Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

466

description

Με την τέταρτη(ξαναδουλεμένη και,πλέον,οριστική)έκδοση του μυθιστορήματος Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα του Θανάση Τριαρίδη ξεκίνησαν τη διαδρομή τους οι εκδόσεις δήγμα.Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 2000 και χαρακτηρίστηκε,ανάμεσα στα άλλα,ένα ζοφερό παραμύθι της ερωτικής αφύπνισης*η μάλλον υποσχόμενη προσέγγιση στον μαγικό ρεαλισμό*μια αφήγηση όχι μαγική,αλλά μαγεμένη,που φτιάχνει κορμιά ερεθισμένα κι έτοιμα για την καταστροφή*ό,τι πιο ουσιαστικό μπορεί να περιμένει κανείς από έναν νέο συγγραφέα:ιδιότυπη και παρθένα ανάγνωση μιας περιοχής της ανθρώπι

Transcript of Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Page 1: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 2: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 3: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα

Page 4: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ΘANAΣHΣ TPIAPIΔHΣ: Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα, μυθιστόρημα

εκδόσεις δήγμα – Θανάσης ΤριαρίδηςΓκαλμπολά 1, 54631, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,τηλ. 697.31.60.705 και 2310-23.20.58.www.triaridis.gr/digma * http://ekdoseisdigma.blogspot.come-mail: [email protected]

Το μυθιστόρημα Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα πρωτοεκδόθηκε τον Φε-βρουάριο του 2000 από τις εκδόσεις Πατάκη, όπου έγιναν και οι δύο επόμενεςανατυπώσεις του (Μάιος 2000 και Ιούλιος 2000). Η παρούσα έκδοση είναι η τέ-ταρτη και περιλαμβάνει τη νέα και τελική δομή του κειμένου. Το μυθιστόρημαμε τη νέα δομή του εκδόθηκε ηλεκτρονικά και στο Διαδίκτυο τον Ιούλιο του 2009στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/koupela/, όπου και θα εξακολουθήσει ναβρίσκεται στο σύνολό του ελεύθερο από κάθε «πνευματικό δικαίωμα».

δήγμα / μυθοπλασίες 1Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα4η έντυπη έκδοση, φθινόπωρο 2009464 σελίδες (12 επί 20,5)ISBN: 978-960-99012-0-8

© γενικό: 2009 ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ

© για την έντυπη ελληνική έκδοση: 2009, εκδόσεις δήγμα και ΘΑΝΑΣΗΣ

ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ

Σχεδιασμός εξωφύλλου και μορφοποίηση έκδοσης: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑ-ΣΙΑΔΗΣ και ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ

Το βιβλίο υποστήριξαν με την ανάγνωσή τους ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑΣ(στην πρώτη έκδοση του 2000) και ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ (στην πα-ρούσα τελική έκδοση). Στο εξώφυλλο λεπτομέρεια από τον πίνακα IdillioPrimaverile (1899-1901) του Giuseppe Pellizza da Volpeda σε αρνητική απει-κόνιση. Τεχνική υποστήριξη στο σχεδιασμό του εξωφύλλου προσέφερε ο ΓΙΑΝ-ΝΗΣ ΚΟΤΣΙΦΟΣ

Διορθώσεις: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣΣελιδοποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΑΔΗΣ (693-77.45.452)Φιλμ-μοντάζ: ΤΖΑΝΙΩ ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΥ (210-36.28.601)Eκτύπωση: ΜΑΚΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (210-64.57.212)

Τυπώθηκε στην Αθήνα σε 1.000 αντίτυπα το φθινόπωρο του 2009 για λογαρια-

σμό των εκδόσεων δήγμα. Κυκλοφορεί ελεύθερο από κάθε «πνευματικό δι-

καίωμα».

Page 5: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

θανάσης τριαρίδης * Ο άνεμοςσφυρίζει στην Κουπέλα

* μυθιστόρημα

δ ήγ μ α

Page 6: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 7: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα * περιεχόμενα

α. [ακόμα κι αν ήταν λάθος]

1. Όλα ξεκινάνε όπως πρέπει, καθώς οι μαθητές βρίσκουν αυτόπου πρέπει

2. Ένας άσπρος φάκελος κάτω από μια μαύρη πέτρα3. Ο παπα-Λεπ Ταιρ ζητάει ησυχία4. Το βαρύ ασημόδετο βιβλίο5. Οι άνθρωποι γλείφουν τριαντάφυλλα και φιλάνε ανθρώπους6. Κουφάρι σε λόφο καμωμένο από κουφάρια7. Όπου ο αφηγητής λέει τουλάχιστον ένα ψέμα8. Nu t r i x e i u s t e r r a e s t

β. [ο άνεμος]

9. Ένα ρολόι εξαφανίζεται10. Εδώ ο αναγνώστης αρχίζει να μαθαίνει μερικά από αυτά που

κανονικά δεν πρέπει11. Ο Θεός σβήστηκε12. Η φλαμουριά13. Τα φιλιά του αποχαιρετισμού14. Ξεριζωμένη ξύλινη καρδούλα15. Η δασκάλα μαθαίνει στους μαθητές της την προσευχή16. Το τραγούδι του Φεβρουαρίου17. Το γλυκό βατόμουρο18. ΑΝ ΕΙΣΑΙ, ΕΙΜΑΙ19. Τα δάχτυλα της κυρίας Δομένικας20. Η τυφλόμυγα

[5]

1321293541515965

71

839197

111121133141147153165171

Page 8: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

21. Ο έρωτας του Τζίμη22. Η λαχτάρα των χελιδονιών23. Οι αετοί με τα κομμένα κεφάλια24. Τα φιλιά χάνονται για πάντα25. Η Δομένικα Φραντζή δίνει ένα νούμερο26. Σύμπτωση: οι μαθητές βλέπουν τις αμυγδαλιές την ώρα

που ανθίζουν27. CUPELA28. Όπου, ανάμεσα στα άλλα φοβερά, ένας λεοντόμορφος φτιά-

χνει μια λεμονάδα, ενώ οι λεπροί τραγουδούν κι αγκα-λιάζονται

29. Το τέλος του Λεμονμπούζη30. Po r t a v i t i l l u d V e n t u s i n v e n t r e s u o

γ. [σου ανακάτεψε]

31. Ο Γιώργος κεντά, οι άλλοι παραμονεύουν32. Όπου οι μαθητές δοκιμάζονται από κάποιον πονηρό – μα,

όπως φαίνεται, κανείς δε θέλει να γλιτώσει33. Κεφάλαιο με αριθμό δύσκολο – άμα σε χαλάει το παραλείπεις34. Η κυρία Δομένικα μοιράζει καρύδια, οι μαθητές της ωστόσο

δεν τα σπάζουν35. Στις μαργαρίτες – που θα βγάλουν ξυράφια αντί για πέταλα36. Το αίμα στάζει, η θαλασσινή αύρα ονοματίζει37. Η Αύρα Μακάρη γυρεύει την ανόθευτη αγάπη – όπως όλοι μας38. Virtus eius integra est si versa fuerit in terram39. Haec est totius fortitudinis fortitudo fortis40. Όσοι πιστεύουν στον πονηρό του Κεφαλαίου 32, να φορέ-

σουν τώρα τα φυλαχτά τους41. S i c mundu s c r e a t u s e s t42. S i c omn e s r e s n a t a e a b h a c u n a r e43. Όπου ο ήλιος χάνεται και συμβαίνουν γεγονότα φριχτά και

ανόσια44. Ο Νίκος Φραντζής οπλίζει ένα ασημένιο πιστόλι45. Ένα φιλί που το κυοφόρησαν οι αιώνες του αίματος46. Μια γυναίκα φτιάχνει τη θηλιά της47. R e c i p i t v im s u p e r i o r um e t i n f e r i o r um

περιεχόμενα6

179185191197209

213217

223235239

245

253259

263269275283289299

303311315

319327333339345

Page 9: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δ. [τα μαλλιά]

48. Ο αναγνώστης έχει ήδη διαβάσει αρκετά ώστε να μπορεί νααντέξει ένα τραγούδι μάλλον ερωτικό

49. Ο διάβολος στο όρος Μπούλα Μπούλα50. Η Αλεξάνδρα ορμηνεύει, ο Γιώργος ξαμολιέται51. Στόμα με στόμα52. Οι αποκεφαλισμένοι περιμένουν53. Ο άγνωστος με τη μαύρη μάσκα54. Κι ένα φιλί που δε δόθηκε – για το οποίο ωστόσο χρειάστηκαν

και πάλι οι αιώνες του αίματος55. Ιδού η ώρα όπου ο αναγνώστης συνήθως αποφασίζει τι διαβάζει56. Verum, sine mendacio , cer tum et ver iss imum

ε. [εκείνο το βράδυ]

57. Ας πούμε πως ήταν λάθος ο άνεμος58. Όπου ταψί είναι το ολόγιομο φεγγάρι59. Η πιο μεγάλη συμφορά60. Δάκρυα βαριά σαν πέτρες61. SPIRA, SPERA62. Π ο ι ο ς ;63. Για αυτό το Κεφάλαιο γράφτηκε αυτό το βιβλίο64. Το πατημένο ερωτηματικό65. ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ66. Hinc erunt adaptationes mirabiles , quarum

modus est hic

περιεχόμενα 7

353361367379385399

405411421

427431433435437439441449453

457

Page 10: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 11: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

— Ραγκόζιν! Πού είναι η Ναστάσια Φιλίποβνα; ψιθύ-ρισε ξάφνου ο πρίγκιπας και σηκώθηκε τρέμοντας σύ-γκορμος. Σηκώθηκε και ο Ραγκόζιν.— Εκεί, ψιθύρισε δείχνοντας με μια κίνηση του κεφα-λιού του την κουρτίνα.

Φ. Ντοστογιέφσκι, Ο ηλίθιος[μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου]

Page 12: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 13: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

α.[ακόμα κι αν ήταν λάθος]

Page 14: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 15: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

1.

Όλα ξεκινάνε όπως πρέπει, καθώς οι μαθητέςβρίσκουν αυτό που πρέπει

Η Δομένικα Φραντζή βρέθηκε νεκρή το πρωινό της πέ-μπτης Φεβρουαρίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα οχτώ·αφού πέρασαν πέντε μέρες δυστοκίας και εικασιών, οι ια-τροδικαστές εντέλει συμφώνησαν πως πέθανε από κείνη τηνκακιά αρρώστια που της κατέφαγε τα σωθικά. Εμείς,ωστόσο, το ξέραμε καλά πως αυτό ήταν ψέμα· ό,τι συνέβηστην κυρία Δομένικα τη νύχτα της τετάρτης προς την πέ-μπτη του Φλεβάρη ήταν η κατάληξη μιας φριχτής κατάραςξεστομισμένης πάνω στο ψυχορραγητό μάνας σφαγμένηςαπ’ τον γιο της, τρεις μήνες πριν εκείνη γεννηθεί, και μιαςπαράφορης συνάντησης κάτω απ’ τη λεύκα της αλάνας τουεκατοστού πέμπτου, κάποια μαγιάτικη βραδιά του εβδο-μήντα πέντε· και τη συνάντηση αυτή ήταν στο χέρι της δα-σκάλας μας να την αποφύγει, μα εκείνη επέλεξε το δρόμοτου θανάτου. Το ξέραμε όλοι λοιπόν ότι θα συνέβαινε, καιβέβαια πρώτη απ’ όλους η ίδια· εξάλλου αυτή μάς είχε πειακριβώς ένα χρόνο νωρίτερα την αντεστραμμένη ημερομη-νία και τον τόπο του θανάτου της. Kαι, φυσικά, δε μιλήσαμεσε κανέναν για το μυστικό της, αλλά, κι αν μιλούσαμε, ποιοςθα μας πίστευε; Να σκεφτείς πως, όταν δέκα μήνες αργό-τερα ο Βέλιας έκανε κουβέντα στην κυρία Ανεμούλα, έτσι,

[13]

Page 16: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

γενικά και αόριστα, για κάποιο σατανικό σχέδιο μιας μά-γισσας που ζούσε στη Σύρο, εκείνη, που τόσο μάς αγα-πούσε, χαμογέλασε συγκαταβατικά κι έκλεισε τη συζήτησηλέγοντάς του «…ίσως και να ’ναι έτσι όπως τα σκέφτη-κες…» — χωρίς αμφιβολία τον πέρασε για φαντασιόπλη-κτο αφελή. Ας είναι· η ουσία είναι πως η κυρία Δομένικαβιάστηκε να γυμνώσει το στήθος της για να δεχτεί χαμο-γελώντας το μαύρο βέλος του πεπρωμένου, κι αν έκανε δια-φορετικά, δε θα ήταν η δασκάλα μας. Όμως εμάς μάς άφησενα περιμένουμε μονάχοι τον ερχομό ενός έξαλλου Φλεβάρη,αναζητώντας το τρεμάμενο άγγιγμα των ακροδαχτύλωντης στο μάγουλό μας, κάνοντας παγερές ολονυκτίες καθι-σμένοι ανακούρκουδα επάνω στην Κουπέλα, στον αγαπη-μένο της τόπο — εκεί όπου σχεδόν κάθε βράδυ ακούγεταιτο σφύριγμα του ανέμου να θροΐζει ανάμεσα απ’ τα κλαδιάτων δέντρων, να σχηματίζει ξεκάθαρα λέξεις ανθρώπινες,θαρρείς να σου μιλά η ίδια η νύχτα, λέξεις όπως «φύγε»,«έρχου», «φίλησε».

Κι είν’ η αλήθεια πως την αγαπήσαμε πολύ την κυρίαΔομένικα, τη λατρέψαμε με απερίγραπτη ένταση και προ-σήλωση, κι αφότου πέθανε στη θύμησή της τα χείλια μαςματώναν (και τώρα δα που σου μιλώ γι’ αυτήν ματώνουνκαι πάλι), καθώς εκείνη ήταν για όλους εμάς η Μητέρα πουμας οδήγησε στον υπέροχο εφιάλτη, η καταραμένη γυναίκαπου μας ανέβασε στον σκοτεινό λόφο του πάθους, η ιερο-φάντις της σκληρής μας άνοιξης, και κάτι ακόμη πιο πολύ:ήταν η δασκάλα μας, αυτή που μας έμαθε να δένουμε ταμάτια μας πριν από το παιχνίδι, μη τυχόν μισανοίξουν ταβλέφαρά μας και ξεφύγουν τ’ αφηνιασμένα όνειρά μας, αυτήπου μας έπεισε να προσδοκούμε την επιστροφή της λα-γνείας, του φόβου και του θανατερού ανέμου, αυτή που συλ-λάβισε μαζί μας το ακατανόητο σφύριγμά του και μαςέδειξε πως αξίζει ο έρωτας να σου φάει το κορμί. Κι όταν ταχρόνια που ακολούθησαν ανεβαίναμε το Θάνατο (μην τρο-μάξεις, αγάπη μου, ο Θάνατος ήταν το μονοπάτι που ’βγαζε

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄14

Page 17: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

στην κορυφή της Κουπέλας· την πρώτη φορά λοιπόν μαςφάνηκε σκοτεινό κι απροσπέλαστο, σάμπως να μας οδη-γούσε στο πουθενά, και τότε, την ώρα που ανεβαίναμε, οΜανόλης είπε «αυτό δεν είναι μονοπάτι, αυτό είναι σκέτοςθάνατος», ήταν Φεβρουάριος του εβδομήντα εφτά), ότανανεβαίναμε, λοιπόν, εκείνο το μονοπάτι, κάθε φορά συλλα-βίζαμε και την τελευταία λέξη της κυρίας Δομένικας σκα-λισμένη στον κορμό της τελευταίας αμυγδαλιάς της σειράς:«απόψε». Και μας διαπερνούσε ένα αλλόκοτο ρίγος κάθεπου αντικρίζαμε τη χαραγμένη πάνω στο ζωντανό ξύλολέξη, σα να ’ταν ολοζώντανη η κυρία Δομένικα που μας μι-λούσε, που κάθε φορά μάς έλεγε ότι απόψε μπορεί να ήτανγια τον καθένα από εμάς η μεγάλη νύχτα, η νύχτα που θατον οδηγούσε πέρα απ’ την αμφιβολία, τον πόνο και τηναγάπη…

Η κυρία Δομένικα πέθανε λοιπόν λίγο πριν απ’ το ξη-μέρωμα της πέμπτης Φεβρουαρίου του εβδομήντα οχτώ.Το άλλο πρωί ήταν η τρίτη ώρα του μαθήματος, όταν μπήκεμέσα στην τάξη μας ο διευθυντής κύριος Κερατένιος και διέ-κοψε την κυρία Δροσιά που έγραφε στον πίνακα τη φράση«ποταμός Αμαζόν…». Μόλις μπήκε μέσα στην τάξη ο Κε-ρατένιος ξερόβηξε δυνατά, πίσω του απ’ το άνοιγμα τηςπόρτας είδαμε μία άγνωστή μας κυρία μέσης ηλικίας, αναμ-φίβολα πολύ όμορφη για τα χρόνια της και καλοντυμένη,και στο πλάι της έναν αστυνόμο με βλοσυρό ύφος και τσι-γκελωτό μουστάκι, «συγγνώμη που διακόπτω» είπε ο δι-ευθυντής μας βιαστικά, κι από το ύφος του αλλά και απ’ τογεγονός ότι δε μας μιλούσε στη μιξοκαθαρεύουσα, όπως συ-νήθως, καταλάβαμε πως κάτι σοβαρό συνέβαινε, «θα ’θελανα ρωτήσω μονάχα κάτι», συνέχισε ο Κερατένιος, «μήπωςκανένα από τα παιδιά, λέω μήπως, ξέρει πού μπορεί να βρί-σκεται η κυρία Δομένικα;», μείναμε όλοι σιωπηλοί, «σαςτο ξαναλέω» επανέλαβε μια ιδέα πιο αυστηρά, «πρέπει ναμάθουμε πού βρίσκεται η κυρία Δομένικα, λείπει από χθεςαπό το σπίτι της, την ψάχνει η αστυνομία», «λείπει τα-

κεφάλαιο 1 15

Page 18: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ξίδι…» ψέλλισε δισταχτικά ο μοιραίος Νίκος που καθότανεστο πρώτο θρανίο κι έξαφνα ένας πόνος οξύς μάς λόγχισεόλους μας, σαν τσίμπημα φιδιού στην καρδιά, και νιώσαμενα παίρνουνε φωτιά τα μάγουλά μας· σαν τρελός ο Γιώργοςάνοιξε την κασετίνα του όπου είχε σημειώσει ένα χρόνοπρωτύτερα το εξαψήφιο νούμερο που η ίδια η κυρία Δομέ-νικα μας είχε πει ότι έκρυβε την ημερομηνία του θανάτουτης, κι εγώ έσκυψα να δω, κι από πίσω έσκυψαν ο Σώτερ κιο Μανόλης κι από μπροστά ο Όττος κι ο Βέλιας κι ο κατά ταάλλα πολλά βαρύς κι ασήκωτος Μεγάλος Πρόδρομος ση-κώθηκε από το τελευταίο θρανίο της άλλης σειράς και μεςστη βιασύνη του να ’ρθει από πάνω μας έριξε κάτω την κα-ρέκλα του, έγινε αναστάτωση μεγάλη κι ο Κερατένιος κι ηΔροσιά τα χάσανε. Τότε μου ’ρθαν ξαφνικά στο μυαλό ταλόγια που η ίδια η δασκάλα μας είχε πει κάποτε στον Αγι-ούτο, «…στους λαβυρίνθους να πηγαίνεις ανάποδα, από τιςεξόδους προς το κέντρο… κι αν θες την αλήθεια, να περπα-τάς τον κόσμο ανάποδα…», αυτά τα λόγια της θυμήθηκακι άρχισα να φωνάζω «είναι ανάποδα... είναι ανάποδα…πάρε τα νούμερα από το τέλος προς την αρχή…» Μεμιάςτότε ο Γιώργος διάβασε με φωνή που έτρεμε τον αντε-στραμμένο αριθμό «πέντε, δύο, ένα, εννιά, εφτά, οχτώ» κιαμέσως μετά ο Σώτερ ψιθύρισε την ημερομηνία που ’κρυ-βαν τα νούμερα εκείνα, «πέντε δευτέρου του χίλια εννιακό-σια εβδομήντα οχτώ» κι έπιασε με τις παλάμες του ταμάγουλά του κι είπε με ξερή, ανέκφραστη φωνή «σήμεραήταν, λοιπόν…»

Είκοσι λεπτά αργότερα ανεβαίναμε σαν παλαβοί τοΘάνατο για να βγούμε στην Κουπέλα, καθώς μετά την κου-βέντα του Σώτερ όλα τα αγόρια ξεχυθήκαμε σαν τρελοί έξωαπό την τάξη, παραμερίζοντας τον Κερατένιο, τη Δροσιά,την καλοντυμένη κυρία, μα και τον αστυνόμο που περίμενελίγο πιο έξω, κι αρχίσαμε ένα ξέφρενο τρεχαλητό. Φτάσαμεστο Θάνατο στο μισό χρόνο απ’ ό,τι συνήθως και χωρίς ναπάρουμε ανάσα μπήκαμε στο σκοτεινό μονοπάτι χωρίς να

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄16

Page 19: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

πιαστούμε ο ένας από τον ώμο του άλλου. Πρώτος μπήκεστο μονοπάτι ο Όττος, τρέχοντας σαν το πούμα των μαγι-κών εικόνων του Τζακ, και πίσω του ακολουθήσαμε κι εμείςαλαφιασμένοι, έχοντας βαθιά μέσα μας την ελπίδα ότι οΓιώργος δεν είχε γράψει το σωστό νούμερο στην κασετίνατου ή ότι κάποιο λάθος είχε κάνει ο Σώτερ στην ερμηνείατου εξαψήφιου αριθμού ή ότι τέλος πάντων κάτι άλλο θαείχε συμβεί και δε θα βρίσκαμε το άψυχο κορμί της κυρίαςΔομένικας στη γούβα όπου έσμιγε παράφορα με την Τζίλ-ντα, εκεί όπου ένα χρόνο νωρίτερα, την πρώτη Φεβρουα-ρίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα εφτά, εκείνη γονάτισεμπροστά σε όλους μας και με ένα καλάμι έγραψε πάνω στοχώμα τη φράση

ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ

Κι ενώ αυτή η κρυφή ελπίδα φούντωνε μέσα μου καιμου έδινε δύναμη για να συνεχίσω να ανεβαίνω το Θάνατο,έξαφνα έπεσα πάνω σε ένα σώμα· ήταν ο Τζίμης που έβγαλεμια κραυγή πόνου — προφανώς είχε στραμπουλίξει κάπουτο πόδι του και είχε σωριαστεί κάτω. Για να τον αποφύγω,ανοίχτηκα λίγο προς τα αριστερά, βγήκα απ’ το σκοτεινόμονοπάτι, παραπάτησα, σκόνταψα σε κάποια ρίζα, έχασατον έλεγχο του σώματός μου, χτύπησα το κεφάλι μου στονκορμό μιας αμυγδαλιάς και με πήρε η κατηφόρα. Κατρα-κύλησα για είκοσι μέτρα, χτυπούσα σε κορμούς και γδερ-νόμουν σε κλαδιά, ώσπου κάποτε έπεσα κάτω και σκάλωσασε δύο κορμούς· το χώμα ήτανε ξερό, καθώς είχε να βρέξειγια καμιά βδομάδα. Γύρισα ανάσκελα και βαριανασαίνο-ντας κοίταξα ψηλά: μέσα απ’ τα πυκνά κλαδιά των δέντρωνέβλεπα ένα κομμάτι ουρανό — είχε ένα αφύσικο μοβ χρώμα,σα να ’ταν ψεύτικος. Και τότε θυμήθηκα πως εδώ και πέντεμέρες είχαμε μπει σε κείνο τον ζεβζέκη κι αδιάντροπο μήνα,το μήνα τον λειψό, όπου λογαριάζονται γι’ αλήθεια τα ψέ-ματα, κι ευθύς στο στόμα μου ανέβηκε κείνο το τραγούδι

κεφάλαιο 1 17

Page 20: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

που μας είχε μάθει η κυρία Δομένικα πριν από δυο χρόνια,την τελευταία μέρα του δίσεχτου Φλεβάρη, τη μέρα που οΣώτερ φανερώθηκε πως αγαπούσε κι εκείνος την κυρίαΠανδώρα: «Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε, πόσο σε καρτερούσα,για να φιλήσω έξαλλα τα χείλη που ποθούσα, κι ήρθες φο-ρώντας στο λαιμό την κόκκινη κορδέλα, κι άνθισες τις αμυ-γδαλιές επάνω στην Κουπέλα…» Και στη στιγμή πέρασαναπό τη θύμησή μου ανάκατα, σα να στροβιλίζονταν σεχοάνη, όλα όσα είχαμε ζήσει μαζί με την κυρία Δομένικαγια δυόμισι χρόνια, θυμήθηκα το παλιό ασημένιο ρολόι πουχάθηκε κάτω απ’ το μαύρο μαντίλι, το κυνηγητό των χελι-δονιών, την κυρτή ατσαλένια σπάθα που έλαμψε κατακόκ-κινη απ’ τον ήλιο του απογεύματος, τους αετούς με τακομμένα κεφάλια στα νύχια τους, τον μαυροντυμένο ταξι-διώτη με το καλυμμένο πρόσωπο και την απαίσια φωνή,αυτόν που ’κρυβε το δεξί του χέρι μες στην κάπα, τη μαρ-μάρινη Παναγία που ’κλαιγε με κόκκινα δάκρυα, θυμήθηκατις πασχαλίτσες που βγαίναν απ’ την τσάντα της και περ-πατούσαν, τις ξύλινες καρδούλες που μας μοίραζε, το χωνίπου ακουμπούσε στο στήθος μας για να καταλάβει ποιοςαπό μας ήταν περισσότερο ερωτευμένος, τη φλαμουριά πουθα την έκαιγε όποιος έμενε τελευταίος, το μελαγχολικότραγούδι της, το τρομερό φιλί της, που δεν το άντεξα ούτεκαν πίσω από το μαυρισμένο τζάμι, το σούρωμα των σκα-σμένων χειλιών της, το σπάσιμο των δαχτύλων της, τα γυ-μνωμένα στήθη της δίχως ρώγες, την ελιά στο αριστερό τηςμάγουλο, τη μαύρη κορδέλα που φυλάκιζε τα αφηνιασμέναόνειρα, την ανεμώνη του λαιμού και τη βιολέτα της κοιλιάςτης, τον θαμπό ορίζοντα των ματιών της, τη μαγευτικήφωνή της, το υπέροχο γλυκύτατο χαμόγελό της, που νόμι-ζες πως το ’χε κλέψει απ’ τον διάβολο, τις έξαλλες αγκαλιέςτης με τον άνεμο — όλα αυτά και τόσα ακόμη… Κι όπωςθυμόμουν τον τρομερό γυμνό χορό του ανέμου, που έναχρόνο νωρίτερα σφύριζε στα βήματά της μπροστά σταμάτια μας σα δαιμονικό κάλεσμα, άκουσα από την κορυφή

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄18

Page 21: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

της Κουπέλας τον Όττο να φωνάζει με όλη τη δύναμη τωνπνευμόνων του μια λέξη που ανήκε στον άνεμο: «Φίλη-σεεεε…» Αμέσως κατάλαβα πως ο πόλεμος της δασκάλαςμας με τον άνεμο της Κουπέλας είχε τελειώσει οριστικά.

κεφάλαιο 1 19

Page 22: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 23: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

2.

Ένας άσπρος φάκελος κάτω από μια μαύρη πέτρα

Η κυρία Δομένικα ήτανε ο τέταρτος δικός μας που’φευγε για πάντα από τη γειτονιά με το κοκκινόχωμα.Πρώτη ήταν —αλίμονο— η κυρία Πανδώρα στις είκοσι εννιάΝοεμβρίου του εβδομήντα έξι, δεύτερος ο τρομερός Τζακ οΤαρνανάς την πρωταπριλιά του εβδομήντα εφτά, τρίτος οΠέτρος ο Σαρανταένας, που στις δεκαεννιά Σεπτεμβρίουόρμησε τρέχοντας σε κάποιο εγκαταλελειμμένο καμίνι που’πιασε φωτιά για να δώσει αγιούτο σ’ ένα αλλόκοτο ξύλινογλυπτό, και τέταρτη η κυρία Δομένικα, ολόγυμνη απόρούχα, ξαπλωμένη μπρούμυτα στη Φωλίτσα της Κουπέ-λας, εκείνο το πρωινό της πέμπτης Φεβρουαρίου του εβδο-μήντα οχτώ. Μάλιστα, τούτη τη φορά είδαμε με τα μάτιαμας για πρώτη φορά ανθρώπινο πτώμα (τις άλλες φορές δενείχε τύχει· την κυρία Πανδώρα τη θάψανε στα μουλωχτάμια Κυριακή χωρίς εμείς τίποτε να χαμπαριάσουμε —άσεπου εκείνη τη μέρα εγώ έλειπα από τη γειτονιά με το κοκ-κινόχωμα—, τον Ταρνανά πάλι τον ρούφηξε η κινούμενηάμμος και χάθηκε, κι ο Πέτρος ποτέ δε γύρισε απ’ το κα-μίνι του Μαριαλουκά, δεν ξέρω αν έμεινε εκεί ή μπήκε στοΜεγάλο Λαβύρινθο που οδηγεί στην καρδιά της γης — οπαπα-Λεπ Ταιρ έλεγε πως το κορμί του ανθρώπου μένειπίσω όταν αυτός ξεκινάει για το μεγάλο ταξίδι και τότε τον

[21]

Page 24: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

διέκοπτε ο Γιώργος «λέγε μας την αλήθεια, παπα-ΛεπΤαιρ» του ’λεγε, «μη μας μιλάς για ταξίδια και μπούρ-δες…», κι ο παπα-Λεπ Ταιρ έπινε μια γεμάτη γουλιά απότο ούζο του κι έλεγε «ποιος την ξέρει την αλήθεια;»). Εκείνοτο πρωινό λοιπόν της πέμπτης Φεβρουαρίου του χίλια εν-νιακόσια εβδομήντα οχτώ ο ένας μετά τον άλλον και τελευ-ταίος εγώ αντικρίσαμε για πρώτη μας φορά αυτό που μένει,το σώμα που κάποτε αγγίξαμε ζωντανό ήταν πια άψυχο,ένα σακί με αίμα και ακαθαρσίες που θα γυρνούσε στο χώμακι έπειτα θα γινόταν μια μικρή πέτρα, μια χουφτιά νερό,ένα φύσημα του ανέμου (και πού να πήγε άραγε αυτός πουτα υποκινούσε όλα τούτα, πού να φώλιασε και πού να χαί-ρεται την ηδονή του, «ας ρουφήξει το χώμα τους χυμούςτου κορμιού μου, σάμπως τους αγόρασα;» είχε πει ο Ταρ-νανάς λίγο πριν τον καταπιεί ο Βάλτος). Πλάι στο κορμί τηςκυρίας Δομένικας υπήρχε ένας άσπρος φάκελος αλληλο-γραφίας κάτω από μια μαύρη πλατιά πέτρα, δε γινότανε ναμην τον πάρει το μάτι σου. Ο Γιώργος τότε έβγαλε μιατρελή κραυγή και πήγε να τρέξει επάνω της, μα ο ΜεγάλοςΠρόδρομος, αν και δυσκίνητος, έκανε μια βουτιά και τοναγκάλιασε· κυλίστηκαν κι οι δυο τους κάτω. Όλοι οι υπό-λοιποι πέσαμε στα γόνατα· έγινε απόλυτη σιωπή. Μια ανε-ξήγητη αίσθηση με είχε κυριεύσει στη θέα του άψυχουκορμιού της, ένιωθα ήρεμος, γαλήνιος και απόλυτα διαυ-γής· νομίζω πως το ίδιο νιώθαν κι οι άλλοι. Πέρασε κά-μποση ώρα, ώσπου κάποτε ο Σώτερ σηκώθηκε, προχώρησεκι έσκυψε πάνω από το γυμνό κουφάρι της· τα μάτια τηςήταν κλειστά, τα σκασμένα χείλη της φιλούσαν το χώμα —ή μήπως η δασκάλα μας φιλιόταν με κάποιον απ’ την άλληπλευρά; Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια βροντερή φωνή,«αλτ, μην αγγίξεις τίποτε»· ήταν ο αστυνόμος που ’χε ’ρθειστο κατόπι μας. Πίσω του φάνηκε αγκομαχώντας ο Κερα-τένιος. Κι ο Σώτερ έμεινε ακίνητος, έπειτα σήκωσε το δεξίτου χέρι ψηλά, μα πριν σηκώσει και το αριστερό, με μιακίνηση ταχυδακτυλουργού τράβηξε τον άσπρο φάκελο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄22

Page 25: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κάτω απ’ τη μαύρη πέτρα και τον έριξε μες στον κόρφο του.Σε λίγη ώρα μάς κατέβασαν με το ζόρι από την Κου-

πέλα, είχανε έρθει κι άλλοι αστυνομικοί και χωροφύλακες κιείχαν αποκλείσει το λόφο και τις παρυφές του, είχε μαζευ-τεί πολύς κόσμος, οι περισσότεροι περίεργοι που διψούσανγια εγκλήματα, φόνους και βιασμούς κι άλλοι πάλι μονο-λογούσαν φοβισμένοι ξόρκια για το κακό που βρήκε τη γει-τονιά. Λίγο πιο πέρα, κάπως απόμερα, στεκόταν ηκαλοντυμένη κυρία που είχαμε δει έξω απ’ την τάξη μας·φαινότανε βουρκωμένη, μα έκανε μεγάλη προσπάθεια νακρατηθεί στα πόδια της. Ωστόσο, κάποια στιγμή που έφυγεαπό κοντά της η κυρία Δροσιά που την κρατούσε από τομπράτσο, παραπάτησε και σωριάστηκε κάτω λιπόθυμη.Δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία: εκείνη η γυναίκα ήταν ηΑύρα Φραντζή, η μητέρα της κυρίας Δομένικας, για τηνοποία ξέραμε τόσα πολλά από τις διηγήσεις της. Έπεσεπάνω της ο κόσμος να τη συνεφέρει, στο τέλος την έβαλανμέσα σ’ ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας που έφυγε με θό-ρυβο σηκώνοντας σκόνη. Κάποια στιγμή, ο αστυνόμος μετο τσιγκελωτό μουστάκι ζήτησε τον Κερατένιο, κάτι συ-ζητήσανε αναμεταξύ τους και έξαφνα ο Κερατένιος έβαλεμία φωνή «τάξις, επιστρέψατε εις την αίθουσαν». Και όπωςγυρνούσαμε στοιχισμένοι ανά ζεύγη στην τάξη, έπεσε ανα-μεταξύ μας το σύρμα πως, ό,τι κι αν μας ρωτούσαν, εμείςδεν ξέραμε τίποτε, μόνο μια μέρα η κυρία Δομένικα μαςπήγε περίπατο στην Κουπέλα, μόνο αυτό.

Αυτό είπαμε ξανά και ξανά στον αστυνόμο με το τσι-γκελωτό μουστάκι, που λίγη ώρα αργότερα μας ρωτούσεεπίμονα μες στην τάξη πώς το ξέραμε εμείς με τόση σιγου-ριά πού ήταν το κουφάρι της κυρίας Πανδώρας, «μόνο ο ένο-χος δύναται να γνωρίζει με τέτοιαν βεβαιότητα» έλεγε καιμας αγριοκοιτούσε, αλλά εμείς μιλιά. Ο αστυνόμος στρε-φότανε τότε στον Γιώργο «κι εσύ τι διάβασες στην κασε-τίνα σου και αναστατώθηκες;», «τη σημερινή ημερομηνία,κύριε…» απαντούσε ο Γιώργος, «και πού την ήξερες εσύ;»

κεφάλαιο 2 23

Page 26: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

επέμενε, «την αντέγραψα από τον πίνακα, κύριε», «καιγιατί τη φώναξες δυνατά;», «γιατί τα έχασα, κύριε» συνέ-χιζε ο Γιώργος, «κεριά και λιβάνια» ξεσπούσε τότε ο αστυ-νόμος, «κι εσύ γιατί φώναξες πως σήμερα είναι;»στρεφότανε στον Σώτερ, «ε, αφού ήταν σήμερα, τι άλλο ναφωνάξω;» απαντούσε εκείνος, κι ύστερα πάλι φτου κι απ’την αρχή. Είδε και απόειδε ο αστυνόμος και κάποια στιγμήσηκώθηκε κι έφυγε άπρακτος. Μα πριν φύγει μας αγριο-κοίταξε όλους έναν-έναν, «έννοια σας» είπε, «κι αν σαςπιάσω να λέτε ψέματα, να το ξέρετε, όλους θα σας κλείσωμέσα». Κι όταν έφυγε, ο Κερατένιος άρχισε να μας μιλά θυ-μωμένος, «αλίμονό σας αν λέτε ψέματα, φωτιά θα ρίξει οΘεός και θα σας κάψει», τέτοια έλεγε, και ο Ζήσης κοίταζεφοβισμένος το ταβάνι της τάξης, κάποτε σταμάτησε ναμιλά, ξεφύσηξε και μας είπε να πάμε σπίτια μας. Μα μόλιςβγήκαμε έξω απ’ την τάξη, σχεδόν όλοι μας αντικρίσαμετις μανάδες μας, που είχαν μάθει τα καθέκαστα και ανήσυ-χες είχαν καταφθάσει στο εκατοστό πέμπτο· όπως ήταν φυ-σικό, μας πήραν από το χέρι και πήραμε το δρόμο για τοσπίτι χωρίς να προφτάσουμε τίποτε να συνεννοηθούμε με-ταξύ μας. Μόνον ο Μεγάλος Πρόδρομος πρόλαβε να σηκώ-σει το αριστερό του χέρι με την παλάμη του ανοιχτή καιμόνο ο αντίχειράς του ήταν σπασμένος μισός, χειρονομίαπου σήμαινε πως η συνάντησή μας ήταν στα Βαρέλια γιατις τέσσερις και μισή, την ώρα δηλαδή που οι γονιοί μας θα’χαν κοιμηθεί για μεσημέρι.

Όταν στις τέσσερις και μισή εκείνου του μεσημεριούπήγαμε στα Βαρέλια, τα μάτια όλων μας ήταν πρησμένακαι κατακόκκινα, όπως όταν προσπαθείς να συγκρατήσειςτα δάκρυά σου πιέζοντας μ’ όλη σου τη δύναμη το πρόσωπόσου στο μαξιλάρι. Ο καιρός ήταν μουντός μα σχετικά ξηρός,δε φυσούσε διόλου· κανείς δεν αποφάσιζε να μιλήσει. Κά-ποτε —θα ’χε περάσει κοντά μια ώρα— ο Γιώργος έσπασε τησιωπή· «εγώ φταίω» είπε κι έκρυψε το πρόσωπό του μεςστις παλάμες του. «Γιατί να φταις εσύ μονάχα;» του ’πε

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄24

Page 27: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τότε ο Βέλιας. «Ίσα-ίσα, εσύ έκανες ό,τι μπορούσες. Εμείςόλοι οι υπόλοιποι φταίμε που το χάψαμε το παραμύθι πουμας ξεφούρνισε εκείνη το βράδυ του Νοεμβρίου με τη γα-λάζια πανσέληνο, πως τάχα όλα τούτα που έλεγε και μαςφούσκωνε το κεφάλι για δυο χρόνια ήταν γεννήματα του νουτης, η κατάρα που τη βαραίνει, ο αναπόφευκτος θάνατόςτης, τα φαρμακωμένα χείλια της που παίρναν τη ζωή, όλααυτά ήταν ονειροφαντασίες —έτσι δε μας είχε πει;—, πωςτάχαμου είχε κάτι μπιμπίκια στο πρόσωπο και για να ταγιάνει θα πήγαινε να βρει μια μαύρη πέτρα στον ποταμόΣτρυμόνα…» Ο Βέλιας είχε λαχανιάσει, μα συνέχιζε «…και μην πει κανένας πως δεν το ξέραμε πως έλεγε ψέ-ματα…» έμεινε σιωπηλός για λίγο κι ύστερα μίλησε χαμη-λόφωνα, σα να έκανε μια φοβερή ομολογία, «όλοι τοκαταλάβαμε πως σταύρωσε τα δάχτυλά της κάτω απ’ τοάσπρο τραπεζάκι…» Ο Γιώργος παρέμενε ακίνητος χωρίςούτε στιγμή να σηκώσει το κεφάλι του, σα να μην είχεακούσει καν τα λόγια του Βέλια, μονάχα όταν ο άλλος στα-μάτησε είπε μ’ έναν ψιθυριστό λυγμό, «…φταίω γιατί τηναγάπησα τόσο πολύ και τόσο λάθος…» εκείνη τη στιγμήωστόσο ακούστηκε η φωνή του Σώτερ, «κανείς δεν αγά-πησε λάθος…» είπε ορθά-κοφτά, «…μήτε κανένας έφταιξεσε τίποτε». Γυρίσαμε όλοι και τον κοιτάξαμε, «…χρειά-στηκαν αιώνες αίματος…» συνέχισε εκείνος με ξερή φωνήλέγοντας μια δικιά της κουβέντα, έπειτα πήρε βαθιά ανάσακαι συνάμα μάς κοίταξε. Φαίνεται όμως πως είδε την απο-ρία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μας, και τότε έβαλε τιςφωνές, «μα δεν καταλαβαίνετε;» φώναξε, «όλα έγιναν όπωςέπρεπε να γίνουν, έπρεπε να πιστέψουμε την ψεύτικη ιστο-ρία της, έπρεπε να κάνουμε πως δεν είδαμε το σταύρωματων δαχτύλων της κάτω από το τραπέζι και δεν έπρεπε ναπάμε στις μαργαρίτες για να δούμε αν βγάλαν ξυράφια αντίγια πέταλα. Σας το λέω, έπρεπε να μείνει μόνη απ’ όλους ηκυρία Δομένικα, να τακτοποιήσει τις τελευταίες της δου-λειές κι έπειτα να φορέσει στο λαιμό της την κόκκινη κορ-

κεφάλαιο 2 25

Page 28: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δέλα και ν’ ανέβει χθες το βράδυ στην Κουπέλα και ν’ ακού-σει το στερνό σφύριγμα του ανέμου…», «και να πεθάνει;»ρώτησε τότε ο Ζήσης, ο Σώτερ αναστέναξε, κοίταξε γιαλίγο στον ορίζοντα το μούχρωμα που έσβηνε σιγά-σιγά, κιύστερα είπε με αργή φωνή «ναι, και να πεθάνει…» Τότεσωπάσαμε όλοι για αρκετή ώρα· είχε δίκιο ο Σώτερ, ταπάντα είχαν γίνει όπως έπρεπε — αλίμονο. Αφού η δασκάλαμας θέλησε να μπλέξει στα δίχτυα του έρωτα, έπρεπε να τοτραβήξει ώς το τέλος και ν’ αδράξει την αλήθεια μες στοστομάχι της κόλασης· «άρα ήταν θέλημα Θεού…» είπε κά-ποια στιγμή ο Ζήσης κάνοντας το σταυρό του. «Όχι» είπεο Μεγάλος Πρόδρομος, που μέχρι τότε έμενε σιωπηλός,«ήτανε θέλημα δικό της».

Όταν, αρκετή ώρα αργότερα, ο Σώτερ έβγαλε απ’ τονκόρφο του τον άσπρο φάκελο που ’χε αφήσει πλάι στη γούβατης Φωλίτσας η κυρία Δομένικα λίγο πριν το τελευταίοαγκάλιασμά της με τον άνεμο, το σκοτάδι είχε πέσει για τακαλά, τόσο που χρειάστηκε να καθίσω πλάι στον Σώτερ καινα του ανάβω κάθε λίγο από ένα σπίρτο ώστε να βλέπει τιδιαβάζει. Ο Σώτερ, με χέρι τρεμάμενο, έσκισε την άκρη τουάσπρου φακέλου κι από μέσα έβγαλε μια κόλλα χαρτί δι-πλωμένη στα τέσσερα, την ξεδίπλωσε ευθύς αμέσως, κιεγώ, καθώς άναψα το πρώτο σπίρτο, αναγνώρισα στηστιγμή —ή έτσι νόμισα τουλάχιστον— τα πλάγια γράμματατης κυρίας Δομένικας, που τέλειωναν σε πονηρές και ύπου-λες ουρίτσες. Ο Σώτερ άρχισε να διαβάζει με βραχνή φωνήκαι κομπιάζοντας:

«Όποιος διαβάζει τούτες τις γραμμές ας μάθει ότιείναι οι τελευταίες επιθυμίες μιας ετοιμοθάνατης. Γιατο λόγο αυτό ας παραδώσει το χαρτί που κρατά σε κά-ποιο αγόρι —όποιο να ’ναι— από την τρίτη τάξη τουεκατοστού πέμπτου δημοτικού σχολείου της περιφέ-ρειας Μαλακοπής κι ας σταματήσει την αδιάκριτη ανά-γνωσή του εδώ.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄26

Page 29: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

»Στα αγόρια της τάξης αυτής, τους μοναδικούς φί-λους της ζωής μου, αφήνω τα εφτά κόκκινα τετράδιαπου βρίσκονται κλειδωμένα στο δεύτερο συρτάρι τουγραφείου μου και τους ορίζω εκτελεστές των τελευταίωνμου επιθυμιών.

»Γεννήθηκα σημαδεμένη, έζησα ανάμεσα σε μαύ-ρες σκιές και πεθαίνω δίχως να τις αποχωριστώ. Τίποτεδεν έχω να μοιράσω σε αυτούς που μένουν πίσω μου,παρά τα λιγοστά μου υπάρχοντα —ρούχα και έπιπλα—,αυτά ας τα δώσει ο παπα-Λεπ Ταιρ όπου νομίζει. Μόνοτο μαύρο μεταξωτό μαντίλι που άφησα πριν από δυόμισιχρόνια στην έδρα της τάξης σκεπάζοντας το ασημένιορολόι του πατριού μου, αυτός που το φύλαξε τώρα πιαας το δώσει στη μάνα μου· είναι δικό της. Και όσο εκείνηζει, μια φορά κάθε χρόνο, τη μέρα του Ευαγγελισμού,στις είκοσι πέντε του Μαρτίου, ο ίδιος φίλος μου (που ’χειτα γαλανά μάτια του πατέρα) ας πηγαίνει νωρίς το από-γευμα στο σπίτι της, να της χτυπά την πόρτα και να τηςδίνει στο μάγουλο ένα απαλό φιλί. Ύστερα να φεύγει.

»Όσο για το σώμα μου, ας μην το λυπηθεί κανένας,έτσι ρημαγμένο που θα βρεθεί. Δεν είναι δικό μου, μήτεμε τυραννά πια. Κι αν η γρια-Αλεξάνδρα το θέλει, ας τοκόψει με το μαχαίρι της κι ας του ξεριζώσει τα σπλάχναγια να ταΐσει τα πουλιά της — δε θα πονέσω. Μονάχατο κουφάρι που θ ’απομείνει —ό,τι απομείνει— θα ’θελανα ταφεί, όχι στα κοιμητήρια, αλλά στη Φωλίτσα τηςΚουπέλας, να σαπίσει εκεί, στον τόπο όπου άλλοτε τοσώμα μου συστρεφόταν από την ηδονή· αυτή θα είναι ηδικαιοσύνη της φύσης. Ας είναι ρηχός ο λάκκος του, εύ-κολα να μπορούν να το ξεθάψουν τα πεινασμένα τσακά-λια. Και μήτε σταυρός να μπει μήτε μνήμα. Κι ούτε μιαφτέρη που να σκιάζει τον ύπνο του.

»Και κάθε φθινόπωρο να έρχεται κάποιος και να ρί-χνει μια χεριά σπόρο στο χώμα όπου τάφηκε τούτο τοκορμί. Και κάθε Ιούλιο να θερίζει το ωριμασμένο στάχυ

κεφάλαιο 2 27

Page 30: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

πάνωθέ του. Και το στάρι —δυο χούφτες στάρι θα ’ναι—να το σκορπάει στον άνεμο το ίδιο βράδυ, να το τσιμπο-λογούν τ ’αηδόνια της νύχτας που θα ταράζουν τη γα-λήνη του.

»Έτσι θέλω».

Όταν ο Σώτερ τέλειωσε την ανάγνωση, το μόνο πουακουγόταν ήταν το βουητό του ανέμου. Είχε φτάσει πια τοβράδυ και το κρύο έσφιγγε. Και κανένας μας δε μιλούσε.Νιώθαμε το κορμί μας ναρκωμένο, το στόμα πικρό, τα δό-ντια μάτωναν τα χείλη, οι μύτες και τ’ αυτιά μας είχανμπουζιάσει και πονούσαν. Έξαφνα έπαψε το βουητό τουανέμου και ακούστηκε μια υπέροχη μουσική. Ευθύς στή-σαμε αυτί σα μαγεμένοι· ήταν το κελάηδημα ενός αηδονιού— μα πού βρέθηκε τ’ αηδόνι να τραγουδά μες στο καταχεί-μωνο; Κι ήτανε τόσο γλυκό το τραγούδι εκείνο, που δενπροφτάσαμε να συλλογιστούμε τίποτα, ο ήχος έσταζε σαβάλσαμο στις καρδιές μας. Όταν έπαψε κι η τελευταία νότα,ο Γιώργος σηκώθηκε όρθιος —τα μάτια του ήταν κόκκινα—και είπε «έτσι θέλησε…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄28

Page 31: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

3.

Ο παπα-Λεπ Ταιρ ζητάει ησυχία

Φυσικά εκπληρώσαμε όλες τις τελευταίες επιθυμίεςτης κυρίας Δομένικας, όχι χωρίς δυσκολίες είναι η αλήθεια,μα σίγουρα ό,τι κι αν είχε ζητήσει εκείνη στο τελευταίογράμμα της εμείς θα το κάναμε ακόμα κι αν ήταν το δυ-σκολότερο πράγμα του κόσμου. Εκείνο που μας παίδεψεπερισσότερο ήταν το μπλέξιμο της αστυνομίας στην υπό-θεση: μια νέα γυναίκα που μόλις είχε κλείσει τα είκοσι οχτώτης χρόνια και που βρέθηκε νεκρή, γυμνωμένη απ’ τα ρούχατης, επάνω στον ερημικό λόφο της Κουπέλας, έφερνε στονου τού καθένα την εκδοχή του εγκλήματος. Έτσι, το ίδιοκιόλας βράδυ της ημέρας που μαζευτήκαμε στα Βαρέλια,εκεί στο Μικρό Ρέμα, μάθαμε ότι η αστυνομία είχε διατά-ξει νεκροψία στο κουφάρι της κυρίας Δομένικας κι ότι είχεσφραγίσει το διαμέρισμά της. Και φυσικά μπορείς να φα-νταστείς την αναστάτωση της γειτονιάς μας από την επο-μένη (ήταν η έκτη του Φεβρουαρίου): το χαμηλόφωνο καιμουρμούρικο κουτσομπολιό της πρώτης ημέρας έδωσε τηθέση του σ’ έναν καταιγισμό υποθέσεων και σίγουρων τάχαπληροφοριών που κυκλοφορούσαν παντού· ότι την κυρίαΔομένικα τη βίασε κι ύστερα τη στραγγάλισε κάποιος και-νούργιος φοβερός δράκος της περιοχής, ότι τη σκότωσε ο μυ-στηριώδης εραστής της που συναντούσε τις νύχτες (αρκετές

[29]

Page 32: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φορές την είχανε δει να περπατάει μετά τα μεσάνυχτα στοδρόμο του Πύργου), ότι την έβαλαν με το στανιό να πιει δη-λητήριο κάποιοι μαυροντυμένοι άγνωστοι που κυκλοφο-ρούσαν έξω απ’ το σπίτι της το τελευταίο βράδυ για ναξεκαθαρίσουν σκοτεινούς λογαριασμούς μαζί της, ότι τηνέπνιξε μες στη χαζομάρα του ο Θόδωλας, ο νεκροκουβαλη-τής του Θανατά που όλοι τον λέγαν καθυστερημένο (τονυποψιάζονταν, επειδή όποτε έβλεπε στο δρόμο τη δασκάλαμας έβαζε το χέρι του στον κόρφο του και της πρόσφερε έναανύπαρκτο λουλούδι κι εκείνη το έπαιρνε χαμογελώντας καιτο έβαζε στον κόρφο της), ότι η κυρία Δομένικα ανήκε σεμια οργάνωση του διαβόλου και εκείνη τη νύχτα πρόσφερεθυσία το κορμί της στον σατανά (η εκδοχή αυτή είχε και συ-νέχεια, ότι επάνω στην Κουπέλα γινόντουσαν, λέει, τελετέςόπου καλούνταν ο διάβολος και στις τελετές αυτές ήμασταντάχα κι εμείς, κι ότι μέσα στο κόλπο ήταν κι ο παπα-ΛεπΤαιρ, που δεν ήταν παπάς αλλά τράγος του πονηρού). Τοτελευταίο ακούστηκε αρκετές φορές, κι ο Μανόλης μονολο-γούσε, δαγκώνοντας τον διπλωμένο δείκτη του χεριού του,«αχ και να μάθω ποιος το είπε αυτό, θα τον βάλω να φάει τοσκατό του…», μα ο Κώστας τού έλεγε «άσ’ τους, Μανόλη,αυτοί ποτέ τους δεν είδαν τ’ αστέρια να τρεμοπαίζουν…»

Βέβαια όλοι εκείνοι που ήταν εντελώς σίγουροι για τηναιτία του θανάτου της ξίνισαν τα μούτρα τους το πρωινότης δεκάτης Φεβρουαρίου, όταν διάβασαν τοιχοκολλημένοτο αγγελτήριο της προγραμματισμένης για την επομένηκηδείας της και έμαθαν πως η αστυνομία θεωρούσε τηνυπόθεση λήξασα, καθώς η νεκροψία έδειξε πως τα αίτια τουθανάτου της ήτανε φυσικά· ο δεύτερος ιατροδικαστής μί-λησε για προχωρημένο καρκίνο, διάσπαρτο σε όλο της τοκορμί, ενώ μαζί του αμέσως συμφώνησε με ανακούφιση καιο πρώτος, που αρχικά είχε βρεθεί σε αδιέξοδο, καθώς αδυ-νατούσε να διαγνώσει ή έστω να υποθέσει τι είχε συμβεί. Ηγειτονιά στην αρχή δυσπίστησε και στη συνέχεια, με φα-νερή απογοήτευση και δυσφορία, δέχτηκε την επίσημη εκ-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄30

Page 33: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δοχή. Κάποιοι μάλιστα, θυμωμένοι που διαψεύστηκαν οιυποθέσεις τους, είπανε με εμπάθεια πως «πλήρωσε, φαίνε-ται, τα ανομήματά της…», και στα κουτσομπολιά τους επέ-μεναν ιδιαίτερα στην περιγραφή του ρημαγμένου απ’ τηναρρώστια του κορμιού της, λες κι ήτανε μπροστά στη νε-κροψία: «όλα τα μέσα της ήταν σα να ’χαν σαπίσει…» λέ-γανε ξανά και ξανά, θαρρείς και τους ηδόνιζε τούτη ηεικόνα. Κι αν είχαμε το χρόνο να ψάξουμε ποιοι ήταν εκεί-νοι που τα ’λεγαν αυτά, το ίδιο κιόλας βράδυ θα τους κατε-βάζαμε τα παράθυρα με τις σφεντόνες, για να μάθουν ναμιλούν έτσι για κείνη…

Όμως εκείνη τη μέρα δεν είχαμε χρόνο να ψάχνουμε τιείχε πει ο καθένας, καθώς έπρεπε να πραγματοποιήσουμετο συντομότερο δυνατό την πιο δύσκολη από τις τελευταίεςεπιθυμίες της κυρίας Δομένικας, αυτήν που είχε να κάνει μετην ταφή του σώματός της: η δασκάλα μας ήθελε να μηνταφεί στα κοιμητήρια αλλά επάνω στη Φωλίτσα, εκεί όπουέζησε τις πιο ηδονικές στιγμές της ζωής της κι άφησε τηντελευταία της ανάσα (όσο για τη φράση του στερνού γράμ-ματός της, όπου έλεγε για το κορμί της πως αν το ’θελε ηγρια-Αλεξάνδρα, η μάγισσα του Στοιχειωμένου, ας το ’κοβεκι ας του ξερίζωνε τα σπλάχνα, η ίδια η γρια-Αλεξάνδραμόλις δύο μέρες υστερότερα από το θάνατο της κυρίας Δο-μένικας είχε δώσει την απάντησή της στον Όττο, που τονείχαμε στείλει επί τούτου ως το Στοιχειωμένο για να τηρωτήσει: του ’χε πει χαμογελώντας αινιγματικά πως ό,τιήτανε να πάρει απ’ την κυρία Δομένικα το ’χε ήδη πάρει).Κι όπως ήταν φυσικό, μαζευτήκαμε ανήσυχοι εκείνο το με-σημέρι της δεκάτης Φεβρουαρίου στα Βαρέλια να δούμε τιθα κάνουμε. Η πρώτη ιδέα ήταν να δείξουμε το γράμμα στημητέρα της και στην αστυνομία και να προσπαθήσουμε νατους πείσουμε για τις τελευταίες επιθυμίες της κυρίας Δο-μένικας. Η άποψη τούτη όμως απορρίφθηκε πολύ γρήγορα,καθώς, αν η αστυνομία δεν το επέτρεπε —που στα σίγουραδε θα το επέτρεπε—, ουδέποτε θα μπορούσαμε πλέον να θά-

κεφάλαιο 3 31

Page 34: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ψουμε την κυρία Δομένικα στην Κουπέλα, αφού θα μας εί-χανε πια στο μάτι. Έπειτα σκεφτήκαμε ν’ αφήσουμε ναγίνει η κηδεία κανονικά και να πάμε το βράδυ να ξεθάψουμετο κορμί της από τα κοιμητήρια και να το θάψουμε στηνΚουπέλα· αλλά τι θα γινόταν αν μας έπαιρνε χαμπάρι οΨευτοπέτρος, ο φύλακας του νεκροταφείου; Εξάλλου, όταντην άλλη μέρα η αστυνομία θα έβρισκε τον τάφο ανοιγμένο,θα άρχιζε και πάλι τις ανακρίσεις και στο τέλος θα μας πιά-νανε. Το συζητήσαμε μέχρι που σκοτείνιασε και μόνο τότεκαταλήξαμε στη μόνη λύση που μας φαινότανε κάπως εφι-κτή: η κηδεία θα γινόταν κανονικά στα κοιμητήρια το πρω-ινό της επομένης, αλλά το φέρετρο θα ήταν άδειο, κι ότανθα έπεφτε το σκοτάδι, θα ανεβάζαμε στην Κουπέλα τοκορμί εκείνης· και βέβαια δε γινόταν να τα καταφέρουμεόλα τούτα χωρίς να πάρουμε με το μέρος μας, συνένοχό μας,τον παπα-Λεπ Ταιρ — Ελευθέριος ήταν το κανονικό τουόνομα, όμως ο ίδιος ήθελε εμείς να τον φωνάζουμε Λεπ Ταιρκαι μάλιστα να γράφουμε το Ταιρ με άλφα γιώτα, «η ελευ-θερία είναι ένα ψέμα… δε θέλω το όνομά μου να σημαίνειτίποτε…» μας είχε πει.

Θα ήταν περίπου εννιά η ώρα το βράδυ όταν πήγαμεκαι τον βρήκαμε στη χαμηλοτάβανη αποθήκη του ΙερούΝαού Πίστεως και Ελπίδος, που την είχε και για σπίτι του(πριν έρθει ο παπα-Λεπ Ταιρ, η εκκλησία λεγόταν «ΙερόςΝαός Σοφίας, Αγάπης, Πίστεως και Ελπίδος», όμως ο τρε-λόπαπας κατήργησε με το έτσι θέλω τα δυο πρώτα ονόματαλέγοντας πως η Σοφία είχε ταχθεί ολοφάνερα πλέον με τομέρος του διαβόλου, ενώ η Αγάπη δεν υπήρχε, ούτε είχευπάρξει ποτέ — ήταν απ’ την αρχή μια μπλόφα για να ησυ-χάσει τους πεινασμένους). Στην αποθήκη έφεγγε ασθενικάμια γκαζόλαμπα κι από ένα μικρό ραδιόφωνο ακούγοντανπαλιά ρομαντικά ξένα τραγούδια. Ο παπα-Λεπ Ταιρ ήτανεκαθισμένος στο τραπέζι τύφλα μεθυσμένος και δε μαςάκουσε που μπήκαμε. Όλος ο χώρος μύριζε από το παρά-ξενο λιβάνι που συχνά κάπνιζε ο παπα-Λεπ Ταιρ και για

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄32

Page 35: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τούτο οι μανάδες μας τον λέγανε μαστούρη και χασίκλα καιτου σούρναν τα χίλια δυο. Και μόνο σαν παραταχτήκαμεαπέναντί του δεκατέσσερα αγόρια στη σειρά, σήκωσε το κε-φάλι του και μας είδε. Έσκασε τότε ένα αλλόκοτο χαμόγελοανθρώπου αγαθεμένου, έπειτα ξαφνικά σοβάρεψε το πρό-σωπό του, «α, ήρθατε…» είπε, λες και μας περίμενε, καιχαμήλωσε και πάλι το βλέμμα του βυθισμένος στις αλλό-κοτες σκέψεις του. Στο ραδιόφωνο έκλαιγε ένα τσιγγάνικοβιολί. Απέναντι από εκείνον στο τραπέζι υπήρχε μια άδειακαρέκλα. Ο Σώτερ μάς έριξε μια στιγμιαία ματιά κι ύστεραπροχώρησε εμπρός και κάθισε σε κείνη την καρέκλα, προ-κειμένου να μιλήσει εξ ονόματος όλων μας. Και αμέσωςμόλις κάθισε απέναντί του, και πριν του πει οτιδήποτε,έβγαλε από τον κόρφο του το γράμμα της κυρίας Δομένι-κας και το άφησε στο κέντρο του τραπεζιού. Ο παπα-ΛεπΤαιρ έδειξε σα να μην καταλάβαινε τι γινόταν, μήτε καιξεκόλλησε το βλέμμα του από το δάπεδο ώστε να δει πάνωστο τραπέζι τον άσπρο φάκελο. «Παπα-Λεπ Ταιρ…» έκανεδειλά-δειλά ο Σώτερ, «σσσσς» τον έκοψε εκείνος φέρνονταςμε μια απότομη κίνηση το δάχτυλο μπροστά στα χείλη τουκαι σηκώνοντας ψηλά το πρόσωπό του με τα μάτια σχεδόνκλειστά. Ο Σώτερ, όπως κι όλοι μας, νόμισε πως ο παπα-Λεπ Ταιρ ήθελε ν’ ακούσει το τσιγγάνικο βιολί και σώπασεμέχρι που τέλειωσε η θλιμμένη μελωδία. Τότε πάλι προ-σπάθησε να του μιλήσει, «παπα-Λεπ Ταιρ» του είπε σπρώ-χνοντας με το χέρι του τον άσπρο φάκελο, «διάβασε αυτότο γράμμα, σε παρακαλούμε, διάβασ’ το». Ο παπα-ΛεπΤαιρ δε μίλησε, μονάχα έσκυψε κι έπιασε το μπουκάλι μετο ούζο και ήπιε στα κλεφτά μια γεμάτη γουλιά. Ύστερα,ολωσδιόλου φυσικά, με μιαν απλή κίνηση του αριστερού τουχεριού, έσπρωξε προς τα πίσω τον άσπρο φάκελο, προς τονΣώτερ, κι όταν ο φίλος μας έκανε να διαμαρτυρηθεί, λέγο-ντας «μα, παπα-Λεπ Ταιρ… είναι από την…», «σσσσς»τον έκοψε και πάλι εκείνος κι έσκυψε προς τ’ αριστερά του,σήκωσε φανερά το μπουκάλι με το ούζο, ήπιε μια γουλιά

κεφάλαιο 3 33

Page 36: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

και κατόπιν το έδωσε για μια γουλιά και στον Σώτερ. Οφίλος μας ήπιε διστακτικά μια γουλιά, κι όπως ήταν φυ-σικό, άρχισε να ξεροβήχει… Μόλις ησύχασε κάπως, σή-κωσε το χέρι του ψηλά και έδωσε το μπουκάλι σε εμάς πουστεκόμασταν πίσω του. Ήπιαμε με τη σειρά όλοι από μιαγουλιά και θαρρείς μια λεπίδα χαράκωσε το λαρύγγι μας, τοστήθος μας πήρε φωτιά κι αρχίσαμε κι εμείς να βήχουμε.Μόλις συνήλθαμε, κοιτάξαμε τον παπα-Λεπ Ταιρ. Εκείνοςμάς γύρισε με το βλέμμα του όλους έναν προς έναν· τα μάτιατου έκαιγαν πάνω στα μάγουλά μας. Στο ραδιόφωνο έναακορντεόν έπαιζε εκείνο τον γνωστό γοργό δαιμονικόρυθμό, κι όλους μάς βασάνιζε η απορία γιατί ο παπα-ΛεπΤαιρ δε διάβαζε το γράμμα εκείνης. Αυτός —λες και κατά-λαβε τη σκέψη μας— έφερε για τρίτη φορά το δάχτυλο σταχείλη του και είπε «σσσσς, σας λέω, σσσσς». Και κάτι σανα πονηρευτήκαμε εκείνη τη στιγμή, μα δε μπορούσαμε ναξεδιαλύνουμε μες στο μυαλό μας το τι γινότανε, μείναμεαπέναντί του σα βλαμμένοι, ίσως να ’φταιγε το ούζο, ίσωςνα ’φταιγαν και τα ντουμάνια του λιβανιού που μας ζαβλά-κωναν. Κάποτε εκείνος είπε ασθενικά, «μπρος, φευγάτετώρα». Και, τι παράξενο, παρόλο που ούτε να τον πάρουμεμε το μέρος μας είχαμε καταφέρει, ούτε καν του είχαμε πειτι τον θέλαμε, παρόλ’ αυτά λοιπόν, δεν επιμείναμε διόλουκαι πήγαμε να φύγουμε. Ο μοιραίος Νίκος μάλιστα είχεανοίξει και την εξώπορτα της αποθήκης, όταν ακούσαμετον παπα-Λεπ Ταιρ να λέει: «Αύριο, μισή ώρα πριν απ’ τηνακολουθία, στις δέκα και μισή, να είστε εδώ, θα σας έχωανοιχτή την πίσω πόρτα να μπείτε στο ιερό…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄34

Page 37: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

4.

Το βαρύ ασημόδετο βιβλίο

Την άλλη μέρα το πρωί, στις δέκα και μισή, η πίσωπόρτα της εκκλησίας που οδηγούσε κατευθείαν στο ιερόήταν πράγματι ανοιχτή. Ήμασταν εκεί και οι δεκατέσσερις,φορώντας τα καλά μας καθαρά ρούχα, καθώς ο κύριος Κε-ρατένιος και η κυρία Δροσιά μάς το ’χαν πει από την προη-γουμένη ότι μετά την τρίτη ώρα θα πηγαίναμε στην κηδεία— όμως εμείς την κοπανίσαμε από το δεύτερο κιόλας διά-λειμμα. Ήταν για όλους μας η πρώτη φορά που μπαίναμε σειερό εκκλησίας· μείναμε να κοιτάμε τα δυο σκαλιστά εικο-νίσματα (τα άλλα δύο τα είχε εξαφανίσει ο παπα-Λεπ Ταιρ)που αναπαριστούσαν δυο νέα όμορφα κορίτσια, έπειταστρέψαμε το βλέμμα μας στο αναμμένο καντήλι κάτω απότον εσταυρωμένο Ιησού, και θες το παράξενο τρέμουλο τηςφλόγας του καντηλιού, θες το λιβάνι με τη μαγευτική μυ-ρωδιά του (όχι εκείνο που κάπνιζε ο παπα-Λεπ Ταιρ, μα τοάλλο που άναβε στην πρωινή λειτουργία), έξαφνα τα μάτιαόλων μας θόλωσαν, χάσαμε την εικόνα του κόσμου απόγύρω μας κι άγριες τύψεις γέμισαν την ψυχή μας. Το νιώ-θαμε πια μ’ ολόκληρο το είναι μας πως εκείνη την ασθενικήπρωινή ηλιαχτίδα που λίγο πρωτύτερα μας αγκάλιαζε ποτέμας δε θα την ξαναβρίσκαμε αθώα, πως το σαλιγκάρι πουθα γεννηθεί αύριο δε θα είναι αυτό που τσακίσαμε με την

[35]

Page 38: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

πατημασιά μας, πως η δική μας αρτιμέλεια δε μας λυτρώ-νει από το ρημαγμένο σώμα των άλλων, α, τι αφιλότιμοςπου ήταν στ’ αλήθεια τούτος ο Θεός· μόλις μπήκαμε στοσπίτι του, μας γέμισε τύψεις, κι έτσι, χωρίς να καταλά-βουμε το γιατί, πέσαμε στα γόνατα σε μια βουβή ικεσίασυγγνώμης. Σ’ αυτή τη στάση μάς βρήκε ο παπα-Λεπ Ταιρκι έβαλε τις φωνές, «βρε χοχόλοι, σηκωθείτε που να σαςπάρει ο διάολος, φέραν απ’ του Θανατά το φέρετρο κι έχουμεμόλις ένα τέταρτο…» (είχαν περάσει μέρες από το θάνατοτης δασκάλας μας, κι επειδή το πτώμα θα μύριζε, δεν έγινετο βράδυ πριν απ’ την ταφή ολονυκτία γύρω απ’ το φέρετροστο σπίτι της ή στο σπίτι της μάνας της, μήτε την έντυσανμε θανατίκια. Η αστυνομία παρέδωσε το κουφάρι της μιακαι καλή στον Θανατά το πρωινό της ταφής κι εκείνος το’στειλε κατευθείαν στην εκκλησία). Αμέσως σηκωθήκαμεόρθιοι και ο παπα-Λεπ Ταιρ, ξεμέθυστος και φρεσκολου-σμένος, πήρε μαζί του τους πέντε πιο δυνατούς για να φέ-ρουν το φέρετρο στο ιερό· τον Τζίμη, τον Μανόλη, τονΚώστα και τον Παύλο και, βέβαια, τον Μεγάλο Πρόδρομο.Κι όσοι μείναμε να τους περιμένουμε, κοιτάζαμε με θαυ-μασμό την αγία τράπεζα που ήτανε σκεπασμένη με ένα πο-λυτελές πορφυρό βελούδο. Όπως κοιτούσαμε, ο Σίμηςαπόρησε «τι να ’ναι άραγε κάτω από το βελούδο;», «τα ιεράλείψανα» είπε με τρεμάμενη φωνή ο Ζήσης, «κόκαλα δη-λαδή» έκανε με μια γκριμάτσα ο μοιραίος Νίκος, «ναι»απάντησε εκείνος, «τα κόκαλα του αγίου που τ’ όνομά τουέχει η εκκλησία». Τότε αισθάνθηκα σα να πλημμύριζε τομυαλό μου ένα ψηλό, θεόρατο κύμα της θάλασσας, «δη-λαδή» ρώτησα, «κάτω απ’ το βελούδο είναι τα κόκαλα τηςΠίστεως και της Ελπίδος;», «ννναι» έκανε διστακτικά οΖήσης, κι αμέσως προχώρησα ένα βήμα και άπλωσα το χέριμου — ήθελα να σηκώσω το βελούδο, να δω… Μα εκείνη τηστιγμή ακούστηκε η αγριοφωνάρα του παπα-Λεπ Ταιρ,«στην άκρη, κάντε στην άκρη, γρήγορα, βρε κερατάδες,γιατί αν μας τσακώσουν θα με βάλουν να φάω το ρημάδι

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄36

Page 39: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

το ράσο μου…» Ακουμπήσαμε το φέρετρο κάτω στο πά-τωμα κι ο παπα-Λεπ Ταιρ πήγε να ανοίξει το καπάκι. Ματότε δίστασε για μια στιγμή, σα να σκέφτηκε κάτι, γύρισεπρος τα εμάς κι είπε «ό,τι κι αν δείτε να ξέρετε πως είναιένα ψέμα». Έπειτα άνοιξε το φέρετρο, εμείς τρέμαμε σαντα ψάρια απ’ την τρομάρα μας. Πρώτα απ’ όλα μάς χτύπησεη μυρωδιά — ήταν, βλέπεις, η έκτη μέρα που έμενε άταφοτο κουφάρι της κυρίας Δομένικας και, καθώς ήμασταναπροετοίμαστοι για μια τέτοια μυρωδιά, στη στιγμή ανα-κατεύτηκαν τα σωθικά μας και σχεδόν όλοι μας βάλαμε τοχέρι εμπρός στο στόμα, προσπαθώντας να κρατηθούμε ναμην τα βγάλουμε όλα από την αναγούλα. Μόνο ο Γιώργοςέδειξε να μη τον ενοχλεί διόλου η μυρωδιά, μάλιστα μαςκοιτούσε όλους με απορία που φράζαμε τις μύτες μας, καιέξαφνα προχώρησε ένα βήμα μπρος, προς το ανοιγμένο φέ-ρετρο, κι είπε «μα τι εξαίσια που είναι τούτη η μυρωδιά…»Εμείς μείναμε έκπληκτοι. Αν ήταν άλλος, ίσως να λέγαμεπως έκανε πλάκα, αλλά ο Γιώργος να κάνει πλάκα μπροστάστο κουφάρι εκείνης που τόσο πολύ αγάπησε, ε όχι, ήταναδύνατο… Κοιτάξαμε τα μάτια του: οι κόρες τους είχανγίνει από γαλάζιες σχεδόν λευκές, δεν μπορούσες να τις ξε-χωρίσεις… Κι όταν αυτός ξαναείπε, δυνατότερα αυτή τηφορά, «μα τι εξαίσια που είναι τούτη η μυρωδιά…», είδαμεμια αλλόκοτη λάμψη να πετιέται από εκείνο το εφιαλτικόασπράδι των ματιών του κι ένα αχνό χαμόγελο να σχημα-τίζεται στο πρόσωπό του, σα να έβλεπε κάποιο υπέροχοόραμα. Αμέσως ο Σώτερ προχώρησε ένα βήμα κι αυτός,«ναι, Γιώργο» του είπε «…είναι στ’ αλήθεια εξαίσια αυτήη μυρωδιά», ο Γιώργος γύρισε και τον κοίταξε με ένα φαρδύχαμόγελο και θολωμένα μάτια, «είναι σαν το μοναχικό για-σεμί το καταχείμωνο…» είπε, «ναι, Γιώργο» απάντησε οΣώτερ και τον έπιασε μαλακά από το μπράτσο, τραβώνταςτον με τρόπο προς την πόρτα, «είναι σα ν’ άνθισε ολόκληρηη θάλασσα απόψε…» είπε και πάλι εκείνος, «ναι, Γιώργο,ναι…» του έλεγε ο Σώτερ, μέχρι που άνοιξε την πόρτα και

κεφάλαιο 4 37

Page 40: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

βγήκαν έξω. Και μόλις βγήκαν, ο παπα-Λεπ Ταιρ έβαλε καιπάλι τις φωνές «τι κάθεστε σαν τα πρόβατα και με κοιτάτε,σας το ’πα, όλα είναι ψέματα». Ύστερα έτρεξε και κρυφο-κοίταξε πίσω από την κουρτίνα, «να σας πάρει ο διάολος,να σας πάρει», είπε ψιθυριστά μόλις γύρισε, «άρχισε να’ρχεται ο κόσμος…» Και καθώς τα έλεγε αυτά πήρε σανπαλαβός από μια γωνιά μια σκούρα καφέ μάλλινη κουβέρτακαι την άπλωσε στην αγία τράπεζα, ύστερα έσκυψε πάνωαπ’ το φέρετρο και φωνάζοντας «άιντε, βοηθάτε…» άρχισενα βγάζει το κουφάρι. Με τα πολλά, κι αφού βάλαμε όλοιαπό ένα χέρι (κρατώντας συνάμα και την ανάσα μας), με-ταφέραμε το κορμί της κυρίας Δομένικας πάνω στην αγίατράπεζα· ήτανε τυλιγμένο σε ένα βρόμικο κιτρινισμένο σε-ντόνι, φαίνονταν μόνο οι άκρες απ’ τα μαλλιά της. Ο παπα-Λεπ Ταιρ τότε —πάντοτε σε νευρική υπερένταση— πήρεαπό τις φτέρνες του εσταυρωμένου Ιησού το μπουκάλι μετο ούζο κι άρχισε να περιβρέχει το κουφάρι προσπαθώντας,όπως κατάλαβα αργότερα, να σκεπάσει τη μυρωδιά με μυ-ρωδιά — στο ενδιάμεσο τράβηξε και δυο γουλιές. Πράγματι,το ιερό σε ένα λεπτό μύριζε κάτι παράξενο, κάτι ενδιάμεσοστην πτωματίλα και στη μυρωδιά του ούζου, ενώ ο παπα-Λεπ Ταιρ τύλιξε γύρω από το ήδη σκεπασμένο κουφάρι καιτην καφέ κουβέρτα. Ύστερα είπε αλαφιασμένος, μα μιλώ-ντας πάντοτε ψιθυριστά, «κάτι στο φέρετρο… να βάλουμεκάτι στο φέρετρο να μη μας πάρουν χαμπάρι…», κι είχε βέ-βαια δίκιο, γιατί δεν ήθελαν πολύ να το καταλάβουν οι νε-κροκουβαλητές του Θανατά (και προπαντός εκείνος οκαθίκης ο Πετρισλής) πως το φέρετρο δεν είχε τίποτε άλλοπαρά αέρα κοπανιστό. Τότε έγινε πανικός. Αλλόφρονες όλοιμας ανοίξαμε τις σάκες μας και βγάλαμε τα αναγνωστικάμας και τα πετάξαμε μέσα στο φέρετρο, κι όταν είδαμε πωςαυτά ήταν πολύ λίγα, πετάξαμε τα τετράδιά μας και τα μο-λύβια μας, ο παπα-Λεπ Ταιρ πέταξε το μπουκάλι τουούζου, ο Τζίμης ένα σπάνιο καπάκι μπίρας που είχε κερδί-σει στην τσάφκο, ο Βέλιας τον μικρό αναπτήρα του, ο Σίμης

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄38

Page 41: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τη λίμα του, ο Κώστας μια σπασμένη χτένα κι ο μοιραίοςΝίκος ένα καμένο σπίρτο που σήμαινε γι’ αυτόν μια χαμένηκλήρωση πριν από μήνες. Μα και πάλι δεν είχε μαζευτεί τοαπαραίτητο βάρος, όταν μπήκε από την πίσω πόρτα ο Με-γάλος Πρόδρομος (πότε άραγε είχε βγει χωρίς να τονδούμε;) κρατώντας μια πελώρια πέτρα ίσαμε είκοσι κιλά —μόνο αυτός μπορούσε να τη σηκώσει, κανένας άλλος… Καιμόνο σαν την ακούμπησε μέσα στο φέρετρο ησυχάσαμεκάπως — αρκούσανε λίγα κιλά ακόμη για να αποκτήσει τοφέρετρο ένα βάρος πιστευτό. Μέσα σε ένα-δύο λεπτά όμωςμας έπιασε και πάλι απόγνωση, καθώς δεν ξέραμε τι άλλοθα μπορούσαμε να βάλουμε μες στο φέρετρο, ώστε να μηνκαταλάβουν πως τους είχαμε πάρει το κορμί της κυρίας Δο-μένικας. Κι έξαφνα είδα με την άκρη του ματιού μου τονπαπα-Λεπ Ταιρ να κάνει κάτι που μου φάνηκε πολύ παρά-ξενο· πήρε στα χέρια του το μεγάλο ασημόδετο ιερό Ευαγ-γέλιο και πήγε να το βάλει μες στο φέρετρο, στο πάνω μέροςπου ’μενε κενό. Τον σταμάτησαν οι διαμαρτυρίες του Ζήσηπου έβαλε τις φωνές, «όχι, παπα-Λεπ Ταιρ, όχι, μην τοπετάς το ιερό Ευαγγέλιο στον άλλο κόσμο…» Τότε οπαπα-Λεπ Ταιρ, αμίλητος, σήκωσε το ασημόδετο βιβλίο,το έστρεψε προς το μέρος μας και το άνοιξε σε μία τυχαίασελίδα, κι ύστερα σε άλλη και σε άλλη, κι έπειτα το ξεφύλ-λισε γοργά με τον αντίχειρά του· όλες οι σελίδες του ήτανλευκές, ολόλευκες, χωρίς μήτε μια λέξη μήτε μια ζωγρα-φιά, ίδιες με τα ανέγγιχτα τετράδια της ιχνογραφίας. Μεί-ναμε να τον κοιτάμε με ανοιχτό το στόμα, μα εκείνος είπεξερά «δεν υπάρχει Ευαγγέλιο· υπάρχουν μόνο αδειανά βι-βλία…» Ευθύς αμέσως τότε με κατέλαβε ένας παράξενοςφόβος, θυμήθηκα που τ’ απογεύματα, όταν τελειώναμε τομάθημα, η κυρία Δομένικα συχνά μάς διάβαζε ιστορίες απόεκείνο το ασημόδετο βιβλίο, λέγοντας σα μας έστελνε να τοπάρουμε να ζητήσουμε απ’ τον παπα-Λεπ Ταιρ το καλό(άραγε είχε και κάποιο ολόιδιο αντίτυπο εκείνου του βιβλίουπου δεν ήταν και τόσο καλό;), μα στ’ αλήθεια τι μας διά-

κεφάλαιο 4 39

Page 42: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

βαζε άραγε από ένα ανύπαρκτο κείμενο· και ποιος ήταν τότεεκείνος που, μ’ όλο που το ’ξερε πως θα χαθεί, προχώρησε,ποιος πρόδωσε και ποιος έδωσε τη μαχαιριά, ποιος πέθαινεγια τους άλλους μέσα στις λευκές σελίδες εκείνου του βι-βλίου, ποιος φίλησε στο μάγουλο και ποιος αρνήθηκε τονάρτο και τον οίνο και, κυρίως, ποιος βγήκε έξω με μια απλήκουβέντα, ποιος αγάπησε ποιον εκείνο το βράδυ στο λόφο μετις ελιές; Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου η φτηνήσκέψη πως η κυρία Δομένικα μας έλεγε ό,τι έβαζε με το νουτης εκείνα τα απογεύματα, κοίταζε τις λευκές σελίδες και,ενώ καμωνόταν ότι διάβαζε, μας πετούσε ό,τι της ερχότανστο κεφάλι. Αυτή τη σκέψη έκανα ο ηλίθιος, μα την ίδιαστιγμή σκέφτηκα πως η κυρία Δομένικα δεν είχε κανέναλόγο να παίζει θέατρο πως τάχα διαβάζει το ασημόδετο βι-βλίο για να μας λέει ιστορίες απ’ το νου της, άρα λοιπόν ηκυρία Δομένικα πράγματι διάβαζε μέσα απ’ το βιβλίο, ναι,αυτό έκανε, διάβαζε το λευκό χαρτί… Εκείνη τη στιγμή,καθώς ο παπα-Λεπ Ταιρ ξεφυσώντας έκλεινε το παραγε-μισμένο φέρετρο, έστρεψα το βλέμμα μου στο τυλιγμένο μετην παλιά καφέ κουβέρτα κουφάρι της επάνω στην αγίατράπεζα· και μόλις συνδύασα στο νου μου πως το κορμί τηςήταν πάνω ακριβώς από τα ιερά κόκαλα της Πίστεως καιτης Ελπίδος —καταπώς έλεγε ο Ζήσης—, ένιωσα ένα πα-ράξενο αίσθημα, σα να γαλήνεψα. Την ίδια στιγμή ο παπα-Λεπ Ταιρ άρχισε πάλι να φωνάζει αλαφιασμένος, «ξεκουμπι-στείτε επιτέλους, ρε ζαβλάκια, τι θέλετε, να μας πάρουν χα-μπάρι και να μας κλείσουν στα σίδερα, ορίστε ένας-ένας κιαθόρυβα, μπρος φευγάτε…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄40

Page 43: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

5.

Οι άνθρωποι γλείφουν τριαντάφυλλακαι φιλάνε ανθρώπους

Σε όλη τη νεκρώσιμη ακολουθία, που άρχισε δέκαλεπτά υστερότερα, ούτε ένας από μας δεν μπήκε στην εκ-κλησία, παρά καθίσαμε και οι δεκατέσσερίς μας στο πε-ζουλάκι του προαυλίου, αμίλητοι και ζαλισμένοι από τα όσαείχαμε κάνει πρωτύτερα. Η εκκλησία ήταν φίσκα στονκόσμο, είχε έρθει ολόκληρη η γειτονιά μας, άλλοι από αγα-θότητα, άλλοι από συνήθεια, άλλοι —οι πιο πολλοί— απόδιάθεση κουτσομπολιού· κοντολογίς, είχε μαζευτεί κάμπο-σος κόσμος για την κηδεία εκείνης που έζησε καταδικα-σμένη να περπατήσει μόνη μέσα στους πιο σκοτεινούς καιάγριους εφιάλτες… Κι όπως καθόμασταν και περιμέναμενα τελειώσει η τελετή και να ανεβούμε στα μνήματα, κά-ποια στιγμή μάς φάνηκε πως αργούσαν υπερβολικά καιτότε αρχίσαμε να ανησυχούμε μην τυχόν και αποκαλύφθηκετο τι είχαμε κάνει. Με τα πολλά στείλαμε μέσα τον Όττονα δει τι γίνεται, κι αυτός γύρισε σε δύο λεπτά με μια γκρι-μάτσα αποστροφής στο πρόσωπο, «μιλάει ο Κερατένιος»είπε χαμογελώντας πικρά, «λέει πως θα την κρίνει οΘεός…» Ο Μανόλης κούνησε το κεφάλι του λέγοντας «ευ-τυχώς που δεν ορκιζόμαστε στον Θεό παρά σε όσους κοκκί-νισαν κάποτε τα μάγουλά τους». Και, ακούγοντας αυτά τα

[41]

Page 44: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

λόγια του Μανόλη, ο Μεγάλος Πρόδρομος είπε χαμηλό-φωνα, σχεδόν μέσα απ’ τα δόντια του, «χα, να ορκιζόμα-σταν στον Θεό, αυτό μας έλειπε…»

Κάποτε τέλειωσε ο Κερατένιος το λογύδριό του, έγινεκαι η καθιερωμένη απόδοση των συλλυπητηρίων κι έπειταπήραν το φέρετρο στους ώμους τους, εμπρός ο Πετρισλήςκαι πίσω ο Θόδωλας, και πήραν το δρόμο για τα μνήματα.Τους ακολουθήσαμε σχεδόν όλοι όσοι ήμασταν στην εκ-κλησία· πρώτη πίσω απ’ το φέρετρο πήγαινε βέβαια η ΑύραΦραντζή, ωχρή σα φάντασμα του άλλου κόσμου, μα συ-νάμα απόμακρη κι αλλόκοτα αγέρωχη· μαζί της, δεξιά κιαριστερά της, περπατούσαν δύο μαυροντυμένες γυναίκεςπου την έπιαναν τυπικά απ’ τα μπράτσα. Λίγο πιο πίσωπροχωρούσαν οι καθηγητές του εκατοστού πέμπτου, ο Κε-ρατένιος, ο Χαράλαμπος, η Μουτσουρίκου, η Δροσιά καιπλάι τους βέβαια περίφροντις ο παπα-Λεπ Ταιρ με ύφοςανάλογο των περιστάσεων· κάποτε-κάποτε γύριζε στα κλε-φτά το κεφάλι του προς τα πίσω και μας έριχνε μια ανή-συχη ματιά. Το νεκροταφείο της Μαλακοπής ήταν λιγότεροαπό ένα χιλιόμετρο απ’ τον ιερό ναό Πίστεως και Ελπίδος.Σε δέκα δεκαπέντε λεπτά φτάσαμε στα μνήματα με τουςχορταριασμένους τάφους και τα ξεθωριασμένα ονοματε-πώνυμα και σταθήκαμε γύρω από έναν φρεσκοανοιγμένολάκκο. Ο παπα-Λεπ Ταιρ άρχισε να ψάλλει βιαστικά και ναπροσεύχεται τρώγοντας τις μισές λέξεις. Μιλούσε για τηναιώνια ζωή, για τον χλοερό τόπο που μαζεύονταν οι ψυχέςτων πεθαμένων, για το θρίαμβο της επερχόμενης κρίσης,κι ο Κώστας έσκυβε στ’ αυτί μου κάθε λίγο και λιγάκι καιμε ρωτούσε «τώρα θα πει για τα κορμιά που ενώνονται, γιατις γλώσσες που συστρέφονται, για τα μάτια που λάμπουνε,για τον άνεμο που σφυρίζει;», αυτό με ρωτούσε, κι εγώτην τρίτη ή την τέταρτη φορά τού απάντησα «όχι, δε θα ταπει τώρα…» Κάποτε, ο παπα-Λεπ Ταιρ ψιθύρισε ένα«αμήν» και σταμάτησε· πήρε μιαν ανάσα κι ύστερα ρώτησεχαμηλόφωνα την Αύρα Φραντζή «να ανοιχτεί το φέρετρο;»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄42

Page 45: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Εμείς παγώσαμε τότε, βρε τον μαστούρη τι κάνει, θα μαςτα χαλάσει όλα τώρα, σκεφτήκαμε, και μήτε που μπορού-σαμε κείνη τη στιγμή να καταλάβουμε πως ο παπα-ΛεπΤαιρ δεν άντεχε να μην προκαλεί την τύχη του κάθε στιγμή,μέχρι μια μέρα να αφανιστεί και να ησυχάσει. Κρατούσαμεακόμη και την ανάσα μας λοιπόν για να ακούσουμε την απά-ντηση της μάνας της δασκάλας μας, πέρασαν μερικές στιγ-μές βουβές κι ύστερα εκείνη μουρμούρισε με φωνή αδύναμημα αποφασιστική ένα κοφτό «όχι».

Τότε φάνηκε η Τζίλντα. Μόλις είχε διαβεί την κε-ντρική είσοδο του νεκροταφείου και ερχότανε προς τον φρε-σκοανοιγμένο τάφο, εκεί όπου σε λίγο θα θάβαμε το φέρετρομε το κορμί (υποτίθεται) της κυρίας Δομένικας. Τα βλέμ-ματα όλων, πρώτα στα κλεφτά και αμέσως μετά απροκά-λυπτα, έπεσαν επάνω της. Δεν υπήρξε ούτε ένας άντρας ήμια γυναίκα που να μην την κοίταξε σαστισμένα, με πόθο ήφθόνο — και πώς μπορούσε άραγε να γίνει αλλιώς; Μέσαστο μουντό πρωινό του Φλεβάρη η Τζίλντα, έτσι όπως βά-διζε αργά και νωχελικά ανάμεσα στα πένθιμα μελαγχολικάμάρμαρα, πλάι στα αγριόχορτα που λιπάνθηκαν από τόσακορμιά, αποτελούσε το θρίαμβο της σάρκας έναντι τηςσκληρής γης που ρουφάει τους ανθρώπους στα σπλάχνατης, έναν θρίαμβο πρόσκαιρο, στιγμιαίο και μάταιο — μαποιος θρίαμβος δεν είναι πρόσκαιρος, στιγμιαίος και μά-ταιος, και στο κάτω-κάτω τι αξίζει κιόλας άμα δεν τον ακο-λουθεί η αναπόφευκτη ήττα; Ένας τέτοιος θρίαμβος λοιπόνστάθηκε η παρουσία της Τζίλντας εκείνο το πρωινό στο νε-κροταφείο της Μαλακοπής. Κι ήταν φυσικό που όλοι έμει-ναν με ανοιχτό το στόμα, καθώς έβλεπαν για πρώτη φοράτέτοια γυναίκα. Εδώ εμείς, μ’ όλο που ’χαμε ξαναδεί τηνΤζίλντα (και μάλιστα πώς την είχαμε ξαναδεί: ολόγυμνη,με σάρκα ξαναμμένη και παλλόμενη, να ερωτεύεται, νασπαρταράει καταγής και να φωνάζει έξαλλη, παραδομένηστον καταρράκτη της ηδονής), ακόμα κι εμείς λοιπόν πουτην είχαμε ξαναδεί, μόλις μπήκε εκείνο το μουντό πρωινό

κεφάλαιο 5 43

Page 46: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

στο χορταριασμένο και ταπεινό νεκροταφείο, μείναμε νατην κοιτάμε σα χαζοί — βλέπεις, η Τζίλντα ήταν από τιςγυναίκες που όσο τις βλέπεις τόσο πιο πολύ λωλαίνεσαιμαζί τους. Περπατούσε προς το μέρος μας με βήμα αργό,σταθερό και συνάμα διστακτικό, κάνοντας προσπάθεια νααποφύγει τα θηλυκά κουνήματα του κορμιού της. Μα τούτηη προσπάθεια έδινε στην κίνησή της μια ναρκωμένη συ-στολή που κατέληγε σε νωχέλεια προκλητική. Στ’ αλήθεια,ήταν πολύ γυναίκα η Τζίλντα, πολύ ερωτιάρα, γεννημένηγια τις χαρές της σάρκας: είχε μαλλιά πυρόξανθα που κα-τέληγαν σε σπασμένες μπούκλες ίσαμε τη μέση της πλά-της, ολοκόκκινα σαρκώδη χείλια, μάτια μενεξελιά υγρά,μάτια καμωμένα για δάκρυα και για την πλησμονή τηςχαράς. Το μέτωπό της ήταν πλατύ, τα ζυγωματικά της μιαιδέα προτεταμένα και το πιγούνι της καλοσχηματισμένοκαι έδινε στη λαγνεία του προσώπου της έναν τόνο θελημα-τικό. Όσο για το κορμί της, αυτό κι αν ήταν σκέτη κόλαση·ψηλός λαιμός, φαρδιές πλάτες, μεγάλο παράστημα κι ανα-λογίες θαυμαστές, στήθια πλούσια και σπαρταριστά που δεγινόταν να κρυφτούν πίσω απ’ τη μαύρη σφιχτή ζακέτα,μέση δαχτυλιδένια, λεκάνη με όλες τις θηλυκές καμπύλες,πόδια σα σπαθιά, μακριά και υπέροχα κρεατωμένα, δέρμαλευκό σαν κρίνο και σάρκα που σε καλούσε ίδια με χνου-δωτό ροδάκινο. Και βέβαια, ό,τι κι αν φορούσε μια τέτοιαγυναίκα θα φάνταζε επάνω της ξετσίπωτο και πρόστυχο,κι έτσι ακόμη κι η κουμπωμένη ώς το λαιμό ζακέτα πουφορούσε η Τζίλντα κείνη τη μέρα, η δίχως ένα σκίσιμομαύρη φούστα που δεν ανέβαινε πιο πάνω απ’ το γόνατο, τοκαλσόν για το κρύο του Φλεβάρη, τα μαύρα παπούτσια μετο κοντό τακούνι, όλα τούτα, μ’ όλο που είχαν επιλεγεί γιανα κρύψουν ό,τι μπορούσε να κρυφτεί, έκαναν το κορμί τηςακόμη πιο θελκτικό. Μόλις έφτασε κοντά στον ανοιχτόλάκκο, ο κόσμος γύρω απ’ αυτόν, αν και δεν ήξερε ποια ήτανεκείνη η πανώρια γυναίκα, μήτε και τι σχέση είχε με τηνκυρία Δομένικα, της άνοιξε δρόμο για να περάσει. Βέβαια

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄44

Page 47: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τα πρόσωπα των γυναικών είχαν κιτρινίσει από τη ζήλια —ποιος ξέρει τι θα ’λεγαν για την Τζίλντα στα μεσημεριανάτους κουτσομπολιά;—, οι άντρες πάλι είχανε αλληθωρίσειγια τα καλά μη μπορώντας να ξεκολλήσουν το λιγωμένοβλέμμα τους από πάνω της, οι ανάσες τους ακούγονταν βα-ριές μαζί με μερικά ακαθόριστα μουρμουρητά. Εκείνη προ-χώρησε λοιπόν ανάμεσα απ’ τον κόσμο κι έφτασε μπροστάαπό το φέρετρο κι απ’ το λάκκο, πλάι ακριβώς από τη μάνατης κυρίας Δομένικας· η Αύρα όμως μήτε στιγμή δενέστρεψε το κεφάλι της προς την Τζίλντα, παρά συνέχισεαγέρωχη να κοιτά εμπρός — γιά σκέψου πώς τα φέρνει με-ρικές φορές η τύχη (ή μήπως δεν ήταν τύχη;), εκείνες οι δύογυναίκες που σήμαιναν για την κυρία Δομένικα τη ζωή καιτον θάνατο ήταν εκεί, στέκονταν πλάι-πλάι μπροστά σε έναφέρετρο που δεν έκρυβε το κουφάρι της αγαπημένης τουςπαρά πέτρες, αναγνωστικά, μπουκάλια με ούζο, καπάκιαμπίρας, τσατσάρες και ένα ασημόδετο λευκό βιβλίο. Κά-ποτε η ματιά μου έπεσε στον παπα-Λεπ Ταιρ — αυτός κι ανείχε γλαρώσει με την Τζίλντα, είχε απομείνει κοκαλωμένοςγια κάμποση ώρα και λησμονώντας ολωσδιόλου να συνεχί-σει τις ψαλμωδίες του την κάρφωνε με βλέμμα φλογερό·κάποια στιγμή μάλιστα, σα να ’τανε μονάχοι οι δυο τουςσε μέρος ερημικό, της ψιθύρισε με αγαπιάρικο ύφος έναστίχο: «Κάθε πρωί να σε θωρώ κι ας μου φοράς ταμαύρα…» Μα την ίδια στιγμή ο τρελόπαπας τινάχτηκεπρος τα πίσω, σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, καιτότε συνήλθε ξαφνικά, κοίταξε τρομαγμένος μια το λάκκοκαι μια το φέρετρο κι ύστερα άρχισε να ψέλνει βιαστικά μετην αγριοφωνάρα του «δεεεύτε τελευταίον ασπασμόοον»,το είπε τρεις φορές κι ύστερα τραβήχτηκε στο πλάι για ναπεράσουν όσοι το ’θελαν να δώσουν το τελευταίο φιλί στοξύλο του κλειστού φερέτρου της κυρίας Δομένικας (εξάλ-λου μόνο εκείνος κι εμείς το ξέραμε πως το κορμί της δενήταν μέσα στο φέρετρο παρά κειτόταν ξαπλωμένο στηναγία τράπεζα της εκκλησίας, επάνω από τα ιερά κόκαλα

κεφάλαιο 5 45

Page 48: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

της Πίστεως και της Ελπίδος). Και βέβαια η Τζίλντα προ-χώρησε πρώτη για το στερνό φιλί, μ’ όλο που δεν είχε καμίατυπική συγγένεια με την πεθαμένη, και —τι παράξενο— ηΑύρα Φραντζή δεν αντέδρασε διόλου, παρά έμεινε ακίνητηστη θέση της σαν άγαλμα. Όλοι ανασηκώθηκαν στις μύτεςτων ποδιών τους για να δουν. Η Τζίλντα στεκόταν εμπρόςαπ’ το φέρετρο με μάτια κλειστά. Κάποτε έφερε τη δεξιάτης παλάμη προς το πρόσωπό της και τότε αποκαλύφθηκεπως κρατούσε ένα ολοκόκκινο ανοιγμένο τριαντάφυλλο —πώς άραγε το έκρυβε και δεν το ’χαμε δει τόσην ώρα;—, τοέφερε, λοιπόν, σχεδόν επάνω στα χείλη της εκείνο το τρια-ντάφυλλο, το μύρισε, έπειτα έβγαλε τη γλώσσα της και, Θεέμου, το ’γλειψε με ηδονή· τέλος, το φίλησε με τα σαρκώδηχείλια της και το απόθεσε επάνω στο ξύλο της κάσας. Αμέ-σως η Τζίλντα έκανε μεταβολή για να φύγει και να μη γυ-ρίσει ποτέ μα ποτέ πίσω το κεφάλι της να δει αν στο κατόπιτης έρχεται κάποιος ίσκιος, μα έτσι όπως γύρισε βρέθηκεπρόσωπο με πρόσωπο με την Αύρα Φραντζή. Αν μιλούσαντα μάτια την ώρα εκείνη, και τι δε θα ’λεγαν· το νήμα τηςζωής της δασκάλας μας άρχιζε από τα έξαλλα αγκαλιά-σματα της Αύρας μ’ έναν μελαγχολικό ξανθό γαλανομάτηκαι τέλειωνε στα δικά της αγκαλιάσματα με την Τζίλνταπάνω στην Κουπέλα — ήταν κι οι τρεις γυναίκες που έκα-ναν όσους βρέθηκαν γύρω τους να χάνουν τα λογικά τους.Και τώρα η κυρία Δομένικα είχε πεθάνει κι οι άλλες δυοστέκονταν η μια απέναντι στην άλλη και θαρρείς πως η κα-θεμιά τους απολογούνταν σιωπηλά για το τι έδωσε στηνκυρία Δομένικα: η Αύρα τη ζωή και τον εφιάλτη, η Τζίλντατον παράφορο έρωτα και τον θάνατο. Μείνανε για κάμποσηώρα έτσι, ακίνητες, αναμετρώντας η μια την άλλη· κάποτεη μεγαλύτερη τρέκλισε λίγο, μα κατάφερε έστω και δύ-σκολα να κρατηθεί ορθή. Τότε η Τζίλντα έκανε κάτι που κα-νείς δεν το περίμενε· προχώρησε ένα βήμα, έπιασε απ’ τουςώμους τη μητέρα της αγαπημένης της και τη φίλησε στοστόμα με θέρμη ερωτική. Κι αμέσως μετά άρχισε να περ-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄46

Page 49: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

πατά με βήμα βιαστικό προς την έξοδο του νεκροταφείου.Τα μάτια όλων την ακολούθησαν, μέχρι που ο Ψευτοπέτρος,θαμπωμένος ακόμα κι αυτός από την ομορφιά της, τηςάνοιξε την πράσινη ξύλινη εξώπορτα, της έκανε μια υπό-κλιση, μουρμουρίζοντας ανάμεσα στα δόντια του κάτι σαν«περάστε», και μόλις βγήκε την έκλεισε αμέσως πίσω της,λες κι ήταν δαίμονας.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ακούστηκε πνιχτό γυναι-κείο αναφιλητό: ήταν η Αύρα που είχε γονατίσει εμπρός στοφέρετρο της κόρης της, το ’χε αγκαλιάσει κι έκλαιγε. Ήτανφυσικό για κείνη τη γυναίκα κάποια στιγμή να σπάσει ξαφ-νικά, αφού και την πέμπτη μέρα του Φλεβάρη που την εί-δαμε μαζί με τον Κερατένιο στο κατώφλι της τάξης μας καιτην ώρα της κηδείας ίσαμε εκείνη τη στιγμή διατηρούσεπλήρως τον αυτοέλεγχό της, δεν είχε φανεί ούτε ένα δάκρυνα αυλακώνει το πρόσωπό της, και βέβαια, όσο πιο πολύκρατάς τον πόνο μέσα σου, τόσο πιο έντονο είναι το ξέσπα-σμα… Η μάνα της δασκάλας μας έκλαιγε με τρομερήένταση, λες και το φιλί της Τζίλντας την είχε απελευθερώ-σει, έγδερνε με τα νύχια της τα ξύλο του φέρετρου, ο κότσοςπου ’ταν πιασμένα τα γκρίζα μαλλιά της λύθηκε και τα χτε-νάκια της έπεσαν στο χώμα· οι δύο μαυροντυμένες γυναίκεςπήγαν να την πιάσουν από τα μπράτσα για να τη σηκώσουν,μα ο παπα-Λεπ Ταιρ τις σταμάτησε με ένα νόημα. Κάποιαστιγμή, το κλάμα της κατέληξε σε έναν βουβό αλλόκοτοσπασμό που έσβησε σιγά-σιγά στην πλήρη ακινησία· τότετα χείλη της σχημάτισαν έναν χαμηλόφωνο ψίθυρο, πουωστόσο το δικό μας ασκημένο αυτί τον άκουσε, έναν ψίθυροαπό μια μάνα στο πεθαμένο πλέον γέννημα των σπλάχνωντης: «Συχώρεσέ με». Κι ύστερα η Αύρα Φραντζή σηκώ-θηκε ορθή, δίχως καμιά βοήθεια, και στάθηκε αγέρωχηεμπρός από τον ανοιχτό λάκκο που έχασκε ανυπόμονος.Κοίταξε τον παπα-Λεπ Ταιρ κι έπειτα του έγνεψε καταφα-τικά με το κεφάλι, σα να του ’λεγε «ναι, τώρα». Κι ο παπα-Λεπ Ταιρ με τη σειρά του έκαμε ένα νεύμα στον Πετρισλή

κεφάλαιο 5 47

Page 50: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

και τον Θόδωλα, κι αυτοί στη στιγμή σήκωσαν το φέρετροκαι το κατέβασαν στο λάκκο. Και τότε η Αύρα σήκωσε τηχούφτα της, τη μισάνοιξε πάνω απ’ το λάκκο, ίσα θαρρείςγια να πέσει το χώμα πάνω στο φέρετρο, μα παίρνω όρκοπως δεν έτρεξε το χώμα μέσα απ’ τη χούφτα της, και βέ-βαια αυτό ήταν επόμενο, καθώς δεν είχε σκύψει κάτω να τομαζέψει, και τότε μας κατέλαβε ένα αλλόκοτο συναίσθημα— βλέπαμε κάτι που δε μπορούσαμε να κατανοήσουμε, κιόμως νιώθαμε πως ήταν απολύτως φυσιολογικό. Και κάτιακόμα περισσότερο· νιώθαμε πως ήταν απαραίτητο —ναι,απαραίτητο— μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, με λυμένατα γκρίζα μαλλιά της, να στέκεται αγέρωχη μπροστά στονανοιχτό λάκκο της κόρης της και να ανοίγει την αδειανή τηςπαλάμη πάνω απ’ το φέρετρο… Κι αφού πέρασε ένα λεπτόσ’ αυτή τη στάση, η Αύρα αποτραβήχτηκε παράμερα απότον ανοιχτό λάκκο. Τότε άρχισε να περνά και ο υπόλοιποςκόσμος για να ρίξει ο καθένας μια χούφτα χώμα πάνω στοφέρετρο της κυρίας Δομένικας. Εκείνη την ώρα ο Σώτεργύρισε προς τα πίσω το κεφάλι του και μας είπε «πρέπει ναπάμε κι εμείς…» Κι εμείς κοιτάξαμε απορημένοι — πώςδιάολο του κατέβηκε τούτη η ιδέα, και τι να κάναμε μπρο-στά σε ένα φέρετρο που μόλις λίγη ώρα πρωτύτερα είχαμεγεμίσει με πέτρες και αναγνωστικά και το ασημόδετο βι-βλίο; Ο Μανόλης μάλιστα είχε αρχίσει ήδη να διαμαρτύρε-ται «μα μες στο φέρετρο δεν κρύβεται το κορμί τηςκυρίας…», «πάμε, βρε μπουμπούνες…» τον έκοψε οΣώτερ, «τόσος κόσμος εδώ πέρα μάς βλέπει κι όλοι το ξέ-ρουν τι νιώθουμε για την κυρία Δομένικα. Άμα δε ρίξουμεκι εμείς μια χουφτιά χώμα στο φέρετρό της, πολύ θέλει γιανα το καταλάβουν πως κάτι δεν πάει καλά;» Μόλις τέλειωσετα λόγια του, και μην περιμένοντας απάντηση, προχώρησεεμπρός και στάθηκε στη σειρά που είχε σχηματιστεί· μα κιεμείς αμέσως τον ακολουθήσαμε, πρώτος ο Μεγάλος Πρό-δρομος, έπειτα ο Μανόλης κι ο Κώστας κι ύστερα όλοι οιυπόλοιποι. Τελευταίοι σταθήκαμε στη σειρά εγώ κι ο Γιώρ-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄48

Page 51: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

γος, που από τότε που τζάζεψε μέσα στο ιερό της εκκλη-σίας κι ο Σώτερ τον έβγαλε στον καθαρό αέρα, είχε μείνειαμίλητος, ήταν κίτρινος σαν κερί και κρατούσε τα μάτια τουκλειστά. Περνούσε λοιπόν ο καθένας μας εμπρός από τολάκκο κι έριχνε μια χουφτιά χώμα, έκανε και το σταυρό τουγια τα μάτια του κόσμου κι ύστερα πήγαινε προς την έξοδο.Κάποια στιγμή, κι ενώ απόμεναν ο Παύλος και ο Τζίμηςγια να ’ρθει η σειρά μου, άκουσα τον Γιώργο πίσω μου να μουψιθυρίζει στ’ αυτί: «Τόσο όμορφη είναι, λοιπόν;» Γύρισακαι τον κοίταξα· ήταν φως φανάρι πως μιλούσε για τηνΤζίλντα. Είχε ανοίξει τα μάτια του, οι κόρες του είχανσκουρύνει πολύ περισσότερο απ’ το κανονικό τους, είχανγίνει σχεδόν μαύρες (απ’ τη ζήλια άραγε;). Αχ, τον έρμο τονΓιώργο, πόσο γερά τον είχε δαγκώσει τον μαύρο κόμπο τηςαγάπης με την κυρία Δομένικα, και εγώ τι να του έλεγαεκείνη την ώρα, «όμορφη, άσχημη, την Τζίλντα αγάπησεεκείνη…» του απάντησα τάχα κυνικά, ο Γιώργος τότε μουχίμηξε, «κι εγώ;» με ρώτησε επιθετικά πιάνοντας τουςώμους μου, και τότε σκέφτηκα πως δε γινόταν να του πωψέματα, «εσύ έπαιξες…» του είπα δισταχτικά. Μόλις τοάκουσε αυτό ο Γιώργος, πάγωσε κι άφησε τα χέρια του ναπέσουν κάτω, «ναι» μου απάντησε, «έχεις δίκιο… έπαιξα κιέχασα» συμπλήρωσε ξεψυχισμένα. Τότε θυμήθηκα τηνκυρία Πανδώρα κι ένα φούσκωμα μ’ έπιασε στο στήθος,«αυτό να μην το ξαναπείς…» του φώναξα —σχεδόν ούρ-λιαξα— «κανείς δε χάνει στο παιχνίδι με τους μαύρους κό-μπους…» Τα μάτια του Γιώργου έλαμψαν, «κανείς δεχάνει;» επανέλαβε τη φράση μου κοιτώντας με γεμάτος ελ-πίδα, και ευθύς του είπα την κουβέντα εκείνης που άδειασεμονορούφι το ποτήρι, μια κουβέντα που δεν καταλάβαινακαι μήτε ακόμη και τώρα την καταλαβαίνω: «Άκουσε· ό,τιέδωσες, θα το πάρεις…» Μα ο Γιώργος είχε κι άλλη ερώ-τηση να κάνει, «…και γιατί θα το πάρω;» Κι εγώ, μην έχο-ντας άλλη απάντηση, σήκωσα την ποδιά μου και τημπλούζα μου και του ’δειξα ό,τι πιο απόκρυφο είχα: τη φο-

κεφάλαιο 5 49

Page 52: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

βερή τρύπα στο κέντρο του στήθους μου· «γιατί έτσι…» τουείπα κοιτώντας τον στα μάτια. Και μην περιμένοντας τηναντίδρασή του, άφησα την ποδιά μου να πέσει, προχώρησαεμπρός από τον ανοιγμένο τάφο, έριξα μια φούχτα χώμα κιύστερα έκανα το σταυρό μου — στα ψέματα βέβαια. Μόλιςαποτραβήχτηκα, άκουσα έναν ξερό ήχο, σαν από πέσιμο,και ο κόσμος άρχισε να φωνάζει. Αμέσως γύρισα προς τολάκκο και τι να δω: τον Γιώργο να ’ναι πεσμένος μπρούμυταπάνω στο φέρετρο και να βογγά πιάνοντας τον αριστερό τουαγκώνα. Κάποτε έστρεψε το κεφάλι του και μας κοίταξε,στο πλάι μου είχαν σταθεί ο Θόδωλας και ο Πετρισλής, «τικαθόσαστε και με κοιτάτε;» παραπονέθηκε, «βγάλτε μεέξω…» Βάλαμε ένα χέρι και τον ανεβάσαμε απ’ το λάκκο,εκείνος μονολογούσε δυνατά, «πώς γλίστρησα έτσι, που ναπάρει…», «γλίστρησες, γιατί είσαι βλάκας…» τον κορόι-δεψε ο Πετρισλής, μα εγώ το είχα δει πως τη στιγμή πουαπλώναμε τα χέρια για να τον τραβήξουμε επάνω ο Γιώρ-γος έριξε κάτι στα κλεφτά μες στον κόρφο του, κάτι κόκκινοσαν το αίμα. Κοίταξα το φέρετρο και τότε κατάλαβα τι σή-μαινε εκείνο το δήθεν τυχαίο γλίστρημα του Γιώργου στονανοιχτό λάκκο: το κόκκινο φιλημένο τριαντάφυλλο τηςΤζίλντας δεν ήταν πια πάνω στο φέρετρο. Κι όπως περπα-τούσαμε οι δυο μας πλάι-πλάι για να βγούμε έξω απ’ το νε-κροταφείο και να συνεννοηθούμε με τους άλλους που ήδηήτανε στο δρόμο για το πώς θα ανεβάζαμε το ίδιο βράδυ τοκορμί της κυρίας Δομένικας στην Κουπέλα, περάσαμεμπροστά απ’ τη μητέρα της. Ο Γιώργος κοντοστάθηκε λίγοκαι την κοίταξε κατάματα. Η Αύρα Φραντζή για μιαστιγμή κάπως αναστατώθηκε κι ύστερα είπε σχεδόν ψιθυ-ριστά «ίσως το Μάρτιο…» Ο Γιώργος τότε δε μίλησε, μο-νάχα κούνησε καταφατικά το κεφάλι, σα να ’λεγε «ναι, θα’ρθω…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄50

Page 53: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

6.

