τον ακροατή σε καταγώγια, με τα τραγούδια να μιλούν για τα βάσανα των μαύρων περνούσαν ανεπιστρεπτί. Τα blues επιβαλλόταν πια να ακουστούν σε μεγαλύτερα ακροατή-ρια και ο ηλεκτρικός ήχος ήταν κάτι που θα τα βοηθούσε. Παραδείγματα στη μου-

σική ιστορία που κάποιος θα τολμούσε να πάει ένα είδος πιο μπροστά είναι πολ-λά. Ο Bob Dylan χρόνια αργότερα θα το ‘κανε με τα folk, που με τη σειρά του θα έβγαινε να παίξει με ηλεκτρική κιθάρα και θα τον «κρέμαγαν» ως Ιούδα.

Beale Street Blues BoyΣτους μουσικούς διαγωνισμούς που συνέχιζε να παίρνει μέρος, το παίξιμό του άρχιζε να αλλάζει. Επιρροές από την jazz, την κιθάρα του Django Reinhardt, η επαφή του με πολλούς μουσικούς και η διαδραστική τους μουσική σχέ-ση όπου πια μπορούσε να ακολουθή-σει στον σωστό χρόνο, έφεραν τον B.B. King στον ιστορικό δρόμο του Beale στο Memphis, «δρόμο» των blues. Εκεί είναι που θα αποκτήσει το παρατσούκλι Beale Street Blues Boy, το οποίο αργότερα θα αλλάξει σε Blues Boy King και τέλος B.B. King. Ο μεγάλος μουσικάνθρωπος Sam Phillips είχε ήδη καταφθάσει στο Memphis όπου θα λειτουργούσε ένα μικρό στούντιο ηχογραφήσεων. Βλέπο-ντας -όπως και σε όλη τη μετέπειτα κα-ριέρα του- τη δίψα του κόσμου για το κά-

τι άλλο, ξεκίνησε να γνωρίζεται με όλους τους μαύρους μουσικούς της περιοχής, μεταξύ αυτών και ο B.B. King. Διακρί-νει τον ξεχωριστό τρόπο που αντιμετω-πίζει τα blues και φέρνει στην πόλη τα αδέρφια Bihari της Modern Records, η οποία αργότερα θα έβαζε στο ενεργητικό της ονόματα όπως οι Etta James, Little Richard, Ike And Tina Turner και John Lee Hooker - για να υπογράψουν συμ-βόλαιο μαζί του. Ο B.B. King μπαίνει στο στούντιο και ξεκινά μια συνεργασία που θα κρατήσει 10 χρόνια.

Στο νούμερο 1 με τη «Lucille»Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1952 με το «Three O’Clock Blues», τραγούδι που είχε πει το 1946 ο σημα-ντικότατος μπλουζίστας Lowell Fulson. Το «Three O’Clock Blues» θα γίνει νούμερο 1 και η αφετηρία για όλες τις επόμενες μεγάλες επιτυχίες θα βά-λει μπροστά τη μηχανή παρέα με την αγαπημένη του κιθάρα Lucille. Όσο για την τελευταία, τα πράγματα είναι πάνω - κάτω γνωστά. Ένας άγριος τσα-κωμός σε ένα live τού King, έφερε δύο

ανθρώπους να βάζουν φωτιά στο μέρος όπου κάηκε η αγαπημένη του ακουστι-κή κιθάρα των 30 δολαρίων, την οποία δεν κατάφερε να σώσει ο σπουδαίος μπλουζίστας. Αργότερα, θα μάθει πως οι δύο άντρες μάλωσαν για μια γυναί-κα που την έλεγαν Lucille. Ο B.B. King από τότε και στο εξής θα ονομάσει όλες τις Gibson κιθάρες του με το όνομα της «πέτρας του κακού», για να του θυμίζει πως ποτέ δεν θα πρέπει να τρελαίνεται και να ξεκινάει σαματά για μία γυναί-κα. Αυτό που κατάφερε καθοριστικά ο B.B. King μέσα στα χρόνια ήταν να βά-λει τα blues στο μουσικό γίγνεσθαι που τους ανήκει. Να γίνει το εφαλτήριο ώστε μουσικόφιλοι -που ακούνε τους ήχους και όχι τις ταμπέλες- να ανακαλύψουν όλους εκείνους τους τρανούς μπλουζί-στες πριν απ’ αυτόν, τις βρόμικες ηχο-γραφήσεις, τα εργατικά τραγούδια της σκλαβιάς, τις ιστορίες του πόνου και των κακουχιών, στίχους σαν τον παρακάτω που λένε: «Όταν μια γυναίκα νιώθει τα blues, σκύβει το κεφάλι και κλαίει, όταν ένας άντρας νιώθει τα blues, αρπάζει ένα τρένο φορτηγό και ταξιδεύει».

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Αφιέρωμα Αυτό που κατάφερε καθοριστικά ο B.B. King μέσα στα χρόνια ήταν να βάλει τα blues στο μουσικό γίγνεσθαι που τους ανήκει. Να γίνει το εφαλτήριο, ώστε οι μουσικόφιλοι

να ανακαλύψουν όλους εκείνους τους τρανούς μπλουζίστες πριν απ’ αυτόν

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 01/05/15 19:15

Page 6: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Παρουσίαση Το βινύλιο μπορεί για πολλούς να επέστρεψε, αλλά για κάποιους άλλους δεν έφυγε ποτέ, η βελόνα

ακουμπάει στην πρώτη αυλακιά, ένα ταξίδι ήχου ξεκινά

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Ο σημερινός «Ήχος της Μουσικής» δεν θα κατα-πιαστεί με κάποιο αφιέ-ρωμα τραβώντας τη μη-χανή του χρόνου πίσω

στα έργα και τις ημέρες ενός μουσικού που επηρέασε τους ήχους όπως τους ακούμε σήμερα, αλλά θα αποτίσει φόρο τιμής στο format που φυσικά δεν επέ-στρεψε, διότι δεν έφυγε και ποτέ.

Η βούληση των εταιρειών και της βιομηχανίας, να υποκινεί τις μάζες όπου θέλει, ήτανε πάντοτε κερδισμένη. Ένα νέο προϊόν καταφθάνει στην αγο-ρά και με την κατάλληλη διαφήμιση, ακόμα κι εκείνος που δεν είναι ενδια-φερόμενος, θα τρέξει από περιέργεια να το αποκτήσει, να το δοκιμάσει, να απαρ-νηθεί τα δικά του «θέλω», που πολύ αμφισβητώ αν στις μάζες υπάρχουν σε συνειδητό επίπεδο. Όσοι μεγαλώσαμε ακούγοντας μουσική και ψάχνοντας τα πάντα γύρω από αυτήν, ξεκινήσαμε με τις αντιγραμμένες κασέτες, όπου συνή-θως ένα compilation tape ή ακόμα κι ένα ολόκληρο άλμπουμ ερχόταν στον κόσμο μας μέσα από τα μικρά ηχεία του κασετοφώνου. Αργότερα (όχι και πολύ), ο χώρος των συνοικιακών δι-σκάδικων έγινε το δεύτερο σπίτι μας και με το πρώτο χαρτζιλίκι ο οβολός μας κατετίθετο στο πολυπόθητο βινύ-λιο. Οι πρώτοι δίσκοι των Pink Floyd, η μπανάνα των Velvet Underground, το φερμουάρ στο Sticky Fingers των Rolling Stones, το απαγορευμένο εξώ-φυλλο του Appetite for Destruction των Guns ‘n Roses και πολλά άλλα ακό-

μη άλμπουμ ξεκίνησαν να γίνονται ει-κονίσματα του βίου μας. Η πρώτη επα-φή ενός μουσικόφιλου πιτσιρικά με το βινύλιο μπορεί να είναι άκρως «κατα-στροφική». Ο εθισμός ανεπίστρεπτος, η οικονομική ευμάρεια των γονιών του να βρεθεί σε κρίση, η απομόνωσή του με τις μάζες φυσιολογική, η παρέα με άλλα junkies - βινυλιολάτρες αναπό-φευκτη. Εποχές που η μόνη μουσική ενημέρωση προερχόταν από περιο-δικά, fanzines, ραδιόφωνα και από τα credits στα εσώφυλλα και τα οπισθό-φυλλα των άλμπουμ.

Μουσική μέσα από το βινύλιοΝα ψάξεις τους μουσικούς, να αποκρυ-πτογραφήσεις τους στίχους, να βρεθείς αντιμέτωπος με τις εταιρείες ηχογρα-φήσεων και τις θυγατρικές τους, ο κό-σμος σου να γίνει η μουσική, ένας μαγι-κός μικρόκοσμος μέσα σε έναν «άσχη-μο» και δύσκολο μεγαλόκοσμο, εκεί-νον της εφηβείας. Οι βόλτες από δισκά-δικο σε δισκάδικο, οι πωλητές-γκου-ρού που σε έκριναν με τη ματιά τους, τα γραμμάρια και οι γρατζουνιές του βινυ-λίου, τα μεταχειρισμένα εξώφυλλα με σημειώσεις στα τραγούδια, τα σκισμέ-να οπισθόφυλλα και η απόκτηση ενός άλμπουμ δύο και τρεις φορές, επειδή οι αυλακιές καταστράφηκαν από τα πολλά παιξίματα πάνω στο πικάπ. Γε-νιές και γενιές έμαθαν μουσική μέσα από τα βινύλια, από τον ήχο αυτών και ύστερα… ύστερα η σαρωτική επέλαση των compact discs, όπου θα έφερνε το τέλος του αγαπημένου μας format.

Κανένα τέλος. Ολόκληρες δισκοθήκες πωλούνται για να αντικατασταθούν σε cd, οι μεγάλες δισκογραφικές σταμα-τούν να κόβουν βινύλια, συγκροτήματα και μουσικοί των αρένων τυπώνουν τα νέα τους άλμπουμ μόνο στο καινούρ-γιο format που πουλάει σαν ζεστό καρ-βέλι (που λέει και το κλισέ), τα πάντα έρχονται να ισοπεδωθούν στον βωμό της νέας ψηφιακής εποχής. Οι μάζες καταναλώνουν, αλλά ως συνήθως οι λίγοι αντιστέκονται. Μπορεί τα ράφια των δισκοπωλείων που φιλοξενού-σαν βινύλια να συρρικνώνονται και να αντικαθίστανται για να φιλοξενήσουν το νέο είδος, αλλά τα βινύλια δεν φεύ-γουν. Πάνε στο πίσω δωματιάκι, στον μικρότερο χώρο, σαν παρίες περιθω-ριοποιούνται, στέκουν στριμωγμένα σε ελάχιστα εκατοστά ύλης που τα φιλοξε-νεί κι ο αγοραστής πια φαντάζει ωσάν περίεργος τύπος. Μικρά δισκοπωλεία θα κλείσουν, μεγάλα πολυκαταστήμα-τα που δεν έχουν καμία σχέση με τη μουσική θα ανοίξουν, στις ταινίες ο πρωταγωνιστής δεν τραβάει ένα δίσκο από το ράφι να το ακουμπήσει στη βε-λόνα, αλλά με μια κίνηση του χεριού σε ένα ηχοσύστημα πολλών δολαρίων ξεκινά να παίζει ένα cd. Το βινύλιο εξα-φανίζεται για τους πολλούς, για τους λίγους, όμως, όχι. Μικρές δισκογρα-φικές ανά τον κόσμο, που συνήθως τις διαχειρίζονται δύο και τρία άτομα, συ-νεχίζουν να τυπώνουν νέα άλμπουμ σε βινύλιο, σαρανταπεντάρια και δωδε-κάιντσα δεν σταματάνε την παραγωγή τους, μικρή μεν, αλλά υπάρχει.

Ρομαντισμός και vintage Οι πιστοί αγοραστές δεν φεύγουν, συνε-χίζουν να ρίχνουν τον οβολό τους σε τα-μεία μικρών δισκοπωλείων, στηρίζο-ντας τη νέα μουσική πάνω σε ένα παλιό format. Μεσαίου μεγέθους μπάντες και καλλιτέχνες, βλέποντας το βινύλιο ως κάτι ρομαντικό και vintage, τυπώνουν σε λιγοστά αντίτυπα τις δουλειές τους, για να ικανοποιήσουν ένα ανένταχτο κοινό που αρνείται τον ψηφιακό ήχο, που συνεχίζει να μουρμουράει την ατάκα: «Όταν βγει σε βινύλιο θα το αγο-ράσω». Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ένα ανανεωτικό είδος μου-σικής (post rock) θα αναγεννηθεί μέσα από αυτές τις μικρές δισκογραφικές που επιμένουν να τυπώνουν βινύλια. Προς τα μέσα των zeros το αγαπημένο μας format θα ξεκινήσει να παίρνει την ανιούσα. Οι πωλήσεις δειλά-δειλά αυξά-νονται, ο ερχομός της Record Store Day κάθε τρίτο Σάββατο του Απρίλη έρχε-ται να γιορτάσει και να θυμίσει πως τα μικρά ανεξάρτητα δισκοπωλεία υπάρ-χουν και στηρίζουν το βινύλιο, ο ερχο-μός του mp3 που ρίχνει σταδιακά κι εντέλει κατακόρυφα τις πωλήσεις του cd, η νέα digital download γενιά, μου-σικές διαδικτυακές πλατφόρμες όπου ο μουσικός ανεβάζει τα άλμπουμ του προς ελεύθερη ακρόαση, όλα αυτά κι άλλα τόσα συνωμοτούν στην επάνοδο του βινυλίου ως ενός format και πάλι χειροπιαστής μουσικής, ενός φετίχ, ενός είδους αναλογικού gadget για τις γενιές που δεν το γνώρισαν ποτέ. Η ιστορία επαναλαμβάνεται από την αντί-

θετη πλευρά αυτήν τη φορά. Εκείνοι που πούλησαν τις δισκοθήκες τους, τις ξαναγοράζουν πίσω, οι μεγάλες εταιρεί-ες αρχίζουν να ξανατυπώνουν βινύλια νέων άλμπουμ, συγκροτήματα και μου-σικοί των αρένων επανεκδίδουν τους δίσκους τους σε βινύλιο καθώς και τις καινούργιες τους δουλειές, νέα μικρά δισκοπωλεία ανοίγουν, πολυκαταστή-ματα κλείνουν, ενώ πια ο πρωταγωνι-στής στις ταινίες ακουμπάει ξανά τη βε-λόνα στον δίσκο και στο background του δωματίου του στέκει ως σκηνικό ξα-νά μια περήφανη δισκοθήκη. Η Record Store Day καταντάει ένα πανηγύρι, μιας και γίνεται αντικείμενο καπηλείας από τις πολυεθνικές και μια νέα γενιά γνω-ρίζει για πρώτη φορά τον πραγματικό ήχο της μουσικής.

Στην Κύπρο, τους τελευταίους μή-νες οργανώνονται παζαράκια βινυλί-ων, μικρά δισκοπωλεία με μεταχειρι-σμένα δραστηριοποιούνται στις πόλεις όπως το Δισκάδικο ο Μάγος στη Λευ-κωσία, το Παλαιοβιβλιοπωλείο ο Τα-ξιδευτής στη Λεμεσό, κ.ά. που αξίζει να τα επισκεφθείτε και πάνω απ’ όλα να τα στηρίξετε. Το βινύλιο μπορεί για πολ-λούς να επέστρεψε, αλλά για κάποιους άλλους δεν έφυγε ποτέ, η βελόνα ακου-μπάει στην πρώτη αυλακιά, ένα ταξίδι ήχου ξεκινά κι όπως είπε κάποτε κι ο Jack White: «Το βινύλιο είναι αλη-θινό μεγαλείο. Αν δεν αγοράσεις έναν δίσκο, δεν έχεις στην πραγματικότητα αποκτήσει ένα άλμπουμ. Δεν είναι κά-τι ρετρό ή ρομαντικό από το παρελθόν. Είναι ακόμα ζωντανό».

Το βινύλιοεπέστρεψε (!;)

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 08/05/15 21:59

Page 7: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Ο ήχος της μουσικής ΑφιέρωμαΚυριακή 17 Μαΐου 2015

Α ν ο Jim Morrison ήταν ο επαναστάτης μέσα στους Doors, ο Ray Manzarek ή Raymond Daniel Manczarek Jr.

(όπως ήταν το βαφτιστικό του) ήταν εκείνος που μαζί με την υπόλοιπη μπάντα κρατούσε τα χαλινάρια, ώστε να μονιάσει τους στίχους με τις ενορ-χηστρώσεις σε μια μουσική ιστορία, τα κεφάλαια της οποίας είναι πάνω-κάτω γνωστά για ένα από τα μεγαλύτερα συ-γκροτήματα που ξέβγαλε η rock n roll μυθολογία.

Μανιώδης συλλέκτης έργων τέ-χνης, με ιδιαίτερη προτίμηση στους Ρώσους κονστρουκτιβιστές, την αφρι-κανική «πρωτόγονη» τέχνη και τους ζωγράφους της Άπω Ανατολής, ο Ray Manzarek προτού βρεθεί να διαμένει στο ίδιο δωμάτιο με τον Jim Morrison και με τη μέχρι τον θάνατό του (2 χρό-νια πριν και στις 20 Μαΐου) γυναίκα του Dorothy Aiko Fujikawa, μεγάλωσε στο Chicago τη δεκαετία του ‘50, όταν τα blues κυριαρχούσαν στα αμερικανι-κά ραδιόφωνα και τα μικρά clubs. Μου-σικές που θα επηρέαζαν το παίξιμό του στα keyboards, όπως τα ακούσαμε με τους Doors κι έπειτα από το τέλος αυ-τών με διάφορα μουσικά projects που θα σχημάτιζε ή στα οποία θα συμμετεί-χε. «Ήθελα να περάσω το άρωμα του Muddy Waters, του Howlin’ Wolf, του John Lee Hooker και όλων των μεγά-λων καλλιτεχνών των blues. Να διο-χετεύσω στον ήχο μου στοιχεία κλα-σικής μουσικής, γι’ αυτό μελετούσα έργα για πιάνο του Bach, συνθέσεις του Stravinski και γενικότερα όλα τα θραύ-

σματα παραφροσύνης και δύναμης της ρωσικής σχολής. Λάτρευα τους ήχους που έβγαιναν από τα χείλη του Miles Davis και του John Coltrane, καθώς κι από τα δάκτυλα του Bill Evans στο πιά-νο. Ανακάτεψα όλα αυτά τα ερεθίσματα και αρώματα, ώστε να βγει ο αναγνωρί-σιμος ήχος από το δικό μου keyboard».

Το ξεκίνημα όμως του Ray Manzarek έμελλε να γίνει πάνω από μισό αιώνα πριν, πίσω από τα πλήκτρα και μπροστά από το μικρόφωνο. Βρι-σκόμαστε πενήντα τέσσερα χρόνια πί-σω, λοιπόν, και στην πόλη των αγγέλων μια πεντάδα νεαρών τα κύρια μέλη της οποίας ήταν δύο αδέρφια, ανέβαινε στις μικρές σκηνές του Los Angeles ξεσηκώ-νοντας τις κορασίδες και τους άρρενες, παίζοντας κυρίως διασκευές γκαράζ και μπλουζ τραγουδιών της εποχής. Το συγκρότημα αποτελούνταν από τους αδερφούς Manczarek, Rick και Jim, στο όργανο και στη φυσαρμόνικα αντίστοι-χα, τον Patrick Stonier στο σαξόφωνο, τον Roland Biscaluz στο μπάσο και τον Vince Thomas στα ντραμς. Μια χρο-νιά αργότερα ήρθε να προστεθεί στην μπάντα ο τρίτος και νεότερος αδερφός Manczarek με το πλήρες του όνομα να είναι Raymond Daniel Manczarek, όπως γράψαμε και στο ξεκίνημα. Η δουλειά του νεαρού Raymond ήταν να παίζει τα πλήκτρα και να τραγουδά τις διασκευές που ξεσήκωναν τη νεολαία, καθώς και τα δύο-τρία δικά τους κομμά-τια που είχε συνθέσει η πεντάδα. Εκείνο το μουσικό όχημα είχε το όνομα Rick & the Ravens και ο Raymond Daniel Manczarek, λόγω των ουρλιαχτών που έκανε σε κύρια σημεία των συνθέσεων και κυρίως σε τραγούδια των Smokey

Robinson και Willie Dixon, αποκόμισε το παρατσούκλι Screamin’ Ray Daniels, χτίζοντας ένα σχετικό όνομα στη μουσι-κή πιάτσα με την εκρηκτική ερμηνεία του. Η χρονιά γράφει 1965, ο Ray συγκα-τοικεί με την Dorothy, παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου στο Πανεπιστήμιο UCLA, συναντιέται και γνωρίζεται καθο-ριστικά με τον Morrison, ενώ συνεχίζει τα live με την μπάντα. Οι εμφανίσεις των Rick & the Ravens γνωρίζουν μια σχε-τική επιτυχία και σε συνάρτηση με την ιδιαίτερη φωνή του Raymond επιτρέ-πουν στο συγκρότημα να μπει στα στού-ντιο της Aura Records και να ηχογραφή-σει τα τρία πρώτα του σαρανταπεντάρια, που θα ήταν και τα τελευταία τους! Soul Train / Geraldine το παρθενικό τους, Henrietta / Just For You το δεύτερό τους και Big Bucket “T” / Rampage το στερ-νό τους, με τις ετικέτες των singles να γράφουν πως το πλήρες όνομα της μπά-ντας ήταν Ray Daniels feat. Rick & the Ravens και με τον Manczarek να ‘χει πάρει εμφανώς τα ηνία της μπάντας ως μπροστάρης της.

Η συνεύρεση με τον MorrisonΤο καθοριστικό συμβάν, που θα άλλα-ζε και τον ρουν της παγκόσμιας μου-σικής ιστορίας, έμελλε να συμβεί σε μιαν από τις ζωντανές εμφανίσεις των Rick & the Ravens και παράλληλα θα διαμόρφωνε την αλλαγή της πορείας του συγκροτήματος μια για πάντα. Ο Manczarek σε εκείνο το live εντοπίζει κάτω στο κοινό τον Jim Morrison και τον προτρέπει να ανεβεί στη σκηνή μαζί του, ώστε να τραγουδήσει μια δι-ασκευή στο Louie Louie. Ο άγνωστος τότε Morrison ερμηνεύει τη σύνθεση

του Richard Berry (ο άνθρωπος που έγραψε το Louie Louie) με μοναδικό πάθος και μια καθηλωτική ερμηνεία, που αναγκάζει τον Manczarek να τον προσκαλέσει, ώστε να γίνει μόνιμο μέ-λος του συγκροτήματος.

Οι καινούργιοι Rick & the Ravens με την προσθήκη του John Densmore στα τύμπανα, κάποια Patricia Sullivan στο μπάσο και τα τρία αδέρφια Manzarek -ενώ πια όλοι είχαν αφαι-ρέσει το c από τα επίθετά τους- ξανα-μπαίνουν στο στούντιο ηχογραφώντας τα “Go Insane”, “Moonlight Drive”, “Summer’s Almost Gone”, “End of the Night”, “Hello I Love You”, και “My Eyes Have Seen You”. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί Manzarek δυσανασχετούν με τις εκτελέσεις των καινούργιων τραγου-διών βρίσκοντάς τα μυστηριωδώς σκο-τεινά και στοιχειωμένα από την ερμη-νεία του ξενιστή τραγουδιστή. Οι Rick & the Ravens, όμως, ανήκουν δικαιωμα-τικά στον νεότερο αδερφό Ray, που επι-βάλλει πράγματα και καταστάσεις. Τα μεγάλα αδέρφια θα αποχωρήσουν απο-γοητευμένα από το συγκρότημα για να χαθούν στη λήθη, το ίδιο και η Patricia, που το μπάσο της αντικαταστάθηκε από το νέο «παιχνίδι» του Ray Manzarek, ένα Fender Rhodes Piano Bass. Στο line up θα έρθει να προστεθεί ο κιθαρίστας Robby Krieger και η ιστορία της rock n roll με τη βοήθεια των μεγάλων συγ-γραφέων William Blake και Aldous Huxley θα γράψει άλλα κεφάλαια, πιο μεγάλα και πιο σημαντικά, που θα ξεση-κώσουν και θα ξεσηκώνουν για πολλές δεκαετίες, ακόμα, νεανίες και μη.

Την ιστορία, όμως, από δω και πέρα σίγουρα την ξέρετε όλοι σας.

Unknown SoldierTHE Ray ManzaRek

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Αφιέρωμα Η μουσική πορεία του ανθρώπου που δημιούργησε μαζί με τον Jim Morrison την πραγματικότητα και τον μύθο των Doors

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 15/05/15 20:09

Page 8: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Ο ήχος της μουσικής ΑφιέρωμαΚυριακή 24 Μαΐου 2015

Αρχηγός της επονομα-ζόμενης Rat Pack (που ξεκίνησε ο Humphrey Bogart), η οποία εμφα-νίστηκε στο πανί όλη

μαζί στο αυθεντικό Ocean’s Eleven με τη σύνθεσή της να γράφει: Frank Sinatra, Dean Martin, Sammy Davis, Jr., Peter Lawford και Joey Bishop. Υπέροχος ως junkie στον «Άνθρω-πο με το Χρυσό Χέρι» του μεγάλου σκηνοθέτη Otto Preminger, ταινία βασισμένη στο βιβλίο του εραστή της Simone de Beauvoir, Nelson Algren. Κάτοχος χρυσού αγαλματιδίου για την ερμηνεία του στο From Here to Eternity. Πατέρας τριών παιδιών, με την κόρη του Nancy Sinatra να κάνει μια λαμπρή καριέρα έχοντας δίπλα της τον Lee Hazlewood να της γράφει σπουδαία και διαχρονικά τραγούδια. Εραστής της Ava Gardner, όπου για χάρη της δοκίμασε πολλές φορές να βάλει τέλος στη ζωή του! Παρ’ ολίγον νεκρός, όταν ένα κύμα στη Χαβάη το 1963 τον κατάπιε και τον ξέρασε, ώστε να συνεχίσει την ερμηνευτική εποποι-ία του. Ο μπεκρής Frankie, o Frankie Machine, ο γυναικάς Frankie, ο ξερο-κέφαλος, ο gentleman, ο μαφιόζος, ο ρεπουμπλικάνος, ο jazz drummer, αλ-λά πάνω απ’ όλα o τραγουδιστής Frank Sinatra, που λίγο πριν φύγει για την αιωνιότητα στις 14 Μαΐου του 1984 ψέλλισε στη γυναίκα του μέσα στο νο-σοκομείο: «Νομίζω πως τώρα χάνω», έφυγε νικητής σε μια ζωή που τα είχε

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

frankHdyfono_6-7_inn.indd 6 22/05/15 21:47

Page 9: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

Ηδύφωνο7

www.simerini.com.cy

Ο ήχος της μουσικής ΑφιέρωμαΚυριακή 24 Μαΐου 2015

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

1915-1998όλα, μα πάνω απ’ όλα η φωνή του έμει-νε και θα μείνει να την ακούμε εσαεί.

Ένα βροχερό απόγευμα του 1967 ο Paul Anka ακούει στο ραδιόφωνο ένα γαλλικό τραγούδι με τον τίτλο Comme d’habitude, σύνθεση των Claude François και Jacques Revaux. Η μελω-δία κολλάει στα χείλη του, αρπάζει χαρ-τί και μολύβι, γράφει τους δικούς του στίχους πάνω στη μουσική που ουδε-μία σχέση έχουν με τους αυθεντικούς, ονομάζει το τραγούδι My Way και περι-γράφει τη ζωή ενός άντρα ο οποίος αντι-μετωπίζει τη θνητότητά του με αξιοπρέ-πεια και ακέραιη ειλικρίνεια στο γέρμα της ζωής του. Ο Paul Anka αποφασίζει να παραχωρήσει το πιο ξακουστό του τραγούδι στον Frank Sinatra, κι όταν χρόνια αργότερα ερωτάται γι’ αυτή του την πράξη, απαντάει αφοπλιστικά πως το έκανε, γιατί «δεν ήθελε κάποια μέ-ρα να βρει το κεφάλι ενός αλόγου στο κρεβάτι του»! Θα ‘ναι ιδιαίτερα αφελής όποιος πιστεύει πως μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα στην ιστορία της μουσικής και του κινηματογράφου πέτυχαν αυτά που πέτυχαν μονάχα με την αξία τους. Ο υπόκοσμος ανέκαθεν κινούσε τα νήματα εκεί που υπήρχαν οι μαύρες σακούλες με τα πολλά λεφτά. Ο Frank Sinatra, όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες των ’50s και ’60s (σαν τον Frankie Valli), συνέδεσαν το όνομά τους με τη μαφία, στιγματίστηκαν κάποιες φορές από δημόσιες εμφανίσεις τους δίπλα σε νονούς της νύχτας, αλλά κανέ-νας από όλους αυτούς που θα άντεχαν

στον χρόνο και δεν θα βρισκόταν δολο-φονημένος σε κάποιο πορτμπαγκάζ, δεν θα έπαιρνε αυτό που του άξιζε, αν η φωνή και οι καθοριστικές μουσικές επιλογές του δεν έδειχναν τα κότσια τους στον νόμο της καλλιτεχνικής, βι-ομηχανικής ζούγκλας. Ο Frankie ήταν ένας από αυτούς και, αν τα σενάρια, οι παραφιλολογίες και οι φάκελοι που κρατούν οι μυστικές υπηρεσίες είναι πολλοί για τις σχέσεις του με τη «νύ-χτα», η αλήθεια είναι πως τα έκανε όλα με τον δικό του τρόπο.

Ο ιδιαίτερα χαρισματικός τρόπος του να ερμηνεύει όλα τα τραγούδια που του ανέθεταν και να τα κάνει δι-κά του μέσα από μια κινηματογραφι-κή ερμηνεία, ήταν μοναδικός. Από τις πιο μελιστάλαχτες μελωδίες μέχρι τα πιο μοναχικά τραγούδια για τον αν-θρώπινο πόνο, από τα κομμάτια των ερωτικών εξάψεων μέχρι εκείνα για τις διαλυμένες καρδιές από έρωτα, ο Frank Sinatra εξύψωνε την ψυχή, ανέ-νηφε τον θεό της αγάπης, έχοντας πά-ντα στο πλάι του όλους τους μεγάλους συνθέτες και στιχουργούς να του δί-νουν τα αριστουργήματά τους. Τραγού-δησε Cole Porter, Rodgers and Hart, Johnny Mercer, Gordon Jenkins και πολλούς άλλους, που ακόμα και μετά τη φυγή του από την Capitol τούς πήρε μαζί του στη δική του δισκογραφική Reprise. Στο βιβλίο «Από έναν Ψίθυρο σε μια Κραυγή», ο μουσικός ιστορικός Barney Hoskins θα γράψει για την ερ-μηνεία του: «Πιο πολύ απ’ όλες τις φω-

νές, η δική του ήταν εκείνη που χάρισε αξιοπρέπεια στη μοναξιά, κάνοντάς την όχι μόνο υποφερτή, αλλά και θετικά ρο-μαντική. Ακούγοντας μια μπαλάντα του να βγαίνει από τα ηχεία του στερεοφω-νικού σου, νιώθεις σαν να τρυπώνεις σε ένα απαραβίαστα ιδιωτικό σύμπαν απώλειας και λύπης». Οι ερμηνείες του σε τραγούδια όπως τα Only the Lonely και One for my Baby σε εναποθέτουν σε αυτό το ιδιωτικό σύμπαν, όπου μια ανεπιτήδευτη μελαγχολία σε ξεβγά-ζει προς ένα προσωπικό καθαρτήριο, όπου τα πάντα έρχονται για να πλη-ρωθούν. Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά για τον Frankie. Να σταθείς στα σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα, στις σχέσεις του με τον υπόκοσμο, στην ιλιγγιώδη προσωπική του ζωή και άλ-λα πολλά, που σίγουρα θα αδικούσαν το έργο που προσέφερε στο τραγούδι. Το ζήτημα είναι πώς θέλει ο καθείς να τον θυμάται. Άλλοι, ως τον τελειωμένο crooner που περιέφερε το σαρκίο του και τραγουδούσε το Strangers in the Night εκεί στα τελευταία του στο Las Vegas, μια καρικατούρα του εαυτού του. Κάποιοι, ως τον ηθοποιό που μπορού-σε να τραγουδήσει και να τους κρατάει συντροφιά παραμονές Χριστουγέννων με όλα εκείνα τα γλυκανάλατα κομμά-τια, ενώ οι περισσότεροι μάλλον τον θυμόμαστε και θα τον μνημονεύουμε πάντα ως μιαν από τις μεγαλύτερες pop φωνές, που τραγούδησε μερικά από τα πιο θλιμμένα και όχι μόνον τραγού-δια που γράφτηκαν πάνω σε ένα πε-

Αφιέρωμα Το ζήτημα είναι πώς θέλει ο καθείς να θυμάται τον Frankie... Oι περισσότεροι, μάλλον τον θυμόμαστε και θα τον μνημονεύουμε πάντα ως μιαν από τις μεγαλύτερες pop φωνές, που τραγούδησαν ποτέ

Sinatra

ντάγραμμο, καταφέρνοντας να ζήσει ώς τα 83 του, σε πείσμα όλων εκείνων που τον περίμεναν να φύγει νέος, ώστε να γράψει το όνομά του στη λίστα των πρόωρων αδικοχαμένων ινδαλμάτων τους. Ο ίδιος, έχοντας πλήρη συνείδη-ση για το τι συνέβαινε γύρω από αυτόν και παλεύοντας μέσα του με τους δαί-μονές του, θα απαντούσε κάποτε αφο-πλιστικά: «Ό,τι έχει ειπωθεί για το άτο-μό μου είναι ασήμαντο. Όταν τραγου-δάω, είμαι ειλικρινής».

Από τις πιο μελιστάλαχτες μελωδίες μέχρι τα πιο μοναχικά τραγούδια για τον ανθρώπινο πόνο, από τα κομμάτια των ερωτικών εξάψεων μέχρι εκείνα για τις διαλυμένες καρδιές από έρωτα, ο Frank Sinatra εξύψωνε την ψυχή, ανένηφε τον θεό της αγάπης

Hdyfono_6-7_inn.indd 7 22/05/15 21:47

Page 10: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Ο ήχος της μουσικής ΑφιέρωμαΚυριακή 31 Μαΐου 2015

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Με μια κιθάρα όχημα, μιαν αγγελική φωνή και όλο το θράσος που μπορεί να δια-κρίνει έναν μεγάλο

καλλιτέχνη, ο Jeff Buckley περνούσε τις πόρτες των μικρών cafe-bar της Νέ-ας Υόρκης, έδινε καθηλωτικά παθια-σμένα live στο λιγοστό κοινό που τον ακολουθούσε, σήκωνε σκόνη πίσω του και διάβαινε μια μουσική πορεία που θα χτιζόταν σιγά-σιγά, για να διακοπεί νωρίς και βίαια μέσα στα κατάμαυρα νερά του Mississippi.

Γόνος του μεγάλου τραγουδοποιού Tim Buckley, ίσως της πιο ερωτικής φωνής των 60s, και της Mary Guibert, που στις φλέβες της μεταξύ άλλων κυ-λούσε και ελληνικό αίμα, ο Jeff συνά-ντησε τον βιολογικό πατέρα του μόνο δύο φορές, και αυτές στην παιδική του ηλικία, από την οποία δεν θυμάται και πολλά πράγματα. Ο Tim Buckley, άλλω-στε, άφησε τα εγκόσμια στα 27 του, ύστε-ρα από μια μοιραία κατανάλωση κοκτέ-ιλ ναρκωτικών, αφήνοντας λειψότερο τον μουσικό κόσμο από τις ανατριχια-στικές του συνθέσεις. Ο μικρός Jeff με-γάλωσε με τη μητέρα και τον πατριό του, ενώ η φύση και τα γονίδια του πατέρα του δεν θα αργούσαν να ξεβγαλθούν στη ζωή του. Πριν καταλαγιάσει το μουσι-κό του στίγμα, πάρει την κιθάρα του και φτιάξει τη δική του οριστική μπάντα, δο-κιμάστηκε με διάφορα συγκροτήματα και είδη μουσικής. Έπαιξε χορευτική reggae με τους άσημους Shinehead και πειραματικούς ήχους με τους Gods and Monsters, για να αποφασίσει πως αυ-τό που ήθελε πραγματικά ήταν να πει τα δικά του τραγούδια με μια ηλεκτρα-κουστική κιθάρα και μια φωνή τόσο ευαίσθητη σαν του πατέρα του, αλλά με τη δική του ξεχωριστή χροιά. Χτίζει το κοινό του αργά και σταθερά στα cafe της Νέας Υόρκης, με τις εμφανίσεις του να χαρακτηρίζονται από έναν δυναμικό συναισθηματισμό, διασκευάζει αγαπη-μένους του μουσικούς, αλλά σχεδόν ποτέ τραγούδια του πατέρα του, που δεν ήθελε ποτέ να τον συγκρίνουν μαζί του, και κάπου εκεί στο 1993 κυκλοφορεί το πρώτο του EP, μια ζωντανή ηχογρά-φηση μέσα από το αγαπημένο του μπαρ Sin-e. Το Live at Sin-e περιέχει δύο δι-κές του συνθέσεις και δύο διασκευές,

μία εξ αυτών τη δεκάλεπτη καθαρκτική εκτέλεσή του στο The Way Young Lover Do, του Van Morrison, που αποδεικνύει το εύρος των ερμηνευτικών του δυνα-τοτήτων. Κάποιες κριτικές υποψιασμέ-νων γραφιάδων σημειώνουν ενθαρρυ-ντικά πράγματα στον μουσικό Τύπο, ο Buckley φυσικά δεν επαναπαύεται, αλλά συνεχίζει ακούραστα τα live του με ένα μικρό φανατικό κοινό να τον ακολουθεί όπου κι αν παίζει. Μια χρο-νιά αργότερα θα έρθει το πρώτο και τε-λευταίο του στούντιο άλμπουμ. Είναι το 1994 και το Grace έρχεται για να μείνει στα κιτάπια ως ένας από τους πιο ειλι-κρινείς δίσκους που έχουν γραφτεί στη σύγχρονη μουσική ιστορία. Επτά δικές του συνθέσεις, δύο διασκευές και ένας παραδοσιακός ύμνος θα ξεδιπλώσουν την αγιότητά τους σε έναν δίσκο που η λέξη «ψεγάδι» απουσιάζει περίτρανα. Θυμωμένα μελαγχολικός, ανυπεράσπι-στος και γυμνός μπροστά στην απώλεια, ο Jeff Buckley έχει βρει την μπάντα που είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του. Τα τραγούδια του, χιλιοπαιγμένα στις ζωντανές εμφανίσεις του, προϋ-πήρχαν περήφανα ζητώντας την ιδα-νική ενορχήστρωση. Οι στίχοι του, σπουδή στον έρωτα και τον χαμό, η δι-ασκευή του στο Hallelujah του Leonard Cohen μάς κάνει να ξεχάσουμε την αυ-θεντική εκτέλεση του «μαυροκόρακα», που πέρασε τα πιο εποικοδομητικά του χρόνια στην Ύδρα. Η οργή, η μέθη, τα ανθρώπινα πάθη σε ένα άλμπουμ εξα-γνιστή των δύσκολων στιγμών, δίνουν στον Buckley το εφαλτήριο να περάσει τη μουσική του έξω από τα café και από τη Νέα Υόρκη. Ακολουθούν περιοδεί-ες σε Ευρώπη και Αυστραλία, η συμ-μετοχή του σε διάφορα projects, όπως εκείνο το διπλό άλμπουμ με μελοποι-ήσεις ποιημάτων και κειμένων του Edgar Allan Poe (Closed On Account of Rabies). Οι συνεργασίες του με την Patti Smith, τον Nusrat Fateh Ali Khan και πολλούς άλλους.

Στην αγκαλιά του MississippiΟι ζωντανές του εμφανίσεις συζητιού-νται από στόμα σε στόμα, όταν τον ρω-τούν για τον πατέρα του δεν θέλει καμία σύνδεση, ένα μουσικό μέλλον γράφει πως ο Jeff Buckley είναι ένας από τους μεγαλύτερους και πολλά υποσχόμε-

νους μουσικούς που έχουν να προσφέ-ρουν στην rock μουσική. Πόσες και πό-σες φορές δεν ακούσαμε και διαβάσαμε αυτήν την εξωφρενικά ηλίθια ιστορία περί σωτήρων της rock.

