Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

33
Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν Αλέξανδρος Παπαχριστόπουλος Βασίλης Τσαλής

description

Η πρώτη έκδοση του παρόντος έγινε το 1987 σε έντυπη μορφή στο Βερολίνο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού, “εδώ βερολίνο”.

Transcript of Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Page 1: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Αλέξανδρος ΠαπαχριστόπουλοςΒασίλης Τσαλής

Page 2: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Page 3: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Όλα άρχισαν στην Αθήνα τον 5ο αιώνα π. Χ. Η πόλη τότε, άστραφτε από τα κοφτερά µυαλά των πολιτών της, σαν καθαρό ατσάλι του Solingen και οι δώδεκα θεοί, που υποτίθεται ότι έπρεπε να ελέγχουν και να κατευθύνουν την τύχη και τις µοίρες των ανθρώπων, τους παρακολουθούσαν, αµήχανοι, να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους.

Οι θεοί, επιπροσθέτως, ήταν τόσο πικαρισµένοι από το νοθευµένο Νέκταρ Χαλκιδικής, που τους προµήθευαν κάποιοι αετονύχηδες µεσάζοντες από τα Μεσόγεια και τόσο χολωµένοι από την αηδιαστική τσίκνα της ευτελούς θυσίας, ώστε γρήγορα η συσσωρευµένη οργή τους ξέσπασε πάνω στον αγγελιαφόρο, που τους έφερνε τα άσχηµα νέα για τις αυθαιρεσίες και την εν γένει αλαζονική συµπεριφορά των ανθρώπων.

Την πλήρωσε, φυσικά, ο Ερµής. Τα παροιµιώδη ξεσπάσµατα θυµού και η εφευρετικότητα του Δία, όσον αφορά στην επινόηση και επιβολή πρωτότυπων και σκληρών τιµωριών, είναι πράγµατα γνωστά από τα

5ος αιώνας π.Χ.

2

Page 4: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

βιβλία που περιγράφουν τον βίο και την πολιτεία των εγκάθετων του Ολύµπου. Υπάρχει άνθρωπος που δε γνωρίζει τι τράβηξε ο κακοµοίρης ο Προµηθέας, όταν έδωσε την δυνατότητα στους ανθρώπους να ζεσταίνονται τον χειµώνα και να µαγειρεύουν τα κοτόπουλα τους µε γέµιση από κάστανα και διάφορα άλλα καρυκεύµατα;

Ο Δίας εισηγήθηκε την τιµωρία του Ερµή και η απόφαση βγήκε, πάραυτα και οµόφωνα, όπως ήταν φυσικό, από την ολοµέλεια του Δωδεκάθεου, µέσα σ' ένα ντελ ιρ ιώδες ξέσπασµα ξεφωνητών κα ι χειροκροτηµάτων.

3

Image 1.1 Η τιμωρία του Ερμή

Page 5: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Ο Ερµής, εκδιώχθηκε από τον Όλυµπο. Εξορίστηκε σ’ ένα µακρινό µέλλον, όπου µε ανθρώπινη µορφή πλέον και χωρίς εκείνα τα γνωστά φτερά στην πλάτη και στα πόδια, καταδικάστηκε να περάσει το υπόλοιπο του βίου του. Η ποινή ορίστηκε στους 25 αιώνες· τουτέστιν, δυόµισι χιλιάδες χρονάκια, πάνω – κάτω. Σύµφωνα µε ακριβείς υπολογισµούς ιστορικών, µετεωρολόγων και επιφανών αστρονόµων της εποχής, επρόκειτο για το γήινο έτος 1987. Το νέο του όνοµα θα είναι: Η Αµβροσία και το Νέκταρ µας Τέλειωσαν. Διόλου ευφάνταστο όνοµα, θα λέγαµε, γι αυτό διπλή και η εξορία. Πού πας µε τέτοιο όνοµα; Τι πόρτες να χτυπήσεις και ποιος να σου ανοίξει;

Ένας Θε-άνθρωπος, δηλαδή, ένα υβρίδιο· και το σκληρότερο; δε θα έχει καµιά αποστολή. Αυτήν πρέπει να ψάξει να τη βρει µόνος του. Προσπαθήστε να φαντασθείτε τη σύγχυση και την απελπισία του Ερµή,

Η Εκδίωξη

4

Image 1.2 Ο Ερμής χωρίς αποστολή

Page 6: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

που ήταν ταχυδρόµος καριέρας και µόνο αυτό ήξερε να κάνει τόσο καλά όσο κανένας άλλος, άνθρωπος ή θεός. Αν τον είχαν βολέψει σε µια ταπεινή θεσούλα στα ΕΛΤΑ, η εξορία θα ήταν λιγότερο αβάσταχτη και άσκοπη. Όµως, επειδή αυτό ακριβώς είναι το νόηµα της εξορίας, να είναι δηλαδή αβάσταχτη και άσκοπη, δεν θα είχε κανένα νόηµα να επικαλεστεί πρότερον έντιµον βίον, για να «πέσει στα µαλακά». Προσπάθησε να ανατρέξει σε περιπτώσεις συναδέλφων που άλλαξαν επάγγελµα µε επιτυχία, όµως δεν κατάφερε σπουδαία πράγµατα, καθώς ο µόνος που του ήρθε στο νου ήταν ένας Αµερικάνος γερµανικής καταγωγής, µε στρυφνό και δύσκολο στην προφορά του όνοµα, που έγινε συγγραφέας. Αλλά αυτός, Ερµής, δεν είχε ποτέ τέτοιες φιλοδοξίες και το απέρριψε ασυζητητί.

5

Page 7: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Είµαστε στα 1987 και ο Αµβροσία και το Νέκταρ µας

Τέλειωσαν σουλατσάρει άσκοπα στους δρόµους µιας µακρινής πολιτείας του βορρά. Διωγµένος από τον Όλυµπο, ανάµεσα σε ανθρώπους που ήξερε ότι δεν είχαν την ανάγκη του, πληµµυρισµένος από µαύρες σκέψεις, αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στη ζωή του. Ανέβηκε στο πιο ψηλό κτίριο της πόλης, ταλαντεύτηκε για µια στιγµή σ' ένα µπαλκόνι και, αφού είπε µερικές προσευχές για τη σωτηρία της ψυχής του, ρίχτηκε στο κενό.

Ξέχασε όµως ότ ι ο ι θεο ί δεν αυτοκτονούν : αντικαθίστανται από καινούριους, πιο πνευµατώδεις και πιο έξυπνους, που ρίχνουν τους προηγούµενους στο περιθώριο της µνήµης των ανθρώπων.

Σηκώθηκε από το έδαφος, ξεσκονίστηκε, έδιωξε ευγενικά τους τραυµατιοφορείς, που τον ρώτησαν αν χτύπησε πολύ και τους αστυνοµικούς που τον πίεζαν να υποβάλλει µήνυση κατ' αγνώστων και, όπως όλοι αυτοί που προσπαθούν , αλλά δεν καταφέρνουν , ν ' αυτοκτονήσουν, έγινε «άλλος Θεός». «Γιατί να µην πάω στην Αθήνα; αυτό δε µου το απαγόρεψε κανένας», αναρωτήθηκε, «και, στο κάτω – κάτω», σκέφτηκε «θα µπορούσα να εκµεταλλευτώ την ευκαιρία για να πάρω την εκδίκησή µου από τους απογόνους των απεχθέστατων και αλαζονικών εκείνων προγόνων, που έγιναν αιτία να εξοριστώ εγώ. Εγώ, ένας Θεός». Ζύγισε τα υπέρ και τα κατά του εγχειρήµατος και, καθώς είχε αποθηκεύσει στη µνήµη του -όχι δίχως κόπο- µια πλούσια γκάµα σοφών γνωµικών, από τα οποία ήξερε

Γήινο 1987 μ.Χ.

6

Page 8: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

να επιλέγει το πλέον κατάλληλο για την περίσταση, σκέφτηκε ότι θα έκανε υποµονή για λίγο καιρό και

γρήγορα θα ελάµβανε ως αµοιβή χαρά και ευφροσύνη, αφού έτσι έλεγαν όλοι οι σοφοί, ή τουλάχιστον, οι πιο σοφοί ανάµεσα στους σοφούς.

Έφαγε ένα λουκάνικο και ζεστό ψωµί, ήπιε δυο σναπς για να στυλώσει και το ‘κοψε ποδαράτα, έτσι στην τύχη, για να βγει στην έξοδο της πόλης. Στο µεταξύ είχε αρχίσει να χιονίζει.

