ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

235

Click here to load reader

description

ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΚΑΣΟΥ, ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΣΕ ΠΕΝΤΑΓΡΑΜΜΟ, ΣΤΙΧΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΚΑΙ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ, ΕΚΔΟΣΗ 1928 ΣΤΟ ΠΟΡΤ ΣΑΪΝΤ ΑΙΓΥΠΤΟΣ MUSIC OF KASOS ISLAND IN GREECE, NOTES ON MUSIC SHEET, LYRICS OF SONGS AND POEMS FROM KASOS, SOCIAL AND MUSICAL EVENTS DURING THE EARLY 20TH CENTURY PUBLISHED IN 1928, IN PORT SAID, EGYPT

Transcript of ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Page 1: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

° ° ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο · ο ο ο ο ο ο ο « 5 Ι ° · · · ο β ο · ο ο ο ο ο ο ο « θ ο ο ο °

υ NIK. Γ . Μ Α Υ Ρ Η

ΙΑΤΡΟΥ

Ε Υ . Α . Π Α Π Α Δ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ TQN ΕΛΛ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ

ΤΗΣ ΕΛΑΗΝ. ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΔΙΡΕ-ΔΑΟΥΑ (ΔΘΗΣΣΥΝΙΑ)

ΓΕΟΡ. Μ. reawttV ΙΑΤΡΟ* ΣΑΧΤΟΥΡΗ if SfPAl

ΑΓΡΑ ν Z U ^

Ο Μ Ο π

Η Τ Ο Ι

ΔΗΜΩΔΗΣ ΤΤΟΙΗΣΙΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ

ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΑΣΟΥ

Ε. CONSTANTAKIS PHARMACIE de LESSEPi

PORT SAID.

η ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο Ο Ο ο ο ο 9 ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο Ο Ο ο ο Ο ο Ο ο Ο Ο ο ο ο ο Ο ο ο ο ο ο ο ο

ο ο ο ο ο ο ο ο ο

ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο ο Ο

ΤΥΠΟΙΣ " NEAS HXOYS „ ΠΟΡΤ-2ΑΙΔ

1923

§Α000°ο

.Ο ΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟι feOQoSSO 00 90Q00000QPQ9Q0©««<>e00O\£ ι nor'tooooaooooooo

OOCQCOO _ J)COO

Page 2: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Tons droits de reproduction, d'enregistrement ct d'execu-tion publique des morceaux de musique contenus dans ce livre reserves pour tous pays.

Αυστηρώς απαγορεύεται ή ανεν αδείας άναδημοσίενσις, χάοαξις επί 9φωνογραφικών δίσκων, ι) δημοσίφ έκτέλβσις των μουσικών τεμα-χίων τών περιεχομένων εν τω βιβλίφ τον τω.

Page 3: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

reap. Μ. ΓΕΟΡΓΙΟΥ I . / Η» Ο · • • ΙΑΤΡΟΣ CJ> 7 C—

ΙΗΑΕΦ. 41-685 ΣΑΧΤΟΥΡΗ ββ / / / ΠΕΙΡΑΙΕΥΧ: S Π

^ ^ ^ Η Ι ϋ : Ι 6 ^ j j

8vja6wg άναζίδεζαι ι

• ' *

In *3fepa omct lov ά^ηομονήζον μου ωαζρος

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ν. ΜΑΥΡΗ, ΙΑΤΡΟΎ

εις ίτιν έόνικην καΐήχησιν ϊον δ ω οίον οφείλω

ΐην ωρος 2ην ιδιαιζέραν μον 3ΐαζρίδα jazpeiav

Δρ Ν. ΜΑΥΡΗΣ

Page 4: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ Έν ' Αλεζανδρεία xfj 16Μαΐου 1927

Ά ξ ι β τ ί μ ο υ ς κ . κ . Ν . Μ α υ ρ ή ν κα ι £ . Π α π α δ ό π ο υ λ ο ν

Ρ ' , ' · Ε Ι ς Ζ α γ α ζ i χ

'Αξιότιμοι Κύριοι,

Ή Κ.Ε.Ε.Ε.Δ. Ικτιμώσα δεόντως το έργον Υμών, συλλογής δημοτικής Δω-δεκανησιακής Μουσικής κα) Τραγουδιού σπεύδει καϊ πάλιν δπως σας έκφράσγ] τά ειλικρινή της συγχαρητήρια δια την τοιαύτην Υμών πολύμοχ&ον καϊ ευσυνείδητον Ιργασίαν μέλλουσαν νά συμβάλ]] τά μέγιστα καϊ διά την έΟνικήν μας ύπό&εσιν καϊ δια την καΰόλου ϋταδιοδρομίαν της 'Ελληνικής Μουσικής καϊ Ποιήσεως.

Διατελοϋμεν, 'Αξιότιμοι Κύριοι, μετά πλείστης τιμής καϊ υπολήψεως

Ό Γεν. Γραμματεύς Ό Πρόεδρος

(ύπογρ.) Κ. Κ ο υ λ λ έ π η ς (ύπογρ.) ' Ιωάννης Κ α ζ ο ΰ λ λ η ς

: Καιρόν In Matov 1927.

' Α ξ ι ό τ ι μ ο υ ς κ. κ. Ν . Μ α ύ ρ η ν κα ι Ε . Π α π α δ ό π ο υ λ ο ν

ϋ Αξιόιιμοι Κύριοι,

Μετά μεγάλης μου χαρας ίγνώρισα την υπό τής «Δωδεκανησιακήc Αύρας» συντελουμένην οπουδαιοτάτην ποιητικώς, μουσικώς καϊ έΰνικώς έργασίαν σας.

Ώς ειδικότερος <5ιά το μουσικον μέρος σας βεβαιώ δτι ή συλλεκτική Ιργασία τών Δημοτικών τραγουδιών τής Δωδεκανήσου ΰά άποτελέση σπουδαίο Γβτον Τίαρά γοντα διά την έν γένει ίξέλ'ξιν τής *Ελληνικής Μουσικής, διότι δ πλούτος του Δω-δεκανησιακου Τραγουδιοϋ αποδεικνύεται Εφάμιλλος προς τά Δημοτικά Τραγούδια τών μονοικώς πλονσιωτέρων μερών τής c Ελλάδος, δπως ή Κρήτη καϊ ή *Ηπειρος.

Δ'εξήλΰον μέγα μέρος τής μουσικής ουλλογής οας καϊ το ενρον κπεγρααμέ-νον με πολλήν ενουνειδησίαν, προσοχην καϊ πιστότητα.

Ενχαρίστως δε σας δηλώ δτι είμαι πρό&υμος νά οάς βοη&ήσω σε δ,τι ειμτζορώ διά την ενόδωσιν του ωραίου οας σκοπού... gB ||

Συγχαίρων Υμάς καϊ πάλιν σας σφίγγω φΊικν; το χέρι. ML

Μετά μεγάλης τιμής "

(ύπογρ) Μ α ν ώ λ ι ^ Κ α λ ο μ ο ί ρ η ς

Διεν&νντης *Ε&νικοϋ *ζ£δείον *Αΰηνών

Page 5: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

"Ακουε με προοοχην τα δημώδη ίί,σματα, διότι αποτελούν άνεξάντλητον με-ταλλεϊον ώραιοτάτων μελωδιών και διότι οε κάμωοι να γνωρίύβς τονς χαρακτήρας των διαφόρων Έΰνών. Schumann.

Δύο κυρίως υπήρξαν αι aiuui καΙ δυο σκοπούς, επομένως, επιδιώκει ή εκδοσις της «Δωδεκανησιακής Λΰρας».

Ό κυριώτερος καΙ πρώτος σκοπός, ΰ ιήρξεν η επιθυμία μας δπως προσθέ-σωμεν εις την φαρέτραν της αγαπημένης και μαρτυρικής μας Πατρίδος, έ'να επί πλέον δπλον, δ*.' οΰ θά απεδείκνυε Αύτη, δχι μόνον εις τους ισχυρούς τής Γής, αλλά, και κυρίως, εις τού; νυν κατέχοντας Αυτήν ξένους, την Έλληνικήν Της καταγωγής, την Έλληνικήν Της Ίστ»>ρίαν, τούς ακραιφνείς Ελληνικούς Της πόθους.

Ό δεύτερος δε σκοποί, ύπήρξεν ή επιθυμία μας δπως διασώσωμεν από βεβαίαν κατασιροφήν και άπώλειαν, τά ανεκτίμητα διαμάντια τής Δημοτικής μας Μούση:, πριν ή συντριβούν και κονιοποιηθούν υπό την πΐεσιν του τά πάντα ίσοπεδοΰντος οδοστρωτήρας του νεωτέρου πολιτισμού, παρέχοντες ταυτοχρόνως νέας πηγάς δια την μελέτην και τον πλουτισμόν τής Εθνικής μας Λαογραφίας.

Κα! υπήρχε, πράγματι, ή ανάγκη μιας τοιαύτης περισυλλογής' διότι, εκτός δλιγίστων μονογραφιών σχετικών με την δημώδη Δωδεκανησιακήν ΙΙοίησιν και ελαχίστων δημοτιν.ών τραγουδιών σκορπισμένων τήδε κακεΐσε, δι' ουδέν συγ-κεντρωτικόν, οΰτως ειπείν, έργον ελήφθη πρόνοια.

Και ταύτα μεν περι τής Ποιήσεως. Tt δέ νά εϊπωμεν περί τής Δημώδους Δωδεκανησιακής Μουσικής ; Μεταδιδομένη αύτη—δι' ελλειψιν μουσικής καταγραφής—άπό στόματος εις

στόμα φθειρομένη δέ και μοντερνιζομένη κατά την τοιαΰτην μετάδοσίν της, χά-νει διαρκώς τον αληθή δημώδη χαρακτήρά της και ολίγον κατ' ολίγον κινδυνεύει τέλεον νά άπωλεσθη.

Και την εθνικήν λοιπόν αυτήν παρακαταθήκην, μετά τής Ποιήσεως άπε-φισίαχμεν νά αιχααλαηίσωμεν επί τού χάρτου, ϊνα ού'τε τής δθνείας μουσικής ή επίδρασις την εκφύλιση, ού'τε τού χρόνου τό δραητικόν ρεύμα τήν παρασύρη καΙ τήν έξαφανίστ| εις τον ρούν του.

Τό εγχείρημα δεν ήτο εΰκολον. Ή λαογραφική Επιστήμη, προκειμένου περι συλλογής δηα,ωδών ασμάτων,

ιδού τΐ φο ινεΐ : (L) δσον xb δημοχικόν άσμα είναι άσμα, είς xb όποιον xb κεΙμενον% αϊ λέξεις, είναι άρρήκνως συνδεδεμέναι ζζρός χήν μελωδίαν, χελεία συλλογή ασμάτων ήιο έκείνη, ή όποια μας έ'διδε λέξεις όμον καΙ μελφδίαν. Δυστυχώς xovxo δέν είναι εΰκολον9 διότι αί μϊν λέγεις ση" μείον ν ία ι ε^κ^λως, χήν μελωδίαν δ μ ω ς μόνον μουσικός δύναχαι νά σημειώ-

( ι ^ Σ τ . Κ υ ρ ι α κ ί δ ο υ — Ε λ λ η ν ι κ ή Λαογραφ ία . Μέρος Α', σελίς § ΐ / Ε κ δ θ ( * ι ς «Λαογροφικου Αρχείου» ( Α θ ή ν α ι Ι9 2 3·)

Page 6: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

iff" nffihMMT • ιΤΐί •: jlBwl»· EM

orj καϊ μάλιαχα καλός...·» Συμμορφούμενοι, λοιπόν, και ήιιεϊς μέ τάς απαιτήσεις τη; Λαογραφικής

Επιστήμη; μετά θάρρους ανελάβομεν την <δύσκολον> ταΰτην προσπαθειαν μετά του προσφιλούς συνεργάτου μου κ. Ε. Παπαδοπούλου όστις "και ανέλαβε την κοταγραφήν του μουσικού μέρους του βιβλίου. Αι εύθύναι δέ τής καταγραφής του ποιητικού κειμένου, καθώς και του εις τό τέλος του βιβλίου υπάρχοντος λε-ξιλογίου, βαρύνουσι τον ύποφαινόμενον.

Πώς και τίνι τρόπω προέβημεν εις τάς λαογραφικός αύτάς άνασκαφάς αϊ-τινες μας επέτρεψαν νά φέρωμεν εις φως τον άδέσποτον θησαυρόν τής Δημο-τικής μας Μονσης, ποίας και πόσας δυσκολίας συνηντήσαμεν εις την άνεύρεσιν και καταγραφήν αυτών, γράφομεν εις επομέκας σελίδας

Προσ9έτομεν μόνον εδώ, δτι, τόσον άφθονος ύπήρξεν ή λαογραφική συγ-κομιδή ώστε αμέσως νά ΐδωμεν δτι εις και δυο τόμοι, ήσαν τελείως ανεπαρκείς διά νά συμπεριλπβωσι τή* πλουσίαν Ποιητικήν καϊ Μουσικήν χλωρίδα τής Δω-δεκανήσου και εσκέφθηιιεν δτι μεθοδικωτερον καϊ πρακτικώτερον θά ήτο, ή κατά τόμους έκδοσις αυτής, εις τρόπον c m s έκαστη νήσος νά εχη τον ιδικόν της τόμον εις δν νά συμπεριλαμβάνεται ή Ποιητική και Μουσική της παραγωγή, αρχόμενοι απ 6 τον τής Κα σου·

Πριν δμως προβώμεν είς την εκδοσιν του βιβλίου μας ήθελήσαμεν νά εχωμεν την ^νώμην ειδικών και άπηυθύνθημεν εις τον τότε έν Αΐγΰπτω πσρεπιδτιαουντα κ. Μανώλην Καλομοίρην, διευθυντήν του Εθν ικού μας 'φδείον, δστις, ω; γνω-στόν, Ιδιαιτέρως ήγάπησε και εμελέτησε την Δημώδη Μοΰσαν.

Ό κ. Καλομοίρης πάνυ ευγενώς δεχθείς εμελέτησε την έργασίαν μας και μ ας απέστειλε τήν έπιστολήν ήν δημοσιεΰομεν εις την προ του προλόγου σελίδα·

Κατόπιν τής τοιαύτης επισήμου, οΰτως ειπείν, αναγνωρίσεως τής αξίας του έργου μας παρεκαλέσαμεν τον κ. Καλομοίρην δστις >αΙ ευχαρίστως εδέχθη νά δώση μερικάς διαλέξεις-συναυλίας μέ πρόγραμμα ειληιιμένον έκ τής «Δωδ. Λύρας.»

Πράγματι τ | Ημετέρα πρωτοβουλία και υπό την προστασίαν τή:: Κεντρικής Επιτροπής τών Δωδεκάνησίων, νομίμου τών άπανταχού Δωδεκανησίων εκπρο-σώπου, εδόθησαν τοιαυτσι διαλέξεις εις Άλεξάνδρειαν, Σονέζ και Ίσμαηλίαν προ πυκνοτάτου ακροατηρίου, εις τό όποιον και έξαιρετικήν εντΰπωσιν ένεποίη-σαν αί έκτελεσθεϊσαι ΔωδεκανησιακαΙ μελω5ίαι.

Τό μέρος τής ομιλίας του κ. Καλομοίρη τό αφορών τήν «Δωδ. Λι'ραι» παραθέτομεν αμέσως κατωτέρω, Τάς επί τ ή περιστασει δέ ταύτη κρίσεις του τύπου τής ΑΙγΰπου θά ήτο δΰσκολον πολύ νά προσί)έσωμεν, καθ' δτι και κο-πιώδες θά ήτο και χώρος θά έχρειάζετο πολΰς. (1)

«•••Πρέπει νά εκφράσω—ελεγεν ό κ. Καλομοίρη,—δλες μου τις ευχαριστίες στην Κεντρικήν Επιτροπή τών Δωδεκανησίων καϊ στη «Δωδεκανησιακή Λύρα» γΐά τήν ευκαιρία που μου έδωκαν νά γνωρίσω και μελετήσω τη Δωδεκανησιώ-τικη Λαϊκή Μουσική·

Ή Μουσική τώ* Δωδεκάνησίων είνε x u αυτή ενα κομμάτι άκο τά πολυ-τιμώτερα τή; δλη; Έλληηκής μουσικής οικογένεια;. Παρουσιάζει ε να εκφραστικό πλούτο που σέ λίγα μέρη τής Ελλάδος βρίσκομε δμοιό του. Οί χορευτικοί των ρυθμοί συγγενεύουν μέ τά αλλα Κυκλαδικά και Κρητικά τραγούδια εχουνε μια ξεχωριστή δροσιά και χάρη και σπανίως τή συναντώμε στους άλλους Ελληνι -κούς χορούς. ν.ι ; : . ; ι / ^ μ ijht ' ** ' ν·.

Τά νανουρίσματα τους είνε ενα ξεχωριστό σημείο μέσα στα Δωδεκανη-

( ΐ ) Λβ«ομερε ί ς περιγραφάς έ γ ρ α ψ α ν αϊ ΑΙγυιττιακαΙ έφη μερίδες t « Έ φ η μ ε ρ Ι ς » 1-6 κα > 17)5)27, «Ταχυδρόμος» ι6 καϊ 20)5)27, «Δωδεκάνησος* « Ν έ α ' Η χ ώ » 21)5)27 κ α • Ν έ ο ς T A v b t c p o t ; * " • ^ . ϊ i Jft^U.ν;·

Page 7: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κ ' — 9' ~

σιώτικα λαϊκά τραγούδια, από τά σπανιώτερα δείγματα Ελληνικών δημοτικών νανουρισμάτων στη Μουσική. Ι Μελετώντας κάνεις τή Δωδεκανησιακή μουσική βλέπει πώ; αυτή επαιζε ρό-λο σπουδαίο σέ όλες τις κοινωνικέ; σχέσεις των Δωδεκανησιακών. Τραγούδια του γάμου, τραγούδια των καλεσμένων, τρχγούδια crj; αυγής, τραγούδια του Uρου, τραγούδια γιά ξακουστούς καπετανέους, μοιρολόγια γιά τού; νεκρούς για δλες τις περιστάσεις δ Νησιώτης θ ά βρή τή σωστή μελωδία που διαπιστώνει τά συναισθήματα του.

Και ή μελωδία αύτη εινε κατ' εξοχήν ελληνική εχει δλο τό θυμάρι τών βου-νών τής Ε λ λ ά δ ο ς μας και δλη τήν άρμη τής Ελληνικής μας θάλασσας.

Οι κλίμακες των, καθαρές 'Ελληνικές κλίμακες, άνάλογες μέ τις πιο γνή-σιες κλίμακες τών καθαρών Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.

Έ χ ω ΰπ' δψει μου ενα δημοτικό τραγούδι τής Καρπάθου. Τό τραγούδι αυτό >ιού εινε γραμμένο επάνω σέ μιά από τις αγνότερες 'Αρχαίες Ελληνικέ; κλίμακες, τήν Α ρ χ α ί α Δωρική, σήμερα σχεδόν ά'γνωστή στήν ευρωπαϊκή μουσική καΙ σπανιώτατη καΙ σ' αυτή τή νεώτερη Ελληνική Δημοτική.

Εινε έ'νας χρυσός κρίκος πού συνδέει τό παλαιό ^ενδοξότατο παρελθόν με τό καινούργιο ελπιδοφόρο μέλλον.

'Ανάλογα τραγούδια σέ σπανιώτατες κλίμακας πού μας θυμίζουν τήν αρχαία τους καταγωγή βρίσκει κάνεις άφθονα μέσα στους θησαυρούς του Δωδεκανησιακού τραγου,διου.

Ή μελέτη τους και ή περισυλλογή τους, θ ά αποτελέσουν καλλιτεχνικό στοι-χείο ανυπολογίστου εθνικής μουσικής και ποιητικής αξίας πού θά βοηθήση ση-μαντικά τήν δλη έξέλιξι τής Έλληηκής μουσικής" Λαογραφίας από' μιά μεριά και συγχρόνως θ ά αποτελέσουν Ινα πολύτιμο παράγοντα εμπνεύσεως γιά τον Έλληνα μουσικόν δημιουργόν τού μέλλοντος.

Γι' αυτό και εχω τήν γνώμην, πώς ή εργασία πού ανέλαβαν μέ τή Δωδεκα-νησιακή Λύρα οι κ.κ. Μαύρης καΙ Παπαδοπου?ώς εινε ajco δλες τις μεριές σπουδαιότατη και αξία κάθε σεβ χσμού και υποστηρίξεως. '

'Η έργασία των εϊνε τέτοια που βταν συντελεύει ολόκληρος, νομίζω πώς φά εϊνε μοναδική καϊ μείνη μνημειώδης, διότι άσφαλώς ώς τώρα ah τόση Μκταση καΙ μέ τόση συστημαίικοτητα ίέν εχει γίνει γιά. &λλο μέρος τής 'Ελλάδος.

Ή μελέτη τή; εργασίας αυτής θ ' άποτελέση ενα σπουδαιότατο βοήθημα σέ δσους θ ά ενδιαφερθούν γιά τήν Ελληνική μουσική και ποιητική λαογραφία.

Είχα τήν τιμή καΙ τήν εύχαρίστησι νά εναρμονίζω μερικά άπό τά τραγού-δια της Δωδεκανησιακής Λύρας.

Ή έναρμόνισις εγινε μέ άπόλυτο σεβασμόν του πρωτοτύπου κειμένου δσο τό δυνατόν απλούστερη, αλλά και σύμφωνα μέ τις αρχέ; πού εξέθεσα σ^ήν αρχή τής ομιλίας μου, δηλαδή, ανάλογη σχετικώς' μέ ^ή σημερινή γεηκή αντίληψη τής 'Αρμονική; τέχνης καΙ δσον ι ό δυνατόν συμφωνότερα μέ τίι μουσική άλλσ καΙ αισθηματική και ποιητική έκφραση τού τραγουδιού.

Μερικές απ' αυτές τής εναρμονήσεις θέλουν εκτελεσθεί σήμερα, δυστυχώς δχι μέ πολλά ό'ργανα και φωνέ; οπότε θά άνεδεικνύετο πληρέστατα ό πλούτος τού Δωδεκανησιακού τραγουδιού, άλλα μόνον μέ πιάνο. · |

"Όπως κ α! νάχρ, και μέ τό αχάριστο αυτό δργανο, θά φανή νομίζω αρκετά τό Έλληνινώτατο κάλλος τών τραγουδιών αυτών και θά άκούσωμε τό κελάρυ-σμα μιας αγνής μουσικής, από τ?)ν 6 t<u.tv | "Ελλην συνθέτης τον μέλλοντος δβν ^χει παρά νά σκυψ]] γιά νά πιή τό 'Αθάνατο νερό, τό 'Αθάνατο νερό τή; ποι-κ ι λ ό μ ο ρ φ η ς αλλά μια; και άδιαίρετης Ελληνικής μουσικής».

Page 8: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Συναυλία ι Ιπίσης εδόθησαν και είς 'Αθήνας με πρόγραμμα εκ τη; «Δωδ* Λΰρας» είλημμένον πρώτον τήν 5 Φεβρουαρίου 1928 (1) και δ^ΰτερ >ν τήν 26 'Ιουνίου του Ιδίου έτους ει; ην μάλιστα πλήν τών αλλα>ν παρέστη και ό Δωδε-κανήσιος τέως ύ/τουργός τή; Παιδείας κ. Θ Νικολουύη;. (2)

Τοιούτον λοιπόν, από λαογραφικής ά/ίόψεα); to έργον του οποίου παρόν-σιάζομεν σήμερον τον α'· τόμον,

'Από εθνικής δμω; άπόψεω; δύναται νά συμρίλη εις τον κΰριον σκοπον δι' δν τό κροωρίσαμεν ; Ή άπόδειξις δηλαδή τής Ελληνικής καταγωγής τής δημοτικής μας μουσικής και ποιήσεως δύναται νέον τι νά πρόσθεση δ/ιλον εις τήν ήδη άρκοΰντως ϊσχυράν πανοπλίαν τής άδικοσ/ίλοβωμένης μας Δωδεκανήσου ,

Άντι πάσης άλλης άπαντήσεω; παρα θέτομεν κατωτέρω τον επίλογο ν άρθρου δημοσιευθέντος εις τήν Ίταλικήν εφημερίδα τής Ρόδου «Messaggero* ολίγον με-τά τήν δια τών εφημερίδων άναγγελίαν τής συλλεκτικής μας εργασίας—πρόκει-ται άρα γε μόνον περί συμπτά>σεο>; ;—και τό όποιον ανε δημοσίευσε ν εις τό φΰλλον τή; 4)2)27 τό «Messagero Egiziano» τής 'Αλεξανδρείας. Τό άρθρον τοΰτο είς δ πλεισται δσαι άνακρίβειαι αναφέρονται περι τή; Ροδιακής δημώδους μου-σικής καταλήγει ώ; έ'ξή; <Διά νά λυθη dk τέλος xb πρωχόχυπον αύχό πρόβλημα, χής υπάρξεως δηλαδή9 αΙωνοβίου μουσικής κληρονομιάς9 ?ι%ις διαρκώς φθείρεται καϊ χάνεται ^ πρέπει νά κρίνωμεν γενικώς χήν δλην δημώδη μουσικήν άφοϋ πρώχον άναγάγωμεν αύνήν είς έπίπεδον καλλι-τεχνικής άξιας. "Ινα οϋτω9 εις χήν συναυλίαν χών έθνικώς, θρησκευτικώς καϊ πνευμαιικώς διαφόρων οικογενειών αϊίΐνζς άποχελοϋσι χήν μεγάλην καϊ Ισχυράν Ίταλικήν μας οίκογένειαν, προστεθεί καϊ τό άπαλόν άσμα τής Ποιητικής Ρόδου,

Ή Γένοβα καϊ ή Βενεχία μνήμονες τόσον μεγάλου ναυχικοϋ παρελ-θόντος, νοσταλγικώςθά άκροασθώσι χών ασμάτων χών νήσων έκείνων9 είς ας πάλαι ποτέ τά ιστιοφόρα των9 γενναιοφρόνως έπεδαψίλευσαν τό Ίτα-λικόν Πνεύμα.

Οϋχω ή Ρόδος9 ήτις ένώπιον χοϋ Ιδίου έκείνου Πνεύμαχος9 χών Ιδίων έκείνων πλοίων t άναγενναται μεγαλοπρεπής9 ώραία9 άπασχράπχουσα έκ χοϋ φωχός9 έκ χών χρωμάχων} έκ χών άρωμάτων 9 θά ψάλλη xbv ϋμνον τής άναγεννηθείσης ψυχής χης χωρίς νά φοβήται μή Χ δη έαυχήν θνή~ θκουσαν είς χοΰς λαμπρούς όρίζονχας τήζ ταραχώδους θαλάσσης ήτις χήν περιβάλλει·* ί; Ι^Ρ^·^*

Είναι ανάγκη άρα γε νά άνασκευάσωμεν τάς μέ τόσον λυρικόν ΰφος, δι' Ισωτερικήν βεβαίως κατανά>ωσιν, γραφείσας άναληθείσς δι* ών επιζητείται ή πλα-στογράφηση τή; νΓ.ταγωγής του Δωδεκανησιακού τράγου δ ιοΰ του οποίου τήν Ελληνικότητα, και μόνον τό είς Δωρικήν κλίμακα γεγραμμένον άσμα περι οΰ ώμίλησε ό κ. Καλομοίρης θά ήρκει περιτράνως νά απόδειξη ;

( ΐ ) Περ ι γρ αφ έν αυτής Ιδέ e k τήν έφημερίδα "Δωδεκάνησο ν» της 25)2)28 και έφεξής Ε ί ς τήν"Δωδεκάνησον» μάλιστα της 7)3)2% b υπέροχος Δωδεκα^ήσιος Δρ Σκεύος Ζερβός, τ ε λ ε ι ώ ν ω ν τήν περιγραφήν τής συναυλίας έκείνης έγραφε τά εξής λ ί α ν κολακευτ ικά δι ήμας δ ιά τά όποια και τόν εύχαριστου^λεν θερμώς.

«.•..Είς τό βάθος της σκηνής ά λ λ ά και είς τό προσκήνιον έ π α ν ε ι λ η μ μ έ ν ω ς ε ίδα νομ ί ζω , μέ άνοικτούς όφθαλμούς αύτήν τ η ν ' Α θ ά ν α τ ο ν Δόξαν ν ά φ ιλή είς τό μέ τωπον καϊ ν ά στεφα-νώνω μέ άμάραντον δάφνην καϊ μέ κότ ινον τάς δύο προσφιλείς τής Δωδεκανήσου θ υ γ α τ έ ρ α ς , τήν Δημώδη ΙΙοίησιν καϊ τήν Λαϊκήν αύτής Μουσικήν και ή ψ υ χ ή μου η ύ φ ρ ά ν θ η μ έ χ ρ ι θ α -νάτου, Νομίζω μάλιστα ότι εις τήν έμπροσθέλαν της ε ίχον μείνε ι άκόμη καϊ π ο λ λ ά φ ύ λ λ α καί τ ι να ά ν θ η προωρισμένα διά τους καλούς συλλογείς τής "Δωδεκανησ ιακής Λύρας,» ε ί ς τους όποίους πας έπαινος παρέλκει, ε γ ώ δέ προσωπικώς συγχα ίρω ό λ ο ψ ύ χ ω ς , τους ευχαριστώ όλοθέρμως και είλικρννώς τούς εύγνο;μονώ, συνιστών είς αύτούς ύπομονήν , έ π ι μ ο ν ή ν άκατά-βλητον καϊ μεθοδ ικήν έργασίαν . ' Η έπιτυχία καϊ ό θρ ίαμβος θ ά ε ίνα ι άσφαλείς .*

(2) Ι Ιερ ιγραφάς τής συναυλίας αύτής έ γ ρ α ψ ε ν ή "Πατρίς* καϊ ή «Καθημερ ινή · τ ω ν * Α -θ η ν ώ ν τής 28)5)28, ή "Δωδεκανησιακή Αύγή» ' Α θ η ν ώ ν τής 1)6)28 καϊ ή " Δ ω δ ε κ ά ν η σ ο ς »

καϊ έφ^ης. Ι ^ ^ Η ^ Β Ι m ^ k . •

Page 9: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Είναι άνάγκη αρά γε νά ύπενθυμίσωμεν είς τους παραχαράκτας αυτούς χης 'Ιστορίας, δτι ή Δωδεκάνησος, από 3000 χρόνων Ελληνική, συνέβαλε και Αύ-τ ι είς τό μεγαλεΐον του 'Αρχαίου Ελλην ικού Πνεύματος ώστε νά μή τής χρειά-ζεται τό Ι ταλ ικό ν τοιούτον, και δτι ή Ενετοκρατία—,ιλήν τής μαύρης άναμνή-σεως—ουδέν ίχνος τής διαβάσεώς της άφήκε εις τήν ψυχήν τών νησιωτών ήτις εμεινε καϊ «αρέ μείνε άκραιφνώς Ελληνική ;

Είναι άρα γε ανάγκη νά ύπενθυμίσωμεν εις τούς διαστρεβλωτάς αυτούς της Αληθείας δτι ή Ρόδος ούτε βνήκε ούτε θά ανήκει ποτέ είς τήν «ΐσχυράν Ίταλικήν οικογένειαν» διότι ό Ελληνισμός ουδέποτε υπήρξε στοιχειον άφομοιώ-σιμον άλλα μόνον άφομοιωτικόν ;

Και λησμονουσι, πώς ενώ οί προγονοί των κατέλαβον διά τής υλικής ισχύος τούς ίδικβύς μας προγόνους, κατεκτήθησαν οι νικηται από τούς ηττημένους διά τής πνευματικής τοιαύτης ;

Ό Όράτιος, ιδικός των ποιητής, προσεπιμαρτυρει: *Graecia capta, ferrum vidorem cepit et artes intulit agresti Latio.» (1)

Δεν επεκτεινόμεθα περισσότερον.Άπευθύνομεν δέ μόνον μίαν παράκλησιν προς τάς ευγενείς διανοίας, προς τάς ευγενείς διανοίας και τά φιλάνθρωπα πνεύματα τών πεπολιτισαένων εθνών—του Ιταλικού δε Ιδία παρά τφ δπυίο) τό μουσικόν αίοθητήριον είναι εξαιρετικώς άνεττυγμένον καϊ εκλελεπτυμμένον—ϊνα άηοφαν-θώσι εάν λαός μέ τοιαΰτην και τηλικαΰτην μουσικήν βλάστησιν είναι απολίτι-στος και χρήζει ξένης κηδεμονίας ή αν εχει τό δικαίωμα τής αΰτοδιαθεσεα»ς καϊ τής Ιλευθερίας του·

Τελευτώντες δέ τον υπέρ πάσαν προσδοκίαν μακρόν αύτου πρόλογον, έκφρά-ζομεν και δημοσία τάς θερμότητας ημών ευχαριστίας, προς τήν Κεντρικήν τών Λωδεκανησίο^ν Έπιτροπήν, διά τήν πολΰτιμον ηθική ν αυτής άρωγήν, προς τον Έλληνικόν Τΰπον διά τάς λίαν κολακευτικός επί του έργου μας κρίσεις, πρές τον μ^υσικον κ. Πανον Βέην δστις χάριν ημών έφιλοτέχνησε ύπόκρουσιν διαφόρων χορών, περιεχομένων έν τφ παρ 5 ν τι τόμφ, προς τούς συνεργάτας καϊ συνδρομητάς ή ιών και τούς όπωσδήτοτε συμβιλόντας εις τήν έπιτυχίαν του έργου μας και ών τά ονόματα αναφέρονται έν αλλφ τόπφ. σΟλως δε Ιδιαιτέρως *ύχαριστουμεν τον μουσικόν μας κ. Μανώλην Καλομοίρην, και διά τήν μεγίστην αυτού ήθικήν ύποστήριξιν και διά τάς ευμενεστάτας έπι του έργου μας κρίσεις, και διά τάς Συναυλίας α; εδωκε, και διά τάς εναρμονίσεις, τέλος, ac χάριν ημών εξεπόνησε, τινές τών όποιων κοσμουσιν ήδη τάς σελίδας του βιβλίου τούτον. ΓΙαρακαλούμεν δέ, τέλος, τον άναγνώστην νά κρίνη επιεικώς τάς άτελείας ας δυνατόν νά παρουσιάζη τό ήμέτερον έργον, έ'χων ϋκ δψιν του δτι, ήμεΐς οΰτε κόπων ούτε δαπανών έφείσθημεν ινα παρουσιάσωμεν αυτό δσο%# ενεστι καλλίτε-ρον, και δτι, αν δΰναταί τις νά μας ψέξχ) διότι δεν κατορθώσαμε ν, ίσως, νά πράξο)μεν πάν δ,τι έ'πρεπε, ουδείς δμως θά δυνηθή νά μας κατηγορήσω δτι Ιπράξαμεν παν δ,τι ήδυνόμεθα.

Pecimus quod potulmus, faciant meliora potentes. (2)

Ζαγαζικ τή 8 Ιουνίου 1928.

\ Δ ρ Ν · Motvprig

(ι) Καϊ κατακτη^είόα ή ' Ε λ λ ά ς χύνάγ[ηον xaxaxtt)ιήν bnita£* *al χάς τ έχνας · ίοήγα^ •Ις Φ άγροϊκον Αάηον·

(2) ' &χρά£αμ*γ *«ν 6,*ι ήδηνάμβδα Ας ηράξαχκ καλότιρα ol δυνάμενοι.

Page 10: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

I

wmn* aoaticuNHaftiM Α*OY?A

I. Μ Ο Υ ^: I Κ Η - ' Α δ ύ ν α τ ο ν ν ά εμβαθύνω με ν εις τ η ν νεωτέρα ν « τ έ χ ν η ν , χωρίς πρώτον ν ά ά ν α δ ρ ά μ ω μ ε ν είς «τήν τών Ε λ λ ή ν ω ν * ή νεωτέρα ως άλυσό&ετος «κρίκος εχε ι τάς π η γ ά ς αυτής έξ εκείνης .

Richard Wagner.

<Η 'Ελλην ική Μουσική·—-Η ψυχή xa l το ήθος ένός λαοΰ κατοπτρί 'ονται

νη και ανεπτυγμενην.

Τοιαύτη υπήρςέν ή ' Ε λ λ η ν ι κ ή φυλή, τ ή ; οποίας ή μέν γλάοσα ί ; ΐ χ ν ι α σ 0 η σχεδόν τελείως, ή δέ Μουσική δεν διεσώθη δυστυχώς ολοκληρωτικά; i s t4c ελα-χ ίστης παραγωγής εκ τής οποίας αφ1 καϊ αλλω/ μαρτυριών άφ έτερου, μαίνεται κολοφών δόςης Μουσικής, δημιουργηθείς υπό του δαιμονίου * Ελληνικού πνεύματος.

Αιώνες δμως ολόκληροι περιπετειώδεις, ίκάλυψαν δυστυχώς, μ* πέπλον πολύ πυκνόν τήν τέχνην ταύτην τών προγόνων μας. Πλην, ό πέπλος αυτός ίσχάτως ήρχισε νά άνακινήται και οί κεκρυμμένοι άδάμαντες του έθνικου ημών βίου, ήρχισαν νά φαίνωνται μέ λάμψιν άποΒαμβωτικήν. Τούτον ζητουσι νά άνασύρ<οσι σήμερον, τιμίως έκτιμώντες τήν Έ λ λ η ν ι κ ή ν ταύτην τέχνην, και νά ζητήσιοσι τήν παλαιάν ά«ολ«-σίΐεί^αν παρ αγωγή ν μέ δλα της τά ωραία στοιχεία, μίσα είς τήν σημερινή* Δημοτιχήν μελωοίαν σ;ότι ή απώλεια αυτη δεν είναι μόνον ' Εθνική. Κρατεί ζωηρόν τό ενδιαφέ-ρον. 8λων τών μουσικολόγων τής Δύσεως, άναγνωριζόντων πλέον, Ετι είς το Ελλη-νικόν Λημοτ'κόν μέλος κρύπτεται θησαυρός ανεκτίμητος, τ έχνη ζηλευτής τελειότητας. 'Από *4Ι)& γωνία ν Έ λ λ η ν ι κ ή ν , μουσικός ήλιος ήρχισε νά άνατελλ^ φωτίζων τό σκοτεινΑν παρελθόν και ρίπτων τάς ακτίνας του εύεργβτικάς, δπου αλλο ιε μουσικόν σκότος έβασίλευε. Ί Ι 'Ανατολή λοιπόν μέ πρωταγωνιστριών την ' Ε λ λ ά δ α αποδει-κνύεται «une mine musicale intpuisable» κατά τόν Γάλλον μουσιχολόγον Ducotidray.

Κ ίνα ι πάλιν ή Μουσική τής 'Ελλάδος , ήτ ις πρόκειται νά διαν^ίςβ. αρχίβασ* ήδη, νίους όρίζοντα; είς τήν καθόλου Μουσικήν, θραύουσα τήν αλυσιν δι' ή ς ιτεριώρίσαν αάτήν ol Ευρωπαίοι και ρίπτουσα τό πτωχόν και άνάίιον ίνδαμα μέ τό όποιοι τήν έχουν ένδύσει.

Μελφδία ι πλασμάναι έν πυριπετείαις διά μέσου τών αΙώνων, I f ipov ri; ή μ α ς

υνένειαν τής άβανάτου 'Ελλην ικής Τέχνης είς τά στόματα του ΊΒΑληνικνδ λ^οφτ ν ψ βυνεχ

Page 11: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— iV — g 4ιτβιος διεφύλαξ* τήν ίεράν ιαύτην κληρονομίαν μέ τους ρυθμούς της , τους τρό-πους της, μέ δλην τήν μελφδικήν έπινόησιν χαΐ έν γένει μέ δλα τά στοιχεία και τήν ποικιλίαν της.

Ι I *

Ξένη έπίδρασίς έ ΐ ΐ αύτήξ.—Πασα μουσική παραγωγή είναι ζύμη πολύ, ιύμετάβαλος. Επηρεάζετα ι ευκόλως άπό κάδε άλλην του είδους, άλλοιουμένη κα πολλάκις άρδην μεταβαλλόμενη. Τοιαύτην έπίδρασιν ϊσχεν είς πολλά μέρη ή ; ξένη Μουιική ίπ ΐ της Ελλην ικής . Το τοιούτον δμως έγένειο βεβαίως σπανίως διότι ό Έ λ λ η ν μέ τήν έβνικήν του Μουσικήν εψαλλε πάντοτε τά'· έθνικά του όνειρα, συνυφαίνων ποίησιν πατριωτικήν με άνάλογον μελφδίαν. Ως ήτο έπόμενον, το τοιούτον έγένετο βεβαίως οσάκις εοίδετο περίστασις, ήτις αναμφιβόλως ήτο σπανία. Ένώ είς τάς κοινάς περιστάσεις τής καθημερινής ζωής ένετρύφα είς τους ήχους τής έφημέρου Μουσική;. Διά τοΰτο αί μελφδίαι συχνάκις κ' έλη σμο νου ντο ή μετεβάλ-λοντο, Τοιαύτας περιπετείας εσχεν ή Ελληνική Μουσική έν μέσψ τής δουλείας και τών έβνικών συμφορών ή έν μέσψ ξένου περιβάλλοντος, δταν ό Έ λ λ η ν πολ-λάκις εόρίσκετο έκπατριζόμενος.

Τούτο δμως ευτυχώς δεν συνέβη κα! παντού Διά τούτο ή Ε λ λ η ν ι κ ή Μουσαν σώζεται έπι τών όρέων έν ταις κρόπίαις ή είς γωνίας άτοκέντρους τής Ε λ λ η ν ι κ ή ς γης, τάς οποίας το πυρ κα! § σίδηρος του κατακτητου έσεβάσθη. Ουτω σώζεται λοιπόν η θεία του Μουσηγέτου^ Απόλλωνος τέχνη, μεγαλοπρεπής και έπιβλητική, έν (λφ αδτής τφ κάλλει κα! πλούτφ, έν μελψδίαις προς ας μέχρι τινός έδεικνύετο άδιαφορία άσύγγνωβτος και περιφρόνησις κατακριτέα.

* * *

Δωδεκανησιακή Μουσική.—Μέ τοιούτον θησαυρόν 'Εθν ικής Μουσικής παρουσιάζεται ή Δωδεκάνησος. Μελφδίαι, λείψανα άρχαίου * Ελληνικού μουσικου κάλλους, προδίδουσιν έν αόταΐς μέλος είς δ δεν έπέδρασε ξένον τοιούτον, συντεθει-μένον έπάνω είς κλίμακας κα! τρόπους κα! ρυθμους c Ελληνικούς, πάντα συνάδοντα πρός δλας τάς σχετικάς παραδόσεις τ ή ς Έ λ λ η ν ι χ ή ς φυλής, διασωθέντα έν τή μνήμη πολλών γενεών κα! μεταδιδόμενα άπό στόματος είς στόμα.

Εΐδεν ήδη ό άναγνώστης έν τα) προλόγφ, πώς περι τής Δωδεκανησιακής Μουσι-κής έκφράζεται 1 σοφός Έ λ λ η ν μουσικολόγος κ. Καλομοίρης.

raa^i * * * Ποιον το πρόγραμμα μας.—Τό πρόγραμμα μας είναι ή περισυλλογή

απάντων τών Δωδεκανησιακών Δημοτικών μελφδιών αί όποΐαι είναι καθαρώς 1 Ελλη -νικά! πλήν όλίγων τινών τουρκικών. Έ κ του σκοπού δέ τον όποιον άνωτέρω έξεθέ-σαμεν καταφαίνεται δτι κανείς δεν πρέπει νά αδιαφορήσω είς τό νά μας παρέξη τ/jv άριβγήν του. 'Ομολογουμεν δτι εύρομεν άρκετόν ένδιαφέρον είς πολλούς κα! χάρις είς τήν συνεργασίαν αυτών κα! δή τών Κασίων, παρουσιάζομεν τον πρώτον τόμον τής συλλογής μας: τήν «Κασιακήν Λύραν.»

Φοβούμεθα μόνον μήπως υπάρχουσι και άλλα ασματα, τά όποια oi γνωρίζοντες δεν εσπευσαν νά μας πουν, Ή παράλειψις δεν είναι |§ υπαιτιότητό; μαε. 9 Επικαλούμενα τήν μαρτυρίαν πάντων. Έ μ ε ΐ ς έσπεύσαμεν παντού, μή φεισθέντες ούτε μόχθων ουτε δαπανών. Οδτω μόνον θά δώσωμεν, είς μέν τους 'Έλληνας μουσικολόγους όλικόν π^4ς μελέτην και Ιμπνευσιν, διά τήν δημιουργίαν καθαράς Ε λ λ η ν ι κ ή ς Μουσικής άντα-ξίας τής άρχαίας μητρός της, είς δέ τους τής Δύσεως νέα στο-ιχεΐα κα! νέους χρω-ματισμούς τους όποιους νά θέσωσιν έπι τής Μουσικής των πυξίδας, δπως άλλως τε H έτόνισε κα! | κ. Καλομοίρης.

Άναλογ ιαθήτε λοιπόν πόσον συμβάλλετε έθνικώς είς τό υ|>ηλον κα! έΟνικόν τ Λ τ · Ιργον μέ ?να σα; τραγούδι και μή άοιβφορήτε, άλλά σπεύσατε νά μας τό

Page 12: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

παραδώσητε . Πολλοί γέροντες έντρέπονται νά τραγωδήβουν, νέοι δέ Οεωροίσι τούτο έλάχ ιοτα κολαχευτιχον διότι «δέν είναι της έποχής , » Έί* δσων ανωτέρω ειπομεν φαίνεται το αδικον τών μεν χα ι ή άσέβεια τών δέ.

'Απώλεια δημώδους μελφδίας είναι έΟνική άπώλεια, 2πως τό έναντίον, είναι έΟνικόν μεγαλείο ν. Σπεύσατε 80εν νά παραδώσητε εις τήν άΟανασίαν, κόβε δημώδη μελφδίαν, τήν δποίαν ήκούσατε από τους γεροντοτέρους σας, βέβαιοι, δει πράττετε έργον έδνικόν, συντελουντες εις τήν άναγέννησιν τής θείας Ε λ λ η ν ι κ ή ς Τέχνης.

*

Τρόπος εργασίας. —Έπεστήσαμεν τήν προσοχή ν μας και κατεβάλομεν πα-σαν προσπάθειαν εις τήν πιστοτάτην άπόδοσιν τών μελωδιών μετά μεγάλης έπιμονής και περισκέψεως, ή όποια πολλάκις έκούραζε τον υπαγορεύοντα τυυ όποιου έπικαλού· μέθα τήν μαρτυρίαν.

Ά φ ο ΰ ήκούομεν τήν μελίοδίαν όλόκληρον, δσας φοράς ήτο ά"αγκαίον διά νά άντιληφΟώμεν τήν κλίμα ν α επί τής όποιας ήτο γεγραμμένη, διηροΰμεν ταύτην εις περιόδους καϊ ταύτας εις μικρότερα τμήματα, τά όποια έγράφομεν συ λ λαβή ν προς αυλλαβήν τη συνοδεί^ δργάνου. ΜεΘ' δ έγίνετο ή σύνδεσις τών περιόδων. Μετά τήν όλικήν γραφήν άπεδίδετο πάλιν όλόκληρος ή μελφδία υπό του ύπαγορεύον:ος, ένω ήμεις παρηκολουθοΰμεν διά δείκτου ενα πρός ενα τους γραφέντας μουσικους χαρα-κτήρας και έγίνετο Ι \δεχόμενη διόρθωσις. Ήκολούδε ι ή άπόδοσις υπ* εμού του Ιδίου ένώπιον του ύπαγορεύσαντος πρώτον, καϊ δεύτερον ή έκτέλεσίς της πάλιν υπ' Ιμου έπί δργάνου. Ούτως έλάμβανε τήν σφραγίδα τής πιστότητας. Με®' δ ήκούομεν τήν αυτήν μελφδίαν και υπό πολλών άλλων, μετά τών οποίων συνεζητουμεν έπΐ ένδε-χομένων διαφορών και λεπτομερειών, μεταβάλλοντες τήν μελφδίαν έπί τ} βάσει της γνώμης τών γερόντων και έπί τό άρχαιότερον.

Έπροτ ίμησαμεν δέ πάντοτε τους γεροντοτέρους καϊ εκ τούτων πάλιν τους έπιτη-δευομένους φιλομούσους τραγφδιστάς, οιτινες έτραγωδουν μετ ένΟουσιασμου και αισθήματος, διότι αί μελφδίαι αύται εις τά στόματα άπροσέκτων και άμούσων εκτε-λεστών υφίστανται άτομικάς άλλοιώσεις και μεταβολάς μελικας, μετρικας και ρυί-μικάς τής ί*ίας αότών αντιλήψεως. Τό ονομα δέ έκάστου ύπαγορευτου ευρίσκεται εις τήν άρχήν δεξιά έκάστης μελφδίας, έπίσης και ή πόλις δπου έγράφη.

Κατά τάς συστάσεις τών γεροντότερων άπέφυγον του; νεωτέρους, οι όποιοι κατα την κοινήν όμολ

ογιαν πα ρήλλασσον τάς μελφδίας Ιπηρεασμένοι από τήν ξένην σύγ-χρονον Μουσικήν, Ι νφ πραγματικώς όμολογώ δτι παρετήρησα τόν ιερόν φανατισμών και σεβααμόν τών γεροντοτέρων πρός τήν παράδοσιν και αποχή ν από πάιης νεωτε-ριστικής παραφΟορας. Δεν παρε?είπομεν νά παρευρισκώμε^α είς διασκεδάσεις καϊ νά άκούωμεν τάς μελφδίας ταύτας άδο μένας κα'ι έκτελουμένας έπί όργάνων προσπα-Οουντες πάντοτε νά άνεύρωμεν τήν αΊΟεντικωτέραν παραλλαγήν μιας μελωδίας. - 0 -που υπήρχε μεγάλη διαφορά μετάξι) τραγουδιστών, έάν μέν ήτο ολική έγράφομεν δύο παραλλα-)άς, έάν δέ μερική έπανελαμβίνομεν τήν στροφήν του άσματος, δπου υπήρχεν ή διαφορά, άντί νά σημειώσωμεν σημεία έπαναλήψεως, δπως κάμνομεν εις αλλας. Προτιμώμεν πάντοτε τήν φωνήν αντί του όργάνου δι t τάς μετά ποιήοεως μελφ-δία;, irfsio ς έκαστος δργανοπαίκτης έξετέλει τούτο κατά Ιδίαν άρέσχειαν και μουαικον τάλαντον, μέ διάφορα πάντοτε ποικίλματα. 01 παρακολου&ήσαντες τήν έργασίαν ήμων καϊ οί παρεόρεδεντες εϊς τά μουσική ταύτα μνημόσυνα 8ά όμολογήσωσι μετά πό·ης έπιμονής και εύλαβείας προσεκολλώμεΟα είς ταύτα.

Γενικώς εδρομεν πολλάς μελψδίας κοινάς είς πολλάς νήσους, αλλά προύτιμή-•αμεν ίδίαν έν έκάστη νήσφ γραφήν, διότι οδτως θά φάνουν τά ιδιάζοντα χαρακτη-ριστικά τής Μουσικής έκαστης νήσου έκ τών μεταβολών, τάς όποιας υπέστη ή μέ-λ η ^ ία έν αύτ^, καϊ έκ τούτων ή προέλευσις τής μελφδίας, Ιεροί ένθουσυτομοί, συγ· κ ινήσεις , γλυκειαι άναμνή·εις ίέν ελειπον, Τούτο θά άποτελέση ίδιαίτερβν θέμα μας

Page 13: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Β Η Η Η Η ^ - < -Η έργασία πολλάκις διεκόπτετο η δταν ο' υπαγορεύων μέ τά δάκρυα είς τοί>ς όφθαλ" μους δεν ήδύνατο να προχώρηση ή..,, δταν μετεβάλλετο είς «τρικούβερτο γλέντι .»

—«Πάει πια δάσκαλε ! έφραγκέ^αμε!! άδικα πολεμάτε ! άφου κανείς (8)4* πά(ίί) νά (8)ή r τήν Κασο! Ούλοι τρέχου(ν) στά Παρίσια!...» ελεγον ιδιαιτέρων οι Κάσιο ι.

| * ΚασίΚΧΠ Λ υ ρ « · (Μουσικόν μέρος).—Αδτη άποτελείται άπδ 63 μελψδίας .

Έ χ τούτων αλλαι μεν είναι καθαρώς Έλλήνικαί , άλλαι Τουρκικαί έκ Κρήτης με-τάδοθεισαι και μία'Εβραϊκή (;;;) «δ Ζερβό(δ)εξιος» (άρ. 61.)

Έ χ τούτων πάλιν αλλαι φαίνονται καθαρώς Κασιακαι αλλαι δε ηδοντο πα-λαιόθεν Ιν Κάσφ. Λαμβάνουσι δέ τήν δνομασίαν των :

loy. Έκ χών όνομάχων χών καλλιτέρων φδόνχων χαύχας (ουδόλως παρά-δοξον, χαι?έμέ νά ήσαν κάί ό | συνθένται των) ώς ό Διαγγούοικος (άριθμός 4 0 και 4 1 ) Ι &έταχ&νίατικος (άριθμ; 9) κλπ.

Διά τούτο βλέπομεν δτι πολλαί μελφδίαι Είναι αί αύται μέ έλαφράς παραλλα-γάς και δμως μέ διάφορον δνομασίαν ώς του Κέλη άρ. 27 και του Βλάχου άρ. 1 6 .

2ον. Έκ χοϋ χόηου χής προελεύσεώς χων ώς δ Χαρκίτικος άρ. 5 ο ΌΘεί-τιχος άριθμ. 31.

e 0 Χαρκίτικος λέγεται και ΆρμαΘιώτικος, διότι έξέμαθον τούτον οί Κάσιοι συνδ^κεοάζοντες μετά Χαλκητών ναυτικών έν τη νήσω' ΑρμάΘια.

3ον„ Εη χοϋ έηιφϋ'έγμαχος. ΠαρενέΘετον δηλ. λέςιν τινά ή φράσιν όλόκληρον έν τφ μέσφ του στίχου συνήθως, ώ; : «Τό (Δ)ιοσμαρίνι μου,» «καλέ», «καλέ μου σύντεχνε», «Κακόμοιρε παπα», «θαλασσάκι μου» κλπ. (αριθμ. 7, 12, 13, 4 7 κλπ.) ή διά νά άποφύγουν τήν παράτασιν τής αότής συλλαβής, τό όποιον άποφεύγουν πολί) οί Κάσιοι (be κουράζοΟσαν τόνάκροατήν ή, τέλος, καϊ διά νά έξισώσουν τό ποιητικόν μέτρον μέ τήν μουσικήν φράσιν.

Ό σοφός Ducoudray λέγει περί τούτου. «Quelque primitif que soit ce pro-«cide ll est assurement tr£s preferable a ces maladroites repetit ions des mo t s «dont on trouve maintes exemples dahs certaines productions savantes de Γ Art «europeen.» Τοΰτο γίνεται κυρίως *ίς τά έκ Κρήτης μεταδοθέντα.

Ενταύθα έπιτραπήτω νά παρατηρήσωμεν, δτι ουδείς έτολμησε νά προσοικειω-8η και νά θέση τό ονομά του έπι μελφδίας φερσό^ης τουρκίκόν χαρακτήρα.

Ποιοδντες δέ πάντοτε χρήαιν ή του έπιφθέγματος ή του τόπου τής προελεύ-σεως πρός διάκρισιν π,χ. «Τό Γιαέλι», «Καλε», / Ρεθυμιώτιαα» (άρ. 47, 1 , 4 , )

4ον. ΈΚ χής έκφράσεώς χου ώς «τό Πάθος», 6 «Χτικίάρης» κλπ. άρ. (23,32.) δον. Έκ χοϋ χόηον είς Βν έλάμβανεν Ιδιάζούοαν χροιάν ή τ ο ι : ρυθμική ν

άγωγήν («καντούνια»), ώς τό *Αλέντι ή Πλάκες ή Μπάλοΰξίστικος άρ. (44, 45.)

Πρόκειται δηλαδή περί ένος χαί του αύτου σκοποί) άδομ'ένου μέ αλλην χροιάν έν «?Αλέντι», αλλην έν «Πλάκες» καϊ άλλην εις τό στόμα τών Μπαλουζίδων (ψαράδων.)

6ον. Έκ χοϋ όνόμαχος χοϋ προχιμώνχος άύχήν f j ίκεΐνην χήν μελφ-δ ί α ν , ώς Μαυρολέοντος -Ξυδιάρη άρ. 17 t κλπ.

7ον. Έκ χής άφιερώσεως χοϋ πόιηχικοϋ χου κειμένου, ώς τ' "Αη (Γ)ιωρ-γιου τό τροπάρι άρ. 48, τής Κυρ$ς τό μοιρολόι άρ. 6, ή Λυερή άρ, 35.

&ον. Έκ χής Αρχίκής λέξεως Χοϋ ποιήμαχος και ί^ίώ; τά τροπάρι*, m; «4^ώατη·α ξαρρώ^τήσα» Η 10 Η Η άρ. 11;

Page 14: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

n t , _ - «r -9ον. 9 Eh xov χρόνου f j toy οκοηον ή τής περιστάσεως Haft' δν ifSovto,

ώς τής Αυγής άρ. 18, ό Λάζαρος άρ. 2, ή 'Ακαθάριστες άρ. 19. 'Όταν 'πώθουν τά καράβια άρ. 25, Ε μ β α τ ή ρ ι ο ν του γαμβρού άρ. 29 (1.)

ΙΟον. °Εη tfjg έπωδοϋ ώς «Βαριά βαριά τά σίδερα» άρ. 15 «Τά μελιτζανια» άρ ι9μ. 54 .

Τινές τών Κα^ιακών μελφδιών ευρίσκονται και έκτος τής Δωδεκανήσου ώς «ΤJ τροπάρι V ν Α η (Γ)ιωργιου άρ. 48 και το (Γ)ιαέλι» άρ 47 εις τον Άρ 'όνα Ρεμάντα-Ζα-χαρία. 'Αθήναι, 1917 δπου οί συγγράφεις διά μεν τήν πρώτον σελ. 57 άρ. 56 ση-μειοΰσι «Το τραγούδι του Βλ ' ίχου» Κρητικόν έπιτραπέζιον Διά δέ τό δεύτερον σελ. 46 άρ. 4 7 ώς περιπατητικόν άδόμενον εις τάς όδους τών 'Αθηνών.

«Του ψαρα το παιδί» εδρίσκεται έπίσης ώς έκ τής συλλογής Ευστράτιου Παπα-γιάννη Μουσικού, δημοσιευμένον είς τό μουσικόν παράρτημα τής Φόρμιγγος. Σελ. 60 μέ έλαφράς παρ'αλλάγας.

Ούδεμίαν τούτων εϋρομεν γεγραμμένην· Παααι εγράφησαν ύφ* Ι ΐ μ δ ν πλήν τών υπ' άρ. 19, 33, 36, 43, τά όποια πάνυ ευγενώς παρεχώρησε ν ήμΐν ό κ, Μ. Β . Ρεθύμνης , ' έφοπλιστής έν· Λονδίνφ, τά όποια και ό ίδιος εγραψεν, δπως έξετέλει ταύτα έπί του βιβλίου του. Τήν υπ 45 μελφδίαν έγράψαμεν έπίσης δπως έξετέλει ταύτην έπί του βιολίου του ό Δρ. Κ. Φραγκούλης έν Π. Σαίδ. Πάσαι αι άλλαι είναι ε ίλημμέναι από του στόματος του λαου.

Καταδεικνύεται, δθεν, δτι οι Κάσιοι πάσης τάξεως και ήλικίας κατ^γίνοντο πολυ είς τή ; Μουσικήν διά τήν όποίαν φαίνεται ειχον και ίόιαίτερον τάλαντον. Είς τάς πολλάς του ασχολίας ό Κάσιος δεν έλησμόνει τήν λύραν του, αλλ1 άπ' έναντίας έιτάνω είς τάς χορδάς της εύρισκε ττ,ν άνακούφισίν του. Είς τήν έπίόοσιν ταύτην είς τήν Μοο-σικήν φαίνεται δτι συνετέλεσε και ή άποκέντρωσις τής νήσου των πράγμα, τό όποιον τους έςηνάγκαζε νά δημιουργώ σι χαί νά καλλιεργώσι ιδίαν Μουσικήν έν αντιθέσει πρός τάς αλλ ας νήσους, δπου ή Μουσική παραγωγή είναι έ; Γσου καλή μέν αλλά πτωχότερα, διότι έδεχοντο τήν ξένην έφήμερον τοιαύτη ν και παροδιχήν ενεκα τής συχνοτέρας και διαρκεστέρας μετά τών ξένων έπικοινωνίας. Αλλως τε περιώνυμος τυγχάνει ή άποστροφή τών Κασίων πρός παν «ςενικόν.» Οί Κάσιοι άντηγω|ίζοντσ είς τήν Μουσικήν πρός τους Κρήτας, διότι ώς μας ελεγεν ό μουσικολόγος κ. Καλο-μοίρης είς περιοδείαν του έν Κρήτη διά τήν μελέτην του Δημοτικού τραγουδιου, ήκουσε τους Κρητας νά λέγουν, δτι ούτοι ές όλων τών νησιωτών μόνον τους Κα-σίους έλάμβανον υπ' οψει και έσέβοντο είς τήν τέχνην τής Μουσικής. Φαινομενικώς έχουν πολλά τά δμοια μετ αυτών και ιδίως είς τήν «Σούσταν,» αλλ' υπάρχει μεγάλη διαφορά εις τον χαρακτήρα τών στροφών και τήν έκτέλεσιν.

Είς τήν Σούσταν οί Κάσιοι χορεύοντες ουδέποτε τραγουδουν δπω; άλλοι Αωόε-κανήσιοι. Χορεύεται δέ αυτη ήπιώτερον παρ* δ,τι είς αλλ ας νήσους.

Γενικώς αί κυρίως Κασιακαί μελφδίαι είναι σύντομοι έν παραβολή πρός τάς μελφδίας άλλων νήσων. Ό π ο υ συλλαβή τις παρατείνεται, προτιμώσι νά έπαναλάβωσι 2-3 π^οηγουμένας συλλαβάς έν τφ αύτφ χρόνψ, αυξάνοντες τών αριθμόν τών ποδών. Ως λ. χ . άντί νά ειπούν

υ υ υ — — ή — θ ε — λ α νά—χω

λέγουν: υ υ υ υ υ υ υ

Χΐ^θβ—λα νά-χω—νά-χψ

Ε ίνα ι συντεθειμέναι έπί καθαρών Ελλην ικών κλιμάκων και ρυθμών, μεσταί χά-ριτος και έκφράσεως, μέ λεπτότητα τέχνης και χαρακτήρα έθνιχόν. .Έςετελουντο δέ έπί λύρας ή βιολίου, άργότερον τη συνοδεία τσαμπούνας (λυροτσάμπουνβ) μέ όπό-κρουσιν λαούτου.

(I) 'Ά//>ύουμν> dinti ή σημασία τής μελφΗας ·Πισομίοι.»

Page 15: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Έπί τών μελωδιών τούτων προσαρμόζονται κυρίως δίστιχα δεκαπεντασύλ-λαβα. ΕΙς έκάστην μουσικήν περίοόον προσαρμόζεται είς στίχος ή ήμισυς άδό-μενος ύφ* ένός καί έπαναλαμδανόμενος υπό τών συνδαιτημόνων έν χορψ μ,όνον έν μιά φωνζ, διότι τοιαύτη είναι ή φύ*ις όλων σχεδόν τών μελφδιών κατά ταυτοφωνίαν ή κατ* όγδόην, Αναλόγως της φωνής έκαστου. "Αδουσι δέ ώς έπί το πλείστον εις πολύ ύαλους τόνους έκ συνήθειας συνοδεύοντες τό όργανον, to οποίον κατά πατροπαράδοτον διδασκαλίαν παίζει τάς περισαοτέρας μελωδίας σχεδόν έκ τής χορδής mi·

Μετά τό πέρας του πρώτου στίχου ή κατ' άλλους μετά τό πέρας του δι-στίχου άδεται ή έπφδός (τσάκισμα) έτερον δίστιχον 8 σύλλαβο ν ώ ς :

'Ελα κοντά, δέν έρχομαι Μικροϋλλα 'μαι καί ντρέπομαι.

Αί μελφδίαι αύται συνελέγησαν έν ΑΙγύπτω καί ιδίως είς τάς παρισθμίους πόλεις όπου εύρίσκετο τό πλείστον μέρος τών τέκνων τής Κάσου δπως μαρτυρεί καί τό δίστιχον:

Νάτο νά | § ό Δέ Λεσέψ-, ήθε γά τό(ν) δικάσω πού πίτταρε τήν έρημο καί ρήμωσε τή(ν) Κάσο,

* * *

Οί συνεργάται μας.—Ό χ. Μκνώλης Καλομοίρης .Ή μοναδική αυτη ρυσιογνωμία, μουσικός άστήρ διακεκριμένος έν τή Ανατολή, παρακολουθεί άγρύπνως κάθε έργασίαν τείνουσαν είς τήν δημιουργίαν καθαρός 'Ελληνικής Μουσικής έκ τής Δημώδους τοιαύτης διά τήν όποίαν θυσιάζει τό πάν. 'Ακούρα-στος προσπαθεί καί τρέχει όπου ήέδνική αύτη Ιδέα τον καλεί. Δέν έδίστασε νά σπεί'ση καί πρός ημάς καί νά μάς δώση χείρα βοηθείας καί Θάρρος μεγάλο, τό άτοΐογ είχομεν χάσει προ τών δυσκολιών too έργου μας, καί μέ τάς Διαλέγεις— Συναυλίας τάς όποιας έδωκε κατά τον Μάϊον παρελθόντος έτουΓ έν Άλε£αν-όρεία, Σουέζ καί Ίσμαηλία νά διαφώτιση τό Κοινόν ό Έλλην σοφός μουσικολό-γος περί τίνος πρόκειται καί διατί προσπαθοϋμβν.

Πρεσβ. Ι. Β. Γιανναχουδάκης. Αύθεντία σ ^μβαλοϋσα τά μέγιστα είς τήν έπιτυχίαν τοΰ έργου μας. Ειδικώς έγκύψας καί έκτιμήσας τήν Δημώδη τής πα-τρίδος του Μουσαν, μάς απέδωσε τάς μελωδίας μετά πρωτοφανούς πιστότητος καί μέ λεπτότητα τέχνης, όχι μόνον διότι είναι μουσικός, όχι διότι ή άρτια μόρ-φωσίς του συντελεί είς τοΰτο, άλλά διότι ήγάπησε τά πάτρια, έξετίμησε τά πολύ-τιμα ταύτα διαμάντια καί προϊόντα Γοϋ έθνικοΰ μας βίου καί μέ πρωτοφανή uKpifteuxv τεχνικήν καί ιστορικόν όμιλεΐ περί αύτών. Συνειργάσθη μεθ' ήμών, 6τρε§εν, έκοπίασεν, έμερίμνησε περί της επιτυχίας. Μαζί μέ τήν ιερότητα του σχήματος του έχει συνυφάνη καί Τήν ιερότητα τών έθνικών τούτων κειμηλίων παραδειγματικές. Ή Κασιακή Λύρα οφείλει τήν άρτιωτέραν έμφάνισίν της είς τήν πολύτιμον συμβολήν του καί είς τήν ά£ίαν δημοσίας ομολογίας άφοσίω* σίν του πρός αυτήν.

'Επίσης εύ^νωμονοϋμεν τάς Κ ας Κας Ελένη ν Κωστίδον, Μαριγώ ΑογοΜτου} Μαριγώ Φουντή τήν Δδα Εύαγγ: Παυλή καί τούς κ . κ . Ν. Βιντιάδην, Γεωργ. Γιανναγάν, Χαρ. Γιανναγάν, Ί ω . Διακάκην, Ν. Έμίρην Μιχ. Αιόκονραν, Ίονλ. Μανωλαχάκην, Ίωαν. Ι. Mixνωλακάκην, Κ. Μη-τροσπάραν, Φιλιπ. Μουσούρην, 1. Νικολάντον, ΓI Πρωτόπαπαν, Μ. Ρε-Φύμνην, θ . Σονλτανάκηνϊ Δρα Κ. Φραγήούλην, Γ. Φραγκοίλην καϊ Ζ. Χαλκιάόηνδΐ ό,τι έσπευσαν νά μάς ύπαγορεύσωσι, καί διά τήν συνεργασίαν των πρός Ι ! έμφάνισίν τού έργου.

Σουέζ Αίγυπτος 1927· Μ Παπαδόπουλος Διευθυντής Ελληνικών Σχολών

Dire— Dawa—Άβησσυνίας.

Page 16: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

II. Π Ο I Η Σ Ι Σ

Ή Ποίησις φιλοαοφώτερον και σπουδαιότερων της 'Ιστορίας. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Δ η μ ώ δ ε ς Έ λ λ η ν ι κ ο ν κα ι Δ ω δ ε κ α ν η σ ι α κ ό ν Π ο ί η μ α . — Ό έν up Πανεπιστημίω Θεσσαλονίκης καθηγητής κ. Σ. Κυριακίδης παρομοιάζει λίαν έπιτυχώς τήν δημώδη μας ποίησιν πρός «δένδρον πολύκλαδυν, αειθαλές και αίωνόβιον, του όποιου αί ρίζαι ριζούνται είς τό γόνιμον έδαφος τής αρχαιότη-τος, ό κορμός γιγαντούται είς τους ήρωϊκούς του Βυζαντίου ^ ^ ο υ ς , οί δέ κλάδοι άναθάλλουν εις τούς χρόνους τής κλεφτουριάς και τώνΓς. /αστάσεων. Τέκνον γνησιον τής Αγνής και «περιτέχνου λαϊκής ψυχής έπι· ^έχενας μακρούς τούς σκοτεινούς αιώνας τής δουλείας, υπήρξαν ή μόνη αύτοΰ καλλιτεχνική άπόλαυσις· Ώ ς κύριον αύτής χαρακιηοιατικόν έχει τήν άπλότητα και τήν άλή-θειαν εις τό συναίσθημα, τό άνεπιτήδευτον και τήν είλικρΐνειαν είς τήν έκφρασιν....·»

Είς έκ τών κλάδων του δένδρου τούτου ούχι όλιγώτερον τών άλλων άμ φιλαφής περιλαμβάνει τό Δημώδες Δωδεκανησ'ακόν ποίημα.

Πού και πώς έγεννήθη τό Δωδεκανησιακό ν ασμα δεν μας είναι γνωστόν· Όρισμένος ποιητής δεν ύπάρχει· Γνωρίζομκν μόνον δτι και τοϋϋο δπως και τά άλλα δημοτικά άσματα έγεννήθη «άπό τά βουνά, από τ' ακρογιάλια, από του βοσκού τή στάνη, άπό τοϋ έρωτεμένου τον πόνο, άπό του £ενητεμένου ναύτη τον καϋμό, άπό τοϋ σκλάβου τό παράπονο.» ( ι )

Δεν μας έπιτρέπεται νά ύπερβώμεν τά δρια τών σημειώσεων μας αύτών γράφοντες έκτενέστερον περι τής έθνικής, ποιητικής και γλωσσικής σημασίας τών δημοτικών τραγουδιών μας. Προσθέτομεν ιιόνον, δτι και τό Δωδεκανησιακόν δημοτικόν ποίημα δέν ύστερε! ούτε εις έμ^νευοιν, ούτε είς τέχνην, ούτε είς πρωτοτυπίαν, ούτε είς δύναμιν έκφράσεως ούτε είς δραματικότητα και γοργότη-τα τής έ£ελί£εως, ούτε, τέλος, είς συμμετρικότητα και καλλιτεχνικήν διατύπωσιν τού συνόλου, τών δημοτικών άσμάτων τών άλλων 'Ελληνικών μερών. Γε-γραμμένον δε εις τήν ζώσαν τοϋ Ελληνικού λαού γλώσσαν, δι' ήν ό Fauriel έγραφε δτι είναι «ομοιογενής ώς ή Γερμανική και πλουσιωτέρα αύτής, σαφής ώς ή Γαλλική, μάλλον εύκαμπτος τής Ιταλικής και άρμονικωτέρα τής Ισπα-νικής,» άπετέλεσε—δπως συνέβη και διά τό δημώδες άσμα τής λοιπής Ελλάδος — ένα άπό τούς Ισχυρότερους παράγοντας οΐτινες μάς έπέτρεψαν, καθ' δλους τούς σκοτεινούς τής δουλείας χρόνους, νά κρατήσωμεν άσδεστον έντός μας του έθνισμοϋ και τής φιλοπατρίας μας τήν φλόγα.

Εις τό Δωδεκανησιακόν ποίημα συναντώμεν δλα τά είδη τής δημοτικής μας Μούσης έκτός άπό τά «κλέφτικα τραγούδια»—ων άλλως τε στερούνται και ή Μικρά 'Ασία και ή Θράκη—έχοντες δμως άφθονότερον τον θησαυρον τών «τραγουδιών τής ώς έκ τοϋ ναυτικού τών κατοίκων βίου.

Ό μελετών τήν Δωδεκανησιακήν δημοτικήν ποίησιν θά άντιληφθι] αμέσως δτι είς αύτήν δέν είναι σπάνια τά ποιητικά διαμάντια και τά έ£όχου έμπνεύ-σεως και αίθεροβάμονος φαντασίας άριστουργήματα, διότι κσί εις αυτά δπως και γενικώς είς τά έλληνικά δημοτικά άσματα συναντά τις «τήν αύτήν φυσίολα-τρείαν, τήν αύτήν μυθολογίαν, τήν αύτήν αίσθηματικότητα και τήν αύτήν δια-νόησιν πρός τήν άρχαίαν Έλληνικήν ψυχήν. Τήν άγάπην πρός τήν Πατρίδα

(Ζ) Ζ Κυριακίδου Έλληηκη Λαογραφία Μέρος Λ'. (*Α&η»αι 1923) osl. 90. Ν. Μαυρή.—Τύ Δωδεκανησιακό δημοτικό χραγουδι. Αιάλεςις. («Δωϊβκάνηοος*)

Page 17: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

τόν συμΒολισμόν του θανάτου, τήν σεμνότητα του έρωτος, τήν Ιερότητα τών οικογενειακών δεσμών, τό αδελφικό ν αίσθημα, τήν φιλοξενία ν και δλας τάς άλλος άρειάς αίπνες διέκριναν τήν μεγάλην φυλή ν τών άθανάτων ημών «ρ&γσνων.» (ι)

Περί τών Δωδεκανησιακών Δημοτικών άσμάτων έγραψαν ήδη πολλοί— είτε είς μονογραφίας είτε είς διάφορα περιοδικά και εφημερίδας—ίόίω^ διά τάς νήσους Ρόδον, Κάρπαθο*·, Κασπάλορ&ον κάπως όλιγώτερα έγράφησαν διά τάς νήσοος Πατρόν. Σύμην, Λέρον, Νίσ^ρον' δ.ά δέ τάς ά /λας νήσους σχεδόν τι*οτε. Ώς παράδειγμα σάς φέρω τήν Κάων. είς ήν είναι αφιερωμένος ό παρών τόμος και της όποιας έκτος 3-4 ασμάτων' δημοσιευθέντων τ^δβ κακεΐσε, και ολίγων διστίχων εις μίαν σελίδα τής «Λαογραφίας» ευρισκομένων (2) ουδέν άλλο ^ f P w g ένφι ώς βλέπει ό άνα γνώστης τό ύπαρχο ν υλικό ν δέν ήτο εϊκατα^ρτ 3 •

Β β Β . , Ar^gpB Ileicv το πρόγραμμα μας.—Τό πρόγραμμα μας και περι ποιήσεως

προκείμενο*) ύπηρΣεν οίον και διά τήν μο»:σι&ήν, δηλαδή ή πλήρης δσον ενεσπ περισυλλογή τών Δωδεκανησιακών ποιημάτων. Πρός τόν σκοπόν τούτ ιν , έκτος τής γενικής παρακλήσεως ήν είς πάντας άπηυθύναμεν διά τών Δωδεκανησια-κών έφημερίδων, Ιδιαιτέρως είς 6<κυν έγνωρί^αμεν τάς διευθύνσεις, έστείλαμεν ίντυπον έρωτηματολόγιον προς σι-μπλήρωσιν, προσωπικώς δέ τείχος έπεσκέφθη μεν πάντας καν πάσα: δσους ήδύναντο νά μάς ανακοινώσω σι τι σχετικόν ή . έ*έφρασαν τοιαύιην έπιΛυμίσν. (3)

Όφε^λνμεν δέ νά όμολογήσωμεν δτι παντού εύρομεν ενθουσιώδη ύποδο-χήν καϊ έφιιρετικόν συνηντηβαμεν ένθουσιασμόν διότι, ή ύπ > έλαχίστων, ευτυ-mjg; iinfefjiteίσα αδιαφορία και ολιγωρία ούδολως ήδυνήθη νά μας άπογοητευση.

'Εδώ όφείλομεν νά κάμβ3μεν μνείαν χής ευχάριστου έκπλή^εαπ; ήν ήσθάν-θημε* δεχδέντβ: έν Ζαγα^ιϋ τήν έπίσκεψιν τοϋ κ» Μητροσμπάρα, δστις μή

νά μδς συνάντηση κατά τήν έν Πόρτ-Σαΐτ διαμονή ν μας, έσπευσε προς ήμάς, θϋβιάσας δύο άλοκληρους ήρέρας διά νά μάς παραδώση τήν Κασιακην Σούβκινήης μόνη αυτή, καταλαμβάνει ι ; δλας σ<_λίδας τοϋ μουσικού μέρους τοδ παρόντος. "Ας δεχθή ο κ. Μητροσπάρας και δημοσία τήν έκφρασιν τής ε6γν(^οσϋ\ης μας.

Έ*1 τ% Β δέ τής έκδοσεως της «Κασιακίβ Λύρας» παρακαλοϋμεν και πάλιν τοος άνα^νώστας ημών όσοι τυχόν γνωρί^ωσι ποίημα τι Κασιακόν το ixoHw άίελώς ή ακδόλως άναφέρεται έν τφ παρόνιι τόμω ή τού οποίου και Φλη δπ άρχει *αρ«λλαγηο*ως εύαρεστούμενοι μάς άνακοινώ<5ωσι ταύτα, δε-χό\-ε*οιέχ τών προτέρων τάς θερμάς μας ευχαριστίας, μα^ι μέ τ.,ν ήθικην Uavo^eir|<Jiy ipr Μ αίβθαν&ϋ* συμβάλλοντες είς τό έργον μας. (4^

[1) ΣΜήΙαΛταχΜίβ*.—Ή χοίηακ uar B-juxxhh-ov λαώ>'. % Α\ 107. *Oii nSmlnafiooriM 8 2g οιχε!<> τ>πω.

i,3) Tg9u, «woo είς to» niltv; χής Aljvxiov Big α£ in/toiL* Δοαΐέχανήποι, W w 1 n μ&ςίβΛοίζ μας ojc^fj/ xoctor μα^ thro ΖΛ?·..

^ φάίΑη ΰέυα* Ίτοϊίοζ \4}'0 Β DUxaatp JlI. Καβφοονξς) χρονογράφος τής «Δ ιδεκανήοου* έδημοσίεοοε ώς

td pWJwov Κ 11)5/27 $χ& t6v τίτλο ν «Χσνίργ&ται» ίδ κατοΜχρα? χρονογράφημα δι οο «Κρέχ^ ί&έβν ^«inr Κ οονη^Μμεν τήν ί?εριυυ/-λογήν τών

"0(ΚΚ sapMp tg v Η fCopuiii!|V €λς τήν Λιάλεξνν—ΣυναυλΙχν, την όποίΐν Jbat»er ρ ρ Κ R· iHtoMCx to© Κινηματογράφο» Ιρις», έχειραιψοτήοαρβν βΒϊβγι&ή* ^ ^ Β^ ^ ΚΚΒΛ Κημ « |iSBan νά γ>νχομεν «raJkt , οονβιανήθημεν μέ;:ρι fo6 Μ Η 'κχς ί χι ^ χία»; όχα ς τήν ήο, άν «ίκανε 6 5θΑ*ς 1Β 8Β^Η τ^ν | μ | το ^ζαοΰ μας νΰ Υγραίνεται, έτα^ειδεύοαμεν «α-S a«ty0|JOHHv S B ^ ^ Η Η n τί ς pccrtacia; μα;, ίννοεΤται, είς τά νηοιά αα;| «αϊ 6rav wEUA ΒΒ aiti. fa έγ*ατε/·β4ψαιμεν τήν αίθοοοαν

«Πρις» *€pie«0ffcpor isspcVftvoi H^Bj ig ίκαναχοιημένοι. Καν«Λί μας ^ Μ H H 1 ^ H ««ς B p i p r t | έργααίο της χβριοολλογη

Page 18: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Ό π ω ς δέ—ώς άνέφερε ό κ. Καλομοίρης—ή δημώδης μουσική τών Δωδε-κανησίων θά άποτελέση πολύτιμον παράγοντα έμπνεύσεων «γΐά τον Έλληνα μουσικόν δημιουργόν τυύ μέλλοντος,» οδτα>ς και -'ή*Δημοτική μας ποίηβις θά συμβάλη εις τήν δημιουργίαν έθνικής ποιήσεως. Ό ποιητής μας κ. Κωστής Πα-λαμάς γράφει σχετικώς: (5) Ό,τι οικοδομεί ό ποιητής, τό στηρίζει έπάνατ είς ά-διασείστους βάσεις. Τό στερεώτερον ύλικόν τό εύρίσκει μέσα εις τό - ανεξάν-τλητο ν λατομείο ν του παρελθόντος. Τό ύλικόν Γθϋτο είναι αί θρησκεΤαι, οί μύθοι, τά συναξάρια, αί δημοτικαί παραδόσεις, τά δημοτικά τραγούδια, αί ίστο-ρίαι, αί κοσμογονίαι, αί φιλοσοφίαι, αί γενικαί ίδέαι, τά μεγάλα σύμβολα.»

(5) «Τά μάτια τής ψυχής μου3», σελ 12.

και τής παρουσιάσεως ένός έργου καμωμένου άπό σκόρπια κομμάτια λησμονημένης και κα" ταδικασμένης είς έζαφάνισιν Δωδεκανησιακής ποιήσεως καί μουσικής.

Λεν έπεριμέναμεν βεβαίως νά γίνη τό εναντίον. 'Αρκεί δτι έχειροκροτησαμεν. Καί τά χειροκροτήματα καί rrpo παντός τά παταγώδη, για εκείνους πού τά έπιδιώκουν είναι τό άπαν-τον τής ικανοποιήσεως.

Διά τόν φίλον όμως Ιατρό ν κ. Μαυρήν δέν συμβαίνει τό Ιδιον, διότι δέν έζήτησε τά χειροκροτήματα μας γιά τή προσπάθειά του αυτή τήν ύπεράνθρωπον, αλλά τήν συνεργασίαν κάι τό ενδιαφέρον μας, ούτως ώστε ή προσπάθεια \ ά γίνη σύστημα καί από τό σύστημα νά προκύψω ή χωρίς άτελείας έργασία.

Γιά τήν ί λλε ιψ ιν ακριβώς αυτήν του ενδιαφέροντος μας παραπονείται ό κ. Μαυρής, χω-ρίς έν τούτοις και ν ά απογοητεύεται. Τό ανήσυχο καί άτίθασσον αυτό πνεύμα, νομίζει κανείς δτι ώς σκοπόν τής ζωής του έχει νά κάμνη διαρκώς και άδιακόπως^μβκροβούπα μέσα είς τα γ ς σκοτεινούς βυθούς τοδ Δωδεκανησιακού παρελθόντος διά ν ά ανασύρε απ* έκεί ιστορικά όστρα-κα καί έξ αυτών νά έξάγη τά μαργαριτάρια τής δωδεκανησιακής διανοήσεως και τέχνης, μέ τά όποια θέλει κ<χλά καί σώνει νά κάμη ένα αρκετά μεγάλο καί στερεό περιδέραιον, μέ τό όποιον νά πνίξη τόν ψευδοπολιτισμένον κατακτητή ν μας. ^ ^

Καί νομίζω πώς δέν έχει άδικο, δπως δέν έχει άδικο και ό κ. Νικολάου νά θέλΐ] νά μεταχειρισθή ώς δπλον διά τόν άγώνά μα; καί τήν δωδεκανησιακήν μουσικήν κα! ποίησιν.

* Απόδει|ις δέ δτι τό δπλον αυτό, είναι έξ ίσου επικίνδυνο ν. μέ τά όπλα τής δωδεκανησιακής φαρέτρας, είναι δτι οί 'Ιταλοί είς τά νησιά μας δέν έπιτρέπουν είς τόν κόσμον νά γλεντά ούτε στο σπίτι του ακόμη μέ σαντούρια καί βιολιά, χωρίς προηγουμένως νά ζητηθή ή άδειά των. Και δέν έχουν άδικο. Διότι ό Δωδεκανήσιος στό γλέντι ξαναβρίσκει τόν έαυτόν του, καί στό τραγούδι του βλέπει τή χαμένη του εύτυχία.

"Ο.τι έχει κανείς νά θαυμάση είς τήν προσπάθεια ν αυτήν τοδ κ. Μαυρή, είναι ή υπομονή του ή ' Ιώβειος—γιά νά μήν τήν όνομάσωμεν άλλέως πως. ' Ο κ. Μαυρής δέν κάμνει μόνον μακροβούτια είς τό Ιστορικόν παρελθόν τής Δωδεκανήσου άλλα χαί είς τήν μνήμην τών γηραιών καί κυρτωμένων πλέον από τό βάρος τών έτών Δωδεκανήσων, πού ευρίσκονται έγ-κατεστ^μένοι στά διάφορα μέρη τής Αιγύπτου. Τούς έχει κηρύξει ένα άγριο κυνήγι καί τό πολυτιμώτερον απόκτημα γί αύτόν θά ήτο ή άνακάλυψις αίωνωβίου γέροντος, ή μνήμη τοδ ποίου θά ήτο καί πλουσιωτέρα είς αρχαιολογικά ευρήματα. Γι αυτούς, ό νεαρός κ, Μαυρής

όχει γίνει πραγματικός έφιάλτης. Τούς υποβάλλει είς τό μαρτύριο ν νά ενθυμηθούν τά νειάτα δω ν τά γλέντια των, τής χαρές καί τής πίκρες των και—τό φ οβερώτερον—τούς αναγκάζει τά τραγουδήσουν, ένψ, φυσιολογικώς θά έπρεπε νά κλαύσουν. Τό λέγει άλλως καί τό λαϊκό ννωμικό : «Περασμένα μεγαλεία καί διηγώντας τα νά κλαις.» 'Εν τούτοις, ό άθεόφοβος γιατρός, τούς άναγκάζει νά τραγουδήσουν τραγούδια πού έλεγαν όταν ήσαν παιδιά, όταν >-αΐν έφηβοι, δταν ήσαν... ερωτευμένοι νεανίαι.

Σκεφθήτε τώρα πόση προσπάθεια καί πόση δόσις- έπιμ&νής καν Υπομονής απαιτείται γιά νά κατορθώση κανείς νά πείση ένα γέροντα όγδοντάρη ή ένενηντάρη νά τραγουδήσω έτσι στά καλό καθούμενα, χωρίς νά αίσθανθή τήν ανάγκην τοϋ τραγουδιού 'Αλλά απλούστατα

" διότι co θέλει ή «Δωδεκανησιακή Λύρα* τοδ κ. Μαυρή καί όχι τό άποπσιάζον κέφι του γέροντος. Ενίοτε όμως ό κ. Μαυρής ευρίσκεται είς τήν άνάγκην νά μεταχειρισθώ καί μέσα.... Εκ-

βιαστικά γιά τους όπώσδήποτε δυσκόλους. Μεταχειρίζεται τό ζιαπϊπ καί τή Κασιωτίκη λύρα, δυο πειρασμούς δηλαδή, είς τούς όποίους δέν μπορεί παρά νά ύποκύψ-jrj. τό θύμα*

' Ε ά ν ήθελε κανείς νά γράψ$ έν λεπτομερεία τό Ιστορικόν τής συλΧυγής τ6οου τών τραγουδιών, όσον καί τής «Δωδεκανησιακής Λύρας» ή μπορούσε κάλλιστα νά γράψξ| ένα όλό-κληρο τόμο ν άρκετά ένδιαφέροντα καί έ§ Ισου έπαγωγόν. , yi.

Ούτως οί κυριώτεροι συνεργάται τής «Δωδεκανησιακής Λύρας» εκτός τών έκδοτων αυτής κ.κ. Μαυρή καί Παπαδοπούλου εΐνε οί γέροντες ναυτικοί, τό ζιμπίμπ καί ή Κασκδτικη λύρα, στοιχεία δηλαδή άπό τά όποϊα μόνον μπορούσε νά βγξ κάτι τό αύθεντικον, τό γνήσιον καί δχι τό έ|·ζητημένον.

Page 19: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— κδ* — «Κκαιαχη Λύρα».—Τρόπος έργασίας.—Τά ποιήματα τοδ παρόντος τό-

μου, έκτος έκείνων περί ων άναφέρεται δτι έλήφθησαν έκ χειρογράφων ή άλ-λων δημοσιευμάτων, κατεγράψαμεν καθ' ύπαγόρευσιν τών άνακοινωσάντων ήμΐν ταύτα και ών τά ονόματα μετ ευγνωμοσύνης άνσγράφομρ,ν άμέσως κά-τωθεν του τίτλου έκάστου ποιήματος.

Πάντες δέ ούτοι είναι Κάσιοι, πλην του Πανοσ. Άρχιμανδρίτου κ. Ν. Μαοροκορδάτου (σελ. 37 κ α 1 67) δστ^ς είναι Καστελλορίΐ,ιος.

Ή καταγραφή δέ αίκη έγένετο άκριβής και πιστή ουδεμία δέ μεταβολή, προσθήκη ή άφαιρεαι; έγένετο ύφ' ήμών. Προκειμένου όμως περί του τοπικού γλωσσικού Ιδιώματος και περί λέξεων παρεφθαρμένων διά τής έξσφανίσεως γραμμάτων ή καί συλλαβών τινών έκ τή; άρχικής Ελληνικής λέξεως, εχομεν νά παρατηρήσωμεν on, προσεθέσααεν ημείς τά γράμματα ή τάς συλλαβές ταύ-τας έντός παρενθέσεων, πρός εύχερεστέραν κατανόησιν τού κειμένου· "Ωστε ό δέλων νά έχη τήν άκριβή φθογγικώς προφοράν τών λέξεων κατά τό Κασιακόν Ιδίωμα, οφείλει νά μή άναγινώσκη τά ένώζ παρενθέσεων στοιχεία. Σημειωτέον δέ δτι δέν παρεσύρθημεν υπό του τοπικού αυτού ιδιώματος είς τήν καταγραφήν τών ποιημάτων, διότι ώς γνωστόν—πολλοί άλλως τε λαογράφοι παρετήρησαν τούτο—«ή γλώσσα τών άσμάτων καί γραμματικώς καί φθογγικών δέν προσαρ-μόζεται τελείως πρός τό τοπικόν έκαστσχού ιδίωμα·» ( ι ) Ό χ ι δέ μόνον τούτο, άλλα είς ποιήματα τινα συναντώμεν πολλάκις λέξεις άρχαιοπρεπεστάτας καί αχρήστους είς τήν συνήθη όμιλίαν, αϊπνες καί άποόεικνύουσι ή τήν πα-λαιοτέραν τών λέξεων τούτων χρήσιν καί τήν είς τήν ποίησιν διατήρησίν των ή τήν λογία ν προέλευσιν τών ασμάτων αυτών. (2)

Πλήν τούτων δμως καί πολλάς δυσνόητους λέξεις θά συνάντηση ό άνα γνώστης καί ών τήν έρμηνείαν Θά εύρη είς τό τέλος τού βιβλίου εύρισκόμενον )χξύ.όγιον.

Προετιμήσαμεν δέ τό λεξιλόγιον άντί τής έξηγήσεως τής λέξεως έν υπο-σημειώσει της σελίδος έν ή αϋτη άναφέρεται, καθ' ΰτι έχοντες ύτ όψ-ει νά έπε-κταθώμεν κα\ έπί τής έτυμολογίας έκαστης λέξεως, ή έπανάληψ-ις αύτη τής έρ * μηνείας ήτις θά έγίνετο είς έκάστην τής λέξεως έπανάλη^ιν καί πολύν θά άπήτει χώρον καί κόπον ού σμικρόν. (3)

Ος τίτλον τών ποιημάτων μας έθέσαμεν τόν ύπό τού ύπαγορεύοντος άνα-φερόμενον ήμΐν ώς τοιούτον η έν έλλείψε* τόν πρώτον στίχον έκάστου άσματος.

'Qc δέ βλέπει ό άναγνώστης εις τήν συλλογήν ταύτην συμπεριελάβομεν καί τά «γητέματα» ίέπψδάς) καίτοι ταύτα δέν θεωρούνται ώς κυρίως άσματα.

