Κριτήριο αξιολόγησης

4
1 ο ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Νίκος Καζαντζάκης, «Αναφορά στον Γκρέκο» (απόσπασμα: «Η μητέρα μου» 1 ) Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους…. Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά… Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σα να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα. Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσε πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία. Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: -Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό. Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: “Αλήθεια λες;” και χαμογελούσε. Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σα να ‘χε κατέβει από τον Παράδεισο, σα να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους. Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της - από το σπλάχνο μου - η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού. Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σα να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς τη σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε στο σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει. 1 Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη Αναφορά στον Γκρέκο. Σ’ αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει τη μητέρα του και τη σχέση του μαζί της. Το έργο αυτό εκδόθηκε το 1961, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του δημιουργού του. Ο ίδιος το χαρακτήρισε «αναφορά στρατιώτη σε στρατηγό». Πρόκειται για ένα είδος ποιητικής αυτοβιογραφίας, στην οποία εναλλάσσεται το πραγματικό στοιχείο με το φανταστικό.

description

Δοκιμαστικό κριτήριο για τη Λογοτεχνία της Α' Λυκείου

Transcript of Κριτήριο αξιολόγησης

Page 1: Κριτήριο αξιολόγησης

1ο ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Νίκος Καζαντζάκης, «Αναφορά στον Γκρέκο» (απόσπασμα: «Η μητέρα μου» 1 ) Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από

το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί

και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά…Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σα να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσε πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: “Αλήθεια λες;” και χαμογελούσε.Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σα να ‘χε κατέβει από τον Παράδεισο, σα να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της - από το σπλάχνο μου - η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού.Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σα να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς τη σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε στο σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει.

1 Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη Αναφορά στον Γκρέκο. Σ’ αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει τη μητέρα του και τη σχέση του μαζί της. Το έργο αυτό εκδόθηκε το 1961, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του δημιουργού του. Ο ίδιος το χαρακτήρισε «αναφορά στρατιώτη σε στρατηγό». Πρόκειται για ένα είδος ποιητικής αυτοβιογραφίας, στην οποία εναλλάσσεται το πραγματικό στοιχείο με το φανταστικό.

Page 2: Κριτήριο αξιολόγησης

Ερωτήσεις 1α (I) Ποια εικόνα σχημάτισε το παιδί για τη μητέρα του; Γιατί νόμιζε πως είναι νεράιδα;

(10 μον.)(II) Ποια στοιχεία της εικόνας της μητέρας του τονίζει ιδιαίτερα ο συγγραφέας και ποια επίδραση είχαν αυτά στη ζωή του;

(15 μον.)1β (I) Να βρείτε στο κείμενο τα χωρία που δείχνουν τη σχέση μητέρας και παιδιού.

(10 μον.)(II) Nα συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το κείμενο του Καζαντζάκη με το ακόλουθο απόσπασμα από το Εμβατήριο του Ωκεανού του Γιάννη Ρίτσου:…Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.

Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανόςκι η μητέρα καθισμένηστο χαμηλό σκαμνίκεντούσε τους αγρούς της άνοιξηςμε τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιώνμε τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγηγραμμένη στη λευκή διαφάνεια…Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.Μα εγώπίσω απ’ τον τρυφερό της ώμοπίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμάστρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειαςκοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα…Μας πήραν το θαλασσινό τραγούδιΜας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.Παιδάκια σιωπηλά κι απορημέναμε τ’ αλατισμένα ματόκλαδαμε τα μεγάλα μάτια τα γαλάζιαπερνάμε φοβισμένα στις μεγάλες πολιτείεςκάτω απ’ τα νοσοκομεία που μυρίζουν ύπνο κι ιδρώτακάτω απ’ τα σπίτια με τους κόκκινους γλόμπουςκάτω απ’ τα μέγαραπου καπνίζουν αίμα νύχτα κι αρπαγή.

Μητέρα, μητέραπού αρνηθήκαμετην τρυφερή σοφία των δακρύων σουπού ‘ναι το μακρόθυμο χέρι σουμε την έκφραση της καρτερίαςπού ‘ναι το χέρι σουν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσανα ζεστάνουμε τη μοναξιά;

Μητέραο ουρανός γκρεμίστηκεστα δάκρυα των αθώων…Πόρτες χάσκουν στη νύχτα.Ξίφη αστράφτουν.Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλεςΜε ανθρώπινα κόκαλαΓια ν’ ανέβουν.Κύριε, Κύριεκι εμείς εδώστη μέση των μεγάλων δρόμωνλυπημένοι κι αδέξιοιμε το άδειο δισάκι στα χέριαμ’ ένα κλουβί αηδονιών στη ράχημε την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπομε χέρια αθώα κι απορημένα που δεν επαιτούν.Μητέρα δε μας μένει τίποτα.Πού θ’ απαγκιάσουμε;Πού θα κοιμηθούμε;…

(15 μον.)

2α Στο σπίτι εκτός από τη γαζία και το καναρίνι, υπήρχαν και άλλα πράγματα. Γιατί ο μικρός συνέδεσε μόνο αυτά τα δυο με τη μορφή της μητέρας του;

(25 μον.)2β (I) Να εντοπίσετε στο κείμενο πέντε ιδιωματικές λέξεις-φράσεις.