Το δεύτερο και πάντα δύσκολο άλ-μπουμ στην πορεία ενός καλλιτέχνη είναι πολλές φορές και το πιο καθορι-στικό. Οι πάντες σε περιμένουν στη γω-νία. Φίλοι, εχθροί, κριτικοί, δισκογρα-φικές, οι πάντες. Ο Jeff Buckley το 1997 και σε ηλικία 30 χρονών θα μπει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το δεύ-τερο «δύσκολο» άλμπουμ με πιθανή ονομασία My Sweetheart the Drunk. Φήμες θέλουν ως παραγωγό τον Tom Verlaine των Television, μιαν από τις πιο επιδραστικές μπάντες, κάπου εκεί στην έκρηξη του punk. Στις 26 Μαΐου εκείνης της χρονιάς θα δώσει το τελευ-ταίο του live σε ένα από τα μικρά αγαπη-μένα του bar στο Memphis. Με το που θα ανεβεί στη σκηνή, τα πρώτα του λό-για θα είναι: «Νεκρός, νεκρός, νεκρός, νεκρός, ο τραγουδιστής των Brainiac είναι νεκρός. Θέλω αυτό να σημαίνει κάτι για τον καθένα από εσάς εδώ μέ-σα». Τρεις μέρες αργότερα και έχοντας τελειώσει μια σειρά ηχογραφήσεων στο στούντιο, αποκαμωμένος από την κούραση και σιγοτραγουδώντας το Whole Lotta Love των Led Zeppelin θα πάει στο μεγάλο ποτάμι του Νότου για να κολυμπήσει με τα ρούχα, πράγ-μα που είχε κάνει αρκετές φορές στο παρελθόν. Η μοίρα αποβαίνει σκλη-ρή και βίαιη. Ένα από τα κανάλια του Mississippi τον παίρνει στην αγκαλιά του και το σώμα του βρίσκεται μόλις τέσσερεις μέρες μετά να επιπλέει άψυ-χο στις όχθες που για χάρη τους τρα-γούδησαν αγαπημένοι του μουσικοί. Είχε ζήσει μόλις δύο χρόνια περισσό-τερο από τον πατέρα του.

Ένα χρόνο αργότερα η μητέρα του θα δώσει την άδεια να κυκλοφορήσουν οι ηχογραφήσεις του My Sweetheart the Drunk και ο Jeff Buckley θα μείνει στη μουσική ιστορία όχι για εκείνα που έκανε, αλλά γι’ αυτά που θα μπορούσε να προσφέρει. Από τότε ένα σωρό ζω-ντανές ηχογραφήσεις και ανέκδοτα τραγούδια έχουν βγει στο εμπόριο, αλ-λά την αγιότητα του πρώτου και τελευ-ταίου του άλμπουμ δεν πρόκειται να την ξεπεράσει τίποτα.

Jeff BuckleyΠολύ νέος για να φύγει

Αφιέρωμα Ο Jeff Buckley επρόκειτο να μείνει στη μουσική ιστορίαόχι για εκείνα που έκανε, αλλά γι’ αυτά που θα μπορούσε να προσφέρει

Page 11: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Ο ήχος της μουσικής ΑφιέρωμαΚυριακή 7 Ιουνίου 2015

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Πέμπτη, 5 Ιουνίου του 1975, και μέσα στα ιστο-ρικά στούντιο του Abbey Road, οι Pink Floyd ηχογραφούν το ένα-

τό τους άλμπουμ με τίτλο «Wish you were here». Ένας εύσωμος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι και φρύδια μπαίνει κρυφά στο στούντιο, κάθεται σε μια γωνιά και παρακολουθεί αθόρυβα την μπάντα να βρίσκεται στη μέση της εκτέλεσης του «Shine on you crazy diamond». Ο μυστηριώδης άντρας δεν είναι κανένας άλλος παρά ο Syd Barrett, ο άνθρωπος που δημιούργη-σε κι έβαλε μπροστά τη μηχανή των Floyd. Τα μέλη του συγκροτήματος στην αρχή δεν τον αναγνωρίζουν, αλ-λά λίγο αργότερα σταματούν την ηχο-γράφηση κι εμφανώς συγκινημένοι πέφτουν στο πλευρό του, με τον Roger Waters να ξεσπά σε κλάματα. Αφού ζητούν την άποψή του για το τραγού-δι κι εκείνος τούς απαντά πως το βρί-σκει κάπως παρωχημένο, αποχωρεί από το δωμάτιο ήσυχα, για να τραβήξει στο πατρικό του, ώστε να συνεχίσει τις ζωγραφιές του και τις γεωργικές καλ-λιέργειες μέχρι το πέρας της ζωής του τον Ιούλιο του 2006. Μιας ζωής γεμά-της μουσικής ευφυΐας που τερμάτισε ο ίδιος πρόωρα, αφού προκάλεσε την καταστροφή του μυαλού του μέσα από τις ψυχεδελικές ναρκωτικές ουσίες.

Η ιστορία της σύγχρονης μουσικής μάς έχει δείξει πως εκείνοι που έκαναν άνω-κάτω τους μουσικούς κανόνες, στην πλειοψηφία τους, κερδήθηκαν από τα αυτοκαταστροφικά τους πάθη, το μυαλό τους πέρασε σε έναν περίεργο ουρανό, το πείσμα τούς έβαλε να μην ενταχθούν στους εγκόσμιους κανό-νες και ηθελημένα, αλλά καθοριστικά, να σηκώσουν σκόνη πίσω τους όταν

στο δημιουργικό τους διάβα θα άλλα-ζαν τις πορείες των καλλιτεχνικών μονοπατιών. Ο Syd Barrett ήταν ένας τέτοιος μουσικός που πρόσφερε στις μουσικές ρούγες του κόσμου εξαίσια δείγματα ψυχεδελικών pop μελωδιών και στιχουργικής ευφυΐας, βάζοντας τους Pink Floyd να οδηγηθούν σε επι-κίνδυνες ζώνες, μέσω κυρίως των ζω-ντανών τους εμφανίσεων.

Πολύ πριν βαφτίσει ο ίδιος την μπά-ντα στο όνομα που τη γνωρίζουμε σή-μερα, δίνοντάς της το όνομα μέσα από τους δύο αγαπημένους του bluesmen, Pink Anderson και Floyd Council, συμμετείχε στους Geoff Mott and the Mottos παίζοντας μπάντζο και ακου-στική κιθάρα. Το πρώτο κουαρτέτο των Pink Floyd θα γράψει στη σύνθεσή του τους Roger Waters, Nick Mason, Rock Wright και Syd Barrett. Εξαπλώνουν τη φήμη τους μέσα από τα αποκαλυ-πτικά και μακρόσυρτα live που έδιναν όντας η πρώτη μπάντα που χρησιμο-ποίησε ειδικά σχεδιασμένα light show σε κάθε της εμφάνιση.

Το πρώτο singleΤο πρώτο single των Pink Floyd, γραμ-μένο φυσικά από το «Τρελό Διαμάντι», θα κυκλοφορήσει τον Μάρτη του 1967 και θα είναι το υπέροχο Arnold Layne. Το τραγούδι μιλά για έναν τραβεστί που συνήθιζε να κλέβει γυναικεία εσώρου-χα από τα σπίτια του Cambridge. Απαγο-ρεύεται από το BBC, αλλά δεν το σταμα-τά, ώστε να φτάσει στο νούμερο 20 του βρετανικού chart. Ακολουθεί δύο μήνες αργότερα το μελωδικό και πιο πιασάρι-κο See Emily Play, ανεβαίνοντας με τη σειρά του στην έκτη θέση των charts. Η ουσία είναι, όμως, πως η κατεύθυν-ση που ήθελε να δώσει ο Barrett στους Floyd δεν ήταν αυτή, αλλά μια άλλη, που

θα έσπαγε τα μουσικά στεγανά εκείνης της περιόδου. Γεγονός που αποδείχτηκε στα live τους, μιας και η μπάντα απέφευ-γε να παίζει ζωντανά τα συγκεκριμένα τραγούδια, αλλά επιδιδόταν σε ατελεί-ωτα ψυχεδελικά τζαμαρίσματα, δημι-ουργώντας συνθέσεις όπως το επικό πια Interstellar Overdrive. Μια ορχη-στρική προσαρμογή του My Little Red Book, τραγούδι που συνέθεσε ο Burt Bacharach και διασκεύασαν επιτυχώς οι σπουδαίοι Love του Arthur Lee την ίδια περίοδο. Η έλευση του πιο γνωστού παραισθησιογόνου των ‘60s έχει επέλ-θει. Το LSD σαρώνει μια ολόκληρη γε-νιά, φτάνει στα χέρια του Syd Barrett, οι Floyd επιδίδονται σε μισάωρες και χαοτικές εκτελέσεις τραγουδιών, ο Syd περνάει σε έναν άλλο κόσμο. Η στιγμή για το πρώτο άλμπουμ των Pink Floyd έχει φτάσει και τον Μάρτη του 1967 το συγκρότημα μπαίνει στα στούντιο του Abbey Road για να ηχογραφήσει το The Piper at the Gates of Dawn. Ο τίτ-λος εμπνευσμένος από τη νουβέλα του Kenneth Grahame, «The Wind in the Willows», οι περισσότερες συνθέσεις του Barrett, το αποτέλεσμα ένα εκτυ-φλωτικό άλμπουμ που δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ ό,τι είχε ακουστεί μέχρι τό-τε. Ο παραγωγός του δίσκου Norman Smith (μέχρι τότε μηχανικός ήχου των Beatles) εκμυστηρεύεται χρόνια αργό-τερα: «Το να μιλούσες εκείνη την περί-οδο στον Syd ήταν σαν να μιλούσες σε τοίχο. Το πρόσωπό του δεν είχε καμία έκφραση». Η χρήση του LSD τον έχει κυριεύσει, αλλά η ευκολία και η διεισ-δυτικότητα με την οποία αναμειγνύει την ψυχεδέλεια με τα blues και τους παι-δικούς σκοπούς είναι ευρηματικότατη.

Το ταξίδι στην άβυσσο…Τα προβλήματα ξεκινούν με την υπό-

λοιπη μπάντα και διαφαίνονται περί-τρανα στα live, όπου ο Barrett κοιτάζει για μεγάλες στιγμές το κενό μη κάνο-ντας απολύτως τίποτα πάνω στη σκη-νή. Ο αναπόφευκτος διωγμός του από το συγκρότημα είναι γεγονός, μιας και η τρελή συμπεριφορά του δεν μπορεί να συμμαζευτεί με τίποτα. Υπάρχει η σκέψη να συμμετέχει στο συγκρότημα μόνο συνθετικά και στιχουργικά, αλλά να μην ακολουθεί τις λοιπές υποχρεώ-σεις. Στις 6 Απριλίου του 1968 θα βγει η ανακοίνωση πως ο Syd Barrett δεν αποτελεί πια μέλος των Pink Floyd. Τη θέση του θα πάρει ο παλιόφιλός του Dave Gilmour, που κάποτε τον είχε διδάξει κιθάρα και το συγκρότημα θα πάρει την πορεία που όλοι γνωρίζουν.

Το 1970 το «Τρελό Διαμάντι» θα κυκλοφορήσει δύο προσωπικά άλ-μπουμ. Τα «The Madcap Laughs» και «Barrett». Οι Gilmour και Waters θα συμμετάσχουν στις ηχογραφήσεις και ειδικά το πρώτο είναι ένα εξαιρετικό δείγμα των συνθετικών δυνατοτήτων του. Όλα τα τραγούδια δικά του, συν μια πανέμορφη μελοποίηση του ποιή-ματος του James Joyce «Golden Hair». Από εκεί και πέρα το απόλυτο σκο-τάδι. Θα κλειστεί στο πατρικό του, θα ζωγραφίζει τους υπέροχους πίνακές του, θα πνιγεί στην τρέλα των παραι-σθησιογόνων και θα αφήσει τα εγκό-σμια στις 6 Ιουλίου του 2006, αφού τον τσάκισε ο καρκίνος στο πάγκρε-ας. Ένα Τρελό Διαμάντι, που είχε τη δυνατότητα να μείνει στην ιστορία ως ένας εκτυφλωτικός συνθέτης ο οποίος θα άλλαζε ακόμη περισσότερο τη ροή των μουσικών πραγμάτων, διάλεξε ή διαλέχτηκε να κυλήσει στην άβυσσο. Από τότε οι περίοδοι των Pink Floyd θα είναι πάντα δύο. Η προ και η μετά Syd Barrett εποχή τους.

Το «τρελό διαμάντι» των Pink FloydΑναδρομές Η ιστορία της σύγχρονης μουσικής μάς έχει δείξει πως εκείνοι που έκαναν άνω-κάτω τους μουσικούς κανόνες, στην πλειοψηφία τους, κερδήθηκαν από τα αυτοκαταστροφικά τους πάθη

Page 12: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

14

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Lord SutchΚυριακή 14 Ιουνίου 2015

Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Μια από τις πιο παρα-νοϊκές περσόνες της βρετανικής μουσι-κής, πρωτοπόρος του horror rock, εμφα-

νίσεις που προκαλούσαν ρίγη τρόμου στο πιστό κοινό του, ένας πολιτικός αντιπολιτικών ιδεών που μπήκε στο βι-βλίο «Guinness» για τις 44 (!) φορές που κατέβηκε ως υποψήφιος σε εκλογές (ο μακροβιότερος όλων των εποχών). Η φωνή του Jack the Ripper, ο ηγέτης του Monster Raving Loony Party, ο άν-θρωπος που κατέβαινε στον υπόγειο σιδηρόδρομο και ούρλιαζε στα τρένα. Ο Screaming Lord Sutch, που είχε μα-κριά μαλλιά πριν από τους Beatles και τους Stones, έδωσε το δικό του μονα-δικό στίγμα στη μυθολογία της rock n roll ιστορίας με πολλά συγκροτήματα και τραγουδιστές να διασκευάζουν τα τραγούδια του μέσα στα χρόνια. Ποιος ήταν όμως ο Λόρδος Sutch με το ουρ-λιαχτό που τρομοκρατούσε τον κόσμο και απειλούσε την πολιτική ισορροπία του Μεγάλου Νησιού;

Αρχές των ‘60s και σε ένα μικρό μπαρ στο Soho του Λονδίνου, όπου εμ-φανίζονταν όλες οι μικρές μπάντες της Βρετανίας περιμένοντας κάποιον μάνα-τζερ να τους προσφέρει ένα ελπιδοφό-ρο συμβόλαιο, γεννιούνται οι Savages, που μουσικός τους στόχος ήταν να

αντιγράφουν αμερικανικά οργανικά σχήματα. Τα σχέδιά τους όμως θα άλλα-ζαν, όταν στην μπάντα θα εισχωρούσε ως τραγουδιστής ένας πρώην υδραυλι-κός, που ήταν η ψυχή όλων των πάρτι στην περιοχή. Ένας 19χρονος νεαρός που κυκλοφορούσε με ημίψηλο καπέ-λο ωσάν λόρδος αλλοτινών εποχών, έχοντας το προνόμιο να ουρλιάζει φρι-κιαστικά, γνωρίζοντας απ’ έξω όλους τους στίχους γνωστών rock n roll επι-τυχιών, ανακηρύσσεται εύκολα ως η φωνή των Savages. Η μία εκδοχή λέει πως ο Screaming Lord Sutch δανείστη-κε το πρώτο του όνομα από το ίνδαλμά του Screamin’ Jay Hawkins, που δεκά-δες αφίσες κοσμούσαν το δωμάτιό του. Η δεύτερη πως μετά από κάθε πάρτι συνήθιζε να κατεβαίνει στον υπόγειο σιδηρόδρομο και να ουρλιάζει στα τρέ-να που περνούσαν. Όπως και να ‘χει, ο μύθος του κάθε μουσικού χτίζεται στις ζωντανές εμφανίσεις και ο Screaming Lord Sutch φρόντισε καλά γι’ αυτό. Συν-δυάζει το αμερικανικό rock n roll με τις μακάβριες συνθέσεις που διακωμωδεί με μοναδικό τρόπο. Εμφανίζεται πάνω στη σκηνή μέσα σε ένα φέρετρο με την υπόλοιπη μπάντα ντυμένη νεκροθάφτες να τον κουβαλούν. Ανεβάζει στη σκηνή μισοναρκωμένους αλιγάτορες, ανθρώ-πινους σκελετούς, αποκρουστικές μά-σκες. Γίνεται ένας θιασώτης του τρόμου

που παγώνει το αίμα του κοινού. Κι αν υπάρχει η εντύπωση πως οι μουσικοί που τον συνοδεύουν είναι κάποιοι της σειράς, σημειώστε ονόματα που συντρό-φευαν τον Screaming Lord Sutch στις στούντιο ηχογραφήσεις και Στα live του. Κιθαρίστες όπως οι Jimmy Page, Jeff Beck και Ritchie Blackmore, μπα-σίστες όπως ο Noel Redding (μετέπειτα στους Jimi Hendrix Experience), Danny McCulloch (Animals), δύο από τους κα-λύτερους ντράμερ στον κόσμο πριν γί-νουν ακόμα γνωστοί, οι Keith Moon και John Bonham, όλοι αυτοί και άλλοι τό-σοι με την καρέκλα του παραγωγού να την κρατά ο σπουδαίος Joe Meek.

Jack the RipperΤο 1962 θα έρθει το τραγούδι που θα στα-θεί ορόσημο στην καριέρα του. Η περί-φημη εκτέλεση του Jack the Ripper (με παραγωγό τον Meek) είναι μια ανατρι-χιαστική αφήγηση της ιστορίας του πε-ριβόητου εγκληματία που στοίχειωσε το Λονδίνο. Ο Sutch σε κάθε του εμφάνιση βγαίνει ντυμένος ως Τζακ ο Αντεροβγάλ-της με το ημίψηλο καπέλο του κι ένα χα-σαπομάχαιρο, τρομοκρατώντας τις κο-ρασίδες που κάθονται στις μπροστινές θέσεις. Το Jack the Ripper μετέπειτα και ώς σήμερα θα χιλιοδιασκευαστεί και θα γίνει ο ύμνος των απανταχού garage rock fans. Τραγούδια όπως τα Dracula’s

Daughter, Monster Ball, Monster in Black Tights, Murder in the Graveyard κ.ά. αποτίουν φόρο τιμής στα horror movies των ‘50s και ‘60s. Τα rhythm n blues μπλέκονται ευφυέστατα με το μακάβριο και δικαιωματικά το όνομά του πια θα μπαίνει στα εξώφυλλα των singles και των δίσκων πάντα πρώτο πριν από την μπάντα που τον συνοδεύει.

Μια χρονιά αργότερα και μόλις στα 22 του ο Lord Sutch θα ξεκινήσει τις πολιτικές του δραστηριότητες στο βρετανικό κοινοβούλιο ως αντιπρό-σωπος του National Teenage Party. Οι αδιανόητες πολιτικές του θέσεις πε-ριλαμβάνουν: ψήφο στα 18, ελεύθερη ραδιοφωνία, αναγκαστικό έλεγχο των γεννήσεων και μετέπειτα, κολέγιο στη μνήμη των Beatles! Μέχρι και το τέ-λος της ζωής του θα λάβει μέρος σε 44 εκλογικές αναμετρήσεις, οι οποίες θα στηριχτούν οικονομικά από τις ζωντα-νές εμφανίσεις του, από φίλους και από δωρεές φανατικών οπαδών του. Θα χά-σει φυσικά σε όλες, ενώ μετέπειτα και στις αρχές των ‘80s θα ιδρύσει το κόμ-μα Monster Raving Loony Party, που έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε κι εδώ κάποιες «παρανοϊκές» πολιτικές του θέσεις. Για τη Δημοκρατία θα γρά-φει το καταστατικό: «Κάθε χρόνο όλα τα μέλη των κομμάτων θα συναντιούνται στην Disneyland ντυμένοι σαν ήρωες

κόμικς, όπου θα προεδρεύει ο Πινό-κιο». Για τον Νόμο και την Τάξη: «Δεν θα υπάρχει διάκριση στα δικαστήρια. Ο καθένας θα επιτρέπεται να φοράει πε-ρούκες, τηβέννους και οποιοδήποτε άλ-λο γελοίο ένδυμα του αρέσει, όχι μόνο οι δικαστές και οι δικηγόροι. Έτσι ο κα-θένας θα μοιάζει ίσος στα μάτια του νό-μου και το ίδιο τρελός με τους υπόλοι-πους». Την ίδια δεκαετία ο Sutch κάνει αίτηση για να αλλάξει το όνομά του σε Mrs. Thatcher, αλλά φυσικά απορρίπτε-ται για ευνόητους λόγους. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του θα υποφέρει από μανιοκατάθλιψη, αλλά δεν θα το βάλει κάτω ούτε μουσικά αλλά ούτε και πο-λιτικά. Θα συνεχίσει να κατεβαίνει στις εκλογές μένοντας πάντα καταχρεωμέ-νος, θα τρομοκρατεί τους κατοίκους του Λονδίνου σε κάθε του συναυλία, θα αφήνει παρακαταθήκη τραγούδια σε μεταγενέστερες garage rock μπάντες, θα ενοχλεί το πολιτικό γίγνεσθαι με τις δημόσιες απόψεις του, και θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις πιο αυθε-ντικές rock περσόνες που έδρασαν στη Μεγάλη Βρετανία. Στις 16 Ιουνίου του 1999 θα βρεθεί κρεμασμένος στο σπίτι του με την τελευταία καταχώρηση στο ημερολόγιό του να γράφει: «Κατάθλι-ψη, κατάθλιψη, κατάθλιψη, μπούχτι-σα». Οι κραυγές του ακούγονται ακόμα στους υπογείους του Λονδίνου.

Αναδρομές Ο βασιλιάς του μακάβριου rock, ο άνθρωπος που είχε μακριά μαλλιά πριν από τους Beatles και τους Stones…

Screaming

Studies for a painting

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Hdyfono_14-15_inn.indd 14 12/06/15 22:42

Page 13: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015Ο ήχος της μουσικής Φεστιβάλ

Το φεστιβάλ Φέγγαρος επι-στρέφει δριμύτερο στο χω-ριό Κάτω Δρυς της επαρχί-ας Λάρνακας το τριήμερο 31 Ιουλίου - 2 Αυγούστου.

Γιορτάζοντας τα πέμπτα του γενέθλια, ο Φέγγαρος αποτελεί σήμερα ένα από τα κορυφαία και πολυαναμενόμενα δρώ-μενα του καλοκαιριού. Ο πήχης των προσδοκιών τέθηκε για φέτος ακόμη πιο ψηλά, με στόχο τη διεθνή καθιέρω-ση. Στo πλαίσιo της γενικότερης προ-σπάθειας της διοργάνωσης να ξεφύγει από τα τετριμμένα, το πρόγραμμα του φετινού φεστιβάλ εμπλουτίζεται με αναγνωρισμένα σχήματα και καλλιτέ-χνες της διεθνούς σκηνής, διατηρώ-ντας πάντοτε την ποιότητα και αισθη-τική που το χαρακτηρίζει. Απώτερος σκοπός, να έρθει το κοινό σε επαφή με είδη μουσικής και ακούσματα που δύ-σκολα συναντάμε στο νησί.

Στο φεστιβάλ θα δούμε μπάντες και σόλο καλλιτέχνες από Κύπρο, Ελ-λάδα, Αγγλία, Γαλλία και Αμερική σε ένα αμάλγαμα παραδοσιακής μουσι-κής, progressive, ethnic, blues, pop/rock, psychedelic, ambient, jazz κ.ά. Ο μουσικός αυτός πλουραλισμός πε-ριλαμβάνει μια γοητευτική σύμπραξη τόσο διεθνών όσο κι εγχώριων μουσι-κών επιλογών, όπως το καταξιωμένο γκρουπ της world μουσικής Banda Magda (Αμερική), τους Hπειρώτες stoner-rockers Villagers of Ioannina City (Ελλάδα), τους αγαπητούς στο κυ-

πριακό κοινό Flying Ibex (Αγγλία), τους The Βurger Project (Eλλάδα), το κουαρτέτο βιρτουόζων της κρητικής μουσικής που αποτελούν οι Ξυλούρης, Σπυριδάκης, Περσίδης και Τσίκο (Ελ-λάδα), τους freak-folk Le Juki (Aγγλία), την ανερχόμενη ψυχεδελο-ποπ μπάντα Τhe Cave Children (Eλλάδα), παραστά-σεις με παιδικά τραγούδια όπως αυτή του Δημήτρη Μπασλάμ (Ελλάδα), το σόλο act της Alexia C. (Γαλλία) και το ethnic τρίο της Μάρθας Μαυροειδή (Ελλάδα). Από την ντόπια σκηνή, μετα-ξύ άλλων, θα ακούσουμε τους βετερά-νους της κυπριακής ροκ, Το Μαράζι της Φωτούλας, τους J. Kriste, Master of Disguise και τους Tricoolore.

Θα λειτουργούν παράλληλα τρεις σκηνές, η Main stage, η Village stage και η ABR stage (σε συνεργασία με την ομάδα Alternative Brains Rule), γεγο-νός ενδεικτικό για τον παλμό και την ατμόσφαιρα που θα επικρατεί κατά τη διάρκεια των τριών ημερών του φεστι-βάλ. Συνδυαστικά με την ατμόσφαιρα του φεστιβάλ λειτουργεί και το γραφικό τοπίο του ίδιου του χωριού: η αισθητι-κή και η κλίμακα του χώρου θα αποτε-λέσουν και φέτος την καλύτερη πηγή έμπνευσης, τόσο για τους συμμετέχο-ντες καλλιτέχνες, όσο και για το φιλο-ξενούμενο κοινό.

Μουσικό Χωριό Πέρα από το Φεστιβάλ όμως, από τις 26 έως τις 31 Ιουλίου και για δεύτερη συ-

νεχόμενη χρονιά, θα λειτουργήσει το Μουσικό Χωριό Φέγγαρος με συμβιω-τικά εργαστήρια, διαλέξεις και συναυ-λίες. Η Λουβάνα Δίσκοι συνεργάζεται εκ νέου με την ArTree, τη διοργανώτρια ομάδα της διεθνούς μουσικής κοινότη-τας «Μουσικό Χωριό» με έδρα την Ελ-λάδα. Καλλιτέχνες από Κύπρο, Ελλάδα και Αγγλία εισηγούνται εργαστήρια με θέμα τη μουσική και το θέατρο, προτεί-νοντας εναλλακτικές μεθόδους εκμά-θησης και δημιουργίας. Το χωριό Κάτω Δρυς της επαρχίας Λάρνακας ενέπνευ-σε τους διοργανωτές κι επιλέγηκε ως ένα ιδανικό σκηνικό για τη φιλοξενία των εργαστηρίων, των διαλέξεων και των παραστάσεων που θα διεξάγονται στο πλαίσιο του Μουσικού Χωριού. Πιο συγκεκριμένα, τα εργαστήρια και οι δια-λέξεις θα πραγματοποιούνται καθημερι-νά κατά τις πρωινές και απογευματινές

ώρες, ενώ συναυλίες και παραστάσεις, ανοικτές προς το κοινό, θα ολοκληρώ-νουν το ημερήσιο πρόγραμμα. Το πρό-γραμμα των εργαστηρίων περιλαμβάνει μια πλειάδα καταξιωμένων μουσικών και καλλιτεχνών, όπως οι παρακάτω: Ο Άντης Σκορδής, ο οποίος, μέσω πρακτι-κών και θεωρητικών μεθόδων, προσεγ-γίζει τα τεχνικά γνωρίσματα και τις αρ-χές που διέπουν την κλασική μουσική της Νοτίου Ινδίας, τη λεγόμενη Καρνα-τική Μουσική. Ο Μανώλης Βουράκης, ο οποίος θα επιχειρήσει μια ενδελεχή προσέγγιση της Blues ως μουσικού ιδιώματος, και της κιθάρας ως του ζω-τικού γι’ αυτήν μουσικού οργάνου. Στο πλαίσιο του εργαστηρίου οι συμμετέχο-ντες έρχονται σε επαφή με ό,τι αφορά την Blues μουσική (ιστορία, χαρακτη-ριστικά, στυλ, στοιχεία). Οι Γιώργoς Ξυ-λούρης και Ζαχαρίας Σπυριδάκης θα παρουσιάσουν ένα εργαστήρι Κρητικής Μουσικής, που αφορά τα εξής όργανα: λαούτο, λύρα, μαντολίνο, ταμπουράς (σάζι), βιολί, κιθάρα και κρουστά. Θα γί-νει, επίσης, μια σύντομη αναφορά στην ιστορία της μουσικής και του τραγου-διού της γειτονικής μας Κρήτης, με όρ-γανα αναφοράς τη λύρα και το λαούτο. Οι Davide De Rose και Colin Somervell θα διδάξουν την έννοια της ομαδικής δημιουργικότητας, με στόχο να δώ-σουν τα σωστά εργαλεία στους συμμετέ-χοντες για ενδυνάμωση της αίσθησης της μουσικότητας. Η Βασιλική Αναστα-σίου προσεγγίζει και μελετά τις δυνα-

τότητες της ανθρώπινης φωνής μέσω της εκμάθησης σκοπών από μουσικές παραδόσεις της Μεσογείου. Ο Κώστας Μακρυγιαννάκης στοχεύει στην εξοι-κείωση του μουσικού-κιθαριστή με τη γνωστή διαδικασία του music making. Ο Ανδρέας Παντελή εξετάζει την έν-νοια του αυτοσχεδιασμού στη μουσική. Ο Χάρης Λαμπράκης θα μάθει στους συμμετέχοντες τα λεγόμενα μακάμ και κατ’ επέκταση όλη τη μουσική της Κων-σταντινούπολης, με κεντρικό άξονα την πρακτική προσέγγιση των μακάμ μέσω ενός ευρέος ρεπερτορίου - από την οθω-μανική κυρίως μουσική. Οι Barnaby Keen και Jonathan Clayton σε συνερ-γασία με το Κέντρο Μουσικής Πληρο-φόρησης Κύπρου καταπιάνονται με την τραγουδοποιία και τη μουσική πα-ραγωγή. Η σκηνοθέτις Αθηνά Κάσιου εστιάζει στις μεθόδους αποδόμησης ενός κειμένου, με πρόθεση τον εντο-πισμό πληροφοριών σχετικών με το γενικότερο πλαίσιο του έργου, τις συν-θήκες, τους χαρακτήρες, τις σχέσεις, τις προθέσεις, τα κυρίως θέματα και τα γεγονότα, έχοντας ως γνώμονα την εν-δεχόμενη μετεξέλιξή του σε θεατρική παράσταση, ενώ, τέλος, η Ελενίτσα Γε-ωργίου σε ένα διαδραστικό εργαστήρι βάζει τα παιδιά να έρθουν σε επαφή με κουλτούρες από διάφορα σημεία του πλανήτη, μέσω μουσικών παιχνιδιών, παιδικών παραδοσιακών τραγουδιών και αλλόκοτων παραμυθιών.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Παρουσίαση-Συνέντευξη Το φετινό φεστιβάλ εμπλουτίζεται με αναγνωρισμένα σχήματα και καλλιτέχνες της διεθνούς σκηνής, διατηρώντας πάντοτε την ποιότητα και αισθητική που το χαρακτηρίζει

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗμΟυσιΚΗ ΤΟυφεγγΑριΟυ

Φεστιβάλ Φεγγάροσ 2015 31 ιουλιου - 2 άυγουστου, Κάτω Δρυσ

Στο φεστιβάλ θα δούμεμπάντες και σόλο καλλιτέχνες από Κύπρο, Ελλάδα, Αγγλία, Γαλλία και Αμερική σε ένα αμάλγαμα παραδοσιακής μουσικής, progressive, ethnic, blues, pop/rock, psychedelic, ambient, jazz κ.ά.

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 19/06/2015 11:12 ΜΜ

Page 14: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

Ηδύφωνο7

www.simerini.com.cy

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015Ο ήχος της μουσικής Φεστιβάλ

Οι διοργανωτές του Φεστιβάλ, Αντρέ-ας Τραχωνίτης, Λευτέρης Μουμτζής και Μικαέλα Τσαγγάρη μίλησαν στον «Ήχο της Μουσικής» για τον φετινό Φέγγαρο, ένα Φεστιβάλ που κάθε χώρο γιγαντώνεται και κερδίζει την υψηλή θέση που του αξίζει ανάμεσα σε άλλα πανευρωπαϊκά φεστιβάλ.Πέντε χρόνια Φέγγαρος και το Φε-στιβάλ έχει πια γίνει ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς θεσμούς του νησιού. Η αποτίμησή σας γι’ αυτά τα πέντε χρόνια;Ένα ωραίο ταξίδι με πολύ σκληρή και πολύωρη δουλειά που μας χάρισε αμέ-τρητες χαρές και συγκινήσεις, αποδει-κνύοντάς μας ότι όταν υπάρχει όραμα και θέληση όλα μπορούν να επιτευ-χθούν. Ξεκινώντας από το πρώτο φε-στιβάλ, τον Σεπτέμβρη του 2011, όταν παρουσιάστηκαν τρεις μπάντες, ο Φέγ-γαρος έχει φιλοξενήσει τα τελευταία χρόνια περισσότερα από 60 συγκροτή-ματα και σόλο acts, κυρίως από την Ευ-ρώπη αλλά και την Αμερική, ενώ ιδιαί-τερη έμφαση και σημασία δίνεται στην αυθεντική κυπριακή δημιουργία. Είναι τιμή μας να γνωρίζουμε ότι κυπριακά συγκροτήματα και δημιουργοί θέτουν ως στόχο να παίξουν το καλοκαίρι στον Φέγγαρο! Είναι τιμή μας, επίσης, όταν λαμβάνουμε προτάσεις από καταξιω-

μένα σχήματα του εξωτερικού για να έρθουν στο νησί μας και να παρουσιά-σουν τη δουλειά τους στο φεστιβάλ. Η μεγαλύτερη δε χαρά είναι να βλέπεις ένα χωριό να ζωντανεύει για μερικές μέρες χάρις σε ένα ανεξάρτητο φεστι-βάλ, με κύρια θεματική τη μουσική (και όχι απαραίτητα τη μουσική που ακούει κανείς καθημερινά στο ραδιόφωνο). Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά θα λειτουργήσει και το Μουσικό Χω-ριό. Πείτε μας κάποια πράγματα για το τι να περιμένουν οι συμμετέχο-ντες από τα εργαστήρια, τις διαλέ-ξεις και τις συναυλίες.

Βάσει και του τι είδαμε στην περ-σινή διοργάνωση αλλά και στην αντί-στοιχη διοργάνωση που γίνεται τα τε-λευταία εννιά χρόνια στην Ελλάδα, το κοινό αλλά και κυρίως οι σπουδαστές να περιμένουν πολλή μουσική, εντός και εκτός των εργαστηρίων, δράσεις προγραμματισμένες αλλά και αυθόρ-μητες κάθε μέρα και κάθε ώρα της ημέ-ρας και της νύχτας, σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον μέσα στη φύση. Στο Μου-σικό Χωριό επικρατεί μια πολύ φιλική και δημιουργική ατμόσφαιρα, όπου άν-θρωποι ανταλλάσουν ιδέες και εμπει-ρίες και παίρνουν δημιουργικά εφόδια που θα τους συνοδεύουν για πολύ και-ρό. Θα έχουμε εργαστήρια για 11 δια-

φορετικά και πολύ ενδιαφέροντα θέ-ματα, κάποια από αυτά δυσεύρετα στην κυπριακή εκπαίδευση, και εισηγητές πολύ υψηλού επιπέδου, οι οποίοι θα προσεγγίσουν τα εργαστήρια αυτά με τον δικό τους μοναδικό τρόπο, ανάλογα με τους συμμετέχοντες σπουδαστές. Θα λειτουργήσουν εργαστήρια για κιθάρα, φωνή, τύμπανα, μπάσο, για κρητική μουσική, μακάμ της Κωνσταντινούπο-λης, ινδική μουσική, τραγουδοποιία/μουσική παραγωγή, αυτοσχεδιασμό και θέατρο, ενώ για πρώτη φορά θα έχουμε και παιδικό εργαστήρι. Πέραν των εργαστηρίων, θα πραγματοποιη-θούν αποκλειστικά για τους σπουδα-στές επιπλέον διαλέξεις από επαγγελ-ματίες του χώρου, για διάφορα θέματα όπως ο ήχος, η σύνθεση, τα πνευματι-κά δικαιώματα και το τι σημαίνει να είσαι επαγγελματίας μουσικός στην Κύπρο σε σύγκριση με την Αγγλία και το αντίθετο. Όλοι οι εισηγητές είναι γνωστοί καλλιτέχνες με πείρα στην εκ-παίδευση και συγκεκριμένα σε τέτοιου είδους εργαστήρια από την Κύπρο, την Αγγλία και την Ελλάδα. Οι συναυλίες και οι παρουσιάσεις κάθε βράδυ και κατά τη διάρκεια του Μουσικού Χω-ριού θα είναι ελεύθερες για το κοινό, και θα περιλαμβάνουν τοπικά γκρουπ, σχήματα μεταξύ των εισηγητών, πα-

ρουσιάσεις των εργαστηρίων, μια θε-ατρική παράσταση και jam sessions.

Μουσική και μουσικοί για όλα τα γούστα. Όλος αυτός ο ετερόκλητος πλουραλισμός που θα δούμε φέτος στις συναυλίες αλλά και στο Μουσι-κό Χωριό ήταν μια συνειδητή από-φαση, ώστε να διευρυνθούν μουσικά τα ακούσματα του κυπριακού κοινού;Σαφώς! Αυτός ήταν και είναι ένας από τους βασικούς στόχους της Λουβάνα Δίσκοι από τη δημιουργία της. Μας ενδιαφέρει κυρίως η αισθητική της μουσικής, παρά το ύφος της. Στο φετινό φεστιβάλ θα ακούσουμε από jazz μέχρι και progressive rock, ενώ στα εργαστή-ρια θα διδαχθούν θέματα όπως καρνα-τική μουσική της Νοτίου Ινδίας μέχρι και κρητική μουσική. Ταυτόχρονα, στό-χος μας είναι να δοθούν ευκαιρίες σε Κύπριους δημιουργούς, που δύσκολα βρίσκουν χώρους και ευκαιρίες, να πα-ρουσιάσουν τη δουλειά τους μπροστά σε πολυάριθμο κοινό. Σημαντικός πα-ράγοντας, επίσης, στην επιλογή της μου-σικής και των μουσικών είναι να πα-ρουσιάζουν δικό τους αυθεντικό υλικό. Τι παραπάνω να περιμένει ο κό-σμος στον φετινό Φέγγαρο;Παραπάνω μουσική, παραπάνω κόσμο, παραπάνω συγκινήσεις, παραπάνω χρώματα και φως. Πολλή αγάπη και φι-λοξενία από τους κατοίκους του Κάτω Δρυ. Καλύτερη οργάνωση με πολλές καινοτομίες. Μια όμορφη εμπειρία.

Ήχοι και ρυθμοί εν αφθονία

*Η προπώληση των εισιτηρίων έχει ήδη ξεκινήσει, ενώ όλες τις λεπτομέρειες για τις συναυλίες και το Μουσικό Χωριό θα τις βρείτε στον ιστότοπο της Λουβάνα Δίσκοι: www.louvana.com.cy.

Hdyfono_6-7_inn.indd 7 19/06/2015 11:12 ΜΜ

Page 15: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Summertime

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Αφιέρωμα Μερικά από τα μεγαλοφυέστερα τραγούδια της ανθρωπότητας χαρακτηρίζονται από την ιδιοφυή απλότητάτους - και το τραγούδι, σήμα κατατεθέν της συγκεκριμένης εποχής του χρόνου που διανύουμε, είναι σίγουρα ένα από αυτά

Καλοκαίρι και η ζωή είναι εύκολη, τα ψάρια χοροπη-δούν και το βαμβάκι έχει μεγαλώσει. Ο πατέρας σου είναι πλούσιος και η μητέ-

ρα σου όμορφη, οπότε ησύχασε μικρό μου και μην κλαις. Ένα από αυτά τα πρωινά θα σηκωθείς τραγουδώντας, θα ανοίξεις τα φτερά σου και θα πας προς τον ουρανό. Αλλά μέχρι να έρθει εκείνο το πρωινό δεν θα υπάρξει τίποτα που να μπορεί να σε πληγώσει, μιας και η μητέ-ρα και ο πατέρας σου θα στέκονται δίπλα σου. Είναι ίσως οι πιο αναγνωρίσιμοι στίχοι στην ιστορία της μουσικής, έτσι όπως τους έγραψε ο συγγραφέας του Porgy, DuBose Heyward, τους έντυσε με μουσική ο μεγάλος συνθέτης George Gershwin και τους τραγούδησε η Clara στο μωρό της, λίγο αφότου άνοιξε η αυ-λαία για την πρώτη πράξη της όπερας Porgy and Bess το 1935. Ογδόντα χρό-νια μετά, το Summertime παραμένει ένα από τα πιο πολυδιασκευασμένα τραγούδια όλων των εποχών, εκτελε-σμένο από συγκροτήματα και τραγου-διστές μέσα απ’ όλα τα είδη της μουσι-κής. Όπως έχει ξαναγράψει ο «Ήχος της Μουσικής» στο παρελθόν, μερικά από τα μεγαλοφυέστερα τραγούδια της αν-θρωπότητας χαρακτηρίζονται από την ιδιοφυή απλότητά τους - και το τραγού-δι, σήμα κατατεθέν της συγκεκριμένης

εποχής του χρόνου που διανύουμε, εί-ναι σίγουρα ένα από αυτά.