01 ΣυνεργέταΓμας·—Καθήκον μας δέ έπιβεβλημένον θεωρούμεν τε-λευτώντεξ νά σημειώσω μεν καί εδώ τά ονόματα τών λίαν πολυτίμων συνερ-γατών μας δνευ τών οποίων ή «Κασιακή Λύρα» δέν θά ήδύνατο νά ΐδη τής δημοσιά :ητος τό φώς.

Κ υ ρ ί α ι Κ υ ρ ί α ι : * Ελένη Κωΐίίδου} Ζωγραφινχά Μανωλακάκη, ΑΙκ. Μαυρή, Έλ. Μαυρή, Μαρ. Παυλή, Μαρ. ΦουνίήκαΙ αί Φ. Σ. καί Ε. Σ.

Ή Δ ε σ π ο ι ν ί ς : ΑΙκατερίνη Νικολέττου. Οί Κ ύ ρ ι ο ι Κ ύ ρ ι ο ι : Χαρίδημος Γιανναγαι, I. Μ. Διακάκης, Έμμ·

Ζαχάρης, Άχιλ. Ζαχαριαδάκης, Νικ. Καρβουνάς, Ίω. Αερόπονλος, Μιχ. Αιόκονραςt '1ω· 1. Μανωλακάίης, Έμμ.Μο.αιρανδρέας, 'Αρχιμανδρίτης Ν. Μαυροκοοδάτος, Νικ. Ρ. Σαζυοφ Ιλικις, Έμμ. Γ, Σκευοφύλακας καί Ζα^ χ&ρΐ&ς Χαλκιάδης.

Οί Μ α θ η τ α ί : Μ Άαλάνης καϊ ΝI Διάκου. Ι ΖαγαΕίκ Η Β Η Δ ρ Ν. Μ Α Ϊ Ρ Η Σ

( ι] ΚυριακΙδου Λαογραφία οελ. ψί. (2) ΙΛέ «ΑαογραφΙαν» ιόμον Δ' | βελ. 127. (3) 'Eitl tfj εύκαιρίψ xaixcj παρατηρουμεν δτι είς το Καοιακδν ιδίωμα εύρίβκομεν πολλάς

αύτουβίας άρχαίας Έλ/-ηνικάς και μέ την άρχνκην αυτών σημαοίαν ώς π,χ. άκανος, κολλάς, τοώοαϊ» ουγκλύζωΐ βολά (δωρικός τόπος) κ.τ,λ. άλλοτε 6k άρχαίας όλίγον παρετρδαρ-μένος ώς π,χ. κνισ^ρα (άρχ. χρηόίρα)' νε**6 (άρχ. άναβπώ) κ.χΧ ΙΙερι/ίβότερα έν χφ λεξιλογίψ.

Page 20: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

m ~ = — ^

Μ Ε Ρ Ο Χ Π Ρ ί Ι Τ Ο Ν

1

/ Λ Ο Τ Σ Ι Κ Μ

...καϊ μιά φυλή ζεΐ μέσα αας και λυώνει i'cal μιά ζωή δεμένη οπαρταρ$ | γιαννιώτιχα, ομνρνιώηχα, πολιτικά, | μακρόσυρτα τραγούδια άνατολίηκα, λνπψερά.

Κ. Παλκμάς (ΚαΟμοΙ ΑιμνοΟαλαβοας)

ϊΜ

Page 21: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

J=54 f Ο ΚΑΛΕΙ

A n d a n t e

χ. ΙΩΑΝ. Μ. ΔΙΑΚΑΚΙ Π Ο Ρ Τ - Σ Α Τ Δ

Ζω ήγ Ki'o jto

αν I Χ® ταν θέ ie i εις

στο κορ μ£. γί νε σαι.

αν ε χω ....στο κορ. .ταν θέ ' λει εις γί νε

κου μαν ταί ρεις κα λέ .τήν.. ή ν ε παίρ εις ,κα λέ,

σο. τήν κου μαν...ταί ρεις κα λέ. ρο.,.,ος και τήν ε....παίρεις κα λέ

^ 1 esam h r i H h F=p= P R ι—!-# — - J T ^ j j JCOV που

πα ac ::a κα

λέ ποΰ πά .ας και ...ας

::a κα λέ που ας και

με πα.... ρα μέ πα...-ρα··

2 . 0 ΛΑΖΑΡΟΙ '^δόμενον εις τάς μάνδρες κ. Ζ ΑΧ. ΧΑΛΚΙΑΔΟΥ

ΠΟΡΤ - ΣΑΊ'Δ

- j ' j J ' J ' J J ' ^ U - ^ J ' ^ i i

ΚαΛή...μέ..ρα σαςποι ^...νες *αί. τά 6ά..για ϋά σας 'πώτά φ/.ζά σας νά πλη.

i $ ί J· > r-fl-ό..νουν νά μή ε....χουν με.,τρη μ°

Page 22: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

3. 0 ZflHTANIKOI

A n d a n t e

κ· ΝΙΚ· Γ. ΕΜΙΡΗ 20ΥΕΖ

§ Ι πες μου Κ αν εγι Έ ι νά φύ (γ)ω_νά μή • 16ου

μ ε θα,

νε βου νό.Ι μέ θω ροΰ(ν).

με ναν μ ά . , δια.

ή_ΓΓ ΤΓΓ. ή : καρ διά σου τά (δ)ι· σου

4. Η ΡΕΘΥΜ1ΩΤΙ2Μ Κ. ΧΑΡ» I. ΓΙΑΝΝΑΓΑ

ΙςΜΑΗΛΙΑ

Ή . . . μ ό ν η μου Δέ(ν) . . . θ έ λ ω γώ

ρέ Ου μιω Ρέ μιώ τι

ή μόνη μου ... πα ρη δέ(ν) θέλω γώ. . . . νά μ'ά

έλ πις μ'έ ου. . I μέ λυ πή ..

Page 23: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

i t 54 A n d a n t i n o

a § B I

5. 0 XAPKHTIK02 η Αρμαϋειώτικος EYAF. Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΟΥΕΖ

Ό λος ό κό I σμος ν δ . ν α ι δώ. και

ffTfl1 J ι 72

μια ψυ χη η να λεί

ο λος 6 Μαύρος μου φαί Χ·0£ ρ α

νος και σκο χει νο, το ΟΛί

• m JT

H χι Μαΰροςμου τι χαρ κή τι... κα.

πε ρα I \ . μ α τα α με τε φε JZ

ρτε γρα . . Ά μμα τα τα

6. ΤΗΣ ΚΥΡΑΣ ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ

A n d a n t i n o

κ. NIK. Γ. ΕΜΙΡΗ ΣΟΥΕΖ

Σή με ρο(ν) μαυ ρος ου voc,

οή.Ν με σή με ρο μαυ ...Ρ*Ι ρη με

Page 24: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

J= 80 7 . o nm*

Moderato

ΠΡΕΣΒ. I. Β. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΙ ΣΟΥΕΖ

-r ι χα κο.,.μοι Ρ*Πα * * X a U ρου καρ διά ξβ Ε . Ρ «ρ Πλ πά . Στόν "Α δη θέ νά κα κο.,.μοι ρε "α * 1

^ i i P i i f P P i 1 ρ i i 1 j j j ? 1 Λ *** ! r — vMs νηοδιάΤε φάντω ve

ν τ ω ve Χαι ρου κα ρδιά ξε φάν | Vr/Ul δη θέ νά κα τε

φα κα... τε Στόν

νε, 6ης

i f f f g καί να AO ,θά ντ) ς θέ λεις .

κι'α(ν) Ν λης κι'α(ν)δέ(ν) fte Xflc κ ι α

.να

.θέ

8# ΤΟΥ Χ#ΠΑΡΤΑΛΑΜΑΙΟΥ κ. ΜΑΡΙΓΩ Γ. ΦΟΥΝΤΗ

Π Ο Ρ Τ - Σ Α Ί Δ

Του μαυρουπευ ..κου χό(ν)μπουγιά βάστα μα ρι να ..κι. μου

τον μου τοδ μαύρου «ευ... κου τό(ν) μπούγια... ε χου ®ιν τά μα

λιά.... πού ίου λια... σου και τής μο σκο καρ φιάςβωριά βάστα μα ρι

μο σκο καρ

m m 1 h i h ' l l f e Μ φιας 0ω Pi<i-.£ χουν.:„.τά μά λά.^.σου. x a i σου

4

Page 25: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

J=48 A n d a n t e

9. 0 K f l T f l X f l f l l i T I K O i ΠΡΕ2Β. I. Β. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔAK1

και Μ. Β. ΡΕΘΥΜΝΗ

π ου σπι τω σε

ο Δε λε σέψ νάτο(ν)νάζή ο τήν ε ρη μο(ν).... ποΟσπί τω σε τήν

..μίο(ν). κι'έρήμωσε τή Κα.

πού σπί τω σε

5 —

Page 26: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Andantino

νοιω

νοιω β

Μ. ΕΓΩ 'ΜΑΙ ΤΟΥ ΨΑΡΑ ΠΑΙΔΙ Τροπάριον Ι ΜΑΡΙΓΟ Γ. ΦΟΥΝΤΗ

Π Ο Ρ Τ - Σ Α Ί Δ AllfModerato

T0. ΧΑΝΙΏΤΙΚΟς ΠΡΕΣΒ. Ι ®> ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΙ 39 Η

Page 27: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

J = 58 12. T O Θ Α Π Α Σ Σ Α Κ Ι η Μαγεμμένο ή Μπαρμπουνάκι

κ. ΙΩΑΝ. ΝΙΚΟΛΑΝΤΟΣ ΙΣΜΑΗΛΙΑ

A n d a n t l n o

Μπαρ μποΰ yi Ά φου έ

... λα acid κι μου Μπαρ μ°υ

,.. γε μμε νο μου Ά Ιχου

Μπαρμποΰ Ά Φ ου.

μου της γώ σέ.

θά λα σσας ό λό χρυ σό μου ψα ρι γά πη σαγιατ άλ λος νά οέ, π ά

•ψα ρι πά ΡΌ για

ψα ρι ο πά ρη γιά

j = 88 AVI? M o d e r a t o

13. ΤΟ ΜΕΛΛΟΥΜΕΝΟ — I , „ ΙΙΡΕΣΒ.Ι Β.ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚ1 η Αετός η Συντεχνος ΣΟΥΕΖ

λλού με νο μελ λού με. . . . ν ο μ ε λ λ ο ύ μ ε μπλέξω στην. ν ά μπλέ ξω στη νά μπλέξω

...μου' τόν κι'α αϊ» το

... ά (γ)σ πη <*ου

τό με λλού μβ νο σου νά μπλε ξω στή

το.,,.γρα φτό μου ... να, σου.,.,πί κρες και... πά

Τέλος Ά

τό πά θω θη ν'ά χω

γ ρ α με πί πι>

Page 28: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Σά 6βα

14. ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΠΥ Ί^δεχο έν οικογενειακφ κυκλφ

πρό του συναχθουν * οί προσκεκλημένοι κ ΧΑΡ. I. ΓΙΑΝΝΑΓΑ

ΙΣΜΑΗΛΙΑ

§ υ βγη κα νά σιρ για νί

15. ΒΑΡΙΑ ΒΑΡΙΑ ΤΑ ΣΙΔΕΡΑ

J-54 Andante

Στρέ ψε... Τό χες··

και δέ....καί •θά σ'αρ..θά

τον ου νη Αώ

• κ. ΙΩΑΝ. Μ. ΔΙΑΚΑΚΙ

Π Ο Ρ Τ - Σ Α Ί ' Δ

I χη μαυ,.. ρον α. ρυ φα λλα.... κι μ'ά

στρο orcp ο που σ'ά

γα γα*

πώ βα πώ βα

Page 29: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

I 16. T O Y Β Λ Α Χ Ο Υ J =92 All? M o d e r a t e

ΠΡΕΣΒ. I. Β. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑ ΣΟΥΕΖ

Σαν α πο. κά μη σαν ά no.,.., κά μχι τόκρα σι σαν σαν Παίρ νωχαι γώτή(ν)παίρ νω καϊ γώ τήν κα θε τή παί παίρ

Mm$ όί οάν ε . .σαν ά πο. . . τή παί ε..παίρ νω και...

μη τό κρα σί... του (γ)έ ρω·. τήν κα ·θε τή.,.καί πά (γ)ω,

J j J* ι J. J Μα -λλια ρά.,ΐκη με σ τ ' α ΰ . . . — αύ λά.,.κι

τοϋ. . 'Αγ καϊ ../Αγγ

πάλ' ά πάλ* α

17. ΜΑΥΡΟΛΕΟΝΤΟΣ - ΞΥΔΙ ΑΡΗ κ. IQAN. ΙΟΣ. ΜΑΝΩΛΑΚΑΚΙ

ΣΟΥΕΖ

Και μέ τά τό σα βά σα να

πά λ/ή.... ζω ή γλυ κειά 'ναι.

P L 11 I f C j j . r . . . .. _/. _ λ I

πρε πειτρελλός ος γιά' νά ./ναι.. ναι

γγειά του (γ)έ ρω.... Μα λλια ρά κι του Υγειά του Μολλια.... ρά κι τά κρα σιά

και και

γγειά γγειά

Θ —

Page 30: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

18. ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ Είς τάς μικρές ώρες ^ Γ Ε Ω Ρ Π 0 Υ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ

ΙΣΜΑΗΛΙΑ

γαι.... νω με να πα να r κοι μη θοϊ» με νά

πα να κοι μη καί το πρω ι.

Ιο κοίδ ι ιιέ τλ · «η λό

. J . i i> έ ι

τό πρω ι ....μέ τό.'.... κα ώχ νά ξα να

ντα μω θοΰ με Κ μω | | β με s σύ 'σαι ε νας

ή λιος νά.. ρι λα μπε ρό.... και θά... μπο» σες τό

φως μου και ο*,., μπη g§ μπο ρω. να

j = 82 19. 01 ΑΡΘΕΡΙΣΤΕΣ Moderato Solo

κ. Μ. Β. ΡΕΘΥΜΝΗ Π Ο Ρ Τ 1 Σ Α Ι Δ

Έ!..<5 στα ποϋ o'el χ'ή μά ν α σ ο υ έ σύ να (ζ)ες ά κ ά " . νους έ σ Τ να...

(ζ>ς.... βΤ... κα νους και Χώ ρσ ΛΟΰ σέ πή.ρα'γώ μου U λεις ά μπρα κά μουςΓ

10

Page 31: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

20. ΑΡΡΩΣΤΗΣΑ ΞΑΡΡΩΣΤΗΣΑ Τροπάριον κ Ι 0 Υ Λ j ΜΑΝΩΑΑΚΑΚΗ

ΖΑΓΑΖΙΚ J-72 Andantino ^ ^

*Α ρρώ στη σα ξα ρρώ στη σα κον τέ βω.

^ π ηιηΰ'ήι. j i j . y j t/ ..Γ. ΑΓ .... λ» να:..... πε νω.... αρ νω:, και ερ χε ται η

φι,,ή φι λε νά δα μου συχνό ρω τ$ τή(ν) .μα τή(ν). μάνα μου

j - 56 A n d a n t e

21. ΕΛΕΝΗ ΚΑΒΡ-ΕΛΕΝΗ κ: ΙΩΛΝ ΙΟΣ. ΜΑΝΩΛΑΚΑΚ1

ΣΟΥΕΖ -τί-J2—a tv ir— bpi . Y-r- — d s c s Sfcad -Wl·2 7 MSB Μ

7 ' • 1 ==l -Φ ... 0

) -d—d — — —J (Δ)έν ήμ πο ρώ τά μά δια μου *Ε λέ· νη .α

μάν(δ)έν ήμ πο μάγ

Α Η

-ψη 'ψη λά νά τά ση . κώ σω πα ρη (Υ)ορ»ά νά δω σω

τέλοέ

της κα(ϋ) μέ,.νης ' μου καρδιάς*Ε λέ νη ά μαν και μαν

— 11

Page 32: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

· · 2 2 . Σ Ε Μ Σ Ο Ι Λ Ε κ. ΝΙΚ. Ε. Β Ι Ν Τ Ι Α Δ Η Σ

ΣΟΥΕΖ

Πί κρα μου χω έ ξε 6α ρέ

τον πειο

Μ νω ντε ρπε ντέρσε λάμ σοι λέ χαρά· πά νω ντε ρπε ντέρσε λάμ σοι

23.ΤΟ Π Α Θ Ο Σ J "68

Andantlno Εισαγωγή

ΠΡΕΣΒ. I. Β. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΙ ΣΟΥΕΖ

οΰν μου νά ifc %

σου... γε νοΰ λθ»...για μου

Ι » · * - · - - Pi WiW>v, τβ^ης U θά .ρι .....να o x o v · g w Ι νά 6α ρια „.να στε

Τέλος ΕΙσαγωγή επαναλήψεως

Φ W νά

— 12

Page 33: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

J=84 24. ΑΣΜΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΕΩΝ

Moderato

J J>l^rr ip

βά σα νου ργια

κ. Γ. Δ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ ΣΟΥΕΖ

ii-j η ι J- j α μαν α μά αν πά λι και.. νοΰ ργια ά μάν ά μάν αν πά λι | α νά και •

.πά λι και νοΰ ουρ για βά σα Λά λι ξα να και νοΰ ργια

πά λι και νοΰ ργια πά θη πά πά νά . .ή έ . δι.. . . . , .κή σ'ά γ ά πη πά πά πά

25. ΟΤΑΝ 'ΠΩΘΟΥΝ ΤΑ ΠΛΟΙΑ J = g 9 And ant In ο

Ό Τσουρμαδώρος εκ της πλώρης ΠΡΕΣΒ. I. Β. ΓΙΑΝΝ ΑΚΟ ΥΔ Α ΚΙ

ΣΟΥΕΖ δλοι μαζί

μό.,λα ε για μο λα για I για μο

* Ό ,Τσονρμ.

ε......για μο

δλοι μαζί

Ή J II J J 1 Για

t Ό Τσουρμ.

m m

μό λα ε γιά λέ σα για λε ε,.για λε

δλοι μαζί Ό Τσουρμ. • για λε

δλοι μαζί

ί

*Ε σα ..για

«Ο Τσουρμ.

για λέ ε για λέ

ε για μό

__ Ή φωνή πίπτει τελείως ασταθής

Βί , .ρα πα σα ρι να Γειά σας πα λ λη κά ρια

Έλα Πα να γιά μου Βοήθα Μποριανοΰλλα μου

Page 34: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

J= 26. TOY ΜΑΡΤΗ TOY ΚΟΥΛΟΥΚΟΥΝΤΗ 92

AM.® Moderate

Κ

κ. ΓΕΩΡ. EM. ΓΙΑΝΝΑΓΑ ΣΟΥΕΖ

"Ω χου της Να δρό σι'

Κά οοζ ω ζα... τό νά

χου. δρό..

Β · ω χου της Κά σος.... νά δρό σι ζα το *ο

Κά...... σος τό νε* στη· φος

ω. νά δρό σι

τη ης Κά σος ζα τό

δ που πο φλυ τζά νά (γ)ιά

τό νε στη 0ος

J =88 AIL M o d e r a t o

27. ΤΟΥ ΚΕΛΗ κ. ΓΕΩΡ. EM. ΓΙΑΝΝΑΓΑ

ΣΟΥΕΖ

ά γά πη λιο που θά

14 —

Page 35: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

τέ vka τά τέ κνα σου | ο σύ τά και σύ τά λαχ τα ·

J =72 A n d a n t l n o

28. Τ Ο Υ Φ Ι Λ Α Ρ Ε Τ Ο Υ κ. ΜΑΡΙΓΩ ΛΟΓΟΘΕΓΟΥ

Τ

ρί ζι κη χαί ρε ται

εις τα τε κνα εις χαί συ τά

τε κνα συ τά

29. ΕΜΒΑΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ j - 9 6 κ. ΜΑΡΙΓΩ ΛΟΓΟΘΕΤΟΥ

All? M o d e r a t o I ΣΟΥΕΖ

λα κα λο γυιέ σέ πά

με κά τω στης πε θε ράς σου

λεΰ λλιά.

...ν&ι ··..

.. σου.. στά πα ραθύρια σου μαΰ ρα'ν τά φρύ δεια σου

15 —

Page 36: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

J = 72 Andan t i no

30. 0 AYBFULANOI ΠΡΕΣΒ. Ι. Β. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚ1

ΣΟΥΕΖ

Δέν ήμ.πα.ρώ Β πά gg S | της πέτρας ν α . . . τ α χι η πέτρα νά Μ μου μι- Μ νά *ά θω μαι νά.

I f l ^Ιλέ (γ)ω δ ε ν (ϊ)ω "Α.,γιονΚώνστα....ντϊ........νό νερότρεχά..με. *λαί :....ω

WSBBPTj^LO^'-l-Tw^- - • - - : ' . 7 " \t — ' r

vo ηά γά..πη σου με xa_..;._.v6i πσυ με. νο

JE Α ι/ ι jr.au

t7

76

31. 0ΘΕΙΤΙΚ0Ι κ. ΙΩΑΝ. ΝΙΚΟΛΑΝΤΟΣ

ΙΣΜΑΗΛΙΑ

Καρπαφοποΰλλο μου (5 στα να για ™ δέ(ν)

ε κουν τά .6ου νά τη σες πο 1 τέ

τε θά., που.

I f σοϋ π α ] *6ρ£ ο*ο

ρα πο νου μαι μαι και ποΰ μαι

— 16 —

Page 37: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

32 . (Β)02ΚΙΣΤΙΚΟΣ

£

ΠΡΕΣΒ. I. Β. ΓΙ\ΝΝΑΚΟΥΔΑΚΙ ΣΟΥΕΖ

h-mm

Νά τον ή. και του Κα .

Τροΰ λλες λά ρη ..

τον ή Τροΰ λλες του Κα λά ρη

ρου νια νοΰλια

..νά τον ·£) Τροΰ λλες καί τοΰ Κα. λά....ρη..

Τροΰ λλες.... λά. ρη

ά ΝΝ Η ! = 1 h M w V - F ^ N Π Ν I ϊ

Μ S S i P —

3/

- ν ' ' J - -4 •-β —ρ < ·

tm ι tu y ^ ^ • • I J

καί τοΰ... Κα λά ρη τάγκρε μα μν ζί Φρε.... εςκαίμα

καίτ τ' Αργός μυ ζί θρες

τ* Αργός ζί θρες

33. ( β ) Ο ^ ϋ Τ Ι Κ Ο ί 'Ετέρα παραλλαγή κ. Μ. Β. ΡΕΘΥΜΝΗ

ΠΟΡΤ ΣΑ Ι Δ

Γ 3 | / 7 3 _ C ' 1 Ji ftire ι ι τ τ / i i

A Ε! Πέμπω... σου.... δρίΤΤ?. λλσπέ

. «ο» Ε! κ'ε ναν... άρ νί 1 κε-μπω σου δρί ναν άρ... νί

ρια ρα.... πε σιο .μα

μπω σου.... δρί λλα πέ ναν άρ νι

μπω... σου δρΐΧ λλα με .. ·Β | Μ Ρα πε£ πω ν α ν άρ vi |18S σιο μαλ λο ..κι ε ναν ε!

πε μπω σου •κι'ε ναν ·άρ

δρί λλα μέ ροΰσ σιο

J

Page 38: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

και 6ό τυ ρο . νά *ά μηζ— V&

34. H Λ Υ ( Γ ) Ε Ρ Η Τροπάριον Κ* ΜΑΡΙΓΩ Γ. ΦΟΥΝΤΗ

^ ^ ^ ^ ^ Μ ^ Π Ο Ρ Τ Σ Α Ί Δ t

Μιά λυ(γ)έρή .... καυ χήΑη κε σα να το λή(ν)καί.... Δύ ση πώς

(δ)έν ευ ρέ ,ϋη(ν) κυ νη γός νά τήν'ποκυ νη γή ση _ Μ ΐ 4 — Μιά λυ(γ)ερή καυ

Είς τον στίχον "Μηλιά μου μέ τά μήλα σου πράσινα' ναι τά φΰλλα σου" επαναλαμβάνονται τά πρώτα μέτρα άπό τό σημείον

35. Η Λ Υ ( Γ ) Ε Ρ Η 'Ετέρα παραλλαγή K? ' Ε Λ Ε Ν Η ΚΩΣΤΙΔΟΥ

Π Ο Ρ Τ ΣΑ Ι Δ

Μιά λυ (γ)ερήχαυ κε σ'ά να το λή(ν) και Δύ ση πως

£Ί ΓΙ 7 • - • Η i =1 I F3 y Μ 1 m ? J 4 «7 ΕΞ * I w * bJ L—" " * * -4+—H*

(δ)έν ευ ρέ § | κυ νη γός νά τήν έ κυ νη γή ση

36. ρ W I 2 M A κ. Μ. Β. ΡΕΘΥΜΝΗ

ΠΟΡΤ ΣΑ Ι'Δ

μπρο σαν μπρο

rj—In rjL· -9— 1 - = 1 —,1 Lap F «7 II tf—ν —

. _ 1 ΊΓΧ j>

F=q #L

108 Allegro

τι ; ρι λι ρι IH ρι λια του που νά τό χα ρή μα μά «ου Ι | Η H ρι λια του κα τουρ λιές 6ρωμ 'ή πο διά του

— 18

Page 39: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

37. ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

L e n t o

Ζ. ΧΑΛΚΙΑΔΗ ΠΟΡΤ ΣΑ Ι-Δ

τοΰ Ρ ή (γ)α τό παι χό κοι λο πό νη

(δ)ί οβ χοΰ (Β)α

λχ|ά τ άγ . γο νι σ ι . . . : . , .λχιά ή κό ρη

νά νι χό παι (δ)ί μου να νά

κοι μή σου μέ τήν Πα να (γ)ιά καί μέ τόν "Α η Για

1 I. „ • k . k ft 1 torffi ι,, 1 w 1 • • •

— vfr Ν W -6

/ —

» ·

Τ J

έ τόν yΑ φέν τη τό Χρι σχο ο που πο νεΐ να για

J w i j j ' j j j j j j i ξω καί λέ · (γ)ω σου παι νέ μα τα c5 σχα

να

Β

σέ κοι μι ζω ν ά ν ι χό παι (δ)ίμουνά νά

3 8 . Ν Α Ν Ο Υ Ρ Ι Σ Μ Α

56 Andantlno

κ. ΜΑΡΙΓΩ ΛΟΓΟΘΕΤΟΥ ΣΟΥΕΖ

Μιά Ό βριοποΰλλα Ρ1 $ *'$ *ο*αϊγ*α άχρωμε νη

I B M B H B ^ S g B i g g i , Μ β ε μά τι 'πο τήν ά λλτ1 δε μά τιποΰτήνμιάμε fM<x

— 19

Page 40: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

θε λα νά χα δυο κα αρ διέ el ναιμισ xal μο να χη

να παιρν ή κι'ε χω την

μια τους κιά πο

ηό νους χρόνους· . και

j ά . μ ά ν ά μάν α μαν α μαν α μαν ΕΙσαγωγή επαναλήψεως

43. ΤΟ ΠΙΣΑΜΕΡΙ Έτερα παραλλαγή

All? Mod era to

κ. Μ. Β. ΡΕΘΥΜΝΗ ΠΟΡΤ ΣΑ Ι-Δ

Νά ντά για ντώ νά ντά γιαν τώ τά βά

διές.,, να ...

θε νά

6ε λα να....χα δυό,.,.καρ διές ε νά ντα για ντώ....τά 6ά σα να

καΐ.,.νάν...,.·. και σι (δ)ε ρέ και ...του ντουνιά καϊ του.....

νιες και .... ντου και.

φ* Γ π ι • ι γ ι π ναν και σι τον νιου νιά. . . . . Vic «ν

καρ σα

m m m

— 22 —

Page 41: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

'£! δ . . τύπον τέ „· .τό,... «παν τέ τό παν τέ ρη μο νη οι

πώς πώς τ'α(γ)α πώ. πε ρι σσια

4 4 · , U Ά ϊ ψ [ [ ΠΡΕΧΒ. ! Β. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΙ Φ~72 Πλαχες η Μπαλουξίστικος ΣΟΥΕΖ

Andan t lno

=66 A n d a n t l n o

4 5 . ΤΟ Μ E m Δ ρ ο ς κ . φρλγκουαη Ετέρα παραλλαγή ΠΟΡΤ ΣΑΙ'Δ

Νά μου(ν) μες στό.... νά *ά (μ)νω του

να μου(ν) μές στό νά κά (μ)νω *οΰ

νά μου(ν) μές.. νά κά μνω..

..... κα ρά 6ι ι ... ,.,κορ μιοΰ σου.

στό.. τοΰ...

σου σκιά

— 23 —

Page 42: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

τω νε ε ε χαί, Ρ βής ε 1 στόν

κα αρ Wn

ξε φά νά χα

.αν τω νε και... α. τε βής κΓά(ν)

του - κορ μιοΰ σου

οχιά tnc vr. iijc σου α (γ)έ ρα

Χαί ρου χαρ δια στόν (Hi θέ

Έ νά κά (μ)νω

Ι =56 Andante

για ρα για ρά

μάν ά μάν χαί ρου μάν ά μάν στόν .

46. 0 flflPflJVIfli κ. ΘΕΟΔ. Ε. ΣΟΥΛΤΑΝΑΚΙ

ΣΟΥΕΖ

47· ΤΟ ΓΙΑΕΛΙ η ΜΩΡΟ ΜΟΥ K? ΜΑΡΙΓΩ ΛΟΓΟθΕΤΟΥ

ΣΟΥΕΖ

Μ Η φυ λα κές κιΊν τάν αυ

Page 43: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

τό τό χ | λι κα νέ να νηό θά σφά ξου ve για

έ λι κα νέ να πα λλη .... κά

48. ΑΗ ΜΟΥ ΓΕ^ΡΓΗ κ. MIX ΛΙΟΚΟΥΡΑΣ

ΣΟΥΕΖ

j m * j>J j ι . ν η μουΓεωργ'ά φέντημουχρου σέ μου κα 6α λλά ρη άρ

μα τω μέ νος μέ σπα θ ί . . . . καί μ'άργυρό ....κον τά ρη μ'άργυρόκο .ντα ρι

J 4 9 . Τ Ο Υ ΓΛΗ(Γ)ΟΡΗ Τ Ο Υ ΜΟΣΧΟΥ

= 96 All? M o d e r a t o

ΠΡΕΣΒ. I. Β. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΙ ΣΟΥΕΖ

Νά τόν 'πώ νά Μ τόν 'πώ τοΰ Γλη (γ)ό ρη τό(ν) σκο

^ k}. J } } J ^ Η

πό.... μιά μαν τι νά δα θέ νά πώ.... στά σί (δ)ε ρα.,.,με (6)ά λα % σι

.... άχ! ά μάν ά μά .... άχ! μάν ά μά.

μαν μια μαν τι μάν στά σί (δ)ε

μιά μαν τι νά δα ΰέ να πω στά σιδε ρα μέ (6ά) λα σι

κι ενα μαν τι να γιά τό Κα τ ε ρη

— 25

Page 44: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

I 50.TOY ΧΑΤΖΗ ΜΑΛΛΙΑΡΟΥ

96 All Moderato

κ. ΓΕΩΡΓ. EM. ΓΙΑΝΑΓΑ ΣΟΥΕΖ

"Ε! Μ'ε χεικαρ διές ,. ; .. μα ε χει καρ ε χεικαρ διές..; | μ« ε χει καρ

.έ χει καρ διέ ες πού χαίρου νται . . . α,ι, I χει καρ διέ ες., δ που πο νου ουν

που χαι ρουν ται.,.,ε δ που........ πο νουν... ε

χει κα αρ χει κα αρ

διέ ες που χαι ρουν... ται ε

.ες δ που πο νουν... και χει κα . αρ τί πο Ρ

i l l 1 ' J Μ Γ Γ > Γ Ή f = H Λ

διέ.. Ε F ' 1 • J .

κλαΐ νε

kJ —£—Μ

τα δέ(ν). λέ νε και

A n d a n t e

51. ΜΑΓΙΑ ΜΟΥΚΑΝΕΣ ΙΟΥΑ. ΜΑΝΩΛΑΚΑΚΙΣ

ΖΑΓΑΖΙΚ

Στα ψη π κά Οουν

Ρ ϊ J § § πα ρα Αύ ρια . μαύρα φρύ δια

— 26

Page 45: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

52. Ο Χ Τ Ι Κ Ι Α Ρ Η Σ *.Γ . ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ

ΣΟΥΕΖ Βραδέως

Σέ τού ...τη νά πά ΡΌ

B E ^ g a g ^ h J ι_] γ i J i § ^ p p " γ α τή γεί το νιά "EU.· χά ρος να κα-

τής | γει ^ό νι ασες Ε) και μάς τά δυο

τοικη ε.. ν 'άφί °Τ) ε. ση

53. ΤΟ ΠΙΠΕΡΙ Δνίς ΕΥ ΑΓ. I. ΠΑΥΛΗ

ΣΟΥΕΖ

Πώς τό τρι μω ρε πως το τρί πώς τό τρί....... δουν τό πι

Ε Ε Ε Ε Β πέ ρι πώς τό π ε Ρ1 πώς τό τρί ,δουν *ό » | Ρ1

τοΰ δια λο ι κα

Πώς τό τρι μω ρέ πώς το τρι, πώςτό τΡί ™ πι

πέ ρι π ω ζ τό •έ £ υ π ώ ς το W βουν τό πι πέ ρι τοΰδια

6ό λου *α λο γε poi πώς το

— 27 —

Page 46: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

66 Andantino

54. Τ Α MHAlTZflNIA ΠΡΕΣΒ. I. Β. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΙ

ΣΟΥΕΖ

νιά_...νά μή ....νά μή τά 6α λης πειά

(γ)ώ πα τε' λί χω στις Ά Φη

κά λλια 'χω πα ρά τοΰ

Κά λλια* χω Υω ο πα ρά τοΰ σμον τά

55. ΓΙΟΥΣΟΥΦ ΑΡΑΠΗΣ κ. ΙΩΑΝ. ΙΩΣ. ΜΑΝΩΑΑΚΑΚΙ

Χρόνος Valse ΣΟΥΕΖ

f f r f r f f i ^ ^ ^ H * 1 1 ' Μ j j j I 1X0 5 ϊ Ρά «η μου ^ ρ β

ν α δ < " β ω * ϊ Ρά «η fov ρ ά ρ<£ ηη

— 28

Page 47: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

= 66 A.ndantirvo

56. ϋΙΑΓΓΟΥΙΙΚΟΣ Έναρμόνισις ΠΡΕΣΒ. I. Β. Γ1ΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΙ

κ. Μ Α Ν Ω Λ Η Κ Α Λ Ο Μ Ο Ι Ρ Η ΣΟΥΕΖ

χαί ρου καρ δη.

χαί στο

χαι ρου καρ στόν δη . νά κα

ντω τε

Page 48: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

στον

57. ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ Έναρμόνισις χ ζ χ Α Λ Κ Ι Α Δ Η

Χ. Μ Α Ν Ω Λ Η ΚΑΛΟΜΟΙΡΗ Π Ο Ρ Τ 2Α Ι Δ

Ά ρ γ α

— 30 —

Page 49: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Νά νι τό παι (δ)ίμουνα νά

Κοι μή σου μέ τήν Πα καί αέ τόν "Α η (Γ)ιά

Page 50: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

καίγω σε να να

σου παι νε

Page 51: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

μι ζω Νά νι τό παι (δ)ί μουνα νά

f

i } >> "Ε! £ α

58 MoiPono(r) i

h ft Μ

V

K ? ΜΑΡΙΓΩ ΛΟΓΟΘΕΤΟΥ ΌΥΕΖ

H

τή(ν) νύχ ca τά με σά νυχ τα κου ω μιά κα τα κρα(υ) γη

δυ(ό) ώ ση κω

I ρες νά ξη με ρώ ση ω νο μαι κι'α νοί (γ)ω

- J ^ i ^ — —

ΈνταΰΟα ψάλλονται έπί τοΰ μέλους τούτου είς πεζόν λόγον διάφοροι έπαινοι πρός τόν νεκρόν ή άλλα τινά τόν βίο ν του αφορών τα.

Χ Ο Ρ Ο Ι

— 33 — Λ

Page 52: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

59.Σ0ΥΙΤΛ ( Χ Ο Ρ Ο ς ) Έναρμόνισις

κ ΜΑΝΩΛΗ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗ

Γοργά

χ. κ. Ν. MHTP02MIUPAS ΠΟΡΤΣΑ-ί-Δ

Page 53: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

/ Λ Ρ Ο ί m » -Ή Μ ν βΤ Τ

κ π—φ~ ψτ—3 3

F β

"JE1

- i.. a ·

L—

Β = j 4

/ fl # - 7 Jn

ΓΊ ••— 1—Γ' 3 * u

^ » — ϊ = · # # —Λ m 4 —

— Ψ * y ν ί € y J ' y J q • — Ζ fl

Λ

/

Γ η - J —Η

7 | 1 d

- - — r — £—' — i a 7

— « 9 _ J: ^ # _

4 — Φ

(row ff ? j «7

)u>;J|,i Π

l i b * * f Μ 1 • f j f

π r a l

H# tfg

3 = - 3 — -5— s 1=3

11^ w I I f P f i ^

3 5 -

Page 54: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ
Page 55: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ
Page 56: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ
Page 57: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

3 9 -

Page 58: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

/ Τ ν

Φ f ' 1 Mm · f ^p.—·

l | t = J _ J — ύ

— 40 —

Page 59: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ
Page 60: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ
Page 61: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ
Page 62: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ
Page 63: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— # # •

±Jt]

4 t !

1 j* , . IP Ν

f ψ ....

ν ν

2 x—

- 3 i 1 4 / ,

t

— H = « a β % II— V

— H = (L-J—fL V ( 1—* •U Ζ -J- 4 \=Φ - 4 - j

I p f ^ h—^

i i

f F

λ-4 * ft Z3F Ε

I—4 -F T | f

' V T T

Η—Ρ r w** 5 =

-zr1—Τ

m

.Λ. Γ

L 5—| r

•ι/":" - ρ

» —

• ± 5

- Μ * 5

r H H f r - - ρ η = ρ Λ

k Ξ — 3 !=ί l=J U J g p j ι ~ * 1—* 1

I g 1

45-

Page 64: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ
Page 65: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Φ J

— 47

Page 66: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ
Page 67: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

1 = 98 All M o d e r a t o

Υπόκρουσις υπό κ. Π. Βέη

ΠΡΕΣΒ I. Β. ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΙ ΣΟΥΕΖ

49 -

Page 68: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

W=120

i ι

t h t i -

| | ι B p

i T j 1 ! ' II 1 Μ .'

ΐ Κ τ Παρείοακχον

i i — T N f

t J u

( ϋ ^ > f r r r H

/ L a . β | f ι r M

= τ Η

μ J J 1 l·

i t 0-—

r j U

50

Page 69: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

61. Τ Α ΚΕΦΑΑΩΝ'ΙΙΛ Η (ΧΟΡΟΣ) gg Ύπόκρουσις υπό κ. Π. Βέη

Moderato

Ι

Κ β ΜΑ ΡΙΓΩ ΑΟΓΟΘΚΓΟΥ . , ΣΟΥΕΖ fe-Nn

51

Page 70: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

62. 0 ZEPB0(Q)EH102 ( Χ Ο Ρ Ο ς ) Ύπόκρουσις υπό κ. Π. Βέη

Π Ρ Ε Σ Β . I . Β . Π Α Ν Ν Α Κ Ο Υ Β Σ Ο Υ Ε Ζ Α Κ 1

— 52 —

63 .0 Φ0ΥΜΙΣΤ0Σ ( Χ Ο Ρ Ο Σ ) "Υπόχρουσις ύ*ό | I Βέη 1 φ Ι Λ | Μ Ο γ Σ Ο γ Ρ Η Σ

ΙΣΜΑΗΛΙΑ

Page 71: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Μ Ε Ρ Ο Χ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Ν

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ.— Εις τάς παοα.Ύομπάς των διαφόρων παραλλαγών αναφέρεται το δνομα της συλλογής Ιξ ης ξλήφ&η α Ρ ζη, όοάχ'ς δμως άνα-φέρεται μόνον το δνομα του οογγοαφέως, πρόκειται περί των έξης ουί-λογών :

Γνευτοΰ= Ι/«0Γί;ίά Toiyovha της PJhv%—'A.U$a.'3nta 1926. Μανωλακίκη. (Κ.')=ζΚαιπα{)ιαχά—1 $9(ϊ, Μ α νωλακάκπ (I/) — J«> ιιχον ψ ή για μ α—1S7S. Μίχαπλίδου. =ζΚαοπα'Ίιαχα 1)μοτιχά νΑσματα—Κων)πολις 1913. Παχτίκου. =26(1 Δημώδη Έλληνιχά "Ασματα —Ά vat 1905. Πθλίτου.=ΈχΙογαι ατζο τα Tgayovdia τον Έλλ. Λαοϋ—'Α&ήναι Β! ξχδ. 1925 ϊΐγάλ«.=^ι άλογη Έύνιχών 'Ασμάτων—Ά th] να ι IS SO. Φοςρμακίδου. -Κνποια "Επη— ΛβΡΚίυσια 1927.

ΑΙ δυσνόητοι Χβξβις αΐτινες εύοίσχονται εν τ p χειμβνψ έπβξηγοννtat εις π> λβξιΧόγ§ον το βνρισχόμη'ον εις το τέλος του βιβλίου.

Page 72: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Α. Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Α Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Α

Λέγοντες δημώδη Ιστορικά τραγούδια, έννοονμεν %σματα εκπηγάσαντα αμέσως i| ίατορικφν γεγονότων η πεοιατάοεοιν και ποοωοιαμένα να τοαγονδοϋνται νπό τον λαοϋ.

" _ * ( U H L A N D ) ί

1. Ή άλωαις trig Κάβου

Μαύρο Λουλάκι κά(θ )ετα ι στης Κάσος τ' ά γ ρ ι ο ( β ) ο υ ν ι

β γ ά λ λ ε ι φωλίσσα θλ ι (6 )ερή και μαϋρο μυρίολόΐ Μ ά ν ν α κ λ α μ ό ς και βουγκιτός ε ις τό νησί της Κάσος ! Ή Μ ά ν ν α κλαίε ι τό πα ι (δ ) ί , και τό πα ι (δ ) ί τήν μ ά ν ν α κι' ό ά ( δ ) ε ρ φ ό ς την ά ( δ ) ε ρ φ ή κι' άουρος τη καλή του. ( Γ ) ί ν ο ν τ α ι στί(6)ες τα κορμιά τά α ϊματα ποτάμία Π ά ς και π α ν ο ύ γ λ α π λ ά κ ω σ ε , πάς και σεισμός έ (γ) ίνη ; Μή(τ)ε π α ν ο ϋ γ λ α π λ ά κ ω σ ε , μή(τ)β σεισμός έ (γ ) ί νη . Χ ο υ σ έ ν Πασ&ς έ π λ ά κ ω σ ε από την Ά λ ε ξ ά ν τ ρ α , ' Σ τ ο Φρϋ έπη(γ )ε κι* ήραξέν , ή φο(6 ερή ά ρ μ ά δ α

Β γ ά λ λ ' αρβανίτες περισσούς β γ ά λ λ ε ι στρα(β)αραπά(δ)ες Γ ι ά ν ά πατήσου(ν) τό Σταυρό, γ ι α ν ά πατήσου(ν) τ ά γ ι α ν ά μα (γ ) ερ ίσουν Ε κ κ λ η σ ί ε ς κΓ ούλα τά Μοναστήρια Σ φ ά ζ ο υ ν τους γέρους και τΙς Υ'ρηές κι ' ούλα τά παλληκάρία τις κοπελλ ί έ ς και τά μ ω ρ ά στη φλόττα τούς 'μπαρκάρουν σκλά (β)ους \ ά τούς πουλήσουσι σΓής Μπαρ μ π ά ρ α ς τά 'μέρη Κ α ι μ ι α πτίς σ κ λ ά ( 6 ) ε ς ή λ ε ( γ ) ε μέ θλι(6)ερή φωνίσσα : J — Χ ίλ ια κι ά ν κάμης Χ ο υ σ ε ΐ ν , χ ί λ ια και α ν μας πούλησης, έ μ ε ΐ ς του Τούρκου τό σπαθί ( δ ) έ θά τό φο(6)ηθοΰμε γχά θά μας κόψης ούλους μας y l c λευτεριά θά (δ )οϋμε ( ! ) ν .

( ΐ) Τό ποίημα τούτο έκ της συλλογής *ου ά| . κ, Λχιλ. Σ. Διαμαντάρα £δόθη τό πρώτον πρός δημοσίενσιν υπ' αυτού είς τόν Ιατρόν Γ. Μαυρήν όστις τό έδημοσίευσε εΐζ τό φ'λλάδιον όπερ έξέδωκεν τφ 1889 έν φ περιείχετο ό όπιμνηυ,όσυνος ύπέρ τών Κασίων άγα)νκ»/ών, λό-γος του Ιδίου. ΈδημοσίΒυ&η έπίσης είς τό ύπ αριθ. 25 Γ θ δ φύλλον τού έν Άνήναις έκ-διδομένου περιοδικού περιοδικού « Ε|3δομάς».' Ανεδημοσιβύδη δέ καΐ εΙς τό «Λεύκωμα τής Κά-βου»· τού Ιατρού κ. Κ. Φραγκούλη.

Ή «Δωδεκανησιακή Λύρα» πολλά όφοίλει είς τόν κ. Άχιλ . Σ. Διαμαντάραν Ιδία-ς όσον άφορα τήν δημώδη ποίησιν καΐ μουσική ν τής Ιδιαιτέρας αύτού πατρίδος, του Καβτελλορίζου ΕΙς τόν σχετικό ν τόπον θά όμιλήσωμεν έκτενέστερον περί τοΟ άκαμπτου συλλέκτου των έθνι κών μας ποιητικών κειμηλίων, ml m y } ·*· ' 'Plain MtA Ml11 1 WIlMiiii m 1" . * Β

Page 73: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

2. Εις τά είκοσιδύο μέα' τη πρωτοχρονιά

Εις τά εΐκοσιδυο μεσ' τή πρωτοχρονιά στις δέκα του (Γ)ενα'ρη τ ΐ \ βαρυχειμωνιά εννιά καράβια ( ε ) φ ν ( ϊ ) ι ν από την 'Αραπιά τριά (ή)το τά ρωμαΐκα κ ' εξη τά Τουρκικά Κι ' ήτο (ά)πό την άρμά(δ)α του ' Ιμπραήμ πασά Τά τρία τά Ρ ω μ α ΐ κ α ήτο Κασίώτικα Το'να (ή)το του Μπουρέκα, τ ' ά'λλο του Ζαχαρίά τ' άλλο του Μανωλάκη με τά ψιλά πανιά κι* αέρας που τά 'λαλεί ψιλή-ψιλή νοδιά κι' δλα μπροστά πη(γ)αίναν τά τρία ρωμαίικα στης Κρήτης τό πο(γ)άζι στέκ' ό Κανταριζης και φώναξε ρεσάρτο, νά κα'μουσι κι ' οί τρεις.

Τά καράβια πολέμου τά Κασιώτικα νικου(ν) Τις φρεγάδες ρεμουρκέρου(ν) και στη Μπούκα τΙς επέρου τά κανόνια τους εβγάλου(ν) καΐ στης Τάπιες των τά βάλου(ν) Τοΰ Μιοΰλη τις χαρίζου(ν) για μπουρλότα γιαρατίζου(ν) (2).

( ι ) Πρόκειται περί του Ιστορικώς έξηκριβωθέντος έπεισοδίου της καταλήψεως 13 ιστιο-φόρων τοϋ Σουλτάνου έν Δαμιέττη της Αιγύπτου ύπό των Κασίων, άτινα καΐ έκφορτώσαντες ούτοι έ ν Κάσω έδώρησαν είτα τή προσωρινή Κυβερνήσει της 'Ελλάδος ήτις καΐ τά μεταχειρι-σθη ά.ς πνρπολικά.

Τό ποίημα τούτο έδημοσιεύθη έν τω «Λευκώματι της Κάσου» έν σελίδι 44· (2) Αύτή εΐνε ή δκδοσις ή δημοσιευθείσα εις τό «Λεύκωμα της Κάσου». Ό καλός πα-

τριώτης και αγαπητός μας συνεργάτη: κ. Χαρίδημος Γ. Γιανναγάς μάς γνωρίζει καΐ άλλην παραλλαγήν μέ προΰθήκας τινάς. Κατ' αύτη ν μετά τόν στίχο ν : «ΚαΙ φώναξε ρεσάρτο νά κά-μουσι κι οί τρεις», άκολουθεί τό έ|ί§ς :

νΕφοδο μωρέ παιδιά—νά τή φαμε τήν Τουρκιά νΕφρ'^ μωρέ παιδιά—ζήτω ή έλευθεριά Μέραργί μας μερακλή—Θ(ε)ωδωρή Κανταριζή Μέραρχε μας μερακλή—υ,τι προστάζεις νά (γ)ενή. —Γειά <?ας Κασιωτόπουλά μυο—θάρρος και παρηγοριά μου Τά καρ,άβια πολεμου(ν)—-τά Κασιώτικα νικοΰ(ν)

Ιις φρεγάδες ρεσαρτέρου(ν)—άλλους σφάζου(ν) κι* άλλους (δ)ένου(ν) 1 ϊς φρεγάδες ρεμουρκερου(ν)—καΐ στήν Κ,άσο τις έπέρου(ν) Εις τήν Μπούκα τις 'ποσυίνουίν)—και τή λεία ξεφορτώνου(ν).

'Απόλλων 6 Ξανθός—του Μαλλιαράκη δ άκρι(β)ος νΟςώ τά κανόνια βγάλλει—κι εις τις Τάπιες τω(ν) τά (β)άλλει. Τις φρεγάδες τις σσουρμέρου(ν)—στήν Ελλάδα τΙς έπέρου(ν) Ίου Μιαούλη τις χαρίζου(ν)—-γιά μπουρλόττα γιερατίζου(ν) ^τέλλου(ν) τους στό ντάρ-πογάζι—κι* ή Τουρκιά ουλη τρομάζει Κι ή Τουρκιά ουλη τρομάζει—«ίλλα-ιλλα-λά» φωνάζει !

ΣΗΙΜ.—Τό έπεισόδιον τοΰτο άναφέρει καΐ ό "Αγγλος Ιστορικός Συνταγματάρχης Gordon είς «περ¥ τής 'Ελληνικής Έπαναοτάσεως Ίστορίαν του» γράφει | p μεταξύ άλλων (τομ. I σελ. 47 ϋ ότι 'έκεί οί Κάοιοι εΰρον έπίσης κα\ άλλα πράγματα «τά όποια όμως άφήκαν ανέπαφα διότι ήννόησαν έκ της έπιγραφής των ότι άνήκον είς Κύρωπαίονς* σπάνιον παράδειγμα σεβα* σιιοδ πόός τήν ίδιοκιησίαν των ούδετέρων».

Page 74: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

3. Ή "Αλωσις της Κάβου-(*)

Ακούσετε νά σας ειπώ στή(ν) Κάσο τΐ έ(γ)ίνη Ήρθε ό Χουσεΐν πασας μέ ταπεινοφροσύνη Τριάντα πλοία έφερε, τό είκοσι καπάκια (;) κ' έ£ε φρεγάδες ήτανε και τέσσαρα μπρικάκια Μία φρέγ"άδα κά(θ)ησε στή λήτρα και τή £έρα τέσοαρους κόμπους, έ(δ)εσε τή κόκκινη παντιέρα Έρριψαν βάρκες στο γιαλό καί έπη(γ)αν είς τ Άρμάθια κι' ηύραν τό γέρο) Ζαχαρία κι' έκαμα τον κομμάδία. Έσκέφθηκεν ό Χουσεΐν πώς δέ(ν) μπορεί νά πατήσω τήν Κάσο τήν 'περήφανη' πρέπει ν' άναχωρήση. Αύριο εύτύς σηκώνεται κι' ήταν ή μέρα Τρίτη ό στόλος ούλος έφυ(γ·)ε καί έπή(γ)εν είς τή(ν) Κρήτη. Στή(ν) Κρήτη δταν ήφτασε μαΐ,έβγει στρατιώτες καί Στίακούς καί Καστρινούς καί μερικούς Χανιώτες. Οί Κρητικοί (2) 'χαν έχθρητα μέ τό νησί τής Κάσου φαρμάκιν είχαν στή καρδία κι' ήρθα νά τό ^εράσου(ν). Δεκάξε 'μέρεζ ήκαμε νά πά(γ)η νά (γ)υρίση κι' ήρτε ν' άρά£η στή Μακρά' άντίίψυ μέ τή Βρύση. , "Ασπρη παντιέρα ή(β)αλε νά πά(ν) νά προσκυνήσου(ν) κι' οί Κάσιοι έπιμείνασι, θέλου(ν) νά πολεμήσου(ν)· 'Έχουσιν ένα δήμαρχο, Γιώργη Γρηγοριάδη, καί έμέθυσε τόν Ζαχαρίά 'που του Ζαχαριάδη· Έμέ$υσεν ό Ζαχαριάς κι' ήπαι£ε τό κανόνι καί έτέλειωσε τά πάθη του άπ έξω στο Θεμονι· Άρχίνησεν ό πόλεμος τέσσαρες—πέντε μέρες, κ έρίχνσν τά βασιλικά ώσά(ν) χαλάει σφαίρες. Δύο φρεγάδες φύ(γ)πνε κ' έπή(γ)αν είς τή Κάσο στ' Αύλάκιν έπολέμησαν κι' έσπάσαν τά πινά των· Προδότην είχα Ζαχαρίάν του Διάκου του Κλεφτάκη που γνώριζε του τόπου μας τά μέρη καί τ' Αύλάκι· Τριάντα βάρκες 'φόρτωσε, χίλιους Άρβανιτά(δ)ες κι' ό Ζαχαρίας τούς έφερε είς τούς Άσπροπηλιά(δ)ές. Έννηά φυλάκοι ειν' έκεΐ στο δύσκολο τό μέρος οχτώ (ή)τον νέοι ήρωες κι' ό ένας ήτο(ν) (γ)έρος. Μιά ώρα τούς έμπό(δ)ισαν, γεμίΐ,ουσι και παί^ου(ν) και οί Άγαρηνοί «άλλάχ άλλάχ» φωνά^ουσι καί παί^ου(ν). Έτρέξασιν απάνω των καί οί οχτώ γλυτώσα(ν) τόν (γ)έρον έπροχάμασι καί έκεΐ τόν έσκοτώσα(ν). Όχτώ χιλιάδες ήβγαλε πριχοϋ νά ξημερώση κι' οί Κάσιοι έλέ(γ)ασι «Κανείς (δ)έ(ν) θά γλυτώση*. Δεν ήμκορώ νά σας ειπώ τόν θρήνον δπου (γ)ίνη ή μάννα τρέχει στο (β)ουνό καί τό παι(δ)ίν άφίνει. Ήχασε ή μάννα τό παι(δ)ί καί τό παι(δ)1 τή μάννα καί από τά παλληκάρία μας έ£ήντα άποθάνα(ν). Σφάΐ,ου(ν) τ^ παλληκάρία μας καί τά παιδιά σκλα(β).ί)νου(ν) άγγέλοι άπ' τούς ούρανούς (δ)έ(ν) τούς έλευτερώνου(ν)·

( ι ) 'Εκ παλαιού χειρογράφου παραχωρηθέντος ήμίν ύπό τής Κας 'Ελένης Μ. Μαυρή πρός ήν καί δημοσία έκφράξομεν τάς θερμοτάτας μας ευχαριστίας. | | Οί Τούρκοι τής Κρήτης.

Page 75: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 6

Ήβγεν ό Μπέης στη £ερά μέ φόρτε μπαϊράκι κι* εύτύς έκαβαλλίκεψεν και έπή(γ)εν εις χ Αυλάκι. Έκεΐ (ή)τανε ό στόλος μας ούλοι μικροί, με(γ)άλοι βγ-άλλει τους τά τιμόνια τους και τά πανιά τους βγάλλει-(Γ)υρίζει πάλι ό Μπέης των εις τήν ΆγΙά Μαρίνα και είς του Σακέλλη τον οντά ήστρωσε κι' έπροσκύνα· Έφύ(γ)αν άπ τον Ήμπορείό τέσσαρα καϊκάκια γδυμνοί ούλοι «? ξυπόλυτοι, μόνο μέ τά 'ΰωβράκια. Δύο με(γ)άλα μίστικα, κρυφά χαν άπό κάτω χωσμένα τά τιμόνια τω(ν), χωσμένα τά πανίά τω(ν). Αυτά τά δυο έφόρτωσαν, τρέχουν είς τό Φοινίκι Στο ένα έπλησίαζε ένα με(γ)άλο μπρίκι κατέβαινεν απάνω του διά νά τό βυθίση. . Τήν Παναμά παρακαλούν διά νά βοηθήίη τό έχθρικό πολεμικό νά μήν τούς έβυθίση. Ό Μπογιατζής ό πλοίαρχος έσκέφτει ν' αποφυγή τον κίνδυνον τον τρομερόν δπου τον έκυνήγει. Έόρσαρsv τό πλοΐό του κατά τήν δραμουντάνα τδνα πανί τούς άφαιρεΐ. (ι) Έσώθηκεν ό Μπογιατζής και δσοι ήτο μέσα στήν Κάρπαθον έπή(γ)ασι κι' έτσι κι' αύτοί γλυτώσα(ν)· Οί άλλοι δπου έμειναν κρυμμένοι μές στά δάση ούτε νερό ούτε ψωμί (δ)έν εϊχασι νά φάσι. Μέσα σέ ένα σπήλαιο εύρίσκοντο καμπόσοι -και λέγασιν αλλήλους των «κανείς (δ)ένθά γλυτώση»· Εύρέθην ένας Κρητικός Γεώργιος Φιοράκης και λέ(γ)ει: «&ν μου κάμετε χαρτί τό πέρνω στο κονάκι», Εύτύς τοϋ κάμαν τό χαρτί κι' επήρε το στο χέρι Τετάρτη μέρα ήτανε κΓ ή ώρα μεσημέρι. ' Πιάνει τό δρόμο κι' ήρχετο τό(ν) Μπέη ν' άνταμώση άνθρωποι (δ)έν έπίστεψαν πώς ζωντανός θά ^ώόψ Ή τύχη του, κι' έλάχασι δύο Άρναουτά(δ)ες τοϋ Μπέη συγγενείς κι' οί δυο κι'ήτο ν με(γ)άλοι άγά(δ)ες. Στον Μπέη τον έπήρανε κι' έδωκε τό χαρτάκι κι' έκεϊνος τον έχάδεψ-ε «μπράβο μωρέ Γεωργάκη*· Φέρνει διαβάζουν τό χαρτί* ρωμηός τοϋ τό διαβάζει κι' αύτός ήβγαλε κήρυκα νά πάη νά φωνάζη· Ό Καλαμουγκανάς έφώναζε κι' ό 'Αντώνης τοϋ Σοΐλη ναρτοϋ(ν) νά προσκυνήσουσι(ν) μέ τά καμένα χείλη· 'Εδιναν τά τουφέκια τους κι* έπέρναν Δεσκεράδες και ό Μπέης τους παρακαλεί νά γίνουνε ^αγιάδες. Τον Χαζαλή άφίνει αγά, και ένα καϊκάκι τον Χαζή Γιώργη προεστόν, τον Γέρω Γΐουλιάκη. Επήρε τά καράβια μας έπήρε τά φλουριά μας έπήρεν δ,τι είχαμε καΓ σκλάβους τά παιδιά μας.

( ΐ ) Λέξις δυοανάγνωσΐΟζ.

Page 76: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Β'. Κ Α Λ Α Ν Δ Α Κ Α Ι Τ Ρ Ο Π Α Ρ Ι Α (*)

«Τά ασματα ατινα εις τακτικάς ημέρας του έτους ηοαγωδουν ομιλοι παί-δων, περιερχομεκι άπο θύρα; εις θύραν προς συλλογών μιχρύν <ριλο$ωρημχ -των είς ειδη η νιρμάτια, στενών έχουν συνάιρειαν προς συνήθειας της αρχαίας λατρείας, δεοτε κατάδηλος είναι Λ συγγένεια τούτων π/9βς τα αρχαία εθιμα τη; εΙ/}έσιώνη;, του κορωνισματος, του χελ δον/τμχτος. Και δεν έχουν μονβν το θίμα ομοίον τχσματα ταύτα προς τα αντίστοιχα χρχαϊα, αλλ' ομοιαν έχουν κβι την συ^5εσιν κα9ώς, τον χαρακτήρα καί τη^ ούϊίο& τών ενροαζομινων συναισθημάτων και εννοιών. Καί είς τίρχαϊα ©πως καί είς τα σημερινά τα αυτά εγκώμι* επιδαψιλευονται εις εκείνον, π^ος ον επιβάλλεται η αίτηση, «ι αύται ©ίλικαί εύχαι υπέο ευημερία; του οίκου του. Και αν ε·ς τάρχαΐα άσμα-τα η διατύττω7ΐς τών έπαινων και των ευχών εχει μείζονα χάριν, ρυσι*οτητα και απλότητα, τών σηιιερινων δ' ομως ό τροπές δύναται ισω^ να ώς ζωτπΛοτεΛΟί, π^ωτοτυπώτε,οος και τρυφερώτερος.*

F A U R I E L

1 . Κ ά λ α ν τ α .

(Κατ* άνακοίνωαιν της Κ ας ΑΙκ. Γ, Mavgrj καί τών κ. κ. Άχιλλ. Α. Ζαχαοιαδάκη καί Ζαχ. Χαλχιάδον).

Ά ρ χ ι μ η ν ΐ ^ κι' άρχ ιχρον ίά 'ψ ιλή μου δεντρολιβανίά κι* αρχή , καλός σας χρόνος Έκκλησ ι \ μετ' Λγιο θρόνος Κι* άρχή Λού βγήκεν ό Χριστός "Αγιος καί πνευματικός στή Γί] ν ά περποΐτήση καί ν ά μ&ς καλοκαρδίση "Αης · Βασίλης έρχεται άρχοντες τό κατέχεται άπό τή Ροϋσα Ρούσα Σύ 'σαι άρχόντιαα και πλούσια "Αης-Βασίλης έρχεται άίΤο τήν Καισαρεία Σύ 'σαι άρχόντισσα Κυρία .

( ΐ ) Πρβλ. Σιγάλα οελ. 493» Πολίτου οελ. 213—216.

1

Page 77: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Βαστά. λ ι (β)άν ι και κ£ρί (η : «ε ικόνα και χάρτί») ζαχαροκάνπο ζυμωτή χαρτί καί καλαμάρι

Σύ 'σαι αγάπη μου με()·)άλη, (ή: «δες και μέ τό παλληκάρ:») τό καλαμάριν έγραφε «πολιτικέ μου καντιφέ» και τό χαρτίν ώμίλει

άσπρε μου καθάριε κρίνε (ή: «άσπρη μου καθάρια κρήνη») • και 'πάνω στά βλαστάρια του

κοιμάται μέ τή μ ά ν ν α του Βοΰρνες και πηγαδάκια μαϋρα μου γλυκά ματάκια

Και κελαϊδοϋσαν πέρδικες (ή: «έκατεβαίναν π έ ρ δ ι κ ε ς » ) γαρυφαλλίές λεβέντικες κι ένεβα ίναν κι' έ\*εβαίνα(ν)

(ή: «έρραίναν κι' ανέβαιναν» ή: «έπλύναν κ ι ' ά ν ε β α ί ν α ν » ) και ροδόσταμνον έρα ίναν(ν ) (ή: «:όν άφέντην τ ω ν έρραίνα(ν)

Έρρα ίναν τόν άφέντη τ ω ( ν ) ( ή : « μ α ς » ) τό Μπέη τό λεβέντη τ ω ( ν ) (ή : « μ α ς » ) τό πολυχρονισμένο

πού(ν) στο κόσμο (ή «στή Μπόλη») ξακουσμένος Έσοϋ σοϋ πρέπει Ά φ έ ν τ η μου

καρά(β)ι ν ' άρματώσης (ή: «τρικούβερτο κ α υ ά ( β ) ι > ) στή ν Άγγλετέρα ν ά τό πάς φλουρί νά τό φόρτωσης καί τ' άρμπουρα του καραβιού νά τά μαλαματώσης. Στή πρύμη λ ά ( ν ) τό μ ά λ α μ α στή πλώρη τό λοάρι

καί τά πσνϊά καί τά σχοινιά (ή: «τά σχοιν ιά rou κ α ρ α β ι ο δ ν σαφί μαργαριτάρι Έσοϋ σοϋ πρέπει άφέ\τη μου Μπέη μου καί Λεβέντη μου καριόλα ν ά κοιμάσαι βελοΰ(δ)ο νά σκεπάζεσαι νά μήν κρυολο(γ)άσαι. Καί πάλι ξαναπρέπει σου καρέγλα διαμαντένια γ ιά ν' άκκουμπά ή νειότη σου Ι μαργαριταρένια, Έ*όπαμε Ι Άφέντη μα£ άς πούμε της Κυράς μ α ς ;

Κυρά ψιλή, Κυρά λ ι γνή | \ Κυρά καμαρορρύδα \ . „; ,·., \ .·

Page 78: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

πούχεις τον ήλιο πρόσωπο και τό φ ε γ γ ά ρ ι στήθη και τοϋ κοράκου τό φτερό βάζε ις καμαροφρϋδι Κυρά μαρμαροτράχηλη και καστανομαλλοϋσα υντες σ β έ ( \ ) έ ν ν α ή μ ά ν ν α σου ούλα τά δέντρα άνθοϋσα(ν) ΚΓ δντες σ' έκοιλοπόνησε ήταν ή μέρα σκόλη και έ (δ)ώκασου την τήν ευκή οι Δώδεκ Άποστόλοι . Έ:τόπαμε και της Κυράς άς ίτοϋμε και της κόρης.

Έ χ ε ι ς και Κόρην ώμμορφη γραμματικός τή θέλει. Μ' <Χν ε ίνα ι και γραμματικός Π ο λ λ ά προυκίά (γ )υρεύγε ι . (Γ)υρεύγε ι αμπέλια άτρύγητα χωράφια μέ τα στάχυα γυρεύγει μύλους δώδεκα και μέ τούς μυλωνάδες Γυρεύγει και τήν ύάλασσα μ όλα της τα καράβια. Γυρεύγει και τον Κύρ-Βορηά ν ά τά καλαρμεν ίζε ι . Έ π ό π α μ ε της Κόρης σας άς πούμε και τοϋ γυΐοϋ σας.

και γυΐό στα γράμματα (ή: «στο σ/ολεΐό» και σύρνει τό κοντύλι ν ά τοϋ τ* άξιώση ό Θεός ν ά (β)άλη πετραχήλι Έπόπ:αμε και τοϋ ν ίου άς ποϋμε τής Βαΐσσας (νΑλ)α\|/ε Βαΐσσα τό κερί και άνέ(β)α και κατέ(6)α φέρε πανίέρι κάστανα πα\ ! έοι π ορ το κάλλια και φέρε και γλυκό κρασί \ ά πιοϋ(ν) τά παλληκάρια. Κι* άνέχε ι κίτρο κόψε το κάμε το μέ ΓΟ μέλι γιατ' είμεθα στά κάλαντα κι1 εϊμεστε βραχνιασμένοι , j

Page 79: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

H g j j f '- - ' - ^ B ^ H ·

Για δότε μας τόν πετε ινό γ ια δότε μας τήν κόττα γ ια δότε μας τήν σφάξικα (ΐ)ί «τό τάλλαρο*) ν ά βγούμε από τήν πόρτα· *

Και είς έτη πολλά.

2. (Δ)έν είναι toutn ή έορτιί...

( χ . Ζ. Χαλκιάδης),

(Δ)έν είναι τούτη ή εορτή ώσά τή περασμένη

μάν εΐ(ν) με(γ)άλη και φριχτή και δοίολο(γ)ημένη.

Που οί παπσ(δ)ζς πορπατοΰ(ν) μέ το Σταυρέ στο χέρ ι

χαί μπαινου(ν) μέσ στα σπήλαια χαί λέν τον ' Ιορδάνη

βοήθεια νά εχετε τδ μέγαν Ι ω ά ν ν η .

Κάτω στα Γεροσόλυμα και στου Χρίστου τδ τάφο

έχει δέντρο δεν ήτανε δέντρον έςεφυτρώβη, στη μέσην ήτον 6 Χρίστος, στήν αχρα ή Παναγία χαί στα περιχλωνάρια τοο 'Αγγελοι χαί Άρχαγγέλ,οι, —«Ω Μιχαήλ 'Αρχάγγελε που πέρνης τις ψυχές μας Δόσε μου τ άργυρά κλειδιά τάργυροκουδουνατα νάνοίξω τον Παράδεισο νά πιω νερδ δροσάτο νά πέσω ν' άποκοιμηδώ στή λεμονιά *πδ κάτω. Νά (δ)φ χαί τδν 'Αρχάγγελο τδ φο(β)ερδ τρομάτη που καμπανίζει τις ψυχές άμαρτωλώ(ν) και δίκ^ω(ν). Έχε ι που πά(γ)ει ό δίκαιος εϊναι πλατειά στρωμένα μέ ρόδα μέ τριαντάφυλλα δέντρα ξεφυτρωμένα. Έχει που πά(γ)ει ό αμαρτωλός ώ ! φ?ίδια ώ άρκούδια! Σ3ν τ άχουσεν δ άμαρτωλδς ήδερνε τδ κορμί του, μέ ξΰλα χαί μέ σί(δ)ερα ώστα νά βγη ή ψυχή του Κ' Ι Παναγιά ή Δέσποινα στέκει παρη(γ)ορα το(ν): —«Σώπαινε συ αμαρτωλέ μή γέρης τδ κορμί σου χαί έγώ 'μαι πολυέσπλαχνος και σώζω τή ψυχή σου Στου | Ιορδάνη τά νερά δ γυιός μου έβαφτίσβη χαί αμέσως είς τδν ούρανο παράδεισος έχτίσΒη.»

Για δότε μας τδν πετεινδ

γιά δδτε μας τήν κόττα

γιά δότε μας τή(ν) σφάζιχα \

νά βγούμε άπδ τήν πόρτα, Ι

Page 80: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

i i —

3. Παναγιά έγκαστρώθηκε:. (Κα Alx. Γ. Μάνο])

Η παναγία ίγχαστράθηχε, μ* αγγελικό χαιριτισμον ετυπωΟηγ.ε> σε σπήλαιο άναμάρτητο εγεννησε, στη φάτνη το έποζεψε, βώδι το Ιγλυψε, στις τρεις ημέρες εμίλησε

— «Κοιμάσαι μάννα μου, κοιμάσαι μν,τίρα μ.υ ; —Κοιμούμαι υίε μου και Οεί μου και πλαστουργέ μου Άνάντιον ορεινο σε θωρώ και 'γω γειλ,ιΰ νά ψ ΰ το πώ.»

— Π/(σ)μου το μάννα μζυ πεμου το μητέρα μου και ο,τι έιτιν στον ούρανο θά οασιλεψω

— £ί(δ)α Σε υίε μου και θεε μου και πλαστουργέ μου> οί σκυλλοι Ό§ραΐ.ι σε ζυ(γ^ωννα(ν) στοϋ Πιλάτου την αύλη σε μπ1%-αν Ξύδι φαρ.μάχι σε ποτίσα(ν) και άγχαθανοστεφανο σε στολίσα(ν). —Όπου ορε9ει καί *πει:ο

τ,οεΓς βολές το πρωί και τρεις βολέ; τ ΐ β^α(δ)υ μη(τ)ε σεισμό <ρο(§)άται μη(τ)ε λισμί Κι έν ημέρα κρίσεως ίναμαρτητος. • I I · · · ' I I I

4. Ό Χριατός έπέρασε. {Κα dU. Γ. Μανρί})

Ό Χριστός {πέρασε πάλι ξαναπέρασε τό $αβδί του 'χτύπησε τό κακόν Ιϋκυρπισε —«*Ω Μαρία Μαγδαληνή πω; κοιμάσαι μοναχή ; —«"Οχι αφέντη μου Χριστέ μου (δ)έ κοιμούμαι μονάχη ?χο) Πέτρο |χα) Παύλα Ιχω δώδκκ' Άχοστάλους τ' δγιο πνεύμα στη κοιλιά μου και ό Σταυρός στή κεφαλή μου τά κλειδιά i t | πόρτα μου τίποτα (»)*(*) φο(β)ούμαι.

Page 81: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

5. Ό Λ ά ζ α ρ ο ς . C 1 ) J · (*. Ζ. XaUiadnc)

Καλή μέρα σας ποιμένες και τά βάγΙα θά σ&ς πώ τά φζά σας νά πληθύνουν νά μήν έχου μετρημό. Χίλια αρνιά και χίλια γίδια, κι' άλλα τόσα πρό(β)ατα ν ά τεντώσου(ν) τά ραχίδια και της Γης τά χώματα. Κΐ* ό Θεός θέ νά σας στείλη χόρτο της 'Ανατολής γ ΐ ά νά τρώσι(ν) τά φ ζ ά σας νάστε πάντα εύτυχεις. Είκοσι άρμε(γ)ούς θ ά Θέλης και καζάνια δεκοχτώ και σκαφίδια κι' άμουργούς νά μήν έχου(ν) μετρημό. Και σαράντα υπηρέτες γ ΐά νά βγάλου(ν) τό τυρί βότυρο και τή μυζήθρα και μανούλια και τουπί. Και τοϋ χρόνου του Λαζάρου και τοϋ χρόνου τώ Βαγιώ(ν) και καλό «Χριστός Ανέστη» μέ τό κόκκινο αύγό.

6. Λ ά ζ α ρ ο ς . (κ. Ζ. Χαλπώδης)

Κάτω είς τή ΒυΘανία —Εΐ(δ)α φόβους εΐ(δ)α τρόμους κλαίον(ν) Μάρθα και Μαρία εί(δ)α βάσανα και πόνους Λάζαρο τόν ά(δ)ερφό τους (Δ)ότε μου λίγο νεράκι τό καλό και ποθητό τους νά ξεπλύνω τό φαρμάκι Πέ 'μας Λάζαρε τί εί(δ)ες της καρδίΊς μου τών χειλέων είς τόν ν.Α.(δ)ην όπου πη(γ)ες. και μή μ' ένοχλειτε πλέον.

'Αλάζαρε ! Άλάζαρε ! (Δ)(£>κε μας τήν αύγοϋλά μας νά πάμε στή βουλεΐά μας !

( ΐ ) Παλαιότατος ήχος καΐ ητοίημα, όπερ έψάλλετο ειδικώς διά «τΙς μάνδρες- έκτός Β Αλλου «Λαζάρου·» δ*ου ακολουθεί, όβτις έψάλλετο «crd οπίτια». Κατ' αύτόν έδίδοντο βίζ *θύζ β ά λ λ ο ν τ α ς άντί χρημάτων «μανούλια, μ ι^ήθρες και τυριά.»

(Κατ' άναχοίνωοιν τον κ. Ζ, ΧαΧκιάοαν

Page 82: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

I f . — 13 — ;

' 7 . Τ ό τ ρ ο π ά ρ ι τ ' " Α η - Γ ι ω ρ γ ι ο ϋ . (κ, Μιχαήλ Λιόκουρας)

"Αη μου Γιώργη, αφέντη μου, χρουσέ μου Καβαλλάρη αρματωμένος μέ σπαθί καί μ* άργυρο κοντάρι Στή δόξα καί στή δύναμι θέλω ν' άναθθιβάλλω; και τό θεριό που 'σκότωσες τό(ν) δράκο(ν) τό με(γ)άλο που ήτυν εις τόν τόπο μας σ' ενα βαθύ πη(γ)ά(δ)ι, ανθρώπους τό ταιζασι κάθε πρωΐ και βρά(δ)υ, και μία αργά (δ)έν είχε πείά ανθρώπους νά (δ)ειπνίση σταλιά νερό (δ)έν άφισε τή χώρα νά ποτίση. Έρρίξασι τά μπουλεττίά κι* δτινος είθε πέσει

.Λ νά στέλλτ) τό παι(δ)άκι του, στο Δράκοντα πεσκέσι. Εξέπεσε τό μπουλεττί σε μΐά βασιλοπούλα οπού τήν ειχε ό κύρης της μοναχορη(γ)οπούλα. "Ο Βασίλη άς σαν τ άκουσε τούτα τά λόγια λέει —«Οΰλο τό βίο πάρτε το και τό παι(δ)ί μου άφήτε» Πολύς λαός μαζεύτηκε καί πά(τ)) στο Βασιλέα —«ΜΗ στείλε τό παι(δ)άκι σου ή στέλλομεν εσένα». — «Στολίστε τό παι(δ)ά:^ μου και κάμετε το νύφφη καί πάρτε το στο Δράκοντα πεσκέσι νά (δ)ειπνήσβ. Li~0ftrocfc?o παι(δ)ά)-ι μου μ' ατίμητα λιθάρια μ* άτΐ(-.'*«α κι* άχτίμητα κι* δλο μαργαριτάρια». Πολύς λαός μαζεύτηκε και πήρε το στή βρύσι. Ποΰξερε τό βαρειόμοιρο πώς θά ξανα(γ)υρίστ) ; Έφύ(γ)ασι και άφήκα τη(ν) στού ιτη(γ)αδΐού τά χείλη. "Ωστα νά βγή ό Δράκοντας πεσκέσι νά (δ)ειπνήσ]]. — Έ κ ε ΐ πού συλλογίζετο ήρτ'ενα περιστέρι κι' ε(β)άστα Τίμιο Σταυρό εις τό δεξιό του χέρι. Στήν άκρα ήγραφε «Σταυρό» στην άκρα «"Αη-Γιώργη» κι* οποίος τό j ig τό δνομα ποτέ δέ μετανοιώνει. —«Φύ(γ)ε ξενάκι μου από 'γΐά, μή φά(γ)τ] σε καί σένα τούτο τό άγριο θερίό πού θά μέ φάη καί μένα.» —«Λι(γ)άκι θέ νά κοιμηθώ στά (γ)όνατά σου επάνω καί γώ σκοτώνω τό θερίό καί γώ απ' αυτού σέ βγάνω,» Όντες ήρκετο τό θερίό τα όρη συχνοτρέμο(ν) κι' ή κόρη από τό φόβο της εφώναζε «'Άχι εμένά ! Άχι-εμέν ΐντα 'παθα τί βαρυομοιρα ποΰμον(ν) Σήκου νά σκοτώσης τό θερίό ποΰλε(γ)ες (δ)έ φο(β)ούμαι» (Έ)σηκώθη ανατολικά καί κάνει τό Σταυρό του και κονταριά τού χτύπησε καί πήρε τό λαιμό του. καί ξαναδευτεροονει το ανάμεσα στο στόμα εδε κακό πού (γ)ίνηκε στής πέτρες καί στο χώμα. ^ Κι ' ή κόρη άπό τόν φο(β>) της εφώναξε «"Αη-Γιωργη» καί δ "Αη-Γιώργης τάκουσε κακό τού βαρυφάνη —Κόρη πού τδβρες τονομα καί πού τ αναΟιβάλλεις —«Παρακαλώ σε ξένε μου νά πή; μου, τδνομά σου. Γιατί θά κάμη ό κύρης μου δώρο τής άφεντίάς σουι —«"Αη-Έργάκη λέσι με, άπ' τήν Καπαδοκία και 1 1 1 Ι ! νά κάμτ); χάρισμα, νά χτίσης Ικκλησια στή μέση νάναι Παναγιά στήν άκρα Αη Γιωργής καί δποιος πιστέψει τονομα ποτέ δέν μετανοιωνει».

Π(ΐβλ. Παχτίκου οβλ. 11

|

Page 83: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Γ.' Μ Ο Ι Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Α ω

Τά μοιρολόγια τών γυναικών μας, ϋαυμαστά ίλεγειογραφίας στονργήματα, αντόφυτα της Ελληνικής εύαισ&ησίας προϊόντα, κινονοι τόν ϋαυμαομόν τών ποιητών καΐ ίφελκνουσι των γραμματολόγων τψ προοοχήν δοον ο ν δεν αλλο, εοτω καΐ τό έντεχνότερον, τών λοιπών ξηνγενισμένων καΐ τετορνενμένων ήμών οτιχονργημάτων.

ΣΠ. ΖΑΜΠΕΛΙΟΣ Κ Φαίνεται δα ή Εμφυτος τον Ελληνικού Λαοϋ δραμαζικότης, άντι-

κρύζονσα συμφοράς ή ϋάνατον, ίξάπτεται, δ πως ή πνρϊτις εϊς την παφην δαύλοϋ, ς Π . ΖΑΜΠΕΛΙΟς

1. Σαν μου τό πήρες Χάρε μου... (κ. Ζ. Χαλκιάδης)

Σα μου το πήρες πάρε το σέ παλάτι 1 νά μήν του γγίζιQ τδ νερδ ^ — - V νά μή τ7 άγριεψη μάτι. Σα μου τδ πήρες χάρε μου μή τδ βαρυβημήσης πάντα μέ (γ)έλοιο μίλα του μή του κακομίλησες. ΓΙάρε της μάννας τήν ευκή νά τδ άποκοιμήσης πάρε τά (δ)άκρυα ουλω(«) μας τή γίψα του νά σβύσης!

2. Σ τ ο ν ο υ ρ α ν ό κ ά ν ο υ ν χ α ρ έ ς . (κ. / . ΜανωΚακάκης)

Στον ουρανό xr/νου χαρρς στον νΑ(^)η κάνου γάμο και έβϊήκα και εκαλιούσασι ούλους τονς πικραμμένους. Χριστέ νά μέ καλιοΰσα^ε xai έμέ τό πικραμένο νά πα νά τ*ν ί(γ)υριζ« τόν VA(S)<1 (ν)όρου ίγ)ιίρου νά I I νΐ)ές Η κοί(τ)ουτται κι' άούρους πώς κοιμοΰτται νά (δ)φ και τά μωρά παιδιά πώς κάνουν (δ)ίχως μά^να. Ti|V vvyvt κλιχίοιΟ) γΐά (β)υζι και τήν αυγή γ ΐά γάλα και τ άποξημερώμι;τα: «νΑχου | μου μάννα I > ν\

(I) Πρβλ. Πολίτου 229-240,'Μ\χαηλΙδου,8o,fΓνευτρύ Ι ΐ7· ΐ2 | , Μανα>λακάκη Α! Φ ΐ '

. Bfl I I

Page 84: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

' — 15 — ^

3. Τ ο υ χ ρ ό ν ο υ τ ο ύ τ ο τ ό κ α ι ρ ό . . . ( * ) . (*· Ζ. Χαλκνάδης. Οί εν παρεν&έσει στίχοι είναι προσΰήκαι της Κας Alx. Γ. Μαυρή)

Του χρόνου τοϋτο(ν) τό καιρό καί τούτες τις ημέρες ε ί χε δενδρι στην πόρτα σας και βρύσι στην αύλή σας (καί ε ΐχε πολυέλαιο -στή μέση του σπητίοϋ σας. Καί έπηρε ό έρημος βορηάς ό έρημος λεβάντης) καί έμάρανέ το τό δενδρι καί έστέρεψε τή βρϋσι (καί σπα τό πολυέλαιο όποΰχε μες τό σπίτι) "Οσοι έξεκουρά^εστε κάτω πό τό δροσιό του μέ τήν καρδιά σας κλάνετε ούλοι σας τόν χαμό του ( 2 )

4 . Χ ά ρ ε κ α μ έ ν ε κ α ι ά π ο ν ε . . . (κ, Ζ. Χαλκιάδης)

Χάρε καμένε καί άπονε χάρε καρδιοτρεμμένε σαν ήρτες καί ένεπρό(6)αλες καί ε ΐ (δ)ες τή λεβεντιά του σαν ήκουσες τις χάρες του καί τή καλή καρδιά του. ( δ ) έ ν έποθώρης άπονε ; ( δ ) έ ν άλλαξοπερπάτεις ( δ ) έ ν ήπνι(γ)ες τήν άπονχά στα (δ)άκρυα cd (δ) ικά της;

5. Κ ό ρ η μ ο υ π ο υ ν ' ό χ ω ρ ι α μ ό ς . . . ' (κ. Ζ, ΧαΧκιάδης)

Κόρη μου. πουν* ό χωρισμός . I κα(ϋ)μός καί λαύρα κι' όλα

^ . ν , c&gj&.I #9® κόβγόϋ(ν)ται φτερά. ; , που (δ )ένρυ(ν)τα ι τά χέρία δπου κλε ι (δ)ώνου ή καρδιές Α

; . / kv δέον θεργιβόγου πόνοι 1, · , . ; ; •'·./-.-'

Γ Ο ' £ λ έ γ ε τ ο εΐζ r6 έτήΰΐον μ,νημόουνον χου ϊανόντος, οτά «χρόνια-. (2) Πρβλ. Πολίτ3υ βελ. 234» Γνευτοδ οελ. Ι ΐ δ .

Page 85: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 16

6. Κα(ΰ)με'νη μάννα... i

Κα(ϋ)μένη μ ά ν ν α που θά H i παι(δ)ΐ παρα(δ)οσμένο άπό τά φυλλοκάρδια σου τά τρία μπαταλεύγ*ου(ν) και τ' άλλο ένα στέκεται και εκείνο ρα(γ) ϊσμένο . Κα(υ)μένη μ ά ν ν α ίτοϋ περνάς του κόσμου τις φουρτοϋνες χωρίς λά νοιώσης κούρασι χω(ρι )ς .νά βαρυθυμήσης Και στοϋ παιδίου τό θάνατο τό αίμα σου στερεύγει και τό κουράγιο χάνεται και Ι ψυχή σαλεύγει !

7. (Δ)έν εχει © "Α(δ)ης εκκλησιές... (κ. Ν. Γ. Σκτυοφύλακας)

(Δ)έν εχει ό Ικκλησιές νά πα(ν) νά λειτριοΰJI (δ)έν εχει βρύσες μέ νερά οί νέοι νά λουστοΰσι (δ)έν εχει (δ)ά μπερμπέρικα γιά νά μπερμπεριστιΰσι νά πά(ν) νά κάμου(ν) το καρέ στη βόλτα γιά νά βγουσι, (δ)έν έ'χει ό νΑ(δ)ης ν' άρκουται παπόργια γιά νά πούσι (δ)έν εχει (δ)ά τελέγραφο γιά νά τελεγραφοΰσι.

8. 'Ήθελα νάμουν (δ)υνατος. (*) (κ. Ν. Γ. Σκ·*υοφύλακας)

Ήθελα νάμου(ν) (-δ)υνατος το(ν) χάρο νά (δ)ικάσω νά βγάλω τήν άπόφασι νά πά(α>) νά το(ν) γκρεμάσω που κάνει τά παρά(δ)ϊκα και ά(δ)ικιές με(γ)άλες που ςεχωρίζ* αντρόγυνα, παιδιά από τής μαννά(δ)ες, Που παίρνει τις νοικοκυρές απ' τά νοικοκυριά τω(ν) και φίνου(ν) τ*(α) απροστάτευτα τάτυχα παιδιά τω(ν) I I Χάρος θέλει σκότωμα | | εφτά δκά(ο)ες μπάλλα που πέρει κόρες και παιδιά και ώμμορφα παλληκάρια.

9. Άπόοταν έ(γ)εννηθηκα..· |κ. Ν. Γ. Σκενοφνλακας)

'Απόσταν έ(γ)εννήΟηκα (δ)έν ηύρα μαύρη βοΰλα (5)εν ει(δ)α τέτοιο ροιζικό σά της Κασιωτοπούλας Απόθανε τό 'γγόνι της σκοτώνεται ό (γ)αμπρός της 'πάνω στ αρραβωνιάσματα πάει και τό μικρό της 'πάνω στά ςετελέματα πάει Η ό έαυτός της.

(|) Πρβλ. fVeDfou όβλ, uZi ι

Page 86: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

j p< — i t — : ; fg

1 0 . T r i e Κ έ ρ α ς τ ό μ ο ι ρ ο λ ό ι .

(κ. Ζ. Χαλκιάδης' οι τείεντάιοι έν παοενΟέσβι στίχοι είναι ποοσ&ηκαι τής Κ ας Αικατερίνης Γ. Μαύρη.)

Μ ε ( γ ) ά λ η Πέφτην ό Χριστός ήβγε λ ά συργίανίση νά μεταλάβη τό λαό κι' οΰλη τήν οικουμένη κι' r Ε κ ε ί ν ο ν τόν έπιάσασι οί σκϋλλοι οί Ό β ρ α ί ο ι Κι' Ι Π α ν α γ ι ά ^κά(χ))ετο ά^έγνο ια σιό Θρονί της τή προσευκή Της ήκανε γ ΐ ά τον μο \ογεν ί ) της Ά κ ο ύ ( ε ι ) φωνή άκού(ε ι ) λαλχ t άπ' αρχαγγέλου στόμα — «Σωσε Κερά μου Π α ν α γ ί α τούτην ε (δ )ά τήν ώρα. Φ τ ά ν ο υ ( ν ) Κερά ή προσευκές, φτά \ουν ή λιτανείες καί τόν Υίό Σου μπίάσασι οί σκΰλλοι οί ' Οβραίοι» Ή Π α ν α γ ι ά ώς τ' άκουσε ήπεσε κι' έ λ ι γώθη τρία κ α ν ν ί ά ροδόσταμο κι' εφτά κ α ν \ ! χ τό μόσκο στή μούρη Της τά 'ριξασι γ ΐ ά ν ά τή συνεφέρου(ν) Κι' ώ σ α ( ν ) τή(ν) συνεφέρασι τοϋτο(ν) τό(ν) λ ό γ ο ν είπε; I—«"Οσοι ατονείτε τό Χριστό Β όσοι τό προσκυνάτε Σήμερο σας έκάλεσε ν ά πά(τε) \ ά τοϋ (ά )κ 'ου )λουθάτε . » Κ α ( ν ) έ ν α ς ( δ ) έ ν ά^λούθηξε μ ό ν ο ν οί τρεις άνάρχοι ή Μάρθα κι' ή Μαγδαλ ιχή καί τοϋ Λαζάρου ή Μάλνα καί τοϋ Λαζάρου Ι ά(δ)ερφή όπού'ί,ερε τόν πόνο. Ή |3iJ;l 'μπίασε τό θυμιατό κι ή άλλη τό λ ι (β)άνι καί άλλη μπιάνει τό κ α \ \ ι ν ά πά(η) ν ά Τ ό ν έράνη. Στή στράτα ποϋ πη(γ)αίνασι ήσυρνε τά μ α λ λ ί ί της Στις άστοιές τά ρίχτασι πάντα νά τή(ν) θυμοΰτται Καί μ π ι ά ν ο υ ( ν ) τό στρατί-στρατί, στρατί τό μονοπάτι καί πάσ ι ( ν ) καί 'ποσώνουσι είς του ληστή τήν πόρτα. •^-«"Ανοιξε πόρτα τοϋ ληστή καί πόρτα τοϋ Πιλάτου» κι' ή πόρτα άπό τό φόβο της, ήνοιξε μοναχή της. Ξα\ ο ί ( γ ε ι ) δεξιά ξα\ ο ί ( γε ι ) ζερβά κ α ( ν ) έ ν α ( δ ) έ γρωνίζε ι ξ α ν ο ί γ ε ι ) αριστερότερα βλέπει τόν "Αη Γ ι ά \ ν η — «"Λη μου Γ ιάννη πρόδρομε καί βαφτιστή τοϋ γυΐοϋ Μου (δ )ε ί£ε μου τόν έ (β)χφτ ιοε ; καί ( δ ) έ τόν έγρωνίζω» κι 'Εκείνος Της ( α π ο κ ρ ί ν ε τ α ι τούτα τά λογία λ έ ( γ ) ε ι : — «Έσύ ποϋ τόν έ (γ )έννησες πως (δ ) ε τόν έγρωνίζε ις κι' Έ γ ώ ποϋ Τ ό ν έ(6)άφτισα πώς θά τόν έγναγ>ίσα·>». — «Πας κι' έ χ ω μάδ ία γ ΐ ά ν ά ( δ ) ω χ*ίλη γ ΐά ν ά μιλήσω πάς κι' έ χ ω χερο(δ)άκτυλα ΛΆ σοϋ TC.(V) δαχτυλίσω;» — Θ ω ρ ε ί ς έ κ ε ΐ ν ο ( ν ) τόν νεκρύ τόν αποοβεστωμέλ ο όπου φορεί στήν κεφαλή άγκάθ ινο στεφά\ι ξ ' 4

δπου (β)αστα στα χέρία του σκοινί νά τό(ν) φοι·ρκίσου(ν1 κι' δπου (β)αστά κινείς τ 'άλλο τ ο υ ^ ϋ δ ι \ ά Τόν πυτίσου(ν)

Κ

Page 87: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 18

— Και ποδ γκρεμμός νά γκρεμιστώ και που γιαλός νά (δ)ώκω και που άργυρο\|/άλι(δ)α νά κόψω τά μαλλιά μου Κι Εκείνος της 'ποκρίνεται πάνω από τό ξϋλο —Ρίξε μάννα, παρη(γ)οριά γΐά νά 'βρη ό κόσμος ούλος, νά τώβρη ή μάννα στο παι(δ)ί κι' ό ά(δ)ερφός στ ά(δ)έρφΐα (γ)υχαίκες τώ(ν) καλώ(ν)άντρώ(ν) παρη(γ)ορΐά ν ά έχου(ν) —"Αμε μάννα στό σπίτι σου τραπέζι γ ΐά ν ά στρώσης, και (β)άλε και πικρές έλ(η)ές νά φα(ν ) τά πικραμμένα καΐ (β)άλε και γκυκό κρασί κΓ αφράτο πα£,ιμά(δ)ι. Σά(ν) σηκωθη ό πετεινός μάννα μου και κουκκίσει και σά(ν) φωνάξη ό πετεινός χτυπήσουν ή καμπάνες τρτες και σύ μανούλα μου πάντα νά μ* άλιμένης Κι1 έπέρασεν | "Α-Καλή στέκει κι' άπηλο(γ)άται —Ποιος εϊ(δ)ε γυιόν είς τό Σταυρό και μ ά ν ν α στό τραπέζι; —Γιά (δ)ές τήν άλειτρούητη 'λόγια που μου τά λέ ( γ )η "Αμε Καλή κι1 ώς μήκαψες πάντα καμένη νάσαι παπάς νά μήν ευρίσκεται, ποτέ μή λειτριάσαι. ("Α(ν) δέ πιστεύγεις άπιστη κι' ά (ν ) δέ πληροφοράσαι πή(γ)αινε και ξεχώρισε άπ' ά(γ)ελά(δ)α (δ )αμάλ ι . εγώ 'ριξα παρηγοριά νά τώαρη ό κόσμος όλος νά τώβρη ή μάννα στό παι(δ)ί κι' ό ά(δ)ερφός στ'ά(δ)έρφια (γ)υναίκες των καλών άντρώ(ν) παρη(γ)ορΐά νά έ χ ο υ ( ν ) (*)

11· Τ ή ς Κ έ ρ α ς τ ό μ ο ι ρ ο λ ό ι .