Στο µεταξύ ο χρόνος κύλισε χαράζοντας βαθιές αυλακιές στο αφράτο χωράφι της Ιστορίας. Οι ειδικοί επιστήµονες, που ασχολούνται µε τα ανθρώπινα πράγµατα, βούτηξαν στο οργωµένο έδαφος, σκόνταψαν, συνέλεξαν σβόλους, παραµέρισαν αγκωνάρια και, γενικώς, έκαναν τη δουλειά που κάνουν συνήθως οι ειδικοί. Ο αφηγητής της δικής µας ιστορίας –εννοώ, της συγκεκριµένης εκδοχής, που µόλις διαβάσατε- δηλαδή ο υποφαινόµενος, µε λίγα λόγια εγώ ο ίδιος, είχε τη σπάνια τύχη να ακούσει από άλλον αφηγητή την ίδια (ίσως όχι ακριβώς την ίδια στις µ ικρές της λεπτοµέρειες) ιστορία , αφού είχαν µεσολαβήσει είκοσι χρόνια από την εποχή που τα

αυθεντικά επεισόδια, τα οποία προσπαθήσαµε να αναπαραστήσουµε όσο πιο πιστά γίνεται, έλαβαν χώρα. Και επειδή η παραπάνω φράση µού φαίνεται πολύ σχοινοτενής και ενδεχοµένως παραπλανητική , αποπροσανατολιστική σε κάθε περίπτωση, οφείλω να πω ότι την ιστορία αυτή µού τη διηγήθηκε ο πιο στρυφνός και γρουσούζης άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή µου, ένα καλοκαιριάτικο µεσηµέρι που ραχατεύαµε στη σκιά της πέργκολας του εξοχικού του, τσιµπολογώντας εκλεκτούς µεζέδες τους οποίους συνοδεύαµε µε δροσερό λευκό κρασί.

«Ο Ιάκωβος, λοιπόν», συνέχισε ο γρουσούζης φίλος µου, «απογοητευµένος, εγκατέλειψε για πάντα την πολιτική και λέγεται ότι αποχαιρέτησε του παλιούς του συντρόφους µε την εξής πικρόχολη αποστροφή: ‘Αν δεν υπήρχε η κυβέρνηση δεν θα είχαµε πια µε τι να γελάσουµε στην Ελλάδα’, η οποία φυσικά είναι µια ελαφρώς παραφθαρµένη εκδοχή ενός πασίγνωστου γνωµικού. Το 'ριξε έξω για τα καλά και γρήγορα έγινε ο αγαπηµένος των γυναικών και των ανδρών, χάρη στην εξαιρετική του οµορφιά, την εξυπνάδα, το χιούµορ και το

7

Page 9: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

δυναµικό, αλλά και ντελικάτο συνάµα, παρουσιαστικό του. Βρήκε την αποστολή του στην απόλυτη τεµπελιά και τα οργιώδη γλέντια. Δοκίµασε τον αφρώδη οίνο και το αµερ ικάν ικο ου ίσκ ι , το χαβ ιάρ ι κα ι το ψητό γουρουνόπουλο και τα βρήκε όλα υπέροχα». Ο φίλος µου δεν έµαθε ποτέ πώς κάλυπτε τα έξοδά του, αλλά, υπέθετε ότι θα έπαιρνε τίποτα εµβάσµατα από τον Όλυµπο, ή ότι συνήπτε θαλασσοδάνεια που δεν αποπλήρωνε ποτέ, πρακτική εξαιρετικά συνήθης εκείνη την εποχή. Μια άλλη πιθανότητα, εξ ίσου εύλογη, είναι ότι τον συντηρούσαν οι µαιτρέσες του. «Άλλαξε και πάλι το όνοµα του», πρόσθεσε ο φίλος µου µε ένα πονηρό γελάκι, «το έφερε, ξέρεις τώρα, προς το κοσµοπολίτικο, το ανέµελο, το γλεντζέδικο, τέλος πάντων, ή όπως αλλιώς το λένε. Μπήκε σχετικά εύκολα στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας και ζούσε ευτυχισµένος και απρόσβλητος, καθότι Θεός, από τα επικίνδυνα αφροδίσ ια νοσήµατα που µάστ ιζαν τότε την ανθρωπότητα».

Ο ηλικιωµένος φίλος, που µου εκµυστηρεύθηκε την απίθανη ιστορία του Ιάκωβου Φυτευτού, πέθανε,

δυστυχώς, πριν προλάβει να µου περιγράψει µε λεπτοµέρειες την εξωτερική εµφάνιση του νεαρού δανδή, ή το καινούργιο του όνοµα. Αυτός ο χαρισµατικός, όσο και στρυφνός, γέρος πέθανε άδοξα. Στον ύπνο του από αναρρόφηση, λένε κάποιοι· οι πιο κακεντρεχείς ισχυρίζονται ότι ήταν ένας άχρηστος µπεκρής, και καλά έκανε που πέθανε για να ξεβροµίσει ο τόπος και, τέλος πάντων, ας τον πάρει ο διάβολος, αλλά θα µπορούσε να περιµένει µέχρι την επόµενη συνάντηση µας, όπου, υποτίθεται, ότι θα προσκόµιζε ατράνταχτα πειστήρια, για να µη νοµίζω ότι είναι γεροξεκούτης και φαφλατάς, όπως έλεγε: µια φωτογραφία του Ιάκωβου, που τράβηξε – κι εγώ δεν ξέρω µε ποιες κατεργαριές – χωρίς να γίνει αντιληπτός, την ώρα που ο θεϊκός δανδής χώνευε το δείπνο του σε γνωστό πολυτελές και εχέµυθο εστιατόριο στο κέντρο της πόλης, απολαµβάνοντας ένα από τα αγαπηµένα του Montecristo nr. 1, το δηλητηριώδες χιούµορ της συντρόφου του, συζύγου γνωστού επιχειρηµατία και τα ζηλόφθονα βλέµµατα των υπολοίπων πελατών, που δεν ήταν και λίγοι.

8

Page 10: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

«Είναι η µόνη που γλύτωσε», είπε και µου έκλεισε το µάτι µε νόηµα. «Ποια», ρώτησα ελαφρώς µπερδεµένος, «η χλιδάτη µαιτρέσα;». «Η φωτογραφία, η φωτογραφία, ανόητε! Είναι η µόνη που ξέφυγε». «Ίσως µε θεώρησε εντελώς ασήµαντο», µονολόγησε, ενώ το σαγόνι του είχε αρχίσει να κατευθύνεται προς το στέρνο του. Ήξερα ότι σε λίγα λεπτά θα τον έπαιρνε ο ύπνος στην πολυθρόνα του και έκανα µια τελευταία προσπάθεια να του αποσπάσω κάποιες πληροφορίες. «Αν δεν είσαι τόσο ανόητος όσο φαίνεσαι και τόσο τεµπέλης όσο δείχνεις, θα καταλάβεις τι θέλω να πω. Κράτα στο µυαλό σου κάτι: Τζιάκοµο Νιούχαουζ», είπε και βυθίστηκε στο µεσηµεριανό του κώµα. Ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσα από το στόµα του γηραιού φίλου µου.

Οφείλω εξαρχής να οµολογήσω ότι δεν έχω ιδιαίτερη κλίση προς τη µεταφυσική, όµως δεν µπορώ να πω ότι νοιώθω γι αυτήν, την ίδια αποστροφή µε την οποία αντιµετωπίζω τη λεγόµενη επιστηµονική φαντασία. Η ιδέα ενός Θε-ανθρώπου , ο οποίος βρίσκεται ανάµεσά µας και µάλιστα η ιδέα ενός ελαφρώς έκλυτου Θε-ανθρώπου, µου φάνηκε από την αρχή κιόλας άκρως

γοητευτική και, µε το πέρασµα του χρόνου, η επιθυµία να δώσω µια µορφή σε αυτήν την ιδέα µεγάλωσε σε βαθµό τέτοιο ώστε να καταλάβει σχεδόν κάθε γωνιά του µυαλού και της ψυχής µου. Ένας χώρος, όχι ενιαίος βέβαια, αλλά ας τον αντιµετωπίσουµε, για την οικονοµία της γραφής ως ενιαίο, που τα τελευταία χρόνια άδειαζε, εννοώ φυσικά το µυαλό και η ψυχή µου, όλο και περισσότερο, καθώς βρισκόµουν πια στην ηλικία που ορθά θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως εποχή συρρίκνωσης των παθών .