Αν και το Summertime θεωρείται αυθεντική σύνθεση του Gershwin, η ιστορία γράφει πως μάλλον εμπνεύ-στηκε από δύο παραδοσιακές μουσι-κές. Το spiritual πολυδιασκευασμένο Sometimes I Feel like a motherless child, παραδοσιακό τραγούδι που οι νέγροι σκλάβοι τραγουδούσαν στις βαμβακοφυτείες κάπου εκεί στο 1870, και το Oi Khodyt Son Kolo Vikon, ένα παραδοσιακό ουκρανικό νανούρισμα, όπως αυτό παιζόταν από τον ερχομό της Διεθνούς Ουκρανικής Χορωδίας στη Νέα Υόρκη το 1922, με συνθέτη και μαέστρο τον Alexander Koshetz. Μετά από σπουδαίες περιοδείες στην Ευρώ-πη η χορωδία του Koshetz καταφθάνει στη Χώρα της Ελευθερίας, κάνοντας ιδιαίτερη αίσθηση στο αμερικανικό κοινό. Ο Gershwin δίνει το «παρών» του σε μιαν από αυτές τις συναυλίες και η εκτίμησή του προς τον συνάδελ-φο και τη χορωδία της αντίπερα όχθης θα ομολογηθεί σε κάποια δήλωσή του. Τον Δεκέμβρη του 1933 είναι η περί-οδος που συνεργάζεται με τον συγγρα-φέα και στιχουργό Heyward, γράφοντας τη μουσική του Porgy and Bess, με το ποίημα Summertime του δεύτερου να είναι σχεδιασμένο να ανοίξει την όπερα και να επαναλαμβάνεται σε τακτικά δι-

αστήματα των πράξεών της. Η ειρωνεία είναι πως δύο χρόνια μετά το ανέβασμα του Porgy and Bess ο George Gershwin θα φύγει από τη ζωή σε ηλικία μόλις 39 χρονών, ύστερα από όγκο στον εγκέφα-λο, μη βλέποντας τι θα επακολουθούσε, με την εποποιία που θα άφηνε πίσω του το Summertime.

Από την Billie, στην Ella και την JanisΗ πρώτη γνωστή ηχογράφηση του τραγουδιού θα έρθει ένα χρόνο μετά το ανέβασμα της όπερας. Το καλοκαί-ρι του 1936 η Billie Holiday με την ορχήστρα της θα κυκλοφορήσει το Summertime σε μια extended play συλλογή της Fontana records. Η Lady Day σε ηλικία μόλις 21 ετών θα δείξει τις φωνητικές της δυνατότητες σε ένα jazz n blues αμάλγαμα του τραγουδιού, βγάζοντας στην επιφάνεια άλλες πτυχές του κομματιού, που θα αφουγκραστού-με παρακάτω. Jazz μουσικοί της περιό-δου ‘40 και ‘50 θα κρατήσουν ζωντανό το τραγούδι στα υποψιασμένα ακροατή-ρια, με την απογείωση και την πλήρη καταξίωση του Summertime να έρχε-ται το 1957 μέσα από την τρομπέτα του Louis Armstrong και τη φωνή της Ella Fitzgerald. Ο θεαματικότερος τρομπετί-στας όλων των εποχών που κατάφερε να βγάλει την jazz (κατά ένα τρόπο) από το περιθώριο, ακομπανιάρει μιαν από

τις μεγαλύτερες γυναικείες φωνές που τραγούδησαν ποτέ. Το Summertime θα αποκτήσει ένα στιβαρό μουσικό «πάτη-μα» για όλες τις μεταγενέστερες εκδοχές που θα ακουστούν. Μια χρονιά αργότε-ρα ο Otto Preminger θα φέρει στη με-γάλη οθόνη το Porgy and Bess με τους Sidney Poitier, Dorothy Dandridge, Sammy Davis, Jr., Pearl Bailey και Diahann Carroll, την οποία ντούμπλαρε με τη φωνή της η Loulie Jean Norman στην εκτέλεση του τραγουδιού. Πριν μπούμε όμως στα sixties, πρέπει να αναφερθούμε και στη νυχτερινή, αλλά καθόλου σκοτεινή, εκτέλεση των Miles Davis και Gil Evans, μέσα από το δικό τους Porgy and Bess, όπως διασκεύα-σαν τις συνθέσεις του Gershwin στο ομό-τιτλο άλμπουμ του 1959.

Αναμφισβήτητα, η πιο αναγνωρί-σιμη εκτέλεση του Summertime για το ευρύ κοινό είναι εκείνη της Janis Joplin, μέσα από το άλμπουμ Cheap Thrills με τους Big Brother and the Holding Company το 1968. Το μελά-νι που έχει χυθεί για την ερμηνεία της Joplin από τα sixties μέχρι σήμε-ρα είναι απύθμενο. Η λευκή ιέρεια με τη φωνή μιας μαύρης τραγουδίστριας, εννοεί κάθε στίχο όταν τον λέει, αλλά-ζοντας συνάμα τονισμούς, κάνοντας εναλλαγές, μαγνητίζοντας τις συλλα-βές. Για την ιστορία, στο εξώφυλλο του

δίσκου ο καρτουνίστας και μουσικός Robert Crumb φτιάχνει ένα σκίτσο για το κάθε τραγούδι, ζωγραφίζοντας για το Summertime την Clara να κρατάει με απόγνωση το μωρό της που κλαίει, ουρλιάζοντας μέσα σε μιαν απελπισία. Ελάχιστες από τις πιο αξιομνημόνευτες εκτελέσεις που τραγουδήθηκαν μέσα στις δεκαετίες ήταν εκείνες των James Brown, Walker Brothers, Zombies, Booker T & The MG’s, Al Green, George Benson, το «μηχανάκι στόμα» Billy Stewart, ενώ η λίστα δεν έχει τέλος, μιας και το τραγούδι απαριθμεί πάνω από 25,000 διασκευές κι εκτελέσεις μέσα στα χρόνια.

Η απλή μελωδία του. Οι χαρακτη-ριστικοί του στίχοι, που κρύβουν μέσα τους τον πόνο και βάσανα ψυχών. Η διό-λου τυχαία στιχουργική αναφορά στο βαμβάκι που οι νέγροι σκλάβοι αναγκά-ζονταν να μαζεύουν απάνθρωπα εκεί στον αμερικανικό Νότο. Το πέρασμα των στίχων του DuBose Heyward μέσα από όλα τα μουσικά είδη και κουλτού-ρες λαών. Το νανούρισμα που μοιάζει σαν να τελειώνει κάτι, δίνοντας ελπί-δα στα μελλούμενα. Όπως και να ‘χει, όλα αυτά και άλλα τόσα συνυπάρχουν μέσα σε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια όλων των εποχών, ώστε το Summertime να τραγουδιέται καταλυ-τικά τα τελευταία 80 χρόνια.

80 χρόνια καλοκαίρι

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 26/06/15 23:58

Page 16: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Αναδρομές Ποιήτρια, μουσικός, μια ανανεωτική μορφή της rock κουλτούρας, μια ερμηνεύτρια ποιημάτων και τραγουδιών που μεγάλωσε και μεστώθηκε δημιουργικά στους δρόμους τηςΝέας Υόρκης

«Το μόνο πράγμα που ξέρω είναι πως κά-ποια στιγμή, κάθε νύχτα που δίνω συ-ναυλία, αφιερώνω

τόσο μεγάλο μέρος από τον εαυτό μου, που κατουριέμαι πάνω μου ή «τελει-ώνω» στη σκηνή. Καταβάλλω τέτοια προσπάθεια να φτάσω μια νότα ή να δη-μιουργήσω μια συγκεκριμένη αίσθηση ή να βρω μια λέξη, ώστε χάνω τον αυτο-έλεγχό μου». Κάπως έτσι αυτοπροσδιο-ρίστηκε κάποτε η λεγόμενη και «Ιέρεια του Punk» σε μία δήλωσή της. Ποιή-τρια, μουσικός, μια ανανεωτική μορφή της rock κουλτούρας όταν στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 τα μουσικά πράγματα έμελλαν να εξεγερθούν, μια ερμηνεύ-τρια ποιημάτων και τραγουδιών που μεγάλωσε και μεστώθηκε δημιουργι-κά στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Αρκετά χρόνια πίσω και πριν ξεκι-νήσει τη δισκογραφική της καριέρα με το καθοριστικό άλμπουμ «Horses» του 1975, η Patti Smith διάβηκε τα μονοπά-τια της ποίησης για να μην τα αποχωρι-στεί ποτέ. Από το ντεμπούτο της μέχρι και το πριν τρία χρόνια τελευταίο της στούντιο άλμπουμ με τίτλο Banga, που πήρε το βάπτισμά του από τον σκύλο του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ στο βιβλίο του τελευταίου «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα», η «γιαγιά του punk» δεν σταμάτησε πο-τέ να έχει ποιητικές και λογοτεχνικές αναφορές μέσα στα τραγούδια της. Συν-δέθηκε μες στα χρόνια φιλικά με τους William S. Burroughs, Allen Ginsberg και άλλους από την beat γενιά, δεν έκρυ-ψε ποτέ την αγάπη της για την ποίηση του Arthur Rimbaud και του William Blake, ενώ οι απαγγελίες ποιημάτων της στα διάφορα live που έκανε και κά-νει είναι αναπόσπαστο κομμάτι των εμφανίσεών της. Μια λίστα με τα ποιη-τικά βιβλία που έχει εκδώσει μπορείτε να βρείτε με ένα απλό ψάξιμο στο διαδί-κτυο, ενώ ο σημερινός Ήχος της Μουσι-κής σκέφτεται να γυρίσει τον χρόνο 50 χρόνια πριν και τότε που ξεκίνησαν όλα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 η Patti Smith μετακόμισε στη Νέα Υόρ-κη για να συγκατοικήσει με τον περίφη-μο φωτογράφο Robert Mapplethorpe. Ο τελευταίος έγινε γνωστός αργότερα για τα ασπρόμαυρα πορτρέτα διάση-μων μουσικών που τραβούσε, καθώς και τις φωτογραφήσεις αντρικών γυ-

μνών τη δεκαετία του ‘80. Άλλωστε, ήταν εκείνος ο υπεύθυνος για τη φωτο-γράφηση του εξωφύλλου του «Horses», όπου απεικονίζει την Patti Smith να κρατεί το μαύρο σακάκι της και να κοι-τά αγέρωχα μπροστά στο φακό. Για την ιστορία να αναφέρουμε πως 21 χρόνια μετά και στον δίσκο της «Gone Again» η Smith ξαναφωτογραφίζεται κρατώ-ντας πάλι στον ώμο της ένα μαύρο σα-κάκι, αλλά αυτήν τη φορά σε αντίθεση με το «Horses» το κεφάλι της είναι σκυμμένο προς τα κάτω, τα πάντα είναι μαύρα και ακολουθούν τους θανάτους του άντρα της Fred Smith, του αδερ-

φού της, του Mapplethorpe, του Kurt Cobain, του αδικοχαμένου Jeff Buckley καθώς κι όλων εκείνων των φίλων που έφυγαν από δίπλα της και «στοί-χειωσαν» έναν από τους καλύτερους δίσκους της καριέρας της. Επιστροφή και πάλι λοιπόν στα τέλη των sixties, όταν η Patti Smith ξεκινά να αποκτά μια φήμη στους τότε λογοτεχνικούς νεοϋορκέζικους κύκλους με το άγριο, χιμαιρικό γράψιμό της και την αντισυμ-βατική γνησιότητά της. Θα γνωριστεί με τον σπουδαίο θεατρικό συγγραφέα και ηθοποιό Sam Shepard, με τον οποίο θα συνάψουν ερωτική σχέση και μαζί θα

γράψουν αλλά και θα παίξουν το 1971 σε underground θεατρικές σκηνές το «Cowboy Mouth». Είναι η ιστορία ενός «παρανοϊκού» ζευγαριού που ζει μέσα στην αμαρτία και τις παραβατικές σκέ-ψεις που κρύβονται μέσα στα κεφάλια τους. Ένα έργο που στην ουσία μιλάει για το «αμερικανικό όνειρο» και την απόλυτη αποχαύνωση που προσφέρει σε κάθε πολίτη. Η Patti Smith παράλ-ληλα ξεκινά να κυκλοφορεί ποιήματά της σε μικρούς εκδοτικούς οίκους και μαζί με τα διάφορά της άρθρα - κριτικές για τη ροκ κουλτούρα εξαπλώνει τη φήμη του κοριτσιού με την οργιαστική

πένα και το αγοροκοριτσίστικο παρου-σιαστικό.

Το ξεκίνημα Το 1971, σε μια βραδιά απαγγελίας ποί-ησης στην εκκλησία του Αγίου Μάρ-κου στη Νέα Υόρκη, θα σηματοδοτηθεί το ξεκίνημα των πάντων για την Patti Smith. Ο κιθαρίστας και τότε ροκ κρι-τικός γραφιάς Lenny Kaye θα την συ-νοδεύσει εκείνη τη βραδιά σε τρία τρα-γουδοποιήματα. Οι δυο τους θα δουν πως έχουν μια σπάνια χημεία μεταξύ τους καθώς και τα ίδια ακούσματα. Δυο χρόνια αργότερα θα βρεθούν και πάλι μαζί πάνω στη σκηνή, για μια συναυ-λία φόρο τιμής στον Αρθούρο Ρεμπώ. Το ιδανικό πάντρεμα ήταν εκεί και το ξεκίνημα που θα έφερνε τις κατοπινές ποιητικές μουσικοραφές, τα οργιώδη κυλίσματα στο πάτωμα του ιστορικού club CBGB κι όλα εκείνα που μας χάρι-σε και μας χαρίζει η «γιαγιά του πανκ» είχαν βάλει μπροστά. Το 1974 θα έρθει να κάτσει στα πλήκτρα και ο Richard Sohl για να ολοκληρωθεί η πρώτη μορ-φή της μπάντας της, ενώ όλα τα υπόλοι-πα απ’ εκεί και πέρα είναι μια γνωστή και παιδεμένη μουσική ιστορία που συνεχίζει να απαγγέλει στίχους, να μα-κελεύει ήχους και καμιά φορά, αν όχι πάντα -γιατί τα χρόνια έχουν περάσει- να χτυπιέται στους τοίχους.

Μια εισαγωγή και μύηση στο ποιη-τικό της έργο μπορεί να γίνει με το βι-βλίο «Early Works 1970-79», το οποίο αποτελεί στην ουσία μιαν ανθολογία από την πρώτη της δημιουργική περί-οδο. Μια δημιουργική περίοδο με την οποία η Patti Smith περι-έγραφε τη μέ-θη, την τρέλα και την ανάγκη να βιωθεί ουσιαστικά η ζωή, σπάζοντας γραμματι-κούς και συντακτικούς κανόνες στους στίχους της, επιτυγχάνοντας μια δική της ξεχωριστή τομή στην ποίηση. Από την άλλη υπάρχουν πάντα οι δίσκοι της που, αν βουτήξεις βαθιά στο μένος των στίχων και της μουσικής της, θα αντι-κρίσεις μια ποιήτρια - επαναστάτρια, που επηρέαζε κι επηρεάζει βαθύτατα σύγχρονες γυναίκες τραγουδοποιούς. Δεν είναι διόλου τυχαίο άλλωστε πως στη σημερινή οικονομική τρομοκρατία που ζούνε λαοί και κράτη, τραγούδια σαν το People have the Power γίνονται παντιέρα στα χείλη εκείνων που αναζη-τούν μιαν άλλη ζωή.

Η ποίηση της Patti Smith

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 04/07/2015 1:32 ΠΜ

Page 17: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Αναδρομές Υπάλληλος δισκάδικου,

εκεί στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας

της ζωής του, ο εικοσιτριάχρονοςRagovoy θα μπει

για πρώτη φορά σε στούντιο το 1953, για

να κάνει την παραγωγή στο My Girl Awaits Me

Πολυπράγμων συνθέτης, ευφυέστατος ενορχη-στρωτής, παραγωγός μερικών από των πιο σπουδαίων τραγουδιών

του προηγούμενου αιώνα, τραγουδο-ποιός και υπεύθυνος για μεγάλες επι-τυχίες που έκαναν γνωστές στο κοινό ονόματα όπως η Janis Joplin, οι Rolling Stones και πολλοί άλλοι. Ένας λευκός Εβραίος που θα γράψει μεγάλα τραγού-δια στην ανατολική πλευρά της αμερι-κανικής soul μουσικής των ‘60s, εκεί στη Νέα Υόρκη και τη Φιλαδέλφεια, βά-ζοντας τη σφραγίδα του μια για πάντα δίπλα σε ονόματα συνθετών όπως αυτά των Phil Spector, Burt Bacharach, κ.ά.

Μπορεί η soul μουσική, όπως και τα blues, να «ανήκουν» δικαιωματικά στους Αφροαμερικανούς συνθέτες και τραγουδιστές, αλλά ο Jerry Ragovoy κα-τέκτησε επάξια τον τίτλο του «Λευκού Βασιλιά της Soul», μιας και είχε δια-βάσει, ακούσει και μαθητεύσει με άρι-στα πάνω στην gospel ποίηση του πα-ρελθόντος, ώστε να αναπλάσει τη soul μουσική του μέλλοντος. Υπάλληλος δι-σκάδικου, εκεί στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας της ζωής του, ο εικοσιτριά-χρονος Ragovoy θα μπει για πρώτη φορά σε στούντιο το 1953 για να κάνει την παραγωγή στο My Girl Awaits Me, που θα τραγουδήσουν οι Castelles, μια πετυχημένη doo - wop μπάντα που είχε ξεκινήσει την καριέρα της από τα τέλη των ‘40s ως χορωδία, για να καταλήξει να είναι το συγκρότημα που θα κάνει την τομή και την επιτομή σε αυτό που ονομάστηκε μετέπειτα «Ο Ήχος της Φι-λαδέλφεια».

Cry BabyΜε το My Girl Awaits Me οι δρόμοι των στούντιο θα ανοίξουν διάπλατα και ο Ragovoy θα περάσει από δισκο-γραφικές όπως η Chancellor για να κα-θίσει στην καρέκλα του παραγωγού, αναδεικνύοντας τραγούδια όπως τα I’m Comin’ Home των The Fabulous Four και τη σπαραξικάρδια μπαλά-ντα Disappointed που ερμήνευσε η Claudine Clark. Κάπου εκεί θα φύ-γει για τη Νέα Υόρκη, για να ξεκινή-σει η εποποιία του με τον αγαπημένο του τραγουδιστή Garnet Mimms και την μπάντα που τον συνόδευε, τους Enchanters. Ο Mimms θεωρείται από τους πρώτους αληθινούς soul τρα-γουδιστές κι από εκείνους -που όπως έγραψε το μουσικό site allmusic- η ερμηνευτική κληρονομιά του είναι εγκληματικά αγνοημένη. Ο Jerry Ragovoy μαζί με τον Bert Berns θα

γράψουν για τον Mimms το Cry Baby, που η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου θεωρεί πως το πρωτοτραγού-δησε η Janis Joplin. Η αλήθεια είναι όμως πως η αυθεντική εκτέλεση εί-ναι του Garnet Mimms οκτώ χρόνια πριν από της Janis. Το ρεπερτόριο της Joplin δε σταματάει όμως στο Cry Baby, μιας και μεγάλες επιτυχίες της, όπως τα Piece of My Heart, My Baby, Get It While You Can και Try (Just a Little Bit Harder), μέσα από τη σύντο-μη δισκογραφία της, είναι συνθέσεις του Ragovoy, που μαζί με την πένα του Berns θα δημιουργούσαν ένα δίδυμο των επιτυχιών. Όσο για τον Garnet Mimms και τους Enchanters η συνερ-γασία τους με τον Ragovoy και Berns θα διαρκέσει για πολλά χρόνια ακόμα, σε μια δισκογραφία που αξίζει να ψάξε-τε, ανακαλύπτοντας αισθαντικά πρώι-μα και αληθινά soul τραγούδια, όπως τα As Long As I Have you και Thinkin’, που είτε μένουν στο άδικο μουσικό σκοτάδι είτε θεωρούνται εκτελέσεις άλλων, όπως το πρώτο, που επανέφε-ραν στο προσκήνιο το 2007 οι Detroit

Cobras σε μια εξαιρετική εκτέλεση στα μέτρα της σύγχρονης garage - soul εποχής.

Άλλη μια από τις μεγαλύτερες παρε-ξηγήσεις που συνέβησαν και συμβαί-νουν στη σύγχρονη και όχι μόνο μου-σική ιστορία για το ποιος ή ποιοι πρω-τοερμήνευσαν κάποιο πασίγνωστο τρα-γούδι συμβαίνεικαι με το Time Is On My Side των Rolling Stones. Λάθος! Η συγκεκριμένη επιτυχία της μεγαλύτε-ρης μπάντας του πλανήτη, σύνθεση του Jerry Ragovoy κάτω από το ψευδώνυ-μο Norman Meade, παίχτηκε πρώτα από ένα Δανό τρομπονίστα με το όνομα Kai Winding για λογαριασμό της Verve Records με τις Cissy Houston, Dionne και Dee Dee Warwick στα φωνητικά το 1963. Ακριβώς την επόμενη χρονιά η πανώρια soul φωνή της Irma Thomas θα το τραγουδήσει θαυμάσια, για να φέ-ρει τους Stones τρίτους και καταϊδρω-μένους, αλλά εκείνους που καρπώθη-καν την επιτυχία ενός τραγουδιού που γράφτηκε μέσα σε μία ώρα και δόθηκε να ακουστεί για έγκριση μέσα από το ακουστικό ενός τηλεφώνου!

Stay with meΣυμπληρώνοντας αυτή τη μικρή λίστα με τα πιο ευρέως γνωστά τραγούδια που συνέθεσε ο Λευκός Βασιλιάς της Soul δεν θα μπορούσαμε φυσικά να παραλεί-ψουμε μια από τις πιο επικές μπαλάντες που γράφτηκαν ποτέ και τραγουδήθη-κε τόσο ανυψωτικά και γενναία από τη Lorraine Ellison. Ο λόγος για το Stay with me, που ξανάρθε στο προσκήνιο έξι χρόνια πριν, όταν και η «χαμένη» πια Duffy τραγούδησε για λογαριασμό της ταινίας The Boat that Rocked, την οποία πάσης φύσης μουσικόφιλος μάλ-λον έχει παρακολουθήσει. Η ηχογράφη-ση του τραγουδιού έχει και μια μικρή ενδιαφέρουσα ιστορία που αξίζει να εξιστορηθεί. Η 46μελής ορχήστρα που συνοδεύει την Ellison στο τραγούδι βρέ-θηκε στο στούντιο μαζί της χάριν μιας ακύρωσης που έκανε ο Frank Sinatra στις τότε ηχογραφήσεις του. Η ορχή-στρα προσλήφθηκε εντελώς δωρεάν από τον Ragovoy και μέσα σε δύο μέρες όλοι μαζί έγραψαν το Stay with me, που από τότε διασκευάστηκε από ένα σωρό ονόματα και μπάντες της Rock και Soul.

«Με κάθε τραγουδιστή που δούλε-ψα ήμουν σαν τον Χίτλερ όταν έφτανε η ώρα για τα φωνητικά. Κάθε που κά-νω μια παραγωγή είναι σαν να θέλω να αποδείξω ακόμα κάτι στον εαυτό μου. Κάθε νότα, κάθε τραγούδι, κάθε άλ-μπουμ, κάθε σύνθεση που δημιουργώ είναι μια απόλυτη πρόκληση». Ο Jerry Ragovoy μπορεί να υπήρξε στριφνός και απαιτητικός με κάθε πρότζεκτ που καταπιανόταν. Δύσκολος ως χαρακτή-ρας, αλλά όλοι οι μεγαλοφυείς δημιουρ-γοί πάντα έτσι ήταν. Η ζωή του δεν είχε κάποιες αυτοκαταστροφικές τάσεις ή κάποια αξιομνημόνευτη παραφιλο-λογία γύρω από το όνομά του, δείγμα ενός ανθρώπου δουλευταρά, που ήθε-λε πάντα να επανεφευρίσκει τη μου-σική, να την ωθεί βήματα μπροστά, να υποκινεί καθάρια ένστικτα με τα πιο απλά και κατανοητά υλικά, όπως έγρα-ψε και κάποιος κάποτε. Όποιοι θέλουν να κάνουν ένα ξεκίνημα με το έργο του υπάρχει η συλλογή The Jerry Ragovoy Story: Time Is on My Side 1953-2003. Έφυγε από εγκεφαλικό στα 81 του, στις 13 Ιουλίου του 2011.

Jerry Ragovoy Ο Λευκός Βασιλιάς της Soul

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 10/07/2015 10:51 ΜΜ

Page 18: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Απόκοσμα γοητευτική με μια υπνωτικά ρομαντική φωνή, πρώην πετυχημέ-νο μοντέλο που παράτη-σε ολόκληρη καμπάνια

της Coco Chanel για να βρεθεί στη Νέα Υόρκη και να συναντηθεί καθοριστικά με τον Andy Warhol. Μητέρα ενός εκ των παιδιών του Alain Delon, ερωμένη του Jim Morrison και κρυφά ερωτευ-μένος μαζί της ο Bob Dylan για κάποια χρονική περίοδο. Ενίοτε ηθοποιός, με τον Federico Fellini να της δίνει έναν μικρό ρόλο στο La Dolce Vita, μια σύ-μπραξη πολλών και διαφορετικών καλ-λιτεχνικών προσωπικοτήτων που την καθιέρωσαν σε μιαν από τις πιο επιβλη-τικές και επιδραστικότερες μορφές της Rock μυθολογίας. Η Γερμανίδα Christa Paeffgen, που πήρε το ψευδώνυμο Nico από έναν Έλληνα κινηματογραφιστή.

Μόλις στα 16 της την ανακαλύπτει ο σπουδαίος Γερμανός φωτογράφος Herbert Tobias και της «κολλάει» το ψευδώνυμο Nico (δάνειο από τον σκη-νοθέτη φίλο του Νίκο Παπατάκη) που θα τη συντροφεύει σε ολόκληρη την καριέρα της. Δουλεύει για το Vogue, το Elle και πολλά άλλα περιοδικά της εποχής. Στα 17 της υπογράφει για μια καμπάνια της Coco Chanel, αλλά παρατάει το συμβόλαιο για να πετά-ξει στη Νέα Υόρκη. Παρακολουθεί μαθήματα ηθοποιίας δίπλα στον Lee Strasberg, εμφανίζεται σε τηλεοπτικά σποτ καθώς και σε μικρούς ρόλους στις ταινίες La Tempesta του Alberto Lattuada και For the First Time του Rudolph Maté. Κάπου εκεί θα τη δει κι ο Fellini, δίνοντάς της την ευκαιρία να παίξει τον εαυτό της στο Dolce Vita δίπλα στον Marcello Mastroianni. Ο ζεν πρεμιέ της εποχής Alain Delon θα περάσει μια βραδιά μαζί της και θα της χαρίσει έναν γιο, που ο Γάλλος ηθοποιός δεν θα αναγνωρίσει ποτέ. Η πρώτη εμφάνισή της μπροστά από το μικρόφωνο θα γίνει το 1963, όταν και σε ένα club θα ανεβεί να τραγουδήσει πασίγνωστα κομμάτια όπως το My Funny Valentine. Δυο χρόνια αργότε-ρα θα γνωριστεί με τον αδικοχαμένο Brian Jones των Rolling Stones και θα ηχογραφήσει το πρώτο της single. Ο Bob Dylan θα της δώσει να πει το I’ll Keep it with mine και θα τη συστήσει στον Andy Warhol που περιμένει στη γωνιά, για να την ανεβάσει στο καλλι-τεχνικό βάθρο που της πρέπει. Έχει προηγηθεί μια φωτογράφηση για το εξώφυλλο Moon Beams του τζαζ πια-νίστα Bill Evans και το δίδυμο Warhol - Paul Morrissey ξεκινούν τα γυρί-

σματα του περίφημου πειραματικού φιλμ Chelsea Girls, με τη Nico να κρα-τάει τα πρωταγωνιστικά ηνία.

Απρίλης του 1967 και ο Andy Warhol μαζεύει στο στούντιο τους Lou Reed, John Cale, Sterling Morrison και Maureen Tucker - που ήδη συνεργαζό-ταν μαζί τους - για να αλλάξει ολόκλη-ρη την ιστορία της μουσικής. Οι Velvet Underground με τον Warhol στην κα-ρέκλα του παραγωγού θα μπουν για να γράψουν την περιβόητη «Μπανάνα». Η προσθήκη της Nico σχεδόν επιβάλλε-ται από τον ασπρομάλλη πάπα της pop art και οι στριφνοί Reed και Cale αμέ-σως δυσανασχετούν. Η αλήθεια είναι πως η Nico θα έπαιζε με τα νεύρα των μουσικών, μιας και τα ιδιότυπα τερτίπια της κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης έφταναν στο σημείο του γραφικού. Κλει-νόταν με τις ώρες σε ένα δωμάτιο προε-τοιμάζοντας την ενδυματολογική της εμφάνιση μέχρι να μπει στο στούντιο, έκανε τελετές και λιτανείες ανάβοντας κεριά ώστε να πάει καλά η ηχογρά-φηση, ενώ η χαμένη ακοή της από το

ένα της αφτί (!) την έκανε να χάνει νό-τες και ρυθμούς μπαίνοντας σε λάθος χρόνο στο τραγούδι. Η Nico κατάφερε τελικά και τραγούδησε τρία κομμάτια από την «Μπανάνα», τα Femme Fatale, All Tomorrow’s Parties και I’ll Be Your Mirror, ενώ έκανε και backing vocals για το περίφημο Sunday Morning, που από τότε ακολουθεί όλα τα πρωινά της Κυριακής σε κάθε νωχελικό ηχείο κά-ποιου σπιτιού. Το άλμπουμ θα ονομα-στεί The Velvet Underground & Nico, στο εξώφυλλό του θα μπει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα του Andy Warhol, η στιχουργική θεματολογία του θα καταπιαστεί με τα ναρκωτικά, την πορνεία, τον μαζοχισμό, τη σεξου-αλικότητα και άλλα ταμπού ζητήματα της εποχής, ενώ η μουσική του ιδιο-φυία θα έρθει να ακουστεί ως κάτι που ποτέ πριν δεν είχε παιχτεί από κανέ-ναν και από καμία. Η αλήθεια είναι πως με την κυκλοφορία του οι κριτι-κές ήταν παντελώς αρνητικές και θα ‘πρεπε να περάσουν κάμποσα χρόνια ώστε η «Μπανάνα» να θεωρηθεί ως

ένα από τα πιο επιδραστικά άλμπουμ που έδωσαν ένα στίγμα προγενέστερου punk και αληθινών εναλλακτικών ηχοδρόμων. Από τότε και μετά η θέση της είναι πάντα μέσα στα 20 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών σε κάθε σοβαρή λίστα που έχει δημοσιευθεί. «Η βαθιά και όμορφη φωνή της Nico θα προσδώσει μίαν αναμφισβήτητη γοητεία στα τραγούδια του Reed και γι’ αυτό εκείνος θα προσπαθήσει να την ξεφορτωθεί», θα γράψει ένας μουσικο-κριτικός, με τη Γερμανίδα να εγκατα-λείπει την μπάντα για να ακολουθήσει τα δικά της μουσικά κατευόδια.

Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το ντε-μπούτο της άλμπουμ Chelsea Girl και ακολουθούν τα Marble Index (1969), Desertshore (1970), το The End (1973). Το The End, που πήρε τον τίτλο του από το ομώνυμο τραγούδι των Doors, έγινε με τη συμμετοχή του Brian Eno και περιέχει το τραγούδι You Forgot Το Answer, που γράφτηκε για την τελευ-ταία συνάντηση που είχε με τον πρώ-ην εραστή της Jim Morrison. Η αρχή

της δεκαετίας του ‘80 θα τη βρει με το Drama of Exile και στα μέσα με το Camera Obscura. Τα τραγούδια, η ερ-μηνεία της, καθώς και η σκηνική της παρουσία θα επηρεάσουν μια για πάντα goth μπάντες και καλλιτέχνες, που τη θεωρούν το αγέρωχο σκοτεινό σύμβο-λό τους. Κάπου εκεί και πιο πριν όμως θα ξεκινήσει και ο εθισμός της με την ηρωίνη, που θα διαρκέσει κοντά στα 15 χρόνια. Θα απεξαρτηθεί και θα ζή-σει ήρεμα με τον γιο της Ari Delon, κάνοντας συχνά πυκνά διάφορες live εμφανίσεις περνώντας κι από την Ελ-λάδα. «Το πρωί της 17ης Ιουλίου η μητέρα μου είπε ότι έπρεπε να πάει με το ποδήλατο να πάρει λίγη μαριχουά-να. Κάθισε μπροστά στον καθρέφτη κι έβαλε ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι της. Κοίταζε στον καθρέφτη βάζοντας με μεγάλη φροντίδα το μαντήλι. Θα γυ-ρίσω σύντομα, μου είπε, φεύγοντας με το ποδήλατο. Έφυγε νωρίς το απόγευ-μα την πιο ζεστή μέρα του χρόνου», έγραψε ο γιος της για το οριστικό φευ-γιό της από τούτο τον κόσμο.

Η Femme Fatale της RockΓιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Παρουσίαση Mια σύμπραξη πολλών και διαφορετικών καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων, που την καθιέρωσαν σε μιαν από τις πιο επιβλητικές και επιδραστικότερες μορφές της rock μυθολογίας

Nico

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 17/07/15 21:06

Page 19: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Ο Muddy Waters τον είχε δει ως έναν επικίνδυνο τύπο, ο κιθαρίστας και καλός του φίλος Johnny Shrines ως έναν περι-

πλανώμενο ταξιδευτή, πατρίδα του οποίου ήταν εκεί που βρισκόταν το καπέλο του και συνήθως πάντοτε το έψαχνε. Προορισμός του η αιώνια κί-νηση, η επόμενη πόλη στο Δέλτα του Μισσισσιππή, το επόμενο κακόφημο μπαρ που γύρευε μπελάδες, το καθορι-στικό σταυροδρόμι που θα ‘γραφε τους στίχους του και θα καθόριζε τον μύθο του. Και οι μύθοι γύρω από το όνομα του Robert Johnson, δόξα τα άγραφα βιβλία της μουσικής ιστορίας, είναι πάμπολλοι, με ισχυρότερο εκείνον που λέει πως κάποτε πούλησε την ψυ-χή του στον διάβολο για να παίξει την τέλεια κιθάρα, αφήνοντας άναυδους όλους εκείνους που θα στέκονταν απέ-ναντί του για να ακούσουν τα blues του.

Γεννημένος στο Hazlehurst του Μισσισσιππή το 1911, ο Robert Johnson από μικρή ηλικία ξεκίνησε να παίζει τα Delta blues μιμούμενος μεγαθήρια του είδους όπως οι Charlie Patton, Son House και Skip James. Όταν ο πατριός του δεν τον έστελνε στα χωράφια για να δουλέψει, εκεί-νος έκλεβε τις κιθάρες των πρεσβυτέ-ρων μαθητεύοντας πάνω στις χορδές, σκαρώνοντας τα δικά του τραγούδια, ενώ συχνά-πυκνά εξαφανιζόταν από το σπίτι του για μήνες. Κάπως έτσι δη-μιουργήθηκε και ο περίφημος μύθος γύρω από το όνομά του με το μεταμε-σονύχτιο σταυροδρόμι, σύμφωνα με τον οποίο ο διάβολος κερδίζοντας την ψυχή του Johnson τού πρόσφερε την απόλυτη μαεστρία στο παίξιμο της κι-θάρας. Ο μικρός Robert το 1930 χάθη-κε από προσώπου γης για έξι μήνες (μαρτυρίες αναφέρουν και δύο χρό-νια), όταν επέστρεψε κουβαλούσε μα-ζί του μια κιθάρα. Το παίξιμό του ήταν εξωπραγματικό, η επιδεξιότητα πάνω στις χορδές της Gibson Kalamazoo και ο τρόπος που έφτιαχνε τα τραγού-δια του, πρωτοπορία για την εποχή. Οι γέροι σοφοί της περιοχής διέδω-σαν τη φήμη πως πούλησε την ψυχή του στον διάβολο για να παίζει έτσι τα Blues. Ο Johnson δεν το σχολίασε πο-τέ. Ερευνητές των λαϊκών παραδόσε-ων και μύθων συνδέουν τον διάβολο από την ιστορία αυτή με την Αφρικα-νική θεότητα Legba της φυλής Yoruba που αναπαριστά έναν θεό κατεργάρη

να ξεγελά πάντα τα θύματα του με αγα-πημένο του στέκι τα σταυροδρόμια. Ο ιστορικός των blues Alan Lomax λέει πως οι περισσότεροι από τους μαύρους μουσικούς την δεκαετία του ‘30 έβλε-παν τους εαυτούς τους ως τα «παιδιά του διαβόλου». Η ιστορία αυτή είχε ει-πωθεί και για τον μπλουζίστα Tommy Johnson. Όπως και να ‘χει, οι μύθοι που θα ακολουθούν εκείνους που έφυ-γαν μικροί κι άφησαν τεράστιο έργο πίσω τους θα ‘ναι πάντοτε αστείρευτοι. Ο Robert Johnson συνέχισε να δίνει μικρά live σε κάθε κακόφημο μπαρ, όπου ο τζόγος, ο θάνατος και οι γυναί-κες - μπελάδες καραδοκούσαν. Τα τρα-

γούδια του μιλούσαν για τις σχέσεις του με αυτές, τις περιπλανήσεις του, το κάθε βίωμά του κι ο καθείς ερμήνευε όπως ήθελε τα διαβολικά μηνύματα που κρύβονταν στους στίχους του (!;).

Θα προλάβει να ηχογραφήσει μο-ναχά 29 τραγούδια και τα περισσό-τερα θα κυκλοφορήσουν σε δίσκους 78 στροφών λίγο πριν πεθάνει. Κα-ταστήθηκαν αρκετά ώστε να επηρε-άσουν μεταγενέστερους μουσικούς των blues και όχι μόνο, ενώ το πόσο σημαντική θα ήταν η προσφορά του στην παγκόσμια μουσική, η ιστορία θα έδειχνε αργότερα. Κομμάτια όπως τα Ramblin’ on My Mind, Cross Road

Blues, Preaching Blues (Up Jumped the Devil), Me and the Devil Blues κα-θώς και το Terraplane Blues διασκευ-άζονται μέχρι και σήμερα. Επιστρέ-φοντας στο διαβολικό σταυροδρόμι που γίνονται οι συμφωνίες και υπο-τίθεται πως βρίσκεται στη συμβολή των δρόμων 61 και 49 στο Clarksdale, ο Robert Johnson θα βάλει τον ήρωα του τραγουδιού του Travelling Riverside Blues να ταξιδεύει προς τα εκεί. Ένα από τα πιο διάσημα κομμά-τια του, αφού πολλά χρόνια αργότερα θα το διασκευάσουν οι Cream του Eric Clapton ως Crossroads. Ο τελευταίος θα κάνει και ολόκληρο δίσκο - φόρο

τιμής στον αγαπημένο του κιθαρίστα με το Me and Mr. Johnson το 2004, ενώ οι Led Zeppelin θα χρησιμοποιή-σουν κάποιους στίχους του Travelling Riverside Blues για το δικό τους The Lemon Song. Οι Rolling Stones θα δι-ασκευάσουν τα Love in Vain το 1969 για λογαριασμό του άλμπουμ τους Let it Bleed, ενώ τρία χρόνια αργότερα θα επιστρέψουν στο κεφάλαιο Johnson για να τραγουδήσουν το Stop Breakin’ Down, κομμάτι που βρίσκεται στον κα-λύτερο δίσκο της καριέρας τους, Exile on Main Street. Ο Bob Dylan όπου στα-θεί κι όπου βρεθεί θα λέει πάντα πως μετά τον Woody Guthrie η μεγαλύτερή του επιρροή ήταν ο Johnson, ενώ ο κα-τάλογος μεταγενέστερων κιθαριστών που τον μνημονεύουν είναι ατελείω-τος. Οι ηχογραφήσεις των τραγουδιών του έγιναν κατά τη διάρκεια των περι-όδων 1936 και 1937 και η φήμη του στους μεταγενέστερους διαιωνίζεται για σχεδόν 80 χρόνια. Και τα 29 τρα-γούδια που πρόλαβε και ηχογράφησε θα τα φέρει στο φως η Columbia το 1990, με την απόλυτη συλλογή για το παιδί του διαβόλου: Robert Johnson / The Complete Recordings. Τέσσερα χρόνια πριν από τη συγκεκριμένη συλ-λογή θα γυριστεί η ταινία Crossroads, μια ελεύθερη διασκευή της ιστορίας του, που περιγράφει έναν μουσικό των blues, ο οποίος πουλάει την ψυχή του στον διάβολο. Για λογαριασμό του φιλμ οι λευκοί κιθαρίστες Ry Cooder και Steve Vai ενορχηστρώνουν τα τρα-γούδια του Robert Johnson. Χρόνια αργότερα η Ένατη Τέχνη θα επηρεα-στεί από τον μύθο του «Βασιλιά των King Delta Blues», όπως ονομάστηκε ο Johnson, και πολλά graphic novels θα στηριχθούν πάνω στον μύθο του.