(Έτερα παοαλαγη ανακοινωθείσα ήμΐν νπο του κ. Άχάλ. Ζαχαοιαϊακη. Οί εντός παρενθέσεως στίχοι είναι προσΰήκαι τής Κας ΑΙ κ. Γ. Μανοή)

Σήμερο μαύρος ούρανός, σήμερα μαύρη μέρα Σήμερον ούλοι θλί(β)ουτται και τά βουνά λυποΰτται Σήμεραν εβαλα(ν) βουλή οι άνομοι Ό β ρ α ί ο ι οί άνομοι και τά σκυλλιά και οί τρισκαταραμένοι γιά νά σταυρώσουν τόν Χριστόν τόν Πάντων Βασιλέα· Η ό Κύριος ηθέλησε νά μπη στό περιβόλι νά λάβη δείπνο(ν) μυστικό, γιά νά τό λάβουν όλοι) . Σ ά ν Κλέφτη τόν έμπιάσασι και σά ληστή τό πάνε και στου Πιλάτου τήν Αύλή εκεί τόν τυραννάνε. Συμβούλιον έκάμασι καΐ στου Χαρκίά τόν πάνε — «Χαρκιά, Χαρκι& κάμε καρφιά κάμε τρία περόνια και εκείνος ό παράνομος βαρεί και κάνει πέντε. — Σ ύ φαραέ πού τάκαμες πρέπει νά μάς δΐατά£ης·

(ΐ) Πρβλ. Παχτίκου σελ. π8 καΐ 22ο, Γνευτοΰ 109-113» Μανωλακάκη Α σελ. 267, Μιχ Π λίδιν'οίλ. 59t ΚανρλλΛια Χιακά^άνόλΓΜα of λ, 93·

Page 88: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

—Βάλτε τά δαό στα χέρια του καί τάλλα δοό στά πόδία

τό πέφτο τό φαρμακερό βάλτε το στή καρδιά του νά τρέξη αίμα καί Λερό άπό τά σωθηκά του.» Κι' ή Παναγ ιά ή Δέσποινα κάθετο στο Θρονί της τή προσευκή της ήκανε γχά τό μονογενή της (Φωνή άκούσθη άπό 'ψηλά άπ αρχαγγέλου στόμα •—Πάψε Κυρά τις προσευχές, καί πάψε τις μετάνοιες καί τόν Υιό Σου πιάσασι είς του ληστή τήν πόρτ$) Σ ά ( ν ) τ άκύυσε ή Παναγ ία ήπεσε καί λιγώθη σταμνί νερό Τής ρίξασι τρία κανάτια μόσκο (καί πέντε τό ροδόσταμο γ^ά νά συνέρθη ό νους της. Κι' ώσάν έξελιγώθηκε τοϋτα τά -λόγια λέ(γ )ε ι : —Καί ποΰ(γ)κρεμός νά (γ)κρεμισθ(Β καί ποϋ φωτίά νά πέσω καί ποϋ άργυροψάλι(δ)α νά κόψω τά μαλλιά μου). Ή Μάρθα ή Μαγδαλινή καί τοϋ Λαζάρου ή μάννα τοϋ 'Ιακώβου ή ά(δ)ερφή κι' ή τέσσαρες αντάμα έπΐάσα τό στρατί-στρατί, στρατί τό μονοπάτι Καί τό στρατί τις ήβγαλε είς τοϋ ληστή τήν πόρτα. —"Ανοιξε πόρτα τοϋ ληστή καί πόρτα τοϋ Πιλάτου Κι ή πόρτα άπό τό φό(6)ο της άνοί (γ )ε ι μοναχή της τηρά δεξιά, τηρά ζερβά κα(ν )ένα (δ ) έ γνωρίζει τηρά καί πλεΐό δεξιώτερα θωρεί τόν "Αη-Γιάννη. —"Αη μου Γιάννη Πρόδρομε καί βαφτιστή τοϋ γΐοϋ μου Μήν ε ϊ (δ)ες τόν μονογενή καί σέ τό δάσκαλο σου; (Δ)έν έ χ ω στόμα ν ά σοϋ πώ, γλ(υσσα νά σοϋ μιλήσω ( δ ) έ ν έ χ ω χειροπάλαμα γ ΐά νά σοϋ τόν έ(δ)ε ίξω. — Βλέπεις έκε ινον τόν νεκρό τόν παραπονεμένο, δπου φορεί ποκάμισο στο αίμα βουτυμένο. "Οπου φορεί στήν κεφαλή άγκάθινο στεφάνι ; Εκείνος είν* ό γυιόκας Σου καί έμοϋ ό Δάσκαλος μου.

( Δ ) έ ( ν ) μου μιλάς παι(δ)άκι μου (δ)έ(ν) μοϋ μιλάς παι(δ)ί μου; — Τ ί ν ά σοϋ 'πώ μανοϋλα μου ποϋ διάφορο δεν έχεις; Μόνο τό Σα(ββ)ατόβραδο τό κοσμοξακουσμένο ποϋ θά λαλήση ό πετεινός χτυποϋσιν | καμπάνες χτυπά καί ή 'Αγ ίά -Σοφίχ μέ τρεις χρυσές καμπάνες. (Μόνο τό Μέγα Σά(β6)ατο κοντά τό μεσημέρι τότες θ' αναστηθώ καί ε γ ώ νά πά (γ )ω σ' άλλα μέρη/. Άπου τό λ έ ( γ ) ε ι σώζεται καί άποϋ τά κούει αγιάζει καί άποϋ τά καλοφουκραάτεί Παρά(δ)εισο θά >άβη Παρά(δ)ε ισο καί λίβανο άπό τόν "Αη-Τάφο.

Πρβλ. Ίδέ τήν προηγουμένην ιταραλαγήν.

Page 89: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

ι - 20 —

1 2 . Μ ι κ ρ ά μ ο ι ρ ι ο λ ό γ ι α

— Χαρε μου τι (δ)α σούχαμα χαι π* ρε; Η πουλί μου

χα\ ψόΜΜ ρου/α. φόρμες -fix πάντα το κορμί μου.

— νίΙ/ου mi 0ά χα«(β)δ εις τον παντίρμον yA(8)*j ίποι» 'ψηλό; σαν εχμμμοζ, §<>Θύ; σά το πη(γ)χ(ο)[.

— Νά γοοίώα θίλω μ}ά ypacpy νάχη και πάνω βοΡλες οπου νά πάν? νά σταδν} στου Ά($)η τις πεζούλες

— Κρΐμας το yxopft νά px(y)y χαι τ . ν Σταύρο να λυύσ-η

p i p l και σοδ ν} | νειοτη σου στον νά άρϊωσν].

— Χά^ε και τί την ·η9ε\ες αυτήν την vyi στον "Α

π* άχψα τα στεφάνια της μυρίζονσΐ λι(β)άνι

— Na/jv ό Χάρος δυο ό(δ)ερφούς να σκότωνα τον ίνα

νά κάψω την καρδούλα του ώ; ηκαψε και έμενα

— "ΑΙ μου Έζεστράτγ]χε χάχιαν ε/ω μαζύ σου

γατί χεις τ £($jtffa/i μου θνμμονο στην αύλ-η σ-ry. — Κόρη μου (δ)ε(ν) σου 'πάντιξε ποτε ap'pyvb στο ΰροίμο •

νά τρζχουσι τά μάδ}% του και \άν (β^χχρυολουσμίνο

χι νπο i p πχραμχννχ του πολύ μουσσαρισμζνο]

\

Page 90: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Δ. ' Γ Η Τ Ε Μ Α Τ Α ( Έ « φ δ » 1 )

ΑΙ Ε ΠΩ Δ ΑΙ δ τι CO ζ και ή λεςίζ δεικνύει, είναι ^οματα μαγικά^ xojy όποίων ή Απαγγελία ιιύνη ή συνοδευομένη ένίοτε xal υπό μαγικών πρά-ξεων εχεί δύναμιν νά έκδιώκ}] τό κακόν εν γένει η νά το Ιμβάλλει οπού ιΠλει.

S. ΚΪΡΙΛΚΙΛΙΙΙ ("Ηλλην. ΛαογρχφΙα Λ. σβλ. 97^ Ώιειλην δ' Ό δυο φ ς άμύμονυ; άντι&έοιο δησαν έτιιοταμένω;' έτι aoidfj

δ' αϊμα κελαινύν $σχε$ον. (OAYXSEIAS Τ. 4tfG)

·:> 1 . Γ ι α τ ό ν ά β ρ α χ ν ά ( * ) (Κα Αΐκ. Γ. Μαύρη)

Ό ν τ α ς έρχεσ' άβραχνά από τήν άνεκαπνά μέτρα τ' άστρα τούρανοϋ και τά φΰλλα τοϋ δέντρου καί τή θάλασσα μέ τό κουτάλι καί τόν άμμο μέ τό φτεΐάρι

2 . Γ ι α τ ό κ α κ ό μ ά τ ι ( Β α σ κ α ν ί α ) (2) p Μαυρή)

Ή στρίγλα ή κακή Έ λ λ ο υ ποϋ σαϊτεύγει τά μωρά καί ξερριζώνει τά δεντρά

1 καί £ ε χ ω ρ ί £ άντρό(γ )ΰνα . Χριστέ μου καί χαλ ινωσέτη(ν ) Μάρανε τά σωθηκά της, . κόψε της τά ήπατά της ν αναλάβουν τά μωρά νά ^αρρωστήσουν τά δεντρά

f:-.· ν ' άνταμωθοϋν τ άντρό(γ )ύνα .

3 . " Ο τ α ν πάςι κ ά τ ι α τ ό ' μ ά τ ι μ α ς (Κα At*. Γ Mavgij)

"Αη Γ ιώργη καί "Αη Γ ι ά ν ν η έβγαλε τό πασσουλάκι ρίξε το στο γιαλουάκι γ ΐ ά ν ά γ ιάνη το ματάκι

(Ι) Πρβλ. ΠολΙτοο «ΝεοΒλληνική Μυθολογία- 0.438, «Παραδόσεις* ο. ι?* Λαογραφίας 1:1 | — (*) Πρβλ. τό uov γήτκμα.

Page 91: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

4. Για τ ό ν λ ο ύ α σ α κ α ( λ ύ γ κ α , λ ό ξ υ γ κ α )

'Εγώ κι'ό Αηός καί ό λούσσακας έττή'γ)αμε στον ποταμό και εγώ κ ύ Ληός έφύ(γ)αμε κι* ό λούσσακας έπόμε ινε έπόμεινεν, έπόμεινε. |V)

ΣΚΜ. Τούτο έίταναλαμβάνεται έπτάκις ύ?τό τοδ πάσχοντος.

5. Γ ι α τ ά έ ν τ ο μ α κ α ι έ ρ π ε τ ά {Κα ΑΙκ. Γ. Μαυρή)

ΣΗΜ. Όταν τις μέλλει νά κοιμηθή έν ύχαΐρ&ρφ, περιγράφει θιά τής ράβδου του elg 1 μέρος δ*ου θά κοιμηθή κ'όκλον χαράσοει τό οημείον τοδ οταυροδ καί λέγει :

"Αη Γιώργη ϊσαμε ίσαμε καί τρίσαμε. Τρεις άγγέλοι τούρανοΟ. (Δ)ένε καί χ α λ ί ν ω ν ε . Τ ά συρμάμενα τής γής , τόν όφί(ν) καί τήν όχεντρα, τό(ν) σκορπιό καί τή σκουλούμεντρα, τή(ν; μαντοϋ τή(ν) σαντοϋ καί τή(ν) καπαρακουΓελλοΰ, καί τή(ν) νυχτο(γ)υριστου, (ή τόν κακό τόν άνθρωπο καί τόν νυχτο(γ)υρισπ)) τό μικρό τάγροϊλάκι ά,π)ό κάτω στό πλακάκι νά ψηθί| νά μαραθί) καί νά κ,ιτρινοφυλλιάση "Ωστα νά '6γή ό ήλιος τρία κονταρόξυλα, νά σηκώσω τά παιδιά μου καί νά πάω στή βουλεΐά μου ( 2 )

6. Για τό κορμιααμα τού ποδιού (Κα ΑΙκ. Γ. Μαύρης

ΣΗΜ. Ό ηάΰχων S H I τρίς τό γόνατον διά τής χειρός λέγων :

Ξεκόρμια κόρμια πό(δ)ι μου κι άμε στή γκαστρωμένη κι' ά(ν) σοΰ κακομιλήση κακά νά (γ)ονατίση ( 3 )

(ΐ) Πρβλ. -Λαογραφία- Δ! | 52 καί j — (i) Πρβλ. Πον. Γήτεμα, έν τφ «ΣυλλόγΨ Κων)*όλε<υς» Ιθί ο. 231,3 Ι® Λαογραφίας Δ! 509 1 γ! καί e!—(3) Πρβλ. -Λαογροίφία* ΔΙ <*· 54·

Page 92: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

7 . Γ ι α τ ή ν ό ρ ν ι θ ο τ υ φ λ ι ά ( ή μ ε ρ α λ ω π ί α ) ΣΗΜ. Ψάλλβται ύ«ό τών περιφερόντων είς τά διάφορα σπίτια τήν νύχτα τδν πάοχοντα:

Τ ό μικρό τό Έ ρ γ α ρ ά κ ι (\\ Μανανλάκι κ.τ.τ.) έχε ι όρνιθοτυφλάκι (δ)όστε του λ ί γ ο ψ ω μ ά κ ι ν ά του γ ι ά ν ν η τό ματάκι Κι' ό Χριστός κι ή Π α ν α γ ί α και ό "Αη Παντελέμονας ν ά σ&ς πβμίίη τήν ύ(γει)ά σας καΐ ν ά φεύγ ' ό δα ίμονας από τό παγκάλι σας 'πό τ'άχυροβού(δ)ισας καΐ άπό τό σπίτι σας. ( ι )

8. Γ ι ά τ* α ν ε μ ο π ύ ρ ω μ α ( ε ρ υ σ ί π ε λ α ς )

(Άπο τα *™Ανϋή πλεγμένα* τον χ. Ζ. Χαλκιάόη)

Ά ν ά τ ρ ι χ α τοϋ ποταμού στέκουτται δυό π α γ ώ ν ι α και τώνα στάλλον έμιλά και τ 'ώνα στ'άλλο λέει — ' Ή λ ι ε μου και Κυρ' ήλιε μου πού πάης ν ά βασίλεψες ; τόν οίνθρωπον που £ά(6)ωσες διά(γ)ϋρε ν ά δ ΐ ι τρέψης .—

9. " Ο τ α ν κ λ α ί ε ι τ ό π α ΐ ( δ ) ί

(Άπο τά *"Λνΰ·) πλεγμένα* τοβ *. Ζ. Χαλκιά) η) ΤΩ φωδίά κυρά φωδΓχ έπαρε τοϋ παιδίοϋ μου τή κλαούρα τή φα(γ)ούρα και νά σοϋ κάμω τό Σά(6)αιο χιλκυ(ν) λογιώ^ν) τουρτούδια Κι* όπου (γ)ενΓ| καλά νάν* ευλαβής,

( 0 Τό παρόν ώς καΐ οειρά άλλων γητεμάτων τά όποια έκονται μιττά τών σχετικών at, μειώσεων όφείλονται εις τόν καλόν πατριώτην και ίνθερμον βυλλέκτην τά ν λαογραφικών ήθογραψικών διαμαντιών μας κ. ΖαχαρΙαν Χαλκιάδην.

Είναι εύγβνής παραχώρηοις πρός τήν «Δωδι κανηοιακήν Λί>ραν· έκ της θυλλ*·γή{ τΰ·ν Καβιακών ήθογραφιών του, ήτις εύρίοκεται άκόμα άνέκδοτος καΐ φέρει τόν τίτλον - Ανθη Πλτγ« μένα».

Η έκδοοίς των & άποτελέβΐ] πολοπ)ΐοτάτην οομ,ίολήν ®1ς τό όλον λαονραρ»*όν o I k q · δόμημβ τής Ιδ»αιτέρας μας Πατρίδος.

Page 93: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

J j 24 —

10 Γ ι ά τ ά ίώα ( ο τ α ν ά α θ ε ν ο υ ν )

(άπο τά *"Αν&η πλεγμένα» τοϋ κ. Ζ. Χαλκιάδη)

ΣΗΜ. Η ειδική γυναίκα καλείται, καΐ άν ευρη τό ζώον πλαγιασμένο τό σηκώνει πέρνβι λίγο χώμα, τό ραίνει καΐ λέγει:

vEc,co 'μάτι και φταρμός γλωσσοφα(γ)ΐα και κακό δέξου Γη τό μούδιασμα.

Άφου έπαναληφθη τοότο μερικάς φοράς ή «ειδική» λαμβάνει μια «κνισάρα· καΐ φέρνει άνωθεν του ζώου καΐ χύνει εντός αυτής ΰδωρ ραίνουσα τό ζώον καΐ λέγουσα τρίς:

Έ δ ε Θά(υ)μα θά(υ)μαστό νά φταρμίΐουσι τό £ω(ο) νά τοϋ ριχτού νν) τό νερό και νά (γ)ίνεται θεριό.

Έάν μετά τό τοιούτον ράντισμα τιναχθή τό ζώο ν, σημεΐον οτι έγινε καλά άλλως όχι.

1 1 , Γ ι ά τ ά έ ν τ ο μ α

(άπο το, μ "Ανϋη Πλεγμένα1* τον κ. Ζ. Χαλκιάδη)

Οταν κανείς πρόκειται νά διαμείνη νύκτωρ έν ύπαίΟ-ρψ είς τό μέρος δτίτου θά κοιμηθή η οίκογένειά του περιγράφει με τήν £άβδον του κύκλον χαράσσει τό σημεΐον του Σταυρού, σκε-πάζει τά παιδιά του καΐ λέγει:

"Αη Γιώργη δυνατέ δυνατέ τοις δυνατέ I y δένε και χαλίνωνβ Τά συρμάμενα της Γης Τόν όφι(ν) και τήν 'όχεντρα τό σκορπιό και τή σκουλούμεντρα τό μικρό σα/τομιττάκι κάτω άπό τό πετραδάκι "Ωστα νά 6yrj ό ήλιος τις στράτες \ ά τεντώσΐ] Τρία κονταρόΗ,υλα ν ά στηλώσουσι τή Γη Νά σηκώσω τά παιδιά ιιου νά ξετινάζω τα σακίά μου Φτοΰ, φτοΰ, ν ά φύ(γ)η άπό κοντά μου

Προ^λ. τό ζον γήτεμα Η του έν Κων)πόλβι Σύλλογος τόμος ΖΘ, οκλ. 231,3

Page 94: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

1 2 . Γ ι α τ η ν Β α σ κ α ν ί α ( * ) άτι V τα *"Ανΰη Πλεγμένα* τον κ. Ζ. Χαλκιά&η

Ευθύς ώς θεωρηθή τις πάσχων έκ βασκανίας καλείται ό ή ή ειδήμων —συνήθως δμως | ειδήμων—προς θεραπεία ν τής νόσου. "Ερχεται είς τήν αΐθουσαν είς ήν ευρίσκεται ό ασθε-νής καί,διατάσσει τήν άναχώρησιν τών υγιών. Προσάγεται πινάκιον πλήρες ύδατος, μικρόν δοχεΐον μέ έλαιον. θυμιατόν μέ άνθρακιάν έφ ή; καίονται έλαϊαι έκ τής εορτής τών Βαΐων καί άνθη έκ τής εορτής τής Σταυροπροσκηνήοπυς. Πάντα ταΰτα τίθενται έπί τής τραπέζης προσκείμενης τή κλίνη του ασθενούς. Ή εί3ήμων λαμβάνει τότε τό θυμιατόν, τό περιάγει περί τόν άσθενή λέγουσα : Είς τό όνομα τοϋ Πατρός καί τοϋ Υίοϋ καί τ<>ϋ 'Αγίου Πνεύματος, 'Αμήν. (τρις)

"Αγιοι ΆνάργΓροι καί θα(υ)ματουργοί δ^δ μάδια σάς 'φτσρμίσασι τρία θά σάς διατρέ-ψΌυ(ν) "Αη μου Παντελέμονα Πρώτε δίατρέ τοϋ κόσμου όπου διατρεύγεις τις πληγές για νά σκορπάς τούς πόνους.

Ή Παναγία ή Δέσποινα—έλούστη, έχτενίστη τ' ώμόφορό της έβαλε—στον θρόνο Της έκά(θ)ισε κι' έπέρασαν οί "Αγγελοι—καί τήν έφταρμίσανε Κι' ό Χριστός τήν άρωτά :—|ΤΙ έχεις μητέρα Μου ; τΐχεις Παρθένα Μου,—τΐχεις Θεά τοϋ κόσμου ; » —«Έλούσθηκα, έχτενίστηκα—τωμόφορό μου ήβαλα στόν^ρόνο μου έκά(θ)ισα—i| έπεράσαν άγγελοι

καί μέ φταρμίσασι.» —Καί (δ)έν εύρέθη βαφτισμένος μυρωμένος χριστιανός ν ά σοϋ Η «Θεοτόκε Π α ρ θ έ ν ε ! φτθϋ! (*™ει προς τόν πάσχοντα)

Θεοτόκε Παρθένε φτοϋ ! Τρεις καί ή 'Αγία Τριάδα Ι Ό Χριστός έπή(γ)αινε κι' ή Έλλοϋ τού πάντη£ε

—«Ποϋ πά(γ)εις Έλλοϋ καρκαοντυμένη ; » | —«Πά(γ)ω νά κάμω μάννα καί κόρη νά σφα(γ)ού(ν)

Καλόν άντρό(γ)ϋνο νά μαχισθή· Καλοϋ (β)οσκοϋ μαντρί νά ^εκουδουνόσω. Καλό θεμέλιο νά ρί£ω κάτω· Καλό δέντρο νά ξεριζώσω Καλής σκρόφας γουρούνια νά μαράνω.» Κι ό Χριστός τής άπαντα : —Στρέψε άπ' αύτοϋ Έλλοϋ—κι1 άμε στο γυρογυαλι ποΰχει σί(δ)εροπό(δ)ι,—σι(δ)εροκάλικοκαί μελανό σηκώτι Άπό κει νά φά(γη)ς—καί άπό 'κεί νά πιζς καί λεΐψ(ε) άπό τούς χριστιανούς τούς θεοφο(β)ουμένους.

Η είδική χύνει υστέρα τά κάρβουνα τοϋ θυμιατού είς τό πιάτο τό νερό, έμβαμπτίζει έπειτα τά δάκτυλά της είς τό νερό καί ραντίζει τόν άρρωστον λέγουσα :

Έ | ω μάτι καί φταρμός—γλωσσοκακία καί κακό—δέξου Γή τά κάρβουνα . Εμβαπτίζει ύστερον είς τό έλαιον τόν δείκτην τής δεξιάς χειρός καί φέρει αύτόν άνω-

θεν του πινακίου τοδ περιέχοντος τό ύδωρ είς τρόπον ώστε νά οτάζη μία σταγών έλαίου. Ενφ δέ πίπτει | σταγών αύτη, | «Ειδική» όνομάζει ένα τών προαώπων άτινα υποψιάζονται, δτι δ-χουσι βασ κάνει τόν πάσχοντα. 'Εάν ή σταγών διαλυθή είς τό ύδωρ τό όνομασθέν προσωπον δέν είναι αύτό ποϋ «έφτάρμισε» τόν πάσχοντα. 'Εάν όμως | σταγών δέν διαλυθεί το ονομα-σθέν πρόσωπον είναι τό ύπαίτιον τής βασκανίας.

(ι) Πρβλ. τό 2ον γήτεμα καί Λαογραφίας Λ! σ. 535'

Page 95: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 26 —

13· Γιά τόν Βορρςιά.

(Άπο τά *"Αν&η Πλεγμένα* τοϋ κ. Ζ. Χαλκιάδη)

Οταν δέν πνέει βόρρειος άνεμος, ώστε νά φθάσουν τά Ιστιοφόρα ποΰ θά έφερναν tit τρόφιμα καί διά να αλέθουν οί ανεμόμυλοι, έγίνετο είδικόν γήτεμα. Ή «τελετή» γίνεται tbc έξης: Ή «ΕΙδική» κατά τήν νύκτα, μαζί μέ πολλά παιδιά τής γειτονίας, ένώ δλοι κοιμώνται μεταβαίνει εις τήν παραλίαν. Έκεΐ καθίζει, έχουσα πέριξ της τά παιδία, καΐ αρχίζει νά κλαίη καί νά λέγη μέ τόν ήχον τοϋ μοιρολογίοΰ τό άκόλουθον γήτεμα :

(Δ)έν έντρέπεσαι Βορρηά νά σέ νικήση μΐά Νοδχχ μΐά Νοδίά μΐά κατουρλοϋ | Ι | μΐά (δ)υτλοκα(μ)ωματοϋ.

Τή(ν) δροσιά σου νά ίτοί^ίρη μ οΰλη της τή(ν) κάϊλα καί νά σέ άνε(γ)ϋρίση τόσες 'μέρες τέλεια

Κάμε τό ·0ά(υ)μα σου Βορρηά μου τοϋ πελά(γ)ου (Β)ο^σιληά μου ! ένας κόσμος ύποφέρνει καί πείνα καί δυστυχά !

Μόλις τελειώσει τό μοιρολόι αυτό, άρχίζει νά φωνάζη δυνατά καθώς καί τά παιδιά ώς έάν έπρόκειτο περί νεκρού, ό κόσμος έξυπνα καί τρέχει νά μάθη που συνέβει τό δυστύχημα. Οταν δέ πληροφορηθώσι περί τίνος πρόκειται άρχίζουν νά ύβρίζουν, ένώ οί δράσται τοϋ. . . . μεγαλουργήματος έχουσι έξαφανισθή διά τόν φόβον τών άνησυχηθέντων. Αμέσως κατόπιν μερικά τών παιδίων μεταβαίνουν εί^ τήν οίκίαν γυναικός ήτις νά μή έχη οίκογένειαν, κλέ-πτουν έκείθεν τό «φοκάλι» (τήν σκουπαν) καίουν, τήν δέ στάκτην θέτουν έντός δοχείου μαζί μέ χαλίκια καί άλλας άκαθαρσίας, τό παίρνουν καί μεταβαίνουν είς τήν οίκίαν γνωστού ώς λίαν εύεξάπτου καί τοϋ όποιου ή θύρα νά βλέπη προς βορράν καί τόν καλοϋσι λέγοντες

-Ω ! Μανώληΐ», μόλις δ' έκείνος'έρωτήση «ποίος είναι» αντί άλλης απαντήσεως τοϋ λέ γουν : «ή κοιλΙά σου νάν πρισμένη— καί ό βορρηάς νά κατεβαίνη ! » καί ρίπτουν τό περιεχό μενον τοϋ κιβωτίου είς τήν αύλήν, ένψ ό Μανώλης ύβριζες καί καταδιώκει τά παιδία, δημιουρ γουμένου καί οϋτως άρκετοΰ θορύβου. Κατασκευάζουν ύστερον μέ ξύλα καί ένδύματα, όμοίω μα γυναικός (γυναικείκελον) τό όποιον τοποθετούν είς θύραν, ήτις βλέπη πρός Βορράν, γυ ναικός τήν οποίαν καί καλούσιν όνομαστί. Εκείνη έξυπνα άνοίγει τήν θύραν, δέχεται κατά πρόσωπον τό γυναικείκελον, φωνάζει φοβούμενη καί άγνοουσα περί τίνος πρόκειται καί γίνε ται νέον πανδαιμόνιον. Καί ούτω έλέψ παγκασιακής άναστατώσεως τήν έπαύρίον—ώ τοϋ θαύ ματος—πνέει βόρρβιος άνεμος.

( ΐ ) τήν όνομάζουν ούτως διότι βρέχδΐ.

Page 96: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Ε. '

Ν Α Ν Ο Υ Ρ Ι Σ Μ Α Τ Α Κ Α Ν Α Κ Ι Σ Μ Α Τ Α

« Οντω γονν ή φύοις ημών προς τά ί[οματα καί τά μέλη ήδέως Ιίχει καί οίκείως, ώς καί τά ΰπομάζια-παιδία κλρν&μηριζόμενα καϊ δν-

οχεραίνοντα, οντω κατακοιμίζεοϋαι, Ιωάννης 6 Χρυσόστομος

« . . . κατακοιμίζειν τά δυσυπνοϋντα τών παιδιών . . . ού οιγην. άλλά τινα μελωδίαν . . . »

Πλάτων (Νόμοι III § 79°)

1. ' Ύ π ν ε μ ο υ κ ' έ π α ρ έ μ ο υ τ ο .

(κ. Νικολ. Γ. Σκβυοφνλακας)

"Υπνε μου κι' έ'παρέ μου το υπνε νανούρισε το

V» :f ·· κι' ά ν έχης μήλα κόψε του

κουλούρια τάισε το κι' ά ν έχης καί ροδόσταμο ΜΑχ ! (!>οδοστάμ\ισέ το. Κι ' ά ν μου τά κάμηζ ί5πνε μου τρεις χώρες σοϋ χαρίζω τρεις χφρες καΧ τρία χωρίά τρεις εκκλησιές με(γ)άλες τή Κρήτη μέ τά (έ)ληόφυτα καί μέ πρασινά(δ)ες. Τ ή ν Κρήτη μέ τά (έ)ληόφυτα Κάσο μέ τά καράβια καί τήν Κωνσταντινούπολι μέ τα μαργαριτάρια.

Νά π&με στήν Ά γ ΐ ά Σοφία στήν παινεμένη Μπύλη παι(δ)άκι μου νά τύχωμε στήν λειτρίά (*) της ολη.

( 0 ήτοι ή διακοπείσα κατά S i <'ίλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως λειτουργία.

Page 97: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

- 28 -

2 . Τ η ν ά κ ρ ι ( β ) β κ ο ρ β ΰ λ ά μ ο υ .

(Κα Ζωγραφικά Ν. ΜανωΙακάκη)

Τ ή ν ά κ ρ ι ( β ) ο κ ο ρ ο ΰ λ ά μ ο υ (δ)έ(ν) τήν παντρεύγ' άκόμα γιατ είν ή άκρα του κ α ι ρ ο ί I I (*δ)έν έχομε σιτάρι άπό καιρό γιωργίσαμε νά κά(μ)ωμε σιτάρι νά κά(μ)ωμε τό γάμο της νά 'μοιά^Γ) καί νά τφέπη σάν Μαριώς σάν της Φώτους τοϋ . . . ποΰ σφδξαν χίλια πρό(β)ατα καί πεντακόσια γίδια καί έκείνα (δ)έν έφτάξασι καί σφάξαν κι' άλλα χίλια πούκανε κι' ή. μανίκα τους τοϋ καραβιού μαΐστρα.

3 . " Ω Π α ν α γ ι ά μ ο υ β λ έ π ε t o . (Κα ΑΙκ. Γ. Μαυρή)

Ώ Παναγ ιά μου βλέπε το Σταυρέ ξεμττέρδευγέ το καί σύ (Δ)εσπότη μου Χριστέ γοργομε(γ )άλυνέ το

Νά τό κοιμήσω θέλω *γώ τό ψεύτικο μ άίτίδι δίτου τό βάλλει ό (β)ασιληΛς στήν ταϋλά του ποτήρι. ' Ο ύπνος είς τά μάδία σου καί Ι (ύ)γεΐά στήν κεφαλή σου κι Ι παναγιά Ι (Δ)έσ*οινα νά βλέπη τό κορμί σου.

Κοιμήσου ποΰ ν ' άνατραφ^ς μέ μ ά ν ν α καί μέ κύρη καί μ ά(δ)ερφό πραμματευτη ν ά i f l στό Μισίρι.

Page 98: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

4. Κοιμήσου σύ παι(δ)άκι μου.

ί*. Ζ. ΧαΙχώδης)

Κοιμήσου σύ παι(δ)ακι μου καί θά σου κάμω γάμο καί θά σοϋ β γ ά λ ω φούμισμα καί κάλεσμα μ ε ( γ ) ά λ ο . Κοιμήσου καί έπαρήγγειλα τ4 άπόπλωμσ στή Μπόλι καί σου τό ξετελεύγουσι σαράντα δυό μαστόροι είκοσι δυό στ' άπόπλωμα κι' είκοσι στο σεντόνι, στή μέση γράφου(ν) τονομα στή μέση τό παγών ι ν ά κελαδη ν ά σέ £,υπνά τοϋ Βασιληά ε γ γ ό ν ι .

Νά με(γ )αλύ\ ης ν ά (γ)ενί | ς μ ε ( γ ) ά λ ο παλληκάρι Νά πάς ν ά κόψης κερεστέ ν ά κάμης τό καρά(β^ι ν ά ναυλωθης στον έμπορο λ ά πάρης τό σιτάρι νάρθης ν ' άράξης στήν Μακρά στήν Μπούκα ν ά λεβάρης καί ν ά ρ ω τ ο ϋ ^ οί συγγενείς τίνος ε ίν τό καράβι '

Πάς κι' ε ίναι ό. . . . καί £ α ν α ( γ ) ΐ ν ε ι πάλι ;

5. Ν α ν ί τ ο υ μ ό σ χ ο υ τ ό χ λ α ( δ ) ΐ .

Ν·νί τοδ μόσχου τδ χλα(δ)ί της άμπεριάς τή ρίζα όπούπλωνα τά ρούχα μου άπ,άνω χαί μυρίζα(ν). Ν«νί τον εΙ(δ)α(ν) χαί εΐπα(ν) του χαί Ι(δ)ώχαν χι* άρρα(β)ώνα χι' έχει μου τον έστρέψασι γιατ* είχε μαύρη μάννα.

(*. Ζ. Χαλχιάδης)

Μαύρη 'ναι 'μου ή μάννα μου μαύρη 'ναι μά χαλή 'ναι. Ή μάννα μου ν* ή άμπεριά (ή άψιΟ ά) χι' άφέντη; μου ναι 6 μίσχος χαί γώ του μόσχου το χλα(δ)ι της άμπεριας | ρίζα (η άψιβια;) -· που (ά)πλώναν Ι (γ)ειτβνισσδς τά £οοχα χαί μύριζαν.

Page 99: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

I - 3 0 ^

Χ α ν ι τ ο ϋ Ρ ι ί ( γ ) α τ ό π α ι ( ό ) ί .

(*. Ζ. Xabug^rjA Χάη xw βΡ#γ)ι xJ χαι(*)ι τ«ο ; J jfffi*

τδ l i d w w ^ i {ByioJ.rfi ή

Κοιρί^οο l7f**(j)errrr'J

ζ&ι ooooroaXwpStO. To (ο>τ/τυλε(οι) cof οττ, φ?®*;* ooo έχ» τ£χ · '^μμίτο. K o i ^ w *%? Παναγι* ΜΙ μ£ ΤίΛ «1 W Άφέγττ, τό Xftrtf i w οίλοι οί Άγιοι

(τ( «it οίου xorj μ γιάν^») Κοιρή^ ώ zd'/ojixi μοσ *Γ Ιχ» ol w a p u · ζαι >.ί(γ)· οοσ χαινέρ^τα

Τ* Κ ο ι μ ή σ ο υ κ ά μ ε ό υ ό ν α ν ά .

(y. Xtx. Γ. Σχ*νο?ν'ιαχΛς) Κο:β 9θ& χί{α ο^δ vava zoijtf^/9 n j a το·2

fi iffy 'A|ifl Mo^mr, Κϋμ^κ) ο!» poo

J 1 · (l« » # x< £)· «9 οι zr^om §i zzfm Ziiμϊντόχετ^; >3 θέ ZSt^jri^Ml, f

I ' m ttoD ζ ί ϊ τ ι^ ί ψ/υ το xfye το «τά ΜΙ χν/γΛi% too M'arii^oUa Μ! Γ J »

Σι» ίο z a ^ ; o m ρο» vi^e zai το

| | | | ά^έτττ,ς το» MI ( ' J^CfJ^i3^ jMS το-Kai ' x j z'//»at το zii(S)i MI z'//>ai ι ί w j το

ούλοι |ΐ!{{)ί/.ιι.

Η H i 8 g i r a m y/%ui ΕΒ >χ>ον

το MKU xiizwf zti u l m ^ i a j ^ A

Page 100: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 31

8. Κ ο ι μ ή σ ' ά σ τ ρ ι χ ο ι μ ή α ' α υ γ ή . (χ. Χι κ. Γ. Σχηογνΐαχας)

Κοιμήσου άστρι κοιμήσου αυγή κοιμήσου vrjo φεγγάρ ι χρουσές Μοίρες μοιράζουσι τό (ν ) vrj0 5Γθϋ θά σέ πάρη Κοιμήσου και έπαρήγγειλα στήν Μπόλη τά προυκίά σου στή Βενετία τά ρούχα σου ft και τά διαμαντικά σου. Κοιμήσου σύ παι(δ)άκι μου καί κάμε τά ν α ν ά σου δλο μεταξο(ϋ)φάδιαστα θ ά ν ε τά νυφφικά σου. Κοιμάτ ό "Ηλιος στα ψηλά κι' ή πέρδικες στ άλών ία κοιμάται τό παι(δ)άκι μου στα παστρικά σεντόνια.

9. Τ π $ κ ο ρ ο ύ λ α ς μ ο υ τ ό ( ν ) γ ά μ ο . (Κα Αΐχατ. Μανοή' αί εττος aaoerbietcos xooaftfjxa* i+eujwiax ιΐς τυ* χ. Ζ. Jnhitffj

Ύης ν.οροΰ\±ς μου το(ν) γαμο M j a Ααμπρη[ν) 6α της rev ταμν πουν η σχο)£ς 'paHtatτμ&ες VI η xo-Mli; στολισμ?/ες. θ ά καλέτω καλί7τά(δ)ίς ονίσυς τούς προ.αμ&τευτζζδ ες. θ α YuliG'ji το(ν) \εοτΑ\η καί « ( ν ) Δ ή ^ ^ φ ) >Κν) θ ά καλ/σω του: παπα(%ρ.ς νά (δ)^λώνονν τούς ντονρμά(9)ε; 6α καλέσω ts(v) Βεζυρη νά τη ; πλασταριζει ρίζι-(Κ«ι 5ά'γβζψ* χαί rw(v) Βιέννα νά TYJC ψίρσνζν) την καοίνα Καί 0ά <*τΐ Xj i νά τη? γύσσυ(ν) το γλυκό καί δά ypdr^j» καί crij Μπ^/η νά της ψερου(ν) το β ρ χ & ι ) j i i f l ^ ^ ^ H

Πρβλ. ΟαχΗκο» 8. «αι Α! 4Μ ^ Π * 49* ^ ^ | Κ

Page 101: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

g j g j . — 32 —

1 0 . Τ ό π α ι ( δ ) ι μ ο υ ν ά ( ν ) κ α λ ά . . .

Τό παι(δ)ί μου νά(ν) καλά κι' &ς \]/ορήσου(ν) χίλια άρνίά (χίλια άρνιά χίλια κσσσίκια και τοϋ Μπέη τά κορίσσία·)

(Κον Ζ. Χαλκιάδον, αί εντός παοεν&έοεως ποοσύήκαι εϊιαι της Κας Αίκ. Γ. Μανοή) Κι' &ς ψοφήση κ' ένα βούϊ καί τοϋ Μπέη τό χανοΰμι (Κι' άς πεθάνη και (β)οσκός άπό rov πολύ καμό.)

1 1 . Τ ό π α ι ( δ ) ΐ μ α ς τ ο ϋ τ ο ( δ ) ά . (κ. Ζ. Χαλκιάδης)

Τό παι(δ)ί μας τούτο (δ)ά πότ' έ(γ)ίνη τόσο (δ)ά καί χορεύγει καί πη(δ)ά

. καί γκαλά£ει τό παπά. καί φωνάζε ι καί γ κ ο υ ά (ή γκοοΐξει καί (γ)ελά) Τίρι ρίρι ρίρι λΐά του ποϋ νά τό χάρη ή μαμά του Τίρι ρίρι ρίρι λΐά του κατουρλίές βρωμ' ή ποδιά του· Σάν τόν γαμπρό σάν τό γαμπρό σάν τόν Γιάννη τό Σασσό σάν τη νύφφη σάν τή νηά σάν τοϋ Σκούττη τή Νιανίά. (ή σάν τή κιτρολεμονίά)

1 2 . Κ ο ι μ ή σ ο υ π λ ο ύ σ ι α ν ά ( γ ) ε ν ξ ϊ $ . (κ. Νικ. Γ. Σκενοφνλακας)

Κοιμήσου πλούσια νά (γ)ενής καί πλούσΙα νά (γ)εράσης χαί μέσα στό παλάτι σου σκλά(β)ους καί σκλά(β)ες νάχης. Κοιμάτ' ό ήλιος στά ψηλά καί Ι πέρδικα στή ροϋκα Κοιμήσου σύ κοροϋλά μου στήν έ(δ)ική σου κούνΙα. Κοιμήσου ποϋ νά κοιμηθης τόν ύπνο τής ύγε!άς σου rov ύπνο τής όγάπης σου καί τής μεγαλωσ!άς σου. Ό ύπνος τρέφει τά μαρά καί 1 ύπνος τά μοσχάργ!α κι' έμενα τή(ν) κοροϋλά μου τή(ν) τρέφουσι τά χάδια· Ύπνε μου και έπαρέ μου το ρίξε το στά περ(ι)βόλ!α και γέμισε ιούς κόρφους του τριαντάφυλλα καί ρόδα. »

Page 102: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

I · — 33 — , . ψ

13 . " A n μ ο υ Γ ι ώ ρ γ η τ ή ξ Χ α δ ι έ ς .

(χ. Νικ. Γ. Σκευόφνλακας)

"Αη μου Γιώργη της Χαδιές μέ τό γρυσό κοντάρι έβλεπε τό παι(δ)άκι μου τό μοναχό κλωνάρι. "Αη μου Γιώργη κι' έβλεπε τό μοναχό κλωνάρι όπου (β)αστά στό(ν) κόρφο του σταυρό με τό φανάρι. Νά τήν χάρης παι(δ)άκι μου τήν άκρι(β)ή σου νειότη δπου θά κάμης άρχε>]/η στου Γιώργη του Χαδιώτη. Ό άκρι(β)οκοροϋλά μου κι' "Αη Γιωργίοϋ μετόχι, τό χαδεμένο σου κορμί άλλη καμμίά (δ)έ(ν) τώχει.

1 4 . Τ η ν ά κ ρ ι ( β ) ο κ ο ρ ο υ λ ά μ ο υ . (Α'α Αϊ κ. Γ. Μανοη)

Τήν άκρι(β)οκοροϋλά μου καί άν έρτουν (δ)έν τή(ν) βίω άν δέν ύπά(ν) κι' άν δέν έ|»τοΰ(ν) καί άν δέν 5αναδια(γ)^ρυυν και άν μοϋ (δ)ώκουν εκατό κι1 άν (δ)έν μοϋ (δ)ώκουν χίλ ία κι' ά(ν) δέ(ν) μοϋ τά μετρήσουσι μές στή χρουσή μαντηλα·

1 5 . Κ ό ρ η π ο ϋ α" ε ι π ε ν ά σ κ η μ η .

Κόρη που σ' ειπεν άσκημη ά'σκημα ρούχα ν' (β)άλοι Μην κατελύση τά φορεϊ μην (δ)ο τού; αλιμένει. Mr, φί(γ)η τό(\) Μάη κυτράγγονρα τον Α(ύγ)πνστο σταφύλια, κι άπ Α(ΰ,')ουστον ώ; Α(ύγ)ουστον κακού; Α(ύγ)ούστονς ιαχή. Πολν(δ)ιντιά στο σπίτι τη; και μό(δ)ϊν ό σωρός της κι' από τό><'(δ)ϊν νά χρ(ε)ωσιη τ* άνάμισυ πινάκι και τού παπά μια λειτρίά και τού (β)οσχου μΐά]πήττα. (ί)

(ΐ/ ΈδημοοιεόΛη είς r0" «Λε£κίο]ΐα>ης! Kudou» οελ. 23. Πρβλ. ΓνευτοΟ σελ. 68,ξΜανα>λάκη (Κ/λ σελ.

Page 103: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

- 34 —

1 6 . Κ ά μ ε ν α ν ά γ κ ο ν ά κ ι μ ο υ .

Κάμε νανά γκονάκι μου καί δυό 6(ο)λές παι(δ)ί μου μέ τήν εύκή τοϋ πάππου σου καί μέ τήν έ(δ)ική μου Κοιμήσου καπετάνο μου ΰπνο ελαφρό νά ττάρης .νά με(γ)αλύνης νά (γ)ενης με(γ)άλος άμιράλης Νά πάρης τήν Ά ρ μ ά δ α σου στή Μπόλη νά τή (ά)ράξης, νά (ά)νάψουν τά κανόνια σου τούς Τούρκους νά τρομάξης Νά βγάλης όξω ταχχικούς στήν Ά - Σ ο φ ί ά ν ά πάης Τήν προσευχή στό Τέμπλο της πρώτος εσύ νά κάμης Νά παίξουσι τά τούμπανα ρωμέϊκους χαβά(δ)ες ν ' άκούσουσι ν άναστηθοϋν 'πό μέσα οί παπά(δ)ες Νά σηκωθούν νά ψάλλουσι τό «Δόξα έν 4Υψίστοις» καί τοϋτο άξιον έστί ή τίυν Ε λ λ ή ν ω ν πίστις «Γκονάκι μου νά κοιμηθί]ς κ' άουρο μή ξυπνήσης μόνο μέ (γ)έλοιο "γκόνι μου νά κούσω νά γκουήσης» ( ι )

1 7 . Κ ό ρ η ποϋ α' ε ι π ε ν ά α κ η μ η ·

Κόρη ποϋ σ' είπεν άσκημη τούς γυιούς της είς τήν Τάπια νά μή τούς βρούνε ικανούς σάν άλλα παλληκάρια. καί νάναι καί σκοσσιάρι(δ)ες άν εϊνε καί μπονάσσα νά μή μπορούν τό πό(δ)ι τως νά βάλου μέσ' τήν βάρκα καί νά ντραπούν νά φύ(ν)ουσι καί νά ξενιτευτοϋσι

( 0 Έδημοβιευ^η έν | | «Λευκ. της Κάοου»έν όελίδι Β

Page 104: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

I I · — 35 —

κι* ώστα ν ά £η τά μάδια της ν ά μη τούς £ανα(δ)οϋσι, Νά μάθη ποϋ περάσασι, καί τι δρόμο θά πιάσου(ν) τονομα και παράνομα κι' οί δυό τους ν ά τ άλλά£ου(ν) . Μεράκι είς τήν πρώτη της ν ά πέση μές τό Ρίχτη ν ά μην εύροΰν τό σώμά της ν ά μή φανοϋσιν ίχνη. Μεράκιν είς τή δεύτερη στ' άνάκωλο ν ά πέση ψίακή ν ά πιη ή κακόγλωσση κατάκοιτη ν ά πέση Νά τήνίδης ν ά λυπηθης ν ά τήν εύεργετήσης καί ν ά σοϋ ποϋ(ν) τά χείλη της γ ΐ ά ν ά τήν συγχώρησης. Εσύ νάσαι ά(π)ό πάνω της

καί σύ ν ά τής κάλυψης σύ ν ά τήν γδύσης μοναχή νεκρίκία ν ά τήν ντύσης Μόνον εσύ άλλη καμμι x στον κόσμο νά τήν κλάψΐ). Σύ ν ά πληρώ σης τόν παπά \ ά π ά ( γ ) η νά τήν θάψη Κάμε ν α ν ά κανακαρά μελάτη κι ' άλασσάτη άπ' δλες τής κανακαρές εσύ 'σαι τό καμάρι, ( ι )

1 8 . Τ ί ϊ Π ε ' τ ρ ε μ ο υ κ α μ α τ ε ρ έ ~~ (*. Νιχ. Γ. Σχενοφύλαχας)

< Ω Πέτρε ρου καματερέ ά^ΐε καί προκομμένε φρόνιμε καί φιλότιμε καί πενταξακουσμένε. Του Πέτρου πρέπει του *ταρτό π"ρέίτει του καί | καδένα

| τοϋ πάππου του τό (δ)αχτυλί(δι) στήν άκρι(β)ή του χέρα». ^ ,- ;,. -— «Σάν μοιάσω γ ώ τοϋ ?:άππου μου

__ καί θάχω τέδοια χάρι H i , Εδημοσιεύθη έν τψ Λευκώμαη *ήζ έν αελ(δι 120.

Page 105: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 36 όποϋ του ' κ ά ν α ( ν ) τ ε μ ε ν β ούλοι μικροί μ ε ( γ ) ά λ ο ι , θά πιάσω πέννα καί χαρτί ν ά 6γ<ΰ στήν γαλαρία νά τα |ε ι (δ)εύγω μ ά ν ν α μου άφο(β)α στήν 'Αγγλ ία —"Οπως τήν έταξε ί (δ)ευγε ό πάππους σου παι(δ)ΐ μου κ* άπό τά φύλλα τής καρδκϊς σου βίω τήν ευκή μου. Καί του πάππου σου θά μοιάσης Καπετ&νος θά περάσης κασκετάκι θά φορης στήν πασαρέλλα θ' ά\ ε(6)ζς.

1 9 Τ έ σ σ α ρ ε ς λ ί ρ ε ς ' Α γ γ λ ι κ έ ς (κ. Νικ. Γ. ΣκβυοφνλαΗα^

Τέσσαρες λίρες άγγλ ικές θά πέ(μ)\|/ω νά σκουπίσω τ Ά ή (Δ)ημητριοϋ τ' άπέργυρα νύφφη νά σ' εύλογήσω Καί ν ά ν α ι καί 1 ά π έ ρ γ υ ρ α όλο μ έ τις παντ ιέρες κι' άπό σ ιρμίξ ιν κεντητό θ ά ν α ι ν | μπομπον ιέρες Κοήτη καί Κάστρο καί Χ α ν χ ά θά γράψω 'γώ Κυρία λ ά φέρουσι τ* ά λ ό ( γ ) α τ α γ ΐ ά τή Καβαλλαρ ία Νάρτοϋν ν ά κα(βα)λλ ικέ \ | / ουσ ιν ούλοι οι γ ί ερατ ισμένο ι κ ο λ λ ά δ α μέ μακρά παρτά καί ν<ϊ(ν) καί σπουδασμένο ι NapTfj καί ό (Δ;ημητράκης σου ποϋναι ξ ευγεν ισμένος που θά(ν) καί μέ τό δ ί π λ ω μ α διατρός ξ ε τ ε λ ε μ έ ν ο ς . Σ ά ν θά πάη ή γ ε ν ε ά σου θά παστίση ή πεθθερά σου πρΦτος όπου, θά 'μιλήση ^ τό γαμπρό ν ' άνεντρανίση θάν ό παίέρα σου κυρ<£ καί θά μετρώ τά μετρητά Λίρες θέ*(ν)άτού μ ε τ ρ ή σ η ^

Page 106: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 37 — ω στα ν ά τ ό ( ν ) σασιρδίση' "Εχεις σπήδια κι" ε ί ( ν ) καλά κ ι ' ε ι ( ν ) 1 στή κάτω (γ )ε ι τονχά μέ ύπόγε ια 'ψηλά (γ)ύρου (γ)ύρου μέ τε ιχ ίά

2 0 . "Εχεις μ α γ α ζ ι ά α τ ό Φ ρ ΰ (Α'α. ΑΙκ. Γ. Μανρη)

"Εχεις μ α γ α ζ ι ά στύ Φρϋ και έχε ι ς μ υ λ ο ( ν ) είς τ Ά κ ρ ί καί έ χ ε ι ς μύλους στό Κ ε φ ά λ ι df γ α τ α καί άμμουδ ιάρη "Εχεις χ ω ρ ά φ ι α μέ συκές λ ά κ κ α μ έ Αμυγδαλές έ χ ε ι ς κάμπους καί λ α κ κ ί ά ληόφατα στά φ α ν ε ρ ά . "Εχε ι ς α μ π έ λ ι α τ ε ι χ ι α σ μ έ ν α απίδια π α ρ η σ ι α σ μ έ ν ά . Έ χ ε ι ς καί τόν 'Εμπορε ίο σου μ έ τόν Έ ξ ε σ τ ρ ά τ η κ ό σου.

— — — — • • — — • • • ι •

2 1 · Ν ά ν ι , ν ά ν ι , ν ά τ ο , ν ά τ ο . (άρχιμανδρίζου Νβκτ, Μαυροκορδάτου)

Ν ά ν ι , νάν ι , νάτο, νάτο, τώμορφό μου καί βαρβάτο τοίσπρο μου καί τό χ ιονάτο τ άγ ιο μου Κωνσταντινάτο * πούτρω(γ)ε ψ ω μ ί ν άφράτο κ ήίτινε κρασί μοσκάτο πούλουνα καί ' χ τέν ι^ά το, ποϋ (έ)στρωνα καί κοίμι^ά το στήν ά μ ι γ δ α λ ( ι ) ά (ά)ιτό κάτω κ α Γ μ ο ρ φ ο μ ( γ ) ά λ υ ν ά το. Ν ά ν ι ν ά ν ι , νάτο νάτο τώμορφό μου τό π:αι(δ)άκι τό χρυσό μου λεβεντάκι τής καρδιάς μου τό κ λ ε ι ( δ ) ά κ ι . ( ι )

2 2 . Κ α \ κ α λ ώ ς τ ο κ α λ ά ν ά χ ε ι {Κα ΑΙκ. Γ. Μανρή)_

Καί καλώς το καλά νάχει μάννα καί πατέρα νάχει δοϋλες καί σκλαβάκια νάχει τό παι(δ)'ι μας δπου λάχει. Νάχει σκλά(β)ους δεκοχτώ

(ι) Πρβ, ΛαογραφΙαι Π οβλ. φ , JE. ? | jj

Page 107: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 38 — κ α ί σκλα(β)όπ ουλα οχτώ ν ά χ ε ι καί (ύ)περέησσες έννενήντα τέσσαρες

23. Σ ά ν μου τό πάρξίς ΰπνε μ ο υ Δδος Alk. Νικολή||

Σ ά ν μου τό πάρης υπνε μου τρεις χώρες σου χ α ρ ί ζ ω τρεις χώρες καί τρία χωρχά τρία μοναστηράκια Είς τά χαιρίά ν ά κάθεσαι στις χώρες ν ά κοιμασαι καί στά μοναστηράκια σου ν ά π&ς ν ά λε ιτουργάσαι . Ν α ν ά το που ν ά τό χ α ρ ώ καί ποϋ ν ά τό κερδαίσω και ποϋ ν ά μήν ε ί (δ )ώ κακό ' πάνω του ν ά πονέσω. Νανί τοϋ ρ ή ( γ ) α τό πα ι (δ ) ί τοϋ (Β)ασιληά τό γ γ ό ν ι δπου τό κοιλοπόνησέ | | μ ΐά πέρδικα στά όρη Κι έκοιλοπόνα κι' έ λ ε γ ε καί δλον έπαρεκάλει ώ! "Αη μου Λευτέρη μου καλό λευτέρωσε με ν ά κάμω τ όμπα σου χρο,υσό τό | χέρι* σου άσημένίο καί τό στεφάνι σού ά ρ γ υ ρ φ καί σέ μαλαματέν ιο

2 4 . Ν α ν ά τ ^ ο π α ι ( δ ) ά κ ι μ ο υ •\τ 1 , I Αδος ΑΙκ. Νικολέττρν Νανα το | παι(δ)άκι μου νανά το τό π α ι (δ) ί μου 5 flftf Μ # 1 Υ ά μ ο τ ο υ Τα « καί νά πρέπη ωσαν τοϋ . , κ · • .· .

ωσάν τοδ · * "fxe άμηέλια δεκογτώ' ' ' Κ,1 «ΡΥατα δεκαπέντε I m τά μέλι σάν νερά

κα 1 Τ υ ρ 1 ά Π ά ν Κ Ι g σιταροκρίΰ-αρα Τ % τ ο ° m m τόν άμμο.

Page 108: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 39 — ΒΒΟί·."' 2 5 Μ ι κ ρ ά ν α ν ο υ ρ ί σ μ α τ α

— Κοιμήοου και έπαρή^ γειλα, παραγγελιά στή(ν) Μ,τόλη νά χτίσου(ν) τό παλάτι σου καρσί στο σταυροδρόμι —'Ο ύπνος τρέφει τά μωρά κι' ή ύγεία τά μεγαλώνει κι' ή Παναγίά ή Δέσποινα τά καλο^ημερώνει. — Κοιμήσου κι' έπαρήγγειλα παπούτσια στό(ν) σσαγκάρη νά τά κεντοϋσι μέ χρυσό καί μέ μαργαριτάρι — Νανά το που νά κοιμηθη καί πάλι νά £υπνήση καί νά ξυπνήση καί ναύρη τή μάννα του κοντά του ναύρζ καί τόν πατέρα τοπ μαΐ,ύ μέ τή λαλά του. — "Υπνε μου καλοΰπνε μου καί καλοκοιμιστή μου καί καλοκοιμισέ μου το καί μένα τό παι(δ)ί μου. — Πάπλωμα θά σοϋ στρώσουσι παι(δ)ί μου νά πατήσης κΓ< όταν έρτη ό πεΘΘερός μττατίκία νά ζητήσης. — Γυΐέ μου σα(ν)σεβλο(γ)ήσουσι κάλεσμα θά σοϋ βγάλω — ούλα τά λυροσσάμπουνα θαρτοϋσιν είς τό(ν) γάμο.

ΐ ΐ ; 2 6 Έ γ ώ τ η ν ' Α ν τ ι γ ό ν η μ ο υ Τό κατωτέρω νανούρισμα ώς καί τό αμέσως επόμενο ν εΐνε Καριταθιακά είλημμένα έκ τ ή ς

συλλογής τού καθηγητού κ. Μ. Γ. Μιχαηλίδου Νουάρου. (Κων)*ολις 1913 <*ελ. 6ΐ—62). Τ ά δημοοιεύομεν μόνον διότι αναφέρεται έν αύτοΐς τό όνομα της Κάσου. ΕΙς τό άμέσως δέ κά-τω έρω μάλιστα, λ ί α ν κολακευτικώτατα.— Ο κ. Μ. Γ. Μιχαηλίδης Νουάρος είναι έκ τών πο-λυτιμωτέρων συνεργατών τής«Δωδ. Λύρας- Ιδίως όσον άφορα τόν τόμον της Καρπάθου.

Έ γ ώ τήν Αντιγόνη μου, άν έρτου δέ τή δίνω, κι' &ν έρτου δέν τήν εύλογώ καί δέν τήν έπανδρεύγω* H 1 δέ ν ύπα κι' Ι δέν έρτοϋ κι 1 δέ διπλοσκοντάψ-ουν κι' Ι δέ μου φέρου άλογο, νά μοϋ τή καλλικέψουν, νά βάλου καί τό σιΐ,ατέ νά μοϋ τή συρίανίσου, νά φέρου καί τής μάννας της φλουριά μέ τό πανιέρι νά ρέρουν καί I άφέντη τηςj τρικούβερτο καράβι νάναι-ν'-ή πλώρη μάλαμα, κι' ήπρύμη δλ' άσήμι, νάχη πανΙά μεταξωτά κι' άντένες άσημένες, νάχη καί ναϋτες διαλετχούς. Κασίώτες καί Νυδρέου,ς καί νάχη καί τό Κυρ·Β«.ρΐά, νά τό καλαρμενίση' καί πάλι ναι, καί πάλι όχι, καί πάλι δέ τή δίνω, Β δέν ύπά κι' 1 δέν έρτοϋ κι' 1 δέ £αναδιαγείρου.

2 7 . Κ ι ' έγώ τ ό Μ ι χ α λ ά κ ι μ ο υ

(Ιδε αημείωσιν προηγουμένου νανουρίσματος)

Κι έγώ τό Μιχαλάκι μου, ώσά θά τό παντρέψω στή Κάσο καί στή Έλυμ,πο, κάλεσμα θέ νά πέψω νάρτη τής μάννας του ή γενΙά τάφέντη οί κουμπάροι καί τοϋ τατά του οί δικοί, οΰλοι μικροί μεγάλοι· νά φέρουν τώργανα τής Χιός, καί τά βιολιά τής Πόλης, νά φέρουν καί τραγουδιστή, άποϋ τό Σαλονίκι, νά τραγουδοϋ τοϋ γυΐόκα μου, τά παίνία του νά λεγου, ποϋναι πού τές Η γενιές τές βασιλογραμμένες, άποϋ τές έχ' ό Έρωτας μεσ' τό χαρτί γραμμένες.

Page 109: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

ΣΤ/ Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Α Τ Η Σ Α Γ Α Π Η Σ

Έκ της λατρείας του ΰείον κάλους έπήγασεν ύ "Ερως έ κείνος έξ ου προήΜον οί μαργαρΤται εκείνοι τήέ 'Ερωτικής ποιήσεως τους όποιους άνευρίοκομεν είς όλίγας τής Ιστορίας περιόδους.

(Φ. φόν ΡαίοτβντάΙ'ν, »Ό "Κρως ffti των αίώνων»)

Ό 1Ερως, ό νπερ πάν άλλο συναίσθημα πολλά μένος καί άντη-χών είς τάς παραλογάς, έπικρατεϊ καί πληροί έζ όλοπλήρου τά τρα-γούδια τής άγάπης. Βλέπεις είς α'τά συνηγμένα, ώς είς άρμονικους στεφάνους, νά ευγενέστερα άν&η τής 'Ερωτικής ποιήσεως.

(Ρ . Ε · PavoHui)

1. ' Α ρ ρ ώ σ τ η σ α ξ α ρ ρ ώ σ τ η σ α (Κον Ίωάιψον ' / . Μανωλακάκη)

'Αρρώστησα ^αρρώστησα — κοντεύγω ν' αποθάνω κι' έρχεται ή φιλενάδα μου — συχνορωτά τή μ,άννα μου, «Κυρά μου πουν' ό γυιόκαςσου—καί πούνε τό παιδί σου»; Κι' εκείνος αποκρίθηκε—πάνω πό τό κρεββάτι: «(Έ)μπαμέσα φιλενάδα μου—καί μή ^ωτάςτή μάννσ μου, καί πάρε τό προσκέφαλο — κι' έλα κάτσε κοντά μου νά μου διατρέψης τήν καρδιά—-ώσάν τοϋ Μάη τή δροσιά Καί άμε σϋρε στου δίατροϋ—τά διαφικά νά φέρης καίά(ν) μέλλο Θεός νά γιατρευθώ—εσένα θά στεφανωθώ καί πάρε τό μαντήλι μου — νά πά(ς) νά μοη τό πλύνης γιά ναορης πάλι αφορμή—νά ρ$ί)ςτό βράδυ νά μ' εύρής», «Άη μου Γιώργη Άρακλιανέ—κι' "Αγ'ΐά Σοφίά τήςΜπόλης κι' άγια Μαρίσσα Υ τόνΜωρΙά—κάμε τή ν^όγιαμουκαλά»

Ή Ν ξ ΐ ά π ο ϋ μ ' ά γ α τ ι α ~ : j (Κα AU intigL

Ή νηά ποϋ μ1 αγαπά — πάντα μοϋ μυνδ πάντα μοϋ παραμελεί — μέ μ!ά βαγιαντανή μέ τή μικρή βαΐσσα — τή μυστηριανή Ό νηός άγρυπνιμένος — ήργισε νά πά(η) ώστα νά πά(ί|) καί νάρτη — γάμον εύρηκε χαρές μεγάλες — τήν κόρην εύλο(γ)οϋ( ν). «Κόρ* ή πρώτη σ' αγάπη — έ^ωστέκεται άμ ά(ν) στέκει, άς στέκει — καί άς βρέχεται.. Σάν τοϋ 'μύνουν \άρτη — πώς δέν ήμκετο Τώρα ποϋ μ' εύλο(γ)ήσαν — τήθελε κ' ήρκετο; Μ' άνοί£ετέ του νάμπη — καί δότε του νά πιη άφράτο παξιμάδι — καί γλυ* ό κρασί

Page 110: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

H B P ' ' —41 — — «Μή(τ)ε νά φάω θέλω, — μή(τ)ε καί νά πΐώ μή(τε) και τά στεφάνΙα σου — θέλω νά θωρώ». (1)

3. Του αεβδά ό π ό ν ο ς

(κ. Νικολ. Γ. Σκβυοφνλαχας

'Ακούσετε να σά; ειπώ—για του σ?βδά τόν πόνο που τόν έπέρασα χι έγώ—τόν περασμένο χρόνο. Χίλια βενετικά φλουριά—χίλια παληά 'κοσάρια δίνω νά φέρου(ν) τόν διατρό—πεντ εςη παλληκάρία καβαλλικεύβουν τ' άλογα—και σάν πουλιά πετούνε μά δέν ήζεύρουν τόν διατρό—ά(ν) ί)έ νά τόν ε·'φοΰνε. Δέκα ή ώρα της νυχτός—είς του διατροΰ 'ποσώσαν την έρημη την σεττουλα—ατά χέρια του τή δώσαν. Κάνε διατρέ μου γρήγορα—νά πάμε στ' άρρωστιάρη καί κρίμας είνε νά χαθη —τό νέο παλληκάρι. Πιάν ό διατρό; τή σέττουλα—μπαίνει στή σπετσαρία λέ(γ)ει: «αν τόν ευρω ζωντανό—του δίνω'θεραπεία» Καβαλλικεύγου(ν) τ άλογα—πειό γρήγορα πετούνε μά δέν ήξεόρουν ζωντανό—ά(ν) Θέ νά τόν ευρουνε. Ζυ(γ)ώνει χαιρετά τονε—και πιάνει τό σφυ(γ)μό του του λόγγου εκατάλαβε—ό σκύλλος τόν κα(ϋ)μό του. «Τ* έχεις διατρέ μου κ' άργησες—τ ήταν ή άργητά σου; Πάς και δε(ν) θά τά πλέρωνα—καί'γώ τά διατρικά σου; άν δεν έφτάνα(ν) τ άσπρα μου—νά σε άποπλερώσω τή λύρα καί τό φέσι μου—κι δ,τι είχα είθε σου δωσω». «νΑν ήτο 'φετεινό; σεβδάς—μπορούσα νά σέ γιάνω

If εκείνα τ' αναμεταξύ—ή κόρη τό μαθαίνε ι | πω ; κείνος που τήν άγαπά - σε λί(γ)ο καιρό πεθαίνει. —<(Λ)ώκε μου μάννα τ}) βουλή—νά πάω σι* άρρωστιάρη και κρίμας είνε νά χαθη — τώμμορφο παλληκάρι.»

- « Β ί ω σου, κόρη, τή βουλή | μά μήν ύπά(γη;) ν άργήσης γιατί δέν εχομε νερό -νά πάς νά κου(β)αλήσης».

««,ομλΚΙ» ..jinn 3m m . v n i jSfe θά πά ν' αργήσω μ· I R B · · ) τόν δρόμο ν (δ)β , _ , , Ώ Θε(έ) μου πούσαι στά 'ψηλά-κατέ(β)α χαί στη νά (δ)ούμ άν είνε ζωντανός - δ νηός δπου μ αγάπα. Ά π ό μακρυά τονέ θωρεί—απάνω στο κρεββάτι κι ήτρεχε άπό τό στόμα του—του Χάρου τό φαρμακι. Ζυ(γ)ώνει χαιρετά τονε- φιλά τονε καί γιαίννει • « ι * * * * * * Ω τ ή ς μαρίόλα; τόν υ ί ό - τ ί χ ν ε ς που τές |ΐαθαίνει Α(ν)(δ)έ(ν) του βίου τό φ ι λ ί - ν ά παιφτη να πεθαινη.

στρατα

(%>Πρβλ. ΜηχαηΜδου $ 56

Page 111: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

g g 42 -

4 . Μ ά ν ν α μ ο υ α κ λ ά ( β ) ο $ ή κ α μ α Κα ΑΙκ. r. J I g ^

Μάννα μου σκλά(β)ος ήκαμα μέ τη βασιλοπούλα τέσσαρους χρόνους γιά φιλί καί πέντε γιά λουάρι κιν άλλους έφτά καί άλλους 4χτω γιά τό^ μαργαριτάρι χι ωσάν ΙσώΟη ό καιρός κι έπέρασαν οί χρόνοι • >t,. » · " [ Η · I Ι · ' · ι I · · Ι —«Βός μου, κυρά, τη ρόα μου, κυρά τη, βούλεψι μου· του ξένου νά περιδιαβώ τοΰ ξένου νά μακρύνω» —«(Δ)ότε του σκλάβες (δ)ότε ασήμι καί λουάρι τοΰ ξένου νά περιδιαβώ τοΰ ξένου νά μακρύνγ) νά πλερωΟη ό κόπος του»^ —«Κυρά μου (δ)εν σου δούλεψα γι' άσημι γι λουάρι γιά τό παντέρ(η)μο τό φιλί σου δούλεψα κερά μου» — *Αμετε σκλά(β)ες (δ)ότε του φιλί χορτάσετε τον» —«Κυρά μου (δ)έν σοΰ (δ)ούλεβγα γιά τό φιλί τής σκλάβας γιά τό δικό σου τό φιλί σοΰ ξ(δ)ούλεβγα κερά μου». —«νΑμετε σκλάβες στρώσετε τη νυφικιά μου κλίνη τοΰ ξένου ν' άποκοιμηΜή τοΰ ξένου νά πλαγιάσγ] νά πλερωθη | κόπος του. . . | r | . . . #.·.· . ».

5. Ά φ κ ρ α α τ ή τ ε μ ο υ ν ά ζ ι η τ ε

(Κα Αι κ. Γ. Μαύρη)

Άφκραστήτε μου νά ζιήτε δσοι aro(v) χορό κρατήτε παντρεμμένοι νά χαρήτε 'λεύτεροι νά παντρευτήτε νά σας Β γΐά τήν αγάπη πίκρες βάσανα ποϋ τάχη π' αγαπώ ' να χελιδόνι κι' | μαννοϋλα του μαλλώνει τό μαλλώνει καί τό (ύ)6ρί£εί τήν καρδοϋλα μου ρα(γ)ί£ει θά πεθάν' άπ' τόν καμό του, Η Β κρίμα στον λαιμό του. Κι' δντας θά ψυχομαχήσω I μΐά παραγγελιά θ' άφίσω. Να μέ Β • χό σοκκάκι νά μ.' άφίσουνε λιγάκι νά προβάλλτ) τό πουλί μου Ι Β 1 ή δική μου νά τραβήξη τά μαλλί χ της να μέ κλάψ' άπό καρδιάς της.

Πρβλ. Μιχαηλίδου σελ Μ Λαογραφίας Γ! 451

Page 112: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

6. T o Δ ε ν τ ρ ο υ λ λ ά κ ι ( 1 ) (κ. Ν in. Γ. Σχευοφνλαπαζ)

Ποιος τώπε δενδρουλλάκι μου δέν σ* αγαπώ πουλάκι μου "Αν τώπ' ό "Ηλιος ν ά μή βγ£] κι" άστρο νά μή ^ημερωθί). Κι* ά ν τώπε τό ρηγόπουλο on) Μπαρμπαρίά σκλαβόπουλο Κι ' ά ν τόπανε στο καφενέ ν ά μην ανάψουν ναργιλέ. Κι άν τόπανε στήν εκκλησιά κερί νά μήν άνάψη πειά.

{Κα ΑΙκ. Γ. Μαύρη)

B p S Ό " Ε ρ ω τ α ς μ ο υ ( 2 )

Ό "Ερωτάς μου πλήθυνε o i v τοϋ γιαλού τόν άμμο παράγγειλε μου, τό λοιπόν, πώς θέ νά τόνε κάμω. "Αν τόνε p j g j στή στεριά μΐά λεμονί i ψ άνθιση θά κάμη τά λεμόνια της και θά μάς μαρτυρίση Κι άν- -ι όνε ριί,ω στον γιαλό στά δίχτυα θά μπερδέψη και θά τόν πιάση ό ψαράς καί θά μάς μαντατέψη.

ΣΗΜ. Τό παρόν μετά του ποιήματος της «Βασιλοπούλας» ( ΐ2ον «Δικφόρων») έδημο" σιεύθη Ι8 | τό περιοδικόν «Libre" τού Μαΐου 1 9 2 7 . Ό διευντής του περιοδικού τούτου, καί κα-λός 1 Ελληνιστές, καθηγητές δέ έν | | Φιλολογική Σχολί] τοδ ΙΙανεπιΟΓημίου τοδ Montpellier κ. Λουδοβίκος Ρουσσέλ έγραψε έν ύποαημειώσει της δημοσιεύσεως τά έξης κολακευτικά διά | | ρ «Δωδείίανησιακήν Λύραν».

Le public lettre aura pensons-nous, le plus grand plaisir a prendre un avantgoftl du re-cueil que pr^parent avec science et conscience Mrs Mavris et Papadopoulos

Παρακαλοΰμεν τόν κ. Ρουσσέλ νά δεχθη καί δημοσία τάς ευχαριστίας μας διά τάς εύ-μενεϊς κρίσεις του καί διά τήν λ ίαν ήμΐν πολύτΐ)ΐον ήθικήν ύποστήριξίν του

8. Ή ' Α γ ά π η ( 3 ) (Κα ΑΙκ. Μανρή)

"Αουρος κάνει τό κλουβί νά (6)άλη τήν άγάπη κι' ή κόρη ποϋ τόν ά(γ)απά στέκει συχνοκερνάτον.. «"Αουρε κάνεις τό κλουβί νά (β)άλης τήν άγάπη κι1 έ μ έ ν α ν οί γονέοι μου μ' άλλον μ' αρραβωνιάζουν». « Σ ά ν θ ά άρραβωνιάζουσι νάμουν αρρωστημένος καί σάν Θ χ σέ πατρεύγουσι νάμουν άποθαμμένος». "Αγιος (δ)ένήτο τό σκυλλί, σαν άγιος εϊσακούσθη 5 ά ν τήν άρραβωνιάζασι ήταν αρρωστημένος κΓ^δταν τήν έπατρεύγασι ήταν άποθαμμένος. KiV εκεί συναπαντήθηκε ό γάμος μέ τό £>ό(δ)ϊ ~•*••*"

(ι) Πρβλ. ,Γνευτοΰ 42 Μιχαηλίδου 65, Μανωλακάκη Κ' 84 Μανωλακώκη Δ 47» Λαογραφίας ΔΙ ΐθ4 καί ®| ρ | παΐ Passow 286.

(2) Πρβλ. ΠαχτΙκος σελ. ρ καί pp (3)ΈδημοσιβύΟη είς τόν "Φάρον* τεύχος Δβρίου 1925 Πρβ. Φαρμακιδου σελ. 121 καί 35»

Page 113: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 4 4 — | Η · | Κάμετε γυρον άρχο \ τες και γ ϋ ρ ο ν οι παπά(δ )ε£ κ α ί γ ϋ ρ ο ν οί φτωχολογ ί χ ν ά 'μπω ν ά ( δ ) φ τό ξό(δ) ϊ Έ κ α μ α ν γϋρον (ο ί ) άρχονΓες και γ υ ρ ο ν οί π α π ά ( δ ) ε ς και γυρον ή φτωχολογ ίά κι ήμπε νά (6)fj τό £ό(δ) ϊ Βγάλλ* άπό τό (δ)αχτύλι της ώμμορφο δαχτυλίδ ι στά χείλη της τό 'πόσυρε και βγήκεν ή ψ υ χ ή της Έ π ή ρ α ( ν ) τους κι ' έθάψ-α(ν) τους τούς δυο σέ ε ν α μ ν ή μ α κι' ηβγεν ή ν έ α λ ε μ ο ν ι ά κι1 ό ν έ ο ς κυπαρίσσι κι' έ γράφανε τά φύλλα των «άχ αρα» καί «κατάρα» Κατάραν ν ά χ ο υ ν οί γονηοί κι' ά ν ά ρ α ν οί παπά(δ )ε ς σάν αγαπά ό νηός τή νηά καί ( δ ) έ ( ν ) τοϋ τηνέ δ ί ν ο υ ν .

9 . Ή Π έ ρ δ ι κ α ( 1 ) · Μ Κα Ελένη Κωστίδου

Μιά πέρδικα καυχήθηκε σ 'Ανατολή καί Δύσι πώς δ ε ν εύρέθη κυνηγός ν ά τήνε κυνηγήση. Μά ' γ ώ τόν πόθο μου 'βαλα καλά κυνηγησά την καί στ' άγκαλάκία μου τά δυό έσφιχταγκάλΐά την. Μά ή κόρη άπό τήν έντροπή έπεσε λιγωμέλ η, "Επεσε λ ιγωμένη, καί καταζουλομένη Βγά^ω το χαζ,ιαράκι μου σκάβγω καί 'γ<υ ' ν α λάκκο καί έθαψα τή(ν) λυ(γ)ερή είς τήν μηλιά 'πό κάτω στό δροσίό τό ϊ,αχαρ&το Μηλιά μου μέ τά μηλά σου Δίνε καί των διαβάτω(ν) ν ά συχωροϋ(ν) τής λυ(γ)ερί]ς ποϋ κοίτεται (ά)πό κάτω.

1 0 . Π έ ρ ν ' α φ ο ρ μ ή τ ο ΰ γ ε ρ α κ ί ο ΰ (2) Πέρν' άφορμή (3) τοϋ γερακίοΰ σέ περιβόλι μπαίνω τό ταιράκι μου γυρεύγω· (Γ)ύρω τρι(γ)ύρω λεμονιές τΡ ι(>)ύρω κυπαρίσσια

( ι ) Πρβλ. ΠαχτΙκου αελ. 157 Σιγάλα: 42' ΜιχαηλΙδο« 9· Νιουρια*ί\ν Παραλλαγή καί έφη. «Αύγήν» ΐ)ΐ2)20.

(2) Πρβ. Λαογραφίας Γ! 449 0k ΕΙ 185 — (€) Άναγραμματιβμός=μορφή

Page 114: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 45 - 1

τρι(γ)ΰρ' όλόχρουσες μηλιές κι* ε ϊ ν όμορφες περίσσια. Μ άπ δλα 'κε ίνα τά δενδρά μία λεμον ιά μ' αρέσει πουχε τους κλώνους ξαπλωτους στοϋ περ(ι)βολΐοϋ τ ί / ν ) μέση. Ή κόρη άπό κάτω (έ)γευβγετο λα(γ)ούς και περιστέρι "Αιντες χρουσό μου ταίρι " Η ταϋλα πουτρω(γ)ε χρουση ή γί,ς ποϋ (έ)πάτειν αργυρή σσανάκία άπ* άσημι. Γ ΐά *δέ πραμμα πούτον 'κείνη! Ξένε μου ά ν δ ε ν βιάζεσαι ξένε μου ά ν χρειάζεσαι κά(9)ίσε ν ά γευτούμε κι ' τά πάθη μας ν ά πούμε. "Εχω λαγούδία ν ά νευτζς καί κανενός ν ά μή τό 'πζς λαγούδία ν ά δειπνησι^ς και ν ά μην τ ομολογήσω ς. "Εχω και βάγιες δεκοχτώ και μ* οποίαν θέλεις μένεις κι αύριο τό ταχύ πηγαίνη:». — «Μάχω κατάρα γονική μέ βαγ ίά ν ά μή με ί νω . Μέ βάγ ια ν ά μην με ίνω μ ό ν ο μ ε σέ χρουσό μου μηλο.* — « Σ χ ν σώνουν^ένε . τάσπρα σου μ έ ν ω και 'γώ στη πάντα σου Καί σά (ν ) σώνου(ν) τά φλουριά μπένω καί στήν αγκαλιά σου. Βγάζε ι τό κι/χεράκι του κά(θ)εται λο(γ)αριά^ει το e w j d χ ιλ ιάδες γρόσια καί την κόρη ( δ ) έ ν έσάσα(ν}$ β γ ά ί ε ι καί τά άρματα του τά χρυσά καί τ αργυρά του Τήν νύχτα τήν βα&υάν αύγή αρχινά καί μετανοιιπνει κλαίιι ό νηός καί δέν μερώνει (Δ)ός μου κόρη τ άσπρα μου (δ)ός μου καί τά φλουριά μου ^ ^ ( δ ) ό ς μου καί τ άρματά μου ,.- - ^ ^ j j H b ·. ν

γιατί πον (ε ί ) ή καρδιά μου.

Page 115: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

ρ 46 -11. Τα τρία κορίτσια (1)

Κα Ελένη Κωβτίδου

' Ε γ ώ 'μαι ( έ )νός ψ α ρ ά π α ι ( δ ) ί , μαυροματοϋσα και £ανθή τοΰ πρώτου καμακιάρη μία χ α ρ ά κι έ ν α καμάρ ι . Π ε ρ ν ώ τό καμακάκι μου ν ά σέ χ α ρ ώ πουλάκι μου καί π ά γ ω ν ά ψ α ρ έ ψ ω μαύρα μάτία ν ά ( γ ) υ ρ έ ψ ω . Ρ ί χ ν ω τή πρώτη καμακ ίά ν ά H I αγάπη μου γλυκεία καί π ιάνω έ ν α ψαράκι , καί τό λέ(γ )αν μπαρμπουνάκι . Καί σχίζω τήν κοιλίτσα του κα(ϋ)μό πούχει ή καρδίτσα του καί β γ ά ζ ω τρεις κοπέλλες καί Ι τρεις καμαρωμένες Ή μιά 'το άπ'τόν Γαλατά βάστα τό νου σου δυνατά κι' Ι άλλη άπ1 τό Νίοχώρι τοϋ Χατσηγιανάκ ή κόρη Ή τρίτη | μικρότερη άπ όλες έμορορότερη ήταν άπό τήν Μπόλη καί τήν ά(γ)αποϋσαν όλοι Κ ' τήν άγάπησα καί γ ώ καί ν ά τήν πάρω δεν μπορώ καί τό σπήτι δεν ήξεύρω γ ΐά ν ά πά(γ)ω νά τήν εΰρω.

1 2 . Ή ' Α ν α γ ν ώ ρ ι σ η ( 2 ) (Κα ΑΙκ. Γ. Μανοή)_

Έρρόδισεν ή 'Ανατολή καί έβράδυασεν ή Δύση πάνε Ι άρνάκία στή βοσκή κι' ή κοπελλίές στή βρύση Π ά γ ω καί 'γώ κΓ ό μαύρος μου καί τά λ α γ ω ν ι κ ά μου Μΐά κοπελλίά είδα κι' έπλυνε σέ μαρμαρένες βοΰρνες «Κόρη μ ανέσυρε νερό νά JIIOC(V) τά δ ιψασμένα νά πΐώ καί 'γώ κ ι ' ό μαύρος μου καί τά λ α γ ω ν ι κ ά μου». Σαράντα σίκλια ανέσυρε χωρίς ν ' ά ν ε ν ι ρ α ν ί σ η , κοί στά σαράντα τέσσαρα τήν βλέπω καί δακρίζει .

( ΐ ) ΙΙροβ. ΓΙαχτίκου Ιελ. ffi Η Έδημοοιε<··θη είς τόν «Φάρον τκυχος Δεκεμβρίου Ι92^ 0«λ. 343· Aid Λσραλογάς | δέ σημείωοιν τοΰ έπομένου ^ο^ατός

Page 116: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

«Κόρη μου ά ν κλαις γ ΐ ά τό νερό κι "άν κλαις καί γ ΐ ά τ η βρύση κι' ά ν κλαις καί γ ΐ χ τόν κόπο σου ν ά σου τόνε πλερώσω» «Δεν κλα ίω γ ώ γ ΐ ά τό νερό ούτε και γ ΐ ά τή βρύση ούτε και γ ι ά τόν κόπο μου \ ά μοϋ τόν έπλερώσης, μόνο χ ο λ ί ώ τόν άντρα μου ποϋ λείπει δέκα χρόνους, κι' άκόμη δυό τόν καρτερώ, καί τρεις τόν περιμένω, τ χ ροΰχα μου στοϋ μπογιατζή καί *γώ στο μοναστήρι, ν ά πάω ν ά γ ί ν ω καλογρηά νά σώσω τήν ψυχή μου» — «Πες μου σουσούμια τά \ τρασου ϊσως καί ν ά τόν εΐ'Νδ)α» » —«Μελαχρο ινός καί νόστιμος στο μπόϊ τό (δ)ικό σου, μαϋρο ταν τό μουστάκι του ωσάν καί τό (δ)ικό σου». — «Κόρ' εΐ(δ)α τον τόν άντρα σου στης Μπόλης τ' άργαστήρια στης Μπόλης τά κρασοπουλίά τόν ε ί (δ)α σκοτωμένο, λ ίγο κερί ( ι ) τόν δάνε ισα κι* ήρθα ν ά μοϋ τό (δ)ώκης» — «Σάν τόν έδάνε ισες κερί διπλό ν ά σοϋ τ ό ( δ ) ώ κ ω » .

«Λίγο πανί ( ι ) τόν δάνεισα κι' ήρθα νά μοϋ τό (δ)ώκης» — « Σ ά ν τόν έδάνε ισες πανί (δ) ιπλό ν ά σοϋ τ ό ( δ ) ώ κ ω * . — «"Ενα φιλί τόν δάνεισα κι ήρθα νά μοϋ τό δώκης,» — «Σάν τόν έδάνεισες φιλί άμε \ ά σοϋ τό δίτκη» Κόρη έ γ ώ *μαι ό άντρας σου έ γ ώ 'μαι καί ό καλός σου. Ψ έ μ μ α τ α , ψέμματα τό λες καί ψομματάρης είσαι, Γ ιά πές σημάδια της αύλής ίσως καί σοϋ πιστέψω». Έ χ ε ι ς μηλιά στήν πόρτα σου καί κλίμα στήν αύλήν σου» κάνε ι σταφύλια ραζακίά, κάνει κρασί μοσχάτο όποιος τό πιη μαραίνεται καί πάλ' άνα^ητάτο.» — «Ψέμματα, ψέμματα τό λες κι' ή γειτονία σοϋ τώ*ε γ ΐ ά πές σημάδια τοϋ σπιτιοϋ ίσως καί σοϋ πιστέψω. Xpouofj καντήλα κρέμεται στή μέση τοϋ σπιτίοϋ σου φ έ γ γ ε ι σου καί στολίζεσαι καί πάς στο μοναστήρι, τόν "Ηλιο βάζεις πρόσωπο καί τό Φεγγάρι στήθη καί του κοράκου τό φτερό βάλλεις καμαροφρύδι. — «Ψέμματα ψέμματα τό λες κι' ή γ ε ι τ ο ν ι ι σοϋ τώπε πές μου σουσούμια τοϋ κορμιοϋ ϊσως καί σοϋ πιστέψω». — « Έ χ ε ι ς έληά στο μάγουλο , έληά στήν άμασκάλη κι' α ν ά μ ε σ α τών δυό βυ£ιώ(ν) τάστρο καί τό φεγγάρ ι» .

Π α ρ α λ λ α γ ή τ ο υ α ν ω τ έ ρ ω α σ μ α τ ο ς (Κα Μαοιγώ Φονντη)

ρ ί | χορη σι^επ/βγαλλε §£ άνηοα της στα ξί'να, πιάνει xepl km φέγγει του, ποτήρι καί Υερνά τ οσα πδτηρια τίν χερνά τΊσα λογία του λε(γ)ςί: — «Μίσευγεις χαδεμ:'νε μου χι9 μενα που μ' άφίνεις;» —«'Af/νω σε στ>ς μάννας σου καί στα καλα σου ά&λρια, χι ανκα'μω μήνα, μη λουστητ, καί χοΰο, μην άλλα:

:η;

( 0 «κερι» καί «πανί» δηλ. λαμπάδα κα\ οάβανον διά τήν ταφή ν.

Page 117: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

- 48 -χαί τριάντα χρόνια άν κάμω 'χει σε πόρτα μη πρόβαλλες)). Π ά ν ω στους τριάντα χρόνους πια χαι ήτις σαραντα μερζς χάρη σ'τενοχωρηδηχε, στη j γla να nay,

Wi τιιam τ 'άργυρο σταμν\, την ασημένια σιχλα . Στης βρύσης τά τρία σχαλ}α άντρας της της πο.ντίσσει, —α'Ανεσυρε, χόρη, νερο νά πιουν τα διψασμένα νά ||§ χαι 'γω χι' ο μαύρος μου χαι τα λαγωνιχά μου κ

τριάντα σιχλιες χαί Μν άνεντρανίζει χα\ στ); τριάντα τεσσάρες τά μάτια της σκουπίζει. < Κ όρη άν χλαΐς ||§ το νερο χι άν κλαις χα\ γιά τη βρύση χι χλαΐς χαι γΐχ τον χοπο σου να σου ην ί^λέρωσω >. — «Δεν χλαιω "γώ γΐ# το νέρο ούτε ναι γ [α τη βρύση ούτε χα\ γιά τον χοπο μου να μου τον επλερωσγς, νΑντρα χ α εί; την ξενητεΐά λείπει τριάντα χρόνια AT $ λ > 1 \ §Β Α ν \ 7 * ^

1να μην εφορεις τα φορείς ηλεγα νασαι ο ιοιος». — π ε ς μου τά μουσούΰια του ίσως χαινα τον ε7δα>. Διάχοντος ητο στο χορμι χι άνοιχτοχουταλάτο; μελαγροινός χα\ νόστιμος χο\ μαυρομουσταχατος χι* άπο τά νύγια ώς τη χορφη γαρυφαλλιες γεμάτος. Έφορειν ίνα δακτι>λ/(δ)< εις το δεξί του yspt πείά 'λάμπε το δαχτύλι του άπο το ϊρχτι>λίδί», — «Όψβ άργάς μοϋ ποίντηξε σ-ης μπαρμπαριάς το νάμμο μαύροι πουλιά τον τρώγανε χι' αοπρά τον τριγύριζαν Κιεναπουλ] χαλο πουλί δεν ηθείε νά φα(γ)η Φ α ( γ ) ε πουλί, χαλί πουλί άπ% αντρειωμένου χρεας νά χάμης πηχυ το φτερό χαι πιθαμή την πέννα. Καί μούγησε-παραγγελιά γυναίκα νά οε πάρω γυναίκα χι εύλόγητιχίά χαθώ; το γράφει ο νόμος Κι* ay θέλεις άσπρα δίνω σου, φλουριά νά σε φωρτώσω»Λ

— «Κ αης εσύ χαι τασπρα σου καί τ ά. λαγωνκά σου

- «"Ωχου την την γυναικά μου την άξιχ τιμημένη ποϋ τίμησε τον άντρα τη: τώρα τριάντα χρονιά. ( 1

( ι ) Πρόκειται πιθανότατα περί συμφορμοϋ δύο άσμάτων. Πρβλ, Μιχαηλίδου 6 καί II .