Τα πρώτα χρόνια µετά το θάνατο του φίλου µου επιδόθηκα σε ένα κυνήγι, που ενίοτε ξεπερνούσε τα όρια του απλού ψυχαναγκασµού. Ένοιωσα, µε λίγα λόγια, τα βράδια κυρίως στο κρεβάτι, όταν προσπαθούσα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις µου, περισσότερες από αρκετές φορές το απαλό δάχτυλο της τρέλας να βουτάει στον εγκέφαλό µου και να σαλεύει το λογικό µου, µε τόσο δαιµονισµένη ταχύτητα που έχανα κάθε αίσθηση υλικού βάρους. Τότε αυτό το πράγµα, που κάποτε ήµουν εγώ, µετατρεπόταν σε µια οντότητα δίχως υπόσταση, ενώ ο πραγµατικός µου εαυτός ξεκολλούσε από πάνω µου και

9

Page 11: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

µε παρατηρούσε ειρωνικά από το ύψος της οροφής της κρεβατοκάµαρας. Όµως όλα αυτά είναι κουραστικά για τον αναγνώστη και µάλλον δεν προάγουν µε κανέναν τρόπο την εξέλιξη της ιστορίας µας.

Σκάλισα τα αρχεία όλων των εφηµερίδων του έτους 1987, καθώς και του επόµενου και του µεθεπόµενου και ούτω καθ’ εξής. Είδα εκατοντάδες χιλιόµετρα αρχειακού οπτικού υλικού. Σιγά-σιγά η έρευνά µου επεκτάθηκε και έγινε πιο εκλεπτυσµένη: τηλεφωνικοί κατάλογοι, συµβολαιογραφικές πράξεις, υποθηκοφυλακεία, εφορίες, αρχεία του κράτους, αρχεία του παρακράτους, ληξιαρχεία και ούτω καθ’ εξής. Κενό. Τίποτα. Nothing. Nichts. Nada. Rien και ούτω καθ’ εξής. Δεν υπήρχε ούτε φωτογραφία ούτε η παραµικρή αναφορά στο όνοµα Ιάκωβος Φυτευτός. Τώρα, θα µου πείτε, Γιατί δεν τα παράτησες; Ο γρουσούζης σε δούλευε.

Η λογική µου, έλεγε ότι πρέπει να τα παρατήσω, γιατί στο κάτω-κάτω δεν είχα τίποτε χειροπιαστό, παρεκτός τις ακριτοµυθίες του φίλου µου, ο οποίος µπορεί να είχε χίλια δυο ελαττώµατα, αλλά ποτέ δεν είχε κατηγορηθεί για έλλειψη φαντασίας. Το αντίθετο µάλιστα. Όµως εκείνο

που µε κρατούσε µέσα στο παιχνίδι ήταν, ακριβώς, το τελευταίο χαρτί: οι µαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα της εποχής. Μίλησα µε πολλούς, από τον θυρωρό των γραφείων του κόµµατος µέχρι τον ισχυρό υπουργό επί των οικονοµικών, που µε δέχθηκε ευγενικά στο σπίτι του, µε κέρασε καφέ και µουστοκούλουρα και µε ανέχθηκε τρία ολόκληρα τέταρτα της ώρας. Η αντίδραση όλων στο άκουσµα του ονόµατος Ιάκωβος Φυτευτός ήταν πανοµοιότυπη: έσµιγαν τα φρύδια, όπως όταν κάνουµε έντονη προσπάθεια να θυµηθούµε κάτι, έτριβαν τον αριστερό τους κρόταφο µε τον δείκτη του αριστερού τους χεριού και ύστερα µάλαζαν και τους δύο κροτάφους µε τα τρία δάχτυλα και των δύο χεριών τους. Αυτό το πανοµοιότυπο τελετουργικό διαρκούσε λίγα λεπτά της ώρας, κι εγώ, εξοικειωµένος πια µε αυτήν την συµπεριφορά, τους άφηνα να το απολαύσουν και ύστερα τους έπιανα µαλακά από τον αγκώνα και τους επανέφερα στην πραγµατικότητα. Όταν συνέρχονταν µου έλεγαν ότι λυπούνται αλλά δεν µπορούν να θυµηθούν κανέναν µε το συγκεκριµένο όνοµα.

10

Page 12: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Υπόσχοµαι να µη σας κουράσω άλλο και υπόσχοµαι επίσης ότι οι επόµενες φράσεις θα είναι οι τελευταίες που ακούτε από µένα, προς το παρόν τουλάχιστον: αποφάσισα να επικεντρώσω την έρευνά µου στην τελευταία ένδειξη που, φαντάζοµαι καλοπροαίρετα, έθεσε στη διάθεσή µου ο φίλος µου, ελάχιστα λεπτά πριν παραδοθεί στο µεσηµεριανό του κώµα και λίγο πριν τα τινάξει για τα καλά: Τζιάκοµο Νιούχαουζ. Όσοι από του λόγου σας είστε προικισµένοι µε ισχυρή µνήµη και αναλυτικό πνεύµα και επιπροσθέτως αφιερώνετε µέρος τους ελεύθερου χρόνου σας στην επίλυση γρίφων και στην ανάγνωση των αστυνοµικών ιστοριών της Αγκάθα Κρίστι, δε θα δυσκολευτείτε να θυµηθείτε ότι ο µακαρίτης ο φίλος µου είχε πει, Κράτα στο µυαλό σου κάτι: Τζιάκοµο Νιούχαουζ, και δεν είχε πει, Κράτα στο µυαλό σου το όνοµα: Τζιάκοµο Νιούχαουζ. Όσοι δεν έχουν τις προαναφερθείσες ικανότητες και έξεις, και φυσικά δεν αρκούνται στη δική µου διαβεβαίωση, ας γυρίσουν πέντε παραγράφους πίσω. Θα βρουν την υπόδειξη του φίλου µου όπως την έχω καταγράψει εγώ. Και αν δεν αρκεί ούτε αυτό, τότε µε θεωρείτε ψεύτη και σας προκαλώ να µου το πείτε κατάµουτρα.

Στο µεταξύ η χώρα είχε γίνει πιο µελαγχολική, πιο κατηφής και ελάχιστα περισσότερο ενδοστρεφής. Όµως, υποσχέθηκα να µην σας κουράσω και ενώ ουσιαστικά είµαι ένα σιωπηλό άτοµο, µερικές φορές παρασύροµαι και φλυαρώ δεξιά και αριστερά και αυτή η κακή συνήθεια τσαλακώνει την εικόνα του ηθικά άµεµπτου ανθρώπου που προσπαθώ µια ολόκληρη ζωή να καλλιεργήσω. Λοιπόν, δε θα ασχοληθούµε µε τη χώρα και την άσχηµη τροπή που είχαν πάρει τα πράγµατα τα τελευταία χρόνια, διότι αυτά είναι πράγµατα, ναι ακριβώς πράγµατα, που τα γνωρίζει και η Κουτσή Μαρία και, εξάλλου, είναι γνωστό ότι αυτό που ανεβαίνει κατεβαίνει και αυτό που κατεβαίνει µπορεί να πάει ακόµη πιο κάτω, ή να µείνει εκεί που είναι, ή αν συντρέξουν µια σειρά από δυσµενή αίτια, µπορεί να συντριβεί και να σπάσει τα µούτρα του ανεπανόρθωτα.

11

Page 13: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Οι συνθήκες της Κατάβασης του Ερµή προς τη Μεσόγειο -το λίκνο του πολιτισµού- δε θα µας απασχολήσουν εδώ. Άλλωστε, οι λεπτοµέρειες του ταξιδιού αυτού παραµένουν, εν πολλοίς, άγνωστες. Το σίγουρο είναι ότι άλλαξε πολλά µεταφορικά µέσα, συνάντησε κάποιες, όχι ανυπέρβλητες, δυσκολίες στα σύνορα των λεγόµενων «Ανατολικών Δηµοκρατιών» και διήνυσε τα τελευταία 600 χιλιόµετρα στη φιλόξενη καµπίνα ενός Έλληνα φορτηγατζή, που µετέφερε ολλανδικά γελάδια και ο οποίος τον άφησε σε ένα σηµείο της Εθνικής, στο ύψος της Ιεράς Οδού.