Κουφάρι σε λόφο καμωμένο από κουφάρια

Εκείνο το ίδιο απόγευμα ο Γιώργος ήρθε στην εκκλη-σία έχοντας ακόμη στον κόρφο του το φιλημένο τριαντά-φυλλο της Τζίλντας — είχαμε πει να μαζευτούμε έξω απότην πίσω πόρτα του ιερού για να πάρουμε το κουφάρι τηςκυρίας Δομένικας και να το ανεβάσουμε στην Κουπέλα.Πράγματι, στις έξι είχαμε φτάσει όλοι στο ραντεβού μας,έλειπαν μονάχα ο Όττος κι ο Βέλιας, που ’χανε πάει να δουνμήπως και μπορέσουν να τρυπώσουν στο σπίτι της δασκά-λας μας (καθώς η αστυνομία το ’χε ξεσφραγίσει απ’ τηνπροηγουμένη) και να πάρουν απ’ το δεύτερο συρτάρι τουγραφείου της τα εφτά κόκκινα τετράδιά της — αυτό ήταντο θέλημα εκείνης. Μαζευτήκαμε λοιπόν όλοι μας εκεί όπουμας είχε πει ο παπα-Λεπ Ταιρ ότι θα μας περίμενε για ναμας ανοίξει την πόρτα του ιερού (το μεσημέρι, μόλις τέλει-ωσε η δήθεν κηδεία της, ήταν κάπως εκνευρισμένος —ποιοςξέρει γιατί— κι όταν ο Σώτερ τον ρώτησε στα κλεφτά τιθα γινόταν με το κορμί εκείνης, ο τρελόπαπας απάντησε θυ-μωμένα «να ’ρθείτε στις έξι, να σας το δώσω και να το πάτεστην ευχή της Παναγίας…»). Ωστόσο η ώρα πήγε εξίμισι,η νύχτα είχε απλωθεί για τα καλά, ο παπα-Λεπ Ταιρ δε φαι-νόταν έξω απ’ το ιερό, κι όταν πήγαμε να μπούμε στην απο-θήκη της εκκλησίας, τη βρήκαμε κλειδωμένη. Στην αρχή

[51]

Page 54: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

διστάσαμε να χτυπήσουμε την πόρτα του μην τυχόν και κοι-μόταν, γιατί άμα τον ξυπνούσαμε θα γινόταν θηρίο, θα φώ-ναζε και θα ’βριζε, μπορεί και να μας έπαιρνε με τις πέτρες,όπως είχε γίνει δύο καλοκαίρια νωρίτερα· έτσι, σταθήκαμενα τον περιμένουμε, πέρασαν είκοσι λεπτά και το κρύο είχεσφίξει για τα καλά. Κάποτε άνοιξε διάπλατα η πόρτα τηςαποθήκης και στο λιγοστό φως της λάμπας που ’ταν αναμ-μένη μέσα φάνηκε η σιλουέτα του παπα-Λεπ Ταιρ με μιαμακριά παλιούρικη καμπαρντίνα, τύφλα στο μεθύσι, να τρα-γουδά «μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες…», ενώ πίσω μουάκουσα τον μοιραίο Νίκο να λέει φουρκισμένος «μέσα ήτανο τράγος και μας άφησε να παγώσουμε». Παραπατώνταςλοιπόν ο παπα-Λεπ Ταιρ προχώρησε προς το μέρος μας καιχασκογελώντας μάς ρώτησε με δυνατή φωνή «άλλον κα-νένα περιμένουμε;» Ο Σώτερ κούνησε αρνητικά το κεφάλιτου, «ωραία, λοιπόν» είπε ο τρελόπαπας, «ας ξεκινήσουμε».Μόλις ακούσαμε τα λόγια του, απορήσαμε, «θα ’ρθεις και συμαζί μας;» τον ρώτησε στη στιγμή ο Σώτερ, «ναι, θα ’ρθω»απάντησε εκείνος, «…και συ πού ξέρεις την Κουπέλα;» τουχώθηκε ο μοιραίος Νίκος, αρπαγμένος ακόμη από το ότιμας άφησε να περιμένουμε μες στο κρύο. Ο παπα-Λεπ Ταιρτότε σκέφτηκε για λίγο κι έπειτα είπε χαμηλόφωνα, σα ναξεμέθυσε έξαφνα, «κάποτε γύρεψα κι εγώ το σφύριγμα τουανέμου…», ενώ την ίδια στιγμή ξεκλείδωσε την πόρτα τουιερού. Και μόλις την άνοιξε γύρισε προς το μέρος μας — όλοιμας τον κοιτούσαμε· ώστε λοιπόν δεν ήταν η Κουπέλα μόνοδικό της και δικό μας μυστικό. «Τι με κοιτάτε, ρε, σαχάνοι;» είπε εκείνος, «…μπρος, ελάτε πέντε από σας νακουβαλήσουμε το σώμα της». Πράγματι, πέντε από εμάςπροχώρησαν εμπρός και μπήκαν μέσα μαζί του· ήταν καιπάλι οι πέντε πιο δυνατοί της παρέας: ο Τζίμης, ο Μανό-λης, ο Κώστας, ο Παύλος και, βέβαια, ο Μεγάλος Πρόδρο-μος. Ένα λεπτό μετά βγήκαν έξω κρατώντας το κουφάριτης κυρίας Δομένικας τυλιγμένο στην παλιά καφέ κου-βέρτα. Από μπροστά κρατούσε ο παπα-Λεπ Ταιρ, από πίσω

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄52

Page 55: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ο Μεγάλος Πρόδρομος κι οι άλλοι τέσσερις από το πλάι, δύοαπ’ τα δεξιά και δύο απ’ τα αριστερά. Βγήκανε έξω λοιπόνμε το κορμί εκείνης, ο παπα-Λεπ Ταιρ έβαλε στη δεξιάτσέπη του το αριστερό του χέρι (με δυσκολία είναι η αλή-θεια, καθώς με το δεξί κρατούσε την κουβέρτα), έβγαλε τακλειδιά της εκκλησίας, τα πέταξε στον Σώτερ κι εκείνος,χωρίς να περιμένει κάποιο παράγγελμα, κλείδωσε τηνπόρτα του ιερού κι έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη της κα-μπαρντίνας που ο παπα-Λεπ Ταιρ φορούσε πάνω απ’ τοράσο. «Είμαστε έτοιμοι…» είπε ο παπάς με στριγκή φωνή,«πάμε…» Τότε αρχίσαμε να περπατάμε μες στο σκοτάδι.Είχε σηκωθεί ένας παγωμένος βαρδάρης που ξύριζε, κιεμείς ανεβαίναμε την ανηφόρα από τον Πύργο (έτσι λέγαμετον μεγάλο πυλώνα του ηλεκτρικού της γειτονιάς με το κοκ-κινόχωμα), για να τραβήξουμε αριστερά απ’ τον επάνωδρόμο στη στρατούλα που ’βγαζε στο λόφο της Κουπέλας·ένα ασθενικό μισό φεγγάρι μάς έδειχνε το δρόμο. Και βέ-βαια προχωρούσαμε δίχως καμιά προφύλαξη· όποιον και ν’απαντούσαμε στο δρόμο μας αμέσως θα το υποψιαζότανπως κάτι παράξενο συνέβαινε, καθώς προχωρούσαμε έξιστη μέση να κουβαλάν το κορμί εκείνης μες στην κουβέρτα,και γύρω-γύρω αραδιασμένοι κατά παράταξη οι υπόλοιποι,εφτά στον αριθμό, σα να κάναμε γύρα τον επιτάφιο τηςΜεγάλης Παρασκευής. Για καλή μας τύχη όμως δε συνα-ντήσαμε κανέναν — μήτε ψυχή δεν περπατούσε στους δρό-μους της γειτονιάς μας· όλοι φαίνεται είχαν κλειστεί στασπίτια τους από την παγωνιά. Κανένας μας δε μιλούσε, μο-νάχα βαδίζαμε σκυφτοί· ο παγερός αγέρας μύριζε έντονα —τι παράξενο— μαλακό φρεσκοσκαμμένο χώμα. Όσο για τοκουφάρι της κυρίας Δομένικας, αυτό που το πρωί βρομούσεανυπόφορα και χρειάστηκε ν’ αδειάσει ο παπα-Λεπ Ταιρπάνω στην κουβέρτα που το τύλιγε μισό μπουκάλι ούζο γιανα σκεπάσει την μπόχα της σήψης, ε, πίστεψέ το, αυτό τοκουφάρι ευώδιαζε τώρα μια υπέροχη μεθυστική μυρωδιά,σα να ’χαν χωρέσει όλα τα γιασεμιά του Μαυρομανόλη

κεφάλαιο 6 53

Page 56: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μέσα σ’ εκείνο το άψυχο κορμί — ποιος ξέρει, ίσως να ’χεδίκιο ο Γιώργος το πρωί που μιλούσε για ανθισμένη θά-λασσα. Με τις δύο αυτές μυρωδιές —του φρεσκοσκαμμένουχώματος και των λουλουδιών— να σμίγουν στα ρουθούνιαμας, φτάσαμε κάποτε στις παρυφές της Κουπέλας. Μιαακατανόητη ευφορία μάς είχε κυριεύσει, λες και δεν πηγαί-ναμε να θάψουμε τη δασκάλα μας παρά να γιορτάσουμε τονερχομό μιας απρόσμενης άνοιξης μες στο καταχείμωνο.Μόλις αντικρίσαμε εμπρός μας εκείνον το λόφο των παρά-φορων ερώτων και προχωρήσαμε προς το άνοιγμα όπου άρ-χιζε ο Θάνατος, σκοντάψαμε σε δυο κορμιά: ήταν ο Βέλιαςκι ο Όττος που είχαν φτάσει εκεί πιο νωρίς από εμάς καικαθώς κάθισαν πλάτη με πλάτη να μας περιμένουν τους είχεπήρε ο ύπνος. Αμέσως πετάχτηκαν έντρομοι. «Εμείς είμα-στε…» φώναξε ο Μανόλης και τους αγκάλιασε για να τουςηρεμήσει. Και μόλις συνήλθαν, ο Όττος μάς έδειξε κάτι σαδέμα που το κρατούσε και με τα δυο του χέρια: ήταν τα εφτάκόκκινα τετράδια της κυρίας Δομένικας, εκείνα που η ίδιαμάς χάρισε για ύστατο δώρο· «ανέβηκα απ’ την ακακίαεμπρός απ’ το σπίτι της και πήδηξα στο περβάζι του παρα-θύρου…» είπε ο φίλος μας χαμηλόφωνα, «καλά έκανες…»του είπε ο Σώτερ, «θα τα διαβάσουμε αύριο…», «ναι…»ψιθύρισε ο Όττος, «αύριο…» Αμέσως έκανε μεταβολή κιάρχισε να ανεβαίνει το Θάνατο· πίσω του προχώρησε ο Βέ-λιας, πιάνοντας με το δεξί του χέρι τον ώμο του Όττου. Κιέπειτα προχώρησε ο παπα-Λεπ Ταιρ, πιάνοντας με το δεξίτου χέρι τον ώμο του Βέλια και κρατώντας με το αριστερότην κουβέρτα με το κουφάρι της δασκάλας μας. Πίσω τουπήγαιναν οι τέσσερις που κρατούσαν την κουβέρτα απ’ ταπλάγια κι έπειτα ο Μεγάλος Πρόδρομος και μετά απ’ αυτόνοι υπόλοιποι, πιάνοντας ο καθένας τον ώμο του μπροστινούτου — βλέπεις, δε γινόταν ν’ ανεβούμε νύχτα το Θάνατοχωρίς ο ένας ν’ αγγίζει τον άλλον, θα μας αρπάζαν οι θλιμ-μένοι δαίμονες της Κουπέλας. Κάποτε φτάσαμε στο τέλοςτου μονοπατιού, στην τελευταία μυγδαλιά της σειράς· ο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄54

Page 57: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Σίμης, που ερχόταν πίσω μου, έπιασε με την παλάμη τουτον κορμό για να στηριχτεί και μας είπε πως απ’ όσο ένιωθεμε την αφή της παλάμης του μάλλον κάτι ήταν χαραγμένοεκεί. Μαζευτήκαμε όλοι γύρω απ’ το δέντρο, εγώ άναψα ένασπίρτο και στη μια στιγμή που κράτησε η φλόγα του δια-βάσαμε χαραγμένη βαθιά πάνω στη φλούδα του δέντρου μίαμόνο λέξη: «απόψε». Ένα παράξενο ρίγος μάς διαπέρασετότε και η προηγούμενη ευφορία μας αμέσως έσβησε, τι νασήμαινε άραγε εκείνο το «απόψε» και για ποιον τάχα να χα-ράχτηκε; Για την κυρία Δομένικα ή για κάποιον άλλον; ήμήπως ήταν ένα μήνυμα για όποιον τολμούσε ν’ ανέβει στονμαγεμένο λόφο; Το μυστήριο αυτό λύθηκε μόλις μια βδο-μάδα αργότερα, όταν ένα πρωινό ήρθε ο Όττος και μας είπεπως είχε ανακαλύψει ότι σε κάθε μυγδαλιά απ’ την αρχή τουΘανάτου, χέρι ανθρώπου είχε χαράξει κι από έναν αριθμό,όπως εννιακόσια τρία ή εξακόσια ογδόντα εννιά ή τριακόσιασαράντα ή είκοσι εφτά ή πέντε. Αυτό μάς φάνηκε πολύ πα-ράξενο κι αμέσως το συνδυάσαμε με εκείνο το ακατανόητο«απόψε»· την επομένη κιόλας το μεσημέρι πήγαμε μήπωςκαι καταλάβουμε τι σήμαιναν όλα αυτά. Πρώτα απ’ όλα εί-δαμε προσεχτικά μία προς μία όλες τις μυγδαλιές του δύ-σβατου μονοπατιού· κοντά διακόσια δέντρα είχανε χαραγ-μένα στους κορμούς τους κι από ένα νούμερο. Έξαφνα οΣώτερ, βαθιά συλλογισμένος, έβγαλε ένα κομμάτι χαρτίπου πάντα κουβαλούσε στην κωλότσεπή του κι άρχισε κάτινα σημειώνει με το μολύβι του. Κανένα νούμερο δεν ήτανίδιο με το άλλο, μα όλα γειτόνευαν μες στην ατέλειωτη θά-λασσα των αριθμών· το μεγαλύτερο ήταν το εννιακόσια ενε-νήντα εννιά και το μικρότερο το νούμερο ένα. Μα το πιοπαράξενο ήταν πως τα νούμερα αυτά ακολουθούσαν τοδρόμο που ανέβαινε ο Θάνατος· στα πρώτα δέντρα του μο-νοπατιού ήτανε χαραγμένα τα νούμερα του εννιακόσια,μετά τα οχτακόσια τόσο μετά τα εφτακόσια και κάτι, καιέτσι ανέβαιναν προς τα πάνω τα διψήφια, πάντα με τη λο-γική σειρά τους, το ενενήντα εφτά, το ογδόντα τρία, το

κεφάλαιο 6 55

Page 58: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

εβδομήντα τέσσερα, το εβδομήντα και στον τελευταίοκορμό, όπως σου είπα, χαραγμένο το «απόψε». Κάποτε οΣώτερ σήκωσε το κεφάλι του απ’ το χαρτί και μονολόγησεκοιτώντας τον ορίζοντα: «μα είναι πανεύκολο…» Μαζευ-τήκαμε όλοι γύρω του και τότε μας εξήγησε τι σήμαιναν ταχαράγματα πάνω στον κορμό των δέντρων — χωρίς αμφι-βολία ήταν πολύ έξυπνος ο Σώτερ: «Εδώ και τρία χρόνια ηκυρία Δομένικα, για κάθε νύχτα που ανέβαινε στην Κου-πέλα για να σμίγει με την Τζίλντα, χάραζε και από ένα νού-μερο με το μακρύ μαύρο νύχι του μικρού δάχτυλου τουαριστερού της χεριού σε μια αμυγδαλιά· ήταν ο αριθμός τωνημερών που της απόμεναν κάθε φορά, καθώς οι χίλιες μέρεςτης κατάρας που ξεστόμισε η Μπαρμπακούλα πάνω στοψυχορραγητό της είχαν αρχίσει να μετρούν από τη δωδέ-κατη μέρα του Μάη του χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε.Κι έτσι, την τελευταία βραδιά, τη νύχτα της τετάρτης προςτην πέμπτη Φεβρουαρίου του εβδομήντα οχτώ, η κυρία Δο-μένικα, που ήξερε πως δε θα δει το ξημέρωμα της επόμενηςημέρας, χάραξε στην τελευταία αμυγδαλιά του θανάτου τηλέξη “απόψε”…» Όμως εκείνη τη νύχτα της ενδεκάτηςΦεβρουαρίου που ανεβάσαμε το σώμα της δασκάλας μαςστη Φωλίτσα για να το θάψουμε και διαβάσαμε στο φωςτου σπίρτου το αινιγματικό «απόψε», χαραγμένο στονκορμό μιας μυγδαλιάς, δε μπορούσαμε να σκεφτούμε τί-ποτε από όλα αυτά, αντίθετα, ήμασταν σίγουροι πως έναςδαίμονας της νύχτας είχε χαράξει εκείνη τη λέξη στηφλούδα του δέντρου και μας ανήγγειλε πως ήταν να συμβείεκείνη τη νύχτα κάτι που είχε προαποφασιστεί από αιώ-νες… Έγινε σιωπή για αρκετά λεπτά· κάποτε ο Μανόληςρώτησε φοβισμένος τον παπα-Λεπ Ταιρ «πάτερ, τι σημαί-νει αυτή η λέξη;» Ο παπα-Λεπ Ταιρ έδειξε να αιφνιδιάζε-ται με την ερώτηση, άρχισε να κομπιάζει λέγοντας πωςκουράστηκε απ’ το κουβάλημα της κουβέρτας με το κου-φάρι εκείνης, ήταν φανερό πως δεν ήθελε να απαντήσει κιέψαχνε έναν τρόπο να ξεγλιστρήσει, «α» έκανε ανακουφι-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄56

Page 59: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σμένος κάποια στιγμή σηκώνοντας το ελεύθερο χέρι τουψηλά, «απόψε άνθισαν οι μυγδαλιές…» Και στη στιγμήόλοι σηκώσαμε τα μάτια μας, το μισό φεγγάρι μόλις είχεφανεί ανάμεσα απ’ τα σύννεφα, και —τι παράξενο— φώτισεγια τα καλά τη νύχτα, σα να ’ταν δύο πανσέληνοι μαζί·πράγματι, οι μυγδαλιές είχαν ανθίσει, νόμιζες είχαν φορέ-σει νυφικά φορέματα κι έλαμπαν τα λευκά τους άνθη στοφεγγαρόφωτο, σα να ’θελαν να δώσουν εκείνο το βράδυ στηνκυρία Δομένικα τον ύστατο χαιρετισμό…

κεφάλαιο 6 57

Page 60: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 61: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

7.

Όπου ο αφηγητής λέει τουλάχιστον ένα ψέμα

Ήταν και πάλι η φωνή του παπα-Λεπ Ταιρ που μαςέβγαλε απ’ τη μαγευτική νάρκη των λευκών ανθών του Φλε-βάρη, «μπρος μωρέ…» είπε επιτακτικά, «…δεν ήρθαμε γιαχάζι δω επάνω». Με αυτά τα λόγια άρχισε να προχωράειστο μικρό ξέφωτο της Κουπέλας, παρασέρνοντας μαζί τουόσους κρατούσαν μαζί μ’ αυτόν την κουβέρτα με το κουφάριτης κυρίας Δομένικας· πίσω τους ακολουθήσαμε κι εμείς.Όταν φτάσαμε στο κέντρο της Φωλίτσας (έτσι έλεγε εκείνητο ξέφωτο της Κουπέλας), άφησαν κάτω την κουβέρτα κιόλοι ψάξαμε με τα μάτια να βρούμε τη γούβα των ερώτωντης· μόνο ο παπα-Λεπ Ταιρ κοιτούσε τον ουρανό. Τότεακούσαμε τη φωνή του Γιώργου, «να… η γούβα της Φωλί-τσας…» είπε με τον αλλόκοτο και τρομακτικό ενθουσιασμόαυτού που έχει χάσει τα λογικά του, και προχώρησε σαμαγεμένος προς τα κει· μόλις έφτασε ώς τη γούβα και τηνείδε άδεια, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή κι έκανε αμέσως με-ταβολή κι έτρεξε προς τον κορμό της πιο κοντινής αμυγδα-λιάς και γονάτισε κρύβοντας μες στις παλάμες του τοπρόσωπό του. Πήγαμε να πέσουμε από πάνω του να τον πα-ρηγορήσουμε, μα ο παπα-Λεπ Ταιρ μάς είπε χαμηλόφωνα«άφησε τον μονάχο για λίγο…»· έτσι, προχωρήσαμε κιεμείς προς τη γούβα, εκεί όπου η δασκάλα μας και η Τζίλ-

[59]

Page 62: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ντα είχανε σμίξει τόσες φορές, εκεί όπου η κυρία Δομένικαμας είχε υποδείξει ένα χρόνο πρωτύτερα τον τόπο του θα-νάτου της, σκαλίζοντας μ’ ένα καλάμι τη σκοτεινή φράσητης στο χώμα της Φωλίτσας, ακριβώς εκεί όπου την είχαμεβρει νεκρή έξι μέρες νωρίτερα. «Εδώ είναι ο τόπος…» είπεψιθυριστά ο Σώτερ και, γονατίζοντας στην άκρη της γού-βας, άρχισε να τη σκάβει με τα χέρια του, κουνώντας λα-χανιασμένος μπρος-πίσω το κεφάλι του σαν παλαβός. Ένας-ένας τότε γονατίσαμε όλοι γύρω απ’ τη γούβα —ακόμη κι οπαπα-Λεπ Ταιρ— κι αρχίσαμε να σκάβουμε κι εμείς μεμανία. Το ξηρό κρύο και η αναβροχιά δέκα ημερών είχανεκάνει το χώμα σκληρό σαν ξύλο — το χώμα που κάποτεήτανε η σάρκα εκείνων των καταραμένων που χάθηκαναγκαλιασμένοι. Έτσι όπως σκάβαμε, πονούσαν τα δάχτυλακαι τα νύχια μας, μα ούτε στιγμή δε σταματήσαμε να πά-ρουμε ανάσα. Θα πέρασε κάπου μια ώρα που παιδέψαμε τηγη με τα αδύναμα παιδικά μας χέρια, ώσπου έξαφνα είδαμεπως εκείνη η κοίλη γούβα, που ήταν τόπος θανάτων καιερωτικών σμιξιμάτων, είχε γίνει πια ένας λάκκος, ένας λάκ-κος αρκετά ρηχός βέβαια, για να μπορούν —σύμφωνα με τιςστερνές της επιθυμίες— εύκολα να βρουν τροφή τα πεινα-σμένα τσακάλια, μα, όπως και να το κάνουμε, έστω καιαυτός ο ρηχός λάκκος ήταν, θαρρείς, σα μια πληγή πουέχασκε επάνω στον μαύρο λόφο και τον πονούσε. Έτσι, μόλιςπάψαμε το σκάψιμο, φτύσαμε σάλιο στις παλάμες μας καιτο απλώσαμε στο χώμα, θέλαμε έτσι να καλοπιάσουμε τησκληρή γη για να σπλαχνιστεί το κορμί της δασκάλας μαςκαι να μην το παιδέψει στον αφανισμό του. Αφού έγινε κιαυτό, σηκωθήκαμε και πήγαμε εκεί όπου είχαμε αποθέσειτο κουφάρι της κυρίας Δομένικας τυλιγμένο με την παλιάκουβέρτα· τότε έγινε το πιο δύσκολο απ’ όλα. Ο ΜεγάλοςΠρόδρομος σήκωσε την κουβέρτα στα δυο του χέρια κι οΣώτερ, αφού πήρε βαθιά ανάσα, γύρεψε με τη ματιά του τονπαπα-Λεπ Ταιρ για να του δώσει το τελικό σύνθημα· μόλιςαυτός έγνεψε καταφατικά, ο Σώτερ έπιασε την άκρη της

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄60

Page 63: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κουβέρτας και άρχισε να την ξετυλίγει αργά-αργά. Κάποτετην τράβηξε απότομα, μην αντέχοντας άλλο το βάσανο τηςψυχραιμίας, και τότε, ω Θεέ μου, το ολόγυμνο κορμί τηςκυρίας Δομένικας βρέθηκε στην αγκαλιά του Μεγάλου Πρό-δρομου. Μπροστά σε κείνη την εικόνα ένιωσα για πρώτημου φορά την αίσθηση πως ίσως στον θάνατο φωλιάζει ηαγριότερη ομορφιά, στην έλξη του θανάτου, στην απόφασητου θανάτου, ή ακόμη και στη γαλήνη του. Κι είναι αλήθειαπως από εκείνο το φλεβαριάτικο βράδυ είδα πολλά στη ζωήμου και στα όνειρά μου, μα ποιο σούρουπο είχε την ώχρατου προσώπου της, ποια βιολέτα τα μελανιάσματα του του-μπανιασμένου δέρματός της, ποια πέτρα ρημαγμένης γηςήταν τόσο πένθιμα μαύρη όσο τα κοκαλωμένα εξογκώματαπου είχε στο στήθος της αντί για ρώγες, ποια πληγή ήταντόσο τρυφερή όσο η ολοκόκκινη τομή της κοιλιάς της (απόεκεί που ’γινε η νεκροψία), ποιο λευκό κρίνο έκρυβε τα μυ-στικά που κρύβαν τα σφαλιστά της βλέφαρα; Έστρεψα τότετο βλέμμα μου ψηλά, «αν είσαι εδώ, μην κρύβεσαι…» σι-γοψιθύρισα ψάχνοντας στον μαύρο θόλο της νύχτας… Ότανκατέβασα τα μάτια μου, είδα το κορμί της κυρίας Δομένι-κας ξαπλωμένο μες στο λάκκο, εκεί όπου το είχε αποθέσειο Μεγάλος Πρόδρομος· γύρω-γύρω στεκόμασταν όλοι όρ-θιοι —μόνον ο Γιώργος ήταν ακόμη γονατισμένος στονκορμό μιας μυγδαλιάς—, μας είχε καταλάβει μια παράξενηνευρική αμηχανία, σαν κάτι να περιμέναμε μα δεν ξέραμετι. Ήταν ο Μεγάλος Πρόδρομος που έδωσε τέλος σ’ αυτό τοδυσάρεστο αίσθημα. Στύλωσε το βλέμμα του στον παπα-Λεπ Ταιρ και του είπε με την αργή βαριά φωνή του «ό,τιείναι να πεις, πες το τώρα…» Ο παπα-Λεπ Ταιρ στην αρχήέδειξε να αιφνιδιάστηκε, «εγώ τι να πω;» φώναξε ταραγ-μένος, ύστερα όμως κατάλαβε τι εννοούσε ο φίλος μας,«σωστά» μονολόγησε, «είναι κάτι που πρέπει να πω…»Και, μόλις είδαμε τον τρελόπαπα να παίρνει βαθιά ανάσα,όλοι μας σκεφτήκαμε πως πάλι θα μας έλεγε για κείνο τονκαταπράσινο χλοερό τόπο· μα ο παπα-Λεπ Ταιρ δε μας μί-

κεφάλαιο 7 61

Page 64: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

λησε για τον χλοερό τόπο, μήτε και άρχισε τις συνηθισμένεςτου ψαλμωδίες. Μονάχα έσκυψε το κεφάλι· τότε, λες κιάναψε ένα φως μες στο μυαλό μου, έκανα με το κεφάλι μουένα νεύμα στον Κώστα που σήμαινε «ναι, τώρα». Η φωνήτου παπα-Λεπ Ταιρ ήταν καθαρή και δυνατή, έσκιζε τησιωπή της παγερής νύχτας: «Ας είναι τα κορμιά που ενώ-νονται, ας είναι οι γλώσσες που συστρέφονται, ας είναι ταμάτια που λάμπουνε, ας είναι ο άνεμος που σφυρίζει, αςείναι…» Και μόλις τελείωσε εκείνη τη σκοτεινή κι ακατα-νόητη φράση (που δεν την ακούγαμε για πρώτη φορά), σού-ρωσε τα χείλια του και φύσηξε απαλά προς το κορμί της.Προτού προφτάσουμε να σκεφτούμε καν τι ήτανε ή τι σή-μαινε εκείνο το φύσημα του παπα-Λεπ Ταιρ, ο παπάς μάςείπε με φωνή ξερή και αδιάφορη «φιλήστε την». Χωρίς νατο σκεφτούμε καθόλου, σταθήκαμε στη σειρά κι όλοι περά-σαμε ένας-ένας και γονατίσαμε πλάι στο λάκκο και φιλή-σαμε για στερνή φορά την κυρία Δομένικα, έτσι όπως εκείνημάς έμαθε να φιλάμε όσους φεύγουν για ταξίδια χωρίς γυ-ρισμό, εφτά φορές συνολικά, τρεις στο μέτωπο, δυο στο αρι-στερό μάγουλο, μια στο δεξιό και μια τελευταία στο λαιμό.Έτσι περάσαμε και φιλήσαμε τη δασκάλα μας· κι ήμουνεγώ ο τελευταίος στη σειρά. Το κορμί της δε μύριζε διόλου·μονάχα το δέρμα της ήτανε παγωμένο. Ακούμπησα ταχείλη εφτά φορές στο δέρμα της κι ένιωσα πως τα χείλη μουγίνανε μια τεράστια άφθη· δε σκεφτόμουν τίποτε απολύ-τως, μονάχα με γέμισε ένα απροσδιόριστο αίσθημα, θαρ-ρείς γνωστό από πολύ παλιά, κάτι σα γλύκα και πικρίαμαζί. Κι αφού έδωσα τον στερνό χαιρετισμό σε κείνη, πήγακαι στάθηκα στον κύκλο που ’χαμε κάνει γύρω από τολάκκο· ήμασταν έτοιμοι να σκύψουμε και να ρίξουμε χου-φτιές το χώμα να σκεπάσουμε το κορμί της, όταν είδαμε τονΓιώργο όρθιο να ’χει σηκωθεί από τον κορμό της μυγδαλιάςκαι να βαδίζει προς το λάκκο με το κουφάρι της δασκάλαςμας. Κι όταν έφτασε στην άκρη του ρηχού τάφου, δε γονά-τισε. Μονάχα στύλωσε τα μάτια του σε κείνη και μετά από

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄62

Page 65: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μια μικρή σιωπή είπε κοφτά: «Αν ήσουν, ήμουν». Ύστεραέβαλε το χέρι του στον κόρφο του κι έβγαλε το φιλημένοτριαντάφυλλο της Τζίλντας· αφού το κράτησε για μιαστιγμή, σα να ’θελε να το ζυγίσει, το πέταξε πάνω στοκορμί εκείνης. Και το τριαντάφυλλο έπεσε ανάμεσα σταχωρίς ρώγες στήθη της κυρίας Δομένικας και —τι παρά-ξενο— στάθηκε εκεί, ακριβώς στο μέρος της καρδιάς.

Όσην ώρα ρίχναμε με τις χούφτες το χώμα για να σκε-πάσουμε το κορμί της δασκάλας μας, κρυφοκοίταξα τονΓιώργο πλάι μου να κάνει το ίδιο και συλλογιόμουν πως στ’αλήθεια αυτό το πράγμα είναι η αγάπη· να λογαριάζεις δη-λαδή την αγάπη των άλλων πιο πολύ απ’ τη δική σου, νασαπίζεις —αν έτσι τυχαίνει— σ’ ένα αδιέξοδο μαράζι, να βά-ζεις πρώτο το φιλημένο τριαντάφυλλο της Τζίλντας απ’ τοδικό σου το φιλί που ποτέ δεν έδωσες. Αυτά σκεφτόμουναεκείνη την ώρα κι έριχνα με τις χούφτες το χώμα, όπως άλ-λωστε έκαναν όλοι, μέχρι κι ο παπα-Λεπ Ταιρ είχε πέσειστα γόνατα κι έσκαβε τη γη μ’ ένα ξυλαράκι, για να ’χουμεχώμα για τις χουφτιές μας. Σιγά-σιγά άρχισε να σκεπάζε-ται απ’ το χώμα το σώμα της κυρίας Δομένικας, πρώτα οιπαλάμες των χεριών, κατόπιν ο λαιμός και οι αστράγαλοιτων ποδιών της, τα μαλλιά της έπειτα και το πρόσωπό τηςκι ύστερα όλο το υπόλοιπο σώμα, το εφηβαίο και η κοιλιά,οι μηροί και οι ώμοι. Κάποτε σκεπάστηκε ολόκληρο τοκορμί της, εκτός από τα δυο της στήθη και το ολοκόκκινοτριαντάφυλλο ανάμεσά τους —ξέρω, φαίνεται παράξενο, μαέτσι έγινε—, βλέπεις κανείς μας δεν τολμούσε να ρίξει χώμαπάνω σε ένα φιλημένο ρόδο. Μόλις αυτό έγινε πια φανερό,μείναμε όλοι μας ακίνητοι για ένα λεπτό. Κι ο Γιώργος,αφού μας κοίταξε έναν-έναν, κατάλαβε πως αυτός ήταν ομόνος που είχε δικαίωμα να το κάνει· έσκυψε και με ενω-μένες τις παλάμες του μάζεψε όσο περισσότερο χώμα μπο-ρούσε και με μια αποφασιστική κίνηση το πέταξε εκεί όπουήταν το ακάλυπτο σημείο. Έτσι, χάθηκαν και οι τελευταίεςάκρες απ’ το κορμί της κυρίας Δομένικας, τα στήθη και το

κεφάλαιο 7 63

Page 66: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τριαντάφυλλο. Κι αφού πατικώσαμε με τα χέρια μας τοχώμα από πάνω της, σηκωθήκαμε όρθιοι· ο Σώτερ τότεπήρε ένα καλάμι που ’τανε πεταμένο παράμερα και χάραξεπάνω στη γη που σκέπασε τη δασκάλα μας τη φράση πουεκείνη πριν από ένα χρόνο μάς έμαθε:

ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ

Τη στιγμή εκείνη, μόλις ο Σώτερ τελείωσε τη γραφήτου κι έσπασε το καλάμι στο γόνατό του, όπως είχε κάνει κιεκείνη, ακούστηκε το σφύριγμα του ανέμου, οξύ, διαπερα-στικό, να τρυπάει τ’ αυτιά μας, ενός ανέμου που μόλις είχεσηκωθεί, θαρρείς και περίμενε να θάψουμε το κουφάρι τηςκυρίας Δομένικας για να ξεσπάσει. Σηκώθηκε κουρνιαχτόςστη Φωλίτσα και μεμιάς σβήστηκε εκείνη η γραφή που ’χεχαράξει στο χώμα με το καλάμι ο Σώτερ, όπως ακριβώςέγινε και τότε, ένα χρόνο πρωτύτερα. Όταν προσπαθήσαμενα ξεδιαλύνουμε το σφύριγμα εκείνο του ανέμου, ακούσαμεμια συνεχώς επαναλαμβανόμενη λέξη, μια λέξη δική μας,ανθρώπινη: «Έρχου». Τώρα γιατί και για ποιον σφυρίχτηκετούτη η λέξη, αυτό μη μου το ρωτάς, δεν το ξέρω…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄64

Page 67: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

8.

NN uu tt rr ii xx ee ii uu ss tt ee rr rr aa ee ss tt

Την άλλη μέρα ανεβήκαμε και πάλι στην Κουπέλα, ξε-κινήσαμε κοντά στις τέσσερις το μεσημέρι, ο Όττος πή-γαινε μπροστά, όπως πάντοτε, κι είχε κάτω από τημασχάλη του τα εφτά κόκκινα τετράδια της κυρίας Δομένι-κας· μόνον ο παπα-Λεπ Ταιρ δεν ήτανε τούτη τη φορά μαζίμας. Η μέρα είχε βαρύνει πια για τα καλά, όταν καθίσαμε σεκύκλο στη Φωλίτσα, γύρω από τη γούβα των ερώτων, κι οΌττος έδωσε στον Σώτερ (που ’ξερε την καλύτερη ανάγνωσηαπ’ όλους μας) τα εφτά κόκκινα τετράδια εκείνης. Τότεέγινε σιωπή· ο Σώτερ με άφατη προσοχή τα απόθεσεεμπρός του, έπειτα σήκωσε το πρώτο, το άνοιξε στηνπρώτη σελίδα, πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε να διαβάζει πνι-χτά, μπουκωμένα: «Κι αν ήλιο, κι αν σκιά, δεν είδα, φωςμου, να βγάλεις πια το πέπλο απ’ το κεφάλι, αφότου ένιω-σες τι πόθος πάλλει, πόση λαχτάρα βασιλεύει εντός μου…»Κι ενώ ο Σώτερ έκανε μια μικρή παύση ίσα για να πάρειμιαν ανάσα, εμείς κοιτιόμασταν αναμεταξύ μας αμήχανα,ώστε λοιπόν ένα ποίημα ήταν γραμμένο σε τούτη τηνπρώτη σελίδα του πρώτου τετραδίου της κυρίας Δομένικας,άραγε να ’ταν δικό της ή κανενός άλλου, μα αυτό τι σημα-σία έχει πια, σημασία έχει πως όλοι οι άνθρωποι κάποτεπρέπει να σηκώσουν, έστω για μια στιγμή, το πέπλο από

[65]

Page 68: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

το πρόσωπό τους — μην την αφήσεις τη στιγμή αυτή να πε-ράσει… Ο Σώτερ κατέβασε με δυσκολία το σάλιο του καισυνέχισε να διαβάζει εκείνο το ποίημα: «…Φως ευσπλα-χνίας μ’ έραινε η ματιά σου, όσο κρυφά με φλόγιζε το αίμα,όσο είχα το λογισμό κρυμμένο. Μου κρύβεις τώρα το γλυκόσου βλέμμα και δε μου δείχνεις τα ξανθά μαλλιά σου. Αφό-του μ’ έχει η αγάπη προδομένο, τα ’χασα αυτά που μ’ είχανμαγεμένο…» Σε αυτό το σημείο ο Σώτερ σταμάτησε καιπάλι, γύρισε και μας κοίταξε με βλέμμα δισταχτικό, δενξέρω τι διάβασε στα μάτια μας, μα φάνηκε να το παίρνειαπόφαση· ξερόβηξε δυο-τρεις φορές και είπε χαμηλόφωνατους τελευταίους στίχους με μιαν αναπνοή: «…Κι είναι τοπέπλο σου η γλυκιά νεφέλη, που, ζέστη κρύο, να σκεπάσειμέλλει από τα μάτια μου το φως του κόσμου». Και στα χρό-νια που ακολούθησαν, ακόμα και στους πιο δύσκολους μήνεςτης μεγάλης επιδημίας, όταν ανέβαινα στην Κουπέλα καιδεν υπήρξε ούτε μια απ’ αυτές που να μην επανέλαβα τούτοτο τελευταίο τρίστιχο, άλλοτε το απήγγελλα έξω φωνή μαζίμ’ όλους τούς άλλους (γιατί ήτανε κάτι σαν ιεροτελεστία τονα ανεβούμε εκεί, έπειτα να πιάσουμε το ποίημα αυτό,έπειτα το τραγούδι του Φλεβάρη κι έπειτα να καθίσουμεοκλαδόν και να περιμένουμε σιωπηλοί το σφύριγμα του ανέ-μου) κι άλλοτε το ψιθύριζα μονάχος μου, ψάχνοντας μάταιαστους κορμούς των πιο ψηλών δέντρων του Θανάτου να βρωχαραγμένη τη λέξη «αύριο» (όπως μου είχε πει ο Μαυρο-μανόλης), είτε έτσι, λοιπόν, είτε αλλιώς, όποτε ανέβαιναστον μαύρο λόφο περίμενα ένα μαύρο πέπλο, έτσι όπως μ’έμαθε η δασκάλα μου, όπως με δίδαξε το σουβλί της κυρίαςΠανδώρας, οι μπουρμπουλήθρες του Βάλτου, η μελωδίααπό το μενταγιόν στην κοιλιά του Αγιούτου, το σφύριγματης Κουπέλας, τα θανατηφόρα χείλη που φιλούσαν τοχώμα, τα ποτήρια με το νερό και το φαρμάκι, η κατρακύλατων αναχωμάτων που δεν τελείωνε ποτέ· έτσι έζησα όλαεκείνα τα χρόνια μέχρι που μπήκα στο ψυγείο του Ζαχαρέ-νιου με αυτή τη βεβαιότητα, κι από τότε που βγήκα πάλι

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄66

Page 69: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

με την ίδια βεβαιότητα ζω, πως, ό,τι κι αν γίνει, όποια καινα είναι η παρέκκλιση της πορείας των άστρων, όποια καινα είναι η φορά του ανέμου, η ερυθρότητα της φλόγας και ηάμπωτις της θαλάσσης, στο τέλος το φως απ’ τα μάτια μουθα το σκεπάσει το δικό σου μαύρο πέπλο. Και κάθε φοράπου ανεβαίναμε στην Κουπέλα, κάνοντας παγερές ολονυ-κτίες και τραγουδώντας τον Κουτσοφλέβαρο, περιμένονταςτο σφύριγμα του ανέμου καταπώς μας είχε παραγγείλειεκείνη, ο Σώτερ έπαιρνε πάντοτε μαζί του τα εφτά κόκκινατετράδιά της, ποτέ όμως δεν προχωρήσαμε περισσότεροαπ’ την πρώτη σελίδα, παρά έξι χρόνια αργότερα, τον Σε-πτέμβριο του χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα, τότε πουο Μεγάλος Πρόδρομος, ο Γιώργος, ο Σώτερ κι εγώ τα εί-παμε αναμεταξύ μας όλα στον Άσπρο Βράχο (εξάλλου τότεδιαβάσαμε και τις αινιγματικές φράσεις που ’χε γράψει ηδασκάλα μας τον τελευταίο καιρό στο έβδομο τετράδιό της).Κι είναι αλήθεια πως ο άνεμος εκεί, στη Φωλίτσα της Κου-πέλας, μας σφύριζε κι εμάς —τον έναν μετά τον άλλον κιέπειτα όλους μαζί— λέξεις ακατανόητες και προσταγές φο-βερές που μας οδήγησαν στο πάθος και στην καταστροφή,μα όλα τούτα είναι μια άλλη ιστορία και θα σου την πω ότανθα έρθει η ώρα…

Όσο για τις στερνές επιθυμίες της κυρίας Δομένικας,όλα έγιναν όπως τα θέλησε· ο Γιώργος πράγματι πήγε στημάνα της τη μέρα του Ευαγγελισμού, στις είκοσι πέντεΜαρτίου (το πώς θα πήγαινε στο σπίτι της του το ’πε οπαπα-Λεπ Ταιρ, που κάτι διάβασε στον κίτρινο κατάλογοτων τηλεφώνων, κι ο Γιώργος έκανε κοντά μισή μέρα γιανα φτάσει με τα πόδια στο παλιό νοσοκομείο των φυματι-κών), της έδωσε το μαύρο μεταξωτό μαντίλι, που εκείνηείχε δώσει στην κόρη της πάνω σ’ ένα πλοίο σχεδόν είκοσιχρόνια πιο μπροστά, τη φίλησε απαλά στο μάγουλο κιύστερα έφυγε μες στη σιωπή· μα την επόμενη χρονιά, ότανξαναπήγε την ίδια μέρα, βρήκε το σπίτι κλειστό και μα-νταλωμένο, όσο κι αν ρώτησε, δε μπόρεσε να μάθει τι από-

κεφάλαιο 8 67

Page 70: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

γινε η Αύρα Φραντζή, αν είχε φύγει για κάπου μακριά ή ανείχε πεθάνει. Αλλά και στη γούβα των ερώτων κάθε φθινό-πωρο ρίχναμε μια φουχτιά σπόρο, όπως εκείνη μάς είχε ζη-τήσει· μα —τι παράξενο— πάνω στη γούβα δε φύτρωνεστάρι, όπως έπρεπε κι όπως εξάλλου περίμενε και η δα-σκάλα μας στη διαθήκη της, μα, πίστεψέ το, λευκές ανε-μώνες που άνθιζαν εξαίσια κάθε Γενάρη. Και τον Απρίληδε μαραίνονταν οι ανεμώνες αυτές, αν και ήταν ο καιρόςτους, παρά έμεναν ζωντανές και στητές, και κάθε Ιούλιο τακόβαμε εκείνα τα παράξενα ολόλευκα λουλούδια για να ξα-νανθίσουν και πάλι τον επόμενο Γενάρη… Το ίδιο βράδυ πουκόβαμε τους ανθούς, σκορπούσαμε τη λιγοστή τους γύρηστον άνεμο· γιατί η γη ταΐζει τον άνεμο, από τα έγκατά τηςβγάζει την αδιανόητη σκοτεινιά της και την κάνει ώση τουκόσμου. Και φαίνεται πως τα αηδόνια μεθούσαν αλλόκοτααπό εκείνη τη γύρη, καθώς για ενάμιση μήνα —μέχρι πουξημέρωνε η μέρα της Παναγίας— το μαγευτικό τραγούδιτους συνέχιζε ακατάπαυτα νύχτα και μέρα, χωρίς να στα-ματά ούτε λεπτό, ούτε στιγμή.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — α ΄68

Page 71: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

β.[ο άνεμος]

Page 72: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 73: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

9.

Ένα ρολόι εξαφανίζεται

H ζωή μου συναντήθηκε με τη ζωή της κυρίας Δομέ-νικας την ίδια μέρα που το κόκκινο τριαντάφυλλο της κυρίαςΠανδώρας κύλησε μπροστά στα πόδια μου, μα και την ίδιαμέρα που συνάντησα για πρώτη φορά όλους εκείνους πουέμελλε να βαδίσουμε μαζί στο σκοτάδι του μεγάλου εφιάλτηνιώθοντας στο σβέρκο μας την ανάσα του θηρίου: ήταν ηδεκάτη τρίτη Σεπτεμβρίου του χίλια εννιακόσια εβδομή-ντα πέντε, η πρώτη μέρα της πρώτης δημοτικού… Κι είναιαλήθεια πως εκείνο το πρωινό, απ’ τη στιγμή που η μάναμου τραβώντας με απ’ το μπράτσο μ’ έσυρε με το στανιό απ’τη γωνιά του δρόμου της μάγισσας με τα μαύρα μάτια, δεμπορούσα να ξεχωρίσω τίποτε συγκεκριμένο εμπρός μου,λες κι είχα στραβωθεί από μιαν αλλόκοτη λάμψη· ούτε καιθυμάμαι τον αγιασμό και μια ακαταλαβίστικη ομιλία πουέκανε —όπως έμαθα αργότερα— ο Κερατένιος, ή το πώςμας χώρισαν σε τμήματα και μπήκαμε στην τάξη και βρε-θήκαμε καθισμένοι στα θρανία μας, σιωπηλοί και ζαρωμέ-νοι, μέσα στις μπλε φρεσκοπλυμένες μας ποδιές. Όσημνήμη μού μένει από το φοβερό εκείνο πρωινό είναι δοσμένηολόκληρη σε κείνη που θα με πρόσμενε έστω για λίγο, έστωμονάχα για ένα βράδυ· εκείνη τη μέρα με είχε χτυπήσειαστροπελέκι, ήμουνα μαγεμένος με την κυρία Πανδώρα και

[71]

Page 74: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δεν είχα καρδιά και νου για τίποτε και για κανέναν. Έτσι,όταν μπήκε στην τάξη η κυρία Δομένικα, είδα έναν ίσκιοχωρίς πρόσωπο (όμως κι οι άλλοι γύρω μου ήταν ίσκιοι κιαυτοί) κι ολωσδιόλου μηχανικά σηκώθηκα απ’ τη θέση μου,βλέποντας τους μπροστινούς μου να κάνουν το ίδιο (ο Ζήσηςείχε δασκαλευτεί από τη μάνα του να σηκωθεί μόλιςέμπαινε η δασκάλα μας στην τάξη και οι υπόλοιποι τον μι-μηθήκαμε χωρίς να ξέρει κανένας το γιατί), κι επίσης μη-χανικά υπάκουσα σ’ ένα νεύμα της που σήμαινε νακαθίσουμε κάτω. Δυο μέρες αργότερα ρώτησα τον Κούληκαι τον Βέλια για τα όσα έγιναν εκείνο το πρώτο πρωινό τουσχολείου· ήταν η ώρα που γυρνούσαμε στα σπίτια μας αργάτο απόγευμα μετά την πρώτη συγκέντρωση της παρέας στοΜικρό Ρέμα, όταν καθίσαμε στα Βαρέλια, βγάλαμε τις πο-διές μας, μείναμε μόνο με τις φανέλες και μοιραστήκαμεένα τσαμπί σταφύλια που έκοψε ο Μανόλης απ’ τον αμπε-λώνα του κυρ Απόστολου (έπειτα φώναξε ο καθένας τοόνομά του και μετά βάλαμε κι οι δεκαπέντε τις παλάμες μαςτη μία πάνω στην άλλη, κι ο Σώτερ, που έβαλε τελευταίοςτην παλάμη του, είπε «εδώ για πάντα» κι εμείς κουνήσαμεκαταφατικά το κεφάλι). Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, οι δυοφίλοι μου μου τα είπαν όλα χαρτί και καλαμάρι: το πρωινότης δεκάτης τρίτης Σεπτεμβρίου η κυρία Δομένικα μπήκεστην τάξη ωχρή κι αγέλαστη, δε μας άρχισε στις γλύκεςκαι στα καλοπιάσματα μήτε μας έβαλε να πούμε ένας-έναςστη σειρά τα ονόματά μας (κι όταν δύο χρόνια αργότεραπήγε να μας το κάνει αυτό η κυρία Δροσιά, το ’χαμε μάθειπια το παραμύθι και της δώσαμε την απάντηση που έπρεπε)ούτε και μας πήρε με τις φλυαρίες και τους ανόητους εν-θουσιασμούς που συνήθως πιάνουνε στα πρωτάκια ούτε καικάθισε στην έδρα αυστηρή κι έβγαλε τον κατάλογο να δια-βάσει τα ονόματά μας, όμοια με την κυρία Μουτσουρίκου,που ένα χρόνο υστερότερα απ’ την κυρία Δροσιά μάς είπενα σηκωνόμαστε όρθιοι μόλις ακούμε το όνομά μας («είναιζήτημα αρχής…» είπε κατηγορηματικά, μα τι το ’θελε

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄72

Page 75: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τούτο η έρμη, ο μοιραίος Νίκος εκείνη ακριβώς τη στιγμήτής πέταξε στο πρόσωπο την ψεύτικη μαύρη ταραντούλαπου ’χε φτιάξει με σύρμα και μαύρο μεταξένιο ύφασμα καιη κυρία Μουτσουρίκου την ξέχασε μια και καλή αυτή τηναρχή της). Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έκανε η κυρία Δομένικαεκείνο το πρώτο πρωινό του σχολείου, παρά στάθηκε σιω-πηλή και ακίνητη μπροστά στο μαυροπίνακα και μας κοί-ταξε όλους προσεκτικά, τον ένα μετά τον άλλον, τα μάτιατης καίγαν σαν καύτρες τσιγάρου… Έπειτα έβαλε το χέριτης στη φαρδιά μαύρη τσάντα της κι έβγαλε από μέσα έναρολόι· ήτανε ένα ασημένιο ρολόι τσέπης, από εκείνα του πα-λιού καιρού. Η κυρία Δομένικα κρέμασε την αλυσίδα τουστο δείκτη του δεξιού της χεριού και μας το έδειξε για έναπερίπου λεπτό· τότε έγινε ησυχία και ακούστηκε απ’ τοκλειστό ρολόι ένα υπόκωφο μα ασταμάτητο τικ-τακ. Κα-τόπιν, με μιαν απότομη κίνηση, άφησε το ρολόι με θόρυβοπάνω στην έδρα, σχεδόν το πέταξε, και χωρίς να πει ούτεμια λέξη άνοιξε βιαστικά την πόρτα της τάξης κι έφυγε σανκυνηγημένη. Την ίδια στιγμή ο Γιώργος —κανείς βέβαιαδεν ήξερε ακόμη το όνομά του, όλοι είδαμε ένα αδύνατοξανθό παιδί με γαλανά διάφανα μάτια— σηκώθηκε απ’ τηνκαρέκλα του, έτρεξε στην έδρα μ’ ένα πήδημα, ανέβηκε όρ-θιος πάνω στο ξύλο και κοίταξε με λαχτάρα έξω απ’ το πα-ράθυρο, προς τα εκεί που ξεμάκραινε η δασκάλα μας. Κιόπως μού είπαν ο Κούλης κι ο Βέλιας, μόλις πέρασε μισόλεπτό που κοιτούσε, έκανε κάτι παράξενο· κόλλησε μεπάθος τα χείλια του στο τζάμι κι έμεινε σ’ αυτή την αλλο-πρόσαλλη στάση μέχρι που όλοι φύγαμε απ’ την τάξη —ήτανε φως φανάρι πως την είχε δαγκώσει για τα καλά τηλαμαρίνα με την παράξενη δασκάλα μας. Φαίνεται πως κά-ποιος πετούσε με το μαύρο τόξο του φαρμακερά βέλη εκείνοτο πρώτο πρωινό που πήγαμε στο εκατοστό πέμπτο δημο-τικό σχολείο…

Την επόμενη μέρα, στις δεκατέσσερις Σεπτεμβρίου,όταν μπήκαμε στην τάξη, είδαμε πως το ρολόι της κυρίας

κεφάλαιο 9 73

Page 76: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Δομένικας εξακολουθούσε να βρίσκεται πάνω στην έδρα,έτσι ακριβώς όπως το ’χε αφήσει την προηγουμένη. Καθώςπήγαινα προς το θρανίο μου —ήτανε το τελευταίο θρανίοτης μεσιανής σειράς, αριστερά μου είχε καθίσει τέρμαγωνία στη σειρά των παραθύρων μόνος του σε δύο καρέκλεςο Μεγάλος Πρόδρομος, εμπρός μου ο Σώτερ κι ο Μανόληςκαι πλάι μου ο Πέτρος (αυτός που αργότερα του κολλήσαμεένα σωρό παρατσούκλια, όπως Πέτρος ο Ζβουμ ή Βραζι-λιάνος ή Αόρατος Ζαμαρίνιο ή Αγιούτος)—, καθώς πήγαιναπρος το θρανίο λοιπόν, έπεσε η ματιά μου σε κείνο το ρολόικαι κοντοστάθηκα μπροστά στην έδρα. Κι όπως ήτανακόμη σκοτισμένο το μυαλό μου από το ρόδο της κυρίαςΠανδώρας που κατρακύλησε στα πόδια μου το προηγού-μενο πρωί, απ’ τις τρομερές ιστορίες της κυρίας Φωτεινήςκι απ’ τη διαταγή της μάνας μου να πηγαίνω και να έρχομαιαπ’ το σχολείο απ’ τον καρόδρομο της Περραιβού κι όχι απ’το δρόμο εκείνης, έσκυψα ασυναίσθητα το αυτί μου προς τοκλειστό ασημένιο ρολόι, χωρίς να ξέρω το γιατί, κι άκουσακι εγώ εκείνο το τικ-τακ… Και τότε με κατέλαβε μια πνευ-ματική έξαψη, αφύσικη για ένα παιδί έξι χρονών· ένιωσαπως εκείνος ο ταπεινός ήχος του ασημένιου ρολογιού είναιπου θα ζαρώσει το τσιτωμένο δέρμα μας, που θα μας γερά-σει και θα μας σαπίσει και θα μας κάνει στάχτη και θα μαςσκορπίσει, αυτός ο ταπεινός ήχος είναι ο άπιαστος χρόνοςπου δαμάζει τα πάντα, αυτός που είναι πάντοτε χαμένος καιπου κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να τον κρατήσει στην παλάμητου έστω και για μια στιγμή — α, αγάπη μου, αλήθεια σούλέω, εκείνη την ώρα ήμουν απολύτως βέβαιος πως αυτός οάπιαστος χρόνος είχε βρεθεί μπροστά μου, έφτανε ν’απλώσω το χέρι μου και να τον αγγίξω, να τον σηκώσω απότην έδρα και να τον κρατήσω σφιχτά στην παλάμη μου,πρώτος εγώ απ’ όλους τούς ανθρώπους της γης. Μα ότανέκανα να κινήσω το μπράτσο μου και ν’ αγγίξω εκείνο τορολόι, έξαφνα δείλιασα, μια αόρατη δύναμη αγκύλωσε τοχέρι μου… Όπως έμεινα ακίνητος, ένιωσα δύο μάτια να

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄74

Page 77: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

καίνε στην πλάτη μου· αμέσως γύρισα και είδα: απέναντίμου στεκότανε η κυρία Δομένικα· για πότε είχε μπει στηντάξη ούτε που το κατάλαβα. Με κοίταζε κατάματα με ταπράσινα γλυκύτατα μάτια της και χαμογελούσε με κείνο τοτόσο παράξενο χαμόγελό της, που ήταν γλυκό και πικρόσυνάμα. Και σαν πέρασε ένα λεπτό που κοιτιόμασταν, ηκυρία Δομένικα είπε με τη μελωδική βαθιά φωνή της:«Κάθε ξεκίνημα είναι ένας θάνατος· άμα φοβηθείς μια φορά,θα φοβάσαι για πάντα…» Εγώ τότε χαμήλωσα τα μάτιαμου, Θεέ μου, με πόση απλότητα εκείνη είχε ξεστομίσειεκείνη την κουβέντα: «…άμα φοβηθείς μια φορά, θα φοβά-σαι για πάντα…»· θα ήμουν για πάντα λοιπόν υποχείριο τουφόβου. Πόσο ντρεπόμουν και ταυτόχρονα θύμωνα και μετον εαυτό μου· τι το ’θελα ο βλάκας να σταθώ μπρος απ’ τοπαλιό ασημένιο ρολόι. Κι έτσι ντροπιασμένος όπως ήμουν,έκανα μεταβολή με σκυμμένο το κεφάλι για να καθίσω στηθέση μου. Μα εκείνη τη στιγμή ένα χέρι με έπιασε απ’ τομπράτσο και με εμπόδισε να προχωρήσω. Ήταν το χέριεκείνης· εξακολουθούσε να με κοιτά κατάματα. «…Κι είπαστην ψυχή μου: να φοβάσαι και να περιμένεις τη φρίκη…»ψιθύρισε σαν να συμπλήρωνε αργοπορημένα την προηγού-μενη κουβέντα της. Μα εγώ εκείνη τη στιγμή δε μπορούσανα καταλάβω τίποτε απ’ όσα έλεγε —πού να τα καταλάβωτα ακατανόητα— και τούτο μεγάλωνε τη ντροπή μου.Έτσι, με μιαν απότομη κίνηση ξέφυγα από το σφίξιμό τηςκαι τρέχοντας σχεδόν πήγα και κάθισα στη θέση μου, πέ-φτοντας πάνω στο θρανίο με το πρόσωπό μου ριγμένο σταμπράτσα μου.

Όταν μια ώρα αργότερα, παρ’ όλη τη ντροπή μου, σή-κωσα σιγά-σιγά το κεφάλι μου, τότε μονάχα μπόρεσα να δωκαι να αποτυπώσω μια για πάντα στο μυαλό μου την εικόνατης κυρίας Δομένικας· στεκόταν όρθια μπροστά από τονμαύρο πίνακα, θαρρείς κι απολιθώθηκε στη θέση όπου στε-κόταν, όταν μου είπε την αινιγματική της κουβέντα· κιόπως μου είπαν ο Κούλης κι ο Βέλιας την επομένη, επί μία

κεφάλαιο 9 75

Page 78: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ώρα δεν άνοιξε διόλου το στόμα της μήτε καν κουνήθηκεδιόλου πέρα-δώθε, όχι, έμενε ακίνητη σαν άγαλμα και κοι-τούσε πίσω μας τον λευκό τοίχο. Ήταν λοιπόν μάλλον ψηλήστο ανάστημα η κυρία Δομένικα, θέλω να πω πως ήτανκάπως πιο ψηλή απ’ τις άλλες γυναίκες που ήξερα — απ’ τημαμά μου, λόγου χάρη, ή απ’ την κυρία Φωτεινή· δεν είχεβέβαια το παράστημα της κυρίας Πανδώρας, μα ποια γυ-ναίκα απ’ όσες γνώρισα στη ζωή μου είχε το παράστηματης μάγισσας με τα μαύρα μάτια; Όσο για το κορμί της, ηκυρία Δομένικα ήταν αδύνατη μα όχι καμία κοκαλιάρα ξυ-λάγγουρη —εγώ, που την είδα γυμνή, το ξέρω καλά αυτό—,απλώς το σώμα της είχε μια παραξενιά: ενώ από τουςαστραγάλους της ίσαμε τον αφαλό της η κάθε θηλυκή κα-μπύλη ήτανε θαυμαστά καλογραμμένη, σχεδόν τέλεια, οιπλάτες της άνοιγαν φαρδιές, σαν σε άντρα, τα μπράτσα τηςήταν σφιχτά και τα μούσκουλά της σφιχτά. Και το πιο πα-ράξενο: δεν είχε διόλου στήθος, ήτανε αυτό που λέμε σα-νίδα· εκεί που οι άλλες έχουνε βυζιά, αυτή είχε δύο σάρκιναεξογκώματα — αν δεν ήξερες, ίσως θα τα περνούσες γιαρώγες… Τα ρούχα που φορούσε ήτανε πάντοτε συνηθι-σμένα· μια φούστα και μια μπλούζα ή ένα πουκάμισο, κιόταν έβρεχε μια μαντίλα στο κεφάλι· χρώματα θαμπά, πουδεν τα θυμόσουν, ίσια παπούτσια, ή πέδιλα, δηλαδή ντύσιμοαπλό, λιτό, καθημερινό, που δεν το πρόσεχε κανείς· ήτανεπροφανές πως δεν είχε καμιά γυναικεία φιλαρέσκεια να ικα-νοποιήσει. Ίσως όμως και να ’ταν άλλη η αιτία που φάνταζετόσο ουδέτερο το ντύσιμό της στα μάτια μας· γιατί είναιαλήθεια πως όποιος κοίταξε κατάματα την κυρία Δομένικα,έστω και τυχαία, δε μπόρεσε να ξεκολλήσει εύκολα τοβλέμμα του από το πρόσωπό της, παρά έμενε να την κοιτάακίνητος, σα να ναρκωνόταν πρόσκαιρα με το πετάρισματων βλεφάρων της. Όχι πως είχε καμιά αγγελική θεσπέσιαομορφιά, μήτε στα μάτια της σπίθιζε η βουβή πρόκλησητης θηλυκότητας, μα είχε στο πρόσωπό της κάτι ακαθόρι-στο που αιχμαλώτιζε το βλέμμα σου όμοια με το κερί που

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄76

Page 79: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τρεμοπαίζει ή το αίμα που απλώνει… Κι άλλοτε έλεγα πωςαυτό το κάτι ήτανε τα μάτια της —πράσινα σαν το βυθό τηςθάλασσας—, άλλοτε θαρρούσα πως τη μεγαλύτερη εντύ-πωση μου έκαναν τα έντονα μήλα του προσώπου της και ταρουφηγμένα μάγουλά της, άλλοτε πρόσεχα τα φρύδια τηςπου ενώνονταν αναμεταξύ τους, ή τη στρογγυλή, σουβλερή,σχεδόν αστεία, μύτη της ή τα καστανόξανθα μαλλιά της πουόταν ο ήλιος χτυπούσε κατευθείαν πάνω τους μοιάζαν να’χανε πάρει φωτιά, κι άλλοτε η ματιά μου έπεφτε στα πιοχτυπητά σημάδια της: πρώτα στη μαύρη κρεατοελιά στοδεξί μάγουλο, μεγάλη όσο ένα δαχτυλίδι αρραβώνα, να φα-ντάζει πάνω στο ωχρό της δέρμα σαν ένα φτύμα του πονη-ρού στην αγνότητα, έπειτα στο μαύρο νύχι του μικρούδάχτυλου του αριστερού της χεριού, μακρύ ίσαμε τρία τέσ-σερα εκατοστά και κοφτερό σαν ξυράφι, αλίμονο, έτοιμο νακόψει καρωτίδες και να ξεριζώσει βολβούς ματιών, καιτέλος στα χείλια της, α, τα χείλια της, σαρκώδη και διαρ-κώς πρησμένα, νόμιζες πως θα σκάζανε στο πρώτο άγ-γιγμα και θα ματώνανε, το χρώμα τους ήταν ένα ηδονικόπεθαμένο κόκκινο — σου μιλώ, αγάπη μου, για χείλια πουφέρναν το θάνατο στη στιγμή. Θες ήταν όλα αυτά, θες ήτανκάτι άλλο που δεν πρόσεξαν τα παιδικά μου μάτια, όταν σεκοιτούσε η κυρία Δομένικα, δε γινόταν να χαμηλώσεις τοβλέμμα σου, ένιωθες πως έβλεπε μεμιάς το βάθος της ψυχήςσου και πως δεν είχες πια τίποτε να κρύψεις· κι όταν σουχαμογελούσε, σε γέμιζε μια άφατη γλύκα, κάτι σα γαλήνη,μα φορές-φορές, ιδίως όσο περνούσε ο καιρός, στάλαζε μέσασου και μια ύπουλη, αδιόρατη μελαγχολία. Κι ήτανε τόσοδυνατή η ματιά της, που, να σκεφτείς, αν κοίταζε επίμονατη φλόγα ενός κεριού, το ’σβηνε (μόνο τον Ύπνο είδα να ’χεικαι εκείνος τέτοια δυνατή ματιά, όταν, δύο χρόνια μετά τοθάνατο της δασκάλας μας, ξεκλείδωσε μια χρυσή κλειδα-ριά κοιτώντας την επίμονα για μισό λεπτό).

Και τώρα που σου μίλησα με τόσα για το παρουσια-στικό της κυρίας Δομένικας, τώρα το νιώθω καλά εκείνο

κεφάλαιο 9 77

Page 80: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

που μου ’πε ο Μαυρομανόλης ένα ανοιξιάτικο βράδυ τουχίλια εννιακόσια ογδόντα δύο: «Οι λέξεις είναι μια χυδαίααπάτη»· τώρα το νιώθω πόσο πολύ στρέχει τούτο, τώραπου είπα όλα όσα γίνεται να πει κανείς για τη μορφή εκεί-νης και δεν έχω πει τίποτε, τίποτε δεν έχω καταφέρει νασου δώσω από το ηδονικό τρέμουλο που έκοβε τα γόνατάμου όταν στεκόμουν απέναντί της, ούτε απ’ την ανεξήγητηνοσταλγία που με κυρίευε με κείνο το διφορούμενα κατα-φατικό βλέμμα της, σαν καλοκαιρινή ευωδιά μάντρας κα-τάφορτης με γιασεμιά — δε μεταφέρεται, λοιπόν, η πραγ-ματική ζωή με τις λέξεις, άρα το μόνο που μπορώ να σουπω είναι τα γεγονότα, μόνον αυτά. Κι όταν η δασκάλα μαςμου είπε «…να φοβάσαι και να περιμένεις τη φρίκη…»εκείνο το πρωινό της δεκάτης τετάρτης Σεπτεμβρίου τουεβδομήντα πέντε, έγινε μες στην τάξη απόλυτη σιωπή,καθώς, όπως σου είπα, η κυρία Δομένικα έμεινε ακίνητη,όρθια μπροστά στον πίνακα, λες κι αγαλμάτωσε· ούτε τιςκόρες των ματιών της κουνούσε. Κάποτε ζωντάνεψανκάπως τα μάτια της κι ένιωσα το βλέμμα της να καρφώνε-ται πάνω μου, μα προφανώς το ίδιο θα ένιωσαν όλοι· σιγά-σιγά ένα αδιόρατο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπότης. Τότε γύρισε τη ματιά της σε όλη την τάξη, προφανώςήθελε να βεβαιωθεί πως όλοι θα εντύπωναν στο μυαλό τουςαυτό που επρόκειτο να κάνει. Έπειτα, με πολύ ήρεμες κι-νήσεις, άνοιξε τη μπλε της τσάντα κι έβγαλε από μέσα έναμαύρο μαντίλι —έτσι όπως γυάλιζε, θα ’ταν από μετάξι τοδίχως άλλο—, το σήκωσε ψηλά για μια στιγμή κι ύστερα τοάφησε, θαρρείς ανέμελα, να πέσει πάνω στην έδρα· και τομαύρο μαντίλι έπεσε και σκέπασε ολότελα το παλιό ασημέ-νιο ρολόι, ενώ η κυρία Δομένικα με βήμα αργό πήγε στηνπόρτα, την άνοιξε και βγήκε έξω.

Πέρασε κάμποση ώρα απ’ τη φυγή της κι εμείς ούτεπου κουνηθήκαμε από τη θέση μας —ήταν, βλέπεις, μόλις ηδεύτερη μέρα που μπαίναμε στην τάξη για μάθημα και δενξέραμε τι μας επιτρεπόταν και τι όχι—, οι μανάδες μας μας

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄78

Page 81: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

είχαν πει πως από την τάξη βγαίνουμε μονάχα άμα χτυπάτο καμπανάκι· δεν κουνηθήκαμε λοιπόν διόλου απ’ τη θέσημας μέχρι να χτυπήσει, παρά μείναμε βουβοί στις θέσειςμας και στρέφοντας το κεφάλι μονάχα ανταλλάζαμε αμή-χανα βλέμματα χωρίς να βγάζουμε τσιμουδιά. Και μόλιςακούστηκε εκείνο το λυτρωτικό καμπανάκι, σηκωθήκαμεφοβισμένοι σιγά-σιγά από τις καρέκλες μας και άπατα-άπατα προχωρήσαμε προς την έδρα. Κάναμε έναν κύκλογύρω από την έδρα και τα μάτια όλων μας στυλώθηκαν στομαύρο μεταξωτό μαντίλι που ήταν παρατημένο πάνω στοξύλο. Ναι, κάτω από κείνο το μαύρο μαντίλι κρύβονταν ηαστραπή, η βροντή κι ο φόβος, η απογευματινή καταιγίδατης άνοιξης, το θρόισμα του νερού στις καλαμιές της ακρο-ποταμιάς των παραμυθιών, το απαλό αεράκι που τα βρά-δια σφύριζε περνώντας ανάμεσα απ’ τις αμυγδαλιές τηςΚουπέλας· κάτω από το μαύρο μεταξωτό μαντίλι —πίστεψέμε, αγάπη μου— δεν υπήρχε ένα απλό ασημένιο ρολόι τουχεριού, σαν κι αυτά που ξανάδα πολλές φορές υστερότερασε παλαιοπωλεία και θλιβερά δωμάτια, όχι, εκείνο το ρολόιφυλάκιζε μέσα του τη θύελλα του αλαργινού πύργου, τοκλάμα του ξεραμένου αμπελιού, την ανείπωτη πλησμονήτου σταροχώραφου, το βογκητό του θλιμμένου δαίμονα,φυλάκιζε το λιγόστεμα του ολόγιομου φεγγαριού, τον ξέ-φρενο καλπασμό του μαύρου αλόγου, την αθωότητα τουανύποπτου σώματος που νεκρώνεται από τρομερό φαρμάκι,τη θλίψη των αγκυλωμένων δαχτύλων, την ομορφιά τωνμαύρων ρόδων και τη γοητεία των σκουληκιασμένωνμήλων, όλα αυτά τα φυλάκιζε μέσα του εκείνο το ασημένιορολόι —ακόμα και τη γεύση των σκασμένων χειλιών που θαμας κόψουν το νήμα της ζωής—, α, έφτανε να τραβήξει κά-ποιος το μαύρο μαντίλι απ’ την έδρα και όλα ετούτα θα απο-καλύπτονταν για τον καθένα μας, έτσι νομίζαμε, μονάχα νατραβούσε κάποιος εκείνο το μαντίλι και θα κερδίζαμε ορι-στικά τη διαρκή σφριγηλότητα της σάρκας μας, το αρυτί-διαστο μέτωπο, την αιωνίως μπουμπουκιασμένη τριαντα-

κεφάλαιο 9 79

Page 82: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φυλλιά, τη χαλασμένη φυσαρμόνικα της φωτιάς, αχ, αγάπημου, αυτό θαρρούσαμε εκείνη την ώρα, πως ο κερδισμένοςχρόνος μάς ανήκει, είναι πια ολοδικός μας, πως το τικ-τακτου ρολογιού θα είναι στο εξής ο χτύπος της καρδιάς μας,πως η αιωνιότητα αξίζει πιο πολύ από έναν κήπο με τρε-λούς υακίνθους. Κι όπως στεκόμασταν όλοι μας γύρω-γύρωαπό την έδρα και ο καθένας περίμενε κάποιον βιαστικό καιαπερίσκεπτο να τραβήξει το μαντίλι —γιατί, μόλο που όλοιμας ποθούσαμε τόσο πολύ να κερδίσουμε αυτό που νομί-ζαμε πως είναι όλη η αλήθεια της ζωής, κανένας μας δενήθελε να είναι εκείνος που θα ξεσκέπαζε το ασημένιορολόι—, έξαφνα ο Γιώργος (που στα σίγουρα δε σκεφτόταντίποτε απ’ όλα αυτά παρά μόνο το να κολλήσει τα χείλη τουστο μαύρο μετάξι που άγγιξαν τα χέρια εκείνης) έκανε μεμια νευρική κίνηση ένα βήμα εμπρός· στη στιγμή ο Μεγά-λος Πρόδρομος —ένα γιγαντόσωμο αγόρι με μαύρα λιπαράμαλλιά και υγρά μάτια που την επομένη στη συγκέντρωσήμας στο Μικρό Ρέμα μάς είπε ότι τον λένε Πρόδρομο, μακαθώς ήτανε διπλάσιος στον όγκο από τους υπόλοιπους οΒέλιας τον βάφτισε Μεγάλο Πρόδρομο κι από τότε τούέμεινε αυτό το όνομα—, στη στιγμή λοιπόν ο Μεγάλος Πρό-δρομος τον έπιασε από το μπράτσο και τον σταμάτησε.Αφού γύρισε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, ρίχνοντας σ’όλους μας μια γοργή ματιά, είπε με την αργή βαθιά φωνήτου δυο λέξεις μονάχα (ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγανα μιλά): «Όλοι μαζί…» Μόλις ακούσαμε αυτή την κουβέ-ντα του, όλοι μας —δεκαπέντε αγόρια ήμασταν— αναθαρ-ρήσαμε και κάναμε ένα βήμα εμπρός. Πράγματι, το σωστόήταν, άμα μάς έμελλε να χαθούμε, να χαθούμε όλοι μαζί·πιάσαμε ο καθένας μας μιαν άκρη απ’ το μαύρο μεταξωτόμαντίλι και μες στον ενθουσιασμό της στιγμής ο Σώτερ σή-κωσε το άλλο χέρι του και κραύγασε έξω φωνή «έτοι-μοι…», κι αφού πήρε βαθιά ανάσα, συνέχισε «αλά ούνο, αλέντούο, αλέ τρε…» Έτσι, τραβήξαμε όλοι μαζί το μαντίλιτης κυρίας Δομένικας, κι από την ορμή της ομαδικής κίνη-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄80

Page 83: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σης πισωπατήσαμε όλοι μας, σωριαστήκαμε κάτω σανπληγωμένο ζώο, και στη στιγμή σηκωθήκαμε κοιτώνταςπάντοτε προς την έδρα. Αλίμονο, το ρολόι δεν ήταν πιαπάνω στην έδρα, τίποτε δεν υπήρχε κάτω απ’ το μαντίλι,κοιτούσαμε απορημένοι πάνω στο ξύλο, εκεί όπου έπρεπενα ’ναι το ασημένιο ρολόι, έτσι όπως το είχε αφήσει τηνπροηγουμένη η κυρία Δομένικα, μα το ρολόι είχε εξαφανι-στεί σαν από μάγια, δεν το ξέραμε, βλέπεις, τότε πως ό,τισκεπάζεται από μαύρο μαντίλι που ’χει σφουγγίσει δάκρυααποχωρισμού αφανίζεται μια για πάντα, γίνεται ατμός,αέρας — δεν το ξέραμε, σου λέω, τούτο. Το μόνο που νιώ-θαμε ήταν πως η διαρκής σφριγηλότητα της σάρκας μας,το αρυτίδιαστο μέτωπο, η αιωνίως μπουμπουκιασμένητριανταφυλλιά, η τρελή φυσαρμόνικα της φωτιάς, όλα αυτάήταν ένα όνειρο που κράτησε για ένα τικ-τακ κι ύστερα χά-θηκε. Έτσι πήρε τέλος το πρώτο μάθημα της κυρίας Δομέ-νικας. Σιγά-σιγά αρχίσαμε ο ένας μετά τον άλλο ναβγαίνουμε έξω ρίχνοντας απ’ την πόρτα μια τελευταίαματιά στην έδρα, ο Γιώργος μάλιστα, προτού βγει, έψαξεμε τα χέρια του το ξύλο του εδράνου και με μια αποφασι-στική κίνηση μάζεψε από κάτω το μαύρο μεταξωτό μα-ντίλι, που μες στην αναστάτωση είχε βρεθεί στο πάτωμα,και το έκρυψε μες στον κόρφο του. Η μαμά μου με περίμενεστη γωνία του αριστερού δρόμου (ήταν η τελευταία φοράπου με περίμενε έξω απ’ την τάξη), «τι κάνεις τόση ώρα» μερώτησε αγριεμένη, «έχανα…» απάντησα, μα μήτε που κα-τάλαβε τι έτρεχε. Πήγαμε βιαστικά στο σπίτι απ’ τον κα-ρόδρομο της Περραιβού και μου ’σφιγγε με δύναμη τηνπαλάμη. Το βράδυ μού πέρασε και μάτι στο λαιμό μου, μενανούρισε κιόλας για να με πάρει ο ύπνος, μα εγώ το ήξεραπια πως θα πήγαινα ένα βράδυ στο σπίτι της κυρίας Παν-δώρας μόνος μου και δε θα περίμενα κάποιον να με οδηγή-σει απ’ το χέρι, γιατί το ’χα μάθει πια πως ό,τι νομίζειςσίγουρο αύριο θα εξαφανιστεί κάτω απ’ το μαύρο μαντίλι.Την άλλη μέρα το πρωί η κυρία Δομένικα μπήκε στην τάξη

κεφάλαιο 9 81

Page 84: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

βιαστική, κι όταν σηκωθήκαμε, αμέσως μάς έκανε νόημανα καθίσουμε· «με λένε Δομένικα» είπε μόλις έγινε ησυχία,«θα κάνουμε το μάθημα μαζί για φέτος…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄82

Page 85: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

10.

Εδώ ο αναγνώστης αρχίζει να μαθαίνει μερικά απόαυτά που κανονικά δεν πρέπει

Εντέλει με την κυρία Δομένικα κάναμε μάθημα όχι γιαμια, άλλα για δυο χρονιές (την πρώτη και τη δευτέρα δη-μοτικού), κι αυτές τις δύο χρονιές ήμασταν μαθητές της μο-νάχα δεκαπέντε αγόρια· για όλο αυτό το διάστημα τακορίτσια κάνανε μάθημα με την κυρία Δροσιά και μόνο ότανη δασκάλα μας σταμάτησε απ’ το σχολείο, γίναμε αναγκα-στικά ένα τμήμα: στις εννιά Ιουνίου του εβδομήντα εφτά,την ημέρα που τέλειωσε η δευτέρα δημοτικού, η κυρία Δο-μένικα μας ανακοίνωσε στις μαργαρίτες πως από κείνη τημέρα δε θα ήταν πια η δασκάλα μας… Ύστερα ήρθε το μυ-στικό καλοκαίρι της ζωής μου, ήρθε και σκόρπισε την ψυχήμου στους φριχτούς ανέμους των μεγάλων υποσχέσεων καιτης οριστικής νοσταλγίας, κατόπιν το φθινόπωρο του εβδο-μήντα εφτά, ήταν το φθινόπωρο που ο Αγιούτος έτρεξε στοκαμίνι, το φθινόπωρο που πειστήκαμε πως υπάρχουν πράγ-ματι φιλιά που σκοτώνουν, το φθινόπωρο που τελείωσε μετη γαλάζια πανσέληνο του Νοεμβρίου, τότε που είδαμε τηνκυρία Δομένικα για τελευταία φορά… Και βέβαια, όλοναυτό τον καιρό που περάσαμε μαζί με τη δασκάλα μας, απότη μέρα που την πρωτοσυναντήσαμε ώς τη βραδιά που μαςπούλησε το παραμύθι ότι τάχα θα ’φευγε μονάχα για δυο

[83]

Page 86: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μήνες για να λιώσει μια μαύρη πέτρα κάτω απ’ τη γλώσσατης, κι έπειτα θα γυρνούσε στη γειτονιά μας (κι εμείς το πι-στέψαμε, μόλο που την είδαμε να σταυρώνει τα δάχτυλάτης), ώς εκείνη τη μέρα λοιπόν, την εικοστή εβδόμη του Νο-έμβρη, κι από τότε πάλι ώς το πρωινό που βρήκαμε τοκορμί της άψυχο επάνω στην Κουπέλα, την πέμπτη μέρατου Φλεβάρη του εβδομήντα οχτώ, συνέβησαν πάρα πολλά,κι εγώ δε μπορώ να σου τα πω όπως έγιναν, δεν έχω τοντρόπο για κάτι τέτοιο, τα λόγια μου θα είναι μονάχα σκιέςτων όσων έζησα. Κι έτσι, άμα δεν καταλαβαίνεις κάπου τηνιστορία της κυρίας Δομένικας, άμα μες στη διήγησή μουνιώσεις να φωλιάζουν ανεξήγητα κενά, μη δυσανασχετή-σεις· αυτή ήταν η ζωή μου, και τα ανεξήγητα κενά ίσωςήταν οι πιο όμορφες και συναρπαστικές στιγμές της… Κιαν, πάλι, αιστανθείς πως η ιστορία που διηγούμαι υπηρε-τεί το σχέδιο κάποιας Ανώτερης Δύναμης του Καλού ή τουΚακού, σου λέω πως δεν υπηρετώ κανέναν, απλά θα πω τηνεκδοχή μου, θα μιλήσω για την κυρία Δομένικα, κι ας μεκρίνει αυτός που στο τέλος τρώει το πρόσωπο και την καρ-διά, θα μιλήσω για τον άνεμο της Κουπέλας που σχηματί-ζει τρεις λέξεις, σφυρίζοντας ανάμεσα απ’ τις αμυγδαλιές:«φύγε», «έρχου», «φίλησε».

Για την Κουπέλα πρωτάκουσα τον Φλεβάρη του εβδο-μήντα έξι από το στόμα της κυρίας Δομένικας· ήταν η δεύ-τερη στροφή εκείνου του τραγουδιού που μας έμαθε τηνπρωτομηνιά του λειψού κακορίζικου μήνα, όπου ο Φλεβά-ρης ερχότανε φορώντας στο λαιμό την κόκκινη κορδέλα κιάνθιζε τις αμυγδαλιές επάνω στην Κουπέλα· από το στόματης δασκάλας μας, λοιπόν, άκουσα για πρώτη φορά τοόνομα του λόφου που ήταν για κείνη ο τόπος των παράφο-ρων ερώτων κι έμελλε να γίνει κι ο τόπος της γαλήνης της.Κι όταν ανέβηκα για πρώτη φορά στην Κουπέλα —ακριβώςένα χρόνο υστερότερα—, και πάλι εκείνη προχωρούσε μπρο-στά κι ανέβαινε πρώτη το Θάνατο, οδηγώντας μας στη Φω-λίτσα, εκεί όπου περίμεναν —και περιμένουν, εμάς και

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄84

Page 87: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

όλους— τα παιδεμένα σώματα των απελπισμένων, εκείόπου προδότες και προδομένοι σκόρπιζαν στον άνεμο τηναγαπημένη στάχτη. Ήταν ένας ανεμόδαρτος λόφος λοιπόνη Κουπέλα, κρυμμένος ολότελα στις παρυφές του δάσους.Αν δεν υπήρχε κάποιος να σε πάει, την πρώτη φορά δε θατον έβρισκες ούτε σε χίλια χρόνια, κι όμως μετά μάς φαι-νότανε τόσο εύκολο· έπαιρνες απ’ την αλάνα του εκατοστούπέμπτου τον επάνω δρόμο, άφηνες πεντακόσια μέτρα πίσωσου τον Πύργο, λοξοδρομούσες αριστερά κι ανέβαινες αγάλι-αγάλι την ανηφορίτσα που σ’ έβγαζε εμπρός στο Θάνατο·από εκεί και πέρα, αν το ’χες αποφασίσει, προχωρούσες…Κι όμως, μόλο που ’θελε μόλις μισή ώρα δρόμο απ’ τηναλάνα του σχολειού μας, εκείνος ο λόφος με τις μυγδαλιέςήτανε για τη γειτονιά μας κάτι το πονηρό, το μυστηριωδώςαπαγορευμένο. Κανείς δε μιλούσε ποτέ γι ’αυτόν —κανείςεκτός από εκείνη βέβαια—, να φανταστείς ακόμα κι η απλήαναφορά στο όνομα της Κουπέλας προκαλούσε μεγάλη ανα-στάτωση, φόβο και ταραχή σε όποιον το άκουγε, σα να τουθύμιζε κάποια παλιά ανομολόγητη αμαρτία ή μια αξεπλή-ρωτη οφειλή που αναπαυόταν για τα καλά στη λήθη. Καιτούτον το φόβο τον κατάλαβα καλά από την πρώτη κιόλαςμέρα που έμαθα για την Κουπέλα απ’ το φλεβαριάτικο τρα-γούδι της κυρίας Δομένικας. Μόλις γύρισα στο σπίτι, ρώ-τησα τη μαμά μου τάχα αδιάφορα τι ήταν η Κουπέλα. Ημαμά μου δεν ήξερε· το βραδάκι όμως πήγε για κάμποσηώρα στην κυρία Φωτεινή… Όταν γύρισε, ήταν αμίλητη.Άνοιξε το ψηλό ντουλάπι της κουζίνας και πήρε ένα βαζάκι.Κατόπιν μ’ έπιασε, μου άνοιξε με το ζόρι το στόμα και μου’βαλε μαύρο πιπέρι στη γλώσσα, για να μάθω, όπως έλεγε,να μη λέω προστυχιές. Μα εκείνη τη μέρα το μυαλό μουήταν αλλού κι ούτε που μ’ ένοιαξε το πιπέρι στη γλώσσαμου, μήτε και συλλογίστηκα διόλου το γιατί λύσσαξε τόσοη μαμά μου μόλις έμαθε τι ήταν η Κουπέλα. Το ίδιο μεση-μέρι είχε, βλέπεις, φανερωθεί ο Σώτερ πως αγαπούσε κιαυτός την κυρία Πανδώρα, και το ίδιο βράδυ, μόλις θα έπε-

κεφάλαιο 10 85

Page 88: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φταν για ύπνο οι γονιοί μας, ήταν να συναντηθούμε και ναορκιστούμε ξανά, οι τρεις μας αυτή τη φορά με κουμπάρο τονΓιώργο, στο νταμάρι απέναντι απ’ της Φρόσως, στο όνομαόσων κοκκίνισαν κάποτε τα μάγουλά τους…

Ωστόσο υπήρξε κάποιος που μου μίλησε για την Κου-πέλα προτού μάς ανεβάσει εκεί η κυρία Δομένικα την πρω-τομηνιά του Φλεβάρη του εβδομήντα εφτά: ήταν οΜαυρομανόλης. Έβραζε το καλοκαίρι του εβδομήντα έξι,Ιούλιος μήνας, όταν ένα βράδυ χωρίς άνεμο, που ’σταζε σταμέτωπά μας ο ιδρώτας από τη ζέστη, καθόμασταν οι δυομας στο μπαλκόνι του σπιτιού του κι εγώ τον ρώτησα σταίσια «Μανόλη, πες μου για την Κουπέλα…» Ο Μαυρομα-νόλης, όπως πάντοτε, πήρε μια γεμάτη τζούρα απ’ το μακρύτσιγάρο του και το πρόσωπό του χάθηκε για μια στιγμήπίσω από τον πηχτό μυρωδικό καπνό· κατόπιν απάντησεζυγιάζοντας κατά το συνήθειό του μία-μία τις λέξεις, «εγώπήγαινα στη σπηλιά του Αϊ-Γιώργη…» είπε κι η απάντησήτου μου φάνηκε ακατανόητη. Τότε ο Μαυρομανόλης συνέ-χισε μονολογώντας: «Στην Κουπέλα ανέβαινε ο Παντελής»,«…ο Παντελής;» έκανα εγώ απορημένος, «ναι, ο Παντε-λής» είπε εκείνος, «μου μίλησε δύο ή τρεις φορές για κά-ποιο λόφο…», «για κάποιο λόφο;» αρπάχτηκα απ’ τηνκουβέντα του με περιέργεια, ο Μαυρομανόλης έσβησε τοτσιγάρο του με μια νευρική κίνηση, «…για κάποιο λόφομέσα στο δάσος με τα πεύκα» συνέχισε, «που ’τανε κατά-φορτος με μυγδαλιές, έτσι μου είπε…» «Μα θεριεύουν οιαμυγδαλιές μες στα πεύκα, Μανόλη;» τον ρώτησα και πάλι.Ο Μαυρομανόλης αχνοχαμογέλασε μιαν ιδέα τότε κιύστερα, αγνοώντας την ερώτησή μου, είπε «ο Παντελής μού’λεγε πως συναντούσε δαίμονες εκεί επάνω…», εγώ έμειναάφωνος, μα φαίνεται πως γούρλωσα τα μάτια μου τρομαγ-μένος και εκείνος χαμογέλασε για να με καθησυχάσει, «μηφοβάσαι, δεν είχαν τη συνηθισμένη τους τρομερή όψη με τακέρατα, τα κόκκινα μάτια, τη φλεγόμενη ουρά και τη σου-βλερή τρίαινα στις άκρες των χεριών. Όχι, οι δαίμονες που

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄86

Page 89: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τυραννούσανε την ψυχή του Παντελή επάνω στην Κουπέλαείχανε πάρει τη μορφή χαμένων προσώπων, κάτι σα φα-ντάσματα, σφαγμένοι εχθροί και σφαγμένοι δικοί, ο προ-δομένος φίλος κι ο προδότης, η αγαπημένη γυναίκα,συναντιόντουσαν εκεί και…» ο Μαυρομανόλης σταμάτησετότε για να πάρει ανάσα, «και;» ρώτησα όντας σε έξαψη·εκείνος άναψε ένα καινούργιο τσιγάρο αναμετρώντας με μετο βλέμμα του, πήρε δυο ή τρεις βαθιές τζούρες και κατό-πιν επιτέλους μίλησε: «…τα πρωινά τον έβλεπα να έχεικόκκινα σημάδια σα ρουφήγματα σ’ όλα τα σημεία τουκορμιού του που δεν καλύπτονταν με τα ρούχα, στα μά-γουλα, στο λαιμό, στο σβέρκο, στους καρπούς και στις χε-λώνες των χεριών…» «Και δεν τον ρώτησες εσύ ποιος τουτα ’κανε εκείνα τα ρουφήγματα;» τον διέκοψα εγώ, «όχι»απάντησε ξερά, «μόνο μια μέρα, από τις τελευταίες πρινφύγει, ήρθε κοντά μου χαμογελώντας τρελά και μου ψιθύ-ρισε στο αυτί “αχ, πολύ μ’ αγαπούνε οι δαίμονες…”» «Κιύστερα τι έγινε;» ξαναρώτησα εγώ, ο Μαυρομανόλης τρά-βηξε και πάλι βαθιά τζούρα, «…το βράδυ, παραμονή τουφευγιού του, τον είδα να παίρνει ξανά τη στράτα για τηνΚουπέλα κρατώντας στα χέρια ένα ξύλινο κουτί. Ήτανεκάτι παλιά γράμματα που τα φύλαγε μακριά από όλους μας·κανένας δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτά. Μόλις με είδε που τονέβλεπα, προσπάθησε ασυναίσθητα να κρύψει το κουτί κάτωαπ’ το πανωφόρι του. Μα στη στιγμή, νιώθοντας πως ό,τιήτανε να δω το ’χα δει, με κοίταξε κατάματα και μου είπε“επάνω εκεί ο άνεμος θα σκορπίσει τη στάχτη”. Ύστεραέκανε μεταβολή και έφυγε…» «Και τι απέγινε;» ρώτησακαι πάλι εγώ, κάπως δισταχτικά τούτη τη φορά, «την άλλημέρα το χάραμα έφευγε» συνέχισε ο Μαυρομανόλης κοιτώ-ντας έξω απ’ το παράθυρο, «τον πήγα εγώ στο σταθμό καιτην ώρα που χωρίζαμε του είπα συνθηματικά “θα ανταμώ-σουμε το πρωινό”. Ο Παντελής τότε άπλωσε την παλάμητου, μου χάιδεψε τα χείλια με τα ακροδάχτυλά του και μουείπε “δεν υπάρχει πια πρωινό…” Τρεις μήνες αργότερα

κεφάλαιο 10 87

Page 90: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

έμαθα ότι αυτοκτόνησε σε μια ξένη πόλη με γκρίζο ου-ρανό…» Αυτά μού είπε ο Μαυρομανόλης και σώπασε. Γιαμια στιγμή φύσηξε ένα ελαφρύ αεράκι. Πέρασε ώρα, εκεί-νος άναψε κι άλλο τσιγάρο κι ύστερα κι άλλο — ήταν φανερόπως δεν είχε να μου πει τίποτε άλλο. Σηκώθηκα να φύγω,όταν έξαφνα τον ρώτησα κοφτά: «Μανόλη, ξέρεις τι θα πειΚουπέλα;» Εκείνος με κοίταξε για μια στιγμή στα μάτιακι ύστερα, κλείνοντας τα βλέφαρα, ψιθύρισε την ακατα-νόητη λέξη, που εγώ τον άκουσα να την ξεστομίζει άλλεςτρεις φορές στα χρόνια που ακολούθησαν, κάθε φορά πουένιωθε πολύ κοντά του ζεστή την ανάσα της ήττας, της πι-κρής νοσταλγίας και του θανάτου: «Σοσί…»

Αυτά που μου είπε ο Μαυρομανόλης εκείνο το καλο-καιρινό βράδυ του εβδομήντα έξι ήταν και όλα όσα έμαθαγια την Κουπέλα ίσαμε την πρωτομηνιά του Φλεβάρη τουεβδομήντα εφτά, τότε που η κυρία Δομένικα μας ανέβασεεπάνω στον ακουβέντιαστο λόφο και μας διηγήθηκε τη φο-βερή ιστορία της Κουπέλας — την ιστορία ενός απελπισμέ-νου στερνού αγκαλιάσματος… Και μες στους αμέσωςεπόμενους μήνες μάθαμε όσα μπορούσε να γνωρίζει κανείςγια το μυστικό της· Μάρτιο την είδαμε να ερωτεύεταιεπάνω στην Κουπέλα, τρεις φορές τον Απρίλη και άλλεςτρεις τον Μάη περπατήσαμε το δειλινό ίσαμε το Θάνατο κιύστερα πάλι πίσω, κι εκείνη μάς μιλούσε για τις κατάρεςπου βάραιναν το ριζικό της, για το πάθος, για τον πονηρόφταίχτη και για τους λαιμούς των αθώων, για τον σωρια-σμένο μανάβη επάνω στην καρότσα του… Κατόπιν ήρθε τοκαλοκαίρι του εβδομήντα εφτά κι εγώ έλειπα, κι ύστερα τοβροχερό φθινόπωρο, τότε που ο Αγιούτος έτρεξε στο κα-μίνι· αρχές Οκτωβρίου ανεβήκαμε στο Στοιχειωμένο κι ηγρια-Αλεξάνδρα, αφού πήρε χρυσάφι, μας απάντησε στιςερωτήσεις μας αν νικιέται άραγε το πεπρωμένο και ποιαχείλη θα πάρουν απ’ τα χείλη τον θάνατο, και την ίδια μέραο Γιώργος έφυγε για το δάσος και τον χάσαμε για σαράνταμέρες. Κι όσο να γυρίσει ο φίλος μας, η κυρία Δομένικα

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄88

Page 91: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

έδωσε τρία φιλιά λυτρωμού, έτυχε να ’μαι μπροστά και νατα δω, το πρώτο στον μισοπεθαμένο σκύλο της αλάνας, τοδεύτερο στον αποκεφαλισμένο Αϊ-Γιάννη, το τρίτο στοντρομακτικό ταξιδιώτη με τη μαύρη μάσκα στο πρόσωπο.Κι όταν ο Γιώργος γύρισε απ’ το δάσος, το ίδιο κιόλαςβράδυ, πήγε στο σπίτι της έχοντας ποτίσει τα χείλη του μεαυτά που έπρεπε, με το φτύμα του φιδιού, το αίμα τουλαγού, τα δάκρυα του λύκου και της κουκουβάγιας το κρώ-ξιμο, και της ζήτησε ένα μόνο φιλί και τίποτε άλλο, μαεκείνη δε δέχτηκε, γιατί αγάπη εκ του ασφαλούς δεν είναιαγάπη. Και το βράδυ που γέμισε η τελευταία πανσέληνοςτου φθινοπώρου, στις είκοσι εφτά, μας ανέβασε στο δωμά-τιό της και μας είπε πως όλα όσα ξέραμε ήτανε ψέματα, μαςείχε κάνει, έλεγε, μια φάρσα, δεν υπήρχανε ούτε φαρμακω-μένα χείλη ούτε κατάρες ούτε σατανικά σχέδια, έτσι μάςείπε, κι εμείς τάχα δεν το προσέξαμε που σταύρωνε το δά-χτυλο. Από τότε δεν την ξανάδαμε ζωντανή· σε εβδομήνταμέρες βρήκαμε το κορμί της πεσμένο μπρούμυτα επάνωστην Κουπέλα, τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα, κολλημέναπάνω στο χώμα, και βέβαια όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε.

κεφάλαιο 10 89

Page 92: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 93: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

11.

Ο Θεός σβήστηκε

Θα ’χε περάσει καμιά βδομάδα από τη δεκάτη τετάρτηΣεπτεμβρίου του εβδομήντα πέντε, από τότε δηλαδή πουτο ασημένιο ρολόι χάθηκε κάτω απ’ το μαντίλι της κυρίαςΔομένικας, όταν ένα μουντό μεσημέρι (είχαμε μάθημα στηναπογευματινή βάρδια) η κυρία Δομένικα μας μίλησε για τοτι σημαίνει να αγαπάς έχοντας δεμένα τα μάτια σου μεμαύρη κορδέλα. Όλα άρχισαν προς το τέλος της δεύτερηςώρας, τότε που η δασκάλα μας έγραψε με μεγάλα γράμ-ματα πάνω πάνω στον πίνακα τη λέξη «Θεός» κι εμείς αντι-γράψαμε τα τέσσερα γράμματα στα τετράδιά μας —στηνουσία, τα ζωγραφίσαμε— καθώς δεν είχαμε μάθει ακόματην αλφαβήτα. Κι αφού τελειώσαμε την αντιγραφή κι ενώπεριμέναμε την κυρία Δομένικα να μας ζωγραφίσει στον πί-νακα αυτό που σήμαινε εκείνη η λέξη — έτσι είχε κάνει όλεςτις προηγούμενες ημέρες με τις λέξεις που άρχιζαν από ταεφτά πρώτα γράμματα του αλφαβήτου, όπως μας είχε ζω-γραφίσει δηλαδή

τον άνεμο,

[91]

Page 94: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τη βροχή,

το γάλα που χύθηκε απ’ το ποτήρι,

το δάκρυ,

τον εχθρό,

τη ζάχαρη,

και τον ήλιο

Ενώ περιμέναμε λοιπόν την κυρία Δομένικα να μας ζωγρα-φίσει τον Θεό, εκείνη άφησε την κιμωλία πάνω στην έδρα

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄92

Page 95: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

και προχώρησε προς το παράθυρο. Θα πέρασαν δέκα περί-που λεπτά που η δασκάλα μας κοιτούσε τον γκρίζο ουρανό— τι να ’ψαχνε άραγε; Κάποτε ο Σώτερ ψέλλισε χαμηλό-φωνα «κυρία, δε μας ζωγραφίσατε τον Θεό…», η κυρία Δο-μένικα γύρισε τότε και μας κοίταξε, είχε ένα ύφος θλιμμένοκαι συνάμα γλυκύτατο, «άκουσε» είπε, «δεν υπάρχει τίποτεγια να σας ζωγραφίσω…» Και σαν είπε αυτά τα λόγια,έγινε αναμεταξύ μας σούσουρο, τι να εννοούσε άραγε μετούτη την κουβέντα της η δασκάλα μας, μήπως το ότι δενυπήρχε Θεός, μα τότε ποιος ήταν ο υπερκόσμιος πατέραςμας που έφτυσε και μας έπλασε και μας φύσηξε τη ζωή,ποιος ήταν αυτός που γέμισε την ομορφιά αγκάθια και στοκουκούτσι τής κάθε ηδονής στάλαξε τη θλίψη, τη μελαγχο-λία και τις τύψεις· κι αν δεν υπήρχε Θεός, εμείς πώς υπήρ-χαμε, μήπως είχαμε φυτρώσει στα λάχανα; Τέτοιαερωτήματα τριβέλιζαν το νου μας, όταν ξαφνικά ο Ζήσηςέβαλε τα κλάματα κι όλοι λίγο-πολύ μπορούσαμε να φα-νταστούμε το γιατί. Εκείνη, μόλις είδε τον Ζήση να κλαίει,αμέσως πήγε στο θρανίο του, γονάτισε πλάι του και με τηγυμνή παλάμη του αριστερού της χεριού τού σκούπισε ταδάκρυα, ενώ με το δεξί τού χάιδευε το μάγουλο· μάλιστα,καθώς είχα συνεχώς στραμμένο το βλέμμα μου επάνω της,μου φάνηκε για μια στιγμή πως έβαλε αστραπιαία το δά-χτυλό της στη γλώσσα της και γεύτηκε τα δάκρυα τουφίλου μας. Όταν ησύχασε κάπως ο Ζήσης —γιατί, όσο κιαν αγαπάς τον Θεό, δε γινόταν να μην τον ησυχάσει το χάδιτης δασκάλας μας—, η κυρία Δομένικα άρχισε να μας περνάόλους έναν-έναν με βλέμμα διαπεραστικό — ήθελε θαρρείςνα τρυπήσει το μυαλό μας· κάποτε μίλησε με φωνή τρεμά-μενη, «ό,τι είναι να ρωτήσετε, ρωτήστε το τώρα…» είπε,ήτανε ολοφάνερο πως είχε ταραχτεί για τα καλά. Έγινεσιωπή τότε για ένα-δύο λεπτά, κατόπιν ο Σώτερ σήκωσε τοκεφάλι του, την κοίταξε καταπρόσωπο και τη ρώτησε ορθάκοφτά: «Κυρία, πέστε μας, υπάρχει ή δεν υπάρχει;» Μόλιςάκουσε την ερώτηση του Σώτερ, η κυρία Δομένικα έσκυψε

κεφάλαιο 11 93

Page 96: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

το κεφάλι της, προσπάθησε να αρθρώσει κάποια κουβένταπου ανέβηκε στο στόμα της, μα δίστασε την τελευταίαστιγμή —ίσως και να ’χε σκοπό κάποια πράγματα να μας ταπει αργότερα, όταν θα έχουμε δακρύσει έστω και μια φοράαπό τη θλίψη κάποιου σβησμένου δειλινού—, ωστόσο σχε-δόν αμέσως κατάλαβε πως εκεί που είχαν φτάσει τα πράγ-ματα δε γινόταν να μη μας μιλήσει. Τότε πήρε βαθιά ανάσακαι μας ρώτησε: «Θέλετε να περπατήσουμε μαζί ώς τιςμαργαρίτες;»

Πράγματι, εκείνο το μουντό μεσημέρι περπατήσαμεώς τις μαργαρίτες. Ήταν ένα απόμερο ξέφωτο, εκεί όπουτέλειωνε το Μικρό Ρέμα, στη στροφή του κάτω δρόμου· έναξέφωτο γεμάτο με κάτασπρα λουλούδια. Στο κέντρο τουςέκαιγε σαν ήλιος η κίτρινη γύρη. Τα λουλούδια αυτά —τιπαράξενο— μέναν ολάνθιστα όλον το χρόνο· μόνο μια μέρατο φθινόπωρο και μια την άνοιξη μια σταγόνα ολοκόκκινοαίμα λέρωνε ανεξήγητα τα ολόλευκά τους πέταλα, κι ο Κώ-στας ρωτούσε πάντοτε το ίδιο, «αφού τα λουλούδια δενέχουν αμαρτίες, γιατί ματώνουν;», ωστόσο εκείνη τη μέρα,που περπατήσαμε για πρώτη φορά ώς τις μαργαρίτες μαζίμε την κυρία Δομένικα, δεν ξέραμε τίποτε απ’ όλα αυτά, μο-νάχα ξέραμε πως τα πέταλα εκείνων των λουλουδιών τα μα-δάνε για κάποιο λόγο της καρδιάς, και προχωρούσαμεδιστακτικοί και αμίλητοι. Κάποτε φτάσαμε στο μικρό ξέ-φωτο κι η δασκάλα μας κάθισε πρώτη οκλαδόν· ευθύς τημιμηθήκαμε κι εμείς. Τότε ήταν που η κυρία Δομένικα άρ-χισε να μιλά, κι η γλυκύτατη φωνή της ένιωθες πως σε τύ-λιγε σα μεθυστική ευωδιά: «Κοιτάξτε τα λουλούδια γύρωσας…» είπε χαϊδεύοντας με την αριστερή της παλάμη τοχώμα, «χαίρονται την ομορφιά, τον ήλιο, και τη βροχήδίχως να καταλαβαίνουν, βλασταίνουν και μαραίνονται ολο-μόναχα δίχως να νιώθουν τ’ άνθισμά τους ή το χαμό τους·απλά στέκουνε τώρα κι αύριο θα ξεραθούν, θα τα σκορπίσειο αέρας… Άραγε ποιος θα τα θυμάται;» Αυτά μάς έλεγεεκείνη, κι εμείς μήτε που καταλαβαίναμε τι σχέση είχε ο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄94

Page 97: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Θεός με τα λουλούδια που δε θα τα θυμάται κανένας αύριο,μα ήτανε τόσο γλυκιά η φωνή της, που σε μάγευε και μόνονα την ακούς: «Οι άνθρωποι θυμούνται και καταλαβαίνουν,γι’ αυτό ζουν το χαμό τους κάθε μέρα, αγαπούνε σε εκα-τόμβες πλημμυρισμένες στο αίμα, νοσταλγούν με σιδερέ-νια δόντια στην καρδιά, κατανοούν το φόβο διά του φόβου,τετραγωνίζουν το θάνατο διά του θανάτου, κι όλα καταλή-γουν στη μαύρη χοάνη, εκεί όπου σε κυκλώνει ένας εφιάλτηςδίχως διέξοδο. Σ’ αυτή τη φρικτή χοάνη έρχεται κάποτε ηώρα που κάποιος μοιράζεται μαζί σου τον εφιάλτη και τότετο λουλούδι ανθίζει για να κελαηδήσει το κοράκι, το αφρό-ψαρο πηδά για να δακρύσει το λιοντάρι κι ο δήμιος τρα-γουδά για να γαληνέψει το πρόβατο, καθώς τότε, σαν σετρελό πανηγύρι μες στον τρόμο, όλοι δίνουν όσα έχουν δίχωςόριο: σινιάλα, χαμόγελα, ιδρώτα, λόγια, φιλιά, χάδια, αίμα,σάρκα, όρκους, την ίδια τη ζωή που πνέει στο σώμα, τοαποτύπωμα του χεριού, το λαμπύρισμα των μαγεμένων μα-τιών, τα δάκρυα των απελπισμένων ερώτων… Αυτό νομίζωπως είναι ο Θεός, ένας κοινός εφιάλτης με όποιον βρέθηκεαπέναντί σου, δίχως λογική κι ερμηνείες. Τι να σας ζωγρα-φίσω λοιπόν από αυτόν που σχηματίζεται με τη δική σαςανάσα; Μου μίλησαν και θα σας μιλήσουν για τον Θεό πουεύκολα ζωγραφίζεται μ’ ένα σταυρό, μ’ ένα μαστίγιο, μ’ έναμαχαίρι, για ένα Θεό που δίνει και παίρνει πίσω ό,τι έδωσε,για ένα Θεό που κρίνει και πληρώνει και θανατώνει και ση-μαδεύει, για τον Θεό που συντρίβει τους πονηρούς όφεις,που προσφέρει το έλεος με ζυγαριά. Μην τους πιστέψετε·αν σας μιλήσουν για τούτο τον Θεό, θα σας λένε ψέματα, θασας μιλούν τα εντόσθια του στομαχιού τους κι όχι η γλώσσατους. Γιατί ο Θεός της τελικής κρίσης είναι ένα ποτήρι μεφαρμάκι… Γι’ αυτό σάς λέω, μην ξεραίνετε την ψυχή σαςμε το όνομά του· Θεός είναι να αγαπάς στο σκοτάδι έχονταςδεμένα τα μάτια σου με μαύρη κορδέλα, Θεός είναι να φιλάςστο στόμα τα πιο φαρμακερά φίδια, Θεός είναι να δακρύ-ζεις για όσους χάθηκαν δίχως να ξέρεις τις λεπτομέρειες,

κεφάλαιο 11 95

Page 98: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

να δακρύζεις για ό,τι χάθηκε, ακόμη και για τούτες τις μαρ-γαρίτες που αύριο θα χαθούν…» Αυτά μάς είπε η κυρία Δο-μένικα και σώπασε· ένα ύπουλο αεράκι βελόνιασε το δέρμαμας. Τότε σηκώθηκε όρθιος ο Ζήσης, που λάτρευε τόσοπολύ τον Θεό ή ό,τι θεωρούσε αυτός για Θεό· από τα μάτιατου κυλούσαν δάκρυα: «Πάντοτε θα δακρύζω για τις μαρ-γαρίτες που αύριο θα χαθούν…» είπε με φωνή που έτρεμε.Κι αφού πέρασε κάμποση ώρα που μείναμε μες στη σιωπή,κι η ψύχρα του αγέρα που ’χε σηκωθεί μας λόγχιζε τα μπρά-τσα, είδαμε κάποτε τη δασκάλα μας να σηκώνεται αμίλητη·αμέσως σηκωθήκαμε κι εμείς κι όλοι μαζί πήραμε το δρόμοτης επιστροφής για το σχολείο. Μα, όταν μπήκαμε στηντάξη, μας περίμενε μία έκπληξη: η λέξη «Θεός» που είχεγράψει πριν από μια ώρα στον πίνακα η κυρία Δομένικα είχεμόλις σβηστεί από φρεσκοβρεγμένο σφουγγάρι· μάλισταστο μαύρο ξύλο είχε μείνει φανερό το ίχνος από την υγρα-σία του σφουγγαριού. Καθίσαμε τότε φοβισμένοι στα θρα-νία μας κυριευμένοι από δέος υπερκόσμιο κι ούτε ένας δεντόλμησε να ρωτήσει ποιος είχε σβήσει εκείνη τη λέξη απότο μαυροπίνακα…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄96

Page 99: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

12.