Ή ύπόθεσις του άσματος τούτου ώς καί του αμέσως προηγουμένου ύπάρχει είς πλείΰτας-παρ αλλαγάς είς τήν Δημώδη Ελληνική ν ποίησιν. Ο Πολίτης σελ. § 84 αναφέρει ύπέρ τάς 2θθ παραλλαγάς τοΰ άσματος τούτου. 'Εκεί δύναται ό βουλόμενος ν ά έΰρη τάς καταλλή λους παραπομπάς. Πλην τούτων ώς μή Αναφερομένων έκεΐ-καθ' δ έκτΟπωΰέν των μεταγενεστέ-ρως, άς έχει ύπ όψιν του καί τό: Μιχαηλίδου 6, Κωνσταντινίδυυ, Παραλλαγή Ζαγοράς Πη~ λ ίου, έν τψ «Έρμη-'Αλεξανδρείας αριθμ. 2. ο ε λ 5 4 ) καχ φαρμα&ίδου ι ι , 12, 13» κ α 1 *4' kuI Λαογραφίας ΕΙ 89 καί 90.

Αί ΚασιακαΙ παραλλαγαΐ ώς δύναται νά «εισθη ό συγκρίνων τάς ήδη ύχαρχούόαζ θά όμολογήση ότι δεν ύστεροϋν καί τών καλλιτέρων γνωστών τοιούτων,

Page 118: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

1 4 Ή Έ ξ ο μ ο λ ό γ η α ι ς (Κα ΑΙκ. Γ,} Μανοή

Σαράντα μέρες μελετώ ν ά π ά ( γ ) ω στο πνευματικό πτ , (γ)αίνω μΐά πη(γ)αίνω δυό δέν τόν ευρίσκω μοναχό Πη(γ )α ίνω καί ρΐά Κυριακή και τόν εύρίσκω στο κελλι — Παπά μου £>εμολό(γ)α με τά κρίματά μου 'ρώτα με. — Τ ά κρίματά σου "ναι πολλά κι* άγάπη νά μήν πιάσης πείά. -— Σάν άρνηθής εσύ παπά τόν άρτο καί τήν λειτριά τότες θ έ ν αρνηθώ καί ' γώ τά μαίτρα μάτΙα π' αγαπώ, ( ι )

1 5 Ό Ν α ύ τ η ς (Κοι Φ. Σ. καί I | Σ. Ίαμαηλία)

Ό ναύτης μας ψυχομαχεί στοϋ καραβιού τήν πλώρη δέν έχει μ ά ν ν α ν ά τόν κλαί κύρη ν ά τόν λυπάται μήδ* ά(δ)ερφό μήδ' ά(δ)ερφή νά τόν ψυχοπο\άται. Κι ' ό καπετάνιος τοϋ 'μιλά κι ό ναύκληρος τοϋ λέει — Σηκώσου ναύτη μου καλέ. \ αύτη μου παινεμένε, νά κουμπασάρης τόν καιρόν νά μποϋμε σέ λιμιώνα. — Γΐά πιάστε με ν ά σηκωθώ, νά σηκωθώ νά κάτσω καί φέρτε μου τή χάρτα μου καί τ* άργυρο κουμπάσο νά κουμπασάρω τόν καιρόν -\ά μποϋμε σέ λ ιμ ισνα — Θαρρείτε 'κείνο τό βουνό τό πείό ψηλό άπ' τ άλλα έκεΐ θά πά ν ' άρράξωμε ν ά μποϋμε σέ λιμιώνα νά βγοϋν οί ναϋτες γ ΐ ά νερό κι' οί μοϋσσοι γ ΐά τά ξϋλα καί τά μικρά ναυτόπουλα γ ΐά Λά μοϋ σκάψουν μνήμα. Παρακαλώ σε ναύκληρε καί σέ καραβοκύρη νά μή μέ θάψης σ' έκκλησίά ούτε σέ μονάστήρΐ μόνο στή ρίβα τοϋ γιαλοϋ κάτω στο περιγιάλι όταν σουρμάρη ό ναύκληρος Μ άκούω τό γ ιαρμάνι . (2) ΚΓ ά ( ν ) σέ ρωτήση 1 μάννα μου καί ποϋνεν ό υιός της πέςστε της πώς παντρεύτηκα καί πηρα μΐά γυναίκα τήν μαύρη πλάκα πεθθερά, τήν μαύρη γη γυναίκα καί τάχοχλάκΧα τοϋ γιαλοϋ ά(δ)έρφια κι ' £α(δ)έρφια.

( ΐ ) Πρβλ. Γνεύτοΰ 42 Η Παχτίκου 283. (2) Πρβλ. Γνευτοδ 9° Χάλκης έν ρ άνεκδότω συλλογή μας Μανα)λα*ά*η Α. 25

Λαογραφίας ας ΔΓ 128 καί 169 ένθα καί παραλλαγαί. HI ( 0 Ι νά μου χτυπά | θάλασα νάχω χαρά μεγάλη.

Page 119: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

50

Κι* όντας άσπρίση ό κόρακας καί γ ίνη περιστέρι τότες κ' έγώ μαννοϋλα μου θ' άρθώ W αύτά τά μέρη.

1 6 ' Έ λ α π ο υ λ ί μ ο υ

(Κα ΑΙκ. Γ Μανρή)

— « Έ λ α πουλί ρου νά μου | | ς ούλη σου τήν άλήθεια μ έ τά σωστά σου μ αγαπάς | μέ τά παραμύθια. — «Με τά σωστά μου σ' ά (γ )απώ με ούλα μου τά μέλη καί τή(ν) καρδιά μου ρώτημα κι εϊπε μου εσένα θέλει '

1 7 ' Ά χ ο υ κ α ί ν ' α ν τ α μ ώ ν α μ ε (κ. Έμμ. Γ. Σκενοφύλακας)

— «"Αχού κι' ν' ανταμώναμε μές στο μπαξέ στά δέντρα τότες άγάπη μου γλυκερά o i 'χόρταινες κουβέντα νά σέ ρωτήξω νά μοϋ π()ς γ ΐά τά παληά μας πάθη. Στέκ ή άγάπη πούχαμε γΓ άπό καιρόν έχάθη. = Σ τ έ κ ε ι ή αγάπη ποΰχαμε στέκει πουλί μου στέκει καί είναι δυνατότερη κι* άπό τ' άστροπελέκι (ή: καί δέν μετακινήθηκε νά πάη πείό παρέκει )

1 6 Π ε ρ ι ο ρ ι σ μ έ ν ο μ 9 έ χ ο υ α ι

{Κα ΑΙκ. Γ. Μανβή)

—Περιορισμένο μ* εχουσι ν ά μή σ' άνεντρανήσω μή(τ)ε στά μάτία νά σέ δώ ούτε νά σοϋ μιλήσω. -^-Τύφλα στόν περιοριστή ποϋ μας περιορίζει σάν θέλεις σύ, θέλω καί γ ώ κανείς δέν μας χ ω ρ ί ζ ε ι . — Σί(δ)ερα κι' ά ν μοϋ βάλουσι και στό λα ιμό κ α δ έ ν α ( δ ) έ ν άπαρνίοϋμαι τή φιλιά όπούχω μέτ* έσένα .

1 9 Ά ν ι σ τ ο ρ η σ ο υ τ ό ν κ α ι ρ ό

Κα ΑΙκ. r.JfMΟί

— «\Α\ ιστορήσου τόν καιρό ποϋ κάμαμεν άντάμα καί ob λυπήθης τό χαρτί νά κάμης ένα γ ρ ά μ μ α · · — (Δ)έν έλυπήθηκα χαρτί μή(τ)ε καί τό μελάν ι μόνο βτόν έρημότοπο καρά(6)ι ( δ ) έ ν έφάνη

Page 120: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 51 — 2 0 Μ α ρ ι γ ώ μ ο υ κ α ι Ν τ ο υ ν τ ο υ μ ο υ

(Κα ΑΙκ. Γ. Mav^fj)

Μαριγώ μου καί ντουντοϋ μου καί κανάρι τής Φραγκιάς νά σέ ίστορίσω θέλω μέσ' α τα φύλλα τής καρδίας.

Μαριγώ μου καί ντουντοϋ μου σιϊ) τόν έκρατάς τόν νου μου

Μαριγώ μου καί ντουντοϋ μου καί χρυσό μου όνομα να σέ ίστορίσω θέλω στήν καρδιά μου εικόνισμα.

— — - . — — m i e n s · ; .Μ . . ι

2 1 Σ ά ( ν ) μ έ ν ε κ ρ ο σ τ ο λ ί α ο υ σ ι (Κα ΑΙκ. Γ. Μανοί})

Σ ά ν μέ νεκροστολίσουσι κι ά ν ά ψ ο υ ( ν ) τά κεριά μου τότε καί ή άγάπη σου θά βγη άπό τή καρδιά μου. Νεκρό σ α ( ν ) μέ περάσουσι άπό τή γειτονιά σου μή φοβηθης τή μ ά ν ν α σου καί σϋρε τά μαλλιά σου ' Ω σ ά ν θά μέ ποσώσουσι είς τοϋ «Σταυρού» τή(ν) πόρτα Σϋρε πουλί μου μ ΐά φωνή ν ά μαραθοϋ(ν) τά χόρτα Ω σ ά ν θά μέ ποσώσουσι είς τοϋ «Στανροϋ» τή μέση σϋρε πουλί μου μ ΐά φωνή ν ά χαλαστή νά πέση. Ώ σ ά ( ν ) θά μέ ξοδίά^ουσι οί δώδεκα παπά^δ)ες σϋρε πουλί μου μΧχ φωνή ν ά σβύσουν ή λαμπά(δ)ες Κι" ώσάν θά μέ ποσώσουσι είς τό νεκροταφείο σϋρε πουλί μου μ!ά φωνή ν ά σηκωθώ \ ά φύ(γ)ω.

( ι) Προβ. Γνευτου οελ. 87 Κυπριακά "Επη | 33 44 ΠαχτΙκου βελ. Φ·ονή της Δωδεκανήσου 1-21-33 άρι-fr. 22 Pas sow 377 Μ 476α ΣακελλαρΙου Κυπ ια<ά Β.' σελ. ®|8 Κανελλάκη Χιακά άνάλεκτα άριθ. 3 2 Σταμαπάδου Σαμιακά Ε.' 5°°·

Dieterichozk, 355 6 Νεοελλ. ΆνάλεκταΒ.' 44 δ καί Λαογραφίας Α.' ot-λ' 688 και Β.' 593·

Page 121: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

ψ

• ν ' : ^ · . · Ζ ' .

Σ Κ Ω Π Τ Ι Κ Α

Ό Λαός <5«ν άνέχεται ευκόλως παρεκτροπάς άπό τής κοινής καί τταο δεδομένης ή&ικής. 9Αρκεί μικρά άπ αυτής παρέκλλισις διά νά Ιητι* δήσγι άμέοως ώς διαμαρτυρία τό σατυρικό τραγούδι.

(S, KupiaZiflvjC. "Ελλ. Λαογρ7φέα Α'. τ ό μ , σςλ, 78)

1 ( Β ) ά λ ε μ ε χ α δ ε μ έ ν η μ ο υ . . .

(Κα Αίκ. Γ. Μαν$ή) \

— «(Β)άλε μ ε χ α δ ε μ έ ν η μου στις δροσερές σου α γ κ ά λ ε ς και μαθημένος ε ίμ ε γ ώ γιατί μέ (β)άλλα(ν) κι' ά λ λ ε ς . » — «(Β)άλλω σε χ α δ ε μ έ ν ε μου και δροσερέ μ" ά ,γ)έρα μ ά μήν τό πάρης μ ά θ η μ α ν ά θέλης όλη μέρα | —«(Δ)έ(ν) θά τό πάρω μ ά θ η μ α ν ά -θέλω όλη μέρα μόνο τό(ν) χρόνο μ ιά β ο λ ά τό(ν) μήνα μ ΐ ά ν ήμερα ! »

2 . Έ ν α γ έ ρ ω ν έ π α τ ρ ε ύ γ α ( ν )

J (Κα A b ^ ^ o ^

' Έ ν α γ έ ρ ω ν έ π α φ ε ύ γ α ( ν ) μέ μ ΐ ά ν ώμορφη κοπέλλα, κι' τά (δ )όνπα του ( έ ) σ α λ ε ύ γ α ( ν ) (Β)άλλ ' ό (γ)έρωςτή(ν) γ ο υ ν έ λ λ α και χαμο(γ)ελ& ή κοπέλλα. (Β)άλλ ' ό ( γ ) έρως τά γ υ α λ ι ά του και τήν έτραβ& κοντά του, νά χτενίση τά μαλλιά του. — έμπα πειρασμέ στό χτέν ι , κόψε τό μισό του ( γ ) έ ν ι . Έμπαπειρασμέ στ αυτί τουε βγάλετου τήν άκουή του. Πέσεπλάκα πλάκωσέ τ ο ( ν ) Τοιχ μου ξεράχισέ τ ο ( ν ) .

Page 122: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

53 -3. Μια γρηά ασκημομούρα

(Κος I. Μ. Αιακάκη) Μια γρηά μονοδοντοϋ ά ν τ ρ α ν ήθελε ή Μΐά γρηά άσκημομοϋρα σσιμπλομμάτα καί καμπούρα άντραν ήθελε ή καρδιά της ν ά χ η μές στήν αγκαλ ιά της. 'Ολημέρα στολισμένη ήτον ή γιβεντισμένη Σουλουμά καί κουκινά δία ηβαλεν έφτά καντάρια. τόν καθρέφτην έθωροϋσε σάν τρελλή παραμιλούσε — «Κρίμας πούνε τέδοιο σώμα ν ά ν ε μοναχό στο στρώμα, Βέβαια 'να ι άμαρτία καί μεγάλη άδικία» Τ ά κορίσσια τής τό 'κοϋσαν καί τήν έπουζο(γ)ελοϋσαν. —«Μωρή γρ(η)ά δαιμονισμένη (Δ)έν έντρέπεσαι κα(ϋ)μένη οί μολάκοι σου σαπίσα(ν) καί πετάσα(ν) καί σ άφήσα(ν) καί (δ )έν ήμπορ(ής ν ) ά μασήσης καί τής πείνας θά ψοφίσης! — Νά χαθήτε συχαμένα |1 σάς μέλλε ι άπό τά μένα; άντραν πεθυμά ή καρδιά μου τώρα στά γεράματά μου, Τρυφερό παλληκαράκι ν ά μ έ βρά£η στο γιατάκι.

::,, ' — « Γ ιά ( ΐ )δέ ή γραίβα πώς μιλά κι ( δ ) έ ν έντρέπεται σταλιά θφ «έ δέσω με στό στϋλω ν ά σέ σπ ίσωμε στό ξύλο ν ά ( γ ) ε ν ο ϋ ν ε τά πλευρά σου μαλακά σ ά ( ν ) τή(ν) κοιλιά σου»

| | | ι άπό τό ραβδί ν ά σκ??σω • τό (ν ) σκοπό μου δέν άλάσω κι! d(v) ψυχομαχώ στό στρώμα Η Η | | Α ν τ ρ α ! | | | φωνά£' άκόμα ( i ) / ^ ^ Η Η

(ι) Τελειωτέρα «αραλλα^ τής ύφ ήμών δημοοιευ^ίοης έν νΛιυδεκανήσΦ*

26)2)27.

Page 123: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 54 4 . Ή γ ρ ; η ) έ 5 κ ι' β Χ ά ρ ο ς

Ωρισεν ό Βασιληΐς — ν ά παντρεύγου(ν)ται.ή γρ(η)ές καί ν ά περνούν άπό δυο ένα γέρα) και ένα νηό* Νάχου(ν) τό(ν) γέρω γ ιά χλαδιά και τό(ν) νΐ)ό γιά αγκαλιά ' Κι όσες γρ(η)ές τό (ά)κούσασι(ν) ούλες έ γ λ . . . ακούσασι Στό λουτρόν έπή(γ)ασι κι* έμορφολουστήκασι και στά δάσην ήβγασι. Χάροντας έπέρασε καί τίς εχαιρέτισε: = ϊΚυράδες άσπροκούτελλες κι' άσπρομιλιγγουδατες, Πας κι' έπέρασ' άπό γχά ένα κοπά(δ)ι γράδες;» Εκε ί ν ε ς έχορεύγασι κι ή μιά στήν άλλη λέ(γ^ασι — «Χορεύγετε μωρέ καλα κι* δπου 6pfj γρ(η)ά άς τή(ν) ρωτά» — «Κυρά μου σάν δεν είσαι γρ(η)ά κι1 είσαι και κοπελλοΟδα γιατί 'μιλάς φαφούτικα κι 'έχεις και τή(ν) καμπούρα;> —«Γιατί φάγα? άγριοεληές όπούχουσι σπφάδα κι έμπέρδεψεν ή γλΦσσα /*ου καί ( δ ) έ ( ν ) μιλώ καθάρια.» = «(Γ)υρίσετ' άνατολικά κάμετε τό σταυρό σας γιατί 'φθάσε τό τέλος σας κι' ήρθε τό τέρμινο σας.

5. Ό Κ α λ ό γ ν ω μ ο ς

Μαλλώνει μου ό κακόγνωμος μαλλώνει με καί (δ)έρει με ποΰ (δ)έ(ν) τοζ μα(γ)έρε\]/α " ΐ τήν μα(γ)ερ ιά τά λάχανα >

Γνβυτου βελ. 202

Page 124: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 55 - ι

τ άνάρτυτα κι άνάλατα καί ποΰ ( δ ) έ ( ν ) τούστρωσα «αλά τή(ν) μπαλωμέ- η του ρασσά όπούχει τρ(ι) χ μπαλλώματα με (γ )άλα σά(ν) τά (δ)ώματα ( ι )

6 , Κ α λ έ μ ά ν ν α π ά ν τ ρ ε ψ ε μ ε

(Κα Αίκ. Γ. Μαυρή)

Κ α λ έ μ ά ν ν α πάντρεψε με σπιτονοικοκύρεψέ με. = ( Γ ) έ ρ ω ν άντρα μή μου (δ)ώκης κι ' ύστερα θά μετανοιώσης γιατ ό ( γ ) έρως θά ξετάσση πουν τ1 άλεΟρι, πουν τ άλάσσι, πουν τ αύγά της εβδομάδος. Κι1 του (γ)έρου τά παιχνίδια σάν νερόβραστα κρομμύδια Μά τοϋ νηοϋ τά παιχνι(δ)άκ1α ε ίναι μοσκοκαρυ(δ)άκΐα. = «Νά σου ( δ ) ώ κ ω ένα ραφτάκι ώμμορφο παλληλαράκι·,» = «(Δ)έν τόν θέλω γ ώ τό (5άφτη, δλη μέρα (5άφτει, χάφτει καί τές νύχτες μυι(γ)ες χάφτει.» — »Νά σου (δ )ώκω μπακαλάκι έ ν α νηό παλληκαράκι;» = * ( Δ ) έ ν τόν θέλω τόν μπακάλη ποΰ βρωμ& έληές καί λά(δ) ι Ι — - Νά σου (δ)ώκω μπαρμπεράκι έ ν α ντ,ό παλληκαράκι; f = « ( Δ ) έ ν τόν θέλω τόν μπαρμπέρη δλη § μέρα μπαρμπερίζει | κα) τις νύχτες μουρμουρίζει.» = « Ν ά σοΰ (δ )ώκω ένα ναυτάκι έ ν α νηό παλληκαράκι; i s = Ι Καλέ μ ά ν ν α μου τό β ρ ^ ε ς Στήν καρδιά μου μέσα 'μπάκες Ν ' άνεβαίνιρ στήν άντένα νάν 1 ό νους του μέ τά μ έ ν α . » ( 2 )

Β Πρβλ. Μιχαηλίδου Μ Ι % 4 | | I Πρβλ) ΓνβυτοΟ, ββλ. 4S.Passow g j καί Μ g Λαογραφίας | 573·

B p καί H f ίταραλλαγαΐ)*

Page 125: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

H 56 -7 . ( Δ ) έ ν σ ο υ τ ώ π α π α ν τ ρ ε μ μ έ ν η

— « ( Δ ) έ ν σ ο ΰ τ ώ π α π α ν τ ρ ε μ μ έ ν η σ τ ό ( ν ) γ ι α λ ό μ η κ α τ ε ( β ) $ ς κ ι ό γ ί α λ ό ς κ ά ν ε ι φ ο υ ρ τ ο ύ ν α μ ή σε π ά ρ η κ α ι π ν ι ( γ ) ή ς | — | W ά ν μ έ π ά ρ η π ο υ θ ά π ά ( γ ) α > κ ά τ ω σΓά β α θ ι ά ν ε ρ ά κ ά ν ω τό κ ο ρ μ ί μ ο υ β ά ρ κ α κ α ί τά χέρια μ ο υ κ ο υ π ι ά τό μ α ν τ ή λ ι μ ο υ ( ι ) π α ν τ ι έ ρ α κα ί μ έ β γ ά λ ο υ ν στή σ τ ε ρ ι ά » . ( 2 )

8. Μά νά σέ πάρω Θέλω 'γώ ^ (-gg Α/κ. /YiljM|

Μ ά ν ά σέ π ά ρ ω θ έ λ ω ' γ ώ | | , μ ά ( δ ) έ ν σ έ π έ ρ ' ά κ ό μ η ώ σ τ α ν ά μ ά θ ω κ α ί ν ά ( δ ) ώ τ ' ά φ έ ν τ η σου τή γ ν ώ μ η

^ Β κ Β Ι Β ν ά σέ π ά ρ ω : γ ώ ώμορφη κοπελλοϋ(δ)α καί θά σέ ντύσω πράσινα σα τήν Έμιροποϋλα Μά νάβΜ'χάρω 'γώ , μά νά σέ πάρω θέλω. S Β f v ' Υ ι ά Μ χ ω ρ ά φ ι α : σ α ς π α τ η μ α τ ά ( δ ) έ ν θ έ λ ω

2τά χίλια οχτακόσια

Η | I I ••' — 4**« Γ. JftroffjiL χίλϊα οχτακόσια •

στά έβδομη ντα δθό έ(6)άλλαγ | κουτροΟλλες μποττόνια στό λαιμό

Μ ^ ^ Ρ ' L ¥ ο ( ν ) κα ι μ α υ ρ ι σ μ έ ν α , ' ί ώσα^ν) τό θυμιατό. - . J ·

ρ Ό ^τρομπιάρ η δ

i i m i a t e i § • • • ϋ ι 1 P l S ΜανωλακΰίΚΓ, Α! 0ελ. Η

| Β Λαογραχ1ας | ^ - ^ „αραλλ«Τ«1·

-Κα ΑΙ κ.

Page 126: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

57 -

και τρέπομαι να της τό πω. Σύρε μάννα μου *πέ της το κρυφά κοβεντιασέ της το.« — «Μετά χαρά σου γυΐόκα μου νά πάρω καί τήν ρόκα μου». Παίρνει τή ρόκα της καί πά(γει) Βρίσκει τήν κόρη καί κεντά. — «"Ωρα καλή σου λυ(γ)ερή» — «Καλώς τή(ν) μάννα τή(ν) καλή» — «Κόρη ό γυΐός μου σ' άγαπεΐ καί ντρέπεται νά σοϋ τό jrfj». — «Σάν μ* ά(γ)απ<5; καί ντρέπεται στό σπίτι μας πώς έρκεται; Σάν ντρέπεται νά μου τό πζ νά μοϋ τό γράψη στό χαρτί Κι' άς έρθη τό πρωΐ πρωι νά πιούμε τόν καφέ μαζί. Κι' ά(ν) τό(ν) ρωτήξη ηγ ειτονίά νά πη πώς είμαστε γεννίά κι' άν τόν ρωτήξη ό γείτονας νά π η πώς είνε φίλος μας. ( ι)

1 1 . Η Ά κ β μ ά τ ρ α

(Κα ΑΙΗ. Γ. Μαυρή)

Άκαμάτρα μέ λαλούσαν άμ εγώ καματερή μουν καί ύφαινα, ύφαινα τό χρόνο ένα μασουράκιν οργο καί ύφαινα τ' άνχρός μου βράκα καί έλειπαν καί τά παζάκΧα καί έλειπε καί ό βροχός καί ά(π)ό πίσω καί ά(π)ό 'μπρός. (2)

S K ^ 1 2 . Ή φ ι λ η μ έ ν η

(Κα ΑΙη. Γ. Μανοή)

= «Κόρη κοντοπλεμμένη γιατ έδινες φιλί νά σέ φιλήση ό ξένος νά πάη νά τό πι];» = Ι Μή(τ)ε ξένος ήτο μη(τ)ε καί (δ)ικός Υ άντρός μου ήτο φίλος κσί ά(δ)ερφοποιτός καί 'μοϋ Κ καϋμένης ό πρώτος μ άρμαστός.

( ύ Πρβλ. Fveotou οβλ. | § . * Α» (2) Πρβλ. I l l Ι « λ . 77, Μιχαηλίδου Ι 1 Passo* 72Χ καί Λαογ*ρφί«* | Μ

Page 127: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

• 1 — 58 -

Μά μή μοϋ θυμώνης καί 'γώ θά σοϋ τό 'πώ πόσες φορές μ έφίλησε ό πολλ' άγαπώ μΐά στό παραθϋρι κι άλλη στό στενό και μία μέσ' τό σοκκάκι σάν ημεθα τά δυό » = «Κόρη, (δ)έν έντράπης, (δ)έν τώχεις έντροπή νά σέ φιλήση ό ξένος νά πάη νά τό πί];» —«Σώπα μάννα, σώπα, κι' έ(γ)άπας τα και σύ τάμμορφα παλληκάρία και τό γλυκό κρασί.»

13. Σέ περιβόλι μπαίνω Κα ΑΙκ. Γ. MavQfi

Σέ περιβόλι μπαίνω, βρίσκω μΐά μηλιά Τά μί}λα φορτωμένη καί 'πάνω κοπελλίά Λέγω της «έλα κάτω νά κάμωμε φιλιά» Κι* εκείνη κόβ^ει μηλα καί μέ πετροβολά

• - · ι ;a«MMc " " ' 14. Πέ(ς) μου νά ζοΰ(ν) τά μάόια σου

Κα ΑΙκ. Γ. Μανοή

—<Πέ(ς) μου νά |οϋ(ν) τά μάδια σου καί να χάρης τό φως σου σά(ν) πόσες άγαπητικές ν&καμες στό (ν) καιρό σου —Σά(ν) μοϋμωσες τά μάδια μου καινά χαρώ τό φως μου εξήντα δυό άγαπητικές ήκαμα στό(ν) καιρό μου.

15. Νά παντρευτώ γουστάριζα Κος Νικ. Καρβουνάς

Νά παντρευτώ γουστάρησα τά έξοδα φο(β)οϋμαι γιατ* ει ν' ή εποχές κακές καί εκείνο συλλο(γ)οΰμαι. Νά μιά γρηά παμπόγρηα άπό τ ή ν ' γ ε ί Γ ο ν ί ί μου έκείν είναι ποϋ μ έβγαλε άπό τά λογικά μου. - «Παντρέψου, γυΐέ μου, μούλεγε \ ά πάρης κορισσάκι νά τώχης στήν άγκάλη σου χειμών καλοκαιράκι.» Έγώ σάν νά γουστάρησα καί είπα τΓ,ς γρ(η)άς πώς θέλω Τήν νύφη (δ)έ(ν) κατέχω τη νά μοϋ τήν γείξης θέλω" Καί πέρ(ν)ει με στό σπίτι της διά νά μέ προκκάρη «Βρίσκω τή(ν) πεθθερά κ(ο)υλλή, τό(ν) πεθθερό κουβάρι. Ή νύφη μας έκά(θ)ετο είς τοϋ σοφά τή(ν) μέση καί ή μ'ιξα της έκκρέμετο στό(ν) πάτο γΐά νά πέση Ή ψείρες καί ή κόνιδες, ήτανε τά καλά της καί Ι άράχνες τοϋ σπιτιοϋ ήτο(ν) τά μόμπιλά της. Γιά δζτε τή κατάστασι άποϋχε τό κατώ(γ)ϊ μόνο τόν λύχνο τό(ν) σβυσχό στοϋ ταλλιερίοϋ τό ίτό(δ)ϊ ΜίΑ γισσινία κουσσουλή, λα(γ)ήνι μέ σουλοϋμι καί βίχε και τά ροϋχα της σέ βέργινο κουφοϋνι.

Page 128: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 59 — wEvcfc τραπέ£,ιν εΐχασι στό τοίχο 'κουμπισμένο καί τό τραπεζομαντηλο πεντικο·ρα(γ)ωμένο. Πά(γ)ω καί 'γώ τί (δ)ά νά (δ)ώ^ άνεμικένο στρώμα Καί άπόπλωμα νά σκεπαστής (δ)έν ηυρασιν άκόμα. 'Ακούσατε νά σάς ειπώ γΐά τά συμπτώματά της. Τριά οσουκάλια δίχως 'φτΐά εί(ν) τά νοικοκυριά της "Εχει καί τό ιδίωμα τήν νύχτα νά (γ)υρί^η. καί μέ τίς άγριες τίς φωνές τό(ν) κοσμο φο(β)ερί£η. 'Έχει καί στά ρουθούνια της τόν μόσκο τόν άκνάτο, μ άλήθεια καί τό στρώμά της τήν νύχτα κατουράτο. Έγόρασε καί μΐ> προ(6ι)χ κι' ή(6)αλε στά σεντόνια τήν νύχτα γΐά v t κατουρά νά μή περνά τό στρώμα. Μά είναι καί λι(γ)όφα(γ)η καί τρώ(γ)ει νά χορτάση τρεις ρένες καί μισό ψωμί προμπούκι της ύπάσι Τρία ψωμιά όκάδικα ήθελε μοναχή της καί ένα κρητικό τυρί νάρτύση τό ψωμί της. Μόνο καβέ καί ζάχαρι ήθελε τρεις όκά(δ)ες καί άνάθεμα κι | έφτάνα(ν)τη ίσια μέ δυό '6δομά(δ)ες "Ομως νά δήτε φίλοι μου πούτον καί προκομένη. φρόνιμη καί νοικοκυρά καί μετα(γ)υρισμενη Τά ροϋχα της μπουγάδιαζε, στις δυό Φεβρουαρίου καί τά έξεμπουγάδιαζε είκοσι μΐά Μαΐου ( ι ) (ήτοι άπό τής 'Υπαπαντής μέχρι τοϋ 1 Αγίου Κωνσταντίνου)

16. Άπό τον πρίνον ηκοψα (Κου Ίω. Μ. Διαχάκη)

—'Από τόν πρίνον ήκοψα ένα ροζιάρη κλώνο κι' έχω τον στό φουρνόσπίτο γΐά'τόν κακό σου χρόνο. Μχά μισυ όρ^ ΐά τό μάκρος του ωσάν τή φορτωτήρα κι' έχει καί ρόζους σουβλωτούς γΐά τήν κακή σου μοίρα. Αύτό τό(ν; ράβδο(ν) θά (β)αστώ στό χέρι ν' άκουμπίζω κι' ά(ν) (δ)έ(ν) γροικάς σά(ν) σου μιλώ θά σέ ξυλοραβδίζω *A(vy (δ)ε(ν) γροικάς τά λόγία μου καί κάνεις τά (δ)ικά σου θά κάνη μαϋρα μελανά, ό ράβδος τά πλευρά σου. Ό ράβδος ό ροζιάρικος θ1 άνεβοκατεβαίνη κι ώς ξεστρατίσης μΐά σταλιά στόν δρόμο θά σέ φερνη. Μ ά(ν) θέλης νά καλοπερνάς κι' ά(ν) θές νά μ'έχης φίλο Νά συνηθίσης νά (β)αστάς τή πείνα σά(ν) τό σκύλλο. Μή σέ φωτίση ό Πειρασμός καί πεις πώς θές άλεϋρι καί τί θά πάθει ή (5>άχη σου μόνον ό ράβδος ξεύρει. wA(v) γελαστές και πεις πώς θές, άλεύρι νά ζυμώσης άπό τό πρίνερο ραβδί κακά θά ξεμπερδώσης, Νά φά(γ)ης θέλεις μΐά ραβδιά απάνω στό κεφάλι νά πάς στό γέρω δαίμονα καί βρίσκω 'γώ μΐάν άλλη.

(χ) Τ·λ«\οτέρα παραλλαγή τοϋ Καρπαύνακοδ. ΙΙρβλ* Μανωλακάκι ΑΙ οελ. 264.

Page 129: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κι' άν εϊ(ν)' και 'κείνη σαν και σέ κι4 (δ)έν εί μπορεί νά μάθη τά ίδια τά όλόϊδια μέ τό ραβδί θά πάθη.

17. Τώρα αού γλυκοτραγουδώ... (χ. Ίωάν. Μιχ. Λιαχάκή)

Τώρα σοϋ γλυκοτραγουδώ ώστα ποϋ νά πέ πάρω κι' ύστερα μέ τόν άγριλό(ν) καλά θέ σέ σενιάρω Τραγούδια και 'παινέματα ώστα νά σ' άποκτήσω κι' ύστερα μέ τόν άγριλό(ν) θά σέ κουσσονεφρίσω· Τώρα σοΰ γλυκοτραγουδώ κι' ύστερ' άφοϋ σέ πάρω μέ τή(ν) 'σακουμακόπετρα σά(ν) γ-ίδα θά σέ γδάρω· *Α(ν) νεχασκίσης και μοϋ πί]ς πώς θέλεις καπελίνο βίω σου μιά κατάσταυρα κι' όλόντρετη σ'άφίνω μ* άν είναι κι'έγης το σκοπό αντάρα μου νά ΐ,ήσης της μόδας τά φορέματα πρέπει νά παρατήσης. Νά βγάλης τό καπέλο σου νά (β)άλης μιά σσεμπέρα καί νά (β)αστάς r' άργάτι σου νά κλώθης νύχτα μέρα. Και ν' άνεκουντουρίξεσαι νά πλύνης νά μπαλών ης μ άμα σου σύρω τή(ν) φωνή σά(ν) κάττα νά ϊ,αρώνης. Νά πιάνης τό δρεπάνι σου νά βγαίνης νά θερινής νά κοπανης τις κεφαλές και νά χειρομυλίϊ,ης νά πά(ς) νά φέρνης κι' άστοιές γομάριν νά φουρνί^ης. Καί νά (γ)εμώνης και χοχλιούς στό δρόμο τήν ποδιά σου νά τούς χοχλάσης σά(ν) θάρθής νά τρως μέ τά παιδιά σουυ Νά τούς χοχλάσης σά(ν) θάρθης νά τρώς μέ τά παιδιά σου νά πίνης ύστερα βλυχά νά πρίσκεται ή κοιλιά σου. Σκέττο φουστάνι γερανό θάν τό λαμπριάτικο σου κι' ά(γ) μουρμουρί^ης τό ραβδί θά σπά(ί,η) τό κάρκανό σου Έληές και κρίθινο ψωμί πορνό καί μεσημέρι θα(ν) τό καλό σου φαγητό κι' εκείνον είς τό χέρι. Πότε - καί πότε μοναχά μπορείς νά μα(γ)ερέψ·ης λάχανα παντοσύναχτα άν πά(γ)ης καί μαζέψης. Όλο(ν) τό(ν) μήνα θά περνάς μέ ρΐάν οκά έλά(δ)ι γ}.ά το καντήλι τών άγιώ(ν) ποϋ θ' ά(νά)φτη κάθε βρά(δ)υ Κι όλόρτα νά ψυχομαχής καί νά ψοφάς τής πείνας μ' αυτό τό λά(δ)ι τήν οκά θέ (ν)ά περάση ό μήνας.

18. Άγια μου Μαρίνα μου (κ. Ζ. Χαλκιά&η)

'Αγία μου Μαρίνα μου καί 4 Αγίά Έλεοΰ σα νά 'μπά) και νά μή νοιώσουσι ήθελα νά 'μποροϋσα. Κι ά(ν) τύχη και μέ νοιώσουσι ξέρω θά τά σκιάσω «'Αρρωστημένη είν' ή γρ(η)ά και ήρτα νά τής δ*αβάσα\> Καί πάλι ά(ν) μέ μπιάσουσι θά πάρω τήν πιστόλα

Page 130: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

_ ! 6 1 — θά 'πώ στήν κόρη «σ* άγαπώ» καί θά τήν πάρω κι" όλα.

| | | ί 19. Μιαεύγω χαδεμένπ μου (κ. Νιη. Γ. Σκενοφύλακ&ζ)

Μισεύγω χαδεμένη μου WjtZ: κι έβγα καί Φ στό (δ)ώμ:α

καί 'JIB μου «άμε στό καλό» μέ τό γλυκό σου στόμα κι ά(ν) σέ ρωτήση ή μαννά σου ϊντα θελες στό (δ)ώμα • τή(ν) κάρσα μου πές ήπλεκα

BgtfV'v κι'ήχασα τή(ν) βελόνα, ' - ; •

. 20. Κάτω ath Ρόδο (Κα ΑΙκ. Γ. Μαυρή)

Κάτω στή Ροδο στη Ροδοπουλα . Τούρκος άγάπησε μΐά ρωμηοποΰλά. Κι ή Ρωμηοποϋλα τούρκο δέ(ν) θέλει κι' ή σκολλά ή μάννα της τόν προξενεύγει — «Πάρτονε κόρη μου τόν Τοϋρκον, άντρα, νά σου φορέση χρουσά σαλβάρΐά?. — «(Δ)έν τόν έθέλω (δ)έν τόν έπαίρνω πέρδικα γίνομαι στα: δάση'βγαίνω» Η Ι Πάρτολ Ι κόρη μου. κι' · κ παπόρι νά σέ (γ)υρςη Σμύρνη καί Μπόλη» —«Πάρτονε κόρη μου κι έχει καράβι

: νά τα^ιδεύ(γ)η£ στό Ταΐγάνι _ — «Πάρτονε, κόρη μου κι' έχε! και λίρες» , (Δ)εν τόν έ^έλω γιατί/χει ψείρες· ( ι )

• 21* 'Ά(ίν)θρωιτο§ ώαάν γεννιέται... ι —^ ' : ' " ' ,. Κά ΑΙκ. Γ, McKJef

mmm< w B M R ώσά(ν) γεννιέται Ρ Λ , Ι έ κ ^ ό ( ν ) λογιώ(ν) λργιέτ^,

ΐ § άλλος γίνεται καλός ^ 1 _ καν. άλ^ος γίνεται κακός. ^ Μ ^ φ Η ^ § * Είς τίς δέκα μεγαλώνει Ι · τ ρ α ( γ ) ο υ β ά καί ξεφαντώνει ,. j g l· είς τίς. ε ^ ο σ ι - χ ρ ρ ^ ε ϊ

κιν άγαπηηκες γυρεύγβν - μ Μ ^

(Ι) ΤΓρβλ. Γνβυτσυ σελ. ΠαχτΙκου βελ. 300. ^ J B H

Page 131: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

_ 62 -Στις τριάντα γλενπστής και καλός τρα(γ)ου(δ)ιστής. Στις σαράντα άθθίεί καί δένει και τό σπίτι του γυρεύγει. Στις πενήντα . . . . . » . . . . . · * · Στις εξήντα μαμουλεΐ άν είχε καλή κεφαλή Στις εβδομήντα . . . . • * · · ·- ι I · · · Στις ογδόντα (δ)έ(ν) 'φελ(ί μόνο τά ψωμιά χαλά. Στις έννενήννα λεν οί γυΐοί του '—«Θέ(ε) καί πάρε τήν ψυχή του, μήν έμπή στις εκατό καί δεν τόν έ(β)αστοϋμεπ ειό.»( ι)

22. Πέρδικα ποϋ κακαρίζεις Κα ΑΙκ, Γ. Μανοή

— Ι Πέρδικα ποϋ κακαρίζεις τία τρώ(γη)ς καί κοκκινίζεις* — «Κάρδαμα καί ροϋκες τρώ(γ^)ω κι' είμαι πάντα σάν τό ρόδο Ροϋκσ τρώ(γ)ω καί κοκκινίζω κάρδαμο καί κακαρίζω. (2)

23. Μες στίιν καρδιά μου ση(β)αλα Κα ΑΙκ. Γ. Μανοή|

Μές στήν καρδιά μου Β ήβαλα %ι ήβγαλες κλώνους κι άνθη καί(δ)έ(ν)σέ βγάλω πείά'πο κει ούλος ό κόσμος νάρτει. Ούλος ό κόσμος κι' ά(ν) τό jrfj κι* ό Βασιληας ποϋ ορίζει δεσποτικός αφορισμός (δ)έ(ν) μάς έξεχωρίζει. (Δ)έν μ&ς έξεχωρίζουσι οί μητροπολιτά(δ)ες κι' ά(ν) τάσσου(ν) τοϋ Χριστοϋ κεριά τής Παναγιςά λαμπά(δ%ες

(ι) Πρβλ. Μιχαηλίδου οελ. $1. (2) Πρβλ. Μιχαηλίδου οελ. | |

Page 132: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Η . '

Δ Ι Α Φ Ο Ρ Α

1, Πουλλάκι μου ατον ποταμό Κα ΑΙκ. Γ. Μανοή

Πουλλάκι μου στον ποταμό • f e ^ , . Λουλλάκι μου στή βρδσι

πάρε τό μαντηλάκι μου ν ά μοϋ τό σαπουνίσής,

H l f f i μη μου τ άπλώσής στά χλαδιά Β μήτε στά χορταράκια Ι μόνο στον άσπρο σου λαιμό Η Ι καί στάσπρα σου βυζάκια.

2, Και ποΰ ναΰρω βασιλικό — 1 Κα AU. Γ. Mni'pg

Καί ποΰ ναΰρω βασιλικό μαΰρα (εΐ/V τά μάτια | άγαπώ, ν ά κάμω Β φροκάλι, Κρητικόμου πορτοκάλλι, ν ά φροκαλώ τή θάλασσα, μικρή σου ν καί Ι άγάπησα, νάρκουττε τά καραβάκια τάωμμορφα παλληκαράκια. Βλέπω καράβια κι έρκουττε

- . ώραια ποΰ μου φαίνουται κ α ρ ά β ι α κ α ι α ρ μ ε ν ί ζ ο υ ν 111 τόν νοΰ(ν) μου ποριορι^ουν. Τδνα αρμενίζει μέ βορρηα I βάστα καμένη μου καρδία, 1 άλλο μέ τραμουντανα άσπρη μου «αχηά σουλτάνα, Τό τρίτο τό μικρότερο είνε τό γρηγορότερο καί είνε τό πουλί μου μεσα καί φωνάξει τό , γ ια -λεσα .> Τό «γιά—λέσα>τό ,για-μόλα·. καί μικρή 'σουν κθί μαργνολα • "Ελεσα, φώς μου, έλεσα μικρή σου καί σ εγέλασα 1 CO

(ι) Πρβλ.Παχπκου S 94.

Page 133: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

- 64 -3. ν Ηλιε μου και Κ υ ρ . - Ή λ ι ε μου

ΑΙκ Γ. A t o g l

— «Ήλιε μου και κυρ.-ήλιε μου καί κοσμο(γ)υριστή μου, στόν κόσμον δπου (γ)ύριζες *άς κΓ εί(δ)ες τό παι(δ)ί μου ; — «Εί(δ)α το τό παι(δ)άκι σου στής Μπόλης τό λιμάνι κι' έτρέχασι τά μάτια του σά(ν) τό βον(β)ό ποτάμι*'. — «Ήλιε μου σάν τό ξα\-(δ)ςς νά μοϋ τό χαιρετίσης μόν' άπ' άλάργα πέτου το νά μή μοϋ τό μαυρίσης.»

4. "Ααπρο πουλί της θάλασσας Κα ΑΙκ. Γ. Μαυρή

—α "Ασπρο πουλί τής θάλασσας στάσου νά σέ ρωτήσω άν εί(δ)ες τήν ά(γ*)άπη μου κόκκινα νά σέ ντύσω | — Εί(δ)α τη τήν ά(γ)άπη σου στήν ξενιτεΐά γυρίζει μαργαριτάρι κου(β)αλεΐ κι' ασήμι καμπανίζει!

6. Ά γα πας με παλληκάρι Κα ΑΙκ. Γ. Μανοή ;

'Αγαπάς με παλληκάρι; άλλος νέος θά μέ πάρη Κι' ά(ν) μ' άγαπας άγάπα με, Στείλε βάρκα καί πάρε με Πάρε με κι' έδώ κι' άλλου,

· · · ? • · ι ι t f Πάρε με στό(ν) Γαλατά στοϋ Ραφτάκη τόν όντα, Νά μοϋ ράψη καμπουχά Καμπουχά νάχη χλαδιά τά χλαδιά νάχου(ν) πουλιά, τά πουλιά νά κελα(δ)οϋ(ν) τά κορ ίσσια νά £υπνοϋ(ν).

Page 134: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

6. Μάννα χιονίζουν η στεριες Κα ΑΙκ. Γ. Μαυρ^

— «Μάννα χιονΐξου(ν)ή στεριές, χιονίξου(ν) τά λαγκάδια χιονίζουν ή 'Ανατολές καί θά βραχζ) τό ξένο Μάννα νά τό καλέσωμε τό ξένον είς τό σπίτι * — «Κόρη ροϋχα δεν έχομε τόν ξένο(ν) τί τόν θέλεις — «Μάννα τό φουστανάκι μου σώνει κι' έμέ κι έκεΐνο(ν)·» — «Κόρη φα(γ)ΐ δεν έχομε τόν ξένο|[ν) τί τόν θέλεις;» — «Μάννα τό κουλουράκι μου σώνει κι* έμέ κι'έκεΐνο(ν)» —«Κόρη νερό δέν έχομε τόν ξένο(ν) τί τόν «θέλεις ; » — «Μάννα τό λαϊνάκι μου σώνει κι' έμέ κι' έκεΐλθ(ν).» ( ι )

BBK-t..·· 7. Τοΰ ναύτη ή μάννα (Κα ΑΙκ. Γ. Μαυ^η)

Τοϋ ναύτη ή μάννα ήπλασσε τοϋ γυΐοϋ της παξιμάδια καί μέ τούς πόνους ζύμωνε καί μέ τούς πόνους πλάσσει καί, μέ τούς αναστεναγμούς φουρνίζει ξεφουρνίξει. — Ω σ ά ν Θά φύγης γυΐόκα μου Θέ νά σοϋ παραγγδίλω παντοϋ γυΐέ μου Γαξεί(δ)ευγε, παντοϋ ταξείδία κάνε μά στης Καρπάθου τό νησί βλέπε μήν ταξειδέψης καί ή Καρπαθίές πλανεύτρες ειν' τούς ξένους ξεπλανιοϋ(ν)τους καί όχι τούς ξένους μοναχά μόνο καί τούς έντόπιους.

8. Κάτω αχ6 γιαλό χόρ' άγάπη<*α (Κα ΑΙκ. Γ. Μανοή) — — — τ — — — —

Κάτω στό γιαλό —κόρη άγάπησα δώδεκα xpovcr(v)—ξαθύή και μαυρομμάτα. Ό "Ηλιος (δ)έ(ν) τήν εΐ(δ)ε—μόν' | μάννα της. «Κανέλλα» τή^ν) φωνάξει — «Κανελλόριξα» καί «άΘΘος Β Κανέλλας—μηλο τί,ς μηλιάς. Τά άθθη φορτωμένη.» Τ' άκουσα κι' εγώ — Πά(γ)ω νά κόψω μί,λα, μΓ,λα (δ)έν εύρΓ,κα —μόν' τόν καμό ποϋ πήρα.

9. Δίμουρε και διπρόσωπε (Κα ΑΙκ. Γ . Μαυρί()

Δίμουρε καί διπρόσωπε, \]/εύτη καί άλησμονιάρη δπου νά (δ)ω τά £οϋχα σου στά χέρία τοϋ ντελάλή καί νά τά ντελαλίζουσι καί νά τά ντελαλοΟσι. Τά μάδία μου άδάκρυτα νά μείνουν σάν τά (δ)οϋσι. "Ενα βενετικό φλουρί νά (δ)ώκω νά τά πάρω καί μοναχή μου στή φωδίά νά (6)άλω νά τά κάψω

\αογραφίας Α.' 636 ΝΕ. ένθα καί άΚλαν *αραλλαγα1

Page 135: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

^ - 6 6 —

10. Ένα πουλί 'pre κι' είπε μου

Έ ν α πουλί 'ρτε κι, είπε μου νά ' β γ ώ ατόν Ι ο ρ δ ά ν η ν ά πλύνω την καρδοΓλα μου. κι' όπου πονί] ν ά γιάνη κι' άπωσταν ήρτε τό πουλί ί'|(β)αλα άρχή και μ έ ν ω και βρίσκω τά νερά Όολά στέκομαι κι' ά λ ι μ έ ν ω ' Καί άπήτις ηύρα τά νερά θολά και βουρκωμένα ' ε, τότε πείά τό πίστεψα θολά πώς ε ί ( ν ) γ ΐ ά μ έ ν α . j

p , Φραγκοπουλ© άπό τη Φραγκιά V ' ' At Η. ί\ Μαυοή)\

Φραγκόπουλο άπ τή Φραγκιά . . . μοΟ μήνυσε π#ς μ' άγαπΛ

ρου στέλλει μήλα τέσσαρα σεντόνια δεκατέσσαρα μου στέλλει χτένι καί γυαλί κι* βνα καπέλλο μολυβί τό χτένι νά χτενίζωμαι καί το γυαλί νά βλέπω καί τό καπέλλο νά φορά) τά νΐ]άτα ν' άπαντέχω. ( ι )

12. Ή Βασιλλιοποΰλα και τ© πουλλάκι (Λα ΑΙκ. Γ. Μαυρή)

Πουλλάκιν έκελάδισβ επάνω στ1 άγριοβουνι (2) Βασιλλιοποϋλα Ι άγροικά άπό τό παραθύρι — Πουλί νάχα τά κάλλη σου καί τόν κελαδισμό σου καί τά χρουσά σου τά φτερά μαλλιά στήν κεφαλή μου. —Τί (δ)α τά θες τά κάλλη μου καί τόν κελαδισμό μου καί τ Ι χρουσά μου τά φτερά μαλλιά στήν κεφαλή σου; Έσύ δβιπνας καί γεύγεσαι άφράτο πα£ιμ0(δ)ι κι1 έγώ δειπνά) και γεύγομαι χόρτ' άπό τό λιβάδι. Έσύ κοιμάσαι στά ψηλά καί ara χρουσά σεντόνια καί έγώ (έ)£ωμένο μονάχο στις πάχνες καί στά χ ι ό ν ί α — Μέσ' σε ποτήρι φαρφουρι βάζεις νερό καί πίνεις καί 'γώ τό πίνω το νερό στή δρϋσιν όπου πλύνεις (3) έσύ λιμκνεις τον παπά νάρθή νά σ' εύλο(γ)ήση κι' έγώ λιμένω κυνηγό γιά νά μό κυνηγήσω).

(ΟΐΙρ,Ηλ. Γνκυτοδ fttm 26. (2) *ατοΟ ' ροαμαρΙού τη ρίζα« ; (3) Εσύ τό ίτίνης τ6 νερό στό φαρφουρί φλυντζάνι

Καί 'γώ τό H t6 νερό arov Kfyuroo τό χοχλάκι. Πρβλ, Γνβοτοδ οιΧ. 3θ Εόημοίικύΰη εις τό ΔωΛ. ήμεροΜγιον 1926 Η τό "Libre* i&k οημειώΰ. άρp 7 σελ. 43 § 8 Λαογραφίας Λ,' βελ. 631 1 Θ.' ι6ο£νθα και παραλλαγή

Page 136: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

g|B - 07 -^ H p f p ; 13· Μιά όβριοποΰλα θέριζε

(Κα Μηοιγώ Χηηα Παυλή τύ γίνος Λογοθέτη) Μΐά όβριοποΰλα θέριζε κι' ήτο και γκαστρωμένη Δεμάτι άπό τήν μχά μερίά δεμάτ' άπό τήν άλλη Στήν μέση των έκά(θ)ησε χρουσόν υιό καί κάνει, καί στήν ποδιά της το(6)αλε νά πάίγη) \ ά το κρεμήση. Στό δρόμο όπου πή(γ)αινε πέρδικα τΓ,ς παντίσσει Μωρή σκϋλλα μωρ άνομη μωρή κακή γυναίκα εγώ 'χω δώδεκα πουλιά κι' ούλα θά τ άναθρέψω καί σύ καμες χρουσόν υιό καί πά(γης) νά τόν κρεμήσης; κι ή κόρη μετανόησε καί πίσω τό διαέρει καί μες στή κούνια τόβαλε νανάρισμα τοϋ λέ(γ)ει: Γυΐέ μ ά(ν) ξερτώσης καί (γ)ενξς καί (γ)ίνης κυνη(^άρης καί σοϋ παντήξη ή πέρδικα νά μή τη\ε σκοτώσης γιατί 'κείνη είν | μάννα σου καί γώ 'μαι ή νανά σου(ι)

•^mmammimmrnii ———m> tff^mm— • mmt+mitmmmmm

14. "Ηρτασι χ α λ ο γ υ ι έ μου (ΆνακςΙνωσις Πανοοολ,* ΑρχιμανδρΙτου Νκκταρίου Μαυροκορδάτου έκ Καοτβλλο·

Ήρτασι καλογυΐέ μου νά σέ πάρουσι κάτω στΓ,ς πεθθεράς σου νά σέ μπάσουσι ήρταν κα 6α/λερέ οι ήρτασι καί πεζοί νά πάρουσι τή νύφφη καί τό γαμπρό μαζί ελάτε παλληκάρία έλ&τε βρε παιδιά νά φτάσωμε στήν Κάσο νά Λάμβ στή Μακρά (Μέ τά κανίά στό χέρι σέ άλιμένουσι ούλες ή περιστέρες γΐά νά σέ ραίνουσι.) (2)

15* Μιά φορά μου να στη Κάσο 'Tom', 'ίο)α, MamkittaHtf]

Μΐά φορά 'μουνα §f|] Κάσο κι' άπερνοϋσα άπό 'να δρόμο Σκύβγω πιάνω πετραδάκι καί άνεφαίνει κορισσάκι Τώρα τί(δ)α \ ά β | πώ Νά τΓς πω δυο τρία λόγια τώ(ν) Κασιώτω(ν) μοίριολόγία. Τά καράβια ποϋ ξα)ρίσα(ν) πόντε μήνες άρμενίσα(ν) καί στερίά δέν έγνωρίσα(ν), • ^

(ι) ΆΆιται καί ώς "νανοόριομα* Πρβ/„ Λαογραφίας Δ' 174 καί ΣΊ7 5^5 f v ^ a Λ παραλλ. \2)Σί,\ι. Οί Mo teXfcrflfoi οιχοι l itvat ηροοΰήκη^τοΟ Η ΧοριΛήμου ΓιανναγΊ

Page 137: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Μΐάν αύγή μέ φεγγαράκι εϊ(δ)αθΐ φωδίά ότ* Ά ρ μ α τ α κι οδλοί ρ'ξαν μαύρα δάκρυα «(Ύ)ποπαντοϋλα 'πό τ Άρμάθία

Θάλασσα £εβά£αρέ τους εύρε ρίβα ρίβαρέ τους και στεργίά ξεμπάρκαρέ τοις. (ι)

16. Άφίνω 'γεια στους φίλους μου (κ, '/ω. Ίωσ. ΜανωΧακάχι)

"Αφίνω* γείχ στους φίλους μου καί'γείά στους συγγενείς μου και 'γώ πά(γ)ω στά Γιάννινα, στοΰ Μπέη τά σβράγία — «"Ωρα καλή σου Μπέη μου» «καλώς τή(ν) βλαχοπούλα» πούχει τά χίλία πρό(β)ατα τά πεντακόσια γίδία —Λύκος νά φάη τά πρό(β)ατα κι' ή άλεπου τά γίδία και μία μεγάλη άρρωστειά νά πέση στό τσοπάνη. Και ό τσοπάνης τάκουσε και λέει στό ζελάτη: Β Ζελάτη στρώσε στρώματα, πεντέξη μα^ιλλάρία νά πέση ή βλάχα ή ώμμορφη Ι βλ*χα ή παινεμένη. ( ζ )

17. *© (Β)οσκός κι' ο (Β)<*θΐλξΐας (3) . (Κα ΑΙκ. Γ\ MavofH

Ό (Β)οσκός κι' ό (Β)ασιληάς έστοιχηματίσασι ποίος νά (δ)ί) τή (5ή(γ)ισσα τή χρουσο(β)ασίλισσα. —«Πές μ ' άφέντη (Β)ασιληά τί (θ)ά βάλλεις στοίχημα;» — «Βάλλω τή κορώνα μου και τό (β)ασιλίκι μου, άμβ έσύ μωρέ (6)οσκέ τί (θ)ά βάλλεις στοίχημα; ? — «Βάλλω χίλία πρό(β)ατα καί τήν άργυροκουδουνάτη που κάνει τό χρυσό μαλλί καί κάνει ό (Β)ασιληάς βρακί καί κά\ει κι" ή (β)ασίλισσα όλό(γ)ερο συντείλιμμα». Κι' όταν έκατέ(β)α£ε ό (β)οσκός τά πρό(β;ατα τάβλεπεν ή ρή(γ)ισσα 1 χρουσο(β)ασίλισσα. — ·Θέ(ε) καί νάμουν βόσκισσα νάμου(ν) τυροκόμησσα νίτρω(γ)α χλωρό τυρί καί μυ£ή#ρ' άπ τό τουπί Λ ά μου(ν) του (β)οσκοϋ παι δ)ί νά ξ ε λ ά λ ο υ ( ν ) τό μαντρί νά βλεπα καί τόν (β)οσκό τό ταχύ καί τό πορνό·»Ο)

( ΐ ) Kctra ίτάβαν ίτιθανότητα πρόκειται ΛερΙ όυμφυρμών δύο άομάτωγ Πρβλ. Μιχάηλίδου $ | | καί Χάλκης έκ της άγερδότου *Δωδ. Λύρας»

(&) Πρβλ. Λαογραφίας Δ.' 109. (3) Πρβλ. Γνίυτου «ελ. 4^·

Page 138: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

f g - . · - · - — 69 —

18. Μιά κόρη Cpo6oc μάζευγε (1)

(Κα ΛΙκ. Γ, Μανρή)

Mix κόρη ρόδα μάζευγε κι' άθθούς έκορφολόα' νά κάμη φουνταν ώ μορφή νά πέ(μ)\]/η τ' ά(δ)ερφοϋ της νά κάμη κι' ώμμορφότερη νά ίτέ(μ)ν|/Γ) τ' άρμαστοϋ της. Κι ' ή μάννα της ένέφανε art' ώρηο παραθύρι «Μωρή σκϋλλ* μωρ' άνομη, τί κάνεις τοϋ κορμίοϋ σου όπόχεις δώδεκα ά(δ)ερφούς καστροπολεμιτά(δ)ες κι1 ώσάν θαρθοϋ(ν) κι' οί δώδεκα θέ (ν)ά σε μαντατέψω.» 'Αργά ρκουτται κι' οί δώδεκα τή κόρη μαντατεύγει Κι'(δ)έρου(ν) τη(ν)κι-οί δώδεκα κι'(δ)έρη τη(ν) κι ή μάννα Μά σά(ν) τής μάννας τό δαρμό, τώ(ν) δώδεκα (δ)έν ήτο

. Τήν νύχτα τά μεσάνυχτα ή κόρη (έ)ψυχομάχα κι' ή μάννα της μπαινόβγαινε σσαγγρουνοφονεμένη — «"Α(ν) θέλης κόρη μου χρουσά ά(ν) θέλης 6ελου(δ)έν1α «ά(ν) θέλης καί τό(ν^ καμπουφα όπούχει χίλια ) ρόσσα.» — «(Δ)ένθέλω μάννα μου χρουσά μή(τ)ε καί βελου(δ)ένΐα καί μή(τ)ε καί τό(ν) καμπουφα όπούχει χίλία γρόσσα «μόνο τά ρουχαλάκια μου τά ματοκυλισμένα. «νά κατε(β)ώ στή μαύρη γη στή σκουριασμένη πλάκα. — «Μάννα σάν έρχΚ ό Κωνσταντής καλοπιλόγίασσέ το(ν) «Στρώσε του ταϋλα νά γευτή κρασί καί κέρασε το(ν). «Κι' άνοιξε τή(ν) κασέλλα σου τή μαυραραχνιασμένη «καί (δ)ός του τήν άρρο'.(β)ώνα καί τ άρρα(β)ωνικά του «νά ίΓά(ή) νά βρή γυναίκα του καί συμπεθερικά του. Κι' ό Κωνσταντής έπρό("ό)αλε oro κάμπο καβαλλάρης μέ πεντακόσια (ά)λόγατα τρακόσσιους γιαννιτσ<£ρους. Στης πεθεράς του τήν αύλή θωρεί λαό καί στέκει. —Σταθήαε "πίσω άλόγατα καί πίσω γιανιτσάροι στης πεθεράς μου τήν αύλή θωρώ λαό καί στέκει, γ ΐχ πεθερά μου 'πέθανε γ ΐχ πεθερά μου διάβη γΐά 'πό τά κουνίαδάκία μου κανένα έκρεμίστη». Δίνει τ" άλογου του βιτσιά στον "Αη-Γιάννη πάει βρίσκει τό(ν) πρωτομάστορα κΓ ησκαβγε τό κυβοϋρι. — Νά ζήσης π ρ ω τ ο μ ά σ τ ο ρ η , τίνος εί(ν) τό κυβοϋρι. —Νά ζ(|ς 'καί σύ κι' εγώ νά ζώ κι. εγώ άκόμη δέν ήξέρω — Νά ζήσης πρωτομάστορη τίνος εί(ν) τό κυβοϋρι νά ζής καί σύ νά ζώ κι' γώ τής! Αρετούσας σου 'ναι

( ι) Πρόκειται ττερί ουμφυρμοδ δύο άσμάτων. Πρβλ. Γνευτοδ οελ. m άφ ένδς καί τάς διαφόρους ;ταραλλαγάς τοδ άομα τος ΤΑς "Λιγερής καί τοδ ΧάρουI άφ έτέρου. Διά τά; παραλλαγάς τοδ τελευΓα ίου τούτου Ιδέ Πολίτου οελίδα 335^33^ 1 3 Ι 7 Γνευτοδ οελ 97. καί Λαογραφίας • 596, Ε; l t § και ΣΤ; 5 φ «αϊ Ρ Ι ΐ

Page 139: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 70 — — *Σκάβγης τό πρωτομάστορα-, Πλατύ, μακρύ το σκάβγέ κι Β δεξιά τοι) τή μεριά κάμε παραθυράκι vjc μπαίνη ό ήλιος τό πρωί καί τό μεσημεράκι. Καί είς τή ζερβή μου τή μερίά χτΐσ ένα πεζούλα κι ν ! βάλω t dtp ματάκια μου πούμου(ν) παλληκαράκι·» Βγάζει τό σουγίχδάκι του άπ* άργυρο φηκάρι στον ούρανό τό πέταξε καί στή(ν) καρδιά του πάει. (Έκεΐ ποϋ θάψανε τή «;Ι βγαίνει ένα σταθόρι κι' έκεΐ ποϋ θάψανε τό νηό βγαίν ένα κυπαρίσσι, Κάθε με(γ)άλη Κυριακή κάθε με(γ)άλη σκόλη ήσκυβγεν ό κυπάρισσος κι1 έφίλα τό σταθόρι) ( ι )

19. t Καλη 'οπέρα αφέντη » Κα ΑΙκ.- Γ. Μαυοή

— Καλή 'σπέρα άφέντη — καλώς τα τά παιδιά καί μέ τήν καλησπέρα τοϋ βίου(\*/ μ]α σπαθιά, καί ξαναδευτερώνου(ν) μοϋ βίουν άλλη μΐά τότες φωνάζω «ώχου μέ φάγαν τά σκυλλίά»! — Πάρετε τό ρολό(γ)ι καί τήν καδένα μου καί δόστε τ" ά(δ)ερφοϋ μου καί τής μητέρας μου καί πές το τό μαντάτο πώς μέ σκοτώσασι στό τρίτο καφενείο μέ θανατώσασι πάρε καυότσα κΓ έλα νά (δ)ης ποϋ μ' έχουσι μές στό νοσοκομείο καί μέ παιδεύγουσι Ούζέλι ούζέλι μ'έχουσι μέ τό σπαθί στό χέρι κομμένο μ έχουοι ελάτε μάννα κι* άδερφές γΐά νά μέ κλάψετε παπάδες δεσποτάδες γΐά νά μέ θάψετε.

20. Σάν την έκατεβάζαν

(Κα ΑΙκ. Γ. Mavgijl

, , | ι Ι » · | Ι ι · · Σάν τήν έκατεβάζαν άπό τής σκάλες μικρές μεγάλες κλαιαν τής ώμμορφάδες της |1 ώσάν τήν έπεράσαν άπ τό μακρύ στενό όλος ό κόσμος ήκλαι(ε) τόν άσπρο της λαιμό Κι ώσιν την έποσώσαν στήν "Αγια Φωτεινή ή άπονή της μάννα ήσυρε μιά φωνή. » 1 ' Η|ε·η0 Ι · 1 » - ? · ". Η9 ·

(ι) 01 4 ούτοι ιελεοιανοι αήχαι είναι προσθήκη too κ, Νικ* Γ. Σκευοφύλακοζ.

Page 140: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

21. Η 'Ανομβρία (Έκ χειρογράφου ευγενώς χαρΛχωρη'

θένιος ύμίν ύπό του κάλου καί ενθέρ-μου παχριώτου κ. Ε. Ζαχάρη).

Στά χ ί λ ι α οχτακόσια στά ένενήνταεν ίά έ γ ι ν ε ν εις τήν Κάσο με (γ )άλη ανομβρία Τ ό ν χρόνο τούτον έ γ ι ν ε μεγάλη άνοβρία καί τά σπαρτά άφανίσθησα(ν) μέ άκρα δυστυχία Τοιούτο θέαμα φριχτό στον κόσμο δεν ήκούσθη ό ουρανός δεν ήβρεξε· κι1 ή γη ούλη (ά)γανίσθη Χορτάριν δεν έρύτρωσε τά δένδρα ξηραθθήκαν ώς καί τά ζώα τ άτυχα κι' αύτά εξολοθρεύτηκαν Ή νήσος αύτη 'ναι ξηρά ποτάμι ούτε βρνσι δεν έχου(ν) μόνον καρτερούν τοΰ ουρανού τή ρύσι(ν) στέρνες κατασκευάζουμε άπό τό παλαιόθε(ν) βάζου τή δρόσο τούρανοΰ διά νά κυβερνών τ αι. Νερό δ ε ν έ χ ο υ ( ν ) γ ! χ νά πιο υ (ν) μόνο άπό μΐά βρΰσι 'μέρα καί νύχτα καρτεροΰ(ν) ποίός θά πρα)το(γ)εμίση. Τόσον έκαταστάθηκε τούτη ή άθλια Κσσος μέ μέτρο δίδουν ιό νερό ένα ποτήρι στ5 άσπρο. ό Κόσμος έσυκλίστηκε γ ! χ τή χρον ίάν ετούτη γέροντες εκατό χρονώ ποτέ δέν τώδαν τούτοι ώς καί τή δρόσο τού θ ε ο ύ πουλούσι μέ π α ρ ά ( δ ) ε ς . έτοοτο (δ)ά τό κάνουσι μή γίνουτται καυγά(δ)ες . "Οποία (δ )έν βαστά τό γρόσι της καί πάει νά (γ)εμίση κι* ά ν είναι χήρα καί φτωχή όφκ&ρη θά (γ)υ/ιση. Ετούτα τά παρά(δ)ικα Κύριος (δ)έν τά θέλει κι' οί άρχοντες κι' οί πλούσιοι μας τίποτε ( δ ) έ ν τούς μέλει. Παπά(δ)ες καί διάκονοι φορέσετε φελλόνία καί προσευχές νά κάνετε σ' έτοϋτα (δ)ά τά χρόνια. 'Αρχιερείς, προστάξετε όλες τις εκκλησίες διά ν ά γίνου προσευχές, νηστείες κι' άγρυπνίες "Ισως καί βρέξει πρώιμα ή γη μας νά βλάστηση ] ή στέρνες νά (γ)εμίσουσι, δροσιά νά τις δροσίση. 'Από τις άμαρτίες μας κι' άπό τις ανομίες Γ μας τυραννεί ό Κύριος σ' αύτες τις δυστυχίες. Παρακαλείτε τόν Θεό μέ καθαρά ν καρδίαν < άνδρες γυναίκες και παιδία μέσα στήν έκκλησίαν· Παρακαλείτε τόν Θεό νά μας τό συγχώρηση . ίσως και 6ρέ£η ή χάρις Ί ου νερό καί μας ποτίση. w Ανδρες γυναίκες και παιδιά Θεόν παρακαλείτε διά νά βρέξη ή χάρι Του νερό νά δροσισθήτε. J "Ανδρες γυναίκες και παιδιά παύσετε τά κακά σας J νά ζήσετε πολύν καιρό κι* έσεϊς και τά παιδιά σας. I

Page 141: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Έ ν α ν Θεύν δοξάζω μεν καί τήν άγνήν Παρθένον βσον κι* άν είμαι άγαθή αυτά σάς παραγγέλω %Αη τήν ύπερηφάνειαν καί τήν άλαζονείαν μας άπορρίπτει i Θεός σ αυτή τήν άμαρτίαν. "Αν θέλετε νά ζήσετε ζωήν εύτυχισμένη τή γνώμη σας ν αλλάξετε γιατ' εΐνε σκοτισμένη, ^τή βρΟσι συνορίζεσθε ποιές εϊσθε άρχοντοποϋλες μ£ τά πολλά χρονσαφικά και μ' άσημιΚίες βουλλβς. Δέν βλέπετε τόν ούρανό πΦς άργησε, νά βρέξη άπό τΙς άμαρτίες μας σκληρά νά μάς παιδέψΐ]. "Εναν ιεροκήρυκα (δ)έν £χει τούτη ή Κάσος κι' έ(γ)ινημεν ούλοι ώ^ά ποϋ βάσκουναι στό δάσος "Αλλο καλό (δ)£ν έχομε μόνο κενοδοξία πολύ τήν άγαπούμε δά τήν ύπερηφανεία 'Από τΙς άμαρτίες μας Θάνατο; μάς ζυ(γ)ώνΐ] κυττάζωμε νά φύ(γ)ωμε κι' εκείνος μάς βσώνει ΤοΟτος ρ χρόνος είν φτα^ύζ κι> $ άλλος είναι πλούσιος και μέ τού πλούσιου τή(ν) χαρχ* θέ (ν)ά περάσι) τούτος *0 ουρανός έμαύρισε | ήλιος έσκοτίσθη όμα>ς ή θειά Πρόνοια θβ (ν)ά μ&ς βοηθήση "Ενας άστέρας τούρανοΟ μαζι μέ τήν σελήνη φαη άζουν εις τους άρχοντες νά κρίνουν δικαιοσύνη 'Ακούσετε καί σείς φτωχοί τών έλοιπώ(ν) άστέρω(ν) όποΰ φωνάζου(ν) καί βοούν πρεσβείαις τιύν πατβμω(ν) Δύσετε δόξα στόν Θεύν τόν ποιητήν καί κτίστην, τόν εύβργι-την τού παντός καί ttDv άνθρώπων (!>ύστην Δέν ιχω τόση δύναμι καί μάθησι γραμμάτω(ν) νά γράψα) περισσότερα λοιπο(ν) παράτησάτο. (ι)

22. Μϊς οτί ιν 'Αγ ιά^Παρασκευ ί ι (Λα ΑΙκ.* Γ. MmUL^

Μές τήν Άγ ΐά Παρασκευή, κόρη κοιμάται μοναχή. Κοιμάται κΓ όνβιρεύγβται καί βλέπει πα>ς πανφεύγεται. καί π(Γ»ς νοικοκυρεύγεται» Βλίπει πύργο μέ γυαλιά καί παράθυρα άργυρά καί ί>ρΟσι μέ τά κρυά νερά. Καί τή μαννοΟλα της ξυπνεΐ καί τ όνειρό της ξεδιαλ(ύ)εΐ

(ΐ) Τό *ύί()ιΐ.<χ φ α ί ν ε ι R K § iVtN «XfpucoS nvi;, 4W i r m f6 Κ«βι«κόν WIJ μα. 'AKK ώ; | 1 | M I 1 1 1 ΚϋριβκΙδης ή\τ tt] 'Κλλ, Λαογραφία Al τόμιρ d

«ή γλά>όύ(ΐ καί γραμματικός κιχΐ φθογγικά; δ&ν «ροβα^μόζ» rai Τ»λ·1α)ς 1ψ » Λ έ*α·τ*χ©0 Ιδίωμα·,

Page 142: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

—Μάν \*α μου ονειρεύτηκα κι' έβλεπα ίϊχΒς. παντρεύτηκα καί πίϋς νοικοκυρεύτηκα. Είδα πύργο μέ γυαλί χ και παράθυρα αργυρά και 6ρΓ αι μέ τα κρυ,χ νερά — « Ό πύργος eiV άνδρας σου τά παραθύρια ό κουνιάδος σου κι1 ή βρύσι μέ τό κρυό νερό είνε τό συμπεθερικό*. — "Οχι μανούλα μου γλυκεία δέν τό ξεδιάλυνες καλά Ό πύργος είν' ό τάφος μου τά παραθύρια ό Χάρος μου κι1 ή β ρ ΰ σ ι μέ τό κρυό νερό e l / τά ματάκία σου τά δυό*. ( ι ) 23. Μιαν Κυριακην ήμερα

(Αα Α1μ> A Mavijif)

Μιάν Κυριακί,ν ήμερα, πούτον ταχύ—ταχύ Σηκώνομαι xol ιτάγα) κάτω οΤν,γ Οβριακή Βρίσκω μίαν όβριοποΰλα κΓ έλούνετο σέ μαρμαρένιες γοϋρχες φλουριά στολί ετο ΙΙριχοϋ νά τής μιλήσω πριχού νά *·Κ είπ® (Γ)υρΐζει κχί μού λέ(γ)ει «καλώς τόν αγαπώ» Καλώς τά δυό μου μάτια πού τά πεθυμώ* • —Σά(ν) ίέλεις οίίριοποΟλα νά γίνης χριστιανή νά λούνεσαι Σαββάτο ν* άλλά^ης Κυριακή και νά μβταλα(5(ίΐ\ης Πάσχα και Λαμπρή. — Νά jtd(co) νά 'πώ της μάννας νά (β)φ τί θά μού πή —Μά\να ρωμηός μού λέ(γ)ει νά γίνω χριστιανή νά λούνομαι Σαββάτο ν άλλάξω Κυριακή και νά μεταλαβαίνω Πάσχα και Λαμπρή. — Κάλλια σύ φάη κόρη τού Τούρκου τό σπαθί }χ αύτά τά λόγια ιώΰιτβς β μή τά £αναπΓ)ς. ( s t )

24. Μιά Μυλοποταμίτισο* (λα Αϊ*. l\ Mm*))

Μ ι ά Μ υ λ ο π υ τ α μ ί π σ σ α μ ι ά Κ α σ τ ρ ι ν ή κ ο π έ λ λ α μ ε τ ά ^ ι ν έ κ α λ ά μ ι ξ β ν α π ά ν ω πτij κ α ρ έ γ λ α . Σ τ ο ύ ς ο υ ρ α ν ο ύ ; τό δ ι ά ζ ε τ α ι σ τ ο υ ς κ ά μ π ο υ ς τό σ ο ν ά ( κ ) β ι h a \ σ τ ο ϋ Κ α λ ά ρ η τ ά γ κ ρ β μ ν ά ι τ ά ( γ ) η γ ι ά ν ά τύ ( ύ ) φ ά ν ΐ )

( 0 Ιΐρ^κ. Γν«\κού ο#Χ. 78, 11 ι\γικο\' l.jS, 16 7 καί J-S, καί AwtyA . £ u w Κ

Μ Η; 5 Η καί Λλλαι jrafUiXKayul, , i . Η ITpfU. ΓνβυτοΟ ς», ΙΙβχύκοο Μιχαηλίδου $ u AW* %ien yr i t schischet t im&irt ties A e y m i s c k t n Μ ceres ι^μρς I1J m-λ, i<>

Page 143: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

I — 74 -

kal τό jftili της τήν ρωτά «μάννα τί θά τό κάμηξ';» —tNk κάμω 'σου ποκάμισσα καί του κυροϋ σου βράκά καί τοϋ μικρού μας τοΟ παιδίοΰ φασικές καί κωλοπάν»α ι> —«Μάννα τόν κύρη μου (γ)ελάς καί μένα περιπαίζης καί τού μωρού μας τοϋ παιδιού λόγία γΐά νά τό 'ρνέφης.» — Βγάζει τό σουγιαδάκι της άπ* αργυρό θηκάρι καί κό'βγει τό κεφάλι του σάν τό μαργαριτάρι καί βάζει τό σικΦτι του σ' ένα ώραΐο πιάτο καί τού μαγείρου τόδωσε γΐά νά τό μαγειρέ>|/η —Νά μά(γ)ερα μαγείρεψε καλού ώζοδ σηκωπ. Κι1 ό Κωνσταντής ένέφανε στόν κάμπο καβαλλάρης δήνει τ | άλόγου του βισσιά καί στης γυναίκας πά(π)ει — «Γυναίκα πούνε τό παιδί καί πού\ε ό Κυρ - Γιαννάκης Τόν ήλουσα τόν χτένισα καί στής λαλάς του πά(γ)ει. Δίνει τ άλόγου του 6ισσ(ά στης πεθθερά; του πά(γ)ει

«*Ω πεθθερά ποϋν τό παι(δ)ί καί ποϋν ό Κυρ Γιαννάκης;» — «Τρείς 'μέρες εχω νά τό 'δ(ύ καί τρεις λ ά τό φιλήσω κι άν δέν τό δ(β ώς τό πρωΐ θβ νά παραλοήσοο» Δίνει 6ισσΐά τ' άλόγου του καί στής γυναίκας πάει. — «Γυναίκα πούναι τό παι(δ)ί καί πού ν' ό Κυρ Γιαννάκης —Τόν έλουσα τό(ν) χτένισα καί στό σκοί,εΐό του πά(γ)η. Δί\ ει τ' άλόγου του βισσίά καί στοϋ δασκάλου πά(γ)η. — «Δάσκαλε πούνε τό παι(δ)ί καί πούνε ό Κυρ Για\άκης — «Τρεις'μέρες £χω νά τόν 'δώ καί τρεις νά τόν διαβάσω κι' άν δέν τόν δ(ύ ώς τό πρωΐ τό νοΰ μου θά τόν χάσω». Δίνει τ άλόγου του βισσίά καί στής γυναίκας πά(γ)η —«Γυναίκα πούνε τό παι(δ)ί καί πούν' ό Κυρ~Γιαννάκης# — «Κάτσε νά φάς κάτσε Κ πιής κι' δπου κι' άν είνε θάρθη* Βάζει τό σικωτάκι του όπούτο μές στό πιάτο. Τό σικωτάκι μίλησε πό μέσα πό τό πιάτο —«wAv είσαι κάττης φά(γ)ε με σκΰλλος μαέρισέ με» κΓ είσαι κι' 1 πατέρας μου σκϋ\]/ε καί φίλησε με. Βγάζει τό σουγιαδάκι του άπ άργυρό θηκάρι πάνω ψηλά τό πέταζε και στή καρδιά της πά(γ)η ( ι )

25· Μια κόρη άπό την Άμουργό I ^ Η . {ΚαΑΙχ. 1\ Μανοή}_

Μιά κόρη άπό τήν Άμουργό θέλει νά t ι£βι(δ) νά τα^ει(6)έψ·η δέν μπορεί νά λάμνη δέν ή£έρει. Δίνει οαράντα δυό φλουριά στοϋ καραβιού τό ναϋλος κι' άλλα σαρανταΓέβσαρα νά πάη μέ τήν τιμήν της,

jjy.. . ι . ι · - • - * • •

/ ι ) Πρ,3λ. Πολίτου οβλ. Ι τ7, ^ Η \ϊ ανα>λα <ά«ιΚ*' καί Aa5tP<**taS Β· ' ϊ | 36ο Β 4 5 1 *77 Η 1 97 κ<Α 99 βν-θα Η άλλαι ίταραλλαγαΐ,

Page 144: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

• Ρ . - 75 — Η Μά σάν άπολαργάρσσι δυό μίλλια τόν λιμιώνά

Έποδιανφάηη υ ναύκλήρο; κι' ή άλωσε προς τήν κόβή· Κι' ή κ όρη άπό τήν ι-ντροπή Γπεσβ λιγωμένη κι' ό ναι'χληρος έ0ά|ρε\)/6 πώς ειν' άποθαμένη. Κι' έπιασαν την κι' έρριψαν την στό κόλπο τής 'Αττάλειας. Kt' είδαν την ή 'Ατταλιώτισσες καί στήσαν μοιρολόι —Γΐά δ(·.ς κορμί γΐά καμπουφα καί μέση γΐά ζωνάρι γΐά δές λαιμός πελεκητός το μαργαριτάρι, Γιά δές μασουροδάκτυλα γΐά χρουσοδακτυλίδια· (1)

2 6 . Μ ή ν ε ς δ ε κ α τ έ α α α ρ ε ς χ ρ ό ν ο υ ς δ ε κ α ε ν ν ι ά

(/ία ΑΙκ. Γ. Μανοή)

Μήνες δεκατέσσαρες καί χρόνους δεκαεννιά λείπει κι' έμοϋ ό καλός μου κάτω στήν Άρμενίά καί γράμμα δέν μοϋ στέλλει νά μάθω πώς περνά Στό γύρισμα του χρόνου μοϋ στέλλει μιά γραφή — «Θέλεις παντρίψου κόρη θέλεις μή παντρευτείς «θέλεις τά μαϋρα βάλε, καλόγρηα νά γενξς καί 'γώ 'μαι παντρεμένος κάτω στήν Άρμενίά καί πήρα άρμενοποϋλα μά(γ)ΐσσας παι(δ)ί δπου μαγεύγει τ' άστρα χαί τόν ούρανό καί μάγε\|/ε καί μένα καί δέν μπορώ ναρτώ»· Εκίνησε καί πάει κάτω στήν 'Αρμενίά —«Γείά σου Άρμενοποϋλα καί ποϋνε ό άντρα^ σου;» —«"0£ω '6γε στή δουλειά του καί τώρα θέ ναρθζί, —Δύο λόγϊ& σοϋ παντίω γΐά νά τοϋ τά πζς. Ή άλυγή του βέργα έλυγίστηκε ή δόλια του καμάρα έσ·ιακίστηκε τά δυό του περ'στεριά έξεπετασσσσι· • · # · · · · • · · · # · ·

— «Τώρα 'ρτε μΙά κοντοϋλα μΙά λιγινόβεργα δυό λόγια μοϋ ποντίει γΐά νά σοϋ τά πώ: «ή άλυγη σου βέργα έλυγίστηκε ή δόλία σου καμάρα έσσακίστηκε τά δυό σου περιστέρια ε§επετάσασι» — Ή άλυγη μου βέργα είν' ή γυναίκα μου κ' ή δόλια μου καμάρα εΙν' ή μητέρα μου τά δυό μου περιστέρια εΙν' τά παι(δ)άκ!α μου Μισεύγω Άρμρνοποϋλα καί σ' άφίνω γείά καί έγώ 'μαι παντρεμένος · ) 2 )

27. Παραλλαγή τοΰ ανωτέρω άσματος (Κα Μαριγ* Φοννιή)

Εμένα $ καλός μου λείπει στήν 'Αρμενία μήτε χαρτί μού στέλλει μητ' άπολογίά Τώρα χαρτί μοϋ στέλλει κι' άγριομήνυμα — «Θέλεις παντρέψου κόρη, θέλεις άλίμεχε

( 0 ΓΙρβλ. Λαογραφίας Α.' 625: Δ.' 85, II.' ιο2 καί Θ! IQ2 βνθα κα\ &λλ<μ παρα/ιλαγαΐ (a) Πρβλ. Γνευτοδ οβλ. 43' ΠαχτΙκου σΐίλ.. 179. 2 Π · Δωδβκανηβίακή αύγή Oy)30

καί Λαογραφίας Α.' 603, Μ Φ® Β« »34·

Page 145: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

θέλεις τά μαύρα βάλλε καί γίνΟύ καλογρί)!, καί μέ παντροβλο(γ)ούσι μέσα στήν Άρμενίχ καί πέρνω άρμενοπούλα, μά(γ)ισσας παι(δ)ί μαγεύει τό καράβι καί δέν πορπατεϊ μαγεύει τό θαλασσί καί δέν κυματεί ία έμάγεψε καί μένα καί δέν έρκομαι - | Τότες στρατίζει Ι κόρη καί ΒΗ στήν 'Αρμενία καί πάη καί ποσώνει μές τής Έλενιάς — » Ώ κόρη μου, Έλενιά μου, πούναιν ό άντρας σου: — «Είς τό κυνήγι λείπει καί κάσσε κι βρκεται». — «Δέν ημπορώ νά κάσσω καί δέν καρτερώ τρία λόγια χρησιμεύουν καί νά τοο τά πης ή δόλια του καμάρα τώρα χάλασε καί ή άλυγή του βέργα τώρα λύγισε τά δυό του περιστέρια έζεπετάσσασυ» Τώρα μισευγει ή κόρη πίει στό σ/rin της τό βράδυν ήλθε ό νέος άπ' τό κυνήγι του — «'Εδώ 'ρθε μια κοντούλα μια ληόβεργη ή δόλια σου καμάρα τώρα χάλασε ή αλύγιστη σου βέργα τώρα έλύγισε τά δυό σου περιστέρια έζεπετάσσασι» —«Ή δόλια μου καμάρα είν' ή μάννα μου κι' ή άλύγιστή μου βέργα είναι ή γυναΓκα μου τά δυό μου περιστέρια εΐν' τά παι(δ)ίκια μου καί τώρα 'γώ μισεύγω πάω στό σπίτι μου».

28. Ή Τροφίμια (Έκ τόυ Δωδεκαν. Ημερολογίου Ι925 σελ. 115 κ α τ άνακοΐνωαιν Καλλίοοας Β. Χαλκιάδου)

Στά χίλια οκτακόσια στά σαράντα έννηά. Ήτο μιά δυστυχία καί κακοχρονιά 'Εκείνο δ> τό χρόνο στής Κάσου τό νησί ήτο μιά δυστύχια τροφίμια περισσή Ούλ' οί φτωχοί δέν είχαν ψωμί \ ά φάγουσι καί τόν θεόν παρακαλούν πώς θ χ περάσουσι οί πλούσιοι δέν τούς δίδουν άπό τά μαγαζιά μόνο τους άρωτοϋσι (β)αστάτε μαϊδια; Μά ό θεός δέν θέλει τή περηφάνεια όπούχουν • άρκόντοι σάν τά Ζιζάνια - ι . • V w

Ι ό μήνα τον Δεκέμπρη στις δεκαέζε του "Εστειλεν αιφνιδίως τά έλέη του και πρόβαλε καράβι άπό τήν Αί'γυπτον σιτάρι φορτωμένο διά τόν Εύρειπον

Page 146: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

- 77 -u

Πέλαγος άρμενίζει, νερά καλιάρισε w

και στή Μακρά τής Κάσου έφουντόρησε Ράσβει κοί μεταράσσει ό καπετάνιος του θαρρεί πώς θά γλυτώση δλο τό κάργος του Μά ώστα \ ά μεταράξη τή δεύτερη φορίί Έπήγεν είς τό φούντο καί γεμισε νερά. Επήγαν oi Κασιώτες μεγάλοι καί μικροί Κι' έθγάλα τό σιτάρι κι' έφέρα(ν)το στό Φρϋ Στά μαγαζιά τό (6)άλα(ν) καί τό κλειδώσανε £έν συμφω\οϋν άρκόντοι κι' έμαλλώσανε Θέλουν νά τό πουλήσουν άκριβ-ακριβά Στό μεζάτι τό βγάλανε ώς γρόσια επτά Ούλοι φτωχοί κωλύσαν δέν τ' άγοράζουνε Κι* εκείνοι φοβηθήκαν καί τό μοιΓάζουνε. "Υστερα δόθη ά£βιαεις δλους τούς φτωχούς. Νά π&σι νά τό βγάλουν χωρίς έμποδισμούς. Επήγαν καί τό βγάλαν όπως μπορούσανε Τριά μιση γροσάκια τό πουλούσανε Πήραν φτωχυί- άρκόντοι κι* έχορτάσανε. καί τόν Θεόν δοξολογούν δπου ξεγνοιάσανε. Δέν είχαν νά ζυμώσουν τά Χριστούγεννα Κνά κάμουν κουλουρακια καί Χριστόψωμα καί τώρα τό Γενναρη στά Θεοφάνεια Θά κάμουν κουλουράκια γιά περιφάνεια £ότε δόξα στό ©FO καί μή περιφανάσθε. Τήν Παναγιά τοϋ Εμπορίου νά πά(τε) νά προσκυνάτε Καί νά τήν τελειώσετε πάντα νά κυβερνάστε Τόν "Α γιο ν Σπυρίδωνα νά τόν περικαλ<*τε και νά Τόν τελειώσετε πάντα Ι ά κυβερνάστε

29. Πουλάκι κλαίει ατό ν ποταμό (1) —— (Κα ΑΙΗ. Γ Μανρή(

Πουλάκι κλαίει στό(ν) ποταμό πώς θ άπομείνη μοναχό, i l άλλο πουλάκι τοϋ 'μιλεί καί μέ τίν πό\ο του λαλεί —«Σώπα πουλάκι μου μήν κλαις παραπονέματα μή λές ^ Καί μείν' άπόψε μονάχο | κι' Φριο θά μέίνώμε τά δυο „ - J ^ " ' κ ά τ ω στο\ Δαφνοποταμο όποδν | δάφνες ή πολλές κι' άλ ικες μοσκοκαρρκ ι έ ς

Μιχαηλίδου | 68

Page 147: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

78

Ι κόκκινες μυρίζουσι κΓ ή άσπρες λουλου(δ)ίζουσι·

30. Εάββατ© βράδυ (1)

(κ. Χαρίδημος / . ριανν αγδ,ς)

Σάββατο βράδυ-ήβγα νά ^υργιανίσω ο* ώραίο περιβόλι που τό ίηλει'-αν δλοι καί ήταν στολιομένο καί πλουμισμένο μέ διάφορους άθεους.

Έ φ θ α ν α έκεΐ — μέσα ΰτό περιβόλι βρίσκω μΙά περιστέρα όπου \|/ηλά έπέτα χρυσά' τον τά φτερά της κΓ ή ώμορφία της καί ή λαλΙά της μοϋ τράβηξε το νου.

Ή λ ι ε λαμπρέ — μέ τΙς χρυσές άχτινες γιατ' ήρθες άπό μπρος μου καί θάμπωσσες τό φως μου (δίς^ καί τό(ν) λογισμό μου καί δέν μπορώ νά δώ

Φθάνει φως μου π ε ι ά - ή τόση άπονιά μ* ένα σου βλέμμα μόνο κείνο μοϋ φθάνει μόνο ("δις) ν ά χ ω παρηγ*ορ!ά

31. Ή χηροποϋλα (χορός «Ζερβός»)

(Κος Χαρίδημος

Μιά χηροπουλαν ά(γ)αιτώ χι* έκβίνη H p μέ θέλει "Αη-μου Παντελβμονα Τι έχουν δαίμονα

Λέω τη ; πώς τήν ά(γ)αΐΓώ χι* αύτη του λόγκου κλαίει Μά τδν itp οφήτην Ά η ν- Ηλιά 1 χηροπουλα 'ν χώ(ρι)ς μυαλά.

M m χηροποΰλαν ά(γ)απ«> χαί 6 θ$4ς νά βοr/JqoiQ άμύγδσλον, «τσάκισα και μέσα σέ ζωγράφισα

τδν μακαρίτη ν άρνιστξ, μένα ν ά(γ)απήτ{) άλυγαριές και μάραΟα τα λόγια πούπβ; τάμαΟα .

(ι) ΣΗΜ. Τό tie μα toifco ώς καί τό ί>π' άριθμ. 32 δέν φαίνον- ται δημώδη, δον'ί0

§| έν Κ'ίσφ. ΠβρΙ ro« μέλλοιίς αύτών Ιδέ τό μουσικ6τ μέρος

ΰμιοζ

Page 148: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

ί - 79 -Νά κάμω θέλω μιά καρδιά είς τ&υς καλαιζή(δ)ε;

Τήν έρημη μου τήν καρδιά Κάμε μου άσαάκι ?Αήν·Ηλιά

Καθώς τήν ήκαμες καί ου κι ήχαμες πως (δ)εν μ εί(δ)ες. ί)ά κάμω άσσάλι τήν καρδιά γιά σένα "/ήρα μοναχά.

νΑ(ν) (δ)1ν σέ κάμω νά (γ)ενης λιανά σάν το μετάξι κι' 3,τι κι αν εχη αφέντη GO υ Οά χάση γιά τδ κέφι σου

Κι* δ,τι κι1 άν εχβι ή μάννα σου οτους ''Αγιους νά τό τάξη

κι' 2,τι κι' αν εχει ή μάννα σου Οά χάση ατά Ινάδγι^ σου.

32. '© Γιουαούφ-Άράπηδ

(*. Χαρίδημος Γιανναγας)

Σέ σένα πρέπει πειά πολύ...