(5 μον.)

(II) Με τι παρομοιάζει ο συγγραφέας: τον αγέρα, το σπλάχνο του, τη μητέρα του και τις καθημερινές δουλειές της νοικοκυράς-μητέρας του;

(20 μον.)

Ενδεικτικές απαντήσεις 1α (I) Το παιδί πίστευε πως η μητέρα του είναι κάποια νεράιδα και πως, όταν βρει το κεφαλομάντηλό της, θα φύγει μακριά. Η παρουσία της μητέρας του, το αέρινο περπάτημα και η διακριτικότητα στις κινήσεις της, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι και έκανε τις δουλειές, έκαναν το συγγραφέα να πιστεύει ότι η μητέρα του δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα, αλλά ότι ανήκε σ’ ένα διαφορετικό κόσμο. Η φαντασία του και η μεγάλη αγάπη για τη μητέρα του τον έκαναν να μπερδεύει την πραγματικότητα με τον κόσμο του ονείρου και του παραμυθιού. Ο φόβος αυτός της απώλειας της μητέρας του τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή, δημιουργώντας του πολλές ανασφάλειες. Έτσι, ο συγγραφέας από τότε φοβόταν ότι θα χάσει καθετί αγαπημένο, πρόσωπο ή ιδέα. Οι φόβοι του αυτοί οφείλονται στο γενικό φόβο που έχουν οι άνθρωποι, όταν αγαπούν κάποιον ή κάτι υπερβολικά και τρέμουν στην ιδέα μήπως το χάσουν, μήπως τους φύγει. (II) Η μητέρα του αφηγητή-συγγραφέα ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων με υπομονή και καλοσύνη, «πνέμα αγαθό» κατά τον Καζαντζάκη. Φαινόταν αδύναμη, αλλά δεν ήταν: αθόρυβη και ακούραστη, «κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη». Αεικίνητη, μελαγχολική, μια σιωπηλή, αέρινη ύπαρξη, έδινε την εντύπωση ότι ετοιμάζεται να φύγει, σαν τη νεράιδα του παραμυθιού που έψαχνε να βρει το κρυμμένο πέπλο της. Έτσι ερμήνευε το τρομαγμένο βρέφος την κινητικότητα της μάνας του: υπήρχε πάντα ο κίνδυνος της απώλειας. Η τρομάρα που του προξενούσε

Page 3: Κριτήριο αξιολόγησης

αυτή η εκδοχή, ο φόβος και το άγχος, είναι η βάση της αγωνίας και της αίσθησης του ανικανοποίητου που βιώνει ως ενήλικος, καθώς και της ανήσυχης φύσης του.

1β (I) Τη στενή και ιδιαίτερη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί δηλώνουν οι εξής φράσεις: “Οι ώρες που περνούσα … βύζαινα”, “Μιλούσαμε … την παρηγορούσα”, “Η μητέρα μου … του καναρινιού”.(II) Το λυρικό αυτό πολύστιχο ποίημα γράφτηκε το 1939-40 και δημοσιεύτηκε το 1940. Σύμφωνα με την περιοδολόγηση του έργου του Ρίτσου που έχει γίνει αποδεκτή από μεγάλο μέρος της φιλολογικής κριτικής, το Εμβατήριο του Ωκεανού ανήκει στη δεύτερη φάση 1936/1937 - 1943 της δημιουργίας του ποιητή. Πιο συγκεκριμένα, ανήκει στην πρώτη περίοδο (1937-1941) της δεύτερης φάσης, κατά την οποία η ποίηση του Ρίτσου από άποψη θεματικής φαίνεται να γίνεται πιο εσωτερική και πιο προσωπική, καθώς χαρακτηρίζεται από τάση φυγής και υπαρξιακών αναζητήσεων. Το «Εμβατήριο του Ωκεανού» αναπτύσσει το παρορμητικό κάλεσμα του ατόμου ν’ αποδεχτεί την πρόκληση, να κάνει το ταξίδι, ένα θέμα που πάντοτε γοήτευε τους νεαρούς Έλληνες που ζούσαν δίπλα στη θάλασσα, ως μέρος ενός λαού με μια μακρά θαλασσινή παράδοση. Η ελληνική λέξη για τη θάλασσα από τον καιρό του Ομήρου και του Ξενοφώντα μέχρι την εποχή του Σεφέρη, του Ελύτη και του Ρίτσου αποτελεί μια κραυγή που ενέχει την έννοια πολιτιστικής ταυτότητας, μια αμφίθυμη και αναπόφευκτη κραυγή που υπαινίσσεται αγώνα, απελπισία ή απελπισμένη αισιοδοξία. Αποτελεί μέρος της προσωπικής μυθολογίας του Ρίτσου. Η φωνή του ομιλητή του ποιήματος αρθρώνει το λυρικό τραγούδι του στο συλλογικό πληθυντικό πρώτο πρόσωπο.