Η φλαμουριά

Είναι αλήθεια πως για αρκετές νύχτες μετά από κείνοτο μουντό μεσημέρι βλέπαμε όλοι στα όνειρά μας ότι μαςκυνηγούσε η λυσσασμένη γάτα της θείας Δώρας, να ξεσκί-σει με τα φοβερά νύχια της την κοιλιά μας και τα παιδικάμας γεννητικά όργανα· φαίνεται πως αυτά που μας είχε πειεκείνο το μεσημέρι η κυρία Δομένικα μας είχαν αναστατώ-σει για τα καλά, ίσως πάλι και να μας είχε τρομάξει ο σβη-σμένος απ’ το μαυροπίνακα Θεός… Κι όσο περνούσε οκαιρός, αρχίσαμε σιγά-σιγά να συνειδητοποιούμε ότι ταλόγια και οι πράξεις της δασκάλας μας τις περισσότερεςφορές γεννούσαν εφιάλτες, μα, παραδόξως, αντί να μαςαπομακρύνουν από κείνη, μας μαγνήτιζαν όλο και πιο κοντάτης, απόρροια μιας ακατανόητης μα έντονης γοητείας. Βέ-βαια χρειάστηκαν αρκετοί μήνες μέχρι να συνηθίσουμε τοντρόπο που η κυρία Δομένικα μας έλεγε όσα είχε να μας πει,χωρίς αμφιβολία ήτανε ιδιαίτερα απρόβλεπτη· τις περισ-σότερες μέρες δε μιλούσε παρά ελάχιστα μέσα στην τάξη,συνεννοούνταν μαζί μας με τα μάτια, με το κούνημα τωνβλεφάρων, με το στράβωμα των χειλιών, αλήθεια σού λέω,ανάμεσα σε μας και σε κείνη η ατμόσφαιρα ήταν αλλόκοταηλεκτρισμένη, γεμάτη παιδικά λαχανιάσματα και κρατη-μένες ανάσες, θαρρείς και της κάναμε ερωτική εξομολό-

[97]

Page 100: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

γηση· όταν κάποιος ρωτούσε κάτι, εκείνη συνήθως απα-ντούσε κοφτά και ξερά, σαν τρομαγμένο αγρίμι. Ωστόσοέρχονταν φορές, στην αρχή αραιά και πού, κατόπιν συχνό-τερα και τον τελευταίο καιρό κάθε που συναντιόμασταν, πουέφταναν δύο ή τρεις δικές μας κουβέντες για ν’ αρχίσει ναμας μιλά. Κι όταν άρχιζε, τα μάτια της παίρναν τη σταχτιάθαμπάδα της μελαγχολίας. Κι όσο περισσότερο τη γνωρί-ζαμε την κυρία Δομένικα, όλο και πιο πολύ τα λόγια τηςμας έβαζαν σε αλλόκοτες σκέψεις για τη δύναμη του πονη-ρού, γιατί με όλη την παιδική μας αθωότητα νιώθαμε πωςκάποιο φοβερό μυστικό κρυβόταν στα χείλη που σχημάτι-ζαν τις κουβέντες της, πως τη δασκάλα μας την ακολου-θούσαν αλλόκοτοι φριχτοί ίσκιοι που φέρναν τον πόνο, τησυμφορά και την απελπισία, καταχθόνιες δυνάμεις του από-λυτου σκότους. Και, μόλο που κάθε βράδυ σαν πέφταμε στοκρεβάτι μας για ύπνο μέναμε ξάγρυπνοι για ώρες κάνονταςατέλειωτες υποθέσεις, δεν καταφέραμε να καταλάβουμεμόνοι μας ποιο ήταν αυτό το φοβερό μυστικό που τυραν-νούσε την ψυχή της, παρά μόνο όταν η ίδια μάς τα φανέ-ρωσε όλα την άνοιξη του χίλια εννιακόσια εβδομήνταεφτά… Θυμάμαι σαν τώρα, αγάπη μου, εκείνο το αλλόκοτοσυμβάν, το πρώτο από μια σειρά που ακολούθησαν, πουήταν σημάδι φανερό για το ότι κάποιος δαίμονας είχε φτύ-σει την κυρία Δομένικα· κι από τούτο το φτύμα δεν υπήρχελυτρωμός…

Ήταν ένα μεσημέρι στις αρχές του Οκτωβρίου, μόλιςείχε σταματήσει η βροχή, και τα κίτρινα φύλλα που κάποτεντύναν τα κλαδιά των δέντρων σάπιζαν μέσα στα λασπό-νερα. H κυρία Δομένικα μπήκε στην τάξη βιαστική κι είπεσχεδόν αμέσως μόλις καθίσαμε στις καρέκλες μας: «Λοι-πόν, ποιος από σας θα κάψει στο τέλος τη φλαμουριά;»Εμένα αυτή η κουβέντα με αιφνιδίασε, καθώς εκείνη τηνώρα σκεφτόμουνα τα θαμπά μαύρα μάτια της κυρίας Παν-δώρας, τα ξερακιανά της δάχτυλα με τα βαριά δαχτυλίδια,τα ολόμαυρα μακριά της νύχια, και ξαφνικά άκουσα τη δα-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄98

Page 101: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σκάλα μας να ψάχνει για κάποιον που θα κάψει τη φλαμου-ριά, κι ούτε που ήξερα καν τι ήταν η φλαμουριά και γιατίέπρεπε να την κάψει κάποιος στο τέλος. Όμως, μέσα στηνέξαψη εκείνης της στιγμής, ένιωσα ξαφνικά πως το καθετίπάνω στη γη περίμενε εμένα για να ολοκληρωθεί, πως μπο-ρούσα να καταφέρω τα πάντα, και στη στιγμή σηκώθηκαόρθιος και είπα: «Εγώ». Σχεδόν αμέσως συνήλθα και κα-τάλαβα τι είχα πει τόσο ασυλλόγιστα κι ένας έντονος φόβοςέπιασε το στήθος μου — ποιος ήμουν εγώ που υποσχόμουνμε τέτοια ευκολία και βεβαιότητα, και πού το ήξερα άραγεαν αυτό το κάψιμο της φλαμουριάς ήταν επιθυμία του Θεούή του διαβόλου; Τρομαγμένος κοίταξα την κυρία Δομένικα·εκείνη βιάστηκε να με καθησυχάσει, «μη φοβάσαι…» μουείπε με τη γλυκύτατη φωνή της, «κουβέντες πάνω στηνέξαψη του νου δε λογαριάζονται για αμαρτία…», έτσι μουείπε κι εγώ κάθισα κάτω ξεφυσώντας ανακουφισμένος, μαεκείνη συνέχισε χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά τα λόγιατης, κι έτσι δεν τ’ άκουσα. Τ’ άκουσε όμως ο Σώτερ κι εννιάχρόνια αργότερα, στον Άσπρο Βράχο, μου τα αποκάλυψε· ηδασκάλα μας είχε πει μέσ’ απ’ τα δόντια της: «Τη φλαμου-ριά όμως θα την κάψεις εσύ…» Κι όπως κάθισα ησυχασμέ-νος στην πλάτη της καρέκλας μου, είδα τον Σίμη, πουκαθότανε στο τρίτο θρανίο της σειράς των παραθύρων, νασηκώνει το χέρι του, «κυρία, μπορώ να έχω ένα χαρτομά-ντιλο…» είπε, «μάτωσε η μύτη μου…» Κοιτάξαμε όλοι τοπρόσωπό του· πράγματι, η μύτη του είχε ανοίξει και έσταζεολοκόκκινες σταγόνες αίμα στο δάπεδο της τάξης, πουάπλωναν σαν ανοιγμένες παπαρούνες ανάμεσα στις λάσπεςπου ’χαμε φέρει μες στην αίθουσα με τις σόλες των παπου-τσιών μας. Στη στιγμή η κυρία Δομένικα πήγε προς τηνέδρα κι έβγαλε από την τσάντα της όχι ένα χαρτομάντιλο,αλλά ένα λευκό βαμβακερό μαντίλι με το οποίο ευθύς αμέ-σως πήγε και σκούπισε τη μύτη του Σίμη· και, καθώς τοαίμα του φίλου μας δε σταματούσε, η δασκάλα μας του γύ-ρισε το κεφάλι προς τα πάνω και τον έβαλε να κρατάει το

κεφάλαιο 12 99

Page 102: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μαντίλι με τέτοιο τρόπο, που να μένουν κλειστά τα δυο ρου-θούνια του, ώστε να σταματήσει το αίμα. Και πράγματιέτσι έγινε, ο Σίμης κοιτούσε προς το ταβάνι και ανέπνεε μετο στόμα, καθώς κρατούσε το μαντίλι στη μύτη του, ενώ ηκυρία Δομένικα στάθηκε και πάλι μπροστά από το μαυρο-πίνακα και μας ρώτησε, ίσως και για να αποσπάσει τηνπροσοχή μας από τη ματωμένη μύτη του Σίμη: «Δε μουλέτε, θα θέλατε να τραγουδήσουμε τη φλαμουριά;» «Κυρία,τι είναι, τέλος πάντων, αυτή η φοβερή φλαμουριά;» ρώτησεμε κάποια δόση ειρωνείας ο Σώτερ. Εκείνη δεν έδειξε ναπροσβάλλεται, ίσα-ίσα μάλλον το εκτίμησε που κάποιος τηρωτούσε για κάτι με τέτοια ευθύτητα, χαμογέλασε, έπειτακοίταξε τον Σώτερ στα μάτια, «η φλαμουριά είναι η δικαι-οσύνη μας» είπε με γλυκιά φωνή. Προτού προλάβουμε νασυλλογιστούμε την ακατανόητη κουβέντα της, εκείνη άρ-χισε να τραγουδά ένα αφάνταστα μελαγχολικό τραγούδι γε-μάτο θλίψη και συνάμα ανεξήγητη νοσταλγία για κάτι πουποτέ δεν είχαμε ζήσει· ήταν η πρώτη φορά που άκουγαεκείνο το αργό, μακρόσυρτο τραγούδι που ’λεγε πως «στηβρύση τη βουνίσια σιμά είναι η φλαμουριά». Τραγούδησε,λοιπόν, η δασκάλα μας για το καταπράσινο δέντρο με ταμεγάλα κλαδιά, για το δέντρο που κάποτε πρόδωσε, όπωςόλοι εξάλλου, κι όσο προχωρούσε από στροφή σε στροφή,τόσο έσπαζε η φωνή της, ενώ εμείς, μόλο που δεν ξέραμετα λόγια, αρχίσαμε σιγά-σιγά να την ακολουθούμε τρα-γουδώντας περισσότερο έρρινα παρά κανονικά. Όταν φτά-σαμε στην τελευταία στροφή μάλιστα, εμένα και τονΑγιούτο μάς πήραν τα δάκρυα, κι ίσως να μην ήμασταν οιμόνοι, καθώς, όταν τέλειωσε το τραγούδι μας κι αφού πέ-ρασαν ένα-δυο λεπτά μες στη σιωπή, η κυρία Δομένικα μαςείπε στα αστεία, έτσι, για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα,«βλέπετε, η φλαμουριά είναι το δέντρο της κλάψας…»Εκείνη τη στιγμή ήταν που ο Σίμης σήκωσε το χέρι του καιείπε «κυρία, το αίμα μου σταμάτησε…» και της πρότεινετο άλλοτε λευκό μαντίλι της, που στο κέντρο του είχε σχη-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄100

Page 103: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ματιστεί ένα ολοκόκκινο άνθος· εκείνη πήρε το μαντίλι κιαμίλητη το έβαλε μες στην τσάντα της. Αμέσως μετά γιαμιαν ακόμη φορά μάς αιφνιδίασε λέγοντάς μας με ύφος αδιά-φορο, «άμα θέλετε, μπορούμε να φυτέψουμε μια φλαμου-ριά εκεί που τελειώνουν οι μαργαρίτες…», έτσι μάς είπε, κιόπως το συνήθιζε, με πολύ πιο σιγανή φωνή συμπλήρωσε:«Κι όποιος μείνει στο τέλος την καίει…» Ο Σώτερ σήκωσετότε το χέρι του και τη ρώτησε διστακτικά «κυρία, εσείςπιστεύετε σ’ αυτό;», «σε ποιο αυτό;» τον αντιρώτησεεκείνη, «ε, νά» απάντησε ο Σώτερ, «στη φλαμουριά, στηγαλήνη…», τα μάτια της κυρίας Δομένικας σκούρυναν τότε,«κοίταξε» είπε με βραχνή φωνή, «εγώ τη φλαμουριά μουτην έκαψα και τη γαλήνη μου τη σκόρπισα στον άνεμο ενόςκαταραμένου λόφου με θέληση δική μου, ξηγηθήκαμε;», κιήτανε η πρώτη φορά που την είδαμε να αγριεύει για μιαστιγμή, λες και η κουβέντα του Σώτερ τη λόγχισε σε παλιάπληγή που δεν έκλεινε με τον καιρό. Απλώθηκε αμήχανησιωπή για αρκετή ώρα, κάποτε ο Γιώργος μίλησε χωρίςούτε καν να σηκώσει το χέρι του, «κυρία, σας παρακαλώτραγουδήστε μας ξανά εκείνο το τραγούδι…», κι η κουβέ-ντα του αυτή έμοιαζε με παράκληση ερωτική. Η κυρία Δο-μένικα τον κοίταξε έντονα για λίγο, έπειτα γύρισε γοργά τηματιά της σ’ ολόκληρη την τάξη. «Εντάξει» είπε, παίρνο-ντας και πάλι τη γνώριμή μας γλυκύτατη έκφρασή της,«μόνο που θα μου υποσχεθείτε πως μόλις τελειώσουμε τηναλφαβήτα θα φυτέψουμε μια φλαμουριά». Εμείς μόλις τηνακούσαμε παραξενευτήκαμε, ποιος λόγος υπήρχε να μη θέ-λουμε να φυτέψουμε μια φλαμουριά, μας το ’χε ρωτήσει καιπριν, κι άραγε γιατί μας ρωτούσε με τόση επιμονή για κάτιτόσο απλό που θα μας έβρισκε όλους σύμφωνους; Εκείνηπάλι φαίνεται πως κατάλαβε την απορία μας κι άρχισε ναμιλά· η φωνή της ήταν ξερή, τα χαρακτηριστικά του προ-σώπου της τραβήχτηκαν, «…όταν ανθίζει το ξύλο που κά-ποτε μπήγεις στη γη έχεις μοιράσει πια τη ζωή σου σταδυο· στο εξής, όπου κι αν φύγεις, όπου κι αν πας, όπου κι αν

κεφάλαιο 12 101

Page 104: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ξεχαστείς, θα πονάς διπλά, θα κλαις διπλά, η αγκαλιά σουθα γίνει άλλη τόση και τα φαρμακερά βέλη της τρέλας, τηςμοναξιάς και της απελπισίας θα βρουν το στήθος σου απρο-στάτευτο… Λοιπόν, προτού μού πείτε αν θέλετε να φυτέ-ψουμε τη φλαμουριά, σκεφτείτε το, ύστερα δε θα μπορείτενα κάνετε πίσω…», αυτά μάς είπε κι είχα την αίσθηση πωςήταν λόγια προετοιμασμένα από πριν. Τότε, προτού προ-φτάσουμε οι υπόλοιποι να πούμε τίποτε, ο Γιώργος, αντίάλλης απάντησης, άρχισε να τραγουδά «στη βρύυυση τηβουνίσια σιμά είναι η φλαααμουριά…» κι ευθύς τον ακο-λουθήσαμε όλοι μαζί με λόγια που ανέβαιναν στο στόμα μαςσαν από θαύμα· δεν ήταν λογικό να θυμόμαστε τα λόγια τουτραγουδιού με τη μία φορά που το είχαμε ακούσει λίγοπρωτύτερα, «…στον ίιισκιο της καθόοομουν να ονειρευ-τώωω συχνάαα…» Τότε η κυρία Δομένικα χαμογέλασε κιολόκληρο το πρόσωπό της έλαμψε, ίσως και να κοίταζε τονΓιώργο εκείνη τη στιγμή, εν πάση περιπτώσει, στην επό-μενη στροφή άρχισε να τραγουδάει κι εκείνη μαζί μας,«…της χάραζααα στη φλούουουδα ονόοοματα ιεράαα καιπάντα εκεί γυρνούουουσα σε λύυυπη, σεεε χαρά…» Μια ευ-δαιμονία υπερκόσμια μας είχε κυριεύσει όλους μας μες στηντάξη, καθώς τραγουδούσαμε για εκείνο το δέντρο που θαφυτεύαμε, μια πλησμονή ηδονικών αισθημάτων μάς πλημ-μύρισε κι όλα γύρω μας έχασαν το αληθινό τους βάρος καιυψώθηκαν στον αέρα. Και τη στιγμή που τραγουδούσαμεγια τότε που «…μια μέεερα ταξιδεεεύω σε μέεερη μακρι-νάαα…», συνέβη εκείνο που τώρα, τόσα χρόνια αργότερα,χωρίς επιφύλαξη θα το έλεγα σημάδι του δαίμονα για τηνκατάρα που βασάνιζε από γεννησιμιού της τη δασκάλαμας… Νά τι έγινε: η τσάντα της κυρίας Δομένικας, πουήταν όρθια πάνω στην έδρα, έπεσε χωρίς κανένας να την αγ-γίξει και μισάνοιξε· απ’ το άνοιγμα φάνηκε το διπλωμένομαντίλι της, ματωμένο φυσικά από τη μύτη του Σίμη. Καιμέσα από το διπλωμένο ολοκόκκινο μαντίλι άρχισαν ναβγαίνουν πασχαλίτσες, η μια πίσω απ’ την άλλη σα μια

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄102

Page 105: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ατέλειωτη στρατιά. Δεν ξέρω το γιατί, μα από εκείνη κιό-λας τη στιγμή δεν είχα καμιά αμφιβολία για το ότι εκείνεςοι πασχαλίτσες που βγαίναν μέσα από το μαντίλι είχαν γεν-νηθεί από το αίμα του Σίμη που πότισε το βαμβακερό ύφα-σμα. Και, μόλο που όλοι μας την προσέξαμε αυτή τηναλλόκοτη σκηνή, ούτε ένας δεν τόλμησε να σταματήσει τοτραγούδι του, ίσως γιατί το νιώσαμε πως εκείνη τη στιγμήκάποια δύναμη πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα μάς αποκα-λυπτόταν, μια αποκάλυψη που αν έπαυε δε θα την αξιωνό-μασταν για δεύτερη φορά· έτσι, συνεχίσαμε το στίχο πουτραγουδούσαμε, για τη μέρα του μακρινού ταξιδιού όπου«…πάωωω να χαιρετήσω στερνάαα τη φλαααμουριά…»,ενώ οι πασχαλίτσες που ’βγαιναν από το ματωμένο μαντίλι,καθώς προχωρούσαν, θαρρείς, σε παράταξη τέσσερις-τέσ-σερις, πέντε-πέντε, σχημάτισαν μια στενή, συμπαγή, κοκ-κινόμαυρη γραμμή που σιγά-σιγά ακολούθησε μιανολωσδιόλου αλλοπρόσαλλη πορεία: κατέβαινε κατακόρυφατο ξύλο της έδρας, προχωρούσε στο λασπωμένο δάπεδο τηςτάξης ίσαμε κάτω από την καρέκλα του Σίμη, εκεί όπουείχε στάξει πριν από λίγο η ματωμένη μύτη του… Κι ενώ τοτραγούδι μας συνέχισε για τη φλαμουριά που «…βουίζαντα κλαδιάααα της σα να μου κράζαν ώωω, κοντά μουπάντα μείειεινε, θα βρειειεις γαλήηηνη εδώ…», με έκπληξηβλέπαμε πως η γραμμή με τις πασχαλίτσες, από τη στιγμήπου ένωσε το μαντίλι της έδρας με τις σταγόνες του αίμα-τος κάτω στο λασπωμένο πάτωμα, έκανε μία ανεξήγητηστροφή, έναν ελιγμό σαν του φιδιού, και άρχισε να κατευ-θύνεται ίσια για την κυρία Δομένικα· και, καθώς την ώραεκείνη του ελιγμού σταμάτησαν να βγαίνουν πασχαλιές απότο μαντίλι της έδρας, νιώσαμε ακαθόριστα μέσα μας αυτόπου πέντε χρόνια αργότερα θα το διαβάζαμε γραμμένο στηνκαρότσα του Ύπνου: «Η Ψυχή θα αναγεννηθεί μέσα από τοναφρό του αίματος των αθώων». Η δασκάλα μας συνέχισενα τραγουδάει μαζί μας, «…μακριάαα τώρααα στα ξέεεναέχασα τη χαράαα που ’νιωωωθα εκεί πάαανω κοντά στη

κεφάλαιο 12 103

Page 106: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φλαμουριάαα…» και το μαυροκόκκινο φίδι που ’χε σχημα-τιστεί με το σμάρι από τις πασχαλίτσες ολοένα την πλη-σίαζε, κι όπως έβλεπα τρομαγμένος μια το πρόσωπό τηςκαι μια κάτω στο πάτωμα, δεν πρόσεξα ότι το μαντίλι τηςκυρίας Δομένικας στεκόταν πάνω στην έδρα λευκό, κατά-λευκο, δεν πρόσεξα ακόμη πως οι σταγόνες του αίματοςκάτω από τη θέση του Σίμη δεν υπήρχαν μετά το πέρασματης αλλόκοτης στρατιάς, όχι, δεν τα πρόσεξα όλα αυτά, ματα πρόσεξε ο Σώτερ και μας τα είπε αργότερα. Πλησίαζε,λοιπόν, το κοκκινόμαυρο φίδι τη δασκάλα μας, μα εκείνηδεν αντιδρούσε διόλου, σα να μην το είχε δει. Κάποτε οι πα-σχαλίτσες άρχισαν να ανεβαίνουν στο πόδι της, και τότεήταν που ο Γιώργος σηκώθηκε όρθιος, μα ο Σώτερ τον κρά-τησε από το μπράτσο και τον κάθισε κάτω, εμείς τραγου-δούσαμε «…στο νου μου πάααντα μέεενει το ολόοοχαροχωριόοο…», οι πασχαλίτσες ανέβαιναν σαν τύψεις, πρώτατην κοιλιά, έπειτα το στέρνο της κυρίας Δομένικας, πέρασαντο λαιμό της και τότε έγινε το πιο παράξενο, το ολωσδιόλουαλλόκοτο, αυτό που δήλωνε την παρουσία του υπερφυσικούπιο έντονα από όλα τα υπόλοιπα: εκείνες οι αναρίθμητες πα-σχαλίτσες που γεννήθηκαν ένα φθινοπωρινό μεσημέρι απότο αίμα του Σίμη μαζεύτηκαν όλες μαζί (ναι, δεν είναι δυ-νατόν, μα έγινε) πάνω στα σκασμένα χείλη της δασκάλαςμας και κόλλησαν εκεί επάνω, όπως θα κολλούσαν στομαύρο μέλι. Η ένταση ήταν τόση, που σηκωθήκαμε όλοι όρ-θιοι, χωρίς ωστόσο να σταματήσουμε το τραγούδι μας, πουβρισκόταν άλλωστε στην κορύφωσή του, «στ’ αυτιά μουακούω πάαανταα…», η κυρία Δομένικα τραγουδούσε μαζίμας με πάθος, και, Θεέ μου, τι φριχτό, όλο και πύκνωναν οιπασχαλίτσες πάνω στα χείλια της, έμπαιναν στο στόμα τηςκαι στα ρουθούνια της, παραμορφώνοντάς της τη μορφή,φαντάσου ένα φίδι να κουλουριάζεται γύρω-γύρω απ’ τοστόμα σου, κι εμείς βλέπαμε με τρόμο στα μάτια και ασυ-ναίσθητα δυνάμωνε ο τόνος της φωνής μας, «… θα βρειει-εις γαλήηηνη εδώ…», οι πασχαλίτσες σιγά-σιγά χάνονταν

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄104

Page 107: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μέσα στο στόμα της δασκάλας μας ή μπαίναν μες στη μύτητης κι ήταν σα να ’χε ανοίξει μια φριχτή πληγή στο κέντροτου προσώπου της, «… θα βρειειεις γαλήηηνη εδώ…» τρα-γουδήσαμε κι εμείς ξέπνοα για δεύτερη φορά τον τελευταίοστίχο της φλαμουριάς, κι έπειτα έγινε σιωπή, όπως όταν ταόνειρα σε ξεβράζουν στον ξύπνο, η κυρία Δομένικα μαςέστρεψε την πλάτη για μερικά δευτερόλεπτα κι ύστερα γύ-ρισε και μας κοίταξε. Κι αν κάτι που είναι πέρα από τη λο-γική σε τρομάζει μια φορά, είναι δυο φορές μεγαλύτερος οτρόμος όταν αυτό το κάτι παύει ξαφνικά να υπάρχει κι εσύγυρίζεις πίσω, σ’ αυτό που έχεις μάθει για πραγματικό-τητα. Έτσι κι εκείνο το προχωρημένο μεσημέρι, μόλις μετάτον τελευταίο στίχο του τραγουδιού μας είδαμε την κυρίαΔομένικα με τα χείλη σκασμένα όπως πάντοτε, μα ολοκά-θαρα, λες κι οι πασχαλίτσες που είχαν γεννηθεί από το αίματου Σίμη είχαν χαθεί μες στο στόμα της ή είχαν εξαφανιστείσαν όραμα που σβήνει, τότε τρομάξαμε ακόμη περισσότεροκι ο τρόμος μας μεγάλωσε κι άλλο όταν την ακούσαμε ναμας λέει σε εύθυμο τόνο, «…λοιπόν, μόλις τελειώσουμε τηναλφαβήτα θα τη φυτέψουμε τη φλαμουριά, έτσι;»

Καθώς αναλογίζομαι μετά από τόσα χρόνια αυτό τοπεριστατικό με τις μαγιάτικες πασχαλίτσες που γεννήθη-καν ένα φθινοπωρινό μεσημέρι από τις κόκκινες σταγόνεςμιας ματωμένης μύτης και χάθηκαν μέσα στο στόμα τηςκυρίας Δομένικας, μπορώ τώρα να πω χωρίς αμφιβολίαπως όλα αυτά ήταν μια ξεκάθαρη επίδειξη της ισχύος πουείχαν οι σκοτεινές δυνάμεις στη ζωή της δασκάλας μας.Εξάλλου, όπως μάθαμε αργότερα, τα χείλια της, όπου κόλ-λησαν οι πασχαλίτσες σαν στο μέλι, ήταν μια γοητευτικήμα φαρμακερή παγίδα θανάτου… Ωστόσο δεν πρέπει ναπροτρέχω, ούτε και να χαλάω τη σειρά των γεγονότων ανοί-γοντας παρενθέσεις, γιατί μόλις και μετά βίας συγκρατώτο κουβάρι, κι αν ανοίγω παρενθέσεις, μπορεί να παγιδευτώγια πάντα μες στις αγκύλες τους.

Για ένα μήνα δεν έγινε η παραμικρή νύξη για εκείνο το

κεφάλαιο 12 105

Page 108: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μεσημέρι του Οκτωβρίου. Στις αρχές του Νοεμβρίου όμωςτελειώσαμε την αλφαβήτα και η κυρία Δομένικα μας ζω-γράφισε στον πίνακα την ώρα

που θα περάσει —όπως μας είπε— δίχως να το πάρουμεχαμπάρι. Ύστερα γύρισε και μας είπε χαμογελαστή:«Άντε, τώρα που τελειώσαμε με το ωμέγα, θα πάμε να φυ-τέψουμε εκείνη τη φλαμουριά που λέγαμε;» Τότε μας κα-τέλαβε ο ίδιος εκείνος τρόμος, όπως την ημέρα που οιπασχαλίτσες βγήκαν μέσα από το κόκκινο ματωμένο μα-ντίλι —ο τρόμος που τον είχαμε απωθήσει στα βάθη τηςψυχής μας—, καθώς για έναν ολόκληρο μήνα δεν είχαμε μι-λήσει για εκείνο το ακατανόητο περιστατικό ούτε καν με-ταξύ μας, μόλο που από τότε είχαμε μαζευτεί άλλες τρειςφορές στα Βαρέλια (τη μία κατάπιαμε τις μπίλιες μας, τηνάλλη βρήκε ο καθένας το σκοπό της ζωής του, την τελευ-ταία βγάλαμε από το στόμα μας φωτιές), σε καμιά δεν εί-χαμε μιλήσει για τις πασχαλίτσες — αντίθετα, είχαμεπροσπαθήσει να τις ξεχάσουμε όπως ένα άσχημο όνειρο…Και φαίνεται πως ο τρόμος που μας κυρίευσε μόλις η δα-σκάλα μας μας ξαναμίλησε για τη φλαμουριά αποτυπώ-θηκε στην έκφραση που πήραν τα πρόσωπά μας, γιατί ηκυρία Δομένικα, μόλις πέρασε ένα λεπτό μες στη σιωπή,μας είπε περιπαιχτικά «κοτζάμ άντρες και φοβάστε τόσοπολύ, λοιπόν;» κι είναι αλήθεια πως αυτή η κουβέντα μάςχτύπησε σα μαχαιριά στο στήθος, κι ο Γιώργος (ποιοςάλλος;) στη στιγμή τής απάντησε, «τώρα που μάθαμε τοωμέγα δε φοβόμαστε τίποτε…» είπε και σηκώθηκε όρθιος.Έτσι, ήρθαμε στο φιλότιμο και πήγαμε και φυτέψαμε τηφλαμουριά εκείνο το πρωινό που μάθαμε και το ωμέγα. Η

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄106

Page 109: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δασκάλα μας είχε φέρει μαζί της σε μια σακούλα νάιλονένα κλαδάκι τριάντα περίπου εκατοστών και μας είπε «αντο μπήξουμε στο χώμα κι έχουμε πίστη, θα βγάλει ρίζεςκαι θα πετάξει κλαδιά…» Περπατήσαμε, λοιπόν, ώς τιςμαργαρίτες, ανεβήκαμε τα δέκα μέτρα του φαλακρού υψώ-ματος και φτάσαμε εκεί όπου ανάμεσα στους βράχουςήτανε σφηνωμένη μια ξερή βρύση με κοντό σιδεροσωλήνα(κανείς δεν ήξερε ποιος και γιατί την είχε περάσει εκείπέρα, μα όταν τριάμισι χρόνια υστερότερα έπεσε το με-γάλο θανατικό με την αρρώστια των ματιών και οι Αμό-λυντοι φαρμάκωσαν το υδραγωγείο, τότε αυτή η ταπεινήβρύση έβγαλε, σαν από θαύμα, καθαρό νερό και για έξι ολό-κληρους μήνες η γειτονιά μας —και όχι μόνο— έπινε μο-νάχα απ’ αυτήν), εκεί πήγαμε, λοιπόν, και μόλις φτάσαμε,η κυρία Δομένικα είπε στον Όττο «πάρε μια πέτρα και πέ-ταξέ την όσο ψηλότερα μπορείς…» Ο Όττος πέταξε μιαπέτρα κατακόρυφα κι όλοι τραβηχτήκαμε πίσω μη μαςβρει πέφτοντας κατακούτελα. Κι όταν η πέτρα έπεσε στοχώμα, τρία-τέσσερα μέτρα πιο πέρα από τη βρύση, η κυρίαΔομένικα πήγε και την πάτησε με το πόδι της κι είπε«εδώ». Έτσι, λοιπόν, αφήσαμε την τύχη να διαλέξει το ση-μείο όπου θα φυτεύαμε το δέντρο για το οποίο θα νιώθαμευπεύθυνοι για όλη μας τη ζωή. Μ’ ένα μικρό σιδερένιο σκα-λιστήρι, που το κουβαλούσε κι αυτό στη νάιλον σακούλατης η κυρία Δομένικα, σκάψαμε ένα λάκκο, στενό μα αρ-κετά βαθύ, ίσαμε μισό χέρι. Στο μεταξύ έφτασε κι ο Κού-λης, που στον πηγεμό τού ’χε πει η δασκάλα μας να φέρειμισό τενεκέ νερό από το σπίτι του, που ’ταν το τελευταίοτου κάτω δρόμου, χύσαμε λίγο μες στο λάκκο, έπειτα ρί-ξαμε και χώμα για να γίνει λάσπη κι ύστερα η κυρία Δο-μένικα μας είπε να πιάσουμε ο καθένας τους ώμους τωνμπροστινών μας, μπροστά-μπροστά ήτανε ο Μανόλης, οΚώστας, ο Όττος κι εκείνη, που ’χαν χουφτιάσει το αδύ-ναμο κλαδάκι, η δασκάλα μας φώναξε τότε «ένα, δύο, τρία,τώρα» και στη στιγμή μπήξαμε όλοι μαζί, με μια κίνηση

κεφάλαιο 12 107

Page 110: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

προς τα μπρος, το κλαδάκι της φλαμουριάς μες στο χώμα.Είν’ η αλήθεια πως, μόλο που έτρεμε το φυλλοκάρδι μας κιαπό στιγμή σε στιγμή το περιμέναμε, δε συνέβη εκείνο τοπρωινό κάποιο αλλόκοτο περιστατικό όμοιο με αυτό τουπροηγούμενου μήνα, τότε που οι πασχαλίτσες γεννήθηκανμέσα από το αίμα και χάθηκαν ανάμεσα στα χείλια της δα-σκάλας μας· δε φάνηκε λοιπόν εκείνο το πρωινό του Νοεμ-βρίου κάποιο απ’ τα σημάδια του μυστικού της κυρίαςΔομένικας· μονάχα φυτέψαμε τη φλαμουριά μας, με τιςπαλάμες πατικώσαμε το χώμα γύρω-γύρω απ’ το λεπτόκλαδάκι κι έπειτα πιασμένοι χέρι-χέρι τραγουδήσαμεεκείνο το θλιμμένο τραγούδι για τη φλαμουριά. Κι όσο κιαν σου φαίνεται παράξενο, πριν καν τελειώσει η πρώτηστροφή, αρχίσαμε να χορεύουμε στον αργό ρυθμό του,απαλλαγμένοι πια από φόβο και σκοτεινούς εφιάλτες, λυ-τρωμένοι από ασυνείδητες ενοχές που πίκραιναν το στόμαμας σα χαλασμένο δόντι την ώρα του ύπνου — ναι, αγάπημου, χορεύαμε και τραγουδούσαμε στο φαλακρό ύψωμαπάνω από τις μαργαρίτες μ’ ένα ανεξήγητο αίσθημα λύ-τρωσης, ίσως και να ’ταν η ελπίδα της ζωής που θα ξεπη-δούσε μέσα απ’ το χώμα, ίσως να ’ταν και η γαλήνη πουμας υποσχόταν ο απαλός άνεμος βουίζοντας ανάμεσα απότα καταπράσινα φύλλα· ποιος το ξέρει. Ήτανε τόση η ευ-φορία μας, τόσο πολύ γέμιζε την ψυχή μας η μαγεία εκεί-νων των στιγμών, που μόλις τελείωσε το τραγούδιγυρίσαμε στην αλάνα εξακολουθώντας να ’μαστε πιασμέ-νοι χέρι-χέρι και χορεύοντας στον προηγούμενο ρυθμό,μόλο που δεν υπήρχε πια τραγούδι· και, την ώρα που ξεκι-νούσαμε να γυρίσουμε, η δασκάλα μας μας είπε «ας πάμετώρα πίσω κι όποιος στο τέλος απομείνει να βάλει στηφλαμουριά φωτιά…», ναι, αυτό είπε και μου ’κλεισε τομάτι χαμογελώντας πονηρά, μα τούτο —γιά φαντάσου—δε με πείραξε μήτε μου έκανε καμιά εντύπωση, λες και δενήμουν εγώ μα κάποιος άλλος. Μόνο όταν φτάσαμε στηντάξη και καθίσαμε στα θρανία μας, νιώσαμε να ξαναγυρ-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄108

Page 111: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νάμε στην πραγματικότητα, καθώς είδαμε στον πίνακα τηζωγραφισμένη ώρα, αλίμονο, πώς είχε περάσει έτσι η ώρα.

κεφάλαιο 12 109

Page 112: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 113: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

13.

Τα φιλιά του αποχαιρετισμού

Τη φλαμουριά τη φυτέψαμε τη δεύτερη εβδομάδα τουΝοεμβρίου του εβδομήντα πέντε· δυο μέρες αργότερα ο Πέ-τρος στο πρώτο από τα ηρωικά του αγιούτα έβγαλε τη Λίζαλιπόθυμη από το ξυλουργείο του Δεμέστιχα που ’χε τυλι-χτεί στις φλόγες, ενώ στις είκοσι δύο του μηνός εγώ και οΜεγάλος Πρόδρομος ορκιστήκαμε στο νταμάρι απέναντιαπ’ το σπίτι της Φρόσως πως, μόλις η κυρία Πανδώρα απο-φάσιζε ποιον απ’ τους δυο μας θα παντρευόταν, το ίδιο κιό-λας βράδυ ο άλλος θα χανόταν από προσώπου γης και δε θαγυρνούσε ποτέ πίσω… Έτσι πέρασε ο Νοέμβριος, κι όταν τοπρωινό της πρώτης Δεκεμβρίου η κυρία Δομένικα έγραψεμε πλάγια καλλιγραφικά γράμματα στον πίνακα τη λέξη«χειμώνας», στο δικό μου το μυαλό εντυπώθηκε η ιδέα πωςο χειμώνας θα ήταν ο καιρός της βασανιστικής αναμονήςμες στο σκοτάδι, ο καιρός που θα περίμενα απ’ την κυρίαΠανδώρα να διαλέξει εκείνον που αγαπούσε περισσότερο —αυτό θα σήμαινε για μένα εκείνος ο χειμώνας… Το μεση-μέρι της εβδόμης Δεκεμβρίου (κι ενώ την προηγουμένη ομοιραίος Νίκος είχε μαντζούνια να μας κεράσει για τηγιορτή του, μα, καθώς ήταν λιγότερα απ’ όσα έπρεπε, δενπερίσσεψε μαντζούνι για μένα και τον Αγιούτο, κι έτσι ομοιραίος Νίκος την άλλη μέρα μόλις μπήκαμε στην τάξη

[111]

Page 114: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ήρθε στα κρυφά και μας άφησε στο θρανίο τα δύο μαντζού-νια που μας χρωστούσε για το κέρασμα), την έβδομη μέρατου τελευταίου μήνα της χρονιάς, λοιπόν, η κυρία Δομένικαμας μίλησε για τα φιλιά του αποχωρισμού, για το ξαφνικόκρυφτό του ήλιου, για το καταπράσινο λιβάδι… Όλα ξεκί-νησαν από μια δική μου ερώτηση: την ώρα που είχα το μα-ντζούνι του μοιραίου Νίκου κάτω απ’ τη γλώσσα μου καιπερίμενα να λιώσει, σκέφτηκα ξαφνικά πως, αν η κυρία Παν-δώρα διάλεγε εμένα, δε θα ξανάβλεπα ποτέ τον ΜεγάλοΠρόδρομο, καθώς ο φίλος μου θα έπρεπε να φύγει και να μηγυρίσει ποτέ… Τότε η κυρία Δομένικα με κοίταξε χαμογε-λώντας αδιόρατα και, καταλαβαίνοντας πως κάτι με βασά-νιζε, μου είπε «πες το…» Της έκανα την ερώτησή μου μεφωνή αδύναμη και διστακτική: «Κυρία, όταν φεύγεις ση-μαίνει πως πεθαίνεις;» Η κυρία Δομένικα με κοίταξε μεστιγμιαία έκπληξη, έπειτα προχώρησε προς τα παράθυρακαι, κοιτώντας έξω με βλέμμα απλανές, μας ρώτησε «αλή-θεια, ξέρετε πώς αποχαιρετάν κάποιον που φεύγει;» Και,μόλο που μου φάνηκε πως πήγαινε να αλλάξει το θέμα τηςκουβέντας, δε διαμαρτυρήθηκα· καθώς την άκουσα να συ-νεχίζει, ένιωσα την απόλυτη βεβαιότητα, δεν ξέρω το γιατί,πως μας μιλούσε με τα λόγια κάποιου άλλου: «Αυτούς πουφεύγουν για ταξίδια δίχως γυρισμό να τους φιλάς εφτάφορές, όσα τα χρόνια που κρύβονται στον σπασμένο καθρέ-φτη· τρία φιλιά να τους δίνεις στο μέτωπο, ένα για τα όνειραπου μαζί σκαρώσατε, ένα για τις ρυτίδες που ο καιρός σάςχάραξε κι ένα για τα χαμόγελα που μοιραστήκατε. Έπειτανα τους φιλάς δυο φορές στο ζερβί μάγουλο, μια για τα δά-κρυα που ξεράθηκαν πάνω στο δέρμα και μια για την ελ-πίδα που σας κράτησε μακριά απ’ τον ύπνο τα έναστρακαλοκαιρινά βράδια· κατόπιν να τους δίνεις ένα φιλί ακόμηστο μάγουλο το δεξί για το μαύρο σημάδι του ουρανού πουόρισε το διάβα της ζωής σας. Τέλος, να τους φιλάς και μιαφορά στο λαιμό για κείνο το πικρό παράπονο που κάποτεσας δέθηκε κόμπος στο λαρύγγι…»· αυτά μάς είπε η κυρία

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄112

Page 115: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Δομένικα δίχως να ξεκολλήσει την αφηρημένη ματιά τηςαπ’ το παράθυρο, και, πίστεψέ με, με την πρώτη και μονα-δική φορά που ακούσαμε εκείνα τα λόγια αποτυπώθηκανμεμιάς στη μνήμη μας… Κι όταν η δασκάλα μας γύρισεεπιτέλους και μας κοίταξε, είδε προφανώς στα πρόσωπάμας μιαν αμηχανία ανάμεικτη με σαστισμάρα κι είπε μεφωνή σαφώς ζωηρεμένη: «Πρώτ’ απ’ όλα, λοιπόν, όταν φεύ-γεις σημαίνει πως κάποιος πρέπει να σε φιλήσει…» «Κι ανδε βρεθεί κανείς να σου τα δώσει τούτα τα φιλιά του απο-χωρισμού;» ρώτησε ξαναμμένος ο Σώτερ — φαίνεται πωςθα ’χε κάτι στο μυαλό του· «…αν δε βρεθεί κανείς, θα γυρ-νάς εδώ κι εκεί χωρίς να βρίσκεις ησυχία…» του απάντησεεκείνη, «…θα τυραννιέσαι εις τον αιώνα των αιώνων, όπουπηγαίνεις πίσω σου θα σέρνονται φίδια σαν ερινύες, στονύπνο δε θα βρίσκεις λυτρωμό, τα βλέφαρά σου θα τα σκε-πάζει μαύρη βαριά λάσπη, φριχτοί ίσκιοι θα σου φράζουντο στόμα και τα ρουθούνια και θα σ’ εμποδίζουν να πάρειςανάσα…», αυτά μάς έλεγε η κυρία Δομένικα κι ολοένα δυ-νάμωνε ο τόνος της φωνής της, «σας το λέω…» συνέχισε,«αν κάποτε φύγετε πρέπει κάποιος να σας φιλήσει όπως σαςείπα…», «κολοκύθια…» ακούστηκε τότε η φωνή του Με-γάλου Πρόδρομου από το τελευταίο θρανίο, κι όπως φα-ντάζεσαι, γυρίσαμε όλοι και τον κοιτάξαμε με μάτιαγουρλωμένα, ήτανε, βλέπεις, η πρώτη φορά που κάποιοςαντιμιλούσε σ’ εκείνη, και μάλιστα με τρόπο διόλου ευγε-νικό, «κολοκύθια με τη ρίγανη…» επανέλαβε ξανά ο φίλοςμας —κι αντίζηλός μου—, «όποιος φεύγει από εδώ πάει σετόπο που δεν υπάρχει τίποτε, ούτε φίδια ούτε πόνος ούτεόνειρα ούτε κανένα άλλο από τούτα τα παραμύθια…», αυτάείπε ο Μεγάλος Πρόδρομος κι έγινε τότε κομφούζιο φοβερό,ο Γιώργος σηκώθηκε όρθιος ολοφάνερα παραξηγημένος που’κανε τέτοια επίθεση στην κυρία Δομένικα, «εσύ να κοιτάςτη μυτόγκα την πουτάνα σου…» του φώναξε και στηστιγμή εγώ σηκώθηκα κι όρμησα καταπάνω του ουρλιάζο-ντας «ποιαν είπες πουτάνα, ρε τσόγλανε;» —μα, τώρα που

κεφάλαιο 13 113

Page 116: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

το σκέφτομαι, πιότερο τσαντίστηκα με κείνο το «σου»,από πού κι ώς πού «σου» στον Μεγάλο Πρόδρομο η κυρίαΠανδώρα;— όρμησα λοιπόν πάνω στον Γιώργο και πίσωαπό μένα όρμησε κι ο Μεγάλος Πρόδρομος φυσικά, ενώ οΖήσης, όντας στον δικό του κόσμο, έλεγε «μα όλοι θα πάμεστον υπέροχο χλοερό τόπο όπου μαζεύονται οι ψυχές…»,προφανώς αυτόν τον είχε πειράξει εκείνο το «τίποτα» πουλίγο πρωτύτερα είχε πει ο Μεγάλος Πρόδρομος… Τηστιγμή εκείνη, κι ενώ ήδη είχα χιμήξει στον Γιώργο πηδώ-ντας στην κυριολεξία πάνω απ’ τον Μανόλη κι απ’ την ορμήμου είχαμε πέσει αγκαλιασμένοι κάτω στο πάτωμα, η κυρίαΔομένικα έβαλε δυο δάχτυλα από κάθε χέρι στο στόμα τηςκαι σφύριξε εκκωφαντικά (πολύ καιρό αργότερα μας είπεπως έτσι την είχε μάθει να σφυρίζει κάποιος μουγκός γέροςπου ’κανε θελήματα για τη μάνα της στο σπίτι των Φρα-ντζήδων στη Σύρο). Και, μόλις σφύριξε, εμείς μείναμε ακί-νητοι, κοκαλωμένοι — το φοβερό σφύριγμά της μας είχεαγαλματώσει στην κυριολεξία. Εγώ κι ο Γιώργος ήμαστανπεσμένοι κάτω, ο Μεγάλος Πρόδρομος από πάνω μας έτοι-μος να ορμήσει, ο Ζήσης όρθιος μ’ ανοιχτό το στόμα. Πέ-ρασε έτσι μισό λεπτό, ίσως και λίγο περισσότερο, όταν ηκυρία Δομένικα ήρθε πάνω από μένα και τον Γιώργο και,κοιτώντας πιότερο αυτόν, είπε με φωνή ταραγμένη και ολο-φάνερο θυμό «όσοι μπορούν να αγαπούν εκείνη που τη λεςμυτόγκα και πουτάνα, ξέρουν ν’ αγαπούν· όσοι τη βρίζουνδεν ξέρουν…», αυτά είπε κι έπειτα γύρισε την πλάτη τηςκαι περπάτησε προς την έδρα, ενώ μόλις τότε εμείς ελευ-θερωθήκαμε από το σφύριγμά της… Και θα ’ταν στα σί-γουρα καλύτερο να του βύθιζαν του Γιώργου χίλιαπυρωμένα σπαθιά στο στήθος, παρά να του ’λεγε εκείνηαυτά τα λόγια, πως δεν ξέρει ν’ αγαπά, κι εδώ που τα λέμεη δασκάλα μας ήτανε λίγο αυστηρότερη απ’ ό,τι θα ’πρεπε,στο κάτω-κάτω, εκείνη μπορούσε να το καταλάβει πως οΓιώργος δεν το εννοούσε αυτό που είχε ξεστομίσει· ό,τι είπετο ’πε για να την υπερασπιστεί — εντάξει, έκανε λάθος, αλλά

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄114

Page 117: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

όχι και να του πετάξει κατάμουτρα ότι δεν ήξερε ν’ αγα-πάει. Και, μά την αλήθεια, μόλο που εγώ ο ίδιος του ’χα χι-μήξει πριν από ένα λεπτό, τον λυπήθηκα εκείνη τη στιγμήτον Γιώργο, γιατί το πρόσωπό του είχε κιτρινίσει σα φλουρίκαι οι κόρες των ματιών του είχανε γίνει μισές απ’ ό,τι συ-νήθως. Με μια κίνηση σηκώθηκε όρθιος ξεφεύγοντας απότο αγκάλιασμά μου, μάζεψε άρον-άρον τα πράγματά τουκαι τρέχοντας βγήκε από την τάξη, αφήνοντας την πόρταδιάπλατα ανοιχτή… Εκείνο που μου έκανε τη μεγαλύτερηεντύπωση ήταν πως η κυρία Δομένικα δε γύρισε καν το πρό-σωπό της να τον δει που ’φευγε. Τότε ήταν που κι εγώ ση-κώθηκα όρθιος και, νιώθοντας πως έπρεπε να τον υπερ-ασπιστώ, πήγα κοντά στην κυρία Δομένικα και της είπα«κυρία… ίσως να το ’πε από αγάπη…», στη στιγμή μούαπάντησε εκείνη γυρνώντας ελαφρά προς το μέρος μου«αγάπη θα πει να βάζεις την αγάπη των άλλων πιο πάνωαπ’ τη δική σου…» είπε με φωνή λιγότερο ταραγμένη αυτήτη φορά. Και, μόλο που είχα σκοπό να επιμείνω στηνπροηγούμενη κουβέντα μου, ίσως και για να την κάνω ναπονηρευτεί πως ο Γιώργος ήταν ερωτευμένος μαζί της,μόλις άκουσα εκείνη την κουβέντα για την αγάπη τωνάλλων, ένιωσα ένα φιδάκι να ανεβαίνει απ’ το στομάχι μουπρος τα πάνω και να κουλουριάζεται γύρω απ’ την καρδιάμου, βλέπεις, η κουβέντα της με αφορούσε κι εμένα· δεναγαπούσα μόνο εγώ την κυρία Πανδώρα μα κι ο ΜεγάλοςΠρόδρομος (κι αργότερα θα αποκαλυπτόταν πως την αγα-πούσε κι ο Σώτερ), και το μυαλό μου δεν το χωρούσε γιατίέπρεπε να βάλω την αγάπη των άλλων πάνω από τη δικήμου. Από την άλλη όμως, κάπου βαθιά μέσα μου, ένιωθα —όχι από λογική μα από μια παράξενη διαίσθηση— πως στοτέλος, εκεί όπου όλα ξεπλένονται στα γάργαρα νερά του κα-ταρράχτη, θ’ αποδεικνυόταν πως η κυρία Δομένικα είχεδίκιο… Έτσι, πισωπάτησα διστακτικά και κάθισα στο θρα-νίο μου βυθισμένος στους συλλογισμούς μου· κάποτε η δα-σκάλα μας γύρισε προς το μέρος μας και προχώρησε προς

κεφάλαιο 13 115

Page 118: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

το θρανίο του Μεγάλου Πρόδρομου, που ’χε καθίσει βέβαιακι αυτός στην καρέκλα του. Από την έκφραση του προσώ-που της φαινότανε σα να της είχε περάσει η προηγούμενηταραχή της, έφτασε από πάνω του, λοιπόν, και σκύβονταςελαφρά ακούμπησε τις παλάμες της στο ξύλο του θρανίου·τότε του ’πε με γλυκύτατη φωνή «δεν είναι κολοκύθια μετη ρίγανη, καλέ μου Πρόδρομε…» απαντώντας στην προη-γούμενη κουβέντα του, την κουβέντα που προκάλεσε τηνέκρηξη και τις βρισιές του Γιώργου. Έτσι, λοιπόν, σα ναμην είχε συμβεί το παραμικρό στο ενδιάμεσο, η κυρία Δο-μένικα του ’δωσε του Μεγάλου Πρόδρομου την απάντησηστο «τίποτε» που είχε πει λίγο πρωτύτερα, εκείνος πάλιάνοιξε το στόμα του να απαντήσει κάτι, μα η δασκάλα μαςέβαλε το δάχτυλό της πάνω στα χείλια του, προσπαθώνταςίσως έτσι να τον προστατέψει από τη μεγάλη κουβέντα πουστο τέλος πάντα γυρνάει να χτυπήσει αυτόν που την ξεστό-μισε. Κοκκίνισε τότε ο Μεγάλος Πρόδρομος, τα χείλη τουτρεμούλιασαν, κάποτε έσκυψε το κεφάλι του ψιθυρίζονταςντροπιασμένος «εμένα πάντως δε θα με φιλήσει κανέ-νας…» Η κυρία Δομένικα τότε του χάιδεψε τα μαλλιά κιείπε με ψιθυριστή φωνή κι αυτή, μιλώντας περισσότεροστον εαυτό της, «για τον καθένα υπάρχει κάποιος που θατου δώσει ένα φιλί…»· κι αν θέλεις το πιστεύεις, αγάπη μου,εκείνη τη στιγμή, μόλο που δεν ήξερα ποιο ήταν το φοβερόμυστικό της δασκάλας μας, ένιωσα πως τα λόγια της αφο-ρούσαν ακριβώς αυτό το μυστικό και μ’ έπιασε ρίγος.Καθώς εκείνη προχωρούσε προς την έδρα με αργά βήματα,ο Σώτερ έσπασε τη σιωπή ρωτώντας «…κι αν κάποιοςφύγει ξαφνικά προτού προφτάσεις να του δώσεις τα εφτάφιλιά, τότε τι γίνεται;»· η κυρία Δομένικα απάντησε αμέ-σως, σα να περίμενε την ερώτηση: «αν κάποιος φύγει ξαφ-νικά, όπως λες, πρέπει να βρεις έναν καθρέφτη, μικρό ήμεγάλο, που κάποτε φυλάκισε την εικόνα του — το ξέρεις,θαρρώ, πως οι καθρέφτες δεν ξεχνάνε ποτέ. Αυτό τον κα-θρέφτη φίλα τον εφτά φορές κι έπειτα σπάσ’ τον· θα ’ναι σα

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄116

Page 119: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

να φιλάς αυτόν που έφυγε. Μονάχα μην ξεχάσεις να σπά-σεις τον καθρέφτη…» Αυτά τα λόγια είπε η δασκάλα μαςστον Σώτερ· μόλις απόσωσε την κουβέντα της, ήταν η σειράτου Βέλια να τη ρωτήσει: «…κι άμα αυτός ποτέ του δεν είχεδει το πρόσωπό του στον καθρέφτη;… κι αν ο καθρέφτηςέχει χαθεί και δε μπορείς να τον βρεις πουθενά;», «τότε»απάντησε με βαθιά φωνή η κυρία Δομένικα «θα περιμένειςίσαμε να χαθεί ο ήλιος μια ώρα του μεσημεριού. Γιατί σεκείνο το σκοτάδι που απλώνεται μες στην ημέρα οι δαίμο-νες βρίσκουν το δρόμο κι έρχονται πλάι μας, ανάμεσά μας,κλέβουν τον αέρα απ’ την ανάσα μας, μας ακουμπούν μά-γουλο με μάγουλο, γυρεύοντας έτσι μια στάλα απ’ τη χα-μένη γαλήνη τους, έναν πρόσκαιρο ελάχιστο αναπαμό απ’το τυράννισμα της μαύρης φλόγας· και μόλις έρχεται ξανάτο φως της ήλιου, αυτοί χάνονται πίσω. Μαζί με τους δαί-μονες, λοιπόν, όσο βαστά η έκλειψη του ήλιου, έρχονταιανάμεσά μας και όσοι έφυγαν αφίλητοι. Τότε φίλησε εφτάφορές στον αέρα· θα ’ναι και πάλι σα να φιλάς εφτά φορέςαυτόν που έφυγε χωρίς να τον αποχαιρετήσεις και δεν έχειςκαθρέφτη που να ’χει φυλακίσει τη μορφή του…» Μετάβίας η δασκάλα μας τέλειωσε την κουβέντα της, καθώς αμέ-σως πνίγηκε σε έναν ξαφνικό ξερό βήχα κι εμείς μείναμε νατην κοιτάμε σιωπηλοί και αρκετά φοβισμένοι. Τι γύρευαν οιδαίμονες ανάμεσα στα λόγια της, αναρωτιόμασταν, κιακόμα, πού τα ήξερε εκείνη όλα τούτα τα κόλπα που ’μοια-ζαν λίγο-πολύ με μαγεία; Η κυρία Δομένικα, νιώθοντας τηναπορία μας, αμέσως μόλις έπαψε ο βήχας της άρχισε να μαςμιλά χαμηλόφωνα, μπορώ να πω μονολογούσε, κοιτώνταςστον άσπρο τοίχο πάνω απ’ τα κεφάλια μας κάποιο αόρατογια μας σημάδι: «Ήταν το καλοκαίρι του χίλια εννιακόσιαπενήντα εννιά, τότε που για δύο μήνες κάθε μέρα ο ήλιοςχανόταν μες στο μεσημέρι… Κάναμε λιτανείες στο νησί,ραντίζαμε με αγιασμό τα σπίτια μας, τα βράδια καίγαμεστις πλατείες τα χαϊμαλιά που οι γυναίκες φύλαγαν σταμπαούλα τους, μήπως και πάψει το κακό· όμως οι ακατα-

κεφάλαιο 13 117

Page 120: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νόητες εκλείψεις δε σταματούσαν. Τα σκυλιά λύσσαγαν, τακοκόρια λαλούσαν όλη τη μέρα, οι παλαβοί έκοβαν τις φλέ-βες τους πάνω απ’ τα πηγάδια βάφοντας κόκκινο το πόσιμονερό… Οι γυναίκες εκείνο τον καιρό των εκλείψεων γέννη-σαν παιδιά σακατεμένα, που πέθαναν όλα πριν να χρονίσουν,αρουραίοι ρήμαξαν τα χωράφια, φίδια σκότωσαν τα ζωντανάκαι οι αγελάδες ξεράθηκαν ολότελα από γάλα. Οι γεροντό-τεροι στο νησί μιλούσαν για κάποιο ρυπαρό μίασμα, οπαπα- Γρηγόρης γυρνούσε τ’ απόγευμα από πόρτα σε πόρταδιαβάζοντας έξω φωνή εξορκισμούς και προσευχές, μήπωςκαι λυτρωθούμε έτσι απ’ την οργή του Θεού, μα εγώ, κάθεπου γινόταν η έκλειψη και έβαζα το μαυρισμένο γυαλίμπροστά απ’ τα μάτια μου, ένιωθα την ελιά στο δεξί μουμάγουλο να καίγεται και δυο χείλια σα ν’ αγγίζαν ελαφράτο λαιμό μου, μόλο που γύρω μου δεν ήταν κανείς… Κά-ποτε φύγαμε απ’ το νησί, τότε δεν κατάλαβα το γιατί, κιήρθαμε στη Σαλονίκη, στα σπίτια που ’ναι δίπλα στο νοσο-κομείο των φυματικών, έξω απ’ την πόλη…» Αυτά μάςέλεγε η κυρία Δομένικα κι εμείς ακούγαμε την παράξενηιστορία της κρατώντας ακόμα και την αναπνοή μας, ότανέξαφνα το καμπανάκι σήμανε το τέλος του μαθήματος γιακείνη την ημέρα. Κανένας μας δεν κουνήθηκε από την κα-ρέκλα του, ώστε να δημιουργηθεί το συνηθισμένο πανδαι-μόνιο, όπως συνέβαινε κάθε φορά που τελείωνε το μάθημα,τουναντίον, όλοι περιμέναμε με κομμένη την ανάσα τη δα-σκάλα μας να συνεχίσει την ιστορία της, να μας εξηγήσειτα ακατανόητα που γέμιζαν την ψυχή μας τρόμο, το σβή-σιμο του ήλιου μες στο καταμεσήμερο, το θανατικό που ρή-μαζε το νησί, τους αόρατους δαίμονες που φιλούσαν τολαιμό των κοριτσιών… Μα και η κυρία Δομένικα το κατά-λαβε βέβαια πως γι’ αυτό μείναμε καρφωμένοι στις θέσειςμας και, καθώς είδε στα γουρλωμένα μάτια μας το πόσο εί-χαμε αγριευτεί, είπε σκύβοντας το κεφάλι «ωχ, μωρέ, αυτέςοι ιστορίες δεν τελειώνουν…» δίνοντας έτσι τέλος στην αφή-γησή της. Τότε ο Ζήσης σηκώθηκε και πάλι όρθιος, «…κι

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄118

Page 121: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ο χλοερός τόπος, κυρία;» ρώτησε κι ήτανε έτοιμος να κλά-ψει· η δασκάλα μας φάνηκε να παραξενεύεται λίγο απ’ τηνερώτησή του, έπειτα χαμογέλασε, «άκουσα κάποτε κι εγώγια κάποιο καταπράσινο λιβάδι, μα ποτέ μου δεν το είδα…»είπε κι ύστερα από μια μικρή σιωπή συνέχισε «αν κανέναςαπό σας το δει, ας έρθει να μου πει αν φυτρώνουν βιολέ-τες…» Σαν άκουσα αυτή την κουβέντα, κάτι σκίρτησετρελά μέσα μου, το μαντζούνι κάτω απ’ τη γλώσσα μου είχελιώσει και το στόμα μου είχε γεμίσει με μιαν απερίγραπτηγλύκα, «δηλαδή, κυρία, όταν φεύγεις σημαίνει πως θα γυ-ρίσεις;» ρώτησα τη δασκάλα μας με ολοφάνερη αγωνία·«όταν φεύγεις σημαίνει πως κάποιος σε περιμένει…» μουαπάντησε η κυρία Δομένικα με μελαγχολική φωνή.

κεφάλαιο 13 119

Page 122: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 123: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

14.

Ξεριζωμένη ξύλινη καρδούλα

Το ίδιο κιόλας μεσημέρι εκείνης της εβδόμης Δεκεμ-βρίου εγώ κι ο Μεγάλος Πρόδρομος του τη συγχωρέσαμετου Γιώργου εκείνη την κουβέντα για την κυρία Πανδώρα:όταν φεύγοντας απ’ το σχολείο τον είδαμε να κάθεται σαχαμένος στα Βαρέλια, εκεί στο Μικρό Ρέμα, κατεβήκαμεκοντά του και χωρίς να πούμε τίποτε τσουγκρίσαμε ελα-φρά τα κεφάλια μας με το δικό του για να ξεχαστεί ό,τιέγινε… Ο ίδιος όμως δεν το συγχώρεσε τόσο γρήγορα στονεαυτό του· ήτανε, βλέπεις, αυτό που του ’χε πει η κυρία Δο-μένικα που τον τυράννησε πάρα πολύ, κι έτσι για αρκετέςμέρες δε μιλούσε ούτε σε μας ούτε βέβαια σε κείνη, κι όσοκι αν τον ρωτούσαμε πολλά και διάφορα —τις πιο πολλέςφορές μόνο και μόνο για να τον εξαναγκάσουμε να σπάσειτη σιωπή του—, εκείνος απαντούσε μ’ ένα νεύμα του κεφα-λιού του πάνω ή κάτω. Πέρασαν δύο βδομάδες που η κατά-σταση αυτή δεν άλλαζε, ώσπου έφτασε η μέρα που η κυρίαΔομένικα μας μοίρασε τα δώρα μας για τα Χριστούγεννα,ήταν η εικοστή τρίτη του Δεκεμβρίου, τότε που θα κάναμετο τελευταίο μάθημα για το χίλια εννιακόσια εβδομήνταπέντε. Όταν εκείνο το πρωινό ξυπνήσαμε, κι ενώ η καρδιάμας χτυπούσε σαν τρελή, είδαμε απ’ τα παράθυρά μας αυτόπου περιμέναμε εδώ και δυο μήνες, από τότε που ο Τζακ

[121]

Page 124: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μάς είχε μιλήσει για τα γένια που ο Θεός ξυρίζει από τα μά-γουλά του κάθε χειμώνα: χιόνιζε… Ώς το μεσημέρι που πή-γαμε στο σχολείο (είχαμε μάθημα στην απογευματινήβάρδια), το ’χε στρώσει για τα καλά· μάλιστα την ώρα πουμπαίναμε στην τάξη, μόλις δηλαδή χτύπησε το καμπανάκι,κι αφού είχαμε παίξει για λίγο χιονοπόλεμο —κάνοντας ου-σιαστικά προπόνηση για τη μεγάλη μάχη που συμφωνή-σαμε να γίνει στο Μικρό Ρέμα την επομένη, αμέσως μετάτα καλαντίσματα—, την ώρα λοιπόν που μπαίναμε στηντάξη, ο Κούλης με τον Βέλια ήρθαν από πίσω μου ύπουλακι έβαλαν γελώντας μέσα απ’ τη μπλούζα μου μια χιονό-μπαλα και, φυσικά, άρχισα να πηδώ επάνω-κάτω σαν πα-λαβός ώσπου να λιώσει, καθώς ένιωθα χιλιάδες βελόνες ναμπήγονται στο σβέρκο και στην πλάτη μου… Κι όταν ηκυρία Δομένικα μπήκε στην τάξη, ξεκαρδισμένη στα γέλιακι αυτή, έγινε το πιο απρόσμενο απ’ όλα: στο δεξί της χέρικρατούσε μια αφράτη χιονόμπαλα που την πέταξε με μιαναστραπιαία κίνηση πάνω στον Γιώργο. Κι ήτανε πολύ καλήη ριξιά της· η χιονόμπαλα έσκασε πάνω στο κούτελο τουΓιώργου και τα μαλλιά του γέμισαν άσπρες νιφάδες. Εκεί-νος πάλι την κοίταξε όχι με έκπληξη, ούτε βέβαια με θυμό,αλλά —αλίμονο— μ’ ένα σακατεμένο βλέμμα βουβής ικε-σίας· ήταν ολοφάνερο πως ο φίλος μας είχε πια σπάσει καιζητούσε βοήθεια. Τότε έγινε κάτι το υπέροχο: η κυρία Δο-μένικα προχώρησε προς το θρανίο του και κοιτώντας τονμε απερίγραπτη τρυφερότητα του τίναξε τις νιφάδες τουχιονιού απ’ τα μαλλιά του. Τότε ο Γιώργος μίλησε γιαπρώτη φορά από το επεισόδιο της εβδόμης Δεκεμβρίου· ηφωνή του έτρεμε, έλεγες από στιγμή σε στιγμή θα του κοπείη ανάσα: «…Αν έκανες το κακό που δεν ξεγίνεται, τι ωφε-λεί κι αν το μετάνιωσες;… το μαχαίρι είναι πια μαχαίρι πουμάτωσε, το χέρι έμαθε να χτυπά, o ουρανίσκος έμαθε τηγεύση του αίματος… Τι κι αν έγιναν όλα από λάθος, αφούέγιναν…», αυτά τής είπε της δασκάλας μας ο Γιώργος καισταμάτησε, καθώς μπούκωσε σ’ έναν πνιχτό λυγμό. Τότε

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄122

Page 125: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

η κυρία Δομένικα γονάτισε πλάι του και του σήκωσε το κε-φάλι εξαναγκάζοντάς τον να την κοιτάξει κατάματα, «ανέδωσες μια μαχαιριά, χρωστάς ακόμη μια απ’ την ανά-ποδη…» του είπε κι έπειτα συμπλήρωσε με πικρό χαμό-γελο «…όχι βέβαια πως θα ρεφάρεις… απλώς θα νιώσεις καιστ’ άλλο σου μάγουλο το ανάλαφρο χάδι του εφιάλτη…»Και πριν καλά-καλά τελειώσει την αινιγματική της φράση,έκανε μία κίνηση με το αριστερό της χέρι, που τόση ώρα τοκρατούσε με τρόπο πίσω απ’ την πλάτη της, κι άφησε, γιάφαντάσου, μια ακόμη χιονόμπαλα πάνω στο θρανίο τουΓιώργου (και το πώς δεν είχε λιώσει τόσην ώρα στην πα-λάμη της εκείνη η χιονόμπαλα ήτανε βέβαια ένα μυστήριοακατανόητο για τη δική μας λογική). Όταν ο Γιώργος τηρώτησε κοφτά «τι πά’ να πει “ρεφάρω”;», η δασκάλα μαςξέσπασε σε νευρικά γέλια και γυρίζοντάς του την πλάτη άρ-χισε να περπατά προς την έδρα· είχε φτάσει μπροστά απ’το μαυροπίνακα, όταν γύρισε έξαφνα και τον κοίταξε, «ρε-φάρω θα πει κερδίζω αυτά που έχασα…» του είπε ξερά κιέπειτα συμπλήρωσε τονίζοντας μία-μία τις λέξεις «…ματούτο δε γίνεται· η χιονόμπαλα που θα πετάξεις δεν είναιαυτή που ’σκασε στο κεφάλι σου…» Και τότε εκείνος μεμια κίνηση αστραπιαία της πέταξε θυμωμένος τη χιονό-μπαλα, τη βρήκε κι αυτός κατακούτελα και σκόρπισαν σταμαλλιά της οι άσπρες νιφάδες του χιονιού. Ενώ εκείνη τηστιγμή εμείς παγώσαμε —δεν είναι και λίγο πράγμα έναςμαθητής να πετάξει μια χιονόμπαλα κατακέφαλα στη δα-σκάλα του, έστω κι αν εκείνη έκανε την αρχή—, αμέσως ηκυρία Δομένικα ξέσπασε σ’ ένα νέο κύμα γάργαρου γέλιουκαι μας παρέσυρε κι εμάς μαζί της. Όλοι, χωρίς να ξέρουμετο λόγο της τόσης ευθυμίας, αφεθήκαμε σε ένα νευρικόασταμάτητο ξεκάρδισμα, όλοι σού λέω, μόνο ο Γιώργοςέμεινε αγέλαστος και σιωπηλός. Κι όταν κάποτε πάψαμετα γέλια, ο φίλος μας σηκώθηκε και ανέβηκε όρθιος πάνωστην καρέκλα του κοιτώντας τη δασκάλα μας στα μάτια«να το ξέρεις, εγώ θα ρεφάρω…» Εκείνη την ώρα δεν ξέ-

κεφάλαιο 14 123

Page 126: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ραμε ποιο ήταν το κακό που είχε κάνει ο Γιώργος και τονβασάνιζε τόσο πολύ και γι’ αυτό απορήσαμε με την κουβέ-ντα του αυτή. Το τι είχε συμβεί το μάθαμε ενάμιση μήνααργότερα, το απόγευμα της δεύτερης ημέρας του Φεβρου-αρίου του εβδομήντα έξι, δηλαδή το απόγευμα που ο Γιώρ-γος έγινε κουμπάρος δικός μου και του Σώτερ και τουΜεγάλου Πρόδρομου· τότε μας το είπε με δάκρυα στα μάτιαπως το ίδιο βράδυ της μέρας που η κυρία Δομένικα του είπεπως δεν ξέρει να αγαπά, αυτός μαχαίρωσε με το μεγάλο μα-χαίρι της κουζίνας το πάνινο αρκούδι που του ’χε φτιάξει ημάνα του λίγο καιρό πριν εγκαταλείψει αυτόν και τον πα-τέρα του, καθώς έφυγε μ’ έναν πλανόδιο μικροπωλητή που’φτιαχνε φυλαχτά και χάλκινα μπιχλιμπίδια και τα που-λούσε στις λαϊκές…

Εκείνη την ημέρα κάναμε τελικά μόλις δυο ώρες μά-θημα, δηλαδή τι μάθημα· την πρώτη ώρα, αφού η δασκάλαμας κι ο Γιώργος πέταξαν αναμεταξύ τους χιονόμπαλες κιείπαν όσα είπαν, τραγουδήσαμε όλοι μαζί το πασίγνωστοτραγούδι για το μοναχικό έλατο, που τόσο μάς άρεσε καιπου μας το είχε μάθει μια βδομάδα νωρίτερα, όταν στολί-ζαμε την τάξη μας (βάλαμε γιρλάντες στα παράθυρα καικολλήσαμε κάτι κακότεχνα κακορίζικα αστέρια στο μαυ-ροπίνακα, τα ’χαμε φτιάξει όπως-όπως ο Βέλιας, ο Αγιού-τος κι εγώ από χρυσόχαρτο· ο Λόλεψ θα ερχότανε σετέσσερα χρόνια…). Κι όταν μετά το ασυνήθιστα μακρύ διά-λειμμα —το χιόνι, βλέπεις— μπήκαμε στην τάξη αναψο-κοκκινισμένοι από το χιονοπόλεμο για τη δεύτερη ώρα τουτελευταίου μαθήματος του χίλια εννιακόσια εβδομήνταπέντε, η κυρία Δομένικα έβγαλε μέσα από την τσάντα τηςένα μικρό πάνινο σάκο, τον άφησε πάνω στην έδρα και μαςρώτησε με ύφος τάχα αδιάφορο: «Μην ξέρετε ποιος ξερί-ζωσε την καρδιά του και τη μοίρασε στους πεινασμένους;»·μείναμε τότε σιωπηλοί και αμήχανοι· φυσικά δεν ξέραμεκανέναν που να ξερίζωσε την καρδιά του και μόλις το ακού-σαμε από το στόμα εκείνης μάς έπιασε ένα ύπουλο σφίξιμο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄124

Page 127: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

στο στήθος. Τότε η κυρία Δομένικα έγειρε το σώμα τηςπάνω στην έδρα, κι αφού πήρε βαθιά ανάσα, άρχισε με ου-δέτερη φωνή να μας διηγείται αυτή την αλλόκοτη ιστορίαπου δεν την ξανάκουσα ποτέ ούτε και τη διάβασα στο μαύροβιβλίο που λένε πως λυτρώνει την ψυχή απ’ τη θλίψη:

«Κάποτε εκείνος που ονόμαζε τον εαυτό του γιο τουανθρώπου συνάντησε έξω απ’ τη Χεβρώνα ένα μεγάλο κα-ραβάνι με άντρες και γυναικόπαιδα που ’χαν σταματήσει σεμια πηγή με λιγοστό νερό. Τα μωρά έκλαιγαν, καθώς ταστήθη των μανάδων τους είχανε ξεραθεί, τα παιδιά ήτανσκελετωμένα, τα μάτια των αντρών είχαν αδειάσει απ’ τηναπόγνωση. Κι όταν ο γιος του ανθρώπου πήγε να πιει λίγονερό περνώντας απ’ ανάμεσά τους, ούτε ένας δεν του ’δωσεσημασία μήτε καν έστρεψε κανείς το βλέμμα προς το μέροςτου· τότε εκείνος ρώτησε κάποιον γέρο που ξαπόσταινεκοντά στην πηγή γιατί ξενιτεύτηκαν. Ο γέρος άρχισε να τουμιλά αργά και κομπιάζοντας: «Άν είχες νιώσει, ξένε, εκείνοτο φριχτό μούδιασμα που φέρνει στη ραχοκοκαλιά η πείνα,δε θα ρωτούσες… Δυο χρονιές τώρα ο Θεός μάς στέρησε τονερό του ουρανού, τα χωράφια μας ξεράθηκαν, τα ζώα μαςψόφησαν από ανεξήγητους πυρετούς κι όσα άντεξαν τασφάξαμε για να χορτάσουμε για λίγο την πείνα μας. Κά-ποτε άρχισαν ν’ αρρωσταίνουν τα παιδιά κι οι γεροντότεροισαν και του λόγου μου· κι όποιος αρρώσταινε σε ένα μήνα τοπολύ πέθαινε. Δεν περνούσε μέρα που να μην κλείνουμε κιαπό έναν τάφο. Έτσι, όσοι απομείναμε πήραμε την από-φαση να φύγουμε από το χωριό μας μήπως και βρούμεάλλον τόπο να ζήσουμε· βαδίζουμε δέκα μέρες μες στηνέρημο και τρώμε σαύρες της άμμου. Ήδη στο δρόμο χά-σαμε εννιά ψυχές· μα κι οι υπόλοιποι πόσο θ’ αντέξουμεακόμη; Ίσαμε να γεμίσει το μισό φεγγάρι, θα ’μαστε όλοιμας τροφή για τα κοράκια…” Όταν ο γέρος απόσωσε τηδιήγησή του κι αδιάφορος για απάντηση έγειρε εξαντλημέ-νος στο πλάι, προσπαθώντας να ξεγελάσει τον ύπνο, ο γιοςτου ανθρώπου είπε κοιτώντας στο κενό: “Όσοι πεινάσατε

κεφάλαιο 14 125

Page 128: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ώς τούτη την ώρα από αύριο θα είστε χορτασμένοι γιαπάντα…” Στο άκουσμα αυτών των λόγων ένα παλικαράκιπου ξάπλωνε λίγο πιο πέρα, θα ’ταν δε θα ’ταν δεκαοχτώχρονών, μισοσηκώθηκε στους αγκώνες του και ρίχνοντάςτου μια απερίγραπτα περιφρονητική ματιά έφτυσε στοχώμα και του είπε με θυμό “λες ψέματα…” Τότε ο γιος τουανθρώπου σηκώθηκε όρθιος και με σταθερή φωνή ζήτησεένα μαχαίρι και έναν τσίγκινο δίσκο· κι ήτανε τόσο υπο-βλητικά γαλήνια η μορφή του, που σχεδόν αμέσως κάποιοςάντρας που τον κρατούσαν ακόμη κάπως τα πόδια του πήγεώς την καρότσα με τα τεντζερικά και του ’φερε ό,τι ζήτησε.Εκείνος γύμνωσε το στήθος του κι ευθύς έμπηξε δυο μα-χαιριές στην ίδια του τη σάρκα σε σχήμα Χι, κι έπειταμπροστά στα έκπληκτα μάτια των πεινασμένων έβαλε τοδεξί του χέρι βαθιά μες στην πληγή και τραβώντας το από-τομα ξερίζωσε την καρδιά του… Κι αφού απόθεσε και τηνκαρδιά και το μαχαίρι στον τσίγκινο δίσκο, πήγε ώς τηνπηγή κι έπλυνε τα χέρια του απ’ το αίμα. Οι πεινασμένοι,πάλι, βλέποντας ένα κομμάτι σπλάχνου μες στο δίσκο, συ-γκέντρωσαν και την τελευταία ικμάδα της δύναμής τους,κι έχοντας στα μάτια τους μια λάμψη που δε θύμιζε τίποτετο ανθρώπινο, όρμησαν στα μουγκά για να το φάνε· κι ο κα-θένας έκοβε ένα κομμάτι της καρδιάς με το μαχαίρι και τοέτρωγε ωμό, μα η καρδιά δε λιγόστευε, έμενε πάντοτε ηίδια, όσα κομμάτια κι αν κόβονταν… Κι έτσι χόρτασε όλοτο καραβάνι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, την πείνα τόσωνημερών, και η καρδιά ήταν ολόκληρη στον τσίγκινο δίσκο.Τότε αυτοί που πριν από λίγο ήταν πεινασμένοι, με πρό-σωπα που ’χαν πάρει και πάλι ανθρώπινη έκφραση, πλη-σίασαν με βήμα διστακτικό προς εκείνον που καθόταν πλάιστην πηγή, και το παλικάρι, που λίγο πριν τον είχε βρίσειγια ψεύτη, προχώρησε και γονάτισε μπροστά του και τουείπε με λυγμούς: «Συγχώρεσέ με, κύριε· εσύ είσαι στ’ αλή-θεια αυτός που είσαι…» Και κείνος που ονόμαζε τον εαυτότου γιο του ανθρώπου πάλεψε να σηκώσει όρθιο το παλι-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄126

Page 129: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κάρι, άγγιξε με το δάχτυλό του τα χείλη του, το μάγουλότου που ξάναψε από το άγγιγμα. Τότε ένας ψίθυρος γέμισετον αέρα — κάτι σα “γκάβλα, γκάβλα, γκάβλα”· το αγόριδεν ήταν βέβαιο αν μίλησε εκείνος που είχε βγάλει την καρ-διά του ή ήταν ένα φτερούγημα του νου, μια ανάσα του ανέ-μου. Κατόπιν ο ξένος σηκώθηκε όρθιος, πήρε απ’ το χώμαένα μικρό κομμάτι ξεραμένο ξύλο, που ποιος ξέρει πώς είχεβρεθεί εκεί πέρα, και με το δεξί του χέρι το έμπηξε μες στηνπληγή του, στη θέση της ξεριζωμένης του καρδιάς. Κιέπειτα έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω…»

Αυτή ήταν η ιστορία που μας διηγήθηκε η κυρία Δο-μένικα εκείνο το δεκεμβριάτικο μεσημέρι που χιόνιζε και,μόλις η δασκάλα μας τελείωσε κι απλώθηκε η σιωπή, νιώ-σαμε πως μας κατείχε ένα παράξενο συναίσθημα, κάτι ανά-μεσα σε αποστροφή και συμπόνια, σε απορία και φόβο·κάποια στιγμή μάλιστα ο Τζίμης ρώτησε με χαμηλή δι-στακτική φωνή «…γίνεται, μωρέ, να ’χει κανείς τόσο με-γάλη καρδιά που να χορταίνει ένα ολόκληρο χωριό;», όμωςεκείνη δεν του έδωσε καμιά απάντηση, μόνο τού χαμογέ-λασε σηκώνοντας τους ώμους της, σα να έλεγε: ό,τι ξέρωσάς το είπα, παραπέρα μη με ρωτάτε… Τότε τής έκανε κιο Γιώργος μια ερώτηση με φωνή γεμάτη αγωνία: «…μπό-ρεσε αυτός ο γιος του ανθρώπου ν’ αγαπήσει με την ξύλινηκαρδιά ή μήπως όχι;»· η κυρία Δομένικα δε σήκωσε τουςώμους κι αυτή τη φορά, μόνο έσκυψε το κεφάλι της καιαπάντησε στον φίλο μας με μια χαμηλόφωνη ερώτηση πουχτύπησε κατευθείαν στο στόχο, «…δηλαδή εσύ, άμα σούξεριζώσουν την καρδιά, θα με ξεχάσεις;», αυτό τον ρώτησεκαι βέβαια ο Γιώργος έμεινε κοκαλωμένος να την κοιτά μεανοιχτό το στόμα… Και η δασκάλα μας, μη θέλοντας ναδώσει την παραμικρή συνέχεια στο διάλογο αυτό, την αμέ-σως επόμενη στιγμή πήρε στα χέρια της τον μικρό πάνινοσάκο που είχε αφήσει πάνω στην έδρα, κι αλλάζοντας τοντόνο της φωνής της μας είπε με κέφι: «Σας έφερα από έναμικρό δώρο για τα Χριστούγεννα…» Και καθώς θα είδε τη

κεφάλαιο 14 127

Page 130: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

χαρά για την αναπάντεχη τούτη έκπληξη να φωτίζει ταπρόσωπά μας, σήκωσε ψηλά τον μικρό σάκο και συνέχισε:«…μέσα εδώ είναι δεκαπέντε ξύλινες καρδιές· θα περάσωαπ’ τα θρανία σας και ο καθένας από εσάς θα τραβήξει απόμία… Εκείνη που μου διηγήθηκε την ιστορία που κι εσείςμόλις ακούσατε μου ’πε πως όποιος έχει επάνω του μια ξύ-λινη καρδιά από τούτες δε θα τον βρει τύχη κακή ή στενα-χώρια… Αρκεί να ακουμπούν κι οι δεκαπέντε πάνω σεσάρκα…» Αμέσως η κυρία Δομένικα άρχισε να περνάειαπό θρανίο σε θρανίο και να προτείνει τον μικρό σάκο στονκαθένα από μας, κι εμείς, ανυποψίαστοι και πανευτυχείς,βάζαμε το χέρι μας μέσα σα να τραβούσαμε λαχνό καιπαίρναμε στα τυφλά μια ξύλινη καρδιά, «την καρδούλα νατην κρύψετε αμέσως κάτω απ’ τον κόρφο σας να μη τη δεικανείς» μας είπε· μόλο που δεν καταλάβαμε προς τι η τόσημυστικότητα, κάναμε ακριβώς αυτό που μας ζήτησε εκείνη.Έτσι, και οι δεκαπέντε τραβήξαμε από τον μικρό πάνινοσάκο από μια ξύλινη καρδιά ο καθένας και την κρύψαμε μεςστον κόρφο μας. Σαν ένιωσα την αφή του κρύου ξύλουεπάνω στο τρυφερό μου στέρνο, έξαφνα κατάλαβα πόσο, μαπόσο μεγάλη απελπισία χρειάζεται για να θερμάνεις μιαξύλινη καρδιά, να την κάνεις να μαλακώσει, να φουσκώσειμε το αίμα και να πάλλεται στον γνώριμο ρυθμό της, κιέπειτα να πονέσει, όπως πονά η καρδιά τού κάθε ανθρώπου.Αυτό σκέφτηκα κι ένας αδιόρατος φόβος φούντωσε μέσαμου· για να ζωντανέψει ένα κομμάτι ξύλου μες στη σάρκασου, θα πρέπει να έχεις φτάσει στο μη περαιτέρω, εκεί όπουτο λογικό, η θέληση, η πίστη δεν έχουν καμιά δύναμη καιμόνη σου ελπίδα πια είναι η μαυρίλα ολόγυρά σου, η μονα-ξιά του λυσσασμένου σκύλου, η γαλήνη στις ρυτίδες των δο-λοφόνων· μόνο τότε ξεριζώνεις την καρδιά σου και τημοιράζεις, όπως εκείνος, και στη θέση της βάζεις ένα ξερόκούτσουρο… Κι ενώ ο φόβος μέσα μου φούντωνε όλο καιπερισσότερο, γύρισα και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Φυ-σούσε δαιμονισμένα, είχε σηκωθεί σωστή χιονοθύελλα, κι η

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄128

Page 131: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κυρία Δομένικα μόλις μάς μοίρασε τα δώρα μας έγραψεστον πίνακα με τα υπέροχα πλάγια γράμματά της «ΚαλάΧριστούγεννα» κι από κάτω «Ευτυχισμένο το χίλια εννια-κόσια εβδομήντα έξι», ενώ εμείς προσπαθούσαμε να συνει-δητοποιήσουμε πως είχαμε κάτω απ’ τις μπλούζες μας ένακομμάτι ξύλο που θα κρατούσε μακριά μας την κάθε κακο-τυχία… Κάποτε χτύπησε το καμπανάκι κι όλοι, θαρρείςασυναίσθητα, βάλαμε το δεξί μας χέρι πάνω στο στήθοςμας. Και ξαφνικά, σα να την έπιασε η μεγάλη βιασύνη, ηκυρία Δομένικα πέρασε γοργά την τσάντα της στον ώμο,άνοιξε την πόρτα και, στο κατώφλι της, λίγο προτού χαθείμέσα στη χιονοθύελλα, γύρισε και μας είπε με ξερή φωνή:«…μια καρδιά είναι πιο μεγάλη απ’ τις άλλες· όποιος τηνκρατήσει θα χαθεί δίχως να γνωρίσει τον έρωτα, δίχως καννα ανταλλάξει έστω και μια ερωτική ματιά από κείνες πουβάζουν φωτιά στα ξερά χόρτα…» Αυτό μάς είπε κι έφυγεσαν κυνηγημένη, χωρίς καν να μας πει ένα τελευταίο «Χρό-νια πολλά» ή έστω ένα «καληνύχτα»… Και βέβαια εύκολαμπορεί κανείς να μαντέψει τι κάναμε εμείς αμέσως· δεσκορπίσαμε μες στη χιονοθύελλα να πάει ο καθένας στοσπίτι του, αλλά, χωρίς καν να ανταλλάξουμε ούτε μια κου-βέντα αναμεταξύ μας, βαδίζοντας όλοι μαζί σαν κουρδι-σμένοι και προχωρώντας σκυφτοί μέσα στη θύελλα,φτάσαμε στην αυλή της θείας Δώρας… Πηδήσαμε τα κά-γκελα· στο στόμιο του πηγαδιού είχε ήδη μια παλάμη χιόνι.Τότε ο ένας μετά τον άλλο προχωρούσε μόνος του μπροστάστο πηγάδι, έβγαζε με το μουδιασμένο χέρι απ’ τον κόρφοτου την ξύλινη καρδούλα και την πετούσε μέσα. Βλέπεις,δε μας πήρε πολλή ώρα για να το συνειδητοποιήσουμε πωςο καθένας μας θα μπορούσε να είχε τραβήξει τη μεγαλύ-τερη καρδιά, οπότε η καλή τύχη δεν αξίζει μία αν είναι να μηνιώσει κανείς το δαίμονα να του κατατρώγει τα σωθικά, α,όχι, ήταν χίλιες φορές προτιμότερη η κακή τύχη για όλουςμας παρά κάποιος να χαθεί χωρίς να ανταλλάξει έστω γιαμια φορά τη φλογερή ματιά της αγάπης· έτσι ζυγίσαμε τα

κεφάλαιο 14 129

Page 132: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

πράγματα, μόλο που μερικοί από μας δεν ξέραν καν πώςήτανε αυτή η ματιά — εγώ το ήξερα… Έτσι, το μεσημέριτης εικοστής τρίτης Δεκεμβρίου του εβδομήντα πέντε πε-τάξαμε τις ξύλινες καρδιές μας στο πηγάδι της θείαςΔώρας, σε κείνο το μυστηριώδες μαύρο στόμα της γης πουη γρια-Αλεξάνδρα μού είχε πει πως έβγαζε απευθείας στονάλλο κόσμο, εκεί όπου δέκα μήνες αργότερα θα έπεφτε ητσιγγάνα Τερέζα μαζί με το νεογέννητο μωρό της κι ο Πέ-τρος θα έδινε το τέταρτό του αγιούτο· το εβδομήντα εννιά θαπετούσα το κόκκινο αστέρι του Λόλεψ που μου ’καψε τηνπαλάμη, το ογδόντα ένα θα ’πεφτε μέσα ο Βέλιας —αλί-μονο— με τη θέλησή του, και το ογδόντα τέσσερα θα κατε-βαίναμε με τον Μεγάλο Πρόδρομο για να βρούμε εκεί κάτωτο κλειδί που θα ξεκλείδωνε το στοιχειωμένο σπίτι…

Όπως τα ξαναθυμάμαι όλα τώρα, καταλήγω ότι το πιοπιθανό είναι να μην υπήρχε μια ξύλινη καρδιά μεγαλύτερηαπ’ τις υπόλοιπες, παρά εκείνη η κουβέντα της δασκάλαςμας γι’ αυτόν που θα χαθεί χωρίς να τον καρφώσει έστω καιμια φορά κάποια ερωτική ματιά, εκείνη η κουβέντα της,λοιπόν, να ήταν ένα ψέμα για να δει πόσο εύκολα πετάμετην καλή μας τύχη στο πηγάδι· γι’ αυτό εξάλλου μας είχεδιηγηθεί λίγο πρωτύτερα την ιστορία εκείνου που ξερίζωσετην καρδιά του. Το δίχως άλλο το ’ξερε πως μια τέτοιαιστορία, αν την ακούσεις, δεν αφήνει το νου σε ησυχία. ΕδώΕκείνος, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, έβαλε την καρδιάτου την αληθινή στο πιάτο των πεινασμένων κι εμείς θα φο-βόμαστε να πετάξουμε μια ξύλινη, και μάλιστα όταν αυτή,εκτός απ’ την καλή τύχη, θα ’φερνε σε κάποιον από μας καιτην πιο μεγάλη συμφορά (γιατί το να ζεις δίχως να περιμέ-νεις μες στην ομίχλη ένα ξυράφι στο λαιμό σου είναι στ’αλήθεια η πιο μεγάλη συμφορά)· ε, όχι, θα ’μασταν ολότελαδειλοί αν λογαριάζαμε πιο πολύ μια ξύλινη καρδιά που θαμας έφερνε καλή τύχη από μια ερωτική ματιά που θα ’βαζεφωτιά στα σωθικά μας… Και μ’ όλ’ αυτά που σου λέω μηνομίσεις πως πάω να συγκρίνω τη δικιά μας πράξη με την

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄130

Page 133: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ιστορία που ακούσαμε, ούτε βέβαια να σου πω πως κάναμεκάποιον ηρωισμό· ίσα-ίσα, κοιτάξαμε τον εαυτούλη μας,αληθινός ηρωισμός είναι να δίνεις δίχως να ελπίζεις, όπωςΕκείνος, κι όχι να ανταλλάσσεις μετρώντας με τη ζυγαριά(κι εμείς όταν πετούσαμε τις ξύλινες καρδιές μες στο πη-γάδι κάναμε το δεύτερο). Εξάλλου την ίδια ζυγαριά νομίζωπως εννοούσε κι ο Τζακ ο Ταρνανάς όταν, δεκαπέντε μήνεςαργότερα, ούρλιαζε μες στα παραληρήματά του την ώραπου βούλιαζε στο Βάλτο «…όποιος έχει μπάρμπαλα ανά-μεσα στα σκέλια του ας αφήσει κάτω τη ζυγαριά…» Το’ξερε λοιπόν η κυρία Δομένικα ότι θα τα ζυγίζαμε και ταμεν και τα δε, κι ήταν εύκολο να φανταστεί ποια θα ’ταν ητελική απόφασή μας. Μας είπε την κουβέντα για τη μεγα-λύτερη καρδιά την τελευταία στιγμή, έτσι ώστε να φύγειαπ’ την τάξη αφήνοντάς μας με την ύπουλη φαρμακερήακίδα να κάνει τη δουλειά της… Εύκολα καταλαβαίνει κα-νείς γιατί η δασκάλα μας μας είπε να κρύψουμε κάτω απ’τον κόρφο μας την ξύλινη καρδούλα αμέσως μόλις την τρα-βήξουμε απ’ τον μικρό σάκο, καθώς δεν έπρεπε να ξέρει κα-νένας αν υπήρχε ή όχι κάποια καρδιά μεγαλύτερη απ’ τιςάλλες, ή ακόμη γιατί μας έβαλε να τραβήξουμε τα δώρα μαςαπ’ τον μικρό σάκο και δε μας τα ’δωσε με το χέρι της, καθώςτο ’ξερε πως θα προτιμούσαμε να πέφταμε εμείς οι ίδιοι στοπηγάδι, παρά να πετάξουμε δώρο δοσμένο απ’ το χέρι της…Γι’ αυτό σού λέω, είναι πια ξεκάθαρο μες στο μυαλό μου πωςη κυρία Δομένικα το ’θελε να μας βάλει σε τούτη τη δοκι-μασία, το ’θελε να μάθουμε να πετάμε την καλή μας τύχηστο πηγάδι για μια ερωτική ματιά, και την είχε υπολογι-σμένη την αντίδρασή μας, γι’ αυτό εξάλλου την επόμενημέρα απ’ τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού, την πρώτη μέρα τουσχολείου για το χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι, μπήκεστην τάξη και κατευθείαν —προτού καν μας πει «καλή χρο-νιά»— μας ρώτησε τάχα αυστηρά: «…ένα πουλάκι μού ’πεπως πετάξατε τα δώρα μου στο πηγάδι… Είναι αλήθεια;»Εμείς τότε σκύψαμε το κεφάλι μας ντροπιασμένοι, μα αυτό

κεφάλαιο 14 131

Page 134: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δεν κράτησε πολύ, καθώς, αφού πέρασαν ένα-δυο λεπτά μεςστη σιωπή, την ακούσαμε έξαφνα να ξεσπά σ’ ένα γάργαρο,ασταμάτητο γέλιο…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄132

Page 135: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

15.

Η δασκάλα μαθαίνει στους μαθητές της την προσευχή

Θα ’χε περάσει καμιά εβδομάδα από τότε που άρχισανκαι πάλι τα μαθήματα για την καινούργια χρονιά, όταν έναπρωινό, την ώρα που ετοιμαζόμασταν να ξεκινήσουμε γιατο σχολείο, άνοιξαν οι ουρανοί κι έριξε νερό με το τουλούμι,έγινε σωστός κατακλυσμός, που όμως κράτησε για λίγαλεπτά. Αποτέλεσμα τούτης της ξαφνικής νεροποντής ήταννα έρθει η κυρία Δομένικα στην τάξη με ένα τέταρτο καθυ-στέρηση, καθώς το σπίτι της απείχε περίπου μισή ώρα απ’το σχολείο, κι όταν τη βρήκε η βροχή είχε μόλις ξεκινήσειτο δρόμο της και μάλλον θα αναγκάστηκε να περιμένει σεκάποιο υπόστεγο για να κοπάσει… Εμείς βέβαια φτάσαμεστην τάξη κανονικά στην ώρα μας, κι αφού περιμέναμεαμήχανοι για ένα πεντάλεπτο, άνοιξε η πόρτα και μπήκεστην τάξη ο Κερατένιος· ήταν λαχανιασμένος κι είχε κάτωαπ’ τη μασχάλη του μια κλειστή κόκκινη ομπρέλα· «λόγωτης καταιγίδος η δεσποινίς Δομένικα θα έχει μικράν καθυ-στέρησιν…» μας είπε και τα λόγια του μας φάνηκαν κάπωςπαράξενα με κείνα τα νι στο τέλος των λέξεων, ενώ το πα-ρουσιαστικό του ήταν τόσο αστείο, κοντός, χοντρός και φα-λακρός, με φάτσα κόκκινη σαν παντζάρι, μαύρο μουστάκιβούρτσα, μικρά μαύρα μάτια σαν της αλεπούς, κι ένα στενόκουστούμι ανοιχτό βυσσινί να τσιτώνει στην κοιλιά του,

[133]

Page 136: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

έτοιμο θαρρείς να σκιστεί από το πάχος· τόσο αστείο ήτανετο παρουσιαστικό του, που αρχίσαμε να κρυφογελάμε σταπνιχτά, «μικρό είναι το μάτι σου…» του πέταξε μάλισταμέσα απ’ τα δόντια του περιπαιχτικά ο Αγιούτος, κι εγώπου καθόμουν πλάι του το άκουσα καθαρά, ίσως και να τοάκουσε και ο Κερατένιος, αφού την αμέσως επόμενη στιγμήάφησε κατά μέρος τα τελικά νι κι έμπηξε τις γκαρίδες«σκασμός, βρε παλιόπαιδα, ελεεινά…», κι εμείς, έχονταςσυνηθίσει σε τέτοιες φωνές μόνο στα σπίτια μας κι όχι στοσχολείο (η κυρία Δομένικα ποτέ δε μας είχε μιλήσει έτσι),το βουλώσαμε αμέσως. Κι αφού πέρασαν ένα-δυο λεπτά πουξεφυσούσε κατακόκκινος ο Κερατένιος, έδειξε στην τύχητον Μανόλη και του είπε κοφτά «εσύ σήκω στον πίνακα νακάνεις την προσευχή…», και βέβαια μες στη σύγχυσή τουο διευθυντής μας έκανε λάθος, γιατί ένα παιδί της πρώτηςδημοτικού δε μπορούσε να ξέρει την προσευχή… Ο Μα-νόλης έμεινε ακίνητος στη θέση του, ώσπου ο Κερατένιοςτού πάτησε ξανά μια αγριοφωνάρα: «Σήκω στον πίνακα,που να σε πάρει…»· τότε ο φίλος μας σηκώθηκε διστα-κτικά, πήγε στον πίνακα και στάθηκε σε στάση προσοχής.«Εμπρός, πες μας την προσευχή…» είπε κατακόκκινος οδιευθυντής. Ο Μανόλης τον κοίταξε ανέκφραστος και βέ-βαια δεν άνοιξε το στόμα του — ούτε καν ξέραμε τι θα πει«προσευχή». Ο Κερατένιος πλησίασε κοντά του· τώρα μι-λούσε ψιθυριστά: «…θα το πεις, παλιόπαιδο, θα το πεις τοπάτερ ημών, ειδεμή θα σε τσακίσω…» σφύριξε σαν το φίδικαι σήκωσε την παλάμη του ψηλά να τον χτυπήσει… Όμωςτην ίδια στιγμή έβγαλε μια στριγκλιά πόνου και πιάνονταςμε το αριστερό χέρι του τον δεξή ώμο τινάχτηκε, κι ηομπρέλα του έπεσε κάτω, λες και τον χτύπησε χάρτινοβέλος με καρφίτσα στη μύτη, σαν κι αυτά που ’ριχνε ο Τζί-μης με το φυσοκάλαμό του στους ξύλινους σταυρούς τωνπαραθύρων. Γυρίσαμε όλοι τα μάτια μας προς την πόρτα· ηκυρία Δομένικα μόλις την είχε ανοίξει αθόρυβα και, βλέπο-ντας τον Κερατένιο να είναι έτοιμος να χτυπήσει τον Μα-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄134

Page 137: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νόλη, στάθηκε ακίνητη και τον κάρφωσε μ’ ένα τρομερόβλέμμα. Τα μάτια της δεν ήταν όπως τα ξέραμε ώς τότε,δεν είχαν καμιά σχέση με μάτια ανθρώπου, καθώς τοασπράδι τους είχε σκουρύνει κι οι κόρες τους είχαν πάρει τοάσπιλο λευκό χρώμα της τιμωρίας και της εκδίκησης, σαδίσκος του γεμάτου φεγγαριού στη χειμωνιάτικη παγερήνύχτα· δε χρειαζόταν πολύ μυαλό για να καταλάβουμε πωςαυτή η ματιά της δασκάλας μας ήταν που σούβλισε τον ώμοτου φαλακρού διευθυντή μας και τον έκανε να χοροπηδά απ’τον πόνο… Και, σα να μην του έφτανε αυτό, τον ρώτησε μεψιλή, αλλόκοτα ειρωνική φωνή, που ’κανε την τρίχα μας νασηκωθεί κάγκελο: «Πάθατε τίποτε, κύριε Κερατένιε μας;»Εκείνος πισωπάτησε τρίβοντας τον ώμο του κι έντρομοςάρχισε να ψελλίζει, «δεν… δεν ήξερε την προσευχή… μεκορόιδευε… το παλιό…» πήγε να πει, αλλά τρόμαξε μην ηδασκάλα μας του χώσει καμιά δεύτερη σουβλιά με τη ματιάτης και κατάπιε τη φράση του. «Δε φταίνε οι μαθητές, κύριεδιευθυντά…» του είπε η δασκάλα μας κάπως πιο γλυκάαυτή τη φορά, κι ενώ οι κόρες των ματιών της είχαν σκου-ρύνει προς το συνηθισμένο τους, «…είναι στην πρώτη δη-μοτικού… δεν έχουν μάθει ακόμη να διαβάζουν, κύριεδιευθυντά… πώς θα μπορούσαν να μάθουν την προσευχή;»«Έχετε απόλυτο δίκιο, κυρία Φραντζή… απόλυτο δίκιο, τοσφάλμα είναι δικό μου, αποκλειστικά δικό μου…» απά-ντησε εκείνος ψευτοχαμογελώντας και ταυτόχρονα έσκυψενα πάρει την κόκκινη ομπρέλα του από κάτω. Έπειτα άρ-χισε να πισωπατά σιγά-σιγά, ενώ ο φόβος είχε παραμορ-φώσει το πρόσωπό του… Όταν έφτασε στην πόρτα,μουρμούρισε βιαστικά «…αν θέλετε, μάθετέ τους έστω το“άγιος ο Θεός”…» και, πριν καλά-καλά τελειώσει τη φράσητου, τινάχτηκε έξω σα λαγός, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή,ενώ ολόκληρη η τάξη ξέσπασε σε έξαλλα τρανταχτά γέλια…

«Ξέρω μια προσευχή που θα τη μάθετε στο πι καιφι…» μας είπε η κυρία Δομένικα ένα τέταρτο αργότερα,όταν δηλαδή κόπασαν κάπως τα γέλια και τα ξεκαρδίσματά

κεφάλαιο 15 135

Page 138: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μας για τη γεμάτη πανικό φυγή του Κερατένιου. «Άμα μι-λάει για κανέναν πατέρα υπερκόσμιο που θα μας χωρέσειόλους στην υπέροχη στοργική αγκαλίτσα του, καλύτεραεγώ να φύγω, κυρία…» πετάχτηκε ο Όττος, «όχι, Όττο…είναι μια προσευχή που δεν έχει υπερκόσμιους πατεράδες»βιάστηκε να του απαντήσει κι έπειτα από λίγο συμπλήρωσεμε νόημα: «…μήτε στο τέλος θα σε γλιτώσει από τον πο-νηρό…» «Αλήθεια, κυρία…» πετάχτηκε τότε ο Σώτερ«…τι τη χρειαζόμαστε την προσευχή;»· εκείνη ξερόβηξεδυο φορές, φάνηκε σα να μην ήθελε ν’ αρχίσει μια τέτοιακουβέντα, μα δε μπορούσε και να μην του απαντήσει,«…υπάρχει κάτι που το φοβάσαι, Σώτερ;» τον ρώτησε χα-μηλόφωνα και, καθώς ο φίλος μας έμεινε να την κοιτά απο-ρημένος, απευθύνθηκε σ’ ολόκληρη την τάξη: «…γιάσκεφτείτε το όλοι σας, υπάρχει κάτι που φοβάστε;»Έκλεισα τα μάτια μου τότε, στο νου μου ήρθαν διάφορες ει-κόνες, η μια μέσα στην άλλη, η μορφή της μαμάς μου νασκύβει πάνω απ’ το παιδικό κρεβάτι μου για να δει αν κοι-μάμαι, ο μαύρος σκύλος της κυρίας Πανδώρας να μου γλεί-φει το λαιμό, το κλειστό μπουμπούκι που ’κοψα από τηντριανταφυλλιά του κήπου της και το ’χα από τότε κάτω απότο μαξιλάρι μου περιμένοντάς το μια μέρα ν’ ανοίξει και απόμέσα του να πεταχτεί μια φαρμακερή οχιά, ο Αγιούτος πουστα όνειρά μου ερχόταν συνέχεια προς το μέρος μου έχο-ντας στο στόμα του αναμμένο το κερί του φεγγίτη, το μισόφεγγάρι του χειμώνα που θα ’κοβε την αθώα σάρκα σα λε-πίδι, α, ήταν τόσα πολλά αυτά που φοβόμουν, που κεντού-σαν την ψυχή μου κι έβαζαν τρανή φωτιά στη φαντασίαμου… «Προσευχή είναι η αγάπη του φόβου…» ακούστη-καν δυνατά και καθαρά τα λόγια εκείνης και μας βγάλαν απ’τη διανοητική μας δίνη, «δεν ξέρω αν το καταλαβαίνετε, μααυτό είναι: να αγαπάς εκείνα που φοβάσαι…» συμπλήρωσε.Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε τότε — δεν ήταν κι εύκολονα το καταλάβουμε αυτό με την πρώτη· η δασκάλα μαςέλεγε πως προσευχή είναι να αγαπάει κανείς αυτά που κά-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄136

Page 139: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νουν το φυλλοκάρδι του να τρέμει, δηλαδή τον Νάνο που θαμας έπνιγε άμα δεν ήμασταν καλά παιδιά, τα τέρατα τωνπαραμυθιών του Ταρνανά, την ξεδοντιάρα γριά που δε θαλησμονούσε ποτέ τις αμαρτίες της γενιάς μας. Ώστε λοι-πόν, για να προσευχηθώ, έπρεπε να αγαπήσω τον μαύροσκύλο με τη διχαλωτή γλώσσα και το μισό φεγγάρι του χει-μώνα, θα αγαπούσα με τα μάτια κλειστά κι ο τριγμός τωνδοντιών μου θα ήταν η μόνη μου αλήθεια… «Κι εγώ, κυρία,που φοβάμαι τον πονηρό, τι θα κάνω;… θα πρέπει την ώρατης προσευχής μου ν’ αγαπήσω τον ίδιο το διάβολο;» ακού-στηκε έντρομος κάποια στιγμή ο Ζήσης. Η κυρία Δομένικαδε μίλησε, μα κοιτώντας τον στα μάτια κούνησε αργά κα-ταφατικά το κεφάλι της. Εκείνος άρχισε έξαφνα να ωρύε-ται, «εγώ θα αγαπώ μονάχα τον κύριο ημών ΙησούΧριστό…» έλεγε «…και θα προσεύχομαι σ’ αυτόν και θααποτάσσομαι τον πονηρό… ό,τι κι αν μου πεις εσύ, κυρία,εγώ θα αγαπώ μονάχα τον Κύριό μου…», «κι εγώ αυτό σούείπα, να αγαπάς τον Κύριό σου…» ψιθύρισε η δασκάλα μαςκαι δεν την καταλάβαμε διόλου εκείνη την κουβέντα της δα-σκάλας μας, ευτυχώς που δεν την άκουσε ο Ζήσης, καθώςσυνέχισε για αρκετά λεπτά να παραληρεί για την αγάπη τουστον Θεό του, μέχρι που σώπασε κρύβοντας το κεφάλι τουανάμεσα στα μπράτσα του. Κάποτε ο Σώτερ τής έκανε τηνκαίρια ερώτηση: «Δηλαδή, κυρία, ο καθένας έχει τη δικήτου προσευχή, που δε θα είναι ποτέ ολόιδια με την προσευχήτου πλαϊνού του…» Εκείνη τον κοίταξε με θαυμασμό,«αυτό ακριβώς είναι… ο καθένας έχει τη δική του προ-σευχή» επανέλαβε τα λόγια του κι έπειτα από μια μικρήπαύση συνέχισε ενθουσιασμένη: «…Γι’ αυτό κι η προσευχήπου θα σας μάθω δεν έχει “πάτερ ημών” κι “άγιος ο Θεός”κι “αμήν” και τίποτε τέτοιο… Κάθε μέρα, μόλις μπαίνουμεστην τάξη, θα καθόμαστε για ένα λεπτό στα θρανία μαςσιωπηλοί κι ο καθένας μας θα προσπαθεί να αγαπήσει αυτόπου φοβάται — αυτό μόνο· δεν είναι, στ’ αλήθεια, η ευκολό-τερη προσευχή που θα μπορούσε να γίνει;»

κεφάλαιο 15 137

Page 140: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

«Εσύ θα μας πεις τι φοβάσαι, κυρία;» ακούστηκε ξερήη φωνή του Μανόλη μετά από κάμποσα λεπτά σιωπής και—σύμπτωση άραγε;— μου πήρε την ερώτηση στην κυριο-λεξία μέσα απ’ το στόμα· εκείνη χλόμιασε κάπως κι έστρεψετο βλέμμα της προς τα κάτω, προσπαθώντας να κρύψει τηναμηχανία της. «…Και γιατί θέλεις να μάθεις τι φοβάμαιεγώ;» τον αντιρώτησε μετά από λίγο κοφτά κι επιθετικάθέλοντας να τον αποπάρει. Αυτή τη φορά τον πρόλαβα εγώ,«…για να ξέρουμε σε ποιον προσεύχεσαι…» της είπα κοι-τώντας τη στα μάτια· η κυρία Δομένικα με μια γοργήματιά κοίταξε ολόκληρη την τάξη κι έπειτα είπε χαμηλό-φωνα: «Εγώ φοβάμαι τον άνεμο που σφυρίζει…» Έπειτα,κι ενώ ένιωσα ένα παράξενο γλυκό μούδιασμα χαμηλά στηνκοιλιά μου, προχώρησε προς το παράθυρο της έδρας καικοίταξε έξω: «Στ’ αλήθεια, έχετε ακούσει ποτέ τον άνεμοπου σφυρίζει;» ρώτησε με το βλέμμα στυλωμένο στη λεύκατης αλάνας και, χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε:«Υπάρχει πάντοτε μια ώρα του σκοταδιού, διαφορετική γιακάθε νύχτα, που ο άνεμος σφυρίζει ανάμεσα από τις αμυ-γδαλιές του λόφου των απελπισμένων… Είναι η ώρα πουοι δαίμονες γυρεύουν να γλυκάνουν το παράπονό τους καιπροκαλούν τον άνεμο, τον ερεθίζουν με αλλόκοτους λαρυγ-γισμούς, με πλαταγίσματα της γλώσσας, με απερίγραπταρουθουνίσματα, με ουρλιαχτά και αλαλαγμούς· τότε ο άνε-μος φουντώνει, φουσκώνει με δάκρυα αρχαίων βασιλιάδων,με αίμα σκλάβων επαναστατών, με λευκά πέταλα που στο-λίζουν τα νεκροκρέβατα των θυσιασμένων παρθένων, με χυ-μούς από όλα τα λουλούδια του κόσμου που ανθίζουν τηνύχτα και ξεσπάει… Και το σφύριγμά του είναι πιο σίγουροκι απ’ τον θάνατο… Έπειτα ο άνεμος αυτός σκορπίζει στατέσσερα σημεία του ορίζοντα και γεμίζει τα απάτητα μο-νοπάτια, τις μυστικές κοιλάδες, τα ρέματα και τις αλάνες μεβιολέτες και ανεμώνες, τα υπέροχα άνθη της οργής του, χα-μένες ψυχές παραδομένες στις βουλές του… Και τότε γα-ληνεύει μέχρι να τον προκαλέσουν ξανά οι δαίμονες…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄138

Page 141: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Έξαφνα η δασκάλα μας γύρισε προς το μέρος μας· προφα-νώς, όλοι μας θα την κοιτούσαμε μ’ ανοιχτό το στόμα καιγουρλωμένα τα μάτια: «Αυτό τον άνεμο φοβάμαι πιο πολύαπό καθετί άλλο…» είπε κι αμέσως μετά, χαμηλώνονταςτο βλέμμα, συμπλήρωσε σχεδόν ψιθυριστά: «Γι’ αυτό ποτέμου δεν τόλμησα να μαζέψω τα λουλούδια που αφήνει στοπέρασμά του…»

Το πρωί της επομένης είχε πάει πρώτη στην τάξη καιμας περίμενε στην έδρα· μόλις μαζευτήκαμε όλοι και καθί-σαμε στα θρανία μας, χωρίς να πούμε ούτε μια κουβέντα,σταυρώσαμε τα χέρια και κάναμε για πρώτη φορά τη σιω-πηλή προσευχή μας. Δε θυμάμαι τι ήταν αυτό που προ-σπάθησα να αγαπήσω εκείνη την πρώτη φορά, θυμάμαιόμως ένα ακαθόριστο αίσθημα: ήταν κάτι παράξενο ανά-μεσα σε λαχτάρα και μελαγχολία… Μαζί μας προσευχή-θηκε βουβά κι εκείνη (αργότερα σκεφτήκαμε πως, δεμπορεί, ο λυσσασμένος άνεμός της θα άφηνε τα έξαλλα άνθητου και στη δική μας αλάνα, αρκεί ένα βράδυ να περιμέναμεάγρυπνοι ώς την ώρα που θα ανέτειλλε ο Εωσφόρος…).Ωστόσο, πριν περάσουν δυο-τρία λεπτά μες στη σιωπή, ηκυρία Δομένικα έδωσε τέλος σ’ αυτή την πρώτη προσευχήμας, λέγοντας με τη γλυκύτατη φωνή της μιαν αινιγματική,ακατανόητη κουβέντα: «Έβρεχε όλη τη νύχτα…» Κι απόκείνη τη μέρα δεν υπήρξε στον επόμενο ενάμιση χρόνο μά-θημα με τη δασκάλα μας που να μην άρχισε με το σιωπηλό,γλυκά μελαγχολικό τρίλεπτο της προσευχής…

κεφάλαιο 15 139

Page 142: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 143: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

16.

Το τραγούδι του Φεβρουαρίου

Το μεσημέρι της πρώτης Φεβρουαρίου του χίλια εν-νιακόσια εβδομήντα έξι, μια ώρα αφότου ο Σώτερ φανε-ρώθηκε πως αγαπούσε κι αυτός την κυρία Πανδώρα, κιενώ είχε μόλις αρχίσει ένα ξαφνικό πυκνό χιόνι με ψιλέςνιφάδες, η κυρία Δομένικα μπήκε αναψοκοκκινισμένη καιφουριόζα στην τάξη· έμοιαζε στ’ αλήθεια ενθουσιασμένη,περίμενε ανυπόμονα να προσευχηθούμε, και πάνω στα δυολεπτά μάς είπε με χαρούμενη φωνή: «Σήμερα θα μάθουμεένα τραγούδι για τον Κουτσοφλέβαρο…» Στη στιγμήπήρε την κιμωλία κι άρχισε να γράφει με πλάγια καλλι-γραφικά γράμματα· σ’ ένα λεπτό είχε γεμίσει το μαυρο-πίνακα λέξεις, τις οποίες φυσικά εμείς δε μπορούσαμε ναδιαβάσουμε — δεν ήμασταν ακόμη τόσο προχωρημένοιστην ανάγνωση. «Θα σας το τραγουδήσω μια φορά μο-νάχα» είπε ξαναμμένη μόλις τέλειωσε το γράψιμο στονπίνακα· στο λαιμό της φορούσε μια κόκκινη κορδέλα,έμοιαζε μεταξωτή. «Μα, κυρία, δε μπορούμε να διαβά-σουμε αυτό που μας γράψατε…» είπε διστακτικά ο Μα-νόλης· «δεν πειράζει» απάντησε με νεύρο εκείνη, «…ανθέλετε στ’ αλήθεια να το θυμάστε, σας φτάνει να το ακού-σετε μια φορά μονάχα…» Και, πριν προλάβουμε να πούμεοτιδήποτε άλλο, η δασκάλα μας άρχισε να τραγουδά· η

[141]

Page 144: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φωνή της ήταν αλλόκοτα βραχνή, σα να ’χε κλείσει ο λαι-μός της απ’ τον ακατανόητο για μας ενθουσιασμό της —και τι έγινε δηλαδή που ήταν η πρώτη μέρα του Φλεβάρη;θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς—, τα μάτια της, υγρά καιγουρλωμένα, κοιτούσαν με παραφορά κάτι πίσω απ’ τιςπλάτες μας, θαρρείς κι έβλεπε στον σκασμένο τοίχο τηςτάξης ένα αλλόκοτο όραμα (ίσως αυτό που βρήκαμε γραμ-μένο στο δεύτερο από τα κόκκινα τετράδιά της: μια χλομήκοπέλα που ξεπετιόταν ολόλαμπρη μέσα από το στόμαενός φριχτού τέρατος): «Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε, πόσοσε καρτερούσα, για να φιλήσω έξαλλα τα χείλη που πο-θούσα· κι ήρθες φορώντας στο λαιμό την κόκκινη κορδέλακι άνθισες τις αμυγδαλιές επάνω στην Κουπέλα, κι έφε-ρες τον καρνάβαλο και κρέμασες τις χάντρες και ξάναψεςτις κοπελιές και φούντωσες τους άντρες και σε χορό τούςέσυρες κι όλο κρασί κερνούσες κι όλους τούς εξελόγιασεςκι όλους τούς εμεθούσες· και μένανε που ’μαι μοναχός κιερωτοχτυπημένος, Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε, με πλήγω-σες και φέτος…» Και πράγματι, το τραγούδι αυτό χαρά-χτηκε στη μνήμη μας με κείνη τη μια φορά που η κυρίαΔομένικα μας το τραγούδησε το μεσημέρι της πρώτης τουΦεβρουαρίου του εβδομήντα έξι, ενώ ήδη το ψιλόστρωνεστην αλάνα μας… Βέβαια, όταν, το ίδιο κιόλας μεσημέρι,σκεφτήκαμε τα όσα έλεγε εκείνο το τραγούδι με τον πα-ράξενο ρυθμό (η δασκάλα μας έφυγε απρόσμενα από τηδεύτερη κιόλας ώρα λέγοντάς μας αινιγματικά «μην ξε-χάσετε να ξελογιαστείτε αυτόν το μήνα…», κι έπειτα πή-γαμε στα Βαρέλια), όταν προσπαθήσαμε να καταλάβουμε,λοιπόν, τα λόγια του τραγουδιού της, το μυαλό μας γέμισεμε μεγάλα κενά, με χάσματα, απ’ όπου ξεπηδούσαν σκο-τεινές απορίες, ανολοκλήρωτες υποθέσεις, άκρες νημάτωνπου οδηγούσαν σε λογής παράξενους εφιάλτες: πρώτ’ απ’όλα, ποιος ήταν ο άντρας του τραγουδιού που έμεινε μο-ναχός, ερωτοχτυπημένος και πληγωμένος από τον Κου-τσοφλέβαρο, ποιος ήταν εκείνος ο τόπος με το μυστη-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄142

Page 145: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ριώδες όνομα «Κουπέλα», όπου επάνω εκεί άνθιζαν αμυ-γδαλιές, τι σήμαινε η κόκκινη κορδέλα στο λαιμό του Φλε-βάρη ή γιατί έπρεπε να περιμένει κανείς αυτό τον ζεβζέκημήνα για να φιληθεί έξαλλα με τα χείλη που ποθούσε, κιέπειτα θυμηθήκαμε και τα άλλα ανεξήγητα: το παλιόασημένιο ρολόι που χάθηκε κάτω από το μαύρο μαντίλι,τις πασχαλιές που γεννήθηκαν μέσα από το αίμα του Σίμηκαι κατέληξαν σα φίδι στο στόμα της την ώρα που τρα-γουδούσαμε τη φλαμουριά, τις ακατανόητες κουβέντεςτης, τη ματιά της που σούβλισε την πλάτη του Κερατέ-νιου. Και καταλήξαμε πως υπήρχε κάτι πολύ πολύ με-γάλο, κρυμμένο βαθιά μες στην ψυχή της δασκάλας μας,που, αλίμονο, όριζε το παρόν και το μέλλον της… Μαεκείνη τη μέρα εγώ, ο Σώτερ κι ο Μεγάλος Πρόδρομος δενήμασταν για περισσότερα, καθώς το ίδιο βράδυ ήταν ναδώσουμε έναν ακόμη όρκο για την αγάπη της κυρία Παν-δώρας. Όταν γύρισα στο σπίτι μου, το κεφάλι μου κόντευενα σπάσει· σα να μην έφτανε αυτό, από μιαν απερίσκεπτηκουβέντα μου για την Κουπέλα η μαμά μου μου ’βαλε στοστόμα μαύρο πιπέρι… Κλείστηκα στο δωμάτιό μου μεσβηστά τα φώτα· δεν ήθελα να σκέφτομαι τίποτε. Τοβράδυ όμως, κι ενώ είχαν κοιμηθεί όλοι, αθόρυβος σαν τηγάτα, πήδησα από το μπαλκονάκι της πίσω πόρτας, έπεσαπάνω στο μαλακό χιόνι και τράβηξα για το νταμάρι απέ-ναντι απ’ της Φρόσως…

Οι μαύρες σκέψεις εκείνου του μεσημεριού ήτανμόνον η αρχή του αλλόκοτου λαβυρίνθου στον οποίο μάςοδήγησε το φοβερό μυστικό που κυβερνούσε τη ζωή τηςκυρίας Δομένικας· για τον επόμενο ενάμιση χρόνο το μυ-στικό αυτό δέσποζε στην παιδική μας φαντασία σαν ένατέρας ίδιο με τη Λερναία Ύδρα, καθώς για κάθε ερώτημαπου απαντιόταν ξεπηδούσαν δυο και τρία πολύ τρομακτι-κότερα και πιο φριχτά, τόσο που στο τέλος φτάσαμε ναπιστεύουμε τους πιο ακραίους παραλογισμούς: λόγουχάρη, πιστέψαμε —κι εγώ τα πιστεύω ακόμη— πως ο

κεφάλαιο 16 143

Page 146: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ήλιος είναι μια τεράστια καραμέλα που γλυκύτερή της δενυπάρχει, ή πως αυτό που κοκκινίζει τα μάγουλα των κο-ριτσιών, όταν χορεύουν τις καλοκαιρινές νύχτες γύρω απότη φωτιά, είναι το αίμα εκείνων που ο Μεγάλος Γύπαςέφαγε την καρδιά τους την ώρα του πιο γλυκού ύπνου… Κιόταν δυο μέρες αργότερα ο Αγιούτος —βιαστικός όπωςπάντοτε— πήγε να ξεδιαλύνει μια και καλή τα πράγματα,ρωτώντας τη στα ίσια, την ώρα που τέλειωνε το μάθημάμας, κι ενώ έξω είχε μόλις πέσει το σκοτάδι «…κυρία, θαμας πεις το μυστικό σου;», εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη,μα δεν τα ’χασε, κι αμέσως τού αντιγύρισε: «…και πούξέρεις εσύ τι θα πει μυστικό;»· εκεί ο Αγιούτος κόμπιασελίγο κι έπειτα είπε χαμηλόφωνα: «νά… άκουσα τη μαμάμου να λέει στη θεία μου για μια μυστική συνταγή τουμπακλαβά…» Γελάσαμε με την κουβέντα του κι εκείνηπιο πολύ απ’ όλους. Κι έτσι όπως ήταν γελαστή, άνοιξετην πόρτα και με απόλυτη φυσικότητα, λες και μας έλεγεκαληνύχτα, είπε πριν χαθεί μες στην παγερή νύχτα: «…κιεγώ είμαι πλασμένη με τη συνταγή του διαβόλου». Αφούπέρασαν δυο βδομάδες που ψάχναμε με φόβο κι αγωνίακάποιον για να δώσει μιαν απάντηση στις απορίες μας, μοι-ραία καταλήξαμε ένα Σαββάτο βράδυ στον Ταρνανά.Εκείνος πάλι μάς έβαλε να του τα πούμε όλα αναλυτικάεπί μία ώρα, κι αφού μάς άφησε άλλη μισή να τον περιμέ-νουμε δήθεν να σκεφτεί, πίνοντας ένα μπουκάλι τσίπουροπου το ’χε κλέψει ο Βέλιας απ’ το κελάρι του μπαμπά του,είπε τραυλίζοντας μεθυσμένα «δδδεν το ξέρετε… ταμμμυστικά θα μμμείνουν για πάντα μυσσστικά…» Κιέπειτα, προφανώς απ’ αφορμή την κόκκινη κορδέλα πουφορούσε ο Φλεβάρης στον ερχομό του, σύμφωνα με τοτραγούδι της κυρίας Δομένικας, μας διηγήθηκε —όσομπορούσε να διηγηθεί στην κατάστασή του—, μέχρι πουτον πήρε ο ύπνος, μια παλιά ιστορία για μια πανέμορφηκοπέλα που τη σκοτώσανε με τρόπο φριχτό, κάποιος —άγνωστο ποιος— της έκοψε το κεφάλι ενώ αυτή κοιμόταν

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄144

Page 147: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

και το πήρε μαζί του, κι όμως εκείνη, έντεκα χρόνια μετάτον θάνατό της, εμφανίστηκε ολοζώντανη σ’ ένα χορό Πρω-τοχρονιάς έχοντας δεμένη στο λαιμό της μια κόκκινη με-ταξωτή κορδέλα στο χρώμα του αίματος…

κεφάλαιο 16 145

Page 148: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 149: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

17.