νά κάνης τόνχασάτη...

Θαρρείς πών έγε\νή\)ηκες ..

μαζι μέ τό μασσάτι

Μωρέ Σταμάτη

Γειά σου μπρέ Σταμάτη βρε μερακλή χαοάπη

Μωρέ Σταμάτη.

Βάοτα μπρέ Σταμάτη οονρτούκη κι άκαμάτη

Μέ τό χασαπομά;(αιρο

Έσοϋ πρέπει Φραγκέσκο

πάντα 'χει τό σσιγκέλι σου

Παχύ κρέας και φρέσκο

Γιο υοουφ-Άράπ η

Γειά οου βρέ Φραγκέοκο ποϋ οψάζεις κρέας φρέοκο

Μωρέ Φραγκέοκο

Γείά οου μπρε λεβέντη Γιατ9 ά(γα)πά; το γλέντι

Πρέπει σου Γιώργη Κρητικέ

ή χασαπομαχαίρα

Γιατ '(δ)αμαλάκι καί άρ\ί..

μ#ς σφάζεις κάθε μέρα

Γιο υοουφ-'Αράπη

Γειά οου μπρέ Έργάκη που οφάζεις πάντ* αρνάκι

Μπρέ Έργάκη

ή Κρ))τ(κΐά οου βράκα κι' έκείνη πίνει ράκα

I S Hrpl του ποιήματας τούτου ίδέ τήν οημείαοιν Η itf c ης ορλί^ος.

Page 149: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

- so -33. Τσακίσματα

Mi το μέλος τον «Ζερβού» μέ τό δχοϊον λέγεται τό υπ άριύ. 31 $ομα λέγονται Ιπίσης καί δίοτιχα τοϋ Γάμουj τοί> Γλεντιού καί του Χοτ ρου (δρα «δίοτιχα*).'Ως «τοακίσματα* δε λέγονοιν άνάλογα τινά μετά χάτω&ί:

—-"Έλα νά παμε στο νησί

ή μάννα σοϋ κι' έγώ κι' έσυ

— Έ λ α νά παμε μάδια μου

κι ας φέρουν τά κομμάδια μου

—*Αη μου Γιώργη αράπη μου

κι εβλεπε τήν άγάπη μου

—"Αη μου Γιώργη της Χαδιές

κ ί εβλεπε της μελαχροινές

— Έ λ α νά παμε στο χωριό

ή μάννα σου κ ί έσύ >;ι* έγώ.

—"Άη μου Γιώργη γιώργευγε

τήν αγαπώ μαργιόλευγε.

—Τίνος είν έτοΰτ" ή κόρη

πούναι βιόλλα—καί σταδόρι.

— Ελα νά παμε έκει που λές

που χάνουν τά πουλιά φωληές.

I —Αμύγδαλο μου δηό λογιώ(ν)

νόστιμο και μελαχροινό.

— Έ λ α κοντά δέν έρχομαι

μικρούλα 'μα ι καί ντρέπομαι,

— Έ λ α κοντά κοντήτερα

vqi σ αγαπώ καλλίτερα

—Άλλο ίμονο άλλοίμονο

ψιλό μου δενδρολίβανο

—Ι Αλλοίμονο κι* πάλι άλλοι

Έρά(γ) ισα σάν τ J γιαλί.

— Σ τ ε ί λ ε με μάννα στό νερό.

νά σου τό φέρω δροσερό

£—ΚΓ οίν δέν στό φέρω δροσερό

τά μάδια μου νά μ ή χ α ρ ώ .

— Σ τ ε ί λ ε μάννα στε ίλε με

κ Γ αν αργήσω δεΓρε με.

V - Ά μ υ γ δ α λ ο τ σ α κ ί σ μ α τ α

είν της άγάπη ς π ε ί σ μ α τ α .

— Σ α λ ο ν ι κ ι ά μου πέρδ ικα

στά δ ί χ τ υ α σου μ π ε ρ δ ε ύ τ η κ α

—·*Ω ^οσμαρί μου πράσινο

τό νου μου ' χ ω γιά χ ά σ ι μ . ο

— Ά λ ι γ α ρ ι έ ; καί μαρ ιολ ιές

αν μ' άρνηστης 8ά φας κλωσσ^ες

V - - Έ χ ε ι ό θεός γυρ ίσματα

να πληρωίίουν τά πε ίσματα .

— Στά δρη βγαίνη ή κάππαρ ι

τα χε ίλη σου 'ναι ζάχαρ ι

— Κ α λ ή βαρκουλα πάρε με

κι δ£ω στή Μπούκα βγάλε με.

—Κείνη που φορεί τό βέλο

θέλει με μά (δ)*(ν) τή θέλω .

— Καθρέπτης μά(γ)ουλο γ ιαλ ί

μή φέξΐβ; άλλονοΰ νά

— Νάμουνα στή γη Χορτάρι

καί του φουστανιου σου στάρι .

—Νάμουνα οτή γή χ α λ ί κ ι

και στό 'φτίσου σκολαρί/1

—Θάλασσα φουρτουνιασμένη

τήν καρδιά μου ' χ ε ι ς καμένη

— Χ ί λ ια τάλλαρα 'ναι ποΰρι

κολωνάτα μέ τή μούρη.

Πρβλ. ΙΙαχτίκου *ελ. $ι, .59» Μ 68, Μ 8ο, 82, 85, 90.

Page 150: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Β ! — s i -34. Τά Κεφαλωνίτικα (χορός)

( Η. Χαοώ, Γιανϊαγ&ς)

Κ α ί τά mfotitivtiwa στον Πύργο εΙν άρα'γ)μίνα ελα έλα ftερΰιχά μου

στ άγκαλάκια τά δί*ά μου καί καρτερούσαν τον χαιρο νά φύγουν τά καϋαενα

Δος του του χο^ου υι άς πάη τούτη η γης 6ε νά μ ά ; φάγ τούτη ή πατούμε άπο κάτω 5ε νά μπούμε,

35. CuXoe τά πουλάκια £υγά— ζυΥά ΛΓα Λ/*. Γ. Μαυρή

Ο ύ λ α τά πουλάκια ζυγά — ζυγά το έρημο ζ αηδόνι το μονάχο πε,οπατεΓ στους κάμπους με τον οητο. I Iε ίπατε? καί λί(γ)ει χόί κελαϊδεΓ. « "Αντρα μου πολίτη καί πραμματευτ-η $ Που την ν,υρες μου αύτη τη ν>?α τη ξα65ομαλλουσα, χαι Καστ/5ΐ^ά, άπο τ έ ( ν ) μ α χ α λ ά ί|·ξ έ π ι α σ α και την ά μ ο ρ φ α τ η ; . . . . . · ( 1 )

( ά τ ε λ ε ; )

36. "Αλφα λέγω ν άρχινιίαω (Κα ΑΙΗ. Γ. Μανοή)

"Αλφα - λεγω ν αρχινήσω κφη ; μου νά σ αγαπήσω

^ Η Η Β κ ^ Β ή τ α — β ]3αία. σοδ λέγω • οτι να σε πάοω Μ |

£ νομμάΰΐ* * |

γ ΐά τά δυο σου μαυ,οα Δ Λ τ α — δ ε ν τ ν φανε/^νω ^

καρδούλας ^ υ τον πτνο.

ΖΐΛτα~ζ<*νομαι τ ά , ^ δ ι α ^

γ?ά τά δυο σου μαυοα φ/?υθ2α. ^

* I V (ά-ελις )

« Πρβλ. ΠαχτΙκου οελ. καί λαογραφίας 159 ^ » Πρβλ. ΙΙαχτίκου βελ. Ιΐ8,

Page 151: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 82 —

37. Τό νάμι

Μιά χ όρη (ά)που τήν ? Α μούργο νά ταςει(δ)έψτβ θ έ λ ε ι

νά τα£ε·(δ)εψη (δ)έν μπορεί νά λάμνη (δ)έν εί£ε(υ)ρει.

Μέτρα τρακόσια·ουό φλουριά ναύλος του κεφαλ ιού τ η ς

μέτρα χαί αλλα έχατό νά βγτ) μέ τή(ν) τ ι μ ή τ η ς .

Κ Γ άπής τήν έλαργάρασι έ;ήντα-ονα μ ίλ ι

Ιποδιαντράπη ό ναύχληρος χ ι ηπλωσε στο (β )υζ ί της .

Κι1 ή χόρη (ά)που τήν έντροπή η π ε ^ ε κι Ι λ ι γ ώ Ο η .

Κι ό ναύκληρος ένόμίσε πώς είν' άποΟαμμε^η.

Κ Γ άπό τά Λοδια τήν άρπα(ζει) και στο γ ιαλό τ ή ( ν ) ρ ί χ τ ε ι .

Τά ρέμματα τή(ν) πήρασι στον κόρφο της Ά τ τ ά λ ε ι α ς .

Και μιαν ημέρα Κυριακή μιάν άκρι(β)ήν ημέρα

ήβγαν Ι Άτταλιώτισσες να πδ(ν ) νά συργιανίσοο(ν)

και βρίσκουσι τή(ν) κοπελιά στέν αμμο ξαπλωμένη .

Και μοιριολό(γ)ϊ λέ(γ)ουσι κΓ ουλές τω(ν ) τήν έκλ*ί(γ)α(ν) .

— « Έ δ ε κορμί γιά καμπουχα καί μέση γ ιά ζωνάρι

μασουροτουρνί.(δ)άχτυλα γιά τό μαργαριτάρι.»

'Εμπιάσα(ν) τη(ν) κι έπήρσ(ν) τη(ν) σέ έκκλησιά με(γ )άλη .

— «11από(ο)2ς, πουν1 | άλλα(γ)ες | χρουσοκεντημένες

καί πούνεν | (ώ)μορφόδιακος άπου ί)ά τή (ν ) ςοοιάση ; »

Μπαίν ή καμπάνα νεκρικά κΓ ό κόσμος κου(β)χλ ιέτα ι .

"Οπου (γ)υναϊχα κλαίει τη(λ), Κ αντρας τή(ν ) 8α (υ )μάζε ι .

ΚΓ Η πουλί, καταμεσής της έκκλησιας προ(β)άλλε ι ,

και με φωνή, γλυκεία φωνή ενα τρα(γ)ούβιν ε ίπε :

— «Κόρη άφρατοζύαωτη καί κοσμοζηλεμενη

ή μάννα σου κΓ άφέντης σου που σ' εχουσι χ α μ έ ν η

χι Ι νηός που μέ τά χε ίλη του εχε ι σε φ ιλημένη

έπεψα(ν) με στή ςενηοειά να π φ 'να μοιριολό(γ)ι

Ι άκούση 1 κόσμος κΓ | ντουνιάς ν" άκουσ* ή ' Εκουμενη*

κι' έκεΐνο(ν) που σέ πρόσβαλέ νά τό(ν) κατα(δ)ικάσου(ν)

και μια κατάρα(ν) νά του ποΰ(ν) :

Μέ; στο κ α ρ π ο υ γυρνά γοργόνα νά πη(ο)ήσ·β

κ α ι ν άλουστη το νάμι του σ 'Ανατολή καί Δύση. (Γ )

(Ο ' Ετέρα παραλλαγή τοδ kx Μιθ. 2Λ, άσαατος σ«λ- 73·

Page 152: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 83 — 38. ΈαεIg οί νέοι τ&χετε.

(κ. Ζ. Χαλκιά&ης)

Πέρα στή πέρα (γ)ειτονΐά, πέρα στή πέρα ρύμη έκεϊ(δ)ά κά(θ)εται μία γ-ρ(η)ά κά(θ)εται κι' ένας γέρος £χου(ν) κι' ένα κακό σκυλί, κι' ένα άμορφο κορίσσι Κορίσσι κρουφογκάστρωτο και *ρουφο(γ)εννημένο στό παραθύρι κά(θ)ετσι τούς μήνες λου(γ)αριά£ει Τί μήναν έγκαστρώθηκε, τι μήνα θά (γ)εννη3η Σεττέμπρ, Οχτώβρη δροσερέ, Νοέμπρη και Δεκ^μπρη (Γ)εννάρη ( γ ) έ ν \ α τοϋ Χριστού πρώτη άρχή τοϋ χρόνου Φλεβγάρη φλέβε5 άνοιγες τις ρώ(γ)ες του (β)υ^ΐού μου γιά ν άνατρέψω τ αρφανό και νά τό με(γ)αλύ^ίυ Κα! νά τό (β)άλω στό σκολεΐό τά γράμματα νά μάθη Μάρτη μου μέ τά πούλλουδα κι 'Απρίλη μέ τά ρόδα Μάη καί μά(γ)ε\]/έ μου το τόν νηόν όπου μ' έ(γ)άπα άπού μ' έφίλα κι* ήλε(γ)ε ποτέ του (δ)ε μ* αρνιέται Τώρα Θωρώ κι άρνήστη μου σά στάρι στό χωράφι άπου τοϋ πάρου τό(ν) καρπό κΓ ά(φ)ήκου του τή(ν) οάπη Βίου τής ράπης μΐά φωδίά κι* ή μαύρη Γής πομενει νΕσσ' εί(ν) κι εμού ή καρδούλα μου μαύρη κι1 άραχνιασμένη Κάνω νά τοϋ καταραστώ μά πάλι τό(ν) λυπούμαι ένα(ν ) τόν εχ ή μάννα του και τό(ν) θεό φο(6)οϋμαι Μά πάλ* άς τοϋ καταραστώ κι ότι τοϋ μέλλ* άς πάθη 'Από ψηλά νά κρεμμιστη κάτω στή Γή νά πέσ^ Σά(ν) τό γυαλί νά |5α(γ)ισΓή σά(ν) τό κερί να λυώση Νά μπιάση δώδεκα δίατρούς και δέκα μαθητάδες Καί δεκοχτώ μπιστευτικούς νά γιαίνου τις γιαρά(δ}ες

I - ΚΓ έγώ διαβάτης νά (γ)βνώ διαβάτης νά περάσω

p ; κΓ όμπρός στήν πόρτα νά σταθώ και νά χαμυ(γ)ελα*ω — «Καλώς τά κάνετε, διατροί, καλώς τά πολεμάτε

* νά κόβγετο τά κρέατα και νά μή τά λυπάστε κΓ εγώ πανί σας ή-ρερα ε ι κ ο σ τ έ πήχες τις δέκα βάτε γιά £αντό, τις δέκα γιά φασΓονια τις άλλες τΙς υπόλοιπες άφήτε σάβανο του»- _ —«Μωρ' άσπλαχνη, μωρή Έλλοϋ, μωρή κακη (γ)υναικα (δ)έν είχες κρίση νά μέ πάς, καδή γιά νά με κρινης μόνο μ' άφήκες σΓ0 θεό πούναι δικαιοκριτης | 1 ,ΓΕσσι 'ναι, μάδια μου, έσσ ει(νε) Η (αγ)απα και χάσει καί φαίνουτταί του τά (β)ουνΐά τά πάνω-· κάτω πάσι Ε σ ε ί ς οί οί νέοι τώχετε τό δέντρον ά(γ)απατε καί σά(ν) θά φάτε τό(ν) καρπό τό δέντρο λ η σ μ ο ν ά

Γνβοι οδ 5 : s , " 2 S & " 3 , 6

*ν*α m% .^ραλλαγαΐ καί Λαογραφία; Α! Φ 6*6, Β. 59^, ^ 4,

Page 153: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

39. 6C Σπαθοκονταρεμένος

Ενας καλός πραμματευτής μισεύγ' άπό τή Μπόλη συρνει φοράδες δώδεκα κι' άλυγα δεκαπέντε καί μάλαμα τά φόρτωσε κι ' ώς το(ν) Μωρηά τά πάη. Στό δρόμον δπου πή(γ)αινε τραγούδιξε και λέει «(Δ)έν εχ ί ΐ κλέφτες ό Μωρηας (δ)έν εχε ι χαραμήες να μπιάσου το(ν) πραμματευτή νά πάρουσι τις λίρες ; 'Ακόμα 6 λό(γ)ος ήστεχε, νά πέντε χαραμήες οί δυό τι(ν) ζώνου ά(π)ό μπρός κι οί α λ ) ο ι δυό ά(π)ό πίσω ό άλλος 4 μικρότερος μ^ά μαχαιριά του δίνει . Στά στήθη του τήν ή(δ)ωκε στή ρ ά χ η του έβγήκε . Κι υστέρα τόν άρώτηξε 'πό ποΰταν ή γεννιά του — «νΕδε κακό συνήθειο τώχετε σεις οί κλέφτες πρώτα σκοτώνετε άΟΟρωπο κι' δστερα τό(ν) ρωτάτε Ή μάννα μου άπό τό(ν) Μωρηά κι ό κύρης μου άπ* τή Μπόλη» Χύνει σφιχταγγαλιάζει το(ν) κι είς τό(ν) διατρό τό(ν) πάει — «Διατρέ που διάτρεψες πολλούς στ.αΟοκονταρεμένους διάτρεψε τ ά(δ)ΐρφάκι μου, χ ί λ ι α φλουριά σου βίω. — «Δια;ρός κι* ίδιάτρεψα πολλούς σπαΟοκονταρεμένους μά σαν αυτή τή( \ ) μαχαιριά (δ)έν ήγιανα ποτέ μου.»

Βγάζει τό χαζιαράκι του στον ουρανό τό π έ μ π ε ι οιγά-σιγά κατέβαινε καί στή καρδ2ά του μπαίνε ι . — «Μάστορη πρωτομάστορη κάμε ενα γλημόρ ι χι ει* τή δεξιά του τή μεριά ν ά χ η παραθυράκι να μπαίν1 ό ήλιος τό πρωΐ καί τό μεσημεράκι

Ψ γιαραμπή πέψ' άγγελο στόν υπνο τους νά στέκη τους ήρτε ά(δ)ικ·θάνατος ώσο(ν) τΤ αστροπελέκι

40. Του γεμιζζή τά πάθη (κ. Ζ. ΧαλκΜ^)

(Γ)οναΐκες πουχετε παιδιά (γ)υναίκες π ο ΰ χ ε τ άντρες

άφοκραστήτε νά σας πώ του γεμιζζή τά πά&η

Καρά(β)ιν έκιντύνεψε στόν κόρφο τής Ά τ τ ά λ ε ι α ς

«Ιχιν Όβριό πραμματευτή καί Τούρκο καπετανο

είχε καί τριά ρωμηόπουλα που τους καιρούς γνωρίζα(ν)

τωνά 'βγαινεν άπό βραδί>ς τ' άλλο τό μεσονύχτ ι

τό τρίτο τό μικρότερο δπό ώρες νά ξημερώσ^

— Β Εβγα βρέ μουσσο στά παννιά νά ( δ )ης τ ί κατεβαίνε ι»

ΙΙαιζο(γ)ελόντας Ιβγαινε κλαίοντας κατεβα ίνε ι

— «Τι ' χ ε ι ς | | μουσσο καί μουγκας και βαρυαναστενάζεις ;»

« θ ω ρ ώ τής Κρήτης τά βουνά Η άσπρίζου(ν) και λ υ γ ί ζ ο υ ν )

Page 154: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

- 85 -θωρώ τη Μαύρη θάλασσα ποΰ μέλλει νά μέ φά(γ)η Ταχτήτε , Τοΰρκοι, στά ζαμι*, Ρωμηοι στά μοναστήρια Τάξου και σί> βρε σκΰλλε 'Οβριέ τrj(ν) πίστί σου ν άλλάξης» Ούλοι τους έταχτήκασι καί ό καιρός κοπάζει, Κ ι άφου δ καιρός έκόπασε 'Οβριός τό μετανοιώνει κι' άρχίζει καί ή θάλασσα και παρευτυς φουσκώνει. Γεμίζ' ή θάλασσα πανιά καί τά καράβια σ(γ)έρα καί πάλι ξαναγέμισε παλληκαριών τά χέρια (1)

41. Τρελλάθηκα μαννουλα μου (#. Ζ Χαλκιάδη.)

— «Τρελλάθηκα μαννουλα μου μέ τ}) γειτονοπούλα μου δυό χρόνια ν ποΰ τήν ά(γ)απώ και ντρέπομαι νά τ η ; τό πώ Σύρε μάννα και πέ της το κρουφά κουβέντιασέ της το.» Πέρνει τή ^όκα της καί πά βρίσκει τήν κόρη καί κεντά

— «Ώρα καλή σου λι(γ)ερή — < Καλώς τη τή(ν) μάννα τή(ν) χρουσή — «Κόρη μου ό γυιός μου σ άγαπει Μά ντρέπεται νά σιΰ τό πη » — »Σα(ν) μ άγαπα καί ντρέπεται στό σπίτι μας πώς ερκεται» — «Έρκεται καί ξανάρχεται μά ή άναπνιά του πιάνεται.» — "Εσσι (δ)4 (έ)πιάνετο * ί *μοΰ κι' ήθελα άλλοι νά του ποΰ(ν)». Πέρνβιμουρδέ ή γρ(η)ά «τό γυιό

Κ Ι ποΰ λίμβνβ ατο(ν) βαιταό Πιάνει κι ό γυιός στρατί στρατί

Ι ® · ; ; ~ βρίσκει τή(ν) κόρη μοναχή Κ ί έ(δ)ώκασι τό λό(γ)ο τους τή κρουφοαρα(β)ώνα τους Κ ί εμώ σασί στήν *Α(για) Κιουρά νά παντρευτοΰσι τωρινά Στήν Παναγιά τοΰ Εμπορ ίου ^

νά μήν άκοόου(ν) κανενοΰ (2)

ω to ΜιχοηλΙΒη » * ΛαοΥρβ-ρώς Λ. # 6,8 ^ «» | f g g j 8 « α ρ α ^ α ν ή ν «Ις - A So « *

ι

Page 155: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

^ Η Μ Η Β Κ p 86 fe

42. Έγώ 'μαι ξένο κι9 αρφανό - , ^ Β

£ · Χαλιάδη,ς)

Εγώ ' μαι ξένο χ ι αρφανό κι 030 γυρίζω μονάχο το δρόμο (δ)έν είξεύρω ναρτω μάννα μου νά σ' ευρω. Καί πιάνω τό στρατί-στρατί.

— Τρέχου τά μάδια μου βροχή , στρατί τό μονοπάτι — α* είσ' άγάπη μου δροσάτη. Τό μονοπάτι μ' εβγαλε

— κι ή άγάπη μου μέ ξέβγαλε στής αγαπώ τήν πόρτα που τήν ήξερα καί πρώτα. Βρίσκω τήν πόρτα σφαλιχτή

— τρέχου(ν) τά μάδια μου βροχή καί τά κλειδιά παρμένα — κλαίτε μάδια καϋμένα Καί τους γειτόνους άρωτώ πούνεν ή νέα π ' αγαπώ μέσα 'ναι καί κοιμάται κ Γ έσένα συλλογάται. Αν εκοιμάσαι ξύπνησε

καί μετά μένα μίλησε κι' άν αγρυπνάς κοιμήσου κι Ιμένα συλλογίσου Καί άν είσαι μέ τή μάννα σου πάρε κι έμ4ν άντάμα σου (1) κι άν μέ τόν ά(δ)ερφό σου πάρε μ' άγαπητιχό σου Κ Γ άν είσαι μέ τό κύρη σου πάρο με μέσ στό σπίτι σου νά κάσσω στό θρονί του και νά πάρω τήν ευκή του.

(1 ) ΚΓ ά(ν) μέ τήν ά(δ)ερφή σου πάρε με κΓ έμέ μαζί σου

(ίτροσδήκη Κας ΑΙκ. Γ. Μαϋρή)

43. Σηκώνομαι ό κα(ϋ)μένος ι ^ ^ ^ ^ ^

Σηκώνομαι Ι καϋμένος βά(ν) παραπονεμένος

Page 156: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

χα ι τ αρματα μου πιάνω πάω νά κυνηγώ. Στό(ν) δρύμο ποΰ πη(γ)αίνω ψιλή βροχή μέ πιάννει τόπο νά ησυχάσω (δ)έν ή μπορώ νά βρω. Έ κ ε Γ βλέπω 'να πύργο ποΰ λάμπει οά(ν) τόν "Ηλιο πουλί κά(θ)εται πάνω και γλυκοκελαδει καί ό κελαδισμό; του μοΰ φαίνεται νά λέ(γ)η : «Χαρείτε σίίς οί νέοι πουνετε τόν καιρέ Νέοι καί νηές χαρήτε καιρό μήν καρτερείτε γιατ' ό καιρός διαβαίνει καί δέ(ν) γιαγέρνει πειό (1)

44. Ό Βοακό; και ή Άνεράδε$ I Τό άομα τοϋτο κα&ώς *άΙ τδ άμέοως έπόμενον δήμο-

οιενομεν μόνον διά νά εΐμε&α πλήρεις δοον ενεστι είς την περιουλλογην τών Καοιακών ποιημάτων. Τδ ποίημα τούτο άναφέρει ό καθηγητής Ρώς εϊς τδ βιβλίον τον Reisen auf den Grieschischert inseln des Aegaeischen Meeres είς τδν 3ov τόμον καϊ οελίδα 179 (Stuttgart 1845) ά>; άδόμενον έν Κρήτη, Κάοφ καϊ Καρπάδω. Τά δημοοιεύομεν, καίτοι ήμεΐς δεν άνενρομεν ταϋτα είς τάς έ-ρεύνας μας.

Ε ν ν ι ά χ ιλιάδες πρόβατα έννιά αδελφοί τά βλέπουν οί πέντε πααίναν γιά φιλί κι οί τρεις γιά τήν άγχπη. Μόνον Ι Γιάννης 'πόμεινε στή μέση τών προβάτων τά κυβερνάει τά πρόβατα καί βλέπει τό κοπάδι. Πάντα τοΰ λέει μάννα του πάντα παράγγελέ του. Βλέπε σε Γιάννη fβλέπε Ι | σοΰ λέει Καλογιάννη. Στό μονοδένδρι μή άνεβης στους κάμπους μην κατέβης. Καί στον άπάνω ποταμό μήν παίζεις περνιαύλι κι" έρθοΰν καί μονομαζευΟοΰν τοΰ ποταμού άνεράδες. Κ ί έκεΐνος δέν αόκράστηκε τής μάννας του τά λόγιοι. Σέ μονοδένδρι άνέβηκε στους κάμπους έκατέβη. Καί στόν άπάνω ποταμό επαιζε περνιαύλι | " χ ι ' έκεί 'ρθαν καί μαζεύτηκαν τοΰ ποταμού ανεραδες. — Παίζε τα Γιάννη παίζε το, παίζε τό περ-ιαυλι θέλεις λογάριν, Ιπαρε. θέλεις μαργαριτάρι. _ Θέλεις τήν κάλλια τοΰ χωριοΰ § § πειο ωμμορφη του κόσμου, — Μήτε λογάριν θέλω 'γώ μήτε μαργαριτάρι. g Μήτε τήν κάλλια τοΰ χωριοΰ και πειο ωμμορφη του | | | Λ | Τήν Εύδοκία θέλω γω τήν κηλαδολογουσαν | δπου χηλαίγει της αόγές καί τα πουλιά ξυπνουσι.

( 0 Πρβλ. Σιγάλα «βλ. | |

Page 157: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

4 5 . Έ ρ ω τ ι κ ό ν

( Καϊ τό ποίημα χοϋτο ώς χαI τό προηγούμενον ανα-φέρει είς τό β'βλίον τον δ Ross ώέ ή,δόμενον ίν Κάοφ καί Κρήη). SM βλέπει δ αναγνώστης πρόχεπαι περί δι* στίχων ανναρμολογη&έντων, ίν οϊς πολλά είλημμ&α ix τον «Έρωτοχρίτον*. Περίεργον φαίνεται ήμιν πώς ίν xjj συλλογή τοϋ Passow (i860) είς ην δημοσιεύονται τά ποιήματα ταϋια ώζ ληφ&έντα έχ τον βιβλίον τον Ross δεν αναφέρεται δτι jjiovto χαϊ ίν Κάοω, άφον δ Ρώς χαί γερμανιοτΐ άχόμη τά εχει μεταφράοει xal τά εχει δημοσιεύσει είς τό αντό βιβλίον εις αντό τοντο τό περί Α άσου χεφά-λαιον, ήτοι ίν τω 3φ τόμω xal σελίδα 32-50.

Τή λαμπιράδα τ ή ; φωτιάς ώρέγουμουν χα ι 'θωρούν χ ι έσ ίμωια χ ι έκάηκα νά φύγω δέν ημπορούν. Ό τ α ν ρ πρωτοΐδανε τά μάτια τά δικά μου τό στήβος μου *ταν ανοιχτό και μβήκες στήν χαρδιά μου. Κι ώς σ' ήβαλα, έκλείδωσε έν θέλε ι πε ιό ν* άνοίςη χαι τί· χλειδιν έτσάκισε άλλου νά μή σέ δείξη. Ζωγραφιστόν σ δλον τόν νουν ε χ ω τήν στόρισή σου xa l δέν μπορώ πλε* άλλη νά δω παρά τήν εδική σου.

ποιος μέ αίμα τής καρδιάς μιά ζωγραφιά τελε ίωση κάμνει την ευμο φη πολλά καί δέν μπορεί νά λυώση . Λιγοθυμώ στα νά σέ δώ, κι δτχν σε δώ τρομάζω χι οταν σέ ' δ ώ σβύνει ή φωτιά χα ί πάλ ι κατατάζω. CU νους μου 'γ ίνε ι ποταμός κΓ απάνω σου ξετρέχει χι Ι άπονή σου ή καρδιά χάνει πώς δέν κατέχε ι . Σάν οφις τρέχω στό νερό και τα νερόν ένίσαι δός μου νερό νά μή χαθώ κι ' αλύπητη μήν είσαι. 'Ασπρης τριανταφυλλιάς κλαδί, κόκκινο π ε ρ ι χ ά λ ι εις δλες τής έλεύθερες έσύ 'σα ι τό κεφάλι . Άερ ινόν β α η λ ι κ ό έχε ις στήν κεφαλή σου ψεγάδι δέν ευρίσκεται άπάνω στό κορμί σου. Τά μάτια σου 'ναι όλομαυρα σάν τής έληάς τό ρέγγι τό πρόσωπο σου 'ναι γ ιαλι § | δλο τόν κόσμο φέγγ ι ι . Πράσινη τέντα του Πασά καί μαστραπά του Χ ά ν η δστις γυρίσει χαι σέ ' δ ή τό λογισμό του χάνε ι , θαυμάζοαεν σάν περπατεΐς πώς δέν άνδουν ή ρουγες και πώς δεν γίνεσαι αετός μέ τΙς χρυσές φτερούγες. *1ντά ' χ ω xal δταν θά σέ δώ, πόδια και χέρ ια τρέμω μέ τήν καρδιά μου σ άγαπώ γιά τούτο τά παθαίνω^ *Ασπρον τριανταφυλλάκι μου με τά τριάντα φύλλα τρέμει ή καρδιά μου σάν σέ δώ σάν τής μυρτιάς τα φύλλα ,

*0ταν σέ πρωταγάπησα νά σου τό π φ πώς ήτον έμπρος στήν πόρταν ήστεκες κΓ ήμερα Κυριακή τον. Μέσα στου υπνου τά γλυκεία στοΰ υπνου μου τή ζαλη έρχεται χαΓρηνευει με βασιλικού κλωνάρι. Ίνσάφι χάμε απον^ μετάβαλε πειά ή Λος δές τ ί γιαγκίνην άναψες είς τό δικό μου στήθος. Γιά δές μ« *αι λυπήσου με κλαύ ιε μ άν έκατέχε ις β ά λ ί άγχαλάκια σου μιι μαθημένο ν μ* $](tvs.

Page 158: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

m 4 mmMb flu^jg»

I B I I θ·#

Δ Ι Σ Τ Ι Χ Α ή C ΜΑΝΤΙΝΑ(Δ)ΕΣ > ...Γιά νά οννταιριάσ}] κανένας δέκα χαί είκοσι καϊ

τριάντα στίχους, που κάποτε είναι καί κουιαοί ατδ μέτρο χι9 άλλοί&ωροι στή ρίιια, δε χρειάζεται τίποτε άλλο, παρά μιά καλή περίσταση, μιά εν χαίρια: ο* Ενα νυχτερινό πέ-ρασμα κάτω άπό οφαλ'οτά η ανοιχτά παρά&νρα σέ aid γιορτή, ο* Ένα τραπέζι, σ* εναν κλείδονα. ok ιιιά ζωηρή συντροφιά ξεκλωσσίζονζαι πρόχειρα τά περισσότερα Δίστι-χα. Κι' αμα τύχουν κάπως Ιπιτνχηιιένα κι' Επίκαιρα, ξα-ναλέγονται άπό οτόμα σε στόμα περνούν καϊ γίνονται δη-ιιοτικά καί πανελλήνια

Γ * ω ρ γ . 1ρ·β ίνης —fMg·™——

ΣΗΜ Ή τα£ινόμησις τών δισπχων eig «δίστιχα του γάμου·, «τοδ χορού-, κλίτ. δέν μάς έπΐΓ ρέ.τει νά άναφέρωμεν εις έκαστο ν δίστιχο ν καί τό δνομα του ύ.ταγορεύσαντος α£τό, έκ-τδς δσων διστίχων ύπάρχει σειρά δλη, νγ' ένδς καί μόνου *ροσώ.του ύπαγορευδεϊσα. Λιά τοδτο άναφέρομεν ένταΰθ-α δλα τά όνό;ΐΐΓα τών άνα^οινωσ ά ντω ν ήμίν δίστιχα. Κι Alt, Γ Μαύρη, ΔΙς ΑΙκ. Νικολέττου. ΟΙ κ.κ. Χα ρ. Γιανναγάς. Ίωαν. Λιακάκη:, Ίουλ. Μανωλακάκης Ιωάν. Μανωλακάκης, Εμμ. Μαστρανδρέας, Νικ. Σκευοφύ λακας, Εμμ. Σκευοφύλακας Ζαχ Χαλκιάδες και οί μαθητ&ι Εύστρ. Γ.'Ασλάνης καί Νικ. Διάκου.

I. Δίστιχα τοϋ Γάμου

ϊ . Νύφφη μου κερά νυρρη μου μετα^ωτί) μου σχέπη τόν άντρα ποϋ σου (δ)ώκαμε ώχου και πώς σοϋ πρέπει

2. Τό δέντρο που σου φέραμε κόρη μου στην αύλή σου ροδόσταμο τό πότιζε ώς τέλος τής ^ωίβ σου

3 ΣταλαμματΓχ-σταλαμματίά (γΐεμί^ει τό λα(γ)ήνι κι' ό Θΐύς νά πολύχρονα τ' άνφό(γ)υνο που '(y)ivq ·

4. ΨΩ Παναγία Δέσποινα μέ τόν μονογενή σου στ* άντρό(γ)ΰνο ποΟ (γ)*νηκε νά (δ)ώκης τιψ ευκή

.5. Παί^ε Μχνώλη to βιολί κι' 'Avcu>vq τό λ·χ(γ)οϋΓθ κι* βμεΐς θ or τό πχι\\ίσα)ΐ.ε τ' άντρό^γ)υ\Ό\ eroOro .

6. "Ωμμορφος είνεν ό γαμβρός, μ' αλήθεια και το ταίρι σά(ν) φαιρφουρένιος μαστρατιϊς μέ διαμαντένιο χέρι.

7 . Εύκομαι στους νευνυρρους χρόνια πολλά νά £ ή σ ο υ ( ν ) τοΟ "Αβραάμ και Ιακώβ τά πλούτη ν* άποχτήσου(ν)

Ι Πέτρος κ α ί Παύλος τώ/τασι κ ι ' οί Δ ώ δ ε κ α ΆΐΌστόλοι ν ά ζ ή σ η ή ν υ ρ ρ η κ ι ' ύ γ α μ π ρ ό ς κ ι ' ή σ υ ν τ ρ ο φ ι ά μ α ς δ λ η .

Page 159: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

i . -Επήραμε το(ν) τόν γαμπρό κι έ(δ)ώκαμέ του κόρη άσπρη 'ναι σά(ν) τά γάλατα και κόκκινη σα(ν φιόρι

ίο *Ηρτεν ή ώρα και ό καιρός ήρτε ό καιρός κι* | ώρα νά σμίζη ό βασιλικός με τή(ν) καρνάδα βιόλλα.

ι ι . Έπήραμέ(ν) το(ν) τό(ν) γαμπρό κι' έ(δ)ώκαμέ του ταΐρι χρουσές εΐναιν ή χάρες της καλή σά(ν) περιστέρι.

12. Μποιός ήτον ό προζενητής πούφερε τό μαντίτο νά σμίζη ό βασιλικός μέ τό γαρουφαλλίϊτο.

13· "Ενα κομμάτι μάλαμα ήπεσε στήν αύλή μου και πήραμε το(ν) τό(ν) γαμπρό μέ τήν υπομονή μου.

ι4 "Αρχισε γλώσσα μ* άρχισε μέ τή διδασκαλία και παίνεσε το τόν γαμπρό κι* ούλη μας τή παρία.

ι5. Άνοιγαν τά τραντάφυλλα μές ar άσηαένϊο τάσι τ άντρό(γ)ϋνθ ποΰ (γ)ίνηκε νά ζήση νά (γ)εράση.

ι6. Τ* άντρό(γ)ϋνο ποϋ (γ)ίνηκε χρόνία πολλά νά ζήση βάσανα πίκρες καί καμούς ποτέ νά μή γνωρίση.

ι7. ΤΩ Θέ(ε) μου πούσαι στά ψηλά πολύ παρακαλά) σε τ άντρό(γ)ϋνον πού (γ)ίνηκε χρόνία πολλά τοϋ δώσε.

ι8. Νά ζήση ή νύφφηκΓ ό γαμπρός νά ζή*5ου(ν) κι' οί κουμτάρο 1

νά ζήσου(ν) κι' ή ελεύτερες λά(γ)ίνουν κι' άλλοι γάμοι, ι9· Τ άντρό(γ)ϋνο ποϋ (γ)ίνηκε νά ζήση νά γεράση

σάν τόν άπλάτανο τής Κως νά (γ)εροντοκλωνιάση. 2θ. Φκηθήτε γΐχ τ άντρό(γ)ϋνο, οί Δώδεκ* Άποστόλοι

εύκήσου καί σύ "Α-Σοφίά όπου 'σαι μές στη Μπόλη. 21 j Τ' άντρό(γ)ϋνο ποϋ (γ)ίνηκε είν' άπό τή γενχά μου

ή (δ)ικολογΐά μου κι' ό θ ιός νά τό πολυχρονδ νά χαίρεται ή καρδιά μου

22» Mix μαντινάδα θέ νά πω απάνω στό ρο(6)ύθι χαράς στά μάδία τοϋ γαμπρού ποϋ διάλεξε τή νύφφη.

2 3. Μία μαντινάδα θέ νά 'πω άπάνω στό καισι τ* άντρό(γ)ϋνο ποϋ θά (γ)ενη χρόνία πολλά νά ζήση.

24. Τ' άντρό(γ)υνο που θά (γ)ενη χρόνους πολλούς νάζήσρυ(ν) καί τούς καλούς γονέους των νά άντικαταστήσου(ν).

25. Ή 'μέρ« ή σημερινή Άνάστασι 'μοϋ 'φάνη γιατ' εί(δ)α τ ά(δ)ερφάκι μου κι' ή(6-)αλε τό στεφίνι.

26. Εύχαριστάο τής τύχης μου καί τό Θεό δοξάζω όπούκαμα καλό γαμπρό νά μήν άναστενάζω.

2 7. Νύφφη καλώς μας ώρισες μεσά στό σ,τιπκό μας ούλοι σοϋ χαναλίζωμε νύφφη τό(ν) πρωτογυΐό μας,

Page 160: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

mm:[·' - — — 28. Νύφφη μου κυρά νύφφη μου τό πρώτο ζυμωτό σοι)

ζάχαρι νάναι ή ζύμη σου καί kdcvrio τό νερό σου. 29. Νά ζήση ή νύφφη κι' ό γαμβρός νά ζήση κι'ό κουμπάρος

νά ζήσου(ν) τά πεθθερικά νά μήν τά παρ' ό χάρος 3ο. Μΐά μαντινάδα 6β νά πώ άπάνω στό κεράσι

τ άντρό(γ)ϋνο ποϋ (γ-)ίνηκε νά ζήση νά (γ)εράση. 3ι. "Ενα διαμάντιν ήσμι^ε μ' άφρό τοΰ μαλαμάτου

κι* άντίκες άνεκτίμητες είν' τά συμπεθερίά του. 32. Σέ μιάν άρχοντική γεννίά ήβαλα τή φιλία μου

καί ό Θΐός νά τή(ν) πολύχρονα νά χαίρετ' ή καρδιά μου. 33 'Ίντα 'ναι (δ)ά και τούτο (δ)ά ύ ζένος μέ τήν ζένη

νά (γ)ίνοντται (δ)ικολογΐά και φίλοι μπιστεμένοι. 34. Σήμερον άλλ^ς ουρανός σήμερον άλλη μέρα

Σήμερον άλλη μέρα κι' άλλος ούρανός τί ώμμορφίά τήν έχει τούτος ό γαμπρός

Σήμερον στεφανώνεται αετός τήν περιστέρα Λιμένομε(ν) σε νύφη γΐά νά σέ φέρομε εις τήν Ά γ ι ά Μαρίνα νά σας παντρέψουμε

35. Παρακαλώ τόν "Υψιστο ώς καί τήν Παναγία νά (δ)ώκουν είς τ άντρό(γ)ϋνον παντοτεινήν υγεία (ι)

36. Me κληρονόμους μπόλικους τό σπίτι νά (γ)εμίση καί τόνομα της είς τή γή νά τ1 άποθανατίση.

37. Παιδιά νά κάμου(ν) φρόνιμα μέ τοϋ Θεοΰ τή χάρι νά γίνουν τώ(ν) γονέων τω(ν) στολίδι καί καμάρι.

— Προς τόν γαμβρόν 38. Γαμπρέ τή(ν) νύφφη νά (γ)απάς καί νά τή(ν) καμαρώνης

καί στά μικρά τά λάθη της ποτέ νά μή θυμώνης. 39. Δύσκολον είναι τό πουλί ώς που νά συνηθήση

'πό τώ(ν) γονιώ(ν) τήν άγκαλίι άλλου νά κατοίκηση. — Προς τήν ννφφην 4ο. Σύ νύφφη μου τόν άντρα σου πρέ,τει νά τό(ν) λατρεύγης

καί πώς νά τόν ευχάριστης πάντοτε νά γυρεύγης. — Στ ους αν μ τε&ερονς 4ι· Πολλά ευχαριστήρια κάνω στους συμ/τεθέρους

καί εύκομαι νά τούς ιδώ αίωνοβίους γέρους. 42. Γιατί μας έχαρίσασι κόρη χαριτωμένη

καματερή καί φρόνιμη καί σ' όλα προυκισμένη

(Ο Άπό τοΰ διοτίχου τούτου μέχρι του Η 4? τοιούτου εΓνβ άνακοίνωόΐς Μ i ' Ι ο υ λ '

Page 161: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

'. . ρ m m — Πρός τόν ηροξενητήν 43. Νά πώ και στόν προξενκή(ν) καμμία μαντινάδα

όπούκαμε τήν προξενεία μέ τόσην εξυπνάδα 44. Είναι καλός προξενητής καί τρομερό ξεφτέυι

τ* άδύνατα σέ δυνατά κάνει σά ν) βάλη χέρι — Πρός τους προσκεκλημένους 45. Τούς καλεσμένους πούρθασι μέ όλητή(ν) καρδ)ά μας

εύχαριστοϋμε(ν) ποΰ τιμοΰ(ν) απόψε τή(ν) χαρά μας. 46. 'Επήραμε τή(ν) πέρδικα τήν πολυπλουμισμένη

κι* άφησα με τή(ν) μάννα της μόνη καί χολιασμένη 47. Σηκώσου πετροπέρδικα κι' άνοιξε τά φτερά σου

Βός τοϋ κυροϋ σου τά κλειδιά κι1 άμ εύρε # (δ)ικα σου

— ΕΙς «τά χαλέομαια» (κ. Χαρίδ. [. Γιανναγας.)

ΣΗΜ. Ταύτα έλέγοντο ύπδ τών «καλεοΓά£δ)ων* οΐπνες έφιπποι περιήρχοντο τά χωρία ίτροσκαλουντες είς τόν γάμον:

48. Ρη(γ)όπουλα παντρεύγουττε κι' οί δοό χαριτωμένοι κι* όσοι 'χετ εύχαρίστησι άς είστε καλεσμένοι

49. Τό βρά(δ)υ^ τούς παντρεύγουσι. τό 6ρά(δ;υ τούς βλο(γ)οϋσι Η n εΐχουν εύχαρίστησι ά(ν) θέλουν ας έρτουσι.

5ο. Τό βρά(δ)υ θά παντρέψουσιν άή(δ)όνι καί πα(γ)ώνι καί μέ τοϋ Ρή(γ)α τό παι(δ)ΐ του (Β)ασιληχ τ' άγγόνι

5ι. Με(γ)άλην εύχαρίστησι θέ (ν)ά μας προξενήση έκεϊνος δπου θέ (ν)ά ρθή ούλους θά μας τίμηση

— 01 «Προξενηταί* "Ελεγον : 52. Έλα Χριστέ στήν πλώρη μας κι' ή Παναγίχ ομπρός μας

πά(με) νά ζητήξωμε ένα νηό νά κά(μ)ωμε γαμπρό μας. 53. θεέ μεγαλοδύναμε Χρισιέ καί Παναγιά μας

'φκηθήτε καλορρίζικη νάναιν ή προξενεΐά μαςν

II Δίστιχα του Κλύδωνα ι ' 'Ανοίξετε τόν κλύ(δ)ωνα νά βγη τό πάνω μήλο

πούναι έπάνω στή μηλϊά καί λάμπη σά(ν) τόν ήλιο. 2. Ανοίξετε τόν κλύ(δ)ωνα στ" f Αη-Γιαννιοϋ τή χάρι

όπούναι καλορρίζικος σήμερα ριξιγάρει. 3 Κασέλα μου σταμπαωτή «μέ τό μαργαριτάρι

έφτά πασσΐά(δ)ω(ν) ριζικό έχει ποϋ θά σέ πάρη.

Page 162: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

• — 9 3 — .

4. Άνεκουμπώσου τούρκικα καί ζώσου κομϊανάτα καί έβγα σ" τή κουβέρτα σου καί μέτρα κολλωνάτα.

5 Όσ* άστρα έχει ό ούρανός, τόσ1 άσπρα τό πουγγί σου τόσα ψιλά 'ποκάμισα νά λυώση τό κορμί σου.

6. Στρώσετε τής παρανιστιές μέ τό μαργαριτάρι καί κάμετέ του τόν καβέ του μοσκοκανακάρη.

7. Σκουπίσετέ τα τά στενά τά πάνω καί τά κάτω τής Κάσος τό ρη(γ)όπουλο (ή ή κανακαρά) θέ νά περάση κάτω.

8. Κλείσετε τά παράθυρα νά μήν έμπή τ' αγιάζι καί τοϋ σκονίση τά χαρτιά όπούχει καί διαβάζει.

9. Σεντόλία πεντα(δ)ίπλωτα καί πεντα(δ)ιπλωμένα γΐά λό(γ)ου σου κανακαρά τάχουσι φυλαμένα.

ίο. Σά(ν) ταμπακέρα τοϋ πασσά ήτο ν έτούτ' ή κόρη μη(τ) άνεμος τήν ήσεισε μή(τ)' ήλιος τήν έθώρει.

11. Στρώσετε τό ψηλόν οντά μέ κόκκινα βελούδα γ!ά ν' άκουμπίση τό κορμί τόμμορφον άπό ούλα.

12. Καρά(β)ι ξετελεύγουσι στήν Μπόλι καί στή Μάρτα κι' αύτόν όπ' οΰχεις στή(ν) Μακρά νά τό τραβάς γιά βάρκα.

ι3. Χίλιες χιλιά(δ)ες φουντουκλιά καί τάλλαρ' άσημένα χίλιοι κι'ά(ν) 5α ν α(γ)ε ν νηθοϋν (δ)έν elv ώσαν εσένα.

ι4. Τό μπόϊ σου 'ναι μιναρές καί ό ίσκιος σου περβόλι καί ό ιδρως τοϋ προσώπου σου μόσκος άπό τή Μπόλη.

ι5. 'Ανέβα πά\ω στά βουνά καί ξάνοιξε τούς κάμπους όσα ζευγάρια (ζώα)κι'ά(ν) λαλοΰ(ν)γΐά λό(γ)ου σου τά κάνου

ιό. Στον μπάγκο τώ(ν) κανακαρώ(ν) ποΰ (β)άλλον(ν) τό σιτάρι (β)άλλεις έού τό μάλαμα καί τό μαργαριτάρι

ι7 ,Ανέ(β)α στή κουβέρτα σου πάνω νά σολασσάρης καί μέ τόν Καπετόί-Πασσά νά βγής νά ροζονάρης,

ι8. "Ωστα \ ά στέκου τά βουνά νά στέκη τόνομά σου πατερημά στά χέρια σου, χαρτιά στά γόνατά σου.

HI Καδένα τριακοσιώ(ν) λιρών σοΰ πρέπει στ ώρολό(γ)ι γιατ'είσαι άπό 'ψιλή γεννίά καί άπό με(γ)άλο σόϊ

2θ. Μονάχογυΐέ τής μάννας σου άπου 'σαι γυΐός και κόρη καί είσαι καί μές τό σπίτι σας, ένα διπλό σταθόρι.

21 Μοναχογυιέ τής μάννας σου καί πρώτε τοϋ κυροϋ σου κι' άκρι(β)ονεθρεμμένε μου μέσα στούς έ(δ)ικούς σου.

22. Πρέπει σου κανακάρη μου πρέπει σου τό ψιρίκι πρέπει σου γοϋνα στά νεφρά, καί τό καπετανίκι.

2 3 "Αγγελος είσαι στή θωρ]# σάν αετός στή σέλλα καί σά(ν) σγουρός βασιλικός άπάνω στή καρέγλα.

Page 163: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

I 2 4. "Αγγελος ήσαι στή θωριά καί αγγελικά γχρίζης κι άγγελοβαρσαμίζεσαι κι* δπου κι' άν π&ς μυρίζης.

2 5. Χίλιους νά ' (δ)φ τήν έβδομά(δα) καί χίλιους τήν ήμερα (δ)έ(ν) τόν ευρίσκω πάλ ω τους τόν έ(δ)ικό σου ά(γ)έρα.

26. Μαργαριτάρι τρίκλωνο κι* άπό τή Βενετία πότε θαρτζς είς τήν Μακρά νά ρίξης μπαταρία

i l l Στό Φρϋ μέσα στόν καφενέ έκάνθ)ου(τ)ο και λέ(γ)α(ν) πώς έχεις χαδεμένε μου τό νου τοϋ βασιλέα.

28. Ζωγράφε ποΰ ζωγράφησες τόν "Αγιο Κωνσταντίνο ζωγράφησε τόν αγαπώ στό μαστραπά ποϋ πίνω,

2 9. Μερτίά μου χροι σοπράσινη τά μερτα φορτωμένη τά μέρτα καί τά λούλουδα καί τά φλουριά ζωσμένη.

3ο. Μερτίά μου χρουσοπράσινη άκρι(β)οκανακαρά μου νά μπόρουν νά σ' ένέσπαα νά σ ήφερνα κοντά μου.

3ι Τριάντα κάτεργα 'ρκοίνται άπό τήν Άγγλετέρα τήν ώμορφίά σου κούσασι καί προξενεΐά σοϋ φέρα(ν)

32. Ώ άκρι(6)οκανακαρά έχεις κι' άλλες κοντά σου μά σεΐσα; τό χρουσό δεντρό κι* ή άλλες τά κλωνιά σου·

33. Ώ ταμπακέρα τοΰ Πασά καί μαστραπά του Χάνη όποιος γυρίσει καί σέ (δ)ή τό^ν) λογισμό του χά> ει.

34. Ώ άκρι(6)οκανακαρα πέτρα διαμάντι φίνα καί τ' όνομά σου βρίσκεται ένα στήν "Α-Μαρίνα.

35 Σάν κατεδαίνης είς τό Φρϋ ρωτοϋν οί καπετ&νοι ποίά μάννα τό έγέννησε τοΰτο τό παλληκάρι.

36. Στή Μποΰκα σά(ν) ξεμπάρκαρε είπαν οί καπετ&νοι τέδοιο ωραιότατο κορμί στό(ν) κόσμο (δ)έν έφάνη.

37 Ώ τοϋ Λιβόρνου μιναρέ καί τΓ;ς 'ίντίας βρύση τόνβμά σου 'κούστηκε σ* "Ανατολή καί Δύση.

38. 'Ανοίξετε τό κλύ(δ)ωνα στ' "Αη-Γιαννιοΰ τή χάρη κι' όποΰ 'ναι καλορρίζικος τό μηλο του νά βγάλη.

39. (Β)άστα καλά κράτα καλά τίς σκάλες π' άνεβαίνης βασιλικά χαρτιά (β)αστάς κι' όπου κι π&ς κερδαίνης·

4 ο. Ώ ς είν ό μιναρές ψηλός χτισμένος μέ χαλίκια έσσ ei(vV καί σοϋ τό μπόϊ σου γεμάτο ζαριφλίκια.

4 ι . Όντας σταθής στ5 άναλο^ΐό καί μπιάνης τό \|/αρτήρι καί πζς καί τόν 'Απόστολο τρέμει τό μοναστήρι.

42. Μήλο μου κατακότσινο 'που τή χρουσή μηλέα καί διαμαντένιο (δ)αχτιλί(δι) τοΰ Ρούσου βασιλέα.

43. Ώσά(ν) θάρτής είς τή(ν)·Μακρά καί ρίξης μπατταρίες ΤοΟρκοι, Ρίρμηοι σέ τρεμουσι, τής θάλασσας άφρίες.

Page 164: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Η . 9 5 -

44. Μακρύ συμποϋτσι τό (β)αστας, μόσκο καπνό τό πίνεις, κι' άν έχεις άλλους ά(δ)ερφούς οπίσω τούς άφίνεις.

45. Κάτω στό Πορτοσάϊτο καί είς στ' άραποχώρι έκει σέ περιμένουσι μπιλόττοι καί δραγόρι.

46. Λίρες καί τοϋμπλες καί φλουριά έστρώσα(ν) τήν αυλή σου καί σέναν άλιμέ\'ουσι νά (δ)ώκης τή(ν) βουλή σου.

47. "Αντξελος έκατέ(β)ηκε μέ προσταγή Κυρίου καί σου '(δ)ωκε τήν ώμορφιά καί λ"άμ\|π του ήλιου

48. Σάν άντξελός πατείς στή γή σά(ν) ρή(γ)ας κατεβαίνεις σα(ν) χρουσοπράσινος αετός μέσα στό σπίτι μπαίνεις.

49. Τή μίαν άκραν τούρανοΰ νά πάη ώς τήν άλλη μέ τό με(γ'άλο βασιληά συμπεθερίό θά κάμης.

5ο. Ό ούρανός έσείστηκε κι' ήβγε χρουσό καντάρι κι' έξύ(γ)ασε τά κάλλη σου μέ τό μαργαριτάρι

5ι . Γΐά (δ)έ κορμί γΐά φράντξικα καί μέση γΐά πιστόλες κι' ώμόρφα ριξοσφέντυλα γΐά τής καρνά(δ)ες βιόλλες

52. Κάτω στή ρίβα τοϋ γιαλοϋ όλόχρουσο σσαντήρι καράβι ξετελέβγο^σι νά μπής καρα(6)οκύρης

53 "'Αλογο πεταλώνουσι είς τοϋ Πασσί τήν πόρτα κι' έσέναν άλιμένουσι νά πά νά κάνης βόρτα (ι)

54. Ωσάν σταθής στ* άναλογίό κι' άρχέψη 'κείνη ή γλώσσα ποίος δάσκαλος σοϋ τ' άμαθε τά γράμματα τά τόσα.

^ • B i p ^ III. Δίατιχα του Χορού.

ι. Καί γιά τήν κόρη πουν 'μπροστά θά σπάσω τό (δ)οξάρι κι' άπό με(γ)άλο σόϊν' είν' καί έχει 'κι άγγέλου; χάρι.

2 Θά τήν 'παινέσω.πουν 'μπροστά, θά σπάσω τό (δ)οξάρι καί άς μοϋ χρωστά ό πατέρας της δέκα κιλά σιτίρι

3. Είς τήν δεξιά μοο τή μερά είνεν ένα λουλονδι ήΜοΐρα μου μοϋ I όφερε καί τό καλό μου γούρι.

4. Εις τή δεξιά μου τή μερά άνάβγει μ!χ λαμπάδα I στον ούρανό πάει ή φωδιά στή γήν ή νοστιμάδα, 5. Στή μέση τως μέ (β)άλασι δυό καρυδιές άφράτες

δίϊό μπόσσες άπό φαρφουρί ροδόσταμο γεμάτες.

( ΐ ) Τ ά δ ί ο τ ι χ α ταΰτα άπδ τοδ d p Β 3^ μέχρι του 53 έδημοοιεύθηοαν ύπύ του κ, Ν.

Μίτέρτου δ. φ. ύ π α γ ό ρ ε υ α ι ν τ ή ς κ- Ε ύ γ . Ά ν ε μ ο π ο ύ λ ο υ ( Κ α ο ί α ς ) είς τήν «ΔαογραφΙαν·

τόμ. Γ.' ο ε λ . 66a. MerA τ ώ ν δ ιΟΓ ίχων τβύτων έδημοβιεύθησαν καί ά λ λ α ύπάρχοντα είς τήν

π α ρ ο δ ο α ν ο υ λ λ ο γ ή ν . "Ητοι έκ τ ώ ν του » κ λ υ θ ώ ν ο υ · τά ύπ άρ3» 4» §1 H S | | 2Γ> 23> 2 9

δίβτιχα. Έ κ δέ τ ώ ν τής «Αγάπης» τά 6π άρι£. 122, 134 135 δίοπχα.

Page 165: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

^ • ^ H K j p ; — 96 . _

6. Ήρ·αν πουλιά τοΰ Γηαϊλά κΓ έσμιξαν μέ του Κάμπου κι* είναι τά πόδια των χρουσά, καί τά φτερά τους λάμπου(ν)

7. 'Απ1 τή δεξιά μου τή μερά είν ένα περιστέρι καί ένα μπερλάντι άτίμητο (ή ένα διαμάντι μοναχό) είς

[τό ζερβό μου χέρι. 8. Στή μέση τως μέ 6)άλασι σά(ν) τό καλο σιτάρι

ή μιά είναι ν ό Ήλιος, καί ή άλλη τό Φεγγάρι. 9. Είς τή δεξιά μου τή μερά (6)αστΛ ουρανός μέ τ' άστρα

καί στή ζερβή μου τή μερά, ή Μπόλη μέ τά κάστρα. ίο. Είς τήν ομπρός μερά (β)αστΛ τής Χίος τό κυπαρίσι

καί σύρνει κι' ά(π)ό 'πίσω του μΐά κρυσταλλένια βρΰσι. 11. Ούλες τις χάρες του Θεοΰ τις έχεις κοπελλιά μου

καί πώς τό καταδέχτηκες νάρτής άπό κοντά μου 12. Σήμερα κΐάρος ουρανός σήμερα κχάρα μέρα

γιατί θέ νά φουμίσουμε αετό καί περιστέρα. ι3. Είς τή δεξιά μου τή μερά εϊν> ένα κυπαρίσσι

καί στή ζερβή μου μΐά μηλιά ποΰ νά πολυχρονήση [ή: δπου (β)αστοίν οί κλσνοι του σ* 'Ανατολή καί Δΰσι].

IV· Δίστιχα του γλεντιού

ι. Μάννα μου τούτη ή συντροφιά κι' άς ήτο κι' άλλη τόση καί Κ τήν έγλεντίζαμε ώστα νά ξημερώση.

2. Μάννα μου τούτη ή συντροφιά πώς είνε στολισμένη ούλοι ά(ν)θρώποι χρήσιμοι καί νοικοκυρεμένοι.

3 "Οσα πουλιά 'χει ή άραπίά κι αηδόνια τό μισΰρι τόσοι άγιοι νά βοηθου(ν) του σπιτονοικοκύρη.

4. Χίλία καλώς ώρίσατε χίλια καί δυό, χιλιά(δ)ες Ι κάμπος μέ τά λούλουδα καί μέ τις πρασινάδες

(ή μέτίς νοστιμά(δ)ες) 5. Έλα καλή μου όρεξι καί *γώ νά τραγουδήσω

καί τό νεπέτι μου 'ρκεται καί 'γώ πομένορ 'πίσω^* 6. Έλα καλή μου όρεξι καί 'γώ νά τραγουδήσω Μ-

καί τή καλή μου συντροφιά νά τήν εύχάΒιστήσω. 7. Τοΰτα τά σπίδία τά 'ψηλά τά μαρμσροχτ1*μένα tv

εχοι:ν άφέντη 1 κερά μαλαματέ\1ά. ^ 8. Τοΰτα τά σπνδία τά 'ψηλά 1 άνώγία καί *ατώγΐα

έχουν άφέντη (β)ασιλήά κερά μέ δίχως λφγία. 9. Ό βασιληΛς πουν' βασιλη&ς κι* ορίζει τά νησιά μας

(δ)£ν έ'χ^ tfjv παρέα μας μή(τ)ε τή συντροφίά μ«ζ·

Page 166: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

gif 97 — ίο Πέτρες καί ξύλα τοϋ σπιδίοϋ ποϋ πέρνετε τό βάρος

βλέπετε τούς νοικοκυρούς νά μή τους πάρη ό χάρος. 11. Σταλαματιά σταλαματιά (γ)εμίξει τό ποτήρι

νά ξήσ:] ή σπιτονοικοκυρά κι* ό σπιτονοικοκύρης 12. Γΐι δές τραπέζιν ώμμορφο πιάτα μαλαματένια

καί έ.τίσημα προσώπατα γύρω τριγυρισμένα. ι3 Καλή του ώρα τοϋ πουλίοϋ 'κείνου τοϋ "μερωμένου

τοϋ (δνομα άπόντος προσώπου) τοϋ άνεζητημένου. ι4. ΓΥφω τριγύρω κά(θ)εστε ωσάν τούς 'Αναργύρους

σάν τά Βενετικά φλουριά όποϋ 'ναι μέ τούς γύρους. ι5· Ώ ς τρέχει τό κρΟο νερό στης βρύσης τό κουτοϋτο

έσσι νά τρέξη τό καλό στ άρχοντικόν έτοΰτο. ι6. Τοϋτα τά σπίδια τά 'ψηλά πέτρα νά μή ρα(γ)ίση

κι' ό νοικοκύρης τοϋ σπιδίοϋ χρόνια πολλά νά ζήση. 17. Ούλος ό κόσμος τραουβα χορεύγ'ει καί γλενιίί,ει

κι έμοϋ τό σώμα μου 'νε γΐά κΓ ό νους μου άλλοϋ (γ)υρίζει. ι8. Χίλία καλώς εύρέθημε καί πάλι νά βρεθοϋμε

τοϋ χρόνου τοϋτο τόν καιρό νά ξανανταμωθοϋμε. ι9 Σηκώσου πάλω κι' άνοιξε τήν πόρτα τήν καρένια

μέ τά χεράκια σου τά δοό τά μαργαριταρένίχ. 2θ· Τό στόμα όπου μίλησε θά τό περιχρουσώσω

μηλο 'πό τόν Παράδεισο Θά κό\|/ω \ ά τοϋ δώσω. 21. Άρχισε γλώσσα μου άρχισε καί πρόσεξε μή σφάλης

γΙατί σέ τριγυρίσασι πολλώ(ν) λογια?(ν^ δασκάλοι.

V. Δίατιχα για τά νέα καράβια Χαοίδ. Γιαϊναγάς).

ΣΗΜ. Ταύτα έλέγοντο είς την έορϊήν που έλάμβανε χώραν τήν ήμέραν fjv έγέ-νετο ό καθελ,κυομός νέων καραβιών.

11 Τήν προσευκή μας στό Θεό νά (δ)ώκη τήν ευκή του vi-eivju καλορροίί,ικο μάλαμα το καρφί του,

2. Ά^Ιεύκηθοϋμε στόν Θεό καί στήν 'Αγία Μαρίνα Ρ ά τύχη σέ καλούς καιρούς καί νάνε πάντα πρίμα.

3. Ilpg με(γ)αλοδύναμε (δ^ώστου κΓ αύτή τή χάρι va^gi πάντα τό ναύλος το*) όλον άπό σιτάρι.

4. Στοϋ καραβίοϋ τ άπώ(θή)ματα εύ^ήθηκα(ν) καμπόσοι τοϋ χρόνου, εύκομαι καί 'γώ, και άλλο νά σκαρώσί].

5. Ή πλώρη του 'ναι ώ μορφή καί ή πρύμη του περίσσια J Θεό μή παρ α κυλά, μόνο νά κυρτή ίσια.

Page 167: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

' Ε — 9 8 — 6, Εύκομαι οί παμπαρίκοι του ποτέ μή τυλιχτοϋσι

τά σι(δ)ερένα τοΓ καρφί χ, μάλαμα να (γ)ενοϋσι 7. Εύκομαι στό καρά(6)ι σου \ά σοϋ καλαρμενίζη

V' άκούη τό τεμόνι του, σχ(ν) σβοϋρος νά (γ)υρίζη 8, Στις άγκουρές του εύκομαι ποτέ νά μή μαλλιάσου(ν)

εύκομαι και στ' άμπάρία του ποτέ νά μήν άδειάσου(ν). 9. Εύκομαι στή παντιέρα (ι) του γρήγορα νά τή(ν) βγάλει

τό Σύμβολο τοϋ Έθνους μας στό πίκι του νά (β)άλη. ίο. Εύκομαι κΓ είς τήν πρύμη του (Β)ασιλικιά νά (β)άλη

νά (β)*λη μέσα ταχτικούς στήν Μπούκα νά τούςβγάλή.

VI. Δίστιχα Γνωμικά.

ι. Καί %άχαμε νά τρώγαμε καί ροϋχα νά χαλούμε βουλεΐλ νά μήν έκάναμε μόνο νά τραουβοϋμε.

1 ί "Αντραν έχεις.—κόντραν έχεις πεθθερά καμπάναν έχεις, καί κουνιάδα διαλαλήτρα νά σέ διαλαλοϋ τή(ν) νύχτα.

3 "Ασπρος γεννιέται ό κόρακας καί (γ)ερανός κανίάζει καί μαϋρος καταστένεται καί τοϋ κυροϋ του 'μοιάζει.

4. Δεντρί όπου (δ)έν ήιιπορείς νά φά(γ)ηςτό(ν) καρπό(ν) του μην κοιμηθής στόλ' ίσκιο του καί πάρης τό καμό του

(Άπάντησις). Μά σά(ν) θέληση τό" δεντρί καί κάμει μου τή χάρι R άνοιξη τά κλωνάρια του καί 'πάνω του μέ πάρη ;)

5. Έχει ό Θεός γυρίσματα κι' ό χρόνος μερ ο νύχτια καί τά μπαρμπούνια τοϋ γίχλοϋ πιάνονται μέ τά δίχτυα.

6. "Οποιος πιστεύγει κοπελλιας εις τά· γλυκά της λογία γρήγορα πέφτη σέ κα(ϋ)μούς καί μαϋρα μοιρίολόγία.

7. Όποιος πιστεύγει κοπελλίάς σ' έκείνη ποϋ τοϋ άμώνη πά\ω στήν άμμο τοϋ γιαλοϋ παλάτια θεμελιώνει, Άφοϋ (δ)έν είχες σφίζικες διαμαντικά καί λ^οσα

όσοι κι' άν σ' ά(γ)απούσασι ψεύτικα σ' ά(γ)αποϋσο^ν)· 9. Είπα σου κάθου φρόνιμα λωλάγρες μή γυρεύγ^ις

μή βάλλης ξνλα στή φωφϊά πριχοϋ νά μα(γ)ερεύγης· ίο. Ό κόσμος μέ τά βάσανα είν* άνακατωμένος

κι ά(ν)θρωπος (δ)εν εύρίσκεται νάν εύκαριστημένος.

(ΐ) ήτοι «ήν τονρκικήν κα&όη άχηγορείετο ή έν Κάβφ ναυπήγησις ίΐσραβιοί «ημαίαν, flljPW^ ;·' ^ H j u>·' ί ; Μ · | 3 ΰ | |

Page 168: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

B f e — 9 9 — 11. "Οποιος ( δ ) έ ν είναι γλεντιστής πρέπει του νά ποθάνη

γιατί στόν κόσμον όπου ζει μόνο TCV τόπο πΐάνη. 12. Τίγαρις και έγίνηκε *ΐά ώ μορφές ή άγάπη ;

Γιά ώμμορφες καί γΐχ 'σκημες κι' όπου ρεχτεί τό μάτι. ι3. Ποιος είδε ψάρι στό βουνό και θάλασσα σπαρμένη

ποιός είδε τούτον τόν καιρό άγάπη μπιστευμένη. ι4. Θ'ε)έμου με(γ)αλοδύναμε με(γ)άλο τόνομά σου

^υλλο (δ)έν πέφτει άπό δεντρό δίχως τό θέλημά σου. ι5 "Οποιος δέν έπερπάτησε τήν νύχτα μέ :ρεγγ*άρι

καί τό πρωΐ μέ τή δροσιά, τόν κόσμο (δ)έν έχάρη. ιό. Έτσι ναι χαϋδεμένη μου δπου αγαπά καί χάσει

καί τά βουνά τοϋ φαίνουττε, τά πάνω κάτω πάσι. 17. Γαλάζια πέτρα τοϋ γιαλοϋ (δ)έν πιάνει πρασινάδα

κι' ή άγάπη χωρίς πείσματα (δ)έν έχει νοστιμάδα. ι8. Όπ' άγαπά γνωρίζεται απ τ Μ ν) περπατηζιά του

καί 'μπρος καί 'πίσω συντηρώ /ά 'δη τή(ν) πεθυμιά το· ι9. Βάσανα πίκρες καί κα(ϋ)μούς καί μοιριολόγια νάχη

άποϋ τήν έπρωτό(δ)ειζε στόν κόσμον τήν άγάπη. 2θ Ή άγάπη θέλει φρόνησι θέλει ταπεινωσύνη

θέλει λαγοο περπατηζΐά καί άετοϋ γρηγοροσύνη 2ΐ. Ά(ν)θρωπος νάχη εφτά καρδιές κι' υστέρα ν* άγαπηση

νάχη τίς τρεις στόν έρωτα τίς τέσσαρες στήν κρίση. 22. Νάχεν ή ψωμοθοϋκα σου χάσικους ντάκους ρούσσίους

(δ)έν ήτο νά μας ήβιες μαυρό(γ)υλους τα(γ)ήσιους. 2 3. "Ω κάυμένε άθθρωπε άτός σου κι' άπατος σου

κάνης κακό της νειότης σου ποϋ (δ)έ(ν) τό κάνει οχτρός σου 24. Ό "Ερωτας είνε ψυχρός σάν τοϋ Μαρτίου τ' αγιάζι

καί νάχη τρισανάθεμα ποϋ τό(ν) κατα(δ)ικάίη. 25. "Οπου (β)αστά καί ξαμολίεί

τοϋ πρέπει φούρκα καί σκοινί. 2 6 Νάμουνα νηός κι' ελεύθερος καί πλούσιος κι' Αντρειωμένος

νά (δ)ης πώς τήν έχαίρουμου(ν) τή νηότη μου ό καϋμένος. 2 7. Καί μέ τά παραπόταμα θ ποταμές κινιέται

κχί μέ χί λόγΐχ tdSfv) πολλών ή άγάπη λησμονιέται 2 8 Παλιάς φραγμός δέν καί(γ)εται καινούργιος δέν πατιέπαι

μή(δ)ε παληά άγαπητηκίά ($)εν άπαλησμονιέται 29. Τραγούδησε κακή καρδιά νά πάη ή πίκρα κάτω

γιατί ή πίκρα κι ή χολή τίν άνθρωπο χαΧιΐ το(ν). 3ο. Περνοϋ(ν) τά χρόνια καί χολίώ γιατί μας έγερνοΰσι

ά(ν) (δ)ε(ν) μάς έγερνούσασι,'χρόνια το(ν^και άς περνοϋσι

Page 169: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Η » — 1 0 0 —

31. 'Όποιος τά λόγια σου 'γρο.κΛ τούς ορκους σου πιστεύγει σΠ|(\) θάλασσα μιάνει λαγούς και στά βουνά ψαρεΟνει.

32. Ό Έρωτας είς τήν αρχή είνε γλυκ ς πά(ν) γάλα μά σά(ν) ριζώση στή(ν) καρδιά κάνει χλαδίά με(γ)άλα.

33. (Δ)έν έχει πόνο(ν) νά πονή πόνο(ν) νά θαν^τώνη σάίν) τήν άγαπη τήν κρουφή ποϋ (8)&ν ξεφανερώνη.

34 Τά λόγΧα τα (ν) πολλα^ν), πολλώ(ν) κάνου(ν) τό(ν) ά(ν)θρωπο τρελλό.

35. Ή πρώτη γνώσις. τό λοιπό, εΐνεν όπου φωτίζει μά ό ύστερος μεταλ οιωμός τίποτα (δ)ε\ άξίζει.

36 Ίίπρΐ(γ"!μα \<χν ό "Ερωτας ; Στόν ά(ν)θρωπο σά'ν) μπαίνΓ, χωρίς φωδίά θερμεύγεται, χωρίς τρέμουλα τρέμει.

VII. Δίστιχα Σκωπτικά.

ι Νά χάλα(γ)ε το σπίτι σας ϊσα μέ τά θεμέλια νά πλάκωνε τή(ν) μάλωνα σου νά (δ)ής χαρές καί (γ)έλοια

2. Είπατα γώ τής μάννας μου καί εΐπέ μου (ά)ξΐά σου γυΐέ μου παντρέψου κι έπαρέ τηνε καί καλοφαίνεταί μου.

3. 'Ακούτε τής Κανακαράς I (δ>*έν θέλει χλα(δ)οφόρο, πάς καί παινιέται (δ)ά κι' αύτή μέ τής «Βολ&ς» τό(ν) Λώρο;

4. Σάν τής πικραγκουρά; τ'άΘΘί ποϋ είναι μές τ£ χώμα έσσ'εί(ν) το μαγουλάκι σου κι* (δ)έν έχει στάξιν ώμα

5. Τής κολοκύθας τήγ ώχρ ι τήν έχεις κακομοίρα θαρρεΓς μέ τά πολλά προυκιά πως τή θωροΰ{ν) τή μοίρα.

6. "Ωστα ποϋ σ' είχε ή μάννα σου έσύνα(ζ)ες άκάνους καί τώρα ποϋ σ* έπηρα 'γώ μοϋ θέλεις άμπρακάμους;

7. θέ (λ)χσοϋκάμω μαγικχ στή σκάφη ποϋ ζυμώνεις νάφήσης και το ζυμωτέ νάρθής νά μέ ζι(γ)ώνεις !

8 Δοόλώρους έχω στ£(ν) «Σκυλλ χ» (γ)χμτρέ μου νά σου (δ)ώ· καί νά σχς (δ)ώκω τήν εύκή καί νά σ Χς στεφανώσω [cTJJ

9. Στέκω καί διαλογίζομαι ώσά(ν) τ£ συναξάρι πως είν' ή θάλασσ αρμυρή κι* άνάλατο t i ψάρι.

ίο. Πόσοι (δ)εν σ'ά(γ)απήσασι τούτον έ(δ)ά το χρόνο τά νυχτοξημερώματα θά τούς 'πομείνου(ν) μόνο.

ι ι . Έ^,α νά πχμ3 στ^'ν)χορ5 ν χ (δ)ο3ν κχί μέ κχί σ^νχ κι' ά'φ)ηστα τά χωράφια σου κι' άς είν' άξαπλωμένα

12. Έχω τα τά χωράφια μου κΓ είναι κι* άξαπλωμένα < όλον ένάμισυ κοιλΑ βάλλει π κάθε ένα,

Page 170: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Μ Κ —ΙΟΙ —

ι3. Τιάρις κι' έχει προτιμή στ νΑργός όποϋν ή βοϋλλα ; και τοϋ Φρυδίοϋ τ'άνέφαμμα στοϋ μύλου τη κουκούλα.

ι4. Καώ μέ τά ζαχαρωτά και μέ τίς καραμέλλες θά ζήσης τή φαμίλλία σου ποϋ θέλει δλο φέλλες.

ι5. 'Αγριοσφουγγάρα τοϋ γιαλοϋ ζέρεις καί βης ζουάπι άποϋν ή μουραροϋκα σου άνέφαλα (γ)εμάτη.

ι6. Μωρή όποϋν ή μούρη σου σάν σιλοπρο(β)ατίνα καί σύ μοϋ σείης τι) μέση σου σάν πάπια καί σάν χήνα

ι7. (Δ)έν συλλο(γ)άσαι τά παιδιά πώς έχεις νά τά ζήσης μόνο σοϋ κάνει όρεζι νά πάης νά μεθύσης.

ι8 'Ανάθεμα ποϋ σέ κερνά καί, (γ)ίνεσαι κουφούνία καί κάνεις καί τή μύτη σου κομμάδία στά καντού\ΐα·

V 9. Βός μου το κόρη το φιλί ^δ)ός το καί μή λυπάσαι νά τούβρης στό(ν) παρά(δ)εισο πίπλωμα νά κοιμάσαι.

2θ. Βός το κυρά μου τό φιλί κι' άς είσαι παντρεμένη καί μ* ένα καί μέ δοό φιλία (δ)έν πάς κριματισμένη.

2ΐ. "Ιντα καμα τής μάννας σου καί δπου μ& (δ)η μέ βρίζει ποϋ νά τή(ν) δώ στο χασαπίό σά(ν) σκϋλλα νά γαυγίζη.

2 2 ΤΙ μπράσσο σου τό παχουλό μέ τό στενό μα\ίκι νά τόβαζα προσκέφαλο κΓ άς πλέρωνα τό νοίκι*

2 3, 'Ακούσετε νά σας ειπώ γιά τήν παντέρμη πε~να πρώτα χτυπά στά γόνατα κι* ύστερα στήν Κατίνα.

24. Ούλα τά ντέρτια ντέρτια 'ναι κι' ούλοι καμοί καμοί 'ναι μά σάν τήν άναπαραδιά άλλος καμός δεν είνε.

25. Ανϊσως καί (δ,έν σ' ά(γ)απώ, στρα(β)ος νά 'μπώ στον "Αδη ζεσκούφωτος στήν Εκκλησιά, γδυμνός μές στό χαμάμι.

26. Είσαι 'ψηλή είσαι λιγνή είσαι πολύ ώραια καί βάζης καί τή(ν) ^όμπα σου κΓ είσαι σάν Εύρωπαία.

27. Είσαι 'ψηλή κΓ είσαι λιγνή καί λιγνοκοκκαλάτη καί πρέπει νά σέ βάλουσι οέ γυάλινο παλάτι.

28. 'Εφίλησά σε 'μπάρε μου, καί (δ)έ(ν) παραπονούμαι IP ά(ν) μ' άρνηστής καμμιά βολά θαβγώ νά τά δηγοϋμαι.

2 9. ΤΑν εί(ν) γιά τέδοια λάχανα γιά τέδοιες λαμαρίνες έχει κι' μδς ό κήπος μας καμπόσες άπό κείνες

3ο. Χαρώ τη τή(ν) μυτάρα σου άπούν' πέντ' οκά(δ^ες δός μου καί μένα μιά όκά νά κάμω δυό ντουρμά(δ)ες.

3ι. Πή(γ)αινε ζαπι, πή(γ>αινε χανιώτικο κουλούρι μΐά γα(δ)αροϋλα έχομε(ν) καί 'μοιάζης της στή μούρη.

Page 171: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 1 0 2 — ' ^ g ^ m m

32. ΓΙή(γ)αινε ζάπι πή(γ)αινε μή μοϋ πολυφωνάζης γιατί σέ βάλλω στό(ν) κουμβ σάν πετεινό %ά κράζης.

33 Πή(γ)αινε ζάπι πή(γ)αινε σαρδέλλα βρωμεσμένη άπόζεσμα τοϋ (β)αρελΐοϋ κα(ν)ένας (δ)έ(ν) σέ θέλει.

34. Φορέσετέ του τό παρ τό βάλτε του καί καπέλλο κι άπόκει τόν περάσετε μέσα τό(ν) Φικαέλο.

35. 'Από έκει(δ)ά τόν ήβαλες νά πάη νά περάση ; νά τόν ί(δ)ή ό γά(δα)ρός μου νά 'π& νά ν'τεροσπάση |

36. Είς τήν ομπρός μερά βαστά μΐά πετρολαχανίδα καί σέρνει καί άπό πίσω της ένα γομάρι ζϋλα.

37. Ό Γιάννης μας έπή(γ)αινε άπάνω τή βουνάρα κι'έ(β)άστα καί στά (δ)όντιατου μΐά ψοφισμένη γα(δά)ρα.

38. Είς τήν ομπρός μερά βαστ(£ ή φοϋντα τοϋ κλιμάτου ή φοϋνια τοϋ βασιλικοϋ κι* ή γαουρά τοϋ πάτου.

39. Ήφηκες τόν βασιλικό καί έ(γ)άπησες τό(ν) κρίνο ποϋ (δ)έν έβγάλλει μυρωδιά, διάολε σέ κι' έκεινο(ν).

4ο. ( Δ ) έ ( ν ) τό πιστευτώ νά (γ)ενή ή θάλασσα πιπέρι κι' ή Άλεξάντρα κίμινο, καί 'μεις τά δυό μας ταίρι.

4ι. 'Εσύ άν έχεις εύλο(γΐ)ές κι1 άν έχεις καί σημάδια καλλίτερα σου πρέπουσιν κι* άπό μαργαριτάρια

VIII. Δίστιχα της αγάπης.

ι. "Ωχου ψιλομελαχροινή καί καντιοζυμωμένη τίνος ή Μοίρα καρτερεί καί τίνος περιμένει

2. 'Ώχου γειτονοποϋλά μου όπούσαι ζαριφλίκι θ3c πάρω τοϋ πατέρα σου σκί&ς τό μισό καΐκι

3. ΤΩ άκρι(β)οκανακαρ& καί ποιος σοϋ τά σγουραίνει τής κεφαλής σου τά μαλλιά μέτ ασημένιο χτένι.

4. Τίνος ή μοίρα καρτερεί γΐά νά τοϋ πέση ό λάττος πουν' ό πατέρας τής μικρής βασιλικός μπιλότος

5 Μεταξωτή μπόλία φορείς ψιλή σάν τόν ά(γ)έρα κι' δποιος σέ (δ)ή μεσάνυχτα θαρρεί πώς είναι μέρα.

6. Νάτο(ν) τ' άλάργου μίαν όργυΐά καί τά σιμά μΐά π|χϋ νά φώναζα τής άγαπ(ί> καί νά μ' άπηλο(γ)ήθη.

7 . Σαράντα βρύσες μέ νερό κι' έξΓ,ντα δοό πη(γ)άδΐα (δ)έν μοϋ τή σβύνου τή ν) φωδίά πούχω στά φυλλοκάρδία

8. Άλάργου μοϋ 'σαι καί μακρΟά ώς 5οο μίλία κι ά(ν) πασπατέ\]/ω θά σέ βρφ μες στης καρδίας τά φϋλλα

9 Άλάργου μου 'σαι καί μακροά 4ι μίλι κι' έχεις εσύ κακή καρδιά κι' έγώ καμένα χείλη.

Page 172: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

H I ^wfM ίο . Ά λ ά ρ γ ο υ μου 'σαι καί μακρυά καί θάλασσα 'στή μέση

καί ό ένας (ά)'ποϋ τόν άλλο(ν) μας παρη(γ)ορ3 i (δ)έν έχει 11 Σαράντα τάσια γκιουργιαί καί έναν άόρη χϊόνι

κι' ό κόσμος ν ά πλημμαζοχτή, ή άγάπη μας (δ)έ(ν) λοώνει. 12 Έβράδυασε παρακαλώ πότε νά ξημερώση

γΐά νά σέ (δ)οΰ(ν) τά μάδία μου κι'ό νους μου νά μερώση ι3 Σέ (άγ)άπουν δπου λώλαινα τά όρη καί λαγκάδια

v\cai τώρα σέ μισήσασι τά έρημα μου μάδία ι4. "Αχού μηλιά, πορτοκαλλιά πιδιά καί νεραζιά μου

καί διαμσ,ντένιο μου κλειδί π άνοίγεις τή(ν) καρδιά μου. ι5. Παληά φιλιά πορτοκαλλιά, κι ή νηάσκουλουκιασμένη

άνιστορήσου της παληάς, κλάψε καρδιά καί)μένη· ιό. Ώ ς πότε θά τό λές τό «ναί*, καί τ' «όχι» θαναι πάντα

κι' ώς πότε τής καρδούλας μου θά τής τό λές τό γ1άντα7

17. 'Αγία μου Τριάδα μου έμπα καί σύ στήν μέση νά πάρω 'κείνη π' άγαπώ κι' έκείνη που μ* αρέσει

ι8. ςΑγία μου Τριάδα μου ώς χ άλλο καλοκαίρι νάρθώ καί ' γφ στή χάρη σου μέ τό δικό μου ταίρι

ι9« "Ασπρο καί κόκκινο χαρτί είναι τό πρόσωπο σου κι άλιζερίνικο σπαθί τό καμαρυφρυδό σου

2ο. Στό παραθύρι πούσαι σύ γαρουφαλλιά (δ)έ(ν) πρέπει γιατί 'σαι σύ γαρουφαλλιά καί άπ' ούχει μάδία άς βλέπει.

2ΐ. Άπ ' ά>στα σ είδα κι* ήβαλες τό κόκκινο σακάκι, μ* έγκέλωσε μές στήν καρδιά ένα χαϊσεοάκι ή: εξαναπότισές μου το δοό σίκλες τό φαρμάκι.

\^22, (Δ)έν είμαι πεύκος νά κοπώ πλάτανος νά λυγίσω (δ)έν είμαι τόσον άσπλαχνος^,νά σοϋ ίρλησμονήσω.

2 3. Βασιλικός έμύρισεν άγάπη μου διαβαίνει κάαετε τόπο νά τή !δώ .γιατί ή ψυχή μοι: βγαίνει.

JTA r ^«w1 fWvA"»' fyv** 0 .· t t

yirrr STOE** s# ,( Κ" γέρία καί πόδια τρέμω μέ τήν καρδιά μου σ' αγαπώ γ*ά τοϋ*ο Φ& παθαίνω.

1 c «Ν ; 25. Όντας σοϋ θέλω θυμηθη κ' όντας σέ βάλη ό νους μου

σά(ν) θάλασσα 6ουρκό\'ομαι σχ(ν) κΰμα δέρλ~ει ό νους μου. 2 6· Θυμοϋμαι σου πουλάκι μου χαρές καί καλωσύνες κι'ή μάννα πού μέ (γ)έννησε (δ)έ(ν) μοϋ της κάνει 'κείνες.

2 7. Ξυπνώντας α έχω μές οτό νοϋ, κοιμώντας στ όνειρο μου παντοτεινό μές στήν καρδιά μ^λο ζαρίφικό μου.

*8. Όντας σοϋ θέλω θυμηθεί απάνω στό φα(γ)ΐ μου φαρμακοζύμωτο ψωμί γΐά σέ τρώ(γ)ω πουλί μου.

Page 173: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

M ^ ^ ^ : H 104 — Ό ν τ σ ο ύ θέλω θυμηθεί άπάνω στό φα(γ)ί μου

Ι δρε|ί μου κοβγεται καί τρέμει τό κορμί μου. 3ο «Ελαμπυρίσα(ν) τά^βουνά κι' αυγερινός διαλοέται

καί μένα τό κορμάκι μου γΐά σένα τυραννιέται 31 Άσπρο παχύ τρυγόνι μου χρυσό μου καναρίνι

kc ιμφντας καί ξυπνώντας μου ή αγάπη σου μέ κρίνει 32. Τρυγόνια δεχατέσσαρα θα βάλω στήν αύλή σου

νάρχίσου(ν) νά σον κελαδουν νά σκάσουν οί οχτροί f § | | 33. ΠΟ:ΧΒ και (βί)πείτε της νάρθή στό ν κήπο νά

νά τήν ί(δ)οΟν τά μάδια μου κι* δστερα άς μέ σκοτώση. ^ ^ H B ^ S H H ^ i s (ή κι ό.'~γοϋζ μου νά μβρώση),

34. Όντα: σού θέλω θυμηθή στήν κλίνη ποΟ κοιμούμαι* μέ τ άστρα βγαίνω καί μιλώ γ ΐ \ νά παρηγορούμαι.

35. Ήρτες καί ήρταν | χαρές κι* ήρταν καί τά παιγνίδια κΓ άνθισαν κι' | γαρουφαλλί-ές πάνα* στά παραθύρια,

36 Σί(δ)ερα γίνασι γιά μέ | δοό σου ή μπλεξίδες καί αυτές μέ δέσασι μέ σέ σάν νάταν άλυσσί(δ)ες. '

37c Πρό(6)αλε φέ'ς,η τόύρανοδ καί στόλισι του κόσμου τό νοΟ μου καί τό(ν) λογισμό οπού μου πήρες βός μου.

) \^38. Άφοί; μού πήρες πειά τόν νοδ πάρε με σκ^χς καί μένα ; f i μέ κάμη χωρίς νοΟ ή μάννα ποΰ μ έγέννα.

37. Γΐι βγάλε τό γελκκο σου νά (δ)ώ τή μαχαιριά σου ν& (δ)Φ γΙά ποιάν μαραίνονται μέσα τά σωθηκά cov,

4ο. Στον Άη Γιώργη τής Χαδιέί; στό βήμα Του ,ά|π)ύ Vicfco εφύτεψα μιά λεμονιά καί 'πά(ω) νά τή(ν) ποτίσω.

4 κ Τά χέρια σου τά φαρφουρί κι' ή άκριβή σου ρόκκα τά δζΐό» βυζιά τοΰ κόρφου σου δοό στελετιές μου ($)ώκα(ν)

4 5 Άη μου Γιώργη τής Χαδιές όποΟσαι μές τά όρη έβλεπε τήν άγά*η μου άποΟ (εί)ν μοναχακόρη. ::

43. Ασπρο καί κόκκινο χαρτί είναι τό πρόσωπό σου καί δαό δ'αχτυλιδόπετρες ή κόρεξ-τώ(^) μαηώ(γ) ΐ!ου.

44t Μέλαχροινή και νόστιμη μά έχε,ς κι4 άλλη χάρι σά(ν) θά μιλά τό στόμα σου στάζει μαργαριτάρι.

,#5· SX<x πονλί μου γλήγορα καί μήν άρ^ής στά. |έν<χ Ρ ςνοιξεν ή καρδούλα μου καί ήβ^αλέ μαΟρόν αίμα _ {?ι 9 Η άνοί|α(ν) τά τριαντάφυλλα ποδ σοΰχω φΰλάμένα)ί

;:· 'Όντας γυρίσω και σ& θ45" καί σύ σά(ν) έ μ έ ν α στάσσει άπό τήγ καρδούλα μου τρεις στάλες μαύρον aifwc*

47. Τά μάθία σου μοδ ρίχτόυσι σαίτες άσημένβς I I I μ π α ί ν ο υ ( ν ) jvesct σ τ ή ( ν ) κ α ρ δ ι ά | ^ 1 β γ α ί ν ο υ ν . μ α τ ω μ έ ν ε ς

Page 174: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

105 — 48 Καλή του ι'ίψν, rat) πουλίοΓ) καί βπου καί άν αΐναι γνΛ(ί του

κ ι ' ΛΝ (HV} κ α ί ή νοβς του μ ΐ ϊτώ μ&ί ή Π α ν α γ ι ά κ ο ν τ ά τ ο υ .

49, Hd;f>o. γροικώ )ΐίζ Ατή ν καρδιά πόνο am σωβηκά μου γιατί ι χω μώρβς νά nl· (β)ώ άφ/ντρα καί κιψά μου*

50f Τής Π α ν α γ ί α ς τή(ν) ζωγραφιά τό πρόσαίπό σου καί τοD κοράκου τά φτρρά τό καμαρόφρυ(Λ)ό σου.

51. ρ ά ft ι ς πα3ζ κατήντησας κι' d(v) στρώσω (ft)fe(vj κοιμούμαι καί τό σταυρό σά(ν) χριστιανός νά κάμω (ftjAv δυμοΟμαι.