Το καλοκαίρι του 1938 βρίσκεται να παίζει σε ένα πάρτι κάπου σε ένα σπίτι στο Three Forks του Greenwood στο Μισσισσιππή. Φήμες λένε πως φλέρταρε με τη σύζυγο του ανδρός που διοργάνωσε το πάρτι κι ο τελευταίος, τυφλωμένος από τη ζήλια, έδωσε στον Robert Johnson να πιει δηλητηριασμέ-νο ουίσκι. Τρεις μέρες αργότερα και με-τά από αφόρητους πόνους που, όπως λέγεται, σερνόταν στο χώμα βρίζοντας και χτυπώντας τον εαυτό του, πέθανε σε ηλικία 27 χρονών. Η ιστορία του, που ακολούθησε αυτήν του Φάουστ, θα λάβει τέλος, ενώ οι συναλλαγές με τον διάβολο στη σύγχρονη ιστορία θα πε-ράσουν σε ένα άλλο επίπεδο.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Robert JohnsonΤο παιδί του διαβόλου

Αφιέρωμα Ο Bob Dylan όπου σταθεί κι όπου βρεθεί θα λέει πάντα πως μετά τον Woody Guthrie η μεγαλύτερή του επιρροή ήταν ο Johnson, ενώ ο κατάλογος μεταγενέστερων κιθαριστών που τον μνημονεύουν είναι ατελείωτος

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 24/07/15 20:45

Page 20: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Μπορεί τα περισσότε-ρα βιογραφικά κιτά-πια να γράφουν ότι γεννήθηκε στις τέσ-σερεις Γενάρη του

1916 στο Detroit, αλλά ο ίδιος πιστεύ-ει βαθύτατα πως ήταν η Πρωτοχρονιά εκείνου του έτους, που η Αφροκουβα-νέζα μητέρα του κι ο Έλληνας πατέρας του έβλεπαν να έρχεται σε τούτο τον κόσμο μια από τις μεγαλύτερες μορφές της bop and beat γενιάς του ‘40 και του ‘50. Όπως και να ‘χει, ήτανε σίγουρα Γενάρης του ‘16 κι εκείνος που ένιωσε το πρώτο φως ήτανε σίγουρα ο Bulee Slim Gaillard. Πολύ πριν μεταμορφω-θεί σε τραγουδιστή, αλλόκοτο συνθέτη - ερμηνευτή, πιανίστα, σαξοφωνίστα και πάνω απ’ όλα κιθαρίστα, πολύ πριν μά-θει να μιλάει αραβικά, συριακά, βουλ-γαρικά, τουρκικά, αρμένικα, πορτογαλι-κά και άπταιστα παρακαλώ ελληνικά, πρόλαβε να δουλέψει ως επαγγελμα-τίας μποξέρ, εργολάβος κηδειών, μά-γειρας, πιλότος και οδηγός φορτηγού για τη διακίνηση παράνομων ποτών. Ίσως για όλα αυτά να φταίει κι εκείνο το ταξίδι στην Κρήτη κατά τα παιδι-κά του χρόνια, όταν κι ο πατέρας του -που δούλευε ως ναυτικός- τον ξέχασε (!) στο νησί και σάλπαρε κανονικά για τον υπόλοιπο πηγαιμό του. Όπως και να ‘χει, ο Slim Gaillard κάποια στιγμή μεγάλωσε, έπαιξε δίπλα στους Charlie Parker και Dizzy Gillespie, έγραψε και τραγούδησε με τον δικό του μοναδικό τρόπο το «Yep Roc Heresay» που θεω-ρείται ένα από τα πρώτα αραβικά jazz κομμάτια που καμώθηκαν, επινόησε δικούς του τρόπους παιξίματος, μονα-δικές ερμηνευτικές δυνατότητες κι έφτιαξε το δικό του αλφαβητάρι - λεξι-κό ώστε να κατανοεί ο καθείς αυτά που έλεγε. «Vout, Oroonie» απήγγειλαν τα χείλη του και κανένας δεν καταλάβαι-νε τι έλεγε μέσα στα jazz clubs που φι-λοξενούσαν τα τραγούδια του. Το 1945 θα ηχογραφήσει το «Tee Say Malle», που στην ουσία είναι το γνωστό παρα-δοσιακό μικρασιάτικο «Τι σε μέλλει εσένανε», που τραγούδησε πρωτύτερα η αλησμόνητη Μαρίκα Παπαγκίκα.

Τη δεκαετία του ‘50, ο Gaillard θα γίνει στόχος. Το κομμάτι του «Drei Six Cents» θα γίνει η ακάθαρτη παντιέρα

για την πτώση των ηθών της νεολαίας. Στις υποψιασμένες παρέες ήταν ο τζαζί-στας με τον κατάλληλο μουσικό αντιπε-ρισπασμό, το χιούμορ στα υπνωτισμέ-να ραπίσματα της κιθάρας, τις ιστορίες που δεν τέλειωναν πάνω στη σκηνή στο δικό του γλωσσοπλαστικό λεξιλό-γιο. Ο Slim Gaillard υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες μορφές της bop and beat γέννας, ένα πλάσμα που δεν άνηκε σε τούτη την πλάση αλλά σε μια άλλη εντε-λώς δική του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο Jack Kerouac τού αφιερώνει ένα μεγάλο απόσπασμα μέσα στο βιβλίο-ορόσημό του, «On the Road».

Ο κόσμος, ένα πελώριο ορούνι«Μια νύχτα, όμως, μας ξανάπιασε ξαφ-νικά η τρέλα και τους δύο πήγαμε να δούμε τον Σλιμ Γκέηλαρντ σ’ ένα μικρό νάιτ-κλαμπ του Φρίσκο. Ο Σλιμ Γκέη-λαρντ είναι ένας ψηλός αδύνατος γέρος

με μεγάλα θλιμμένα μάτια, που λέει συνέχεια: “Εντάξει -ορούνι”, και “τι λες για ένα ουισκάκι -ορούνι”. Στο Φρίσκο μεγάλα παθιασμένα πλήθη νέων μισο-διανοούμενων καθόντουσαν στα πό-δια του για να τον ακούσουν στο πιάνο, στην κιθάρα και στα ταμπουρίνια του μπόνγκο. Όταν ζεσταίνεται για τα καλά, βγάζει το πουκάμισο και τη φανέλα του και βάζει μπρος. Λέει και κάνει ό,τι του περνάει από το κεφάλι. Μπορεί να τρα-γουδάει το “Σέμεντ Μίλερ, Που-τι Που-τι” και ξαφνικά να ελαττώσει τον ρυθμό και να σκύψει πάνω στα μπόνγκος του χτυπώντας μόλις με τα ακροδάχτυλά του το δέρμα, έτσι που όλος ο κόσμος σκύβει προς τα μπρος, με κομμένη την ανάσα, για να ακούσει, πιστεύεις πως θα το κάνει αυτό για ένα λεπτό ή περί-που, αλλά συνεχίζει, τουλάχιστον για μια ώρα, δημιουργώντας έναν ανεπαί-σθητο ήχο με την άκρη των νυχιών του,

ολοένα και πιο χαμηλά, σε σημείο που να μην ακούγεται πια, καθώς σκεπά-ζεται απ’ τους ήχους της κυκλοφορίας του δρόμου που μπαίνουν από την ανοι-χτή πόρτα. Μετά σηκώνεται αργά και παίρνει το μικρόφωνο και λέει υπερβο-λικά αργά: “Μεγάλος - ορούνι… ωραί-ος - ορούνι… Χελόου - ορούνι… ουίσκι - ορούνι… όλοι - ορούνι… τα παιδιά της μπροστινής σειράς, πώς πάει με τα κο-ρίτσια σας - ορούνι… ορούνι… βόουτι… ορούνι ρούνι…”. Και συνεχίζει έτσι για ένα τέταρτο της ώρας, ενώ η φωνή του γίνεται ολοένα και πιο χαμηλή, ώσπου δεν ακούγεται. Τα μεγάλα θλιμμένα μά-τια του ερευνούν το ακροατήριο.

»Ο Ντην είναι όρθιος στο βάθος και λέει: “Θεέ μου! Ναι!”, και συσπά τα δά-χτυλά του σε μια χειρονομία προσευ-χής και ιδρώνει. “Σαλ, ο Σλιμ έχει την αίσθηση του χρόνου, έχει την αίσθηση του χρόνου”. Ο Σλιμ είναι καθισμένος

στο πιάνο και βαράει δυο νότες, δυο ντο, μετά δυο ακόμα, μετά μία, μετά δύο, και ξαφνικά ο γιγαντόσωμος κοντραμπασί-στας ξυπνάει από ένα όνειρο και συνει-δητοποιεί πως ο Σλιμ παίζει εκείνη τη στιγμή το “C-Jam Blues” και με τον χο-ντρό του δείχτη αναμοχλεύει τη χορδή και ακούγεται ο βαρύς, εκκωφαντικός ήχος κι όλοι αρχίζουν να κουνιούνται ρυθμικά κι ο Σλιμ φαίνεται το ίδιο θλιμ-μένος όπως πάντα και παίζουν τζαζ για ένα μισάωρο και ο Σλιμ αποτρελαίνε-ται και αρπάζει τα μπόνγκος και παίζει κουβανέζικους ρυθμούς με μια φρενι-τιώδη ταχύτητα και ξεφωνίζει παρανο-ϊκά πράγματα στα ισπανικά, στα αραβι-κά, στα περουβιάνικα, στα αιγυπτιακά, σ’ όλες τις γλώσσες που γνωρίζει, και γνωρίζει αναρίθμητες γλώσσες. Τελι-κά το κομμάτι τελείωσε, κάθε κομμάτι διαρκεί δυο ώρες. Ο Σλιμ Γκέηλαρντ πάει και στήνεται σε μια κολόνα, κοιτά-ζοντας θλιμμένα πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων καθώς έρχονται να του μιλήσουν. Ένα ποτήρι ουίσκι αναδεύε-ται στο χέρι του. “Ουίσκι - ορούνι - σας ευχαριστώ - οβότι”. Κανείς δε ξέρει πού βρίσκεται ο Σλιμ Γκέηλαρντ. Μια φορά ο Ντην είδε ένα όνειρο ότι ήταν έγκυος κι η φουσκωμένη κοιλιά του μπλάβιζε καθώς κειτόταν στην πρασιά ενός νο-σοκομείου στην Καλιφόρνια. Κάτω από ‘να δέντρο, με μια παρέα μαύρους, καθό-ταν ο Σλιμ Γκέηλαρντ. Ο Ντην έστρεφε σ’ αυτόν τ’ απελπισμένα μάτια μιας μητέ-ρας. Ο Σλιμ είπε: “Άντε λοιπόν - ορούνι”. Τώρα ο Ντην τον πλησίαζε, πλησίαζε τον θεό του, πίστευε πως ο Σλιμ ήταν θε-ός, προχώρησε σέρνοντας τα πόδια κι έσκυψε στη μεριά του και του ζήτησε να ‘ρθει μαζί μας. “Εντάξει - ορούνι”, λέει ο Σλιμ έκανε συντροφιά με τον καθένα, αλλά δεν μπορούσε να εγγυηθεί πως θα ‘ναι παρών στα πνευματικά. Ο Ντην έπιασε ένα τραπέζι, παρήγγειλε ποτά και κάθισε στητός απέναντι στον Σλιμ. Ο Σλιμ ονειροπολούσε πάνω από το κε-φάλι του. Κάθε φορά που ο Σλιμ έλεγε: «Ορούνι», ο Ντην έλεγε: «Ναι!». Ήμουν καθισμένος εκειδά μ’ αυτούς τους δύο παλαβούς. Δεν έγινε τίποτα. Για τον Σλιμ Γκέηλαρντ, ολόκληρος ο κόσμος δεν ήταν παρά ένα πελώριο ορούνι».Στο Δρόμο / Εκδόσεις Πλέθρον / Μετάφραση: Δήμητρα Νικολοπούλου

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Slim GaillardΟ Μεγάλος Ορούνι

Αναδρομές Ο Slim Gaillard υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες μορφές της bop and beat γέννας,ένα πλάσμα που δεν ανήκε σε τούτη την πλάση, αλλά σε μιαν άλλη εντελώς δική του

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 02/08/15 19:37

Page 21: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Εμπνευστής μια ολόκληρης γενιάς, δημιουργός μερι-κών από τα πιο καυστικά βιβλία που γράφτηκαν τον προηγούμενο αιώνα. Τρα-

χύς, με μαύρο χιούμορ αλλά και παρα-ληρηματικός σε θέματα όπως ο εθισμός στα ναρκωτικά, το σεξ και η φρίκη του πόνου γενικότερα. Πάνω απ’ όλα όμως ένας καταγγελτικός καταπέλτης ενα-ντίον των κυβερνητικών συστημάτων ελέγχου της ανθρωπότητας, από τους έχοντες και κυβερνώντες. Ενεργός μέ-χρι το τέλος της ζωής του, στις 2 Αυγού-στου του 1997, ο William S. Burroughs ή αλλιώς «ο παππούς όλων μας», όπως τον είχε αποκαλέσει κάποτε η Patti Smith, δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει πάνω στο γράψιμο, στη ζωγραφική, στις εμφανίσεις του στον κινηματογράφο, στις δημόσιες απαγγελίες, καθώς και στη μουσική, όπου επηρέασε καλλιτέ-χνες όπως οι David Bowie, Tom Waits, Curt Cobain και πολλοί άλλοι. Δεν εί-ναι διόλου τυχαία, άλλωστε, η σχέση του με τη μουσική, αν σκεφτείς πως το πρόσωπό του χώρεσε μέσα σε εκείνο το κολάζ φιγούρων της ανθρωπότητας που κοσμούσε το, κατά πολλούς, καλύ-τερο άλμπουμ όλων των εποχών. Ο λό-γος, φυσικά, για το Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band των Beatles, όπου τον διακρίνουμε στριμωγμένο δίπλα στη Marilyn Monroe.

Τα βιβλία του, σταθμός έμπνευσης για πολλούς μουσικούς, που, πέρα από τη θεματολογία τους, τίτλοι και φράσεις τους βάφτισαν συγκροτήματα και άλ-μπουμ. Ο μουσικός αλλά και ποιητής Daevid Allen -ένας από τους κυριότε-ρους εκφραστές της sixties ψυχεδελι-κής σκηνής που, δυστυχώς, έφυγε τον περασμένο Μάρτη του τρέχοντος έτους- ζήτησε την άδεια του Burroughs εκεί στο 1966 για να ονομάσει την μπά-ντα του Soft Machine, επηρεασμένος από το ομότιτλο βιβλίο του συγγραφέα. Μετέπειτα και συγκεκριμένα το 1971, ο ίδιος ως μέλος των Gong συνεργά-στηκε με τους Ginsberg, Ferlinghetti και Burroughs για ένα live στο Λονδί-νο. Από την άλλην, οι Steely Dan πή-ραν το όνομά τους από έναν δονητή! που «υπάρχει» μέσα στις σελίδες του Γυμνού Γεύματος, ενώ οι Αμερικανοί Thin White Rope, από τους κυριότε-ρους εκφραστές της ‘80s εναλλακτι-κής desert rock σκηνής, βαφτίστηκαν έτσι από τις εγκωμιαστικές περιγραφές του «παππού» για την εκσπερμάτωση!

Ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγού-δια όλων των εποχών είναι το Born to be Wild των Steppenwolf, όπου μέσα στους στίχους του υπάρχει η φράση Heavy Metal Thunder, δανεισμένη από το βιβλίο The Soft Machine.

Γνωρίζοντας τη μουσική των GnouaΣτο μεγάλο και σημαντικό διάστημα που έζησε στην Ταγγέρη, ο Burroughs ήρθε σε επαφή με τη μουσική των Gnoua. Μια πνευματική αδελφότη-τα, απόγονοι μαύρων σκλάβων, που η θρησκευτική μουσική τους μάγεψε τον συγγραφέα. Μαζί με τον φίλο του, Brion Gysin -με τον οποίο δημιούρ-γησαν την cut up τεχνική στο γράψι-μο- ηχογραφούσαν τις μουσικές τους, καθώς και των πλανόδιων που έπαι-

ζαν μουσική gnaoui. Ο Gysin έφε-ρε στο Μαρόκο τον Brian Jones των Rolling Stones, τον γνώρισαν στη σέ-χτα Master Musicians of Joujouka και το αποτέλεσμα αυτών των δύο μουσι-κών κουλτούρων ήταν το άλμπουμ Brian Jones Presents the Pipes of Pan at Joujouka, όπου ο Burroughs έγρα-ψε τις εισαγωγικές σημειώσεις στο βινύλιο. Με την ίδια μπάντα - σέχτα, κατόπιν ενθάρρυνσης του Burroughs, ηχογράφησε μαζί τους και ο μεγάλος τζαζίστας Ornette Coleman.

Στα τέλη των sixties, ο συγγραφέας του Junky θα συμμετάσχει στην ταινία και στο soundtrack Chappaqua του Conrad Rooks μαζί με τους Ginsberg, Phillip Glass, Ornette Coleman και Ravi Shankar. Το μουσικό κατευό-

διο συνεχίζεται και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, όταν συνεργάζεται με τη Laurie Anderson και τον avant garde ποιητή John Giorno για να κυ-κλοφορήσουν το You’re The Guy I Want To Share My Money With. Η συνεργασία με τον Giorno θα φέρει κι άλλα μουσικοποιητικά αποτελέσμα-τα υπό την κολεκτιβιστική εταιρεία ηχογραφήσεων του τελευταίου με τίτλο Giorno Poetry Systems, ενώ με τη Laurie Anderson θα ξαναβρεθούν για το Mr. Heartbreaker της τελευ-ταίας. Την ίδια δεκαετία, ο μπροστά-ρης των Throbbing Gristle -μιας από τις πιο πειραματικές μπάντες που έδρασε στα μέσα των ‘70s αρχές των ‘80s- Genesis P-Orridge, θα κυκλοφο-ρήσει το Nothing Here Now But the

Recordings βασισμένο σε απαγγελίες του Burroughs. Χρόνια αργότερα το ίδιο θα κάνουν και οι Sub Rosa με το Break Through in the Grey Room.

Με τον Tom WaitsΠρος τα τέλη της ίδια δεκαετίας θα έρ-θει η συνεργασία με τον Tom Waits για το θεατρικό The Black Rider σε σκηνο-θεσία Robert Wilson. Ο Burroughs θα γράψει την ιστορία βασισμένη σε ένα γερμανικό παραμύθι με την τεχνική cut up. Ο Waits θα πάρει το κείμενο, θα γράψει τη μουσική και τους στίχους λέ-γοντας για τη συνεργασία τους: «Το κεί-μενό του μου άνοιξε δρόμους για μια καινούργια γλώσσα. Η ιστορία, ένας ποταμός λέξεων, απ’ όπου μπορούσα να πάρω και να ζωγραφίσω». Αξίζει να αναφερθεί πως με την τεχνική cut up -όπου στην ουσία παίρνεις τυχαίες, ασύνδετες φράσεις και λέξεις μεταξύ τους συνδέοντάς τες και φτιάχνοντας ένα κείμενο- επηρεάστηκε και λει-τούργησε στιχουργικά ο David Bowie για πολλά χρόνια σε δίσκους του. Το 1990 θα κυκλοφορήσει το Dead City Radio, όπου ο Burroughs απαγγέλλει, ενώ συγκροτήματα και μουσικοί όπως οι Sonic Youth, John Cale και Donald Fagen θα περάσουν τη μουσική πάνω στα λόγια του.

«Κάτι περίεργο συμβαίνει με αυτό το παιδί, αλλά δεν μπορώ να καταλά-βω τι», θα πει για τη γνωριμία του με τον Curt Cobain λίγο πριν από την αυ-τοκτονία του τελευταίου. Αποτέλεσμα της συνεργασίας τους το δεκάλεπτο The Priest they Called Him. Την ίδια περίοδο μαζί με τον σκηνοθέτη Gus Van Sant θα κυκλοφορήσουν το EP, The Elvis Of Letters, ενώ ένα χρόνο πριν από το θάνατό του θα προλάβει να ακούσει τη συλλογή προς τιμήν του, όπου συμμετέχει και ο ίδιος 10% File Under Burroughs με συμμετοχές με-ταξύ άλλων της Marianne Faithful και του John Cale.

Η λίστα είναι ατελείωτη και κά-ποιες από τις πιο σημαντικές μουσι-κές αναφορές στο έργο του William S. Burroughs καταγράφηκαν στον σημε-ρινό Ήχο της Μουσικής. Επειδή, όμως, το καυτό καλοκαίρι προστάζει καμιά φορά μουσικές από μακρινές κι εξωτι-κές χώρες, δοκιμάστε να ακούσετε και το περσινό Dub, Reggae άλμπουμ που έφτιαξαν οι Dub Spencer & Trance Hill πάνω σε κείμενα του «παππού» με τίτ-λο William S. Burroughs In Dub.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Ο William S. Burroughs και η μουσικήΑφιέρωμα Τα βιβλία του, σταθμός έμπνευσης για πολλούς μουσικούς, που, πέρα από τη θεματολογία τους, τίτλοι και φράσεις τους βάφτισαν συγκροτήματα και άλμπουμ

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 07/08/15 22:39

Page 22: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Σάββατο 15 Αυγούστου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Όλοι ξέρουν την ιστορία του Τζακ του Αντερο-βγάλτη που δολοφό-νησε πέντε ιερόδουλες και ύστερα εξαφανί-

στηκε από προσώπου γης. Πολλοί είναι εκείνοι που γνωρίζουν την παράνοια του Charles Manson και της «φαμί-λιας» του που την οδήγησε σε αποτρό-παια εγκλήματα, χωρίς ποτέ ο ίδιος να βάψει τα χέρια του με αίμα. Ακόμα πε-ρισσότεροι είναι εκείνοι που έμαθαν μέ-σα από μια ταινία για το πιο επικίνδυνο ζευγάρι ληστών, τους Bonnie and Clyde, που έσπειραν τρόμο και άφησαν μερικά πτώματα στο διάβα τους. Αυτοί και πολ-λοί περισσότεροι στυγεροί δολοφόνοι κι εγκληματίες έγραψαν τα ονόματά τους στη σύγχρονη ιστορία, εμπνέοντας πολ-λούς σκηνοθέτες να τους κάνουν ται-νίες, ζωγράφους να τους μετατρέψουν σε πίνακες, πεζογράφους και ποιητές να τους χωρέσουν σε αράδες και μου-σικούς να τους κάνουν τραγούδια, δί-σκους κι ονόματα των συγκροτημάτων τους. Οι δολοφονίες και οι εγκληματίες ανέκαθεν έλκυαν τη rock n roll μυθολο-γία κι ένας από τους πιο χιλιοτραγουδι-σμένους ανθρώπους που τράβηξε όπλο και έστειλε στον άλλο κόσμο τον φίλο του ήταν και ο Lee Shelton ή κατά κό-σμον και τραγουδιών Stagger Lee.

Χριστούγεννα του 1895 και δύο

Αφροαμερικανοί φίλοι τα πίνουν γερά στο σαλούν του Bill Curtis στο Missouri του Tennessee. O μοναχικός νταβατζής Lee Shelton, επονομαζόμε-νος και Stag Lee ή Stack Lee για κά-ποιους, ξεκινά με τον φίλο του και άν-θρωπο του υπόγειου εγκλήματος της εποχής, τον Billy Lyons, να διαφωνούν για τα πολιτικά. Ο Lyons πάνω στον λε-κτικό καβγά τους, με μιαν απότομη κί-νηση, αρπάζει το καπέλο του Shelton αρνούμενος να του το δώσει πίσω. Η μεγάλη προσβολή για εκείνη την επο-χή δεν περνάει έτσι, ο Stag Lee τραβάει το όπλο του, πυροβολεί και σκοτώνει τον Lyons, παίρνει πίσω το καπέλο του και φεύγει ανενόχλητος μέσα από το σαλούν όπου υπήρχαν μόνο Αφροαμε-ρικανοί, για να συλληφθεί λίγο αργότε-ρα από τον σερίφη της περιοχής.

Η εν λόγω ιστορία μέσα στα χρόνια πήρε πολλές μορφές και βερσιόν κι από στόμα σε στόμα απέκτησε διαφορε-τικά κεφάλαια, γενόμενη ένας αμερικα-νικός λαογραφικός μύθος, με τον Stag Lee να κηρύσσεται άτυπα ως ο πρώτος αδυσώπητος μαύρος γκάνγκστερ! Σε κάποιες εκδοχές έχει ειπωθεί πως ο Shelton έχασε το καπέλο του στα χαρ-τιά από τον Lyons και ύστερα τον σκό-τωσε για να το πάρει πίσω ενώ όταν συνελήφθη, ο δικαστής αρνήθηκε να του προσάψει κατηγορίες, φοβούμενος

πως ο Lee θα τον εκδικούνταν με τον πιο άγριο τρόπο. Οι περισσότερο τρα-βηγμένες και αυτές που εξιστορούνταν για να φάνε τα μικρά παιδιά το φαΐ τους λένε πως όταν ο Stag Lee εκτελέστηκε και πήγε στην κόλαση ήταν τόσο μο-χθηρός, που κατέκτησε το βασίλειο του Διαβόλου και το μετέτρεψε στον δικό του παράδεισο. Κάπου εκεί τελειώνουν οι μύθοι και οι σκλάβοι στα βαμβακο-χώραφα αρχίζουν να τραγουδούν την ιστορία του Stagger Lee.

Stack-a-LeeΟι επίσημες αναφορές για την πρώτη δημόσια μουσική εκτέλεση της ιστο-ρίας χρονολογείται δύο χρόνια μετά το δολοφονικό συμβάν, όταν το 1897 ο θορυβώδης πιανίστας Prof. Charlie Lee θα παρουσιάσει στο κοινό του το τραγούδι Stack-a-Lee. 26 χρόνια αρ-γότερα θα έρθει η πρώτη του επίσημη ηχογράφηση από τη χορωδιακή μπά-ντα Waring’s Pennsylvanians και το 1923 ο Stag θα γίνει επιτυχία. Ο φο-νιάς του τραγουδιού είχε ήδη πεθάνει στη φυλακή 11 χρόνια νωρίτερα και η δολοφονική κληρονομιά του ξεκινού-σε το μουσικό ταξίδι της. Την περίοδο εκείνη το κομμάτι θα γίνει γνωστό ως Skeeg-a-Lee Blues, ενώ μετέπειτα θα καθιερωθεί ως Stack O’ Lee. Σε εκεί-νη την προπολεμική περίοδο, από τις

πιο σημαντικές εκτελέσεις βρίσκουμε εκείνες των Duke Ellington το 1927, του Cab Calloway το ‘31 και του Woody Guthrie το ‘41. Το 1958 ο Lloyd Price θα το κυκλοφορήσει ως σαρανταπεντά-ρι, δίνοντάς του τον τίτλο με τον οποίο είναι γνωστό ώς σήμερα. Ο Stagger Lee θα σαρώσει όλα τα charts της επο-χής με την εκτέλεση του Price, ενώ με-τέπειτα το περιοδικό «Rolling Stone» θα το τοποθετήσει μέσα στον κατάλογο με τα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών. Το Stagger Lee απ’ εκεί και πέρα θα διασκευαστεί από μια λί-στα τραγουδιστών και συγκροτημάτων που δεν έχει τελειωμό. Επιγραμματι-κά θα αναφέρουμε τους πιο σημαντι-κούς: James Brown, Fats Domino, Dr John, Bill Haley, Tim Hardin, Jerry Lee Lewis, Johnny Otis, Wilson Pickett, Ike and Tina Turner, Grateful Dead και πολλοί ακόμα. Οι Clash το 1979 θα πουν την ιστορία του Lee Shelton με το Wrong ‘Em Boyo, που βρίσκεται μέσα σε ένα από τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών, το London Calling, ενώ το τραγούδι σίγουρα δεν θα ξέφευγε από τον Bob Dylan, που στηριζόμενος στην εκτέλεση του Frank Hutchison θα τραγουδήσει το Stack A Lee για λο-γαριασμό του δίσκου του World Gone Wrong το 1993, πηγαίνοντας την ιστορία ακόμα παραπέρα, αφού στο

εξώφυλλο φωτογραφίζεται με ένα κα-πέλο, σαφή αναφορά στο αντικείμενο που έφερε το κακό. Τρία χρόνια αργό-τερα, ο Nick Cave με τους Bad Seeds θα βγάλουν παγανιά τις Δολοφονικές Μπαλάντες τους (Murder Ballads) και το δικό του Stagger Lee θα πει την ιστορία από τα χείλη του Shelton. Το τραγούδι θα γίνει για ακόμα μια φορά τεράστια επιτυχία και οκτώ χρόνια αργότερα οι Black Keys, όταν ήταν ακόμα στα σπάργανά τους, θα το πουν ως Stack Shot Billy για λογαριασμό του τρίτου άλμπουμ τους. Ο Quentin Tarantino που λατρεύει τους φόνους για ασήμαντους λόγους στις ταινίες του θα χρησιμοποιήσει την εκτέλεση των Pacific Gas & Electric ως Staggolee, για λογαριασμό του soundtrack Death Proof, ενώ ο αγαπημένος του ηθοποιός Samuel Jackson, σε μιαν άλλη ταινία, θα δείξει τις ερμηνευτικές δυνατότητές του τραγουδώντας για τον πρώτο bad motherfucker gangster!

Μπορεί τελικά ο Lee Shelton να μην είναι από τους πιο γνωστούς δο-λοφόνους που τράβηξαν σκανδάλη σε τούτον τον κόσμο, αλλά ως Stagger Lee υπήρξε ένας από τους πιο τραγουδισμέ-νους φονιάδες που η ιστορία του, μέσα σε εκείνο το σαλούν, θα βγάζει ακόμα το καπέλο της σε χιλιάδες μουσικούς ανά τον κόσμο.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Ένας μύθος από στόμα σε στόμα

Αναδρομές Η ιστορία του Stagger Lee, μέσα στα χρόνια, πήρε πολλές μορφές και βερσιόν κι από στόμα σε στόμα απέκτησε διαφορετικά κεφάλαια, γενόμενη ένας αμερικανικός λαογραφικός μύθος

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 14/08/15 18:22

Page 23: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

«Δεν ήταν λίγοι οι κρα-τούμενοι που προ-σπάθησαν να ξεφύ-γουν από αυτή την κόλαση. Ήξερα ορι-

σμένους. Τους έφεραν πίσω καταγδαρ-μένους και σπασμένους. Οι τοίχοι του Folsom έχουν ίσα με τρία μέτρα πάχος. Εγώ όμως θα περάσω μέσα από αυτά. Τραγουδώντας. Για να δείξω πως εμείς, τα αδέλφια πίσω από τα σίδερα, είμαστε αλλιώτικοι απ’ ό,τι φαντάζονται έξω. Δεν ξέρω τι μου επιφυλάσσει το μέλ-λον, αλλά έχω εμπιστοσύνη στον θεό. Και αν είναι το θέλημά του, η μαγνητο-ταινία αυτή θα βρει τοn δρόμο της και θα φτάσει στα χέρια κάποιου που θα ξέ-ρει τι να κάνει… που δεν θ’ αφήσει μια αδελφή ψυχή παρατημένη εδώ».

Αρχές του 1968 και ο «Άντρας με τα Μαύρα», καθαρός πια από τον εθι-σμό του στα ναρκωτικά, με τη βοήθεια της γυναίκας του June Carter, ετοιμά-ζει τη μεγάλη επιστροφή του μέσα από ένα μεγαλόπνοο αλλά και ριψοκίνδυ-νο σχέδιο. Ο Johnny Cash αποφασίζει να δώσει δύο ζωντανές εμφανίσεις σε μια από τις πιο επικίνδυνες φυλακές της Αμερικής. Ο μάνατζέρ του θεωρεί πως αυτό θα είναι η ταφόπλακα για την καριέρα του, μιας και τα προηγούμενα

χρόνια είχε πάρει την κατιούσα, αλλά ο Cash θέλει να τραγουδήσει τα κομμάτια του μπροστά από τους πιο σκληρούς εγκληματίες της χώρας. Το αποτέλε-σμα αυτού θα ηχογραφηθεί και ένα από τα καλύτερα live albums στην ιστορία της μουσικής θα γράψει: Johnny Cash at Folsom Prison.

Μια βραδιά πριν από το πρωινό της πρώτης εμφάνισής του, που μαζί με τους June Carter, Carl Perkins και τους Tennessee Three θα έπαιζαν μπροστά από τους τροφίμους της Φυλακής, ο αιδεσιμότατος του παρεκκλησιού του Folsom θα επισκεφθεί τον Cash στο μο-τέλ όπου διέμενε, παραδίδοντάς του μια μαγνητοταινία, που περιείχε την ηχο-γράφηση ενός τραγουδιού, το οποίο είχε γράψει ένας από τους φυλακισμέ-νους. Το τραγούδι ήταν το Greystone Chapel και συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής ο τρόφιμος Glen Sherley. Ο Cash αποφασίζει πως θέλει να πει το τραγούδι ζωντανά, κάνει ολονύχτιες πρόβες και την επόμενη μέρα μπρο-στά στα έκπληκτα μάτια του Sherley, όπου ο αιδεσιμότατος είχε φροντίσει να κάθεται στην πρώτη σειρά, ακούει το είδωλό του να λέει: «Το επόμενο τραγούδι γράφτηκε από έναν άνθρω-πο εδώ στο Folsom. Το τραγούδησα

πρώτη φορά χθες βράδυ. Ίσως πρέπει να το παίξουμε δύο φορές, μπορεί να γίνει single. Το τραγούδι το έγραψε ο φίλος μας Glen Sherley, ελπίζω να το πούμε όπως πρέπει, Glen». Μετά το πέ-ρας του Greystone Chapel ο «Άντρας με τα Μαύρα» σκύβει και δίνει το χέρι του στον τρόφιμο, σε μια φωτογραφία η οποία θα μείνει αέναα κι ανεξίτηλα στα κιτάπια του πρώτου ζωντανού δίσκου που ηχογραφήθηκε ποτέ μέσα σε μια φυλακή.

Ο Glen Sherley ήταν ένας από τους ανθρώπους που μπαινόβγαιναν στις φυλακές από τα εφηβικά του χρόνια. Ληστεύοντας τράπεζες και κάβες δεν άργησε να βρεθεί και πίσω από τα βα-ριά κάγκελα του Folsom. Ο Cash ανα-γνωρίζοντας την ευαίσθητη ψυχή του θα τον βοηθήσει να ηχογραφήσει τον πρώτο του προσωπικό δίσκο τρία χρόνια αργότερα μετά από εκείνο το περιστατικό. Το Glen Sherley - Live at Vacaville, California θα ηχογραφη-θεί μέσα σε μια άλλη φυλακή -εκείνη του Vacaville όπου είχε μεταφερθεί ο Sherley- ενώ την ίδια χρονιά ο country τραγουδοποιός Eddy Arnold θα ηχο-γραφήσει άλλο ένα δικό του τραγούδι, το Portrait Of My Woman, γενόμενο και τίτλος του δίσκου του. Κατά την ίδια

περίοδο και λίγο πριν αφήσει τα σίδερα μια για πάντα, ο Glen Sherley θα μιλή-σει μπροστά στην κάμερα και για λο-γαριασμό της εκπομπής του BBC This Is Your Life, με αφιέρωμα στον Cash για την επιρροή και το πόσο σημαντι-κό ήταν το είδωλό του ώστε να αντέξει μέσα στη φυλακή. Μέσα στο 1971 ο Sherley θα αποφυλακιστεί και ο μόνος άνθρωπος που τον περιμένει έξω από την πύλη για να τον οδηγήσει στην και-νούργια του ζωή είναι ο Johnny Cash, αφού πρώτα είχε πείσει τον κυβερνή-τη της Καλιφόρνια να του μειώσει την ποινή!

Στα τριάντα πέντε του χρόνια ο Sherley θα κάνει αυτό που πάντα ονει-ρευόταν. Ο Cash τού δίνει δουλειά και ακολουθεί την μπάντα στις περιοδεί-ες. Εμφανίζεται μαζί του στην σκηνή, παίζει δίπλα στη Linda Ronstadt και τον Roy Clark, μεγάλα ονόματα της country κι ερμηνεύει τα τραγούδια του μπροστά από πλήθη κόσμου που δεν μπορούσε καν να φανταστεί. Η «σαπιό-κολλα» της φυλακής όμως δεν μπορεί να φύγει από πάνω του. Αδύνατος να διαχειριστεί τη δημοσιότητα αλλά και την εγκληματική του φύση, ο Sherley ξεκινά να γίνεται επιθετικός προς τα μέλη που συμμετέχουν στις περιοδεί-

ες. Απειλεί πως θα σκοτώσει έναν από τους μουσικούς και ο Cash, βλέποντάς τον να μην μπορεί να αντεπεξέλθει, τον απολύει και τον αφήνει στη μοίρα του. Χρόνια πριν σε εκείνο το live στη Φυ-λακή του Folsom είχε προλάβει να του πει: «Είσαι το σύμβολο ενός ανθρώπου για το τι μπορεί να κάνει και ποιος μπο-ρεί να είναι». Δυστυχώς ο Sherley απο-γοήτευσε τον σπουδαίο τραγουδοποιό κι εκείνο το σύμβολο.

Αμέσως μετά από τον διωγμό του, ο λειμώνας της ζωής του θα είναι κα-κοτράχαλος και κατηφορικός. Θα πε-ριπλανηθεί στην ανωνυμία από δω κι από ‘κει. Θα πιάσει δουλειά σε ένα αγρόκτημα ταΐζοντας 10.000 βοοειδή την ημέρα, διαμένοντας σε ένα άθλιο τροχόσπιτο. Η κιθάρα του θα μείνει ξεχαρβάλωτη, όπως και το βιος του. Οι καγκελόπορτες της φυλακής θα γί-νουν ερινύες στο κεφάλι του και κείνο το παρεκκλήσι που του ‘δινε κουράγιο στο τραγούδι που τον έκανε διάσημο θα είναι κι αυτό ανήμπορο πια. Στα 42 του θα στρέψει μια καραμπίνα στο κεφάλι του και θα περάσει από τη μία γραμμή στην άλλη, μένοντας πια στην ιστορία ως ο τραγουδιστής της Φυλακής του Φόλσομ, που είπε κάποτε ένα τραγούδι του ο Johnny Cash.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Ο Τραγουδιστής της Folsom Prison

Παρουσίαση Στα τριάντα πέντε του χρόνια ο Sherley θα κάνει αυτό που πάντα ονειρευόταν. Ο Cash τού δίνει δουλειά και ακολουθεί την μπάντα στις περιοδείες, παίζοντας μαζί του στη σκηνή

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 21/08/15 21:53

Page 24: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

«Η μουσική συχνά σαν θάλασσα με συνεπαίρνει! / Προς το χλομό μου αστέρι, / Κά-

τω από ομίχλης οροφή ή σε πελώριο μέσα αιθέρα, / Σηκώνω πανί / Το στή-θος προτεταμένο, τα πνεμόνια φουσκω-μένα / Σαν του πανιού, / Σκαρφαλώνω στη ράχη των στοιβαγμένων κυμάτων / Που η νύχτα μου κρύβει / Μέσα μου νιώθω να πάλλουν όλα τα πάθη / Πλοί-ου που υποφέρει / Ο ούριος άνεμος, η τρικυμία και οι σπασμοί της / Στο απέ-ραντο βάραθρο πάνω / Με λικνίζουν. Άλλες φορές, λεία νηνεμία, μέγας κα-θρέφτης / Της απελπισίας μου». Τάδε έφη Κάρολος Μπωντλαίρ στο ποίημά του «Η Μουσική» σε μετάφραση Δέ-σπως Καρούσου.