Το γλυκό βατόμουρο

Εκείνες τις πρώτες μέρες του παγερού Φλεβάρη τουχίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι δε μπορέσαμε να κοιμη-θούμε κανονικά ούτε ένα βράδυ, καθώς ήταν ο καιρός πουαρχίσαμε να το συνειδητοποιούμε πια για τα καλά πως ηδασκάλα μας δεν ήταν μια κανονική γυναίκα σαν τις άλλες,τις μανάδες μας, τις θειες μας κι όλες τις υπόλοιπες, καιπως η ζωή της οριζόταν από σκοτεινές, υποχθόνιες, ίσωςκαι διαβολικές δυνάμεις, που στα σίγουρα μας ξεπερνούσανόλους… Ωστόσο, μόλις πέρασαν οι πρώτες εβδομάδες, αρ-χίσαμε σιγά-σιγά να το συνηθίζουμε κάπως το μυστικό πουπεριέβαλλε την κυρία Δομένικα — κατά κάποιον τρόπο τοαφομοιώσαμε, χωρίς φυσικά να το κατανοήσουμε, κάνο-ντάς το ασυνείδητα μέρος του ανήσυχου ύπνου μας και τωνεφιαλτών μας. Όχι ότι δεν το φοβόμασταν ή ότι δεν το συλ-λογιόμασταν τα βράδια μες στο σκοτάδι ή όποτε ακούγαμεαπό τις μαμάδες μας κουβέντες για τον πονηρό ή για τηναμαρτία, απλώς, όσο περισσότερο τη ζούσαμε, η ομίχλη τουμυστικού της γινόταν για μας μια αλλόκοτη καθημερινό-τητα, και το πεθαμένο κόκκινο των σκασμένων χειλιών τηςσιγά-σιγά προκαλούσε όλο και περισσότερο την ψυχή μαςσε ένα ακαθόριστα θελκτικό μα επικίνδυνο ταξίδι στην απα-γορευμένη ζώνη… Κι έτσι, όταν στις είκοσι εννιά του Φλε-

[147]

Page 150: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

βάρη του χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι, δηλαδή τη δίσε-κτη μέρα εκείνης της χρονιάς, ήρθε στην τάξη φέρνονταςμαζί της ένα μαύρο χωνί γραμμοφώνου και μας είπε με ύφοςεπίσημης ανακοίνωσης πως τρεις από μας παλεύουν για τηναγάπη της ίδιας γυναίκας, εννοώντας βέβαια των έρωτατων τριών ορκισμένων για την κυρία Πανδώρα, κανείς δεναπόρησε ιδιαίτερα, μας φάνηκε φυσιολογικό που η δασκάλαμας τα ήξερε όλα όσα είχαν γίνει εκείνο το βράδυ της πρώ-της Φεβρουαρίου στο νταμάρι απέναντι απ’ το σπίτι τηςΦρόσως. Μόνο οι τρεις ενδιαφερόμενοι —εγώ, ο ΜεγάλοςΠρόδρομος κι ο Σώτερ— νιώσαμε ένα δυνατό φτερούγισμαστην καρδιά, καθώς κάποιο λόγο θα είχε η κυρία Δομένικακι έκανε έτσι αιφνιδιαστικά λόγο για μας και για τη μά-γισσα με τα μαύρα μάτια… Πράγματι, το μεσημέρι εκείνηςτης μέρας, πήρε εμάς τους τρεις στις μαργαρίτες κι άκουσετις καρδιές και των τριών με το μαύρο χωνί — δεν τολμή-σαμε να ρωτήσουμε πού το ’χε βρει. Όταν άκουσε την καρ-διά τη δικιά μου, είπε: «…χτυπά σαν αετός που μισεί…»·όταν άκουσε την καρδιά του Μεγάλου Πρόδρομου, είπε:«…χτυπά σα σκαντζόχοιρος που φοβάται…»· όταν άκουσετην καρδιά του Σώτερ, χαμογέλασε κι είπε: «…χτυπά σαβήμα λύκου προς το πεπρωμένο…» Τότε εγώ, μην αντέχο-ντας τα σκοτεινά λόγια της, τη ρώτησα σχεδόν φωνάζοντας:«Ποιανού χτυπά πιο δυνατά;»· εκείνη χαμογέλασε κι έπειτααπό μερικά δευτερόλεπτα, που μας φάνηκαν ατέλειωτα,απάντησε με απόλυτη φυσικότητα: «…ρωτήστε το χωνί·αυτό ξέρει, εγώ απλώς άκουσα…»

Και βέβαια τα όσα έγιναν εκείνο τον καιρό ανάμεσαστους τρεις μας και στην κυρία Πανδώρα είναι μια άλληιστορία — κι αν σου μίλησα για το μαύρο χωνί με το οποίοάκουσε η κυρία Δομένικα τις καρδιές μας, το έκανα για νασου πω ότι η μαύρη γύρη του εφιάλτη της κοκκίνιζε και τονδικό μας σβέρκο κι ας μην ξέραμε ακόμη τίποτε για εκείνοντον εφιάλτη… Κι όταν, παραμονή του Ευαγγελισμού, ρω-τήσαμε τη δασκάλα μας «κυρία, ποιος είναι αυτός ο εφιάλ-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄148

Page 151: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

της;», εκείνη έβαλε τα γέλια και μας είπε πως εφιάλτηςείναι κάποιος που γνωρίζει καλά όλα τα κατατόπια… Ήτανμια από τις πρώτες ξάστερες βραδιές εκείνης της χρονιάςμε τον ασυνήθιστα μακρύ χειμώνα, και η κυρία Δομένικαείχε έρθει απρόσμενα στο νταμάρι απέναντι απ’ το σπίτι τηςΦρόσως κρατώντας ένα μεγάλο βάζο· καθόμασταν σιωπη-λοί και βαριεστημένοι, όταν με έκπληξη είδαμε στο φως τουφεγγαριού τη σιλουέτα της να πηδά το φράχτη του νταμα-ριού, ποτέ δεν της είχαμε πει πως συχνά τα βράδια πηγαί-ναμε εκεί πέρα. Όταν ανέβηκε στην ταράτσα, μας είπε«έφτιαξα γλυκό βατόμουρο και σας έφερα να δοκιμά-σετε…» Εκείνο το βράδυ στ’ αλήθεια μεθύσαμε με τογλυκό βατόμουρο· η δασκάλα μας είχε φέρει μαζί της κι έναασημένιο κουταλάκι που γύριζε από χέρι σε χέρι· πριν σβή-σει η απερίγραπτη γλύκα της πρώτης κουταλιάς στο στόμαμου, το κουταλάκι είχε περάσει από όλους και βρισκότανκαι πάλι στο χέρι μου, και αυτό έγινε ξανά και ξανά, ενώ τογλυκό απ’ το βάζο δεν σωνότανε… Μετά την εικοστή κου-ταλιά για τον καθένα μας, ο κόσμος από γύρω μας είχεχαθεί, το φεγγάρι είχε λιώσει σαν κερί, ο μαύρος θόλος είχεπλησιάσει κοντά μας κι ο νους μας βρισκόταν σε μιαν απί-στευτη υπερδιέγερση, καθώς για κάθε λέξη που ακούγαμεεμφανιζόταν μπροστά μας και μια απίστευτη εικόνα. Έτσι,όταν ο Σώτερ ρώτησε την κυρία Δομένικα για τον εφιάλτη,είδα μπροστά μου ένα μαύρο τέρας, κάτι σα σαύρα με σι-δερένια φτερά, κι έπειτα, όταν εκείνη μίλησε για κάποιονπου γνωρίζει καλά τα κατατόπια, το τέρας μεταμορφώ-θηκε· έγινε ένας σκύλος με κοντά πόδια κι αυτιά λαγού. Κιόταν η δασκάλα μας συμπλήρωσε, πάντοτε γελώντας,«είναι κάποιος τόσο γλυκός που ποτέ δεν κάνει λάθος…»,τότε είδα ένα τεράστιο βάζο που νόμιζα πως είχε γλυκό βα-τόμουρο, μα, καθώς πλησίαζα το χέρι μου, ξαφνικά πετά-χτηκε από το στόμιό του μια διχαλωτή γλώσσα… Μιακραυγή φόβου μού ξέφυγε τότε κι έπειτα με έπιασε ένα πα-ράλογο νευρικό γέλιο, ίσως γιατί υποσυνείδητα ήθελα να

κεφάλαιο 17 149

Page 152: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

διώξω το φόβο· ωστόσο οι εικόνες εκείνης της παραίσθη-σης δε σταμάτησαν, ίσα-ίσα, άρχισαν να εναλλάσσονται όλοκαι πιο γρήγορα, ήμουνα πια μες στον τρομερό καταρρά-χτη της νύχτας και το γλυκό βατόμουρο έφραζε το στόμακαι τα ρουθούνια μου και δε μ’ άφηνε να ανασάνω, μα τι πεί-ραζε; Κάποτε, δεν ξέρω πόση ώρα υστερότερα, ένιωσα τονάνεμο να χαϊδεύει τα μάγουλά μου κι αμέσως τα πάντα ξε-καθάρισαν. Πήρα βαθιά ανάσα: ο αέρας μύριζε θειάφι.Έτριψα τα μάτια μου και κοίταξα τους άλλους γύρω μου.Με κοιτούσαν κι αυτοί με έκπληκτα γουρλωμένα μάτια·ήταν φανερό πως δεν ήμουν μόνος μες στην παραίσθηση. Ηκυρία Δομένικα δε γελούσε πια, ήταν όρθια και στεκότανστην άκρη της ταράτσας κι έλεγες πως προσπαθούσε ν’ακούσει τον άνεμο. «Σήμερα άρχισε πιο νωρίς… πρέπει ναφύγω…» ψιθύρισε κάποτε και χωρίς να πει άλλη κουβένταέκανε ένα βήμα μπροστά κι έπειτα εξαφανίστηκε, ίσως πή-δησε στο κενό από ύψος δύο ορόφων χωρίς να πάθει τίποτε,ίσως πάλι να έγινε ένα με τη μαρτιάτικη νύχτα σαν τη γυ-ναίκα-σκιά στο καλειδοσκόπιο του Τζακ…

Δεν ξέρω πώς καταφέραμε να γυρίσουμε στα σπίτιαμας εκείνο το βράδυ, ούτε και θυμάμαι αν η μάνα μου με πε-ρίμενε έξαλλη στην εξώπορτα ούτε καν αν μ’ έδειρε — στασίγουρα αυτό θα ’γινε, καθώς είχα αργήσει τουλάχιστοντρεις ώρες… Το πρωί της επομένης στο μυαλό μου όλαέμοιαζαν μ’ ένα θολό όνειρο. Μα την ώρα που η μαμά μούφορούσε το άσπρο μου πουκάμισο (είχαμε γιορτή εκείνη τημέρα κι ο Κερατένιος μάς είχε πει να πάμε στο σχολείο μετα καλά μας), ένιωσα μια παράξενη γλύκα να ανεβαίνει στοστόμα μου: ήταν το γλυκό βατόμουρο της προηγούμενηςνύχτας που, θαρρείς κι ήταν κάποιο ζωντανό πλάσμα, γύ-ρευε αργά-αργά να βγει έξω απ’ το στόμα μου… Μ’ έπιασετρόμος και αηδία, μα κρατήθηκα μέχρι η μαμά μου να μεχτενίσει και να βγω απ’ την πόρτα. Τότε το γλυκό άρχισε νακυλάει από τα χείλια μου στο πιγούνι μου και μετά στολαιμό μου… Μέχρι να φτάσω στην αλάνα του σχολείου, είχε

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄150

Page 153: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

γεμίσει το πουκάμισο και το παντελόνι μου κι έσταζε απ’τα μπατζάκια μου· ωστόσο δεν αισθανόμουν άσχημα πια,μονάχα απορούσα πώς χώρεσε τόσο γλυκό στην κοιλιά μου.Στην αλάνα με περίμενε μια ακόμη έκπληξη: όλοι οι φίλοιμου ήταν πασαλειμμένοι με γλυκό βατόμουρο όπως εγώ…Όταν ακούστηκε το καμπανάκι, με κυρίευσε μια ανεξήγητηχαρά· ας έλεγε ό,τι ήθελε ο Κερατένιος για το λερωμένο μουπουκάμισο, είχα κρατήσει για μια νύχτα στο στομάχι μουτην κομμένη διχαλωτή γλώσσα του πιο θελκτικού και συ-νάμα του πιο μιαρού τέρατος, και δεν ήταν λίγο αυτό… Και—ω του θαύματος— όταν σταθήκαμε στη γραμμή, ο Κερα-τένιος βλέποντάς μας είπε χαμογελώντας γλυκύτατα —λεςκαι του ’χαν κάνει μάγια— «τι όμορφα πουκάμισα που φο-ράτε σήμερα!»· δίπλα του η κυρία Δομένικα μας έκλεισε τομάτι. Δε θυμάμαι πολλά πράγματα απ’ τη γιορτή· στο τέλοςμόνο, όταν τα παιδιά της τετάρτης τραγούδησαν ένα τρα-γούδι όλο παλμό και πάθος, κι ενώ είχε μόλις φυσήξει έναελαφρύ αεράκι, εμείς, χωρίς καμιά συνεννόηση, θαρρείς καιμας διέγειρε ομαδικά το απαλό χάδι του ανέμου στα μά-γουλά μας, βγήκαμε και οι δεκαπέντε απ’ τις σειρές μας κιο ένας πίσω απ’ τον άλλον κάναμε μια παράξενη παρέλασηγύρω απ’ την αλάνα… Όταν τέλειωσε το τραγούδι, εμείςπερπατούσαμε ακόμη· πίσω μας αφήναμε μια γραμμή απ’το γλυκό βατόμουρο που έτρεχε απ’ τα μπατζάκια μας…Κάποτε φτάσαμε μπροστά στους υπόλοιπους, που μας κοι-τούσαν μ’ ανοιχτό το στόμα· ο Όττος που πήγαινε πρώτοςπροχώρησε προς τον Κερατένιο και τον αγκάλιασε. Τοάσπρο πουκάμισο του διευθυντή μας, εκεί στο ύψος της κοι-λιάς, γέμισε γλυκό βατόμουρο, έμοιαζε σα να τον είχε μα-χαιρώσει κάποιος· μα ο Κερατένιος χαμογελούσε ευτυχής— ποιος ξέρει τι μάγια τού ’χε κάνει η δασκάλα μας εκείνητη μέρα… Η γιορτή τέλειωσε μέσα σε ένα παραλήρημαχαράς, ενθουσιασμού και χειροκροτημάτων, λες κι είχε κερ-δηθεί ο αγώνας της άνοιξης. Κι όταν πήγαμε αμέσως μετάστα Βαρέλια για να απολαύσουμε την αίσθηση του γλυκού

κεφάλαιο 17 151

Page 154: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

που κολλούσε στο στήθος, στις μασχάλες και στα σκέλιαμας, τότε φάνηκε ο μαύρος σκύλος της κυρίας Πανδώρας κιείχε ανάμεσα στα δόντια του ένα μαύρο κρίνο…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄152

Page 155: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

18.

Α Ν Ε Ι Σ Α Ι , Ε Ι Μ Α Ι

Ο πραγματικός αγώνας για να κερδηθεί η άνοιξη έγινεείκοσι μέρες αργότερα, και, βέβαια, δεν κερδήθηκε· κερδή-θηκε μονάχα η στιγμιαία ομορφιά της θλίψης, η βεβαιότητατων σφιγμένων δοντιών, η ανυπομονησία του αίματος, ηδροσιά της κόψης του κυρτού σπαθιού. Απ’ τις αρχές τουΑπρίλη η δασκάλα μας έβαλε μέσα μας το σκουλήκι και τοάφησε να κάνει τη δουλειά του: «Φέτος δε θα ’ρθει διόλου ηάνοιξη…» μας είπε τάχα μονολογώντας ένα απόγευμαμόλις τελειώσαμε το μάθημα, ενώ κοίταζε έξω απ’ το πα-ράθυρο τον ουρανό που μούχρωνε σιγά-σιγά. Δεν ήταν καιδύσκολο να το πιστέψουμε· ο Απρίλης είχε μπει κι ακόμηδεν είχαν ανθίσει οι μαργαρίτες, μήτε κανένα άλλο λουλούδι,τα πρωινά ο ήλιος δεν ανάτελλε περήφανος θριαμβευτής, μαφοβισμένος και δειλός, γεμάτος τύψεις, τα χελιδόνια δενείχαν φανεί και τα βράδια στο νταμάρι απέναντι απ’ τηςΦρόσως, όσο κι αν στήναμε αυτί μες στη σιωπή, δεν ακού-γαμε τίποτε, μήτε καν έναν μοναχικό κούκο… Κι όταν έναμεσημέρι, λίγες μέρες αργότερα, είδαμε ένα μαύρο σημάδιψηλά στον ουρανό, στα στήθη μας φτερούγισε άγρια η ελ-πίδα, κι όρθιοι το περιμέναμε να έρθει πιο κοντά, ενώ ο Τζί-μης ήδη γκάριζε «χε-λι-δό-νι, χε-λι-δό-νι…», καθώς είχεδει με την καταπληκτική του όραση ακόμη και την άσπρη

[153]

Page 156: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κοιλιά του· μα το ’φερε έτσι η τύχη —ή μήπως δεν ήταντύχη;— και το μαύρο σημάδι ήρθε και προσγειώθηκε μπρο-στά στα πόδια μας, εκεί στο Μικρό Ρέμα: ήταν ένα τσαλα-κωμένο χαρτί που καιγόταν, ίσως κάποια επιστολή που οκάτοχός της της έβαλε φωτιά και την άφησε να την πάρει οαέρας. Ο Σώτερ έσκυψε πάνω από το καμένο χαρτί τηστιγμή ακριβώς που η φλόγα έτρωγε και την τελευταίαλευκή άκριά του· άπλωσε το χέρι του να πιάσει το μαύροαποκαΐδι, μα αυτό διαλύθηκε στην παλάμη του, κι εκείνος,γεμάτος απογοήτευση, είπε: «Πάει τελείωσε, δε θα ’ρθειποτέ…»

«Εγώ λέω να κάψουμε όλα τα βιβλία που ’χουν εικόνεςανθισμένων λουλουδιών…» είπε της δασκάλας μας με στα-θερή φωνή ο Μανόλης ένα απόγευμα όταν τελειώσαμε τομάθημά μας, κι ενώ ο Απρίλης είχε φτάσει στο μέσο του.Εκείνη ξαφνιάστηκε, τον κοίταξε απορημένη, μα, πριν προ-λάβει να πει οτιδήποτε, ο φίλος μας συνέχισε διστακτικά,σάμπως να απολογούνταν: «…αφού η άνοιξη δε θα ’ρθειποτέ…» Μόλις το άκουσε αυτό, πήρε αμέσως φωτιά· «κιεγώ λέω πως δεν είστε άντρες» του απάντησε φωνάζοντας—έδειχνε πολύ εξοργισμένη, τα μάτια της πετούσαν αστρα-πές— «…πως είστε φοβισμένες κότες που ζαρώνουν στηγωνιά τους όταν μουγκρίζει ο ουρανός, καλά θα σας κάνει ηάνοιξη και δε θα έρθει ποτέ στην αλάνα σας, η άνοιξη είναιγι’ αυτούς που ’χουν τα κότσια, η άνοιξη είναι γι’ αυτούς πουτην κυνηγούν, γι’ αυτούς που αγωνίζονται να την κερδίσουνστα αυλάκια του αίματος και που πεθαίνουν χαμογελώνταςκαι ψιθυρίζοντας τ’ όνομά της· για τέτοιους άντρες είναι ηάνοιξη κι όχι για σας που μου μιρλιάζετε σαν κλαμένα μου-νιά…» Μείναμε να την κοιτάμε άφωνοι και σοκαρισμένοι— ποτέ δε μας είχε μιλήσει έτσι η δασκάλα μας· ώς τη μέραεκείνη μάς είχε αγριέψει δυο-τρεις φορές, μα όχι να μας ξε-φτιλίσει έτσι, να μας πει πως ήμασταν «σαν κλαμένα μου-νιά», ακόμα κι ο Τζακ, που ήξερε όλες τις βρισιές τουκόσμου, ούτε για πλάκα δε μας το είχε πει ποτέ. Η κυρία

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄154

Page 157: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Δομένικα, όρθια, μας κοίταζε με μάτια που έκαιγαν κιέτρεμε — έλεγες πως προσπαθούσε να συγκρατηθεί για ναμη μας πει περισσότερα· το αίμα μού είχε ανέβει στο κε-φάλι, υπήρχε μεγάλη ένταση στην ατμόσφαιρα κι ένιωθαπάρα πολύ άσχημα· κάποια στιγμή άνοιξα το στόμα μουγια να διαμαρτυρηθώ, μα ζαλίστηκα κι έπεσα πάνω στοθρανίο μου, σχεδόν λιποθύμησα… Όταν συνήλθα κάπως,μισό λεπτό αργότερα, είδα δίπλα μου τον Γιώργο, άσπρο σαντο πανί, να ’χει μπήξει το καλοξυμένο μολύβι του στη μέσητης αριστερής του παλάμης· το αίμα είχε κάνει μια μικρήλίμνη. Ο φίλος μου μίλησε πολύ αργά, σχεδόν διακεκομ-μένα, προφανώς από φόβο μήπως ο έρωτας τρεμουλιάσειτη φωνή του κι εκείνη τον νομίσει για δειλό: «Κυρία, πεςμου για τα αυλάκια του αίματος…»

Όποτε φέρνω στο νου μου εκείνον τον Απρίλιο που ηκυρία Δομένικα μας μίλησε για τον αγώνα της άνοιξης, θαυ-μάζω όλο και πιο πολύ τον αριστοτεχνικό τρόπο που μαςπαρέσυρε στην ξέρα της και μας παγίδευσε εκεί, τραβώ-ντας κάθε φορά κι από λίγο το δόλωμα κάτω από τη μύτημας, παριστάνοντας άλλοτε την αδιάφορη κι άλλοτε τη θυ-μωμένη ή κάνοντάς μας διάφορα κόλπα όπου την έπαιρνε,λέγοντάς μας πως τάχα δεν ήθελε να μας πει περισσότερα·κι όμως, κάθε φορά πετούσε και μια κουβέντα που αγκί-στρωνε όλο και πιο πολύ την ψυχή μας… Έτσι, όταν οΓιώργος τη ρώτησε για τα αυλάκια του αίματος, εκείνη κα-μώθηκε πως δεν επρόκειτο να απαντήσει, φεύγοντας όμωςαπ’ την τάξη τίναξε το φαρμάκι της λέγοντας περιφρονη-τικά: «Τι να σας πω για τα αυλάκια του αίματος, εσείς τολαιμουδάκι σας το έχετε περί πολλού…» Και βέβαια τοήξερε πως ο Γιώργος δε θα το σήκωνε αυτό, να του πετάξειεκείνη μια τέτοια κουβέντα κατάμουτρα, και πως την άλλημέρα ο φίλος μας θα είχε κάτι να της απαντήσει. Πράγματι,την άλλη μέρα ο Γιώργος ήρθε στο σχολείο με το φαρδύ μα-χαίρι του πατέρα του μες στη σάκα του κι αμέσως μετά τηνπροσευχή το ακούμπησε πάνω στο θρανίο και της είπε:

κεφάλαιο 18 155

Page 158: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

«Κυρία, αν δε μου πεις για τα αυλάκια του αίματος, θ’ανοίξω ένα λάκκο στην αλάνα και θα τον γεμίσω μοναχόςμου…» Κι όμως, η δασκάλα μας και πάλι προσποιήθηκεπως δεν επρόκειτο να πει τίποτε, «κάνε ό,τι θες, εμένα τιμε νοιάζει…» του απάντησε, αφήνοντάς τον να την κοιτάσα χαμένος· όμως και πάλι την ώρα που έφευγε είπε χα-μηλόφωνα: «Αξία έχει ένα αυλάκι που θα οδηγήσει το αίμαώς τα λουλούδια…» Και φυσικά και πάλι το ήξερε πως τηνάλλη μέρα θα πηγαίναμε στο σχολείο άγρυπνοι, με τα νεύραμας κουρελιασμένα από την ολονύχτια αδιέξοδη κουβένταστο νταμάρι απέναντι απ’ το σπίτι της Φρόσως για το τι εν-νοούσε λέγοντάς μας πως το λαιμουδάκι μας το ’χουμε περίπολλού και πως αξία έχει ένα αυλάκι που θα οδηγήσει τοαίμα κάπου, κι ο Γιώργος δε θα ερχόταν διόλου στο μάθημα,καθώς απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ θα περπατούσε απ’ τοΜικρό ώς το Μεγάλο Ρέμα και πάλι πίσω στο Μικρό,μήπως και βρει το αυλάκι που θα οδηγούσε το αίμα σταλουλούδια· κι όταν αμέσως μετά τη βουβή προσευχή μαςσηκώθηκα όρθιος και της είπα ξερά αυτό που είχαμε συμ-φωνήσει απ’ το πρωί (ο Σώτερ έκρυψε ξυλαράκια για ναδούμε ποιος θα της το έλεγε κι ήμουν εγώ που τράβηξα τοσπασμένο), «κυρία, πες εσύ το πώς κερδίζεται η άνοιξη καιθα δεις άμα φοβόμαστε για το λαιμό μας ή όχι…», μιααστραπή έλαμψε για μια στιγμή στη ματιά της κι αμέσωςμετά πήρε αδιάφορο ύφος και είπε: «Αφήστε τα αυτά, δενείναι για την ηλικία σας…» Ήταν όμως η τελευταία φοράπου καμώθηκε την αδιάφορη για τον αγώνα της άνοιξης.Το ίδιο βράδυ ήρθε στο νταμάρι απέναντι απ’ το σπίτι τηςΦρόσως — έφτασε ένα λεπτό αφότου ο Σώτερ είχε πει μο-νολογώντας μελαγχολικά «…ποιος ξέρει… ίσως να μη μαςέμελλε να αγωνιστούμε κι εμείς για την άνοιξη…» Τότε ηδασκάλα μας εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας κι εγώ,τουλάχιστον, σκέφτηκα πως ίσως στ’ αλήθεια να ήταν η γυ-ναίκα-σκιά που, όποτε ήθελε, ξεπηδούσε απ’ τη μαύρηνύχτα…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄156

Page 159: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

«Για να κερδηθεί η άνοιξη, χρειάζεται πρώτα απ’ όλακάποιος να χαλαλίσει το λαιμό του…» μας είπε αμέσωςμόλις κάθισε μαζί μας οκλαδόν στο τσιμέντο της αλάνας·όταν είδε πως κανένας μας δεν αντέδρασε, συνέχισε: «Άμαβρεθεί αυτός, χρειάζονται κι άλλα: να ’ναι η ώρα που ο ήλιοςβουτά στον ορίζοντα κι ο άνεμος να φυσά ανάποδα, κι ένααυλάκι να ξεκινά από τις μαργαρίτες ίσαμε την κατηφόρατου Μικρού Ρέματος. Χρειάζεται ακόμα μια ατσαλένιακυρτή σπάθα κι ένα γερό χέρι να την κατεβάσει. Και προ-παντός δεν πρέπει να φοβηθεί ή να διστάσει κανένας, γιατίο πραγματικός θάνατος είναι ο δισταγμός πριν απ’ το θά-νατο…» Η κυρία Δομένικα μιλούσε ξερά κι άχρωμα, χωρίςψυχή, πολλά χρόνια αργότερα διάβασα πως έτσι μιλούσανοι παλιοί μαντατοφόροι σφαγών και καταστροφών· «…λοι-πόν, το αυλάκι θα το σκάψουμε όλοι μαζί απ’ αύριο το πρωί·την κυρτή σπάθα θα την κρατώ εγώ… Μένει να βρούμεποιος θα βάλει το λαιμό του γι’ αύριο το απόγευμα…»Έγινε σιωπή για μισό λεπτό· θυμήθηκα τα λόγια του Ταρ-νανά για κείνο το Ζορζ-Ζακ των αινιγματικών ιστοριώντου: «Όλα ήταν ένα στιγμιαίο κάψιμο στο σβέρκο, κι έπειταη δροσιά γέμισε το ακέφαλο κορμί…» Αμέσως μετά σκέ-φτηκα την κυρία Πανδώρα: αν πέθαινα για την άνοιξη, θαήταν περήφανη για μένα — γιατί όχι, λοιπόν; Ωστόσο δενξέρω αν εντέλει θα σήκωνα το χέρι μου, το πιο πιθανό είναιο φόβος να μου αγκύλωνε το κορμί και τη γλώσσα. Εν πάσηπεριπτώσει, εκείνη τη στιγμή που εγώ σκεφτόμουνα αν θαάρεσε κάτι τέτοιο στην αγαπημένη μου μάγισσα, άκουσατον Γιώργο να λέει με εξίσου ξερή κι άχρωμη φωνή με κείνη«αυτός που θα βάλει το λαιμό του βρέθηκε· αυτή που θα κα-τεβάσει τη σπάθα να το ξανασκεφτεί, μήπως και δειλιάσειτην τελευταία στιγμή…» Γύρισα και τον κοίταξα· τα μάτιατου έλαμπαν μέσα στη νύχτα σαν τις γαλάζιες φωσφορού-χες μπίλιες του Πέπα. Κανένας μας δε μίλησε, κανένας δεντόλμησε να φανεί στη δασκάλα μας πιο άντρας απ’ αυτόνκαι —κυρίως αυτό— κανένας δεν τόλμησε να του αμφισβη-

κεφάλαιο 18 157

Page 160: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τήσει το δικαίωμα να δοκιμάσει το χέρι εκείνης στο λαιμότου. Όταν η δασκάλα μάς μίλησε, ο τόνος της φωνής τηςήταν αλλαγμένος, ίσως γιατί είχε πετύχει πλέον αυτό πουήθελε· «έννοια σου, Γιώργο και δε θα δειλιάσω…» του είπεαπαντώντας ξερά στην πρόκλησή του κι έπειτα σηκώθηκε,έφτασε στην άκρη της ταράτσας, κι όπως το συνήθιζε, έγινεένα με το μαύρο της νύχτας…

Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή και πήγαμε στις μαρ-γαρίτες από τις δέκα το πρωί· ο Βέλιας είχε πάρει στακρυφά από την αποθήκη του θείου του τέσσερα κασμαδάκιακι ένα φτυάρι. Η κυρία Δομένικα μας περίμενε εκεί· φορούσεένα μακρύ κόκκινο φουστάνι — ήταν στ’ αλήθεια πολύόμορφη. Χωρίς πολλές κουβέντες μοίρασε τα κασμαδάκια,ένα έδωσε στον Τζίμη, ένα στον Κώστα, ένα στον Μανόληκι ένα κράτησε για τον εαυτό της, ενώ το φτυάρι το πήρε —ποιος άλλος;— ο Μεγάλος Πρόδρομος. Αρχίσαμε να σκά-βουμε το χαντάκι από τις μαργαρίτες ώς το Μικρό Ρέμα·ήταν περίπου πενήντα μέτρα. Η δασκάλα μας μαζί με τουςάλλους τρεις που ’χαν κασμάδες πήγαιναν μπροστά· πίσωτους προχωρούσαμε εμείς σκάβοντας με ό,τι έβρισκε ο κα-θένας, οι πιο πολλοί με ξύλο, αλλά και με μυτερές πέτρες, μεκονσερβοκούτια, ακόμη και με τα χέρια. Πίσω από όλουςμας ακολουθούσε ο Μεγάλος Πρόδρομος· αυτός έκανε καιτην πιο πολλή δουλειά: με το φτυάρι έβγαζε απ’ το σκαμ-μένο αυλάκι το χώμα κι έπειτα πατίκωνε τη γη για να μηρουφήξει μέσα της το αίμα πριν φτάσει στο ρέμα. Παρόλοπου είχαμε πει στον Γιώργο να έρθει κατευθείαν το μεση-μεράκι, εκείνος ήρθε απ’ το πρωί, όπως όλοι μας· μάλισταέσκαβε με πάθος μ’ ένα ξύλο ακριβώς μπροστά μου… Κά-ποια στιγμή που κουράστηκα, κάθισα για λίγο να πάρω μιανανάσα και τον παρατήρησα προσεκτικά: έσκαβε χωρίς νασταματάει, φλυαρούσε συνέχεια με τους γύρω του, αυτός,που συνήθως ήταν λιγομίλητος, γελούσε μόνος του, χαχά-νιζε με το παραμικρό· ήταν ολοφάνερο πως ήθελε να δείξειότι δεν έτρεχε τίποτε κι ότι διόλου δεν τον απασχολούσε που

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄158

Page 161: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σε λίγες ώρες το αυλάκι που έσκαβε θα γέμιζε με το αίματου. Κάποια στιγμή, έτσι όπως έσκυψε, είδα απ’ το άνοιγματου πουκάμισού του πως είχε γράψει κάτι στο στήθος τουμε το σκούρο κόκκινο κραγιόν της μάνας του, ήταν απ’ ταελάχιστα δικά της πράγματα που του ’χαν μείνει μετά τοφευγιό της. Πλησίασα κοντά του, τάχα για να τον βοηθήσωστο σκάψιμο· καθώς γονάτισε για να βγάλει μια κοτρόνα,μπόρεσα να δω τι είχε γράψει στο στήθος του, δε χρειά-στηκε καν να συλλαβίσω για να το διαβάσω, ήταν η ίδιαφράση που απ’ την αρχή της χρονιάς έγραφε κάθε μέρα μετο μολύβι του πάνω στο θρανίο μας με κεφαλαία γράμματακαι, λίγο πριν χτυπήσει το καμπανάκι για να σχολάσουμε,την έσβηνε φτύνοντας σάλιο και τρίβοντάς τη με την πα-λάμη του: ΑΝ ΕΙΣΑΙ, ΕΙΜΑΙ.

Το αυλάκι το τελειώσαμε κοντά στις πέντε το από-γευμα· κατάκοποι και ιδρωμένοι, καθίσαμε όλοι στις μαρ-γαρίτες, κάτω από τη φλαμουριά μας. Για πολλή ώραμείναμε όλοι μας ακίνητοι και σιωπηλοί· ακούγονταν μόνοοι ανάσες μας μέσα στην άπνοια του απογεύματος. Στομυαλό μου στριφογύριζαν τα λόγια της κυρίας Δομένικαςτο προηγούμενο βράδυ: «Δεν πρέπει να φοβηθεί ή να δι-στάσει κανένας…» Κάποτε έστρεψα τη ματιά μου επάνωτης· στο φως του μεσημεριού η ελιά στο μάγουλό της είχεπάρει το χρώμα των χειλιών της. Κοιτούσε τον ορίζοντα μεμια αδιόρατη μελαγχολία στο βλέμμα — δε μπορούσες να τοπιστέψεις πως σε λίγη ώρα αυτή η γυναίκα θα κατέβαζε μιασπάθα σ’ έναν ανυπεράσπιστο λαιμό… Τότε, εκεί που κα-θόμουν, με πήρε ο ύπνος· είδα ένα παράξενο όνειρο: Η δα-σκάλα μας χιμούσε σα λυσσασμένο σκυλί σ’ ένα πρόβατοκαι το κατασπάραζε με τα δόντια της, αίματα γέμιζαν τοπρόσωπό της, το λαιμό της, τα χέρια της, κι έπειτα εκείνηπέταξε το απομεινάρι του ζώου κι άρχισε να με πλησιάζειγρυλίζοντας. Ήταν μοναδικά ωραία, φοβόμουν, μα δενήθελα να φύγω· στις κόρες των ματιών της έλαμπε κάτιαπόλυτα σίγουρο, ίσως αυτή η λάμψη να ήταν η μεγάλη

κεφάλαιο 18 159

Page 162: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

αλήθεια… Ξύπνησα απότομα κι άνοιξα τα μάτια· η κυρίαΔομένικα με κοιτούσε χαμογελώντας γλυκύτατα. Δά-γκωσα τη γλώσσα μου για να μη φοβηθώ. Αναζήτησα μετο βλέμμα τον Γιώργο· ο αθεόφοβος κοιμόταν, δεν ξέρω ανέπαιζε θέατρο, αλλά αν έπαιζε το ’παιζε καλά, μέχρι και τηνενστικτώδη κίνηση του κοιμισμένου κατάφερε να κάνειόταν έδιωξε με το χέρι του ένα φυλλαράκι που ο άνεμος κόλ-λησε στο μάγουλό του…

Θα ’χαν περάσει κοντά δυο ώρες που ’μασταν πεσμένοισε κείνη την αλλόκοτη νάρκη, όταν η δασκάλα μας σηκώ-θηκε όρθια και χτύπησε δυνατά τα χέρια της φωνάζοντας:«Αν είναι να κερδηθεί η άνοιξη, η ώρα είναι τώρα…» Πράγ-ματι, ο ήλιος είχε ήδη βουτήξει για να χαθεί στον ορίζοντακι ο ουρανός ήτανε πια μισός μοβ και μισός κόκκινος… Ηκυρία Δομένικα προχώρησε προς τη φλαμουριά· στη ρίζατης είχε αφήσει απ’ το πρωί μια μεγάλη ξύλινη θήκη. Τηνάνοιξε κι έβγαλε μια κυρτή ατσαλένια σπάθα, μακριά έναμέτρο· άραγε από ποιον να την είχε πάρει; Την έπιασε απότην ασημένια λαβή και τη σήκωσε ψηλά· το ατσάλι της λε-πίδας έσκισε τον αέρα… Κοίταξε τον Γιώργο χαμογελώντας·«Αυτή που θα κατεβάσει τη σπάθα είναι έτοιμη…» είπε χα-μηλόφωνα. «Κι αυτός που θα βάλει το λαιμό του παίρνειθέση…» της απάντησε ο Γιώργος με απίστευτη ηρεμία, κιαμέσως γονάτισε στην αρχή του αυλακιού που σκάβαμε όλητη μέρα, εκεί όπου είχαμε βάλει ένα χοντρό κούτσουρο γιανα πέσει πάνω του το ακέφαλο σώμα… «Κι ο ανάποδος άνε-μος, κυρία;» ρώτησε τότε με ανησυχία ο Σώτερ, «σ’ έναλεπτό θα ’χει φυσήξει…» του απάντησε εκείνη ξερά. Κι έτσιόπως ήταν γονατισμένος και σκυμμένος ο Γιώργος, η δα-σκάλα μας κατέβασε σιγά-σιγά την ατσαλένια σπάθα καιμε την κόψη της άγγιξε ανεπαίσθητα το δέρμα του σβέρκουτου· αμέσως πετάχτηκε ανυπόμονο το αίμα του και γέμισετο γιακά απ’ το πουκάμισό του, ενώ εκείνος έμενε ακίνη-τος, κοιτώντας ανέκφραστος το σκαμμένο χώμα μπροστάτου — ίσως και να μην είχε καταλάβει τίποτα. Τότε φύσηξε

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄160

Page 163: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ο άνεμος ανάποδα· μια αλλόκοτη δροσιά τρύπωσε σταστήθη μας κι ένα μούδιασμα ξεκίνησε από εκεί χαμηλά,ανάμεσα απ’ τα σκέλια μας, κι ανέβαινε προς την καρδιά…Η κυρία Δομένικα με μια περίτεχνη κίνηση σήκωσε τησπάθα ψηλά πάνω από το κεφάλι της· τα μάτια της κοιτού-σαν μπροστά κι είχαν γίνει κατάμαυρα, το ίδιο και τα χείλητης: είχαν πάρει το χρώμα της ελιάς της. Ο Γιώργος ήτανγονατισμένος πάνω απ’ το κούτσουρο, ο λαιμός του ήτανστον αέρα και κοιτούσε πάντα μπροστά· στα σίγουρα θαέσφιγγε τα δόντια του, δε μπορεί, μα το έκανε με τόση βε-βαιότητα, που δεν κουνιόνταν μήτε τα βλέφαρά του. Ένααίσθημα θαυμασμού και συγκίνησης φούσκωσε το στήθοςμου εκείνη την ώρα, ο ήλιος βουτούσε στον ορίζοντα κι οαγαπημένος μου φίλος έβαζε το κεφάλι του στον αγώνα γιαμιαν άνοιξη που δε θα μύριζε ποτέ του, κι ούτε μια στιγμήδεν ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του, ακόμη κι όταν φύσηξε οανάποδος άνεμος — α, ήταν αληθινά ωραίος ο Γιώργοςεκείνο το απόγευμα, έτσι όπως είχε δοθεί ολόκληρος στονπαραλογισμό και στη φρίκη της ομορφιάς, λίγες, ελάχιστεςστιγμές πριν η κυρτή σπάθα της κυρίας Δομένικας τουκόψει το λαιμό… Τότε ακούστηκε ο Ζήσης (και δεν ξέρωπόσην ώρα η δασκάλα μας θα περίμενε με τη σπάθα ψηλάμέχρι κάποιος να δει αυτό που ο Ζήσης είδε): «Κυρία, δες,άνθισαν οι μαργαρίτες…»· όλοι κοιτάξαμε τις μαργαρίτεςγύρω μας, είχαν πράγματι ανθίσει, τα λευκά πέταλά τουςρόδιζαν από το κόκκινο φως της δύσης, έλεγες πως κάποιοςέσταξε πάνω τους μια σταγόνα αίμα… Ώστε, λοιπόν, δενυπήρχε πια κανένας λόγος να κατεβάσει η δασκάλα μας τηνκυρτή σπάθα παίρνοντας το κεφάλι του Γιώργου, η άνοιξηείχε έρθει μια στιγμή πριν κερδηθεί, κι εμάς μάς κατέκλυζεένα αλλόκοτο συναίσθημα: χαρά απ’ τη μια που ο φίλος μαςδε θα πέθαινε, κι απ’ την άλλη μια ανεξήγητη, παράλογηθλίψη, σαν ένα ύπουλο ζώο που μας δάγκωνε χαμηλά στηνκοιλιά, καθώς πλέον το ξέραμε πως το αυλάκι μας δε θα γέ-μιζε με το αίμα του, και τα λουλούδια δε θα ανθίζαν με τη

κεφάλαιο 18 161

Page 164: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δική του βεβαιότητα. Κι ενώ κάναμε τέτοιες σκέψεις, εκεί-νος, γονατισμένος όπως ήταν, γύρισε το κεφάλι του προςτην κυρία Δομένικα, που είχε πάντα το σπαθί ψηλά, «ούτενα σου περάσει απ’ το μυαλό…» της είπε με φωνή σα σφύ-ριγμα φιδιού, «εγώ κι εσύ ξέρουμε για τι γίνεται αυτός οαγώνας…»· και, καθώς η δασκάλα μας παρέμενε ανέκφρα-στη, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: «Στο κάτω-κάτω, πρό-κειται για τη δική μου άνοιξη…» Στα χείλη εκείνηςδιαγράφηκε ένα αδιόρατο αινιγματικό χαμόγελο, τουλάχι-στον έτσι μού φάνηκε, δεν ξέρω αν είδα καλά. Έπειτα όλαέγιναν μέσα σε μια στιγμή: η κυρία Δομένικα με μια αστρα-πιαία κίνηση κατέβασε την κυρτή σπάθα· μ’ ένα φριχτό ήχοτο ατσάλι έσκισε στα δυο τον ανάποδο άνεμο και χωρίς νατο θέλουμε τα μάτια μας έκλεισαν. Όταν τ’ ανοίξαμε, οΓιώργος κοιτούσε πάντα μπροστά· το κεφάλι του εξακο-λουθούσε να ’ναι στη θέση του και η λεπίδα της κυρτής σπά-θας ήταν σφηνωμένη βαθιά στο χοντρό κούτσουρο κάτω απ’το λαιμό του. Η δασκάλα μας κοιτούσε πέρα μακριά τονολοκόκκινο ορίζοντα και χαμογελούσε μελαγχολικά· είχεκατεβάσει την κυρτή σπάθα τόσο γρήγορα, όσο μόνο οι δαί-μονες μπορούσαν, τόσο που η κόψη της έγινε χίλιες φορέςπιο ψιλή από μια τρίχα, πιο ψιλή κι απ’ τα μαλλιά των αγ-γέλων, πιο ψιλή απ’ τις ακτίνες του Θλιμμένου Άστρου, κιέτσι πέρασε μέσα απ’ το λαιμό του Γιώργου χωρίς να τονκόψει, χωρίς καν να ματώσει το δέρμα του, όπως είχε γίνειπριν από λίγο στο ανεπαίσθητο άγγιγμα του ατσαλιού. Οφίλος μας σηκώθηκε με αργές κινήσεις (χρόνια αργότεραστον Άσπρο Βράχο μάς είπε πως το μόνο που κατάλαβεόταν έπεσε η σπάθα ήταν μια παράξενη δροσιά, όπως καιστην ιστορία του Τζακ), τα μάτια του ήταν σκοτεινιασμένακι απλανή, καθώς το είχε καταλάβει πια πως η άνοιξη προ-χωρεί όπως θέλει εκείνη ερήμην όλων μας. Με μια κίνησηξεσφήνωσε την κυρτή σπάθα απ’ το κούτσουρο και χωρίςνα πει τίποτε την έδωσε στην κυρία Δομένικα. Εκείνη τονκοίταξε νικημένη — το σχέδιό της να μας μάθει τι θα πει

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄162

Page 165: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

αγώνας ήταν τόσο τέλειο, που την παγίδευσε. Και την τε-λευταία στιγμή, όταν ο Γιώργος επέμεινε, ήταν αναγκα-σμένη να το τραβήξει περισσότερο απ’ όσο το ’χε σκοπό, καιτώρα έπρεπε να το παραδεχτεί: «Κανένας δε μπορεί να κερ-δίσει την άνοιξη, να την κάνει δική του… Ένας τέτοιος αγώ-νας είναι πάντοτε χαμένος…» είπε με σταθερή φωνήπαίρνοντας την κυρτή σπάθα στα χέρια της. Κι έτσι όπωςγονάτισε για να τη βάλει στη θήκη της, το ηλιοβασίλεμαέστειλε το στερνό του βέλος βάφοντάς τα όλα κόκκινα: ταμαλλιά της που πέφταν στο πρόσωπό της, το δέρμα των χε-ριών της, την ατσαλένια λεπίδα, ακόμα και τα πέταλα τωνανθισμένων λουλουδιών γύρω της. Τότε άκουσα πίσω μουτον Αγιούτο να ψιθυρίζει: «…ας είναι χαμένος… αρκεί νακοκκινίσει ο ορίζοντας για μια στιγμή…»

κεφάλαιο 18 163

Page 166: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 167: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

19.

Τα δάχτυλα της κυρίας Δομένικας

Εκείνη η άνοιξη του χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξικαθυστέρησε τον ερχομό της· αφότου ήρθε όμως, οργίασεμέσα σε δυο-τρεις μέρες, λες κι ήθελε να καλύψει το χαμένοέδαφος. Κάθε πρωί ο ήλιος ανέτελλε ανυπόφορα εκτυφλω-τικός, κι απ’ τις φαρμακερές ακτίνες του όλα τα λουλούδιατης αλάνας άνθισαν έξαλλα, τόσο που η γειτονιά μας γέμισεμε τις πιο μεθυστικές και συνάμα τις πιο αλλόκοτες μυρω-διές. Το μεσημέρι της τρίτης μέρας από τον ερχομό τηςάνοιξης, ήρθαν όλα μαζί τα χελιδόνια, ατέλειωτα σμήνη πουμαύριζαν τον ουρανό, και τα βράδια στο νταμάρι απέναντιαπ’ το σπίτι της Φρόσως ο άνεμος έφερνε μια παράξενηγύρη από λουλούδια μυστικών κήπων, που κολλούσε σταχείλη κι είχε τη γεύση της ζάχαρης, κελαηδίσματα, ιαχέςκαι παράξενες μουσικές που λώλαιναν το νου. Την πρωτο-μαγιά (ήταν Μεγάλη Πέμπτη, καθώς το Πάσχα είχε τρα-βήξει στον Μάιο εκείνη τη χρονιά) οι δυο πλευρές του ΜικρούΡέματος κοκκίνισαν από τις παπαρούνες· θυμάμαι την επο-μένη είχαμε σκεπάσει τον επιτάφιο μόνο με παπαρούνες —ο καθένας μας είχε μαζέψει από μια αγκαλιά, κι όταν τονγυρίσαμε στην εκκλησία, είχανε μείνει οι μίσχοι μονάχα,τα πέταλα είχαν χαθεί… Και μαζί με τη φύση χαίρονταν τοανοιξιάτικο ξέσπασμα και οι άνθρωποι· ήταν οι μέρες που

[165]

Page 168: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

έγιναν τα πιο έξαλλα αγκαλιάσματα των γυναικών από τουςάντρες τους, κι ας ήταν νηστεία, κι απ’ τα ανοιχτά παρά-θυρα ο Τζίμης συνεχώς μετρούσε αναστεναγμούς και βο-γκητά… Εκείνες τις μέρες έκανε άλλωστε κι ο Ταρνανάςτην ύστατη προσπάθεια να κατακτήσει ξανά τη μαντμαζέλΠαλούκα· για χρόνια συζητιόταν στη γειτονιά τα όσα συνέ-βησαν το βράδυ της Ανάστασης του εβδομήντα έξι, άλλοτεμε διάθεση ιλαρή κι άλλοτε επειδή μερικοί αναζητούσαν τασημάδια του δαίμονα: αμέσως μετά το καθυστερημένο,όπως πάντα, Χριστός Ανέστη του παπα-Λεπ Ταιρ, άρχισανόλοι να τσουγκρίζουν τα κόκκινα αυγά τους και με έκπληξηδιαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε ούτε ένα που να ’ταν βρασμένο·έτσι, τα χέρια και τα ρούχα όλων μας γέμισαν με κίτριναγλοιώδη κροκάδια. Βέβαια, όλα τα είχαμε καταστρώσειεμείς, προκειμένου να δεχτεί η μαντμαζέλ τον έρμο τονΤζακ στο κρεβάτι της εκείνη τη νύχτα της Ανάστασης,καθώς το ’χε πει πως θα πλαγιάσει μ’ αυτόν που θα σπάσειτο αυγό της· κι όλα πήγαιναν καλά στο σχέδιό μας, η κυρίαΔομένικα μας έστειλε στη γρια-Αλεξάνδρα, κι εκείνη, μεαντάλλαγμα ένα επίχρυσο σκουλαρίκι, μας έδωσε το βότανοπου θα ’κανε τα αυγά να μη σφίξουν στο βράσιμο της Με-γάλης Πέμπτης, κι εμείς το καταφέραμε να το ρίξουμε σ’όλες τις κατσαρόλες των γυναικών που έβραζαν αυγά, καιστην κατσαρόλα της Παλούκας φυσικά. Όλα πήγαιναν καλάλοιπόν, ώς τη στιγμή που ο Τζακ αποφάσισε να δράσει απόμόνος του, κι άλλαξε στα κρυφά το αυγό που ’χε μισοβρά-σει στο μπρίκι του με το αυγό εκείνης, κι έτσι το βράδυ τηςΑνάστασης, μόλο που παραφύλαγε πλάι της και τσούγκρισεπρώτος μαζί της, το αυγό του έγινε θρύψαλα και του ’μεινεο ωμός κρόκος στο χέρι. Κι έτσι, τους νίκησε όλους η μα-ντμαζέλ Παλούκα και κοιμήθηκε μόνη της, κι ας ήταν ηβραδιά ιδανική για παράφορους έρωτες, όπως άλλωστε όλατα βράδια εκείνου του Μαΐου. Ίσως γι’ αυτό η δασκάλα μαςερχόταν τα πρωινά στο μάθημα με μαύρα μάτια και μαςδιάβαζε παράξενες ιστορίες για λυσσασμένες γυναίκες που

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄166

Page 169: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ποθούσαν τρελά τους πιο φριχτούς δολοφόνους και που έκα-ναν τη φαντασία μας να οργιάζει. Ένα τέτοιο μεθυστικόβράδυ στα τέλη του Μαΐου πήγαμε για πρώτη φορά με τονπαπα-Λεπ Ταιρ δίπλα στον κήπο της κυρίας Πανδώρας,εκεί που φώλιαζαν όλα τα τέρατα του κακού, και της κά-ναμε καντάδα. Την πρώτη Ιουνίου ο Πέτρος έδωσε στοδάσος το τρίτο του αγιούτο στον Νίφου, στον μαύρο Αφρι-κανό απ’ το ιταλικό τσίρκο, που οι Τσιγγάνοι της χαράδραςτον είχαν κάνει βασιλιά τους και τον λογαριάζαν για δαί-μονα…

Η δεύτερη Τετάρτη του Ιουνίου ήταν η τελευταία μέρατου σχολείου για κείνη τη χρονιά. Ξεκινήσαμε το πρωί γιανα πάμε στο σχολείο μ’ ένα ανάμεικτο συναίσθημα· επιτέ-λους είχε έρθει το πολυπόθητο καλοκαίρι και για μας, ο και-ρός των καρπών της λήθης και της απόλυτης ευδαιμονίας·μα τώρα που είχε φτάσει δε μας χαροποιούσε τόσο, όσοόταν το περιμέναμε, μπορώ να πω πως μάλλον μάς κύκλωνεένας ακαθόριστος φόβος, ίσως γιατί τις παιδικές ψυχές μαςτις διαπερνούσε υποσυνείδητα η υποψία αυτού που χρόνιααργότερα θα μας έλεγε ένα βράδυ ο κάτωχρος Μαξιμιλια-νός: «Η ωραιότερη αύρα του καλοκαιριού μας θα είναι ηαπαλή ανάσα του θηρίου μια στιγμή πριν μας κατασπαρά-ξει…» Ήμασταν κάπως μουδιασμένοι λοιπόν εκείνο τοπρωινό, μπήκαμε στην τάξη με σκυφτό το κεφάλι, καθί-σαμε στις καρέκλες μας, κάναμε τη σιωπηλή προσευχή μας·από την έδρα η κυρία Δομένικα μας κοίταζε χαμογελώνταςμελαγχολικά. Κάποτε μπήκε στην τάξη, τάχαμου φουριό-ζος, ο Κερατένιος, έχοντας φορέσει στο πρόσωπό του έναγλοιώδες χαμόγελο (από τη μέρα που ’χε πάει να βάλει τονΜανόλη να πει με το στανιό την προσευχή, δεν είχε ξανάρ-θει μες στην τάξη — προφανώς είχε φοβηθεί τόσο την κυρίαΔομένικα, που την απέφευγε συστηματικά). Μπήκε λοιπόνστην τάξη, αποφασισμένος να τελειώσει όσο γίνεται πιογρήγορα, μη τυχόν και του ρίξει τη φοβερή ματιά της ηδασκάλα μας και τον αφήσει στον τόπο, άνοιξε το χαρτο-

κεφάλαιο 19 167

Page 170: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φύλακά του και μας μοίρασε βιαστικά τα ενδεικτικά μας·στον καθένα μας έλεγε κι από ένα «εύγε», γουρλώνοντας ταμάτια του σα χαζός — είχαμε πάρει όλοι μας τον ίδιοβαθμό, ακόμη κι ο Κούλης, δέκα άριστα, μα ούτε που μαςένοιαζε διόλου. Κι έπειτα, πισωπατώντας προς την πόρτα,είπε κάτι ακαταλαβίστικα λόγια, κάτι σαν κήρυγμα, μαςευχήθηκε καλό καλοκαίρι και τσακίστηκε να φύγει. Εκείνημ́́ας μίλησε τρία λεπτά αργότερα: «Το σχολείο τέλειωσε γιαφέτος· θα ξαναρχίσουμε με τις πρώτες βροχές…» είπε με τηγλυκύτατη φωνή της και μ’ έναν ανεπαίσθητα πιο σκληρότόνο συνέχισε: «Στη ζωή όλα τελειώνουν· απ’ όσα βλέπετεγύρω σας και ζείτε κάθε μέρα τίποτε δε θα κρατήσει γιαπάντα… Μόνο ο φόβος δεν τελειώνει ποτέ…» Τότε μίλησεο Σώτερ και ρώτησε —σύμπτωση άραγε;— το ίδιο που’θελα να ρωτήσω κι εγώ: «Κι η αγάπη, κυρία;»· η κυρία Δο-μένικα έμεινε για μια στιγμή σκεφτική κι έπειτα είπε: «Τοσχολείο τέλειωσε· αν θέλετε, πάμε στις μαργαρίτες…»

«Αγάπη που δεν τελειώνει ποτέ δεν είναι αγάπη…»είπε με σταθερή φωνή μόλις καθίσαμε γύρω της οκλαδόν,εκεί, γύρω από τις μαργαρίτες, κάτω από το φαλακρόύψωμα, όπου η φλαμουριά μας είχε πετάξει τα πρώτα τηςφύλλα. Ο ήλιος ήδη έκαιγε για τα καλά· «η αγάπη που δεντελειώνει ποτέ είναι φόβος…» συνέχισε η δασκάλα μας ξε-φυσώντας, «μόνο ο φόβος είναι αιώνιος και βγαίνει πάντοτενικητής…» «Δηλαδή όλα τα υπόλοιπα τελειώνουν;» επέ-μενε ο Σώτερ· εκείνη τον κοίταξε για μια στιγμή χαμογε-λώντας κι έπειτα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Μα,κυρία, τότε τελειώνει κι η ομορφιά…» διαμαρτυρήθηκε οΜανόλης· η κυρία Δομένικα έβαλε τότε τα γέλια «μα φυ-σικά και τελειώνει, αυτό δα έλειπε… άμα δεν τέλειωνε, δεθα ’ταν ομορφιά…», «…θα ήταν φόβος…» συμπλήρωσε οΌττος. Εκείνη τον κοίταξε με θαυμασμό, «μπράβο, Όττο»αναφώνησε ενθουσιασμένη, «αυτό ακριβώς θα ήταν:φόβος…» Έγινε τότε σιωπή· η κυρία Δομένικα μας γύρισεμε το βλέμμα της: ήμασταν όλοι μάλλον δυσαρεστημένοι

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄168

Page 171: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

με την εξέλιξη της κουβέντας. Τότε μίλησα εγώ: «…δη-λαδή, κυρία, τίποτε από εμάς δε θα μείνει για πάντα;»· ηδασκάλα μας πήρε βαθιά ανάσα πριν απαντήσει: «Σας νοιά-ζει, λοιπόν, και σας αυτό το “για πάντα”… Κι όμως, ό,τιείναι ωραίο στη ζωή είναι επειδή δεν ανήκει σ’ αυτό το“πάντα”… γιά σκεφτείτε το, οι χαρές της σάρκας, η άνοιξη,η ομορφιά, ο αγώνας, τα όνειρα, ακόμα κι η ίδια η ζωή μας,η δική μου και η δική σας, όλα αυτά γιατί άραγε αξίζουν,γιατί τα κυνηγάμε και παραδινόμαστε σ’ αυτά σα μαγεμέ-νοι;» Άφησε να περάσει μισό λεπτό για να συνεχίσει· όλοικρεμόμασταν από τα χείλη της: «…αξίζουν γιατί ξέρουμεπως κάποτε θα τελειώσουν, αξίζουν γιατί κάπου βαθιά μέσαμας το νιώθουμε πως ποτέ δε θα τα κερδίσουμε οριστικά,πως είναι περαστικά, εφήμερα, μάταια, πως γεννιούνταιγια να γίνουν στάχτη και να σκορπίσουν στους ανέμους· κιόμως, αυτά περιμένουμε μέρα και νύχτα, γι’ αυτά πολε-μούμε και σκοτώνουμε ξεχειλίζοντας τα ποτάμια με αίμα,διαμελίζοντας σώματα, βγάζοντας μάτια, κόβοντας γλώσ-σες, τρώγοντας καρδιές… όλα γίνονται για μια υπέροχη μα-ταιότητα, για τίποτε άλλο…» Τα μάγουλα της δασκάλαςμας είχαν αναψοκοκκινίσει· τα μάτια της είχαν σκουρύνει,ήταν πολύ όμορφη στο φως του πρωινού ήλιου, καθώς μαςμιλούσε για τη ματαιότητα: «…όμοια με τα υπόλοιπα χά-νεται κι η αγάπη, ακόμη κι η πιο δυνατή κι η πιο παράφορη·είναι μια φωτιά που καίει την ψυχή, το νου, τη σάρκα, τονκόσμο ολόκληρο… Καίγονται μόνο όσοι το θέλησαν πολύ,λιώνουν οι σάρκες και τσιτσιρίζουν οι ψυχές· κι έπειτα ηφωτιά σβήνει… Όσο για την αιωνιότητα, αυτήν βγάλτε τηναπ’ το μυαλό σας και μην προσπαθείτε να την κατακτήσετε·η αιωνιότητα ανήκει μόνο στον θάνατο κι είναι γεμάτη μεστάχτες χαμένων αγώνων, παράφορων ερώτων, παράλο-γων ανοίξεων και ακραίας αγάπης, η αιωνιότητα είναι γε-μάτη με στάχτες και φόβο· για να την κυνηγήσεις, πρέπεινα είσαι πλασμένος από αυτά τα δυο κι όχι από ψυχή καισάρκα…» Κι αυτή την τελευταία πρόταση η δασκάλα μας

κεφάλαιο 19 169

Page 172: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

την είπε κάπως ξεψυχισμένα και μάλλον πρέπει να της ξέ-φυγε, γιατί αμέσως μετά έβαλε την παλάμη της στο στόμα,θαρρείς και προσπαθούσε έτσι να σταματήσει τη γλώσσατης από το να πει κι άλλα που ίσως δεν έπρεπε να ακού-σουμε· ποιος ξέρει, ίσως να ’χαν σχέση με το παράξενο μυ-στικό της… Ο ήλιος έλαμπε τόσο πολύ, που τα χρώματαγύρω μας είχανε ξεθωριάσει· το καλοκαίρι είχε έρθει λοι-πόν κι οι έρωτές μας θα ήταν για πάντα μάταιοι… Τότε ηκυρία Δομένικα ψιθύρισε: «Ελάτε κοντά μου…» Μιαύπουλη ανατριχίλα διαπέρασε το σώμα μου· σηκωθήκαμεκαι γονατίσαμε μπροστά της φτιάχνοντας ένα ημικύκλιο·τα πρόσωπά μας απείχαν από το πρόσωπό της λίγα εκατο-στά. Εκείνη χαμογέλασε παράξενα και κατόπιν σήκωσε τοδεξί της χέρι κι έκανε μια κυκλική κίνηση, αγγίζοντας γιαμια στιγμή το αριστερό μάγουλο του καθενός μας· ένιωσαέναν οξύ πόνο στο δέρμα, λες κι είχε ξυράφι στην άκρη τωνδαχτύλων της, μα αμέσως μετά φύσηξε ηδονικά ένα απαλόαεράκι γεμάτο ευωδιές που με γέμισε αγαλλίαση. Ο Γιώρ-γος ήταν ο τελευταίος του ημικύκλιου· την ώρα που το χέριεκείνης έφτασε ν’ αγγίξει και το δικό του μάγουλο, τοέπιασε δυνατά απ’ τον καρπό με τη δεξιά παλάμη του στα-ματώντας το… Η δασκάλα μας τον κοίταξε απορημένη.Έμειναν έτσι ακίνητοι για αρκετή ώρα· κανείς τους δενανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του. Όταν ο φίλος μας μίλησε, ηφωνή του έμοιαζε με τα παραληρήματα του κοιμισμένουΤζακ: «Εγώ είμαι πλασμένος από στάχτες και φόβο και θασ’ αγαπώ για πάντα…» της είπε κι έπειτα σηκώθηκε κιέφυγε με σταθερό βήμα.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄170

Page 173: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

20.

Η τυφλόμυγα

Το καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι ήταντο πρώτο μου στη γειτονιά με το κοκκινόχωμα, και, σύμ-φωνα με τα λεγόμενα της μαντμαζέλ Παλούκας, η γειτονιάμας ήταν το μοναδικό σημείο του κόσμου όπου ο ήλιοςέκαιγε στην απόλυτο κατακόρυφο, και δεν άργησαν τα ίδιατα φαινόμενα να την επιβεβαιώσουν, καθώς δεν υπήρξεμέρα που να μην ακούσαμε κάποια μαύρη πέτρα να σκάζειμε κρότο, απελευθερώνοντας την ψυχή της, ή να μην είδαμεένα μελαγχολικό ρόδο με ξεθωριασμένα τα κόκκινα πέταλάτου. Τις νύχτες πάλι, ενώ παραφύλαγα κρυμμένος στηνπέτρα έξω από το σπίτι της κυρίας Πανδώρας, άκουγα αό-ρατες λυτρωτικές ρομβίες κι έβλεπα ίσκιους με μελόντικες(άραγε φαντάσματα πεθαμένων;) να παίζουν την υπέροχημουσική ενός τραγουδιού του οποίου δεν ήξερα τα λόγια.Έτσι κύλησαν για μένα εκείνοι οι τρεις μήνες των διακο-πών μέχρι να ξαναρχίσει το σχολείο, με την αναμονή να μουτρώει την ψυχή, την αναμονή της ανάσας ενός αγγέλου πουθ’ άναβε τη φλόγα ενός κεριού, την αναμονή των ανθρώπων-τράγων που θα χόρευαν επιτέλους το χορό της Ελευθερίας,κι ακόμη, με την αναμονή ενός μηνύματος μέσα στη νύχτα,ενός μηνύματος εκείνης της μάγισσας που τον Μάρτη μού’χε στείλει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με το σκύλο της. Όσο

[171]

Page 174: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

για την κυρία Δομένικα, μετά το τέλος του σχολείου τη χά-σαμε μόνο για δέκα μέρες κι ύστερα άρχισε να έρχεται καινα μας βρίσκει, πρώτα μία φορά την εβδομάδα, έπειτα δύο,κι έπειτα μέρα παρά μέρα, προς το τέλος του καλοκαιριούμάλιστα ήταν σχεδόν καθημερινή στα μέρη όπου μαζευό-μασταν· ερχόταν στα Βαρέλια και στην αλάνα και στο ντα-μάρι απέναντι από το σπίτι της Φρόσως κι έπαιζε μαζί μαςμήλα και κρυφτό και κυνηγητό κι όταν κουραζόμασταν σιμαριό. Ριχνόταν στο παιχνίδι με πρωτόφαντο πάθος καικέφι, πολλές φορές χωρίς να πει ούτε καν μια καλημέρα,έτρεχε δυο φορές πιο πολύ από μας, ίδρωνε και λαχάνιαζεκαι γελούσε τρελά κάθε φορά που έπιανε ένα μήλο, ορμούσεαπ’ την κρυψώνα της σαν αίλουρος για να τα φτύσει στοκρυφτό κι έφευγε πάντοτε την ώρα που κοκκίνιζε ο ήλιος…Πρέπει να έβρισκε μεγάλη χαρά σε κείνα τα παράφορα παι-χνίδια μας, θαρρείς κι όταν κυνηγιόμασταν ή της πετού-σαμε τα μήλα δεν έστρεχαν οι όροι του σκοτεινού μυστικούτης, και τα σπουργίτια του διαβόλου που ράμφιζαν τησάρκα της δε μπορούσαν να την πειράξουν την ώρα εκείνη·ναι, σε κείνα τα κυνηγητά, στα κρυφτά και στα μήλα, τομυστικό της δεν είχε εξουσία. Εκείνο το καλοκαίρι δυοφορές μονάχα είδαμε αυτή τη σκιά της παλιάς κρυφήςαμαρτίας να σημαδεύει το πρόσωπό της…

Η πρώτη ήταν μια μέρα στα τέλη του Ιουλίου. Εκείνοτο πρωινό η κυρία Δομένικα μας βρήκε στα Βαρέλια ξα-πλωμένους καταγής, σχεδόν σε κατάσταση νάρκης, αλη-θινά ζαβλακωμένους από ένα φριχτό καύσωνα — ήταναναμφισβήτητα η πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού. «Τι πά-θατε, σας βάρεσε ο ήλιος κατακούτελα;» μας ρώτησε η δα-σκάλα μας μόλις μας είδε· ο Τζίμης ήταν αυτός που τηςαπάντησε με ραθυμία: «…έχει τόσο πολύ ήλιο, που δενυπάλχει τίποτε για να χάσεις, κυλία…» Εκείνη χαμογέ-λασε αινιγματικά: «Πάντοτε υπάρχει κάτι για να χάσεις».Τότε μίλησα κι εγώ, ένιωθα πως οι ακτίνες του ήλιου σού-βλιζαν αδυσώπητες την ψυχή και το νου μου: «…δεν υπάρ-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄172

Page 175: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

χει λοιπόν κάποιο σκοτεινό παιχνίδι, κυρία, να γλιτώσουμεεπιτέλους από το απαίσιο τούτο φως;» Έμεινε να με κοιτάσκεφτική για αρκετά λεπτά· έπειτα έκανε μεταβολή κιέφυγε με μηχανικό βήμα χωρίς να πει κουβέντα.

Ήρθε ξανά κοντά στο καταμεσήμερο, έσφιγγε κάτιμαύρο στο δεξί της χέρι και χαμογελούσε· «ποιος είναιαυτός που θέλει να γλιτώσει από το απαίσιο φως;» Σή-κωσα διστακτικά το χέρι μου· τα μάτια μου ήταν σχεδόνκλειστά, μόλις που είδα τη σιλουέτα της να πλησιάζει σαμαύρο σκιάχτρο λουσμένο στο φως. Ένιωσα τα χέρια τηςνα μου χαϊδεύουν τα μαλλιά κι έπειτα τ’ ακροδάχτυλά της ν’αγγίζουν τα βλέφαρά μου. Όλα ήταν εν αναμονή· κάποτεαισθάνθηκα μια αναζωογονητική αύρα να γεμίζει τα πνευ-μόνια μου κι αμέσως μετά τα πάντα έγιναν μαύρο σκοτάδι.Πέρασαν ένα-δυο λεπτά μέχρι να φέρω τα χέρια μου στοπρόσωπό μου και να ψαύσω το μεταξένιο ύφασμα της κορ-δέλας με το οποίο η κυρία Δομένικα μου είχε δέσει τα μάτια.Ο κόσμος γύρω μου ήταν πια ήχοι, φωνές, βήματα πάνωστη σκόνη, ανάσες, λαχανιάσματα. Κάποτε ένιωσα ένα άγ-γιγμα στα μάγουλά μου που με ηλέκτρισε αλλόκοτα, ήτανσα να με άγγιζαν με ρώγες τρεμάμενου σταφυλιού —μαπού βρέθηκε σταφύλι στα τέλη Ιουλίου—, η φωνή της δα-σκάλας μου ήχησε σαν άγριος καταρράχτης: «Κράτα ταόνειρά σου, τυφλόμυγα…» Ασυναίσθητα θέλησα να περ-πατήσω, άπλωσα τα χέρια μου μπροστά, «πρέπει να μαςπιάσεις…» ακούστηκε και πάλι η φωνή της, «…κι όποιονπιάσεις πρέπει να τον αναγνωρίσεις…» Εκείνο το μεση-μέρι κατάλαβα για πρώτη μου φορά τι θα πει να ονειρεύε-σαι με σφαλισμένα μάτια και τα όνειρά σου να μη μπορούννα διαφύγουν ανάμεσα απ’ τα βλέφαρα· τότε τα όνειρα γί-νονται μανιασμένα ζώα που κατασπαράζουν τις ίδιες τουςτις σάρκες και ρημάζουν την ψυχή· κι όμως, αυτά τα αφη-νιασμένα όνειρα ηλέκτρισαν ανεπανάληπτα ηδονικά το είναιμου — μια άγρια σεληνιασμένη αθωότητα με πλημμύρισε…Ένιωθα τον εαυτό μου να προχωρά δίχως κατεύθυνση, κι

κεφάλαιο 20 173

Page 176: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

όμως δε φοβόμουν, ο μόνος μου προσανατολισμός ήταν έναπαράξενο ένστικτο, να γίνω ένα με τους άλλους μέσα απότο σκοτάδι, να τους πιάσω και να τους πασπατέψω εκείόπου ποτέ δεν τολμούσα, να τους ζουλήξω τα μπράτσα καινα τα μελανιάσω, να τους πάρω μαζί μου στην απαγορευ-μένη ζώνη όπου η άγνοια είναι ελευθερία. «Κι αν δε μας πιά-σεις, θα μείνεις για πάντα τυφλόμυγα…» ακούστηκε ηφωνή εκείνης κι έπειτα και πάλι το κροταλιστό γέλιο της·αμέτρητα δάχτυλα χαϊδεύαν τα μάγουλά μου, κάποιος μά-λιστα με φίλησε —έτσι μού φάνηκε τουλάχιστον—, κι εγώπαρέπαια, σκόνταψα κι έπεσα τρεις ή τέσσερις φορές, μαήμουν πραγματικά ευτυχισμένος, με τα όνειρά μου ανεξέ-λεγκτα στη φυλακή τους, θήραμα και μαζί κυνηγός… Κά-ποτε χούφτιασα με την παλάμη μου κάποιο χέρι απ’ τονκαρπό· την επόμενη στιγμή βρέθηκα αγκαλιασμένος μ’ ένααδύνατο σώμα — είχα πιάσει κάποιον λοιπόν κι έπρεπε νατον αναγνωρίσω. Εκείνος βέβαια δε μιλούσε, μόνο άκουγατην ανάσα του… Μα έτσι όπως κόλλησα το στέρνο μου στοδικό του, ένιωσα το χτύπο της καρδιάς του: χτυπούσε σανένα αδύναμο μοτεράκι, σαν την καρδιά του πληγωμένου πε-ριστεριού του Πέπα· μόνο ένας απ’ τους φίλους μου έτρεμετόσο πολύ, «μη φοβάσαι, Κούλη, είναι ωραίο αυτό το σκο-τάδι…» του είπα. «Είναι ωραίο, μα τώρα πια θα το χά-σεις…» άκουσα τη φωνή εκείνης στο αυτί μου και τηνεπόμενη στιγμή η μαύρη κορδέλα λύθηκε χωρίς να κατα-λάβω το πώς και το φαρμακερό φως γέμισε τα μάτια μου·ήταν σα να με τρυπούσαν χίλιες βελόνες. Έπεσα κάτω κιέτριβα τα μάτια μου για αρκετή ώρα· όταν μπόρεσα να ξα-ναδώ, ο Κούλης ήταν αυτός που περπατούσε στη ζώνη τηςαλλόκοτης ελευθερίας και γύρω του όλοι οι υπόλοιποι να τονακολουθούν σαν ένα μεθυσμένο σμάρι… Κι όταν κάποτε οφοβισμένος φίλος μας αγκάλιασε τον Τζίμη ουρλιάζονταςθριαμβευτικά «Τζίμη, σ’ έπιασα…» —δεν το κατάλαβε οέρμος ότι ο Τζίμης στάθηκε εξεπίτηδες μπροστά του γιανα τον πιάσει—, ο Όττος τού ’βγαλε την κορδέλα με τον ίδιο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄174

Page 177: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τρόπο που εκείνη την είχε βγάλει από μένα πριν από λίγοκι άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της για να της τηδώσει· η κυρία Δομένικα δεν την πήρε, «δέσ’ την εσύ, Όττο,στα μάτια του Τζίμη…» του είπε γελώντας και, καθώς οΌττος την κοίταξε αμήχανα, σα να τη ρωτούσε «πώς;»,εκείνη τον επέπληξε τάχα αυστηρά: «Έπρεπε να το ’χες δειαπό πριν και να μην είχες το μυαλό σου σε ξανθές πλεξού-δες· πρώτα τη φτύνεις, μετά τη φυσάς κι έπειτα την περνάςτρεις φορές μπροστά απ’ τα μάτια, κρατώντας με το δεξίχέρι την αριστερή άκρη της κορδέλας και την άλλη με τοαριστερό· ή θα τα καταφέρεις ή θα δέσεις τα χέρια σουκόμπο. Όμως μονάχα έτσι κρατιούνται τα όνειρα της τυ-φλόμυγας…» Ο Όττος τότε την κοίταξε για μια στιγμή,σίγουρα πικαρισμένος με την κουβέντα της για τις ξανθέςπλεξούδες, έπειτα πήρε βαθιά ανάσα και, ω του θαύματος,με αφάνταστη δεξιοτεχνία έδεσε μονομιάς την κορδέλαγύρω από τα μάτια του Τζίμη, «αυτό είναι…» φώναξε εν-θουσιασμένη η δασκάλα μας, «…ο καθένας ξέρει τον τρόποαν το πιστεύει…» Κι ο Τζίμης έπιασε τον Κώστα, κι ο Κώ-στας τον Βέλια, κι ο Βέλιας τον Σίμη, κι ο Σίμης τον Μανόληκι όλοι, ο ένας μετά τον άλλο, δέναμε τη μαύρη κορδέλα σταμάτια του πιασμένου κι όλοι το καταφέρναμε, λες και ταχέρια μας οδηγούνταν όχι από μας αλλά από κάποιον άλλον— ο Αγιούτος μάλιστα την έδεσε μόνος στα μάτια του μεεντυπωσιακή επιδεξιότητα και άνεση. Κάποτε ο Σώτερέπιασε τον Γιώργο, κι ήμουν εγώ μάλιστα που έλυσα τηνκορδέλα από τα μάτια τού ενός και την έδεσα στα μάτια τουάλλου. Ο Γιώργος δεν άρχισε να παραπατά, όπως κάναμεόλοι οι υπόλοιποι· αδιαφόρησε πλήρως για τα χάδια μας σταμάγουλα και στο σβέρκο του και τα γαργαλητά στα πλευράτου και για κάμποσο έμεινε εντελώς ακίνητος… Έπειτα,χωρίς την παραμικρή σύσπαση των χειλιών του, προχώ-ρησε με απόλυτη σιγουριά, παρότι τα μάτια του ήταν δε-μένα —βλέπεις, αυτός δεν καταλάβαινε από τα φυλακισμέναόνειρα της τυφλόμυγας, αυτός ήταν πλασμένος από στάχτη

κεφάλαιο 20 175

Page 178: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

και φόβο—, προχώρησε, λοιπόν, με απόλυτη σιγουριά κιέφτασε μπροστά στη δασκάλα μας, που σαν τον είδε να ’ρχε-ται έπαψε να γελά και κύρτωσε περήφανα τον κορμό τηςμια ιδέα προς τα πίσω. Κι όταν βρέθηκε μπροστά της, στομισό μέτρο, τότε, παραβαίνοντας τους κανόνες του παιχνι-διού, έλυσε τη μαύρη κορδέλα χωρίς να αποδείξει πως τηναναγνώρισε φωνάζοντας το όνομά της, χωρίς καν να τηνπιάσει ή έστω να την αγγίξει… Αμέσως μετά, μόλο πουείναι αδύνατο τα μάτια του ανθρώπου να δουν κατευθείαναπό το σκοτάδι στο φως, το βλέμμα του Γιώργου στυλώ-θηκε στο δικό της, ίδιο με βλέμμα γερακιού, και τα βλέ-φαρά του δεν τρεμόπαιξαν ούτε μισή φορά. Την κοίταξεκατάματα λοιπόν και της έδωσε το μαύρο μακρόστενο ύφα-σμα λέγοντάς της με άχρωμη φωνή «η σειρά σου, κυρία…»

Δεν ξέρω γιατί όταν μας έφερνε η δασκάλα μας τημαύρη κορδέλα στα Βαρέλια δεν είχε υπολογίσει κι αυτό τοενδεχόμενο —δεν ήταν δα κι απίθανο πάνω στο παιχνίδι ναβρεθεί κι αυτή πιασμένη απ’ την τυφλόμυγα—, ποιος ξέρει,ίσως να νόμιζε πως θα μπορούσε να ξεφεύγει εύκολα, καθώςήταν μεγαλύτερη και πιο γρήγορη, ίσως πάλι να πίστευεπως τα όνειρα της τυφλής μύγας δεν ήταν δυνατόν να οδη-γήσουν σε κείνη, καθώς ήταν κυκλωμένη από δυνάμεις ανώ-τερες που δε θα επέτρεπαν σε καμιά τυφλόμυγα να τηνπιάσει, η ουσία πάντως είναι πως, όταν ο Γιώργος τήςέδωσε τη μαύρη κορδέλα λέγοντάς της «η σειρά σου,κυρία…», για πρώτη φορά εκείνο το καλοκαίρι των παρά-φορων παιχνιδιών σχηματίστηκαν στο πρόσωπό της οιμαύρες κάθετες ρυτίδες που χαράκωναν βίαια τα μάγουλάτης. Πισωπάτησε τρομαγμένη, «όχι εγώ…» ψέλλισε,«…δεν είναι αυτό για μένα…» ή κάτι παρόμοιο. Όλοι μαςτην κοιτάξαμε με φανερή απορία, νά το πάλι αυτό το σκο-τεινό μυστικό που κρατούσε φυλακισμένη την ψυχή της δα-σκάλας μας, αυτό που ώρες-ώρες την έκανε να φοβάται μεανεξήγητη ένταση και μεταμόρφωνε κυριολεκτικά την όψητης, θαρρείς και ρουφούσε μεμιάς όλο το αίμα απ’ το πρό-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄176

Page 179: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σωπό της και το χαράκωνε με τις γραμμές του πεπρωμένου.Τι να ’ταν όμως αυτό που τόσο την τρόμαξε αυτή τη φορά:το βλέμμα του Γιώργου, η μαύρη κορδέλα της τυφλόμυγαςή μήπως κάποιος ψίθυρος στο αυτί της που την προειδο-ποιούσε πως, αν της δέναν τα μάτια με τη μαύρη κορδέλα,τότε δε θα ’χε πια κανέναν έλεγχο πάνω στον ίδιο της τονεαυτό — και φαίνεται πως αυτό ήταν αποφασισμένη να μηντο επιτρέψει… Από πάνω μας ο ήλιος έκαιγε βασανιστικά,η κυρία Δομένικα συνέχιζε κάτωχρη να πισωπατά μουρ-μουρίζοντας ασύνδετες προτάσεις: «…δεν είναι για μένααυτό, σας λέω… ο βαρκάρης με το ξουραφιασμένο πρόσωπογνωρίζει… εσείς γυρέψατε γλιτωμό απ’ το φως, όχι εγώ…εξάλλου εγώ δε θ’ αργήσω να φύγω μια και καλή για τηχώρα των ίσκιων…»· και μόλις είπε αυτό το τελευταίοέκανε μεταβολή κι έφυγε τρέχοντας. Ένα ανεπαίσθητο αε-ράκι φύσηξε για μια στιγμή, ίσως και να ’ταν ιδέα μας· ότανη δασκάλα μας χάθηκε στη στροφή του κάτω δρόμου, κοι-τάξαμε τον Γιώργο: ήταν ακίνητος σαν απολιθωμένος, τοβλέμμα του στυλωμένο πλέον στο πουθενά, το χέρι του τε-ντωμένο μπροστά, και, το πιο παράξενο, η μαύρη κορδέλαάφαντη, λες και την πήρε μαζί του το στιγμιαίο αεράκι. Μιαεβδομάδα αργότερα η κυρία Δομένικα ήρθε και μας βρήκεστο νταμάρι απέναντι απ’ της Φρόσως ενώ παίζαμε μήλα·μπήκε στο παιχνίδι χωρίς να πει κουβέντα, σα να μην είχεσυμβεί τίποτε. Ποτέ όμως δεν ξανάπαιξε μαζί μας τυφλό-μυγα.

κεφάλαιο 20 177

Page 180: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 181: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

21.

Ο έρωτας του Τζίμη

Η δεύτερη φορά που είδα τις μαύρες κάθετες ρυτίδεςστο πρόσωπο της κυρίας Δομένικας εκείνο το καλοκαίριήταν στο τέλος του Αυγούστου, τότε που ο Τζίμης ερωτεύ-τηκε το άγαλμα της Παναγίας με τη μορφή δεκατετράχρο-νης κοπέλας. Ο φίλος μας έμοιαζε να ’χε λωλαθεί εντελώςεκείνες τις μέρες· σταμάτησε να έρχεται στα παιχνίδια μαςκαι περιφερόταν παντού αγκαλιά με το άγαλμα (ήταν μά-λιστα βαρύ, καμωμένο από μάρμαρο, κι όλοι απορούσαμεπώς κατάφερνε να το σηκώνει για τόσες ώρες), μουρμουρί-ζοντας συνεχώς περιπαθή ερωτόλογα, που ποιος ξέρει απόπού τα ’χε ακούσει. Και το απόγευμα της τρίτης μέρας ήρθεκαμαρωτός-καμαρωτός στα Βαρέλια με τη μαρμάρινη Πα-ναγία στην αγκαλιά του, και με επίσημη φωνή μάς ανακοί-νωσε πως την αγαπούσε και σκόπευε να περάσει τη ζωή τουμαζί της. Δεν τον περιγελάσαμε —ο Τζίμης ήταν αγαπη-μένος φίλος—, απλά, σκεφτήκαμε, τον βάρεσε η αυγουστιά-τικη ζέστη στο κεφάλι, θα του περάσει. Μόνο ο Σώτερ τονρώτησε σοβαρά: «Αυτή σ’ αγαπάει;»· η απάντηση του φίλουμας ήταν αποστομωτική: «…μ’ αγαπάει, μα ντλέπεται ναμου το πει…» Αμέσως μετά μάς ανακοίνωσε και τις υπό-λοιπες αποφάσεις του: θα έπαιρνε το άγαλμα κάθε μέραμαζί του, όπου κι αν πήγαινε, κι ό,τι κι αν έκανε θα το έκανε

[179]

Page 182: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μπροστά του, μέχρι να αποφασίσει η Παναγία να ζωντανέ-ψει και να του μιλήσει· θα την περίμενε χίλια χρόνια κιακόμη περισσότερα — αυτά μάς είπε κι άλλα παρόμοια, καιμόλις τέλειωσε άφησε με προσοχή το άγαλμα σε μια πέτρακαι μας πρότεινε εκείνη τη μέρα να παίξουμε κυνηγητό· εί-χαμε κάμποσο καιρό να κυνηγηθούμε και το καλοκαίρι τέ-λειωνε, αυτό μάς είπε, και βέβαια κάτι είχε στο μυαλό του…Μισή ώρα αργότερα ήρθε κι η κυρία Δομένικα, μπήκε στοπαιχνίδι, όπως πάντα, χωρίς να πει κουβέντα κι άρχισε νακυνηγά τον Όττο — συνήθως διάλεγε να κυνηγήσει αυτόνγιατί ήταν ο πιο γρήγορος… Μα, πριν περάσει μισό λεπτό,ακούστηκε η αγριοφωνάρα του Τζίμη: «Αν είναι να πιάσειςκάποιον, πιάσε εμένα…» κι αμέσως συμπλήρωσε πιο σιγά:«…αν το μπολείς…» Ήτανε φανερό πως ο φίλος μας ήθελενα κάνει τη μόστρα του στη μαρμάρινη μνηστή του· η δα-σκάλα μας κοντοστάθηκε για μια στιγμή, τον κοίταξε μεμάτι θολό κι έπειτα χίμηξε προς το μέρος του. Και βέβαια,όλοι οι υπόλοιποι δε χρειαστήκαμε περισσότερο από μισόλεπτό για να καταλάβουμε πως εκείνο το απόγευμα το παι-χνίδι ήταν για δύο, άντε για τρεις, αν μετρούσαμε και τοάγαλμα· ο Τζίμης και η κυρία Δομένικα έτρεχαν δαιμονι-σμένα, περνούσαν από δίπλα μας σαν τον άνεμο, θαρρείς καιχορεύαν στο ρυθμό των τυμπάνων του διαβόλου που τ’ακούγαν μονάχα αυτοί… Κάποτε η δασκάλα μας έπιασε τονψηλόλιγνο φίλο μας, έξι φορές είχε καταφέρει να της ξεφύ-γει την τελευταία στιγμή κάνοντας την προσποίηση του χε-λιδονιού, κι οι ελιγμοί του άγγιζαν το τέλειο, μα την έβδομηφορά σκόνταψε σ’ ένα ξερό ξύλο, παραπάτησε κι εκείνη τονχτύπησε με την παλάμη της στον ώμο· μα αυτό δε σήμαινετο τέλος του παιχνιδιού τους: ο Τζίμης, τώρα πια αυτός θακυνηγούσε, μέτρησε βιαστικά μέσα απ’ τα δόντια του μέχριτο δέκα (τόσο ήταν το όριο για να φύγει ο ένας μακριά απότον άλλον και να ξαναρχίσει το παιχνίδι) κι έπειτα, δε θέλεικαι πολύ για να το μαντέψεις, ξεχύθηκε σα λυσσασμένοςστο κατόπι της…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄180

Page 183: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Σ’ αυτόν τον δεύτερο γύρο δεν κάναμε καν τον κόπο νατρέξουμε μακριά, το ξέραμε απ’ την αρχή πως θα ήμασταναπλοί θεατές του υπέροχου κυνηγητού τους — το μόνο πουείχε αλλάξει ήταν οι ρόλοι και τα κόλπα του κυνηγημένου.Η κυρία Δομένικα ήταν πολύ ψηλή για να κάνει την προ-σποίηση του χελιδονιού, το καλύτερο της δασκάλας μαςήταν το πέταγμα του γύπα, τότε που έκοβε το τρέξιμό της,αφήνοντας τον κυνηγό να ’ρθει κοντά της και μια στιγμήπριν την πιάσει πετιόταν πέντ’-έξι μέτρα μακριά του κι έτσιέκοβε τα γόνατα του κυνηγού της — μόνο εκείνη κι ο Όττοςτο καταφέρνανε αυτό, καθώς ήθελε ικανότητα αστραπιαίαςεπιτάχυνσης. Είχανε αλλάξει λοιπόν τα κόλπα του παιχνι-διού κι οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί, μα η κτηνώδης μανίαπου τους είχε ρίξει σε κείνο το παιχνίδι, κάτι ανάμεσα σεσαρκική έλξη και διάθεση αυτοκαταστροφής, φούντωνε όλοκαι πιο πολύ… Και πέρασε πολλή ώρα που ο Τζίμης κυνη-γούσε την κυρία Δομένικα —ίσως μισή, ίσως μία—, ο ήλιοςείχε αρχίσει να γέρνει κι αυτοί ακόμη κυνηγιόντουσαν· η δα-σκάλα μας είχε δοκιμάσει το γύπα ίσαμε τριάντα φορές και,παρά τα καταπληκτικά ψαράκια που ’κανε ο φίλος μας, τουξέφευγε συνέχεια. Ήταν κι οι δυο τους μούσκεμα στονιδρώτα, θαρρείς και τους είχες αδειάσει από έναν κουβά νερόστην πλάτη, ο Τζίμης ήταν μάλιστα κατακόκκινος από τοκοκκινόχωμα, καθώς σε κάθε προσποίησή της κυλιόταν κα-ταγής· μια παράξενη ευτυχία είχε αρχίσει να κυριεύει τηνψυχή μου καθώς τους έβλεπα, ένιωθα πιο πολύ από κάθεάλλη φορά πως η κάθε μάχη, ο κάθε πόλεμος, το κάθεχάσμα του λογικού υπακούει στην απόλυτη ομορφιά ενόςμαγευτικού απογεύματος, όταν ο ήλιος γέρνει σιγά-σιγάκοκκινίζοντας τον ορίζοντα. Δεν άργησα να διαψευστώ: κά-ποια στιγμή η δασκάλα μας ετοιμάστηκε για ένα ακόμη πέ-ταγμα του γύπα· ο Τζίμης είχε κουραστεί, έτρεχε πια μεαφρισμένο το στόμα, κι όταν εκείνη έκοψε, ο φίλος μας δεμπορούσε πια να ξεγελαστεί κι έκοψε κι αυτός, το ήξερεπως το ψαράκι που ετοιμαζόταν να κάνει θα ήταν το τελευ-

κεφάλαιο 21 181

Page 184: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ταίο του για κείνο το απόγευμα, χωρίς αμφιβολία δε θαμπορούσε να ξανασηκωθεί. Τότε η κυρία Δομένικα σταμά-τησε εντελώς· δυο μέτρα μακριά της σταμάτησε κι ο Τζί-μης… «Τλέξε, λοιπόν… θα σε πιάσω…» μούγκρισε ο φίλοςμας· «θα τρέξω την ώρα που πρέπει…» του απάντησεεκείνη με σταθερή φωνή. Τότε καταλάβαμε όλοι τι είχε στομυαλό της η κυρία Δομένικα: ετοιμαζόταν τάχα να παρα-πατήσει επίτηδες για να την πιάσει ο Τζίμης… Το κακόόμως ήταν πως το είχε καταλάβει κι αυτός· πήρε βαθιάανάσα, «αυτό δε θα το επιτλέψω ποτέ…» της είπε με ήρεμημα σταθερή φωνή, αλίμονο αν ρεζιλευόταν έτσι μπροστάστη μαρμάρινη Παναγία του, «τλέξε, κυλία, σε παλα-καλώ…» Πέρασαν μερικές στιγμές γεμάτες ηλεκτρισμό,με τους δυο τους να στέκονται ακίνητοι και να κοιτιούνταιστα μάτια· τη σιωπή έσπασε η φοβισμένη φωνή του Ζήση,«Ιησούς Χριστός νικά…» φώναξε, «η Παναγία κλαίει…»Γυρίσαμε όλοι και κοιτάξαμε το άγαλμα: πράγματι, η Πα-ναγία έκλαιγε και μάλιστα έκλαιγε με κατακόκκινα δάκρυαπου κυλούσαν πάνω στο άσπρο μάρμαρο… Μείναμε άφω-νοι· σε καμία περίπτωση δε μπορούσαμε να πιστέψουμεκάτι τέτοιο αν δεν το βλέπαμε με τα ίδια μας τα μάτια. Είχεστ’ αλήθεια, λοιπόν, ψυχή μέσα της εκείνη η μαρμάρινη Πα-ναγία με τη μορφή της δεκατετράχρονης κοπέλας· τα δίχωςκόρες μάτια της είχαν δακρύσει —άραγε για το κυνηγητότου Τζίμη και της κυρίας Δομένικας ή μήπως για κάτιάλλο;—, και, το πιο φοβερό, τα δάκρυά της είχαν το χρώματου αίματος… Μόλις συνήλθε από την πρώτη έκπληξη, οΤζίμης όρμησε πάνω στο άγαλμα, «μην κλαις, αγάπημου…» της έλεγε σκουπίζοντας τα δάκρυα με την ιδρωμένημπλούζα του, «μην κλαις, δε θα σε παλαμελήσω ποτέπια…», αυτά κι άλλα παρόμοια της έλεγε ώσπου κάποτεέβγαλε τη μπλούζα του, σκέπασε μ’ αυτή το πρόσωπο τουαγάλματος κι έπειτα, δίχως να πάψει τα ερωτόλογα και τιςσυγγνώμες, το πήρε αγκαλιά κι έφυγε αγνοώντας μας ολό-τελα. Όσο για τη δασκάλα μας, αυτή έμεινε ακίνητη για κά-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄182

Page 185: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μποσο, στο πρόσωπό της είχαν φανεί και πάλι οι μαύρες κά-θετες ρυτίδες του αδυσώπητου πεπρωμένου, στο φως τουήλιου που βασίλευε έμοιαζε με μια μάσκα όπου θριάμβευανη φρίκη και η μοναξιά· κάποια στιγμή πλησίασα κοντά τηςκαι με φωνή που έτρεμε τη ρώτησα: «Κυρία, για σέναέκλαψε η Παναγία;»· εκείνη τότε μού απάντησε ξερά «ηΠαναγία κλαίει για ένα γιο που κάθε νύχτα σφάζει τη μάνατου την ώρα του ύπνου…», αυτό μού είπε κι έπειτα άρχισενα περπατά με αργό βήμα προς τον κάτω δρόμο. Φυσικάδε μπορέσαμε να ερμηνεύσουμε τα λόγια της δασκάλαςμας, παρόλο που τα συζητήσαμε το ίδιο βράδυ στο ντα-μάρι απέναντι απ’ της Φρόσως, απλά στις μέχρι τότε ακα-τανόητες κουβέντες της είχε προστεθεί ακόμη μια… Τηνεπόμενη μέρα ο Τζίμης μάς ανακοίνωσε περιχαρής πως ηψυχή της αγαπημένης του βγήκε από το άγαλμα και πλέονθα φώλιαζε στα πνευμόνια του μέχρι να βρει ένα άλλο σώμαγια να σκηνώσει. Όταν τον άκουσα, απ’ το μυαλό μου πέ-ρασε η σκέψη πως η άβυσσος του μυαλού φτιάχνεται απότον ίδιο το νου που εντέλει καταπίνει, και δεν είναι φωτιάπου σιγοπυρώνει ή μια νομοτελειακή καταβύθιση ενός διε-λινού όπου ο ήλιος γέρνει, μα κάτι άλλο, ακαριαίο σαναστραπή, αδιανόητο κι όμως επινοημένο από το ίδιο μυαλόπου αδυνατεί να το αντέξει, κάτι απερίγραπτα φριχτό καισυνάμα απόλυτα θελκτικό, που ακόμη δεν ήθελα καν να φα-νταστώ…

κεφάλαιο 21 183

Page 186: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 187: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

22.

Η λαχτάρα των χελιδονιών

Από κείνη τη μέρα που δάκρυσε το άγαλμα, η κυρίαΔομένικα δεν ξανάρθε στα Βαρέλια για κυνηγητό ή γιαμήλα στο νταμάρι απέναντι απ’ το σπίτι της Φρόσως· τηνξαναείδαμε δυο βδομάδες αργότερα, όταν ξανάρχισαν τασχολεία. Ήταν η πρώτη μέρα της δευτέρας δημοτικού. Είχεπολλή ζέστη εκείνο το πρωινό του αγιασμού, ο παπα-ΛεπΤαιρ βουτούσε το χέρι του στο αγιασμένο νερό και δρόσιζετο σβέρκο του, κι όταν έφτασε η ώρα να μας ραντίσει με τοβασιλικό, ράντιζε μια εμάς και μια μες στον κόρφο του. Ηκυρία Δομένικα δεν είχε φανεί ακόμη· κάποια στιγμή ο τρε-λόπαπας πήρε στο χέρι τη γαβάθα με τον αγιασμό κι άρ-χισε να περπατάει ανάμεσά μας και, ψέλνοντας σε μιαακατανόητη γλώσσα, ράντισε τον καθένα μας ατομικά.Όταν τέλειωσε μ’ όλες τις τάξεις, έριξε τις τελευταίες στα-γόνες στα μαλλιά και στο μέτωπό του κι αμέσως έφυγε τρα-γουδώντας παράφωνα μιαν ιταλιάνικη μελωδία. Τότεφάνηκε από τον κάτω δρόμο η δασκάλα μας… Χρόνια αρ-γότερα, όταν γυρεύαμε —μάταια βέβαια— να συνδέσουμετις κομμένες κλωστές των γεγονότων που ζήσαμε, σκε-φτήκαμε πως εκείνο το πρωινό η δασκάλα μας ήθελε νααποφύγει τις σταγόνες του αγιασμού. Το πρόσωπό τηςέδειχνε κουρασμένο, εύκολα καταλάβαινες πως κάτω απ’

[185]

Page 188: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

το δέρμα παραφύλαγαν οι μαύρες ρυτίδες, έτοιμες να φανε-ρωθούν και πάλι… Μπήκαμε στην τάξη, εκείνη ήταν ήδηκαθισμένη στην έδρα και χαμογελούσε αινιγματικά· ότανκαθίσαμε στις θέσεις μας, τις ίδιες με την προηγούμενηχρονιά, βρήκαμε αφημένα στα θρανία μας ξερά λουλούδια:ήταν βιολέτες κι ανεμώνες, ένα λουλούδι για τον καθένα μας— το δίχως άλλο εκείνη τα ’χε αφήσει στα θρανία μας. Μεί-ναμε να κοιτάμε τα λουλούδια διστακτικά, δεν τ’ αγγίζαμεαπό φόβο μη συντριβούν και γίνουν σκόνη στα δάχτυλά μας,«ξέρετε, κάποτε θα ανθίσουν κι αυτά τα λουλούδια…»ακούστηκε κάποτε η γλυκύτατη φωνή της, «…τα ’φερε οάνεμος… είναι τα άνθη της οργής του… Δεν ξέρω πώς, βρε-θήκανε σε μια ερημωμένη χελιδονοφωλιά που έπεσε, ίσωςκαι να ’ταν αυτά ο λόγος που τα χελιδόνια την εγκατέλει-ψαν… Έχουν ξεραθεί απ’ τον καιρό, γι’ αυτό εξάλλου μπό-ρεσα να τα πιάσω στα χέρια μου… Φυλάξτε τα καιπεριμένετε με υπομονή, πίστη κι ελπίδα… αυτοί που ξέ-ρουν λένε πως θα υπάρξει καιρός που θα ανθίζουν τα ξεράλουλούδια…» Κι ενώ μάς έλεγε αυτά τα λόγια, πρόσεξαπως ήταν στ’ αλήθεια συγκινημένη, τα χείλη της έτρεμανκαι τα μάτια της γυάλιζαν υγρά, θαρρείς και ζούσε ξανά έναόραμα των χρόνων της αθωότητάς της, προτού έρθουν στηζωή της οι δαίμονες και τα φοβερά μυστικά· «…και γιατίτα δίνεις σε μας, κυρία;» τη ρώτησε τότε ο Σώτερ, «…γιατίδεν τα κρατάς για σένα;» «Γιατί είστε φίλοι μου, οι μόνοιφίλοι της ζωής μου…» απάντησε εκείνη με σταθερή φωνή·κι αμέσως μετά, θέλοντας να υποβαθμίσει την προηγούμενηκουβέντα της, συνέχισε: «Εξάλλου μόλις ζωντανέψουν αυτάτα λουλούδια θα ζωντανέψει μαζί τους κι ο λυσσασμένοςάνεμος που τα σκόρπισε. Σας το ’χω πει κι άλλοτε: τον φο-βάμαι αυτόν τον άνεμο, είναι ο μεγάλος μου εφιάλτης… Ανκρατήσω εγώ τ’ ανθισμένα λουλούδια του, ο άνεμος θακάψει το δέρμα μου· αν τα κρατήσετε εσείς, θα σας δροσί-σει ηδονικά…» Τότε ο Σώτερ πιάστηκε αμέσως απ’ τηνκουβέντα της, ίσως να σκέφτηκε πως είχε έρθει η στιγμή

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄186

Page 189: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

για να μάθουμε το μυστικό της, «…και γιατί να σε κάψει οάνεμος, κυρία;… πες μας επιτέλους, τι διαφορετικό έχειςαπό μας;» τη ρώτησε θαρρετά. Η κυρία Δομένικα έμεινε γιαλίγο σιωπηλή κοιτάζοντας με απλανές βλέμμα τον τοίχοπίσω απ’ τις πλάτες μας, έπειτα χαμογέλασε βεβιασμένακι άρχισε να μιλά κομπιάζοντας: «Γιά φαντάσου η ζωή σουνα είναι το αντίστροφο της ζωής των άλλων… η σύλληψήσου να ’γινε σύμφωνα με σχέδια παράφορου μίσους· να γεν-νηθείς μέσα απ’ τον θάνατο και για να ζήσεις να πρέπει ναπεθαίνουν οι άλλοι… να έχεις μετρημένο τον πόθο, το φόβοκαι την ελπίδα… να ζεις τα ηλιοβασιλέματα σε έναν κλειστόουράνιο θόλο…» Η δασκάλα μας σταμάτησε εκεί και μαςκοίταξε ικετευτικά, ήταν ολοφάνερο πως δεν ήθελε να μαςπει περισσότερα· για μια ακόμη φορά τα λόγια της, αντί ναησυχάσουν την ψυχή μας, την ανατάραζαν όλο και πιο πολύκαι έκαναν τα αινίγματα της ζωής της ακόμα πιο σκοτεινάκαι περίπλοκα. Τότε μίλησε ο Γιώργος, η φωνή του ήτανπαράξενη, λες και μιλούσε κάποιος μες στον ύπνο του:«Όποιος θέλει να περιμένει με υπομονή, πίστη κι ελπίδα αςτο κάνει· εγώ δε μπορώ…» είπε κι έτριψε τις δυο παλάμεςτου, κάνοντας σκόνη ανάμεσά τους την ξερή βιολέτα πουεκείνη είχε αφήσει στη θέση του…

Στο μεταξύ, όσο περνούσαν οι μέρες και οι βδομάδεςεκείνου του φθινοπώρου του χίλια εννιακόσια εβδομήνταέξι, εγώ, ο Σώτερ και ο Μεγάλος Πρόδρομος περιερχόμα-σταν σε όλο και μεγαλύτερη σύγχυση και ταραχή: η κυρίαΠανδώρα μάς είχε υποσχεθεί μιαν απάντηση ώς το τέλοςΝοεμβρίου, κι έτσι τα πάντα θα ξεκαθάριζαν με την από-φασή της — αυτό νομίζαμε τουλάχιστον εμείς οι τρεις που’μασταν υποψήφιοι για να την κάνουμε γυναίκα μας. Οι νύ-χτες μου ξημέρωναν χωρίς ύπνο, με εξόριστα όνειρα άλλωνσυνειδήσεων να με επισκέπτονται φευγαλέα στις στιγμέςτης πιο έντονης διαύγειας, κι όπως έλεγε κι ο παπα-ΛεπΤαιρ, τα όνειρα έξω απ’ τον ύπνο είναι τόσο τρομακτικά,όσο το πρόσωπο ενός ανθρώπου χωρίς το δέρμα του… Τα

κεφάλαιο 22 187

Page 190: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

απογεύματα έπαιρνα τους δρόμους μέχρι αργά το βράδυ,προσπαθώντας μάταια να συλλογιστώ ότι ο Μεγάλος Πρό-δρομος κι ο Σώτερ ίσως και να αγαπούσαν τη μάγισσα μετα μαύρα μάτια όσο κι εγώ, ίσως και ακόμη περισσότερο— η ίδια η κυρία Πανδώρα είχε ζητήσει κι απ’ τους τρειςμας να συμφιλιωθούμε με κάτι τέτοιο, το ’χε θέσει ως απα-ραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτόν που θα διάλεγε· φυσικά, στοτέλος αυτών των περιπλανήσεων, κάθε φορά τα βήματά μουμ’ έβγαζαν στην αυλή του σπιτιού της, μπροστά στον απί-στευτο κήπο του ερέβους, όπου έσμιγαν το καλό, το κακόκαι το αποκρουστικά ουδέτερο… Όσο για τις ώρες του μα-θήματος με την κυρία Δομένικα, ήταν για μένα ένα ευχά-ριστο διάλειμμα στον κυκεώνα των αλλόκοτων σκέψεων,των απελπισμένων υπολογισμών και των αδιέξοδων υπο-θέσεων· η δασκάλα μας ήξερε, βέβαια, τι συνέβαινε καιμας άφησε ανενόχλητους στη νάρκη της αναμονής για τηνεπιλογή της μάγισσας, δε μας είπε ούτε μια κουβέντα ήσυμβουλή, κάποτε-κάποτε μας κοιτούσε χαμογελώνταςγλυκύτατα, κι αυτό ήταν όλο. Μονάχα μια φορά εκείνο τοφθινόπωρο μας ζήτησε να πάμε στις μαργαρίτες μαζί μετους υπόλοιπους, τότε που μας είπε πως έπρεπε να κά-νουμε κάτι για τα χελιδόνια που είχαν ξεχάσει να φύγουνγια τις νότιες θάλασσες…

Ήταν μια παράξενη κι ανεξήγητη αλλαγή που είχεσυμβεί στα χελιδόνια εκείνο τον καιρό· ξαφνικά συμπερι-φέρονταν σαν τα πουλιά που έχουν μάθει στο κλουβί, μπαί-νανε στα σπίτια και φώλιαζαν στα ράφια και στα συρτάρια,κάθονταν να τα χαϊδέψεις και τσιμπούσαν κύβους ζάχαρηςαπ’ την παλάμη σου, μερικά είχαν αρχίσει και κάτι άθλιακελαηδίσματα, προφανώς για να γίνουν αρεστά στους αν-θρώπους, μερικά άλλα είχαν αρχίσει να περπατάνε στα δυοτους πόδια σαν τις κότες· «κάποιος πήρε απ’ τα πουλιά τηντρελή λαχτάρα τους…» μας είπε η κυρία Δομένικα στιςμαργαρίτες εκείνο το μεσημέρι της δεκάτης πέμπτηςΟκτωβρίου (ακριβώς μια βδομάδα μετά το τέταρτο αγιούτο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄188

Page 191: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

του Πέτρου στο πηγάδι της θείας Δώρας), «κι άμα δεν τηνξαναβρούν για να φύγουν, θα ψοφήσουν με τις πρώτες πα-γωνιές…» «Κι εμείς τι μπορούμε να κάνουμε;» ρώτησε οΌττος, «σάμπως στην τσέπη μας την έχουμε τη λαχτάρατους να τους την ξαναδώσουμε πίσω; Κι αφού έτσι διάλεξαντη ζωή τους, ποιοι είμαστε εμείς να αποφασίζουμε για λο-γαριασμό τους;» Η δασκάλα μας του απάντησε ιδιαίτεραεπιθετικά: «Όττο, άμα φοβάσαι, να σηκωθείς να φύγεις καινα μην κάνεις ανόητες ερωτήσεις… Ο καθένας είναι αυτόπου θέλει να γίνει… κι εσύ το ίδιο… Όσο ζεις, αποφασίζειςδίχως να μπορείς να δεις πίσω από τη μαύρη κουρτίνα,δίχως να ξέρεις για το ποιος σφυρίζει τη μουσική της νύ-χτας· ειδάλλως, είσαι ένας χέστης…», αυτά είπε η δασκάλαμας του Όττου και τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει και πε-τούσαν φωτιές· όλοι μείναμε με ανοιχτό το στόμα, η κυρίαΔομένικα δε συνήθιζε να μιλά έτσι… Ο Όττος είχε σκύψειτο κεφάλι ντροπιασμένος. «Και τη λαχτάρα πώς θα τηβρουν τα χελιδόνια για να φύγουν;» ψέλλισε σιγά-σιγά οΚώστας, από φόβο μην πάρει αντίστοιχη απάντηση με τηνπροηγούμενη· η κυρία Δομένικα όμως απάντησε γλυκάαυτή τη φορά, σχεδόν το ψιθύρισε: «Η λαχτάρα τους έρχε-ται με τη λαχτάρα σου, γεννιέται μέσα από αυτήν…»

Το ίδιο βράδυ και οι δεκαπέντε (και φυσικά μαζί μαςκι ο Όττος, και μάλιστα πιο παθιασμένος από όλους μας)βγήκαμε σκαστοί απ’ τα σπίτια μας δίχως να κρατάμεσκουπόξυλα, ξύλα, κλαδιά, τα άσπρα σεντόνια μας ή ό,τιάλλο… Ήμασταν μόνον εμείς και το σώμα μας, η λαχτάραμας που θα ξυπνούσε τη λαχτάρα τους. Συναντηθήκαμεεκεί, στην άκρη της αλάνας, με την κυρία Δομένικα, πουήρθε έχοντας στην αγκαλιά της ένα μαύρο ξεκοιλιασμένομαξιλάρι. Στον καθένα μας έδωσε μια χούφτα από τα πού-πουλα του μαξιλαριού: «Βάλτε τα στο στόμα σας κι έπειτακρατήστε τα δόντια σφιχτά και τσιρίχτε μ’ όλη σας τη δύ-ναμη…» Φυσικά, μας έδινε οδηγίες δοκιμασμένες μεςστους αιώνες: πράγματι γεμίσαμε τη νύχτα με τη λαχτάρα

κεφάλαιο 22 189

Page 192: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μας. Τρέχαμε σα δαιμονισμένοι και τσιρίζαμε πνιχτά σαντους φριχτούς νεκροζώντανους των παραμυθιών του Βάλ-του, χωρίς ούτε στιγμή να ξεσφίξουμε τα δόντια· δεν αφή-σαμε δρόμο και στενό που να μη σκορπίσουμε τον πανικόκαι την ταραχή που προκαλούν οι φευγαλέοι νυχτερινοίίσκιοι, κι είναι αλήθεια πως, όσο προχωρούσε η νύχτα, όλοκαι πιο πολύ μάς πλημμύριζε ένα παράξενο αίσθημα, εφιαλ-τικό και συνάμα μεγαλειώδες — ποιος ξέρει, ίσως εκείνεςτις στιγμές να μας κυβερνούσαν κάποιες ακατονόμαστεςδυνάμεις, οι ίδιες που κυβερνούσαν και τη ζωή της δασκά-λας μας… Κι όπως είχαμε τα πούπουλα στο στόμα μας, μετην πρώτη τσιρίδα βούλωσαν τ’ αυτιά μας, κι έτσι δεν ακού-γαμε καλά τις τσιρίδες μας — πιο πολύ τις φανταζόμασταννα ξεπετάγονται σα γαλάζιες φλόγες και να τρυπώνουνστις χελιδονοφωλιές… Και στο κέντρο του κορμιού μας έναπρωτόγνωρο κενό άρχισε να μεγαλώνει, σαν ένας κύκλος πουξεκίνησε μικρός από εκεί χαμηλά κι όσο άνοιγε νέκρωνε όλοκαι πιο ηδονικά τη σάρκα μας… Λίγο πριν απ’ το ξημέρωμαβρεθήκαμε να παραπατάμε στην αλάνα, όπου μας περίμενεη δασκάλα μας με το ξεκοιλιασμένο μαξιλάρι της· φτύσαμεστη χούφτα της τα πούπουλα που ’χαμε στο στόμα μαςτόσες ώρες και φύγαμε αμίλητοι σαν τα φαντάσματα. Τηνάλλη μέρα αποδείχτηκε περίτρανα πως η κυρία Δομένικαήξερε καλά τι μας έλεγε. Πράγματι, η λαχτάρα ξυπνά τηλαχτάρα: το πρωί, μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι για ναπάω στο σχολείο, είδα απ’ το παράθυρό μου τον ουρανό ναμαυρίζει απ’ τα σμάρια των χελιδονιών που φεύγανε κατάκύματα για τις νότιες θάλασσες…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄190

Page 193: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

23.