52 Γ ι ά ft/ ς ί τ φ ξ μί1· κατήντησας κι* ούλοι οί γιατροί τό Μ® π#ς ιΰναι σίγουρο χτικιό κι* άπό καιρό κλαίσι,

I I , ΓΙότβ θά ή Παναγιά ταίρι γΐά νά (γ)βνοθμα Τά πάθη AO τίραβή,|αμβ 4τότ®ς Οά τά ποΟμα

54» Έσύ σαι μάδια μου γιατρός κι' |γ<Β μαι ό λαβωμένος Ρός μου το κόμη τά φιλί νά θίατρβυτΦ ό καϋμΛνος,

55 ΆγγελικοΟ πυυλίοΟ φωληά βαθυ&ς αυγής αηδόνι ^(β)φκα ό νοΰζ μου πάνω σου κι' όθΐός (δ)έν μά γλντώγβι*

5 6 . "Q χρυσομβρσινίάς γλα(δ)ΐ ποΟ μ 1 ήσυρος κ ο ν τ ά σου (ft)fev ήμπορΦ νά φύ(γ)ω παΐό άπ' τά προ<ιτάγματά σου#

57, Τά μάδία σούναι π^λα(γ)ος τύ φρύδια σου λέιμιΦνας Μή^ίΡφορτοΟνα τά πατ(|, μή(τ)β βαρύς χαιμΦνας.

5 8 · " Λ ν ίσως κ α ί μ* ά π α ρ ν η σ τ β ς κ α ί τό σκ§φτ( | ς κα ί μ ό ν ο μ έ ς στή φωδίά ν ά κ α ί α σ α ι κ α ί ν ά μή ν ο ι ώ ν η ς π ό ν ο .

5 0 . A t ) μ ο υ Γ ι ώ ρ γ η - ~ τ ή ς ~ - Χ α δ ΐ ι ι ς ical σύ Κ ο υ ν τ ο υ α λ κ ώ τ η

τ ή ν ά ( γ ) ά π η μ ο υ κ α ί τή χ ρ ο υ σ ή της νκιότη 6 ο . Έ μ Ι α β ν Ι / δ ς κ α ί μ ' ά φ ι σ θ ς / ί ν α γ ίαλ ί . φ α ρ μ ά κ ι ,

κάΟα π ρ ω ΐ σ ά ( ν ) σ η κ ω θ ώ ν ά πίν* ά π ύ λ ι γ ά κ ι .

6 1 , ( Δ ) ύ ν ί ί ϊ (ν) κ α ρ ά [ Η α στή(ν) Μ α κ ρ ά (Λ)ί ν βί(ν) πανΙά πλυμένα ffl)fev sl(v) κ α μ μ ί ά στήν γειτονιά νά μ ά(γ)απά καί μίνα.

62, "Αν Ι σ ω ς κ α ί μ' άτταρνηστής καί κάμης άλλο ταίρι Σκλά((1)ο νά # πουλίσουσι ατής Μ/ιαρμτταριβς $|| μέρη.

63 Αν ίσως καί μ* άπαρνηστί)ς καί κάμιπ το ή καρδιά που ή θάλασσα ή άρμι,ρή νά ίΐϊν' ή κοινωνίά σου,

64, Αν ίσως καί μ1 άπαρνηστής καί κάμιπ το ή καρδιά σου <$!§ τόν ()ψμ<) τής θάλασσας νά πλ<Η|^υ(ν) τά μαλλιά σου Τής Μπαρμπαριάς τά κύματα τής Μάριας τό κανάλι

νά φ(5ϊ| ru φαρμάκι#σου άν άγαηήσης άλλί), 66, ΙΙΟίίλα νάχα καρδιΑς καί νάν* καί σι(6)^ρινιβζ

νά νταγιαντά τά (ίίσανα καί τοΟ ντουνιά τΐΐ έ'νναίΗς, 67 ΊίΟβλ((. νάχα δθό καμδιλς νά πι'ρνη ή }ΐΐά τοός πιίνους

Ktf αύτη 'ναι μιά καί μοναχή τήν ίχω και' άηό χρόνυυς,

Page 175: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

• H H g j ^ i I — 1 0 6 p

I 68. Τής θάλασσας τά κύματα άσπρα και γαλανά ναι κατ τοϋ έρωτα ό χωρισμός μαχαίρια και σπαθιά ναι.

69. Μαργαριτάρι τρίκλωνο είναι τό πρόσωπό σου κι* άλιζερίνικο σπαθί τό καμαροφρουδό σου.

7ο. Σοϋ πρέπουσι τά κόκκινα καί καθημέρνιασέ τα κι* έπαρε απ' τήν καρδούλα μου φωδίά σι(δ)έρωσέ τα ή: κι* έπαρε άπ τά μάδία μου νερό σαπούνισέ τα ή: (6Μλλε τα τή καθημερινή, γλήγορα χάλασέ τα

7ι· Του έρωτα τά δίχτυα είναι μεταξωτά κι οποίος μπερδέψει μέσα (δ)έν ξεμπερδεύει πείά.

72. Τριάντα δυό χρουσά κλειδί χ καί έζ^ντα δυό άσημένία (δ)έν τήν άνοί(γ)ου(ν) τήν καρδιά που κλεί(δ)ωσε γιά σένα

73. Μαλαματένιε μου Σταυρέ άπό τόν "Αη Τάφο τά λόγια πού μοϋ μίλησες μές τήν καρδία μου τάχω.

74. Δίαμαντοκόλλητο Σταυρό καί γκόρφι τοϋ Δεσπότη ήκαμα την ά(γ)άπη σου πάνω μου κρατά) τη.

75. Μαλαματένιε μου Σταυρέ καί μέ τήν άλυσσί(δ)α ώς πότε θά σε λειτουργώ σέ £ένην έκκλησία.

76. Καί νά τον άπό το θεό καί άπό τήν Έλεοϋσα δποιαν έγάπα καθενείς νά τοϋ τήν εύλο(γ)οΰσα(ν).

77. Θεέ μεγαλοδύναμε πούκαμες τό σιτάρι σάν άγαποϋ(ν)ται δζ}ό πουλιά κάμε τα σκιάς ζευγάρι

Β Υ 78. Θεέ μεγαλοδύναμε όπου τό(ν) κόσμο όρί£ης σάν άγαπιοϋ(ν)ται δυό καρδιές μή τές έξεχωρίζεις

79. 'Αναστενάζω τρέμει ή γής, κλαίω σκορπά τό χώμα άφοϋ ή καρδιά μου σ' άγαπά τί θά σοΟ 'πή τό στόμα

8ο. Ντέρτια μου κασαβέτια μου ^ελάτες τοϋ κορμιού μου ylati μοδ τήν έφέρνετε τήν άγαπώ στον νοΟ μου.

8ι. Χίλια καλώς έπρό(6)αλες ώ δροσερέ μου ά(γ)έρα πούκαμες τύ φουστάνι σου Έλληνικιά παντιέρα

82. "Ωχου καί πώς νά μή χολιώ καί πώς νά μή χτικιάσω τόσο καιρό νά σ* ά(γ)απώ καί τώρα νά σέ χάσω.

| 83 Πρέπει μου γώ καί νά χολιώ καί νάμαι λυπημένος γιατί άπό τήν άγάπη μου είμ άλαργαρισμένος.

84. *Ισμαηλία νά καζ τό Πόρτο νά (6)ουλίση ποΟ xfpB τήν άγάπη μου νά μοΟ ξελησμονήσί).

85· 'Ισμαηλία νά καζ τύ Πόρτο καί Σουβέσι jtoO πήρε τήν άγάπη μου νά πά νά μπιάση θέσι.

86* Στέλλω σου χαιρετίσματα μέ τό πουλί τ ά(η)δόνι m ιιέ τόν ιτετροκόσσυφα ποΟ (δ)έν τό φανερώνει.

Page 176: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

—107 -< | 87 . Σ τ έ λ λ ω σου χαιρετ ίσματα έ ν α ζευγάρι -μήλα

* έ ν α χ λ α ( δ ι ) ϊ βασιλικό μ έ τ άσημένία φύλλα. 88 . Ν ά μ ο υ ν α στό καράβι σου ' Ελληνικίά παντιέρα

ν ά κ ά ν ω τοΰ κορμιού σου σκιά της νειότης σου ά ( γ ) έ ρ α .

89. Μ έ ς στό καράβι πού σαι σύ ν ά μ ο υ καί γ ώ μουσσάκι ν ά σοΟ ' χ ι ν α ν ά π λ ύ ν ο υ σ ο υ ( ν ) νερό μέ τό τασάκι.

9ο Μές στό καράβι πούσαι σύ ν α μ ο υ ν καί γ ώ καρφάκι ν ά ' λ ω ν ε ς ν ά σο Ο ϊ,έσχιί,α τό μαύρο σου σακάκι.

91. Στέλλω 6ου χαιρετίσματα μέ τό χελιδονάκι πούναι στο δρόμο γρήγορο καί μπιστικό πουλάκι

Ιρ2. Στέλλω σου χαιρετίσματα μέ τ ούρανού τ άστέρι καί τό φεγγάρι τής αύγής, κανείς νά μί] τό §έρη.

93· Θάλασσα ή άγάπη μου σάν πιάση τό τιμόνι ροδόσταμο νά γίνεσαι κι' άμέσως νά μερώνης.

94· Θάλασσα, ή άγάπη μου, σάν πιάση τήν παλαίστρα ροδόσταμο νά γίνοσαι, σουπιέρα μέ μανέστρα.

95· Θάλασσα ή άγάπη μου σάν πιάση τό κουπί του ροδόσταμο νά γίνεσαι νά ραίνης τό κορμί του.

96. Νάμοη(ν) στό Φρϋ, στον Εμπορείο, γ!ά στήν Βλυχά μιάν ώρα νάβλεπα τό πουλάκι μου σάν λέει «Τίρα—μόλα».

97- Σάν μ' άγαπος πουλάκι μου (δ)έ(ν) θέλω νά τό χώνης δπου καί ά(ν) πάης και σταθζς νά τό §εφανερώνης,

9$· "Ανοιγε τά χειλάκια σου τά κότσινα πουλί μου κσΐ πες μου το πώς μ* ά(γ)απάς καί πάρε τήν ψοχή μου

99· Έλα πουλί μου νά σέ (δ)ώ καί (δ)εν μοϋ κόβγης χρόνους καί 'γώ χω σί^δ)ερο καρδιά νά νταγιαντώ τούς πόνους.

jοο. Ξύπνα διαμάντι καί βουμπί κί άφρέ του μαλαμάτου καί έχω δοό λόγια νά σου πώ τοϋ παραπονεμάτου.

S \JToi. Μήν μ* άρνηστζς ο (ν) δέν 1(δ)ης τά μάδίσ μου κλεισμένα τή(ν) Παναγιά στά στήθη μου τά χέρΙα σταυρωμένα·

/[ \^Ι02. Μήν πλανηθής στον νΕρωτα καί μ' άρνηστής πουλί μου γιατί άγάπη (δ)έ(ν) θαυρης πιστή σά(ν) τή δική μου.

Χ ο 3. Κάλλιο νά (δ)ώ τό αίμα μου σΓή γή νά κάμη χϋσι παρά νά (δ,)ώ τά χείλη μου άλλος νά τά φιλήση.

Ι04· Κάλλιο νά ()δώ τό αίμα μου στή γη νά λαμπικάρη παρά νά (δ)ώ την άγαπώ άλλος νά τήν έπάρη,

105. Κάλλιο νά (δ)ώ τό αίμα μου στή γή νά κάμη άλώνι παρά νά (δ)ώ τήν άγαπώ άλλον νά καμαρώνη.

ιοό. Κάλλιο νά (δ)ώ τό αίμα μου στή γη νά κάμη βόρτα παρά νά (δ)ώ τήν άγαπώ νά πάη σ' άλλη πόρτα.

107. Σάν (δ)έν ή.ξέρειζ ν ά(γ)απάς νά πά(ς) νά κάμης πρά£ι γΐά μΙά παμπακερή κλωστή τό χάνεις τό μετάξι.

^ y 108. ΓΙές μου τά άν έγινε βουνό γΐά μέναν ή καρδιά «ου Ι νά φύ(γ)ω νά μή μέ θωροϋ(ν) τά μάδία τά (δ)ικά σου.

Page 177: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

109. νΕλα πουλί μου έλα, έλα τήν Κυριακή νά μέ παρηγόρησης πούμαι tjrfj φυλακή·

ι ι ο . Έ λ α πουλί μου έλα, έλα τό Σάββατο νά μέ παρηγόρησης πούμαι γΐά θάνατο.

111. θ ά γράφω θέλω τόν καιρό καιθά }]£τρώ τούς μήνες πού θέ νά κάμω νά σέ (δ)ώ ήλιε μές τές αχτίνες.

112. ΤρεΤς πήχες φειδι θά (γ)ενώ τή(ν) μέση σου νά ^ώσω καί&ν άγαπήσης άλλονεθέ νά σέ θανατώσω.

113. Νάξεραπούνεν ό θεός ποϋ κατοικούν οί άγιοι νά πά νά κάμω δέησι άλλος νά μή σέ πάρη*

114» Βάλε φωδίά στό θυμιατό καί έβγα ο£ω νά θυμίασης και παρεκάλει τό(ν) θεό μα£ί μου νά ταίριασες.

115· Βασιλικόν έφύτεψα στό στρώμα ποϋ κοιμάσαι νά κόβγης νά μυρίζεσαι και μίνα νά θυμάσαι.

ι ι 6· Νά|ερεςπόσο σ ά(γ)απώ καί πώς σέ καμαρόνω καί τόνομα σου στόν θεό νύχτα καί 'μέρα 'μόνω.

h ι / . Ή νύχτα ώρες δεκατρείς μόνο τίς τρεις κοιμούμαι τίς άλλες δέκα είμαι ξυπνάς καί σένα συλλο(γ)οϋμαι.

ϊ ι8. "Ωστα νάξώ Θά σ' αγαπώ ποτέ (δ)έν σέ ξεχάνω Τ καί τόνομά σου τό γλυκό Θά πω καί θά πεθάνω!

119» Ζωή ρ ft ν έχω στό κορμί έσύ τήν κουμαντέρης καί οπόταν θέλεις γίνεσαι χάρος καί τήν έ*ιέρης !

120. Τοϋ μαύρου πεύκου τόν μπουγίά έχοησι τά μαλλιά σου καί τής μοσκοκαρφίάς θωριά έχου(ν) τά μά(γ)ουλά σου

121. "Ανοι£α(ν) τά τριαντάφυλλα καί φάνηκ ή θεότη κι άγγελικά χαδέματα έχει ή δική σθυ νειότη

122./Συντέφιν ήτο τό χαρτί καί διαμαντένια ή πέννα καί j(dpiv είχε άπ' τό Θεό ή μάννα ποϋ σ' έγέννα.

Ι23· Σάν περιστέρι τοϋ βουνού σά(ν) πέρδικα τοϋ κάμπου έσσ είναι τό κορμάκι σου κι' δ,τι κί άν βάλης λάμπου

124-1 Ούλο(ν) τό κόσμο γύρισα Μπον£ντη καί Λεβάντη (δ)έν εΙ(δ)α τέδοιο πρόσωπο νά λάμπη σά(ν) διαμάντι·

125- Πάλ' ήπλεξεςτα τά μαλλιά στώμμορφο τό κεφάλι κί άν είχα καί κομμάτι νοϋ, μοϋ τόν έπήρες πάλι.

126. Ώ ς καίομαι νά καίεσαι καί ώς ά(νά)φτω νά κεντήσης τό φουστανάκι ποϋ φορείς νά μή τό κατελύσης.

12J. Σήμερα τό πουλάκι μου ήβγε νά συριανίση Θεέ μου κάμε συννεφιά ήλιος μή τό μαϋρίση.

128. Άγάπην είχα στό κλου(β)ί καί άποκαμαρωνά τη(ν) καί έκδίνη ήκαμε φτερά καί ήφυ(γ)ε καί ήχασά τη(ν).

129. Τών έμμαδιων μου τό νερό φτάνει σε νά Ε,υμώσης καί της καρδιάς μου ή κάηλα τόν φούρνο νά πύρωσης.

130. Θά πάω Θέλω στό Καδή καί στό Καϊμακάμη νά πάω νά πώ πως σ' ά(γ)απώ νά (δ)ώ τί Θά μοΰ κάμη.

Η Έμάρανες με άπούμουνα βλαστός τής κρε(β)ατίνας τραντάφ^λλο τοΟ Περαια καί βιόλλα τής 'Αθήνας·

Page 178: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

109 132. Μήλο μου μή μαραίνεσαι τριανταφυλλάκι μου άσπρο

και μας είν' ή αγάπη μας χτισμένη σά(ν) τό κάστρο 133- Ποϋ μ' ήμερες ποϋ σ' ήξερα πού μ' εϊ(δ)ες καί ποϋ σ' εί(δ)α

καί άμα μούπασι γΧά σέ δέθηκα μ' άλυσσί(δ)ια· 134· 'Από πολύς μ* έσκλά(β)ωσε πουλί μου ή ώμορφίά σου

και τά καλά σου φυσικά καί τά νοικοκυριά σου.

135- Χρυσό μου πολυέλαιο στθλί(δι) τής έκκλησίας παπόρι τής 'Αμερικής φρεγάδα τής 'Αγγλίας.

136 Έσύ σαι πϋργος μέ γιαλίά καθρέφτης μέ σβντέφια έσύ σαι ή ώμορφότερη άπ' όλα σου r ά(δ)έρφια.

137- Μέσα στάφϋλλα της καρδιάς στοϋ έρωτα τόν τόπο έχω την τήν άγάπη σου γΐά πείσμα τών άνθρώπω(ν).

138. Μέσα στά φϋλλα τής καρδίας μέσα στά φυλλαράκία έκαμα τήν ά(γ)άπη σου χρυσά χαμαϊλάκία.

139· Βασιλικό καί ροσμαρί (δ)έν βάλλω πειό στ' αύτί μου γιατί μοϋ τήν έπήρασι τήν άγαπητική μου·

140. Πράσινον είν τό ροσμαρίν καί μπλάβος ό άθδός του όπου 'γαπά μελαχροινή πολύς είν' ό καμός του.

141· Μελαχροινή μου κύπερη δάφνη, μου μυρισμένη ή νειότη μου στά χέρΙα σου είναι παραδοσμένη·

142. Μελαχροινή πΙάσε σπαθί-κόψε τή κεφαλή μου νά πάψου σι ν οί πόνοι μου κι' οί αναστεναγμοί μου

143· "Εχεις μαλλιά όλόξανθα στης πλάτες σου ριμμένα ποϋ τά χτενίζουν άγγελοι μέ διαμαντένια χτένα

144· "Αγγελος ποϋ τόν ουρανό στον κόσμον έκατέβη καί σούδωσε τήν έμμορφίά καί πάλι απάνω άνέβη.

145· Μέ τρία δίστομα σπαθιά μοϋ φράξανε τή στράτα * - καί πάψαν οί χαιρετισμοί καί τά κρουρά μαντάτα.

Λ146. Ό λ α τά μάδΙα 'ναι στεγνά και τά δικά μου βρϋσι j ν περιβολάρης τά £ητά τά δέντρα vd ποτίση.

(. \) ΒU|| Θεέ μου καί ξημέρωσε μΙά μέρα καί γ!ά μένα • νάναι τά μάδία μου στεγνά τά χείλη μου βρεμμένα.

148. Κυπαρισσάκι μου ψηλό ποϋ τρέφεσαι στό χώμα ώστα νά ΐ,ΐώ θά σ' ά(γ)απώ κι' άς μή(ν) σέ πάρω κι όλα ή : μικρή και σύ, μικρός κι' έγώ (δ)έν ειν' καιρός ακόμα»

149· Μέ τ' άγριοπερίσοερα καί μέ τά μερωμένα τοϋ στέλλω χαιρετίσματα πουλί αου κάθε μέρα

i'l: σ ένα χαριι γραμμένα· 150· Κρίνε μου κρίνε Κρητικέ τοϋ μαχαλλά λουλοϋ(δ)ι

έαάθα το πώς σ* ά(γ)απώ και τό ζηλέψαν ούλοι· Μέλι καί γάλα βρίσκεται ε'ις τοϋ Σταυρού τά μέρη

θεέ μου καί νάμουν έκεϊ (δ)ά χειμώνα καλοκαίρι. 152. 'Πό τοϋ «Σιαυροϋ» τήν ένορίά είσαι καί σύ πουλί μου

γι' αύτό σ' άγάπησα^και 'γώ γιατί 'σαι χωριανή μου 153· Μΐά μαύρη σκόύνα θά (γ)ενώ άσπρα «ιαν!ά θά 3 p | l

«δρσα—λά—μπάντα» 0ά σταθ4ώ τήν ά(γ)άπώ νάπάρω.

Page 179: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

154. Στον παμπαφιγκο τον πλωριό σ εχω ζωγραφισμένη χαί δτ&ν «τιρά-μόλάρομε» ο' ευρίσκω μπερδεμένη

(ν) είμαι παλληκάρι. 155. Μαχαίρι μαύρο μάνικο θά βάλω στό ζωνάρι

χι α(ν) (δ)έ(ν) οι κλέψω μια βραδοά ( ό ) έ | 156. 'Εχτές έφύση;ε βορρηάς καί σήμερα μπονέντης

για δες πώς με χατήντησες όπούμουνα λεβέντης.

157. νΑς είσαι άγάπη μοο χαλά χι' άς είσαι χαί μακρύά μοο χι* άς κάμοο(ν) χρόνους νά σέ (δ)οΰν τα μαοια τα (ο)ικά μου

158. Μή σέ πλανέση ό έρωτας χαί μ5 άρνιστης πουλί μου χι' άγάπη (δ)έν θά χάμης πειά ωσάν την έ(δ)ική μου.

159. "Αχ χαί γιατί νάσαι Ισοι (δ)ά ναχης καΓ^ιά σι(δ)4ρου νά μή μποροΰ(ν) τά λόγια μου σάγάπη να σέ φέροο(ν).

160. Στον ούρανο θέ ν* άνε(β)ώ στον Λιοικη\ή του Κ,όσιιου νά χάμω μιάν αναφορά νά σέ χερδέσω φως μου.

161. Γιά δέτε τ άστρα τούρανοΰ πώς κρέμονται νά πέσουν χαι συ μελαχροινούλα μου μή μ άρνηστής πότε σου.

162. Τί μαντινάδα θά σου 'πω πουλί μου νά σ' άρέση πούχεις αγγελικό κορμί χαί δαχτυλίδι μέση *,

163. *Εχε τον πόνο μέσα σου καί μή τον έδηγασαι νάρή ο ύπνος νά σέ 'βρη στήν κλίνη ποΰ κοιμασαι. *

164. Μές στήν καρδιά μου σ ή(β)αλα δέντοο κι έφύτεψά σε καί το αίμα μου έλαμπίχερα νεοο, κί χέπότιζά σε,

165. Κρουφά ποτίζω το δεντρό κρουφά κορφολο(γ)ώ το. Κρουφά χαί μέ (γ)ιντίρησι ( γ ^ ρ ^ ω καί θωρώ το.

166. Κρουφά ποτίζω το δέντρο κρουφά 'κοβγα τους κλώνους κρουφά πουλί μου σ αγαπώ σήμερα πέντε .χρόνους.

167. Ttasapa μήλα στή μηλιά κ' εναν απίδι πέντε (έ Ινα σου φίλο μπιστικό χαιρετισμό μου πέμπε .

16S. Πουλί ςενομπασάρικο μέ τά χρουσά φτερά σου μά τί γλυκάδα είν αυτή ποΰ εχει ή λαλιά σου.

\pl69. Έ λ α νά μόσωμε κι' οί δυό είς τήν Ά γ ι α Μαρίνα ποιος άρνηθη άπό τους δυο αύτος ναχη τό κρίμα.

170. 'Εγώ άμόνω οτόν Θεό 'μόσε στήν Παναγία νάν σταθερή ή άγάπη μας μέχρι τά γηρατεΐα

171. § 3 θά (γ)ενώ Ρωτοκριτος (γ)ίνου καί συ 'Αρετούσα ποΰ δλα τά ένάντια κι' οί δοό τους ένικοΰσα(ν)·

172. Νάξερε; φώς μου γράμματα νά γράφω ν' άναγνώΟ^ς γιατί με τά γνεψίματα σοΰ γνέφω καί δέν νοιώθης.

173. Τόν έρωτα βάλλω χριτή τον νοΰ μου δραγομάνο καί σέ πουλί μου διοικητή χαί δ,τι μου πης θά κάνω.

J l 7 4 . Στόν ουρανό κι' α(ν) άνεβτ|ς καί γώ ν' ανέβω θέλω φτ*ρά * ί α(ν) βάλ^ς καί πετάς νά σέ κλουθήσω θέλω.

175 . Οδλοι μου λέγο»(ν) πέτα καί πουναι τά φτερά ' π ό τά (δ)ν*ά σου χέρια δέν 1χσ> λευτεριά.

1 7 6 . Έ ρ ν ή · τ ΐ | ς Μ άγάπη μου γλυκειά μου Μοφιγ^δλα καί · ά τή* χάψω Η φωδίά τήν χάντρινη σακοδλλβ.

Page 180: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

m — «Γ»

1 7 7 ΤΙ άνυπόφερτος κα(ϋ)μδς τ ι πυρωμένη λ ό χ χ η ' " νά λέω γώ πώς α άγαπώ και συ νά λέης οχι .

178 . Μπαρμπούνι μου τής θάλασσας δλόχρουσό μου ψάρι άφου έγώ σέ άγαπώ γιατ άλλος νά σε π ά ρ η ;

i f 9 . Γιά λό(γ)ου σου Οά σκοτωθώ θά χάσω τ ή ζωή μοο στδν *Α(δ)η θά σέ καρτερώ γιά νά κριθές μαζί μοο.

« 180. Έ φ ί λ η σ α και έσσίμπηια και έπήρα τον άθθό σου τώρα παντρέψου * ί έπαρε τον άγαπητικό σου,

181 . J E * άγάπη σου ' να ι ψεύτικη «άν τ 'Απριλίου το χιόνι , όπαί) το ρ ίχτε ι άπο βραδύς και τδ πρωί το λυώνει.

182 . Μήλο μου Γριπολίτικο, Βερουτιανό μου άπίδι_ ή(δ)ωκε 6 νους μου πάνω σου κι (δ)έν ή μπορεί νά φύγη. ή: κά(ϋ)μό μου τδν έπότισες έτοΰτο τδ ταςειδι.

183. Δέρνει μ ή νύχτα κί ή αυγή δέρνει με και τ1 αγιάζι δέρνει με κι* ή άγάπη σου και σένα (δ)εν σέ νοιάζει.

184 . Καταμεσής τής θάλασσας θά βάλω ενα κλίμα γιά νά περνά ή άγάπη μοο νά τρώη τά σταφύλια.

185. Κ λ α ί ω δεν ε χ ω 'μερωμδ σάν τδ πουλί στά δάση δπου του κόψου(ν) τά φτερά κ' (δ)έν ή μπορ' άπετάση

J (ή τή φ ω λ ^ ά του χάσΐβ).

180 . "Ώστα νά ζής θελω νά ζ ιώ νά σ άποκαμαρόνω χ οταν έσύ ^οχομαχάς και ' γ ώ νά χε ίε ιώνω.

187. Ά ( γ α ) π ώ σε ' γ ώ ώς άγαπά τρυγόνα τδ τρυγόνι Η χαί ώς άγαπά ό ναυτικός τδ ξυλο ποΰ το(ν) σώνει. y 1 8 ^ . | Σ τ ή ν τελευταία μου στιγμή εσένα θά ζητήσω |

νά (δ)ής με τι παράπονο τά μόδια μοο θά κλείσω.

189. Τεσσαροκάντουνε Σταυρέ καί μέ τήν άλυσσί(δ)α πρώτα σ άγάπαγα κρουφά καί τώρα παρρησία.

190. Μπιάς τδ μαχαίρι χ τ ύ π α μου μά οχ ι στη καρδιά μου γιατί κει μέσα βρίσκεσαι μή λαβωθής κυρά μου.

191. Γίνου κυρά μου λεμοννά και Τγώ στα δρη χιόνι νά λυώνω νά δροσίζουττε οί δροσεροί σου κλώνοι.

192. Α μ π έ ρ ι σαι και γιασεμί,· τριαντάφυλλο καί ρόδα άθθός και φοΰλι καί λαλές, καί μενεςες καί βιόλλα.

193. "Ω Παναγιά τοΰ Ε μ π ο ρ ε ί ο υ μέ τδ καμπαναριό σου εβλεπε τήν άγάπη μου πούναιν άπο τδ χωριό σου,

194. : Ο ήλ ιος έβαοίλεψε άπδ τά κλάμματά μου καί συ (δ)έν Ι(β)αρέθηκες τ αναστενάγματα μ ο υ ;

195 . Θαυμάζομαι σάν περπατείς πώς (δ)έν άθθοΰν τά ξΰλα και πώς δέ βγάζουνε καρπδ και διαμαντένια φΰλλα.

1 9 6 Βασιλιχέ πλατύφυλλε καί άπδ τήν άλιτάνα θαρρώ πώς δέν σ' έγέννησε στδν κόσμο άλλη μάννα.

197. Γαρούφαλο άπδ τδν Κιαμπέ, μήλο πδ τδ Μισΰρι (δ)ε(ν) θέλω στήν ά(γ)άπη μας άλλος νά καρισύρ^.

198 . (τσάκισμα) "Ασπρη κόρη καί χ ιονάτη έβγα στδν κιαμπέ κομμάτι.

Page 181: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

\ f 199. Παρακαλώβε θάλασσα φουρτοΰνα νά μή χάννος που ταίειδιύγη ή άγάπη μου νά μή μου τή(ν) μαράνης

2(10. Νάχα τΑν ηλιον άλογο, χαί τ' άστρα χαλινάρι ναρχούμουν νά α άντάμωνα κάθε πρωι και βρά(δ)υ.

α 201. Τήν θάλασσα τήν αρμυρή 0ά τήν αλείψω μέλι γιατί τήν ταξειδεύγουνε κορμάκια σάν άγγελοι.

202. c 0 μισε-μός σου μ' άρρωστιεΐ καί (ί>3β(ν) λαμπάδα λυώνω καί ώσά(ν) μου που(ν) πώς ερχεσαι σσ(ν) ρόδο ξεφουντώνω.

\ [ 2 0 3 , Μισεύγω παραγγέλλω σου στήν πόρτα μήν κα(ί))ίσης βασιλικό μή μυριστής καί άλλον μήν ά(γ)απήσης.

204. Βασιλικός χ{ ά(ν) μαραθή τή(ν) μυρωδιά ν τήν εχει κι ή άγάπη μου αν πατρευτή τήν ενοια -μου τήν εχει.

205. Άγάπη μου σά(ν) παρπατεΓς, ή στράτες καμαρώνου(ν) καί τά θεριά τ άμέρωτα δντες σε (δ)ου(ν) ?μερώνου(ν).

206. Κρουφή τον ή άγάπη μας μέσα στά χορταράκια καί τώρα τήν ΙμάΟασι καί τά μικρά παι(δ)Ικια

207. Έσί) θαρρείς σάν μ άρνηστης πώς θέ (ν)α κιτρινήσω καρνάδα βιολλα θά (γ)ενώ νά σ* άποδαιμονήσω.

208. Σάν μ' ά(γ)απας θά | ά(γ)απώ σά(ν) μ' άρνηστής ας λείπει (δ)έν εϊσαι (δ)ά καλλίτερη νά τό κρατήσω λύπη.

209. Άπ* ιο^ταν ήσουν δοο χρονώ(ν) κι5 είσαι δεκατεσσάρω(ν) ήλεγα της μητέρας σου πώς είθε νά σέ πάρω.

210. Τά μάδια σου τά μώρικα μ' εκάμαίν) νά μωρίσω μ' έκάμαν νά ξενητευτώ καί χώρες νά (γ)υρίσω.

211. c 0 ήλιος έβασίλεψε καί τά βουνά μαυρίσα(ν) της κοπελλιάς τά μά(γ)ουλα έροδοκοκκινήσα(Λ

212. ΑΓ άχι καί γιάντα σ αγαπώ καί κάνω σε καί χάζι γιατί κι' έσένα ή γνώμη σου της *(δ)ικής μου μοιάζει

213. ΑΙπέρδε καί μπέρδε καί μπερδέ καί μπερδεμένο μ' έχεις καί στά ξανθά σου τά μαλλιά περιπλε(γ)μενο μ' εχεις.

214. Τά μάδια καί τά φρύδια σου καί τ' άναντράνισμά σου μ1 έκάμανε το δυστυχή σκλάβο στήν γειτονιά σου.

(η μ έκάμασι καί έγινα σκλάβος στήν αφεντιά σου). 215. *Ας τραγουδήσω μιαν ήχια νά μου περάσ^ πάλι

τοΰ νου μου ή διαλό(γ)ησι, τής κεφαλής μου ή ζάλη. 216. ΙΙώς νά φωνάξω δονατά ν' άκούση το πουλί μου

ισως καί νάρτη πάλι ό νους μέσα στήν κεφαλή μου. 217. Ζουμπουλάκι μου βαμμένο καί κρινάκι μ ανοιχτό

ξέρεις πώς χωρίς «σένα εις ιο(ν) κόσμο (ό)έν φελώ. 218. Ζουμπουλάκι μου γαλάζο

μέ τρακόσες (δ)έν σ' αλλάζω ! 219. Γιατ* ε!(ν) το αιμά σου γλυκό μιλάς καί ζαχαρένα

f t αδτδ καί 'γώ σ' ά(γ)άπησα καί χάνομαι γιά σένα.

220. Ζάχαρι 'ν το μίλημά σου—κι ή κουβέντα σου γλυκεία. κι1 ό άντρας πουχεις δέν ταιριάζει—στή δική σου αγκαλιά.

221. "Κχω τη τήν άγάπη σου εχω την πώς τήν έχω ί χ ω τη μάδια καί 6«ρώ xt* ίχω τη(ν) φώς καί βλέπω,

Page 182: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 113 — 222 . Μελαχροΐνό μου πρόσωπο χι άρχοντικό μου ήθος

φοδιαν όπου τήν άναψες μές στό'δικό μου στήθος. 223. βασιλικό κριτήριο χαί Ρουσική καμπάνα

κάμε τη τήν άπόφασι νά κοιμηΟοΰμ άντάμα. 224. Έ μ ε ΐ ς κι άν άποΟάναμε πάλι τά κο/.χαλά μα;

άσπρα πουλάκια Οά (γ)ενου(ν) νά σύρνου(ν) τό(ν) σεβδά μας 225. Κομμάδια Χι ά(ν) μας χάμουσι κι' είς τό γιαλό μας ρίςου(ν)

πάλι τά κοκκαλάκια μας στόν Ά(δ)η 0έ νά σμίςου(ν) 22G. Μές τό γυαλί άλλο γυαλί και είς τό γυαλί κρουστάλλι

οποίος μου 'πή νά σ άρνηστώ μόνο τά λόγια χάνει 227. Μές τό γυαλί αλλο γυαλί και είς τό γυαλί γιαρδίζι|_

(δ)ε(ν) θέλω πλούτη κι' άρχοντιές και ή γνώμη σου τάςίςε^

^ 228.· Μιά 'ναι ή άγάπη π3 αγαπώ, κι' ενα^Οεό δοξάζω τις άλλες παίζω καί γελώ γιά νά τίς δοκιμάζω.

| y 229. Μιά ν1 ή άγάπη π* αγαπώ μϊά- ναι μά τό Σταυρό μου τις άλλες παίζω και γελώ γιά νά περνά ό καιρός μου

230. Άπ* ώσταν έλαργάραμε καί (δ)έν συνομιλούμε εχω τά μάδια χαμηλά και (5)έν ήξέρω πού μα ι.

\ l 2 3 1 . Λείπεις καί λείπουν ή χαρές και λείπουν τά παιχνίδια κ α! λείπουν κι' ή γαρουφαλλιές άπό τά παραθύρια.

232. Χαρτί μου καλορίζικο καλομελετημένο Ι ποΰ (ό)ιιο(γ)Γ1ς οτης άγάπης μου κι' έγώ 'πίσω 'πομενω.

233. Ά π ' ώσταν έλαργάραμε θαρρώ και φαίνεται μου πειό μεγαλύτερο καύμό (ο)έν ήπια 'γώ ποτέ μου.

234. Έ λ α καί πολιμένω σε ελα xal καρτερώ σε καί ώς και άιτόξω στήν αυλή προ(β)άλλω πάς χαι (δ)ώσε.

235. Νά χαμήλωνα^)'τά βουνά νάβλεπα τήν 'Αθήνα νάβλεπα τήν άγάπη μου ποΰ περπατεΓ σά(ν) χήνα.

236. Έμίσεψες κι (ό)έ(ν) μούπες σκιάς «σ άφίνω γεια πουλί μου» πεισματικά μοΰ τόκαμες νά φθείρας τή ζωή μου

V 237. Μισεύγω xal σ' άφ,ίνω γειά χι* άν είσαι μπιστεμένη χάμε καί συ δοό Κυριακές πώς *1σ άρρωστη μένη.

238. Τά μάδια σου στά μάδια μου μπήκαν προ;ενητά(δ)ες μή(τ)ε προυκιά (γ)υρέβγβυοι μή(τ)ε πολλές χιλιά(δ)ες.

23(.). Ξύπνα κι ό Έρωτας περνά άπό τή(ν) γειτονειά σου χρουσά πλεξίδια σοΰ (β)αστά νά πλέςης τά μαλλιά σου.

240. Ποτ* άνθρωπος νά μήν είπή άγάπη πώς παληώνει γιατί σάν σμίξουσι τά δοό σάν τή φωδιά φουντώνει.

2 4 1 . Τάζω κερί της Παναγιάς καί τοΰ Χρίστου λαμπάδα γιά νά μας σμίίη χαί τά δυό τούτη τήν 4βδομαδ«.

242 . Τάζω σου Παναγία μου όχά(δ ; ι ς τό λ ι (β)ά\ ι νά μας φορέσης καί τώ(ν) δυό στή(ν) κεφαλή στεφάνι.

243. Τά μάδια μου νυβτάζουσι 6£λου(ν) νά κοιμη&οΰσι γιά τόνομά σου άγάπη μου τά κάνου(<) χι άγρυπνου.»

214. Σέ μιά 'χκλησιά ( 1 ) κ κ λ φ ι ) ^ ύ μ α ο τ ^ μιά ρύμη πορπατούμε ενα θεό δοξάζουμε μ'.ά πίσχι προσχυνοΰμε

(ή : ποιός*τώπ» χαδεμένη μου πώς Οά ίεχιορχψηΒμ*);

Page 183: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

245. "Οντας GOV θέλω θυμηθζ πονλι μου ώρες-ώρες ^ νερό και αίμα τρέχουσι τών έμμαδιών μου ή κόρες. 1246. Τρέμει τό ψφι στό(ν) \{/αpJc οντάς τό πιάσ' ή τράτα ν τρέμει κι' έμοϋ ή καρδούλα μου όταν ae 6db στη(ν) στράτα 247. "Άσπρη 'σαι σχ'ν) τά γάλατα ποϋ κάνουν ή προ(6)άτες

Ι ξεχωριστή 'σαι άγάπη μου μέσα στις μαυρομμάτες. •

248. "Ασπρη κατάσπρη παρπακίά Ρο(δ;ΐτικη παποϋλα νά σέ yap' ή μανούλα σου ποΰ ο έχει μοναχοΰλα,

249. 'Από τή(ν) πόρτα σου κερνώ και βρίσκω κλει(δ)ωμένα. σκύβγω φιλώ τή(ν) κλει(δ)ωνΐά, σάν νά φιλώ εσένα· 15ο. Πόσα καί πόσα μελετώ, λόγια νά σου μιλήσω κι όντας σέ (δ)οϋ(ν) τά μάδια μου ούλα τ άφίνω πίσω.,

251. Τά μάδια της άγάπης μου (δ)έν είν' πολύ με(γ)άλα μά τό καμαροφρϋδι της έχει καϋμό και λαύρα.

2 52. Τί μοίπες και (δ)έ(ν) σού*αμα τί μούπες κι' είπα σ* όχι και μάφησες νά καί(γ)ωμαι στου έρωτα τή(ν) λόχχη

253 "Η(δ)ωκε ό νοϋς μου 'πάνω σου ώσά(ν) τ άνεξετίλάΐ ώσάν τόν ήλιον όπου '6γΓ| καί μπίάσΐ) τό λαγκά(δ)ι.

2 54 Ί4(δ)ωκε ό γους μου 'πάνω σου ώσάν τ άνεξαπλάι ώς περιπλέξει τό χλα(δ)ΐ απάνω στ άθυμά(ρ)ϊ.

255. Ή γ λ ώ σ σ α σου 'ναι ζάχαρι τά χείλη σου 'ναι μέλι όποιος σ1 άκούσει καί μιλάς μή(τ)ε φα(γ)ί (δ)έ(ν) θ*ελει.

256. Σκίσετε τή(ν) καρδούλα μου μέ κοφτερό ξυράφι νά δζτβ την άγάπη μου ποϋ κά(θ)εται καί γράφη.

257 "Αν ίσως καί μ' άπαρνηστης κι' άλλην άγάπη κάμης σέ Τούρκου χέρια νά πιασθης καί Τουρκα ν' άποθ νης

2 58 Ό νους μου (δ)έν έγύριζε μέ δεκοχτώ 'ρολόγια καί σύ μοϋ τόν έ(γ)ύρισες μέ τά δικά σου λόγια

2 59, Βάλε τό κάντίο στό νερό νά λυώσιτ) νά τό πιούμε νάναι τά χείλη μας γλυκά όντας θά φιλιθοϋμε.

26ο. Γ] χ πές μου χα?εμένη μου πό πο^άν γεννίά λο(γ)άσαι κΓ είνε τό αίμα σου γλυκύ κι' όποιος σε (δ)*} ά ( γ α ) π ά cje;

26ϊ. "Ω άργανοτρεμμένη μου ποϋ 'τράφης (δ)ίχως μάννα κι' έτράφης καί έμε(γ)άλωσες ώσά(ν) τή(ν) μα^ουράνα^

/ 262 Κάννω νά σου καταραστώ μ ί πάλι σέ λυποϋμαι γγιχ είσαι μιά καί μοναχή καί τό(ν) Θεό φο(β)οϋμαι.

2 63, Στόν ουρανόν άνέβηκα στά δεκαπέντε νέφζα ύχι γιατί (δ;έν πέρνοιτται τ ά(δ)έρφια κι' άξα(δ)έρφι«

264 Βαοιλικόν έφύτεψα κι' έκεΐνό^ηβ) 6 κλίμα diaiSjepfctKt μου*άγαπώ, πέτε}μοι άν έχω κρίμα.

Page 184: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

20Ά Κρίνε μου μέ τις μυρωδιές καί δυόσμε μου μέ τ $19η| (| τόν νου μου σύ μοϋ τό(ν) βαστάς καί στείλε μου τον νάρθη.

206. Ή άγάπη μου σάν περπατεΐ ώς καί τά χοχλακούλια κι* εκείνα τραγουδούν καί λεν της νειότης της τραγούδια.

267. Τής θάλασσας τά κύματα πατώ καί δέν βουλοϋνε ώστα νά ζώ Θά σ' άγαπώ κα(ν)ένα (δ)έν φο(6)οϋμαι.

268. Βασίλισσα 'σαι μάδια μου κι' ούλο τόν κόσ/xo 'ρίζεις σά(ν) Θέλεις δέρνεις τίς ψυχές σά(ν) θέλεις τίς χαρίζεις.

2 69. Παντρέψου σά(ν) σέ Θέλουσι σά(ν) σέ παρακαλοΰσι καί μέναν οί γονέοι μου άλλου μέ μέλετοϋσι.

2 7ο. 'Όχι άλλο σου σά(ν) (δ)έ(ν) μέ Θές καί θέλεις παρακάλια έχει κι άλλου πορτοκαλλιές καί κάνου(ν) πορτοκάλλια.

271 Λάμνει τό προσωπάκι σου σάν τοϋ μπονέντη τ' άστρο σάν τοϋ ΜαγΧοϋ τό λούλουδο τό κόκκινο καί τ άσπρο

2 72. Άπ' ώσταν άπελάργαρες δοό μίλια τό λιμνιώνα τρέχουσι τά ματάκια μου σά(ν) βρϋσες τοϋ χειμώνα.

2 73. Βασιλικέ μή μαραθθ^ς καί ρόδο μή(ν) μα(δ^ήσης καί σύ ψιλομελαχροινή μή μ άπαλησμονήσης

2 74. Καταμεσής της θάλασσας θά στέσω μία παντιέρα γΐά νά περνά, ή άγάπη μου νά λέ(γ)ί] καλημέρα.

2 75. Μοσκοκαρφχά μου τρίκλωνη κι' έ(γ)ύραν τά χαλιά σου κι' άπό τήν Μπόλην ώς εδώ ήβγεν ή μυρωδιά σου.

2 76. Τί νά τά κάμω τά καλά καί τά πολλά τά τόσα εμπρός στή γνώμη τή(ν) καλή καί στή(ν) γλυκεΐάσου γλώσσα.

2 77. Τά μάδία σου 'ναι σάν έληές άπού 'ναι στό κλωνάρι τά φρύδια σου(ν) στεφανωτά σά(ν^ δυό μερώ(ν) φεγγάρι

2 78. Λιγνό κυπαρισσάκι μου σείσου καί κάμ άγέρα νά κελαδήσου(ν) τά πουλιά νά ξημερώση ή 'μέρα.

279. Ό κρίνος έχ' εννιά ά(δ)ερφούς κι' άνοί(γ)ου'ν) μέ τ' άγιάζι ξανοί^γ)ω- καί παρατηρώ κα(ν)ένας (δ)έ(ν) σοϋ μοιάζει.

2 8ο. Άπωστάν έλαργάραμε ψιλέ λιγνέ μου κρίνε (δ)έν ένενεντράνισα νά (δ^ώ είναι ντουνιάς δέν είνε.

281. Στέλλω σου χαιρετίσματα μ1 άγέρας τά'μποδίζει | θάλασσα | άρμυρή είναι ποϋ μάς χωρίζει.

\jj82. Έ(γ)άπας με κι' έγάπου σε ώς τώρα εύχαριστώ σου (δ}έν σοϋ παρήγγειλα ποτέ νά μ άγαπας στανίό σου

ν>£83. (Δ)ε(ν) θέλω πείά παράδεισο ούτ' έκκλησίά ν1 αγιάσω μόνον είς τίΐ'άγκαλΑφβο σου νά πέσω νά πλαγιάσω.

V284. ΤΩ φεγγαράκι μου λαμπρό ποϋ πά(γ)ς)ς γύρω-γύρω άμε χαιρέτισε μου το το κόκκινό'μου μΓ,λο.

Page 185: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Ι 1 - 1 1 6 - . I

Ό φεγγαράκι μου λαμπρό ποϋ πά(γ)ης μέση-μέση w l άμε χαιρέτισέ μου το(ν) τόν νειόν δπου μ'' αρέσει.

1 286. "Ω φεγγαράκι μου λαμπρό ποϋ πά(γ)ης άκραν-άκρα(ν) άμε χαιρέτισε μου τον σαν μπαίνει μές στή βάρκα.

2 87. Ζαχαροζυμωμένη μου μέ τούς άθθούς μηλιά μου καί μέ τά παραχλώναρα χροι ση τρ(ι)ανταφυλλ!ά μου

288. (Δ)έν σ* άπαρνειοϋμαι 'γώ ποτέ είμητ ό θεός τ' όρίση και βάλλει τό χεράκι του καί μας έξεχωρίσει

289. "Αν ίσως καί μ άπαρνηστής καί κάμη ς άλλο ταίρι στό αίμα σου νά κυλιστής ώσά(ν) τό περιστέρι

29ο. "Αν ίσως καί μ'άπαρνηστης ρόδο γλυκοκουνάτο λάκκο νά κάμη ή θάλασσα καί ν ά σέ πάρη κάτω.

291. Σά(ν) τί τό θέλεις καί ρωτάς ά(ν) σ ά(γ)απώ πουλί μου τήν όρεξι σου ρώτηξε νά (δ^ης τήν έ(δ)ική μου.

292. Σά(ν) Θές *ά(δ)ής ά(ν) σ' ά(γ)απώ ρώτηξε τή καρδιά σου κι' ώς μ ά(γ^)απάς έσσι ά(γα)π# κι' έγώ τήν άφεντίί σου |

293. "Ηθελα νάμουν άγγελος νά πορπατώ μαξί σου ό\ τας θά πης νά μ άρνηστής νά πάρω τήν ψυχή σου.

294. Βάστα καλά τή(ν) γνώμη σου μή 'ρτη κανείς καί πει σου λόγια κακά γΐά λό(γ)ου μου κι' άλλάξη ή όρεξί σου

2 95. Καί μά τα επουράνια καί μά τή(ν) χριστιανότη έσύ "σαι ή άγάπη μου ή δεύτερη καί ή πρώτη.

296. 'Αγάπα με άληθινά κι' όχι μαριολεμένα κι εις το ντιβάνι τοϋ θεοϋ θά κρίνεσαι γ! χ μένα.

297. Χίλιες χιλιά(δ)ες κυνηγοί τόν νου μου κυνη(γ)οϋσι μά γώ τόν έχω 'πάνω σου καί ποϋ θά τόν εύροϋσι.

\ 29S Δίμουρι^καί διπρόσωπβΑκαί ψεύτβ)ίτης άγάπης <5Ϊ(ν) δέν ήξέρης ν* ά(γ)απάς πως δέ(ν) ρωτάς νά μάθης·

2 99. "Ημερο πώς αγρίεψες κι' άγριο πώς έπιάστης κι' άκατα(δ)ίκαστο πουλί πώς έκατα(δ)ϊκάστης ;

3οο. Μίλιε μηλιά μου μίλιε μου, μίλα μου μέ τούς κλώνους μίλιε μου χαδεμένη μου νά ξήσης χίλιους χρόνους·

3οι. Έχεις ώραίο πρόσωπο μάδια (γ)εμάτα νοϋρι φρύδια τοϋ έρωτα σπαθιά, μαλλιά, σάν τό σσαμοϋρι

3θ2. Ζαχαροζυμωμένη μου καί λαμπαδοχυτή μου καμάρι σαι τής μάννας σου καί καύκησι (δ^ική μου.

3θ3. νΑσπρη στρογγυλοπρόσωπη καί καστανοτουρλοϋ μον 'ψυλή λιγνή μου κοπελλίά κι' έπήρες τον τόν νου μ0 0 ,

3ο4. Τό κυπαρίσσι ρέ(γ)ομαι τό μυρισμένο ξϋλο ποϋ μοιάί,ει τής άγάπης μου στό μάκρος καί στό ψήλος·

Page 186: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

3ο5. Τ ό κυπαρίσσι τό ψηλό στή μέση στεφανώνει κι* άπου ά(γα)ιτα: μελαχρο ινή ποτέ δέ(ν) μετανοιώνει

3ο6. Ν ά κ ά μ ω θέλω μία καρδιά είς τούς καλαϊζί(δ)ες όπως τήν ήκαμες και σύ κι' ήκαμες πώς (δ )έ (ν ) μ' εί(δ)ες.

3ο7. Καρδ ιά μου γ ί νου σι(δ)βρο καρδιά μου (γ)«νου άμΦνι ν ά σοϋ χτυπού(νΝ, άλύπητα τά βάσανα κί ' οί πόνοι.

3ο8. ' Ω ς μ ' ήξερες (δ ) έν ε ίμαι πεχά κ ι 'άλλο ι καιροί με φτάσα(ν) ρόδα τον καί μα(δ)ΐσασι πουλιά τον καί πετάσα(ν). Ά μ ε φ ω ν ή μου κι εύρε τον στήν κλίνη ποϋ κοιμάται

καί πάς του πώς τόν_ά(γ)απώ νά μην παραπονσιαι.

3 ί ο Τ ό κεφαλάκι μου π ο ν ώ ψυχή μου άνεκατώνει κι* άχου τό νεραξάκι μου καί που θά ξεφαντώνει .

31 μ Ά μ ε φ ω ν ή μου κι' εύρε το τό μπισακό μου ταίρι Ε καί πές του πώς τ* άνεζητώ πρωΐ καί μεσημέρι

(ή χ ε ι μ ώ ν α καλοκαίρι) 3ΐ2. Α ε τ έ μου χρυσοπράσινε πούχεις τοϋ φράγκου διώμα

τής κ ιτρολεμονίας άθθέ π' άνο ίγης τον χ ε ιμώνα 3 ι 3 . Μές στήν καρδιά μου φύτρωσε ένας κοζές ώραίος

έ ν α ς ψ ιλομελαχρο ινός εύγενικός καί νέος 3 ι 4 . Τέσσαρα μάδια, δυο καρδιές όντας άγαπηθοίσι

καλύτερα στή μαύρη γ η παρά ν ά χωριστοϋσι. 315. Σ ι ( δ ) ε ρ ο β έ ρ γ ι ν ο κλουβί έ κ ά μ α ν οί γονιοί μου.

μέσα ν ά μέ κλει(δ)ώσουσι \ ά σ άρνηστώ πουλί μου

3 ι 6 . ' Ω ς καί τά παραθύρια που άμαχη μοϋ (β)αστοΰσι κι* δ τ α ( ν ) περνώ πό τό στενό χωρίς άέρα κλειοϋσι

3 ι # . Π έ ρ ν α 'ψηλέ πέρνα λ ι γ \ έ , πέρνα το τό σοκάκι κι' άκόμη ( δ ) έ ν έβάλασι τών έ μ μ α δ ι ώ ( ν ) διασάκι

3 ι 8 . Ά π ό μικρός στά βάσανα .άπό μικρός βχά πάθη κι' άπό μικρός μπερδεύτηκα στήν έ(δ)ική σου αγαπη

3 ι 9 . Σ ά ν όφις κουλουριάξομαι καί σάν πουλί κυττάξω καί τά μεσάνυχτα ξυπνώ καί 6αρυαναστενα 0 ω

320 Στή φυλακή μέ (β)άλασι καί μέσα μέ κλε ι ( δ )ωσα(ν ) καί τά κλειδ ιά της φυλακής σέ σέ τά παρα(δ)ωσα(ν)

3 2 1 . Ψ ι λ ο μ ε λ α χ ρ ο ι ν ο ϋ λ α μ ο υ μ έ τ έ ς ε λ η έ ς σ ι ή ( ν ) μούρη ζ ω ή V a i τούτη π ο ύ μ ο υ τ ρ ώ ς ( δ ) έ ν ε ί ν α ι κ α β ο ύ ρ ι .

32ο f A W v ) θέλω πείά ν ά μοϋ μιλάς Νά λές καί τόνομά μου γ ι ΐ ί δ έ ν τώκαμες καί σύ ποιέ τό θελημά μου. ρ

3 2 3 Μ ο σ κ ο λ ε β ά ν τ α θά ( γ ) ε ν ώ ν ά μπώ μές τό >*σα«ι ν · άλοίβγης χαδεμβνε μου τό μαϋρο σου μουσ,ακι.

Page 187: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

3*4. Τά μαΟρα μάδια ρ6(γ)όμαΐ γιατί αονρί (fyb(v) Oil γιατί 'ναι πλάσμα roO 08Q<5 καί ζωγραφίϊ χ άγγ&\0Ό

3 2 5 . V l f fd t j / β σ ό ρ β ί ν & ΰ τ η κ α φαρφοιφομαατραχά μου , / Ι έ τό ψιλό π ο κ ά μ ι σ ο , μ έ σ α σ τ ή ν άγκαλίά μ ο υ ,

3 2 0 · ' Α π ό ψ ε σ ' ό ρ β ι ν ε ό τ η κ α δ β ώ ρ ε ς ν ά ζημβρώσιj κ α ί α π ό τ ό τ β ς δ έ ( ν ) μ π ο ρ ( ( ύ ν ο Ο ς μ ο υ y d μ β ρ ώ σ / )

3 2 7 . ' Α Λ Ι ® σ ' ό ρ β ι ν β ό τ η κ α κ ι* α γ κ ά λ ι α σ α τ ά ρούχα κ ρ ί μ α ς τ ό ν ύ π ν ο π ο ύ χ α σ α κ α ί τ ή ν χ α ρ ώ ν ά π ' ο ύ χ α .

3 2 8 . Α π ό ψ ε σ1 ό ρ ε ι ν ε ύ τ η κ α κι βΐ(δ)α σ β ατορβινό μου π ώ ς η ρ τ ε ς χαδεμένη μ ο υ ε ί ς τ ό χροσκέφαλΑ μ ο υ .

3 2 9 Ό Π α ν α γ ι ά τοΟ Έ μ π ο ρ ε ί ο ϋ μ έ τ ά π υ λ λ ά κ α ν τ ή λ ι α

ι"6λεπε τήν αγάπη μ ο υ ν ά σ ο Ο τ ά σ ώ σ ω χ ί λ ι α .

3 3 ο · Μ α λ α μ α τ έ ν ι ε μ ο υ Σ τ α υ ρ έ κ ι ' ά π ό τή Β ε ν ε τ ί α είπα(ν) μου πώς μ' άρνήστηκες, μά ποιά ναι ν ή αιτία,

331 'Εσύ σαι αιτία κΓ άφορμι) ποΟ ( δ ) έ ν ματαλαβαίνω καί άπό τό χέρι ταΟ παπΛ άντί(δ)α)ρο ( δ ) έ ν π α ί ρ ν α ) .

332. ϊταυρρ μου τρισυπόστατε πούχεις με(γ)άλη χάρι φόλα(γ)β τόν μοναχογυ]ό τής μάνας τ ο υ κ α μ ά ρ ι ·

333. (Δ)έν μέ λ υ π ά σ α ι π ο ΰ κ α μ α μ ό τ ο ύ ς γονιούς μ' άμάχη μέ τ' (χ(δ)βρψάκια μ ο υ κ α κ ^ ά κ α ί μ έ τ ά σ ύ ν α α γ ά π η ,

334. ΤΙΟελα ν' άστρονόμιζα, κόρη τούς οφθαλμούς σον ί όντας κοιμάσαι μοναχή ποιόν έ'χεις εις τό ν ο Ο σ ο υ .

335 ΓΙές μου το πώς (δ)έν μ' ά(γ)απΛς νά πά νά π]ώ φαρμάκι Ι όχι μι- κοΟπα, μέ γιαλί, μόνο μέ τό μπαρδάκι. j l

336 'Αγάπη μ ο υ ά ν δ ί ν σ ' άγαπώ πολλά κακά νά πάθω / κι' ά(ν) (δ)έ(ν) συχνορωτώ γΐά σέ καθημβρνίς νά μάθω* I

337. Νάτο ζαρές νά σήβλεπα μ ΐ ϊ ν ώρα μέ τό κΐάλι Ί μπέρκι καί μονοσυναχτβΐ ύ νοΟς μου στό κβράλι. Ι

338. (Δ)έν σ' είδαόψές καί σήμερα και ά(ν) (δ)έν σέ (β)Λ / /

« ά(ν) (δ>ν σέ (δ)ώ κι* ώς τό πορνό τό βΜανό μου κό\]w 339. (Δ)έν Ι ιΊ(δ)α όψές καί σήμερα κΓ (ά)ν (δ)έν σέ (6)<ΰ I

Ι ® (ώς Ι παβι Ι ψυχή στό ν ουρανό καί τό κορμί στόν "Α(δ)η· Ι

34ο. 'Αγάπα μ& πουλάκι μου ώς μ* άναποΟσβς πρώτα | τοϋ κόσμου λόγια μήν άκοΟς μόν' τή(ν) καρδιά σου ρώτα» |

341. Ψυλομβλαχροινέ μου ά(β)τέ καί άγγβλοστρατιώτχ] | πώς μοΟ τήνέκατόλυσβς τήν άΟλιη μου νειότη. »

34*. Ό Μπαρμπαρίά καί 'Γούνβζι, Μάρτα μου κι' Άλι^ρι γιατί μοΟ τό ξβνήτββγβς τό μπιστικό μου ταίρι.

Page 188: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

343/τΓΙάαχω, ξετΛζω ερευνώ ζητώ ρωτώ γηρεύγω Η τού πόνου μου τύ γιατρικό (δ )έν ήμπορώ νά εδριυ.

344. Ώ ς β ί ( ν ) τό δισκοπότηρο ποϋ (δ)ι ν τό πιάνει σκόνη έτσι 'ναι κι' ή άγάπη μθυ καματερή καί σκόλη.

34cL (-AV-.v σ' άταρνηούμαι ') ώ ποτέ. εΐ'μητα κ ν u(v) γυρίστ)| V) κόσμος άξα\άστροφα κί' ή πέτρα νά 'μιλήση

346 "I Ιμερο μερτολούλου(δ^ο ώμμορφο λουλου(δ)ΐτο κι' άπώσταν (δ)έ(ν) αέ 'μύρισα τό(ν) κόσμον ηχασά το(ν).

347. Τ ύ μονοδέντρι στό βουνό ούλ' οί καιροί τ όριζουν καί μ έ ν α ujv άγάπη μου πολλοί τήν φοβερίζουν ί) λαχταρίζουν

348. Κ α λ ά καμα κι' έ(γ)άίτησα κοντά στή γειτονιά μου ν $ χ ώ τόν ύπνο διάφορο καί τό φιλί κοντά ρου.

349. (Β)άλε τόν νοΟ στή ζυ(γ)αρΐά, σκύλλα, καμπάνισέ το(ν) κι' ά(ν) λείπει άπό τή ζυ(γ)αρΐϊ βάλε καί 'νέσωσέ το(ν).

35ο. Εί(δ)α σε πάλι σήμερα κι' ήνοιζες τή γΐαρά μου κι' ή\|/ασι κ* έκαήκασι τά φύλλα | | | καρδιίς μου.

351. Κοζέ μου χρουσοπράσινε μέ τά σαράντα ρόδα ώμορφος είσαι στή θαιρχά μά δίμουρος στά λογία,

35a· 'Αρνί \ρα(γ)ες καί άρνίστης μου ρίφι κ' έζέχασός μου σηκώτι τού μακρού παιδιού καί έζελησμόνησες μου.

353 'Αποθαμμένος 'βρίσκομαι καί ζωντανός λο(γ)οΟμαι πνοή (δ)έν £χω στό κορμί μόνο πώς τυραννιούμαι

354. Πεΐσ,ια καί σύ πείσμα κι' έγώ θέ νά πεισματωθού/τε κι' ύστερα θά γυρεύγομε δίατρό νά δίατρευτι Ομβ

355. Σά(ν) πάρουν τάρματα φωδίά καί κάψοι5(ν) τό κορμί μου τότες Οά μού τή(ν) πάρουσι τήν αγαπητική μου.

356. ΈΕ,Γ|ντα μήνβς σ' ά(γ)απώ (γ^ίνουνται πέντε χρό\οι jjlXi λεμονίi νάφύτευγα θά \ρω(γΛ* καί λεμόνι.

351, Ά(ν ) ά(γ)απάς αληθινά (δ)εΐζε μου σημαδάκι βγάλε τό μαντηλάκι σου κάμε μου σερετάκι.

358 Διαμάντι καί περλάντι μου τί χεις καί γιουκουντίζεις μόνο γιά σένα τραγουδώ καί μή βαρυκαρδιζεις.

359. Καιν ούργια παπουτσάκια φορείς καί τρίζουσι καί μένα τήν καρδιά μου τήν έρρα(γ)ίζουσι.

36ο, Νάμουνα τί (δ)ά νάμουνα γρεβάδιχ τοΟ λαιμού σου κορδέλλα τοΟ καπέλλου σου κλειδί τ' ώρολογίοΰ σου.

361. Συννεφιασμένος ούρανός μοιάζει μέ τι)(ν) καρδιά μου

κάννει τά σύννεφα βροχή καί σβύνει τά φωδίά μου. 36a. Νάναστβνάζω ήθελα φο(β)οΟμαι μήν πεθάνω

φο(β)οΰμαι μήν έστερηθώ τϊν κόσμο τόν άπ-άνω.

Page 189: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

563 "Ελα κοντά μου σίμωσε κΓ έγά? δέν είμαι χάρος νά κονιαρέψω τό κορμί καί τή φυχη νά πάρω.

364. Στόν ούρα\όν άνέ(6)ηκα εϊ(δ)α εκκλησιά μέ βήμα 6ΐ(δ)α καί τήν άγάπη μου στή(ν}μέση κι έ^οοσκύνα.

365. Στόν ούρανόν άνέ 6)ηκα εΐ(δ)α εκκλησία χτισμένη Λ ε\(δ)α καί τήν άγάπη μου μέσα ζωγραφισμένη.: (1

366. μου κι' αρρωστώ, μίλα μου γΐά νά γ ι άνω κα ι πάλι ξαναμτλα μου μήν πέσω κι' αποθάνω

367. Μιλώ σου μετανοιώνωτο γιατί νά σοϋ μιλήσω νά διί(γ)ερνεν ό λόγο; μου θά τον έπηρνα πίσω

36S. Σκίσου καρδιά σέ τέσσαρα σκίσου καί γίνου σκίζα γιατ εϊ(δ)ασι τά μάδια μου πράαμα ποϋ (δ)έν όρπίζα(ν)

(Τα εχόμετα δίστιχα μεχοι χον aot&. 433 siren άταχοίνωοις τοϋ κ. Ί&. Μ. Λιακάκη.)

369. Ζωγράφος (δ)έν θά βυνηθη ποτέ νά ζ ω γ ρ α φ ^ τά κάλλη καί τίς ώμορφιές ποϋ σού(δ)ωκεν ή φύση.

37ο. Ζατγραφιστή V | νειότη σου κι' ή τορνευτή σου μούρη κι' όποιος σέ (δ)ζ πουλάκι μου (δ)έν θά σου βρη κουσούρι

371. Ζεβαεράκι μου χρουσό άπ* τό Βοοκαρέστι ότα(ν) φιλώ τά χείλη σου εχω Χριστός 'Ανέστη.

372. Ζεβαεράκι μου άκρι(6)ό γιατί νά μοϋ θυμά>σης ά(ν) μέλλη νά μ άπαρνηστξς κάλλια νά μέ σκοτώσης

373. Ήρτες καί ήρταν οί χαρές κι' ήρταν κι' έγγλεζέδες μήλο μου ζαριφλίδικο μέ τους χρουσονς κοζέδες

374* Ήρχεν | <ϊρα κΓ ό καιρίς νά σοϋ τόν μολο(γ)ήσω τόν πόν«> πούχω στή καρδιά κι' δέ(ν) ήμπορώ νά ζήσω,

375. Ήθελα νά σ* άπαρνιστώ νά μή σέ συλλο(γ)οϋμαι μά ύτα(ν) σέ (δ]ώ ζαλίζομαι καί (δ)βν ήξέρω ποϋμαι.

376. Ήθελα νά σ* ^YtfLtm γΐά σέ νά pr γφ νοιάζη μ άμα σέ (δ)ου(ν) τά μάδία μου ή όρεζ,ι μ αλλάζει.

377. Ηφταιζα'γώ, καί ξέρω to, μόνο συμπάθησε μου καί (δ)έν τό ζανακάνω πε±ά ώστα να ποτέ μου.

378 θέλω νά σ* εΐρω μονάχη πολλά νά σοϋ μιλήσω κΓ άμα σέ (δ)ώ βουβαίνομαι (δ)έ(ν) |έρω πως ν' α ρ χ ί σ ω

379. Θυμήσου | | έμωσαμε πριχοϋ νά χα>ριστοϋμε ή καλογερέψωμε(ν) | ταίρι λ ά (γ)ενοϋμε.

38α. Κάμε τη τήν άπόφασι πρόβαλε στή λοζέττα χρουσό δαχτυλιδάκι μου μέ διαμαντένια ίΐέτρα

3&ι Κάλλία νά (δ)ώ τά σπλάχνα μου κάτω στη γη Χ*Ι^ν

*αρά νά το στόμα μου ποτέ κακό γ ΐχ σένα., ·

Page 190: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

i ^ ^ bcnx^

Β

ψ ι ^ ^ ^ ι

382. Καλώς το τό υ .αοϊ κλειδί π άνοί(γ)ει τή(ν) καρδιά μου καί μπαίνει αέρας δροσερός μέσα στά 'σωθικά μου.

383. Καλώς τη τήν ά(γ)άπη μου τό μπιστικά ταιράκι ποϋ κάνει τή(ν) καρδούλα μοϋ χαρούμενο πουλλάκι.

384. Καλώς τη τήν όρπί(δ)α μου καί τή(ν) παρη(γ)οο!ά μου Ιοπου τή(ν) συχνανα^ηιά καθ* ώραν ή καρδιά μου.

385 Λυπήσου μβ, σπλαχνίσου με, κάμε γΐα τή(ν) ψυχή σου καί μήν μ* άφίσης νά χαθώ κι" είναι ντροπή (δ)ική σου. 1 Λυπήσου με καί δρκεψε πείά ν" άλλάζης τό(ν) σκοπό σου μή(ν) θές τήν αμαρτία μου, νά πάρης σιό(ν)_λαιμό σου. Μήν βίσαι τόσο άσπλαχνη καί θές τό(ν) θάνατο μου

κι' άν σούφταιξα συμπάθα με καί (δ)έ(ν) τό κάνω πείό μου Νάμου(λ ) πουλί νά πέταγα νάρτώ στή(ν) κάμαρά σου

γΐάνά σέ (δ)ώ σάν τραουδας καί πλέκεις τά μαλλιά σου. 389. Ξύπνησε ζοβαέρι μου σηκώσου πίνω ντυσου

ν" ακούσης όπου τραουβα γΐά σένα τό πουλί σου. 39ο. Ξέρεις το σύ πώς σ' ά(γ)απώ βάσιμα τό γνα>ρίζεις

μά κάνεις τήν άνήξερη γιά \ά μέ βασανί ης. 391 Ότα(ν) γυρίσης καί μέ (δ)ης καί μοϋ χαμο(γ)ελάσης

θαρρώ πώς εϊσ' όλόχρουσο παγώνι νά πετάσης. 392 "Οσα τρα(γ)ούδια κΓ ά(ν) σοϋ 'πώ ούλα σοϋ γ;ερατ'ιζου(ν)

γιατί σέ καμαρώνουσι όσοι κι' ά(ν) σέ Y*vajpii,ou(v). 393. "Οσα παινέματα σου πώ ούλα 'ναιν έ(δ)ικά σου

γιατί νδ;έν έχει ά'λη καμμίά τήν ώραιότητά σου. 394. * Αμόνω σου πουλλάκι μου στόν ερωτά σου πάνω

ώστα νά £ώ νά σ ά(γ)απώ κι* ότι μοϋ πεις νά κάνω 395. Ούλος ό κόσμος σκοτεινός καί τά βουνά ki* οί κάμποι

μόνο(ν) τό προσωπάκι σου δπου προ(β)άλλει λάμπει· 396. Όσα φϋλλά 'χει τό δεντρί σάν είναι άθθισμένο

τόσες βολές νά σέ θωρώ τήν ώρα, (δ)έν χορταίνω. 397. Ώς είν* ή γης τήν άνοιξη ντυμένη πρασι\ ά(δ)ες

έσσι 'ναι τό κορμάκι σου (γ)εμ&το νοσπμά(δ)ες. 398. Ώς πεθυμοϋσι τά δεντρά νερό %*ά δροσιστουσι

έισι καί μοϋ τά σπλάχχα μου πάντα σ* άνε^ητοίσι. 399. "Ωστ νά στέκου(ν) τά βουνά "νά ζζς κΓ ά; μή σέ βλέπω

γιατί μέ τήν παρη(γ)οριά τήν ε(δ)ική σου σιέκω. 4οο. "Ωστα νά σ* ά(γ)απώ κι* άς μή σέ πάρω κιόλα

σγουρό βασιλικάκι μου καί κόκκινη μου βιόλλα. 4ο ι "Ωστα ποϋ νάγω τή(ν) πνοή (δ)έν θά σοϋ λησμονήσω

καί τόνομά σου τό γλυκύ θά *πώ νά £εψυχησα\

Page 191: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 122 —

402. Ρίξετα τα μαλλάκια σου μπροστά σου ξεπλεμένα νά κρύψουσι τά στήθη σου τά μαργαριταρένα.

4ο3 Ρίξε tW νοΟ σου πάνω μου παράτησε τά πλούτη και έλα νά ζήσουμε μάξι καί μ ΐ | ζωή ναι τούτη

4ο4. Τά μάδία σου ναι ξώβεργα καί δίχτυ μ α γ ε μ έ ν ο καί τάδα καί μπερδεύτηκα καί μέχου(ν) σκλα(β)ωμένο.

4ο5. Φύλαξε τ ί μαντήλι μου καί 6ό- μου τό (δ)ικό σου νά τώχω γΐά παρη(γ)ορ?ά στ ν αποχωρισμό σου

4ο6. Χαρώ τα τά ματάκι χ σου τά γλυκοξαχαρένια ποϋ κάνου(ν) τά πρικά γλυκά καί τ άγρία μερωμένα.

4θ7. Χαρώ τά μάδία σου τά δυό μέ τή(ν) πολλή γλυκότη ποΰ 6ίου(ν) ξήση καί πνοή στήν έρημή μου νβιότη.

4ο8. Ώς ρέ(γ)ομαι σά(ν) σε θωρώ λυποϋμαι σά(ν) σε χάσω κι' ούτε στιγμή δέ(ν) ήμπορώ φως μου νά ησυχάσω

4ο9. "Ανοιξε τά χειλάκια σου τά κόκκινα πουλί μου καί λέ μου το πώς μ ά(γ)αττ&ς καί πάρε τή ψυχή μου.

4ίο "Ανοιξε τό παράθυρο καί πρό(6)χλε λιγάκι καί κάμε πώς σκουπίζεσαι μέ τ άσπρο μαντηλάκ·..

4 ι ι . "Ανοιξε τό παράθυρο κι' άρησ(ε) κλειστά τό ξάμι νά (δ)ώ τής ώραιότες σοο άτοΰναι είς τό νάαι.

4ΐ2. "Αλλαξε τήν ιδέα σου πίψε τή τυραννία ^ καίμή μ άρίνης νά χαθώ καί θάχης άμαρτία.

*\|4ι3 "Αχού καί varo μπορετό τό στήθος μου ν* άνοίξω καί μές στά φυλλοκάρδια μου πώς σ εχω νά σοΰ (δ)είξω.

\ ^ 4ι4. "Ας είσ άγάπη μου καλά κι άς είσαι θυμωμένη τυράννει τή(ν) καρδοϋλα μου κι% ούλα τά υπομένει.

4ι5. Αυτά τά φρύδια τά σμιχτά, τά ξαχαρένα μάδία κάνουσι τήν καρδούλα μου καθημερνίς κομμάδια.

4ι6. Αραγε νά (γ)εν\ήθηκε στά χρόνία τά (δ)ικά σου άλλη κοπέλλα σάν έσέ νάχη τήν έμμορφίά σου ;

4ι7. "Αχη καί δέν τόν νταγιαντώ τίν άποχωρισμό σου καί λαχταρώ καί πεθυμώ νά (δ)ώ τό πρόσωπο σου.

4ι8. Αντίκρυ είς τή πόρτα σου θά χιίσω τό κελλί μου νά σέ θωρώ νά προσκυνώ νά σώσω τή φυχή μου

4ι9. Βασίλισσα τής ώμμόρφιάς θρόνος χρουσός σοΰ πρέπει Bp· νάρκεται κάθε σεδδαλΓς σά(ν) θα(υ)μα νά σέ βλέπει.

p 420* Βρύση τής ώραιότητας, κορμάκι χαδεμένο άνγελικό μου πρόσωπο γιατ είσαι λυπημένο ·,

4 2 1 . (Β)άλε χλα(δ)ι βασιλικό στου μπαρκονιοΰ τή γλάστρα 1 έβγαινε ποτιξέτονε δταν έβγαίνουν τ άστρα.

Page 192: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

- 12δ -' 4 2 2 . Γελάς και .τά. βουνά γελο£(ν| και τά χορτάρι* άδ0*ζου(ν)

κι' ή Gcpuu; ο που περ-ατεΓ; ουλές μοσκομυριζον(ν)

4 2 3 Γελάς xt' ά5$ίζου(ν| τα δεντρά που/όνν ξε^ά κλωνάρια καϊ t i χαλί r 17. που πατεί; εχοι·(ν) κρουγά καμάρια.

4 2 4 . Γιαδές φω^ά ποΟ μ' άναψες καί καλοσυλλογ/σου yC ά ( ν ) δέ(ν) φ.(β)ασαι το(ν) 5εο τη νειοτη μ<υ λυπήσου.

4 2 5 (Γ)/νου κε,οοί μου )εμονΐά καί Ν ω νε^; στ' αυλάκι νά σεχω πάντα δ,οοσερη σά(ν) τ* τ/$ιαντα<ρυλλάκί

4 2 ΰ (Γ):νου νερά μου λεμονία vat γώ ν ε ρ νά τ^εχω στο μέρος οπού βρίσνεσαι, τη(ν) ρ'ζα σου νά /3ρεχω.

4 2 7 . (Δ)έν ε/ω τ/ποτε μέ σε yt' ούτε παραπονούμαι μονάχο; μωύ,ηα στο(ν) σεβδά κι α(?>ε)ς με κί' άς τνραννιοΰμαι

Ν 4 2 8 . (Α)έν τωλπιζα νά μου (β)αστας τοση π^λλη κακ/α νά μη γυρίζγς νά μέ (δ)γ?ς (δ)/^ως καμμίχν αιτία.

Μ 429. (Δ)έν 0ελν) τίπ,τα 'πο σέ πίρΰινα πλουμισμένη μονο το καλημέρα σου, εκείνο μέ χορταίνει.

4 3 0 . (Δ)οκε μου ρίχ πχρηγορίχ πάψε να μ απψκίζγις καί φτάνει τοσο δεά?τημ«. οηου μΐ βασανίζγς·

4 3 1 . Έμ/σεψες καί μ άφηνες σά(ν) χω/3α κουρσεμένη σάν εκνλησιά άλειτ^ουητη καί καταριμασμενη.

4 3 2 . Έ7Γ/0θ'(β)χλ·ά'/χπη μου κι ηοτες παρηγοριά μορ ημπεν ^ ( γ ^ α ς καί γρόσια μίζα στα σωθικά μου.

4 3 3 . ' Έ λ α νά π α ( μ ε ) νά μωσωμεν εις την Φανερωμένη πώς θάχομε παν'τοτεινά φιλία μκιστεμενη.

IX Δίατιχα rng Εενητεια$

1 Νάμουνα καί ποΰ νάμουνα τούτη την ώρα νάμουν στης Κάσος τά 'ψηλά |3ουνά §τίρΰΐ'.α να *<ελά$ουν, j

2 . ^ ά μ ο υ ( ν ) στο Πολι δήμαρχος, στο Φ/5υ καϊμακάμη: στην " Α — Μ α ρ ί ν α πΓοεστω;, στην Παναγίά μουχτά Γ η; .

y-ες 5ά τ' αξιωθώ κΓ άρα γες δέ να ζήσω σ τ ο ν ^ Α η — Γ ι ο ^ / η Dig X^fijfg u i

4 . Κάσος μου καί νά (γ)/ν*το | θάλασσα σου ΰρομο; •ήθελα νά το(ν) πορπατω Kt άς ητο xt ενας y.oovo^

5 . Κάσος κακόμοιρο ν η π Η συ καί τοκμχ σον Ι ξενειδε?ά τά χαίρεται τ? άτυχα τά σου.

6 . Ή Κασος είν' ίνα νησί καί άλλα μικρά σιμά τον μά δμως (δ)έν το λησμονού(ν) τά μερακλο'παώά του,

Page 193: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

I g 1-24 — V 7 , Ά ν α & μ ά σε ζενειδε2« χ α ι σ ύ κ α ι τ ά κ α λ ά σ ο υ

π ή ρ ε ; τ η ς Κ ά σ ο ; τ ά π α ι δ ί α κ α ι τ ά χ α μ ε ς ( δ ) ι κ ά σ ο υ

8 . Άνά0εμ* σε ξενειδελά καί σ υ flo/to—Σαΐτ1

' ποϋ j i i f i | p κι' ά(ονη9η α τ ί , ς μ ά ν ν ^ ς μ ο υ τ ο σ π ί τ ι

Ε 9 . "Ωχου και πώ; νά σου Β ' π ύ Κ ά σ ο ; μ ο υ | g j κακο'^ σ ο υ ς j

έποι) '?κ(γ)« τους σκάρου; σου χαι ή π ι α π ο τ ο ν ε ο ο σ ο υ . — I r J S

10. Kfti πώς 0ά κατε(β)ώ στο Φ 1 Β πώς^θά ' μ ™ ^ ™ ) βά^κα και πως 1 άφηχω πίσω μ ο υ ™ ( ν ) Μπούκα κα\ τ Α ρ μ φ α

11. Έλα, Μαριώ, Ι ά(δ>'ρφι μου νά σ αποχαιρετήσω^ γιατί 0ά πάω στά μαχρυά και ( δ ) έ ( ν ) | νά (γ)υρισω.

1 2 . Ά μ ε , Ι ά(δ)ερφι, στο χαλο και στη ( ν ) καλη την ώρα -χαι νά ό δρόμος σου τραντάφυλλα χαι ρ δ α

13 Νά 0ε νά | | Ι Δελεσσέψ | | νά Β δικάζω που 'σπιτωσε' j f l έρημο κι' ερήμωσε τη(ν) Κ α σ ο .

14. "Αμα προ(β)άλω το(ν) "Χρίστο» και (δ)ω 1 «Καδαοάκι»

δστερ' ά; μέ ποτίσουσι μία κουταλιά φαρμάκι

15. Νάχα ψωμί Β έλαΐκη Β το χαϊσερο μου και νδμου(ν) στο μιτά:ο Η » Ια 'τυ^οκομου(ν) / ; ;

16 Ό<τά(ν) προ(β)άλΰ τη «Βολλά» και \ούσω τά σαμπχλία S Β τη(ν) μάντραν αδειανή κλαισι τά μου μαδία.

Ι 17, Βοηδα 'Π&παντοΟλα μου στη(ν) Κ ο σο νά πατήσω στον 'Αγιο Σπυρίδων α νά πά^ ω νά προσκυνήσω

18. Κάσο; ωραίο μου νηοι π ώ ; 9ά σε ).η·7μονησω^_ το ονΓμ* ao j 0ε νά πω όντας ί α ξεψυχήσω.

• " Α η — ( Α ) η μ η τ ρ η μοϋ o n ! Β νά (γ)υρι'σω μες στο χελλί | άφεντη μου έμει να ξ ε ψ υ χ ή σ ω

20 . Βίη9α Η (Α)ημητρη μου, του Κ ι κ ο υ - Π α ν α γ ί α νά μη ® ρ Μ χωρίς παπά κι ' (δ)ι/„ω5 άκουλουθία .

2'1· "Ω τοδ Έλερου Παναγία | Β | με νά ζ η ι ω και την ήμε' α που θαρ:ώ ευ$υ; | | σε λ ε ι τ ρ η τ ω

2 2 Β Β Γιώργη της Χαφιές S τρά(γ)ου; 6ά 8 Β μέ β ο κ κ συγκαλα στη Κάσο Ι άποσύσω.

2 3 Κ αλλία 'χω ( Β στην S R | ν ά τ:ω(γ)ω πατελλι(ο)ε? jrapa τοΰ κόσμου τα καλά να τάχω στις ΆΟήνες .

2 4 . Τ Ω τδ Β Η νησί πως τ ί(γ)απω περίσσια (ϊ)ε(ν) βί'ω πετρ' άπο | Ά ν ρ ι να πάρ'Λ τα Ϊ1»ρίσια. -

2 5 . ' Η Β Β τ ί χα/ρεται οδλα τά Κοσίωτάνία .

Μ Ι jxcivic ίπου τάχουσι πίνουσι τα f a p p y i a .

2 6 . Ποτέ H κα(μ)«με πανία να κάταω στο τερ,ονι

νά Η τής Κάβος τά δουνά v i Η δΐαδοϊν οί πο πονοι.

Page 194: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

s f

Κ^;,^,,·'- , . . — 125 — 27. Νά μοϋ τ άξιώση ό θεός στή Κάβο νά πατήσω

νά πά(γ)ω εις τήν μάντρα μου γΐά νά τυροκομήσω. 28. ΤΩ Κάσος κακορρίζικη ποϋκαμες τά παιδία σου

ποΰκαμες τσ καράβια σου και τά ναυτόπουλα σου 29· "Ωχου και πώς τό άγαπώ τό Φρϋ μέ τό κονάκι

τή(ν) Μπούκα καί τόν Εμπορείο μαΐ,ί μέ τό νησάκι. 30 "Ωχου πώς έπεθύμησα τό(ν) μϋλο(ν) τοϋ Κουτλακη

γΐά νάντικρύ^ω τή Μακρά μα£,ί μέ τό Νησάκι. 3 ϊ . ΤΑραγες Θά τ' ά£ιωθώ στή Κάσο νά πατήσω

Στόν "Αη—Γιώργη τις Χαδίές νά πά νά προσκυνάω. 32. Τ' «Άνππεράτου» τό νερό και ν&χα 'να φλυν^άνι

νά 'πλυνσ τήν καρδούλα μου δπου πονει νά γιάνη. 33· «Μπούκα» καί «Άρμάθια» καί «Μακρά» μα£ί μέ τό νησάκι

αύτά 'ν ποϋ μέ ποτίσασι τοϋ λάκκου ro φαρμάκι. 34 Άπώσταν έλαργάραμε δΟό μίλΙα άπό τή(ν) Κάσο

(δ)έν ήνοιξα τό στόμα μου μ' όρεξι νά (βελάσω· 35· Ανάθεμα τη τή(ν) στιγμή ποϋ *φυ(γ)α άπό τή(ν) Κάσο

καί ήρτα είς τή(ν) ^ενηδείά τά νείάτα μου νά χάσω. 36. ΤΩ Κάσος κακορροί£:κη τά τέκνα σου '^ωρίζεις

Ι ^ενηδείά τά χαίρε:αι καί σύ τά λαχταρίζεις. 37· "Αρα γ-ες θά 1 ά£ιω3ώ στή(ν) Κάσο νά πατήσω

κάί ένα χοχλάκι τοϋ Σκύλλα νά σκύ\]/ω νά φιλήσω. 38. (Άπ). Νά μή μιλάς γΙά τό(ν) Σκυλλά γιατί μέ πιάνουν πόνοι

κι είναι τά τομαρένία μας στό σταϋλο μας άκόμη. 39· Καί πώς νά to ξεχάσω'γώ Κάσος μου τό νησί σου

πού 'φα(γ)α τή σιτάκα σου καί τήν έλαϊκή σου. 4θ. Καί πώς νά τά ξεχάσω 'γώ Κάσος μου τά καλά σου

ποϋ φα(γ)α (ά)πό τό(ν) βότρρο καί τ* άπο\|/ήματά σου. Γϊοΐός τό νησί σου Κάσος μου νά τό £εγάση θέλει

καί άν ή-ρα(γ)ε S μΐά βολά τό σύκκερό σοι* μέλι· ΓΙ V

ΙΙΧ Δίατιχα Διάφορα Λ

ΐ· Παί^ε Μανώλη τό βιολί νά πώ μ!ά μαντινάδα καιρόν έχω στό μαχαλά νά κάμω παπνάόα.

2. "Αχου τά παραιτούμενα άχη τά περασμένα καί νά £αναδιαέρνασι τό χρόνο μίαν ήμέρα.

3· Καί μέ τήν παραπόνεσι μοϋ τώπεν ή τρίγωνα | «πώς Θά τόν έττετάραμε έφέτος τόν χειμώνα

4'J>Aq τραγουδήσω καί άς χαρώ κι' άς παί£ω κι' άς γελάσω (\γιατ\ δέν £εύρω τόν καιρό πώς θά τόν έτεράσω γ(ή τά 1 ειάτα (δ)έν πουλίοϋττε πειά νά τά

5, Σταυρέ μου τρισυπόστατε μεγάλη ένορία τό πανηγ ϋρι πρέπει σου άς είναι καί νηστεία. gwM»» "''Ι»»' "•• J Λί». — —,- -yfm η · —— ·« »ι|· * » ι ι Μ

6. Ό τοίχος ήκαμεν αύπά κι' | γης ήκαμε πόδια HI ήρθα σ ι καί μοϋ τάπασι τά δίμουρά σου λόγΙα.

Page 195: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κ^;,^,,·'- , . . — 126 — 7· 'Ανάθεμα τούς μαραγγούς ποϋ κάνου(ν) ιά κσράβία

καί πά(ν) και £ενητεύγουττε τ ώμορφα παλληκάρία· 8· Όπού(β)αλεν τά λογία του γ·ά έ(δ)ικός γΐά £ένος

καί τίαν έκατάλαβεν ό μαχαιροσφαμένος 9· Και τό Πολίάτικο νερό >έγου(ν) πώς έχει άβδέλλες.

και κείνο τό κακόμοιρο βγάΐ,' ώμμορφες κοπέλλες. ΙΟ· Και τό Πολίάτικο νερό οποίος τό π!ή ιιαργώχ ει

καϊ οποίος περάση μία καί δυό άγάπη θεμελιώνει. 11. Νάτον ή θάλασσα γιαλί καί γης νά τήν έπάτου(ν)

άνάθεμα τά πόδΙα μου κι ά(ν) (δ)έ(ν) τήν έπορπάτου(ν). 12. *Α(ν) θά μοϋ (β)άλουν μεΐ,ητίέ ούλους Θά τούς φόνέ\]/α>

και στου Καλάρη-τά-γκρεμμά Θά πάω νά κονέψω. 13. "Αη μου Γιώργη-τή-Χαδιές και σύ Χριστέ-τής-Λάκκας

και σύ Άποπαντοϋλα μου άπ* ούσα ι μές στ' άρμάθΐ f 14. Ούλοι κι' ά(ν) ρί£ου σί(δ)ερα στόν άνεμο πετούνε

κι' εγώ ά(ν) ρί|ω Η άχερα μές στό γίαλό βουλοϋνε. 15. "Αη μου Γιώργη τής-Χαδιές μέ τό καινούργιο Θόλο

έβλεπε τούς προσκυνητές νάρκουτται κάθε χρόνο. 16· "Αη μου Γιώργη τής Χαδιές κι' έβγα άπό τό θρονί σου

νά (δ)ής χαρές ποϋ (γ)ίνουτται άπό£ω στήν αύλή σου Ι7· "Αη μου Γιώργη-τής Χαδιές πού σαι στόν Άμμουδιάρη

άρματωμένος μέ σπαθί και μέ ψαρό μουλάρι-ιδ. Τά βάσανα κι' οί πόνοι μου κι' οί άναστεναγμοί μου

θερΙά καί φείδια θά γενοϋ(ν) νά φά<5ι τό κορμί σου. ig. Σάν μ/ ά(γ)απάς θά σ* ά(γ)απώ τέσσαρα κάρτα πάνω

σάν μοϋ 'περηφανεύεύαι τοϋ νοϋ μου (δ)έν σέ βάνω· 2θ. Σάν μ' ά(γ)απάς έσύ στά δυό 'γαπώσε 'γώ στά τρία

σά(ν) μ' άρνηστής θά σ' άρνηστώ γιατί (δ)έν σ' έχω χρεία 21. Στή φυλακή μ' έ(β)άλασι γΐά νά μοϋ (β)ΐλουν γν.ΰσι

μά κείνος όπου μ' ή(β)αλε Θέ νά τό μετανοιώση.

22. Έ ! τοϋ δαιμόνου τό(ν) Σκύλλα κοπέλλες τής έβγάλλει όλο ψιλομελαχροινές καί νόστιμες στά κάλλη.

23. Νύχτα γΖάντα ^ημέρωνες Ήλίε μου γΐάντα βγήκες καί περισσότερη χαρά να πάρω (δ)έν μ' άφήκες.

24. Όποιος μέ (δ)ή καί τραγουδώ λέγει, (δ;έν έχω π^Θη καί 'γώ 'χω μέσα στήν καρδιά ένα και βοϋνι V ά(νά)ρτει

25. Όποιος μέ στό πρόσωπο λέγει (δ^εν έχω πίκρα καί 'γώ 'χω μέσα στήν καρδιά ένα μαχαίρι δίπλα

^ 26. ΙΙολλά Θωροϋ(ν) τά μάδία μου καί (δ)έν ημπορώ νά κρίνω £ερό σφουγγάρι (γ)ίνομαι κι' ούλα τά καταπίνω

^ 27. Πολλά Θωροϋ(ν) τά μάδία μου κι' ό νους μου τά σκεπάζει ^ ' κι' ή πικραμένη μου καρδιά κλαίει κι' αναστενάζει-

28. Όποϋ 'γαπώ καλά 'γαπώ μ' άλήθεια σ^ν μισήσω μπροστά μου νάρθη νά σφα(γ)η (6)αστώ νά μη μιλήσω-

29. Έγώ 'χω έγγλέϊ,ικη καρδιά κι' άράπικο γινάτι κΓ άμα μαλλώσω μ' άνθρωπο (δ)έν θέλω π) εΐό μου άγάπη . φ

Page 196: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κ^;,^,,·'- , . . — 127 — 30. Ίντάναι τούτη ή συλλογή όπούχω κάθε μέρα • ωχου «Φανερωμένη, μου βός τής κ α ρ δ ά μ ο υ άέρα.

Μ Μ ; ά {wvrivdta Μ νά πώ κι' ένα μαντιναδάκι. στά σι(δ)ερα μέ (β)άλασι γ Λ τό Κατερινάκι.