Ήταν νωρίς το πρωί, Μάρτιος του 1987· και συγκεκριµένα η τελευταία Κυριακή του µήνα. Ο καιρός φιλικός, ζεστός θα έλεγε κανείς. Μόλις πάτησε το πόδι του στο έδαφος της Αθήνας ένοιωσε µια γλυκιά ζάλη κι ένα ανεπαίσθητο ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. Η κίνηση την ώρα εκείνη ήταν λιγοστή· ο Ερµής ανασήκωσε το κεφάλι του, ευχαρίστησε τους θεούς που, εκτός από φοβεροί, είναι και απολύτως σοφοί εκεί πάνω στο

θρόνο τους (ένα ακόµα γνωµικό από την πλούσια συλλογή του) και κατέβηκε αφηρηµένος από το πεζοδρόµιο στο οδόστρωµα. Δεν είχε

Η Κατάβαση

12

Page 14: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

προλάβει να κάνει δυο βήµατα όταν ένα κίτρινο αυτοκίνητο, στριγγλίζοντας και κορνάροντας φρενάρισε σε απόσταση λίγων µόλις εκατοστών από τις θεϊκές γάµπες του. «Πού πας ρε µαλακισµένο πρωί – πρωί;» ξεφώνισε ο µπασµένος, µαυριδερός και αξύριστος οδηγός, τεντώνοντας το αριστερό χέρι µε την παλάµη ανοιχτή προς το µέρος του. Στο κέντρο της οροφής του αυτοκινήτου µια τριγωνική λευκή πινακίδα µε την ένδειξη

Τ Α Χ Ι .

«Και ευερέθιστος και ανορθόγραφος και πολύ ταχύς», σκέφτηκε ο Ερµής. Ανταπέδωσε τον χαιρετισµό της ανοιχτής παλάµης και τότε ο οδηγός έγινε έξαλλος·άνοιξε την πόρτα και όρµησε καταπάνω του µε απειλητικές διαθέσεις. Όµως, κάτι η κορµοστασιά του Ερµή, κάτι το ατάραχο βλέµµα µε το οποίο τον αναµέτρησε, του έκοψαν τη φόρα· µαλάκωσε και άλλαξε τροπάρι. «Δε µου λες φιλαράκι, να σε πετάξω πουθενά; Αν και έχω κούρσα για το αεροδρόµιο και κάτι γερόντια για το Κιάτο…Επαρχιώτης, ε; τι τραβάει η ψυχούλα σου; Γουστάρεις καµιά βολτίτσα Πειραιά;», είπε και κοίταξε το ρολόι του, «έχω µισή ώρα ελεύθερη». «Τελικά έκανα λάθος», σκέφτηκε ο Ερµής, µια χαρά ήταν ο άνθρωπος και ευγενέστατος· κι αυτός που τον είχε περάσει για ανάγωγο. Όµως, επειδή ενδέχεται ο άνθρωπος να ήταν όντως αγροίκος, όπως η πρώτη εντύπωση έδειχνε, αποφάσισε να µην αστειευτεί µαζί του. «Ακρόπολη», είπε σοβαρά, «µπορείς να µε πας στην Ακρόπολη;». Ήταν το πρώτο πράγµα που του ήρθε στο µυαλό. «Αµέ, όπου γουστάρει το παλικάρι».

13

Image 1.3 Προς την Μεσόγειο

Page 15: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Στη διαδροµή προς την Ακρόπολη δεν αναγνώρισε φυσικά το λιµάνι του Πειραιά, κάτι απόµακρο του θύµισε ο όρµος του Φαλήρου και αντικρίζοντας τα ερείπια του κραταιού Θεού Ποσειδώνα στο Σούνιο αναστέναξε και ένα δάκρυ κύλισε στη δεξιά παρειά του. Kαθώς ο Ερµής δε σκάµπαζε γρυ από ισοτιµίες, όταν µετά από τρεις απολαυστικές ώρες ο ευγενέστατος οδηγός του τον ξεφόρτωσε στα σκαλιά της Ακρόπολης, πλήρωσε, σε Μάρκο Δυτικής Γερµανίας, «ό,τι έγραφε το ταξίµετρο» και, επιθεωρώντας µελαγχολικά το ξαλαφρωµένο πορτοφόλι του, ανέσυρε ένα ακόµα από τα περίφηµα γνωµικά του: Να είσαι

προσεκτικός µε το κοµπόδεµά σου και κυρίως ποτέ µην καυχηθείς και

πεις έχω αρκετά χρήµατα.

Η πρώτη σκέψη του ήταν ν’ ανέβει στον Βράχο πετώντας, τόση ήταν η λαχτάρα του, αλλά αµέσως θυµήθηκε ποιος ήταν τώρα και άρχισε να δρασκελίζει τα πλατιά σκαλοπάτια δυο – δυο. Μόλις προσπέρασε µια οµάδα νεαρών κοριτσιών, άκουσε πίσω του πνιχτά χαχανητά και ξεχώρισε τη φράση: «Θεός, Θεός!». Στάθηκε εµβρόντητος και αναρωτήθηκε: «Πώς µε µυρίστηκαν αυτά τα µυξιάρικα;». «Κορίτσια,

Στον Βράχο

14

Page 16: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

από πού είστε;», ρώτησε. «2ο λύκειο θηλέων Άνω Τούµπας», ξεφώνισαν τα ευσταλή κοριτσάκια εν χορώ.

«O tempora o mores», σκέφτηκε ο πρώην Θεός και συνέχισε την πορεία του. Έξω από το ναό της φίλης του της Αθηνάς, συγχύστηκε, επικαλέστηκε, προσευχήθηκε,

έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε λυγµούς. Έριξε µια µατιά κάτω, στην Αγορά και φώναξε τον Ήφαιστο, που, παρεµπιπτόντως, δεν τον χώνευε και πολύ. Τσιµουδιά. Αφουγκράστηκε, και όταν διαπίστωσε ότι µπορούσε να ακούει ακόµη και το ελαφρύ αεράκι που φυσούσε εκείνη την ώρα πάνω στον Βράχο, σκέφτηκε ότι δεν είναι κουφός κι έτσι τουλάχιστον ήξερε µε βεβαιότητα ότι δε θα

γινόταν δυστυχισµένος ζώντας ανάµεσα στους

ανθρώπους, όπως ρητά διαβεβαίωνε το σοφό γνωµικό στο λήµµα: Περί της ανθρώπινης κουφαµάρας. Ήταν όµως σίγουρα ο τελευταίος επιζών µιας άγνωστης λαίλαπας, που είχε σαρώσει και εξοντώσει όλους τους

π ρ ώ η ν σ υ ν α δ έ λ φ ο υ ς τ ο υ . Κάθισε πάνω σ’ ένα βαρύ αγκωνάρι, που τις γωνιές του τις είχε στρογγυλέψει και λειάνει ο χρόνος, και άρχισε να στοχάζεται, επειδή ο στοχασµός παρηγορεί για τα πάντα

και γιατρεύει τα πάντα. Ένοιωσε καλύτερα, αφενός, διότι θυµήθηκε το κατάλληλο γνωµικό για την περίσταση και, αφετέρου, διότι θυµήθηκε ένα ακόµα καλύτερο, που έλεγε ότι η καλύτερη στάση απέναντι στη ζωή είναι ένας συνδυασµός σαρκασµού, θυµηδίας και επιεικούς

περιφρόνησης.

15

Image 1.4 Παρέα με τους παλιούς συντρόφους

Page 17: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Έβγαλε το βαρύ του πανωφόρι, το έριξε στον αριστερό του ώµο και άρχισε να κατηφορίζει την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Έκοψε αριστερά στην Αµαλίας και θαύµασε το επιβλητικό παλάτι και τους φρουρούς µε τον παράξενο οπλισµό και την εξίσου παράξενη στολή. Την προσοχή του τράβηξαν τα παρδαλά περίπτερα της πλατείας Συντάγµατος και ο κόσµος που χάζευε τους τίτλους των κυριακάτικων εφηµερίδων. «Οι Τούρκοι υποχωρούν», διάβασε, και λίγο πιο κάτω «Με το δάχτυλο στη σκανδάλη». Αρκετές άγνωστες λέξεις· όµως ο Ερµής ήταν εύστροφος και προσαρµοστικός. Συνδύασε µε ταχύτητα τα δεδοµένα και έβγαλε τα συµπεράσµατά του: Οι Τούρκοι, µάλλον, θα ήταν οι σύγχρονοι Πέρσες, όσο για το «δάχτυλο στη σκανδάλη» δεν είχε καµιά αµφιβολία. Καταλάβαινε αυτός από µεταφορές. «Η απειλή του πολέµου αποµακρύνεται, αν και η γενική επιφυλακή συνεχίζεται». Επικρότησε τη συνετή τακτική των πονηρών Αθηναίων: Αν επιθυµείς την ειρήνη να προετοιµάζεσαι εντατικά για τον πόλεµο.