Οι αετοί με τα κομμένα κεφάλια

Ο Νοέμβριος ξεκίνησε με μια φοβερή βροχή που κρά-τησε μια βδομάδα. Κατόπιν έπιασαν οι μεγάλοι αγέρηδεςκαι η παγωνιά· ωστόσο μέσα μου έκαιγε η φλόγα της τυ-ραννικής αναμονής: η μάγισσα με τα μαύρα μάτια θα έδινετην απάντησή της πριν σχολάσει ο μήνας… Τελικά ταπράγματα έγιναν όπως έπρεπε· εγώ άντεξα τη φωτιά ναμου καίει τη σάρκα και το σίδερο να τρυπά το κορμί μου,όμως δε μπόρεσα να πιω ένα ποτήρι με νερό μες στο σκο-τάδι… Κι έπειτα η κυρία Πανδώρα πέθανε την ώρα πουεγώ, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, νόμιζα πως είχα βρειτην αλήθεια στα μάτια του φιδιού που μου ’σφιγγε το λαιμόχωρίς να με πνίγει…. Όταν την έθαψαν, έλειπα — ήταν ηπρώτη φορά απ’ τον Σεπτέμβριο του εβδομήντα πέντε πουέφυγα για δυο μέρες από τη γειτονιά με το κοκκινόχωμα.Όταν γύρισα κι έμαθα τον θάνατό της, άρχισα να περιπλα-νιέμαι στα τυφλά για ολόκληρη τη νύχτα, ώσπου λίγο πριναπό το ξημέρωμα έπεσα (άραγε τυχαία ή μήπως την ανα-ζητούσα χωρίς να το ξέρω;) πάνω στην κυρία Δομένικα…

Είχε πραγματικά φαρμακερό κρύο εκείνη την ώρα πουέσβηνε η νύχτα για να ξημερώσει η τριακοστή Νοεμβρίουτου εβδομήντα έξι. Ωστόσο η δασκάλα μας, όταν συναντη-θήκαμε στο στύλο του ηλεκτρικού, στο δρόμο της θείας

[191]

Page 194: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Δώρας, δεν έδειξε καμία έκπληξη, ίσα-ίσα, έμοιαζε προε-τοιμασμένη για τη συνάντησή μας. Αμέσως με πλησίασε,μου ’πιασε σφιχτά το χέρι και με τράβηξε κάτω απ’ τομαύρο πανωφόρι της — ένιωθα τα δάχτυλά της γύρω απ’τον καρπό μου σα να ’ταν ξύλινα. Κι έπειτα, παρασέρνο-ντας το άβουλο κορμί μου, άρχισε να με οδηγεί κάπου. Φτά-σαμε στις μαργαρίτες. Όταν καθίσαμε στο παγωμένοχώμα, χωρίς εγώ να πω τίποτε, εκείνη άρχισε να μιλά χα-μηλόφωνα: «Ξέρεις, είσαι ο τρίτος που βρίσκω να περι-πλανιέται τέτοιαν ώρα…» Προσπάθησα να την κοιτάξω σταμάτια· μέσα στο φως της νύχτας, που ’σπαζε σιγά-σιγά γιατο ξημέρωμα, δεν έβλεπα τις κόρες τους, ούτε καν τους βολ-βούς και τα βλέφαρα — μόνο δυο μαύρους κρατήρες. «…Κιείσαι ο τρίτος που δεν ξέρει πως ο θάνατος είναι η ωραιότερηκατάληξη μιας τέτοιας αγάπης…» συνέχισε σκύβονταςπρος το μέρος μου, λες και μου εμπιστευόταν κάποιο μυ-στικό, «ναι, ο θάνατος…» επανέλαβε εμφαντικά, «όλα τ’ άλλαείναι παζάρια, σκατωμένες συμφωνίες, σαπίλα…» «Δε μουτα λες καλά, κυρία…» διαμαρτυρήθηκα τότε με φωνή πουέτρεμε, «την αγαπούσα κι έπρεπε τώρα να ’μουν εγώ πεθα-μένος… όμως δε μπόρεσα να πιω το ποτήρι που μου’δωσε… εκείνη το ’πιε, εκείνη πέθανε… Εσύ το ’χεις ακού-σει άλλος ν’ αγαπά κι άλλος να πεθαίνει;» Η κυρία Δομέ-νικα γέλασε για μια στιγμή κι έπειτα μου απάντησε μετρυφερή φωνή: «Πλάκα έχεις… επειδή πήρε η καρδιά σουφωτιά νόμισες πως μπορούσες να αγαπάς όπως εκείνη…Εσύ κι οι άλλοι δυο αγαπήσατε στα τυφλά· η κυρία Παν-δώρα αγάπησε μ’ ανοιχτά μάτια… Το ν’ αγαπάς έτσι δενείναι εύκολο πράγμα… θέλει να συνταιριάξεις το πιο θολόπάθος με την απόλυτη γαλήνη… Εκείνη το μπορούσε. Σ’όλη της τη ζωή προετοιμαζόταν γι’ αυτό: ήταν πλασμένηαπό την απόγνωση, είχε σχεδιάσει η ίδια την καταστροφήτης… απλά περίμενε τη στιγμή…» Έπιασα το κεφάλι μουμε τις παλάμες μου· δεν καλοκαταλάβαινα βέβαια τα όσαέλεγε η κυρία Δομένικα, όμως την τελευταία λέξη της την

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄192

Page 195: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ένιωσα στο μυαλό μου σα σφυριά. Όταν συνήλθα, τα μάτιαμου είχαν γεμίσει δάκρυα· «…κι ο πόνος, κυρία;… πότε θαησυχάσω απ’ τον πόνο; πότε θα γίνω φίλος με την τρύπαστο στήθος μου;» τη ρώτησα με λυγμούς… Εκείνη έκανεκάμποση ώρα για να μου απαντήσει —ίσως και δυο και τρίαλεπτά—, κι όταν επιτέλους μίλησε, είπε κάτι που έμελλε νατο ξανακούσω απ’ το στόμα της, εκεί, στον ίδιο τόπο, δέκαμήνες αργότερα: «Η φωτιά σβήνει με φωτιά, το ακατανόητοεξηγείται με ακατανόητο, ο πόνος ησυχάζει με πόνο…» Κιέπειτα, χωρίς άλλη κουβέντα, σηκώθηκε, μου χάιδεψε ταμαλλιά κι έφυγε με σταθερό βήμα. Γύρισα κι είδα τη σιλου-έτα της να απομακρύνεται· ξημέρωνε…

Οι αετοί που κρατούσαν στα νύχια τους κομμένα κε-φάλια ανθρώπων ήρθαν στην αλάνα το μεσημέρι της έκτηςΔεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς, κι ήταν στα σίγουρα τοπιο αποτρόπαιο θέαμα που είχα δει στη ζωή μου μέχριτότε… Εκείνη τη μέρα η χιονοθύελλα έσκουζε στην αλάνααπ’ το πρωί· το μεσημέρι είχε δυναμώσει, στο σχολείο πή-γαμε περπατώντας σκυφτοί τοίχο-τοίχο, μη και μας πε-τάξει πέρα ο άνεμος. Η κυρία Δομένικα μας περίμενε όρθια,έπαιζε τα δάχτυλά της με νευρικότητα και το πρόσωπό τηςήταν ανήσυχο, λες και κάποιο κακό προαίσθημα βάραινετην ψυχή της… Αμέσως μετά τη σιωπηλή προσευχή μας,την ώρα που ο μοιραίος Νίκος μάς μοίραζε μαντζούνια —ήταν το συνηθισμένο κέρασμα για τη γιορτή του—, κόπηκετο ρεύμα· η τάξη σκοτείνιασε, παρόλο που ήτανε δυόμισιη ώρα το μεσημέρι, ο ουρανός είχε τόση μαυρίλα, σα να ’τανσούρουπο. Δε γινόταν να κάνουμε κανονικό μάθημα, κι έτσι,μετά από αρκετά λεπτά αμήχανης σιωπής, η κυρία Δομέ-νικα μας ρώτησε με ασυνήθιστα διστακτική φωνή:«…μήπως θέλετε να σας πω μια ιστορία για κάποιο μολυ-βένιο στρατιώτη που…» Πριν ολοκληρώσει τη φράση της,ακούστηκε το πρώτο ρέκασμα, οξύ και διαπεραστικό σαλόγχη στο στομάχι· εκείνη τινάχτηκε σα να τη χτύπησεηλεκτρικό ρεύμα, το πρόσωπό της παραμορφώθηκε από την

κεφάλαιο 23 193

Page 196: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ένταση… Έπειτα από ένα λεπτό προχώρησε με αργά βή-ματα προς το παράθυρο. Κοιτάξαμε όλοι έξω· το μόνο πουβλέπαμε ήταν ο λευκός στρόβιλος της χιονοθύελλας· έπειταακούσαμε ένα δεύτερο ρέκασμα, ακόμη πιο τρομακτικό απ’το πρώτο, κι αμέσως μετά ένα φοβερό χτύπημα στο τζάμιτου παραθύρου, που το έκανε χίλια κομμάτια, θαρρείς καικάποιος πέταξε ένα τούβλο. Όλοι όσοι κάθονταν απ’ τημεριά των παραθύρων πετάχτηκαν φοβισμένοι απ’ τις θέ-σεις τους· ευτυχώς κανένας δεν τραυματίστηκε από τα τζά-μια, μα, πίστεψέ το, εκείνη τη στιγμή λίγο μάς ένοιαζεαυτό, καθώς στο μισό δευτερόλεπτο ανάμεσα στο δεύτερορέκασμα και στο χτύπημα που ’σπασε το τζάμι είχαμε δειμια φριχτή και απαίσια εικόνα, βγαλμένη θαρρείς απ’ τονχειρότερο εφιάλτη: ένας τεράστιος αετός, γκρίζος, με χάλ-κινα φτερά, με χρυσό ράμφος και μαύρα αδυσώπητα μάτια,ερχόταν προς το παράθυρο και στα νύχια του κρατούσε ένακομμένο ανθρώπινο κεφάλι βουτηγμένο στο αίμα: ένα αν-θρώπινο κεφάλι με βγαλμένα τα μάτια, μόρφαζε λες κι ήτανζωντανό —μα ο μορφασμός του ήταν κάτι σα μορφασμόςυπέρτατου θριάμβου—, και στα μάγουλά του έτρεχε αίμα— ή μήπως έκλαιγε με κόκκινα δάκρυα είτε χαράς είτε απε-ρίγραπτου πόνου είτε και τα δυο μαζί… «Να μη ζυγώσεικανένας την πόρτα ή το παράθυρο…» είπε βραχνά η δα-σκάλα μας κι η φωνή της είχε κάτι το ανατριχιαστικάακραίο· έπειτα πήρε βαθιά ανάσα, προχώρησε στην πόρτα,την άνοιξε και βγήκε έξω στη χιονοθύελλα…

Είχαν περάσει πέντε λεπτά όταν, χωρίς να μιλήσει κα-νένας μας, αποφασίσαμε όλοι μαζί να παραβούμε τηνεντολή της· πιάσαμε ο ένας τον ώμο του άλλου και, ενωμέ-νοι σαν ένα πλάσμα, σύραμε τα πόδια μας προς το σπασμένοπαράθυρο. Στην αρχή δε βλέπαμε τίποτε· σε λίγο όμως —τάχα να ’ταν τυχαίο ή μήπως όχι;— η χιονοθύελλα άρχισε νακοπάζει σιγά-σιγά, κι έτσι διακρίναμε όλο και πιο καθαράτη σιλουέτα της δασκάλας μας στο κέντρο της αλάνας και,πάνω απ’ το κεφάλι της, τους υπερφυσικούς αετούς με την

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄194

Page 197: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

απαίσια λεία στα νύχια τους· δίχως καμιά αμφιβολία επρό-κειτο για τα ίδια εκείνα μυθικά πουλιά-τέρατα που σκότω-ναν τα άγρια άλογα και τους έτρωγαν το συκώτι. Ήτανπραγματικά αμέτρητοι (παρόλο που μετά από χρόνια οπαπα-Λεπ Ταιρ έλεγε πως δε θα δεις ποτέ δυο αετούς μαζί)και πλέον τα ρεκάσματά τους ακούγονταν συνέχεια, τόσοφοβερά, που έλεγες πως όλες οι δυνάμεις του μίσους πουυπήρχαν στη φύση είχαν συσπειρωθεί μέσα στον ήχο τους.Η δασκάλα μας περπατούσε ανάμεσα απ’ τους αετούς, ταχέρια της ήταν σηκωμένα ψηλά, έμοιαζε να τους λέει κά-ποια λόγια, ποιος ξέρει τι; Κάποια στιγμή η χιονοθύελλαέπαψε εντελώς, ο ουρανός ξάνοιξε κάπως, η ατμόσφαιραέγινε ξαφνικά απίστευτα διαυγής· τότε, μας φάνηκε πωςακούσαμε τη δασκάλα μας να ουρλιάζει· ίσως και να ’τανμοναχά ιδέα μας. Λίγο αργότερα ακούσαμε όμως και πάλιουρλιαχτά και τότε συνειδητοποιήσαμε πως ούρλιαζαν τακεφάλια που κρατούσαν οι αετοί· τώρα βλέπαμε ότι και ταφριχτά πρόσωπα και τα ανοιχτά στόματα και τα ουρλιαχτάδε διέφεραν πολύ απ’ τα ρεκάσματα των αετών… Ήτανενέοι άντρες με πρόσωπα αρχαίων αγαλμάτων, γυναίκες μεμακριά μαλλιά, έφηβοι με κουρεμένα τα κεφάλια, μικρά κο-ρίτσια με ασχημάτιστα ακόμη τα μήλα του προσώπου,γέροι ρυτιδιασμένοι με ψαρά γένια, και τα αίματα αυλάκω-ναν τα πρόσωπά τους κι οι γλώσσες τους ήταν μαύρες… κιόλων τα μάτια ήταν βγαλμένα. Πέρασαν έτσι δυο ώρες· κοι-τούσαμε ακίνητοι, νιώθαμε πως η καρδιά μας είχε γίνει μιακρύα σκληρή πέτρα μες στο στήθος μας… Δε νιώθαμε πιαμε τις αισθήσεις μας· μια παράξενη πρωτόγνωρη λογικήμάς είχε υποτάξει και μια υπερκόσμια γαλήνη είχε πλημ-μυρίσει την ψυχή μας. Κι όσες φορές κι αν ανακαλώ στομυαλό μου τα όσα είδα εκείνο το τρομερό μεσημέρι, αγκα-λιασμένος με τους φίλους μου μπροστά απ’ το σπασμένοπαράθυρο της τάξης, έρχονται στο νου μου ανάκατες εικό-νες απίστευτα καθαρές, στιλπνές, άψυχες, ίσως κι ανύπαρ-κτες, εικόνες που εισέβαλλαν μέσα μου και με μίαιναν με

κεφάλαιο 23 195

Page 198: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

την ίδια τους την καθαρότητα, εικόνες ξένες και εχθρικές,ελπίζω να καταλαβαίνεις, δε μπορώ να το περιγράψω κα-λύτερα… Πέρασαν έτσι κοντά δυο ώρες, σε λίγο θα έπεφτετο σκοτάδι· τα ρεκάσματα γίνονταν όλο και πιο υποφερτά κιόλοι συμφιλιώνονταν με όλα. Οι τεράστιοι αετοί άρχισαν ναπετούν χαμηλά, τόσο που τα κομμένα κεφάλια που κρα-τούσαν ήρθαν στην ίδια ευθεία με το κεφάλι της κυρίας Δο-μένικας. Τότε την είδαμε να πιάνει το κάθε κεφάλι που’βρισκε μπροστά της και να φέρνει το πρόσωπό της κοντά·στην αρχή νομίσαμε πως το φιλούσε, αλλά όχι, δεν έκανεαυτό, η δασκάλα μας έγλειφε το αίμα που κυλούσε απ’ ταβγαλμένα μάτια… Αμέσως όλα ξεκαθάρισαν στο μυαλό μας— ή τουλάχιστον έτσι νομίσαμε: κάποιος έστελνε ένα δώροστην κυρία Δομένικα, ένα πεσκέσι εκλεκτό, όπως θα ’λεγεκι ο Τζακ, κι εκείνη ήταν υποχρεωμένη να το δοκιμάσει…Έπεσε το σκοτάδι· δε βλέπαμε πια τίποτε απ’ όσα γίνοντανστην αλάνα. Κάποτε, μια ώρα αργότερα, ακούσαμε ένα τε-λευταίο ρέκασμα, πιο φοβερό απ’ όλα τα προηγούμενα,θαρρείς και ρεκάζαν χίλιοι αετοί μαζί· έξαφνα ξυπνήσαμεαπό την παγωμένη ακινησία μας, βάλαμε τις παλάμες στ’αυτιά μας κι έπειτα, τρελοί απ’ το φόβο, τρέξαμε μες στηντάξη και, σκουντουφλώντας πάνω στα θρανία, λουφάξαμεστην πιο μακρινή γωνία απ’ τα παράθυρα. Ένα λεπτό μετάτο τελευταίο ρέκασμα, ακούσαμε βήματα· κάποιος είχεμπει απ’ την πόρτα — η κυρία Δομένικα μίλησε με σιγανήφωνή, σχεδόν ψιθύρισε: «Είναι ώρα να φύγετε για τα σπί-τια σας… την ιστορία του μολυβένιου στρατιώτη θα σας τηνπω αύριο…» Μαζέψαμε στα τυφλά τα τετράδιά μας καιβγήκαμε έξω· περπατώντας τοίχο-τοίχο φτάσαμε στοδρόμο της θείας Δώρας, εκεί όπου έφεγγε ο στύλος του ηλε-κτρικού… Η χιονοθύελλα είχε αρχίσει ξανά…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄196

Page 199: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

24.

Τα φιλιά χάνονται για πάντα

Από εκείνη τη φοβερή μέρα του Δεκεμβρίου η κυρίαΔομένικα άρχισε να γίνεται όλο και πιο μελαγχολική. Δεγελούσε πια όπως άλλοτε, έδειχνε κουρασμένη, σα να ’χεσπάσει κάτι μέσα της, σα να ’χε μυρίσει το δαιμονικό λου-λούδι που καραδοκεί στους εφιάλτες μας και μας περιμένειόλους — η γρια-Αλεξάνδρα είχε πει πως τα πνευμόνια καιη κοιλιά όποιου μύριζε αυτό το λουλούδι θα σάπιζαν με φρι-χτούς πόνους. Στη γιορτή των Χριστουγέννων (στο δέντροείχαμε δέσει με σπάγκο φύλλα φλαμουριάς, που ο Τζίμηςτα κρατούσε στο οινόπνευμα από τον Οκτώβριο) ήρθε κα-θυστερημένη, τα μάτια της ήταν πρησμένα σα να ’κλαιγεόλη τη νύχτα· όταν στην ανταλλαγή των δώρων τραβού-σαμε ο καθένας το δώρο του από τον άσπρο σάκο, όλοι προ-σέξαμε να μην πιάσει το χέρι μας το μαύρο τετράγωνοκουτάκι που ’χε φέρει ο Γιώργος — γι’ αυτό κι όλοι είχαμεφέρει μακρόστενα δώρα δεμένα με κορδέλες, για να μημπερδευτεί κανένας… Όταν ήρθε η σειρά της, τελευταίαόπως πάντα, είχε απομείνει στο σάκο μόνο το μαύρο κουτί·το άνοιξε μπροστά μας και βρήκε μέσα —αλίμονο— έναμάτι αετού κι ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε με πλάγιακαλλιγραφικά γράμματα «αν ήθελες…» Δεν είπε τίποτε,μόλο που κατάλαβε πως ήταν του Γιώργου, μονάχα χαμογέ-

[197]

Page 200: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

λασε αφηρημένα — και βέβαια ο φίλος μας το πήρε αυτό γιαενθαρρυντικό σημάδι. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς χιόνιζε,κι ενώ πηγαίναμε μέσα στη νύχτα στο Μεγάλο Ρέμα, με τονΒέλια οδηγό να μας δείξει το χωράφι με τις ζαχαρένιες φλό-γες, ακούσαμε ξαφνικά από ψηλά τα στριγκά ρεκάσματατων φριχτών πουλιών και σφίχτηκε η ψυχή μας. Φυσικά οΓιώργος ήθελε να γυρίσει πίσω, «με χρειάζεται… πρέπεινα πάω κοντά της…» άρχισε να μονολογεί, «άσ’ το, ρεΓιώργο, τώρα πληρώνονται παλιοί λογαριασμοί… τέτοιαώρα μόνο εσύ τής έλειπες…» του είπε ξερά ο Μανόληςσκουντώντας τον στην πλάτη, και φαίνεται πως τον έπεισε,γιατί συνέχισε να προχωρά μαζί μας χωρίς να ξανανοίξειτο στόμα του μέχρι το ξημέρωμα που γυρίσαμε πίσω. Στιςεφτά του Αϊ-Γιαννιού —ήτανε μια ηλιόλουστη Κυριακή— οΠέπας ήρθε το μεσημέρι στα Βαρέλια και μας έδωσε ένακομμάτι μαυρισμένο γυαλί· το κρατούσε φυλαγμένο στονκόρφο του κι όχι στην κασέλα με την πραμάτεια που του’χαν δώσει για να πουλήσει στα πανηγύρια εκείνης τηςμέρας. «Είναι το γυαλί της αιωνιότητας… εδώ μπορείτε νακρατήσετε για πάντα το φιλί κάποιας που αγαπάτε… Χθεςολημέρα τα ’φτιαχνε ο μπάρμπας μου, μαυρίζοντας με τηφλόγα του κεριού σπασμένα τζάμια· απ’ το πρωί πούλησαίσαμε είκοσι κομμάτια… Κράτησα ένα και για σας που’σαστε βαλτωμένοι για τα καλά…» είπε λαχανιασμένος καιμας έκλεισε το μάτι με νόημα πριν φύγει βιαστικά. Και βέ-βαια δε χρειάστηκε καν να σκεφτούμε ποιανής το φιλί θαθέλαμε να κρατήσουμε στο γυαλί εκείνο· αν ζούσε η κυρίαΠανδώρα, θα γινόταν αληθινός σκοτωμός ανάμεσα στονΓιώργο και σε μας τους τρεις — φυσικά εμείς θα θέλαμε τοφιλί εκείνης στο μαυρισμένο γυαλί του Πέπα, μα η μάγισσαμε τα μακριά δάχτυλα ήταν ήδη έξι βδομάδες πεθαμένη καιτα σκουλήκια θα ’χαν φάει πια τα μαύρα χείλια της κι ολό-κληρο το πρόσωπό της, άρα όλοι ήμασταν σύμφωνοι: στομαυρισμένο γυαλί της «αιωνιότητας» έπρεπε πάση θυσίανα κρατήσουμε το φιλί της κυρίας Δομένικας, πριν φύγει κι

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄198

Page 201: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

αυτή για τη χώρα των ίσκιων —τον περασμένο Ιούλιο μαςείχε πει, αλίμονο, ότι δε θ’ αργούσε—, έπρεπε να κρατή-σουμε το φιλί της υπέροχης δασκάλας μας με τα σκασμέναχείλη και τα φοβερά ανομολόγητα μυστικά…

Το πρωί της επομένης εκείνη μάς περίμενε καθισμένηστην έδρα χαμογελώντας γλυκύτατα —εκείνο το μήνα ήμα-σταν δυο βδομάδες πρωινοί και μια απογευματινοί—, μόλιςείπαμε τα «χρόνια πολλά» (ήταν η πρώτη μέρα του σχο-λείου για τη νέα χρονιά) και κάναμε βουβοί την προσευχήμας, της μιλήσαμε, προτού προλάβει να πει οτιδήποτε: θατης ζητούσαμε μια χάρη και δε θα μας αρνιότανε, ήτανεκάτι που το θέλαμε πολύ… «Αν είναι κάτι που το μπορώ,γιατί όχι…» απάντησε εκείνη με κεντρισμένο το ενδιαφέροντης· «το μπορείς και το παραμπορείς, κυρία» της χίμηξε οΣώτερ, «από σένα θέλουμε μόνο τα δυο σου χείλη…» Γιαμια στιγμή πάνιασε —έφυγε θαρρείς όλο το αίμα από τοπρόσωπό της—, όταν όμως ο φίλος μας συμπλήρωσε βγά-ζοντας απ’ τον κόρφο του το μαυρισμένο τζάμι «…για έναφιλί σε τούτο το γυαλί», συνήλθε κάπως· για ένα-δυο λεπτάέμεινε σιωπηλή κι έπειτα ρώτησε με κάποια επιφύλαξη:«…και τι το θέλετε το αποτύπωμα των χειλιών μου στογυαλί;» Ο Όττος ήταν που της απάντησε κι η φωνή τουείχε έναν παράξενο τόνο, σα να ειρωνευόταν τον εαυτό του:«Είναι το γυαλί της αιωνιότητας, κυρία… το φιλάς και μένειγια πάντα το φιλί σου εκεί…» Και βέβαια ο φίλος μας είχεπει τη λάθος λέξη, η κυρία Δομένικα δεν πίστευε στην αιω-νιότητα· μόλις άκουσε γι’ αυτήν, έκανε μια γκριμάτσα αη-δίας κι έπειτα ξέσπασε σ’ ένα νευρικό γέλιο, «…μπα σε καλόσας…» είπε μόλις ησύχασε κάπως, «και ποιος σάς είπε πωςμπορεί το φιλί το δικό μου να μείνει στην αιωνιότητα;… ξε-χάσατε πως στην αιωνιότητα χωράνε μόνο στάχτες καιφόβος;» μας ρώτησε, «ακόμη κι αν το φιλί σου δε χωράστην αιωνιότητα, εμείς το θέλουμε…» είπε χαμηλόφωνα οΜανόλης. Τότε η δασκάλα μας κοίταξε μ’ ένα αχνό χαμό-γελο έξω απ’ το παράθυρο, ο καιρός πήγαινε για βροχή, και

κεφάλαιο 24 199

Page 202: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

η φωνή της είχε τώρα τη βραχνάδα της μελαγχολίας, μόλοπου πριν από δυο λεπτά γελούσε: «Κανένα φιλί δε μένειστην αιωνιότητα… η αιωνιότητα είναι μόνο του θανάτου…τα φιλιά, η σάρκα, το μίσος, η αγάπη, όλα αυτά απλώς σεοδηγούν… φτάνουν ώς το σύνορο κι έπειτα χάνονται γιαπάντα…» Γύρισε και μας κοίταξε, τα μάτια της πετούσαναστραπές· «το ακούσατε, χά-νο-νται για πά-ντα…» επα-νέλαβε τονίζοντας την κάθε συλλαβή, κι έπειτα συμπλή-ρωσε χαμηλόφωνα: «…γι’ αυτό αξίζουν ό,τι αξίζουν…»Για αρκετή ώρα δεν είπε τίποτε άλλο κι εμείς βέβαια μεί-ναμε μουγκοί. Έξαφνα πήρε το λόγο ο Σώτερ: «Δηλαδή,κυρία, δε θα το φιλήσεις τούτο το γυαλί;» τη ρώτησε·«ποιος ο λόγος; αφού σάς το ’πα πως όλα τα φιλιά της ιστο-ρίας χάθηκαν και θα χάνονται… να το ξέρετε: όποιος φιλή-σει την αιωνιότητα δε θα είναι άνθρωπος πια, θα είναι κάτιάλλο…» «Μα δεν το κατάλαβες ακόμη, κυρία, πως εμείςάλλο θέλουμε κι απλά ντρεπόμαστε να σου το πούμε… γι’αυτό κι ο Όττος σού λέει ιστορίες για την αιωνιότητα καιτρίχες κατσαρές…»· κοίταξα τον Σώτερ παραξενεμένος, οφίλος μας μιλούσε με τόση σιγουριά, που στην αρχή έμειναμ’ ανοιχτό το στόμα, γρήγορα όμως κατάλαβα πού το πή-γαινε: «Άλλο θέλαμε εμείς, κυρία… θέλαμε να φιλήσουμετα δυο σου χείλη… σκεφτήκαμε όμως πως μια γυναίκα σανκαι σένα δίνει αληθινά φιλιά μόνο εκεί που της γουστάρει κιείπαμε πως μας αρκούσε ένα φιλί έστω και μ’ ένα γυαλί ανά-μεσά μας… αυτό είναι όλο, κυρία… κι αυτό είναι τογυαλί…» Εκείνη τη στιγμή θαύμασα το μυαλό του Σώτερ,ήταν στ’ αλήθεια ο πιο έξυπνος απ’ όλους μας· μόλις κατά-λαβε πως η δασκάλα μας δεν επρόκειτο να φιλήσει το γυαλί,καθώς δεν πίστευε ότι μπορεί ένα φιλί να έχει θέση στην αι-ωνιότητα της στάχτης και του φόβου, συνέλαβε στη στιγμήτο ιδιοφυές σχέδιό του κι αμέσως τής είπε πως αληθινόςσκοπός μας ήταν να τη φιλήσουμε πίσω από το μαυρισμένοτζάμι του Πέπα, ίσως μάλιστα και να ’χε προσέξει το στιγ-μιαίο πάνιασμά της πριν από λίγη ώρα, όταν της είπε πως

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄200

Page 203: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

θέλαμε μονάχα ένα φιλί της, και να υποψιάστηκε κάποιααδυναμία της που θα βοηθούσε να καμφθούν οι αντιστάσειςτης και να πετύχουμε τον πραγματικό σκοπό μας — ήμήπως όχι, μήπως ο Σώτερ εντέλει δεν είχε επινοήσει έναιδιοφυές σχέδιο για να πετύχουμε το σκοπό μας, απλώς είχεπει αυτό που κανένας μας δεν τολμούσε να ομολογήσει, πωςη αληθινή λαχτάρα μας δεν ήταν να αποτυπωθεί το φιλί τηςστην αιωνιότητα, στο κάτω-κάτω, τι μας ένοιαζε η αιω-νιότητα, πως η αληθινή λαχτάρα μας ήταν πράγματι να φι-ληθούμε μαζί της, με τα μάτια κλειστά, κι ας ήταν ένατζάμι στο ενδιάμεσο…

«Τα φιλιά είναι υπόθεση αίματος…» είπε ξερά η κυρίαΔομένικα δέκα λεπτά αργότερα, κι ήταν η πρώτη κουβέντατης μετά τα λόγια του Σώτερ — σ’ αυτό το διάστημα είχεμείνει σιωπηλή καρφώνοντάς μας όλους, τον ένα μετά τονάλλο, με ματιά διερευνητική. Φυσικά δεν καταλάβαμε τιεννοούσε μ’ εκείνα τα λόγια και την κοιτάξαμε με φανερήαμηχανία· «το κάθε φιλί το βαραίνει όλο το αίμα της ιστο-ρίας…» συνέχισε εκείνη, «η κάθε συνάντησή μας προετοι-μάστηκε μες στους αιώνες από εφιαλτικούς λαβυρίνθουςφρίκης, πολέμους, επαναστάσεις, αφανισμούς φυλών καιπολιτισμών, από λογής εκατόμβες κι αμέτρητες δολοφο-νίες…» «Μα, κυρία…» διαμαρτυρήθηκε ο Βέλιας, «εσύμάς έλεγες πως οι άνθρωποι ορίζουν μόνοι τις πράξειςτους…», «ναι, ορίζουν τις πράξεις τους…» του απάντησεεκείνη, «…μα είναι άλλο το τι θα κάνεις κι άλλο το ποιος θαβρεθεί απέναντί σου… αυτό πολλοί το λένε τύχη, άλλοιμοίρα, άλλοι πεπρωμένο ή ριζικό… είναι γλυκές αυτές οιλέξεις, βοηθούν σ’ ένα γαλήνιο ύπνο… όμως ο δρόμος γιανα συναντηθούν δυο άνθρωποι, για να σμίξουν δυο κορμιά,για να φιληθούν δυο στόματα, είναι ένα αυλάκι που το χά-ραξαν θάλασσες αίματος σε αιώνες αίματος…»· σταμάτησεγια μια στιγμή, σα να δίστασε κάπως, κι έπειτα συμπλή-ρωσε κοιτώντας το κενό: «…και καταλήγει στη νύχτα τουαίματος που δε θα ξημερώσει ποτέ…» Μόλις η δασκάλα

κεφάλαιο 24 201

Page 204: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μας τέλειωσε τη φράση της, ο Γιώργος σηκώθηκε απ’ τηνκαρέκλα του και με σταθερό βήμα προχώρησε μπροστά απ’την έδρα· στάθηκε απέναντί της σε στάση προσοχής, έναεσωτερικό τρέμουλο τον συντάραζε και το κορμί του έγερνεπρος τα μπρος, λίγο ακόμη και θα ’χανε την ισορροπία του— ήταν φανερό πως ζητούσε με όλο του το είναι μια δικήτης κουβέντα επιβεβαίωσης γι’ αυτό που σκεφτόταν. Ηαντίδραση της κυρίας Δομένικας μας έκανε μεγάλη εντύ-πωση, καθώς μέχρι τότε η δασκάλα μας συνεχώς αποθάρ-ρυνε τον Γιώργο όποτε εκείνος τής έδειχνε με τον ένα ή τονάλλο τρόπο τον έρωτά του· φαίνεται όμως πως εκείνη τημέρα θέλησε να νιώσει για λίγο τη γλυκιά μέθη της παρά-τολμης αμεριμνησίας: του χαμογέλασε αινιγματικά κιέπειτα με φωνή απόλυτα γαλήνια του είπε: «Ναι, Γιώργο,για να συναντηθούμε εσύ κι εγώ, χρειάστηκαν θάλασσες αί-ματος σε αιώνες αίματος…» Ο φίλος μας δεν ήθελε τίποτεάλλο· ανείπωτα ευτυχισμένος προχώρησε προς την πόρτακαι την άνοιξε. Έξαφνα γύρισε προς το μέρος της και τηςείπε με τρεμάμενη φωνή: «Όταν θα σε φιλήσω εγώ, δε θαυπάρχει γυαλί ανάμεσά μας…»· τη στιγμή που έφυγε απότην τάξη ακούστηκε ο πρώτος κεραυνός…

«Όλα αυτά που μας είπες, κυρία, είναι ένας λόγος πα-ραπάνω για να φιληθούμε πίσω απ’ το μαυρισμένο γυαλί…»άρχισε ν’ αγορεύει με ζέση ο Σώτερ μόλις η δασκάλα μαςσηκώθηκε κι έκλεισε την πόρτα που ο Γιώργος φεύγονταςείχε αφήσει ανοιχτή, «…αν όλη η ιστορία του κόσμου είναιένα αυλάκι φρίκης για να συναντηθούμε, θα ’ταν χίλιεςφορές κρίμα να μη φιληθούμε, θα είναι ένα φιλί με τη δα-σκάλα μας, τίποτε άλλο, τίποτε πρόστυχο ή χυδαίο…»«Και πού το ξέρεις εσύ τι είναι χυδαίο και πρόστυχο;» τονρώτησε τάχα αυστηρά εκείνη, χωρίς ωστόσο να κρύβει τοθαυμασμό της για την πανέξυπνη επιχειρηματολογία του,«νά, μας έχει πει μερικά πράγματα ο Τζακ…» απάντησεεκείνος διστακτικά· «α… ο Τζακ…» μονολόγησε σκεφτικήη κυρία Δομένικα. «Ώστε λοιπόν… επιμένετε;» μας ρώτησε

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄202

Page 205: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μετά από λίγο κοιτώντας και πάλι έξω απ’ το παράθυρο τιςαστραπές που έσκιζαν τον ουρανό· εμείς μείναμε σιωπηλοί,ένα περίεργο σφίξιμο μας έπιασε στο στήθος, νιώθαμε πωςεκείνη ήταν έτοιμη να κάνει αυτό που της ζητήσαμε, πωςήταν έτοιμη να αφεθεί για μια φορά στη μαγεία μιας παρά-τολμης ιδέας, μην υπολογίζοντας τις συνέπειες… «Άντε,λοιπόν…» είπε αποφασιστικά, σηκώθηκε από την έδρα καιπροχώρησε προς το θρανίο του Σώτερ· έμοιαζε γεμάτηενέργεια: «Δώσ’ το μου, επιτέλους, τούτο το γυαλί· και ση-κωθείτε όλοι σας και κάντε μια γραμμή μπροστά στον πί-νακα…» Μείναμε ακίνητοι στις θέσεις μας, θαρρείς κιείχαμε ζαβλακώσει από τον αλλόκοτο ηλεκτρισμό που εξέ-πεμπε η δασκάλα μας εκείνη τη στιγμή· «τι συμβαίνει;μήπως το μετανιώσατε;» ακούσαμε τη φωνή της να μαςρωτά πειραχτικά· όχι βέβαια, αυτό μάς έλειπε, να το ’χαμεμετανιώσει, αλίμονο: σηκωθήκαμε με τέτοια βιασύνη απότις καρέκλες μας, που πέσαν κάτω τα μολύβια και τα τε-τράδιά μας· μέσα σε μια στιγμή είχαμε φτιάξει κιόλας μιαγραμμή στον πίνακα, εγώ ήμουνα τελευταίος, πριν απόμένα ήταν ο Μεγάλος Πρόδρομος και πριν απ’ αυτόν ο Αγιού-τος. Η κυρία Δομένικα στάθηκε μπροστά στη γραμμή που’χαμε κάνει, μας μέτρησε μια τελευταία φορά με το βλέμματης, «είστε έτοιμοι;» ρώτησε κι εμείς τής απαντήσαμε κα-ταφατικά μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού μας. Έξαφνα τα μάτιατης άστραψαν, σα να της πέρασε μια τρελή ιδέα απ’ τομυαλό: «Τι θα λέγατε αν φιλιόμασταν χωρίς το μαυρισμένογυαλί ανάμεσά μας;» μας ρώτησε μ’ ένα παράξενο χαμό-γελο, τόσο σίγουρο, που ο φόβος μούδιασε την κοιλιά μας,«θα το αντέχατε ένα τέτοιο φιλί;» Έξω η καταιγίδα είχεξεσπάσει μανιασμένη και σφυροκοπούσε τα παράθυρα τηςτάξης μας κι απανωτοί κεραυνοί έκαναν τη γη να τρέμει,ενώ στο μυαλό μας στροβιλιζόταν το ερώτημα εκείνης, πουτα χείλη της είχαν χρώμα κόκκινο πεθαμένο· κάποτε ακού-στηκε και μια απάντηση, ήταν ο Ζήσης που μίλησε, ναι, οΖήσης: «Κυρία, αν ήθελες…» Μα εκείνη και πάλι μάς

κεφάλαιο 24 203

Page 206: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

αιφνιδίασε, σα να ’παιζε μαζί μας, «αφήστε το καλύτερα…άκου λέει να σας φιλήσω χωρίς το γυαλί…» είπε συμπλη-ρώνοντας υποτιμητικά, «εσείς μπορεί να μου μείνετε καιστον τόπο…» Προτού προφτάσουμε να πούμε τίποτε, έπεσεστα γόνατα ώστε να είναι τα στόματά μας στο ίδιο ύψος· «μηφοβάστε, δε θα πονέσει…» είπε και κλείνοντας τα μάτια φί-λησε το μαυρισμένο γυαλί της αιωνιότητας.

Ο πρώτος που φίλησε την άλλη μεριά του γυαλιού, στοσημείο ακριβώς όπου φάνηκε το περίγραμμα των χειλιώντης, ήταν ο Κούλης· ίσα που άγγιξε τα χείλη του για μιαστιγμή κι έπειτα τραβήχτηκε. Ακολούθησε ο Βέλιας, μετάο Ζήσης, ο μοιραίος Νίκος, ο Κώστας, ο Όττος, ο Σίμης, οΜανόλης, ο Παύλος, ο Τζίμης, ο Σώτερ, ο Αγιούτος, ο Με-γάλος Πρόδρομος. Όταν έφτασε η σειρά μου, ένιωσα τα γό-νατά μου να λυγίζουν· καθώς πλησίαζα το στόμα μου, μιαστιγμή πριν κλείσω τα μάτια μου, πρόφτασα να τη δω: ταμάτια της κλειστά, δυο ρυτίδες χαράκωναν το μέτωπό της,οι αδένες του λαιμού της διογκωμένοι. Τα χείλη της, έτσιόπως ακουμπούσαν στο μαυρισμένο γυαλί, ήταν πιο κόκ-κινα από κάθε άλλη φορά, θελκτικά όσο και το φεγγάρι τωνονείρων του Πέτρου, κι έπειτα ένα κόκκινο τυφλό φίδι τι-νάχτηκε σα φλόγα, έσπασε το γυαλί και μπήκε στο στόμαμου, γλίστρησε γλυκά στο φάρυγγά μου και μόλις έφτασεστο στομάχι με τσίμπησε μ’ όλο του το φαρμάκι· ένιωσαμια φριχτή σουβλιά στα σωθικά μου κι έπεσα κάτω. Ότανσυνήλθα, η κυρία Δομένικα στεκόταν πάνω μου και με κοι-τούσε γελαστή, «εμ, φιλιά μού ’θελες…» είπε χαϊδεύοντάςμου τα μαλλιά. Καθώς γυρνούσαμε στις θέσεις μας, άκουσαπίσω μου τον Σώτερ να λέει τάχα αδιάφορα: «Κυρία, δε μουδίνεις το γυαλί να το πετάξω φεύγοντας;»· «δε μου λες,Σώτερ…» του είπε εκείνη ειρωνικά, «μήπως ξέρεις άλλονκανέναν έξυπνο εκτός από σένα;» Ο φίλος μας πήγε κάτι νααπαντήσει, μα στη στιγμή κατάλαβε πως ήταν μάταιο ναεπιμείνει στο σχέδιό του: «Θέλουμε να θυμόμαστε το σχήματου φιλιού σου, κυρία…» της είπε χαμηλόφωνα. Εκείνη

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄204

Page 207: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τότε σήκωσε ψηλά το χέρι της, τον κοίταξε για μια στιγμήκι έπειτα πέταξε κάτω μ’ όλη της τη δύναμη το μαυρισμένογυαλί του Πέπα, που ’χε το αποτύπωμα του φιλιού της, κά-νοντάς το χίλια κομμάτια. Ύστερα άρχισε να περπατάειπάνω στα θρύψαλα λιώνοντάς τα με το παπούτσι της· μόλιςέφτασε στην έδρα, ο Όττος την άκουσε να ψιθυρίζει: «Εγώτο ’πα ξεκάθαρα… τα φιλιά χάνονται για πάντα…»

«Στ’ αλήθεια, λοιπόν, φοβάστε μη με ξεχάσετε;» μαςείπε αιφνιδιάζοντάς μας η δασκάλα μας την επομένη, αφό-του κάναμε τη σιωπηλή προσευχή μας· μια φυματική χλο-μάδα είχε απλωθεί στο πρόσωπό της, τα μάτια της,μελαγχολικά, κοιτούσαν στο κενό. Στην ερώτησή της δεναπάντησε κανένας, θέλαμε να της πούμε πως δε γινόταν νατην ξεχάσουμε ποτέ, με καμιά δύναμη του κόσμου αυτού ήκάποιου άλλου, πως όσο θα είχαμε συνείδηση του εαυτούμας εκείνη θα ήταν στην ψυχή και στο νου μας, μα την ίδιαώρα θυμηθήκαμε το παραλήρημα του Ταρνανά τη νύχτα τουΑγίου Στεφάνου για τη φρικτή μοβ ομίχλη που κάποτε,όπως έλεγε, θα ερχόταν και στον δικό μας παράλληλο, θα’μπαινε στα σπίτια μας από τις καπνοδόχους και τις χαρα-μάδες κάτω απ’ την πόρτα, θα τρύπωνε στα ρουθούνια καιστα πνευμόνια μας και θα έφερνε στο μυαλό μας την από-λυτη λήθη, κι όλα γύρω μας θα γίνονταν ένας προστατευτι-κός μοβ θόλος, όπου τα λουλούδια θα φυτρώναν από τονουρανό προς τη γη κι εμείς απλά θα περιμέναμε κάποτε ναμας εμβολίσουν, άδειοι από λαχτάρα και φόβο, χωρίς ν’αγαπάμε και να μισούμε πια αυτούς που κάποτε αγαπή-σαμε και μισήσαμε… Κι όταν δέκα λεπτά αργότερα η κυρίαΔομένικα, φανερά ενοχλημένη, μας είπε αυστηρά «κάτι σάςρώτησα και σεις τώρα μου παίζετε το μουγκό», ο Μανόληςήταν αυτός που της απάντησε διστακτικά: «Κυρία, φοβό-μαστε τη μοβ ομίχλη…» Το πρόσωπό της συσπάστηκε σ’ένα σκληρό μορφασμό, «ο Τζακ σάς μίλησε για τη μοβ ομί-χλη;» μας ρώτησε χαμηλόφωνα χωρίς να περιμένει απά-ντηση κι αμέσως μετά συμπλήρωσε μονολογώντας κάτι

κεφάλαιο 24 205

Page 208: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ακατανόητο: «Ας είναι… ο Τζακ ζει στην ομίχλη με τηναξία του…» Την αμέσως επόμενη στιγμή έβγαλε απ’ τηντσάντα της ένα παλιό παγούρι, καμωμένο από καλάι, που’χε σκαλισμένο πάνω στο μέταλλο ένα ματωμένο ξίφος μεπερίτεχνη λαβή: «Πριν από εκατό χρόνια σε κάποιον πό-λεμο, σε ένα μακρινό βόρειο τόπο, ένας καβαλάρης σκοτώ-θηκε από αδέσποτη σφαίρα την ώρα που ήταν έτοιμος ναπιει νερό απ’ το παγούρι του. Τα δάχτυλα του χεριού τουσφίξαν το ανοιγμένο παγούρι και το άλογό του άρχισε νατρέχει σα δαιμονισμένο για μέρες, μεταφέροντας τον νεκρόαναβάτη του χίλια χιλιόμετρα μακριά· σταμάτησε σανέφτασε σε μια βόρεια λίμνη ανάμεσα στα βουνά, δίπλα στοσπίτι ενός ψαρά. Από τότε, όποιος ήπιε έστω και μια μικρήγουλιά από τούτο το παγούρι του πεθαμένου, ακόμη κι ανέβρεξε μόλις τη γλώσσα του με το νερό, που μαύρισε τόσοκαιρό μες στον κασσίτερο, για όλη του τη ζωή, όποτε θυ-μάται αγαπημένο πρόσωπο που ’χει πεθάνει, τα χείλη τουματώνουν…» Σταμάτησε για λίγο, θαρρείς να το σκέφτηκεγια μιαν ακόμη φορά, κι έπειτα μας είπε με σταθερή φωνή:«Αν θέλετε, έχει από αυτό το μαύρο νερό και για σας…»«Κι η μοβ ομίχλη;» ρώτησε ανήσυχος ο Ζήσης· η δασκάλαμας και πάλι δίστασε πριν απαντήσει: «Η μοβ ομίχλη πουφοβάστε είναι εδώ παντού γύρω μας… Όταν θα πάψει τοαίμα μας να είναι κόκκινο, τότε θα μας κατακτήσει μια καικαλή για πάντα…» Εκείνη την ώρα ένας κεραυνός έπεσεκάπου κοντά στην τάξη, ίσως στον Πύργο, κι η αίθουσα σεί-στηκε· σε λίγα λεπτά θα άρχιζε μια ακόμη καταιγίδα πα-ρόμοια με αυτή τής προηγούμενης μέρας… Δεν είχαμε άλληερώτηση για τη δασκάλα μας· ο Κούλης (κι είναι παράξενοαυτό, γιατί ο Κούλης ήταν ο πιο φοβητσιάρης απ’ όλουςμας) σηκώθηκε απ’ το πρώτο θρανίο, πήρε το παγούρι, γύ-ρισε στη θέση του, χωρίς δισταγμό ήπιε μια μικρή γουλιάκαι το ’δωσε στον διπλανό του. Σε τρία λεπτά είχαμε πιειόλοι από το μαύρο νερό του πεθαμένου καβαλάρη, εκτός απ’τον Γιώργο που όταν του ’δωσα το παγούρι το πήρε και χωρίς

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄206

Page 209: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

να πιει σηκώθηκε και το πήγε στην έδρα, λέγοντας στηνκυρία Δομένικα: «Εγώ τα χείλη μου τα ματώνω με το μα-χαίρι…» Ένιωθα παράξενα εκείνη την ώρα, καθώς προ-σπαθούσα να συνειδητοποιήσω πως στο εξής, όποτε θαθυμόμουν αγαπημένο νεκρό, τα χείλη μου θα μάτωναν· τότεήρθε έξαφνα στο νου μου η κυρία Πανδώρα να πετά κόκκινοτριαντάφυλλο στο δρόμο μου. Γύρισα και είδα τον ΜεγάλοΠρόδρομο: με κοιτούσε κι αυτός, με μια σταγόνα αίμα στηνάκρη των χειλιών…

κεφάλαιο 24 207

Page 210: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 211: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

25.

Η Δομένικα Φραντζή δίνει ένα νούμερο

Το πρωί της πρώτης Φεβρουαρίου του χίλια εννιακό-σια εβδομήντα εφτά, βγαίνοντας από το σπίτι μας να πάμεστο σχολείο, πέσαμε σε μια φοβερή παγωνιά· είχε τουλά-χιστον δυο βδομάδες να βρέξει και λυσσομανούσε ένας ξερόςβοριάς που ξύριζε πραγματικά τη σάρκα· κι έτσι, όταν μπή-καμε στην τάξη, τα χείλη ολωνών ήταν σκασμένα από τοκρύο. Η κυρία Δομένικα μας περίμενε καθισμένη στην έδρα,όπως έκανε απ’ την αρχή εκείνης της σχολικής χρονιάς κάθεφορά που ήμασταν πρωινοί μέχρι να μαζευτούμε όλοι καινα αρχίσουμε το μάθημα· όμως, εκείνο το συγκεκριμένοπρωινό, η δασκάλα μας δε χαμογελούσε γλυκύτατα όπωςσυνήθως, καθόταν φριχτά κοκαλωμένη κι έμοιαζε με βαλ-σαμωμένη νεκροζώντανη, τα μάτια της ήταν πρησμένα, πε-ταγμένα έξω σαν του βατράχου, οι κόρες τους βασιλεμένεςπίσω από τα πάνω βλέφαρα, οι δυο γνώριμες μαύρες κάθε-τες ρυτίδες χαράκωναν τα μάγουλά της, τα φρύδια της εί-χανε σμίξει αλλόκοτα κι ολόκληρο το πρόσωπό της ήτανμια μάσκα άσχημου θανάτου. Το πιο πιθανό, θα ’λεγε κα-νείς, ήταν πως είχε πιει κάποιο φοβερό πιοτό την προηγού-μενη νύχτα, όμως εμείς βάλαμε με το νου μας το χειρότερο,πως είχαν ξανάρθει τα πουλιά με τα κομμένα κεφάλια στανύχια τους ή πως είχε αρχίσει να κυριεύει την ψυχή της η

[209]

Page 212: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

περουβιανή μελαγχολία για την οποία μάς μιλούσε συνέ-χεια εκείνο τον καιρό ο Ταρνανάς. Όταν μπήκε στην τάξηκι ο τελευταίος —ήταν ο Αγιούτος, καθυστερημένος όπωςπάντα, μουρμουρίζοντας ασυνάρτητες δικαιολογίες—,εκείνη περίμενε μισό λεπτό για τη σιωπηλή προσευχή μαςκι έπειτα μίλησε με φωνή ολότελα βραχνή, κι ενώ οι κόρεςτων ματιών της παρέμεναν βασιλεμένες: «Συγχωρέστε με,μα δε θα κάνουμε σήμερα μάθημα, έχω μια γρίπη καρα-μπινάτη, δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ· ένας ύπουλος πυ-ρετός με αλάλιασε… Έχω ζαλάδες και νιώθω πως άμασηκωθώ στον πίνακα θα σωριαστώ κάτω… Γι’ αυτό προ-τείνω να τραγουδήσουμε — άμα το θέλετε κι εσείς, βέ-βαια…» Ο Κώστας ήταν που της απάντησε: «Κυρία, δεμπορούμε να τραγουδήσουμε, είμαστε άρρωστοι κι εμείς…Σήμερα το πρωί τα χείλη μας σκάσαν από το κρύο…» Ηκυρία Δομένικα χαμογέλασε με δυσκολία, οι κόρες των μα-τιών της φάνηκαν επιτέλους κι η μορφή της έγινε κάπωςανθρώπινη· «όχι δα κι άρρωστοι…» είπε κι αμέσως μετάσυμπλήρωσε χαμηλόφωνα: «Μακάρι και τα δικά μου χείληνα ’χαν σκάσει απ’ το κρύο…» Αυτό κι αν ήταν ευκαιρία: τιςάλλες φορές που την είχαμε ρωτήσει για το μυστικό της εί-χαμε πιαστεί από κάτι ασήμαντες λεπτομέρειες, και νά πουεκείνη η ίδια μάς πρόσφερε το λαγό στο πιάτο — δε θα τοναφήναμε βέβαια να ξεγλιστρήσει και πάλι. Τέσσερις του-λάχιστον από μας, εγώ, ο Σώτερ, ο Μανόλης κι ο Πέτρος,ανοίξαμε ταυτόχρονα το στόμα μας, όμως ο Γιώργος μάςπρόφτασε όλους, «από τι έσκασαν, λοιπόν, τα δικά σουχείλη, κυρία;» τη ρώτησε με τέτοια παραφορά, που χωρίςνα το θέλει σηκώθηκε όρθιος, ρίχνοντας κάτω το θρανίο τουμε θόρυβο. Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια, ήτανε φανερόπως πονούσε, έπειτα προσπάθησε να χαμογελάσει και τουαπάντησε κομπιάζοντας: «…τα χείλη μου έσκασαν γιατίέτσι έπρεπε…» Αυτή τη φορά ήταν ο Σώτερ που μίλησε,σταθερά και κοφτά, «δε σε ρώτησε αυτό, κυρία… άσε στηνάκρη τα λόγια που παραπλανούν και πες μας το καθαρά από

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄210

Page 213: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τι έσκασαν τα χείλη σου, μας το χρωστάς…», «ναι,κυρία…» πετάχτηκα κι εγώ, «πες μας επιτέλους το μυ-στικό σου…» Τότε η δασκάλα μας έκρυψε το πρόσωπό τηςμες στις παλάμες της κι έπειτα από ένα λεπτό άρχισε ναμιλά σιγανά, σχεδόν ψιθύριζε: «Γυρεύετε να μάθετε πράγ-ματα που θα πονηρέψουν την αγάπη σας, τον έρωτά σας, ταόνειρά σας… άμα σάς μιλήσω, να το ξέρετε, δε θα μπορώ ναπάρω πίσω όσα θα πω, δε θα ’ναι πλέον δυνατό να σβήσουναπό τη μνήμη σας, θα ’ναι μαζί σας για πάντα, σα μιαμικρή αλεπού κάτω από τη μπλούζα σας που θα σας ξε-σκίζει τη σάρκα… στ’ αλήθεια το θέλετε, λοιπόν;» Δεκα-τέσσερα στόματα απαντήσαμε με μια φωνή «το θέλουμε»,μόνο ο Γιώργος δε φώναξε μαζί μας, καθώς είχε τόση λα-χτάρα ν’ ακούσει το μυστικό της, που του ’χε κοπεί η λαλιά·πίστευε ο έρμος πως η αιτία όλων των ανεξήγητων που συ-νέβαιναν με την κυρία Δομένικα ήταν εκείνος, πως η δα-σκάλα μας ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του, εξάλλου τουτο ’χε πει μόλις πριν από τρεις βδομάδες: για να συναντη-θούν οι δυο τους, χρειάστηκαν αιώνες αίματος… Εκείνη,χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της, μουρμούρισε «ας είναι…στον εφιάλτη όλοι έχουν δικαίωμα…», κι έπειτα με δυνατήφωνή μάς είπε: «Το μυστικό μου είναι ο θάνατος… ο θάνα-τος των άλλων κι ο δικός μου… με βήμα λύκου και μάτιαπελαργού… επάνω στην Κουπέλα… μ’ ένα φιλί κι ο άνεμοςνα σφυρίζει… και μια μέρα που δύει πριν ανατείλει… οχτα-κόσιες εβδομήντα εννιά χιλιάδες εκατόν είκοσι πέντε…»αυτά μάς είπε κι έπειτα σώπασε, σκύβοντας το κεφάλι, ενώο Γιώργος, σαν παλαβός, άρπαξε το μολύβι του κι έγραψεπάνω στο εσωτερικό ύφασμα της κασετίνας του το νούμεροπου μόλις μ΄΄ας είχε πει η κυρία Δομένικα — χωρίς αμφιβο-λία εκείνος ο αριθμός έκρυβε τη μέρα του θανάτου της.Ωστόσο, μόλο που για αρκετές βδομάδες σπάσαμε το κε-φάλι μας δοκιμάζοντας κάθε δυνατή εκδοχή που περνούσεαπ’ το νου μας —ο Σώτερ κι ο Αγιούτος μάλιστα ένα από-γευμα γέμισαν ένα ολόκληρο τετράδιο ιχνογραφίας με πι-

κεφάλαιο 25 211

Page 214: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

θανούς συνδυασμούς των έξι ψηφίων κι έπειτα, καθώς δενέβγαζαν άκρη, έστησαν κι ένα φοβερό καβγά—, δεν κατα-φέραμε να βρούμε με ποιον τρόπο ανασχηματιζόταν το μυ-στικό νούμερο, ώστε να αποκαλυφθεί η μέρα που θα πέθαινεη δασκάλα μας, παρά μόλις το πρωινό εκείνης της μέραςπου ο Κερατένιος μπήκε στην τάξη μαζί με τον αστυνόμο μετο τσιγκελωτό μουστάκι και την Αύρα Φραντζή…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄212

Page 215: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

26.

Σύμπτωση: οι μαθητές βλέπουν τις αμυγδαλιέςτην ώρα που ανθίζουν

Κι αν την πρωτομηνιά του Φεβρουαρίου του χίλια εν-νιακόσια εβδομήντα εφτά δε ρωτήσαμε τη δασκάλα μας τί-ποτε για το μυστηριώδες εξαψήφιο νούμερο, δε συνέβηβέβαια το ίδιο και με την κουβέντα της για την Κουπέλα,δε γινόταν να το αφήσουμε να περάσει έτσι κι αυτή τη φοράκαι να μη ρωτήσουμε για τον μυστηριώδη λόφο που βρισκό-ταν κάπου στο δάσος πάνω απ’ τον Πύργο. Το παράξενοόνομά του το ακούσαμε για πρώτη φορά ακριβώς πριν απόένα χρόνο, την πρώτη Φεβρουαρίου του εβδομήντα έξι, τότεπου η κυρία Δομένικα μας πρωτοτραγούδησε εκείνο το τόσοθλιβερό τραγούδι για τον Κουτσοφλέβαρο και τις αμυγδα-λιές που άνθισαν πάνω στην Κουπέλα, κι από τότε πιστέ-ψαμε πως η ακατανόητη τρισύλλαβη αυτή λέξη έκρυβε όλατα μυστικά της δασκάλας μας, κι όχι μόνον αυτά: ήταν ηλέξη που ακόμα και η απλή αναφορά της αρκούσε για ναμας βάλουν οι μανάδες μας πιπέρι στο στόμα και που όποιονκι αν ρώτησε ο καθένας μας —εγώ ρώτησα τον Μαυρομα-νόλη— άκουγε μια ιστορία τόσο αλλόκοτη, ώστε εντέλει ηΚουπέλα να φαντάζει στο μυαλό μας σα μια μυθική πόρταπου αν δεν την περνούσαμε δε θα μαθαίναμε ποτέ τις πραγ-ματικές διαστάσεις του κόσμου… Έτσι, μόλις η κυρία Δο-

[213]

Page 216: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μένικα πήρε μια-δυο ανάσες μετά τα αινιγματικά λόγια τηςκαι πριν περάσει καν μισό λεπτό, ο Σώτερ τη ρώτησε μεξερή φωνή και μάτια σκοτεινά, θολωμένα: «Κυρία, τι είναι,επιτέλους, αυτή η Κουπέλα;» Εκείνη το σκέφτηκε γιαλίγο, έπειτα σήκωσε τους ώμους και του απάντησε κοφτά:«Είναι ένας λόφος που τον ανεβαίνεις μόνο άμα το θέλεις…»Η φωνή του Γιώργου ακούστηκε σα ρόγχος μαχαιρωμέ-νου «θα μ’ ανεβάσεις, λοιπόν;» «Άκουσε, Γιώργο» του είπεη δασκάλα μας χαμογελώντας μελαγχολικά, «…στην Κου-πέλα ανεβαίνουν οι αποφασισμένοι…» «Κι εγώ μήπως δενείμαι αποφασισμένος;» αναφώνησε θυμωμένα ο Γιώργος·μια ηλεκτρισμένη σιωπή απλώθηκε τότε, ώσπου πήρα τολόγο εγώ· ένιωθα έναν αδικαιολόγητα οξύ πόνο στο στήθος,σάμπως κάποιο αόρατο χέρι να μου ’μπηγε εκεί βελόνεςψιλές όσο μια τρίχα: «Κυρία, όλοι το ’χουμε αποφασίσει, κιο Γιώργος πιο πολύ απ’ όλους… ανέβασέ μας σ’ αυτόν τολόφο…» Το χαμόγελό της έγινε διφορούμενο, ήταν στ’αλήθεια εκπληκτικό πώς άλλαζε η έκφρασή της από τη μιαστιγμή στην άλλη, «έξω έχει παγωνιά και τα χείλη σας είναισκασμένα από το κρύο…» είπε, «κυρία, το ’χουμε αποφα-σίσει…» τη διέκοψε με τη βαριά φωνή του ο Μεγάλος Πρό-δρομος, μα εκείνη συνέχισε σα να μην τον άκουσε, «…καιστην Κουπέλα έχει στενά μονοπάτια και θάμνους αγκαθε-ρούς…», «κυρία, το ’χουμε αποφασίσει…» επανέλαβε οΣώτερ, μα η δασκάλα μας συνέχιζε να λέει, «…εκεί γυρ-νούν κι άνθρωποι με πρόσωπα σαπισμένα και δάχτυλα πουη σάρκα έχει λιώσει κι είναι μονάχα κόκαλα που θέλουνχάδια και φιλιά…», «κυρίααα…» ούρλιαξε ο Γιώργος μεδάκρυα στα μάτια μην αντέχοντας πια… Εκείνη σταμά-τησε επιτέλους, πήρε και πάλι βαθιά ανάσα και, κοιτώνταςεπίμονα τον ερωτευμένο φίλο μας στα μάτια, είπε: «…αφούτο ’χετε αποφασίσει, πάμε». Τότε σκέφτηκα ότι η κυρία Δο-μένικα είχε στ’ αλήθεια μεταμορφωθεί, είχε γίνει πάρα πολύόμορφη, ενώ μόλις λίγη ώρα νωρίτερα η όψη της μας προ-καλούσε τον τρόμο· κι ένιωσα για μια στιγμή κάτι από αυτό

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄214

Page 217: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

που έκαιγε τα σωθικά του Γιώργου, ίσως γιατί το βλέμματης δασκάλας μας καθώς τον κοιτούσε μου φάνηκε ίδιο μετο βλέμμα της μάγισσας που είχε κλέψει τη δική μου καρ-διά, ήταν το βλέμμα που αν το ακολουθούσες έφτανες ώς τοτέλος…

Δε θυμάμαι σχεδόν τίποτε από τη διαδρομή που κά-ναμε εκείνη την πρώτη φορά μέχρι να φτάσουμε στην Κου-πέλα, θυμάμαι μόνο ότι περπατούσαμε για μισή ώρα ώσπουκάποτε βρεθήκαμε σ’ έναν αλλόκοτο λόφο. Εκεί που πη-γαίναμε μες στο δάσος, κι ενώ μπροστά μας δε βλέπαμε τί-ποτε παρά μόνο τους κορμούς των πεύκων, έξαφνα βγήκαμεσ’ ένα ξέφωτο και τον είδαμε στα πενήντα μέτρα, απροσδό-κητο και μυστηριώδη, θαρρείς η γη να ’χε πετάξει ένα βυζίχωρίς λόγο κι αιτία… Οι πρόποδες εκείνου του λόφου ίσαμεγια τριάντα-σαράντα μέτρα ήταν σκεπασμένοι από πυκνούς,ψηλούς μαύρους θάμνους, ακόμη κι ο πιο ψηλός άντρας θαχανόταν ανάμεσά τους· μετά η κλίση γινόταν απότομη, άρ-χιζαν τα δέντρα, ήτανε μυγδαλιές, ψηλές ίσαμε δέκα μέτραη καθεμιά, ίσως και περισσότερο, και τόσο πυκνές, που τακλαδιά της καθεμιάς νόμιζες ότι ενώνονταν με όλες τις υπό-λοιπες — να σκεφτείς πως οι κορμοί τους ήταν τόσο κοντάο ένας με τον άλλο, που, αν αγκαλιαζόμασταν δυο από μας,δε χωρούσαμε να περάσουμε ανάμεσά τους. Κι όπως τον εί-δαμε για πρώτη φορά, νιώσαμε ένα γλυκό ηδονικό μούδια-σμα χαμηλά στην κοιλιά· ένας λόφος με μυγδαλιές μέσα στοδάσος των πεύκων ίσως να ήτανε ο τόπος όπου ο καθέναςμας θα έβρισκε τα πιο γοητευτικά όνειρα να παραμονεύουνκάτω από τα πλεγμένα κλαδιά και πίσω από τους τόσο πυ-κνούς κορμούς… Κι αφού πέρασαν πέντε λεπτά που τονκοιτούσαμε σαστισμένοι, η κυρία Δομένικα είπε με δυνατήσυγκινημένη φωνή: «Αυτός είναι ο μαύρος λόφος της Κου-πέλας…» Ο Σώτερ τότε τη ρώτησε «γιατί τον λες μαύρολόφο, κυρία;», μα πριν εκείνη προφτάσει να απαντήσειακούστηκε ο Όττος, «κοιτάξτε… ανθίζουν οι μυγδαλιές…»φώναξε έκπληκτος· χρειάστηκε ν’ ανοιγοκλείσουμε τα

κεφάλαιο 26 215

Page 218: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μάτια μας για να το συνειδητοποιήσουμε πως πράγματιμπροστά μας άνθιζε εκείνη τη στιγμή ολόκληρος ο λόφος.Τα γυμνά κλαδιά γίνονταν άσπρα σα να σκεπάζονταν απόχιόνι, ούτε λίγο ούτε πολύ φανερωνόταν ξαφνικά μπροστάστα μάτια μας η τρομερή ψυχή της φύσης για την οποία μάςείχε πει τόσα ο Τζακ — ήταν στ’ αλήθεια ένα απίστευτοθέαμα για μας και βέβαια μείναμε για αρκετά λεπτά να κοι-τάμε θαμπωμένοι με ανοιχτό το στόμα, ακίνητοι και βου-βοί… «Δεν έχετε ξαναδεί μυγδαλιές ν’ ανθίζουν την πρώτητου Φλεβάρη;» είπε κάποτε η δασκάλα μας σπάζοντας τησιωπή, «κυρία, είναι τόσο όμορφος…» ψιθύρισε με θαυμα-σμό ο μοιραίος Νίκος· η απάντηση της κυρίας Δομένικαςήταν σαν ένας πικρός αναστεναγμός: «Είναι όμορφος γιατίείναι ένας μαύρος λόφος, γεννημένος από θάνατο, φρίκη καιπροδοσία… Πιστέψτε αυτό που σας λέω, καθετί που βλέ-πετε λευκό απάνω του είναι τόσο μαύρο, που τα μάτια δεντο αντέχουν και το βλέπουν για λευκό»· αυτά είπε κι έπειτασυμπλήρωσε βιαστικά: «Εγώ ανεβαίνω, όποιος θέλει αςέρθει…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄216

Page 219: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

27.

CC UU PP EE LL AA

«Αυτό δεν είναι μονοπάτι, αυτό είναι σκέτος θάνατος»μονολόγησε ο Μανόλης την ώρα που ανεβαίναμε εκείνο τοθεόστενο μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή της Κουπέ-λας, δίνοντάς του έτσι, χωρίς να το ξέρει βέβαια, και τοόνομα με το οποίο θα μιλούσαμε γι’ αυτό στα χρόνια πουακολούθησαν. Μπροστά πήγαινε εκείνη βιαστική — πριναπό μια ώρα στην τάξη μάς είχε πει πως δε μπορούσε καννα σταθεί όρθια, μα νά τώρα που δεν την προλαβαίναμε καν,ανηφορίζαμε πίσω της αγκομαχώντας, η κλίση του εδά-φους γινόταν όλο και πιο απότομη και κάθε λίγο τα πόδιαμας σκαλώναν σε ρίζες που είχαν πεταχτεί έξω από τοχώμα, σα φλέβες από γιγάντια ανθρώπινα μέλη. Μόλοπου ήταν μέρα, και μάλιστα πριν απ’ το μεσημέρι, ήταντόσο πυκνά πλεγμένα τα ανθισμένα κλαδιά πάνω από τακεφάλια μας, που δεν έφτανε στο μονοπάτι μήτε μια ακτίναφωτός, σα βαθιά νύχτα που τη φωτίζει μονάχα η ομίχλη·με βία διέκρινες την πλάτη του μπροστινού σου, κι ήταναυτό το μοναδικό σημείο αναφοράς του κόσμου γύρω σουσε κείνη την ανάβαση — ίσως και να ’ναι έτσι ο θάνατος,ποιος ξέρει… Κάποτε, κάμποση ώρα αργότερα, έλαμψε καιπάλι στο βάθος το παγωμένο φως της μέρας· εκεί, στην κο-ρυφή του λόφου, ήταν ένα ξέφωτο, και στο κέντρο μια ρηχή

[217]

Page 220: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

γούβα και γύρω της οι μυγδαλιές. «Τούτο δω το μέρος είναιη Φωλίτσα…» είπε η δασκάλα μας όταν βγήκαμε όλοι απ’το μονοπάτι, κι έμοιαζε να είναι συνεπαρμένη από κάτι πολύσπουδαίο· «όταν θα φεύγετε από δω, να πιαστείτε χέρι-χέριπριν κατεβείτε το μονοπάτι… το Θάνατο που είπε κι ο Μα-νόλης…» και μας έκανε όλους εντύπωση το πώς είχε ακού-σει την κουβέντα εκείνη (ο Μανόλης την είχε πειχαμηλόφωνα, κι εκείνη ήταν πολύ μπροστά)· «…να πια-στείτε χέρι-χέρι…» συνέχισε η δασκάλα μας, «…γιατί αλ-λιώς μπορεί κάποιον από σας να τον πάρουν οι δαίμονες καινα του φάνε τις σάρκες…»· «Ιησούς Χριστός νικά…» ψιθύ-ρισε αμέσως ο Ζήσης και μια παράξενη ανατριχίλα διαπέ-ρασε το κορμί μου. Πέρασαν ένα-δυο λεπτά σιωπής, ώσπουο Γιώργος τής είπε θυμωμένος: «Γιατί, εσύ δε θα ’ρθεις μαζίμας όταν θα φύγουμε;»· η απάντησή της ήταν στ’ αλήθειαακατανόητη και η χροιά της φωνής της προκαλούσε ένανυπόγειο τρόμο που πολλαπλασίαζε την προηγούμενη ανα-τριχίλα: «Εγώ ανήκω εδώ πέρα…». «Κι εγώ ανήκω…» κό-μπιασε ο Γιώργος με αδύναμη φωνή, ίσως ήθελε να πει «κιεγώ ανήκω σε σένα», μα δε μπόρεσε να το ολοκληρώσει —το βλέμμα της κυρίας Δομένικας ήταν τόσο σκοτεινό, τόσοαπόλυτο, που του ’κοψε τα γόνατα κι έπνιξε τις λέξεις στολαιμό του. Ένας ξαφνικός αγέρας φύσηξε σφυρίζοντας ανά-μεσα από τα κλαδιά των δέντρων κι ανακάτεψε τα μαλλιάτης, φύσηξε ίσα για μια στιγμή κι έπειτα έπαψε. Τότε μί-λησε ο μοιραίος Νίκος, βρίζοντας, όπως έκανε πάντα ότανφοβόταν πολύ: «Τι σημαίνουν όλα τούτα τα γαμημένα,κυρία;… τι στο διάολο είναι αυτός ο λόφος;» Η δασκάλαμας δε θύμωσε από τα βρισίδια του, το ήξερε πως ο Νίκοςπροσπαθούσε έτσι να διώξει το φόβο του, «κάθισε κάτω καιθα σου πω λοιπόν τι είναι αυτός ο λόφος…» του ’πε κοφτά,«καθίστε όλοι σας…» συμπλήρωσε αμέσως μετά καιπρώτη εκείνη κάθισε οκλαδόν κάτω στο χώμα της Φωλί-τσας. Όταν καθίσαμε κι εμείς, άρχισε να μιλά αργά μασταθερά και δε σταμάτησε παρά μόνο σαν πέρασε πολλή

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄218

Page 221: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ώρα· και βέβαια δε θα μπορούσα να θυμηθώ ακριβώς τα όσαμάς είπε η κυρία Δομένικα για τον μαύρο λόφο και την πα-ράξενη δικαιοσύνη του εκείνο το παγερό πρωινό. Ωστόσο,χρόνια αργότερα, διαβάζοντας τα κόκκινα τετράδιά της,βρήκα στο τέταρτο απ’ αυτά την ίδια διήγηση, γραμμένημε τα ίδια ακριβώς λόγια· όσες φορές την ξαναδιαβάζω έχωστ’ αυτιά μου την υπέροχη φωνή της, κι ο πιο μεγάλος τρό-μος της ψυχής μου γίνεται ένα ανάλαφρο χάδι του ανέμουστο μάγουλο:

«Την ιστορία που ακολουθεί την άκουσα ένα φλεβα-ριάτικο απόγευμα, όταν ήμουν δεκάξι χρονών, από τοστόμα κάποιου απελπισμένου φυματικού μια βδομάδα πρινδώσει τέλος στη ζωή του μ’ ένα ασημένιο πιστόλι· λίγοκαιρό αργότερα τη διάβασα γραμμένη από το χέρι του σεένα κιτρινισμένο σημειωματάριο ανάκατα με άλλες ημιτε-λείς διηγήσεις χωρίς νόημα και λογική. Δεν έμαθα ποτέ απόποιον την άκουσε εκείνος ή αν τη διάβασε σε κάποιο μυ-στικό βιβλίο, κρυμμένο καλά στον πάτο ενός ξερού πηγα-διού κάτω από σάπια φύλλα δέντρων —πάντως ή τηδιάβασε κάπου ή την άκουσε ή, έστω, την επινόησε—, στασίγουρα όμως δεν την έζησε, καθώς όλα έγιναν πολύ πριναυτός γεννηθεί. Τότε, στα δεκάξι μου χρόνια, δε μπορούσανα βρω ένα ξεκάθαρο κίνητρο που τον ώθησε να δει το δικότου τέλος μέσα από μια τέτοια ιστορία απελπισίας, τρέλας,ακατανόητης γαλήνης και θανάτου· τώρα, χρόνια αργότερα,νιώθω πως συχνά συμβαίνει μια ιστορία απελπισίας του πα-ρελθόντος να ορίζει το απελπισμένο παρόν σου και να γίνε-ται η μηχανή που προβάλλει τη ζωή των άλλων στη δικήσου ζωή…

»Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια, στα μέσα τουπροηγούμενου αιώνα, σε ένα χωριό της Εύβοιας που είχεδεν είχε είκοσι οικογένειες. Βρισκόταν στη νοτιοανατολικήάκρη του νησιού, στην πίσω πλαγιά του βουνού Οχή, πάνωστο βράχο της ακτής, ανάμεσα στο Μερούθι και στο Κάβο

κεφάλαιο 27 219

Page 222: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Ντόρο. Τα βιβλία και οι χάρτες της εποχής το ονομάζουνΜυγδαλιά —κι είχε πράγματι μια θεόρατη αμυγδαλιά φυ-τρωμένη ανεξήγητα μέσα στη μαύρη πέτρα—, μα οι ντό-πιοι το λέγαν Κουπέλα. Ακούστηκαν πολλές ερμηνείεςσχετικά με το τι σήμαινε το όνομα αυτό, όλες όμως θολές κιαινιγματικές: κάποιοι έλεγαν πως έτσι ονομάσαν το βράχοτου χωριού οι ναυτικοί που περνούσαν με τα καράβια τους,καθώς από μακριά έμοιαζε πράγματι με μεγάλη κούπα, κιάλλοι πάλι θυμόντουσαν πως αυτό, ή κάπως παρόμοιο, ήταντο όνομα μιας φριχτής αρκούδας της περιοχής που είχε τρο-μοκρατήσει ολόκληρη την Εύβοια για πολλά χρόνια τονκαιρό της Επανάστασης· μα όταν ήρθαν οι λεπροί στο χωριόκι άρχισαν όλοι στην Καστρούπολη να μιλάνε για τα σημά-δια του Αντίχριστου, μερικοί είπαν πως η λέξη “κουπέλα”στο φράγκικο ιδίωμα των καστρουπολιτών σήμαινε την ελ-πίδα, άλλοι πως σήμαινε την κόλαση κι άλλοι τη λέπρα καιτην ασχήμια — εξ ου και το ρήμα “κουπέλιασε” στηγλώσσα των βουνίσιων του τόπου εκείνου, που σήμαινε“μαράθηκε”, “μαράζωσε” ή κάτι τέτοιο. Μα ένας γέρος μέ-θυσος, γνωστός στην Καστρούπολη για τις παραδοξότητέςτου, παραληρούσε τα βράδια για κάποιον τρομερό πειρατήπου τη χρονιά χίλια οχτακόσια ξεβράστηκε στην ακτή μετα μάτια βγαλμένα και κομμένα τ’ αυτιά και τη μύτη και,αφού σύρθηκε ώς τη μυγδαλιά του βράχου, πριν ξεψυχήσειχάραξε με το νύχι του στον κορμό της τη λέξη “CUPELA”…

»Η Κουπέλα έγινε λεπρότοπος κοντά στο χίλια οχτα-κόσια πενήντα· φάνηκαν σημάδια λέπρας πρώτα σε δυοάντρες κι έπειτα σε μια κοπέλα, κι ο γιατρός από την Κα-στρούπολη μίλησε αμέσως για τη φοβερή αρρώστια πουέτρωγε τη σάρκα, πλήγιαζε το δέρμα, εξαφάνιζε μύτες,αυτιά, δάχτυλα κι έκανε τη μορφή του ανθρώπου μορφήκτήνους. Τότε ειπώθηκε πως την αρρώστια την είχαν φέρειοι ναύτες ενός γαλλικού εμπορικού πλοίου που έκανε τη δια-δρομή Μασσαλία-Κωνσταντινούπολη και ναυάγησε μιαχειμωνιάτικη νύχτα στ’ ανοιχτά του Κάβο-Ντόρο· οι ναύ-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄220

Page 223: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τες κατάφεραν να βγουν στην ακτή και έμειναν για μια βδο-μάδα αποκλεισμένοι στην Κουπέλα λόγω της φοβερής κα-κοκαιρίας, οπότε μοιραία έφαγαν από το ίδιο τσουκάλι μετους κατοίκους του χωριού, κοιμήθηκαν στα κρεβάτια τους,έπλυναν το πρόσωπό τους στην ίδια σκάφη… Εκείνη τηνεποχή η λέπρα προκαλούσε τέτοιο τρόμο, που μέσα σε μιαβδομάδα αφότου έγινε λόγος για τα σημάδια της έφυγανόλοι απ’ το χωριό από το φόβο μην κολλήσουν. Έμεινανμόνο οι τρεις άρρωστοι, οι γυναίκες των δυο αντρών και μιαξαδέρφη του κοριτσιού. Οι αρχές της Καστρούπολης μέσαστον πανικό έστειλαν αμέσως αναφορά στην πρωτεύουσα,με την ελπίδα πως θα τους μάζευαν κι αυτούς τους τρειςαπό εκεί και θα τους έστελναν κάπου μακριά, ίσως σε κά-ποιο ερημονήσι του Αιγαίου· όμως εκείνη η ενέργειά τουςείχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Η κυβέρνηση, όχιμόνο δεν πήρε τους τρεις αρρώστους από την Κουπέλα,αλλά αποφάσισε να στείλει εκεί κι όσους λεπρούς είχε κα-ταχωνιασμένους εδώ κι εκεί. Για να κατευνάσει τις αντι-δράσεις των οργισμένων Καστρουπολιτών, τους έστειλε καιγραπτό υπόμνημα που εξηγούσε πως η Μυγδαλιά ήταν τοπλέον κατάλληλο μέρος για να συγκεντρωθούν οι λωβια-σμένοι, καθώς ήταν απομονωμένο, είχε ήδη ερημώσει απ’την αρρώστια, υπήρχε νερό κι έτοιμα χτισμένα σπίτια καιπως, εν πάση περιπτώσει, το μέτρο θα ήταν προσωρινό, μιαπου θα οικοδομούνταν στα αμέσως επόμενα χρόνια μεγάλολεπροκομείο στην Αθήνα. Μα στα αμέσως επόμενα χρόνιαοι Καστρουπολίτες έβλεπαν να επιβεβαιώνονται οι φόβοιτους και κάθε τόσο να περνάνε μέσα από την πόλη τους γιανα πάνε στο καταραμένο χωριό τα καραβάνια των λεπρώνπου έρχονταν από κάθε μέρος της Ελλάδας είτε με το σκυ-λοκάραβο είτε από το δρόμο της Χαλκίδας — θλιβερές πο-μπές με παραμορφωμένους ανθρώπους που φορούσανάσπρες κουκούλες κι είχαν κουδούνια στο λαιμό. Σε δέκαχρόνια είχανε μαζευτεί στην Κουπέλα πάνω από τετρακό-σιοι λεπροί. Ζούσαν κοινοβιακά, χωρίς καμιά επαφή με τον

κεφάλαιο 27 221

Page 224: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

υπόλοιπο κόσμο, οι πιο γεροί ασχολούνταν με την κτηνο-τροφία, το ψάρεμα και το κυνήγι, είχαν κοινά βάσανα καιτην κοινή μοίρα των καταραμένων, κι έπρεπε να επιβιώ-σουν χωρίς να περιμένουν τίποτε απ’ τον υπόλοιπο κόσμο.Έχτισαν σπίτια με λάσπη και ξύλα, μια που δεν τους έφτα-ναν αυτά που υπήρχαν, έφτιαξαν στάβλους, κάρα, βάρκεςγια ψάρεμα, ακόμη και μια μάντρα για να καίνε τους νε-κρούς τους… Κανένας άλλος δεν περνούσε την Οχή πέρααπό το Πλατανιστό — εκεί πια έμεναν μόνο αυτοί. Άλλα-ξαν κάμποσες κυβερνήσεις από τότε, αλλά η Κουπέλα πα-ρέμενε λεπρότοπος. Το μόνο που κατάφεραν οι Καστρου-πολίτες, μετά από επίμονες διαμαρτυρίες χρόνων, ήταν ναμην πιάνει άγκυρα στο λιμάνι τους το σκυλοκάραβο με τουςχανσενικούς, παρά να πηγαίνει στ’ ανοιχτά απ’ το Μερούθικαι να τους βγάζει στην ακτή της Κουπέλας με βάρκες.Αυτό γινότανε μια ή δυο φορές το χρόνο, στο μέσο του κα-λοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄222

Page 225: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

28.

Όπου, ανάμεσα στα άλλα φοβερά, ένας λεοντόμορφος φτιάχνει μια λεμονάδα, ενώ οι λεπροί τραγουδούν κι αγκαλιάζονται

«Το κακό άρχισε τη μέρα των Χριστουγέννων τουχίλια εννιακόσια ένα, όταν φάνηκε ο Ολλανδός — ένας πλη-ρωμένος φονιάς που απ’ το πρωί την έστησε με την καρα-μπίνα του κι ένα φλασκί ούζο κάτω από τη μυγδαλιά τουβράχου και σημάδευε όποιον έβλεπε να περπατά έξω απ’ τασπίτια· μόνο την πρώτη μέρα τουφέκισε δώδεκα λεπρούς,λες κι ήταν ο αρχάγγελος-εκδικητής και τιμωρός της δυ-στυχίας τους. Ήταν πράγματι Ολλανδός, ποιος ξέρει πώςείχε καταλήξει στην Ελλάδα, ψηλός με ξανθή γενειάδα, γα-λανά μάτια κι ανέκφραστο πρόσωπο, και φυσικά είχε πλη-ρωθεί από τους Καστρουπολίτες για να ξεπαστρέψει μιαγια πάντα τους λεπρούς της Κουπέλας· ποτέ τους δε χώνε-ψαν οι κάτοικοι της Καστρούπολης την εγκατάσταση τωναρρώστων δίπλα στην πόλη τους, το θεωρούσαν κατάρασταλμένη από τον διάβολο και αιτία όλων των δυστυχιώντους, κι όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ γύριζε στομυαλό τους η σκέψη πως έπρεπε μόνοι τους να δώσουν ορι-στική λύση σ’ εκείνη την πληγή. Η σταγόνα που ξεχείλισετο ποτήρι ήταν η φοβερή δολοφονία του υφασματέμπορουΔημοσθένη Αρτεμόπουλου και της πανέμορφης γυναίκας

[223]

Page 226: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

του Λουίζας, που βρέθηκαν σφαγμένοι στο σπίτι τους στιςαρχές του Νοεμβρίου, έγκλημα που δε διαλευκάνθηκε ποτέ,μα όλοι το φόρτωσαν στους χανσενικούς, βασισμένοι σελόγια του αέρα και φανταστικές ιστορίες για κάποιον με τηφριχτή όψη των λεπρών που τον είδαν τη βραδιά του φόνουνα τριγυρνά γύρω απ’ το κάστρο… Γι’ αυτό έφεραν και τονΟλλανδό απ’ τον Πειραιά μες στο καταχείμωνο (δηλαδή τηνεποχή που δεν υπήρχαν επισκέπτες και παραθεριστές στηνΚαστρούπολη) και του έταξαν μια χρυσή λίρα για κάθε εί-κοσι κεφάλια, χώρια αυτά που έδωσαν στον αστυνόμο γιανα κάνει τα στραβά μάτια — τόσο πολύ ήθελαν να γλιτώ-σουν από τους λεπρούς που ζούσαν πίσω από το βουνό.Εκείνος έπιασε αμέσως δουλειά: από την ανατολή ώς τηδύση έπινε και σκότωνε· μόλις έπεφτε ο ήλιος, γύριζε με τομουλάρι στην Καστρούπολη και την επομένη ξεκινούσεπολύ πριν απ’ το ξημέρωμα… Την πρώτη μέρα τουφέκιζεόποιον περπατούσε, αυτούς που έβγαζαν έξω τα ζώα ή ψά-ρευαν με τις βάρκες και τις γυναίκες που πήγαιναν στηνπηγή για νερό. Οι χανσενικοί κλείστηκαν στα καλυβόσπιτάτους σαν τρομαγμένα ζώα και προσεύχονταν στον άγνωστοθεό τους, αδύναμοι να κάνουν το οτιδήποτε: να φύγουν; ούτελόγος, πού να πάνε να ζήσουν τόσοι άρρωστοι, ποιος θα τουςδεχόταν… Να αμυνθούν; εκείνοι είχαν μόνο μαχαίρια, κι οΟλλανδός είχε δυο καραμπίνες, πιστόλια, σφαίρες… Απότη δεύτερη μέρα άρχισε να μπαίνει στα σπίτια, καθώς δενέβγαινε πια ψυχή στους δρόμους· διάλεγε το πού θα χτυ-πούσε καπνίζοντας ένα μακρύ πουράκι κάτω από τη μυ-γδαλιά, έπειτα, με βήμα αργό, χωρίς διόλου να βιάζεται,περπατούσε ώς το σπίτι που είχε διαλέξει, έμπαινε μέσαανενόχλητος —τα σπίτια των λεπρών δεν είχαν πόρτες— καιτους σκότωνε όλους πυροβολώντας τους σχεδόν εξ επαφής,μεθοδικά, δίχως να κάνει διάκριση ανάμεσα σε γυναίκες,γέρους ή ετοιμοθάνατους. Οι λεπροί δεν πρόβαλλαν την πα-ραμικρή αντίσταση· τον δεχόντουσαν μοιρολατρικά, μεσκυμμένο το κεφάλι, μουρμουρίζοντας ακατάληπτους ψι-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄224

Page 227: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

θύρους, λες κι η ζωή τους ήταν στην απόλυτη διάθεση εκεί-νου, ίσως μάλιστα κάποιοι απ’ αυτούς μες στην απόγνωσήτους να σκέφτηκαν πως ο φονιάς ήταν σταλμένος απ’ τονΜεγάλο Αφέντη για να τους λυτρώσει από το βάσανο πουέτρωγε τις σάρκες τους τόσα χρόνια…

»Τη νύχτα του Αϊ-Γιαννιού του χίλια εννιακόσια δύο,κι ενώ ο Ολλανδός, που είχε ήδη σκοτώσει περισσότερα απόεκατόν πενήντα άτομα, γλεντούσε πίνοντας αμέτρητες κα-νάτες με κερασμένο κρασί στο πανηγύρι της Καστρούπο-λης, οι χανσενικοί της Κουπέλας μαζεύτηκαν στη μάντρα,όπως κάθε βράδυ, για να κάψουν τα πτώματα εκείνης τηςημέρας και να προσευχηθούν βουβοί, δίχως να ξέρουν σεποιον απευθύνονται, μήτε και να ζητούν κάτι συγκεκριμένομε την προσευχή τους· ήταν παράξενα ήρεμοι, ίσως η από-γνωση που γεννιέται μες στη φρίκη να είχε γίνει ο μοναδι-κός τρόπος για να γαληνεύει η ψυχή τους… Τότε, μέσα στηνπνιγηρή μουγκαμάρα, πήρε το λόγο μια γυναίκα από τις πιοπαλιές στην Κουπέλα, το μισό πρόσωπό της ήτανε τόσο φα-γωμένο απ’ την αρρώστια, που φαινόταν το κόκαλο του ζυ-γωματικού της και το άλλο μισό απείραχτο, λες και η λέπραέπαιζε μαζί της, δείχνοντας έτσι τη δύναμή της· εκείνη ηγυναίκα μίλησε για τον Γιωργάκη Σταυρόπουλο ή Λεμον-μπούζη και την παράξενη ιστορία του. Αυτός ο Σταυρό-πουλος ήταν κάποτε ο καλύτερος λεμονμπούζης στην πόλητου Μεσολογγίου, ίσως και σε ολόκληρη τη δυτική ΣτερεάΕλλάδα, περίφημος για την ομορφιά του, τα τσαλίμια του,το βροντερό ντελάλισμά του, μα κυρίως για τη γλυκύτατηλεμονάδα που ’φτιαχνε. Όταν λώβιασε στα χίλια οχτακό-σια εβδομήντα ένα, όλο το Μεσολόγγι αναστατώθηκε, στηναρχή κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει, μα, καθώς τα σημά-δια στο κορμί του πλήθαιναν, μια νύχτα τού φόρεσαν κου-δούνια και τον έδιωξαν κακήν-κακώς από τη λιμνούποληγια το λεπροχώρι της Εύβοιας, πεζό, με συνοδεία έφιππουςχωροφύλακες ώς τη Ναύπακτο· κανένας δε βρέθηκε να τουπει αντίο στο φριχτό φευγιό του, μήτε καν η κοπέλα που

κεφάλαιο 28 225

Page 228: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

αγαπούσε. Στην Κουπέλα έμεινε μονάχα για τέσσεριςμήνες· δε μιλούσε καθόλου στους άλλους λεπρούς, κοιμό-ταν στο χώμα σκεπασμένος με μια κουβέρτα κι έτρωγερίζες. Όταν έφτασε το καλοκαίρι, έφτιαξε μια παράξενη λε-μονάδα με κίτρα, πικρολέμονα και διάφορα φύλλα από ταδέντρα της Οχής και την ήπιε· για είκοσι μέρες ψήθηκε στονπυρετό, μα την εικοστή πρώτη μέρα σηκώθηκε ολότελα θε-ραπευμένος και υγιής — μόνο το πρόσωπό του είχε σημα-δευτεί για πάντα. Έφυγε δίχως να χαιρετήσει κανέναν. Γιαχρόνια δεν άκουσαν τίποτε γι’ αυτόν, όταν κάποτε κάποιοιλεπροί που ’χαν έρθει απ’ τη Λάρισα μίλησαν για κάποιονΓιωργάκη Σταυρόπουλο που ’ταν ακουστός ως φοβερός καιτρομερός έμπορος ναρκωτικών στη Σαλονίκη και κυκλο-φορούσε σαν το διάολο φορώντας πάντοτε μαύρη μάσκα στοπρόσωπό του. Η γυναίκα με τη μισοφαγωμένη όψη κατέ-ληξε πως αυτή η παλιά, απίθανη ιστορία ήταν η μόνη λύσηγια τους λεπρούς της Κουπέλας, η μόνη τους ελπίδα για νασωθούν: έπρεπε να φύγουν εκείνη κιόλας τη νύχτα απ’ τοχωριό, να πάρουν το δρόμο για τη Θεσσαλονίκη, να φτά-σουν —όπως φτάσουν— ξεφεύγοντας από Έλληνες καιΤούρκους χωροφύλακες κι έπειτα να βρούνε τον Λεμον-μπούζη και να τον παρακαλέσουν, να τον εκλιπαρήσουν γο-νατιστοί να τους φτιάξει μια παρόμοια λεμονάδα με κείνη,να του τάξουν και να του ορκιστούν ό,τι θέλει, φτάνει να για-τρευτούν — δε θα τους άφηνε να ψοφήσουν έτσι, δε μπορείνα μη τους συμπονούσε, στο κάτω-κάτω, υπήρξε κάποτεένας απ’ αυτούς…

»Ξεκίνησαν πριν ξημερώσει, περισσότεροι από διακό-σιοι πενήντα άνθρωποι τυλιγμένοι με κουρελιασμένες κιάθλιες κάπες, φορώντας άσπρες κουκούλες στο κεφάλι γιανα κρύβουν την παραμορφωμένη τους όψη. Πίσω τους έσερ-ναν μπόγους με τα λιγοστά τους υπάρχοντα· και βέβαια οιπρώτοι κι οι τελευταίοι φορούσαν τα κουδούνια των χανσε-νικών. Στο δρόμο τους δε συναντήθηκαν με τον Ολλανδό,κι αυτό τούς παραξένεψε… Όταν πέρασαν μέσα απ’ την Κα-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄226

Page 229: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

στρούπολη, ο δρόμος ερήμωσε μεμιάς, έντρομοι όλοι έτρε-ξαν να κλειστούν στα σπίτια και στα μαγαζιά τους, μαντά-λωσαν τις πόρτες και, ψιθυρίζοντας προσευχές (καθώςνόμισαν πως ήρθε η ώρα της έλευσης του μιαρού θηρίου τηςΑποκαλύψεως), είδαν απ’ τα παράθυρά τους το φριχτό κα-ραβάνι των απελπισμένων που περνούσε τραγουδώντας έναπαράξενο θλιβερό τραγούδι. Οι χωροφύλακες δεν τόλμησανβέβαια να τους σταματήσουν κι ο Ολλανδός δεν ήταν εκείγια ν’ αρχίσει να τους πυροβολεί· κοιμόταν του καλού και-ρού στην κάμαρη μιας παστρικιάς, ανήμπορος να συνέλθειαπό το γλέντι της προηγούμενης νύχτας. Και την ώρα πουοι λεπροί έφευγαν από την πόλη, έγινε κάτι το εντελώςαπρόσμενο: ο ογδοντάχρονος Λεωνίδας Μπινής, συνταγ-ματάρχης του στρατού της Βρετανικής Κοινοπολιτείας,γόνος Ανδριωτών εφοπλιστών, πρώην βουλευτής και ιδιόρ-ρυθμος γέροντας πια, που δε μιλούσε σε κανέναν κι έμενεαπομονωμένος σε μια παραθεριστική έπαυλη της Κα-στρούπολης, βγήκε στο δρόμο φορώντας το καλό μαύροκουστούμι του και, στητός σαν κυπαρίσσι, μπήκε ανάμεσαστους λεπρούς τραγουδώντας το αλλόκοτο τραγούδι τουςκι έφυγε μαζί τους. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο Ολλαν-δός πήγε στην Κουπέλα κι έκαψε όλα τα σπίτια των αρρώ-στων, τους στάβλους και τις βάρκες τους, ακόμη και τημάντρα που έκαιγαν τους νεκρούς τους· μια εβδομάδα αρ-γότερα ένα αγόρι απ’ την Καστρούπολη έκαψε και τη μυ-γδαλιά του βράχου, όπως έπρεπε, ένα δεκάχρονο αγόρι, πουτα απογεύματα του προηγούμενου καλοκαιριού έπαιζε κρυ-φτό μ’ ένα λεπρό στο κάστρο.

»Οι χανσενικοί της Κουπέλας έφτασαν στη Θεσσαλο-νίκη τρεις βδομάδες αργότερα, κι ήταν λιγότεροι από δια-κόσιοι, κι οι μισοί από αυτούς ημιθανείς· δεν υπήρξε μέραπου να μην αφήσουν στο δρόμο τους δυο και τρία και τέσ-σερα πτώματα — τα έκαιγαν επιτόπου και συνέχιζαν. Τουςπερισσότερους από αυτούς τούς έβρισκαν παγωμένους τοξημέρωμα — έκανε φοβερό κρύο εκείνο τον Γενάρη και κοι-

κεφάλαιο 28 227

Page 230: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μόντουσαν αγκαλιασμένοι όλοι μαζί για να ζεσταίνουν οένας τον άλλον. Από όσες πόλεις πέρασαν —Χαλκίδα, Θήβα,Λιβαδειά, Λαμία, Φάρσαλα, Λάρισα, Κατερίνη— η ίδια ει-κόνα: τρόμος, έρημοι δρόμοι και πίσω απ’ τις γρίλιες προ-σευχές που ξόρκιζαν τον σατανά· κάποιοι πονόψυχοι ανοίγανγια μια στιγμή το παράθυρο και τους πετούσαν καρβέλιαψωμί. Στη Λάρισα μια μαυροντυμένη γριά τούς ακολού-θησε ανεξήγητα, παρόμοια με τον Λεωνίδα Μπινή· σε κα-νέναν δεν είπε το όνομά της, έλεγε μόνο πως τον γιο της τονέλεγαν Αποστόλη. Όταν πέρασαν την κοιλάδα των Τεμπώνκαι μπήκαν στο έδαφος της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατο-ρίας, οι Τούρκοι χωροφύλακες, φοβισμένοι, δεν τους στα-μάτησαν, μάλλον προτίμησαν να ξεχάσουν το πέρασμά τουςσαν κακό όνειρο. Το απόγευμα της εικοστής ενάτης Ιανου-αρίου μπήκαν στη Θεσσαλονίκη, και στην πόλη η φήμη κυ-κλοφόρησε σαν τον άνεμο· το βράδυ δεν υπήρχε ψυχή στουςδρόμους, μα τυχαία βρήκαν έναν τρελό οπιομανή έξω απ’το σταθμό των τρένων και τους είπε προς τα πού βρισκόταντο σπίτι του Λεμονμπούζη: ο Γιωργάκης Σταυρόπουλοςέμενε κάπου στην ανατολική πλευρά της πόλης, πάνω απότη λεωφόρο των εξοχών. Όταν κάποτε βρήκαν το σπίτι του,οι τρεις γηραιότεροι του καραβανιού —τον είχαν προλάβειστην Κουπέλα— του χτύπησαν την πόρτα. Ο Λεμονμπού-ζης τούς άνοιξε φορώντας τη μάσκα του· εκείνοι είχανεβγάλει τις κουκούλες τους για να τους θυμηθεί. Στην αρχήδεν τους πήρε με το καλό, έκανε πως δεν τους ήξερε και τουςείπε να φύγουν πριν φωνάξει τους χωροφύλακες· όταν όμωςάκουσε γιατί ήρθαν απ’ την Κουπέλα και τι ζητούσαν απ’αυτόν, στάθηκε για λίγο σκεφτικός κι έπειτα τους είπε νατον περιμένουν για λίγο να δει τι μπορεί να κάνει. Μετά απόδέκα λεπτά βγήκε ξανά έξω και τους είπε πως, για να φτιά-ξει τη λεμονάδα που θα τους γιάτρευε, έπρεπε να βρει βο-τάνια που θα στοιχίζαν μιαν ολόκληρη περιουσία. Οιγέροντες του ζήτησαν ένα σεντόνι. Μόλις τους το ’δωσε, γύ-ρισαν στο καραβάνι των λεπρών που τους περίμεναν στο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄228

Page 231: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δρόμο· στα μάτια τους τρεμόπαιζε η φλόγα μιας αμυδρήςελπίδας… Σε μισή ώρα είχαν μαζευτεί πάνω στο απλωμένοσεντόνι του Λεμονμπούζη ένα βουναλάκι απ’ ό,τι πολύτιμοέκρυβαν για χρόνια στους κόρφους τους οι λεπροί: κοσμή-ματα, λίρες, βέρες και δαχτυλίδια, φυλαχτά, σταυροί, κη-ροπήγια, ακόμη και χρήματα και εικόνες της Παναγίας,αντικείμενα που δόθηκαν για κατευόδιο μέσα σε κλάματααπό γονείς, γυναίκες κι αδέρφια στον καθένα που ξεκινούσεγια το ταξίδι χωρίς επιστροφή προς το λεπροχώρι της Εύ-βοιας. Όταν ξαναχτύπησαν την πόρτα του και του έδωσαντο σεντόνι δεμένο μπόγο, εκείνος είχε φορέσει τη μαύρηκάπα του και τη ρεπούμπλικα, “δε γίνεται να μείνετεεδώ…” τους είπε, “αύριο πρωί θα ’ρθει η αστυνομία και θασας διώξει απ’ την πόλη. Θα σας πάω εγώ σ’ ένα μέρος όπουδε θα σας βρει κανένας, κι αύριο το βράδυ θα σας φέρω τηλεμονάδα…” Περπάτησαν τρεις ώρες μέσα στη μαύρηνύχτα — αυτός πήγαινε μπροστά. Κάποτε ο δρόμος τέλειω-σε και μπήκαν στο δάσος, σκόνταψαν σε κορμούς και ρίζες.Βγήκαν σ’ ένα μεγάλο άνοιγμα γεμάτο με ξερές πευκοβε-λόνες· εκεί σταμάτησαν. Ο Λεμονμπούζης τούς είπε να μηφύγουν και να τον περιμένουν σε κείνο το μέρος, καθώςήθελε μια μέρα για να φτιάξει τη λεμονάδα που θα τους γιά-τρευε…

»Το επόμενο βράδυ ήρθε σπρώχνοντας το καρότσι μετο μεγάλο ντεπόζιτο της λεμονάδας· απ’ το απόγευμα έπε-φτε ψιλό χιόνι, το κρύο είχε γίνει πια ανυπόφορο. Μόλιςβγήκε στο ξέφωτο, άναψε με το τσακμάκι του ένα κλεφτο-φάναρο· τι παράξενο, ο Γιωργάκης Σταυρόπουλος δε φο-ρούσε τη μάσκα του. Όταν οι λεπροί είδαν στο λιγοστό φωςτο πρόσωπό του, ένιωσαν μιαν αλλόκοτη ανακούφιση: δενείχε μύτη μήτε φρύδια και ζυγωματικά μήτε πιγούνι, μόνοδυο μάτια που έλαμπαν παράξενα, κι όπως ήταν λαχανια-σμένος από το δρόμο, έμοιαζε στ’ αλήθεια ένας ακόμη απελ-πισμένος, ένας όμοιός τους… Τους φώναξε να κάνουν όλοιμια σειρά και κανένας να μην πιει δυο φορές, γιατί η λεμο-

κεφάλαιο 28 229

Page 232: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νάδα ίσα-ίσα που θα ’φτανε για όλους· ταυτόχρονα όμωςεπέμεινε σα μανιασμένος να πιουν όλοι από τη λεμονάδατου, ακόμη κι ένας άντρας που ’χε πέσει σε κώμα από τοίδιο πρωί —του την έβαλε ο ίδιος στο στόμα με το κουτα-λάκι—, ακόμη και ο Λεωνίδας Μπινής, που αρνιόταν επί-μονα να πιει, καθώς έλεγε πως εκείνος δεν είχε λέπρα στοσώμα μα στην καρδιά και στο νου: “Πρέπει να πιεις γιατίέχεις μολυνθεί, αν δεν πιεις φάρμακο, κάποτε θα βγάλειςλέπρα και θα μολύνεις κι άλλους…” Κι έτσι, ήπιαν όλοι απότη λεμονάδα του Λεμονμπούζη και μούδιασε το στόμα τουςαπό την αφάνταστη γλύκα της. “Ώς αύριο το μεσημέρι θασας έχει πιάσει πυρετός· το βράδυ θα ’ρθω να σας δώσω τοδεύτερο ποτήρι και θα φουντώσει ακόμη πιο πολύ και με-θαύριο το τρίτο για να σας φύγει…” τους είπε εκείνος·έπειτα έσβησε το κλεφτοφάναρό του και σπρώχνοντας τοκαρότσι του χάθηκε μες στο σκοτάδι…

»Οι χανσενικοί άρχισαν να υποψιάζονται πως ο Λε-μονμπούζης τούς ξεγέλασε από το ξημέρωμα της επομέ-νης, καθώς, αντί ν’ ανεβάσουν πυρετό, όπως τους είχε πει,μούδιασαν τα πόδια τους ώς τα γόνατα και δε μπορούσεκανείς να περπατήσει· όσο περνούσε η μέρα, το μούδιασμαανέβαινε. Μέχρι το μεσημέρι το σώμα τους από τη μέση καικάτω είχε νεκρωθεί. Χιόνιζε πια για τα καλά, γύρω ο τόποςείχε γίνει άσπρος. Την ώρα που χανόταν η μέρα, άρχισαν οιπρώτοι πόνοι στην κοιλιά κι η υποψία τους έγινε βεβαιό-τητα. Πράγματι, ο Γιωργάκης Σταυρόπουλος ή Λεμον-μπούζης, που κάποτε υπήρξε ένας απ’ αυτούς, τους είχεγελάσει· το ’ξερε καλά πως, όταν ο κάθε λεπρός έφευγε απότον τόπο του, του έδιναν στο χέρι οι δικοί του ό,τι πολύτιμοείχαν για στερνή βοήθεια… Μόλις είδε διακόσιους λωβια-σμένους έξω από το σπίτι του να του ζητούν απεγνωσμέναγιατρικό για να γίνουν καλά, συνέλαβε αμέσως το σχέδιότου: θα τους έπαιρνε τα κοσμήματα, τις λίρες κι ό,τι άλλοείχαν με την υπόσχεση της σωτήριας λεμονάδας —θα τουτα δίνανε, δεν είχαν άλλη ελπίδα εκτός από αυτόν— κι

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄230

Page 233: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

έπειτα θα τους πήγαινε έξω απ’ την πόλη, σ’ ένα ξέφωτοστο δάσος, που το ήξερε μόνο αυτός, λέγοντάς τους πως θατους έφερνε τη λεμονάδα την επομένη. Φυσικά το επόμενοβράδυ δεν τους έδωσε να πιουν τη λεμονάδα που γιατρεύειτη λέπρα (δεν ήξερε καν να φτιάξει τέτοια λεμονάδα, ηλέπρα απ’ το δικό του σώμα δεν έφυγε από τη λεμονάδα που’φτιαξε, όπως νόμισαν όλοι, αλλά από ένα τσίμπημα φιδιούστην κατηφοριά της Οχής που του ’φερε τον πυρετό), δεντους είχε φτιάξει λοιπόν τη λεμονάδα της σωτηρίας, παράμιαν άλλη, που αντί για ζάχαρη είχε κοπανισμένα ξερά βα-τόμουρα της Αλγερίας, τον πιο γλυκό καρπό του κόσμου πουέφερνε τον θάνατο μέσα σε τριάντα έξι ώρες, νεκρώνονταςολόκληρο το σώμα σιγά-σιγά από τα κάτω άκρα ώς το κε-φάλι. Γι’ αυτό κι επέμενε να πιουν όλοι από το δηλητήριότου, για να μη μείνει κανείς να μαρτυρήσει τι τους έκανε·γι’ αυτό τούς πήγε και σ’ εκείνο το ξέφωτο μέσα στο δάσος,για να μη βρει κανένας τα πτώματα ή τα κόκαλα τους… Κιέτσι, όταν έπεσε η νύχτα για τα καλά κι οι λεπροί της Κου-πέλας συνειδητοποίησαν πλήρως πως ο Λεμονμπούζης δεθα ερχόταν και πως κανένας τους δε θα ζούσε ώς το ξημέ-ρωμα, απλώθηκε η απόλυτη σιωπή. Δεν ακούστηκε ο πα-ραμικρός θρήνος, μήτε καν ένας λυγμός, μήτε καμιά κατάραγι’ αυτόν που τους πρόδωσε για έναν μπόγο με κατευόδιααπελπισμένων· οι προδομένοι λεπροί ένιωθαν τις νιφάδεςτου χιονιού πάνω στο σαπισμένο πρόσωπό τους και μιαπρωτόγνωρη χαρά γέμιζε την ψυχή τους — δεν είχαν πιατην παραμικρή δυνατότητα και την παραμικρή ανάγκη· ηεκδίκησή τους θα ήταν η σιωπή τους, η γαλήνη… Έξαφνα,κι ενώ το μούδιασμα ανέβαινε στο στήθος τους, αγκαλια-σμένοι καθώς ήταν απ’ το προηγούμενο βράδυ, σφίχτηκαναναμεταξύ τους μ’ όλη τη δύναμη που τους απόμενε· πολλοίίσως να ήταν ήδη πεθαμένοι, μα τα χέρια τους, με όσα δά-χτυλα είχε ο καθένας, έσφιγγαν μανιασμένα τους πλαϊνούςτους. Ένα βουητό ακούστηκε, κάτι σαν παράπονο ή σανανάσα· δεν ήταν πια οι διακόσιοι ετοιμοθάνατοι χανσενικοί,

κεφάλαιο 28 231

Page 234: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μα ένας λόφος της γης που ανάσαινε, μια ψυχή στο τελευ-ταίο τρέμισμά της. Όλα ήταν πια παρελθόν: η φριχτή αρ-ρώστια, ο Ολλανδός, ο Λεμονμπούζης, η προηγούμενη ζωήτους, όλα… Κι όταν έπαψε το παραπονεμένο βουητό κι ησιωπή έγινε απόλυτη, ένα υπερκόσμιο τραγούδι άρχισε ν’ακούγεται από το λόφο με τις πλεγμένες ανθρώπινες σάρ-κες: “Κι αν θέλετε να μάθετε το όνομά μου, μάθετέ το απότα ίδια μου τα χείλη…” Τότε φύσηξε ένας αφάνταστα δυ-νατός άνεμος κι αμέσως σηκώθηκε φοβερή χιονοθύελλα·γρήγορα τα κορμιά των λεπρών πάγωσαν, μα το τραγούδιτους δε σταματούσε.

»Έτσι, μέσα σε μια νύχτα, λίγες ώρες πριν ξημερώσειη πρώτη Φεβρουαρίου του χίλια εννιακόσια δύο, οι παγω-μένες σάρκες των λεπρών που τραγουδούσαν έγινε μια τού-μπα της γης. Με το πέρασμα των ημερών, ο άνεμος έφερεχώμα και σκέπασε τα κοκαλωμένα απ’ το κρύο κορμιά, κιέπειτα κι άλλο χώμα κι άλλο, κι άλλο, κι η μικρή τούμπαμεγάλωσε απίστευτα, μέσα σε λίγες μέρες έγινε λοφίσκος,σε τρεις βδομάδες λόφος ολόκληρος, την άνοιξη πετάχτηκανπράσινοι βλαστοί μέσα απ’ το χώμα. Μέχρι το τέλος τουκαλοκαιριού είχαν γίνει πανύψηλοι κορμοί· όταν χειμώ-νιασε, έβγαλαν κλαδιά που άπλωσαν και πλέχτηκαν μεταξύτους κι αγκαλιαστήκαν. Και τον Φλεβάρη άνθισαν εκείνες οιμυγδαλιές… Τα άνθη τους κρατούσαν για έξι μήνες, ίσαμετον Αύγουστο· με το φύσημα του ανέμου σκόρπιζαν και τακλαδιά έμεναν γυμνά μέχρι τον Φλεβάρη. Κι εκείνα τα δέ-ντρα δεν καρπίσαν ποτέ μήτε μύγδαλα μήτε κανέναν άλλοκαρπό… Και την ώρα του δειλινού, όποιος το πρόσεχε, θαέβλεπε πως ο λόφος φούσκωνε και ξεφούσκωνε, καθώς ανά-σαιναν οι λεπροί που ’χανε γίνει δαίμονες και νοσταλγού-σαν. Και τα βράδια ο άνεμος σφύριζε λυσσαλέα ανάμεσα απ’τα κλαδιά, σχηματίζοντας λέξεις ανθρώπινες, προστάγ-ματα που αν τα άκουγε κανείς έπρεπε να υπακούσει αμέ-σως, ειδάλλως ο άνεμος έπαιρνε την ψυχή του και τησκόρπιζε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Και στα χρό-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄232

Page 235: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νια που ακολούθησαν, όσοι πήγαιναν στο λόφο —για ό,τι κιαν πήγαιναν— ήξεραν πως ήταν ο λόφος των λεπρών τηςΚουπέλας· με κάποιον μυστηριώδη τρόπο η ιστορία τουθλιβερού καραβανιού από το μακρινό λεπροχώρι της Εύ-βοιας, που ήρθε στη Θεσσαλονίκη μια χειμωνιάτικη βρα-διά, έφτανε σ’ αυτούς που έπρεπε να την ξέρουν, όπως ταμυστικά των αλχημιστών και των μάγων των περασμένωναιώνων…»

κεφάλαιο 28 233

Page 236: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 237: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

29.