32· Κάλλια νά {δ)ώ τό αίμα μου στή γή νά κοκκινήοη παρά να (δ)ώ τά μάδία μου Τούρκος νά τά φιλήση.

33- Κάσος μέ τά καράβια σου Κρήτη μέ τΙς έληές σου Κάρπαθος μέ τά κρυά νερά καί μέ τής λεμονιές σου.

34- Όποϋναι νηός καί (δ)έν πετά μέ τοϋ βορρηά τά νέφη ϊντα τή θέλει τή ζωή στόν κόσμο νά τήν έχει.

35- Έ γ ώ μουν όπου πέταγα μέ τοϋ Βορηά τά νέφη καί τώρα σιγανεύκηκα σάν Γραίγος δντας βρέχει.

36, Νάξερα καί χορεύγασιν ή κοπελλιές στόν "Α(δ)η νά παραγγείλω μ!ά βραδ.ιά του Χάρου νά μέ πάη.

37· Έβγάτε φείδια κΓ όχεντρες στό δρόμο νά σταΘήΓε t νά φάτε τό κορμάκι μου νά μή τό λυπηθήτε.

38. Ώ καϋμένη μου καρδιά κι' άς είχες παραθύρι νά βλέπη ό κόσμος πώς κεντάς χωρίς φωδίά και άπϋρι.

39· Φύ(γ)ε άπό μέ κακή καρδιά συλλογισμέ καί πίκρα καί δέν σέ κληρονόμησα νά σ1 έχω 'μέρα νύχτα.

40. Άνάθεμά σε γΐά καρδιά καί τί καταλαδαίνης μέρα και νύχτα στεναγμούς χίλιους τήν ώρα πέρνης.

' Ι. Χριστέ μου 'γώ σέ σταύρωσα καί τάχης μέ τά μένα καί Θέλεις πάντα τά θωριάς τά μάδία μου κλαμμένα.

42 Χαίρου καρδιά ξεφάντωνε καί νά ποδάνης θέλης στόν "Α(δ^η • νά κατε(β)ής καί ά(ν) θέλης καί ά(ν)

(δ)έ(γ) θέλης.

43· ΧίλΙα φλουριά βενέπκα θά (δ)ώκω στά παιχνίδια-νά πάρου(ν) τή κανακαρά νά πά(ν) στά πάνω σπίδία

44- Χ'λια φλουριά βενέτικα Οά (β)άλω στό πανιέρι νά φέρω της Κανακαρβς γ!ά νά τή κάμω ταϊρι.

45 'Απ δλα τ'"άστρα τούρανοϋ τό πε!ό μικρό μ' αρέσει γιατί 'κλουθά του φεγγαριού νά πα νά βασιλέ\|/η·

46. Θεέ με(γ)αλοδύντμε με(γ)άλε καί άπό τις πίκρες βγάλε με καί στίς χαρές μέ (β)άλε,

47. 'Αστροπελέκι καί φωδίά καί μπούρμττοορη νά πέση σέ μερικώ(ν) τά στόματα ποϋ (δ)έν θωρου(ν) καί λέσι

48. Τί ώμορφ' I I I ή θάλασσα § § είναι μερωμένη μά σαν άγριέψη ή WM ^ ^ καΡδ1έ<

4Q. Θάλασσα πικροθάλασσα καί πικροκυματούσα όποϋν 'τά ^ ρ ΐ α σου γλυκά καί συ σαι φάρμακουσα-

50. Θάλασσα πούλα τά vrpd καί τά ποτάμία πίνεις πΐές μου καί μοϋ τά δάκρυα πλατύτερη να γίνης.

5 ι . Σάν dnoddvto τό κεντί μή *ώση νά βΡ"*™** 5 καί δταν μέ βάλλουν είς τή γή ύ κοσμος νά χαλάόη,

Page 197: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κ^;,^,,·'- , . . — 128 — 52. (Άν)άφτει ή καρδιά μου καί κεντά σάν πέτρα στο καμίνι

' σάν τό κερί στήν έκκλησίά ποϋ λυώνει καί δέ σβήνει. 53- Σάν τό Kepi στήν έκκλησιά ήλυωσε τό κορμί μου

' καί ούλος ό πόσμος μ' άρωτά ϊντα 'ναι ή άφΓρμή μου-54- May μέ τ' άλλα τά πουλιά έπή(γ)αινα πετώντας

τώρα μοϋ κόψα(ν) τά φτερά καί πάω περπατώντας· 55- Μάχει ό θεός νά δυνηθώ vr βάλλω τά φτερά μου

νά κυνηγήσω νά ταύρώ τά παραμπροτινά μου.

5ό· Άρχισε γλώσσα μου πικρά, στόμα φαρμακωμένο κορμί μου κακορρίϊ,κο στά παθ' άναθρεμιχένο

57- Ώς καίομαι νά καί(γ)εσαι κι* ώς άφτω νά κεντίσης τό σουρτουκάκι ποϋ φορείς νά μήν τό κατελύσης

58. Λε(γ)εις έ(δ)ά τ4 χρΐμα μ_ου και νά μην σ ευρη θέλει στον δρόμον δπου περπατε~ς νά σου παντίξη θέλει

59 . Σάν ξεμπαρκάρης εις τό Φρΰ παράγγειλε μου νάρτω νά πιάσω τ ί χεράκι σου οάν του «Σταυροΰ» τον αρτο.

ΪΙ). "Ηθελα και νά πέΟενα καί 6 θάνατος μου νατο(ν) ψο)ματιν4ς ναύρίσκετο, νά δώ ποι4ς μ έλυπατο.

J r f f t . "Ηθελα xal ν' άπέΟαινβΕκαί πάλι νατον ψέμμα νά δώ ποιδς ε!(>) που 1 ά(γ)απα καί πυι4ς πονεί γιά μένα.

62. Καϋμένα γεμιζζόπουλα ώσάν βραχςΰ(ν) χ ί άλλάςου(ν) χαι πιάσουν τ4 τιμόνι των xai βαρυαναστενάξου(ν).

63. Φύ(γ)ε άπύ μέ κακή καρδιά πή(γ)αινε άλλου χαί κάτσε χαί δέν σέ κληρονόμησα κι ουτε παντρευτηχά σε.

6Φ. Βασανιβμένο μου κορμί τυραννισμενο σώμα και ποι4ς σέ καταράστηκε νά κοίτεσαι στ4 στρώμα.

65. νΑχου και γιάντα τά περνώ τά νειάτοί πικραμμέ',α σάν νά μου καταράστηκεν ή μάννα ποΰ μ* έγέννα

H 66. Της μαυρομμάτας τ4 στενδ δποιος κι* a(vj τ4 περάση βασιλικό ναχη τΐ(ν) νου κ α! πάλι Οά το(ν) χάση.

67. Kaf διά μ* άπαρηγόρητη παρηγορήσου άτή σου ·. εχου(ν) χαμούς xal άλλες καρδιές κί·(δ)έν είσαι μονάχη α°υ

68. Καρδιά μ* άπαρηγόρητη τι μου παραπονασαι τι μυΰ τά λές τά πάθη σου καί τ! μου τά δηγάσαι.

| β Καρδιά μου τείχεις και πονεις και βαρυαναστενάζας βαρυ γομάρι (δ)έν βαστας, βουνά (ο)ζν άνεβάζεις.

* \ \ / 7 0 . Καρδιά μου τειχεις κ' εκλευες κ' ήβαλες μαύρη σκέπη άπουοαι νειά χαί δροσερή κι* άκόμα (δ)ε(ν) σου πρ&πει

A r n - μ οιρα μου σά(ν) μέ μοίρασες ήσουνα κουρασμένη καί μουγραψες γιά νά περνώ ζωή βασανισμένη.

72. Ή Μοίρα μου μ έμοίρασε μέ τ4 ζερβό της χέρι μή(τ)ε χειμώνα νά χβρώ μή(τ)ε καί καλοκαίρι

73. Άνάβεμά σε μοίρα μου, μοίρα μ άναΟεμά σε ι ΐ ς τ4 καλ4 (δ)έ(ν) βρίσκεσαι καί στ4 χακ4 'μπροστά 'σαι.

74. Νά μου πλήρωσες τΙς βραδυές καί τίς νυχτιές τίς τόσεί τά νοχτοξημερώματα ποΰ πέρασα 'γώ τότες.

Page 198: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

- 1 2 9 -75. 'Αναστενάζω βγαίν' άχνδς χαι μέσα βράζει ό πόνος

όπου μας έξεχώρησε να μήν τον ευρ/j 6 χρόνος, 70, "Οταν Οά ιέ παντρεύγουσι κι %α(ν) Οά σε βλο(γ)αυσι

στης πεΟΟερας σου τήν αύλή Οά σέ παστολο(γ)ουσι 77. Ά π ο ΰ ' ρ τ η καί συχχάρη μου πώς ήρτεν ή γουλέττα

μά ro(v) Gso μου βίω τη τή μιά |Α 0 υ καγιονέττα. 78. Ά π ο υ 'ρτη και συχχάρη μου πώς ήρτε τ4 καράβι

μά τδ(ν) θεό μου βίω του τή λίρα κι ας υπά(γ){|. 79. 'Απου 'ρτγι καί συχχάρη μου πώς ήρτε τδ καΐκι

μά τ ί (ν) θεό μου βίω του τώνα μου σκολαρίκι. 80. Έγέρασα κι ' (δ)>ν ημπορώ τις νύχτες νά (γ)υρίζω

καί τις παληές μου άρααστές νά τις καλησπερίζω 81. Γιά κείνο (δ)ά με 'γώ κακή γιά κείνο (δ)ά μανίζω

γιατί θωρώ παρσ(δ)ικα καί (δ)έν τά νταγιαντίζω 82. 'Όσες ψιλές ψιλές έληές εχει τδ λεμονάκι

τόσα κομμάδια νά (γ)ενώ νά πάρω Κασσιωτακι 83. ΤΑραγες είς τή(ν) μαύρη γή Οά βρω τδν ίδιο κόσμο

Οά βρώ τους φίλους νά γλεντώ γιά τά σκουλήκια μόνο ; 84. Ά(γ)απώ 'γώ τά (γ)ίδια μοο καί χ ίλια νά (γ)ενοΰσι

και τά παιδιά μου νά(ν) καλά γιά νά τά κυνη(γ)ουσι. 85. 'Κγώ μαζί σας έκλινα σο (ν) τδ πουλί στο δάσος

θέλετε (δ)έν με θέλετε μαζί σας Οά (γ)εράσω. 86. β12σάν Οά σέ παντρεύγουαι καί ώσά(ν) Οά σ εύλι(γ)οΟσι

καί μαρμαρόχτιστες αυλές Οέ (ν)ά καταλυΟοΰσι 87. Ξένος έδώ ξένος κι' έκεί χ ί δπου χαί αν πάω ξένος

καί αν είμαι καί στο σπίτι μας πολυ μον. σσαρισμε: ος. 88. 'Άμε ν άνοιξης μνήματα καί μέσα νά ςανοίςης ^

τδν πλούσιο άπδ τδν πτωχδ νά μου τδν έγνωρισης. 89. Μαξιλαράκια δεκοχτώ σου (β)άλλαν ν άκουμπήσης

κι1 άπόπλα'μα πολίτικο νά μη κρυολο(γ)/)σης. 90. Μιά μαντινάδα Οέ νά πώ καί Οά τήν πώ καινούργια

σάν του καράκου τά φτερά είναι τά δυό οου φρούδια. 91. 1 £2σο(ν) σέ (δ)ώ μου φαίνεται πώς μπαίνω σέ περιβόλια

σέ πρασινάδες σέ δεντρά που κελαδου(ν) τ αηδόνια. 92. Ώσσ(ν) σέ βλέπω χ ί ερκεσαι θαρρώ πώς μου χαριζου(ν)

τδν έμισδ Παρσ(δ)εισο καί ρέσα μέ κα(0)ίζου(ν) 93. Νάμουνα τηλεγραφητής τό τέλι νά βαστούσα

κάθε λεφτό άγάπη μου Οά σοΰ τηλεγραφοΰσα. 94. ΦοροΟ(ν) κι' άλλοι τά ρούχα σου χι' έ'χου(ν) καί τ δ>ομα σοα

(δ)έν εχου(ν) τόν αέρα βου μτ,(τ)ε τήν ώμορφιά σου. »5*95. Νεράσασι τά νειάτα μου (δ)έν τ ανιστορούμαι

θαρρώ πώς έγεννήΟηκα τεδοιο»(ν) λογιών δποΟ μαι. 96. "Οπου φιλα τά χείλη σου φιλα τήν οικουμένη

I I δπου κοιματ αντάμα σου τόν Ckvo (δ)ί(ν; χορταίνει. 97. "Οπου φιλα τά χείλη σου ζάχαρη χοκαλίζει ,

κι δπου κοιματ' άντάμα σου τόν υπνο λαχταρίζει. 98. "Οντας σέ θέλω ΟυμηΟη αν είμαι χαί οτή στρώσι

δπνος δέ(ν) ξέρω τί δηλιοί ώστα νσ ξημερώση. ^ - 9 9 . Σο(ν) Ι άγαπας Οά σ'άγαπώ σό(ν) μ άρνιστ^ς α αρνιούμαι Γ έσί) μέ πρωταγάπησες καί (δ)έν παραπονιοΰμαι.

Page 199: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κ^;,^,,·'- , . . — 130 — 100. f 0 νΕρωτας etva μακρύς χαι μώρικα ντυμένος

χαί σαϊττεύγει τΙς καρδιές ώς είναι μαθημένος . 101. Έρωτ* άπό τΙς χάρες σου δόαε και μένα νά'χω

νά σαϊττεύγω τις καρδιές δπου κι ' 8ν βέ νά λ ά χ ω .

|02 . (Δ)έν εΐ(*)α μάδια ώμορφα φρύδια καμαρωμένα ώς είναι του προσώπου σου γλυκά ζωγραφισμένα.

103. Σκίαου χαρδιά μου κι' εβγαλε πουλλάκια νά πέτου σι. νά παν νά βρου(ν) τήν άγαπώ νά μου τήν χαιρετουσι ,

[ / 1 0 1 . Χίλιους χ ιλ ιάδες ώμορφους τά μάδια μου νά (δ)ουσι έσέναν λέσιν ώμορφο κι' έσέναν ά(γ)απουσι.

103. Χίλιους νά (δ)ου(ν) τά μάδια μου (δ)έν τους ' π ο κ α μ ι φ ώ ν ω χι' έσένα τήν άγάπη σου (δ)έν τήν άνεκατώνω.

106. Στή στράτα δπου περπατεις ναμου(ν) χί έγώ μαζί σου νά πέρνω άπδ τδν ΐδρω σου κι' άπδ τή(ν) κούρασί σου.

(To naobv τυπογραφικοί' φύλλον ευρίσκβτο ι]δη υπό τά πιβστήοια δτβ μ&ς επβοκέφ6 κ. Ίίοάιψης Λ^όπονΙίος, ζώσα συλλογή Κασιακών δημοτικών διστίχων, δστις καί μας cΙνβκοίνωσβ τα κάτωθι καί τά Jτιοϊα [ici ευγνωμοσύνης 3ημοσιεύομβν,]

Της άγάιτης ιο7. Και τά πουλιά ποΰ κβλα(δ)οΰ(ν) κι' έκείνα έχου(ν) πόνο

ποϋ 'μεροξημερώνουττε είς τοϋ δέντρου τό(ν) κλώνο. ιο8. Καί τά πουλιά ποΰ κελα(δ)οϋ(ν) κι' εκείνα έχου(ν) πάθη

ποϋ πά(ν) νά φ&νε τό(ν) καρπό και τά σσιμπά τ* άγκάθι. ιο9. ΛΗφυ(γ)α καί ξωρίσπκα γιά νά σέ λησμονήσω

μά | αγάπη σου ν γλυκεΐά πάντα μέ φέρνει πίσω. 11 ο. Σάν άποθάνω γώ ί,εχνώ, και πίσω σύ 'πομένεις\|

μη(τ)ε κι' έγώ γυρίζω πειό, μή(τ)ε καί σύ λιμένεις i n . "Ωχου και πώς έγέρασα κι1 άσπρίσα(ν) τά μαλλιά μου

κ?1 (δ)έν πετοϋν Ι πέρδικες μέσα στήν άγκαλχά μου. ιΐ2. Γιά δές πώς έκατήντησα μαύρος σά(ν) τόν 'Αράπη

(6)έν είν* άπό ιήν άραπίά μόν άπ' τήν άγάπη. ιι 3. Έκλινα πείό κι' απόκλινα (δ)έν έχω ποϋ ποϋ κλίνω

μόνο στά χέρια σου τά δυό, καί στό θεό σ' άφίνω. ιι4. Τήν πίστη μου Θέ ν' άρνιστώ μά σένα (δ)έ(ν) σ'άρνειοϋμαι

κι'άς μας σκοτώσου(ν) σά(ν) μποροϋ(ν) τήν ώρα ποΰ P J B t e · | i l 1 [γλεντοΰμε(ν).

ι ι 5 Μά νά σέ πάρω Θέλω 'γώ μά θά σέ τυραννήσω ώς )χ έτυμάννησες κι' έσύ ώστα νά σ' άγαπήσω.

ιι 6. Μά νά σέ πάρω α>έλω γώ Θέλει (δ)έ(ν) Θέλει ή γρ(ηΚ §Ι§ κι άν είν καί γιά τά σπίδια σου έκεΐνα ν* γονικά σου

ιι7. Θεέ μεγαλοδύναμε θέλω νά σ' άρωτήσω τά νειάτα ποϋ μΛςΙήδωσβς γιατί τά «έρνεις πίσω ;

Page 200: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κ^;,^,,·'- , . . — 131 — 118. Ήθελα καί νά σμίγαμε γΐά νά μοϋ πης πουλί μου

άν έρκουττε κι' εύρίσκου(ν) σε οί αναστεναγμοί μου. ι ι 9. Βαρυαναθεματίζω το(ν) τό(ν) μήνα καί τό(ν) χρόνο

και βλαστημώ τη(ν) τή(ν) στιγμή ποϋ σ'εί(δ)α μέσ* στό δρόμο \)ΐ2θ. Έσύ θαρρείς πως σ' άγαπώ και πηρε ό νους σου ά(γ)έρα

μά 'γώ Υ-^ φιλότιμο σοϋ λέω καλημέρα. ^ ν^ι 21 - Έσύ Θαρρείς πώς σ άγαπώ καί κάνεις τόσο νάζι

τή(ν) νειότη μου νά μή χαρώ ό νους μου oc(v) σε βάζει. 122. Γιά δές τά μάδια μίας ψιχής πόσο γλυκά Θίυρ.οΰσι

και άπό 'να μίλι κι' άπό δ^ό τόν άθθρωπο πλανουσι. 12 3. Σά(ν) μ άγαπάς πουλάκι μου πές μου το νά τό ξέρω

γιατ'είν'ό νους μου στά μοκρυά νά πέ(μ)\]/ω νάτό(ν)φέρω. 124. Ποτέ μου (δ)έ(ν) τόν ήνοιωσα τόν νοϋ μου νά λι(γ)άνη

μόνο σάν έκατέβασες τά ρούχα στό λιμάνι 125. Τώρα στά ξεχωρίσματα ποϋ θά ξεχωριστούμε

(δ)έν έχω πόδία νά σταθώ ν' άποχαιρετιστοϋμε. ι 26. Άλοίμονο κΓ ά(ν) δέ(ν) γένη αύτό ποϋ (β)άλλει ό νους μΛ)

μονάχος μου θέ νά (γ^ενώ ζελάτης τοϋ κορμιού μου. 12 7. Δυό μπάλλες Αρβανίτικες θά πάρω ένα ζευγάρι

νά τίς φυτέψω στή καρδιά 'κείνου ποϋ θά σέ πάρη. r Ν/ΐ28. 'Ανιστορούμαι κ<Λ χολίώ θυμούμαι καί λυπούμαι

πολλώ(ν) λογιώ(ν) πουλιά θωρώ, μά τό (δ)ικό μου πούναι Μ Η Κάθε πρωί σά(ν) σηκωθώ μέ της αύγ^ς τ άγιάζι

πολλώ(ν)λογιώ(ν) πουλιά θωρώ κα(ν)ένα (δ)έ(ν) σοϋ μοιάζει 13ο. 'Ήλε(γ)α πώς άγάπησα κα(ν)ένα κυπαρίσσι

μά 'κείνος είν1 άσπάλαθος γρήγορα θά μα(δ)ίση 131. "Ασπρη κατάσπρη (δ)ε(ν) φελά ά(ν) (δ)έ(ν) μελαχροινίζη

νά τώχη και τό πρόσωπο νά ροδοκοκκινίζη. ι32. Περνώ καί δέν σέ χαιρετώ τά μάδια κατεβάζω

στό(ν) κόσμον έγεννήθηκα καρδιές νά δοκιμάζω. 133 'Αγάπα με, βλαστήμα με, κάνε πώς δέ(ν) μέ ξέρεις

νά λέ(γ)ουν κι' | γειτόνισσες πώς τό κακό μου θέλεις ι34. Μέ τό σαρέτι γνέψε μου μά ξάνοιε κι' ομπρός σου

Β έξερε σύ τόν πόνο μου κι' έγώ τόν έ(δ)ϊκό σου. 135. Σάντό κεράκι νά (γ)ενης καί νά καής ομπρός μου

(δ)έν σέ ξανα(γ)απίζω πειά, διπρόσωπη τοϋ κόσμου. ι 36. Γιατί κορμί νά σύρνεσαι άδικοπονεμένο

μή(τ)ε καί νάσαι ζωντανό μή(τ)ε κι' άποθαμμένο 137. Μισοσφα(γ)μένο σά(ν) πουλί μ ή(φ)ηκες καί σπαράσσω

γιά 'πόσφαξέ με σκιάς καλά γι' ά(φ)ης μέ νά πετάσω.

Page 201: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κ ^ ; , ^ , , · ' - , . . — 132 — |w 138 Στόν 'Ά(δ)ΐ) κι' ά(ν) μέ (β)άλουσι κι 'έκεΐ θ1 άναστενάζω

κοί τό γλικό σου όνομα πάντα θά ιό φωνάζω. 139· Ούλα τά ντέρτια τάχω γιώ και μιά μεγά(λ)η λύπη |

κι' εί(ν) καί τά πάθη μου πολλά τίποτα ( δ ) έ ν μου λείπει. ι4ο. ΤΙ άλλο Vo τό Θάναω θέ νά μέ φο(β Χρήσης

δ,τι Trepvdt 4π' τό χέρι σου πίσω νά μή r' άφίσής 141. Και τοϋ Χριστού τό(ν) θάνατο νά πάθω (δ)έν σ αρνιούμαι

σέ θάνατο νά δικασιώ (δ)έν σοΰ παραπονιοΰμαι. 142. 'Εμένα κι' Ι ν ) μοϋ κάμουσι τόν "Α(δ)η περιβόλι

καί τούς νεκρούς χρουσές μηλιές 6' άναστενάζ' άκόμη 143. ΔιΟκόσες λίρες 'Αγγλικές βίω γΐά τήν έλ(η)ά σου Μ

^ νά τή χμουσώση ό χρουσοφός πάνω στά μά(γ)ουλά σοα.

ι44./Έφτά καρδιές νάχη ά(ν)9ρωπος νά μπη στόν ερωτά σου και τίς έφτά τις καταλΰεί ή σοβαρότητά σου.,

145 (Δ)έν με σκοτώνεις μά γιατί, γιατί (δ)έν μέ σκοτώνεις, I κάλλια 'χα νά μέ σκότωνες παρά ποΰ μέ πληγώνεις·

14$. Ούλα τά δέντρα άθθίσασι κι1 ούλα καρποφοροΟσι και τΓ|ς παντέρμης μου καρδιάς τά φύλλα της μα(δ)οϋσι.

147 · 'Ώχου γΐά μιά μελαχρινή μαλλώματα τά πέρνω eiira μου νά μή τΓ(ς μιλώ κι' όπου ναι νά μή μπαίνω.

Γ * ι48. Γιά σένα μέ μαλλώνουσι γιά σένα μοϋ 'μ^οΰσι Ι για σένα μές τό σπίτι μας (δ)έν θέλου(ν) νά μέ (δ)ουσι

^149» Ίίίβρνε σύ μαλλώματα πίκρες καμυύς γιά μένα κι ύγώ πουλάκι θά (γ)ενώ νά κελαδώ γιά σένα.

ι5ο. Έλα νά πά \ά 'μώσωμε σ' έ^ντα δυύ κολώνες κι'όποιος τόν άλλον άρνηθη νά τόν πλακώσουν όλες.

151 νΑν ίσως καί μ' άπαρνιστί)ς ν' άδικοθανατίσης καί τά προυκίά σου ποΰ κεντάς έρημα νά τ1 άφίσης*

Μ J 52. Πκτρα θά κάμω τή(ν) κάρδϊά καί τάπία τό κορμί μου (δ)έν σ' άπαρνηοΰμαι 'γώ ποτέ ψι^ομελαχροινή μου.

χ 53· Τίποτα (δ)β(ν) τοΰ ρέχτηκα τοΰ ψεύτικου τοϋ κόσμου μόνο τά μάδια σου τά δυό καί τίς έληές σου φώς μου.

^54 Μίς στΐ| καρδιά μου'χεις θρονί καί μπαίνεις καί κα(θ)'ζης ^νπίνεις το αίμα μου νερό κΓ άθθιΓ,ς καί λουλουδίζεις 155. Αγάπη μου καμάρι μου ρόδο πλατύφ·λλό μου

σύ'σαι χαρά καί ζήση μου καί φώς τών έμμαδιώ(ν) μου. 156· 'ϋννηά κουμπούρες Η ζωστώ καί μιά μαχαίρα δέκα

κι' ά(ν) (δ)έ(ν) σε^κλέψω μιά'.βραδυά (δ)έ(ν) θέλω πεϊό [γυναίκα·

Page 202: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

157 Καί μέ τό ζόρι πέρνωσε καί μέ τή καλωσύνη κι' άς πάη κι' ό πατέρας σου στου Μπέη νά μέ κρίνη.

158. 'Αναστενάζω (δ)έ(ν) μ' άκοΰς, κλαίω (δ/έ(ν) μέ λυπάσαι λέ(γ)ω (δ)εν είσαι χριστιανή μή(τ)ε θεό φο(β)άσαι.

159. Πά δές πώς μέ κατήντησες κι' ό κόσμος μέ λυπαrai κι* ή άπονη σου ή καρδιά δέν μέ ψυχοπονάται.

ιόο Πράσινο ροσμαράκι μου του πάνω κόσμου ά(γ)έρι γΐά σένα βασανίζομαι χειμώνα καλοκαίρι ν

ι6ι. Έσύ'σαιτ^ς ψυχής ψυχή καί της καρδιάς μου ό σίϋλος έσύ σαι κι' ή άγάπη μου κι' ό μπιστικός μου φίλος. 4

162. Καλλίά'χω νά μέ θάψουσι στης αραπιάς τόν άμμο παρά νά μέ καλέσουσι στης ά(γ)απώ τόν γάμο.

ι(53. Τά φρούδια σου 'ναι σπαθωτά, τά μάδια σου μεγάλα καί χαναλίζει όποιος σέ (δ)η της μάννας σου τό γάλα.

ι64. Τά μάδια σου 'ναι πέλαγος κι' όποιος τά κουλουμπίση πλεΐό του χαίρι (δ)έ(\) θά (δ)ξ) όσο καιρό κι' άν ζήση.

165. Έγώ *λε(γ)α μέ λό(γ)ου σου πολλές φωδίές νά σβύσω κι' έσύ μ' αύτη ποΰ μοϋ ά(να)ψες (δ)έν ημπορώ νά ζήσω.

166. Τ' άστρο μου 'γώ γνωρίζω το, βρίσκεται στό Λεβάντη καί βγαίνει πίντα τήν αυγή κι άπ' ούλα τ άλλα λάμπει.

ι67. ^Απ' ούλα τ' άστρα τούρανοϋ ένα μόνο σοΰ μοιάζει ποΰ βγαίνει πάντα τήν. αύγή καί τ άλλα σκοτινιάζει.\

168. Τί'χεις καμένε κόρακα κι' εί(ν) τά φτερά σου μαϋρα π&ς κι* ή μπες είς τόν έρωτα κι' έχει ή καρδιά σου λαϋρα ;

169. Τί 'χεις καμένε κόρακα κι' εΐ(ν) μαϋρα τά φτερά σου πας κι' ήμπες είς τόν έρωτα καί μοιάζεις τις καρδίας σου ;

ι7ο.#Μέλι καί γάλα βάλασι καί κάντια σέ ζυμώσα(ν) κι' άγγέλοι 'πό τούς ούρανούς τήν έμορφιά σοϋ δώσα(ν).

17 τ. "Ωχου καί πώς τά ρέ(γ)ομαι καί πώς τά καμαρώνω της κεφαλές σου τά μαλλιά ποΰ τάχης ένα κλώνο.

ΐ?2. Καρδιά άν είχαέπί]ρες τη καί γνώμην ήλλαξές τη κι' άν είχα πούετα φιλιά έξεθεμέλιωσές τη.

173. Ε1(δ)'α τα πάλι σήμερα τά μάδια ποΰ μέ Kplvoufv) κι'άποϋ μοΰ πήρασι τό νου καί (δ)ε(ν) μοϋ τόν άφίνου(ν).

174. 'Αναστενάζω θλι(β)ερά καί κλαίω πικραμένα γιατί χω τή φωληά ψηλά καί τά φτερά κομμένα.

175. Μιά τέχνη ξέρω, ν'άγαπώ' κΓ ά(ν) θέλης τ£ καλό σου σύ ποΰ δέ(ν) ξέρεις ν ά(γ)απΛς πάρε με δάπκολό σου.

ι76. Έσύ θαρρείς πώς είμαι γώ μικράκι νά μέ παίζης μικρό παι(δ)ί νά μέ (γ)ελας καί νά μέ περιπαίζε

Page 203: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κ^;,^,,·'- , . . — 134 — 177. Παίζεις με μά (δ)έ παίζομαι (γ,ίελάς με δέ(ν) γελοιουμα*

κι αυτά ποϋ ξέρεις ζυ.τνητή τά ζέρω σά(ν) κοιμούμαι. 178. Ούτ* εΐ(δ)α ούτε ξέρω τη, τήν συναναστροφή σου

καί μόνο 'πό τήν άκουή τρελλάθηκα μαζί σου. i 79. Τίς έμορφιές σου ήκουσα κι' ήρτα καταρωτώντα

κι" ώσάν εσένα ώμορφη (δ)έν είχα γώ θωρώντα. ι8ο. Τίνος νά πώ τό(ν) πόνο μου νά μέ παρηγόρηση

καί νάναι φίλος μπιστικός νά μή τό μαρτυρήση. φ ι8ι. Παρη(γ)ορώ τη τή καρδιά μά (δ)έ παρη(γ)οριέται,

της λέ(γ)ω χίλία ψώματα μά κείνη (δ)έ γελιέται. 182. Καρδιά μου θέλει νά σφα(γ)ζ} κι' έγώ τήν εμποδίζω

«καρδιά μου άν έχεις βάσανα έγώ τά νταγιαντίζω.» Χ ι83. Σκίσου καρδιά μου γίνου δυό, σκίσου χίλια κομμάδια

πρ&(γ)μα ποΰ (δ)έν έρπίζασι εί(δ)α τά δυό μου μάδια. 4 - ι 84. Δέντρα παραμερήσετε, φίλοι μου τραβηχτ^τε * φωδιά (βιαστώ καί καίομαι μή τύχη καί καήτε.

οικούμαι μέ τά βάσανα καί μέ ξυπνούν οί πόνοι καιψξ τό άχ καί βάχ περνοϋ(ν) οί πειό καλοί μου χρόνοι

4" 186· Ούλες ή ώρες της νυχτός μοϋ φαίνουτται γΐά χρόνοι καί βλαστημώ τή(ν) τύχη μου γιατί (δ)έ(ν) ξημερώνει.

Ύι87. (Δ)έ ξημερώνης μαύρη αύγή, ήλιε γιατί δέ βγαίνεις τώ(ν) πληγωμένω(ν) τϊς καρδιές έσύ σαι ποϋ τίς -ραίνεις,

ι88. Σάν αποθάνω κλάψετε καί θά\]/εϋέ με φίλοι καί φύλλο πράσινο έληάς μοΰ (β)άλετε στά χείλη.

ι89. Σάν αποθάνω καί ταφώ καί γίνω κρΰο χώμα καί 'νοίξουσι T0jiv^|ia μου^πάθη θά βροΰν άκόμα.

ι9ο 'Εσέ ζητοΰ(ν^ τά μάδια μου, όπου κι'ά(ν) τά (γ)υρίζω καί (δ)έ σέ βλέπω πούετα, λυπουμαι καί (δ)ακρύζω.

191 Κι' ά(ν) κά(θ)ομαι καί ά(ν) πορπατώ έσένα συλλο(γ)οΰμαι σαράντα ώρες νά (γ)ενη ή νύχτα, (δ)έ(ν) κοιμούμαι.

ι92. Γίνου πουλί μου σύννεφο καί 'γώ νά γίνω μπόρα γιά νά συναπαντώμεθα χίλιες βολές τήν ώρα.

^">193 Πολλές φωδιές μέ κινη(γ)οϋ^ν) μά μιά ναι ποϋ μέ καίει I μονάχος μου τήν ή(ν)α\]/α κα(ν)ένας (&J& μοϋ φταίει.

ι94. Όχι (δ)έ μου φταίξε κανείς νά τοΰ παραπονούμαι τά μάδια μου μοϋ φταίξασι κι' άς κλαιν ώστα νά βγούνε

195. Ό "Ερωτας μοϋ πάντηξε G ένα στενό σοκάκι καί μέ τή(ν) καρυ(δ)όκοοπα μέ πότιζε φαρμάκι.

196 Τρία ν τά καπαέτια σου ποϋ μούχεις κα(μ)ωμένα κι' ά(ν) μοΰ τά κάμης τέσσαρα (δ)έν είσαι πειό γιά .μένα.

Page 204: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 135 — 197. Η πρώτη μου άγαπητικίά χήρα νά μοϋ παντίξη

μέ δυό παιδί 5c στήν άγκαλίΛ ψωμί νά μοϋ ζητήξη. ι98 Μαγάρι (δ)ά πουλάκι μου νά μή πονεϊ ή καρδιά σου

μά σάν τοϋ φούρνου τό τοιχειό μαϋρα V τά σωθηκά σου ι99 . Ήθελα καί νά γίνου μου (ν) πνοή στά σωθηκά σου

ν ά (δ)(Β γιατί μαραίνουττε τα φΟλλα τΓ|ς καρδίας σου. 2θθ. Λαμπά(δα) μου της'Ανάστασις, κερί τώ(ν) Χριστου(γ)έννω(ν)

κάθε στιγμή νά σέ θωρώ ποτέ δέ(ν) σέ χορταίνω 2θΐ M i τό Σταυρό ποϋ ρίχνουσι στή θάλασσα τά Φώτα

έσύ σαι ή άγφτη μου ποιίκαμα πρώτα-πρώτα. 202· (Δ)έν είναι τρόπος νά τό βρώ τό άντιφάρμακό μο.υ,

νά μή σ* ανιστορούμαι πειό γιά νά κοιμούμαι φώς μου; 2θ3. Τό πώς ν ά πολιτεύγομαι πες μου το νά θυμοϋμαι

γ ΐά νά ξεχνώ τις πίκρες μου νά πέφτω νά κοιμούμαι. 2θ4. Ό νους μου (γ/ινηκε νερό, βαρκοϋλα καί ψαρεύγει

καί πήρε τις άκρογιαλιές καί πά νά σέ (γ)υρεύγει. 2θ5. Ό νοϋς μου πειό έμίκρυνε ώσά(ν) κουκκί πιπέρι

κι· δπου κι* ά(ν) πάης καί σταθης μαζί σου βορταζέρη. 2θ6. Ό νοϋς μου έγινε νερό κουλοϋκι καί 'κλουθά σου

κι' δπου κι' ά(ν) πάης καί σταθης ευρίσκεται κοντός σου 2θ7. Ρόδο μου, τριαντάφυλλο, τών λουλουδιώ(ν) κορώνα

Έσύ θαρρείς σ' άρνήστηκα μά γώ 'γαπώ σ' ακόμα. 2θ8 Θαρρείς κι άν έλαργάραμε πώς ήλλαξα καί γνώμη

πάλι στόν ίδιο λογισμό ευρίσκομαι ακόμη 2θ9 "Αν ήτο νά πονης καί σύ δπως καί 'γώ λυπούμαι

χίλια κολάδια θάκανες τόν πόνο μας νά ποϋμε 2 ίο , "Α(φ)ης με χάρε νά χαρώ τά δροσερά μου νειατα

γιατί θαρθη ένας καιρός νά τά σκεπάση ή πλάκα, 2 ΐ ι . Στή γη ποϋ θά μέ θάψουσι δέντρο θά βγί) στό χώμα

νά γράφουσι τά φύλλα του πώς σ' άγαπώ άκόμα 2 12. Στό μάρμαρο τοϋ τάφου μου νά 'ρτης νά (γ)ονατίσης

ν ά χύσης μαϋρα δάκρυα, ίσως και μ' άναστήσης. 21 3 Άνάθ-εμά τη τήν καρδιά σάν ήτο νά μοϋ λάχη

μή(τ)ε πεισματικά (β)αστά μή(τ)ε κι' αμάχη νάχη. 2ΐ 4. Μέσα στά φϋλλα της καρδι&ς πούναι τό μαύρο ν αίμα

έχω τη τήν άγάπη σου γραμμένη μέ τήν πέννα. 2 ΐ 5 . Διψοϋ(ν) τά δέντρα γιά νερό καί τά 6ου\ά γιά χιόνι

καί μέναν Ι καρδούλα μου κλαίει καί δέ(ν) μερώνει· 2 ΐ 6 . Ήσφαλα ποϋ σ' αγάπησα, τρέλλα καμα με(γ)άλη

μά τό Σταυρό, μά τό Χριστό (δ)έ(ν) Θ' αγαπήσω άλλη.

Page 205: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

_ 136 — * *'' - C j " - f ^ · \2 ι 7. Ησφαλα 'γώ σάν άνθρωπος κι' ή μπα στόν ερωτά σου

Ί(δ)έν ήμουν όμως καί Θεός νά ξέρω τή(ν) καρδιά σου. 2ΐ 8. "Οτα(ν) σέ γέννα ή μάννα σου σά(ν) σέ μοιράξα(ν) Μοίρες

έτήρες χάρες .κι' ώ αμορφίες, μόνο καρδιά δέ(ν) πήρες. 2 19. "Ομορφες είν' ή χάρες σου, γλυκεία 'ναι ή 'μιλιά σου

άγγελικό τό βλέμμα σου μά πέτρινη ή καρδιά σου. 2 2ο. Κόκκινο ρόδο τοϋ Μαγίοΰ καί πούλλουδο τοϋ Μάρτη

επήρες μου το(ν) πείά τόν νοϋ κι' ά(ν) θέλης πέτου ν&ρτη. 22 1. Δίπλα θά πάρω τά βουνά νά βρώ χλαδιά κομμένα

καί θά τά ά(νά)ψω νά καώ άγάπη μου γιά σένα. 4-2 2 2. Ξϋλα θά παρ' άπ' τό βουνό καί φλόγ' άπ' τήν καρδιά μου

καί (δ)άκρυα άπό τά μάτια μου γι χ νά λουστης κυρά μου 22 3 Μαζί νά ξεψυχίσωμε, μαζί νά βγ-fj ή ψυχή μας

κι' αγκαλιασμένο νά βρεθξ] στόν "Α(δ)η τό κορμί μας 2 2 4. Στήν τελευταία μου πνοή, στήν ύστερη μου ζήση

τώνα σου χέρι νά (β)αστώ τά μάδια μου νά κλείση. 2 25. "Ενας Θεός ποΰναι Θεός λυπάται καί τά ξϋλα

κι' έγώ άποϋ 'μαι πλάσμα του (δ)έν μέ λυπάσαι σκύλλα. 226 Ό κρίνος έμαράθηκε δπου με παρηγόρα

ποϋ μοΰ 'λε(γ)ε νά μή χολιώ χίλιες βολές τήν ώρα. 2 2 7. Κλωνάριν ήμουνα κι' έγώ μίας μηλιάς μέ τ άθθη

τώρα ή μηλιά ξεράθηκε καί τό κλωνάρι έχάθη. 228. (Μ)πιάς τό μαχαίρι βός μου μΐά είς της καρδιάς τό(ν) τόπο

όποϋ 'νεν ή αναπνοή κι' ή ξήση τών άθθρώπω(ν). 29 Γι' αγάπα με γίά άρνήσου με γΐά πές των έμμαδιώ(ν) σου

νά μή μέ σαϊττεύγουσι σά(ν) θά περνώ ά(π)ό 'μπρός σου. 2 3ο λο(γ)ϊσμέ πώς δέ(ν) φυράς καί νοϋ πώς δέ(ν) λι(γ)εύης

καρδιά πώς δέ(ν) ^>α(γ)ΐζεσαι, ψυχή μου πώς δε(ν) βγαίνεις 2 31 Μές στή καρδιά μου φύτρωσε δέντρο μέ δίχως χώμα

καί ήπλωσε τούς κλώνους του σέ ούλο μου τό σώμα. 2 32. Όντες σοΰ θέλω θυμηθή ά(ν) πορπατώ κα(θ)ΐζω

κι' άν είνε καί στόν ΰπ\ο μου σά(ν) ψάρι σπαρταράω. J 2 33. Στή(ν) κορυφή ένός βουνοϋ δέντρο μαι φυτε(υ)μένο

κι' όσοι καιροί φυσήξουσι μέ δέρνου(ν) τό καϋμένο. 2 34. Καί τί (δ)ά νά σοΰ θυμηθώ νά μήν αναστενάξω

δπού ρκουσου(ν) στό σπίτι μας δίχως νά σοϋ φωνάζω. 2 35. (Δ)έ(ν) θέλω παρά μΐά βολά νάρκεσαι τήν ήμέρα

νά σέ θωροϋ(ν) τά μάδια μου νά παίρν' ό νοΰς μου ά(γ)έρα. 2 36 "Ωχου καμένη μου καρδχχ κι' έχεις ακόμα τόπο

νά παίρνης τά πεισματικά καί λογία τών άχθρώηω(ν);

^ 2 20

j

Page 206: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 437 — 2 37. "Ενα θεό λατρεύγομε μϊά πίστη προσκυ\ούμε

καί χ ώ ρ ι α νά βρισκοόμαστε ϊντα ζωή τραβούμε ; 2 38. ' Έ ν α θεό λατρεύσουμε μία Π α ν α γ ι ά μ Ί ς ρίζει / κι' άνάθεμα τή θάλασσα δπου μ&ς ξεχωρίζει.

Μ239. (Δ)εν ήαττορώ βασιλικέ κρουφϊ νά σέ ποτίζω κι' ή μυρωδχί σου 'ναι πολλή καί (δ)έ(ν) τή νταγιαντίζω.

Γ 2 4ο. "Ωχου καμένη μου καρδιά 6αθυά 'ναιν ή πληγή σου στόν άλλο κόσμο ώκούουττε οί άναστεν αγμοί σου

2 4 ι . Μάννα μου σα(ν) μ' έ(γ)έννησες έκαταράστης κι είπες ποτές νά μή μοϋ λείψουσι τά βάσανα κι' ή λύπες.

V7242. Σάν ήμου(ν) κακορίζικος, μάννα, γιατί μ* έγέννας καί δέ(ν) μ' έπλάντας μία βραδυά νά μή μέ (δ)η κα(ν)ένας.

2 43. Γιά 'δέ πώς μ' έκατήντησες καί σά(ν) τρελλός γυρίζω οί φίλοι μου με χαιρετού(ν) καί "γώ (δ)έ(ν) τούς γνωρίζω,

2 44. Πάντα μου μέ τόν έρωτα ήβγαινα κι' έπολέμου νά μέ νικήση ό άπιστος (δ)έν ήφηνα ποτέ μου.

2 45. Πάντα στήν άκροποταμίά δέ(ν) λείπ' ή πρασινάδα κι' άπό τό μα(γ*)ουλάκι σου ή ροδοκοκκινάδα.

246 ( Δ ) έ ν είναι κρίμα κΓ ά(δ)ικο τά δυϊ άγαπημένα νάναι στό(ν) κόσμο ζωντανά καί νά(ν ) ξεχωρισμένα ;

247. Γαλάζια πέτρα τοϋ γυαλοϋ, μαλαματένια βούλλα νά σέ χαρίνη ή μά\ να σου πού σ' έχει μοναχούλα

248. Σκίσου καρδία μου κι* έβγαλε φείδία φαρμακωμένα νά πα(ν) νά φά(ν) τά στόματα πού λέ (ν ) κακό γίά μένα

2 49 Σάν άποθάνω έγώ καί σύ άγάπη μου με(γ)άλη πέτρα άς μήν *πομείνει πείό ή μιά πάνω στήν άλλη.

2 5ο. Ό σ ο ( ν ) περνοΟσιν οί καιροί τδ φείδι μεγαλώνει περικυκλώνει τή(ν) καρδιά καί το κορμί μου λυώνει,

251. Κορμί 'ναι τούτο ποϋ πόνε! καρδιά κι' άναστενάζει κι' ό κάθε άναστεναγμός μές 'στή καρδΓχ μέ σφάζει.

\(^252. Άποθαμμένος · νάμουνα κάλλια 'χα πίστεψε μου παρά σέ τέδοια βάσανα ποϋ μ ήρριξες θεέ μου.

2 53. Σά(ν ) πάρου(νϊ τ άρματα φωδίά καί σκοτωθώ γιαγνίσι τότες κΓ έσένα άγίπη μου άλλος θά σ* απόχτηση.

2 54. Τά μάδια σου όποιος κΓ δ(ν) τά (δ)() άν εί(ν) καί λυπημένος τις πίκρες του ξαλι,σμονεΤ καί χαίρεται ό καϋμέ\ος.

255. Τ ά μ ί δ ΐ χ σου όποιος κι dt(v) τά ( δ ) η κ α ί (δ)έν άναστενάξη φωδΐ)ι ν ά ρίξη ό Θεός κι άπϋρι νά τ ύ ( ν ) κάψη.

256 Περν&ς καί ( δ ) έ ( ν ) μέ χαιρετάς ώς μ ' έχαιρέτας παντα κακίά κι' άμάχη μου (β)αστάς καί δ έ ν ήξέρω γ ΐ ά \ τ α .

Page 207: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κ^;,^,,·'- , . . — 138 — 2 57. μπροστά μου πέρασες κι' εϊπα(ν) μου ποία ναι τούτη :

αυτή Vat άποϋ μούφα(γ)ε νά λειάτακαί τά πλούτη. 2 58. Το(ν) νου μου καί τό(ν) λογισμό κοντεύγω νά τό^ν) χάσω

μή(τ)ε μπορώ νά | | άρνηστώ μή(τ)ε νά σέ ξεχάσω. 2 59. Καλλίά *χα νά μή σ* ήξερα καί νά μή σέ γνωρίσω,

γιατί πολύ σ' άγάπησα κι' (δ)έν ημπορώ νά ζήσω. 2 6ο. Όντας μοϋ κάνεις πείσματα χαίρομαι καί γλεντίζω

ξέρω το 'γώ πώς μ' ά(γ)απάς καί (δ)έ(ν) βαρυκαρδίζω. 26ι. 'Ανάθεμα τή ν) μάννα σου κι' έμοΰ την έ(δ)ϊκή μου

ποΰ (δ)έ(ν) μάς στεφανώνουσι έσέ κι' έμέ πουλί μου. 262. Βασίλισσά σαι μάδία μου φορείς καί τή(ν) κορώνα

κι* έχεις καί τό(ν) Παρά(δ)εισο στά χείλη καί στό στόμα. 263. Σάν άποθάνη ή μάννα μου άλλη μάννα (δ)έ(ν) κάννω

κ' άν είναι γι' άγαπητικίές χίλιες τήν ώρα κάννω. 264. Γι* άγάπη (δ)έ(ν) ζαλίζομαι (γ)εμάτος είν' ό κόσμος

σά(ν) ξεραθθή ό βασιλικός είν άθθισμένος δυόσμος. 265. Όποιος μ' άκούη καί τρα(γ)ουβώ λέ(γ)ει (δ)έν έχω πόνο

τό ντέρτι πούχω στή(ν) καρδιά έγώ γο ξέρω μόνο. 266. Χάρε (δ)έ σέ φο(6)οΰμαι πείά σα(ν) μοϋ 'πήρες τό φώς μου

κι' άν έχεις κι άλλα βάσανα είς τό κορμί μου βός μου. 267. (Β)άστα καλά νταγιάντιζε σο\5λε(γ)α κάθε μέρα

καί σύ τά λόγία μοϋ 'παιρνές καί τάδινες τ ά(γ)έρα. 2 68. Ποιός ήπαθε τά πάθη μου, ποιος εΐ(δ)ε τούς κα(ϋ)μούς μου

^αί ποιός τούς άνεστέναξε τούς άναστεναγμούς μου. *69. Τό μπόϊ σου 'ναι λεμονιά καί τά μαλλιά σου οί κλώνοι

χαρά στόν νηό ποΰ θ* άνε(β)η νά κό\|/η τό λεμόνι. 2 7ο "Q λεμονιά μου φουντωτή μηλιά μου μέ τούς κλώνους

τίς ώρες μου νά κόβγη ό Θϊός νά σοϋ τούς δίνει χρόνους. 271. "Ηλιε μου τί (δ)ά σοΰ 'καμα καί πά(ς) νά βασιλέψης

κι' άφίνεις με στά σκοτεινά καί πάς άλλοϋ νά φέξης. 2 72. Σάν έρτη ό Χάρος καί σέ βρη στείλε τον είς έμένα

τού βία) τό κορμάκι μου καί S κακό σ* έσέ να. 2 73. "Ωχου καμαρωμένη μου, ώχου κρυά μου βρύση

ποιός σούπε πώς (δ)έ(ν) σ' ά(γ)απώ όποΰ νά μή χρονίση· 2 74. *Α(ν) μ άρνηστ^ς θέλω νά (δ)ώ τό στΓ,θος μου κομμάδια

γιατί μοϋ λες πώς μ ά(γ)απάς σά(ν) καί τά δοό σου μάδία 275. Άρνήστης μου πού ν' άρνηστζς τή πίστη τή ρωμέϊκία

ποϋ ν* άποθάνης Τούρκικα καί νά θαφτές ' Εβραίϊκία„ 2 76. Παρη(γ)ορΐά μου τώχω 'γώ το συχνοπέρασμά σου

τώρα μοϋ τώκοψες κι1 αύτό ποϋ νά καη καρδιά σου.

Page 208: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 139 — 277. "Α(ν) θέλης πέρασε άπό γιά κι* δ(ν) θέλ^ς μ*ΐ(ν) πβράσ(|ς

ή μάννα μου (δ^ν μ δκαμε 6βύ νά μέ χτικιάσης. 278. Τά παλαιή μου βάσανα περάσανε καί πάνε

καί τά καινούργια γ£νασι φείδια γιά νά μέ φανε. '279. Είχα πληγές κΓέγιά\ασι, μά τώρ" άνοίξαν δλλβς

άπό τΙς πρώτες πειό πολλές κι' άκόμα πειό με(γ)ίλβς. \j280. Οΰλα μου τό υστέρησες κα\ ιάκαμες δικάσου

J-1'1 fiia καρδιά μου "πόμείνε κι" εκείνη χάρισμά σου, 281. Σαν fjto ή άγάπη μας μόνο γιά ενα χρόνο (ή γιά ενα μήνα)

γιαΓι (δ)έ(*) μου ιά ,λε(γ)δς νά μήν δμπω σχδ(ν) πόνο (ή y (ατό κρϊμα

282f "Αχι ιό πορτοκάλι μου τό γλυκολέμονό μου οέ μακρυνά νερά 'πβσε καί (8)e(v) τό βρίσκω πειό μου. ι^ι .«ηίληΐ.τλ μά κηΐνίϊ 'tgv δικό μου.

283. "Ώχου γειτονοπούλα μου ώχοιι γεινόνισσά μου άμα πλυθ^ς καί στολιστής καίεις τη τή(ν) καρδία μου.

284.ΙΜεσά\υχτα γιά οέ ξυπνώ, μά τί ξυπνώ νά κάμω *»έσα σέ μαύρη συλλο(γ)?ι πέφτω τόν νου μου χάνω.

285. Σέ συλλο(γ)ή ευρίσκομαι οέ κύματα άγριεμένα καί (8)έν άλλάζουν οί καιροί, άλλοίμονο οέ μένα·

286. Μικρή σ' άρρο(β)ωνιάσασι, στρέψε τόν άρρο(β)ύνα κΓ δ(ν) σέ ρωιήξη ή μάννα σου πέ(ς) της μικρή μ άκόμα.

287. Ντέρτι (δ)έν είχα σϊή(ν) καρδιά τώοά 'καμα μαράζι £ού μου τό κατάσιεσες καί τώρα (δ)έ(ν) σέ νοιάζει.

288. Ό πόνος σου ναι πόνος μου τό ντέρτι σου δικό μου κΓ δπου πονεΐς καί 'γώ πονώ μήλο ζαρίφικό μου.

289. Νά πα(ς) νά πηςτής μάννας σου νά μή μου καταραται καί Θά τή(ν) κάμω πεθθερά κι ΰιτερα θά λυπαται,

290. Τά μάδια σου μέ μπιάσασι τά φρούδια σου μέ δέσο(ν) και τά καλά σου φυσικά είναι ποΰ μέ πλανέσα(ν).

291. Πολύ καιρό χω. νά οέ δώ χρόνια νά σ' Ανταμώσω φο(β)η5μαι μήν άγρίεψες καί πώς θά σέ μερώσω.

292. Τά μάδια σου μέ σφάζουσι μά γώ χά καμαρώνω τρελλαίνομαι γιά νά τά δώ κΓ δηας τά βλέπω λυώνω.

293. Βνέ σεβδαλή, βρέ μερακλή βρέ δ^ωϊοχςυ,τημένε, ποΰ πας νά οέ κρεμμάσουσι γ η δ^α φιλί καμένε ;

Γνωμικά

294· ΤΙ ιόν έμέλει ιόν κανεΐ ιό κάθε κα\ κανένα σάν <5(γ)απά κανείς χομμχά εϊιε καμμιά κανένα ;

Page 209: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κ^;,^,,·'- , . . — 140 — 295. Άπ' οΰχει τήν ύπομονή ιό πεθυμά θωρεΐτο

κΓ άπου δέν £χει ύπομονή χάνει καί τό κρατεί το. 296. Ανάθεμα ποΰ βρβ καιρό κΓ άλλο καιρό λιμένει

γιατί δ θεός τά πράγματα τά πάνω κάτω φέρνει. 297· "Εχει καί ζωντανούς καμούς κΓ είναι κΓ οί ποθσμένοι

μά πειότεροι 'ναι οί ζωντανοί καί πειό κατακαμένοι. 298. Μήν άγαπήπυς κοπελλια δ(ν) δέ(ν) οέ άγαπήση

ΗΓδ(ν) δένίδης τά μάδια της νά τρέχοΐ'(ν) σό(ν) τή βρόβη. 299. Έπη(γ)α γώ στης μά(γ)ΐισας κΓ είτε μου ή καμένη

μέ τοΰ σεβδα τό κάρβουνο όποιος καεΐ δέ(ν) γιαίνει μ1 Ά(\) γιάνη και καμμιά βολίι σημάδι τ* άπομένει. *

300· Υπομονή, υπομονή, ώς πότβ θά υπομένω • γιά δήτε τήν υπομονή πώς μ' εχει κο(μ^ωμένο.

30.. Ό έρωτας είς τήν αρχή είναι οό(\>) παιχνιδάκι πρώτα σοΰ (δείχνει τό γλυκύ κΓ υστέρα τό φαρμάκι

802. Πάντα ή άγάπη ήπαλβδ, παληώνει μά 5!fv) λυώνει στά χίλια χρόνια μιά 6 αλά νά σμίξη, καινουργιώνε*.

303. Μές στη φουρτίνα ό φελλός ποτές του (δ)έν βουλιάζει μή(τ)ε κι' άγάπη μπισιική τή γνώμη της αλλάζει.

304. "Ωμμορφο είναι τώμορφο έννηι βολές καί δέκα μ1 άλήθεια τ ώμορφόχερο είν' ή σεμνή γυναίκα

305. Πουλί ό πούχει δυό φωλιές ή μιά νά τοΰ χαλάοβ και τά φτερά του νά κοπον(ν/ νά μ?| μπορ' (ν)\ πετάσβ.

306. Και στό χαρούμενο καιρό πολλοί φίλοι λογιοΰττε κΓ αμα (γ)υρίσχ] θλι(β)3ρός ούλοι ξελησμονιοίττε

307. Μή μπιστευθής σιό φίλο σου καί πής τό μυσιικό σου φίλος στί(ν) φίλο θά τό πχ) κΓ είναι κακό δικό σου.

808. Ό Μισεμός εχει καύμό τό *εχε γεια» χει ζάλη καί τό «καλώς ώρίσατε» εχει χαρά μεγάλη.

309. ΤΙ νά τή(ν) κάμωτή ζωή κι" α; είναι κι' άλλη τόση άφοΰ υπάρχει θάναιος καί τό κορμί θά· λυώσ|].

310. Κλάψε καμένη μου καρδία χλάψ3 καί (δ)ε(ν) πειράζει πάθη ποΰ (δ)έ(ν) γιαϊρεύγουιιε ή πλάκα τά σκεπάζει.

311. Σό(ν) θά σαρανταρήσχις 3ΐειό καί μπ ϊς μές τά σαράντα (δ)έ(ν) οέ μυτίζον(ν) κοπελλιές κΓ ό^φ^νουσε στή(ν,) βάντα.

312. Σκληρός είνεν ό θάνατος βαρύ ν είναι *τό χώμα μά δ ζωντανός ό χωρισμός είν πειό βαρύς άκόμα.

313. Πύργος bh(*J θεμελιώνεται χωρίς μαστόρου μάτι χωρίς άμάχη Β κακιά (bjkv τελειώνει άγάπη.

Page 210: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

/314. Θάλασσα δίχως κύματα καράβια h\(y) διαβαΙνον(ν,Ι κι* άγάπη δίχως πείσματα εΤ(δ)α 'γώ ποτέ μου.

315. Σάν είν" ό άντρας 'πδ γέννιά κι' είναι καί παλλικάρι τή φο(β)αιαι τή μπαλιά δπου κι' fifv) τόν δπάρη.

316. Τά μανρα μόδια τήν αυγή δέ(ν) πρέπει νά κοιμοΰττε μόνον νά παίζουν νά γελούν καί νά γλυκοφιλιοΰττε.

317. 2c(0 κδμο\(*) ή έλχ)ές κρασί καί τά σταφύλια λ(5(δ)ΐ τότες θέ νά χορέψουσι- κι' ή κοπελλιές σιόν "Α(δ)η.

318. "Ασχημη τήν έθέλω 'γώ τήν άγαπητικιά μου νά μή τήν ά(γ)απα κανείς ταναί μοναχικιά μου.

3 1 9 . "Εχει αγάπες δυων άσπρώ(ν) κι' εχει και χίλιες στ'δσπρο μ'δχει κι'άγάπες 'μπιστικές πϋΰ πολεμονί*) σέ (ν) κάστρο.

320. (Γ)υνοΐκας μή μπιστεύγεσαι κι' δς είναι κι' αγιασμένη Μ" άς εΚΟ κι" άπου τόν ουρανό κάΓω κατί(β)ασμένη.

Σκωπτικά 321. Μή μέ θωρείς κοντό-κοντό καί χαμηλοζωσμένο

άπό χή/ν^ γή (b)i(y) jφαίνομαι μά τις καρδιές μαραίνω. 322. Άπ' οΰλα τά πετούμενα ό ψύλλος εχει χάρι

γιατ) στους κόρφους τν(\) κοραγν) πάει και βορταζάρει. 323. 'Αγαπημένη τών πολλών κύτταξε ναβρ|]ς ταίρι

γιατί χειμώνας περνά χωρίς τό καλοκαίρι. 324. Χαρώ τες τις αγάπες μου σά μιΊν τουζίναν εχω

καί πόιε βοσκός νά πά ω^ νά τίς έβλέπω. 325 Οΰλοι ξανοίοι·(ν^ τή Μακρά δν ερκουττε καράβια

καί γώ ξανοίω τό Σκύλλα αν έρκουττε μουλάρια. 326. Είπα σου μήν τόν ά(γ)χπας τόν παντρεμένον δντρα

καί ιή γυναίκα του σ(γ)τπα καί θά σοΰ μείνη ή λαύρα. 327. (Δ)έν είμπορώ πειά νά χολιώ καί νά βαρυκαρδίζω

κι' όπως τόν εΰ^ω τόν καιρό εσσι θά ιόν γλεντίζω. 328 Ήκ?αια μά (δ)έ(ν) κλαίω πειΛ κι' άλλη καρδιά θά κάμω

μή τύχη κι' άπό τούς καμούς ρωστήσω καί πεθάνω. 329. Κι' δν έξαναπαντρεύγουτιο οί κακοπαντρεμένοι

νά ξαναπαντρευτώ καί 'γώ ποΰχω καρδιά καμένη. 330. Νά πίνω θέλω νά μεθιώ κι' δς μέ καιηγορουσι

κι' δς μή μέ θόλον(') γιΛ γαμπρό, χρωιιω (*V&(v) μου χρωστοδσι 331. Κά\ω (b)t(v) κάνω, λί(γ)ον(\)μου δς κάνω δς μοϋ Xifylovfv)

καί έγώ καμα πολλές καρδιές κι' άχόμα ώς τώρα κλαίοι(\). 332. Κάνω (δ)ϊ(ν) κάνω l{(y)ov(v) μου πώς 2χω χσ{μ)ωμ6νοτ

ός κάνω (δ)ά9 λοιπύ(ν), καί έγώ κι' δς cT(V) συμπαθισμένα.

Page 211: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Κ^;,^,,·'- , . . — 142 — 383. "Ac ήτο νδρτη ή φτώσι σου νό (y)lvοϋσου τουλουμι

ίσως καί νά φτηνένασι ή ρόκα καί τό ρούμι. 334. Σάν άποθάνω καί χρωστώ α; είναι χαρισμένα

γιατί κι' έμοΰ χρωστούσα (ν) μου, χανδλι μου κι' έμένα. 335. Έού ωσάν έπή(γ αινες έγώ μουνα στή πόρτα

κι δ δάσκαλος ποϋ σ* ήμαθε ήμαθε έμένα πρώτα. 336. Ό Δαίμονας χΐ ο πειρασμός Ι/γ^νησαν συντέχνοι

# ήμοι(ν) καί γώ σσιράκι τοτ(ν) κι' έμάθαίΝα τήν τέχνη. 337. Διάβολο ιαχο ό έρωτας κι Ά-του τί(ν) κάννει φίλο

κι' άπου τόν έμπιστεύγεται τόν άτιμο τό(ν) σκΰλο. | 338/* Απόψε σ' ονειρεύτηκα κι' αγκάλιασα το (ν) κάιινί

\κι" άπό τόν σφιχταγκαλιασμό δ κάτιης έλωλάθη. ΙΤ^ν- Διάφορα

339. Ό φεγγαράκι μου λαμπρό ποΰ πά(γ)ης μέσ' τά \εφη Ι ά μ ε νά τι\\ς τής Μοίρας μου νά μή μέ κατατρέχει*

340. Ή Κάσος μέ τή Κρήτη μας είν' άνακατωμέ\η και βουλίσχ) ή Κάσος μας ή Κρήτη απομένει !

341 "Εχει δ Θεός δπου μπορεί γιαι' άλλοι δέ(ν) μπορουσι fl πίκρες καί τά βάσανα χαρές νά μου (γ)βνοΰσι.

342. Τά \ηάτα μου βαρέθηκα θέλω νά τά πουλήσω μ* flfvj τύχη κι" εΰρω μερακλή Θά τοΰ τά χαναλίσω.

343. Γιατί κακόμοιρε ντουνιά οέ μένα να παινιίσαι έγώ 'μουν που ο' έγλέντιζα καί τώρα μ' Απαρνιέσαι.

_^J344. Πώς χαίρομαι σά τραουβώ Κασιώτικα τραούδια Μου φαίνεται πώς συργιανώ μπσξέδες μέ ?ουλούδια.

345. Νδμουν είς V "Αργός βασιλέας στέ(ν) Τρούσσουλα βεζύρης καί στόν παντέρημο Σκυλλά, καθάριος νοικοκύρης.

^ 346.· Κάλλια γω στή(ν) Κάσο μας νά τρώ(γω) ψωμί κι' άλάίΐ παρά νά ζιώ στήν ξενηδειά σέ βασιληα παλάτι. «*>*

347. Τής άπολίμνης τά βουνά καί τοΰ Σκύλλα τά μέρη τδχασα nc\ (δ)έ(ν) τά θωρώ χειμώνα καλοκαίρι·

348. Σταλο(γ)ματιά στάλο (γ) ματιά τό μάρμαρο τρυπιεςαι κι' άγάπη που δ£Μ πέρνεται (6Jkv πρέπει V άγαπιέιαι

349. 4Η Αγάπη ρου πέρνεται (δ έν πρέπει ν' Αγαπιέται γιατί δ νέος φθείρεται κι' ή νέα καταλύεται.

350. Π&ςθά ^θάνω ξέρω το γιατ1 ή καρδιά μου έρρά(γ)Π , φωδίά'πεσε στήν νειοτη μου κι'Αναλαμπή κι' έκάη.φ^^Α^

35) , Χωρίς Αγέρα τά πουλιά χωρίς νερά τά ψάρια χωρΐ£ Αγάπη δέν περνούν νέες και παλληκάρία.

3&2. Εαινούργια άγάπη ήκαμα καί στά σκαριά τήν 2χω κι} Αμέτβ ίΐήτε τής παληδς Ανάγκη δέν τήν εχω.

τ*

Page 212: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 143 — Γιά τά νέα καράβια

. Καί ιό καρ(5(6)ΐ ιοΟχο (5)i νά ζήσ νά (γ)εράσυ καί ^μφ® Λπό τή(ν) πλώ?η ίου δ\λο νά μ?| περάσο.

II. Δίστιχα αδομενα μέ ώρισμένα μουσικά μέλη 1. Αβ τό σκοπό ζ τον Βλάγον»

1. Σάν άποκάμει τό κρασί του (Γ)έρω Μαλλιαράκη άγγειά χ ι ' άγγειά καί πάλ' άγγειά τοδ (γ)ερω Μαλλιαράκη

2. Πέρνω χ ί έγώ την καθετή και πάω μές στ Αυλάκι άγγειά χ ί άγγειά χαι κάλ' άγγειά του Μαλλιαράκη τά χρασιά.

3. Κ ί 3ν ευρης χ ί είς την πλώρη σου τδν Βλάχο τ ί (ν) Μιχάλη Οέ να (β)αστα στά χέρια του άχταποδ;οΰ ποχάλι

4. Έπή(γ ) ε κί έξαπλώΟηκε μέσα στου «Διαπουλέλη» κ ί ή(δ)ωκε κ* έκοιμήΟηκε πάνω σ' ίνα βαρέλι.

5. Πας κί ετυχε στά χέρια του άχταποδιοΰ κομμάτι καί ρούφηξε 6 άχρόνιστος μιά βαρέλια γεμάτη;

2. Με τον «Διαγγούαικο» 6. Μέ του Διαγγούση το(ν) σκοπο Οά πώ 'να τραγουδάκι

ν' άνοίξω τήν καρδούλα σας, σάν τό τριανταφυλλάχι.

3. Με «τοϋ Κέλη* 7. 'Απόψε τώοα τονειρο άψυ σο (ν) τδ φαρμάκι

τό πώς Οά μέ σκοτώσουσι εμένα τό Κελάχι.

4. Mk τον «Λβό τοΰ Νικολή* 8. Έ γ ώ 'μαι. ό Αηός του Νικολή που λέ(γ)ω μαντινά(δ)ες

πουζο(γ)ελώ τις κοπελλιές καί παίρνω τους *αρτ(δ)ες. 9. Έ γ ώ 'μαι ό Ληός τοΰ Νικολή τό πρώτο ζιίπέχι

π* ά(ν) δέν υπά(γ)ω otc(v) χορό δέ(ν) κάνει ό κόσμος ζέφχι»

(ΕΙς μη Kaalav) 10. νΩχου ψιλομελαχροινή ή άκρι{|3)ή σου νειότη

κ ί άς ήτον άπό τό(ν) θεό χαι νάπαιρνε; Κασιώτη. 11. Μ(ά) άν οί Κασιώτες είν* χαλοί (δ)έν χάνουσι νισάφιο

oi σχΰλλοι (δ)ιν τά προσχυνοΰ(ν) τάμπέλια χαι χωράφια.

5 . Με τύν *(Β)θ0Ηίηκο»

12. Νάτον | Τροΰλλες βότυρος χαί τ Ά ρ γ ο ; μαχαρούνια και τοΰ Καλλάρη τά γχρεμμά μυζήθρες χαί μανούλια.

13. Καλήν ή δρΰλλα τοΰ (β)οοχου χαλό 'ν χαι τό τυρί του χαλή του χ ί ή τυράννησι που πήρε τό χορμί του.

Page 213: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Σ Υ Μ Π Λ Η Ρ Ώ Μ Α Τ Α

'Λναγκαζόμε&α »'ά προσ&εσωμεν ενταϋ&α οσα η εξ αβλεψίας ή άργα ληφ&έντα παρελείφ&η~ σβν I* Τ9ΰ χειμ&όν;

Έν οεΧίδι 11 § 4 προαύεσατε it υποσημειώσει: Πρβλ. Λαογραφίας Α'. σελ. 509

* * 13 § 13 1 I » Πρβλ. Λαογραφίας Α'. > 66, 185^

και Η\ 96, 527 και 529. \

Έν ac/.iSt 21 § 3 ποοσ&έσατε: "ΛΙλη παραλλαγή (ανακοίνωσις κ. Ζ. Χαλκιάδη)

*Αη-Γιώργη Κ α β α λ λ ά ρ η — χ α ι με το χρυσό μουλάρ ι

ε^γαλε το πετραδάχι—λΰσε χαι τδ πασσουλάχι.

* » 22 § 4 προσ&έσατε εν υποσημειώσει: Πρβλ. Λαογραφίας Ε'. 615 θ \ 243

» * 22 § 5 > » * > Πρβλ. Λαογραφίας Η\ 558

* * 23 -§ 8 > μετά τον στίχον <διά(γ)υρε »·ά διατρέψης*

Προορίσατε τα εξής ώς σννέχειαν ; (άνακοίνωσις κ. Ζ. Χαλκιά5ου).

Κάτω στο γιαλό στον αμμο—Φωχιανοί χάνου(ν) ζευγάρι Τώνα χέρι χάνει στάρι—χαι τά πόδια τους ζευγάρι, ουτε άμμος νά φυτρώση—ουτε φύχιο νά ριζώση

Πάρε τή(ν ) πυρά σου ° Ή λ ι ε — ' π ο υ τον οίνδρωπον αύτο (ν ) χαί στους φωχιαχους τή ρ ίξε—γιά νά πέσουν στο γ ι α λ ό .

Μέ το(ν) λόγο τού Χρίστου—χαί τής Μάννας του τδ(ν) λόγο ήρτα φώχιο νά σου ' π ώ — τ ο χ α λ ό σου τ ί (δ)άν ε ίναι .

y Α με φώχιο στά (Β)ουνά—χι ' ή φ ω δ ί ά σέ χ υ ν η ( γ ) α χι α(ν) σέ φτάσΐβ στή γυρογυαλ^ά—ί)ά σοΰ (β)άλΐ[) εύτυς φωδίά.

ν Α μ ε φώχιο εις τά β ά δ η τ ή ς δ α λ ά σ σ ο υ — έ χ ε ι πουνεν ή φ ω λ η ά σου νά χυττάξης τά πα ιδ ιά σ ο υ — δ π ο υ χ α μ π ά ν α ( δ ) έ ( ν ) χ τ υ π ά χα ί π α π α ς δέ(ν) λ ε ι τ ρ ι α — χ α ί χ λ η μ α τ α ρ ι ά (δ )έν ά ν ε μ α .

Έν υποσημειώσει δέ:

Το γήτεμα τούτο λέγετα ι άφοΰ τδ πρόσωπον του π ά σ χ ο ν τ ο ς « Φ ώ χ ι ο » ( χ α λ ο υ -

μένου ο υ τ » ώς έχ τ η ς έχ τοΰ έρυσιπέλατος π ρ ο χ λ η δ ε ί σ η ς π α ρ α μ ο ρ φ ώ σ ε ω ς τοΰ

π ρ ο ι ώ π ο υ η τ ι ς υ π ε ν θ υ μ ί ζ ε ι τήν φώχην τής θ α λ ά σ σ η ς ) χ α λ υ φ δ ε ι διτ έρυθροΰ υ φ ά -

σματος χαί ένώ | ή ή λέγουσα χρατοΰσα διά τής μιας χειρός θυμιαττ,ριον ραντίζει

δ ιά τ η ς ά λ λ η ς τον πάσχοντα δι ύδατος . Π ρ β λ . λαογραφ ίας Δ ' . 5 0 7 .

Έν α*λίδι 23 § 9 με τα τον στίχον *.χάιώ(ν) λογιω(ν) τρυοτονίια> και ποο τοϋ τελευταίου ποοσ&εσατ* τα εξής :

Σά(ν) θα προ(β)άλης Κυρ' Αυγή—μέ ουλη τή(ν) δροσιά σου

ιτέρν ά π δ τήν ά χ ρ ο γ ι α λ ι ά — χ α ί ( β ) ά λ ε οτή(ν) π ο δ ι ά σου

Ι δροσιά χαί άγγιχτο νερό—νά λ%ύσ·βς τδ παι(δ)ΐ μοΟ

γ ιά τ ή ( ν ) * λ α · ύ ρ α κ ο ί ί τ υ χ ε - γ ι ά τ ύ χ η ν έ ( δ ) ϊ χ ή μου .

Page 214: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

— 145 —

Έν σε/Jδι 26 προσθέσατε χαι το εξής:

§14. Γιά νά μάβη ή κόρη ποιόν θά πάρη

Σημ. Ποϊν χαταχλιθβ η κόρη ζώνεται με κόκκινη λωιίδα χαί λίγε ι τ ρις :

Στον κυργουν (1) —ή Μπίρες τών μοιραίων.

Κί ή έ(δ)ϊχή μου Μοίρα—χί αν είναι κα(0)ιστή ας σηχωΟή » ν τ 5 _ ι / n \ ν ν ι ι ι / ι * t — J. ι ' χι αν είναι ορτη (2J ας ερτβ—να με ονειρεψτ; τ'-ν νεο που da πάρω.

Έν οελίδι 40 § 1 προσθέτατε εν υποσημειώσει: Λαογο. Η'. 503 ενθα και αιλαι παρπΐ W ν.

> 42 § 4 > > > > Α\ 64 xai Θ. 200 > » 42§5 * > » > > Δ'. 143

» 43 > εν τ ί] (1) υποσημειώσει: » Η'. 150 » 43 § 7 » μετά τον τελευταίο ν στίχοι τον ποιήματος :

Κ ί α(ν) τ£(ν) βαστώ κ ί επάνω μου στή (ν) γλώσσα μου ά(π)ο χάτω κ ί ή γλώσσα μου καμμιά βολά ξεχνά καί *μολο(γ)ά το.

> 44 Προσθέσατε εν τ/; (Γ) υποσημειώσει Λαογραφία; J ' . 9 7 Η ' . 504 ενθα παρ. > 46 * > > > > &. 167 > > > > > · 529, 530 καϊ &.161

» 51 § 21 » /i^ra τον τελενταΐον οτίχον τά εξής :

Σάν &α μέ κατεβάσουσι τρία σκαλιά στον Ά ( δ ) η Σΰρε πουλί μου μιά φωνή νά pt|ig 6 Οίος σημά(δ)Ε καί σάν θά (δ)ής το μνήμα μου νά β γ ά λ - χορταράκια ελα ζενέσπασε μου τα μέ τ άσπρα σου χαράκια.

(άναχοίνωσις χ. Ζ. Χαλκήδη)

ΕΙς δε την ύποσημείωσιν προσθέτετε : Πρβλ. Λαογο. 114, 606, 69 >', 1 J? , / Γ . .

Έν σελίδι 54 Προσθέσατε εν υποσημειώσει : Λαογρ. Λ\ 136 ε ν θα παραλλιψαι » 55 * * » » » &. 156 * 57 » * * (2) w » J\ 107

» 57 § 11 μετά τό στίχο ν : «ενα μασονράχιν οργο* προαβέτττι:

νΚπλε(κ)α το στο λ υ χ ν ά ρ ι — κ ί ήπλυνα το στό φεγγάρι

άπ* αυτί ώς αυτί τής κ ά τ τ α ς - έκανα τ άντρός μου βράκα

ή λείπε καί δ βροχδς—ά(π)ό πίσω κ ί ό ( π ) 4 ' μ π ρ ο ς

ή λείπε κι' ή σέλλα ο υ λ η - κ α ί τά δοό χαλαμοβράχια.

Έτερα παραλλαγή τοΰ ποιήματος τούτοι> χατ* ά'ακοΰωιιν *. Ζ. Xalxmiqίχη ώς :

ϊ ή ( ν ) Δευτέρα χάνει σχολή—χαί τ>,(ν) Τρίτη παρασχόλη

Τ* (ν) 'Γπάρτη γιά τόν άντρα—χαί τή(ν) Π ίφτη γ ι ά τα μάδια

Τή(ν) Παρασχευή ζυμώνει—χαί Σα(ββ)άτο ςεφουρνίζει

χαί τή(ν) Κυριακήν έρωτα - « Έ χ ε τ ε γυναίκες ρόχα

(1) χυριαοχοΟν ( / ) όιθή.

Page 215: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

- 146 -σε/Jh 63 μετα την § 23 προιδέτετε και τά εξ ή; W& ποιήματα :

§ 24. Ό μέρμηγκας μου πάντηξε 0 Μέρμηγκας μοΰ πάντηςε χι ' ήτο σφιχτοζωσμένος

χαι κουδούνια φορτωμένος. —«Ποΰ πάς άφέντη Μέρμηγχα κι είοαι σφιχτοζωσμένος

χαΓ κούφο ύν?α φορτωμένος ;» — Ά μ π έ λ ι ν εχω σ-ή Β λ υ χ ά καί πά(ω) νά τδ τρι (γ)υσω ποΰ κάρπισε τδ έρημο κι' ήκαμε πέντε ρό(γ)ες 1 Ιπήρ' I πεντικδς τή μιά—κι' δ κί σσυφδς τήν α λ λ η σσιλοπατώ κι' έγώ τές τρεΤς Μ (δ)έν ε ί χα ποΰ νά (β )άλω ( 1 ) Κάνω κονί(δ)α ( 2 ) γιά ασκί—τή ψείρα γιά π ι δάρ ι τον τον παληοψυλλο, μουλάρι κι* έκου(β)άλει .

§ 25. Σά(ν) Θέλεις ν* άγαπιούμαατε Σα(ν) θέλεις ν' άγαπιούμαστε κρουφά ' π δ τους γειτόνους (β )άλε μηλιά στή(ν) πόρτα σου νά χώνομαι στους κλώνους Σά(ν) δες έσυ, θέλω κι* έγώ, δέλουσι κι οί (γ ;ε ιτόνοι μά ή μάννα σου κι ό αφέντης σου (δ)έ(ν) δέλουν οί δαιμόνοι Λωλόχορτυ τους βίομε αν ειν' καί μας μπο(δ) ίζου(ν) Τέδοιοι γονέοι πρέπει | | | | λωλλους νά τους τα ΐζου(ν) Κ ί α(ν) δε μας έταιρίζουσι σμίγομαι μοναχοί μας κι άλλοι πολλοί τδ κάμασι δέν είναι έντροπή μας Τυφλά στο(ν) περιοριστή ποΰ μας περιορίζει oi(v) θέλεις σι) δέλω κι* έγώ κανείς (δ)έν μας ορίζει.

{άνακοίνωσις κ. Ζ. Χαλκιάδη)

Έν aeM5i S4 προσδέσατε έν υποσημειώσει. Πρβλ. Λαογραφίας Λ\ 613 ενδα καϊ παραλ-

Χαγαί χαι ΜηχαηΜδον σελ. 21. Έν σελίδι 92 μιχά το 53ον δίστιχο)' προσδέσατε :

54. Κάμε μετάνοια φίλησε τη; μάννας σου τό χέρι γιατί Οά πά: στήν εκκλησιά να κάμης αίλο ταίρι .

Έν σελίδι 95 μετά το 54ον δίστιχον προσδέσατε :

55. Ποιός κρίνος ωραιότατος σοΰδωκε τήν άσπράδα καί μία μηλιά χρουσομηλιά τή ροδοκοκκινάδα.

56. Ποιός κι' άλλος ήτον ικανός διπλώματα νά βγάλτ| μόνον Ι εΰγελεία σου δπου τον εις τό νάμι

57. Τό μπόι σου μετρούσα σι μέ μιά μηλιά στή Μπόλη διιου τήν εχει δ Βτσιληας μονάχη στό περβόλι.

Έν σελίδι 97 μετά το 21ον δίστιχον προσδέσατε :

22. Χίλια καλεί ωρίσαμε στοδ φίλου μας τό σπίτι όπουχει τόν Αυγερινό καί τόν 'Αποσπερίτη,

23. 'Αφου (δ)έ(ν) βλέπω τόν μπαξέ μέ τά νερά τά κρυα πως δύνομαι νά τραγουδώ νά κάνω κι' άλλεγρία.

Έν σελίδι 102 μετά τό 41ον δίστιχον προσδέσατε : 42. Τήν άγαπώ παντρεύγουσι κι' εμέ παρηγορουσι

δση παρηγοριά θωρώ τόσο καλό νά (δ)ουσι. 43. "Εχει το 'μου ή μοίρα μου κι' δπου 'γαπήσω χάνω

μά 'χει το καί τό ριζικό, μχά χάνω δέκα κάνω.

( / ) ?ο κρασί δηλαδη, (2) ώς Β τό αρχ. κονις, τό ώόν τής φδειρός.

Page 216: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Λ Ε Ξ Ι Λ Ο Γ Ι Ο Ν τών έν τώ κειμένω δυσνόητων λέξεων.

Συγκεκομέναι λέξεις

ο, ι. = 5 Ids ν. ο — ναυτικός δοος χ. ξ§ κοινώς αρχ. = αρχαΐον μτφ. ==• μεταφορικώς μτχ. •

πληΰ·. = πληθυντικός

εν» = ενικός

συγκ. /= συγκοπή

νποκ. = νποκοριστικον

άντων. Β αντωνυμία

ρ = ρήμα

μτβ. = μεταβατικον

άμτβ. = άμετάβατον

αύτοπ. = αυτοπαϋες

επιρρ, = επίρρημα

Ά β ρ α χ ν α ί , ό, ό έφιάλτης (κ· βραχνάς). '

« Α γ ι α Μ α ρ ί ν α , ή, ή καί " Α — Μ α ρ ί ν α ή παλαιά πρωτεύουσα τής Κάσου και vfe? κωμόπολις αυτής έ-χουσα καί όμώνυμον να όν.

'Αγιάζι τό, έκ τοϋ τουρκ. άγιά£ δρόμος τής νυκτός.

Ά γ ρ ι λ ο ς ό, ή άγρία έλαια, κότινοσ.

¥

Ά γ ρ ο ι κ ώ , γ ρ ι κ ώ κ α ι γ ρ ι κ ο ύ -μ α ι άόρ· έ γ ρ ί κ η σ α ρ. μτβ. άκούω, καταλαμβάνω, αισθάνομαι. Έκ τοϋ άγροικος (Κοραής) 1 έκ τοϋ άγροι· κός (Χατΐ,ηδάκις).

Ά γ ρ ο ϊ λ ά κ ι τό, ύποκ. του ά-γ ρ ο α λ ί ν α άράχνη· Κατά τινα έκδοχήν ώνομάσθη ούτω διότι ό ίστός της όμοιάζει μέ άγροϊλιάν (είδος περιπλοκάδος.) 'Ακριβώς ειπείν «ά-Υροαλίνα» είνε | αράχνη τών άγ·ρών διότι Ι των οικιών λέγειαι «άλεφαν-τοϋ» (ύφάντρια) ώς ύφαίνυυσα μέ-γ α ν καί τεχνιχώτατον ίστόν (Ζ. Χαλ» κιάδης).

Ά γ ο ι ο μ η ν υ μ α τό, έκ τοϋ άγριος καί | κακή άγγελία.

, Α ( δ ) ε ρ φ ο ^ ι τ ό ς ό, κατά συγ·κ· έκ τοϋ άδελφοποιϊ>ος· ΚΓΐ»ιολεκτικώς

Α σημαίνει τόν διά μαγικής τιν^ς πρά-ξεως καθιστάμενων άδελφόν τινός· (adoptio in fratrem). Γενικώς δέ τόν ώς άδελφόν ύπό τίνος θεωρούμενον, Ισάδελφον·

Ά 8 ι ( β ) ο λ ή ή, Ιδέ ά ν α θ ι β ά λ ω Ά κ ά ν ο 5 ό, πληθ. οί ά κ ά ν ο 1

είδος χόρτου τό άρχ. άκανος δπεΡ πάλιν παράγεrai έκ τοϋ άκή έκ του

οχήματος τών αιχμηρών φύλλων του· Ά κ ν ά τ ο ς μοσκος ό, έκ τοϋ

άκρατος άμιγής καθαρός ου ά-κρατος (π.χ «άκρατοι φίλοι»=στενοι φίλοι) και κατά παραφθορά ν άκν ά» τος. Ό κ. Χαλκιάδης παραδέχεται on παράγεται έκ τοΰ «άκνά» (τό άρχ. «Χηνέα» ή Κάνθη, κύπρος | £άνθιον) και έχων δέ τήν έννοιαν τοϋ «σπάνιος» καθότι έσπάνιζ,ε τότε ό «άκνάς» όστις καί μόνον εις τά Σουλτανικά χαρέμια ήτο προσιΓός.

Άκρι τό, συνοικιομός τής κω-μοπόλεως Ά^ίας Μαρίνης.

'Αλάργα καί άλάργου έπιρρ. ιιακράν έκ τοϋ ίταλ· a I largo καί alia larga ου καί τά II ά λ α ρ γ έ ρ ω και ά λ α ρ γ ά ρ ω άποαακρύνω καί άπομακρύνομαι.

Άλασσάτη ή, έκ τοϋ άλας ή άλατισμένη, | νόστιμη.

Page 217: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Ά λ υ γ # ρ ι ά I Ι; λυγαριά | λύ· yoc, ό Λγνος,

"Αλυγη ή, άλόγιστος, Άλχζέρχ τό, Άλγέρων, άλι£ε-

ρ(νΐΜ# τό άλγερινύν "Αλικη ή, ίρηθρά, ή κόκκινη. Άλ ιμένω Ιδέ 'λιμένω (κατά τύ

αλησμονώ). Άλιτάνα Ε |έκ τον 1ταλ« altana)

κητ^ριον έντος α γ) ής είς $ ύπάρ· χοοαι μοτεομινα άνθη,

Άλλαξοπ^ρπατώ (άλλάΐ,ωΐπερι-πατώ) άλλ«ϊζα> διεύδυνσιν·

"Αμε καί άρετε (πληβ.) συγκεκ· τόπος too Λγωμε(ν) μέ σημαβ(αν προστακτικής πήγαινε, πηγαίνετε.

Άμ ιράλη ί ύ, έκ τοΰ Ιταλ. ami-rag I Ιο ναύαρχος»

Ά μ μ έ έναντ. συνδ.-~άλλά. Έκ τοΰ Αν μή (Κοραής.)

Άμμουδιάρπ(δ)6$ οί, Μικρά πε-διάς β Κάσου, Εκτός ένύς έλαιο* φύτοο πά«α ή άλλη aorof> έκπισις σπεφεται, Τό χώμα δέ είναι άμμώ-δες, | | ού και το όνομα·

Άμόνω και 'μένω άόρ» § § ω σ α {)' αύτοπ. ορκίζομαι έκ τοό όμνυμι teal όμνύω,

Ά μούργος ο, ό άμολγεύς τών Αρχαίων, κ. καρδάρα τύ δοχεΐον έν φ Αμέλγεται τό γάλα.

Άμπεργ ιά ή, κ. γα&(α, έκ τού κασοια, δένδρον τοΰ αΰΤνΐβ γένοος μέ τήν άκακίαν.

Άμπράχβμο; \ πληθ. Α μ π ρ α -κ ά μ ο ι είδος κοσμήματος,

ΆναΘιβάλί* διηγούμαι, αναφέρω έκ too αναβάλλω και Αύιβάνω(Χατΐ.) I1; ου ή άβΐ(β)ολή λόγος, ομιλία ι'κ τοΰ Αντι6ολή (Κοραής) ή έκ τοΰ άμφιβολή (ΧατΙ ηδ)

Άν*Χ0*λο το, Απυδμενον φρέαρ παρά το χωρίον Εμπορειός ρίπτοντες τι έν αύτφ ΰλέπομεν αυτό έ ερχο-

μενον είς τήν παραλίαν. Φαίνεται βτι οί Αρχαιότεροι κάτοικοι έν τη προ-σπαθείς των νά εβρωσιν πόσιμον ύδωρ ήνοι^αν αύτό αλλ' έαταμάτη-σαν συ> αντήσαντες τήν θάλασ-σαν·

' Α ν ά ν τ ι ο ν τό, έκ τοϋ ένάντιον, τύ Αντίθετο ν.

'Ανατρ ιχΛ καί α ν ά τ ρ ε χ α έπιρρ· κατ1 Αντίθετον διεύθυνσιν τών τρι-χών καί γε νικώς™Αντιθ έπος, Ανα-δρομικώς.

Άνεκαττνά ή, καπνοδόχος. ' Ά ν ε κ ο υ μ τ τ ο ν ο μ α ι ρ. με<5· κ· Ανα

σκουμπόνομαι, το Αρχ. Ανακομβόομαι (Όδυσ, Ξ· § 7 2 ) μεταφ- καί συνεκδοχ. έτοιμά*ομα\ νά κάμω τι,

Ά ν ε κ ο υ ν τ ο υ ρ ί ζ ο μ α ι κατά λέ£ιν σηκώνω τά φορέματα διά νά δυνη-θώ νά κάμω τί ευκολώτερον καί μεταφ έτοιμά^ομαι νά κάμω κάπ έκ too ανά -j"·ινοντύ-|-*(γ)ΐ)ρί£α>·

Ά ν ε μ ι κ έ ν ο τό, ή λέ£ις άγνω-στος ίσως πρόκειται περί τής λέξεως «άνενουγκένο* ήτοι γεμάτο μέ άν©· νοόγκους, είδος χόρτου,

' Α ν ε μ ο π ύ ρ ω μ α τό, έρυσίπελας είδος νόσου»

Ά ν ε ν τ ρ α ν ί ζ ω ύ\|/·ώ τήν κεφα-λήν 1 τύ βλέμμα, έκ του τρανός κατά Κ ο ρ α ή ν.

Ά ν ε ξ ε π λ ά ϊ τύ, ε ίδος περιπλοκΑ-δος (Σμϊλα£ ή Ακανθώδης ) .

Ά ν ε ρ ά δ ε ς | | φ νεράϊδες, νη-ρήϊδες.

Ά ν ε σ π ώ καί ν ε α π ώ Αόρ. ά ν έ -σπα(σ1α ώ ς τό Αρχ. α ν α σ π ώ , εκρι-ζ ώ ν ω φυτόν.

Ά ν ε ο ύ ρ ν & > καί ' ν ε σ ώ ρ ν ω άόρ. έ ν έ σ υ ρ α ώ ς τ ο άρχ , ά ν α σ υ ρ ω , a opto ηρύς τά άνα>,

\ \ ν ε ( γ ) υ ρ ε ύ γ ω ρ, ( ά ν ά - γ υ ρ ε ύ ω ) άνα^ητώ, ^ η τ ώ δ ι ' έρα^τήσεων.

Page 218: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Ά ν ε γ υ ρ ( £ ω ρ. (ανά - γυρίζω) ποφεύ γω, άποστρ£φομ m

Ά ν ε φ α ί ν ω καί ' ν εφα ίνω άόρ. έ ν έ φ α ν α ι-κ του άρχ άναφαίνομαι έμφανίΐ,ομαι.

'Ανιστορούμαι έκ τοϋ άρχ. άνι· στορέω-ώ, έρα^τών, έίζετάΐ,ω, έπομενως έ^ετάΐ,ω, ι-ρωτώ έμαυτόν, άναμιμνή-σκομαι, άναπολώ, ένθυμοϋμαι.

Ά ν ο ι χ τ ο κ ο υ τ α λ ά τ ο 5 ό, (άνοι-ΚΓ0ς-|-κι:υτάλα, τύ κουτάλα συνεκδοχ· σημαίνει ώμοπλάί η)=εύρύνωτος.