Ραχάτεψε µέχρι το µεσηµέρι στα καφέ της πλατείας Συντάγµατος, κορδώθηκε όταν είδε το όνοµά του στον µεγάλο εµπορικό δρόµο της

Σύγχρονοι Πέρσες

16

Page 18: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

πόλης, δοκίµασε το κεµπάπ του Σάββα µε µπόλικο κρεµµύδι, τζατζίκι και µπούκοβο Καρατζόβας και στράγγιξε ως τον πάτο ένα µισόκιλο ρετσίνα, όχι γιατί του άρεσε ιδιαίτερα (στην εποχή του οι ρετσίνες ήταν πιο µαστόρικα φτιαγµένες), αλλά επειδή τον ζάλισε ελαφρά και του έφτιαξε τη διάθεση. Μ’ αυτά και µ’ αυτά δεν κατάλαβε πως πέρασε η µέρα και, καθώς η στενοχώρια του είχε τώρα µεταβληθεί σε ζωηρή ενεργητικότητα, σκέφτηκε: οι πρώτες θλίψεις ας µου χρησιµέψουν ως θώρακας για τις υπόλοιπες.

Είχε αρχίσει να πέφτει το σούρουπο όταν ο «πρώην» Ερµής σκέφτηκε ότι ήταν ώρα να αναζητήσει κατάλυµα για να περάσει τη βραδιά του. Πήρε την οδό Αθηνάς µε κατεύθυνση προς την Οµόνοια. Δεν είχε προλάβει να κάνει ούτε είκοσι βήµατα όταν µια σκιά ξεκόλλησε από την είσοδο της εξώθυρας ενός σπιτιού µε τον εντυπωσιακό τίτλο «ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ Η ΩΡΑΙΑ ΡΟΥΜΕΛΗ». Ήταν µια γυναίκα ελαφρά ντυµένη και βαριά φτιασιδωµένη. «Οµορφόπαιδο, να σου πω ένα τραγουδάκι;». Την προσπέρασε σβέλτα γιατί ήξερε ότι πρέπει να αποφεύγεις τις τραγουδίστριες για να µην

17

Image 1.5 Κατηφορίζοντας

Page 19: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

παγιδευτείς από τα τεχνάσµατά τους. Συνέχισε το δρόµο του κοιτάζοντας ίσια µπροστά, διότι επίσης θυµήθηκε ότι στις οδούς όπου οι άνθρωποι είναι λιγοστοί δεν είναι καθόλου φρόνιµο να περιπλανάσαι. Ο Ερµής ήταν ήδη συνετός ως Θεός και τώρα, ως Θε-άνθρωπος, είχε γίνει ακόµη πιο προνοητικός, γι’ αυτό δε στάθηκε καθόλου στην Οµόνοια, ανηφόρισε προς τον λόφο του Στρέφη και επέλεξε να περάσει τη νύχτα του στο ξενοδοχείο «Πολικός Αστήρ», που το βρήκε συµπαθητικό και αρκετά φτηνό.

18

Page 20: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Ξαπλωµένος στο αναπαυτικό του κρεβάτι αφουγκραζόταν το στοµάχι του, καθώς εκεί είναι το έδαφος όπου φυτρώνει η σκέψη. Σκέφτηκε πολύ εκείνη τη νύχτα ακούγοντας το στοµάχι του και, κοντά στα ξηµερώµατα, αποφάσισε ότι καλύτερος είναι εκείνος που εργάζεται για

να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες, από εκείνον που χαζοπαζαρεύει

όλη µέρα και κοµπάζει, την ώρα που στερείται ακόµη και το ψωµί του. Κοιµήθηκε λίγες ώρες, όµως ξύπνησε πολύ ευδιάθετος, διότι σκέφτηκε ότι τώρα ήταν η κατάλληλη στιγµή να ξεδιπλώσει τις γνώσεις, τις αρετές και τις δεξιότητές του. «Δεν είναι αυτό χαρά;», σκέφτηκε µε ικανοποίηση.

Έφαγε ένα γερό πρωινό µε µπόλικο µέλι Αττικής και ζήτησε να του φέρουν όλες τις εφηµερίδες στο δωµάτιό του, όπου και κλείστηκε για το υπόλοιπο της ηµέρας, µελετώντας και κρατώντας προσεκτικά σηµειώσεις. Ο Ερµής δεν ήταν κανένας «χαµένος» ούτε και ήθελε απλώς να µην είναι φτωχός, ή να είναι οπωσδήποτε πλούσιος. Ήθελε όµως να είναι ανεξάρτητος. Γνώριζε ότι ένα κοφτερό πνεύµα, αν δε

συνδυάζεται µε δυναµικό χαρακτήρα δεν αξίζει φράγκο και, επειδή ήταν

Ιάκωβος Φυτευτός

19

Page 21: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

πράγµατι φιλοµαθής, αποφάσισε ότι αν ήθελε να πορευτεί ορθώς ο ίδιος, έπρεπε να συναναστραφεί

εκείνους που κατέχουν την Οδό: εν ολίγοις, δηλαδή, εκείνους που ανήκουν στο σωστό κόµµα. Η ρωµαλέα του ψυχή τού ψιθύριζε ύπουλα να επιλέξει τις θυελλώδεις συγκινήσεις, που θα του εξασφάλιζε η ένταξή του σε ένα βίαιο κόµµα, η συνετή του διάνοια όµως και η σωστή στάθµιση της πολιτικής συγκυρίας τον συµβούλευε να βαδίσει πάνω σε λιγότερο ακανθώδεις ατραπούς.

Ο Ερµής είχε πάρει κιόλας την απόφασή του και επειδή η ταχύτητα στην υλοποίηση των αποφάσεων είναι δείγµα ακλόνητου χαρακτήρα, δεν έχασε καθόλου χρόνο: την επόµενη κιόλας µέρα πέρασε την εξώπορτα των γραφείων του µεγαλύτερου κόµµατος της χώρας και εντάχθηκε στο δυναµικό του, αλλάζοντας το όνοµά του (αφού κανείς δεν του είχε πει ότι η αλλαγή ονόµατος απαγορεύετα ι ) , που εκτός από κακόηχο κα ι µακροσκελές, ήταν και ελαφρώς αρχαιοπρεπές: από δω και στο εξής θα ονοµάζεται Ιάκωβος (Άκης για τους φίλους του και, ενίοτε, Μάκης) Φυτευτός.

Στην πολιτική λέγεται ότι οι φρόνιµοι δεν κάνουν

κατακτήσεις (όπως και στις ερωτοδουλειές, εξάλλου). Ο Ερµής στρώθηκε στη δουλειά µε ανεξάντλητη ζωτικότητα (ως πρώην Θεός µπορούσε να δουλεύει µέχρι και 72 ώρες σερί, δίχως να νοιώσει την παραµικρή κούραση, και πήγαινε στο κρεβάτι του µόνο και µόνο για να µην κινήσει τίποτα υποψίες) κοµίζοντας ένα σωρό φρέσκες

20

Image 1.6 Μεταρρύθμιση εισοδηματικής πολιτικής

Page 22: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

ιδέες. Οι µέρες περνούσαν, οι µήνες κυλούσαν και οι επιτυχίες γεννούσαν επιτυχίες, όπως το χρήµα γεννά

χρήµα. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια της κοµµατικής ιεραρχίας µε ταχύτητα πυραύλου και το καλοκαίρι του ιδίου έτους ο Ιάκωβος εισήλθε στον στενό κύκλο των συνοµιλητών και συµβούλων του υπουργού επί των οικονοµικών, που είχε αναλάβει το δύσκολο έργο της λεγόµενης «Μεταρρύθµισης της εισοδηµατικής πολιτικής».

Η λιτότητα, η εγκράτεια και η εργασιοµανία του Ιάκωβου έγιναν σύντοµα ανέκδοτο, που κυκλοφορούσε ευρέως στους δαιδαλώδεις διαδρόµους του κοµµατικού µηχανισµού. Ο πρώην Ερµής δεν επιζητούσε τον κορεσµό στο φαγητό ούτε την άνεση στην κατοικία και

είχε πάψει προ πολλού να δυσανασχετεί που δεν τον

αναγνώριζαν οι άλλοι. Ίσα – ίσα που το απολάµβανε κιόλας. Ήταν άριστος από όλες τις απόψεις. Δεν είναι όµως διόλου αφύσικο, σε εποχές γενικής ευωχίας, να λοιδορείται και να χλευάζεται ένας άνθρωπος, όπως ο Φυτευτός, που έµοιαζε να έχει ξεριζώσει όλα του τα πάθη. Είχε γίνει ανέκδοτο, παράδειγµα προς αποφυγήν, κοινώς «ξενέρωτος».