Το τέλος του Λεμονμπούζη

«Το ίδιο βράδυ που οι λεπροί πέθαιναν τραγουδώνταςαγκαλιασμένοι, ο Γιωργάκης Σταυρόπουλος ξεχώριζε ανά-λογα με την αξία τους τα όσα κοσμήματα και φυλαχτά τούςπήρε· κάποτε έπιασε στο χέρι του μέσα στο σωρό το αση-μένιο μενταγιόν που ’χε χαρίσει για δώρο αρραβώνα στηνκοπέλα που αγαπούσε τριάντα πέντε χρόνια πριν, στο Με-σολόγγι. Το αναγνώρισε αμέσως· το ’χε πάρει από Γιαν-νιώτη τεχνίτη, κι απ’ έξω είχε σκαλισμένα δώδεκα φίδιαπου δαγκώναν έναν αετό — εξάλλου είχε βάλει τον τεχνίτηνα χαράξει μέσα τα αρχικά του: “Γ.Σ.”. Η τρέλα χίμηξεστο μυαλό του την ίδια στιγμή τόσο αστραπιαία, που η συ-νείδησή του έμεινε εντελώς απείραχτη, ανέπαφη, ατάραχη,όσο η επιφάνεια του λαδιού· εκείνη τη νύχτα έπεσε για ύπνοχωρίς να σκέφτεται τίποτε δυσάρεστο ή βίαιο ή μελαγχο-λικό — ηδονικά κενός, γαλήνιος σα μικρό παιδί. Το πρωίτης επομένης αγόρασε μια άμαξα με τέσσερα άλογα, έβαλεμέσα τα νταμιτζάνια και τα τσουκάλια που ’φτιαχνε τολεμόν μπουζ, τα κάθε λογής βοτάνια, τις ρίζες, τις σκόνεςκαι τα φαρμάκια που μάζευε τόσα χρόνια, και το απόγευμαέφυγε απ’ τη Θεσσαλονίκη, αφού προηγουμένως έβαλεφωτιά στο σπίτι του· έλεγαν πως την άλλη μέρα οι χωρο-φύλακες έμειναν άφωνοι, όταν, ψάχνοντας στ’ αποκαΐδια,

[235]

Page 238: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

βρήκαν μια σιδερένια κασέλα φίσκα στις χρυσές λίρες καιστα κοσμήματα, τόσο βαριά, που χρειάζονταν τέσσερις σω-στοί άντρες για να τη μεταφέρουν… Για δέκα χρόνια βούιξεολόκληρη η Μακεδονία για τον φριχτό άγγελο του θανάτουμε τη μαύρη μάσκα, που έλεγαν πως δεν ήταν άλλος απότον Αντίχριστο· γυρνούσε με την άμαξα σε πόλεις και χωριάκαι κερνούσε στις πλατείες το γλυκύτατο λεμόν μπουζ, πουήταν φτιαγμένο όχι μόνο με αλγερινά βατόμουρα, αλλά καιμε άλλους, ακόμη χειρότερους, φαρμακερούς καρπούς.Όποιος το έπινε πέθαινε με φριχτούς, απερίγραπτους πό-νους: οι πιο τυχεροί τέλειωναν σε μερικές ώρες, για άλλουςτραβούσε μια ή δυο μέρες, για μερικούς και περισσότερο —κανένας όμως δεν έζησε πάνω από μια βδομάδα… Έλεγανπως μάγευε τους πάντες μονάχα με την παρουσία του, πως,όταν έμπαινε σ’ ένα χωριό, οι εγκυμονούσες απέβαλλαν αμέ-σως, κι όλοι —άντρες, γυναίκες και παιδιά—, μόλο που ’χανακούσει γι’ αυτόν κι έτρεμαν τον ερχομό του, ξεχνούσαν ταπάντα και σα μαγεμένοι έτρεχαν παραληρώντας στην πλα-τεία μ’ ένα πήλινο ποτήρι στο χέρι και χτυπιόντουσαν μελύσσα αναμεταξύ τους για το ποιος θα πρωτοπιεί τη λεμο-νάδα του. Εκείνος, σιωπηλός, κερνούσε όσα ποτήρια λεμόνμπουζ γέμιζε ένα απ’ τα μικρά νταμιτζάνια του κι έπειταέφευγε αφήνοντας τους πιο πολλούς ανικανοποίητους νατρέχουν ουρλιάζοντας πίσω απ’ την άμαξά του και να εκλι-παρούν να τους γεμίσει και το δικό τους ποτήρι· μόνο ότανχανόταν η άμαξά του στον ορίζοντα, συνέρχονταν και ξα-ναβρίσκαν το λογικό τους και τότε όσοι δεν είχαν πιει ευ-χαριστούσαν τον Θεό που γλίτωσαν. Ποτέ δεν πήγαινε γιαδεύτερη φορά στο ίδιο μέρος. Ειπώθηκαν γι’ αυτόν τόσα καιτόσα· απ’ όπου περνούσε γίνονταν εξορκισμοί κι αναθέματα,κι όπου δεν είχε ακόμη εμφανιστεί έκαναν λιτανείες για ναμην πάει· ακόμα και θυσίες γίνανε για να τον καλοπιάσουν.Γι’ αυτόν φτιάχτηκαν τα πιο τρομακτικά παραμύθια τουκαιρού εκείνου. Κάθε τόσο οι Αρχές τον επικήρυτταν γιαόλο και μεγαλύτερο ποσό, αλλά κανένας δεν κατάφερε να

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄236

Page 239: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τον πιάσει ή έστω να τον στριμώξει, μήτε ο στρατός κι ηαστυνομία, μήτε εκείνοι που πολεμούσαν στους βάλτους,μήτε όσοι θέλαν τις λίρες της επικήρυξης —κι ήταν πά-μπολλοι αυτοί—, καθώς η άμαξά του χανόταν έξαφνα απότη μια περιοχή κι εμφανιζόταν στην άλλη, μόλο που ’χανπιασμένα όλα τα περάσματα… Κι αφού φαρμάκωσε αμέ-τρητους ανθρώπους, του τέλειωσαν κάποτε του Λεμον-μπούζη τα βοτάνια κι οι ρίζες. Τότε έφτιαξε ένα τελευταίοποτήρι από τη λεμονάδα του για τον εαυτό του, το ήπιε κιύστερα οδήγησε σα μανιασμένα τα άλογά του στην Κου-πέλα. Ήταν Φλεβάρης —σύμπτωση άραγε;— του χίλια εν-νιακόσια δώδεκα. Ανέβηκε στη Φωλίτσα χωρίς νασκοντάψει ούτε σ’ έναν κορμό ή σε μια ρίζα και πέθανε σφίγ-γοντας στην παλάμη του το ασημένιο μενταγιόν με τα δώ-δεκα φίδια που δαγκώναν τον αετό, ενώ ο άνεμος σφύριζεμέσα απ’ τα κλαδιά “έρχου”…

»Στα χρόνια που ακολούθησαν κάμποσοι δοκίμασαντη δικαιοσύνη του λόφου των αγκαλιασμένων λεπρών — κα-νείς δεν ξέρει πόσοι, παρά μόνο ο άνεμος… Στη γούβα τηςΦωλίτσας ερωτευμένοι γύρεψαν παράφορα αγκαλιάσματα,στερνά φιλιά, επιθανάτιους ρόγχους, προδότες και προδο-μένοι ξεψύχησαν μαζί, επαναστάτες έκαναν στάχτη τα μυ-στικά της ήττας και της μελαγχολίας τους, δολοφόνοινοστάλγησαν τα δάχτυλα της μάνας τους, κωφάλαλοι λη-στές έθαψαν στο χώμα κλειστές κασέλες, τρελοί κι αλα-φροΐσκιωτοι έβαλαν το κεφάλι τους μέσα σε τενεκέδες μεαναμμένα κάρβουνα κι έβγαλαν τα μάτια τους με τα ίδιατους τα δάχτυλα κι έκοψαν τις γλώσσες τους και τα γεννη-τικά τους όργανα για να χαρούν τη δροσιά του μαχαιριού,και πόσοι άλλοι ακόμη που δεν άκουσε κανένας γι’ αυτούς·όνειρα και ουτοπίες πληρώθηκαν με θάνατο, ματαιωμένοιέρωτες στάλαξαν την πίκρα που ξεστρατίζει το μυαλό απ’το δρόμο του, μελαγχολίες βρήκαν το μοναδικό αντίκρισμάτους σε μια ωχρή αιωνιότητα. Και πάντοτε ο άνεμος φύ-σαγε λυσσαλέα, κι όπως περνούσε ανάμεσα απ’ τα κλαδιά

κεφάλαιο 29 237

Page 240: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

των απελπισμένων δέντρων, το σφύριγμά του τρυπούσε τηνψυχή. Και το στριγκό εκκωφαντικό σφύριγμα έμοιαζε μ’ένα αόρατο πληγωμένο τέρας που προσπαθούσε απεγνω-σμένα να μιλήσει με την ανθρώπινη λαλιά, και μερικέςφορές το κατάφερνε σχηματίζοντας κανονικές λέξεις, δικέςμας: άλλοτε “φύγε”, άλλοτε “έρχου” κι άλλοτε “φίλησε”,σκοτεινά προστάγματα που κανείς ποτέ δεν τόλμησε ναεξηγήσει…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄238

Page 241: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

30.

PP oo rr tt aa vv ii tt ii ll ll uudd VV ee nn tt uu ss ii nn vv ee nn tt rr ee ss uu oo

Με τα λόγια αυτά η κυρία Δομένικα έπαψε τη μακράδιήγησή της για τον μαύρο λόφο της Κουπέλας, ενώ είχε ήδηπεράσει το μεσημέρι εκείνης της παγερής πρωτομηνιάς τουΦλεβάρη. Και είναι αλήθεια πως σταμάτησε κάπως από-τομα —την ώρα που μιλούσε για τα προστάγματα του ανέ-μου—, ίσως γιατί ένιωσε πως πήγαινε να προχωρήσει πιοπολύ απ’ ό,τι έπρεπε, φανερώνοντάς μας μυστικά που δε θαμας πονήρευαν απλά, αλλά θα έπνιγαν τη διάνοιά μας στουςβάλτους της τρέλας και θα έκαναν την ψυχή μας έρμαιο μιαςαρρωστημένης εμμονής, μιας εμμονής που θα μας οδηγούσεστον όλεθρο, χωρίς δική μας απόφαση… Το ίδιο απότοματέλειωνε και η γραπτή εκδοχή της ιστορίας εκείνης στο τέ-ταρτο από τα κόκκινα τετράδιά της —πάλι όταν έγραφε γιατα προστάγματα του ανέμου—, που σήμαινε πως ήταν συ-νειδητή επιλογή της δασκάλας μας να κρατήσει κάποιαπράγματα στο σκοτάδι, καθώς πίστευε πως όποιος ήθελενα διαλέξει ετούτο το δρόμο έπρεπε να οδηγηθεί μόνος τουώς εκεί, κι όχι να τον μπλέξουν τα δικά της λόγια χωρίς τηθέλησή του… Κι εμείς, όσην ώρα την ακούγαμε, νιώθαμε τοφόβο να απλώνεται μέσα μας, μουδιάζοντας ηδονικά σάρκακαι νου, κι όταν σταμάτησε, δεχτήκαμε τη σιωπή της με

[239]

Page 242: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ένα ανάμεικτο συναίσθημα, κάτι σαν ανακούφιση και θλίψημαζί· και βέβαια το καταλάβαμε πως δάγκωσε τη γλώσσατης μια στιγμή πριν ξεστομίσει κάτι που ίσως να ήταν ηουσία του μυστικού της, μα δεν είχαμε πια μέσα μας σι-γουριά για τίποτα ώστε να επιμείνουμε με μιαν ακόμη ερώ-τηση. Γείραμε προς τα πίσω —από το κρύο δε νιώθαμε πιατα αυτιά και τις μύτες μας— και, κλείνοντας τα μάτια, πα-ραδοθήκαμε σε μια ομαδική παραίσθηση γεμάτη με εικόνεςνυχτερινής αγρύπνιας γύρω από φλόγες — άνθρωποι μεμαύρη μάσκα στο πρόσωπο και φριχτοί ετοιμοθάνατοι πουαγκαλιάζαν μανιασμένα τους διπλανούς τους… Μόνο οΓιώργος δεν το ’βαλε κάτω — κι είχε βέβαια τους λόγουςτου. Θα ’χαν δε θα ’χαν περάσει δέκα λεπτά, όταν ακούσαμετη φωνή του, ψιλή κι εριστική, να ρωτά τη δασκάλα μας:«Κι εσύ γιατί βρέθηκες σ’ αυτόν το λόφο; Ξέρεις πολλά γιανα τα ’μαθες τυχαία…» Η δασκάλα μας απάντησε με δυ-σκολία, δε μιλούσε πια με την αργή γλυκύτατη φωνή της,αλλά μ’ ένα ανεξέλεγκτο τραύλισμα· ανασηκωθήκαμε όλοιμας κοιτώντας την με απορία — ήτανε φανερό πως κάτι συ-νέβαινε στην κυρία Δομένικα εκείνη την ώρα, σα να πά-λευαν οι κουβέντες της με τον άλλο της εαυτό: «Σου ’χωμιλλλήσει για τις θάλασσες… του αίματος τις θάλλλασ-σες… εγώ δεν έπρεπε… δεν έπρρρεπε να φιλήσω… μα εγώφίλλλησα…» Πήρε δυο-τρεις βαθιές ανάσες, πιάνοντας τοστήθος της σα να πονούσε, και συνέχισε το παραλήρημάτης: «…ένας κομμμένος λαιμός και νννα σου οι θάλασσεςαπό αίμα… Μμμου ’δωσε τη ζωή… μμμου ’δωσε και το θά-νατο… Κι ο βαρρρκάρης με το ξουραφιασμμμένο πρόσωποδδδεν αντέχει…» Το πρόσωπό της είχε ασπρίσει. «Μεβββήμα λλλύκου και μμμάτια πελλλαργού, σου λέω… Πίσωαπ’ τους κορρρμούς των δέντρων με περιμένουν οι δδδαίμο-νες… Ό,τι μου δδδόθηκε μου δόθηκε… Χίλιες μμμέρες είναιχίλλλιες μέρες…» αυτά είπε κι έπειτα ούρλιαξε μ’ όλη τηδύναμη των πνευμόνων της, πέφτοντας μπρούμυτα και κρύ-βοντας το πρόσωπό της μες στις παλάμες της — κι ύστερα

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄240

Page 243: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

το ουρλιαχτό της έγινε βήχας ασταμάτητος. Όταν ησύχασε,το τραύλισμα είχε φύγει απ’ την ομιλία της· όμως τώρα μι-λούσε με φωνή δωδεκάχρονου κοριτσιού, κοφτά και χαμη-λόφωνα, το μάτι της γυάλιζε σαν του λαβωμένου αγριμιού,κι ο φόβος μάς είχε κυκλώσει και πάλι για τα καλά: «Κι ανθέλετε να μάθετε γιατί βρέθηκα σ’ αυτόν το λόφο…» είπε,«κοιτάξτε, λοιπόν…» Κι ευθύς, με γοργές κινήσεις, έβγαλεόλα τα ρούχα της· το παλτό, τη μπλούζα, το πουκάμισο, τημακριά φούστα, τις μάλλινες κάλτσες, τα εσώρουχα, από-μεινε ολόγυμνη κι ούτε που νοιαζόταν για το φοβερό κρύο·αμέσως η ματιά μας πήγε στα στήθη της κι όχι στο μαύροτρίχωμα χαμηλά στην κοιλιά, δεν είχαν καμιά σχέση με τατεράστια βυζιά της Ελίζαμπεθ που ’χαμε δει στη φωτο-γραφία του Τζακ — τα στήθη της κυρίας Δομένικας ήτανδυο μικρά εξογκώματα πάνω στον αδύνατο θώρακα, σαδυο καρύδια· και, το πιο παράξενο, δεν κατέληγαν σε ρώγες,δεν είχε καθόλου θηλές στο στήθος της… «Το βλέπετε…είμαι μια μυγδαλιά δίχως μύγδαλα…» είπε πάντοτε με κο-ριτσίστικη φωνή· κι αμέσως μετά ψιθύρισε μ’ ένα τρελό χα-μόγελο: «Έχω μόνο τον άνεμο…» Τρόμαξα τόσο, πουένιωσα μια λόγχη να με κόβει εκεί κάτω χαμηλά, κάτω απ’το στομάχι· την ίδια στιγμή ο Σώτερ τη ρώτησε με έξαψη—πώς βρήκε το θάρρος ο αθεόφοβος— «…και πού τον συ-ναντάς αυτό τον άνεμο;» Εκείνη ξέσπασε τότε σε γάργαραγέλια που δε σταματούσαν, έπεσε κάτω και κυλιόταν γυμνήστο παγωμένο χώμα και ξεκαρδιζόταν, έμοιαζε διονυσια-σμένη, ασυγκράτητη, έτοιμη να περάσει κάθε όριο· κι όπωςκυλιόταν, βρήκε πλάι στον κορμό μιας μυγδαλιάς ένα κα-λάμι, έπειτα μπουσούλησε ώς τη Φωλίτσα και χάραξε πάνωστο χώμα μια φράση που προφανώς απαντούσε στην ερώ-τηση του Σώτερ:

ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ

Και τότε, μόλις η δασκάλα μας έγραψε αυτές τις λέ-

κεφάλαιο 30 241

Page 244: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ξεις, αμέσως πετάχτηκε ο Γιώργος φωνάζοντας, έξαλλοςαπό έρωτα, ζώντας στον δικό του κόσμο: «Κυρία, δώσ’ μουτούτο το καλάμι… Είμαστε πια μαζί… Θα γίνεις γυναίκαμου… Θα γράφουμε πια μαζί στο χώμα… κρατώντας τοκαι οι δυο…» Εκείνη τον κοίταξε στιγμιαία μ’ ένα φριχτάάδειο βλέμμα και έπειτα με μια αστραπιαία κίνηση έσπασετο καλάμι στο γόνατό της — έμοιαζε αφιονισμένη. Ο Γιώρ-γος έμεινε ακίνητος, θαρρείς κεραυνοβολημένος, με ταμάτια στυλωμένα επάνω της. Έξαφνα εκείνη μάς γύρισετην πλάτη της, κι έτσι ολόγυμνη όπως ήταν, άνοιξε τα χέριατης κι άρχισε να τραγουδάει με σπασμένη και συνάμα πα-ρανοϊκά παιδική φωνή το τραγούδι της πρώτης μέρας τουΦεβρουαρίου: «Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε, πόσο σε καρτε-ρούσα, για να φιλήσω έξαλλα τα χείλη που ποθούσα…»Την ίδια ώρα άρχισε να φυσά ο άνεμος, και η κυρία Δομέ-νικα, στην αρχή με μικρά βήματα κι έπειτα με κανονικά,άρχισε να χορεύει έναν παράξενο πρωτόγονο χορό, ενώ συ-νέχιζε να τραγουδά… Κι όσο χόρευε, τόσο δυνάμωνε ο άνε-μος. Όταν το τραγούδι τέλειωσε, ο χορός της δε σταμάτησε,ίσα-ίσα, γινόταν όλο και πιο τρομακτικός· το σφύριγμα τουανέμου ανάμεσα απ’ τα κλαδιά μάς τρυπούσε τα αυτιά. Ηδασκάλα μας δεν ήταν πια ο εαυτός της. Ο ήλιος έγερνε.«Πρέπει να την αφήσουμε μόνη…» ψιθύρισε ο Σώτερ, κιόλοι, παρά την ταραχή μας, το καταλαβαίναμε καλά πως οφίλος μας είχε δίκιο… «Πάμε» είπε κοφτά ο Όττος και προ-χώρησε προς το θεόστενο μονοπάτι που ήταν μαύρο σαν τονθάνατο· τον ακολουθήσαμε αμίλητοι, ενώ η κυρία Δομένικασυνέχιζε τον τρελό χορό της…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — β ΄242

Page 245: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

γ.[σου ανακάτεψε]

Page 246: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 247: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

31.

Ο Γιώργος κεντά, οι άλλοι παραμονεύουν

«Αν θες να κλάψεις, κλάψε, μην αφήσεις όμως το χέριμου…» άκουσα πίσω μου τον Μεγάλο Πρόδρομο να λέει στονΓιώργο εκείνο το παγωμένο δειλινό της πρώτης Φεβρουα-ρίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα εφτά, όταν κατεβαί-ναμε το Θάνατο κι ήμασταν όλοι μας πιασμένοι χέρι-χέρι,όπως μας είχε παραγγείλει η δασκάλα μας, γιατί όποιος ξέ-μενε μονάχος σε κείνο το μονοπάτι μπορεί να χανόταν μεςστο σκοτάδι, να τον άρπαζαν στην αγκαλιά τους οι δαίμο-νες και να μην τον άφηναν ποτέ να γυρίσει πίσω. Αυτά είχεστο νου του κι ο Μεγάλος Πρόδρομος κι έσερνε με το στα-νιό τον Γιώργο μαζί μας, μόλο που εκείνος τραβιόταν ουρ-λιάζοντας και κλοτσούσε σαν αγριοκάτσικο, καθώς ήθελενα μείνει επάνω να χορέψει μαζί με την κυρία Δομένικα στοσφύριγμα του ανέμου· όμως η παλάμη του Μεγάλου Πρό-δρομου τον έσφιγγε σαν τανάλια. Κι όταν φτάσαμε κάτω,στην αρχή του Θανάτου, ο Μεγάλος Πρόδρομος χαλάρωσελίγο το σφίξιμό του. Ο Γιώργος τού ξέφυγε και πήγε να ξα-νανέβει τρέχοντας στο θεόστενο μονοπάτι, μα πρόφτασε οΣώτερ και κάνοντας μια βουτιά τον έπιασε από τη μέση·κυλίστηκαν κι οι δυο τους καταγής. Ο Γιώργος, λες κι είχελυσσάξει, ψιθύριζε λόγια ακατάληπτα, τίναζε τα χέρια καιτα πόδια του, τα σάλια του άφριζαν· ο Σώτερ τότε, πεσμέ-

[245]

Page 248: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νος καθώς ήταν, τον έπιασε δυνατά από τους ώμους, «κα-τάλαβέ το…» του φώναξε, «δεν τρέμει το πιγούνι της γιασένα…» Και τούτες οι κουβέντες του Σώτερ φαίνεται πωςχτύπησαν τον Γιώργο σα μαχαιριές, καθώς έπαψε στηστιγμή τα παραμιλητά του, τα μάτια του σκοτείνιασαν κοι-τώντας ανέκφραστα στο κενό, και, μόλο που ο Σώτερ ση-κώθηκε όρθιος, εκείνος έμεινε κάτω ακίνητος, ξαπλωμένοςανάσκελα· εμείς στεκόμασταν γύρω του σιωπηλοί. Πέρασεκάμποση ώρα· κάποια στιγμή ο Γιώργος σηκώθηκε έξαφνακαι προσπερνώντας μας σαν υπνοβάτης χάθηκε στην κατη-φορίτσα που ’βγαζε στον Πύργο. Όπως περνούσε πλάι μου,μάλιστα, τον άκουσα να λέει άψυχα και κοφτά μέσ’ απ’ ταδόντια του: «Θα βάλω φίμωτρο στο αρνί, να μη μου φάει τολουλούδι…»

Την επομένη, μια ώρα πριν χτυπήσει το καμπανάκι(κανονικά ήμασταν πρωινοί, μα για εκείνη τη μέρα το μά-θημά μας είχε μετατεθεί στην απογευματινή βάρδια, καθώςτο πρωί θα ερχόταν γιατρός για να εξετάσει το τμήμα τηςπρώτης, που είχε μάθημα το απόγευμα), μαζευτήκαμε σταΒαρέλια, προκειμένου να βάλουμε σε μια σειρά τα όσα εί-χαμε δει κι είχαμε ακούσει την προηγουμένη. Ήμασταν,θυμάμαι, όλοι μας αρκετά εκνευρισμένοι, όχι για κάποιοσυγκεκριμένο λόγο· μάλλον ήταν η αδυναμία μας να κατα-νοήσουμε την παρακλητική σιωπή αυτών που χάθηκαν, τααινιγματικά μισόλογα της κυρίας Δομένικας, τον ξέφρενοχορό της στο σφύριγμα του ανέμου: κάποια στιγμή τηνπροηγούμενη μέρα νομίσαμε πως είχε έρθει η ώρα να μά-θουμε το μυστικό της δασκάλας μας, μα εντέλει βρεθήκαμεακόμη περισσότερο μπερδεμένοι κι ο καθένας μας πια έβαζεμε το νου του το οτιδήποτε, χωρίς να μπορεί για τίποτε ναέχει μια σιγουριά. Μόνο ο Γιώργος —που έμοιαζε να μηνέχει συνέλθει από την παράξενη νάρκη που τον κατέλαβεστο τέλος του προηγούμενου απογεύματος— καθότανσκυμμένος στο βαρέλι του κι είχε όλη του την προσοχήστραμμένη στο άσπρο μαντίλι που είχε ανοίξει στα γόνατά

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄246

Page 249: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

του, ολωσδιόλου αδιάφορος για όλα εκείνα που μας ανα-στάτωναν — κάτι κεντούσε επίμονα με μακριά βελόνα καιμαύρη κλωστή (όπως έμαθα αργότερα, τα είχε πάρει απ’ τομαύρο πανέρι που ο πατέρας του έκρυβε κάτω απ’ το κρε-βάτι του). Κι αφού πέρασαν μερικά λεπτά που κανένας δεμιλούσε κι ο εκνευρισμός μεγάλωνε ολοένα, πήρε το λόγο οΣώτερ — όλοι το παραδεχόμασταν πως ήταν αυτός πουμπορούσε καλύτερα από κάθε άλλον να συνδέει τα πράγ-ματα αναμεταξύ τους, όχι βέβαια πως περιμέναμε να ξε-διαλύνει τις παλιές και καινούργιες απορίες μας, ίσως όμωςκατάφερνε, όσο ήταν δυνατόν, να τις βάλει σε μια τάξη…Και βέβαια, το πρώτο για το οποίο μίλησε ήταν εκείνη ηκουβέντα της κυρίας Δομένικας για τον θάνατο, που με βήμαλύκου και μάτια πελαργού κάθε μέρα την πλησίαζε όλο καιπερισσότερο· τι να εννοούσε άραγε με τούτο η δασκάλα μας,αναρωτήθηκε ο Σώτερ… Στα σίγουρα δε μιλούσε για τοναόριστο εκείνο θάνατο που κάποτε αναπάντεχα θα κοιμίσειτην κάθε ζωντανή ύπαρξη, μα για κάτι πολύ πιο συγκεκρι-μένο, για κάτι ορισμένο ξεκάθαρα που προφανώς αφορούσεεκείνη την ίδια, χωρίς περιθώριο για υπαναχώρηση· μι-λούσε για κάτι που δεν ξεγίνεται πια, όπως το τσίμπημαφαρμακερού φιδιού. Κι αυτός ο αναπόφευκτος θάνατος είχεαναμφίβολα σχέση με κείνες τις χίλιες μέρες που τραύλιζεότι της δόθηκαν· από ποιον όμως κι από πότε άρχισαν νακυλούν; Κοντά σ’ αυτά ήταν κι εκείνο το εξαψήφιο νούμεροπου, το δίχως άλλο, έκρυβε την ημερομηνία του επερχόμε-νου θανάτου της, μα ποιος μπορούσε να βάλει τους αριθμούςστη σωστή σειρά; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα ο Σώτερ δεμπορούσε να δώσει απάντηση. Εξάλλου ήταν κι άλλα πολλάπου έμεναν αναπάντητα: τι γύρευε τις νύχτες η κυρία Δο-μένικα σε κείνο τον μαγεμένο λόφο της Κουπέλας· ποιονβάραινε η κατάρα των λεπρών που παγώσαν αγκαλιασμέ-νοι πριν από τόσα χρόνια — γιατί τι άλλο εκτός από κατάραμπορούσε να είναι εκείνο το φριχτό σφύριγμα του ανέμουανάμεσα απ’ τις αμυγδαλιές· κι άραγε ποιος όριζε τους δαί-

κεφάλαιο 31 247

Page 250: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μονες που σαν ίσκιοι παραφύλαγαν τις νύχτες πίσω απότους κορμούς των δέντρων; Κι ακόμη: τι εννοούσε η δα-σκάλα μας σα μιλούσε γι’ αυτήν που πρώτα τής έδωσε τηζωή κι έπειτα της έδωσε και το φαρμάκι; Γιατί μουρμούριζεγια κείνες τις παλιές ακατανόητες εκλείψεις του ήλιου;Ποιος ήτανε ο βαρκάρης με το ξουραφιασμένο πρόσωπο; Τιγύρευαν από κείνην οι αετοί που ’χαν στα νύχια τα κομμένακεφάλια των ανθρώπων που έκλαιγαν; Ποιο μυστικό κρυ-βόταν στη μαύρη κρεατοελιά του προσώπου της, στο αλλό-κοτο κόκκινο των χειλιών της, στα δίχως ρώγες στήθη τηςπου γύμνωσε μπροστά στα μάτια μας; Και, το κυριότερο,για ποιον τρεμούλιαζε το πιγούνι της, για ποιον πέφταν οιβλεφαρίδες της τα πρωινά, για ποιον το χέρι της χάραζεεκείνο το

ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ

επάνω στο σκληρό χώμα της Φωλίτσας; Αυτά ήταν τα ερω-τήματα που μας αράδιασε ο Σώτερ κι έπειτα σώπασε. Κανείςμας δε μπορούσε να εξηγήσει τίποτε, να βρει μιαν άκρηέστω, κι ο Γιώργος συνέχιζε αμέριμνος να κεντά το μαντίλιτου. Σιγά-σιγά άρχισε να απλώνεται ένα μουρμουρητό ανά-μεσά μας που κατέληξε σε κουβέντα κανονική, μιλούσαμεόλοι μαζί και γινότανε σωστό μπάχαλο· ο καθένας έλεγεό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι, ο Ζήσης κάθε δύο λεπτάέκανε το σταυρό του λέγοντας «αλλά ρύσαι ημάς από τουπονηρού» κι ο Τζίμης συμπλήρωνε «αμήν», βάζοντας τοχέρι ανάμεσα στα σκέλια του, μα κανένας δε γελούσε μετούτη τη σκηνή, όπως συνήθως, ούτε καν ο ίδιος ο Τζίμης,καθώς ήμασταν μπροστά σε ένα μυστήριο αξεδιάλυτο με τηλογική μας, και αυτό μάς γέμιζε μ’ έναν ύπουλο υπόγειοφόβο, το φόβο του ανθρώπου μπροστά σε κάτι που ξεπερνάτη λογική του… κι ακόμη ανησυχούσαμε πάρα πολύ και γιακάτι άλλο: η δασκάλα μας ήταν μπλεγμένη σε κάτι σκο-τεινό κι ακατανόητο και κάθε στιγμή μπορούσε να της συμ-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄248

Page 251: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

βεί κάποιο φοβερό κακό, ενώ εμείς δε θα ήμασταν στο πλάιτης να την υπερασπιστούμε, έχοντας φυλαγμένη μια βιο-λέτα απ’ αυτές που φέρνει ο άνεμος κάτω απ’ τη μπλούζαμας… Κάποτε ο Μεγάλος Πρόδρομος χτύπησε με δύναμητις παλάμες του και σταμάτησε η φασαρία. Τότε πήρε ξανάτο λόγο ο Σώτερ: «Το μόνο που μας μένει είναι να στήνουμεκαρτέρι κάθε βράδυ στην ανηφορίτσα πριν απ’ το μονοπάτιπου είναι ίδιος ο θάνατος… Όποτε δούμε την κυρία Δομέ-νικα να ανεβαίνει, θα την ακολουθήσουμε να μάθουμε τι στοδιάβολο συμβαίνει επάνω στον καταραμένο τούτο λόφο…Είμαστε σύμφωνοι;» «Κι άμα μάς πάρει στην αγκαλιά τουκάποιος από τους δαίμονες του πονηρού…» αναφώνησετρομοκρατημένος ο Ζήσης. «Άμα μας πάρει, μας πήρε…»άκουσα στη στιγμή πλάι μου τον Αγιούτο να του απαντά.«…Λοιπόν, σύμφωνοι;» ρώτησε ξανά ο Σώτερ· κανείς δεμίλησε, μόνο κουνήσαμε αμήχανα το κεφάλι προς τα κάτω·ναι, ήμασταν σύμφωνοι. Τότε κι ο Γιώργος πέρασε την τε-λευταία βελονιά στο κέντημά του. Κι όπως σηκωνόμασταννα πάμε για το μάθημα, κοίταξα στα κλεφτά το μαντίλι του:είχε κεντήσει επάνω του μια μαύρη καρδιά που έσταζεμαύρο αίμα, όχι όμως τρυπημένη από ένα βέλος, όπως συ-νηθιζόταν, μα καρφωμένη στο κέντρο της από ένα μαχαίρι.

Αυτό που αποφασίσαμε εκείνο το μεσημέρι το βάλαμεαμέσως σε εφαρμογή. Πήγαμε στην τάξη και κάναμε μά-θημα με την κυρία Δομένικα σα να μην είχε συμβεί απολύ-τως τίποτε την προηγουμένη· εκείνη μπήκε στην τάξη με τοσυνηθισμένο γλυκύτατο χαμόγελό της κι από την πρώτηστιγμή ήταν ιδιαίτερα κεφάτη και ομιλητική, τόσο που σ’έβαζε σε υποψίες· φυσικά δεν έκανε την παραμικρή ανα-φορά στο λόφο της Κουπέλας, ούτε στα όσα είχαν γίνει πριναπό μια μέρα επάνω στη Φωλίτσα… Μόλις σχολάσαμε τοαπόγευμα, πήγαμε στο νταμάρι απέναντι απ’ της Φρόσωςκαι χωριστήκαμε σε εφτά ζευγάρια, ο καθένας μας με τονδιπλανό του μες στην τάξη, κι ο Μεγάλος Πρόδρομος πουδεν είχε διπλανό στο τελευταίο θρανίο ζευγάρωσε με τον

κεφάλαιο 31 249

Page 252: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Σίμη, που καθότανε κι αυτός μόνος στο σπασμένο θρανίοτης σειράς των παραθύρων, ενώ εγώ, που απ’ την αρχή τηςχρονιάς καθόμουνα με τον Γιώργο, έκανα εντέλει ζευγάρι μετον Αγιούτο, που καθότανε τρίτος στο θρανίο του μαζί μετον Όττο και τον Μανόλη, καθώς το συμφωνήσαμε όλοι μαςνα μη μπλέξουμε τον Γιώργο σ’ αυτή την ιστορία των βρα-δινών παρακολουθήσεων της κυρίας Δομένικας, μια που οφίλος μας είχε δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα κι απότην προηγουμένη που την είδε να χορεύει γυμνή στο σφύ-ριγμα του ανέμου έδειχνε να ’χε χάσει τα λογικά του. Χω-ριστήκαμε λοιπόν σε εφτά ζευγάρια κι είπαμε να ’χει τοκάθε ζευγάρι μια μέρα ορισμένη της εβδομάδας που να πα-ραφυλά το βράδυ στην ανηφόρα πριν από το Θάνατο· κατό-πιν κάναμε κλήρωση για τις εφτά ημέρες της εβδομάδας:σε μένα και στον Αγιούτο έτυχε η Παρασκευή. Κι έτσι, απότο επόμενο βράδυ, αυτό της τρίτης Φεβρουαρίου του χίλιαεννιακόσια εβδομήντα εφτά, αρχίσανε τα καραούλια· κάθεβράδυ δυο από μας παραφυλάγανε ξαπλωμένοι μπρούμυταπίσω απ’ τους θάμνους του περάσματος που ’βγαζε στηνΚουπέλα. Έτυχε μάλιστα η πρώτη μέρα να ’ναι Παρασκευή·ως εκ τούτου ανεβήκαμε εγώ και ο Αγιούτος. Η συμφωνίαπου ’χαμε κάνει ήτανε ν’ αρχίζουμε την παρακολούθησηκοντά στις δέκα και μισή το βράδυ· πράγμα που σήμαινεπως θα φεύγαμε σκαστοί από τα σπίτια μας κοντά στιςδέκα, μισή ώρα υστερότερα από την ώρα που σβήναμε τοφως πάνω απ’ τα κρεβάτια μας· εκείνη την ώρα οι γονιοίμας ήταν σίγουροι πως μας είχε πάρει ο ύπνος. Στο τέλοςτης ανηφορίτσας, κρυμμένοι μες στο χαντάκι, θα ’χαμε όλητην ώρα τα μάτια μας καρφωμένα στην εκβολή του Θανά-του· κι αν μες στη νύχτα βλέπαμε κάποια σκιά να ξεγλιστράγια ν’ ανέβει επάνω στην Κουπέλα, τότε ο ένας από τουςδύο, ο πιο γρήγορος, θα ’ριχνε ένα τρεχαλητό έξω απ’ τασπίτια όλων των υπολοίπων και θα σφύριζε το σύνθημα·έτσι, θα μαζευόμασταν στο άψε-σβήσε όλοι μας και θ’ ανε-βαίναμε το Θάνατο πιασμένοι χέρι-χέρι και θα βλέπαμε τι

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄250

Page 253: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

είναι τέλος πάντων αυτό που συμβαίνει τα βράδια επάνωστην Κουπέλα και θ’ αποκαλυπτόταν, επιτέλους, η δαιμο-νική δύναμη που κυβερνούσε τη ζωή της δασκάλας έτσι νο-μίζαμε… Κι αν πάλι η ώρα περνούσε χωρίς να φανεί ψυχήκαι η καμπάνα του παπα-Λεπ Ταιρ σήμαινε μεσάνυχτα,τότε θα γυρνούσαμε πίσω. Κι όλα έγιναν έτσι όπως τα εί-χαμε συμφωνήσει εκείνο το βράδυ της πρώτης Παρα-σκευής. Μα, παρόλο που δάκρυσαν τα μάτια μας από τηντόση προσοχή, δεν είδαμε τίποτε να κινείται στην εκβολήτου Θανάτου· μόνο τα ουρλιαχτά των τσακαλιών και τασουρσίματα των ερπετών μέσα απ’ τους θάμνους μάς τάρα-ζαν πού και πού. Κι όταν ακούσαμε την καμπάνα του παπα-Λεπ Ταιρ, πήραμε αμήχανοι και αγκυλωμένοι το δρόμο τουγυρισμού· δεν ανταλλάξαμε ούτε μια κουβέντα, μόνο ότανχωριστήκαμε για να πάμε στα σπίτια μας (εγώ θα πηδούσαστο μπαλκόνι μας από το πλαϊνό γιαπί), τον ρώτησα: «Κιαν φύσηξε λάθος ο άνεμος;» Εκείνος με κοίταξε με μάτιαλαμπερά κι έπειτα ψιθύρισε την αινιγματική λέξη που τόσοτου άρεσε και σήμαινε ταυτόχρονα άρνηση και αποδοχή:«Ζβουμ…»

Κι όπως εμείς γυρίσαμε από το καραούλι μας άπρα-κτοι την πρώτη βραδιά, έτσι και τα επόμενα βράδια το ζευ-γάρι που κάθε φορά παραφύλαγε έπαιρνε το δρόμο τηςεπιστροφής όταν χτυπούσε η καμπάνα μεσάνυχτα, χωρίςνα έχει δει κανέναν να ανεβαίνει στην Κουπέλα, χωρίς να’χει προσέξει κάποιο παράξενο περιστατικό που θα μπο-ρούσε να ξεδιαλύνει τη θολούρα μας. Έτσι, πέρασε η πρώτηβδομάδα, έπειτα η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη, μπήκε οΜάρτιος και στο Βάλτο μαζί με τον Τζακ τον Ταρνανά κά-ψαμε τα παλούκια. Οι μέρες κυλούσαν λοιπόν, και τα βρα-δινά μας καραούλια απέναντι από το μονοπάτι του Θανάτουδεν είχανε κανένα αποτέλεσμα. Η καταρχήν αποτυχία τουσχεδίου μας μας απογοήτευσε κάπως, μας έκανε να μην πι-στεύουμε και τόσο πολύ ότι μ αυτό τον τρόπο θα βρούμεκάποιαν άκρη, εξάλλου ήτανε η εποχή που ο Ταρνανάς άρ-

κεφάλαιο 31 251

Page 254: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

χισε να μιλά με «τον πατέρα όλων μας…», όπως έλεγε οίδιος, κι έτσι η σκέψη μας άρχισε να μοιράζεται ανάμεσαστο μυστικό της δασκάλας μας και στον μουρλόγερο τονΤζακ που θα λύτρωνε τον κόσμο από τη θλίψη, τον πόνο καιτα βάσανα. Από την άλλη πλευρά ήταν και η ίδια η κυρίαΔομένικα που όλον εκείνο τον καιρό, από τη μέρα που μαςανέβασε στην Κουπέλα, έδειχνε σα να μην έτρεχε τίποτε,μύριζε με ηδονή τα χάρτινα λουλούδια που της πρόσφερε οΣίμης κάθε Δευτέρα, έτρεχε μαζί μας στα αγιούτα κιέμπαινε στον κύκλο τού σι μαριό, μας διάβαζε ιστορίες τααπογεύματα από το μεγάλο ασημόδετο βιβλίο του παπα-Λεπ Ταιρ, στον πίνακα έγραφε τις πτώσεις του κυρίου ονό-ματος «η θάλασσα», επιμένοντας πως δεν έχει πληθυντικόαριθμό, αυτή, που άλλες φορές μάς μιλούσε για τις θάλασ-σες του αίματος… Και όλον αυτό τον καιρό, μέρα με τηνημέρα, όλο και πιο ράθυμα, είν’ η αλήθεια, συνεχίζαμε δυο-δυο τα βράδια να στήνουμε καραούλι στην εκβολή του Θα-νάτου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, σαν ξεκινούσαμε, περ-νούσε απ’ το μυαλό μας η σκέψη πως η δασκάλα μας μαςείχε κάνει εκείνη τη μέρα ένα αστείο, μια φάρσα, και δενυπήρχε κανένα μυστήριο να ξεδιαλύνουμε. Τότε όμως θυ-μόμασταν τα σημάδια του διαβόλου, που είτε είχαν φανε-ρωθεί μπροστά στα μάτια μας, είτε η ίδια μάς είχεαποκαλύψει, και η κάθε σκέψη μας περί αστείου και φάρσαςσκόρπιζε.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄252

Page 255: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

32.

Όπου οι μαθητές δοκιμάζονται από κάποιον πονηρό – μα, όπως φαίνεται, κανείς δε θέλει να γλιτώσει

Ήταν μια Παρασκευή με μισό φεγγάρι στα μέσα τουΜαρτίου —η έβδομη Παρασκευή που ο Αγιούτος κι εγώ πα-ραφυλάγαμε πεσμένοι μπρούμυτα πίσω από τους θάμνους—όταν μάθαμε τι έκανε τις νύχτες επάνω στην Κουπέλα ηκυρία Δομένικα. Είχαμε ανέβει στους θάμνους κοντά στιςδέκα και μισή, όπως πάντοτε· η νύχτα ήταν ιδιαίτερα πα-γερή, τόσο που ο Αγιούτος είχε φέρει από το σπίτι του καιτη μάλλινη κουβέρτα που σκεπαζότανε τα βράδια. Ξαπλώ-σαμε λοιπόν μπρούμυτα πάνω στο χώμα και σκεπαστήκαμεμε την κουβέρτα — ευτυχώς που ο Αγιούτος την είχε πάρειμαζί του, γιατί αλλιώς θα ξεπαγιάζαμε· στις εκβολές τουΘανάτου δε φαινότανε ψυχή, είχε μισό φεγγάρι και, όσο ναπεις, θα βλέπαμε κάποιον που θα περνούσε. Σε πέντε λεπτάπιάσαμε κιόλας τη σιγανοκουβέντα· για την ακρίβεια, οΑγιούτος μού μιλούσε και μου ’λεγε για τ’ όνειρο που ’βλεπεξανά και ξανά τις νύχτες, πως μια φωτιά τού ’καιγε τα σω-θικά κι αυτός έτρεχε μπροστά από ένα σβησμένο κερί κιανάσαινε κι άναβε το κερί και τότε το κάψιμο μέσα του ησύ-χαζε. Αυτά μού έλεγε, όταν ξαφνικά ακούστηκε η υπόκωφημελωδία από το μενταγιόν μέσα απ’ την κοιλιά του· μείναμεσιωπηλοί να την ακούμε. Μαγεμένοι απ’ τις υπέροχες νότες,

[253]

Page 256: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

παραδοθήκαμε σε ένα γλυκό βαθύ ύπνο — μήτε που θυμά-μαι τι ονειρευτήκαμε. Η ουσία είναι πάντως πως, όταν χτύ-πησε μεσάνυχτα η καμπάνα του παπα-Λεπ Ταιρ (δεμπορεί να μη χτύπησε), εμείς δεν πήραμε χαμπάρι. Κι όπωςυπολόγισα αργότερα, θα ’ταν η ώρα δύο τη νύχτα όταν μεξύπνησε ένα σούρσιμο. Άνοιξα τα μάτια μου και τι να δω:μια ανθρώπινη σκιά γλιστρούσε μες στο σκοτάδι, είχεπράγματι το σουλούπι της δασκάλας μας, έτσι όπως τηνέβλεπα, φορούσε μια μαύρη μακριά σκισμένη καμπαρντίνα.Στην αρχή νόμισα πως ήταν όνειρο, όμως στη στιγμή μού’κοψε και ξύπνησα τον Αγιούτο σκουντώντας τον —πίστευα,βλέπεις, ο χαζός πως δε γινότανε δυο μαζί να βλέπουνε τοίδιο όνειρο—, τον ξύπνησα, που λες, κι όπως με κοίταξε τρο-μαγμένος, του ’δειξα τον ίσκιο που ήδη είχε αρχίσει να ανε-βαίνει το Θάνατο. Ο Αγιούτος κοίταξε για μια στιγμή —δεχρειαζότανε παραπάνω, είχε σπουδαία όραση ακόμα καιστο σκοτάδι— κι αμέσως γύρισε προς το μέρος μου: ταμάτια του πετούσαν αστραπές μέσα στη νύχτα· ένα λεπτόμετά και κοιτώντας με με μάτια που έλαμπαν κούνησε τοκεφάλι του καταφατικά… Όταν ξανακοιτάξαμε προς τηνΚουπέλα, ο ίσκιος είχε χαθεί πια στο Θάνατο· τότε γύρισαπρος το μέρος του και του ψιθύρισα «τρέξε και φώναξέ τουςόλους εδώ…», «ναι…» μου απάντησε ο Αγιούτος, «μείνεεδώ και περίμενέ μας…» Κι όπως σηκωνότανε, μου ψιθύ-ρισε χαμογελώντας παράξενα «να ξέρεις πως οι άγγελοιέχουν άφθα στα χείλια…» αυτό μού είπε κι έπειτα χάθηκεστο δρόμο που οδηγούσε πίσω στη γειτονιά με το κοκκινό-χωμα.

Ήρθανε όλοι μαζί μισή ώρα αργότερα· ο Αγιούτοςέτρεξε σαν τρελός, τους σφύριξε το σύνθημα κάτω απ’ ταπαράθυρά τους κι ευθύς βρέθηκαν απ’ τα κρεβάτια τους στοδρόμο. Και βέβαια όσην ώρα τούς περίμενα κόντεψα να κα-τουρηθώ πάνω μου· φοβόμουν τόσο πολύ, που έτσι όπωςήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα, χωμένος ώς το λαιμό κάτωαπό τη μάλλινη κουβέρτα, έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄254

Page 257: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

στα μπράτσα μου και δεν έβλεπα τίποτε. Άκουγα συνέχειαθορύβους και στον καθένα απ’ αυτούς κρατούσα την ανάσαμου κι έλεγα από μέσα μου πως είχε φτάσει η ώρα που τοσιδερένιο σουβλί θα μου τρυπήσει την πλάτη και θα με καρ-φώσει στο χώμα κι ύστερα σκεφτόμουν την κυρία Πανδώρακαι σιγοψιθύριζα μέσ’ απ’ τα δόντια μου «ας έρθει…» Κά-ποτε ένιωσα ένα χέρι να μου πιάνει τον ώμο. Σήκωσα τότετο κεφάλι μου· ήταν ο Αγιούτος. «Εμείς είμαστε…» μουείπε, «ήρθαμε…» Ανασηκώθηκα και τους είδα στο φως τουμισού φεγγαριού· είχανε έρθει όλοι, τα μάτια τους ήτανεκόκκινα από τον ύπνο και τα λαχανιασμένα χνότα τουςάτμιζαν μες στην παγωνιά. Έξαφνα είδα ανάμεσα σε όλουςτους άλλους και τον Γιώργο· «μα εσύ…» πήγα να του πωαπορημένος, «τόσες νύχτες περίμενα ν’ ακούσω το σύν-θημα…» μ’ έκοψε εκείνος σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση.Κι έπειτα, χωρίς άλλη χρονοτριβή, προχωρήσαμε ώς τηνεκβολή του Θανάτου και, αφού πιαστήκαμε χέρι-χέρι, αρ-χίσαμε σιωπηλοί ν’ ανεβαίνουμε το στενό μονοπάτι. Πρώ-τος πήγαινε ο Όττος, όπως πάντα, εγώ ήμουνα τρίτος απ’ τοτέλος, ο Μεγάλος Πρόδρομος τελευταίος κι ο Γιώργος ανά-μεσά μας — θέλαμε να τον έχουμε από κοντά μη και δενκρατιόταν κάποια στιγμή απ’ όσα έβλεπε… Κάποτε φτά-σαμε στις αρχές της Φωλίτσας. Εκεί, χωρίς να βγάλουμεάχνα, πέσαμε μπρούμυτα, φτιάχνοντας μια κυκλικήγραμμή πίσω από τις τελευταίες μυγδαλιές πριν απ’ το ξέ-φωτο. Κι ήταν αρκετό το μισό φεγγάρι για να δούμε, κρα-τώντας την ανάσα μας, τα όσα φοβερά για τα παιδικά μαςμάτια γινόντουσαν στη γούβα της Φωλίτσας· ήταν τόση ηένταση και η ταραχή μου, που ξέχασα ολωσδιόλου το κρύοεκείνης της παγερής μαρτιάτικης βραδιάς, έστω κι αν δεσκεπαζόμουν πια με την κουβέρτα του Αγιούτου…

Ήταν λοιπόν δυο άνθρωποι στη γούβα της Φωλίτσας,δυο γυναίκες· η μια γονατισμένη απέναντι απ’ την άλλη σεαπόσταση μισού μέτρου. Οι γυναίκες αυτές ήταν κι οι δυοτους ολόγυμνες· πέρασαν ένα-δυο λεπτά για να το συνειδη-

κεφάλαιο 32 255

Page 258: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τοποιήσουμε πλήρως, για να βεβαιωθούμε πως απέναντίμας είχαμε δυο γυμνά κορμιά μέσα στην παγωμένη νύχτα…Σχεδόν αμέσως αναγνωρίσαμε τη μια απ’ αυτές τις γυναί-κες — ήταν η κυρία Δομένικα. Την άλλη γυναίκα δεν την εί-χαμε ξαναδεί, ωστόσο, τώρα που σου έχω μιλήσει για τηνΤζίλντα, είναι εύκολο να φανταστείς το τι νιώσαμε όταν τηνείδαμε (γιατί η Τζίλντα ήταν βέβαια η δεύτερη γυναίκα),έτσι όπως την είδαμε, στην αχνή λάμψη του μισού φεγγα-ριού. Τα μακριά μαλλιά της, κόκκινα στο φως της μέρας,τη νύχτα έμοιαζαν με μαύρο μέλι που μόλις χύθηκε απ’ τοπιθάρι πάνω σε φρεσκοψημένο σταρένιο ψωμί — έτσι πέ-φταν τα μαλλιά της πάνω στην πλάτη της. Στο πρόσωπότης —τις λίγες στιγμές που ξέφευγε απ’ το σκοτάδι— απο-καλυπτόταν μια αλλόκοτη κατάφαση πρόκλησης και συ-νάμα παράκλησης, θαρρείς να απαιτούσε και την ίδιαστιγμή να εκλιπαρεί. Μαύρα θαμπά δείχναν τα χείλια τηςμες στη νύχτα και δυο φορές πιο μαύρες οι κόχες των μα-τιών της, που μέσα τους σπίθιζε έξαλλη μια λάμψη. Ο λαι-μός της —ίδιος με πέτρα λειασμένη σε νερά ρυακιού— ήτανμια αληθινή πρόκληση για το κοφτερό φεγγάρι· το στέρνοτης γαλατένιο, τα βυζιά της βελούδινοι γιαρμάδες, οι ρώγεςτης μαύρες ίδιες με τιναγμένα βαλανίδια, τα μπούτια της, οιγάμπες της, τα κωλομέρια της, όλα μια σάρκα λαχταριστήπου σε καλεί να τη ζουλήξεις· η κοιλιά της μια ιδέα φου-σκωμένη και κάτω από κει —Χριστέ μου— εκείνο το μαύροχνουδωτό, το μελωμένο που σε γλύκαινε, το αμύγδαλο πουσου πίκραινε για πάντα τα σωθικά — αχ, εκείνο, που αργό-τερα έμαθα να το λέω μουνί και το άγγιξα και το πόθησαπαράφορα, εκείνη η τρυφερή τσεκουριά, το σαρκοφάγοάνθος που μας γέννησε και στο τέλος θα μας κατασπαρά-ξει… Έτσι φάνταζε στο φως του μισού φεγγαριού η Τζίλ-ντα· όχι πως η δασκάλα μας δεν προκαλούσε το ίδιο δέος,όλα τα ερεθισμένα κορμιά είναι εξίσου έτοιμα για την κα-ταστροφή, μα η Τζίλντα ήταν για μας τόσο καιρό το μυ-στηριώδες αίνιγμα, γι’ αυτό ήταν επόμενο τα μάτια μας να

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄256

Page 259: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κολλήσουν σ’ αυτήν. Και τότε, όπως κοιτούσα, ένιωσα μεςστα σπλάχνα μου να φουντώνει μια μεγάλη φωτιά, όπωςπάθαινε στα όνειρά του ο Αγιούτος, μια φωτιά που γύρευενα τιναχτεί πύρινη λάβα ώς τα έγκατα της γης, δεν το μπο-ρούσε όμως, κι όσο περνούσε η ώρα, μου καρβούνιαζε όλοκαι πιο πολύ τα σωθικά μου· μα στα σίγουρα δεν ήμουν ομόνος που ένιωθα έτσι, καθώς μες στη σιωπή της βραδιάςάκουγα την ανάσα των φίλων μου που κοιτούσαν μπρουμυ-τιασμένοι, όπως εγώ, να γίνεται βαριά, ασθματική, σανπνιγμένο μουγκρητό κάποιου που βλέπει εφιάλτη. Ωστόσοοι δύο γυναίκες εκεί στη γούβα της Φωλίτσας, λίγα μέτραπιο πέρα από μας, δε μας άκουσαν, καθώς ήταν κι οι δυοστον δικό τους κόσμο, κοιτιόντουσαν με μάτια που πέταγανσπίθες και βγάζανε μικρές απόκοσμες κραυγούλες, ήχουςξεριζωμένους από τα έγκατα της ψυχής, εκεί που δεν υπάρ-χει τίποτα το ανθρώπινο — τέτοιες διακεκομμένες κραυ-γούλες ακούγαμε πότε απ’ τη μια και πότε απ’ την άλλη κιη σάρκα μας ριγούσε απ’ το φόβο. Κι όταν τις πρόσεξα λίγοπερισσότερο, είδα πως οι παλάμες τους, έτσι όπως ακου-μπούσαν στο χώμα, σιγά-σιγά σέρνονταν προς τα μπρος καιπλησίαζαν αναμεταξύ τους, κι έτσι κύρτωνε η μέση τους,όπως τα σαρκοφάγα ζώα πριν απ’ την επίθεση στο θύματους. Και λίγες στιγμές πριν να συναντηθούν τα χέρια τους,ένιωσα πως ήμασταν μπροστά σε κάποια τελετουργία μα-γείας που είχε γεννηθεί σίγουρα απ’ την ανάσα του δαίμονα,απ’ την τρέλα, από ένα πάθος τυφλής καταστροφής· μη τοξεχνάς, αγάπη μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπαανθρώπους να σμίγουνε έτσι και δε χωρούσε τότε στο μυαλόμου πως ακόμα και η πιο άγρια επίθεση είναι συχνά τρόποςαγάπης — ίσως ο πιο αληθινός. Χρειάστηκε, βλέπεις, να δωόσα είδα εκείνη τη βραδιά για ν’ αρχίσω να σκέφτομαι πωςμπορεί ο δαίμονας να είναι μέρος εκείνου του Θεού για τονοποίο μάς είχε μιλήσει η κυρία Δομένικα πριν από ενάμισηχρόνο. Κι όταν τ’ ακροδάχτυλά τους συναντήθηκαν, τότεέγινε η έκρηξη που τόσην ώρα ετοιμαζόταν· η δασκάλα μας

κεφάλαιο 32 257

Page 260: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

χίμηξε στην Τζίλντα κι εκείνη τη δέχτηκε με έκφραση βου-βής ευγνωμοσύνης… Την ίδια στιγμή άκουσα ένα θόρυβοαπό δεξιά μου· έστρεψα το κεφάλι μου και είδα πλάι μου τονΓιώργο να έχει γυρίσει ανάσκελα κοιτώντας με μάτια υγράτο κίτρινο μισό φεγγάρι στο μαύρο ουρανό. Και τη βρήκαφυσική την αντίδραση αυτή του Γιώργου: επόμενο ήταν ναμη θέλει να δει τα αγκαλιάσματα εκείνης που για το χατίριτης έβαλε, και θα έβαζε σε κάθε περίπτωση, το λαιμό τουστο σίδερο. Μα κι απ’ τ’ αριστερά μου άκουσα σούσουρο·πλάι απ’ τον Αγιούτο ο Ζήσης την ίδια περίπου στιγμή ψι-θύρισε «αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού» κι έβαλε τις δυοπαλάμες μπροστά απ’ τα μάτια του για να μη βλέπει, κι έτσινα γλιτώσει από τον πονηρό. Κι όσο κι αν σου φανεί παρά-ξενο, τούτη η κίνηση του Ζήση μάς επηρέασε όλους εκείνητην ώρα — δεν είναι εύκολο να περιφρονήσεις το φόβο τουπονηρού, ιδίως την ώρα που νιώθεις πως αυτός φανερώνε-ται εμπρός σου· κι έτσι, ο ένας μετά τον άλλο, βάλαμε τιςδυο παλάμες μας μπροστά στα μάτια μας για να μη βλέ-πουμε —όλοι εκτός απ’ τον Γιώργο που έτσι κι αλλιώς δενέβλεπε—, όλοι κλείσαμε τα μάτια μας, ακόμα κι ο Τζίμης—που στην κουβέντα του Ζήση δε συμπλήρωσε το «αμήν»που συνήθιζε—, ακόμη κι ο Σώτερ, κι ο Μεγάλος Πρόδρο-μος, ακόμα κι εγώ, μόλο που στ’ αλήθεια δεν το ’ξερα εκείνητην ώρα αν πράγματι το ’θελα να γλιτώσω από τον πονηρόή μήπως όχι…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄258

Page 261: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

33.

Κεφάλαιο με αριθμό δύσκολο –άμα σε χαλάει το παραλείπεις

Όταν ενάμιση χρόνο υστερότερα, δηλαδή το φθινό-πωρο του χίλια εννιακόσια εβδομήντα οχτώ, ο παπα-ΛεπΤαιρ μάς εξηγούσε πως αυτό που δεν πρέπει να δεις συμ-βαίνει να το βλέπεις πάντοτε, δείχνοντάς μας τα σημάδιαστην πλάτη του, κατάλαβα πως εκείνη την παγερή μαρτιά-τικη νύχτα που είχαμε ξαπλώσει μπρούμυτα γύρω απ’ τηΦωλίτσα της Κουπέλας, με μια φωτιά να καίει χαμηλά τηνκοιλιά μας, αυτός που όριζε τους δαίμονες του μαύρουλόφου είχε αποφασίσει ότι θα βλέπαμε αυτά που προσπα-θήσαμε να μη δούμε: τα δάχτυλα των χεριών μου, έτσι όπωςκρατούσαν τα μάτια μου κλειστά, άρχισαν να χαλαρώνουν,να ανοίγουν, αφήνοντας μικρές γρίλιες —ορκίζομαι πως δεντο ’κανα επίτηδες, έγινε ενώ δεν το ήθελα—, κι ανάμεσα απ’τις τρυπούλες που σχηματίστηκαν απ’ τα χαλαρωμένα δά-χτυλά μου, το βλέμμα μου βρήκε το δρόμο του κι έτσι είδατα όσα έκαναν οι δύο γυναίκες αγκαλιασμένες στη γούβατης Φωλίτσας… Και, καθώς στις ονειροφαντασιώσεις μουίσαμε τότε δεν είχα καν διανοηθεί ότι γυναίκα μπορεί νασμίξει με γυναίκα, έβλεπα τη δασκάλα μας να δαγκώνει μεπάθος το λαιμό, τους ώμους και το στέρνο τής τόσο θελκτι-κής άγνωστής μας, και να ’ναι το δάγκωμά της τόσο δυ-

[259]

Page 262: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νατό, που η σάρκα να ματώνει, και φοβήθηκα πως κάτιπολύ κακό μπορεί να συνέβαινε εκείνη τη νύχτα, μπορεί,λόγου χάρη, η κυρία Δομένικα, που την ημέρα δεν έκοβεούτε ένα λουλούδι για να μην το σκοτώσει, τις νύχτες να με-ταμορφωνόταν σε αιμοβόρο κτήνος που κατασπάραζε τιςζεστές σάρκες και ρουφούσε τη ζωή απ’ τα κορμιά των αν-θρώπων και ξερίζωνε καρδιές και τις έκρυβε σε μια μαύρηκασέλα κι έβγαζε τα μάτια και τους βολβούς και τους έβαζεσ’ ένα μπουκάλι με νερό από κάποιον ποταμό της Αφρι-κής… Αυτά σκεφτόμουνα λοιπόν, και δεν ξεκολλούσα ταμάτια μου απ’ τα δυο κορμιά που λίγα μέτρα πιο πέρα έσμι-γαν σιωπηλά, κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο αυτό, είν’ ηαλήθεια, μόνο πνιχτές ανάσες ακούγονταν, τίποτε άλλο,ούτε ένας αναστεναγμός, μονάχα ο βόμβος της σιωπής· κιόσο κοιτούσαμε, άλλαζε η όψη εκείνου του ερωτικού συ-μπλέγματος, σα δαιμονικό τέρας που συνέχεια μεταβάλλειτη μορφή του ή σαν τις παράξενες εικονίτσες του Τζακ τουΤαρνανά, όπου στην ίδια επιφάνεια άλλοτε οι λύκοι κατα-σπάραζαν τα πρόβατα κι άλλοτε τα φίδια έπνιγαν τους λύ-κους… Από εκείνο το σμίξιμο των δύο γυναικών θυμάμαιπρώτα τα δόντια που μάτωναν το ολόλευκο στέρνο, έπειτατα χείλη που βύζαιναν τα φουσκωμένα στήθη, τα νύχια πουόργωναν την πλάτη, τα δάχτυλα που τσιμπούσαν μανια-σμένα τις πρησμένες ρώγες κι έσταζε κάποτε από εκείμαύρο γάλα. Και δεν έμενε μήτε ένα εκατοστό της σάρκας,είτε της μιας είτε της άλλης, που να μη τη ρούφηξε ένα λαί-μαργο στόμα, παρά μόνο τα στόματα δεν ενώθηκαν μεταξύτους, μήτε και μπορείς να φανταστείς τρύπα του ανθρώπι-νου κορμιού που να μη χώθηκαν τολμηρά δάχτυλα, ενώάλλα δάχτυλα έσκαψαν το χώμα με μανία για να ξεσπάσουνκάπου την ατέλειωτη ηδονή τους. Όλο και πιο συχνά τα σώ-ματα τινάζονταν από σπασμούς φοβερούς, τα χέρια τρα-βούσαν τα μαλλιά του κεφαλιού λες κι ήθελαν να ταξεριζώσουν, οι γλώσσες έσταζαν το σάλιο τους επάνω στιςκοιλιές κι εκεί σχηματίζονταν ανάγλυφα σημάδια πάνω

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄260

Page 263: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

στο δέρμα, άνθη λουλουδιών ή μελανιές από φαρμακερήτσούχτρα. Κι όταν τα δυο κορμιά γλίστρησαν σε στάση τέ-τοια που τα δύο στόματα να χαθούν στις δύο μαύρες χνου-δωτές φωλιές, τότε —αχ—, τότε έγιναν πράγματα καιθαύματα, καθώς οι γλώσσες προχώρησαν στο δρόμο τηςαργής, βασανιστικής χαράς, και τα μπούτια έκλεισαν σαντανάλιες γύρω από τα κεφάλια, κι η φυλακισμένη θάλασσαφούσκωνε ολοένα, κι έξαφνα άρχισε να φυσά ξέφρενα ο άνε-μος, κι από τις ανθισμένες ακόμη μυγδαλιές πάνω από τιςδύο γυναίκες στροβιλίστηκαν αμέτρητα λευκά άνθη, ενώανάμεσα απ’ τα κλαδιά τους το σφύριγμα του αγέρα σχη-μάτιζε ολοκάθαρα —έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε— ένααναμενόμενο παράγγελμα: «Φίλησε»… Τη στιγμή εκείνηένιωσα πως στ’ αλήθεια τα δύο κορμιά έγιναν ένα που δε θαχώριζε ποτέ, μια σάρκα που δε γινόταν πια να ξανακομμα-τιαστεί εις τους αιώνες των αιώνων· και τότε μέσα από τουςαπέναντι θάμνους αποκαλύφθηκαν τα ζώα εκείνου πουπρώτα αγοράζει την ψυχή κι έπειτα ανασταίνει το σώμα:χιλιάδες φίδια γλίστρησαν με χρυσή ράχη και μαύρο ύψι-λον ανάμεσα στα μάτια και στη στιγμή τύλιξαν το σάρκινοσύμπλεγμα· και σαύρες με διχαλωτή ουρά ξεπήδησαν μέσααπ’ το χώμα και χώθηκαν στις πιο κρυφές γωνιές του σώ-ματος. Κι από τις μυγδαλιές μαύρα πουλιά με μάτια σκύλουόρμησαν και ράμφισαν τ’ αριστερά πλευρά των σωμάτωνγια να φτάσουν στο γλυκό συκώτι και να το φάνε, και τότεακούστηκαν τα πρώτα αχ, μικρά και διακεκομμένα, σαν πυ-ρωμένα κάρβουνα που πέφτουν στο πηγάδι, και πασχαλί-τσες και κάβουρες με πόδια ακρίδας και φτερωτοί σκορπιοίκαι μέλισσες ζαλισμένες, μεγάλες όσο ένα σπουργίτι, έφτα-σαν με βόμβο ώς τη σάρκα και κόλλησαν επάνω της και τηντσίμπησαν ξανά και ξανά, και βάτραχοι με δόντια σαρκο-φάγου θηλαστικού βρήκαν απροστάτευτους τους δύο λαι-μούς και τους δαγκώσαν· ναι, αυτά έβλεπα κι έλεγα όλο μετο νου μου πως στα σίγουρα ήμουν στην κόλαση και δε θαέφτανε —καθώς μάς είχε πει ο Τζακ— μήτε η αιωνιότητα

κεφάλαιο 33 261

Page 264: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

για να απαριθμήσει κανείς τα τέρατά της· αυτά τα τέρατααποκαλύφθηκαν μπροστά μου: θεόρατα κουνούπια με κε-ντρί μέλισσας έσχιζαν τον αέρα και αρουραίοι με σαράνταπόδια έτρεχαν και λαγοί με μούρη κροκοδείλου τούς ακο-λούθησαν και ζώα της θάλασσας, σα χταπόδια και σαναστερίες και σαν ιππόκαμποι συνάμα, χώθηκαν ανάμεσααπ’ τις κοιλιές, και κάποτε εκείνο που λίγο πριν ήτανε οι δύογυναίκες έγινε μια Λερναία Ύδρα πνιγμένη στο αίμα, μεαναρίθμητα κεφάλια ανθρώπων που είχαν βγαλμένα μάτιακαι ούρλιαζαν, και τότε άρχισε το φοβερό σπαρτάρισμα, ένασπαρτάρισμα αδιάκοπο, ολοένα και πιο δυνατό, που ένιωσαπως η ψυχή μου βγήκε απ’ το σώμα μου και ολόκληρο τοείναι μου έγινε ένας σπασμός και χάθηκαν όλα από μπροστάμου —και η Λερναία Ύδρα και οι μυγδαλιές και το φεγ-γάρι— κι έμεινε μόνο το σπαρτάρισμα της σάρκας, κι ήτανεπια και δικό μου το σπαρτάρισμα, και το ουρλιαχτό πουυψώθηκε, σκίζοντας τα πέπλα της νύχτας, συντάραξε —αλίμονο— και τους δικούς μου τους πνεύμονες, όλοι ουρ-λιάζαμε τότε μαζί με τα κορμιά που ’σμιγαν, και τοουρλιαχτό έγινε ιαχή που με το τέλος της θα ερχότανε στασίγουρα ο θάνατος, κυρίαρχος παντοτινός· κι όλα κατέληξανσε ένα απόκοσμο σκλήρισμα, ίδιο με ρόγχο: «Ααααααααα-αααα!»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄262

Page 265: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

34.

Η κυρία Δομένικα μοιράζει καρύδια, οι μαθητές της ωστόσο δεν τα σπάζουν

Χρειάστηκε να φτάσουν τα μέσα του Απριλίου, έναςολόκληρος μήνας μετά τη φοβερή μαρτιάτικη βραδιά, γιανα μιλήσουμε για τα όσα είδαμε ξαπλωμένοι μπρούμυταμες στην άγρια νύχτα γύρω απ’ τη Φωλίτσα της Κουπέλας·ίσαμε τότε αποφεύγαμε την αναφορά στη βραδιά εκείνηόπως ο διάολος το λιβάνι — να φανταστείς, ούτε καν αναμε-ταξύ μας είχαμε ανταλλάξει μια κουβέντα ή ένα υπονοού-μενο, λες κι όλα όσα είδαμε έγιναν σ’ ένα ξεχασμένο θαμπόόνειρό μας… Βέβαια, αισθανόμασταν και μεγάλη ντροπή,γιατί, κρυμμένοι πίσω απ’ τα δέντρα, είδαμε και ζήσαμεκάτι που ανήκε μόνο στις δυο γυναίκες, που δεν είχαμε αγω-νιστεί γι’ αυτό και δεν το αξίζαμε, γι’ αυτό ίσως κι ο Γιώρ-γος αρνήθηκε να δει οτιδήποτε… Περισσότερο όμως από τηντροπή ήταν ο φόβος· κάπου βαθιά μέσα μας το ξέραμεκαλά πως, όποιος δαίμονας και να ήταν αυτός που προκά-λεσε εκείνη την έκσταση, ήταν πολύ πιο δυνατός από μαςκαι δε θα του αντιστεκόμασταν και πολύ προκειμένου ναπαραδοθούμε κι εμείς σ’ αυτή την ίδια έκσταση με σάρκαπρόθυμη για όλα, για δαγκώματα φιδιών και για σουρσί-ματα της σαύρας, για δημιουργία και για καταστροφή· καινιώθαμε πως η αίσθηση αυτή ήταν έργο των δυνάμεων του

[263]

Page 266: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κακού… Κι ακόμα, ενώ ο καθένας μας το ’ξερε πως, όπωςχαλάρωσαν τα δικά του δάχτυλα, έτσι χαλάρωσαν και ταδάχτυλα των άλλων κι ως εκ τούτου όλοι μας ήμασταν εξί-σου ένοχοι, κανένας δεν τολμούσε να το παραδεχτεί. Τέλος,υπήρχε και το πιο σημαντικό: προτού ανοίξουμε την οποια-δήποτε κουβέντα γι’ αυτό το θέμα, συλλογιζόμασταν μετρόμο αληθινό πως θα ’πρεπε στην κουβέντα αυτή να το ξε-καθαρίσουμε, μια και καλή, αν εκείνο το ξέφρενο σμίξιμομεταξύ της δασκάλας μας και της λαχταριστής άγνωστηςήτανε του διαβόλου, ναι ή όχι, άρα και ν’ αποφασίσουμε αν,αλίμονο, η κυρία Δομένικα κυβερνιόταν από δυνάμεις τουπονηρού· αυτή η σκέψη εξάλλου βασάνιζε και τον Όττο,όταν εκείνο το ίδιο βράδυ, μόλις κατεβήκαμε το Θάνατοπιασμένοι χέρι-χέρι, αφήνοντας επάνω στη Φωλίτσα δύοσώματα θαρρείς χωρίς ανάσα, ακίνητα σαν πεθαμένα, ότανκατεβήκαμε λοιπόν κι είχε πέσει η σιωπή σα νάρκη, τότεάρχισε να μονολογεί ο Όττος, σα να σκεφτόταν φωναχτά«…γίνεται τόση ζωή και ν’ ανήκει στον διάβολο, δε γίνε-ται…», κι ήταν αυτή η μοναδική κουβέντα που ειπώθηκε,όχι μόνο εκείνη τη βραδιά, μα και τις επόμενες ημέρες. Γιαόλους αυτούς τους λόγους την άλλη μέρα δεν πήγαμε απ’ ταΒαρέλια πριν από το μάθημα, μπήκαμε κατευθείαν στηντάξη, καθίσαμε στα θρανία μας και είδαμε την κυρία Δομέ-νικα να μπαίνει φουριόζα και να λέει χαμογελώντας, όπωςκάθε άλλη μέρα: «Ας κάνουμε την προσευχή μας…» Κιαφού προσευχηθήκαμε νωχελικά σταυρώνοντας τα χέριαμας, σιωπηλοί όπως πάντοτε, την ακούσαμε να μας λέει κε-φάτα «λοιπόν, είστε να βγούμε έξω για την πρώτη ώρα καινα παίξουμε σι μαριό;» Και πράγματι, βγήκαμε έξω καικάναμε κύκλο γύρω από τη λεύκα και παίξαμε το σι μαριόσα ναρκωμένοι —να σκεφτείς έπαιξε κι ο Γιώργος, πουόλες τις προηγούμενες φορές έλεγε πως τάχα είχε μιαπληγή στην παλάμη—, κι όλα ήταν σα να μην είχαμε δει τί-ποτε την προηγούμενη νύχτα, σάμπως να ’χε φωτιστείέξαφνα όλο εκείνο το μυστήριο γύρω από τη δασκάλα μας

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄264

Page 267: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

που τόσον καιρό τυραννούσε την ψυχή μας και τα πάντα ναείχαν ξεκαθαρίσει με τον καλύτερο τρόπο: κι ο διάβολος κιο θάνατος κι οι κατάρες κι ο έρωτας και το υπερκόσμιο τρα-γούδι των χαμένων. Για ολόκληρο το μήνα που ακολούθησεώς τη δεκάτη τρίτη μέρα του Απριλίου, πάψαμε ολότελατην προσπάθειά μας να καταλάβουμε τι βάραινε τη ζωή τηςκυρίας Δομένικας, λες και δεν είχαμε δει αναρίθμητες πα-σχαλίτσες να βγαίνουν από το ματωμένο μαντίλι της, μήτεμαρμάρινες Παναγίες να δακρύζουν αίμα, μήτε αετούς νακρατούν στα νύχια τους κομμένα κεφάλια ανθρώπων πουούρλιαζαν, μήτε τη δασκάλα μας να σμίγει με μια πανώριαάγνωστη μες στη μαύρη νύχτα σ’ ένα δαιμονισμένο λόφο·όχι, για ένα μήνα δεν αναζητήσαμε κανένα απ’ τα κομμάτιατου τυραννικού παζλ εκείνης που μας έμαθε πως τα δάκρυατων άλλων είναι η ζωή που εμείς χάσαμε… Πέρασαν μερι-κές μέρες· στις είκοσι τρεις του Μαρτίου ο Πέτρος έδωσετο πέμπτο του αγιούτο στο Βάλτο κι έπειτα όλη μας ηέγνοια ήταν για τον Τζακ τον Ταρνανά που κάθε μέρα, όλοκαι περισσότερο τζαζεμένος, παραληρούσε πως προτούχαθεί το φεγγάρι από τον ουρανό θα ’ρθει η ημέρα του πά-θους και της σωτηρίας. Και, πράγματι, ήρθε μια Πέμπτηπου βουτήξαμε μαζί του το ψωμί στο κατσαρόλι του κιέπειτα τον φιλήσαμε στο κρυφτό που παίξαμε στο εγκατα-λελειμμένο ελαιοτριβείο κι ύστερα ήρθαν οι άγγελοι του Κυ-ρίου και τον έπιασαν και τον δίκασαν και τον πέταξαν στηνπαγίδα του Βάλτου με την κινούμενη άμμο· και βούλιαζε οΤζακ για δώδεκα ώρες, και τι σκοινιά, τι καρφωμένα ανα-μεταξύ τους σκουπόξυλα του πετάξαμε, δεν έπιανε τίποτε,μόνο τραγουδούσε και πρόφερε λέξεις ακατάληπτες, ώσπουχάθηκε λίγο πριν ξημερώσει η πρωταπριλιά, ενώ μόλις τομεσημέρι η μαντμαζέλ Παλούκα έπαιρνε χίλιους όρκουςπως, εκείνο το ίδιο βράδυ που αυτός βούλιαζε στην άμμο,ένας άντρας με το ανάποδα στραβό καυλί του Τζακ —πουένα μονάχα υπήρχε στον κόσμο— πέρασε όλη τη νύχτααγκαλιά μαζί της στο κρεβάτι…

κεφάλαιο 34 265

Page 268: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Είχαν περάσει δεκατρείς μέρες από τότε που ο Ταρνα-νάς βούλιαξε στο Βάλτο, όταν μια Τετάρτη η κυρία Δομέ-νικα ήρθε ένα μεσημέρι στην τάξη κι έβγαλε μέσα από τηντσάντα της ένα μικρό μπογαλάκι· ευθύς το έλυσε και στηστιγμή η έδρα γέμισε με καρύδια που χύθηκαν με θόρυβοπάνω στο ξύλο. Εμείς απορήσαμε βλέποντας εκείνα τα κα-ρύδια —άραγε για ποιον λόγο τα ’χε φέρει η δασκάλα μαςστην τάξη, αναρωτηθήκαμε, γιατί στα σίγουρα θα είχε κά-ποιο λόγο—, εκείνη πάλι, βλέποντας προφανώς την απορίαστα βλέμματά μας, βιάστηκε αμέσως να μας τη λύσει, λέ-γοντας ορθά-κοφτά, σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση: «Σή-μερα θα μάθουμε να σπάζουμε τα καρύδια με καρύδια…»Και, μόλο που μόλις το ακούσαμε αυτό μάλλον παραξενευ-τήκαμε, καθώς στ’ αλήθεια δεν καταλαβαίναμε τι χρησι-μεύει να σπας τα καρύδια με καρύδια, ήταν το ύφος τηςτόσο κατηγορηματικό, που δεν τολμήσαμε να τη ρωτή-σουμε το λόγο. Εκείνο το μεσημέρι η κυρία Δομένικα μαςέμαθε πως, αν βάλεις το ένα καρύδι με την κοιλιά ανάμεσαστην πρώτη και στη δεύτερη γραμμή της δεξιάς παλάμηςσου και το άλλο με τη ραφή στο τρίγωνο που σχηματίζουνσαν ενώνονται —άμα ενώνονται— η δεύτερη και η τρίτηγραμμή της αριστερής, τότε αρκεί να σταυρώσεις τις πα-λάμες σου και να τις κλείσεις: το καρύδι σπάζει σα να ’τανετσόφλι από αυγό. Κι αφού η δασκάλα μας έσπασε έτσι ένακαρύδι για να μας δείξει πώς γίνεται, μας μοίρασε σιωπηλήαπό μια χουφτιά σε κάθε θρανίο, «μπρος, δοκιμάστε κιεσείς…» μας είπε κοφτά σαν τέλειωσε το μοίρασμα: τότε,και προτού φτάσει κανένας μας ν’ αγγίξει τα καρύδια, οΣώτερ τη ρώτησε με βραχνή φωνή: «…κυρία, αν σμίγειςμε τον πονηρό, είσαι κακός;» Εκείνη μόλις άκουσε τηνερώτηση αυτή χλόμιασε, γούρλωσε τα μάτια της κι άρχισενα μασά τα λόγια της: «Τον πονηρό… ποιον πονηρό;… καιπού το ξέρετε εσείς ποιος σμίγει με τον πονηρό;» Κανείςμας δε μίλησε· μέσα στην τάξη απλώθηκε σιωπή, ενώ ηκυρία Δομένικα, πισωπατώντας με μικρά-μικρά βήματα και

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄266

Page 269: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

με βλέμμα τρομαγμένο σαν του κυνηγημένου ζώου, ακού-μπησε την πλάτη της στον τοίχο πλάι στο μαυροπίνακα.Κάποτε έκλεισε τα μάτια της και αργά-αργά άρχισε να κα-ταρρέει μέχρι που σωριάστηκε στο δάπεδο. Τότε άρχισε νααπαγγέλλει ένα παράξενο ποίημα σαν υπνωτισμένη, μεφωνή μικρού κοριτσιού, τα μάτια της παρέμεναν κλειστά·τώρα πια είμαι σίγουρος πως εκείνα τα λόγια, αλίμονο, δεντα ’λεγε η δασκάλα μα κάποιος άλλος: «Απ’ το κακό κακόκι απ’ το καλό καλό απ’ το καλό κακό κι απ’ το κακό καλόκαι πώς γεννιέται αυτό το ξέρω μόνο εγώ…» Άνοιξε ταμάτια της και μας κοίταξε· δεν ξέρω τι είδε στο βλέμμα μας,αλήθεια σ’ το λέω, δε θυμάμαι τι ένιωθα εκείνη την ώρα —πάντως όχι φόβο, όσο κι αν σου φαίνεται αυτό παράξενο,μάλλον κάτι μπερδεμένο, ακαθόριστο—, δεν ξέρω τι είδεστο βλέμμα μας λοιπόν, μα, πριν περάσει μισό λεπτό, μαςείπε αποφασιστικά, τούτη τη φορά με την κανονική φωνήτης: «Ε, ναι λοιπόν, πριν ακόμα σχηματιστώ σε μήτρα αν-θρώπινη λογαριάστηκα να ανήκω σ’ αυτόν· ποιος έστερξενα γεννηθώ δεν το ξέρω μήτε και το ’θελα να δώσω θάνατομε το πρώτο μου φιλί. Μα δεν υπάρχει πια γαλήνη για μένα·μόνο ο άνεμος τα βράδια…» Μόλις είπε αυτά τα λόγια, ση-κώθηκε με δυσκολία όρθια και με βήμα αργό μα αγέρωχοπήγε ώς την πόρτα, την άνοιξε και έφυγε. Κανείς δεν τόλ-μησε να της φωνάξει να σταματήσει μήτε να τρέξει στο κα-τόπι της· μονάχα σαν ακούστηκε το καμπανάκι, δέκα λεπτάαργότερα, ο Γιώργος σηκώθηκε όρθιος και μάζεψε απ’ όλατα θρανία τα καρύδια που μας είχε μοιράσει εκείνη, τα ’βαλεστο μαντίλι που η κυρία Δομένικα είχε παρατήσει στην έδρα(όπως άλλωστε και την τσάντα της), έπειτα έδεσε εκείνο τομαντίλι, κάνοντάς το και πάλι ένα μπογαλάκι, και το ’βαλεμέσα στη σάκα του, μαζί με το αναγνωστικό και το τετρά-διο της αντιγραφής.

κεφάλαιο 34 267

Page 270: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 271: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

35.

Στις μαργαρίτες – που θα βγάλουν ξυράφια αντί για πέταλα

Αν το μεσημέρι της επομένης δεν πηγαίναμε και οι δε-καπέντε στο σπίτι της και δεν της χτυπούσαμε επίμονα τηνπόρτα για μιάμιση ώρα, δε θα την ξαναβλέπαμε τη δα-σκάλα μας· μας το είπε εκείνη η ίδια μια βδομάδα αργό-τερα πως το ’χε πάρει απόφαση να μην ξανάρθει στοσχολείο, να προφασιστεί ένα λόγο υγείας, να παραιτηθείκαι να μη μας ξαναδεί ποτέ, να μην ποτίσει κι άλλο τηνψυχή μας με το διάφανο φαρμάκι του πονηρού. Αυτό σχε-δίαζε να κάνει η κυρία Δομένικα, αλλά αυτό δεν υπήρχε πε-ρίπτωση να το επιτρέψουμε, θα πηγαίναμε εμείς στο σπίτιτης, ο Γιώργος ήξερε το δρόμο, καθώς την είχε ακολουθή-σει πάμπολλες φορές. Εκείνο το ίδιο απόγευμα που έφυγεη δασκάλα μας από την τάξη, πήραμε την απόφασή μας,κι όλο το βράδυ —σκαστοί από τα σπίτια τους— ο Μανό-λης, ο Κούλης, ο Τζίμης κι ο Όττος παραμόνευαν στηναλάνα του εκατοστού πέμπτου και μόλις ο άνεμος σκόρ-πισε τις βιολέτες, λίγο πριν απ’ το ξημέρωμα, τις μάζεψανμε την απόχη που ’χε φτιάξει ο Σίμης και το πρωί δώσαναπό μία στον καθένα μας. Και το μεσημέρι της δεκάτηςτετάρτης Απριλίου ξεκινήσαμε για το σχολείο μια ώρα νω-ρίτερα, μα δε μπήκαμε στην τάξη, μόνο πήραμε το δρόμο

[269]

Page 272: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

για το σπίτι της, παίρνοντας μαζί και την τσάντα της πουέστεκε παρατημένη πάνω στην έδρα. Δε μας ένοιαζαν ούτεοι δαίμονες ούτε οι κατάρες ούτε ο θάνατος ούτε τίποτεάλλο· εμείς θα προσφέραμε στη δασκάλα μας τις βιολέτεςτου ανέμου ό,τι κι αν γινόταν — κι αν ξεραίνονταν τα χέριαμας, θα τις προσφέραμε σ’ εκείνη με τα δόντια. Της χτυ-πούσαμε την πόρτα για μιάμιση ώρα· το ξέραμε πως ήτανμέσα και δεν άνοιγε. Πρώτος τής χτύπησε για δέκα λεπτάο Σώτερ, κατόπιν ο Μεγάλος Πρόδρομος κι ακολουθήσαμεόλοι με τη σειρά μας· κάποια στιγμή —την ώρα που χτυ-πούσε ο Αγιούτος με τη γροθιά του— άνοιξε απότομα ηπόρτα κι από πίσω της φάνηκε η δασκάλα μας με πρη-σμένα τα μάτια. Μείναμε για ώρα σιωπηλοί· κάποτε μί-λησε εκείνη, «…τι θέλετε;» μας ρώτησε κοφτά. Τότεμίλησα εγώ, που άλλωστε κρατούσα και την τσάντα τηςστην αγκαλιά μου, «ε, νά, ξεχάσατε την τσάντα σας στηντάξη…» της είπα χαμηλόφωνα κοιτώντας κάτω· «α, ευ-χαριστώ» απάντησε εκείνη μέσα απ’ το στόμα της, όμωςδεν έκανε καμιά κίνηση προς το μέρος μου να την πάρει.Κι απ’ αυτή την ελάχιστη αμήχανη παύση, ο Σώτερ βρήκετην ευκαιρία να της κάνει ακόμη μια ερώτηση: «…θα ανέ-βεις και σήμερα στην Κουπέλα, κυρία;» Η δασκάλα μαςαιφνιδιάστηκε, όπως και την προηγούμενη μέρα, για μιαστιγμή άνοιξε το στόμα της, κατόπιν τρέκλισε, πιάστηκεαπ’ το χερούλι της πόρτας και σιγά-σιγά κάθισε στο πλα-τύσκαλο· «ναι, θ’ ανέβω…» μας είπε έπειτα από μισόλεπτό. Τα μάτια της έκαιγαν σαν κάρβουνα. Τότε εμείςόλοι μεμιάς, λες κι είχαμε κάνει πρόβα, βάλαμε το χέρι μεςστον κόρφο μας και βγάλαμε ο καθένας από μια μοβ ξερήβιολέτα του ανέμου. Και, μόλις είδε η δασκάλα μας δεκα-πέντε χέρια να της προσφέρουν δεκαπέντε λουλούδια απόεκείνα που γεννά ο άνεμος μες στην παράφορη οργή του,στ’ αλήθεια συγκινήθηκε πάρα πολύ — εγώ τουλάχιστονπρώτη φορά την έβλεπα έτσι· σηκώθηκε με δυσκολία όρθιακαι, ενώ τα μάτια της έτρεχαν σα βρύσες, άρχισε να παίρ-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄270

Page 273: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νει τα λουλούδια απ’ τα χέρια του καθένα μας. Για κάθε βιο-λέτα έσκυβε σιωπηλή μιαν ιδέα το κεφάλι σαν ευχαριστίακαι σαν κατάφαση. Μόλις τέλειωσε, μύρισε με πάθος τομπουκέτο που κρατούσε, λες και ρουφούσε απ’ τα ξερά λου-λούδια την ίδια τη ζωή, έπειτα σκούπισε όπως-όπως ταδάκρυά της και μας είπε με μια ελαφριά βραχνάδα στηφωνή «σας παρακαλώ, ας πάμε ώς τις μαργαρίτες κι εκείθα σας τα πω όλα…», αυτό μάς είπε κι αμέσως μετά βιά-στηκε να συμπληρώσει «…όσα μπορούν να ειπωθούν, τέλοςπάντων…»

Εντέλει χρειάστηκε να πάμε στις μαργαρίτες όχι μίαμα έξι φορές, και φυσικά δε μας τα είπε όλα η κυρία Δομέ-νικα — απλά προσπάθησε να εξηγήσει τη ζωή της με ταλόγια, μόλο που εκείνη το ’ξερε καλά πως τα λόγια είναιένας τρόπος παράφρασης της μικρής ασήμαντης αλήθειαςμας· ποιος ξέρει ωστόσο, ίσως και να ’βρισκε μια πρό-σκαιρη και μάταιη γαλήνη λέγοντάς μας μιαν απίστευτηιστορία με κατάρες, με διαβόλους, με θανάτους και μαχαί-ρια που έκοβαν λαιμούς — εξάλλου κι εγώ τώρα δα κάνω τοίδιο ακριβώς πράγμα, σου λέω μια σειρά από απίστευτεςιστορίες, γυρεύοντας λίγη μάταιη γαλήνη για μένα και γιασένα, έστω μια μόνη ανάσα που να μην προαπαιτεί καμιάεξήγηση ή ερμηνεία, τίποτε. Κι όπως ήταν επόμενο, εκείνοτο βράδυ της δεκάτης τετάρτης Απριλίου κανένας μας δεμπόρεσε να κοιμηθεί, καθώς στο νου μας στριφογυρνούσαντα όσα μάς είπε η κυρία Δομένικα το απόγευμα στις μαρ-γαρίτες. Κι αλίμονο, το ξέραμε κιόλας πως αυτά ήτανε μο-νάχα η αρχή, καθώς, λίγη ώρα προτού χαθεί ο ήλιος, ηκυρία Δομένικα είχε διακόψει την αφήγησή της λέγοντάςμας «σας παρακαλώ, ας συνεχίσουμε την άλλη Πέμπτη…»και τα μάτια της είχαν μια θαμπάδα πικρής απελπισίας.Ωστόσο, όσο περνούσαν οι βδομάδες, τόσο λιγότερο μαςφόβιζε η ιστορία που ακούγαμε τα μεσημέρια της Πέ-μπτης· τις δυο τελευταίες φορές θα έλεγα —όσο κι αν σουφανεί παράξενο— πως την περιμέναμε με αδημονία. Τις

κεφάλαιο 35 271

Page 274: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

παραμονές των διηγήσεών της βλέπαμε σύντομα, διακε-κομμένα όνειρα με σκορπιούς που πήγαιναν προς κάποιονάγνωστο προορισμό, ενώ τις ώρες της μέρας δε μπορού-σαμε να συγκεντρώσουμε ούτε στιγμή το μυαλό μας σε τί-ποτε άλλο εκτός από τη λειψή ώς τα τότε αφήγηση εκείνης,θαρρείς και σιγά-σιγά το νιώθαμε πως όλα εκείνα που’χαμε μάθει για αντίθετα —η αγάπη και το μίσος, το καλόκαι το κακό, η αγνότητα και η πονηρία— βρίσκονται στηνκόψη του ίδιου ματωμένου μαχαιριού και, πίστεψέ με, αυτήη αίσθηση έδιωχνε το φόβο· αν θέλεις πες το διαφθορά ήκτηνωδία, ίσως όμως τούτη η κτηνωδία να ’ναι το ρέμα πουπρέπει να περάσεις για να μπορείς να αγαπάς με τα κεριάσβηστά, δίχως αιτήματα, ανταλλάγματα, υποσχέσεις,προδοσίες, όπως δηλαδή αγαπούσε η κυρία Δομένικα. Κιόλα αυτά σού τα λέω, γιατί τώρα θα αναδιηγηθώ την ιστο-ρία που άκουσα απ’ το στόμα της έξι μεσημέρια της άνοι-ξης του εβδομήντα εφτά —τρία στον Απρίλη και τρία στονΜάη—, και στην ιστορία αυτή τα σημάδια του πονηρούαφθονούν· μα να ’χεις στο νου σου πάντοτε πως ό,τι διαβά-σεις είναι το πάθος μιας γυναίκας που έζησε με την παρα-φορά των καταραμένων. Θυμάμαι σαν τώρα το πόσοσπασμένη ήταν η φωνή της εκείνο το πρώτο μεσημέρι στιςμαργαρίτες την Πέμπτη, στις δεκατέσσερις τ’ Απρίλη· μαςμιλούσε αργά, μ’ ένα χτυπητό κόμπιασμα και μεγάλες ανε-ξήγητες παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις.

«Γεννήθηκα στην Απάνω Χώρα της Σύρου στις είκοσιπέντε Δεκεμβρίου του χίλια εννιακόσια σαράντα εννιά,ανήμερα Χριστουγέννων· μα θ’ αρχίσω να σας μιλώ για γε-γονότα που συνέβησαν πολύ πρωτύτερα, γιατί, αλίμονο,τότε πετάχτηκε στη φωτιά το κλειστό ακόμη μπουμπούκιτης ζωής μου και δέθηκε έτσι ο κόμπος μου στραβός, πρινκαν συλληφθώ σε μήτρα ανθρώπινη. Είναι στ’ αλήθεια αλ-λόκοτο κι άχαρο συνάμα να συλλογίζεσαι πως ό,τι αποτε-λεί την ύπαρξή σου —όνειρα, σάρκα, πάθη, δάκρυα κι

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄272

Page 275: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ακατανόητα μυστικά— πριν να γεννηθεί σχηματισμένο,υπήρξε μια δαιμονική ιδέα, μία διαστροφή ενός σκοτεινια-σμένου μυαλού, μια σπίθα μίσους που θέριεψε κι από μέσατης ξεπετάχτηκες εσύ…»

κεφάλαιο 35 273

Page 276: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 277: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

36.

Το αίμα στάζει, η θαλασσινή αύρα ονοματίζει

Έτσι περίπου άρχισε η διήγηση της δασκάλας μας: τημάνα της την έλεγαν Αύρα Φραντζή, το γένος Μακάρη —ελάχιστες ήταν οι φορές που η κυρία Δομένικα καθώς μι-λούσε για εκείνη είπε «η μάνα μου», κι αυτές με φωνήψυχρή και άψυχη, σχεδόν πάντοτε έλεγε «η Αύρα», έτσι, σετρίτο πρόσωπο, θαρρείς και δεν είχε την παραμικρή σχέσημαζί της, σα να μη διηγούνταν τη δική της ζωή μα κάποιοπαλιό σκοτεινό παραμύθι. Η Αύρα, λοιπόν, γεννήθηκε κιεκείνη στη Χώρα του νησιού το χίλια εννιακόσια είκοσιπέντε, είκοσι τέσσερα χρόνια προτού απ’ τη δασκάλα μας.Οι γονιοί της, δηλαδή οι παππούδες της Δομένικας, ήτανεκαθολικοί, Φραγκοσυριανοί, όπως και πολύς κόσμος στονησί, ιδίως οι ντόπιοι· το παρόνομα Μακάρηδες τους είχεβγει από χρόνια, επειδή όλες οι γυναίκες της οικογένειαςαπ’ την πλευρά του πατέρα της γεννιόντουσαν με το μεγάλονύχι του αριστερού ποδιού μαυρισμένο, σημάδι, λέγαν, πωςτους περίμενε βίος μακάριος. Ωστόσο οι γονιοί της Αύραςμάλλον δεν έζησαν και τόσο ευτυχισμένη ζωή, αφού πέθα-ναν ο ένας μετά τον άλλο μέσα σ’ ένα μήνα, το καλοκαίριτου σαράντα, όταν η Αύρα ήτανε δεκαπέντε χρονών, κι οιδυο απ’ την κακιά αρρώστια. Ο πατέρας της ήταν ντελάλης,ίσως και ο καλύτερος του νησιού· μα ήταν μέθυσος και γυ-

[275]

Page 278: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ναικάς, είχαν φανεί στο μεταξύ και τα χωνιά κι η δουλειάπήγαινε κατά διαόλου. Η μάνα της είχε τυφλό το ένα μάτιαπό γεννησιμιού της και μεγαλοπαντρεύτηκε, καθώς ήτανεμισερή και πάμφτωχη — όλοι απόρησαν τι τον χτύπησε τονΑντωνάκη και την πήρε. Ήτανε συμμαζεμένη γυναίκα,αγαθιάρα, κι όλη τη μέρα έφτιαχνε κοφίνια και καλάθια,που τα πουλούσε ο άντρας της στην αγορά κι ό,τι έβγαζε τοάφηνε στο καπηλειό. Η τύχη τα ’φερε έτσι και δεν ήρθε δεύ-τερο παιδί μετά την Αύρα· οι συγγενείς του πατέρα της έλε-γαν μάλιστα πως κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτό το κορίτσι,καθώς, όχι μόνο δε γεννήθηκε με μαυρισμένο το μεγάλο νύχιτου αριστερού ποδιού, μα είχε και μια μεγάλη κρεατοελιάακριβώς στη μέση του λαιμού, σημάδι που, απ’ όσο ήξεραν,δεν είχε ξαναφανεί ούτε στο σόι της ούτε στην ΑπάνωΧώρα. Αρχίσανε λοιπόν ψιθύρους για το κορίτσι πως τάχαήτανε μούλικο, πως θα ’χε την κακοριζιά της μάνας του κιάλλα παρόμοια, κι ο Αντωνάκης, θυμωσιάρης καθώς ήταν,έκοψε ολότελα παρτίδες με το σόι του και δεν ξαναμιλήθηκεμε κανέναν τους· να σκεφτείς, τ’ αδέρφια του δεν πήγανμήτε καν στην κηδεία του.

Ωστόσο ο πιο σημαντικός λόγος που το σόι του Αντω-νάκη πήρε με στραβό μάτι το παιδί ήτανε που δεν πήρε τοόνομα της γιαγιάς του και του δόθηκε ένα άλλο, που δενήτανε καν φράγκικο. Μα γι’ αυτό δεν έφταιγαν οι γονιοί τηςΑύρας, εκείνοι το ’χανε πει στο νονό και στον παπα-Τζιά-κομο να το βαφτίσουνε το παιδί Κατερίνα —θα το φωνά-ζανε Τιτί—, όμως ο παπα-Τζιάκομο με το έτσι θέλω άλλαξετο όνομα πάνω στη βάφτιση. Ήτανε καλοκαίρι κι έσκαγε οτζίτζικας, ζέστη αποπνιχτική, κι είχε να φυσήξει, έστω καιλίγο, για περισσότερο από μήνα· η βάφτιση θα γινότανε στοΣαν Τζορτζή, ο παπα-Τζιάκομο είχε δυο-τρεις μέρες πουέκανε τη λειτουργία στον περίβολο της εκκλησίας, ήτανε,βλέπεις, ψηλός κοντά δυο μέτρα και τετράπαχος, ίσαμε δια-κόσια κιλά, επόμενο ήταν να φοβάται μην του έρθει τα-μπλάς μες στην εκκλησία. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν που

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄276

Page 279: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

’τανε να βαφτιστεί η Αύρα, ο παπάς έβγαλε στην αυλή τηνκολυμπήθρα και τ’ άλλα του σύνεργα —γιατί οι καθολικοί δεβουτάνε το παιδί στο νερό, απλώς το ραντίζουν με το χέρι—,και την ώρα που ’τανε να δώσει τ’ όνομα στο κορίτσι καιμουρμούριζε βαριεστημένος τα δικά του, έξαφνα φύσηξεμες στην απόλυτη άπνοια μια ελαφριά θαλασσινή αύρα.Ένας ηδονικός αναστεναγμός ανακούφισης ακούστηκε καιγοργές ανάσες θέλησαν να κλέψουν τη δροσιά της, ενώ ημύτη του παπά μάτωσε κι άρχισε να στάζει αίμα στην κο-λυμπήθρα· και φαίνεται πως το θεώρησε αυτό σημάδι τουΘεού κι έτσι βάφτισε το κορίτσι Αύρα, χωρίς να ρωτήσεικανέναν, μα το ’κανε με τόση σιγουριά και τόση αυτοπε-ποίθηση, που κανείς δε μπόρεσε να διαμαρτυρηθεί (ήτανεπαράξενος άνθρωπος ο παπα-Τζιάκομο κι ακούγονταν γι’αυτόν ένα σωρό μυστήριες ιστορίες· εντέλει τον βρήκανεμαχαιρωμένο το χίλια εννιακόσια είκοσι εννιά, δίπλα σ’ έναπηγάδι, λίγο παραέξω απ’ την πόλη, και το φονικό δε δια-λευκάνθηκε ποτέ).

Και οι δύο γονείς της Αύρας πέθαναν από καρκίνο μεςστο ανάστατο καλοκαίρι του σαράντα, λίγο πριν χτυπηθεί η«Έλλη» από τορπίλα στο λιμάνι της Τήνου. Ο πατέρας τηςτυραννίστηκε άσχημα για κάμποσο καιρό, έρεψε και, καθώςαρνήθηκε πεισματικά ίσαμε την τελευταία του στιγμή νατον δει γιατρός έστω για μια μορφίνη, έφυγε μέσα σε φρι-χτούς πόνους. Αντίθετα, η γυναίκα του ξεψύχησε στα ξαφ-νικά ένα μήνα αργότερα, ξαπλωμένη για βράδυ στο κρεβάτι,πλημμυρισμένη στο αίμα που ’τρεχε απ’ το στόμα της. Κιεπειδή δε μπορούσαν να καταλάβουν την αιτία του θανάτουτης, ήρθε ο Νικολαΐδης, ο γιατρός απ’ την Ερμούπολη, νακάνει νεκροψία κι είπε πως δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοιαπερίπτωση· η αρρώστια είχε προχωρήσει στο τελευταίοστάδιο χωρίς να δώσει ούτε ένα σύμπτωμα, ούτε πόνουςούτε αιμορραγίες, τίποτε· εκτός βέβαια αν συνέβαιναν τέ-τοια κι εκείνη τα ’κρυβε, ώσπου κάποτε ο καρκίνος έφαγετην αρτηρία της κοιλιάς και η μάνα της Αύρας πέθανε από

κεφάλαιο 36 277

Page 280: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ακατάσχετη αιμορραγία. Κι όσοι γνωρίζαν από πού βγήκετο όνομα «Μακάρηδες» συζητούσαν για αρκετό καιρό τηνιστορία τους και λέγανε, βέβαια, πως η ζωή είναι έναςμύλος…

Σαν πέθαναν οι γονιοί της, η Αύρα έμεινε μόνη και θε-όφτωχη στους πέντε δρόμους· για λίγο καιρό έζησε μονάχηστο σπίτι, ώσπου κάποιος δανειστής του πατέρα της την ει-δοποίησε να το αδειάσει, γιατί το ’χε πάρει στα δικαστή-ρια. Τότε ήτανε που ίσαμε μια ντουζίνα άντρες θέλησαν νατην πλησιάσουν, όχι με κακό σκοπό, μα για να την πα-ντρευτούν και ν’ ανοίξουνε σπίτι με κείνη. Και δεν το κάναναπό συμπόνια· η Αύρα ήταν το ωραιότερο κορίτσι τηςΧώρας, ίσως και ολόκληρου του νησιού, ανθισμένη γυναίκαστα δεκαπέντε της, με λυγερό, μελαχρινό κορμί, θαυμαστάσμιλεμένο, σάρκα σκληρή και ανυπόταχτη και μάτια πουσε κάνανε να χάνεις τα λογικά σου — αληθινή καλλονή πέρααπό κάθε αμφιβολία… Όμως εκείνη όλους τούς απόδιωχνε,ήτανε πολύ άγρια, κι αν κάποιος τής γινότανε τσιμπούρι,τον έλουζε στις βρισιές και τον ξεφτέλιζε. Έμεινε για τέσ-σερις μήνες στο σπίτι μιας θειας της, αδερφής της μάναςτης, ώσπου κι εκείνη τής είπε με τρόπο να της αδειάζει τηγωνιά — τόσοι τη ζητούσαν, ας έπαιρνε κάποιον, τι περί-μενε… Όμως η Αύρα το ’χε πάρει απόφαση από καιρό· τονΓενάρη του σαράντα ένα μάζεψε τα λιγοστά της υπάρχοντακαι πήρε το δρόμο για τη δυτική πλευρά του Πύργου, καιπριν απ’ τα Πωμώνια τράβηξε αριστερά, προκειμένου ναβγει στη σπηλιά της Μπαρμπακούλας, της φοβερής καιτρομερής μάγισσας, για την οποία είχε ακούσει τόσα καιτόσα.

Η Μπαρμπακούλα, τον καιρό που πήγε να τη βρει ηΑύρα, ήτανε πια γριά κι είχε παραπάνω από τριάντα χρό-νια στο νησί· την είχε παρατήσει γκαστρωμένη στ’ ανοιχτάτης Βαρβαρούσας σε μια μικρή βάρκα ένα μαύρο καράβι τουθανάτου, που φάνηκε γύρω απ’ τη Σύρο το χειμώνα τουχίλια εννιακόσια εννιά. Κανείς δε μπορούσε να πει τίποτε

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄278

Page 281: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

με βεβαιότητα γι’ αυτήν και την προηγούμενη ζωή της,παρά μόνο ότι ήτανε η πιο φριχτή μάγισσα που είχε φανείστο νησί τουλάχιστον για εκατό χρόνια. Είχε ακουστεί πωςυπήρξε μαθήτρια της Κύπριας Μιχαλούς και της ωραίαςΛουίζας, που ’τανε τη μέρα άνθρωπος και τη νύχτα κύκνος.Ζούσε σε μια απόμερη σπηλιά του Πύργου κι όσοι την είδανστα μάτια τον πρώτο καιρό που ήρθε στο νησί έχασαν τοφως τους (ήτανε κάτι Πανωχωρίτες που έστηναν ξόβεργεςστο βουνό). Κι έτσι, κανείς δεν έπαιρνε το δρόμο της δυτι-κής κατεβασιάς του Πύργου, που με τα χρόνια έγινε αδιά-βατος απ’ τ’ αγριόχορτα και τα σκίνα. Μαζί της έμενε μόνοο γιος της· ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που ερχότανε σ’επαφή μαζί της. Μα κι αυτός, σαν έγινε δεκάξι χρονών,έφυγε από κοντά της και πήγε στην ακτή των φιδιών κιέμενε μόνος του σε μια καλύβα. Είχε μια μαύρη βάρκα καιψάρευε και πάνω της είχε χαράξει το όνομά του (άραγεεκείνη τού τα ’χε μάθει τα γράμματα;): «Δομένικος»· κα-νένας βέβαια δεν τον ζύγωνε να του μιλήσει, καθώς το ξέ-ρανε όλοι πως ήταν ο γιος της μάγισσας. Ήτανε όμορφοςάντρας, ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης· το πρόσωπό τουήτανε σημαδεμένο με μια μεγάλη ξυραφιά από το μέτωποώς την αριστερή άκρη των χειλιών.

Λέγανε πως η Μπαρμπακούλα είναι από κείνα τα πλά-σματα που κοιμούνται μες στους αιώνες κάτω απ’ τη γη καιτα ξυπνά ο σατανάς όποτε θέλει για να προετοιμάσει τον φο-βερό ερχομό του· πως την είχε γκαστρώσει ο ίδιος ο πονη-ρός· πως εξαιτίας της είχαν χαθεί από δεκαετίες όλες οινυχτερίδες απ’ τη Σύρα, καθώς εκείνη τις μάζευε στη σπη-λιά της με σφυρίγματα που δεν τ’ άκουγε ανθρώπινο αυτί·πως με κοίλους καθρέφτες είχε τρελάνει τα πουλιά που τιςνύχτες με πανσέληνο μαζεύονταν στην ακτή των φιδιών,πάνω απ’ την καλύβα του γιου της, κι έκρωζαν μανιασμένα·πως διέταζε με λόγια ακατάληπτα τους αρουραίους να δα-γκώνουν τα αβάφτιστα μωρά την ώρα του ύπνου στοναστράγαλο ή εκεί όπου ενώνονται τα χείλια· πως εξουσίαζε

κεφάλαιο 36 279

Page 282: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τους ανέμους και τσάκιζε τα καΐκια επάνω στα βράχια ή ταπαρέσερνε σε φριχτές ρουφήχτρες. Όπως ήταν φυσικό, σ’εκείνη απέδιδαν κάθε συμφορά που έβρισκε το νησί όλαεκείνα τα χρόνια, αλλά και καθετί φριχτό κι ακατανόητο:τον κεραυνό που ’πεσε μέρα μεσημέρι πάνω στο σπίτι τουΓρηγόριου Πιπίνου, παλιού άρχοντα του νησιού, την ώραπου ’σμιγε με την ψυχοκόρη του, ακριβώς στην πιο γλυκιάστιγμή, και τους κοκάλωσε εκεί σα βαλσαμωμένους τοχίλια εννιακόσια είκοσι έξι· τους ποντικούς που κατά χι-λιάδες άρχισαν να πέφτουν στα πηγάδια δαγκώνοντας οένας την ουρά του αλλουνού το χίλια εννιακόσια είκοσιοχτώ, τότε που σ’ όλα τα πηγάδια της Σύρου ρίχτηκε απόένας ασημένιος σταυρός για να πάψει το κακό· τον φριχτόθάνατο της Αιμιλίας, της πιο καλής ράφτρας της Ερμού-πολης (αυτοκτονία; φόνος; τη βρήκανε το ξημέρωμα τηςΠρωτοχρονιάς του χίλια εννιακόσια τριάντα τρία κρεμα-σμένη στους βράχους, όχι όμως με σκοινί κανονικό, μα κα-μωμένο από ουρές γουρουνιών)· το ατέλειωτο σμάρι τωνγλάρων που κάποια φθινοπωρινή νύχτα του τριάντα εφτάέπεσαν και ξεψύχησαν πάνω στις πλάκες του νεκροταφείουκαι, το πιο φοβερό, απ’ όλους έλειπε ξεριζωμένη η δεξιάφτερούγα· τέλος, τον τυφλό αγριόχοιρο, δυο χρόνια αργό-τερα, που τσίριζε τρομακτικά κάθε νύχτα — οι κάτοικοι τηςΧώρας τον κυνήγησαν και τον σκότωσαν, όσοι όμως τονπυροβόλησαν έχασαν για πάντα τη λαλιά τους. Μη φαντα-στείς βέβαια πως δεν το θέλανε οι κάτοικοι του νησιού νααπαλλαγούν μια για πάντα από τη διαβολεμένη μάγισσα,όμως ο φόβος τούς έδενε τα χέρια, αστεία με τον διάβολο δεγίνονται, ποιος θα κόταγε να κάνει κάτι; Μονάχα μια φοράέγινε μια απόπειρα και είχε τη χειρότερη κατάληξη: ο μο-ναχός Γιάσονας, που καταγόταν απ’ την Ερμούπολη, τότεπου ’χε ανατριχιάσει το νησί με το θάνατο της ράφτρας Αι-μιλίας, άφησε το μοναστήρι του και πήγε μαζί με τοναδερφό του να βάλουν φωτιά σε ολόκληρη την πίσω πλευράτου Πύργου, για να ξεμπερδέψουν απ’ την αναθεματισμένη

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄280

Page 283: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τη Μπαρμπακούλα (ο μοναχός Γιάσονας εξάλλου ήταναυτός που ανακάλυψε το όνομά της, το ’χε βρει, όπως έλεγε,στο χειρόγραφο κάποιου καλόγερου που ’χε ζήσει διακόσιαχρόνια πρωτύτερα και περιέγραφε με ποια ονόματα θα εν-σαρκωθούν οι άγγελοι του σατανά και σε ποιον τόπο· ότανθα ερχότανε η ώρα και για τη Σύρο, έγραφε το όνομά της).Όμως, εκείνη τη μέρα που πήγανε να βάλουνε τη φωτιά, οαέρας γύρισε απρόβλεπτα και ο μοναχός Γιάσονας βρήκεφριχτό τέλος από τις φλόγες που ο ίδιος είχε ανάψει. Μα κιο αδερφός του, που γλίτωσε απ’ τη φωτιά, αυτοκτόνησε έναχρόνο αργότερα με πιστόλι, καθώς ολωσδιόλου ανεξήγηταστο στήθος του φύτρωναν βυζιά γυναικεία, που μέρα με τημέρα φούσκωναν όλο και περισσότερο. Αυτές κι άλλες πα-ρόμοιες ιστορίες είχε ακούσει για τη Μπαρμπακούλα ηΑύρα, κι όμως πήγε να τη βρει, καθώς, όσο πιο πολλάάκουγε, τόσο πιο έντονη γινόταν η έλξη που ένιωθε για τηφριχτή μάγισσα· όχι πως ηδονιζόταν με την ιδέα του κακού,απλά ένιωθε πως αυτό θα τη γαλήνευε, πως όλη η φύση είναιμια προετοιμασία για τη φρίκη, τον θάνατο και τον οριστικόερχομό του απαίσιου και αποτρόπαιου και μιαρού — κι έτσιαναζητούσε την απόλυτη ακρότητα για να προσδιορίσει τονεαυτό της μες στην απόγνωση…

κεφάλαιο 36 281

Page 284: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 285: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

37.