' Α ν ο μ β ρ ί α ή, ώς τό αρχ. άνομ-βρία, έλλει\]/ις όμβρου, κ. άναβμοχίά.

" Α ν ο μ η J άρσ. ανομ©5 ό μή φυλάττων τούς νόμους, άπατος,

Ά ν τ ό ν ν α ή, ν. & § κεραία τών πλοίων:=έπιμήκη £ύλα άναρτώμενα εις διάφορα ύψη έπΐ τών Ιστών τών πλοίων.

Ά ν τ ι π έ ρ α τ ο ξ ό, δνομα μιας τών άκτών τ ή ς Κάσου.

Ά ξ έ γ ν ο ι α Οηλ. τοϋ ά^έγνοιος κ. άξέννοιαστος, άμέριμνος.

Αορη τό, όρος, τό προσθετικόν ά προσεκολλήθη έκ τοϋ άρθρου τά. Έκ τοϋ τ ά ο ρ η έγινε τ' άόριι δ-πως έκ τοϋ τά χείλη τ' άχειλι κλπ.

"Aoupog ό, κ. άγουρος (επί καρ-πών) καί μεταφ. ό μή ώριμος άνήρ έφηδος πρβλ. τό κ, άγόρι καί τό άρχ. «άγορος», όπως έκαλειτο ό έ-φηβος παρά Θρι^ί καί Άττικοΐς·

Ά π α ν τ έ χ ω καί παντέχω έκ τοϋ άπεκδέχομαι, περίμενα', προσδοκώ.

Ά π α τ ο ς άντων. ήνωμένη πάντοτε μετά γενικής προσωπ· άντων. (μου, σου κλπ·) ώς άπατος του=αύτός ό Ι'διος πρβλ, τό ά τ ό ς.

Άτπιλο(γ)οϋμαι καί ούσ. άπηλο-γΐά έκ τοϋ απολογούμαι άπαντώ, άτοκρίνομαι, άόρ. α π η λ ο ^ θ ^ κ α ) .

Ά π ή ς καί a n n n j συνδ. χρον>= άφοϋ, κατά Κοραήν έκ τοϋ άφ'ής κατ'

άλλους έκ τοϋ έ π ε i καί έ π ή ν. Ά π λ ά τ α ν ο ; ό, ύ πλάτανος. Ά π ο δ ι α ν τ ρ έ π ο μ * ι άόρ. έ π ο-

δ ι α ν τ ρ ά π η (κα)= Αποβάλλω τήν έντροπήν καί τόν σεβασμό ν.

Ά π ο κ ά ν ν ω άόρ. έ π ο κ α ν ν α έκ τοϋ άποκάμνα = κουράζομαι καί συ-νεκδοχ.—τελειώνω (π.χ. τό κρασ) έπύ· καμε—έτελείωσε)

Ά π ο λ α ρ γ έ ρ ω έκ τοϋ άπό - άλαρ-γέρω, απομακρύνω ίδέ ά λ ά ρ γ α.

Ά π ο π α ν τ ο ΰ λ α ή, άντί Ύποπαν-τοϋλα ύποκορ. τοΰ Ύπαπαντή—ύνομα εκκλησίας άριερωμένη^ είς τήν Ύ· παπαντήν τοδ Χριστού.

Ά ι τ ί π λ ω μ κ το, κ» πάπλωμα κατ1

άλλους έκ τοϋ πέπλος καί πέπλωμα καί κατ' άλλους άπό τό έράπλωμα.

Ά π ο σ ώ ν ω καί ' π ο σ ώ ν ω άόρ. έ-π ό σ ω σ α έκ τοϋ άπό καί σώνω' ιον) φθάνω, άφικνοΰμαι 2 )ν) συμ-πληρώ (όπότε καί παράγεται έκ τοϋ άπό καί Ισώνω) Ιδέ β, σώνω· Τήν 2αν αύτήν σημασίαν έχει καί τό ν β· σ ω ν αν.

Άργυροκουδουνάτη ή, ή φέρου-σα άργυρούν κώδωνα.

Άριώνω, ^υπαίνω. Ά ρ μ ά δ α ή έκ τοϋ Ιταλ· armala

στόλος, Άρμάθια τά, ή μεγαλύτερα τών

νησίδων τής Κάσου· Άρμαστος ό, θηλ· ή άρμαστή

ύ έρωμένος, ό έραστής. 7\ρμεγο$ ό, πληθ, άρμεγοί (οί)

άμ έλγοντες. νβρμ πούρο τό, ν. δ. κ, κατάρτι, ό

ιστός (ίταλ- albero). ν Ασκημος αντί άσχημος. «"Α-

σ κ η μ α ρ ο ύ χ α » τά ροϋχα τής χηρείας.

'Ασπάλαθος ύ, όπως καϊ τό άρχ. --είδος αγκαθωτοί) χαμοδένδρου.

"Ασπρα τά, χρήματα (άσπρον

Page 219: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

έκαλειτο | μικρότερα τουρκική χρη-ματική μονάς).

Άσπροκούτελλος 6, άσπρος-j-κουτελλον ό έχων λ*υκάς τάς τρίχας μεταφ. δέ ό ασπροπρόσωπος, δηλ. ό τίμιος, άκυλίδωτος.

'Ασπρομηλ ιγγουδατο ; ό, άσπρος 8 μήλιγγας (έκ τοϋ \ ήνιγ£, μηνίγγιον | | ου κατα Χατζηδάκιν έγένετο μη-λίγγι δι' άνομοίωσιν) κρόταφος, ό έχων λευκάς τάς τρίχας τών κροτά-φα^ν του, πολιοκρόταφος.

'Ασπροπηλιάδες οί, τοποθεσία τής Κάσου· (μεταξύ τοϋ χωρίου Πόλι καί τής Βουνάρας) Εκλήθη οϋτω διότι παρέχει ύ π ό λ ε υ κ ο ν π η -λό ν τιθέμενον είς δώματα τών οίκιών προς προφύλα^ιν άπό τών βροχών (Ζ. Χαλκιάδης.)

Άασάκι τό, είδος λίθου στερεω-τάτου (έκ τοϋ ό μή τσακιζόμενος.)

Άσσάλι τό, άτσολι χάλυψ·. Άστοιέξ ϊ | έκ τοϋ άρχ. στοίβη, εί-

δος φυτοϋ άκανθώδους. 'Ατος άντων. ήνωμένη πάντοτε με-

τά τών προσωπικών άντων. μου, σου κλπ. κατά συγκοπή ν τοϋ υ έκ τοϋ αυτός άτός μου—έγώ ό ϊδιος πρβ. τό α π α τ ό ς ·

7\ύγούλλα ή, μεγεθ. τοϋ «αύγόν* μεγάλο αύγό. ..

Αυλάκι τό, όρμος εις τό Δ· μέ-ρος τής Κάσου κληθέν ούτω ώς έκ του έπιμήκους καί στενού σχήματος του·

'Αφέντης ό, θηλ. α φ έ ν τ ρ α ιον άρχων, κύριος, δεσπότης 2ον πατήρ (τό θηλ· έν χρήσει μόνον είς τήν ποίησιν—έρωμένη.) κυρίαρχος, έκ τοϋ αύθέντης.

Άφκράζομαι κα} άφουκράζομα ι καί άφκροϋμα ι , φκρ ιοϋμαι καί φ ο υ κ ρ ά ζ ο μ α ι άορ. ά φ ο υ κ ρ ά σ τ η -κ α άκο6ω κατά Χατΐ>. έκ τοϋ έπα* κροώμαι .

' Α φ ρ ί ε ί ή, άφροι. "Κφτω άορ· ή ψ- α μετ. καί άμτβ.

έκ τοϋ άνάπτω μτχ· άφ τ ο ύ μ ε ν ο ς 'Αχε ίλ ι τό, τό χείλος τοϋ στόματος

(έκ τοϋ τά χ ε ί λ η.) ώς τό Άόρη. ν Α χ ε ρ α τά, ά^τί άχυρα (τά) Ά χ ρ ό ν ι ο χ ο ς ό, κατάρα δι' | |

ζητείται όπως εκείνος καθ* ού λέγε-ται αύτη μή χρονίση, δηλ. όλι-γώτερον τοϋ έτους.

Άχτίμητος ό, άντί άνεκτίμητος. Ά χ υ ρ ο β ο ύ ϊ καί ά χ ε ρ ο β ο ΰ ϊ τό,

μέρος είς δ φυλάσσονται τά άχυρα μετά τό άλώνισμα. Επειδή δέ παρα-πλεύρως ευρηται ό σταϋλος τών βοών (έκ τοϋ «βούϊ» δ· ί.) μονολεκτικώς όνομά^εται τό μέρος τοϋτο «άχερο-βούΐ>.

'ΑψιΘιά ή, ή ά>]/ινθος. "Αψε προστακτ· τοϋ άφτω ό. |

=άνα\ | / ε . Ά φ ύ = δ ρ ι μ ύ κ· τσουχτερός.

Β Β α ϊ σ σ α ή , ι ^ υ π η ρ ί τ ρ ι α , ύποχορ. τοΰ

Βάγια. 0 Στράβων λέγε ι «Ρωμαίο ι βαΐαν καλοΰσι την τροφόν.»

βαϊοκλαδίζω περ ιπο ιούμαι (έχ το) μετά βαΐων χαί κλάδων υποδέχομαι . )

Β ά ν τ α , ή , = τ τ λ ε υ ρ ά f h a X . b a n d a ) Β α ρ υ δ υ μ ί £ ω έκ τοΰ βαρυδυμέω—

ώζζζκαχοκαρδίζω.

Β α ρ υ ο μ ο ι ρ ο ς ό, 0 . β α ρ υ ο μ ο ί ρ α Ι έχων βαρείαν (κακήν) μοιραν.

Β α σ ι λ ι κ ό ς ό,ώς έπι&. σημαίνει, β έςέχων π.χ. «εχει βασιλικό μοαλο.»

Β α α τ α ο ς ό, με3οτοιχος μεταξύ άγρών διαφόρου υψους οιά νά βαβταζ^) το χώμα.

Βενετία ϋ | | ου και β«νέτικ· I Ένετία, Τό β ε ν ε τ ι κ ό είναι ένετικδν νόμιαμα χρυσοΰν.

Β ί ο τό, θησαυρός έκ τοΰ άρχ. Μ ορα Ήροδ. «Βίον κτησάμενος».

Page 220: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Β ί ω ρ. μτβ.=οιδω, προστακτική β δ ς, αντί δός.

'βλ©(γ)ω άντί ευλογώ, νυμφεύω, όπανδρεύω.

Β λ ΰ χ ά ή, τοπο&εσία της Κάίου είς το Β. μέρος αύτη ς καλείται ούτω διότι έκεΐ υπάρχει φρέαρ μέ «βλυχό» νερό. Δηλαόη ύφάλμυρον έκ τού βλιγ-χός η βριγχός τό άλλως χ. γλυφό, (κατ αναγραμματισμών.)

Β ο λ ά ή, Ιον μέγας λί&ος παρά τον «Φράχτην» της Κάσου. 2ον συνοικία είς τό Ν. μέρος του Άρβανιτοχωρίου δπου επίσης υπάρχει μέγας λίθος. Ίσως ή ονομασία έκ τοϋ «βόλος» (ές οΰ και ή λέςις «βώλος»=λίί}ος) (Ζ.Χαλκιάδης.)

β ο λ ά ή, πλη&. ή βολέξ φορά είναι τό δωρικόν β ο λ ά αντί τοΰ αττι-κού βολή έν χρήζε ι καί έν τη κοινή γλώσση εις τόν πληί). «πόσες βολές.» Κατά Κοραήν έκ τοΰ συμφυρμου τών βυνωνύμων βολή—φοράιζζβολά.

Β ό ρ τ α ή, (ίταλ. volta) περίπατος. Β ο ρ τ α ζ έ ρ ω : = π ε ρ π α τ ώ ( Ί τ α λ . vol-

tegglare). B o g ίδέ β ί ω δός. Β ο ΰ ϊ έκ τοΰ άρχ. βοιδιον βοΰς. Β ο υ λ ε ι ά ή, κ. δουλειά, έργασία. Β ο ΰ λ ε ψ ΐ ή, κ. δούλεψηζ=:μισί)δς

άπό τό δούλευμα (Εύρυπίδ. Όρεστ. 221) Β ο ϋ λ λ α ή, σφραγίς, πρβλ. τό Αίο-

λικόν βόλλα.

Β ο ΰ ρ ν α ή, πληθ. β ο υ ρ ν ε ς (ή) * γοΰρνα=δεξαμενή κατά Κορ. έκ τοΰ λατ. u rna κατ άλλους έκ τοΰ γρώνη κατ άναγραμμ

β ρ ό χ ο ς ό, έκ τοΰ άρχ. βρο-χις τό αμμα (κορδόνι) δι* οΰ έδένετο ή "βράκα,,

Β ρ ΰ σ ι ι ή, τοποθεαία της Κάσου και δπου μόνον υπάρχει κα&' δλον το ετος πόσιμον υδ«>ρ ρέον άπό κρουνοΰ (βρύση.) CH πηγή τ^υ ύδατος εύρισκε-ται είς τό ιερόν τοΰ έκεΐ μοναστηρίου τοΰ « Α γ . Γεωργίου της βρύσης.»

r Γα(δ)$υρά ή, τά περιττώματα

τοΰ ονου. Γε ίλ ιώ ρ. αύτοπ.=δειλιώ. Γ ε ί χ ν ω ρ. άμτβ.πι δεικνύω, ν ά γ ε ί-

ξ η ς, νά δείίης^ Γ ε μ ί ζ ζ ο π ο υ λ ο τό, ναυτόπουλο

ύποκορ. τοΰ τουρκ. γεμιτζής—ναύτης. Γ ε ΰ γ ο μ α ι έκ τοΰ γεύομαι τρώγω. ' Γ ι ά καί Έ γ ΐ ά = έ δ ώ . γ ι ά , έναντ. σύνδε·?μος=η. Γ ι α γ κ ί ν ι τό, πυρκαϊά (ή) (τουρκ.) γ ΐ α ν γ ί σ ΐ — κ α τ ά λ ίθος (Τουρκ.) Γ ι α η λ ά 5 ό, (τουρκ.) πάν ύψηλόν

μέρος είς δ καταφεύγουσι κατά τό θέ-ρος ενεκα τής δροσ«-ρότητος τοΰ μέρους.

Γ ι α λ ο υ ά κ ι τό, υποκορ. τοΰ γιαλός (έκ τοΰ αιγιαλός) Ιον παραλία 2ον θάλασσα.

Γ ι ά ν τ α έκ τοΰ γιάγειντα (ο. Γ.) διατί ;

Γ ι α ρ ά ή, λέξις τουρκ.=:πληγή. Γ ι α ρ α μ π η (τουρκ.)=&εέ μου.

- Γ ι α ρ δ ί £ ΐ τό, (τουρκ. Γιαλδίζ δασί) πολύτ'μος λίΟοςιιζχρυσόλιΟος^

Γ ί α ρ μ ά ν ΐ τό, ασμα ου ή έπωδός ήτο «γιάρ—αμάν.»

Γ ι α τ τ ά κ ι τό, μέρος είς o κατα-κλίνεταί τις (τουρκ. γιαττάκ.)

Γίβεντΐαμένος= ό διαπεπομπευ-μένος. ( Έ κ τοΰ τουρκ. Kevenmek)

Γ ΐ ε ρ α τ ί £ ω ταιριάζω, άρμόζω μτχ . γιερατιΐμένος.

« Γ ί ν ο μ α ι κουφούν ια» έκτί&εμαι Γ ι ν τ ή ρ η σ ι ή , ό φόβος, δειλία,

συστολή τό ρ. 'ν τ ι ρ η ο ΰ μ α ι έκ τοΰ έντηρέομαι.

ι Γ ιουκουντίζω=μελαγχολώ. Γ ΐ β σ η ν ί α ή, στάμνα. Γίψα ή, δίψα. Γ ΐ ω ρ γ ί ζ ω γεωργώ, καλλιεργώ. Γ κ ι © υ ρ γ ι α ι τό, είδος θάμνου (τουρκ

γκιουρτζά.)

Page 221: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Γκβρφι τϊ έγχολπιον, I κουΐζω πεποιημ, λέξι; έχ της φω-

| | «γχουϊ» τών βρεφών, Γκρεμίζω ρ μτβ, χαι Γκρεμίζομαι

>. ι*, τ. χρημνίζω χαι κρημηζομαι. Γλακώ τρέχω χατα Κοραή ν έκ

του λασκω. Γλυκουννατο, τ1,=τΐ εχων γλυ-

κοί»; σπάρους. Γλωσσοκακία χαί Γλωσσοφαγιά

Ι χ* κοΜογλωσβΐ'*, ή καχολογία. Γομάρι το, κατ άλλους ex του

γόμος Η χα; άλλου; έκ τοΰ <5ραβ. χομορ (ονο;)~ρορτΐυν.

Γοργομε(γ)*λΰνω έχ του /οργδ;γ μ«γαλώνωζ=:μ5γαλών«) ταχέως.

Γουλέττα ή, ν. έλα-φρον οίατηλον πλοίον (goeleita )

Γραΐβα ή, fx του γ ρ η α (ή) λέγε~ ται * «ι Ypa (fjJ του γραυ;,

Γ*ραιγθ5 ό, ν- ο. βορειοανατολικός άνεμος | Μίοης.

Γροικω ρΐ αγροικώ-Γρωνίζω κατ* άναγραμματισμόν

ix τοί; γνωρίζω.

Δ Δαχτυλίδι) χί\, ό δακιύλιοΓ, τό

δαχτυλίδι. Δαχτυλι τγ, | δάκτυλος. Δαχτυλίζω έκ τ<*ν δάκτυλος=δεί-

χνω δια του δαχτύλου.

Δελεσσέψ δ, de Lesseps εις 8ν δφείλεται § τομή tfjc διώρυγας του Σουέζ.

Δεντρι τά, καί δέντρο πληθ. δ ;ντρΐ] χοι δβγτρί,= --5έλδρον.

δηλ οΤ— δήλοι το ρ δ η λ ι ώ έχ ταυ δηλόω,—ώ χαι μέ τήν αδτΥν ση-μασία^

Διαέρω dop- έδχάειρα Επιστρέ-φω σννώνυμον με το ίν Κρήτη γ ι α γ ί ρ ν ω. ΓΙαλαιά κείμενα χον

Έρωτοχρίτον χ ) γ ι α γ έ ρ ν φ ται ώ ; δ ι ε γ ε*ί ρ ω.

Διαζομαι ρ. δπο θετικοί έπι ΰφαν" τών, ιό αρχ. στήμονα Ι'στηα».

Διασάκι τό, περιορισμός έχ icy τονρ*. γ ι ισάχ άπαγόρευσις.

Διατρεύγω χαι δ ι α τ ρ ο ς άντί ί«ίτς^ΰα> χαί ιατρός.

Δια^γ)ΰρε προστακτική του δνθέ· ρω δ.

Δικολογιά η, οί συγγενείς Ιν γένει, κκ τοί5 (ι)δικσς κ. συγγενολόϊ.

Δίμουρος, | διπρόσωπος, (έκ του μονρη 8. I.)

(Δ)ιπλοκα(μ)ωματοΰ §κ τον (*)ir πλός - κο (μ ) ο μ ο ί ο υ ή πολύ πανούρ-γος γυνή.

Διώμα τό, ι δ ίωμα. Δραγόρρ5 δ, διευθύνων βορβο-

ροφαγον (draojue) κυρίως παρά | | "Έναιριίφ τής Διώρυγος Σουέξ.

λρΰλλα ή,τό άνί)όγαλα« τό άφρο? γαλα χ. καϊμακι ,

Ε Έγείξω (ίδε και τό γείχνω)|=Ξδεί-

ξω το προθετικόν ε προσεκολλήθη |κ τής αυξήσεως ε(^)-; ι |α.

Έγια, | | | «γΐ<ί.»

Εγκρεμός καί ' γκρεμός (το προ-θετ ιχϋν | προσεκολλήθη έκ τής α $ | | £ήσεω?· του ρήματος έγκρεμίστη πρ$λ< τό έχτυπος άντί κτύπος έλα'(δ)ϊ άντί λ<ί( )ϊ

Έγρ&>νίζω ϊδέ γρωνίξω τό ε προ- | | σεκολλήϋη έκ χής αύξήσεως έ/ρώμιξ«.

ά^ί ϊδέ; 4 " ΈΘέλω άντί 8έλο> το ε προσεκολ?

λήθη έχ τής αυξήσεως του ρήματος ϋδελα (ήθελα) κλφ

Εικοσάρια ττ), σάρι τό ήμισυ του τουρκ. γροσίου 20 παράδες.

Page 222: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Εΐμητα Ιδέ ημητα. Έκαλάμιζε ιδέ καλαμίζω.

Έκκρεμίστη και έγκρεμίστη Ιδέ γκρεμίζομαι.

Έκορφολό(γ)α Ιδέ κορφολ< (/) η. Έκβυμένη (ή) dm ή Οικουμένη. Έλά(δ)·ι· τδ λάδι διά το προ-

θετικό ν ε Ιδέ τό «εγκρεμός.» Ελεύτερος δ, άντί Ιλεύ&ερος

μεταφ. = οίγαμος. Έμιρ·πβϋλα ή, κόρη Έμίρου

(έκ τοΰ άραβ. άμίρ, οί άμιράς και έμιρ)=δρχ(ον, αΰΟέντη;.

Έμμαδιώ(ν) και έμματιών αντί μ α δ ι ώ ν και ματιών τών οφθαλ-μών, τών ματιών εκ τοΰ δμμάτιον τό ε προσεκολλήθη εκ τ ή; αυξήσεως τοΰ ρ. Ιμμάτιαζα.

Έμπορε^ ο, χωρίον της Κάσου δπου και ό ναός «Παναγία τοΰ Εμ-πορείου·»

νΕμωσε καί πμωσε | | | ά μ ο ν ω. Έξεστράτπκος δ, Ιον 6 άλλου

Αρχιστράτηγος f§|p ό Αρχάγγελος Μι χα»,λ 2ον ναός άφιερωμένος είς Αυτόν·

' ΐ ΐ ο ρ α α ρ ε Ιδέ ό ρ σ ά ρ ω. Έιταίρνω άντί παίρ\ω τό ε προ-

σεκολλήθη άπό τήν αΰ^ησιν επήρα πρβλ. τό Ιθέλω άντί Όέλω.

Έττλάνταξ, Ιδέ πλαντώ. Έποδκχντρ&πη Ιδέ ά π ο δ ι α ν-

τ ρ έ π ο μ α ι . ΐπο£εψε Ιδέ π ο ζ ε ΰ γ ω. Έποβώρείδ (dnc+f>(e) ι)ρώ)=δβλε-

πες άλλοΰ. 'Ιΐηύσυρε Ιδέ 'ποσι'ρνω. Έπροκάμασι Ιδέ π ρ ο κ ά ν ω . 'ΕΛου£ο(γ)ελοΰσα(ν) Ιδέ π ο υ-

| ο (y) e λ ώ. Έ ρ γ ο ( ρ ά κ ι τό, ύποκ. τοΰ Έργάκης

δ, έκ τοΰ Γεωργάκι, ά\τί Γεώργιος. |

Έσυκλ(στηκε ίδέ σ υ κ λ ί ζ ο μ ρ ι· ΈσώΘη ιδέ σ ώ ν ω .

Ένεπρό(β)αλε ίδέ 'νεπρο(β)ίλ/ ω. ΐνέφανε Ιδέ S ε φαίνω.

Ζ Ζάττι εη αι ππρεφΟαρϋένος τΰ.-ος

τοΰ Ιν Κρήτη λεγομένου άζάπης τό όποιον σημαίνει φίλος, εταίρος και μετά συμπαθείας λεγόμενο ν ση μ ah ει τόν κοΰμένον πρβλ. τό τοΰ Έρωτο-κρίτου «τ άζάπη τ' έρωτάρι». Ό Ξ ινθουδίδης τό παρ ίγει εκ τον άρ »β. azap τό όποιον σημαίνει τόν ά ευ συζΰγου. 'Αλλά δέν είναι άπίθανον νά προέρχεται καί εκ τοΰ άραβ. azab τό όποιον σημαίνει στενοχώρια ν, βά;-σανον. Π.χ. «Πή(γ)ιινε ζά;:ι» (καΰ-μένε.) Ό κ. Χαλκιάδη; τό θεωρεί ώ; συντετμημένον τύπον τοΰ ζάπαλη ό-περ εκ τοΰ τουρκ. ζάβαλη σημαίνει καϋμένος.

Ζαρεζ (τουρκ. τσάρε.) τρόπος.

Ζκρίφιχο rπ, και ζα ιφλίκι ώ-ραΐον (εκ τοΰ τουρκ. ζαρίφ.)

Ζα(β)ώνα) μετβ. Ιον κάνω ζοβόν ή'τοι άδέξιον, καί κατ' Ιπέκτασιν εκ τοΰ πνευματικοΰ εις τό σωματικόν Ιλάττωμα,=ασθενή, άνάπυρον, 2ον λυ-γίζω (έκ τοΰ σαβός fj άπό τό λαιός ;)

ΖελάΤΠξ ο, (τοιρι.) δήμιος. Ζέφχι τό, (τοιρκ,) χ. κέφι ευ-

θυμία. Ζουάττι τό, (τουρκ.) άπαντησις.

Η "Ηβιες Ιδέ τό ρ . β ί ω .

"Ημπτ* (ίσως όρθάτερον ε ίμ ι^ / ) έκτος 4<ιν (παράγεται άραγε έκ του «εΐ μ ή το» }|

ΉμΚ0£Κ|ά$ ό, ίδέ Έμπηρηός.

Page 223: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Ή κ λ α α β ε του ρ. πλάσσω χ οι πλάττω, πλάθω*

Ή χ ι ά ή, ή ήχώ.

Θ ©«(υ)μάζομοα ρ. άποθετικόν μ έ

ένεργ. σημασίαν=άπορώ, θαυμάζω. θ ε μ ο ν ι παράλιον μέρος εϊς τό Β.

μίρος της Κάσου παρά τούς πρόπο-δας του δρονς «Πατέλλι* λέγεται ού-τω διότι έκεί ίτοποθετοΰντο είς «θε-μονίές» (δέματα) οί συλλεγόμενοι στάχει:.

©εοτικός δ, θηλ. θεοτική καί θεο-τικιά χαί Ιπιρρ. θεοτικά Μέση λέξι; σημαίνουσα Ιον τόν έκ του Θεοΰ, τόν ψσυμάσιον καί 2ον τόν d\ ισόρ-ροπων, τον βλάκα (πρβλ. τό θεοσκό· wivof, θεότρελο; κλπ.)

Φΐ|Μά£ΐ (τό) χαί φικάρΐ έκ του θήκη ό κολβός, ή θήκη του ξίφους Ι τοΰ ίγχειριδίου.

/ ι ! & | ΐ

«Ίλκ-Ιλβ-άλλάχ» χατά παρα-φθβράν έχ του «λά-Ιλλάχα-ΐλλ' άλλα χ* ήιοι tlvai Ι πρώτη φράσις τοΰ μου σουλμανικβΰ συμβόλου της πίστεως =}έν υπάρχει θεός πλήν τοΰ θεοΰ

"Ivta xal «Ιντ* |ρα>τ· συνδ. τί; I Κοραή; τό παράγει έκ τοΰ τ ί II ϋ τα

B m M κ Κ&βές | άντί καφές. Καγΐ6νέττ« | | κόσμημα. Καδής 6r (τουρκ.) δικαστή:.

ΚάηΧα ή θέρμη, φλόγωσις έκ τοΰ π Ιχάη^κα) χατά Χ<πζηδάκιν. Έξ «ύιοΟ τό ρ. ο υ γ χ α | γ ω.

Pll τό, τοποθεσία ήτις ώνο-

μάσΟη οίίτω 2νεκα τή; δμαλότη-τος Hal «καίΚιρόιητος» τοΰ έδάφουί.

Κάϊλα fy Ιδέ χ ά η λ α . Καϊμακάμης ό, (τουρκ.) συνταγμα-

τάρχης. Είναι ό βιθμός ον Εφερε δ Τούρκος διοικητή; έν Κάσφ.

Καΐσι τό, (τονρκ.) ν. βΓ:ρύκο· κον ίκ τοΰ λατ. braccoccia.

Κακαρίζω φω\άζω δπως ή όρνις τό άρχ. κακάζω λέξις πεποιημένη έκ του fici-κα».·

Κακόγνωμος δ, εχων κακήν γνώ-μΐ|ν ^χορθίκτΓ)ρ«)=δ δύστροπος.

Καλαϊζής δ, κασιτερο)τί|ς εκ τοΰ κ α λ ά ϊ. Ή λέξις πσρήχθη έκ τών Καλλαϊιών, Εθνους τής Λυσιτανίας, δπου πολλά ύ/τηρχον μέταλλα κασι-τίρου (Διοδ. Ε ' . 38 καί Στραβ. Γ'. 147.)

Καλαμίζω τυλίγω το νήμα είς τά καλάμια διά τήν ΰφανσιν, τό άρχ· πηνίζω.

Kakeatd(i)eg πληθ. τοΰ καΛε· ΰ%ής δ προσκαλών είς γάμους κλπ.

αΚαλάρισε-νερά» ν. δ. διαρρέω· Τό κ. * κάμνω νερ\>, έπί πλοίου. (Γαλλ. faire-eau)

*Καλλάρη-χά-γκρεμμά»-·~τοΰ Ι ν α -βαλλάρη τά γχρεμμά, Δ η λ α δ ή τοΰ ΓΑγ· Γεωργίου ε ΐ ς το μοναστήριον τ ο ΰ ό-ποιου ανήκει ή περιοχί| εκείνη. (Ζ. Χαλκιάδη;,)

Καλοπιλόγιασε ('καλός - άπολογία^) άπάντησε καλώς.

Καλοφιγκραατεϊ καλός - άφιγχρα-otet Ιδέ ά φ ι γ κ ρ ά ζ ο μ α ι

Καμάκι τό, ύποκορ. τοΰ « Β = ή τρίαινα.

Καματερός δ, φιλόπονος, ήμίρ« καματερί| = Εργάσιμος, έν flvtiOeoei πρ\ς t f | V σ κ ό λ η , = Λργίαν, τό άντιθ· είναι Ακαμάτης (δ) Λχαμάτρα (f|).

Page 224: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

ΚαμπανΙζω ζνγίζαϊ κατά Κοραήν έκ του καμπανός ζυγός.

Κάμποι οί, μεγάλη ι·υψορος πβ-διάς· Νοτίω; του χωρίου Ψρΰ. Έκ του Ιτα\. campo Αγρός.

Κάμπου χ&ς 6, καί καμπουφ&ς υφαοιια πολόιιμον.

Κανακάρης ό, καί θηλ. κανακαρά Ιδιαίτερος τίτλος δι δομένος μέχρι τών άρχων τοΰ 19ου αΙώνος εί; ώρι-σμένας οίκογενείας έξ ώ / 12 άρρενες καί 12 Οήλεις καί ών fjie περιου-σία καί ό τίτλος διπβιβαζοντο κληρο-νομικών εί; τόν ή τήν πρωτότοκο ν. 01 ε/,οντες τήν τίτλον Ιφερον καί δια-κριτικών γ>ώρισμα ε ί ; τήν ένδυμαοίαν των καί ϊδιαίτερον κόσμημα τήν «κο-λαίνα» ( έ κ του Ι^νετ. c o l a r i n a , Ιταλ. c o l l a n a . ) Σήμερον δ'μως τήν ΰρχικήν σημασίαν αύτήν Αντικατάστησε ήΒννοια του χαϊδεμένου. Ό Βυζάντιος λέγιιΐ δτι ή λέξις Αναφέρεται ΰ/ιό ΙΙέτρου το Ο Σικελοί».

Κανάκι τΛ» καί κανάκιαμα —χάδι, θ ω π ε ί α , δ Κ ο ρ α ή ς τό παρα'γει έκ του (Ιρχ. καναχ^ι, καναχεΰω. Ό Meyer §κ του λατ. c a n i c a r e .

K a v v l , τό, δοχκΐην δι' ου ί ρ ρ ά ν τιζβν τό ροδόστααον ή τό Ανθόνερο έκ του κώνειο ν.

Κανιάζω, καταντώ, Απόληγα), κα-ταλήγω.

Κάντιο το , Ι κρυσταλλωτ ί ) κα ί

καλοδεμένη ζάχαρη έκ του λατ. can-d idum.

Κανχοϋνι ή, ή γ ω η α ( Ι τ α λ ι κ . c a n t o n e j

Κάνω χάζι Αρέσκομαι, όρκγομαι κ. κάνω γουσιο· Icf χάζι τονρκ.^

Καπαόίΐα κ πεισματικά (ιονρ <.) Καπεχάν-Πασ&ς ό, και Κ απόν-

δάν-Πασ&ς -ναύαρχος (υονρκ) Καρασύρω—Ιναμιγ

Κάργος τ<\ φορτίο ν πλοίου ν. δ. (cargaison).

Κ αρδ ιοχρεμμόνος ό, ύ ιρκφόμβ· νος μέ >;αρ^ΐίς·

Καρέγλα ή, κα'Αισμα. Είναι ή ί'\λην· λέξις κ α θ έ δ ρ α οΰ οί Ρω-μαίοι c a t h e d r a 8ί)εν οι ΊταλρΙ Ικαμαν τό c a d r e g a καί οί "Ενετοί c a r eg a £κ του δποίου καί ίκ συμ-φόρσεως μέ το κ α θ ί) μ α ι ίίγινε ή κ α θ έ κ λ α, ή κ α ρ έ κ λ α καί ή καρέγλα.

Καριόλα ή, τό χρ*β,3ατι. Κάρκανο τό, τό κρανίο ν» Καρκα(δ)ονννμένη ή, έ< τοΰ

ντυμίνη. [Ινα'ρκαδο^—ί-σχα'ρα πληγης (ή ίφελκΐ;) Ικ του κιίρκορον ή dπυ του καίω (Ητζαν -τιος) = I γεμάτη d/ιό πληγάς.

Καρνάδα ή, Ερυθρά, κυρίω; ή σαρ<ίνου χρώματος έκ τ ο δ Ιταλ. ca rna to καί τοΟ Ένετ. ca rnado .

Κάροα ή, ή κ. κάλτσα (?< του λατ. calceus.)

Καρσί ( 'τουρκ.) drc^vcmi. Κάρια τα, ένικδς τό καρτο τέ-

ταρτο τδ τέταρτη μ όριο ν ( Ί τ α λ ι κ . q u a rt a J

Κασαβέχια τα, ( w v q < · ) βίσανα.

Κααέλλα ή. (" Ιταλ . casse (a J το κ. μπαούλο f Ί ί α λ . bauele )

Καστρινή ή , ή ί κ τοΟ Κ ά σ τ ρ ο υ Ηατ»<γ<ο(ιένΐ|, Κ ά ο r ρ ο ν ήτο Γ| πρω-τεύουσα τΡ|ς Κρήϊης βπδ τί)ς 'Αραβι-κής κατακτήσεως υ,τό τών οίρ'/βον δνομάσί)ΐ| Κ h a n d a k οι Ηυζανπ" vol τό δΐΕτΓ]ρΐ]ααν ώ ; X d ν δ α ξ οί Έ>ετοΙ τό έκαμον Candia, τό σημε* ρινόν ΜΙ ρ α' κ λ β ι ο ν»

Κασχροπολεμιμ&(δ)ες οί , οι π ο -λέμου ντες τα κάστρα, οί γΗνναίοι,.

Καναζονλονμένη ή , ί κ του Hutu

Page 225: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

4-*ονζ »υλός, (άνόη-ος, τρελλός, πολύ ανόητος, χατά Ξανθουδίδην τό κ ο υ -ζ ο υ λ ό ς παράγεται εκ συμφορ. του χ ο υ λ λ ό ς καί ζ ο υ ρ λ ό ς .

Κατέχω, ήξεύρω, γνωρίζω, ό Diete-rich παρατηρεί δτι ή λεξις εχει τήν αυτήν σημασίαν παρά Πολιβίφ κα» Θβοφράστφ.

Κάττης δ, κ. ό γάτος, ή γαλή (λατ-catusj.

καώ έ< τοΰ «κ α ι ώ> π.χ. κα(ι^ ώ κακόμοιρε...

Α"εντΙ τό, (τονρχ.) τό δειλινόν. Κενιώ Ιον) μεταβ άγκυλώνω 2ovJ

μετ. και ιμετ. καίω και καίομαι πρβλ. τό «Ιόχχη.»

Κερά> ή θηλ,τοΰ κύρης, δέσποινα κ. όρχόντισα' επί ερωτικ. σηιιασίας,=ή ερωμένη. "Η Κ ε ρ ά = ή Παναγία.

Κερεατές, δ, δλη εν γίνει ή ναν-πηγήσιμος ξυλεία (ν. δ.)

Κερδαίαω τοΰ ρ. κερδαίνω άντί κερδίζω.

Κεφαλές ή, έννβεΐ τάς χεφαλας τώι σταχυών.

Κεφάλι τό, λόφος εχων σχήμα κε-φαλής Ν. Δ. τής χωμοπόλεως εΑγ. Μαρίνης.

Κιαμπες δ,=&όλος, εκ τοΰ νεολατι-νικού cumba, χαμπυλότης.

Κϊάρος ο, δ φωτεινός ό διαυγή; (Ίταλ. chiaro.)

Κιβονρι τό, μνήμα πρβλ. τό άρχ· χιβώριον (λατ. ciborium.j

Κιμέρι τό, καί ύποκορ. hi μεράκι το, τό σ<ικχουλάχι εν φ φυλάττονται τά χρήματα, άπό τό Καμάρα = ζώναι στρατιωτικοί. (Βυζάντιος.)

Κιχρινοφνλιάζω (κίτρινος -φΰλλα^, μαραίνομαι.

mjM m τό χλάμμα άρχ. κλαΰ-μα κλαυθμός.

Κνισάρα ή, άπό τό άρχ. κ ρ η σέ-ρα τό λεπτότατον κόσκινον τοΰ 1-λευριοΰ.

λο££ές δ, (ιονρνί.) to μπουμποΰκι (ό κάλυς τών ανθέων.^

Κολλων&τα τα, τά ισπανικά τάλλη-ρα ελαβον τό δ'νομα εκ τών Ιπ'αύτών εγχαριγμένων κιόνων, (κολώνε).

Κομιανάτο τό, Βυζαντ. νόμισμα άπό αύτοκρ. Κομνηνοΰ. (Ζ. Χαλκιά δ η:).

Κονάκι τό, Διοικητήριο ν (τονρκ.) τό άνάκτορ^ν.

Κονεύγω (τουρκ.) καταλύω είς οι-κία ν κλπ.

Κόντρα ή, εναντίωσις, άντιλογία, εχθρός (Ίταλ. contra.j

Κοπελλοϋδα ή, ή μικρά κόρη ύποκ. τοΰ κοπελλιά. Τήν λέςιν κοπέλλι-ιά κλπ. παράγουν άλλοι έκ τοΰ κ ό π τ ο -μ α ι καί κόπος, άλλοι §κ τοΰ άλβαν. k ο p i I δ δέ Χατζηδάκης εκ τοΰ λατ. c a u p o-n i s.

Κόρμιααμα τό, καί ρ. κορμιάζω αιμωδία κ. μούδιασμα (αρά γε άπό τό κ ο ρ μ ί.)

Κόρφος δ, κόλπος.

Κορφολο(γ)ώ τό άρχ. ά κ ρ ί ζ ω καί β λ α σ τ ο κ ο π έ ω , είς τό Κασια-κόν ιδίωμα «β λ α τ ί ζ ω>· κόπτω τά ακρα τών φυτών, τούς βλαστούς κυρ

9

τής άμπέλου μετφ. περιποιούμαι.

Κουβέρτα ή, ν . δ. κατάστρωμα τοΰ πλοίου.

Κουκίζω πεποιημέλη λέξις έκ τοΰ κούκου=φωνάζω όπως ό πετεινός.

κονλοϋκι τό, τό κυνάριον κ. σκυ-λάκι.

κουμανταίρω διευθύνω, κυβερνώ (ίταλ. c o m m a n d a r e j

κονμας ό, δ δρνιθών (τουρκ. κουμάσι.^

Page 226: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

κουμπάσο to, διαβήτης ιταλ. cem-passo.

Κουνχουαλιώχης δ, έπίθετον του €Αγ. Γεωργίου διότι εξωκλήσιον αυ-τού ευρηται εις τό δροπέδιον «Κουν-τουάλια.»

κουσσουλή ή, κ. κ ο υ τ σ ο υ λ ή = ίολί βος κατά τι μέλος τοΰ οώματοΓ, λέγεται και επί αψύχων. Έ κ τΛΰ it ο υ τ σ ό ς (δπερ παράγουν άλλοι ε* τοΰ άρχ. Κ ο τ ζ ό ς άλλοι εκ τών Σλοβ. ριζών k u t s και k u t άλλοι εκ τοΰ Ί σ π α η κ ο ΰ coxo και του Ιταλ. coscia και άλλοι Ικ τοΰ Έλλ. κοντός)

κουσσονεφρίζω ρ. έ\εργ. διά κτυ-πήιιατος προκαλώ εις τινά βλοβην τής σπονδυλικής στήλης, κουσσόςχνε-φρά, πρβλ. τό κουτσομύτης, κοντσο-δόντης κλπ.

κονχροϋλλα ή, άρσ. ό κουχροάλ-λης, κουρευμένος, φαλακρό,ς κατά Ξανθουδίδι]ν εκ τοΰ κ ου τ σ ό ς και τ ρ ο ΰ λ λ α(=κορνφη^, κατά Κοραήν εκ τοΰ κοΰτελον.

κουζοϋχο τΓ, δ ΰδροχόος, ο σωλήν δι* ου εκρέει τό ΰδωρ της κρήνης (ιταλ. condot to )

κονφούνια ιδέ «γ ίν ο μ α ι.>

Κοφχερή ή, δρμος Βορείως της Κάσου, τό ονομα ελαβε εκ τών εχει ευρισκομένων κοπτερών λίθων.

κόφχω τρέχω πρβλ· τό κ. τό κόβω λάσπη.

κρονφά επιρρ. τό κ. κ ρ υ φ ά καί ρ. χςούβγω, κρύπτω

κυβοϋρι ίδέ κ ι β ο ΰ ρ ι.

κύπερη ή, φυτόν, κΰπειρος δ ια-τρικός.

κύρης δ, γεν. τοΰ κυροΰ τό θη?# κ ε ρ ά δ. ι. πατήρ.

1κώλυσαν οπισθοχώρησαν.

Λ Αάκκα ή, Συνοικία τής κωμωπό-

λεως εΑγία Μαρίνα δπου καί ή εκ-κλησία «Χριστός τής Λάκκας.» Έ λ α -βε τό δνομα τοΰτο ώς ευρισκομένη εις χαμηλότερον Ιπίπεδον.

Λσλά ή, μάμμη. ΚατάΧατζηδ. λέξις παλαιά μικρασιατική καί νΰν τουρκ.

Λάλες ό, τό λείριον είδος άνθους.

Λαλώ Ιον λέγω 2ον λέγεται επίσης ε<ί τής ελάσεως κτηνών, οτε δηλ. προ-τρέπει τις ι έ ζώον νά βαδίση.

Λαμαρίνες η, είδος χόρτου. Λάχει ρ. λ α χ α ί ν ω τυγχάνω,

επιτυγχάνω. Λεβέρω σηκώνω, τραβώ, flevare

ιταλ·^ καί μεταφ. αντιλαμβάνομαι άλ-λά καί προσορμίζαι ν. δ. (ε* τοΰ arrivare.)

Λειχρχά καί ρ, λειχριώ λειτουρ-γία καί λειτουργώ-

Λέσι με τοΰ λέγω κ. μέ λένε εκ τοΰ μέ λέ^γου^σ·..

Αεύχερος δ, ελεύθερος, άγαμος. Αηος δ, Ηλίας, δνομα κνριον. Αηόφυχα τα, τά ελαιόφυτα* Αιμένω καί άλιμένω περιμένω,

εκ τοΰ αναμένω άόρ. ελίμενα.

Λ ιμιώνας δ, λιμήν εκ συμφύρσεως τοΰ λ ί μ ν η χαί τής τοπονυμικής καταλή ςεως—ώνας.

Αισμός ό, άντί λιμός, πείνα. χον λόγγου επιρρ. άμέσως. (Ίταλ.

alia lunga).

Λογιέται τοΰ λο^οΰμαι καί λο-γαριάζομαι, νομίζομαι, θεωρούμαι.

Αογιώ(ν) τοΰ λ ο γ ή συνήθη μό-νον εϊς τήν γενι κήν λ ο γ ή ς , εΙδών π.χ πολλών λογιώ(ν) πολλών ειδών.

Αοζέχχα ή, έκ τοΰ Βενετ. loggetta =Ιξώστης.

Page 227: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Αόχχος δ, λαχνός, κλήρος ίταλ. lotto.

S P h B Ι Ι φλόγα. Έ κ τ<·ΰ λόγχη κατά Ξανθουδίδην ενεκσ τοΰ λογχοει-δοΰς οχήματος τών φλογών» είτε και έκ π^ρεννοήσεως τής εκκλησιαστικής φράσεως λ ό γ χ η τ ή ν π λ ε υ ρ ώ ν έκέντησαν πρβλ. και τήν σημασίαν του ρ. κεντώ.

Λουάρι τό, ΰησανρος άλλως λο-γάρι ΰποκορ. του λόγος. Τό άρχαιό-τερον παράδειγμα τής χρήσεως ταύ-της ευρίσκεται είς πάπυρον Όξυρύγχου τοΰ β', αιώνος.

Λωλάγρα ή, αταξία, μωρία, ηλίθιο-της έκ τοΰ λωίλός έκ τοΰ άρχ δλωλός και α^ολωλός.

Λωλλαίνω και μεσ. λωλοίνομαι, άόρ. έλώλαινα 1 τρελλαίνω, τρελλαί-νομαι. Διά τήν έτυμολ. ίδέ «λω-λάγρΓ:.»

Λώνω μπερδεύομαι πρβ. τό κ. άγκυλώνω.

\oiooav*aq δ, κ. λόξυγγας αρχ. λύξ-γγός.

\υροαοάμπουνα τά, ήτοι δ συν-δυασμός τών οργάνων λύρας και σαμ-ποΰνα; (=άσκαυλος·)

Λώρος δ, ομοιον μέ τό άρχαιον λ ώ ρ ο ς (=λονρι) οΰτως ονομάζονται, οί αγροί οί έχοντες σχήμα λώρου ή-ρ 9 σιενόμαχρον.

Μ Μαγάρι κ. μακάρι εΰκτ. έπιρρ.

είθε.

Μάδια τύ, Ιδέ | 1 μ α δ ι ώ (*)·

Μαερίζω ρ. μεταβ κ. μ α γ α-I ί Ι ω μιαίνω.

Μαϊδιά τά, χρήματα,

Μαΐοχρα I τετράγωνον ίστίον δεδεμένον επί της μεγάλης κεραίας ΐοδ μεγάλου 1 «μεγίστη»,

Μακρά ή, ^ήσος τή ; Κάσου δ%

νομοζομένη οΰτω ώ: εκ τοΰ επιμήκους σχήματός τη".

Μαμμουλε ΐ καί μαμμουΐίζει ρ. μ α μ μ ο υ λ ί ζ ω κ. μασσουλίζω πεποιημ. λέξις εκ του μα-μα φωνή τών βρεφών δταν ζητούν τήν τροφήν των. Τρώγο) όπως τά βρέφη δι* §λλει-ψιν οδόντων εκ του αρχ. μαμμάω, μασταρίζω και μαστιχάομσι. ς

Μανίκα ή, δ πως και κ, περιχειρί Ίταλ.> man ica.

Μανταχεύγω do ρ. ε μ α ν τ If τ ε ψ α φανερώνω, καταγγέλλω εκ του:

Μανταχο τό, αγγελία, εΐδησις εκ τοΰ Ίταλ. mandato λατ. mandatum έκ τής ότοίας και ή βοζαντινή λέξις μ α ν δ α τ ο ν.

Μαντινάδα ή, και μανχινά ή, έκ τοΰ Ιταλ· mattinata και βε·\ετ. malinada άσμα άδόμενον τάς π ρ ω ι ν έ ς ώρας. Σήμερον σημαίνει δίστιχον.

Μανούλια τα, τεμάχια ·\ωπυΰ βου-τύρου.

Μάρανα τά, πληΛ. τοΰ μα'ρα-θον όπως τό άρχ. δνομα τοΰ γνωστού φυτοΰ μάλαθρον καί μάραΟρον (γαλλ lenonit.)

Μάρχα ή, άντί Μάλτα ή, ή γνω· σ ΐή νήσος.

Μααουράκι τό, συνων. μέ τό «κα-λαμάκι» χό πηνίον ύφανί' . Τό ρ —

Μασουρίζ ω μετχ. ΐ'ασοί'ρισμένος ρ. μεταβ καί άμετοβ. συν. του 1 α-Λ XS ν 9 λαμιζω. ο. u

Μασονρόχουρνοδάχ τ ν λα τα, μα-σοΰρι Ι τόρνος^δάκτνλα=:<ίτρογγυλά·

Μαααάχι τό, τονρκ. άκόνιον τών μαχαιριών.

Μασχραπ&ς τονρκ. μασραπα δνο-μασία ύαλίνου, πηλί>ου κ< 1 μεταλ-

I λίνου άγγείου προχόη.

Page 228: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

—159 — ' μ α ν ο Η ν λ ΐ ϋ μ έ Ί α τά, παθ. μετοχ.

του [»χί] 'μ α, ν J κ υ λ ι ο © μ α ι αι-μόφυρτος.

Μαύρος δ, μέλας, και μτφρ. ύ δυ" στυχής και /ιολλάκις εχει τήν σημα-σία ν του ίππος, έκ τοΰ αμαυρός ιτ. maurus.

Μαυρό(γ)υλοι εκ του μαύρος και (γ)όλλθΓ, άρτος επιμήκους σχήματος.

Μάχομαι πολεμώ, οργίζομαι μαλ-λώνω.

Μ ε ζ ξ ά τ ς το, τουρκ. δημοπρασία, πλειστηριασμός.

Μ δ λ ά ΐ ή | ή, έπιδ. έκ του μέλι γλυ-κεία ?πως τύ μέλι μελίτινος κ. μελένια.

Μ s p a ή, κ μεριά έκ του μέρος.

Λ Ι ε ρ τ 2 χ ή, θάμνος έκ του άρχ. μύρτος ή καί άλλως μυρσίνη.

Λ ϊ ε ρ τ χ τά, δ καρπ:ς τής μερτιας 1 f . ιο. τα μύρτα,

Hff&fj(i)}X0; δ, ή ήμέρωσις δ έ ν ? χ ω μερωμό δεν δυναμαι νά (κατα-) πραϋνΟώ τό ρ.

Μ ε ρ ώ ν ω μετβ. καί άμβ. καί jj.e-μετ. μ ε ρ ω μ έ ν ο ς πραΰ-

νομαι καί πραυνω.

ΛΙετχ ' ξο(υ) :ράΏ&χστχ τά, κ. με-ταξοΰφαντα.

Λ1ετχράασε& του pt μ κ τ χ ρ ά ξ ω έκ του μετά καί άράζω ν. 8. σηκώνω τήν άγκυραν καί μεταφέρω τό πλοιον εις άλλο μέρος δπου καί αγκυροβολώ άρχ. μεδ.—άρμιζω.

Μ ^ σ ε ύ γ ω d. άμτ. άόρ. έμίσσεψα αναχωρώ φεύγω έκ του λατ. missus του p. mittere_

Μ £ α τ ; κ ο ( ν ) | | είδος ιστιοφόρου μετά κεραιών.

Μ&3ΰρ& τ:, έκ του άραβ. Μίσρ καί Μ άορ, ή Αίγυπτος καί συνεκδοχ. τό Κάιρο v. I

Μ τ ο , μανδρόσπιτον. τ-, μόδιον μέτρον βάρους

1)2 κοιλςν Κων)πολεως έκ τοΰ μόδιος

Μ ό λ Ά Χ ^ ς δ,πληδ. οί μολάκοι τρε-πεζιτας δδόντες molaires.

H I όμ.π&λ'Χ τά, τ ι έπιπλα (Ίταλ. mobile.)

Λ Ι ο ν ο δ ο ν τ ο Ο ή, ή έχουσα μόνον ενα δδόντα.

Μ ό ν ο ) ιδέ ά μ ώ ν ω. Ι Μ ο α κ ο κ * ρ φ & ά ή, ή γαρυφαλλιά. Μ ό α κ ο ς έ, μάσκος κ μόσχος λατ.

moschus ευώδης οδσία.

Μ ο ο ρ χ ρ ο ϋ κ χ ή, μεγεδυντ. τοδ

Ι Μ ο υ ρ ^ ή, πρόσωπον έκ του Γε-νοαπκοΰ muro.

Μ ο υ σ α ύ ο ς * τά, τά χαρακτηριστι-κά τοΰ προσώπου.

Μ ο ϋ α α ο ς δ, χ. μούτσος ί νάυτό-παις Ιταλ. mozzo.

Μ ο ο χ τ ά ρ η ς δ, (τουρκ.) δήμαρχος· Μ τ τ χ & ρ ά χ ι τό, (τουρκ.) όμίς. Μ π ^ ρ δ ά χ ς τό, (τουρχ.) ποτήριον.

Μ π ί β μ . ' χ τ χ τά, έχ τοΰ έμβάσματα έχ τοΰ έμβαίνω, οί άρραβώνδς=±οιότι είσήρχετο τότε ό γαμβρός είς την οίκίαν τής νύμφης.

Μ π ά β ο ο β ΐ άντί έμβάσωσι ήτοι νά σε άρραβωνίιουν τοΰ ρ. μπάσσω Ιδέ μ π ά σ μ α τ α .

Μ π χ τ χ λ ε ύ γ ω έκ τοΰ τουρ*, α-χρηστεύω.

Μ π χ τ χ ρ έ χ ή, τό πυρ οβολεΐον ιταλ. batteria γενικώς πλοία φέροντα πυροβόλα.

M w x T i t t C x τά, έκ του έμβατίκια προγαμιαία δωρεά ήν δίδει είς τόν γαμβρός 6 πενβερός του εις τά μ π ά -σ μ α τ α ό. ί»

Μ π έ ρ κ ς (τουυρ. μπέλχ ι ) Γσως κ· μπορεί.

Page 229: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

—160 — Μ π ε ί > | * . π έ ρ η ς barblere

χουρεύς. Μποτνω προστ μπίας άντί του

χ. πιάνω έχ του Δωρ. πιάζω συλ-λαμ{3 ίνω.

Μ π ς λ ό τ τ ο ς δ, έχ του γαλλ. pilote δ π)οη*|4ς ιδίως παρ» τή ' Εταιριίβρ τής Διώρυγος Σουέζ, παρ1 \ έργάζονται οί πλείστοι τών Καλίων.

Μ π ς σ τ ς κ ο ς δ, έχ του έμπιστος^

Μ π λ ά β ο ς 6, (Ίταλ. blavo) κυανούς χ. μπλί.

Hf 96 ό λ ο χ ή ^ϊδ^ς υφάσματος χατά Βυζαντ. έκ τοΰ έμβολίς.

Μ π ο ν χ β β χ ή» (Ίταλ. bonaccla) γαλήνη.

Μ π ό σ σ ε ς ή, ττληΟ. του μ . π ό α σ χ ή, υποχορ. [j.tcOOO 7//.0 έχ τοΰ ίταλ. boccia ή φιάλη, ΐ; φιαλίδιον.

Μποττόνςχ τά, βΐδος κοσμήματος χόμ,^οι χρυσοΰ ώς οί του χομβολογίου διάχενοι χαί διάτρητοι έκ του Ιτ. botfonc.

Μ π ο Ο κ χ m δνομα μιχροΰ ορμί-σκου τής Κάσου ίζ ου γίνεται ή είς τήν νήσον άποβίβασις έχ ίου Ίταλ, buca κοίλωμα ή boca στόμιον.

ΜπΓΐυλιττΙ | | | Ίταλ. bulMta κλή-ρος τί άρχ, '<γραμμάτειον» (Λουκ. Ερμ.)

1ΐ96θυ/>λότ*χ τί, Μταλ brulotto |§ πυρπολικά πλοία, ήτοι πλοιον άλειμ-μίνον ρ έμπρηστικών υλών χρησι-μεΰον άλλοτε διά τήν πυρπόλησιν τών έχΟριχών πλοίων,

Μ υ π ο χ ο ρ , μ,προκάκο* τ», οί πάρωνες είδος πολεμικού χαί έμ-ποριχσυ πλοίου μιτά δύο ίστών,

Μ ή , έχ του Μυλοποτάμου τή; Κρήτης χαταγομένη.

Μοψίζω έχ του μωρδς γίνομαι Κ

Μώ(Η*<* Mfe 4* του μωρδς τρέλλα,

Μ Κ Ν Λίά-jj.c ( Ί τ α λ . Home) φήμη. Β ϊ χ ν ά ή, ή άλλου ν έ ν α τροφός,

παιδαγωγός έχ του Έ ν ε τ , nena άνά-δοχος ή,

* ν ε ( γ ) υ ρ ε ύ γ γ ι άντί ά ν ε ( γ ) υ ρ ε ύ ~ γ η Ιδέ ά ν ε (γ) υ ρ ε ύ γ ω.

' V ε π ρ α ( β ) ά λ λ ω έκ τοΰ ανά J καί προβαίνω άόρ. ένεπρό(β)αλα 1ον)·άμετ. προκύπτω προφαινομαι καί 2ον) μεταβ. προβάλλω, προτείνω,

ν ε π έ τ ο τδ, ή σιιρά. Ν ε α ύ ρ ν ω Ιδέ άνεσύρνω. ' ν ο ώ ν ι ο Ιδέ τδ άποσώνω. ' ν ε φ χ έ ν ω Ιδέ άνεφαίνω, ' ν ε χ ' χ σ κ ό ' ζ ω έκ του άρχ άναχά-

σχω καί μέ τήν Ιδίαν σημαοίαν ανοίγω τδ στόμα πρδς τά άνω.

Μ 7 τ δ , νηοίς μικρδν άπέχου-σα τής παραλία; τής κωμοπόλεως Φρυ.

Ϊ Ι ί οδ27 . ή, κ. Ν ο τ ι ά & Νότιος άνεμος.

Ι Ί ί ο ο ο ^ ω του ν ο ι ώ 0 ω καταλαμ-βάνω έχ τοΰ γνώσω Ιγνωσα γίνεται τδ γ ν ώ ft ω πρβ. (άναγνώΟω κλπ.) κατό-πιν νώΑω καί τέλος νοιώΟα>.

Λ ί ο Ο ρ ς τ-, (τουρκ.) φώς τδ· ν τ χ γ ο χ ν τ ώ υπομένω (τουρκ.) ν τ ε λ ά λ η ς δ, κήρυζ έχ τοΰ τουρκ.

ν τ χ κ ο ο οί πληί). τους ν τ χ χ ο υ ς δ, δ κ. τάκος παξιμάδι έχ τοΰ τακών-ώνος.

'vTif jonrcx 'JYi ϋ ρ. 'ντεροσπώ έκ τοΰ εντερον-|-3πάζω^"-3φοβουμαι.

' ν τ έ , ο τ ; τδ, πληΟ. τά ν τ έ ρ τ ο χ τουρκ. | ίσανα.

VTVjfjT0O$jJ.X0 συστέλομαι έχ τοΰ

ένττιρέομαι.

ν τ ο β / , ν ο τδ, ( τουρκ) καναπές άνά-κλιντρον.

ν τ ο υ ν 2 ϊ ; h (τουρκ.; δ κόσμος.

ντο ορμά (Ti) ες | χ. ντολμίδες,

Page 230: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

'ξ χ ϋ Ο ή ή, άντί ;ανί)ή. έξαπολύω, άφίνο> ιταλ. » *• Wi / Τ

si molar?.

'ξ χ ν τ ο το, 8πο>ς καί χ.~ίρχέ ητλόν. ΙξχνχΒ&χέρΨω έκ του ξαν'-|-δια-

έρνω ιδε δ ι α έ ρ ω. 1 ξ χ ν ο £ ( γ ) ω ίο ν) βλέπω, κοττίζω,

καί μεταφ. 2 ο ν) φροντίζω περιποιούμαι Ι / / _ έ άόρ. έ ; νοιςα.

λ ζ έ ρ ω υπερβαίνω καί νικώ Ιταλ vlacerc.

Ιξεγνο&'ί/ζω άόρ. έ ξ έ γ ν ο ι α σ α άπαλάσ^ομαι τών φροντίδων, βγαίνω άπό τήν έγνοια ν,

ίξεκορί ΐΛ'χζο) άπαλάττομαι άπδ τδ κ ό ρ μ ι α σ μ α (8. ί.)

ξ εκο \>Πουνώ '3ω=βγάζω τά κου-δούνια τών προβάτων ήτοι καταστρέφω τήν ποίμνην.

' ζ ε λ ' / . λ ί ο Ιδέ τοΰ λ α λ ώ τήν 2αν ση μασίαν

' ξ ι Ι Α τ υ χ ρ ν ι έ ρ ω έκ τοΰ Ιταλ. (sbar-03Γβ)ζι:άποβιβάζ'ϊμαι.

ξ ε μ , π ε ρ ί ώ ν ω ρμ. καί άμεταβ# ά-παλάττω καί άπαλάττομαι τδ ρ. μπερ-οώνω παρήχθη έκ τοΰ έν'περι-δένω.

'ξενάκζ- τό, υποκορ. τυΰ ξ έ ν ο ς . f έμβαίνο>ν |

ο έρχόμενος άπό τά ξένα, άπό ξένον μέρος.

ξ ζ ρ ί χ ι ΐ ζ προστ. τοΰ ρ. ξεραχίζω —σπάσε τ/jν ρ ' χ ι ν του.

<ςε fi τ ώ ν ο> ---δ ιατη ρο | μα ι. ' ξ ε σ τ ρ χ τ ί ζ ο> ~~ έξέρχομαι έκ τής

ευθείας άδοο τ ; άλλως παραστρατίζω έκ τοΰ εςω καί στράτα δ. |

ς ε τ ^ λ ε ύ γ ω καί ούσ. τ'σ ξ ε τ έ λ ε -μ α κ. άποτελειώνω.

, 'ξευγεν&<3|Ρ.ένι*ς ό, άντί έξευγε-νισμένος.

τό, 1αν) τό μοιρολόγι ποΰ γίνεται κατά τ/jv έκφοράν τοΰ νεχρου

(έκ τοΰ γραφικού «Ις^διον») καί 2ον) ή νεκρική πομπή.

<ς<ν*.πλ& τό, έκ τοΰ λατ. exemplum lov) κέντημα 2ον) παράδειγμα. Ό ΓΙορ-φορογ. τό λέγει έςεμπλιον.

' ξ ω ' Ι . έ ν ω έκ τοΰ ε;ο)-[-μένω. . Um f t j a 1 b (t* 9 ςωρ£ς<υ=ίςοριζω.

Ο ή, άντί Έβραιο-

ποΰλα.

ο λ θ ( γ ) ε ρ α τό, έκ τοΰ 8λος-[~γ2ρός (ζ=άρρηκτο;)=4λόκληρον.

θλθ*έΠ&Χ τ / , 8λος-)- ιδ ιος=τά ιδια (ζ=?μοια) κα*)' 8λα 8. ί.

ο λ ό ν τ ρ ε τ η ή, ολος-{-ντρέτη (—ίσος ί ιαλ. dritto) κ. όλόϊσια.

ό λ ό ρ τ ο ς δ, Οηλ. δλόρτα ή, έκ τοΰ δλος-j-δρΟδς ή κατ άλλου; έκ τοΰ λορδόί~έντελώς ορΟιος, ό^Οίς.

ί ί μ π * τ-, τό στόμα. ί ίντ / . ς κ α ι ί ί ν τ ε ; χρον. σύνδ.—8τε·

Κατά Χατζ^δάκην τδ ν προσέλαβε έκ συμφύρσεως πρός τό ε ι ν τ α το δέ ς εί; τό τέλος κατά τό πότες; τότες, άλ-λοτε; κλπ.

ο ν τ ϊ ; δ, (τουρκ.) δωμ 'τ ιον . δ ο ε ^ ν ο τό, κατ* άναγραμματισμδν=

τό ρνειρο, ο > ν ς ( ) π ά Α η σ ι ; τής δ-

ράσεως (καθ* ήν δ πάσχων δέν βλέπει #ήν νύχτα, 8π«>ς αί όρνιθες) ήμερα-λωπία.

O / x r / . p ω ρ. μ β τ. καί άμτβ. ν. δ «προοάγω» (άρχ. άνατοι /έω) ήτοι στρέ· φω τήν πρώραν τοΰ πλοίου ουτω; ώστε νά πλησιάζη την διεύί)υνσιν τοΰ ανέμου.

ΐ ί ρ < 3 χ - λ - Α - ^ π χ ν τ x Ι ταλ .»ανακω-χεύο> ν. 8. πρόσαγβ.

ο υ Χ ο ς έπι/). τύπος τοΰ ολοζ :.:πας δλόκληρ ος.

θ φ κ χ & ρ ( δ , κενός, άδειος, ίκ τοΰ δ ε ύ κ α ι ρ ο ς γίνεται οφκαιρος έκ τής μειά τοΟ ίρΟρου συνεκφοράς»

Page 231: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

<ίχεντνοχ==ϊχιδνα ή» ο ψ έ χαί ί ιψές—^Oi^t έχ τοΰ άρχ,

δ^έ έγινε δε καί έ ψ έ ς διότι προσέ-λαβα το ς χατά τ χθες , προχθές χλπ

Π π χ γ κ ί , λ ζ τδ, (ιταλ. banca) μέρος

έν ω φυλάττονται τά τρόφιμα.

π χ Χ χ ί β τ ρ χ ήϊ δ εξάς το έχτοχύ-χλιον (γαλλ sextant) το ναυτιχόν οργανον*

δ, τετραγώνον ίστίον τών ίστι&φδβίΐ»ν τδ δποίον ευρίσκεται εις τον μεγ&ν ίστδν, τρίτον χατά σειράν έχ τών χάτω προ; τά ανω ν. δ.Ξζζφώσων» Ι ΐ α μ π α φ ι γ χ ο ς δ π λ ω ρ η δ * τδ τρίτον χαι πάλιν 'υτίον άλλα τοΰ «άχατίου ίστοΰ» ν. δ.==:φωσώνιον.

η πανούργο; γριία· Ι ί χ ν χ γ ί χ ή» χωρίον της Κάσου έ-

χον ναδν άφιερωμίνον τη θεντδχφ, πχντίω—μεταδίδω, διαβιβάζω, π χ ν τ ί ο σ ω π α ν τ ή χ ν n . = i -

παντώ, συναντώ άόρ. έ π ά ν τ η ξ α (sx τοΰ υτ;αντ'ω χαί τ: μέσον απαντήσω.)

π χ ^ τ ο α ύ ν χ χ τ χ τα, τα άπδ «παν-τού» ουναχΟέντα—διάφορα, παντοειδή, ποικίλα.

το χ. 'πανδρο-λογώ:ι;προξενεύω τδ άρχ. νυμφαγωγέω*

π χ ν ο ϋ γ λ * % (sx τοΰ λατ. panu-cula) x. πανούκλα—τανώλης.

τ · τ ά παράξενα, άόρ. ε π α ρ α λ ό -

γ η α παραφρονώ. ·- :··•-π χ ρ χ μ χ ν * * ρ Ιον) ή βηλάατρια

2ον) ή μητρυιά.

w a p x v w r r t i ή, τδ παρά την έ-

οτίαν μέρας. • μτχ. τοΰ π α ρ α-| ί ν u£s:t ον) ά φ 2 ο ν ) χατά παρά-λει^ιν τή; λε;εω; ζ ω ήν:~-άποβνήσχω ζ^άκοϋαμμίν ο,

παρέα, ή" συντροφιά.

π χ ρ τ ό τ δ , = χ . παλτδ (γαλλ. paletot) =5πανωφόριον.

π & ς ερωτημ. χαι δισταχτιχδν μόριον ζτμτ ,πω; , π ά ς κ α ι—Γσως και

π χ σ χ ρ ε λ λ * ή, (γαλλ. passerelle) ή γέφυρα τοΰ πλοίου, ήτοι στενέν ικρίω-μα εμπροσΟεν τοΰ μεγάλου ιστοΰ δπου ίσταται δ κυβερνήτης τοΰ πλοίου (ν. δ.)

Λ χ β π χ τ ε ύ γ ω = ψ η λ α φ ώ . ψάχνω κα-τά Κοραή ν s κ τοΰ πατώ μέ άναδιπλω-σιν, χατά Χατζηδάχιν είναι τδ π «-σ π α λ ε ύ γ ω (έχ τοΰ π α σ π ά λ η = χ ο -νιορτδ;.)

τδ, χ. πατ«ουλάκι άρχ.

πα^σάλιον.

π χ ο τ ρ ι κ ο ; δ καδαρος έκ τοΰ π α σ τ ρ ε ύ γ ω κ, παστρεύω καθαρίζω τδ άρχ. χαδαίρω έχ τ ·ΰ « π α ρ τ ε ύ ω (έχ τοΰ σ π ά ρ τ ο ; δ γνωστός θάμνος έ; ου κατασκευάζονται ή σκούπες) συ-ναντάται εις παλαιά κείμενα σ π α-I τ ρ ε ύ ω.

π χ τ ε μ ν ^ α τ ά , = τ δ χομβολόγιον (έχ τοΰ «πάτερ-ήμών»)^

τδ, υποχβρ. τοΰ π ι -- » • - * ζαΰλι τδ κτιστον χαι πέτρινων κάθισμα τδ εξωδεν τ ή ; Ούρα; οίκου, ίσως διότι εί; αύτδ ξ ε π ε ζ ε ύ ο υ σ ι άπδ του; ίππου; (Βυζάντιος.)

tcs3>, π ε ' . ο χαί x X s ^ i , π λ ε ι ο επιρρ, έχ τοΰ πλέον χα; πληδ . τά π λ έα χατ3ι συνίζησιν = πλε2ά.

π ε ν τ ι χ ο φ χ ( γ ) ο > μ « έ ν ο 5 δ, έχ τοΰ πεντιχδ; = πο*τιχδ;) δ φαγωμένος απο του; ποντικου;:=μοόβρωτο; ή μυότρω-χτος %

τά, έχ τοΰ π ε ρ ί γ υ -ρος, τά περί χαί γύρω μερη.

π ε ρ ς Π χ Ι ΐ ά ζ ω ρ. μτβ. Ιον) κάμνω πε-^ « )

ρίπατον (τδ τουρχ. σιριανϊζω χαι το ιτ. αολασαάρω 2ον) άμετ. διασκεδάζω, ξε-φαντώνω.

έπιρρ. έχ τ ·ΰ άρχ. π·*

ρισσώςι™ ί>περ£ολιχά.

Page 232: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

G a S a ή, και δσκιά=/) σκιά.

<3*2 X H o * 2 i ίπιρρ. έλαττωτι-κδνιπτούλάχιστον, καν έκ του χ α ι ά ν χατά συνίζησιν χ α ι α χ ι ά κ ι ά ς χαι υ atapov σ χ ι ί ς χατά τό χ ι υ λ α ς κλπ. sx τ ή ; συνεκφοράς.

βχάΧ&ξ ή, ένιχ. ή σχόλη—έορτη. tlivai ή αρχαία λε;ις σ χ ο λ ή λα-βοί»σα την νεωτέραν βημασίαν παρά τοις χο ιη ιανοις διά την , άργίαν χατά τάς έορτας. Τδ αντίθετον κ α μ α -τ ε ρ ή ( Τ ί )

<JttαΟνχ ή, ν. δ. εΐδος ήμιολίας (schoner.) • δ, πλη8. σ κ ο σ α ι ά-

ρ η (δ) s ς=π:είσμων, άτί&ασσος, άπει-θής, ισχυρογνώμων. πρβλ. (Ιταλ SCOC-

c'are.) f σ*αοΧαύ; . ι . εντ ;>χ καί σ κ α ο λ ο ο -

μ . ε ν τ ρ £ χ ή, κ. σαρανταποδαρούσα έ< του άρχ σκολόπενδρα.

β κ ρ ό φ χ ή χ. γουρούνα τδ άρχ. ύς, συς.

σ ο Χ " * 3 3 χ . ρ ω = < ά μ ν ω περίπατον ( i t . sollazzare) τδ άρχ, διαπεριπατέω

τδ, τδ 1 ο υ έ | τής Αιγύ-πτου δπου εργάζονται πολλοί Κάσιοι.

αα \>6Χο>τό ; δ, κ. σουβλεοίς δια-περαστικός, δ;ύς,

ο ο ο λ ο ο μ , α ς ^ sublimatum) =:(διχλεριουχος υδράργυρος κ. σουμ-πλιμε)^= τά ψιμμύ&ια διότι ώ; έπί τδ πλείστον ες αύτοΰ κατεσκευάζοντο ταύτα

J.& τδ, ή ca\>XoO*c 3* τοΰ σωλήνα 3ωληνάριον,

etvj^T^o.ti τδ, τδ κ. σακάκι. δ, (τουρκ.) άνθρωπος

άνοικοκύρευτος. τά, τά σημϊία, χαρα·

<τηρΐ3τικά. Έκ \οΰ σύσσωμον τη τρο» πη του φΟόγ/ου ι sic ου (ώ; s ο υ π \ ά σουσάμι κ,τ,τ.) Τήν Γδιαν σημασίαν έχει και ή λέξις μ ο υ σ ο ύ δ ι α ήτις πα-ρήχθη έκ του σουσούμια κατά τινα άναγραμματισμον καί σύμφυρ^ιν (Ξαν Οουδίδης.) [

β ο υ φ α ς δ, έκ του τουρκ. ο σοφάς, κ. καναπέ;

σ π ε α β χ ρ ί χ ή, έχ του ίταλ jpezie-ria, τδ φαρμακειον.

<3ο*γγρο\>νοφαρεμ.έν;η ή, έχ του σσαγγρουνιά, χ. τ»αγκρουνί£ω, τδ αρχ. άμύσσω, ή λέςις φαίνεται δνοματοιη-μενη. Ή τ ο ι ή φέρουσα «σσαγγρουνιές» δηλαδή ή έ* λύπης ή στενοχώριας τινδς προκαλούσα άμυχάς είς τδ ίδιον α ΐ τής σώμα διά τών ονύχων της.

to, (τουρχ.) χ. ή λά-σπη, ή ιλύς.

c a x v x x ? * τά, τά πιάτα, τά πινάκια λεςις τουρκ. ή μάλλον περσική,

σ β χ ν τ ^ ρ : τδ, χ. τσαντηρι. α β ε μ π έ ρ ; τ*, χαί μεγε&. ή σ α ε μ·

π έ ρ α α<ηγχ£Χ& τδχ χ. τσιγκέλι, ή αρπάγη σα&:Απλομ.μ .άτχ ή, έκ του σσίμ-

πλα (λύμη εών οφθαλμών* χ. τσίμπλα), ή έχουσα μάτια γεμάτα «σσιμπλες.»

« S O O x i X t τδ, χ. τσουκάλι (εκ του Ιταλ. ZUCCa, κολοκύνθη,) ή χύτρα,

σ σ α \ > ρ μ . έ ρ ω χαί 1ς ^ύ και σ σ ο υ ρ-μ α δ ώ ρ · ς Ιον) δ επί χε^αλή* τών ναυτών οΓτινες χρησιμοποιούνται κατά την κα&ελχυσιν του πλοίου καί δστις δίδει τά παραγγέλματα (ίδε τδ 25ον μουσικδν μέλος τοΰ παρόντος) 2ον) δ αναλαμβάνουν την στρατολογώσιν τών καταλλήλων προσώπων διά πλοιον τι*

α τ χ ΰ ό ρ ς τδ, είδ^ς άνθους δμοιιζον μέ γιασεμί,

ατχ .Χχ άντί σταλαματιά έκ τοΰ σταλάισω, σταρόν.

OTjt;j.7viXcx oi ποιμενικοί κώ* δωνες

β τ * μ . π χ ο > τ ή ή έχουσα σ τ ά μ π ε -(ίιαλ. s tampa) σφραγίδες, στολίδια.

β τ χ ν ^ ό αα\)-~ά*ουσίως σου, δ Κος ραής τδ παράγει άχδ τδ σ τ ε ν ό ς δ δ έ Ξαν&ουδίδης (δπερ και πιθανότερων) ε* του σθένος.

Page 233: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Α τ ά β β ω άόρ. ησταξα, στάζω. ! Ε τ χ υ ρ < > ; 4, Συνοικία τής χωμο-

π&Αεως'Αγίας Μαρίνης έχουσα ναόν ά-φιερωμίνον ΐ ΐ ς τόν Γίμιον Σταυρόν.

π τ ε ρ ε ύ γ ω άέβ. έστέρεψα, οτειρεύω. Χ τ ι χ κ ο ; 4, 4 ix Σητείας τής

Κρήτης καταγόμενος.

ή, μαχαιριές έχ του ίτ. stiletto, έγχειρίΙι·ν.

σ τ ρ χ τ ί ζ ω έκ του β τ ρ ά τ α (2 Ι.) 4&ευω, περιπατώ.

α τ ρ χ τ ί τό, χαί α τ ρ χ τ χ ή, 4δός, ix του λατ. strata via ή έστρωμένη όδός.

σ τ ρ έ φ ω Ιον) ώς τ4 άρχ. στρέφω και «τρέφομαι 42ον) έπιατρέφω 3ον) μεταβάλλομαι.

α ύ γ κ χ λ χ έπιρρ. έντελώς χαλά (βυν-|-χ«λά).

σ ύ κ κ ε ρ ο τό, (!χ του οί>ν-|~κηρ4ς) τ4 μέλι τό ίχ·ν χαί χηρόν.

το άρχ. συγκλυζω γί-νομαι άνω χάτω.

βυν<>ρ£ζομ.χς τ4 χ. συνερίζομαι β υ ν τ ύ λ ς ( γ ) μ . ' * (ουν-f τύλι(γ)μα) έχ

τοΰ άρχ. ταλίσαω, δφασμα γιά νά τυ· λ ί ^ τις χάτι.

Α\>ντέφ& το, έχ τοΰ τουρκ. ή μαργα-ριταρόριζα άρχ. κόχλο:.

σ υ ν τ η ρ ώ παρατηρώ μετά προσοχής. β υ ρ γ & χ ν έ ζ ω καί α υ ρ γ & χ ν ώ έχ

τοΰ τουρκ. (^μοιον μέ τ , οολασαάρω) περιδιαβάζω.

α υ ρ | Λ ά μ . ε ν χ τά, τά έρπε ά έχ τ·ΰ ·ύρω.

σ φ χ ζ ς κ ε ς ή ι νομίσματα ρωαΐκά άξιας 4 γροσίων (Ζ Χαλχιάδης.)

ο ώ ν ω άόρ ή σ ω ο α Ιον) φίάνω έξαρχώ 2ον) ουμπληρώ* τήν δευτέραν αυτήν σημα·ίαν έχουν χαί τά σύνθετα άποσώνω χαί νεσώνω τό δεύτερον αυτό παρήχθη χατά ΕανΟουδίδην έχ τοΰ iottVltff

Τ ^ B s 1 H ταϋλα.

τ*( γ ) ήβ&ους τους, έκ | α (γ) | ς κακωμένους.

τ χ ( γ ) ή ή βρόμη. Έ κ τοϋ τάσσω, είς τούς Βυζαντινούς σημαίνον τό τεΓαγ·μένον μέρος τοϋ σιτηρε·τίου τοϋ στρατιώτου | τοϋ ίππου του (τουοκ. τ α ΐ ν ) έξ ο δ κ α ί ή βημαύία τής

βρόμης. τ χ ( γ ) & 4 ω άόρ. έ τ ά ΐ β α—σιτίζω. τ χ λ λ ο έ ρ ; τό άρχ. έλεος ξύλινο ν

σκεύος της κουζίνας έπί τοϋ όποιου έπλαττον διάφορα ζυμαρικά (Ιταλ. lagllire.)

τ χ π : χ ή, τουρκ. πρόχωμα. τ ί η ι τό ύποκ· τχαάκ& κύπελλον

μικρόν έγον όχήμα λεκάνης έκ τοϋ τουρκ.

τ χ τ χ ς ό , άνάδοχος. τ χ ϋ λ χ ή, όανίς, καί συνεκδ. αϊ

κατά γης έστρωμέναι σανίδες έ'ρ ών έτίθεντο τά φαγητά. Έ κ τοϋ ιταλ. tavola fij τοϋ λατ. tabula.

τχχτ&*6; ό, ό στρατιώτης. τχχί> τό πρωΐ. τ ίΠοοος ό, θηλ. τ ίτ ϊο&χ άντί

τυϋ κ. τέτοιος, τοιοϋτος. τ*λε&χ έπιρρ, δλως διόλου τό άρχ,

τελείως. τ ί ρ μ ^ ν ο το (Ιταλ. term! e r m l n e =

τέρμα) τό τέλος της ζωής. τ ' ^ ό γ ί χ ή, στέφανος, κόσμημα, (έν.

zo]a, zogia τό Ιτ· gloja ) καί μεταφ.-στολίδι,

τ £ γ χ ρ : ; έπιρρ δισπχκπκ· καί έρωτηματ. έη. τοϋ τί γ ά ρ ή—μήπως;

χί% όμοιονμέτό έρωτι,μ. τ I έκ τοϋ r I δ ά.

τ&ρχρ .ολάρομ.* ν. υ τραβώ πρός τό μέρος μου «μεθέλκω.»

τ ο μ , χ ρ ί ν ς χ τά, ύποδήματα κατα-σκευασμένα άπό «τομάρι» δέρμα*

τ α υ λ ό γ γ ο υ έπιρρ. άμέόως, (Ίταλ· alia l u n g a )

τ(*ύ]ΐ .πχνχ τά, τά κ. τύμπανα, τ ο υ π ε τό, φόρμα διά μυζήθραν

έκ χόρτων πλεγμένων.

τ & υ ^ τ ο ΰ ΰ ΐ * τά, έν ικός τό τ ο υ ρ -τ ο Ι (6) ϊ ό π ω ς ύ τ ρ α χ α ν ά ς | | | | | τράγος.

Page 234: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

τρ*ο\>6<& άντί τραγουδώ. Τ ρ ο ϋ λ λ ε ς ή, δνομα όροπεδίου.

έν Κάσψ ΐ^ως έκ τοϋ «τρούλλος» ώς έκ τού σχήματος·

Τ ρ ο ύ α σ ο ο λ α ς ό, δρος είς τήν Ν. πλευρών Τής Κάσου.

ΐροφ£μ.&% ή, έ λ λ ε φ ς τροφών·

Ύ *1·πά<η(ν) άντί ύπάγουσιν τό

κ. πάνε. Φ

φχολόνο τό, (κατά μεταθ· έκ τού φαινόλιον λατ. paenula, έκκλησιαστι-κύν φόρεμα, έ£ωμίς.

φ ά λ α χ ψευδώς έκ τού Ιταλ. falso. φ&ρφο·ορΙ ό Κοραής τό παράγει

άπό τό πορφύριον «ψαβεντιανόν σκεύος» τό έκ πορσελάνης κατασκευα-σμένο ν.

φ χ α κ ς χ ή, τά σπάργανα τού βρέ-φους (λατ. fascia·)

φ%φοΰτ&κ% έπιρρ· δπως ό φχφούτγ ]^ ό, ό άνευ οδόντων,

νωδός. φέλλτι ή, τό κ. ρελί έκ τού λατ·

offela (ι'%ποκ. τού of fa) τεμάχιον άρ-του (γαλλ. tranche)

' φ ε λ ώ άντί ώφελώ. P ^ P w l Ή άντί θηκάρι έκ τού

θήκη. « Ιπν ί χ έλος 6, χείμαρος έν Κά<*ψ. φ&νιρ*στήτ£ Ιδέ άορκράξομαι. φ ί ν * (έκ τού Ιταλ. fine έπιpp. θαυ-

ράσια.

i i t t l Τ<,> 0τ(χλ· f I ο r e ν θ ο ς . φ λ ό τ τ χ ή, (Ιταλ. f Ιο tta)=στόλος, φ ό ρ τ ε (Ιταλ. forte) έπίρρ.—Ισχυρώς,

p τό διχαλα^τύν £ύλον πού βοηθεΐ τήν φόρτωσιν τών Ε,ώων, στήριγμα.

φονρ. ί ' ζ ΐύ καί φ ο υ μ ι σ τ ό ς τό άρχ. εύφημί^ω, έγκωμιά£ω, όνομα χο-ρού (Ιδέ μουσ. μέρος τού παρόντος) έκ τού «εύφημιστός» καθ' δν «έφοό-

μιΐ,αν* τούς νεόνυμφους, ήτοι τούς έπη νου ν αδοντες σχετικά TiJ περι-στάσει δίστιχα.

φ ο ύ ν τ ο ς ό (Ιταλ. fondo) τό βάθος ό βυθός. λ

φ ο ΰ ρ κ κ ή, ή άγχόνη (λατ· furca.) φ ο υ ρ κ ί ζ ω φονεύω δι' άγχόνης

Ιδέ φούρκα· φο\)ρνόαπ&το τό, τό δωμάτιον

τής οΙκίας τό περιέχον τόν φούρνον έπειδή δέ ήτο έκτός τής κυρίως οΙκίας έθεωρείτο ώς άλλο «σπίτι » έ£ ού καί ή όνομασία.

φ ρ ο κ ά λ ο τό, ή κ· σκούπα, τό σά-ρωθρον έκ τού φιλοκάλιον (Βυζάντιος)

φ ρ ο κ χ λ ώ κ. σκουπίζω, σαρώνω, Ιδέ φ ρ ο κ ά λ ι.

Φ ρ ΰ τό, | νύν πρωτεύουπχ τής Κάσου (έκ τπύ όφρύς ώς έκ τού σχή-ματος )

' φ τ χ ρ μ . ό ς έκ τού όφθαλμός=ή βασκανία κ . τύ κακό 'μ^π έ£ ού ύ έχων καλό μάτι λέγεται εύφταρμος.

φτ / .ρμ.£ζω Ιδέ φ τ α ρ μ ύ ς = β α -σκαίνω·

τά, τά κ. αύτΐά έκ τού ώτία. τά, ώτα

φ τ υ ά ρ ι τό, άπό τό πτυάριον ύποκ. τοϋ πτύου.

φ op to καί φυραίνω=όλιγοστεύω ή, άντί κ. φωτΙά.

Χ ή, όροπέδιον δπου καί

τό μοναστήριον τού Ά γ . Γεωργίου. χ * ζ ς * ρ ί χ & τό, (τουρ κ*) έγχει-

ρίδιον τό. έκ τού τουρκ. εύτυχία, εύη-

ρρρία. χ ^ ΐ α ε ρ ο τό, τό μαχαιράκι χ«μ.άμ,0 τό, τουρκ. τύ λουτρό ν. XTqi.-xcXaxt τουρκ.-^τό φυλακτό. χ χ ν * λ £ ζ ω καί χ χ λ α λ ί ζ ω (έκ

τού τουρκ· χαλάλ) ^ • i v v j τού, τίτλος τοΰ Σουλτάνου

(τουρκ. Χάν.) χ*ρ***.$1(?5)ε<5 οί, οί κλέπται

(τουρκ. λέ£ις·) f χ*ρκ£&ς ύ / χαλκεύς,

Page 235: ΚΑΣΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

168 χάαικος ό, κατάλευκος. χε&ρομ.υλ£ζω στρέφω τόν χει·

ρόμυλον· χέρ* ή, άντί τό χέρι, ή χείρ. χ ε ρ α δ ά χ τ ο λ * έκ τοϋ χέρι—j—δά.-

κτυλα=δάκτυλα και χέρια· χ λ * ( 8 ) ΐ πληθ- ό κλάδος, χολςώ πικραίνομαι, οργίζομαι τό

άρχ. χολοϋμαι. χ ο χ λ ά ο β ω εΐται τό άρχ. κοχλάζω

καί καχλάζω (όνοματοποιημένον έκ τοϋ κρότου δν κάμνει τό βράζον ύδωρ.)

χο*/λ2ος ό, ό κοχλίας κ. ό σά-λιαγγας-

Χ ρ ι σ τ ό ι τ η ς Λ ά κ κ χ ς ό, ιδέ τήν λέ£ιν « Λ / έ χ κ χ · ) )

/ ρ ο · ο σ ο ( β ) χ σ £ λ « σ χ ή, ή χρυσή βασίλισσα.

χρο*ν>σομ.ερθον2α ή, έκ τοϋ χ.ρουσή-|-μερβυν1ά δ. ί.

χ ρ ο ο α ο ς ό , θηλ. χ ρ ο υ σ ή ή, άντί χρυσός χρυσοϋς.

τό, ή φθίσις | | ού τό χ τ ι κ ι ά ζ ω , χ τ ι κ ί ά ρ η ς κλπ. έκ τοϋ «έκ τ ι κ ό ν» νόσημα, φυμα τίωσις ή.

χώνω άόρ- ή χ co σ α, κρύπτω και μεσ. χώνοααι ,=κρύπτομαι τό άρχ. χ ώ ν ν υ μ ι μετά σημασίας ήτις ά\ ππτύχθη έκ τής άρχικής. (Ξαν-θουδίδης)

ψ ψ&χκή ή, δηλητήριον έκ του >]/ία£,

ψ-ιάς και ψ-ακάς (Χατζ.) ψ ^ λ ο ί τό, τό ύψος, έκ τοϋ υψηλός.

ή, έκ του ψ · ω μ ί + θήκη τό μέρος τίς τό όποιον έφυ-λαττον τούς άρτους·

ψ ω ό, ό έκ τοϋ (ψώμα = τ ό ψεϋμα και πληθ.) ψ·ά*ματα=ό φιλοψευδής-

ώ ζ ό τό, καί πληθ· τά φζά κατ' άναγραμματ. τό ζωον·

ώ μ , ό φ ο ρ ο τό, τό ώμοφόριον, τό ιερόν άμφιον δπερ φέρει ό ύρχιερεύς έπί τών ώμων.

ώργ^ο τό, τό ώραΐο.

ώ χ α ο έπνφ. ώς τό ώχ ! άλ) οίμονον·

Τ Ε Λ Ο Σ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ. Παρ' δλην τήν προΰπά&ειάν μας δ:τ ως ά.τοφύγωμν τά τυπογραφικά

σφίΧματα αρκετά τταρεισέφρυσαν έν τω κείμενα). Σημειοϋμεν ενταύθα μόνον τά άλλο ιον ν τα την εννοιαν επαφιεμενοι διά τά aV.a είς την έπιείκιαν τοϋ άναγνώστον.

Σελ. 5 στιχ. 4ος άντί το είκοσι γράφε και είκοσι Σελ. 15 * 2ος » Χαλκνάδης » Χαλκιάδης Σελ. 26 » 25ος » (τήν σκοΰπαν) καίουν γράφε (την σκοϋπαν/ το καίουν «

44 μετά την § 10 προσϋέσατε τό δνομα Κα 'Ελένη Κωστίδρυ Σελ. 45 οτιχ. 31ος άντί τά φλουριά γράφε τά φλουριά σου Σελ. 46 νττοσημείίοοις αντί ή δ έ γράφε ι δ έ Σελ. 49 § 15 μετά τόν τίτλον «Ναύτηζ" ποοσ&έσατε (2) Σελ. 49 οτιχ. 35ος αντί (2) γράφε (3) Σελ. 52 οτιχ. 5ος άντί Κυρίαζίδης γράφε Κυριακίδη; Σελ. 52 οτιχ. τελευταίος άντι τοΐχ μου γράφε ΤΟΪχε μου Σελ. 54 στιχ. 10ος άντί έγλ....ακούσασι » έγλακούσασι Σελ. 56 στιχ. 31ος άντι έ(β)αλαγ γράφε έ π α λ λ α ν Σελ. 59 » 6ος i οσουκάλια g σσουκάλια Σελ. 7S νποσημείωοιςάνύφοάνον ται δημώδη, δοντο γράφε φαίνονται δημώδη, ήδοντο Σελ. 103 στίχος 31ος at'zi χαρέ; γράφε χάρε; Σελ. 124 οτίχος 17βς άντί σαμπάλια γράφε σταμπάλία Σελ. 130 οτιχ. 31ος άντι εχω ποΰ ποΰ γράφε εχω πειο ποΰ Σελ. 136 στιχ. 27ος άντί λΐ/γ)εύζΐ5 γράφε λΐ(γ}ένζ|$

, ggl 151 στήλη 1η στίχος 25ος άντι voltegglare γράφε volteggiare Σελ. 154 στήλη 1η στίχος 23ος άντι ήτοι γράφε ητις Φ Σελ, 160 στήλη 1η στίχος 28ος αντί *γραμμάτειον» γ^άγε -γραμματείον*