Στο παραπάνω απόσπασμα ο ποιητής αποτυπώνει με νοσταλγία μνήμες από τη θάλασσα όπου κοντά της έζησε τα παιδικά του χρόνια. Οι προσωπικές μνήμες από την αθωότητα του παρελθόντος αισθητοποιούνται με εικόνες ποιητικού λόγου, εικόνες που κάποιες φορές τείνουν τα αγγίξουν τα όρια του υπερρεαλισμού, κινητοποιώντας τη φαντασία του αναγνώστη. Από αυτή την άποψη το ποίημα αφήνει «ανοιχτούς» δρόμους για πολλές διαφορετικές αναγνώσεις που επιτρέπουν τη συγκίνηση σε διδάσκοντες και διδασκομένους, ιδιαίτερα όταν οι τελευταίοι βρίσκονται στην εφηβική ηλικία. Ο ώριμος πια, μεστός από εμπειρίες, αφηγητής επιστρέφει με το βλέμμα του παιδιού στο μαγικό χρόνο και τόπο του παρελθόντος, εκείνον της παιδικής-εφηβικής ηλικίας στο βράχο της Μονεμβασιάς, και συνθέτει εικόνες της θάλασσας που τον καλεί σε ένα συναρπαστικό και περιπετειώδες ταξίδι ελευθερίας, εικόνες στις οποίες συνυφαίνεται το όνειρο με την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, η θάλασσα, ως φωτεινός δρόμος για ένα ταξίδι φυγής από την πραγματικότητα, για ένα-ίσως-ταξίδι αναζήτησης της αγνότητας των παιδικών χρόνων είναι το κύριο θέμα του ποιήματος.

2α Ο συγγραφέας περνούσε μαζί με τη μητέρα του ώρες γεμάτες μυστήριο. Κάθονταν μαζί και συζητούσαν ήσυχα. Η μητέρα του του διηγιόταν ιστορίες για τον πατέρα της και το χωριό της και εκείνος της εξιστορούσε βίους αγίων, προσθέτοντας συχνά και δικά του σχόλια, για να την κάνει να κλαίει. Όταν η μητέρα του ξεσπούσε σε κλάματα, αυτός την λυπόταν και προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Θυμάται, ακόμη, ο συγγραφέας και το καναρίνι που κελαηδούσε ευχαριστημένο μέσα στο κλουβί του. Στην αυλή τους μύριζε όμορφα η ανθισμένη γαζία, έτσι που από τότε αυτή η μυρωδιά της γαζίας, καθώς και το κελάηδημα του καναρινιού, φέρνουν πάντοτε στο μυαλό του την ανάμνηση της μητέρας του. Υπάρχει, λοιπόν, στην ψυχή του μια συναισθηματική σύνδεση της γαζίας και του καναρινιού με τη μορφή της αγαπημένης του μητέρας. Ο συγγραφέας θυμάται τη μητέρα του όχι μόνο σαν εικόνα, αλλά και από τις μυρωδιές και τους ήχους που τους συνόδευαν, όταν κάθονταν και συζητούσαν πλάι στο παράθυρο. Γι’ αυτό άλλωστε και τον αφήνουν αδιάφορο τα άλλα αντικείμενα που υπάρχουν μέσα στο σπίτι, γιατί δεν έχουν ούτε μυρωδιά σαν τη γαζία ούτε γλυκιά φωνή σαν το καναρίνι. Το άρωμα της γαζίας τούς συνόδευε στις συζητήσεις τους αλλά και στα καθημερινά πράγματα του σπιτιού, αφού η μητέρα του τη χρησιμοποιούσε για να αρωματίζει τα ρούχα. Ο συγγραφέας μάλιστα λέει χαρακτηριστικά ότι “όλη η παιδική του ηλικία μύριζε γαζία”. Από την άλλη, το καναρίνι με το κελάηδημά του έμοιαζε να άκουε τα όσα έλεγε με τη μητέρα του. Έτσι, ακόμη και μετά το θάνατό της, ο συγγραφέας συνέδεσε το άρωμα της γαζίας και το κελάηδημα του καναρινιού με τη μορφή της αξέχαστης μητέρας του.

2β (I)

- αντίκρα: η συνήθης λέξη είναι αντίκρυ- στορούσα (εξιστορώ)- ξόμπλιαζα (το ξόμπλι = σχέδιο, στολίδι)- κάθιζα (το ρ. καθίζω = βάζω κάποιον να καθίσει στο κείμενο σημαίνει «κάθομαι ο ίδιος)- ανέκοπα: η συνήθης λέξης είναι άκοπα.

(II) Ο συγγραφέας παρομοιάζει: τον αγέρα με γάλα (σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα) το σπλάχνο του με μνήμα της μάνας του (… χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της – από το σπλάχνο μου – η

μητέρα μου…) τη μητέρα του με αγαθό πνεύμα (πηγαινοερχόντουσαν σαν πνέμα αγαθό…), με νεράιδα (… Μπορεί και να

‘ναι η νεράιδα…) την κινητικότητα της μητέρας του με την αναζήτηση του χαμένου πέπλου της νεράιδας (… Κι ολημέρα τώρα

πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο…).