Η Αύρα Μακάρη γυρεύει την ανόθευτη αγάπη – όπως όλοι μας

Ήταν, λοιπόν, Γενάρης του σαράντα ένα όταν η Αύραπήρε το δρόμο πίσω από τον Πύργο για να βρει τη σπηλιάτης Μπαρμπακούλας. Εκείνη —τι παράξενο— τη δέχτηκεσα να την περίμενε από καιρό, μόλο που όποιος την πλη-σίασε μέχρι τότε δεν ξαναείδε το φως του ήλιου. Ήτανε φα-νερό πως γνώριζε από πριν τον ερχομό της, και μάλισταχρόνια αργότερα της αποκάλυψε πως εκείνη τον είχε προ-καλέσει — η Μπαρμπακούλα, βλέπεις, το ’χε για παιχνι-δάκι να μπαίνει στη σκέψη των άλλων και να τουςυποτάσσει στις βουλές της. Την πρώτη χρονιά την είχε μο-νάχα για αγγαρείες· δεν της μιλούσε παρά μόνο όταν έδινεπαραγγέλματα, τα βράδια τη σκέπαζε μ’ ένα μαύρο σεντόνικαι την ξεσκέπαζε το πρωί· η Αύρα δεν τόλμησε ούτε μιαφορά να ξεσκεπαστεί από μόνη της. Κι αφού πέρασε η πε-ρίοδος της δοκιμής —ας την πούμε έτσι—, άρχισε σιγά-σιγάνα της μαθαίνει διάφορα κόλπα: της έδωσε το δικαίωμα νατης απευθύνει το λόγο και να την αποκαλεί μητέρα, συχνάτην έβαζε να επαναλαμβάνει ακατανόητα λόγια, την έπαιρνεμαζί της στα περισσότερα απ’ όσα έκανε, κι όλο και πιοσπάνια τα βράδια τη σκέπαζε με το μαύρο σεντόνι. Κι όπωςπερνούσε ο καιρός, η Αύρα έβλεπε πως, όχι μόνο όσα λέγο-

[283]

Page 286: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νταν για τη μάγισσα ήτανε πέρα για πέρα αληθινά, μα πωςεκεί πέρα γινόντουσαν πράγματα χίλιες φορές χειρότερα,πράγματα που το ανθρώπινο μυαλό δε μπορεί να τα συλλά-βει και το ανθρώπινο στόμα διστάζει να ξεστομίσει. Κι αυτάτα φοβερά και τρομερά δε θέλησε η Αύρα να τα πει στη Δο-μένικα, γιατί όποιος τ’ άκουγε δε θα γλίτωνε ποτέ και σεκαμιά ζωή από το χνότο του διαβόλου. Μονάχα μια φορά,δυο χρόνια προτού η Αύρα αναγκαστεί να της τα πει όλα, ηΔομένικα άκουσε τη μάνα της να παραμιλά στον ύπνο της·ήτανε κάτι κουβέντες για ένα κοπάδι άσπρων γερανών που,αλίμονο, κάθε νύχτα, λίγο πριν απ’ το ξημέρωμα, πήγαινανστη σπηλιά της Μπαρμπακούλας κι άφηναν στην ξύλινησκάφη που έπλενε τα ρούχα βγαλμένα μάτια ανθρώπων —από ποιους τα ξερίζωναν άγνωστο—, κι η Μπαρμπακούλαόλο το πρωινό τα τύλιγε με φύλλο τσουκνίδας κι έραβε ταφύλλα κανονικά με βελόνα και μεταξένια κλωστή· και ταπετούσε σε μια σχισμή της γης που ’βγαζε ατμούς, γιατί,όταν θα ερχότανε η ώρα του πονηρού, θα λύνονταν οι μετα-ξένιες κλωστές και θα ’νοιγαν οι τσουκνίδες κι από μέσατους θα ξεπηδούσαν ακρίδες με φτερά πεταλούδας…

Στα οχτώ χρόνια που έζησε μαζί με την Μπαρμπα-κούλα, η Αύρα έμαθε όλα σχεδόν τα μυστικά της μαγικήςτέχνης — όσα, τέλος πάντων, μπορούσαν να μεταδοθούν,γιατί είναι και μερικά που τα ’χεις μέσα σου από γεννησι-μιού σου. Και ούτε μια φορά δεν τόλμησε να της κάνει τηνπαραμικρή ερώτηση· ήτανε κάτι στην Μπαρμπακούλα πουέκανε την Αύρα να μη μπορεί ν’ ανοίξει το στόμα της, θεςτο ύφος της μάγισσας, θες ο τόνος της φωνής της, θες κάτιάλλο απροσδιόριστο, όλα αυτά σού υπέβαλλαν ένα αλλόκοτοαίσθημα φόβου και ηδονικής ελευθερίας μαζί, ήταν σα ναμπορούσες ξαφνικά να δαγκώσεις όχι ένα μα δέκα απαγο-ρευμένα μήλα· αν όμως ρωτούσες το πώς ή το γιατί, θα τα’χανες όλα. Εξάλλου η Μπαρμπακούλα τής το ’χε πει πάραπολλές φορές της Αύρας πως η μαγεία ελευθερώνει τηνψυχή —τη νύχτα με τα μάτια, τη μέρα με τ’ αυτιά—, κι

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄284

Page 287: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ελευθερία για εκείνη φαίνεται πως σήμαινε κατάργηση τηςαλληλουχίας του κόσμου, σήμαινε να καταστρέφεις όσαυπήρξαν όμορφα γιατί ήταν όμορφα, να ξεριζώνεις τις φτε-ρούγες των γλάρων επειδή πετούν τόσο κοντά στη θάλασσα,να πνίγεις μια οχιά μέσα στο ξίδι, να καις μια μυρμηγκο-φωλιά με αμμωνία — αυτό ήταν η ελευθερία για την Μπαρ-μπακούλα: μια φωτιά που καίει τα πάντα. Μια φοράμάλιστα μίλησε στην Αύρα για το πού οδηγούσε η ελευθε-ρία της· θα ’χαν περάσει τρία χρόνια και βάλε από τον Γε-νάρη του σαράντα ένα, κι ένα απόγευμα, λίγο προτού ηΜπαρμπακούλα αρχίσει να της χτενίζει τα μαλλιά (αυτόγινότανε κάθε Τρίτη και Σάββατο: την ώρα του μεσημε-ριού η Αύρα λουζότανε στο ποταμάκι και νωρίς τ’ απόγευμαη Μπαρμπακούλα τής χτένιζε σιωπηλή τα μαύρα μακριάμαλλιά), λίγο πριν της χτενίσει τα μαλλιά λοιπόν, της μί-λησε για τα αποτελέσματα της ελευθερίας· «η ελευθερίαοδηγεί στην αληθινή αγάπη» της είπε και, καθώς η Αύρατην κοίταξε απορημένη, εκείνη συνέχισε: «Όλοι σκοτώνουνεν ονόματι της ζωής καθημερινά, μισούν στα κρυφά πίσωαπ’ τις κλειστές τους πόρτες, καταστρέφουν με όλα τα ελα-φρυντικά των νόμων τους, μες στο σκοτάδι σχεδιάζουν τιςτελειότερες μηχανές θανάτου, κι έπειτα στο φως της ημέ-ρας μιλούνε για αγνότητα, για καλοσύνη, βρίσκουν θεούςπου συγχωρούν για να τους γλιτώνουν απ’ τις τύψεις, αγα-πούν με μέτρο ίσα για να ’χουν μια δικαιολογία, κάθε κου-βέντα της αγάπης και της καλοσύνης τους σημαίνει μιαγούρνα γεμάτη με εντόσθια σφαγμένων — τους έχεις γνω-ρίσει όλους αυτούς κι ήρθες σε μένα γιατί τους σιχάθηκες,είναι δειλοί κι ανίκανοι ν’ αγαπήσουν στ’ αλήθεια… Εγώκάνω αυτά που λαχταρώ και δεν ψάχνω την παραμικρή δι-καιολογία, δεν έχω τύψεις να μου βρομίζουν την ψυχή· κάνωαυτά που κάνω γιατί είμαι αυτή που είμαι, γιατί αγαπώαυτά που αγαπώ, γιατί τ’ αγέρι του θανάτου είναι το πιομαγευτικό… Γι’ αυτό μίσησα και σκότωσα και κατέστρεψακαι βουτήχτηκα στο αίμα κι έβγαλα μάτια με τα ίδια μου τα

κεφάλαιο 37 285

Page 288: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δάχτυλα, κι είμαι περήφανη κι αληθινά ευτυχισμένη πουμπορώ να σκοτώνω χαϊδεύοντας, που μπορώ να μισώ αγα-πώντας, γιατί αυτό είναι η αληθινή αγάπη: να μισείς και νααγαπάς μαζί, δίχως όριο…»

Μέχρι τον Φεβρουάριο του σαράντα εννιά, για πέντεολόκληρα χρόνια, η Μπαρμπακούλα δεν ξανάκανε παρόμοιακουβέντα στην Αύρα· κι όταν συχνά τα βράδια η γριά ανέ-βαινε στην κορυφή του Πύργου —ποιος ξέρει γιατί—, ηΑύρα, ξαπλωμένη στη γωνιά της, συλλογιότανε τι γύρευεαπό εκείνη τη φοβερή μάγισσα (να φανταστείς, ήτανε τόσηη επιρροή της Μπαρμπακούλας πάνω της, που σαν ήτανκοντά της δεν τολμούσε μήτε καν να τα σκεφτεί αυτά). Γιατίστ’ αλήθεια, δε μπορεί, κάποιο σχέδιό της θα εξυπηρετούσεη Αύρα, κάτι πολύ σπουδαίο που δε θα μπορούσε να το κάνειμόνη της, γι’ αυτό άλλωστε και τη δέχτηκε κοντά της τονΓενάρη του σαράντα ένα — σιγά μην ήθελε βοηθό για τιςμαγείες της η Μπαρμπακούλα. Τέτοια σκεφτόταν η μάνατης δασκάλας μας και τρόμαζε αφάνταστα· τι να ’ταν αυτόπου δεν το μπορούσε η μάγισσα και θα το κατάφερνεεκείνη… Κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο πολύ συλλο-γιότανε τον σατανά, που ’χε μάθει να τον επικαλείται με χί-λιους δυο τρόπους, κι έλεγε με το νου της πως κάποιαβραδιά θα της το έλεγε η Μπαρμπακούλα, ότι ήρθε η ώρα νατην προσφέρει θυσία σ’ αυτόν για να τον ευχαριστήσει, δεμπορεί, αυτό θα γινότανε στο τέλος, σε τι άλλο θα μπορούσενα ’ταν χρήσιμη στη γριά μάγισσα· απλώς η Μπαρμπα-κούλα την προετοίμαζε, ήθελε προφανώς να παραδοθεί ηνέα κοπέλα στις δυνάμεις του σκότους στην πιο ώριμηστιγμή της, καθώς ο πονηρός όλο και πιο σπάνια έμενε ικα-νοποιημένος. Αυτά συλλογιζόταν η Αύρα και το ’χε για σί-γουρο πως μια νύχτα θα γινόταν, πως θα ’ρχότανε κοντάτης η Μπαρμπακούλα λίγο μετά τη δύση του ηλίου και θατης έλεγε «θέλω να σου μιλήσω…», κάθε μέρα ξυπνούσεκαι τη λογάριαζε για τελευταία της, μα —αν θέλεις το πι-στεύεις αυτό— για την Αύρα δεν υπήρχε τίποτε πιο ηδονικό

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄286

Page 289: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

από κείνη την αίσθηση. Η Αύρα δεν πίστευε μήτε στηνελευθερία μήτε στην αγάπη της Μπαρμπακούλας, μαεκείνη η τυφλή υποταγή στις βουλές της μάγισσας, η αδια-μαρτύρητη αναμονή του θανάτου, η ολοκληρωτική εξάρ-τηση απ’ την απεριόριστη ελευθερία κάποιου άλλου έκαναντην καρδιά της να σκιρτά τόσο δυνατά, που ένιωθε πως μιατέτοια θυσία θα ήταν η απόλυτη ολοκλήρωσή της. Κι όταντ’ απογεύματα της Τρίτης και του Σαββάτου η γριά τήςχτένιζε τα μαύρα μακριά μαλλιά (που όσο περνούσε ο και-ρός μάκραιναν ολοένα), αυτή η θανατερή αίσθηση έφτανεστο κατακόρυφό της. Η Μπαρμπακούλα τη χτένιζε με μιαμαύρη κοκαλένια χτένα που ’χε σκαλισμένα στη λαβή της τατρομερά τέρατα της φωτιάς· η Αύρα καθότανε ακίνητη μετα μάτια κλειστά, πότε-πότε τα δάχτυλα της μάγισσας άγ-γιζαν το λαιμό και τα μάγουλά της, σκορπώντας σ’ όλο τηςτο κορμί ένα κύμα ανατριχίλας, που έφευγε και ξαναρχό-ταν όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο έντονα, ώσπου η κο-πέλα κάθε φορά έπεφτε απ’ το σκαμνί της λιγόθυμη,πνιγμένη στην ηδονή· και την ώρα που την παρέλυε η ζάλη,λίγες στιγμές πριν σωριαστεί, προσευχόταν στην ακαθόρι-στη δύναμη του πεπρωμένου της και παρακαλούσε να μησυνέλθει ποτέ…

κεφάλαιο 37 287

Page 290: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 291: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

38.

VViirrttuuss ee iiuuss iinntteeggrraa ee sstt ss ii vveerrssaa ffuueerrii tt iinn ttee rrrraamm

Ήταν Φεβρουάριος του χίλια εννιακόσια σαράνταεννιά, όταν μια βραδιά η Μπαρμπακούλα, λίγο μετά τη δύσητου ηλίου, κάθισε απέναντί της και της είπε με ήρεμη φωνή«θέλω να σου μιλήσω, κόρη μου…» — για πρώτη φορά τηναποκαλούσε έτσι. Ένα γλυκό μούδιασμα κυρίεψε το κορμίτης Αύρας: «Σ’ ακούω, μητέρα…» της είπε. Και τότε άρχισενα μιλά η Μπαρμπακούλα, μα δεν είπε αυτό ακριβώς πουπερίμενε η Αύρα· πράγματι, έπρεπε να κάνει μια προσφοράστον σατανά, όχι όμως να πεθάνει, το αντίθετο… Η μάγισσαάρχισε να της μιλά για το μαύρο σκεπαστό μπισίκι, κι όσοέλεγε την ιστορία του, την πήρε απ’ το χέρι, κι αφού τρά-βηξε μια μαύρη κουρτίνα, της το έδειξε: ήτανε μια ξύλινηκούνια για νεογέννητο μωρό, που όμως, αντίθετα μ’ όλες τιςάλλες, έκλεινε από πάνω με ένα δίδυμο κομμάτι σαν κασε-λάκι· μα το επάνω μέρος της κούνιας είχε στην κοιλιά τουτρεις ατσαλένιες λάμες μαχαιριών που θα τρυπούσαν πέραγια πέρα όποιο βρεφικό σώμα βρισκόταν μέσα στην κούνια·δηλαδή το μαύρο σκεπαστό μπισίκι ήταν μια μηχανή φρι-χτού θανάτου… Η Μπαρμπακούλα το έκρυβε στη σπηλιάτης για περισσότερα από πενήντα χρόνια, καθώς το είχεφέρει από τις μαύρες χώρες του Ισημερινού· κι είπε τής

[289]

Page 292: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Αύρας η Μπαρμπακούλα πως εκείνο το μαύρο μπισίκι είναιτο σκεύος του λυτρωμού. Για χρόνια έριχνε μέσα εκεί κό-καλα νυχτερίδας, δόντια ποντικιού, γένια και νύχια από πε-θαμένους, φύλλα τσουκνίδας, κομμάτια από μαύρο κερί κιάλλα τέτοια, καθώς περίμενε, όπως έλεγε, να φανούν τα ση-μάδια για τον ερχομό του κυρίου της· και βέβαια, ο κύριόςτης ήταν ο σατανάς, ο άρχοντας του σκότους, που γύρευενα πάψει πια να είναι άυλο πνεύμα κι από αγέρας παγερόςνα γίνει ζεστή σάρκα για να κυριαρχήσει στον κόσμο. Μα,για να γίνει αυτό, έπρεπε, σύμφωνα με προφητείες χιλιε-τιών, να μπει μέσα σ’ ένα αθώο νεογέννητο βρέφος, γεννη-μένο από σπέρμα αθώου γαλανομάτη στη μήτρα γυναίκαςπου θα ’χε ελιά στη μέση του λαιμού και μαύρα μάτια δίχωςάσπρη κουκκίδα στο κέντρο της κόρης· τέτοια γυναίκα ήτανη Αύρα και γι’ αυτό η Μπαρμπακούλα την πήρε μαζί τηςστη σπηλιά πριν από εφτά χρόνια: για να γεννήσει αυτό τοαθώο βρέφος… Κι αμέσως μόλις γεννιόταν και προτού τούκόψει τον ομφάλιο λώρο, θα το ’κλεινε μέσα στο μαύρο σκε-παστό μπισίκι· κι έπειτα θα του ’κοβε και το λώρο που θα τοσυγκρατούσε με τη μάνα του. Σε τρεις μέρες η Μπαρμπα-κούλα θα άνοιγε το μπισίκι και στο αθώο βρέφος θα είχε εν-σαρκωθεί ο σατανάς· γιατί το διαβολικό στίγμα θα περνού-σε μέσα του από τις κόψεις των ατσαλένιων μαχαιριών τουμπισικιού. Μ’ αυτό τον τρόπο ο σατανάς θα είχε πια δικότου σώμα και θα βασίλευε επιτέλους στον κόσμο…

Η Αύρα όλα αυτά τα άκουσε χωρίς να καταλαβαίνει·περίμενε την αναγγελία ενός θανάτου που θα τη γαλήνευεμια και καλή κι άκουσε ένα σχέδιο για την κατάκτηση τουκόσμου. Ποτέ της δεν είχε σκεφτεί αυτά τα πράγματα, γιακείνην ο κόσμος ήταν κάτι που από παιδί τής δημιουργούσεαποστροφή, δε μπορούσε να καταλάβει γιατί κάποιος ναήθελε να τον κατακτήσει, αυτήν την ενδιέφερε μονάχα ό,τιένιωθε πως την οδηγούσε στο απόλυτο κι οριστικό άκρο,όπως το ηδονικό ρίγος του θανάτου που μουδιάζει τα μά-γουλα… Έτσι, αντιμετώπισε τα όσα έλεγε η Μπαρμπα-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄290

Page 293: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κούλα ολότελα παθητικά, μόνο την ώρα που η γριά μίλησεγια τον κύριό της σκέφτηκε πώς γίνεται κανείς να ’ναι ελεύ-θερος και να ’χει κύριο, μα η μάγισσα διέκοψε την κουβέντατης, λες κι είχε διαβάσει τη σκέψη της Αύρας, και είπε στυ-λώνοντας τα μάτια της, «ο κύριός μου είναι η ελευθερίαμου…»· και κατόπιν συνέχισε την περιγραφή του σχεδίουτης… Κι όταν η Μπαρμπακούλα τέλειωσε, η Αύρα είπεαπλώς αυτό που έλεγε πάντοτε σε κάθε πρόσταγμά της:«Θα γίνει, μητέρα…» Ούτε στιγμή δε νοιάστηκε για όσα ηίδια έπρεπε να κάνει· θα ήταν για εκείνη μια ακόμη αγγα-ρεία από αυτές που έκανε καθημερινά για την Μπαρμπα-κούλα, όπως το κουβάλημα του νερού, το πλύσιμο τωνμαύρων σεντονιών ή το βράσιμο των ανθών της χαράδραςστο μεγάλο καζάνι.

Ωστόσο απ’ την επόμενη μέρα η γριά απαγόρευσε στηνΑύρα να κάνει στο εξής οποιαδήποτε δουλειά. Της έφερνεκάθε μέρα τροφή ειδικά για κείνη, μέλι και γάλα προβάτου,τα βράδια τής έδινε να πιει διάφορα υγρά και όταν κοιμότανσήκωνε το μαύρο σεντόνι κι άφηνε πάνω στα κλειστά τηςβλέφαρα αράχνες, μάλλον από εκείνες τις κόκκινες που τιςφύλαγε σ’ ένα παράξενο δοχείο. Και βέβαια κάτι ήξερε πουτα ’κανε όλα αυτά η Μπαρμπακούλα· σε λίγες μόλις μέρεςτο σώμα της Αύρας άνθισε για δεύτερη φορά, τα μάγουλάτης κοκκίνισαν, τα στήθια της φούσκωσαν, η σάρκα τηςπήρε το χρώμα του ωριμασμένου σταριού και την αφή τουχνουδωτού γιαρμά· τώρα πλέον λουζότανε κάθε μέρα, κιέπειτα —αλίμονο— η μάγισσα της χτένιζε τα μαλλιά… Κιόσο περνούσανε οι μέρες, άρχισε σιγά-σιγά να ξυπνάει απαι-τητική μέσα της η γυναικεία της φύση, αυτή που τόσα χρό-νια ήτανε ναρκωμένη, σα μια φλογίτσα που βρήκε ξεράπεύκα τον Ιούλιο μήνα και φούντωσε· επόμενο ήταν λοιπόννα αρχίσει να συλλογιέται ξανά και ξανά τα όσα η ίδια θαέκανε, και απ’ όλα πιο πολύ εκείνον τον αθώο γαλανομάτημε τον οποίο θα ’σμιγε για να γεννήσει το σκήνωμα του δια-βόλου — πότε θα γινότανε αυτό το σμίξιμο και πού δεν τολ-

κεφάλαιο 38 291

Page 294: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μούσε να ρωτήσει, κι άραγε αυτός θα ’τανε πλάσμα των δυ-νάμεων του σκότους ή άνθρωπος γεννημένος από κοιλιά γυ-ναίκας· αυτά σκεφτόταν κι ένιωθε τα σωθικά της ναμουδιάζουν… Και τα βράδια άκουγε την Μπαρμπακούλανα της μιλά με τις ώρες για το υποχθόνιο σχέδιό της, γιατην αγάπη, για την ελευθερία, για τον θάνατο· μα το μυαλότης Αύρας φτερούγιζε πολύ μακριά, καθώς αναρωτιότανεπώς είναι δυνατόν να υπάρχουν αθώα γαλανά μάτια…

Είχαν περάσει σαράντα παρά μία μέρες από τότε πουη γριά τής μίλησε για το σατανικό της σχέδιο, όταν ένα από-γευμα, την ώρα που ’σβηνε ο ήλιος, και καθώς εκείνη μόλιςείχε συνέλθει από την καθημερινή πλέον λιποθυμία της, ηΜπαρμπακούλα τής είπε ξερά: «Αύριο το βράδυ…» ΗΑύρα θέλησε να καμωθεί την αδιάφορη, μα το φοβερό μάτιτης μάγισσας είδε το στιγμιαίο τρέμουλο του κάτω χεί-λους… Αμέσως την έπιασε απ’ τα μπράτσα και την έσφιξεμε απίστευτη δύναμη, «…το θέλεις γιά δεν το θέλεις;» τηρώτησε επιτακτικά, «το θέλω…» της απάντησε η Αύραορθά-κοφτά — δε μπορούσε καν να διανοηθεί πως η θέλησήτης θα ήταν άλλη από τη θέληση της Μπαρμπακούλας· κιέπειτα, κάπως πιο δισταχτικά, με τη σειρά της τη ρώτησε:«…πώς τον λένε;». «Τον λένε Δομένικο και ζει σε μια κα-λύβα στην ακτή των φιδιών…» είπε η μάγισσα. Η Αύρα τι-νάχτηκε και την κοίταξε έκπληκτη· εδώ και χρόνια βοούσεόλη η Σύρος για τον γιο της Μπαρμπακούλας, τον βαρκάρημε το ξουραφιασμένο πρόσωπο, «μα αυτός είναι ο…» πήγενα ψελλίσει, μα ήτανε τέτοιο το βλέμμα της μάγισσας, πουδέθηκε η γλώσσα της· σώπασε κι έσκυψε το κεφάλι.

Την επόμενη νύχτα η μάνα της δασκάλας μας κατέ-βηκε στην ακτή των φιδιών κι έσμιξε με τον Δομένικο. Απόνωρίς το απόγευμα η Μπαρμπακούλα την ετοίμασε γιαεκείνο το σμίξιμο: την έλουσε, τη χτένισε, της άλειψε μ’ έναθεσπέσιο μυρωδικό λάδι το κορμί, της πέρασε στους καρ-πούς και στους αστραγάλους χαϊμαλιά και στο λαιμό τήςκρέμασε μια μακρόστενη, κυρτή μαύρη πέτρα — προφανώς

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄292

Page 295: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

θα ’τανε φυλαχτό γονιμότητας. Κι ακόμη τής πέρασε κο-καλάκι στα μαλλιά, σηκώνοντάς τα απ’ τη μια μεριά, καιτέλος τής φόρεσε και βελουδένιο φόρεμα, σκούρο κόκκινοστο χρώμα, σαν κι αυτό του ζεστού αίματος. Έτσι φτιαγ-μένη και ντυμένη, η Αύρα κατέβηκε στην ακτή των φιδιώνκαι μπήκε στην καλύβα του Δομένικου, παραμερίζονταςτην κουρελού στην πόρτα, χωρίς να κάνει τον παραμικρόθόρυβο, όπως άλλωστε την είχε δασκαλέψει η Μπαρμπα-κούλα. Ο Δομένικος ήταν καθισμένος στο τραπέζι, πίσω τουστο παράθυρο έφεγγε λιγοστά ένα κερί και είχε όλη του τηνπροσοχή στραμμένη σ’ ένα μπρίκι πάνω στο τραπέζι — τοκοιτούσε λες κι ήθελε να το τρυπήσει με το βλέμμα του. Δεντην είδε την Αύρα, ή, αν την είδε, θα τη νόμισε για απο-κύημα της φαντασίας του — κόντευε τα σαράντα και ποτέκανένας άνθρωπος δεν είχε περάσει το κατώφλι της καλύ-βας του. Εκείνη τότε πήγε άπατα-άπατα στο παράθυρο κιέσβησε το κερί με την παλάμη της· κατόπιν τον πλησίασεκαι του χάιδεψε τα μαλλιά, πρώτα διστακτικά κι έπειτα πιοθαρρετά. Έξαφνα ο Δομένικος σηκώθηκε όρθιος γυρίζονταςκαι, αρπάζοντάς τη με δύναμη απ’ τους ώμους, την κάρ-φωσε με το βλέμμα του: τα μάτια του ήταν θολά και λα-μπύριζαν αλλόκοτα, λες και δεν ήθελε να πιστέψει αυτό πουέβλεπε και άγγιζε… Και μόνο τότε, κοιτάζοντάς τον κατα-πρόσωπο στο λιγοστό φως του φεγγαριού που ’μπαινε απ’το παράθυρο, η Αύρα ένιωσε για πρώτη φορά πως πράγ-ματι υπάρχουν αθώα μάτια, ακόμη κι αν έχουν σχηματιστείστην κοιλιά του κακού, μάτια ανυποψίαστα για τη φρίκηστην οποία οφείλονται· κι απ’ την αριστερή άκρη των χει-λιών του ίσαμε ψηλά στο μέτωπο, το πρόσωπό του το χα-ράκωνε διαγώνια εκείνη η βαθιά μαύρη ουλή, για την οποίαακούγονταν τόσα και τόσα, κι έμοιαζε στ’ αλήθεια με ση-μάδι θανάτου, φρίκης και αιώνιας μοναξιάς. Σαν πέρασανμερικά λεπτά, η κοπέλα, χωρίς ούτε στιγμή να πάψει να τονκοιτά στα μάτια, άγγιξε με τ’ ακροδάχτυλά της την ουλήτου· κατόπιν τον αγκάλιασε και κατεβάζοντάς του το κε-

κεφάλαιο 38 293

Page 296: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φάλι άρχισε να τη γλείφει με τη γλώσσα της. Κι έγινε τότεο γιος της Μπαρμπακούλας ολόκληρος ένα παράπονο· ηΑύρα, με κινήσεις πολύπειρης γυναίκας, τον τράβηξε καικυλίστηκαν χάμου. Έσμιξαν χωρίς να πουν μήτε μια κου-βέντα, κορμιά πεινασμένα, αφηνιασμένα απ’ την ολοκλη-ρωτική απουσία τέτοιας επαφής, παραδόθηκαν χωρίς όριοστο απερίγραπτο σπαρτάρισμα, στα ολόγλυκα μυρμηγκιά-σματα της σάρκας, στην ιαχή, όπου το παράπονο μεταβάλ-λεται σε μια άγρια κατάφαση, σε μιαν απόλυτη παραδοχή.Κι ήταν τόση η ηδονή, που η Αύρα έπαψε να σκέφτεται, νασυλλογιέται τη μάγισσα και το σχέδιό της, τη ζωή της, ταπριν και τα μετά· έφυγε απ’ την καλύβα του Δομένικου πριναπ’ το ξημέρωμα. Ήτανε η πρώτη και τελευταία ερωτικήνύχτα της Αύρας· χρόνια αργότερα υπολόγισε πως ήταν ηβραδιά της εικοστής τετάρτης προς την εικοστή πέμπτηΜαρτίου, λίγο πριν ξημερώσει η μέρα του Ευαγγελισμού.

Η Μπαρμπακούλα την περίμενε φυσικά ξάγρυπνη·μόλις η Αύρα έφτασε στη σπηλιά, τη φίλησε και, χωρίς νατη ρωτήσει ή να της πει τίποτε, της έδειξε τη γωνιά τηςστρωμένη, έτοιμη για να πέσει να κοιμηθεί· για πρώτη φοράη γριά τής είχε βάλει και μαξιλάρι. Κι όπως έπεσε η κοπέλακαι τ’ αγκάλιασε, έπιασε κάτι λουλούδια από κάτω· ήτανεμαύρα κρίνα, ποιος ξέρει πού τα ’χε βρει η μάγισσα. Τιςεπόμενες μέρες η Αύρα καθόταν άπραγη, η Μπαρμπακούλατην είχε υποχρεώσει να μην κάνει καμία δουλειά, μήτε οτι-δήποτε που θα μπορούσε να την κουράσει· εκείνες τις μέρεςη μάνα της δασκάλας μας ένιωσε την τρέλα να την κυριεύει,είχε βάλει το σώμα της σ’ ένα σχέδιο που το μυαλό της δενμπορούσε να κατανοήσει, και δε μπορούσε πια να κάνει τί-ποτε, παρά να περιμένει και να συλλογιέται πώς ένα όνειροθα γινόταν αλήθεια μέσα στο δικό της κορμί… Κι όταν δεντης ήρθε αίμα τις ημέρες που συνήθως τής ερχόταν, τότεέπιασε την Μπαρμπακούλα και την παρακάλεσε να τηςβάλει μια δουλειά, όποια να ’ναι, να γεμίζει κάπως τη μέρατης, γιατί, όταν καθόταν άπραγη, ο νους της έτρεχε σε σκο-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄294

Page 297: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τάδια εφιαλτικά. Κι η μάγισσα, είν’ η αλήθεια, απόρησε μετα λόγια της και, αφού συλλογίστηκε για λίγο, της έδωσετην αγγαρεία ν’ ανάβει τη φωτιά με τα τζάμια και να πλέ-νει τα ρούχα και τα μαύρα πανιά στη θάλασσα κάθε τρειςμέρες. Έτσι, άρχισαν να περνούν οι βδομάδες κι οι μήνες,έφυγε η άνοιξη κι ήρθε το καλοκαίρι, η κοιλιά της Αύραςάρχισε σιγά-σιγά να φουσκώνει· τα βράδια, πριν κοιμηθεί,η Μπαρμπακούλα τής άλειβε διάφορα λάδια, και κάθενύχτα χωρίς φεγγάρι έφερνε ένα λύκο που της έγλειφε ταστήθια κι έπειτα η μάγισσα τη σκέπαζε με αλλόκοτα δί-χτυα, όμως τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν την ένοιαζε, «…για όλαφροντίζει η φύση και για όλα διατάζει η αλήθεια…» τηςέλεγε ξανά και ξανά. Ώσπου, ένα γκρίζο πρωινό στις αρχέςτου Σεπτέμβρη, συνέβη κάτι παράξενο που στ’ αλήθεια τησυγκλόνισε την Αύρα, σαν κάποιος να λόγχισε την καρδιάτης κι ο πόνος να την ξύπνησε από νάρκη βαθιά: ήταν στηθάλασσα κι έπλενε τα μαύρα πανιά, μια ύπουλη κουφό-βραση βάραινε την ατμόσφαιρα, το νερό ήταν λάδι, ακίνητοσαν ψέμα, ο αέρας μύριζε έντονα σαπίλα από ξεβρασμέναφύκια· έξαφνα ο άνεμος φύσηξε μια κοφτή ριπή, πολύ δυ-νατή, μα ζήτημα να κράτησε δυο-τρία δευτερόλεπτα· ηΑύρα, αν και γονατισμένη, μόλις και μπόρεσε να μην ξα-πλωθεί κάτω, σα να την είχε χαστουκίσει κάποιος με δύ-ναμη. Αμέσως σηκώθηκε από το βάθος του ορίζοντα έναμοναδικό κύμα, που, όσο πλησίαζε την ακτή, τόσο πιο θε-όρατο γινόταν· θα ’ταν πάνω από δύο μέτρα σαν έσκασεστην αμμούδα, και βέβαια τη σκέπασε ολότελα την Αύρα,την κατάπιε ολόκληρη. Σαν έσκασε το κύμα, εκείνη σηκώ-θηκε όρθια παραπατώντας κι άρχισε να ψάχνει τα πανιά που’χαν σκορπίσει στους αφρούς· κάποια στιγμή ένιωσε κάτιστο δεξί της μάγουλο, έβαλε το χέρι της και το ’πιασε. Έναφύκι είχε κολλήσει πάνω στο δέρμα της και δεν ξεκολλούσεμε τίποτε· του κάκου το ’ξυσε, το ’γδαρε με τα νύχια της,το ’πλυνε με αλατόνερο, το ’τριψε με άμμο, δεν έφευγε μετίποτε, λες κι ήτανε κρεατοελιά που ’χε από γεννησιμιού

κεφάλαιο 38 295

Page 298: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

της. Ανήσυχη κι απορημένη, γύρισε στη σπηλιά της μάγισ-σας, πάντοτε ένα σημάδι κάπου σε οδηγεί, σκέφτηκε· ηΜπαρμπακούλα, μόλις το είδε, έκανε σαν τρελή, δεν περί-μενε καν ν’ ακούσει τι συνέβη, πήρε το μεγάλο δίκοπο μα-χαίρι με την κόκκινη λαβή, στάλαξε πάνω του ένα διάφανουγρό σα νερό από ένα πήλινο μπουκαλάκι κι ευθύς έκοψε τοφύκι σύρριζα από το μάγουλό της και το πέταξε στηφωτιά… Η Αύρα πόνεσε σα να της έκοβαν τη σάρκα, μα δενέβγαλε κιχ. Το πρόσωπό της γέμισε αίματα, η μάγισσα τηςέβαλε στην πληγή τριμμένο κουκουνάρι και γύρη μαργαρί-τας και την έδεσε με το μαύρο μαντίλι της περνώντας τογύρω απ’ το κεφάλι της. Μόλις έγιναν όλα αυτά, η Μπαρ-μπακούλα κάθισε απέναντί της και, φανερά ταραγμένη(πρώτη φορά την έβλεπε έτσι η Αύρα), την πρόσταξε να τηςπει ό,τι συνέβη με όλες τις λεπτομέρειες· όταν τ’ άκουσεόλα, ψιθύρισε μέσα απ’ τα δόντια της μια ακατανόητη λέξη,σα βλαστήμια, κι έπειτα είπε στην Αύρα με φωνή σπα-σμένη: «…βλέπεις πόσο σκληρός είναι ο πόλεμος αυτός μεςστους αιώνες· ο ουρανός ενάντια στη φωτιά· η φύση ενάντιαστο πάθος· ο θάνατος ενάντια στην επιθυμία…» Κι αμέ-σως μετά, πιάνοντάς την απ’ τους ώμους, συνέχισε: «Πά-λεψε ν’ αντέξεις για λίγο ακόμη κι όλα θα τελειώσουν…»Και έπειτα της έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες για το τιέπρεπε να κάνει άμα τής κολλούσε και πάλι ένα φύκι στομάγουλό της ή σ’ όποιο άλλο μέρος του κορμιού της: θαέσταζε λίγο από εκείνο το διάφανο υγρό πάνω στις δύο κό-ψεις του μαχαιριού με την κόκκινη λαβή κι ευθύς θα το ’κοβεκαι θα το πετούσε στη φωτιά να καεί. Η Αύρα την άκουσεσιωπηλά· μόνο όταν τέλειωσε τη ρώτησε τι ήτανε εκείνο τοδιάφανο υγρό που ’χε μες στο πήλινο μπουκαλάκι — τόσαχρόνια κοντά της το ’βλεπε για πρώτη φορά. Η μάγισσα χα-μογέλασε περήφανη· «τούτο το μπουκάλι» είπε «έρχεταιαπό δυο χιλιάδες χρόνια, ίσως και περισσότερο· το γέμισανμε το νερό μιας αλλόκοτης λίμνης που φανερώθηκε για μιαμόλις μέρα κάπου στο κέντρο της Αφρικής μετά από ένα

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄296

Page 299: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φοβερό σεισμό και την επομένη εξαφανίστηκε μ’ ένα δεύ-τερο. Μα δεν ήταν από νερό τούτη η λίμνη· ήταν από δά-κρυα νυχτερίδων, αναρίθμητων μυριάδων νυχτερίδων πουγια αιώνες αιώνων κλαίγανε τις νύχτες…» Και καθώς ηΑύρα την κοίταζε σιωπηλή, όπως πάντοτε, η Μπαρμπα-κούλα συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: «κάποτε έκλαιγαν κι οινυχτερίδες…».

κεφάλαιο 38 297

Page 300: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 301: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

39.

HHaaeecc ee sstt ttoo tt iiuuss ffoo rrtt ii ttuuddiinniiss ff oorrtt ii ttuuddoo ffoorr tt ii ss

Εκείνο το ίδιο βράδυ η Αύρα συνέλαβε το σχέδιο ναβάλει τον Δομένικο να σφάξει τη μάνα του. Ήταν ένα σχέδιοενάντια στο σχέδιο της Μπαρμπακούλας ή όποιου άλλου,μια μαχαιριά που θα την ανταπέδιδες προτού τη δεχτείς.Πολλά χρόνια αργότερα, όταν η Αύρα τα διηγήθηκε όλααυτά στη Δομένικα, της είπε με ειλικρίνεια πως δεν ήταν τοπαιδί που μεγάλωνε μες στην κοιλιά της αυτό που ξύπνησετο ένστικτο της μάνας και θέλησε να το σώσει προκαλώ-ντας το φονικό· αλήθεια, μέχρι τη νύχτα που έγινε ό,τι έγινε,η Αύρα δε σκέφτηκε καθόλου το μωρό που θα γεννιόταν.Ήταν που μια αλλόκοτη δύναμη, που σπίθισε απρόσμεναμέσα της και φούντωσε μεμιάς, την οδηγούσε να ματαιώσειτα πάντα· το φύκι που κόλλησε στο μάγουλό της και δεν ξε-κολλούσε παρά μόνο με μαχαίρι βουτηγμένο σε δάκρυα νυ-χτερίδας ήταν σα μιαν αστραπή που φώτισε για μια στιγμήτο σκοτάδι· ό,τι γίνεται δε γίνεται μάταια, το ’λεγε και ηγριά μάγισσα, οι νυχτερίδες δεν έκλαιγαν μάταια, τα μα-χαίρια δε φτιάχτηκαν μάταια, το κύμα δε σηκώνεται μά-ταια, αν η Μπαρμπακούλα έβαζε το βρέφος στο μαύροσκεπαστό μπισίκι σε τρεις μέρες, ο σατανάς θα ’χε απο-κτήσει το σώμα που γύρευε, και όλα, μα όλα πια, θα γίνο-

[299]

Page 302: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νταν χωρίς κανείς και τίποτε να μπορεί να τα εμποδίσει· κιαυτό ακριβώς σκέφτηκε πως έπρεπε να ματαιώσει η Αύρα:την οριστική λύση που μέχρι εκείνη τη μέρα αποζητούσε κιη ίδια με τόσο πάθος — όχι γιατί θα ήταν έργο του πονη-ρού, μα γιατί ένιωσε ξαφνικά πως δεν ήταν τελικά έτοιμηγια κάτι το τόσο οριστικό, ναι, αυτή που ηδονιζόταν αφά-νταστα με την ιδέα του θανάτου ένιωσε πως ένας κόσμος μεοριστική αγάπη, με οριστικό μίσος, με οριστική θλίψη, μεοριστική μελαγχολία, με οριστική ευτυχία και οριστικάηλιοβασιλέματα ίσως να μην αντέχεται — μη φανταστείςπως το ’κανε για τους άλλους, δεν ήξερε ποιο θα ’τανε εντέ-λει το καλό και ποιο το κακό, το ’κανε γιατί απλά ήθελε να’χει τα χέρια της καθαρά, ό,τι και να γινόταν δηλαδή, θαμπορούσε να πει κανείς πως το ’κανε από εγωισμό, ή καιαπό δειλία ακόμη, για να αποτρέψει έναν οριστικό κόσμοπου θα οφειλόταν στο γέννημα της κοιλιάς της και για τονοποίο θα είχε την οριστική ευθύνη, έναν κόσμο όπου ταφύκια δε θα κολλούσαν στο μάγουλό σου κι ο αέρας δε θασήκωνε ποτέ κύμα στη θάλασσα. Αυτά περίπου σκέφτηκεη Αύρα κι αποφάσισε να βάλει τον Δομένικο να σκοτώσει τημάγισσα. Να το κάνει η ίδια την ώρα του ύπνου της ήταναδύνατο, δε μπορούσε καν να φανταστεί τον εαυτό της ναμαχαιρώνει την Μπαρμπακούλα. Η γριά είχε τόσο έντονηεπίδραση επάνω της, που ένιωθε πως, αν σήκωνε το χέριτης επάνω σε κείνη, θα κοκάλωνε σ’ αυτή τη στάση και θαέμενε αιωνίως απολιθωμένη… Κατέστρωσε λοιπόν το σχέ-διό της: έπρεπε πρώτ’ απ’ όλα να πείσει τον Δομένικο να τοκάνει, να βυθίσει το δίκοπο μαχαίρι με την κόκκινη λαβήστην καρδιά της μάνας του, ακριβώς κάτω από το ίδιο βυζίπου τον βύζαξε — αυτό ήταν και το δυσκολότερο, λένε πωςαν γίνεις μητροκτόνος είναι σα να σκοτώνεις τον εαυτό σουχίλιες φορές και σε περιμένει μια φριχτή τιμωρία, καθώςόταν πεθάνεις θα επανέρθει και θα επαναλαμβάνεται μέχριΔευτέρας Παρουσίας η στιγμή του φόνου, εκείνο το δευτε-ρόλεπτο της απόλυτης φρίκης. Όλα τ’ άλλα θα ’τανε δου-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄300

Page 303: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

λειά της Αύρας· αυτή θα διάλεγε τη νύχτα, μάλλον θα ’τανεΠαρασκευή που η Μπαρμπακούλα λαγοκοιμόταν για μισήώρα λίγο πριν απ’ το ξημέρωμα: θα ’σταζε στο δίκοπο μα-χαίρι με την κόκκινη λαβή δάκρυα νυχτερίδων (η Μπαρ-μπακούλα το ’χε πει πως, αν ματώσεις ζωντανό σώμα μεμέταλλο που θα ’χεις στάξει πάνω του δάκρυ νυχτερίδας,θα εκπληρωθεί πάνω στο σώμα αυτό ό,τι κι αν βάλεις στονου σου την ώρα που πληγώνεις τη σάρκα — είτε για ζωήείτε για θάνατο) και θα του το ’βαζε στο χέρι, θα τον οδη-γούσε μπροστά στην κοιμισμένη μάνα του, θα του ’δινε τομαύρο μαντίλι για να σκεπάσει της γριάς το πρόσωπο, ναμη συναντηθούν οι ματιές τους την ώρα του φόνου. Εκείνοςμόνο θα σκέπαζε τη μορφή της μάνας του και θα κατέβαζετο μαχαίρι…

Μια βδομάδα μετά από εκείνη τη βραδιά που αποφά-σισε τα όσα αποφάσισε, ένα μεσημέρι που η Μπαρμπα-κούλα είχε πάει να μαζέψει ρίζες, η Αύρα κατέβηκε στηνακτή των φιδιών να βρει τον Δομένικο. Τον περίμενε για αρ-κετές ώρες ίσαμε το απόγευμα που φάνηκε η βάρκα τουστην ακτή· ο βαρκάρης σαν την είδε αναστατώθηκε, πήδηξεαπ’ τη βάρκα, την έδεσε βιαστικά σ’ έναν πάσσαλο μπηγ-μένο στην άμμο και κάθισε κάτω απέναντί της. Για ώρακοιτάχτηκαν στα μάτια χωρίς να πουν τίποτε. Κάποτε οΔομένικος έβαλε το χέρι πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά τηςκαι τη ρώτησε «πότε;» Εκείνη τού απάντησε «ποτέ»· ταμάτια του άντρα σκοτείνιασαν, σαν κάτι να κατάλαβε· ηΑύρα τότε του ’πιασε το χέρι, «θέλει να μας σκοτώσει…»είπε τονίζοντας μία-μία της συλλαβές της, «έχει τάξει τοπαιδί μας στο διάβολο…» Ο βαρκάρης τότε πετάχτηκε όρ-θιος κι έβγαλε ένα φοβερό ουρλιαχτό· έπειτα έπεσε με τοπρόσωπο στην άμμο και αφέθηκε σ’ ένα βουβό αναφιλητό,μπήγοντας τα χέρια του μέχρι τους αγκώνες στην άμμο. ΗΑύρα πήγε πλάι του και του χάιδεψε τα μαλλιά· κάποτε κό-πασε το αναφιλητό του, γύρισε και την κοίταξε, το πρό-σωπό του ήταν γεμάτο αμμούδες, τα μάτια του μοιάζανε

κεφάλαιο 39 301

Page 304: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

άδεια, σα να ’χε φύγει όλη η ψυχή από μέσα του· μιλούσεγια τον εαυτό του σα να ’χε ζήσει αιώνες πριν: «Με γέννησεμε τούτο το σκοπό· όταν ήμουν παιδί, μου ’βαζε να τρώωβρασμένα κρίνα· σαν έγινα έντεκα, έριξε ένα διάφανο υγρόστο μαχαίρι της και μου σημάδεψε το πρόσωπο. Κανείς δεμπορεί να την εμποδίσει πια…» Η Αύρα τότε χρησιμοποί-ησε το ύστατο μέσο· «θέλει να σκοτώσει κι εμένα…» τουείπε χαμηλόφωνα. Ο Δομένικος ανασηκώθηκε στα γόνατακαι την κοίταξε κεραυνοβολημένος· τα μάτια του πήραν καιπάλι ζωή, τα γέμισε ένα ρίγος απερίγραπτου τρόμου, «…κιεσένα;» κατάφερε κάποτε να ρωτήσει ψελλίζοντας κι άγ-γιξε το μάγουλό της. Εκείνη του ’γνεψε με το κεφάλι κατα-φατικά: ναι, κι εμένα… Για αρκετά λεπτά έμειναν ο ένας νακοιτά τον άλλον κατάματα — είναι φορές που μες στη σιωπήτα μάτια μπορούν να πουν αυτό που το στόμα αδυνατεί· ηαπόφαση του αθώου γαλανομάτη γεννήθηκε σ’ αυτή τησιωπή… Όταν πια ο Δομένικος άνοιξε το στόμα του για ναμιλήσει, ήταν μονάχα για μια ξερή ερώτηση: «Πότε καιπώς;» Τότε η Αύρα σήκωσε το δείκτη του δεξιού χεριού τηςκαι άγγιξε τη χαρακιά στο πρόσωπό του, σέρνοντας το δά-χτυλό της απ’ τη μια άκρη ώς την άλλη.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄302

Page 305: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

40.

Όσοι πιστεύουν στον πονηρό του Κεφαλαίου 32, να φορέσουν τώρα τα φυλαχτά τους

Ο Δομένικος σκότωσε τη μάνα του την ώρα που εκείνηκοιμόταν τη νύχτα της τελευταίας Παρασκευής του Σε-πτεμβρίου του χίλια εννιακόσια σαράντα εννιά· το όπλο τουφόνου ήτανε βέβαια το δίκοπο μαχαίρι με την κόκκινη λαβή.Με αυτό τής κατάφερε δεκατρείς μαχαιριές στην καρδιά κιέπειτα της έκοψε το λαιμό για να πάψει το φριχτό γέλιο τηςπου ανακατευόταν με το ρόγχο του θανάτου. Το πιο παρά-ξενο ήτανε πως η Μπαρμπακούλα, εκείνη που μπορούσε ναπροβλέψει το κρώξιμο ενός πουλιού ή το σύρσιμο μιας σαύ-ρας μέσα στα σκίνα, δε μπόρεσε να προβλέψει το τέλος της,μήτε που υποψιάστηκε για μια στιγμή αυτά που της ετοί-μαζαν η μαθήτριά της και ο γιος της. Να σκεφτείς, τη μέραπου η Αύρα πήγε στην ακτή των φιδιών για να υποβάλειστον Δομένικο την ιδέα να κάνει το φονικό κι έπειτα γύρισεστη σπηλιά, η μάγισσα, που την περίμενε αναστατωμένη,καθώς η νέα έλειπε κοντά δώδεκα ώρες, έχαψε την αφελήδικαιολογία πως τάχα η Αύρα ένιωσε πόνο στην κοιλιά καικάθισε στη ρίζα ενός δέντρου να ξαποστάσει κι εκεί τηνπήρε ο ύπνος· ναι, αυτό τής είπε της Μπαρμπακούλας κι ηφοβερή μάγισσα το πίστεψε, αυτή που μέχρι και γλώσσαξύλινου εσταυρωμένου Ιησού είχε κόψει σαν ήτανε μικρό

[303]

Page 306: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κορίτσι δαγκώνοντάς την (την είχε δείξει κάποτε στηνΑύρα, φυλαγμένη σε μοβ βερνικωμένο κουτί, κι η μητέρατης δασκάλας μας δεν τόλμησε να ρωτήσει το πώς κατά-φερε τον ξύλινο Εσταυρωμένο ν’ ανοίξει το στόμα του…).Και στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ώς τη βραδιάτης δολοφονίας της και πάλι τίποτε δεν υποψιάστηκε. Κάθεμέρα τις δύο τελευταίες βδομάδες οι νυχτερίδες ερχόντου-σαν μες στο καταμεσήμερο και πετούσαν πάνω από τα κε-φάλια της, κι αυτή έβρισκε την εξήγηση που τη βόλευε·έλεγε πως πρόσταγμα του κυρίου τους καλούσε όλες τιςυποχθόνιες δυνάμεις που ζουν μόνο τη νύχτα να ετοιμα-στούν για την αιώνια βασιλεία του διαβόλου — αυτό έλεγεκαι διόλου δεν καταλάβαινε πως οι νυχτερίδες τής έστελνανμήνυμα για τον κίνδυνο που διέτρεχε. Η Αύρα συχνά συλ-λογιόταν πως η μάγισσα τα ’χε καταλάβει όλα απ’ τηναρχή κι απλά καμωνόταν την ανυποψίαστη, ποιος ξέρειγιατί· ωστόσο το ’χε πάρει απόφαση να πάει τα πράγματαώς το τέλος κι ό,τι γίνει… Την παραμονή της τελευταίαςΠαρασκευής, ήταν απόγευμα και φύσαγε ο άνεμος σα λυσ-σασμένος, κι η Αύρα πήγε στην ακτή των φιδιών και είπετου Δομένικου ν’ ανέβει τη νύχτα της επομένης, δυο ώρεςπριν απ’ το ξημέρωμα του Σαββάτου, στη σπηλιά πουεγκατέλειψε πριν από είκοσι τρία χρόνια· η γριά θα κοιμό-ταν, κι εκείνη θα του ’χε ετοιμασμένο το μαχαίρι… Ο βαρ-κάρης δεν της μίλησε καθόλου, μόνο καθάριζε τα φύκια απότα δίχτυα του ανέκφραστος και την άκουγε· όταν η Αύρατέλειωσε, και πριν προφτάσει να κάνει μεταβολή για ναφύγει, τη ρώτησε με εξασθενημένη μα πυρετική φωνή: «Μ’αγαπάς;» Η μάνα της δασκάλας μας κοντοστάθηκε γιαλίγο, «μπορεί και να σ’ αγαπώ…» του είπε· κατόπινέσκυψε, του φίλησε τα μαλλιά κι έφυγε με γοργό βήμα.

Θα το ’λεγε κανείς ειρωνεία της τύχης, ίσως, πάλι, καινα ’ταν σύμπτωση επιβεβλημένη απ’ τον ακατανόητο κα-νόνα του κόσμου, όμως —όπου και να οφειλόταν— το γεγο-νός παραμένει το ίδιο: το τελευταίο βράδυ, λίγες μόλις ώρες

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄304

Page 307: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

προτού γίνει το φονικό που σχεδίασε η Αύρα, η Μπαρμπα-κούλα για πρώτη φορά τής μίλησε με αγάπη… Ο ήλιος είχεπέσει από ώρα, κι η μάγισσα μες στο σκοτάδι τής άλειψεμε λάδι τη φουσκωμένη της κοιλιά· η Αύρα προσπάθησε νασκεφτεί κάτι ολότελα άσχετο με όσα ήτανε να γίνουν, απόφόβο μήπως οι χτύποι της καρδιάς της την προδώσουν τηνύστατη ώρα, όσο κι αν προσπάθησε όμως να βυθιστεί σεαναμνήσεις των παιδικών της χρόνων, δεν το κατάφερε,έβλεπε με τη φαντασία της τους γονείς της καθισμένουςπλάι-πλάι, μα δεν είχαν την έκφραση που εκείνη θυμόταν —ο πατέρας της δεν είχε τα κόκκινα μάγουλα, το ξεχειλω-μένο απ’ το κρασί χαμόγελο και τα μάτια του δε λάμπανετόσο παράξενα μες στη θολούρα τους, ούτε η μητέρα είχεπια την καρτερική μορφή που, σαν κοιτούσε το πονεμένογόνατο με το γερό της μάτι, ένιωθες τον πόνο να περνά, όχι,τα πρόσωπά τους είχαν στεγνώσει, το βλέμμα τους σκο-τεινιασμένο —μια άφατη πίκρα— και οι παλάμες τους βου-τηγμένες στο αίμα, ενώ μεγάλα δίκοπα μαχαίρια κρέμοντανμε κλωστές πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Κι όπως είχε κλει-στά τα μάτια της κι έβλεπε τα όσα έβλεπε, ένιωσε ξάφνουδυο χείλη να τη φιλούν στο στόμα· άνοιξε τα μάτια κι είδετη σκιά της Μπαρμπακούλας. Η γριά μάγισσα της χαμο-γελούσε —έτσι της φάνηκε τουλάχιστον μες στο σκοτάδι—όπως δεν το ’χε κάνει ποτέ άλλοτε, της χάιδεψε το μάγουλομε τα ξερακιανά της δάχτυλα και της είπε με φωνή συγκι-νημένη: «Είμαι στ’ αλήθεια περήφανη που σ’ έχω κόρη…»Η Αύρα έμεινε σιωπηλή· ένιωθε χαμένη σ’ ένα σαρκοφάγοσκοτάδι που δε θέλεις μήτε να ξέρεις μήτε να σκέφτεσαι.Τότε η μάγισσα τραγούδησε ένα παράξενο τραγούδι (μουτο τραγούδησε και μένα η κυρία Δομένικα τέσσερις μήνεςυστερότερα από κείνη τη διήγησή της, ήταν, αλίμονο, τοίδιο τραγούδι που τραγουδούσαν οι απελπισμένοι λεπροίτης Κουπέλας): «Se il mio nome saper voi bramate…»

Την ίδια νύχτα εκείνης της Παρασκευής, δυο ώρεςπροτού ξημερώσει το Σάββατο, ο Δομένικος έφτασε στη

κεφάλαιο 40 305

Page 308: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σπηλιά. Η Αύρα τον περίμενε ξάγρυπνη, η Μπαρμπακούλαείχε πέσει από ώρα για ύπνο, κι αυτό γινόταν για πρώτηφορά στα τόσα χρόνια που ζούσαν μαζί. Βλέπεις, απ’ τα με-σάνυχτα είχε αρχίσει μια φοβερή καταιγίδα, σωστός κατα-κλυσμός, κι όποτε άνοιγαν οι ουρανοί, η γριά καθόταν καιτους άκουγε εκστασιασμένη όλη τη νύχτα, γιατί έλεγε πωςγια κάθε κεραυνό που πέφτει στη γη γεννιέται κι ένα δαι-μονικό τέρας μεταμορφωμένο σε πρόβατο που θα υπηρετείτον σατανά μέχρι το τέλος· κι όμως, εκείνη την Παρασκευήκοιμήθηκε κοντά τέσσερις ώρες πριν απ’ το ξημέρωμα, κι αςσειόταν η γη από τους κεραυνούς, κι ας έσκιζαν το σκοτάδιοι φοβερές αστραπές. Η Αύρα, όταν βεβαιώθηκε πως ηΜπαρμπακούλα πράγματι κοιμόταν, σηκώθηκε, πήρε τοδίκοπο μαχαίρι με την κόκκινη λαβή κι έσταξε και στις δύοτου κόψεις τα δάκρυα των νυχτερίδων· έπειτα πήρε στο χέριτης το καλό μαύρο μαντίλι της γριάς και περίμενε στην εί-σοδο της σπηλιάς. Ο Δομένικος έφτασε μούσκεμα απ’ τηνκαταιγίδα που δυνάμωνε ολοένα, τα ρούχα του γεμάτα λά-σπες, τα χέρια του γδαρμένα και ματωμένα — ποιος ξέρειπόσες φορές είχε γλιστρήσει στα γκρεμοτσακίσματα τουΠύργου κι είχε πιαστεί απ’ τα αγκαθερά σκίνα την τελευ-ταία στιγμή. Μες στο σκοτάδι δε φαινόταν διόλου το πρό-σωπό του, καθώς είχε δέκα λεπτά που οι αστραπές είχανεπάψει — για λίγο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων.Μόλις πλησίασε πλάι της, και μόλο που ήτανε πάρα πολύλαχανιασμένος, η Αύρα τού ’δωσε στο δεξί χέρι το μαχαίρικαι στο αριστερό το μαύρο μαντίλι, «ρίξε το μαντίλι στοπρόσωπό της και χτύπα τρεις φορές στην καρδιά, επιθυ-μώντας μονάχα το θάνατό της και τίποτε άλλο, κι έπειτακόψ’ της το λαρύγγι…» του ψιθύρισε. Μια τρελή λάμψη φά-νηκε στα μάτια του βαρκάρη και, χωρίς διόλου να νοιαστείγια να μιλήσει χαμηλόφωνα, της είπε ξερά: «Πρέπει ναξέρω αν μ’ αγαπάς…» Η Αύρα, σαν άκουσε τα λόγια του,πλησίασε στο πρόσωπό του, σχεδόν άγγιξε το μάγουλό τουμε τα χείλη της και του ψιθύρισε αντί γι’ απάντηση τούτα τα

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄306

Page 309: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

λόγια, τονίζοντας τις κουβέντες της μία-μία: «Κοίτα να τηςκόψεις γοργά το λαρύγγι, να μην προφτάσει να ξεστομίσειτίποτε…» Τότε ο Δομένικος μούγκρισε κάτι ακατανόητομες στα δόντια του, έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και, πα-ραμερίζοντας με το μπράτσο του τη νέα γυναίκα, προχώ-ρησε στο βάθος της σπηλιάς. Όταν ο βαρκάρης έφτασεπάνω απ’ τη μάνα του, που κοιμόταν ανάσκελα, γονάτισεπλάι της και με το αριστερό του χέρι σκέπασε το πρόσωπότης με το μαύρο μαντίλι — η Μπαρμπακούλα δεν ξύπνησεμε την αφή του μαντιλιού. Ταυτόχρονα ο γιος της πίεσε τομαντίλι με την αριστερή παλάμη του στο πρόσωπο τηςγριάς, για να μη δει τα μάτια της μάνας του την ώρα που τησκότωνε, και σήκωσε το τρεμάμενο δεξί του χέρι με το δί-κοπο μαχαίρι· αμέσως το κατέβασε μ’ όλη του τη δύναμηστην καρδιά της και το αίμα της τινάχτηκε σα σιντριβάνιεπάνω του, στο πρόσωπό του, στο στήθος του, ενώ την ίδιαστιγμή σείστηκε η γη — κάποιος κεραυνός φαίνεται είχεπέσει πολύ κοντά. Ούρλιαξε φοβερά τότε η Μπαρμπακούλακαι σπαρτάρισε πάνω στην κουβέρτα της· ο Δομένικος τηνκάρφωσε για δεύτερη φορά, έπειτα για τρίτη, τα ουρλιάγ-ματα δυνάμωναν συνεχώς και η γη σειότανε όλο και περισ-σότερο απ’ τους κεραυνούς… Κι ο βαρκάρης, λησμονώνταςολότελα τα όσα τού είχε πει η Αύρα, συνέχισε μανιασμένοςνα μαχαιρώνει τη μάγισσα στο μέρος της καρδιάς με απε-ρίγραπτη λύσσα· και σε κάθε μαχαιριά η σπηλιά φωτιζό-ταν σα μέρα από τη λάμψη των αστραπών. Στο έβδομοχτύπημα το ουρλιαχτό της μάγισσας σχημάτισε μια λέξη:«σκύλα»· ήτανε φως φανάρι πως η Μπαρμπακούλα νόμισεπως την έσφαζε η Αύρα… Στην επόμενη μαχαιριά, αντί γιαουρλιαχτό, η μάγισσα άρχισε ένα υπόκωφο παραλήρημα λέ-ξεων που ανακατεύονταν με τον επιθανάτιο ρόγχο: «…σ’είχα για κόρη μου, σκύλα, κι εσύ με πρόδωσες… κατάρα σεσένανε, οχιά… χαμόγελο να μην ανθίσει ξανά στα χείλησου… και στο εξής να μη νιώσεις πεθυμιά για σερνικό…κατάρα και στο παιδί που θα γεννήσεις… να ’ναι κορίτσι…

κεφάλαιο 40 307

Page 310: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

να μη χαρεί ποτέ της σμίξιμο με άντρα… ρώγες που θηλά-ζονται να μην έχει στο στήθος της… κι όποιον ερωτευτεί νατον δει να πεθαίνει μέσα σε χίλιες παρά μία μέρες… κι άματύχει κι αυτός να γλιτώσει, τότε εκείνη να μη δει το ξημέ-ρωμα της χιλιοστής…»· αυτά καταριότανε μέσα στο ρόγχοτης η Μπαρμπακούλα, κι ο γιος της ανεβοκατέβαζε το μα-χαίρι ξανά και ξανά, μα οι κατάρες της γριάς δε σταματού-σαν, μια μάγισσα σαν κι εκείνη δε μπορούσες να τησκοτώσεις έτσι εύκολα… Τότε, κι ενώ ο βαρκάρης είχε χτυ-πήσει πάνω από δέκα φορές, η Αύρα, που άκουγε έντρομητα λόγια της Μπαρμπακούλας, έβγαλε μια φοβερή κραυγή:«Το λαρύγγι… κόψ’ της επιτέλους το λαρύγγι…» Έμεινεακίνητος τότε ο Δομένικος για μια στιγμή, σα να ’χε ξυ-πνήσει από βαρύ όνειρο, και, καθώς χαλάρωσε μια ιδέα τοαριστερό του χέρι που κρατούσε σφιχτά το πρόσωπό της, ηγριά μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού της ελευθερώθηκε απ’ τομαύρο μαντίλι· τότε μια ακόμη αστραπή έσκισε το σκοτάδικαι για μια ελάχιστη στιγμή η Μπαρμπακούλα είδε το πρό-σωπο του φονιά της… Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτααπόλυτης σιωπής και η Αύρα ένιωσε το ίδιο αλλόκοτο μού-διασμα που ένιωθε όταν η γριά μάγισσα την έλουζε και τηχτένιζε. Κι έπειτα ακούστηκε ένα φριχτό γέλιο, ένα στρι-γκό, απόκοσμο κακάρισμα που τρυπούσε την ψυχή σα να’κοβε κανείς γυαλί με το μαχαίρι, ένας αιώνιος εφιάλτης,ναι, αυτό ήταν, η Μπαρμπακούλα ψυχορραγούσε, κι όμωςγελούσε, γελούσε όπως δε γέλασε ποτέ άνθρωπος· μόλιςείχε δει το πρόσωπο αυτού που την έσφαζε, ήταν ο γιος της,το γέννημα της δικής της κοιλιάς, και το μαχαίρι που τησκότωνε ήταν το ίδιο που του ’χε κόψει τον ομφάλιο λώρο,ίσως σε κείνο το σκοτεινό δευτερόλεπτο σκέφτηκε πως οκύριός της ανταμείβει έτσι την τόση της αφοσίωση κιένιωσε να κατακλύζεται από μια απερίγραπτη ευτυχία, ναι,ευτυχία, ζούσε το ακρότατο όριο, εκεί όπου η ζωή επιτέ-λους κατακτιέται ολοκληρωτικά απ’ το σκοτάδι, άρα ήτανεπόμενο να γελάσει όπως γέλασε, γιορτάζοντας τον από-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄308

Page 311: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

λυτο θρίαμβο της αλήθειας με όλη τη δύναμη της ψυχής τηςπου ’βγαινε απ’ το σώμα. Κι όσην ώρα γελούσε, έπαψε κάθεάλλος ήχος κι όλα γέμισαν με το φριχτό γέλιο της μαχαι-ρωμένης μάγισσας — ίσως να ήταν εκείνη που γελούσε έτσι,ίσως ο κύριός της, ίσως κι οι δυο μαζί. Η Αύρα έπεσε κάτωκι άρχισε να χτυπιέται καταγής, το γέλιο της γριάς ήταν σανα της έμπηγαν χίλια σπαθιά μες στο μυαλό της… Έξαφναόλα σταμάτησαν μεμιάς: το γέλιο της γριάς, η καταιγίδα, οιαστραπές· μες στο σκοτάδι ακούγονταν μονάχα τα ρυάκιατης βροχής που κυλούσαν ασυγκράτητα στην πλαγιά τουΠύργου. Η Αύρα, αφού συνήλθε κάπως, σηκώθηκε κι άναψεένα κερί· στο λιγοστό φως διέκρινε τον Δομένικο να έχειπέσει στο πλάι· στη χούφτα του κρατούσε ματωμένο το μα-χαίρι με την κόκκινη λαβή· έστω και καθυστερημένα, είχεκάνει αυτό που τον είχε δασκαλέψει εκείνη, είχε κόψει τολαιμό της μάνας του πέρα για πέρα…

κεφάλαιο 40 309

Page 312: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 313: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

41.

SSii cc mmuunndduuss cc rreeaattuuss ee sstt

Η μεγάλη κατολίσθηση της γης που καταπλάκωσε τησπηλιά της Μπαρμπακούλας άρχισε λίγα λεπτά μετά τοφονικό· οι κεραυνοί είχανε ξεριζώσει κάμποσα δέντρα απ’την κορφή του Πύργου και, καθώς έτρεχε το νερό, άρχισενα παρασέρνει τα χώματα από ψηλά και μαζί μ’ αυτά θά-μνους, κορμούς δέντρων και πέτρες… Και βέβαια θα θαβό-ντουσαν μες στη σπηλιά και ο Δομένικος και η Αύρα, ανεκείνη δεν είχε βγει έξω απ’ τη σπηλιά ένα λεπτό νωρίτερα— ήθελε να δει αν είχε φανεί το πρωινό αστέρι στο θόλο τηςνύχτας έπειτα από τη φοβερή καταιγίδα, ή μήπως μετά ταόσα είχαν γίνει δε θα ξημέρωνε ποτέ πια, μ’ αυτή την έγνοιαλοιπόν βγήκε έξω κι έξαφνα έπεσαν πάνω της οι πρώτοι πο-ταμοί της λάσπης, μαζί με θάμνους και κοτρόνια, και τηνέριξαν κάτω. Μόλις και μετά βίας κατάφερε να σηκωθεί καινα χωθεί και πάλι μες στη σπηλιά· τότε με ψυχραιμία θαυ-μαστή όρμησε στον πάγκο με τα μαγικά υγρά κι έκρυψεστον κόρφο της το πήλινο μπουκαλάκι με τα δάκρυα τωννυχτερίδων, έπειτα, κι ενώ απ’ την οροφή της σπηλιάς άρ-χισαν να πέφτουν χώματα, έτρεξε στο κουφάρι της νεκρής,πήρε το μαύρο μαντίλι με το οποίο τής είχε σκεπάσει τοπρόσωπο ο γιος της κι ύστερα τον άρπαξε απ’ το χέρι κιεκείνον. Ο Δομένικος όλη αυτή την ώρα μετά το φονικό είχε

[311]

Page 314: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

πέσει στο πλάι και κοκαλωμένος κοιτούσε στο κενό σα νε-κροζώντανος. Τον άρπαξε απ’ το χέρι λοιπόν και στην κυ-ριολεξία με το στανιό τον έσυρε ώς έξω — είναι άξιοναπορίας πού τη βρήκε τέτοια δύναμη η Αύρα να τον τραβή-ξει. Μόλις και πρόλαβαν να βγουν απ’ την είσοδο της σπη-λιάς, όταν κατέρρευσε η οροφή της· η Αύρα κι ο Δομένικοςπαρασύρθηκαν από το χείμαρρο της λάσπης, μαζί δέντρα,κλαδιά και πέτρες, σε μια τυφλή κατρακύλα που δεν έλεγενα σταματήσει μέχρι που σκοτείνιασαν όλα. Όταν συνήλθεη Αύρα, μισοπεθαμένη μες στις λάσπες κοντά διακόσιαμέτρα πιο κάτω απ’ τη σπηλιά της μάγισσας, ο ήλιος είχεανατείλει. Η νέα γυναίκα ένιωσε πως εκείνο το πρωινό ήτανμια ανεξήγητη παρέκκλιση από την αλληλουχία των αιώ-νων· στη χούφτα της κρατούσε ακόμη το μαύρο μαντίλι τηςΜπαρμπακούλας. Αμέσως αναζήτησε με τα μάτια τον Δο-μένικο· δε χρειάστηκε να ψάξει πολύ, καθόταν ανακούρ-κουδα δέκα μέτρα πιο πέρα και την κοιτούσε, το δεξί τουχέρι έσφιγγε ακόμη το μαχαίρι του φόνου, προφανώς είχεσυνέλθει νωρίτερα, ίσως και να μην είχε λιποθυμήσει καν…Η μέρα ήτανε καθαρή και ηλιόλουστη, χαρά Θεού. Η Αύραμισοσηκώθηκε κι αναζήτησε με τη ματιά της τη σπηλιά που’χε ζήσει τόσα χρόνια· δεν τη διέκρινε όμως πουθενά. Όληη δυτική πλευρά του Πύργου, απ’ την κορυφή ίσαμε τουςπρόποδες, έμοιαζε με τοπίο της Αποκάλυψης: τα πάνταείχαν σκεπαστεί απ’ τη λάσπη, και πότε-πότε στην επιφά-νεια έβλεπες κορμούς δέντρων αναποδογυρισμένους, με τιςρίζες ψηλά και τα κλαδιά χωμένα κάτω, σα να ’χε βγάλειη γη τα εντόσθιά της έξω. Εξάλλου όλοι μα όλοι οι σοφοίεπέμεναν πως έτσι φτιάχνεται ο κόσμος: με το φόνο ναεξανθρωπίζει, με το ξεσπλάχνισμα της αγάπης. Η Αύρα ξε-φύσηξε ανακουφισμένη· όλα είχαν θαφτεί στην κοιλιά τουΠύργου, και το κουφάρι της μάγισσας και τα μαγικά τηςφίλτρα, τα αναρίθμητα βότανα, πιοτά, μαντζούνια, ξερα-μένα φυτά, κόκαλα ζώων, μάτια ανθρώπων, τα κουτιά με τααδιανόητα μυστικά και τόσα άλλα, και βέβαια το μαύρο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄312

Page 315: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σκεπαστό μπισίκι, αυτό προπαντός, όλα είχαν θαφτεί λοι-πόν, και το χώμα θα γεννούσε χώμα. Σηκώθηκε όρθια καικοίταξε προς τον ορίζοντα· σκέφτηκε το παιδί που μεγά-λωνε μέσα της κι έπειτα τη φοβερή κατάρα της γριάς, ταδάκρυα των νυχτερίδων στον κόρφο της, το μαύρο μαντίλιπου κρατούσε στη χούφτα της· κάποτε γύρισε το κεφάλιτης κι είδε απέναντί της όρθιο τον αθώο γαλανομάτη με τοματωμένο μαχαίρι…

Όταν ο Δομένικος μίλησε, η φωνή του είχε τσακίσει, οικόρες των ματιών του είχαν ασπρίσει: «Δε μ’ αγάπησεςποτέ… ούτε στιγμή…» Η Αύρα πήγε να πει κάτι, μα ηγλώσσα της δέθηκε κόμπος και δεν έβγαλε μιλιά· αν μπο-ρούσε να μιλήσει, θα του έλεγε πως ίσως και να τον αγα-πούσε, ίσως όχι, πως ποτέ της μέχρι τότε δεν το είχεσκεφτεί, πως ίσως να ένιωθε την αγάπη της γι’ αυτόν μόλιςκαταλάγιαζε κάπως μέσα της ο εφιάλτης της προηγούμε-νης νύχτας. Όμως δεν του είπε τίποτε απ’ όλ’ αυτά εκείνοτο πρωινό, κι εκείνος γύρισε την πλάτη του και, τσαλαβου-τώντας μες στη λάσπη, έφυγε προς την ακτή των φιδιών,κρατώντας πάντοτε σφιχτά στη χούφτα του το ματωμένομαχαίρι. Η Αύρα δεν τον ξανάδε· στα επόμενα χρόνια όμωςάκουσε να λέγονται γι’ αυτόν πράγματα φοβερά και τρο-μερά, ότι δηλαδή μια μέρα βγήκε με τη μαύρη βάρκα τουστ’ ανοιχτά και δε γύρισε ποτέ στη στεριά, πως η καλύβατου ρήμαξε κι αυτός έγινε στοιχειό της θάλασσας, φάντα-σμα που τα βράδια σεργιανούσε με τη μαύρη βάρκα του απότα Γράμματα ώς τη Βαρβαρούσα και το αντίστροφο, κιόποια βάρκα ή καΐκι πετύχαινε σαλτάριζε μέσα και τρα-γουδούσε στους ψαράδες την αρχή από ένα ολότελα άγνω-στο ξένο τραγούδι και τους έβαζε με το στανιό να του πουντη συνέχεια και, καθώς βέβαια εκείνοι δεν το ’ξεραν, τουςέκοβε το κεφάλι μ’ ένα μεγάλο δίκοπο μαχαίρι που ’χε κόκ-κινη λαβή. Για αρκετό καιρό βοούσε ο τόπος, καθώς ψαρά-δες εξαφανίζονταν κάθε μήνα, κι άλλοι ψαράδες που τουςέψαχναν έβρισκαν τις βάρκες τους ξεβρασμένες κάπου στη

κεφάλαιο 41 313

Page 316: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

βορειοδυτική πλευρά του νησιού και μέσα σ’ αυτές ακέφαλακορμιά που τ’ αναγνώριζαν από τα ρούχα. Κάποιος ψαράςπου του ξέφυγε πέφτοντας στη θάλασσα, ο μόνος που τουγλίτωσε, είπε πως ο μυστηριώδης «φονεύς των ψαράδων»,όπως τον αποκαλούσαν τα τοπικά φύλλα, ήτανε ο Δομένι-κος, ο σημαδεμένος γιος της Μπαρμπακούλας, και βέβαιατότε ήταν που έγινε ο μεγάλος ντόρος, μέχρι και οι αθηναϊ-κές εφημερίδες έγραψαν γι’ αυτό· για τρεις μήνες η ακτο-φυλακή έκανε περιπολίες τα βράδια να τον πιάσει, και ταψαράδικα πήγαιναν προς τα εκεί δεμένα πέντε-πέντε, κι όλοιοι ψαράδες ήταν με τα δίκαννα στο χέρι κι είχαν έτοιμουςτους δυναμίτες για την περίπτωση που θα τον πετυχαίναν·όλες οι προσπάθειές τους πήγαν στο βρόντο. Στο τέλος ηακτοφυλακή μαζί με την αστυνομία έβγαλαν ανακοίνωσηπως τους ψαράδες τούς σκότωνε η μαφία, έμποροι όπλωνκαι ναρκωτικών και τέτοια — δε μπορούσαν να το παραδε-χτούν επίσημα πως ο φριχτός σφαγέας ήτανε ένα φάντα-σμα. Μα, σα χαλάρωσαν οι έρευνες, ο βαρκάρης με τημαύρη βάρκα ξαναχτύπησε: έσφαξε δυο ψαράδες κι ένα ζευ-γάρι ξένους τουρίστες. Η ακτοφυλακή μίλησε και πάλι γιαμαφία και απαγόρευσε να πλέει οποιοδήποτε σκάφος βό-ρεια και δυτικά της Σύρου. Μα για πολλά χρόνια ακούγο-νταν ιστορίες για τον μυστηριώδη βαρκάρη που όποιοςξεχνιόταν και πήγαινε με το καΐκι του προς τα νερά τού’παιρνε το κεφάλι — τα φαντάσματα κρατούν μαχαίρια πουδε στομώνουν.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄314

Page 317: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

42.

SSii cc oommnneess rree ss nnaattaaee aabb hhaacc uunnaa rree

Το Σάββατο που ξημέρωσε έπειτα απ’ τη φοβερήνύχτα του φόνου ήταν για την Αύρα η πρώτη μέρα της νέαςζωής της· αφού περιπλανήθηκε ώς το απόγευμα, βρήκε μιαπηγή, λούστηκε, έπλυνε τα ρούχα της και το μαύρο μαντίλικι έπειτα άναψε φωτιά για να περάσει τη νύχτα. Την άλλημέρα ξεκίνησε και πήγε στην Ερμούπολη, κι όχι στηνΑπάνω Χώρα, γιατί εκεί μπορεί να τη θυμόντουσαν και νατην αναγνώριζαν, κι ας είχανε περάσει τόσα χρόνια· είχετυλίξει τα μαλλιά της με το μαντίλι της μάγισσας και στονκόρφο της είχε το μπουκαλάκι με τα δάκρυα των νυχτερί-δων. Έτσι, βρέθηκε η Αύρα στην πρωτεύουσα της Σύρου,το πρωί μιας Κυριακής στα τέλη του Σεπτεμβρίου του χίλιαεννιακόσια σαράντα εννιά, με την κοιλιά φουσκωμένη στονέκτο μήνα. Αφού περιπλανήθηκε για τρεις μέρες, βρήκεδουλειά και στέγη σ’ ένα καλαθάδικο· τη συμπόνεσε ο κα-λαθάς· μια γυναίκα γκαστρωμένη, μόνη κι έρημη, θα σκέ-φτηκε πως είναι αμαρτία να γυρνάει σαν το σκυλί—ερχότανε και χειμώνας— κι έτσι την πήρε στο μαγαζί τουνα κοιμάται εκεί τα βράδια και της έδινε κι ένα πιάτο φα-γητό… Η Αύρα τού ’χε πει πως είχε έρθει απ’ την Άνδρο,είχε γκαστρωθεί με ένα ναύτη κάποιου εμπορικού που τονσυνάντησε μόλις για μια νύχτα κι έπειτα, όταν η εγκυμο-

[315]

Page 318: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σύνη της έγινε φανερή, έφυγε απ’ το νησί, καθώς η ζωή τηςείχε γίνει κόλαση, ντροπή φοβερή για τους δικούς της καιπερίγελος σε ολόκληρη τη Χώρα· έτσι, μπήκε λαθραία σ’ένα πλοίο που μετέφερε κάρβουνο για να πάει στην Αθήνα,όμως την έπιασαν γρήγορα και την κατέβασαν στην Ερ-μούπολη. Ο καλαθάς την πίστεψε βέβαια αυτή την ιστορία— τι λόγο είχε για το αντίθετο· ήταν ένας αγαθός άνθρωποςκι ούτε στιγμή δεν έβαλε στο νου του σκέψη πονηρή γιακείνη. Όμως η γυναίκα του, μια στρίγκλα μέγαιρα, από κεί-νες που συνήθως παντρεύονται οι αγαθιάρηδες, δεν ήθελενα τη βλέπει στα μάτια της την Αύρα· «πουτάνα» την ανέ-βαζε, «πουτάνα» την κατέβαζε, κι απαιτούσε από τον άντρατης να τη διώξει αμέσως την ξεφτιλισμένη. Μα ο καλαθάς,παραδόξως, πάτησε πόδι, «ίσαμε που να γεννήσει το παιδίη κοπέλα θα μείνει στο μαγαζί, ο κόσμος να χαλάσει…»είπε και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Εξάλλου η Αύραδεν του ήταν κι ολότελα άχρηστη· ήξερε να πλέκει όμορφακαλάθια — είχε μάθει την τέχνη απ’ τη μάνα της. Κι έτσι,πέρασαν οι μήνες κι η Αύρα έμενε στο καλαθάδικο — εκεί,το παγερό βράδυ των Χριστουγέννων του σαράντα εννιά,γεννήθηκε το μωρό της. Το ξεγέννησε μονάχη της με πό-νους φοβερούς και μισολιπόθυμη έκοψε τον ομφάλιο λώρομε το μαχαίρι που έκοβαν τα καλάμια. Ήταν κορίτσι, όπωςείχε προείπει η Μπαρμπακούλα, κι είχε στο δεξί του μά-γουλο μια μεγάλη κρεατοελιά σαν κολλημένο φύκι. Δεν τοβάφτισε ποτέ σε εκκλησία· του ’δωσε όμως το όνομα Δομέ-νικα, το όνομα δηλαδή του άντρα που το ’σπειρε στην κοι-λιά της.

Όταν το μωρό έγινε σαράντα ημερών, στις αρχές τουΦλεβάρη του χίλια εννιακόσια πενήντα, η Αύρα το πήγε μιανύχτα με πανσέληνο στο πηγάδι του Σταυρού, έξω απ’ τηνΕρμούπολη. Κι εκεί, με μακρύ βελόνι, από κείνα που ρά-βουν τα δέρματα, του κατατρύπησε τα χείλια σταλάζονταςμέσα στο αίμα του δάκρυα νυχτερίδας, γιατί, όπως σου έχωξαναπεί, αν ματώσεις ζωντανό σώμα με μέταλλο που ’χεις

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄316

Page 319: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

στάξει πάνω του δάκρυ νυχτερίδας, το σώμα αυτό θα υπα-κούει για πάντα σ’ αυτό που θα βάλεις στο νου σου την ώραπου το πληγώνεις, είτε είναι για ζωή είτε για θάνατο. Καιστο μυαλό της Αύρας, την ώρα που πλήγωνε τα χείλια τηςΔομένικας, ήταν κάτι και για ζωή και για θάνατο: για τηζωή του παιδιού που ’χε γεννήσει και συνάμα για τον θάνατοόσων θα το φιλούσαν στο στόμα. Όλον εκείνο τον καιρό πουπερίμενε να γεννήσει, αλλά και τις μέρες που ακολούθησανκαι κρατούσε πια στην αγκαλιά της μια ζωντανή ψυχή σ’ένα τρεμάμενο βρεφικό σώμα —μια ζωή που ’χε κλαπεί απ’τον ίδιο τον διάβολο— όλον εκείνο τον καιρό η μάνα της δα-σκάλας μας δε σκεφτόταν τίποτε άλλο μέρα και νύχτα παράτην κατάρα που ’χε ξεστομίσει για την κόρη της η Μπαρ-μπακούλα την ώρα που ψυχορραγούσε· το ’ξερε καλά πως ηκατάρα μιας μάγισσας που ξεψυχά πιάνει χίλια στα εκατό.Και, για να μην πεθάνει η κόρη της μόλις περάσουν χίλιεςμέρες από τη μέρα που θα ερωτευόταν έναν άντρα, έπρεπενα πολεμήσει την κατάρα με κατάρα… Καθώς, λοιπόν, δεμπορούσε να την κάνει να μην ερωτευτεί ποτέ στη ζωή της—τη σάρκα θα τρυπούσε με το σταγμένο βελόνι, δε γινόταννα της τρυπήσει την ψυχή—, μόνο μια εκδοχή τής απόμενε:όποτε η Δομένικα ερωτευόταν κάποιον, αυτός έπρεπε ναπεθαίνει μέσα σε χίλιες παρά μία μέρες, ειδάλλως θα πέ-θαινε εκείνη. Κι όσο κι αν το βασάνισε στο μυαλό της, ηΑύρα δε μπόρεσε να βρει καλύτερη λύση απ’ αυτή που σκέ-φτηκε από τις πρώτες στιγμές μόλις άκουσε την κατάρατης Μπαρμπακούλας· γι’ αυτό άλλωστε έριξε στον κόρφοτης το μπουκαλάκι με τα δάκρυα των νυχτερίδων λίγο πρινκαταρρεύσει η οροφή της σπηλιάς: θα στάλαζε το μαγικόδάκρυ στα χείλη της Δομένικας, έχοντας στο μυαλό τηςαυτό που της φαινότανε ως η μόνη λύση: όποιος κι αν τα φι-λούσε αυτά τα χείλη, να σωριαστεί νεκρός ευθύς αμέσως· κιέτσι, η κόρη της δε θα κινδύνευε και τόσο απ’ την κατάρατης γριάς, καθώς, όποτε ερωτευόταν κάποιον, θα πέθαινεεκείνος μόλις τη φιλούσε. Και πράγματι, αυτό έγινε εκείνη

κεφάλαιο 42 317

Page 320: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τη λαμπερή νύχτα του Φεβρουαρίου που η Αύρα φαρμά-κωσε τα χείλια του παιδιού της με δάκρυα νυχτερίδας, ψι-θυρίζοντας όλη την ώρα που την τρυπούσε ξανά και ξανάτην ίδια πρόταση «…όποιος φιλήσει τούτα τα χείλια ναφύγει αμέσως η ζωή απ’ το σώμα του…», παραβλέπονταςβέβαια —μήπως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς;— πως, αναυτό επιτάσσουν οι θάλασσες του αίματος, είναι πιθανό ναερωτευτείς κάποιον δίχως να τον φιλήσεις ποτέ, πως γίνε-ται να αγαπήσεις κάποιον με τα μάτια ή με τ’ αυτιά, ήακόμα και διαβάζοντας ένα μισοκαμένο γράμμα και να μηντον συναντήσεις καν (κι άμα τύχαινε κάτι τέτοιο στην κόρητης, θα πήγαινε τζάμπα όλο το σχέδιό της, κι η Δομένικα θαπέθαινε ανυποψίαστη χίλιες μέρες μετά το φοβερό σκίρ-τημα της καρδιάς της)· το παρέβλεψε αυτό η Αύρα λοιπόνή, αν το συλλογίστηκε, θα το ’διωξε αμέσως απ’ το νου της,όπως επίσης παρέβλεψε και το ότι μπορούσε να φιλήσει μετα θανατηφόρα χείλη της κάποιον δίχως να τον έχει ερω-τευτεί και να τον αφήσει στον τόπο — όλα αυτά τα παρέ-βλεψε η Αύρα και φαρμάκωσε τα χείλη του μωρού της…Και, μόλις ξημέρωσε, πέταξε το πήλινο μπουκαλάκι μεςστο ξεραμένο πηγάδι του Σταυρού, που έλεγαν πως δεν είχεπάτο, μα πήγαινε κατευθείαν ώς τη μαύρη φλόγα στο κέ-ντρο της γης.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄318

Page 321: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

43.

Όπου ο ήλιος χάνεται και συμβαίνουν γεγονότα φριχτά και ανόσια

Η Αύρα συνάντησε τον Νίκο Φραντζή μια βδομάδαυστερότερα και μόλις δυο μέρες μετά παντρεύτηκαν στονΆγιο Νικόλαο. Εκείνη καθόταν σ’ ένα παγκάκι στα υπό-στεγα της αποθήκης του λιμανιού με το μωρό της τυλιγ-μένο σε μια κουβέρτα· ήτανε μεσημέρι κι έβρεχε με τοτουλούμι, μόλις το ίδιο πρωί είχε φύγει απ’ το καλαθάδικο,καθώς μαζί με τον καλαθά ήρθε στο μαγαζί κι η γυναίκατου, που της είπε ουρλιάζοντας να ξεκουμπιστεί αμέσωςαπό κει· πλάι της την κοιτούσε περίλυπος ο καλοκάγαθοςάνθρωπος, έτοιμος να βάλει τα κλάματα — ποιος ξέρει τιλόγια και τι απειλές θα ’χε χρησιμοποιήσει η γυναίκα τουγια να τον εξαναγκάσει να τη διώξει. Όταν έφυγε, ο καλα-θάς τής έβαλε στο χέρι ένα μάτσο χαρτονομίσματα· η Αύραστην αρχή αρνήθηκε, μα, καθώς είδε την ικεσία στο βλέμματου, τα πήρε κι έσκυψε το κεφάλι με ευγνωμοσύνη. Πήγεκατευθείαν στο λιμάνι — το ’χε αποφασίσει, θα ’φευγε με τοβραδινό πλοίο για την Αθήνα κι εκεί θα ’βλεπε τι θα γινό-ταν. Ο Νίκος Φραντζής περπατούσε μες στη βροχή όταντην είδε· μια τέτοια βόλτα ήταν γι’ αυτόν μια απ’ τις ελά-χιστες ευχάριστες στιγμές μιας οδυνηρά αδιάφορης καθη-μερινότητας. Οι Φραντζήδες ήταν απ’ τους ξακουστούς

[319]

Page 322: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

εφοπλιστές του καιρού εκείνου, Ανδριώτες στην κατα-γωγή· ο Νίκος είχε γεννηθεί στη Σύρο, καθώς ο πατέραςτου πριν από χρόνια άνοιξε στην Ερμούπολη γραφεία τωνεπιχειρήσεων της οικογένειας και παντρεύτηκε Συριανή.Η μάνα του Νίκου πέθανε από τύφο όταν ο γιος της ήτανπέντε χρονών. Από κείνη είχε κρατήσει μονάχα μια θολήανάμνηση, σαν όνειρο· τον μεγάλωσαν οι γκουβερνάντες κιοι δασκάλες, ήταν παιδί μοναχικό και λιγομίλητο, μεβλέμμα σκοτεινιασμένο κι απλανές που φανέρωνε αρχέςκατάθλιψης. Στα δεκαοχτώ του είχε την πρώτη αιμόπτυση— οι γιατροί διέγνωσαν φυματίωση. Όταν πέθανε ο πατέ-ρας του στο τέλος του πολέμου, ήτανε είκοσι πέντε χρονώνκι ανέλαβε το γραφείο της Ερμούπολης. Οι θείοι του δενέφεραν καμία αντίρρηση· το γραφείο εκείνο είχε πια χαρα-κτήρα διεκπεραιωτικό, τις αποφάσεις τις έπαιρναν στα κε-ντρικά, στον Πειραιά. Κι έτσι, περνούσε τη ζωή του μόνοςκι αμίλητος, στο δρόμο δε χαιρετιόταν με κανέναν, μια φι-γούρα ξερακιανή κι ωχρή, με ρουφηγμένα ζυγωματικά καιτο πρόσωπο συσπασμένο σε μόνιμο μορφασμό οδύνης.Όταν έβρεχε, έπαιρνε τους δρόμους χωρίς ομπρέλα ή ρε-πούμπλικα, ήταν σχεδόν το μόνο πράγμα που τον ευχαρι-στούσε, να μουσκεύει περπατώντας στη βροχή χωρίς αιτίακαι χωρίς σκέψη, χωρίς να τον ακολουθεί ο ύπουλος ίσκιοςτου σε κάθε βήμα… Εκείνο το μεσημέρι του Φεβρουαρίουτου χίλια εννιακόσια πενήντα, σαν είδε την Αύρα από μα-κριά, κοντοστάθηκε για ένα-δυο λεπτά κι έπειτα προχώ-ρησε με βήμα αποφασιστικό και κάθισε δίπλα της στοπαγκάκι. Μείνανε εκεί ίσαμε που σιγά-σιγά πήρε να βρα-διάζει· τότε φάνηκε απ’ τη γωνιά ο Τζάβακας με τ’ όργανότου, ο πλανόδιος μπουζουξής του λιμανιού, που τραγου-δούσε όπου έβρισκε για λίγες δεκάρες ή για ένα ποτήρικρασί. Μόλις είδε το παράταιρο ζευγάρι, άρχισε ένα ρε-μπέτικο τραγούδι, όχι κάποιο από τα γνωστά, μα έναπαλιό και ξεχασμένο: «Δεν πάω πια στο Πισκοπιό νακάτσω στην πεζούλα, γιατί μου βγάλαν αβανιά πως αγαπώ

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄320

Page 323: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μια δούλα…» Σαν τέλειωσε, ο Νίκος τού ’δωσε όσα νομί-σματα βρήκε στην τσέπη του· έπειτα γύρισε προς την Αύρακαι τη ρώτησε απλά: «…Πάμε;» Η βροχή δεν έλεγε νασταματήσει…

Παντρεύτηκαν δυο μέρες μετά στον Άγιο Νικόλαο καιστο γάμο μαζεύτηκε όλη η καλή κοινωνία της Ερμούπολης.Βέβαια τα πάντα έγιναν τόσο βιαστικά, που δεν πρόλαβε να’ρθει κανείς απ’ τους Φραντζήδες, μα αυτό ήταν το λιγότεροαπ’ όσα απασχόλησαν για πολύ καιρό ολόκληρη την πόλη.Στ’ αλήθεια, και τι δεν κουτσομπολεύτηκε για εκείνον τογάμο: η άγνωστη νύφη που ’ταν όμορφη σαν οπτασία καισυνάμα τόσο παράξενα θλιμμένη, ο γαμπρός με τα πειραγ-μένα λογικά, κίτρινος και με τα σημάδια του θανάτου νασκιάζουν το πρόσωπό του, και βέβαια οι εικασίες να δίνουνκαι να παίρνουν, κυρίως για την Αύρα· ποια ήταν, από πούήρθε, ποιανού ήταν το παιδί, πώς τον τύλιξε, αν θα της ταγράψει όλα στη διαθήκη κι άλλα παρόμοια. Κι όταν μαθεύ-τηκε πως η νύφη δεν ήταν Ανδριώτισσα μα Φραγκοσυριανή,τότε βούιξε όλη η Σύρος, ιδίως στην Απάνω Χώρα δενυπήρχε άνθρωπος που να μη θυμότανε την Αύρα Μακάρη,μόλο που για δέκα χρόνια την είχανε λησμονήσει ακόμακαι οι ίδιοι της οι συγγενείς. Αμέσως επινοήθηκε και μιαφανταστική ιστορία, πως τάχα η Αύρα έφυγε με την αρχήτου πολέμου στην Άνδρο και με τόση ομορφιά εύκολαέπιασε κάμαρη στο πιο ξακουστό σπίτι, στη Μαρία την Αυ-στριακή, που ’κανε δουλειές σχεδόν μοναχά με Ιταλούς. Σαντέλειωσε ο πόλεμος, συνέχισε αυτή τη δουλειά μέχρι πουγκαστρώθηκε από λάθος κι ήρθε στη Σύρο να γεννήσει. Κιέπειτα συναντήθηκε με τον Φραντζή — ποιος ξέρει τι μάγιαθα του ’κανε, πάντως παντρεύτηκαν μέσα σε δύο μέρες απ’τη συνάντησή τους. Όλο το νησί το ’ξερε πως ο Φραντζήςδεν έστεκε καλά, μα δεν τον είχαν ικανό να παντρευτεί μιατου δρόμου με το μούλικό της. Έτσι λέγανε, και βέβαια κα-νένας δε μπορούσε να φανταστεί τι είχε κάνει στ’ αλήθεια ηΑύρα όλα αυτά τα χρόνια… Και κάποιοι απ’ τους παλιότε-

κεφάλαιο 43 321

Page 324: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ρους Πανωχωρίτες θυμήθηκαν το πώς πέθαναν οι γονιοί τηςκαι το τι λεγόταν τότε για τους Μακάρηδες και, βλέπονταςτην κατοπινή τύχη της Αύρας, είπαν και πάλι πως η ζωήείναι ένας μύλος.

Το πρώτο πράγμα που θυμόταν η Δομένικα απ’ τη ζωήτης ήταν το σπίτι στην Ερμούπολη, η μυρωδιά απ’ τασκούρα έπιπλα, τα ψηλά κιτρινισμένα ταβάνια, τα πορτρέταμε τα θλιμμένα πρόσωπα στους τοίχους, η κυκλική εσωτε-ρική σκάλα που ’τριζε ανυπόφορα σε κάθε βήμα. Τον πα-τέρα της —μέχρι τα δεκάξι της χρόνια νόμιζε για πατέρατης τον Νίκο Φραντζή— τον έβλεπε για ελάχιστα λεπτά μιαφορά κάθε μέρα· η τυραννισμένη μορφή του, το κίτρινοδέρμα του, μα κυρίως η απόκοσμη αγέλαστη ματιά του, που,όταν κοιτούσε κάποιον, έμοιαζε να βλέπει κάτι φριχτό πουγινόταν πίσω απ’ την πλάτη του, γεννούσαν μέσα της ένααλλόκοτο αίσθημα αποστροφής. Τις πιο πολλές ώρες τιςπερνούσε με τις δύο υπηρέτριες, τη γρια-Τάσω —αυτή με-γάλωσε τη συχωρεμένη τη γιαγιά της, τη μάνα του Νίκου—και τη Ντίνα, που ’ταν είκοσι χρονών κι έκανε τις δουλειέςτου σπιτιού. Κάθε μεσημέρι μετά το φαγητό ερχόταν στοδωμάτιό της η Αύρα και τη νανούριζε ίσαμε να την πάρει ούπνος, τραγουδώντας ένα παράξενο θλιμμένο τραγούδι μεξένα λόγια. Ήταν η μόνη ώρα που η μικρή έμενε μονάχη μετη μητέρα της κι ένιωθε πως ζούσε κι ανέπνεε αποκλειστικάγια κείνες τις στιγμές: το μεσημεριανό φως έμπαινε μέσααπ’ τις γρίλιες των παντζουριών, το δωμάτιο μύριζε σκόνηκαι ξύλο, τα λευκά σεντόνια δρόσιζαν την παιδική σάρκα κιη Αύρα τραγουδούσε το παράξενο παράπονό της χαϊδεύο-ντάς της τα μαλλιά· αχ, πώς θα μπορούσε να γεμίσει μεχαρά το βλέμμα της μανούλας, πώς θα μπορούσε να διώξειτη θλίψη απ’ την ψυχή της, να της χαρίσει τα ξεκαρδίσματατης Ντίνας ή των κοριτσιών, που τα καλοκαίρια έπαιζανστην ανοιχτωσιά πίσω απ’ το σπίτι — αυτό σκεφτόταν κιένιωθε πως άξιζε να ζει μόνο και μόνο για να γλυκάνει λίγοτο παράπονο της μητέρας της, ώσπου την κύκλωνε ένας

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄322

Page 325: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

βαρύς ύπνος γεμάτος πολύχρωμα όνειρα… Κι όσο μεγά-λωνε, κι ενώ άρχισαν να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι οι δα-σκάλες, καταλάβαινε όλο και πιο πολύ πως κάτι παράξενοσυνέβαινε ανάμεσα στους γονιούς της: κοιμόντουσαν σε χω-ριστά δωμάτια, τρώγανε χώρια, αντάλλασσαν αναμεταξύτους ελάχιστες κουβέντες, κι αυτές ολότελα τυπικές. Η Δο-μένικα απέδιδε βέβαια όλες τις ευθύνες για τη θλίψη πουείχε κυριεύσει το σπίτι σε κείνον που νόμιζε για πατέρα της.Ένα βράδυ που την ξύπνησε ένας τρομερός εφιάλτης πήγεχωρίς να το σκεφτεί διόλου στο δωμάτιο της μάνας της, μαδεν τη βρήκε εκεί· παραξενεμένη, την αναζήτησε, κι ότανείδε την πόρτα της βεράντας ανοιχτή, πλησίασε και κοίταξεπίσω απ’ τις κουρτίνες: ο πατέρας και η μάνα της καθό-ντουσαν στην κούνια δίχως το κορμί του ενός ν’ αγγίζει τονάλλο και με το βλέμμα χαμένο στη μαυρίλα της νύχταςκλαίγανε σιωπηλά, ενώ φυσούσε το βραδινό αγέρι· εκείνοτο βράδυ η Δομένικα ένιωσε για πρώτη φορά πως τα δά-κρυα ενώνουν τους ανθρώπους περισσότερο απ’ την ομορφιάή τον θάνατο… Χρόνια αργότερα, κι ενώ ο Νίκος Φραντζήςείχε πεθάνει, έμαθε από την Αύρα πως ποτέ δεν είχανε κοι-μηθεί μαζί — μήτε καν είχαν φιληθεί, μήτε ο ένας είχε μάθειτα μυστικά του άλλου. Μόνο τα βράδια έκλαιγαν πλάι-πλάιστην κούνια της βεράντας — ήταν η μέρα που έμαθε ποιοςήταν ο πραγματικός της πατέρας, καθώς και τα όσα φοβεράείχανε γίνει πριν εκείνη γεννηθεί…

Η Δομένικα ήταν κοντά δέκα χρονών όταν το καλο-καίρι του χίλια εννιακόσια πενήντα εννιά άρχισαν οι ακα-τανόητες εκλείψεις του ήλιου: από τη γιορτή του Πνεύματοςίσαμε της Παναγιάς κάθε μέρα, την ώρα του μεσημεριού, οήλιος χανόταν για μια-δυο ώρες — η μέρα σκοτείνιαζε καιγινόταν σα σούρουπο. Ακόμα κι οι γέροι που ’χανε ζήσεικοντά έναν αιώνα, ή εκείνοι που ’χανε γυρίσει όλα τα μέρητου κόσμου, δεν είχανε ακούσει ή δει κάτι παρόμοιο.Αστρονόμοι που ήρθανε απ’ την Αθήνα και στήσανε μεγάλατηλεσκόπια στο νησί δε μπόρεσαν να δώσουν καμία εξή-

κεφάλαιο 43 323

Page 326: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

γηση, παρά φωνάξανε κι άλλους αστρονόμους, ξένους αυτήτη φορά, με ακόμη πιο μεγάλα τηλεσκόπια, που όμως κιαυτοί κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα: πως κάτι ακατα-νόητο συνέβαινε στη Σύρο, κάτι που περιγράφεται στα βι-βλία της θλίψης ως προμήνυμα της έλευσης του φοβερούθηρίου. Εκείνο τον καιρό γίνανε κι όσα μάς είχε πει η δα-σκάλα μας κάποιο δεκεμβριάτικο μεσημέρι, ενάμιση χρόνοπριν από την άνοιξη του εβδομήντα εφτά, και τότε μάς φά-νηκαν ακατάληπτα: το καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια πε-νήντα εννιά η Σύρος μαστιγώθηκε από ένα ρυπαρό μίασμα,μια ακατανόητη κατάρα, καθώς το φεγγάρι είχε πάρει τοέντονο γαλάζιο χρώμα που όσοι ήξεραν έλεγαν πως ση-μαίνει ότι κάποιος εκδικείται μια προδοσία· οι πετεινοί λα-λούσαν ασταμάτητα μέρα και νύχτα, τα ζώα ψοφούσαν απ’το φαρμάκι των φιδιών, η θάλασσα γέμισε νεκρά ψάρια, ταχωράφια ρημάχτηκαν από τρομερούς αρουραίους, και κάθεπρωί τα παιδιά βρίσκανε πάνω στα βράχια σαύρες φριχτάκομμένες στα δύο — μα ποιο χέρι κυβερνούσε το λεπίδι πουτις έκοβε έτσι; Όσες γυναίκες ήταν γκαστρωμένες εκείνοτον καιρό στο νησί γέννησαν όλες πριν της ώρας τους παι-διά ήδη πεθαμένα ή σακατεμένα, που πέθαναν πριν κλεί-σουν μήνα, κάμποσοι άντρες παλάβωσαν κι έκοβαν τιςφλέβες τους πάνω από τα πηγάδια παρακαλώντας τον Θεόνα τους συγχωρήσει. Φυσικά από τις πρώτες μέρες άρχι-σαν ευχέλαια, εξορκισμοί, λιτανείες, ολονύχτιες λειτουρ-γίες, περιφορές ιερών λειψάνων — δεν υπήρχε η παραμικρήαμφιβολία, ο διάβολος ήταν αυτός που ’κρυβε τον ήλιο κιείχε ρίξει το θανατικό στο νησί. Οι παλιότεροι θυμήθηκανκαι την Μπαρμπακούλα, μόλο που δεν είχανε σημάδι τηςγια περισσότερα από είκοσι χρόνια. Στα μέσα του Ιουλίουοι παπάδες του νησιού, ορθόδοξοι και καθολικοί, ζήτησαναπ’ τον κόσμο να κάψει ό,τι είχε στην κατοχή του και ήτανπιθανό να συνδέεται με τον σατανά· κι έτσι, για τρία βράδιαστις πλατείες άναβαν μεγάλες φωτιές και έκαιγαν φυλα-χτά, ματόχαντρα, χαϊμαλιά, κομμένες πλεξούδες μαλλιών,

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄324

Page 327: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ξεραμένα λουλούδια, αγαλματάκια, πονηρά βιβλία, εικο-νίτσες, συνταγές για το ξεμάτιασμα, για το γύρισμα τηςτύχης, για να γυρίσει πίσω ο άπιστος άντρας, συνταγές γιαμάγια που θα έλυναν τα μάγια, σεντόνια που σε κοίμιζανμια και καλή, μαντίλια που σε έκαναν να μη λησμονήσειςποτέ, μπουκάλια μ’ όλα τα μαγικά φαρμάκια, κι όλοι απο-ρούσαν πού βρέθηκαν τόσα σύνεργα του πονηρού στο νησί,από ποια μπαούλα τα ξεκαταχώνιασαν, καθώς ήτανε τόσαπολλά, που έφταναν για να θρέψουν τρεις και τέσσερις φω-τιές κάθε βραδιά. Τα μεσημέρια, την ώρα των εκλείψεων,όλος ο κόσμος κλεινόταν στα σπίτια του — μόνο οι τρελοίπερπατούσαν στους δρόμους· τότε η Δομένικα έβγαινεκρυφά απ’ τη μάνα της και τις υπηρέτριες στη βεράντα μ’ένα κομμάτι σκούρο γυαλί στο χέρι για να δει το χάσιμοκαι το φανέρωμα του ήλιου, καθώς, την ώρα που μαύριζεο ουρανός, ένιωθε κάθε φορά να της συμβαίνουν παράξεναπράγματα που τη γέμιζαν ύπουλες ανατριχίλες: η ελιά στοδεξί της μάγουλο έκαιγε σα να ’χε πυρώσει, και κάποια αό-ρατα χείλη τής φιλούσαν το λαιμό και τους ώμους. Κι όσοπερνούσε η ώρα, μια βασανιστική ηδονή μέλωνε το κορμίτης και το κάψιμο στην ελιά γινόταν όλο και πιο έντονο, μαδεν πονούσε διόλου. Σαν τέλειωνε η έκλειψη του ήλιου, όλασταματούσαν· η Δομένικα βρισκόταν πεσμένη στη βερά-ντα, λιγωμένη από τα αλλόκοτα αγγίγματα — άραγε ποιοιαόρατοι δαίμονες έρχονταν να της ξυπνήσουν μέσα της απότόσο νωρίς τα θηλυκά ένστικτα και γιατί η ύπουλη επιθυ-μία κυρίευε τόσο έντονα τη σάρκα της την ώρα που γύρωτης ο θάνατος φανερωνόταν παντοδύναμος… Είχε φτάσειΔεκαπενταύγουστος, όταν την παραμονή της Παναγίας ημάνα της την έντυσε με τα καλά της και μαζί με τον πα-τέρα και τη Ντίνα μπήκαν στο πλοίο, παίρνοντας μαζί τουςπολλές μεγάλες βαλίτσες· έφτασαν στη Θεσσαλονίκη πριντο ξημέρωμα. Και βέβαια την ημέρα της Παναγίας στα-μάτησαν μια και καλή οι ακατανόητες εκλείψεις του ήλιουκαι το θανατικό που ρήμαξε τη Σύρο, κι όλοι πίστεψαν πως

κεφάλαιο 43 325

Page 328: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

η Μεγαλόχαρη νίκησε τον διάβολο κι έσωσε το νησί απόβέβαιο αφανισμό…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄326

Page 329: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

44.

Ο Νίκος Φραντζής οπλίζει ένα ασημένιο πιστόλι

Χρόνια αργότερα η Αύρα έφτασε στο σημείο να πάρειγια πρώτη φορά όρκο στην ψυχή των γονιών της, προκει-μένου να πείσει τη Δομένικα πως δεν είχε κανένα απολύτωςσημάδι που να φανέρωνε ότι το κακό του καλοκαιριού τουχίλια εννιακόσια πενήντα εννιά οφειλόταν στη δικιά τουςφοβερή ιστορία· ποτέ η Μπαρμπακούλα δεν είχε πει στηνΑύρα πως επρόκειτο να συμβεί κάτι τέτοιο στο νησί, μήτεκαι η ίδια μπόρεσε να καταλάβει ποιος ήταν ο σκοπός τουδιαβόλου. Η αλήθεια ήταν πως, όταν είδε να παρατραβάει τοκακό, φοβήθηκε κι εκείνη πως ο διάβολος γύρευε το σώμαπου του είχε στερήσει πριν από δέκα χρόνια, γι’ αυτόν τολόγο κι είπε στον άντρα της να φύγουν από το νησί και ναπάνε να ζήσουν στο σπίτι που ’χε αγοράσει εκείνος για τηναρρώστια του χρόνια πριν έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη, πλάιστο νοσοκομείο των φυματικών. Μα, αν στ’ αλήθεια στό-χος του διαβόλου ήταν η Δομένικα, τι τον εμπόδιζε να κάνειτα ίδια και στη Θεσσαλονίκη, αυτό σκεφτόταν εκ των υστέ-ρων η Αύρα κι έλεγε πως το θανατικό της Σύρου συνέβη γιακάποιον άλλο λόγο, και το γεγονός ότι σταμάτησε αμέσωςμόλις έφυγαν ήταν μια απλή σύμπτωση· γι’ αυτό, όταν ηκόρη της, πάνω στο πλοίο που τους πήγαινε στη Σαλονίκη,της μίλησε για τα φιλιά των αόρατων δαιμόνων, η Αύρα τής

[327]

Page 330: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

είπε πως οι δαίμονες είναι πάντα πεινασμένοι τα μεσημέριατου καλοκαιριού και της έδωσε ένα μαύρο μεταξωτό μα-ντίλι που ’χε φυλαγμένο στον κόρφο της για να το ’χει πάνταμαζί της, κι άμα κανένας από αυτούς τη δαγκώσει, να τοβάλει πάνω στη δαγκωματιά: ήταν το μαύρο μαντίλι με τοοποίο ο Δομένικος σκέπασε το πρόσωπο της μάνας του τηνώρα του φόνου…

Η Δομένικα ήταν στα δώδεκα, όταν ένα καλοκαιρινόβράδυ ξύπνησε με μια ενοχλητική φλόγα να καίει το κορμίτης· τότε είδε στο αχνό φεγγαρόφωτο που ’μπαινε απ’ τοανοιχτό παράθυρο πως το ταβάνι του δωματίου της ήτανμαύρο. Στην αρχή νόμισε πως έβλεπε όνειρο, μα έτριψεξανά και ξανά τα μάτια της και τσίμπησε τα μάγουλά τηςγια να βεβαιωθεί πως ήταν ξύπνια. Μέχρι που ξημέρωσεέμεινε ακίνητη στο κρεβάτι της, κοιτώντας στο ταβάνιπλημμυρισμένη στον ιδρώτα, καθώς ένιωθε πως δε θα προ-λάβαινε το ξημέρωμα, πως όλη εκείνη η μαυρίλα θα κατέ-βαινε και θα την έπαιρνε για πάντα στην αγκαλιά της. Μα,τη στιγμή που η πρώτη ακτίνα του ήλιου λόγχισε τη νύχτα,η μαυρίλα του ταβανιού έγινε ένα σύννεφο από εκατοντά-δες νυχτερίδες, που βγήκαν αστραπιαία απ’ το παράθυρο μεφοβερό θόρυβο κι εξαφανίστηκαν. Η Δομένικα τότε μισο-σηκώθηκε στο κρεβάτι της κι είδε πως εκεί χαμηλά το σε-ντόνι της είχε μια κόκκινη κηλίδα…

Από κείνη τη νύχτα η Δομένικα Φραντζή δεν ξανάφησετην Αύρα να μπει στο δωμάτιό της πριν από τον μεσημε-ριανό ύπνο, και κάθε βράδυ όταν ξάπλωνε έβλεπε τις νυ-χτερίδες κολλημένες στο ταβάνι απέναντί της· η ίδια δενήξερε ακόμη τίποτε για τη σύλληψη και τη γέννησή της, ματο ένιωθε πως τα πλάσματα εκείνα είχαν κάποιον παλιόκρυφό λογαριασμό με το σώμα της, κι η αίσθηση αυτή τηγέμιζε με παράξενες ανατριχίλες στο κορμί και στο νου…Σε όλη την εφηβεία της οι σχέσεις της με τους άλλους,ακόμα και με τη μάνα της, ήτανε εντελώς τυπικές. Στο σχο-λείο της, όπου κάθε μέρα την πήγαινε και την έφερνε ο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄328

Page 331: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σοφέρ του πατέρα της, τα πάντα κυλούσαν αδιάφορα· δενείχε φίλες ούτε και αντάλλασσε πολλές κουβέντες με τιςσυμμαθήτριές της, κι εκείνες πίσω απ’ την πλάτη της τηνέλεγαν ξιπασμένη καρακάξα και την κορόιδευαν που δεφουσκώνανε τα στήθια της σε αντίθεση με τα δικά τους. Τακαλοκαίρια καθόταν με τις ώρες στο δωμάτιό της, άκουγεθλιβερά τραγούδια στο ράδιο και διάβαζε στίχους και αλ-λόκοτες ιστορίες με ήρωες που πάντοτε πεθαίνανε την ώραπου έπρεπε. Τα μεσάνυχτα έσβηνε το φως και περίμενε μ’ανοιχτά τα μάτια…

Ήτανε Φεβρουάριος του χίλια εννιακόσια εξήνταπέντε, όταν ένα μεσημέρι η Δομένικα πήγε στη βιβλιοθήκητου γραφείου για να πάρει ένα βιβλίο· καθώς η πόρτα ήτανμισάνοιχτη, την έσπρωξε απαλά και είδε τον πατέρα της ναοπλίζει ένα ασημένιο πιστόλι. Περισσότερο ξαφνιάστηκεπαρά φοβήθηκε, μα έμεινε ακίνητη στην πόρτα του δωμα-τίου, καθώς ένιωσε πως είχε έρθει πια η ώρα για να μάθει τομυστικό του ακατανόητου εφιάλτη. Εκείνος μόλις την είδεταράχτηκε για μια στιγμή, αμέσως μετά όμως το πρόσωπότου γαλήνεψε και την κοίταξε στα μάτια· έπειτα από μισόλεπτό τη ρώτησε «είσαι έτοιμη;» κι η Δομένικα έγνεψε μετο κεφάλι της καταφατικά. Τότε ο Νίκος Φραντζής τής είπε«έλα μαζί μου…», κατέβηκαν στον κήπο, μπήκαν στο αυ-τοκίνητο, ο κυρ Πέτρος, ο κηπουρός, τους άνοιξε την πόρτακαι φύγανε. Ο πατέρας της οδηγούσε νευρικά κι άτσαλα·φτάσανε στις παρυφές του δάσους και συνέχισαν σε λα-σπωμένους χωματόδρομους με πολλές στροφές. Κάποτετέλειωσε κι ο χωματόδρομος, άφησαν το αυτοκίνητο καισυνέχισαν με τα πόδια. Περπάτησαν μισή ώρα, ίσως και πε-ρισσότερο, ώσπου φτάσανε μπροστά σ’ έναν κάτασπρο λόφο·από μακριά φαινόταν χιονισμένος, μα, σαν πλησίασαν, ηΔομένικα είδε πως ήταν ολόκληρος σκεπασμένος από έναπυκνό δάσος δέντρων με λευκά άνθη: ήτανε μυγδαλιές, έναδάσος από ανθισμένες αμυγδαλιές. Όταν βγήκαν απ’ το αυ-τοκίνητο, ο Νίκος τής είπε: «Μπροστά σου είναι ο μαύρος

κεφάλαιο 44 329

Page 332: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

λόφος της Κουπέλας…» Η Δομένικα τον κοίταξε παραξε-νεμένη, «…μαύρος;» ρώτησε διστακτικά· εκείνος τής απά-ντησε με χαμηλή φωνή κοιτώντας ψηλά προς την κορυφήτου λόφου: «Ναι, μαύρος…» είπε κι η κοπέλα ένιωσε μιαπαράξενη ανατριχίλα, όμοια μ’ εκείνες που τη δονούσαν ταμεσημέρια του καλοκαιριού του πενήντα εννιά στη Σύρο,την ώρα που κρυβόταν ο ήλιος…

Εκείνο το απόγευμα η Δομένικα άκουσε απ’ το στόματου πατέρα της την ιστορία των προδομένων λεπρών τουχίλια εννιακόσια δύο, που τραγουδούσανε ζωντανοί και νε-κροί αγκαλιασμένοι, προσμένοντας με πίστη τη γαλήνη,μέχρι που γίνανε μια τούμπα από χώμα που ανάσαινε γιαπολλά χρόνια, θαρρείς κι η γη είχε βγάλει ένα βουζούνι πουφούσκωνε και ξεφούσκωνε. Κι έπειτα έμαθε το πώς ο λόφοςεκείνος γέμισε αμυγδαλιές που θέριεψαν μέσα σε μια βρα-διά, ένα δέντρο για καθεμιά ψυχή, καθώς κάθε ανθός τηςφύσης είναι ένας λυγμός στον άλλο κόσμο. Κι ακόμη, οΝίκος τής μίλησε και για όσα έγιναν τα χρόνια που ακο-λούθησαν εκείνη τη νύχτα του Φεβρουαρίου του χίλια εν-νιακόσια δύο, λόγια θολά κι αόριστα για δολοφόνους καιφοβερούς ληστές που ανέβηκαν εκεί πάνω για να τελειώ-σουν τη ζωή τους, για παράξενους τυχοδιώκτες και κουλο-χέρηδες ναυτικούς, που τους βρήκανε κρεμασμένους,ξεκοιλιασμένους ή πυροβολημένους στο λαιμό, για απο-γοητευμένους στρατιώτες και κοπέλες που ήπιαν φαρμάκικαι για κλειστά κασελάκια με χέρια κομμένα απ’ τους καρ-πούς… Όταν ο Νίκος σταμάτησε να μιλά, είχε βραδιάσειγια τα καλά — πέρασε σχεδόν μια ώρα μες στη σιωπήώσπου να ξεκαθαρίσει κάπως ο νους της Δομένικας από τηνομίχλη των αλλόκοτων ιστοριών και των ακατανόητωνυπαινιγμών. Κάποτε κοίταξε και πάλι το λόφο της Κουπέ-λας· ήταν στ’ αλήθεια τόσο μαύρος, που το σκοτάδι της νύ-χτας γύρω του έμοιαζε με σούρουπο και τα μόλις πριν απόλίγο ολόλευκα άνθη είχανε γίνει πια ολόμαυρα, αληθινά γεν-νήματα της μοναξιάς, της φρίκης και του θανάτου. Τότε η

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄330

Page 333: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Δομένικα κατάλαβε πως όλα είναι μοιρασμένα ανάμεσα στοφως και το σκοτάδι — το πάθος, η λογική, η αγάπη, κι όλααυτά κόβονται στα δυο από λεπίδα τρομερή κι αλάνθαστη.Κι ακόμη, κατάλαβε πως θα ήταν μάταιο να του ζητήσει νατην οδηγήσει ώς την κορυφή του λόφου, καθώς ήτανε φα-νερό πως ο πατέρας της κάποτε είχε αποφασίσει να μην ανε-βεί ποτέ ξανά εκεί πάνω. Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο,άρχισε να φυσά δυνατά ο άνεμος· λίγο προτού ο Νίκος βάλειμπρος, η κοπέλα τον ρώτησε αποφασιστικά: «…πρέπει ναπεθάνεις;» Εκείνος τής απάντησε κοιτώντας μπροστά,μέσα απ’ το τζάμι του αυτοκινήτου: «Δυστυχώς έναςάντρας δεν πεθαίνει όταν πρέπει, πεθαίνει όταν μπορεί…»

Όταν ένα απόγευμα, μια βδομάδα αργότερα, η Δομέ-νικα άκουσε έναν πυροβολισμό την ώρα που διάβαζε στοδωμάτιό της, το ήξερε πως ο Νίκος Φραντζής ήταν πια νε-κρός προτού μπει τρέχοντας στο γραφείο του και τον βρειπεσμένο μπροστά στο παράθυρο με το ασημένιο πιστόλι στοδεξί χέρι. Η κηδεία του έγινε την επόμενη μέρα με δέκα αν-θρώπους κι έναν παπά, που με μερικά χιλιάρικα που του’δωσε η Αύρα εύκολα πείστηκε να κηδέψει έναν αυτόχειρα.Έτσι, μείνανε οι δυο τους μες στο σπίτι, μάνα και κόρη,μαζί με τις δύο υπηρέτριες και τον κυρ Πέτρο· ο οδηγός ερ-χότανε πια μόνο τα πρωινά για να πάει τη Δομένικα στοσχολείο —πήγαινε στην προτελευταία τάξη του γυμνα-σίου— και τα μεσημέρια την περίμενε εκεί και τη γύρναγεπίσω. Έτσι περνούσαν οι μήνες, μέσα σε μια, θαρρείς, συμ-φωνημένη σιωπή, τυπικές καθημερινές κουβέντες κι απο-γευματινά απλανή βλέμματα μπροστά στα παράθυρα…Ένα βράδυ του καλοκαιριού η Δομένικα βρήκε σε κάποιοκρυφό ράφι στη βιβλιοθήκη του πατέρα της ένα κασελάκιγεμάτο με ξερά λουλούδια και κάτω απ’ αυτά ένα κιτρινι-σμένο σημειωματάριο του Νίκου Φραντζή με διάφορεςιστορίες χωρίς τέλος —ανάμεσά τους και την ιστορία τηςΚουπέλας—, καθώς και ένα δερματόδετο βιβλίο με όλες τιςσελίδες του λευκές εκτός από μία, όπου διάβασε γραμμέ-

κεφάλαιο 44 331

Page 334: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νους με τρεμάμενο χέρι τους στίχους από το τραγούδι πουπροφήτευε το φίλημα του Νίκου με τον θάνατο — κι όχι μο-νάχα τον δικό του: «Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε, πόσο σε καρ-τερούσα…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄332

Page 335: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

45.