Στερνή μέρα ημερολογιακού καλο-καιριού του 1867 κι ένας από τους Γάλ-λους «καταραμένους» ποιητές αφήνει τούτο τον κόσμο για κάποιον άλλο. Η ποιητική κληρονομιά του γνωστή, η επιρροή του στις τέχνες άληστη και η μουσική των στίχων του δεν θα άφηνε ανεπηρέαστους τους συνθέτες του μέλ-λοντος. Αρχής γενομένης με τον Claude Debussy, που 23 χρόνια μετά τον θάνατο του Μπωντλαίρ θα έβαζε μουσική πάνω σε πέντε ποιήματά του: «Το Μπαλκόνι», «Η Αρμονία του Δειλινού», «Το Συντρι-

βάνι», «Ο Θάνατος των Εραστών» και «Περισυλλογή». 1928 και ο συνθέτης Henri Dupac θα μελοποιήσει το «Πρό-σκληση σε Ταξίδι» για λογαριασμό της avant-garde γαλλικής κινηματογραφι-κής ταινίας «Φευγιό», (Partir). Στους τίτ-λους αρχής, όπου ηθοποιοί και συντελε-στές περνούν μπροστά από την οθόνη, ο Ελβετός βαρύτονος Charles Panzera (μια από τις μεγαλύτερες φωνές της κλα-σικής μουσικής του 20ού αιώνα) ερμη-νεύει επιβλητικά το L’ invitation au Voyage, που μια χρονιά νωρίτερα είχε γίνει και ταινία σε σκηνοθεσία της πρω-τοπόρου Germaine Dulac. Η τελευταία συνεργάστηκε και με τον Γάλλο υπερ-ρεαλιστή ποιητή Antonin Artaud, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Αρχές του 1957 ο Μονεγάσκος ποιητής και συνθέτης Leo Ferre παί-ζει μια εκτέλεση του L’ invitation au Voyage σε μια εκπομπή στο γαλλικό ραδιόφωνο. Ανακοινώνει επίσης πως δουλεύει πάνω σε μελοποιήσεις ποι-ημάτων του Μπωντλαίρ, ορμώμενος και από τα 100 χρόνια που συμπληρώ-νουν «Τα Άνθη του Κακού» από την πρώτη τους έκδοση. Μήνες αργότερα, το άλμπουμ Leo Ferre - Les Fleurs du mal θα κυκλοφορήσει με 12 συνολικά ποιήματα - τραγούδια. Ο Ferre θα κατα-πιαστεί με τον Μπωντλαίρ άλλες δύο φορές. 10 χρόνια αργότερα στον δίσκο

Leo Ferre chante Baudelaire, (Ο Leo Ferre τραγουδάει Μπωντλαίρ, 1967), ένα διπλό άλμπουμ με 24 τραγούδια και το 1977 το ξεγυμνωμένο από ορχή-στρες Les Fleurs du mal (suite et fin), το οποίο στην ουσία είναι εκτελέσεις ποιημάτων που είχε ξανακάνει, αυτή τη φορά όμως με ένα πιάνο και τη φω-νή του. Το περίεργο στην όλη ιστορία είναι πως ο συγκεκριμένος δίσκος ήρ-θε στην επιφάνεια το 2008, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη. Μένοντας στην πατρίδα του ποιητή, το 1962, ο Serge Gainsbourg θα βγάλει τον τέταρτο δίσκο του τιτλοφορώντας τον απλώς N° 4 και το τρίτο κομμάτι που παίρνει σειρά στις αυλακιές του βινυλίου ονομάζεται Baudelaire. Στην ουσία πρόκειται για μια μελοποίηση του ποιήματος «Το Φίδι που Χορεύει» ενώ ο Gainsbourg απ’ εκεί και πέρα θα διάβαινε σε άλλες μουσικές ρούγες από εκείνες που τον είχαν συνηθίσει.

Στα ‘60s και τα ‘70s ο Μπωντλαίρ δεν θα μπορούσε να μην μνημονευτεί από τη rock κουλτούρα. Η στιχομυθία των Doors βαθιά επηρεασμένη από τον ποιητή, η ιέρεια της punk, Patti Smith στις ζωντανές της εμφανίσεις απαγγέλει ποιήματα από τα «Άνθη του Κακού», ενώ ο underground και υπο-τιμημένος κιθαρίστας Peter Laughner, που άφησε τα εγκόσμια μόλις στα 25

του ύστερα από ένα κοκτέιλ αλκοόλ και ναρκωτικών, είχε προλάβει να ηχογραφήσει το εξάλεπτο ακουστικό τραγούδι με τίτλο Baudelaire. Η σχέ-ση του Laughner με τους ποιητές ήταν μεγάλη, αφού έγραψε και ένα ομότιτλο τραγούδι για τη Sylvia Plath, κομμάτια που μπορείτε να βρείτε στο άλμπουμ Take the Guitar Player for a ride.

Το 1982 η γοτθική και ελληνικής καταγωγής ερμηνεύτρια Diamanda Galas θα κυκλοφορήσει σε δωδεκάι-ντσο τις «Λιτανείες του Σατανά», που τις τραγουδά στη μητρική τους γλώσσα. Ένα δύσκολο και απόκοσμο άκουσμα για τους μη μυημένους (όχι του Σατα-νά!), ενώ πέντε χρόνια αργότερα οι Cure στον έβδομο κατά σειρά δίσκο τους Kiss Me Kiss Me Kiss Me (1987) στηρί-ζονται στιχουργικά πάνω στα «Μάτια των Φτωχών» του Μπωντλαίρ και δη-μιουργούν το δικό τους How Beautiful you are. Οι Stereolab θα απαγγείλουν το «Envirez Vous» βάζοντάς του μουσι-κή, η Mylene Farmer θα ανοίγει τις συ-ναυλίες της με «Το Ρολόι» σε μουσική Laurent Boutonnat και οι Λονδρέζοι Fanfarlo θα πάρουν το όνομά τους από τη χορεύτρια Jeanne Duval, ηρωίδα του ομότιτλου έργου.

Στην Ελλάδα από την άλλη οι μελο-ποιήσεις που ‘γίναν στηριζόμενες στο έργο του «καταραμένου» ποιητή δεν

είναι πολλές. Ο Νίκος Ξυδάκης θα βά-λει μουσική στο «Άλμπατρος» για να το ερμηνεύσει ο Σωκράτης Μάλαμας, σε ένα άλμπουμ που σηματοδότησε τη συνεργασία τους. Η Μάτα Κατσούλη θα πει την «Αρμονία του Δειλινού» σε μουσική Κωστή Κριτσωτάκη για λογα-ριασμό του «Ελντοράντο», ενός δίσκου γεμάτου μελοποιημένα ποιήματα από Baudelaire μέχρι Καβάφη, ενώ μικρές ανεξάρτητες μπάντες όπως οι Ασύνο-ρο Εδώ θα τραγουδήσουν καθάρια την ιστορία του Κάιν και του Άβελ, όπως την έβαλε στο χαρτί ο Γάλλος ποιητής.

Σίγουρα ο κατάλογος με τα ποιήμα-τα του Charles Baudelaire που έγιναν τραγούδια δεν μπορεί να καλυφθεί εδώ. Αρκετά ενημερωμένοι και λάτρεις του έργου του υπήρξαν σε όλα τα είδη της μουσικής, από τη reggae μέχρι και τη heavy metal! Η μελαγχολία του Παρι-σιού, τα Άνθη του Κακού, οι Ύμνοι του στην Ομορφιά, το μακάβριο, οι πόρνες του, το όπιο, τα πάθη του, οι μούσες του, το λυκόφως του πρωινού και του δειλι-νού και τόσα άλλα που περιέγραψε μέσα από τα στοιχειά του μυαλού του βρήκαν αποδέκτες εις τις δεκαετίες της τέχνης. Μπορεί στις 31 Αυγούστου του 1867 που έφυγε, να ήταν μοναχά 66 χρονών αλλά, όπως έγραψε και ο ίδιος στο ποίη-μά του «Μελαγχολία»: Έχω τόσες θύμη-σες σα να έχω ζήσει χίλια χρόνια.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Παρουσίαση Στερνή μέρα ημερολογιακού καλοκαιριού του 1867, ένας από τους Γάλλους «καταραμένους» ποιητέςαφήνει τούτο τον κόσμο για κάποιον άλλο. Η ποιητική κληρονομιά του γνωστή, η επιρροή του στις τέχνες άληστη

Ο μελοποιημένος Charles Baudelaire

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 29/08/15 00:05

Page 25: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Ήταν μόλις 22 χρονών όταν το αεροπλάνο που επενέβαινε θα συντριβόταν και η μεγάλη μπάντα του

άλλου κόσμου θα υποδεχόταν ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα που έβγαλε το Rock n Roll. Το παιδί απ’ το Τέξας με τα μεγάλα γυαλιά που δεν είχε ανά-γκη κανέναν στιχουργό και κανέναν συνθέτη -αφού έγραφε μόνος του τα τραγούδια του- θα άφηνε ένα μεγάλο κενό πίσω του, αλλά η επιρροή του στη μουσική θα ήταν τόσο τεράστια που, ακόμα και σήμερα, είναι σημείο ανα-φοράς από πολλούς τραγουδιστές και μπάντες. Όπως έγραψε άλλωστε και ο μεγάλος μουσικολόγος Charlie Gillett στο βιβλίο του «The Sound of the City: The Rise of Rock and Roll», «ο Buddy Holly είχε ένα πιο μεγάλο όραμα, την οξύτατη αίσθηση τού τι ήταν δυνατό να κάνει ένας κιθαρίστας και τραγουδι-στής σε ένα δίλεπτο που διαρκούσε ένα κομμάτι, με ένα βασικό σχήμα από κι-θάρα, μπάσο, τύμπανα, ποτισμένο από φωνητικά και πλήκτρα».

Γεννημένος στις 7 Σεπτέμβρη του 1936 και μεγαλωμένος μέσα σε ένα μου-σικό οικογενειακό περιβάλλον, ξεκίνη-σε από τα εφηβικά του χρόνια να παίζει

κιθάρα και να καμώνει τα πρώτα του country τραγούδια. Μέσα σε μια δεκα-ετία πρόλαβε κι έκανε τα πάντα. Άλλαξε τον μουσικό του ορίζοντα, αφήνοντας πίσω του για πάντα την country για χά-ρη του rock n roll, άνοιξε συναυλίες του Elvis Presley και του Bill Halley, έφτιαξε τους Crickets, τα ‘σπασε με σπουδαίους παραγωγούς μιας κι ένιωθε την ανά-γκη να πειραματιστεί με καινούργιους ήχους, παντρεύτηκε και περίμενε παιδί που δεν ήρθε ποτέ στον κόσμο, αφού η γυναίκα του απέβαλε λίγες μέρες μετά τον θάνατό του, κατέκτησε τα charts σε Αμερική και Αγγλία με πολλά singles κατά τη διετία 1956- 958, ενώ η δισκο-γραφία του θα αριθμήσει ένα άλμπουμ με τους Crickets το ‘57 (The “Chirping” Crickets), ένα προσωπικό το ‘58 με το όνομά του στο εξώφυλλο, καθώς κι άλλο ένα την ίδια χρονιά με τους The Three Tunes με τίτλο That’ll Be the Day. Ένας κατάλογος τραγουδιών όπως τα Peggy Sue, Not Fade Away, Rave On, Think It Over, Real Wild Child, Bo Diddley, Peggy Sue Got Married και πολλά ακό-μη θα τραγουδηθούν και θα αγαπηθούν πολλάκις από τους νέους της εποχής, ενώ μετέπειτα θα διασκευαστούν από μουσικούς του μέλλοντος, κρατώντας τον μύθο του Buddy Holly ζωντανό έως

και σήμερα. Μουσικοί του συνοδοιπό-ροι σε αυτό το σύντομο αλλά και τόσο καθοριστικό καλλιτεχνικό του διάβημα οι Tommy Allsup, Waylon Jennings, Big Bopper, Ritchie Valens, Franki Sardo, Dion κ.ά. Ονόματα, που ο καθείς τους άνοιξε κι έκλεισε ξεχωριστά κεφάλαια στο πεντάγραμμο. Τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του ο Buddy Holly με τους Crickets ήταν ένα από τα πιο ηχηρά ονόματα στον χώρο του rock n roll, αυ-τό δεν τον εφησύχασε και, ψάχνοντας καινούργιες μουσικές ρούγες, διέκοψε τη συνεργασία του με την μπάντα, πλη-ρώνοντας όμως το αντίτιμο νομικά και με τη δέσμευση των δικαιωμάτων των δικών του τραγουδιών. Εγκλωβισμέ-νος οικονομικά κι έχοντας ανάγκη από χρήματα αποφασίζει τον Γενάρη του ‘59 να ξεκινήσει μια ατελείωτη περιοδεία με τους Bopper, Jennings Valens, Sardo, Dion & the Belmonts στις Μεσοδυτικές Πολιτείες. Την περίφημη και συνάμα τραγική «Winter Dance Party Tour».

Ξεκινούν να πηγαίνουν από πόλη σε πόλη με ένα μικρό πούλμαν που παρουσιάζει συνέχεια προβλήματα, αφήνοντας την μπάντα στα πιο απίθα-να μέρη. Στο Surf Ballroom του Clear City στην Iowa δίνουν την, όπως απο-δείχθηκε, τελευταία τους συναυλία

μπροστά σε χίλια άτομα. Κουρασμένος κι απηυδισμένος από τα τερτίπια του μικρού λεωφορείου ο Buddy Holly αποφασίζει να νοικιάσει ένα μικρό αεροπλάνο, ώστε να μεταφερθούν ξε-κούραστα στην επόμενη πόλη. Το αε-ροπλάνο φέρει το όνομα American Pie και ανήκει σε έναν άπειρο οδηγό (Roger Peterson). Μαζί του θα πάρει τα «μεγάλα ονόματα», Richie Valens και Big Popper, ενώ η ιστορία θα γράψει δύο εκδοχές. Η πρώτη λέει πως οι μου-σικοί τσακώθηκαν μεταξύ τους για το ποιοι θα μεταβούν στο μοιραίο ταξίδι, με τον Waylon Jennings να καταριέται τους «τυχερούς», ξεστομίζοντας ατάκες του στυλ «μακάρι να πέσετε». Ο ίδιος ο Jennings πάντως μετά το μοιραίο ταξίδι παράτησε τη μουσική για πάνω από 20 χρόνια. Η δεύτερη λέει πως ο Ritchie Valens έπαιξε κορώνα-γράμματα τη θέ-ση του και κέρδισε, ενώ ο Popper έπει-σε τον Jennings να του παραχωρήσει το εισιτήριο, μιας και ήταν βαριά άρρω-στος και καταπονημένος. Όπως και να ‘χει, το American Pie, 3 Φλεβάρη του 1959 και στις 2 τα ξημερώματα, απο-γειώθηκε μέσα σε έντονη κακοκαιρία για να συντριβεί μετά από 8 μίλια, όταν έπεσε σε χιονοθύελλα. Buddy Holly, Richie Valens, The Big Popper και ο πι-

λότος Peterson ανασύρθηκαν νεκροί.Μια χρονιά πριν από τον θάνατό του

και σε μια περιοδεία του στην Αγγλία, ο νεαρός Paul McCartney είδε τον Buddy Holly ζωντανά. Λέγεται ότι μετέπειτα πρότεινε στην μπάντα του να ονομα-στούν Beatles επηρεασμένος από τους Crickets. Όπως και να ‘χει, οι Beatles δι-ασκεύασαν το Words of Love του Holly, ενώ ο McCartney κατέχει όλα τα δικαι-ώματα των τραγουδιών του ειδώλου του, διοργανώνοντας μάλιστα κάθε αρ-χές Σεπτέμβρη στην Αγγλία την Buddy Holly Week, κρατώντας τον μύθο ζω-ντανό. Το αντίπαλο δέος Rolling Stones έκανε το πρώτο του μεγάλο hit με το Not Fade Away, τραγούδι του Buddy Holly, ενώ οι Hollies βαφτίστηκαν έτσι από το επίθετό του. Ο Elvis Costello από την άλλη διάλεξε τα περίφημα γυαλιά του σαφώς επηρεασμένος από τον Τε-ξανό μουσικό, ενώ ο κατάλογος με τις διασκευές που έγιναν στα τραγούδια του μέσα στα χρόνια είναι ατελείωτος. Ο Buddy Holly υπήρξε, οπωσδήποτε, ένας από τους επιδραστικότερους μουσικούς στη rock n roll μυθολογία. Ένα σπάνιο ταλέντο που μέχρι τα 22 του μόλις χρό-νια ξεδίπλωσε τη μουσική του ευφυΐα απλόχερα και μόνο ο θεός της μουσικής ξέρει τι ήταν ικανός να κάνει ακόμα.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Πρόσωπα «Είχε ένα πιο μεγάλο όραμα, την οξύτατη αίσθηση τού τι ήταν δυνατό να κάνειένας κιθαρίστας και τραγουδιστής σε ένα δίλεπτο που διαρκούσε ένα κομμάτι»

Buddy Holly: Τα Μεγάλα Γυαλιά

του Rock Roll&

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 04/09/15 23:23

Page 26: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

«Έχεις ένα κομμάτι και το τραγουδάς μέσα από τα σπλά-χνα σου, το κοι-νό σου πρέπει να

το νιώθει και στα δικά του σπλάχνα. Πρέπει να κάνεις το κοινό να θεωρή-σει πως είσαι ένας από αυτούς, δικός τους, να συσχετιστούν με εσένα και το τραγούδι». 12 του Σεπτέμβρη και μια ντουζίνα χρόνια πριν ο Johnny Cash -ύστερα από διάφορες επιπλοκές στην υγεία του που προήλθαν και από τον διαβήτη- έφευγε να συναντήσει τη γυ-ναίκα της ζωής του -June Carter- που τον είχε αφήσει τον Μάη της ίδιας χρο-νιάς. Οι απώλειες στη ζωή του είχαν ξεκινήσει από τα παιδικά του χρόνια, οπότε έχασε νωρίς τον αδερφό του και θα τέλευαν μια και καλή με τον χαμό της γυναίκας που στάθηκε δίπλα του όσο κανένας άλλος.

Παιδί θρησκευόμενης οικογένει-ας, θα έβρισκε τον Sam Phillips (ιδιο-κτήτη της Sun Records) για να του τρα-γουδήσει τα gospel. Ο μύθος λέει πως ο παραγωγός - πάπας των 50s του 'πε να φύγει, να πάει να αμαρτήσει και να επιστρέψει τραγουδώντας του ένα κομ-μάτι που θα μπορούσε να πουλήσει. Η πραγματικότητα απ’ την άλλη γράφει πως το 1955 ο Άντρας με τα Μαύρα θα ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια (Hey Porter και Cry! Cry! Cry!) και θα γνωρίσει αμέσως την επιτυχία. Δυο χρόνια αργότερα, όλα τα πουλέν του Phillips θα βρεθούν κατά τύχη στο στούντιό του, θα τζαμάρουν για πλάκα όλοι μαζί και ο κατεργάρης παραγωγός τους θα αφήσει τις μπομπίνες ανοιχτές να γράφουν. Ποια ήταν εκείνα τα που-λέν; Elvis Presley, Jerry Lee Lewis, Carl Perkins και Johnny Cash, ή αλλιώς οι Million Dollar Quartet! Η πορεία του Cash απογειώθηκε από τις αρχές. Ανα-κηρύχθηκε «Βασιλιάς της Country», πήρε τους δρόμους με τους Tennessee Three δίνοντας αμέτρητα live, έγραψε τραγούδια που μιλούσαν κατευθείαν στα σπλάχνα του μέσου Αμερικανού κι έγιναν επιτυχίες. Παντρεύτηκε, έκα-νε παιδιά και χώρισε για τα μάτια της June Carter, εθίστηκε στο αλκοόλ, τα

βαρβιτουρικά και κάθε είδους χάπια για να αντέχει τους ρυθμούς, συνελή-φθη για ναρκωτικά, αυτοκαταστράφη-κε με όλους τους τρόπους που υπήρ-χαν κι όταν σηκώθηκε έδωσε την ιστορική συναυλία στη Φυλακή του Φόλσομ, αγνοώντας τα προγνωστικά που έλεγαν πως θα είναι η μουσική του ταφόπλακα. Έκανε το δικό του show στην τηλεόραση, έδωσε συναυλίες και σε άλλες φυλακές, βοήθησε κόσμο όπο-τε το είχε ανάγκη, συνδέθηκε φιλικά με τον Bob Dylan και πολλούς άλλους αξιόλογους μουσικούς, καθώς και με προέδρους της Αμερικής. Εμφανίστη-κε κάμποσες φορές στην τηλεόραση είτε σε διαφημιστικά, είτε σε σειρές, έγι-νε καρικατούρα του εαυτού του για να σταθεί στο προσκήνιο, οι συναυλίες του μπορεί να είχαν επιτυχία, οι πωλήσεις του όμως όχι. Καταβαραθρώθηκε και προσπάθησε με κάθε τρόπο να σταθεί στα καλλιτεχνικά του πόδια, σέρνο-ντας τα σπουδαία τραγούδια του από 'δώ κι από 'κεί. I Walk the Line, Ring of Fire, Don’t Take Your Guns to Town, Big River, Folsom Prison Blues, I Still Miss Someone και πολλά άλλα κομμά-τια κατά τη δεκαετία του '80 έβγαιναν από τα χείλη του αποστειρωμένα, πεί-θοντας μόνο τους φανατικούς οπαδούς του. Όλοι πέφτουν, λίγοι σηκώνονται. Ο Johnny Cash τα 'πε και τα 'κανε όλα από τα μέσα των fifties μέχρι τις αρχές των nineties. Η παντιέρα όμως των σπλά-χνων του έλεγε πως πρέπει «να κτίζεις στην αποτυχία, να κλείνεις την πόρτα στο παρελθόν, να μην προσπαθείς να ξεχνάς τα λάθη σου, αλλά να μην κατοι-κείς και πάνω τους, να μην τα αφήνεις να παίρνουν την ενέργειά σου, τον χώ-ρο και τον χρόνο σου». Όλα αυτά με δι-κά του λόγια, ενός ανθρώπου που όταν έστω και για λίγο φοβήθηκε, όταν τα χέρια του ίδρωσαν μπροστά στην απο-τυχία, εκείνος τα σκούπισε στα μαύρα του ρούχα και προχώρησε μπροστά.

1993 και στα καμαρίνια ενός συ-ναυλιακού χώρου στην Καλιφόρνια ο 61χρονος Johnny Cash δέχεται επί-σκεψη από ένα παιδαρέλι που 'χει τα μισά του χρόνια. Ο 30χρονος τότε Rick Rubin -παραγωγός ραπ και ροκ

συγκροτημάτων της εποχής- ζητά με περίσσιο θράσος να δει τον Άντρα με τα Μαύρα που βρίσκεται στο γέρμα της καλλιτεχνικής του πορείας. Του προ-τείνει να κάνουν έναν λιτό κι απέριττο δίσκο, όπου ο Cash θα ερμηνεύει μο-ναχά με μια κιθάρα τα αγαπημένα του τραγούδια. Γέννημα αυτής της συνερ-γασίας τα American Recordings, που θα ξεκινήσουν μια χρονιά αργότερα με παραγωγό τον Rubin και θα καταλή-ξουν δισκογραφικά μέχρι και μετά τον θάνατο του Cash το 2010. Τραγούδια επιτυχίες από σύγχρονους μουσικούς, καθώς και παλιά αγαπημένα μεταμορ-φώνονται από το παίξιμο και τις ερμη-νείες του Johnny Cash. Τραγουδιστές όπως οι Joe Strummer και Nick Cave μπαίνουν με δέος στο στούντιο για να ηχογραφήσουν ταπεινά με το είδωλό τους κι έναν από τους μουσικούς που τους έχει επηρεάσει καθοριστικά. Ο Johnny Cash έχει κάνει το μεγάλο του come back. Νεότερες γενιές έρχονται σε επαφή με το έργο του, οι ερμηνείες του είναι κάτι παραπάνω από ανατρι-χιαστικές, τραγούδια ανανήφουν μέ-σα από τα χείλη του, ένα νέο μουσικό γίγνεσθαι υποκλίνεται στην αγιότητά του και απ’ όλα τα είδη της μουσικής κερδίζονται ακροατές, με το πιο σημα-ντικό να αφουγκράζονται το παρελθο-ντικό του μουσικό έργο. Κάπου εκεί θα έρθουν και τα πολλά προβλήματα υγείας, κάπου εκεί θα έρθει και ο χα-μός της πολυαγαπημένης του June Carter, κάπου εκεί το σώμα αντέχει αλλά η ψυχή δεν επιθυμεί άλλο, κά-που εκεί και μέσα σε ένα νοσοκομείο στις 12 Σεπτεμβρίου του 2003 θα πάει να συναντήσει την καλή του, έχοντας προλάβει όμως να τραγουδήσει σε μιαν από τις τελευταίες του ηχογραφήσεις το We’ll meet again, των Ross Parker και Hughie Charles. «Θα συναντηθού-με πάλι, δεν ξέρω πότε, δεν ξέρω πού, θα συναντηθούμε ξανά μια ηλιόλουστη μέρα», ακούγεται συχνά πυκνά σε κά-θε υποψιασμένο μπαρ κάπου εκεί τα ξημερώματα -μέχρι και σήμερα- από τα χείλη του Αντρός με τα Μαύρα. «Hello, I’m Johnny Cash», είχε προλάβει να μας προειδοποιήσει χρόνια πριν.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Αναδρομές Νεότερες γενιές έρχονται σε επαφή με το έργο του, οι ερμηνείες του είναι κάτι παραπάνω από ανατριχιαστικές, τραγούδια ανανήφουν μέσα

από τα χείλη του, ένα νέο μουσικό γίγνεσθαι υποκλίνεται στην αγιότητά του…

Ο Άντρας με τα Μαύρα

Johnny Cash

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 11/09/2015 10:28 ΜΜ

Page 27: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου απόγευμα. Χώρος, η Τε-χνόπολις στο Γκάζι της Αθήνας. Κι η αγάπη πάλι θα καλεί, μια συναυλία

στήριξης για τον Θάνο Ανεστόπουλο που εδώ και κάτι μήνες δήλωσε δημό-σια πως πάσχει από μεταστατικό καρ-κίνο των οστών. Μια συναυλία αγάπης για τη φωνή που στιγμάτισε και συνεχί-ζει να στιγματίζει τοn χώρο του ελλη-νόφωνου ροκ για πάνω από 20 χρόνια. Τα Διάφανα Κρίνα, μετά την διάλυσή τους, και πάλι μαζί μετά από πολύ και-ρό πάνω στη σκηνή. Μαζί τους οι Last Drive που ανοίγουν το live, ο Γιάννης Αγγελάκας με την καινούργια του μπά-ντα και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, που ανέβηκε μαζί με τα υπόλοιπα Κρίνα στη σκηνή για δυο τραγούδια. Χιλιάδες κόσμου έχουν δώσει το παρών, μιας και οι δύο μέρες που είχαν κανονιστεί είναι εδώ και καιρό sold out. Κόσμος που είδε τα Διάφανα Κρίνα στην πρώτη συναυλία που έδωσαν ποτέ, μια Κυρια-κή μεσημέρι στο Μπαρ των Ασωμά-των, κάπου στον χειμώνα του ‘96, όταν και ο Θάνος κατέβαινε από τη σκηνή

μοιράζοντας κρίνα στον κόσμο, ήταν εκεί. Άντρες και γυναίκες (τώρα πια) που τους ακολουθούσαν από τα νιάτα τους κι από τα πρώτα τους συναυλιακά χρόνια, ήταν εκεί. Αγόρια και κορίτσια που δεν πρόλαβαν να τους δουν ποτέ ζωντανά, ήταν εκεί. Όλοι φίλοι, νέοι και παλιοί. Μια αγκαλιά κόσμου απ’ όλες τις ηλικίες που διάβηκε τα χρόνια μυ-ρίζοντας κρίνα μέσα σε διάφανες μέ-ρες. Μια λαοθάλασσα αγάπης με το Α κεφαλαίο και παντιέρα ενός κόσμου μακριά από κακίες, μικρότητες, συμπε-ριφορές δόλου και σιχάματα μια ανίε-ρης ζωής, ήταν εκεί…

… όταν οι Κυριάκος Τσουκαλάς, Πα-ναγιώτης Μπερλής, Τάσος Μαχάς, Πα-ντελής Ροδοστόγλου και Νίκος Μπάρ-δης υποδέχτηκαν τον κόσμο με το ορ-χηστρικό «Παράξενα νέα από κάποιο άλλο άστρο» κι ένα σάλπισμα ρίγους πέ-ρασε στη ραχοκοκκαλιά για πρώτη φο-ρά που τα Κρίνα ήταν και πάλι απέναντί μας. Μετά το πέρας του κομματιού ανέ-βηκε στη σκηνή και ο Θάνος Ανεστό-πουλος εμφανώς συγκινημένος, που με το δεξί χέρι στην καρδιά μάς ευχαρίστη-σε όλους που ήμασταν εκεί. «Ζούμε όση

ζωή θελήσουμε να ζήσουμε. Είμαστε τα Διάφανα Κρίνα», είπε ο πιο γενναίος άντρας του κόσμου και μια γιορτή ΑΓΑ-ΠΗΣ έβαλε φωτιά σε όλη τη πόλη. Μια φωτιά που διήρκεσε για πάνω από δυό-μισι ώρες και θα τη θυμόμαστε μια ολό-κληρη ζωή, όπως και πολλά ιστορικά live των Κρίνων που πέρασαν μέσα στα χρόνια. Η σαπιόκολα της ζωής δεν είχε περάσει πάνω από κανέναν. Είδα παι-διά δίπλα μου να δακρύζουν από συγκί-νηση για τα χρόνια που περάσανε και τους αφήσανε μόνους. Ευαίσθητα χου-λιγκάνια να χορεύουν στον αέρα με ένα μπουκάλι κι ένα καπνογόνο στο χέρι, σαν κάτι σαράβαλες καρδιές. Μωρά παι-διά στους ώμους των πατεράδων τους με τα μικροσκοπικά τους χέρια ψηλά, να κρατούν ακόμα μνήμες του νερού. Νεαρά κορίτσια που η απώλεια δεν έγι-νε ακόμα συνήθειά τους κι ακόμα πιο νεαρά αγόρια που τα χρόνια τους ακόμα δεν ναυάγησαν στις ξέρες τους. Φίλους να καλούν φίλους τους στο skype χο-ρεύοντας μαζί τους (έστω κι έτσι) όπως τα χιόνια. Η Μπαλάντα της φωτιάς με την Κατερίνα Γώγου να σουλατσάρει άγρια πάνω στα κορμιά. Οι Μέρες Αρ-

γίας του Διονύση Καψάλη, που γίναν πια μέρες ανεργίας. Η Αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ τη κόλαση, με τον Μπου-κόβσκι να πίνει για τις γυναίκες του. Ο Καρθαίος που δε βιάζεται να συναντή-σει τον βαρκάρη. Βάλτε να πιούμε ζωή, δημιουργία, βάλτε να πιούμε αγάπη, μόνοιασμα, έρωτα, βάλτε να πιούμε για την πιο όμορφη ποιητική συνάθροιση που συνέβη εδώ και χρόνια, βάλτε να πιούμε ποίηση. Η ψυχεδελική κιθάρα του Κυριάκου Τσουκαλά, η νύχτα στο πιάνο του Παναγιώτη Μπερλή, τα εμβα-τηριακά γρονθοκοπήματα στα τύμπανα του Τάσου Μαχά, τα απόκοσμα μπασο-ραπίσματα του Παντελή Ροδοστόγλου, το φευγιό στις χορδές του Νίκου Μπάρ-δη και η άληστη τρομπέτα αυτού, η φωνή του Θάνου Ανεστόπουλου, η πιο ποιητική φωνή που τραγούδησε ποτέ ελληνικό στίχο. Ένας γενναίος άντρας που βγάζει δυόμισι ώρες πρόγραμμα σάματις δεν υπάρχει κανένας καρκίνος, σάματις δεν υπάρχει αύριο, σαν η ζωή υπάρχει για να της διαλύει όλα τα προ-γνωστικά. Ένας γενναίος άντρας! Αυτός είναι ο Θάνος Ανεστόπουλος κι όλοι εμείς οι φίλοι του ήμασταν δίπλα του,

μια αγκαλιά, μια αγάπη, ένα σώμα όχι δειλό μα λιμάρικο για ζωή.

Ζούμε όση ζωή θελήσουμε να ζή-σουμε και τα χρόνια περνάνε. Μεγα-λώσαμε όμορφα αντάμα σε μια μπάντα που ύμνησε στα τραγούδια της την ποί-ηση όσο καμία άλλη στην Ελλάδα. Βρε-θήκαμε σε έναν πόλεμο με παράξενα νέα από κάποιο άλλο άστρο. Γνωρίσαμε καλά τους μπλε χειμώνες, τη γυναίκα που διάβαζε ποιήματα κι όλες τις Κυ-ριακές των Βαΐων. Γευτήκαμε το άγριο μέλι, αντικρίσαμε τα βλέμματα που σα-κάτεψαν τις μοίρες μας, είπαμε μικρές αλήθειες κερνώντας τους δαίμονες μ’ ένα άδειο ποτήρι. Γίναμε κλόουν μια Τετάρτη και νεκροί μια Κυριακή, κά-που εκεί στην απέραντη θλιμμένη Ανταρκτική και κάτω από ένα ηφαί-στειο. Αγνοί, σαν ένα σκιάχτρο που άρ-παξε φωτιά, μια τελευταία μέρα σε έναν τελευταίο σταθμό.

Κι η αγάπη πάλι θα καλεί όλους εμάς συνέχεια για όταν ο Θάνος Ανε-στόπουλος μας θέλει δίπλα του. Του ευχόμαστε ολόψυχα να ξεπεράσει τον καρκίνο και να ζήσει όση ζωή θελήσει. Θα ‘μαστε δίπλα του σαν πάντα!

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Ρεπορτάζ Τα Διάφανα Κρίνα, μετά τη διάλυσή τους, και πάλι μαζί μετά από πολύν καιρό πάνω στη σκηνή.Μαζί τους οι Last Drive που ανοίγουν το live, ο Γιάννης Αγγελάκας με την καινούργια του μπάντα και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης

Κι η αγάπη πάλι θα καλείΔιάφανα Κρίνα

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 18/09/15 23:48

Page 28: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Τέλη Σεπτέμβρη του 1985 και ο άνθρωπος που δεν έβγαλε ούτε ένα άσχημο άλμπουμ στην καριέρα του θα κυκλοφορήσει τον, κα-

τά πολλούς μουσικόφιλους ανά τον κό-σμο, καλύτερό του δίσκο. Το Rain Dogs του Tom Waits υποδέχεται την Αμερι-κή του Ρίγκαν, παρακολουθώντας την πίσω από ένα κιτρινισμένο παράθυρο ενός απογευματινού τρένου, που δια-σχίζει τη χώρα με 19 μίλια την ώρα, όσα δηλαδή είναι και τα τραγούδια που υπάρχουν μέσα στο όγδοο κατά σειρά άλμπουμ του επονομαζόμενου και βρα-χνού προφήτη.

Το Rain Dogs με τα λόγια του Tom Waits είναι εκείνοι οι άνθρωποι που κοιμούνται στις εξώπορτες, εκείνοι που δεν έχουν πιστωτικές κάρτες, εκείνοι που δεν πατάνε στην εκκλησία, οι άν-θρωποι που ταξιδεύουν τη ζωή τους και η μοναδική θέση είναι τα εσώρουχά τους. Οι αλκοολικοί, οι αποτυχημένοι, οι χρήστες, όλοι οι παρίες της ζωής που γράφουν τις μουσικοποιητικές ιστορί-ες του Tom Waits από το 1973 που ξε-κίνησε την καριέρα του και μετέπειτα. Μια χρονιά πιο πριν (1984), ο Waits έχει φτάσει κι έχει εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του Kathleen Brennan. Η τελευταία τον προτρέπει να ακούσει τους δίσκους του Captain Beefheart και να διαβάσει τα έργα του Bertolt Brecht, ο σύζυγος συνηθίζει να συχνάζει με τον κύκλο του Andy Warhol, τους υπόγειους τζαζ μουσικούς και ανεξάρτητους θεατρικούς συγγρα-φείς. Μαζί σ’ ένα πολύβουο υπόγειο του Μανχάταν, παρακολουθώντας τη νεύ-ρωση και την παράνοια της πόλης, αρ-χίζουν να φτιάχνουν τις ιστορίες ενός βρόμικου κόσμου που αναπνέει δίπλα τους. Ένα μουσικό βιβλίο που γράφεται τραγούδι το τραγούδι μέσα σε 19 κεφά-λαια. Η πλεύση για τη Σιγκαπούρη με

τους μέθυσους Κινέζους, τους τρελούς και τους μισητές της ζωής, χειροκροτώ-ντας με ένα μπουκάλι γεμάτο βροχή στο χέρι, αντάμα με μια λυπημένη κι άτυχη ντάμα, χορεύοντας μια πόλκα νεκροτα-φείου με συγγενείς που δεν δίνουν δε-κάρα για σένα. Αναβάτες ποτισμένοι στο μπέρμπον, τα σπίτια τους πήραν φωτιά, τα παιδιά τους ‘μειναν μοναχά. Το ταν-γκό του πόνου, η κακή τύχη που φέρνει το μεγάλο μαύρο κορίτσι, εκείνοι που ψάχνουν να πιάσουν την «καλή» μέσα στα διαμάντια και το χρυσό, η κατήφεια του κεφαλιού στη θλίψη, ο χρόνος, τα βρεγμένα σκυλιά μέσα σ’ ένα διαλυμέ-νο ρολόι, η ανθρωπίλα του Μανχάταν, όλα τα ντόνατς που παίρνουν ονόματα από πόρνες, το κορίτσι στον δρόμο με

ένα όπλο στο χέρι, τα άγρια αγόρια που φτύνουν μες στους κινηματογράφους κρατώντας ένα στουπί, η πέτρινη τυφλή αγάπη που σε κρατάει περιμένοντας σ’ έναν σιδηροδρομικό σταθμό κάτω στο κέντρο της πόλης, εκεί που απλώνει να ξαποστάσει το κεφάλι της η νύφη ενός βρεγμένου σκυλιού. Αυτός είναι ο κό-σμος του Tom Waits, «οι μικρές ασήμα-ντες ιστορίες που καθορίζουν σιγά-σιγά τη ζωή σου», που γράφει κι ο ποιητής. Η μουσική που τραβάει από τα λασπω-μένα μπλουζ, κλωθογυρίζει στις εμ-βληματικές τζαζ ρούγες που τήκονται στο σκοτάδι, θεατρινίζει σαν μαριονέ-τα πάνω στα βήματα του τραγουδιού, σέρνει τον πένθιμο ρυθμό ωσάν πανώ-ρια τελετή σε κηδεία της Νέας Ορλεά-

νης. Το σάουντρακ της βροχής, μια βρο-χής των αιώνων, εσαεί. Το φάντασμα του Kurt Weill τα πίνει στο μπαρ και δίνει ζωή σε έναν πίνακα του Edward Hopper, ο υστερικός ρεαλισμός από τις σελίδες του Thomas Pynchon ξεπηδά χορεύοντας στις νότες του Tom Waits, οι γυναίκες που πλάγιασαν στα βιβλία του Charles Bukowski τραγουδιού-νται γυμνές, λένε όλα τους τα μυστικά αλλά ψεύδονται για το παρελθόν τους. 19 μουσικά κεφάλαια, 19 βρεγμένες ιστορίες κι ο Rose αγκαλιασμένος στον λαιμό της Lily μέσα στο Cafe Lehmitz και στο υπέροχο εξώφυλλο του δίσκου από τον σπουδαίο Σουηδό φωτογράφο Anders Petersen, δεν θα μπορούσε να ντύσει πιο ιδανικά το Rain Dogs. Όλα τα

μεγάλα άλμπουμ όμως έχουν και τους μουσικούς που τους αξίζουν και κά-νουν όλη τη «βρόμικη» δουλειά, ώστε ο αρχιμάστοράς τους να καρπωθεί το απόλυτο μουσικό δεκάρι. Ο Stephen Hodges στα τύμπανα που συνεργάστη-κε με ονόματα όπως οι Wanda Jackson, John Hammond και ο David Lynch για τις ανάγκες του Twin Peaks. O Larry Taylor, μπασίστας των Canned Heat, ο σαξοφωνίστας John Lurie που έπαιξε και μαζί με τον Tom Waits μια χρονιά αργότερα από την κυκλοφορία του Rain Dogs στην Παγίδα του Νόμου του Jim Jarmusch και πολλοί άλλοι έβαλαν τη δική τους πινελιά στον μουσικό καμ-βά του άλμπουμ. Από τις πιο αξιοσημεί-ωτες όμως συμμετοχές του δίσκου ήταν ο Keith Richards, που για πρώτη φορά συνεργάστηκε με τον Tom Waits σε τρία τραγούδια και τραγούδησε μαζί του στο Blind Love. Από τότε μια φιλία ξεκίνησε μεταξύ των δύο και συνεχίστηκε δισκο-γραφικά και άλλες φορές.