Τότε ακριβώς, τη στιγµή εκείνη που -για λόγους τους οποίους θα εκθέσουµε στη συνέχεια- ήταν καθοριστική για την εξέλιξη της καριέρας του Ιάκωβου, ως κοµµατικού στελέχους πρώτης γραµµής, κατάλαβε τι σηµαίνει η έκφραση «συντροφικό µαχαίρωµα». Το φθινόπωρο δηλαδή του ιδίου έτους, η ηχηρή πτώση του άλλοτε ισχυρού υπουργού επί των οικονοµ ικών και η επικράτηση των εσωκοµµατικών του αντιπάλων, συµπαρέσυρε τον ταλαντούχο, πλην άπειρο περί τα κοµµατικά, Ιάκωβο Φυτευτό, τη στιγµή ακριβώς που τα έγγραφα του διορισµού του ως διοικητή ενός µεγάλου οργανισµού κοινής ωφελείας ήταν έτοιµα και, οσονούπω, αναµενόταν η έγκριση από την αρµόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.

Είναι γνωστό ότι ο καρπός του δέντρου της εµπειρίας τρώγεται µόνο όταν ωριµάσει καλά και, τέλος πάντων, σε καµιά περίπτωση δε γίνεται να τον φάει κανείς όταν και όποτε του κάνει γούστο. Είναι εντελώς και απολύτως αδύνατο, µε λίγα λόγια, να τον κόψει πρόωρα· και αυτό είναι µια από τις πιο µεγάλες δυστυχίες του ανθρώπου, καθώς οι καλές του ιδιότητες σπάνια τον ωφελούν αν δεν

21

Page 23: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

κατέχει την τέχνη να τις χρησιµοποιήσει· και η τέχνη αυτή, ή µάλλον η γνώση της τέχνης αυτής, αποκτάται το σούρουπο, όταν η κουκουβάγια των Αθηνών βγαίνει για κυνήγι. Είναι σαφές ότι ο Ιάκωβος είχε παραλείψει να πάρει τον σφυγµό των ρόλων (πράγµα που, µαζί µε τη γνώση, απαιτεί ιδιαίτερη µαστοριά), διότι είναι φανερό ότι άλλοι ρόλοι απαιτούν αξιοσύνη και άλλοι επιδεξιοσύνη και ο δικός του ρόλος απαιτούσε επιδεξιοσύνη και µόνο.

Και, δυστυχώς, η αδεξιότητα του Ιάκωβου εκδηλώθηκε µε τον χειρότερο τρόπο όταν, λίγο αργότερα, υπέπεσε στο βαρύ ατόπηµα να αποκαλέσει ηλίθιο τον στενότερο σύµβουλο του πρωθυπουργού, ο οποίος µπορεί µεν να ήταν όντως αµβλύνους, ήταν όµως ταυτόχρονα ο µοναχογιός της αγαπηµένης του αδελφής. Ανιψιός του πρωθυπουργού, δηλαδή, τον οποίο ο ίδιος ο πρωθυπουργός σιχαινόταν όπως τις αµαρτίες του, αλλά σε καµιά περίπτωση δεν θα µπορούσε να πάει κόντρα στην επιθυµία της αγαπηµένης του αδελφής, η οποία, όταν έλαβε γνώση του θλιβερού επεισοδίου, απαίτησε την άµεση «καρατόµηση» του Ιάκωβου.

***

22

Page 24: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Στο µεταξύ ο χρόνος κύλισε χαράζοντας βαθιές αυλακιές στο αφράτο χωράφι της Ιστορίας. Οι ειδικοί επιστήµονες, που ασχολούνται µε τα ανθρώπινα πράγµατα, βούτηξαν στο οργωµένο έδαφος, σκόνταψαν, συνέλεξαν σβόλους, παραµέρισαν αγκωνάρια και, γενικώς, έκαναν τη δουλειά που κάνουν συνήθως οι ειδικοί. Ο αφηγητής της δικής µας ιστορίας –εννοώ, της συγκεκριµένης εκδοχής, που µόλις διαβάσατε- δηλαδή ο υποφαινόµενος, µε λίγα λόγια εγώ ο ίδιος, είχε τη σπάνια τύχη να ακούσει από άλλον αφηγητή την ίδια (ίσως όχι ακριβώς την ίδια στις µικρές της λεπτοµέρειες) ιστορία, αφού είχαν µεσολαβήσει είκοσι χρόνια από την εποχή που τα αυθεντικά επεισόδια, τα οποία προσπαθήσαµε να αναπαραστήσουµε όσο πιο πιστά γίνεται, έλαβαν χώρα. Και επειδή η παραπάνω φράση µού φαίνεται πολύ σχοινοτενής και ενδεχοµένως παραπλανητική, αποπροσανατολιστική σε κάθε περίπτωση, οφείλω να πω ότι την ιστορία αυτή µού τη διηγήθηκε ο πιο στρυφνός και γρουσούζης άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή µου, ένα καλοκαιριάτικο µεσηµέρι που ραχατεύαµε στη σκιά της

Τζιάκομο Νιούχαουζ

23

Page 25: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

πέργκολας του εξοχικού του, τσιµπολογώντας εκλεκτούς µεζέδες τους οποίους συνοδεύαµε µε δροσερό λευκό κρασί.

«Ο Ιάκωβος, λοιπόν», συνέχισε ο γρουσούζης φίλος µου, «απογοητευµένος, εγκατέλειψε για πάντα την πολιτική και λέγεται ότι αποχαιρέτησε του παλιούς του συντρόφους µε την εξής πικρόχολη αποστροφή: ‘Αν δεν υπήρχε η κυβέρνηση δεν θα είχαµε πια µε τι να γελάσουµε στην Ελλάδα’, η οποία φυσικά είναι µια ελαφρώς παραφθαρµένη εκδοχή ενός πασίγνωστου γνωµικού. Το 'ριξε έξω για τα καλά και γρήγορα έγινε ο αγαπηµένος των γυναικών και των ανδρών, χάρη στην εξαιρετική του οµορφιά, την εξυπνάδα, το χιούµορ και το δυναµικό, αλλά και ντελικάτο συνάµα, παρουσιαστικό του. Βρήκε την αποστολή του στην απόλυτη τεµπελιά και τα οργιώδη γλέντια. Δοκίµασε τον αφρώδη οίνο και το αµερ ικάν ικο ου ίσκ ι , το χαβ ιάρ ι κα ι το ψητό γουρουνόπουλο και τα βρήκε όλα υπέροχα». Ο φίλος µου δεν έµαθε ποτέ πώς κάλυπτε τα έξοδά του, αλλά, υπέθετε ότι θα έπαιρνε τίποτα εµβάσµατα από τον Όλυµπο, ή ότι συνήπτε θαλασσοδάνεια που δεν

αποπλήρωνε ποτέ, πρακτική εξαιρετικά συνήθης εκείνη την εποχή. Μια άλλη πιθανότητα, εξ ίσου εύλογη, είναι ότι τον συντηρούσαν οι µαιτρέσες του. «Άλλαξε και πάλι το όνοµα του», πρόσθεσε ο φίλος µου µε ένα πονηρό γελάκι, «το έφερε, ξέρεις τώρα, προς το κοσµοπολίτικο, το ανέµελο, το γλεντζέδικο, τέλος πάντων, ή όπως αλλιώς το λένε. Μπήκε σχετικά εύκολα στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας και ζούσε ευτυχισµένος και απρόσβλητος, καθότι Θεός, από τα επικίνδυνα αφροδίσ ια νοσήµατα που µάστ ιζαν τότε την ανθρωπότητα».

Ο ηλικιωµένος φίλος, που µου εκµυστηρεύθηκε την απίθανη ιστορία του Ιάκωβου Φυτευτού, πέθανε, δυστυχώς, πριν προλάβει να µου περιγράψει µε λεπτοµέρειες την εξωτερική εµφάνιση του νεαρού δανδή, ή να µου πει έστω το καινούργιο του όνοµα. Αυτός ο χαρισµατικός, όσο και στρυφνός, γέρος πέθανε άδοξα. Στον ύπνο του από αναρρόφηση, λένε κάποιοι· οι πιο κακεντρεχείς ισχυρίζονται ότι ήταν ένας άχρηστος µπεκρής, και καλά έκανε που πέθανε για να ξεβροµίσει ο τόπος και, τέλος πάντων, ας τον πάρει ο διάβολος, αλλά

24

Page 26: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

θα µπορούσε να περιµένει µέχρι την επόµενη συνάντηση µας, όπου, υποτίθεται, ότι θα προσκόµιζε ατράνταχτα πειστήρια, για να µη νοµίζω ότι είναι γεροξεκούτης και φαφλατάς, όπως έλεγε: µια φωτογραφία του Ιάκωβου, που τράβηξε – κι εγώ δεν ξέρω µε ποιες κατεργαριές – χωρίς να γίνει αντιληπτός, την ώρα που ο θεϊκός δανδής χώνευε το δείπνο του σε γνωστό πολυτελές και εχέµυθο εστιατόριο στο κέντρο της πόλης, απολαµβάνοντας ένα από τα αγαπηµένα του Montecristo nr. 1, το δηλητηριώδες χιούµορ της συντρόφου του, συζύγου γνωστού επιχειρηµατία και τα ζηλόφθονα βλέµµατα των

υ π ο λ ο ί π ω ν , ε κ λ ε κ τ ώ ν π ε λ α τ ώ ν . «Είναι η µόνη που γλύτωσε», είπε και µου έκλεισε το µάτι µε νόηµα. «Ποια», ρώτησα ελαφρώς µπερδεµένος, «η χλιδάτη µαιτρέσα;». «Η φωτογραφία, η φωτογραφία, ανόητε! Είναι η µόνη που ξέφυγε». «Ίσως µε θεώρησε εντελώς ασήµαντο», µονολόγησε, ενώ το σαγόνι του είχε αρχίσει να κατευθύνεται προς το στέρνο του. Ήξερα ότι σε λίγα λεπτά θα τον έπαιρνε ο ύπνος στην πολυθρόνα του και έκανα µια τελευταία προσπάθεια να του αποσπάσω κάποιες πληροφορίες. «Αν δεν είσαι τόσο ανόητος όσο φαίνεσαι και τόσο τεµπέλης όσο δείχνεις,

θα καταλάβεις τι θέλω να πω. Κράτα στο µυαλό σου κάτι: Τζιάκοµο Νιούχαουζ», είπε και βυθίστηκε στο µεσηµεριανό του κώµα. Ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσα από το στόµα του γηραιού φίλου µου.

Οφείλω εξαρχής να οµολογήσω ότι δεν έχω ιδιαίτερη κλίση προς τη µεταφυσική, όµως δεν µπορώ να πω ότι νοιώθω γι αυτήν, την ίδια αποστροφή µε την οποία αντιµετωπίζω τη λεγόµενη επιστηµονική φαντασία. Η ιδέα ενός Θε-ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται ανάµεσά µας και µάλιστα η ιδέα ενός ελαφρώς έκλυτου Θε-ανθρώπου, µου φάνηκε από την αρχή κιόλας άκρως γοητευτική και, µε το πέρασµα του χρόνου, η επιθυµία να δώσω µια µορφή σε αυτήν την ιδέα µεγάλωσε σε βαθµό τέτοιο ώστε να καταλάβει σχεδόν κάθε γωνιά του µυαλού και της ψυχής µου. Ένας χώρος, όχι ενιαίος βέβαια, αλλά ας τον αντιµετωπίσουµε, για την οικονοµία της γραφής ως ενιαίο, που τα τελευταία χρόνια άδειαζε, εννοώ φυσικά το µυαλό και η ψυχή µου, όλο και περισσότερο, καθώς βρισκόµουν πια στην ηλικία που ορθά θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως εποχή συρρίκνωσης των

παθών.

25

Page 27: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Τα πρώτα χρόνια µετά το θάνατο του φίλου µου επιδόθηκα σε ένα κυνήγι, που ενίοτε ξεπερνούσε τα όρια του απλού ψυχαναγκασµού. Ένοιωσα, µε λίγα λόγια, τα βράδια κυρίως στο κρεβάτι, όταν προσπαθούσα να

βάλω σε τάξη τις σκέψεις µου, περισσότερες από αρκετές φορές το απαλό δάχτυλο της τρέλας να βουτάει στον εγκέφαλό µου και να σαλεύει το λογικό µου, µε τόσο δαιµονισµένη ταχύτητα που έχανα κάθε αίσθηση υλικού

26

Image 1.7 Τζιάκομο Νιούχαουζ

Page 28: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

βάρους. Τότε αυτό το πράγµα, που κάποτε ήµουν εγώ, µετατρεπόταν σε µια οντότητα δίχως υπόσταση, ενώ ο πραγµατικός µου εαυτός ξεκολλούσε από πάνω µου και µε παρατηρούσε ειρωνικά από το ύψος της οροφής της κρεβατοκάµαρας. Όµως όλα αυτά είναι κουραστικά για τον αναγνώστη και µάλλον δεν προάγουν µε κανέναν τρόπο την εξέλιξη της ιστορίας µας.

Σκάλισα τα αρχεία όλων των εφηµερίδων του έτους 1987, καθώς και του επόµενου και του µεθεπόµενου και ούτω καθ’ εξής. Είδα εκατοντάδες χιλιόµετρα αρχειακού οπτικού υλικού. Σιγά-σιγά η έρευνά µου επεκτάθηκε και έγινε πιο εκλεπτυσµένη: τηλεφωνικοί κατάλογοι, συµβολαιογραφικές πράξεις, υποθηκοφυλακεία, εφορίες, αρχεία του κράτους, αρχεία του παρακράτους, ληξιαρχεία και ούτω καθ’ εξής. Κενό. Τίποτα. Nothing. Nichts. Nada. Rien και ούτω καθ’ εξής. Δεν υπήρχε ούτε φωτογραφία ούτε η παραµικρή αναφορά στο όνοµα Ιάκωβος Φυτευτός. Τώρα, θα µου πείτε, Γιατί δεν τα παράτησες; Ο γρουσούζης σε δούλευε.

Η λογική µου, έλεγε ότι πρέπει να τα παρατήσω, γιατί στο κάτω-κάτω δεν είχα τίποτε χειροπιαστό, παρεκτός τις

ακριτοµυθίες του φίλου µου, ο οποίος µπορεί να είχε χίλια δυο ελαττώµατα, αλλά ποτέ δεν είχε κατηγορηθεί για έλλειψη φαντασίας. Το αντίθετο µάλιστα. Όµως εκείνο που µε κρατούσε µέσα στο παιχνίδι ήταν, ακριβώς, το τελευταίο χαρτί: οι µαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα της εποχής. Μίλησα µε πολλούς, από τον θυρωρό των γραφείων του κόµµατος µέχρι τον ισχυρό υπουργό επί των οικονοµικών, που µε δέχθηκε ευγενικά στο σπίτι του, µε κέρασε καφέ και µουστοκούλουρα και µε ανέχθηκε τρία ολόκληρα τέταρτα της ώρας. Η αντίδραση όλων στο άκουσµα του ονόµατος Ιάκωβος Φυτευτός ήταν πανοµοιότυπη: έσµιγαν τα φρύδια, όπως όταν κάνουµε έντονη προσπάθεια να θυµηθούµε κάτι, έτριβαν τον αριστερό τους κρόταφο µε τον δείκτη του αριστερού τους χεριού και ύστερα µάλαζαν και τους δύο κροτάφους µε τα τρία δάχτυλα και των δύο χεριών τους. Αυτό το πανοµοιότυπο τελετουργικό διαρκούσε λίγα λεπτά της ώρας, κι εγώ, εξοικειωµένος πια µε αυτήν την συµπεριφορά, τους άφηνα να το απολαύσουν και ύστερα τους έπιανα µαλακά από τον αγκώνα και τους επανέφερα στην πραγµατικότητα. Όταν συνέρχονταν

27

Page 29: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

µου έλεγαν ότι λυπούνται αλλά δεν µπορούν να θυµηθούν κανέναν µε το συγκεκριµένο όνοµα.