Το Rain Dogs αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς στα τέλη του 1985 και σε πολλές λίστες περιοδικών της χρονιάς κατέκτησε την πρώτη θέση ρί-χνοντας από την κορυφή νεανίες της εποχής όπως οι Husker Du, Kate Bush, Jesus & Mary Chain κ.ά., που έφερναν μια νέα πνοή στα μουσικά πράγματα. Οι ρυθμοί και οι ρίμες του, όμως, που κλείδωναν στη φωνή του Tom Waits μέσα σε 54 λεπτά καθηλωτικής μου-σικής ευρωστίας, το κατέταξαν σε μιαν από τις μεγαλύτερες και καλύτερες αφηγηματικά ηχητικές νουβέλες που γράφτηκαν ποτέ. Από τότε όλα τα βρεγ-μένα σκυλιά τούτου του κόσμου έχουν τις δικές τους ιστορίες να ακούσουν ειπωμένες άληστα από τον μοναδικό βραχνό προφήτη, που, όπως είπε κάπο-τε, «υπήρξαν μέρες που έβλεπα 10 ται-νίες… αλλά στην τελική είναι ο κόσμος εκεί έξω που γίνεται ο ίδιος ταινία».

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Αναδρομές Το Rain Dogs του Tom Waits υποδέχεται την Αμερική του Ρίγκαν, παρακολουθώντας την πίσωαπό ένα κιτρινισμένο παράθυρο ενός απογευματινού τρένου, που διασχίζει τη χώρα με 19 μίλια την ώρα

30 χρόνια βρεγμένα σκυλιάTom Waits

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 25/09/15 22:21

Page 29: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Συνέθεσε κι έγραψε στίχους για περισσότερα από 20 άλ-μπουμ με τους Boys Next Door, τους Birthday Party, τους Bad Seeds και τους

Grinderman. Έγραψε 7 βιβλία και 2 σε-νάρια που έγιναν ταινίες, συμμετείχε σε δίσκους φίλων και μουσικών συνο-δοιπόρων, διασκεύασε Leonard Cohen, Beatles, Roy Orbison και πολλά άλλα από τα μεγάλα ινδάλματά του. Έφτιαξε soundtracks και δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει στίχους και ιστορίες που άντεχαν τα χιλιάδες χαρτιά του. Διά-βηκε όλον τον κόσμο δίνοντας συναυ-λίες με όλους τους «κακούς σπόρους» που τον συντρόφευαν κατά καιρούς, πήρε όλα τα ναρκωτικά του κόσμου κι όταν τα ‘κοψε μαχαίρι, στρώθηκε και ξαναδιάβασε τη Βίβλο, την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη ανακηρύσ-σοντάς τα μια περίοδο ως τα καλύτερα βιβλία όλων των εποχών. Μια νύχτα στις αρχές της δεκαετίας του 80’ στην Αθήνα -την οποία είχε επισκεφθεί για να δώσει ένα live- χάθηκε στο κέντρο της κι έβγαλε ένα ολόκληρο βράδυ να κοιμάται σ’ ένα παγκάκι στη Πατησίων. Η αγαπημένη του Αθήνα, που την επι-σκέφθηκε κάμποσες φορές μετέπειτα και κάθε που τον καλούσαν. Εκείνες οι βραδιές που έγραψε ιστορία πάνω στη σκηνή βάζοντας φωτιά σε ψυχές και σώματα με τις παρανοϊκές μουσικές ιστορίες του, τις δολοφονικές μπαλά-ντες, τα πρώιμα punk ξεσπάσματα, που αργότερα γινήκαν ποιήματα αφημένα

στις φλέβες όμορφα μεγαλωμένων παι-διών. Ο ποιητής του σώματος άρρηκτα συνδεδεμένος με τη λογοτεχνία και τα παραμύθια που γίνονταν εφιάλτες, ο αφηγητής με τα δάχτυλα στο πιάνο και τα πόδια να βροντοχτυπάνε τις πα-ραγράφους και τα εδάφια. Οι δαίμονές του στη χορευτική κόλαση που διένυ-σε μέσα σε κάμαρες αλαλαγμού, σε πί-σω καθίσματα εξαντλητικών πορειών, σε ώρες ατελείωτης λήθης από ουσίες και απουσίες. Το πέρασμα από τη φα-ντασία στην πίστη και η καταναγκα-στική πείσμωση του χεριού να γράψει και να πει πάνω στη συντριβή των λέ-ξεων, στην ποίηση και στη μουσική. Οι αναφορές στους δίσκους του πάνω σε ανθρώπους που έχασε η ιστορία, όπως ο δίδυμος αδερφός του Elvis Presley που πέθανε στη γέννα (The Firstborn is Dead). Οι Πράξεις των Αποστόλων ένα χρόνο αργότερα και η φράση Kicking Against the Pricks που βάφτισε το τρί-το του άλμπουμ με τους Bad Seeds. Η Κιβωτός της Διαθήκης και η πορεία ενός ανθρώπου προς την ηλεκτρική καρέκλα στο Mercy Seat, ένα τραγούδι σήμα κατατεθέν του. Ο Καλός Γιος (The Good Son) βασισμένος σε ένα παραδο-σιακό τραγούδι των σκλάβων ξεπεταγ-μένο μέσα από τις σελίδες του «Παι-διού του Θεού», του σπουδαίου Αμερι-κανού συγγραφέα Cormac McCarthy και η Christina the Astonishing, όπου στην ουσία περιγράφει την Christina Mirabilis, μια γυναίκα που ανακηρύ-χθηκε αγία κατά τον 12οΝ αιώνα. Το

χέρι εκδίκησης του Θεού όπως κατα-γράφεται στο Red Right Hand και η ιστορία του περιβόητου δολοφόνου Stagger Lee που του αφιερώσαμε κά-μποσο μελάνι σε έναν παλιότερο «Ήχο της Μουσικής». Το κάλεσμα του βαρ-κάρη (The Boatman’s Call) όπου στιγ-ματίστηκε αργότερα από την αυτοκτο-νία του φίλου του και τραγουδιστή των INXS, Michael Hutchence. Τα Blues του Σφαγείου, η Λύρα του Ορφέως, ο Λάζαρος που πρέπει να σκάψει, ο ου-ρανός που πρέπει να φύγει μακριά, ο πίθηκος των Grinderman, o Ιησούς του Φεγγαριού και η παρέλαση συγ-γραφέων και ποιητών σε έναν υπέροχο κόσμο που πάει και τραβάει το αιώνιο κουπί. Κι από την άλλη η μουσική, μια μουσική που ξεκίνησε σαν ένας άγρι-ος λειμώνας ενός ευαίσθητου έφηβου που φλέρταρε με τον θάνατο και την αυτοκαταστροφή, μεγάλωσε όμορφα μέσα από τα πάθη και τον έρωτα δου-λεύοντας σκληρά πάνω στην ψυχή της, σπουδάζοντας την αγάπη και σαν ένας «γέροντας όμορφος κι ωραίος κυκλω-μένος από μιαν ανείπωτη πολυτέλεια» -που γράφει κι ο ποιητής- κατέληξε να παίζει στα δάχτυλα όλα εκείνα που άλ-λοι δεν θα αγγίξουν ποτέ στη ζωή τους ούτε κατά διάνοια.

Ο Nicholas Edward Cave , 58 ετών πια, γέννημα θρέμμα Αυστραλός, με-γαλωμένος στην Αγγλία, ερωτευμένος στη Βραζιλία, δοσμένος στο κοινό της Ελλάδας που τον λάτρεψε όσο λίγοι, στρατευμένος στη ρούγα της γραφής

και της μουσικής, είναι ένας μουσικός ποιητής με συγγραφικές νότες που η ζωή του γύρισε το χαρτί ανάποδα τους τελευταίους μήνες. Ένας σοφός γέρο-ντας κάποτε μου είπε «δεν υπάρχει χειρότερη τραγωδία από έναν γονιό να θάβει το παιδί του» κι αυτό που έμελλε να συμβεί στον Cave ήταν να χάσει πρό-σφατα έναν από τους τέσσερις γιους του. Σκέφτομαι την εικόνα στο ντοκιμαντέρ για τον Nick Cave «20000 Μέρες πάνω στη γη», όπου πατέρας και γιος κάθο-νται στον καναπέ ανέμελοι, τρώγοντας πίτσα, παρακολουθώντας τηλεόραση και δεν ξέρουν τι θα φέρει το αύριο. Κα-νένας δεν ξέρει τι θα φέρει το αύριο. Σε όσα τραγούδια κι αν το τραγουδήσεις, σε όσους στίχους κι αν το γράψεις, σε όσες μορφές κι αν το πεις. Αυτή η σημαντι-κά ασήμαντη κοινοτυπία, που κάποτε τελικά καθορίζει τη ζωή σου. Ο Nick Cave τραγούδησε κι έγραψε για ανθρώ-πους και τόπους που δεν θες να βρεθείς δίπλα τους, για εφιάλτες, φόνους, τρα-γικούς έρωτες, χαμούς, βιβλικές θέες, ανάσες που σου κόβουν την ανάσα, επι-κίνδυνα στραφταλίσματα, έκφυλους, αγίους, παρίες κάθε ζωής και στιγμής, τον θεό και τον διάβολο, για όλους τους μεγάλους φόβους. Πιθανότατα θα συνε-χίσει να το κάνει διότι ο θρήνος υπήρχε και θα υπάρχει πάντα μέσα στα τραγού-δια του. Όπως και να ‘χει, για τον γράφο-ντα είναι σίγουρα ο μεγαλύτερος και κα-λύτερος μουσικός ποιητής από το 1980 και μέχρι σήμερα. Ο Βασιλιάς Μελάνι της δικής μου γενιάς!

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Αφιέρωμα Ο ποιητής του σώματος άρρηκτα συνδεδεμένος με τη λογοτεχνία και τα παραμύθια που γίνοντανεφιάλτες, ο αφηγητής με τα δάχτυλα στο πιάνο και τα πόδια να βροντοχτυπάνε τις παραγράφους και τα εδάφια

Ο Βασιλιάς Μελάνι

Nic

k Cav

e

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 01/10/15 20:19

Page 30: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Υπήρξε και είναι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στη rock ‘n roll ιστορία, που μπορεί μεν να ηχο-γραφήθηκε και να βιντε-

οσκοπήθηκε στις 11 Δεκέμβρη του 1968, αλλά ήρθε στο φως της επιφάνει-ας 28 χρόνια αργότερα, και συγκεκρι-μένα στις 12 Οκτώβρη του 1996, όταν και προβλήθηκε για πρώτη φορά εκεί έξω. Ο λόγος φυσικά για το περιβόητο «Τσίρκο» που σκαρφίστηκε να στήσει ο Mick Jagger εκείνη την εποχή - ως ένα διαφορετικό εορταστικό πρόγραμ-μα στην τηλεόραση- μαζεύοντας μερι-κά από τα μεγαλύτερα θηρία της μου-σικής σε ένα πρωτότυπο show. Κι όταν λέμε μεγαλύτερα θηρία, ο ντελάλης εκείνου του τσίρκου θα ανακοίνωνε στο ανυποψίαστο κοινό του πως στην παράσταση, διάρκειας μίας ώρας και κάτι λεπτών, θα παρουσιάζονταν στην αρένα του τσίρκου οι Rolling Stones, οι Jethro Tull, οι Who, ο Taj Mahal, η Marianne Faithfull, η σούπερ μπά-ντα Dirty Mac, ο John Lennon με την Yoko Ono και ο θίασος του Sir Robert Fossett με τις νοσοκόμες του. Και πράγ-ματι, όλοι αυτοί εμφανίστηκαν, έπαιξαν, ηχογραφήθηκαν, βιντεοσκοπήθηκαν, γιόρτασαν αλλά οι μόνοι που κατάφε-ραν να τους δουν ήταν οι παρευρισκό-μενοι, κλόουν, ταχυδακτυλουργοί, κο-μπάρσοι και κάθε λογής τυχεροί που βρέθηκαν σε εκείνο το Τσίρκο, που στην ουσία ήταν ένα στούντιο ειδικά δι-αμορφωμένο. Οι απόψεις για τον λόγο που δεν προβλήθηκε ποτέ στην ώρα του εκείνο το φιλμ διίστανται, αλλά η επικρατέστερη όλων γράφει μέσα από το χρονοντούλαπο της ιστορίας πως οι Who είχαν κλέψει την ιδέα του Jagger, την είχαν παρουσιάσει στη δική τους περιοδεία που είχε προηγηθεί, με απο-τέλεσμα ο ιδιόρρυθμος frontman των Rolling Stones να μην επιτρέψει την προβολή του Rock and Roll Circus.

Στο αρχικό line up της όλης ιδέας ήταν να συμμετάσχουν οι Faces καθώς και οι Led Zeppelin, αλλά τελικά επι-κράτησαν τα παραπάνω προαναφερθέ-ντα και ηχηρά ονόματα. Πίσω από τις κάμερες και σκηνοθέτης του όλου εγ-χειρήματος βρέθηκε ο Michael Lindsay-Hogg, που είχε συνεργαστεί με τους Beatles και τους Stones σκηνοθετώ-ντας κάποια promo videos για τραγού-δια τους, ενώ στη φωτογραφία βρίσκου-με τον Tony Richmond, που αργότερα μεταπήδησε στο Hollywood. Η όλη ιδέα του Jagger ήταν να δημιουργηθεί μια παράσταση που θα έφευγε από τα στε-

ρεότυπα των τυπικών συναυλιών, κάτι πρωτότυπο και μακριά από τις απλές κι-νηματογραφήσεις. Το να συνδυάσει ένα σόου τσίρκου με το rock ‘n roll ήταν έτσι κι αλλιώς από μόνο του μια σπουδαία ιδέα, μιας και ο χώρος της βιομηχανίας της μουσικής δεν είναι τίποτε άλλο στην τελική παρά ένα απέραντο τσίρκο. Ο γρά-φων βρέθηκε στην πρεμιέρα της προβο-λής του Rock and Roll Circus στην Αθή-να και στον ιστορικό συναυλιακό χώρο «Ρόδον», κάπου εκεί τον χειμώνα του 1996. Όλοι οι μουσικοί βγαίνουν στη σκηνή υπό τους ήχους καρναβαλικών εμβατηρίων όπως αρμόζει σε ένα σωστό τσίρκο, κι έστω και μέσα από τη μεγάλη οθόνη έχεις μπροστά σου μερικά από τα μεγαλύτερα κεφάλαια που γράψαν ιστο-ρία με τη μουσική τους.

Μαγεία, συγκίνηση, δέος…Το κλίμα είναι ιδανικό, η εικόνα λει-

τουργεί καταλυτικά, η μαγεία συνδυ-άζεται με τη συγκίνηση και το δέος. Ο John Lennon βρίσκεται στην ίδια σκηνή με τον Mick Jagger, η άληστη ομορφιά της Marianne Faithfull με την παγωμάρα της Yoko Ono, η τρέλα του Keith Moon με τη θλίψη του Brian Jones, η φωνή του Taj Mahal με το φλά-ουτο του Ian Anderson και φυσικά η αλησμόνητη στιγμή, όταν για μια και μοναδική φορά θα εμφανιστούν πάνω στη σκηνή οι Dirty Mac. Όπου Dirty Mac, μόνο τα ονόματα που απαρτίζουν την μπάντα σού κόβουν την ανάσα. Στα φωνητικά ο Lennon, στις κιθάρες ο Keith Richards και ο Eric Clapton, ενώ στα τύμπανα ο ντράμερ του Jimi Hendrix, κύριος Mitch Mitchell. Μαζί θα πουν σε μια εκπληκτική εκτέλεση το Yer Blues (τραγούδι που βρισκόταν στο Λευκό Άλμπουμ των Beatles), ενώ θα ακομπανιάρουν και την Yoko Ono

σε ένα τζαμάρισμα -που πήρε τον τίτλο Whole Lotta Yoko- με την τελευταία να επιδίδεται σε φωνητικούς αυτοσχεδι-ασμούς. Ο Jagger θα παρουσιάσει τους Jethro Tull και ο Anderson θα δαμάσει το φλάουτό του στο Song for Jeffrey, έχοντας στην κιθάρα τον Tony Iommi των Black Sabbath! Ο Keith Richards τους Who κι εκείνοι θα βάλουν φωτιά με το A Quick One While He’s Away. Ο Taj Mahal θα κλέψει την παράστα-ση με το Ain’t That a Lot of Love, κα-θώς ο πιο ήσυχος από τους Stones, Charlie Watts θα προσφωνήσει τη Marianne Faithfull για να τραγουδήσει το Something Better, που μόλις είχε κυκλοφορήσει τότε με b-side το Sister Morphine. Και αφού ο Jagger είχε πα-ρουσιάσει τον Lennon ωσάν γνήσιος οικοδεσπότης, ήταν η σειρά του τελευ-ταίου να παρουσιάσει τους Rolling Stones που θα έκλειναν την παράστα-

ση με μια εξάδα τραγουδιών τους. Αν και εμφανώς κουρασμένοι, οι Stones μάς παραδίδουν απλόχερα δύο από τις καλύτερες ζωντανές εκτελέσεις τρα-γουδιών που έχουν κάνει ποτέ. Ο λόγος για τα You Can’t Always Get What You Want και τη δαιμονική version του χι-λιοτραγουδισμένου πια Sympathy for the Devil. Άλλη μια ιστορική πλευρά του φιλμ έχει να κάνει με το ότι είναι και η τελευταία φορά που βλέπουμε επί σκηνής τον Brian Jones μαζί με τους υπόλοιπους Stones. Ο Jones το καλο-καίρι της επόμενης χρονιάς θα άφηνε τα εγκόσμια με έναν τρόπο που συζη-τιέται ώς και σήμερα. CUT.

Οι κάμερες σβήνουν, οι μπομπίνες αποθηκεύονται, οι κλόουν ξεβάφονται, το τσίρκο διαλύεται και 28 χρόνια περ-νούν μέχρι που εκείνη η ιστορική στιγ-μή θα έρθει να ξεδιπλώσει όλη τη μα-γεία της μπροστά στα μάτια μας.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Επιλογές Όταν βγήκαν μαζί στη σκηνή οι Rolling Stones, οι Jethro Tull, οι Who, ο Taj Mahal, η Marianne Faithfull,η σούπερ μπάντα Dirty Mac, ο John Lennon με την Yoko Ono και ο θίασος του Sir Robert Fossett με τις νοσοκόμες του

The Rolling Stones

Rock and Roll Circus

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 09/10/15 22:14

Page 31: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

1933. Πρωί Κυριακής, κάπου σε μια κάμαρα στο Παρίσι, ο Ούγγρος συνθέτης και πιανί-στας Rezso Serres, βλέποντας τη βροχή που επίμονα κυ-

κλώνει τη θλίψη του, αρπάζει καθορι-στικά το μολύβι και πάνω στο χαρτί γρά-φει τις πρώτες μελωδίες του Gloomy Sunday. Τις προηγούμενες μέρες είχαν προηγηθεί συνεχείς καβγάδες με το κο-ρίτσι του, που είχαν οδηγήσει στον χω-ρισμό τους. Ο Serres, ένας ανένταχτος μποέμ που αρνιόταν να πιάσει δουλειά οπουδήποτε, αδυνατούσε να γίνει μέρος του γραναζιού της ζωής, πίστευε μονά-χα στις συνθέσεις του και στην μαγεία των δαχτύλων του πάνω στα ασπρό-μαυρα πλήκτρα. Η άρνηση των ανθρώ-πων της μουσικής να προωθήσουν τις παρτιτούρες του σε άλλους μουσικούς, ώστε τα τραγούδια του να ειπωθούν στον κόσμο, δεν τον έβαζε κάτω. Εκείνη η Κυριακή, όμως, όπως και πολλές επό-μενες, θα σήμαιναν μια άληστη απελπι-σία στη ζήση κάποιων ανθρώπων, που στο άκουσμα της δικιάς του Μελαγχο-λικής Κυριακής θα έκοβαν τα νήματα μιας καινούργιας φέξης, αφού κάποιος από τους ιθύνοντες αποφάσισε να «εκ-δώσει» τη θλιμμένη του μελωδία. Μια βδομάδα ή και κάτι αργότερα, ο Serres πανευτυχής θα κινήσει να βρει το κο-ρίτσι του, ελπίζοντας για μια νέα αρχή στη σχέση τους. Εκείνη θα βρεθεί στο σπίτι της νεκρή με την παρτιτούρα του Gloomy Sunday να στέκεται δίπλα της! Κάπου εκεί θα ξεκινήσει ένας ανατρι-χιαστικός μύθος με πρωταγωνιστή το τραγούδι ή ίσως μια κατάρα που δημι-ουργήθηκε από τις εφημερίδες και το μάρκετινγκ της εποχής, για να πουλή-σουν οτιδήποτε παραπάνω.

Όπως και να ‘χει, το κομμάτι τα-ξιδεύει ανά τον κόσμο για να πάρει μετέπειτα το παρατσούκλι «Το Ουγ-γρικό Αυτοκτονικό Τραγούδι» με τις παρακάτω ιστορίες να γράφουν πως: Μια βραδιά και σ’ ένα live club ένας με-λαγχολικός τύπος που τα ‘πινε με τις ώρες ζήτησε από το συγκρότημα της σκηνής να παίξει το Gloomy Sunday και μετά το πέρας του έβγαλε ένα περί-στροφο και τίναξε τα μυαλά του στον αέ-ρα. Ένας νεαρός κάπου στο κέντρο της Ρώμης ακούει το τραγούδι σπίτι του, καβαλάει τη μηχανή του, πάει σε μια γέφυρα, χαρίζει όλα τα χρήματά του σε έναν ζητιάνο και πηδάει κάτω από τη γέφυρα. Μια νοικοκυρά στο Λονδίνο βρίσκεται από την αστυνομία και πά-νω στον καναπέ της νεκρή. Οι γείτονες παραπονούμενοι από την ένταση της

μουσικής για πολλή ώρα, φέρνουν τα όργανα της τάξης στο σπίτι της όπου μπαίνοντας και βρίσκοντας την αυτό-χειρα ακούνε τη βελόνα του γραμμο-φώνου να έχει κολλήσει στο συγκεκρι-μένο κομμάτι του δίσκου. Μια νεαρή από το Βερολίνο βρίσκεται πεθαμένη στο δωμάτιό της με την παρτιτούρα στο χέρι όπως έγινε και με την κοπέ-λα του Serres. Ένα άλλο κορίτσι στην άλλη πλευρά του κόσμου και συγκε-κριμένα στη Νέα Υόρκη, αυτοκτονεί έχοντας ανοιχτό το γκάζι και αφήνει ένα μεταθανάτιο σημείωμα που γράφει πως στην κηδεία της θέλει να παίξει το Gloomy Sunday. Στην ίδια πόλη και κάποια τετράγωνα παρακάτω ένας γέ-ροντας πιανίστας παίζει την μελωδία της κατάρας στο πιάνο του και πηδάει από το μπαλκόνι του από τον ένα κό-σμο στον άλλο. Οι τραγικές ιστορίες συνεχίζονται και είναι δεκάδες εκεί-νες που συσχετίζονται με το τραγούδι.

Ο μύθος του εξαπλώνεται παντού κι ο Serres θα βγει κάποια στιγμή να δηλώ-σει σχεδόν απολογούμενος: «Το μόνο που έκανα ήταν να βάλω κάτω τη θλί-ψη και την απελπισία μου και να την κάνω τραγούδι. Άλλοι εκεί έξω με συ-ναισθήματα ίδια με τα δικά μου ταυτί-στηκαν με το Gloomy Sunday. Όλη αυ-τή η δόξα του θανατικού με πληγώνει. Βρίσκομαι στο κέντρο μιας επιτυχίας συνυφασμένης με το τέλος της ζωής». Ανήμπορος να διαχειριστεί όλην αυ-τήν την τραγική επιτυχία αλλά και την άρνηση (και πάλι) των ιθυνόντων της μουσικής να εκδώσουν παρτιτούρες του ώστε να γίνουν τραγούδια, ο Rezso Serres θα δώσει μεγαλύτερη τροφή για την κατάρα του Gloomy Sunday. Στις 12 Γενάρη του 1968, και λίγο μετά τα 69α γενέθλιά του, θα πηδήξει από το παρά-θυρο του διαμερίσματός του βάζοντας τέλος στη ζωή του και απογοητευμένος που οι συνθέσεις του δεν πήραν ποτέ

τον δρόμο τους. Το 1935 θα γίνει και η πρώτη βρε-

τανική ηχογράφηση με στίχους. Οι ουγγρικοί στίχοι που ανήκουν στον Ladislav Javor θα μεταφραστούν στα αγγλικά από τον Desmond Carter και ο Paul Robeson θα τραγουδήσει το Gloomy Sunday για πρώτη φορά στο μεγάλο νησί. Μια χρονιά αργότερα στην Αμερική, η ορχήστρα του Hal Kemp μετά από 20 παιξίματα και πρό-βες θα αποφασίσει να το ηχογραφήσει με τη σωστή «διάθεση» όπως λένε οι μαρτυρίες. Ο Sam Lewis θα μεταφέρει τους στίχους σε μια πιο λυρική τους μορφή και αυτή που όλοι γνωρίζουν σήμερα για να φτάσουμε στην πασίγνω-στη version της Billie Holiday το 1941 και το τραγούδι να πάρει τον «καταρα-μένο» δρόμο του σε εκατοντάδες εκτε-λέσεις μετέπειτα από τραγουδιστές και συγκροτήματα ανά τον κόσμο.

Το πιο αξιοπερίεργο όμως όλων

είναι πως παρ’ όλη τη μυθολογία, παρ’ όλο τον καταιγισμό των εφημερίδων μέσα από τα αστυνομικά ρεπορτάζ και τη σχέση του κομματιού με αυτοκτο-νίες, παρ’ όλο το μάρκετινγκ που παί-χτηκε με τα δελτία Τύπου να γράφουν για το «Ουγγρικό Αυτοκτονικό Τραγού-δι», το Gloomy Sunday δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει σε μια υψηλή θέση στα charts. Αυτό φυσικά δεν λέει και τίπο-τα γιατί πολλά από τα μεγαλύτερα και καλύτερα τραγούδια που γράφτηκαν σε τούτο τον κόσμο πολλές φορές και για πολλά χρόνια έμειναν στην αφάνεια. Το Gloomy Sunday από την αρχή ήταν στον μουσικό αφρό και για πάνω από 80 χρόνια στοιχειώνει τις θλιμμένες και ζοφερές Κυριακές, όταν η απελπι-σία βαράει καραμπόλα σε κορμί και ψυ-χή. «Sunday is gloomy, my hours are slumberless / Dearest, the shadows I live with are numberless». Καλή Κυ-ριακή να έχετε!

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Αναδρομές Το Gloomy Sunday από την αρχή ήταν στον μουσικό αφρό και για πάνω από 80 χρόνια στοιχειώνειτις θλιμμένες και ζοφερές Κυριακές όταν η απελπισία βαράει καραμπόλα σε κορμί και ψυχή

Gloomy Sunday

Το Τραγούδι της Αυτοκτονίας

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 16/10/15 21:58

Page 32: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Καθηγητής στη μουσική παιδεία των ακροατών του; Ναι. Καταλύτης στο μουσικό γίγνεσθαι της παγκόσμιας ανεξάρτητης

μουσικής; Φυσικά. Πρωτοπόρος στα ερτζιανά με τις μουσικές του επιλογές καθώς και τις μυθικές ατάκες που τις ακολουθούσαν; Ασφαλώς. Αβανταδό-ρος μικρών συγκροτημάτων και τρα-γουδιστών που όταν οι εταιρείες τούς απέρριπταν εκείνος έπαιζε τα τραγού-δια τους ανελλιπώς μέσα από την εκ-πομπή του; Μα και βέβαια. Ουδείς ανα-ντικατάστατος; Όχι. Εδώ και 11 χρόνια που έφυγε από τη ζωή και σαν σήμερα στις 25 του Οκτώβρη, το ραδιόφωνο του BBC δεν έχει καταφέρει κι ούτε πρό-κειται να βρει τον άνθρωπο πίσω από το μικρόφωνο που θα πάρει τη θέση του John Peel. Ο Peelης, όπως τον απο-καλούσαμε χαϊδευτικά εδώ και πάρα πολλά χρόνια όσοι ακούγαμε τις εκπο-μπές του και διαμορφώσαμε μουσικό χαρακτήρα μέσα από αυτές. Φίλοι που βρίσκονταν στην Αγγλία μάς γράφα-νε το The John Peel Show σε κασέτες, στέλνοντάς μας όλα τα καινούργια και φρέσκα ακούσματα που έπαιζε ο Βρε-τανός παραγωγός. Αργότερα ήρθαν και τα John Peel Sessions, στα οποία μέσα στα στούντιο του BBC έπαιζαν live τα τραγούδια τους ονόματα όπως οι PJ Harvey, White Stripes, Joy Division, Cure, T.Rex και πάρα πολλά άλλα τρα-νταχτά σχήματα που διαμόρφωσαν τη μουσική που ακούμε σήμερα.

Αυτό που κατάφερε ο John Peel στα 37 χρόνια καριέρας πίσω από το μι-κρόφωνο του BBC ήταν, χωρίς καμία υπερβολή, να αλλάξει τον ρουν της μου-σικής ιστορίας. Ήταν από τους πρώτους που έπαιξαν στο βρετανικό ραδιόφωνο reggae και punk, όταν όλοι οι υπόλοιποι αρέσκονταν να αναμασούν τους ίδιους και τους ίδιους παρελθοντικούς ήχους. Άλλωστε, σε μια δήλωσή του είχε πει πως: «Απλώς θέλω να ακούσω κάτι που δεν έχω ξανακούσει στο παρελ-θόν». Τον Ιούνη του 1978 στο πικάπ της εκπομπής του θα έρθει να κάτσει ένας δίσκος 45 στροφών, που θα ανακηρυ-χθεί ως το καλύτερο και πιο αγαπημένο του τραγούδι όλων των εποχών, μέχρι και τη μέρα που έφυγε από τη ζωή. Η ιστορία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και οφείλουμε να τη διηγηθούμε. Ο Terri Hooley, ιδιοκτήτης δισκάδικου και μι-κρής δισκογραφικής στο Belfast, μόλις έχει ηχογραφήσει τους Undertones και το κομμάτι Teenage Kicks. Φορτω-μένος με τα σαρανταπεντάρια στον ώμο κινάει προς το Λονδίνο, ώστε να που-λήσει σε κάποια μικρή κι ανεξάρτητη εταιρεία το τραγούδι. Όλοι θα αρνηθούν και κάποιες φορές θα τον πετάξουν κυ-ριολεκτικά με τις κλοτσιές έξω από τα γραφεία τους. Λίγο πριν από τον δρόμο για τον γυρισμό στην Ιρλανδία θα πε-ράσει από τα στούντιο του BBC, αφή-νοντας μερικά αντίτυπα του Teenage Kicks για τον John Peel. Το ίδιο βράδυ ο Peelης θα κάνει κάτι που δεν ξανάκανε σε όλη την υπόλοιπη ραδιοφωνική του καριέρα. Θα παίξει στην εκπομπή του το Teenage Kicks δύο φορές στη σειρά, λέγοντας από το μικρόφωνο: «Δεν είναι ο πιο υπέροχος δίσκος που ακούσατε

ποτέ; Κατ’ ακρίβεια θα τον παίξω άλλη μια φορά». Αυτό ήταν. Όσοι μέχρι πριν από λίγο είχαν απορρίψει το τραγούδι ήθελαν να υπογράψουν συμβόλαιο με τους Undertones. Ο Peel το αγάπησε όσο κανένα άλλο, σε σημείο που η ταφόπλα-κά του γράφει πάνω ένα στίχο μέσα από το κομμάτι: «Teenage Kicks so Hard to Beat», ενώ αργότερα θα ευχαριστήσει τον Hooley, λέγοντάς του πως του χάρι-σε τα 2 καλύτερα λεπτά και 28 δευτερό-λεπτα της ζωής του, όση ακριβώς είναι και η διάρκεια του κομματιού.

Διαισθανόταν όλες τις καινούργιες μουσικές τάσεις που έρχονταν και ήταν πάντα ο πρώτος που τις παρουσίαζε. Επηρέαζε καθοριστικά με το show του τις δισκογραφικές στο να υπογράψουν συμβόλαια με άγνωστες μπάντες και, φυσικά, η επίδρασή του έφευγε από τα όρια του Μεγάλου Νησιού. Ραδιοφωνι-κοί παραγωγοί σε όλον τον κόσμο τον είχαν ως σημείο αναφοράς, ενώ η προ-σωπική του δισκοθήκη απαριθμούσε πάνω από 100.000 βινύλια και cd. Δεν έδινε καμία σημασία στις playlist που του φόρτωναν, αγνοώντας τες επιδει-κτικά, ενώ ο ξεχωριστός και άμεσος τρόπος που παρουσίαζε τη μουσική σε έκανε μέρος της εκπομπής. Πηγαίο κι έξυπνο χιούμορ, δολοφονικές ατάκες και πάντα δέκα βήματα μπροστά από τους άλλους. Ένθερμος οπαδός της Λί-βερπουλ, σε σημείο που και στα τέσσε-ρα παιδιά του είχε δώσει ονόματα μέ-σα από την ιστορία της ομάδας. Ο ένας γιος και η μια του κόρη κατείχαν στο επίθετό τους το Άνφιλντ, ενώ οι υπό-λοιποι δύο τα Νταγκλίς και Σάνκλι. Αυ-τά για τους λάτρεις του ποδοσφαίρου, ενώ η αγαπημένη του μπάντα όλων των εποχών ήταν οι The Fall του ιδι-όρρυθμου μέχρι και σήμερα Mark E. Smith. Όσο για τα 20 αγαπημένα του άλμπουμ όλων των εποχών; Καταθέ-τουμε τη λίστα για όσους ενδιαφέρο-νται να ψαχτούν: Captain Beefheart & The Magic Band: Trout Mask Replica / Velvet Underground: The Velvet Underground and Nico / Ramones: The Ramones / Pulp: Different Class / Misty In Roots: Live At Counter Eurovision 79 / Nirvana: Nevermind / Smiths: The Smiths / Neil Young: Arc Weld / Jimi Hendrix Experience: Are You Experienced? / Wawali Bonané: Enzenze / Pink Floyd: Piper At The Gates Of Dawn / Dreadzone: Second Light / Four Brothers: Makorokoto / Dave Clarke: Dave Archive One / Big Black: Songs About Fucking / PJ Harvey: Dry / Richard & Linda Thompson: I Want to See the Bright Lights Tonight / Elastica: Elastica / Hole: Live Through This / Rolling Stones: The Rolling Stones. Μπορεί να μην γνωρίζουμε ποια θα ήταν η θέση του σήμερα στο απρόσωπο, αδιάφορο κι αναιμικό ραδιόφωνο με όλους αυ-τούς τους παραγωγούς γλάστρες που απλώς ανακοινώνουν αυτά που τους υπαγορεύουν, αλλά αυτό που γνωρί-ζουμε είναι πως μέχρι τον θάνατό του από εγκεφαλικό στις 25 Οκτωβρίου του 2004 ο John Peel γαλούχησε πάνω από τρεις γενιές ανθρώπων με τον τρόπο που πρέπει να ψάχνονται με τη μουσι-κή που αγαπούν.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Παραλληλίες Ραδιοφωνικοί παραγωγοί σε όλον τον κόσμοτον είχαν ως σημείο αναφοράς, ενώ η προσωπική του

δισκοθήκη απαριθμούσε πάνω από 100.000 βινύλια και cd

Ο αγέραστοςραδιοφωνικός

παραγωγός

John Peel

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 23/10/15 19:38

Page 33: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Η Αν Σέξτον τον εγκαθι-στούσε συχνά πυκνά στα ποιήματά της, το ίδιο κι η Σύλβια Πλαθ με την Έμιλι Ντίκινσον

καθώς και κάμποσοι άλλοι πανώ-ριοι ποιητές. Οι μήνες γενικά καθώς χρησιμοποιούνταν για να βαφτίσουν τραγούδια στον κόσμο της μουσικής, κουβαλούσαν τις περισσότερες φο-ρές μιαν αδυσώπητη λύπη. Κατηφια-σμένοι σχεδόν όλοι τους -ακόμα και οι καλοκαιρινοί- που λιμοκτονούν μετρώντας το πέρασμα του χρόνου, οποιουδήποτε χρόνου. Η σκόνη που αφήνουν πίσω τους τα βιωματικά ρο-λόγια, το τέλος ενός ακόμα χρόνου που σηματοδοτείται από την έλευση του Νοεμβρίου, η μελαγχολία των επερχόμενων γιορτών, το ξεκαθάρι-σμα και ξεσκαρτάρισμα μιας επόμενης ζωής. Πρώτη του Νοέμβρη σήμερα σε τούτο το Κυριακάτικο Ηδύφωνο και ο Ήχος της Μουσικής διαλέγει 10 τρα-γούδια για το καλωσόρισμα του προ-τελευταίου μήνα άλλης μιας χρονιάς. 10 τραγούδια όπου στον τίτλο τους έχουν τον μήνα Νοέμβρη και θα σας πουν γνωστές και κάποιες άγνωστες γι’ αυτόν ιστορίες, με κάποια φαβορί στη λίστα επίτηδες να απουσιάζουν.

Ξεκινάμε με το Νοέμβρη του Tom Waits και μέσα από το The Black Rider του 1993. Ένα άλμπουμ που γράφτηκε για λογαριασμό του ομότιτλου θεατρι-κού του Robert Wilson μαζί με τη συ-νεργασία του William S. Burroughs. Καμία σκιά / καθόλου αστέρια / κανέ-να φεγγάρι / καθόλου αμάξια / ο Νοέμ-βρης βρίσκεται σε μια στοίβα νεκρών φύλλων / κι ενός φεγγαριού / που έχει το χρώμα ενός κόκαλου, τραγουδά με τον δικό του αιώνια βραχνό τρόπο ο Tom Waits. Ένα πριόνι δίνει το λάκτι-σμα, ένα μπάντζο συμμαζεύει τα φύλλα κι ένα θλιμμένο ακορντεόν ακομπα-νιάρει τις παρανοϊκές μεταμεσονύχτι-ες στροφές.

The Great Crusades - November. Πνευματικά παιδιά του Waits τούτοι εδώ οι ευαίσθητοι «κανάγιες» απ’ το Σι-κάγο, απαριθμούν πάνω από δέκα άλ-μπουμ στη μουσική τους σταυροφορία, αλλά, δυστυχώς, συγκαταλέγονται στην κατηγορία των υποτιμημένων ροκ συ-γκροτημάτων, όπου ο μέλλοντας χρό-νος ίσως και να τους δικαιώσει. Εδώ και μέσα από το τέταρτο άλμπουμ τους (Welcome To The Hiawatha Inn) μας τα λένε για μια ιστορία ενός παρία του κόσμου, που συνέβη όπως κάποτε κι ένα Νοέμβρη. Ήχοι μέσα από ξεχασμέ-να, γουέστερν, αναμνησιακές κιθάρες, γρέζι στον ήχο κι ένα γενναίο τραγούδι ξεπροβοδίζει κάποιον Νοέμβρη.

Post RockThe Chud - November Rain. Μπορεί Βροχάρης μήνας να ονομάζεται ο Οκτώβρης, αλλά οι ουρανοί ανοίγουν στα παραμύθια κάθε Νοέμβρη όπως μας εξιστορούν τούτοι εδώ οι ξεχασμέ-νοι Γερμανοί. Κυκλοφόρησαν μόλις δυο άλμπουμ μέσα στα eighties και μέσα από το δεύτερό τους (Mirage) ακούμε τούτο εδώ το -sixties σε ήχο- pop διαμάντι τους που σου δημιουργεί ανάγκες χορού στη βροχή.

Mecano - November 2. Περνάμε τα

σύνορα οδεύοντας προς την Ολλανδία και στους Mecano του Dirk Polak, ο οποίος κάποτε έζησε και για μεγάλο δι-άστημα στην Αθήνα. Μέσα από το προ δεκαετίας άλμπουμ τους Snake Tales for Dragons, ο Polak μας λέει την ιστο-ρία του φίλου του και Ολλανδού σκηνο-θέτη Theo Van Gogh, που δολοφονήθη-κε από τον μουσουλμάνο τρομοκράτη Mohammed Bouyeri στις 2 Νοέμβρη του 2004. Ένα άκρως συγκινητικό τρα-γούδι και για όσους γνωρίζουν τους Mecano από τα παλιά σίγουρα θα θυ-μούνται το ανατριχιαστικό τους κομ-μάτι με τίτλο Untitled, που είναι στην ουσία μελοποίηση στίχων του Μαγια-κόφσκι.

In the Nursery - November Trees. Μινιμαλιστική ηλεκτρονική ατμό-σφαιρα από τους Άγγλους In the Nursery σε τούτο το άλμπουμ-αποκά-λυψη με τίτλο Anatomy of a Poet και από το 1994. Ο συγγραφέας και φιλό-σοφος Colin Wilson διαλέγει και απαγ-γέλλει αποσπάσματα αγαπημένων ποι-ημάτων του από τους Ernest Dowson, Oscar Wilde, W. B. Yeats κ.ά. και οι In the Nursery τα ντύνουν μέσα σε μια σκοτεινή άμπωτη καθώς τους πρέπει. Το λιγότερο από 2 λεπτά November Trees βυθίζεται και βυθίζεται στην κα-ταχνιά του Νοέμβρη.