Υπόσχοµαι να µη σας κουράσω άλλο και υπόσχοµαι επίσης οι επόµενες φράσεις να είναι οι τελευταίες που ακούτε από µένα, προς το παρόν τουλάχιστον: αποφάσισα να επικεντρώσω την έρευνά µου στην τελευταία ένδειξη που, φαντάζοµαι καλοπροαίρετα, έθεσε στη διάθεσή µου ο φίλος µου, ελάχιστα λεπτά πριν παραδοθεί στο µεσηµεριανό του κώµα και λίγο πριν τα τινάξει για τα καλά: Τζιάκοµο Νιούχαουζ. Όσοι από του λόγου σας είστε προικισµένοι µε ισχυρή µνήµη και αναλυτικό πνεύµα και επιπροσθέτως αφιερώνετε µέρος τους ελεύθερου χρόνου σας στην επίλυση γρίφων και στην ανάγνωση των αστυνοµικών ιστοριών της Αγκάθα Κρίστι, δε θα δυσκολευτείτε να θυµηθείτε ότι ο µακαρίτης ο φίλος µου είχε πει, Κράτα στο µυαλό σου κάτι: Τζιάκοµο Νιούχαουζ, και δεν είχε πει, Κράτα στο µυαλό σου το όνοµα: Τζιάκοµο Νιούχαουζ. Όσοι δεν έχουν τις προαναφερθείσες ικανότητες και έξεις, και φυσικά δεν αρκούνται στη δική µου διαβεβαίωση, ας γυρίσουν πέντε παραγράφους πίσω. Θα βρουν την υπόδειξη του φίλου

µου όπως την έχω καταγράψει εγώ. Και αν δεν αρκεί ούτε αυτό, τότε µε θεωρείτε ψεύτη και σας προκαλώ να µου το πείτε κατάµουτρα.

Στο µεταξύ η χώρα είχε γίνει πιο µελαγχολική, πιο κατηφής και ελάχιστα περισσότερο ενδοστρεφής. Όµως, υποσχέθηκα να µην σας κουράσω και ενώ ουσιαστικά είµαι ένα σιωπηλό άτοµο, µερικές φορές παρασύροµαι και φλυαρώ δεξιά και αριστερά και αυτή η κακιά συνήθεια τσαλακώνει την εικόνα του ηθικά άµεµπτου ανθρώπου που προσπαθώ µια ολόκληρη ζωή να καλλιεργήσω. Λοιπόν, δε θα ασχοληθούµε µε τη χώρα και την άσχηµη τροπή που είχαν πάρει τα πράγµατα τα τελευταία χρόνια, διότι αυτά είναι πράγµατα, ναι ακριβώς πράγµατα, που τα γνωρίζει και η Κουτσή Μαρία και, εξάλλου, είναι γνωστό ότι αυτό που ανεβαίνει κατεβαίνει και αυτό που κατεβαίνει µπορεί να πάει ακόµη πιο κάτω, ή να µείνει εκεί που είναι, ή αν συντρέξουν µια σειρά από δυσµενή γεγονότα, µπορεί να συντριβεί και να σπάσει τα µούτρα του ανεπανόρθωτα.

28

Page 30: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Για να µη µακρηγορούµε, λοιπόν, και για να τελειώνουµε κυρίως, αφού εκεί έξω, στον κόσµο, υπάρχουν πολλά σηµαντικά πράγµατα που συνεχίζουν να αποτελούν µυστήριο για τον άνθρωπο και οφείλουν να αποκαλυφθούν, η φοβερή ιδέα η οποία καθόρισε το πεδίο των µελλοντικών ερευνών µου και περιόρισε, µέχρι στιγµής, τον αριθµό των πιθανών προσώπων στα 1453 -αριθµός ο οποίος, παρεµπιπτόντως, βαίνει ταχέως µειούµενος- ήρθε σαν παράξενος ταξιδιώτης, καταυγάζοντας πλήρως τον εγκέφαλό µου στο ελάχιστο χρονικό διάστηµα που καταλαµβάνει η τροχιά των ζαριών, τα οποία έχουν αναδευτεί επιµελώς και ριχτεί ατάκτως στο ξύλινο ταµπλό, κατά τη διάρκεια µιας παρτίδας ταβλιού µεταξύ του υποφαινοµένου και του στενού του φίλου, του ιδιοφυούς µαθηµατικού Ιωάννου Μ. «Αλγόριθµος» αναφώνησα περιχαρής, αντί να πω, «Εξάρες, πληρώνεις τα (λουκούµια) ποτά». Θα εξηγήσω αµέσως τι εννοώ, αλλά πριν από αυτό οφείλω µια µικρή παρέκβαση, ως εισαγωγή και ταυτόχρονα επίλογο -διότι ο χρόνος µας πιέζει- στην προσωπικότητα του στενού µου φίλου Ιωάννη Μ: Μισούσε το σκάκι. Με λίγα λόγια δεν

Επίλογος

29

Page 31: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

ήθελ ε ν ’ ακού ε ι γ ι α σκάκ ι . «Πα ι χ ν ί δ ι γ ι α µαθητευόµενους µάγους, αγαπητέ µου», έλεγε πάντα, «για εκκολαπτόµενους ταχυδακτυλουργούς. Εµείς, αγαπητέ µου, είµεθα σχοινοβάτες». Αυτά και τίποτε παραπάνω για την προσωπικότητα του εξαίρετου φίλου µου. Ως αλγόριθµος ορίζεται µια πεπερασµένη σειρά ενεργειών, αυστηρά καθορισµένων και εκτελέσιµων σε πεπερασµένο χρόνο, που στοχεύουν στην επίλυση ενός προβλήµατος, αντιγράφω από τη Βικιπαίδεια. Μια σειρά από εντολές που είναι σαφείς και εκτελέσιµες και έχουν ως σκοπό την επίλυση κάποιου προβλήµατος, πλατειάζω, παραφράζοντας ελαφρώς τη Βικιπαίδεια.

Μια σειρά από εντολές, µια σειρά από δεδοµένα που περιλαµβάνουν ονόµατα, πράγµατα, καταστάσεις, φυσικά και παραφυσικά φαινόµενα. Θα αποδεικνύαµε την ύπαρξη του Θε-ανθρώπου µε τη βοήθεια ενός αλγόριθµου, πράγµα που κανείς, µα κανείς έως σήµερα δεν σκέφτηκε να επιχειρήσει. Θα ήµασταν ένα βήµα µπροστά από τον Καρτέσιο, δύο βήµατα µπροστά από τον Αριστοτέλη, τον Αβικένα και µερικές εκατοντάδες µέτρα µπροστά από τον Ιερό Αυγουστίνο.

Όµως στο σηµείο αυτό οφείλω, ειλικρινά, να διακόψω προς το παρόν την αφήγηση, εν µέρει από συστολή, και σίγουρα υποσχόµενος να γνωστοποιώ τις προόδους τις έρευνάς µου, όταν και εφόσον προκύπτουν κάποιες πρόοδοι άξιες λόγου και αναφοράς.

Gallery 1.1 Προοπτική

30

Page 32: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Ο Αλέξανδρος Παπαχριστόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962. Είναι κινηματογραφιστής με σπουδές στην Γερμανία. Έχει σκηνοθετήσει ντοκιμαντέρ, ταινίες μικρού μήκους, τηλεοπτικές εκπομπές, πορτρέτα καλλιτεχνών, video installations, εκπαιδευτικά και corporate video σε συνεργασία με πανεπιστήμια, γκαλλερύ, μουσεία και σχολεία.

Ο Βασίλης Τσαλής γεννήθηκε στον Βόλο το 1960. Σπούδασε Ιστορία και Λογοτεχνία στο Βερολίνο και τη Θεσσαλονίκη. Μελέτησε ιδιαίτερα τις μεταβολές στη συνείδηση του χώρου και του χρόνου στα έργα των ελληνόφωνων στοχαστών της περιόδου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Μεταφράζει Γερμανούς συγγραφείς για προσωπική χρήση και ευχαρίστηση. Ζει στην Αθήνα.

Σχετικά

31

Page 33: Η Αμβροσία και το Νέκταρ μας Τέλειωσαν

Η πρώτη έκδοση του παρόντος έγινε το 1987 σε έντυπη μορφή στο Βερολίνο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού, “εδώ βερολίνο”.

Ιδέα, Εικονογράφηση: Αλέξανδρος Παπαχριστόπουλος [email protected], www.alexandrospapachristopoulos.com

Κείμενα: Βασίλης Τσαλής[email protected]

Σελιδοποίηση, WebDesign και Ηλεκτρονική Έκδοση:

Stefanos Papachristopoulos (Publishopia)

Το περιεχόμενο του παρόντος βιβλίου αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία των συγγραφέων.Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του βιβλίου χωρίς την γραπτή άδειά τους.

© 2013, Stefanos Papachristopoulos

COPYRIGHT