Sandy Denny - Late November. Επι-στροφή στο παρελθόν και το πρώτο προσωπικό άλμπουμ της τραγουδίστρι-ας των Fairport Convention. Το The North Star Grassman And The Ravens του 1971 ανοίγει με το Late November στα γνωστά folk μονοπάτια της εποχής και τους υπέροχους στίχους του Νοέμ-βρη να γράφουν πως: «Οι τρόποι των τρελών, το πάθος και η λύπη, να σας έχει καλά ο Θεός, όλους τους τρελούς κι όλους τους γνωστικούς».

Vashti Bunyan - Rose Hip November. Στις ίδιες μουσικές folk ρούγες και μια χρονιά νωρίτερα (1970) από τη Sandy Denny, η Vashti Bunyan κυκλοφορεί και αυτή το ντεμπούτο της άλμπουμ με τίτλο Just Another Diamond Day. Το Rose Hip November μαγεύει με τα αιθέρια φωνητικά της και την ατέρμονη λύπη που το διέπει σε ένα άλμπουμ που αξίζει να ψάξουν οι λάτρεις της folk των seventies.

The Waterboys - November Tale. Ο Σκοτσέζος Mike Scott, με το παντο-τινό του όχημα τους Waterboys και στον φετινό του δίσκο Modern Blues, μας λέει μια ιστορία που συμβαίνει Νοέμβρη μήνα, ενώ πίσω στην εποχή του grunge και στο 1995 η σούπερ - μπάντα Mad Season που αποτελείτο από μέλη των Screaming Trees, Pearl Jam, Walkabouts και τον μακαρίτη Layne Staley των Alice In Chains στα φωνητικά, θα ηχογραφήσει το ορχη-στρικό και οργιώδες November Hotel βάζοντάς σε να φανταστείς εικόνες και πράγματα που θα μπορούσαν να συμ-βούν μέσα σε εκείνο το ξενοδοχείο, Νοέμβρη μήνα. Για το τέλος αφήσαμε τους post rock, ambient πειραματι-στές από την Ιταλία με το όνομα When the Clouds, και το υπέροχο ορχηστρι-κό τους November Song να κλείσει ετούτη τη συλλογή και να ανοίξει άλ-λον ένα Νοέμβρη. Καλό μήνα και κα-λές ακροάσεις να έχετε.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

10τραγούδια για τονΝοέμβρη

Αναδρομές Ξεκινάμε με τον Νοέμβρη του Tom Waits και μέσα από το The Black Rider του 1993. Ένα άλμπουμ που γράφτηκε για λογαριασμό του ομότιτλου

θεατρικού του Robert Wilson μαζί με τη συνεργασία του William S. Burroughs

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 30/10/15 20:36

Page 34: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Υπήρξε σίγουρα ένας από τους πρωτοπόρους και κα-λύτερους κιθαρίστες, που όχι μόνο εφηύρε νέους ήχους, αλλά διαμόρφωσε

είδη μουσικής με το παίξιμό του καθώς και τα τραγούδια του που δικαιώθηκαν με χιλιάδες διασκευές στα μεταγενέστε-ρα χρόνια. Χωρίς αυτόν, το rock ‘n roll δεν θα ήταν όπως το γνωρίζουμε και ακούμε σήμερα. Πασίγνωστοι κιθαρί-στες όπως οι Jimmy Page, Neil Young, Pete Townshend, Robbie Robertson κ.ά. με το που τον άκουσαν δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αρπάξουν μια κιθάρα. Στην αρχή να αρχίσουν να την γρατσουνάνε και αργότερα να κτί-σουν τους δικούς τους ήχους υπό την «επήρεια» του Link Wray. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πεις πως ήταν ο πρώτος που έπαιξε punk, grunge και garage πολύ πριν πιάσουν τα όργανά τους παιδαρέλια σαν τους Sex Pistols, Nirvana, Fuzztones και πολλοί άλλοι ακόμα, για να φέρουν τα μουσικά πράγ-ματα στα ώτα των μελλοντικών γενε-ών. Το 1958 ο Link Wray, μαζί με τους Ray Μen, κυκλοφόρησε το περίφημο ορχηστρικό Rumble - όπου πολλοί έμαθαν από το soundtrack του Pulp Fiction - και αναστάτωσε τόσο πολύ τις Αρχές που το απαγόρευσαν διότι, όπως υποστήριξαν, ξεσήκωνε τους νέους της εποχής, καθώς και τις συμμορίες

των ροκαμπιλάδων βάζοντάς τους να κάνουν ανίερες πράξεις. Ας πάρουμε όμως λίγο τα πράγματα από την αρχή.

Με ινδιάνικο αίμα να κυλάει στις φλέβες του, ο Fred Lincoln Wray Jr θα έρθει στη ζωή στις 2 Μαΐου του 1929, στη Νότια Καρολίνα. Λίγο μετά τα 20 του χρόνια θα υπηρετήσει στον στρατό και θα βρεθεί στην Κορέα για τον γνω-στό πόλεμο, που πήρε μέρος η χώρα του. Αποτέλεσμα, μια βαριά μορφή φυ-ματίωσης που θα τον αφήσει με έναν πνεύμονα λιγότερο και τους γιατρούς να προβλέπουν πως δεν υπάρχει περί-πτωση να ξανατραγουδήσει. Οι μεγάλοι άντρες στην ιστορία, όμως, έχουν απο-δείξει πως πάνε πάντα ενάντια στα προ-γνωστικά κι έστω και με έναν πνεύμονα ο Link Wray θα αρπάξει την κιθάρα του, θα σχηματίσει τους Link Wray & His Ray Men, και τον Απρίλη του ‘58 θα κυ-κλοφορήσει εκεί έξω το δαιμόνιο ορχη-στρικό με τίτλο Rumble. Είναι το πρώτο κομμάτι στην ιστορία της rock όπου ο Wray θα πατήσει σε ανεξερεύνητα μου-σικά ηχοτοπία. Θα βάλει παραμορφώ-σεις και feedback στην κιθάρα του, κι ένας διεστραμμένος ήχος θα ξεμυτίσει από τα ηχεία και τον ενισχυτή. Ο αρχι-κός τίτλος του Rumble ήταν Oddball και σε ένα live, όπου οι Link Wray & His Ray Men έπαιζαν support σε άλλες δυο μπάντες της εποχής - τους Diamonds και τους Stroll - η πρώτη εκτέλεση έπε-

σε σαν πυρηνική βόμβα στους ακροα-τές. Το κοινό ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που απαίτησε από το συγκρότημα να το παίξει τέσσερεις φορές εκείνο το βράδυ! Από στόμα σε στόμα, το Rumble κατάφε-ρε να πέσει και στα χέρια του παραγω-γού Archie Bleyer της Cadence Records. Μπορεί ο Bleyer να σιχαινόταν το κομ-μάτι, αλλά σε πείσμα της θετής του κό-ρης που το λάτρευε, αναγκάστηκε να το τυπώσει σε σαρνταπεντάρι. Ο Phil Everly από τους Everly Brothers, ο οποίος στε-γαζονόταν εκείνη την εποχή στην ίδια εταιρεία, ακούγοντάς το προτείνει από Oddball να το μετονομάσουν σε Rumble διότι, όπως δήλωσε, του θύμιζε καβγά-δες του δρόμου! Το κομμάτι παίζεται στα ραδιόφωνα ύστερα από μεγάλη απαίτη-ση των νέων της εποχής, οι αΑρχές το απαγορεύουν σε πολλές πολιτείες ως προβοκατόρικο, αλλά η «ζημιά» έχει ήδη γίνει. Το Rumble θα στεκόταν ως ορόσημο στον ήχο μεταγενέστερων συ-γκροτημάτων και πολύ αργότερα ο Bob Dylan θα το ανακήρυσσε ως το καλύτε-ρο ορχηστρικό κομμάτι που είχε ακού-σει ποτέ στη ζωή του.

Ο πάπας της rockabilly Ο Link Wray απ’ εκεί και πέρα θα συνεχί-σει ασταμάτητα να γράφει τραγούδια και ο μουσικός τυφώνας των sixties θα πε-ράσει από πάνω του αλλά δεν θα αγγίξει. Ταμένος στον δικό του ήχο, φορώντας

μαύρα και με μαλλί «κοκόρι», θα γίνει ο πάπας της rockabilly, του surf, του garage, του πρώιμου punk. Ακόμα και σπουδαί-ες μπάντες της heavy metal θα τον χρη-σιμοποιήσουν στις αναφορές τους. Στα eighties θα πάρει τα πάνω του σε έναν υπόγειο κόσμο, που αρνείται την επιβαλ-λόμενη κιτσαρία της δεκαετίας και μπά-ντες σαν τους Cramps, τους Fuzztones, τους Nomads θα τον βάλουν κορώνα στο κεφάλι τους, διασκευάζοντας συχνά-πυκνά τραγούδια του, διαμορφώνοντας τον ήχο τους πάνω στα δικά του ακόρ-ντα. Τραγούδια όπως τα Jack The Ripper, I’m Branded, Deuces Wild, Run Chicken Run, The Swag και πολλά ακόμη θα γί-νουν προπομπός ρευμάτων, όπως η υπερτιμημένη grunge (για τον γράφοντα), που στην ουσία είναι ένα μεταλλαγμένο garage των sixties, παιγμένο την κατάλ-ληλη στιγμή κι εποχή, όπου το rock ‘n roll είχε την ανάγκη να περάσει στημένα οργισμένο σε μια επόμενη γενιά. Ο Neil Young, άλλωστε, σε μια δήλωσή του κά-ποτε είχε πει πως ο Link Wray έπαιξε grunge πολύ πιο πριν αυτό εμφανιστεί.

Το φτωχόπαιδο από τη Νότια Καρο-λίνα με τα μαγικά δάχτυλα θα ζήσει και θα τραγουδήσει τελικά μέχρι τα 75 του και στις 5 Νοέμβρη του 2005, όταν κι έφυγε από ανακοπή καρδιάς αγέραστος και νευρώδης. Κι όπως είπε και κάποιος κάποτε, «εν κατακλείδι με το Rumble η κιθάρα έγινε η απόλυτη απειλή».

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Αναδρομές Χωρίς αυτόν, το

rock ‘n roll δεν θα ήταν όπως το γνωρίζουμε και ακούμε σήμερα.

Πασίγνωστοι κιθαρίστες όπως

οι Jimmy Page, Neil Young, Pete

Townshend, Robbie Robertson κ.ά., με

το που τον άκουσαν, δεν είχαν άλλη επιλογή από το

να αρπάξουν μια κιθάρα…

Link Wray / Rumble

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 06/11/15 22:26

Page 35: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Γράψαμε την προηγούμενη Κυριακή για τον ήχο της κι-θάρας του Link Wray, είχα-με γράψει σε ένα παλαιότερο τεύχος του Ηδύφωνου για

την τρέλα που κουβαλούσε στη ζωή αλλά και στη μουσική του ο βασιλιάς του μακάβριου rock n’ roll, Screaming Lord Sutch, ήρθε νομίζω η ώρα να γρά-ψουμε και για την μπάντα που πάντρε-ψε την τρέλα του Sutch με τους ήχους του Link, νεκρανάστησε το καύκαλο του Elvis Presley και έπαιξε τα ψυχω-τικά rockabilly όπως πρέπει να ακού-γονται. Ψυχωτικά! Ladies and gents, ο σημερινός Ήχος της Μουσικής σας πα-ρουσιάζει μιαν από τις πιο αγαπημένες του μπάντες και το πιο όμορφο ζευγάρι στην ιστορία του περιθωριακού rock n’ roll. Οι Cramps του Lux Interior και της Poison Ivy. Ζεύγος πανώριο στη ζωή και πάνω στη σκηνή, μέχρι τότε που ο σύζυγος έφυγε νωρίς για έναν άλλο κόσμο.

1972 και ο Lux Interior (το πραγ-ματικό του όνομα ήταν Erick Lee Purkhiser) οδηγεί με τον κολλητό του στον μεγάλο αυτοκινητόδρομο, πηγαί-νοντας σε ένα ταξίδι για το πουθενά. Στη διαδρομή τους και σε μιαν άκρη του δρόμου, ένα πανέμορφο κορίτσι με κα-ροτί, σγουρό μαλλί κι ένα σακίδιο στον ώμο κάνει οτοστόπ. Ο Lux σταματάει το αμάξι, παίρνει το κορίτσι μαζί του που μαθαίνει το όνομά της στην πορεία (Kristy Marlana Wallace), ερωτεύονται παράφορα, παντρεύονται, αλλάζουν τα ονόματά τους, μοιράζονται την ίδια αγά-πη για τα παλιά και άγνωστα χαμένα rock n’ roll και rockabilly τραγούδια που κατέχουν και οι δυο στις προσωπι-κές τους δισκοθήκες, φτιάχνουν τους Cramps και για τα υπόλοιπα 37 χρόνια θα μείνουν αχώριστοι.

Ο Lux Interior ξαναβαπτίζεται, παίρνοντας το όνομά του από μια παλιά διαφήμιση αυτοκινήτου που είδε στην τηλεόραση, ενώ η Poison Ivy μεταλαμ-βάνει το δικό της από ένα όνειρο που είδε. Το 1978 και ύστερα από αλλεπάλ-ληλα live που θα δώσουν, θα κυκλοφο-ρήσουν τα δυο πρώτα τους single. Το δικό τους Human Fly (σύνθεση του ζεύγους) και τη διασκευή του στο πε-ρίφημο Surfin’ Bird των Trashmen. Την ίδια χρονιά, θα κάνουν μιαν από τις πιο περίεργες και παράτολμες συ-ναυλίες που θα καταγράψει η παγκό-σμια μουσική εις των αιώνα. Παίζουν live μέσα στο ψυχιατρείο της Νάπα στην Καλιφόρνια! Και παίζουν για τους τροφίμους του ψυχιατρείου, τους ψυχικά διαταραγμένους. Με ένα απλό ψάξιμο μπορείτε να βρείτε ολόκληρη τη συναυλία στο YouTube και να ανα-ρωτηθείτε ποιοι είναι οι πραγματικά τρελοί, οι ασθενείς ή οι Cramps; Μια χρονιά αργότερα θα βγάλουν το πρώ-το τους EP με τίτλο Gravest Hits για να ακολουθήσει το 1980 το ντεμπούτο τους άλμπουμ Songs The Lord Taught Us, με τον Alex Chilton των Box Tops

να κάθεται στην καρέκλα του παραγω-γού. Το 1981 θα ακολουθήσει ο δίσκος Psychedelic Jungle, όπου συναντάμε τη μεγαλύτερή τους επιτυχία μέχρι σή-μερα, τη διασκευή τους πάνω στο Goo Goo Muck, τραγούδι του 1962 και του ξεχασμένου Ronnie Cook.

Πέρα από τα όρια του πραγματικούΛάτρεις - όπως αναφέραμε και στην αρχή - των παλιών obscure garage, rockabilly και rock n’ roll τραγουδιών, οι δυο Cramps κατείχαν μια μεγάλη δι-σκοθήκη με σπάνια σαρανταπεντάρια, αλιεύοντας συνεχώς από εκεί μέσα τα κομμάτια που θα διασκεύαζαν, θα με-ταμορφώνονταν στα χέρια τους και θα έβαζαν παράλληλα τους ακροατές σε μια διαδικασία να ψάξουν όλες αυτές τις μουσικές τους επιρροές. Όσον αφορά τώρα τη σκηνική τους παρουσία, η κα-τάσταση έφευγε από τα όρια του πραγ-ματικού. Οι μαρτυρίες για ανθρώπους που είδαν τους Cramps ζωντανά κατά τη δεκαετία του '80 μιλούν για ένα όρ-γιο ποτισμένο με την απόλυτη κι ανεπι-τήδευτη παράνοια. Βγαλμένος σάματις από κάποιο ξεθωριασμένο b-movie ο Lux Interior κυλιόταν πάνω στη σκη-νή σε σπασμένα γυαλιά, πνιγόταν με το μικρόφωνο, πολλές φορές το κατάπι-νε, αυνανιζόταν (;!), πηδούσε από τρία μέτρα ύψος φορώντας ψηλοτάκουνες γόβες κι οποιαδήποτε άλλη παλαβομά-ρα ένιωθε το σώμα και η δαιμονισμένη ψυχή του πως έπρεπε να ξεβραστεί. Η Poison Ivy από την άλλη, ωσάν μετρέσα παρακμιακού soft πορνό, κρατούσε την κιθάρα της όπως αγκάλιαζε τον άντρα της, κάνοντας όλη τη βρόμικη μουσική δουλειά πάνω στη σκηνή. Ένας σεξουα-λισμός που δεν σου επιτρεπόταν όμως να αγγίξεις, μια φαντασίωση που δεν θα πιάσεις, μια κιθαρίστρια που ήθελες να ζήσεις μαζί της. Lux and Ivy, Ivy and Lux το μουσικό περιθώριο που δεν επι-ζήτησε ποτέ να γίνει το μεγάλο όνομα, διότι ήταν οι ίδιοι το περιθώριο. Καμία μάσκα, κανένα θέατρο, μονάχα η ατέρ-μονη αγάπη τους για το psychobilly, το garage, τη σχιζοειδή μουσική που πά-ντοτε θα ακούνε οι λίγοι και οι έντιμοι, διότι όπως έλεγε κι ένας φίλος παλιά, «αν θες να βρεις σωστή γυναίκα ή σω-στό άντρα, μόνο σε garage συναυλία θα τους βρεις».

Οι Cramps αναβίωσαν ένα είδος μέ-σα στα eighties δίνοντάς του μια πνοή που χρειαζόταν, έναν καθαρό αέρα μέ-σα στην περιρρέουσα κακογουστιά που προέβαλε η δεκαετία. Έγιναν όχι μια από τις καλύτερες μπάντες που υπήρ-ξαν, αλλά σίγουρα η πιο αγαπημένη σε πάρα πολλούς. Κανένα φτιασίδωμα, κανένα ψέμα, καμία προσποίηση, κα-μία επιτήδευση, μόνο γρυλίσματα, ουρ-λιαχτά και λυκανθρωπιστικοί ρυθμοί σε μια ψυχεδελική ζούγκλα που είχαν ραντεβού με τον Elvis, καθώς ο Κύριος τους μάθαινε κάποια τραγούδια. Bzzzz, αυτή η ανθρώπινη μύγα βγαίνει και πά-λι απ’ τα ηχεία.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Κατοπτεύσεις Ζεύγος πανώριο στη ζωή και πάνω στη σκηνή,μέχρι τότε που ο σύζυγος έφυγε νωρίς για έναν άλλο κόσμο

Ψυχωτικά rockabilly

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 13/11/15 21:21

Page 36: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Φτάνουν μερικές φορές κάποια φαντάσμα-τα που δημιουργούν ερείπια ταγμένα για να φτιάχνουν πάντα

μουσικές. Υπάρχουν στιγμές που είναι ανώφελο πια μιας και είμαστε περι-στοιχισμένοι γύρω από τόσο θόρυβο. Τα κόκκαλα δεν ξαποσταίνουν, τα μά-τια δεν ησυχάζουν κι εμείς απλώς συ-νεχίζουμε να αποτυγχάνουμε. Είναι οι γνωστές απαίδευτες ιστορίες με τα πα-ρελθοντικά τραγούδια να εξημερώνουν απαντήσεις, τις μελλούμενες στιγμές που θα συνεχίζουν να ουρλιάζουν και τις φάρσες που απλώς ξεμακραίνουν πριν κυκλωθούμε απ’ τις σπατάλες εκείνων που ήταν δικά μας στο χθες. Είναι το αυτοβιογραφικό μας τσαρδί με-τά απ’ τα πιωμένα και τα αποτυχημένα τραγούδια που ουρλιάζουν μοναχά για ένα τερματικό φιλοδώρημα.

Έχουν ξημερωθεί 12 χρόνια πια απ’ όταν το The Mess We Made του ανήλεου μπροστάρη των Third Eye Foundation ξεκίναγε τον βραχνά του μ’ ένα μπαρόκ πιάνο στα δάχτυλα του δημιουργού να ακολουθεί τους παραι-τημένους στίχους που θα μολογούσαν για πάντα το μυστικό της ζωής. Το Let us Break ξεκινούσε ένα καινούργιο κεφάλαιο στις μουσικοραφές του Matt Elliott και η ιστορία θα έδειχνε πως τί-ποτα δεν θα κοινωνούσε από ‘κει και πέρα μέσα απ’ το ίδιο ποτήρι. Με βάση το πιάνο κινούσε ένα ονειρόδραμα που δεν είχε επιστροφή. Οι στίχοι πλέκανε ξόδια μέσα από ανέγγιχτους μουσικούς λάκκους, τα ηλεκτρονικά αποκαΐδια από τους Third Eye συμμετείχαν φρό-νιμα στο αλισβερίσι με τα σκοτάδια και ολάκερο το album γεννοβολούσε απλη-σίαστες φρίκες έτοιμες να σε ξεκάνουν οκτώ λεπτά και πριν κλείσουν την ώρα του. Τα κατάρτια που τρίζουν στο εισα-γωγικό ναυάγιο του The Sinking Ship Song, τα πνευμόνια των ναυτικών που τραγουδούν γύρω από μια μποτίλια τερ-ματική και η μουσική που έρχεται να σε βυθίσει σιγά-σιγά με τους αέρηδες αντάμα στη μασχάλη, δημιουργούν ένα από τα πιο ανατριχιαστικά τραγούδια - παραστάσεις της ξέπνοης προηγούμε-νης δεκαετίας. Ένα πρώιμο τελείωμα σιγοντάριζε το τελευταίο σφύριγμα πριν από το καθαρτήριο Forty Days και το ξημέρωμα έχει μόλις ξενυχτίσει ένα έρ-γο κι έναν καλλιτέχνη που θέλει να σε μπάσει στην επόμενη ανατριχιαστική ρούγα που σαν βάση έχει το ποτό και τις ιστορίες που ανέχτηκαν τα χάλια μας!

Ένας ξεχασμένος μποέμ με κλει-στά μάτια και μια μαύρη γάτα να κάνει παρέα στο χαμένο του σκαρί, κάθεται

σ’ ένα καπηλειό με τσιγάρο στο χέρι πί-νοντας ένα μπουκάλι φαντασίες. Ο ει-καστικός Vania Zouravliov φιλοτεχνεί το artwork του album με ζωγραφιές από παρελθοντικούς και ξεχασμένους κόσμους και ο τραγουδοποιός ανοίγει λογαριασμούς για μια τριλογία στο κε-φάλι του, που σκοπό έχει ν’ ακούσει έναν κόσμο που έχει καταρρεύσει και μένουν τα τέρματά του να απολογηθούν. Η τραγωδία του ρωσικού υποβρυχίου Kursk εμπνέει τον μουσικό, ώστε να αποδώσει φόρο τιμής στα 118 θύματα του βυθισμένου κήτους. Ο Elliott μι-λάει με τις επιθανάτιες σκέψεις των ψυχών. Ένα τραγούδι που, αν σκεφτείς την τραγωδία που το συνοδεύει, φεύγει από τα όρια της μουσικογραφής και γί-νεται ομοίωμα ύστατων στιγμών πριν ο θάνατος απαλύνει τα κόκκαλα μια για πάντα. Κι ενώ τα πάντα πορεύονται στο album μέσα από μιαν ανατριχιαστική αλήθεια, το πιάνο και πάλι σε βολεύει μέσα σε σκοταδιασμένους δρόμους, η κιθάρα σπρώχνει το κεφάλι σου στο πά-τωμα για να δοκιμάσει τις αντοχές σου και η ατμόσφαιρα βρωμάει θάνατο από

μπαγιάτικο χαρτί, ένας αναθεματισμέ-νος αναγραμματισμός που λειτουργεί ως μνήμη για όλα εκείνα που έχει πει, σε δοκιμάζει σαν αναμνησιακός αέρας μπας και συγχωρεθείς απ’ τη ζωή σου.

Προς την πολιτικοποίηση Δύο χρόνια μετά και στα τέλη του 2006, ο Matt Elliott εγκατεστημένος εδώ και χρόνια στο δολοφονημένο Πα-ρίσι, περπατώντας στα στενοσόκακά του με μια μπλούζα που γράφει «Χα-μένος», κυκλοφορεί τα «Αποτυχημέ-να Τραγούδια». Με φανερά πολιτικο-ποιημένους στίχους και με τη μουσι-κή του να θυμίζει ξεπεσμένο γιορτινό καμπαρέ που οι τρόφιμοί του πίνουν όλα τα σεντς που ‘χουνε στις τσέπες, φτιασιδώνει τον πιο μοναχικά γιορτινό δίσκο της καριέρας του. Οι άντρες τρα-γουδάνε όλοι μαζί μεθοκοπώντας τις κακουχίες τους, οι γυναίκες παραπατά-νε όμορφες μέσα στις τρύπιες τους καλ-τσοδέτες, οι στίχοι μιλούν για εκείνα που κάποτε θα έφερνε το μέλλον κι όλα πήγαν κατά διαόλου και κάπου εκεί κουρνιασμένο ανάμεσα σε όλα αυτά, το

φάντασμα της Maria Callas να συνοδεύ-ει όλους τους παρίες μιας υπόκωφης οργισμένης μουσικής που στάζει θλί-ψη και περήφανη κατάντια. Το Failing Songs θυμώνει γιορτάζοντας μέσα σε έναν κόσμο όπου το βάρος μας μετριέ-ται με πετρέλαιο, τα κόκκαλά μας τσα-κίζονται απ’ τα χρόνια που πέφτουν, οι αλυσίδες είναι φτιαγμένες από χρυσό, οι επαναστάσεις δεν έρχονται με τίποτα και οι μουσικές θα βρίσκονται πάνω στο σώμα και στην παραδοχή κάνο-ντας τη βρομιά να είναι το μόνο πράγμα που γνωρίζουμε. Η κιθάρα εδώ παίζει, σε αντίθεση με τους προηγούμενους δίσκους του, τον πρώτο και τον σημα-ντικότερο ρόλο στις συνθέσεις μιας και τα πολλαπλά φωνητικά λειτουργούν ως υπόλοιπα όργανα που λιμάζουν το πανηγύρι του. Ήχοι, χαμοί, στίχοι για έναν πουλημένο κόσμο που βλέπει τις οποιεσδήποτε δολοφονίες να έρχονται, κωφεύει, κλείνει τα μάτια και στα με-θεόρτια ωσάν παγκόσμιος υποκριτής βολεύεται με κροκοδείλια δάκρυα. Θα ακολουθήσουν τα «Ο Τσακισμένος Άντρας», και «Το Έμφραγμα του Μυ-

οκαρδίου που μπορεί να τσακίσει τη Καρδιά σου» και τα δυο άλμπουμ πάνω στους ίδιους απόκοσμους ήχους που περιγράφουν την απώλεια, την οποια-δήποτε απώλεια.

Υπάρχουν φορές που κάποια φαντά-σματα δημιουργούν ερείπια ταγμένα για να φτιάχνουν πάντα μουσικές θρήνου. Ο Matt Elliott είναι σαν μονάχος, σαν φάντασμα που γράφει σε κάποιον με-ρικές λέξεις, παίζει την κιθάρα του σά-ματις να ‘ναι ο στερνός άνθρωπος του κόσμου γύρω από μια αρμαθιά μισάν-θρωπους, θρονιάζει τα απειλητικά τους κόκκαλα σε μια καρέκλα μονάχα με την μαγεία του και για τέλος τα σηκώ-νει πάνω ώστε να χορέψουν διαολεμέ-να γύρω από τις γνωστές κι απαίδευτες ιστορίες τους που πάντα θα περιμένουν ένα τελευταίο φιλοδώρημα. Ο χαμός είχε πάντα ένα φανταστικό και προσω-πικό soundtrack για τον καθένα και ο Matt Elliott ζώντας χρόνια τώρα στο δολοφονημένο Παρίσι με μια μπλούζα που γράφει «Χαμένος» τον περιέγραψε μακάρια και στους επτά προσωπικούς του δίσκους. Ανακαλύψτε τον.

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Ο Μουσικός της Απώλειας

Matt Elliott

Αναδρομές Το Let us Break

ξεκινούσε ένα καινούργιο

κεφάλαιο στις μουσικοραφές του

Matt Elliott και η ιστορία θα έδειχνε πως τίποτα δεν θα

κοινωνούσε από εκεί και πέρα μέσα από το ίδιο ποτήρι

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 20/11/15 23:20

Page 37: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κλείνουν αύριο 115 χρόνια από τότε που, στις 30 Νο-εμβρίου του 1900, ο Oscar Wilde έφυγε μόλις στα 46 του από μηνιγγίτιδα. Φτω-

χός, άπορος, καταβεβλημένος από τα καταναγκαστικά έργα της φυλακής του Ρέντινγκ και εξόριστος στο Παρίσι απήγ-γειλε τα στερνά χρόνια της ζωής του πε-ζοτράγουδα μέσα στα καπηλειά για ένα ποτήρι μπράντι. Με τη στάση ζωής και τα έργα του όμως πάνω στο χαρτί είχε προλάβει να γρονθοκοπήσει το αγγλι-κό κατεστημένο και να φέρει το τέλος της ηθικής του 19ου αιώνα. Κυνηγήθη-κε στυγερά για τα ομοφυλοφιλικά του πάθη, προκάλεσε θύελλες αντιδράσε-ων με τα βιβλία του και τον τρόπο ζω-ής του, υπήρξε ένας κυνικός δανδής με δαντέλες και βελούδα, αλλά πάνω απ’ όλα ένας εξαίσιος ρήτορας. Σε ένα από τα τελευταία του βιβλία, το περίφημο De Profundis θα προφήτευε τη συνέχεια της σημαντικότητάς του στα γράμματα και στις λοιπές τέχνες γράφοντας: «Ξύ-πνησα τη φαντασία του αιώνα μου, έτσι ώστε να πλάσει μύθους και θρύλους για μένα». Μουσικοί και συνθέτες φυσιολο-γικά θα καταπιάνονταν από τις πρόζες, τα θεατρικά και τα ποιήματά του δημι-ουργώντας όπερες, συμφωνικά ποιήμα-τα, μιούζικαλ, χορωδιακά έργα, μουσι-κή για μπαλέτα και λογής-λογής άλλα κλασικά είδη. Παγκόσμια γνωστοί κλα-σικοί συνθέτες όπως οι Horovitz, Sergei Prokofiev, Charles Griffes και πολλοί άλλοι θα έστηναν τις παρτιτούρες τους αντάμα με τα βιβλία του Wilde, καμώνο-ντας άληστα μουσικά κατευόδια. Ο χώ-ρος της rock δεν θα μπορούσε να λείψει από αυτό το ταξίδι.

Και με τους Smiths κατά τη δεκαε-τία του ‘80, αλλά και στην έως τώρα σό-

λο καριέρα του, ο Morrissey όποτε ερω-τούνταν για τις λογοτεχνικές αναφορές στα τραγούδια του πάντα τοποθετούσε τον Oscar Wilde στην πρώτη θέση. Όταν ήταν οκτώ χρονών η μητέρα του (βοη-θός βιβλιοθηκάριου) τον προέτρεψε να διαβάσει τα βιβλία του Wilde κι εκείνος βυθίστηκε μέσα τους στην τότε τρυφερή κι ευαίσθητη ηλικία του. Ο Morrissey χρόνια αργότερα θα εκμυστηρευόταν σε μια του συνέντευξη: «Κάθε γραμμή που διάβαζα με επηρέαζε βαθύτατα, όταν αργότερα στο σχολείο απομονώ-θηκα ο Oscar ήταν η απόλυτη και μο-ναδική συντροφιά μου», ενώ αργότερα και κατά το μεγάλο pick των Smiths ο τραγουδιστής θα μολογούσε: «Δεν μπο-ρώ να διαβάσω ούτε μια φράση από το De Profundis και να μην με πιάσουν τα κλάματα. Το έχω ηχογραφημένο σε μια κασέτα και το ακούω με λυγμούς συνέ-χεια!». Τραγούδια των Smiths όπως τα Miserable Lie, Rubber Ring, Cemetery Gates με τον υπέροχο στίχο να τραγου-δά πως «Keats and Yeats are on your side / but you lose because Wilde is on mine», καθώς και από την προσω-πική του καριέρα όπως το Late Night, Maudlin Street δανείζονται φράσεις μέ-σα από την εργογραφία του ποιητή, βοη-θώντας τον Morrissey να συνθέσει και να στιχουργήσει τα αψεγάδιαστα pop τραγούδια του. Το κεφάλαιο Morrissey - Oscar Wilde δεν εξαντλείται σε αυτές τις ελάχιστες αναφορές, μιας και κάποιος που είναι οπαδός των Smiths και του Moz (παρατσούκλι του τραγουδιστή) μπορεί να διακρίνει σε πάρα πολλά τρα-γούδια καθώς και σε σημειώσεις στους δίσκους, γραμμές μέσα από το έργο του Ιρλανδού δανδή.

Ένας άλλος σύγχρονος και κυνικός δανδής της μουσικής, ο Neil Hannon,

που κάποτε είχε τους Divine Comedy, το 2004 θα κυκλοφορήσει το άλμπουμ Absent Friends, που πρόκειται για ένα από τα καλύτερα του συγκροτήματος. Το ομότιτλο τραγούδι που ανοίγει τον δίσκο, αφού έχει υμνήσει μερικούς απόντες φίλους - ήρωες του Hannon, θα καταλήξει στην προτελευταία του στρο-φή με τον δικό μας ήρωα. Ο Hannon, μειλίχια και λυπημένα υπέροχος, γιορ-τινά τραγουδά: «Ο Oscar Wilde ήταν ένα μοναχικό παιδί, πάλεψε και κέρδι-σε την αποδοχή του κόσμου. Γέλασαν, ξεκαρδίστηκαν, ύμνησαν, οδήγησαν τον μικρό Oscar στον τάφο του». Η φω-τογράφηση του εξωφύλλου με τον Neil Hannon να στέκει σκεπτόμενος σε ένα ανάκλιντρο, φορώντας ρούχα αλλοτι-νής εποχής, είναι εμφανής αναφορά στον φτωχό Oscar.

Ντόριαν Γκρέυ: Μουσικές αναφορέςΤο Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ έχει τις πιο πολλές μουσικές αναφορές και οι δυο σημαντικότερες εξ αυτών μας έρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο και συμπτωματικά την ίδια χρονιά, το 1981. Οι Television Personalities κυκλοφορούν το κομψοτέχνημα ντε-μπούτο τους ...And Don’t The Kids Just Love It έχοντας στη δεύτερη πλευρά το indie pop διαμάντι Picture of Dorian Grey, ενώ οι Nirvana (καμία σχέση με τους γνωστούς) όπου στη σύνθεσή τους έχουν τον ελληνικής καταγωγής Alex Spyropoulos θα βγάλουν ένα single για τους φαν τους, όπου μπροστάρης του εί-ναι Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ. Εννέα χρόνια αργότερα (1990) στην Ελλάδα εμφανίζονται οι σημαντικοί για την dark new wave εγχώρια σκηνή Flowers of Romance με τον πρώτο τους δίσκο να τιτλοφορείται Dorian Grey.

Το τελευταίο έργο που έγραψε Oscar Wilde είναι το περίφημο ποίημα 109 στροφών και χωρισμένο σε έξι ενότη-τες, «Η Μπαλάντα της Φυλακής του Ρέντινγκ». Ένα σπαρακτικό έργο όπου κάθε λίγο επαναλαμβάνεται ο στίχος Each Man Kills The Thing He Loves. Το 1989 ο Ιρλανδός συμπατριώτης του Gavin Friday βγάζει παγανιά το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, βαφτίζοντάς το με τον επαναλαμβανόμενο στίχο. Με τον φίλο και μουσικό του συνοδοιπό-ρο Man (Maurice) Seezer παίρνουν την έβδομη, την όγδοη και την ένατη στρο-φή από την μπαλάντα του Wilde και τις κάνουν τραγούδι. Το Each Man Kills The Thing He Loves είναι το τραγούδι που ανοίγει και τον συγκεκριμένο δί-σκο ορόσημο στην καριέρα του Friday. Κάποια χρόνια νωρίτερα, ο Peer Rabin είχε μελοποιήσει κι αυτός στίχους από την «Μπαλάντα» για λογαριασμό της ταινίας του Fassbinder, «Querelle», όπου και τους τραγούδησε η ηθοποιός Jeanne Moreau.

«Η μουσική είναι η τέχνη που βρί-σκεται πιο κοντά στο δάκρυ και την ανά-μνηση», είχε πει κάποτε ο Oscar Wilde και 115 χρόνια μετά τον θάνατό του οι μύθοι και οι θρύλοι γύρω από το όνομά του συνεχίζουν να μελοποιούνται.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

ο μελοποιημένος

OscarWilde

Αναδρομές Με τη στάση ζωής και τα έργα του πάνω στο χαρτί είχε προλάβει να

γρονθοκοπήσει το αγγλικό κατεστημένο και να φέρει το τέλος της ηθικής του 19ου αιώνα

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 27/11/15 22:13

Page 38: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Αναδρομές «Κανείς δεν επινόησε τη ζωή, όποιος το λέει να κάνει ένα βήμα μπροστά»

Ο Βασιλιάς Σαύρα

Γεννημένος στις 8 Δεκέμβρη του 1943, νεκρός 27 χρόνια αργότερα μέσα σε μια παγω-μένη μπανιέρα - φέρετρο στο Παρίσι. Όλα έχουν γραφτεί

για τον Jim Morrison, όλα έχουν ειπω-θεί. Από διθυράμβους και λιβέλους για τη σπουδαιότητα και τον τσαρλατανι-σμό του, για το ότι είναι ακόμα ζωντα-νός και ζει κρυφά κάπου στο άγνωστο, για τη μεγαλομανία του, τις παραξενιές του κι ένα σωρό άλλες ιστορίες μυθο-πλασίας και συνωμοσίας. Η αλήθεια, όμως, είναι μία. Ο Mr. Mojo ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι το απόλυτο μουσικό σύμβολο, ενώ οι Doors θα ήταν απλώς ένα συγκρότημα της σει-ράς χωρίς τον ίδιο στη θέση του τρα-γουδιστή.

Σπουδαστής σκηνοθεσίας, μαθητής του σπουδαίου Αμερικανού ποιητή Τζακ Χίρσμαν, ποιητής, επαναστάτης με τον δικό του τρόπο, προικισμένος με μια διαβολική ομορφιά, μυστικιστής, λάτρης των πρωτόγονων θεοτήτων, ο Morrison πάνω απ’ όλα λάτρευε τις συ-ναυλίες, την ποίηση και πολλές φορές τον χαβαλέ και την καλοπέραση. Στα live μετατρεπόταν σε κάτι άλλο, σε έναν μάγο - σαμάνο πέφτοντας σε καταληψία, δημιουργώντας μυστήριες, σκοτεινές και άλλοτε ανατριχιαστικές καταστά-σεις παρασέρνοντας το κοινό και την υπόλοιπη μπάντα στη δική του μυστα-γωγία. Για τις φωνητικές του ικανότη-τες ο ίδιος είχε γράψει: «Ο Έλβις είχε την πιο ώριμη σεξουαλική φωνή στα 19. Η δική μου παραμένει το έρρινο πα-ράπονο ενός καταπιεσμένου εφήβου,

ελάσσονες στριγκλιές και λυσσαλέα ξεσπάσματα. Ένας ενδιαφέρων τραγου-διστής στην καλύτερη - ένα ουρλιαχτό ή ένα γλυκανάλατο ξέρασμα. Είτε το ‘να είτε τ’ άλλο - τίποτ’ ανάμεσα». Αντάμα του ποιητές όπως οι William Blake, Arthur Rimbaud, Aldous Huxley και πολλοί ακόμα στίχοι από την αρχαία ελληνική τραγωδία.

Μπλουζ και στίχοι - συνθήματαΤο καλοκαίρι στην παραλία της Βένις, όπου ξεκίνησαν όλα και τίποτα δεν προμήνυε τα καλά και κακά μαντάτα που θα έπονταν. Τα πρώτα υπέροχα άλμπουμ ένα μείγμα από blues με τη μουσική του Kurt Weil. Οι στίχοι που γινόντουσαν συνθήματα, η εικόνα του στα ανασφαλή αγόρια και κορίτσια της εποχής. Το τέλος των καλοκαιριών της αγάπης και η αρχή της κόλασης, η σύλληψή του, το περιστατικό στο Μαϊ-άμι, ο εθισμός του στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, η καταστροφή του σώματος και του μυαλού του, η ειδωλοποίησή του, τα προσωνύμια που του δόθηκαν και τους δόθηκε, η μη διαχείρισή τους, η αποξένωσή του και όλη η φυσική ροή των πραγμάτων που τον βάφτισαν ιδανικό αυτόχειρα στα μάτια όλων των θαυμαστών του. Συνηθίζεται να λέγε-ται πως σχεδόν σε όλα τα εφηβικά δω-μάτια από το 1971 και μετά πάντα κρε-μόταν μια αφίσα του Morrison, γεγονός που δεν απέχει από την πραγματικότη-τα. Ο Morrison τραγούδησε, έζησε και πέθανε επιβεβαιώνοντας το τρίπτυχο που γράφει sex, drugs and rock n roll. Οι οπαδοί πάντα θα θέλουν να βλέπουν

το είδωλό τους να συνάδει με αυτά που ποιεί. Δώσε σε έναν ανασφαλή κι ευαί-σθητο πιτσιρικά έναν αυτοκαταστρο-φικό τύπο που του τραγουδάει και του πετάει στίχους που μιλάνε μέσα του κι έχεις ένα είδωλο που θα διαρκέσει εις τον αιώνα των αιώνων, όπως συνέβη και με την Joplin και με τον Hendrix και πολύ αργότερα με τον Kurt Cobain. Ο «σωστός» άνθρωπος την κατάλληλη εποχή πρέπει να πεθαίνει, να γίνεται πνεύμα ιερό, θρησκεία, μεσσίας, ρομα-ντική εμμονή, απόλυτος εκπρόσωπος του μότο «ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος», μπλουζάκι και αφίσα, εμπορικό αντι-κείμενο - νεκροφόρα, οιωνός για τα μελλούμενα, μύθος, όλα μια τεράστια ανοησία. Κανείς και ποτέ δεν γνώρισε τι συνέβαινε στο κεφάλι του κάθε αυ-τόχειρα και ποιο βάρος κουβαλούσε. Ο Morrison έγραφε: «Ένας φυσικός ηγέτης, ένας ποιητής, ένας Σαμάνος, με την ψυχή ενός κλόουν. Τι γυρεύω στην αρένα; Κάθε δημόσιο πρόσωπο κατεβαίνει για Ηγέτης. Θεατές μέσ’ απ’ τον Τάφο - παρατηρητές της εξέγερσης. Φόβος των Ματιών. Δολοφονία. Να είσαι τύφλα είναι καλή μεταμφίεση. Πίνω για ν’ αντέχω να μιλώ στους μα-λάκες. Συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου».

Η ιέρεια του punk, Patti Smith, πολλά χρόνια πριν επισκέφθηκε τον τάφο του Morrison στο Παρίσι και θυ-μάται. «Επισκέφθηκα τον τάφο του και δεν υπήρχε τίποτα, μια βρόμικη τοπο-θεσία στον τομέα 6. Κάθισα εκεί σαν βλάκας κλαίγοντας σπασμωδικά ολο-μόναχη μέσα στη λάσπη. Δεν υπάρχει

τίποτα εδώ, καμία ταφόπλακα, καμία ενέργεια, λουλούδια πουθενά, αίσθημα κανένα, μόνο μια μικρή πλαστική τι-μητική πλάκα. Κάθισα εκεί για κάμπο-σες ώρες. Ήμουν μέσα στη λάσπη και φοβόμουν να κινηθώ, κάποια στιγμή όλα τελείωσαν. Ήθελα να φύγω όσο πιο γρήγορα γινόταν, να επιστρέψω σπίτι και να κάνω τη δουλειά μου, να εστιά-σω στο φως και τον ρυθμό μέσα μου. Ίσιωσα τη φούστα μου και τον αποχαι-ρέτησα. Μια γριά στα μαύρα με σπασμέ-να αγγλικά μού είπε: «Κοίτα αυτόν τον τάφο, πόσο λυπηρό! Γιατί εσείς οι Αμε-ρικανοί δεν τιμάτε τους ποιητές σας;». Το μυαλό μου έδρασε πριν από το στό-μα. Ολοκλήρωσα το όνειρο, η πέτρα δι-αλύθηκε κι αυτός πέταξε μακριά. Τίνα-ξα τα φτερά από το αδιάβροχό μου και της είπα. «Επειδή δεν κοιτάμε πίσω».

Τέλος αγαπητοί κι αντίοκαι σχέδια για το μέλλον- Όχι ηθοποιόςΣυγγραφέας-κινηματογραφιστήςΠοια κύτταρά μου θα θυμούνταιΈχε γεια Αμερικήσ’ αγάπησαΛεφτά απ’ το σπίτικαλή τύχηκοίτα μην μπλέξεις.

Jim Morrison

Σημ. Οι μεταφράσεις των ποιημάτων του Jim Morrison όπως παρουσιάζονται εδώ ανήκουν στον Βασίλη Κιμούλη και αλιεύτηκαν μέσα από το 5ο τεύχος του Straw Dogs magazine.

JimMorrison

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 04/12/15 23:25

Page 39: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Αφιέρωμα Ο σημερινός «Ήχος της Μουσικής» κάνει τη δική του μουσική ανασκόπηση μέσα από συγκροτήματα και μουσικούς που, σίγουρα, τους

πιο πολλούς δεν θα τους βρείτε σε λίστες, μιας και η έννοια της λέξης «εναλλακτικό» έχει χάσει το νόημά της εδώ και πολλά χρόνια

Είθισται δεκαετίες τώρα και κάθε τέλος άλλης μιας χρο-νιάς περιοδικά, sites, ιστο-λόγια, ραδιόφωνα και κάθε λογής μουσικά έντυπα, από

τις αρχές μέχρι τα τέλη του Δεκέμβρη να αναρτούν, το κάθε ένα, τις λίστες τους με τα καλύτερα άλμπουμ της χρο-νιάς. Λίστες που οι περισσότερες είναι πανομοιότυπες, μιας και η γραμμή για τις τελικές δεκάδες ή εικοσάδες έχει δοθεί ήδη από τα μισά της χρονιάς. Δι-σκογραφικές προπληρώνουν τους εκά-στοτε εκδότες και σταθμάρχες, ώστε να δουν τις μπάντες και τους μουσικούς τους στα καλύτερα της χρονιάς, ωθώ-ντας έτσι τις πωλήσεις τους προς τα πά-νω και, το σπουδαιότερο, κλείνοντας περιοδείες σε Αμερική, Ευρώπη, Ασία και Αυστραλία, με γνώμονα πάντοτε τα νούμερα. Όλες οι βιομηχανίες, άλλω-στε, στα νούμερα στηρίζονταν και στις αποφάσεις ενός αρχιλογιστή, που σχε-δόν πάντοτε ήταν αδιάφορος και ανή-ξερος για την ποιότητα του προϊόντος. Ο σημερινός «Ήχος της Μουσικής» κάνει τη δική του μουσική ανασκόπη-ση μέσα από συγκροτήματα και μουσι-κούς που, σίγουρα, τους πιο πολλούς δεν θα τους βρείτε στις προαναφερθεί-σες λίστες, μιας και η έννοια της λέξης «εναλλακτικό» έχει χάσει το νόημά της εδώ και πολλά χρόνια. Αυτά είναι, λοιπόν, τα αγαπημένα μας άλμπουμ για το 2015, μέσα από αυτά που προλάβα-με και ακούσαμε, με καμία αξιολογική σειρά αλλά, καθαρά, με το προσωπικό μας γούστο.

Για να ξεμπερδεύουμε με τις πρω-τιές, το πιο αγαπημένο άλμπουμ του 2015 και αυτό που ακούσαμε τις περισ-σότερες φορές μάς έρχεται από το Μιλά-νο της Ιταλίας και από μια μπάντα που έδειχνε από το ντεμπούτο της τρία χρό-νια νωρίτερα πως είναι φτιαγμένη για να γίνει η κορωνίδα του noir rock n roll, του urban swamp ή των blues από τη σύγχρονη λάθος πλευρά; Οποιαδήποτε και να είναι η κατηγορία τους, οι Three Blind Mice με το The Chosen One στή-νουν τον πιο στιβαρό και αψεγάδιαστο δίσκο της χρονιάς, περνώντας από τα γοτθικά country μονοπάτια στο νυχτερι-νό garage rock, κάνοντας μια βόλτα από τους βαλτότοπους που ξεβγάζουν μπα-λάντες φονικού, όπως τις έπαιζε ο Nick Cave σε παρελθοντικούς του δίσκους. Όπως έγραψε κι ο Phil Shoenfelt, αν μπορούσε κάποιος να σκηνοθετήσει τη μουσική των Τριών Τυφλών Ποντικών αυτός θα ήταν ο David Lynch.

Απνευστί…Ο καναδός Ben Caplan -που περισσότε-ρο με ξυλοκόπο μοιάζει παρά με μουσι-κό- στο δεύτερό του άλμπουμ με τίτλο Birds with Broken Wings φτιασιδώνει ένα μουσικό τσίρκο, που σου φέρνει στο μυαλό τον Tom Waits, τον Kurt Weil και τα αυτοσχέδια νυχτερινά γλέντια που συμβαίνουν σε μια καλύβα στο πουθε-νά, με την αγάπη, τον πόνο και το αλκο-όλ να συνοδεύουν τη γιορτή. Από το Λος Άντζελες έχουμε τους Mystic Braves με το Days of Yesteryear, τρίτο άλμπουμ σε τρίτη σερί χρονιά, από τότε που ξεκίνη-σαν να παίζουν τα sixties garage πολύ καλύτερα και από τους Allah Las. Ένας δίσκος που ακούγεται κι αυτός απνευ-

στί από την αρχή ώς το τέλος. Οι Snakes από τη Βαλτιμόρη με το ομότιτλο ντε-μπούτο τους έρχονται να γεμίσουν το κε-νό που έχουν αφήσει οι 16 Horsepower χρόνια τώρα, ενώ για όσους έχουν πε-θυμήσει τη μουσική των Walkabouts ένα άλλο ομότιτλο ντεμπούτο μάς έρχε-ται από τη Μελβούρνη και ακούει στο όνομα Midnight Scavengers, που παί-ζουν τις αυστραλιανές σκοτεινές και άλ-λοτε δαιμονιώδες μπαλάντες τους με το σχετικό σθένος που τους πρέπει. Στην αντίπερα όχθη και στο Πόρτλαντ το ζεύ-γος στη ζωή και στη σκηνή, οι Brown Bird, μας έδωσαν στα μέσα της χρονιάς το υπέροχο Axis Mundi. Μουσικοποι-ητικές ιστορίες επηρεασμένες από τη σύγχρονη americana, το bluegrass και τις μουσικές των τσιγγάνων, παιγμένα με το δικό τους μοναδικό στίγμα, που έχουν καθιερώσει από το 2003 και τους υπέροχους δίσκους που καμώνουν. Ο άλλοτε «κακός σπόρος» Hugo Race, που συνόδευε κάποτε τον Nick Cave, κυκλοφόρησε με τους True Spirit το υπέροχα σκοτεινό The Spirit με μια δεκάδα στυγνών νυχτερινών τραγου-διών για όλες τις διαθέσεις. Μια από τις καλύτερες ανεξάρτητες δισκογραφι-κές των τελευταίων χρόνων, η Sacred Bones, που κάθε της κυκλοφορία αξίζει την ακρόασή μας, έβγαλε τους Δανούς Marching Church στις αρχές της χρο-νιάς με το δύσκολο αλλά dark wave, post punk άλμπουμ τους This World Is Not Enough. Το τρίο από την Καλιφόρ-νια, με το όνομα Swampland να τους βα-φτίζει, κυκλοφόρησαν το The Stranded West παίζοντας post punk americana, με βασικούς τους οδηγούς στις επιρροές τους Birthday Party και τους Scientists. Μια στάση και από την Ελλάδα, που τα τελευταία χρόνια η κρίση μάλλον βοή-θησε στο να δημιουργηθούν εξαιρετικές μπάντες, οι οποίες τίποτα δεν έχουν να ζηλέψουν από άλλες μεγάλες και τρα-νές του εξωτερικού, με τους Thee Holy Strangers του Αλέξη Καλοφωλιά να κυκλοφορούν το ομώνυμο εξαιρετικό ντεμπούτο τους με τη βοήθεια πολλών φίλων από άλλες γνωστές μπάντες του παρελθόντος και του παρόντος. Οι Έλληνες Black Keys με το όνομα The Big Nose Attack στον τρίτο τους δίσκο παίζουν τα blues του μέλλοντος, ενώ η εδραιωμένη πια δισκογραφική Inner Ear από την Πάτρα μάς έδωσε τους Cave Children, που τους απολαύσαμε και στη Λευκωσία ζωντανά πριν από λίγο καιρό με το άλμπουμ Quasiland.

Και φέτος υπήρξαν πολλές κυκλο-φορίες, με τις περισσότερες να είναι εί-τε αδιάφορες είτε να εξαντλούνται στα ένα, δύο, το πολύ τρία καλά τραγούδια. Υπήρξαν απογοητεύσεις και υπήρξαν και ονόματα που σπρώχτηκαν για να επιβληθούν από τα μέσα. Καλή μουσι-κή υπάρχει κάθε χρονιά, καλοί δίσκοι βγαίνουν συνέχεια, συγκροτήματα μέ-σα από τη σελίδα τους στο bandcamp περιμένουν να τα ανακαλύψετε, δισκο-γραφικές με στόχο, στίγμα και μουσι-κό ήθος υπάρχουν σε κάθε πλευρά της γης, το ζήτημα είναι να ξέρει κανείς πώς και πού θα ψάξει, ώστε να μην ανα-μασάει όλα αυτά που του προσφέρει το κάθε πληρωμένο περιοδικό, ο κάθε ρα-διοφωνικός σταθμός κι οποιοδήποτε άλλο μέσο. Καλή σας ακρόαση.

Μια εναλλακτική ανασκόπηση της χρονιάς

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 11/12/15 22:21

Page 40: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Εβδομάδα full time Χριστου-γέννων, εβδομάδα κατά την οποία όλοι τρέχουν για τα ψώνια του γιορτινού τραπε-ζιού, εβδομάδα που τα νεύ-

ρα των άμοιρων πωλητών -που εργάζο-νται στα μεγαλοκαταστήματα όλη μέρα, κάθε μέρα- παίζουν εννιάμπαλο από τις, πολλές φορές, παρανοϊκές απαιτή-σεις των καταναλωτών. Εβδομάδα κυ-ρίως των παιδιών, που χαζεύουν τα λα-μπάκια στο δέντρο και προσπαθούν να μαντέψουν τι τους έφερε ο Άγιος με την κατάλευκη μακριά γενειάδα. Εβδομά-δα αγάπης, ευωχίας, αγαλλίασης, αλλη-λεγγύης, ευτυχίας και χαράς… ή μήπως όχι. Για κάποιους τα Χριστούγεννα εί-ναι μέρες θλίψης, μοναξιάς, περιπετει-ών με τον νόμο, μπελάδων, απογοητεύ-σεων, βαριάς κατάθλιψης, κούρασης, γενικής απογοήτευσης απ’ όλους και απ’ όλα, καθώς κάνουν τον προσωπικό τους απολογισμό της χρονιάς. Κανένας Bing Crosby δεν τους φέρνει αγαλλία-ση στο άκουσμα των χριστουγεννιάτι-κων τραγουδιών του. Κανένας Frank Sinatra δεν μπαίνει στα πικάπ να συ-νοδεύσει τη γαλοπούλα και κανένας Nat King Cole δεν τραγουδάει αντάμα με τα πολύχρωμα λαμπιόνια. Ο σημε-ρινός χριστουγεννιάτικος «Ήχος της Μουσικής» θα παρουσιάσει κάποια τραγούδια που πήραν από το χέρι τα Χριστούγεννα και τα πήγαν στη λάθος πλευρά. Από το κελί μιας φυλακής μέ-χρι μια χριστουγεννιάτικη κάρτα που ήρθε από μια πόρνη και από πολλές πόλεις μακριά, και συγκεκριμένα τη Minneapolis.

Ο Charlie λαμβάνει τα Χριστού-γεννα του 1978 μια ευχετήρια κάρτα, όπου μια φίλη του «πρώην» ιερόδου-λη τού γράφει πόσο όμορφα περνάει στο καινούργιο της ξεκίνημα για μιαν άλλη ζωή. Είναι έγκυος, ζει όμορφα σε ένα νέο διαμέρισμα, έχει έναν σύντρο-φο που υπόσχεται πως θα μεγαλώσει το παιδί της σαν δικό του, έχει κόψει τα ναρκωτικά και όλα πάνε κατ’ ευ-χήν. Στην τελευταία παράγραφο όμως όλα διαλύονται και η αλήθεια βγαίνει στην επιφάνεια. Όλα ήταν ψέματα και ο πραγματικός λόγος που έγραφε στον Charlie ήταν για να δανειστεί κάποια χρήματα, μιας και βρισκόταν στη φυ-λακή. Όλα αυτά στο Christmas Card from a Hooker in Minneapolis του Tom Waits, μέσα από το άλμπουμ του Blue Valentine. Ο καημένος μας ο Αϊ-Βασίλης δεν θα έρθει φέτος, διότι εί-ναι μεθυσμένος. Κάπως έτσι περιγρά-φει τα πράγματα ο Clyde Lasley με τις Cadillac Baby Specials, κάπου εκεί στα τέλη των fifties, αρχές sixties, σε ένα rock ‘n blues τραγούδι που περιγράφει τα αλκοολικά καμώματα του Αγίου στο Santa Came Home Drunk. Από την άλλη, βέβαια, οι Youngsters, ένα r ‘n b vocal συγκρότημα της ίδιας εποχής, θα έδιναν το καλό παράδειγμα και θα έγραφαν το Christmas In Jail μέσα σε ήχους ασθενοφόρων, αστυνομικών σειρήνων και χικ χικ μέθυσων, για να αποτρέψουν τους νέους της κάθε επο-χής να μην οδηγούν όταν έχουν πιει τις άγιες μέρες, διότι θα καταλήξουν πί-σω από τα σίδερα. Η απογοήτευση ενός παιδιού για τη μέρα των Χριστουγέν-νων έρχεται όταν δεν παίρνει κανένα

δώρο. Έτσι, όταν ο πιτσιρικάς που πε-ριγράφουν οι Sonics το 1965 στο Don’t Believe in Christmas δεν πήρε τίποτα τυλιγμένο σε κουτί και δεν είδε κανέ-ναν ηλικιωμένο κύριο με κόκκινη στο-λή να πετάει με το έλκυθρό του πάνω στον ουρανό, σταμάτησε να πιστεύει, αρχίζοντας να καταριέται από τη μη-τέρα του μέχρι τον άμοιρο Ρούντολφ. Ο άνθρωπος όμως που έχει σατιρίσει πε-ρισσότερο τα Χριστούγεννα όσο κανέ-νας άλλος είναι ο αλησμόνητος Spike Jones, στον δίσκο του Spike Jones Presents A Xmas Spectacular από το 1956, όπου όλες οι ιστορίες για τις γιορ-τές των ημερών μπαίνουν στο δικό του ανεκδιήγητο χιουμοριστικό καλειδο-

σκόπιο, με ευχές όπως το τραγούδι All I want for Christmas is my two front teeth. Κάπου εκεί στα μέσα των sixties ο γεμάτος επιτυχίες country τραγου-δοποιός θα κυκλοφορήσει έναν χρι-στουγεννιάτικο δίσκο μέσα στα υπονο-ούμενα σχετικά με τον Αϊ-Βασίλη και τη μητέρα του. Το My Mom and Santa περιέγραφε τις πονηρές διαθέσεις του καλοκάγαθου παππούλη, που δεν πα-ρουσιάζεται και τόσο απονήρευτος. Την ίδια χρονιά (1962) ο Commander Cody θα βγάλει το Daddy’s drinking up our Christmas, περιγράφοντας το δράμα μιας οικογένειας που τη διοικεί ένας αλκοολικός πατέρας και κανείς δεν ξέρει τι δώρα θα βγάλουν τα κου-

τιά κάτω απ’ το δέντρο. Το ζήτημα του αλκοόλ καλά κρατεί αυτές τις άγιες μέ-ρες και μέσα στα χρόνια πολλοί το μνη-μόνευσαν, με άλλοτε χιουμοριστικές και άλλες τραγικές ιστορίες που συνέ-βαιναν τα Χριστούγεννα. Από το Fairy Tale in New York των έτσι κι αλλιώς μέθυσων Pogues μέχρι το προπέρσινο Stay Drunk At Christmas του one man band King Automatic.

Χριστούγεννα, λοιπόν, για όλες τις μουσικές διαθέσεις με όλες τις απίθα-νες ιστορίες που μπορούν να συμβούν. Μοναχικές, ερωτικές, συντροφικές, καταστροφικές, χιουμοριστικές ακό-μα και χυδαία υβριστικές. Όλοι οι μου-σικοί από όλα τα είδη της μουσικής

έχουν να προσφέρουν τραγούδια για όλα τα γούστα αυτές τις άγιες μέρες. Από την κλασική μουσική μέχρι την punk και από τα blues και τα soul μέ-χρι τη surf. Από τον Elvis Presley, τους Beatles, τους Rolling Stones μέχρι τους Ramones, τον Iggy Pop και πολλούς άλ-λους. Διαλέγετε και παίρνετε για τη συ-νοδεία της διάθεσής σας μαζί με τους αγαπημένους σας ή και μόνοι. Άλλωστε, είναι πολλοί εκείνοι που βαρέθηκαν πια να ακούν το χαζοχαρούμενο Last Christmas των Wham για εκατομμυ-ριοστή φορά και φέτος. Καλά Χριστού-γεννα, λοιπόν, και να θυμάστε πως το τσουνάμι αγάπης κι αλληλεγγύης δεν τελειώνει αυτές τις ημέρες! Ho ho ho!

Αναδιφήσεις Ο σημερινός χριστουγεννιάτικος «Ήχος» θα παρουσιάσει κάποιατραγούδια που πήραν από το χέρι τα Χριστούγεννα και τα πήγαν στη λάθος πλευρά.

Από το κελί μιας φυλακής μέχρι μια χριστουγεννιάτικη κάρτα που ήρθε από μια πόρνηκαι από πολλές πόλεις μακριά, και συγκεκριμένα τη Minneapolis

All I want for Christmas is...

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 18/12/15 20:14

Page 41: Ο Ήχος Της Μουσικής (Ηδύφωνο - Σημερινή Κύπρου)

6

Ηδύφωνοwww.simerini.com.cy

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015Ο ήχος της μουσικής Αφιέρωμα

Γιάννης Ζελιαναίος [email protected]

Γεννημένος το 1964, υιοθε-τημένος. Μετακομίζει στην Georgia στα πέντε του και αποφασίζει πως αγαπημένο του τραγούδι είναι το Kaw-

Liga του Hank Williams. Ξεκινά να γράφει τραγούδια, ο παππούς του έπαι-ζε κιθάρα κι έφτιαχνε κάντρι κομμάτια, καθώς η γιαγιά του φτιασίδωνε τους στί-χους. Ξεκινά να παίζει τρομπέτα στην ηλικία των εννιά, μέντοράς του ο Randy Edgar, αγαπημένα του τραγούδια τότε, το Night the lights went out in Georgia του Bobby Russell, το Delta Dawn τρα-γουδισμένο από το δεκατριάχρονο κο-ρίτσι θαύμα, Tanya Tucker, καθώς και το The Night Chicago died των Βρετανών Paper Lace. Στην ηλικία των δεκατριών κατεβαίνει στην πόλη με λίγα δολάρια στην τσέπη κι αγοράζει το Sgt. Peppers, μαζί μ’ αυτό κι ένα γιουκαλίλι. Μαθαί-νει να παίζει τραγούδια των Beatles, του Cohen, του Dylan. Ένα χρόνο αργότερα φυσά την τρομπέτα του σε μια μπάντα που παίζει μόνο διασκευές και όλοι εί-ναι 15 χρόνια μεγαλύτεροί του. Το συ-γκρότημα λέγεται Sundance. Οι θετοί γο-νείς του τα Χριστούγεννα του 1980 τού αγοράζουν μια κιθάρα για να λαγιάσουν τον πόνο του, αφού είναι συγκλονισμέ-νος από τη δολοφονία του Lennon. Για πρώτη φορά τραγουδά πάνω στη σκηνή με τους Sundance και λέει το Whip It των Devo. Στα δεκαεφτά του «συναντά»

τον Johnny Cash και λίγο πριν από την αποφοίτησή του όλη τη φουρνιά της punk: Jam, Clash, Sex Pistols κ.λπ. Στο κολέγιο παίζει κιθάρα σε μια μπάντα που λεγόταν Random Factor και είναι support σε άλλα κολεγιακά συγκρο-τήματα. Απολύεται γιατί αρνείται να φορέσει ηλίθια πουκάμισα και ξεκινά καινούργιο συγκρότημα παίζοντας πλή-κτρα. Το 1982 βλέπει τους Public Image Ltd, τον βρίσκει ένα αναθεματισμένο αυ-τοκινητικό δυστύχημα και μένει ανάπη-ρος. Δεν θα μπορεί πια να παίξει κιθάρα ή τρομπέτα, όπως του λένε οι γιατροί. Εκείνος καθηλωμένος γνωρίζει έναν ολόκληρο διαφορετικό κόσμο κατανόη-σης της μουσικής. Πουλάει την τρομπέ-τα και αγοράζει ένα synthesizer. Γράφει ανέστια και «άδεια» ποπ τραγούδια. Αρ-χίζει και πάλι μ’ ανείπωτο πείσμα να γρατζουνάει τις χορδές της κιθάρας του.

Αγοράζει και καταβροχθίζει ολό-κληρες βιβλιοθήκες μοντέρνας ποίη-σης καθώς και κλασικά λογοτεχνικά έργα, σαν μια ζήση καινούργιας τέχνης να μπαίνει μέσα του, καθώς τα τραγού-δια του πια λειτουργούνε σε μια ώρι-μη στροφή. Μετακομίζει στην Αθήνα της Georgia και συνεχίζει να διαβάζει ασταμάτητα. Πάνω στο από τότε δεύτερο σώμα του, το αναπηρικό καρότσι, μπαί-νει για τα καλά σ’ έναν μποέμικο τρόπο ζωής. Πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι και μόνος μπροστά απ’ το μικρόφωνο

ανοίγει live για τοπικά συγκροτήματα. Ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Νέα Υόρ-κη. Χέρια και πόδια παραλύουν και μετά από άλλη μια εγχείρηση δεν μπορεί να παίξει κιθάρα. Έτσι του λένε τουλάχι-στον οι γιατροί. Μαθαίνει ότι ο παππούς του πεθαίνει και συμμετέχει σε μια τοπι-κή μπάντα που παίζει folk - rock με το όνομα La-di-das ως φόρο τιμής. Γράφει το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο «Little». Είναι το 1990 καθώς πεθαίνει ο πατέρας του και φεύγει για Καλιφόρνια. Συναντά τους Harry Victoria Williams, Giant Sand, Van Dyke Parks κ.ά. Παντρεύε-ται την για πάντα σύζυγό του και μπα-σίστρια των δίσκων του Tina Chesnutt. Πεθαίνει η γιαγιά του, στην οποία και είναι αφιερωμένο ένα τραγούδι στον στερνό του δίσκο. Κάνει περιοδεία και ανοίγει τις συναυλίες του Bob Mould, δισκογραφεί το «West of Rome», κά-νει κι άλλες περιοδείες, ανοίγει τα live των ξεχασμένων Soul Asylum και των ξεθυμασμένων Goo Goo Dolls, ηχογρα-φεί το «Drunk» και πεθαίνει η μητέρα του. Μέσα σ’ έναν πανικό φτιάχνει τους «Brute» και γράφει μέσα στα χρόνια άλ-λους δύο δίσκους. Όταν το ημερολόγιο μαρκάρει το 1995 κάνει έναν από τους καλύτερους δίσκους της καριέρας του. Το «Is the Actor Happy?» είναι ένα από τα πιο αδικημένα άλμπουμ εκείνης της χρονιάς. Νυστέρια και πάλι στο κορμί του, αφόρητοι πόνοι, πολλά χάπια, πολύ

αλκοόλ, κατάθλιψη και η δημιουργία, ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει τα πά-ντα. Ευρωπαϊκή περιοδεία και βλέπει τη Nina Simone ζωντανά, χαράζεται για πάντα μέσα του, συναντά την Joni Mitchell και νιώθει μια τεράστια γαλή-νη. Κυκλοφορεί το «About to Choke» κι ένα χρόνο αργότερα τραγουδά με τον φίλο του Michael Stipe το συγκινητικό Injured Bird για το soundtrack της ται-νίας «The End of Violence». Ακολουθεί ο έκτος προσωπικός του δίσκος «The Salesman and Bernadette». Συναντά τον ποιητή στιχουργό και φιλμογράφο Kevin Coyne. Παίζουν μαζί βραδιές ολό-κληρες και στα εγκαίνια της περσινής δεκαετίας βγάζει το «Merriment». Μια χρονιά αργότερα το «Left to his Own Devices» και αφού πρώτα έχει πει με-ρικά τραγούδια για το soundtrack της ταινίας του Gary Hawkins, The Rough South of Larry Brown. Ακολουθούν χρόνια άκρως δημιουργικά, κάνει τις παραγωγές στα δύο πρώτα άλμπουμ της ανιψιάς του Liz Durett, ενώ συνερ-γάζεται και με τον μεγάλο μουσικό πα-ραγωγό Hal Wilner, υπεύθυνο για πολ-λά tribute albums. Τα τελευταία χρό-νια βγάζει τις καλύτερες δουλειές της ζωής του. Μέσα στο «στοιχειωμένο» Hotel2Tango της constellation records και θρονιασμένος για πάντα στη μοίρα του αντάμα με τους Silver Mount Zion, κυκλοφορεί το North Star Deserter το

2007 και λίγους μήνες πριν κλείσει η χρονιά, η δεκαετία και η ζωή του, βγά-ζει το στερνό «At the Cut», αφού πρώτα είχε προλάβει να τραγουδήσει ίσως τα καλύτερα τραγούδια του «Dark Night of the Soul» στο project πόνημα του Dangermouse.

Μια ζωή σακατεμένος, καρφωμέ-νο το σώμα του σε μια αναθεματισμένη αναπηρική καρέκλα, μ’ εκείνον να το βάζει πείσμα να ξαναπιάσει κιθάρα, να πει τα τραγούδια του, να δημιουργήσει αυτό που μόνον εκείνος ήξερε. Η Patti Smith ένα βράδυ βρέθηκε στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Είπε πως ήταν ένα παιδί κι ένας γέροντας την ίδια ακρι-βώς στιγμή, ένας άνθρωπος παρών και απών. Παραμονή Χριστουγέννων του 2009 έπεσε σε κώμα μετά από υπερβο-λική κατανάλωση μυοχαλαρωτικών χαπιών. Οι πόνοι στο κορμί του ήταν ανυπόφοροι. Άφησε ένα σημείωμα να καλέσουν τη φίλη του Kristin Hersh. Εκείνη ανακοίνωσε την απόπειρα αυτοκτονίας. Την ημέρα των Χριστου-γέννων ο Vic Chesnutt άφησε την τε-λευταία του πνοή σ’ ένα νοσοκομείο μη νιώθοντας πόνο πια. Ένα σημείωμά έγραφε για τη γυναίκα του:

Tina Chesnutt needs all the love you can send her right now…

Ήταν η τελεσφόρα απόπειρα μέσα σε μια σειρά προηγούμενων που είχαν αποτύχει.

Γεννημένος το 1964, υιοθε-τημένος. Μετακομίζει στην Georgia στα πέντε του και αποφασίζει πως αγαπημένο του τραγούδι είναι το Kaw-

Liga του Hank Williams. Ξεκινά να γράφει τραγούδια, ο παππούς του έπαι-ζε κιθάρα κι έφτιαχνε κάντρι κομμάτια, καθώς η γιαγιά του φτιασίδωνε τους στί-χους. Ξεκινά να παίζει τρομπέτα στην ηλικία των εννιά, μέντοράς του ο Randy Edgar, αγαπημένα του τραγούδια τότε, το Night the lights went out in Georgia του Bobby Russell, το Delta Dawn τρα-γουδισμένο από το δεκατριάχρονο κο-ρίτσι θαύμα, Tanya Tucker, καθώς και το The Night Chicago died των Βρετανών Paper Lace. Στην ηλικία των δεκατριών κατεβαίνει στην πόλη με λίγα δολάρια στην τσέπη κι αγοράζει το Sgt. Peppers, μαζί μ’ αυτό κι ένα γιουκαλίλι. Μαθαί-νει να παίζει τραγούδια των Beatles, του Cohen, του Dylan. Ένα χρόνο αργότερα φυσά την τρομπέτα του σε μια μπάντα που παίζει μόνο διασκευές και όλοι εί-ναι 15 χρόνια μεγαλύτεροί του. Το συ-γκρότημα λέγεται Sundance. Οι θετοί γο-νείς του τα Χριστούγεννα του 1980 τού αγοράζουν μια κιθάρα για να λαγιάσουν τον πόνο του, αφού είναι συγκλονισμέ-νος από τη δολοφονία του Lennon. Για πρώτη φορά τραγουδά πάνω στη σκηνή με τους Sundance και λέει το Whip It των Devo. Στα δεκαεφτά του «συναντά»

τον Johnny Cash και λίγο πριν από την αποφοίτησή του όλη τη φουρνιά της punk: Jam, Clash, Sex Pistols κ.λπ. Στο κολέγιο παίζει κιθάρα σε μια μπάντα που λεγόταν Random Factor και είναι support σε άλλα κολεγιακά συγκρο-τήματα. Απολύεται γιατί αρνείται να φορέσει ηλίθια πουκάμισα και ξεκινά καινούργιο συγκρότημα παίζοντας πλή-κτρα. Το 1982 βλέπει τους Public Image Ltd, τον βρίσκει ένα αναθεματισμένο αυ-τοκινητικό δυστύχημα και μένει ανάπη-ρος. Δεν θα μπορεί πια να παίξει κιθάρα ή τρομπέτα, όπως του λένε οι γιατροί. Εκείνος καθηλωμένος γνωρίζει έναν ολόκληρο διαφορετικό κόσμο κατανόη-σης της μουσικής. Πουλάει την τρομπέ-τα και αγοράζει ένα synthesizer. Γράφει ανέστια και «άδεια» ποπ τραγούδια. Αρ-χίζει και πάλι μ’ ανείπωτο πείσμα να γρατζουνάει τις χορδές της κιθάρας του.

Αγοράζει και καταβροχθίζει ολό-κληρες βιβλιοθήκες μοντέρνας ποίη-σης καθώς και κλασικά λογοτεχνικά έργα, σαν μια ζήση καινούργιας τέχνης να μπαίνει μέσα του, καθώς τα τραγού-δια του πια λειτουργούνε σε μια ώρι-μη στροφή. Μετακομίζει στην Αθήνα της Georgia και συνεχίζει να διαβάζει ασταμάτητα. Πάνω στο από τότε δεύτερο σώμα του, το αναπηρικό καρότσι, μπαί-νει για τα καλά σ’ έναν μποέμικο τρόπο ζωής. Πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι και μόνος μπροστά απ’ το μικρόφωνο

ανοίγει live για τοπικά συγκροτήματα. Ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Νέα Υόρ-κη. Χέρια και πόδια παραλύουν και μετά από άλλη μια εγχείρηση δεν μπορεί να παίξει κιθάρα. Έτσι του λένε τουλάχι-στον οι γιατροί. Μαθαίνει ότι ο παππούς του πεθαίνει και συμμετέχει σε μια τοπι-κή μπάντα που παίζει folk - rock με το όνομα La-di-das ως φόρο τιμής. Γράφει το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο «Little». Είναι το 1990 καθώς πεθαίνει ο πατέρας του και φεύγει για Καλιφόρνια. Συναντά τους Harry Victoria Williams, Giant Sand, Van Dyke Parks κ.ά. Παντρεύε-ται την για πάντα σύζυγό του και μπα-σίστρια των δίσκων του Tina Chesnutt. Πεθαίνει η γιαγιά του, στην οποία και είναι αφιερωμένο ένα τραγούδι στον στερνό του δίσκο. Κάνει περιοδεία και ανοίγει τις συναυλίες του Bob Mould, δισκογραφεί το «West of Rome», κά-νει κι άλλες περιοδείες, ανοίγει τα live των ξεχασμένων Soul Asylum και των ξεθυμασμένων Goo Goo Dolls, ηχογρα-φεί το «Drunk» και πεθαίνει η μητέρα του. Μέσα σ’ έναν πανικό φτιάχνει τους «Brute» και γράφει μέσα στα χρόνια άλ-λους δύο δίσκους. Όταν το ημερολόγιο μαρκάρει το 1995 κάνει έναν από τους καλύτερους δίσκους της καριέρας του. Το «Is the Actor Happy?» είναι ένα από τα πιο αδικημένα άλμπουμ εκείνης της χρονιάς. Νυστέρια και πάλι στο κορμί του, αφόρητοι πόνοι, πολλά χάπια, πολύ

αλκοόλ, κατάθλιψη και η δημιουργία, ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει τα πά-ντα. Ευρωπαϊκή περιοδεία και βλέπει τη Nina Simone ζωντανά, χαράζεται για πάντα μέσα του, συναντά την Joni Mitchell και νιώθει μια τεράστια γαλή-νη. Κυκλοφορεί το «About to Choke» κι ένα χρόνο αργότερα τραγουδά με τον φίλο του Michael Stipe το συγκινητικό Injured Bird για το soundtrack της ται-νίας «The End of Violence». Ακολουθεί ο έκτος προσωπικός του δίσκος «The Salesman and Bernadette». Συναντά τον ποιητή στιχουργό και φιλμογράφο Kevin Coyne. Παίζουν μαζί βραδιές ολό-κληρες και στα εγκαίνια της περσινής δεκαετίας βγάζει το «Merriment». Μια χρονιά αργότερα το «Left to his Own Devices» και αφού πρώτα έχει πει με-ρικά τραγούδια για το soundtrack της ταινίας του Gary Hawkins, The Rough South of Larry Brown. Ακολουθούν χρόνια άκρως δημιουργικά, κάνει τις παραγωγές στα δύο πρώτα άλμπουμ της ανιψιάς του Liz Durett, ενώ συνερ-γάζεται και με τον μεγάλο μουσικό πα-ραγωγό Hal Wilner, υπεύθυνο για πολ-λά tribute albums. Τα τελευταία χρό-νια βγάζει τις καλύτερες δουλειές της ζωής του. Μέσα στο «στοιχειωμένο» Hotel2Tango της constellation records και θρονιασμένος για πάντα στη μοίρα του αντάμα με τους Silver Mount Zion, κυκλοφορεί το North Star Deserter το

2007 και λίγους μήνες πριν κλείσει η χρονιά, η δεκαετία και η ζωή του, βγά-ζει το στερνό «At the Cut», αφού πρώτα είχε προλάβει να τραγουδήσει ίσως τα καλύτερα τραγούδια του «Dark Night of the Soul» στο project πόνημα του Dangermouse.

Μια ζωή σακατεμένος, καρφωμέ-νο το σώμα του σε μια αναθεματισμένη αναπηρική καρέκλα, μ’ εκείνον να το βάζει πείσμα να ξαναπιάσει κιθάρα, να πει τα τραγούδια του, να δημιουργήσει αυτό που μόνον εκείνος ήξερε. Η Patti Smith ένα βράδυ βρέθηκε στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Είπε πως ήταν ένα παιδί κι ένας γέροντας την ίδια ακρι-βώς στιγμή, ένας άνθρωπος παρών και απών. Παραμονή Χριστουγέννων του 2009 έπεσε σε κώμα μετά από υπερβο-λική κατανάλωση μυοχαλαρωτικών χαπιών. Οι πόνοι στο κορμί του ήταν ανυπόφοροι. Άφησε ένα σημείωμα να καλέσουν τη φίλη του Kristin Hersh. Εκείνη ανακοίνωσε την απόπειρα αυτοκτονίας. Την ημέρα των Χριστου-γέννων ο Vic Chesnutt άφησε την τε-λευταία του πνοή σ’ ένα νοσοκομείο μη νιώθοντας πόνο πια. Ένα σημείωμά έγραφε για τη γυναίκα του:

Tina Chesnutt needs all the love you can send her right now…

Ήταν η τελεσφόρα απόπειρα μέσα σε μια σειρά προηγούμενων που είχαν αποτύχει.

Αναδρομές Η Patti Smith ένα βράδυ βρέθηκε στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Είπε πως ήταν ένα παιδί κι ένας γέροντας την ίδια ακριβώς στιγμή, ένας άνθρωπος παρών και απών. Παραμονή Χριστουγέννων του 2009 έπεσε σε κώμα μετά από υπερβολική κατανάλωση μυοχαλαρωτικών χαπιών

Ένας σακάτης άγγελος

Vic Chesnutt

Hdyfono_6-7_inn.indd 6 25/12/15 12:54