Ένα φιλί που το κυοφόρησαν οι αιώνες του αίματος

Τον Μάιο του χίλια εννιακόσια εξήντα εφτά —τρειςβδομάδες μετά την επιβολή της δικτατορίας— η Δομένικασκότωσε άθελά της κάποιον πλανόδιο μανάβη με ένα τηςφιλί. Ο οδηγός που την πηγαινοέφερνε στο σχολείο εξαφα-νίστηκε μαζί με το αυτοκίνητο από προσώπου γης απ’ τηδεύτερη κιόλας μέρα του πραξικοπήματος —αργότερα έμα-θαν πως τον είχαν συλλάβει και τον κρατούσαν—, κι έτσιτις δυο πρώτες βδομάδες η Δομένικα έμεινε στο σπίτι· οιφήμες οργίαζαν και κανείς δεν ήξερε τι θα γινόταν, ενώ μέραμε τη μέρα φούντωνε ένα κλίμα τρομοκρατίας, συλλήψεων,βίας, απειλών και φόβου. Ωστόσο την τρίτη βδομάδα η Δο-μένικα αναγκάστηκε να πάει στο σχολείο, καθώς τούς πήρεστο τηλέφωνο ο γυμνασιάρχης και, φανερά φοβισμένος,είπε στην Αύρα πως πέρασαν απ’ το σχολείο αστυνομικοίμε πολιτικά και πήραν καταστάσεις με τα ονόματα των παι-διών που απουσίαζαν από τη μέρα του πραξικοπήματος·εξάλλου ήταν και οι τελευταίες μέρες του σχολείου — αν δενπήγαινε, θα έχανε τις εξετάσεις… Έτσι, η Δομένικα για έναδεκαπενθήμερο έπρεπε να πηγαίνει στο σχολείο αλλάζονταςδύο λεωφορεία και να γυρνά στο σπίτι της αργά το από-γευμα. Την τέταρτη μέρα στην επιστροφή έχασε το δεύτερολεωφορείο ή εκείνο δεν πέρασε ποτέ — δεν είχε σημασία· η

[333]

Page 336: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ουσία είναι ότι έπρεπε να περιμένει ώς τις οχτώ το βράδυώσπου να περάσει το τελευταίο της γραμμής για Ασβεστο-χώρι. Για να σκοτώσει την ώρα της, άρχισε μια νωχελικήδίχως κατεύθυνση περιπλάνηση μέσα από δρόμους καιστενά — ποτέ της ώς τότε δεν είχε περπατήσει μοναχή στηΣαλονίκη. Κι όποτε συλλογιόταν αργότερα τα όσα έγινανεκείνο το απόγευμα, πιανόταν συνέχεια στην ίδια φριχτήπαγίδα· αν δεν είχε χάσει το λεωφορείο της εκείνο το μεση-μέρι, αν καθόταν για τέσσερις ώρες στη στάση περιμένο-ντας το επόμενο, αν δεν είχε βγει δυο φορές από δυοδιαφορετικές γωνίες στο σοκάκι όπου παραμόνευε το κακό,αν δεν υπήρχε τόση ερημιά εκείνο το μεσημέρι, αν δεν είχανσυλλάβει τον οδηγό τους, τότε δε θα σωριαζόταν εκείνος ομανάβης νεκρός μπροστά της… Έπειτα όμως σκεφτότανπως όλα ήταν ήδη προαποφασισμένα απ’ τη στιγμή τηςσύλληψής της, και τότε όλες οι προηγούμενες υποθέσεις έδι-ναν τη θέση τους σε μία: αν δε γεννιόταν, δε θα ’χε σκοτώ-σει κανέναν, καθώς δυο χείλη που φαρμακώθηκαν για ναδώσουν θάνατο θα τον δώσουν τουλάχιστον μια φορά,ακόμη κι αν το λεωφορείο ερχόταν με μια μικρή καθυστέ-ρηση εκείνο το μεσημέρι, κι έτσι το πρόφταινε, ή αν δενέστριβε στο σοκάκι, όπου ένας πλανόδιος μεθυσμένος μα-νάβης με την καρότσα του είχε ξεμείνει από την πρωινήλαϊκή περιμένοντας να πουλήσει κεράσια και φράουλες…Την πρώτη φορά που πέρασε πρόσεξε την πολύχρωμη κα-ρότσα που έγραφε με ζωγραφισμένα κόκκινα γράμματα «οφραουλάς»· καθώς έφευγε ένιωσε το λιγωμένο βλέμμα τουνα την τρώει απ’ την κορυφή ώς τα νύχια. Θα πέρασε ένατέταρτο της ώρας, όταν το βήμα της την έφερε από το ίδιοστενό· όλα τα υπόλοιπα έγιναν τόσο γρήγορα, που δεν πρό-φτασε να σκεφτεί τίποτε: ο άντρας —θα ’ταν καμιά σαρα-νταριά χρονών, μάλλον αδύνατος με μαύρα νύχια, το στέρνοτου γεμάτο με τρίχες και το χνότο του βρομούσε ούζο—πήγε επάνω της με μάτι γλαρωμένο. Την άρπαξε απ’ τομπράτσο χωρίς να πει κουβέντα και την έσυρε ώς τη γωνιά

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄334

Page 337: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

με το καρότσι του· η κοπέλα δεν έβγαλε κιχ, θες από φόβο(τόσα και τόσα ακούγονταν για δράκους εκείνα τα χρόνια),θες από μια θολή συγκεχυμένη επιθυμία, θες από μια ξαφ-νική διάθεση παραίτησης, αφέθηκε σαν άψυχο σώμα στοέλεος εκείνης της επίθεσης. Ο μανάβης την έσφιξε απ’ τουςώμους και σα μανιασμένος γύρεψε τα χείλη της — δε δυ-σκολεύτηκε να τα βρει. Μα, όταν τα χείλη του κόλλησανστα χείλη της, ένιωσε έξαφνα το σφίξιμο των χεριών του ναχαλαρώνει, τα μάτια του πετάχτηκαν απ’ τις κόχες τους,το πρόσωπό του έχασε όλο το αίμα και συσπάστηκε σε μιατρομακτική μάσκα τρόμου και απορίας, πισωπάτησε τρε-κλίζοντας, πιάνοντας με τις παλάμες του το λαιμό του, κιέπειτα σωριάστηκε ανάσκελα επάνω στην καρότσα του,πάνω στις φράουλες, βγάζοντας ένα στιγμιαίο ξερό ρόγχο.Η Δομένικα έπιασε το σφυγμό του, όπως της είχαν μάθει στοσχολείο στις πρώτες βοήθειες: ήταν νεκρός· είχε πεθάνει κε-ραυνοβολημένος από μια υπερφυσική δύναμη, τη στιγμήακριβώς που τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά της…

Το ίδιο βράδυ η Αύρα αναγκάστηκε να της τα πει όλα.Η Δομένικα μπήκε στο σπίτι στις εννιάμισι το βράδυ, κί-τρινη σαν το φλουρί, παραμέρισε χωρίς να κοιτάξει τη μάνατης (που κεντούσε ένα μαύρο αγκαθερό λουλούδι σ’ ένα μα-ντίλι) και τρέχοντας κλειδώθηκε στην κάμαρά της. Η Αύρακατάλαβε αμέσως· το περίμενε από χρόνια να συμβεί τοκακό και κάθε βράδυ έλεγε ξανά και ξανά στον εαυτό τηςτα λόγια που σχεδίαζε να πει στην κόρη της την ώρα αυτή.Με σταθερό βήμα ανέβηκε στο δωμάτιό της, χτύπησε τηνπόρτα και χωρίς να περιμένει απάντηση την άνοιξε καιμπήκε μέσα· στο δωμάτιο υπήρχε πηχτό σκοτάδι, ακόμηκαι το παντζούρι του παραθύρου ήταν κλειστό· περισσότερομάντεψε πως η κόρη της καθόταν κουλουριασμένη στηγωνία του κρεβατιού και ψηλαφητά βρήκε την καρέκλα τουγραφείου της και υπολόγισε πως κάθισε απέναντί της. «Ηανάσα μας είναι ο επιθανάτιος ρόγχος των άλλων· ο θάνατοςπάντοτε προϋπάρχει και η ζωή τρέφεται από αυτόν…» είπε

κεφάλαιο 45 335

Page 338: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

όταν αποφάσισε να μιλήσει· τη φράση της την ακολούθησεμια επώδυνη σιωπή. Τότε πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε χα-μηλόφωνα να διηγείται στην κόρη της όλα όσα ήξερε για τηζωή της, ακόμη κι αυτά που είχε ακούσει για τον παπα-Τζιάκομο και την αύρα που φύσηξε την ώρα που βαφτιζό-ταν στο Σαν Τζορτζή. Δεν άφησε τίποτε κρυφό για τονεαυτό της, μίλησε ακόμη και για το ακατονόμαστο σχέδιοτης Μπαρμπακούλας, για τη λαγνεία που ένιωθε όταν τηνέλουζε η γριά μάγισσα και για την ηδονή που τη μαστίγωσεσαν έσμιξε με τον Δομένικο στο μοναδικό ερωτικό αγκά-λιασμα της ζωής της. Όταν έφτασε στη δολοφονία τηςγριάς, μετέφερε κατά λέξη τη φοβερή κατάρα που εκείνηξεστόμισε ψυχορραγώντας, και πήρε όλη την ευθύνη πάνωτης, και για το φόνο και για το στοίχειωμα του σημαδεμέ-νου βαρκάρη στη βορειοδυτική θάλασσα της Σύρου· ότανπάλι μίλησε για το φριχτό φαρμάκι που στάλαξε στα χείλιατης κόρης της σαν ήτανε βρέφος, είπε πως έτσι πίστευε ότιθα προστάτευε τη ζωή του παιδιού της, πως η ζωή τρέφε-ται με ζωή, πως έκανε ό,τι έκανε γιατί καθετί άλλο θα ήταναντίθετο στη φύση· θέλησε να σώσει την κόρη της από μιακατάρα, μετατρέποντας το σώμα της σε όργανο ακαριαίουθανάτου για όποιον εκείνη ερωτευτεί, γιατί η φύση διδά-σκει να ζεις γεννώντας και σκοτώνοντας. Και τις ατέλειω-τες ώρες των τυραννικών σκέψεων των χρόνων πουακολούθησαν μες στη σιωπή και τη μοναξιά, η Αύρα Φρα-ντζή είχε καταλήξει πως ο θάνατος προϋπάρχει της ζωής,βρίσκεται μέσα στη σπίθα της δημιουργίας, στους σπα-σμούς της ηδονής και της γέννησης, στα τρυφερά αγγίγ-ματα, στο λαχάνιασμα και στον ιδρώτα, στην υγρασία τωνματιών… Κάπου εκεί τέλειωσε την αφήγησή της — ήτανένας ατέλειωτος μονόλογος, που διέτρεξε τη νύχτα σανεφιάλτης και σταμάτησε λίγο πριν απ’ το ξημέρωμα. Πέ-ρασαν κοντά δέκα λεπτά μες στη σιωπή. Έπειτα η Δομέ-νικα είπε μόνο μια πρόταση: «Στ’ αλήθεια, θα ’σουν ηκαλύτερη μάνα του διαβόλου…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄336

Page 339: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Αυτή ήταν και η μοναδική κουβέντα της Δομένικαςπρος τη μάνα της μέχρι τη μέρα που έφυγε από το σπίτιτους τέσσερις μήνες αργότερα· όλον αυτό τον καιρό συνα-ντιόντουσαν στο σπίτι σα δυο σκιές, και δεν κοιτάχτηκανστα μάτια ούτε για μια φορά. Η Αύρα δεν προσπάθησε νατην κάνει να μιλήσει, απλά συνεννοούνταν μαζί της τις ώρεςτων γευμάτων με μισόλογα για τα απολύτως αναγκαία, σταοποία η Δομένικα απαντούσε με ένα κούνημα του κεφαλιούτης. Έδωσε τις εξετάσεις της στα μέσα του Ιουνίου· το κα-λοκαίρι που ακολούθησε δε βγήκε απ’ το σπίτι της ούτε μιαφορά. Όλη τη μέρα καθόταν στο δωμάτιό της διαβάζονταςτο ίδιο μαύρο δερματόδετο βιβλίο με ποιήματα δαιμονι-σμένων ποιητών του προηγούμενου αιώνα. Τη μέρα του Σε-πτεμβρίου που ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα κι έμαθεπως πέρασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Θεσσαλονί-κης —το ίδιο κιόλας μεσημέρι—, η Αύρα τής είπε πως θα’ταν καλύτερο για τις σπουδές της να μείνει σ’ ένα από ταδιαμερίσματα που είχε αγοράσει στο κέντρο της πόλης οΝίκος Φραντζής τον πρώτο καιρό που ήρθανε από τη Σύρο·της έδωσε το κλειδί, ένα χαρτί που έγραφε τη διεύθυνση,καθώς και ένα βιβλιάριο μ’ έναν τραπεζικό λογαριασμό, λέ-γοντάς της πως ο Νίκος Φραντζής τής είχε αφήσει όλη τουτην περιουσία και πως, μόλο που ήταν ανήλικη, είχε συνεν-νοηθεί εκείνη με την τράπεζα και η Δομένικα θα μπορούσενα τραβάει λεφτά όποτε ήθελε· τέλος, της είπε πως είχε φω-νάξει τρίκυκλο για το πρωί της επομένης να πάρει τις βα-λίτσες της και όσα έπιπλα χρειαζόταν. Η Δομένικα ταάκουσε όλα αυτά αμίλητη κι ανέκφραστη, μα από μέσα τηςσυμφώνησε με τη μάνα της — αυτή θα ήταν η καλύτερηλύση και για τις δυο τους. Όταν την άλλη μέρα το μεσημέριο τρικυκλάς τα φόρτωσε όλα κι έβαλε μπρος τη μηχανή,εκείνη τού ζήτησε να περιμένει για λίγο· μπήκε στο σπίτι κιείδε τη μάνα της να κοιτά με βλέμμα απλανές το παράθυροπου ’βλεπε στον κήπο. Τότε πρόσεξε για πρώτη φορά πόσοόμορφη ήταν η Αύρα: είχε περάσει πριν από δυο χρόνια τα

κεφάλαιο 45 337

Page 340: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σαράντα και μόλις είχαν αρχίσει να γκριζάρουν τα μαλλιάτης, μα αυτό μεγάλωνε τη γοητεία της: έμοιαζε με τις φι-γούρες που διάλεγαν οι λαϊκοί ζωγράφοι των αρχών τουαιώνα για να παραστήσουν τη θλίψη, τη νοσταλγία και τηλήθη. Η μητέρα της μίλησε χωρίς να γυρίσει να την κοιτά-ξει: «…θέλεις να σου πω καλή τύχη;»· η Δομένικα ένιωσεπως είχε κάποτε ξαναζήσει την ίδια στιγμή, «τι θα κάνεις;»τη ρώτησε. Η Αύρα εξακολούθησε να κοιτάει τον κήπο απότο παράθυρο: «Θα περιμένω… τη γαλήνη, τον διάβολο ήακόμα και σένα να με φιλήσεις στα χείλη…» Τότε η κόρητης, μετανιωμένη φανερά για τη στιγμιαία τρυφερότηταπου έδειξε, της είπε ξερά «σ’ το ’χω πει, θα ’σουν η καλύτερημάνα…» κι έπειτα έφυγε βιαστικά.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄338

Page 341: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

46.

Μια γυναίκα φτιάχνει τη θηλιά της

Τα δύο χρόνια που η Δομένικα σπούδασε στην ακαδη-μία κύλησαν μέσα στην απόλυτη μονοτονία· πήρε το πτυχίοτης χωρίς κόπο διαβάζοντας μηχανικά, ίσως γιατί εκείνεςήταν οι μόνες ώρες που ξεχνιόταν λίγο από τα όσα τυραν-νούσαν την ψυχή της. Τα απογεύματα έβγαινε μακριές ατέ-λειωτες βόλτες στα στενά σοκάκια της Άνω Πόλης και στιςπαρυφές του δάσους· δεν ήταν λίγες οι φορές που την πήρεστο κατόπι κάποια σκιά μετά το σούρουπο, μα εκείνη πρό-φταινε να χαθεί πριν πλησιάσει κοντά της. Στη σχολή καιστη γειτονιά της οι σχέσεις της με τους ανθρώπους ήτανολότελα τυπικές, καλυμμένες κάτω από μια ευγενική ψυ-χρότητα· οι συμφοιτήτριές της την κατέταξαν αμέσως στιςψηλομύτες, που δεν καταδέχονται να μιλήσουν με κανέναν,και γρήγορα έπαψαν να ασχολούνται μαζί της. Κι έτσι πέ-ρασε ο καιρός ώσπου να πάρει το πτυχίο της: με τις νυχτε-ρίδες να μαυρίζουν κάθε βράδυ το ταβάνι του δωματίου, μεαναγνώσεις μισοδιαλυμένων βιβλίων, αγορασμένων από ταπιο απίθανα παλαιοβιβλιοπωλεία, που στοιβάζονταν γύρωαπό το ξύλινο γραφείο της, και μελαγχολικές μουσικές απ’το ραδιόφωνο. Τη μέρα της ορκωμοσίας της, ντυμένη με τακαλά της ρούχα, πήρε από το μεσημέρι το δρόμο για τοδάσος· για πολλές ώρες περπάτησε σα μαγεμένη ανάμεσα

[339]

Page 342: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

στα πεύκα, σε ανηφόρες, χαντάκια με τσαλιά που έγδερνανκαι μονοπάτια που άρχιζαν και τελειώναν χωρίς να βγά-ζουν πουθενά. Κάποτε, κι ενώ το απόγευμα είχε βαρύνει γιατα καλά, βγήκε σ’ ένα ξέφωτο και αντίκρισε κάτι που είχεξαναδεί μια παγερή χειμωνιάτικη νύχτα πριν από χρόνια:ένας ολόλευκος λόφος, που ρόδιζε μιαν ιδέα από το μού-χρωμα του δειλινού, ορθωνόταν μπροστά της, ένας λόφοςόπου οι αμυγδαλιές ανθίζαν από τον Φλεβάρη ώς τον Αύ-γουστο, οι αγκαλιασμένοι λεπροί γύρευαν μια ακόμη ευ-καιρία κι ο άνεμος τα βράδια μιλούσε με λόγια ανθρώπινα κιέδινε παραγγέλματα για τη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατοτων απελπισμένων, όπως είχε διαβάσει στο κιτρινισμένοσημειωματάριο του Νίκου Φραντζή. Όταν έπεσε ολότελαο ήλιος, προχώρησε προς την Κουπέλα αποφασισμένη γιαόλα· σχεδόν με την πρώτη βρήκε το θεόστενο μονοπάτι πουέβγαζε στην κορυφή του λόφου…

Ένα μήνα αργότερα είχε ήδη νοικιάσει σπίτι στη γει-τονιά με το κοκκινόχωμα. Ήταν μια μονοκατοικία, δυο πα-τώματα με κήπο, το μοναδικό σπίτι που βρήκε ελεύθεροστην περιοχή που απλωνόταν στα νότια της Κουπέλας μετάτο δάσος και που το πλήρωσε δυο φορές περισσότερο από τοκανονικό, προκαλώντας ερωτηματικά και υποψίες στηνιδιοκτήτρια και διάφορα κουτσομπολιά σε όλη τη γειτονιά.Όμως όλα αυτά διόλου δεν την ένοιαξαν· φρόντιζε να είναιτυπικά ευγενική με όλους, κρατώντας τους συνάμα σε από-σταση. Σε όσους τη ρωτούσαν έλεγε πως ήταν δασκάλα πουπερίμενε διορισμό, εξάλλου αυτό ήταν η αλήθεια, είχε πράγ-ματι κάνει τα χαρτιά της για να διοριστεί μονάχα στην πε-ριφέρεια της Θεσσαλονίκης, καθώς δήλωσε προσωπικόκώλυμα για οπουδήποτε αλλού, αδιαφορώντας για τηνόποια καθυστέρηση. Ελάχιστες φορές έβγαινε την ημέρααπό το σπίτι της· τη νύχτα περίμενε να σημάνει η καμπάνατης εκκλησίας μεσάνυχτα κι έβγαινε μέσα στην ερημιά κιέπαιρνε το δρόμο για το λόφο με τις παράξενες αμυγδαλιές.Δεν ήταν λίγες οι φορές που μεθυσμένοι ξενύχτηδες έβλεπαν

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄340

Page 343: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μια μυστηριώδη σκιά να περπατάει βιαστικά στο δρόμο γιατην Κουπέλα, μα άντε κανείς να δώσει βάση στα λόγια τους,κι άλλωστε ποιος θα μπορούσε να καταλάβει πως αυτή ησκιά ήταν η Δομένικα, καθώς εκείνη σαν έβγαινε φορούσεπάντοτε το μαύρο πανωφόρι του πατριού της.

Έτσι πέρασαν για τη δασκάλα μας τα επόμενα πέντεχρόνια, κι είναι αλήθεια πως δε θέλησε να μας πει περισσό-τερα για τούτο το διάστημα της ζωής της, ούτε γι’ αυτά πουείδε κι άκουσε τόσα βράδια στη Φωλίτσα, ζώντας μονάχαγια το σφύριγμα εκείνου του φοβερού ανέμου. Ωστόσο γιατον καθένα υπάρχει η ώρα να τραβήξει το ξυλαράκι που ’χειδεμένο το φτερό του μαύρου παπαγάλου, κι η ώρα αυτήήρθε και για τη Δομένικα. Χρόνια αργότερα υπολογίσαμεπως ήταν το βράδυ της δωδεκάτης προς τη δεκάτη τρίτητου μηνός, ένα βράδυ στα μέσα του Μαΐου του χίλια εννια-κόσια εβδομήντα πέντε, όταν, πηγαίνοντας για την Κου-πέλα, είδε ένα μικρό αυτοκίνητο σταματημένο μπροστά απότη λεύκα τής μετέπειτα αλάνας του εκατοστού πέμπτου —τότε δεν υπήρχε ακόμη το εκατοστό πέμπτο. Πλησίασε μεβήμα ελαφρύ κι απ’ το παράθυρο του συνοδηγού είδε μεςστο αυτοκίνητο μια πανέμορφη γυναίκα να κλαίει υστερικάκαι να παλεύει κάτι ανάμεσα στα χέρια της· όταν η Δομέ-νικα κατάφερε να διακρίνει το σκοινί, κατάλαβε πως εκείνηπροσπαθούσε να φτιάξει μια θηλιά για να κρεμαστεί από τηλεύκα. Στάθηκε παραδίπλα και περίμενε· όταν άνοιξε ηπόρτα του οδηγού και η πανέμορφη γυναίκα βγήκε έξω, ηδασκάλα μας είπε με σταθερή φωνή: «Δεν είναι εύκολο…»Εκείνη έβγαλε μια κραυγή απ’ την έκπληξή της· την κοί-ταξε έντρομη και τα υπέροχα μάτια της μοιάζανε πυρω-μένα — μέσα τους έσμιγε η απόλυτη ομορφιά τηςματαιότητας, εκεί όπου καμιά ελπίδα ή προσδοκία δε θα-μπώνουν τη βαθύτητα, και ο άγριος πρωτόγονος φόβος που,πέρα από οποιαδήποτε διάνοια, ενώνει θύτες και θύματατην τρομερή στιγμή του φόνου. Η Δομένικα την ερωτεύ-τηκε από εκείνη τη στιγμή· «αν θέλεις να πεθάνεις, υπάρχει

κεφάλαιο 46 341

Page 344: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κι άλλος τρόπος…» της είπε και βγάζοντας από τον κόρφοτης το μαύρο μεταξωτό μαντίλι, που ’χε από τη μάνα τηςγια τις δαγκωματιές των δαιμόνων, της σκούπισε τα δά-κρυα. Το ίδιο βράδυ ανέβηκαν στην Κουπέλα και σμίξανεέξαλλα πάνω στο χώμα της Φωλίτσας, ενώ ο άνεμος σφύ-ριζε μανιασμένα ανάμεσα από τα κλαδιά: «Φίλησε… φί-λησε… φίλησε…»

Η Τζίλντα, όπως μάς είπε η κυρία Δομένικα, ήτανε ηπρώτη χορεύτρια σε ένα καμπαρέ από τα σχετικώς γνωστάστην άλλη πλευρά της πόλης, μα, καθώς άφησε να εννοηθείη δασκάλα μας, κάποιες φορές εξυπηρετούσε κι αλλιώς πε-λάτες και αφεντικά κι έτσι έβγαζε κάμποσα — και πώς ναμη βγάλει τέτοια πανέμορφη γυναίκα που ήταν. Όμως δεμπόρεσε να φτιάξει τη ζωή της από τούτα τα λεφτά, καθώςπλήρωνε για πολλούς: πρώτα για να φροντίζουν τη μάνατης, μια πρώην μοδίστρα, που ’χασε το δεξί της πόδι μεγάγγραινα από κάποιο λάθος των γιατρών, όταν η Παρα-σκευή —γιατί αυτό ήταν το βαφτιστικό της Τζίλντας—ήταν στα δώδεκα, κι έκτοτε παραδόθηκε στο άνευ ορίων φα-γητό και στις μορφίνες που καπακώνουν τον πόνο και φέρ-νουν την πλήρη ασυνειδησία, έπειτα για τον αδερφό της πουμπαινόβγαινε στα αναμορφωτήρια και στις φυλακές ανη-λίκων και, τέλος, για την πρέζα που ήταν γι’ αυτήν καθη-μερινή ανάγκη· έβρισκε στις άσπρες γραμμές μια παγερήπαραίσθηση που ωστόσο γέμιζε κάπως το κενό μιας στε-ρημένης από όνειρα ζωής κι έδιωχνε μακριά τη φριχτή αί-σθηση ότι ρημάζει χωρίς χαρά, χωρίς λαχτάρα, χωρίςεντέλει να περιμένει τίποτε — εξάλλου μια παρόμοια μονι-μότερη παραίσθηση γύρευε κι εκείνη τη βραδιά κάτω απότη λεύκα της αλάνας… Απ’ όσα καταλάβαμε από ένα σκο-τεινό μισοκατεστραμμένο γράμμα της προς τη δασκάλαμας, αυτό που εκείνη αντέγραψε στο έκτο κόκκινο τετρά-διό της, η Τζίλντα στον έρωτά της με τη Δομένικα δόθηκεολόψυχα με κάθε ικμάδα ζωής που είχε μέσα της· ζούσεχωρίς να περιμένει τίποτε, γύρευε τον θάνατο όταν τη συνά-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄342

Page 345: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ντησε, και την αγάπησε με πάθος μελλοθάνατου, δίχως αμ-φιβολίες και δισταγμούς. Σχεδόν κάθε βράδυ, σαν τέλειωνεαπό το μαγαζί, πήγαινε με το αυτοκίνητό της στην Κου-πέλα, ανέβαινε το μονοπάτι, που αργότερα εμείς θα τ’ ονο-μάζαμε Θάνατο, κι εκεί, στη γούβα της Φωλίτσας,συναντιότανε με τη Δομένικα. Η Τζίλντα μόνο άπειρη δενήταν στα ερωτικά σμιξίματα· ποτέ της όμως δεν πίστεψεότι μπορούσε να υπάρξει στη φύση τόση ηδονή όση αυτήπου τη δονούσε σαν έσμιγε με τη δασκάλα μας. Όταν αγκα-λιαζόταν μαζί της, το κορμί της άνοιγε σαν εκατόφυλλοτριαντάφυλλο, και το είναι της φούσκωνε πέρα από κάθεόριο, έσκαγε πλημμυρισμένο, κι εκείνη ούρλιαζε, κατρακυ-λώντας στην άβυσσο ενός θανάτου όπου τα σφυρίγματα τουέξαλλου ανέμου έβρισκαν επιτέλους το αντίκρισμά τους. ΗΔομένικα, πάλι, για πρώτη φορά στη ζωή της μέθυσε τρελάαπό την απελπισία εκείνης της πανέμορφης γυναίκας, πουγινότανε σημαία για μια παράξενη επανάσταση ενάντια στοκαταραμένο πεπρωμένο, ενάντια στη λογική, ενάντια στηνίδια τη ζωή της, που ήξερε, τελεσίδικα πια, ότι θα τέλειωνεχίλιες νύχτες υστερότερα από τη δωδέκατη νύχτα τουΜαΐου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε. Δόθηκεστους καταρράχτες της ηδονής, σμίγοντας με κάθε τρόπομε τη θεσπέσια σάρκα της Τζίλντας, μα δεν τη φίλησε ποτέστο στόμα γιατί θα τη σκότωνε στη στιγμή· κι όταν εκείνηθέλησε να τη φιλήσει, της είπε απλά πως αυτό δε θα γίνειποτέ… Και κάθε φορά που αποχωρίζονταν, λίγο πριν απ’το ξημέρωμα, έβγαζε από την εσωτερική τσέπη του παλτούτης ένα κόκκινο τριαντάφυλλο (το ’βρισκε κάθε πρωί στοπερβάζι του παραθύρου της, άγνωστο από ποιον), το φι-λούσε και το ’δινε στην Τζίλντα. Δεν της αποκάλυψε τη φο-βερή ιστορία της, μήτε της είπε για την κατάρα τηςΜπαρμπακούλας και για τις χίλιες μέρες που άρχισαν ναμετρούν από την ημέρα της γνωριμίας τους, ίσως γιατί δενήθελε να θολώσει τον έρωτα της Τζίλντας με ενοχές… Κιόταν εκείνη την πίεσε επίμονα κάποια βραδιά για να μάθει

κεφάλαιο 46 343

Page 346: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

το μυστικό της, η Δομένικα της απάντησε αυτό που είχε πεικαι σε μας, πως για να συναντηθούν δυο άνθρωποι χρειά-ζονται ατέλειωτοι ωκεανοί από αίμα μες στους αιώνες· εφό-σον συναντήθηκαν, το αίμα είχε ξεχειλίσει από την τάφροκαι τα μυστικά δεν είχανε πια καμιά σημασία. Στις αρχέςΙουλίου, όταν ανακοινώθηκε ο διορισμός της σ’ ένα σχολείοτης Καλαμαριάς μετά από πέντε χρόνια αναμονής, ήταναποφασισμένη να μη τον δεχτεί, καθώς δεν ήθελε να φύγειαπό τη γειτονιά με το κοκκινόχωμα — εξάλλου δεν είχε οι-κονομικό πρόβλημα. Μα, όταν κατέβηκε στα γραφεία τηςδιεύθυνσης, στο κέντρο της πόλης, για ν’ αρνηθεί το διορι-σμό, η τύχη τής χαμογέλασε: της προτάθηκε αμοιβαία αλ-λαγή με μια θέση στο εκατοστό πέμπτο δημοτικό σχολείοΘεσσαλονίκης, που θα λειτουργούσε για πρώτη φορά εκείνητη χρονιά. Δέχτηκε τη θέση αμέσως· δυο μέρες νωρίτεραείχε δει τυχαία τις αίθουσες που ετοιμάζονταν: έξω από τοπαράθυρο της τάξης θα έβλεπε στα πέντε μέτρα τη λεύκακάτω από την οποία συνάντησε την Τζίλντα μια μαγιάτικηβραδιά, κι αυτό το θεώρησε σημάδι του πεπρωμένου. Στιςδέκα Σεπτεμβρίου συναντήθηκαν σ’ εκείνη την αίθουσα οιπέντε δάσκαλοι του σχολείου και ο Κερατένιος τούς μοί-ρασε σε τάξεις· εκείνη θα έπαιρνε το άλφα ένα, δηλαδή τοτμήμα των αγοριών της πρώτης δημοτικού — είχαν εγ-γραφεί πολλά παιδιά στην πρώτη δημοτικού και, καθώς δεθα τα χωρούσε η τάξη, ο Κερατένιος τη χώρισε σε τμήμααγοριών και τμήμα κοριτσιών. Στις δεκατρείς του μηνός, κιενώ η κυρία Πανδώρα είχε ήδη κόψει από τον κήπο της κόκ-κινο τριαντάφυλλο και περίμενε, η κυρία Δομένικα έβαλεστην τσάντα της το παλιό ασημένιο ρολόι του πατριού τηςκαι ξεκίνησε για το σχολείο…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄344

Page 347: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

47.

RRee cciippii tt vv iimm ssuuppee rriioorruumm ee tt iinnffeerriioo rruumm

Ο Τζακ έλεγε πως μερικές φορές ο θάνατος προετοι-μάζει τον ερχομό του επί μήνες ή και χρόνια ακόμη, πως ταβράδια στέλνει τους ίσκιους που τον υπηρετούν πάνω από τοκρεβάτι σου κι αυτοί σε φιλούν στο πρόσωπο και σου αφή-νουν σημάδια. Την Παρασκευή που ακολούθησε την έκτηκαι τελευταία Πέμπτη των διηγήσεων της κυρίας Δομένι-κας είδαμε καθαρά τα σημάδια του επερχόμενου θανάτουστο πρόσωπό της: τις δυο γνώριμες κάθετες ρυτίδες να χα-ρακώνουν το πρόσωπό της από τις άκρες των ματιών ώς τιςάκρες των χειλιών, τις κόρες των ματιών της να έχουν μι-κρύνει τρομακτικά, τα φρύδια της να έχουν μαδήσει εντε-λώς και κάθε τέταρτο να κυλά στο πιγούνι της μια μαύρησταγόνα αίμα. Ωστόσο, υπήρχε μια ακαθόριστη υγρασίαστο βλέμμα της, κάτι σαν εγκαρτέρηση, που έδινε την εντύ-πωση πως ο πόλεμος μέσα της είχε κοπάσει· ίσως το γεγο-νός ότι μας είπε τα φοβερά μυστικά της ζωής της να τηνείχε γαληνέψει κάπως και να είχε κάνει το τυράννισμά τηςλίγο πιο υποφερτό. Όσο για μας, μας είχε καταλάβει ένααλλόκοτο διανοητικό παραλήρημα· είχαμε ακούσει μια απί-στευτη ιστορία σατανικών σχεδίων, παθών και θανάτων,ενώ γύρω μας ο Μάης οργίαζε· τα αινίγματα που τόσο καιρό

[345]

Page 348: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μάς τσιμπούσαν την καρδιά έμοιαζαν να έχουν απαντηθεί,η κυρία Δομένικα θα ζούσε για πολύ λίγο ακόμη —ώς τη χι-λιοστή νύχτα—, κι εμείς δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτεάλλο, παρά να σκεφτόμαστε αντιστοιχίες ανάμεσα σε όλααυτά που για δύο χρόνια ζήσαμε μαζί της και σε όλα αυτάπου ακούσαμε από το στόμα της εκείνα τα μεσημέρια τηςάνοιξης του εβδομήντα εφτά, κι αυτό έκανε το μυαλό μαςνα χωρίζει στα δυο· αν νομίσεις πως βρήκες έναν τρόπο ήμια ιστορία για να αποκρυπτογραφήσεις τη ζωή, τότε μπο-ρεί να φτάσεις ώς την πράσινη ομίχλη του Τζακ, μπορεί νασκεφτείς πως πάντοτε κάτι αντιστοιχεί σε κάτι, ο θάνατοςστον θάνατο κι η ζωή στη ζωή ή και το αντίστροφο: στοσώμα σου ένα άλλο σώμα ή ένα μαχαίρι. Κι έτσι κύλησαν οιλίγες μέρες που απόμεναν για να τελειώσει το σχολείο, μέσασ’ αυτή τη διανοητική έξαψη που οδηγούσε το μυαλό μαςσε ένα βάλτο, όπου δεν υπήρχε ούτε μια σπιθαμή στέρεαςγης. Μαζευόμασταν στα Βαρέλια και μέναμε σιωπηλοί μετις ώρες· όταν κάναμε μάθημα, η κυρία Δομένικα μας διά-βαζε αλλόκοτες ιστορίες από το ασημόδετο βιβλίο του παπα-Λεπ Ταιρ, κι εμείς την κοιτάζαμε με πάθος στα μάτια, βαθιάμέσα στις κόρες, μήπως και βρούμε σ’ ένα λαμπύρισμα τηναπόλυτη αλήθεια, την οριστική απάντηση για κείνο τον φο-βερό ωκεανό του αίματος που μας έκανε να συναντηθούμε —αυτή την απόλυτη αλήθεια εξάλλου έψαχνε και ο Πέτρος (καιόχι μόνο για δικό του λογαριασμό, αλλά και γι’ αυτόν πουστοίχειωσε τα όνειρά του) όταν έδωσε το έκτο και πιο πα-ράτολμο αγιούτο του, το απόγευμα της τριακοστής πρώτηςΜαΐου, όταν κάλεσε τον κεραυνό πάνω στον Πύργο.

Η ενάτη Ιουνίου ήταν η τελευταία μέρα του σχολείου— ήμασταν απογευματινοί. Η κυρία Δομένικα μπήκε στηντάξη μια ιδέα πιο ζωντανή απ’ τις προηγούμενες μέρες,«θέλετε να πάμε ώς τις μαργαρίτες για το τελευταίο μά-θημά μας;» μας ρώτησε με τη γλυκύτατη φωνή της· χωρίςνα περιμένουμε να το πει για δεύτερη φορά, σηκωθήκαμεαπ’ τις καρέκλες μας και βγήκαμε έξω. Μόλο που ο ήλιος

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄346

Page 349: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

έκαιγε για τα καλά εκείνο το μεσημέρι, η δασκάλα μαςεπέμενε να μην καθίσει στη λιγοστή σκιά της φλαμουριάς·εντέλει καθίσαμε όλοι στον ήλιο σε κύκλο, και η μέρα ήτανετόσο λαμπρή, που είχαμε τα βλέφαρά μας σχεδόν κλειστά.Η κυρία Δομένικα χαμογελούσε αδιόρατα· κάποτε άρχισενα μιλά: «Σήμερα είναι η τελευταία μέρα που είμαι η δα-σκάλα σας. Όταν σηκωθούμε από εδώ, δε θα ’στε πια μα-θητές μου…» Ένας αγέρας ελαφρύς μάς αγκάλιασε, κιένιωσα το στομάχι μου να σφίγγει· ανατρίχιασα. Δίπλαμου ο Κούλης ρουφούσε τη μύτη του —ήτανε φανερό πωςκρατιόταν με το ζόρι για να μη βάλει τα κλάματα—, το ίδιοκι εγώ· πλάι μου ο Παύλος έτρεμε. «Θέλω το λόγο σας πωςδε θα κλάψει κανείς… όποιος το κάνει δε θα ’ναι άντρας…»είπε βιαστικά εκείνη, θέλοντας να προλάβει τα χειρότερα·έγινε μακρά σιωπή τότε. Ο Σώτερ ήταν που αρκετή ώρααργότερα μπόρεσε να μιλήσει: «Κυρία, πες μας αυτό πουπρέπει να μας πεις…» Εκείνη τον κοίταξε τρυφερά· έπειταγέλασε κι άπλωσε δεξιά κι αριστερά τα χέρια της, με τιςπαλάμες της στραμμένες προς τα πάνω τη μια και προς τακάτω την άλλη. Ο Κώστας κι ο Μανόλης, που κάθοντανδεξιά κι αριστερά της, έκαναν ακριβώς την ίδια κίνηση,ακουμπώντας ο καθένας την παλάμη του στη δικιά της, καισχεδόν αμέσως όλοι μας φτιάξαμε τον κύκλο, απλώνονταςτις παλάμες μας κι αγγίζοντας ο καθένας την παλάμη τωνπλαϊνών του. Τότε η κυρία Δομένικα μας κοίταξε· στο πρό-σωπό της είχε ζωγραφιστεί ένα παράξενο σκανδαλιάρικοχαμόγελο. Έξαφνα άρχισε σε δαιμονικά γοργό ρυθμό τοπαιχνίδι: «Σι μαριό μαριό, μακαρό μακαρό, ντορεμί ντο-ρεμί, λέο λέο τιπ τιπ τιπ, λέο λέο τιπ τιπ τιπ, ουάν, του,θρι…» Κι εμείς, λες κι όλη η μελαγχολία μας και το φού-σκωμα του νου μας βρήκαν επιτέλους την απρόσμενη ευ-καιρία να ξεσπάσουν, δοθήκαμε μεμιάς μ’ όλη μας τηνψυχή σ’ αυτό τον ξέφρενο ρυθμό τού σι μαριό και χτυπού-σαμε τις παλάμες των πλαϊνών μας με πάθος πρωτόγνωρο,θαρρείς και με κάθε χτύπημα μαζεύαμε όλη τη δύναμη από

κεφάλαιο 47 347

Page 350: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τις ανώτατες και τις κατώτατες ορμές του κόσμου – θαρ-ρείς και παίζαμε για τη ζωή μας, για πρώτη και τελευταίαφορά. Και καθένας που καιγότανε έβγαινε έξω λαχανια-σμένος και κατακόκκινος από την έξαψη, μα το παιχνίδιδε σταματούσε διόλου, ίσα-ίσα, γινότανε όλο και πιο γρή-γορο, κι έλεγες πως θα σταματήσει μόνο όταν σπάσει ηκαρδιά μας από τους άγριους χτύπους. Εγώ κάηκα απότους τελευταίους, μετά από μένα έμεναν άλλοι τρεις και ηδασκάλα μας, κι έτυχε μάλιστα να καώ από το χέρι της:με χτύπησε σαν κεραυνός πριν προλάβω καν να καταλάβωότι ήταν η σειρά μου, κι ένιωσα εκείνη τη στιγμή πως μου’σβηναν στο χέρι εκατό καύτρες τσιγάρων μαζί — σαν τρά-βηξε πίσω το χέρι της, το κάψιμο έπαψε αμέσως κι εγώ,λυτρωμένος, έπεσα προς τα πίσω στο χώμα. Και πώς ταφέρνει καμιά φορά η τύχη (ή μήπως δεν είναι η τύχη), στοτέλος έμειναν οι δυο τους, ο Γιώργος κι η δασκάλα μας,μαζί τους κι ο Σώτερ που μόλις είχε καεί, μα έπρεπε ναμείνει για να κάνει το λαγό, όπως γινόταν πάντοτε στο σιμαριό όταν έμεναν οι δυο τελευταίοι· και το θρι ήταν γιατην κυρία Δομένικα. Εκείνη σήκωσε απότομα το χέρι ψηλάκαι προσποιήθηκε πως θα τον χτυπήσει τρεις φορές, χωρίςνα κατεβάσει εντελώς την παλάμη της, έπειτα κοίταξε τονΓιώργο στα μάτια, πάντα με το ίδιο χαμόγελο του κορι-τσιού που έκανε τη σκανδαλιά —εκείνος την κοιτούσε σταμάτια από την αρχή του παιχνιδιού—, και με μια αστρα-πιαία κίνηση τον χτύπησε μ’ όλη της τη δύναμη λέγονταςψιθυριστά «θρι». Ο Γιώργος έμεινε ακίνητος, τα μάτια τουέμοιαζαν γυάλινα· για μια στιγμή νόμισα πως είχε μείνειστον τόπο. Τότε εκείνη ξέσπασε σε δυνατά γέλια που κρά-τησαν για ένα-δυο λεπτά, έπειτα σηκώθηκε, «θα ανταμω-θούμε πάλι το φθινόπωρο… θα είναι ώρες που ο ήλιος θα’χει κρυφτεί… ώρες μοναχά δικές μας…» είπε κοιτώνταςτον ορίζοντα κι αμέσως μετά άρχισε να περπατά προς τονκάτω δρόμο· εμείς την κοιτούσαμε βουβοί. Είχε ξεμακρύ-νει αρκετά, όταν ξάφνου ο Κούλης πετάχτηκε όρθιος και

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — γ ΄348

Page 351: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φώναξε μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων του: «Κυρία, γιαπάντα θα είσαι η δασκάλα μας…»

Η επόμενη μέρα ήταν η δεκάτη Ιουνίου του χίλια εν-νιακόσια εβδομήντα εφτά. Θα περίμενε κανείς πως θα πη-γαίναμε σαν υπνωτισμένοι στο σπίτι της κυρίας Δομένικας,μην αντέχοντας καν τη σκέψη πως τέλειωσαν οριστικά οιώρες των φοβερών υπέροχων μαθημάτων μαζί της, ή, έστω,θα μαζευόμασταν στα Βαρέλια για ν’ αποφασίσουμε τι θακάνουμε προκειμένου να νικήσουμε το πεπρωμένο της, πουέγραφε γι’ αυτήν πως θα πεθάνει τόσο σύντομα. Όμωςεκείνη η μέρα ήταν η πρώτη μέρα του καλοκαιριού μας και,πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, θα παίζαμε μήλα στην αυλή τηςθείας Δώρας, όπως της είχαμε υποσχεθεί την περασμένηΠρωτοχρονιά. Και πράγματι τηρήσαμε την υπόσχεσή μας,και τότε ήρθε εκείνο το κουζουλό παιδί από το Τενεκεδένιοκαι, καθώς βγαίναμε ένας παραπάνω, έπρεπε κάποιος ναβγει, κι έπειτα παίξαμε το πετάει-πετάει κι έγινε αυτό πουήταν προδιαγεγραμμένο, αυτό που όριζαν για μένα οι περι-πλεγμένες κλωστές των μοιρών, τα μουρμουρητά των κορ-μών των γέρικων δέντρων και τα σταχτιά πουλιά με τοκόκκινο ράμφος που έβλεπε στα όνειρά του ο Αγιούτος. Τοκαλοκαίρι εκείνο έπαψα να σκέφτομαι, να κάνω υποθέσειςκαι να ζητώ απαντήσεις: παραδόθηκα σε μια κατρακύλαενστίκτων κι επιθυμιών δίχως αγάπη και μίσος, δίχως τί-ποτε. Όταν γύρισα στην αλάνα, την πρώτη μέρα του φθινο-πώρου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα εφτά, αναζήτησακαι πάλι την κυρία Δομένικα μέσα στη νύχτα: έπρεπε νατης μιλήσω για τα μαύρα κρίνα…

κεφάλαιο 47 349

Page 352: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 353: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δ.[τα μαλλιά]

Page 354: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 355: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

48.

Ο αναγνώστης έχει ήδη διαβάσει αρκετά ώστε να μπο-ρεί να αντέξει ένα τραγούδι μάλλον ερωτικό

Συνήθως οι Σεπτέμβρηδες εκείνων των χρόνων, παρ’όλα τα πρωτοβρόχια και το ελαφρύ, ελάχιστο κιτρίνισματων φυλλοβόλων δέντρων, ήτανε μήνες καλοκαιρινοί· το χά-λασμα του καιρού ερχότανε με τον Οκτώβριο. Ωστόσο εκεί-νος ο συγκεκριμένος Σεπτέμβριος του χίλια εννιακόσιαεβδομήντα εφτά ήτανε πρωτόγνωρα βροχερός· δεν πέρασεμέρα που να μην ξεσπάσουν οι καταρράχτες του ουρανού,άλλοτε για λίγο κι άλλοτε για ώρες ολόκληρες. Χωρίς αμ-φιβολία ήταν ένα αντάξιο συμπλήρωμα του ακατανόητουκαλοκαιριού, θαρρείς και η φύση επαλήθευε την αταξία τηςψυχής. Και φυσικά ήμουν σα ματιασμένος εκείνες τις πρώ-τες μέρες μετά την επιστροφή μου από τα αναχώματα, καιτο μυαλό μου το ’νιωθα βυθισμένο σε βαθιά νάρκη· ωστόσο,τη δεύτερη κιόλας μέρα του Σεπτεμβρίου, πήγα να βρωτους φίλους μου εκεί όπου τους άφησα τρεις μήνες πρωτύ-τερα: παίζανε μήλα στην αυλή της θείας Δώρας, και, πα-ρόλο που ο ουρανός έριχνε τάλιρα, οι φίλοι μου ήταν ακόμαεκεί, πετούσαν τη μπάλα με πάθος, σημαδεύοντας τα κορ-μιά των άλλων, λες και δεν ήθελαν να το παραδεχτούν μεκανέναν τρόπο πως το καλοκαίρι είχε τελειώσει με την

[353]

Page 356: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

πρώτη σταγόνα της βροχής. Μόλις με είδαν, όσοι ήτανε κα-μένοι εκείνη την ώρα μού ’καναν πρόθυμα χώρο να καθίσωπλάι τους στο πεζούλι — έτσι απλά, σα να ’χαν μόλις μιαμέρα να με δουν κι όχι τρεις ολόκληρους μήνες. Και δε μι-λήσαμε διόλου για το πού είχα χαθεί για ένα ολόκληρο κα-λοκαίρι, δε με ρώτησαν καν, μα, κι αν με ρωτούσαν, δε θατους έλεγα· μόνο ο Σώτερ κάθισε δίπλα μου κάποια στιγμήκαι χωρίς να με κοιτάξει διόλου μού ψιθύρισε κοφτά, δήθεναδιάφορα: «Όλο το καλοκαίρι δεν έπιασα ούτε ένα μήλο».«Φαίνεται πως κάποιος σε μάτιασε» του απάντησα στονίδιο χαμηλό και τάχα αδιάφορο τόνο, «μπα, μωρέ» μουαντιγύρισε εκείνος, «μάλλον έχω στ’ αλήθεια σκατά σταχέρια μου και μου γλιστράνε…» Και, μόλις πέρασαν μερι-κές στιγμές, συνέχισε, πάντοτε χαμηλόφωνα, λες και μου’δινε αναφορά: «Ένα μήνα μετά από σένα τα παράτησε οΑγιούτος. Μας είπε πως βαρέθηκε τα ίδια και τα ίδια,πρώτα να πιάνει τα μήλα και κατόπιν να τα καίει. Όλη τημέρα τώρα γυρνάει στον Πύργο και κυνηγιέται με τα σκυ-λιά — ποιος τον ξέρει τι γυρεύει…» «Ίσως να τα βαρέθηκεόλα, ακόμη και το αγιούτο…» είπα κι εγώ, κι ήτανε βέβαιαασυλλόγιστη κουβέντα, για την οποία μετάνιωσα πικρά δε-καεννιά μέρες αργότερα, όταν ο Αγιούτος έτρεξε έξαλλοςμες στο καμίνι, είναι μερικά παιχνίδια που αν τα μάθεις θατα παίζεις ώς το τέλος… «Μείναμε, που λες, λειψοί καιπάλι…» συνέχισε ο Σώτερ, «κάθε πρωί βάζαμε κλήρο ποιοςθα μείνει απ’ έξω, ώσπου σταμάτησε να έρχεται κι ο Γιώρ-γος, έχει να φανεί από τη μέρα της Παναγιάς· τον είδε οΚούλης μια φορά να πηγαίνει νερό με τον κουβά στη φλα-μουριά…» Και, μόλις άκουσα για τη φλαμουριά και τονΓιώργο, αμέσως ήρθαν όλα μαζί στο νου μου, η δασκάλαμας με την καταραμένη τύχη της, η τρελή λάμψη στα μάτιατου Γιώργου, η φλαμουριά που εντέλει θα την έκαιγε όποιοςθα έμενε τελευταίος. «Την κυρία Δομένικα μήπως την εί-δατε;» ρώτησα κάποτε δισταχτικά, μόλο που ήξερα τηναπάντηση· «όχι» είπε ξερά ο Σώτερ, «δεν την είδε κανένας

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄354

Page 357: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μας…», κι ένιωσα στη φωνή του έναν αδιόρατο τόνο ειρω-νείας, σα να μου ’λεγε «αφού μάς το ’πε εκείνη η ίδια πως θ’ανταμώσουμε το φθινόπωρο, τι με ρωτάς — ποτέ της δε μαςείπε ψέματα η κυρία Δομένικα…»

Όταν ένα μήνα αργότερα έβαλα τα πράγματα κάτω καιζύγισα τα όσα συνέβησαν τον Σεπτέμβριο του εβδομήνταεφτά, με κύκλωσαν οι τύψεις, καθώς ένιωσα πως εκείνες τιςπρώτες μέρες μετά το τέλος του τρομερού καλοκαιριού νοιά-στηκα για τον εαυτό μου περισσότερο απ’ όσο θα ’πρεπε κιέβαλα το δικό μου βάσανο πάνω απ’ τα βάσανα των ανθρώ-πων που αγαπούσα, λες και δεν υπήρχε άλλος κανένας πουνα τυραννιέται με υποσχέσεις επιστροφής που έγιναν φίδιακαι του δάγκωναν την καρδιά — πολύ περισσότερο που δύοαπ’ αυτούς τους ανθρώπους (ο Αγιούτος και η κυρία Δομέ-νικα) ήταν στην άκρη του γκρεμού, έτοιμοι να αναμετρη-θούν με τούτη την υπόσχεση. Κι αν για την κυρία Δομένικαμου δόθηκε εντέλει ο χρόνος ν’ ακούσω όσα εκείνη θέλησε ναπει, για τον Πέτρο το ’χω ακόμα βάρος που ούτε μια φοράδεν τον τσίγκλησα να μου μιλήσει, να μου τα πει όλα, γιατον Αρκάντζελο Μπεντεζίνο και τον Μεγάλο Γύπα, για τηνκοιλιά της Αντωνίας και το πού κατέληγε ο πράσινος λαβύ-ρινθος των ονείρων του… Η ειρωνεία είναι πως το τελευ-ταίο βράδυ του, λίγες μόλις ώρες πριν τρέξει στο καμίνι,ήμουν μαζί του για δυο ώρες, από τις δέκα ώς τα μεσάνυ-χτα, μόνοι εγώ κι αυτός στο νταμάρι απέναντι απ’ το σπίτιτης Φρόσως, και —αλίμονο— δεν το ’κλεισα μήτε για μισόλεπτό το σκασμένο το στόμα μου να μιλήσει κι εκείνος —ποτέ δεν το συγχώρεσα στον εαυτό μου ότι δεν άφησα χρόνοστον Πέτρο να μου μιλήσει εκείνο το φοβερό βράδυ που θαέπαιρνε τη μεγάλη απόφαση· με είχε πιάσει ο γελοίος, υπερ-φίαλος εγωκεντρισμός των ηλιθίων και του μιλούσα όλη τηνύχτα, του εξηγούσα το πώς θα ενωθεί κάποτε το διαμελι-σμένο σώμα του ανθρώπου…

Μα και την κυρία Δομένικα, που την έψαξα επίμοναεκείνες τις μέρες, μη θαρρείς πως τη γύρεψα για άλλο τί-

κεφάλαιο 48 355

Page 358: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ποτα, παρά για όσα απασχολούσαν τη δική μου ψυχή·ένιωθα πως μόνο εκείνη μπορούσε να γαληνέψει το φού-σκωμα στο στήθος που με έπνιγε. Τη βρήκα έξω απ’ τοσπίτι της, όπου παραφύλαγα το δειλινό της ογδόης Σε-πτεμβρίου κρυμμένος πίσω από ένα μισογκρεμισμένο τοίχοτριάντα μέτρα δεξιά απ’ την είσοδο του σπιτιού της (καθώςτο ήξερα καλά πως, αν ήθελα να τη συναντήσω, χωρίς ναχτυπήσω την πόρτα της, για να φανεί στα μάτια της η συ-νάντησή μας τυχαία, έπρεπε να της στήσω καρτέρι την ώραπου ο ήλιος βασίλευε — η ίδια η δασκάλα μας μας το είχε πειπριν από τρεις μήνες πως θα ανταμώναμε σε ώρες όπου οήλιος θα ’χει κρυφτεί). Τότε τη βρήκα λοιπόν, καθώς, μιαστιγμή αφότου χάθηκε και η τελευταία γραμμή του κατα-κόκκινου δίσκου στον πυρπολημένο ορίζοντα, άνοιξε ηπόρτα της κι εκείνη βγήκε έξω· χωρίς αμφιβολία περίμενετη δύση του ήλιου πίσω απ’ τις γρίλιες. Κι όπως είδα τα μά-γουλά της μες στο ημίφως του σούρουπου να ’ναι περισσό-τερο ρουφηγμένα από κάθε άλλη φορά, με κατέλαβε μιααλλόκοτη ταραχή και τα σχέδιά μου για μια δήθεν τυχαίασυνάντηση πήγαν περίπατο· μεμιάς πετάχτηκα πίσω απ’τον τοίχο όπου παραφύλαγα κι έτρεξα στην αγκαλιά της ξε-σπώντας σε πνιχτά αναφιλητά. Εκείνη, χωρίς να ξαφνια-στεί, γονάτισε μπροστά μου και μου χάιδεψε απαλά ταμαλλιά, κι έπειτα με αγκάλιασε με άφατη τρυφερότητα.Κάποτε σταμάτησε κάπως το αναφιλητό μου και τότε τήςείπα αδύναμα και φοβισμένα: «Κυρία, σε χρειάζομαι…»·εκείνη με κοίταξε για δυο λεπτά, τα μάτια της έμοιαζαν μεψεύτικα μες στις βαθουλωμένες κόχες τους. «Κι εγώ χρει-άζομαι να με χρειάζεσαι…» μου είπε κάποτε με τρεμάμενηφωνή και σηκώθηκε, με πήρε απ’ το χέρι και τραβήξαμε τοδρόμο για τις μαργαρίτες.

Όταν φτάσαμε στις μαργαρίτες, το σκοτάδι είχε πέσειγια τα καλά. Καθίσαμε κάτω στο υγρό χώμα — βλέπεις,όλο το μεσημέρι έβρεχε. Κάπου πίσω απ’ την πλάτη της δα-σκάλας μου θα ’ταν η φλαμουριά· δεν την έβλεπα. Η κυρία

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄356

Page 359: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Δομένικα ήταν που έσπασε τη σιωπή· «λοιπόν, πες μου,πώς το περάσατε αυτό το καλοκαίρι;» με ρώτησε και, παράτην ταραχή μου, πρόσεξα το πόσο είχε εξασθενήσει η φωνήτης από την τελευταία φορά που την είχα ακούσει. «Κυρία»της απάντησα σχεδόν αμέσως, «…αυτό το καλοκαίριέφυγα, περίσσευε ένας από μας στα μήλα και…», «σσσς» μ’έκοψε εκείνη κι ένιωσα τ’ ακροδάχτυλά της ν’ αγγίζουν ταχείλη μου, «δε θέλω πια ν’ ακούσω το γιατί» είπε, «μονάχαπες μου αυτά που γίνανε, τίποτε άλλο», αυτά μού έλεγε κιο ήχος της φωνής της έμοιαζε με σύρσιμο σαύρας. «Ε νά…»της είπα τότε, «έφυγα και πήγα κάπου και εκεί βρήκαμαύρα κρίνα…» Σταμάτησα εκεί για να δω τι εντύπωσητης έκανε — δεν άκουσα τίποτε, ούτε καν την αναπνοή της,ένιωσα πως μιλούσα σε άγαλμα. «Κι έπειτα έφυγα και πάλιαπό κει για να γυρίσω…», αυτά τής είπα και σταμάτησαγια λίγο κι έπειτα συμπλήρωσα διστακτικά: «Κι αυτό,κυρία, με πονά όσο δε λέγεται…» Άκουσα την κυρία Δομέ-νικα να παίρνει βαθιά ανάσα πριν μιλήσει, μια ανάσα που’μοιαζε με ρόγχο πληγωμένου ζώου· «η φωτιά σβήνει μεφωτιά, το ακατανόητο εξηγείται με ακατανόητο, ο πόνοςησυχάζει με πόνο». Μόλις άκουσα αυτά τα λόγια, προσπά-θησα να τη δω μες στο σκοτάδι, να ξεχωρίσω έστω αχνά τησιλουέτα της· αδύνατον. «Κυρία» της είπα, «…θυμάσαι τηνκυρία Πανδώρα; Θυμάσαι το ποτήρι που ’σπασε με τα δό-ντια της; Και τότε μου ’χες πει το ίδιο, μα εκεί που ήμουνακι εδώ που γύρισα πόνεσα κι ακόμη πονώ και δεν ησύ-χασα…» Έγινε σιωπή για λίγο μες στη μαύρη νύχτα· κά-ποτε άκουσα τη δασκάλα μου να χαμογελά —ναι, άκουσατο χαμόγελό της, πίστεψέ με— «δεν έχεις μάθει να πονάςακόμη…» μου είπε με τόνο γλυκύτατο… «Και τούτο πότεθα το μάθω επιτέλους;» τη ρώτησα θυμωμένος· εκείνη μούαπάντησε σχεδόν ψιθυριστά: «όταν θα πονάς τόσο, που δεθα θέλεις πια να ησυχάσεις, τότε». Στο άκουσμα των λόγωντης αισθάνθηκα κάτι μέσα μου να λύνεται κι έγειρα στο πλάιμέχρι που ακούμπησα το μάγουλό μου στο χώμα. Δε σκε-

κεφάλαιο 48 357

Page 360: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φτόμουν τίποτε, μονάχα ένιωθα να με κυκλώνει κάτι καθο-λικό κι αναπόφευκτο, κι αυτή η αίσθηση νάρκωνε τα μέλητου κορμιού μου. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα, ώσπου κάποτετο χέρι της κυρίας Δομένικας χάιδεψε τα μαλλιά μου. Τότε,σα να ’μουν σεληνιασμένος, αγκάλιασα σπαρταρώντας ταγόνατά της και, πότε κλαίγοντας, πότε μουγκρίζοντας, άρ-χισα να τη ρωτώ απανωτές, ακατανόητες ακόμα και γιαμένα τον ίδιο ερωτήσεις, ερωτήσεις που δε σήμαιναν απο-ρίες και χάσματα λογικών συλλογισμών, μα προέκυπταναπό το σπασμό μιας ορμής ανεξήγητης: «Κυρία, πες μουεσύ, που ξέρεις από μαχαίρια και μαγικά φαρμάκια, πώςγίνεται να μπεις στον κύκλο και να χορέψεις;… πες μου,κυρία, εσύ που ξέρεις τι πά’ να πει στερνό σπαρτάρισμα, estή non est;… ποια είναι η μεγάλη φράση που ενώνει τα αντί-θετα;… κυρία, πού θα το βρω εκείνο το σπασμένο ποτήρι;…για ποιον θεριεύει ετούτη η φωτιά εδώ πέρα;» Αυτά ρώ-τησα την κυρία Δομένικα ανάμεσα σε μουγκρίσματα καιάναρθρες κραυγούλες. Κι έπειτα σώπασα, ενώ τα δάκρυααυλάκωναν το πρόσωπό μου. Θα πέρασε ένα λεπτό μες στησιωπή, όταν η δασκάλα μου άρχισε να τραγουδά ένα υπέ-ροχο, γλυκύτατο τραγούδι σε άγνωστη γλώσσα. Ήτανε τοτραγούδι των λεπρών της Κουπέλας, τα λόγια του τα διά-βασα εφτά χρόνια αργότερα στο τελευταίο από τα κόκκινατετράδια της κυρίας Δομένικας, κάτι σαν κάλεσμα ερωτικόκαι συνάμα σαν αλλόκοτο παράπονο, που δεν έφερνε θλίψημα κάποιο άλλο αίσθημα ακαθόριστα ηδονικό: «Se il mionome saper voi bramate, dal mio labbro il mio nomeascoltate. Io son Lindoro che fido v’adoro, che sposa vibramo, che a nome vi chiamo, di voi sempre parlando cosidall’aurora al tramonto del di...» Άκουγα το τραγούδι τηςδασκάλας μου να χαϊδεύει εξαίσια τη σιγαλιά της υγρήςάναστρης νύχτας και μες στο πηχτό σκοτάδι πεθύμησα ναμε ρουφήξει το βρεγμένο χώμα μέσα του, όπως ρουφάει τανερά της βροχής, κι ένιωσα τότε πως δεν το ’θελα πια να κα-τέχω απαντήσεις, όπως δεν το ’θελε και κείνη· αξία έχει ν’

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄358

Page 361: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

αγαπάς με κλειστά τα μάτια, αξία έχει να θέλεις χωρίς νακαταλαβαίνεις, χωρίς να προσμετράς την αξία, να επιστρέ-φεις χωρίς να χρωστάς, να παίζεις με το μαύρο ώς το τέλοςκι ας χάσεις. Τέτοια αισθήματα με ριγούσαν κι έκλαιγα όλοκαι πιο πολύ, όχι όμως από απόγνωση ή λύπη, ενώ η κυρίαΔομένικα συνέχισε το παράξενο παράπονό της: «... L’amo-roso e sincero Lindoro, non puo darvi, mia cara, un tesoro.Ricco non sono, ma un core vi dono, un’anima amante, chefida e constante per voi sola sospira cosi dall’aurora altramonto del di...» Κι όπως τέλειωνε το τραγούδι, αισθάν-θηκα υγρές σταγόνες να πέφτουν στο μάγουλό μου· για μιαστιγμή νόμισα πως άρχισε να βρέχει. Δεν ήταν όμως στά-λες της βροχής — ήταν τα δάκρυα της κυρίας Δομένικας πουανακατεύτηκαν με τα δικά μου…

κεφάλαιο 48 359

Page 362: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 363: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

49.

Ο διάβολος στο όρος Μπούλα Μπούλα

Εκείνη τη χρονιά τα σχολεία ξεκίνησαν στις δώδεκαΣεπτεμβρίου, ημέρα Παρασκευή. Τη θυμάμαι καλά τηνημερομηνία, γιατί εκείνη τη μέρα, φεύγοντας απ’ το σπίτιγια τον αγιασμό, έκοψα το χαρτάκι απ’ το ημερολόγιο καιείδα πως, προφανώς από λάθος τυπογραφικό, δεν είχεγραμμένο από πίσω το συνηθισμένο ποιηματάκι, παρά είχετυπωμένο στην κάτω αριστερή άκρη ένα στραβό ερωτημα-τικό· το πήρα για παράξενο σημάδι αυτό το ερωτηματικόκαι το ’βαλα στην τσέπη μου για να το δείξω και στους άλ-λους. Όλοι μας, βλέπεις, περιμέναμε με απορία να δούμεπώς θα γινότανε το μάθημα χωρίς την κυρία Δομένικα —δε μπορούσαμε να το φανταστούμε πως ήταν δυνατόν γιακάποια άλλη να γίνει η δασκάλα μας. Μόλις μπήκαμε στηντάξη που μας όρισε ο Κερατένιος, μας περίμενε μια πρώτηέκπληξη· η τάξη ήταν μεγάλη, διπλή περίπου από εκείνεςόπου κάναμε μάθημα τις προηγούμενες χρονιές, με τέσσε-ρις σειρές θρανία και, το πιο απρόσμενο, οι δυο από αυτέςήτανε ήδη πιασμένες από δεκάξι κορίτσια σκυμμένα σε πη-γαδάκια των τεσσάρων. Αμέσως έκοψαν την κάθε κουβέντατους κι άρχισαν να μας κοιτούν κάπως διστακτικά στηναρχή κι έπειτα με τη γνωστή κοριτσίστικη ξεδιαντροπιά.Μας έπιασε ένας πρωτόγνωρος εκνευρισμός, περάσαμε από

[361]

Page 364: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μπροστά τους σα να ’μαστε σε παρέλαση και καθίσαμε σταθρανία με τα χέρια σταυρωμένα, κοιτώντας ίσια μπροστά·ώστε λοιπόν θα κάναμε μαζί με τα κορίτσια μάθημα στοεξής, θα ήμασταν κάθε μέρα μαζί τους, στην ίδια τάξη, θαμπορούσαμε να γυρνάμε το κεφάλι και να τις κοιτάμε γιαόση ώρα θέλουμε ή να πετάμε το μολύβι κάτω και να βλέ-πουμε το βρακί τους… Με την πρώτη κλεφτή ματιά πουέριξα προς την πλευρά τους, είδα πως στο τρίτο θρανίο κα-θόταν εκείνο το πανέμορφο κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά καιτα μελένια μάτια, που όλοι μας είχαμε προσέξει στα δια-λείμματα την προηγούμενη χρονιά· ο Βέλιας είχε μάθει μά-λιστα και το όνομά της: Λαμπρινή. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτατης τάξης· μια κοντούλα ζουμπουρλή γυναίκα μπήκε μέσα,περίπου τριάντα με τριάντα πέντε χρονών, με κατσαρά μαλ-λιά πιασμένα κότσο, κάπως παρδαλά ρούχα, γυαλιά με χο-ντρό σκελετό κι ένα χαζούλικο χαμόγελο· άφησε την τσάντατης στην έδρα και στράφηκε προς τις δικές μας σειρές:«Είμαι η κυρία Δροσιά. Τα κορίτσια με ξέρουν από πέρσικαι πρόπερσι…» Η φωνή της ήτανε καμπανιστή, έφτανεστ’ αυτιά μας μιαν ιδέα πιο δυνατή απ’ όσο υπολόγιζε· ο Με-γάλος Πρόδρομος έτριβε απειλητικά την πέτρα απ’ το τσακ-μάκι του. Ωστόσο η κυρία Δροσιά δεν είπε τις επικίνδυνεςκουβέντες· μόνο με ύφος εμφαντικό μάς τόνισε να ’χουμετρία καθαρά τετράδια, ένα για την αντιγραφή, ένα για τηνορθογραφία κι ένα για τις πράξεις της αριθμητικής. Και τομεσημέρι εκείνης της Παρασκευής, όταν μαζευτήκαμε σταΒαρέλια, έγινε πρόταση — χλιαρή, είν’ αλήθεια—, θαρρώ απ’τον Μανόλη, να της στείλουμε της κυρίας Δροσιάς ένα ανώ-νυμο γράμμα που θα της παράγγελνε να μην ξανάρθει στομάθημα, αλλιώς θα την έβρισκε μεγάλο κακό· θα το φτιά-χναμε με γράμματα κομμένα απ’ τις εφημερίδες, όπως γι-νότανε στις ιστορίες που μας έλεγε ο παπα-Λεπ Ταιρ, κιέτσι, είπε, δε θα το καταλάβαινε κανείς πως θα ’μαστανεμείς πίσω απ’ αυτό. Μα σχεδόν αμέσως την απορρίψαμεαυτή την πρόταση. Τι χρώσταγε η κυρία Δροσιά· την είχε

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄362

Page 365: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

βάλει ο Κερατένιος να αντικαταστήσει την κυρία Δομένικα,ενώνοντας το τμήμα μας με το τμήμα των κοριτσιών· ανδεν ήταν αυτή, θα ήταν κάποια άλλη, κι ύστερα η δασκάλαμας θα θύμωνε πολύ αν μάθαινε πως κάναμε κάτι τέτοιο.Κι έτσι, χωρίσαμε σιωπηλοί, αδύναμοι να σκεφτούμε κάτιπου θα μπορούσαμε να κάνουμε για την κυρία Δομένικα.Στο δρόμο ο Γιώργος, που στην κυριολεξία δεν είχε ανοίξειτο στόμα του όλη τη μέρα, έφτυσε ένα λευκό κρίνο — το ’χεφαίνεται για τόσες ώρες κρυμμένο κάτω απ’ τη γλώσσατου· εννιά μέρες αργότερα ο Αγιούτος έτρεξε στο καμίνι τουΜαριαλουκά.

Στις είκοσι οχτώ Σεπτεμβρίου μαζευτήκαμε και πάλιστα Βαρέλια κι ήμασταν δεκατέσσερις· από τη μέρα που οΠέτρος χάθηκε στις φλόγες δεν είχαμε ξαναβρεθεί όλοιμαζί, δεν είχαμε βγει καν από τα σπίτια μας. Από τη μια οιιστορίες με τον μαυροντυμένο αρλεκίνο, τον Μεγάλο Γύπα,και το τυφλό κορίτσι που ερχόταν και τον συναντούσε στονΠύργο, απ’ την άλλη οι παράξενες επισκέψεις που δέχοντανοι γονείς του τις τελευταίες μέρες από τρεις ξένους και οιθολές και ανεπιβεβαίωτες φήμες για ματωμένα ίχνη στουπόγειο του σπιτιού του, μα κυρίως το ανεξήγητα βιαστικόφευγιό των γονιών του από τη γειτονιά με το κοκκινόχωματην επόμενη κιόλας μέρα, όλα αυτά είχαν αποτέλεσμα ναβουίξει ο τόπος πως ο Πέτρος ο Σαρανταένας είχε δαιμονι-στεί και γι’ αυτό όρμηξε αλαλάζοντας στο εγκαταλελειμ-μένο φλεγόμενο καμίνι· ποια άλλη εξήγηση μπορούσε ναδώσει κανείς (όταν τρεις τέσσερις κυράτσες πήγαν στονπαπα-Λεπ Ταιρ και του ’παν να κάνει τρισάγιο στη γειτο-νιά για να φύγει η διαβολική παρουσία, αυτός σήκωσε τουςώμους και τους απάντησε «εγώ θέλω να τον διώξω· αυτόςο κερατάς δε θέλει να φύγει…»). Το αποτέλεσμα όλωναυτών ήταν να μας κλειδώσουν μέσα οι μανάδες μας επ’ αό-ριστον μέχρι να φύγει ο σατανάς από τη γειτονιά με το κοκ-κινόχωμα· χρειάστηκε να περάσει ο Κερατένιος από σπίτισε σπίτι οχτώ μέρες αργότερα, σέρνοντας μαζί του και τον

κεφάλαιο 49 363

Page 366: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

παπα-Λεπ Ταιρ, για να κάνει προσωπική παράκληση στονκάθε γονιό να στείλει τα παιδιά στο σχολείο, καθώς «…οΒελζεβούλ, ούτινος η παρουσία, φευ, είχε γίνει αντιληπτήεις την ενορίαν μας προ μιας εβδομάδος, απεμακρύνθη επι-τέλους ο τρισκατάρατος, ιδού και ο πατήρ Ελευθέριος διά νατο βεβαιώσει και να σας είπει ότι σύμφωνα με πηγές δικέςτου ευρίσκεται πλέον εις την νήσον Μαδαγασκάρην τηςΑφρικής…», «…και πιο συγκεκριμένα στο όρος ΜπούλαΜπούλα…» συμπλήρωνε ο τρελόπαπας τύφλα στο μεθύσι,«…εις το όρος Μπούλα Μπούλα, λοιπόν…» συνέχιζε ο δι-ευθυντής του εκατοστού πέμπτου ξύνοντας νευρικά τη φα-λάκρα του. «…Εν πάση περίπτωση, έχει φύγει πλέον πολύμακριά μας, κι ο πατήρ Ελευθέριος ράντισε με αγιασμό όλητην περιοχή, την οποία ίσως μόλυνε με την παρουσία του.Ως εκ τούτου δεν υπάρχει πλέον ο παραμικρός λόγος να μηνέρχονται εις το σχολείον οι μαθηταί, εις εκ των οποίων είναικαι ο δικός σας υιός. Κι εάν θρηνήσαμε ένα θύμα, η μη λει-τουργία του σχολείου θα μας κάνει να θρηνήσουμε πολλάπερισσότερα…», εδώ ο Κερατένιος σταματούσε να πάρειανάσα και συνέχιζε με φωνή δυνατότερη, «…διότι ο διάβο-λος φοβάται δύο πράγματα: το λιβάνι και το φως της γνώ-σεως…», τέτοια έλεγε κι άλλα παρόμοια προκειμένου ναπείσει τους γονείς μας να μας αφήσουν να πάμε ξανά στοσχολείο. Αργότερα μάθαμε πως είχε περάσει ο κύριος επι-θεωρητής και του ’χε πει πως, αν συνεχιζόταν η κατάστασηαυτή, η λειτουργία του εκατοστού πέμπτου θα αναστελλό-ταν, και αυτό θα αμαύρωνε την εικόνα του διευθυντή τουστη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Έτρεμε λοι-πόν ο Κερατένιος για την καλή του εικόνα, γι’ αυτό γύριζετα σπίτια μας πόρτα-πόρτα κι είχε πάρει μαζί του τονπαπα-Λεπ Ταιρ — ποιος ξέρει με τι παρακάλια τον είχε κα-ταφέρει να σέρνεται μαζί του και να μιλά με σοβαρό ύφοςγια το όρος Μπούλα Μπούλα… Ωστόσο μ’ αυτά και μεκείνα τα κατάφερε ο Κερατένιος να πείσει ολόκληρη τη γει-τονιά πως ο διάβολος είχε φύγει μακριά, κι έτσι στις είκοσι

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄364

Page 367: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

οχτώ του Σεπτεμβρίου μάς άφησαν οι δικοί μας να ξανα-πάμε στο σχολείο. Το ίδιο μεσημέρι μαζευτήκαμε στα Βα-ρέλια και, μόλο που είχαμε να βρεθούμε τόσες μέρες,μείναμε σιωπηλοί για μισή ώρα· κάποτε έγλειψα με τηγλώσσα τα χείλη μου που ’χαν ξεραθεί από τον αέρα κιένιωσα στο στόμα μου τη γεύση του αίματος. Σχεδόν εν-στικτωδώς έφερα την ανάστροφη της παλάμης μου στοστόμα και την κοκκίνισα στο αίμα. Μια αστραπιαία σκέψηπέρασε απ’ το μυαλό μου· γύρισα και κοίταξα τους υπόλοι-πους… Αμέσως το βλέμμα μου συναντήθηκε με το βλέμματου Σώτερ: και τα δικά του χείλη ήτανε ματωμένα. ΟΣώτερ, χωρίς να πει τίποτα, κούνησε καταφατικά το κε-φάλι του· δε χρειαζόταν πια να δω τα ματωμένα χείλη τωνυπολοίπων: ο αγαπημένος μας φίλος δε θα ερχότανε ποτέξανά, σφυρίζοντας δαιμονικά γοργούς ρυθμούς, να μου διη-γηθεί γελώντας κάποιο αλλόκοτο όνειρο — όχι, ο Πέτρος οΣαρανταένας, αυτός που τον φωνάζαμε Αγιούτο, ήτανε πιαπεθαμένος και το κορμί του είχε γίνει στάχτη, ανήκε στηχώρα των σκιών, όπως η κυρία Πανδώρα και ο Τζακ· γι’αυτό ματώναν τα χείλη μας εκείνο το σεπτεμβριάτικο με-σημέρι στα Βαρέλια: όλοι μας είχαμε πιει το νερό της κυ-ρίας Δομένικας τον περασμένο Γενάρη και το ξέραμε πως,άμα φέρναμε στη μνήμη μας κάποιον παράφορα αγαπημένονεκρό, που ’χε σαπίσει το κορμί του ή είχε γίνει στάχτηστους ανέμους, τα χείλη μας θα μάτωναν για όσην ώρα η θύ-μησή του κυριαρχούσε στο νου μας… Πέρασαν έτσι αρκετάλεπτά, όταν κάποτε έσπασε τη σιωπή η πνιχτή φωνή τουΒέλια, «…θυμάστε τι μας είχε πει τη νύχτα που ήπιαμε τοτζιν, λίγες μέρες πριν τρέξει στο καμίνι;» είπε τρέμονταςαπό συγκίνηση ο κοκκινομάλλης φίλος μας που δε μιλούσεσυχνά· “…να ζεις με ζωντανούς και να ονειρεύεσαι πεθα-μένους...”, έτσι μας είχε πει… πρέπει να ζήσουμε με τουςζωντανούς… εξάλλου τα χείλη μας δεν είναι μόνο για να μα-τώνουν… ο Αγιούτος τα έλεγε αυτά, δεν το θυμάστε;…είναι για να σημαδεύουν κοριτσίστικους λαιμούς με ρου-

κεφάλαιο 49 365

Page 368: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φήγματα… γιατί, λοιπόν, να ξοδεύουμε τον καιρό μοιρολο-γώντας και κλαίγοντας;… αν αγαπάμε τον Πέτρο, πρέπεινα ζήσουμε για τους ζωντανούς… καταλαβαίνετε;» Τότεσηκώθηκα απ’ το βαρέλι μου και προχώρησα μέχρι πουέφτασα μπροστά του, έσκυψα κάτω και πήρα στη χούφταμου λίγο κοκκινόχωμα και βάζοντας το χώμα πάνω σταχείλη μου του είπα: «Έχεις δίκιο, Βέλια… πρέπει να ζή-σουμε…»· ο Βέλιας πήρε απ’ την παλάμη μου χώμα και το’βαλε κι αυτός στα χείλη του για να σταματήσει την αιμορ-ραγία. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Σώτερ ανάμεσασε όλους τους άλλους που έσκυβαν να πάρουν κοκκινόχωμανα με κοιτά μ’ ένα πικρό χαμόγελο συνενοχής· μα τι θα ωφε-λούσε άραγε να πούμε στον Βέλια αυτό που μόνο εγώ κι εκεί-νος είχαμε ακούσει, πως η κουβέντα του Αγιούτου ήταν όχι«να ονειρεύεσαι τους πεθαμένους» αλλά «να ερωτεύεσαιτους πεθαμένους» (και βέβαια, τότε δε μπορέσαμε να κα-ταλάβουμε τι σήμαινε αυτή η κουβέντα· δεκάξι μήνες μετάτο χαμό του άκουσα τις κασέτες του κι έμαθα —μόνον εγώ—για την ύπαρξη της Αντωνίας, για την κοιλιά της που ήτανγεμάτη όνειρα και για τα όσα φριχτά είχε κάνει ο Αγιούτοςτις τελευταίες ώρες της ζωής του προκειμένου να μην πά-ψουν τα παράφορα αισθήματα απ’ τις καρδιές των ανθρώ-πων. Και δε μίλησα σε κανέναν για όλ’ αυτά μέχρι τότε πουβρεθήκαμε για τρεις μέρες και τρεις νύχτες ο Γιώργος, οΣώτερ, Μεγάλος Πρόδρομος κι εγώ στον Άσπρο Βράχο).Κι όταν ο Μανόλης ρώτησε «…τι πρέπει, λοιπόν, να κά-νουμε για να ζήσουμε με τους ζωντανούς;», ο Σώτερ είχεέτοιμη την απάντηση: «Μα τι άλλο; να μην αφήσουμε τηνκυρία Δομένικα να πεθάνει…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄366

Page 369: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

50.

Η Αλεξάνδρα ορμηνεύει, ο Γιώργος ξαμολιέται

Εκείνη τη μέρα μείναμε στα Βαρέλια μέχρι τις εφτάτο απόγευμα, κι αν δεν άρχιζε η ξαφνική φοβερή καταιγίδαπου κράτησε δέκα μέρες, ίσως να καθόμασταν εκεί ώς ταμεσάνυχτα. Ωστόσο, ώς την ώρα που φύγαμε, δε μπορέ-σαμε να βρούμε τον τρόπο που θα εμπόδιζε το θάνατο τηςδασκάλας μας. Βάλαμε κάτω και σκεφτήκαμε ξανά καιξανά με όλες τις λεπτομέρειες όσα εκείνη μάς είχε διηγηθείτην περασμένη άνοιξη, το σχέδιο για τη γέννηση του δια-βόλου, την κατάρα της Μπαρμπακούλας, τις χίλιες μέρες,τα φαρμακωμένα χείλη της, τον έρωτά της με την Τζίλντα·μάλιστα μ’ ένα ξυλαράκι γράψαμε στο χώμα το μήνα πουπρωτοσυναντηθήκαν οι δυο τους στη λεύκα της αλάνας (δη-λαδή τον Μάιο του χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε) καιπροσπαθήσαμε να υπολογίσουμε τις χίλιες μέρες… Κάποιαστιγμή, κι ενώ είχαμε πελαγώσει για τα καλά, ο Σώτεραποτραβήχτηκε κάπως από μας ψιθυρίζοντας νούμερα καιμετρώντας τα δάχτυλά του, για να ξαναγυρίσει μετά απόένα τέταρτο, λέγοντάς μας πως υπολόγιζε ότι οι χίλιεςμέρες της δασκάλας μας θα τέλειωναν μετά την Πρωτο-χρονιά και σίγουρα πριν μπει ο Μάρτιος — και δεν έκανελάθος, σ’ το ’χω πει πως έκοβε ξυράφι το μυαλό του Σώτερ,κι ας ήταν να τον μπερδεύει εκείνο το ακατανόητο νούμερο

[367]

Page 370: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

που μας είχε πει η κυρία Δομένικα την πρώτη του Φλεβάρητου χίλια εννιακόσια εβδομήντα εφτά, τότε που μας ανέ-βασε για πρώτη φορά στην Κουπέλα… «Άρα μάς μένουντρεις, το πολύ τέσσερις μήνες…» είπε σκεπτικός ο Κώστας·τότε μίλησε ο Μανόλης: «Υπάρχει μια μονάχα λύση· ναστήσω καρτέρι μια βραδιά στην Τζίλντα, εκεί στο Θάνατο,και να της στρίψω ένα μαχαίρι στην κοιλιά…» είπε με στα-θερή φωνή. «…Δηλαδή… θα γίνεις φονιάς;» τραύλισεέντρομος ο Ζήσης, μα εκείνος δεν του απάντησε, λες και δεντον άκουσε καν. Έφερα στο μυαλό μου την πανέμορφηΤζίλντα· χωρίς αμφιβολία, δεν είχε φταίξει σε τίποτε, ήτανπιο αθώα κι απ’ το πρόβατο, όμως ο θάνατός της ήταν ομόνος τρόπος για να εκπληρωθεί η κατάρα της Μπαρμπα-κούλας χωρίς να πεθάνει η κυρία Δομένικα· η μάγισσα είχεπει πως είτε θα πεθάνει αυτός που θα ερωτευτεί η δασκάλαμας μέσα στις χίλιες μέρες, είτε εκείνη δε θα ’βλεπε το ξη-μέρωμα της χιλιοστής, άρα μπορούσαμε να σκοτώσουμετην Τζίλντα· η ζωή τρέφεται με ζωή, εξάλλου και η ΑύραΦραντζή έτσι σκέφτηκε όταν στάλαξε το φοβερό φαρμάκιστα χείλη της κόρης της σαράντα μέρες μετά τη γέννησήτης. Τότε άκουσα δίπλα μου τη φωνή του Κώστα· μιλούσεχαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά: «Φαίνεται πως έτσι μόνοζεις για τους ζωντανούς… παραμονεύοντας στο σκοτάδι καιστρίβοντάς το μαχαίρι στην κοιλιά…» Μόλις το άκουσεκι αυτό ο Σώτερ άρχισε να ουρλιάζει «είστε τρελοί, λοι-πόν;… αυτό θα είναι στο εξής η λύση για όλα;… ένα μα-χαίρι στην κοιλιά των αθώων;… ποιος είσαι εσύ, Μανόλη,που αποφασίζεις να πάρεις τη ζωή απ’ την Τζίλντα… ποιοςσού το ’δωσε το ελεύθερο να πάρεις μια ζωή για να σώσειςμιαν άλλη;… πιστεύεις πως κρατάς στα χέρια σου το νήματης ζωής των ανθρώπων και μπορείς να το κόβεις όποτε θέ-λεις, ή μήπως νομίζεις πως η δασκάλα μας γουστάρει σω-τήρες σαν και του λόγου σου;… είμαι σίγουρος πως αν σεάκουγε τώρα θα ντρεπόταν για σένα και θα σε μισούσε αφά-νταστα για όλη της τη ζωή…» «Με μισούσε, δε με μισούσε,

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄368

Page 371: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

θα ’χε σωθεί από την κατάρα…» του απάντησε ο Μανόλης,παραμένοντας ανέκφραστος, ανεξήγητα αδιάφορος για τιςβαριές κουβέντες του Σώτερ. «Άλλον κανένα ξύπνιο δενέβγαλε η μάνα σου;» του είπε τότε ο Γιώργος, αγριοκοιτώ-ντας τον με μάτι σκοτεινό. «Ακούστε με και βάλτε το καλάστο μυαλό σας…» είπε ξερά, «άμα οδηγούσε κάπου ο θά-νατος της χορεύτριας, θα το ’χα κάνει μόνος μου εδώ καικαιρό… εγώ θα ’χα και παραπάνω λόγους από σας να φύγειαπό τη μέση αυτή η Τζίλντα… όμως το μαχαίρι που θασφάξει τη χορεύτρια, να το ξέρετε, θα σφάξει χίλιες φορέςκαι την κυρία Δομένικα… θα ’ναι η μεγαλύτερη δυστυχίαγια κείνην, το οριστικό ρήμαγμα της ψυχής της… καλύτερανα πεθάνει απ’ την κατάρα της Μπαρμπακούλας παρά απ’αυτό…» Αυτά μάς είπε ο ερωτευμένος φίλος μας, και βέ-βαια είχε δίκιο· μέχρι και ο Μανόλης, που δεν έκανε εύκολαπίσω, το κατάλαβε κι έσκυψε το κεφάλι σα να μετάνιωσε. Οθάνατος της Τζίλντας θα ’ταν ο φριχτότερος τρόπος για νααργοπεθάνει η δασκάλα μας, αφού πρώτα σκουλήκιαζαν ημνήμη της και η ψυχή της — έπρεπε να βρούμε κάποιονάλλο τρόπο· ποιον όμως; Μετά από λίγα λεπτά σιωπής, κιενώ στον ουρανό είχαν μαζευτεί μαύρα απειλητικά σύννεφα,μίλησε ο Σώτερ: «Το μόνο που μας απομένει είναι ν’ ακυ-ρώσουμε την κατάρα της Μπαρμπακούλας, να τη σβή-σουμε, να την κάνουμε να μη στρέξει…» Ο Όττος γέλασεειρωνικά, «κατάρα μάγισσας που ψυχορραγεί σφαγμένηαπό το χέρι του γιου της και θα την κάνουμε εμείς να μηστρέξει;» κάγχασε, ενώ ακούστηκε το πρώτο μπουμπου-νητό και σείστηκε η γη, «πιο εύκολο είναι να εμποδίσουμετούτη τη μπόρα να ξεσπάσει παρά να ακυρώσουμε την κα-τάρα…» «Ίσως γι’ αυτό θα πρέπει να το προσπαθήσουμε»είπε με πάθος ο Βέλιας, «επειδή είναι ακατόρθωτο… επειδήθα το ’κανε κι ο Αγιούτος…» κι έπειτα τη φωνή του τη σκέ-πασε το δεύτερο μπουμπουνητό, που ’ταν δυνατότερο απότο πρώτο. «Αν είναι για τον Πέτρο, τότε αλλάζει…» τουαπάντησε με ζέση ο Όττος, «…ας προσπαθήσουμε να πάμε

κεφάλαιο 50 369

Page 372: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ενάντια στο πεπρωμένο, όπως αυτός…» Έγινε σιωπή, ο ου-ρανός είχε μαυρίσει ολότελα· τότε ακούστηκε ο Κώστας πουείπε μονολογώντας: «Α… πεπρωμένο… νικιέται άραγε τοπεπρωμένο;» Τότε ακούστηκε το τρίτο μπουμπουνητό και,καθώς ο κεραυνός έπεσε κάπου πολύ κοντά μας, βρεθήκαμεόλοι πεσμένοι καταγής· αμέσως άρχισε η φοβερή καται-γίδα. Μεμιάς σηκωθήκαμε και, χωρίς να πούμε τίποτε, πή-ραμε τρέχοντας το δρόμο για τα σπίτια μας — θα βρι-σκόμασταν την επομένη, αφού συμφωνήσαμε πως όλο τοβράδυ θα σκεφτόμασταν, θα στύβαμε το μυαλό μας για ναβρούμε μια λύση ώστε να μη στρέξει η κατάρα που οδη-γούσε τη δασκάλα μας στο θάνατο. Τελικά όμως δεν το σκε-φτήκαμε για ένα μόνο βράδυ, μα για δέκα ολόκληρες μέρες,καθώς έτυχε εκείνο το δεκαήμερο να γίνει σωστός κατα-κλυσμός και η βροχή δε σταμάτησε ούτε για πέντε λεπτά,τα ρέματα ξεχείλισαν κι η γειτονιά με το κοκκινόχωμαπλημμύρισε για τα καλά, οι δρόμοι της γίναν ποτάμια μεκόκκινη λάσπη, και τα ισόγεια σπίτια πήραν νερό ίσαμε κιένα μέτρο, το ίδιο και οι τάξεις του εκατοστού πέμπτου…Από το σπίτι μας ξαναβγήκαμε στις οχτώ Οκτωβρίου γιανα πάμε στο σχολείο· ήταν η μέρα που σταμάτησαν οι με-γάλες βροχές. Ήμασταν απογευματινοί· αμέσως μετά τομάθημα μαζευτήκαμε στα Βαρέλια…

Εκείνο το απόγευμα αποφασίσαμε να πάμε την επό-μενη κιόλας ημέρα στο Στοιχειωμένο. Ήταν η πρώτη φοράπου μαζευτήκαμε στα Βαρέλια μετά τις μεγάλες βροχές,μα δε μιλήσαμε καθόλου για τα όσα έγιναν εκείνες τις ημέ-ρες· το μυαλό μας ήταν σταματημένο στο πώς θα κάναμετην κατάρα που βασάνιζε τη ζωή της δασκάλας μας ναπάψει, και την απορία που είχε ο Κώστας —για το αν νικιέ-ται άραγε το πεπρωμένο— τη νιώθαμε να σφίγγει το λαιμόμας σα θηλιά· έτσι, όταν κάποια στιγμή ο Κώστας μονο-λόγησε «ίσως η γρια-Αλεξάνδρα να ξέρει κάτι…», ουσια-στικά είπε αυτό που γυρόφερνε στη σκέψη όλων μας. Μόνοη γρια-Αλεξάνδρα, η φοβερή «Βασίλισσα των Ερπετών και

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄370

Page 373: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

των Στοιχειών» (όπως αποκαλούσε τον εαυτό της), μπο-ρούσε να μας πει κάποιον τρόπο που θα ακύρωνε τον θάνατοτης κυρίας Δομένικας· ο παπα-Λεπ Ταιρ, αν του ζητούσαμεκάτι τέτοιο, θα μας αράδιαζε στίχους στα λατινικά ή τοπολύ θα μας τραγουδούσε καμιά καντσονέτα, κι αν πήγαιναστον Μαυρομανόλη, θα μου έλεγε αγριεμένος αυτό που του’χανε πει κι εκείνου πριν από πολλά χρόνια έξω από έναχωριό της Δράμας, «…νομίζεις πως είσαι κανένας Θεός καιξέρεις ποιο είναι το καλύτερο…», κι έπειτα, αφού ξεφυ-σούσε για λίγο θυμωμένος, θα συμπλήρωνε: «…κι αν νομί-ζεις πως είσαι, εγώ να σου δώσω ένα εξάσφαιρο μεχαραγμένες σφαίρες…»· όχι, δε γυρεύαμε κάτι τέτοιο εμείς—δε θέλαμε ούτε αμφίσημες φράσεις ούτε χαραγμένεςσφαίρες—, θέλαμε μιαν ανθρώπινη λύση, μια συνταγή πουθα ’παιρνε πίσω την κατάρα, κι αυτό το μπορούσε μόνο ηγρια-Αλεξάνδρα… Πράγματι, ξεκινήσαμε νωρίς το πρωίτης επομένης, ήτανε Κυριακή, δεν είχαμε σχολείο, ο δρό-μος για το Στοιχειωμένο μάς πήγε καλά μέχρι που περά-σαμε τη στροφή της Καρδιάς. Εκεί βρήκαμε το Βάλτοξεχειλισμένο και απειλητικό· ωστόσο είχαμε προνοήσει γιατο πέρασμά του: προτού μπούμε στο βούρκο, που αν θύ-μωνε σε ρουφούσε μέσα του όσο να πεις κρεμμύδι, δεθή-καμε όλοι απ’ τη μέση με το χοντρό σκοινί που είχε φέρειμαζί του ο Σώτερ κι έπειτα, σε κάθε μας βήμα, ο Ζήσης έρι-χνε μπροστά μας μια χουφτιά από το αλεύρι του Ταρνανάπου μαλάγρευε το θυμό του Βάλτου. Πέρασαν κοντά τρειςώρες που παλεύαμε αγκομαχώντας στο βούρκο, όταν κά-ποτε κουτρουβαλήσαμε σε μιαν απότομη λυτρωτική κατη-φόρα· όταν σταμάτησε η κουτρουβάλα, ήμασταν ένα λασπω-μένο σμάρι, και τότε συνειδητοποιήσαμε ότι ο Βάλτος είχεφτάσει ίσαμε το Μεγάλο Ρέμα. Σταθήκαμε ξανά στα πόδιαμας με δυσκολία· ήμασταν σε άθλια πραγματικά κατά-σταση, νιώθαμε όλο μας το σώμα μπαλταδιασμένο, τα κό-καλά μας και οι κλειδώσεις μας πονούσαν φριχτά, μα η ώραδε μας έπαιρνε να σταματήσουμε έστω για λίγο. Αρχίσαμε

κεφάλαιο 50 371

Page 374: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

να ανεβαίνουμε τσακισμένοι την ανηφόρα, μπήκαμε στο λα-βύρινθο με τους θάμνους, ο Σώτερ έλεγε «να σκέφτεστε πωςμένετε ακίνητοι και πως η γη είναι που κυλάει κάτω απ’ ταπόδια σας…», αυτό έλεγε ξανά και ξανά, ο Όττος μάς οδη-γούσε στρίβοντας κάθε τόσο σε απίστευτα μονοπάτια καισιγά-σιγά βυθίστηκε το μυαλό μου σε μιαν ανεξήγητηνάρκη, θαρρείς και κοιμήθηκα περπατώντας. Τότε είδα κάτισαν όνειρο ή όραμα, πες το όπως θες: Ο Αγιούτος έτρεχεαλλόφρων σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι με αμέτρητα γάργαραρυάκια ουρλιάζοντας «πού είναι επιτέλους η φωτιά, πουείναι η φωτιά, σας λέω…» Το πρόσωπό του ήταν σαν τουβρικόλακα, ωχρό το δέρμα, ρουφηγμένο πίσω απ’ τα κό-καλα, κι η έκφρασή του είχε την πιο φοβερή απόγνωση.Ξαφνικά, πίσω από ένα δέντρο, φάνηκε η κυρία Δομένικα,ψηλή ίσαμε τρεις φορές το ύψος της και με τραγίσια πόδιαπου κατέληγαν σε οπλές· μόλις την είδε ο Αγιούτος, έτρεξεμπροστά της βγάζοντας από την τσέπη του ένα λευκό κερί,«κυρία, σε παρακαλώ…» της είπε, «…δώσ’ μου φωτιά, σετούτο τον παράδεισο το σώμα μου σαπίζει φριχτά, σε ικε-τεύω, κυρία, δώσ’ μου φωτιά…» Η δασκάλα μας του απά-ντησε αμέσως, μα δεν ήταν εκείνη που μιλούσε, ακούστηκεένας συριστικός ψίθυρος, διαβολικός το δίχως άλλο, «άμαμε φιλήσεις κάτι γίνεται…» κι έπειτα ένα συρτό εξίσουαπόκοσμο γέλιο. Ο Πέτρος δε φάνηκε να παραξενεύτηκε,μόνο ευθύς τανύστηκε με ανοιχτό το στόμα για να τη φιλή-σει. Η κυρία Δομένικα έσκυψε προς το μέρος του· κι ενώ ταστόματά τους πήγαιναν να ενωθούν, έξαφνα εκείνη χνότισε·ένας πελώριος χείμαρρος φωτιάς τινάχτηκε απ’ το στόματης με απίστευτο θόρυβο, γεμίζοντας όλη την εικόναεμπρός μου και γύρω μου με κατακόκκινες παμφάγες φλό-γες, ενώ το ίδιο διαβολικό γέλιο άρχισε να γαζώνει το μυαλόμου σαν τη χειροκίνητη ραπτομηχανή της μαντμαζέλ Πα-λούκας. Τότε άνοιξα τα μάτια μου: είχαμε φτάσει στο ξέ-φωτο μπροστά απ’ το Στοιχειωμένο και η γρια-Αλεξάνδραστεκόταν απέναντί μας στα δέκα μέτρα και γελούσε με το

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄372

Page 375: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

συριστικό απόκοσμο γέλιο του διαβόλου· σχεδόν όλοι μαζίπέσαμε εξαντλημένοι καταγής.

Όταν κόπασε το γέλιο της γριάς μάγισσας κι ο έναςμετά τον άλλο σηκωνόμασταν με κόπο στα πόδια μας, μαςρώτησε με το αγριεμένο επιθετικό ύφος της: «Μπρος, λέτετώρα, τι γυρεύετε εδώ;…» Εμείς τα χάσαμε, η γλώσσαμας δέθηκε κόμπος· κάποτε ο Βέλιας μίλησε κομπιάζοντας:«Νά… ο Κώστας θέλει κάτι να σε ρωτήσει…» «Έφερε χρυ-σάφι αυτός ο Κώστας που θέλει και να με ρωτήσει;» έκραξεεκείνη επιθετικά. Το ξέραμε πως η γρια-Αλεξάνδρα για ναμιλήσει ήθελε πληρωμή μόνο σε χρυσάφι, καθώς οι νεκροίτης φυλής της θα ήταν δυνατόν κάποτε να αναστηθούν μόνοαν βουτούσε τις τρίχες των μαλλιών τους σε λιωμένο χρυ-σάφι· το ξέραμε λοιπόν πως έπρεπε να ’χουμε κάτι χρυσόγια να της δώσουμε, κι ο Μανόλης είχε κλέψει αποβραδίςμια λίρα απ’ το σεντούκι του πατέρα του, «έφερε, έφερε…»βιάστηκε να φωνάξει και της έδωσε το χρυσό νόμισμα.Εκείνη το άρπαξε απ’ το χέρι του, το περιεργάστηκε προ-σεκτικά, το δάγκωσε και κατόπιν το έβαλε στον κόρφο τηςκαι είπε, κάπως πιο ήρεμα είναι η αλήθεια: «Ακούω τηνερώτηση…» Όλοι γυρίσαμε και κοιτάξαμε τον Κώστα·εκείνος πήρε βαθιά ανάσα και τη ρώτησε κοφτά: «Νικιέταιάραγε το πεπρωμένο;» Η γριά φαφούτα το σκέφτηκε γιαένα δευτερόλεπτο κι έπειτα είπε ξερά «όχι… φευγάτετώρα…» κι έκανε μεταβολή για να φύγει. Μείναμε όλοι μ’ανοιχτό το στόμα, ώστε γι’ αυτό είχαμε κάνει όλον τούτοτο δρόμο, για να μάθουμε πως δε νικιέται το πεπρωμένο, εόχι, «…γρια-Αλεξάνδρα, στάσου για ένα λεπτό…» της φώ-ναξε ο Σώτερ, «εμείς άλλο θέλαμε να σε ρωτήσουμε…» και,καθώς εκείνη προχωρούσε προς το Στοιχειωμένο, άρχισενα τρέχει από πίσω της, «εμείς θέλαμε να μάθουμε πώς θαγίνει να μην πεθάνει η κυρία Δομένικα απ’ την κατάρα τηςΜπαρμπακούλας, πώς θα γίνει να ξεφαρμακωθούν τα χείλητης για να μη σκοτώνει με κάθε της φιλί, αυτό θέλουμε ναμας πεις…» Τότε η Αλεξάνδρα έκανε απότομα μεταβολή,

κεφάλαιο 50 373

Page 376: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τα μάτια της πετούσαν σπίθες, «έχεις άλλο χρυσάφι…» τουγρύλισε, ο Σώτερ έμεινε βουβός, κατόπιν ψέλλισε παρα-κλητικά «…θα σου φέρω αύριο…», «…φεύγα…» του αντι-γύρισε εκείνη, «φεύγα κι έλα με χρυσάφι…» κι έπειταγύρισε απειλητικά προς τα μας, «φευγάτε όλοι, μη σας φάειη μαρμάγκα…» Πισωπατήσαμε τρομαγμένοι, μα τότε οΓιώργος έκανε ένα βήμα μπροστά, «έχουμε κι άλλο χρυ-σάφι…» της φώναξε δυνατά και χωρίς να περιμένει απά-ντηση πήγε και της έβαλε κάτι στη χούφτα της. Η γριά τοσήκωσε ψηλά για να το περιεργαστεί και τότε είδαμε μιαχρυσή βέρα· ήτανε η βέρα της μάνας του που την είχε βρειόταν πριν έξι μήνες έλιωσε εντελώς το μεγάλο κερί τουμπουφέ, και βέβαια θα τη χαλάλιζε μόνο για την κυρία Δο-μένικα. Η βέρα φυσικά κατέληξε στον κόρφο της Αλεξάν-δρας και η μάγισσα είπε: «Προσέχτε καλά, το καθετίθεραπεύεται και θανατώνεται απ’ τα όμοιά του, κι εσείςέχετε μόνο μία ερώτηση… είναι στ’ αλήθεια δύσκολο νασκεφτεί κανείς τη σωστή ερώτηση…» Κοιτάξαμε ο έναςτον άλλον: θα ρωτούσε ο Σώτερ βέβαια, ποιος άλλος. Εκεί-νος γρήγορα το κατάλαβε· «αφήστε με δυο λεπτά να το σκε-φτώ» είπε και πράγματι έγινε σιωπή για δύο λεπτά. «Είμαιέτοιμος…» είπε κάποτε ο Σώτερ, «γιά να σε δω…» τουαπάντησε εκείνη· ο φίλος μας ξερόβηξε κι έπειτα ρώτησεαργά και καθαρά: «Ποια χείλια απ’ τα χείλια θα πάρουν τοθάνατο;» «Μμμμ…» έκανε επιδοκιμαστικά η γριά, «αυτήείναι στ’ αλήθεια καλή ερώτηση…» κι αμέσως μετά, σανκάτι να σκέφτηκε, μονολόγησε «μα δε μπορεί… δε θαστρέξει…» κι έπειτα πάλι, παίρνοντας βαθιά ανάσα: «Αςείναι, αφού μου δώσατε χρυσάφι, θα σας απαντήσω: το θά-νατο απ’ τα χείλη θα πάρουν δυο χείλη με το αίμα του λαγού,το φτύμα του φιδιού, τα δάκρυα του λύκου και της κουκου-βάγιας το κρώξιμο…» Αυτό μάς είπε κι αμέσως μετά βιά-στηκε να συμπληρώσει: «Μα, να το ξέρετε, δε νικιέται τοπεπρωμένο…» Ούτε που δώσαμε καμιά σημασία σ’ αυτάτα τελευταία της λόγια, κι ανακουφισμένοι όσο δε λέγεται,

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄374

Page 377: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

καθώς είχαμε μάθει επιτέλους τη συνταγή που γυρεύαμε,γυρίσαμε μεμιάς την πλάτη μας στη γριά και παρά την τόσημας κούραση κινήσαμε να φύγουμε βιαστικοί για να προ-λάβουμε τη νύχτα· μια γλυκιά ευφορία μάς είχε κατακλύσεικαι νιώθαμε πως είχαμε στα πόδια μας φτερά. «Σ’ ευχαρι-στούμε, γρια-Αλεξάνδρα…» της φώναξε ο Σώτερ σχεδόνχοροπηδώντας καθώς ξεμακραίναμε. Εκείνη τού αντιγύ-ρισε με ύφος μισό μελαγχολικό και μισό χαιρέκακο: «Σ’ τολέω, δεν το νικάς με τίποτε, μόνο γυμνώνεις το στέρνο καιτο περιμένεις…»

«Όχου, μωρέ, πεπρωμένο κι αηδίες…» ξέσπασε αγα-νακτισμένος ο Γιώργος τέσσερις ώρες υστερότερα, απα-ντώντας έτσι στον Κώστα, όταν εκείνος ρώτησε διστακτικά«…τι να σημαίνει τάχα πως γυμνώνεις το στέρνο και το πε-ριμένεις;» — είχαμε μόλις βγει μπαϊλντισμένοι από τον παι-δεμό του Βάλτου και ήδη είχε σκοτεινιάσει για τα καλά.Σπάνια ο Γιώργος παθιαζόταν με τις λέξεις —ίσως να μηνείχε συμβεί ποτέ άλλοτε—, όμως ετούτη τη φορά πετά-χτηκε φουριόζος· ήθελε, θαρρείς, να προλάβει ακόμη και τησκέψη μας, «…άκου, φίλε μου, το πεπρωμένο είναι μιααπάτη…» είπε, «κάνουμε ό,τι κάνουμε κι ύστερα το λέμεπεπρωμένο, μοίρα, γραφτό… Αυτές οι λέξεις είναι για τουςμάγους και τους δειλούς· ό,τι έγινε έγινε με μας, με όσα κά-ναμε και με όσα αφήσαμε να περάσουν έτσι… κι άμα δε μεπιστεύεις εσύ, λέω πως δικό μου είναι το μαχαίρι δικός μουκι ο λαιμός, κι άμα το θέλω τον κόβω στο φτερό, έτσι γιαπλάκα, επειδή έτσι μού κάπνισε ξαφνικά, επειδή το μυαλόμου πήρε ανάποδες στροφές, κι έλα τότε εσύ να μου μιλήσειςγια το ανίκητο πεπρωμένο σου…»

Ήταν κοντά δέκα η ώρα το βράδυ εκείνης της Κυρια-κής όταν φτάσαμε στα Βαρέλια· σωριαστήκαμε ξεψυχι-σμένοι καταγής και για κάμποσην ώρα ο μόνος πουακουγόταν ήταν ο Σώτερ, καθώς επαναλάμβανε συνέχειατην απάντηση της γρια-Αλεξάνδρας: «Αίμα λαγού… φτύμαφιδιού… δάκρυα λύκου… κρώξιμο κουκουβάγιας…» Κά-

κεφάλαιο 50 375

Page 378: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ποτε η βαριά φωνή του Μεγάλου Πρόδρομου διέκοψε τομουρμουρητό του: «Μην το ψάχνεις, όλα βρίσκονται στοδάσος…» «Σωστά…» αναφώνησε ο Σώτερ, «έχεις δίκιο,πώς δεν το σκέφτηκα ο μπουμπούνας…», κι ήταν στ’ αλή-θεια παράξενο πώς δεν το σκέφτηκε πρώτος ο Σώτερ. Αμέ-σως μετά όμως το μυαλό του πήρε μπροστά: «…πρέπει ναβρεθούν δυο άψυχα χείλη γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί αν τηφιλήσει άνθρωπος ζωντανός θα πεθάνει όσο να πεις κρεμ-μύδι, πρέπει να βρεθούν δυο άψυχα χείλη, σας λέω, κιύστερα η κυρία Δομένικα να τα φιλήσει για να πάρουν απότα χείλη της τον θάνατο, για να πάψει να στρέχει η κατάρατης Μπαρμπακούλας κι η δασκάλα μας να μην πεθάνει σανθα περάσουν οι χίλιες ημέρες…» «Δηλαδή πρέπει πρώτ’απ’ όλα να βρούμε ένα φρέσκο πτώμα με χείλια…» είπε οΤζίμης και, παρ’ όλη την κούρασή μας και τη σοβαρότητατης στιγμής, μας έπιασαν τα γέλια, «κι αυτό το πτώμα θατο φιλήσει στο στόμα η κυρία Δομένικα;» ρώτησε, ότανσταματήσαμε τα γέλια, φανερά αηδιασμένος ο Μανόλης,«…γιατί όχι;» του απάντησε ο Σώτερ, «άραγε είμαστε σί-γουροι πως δεν έχει κάνει και χειρότερα; Εξάλλου υπάρ-χουν κάποιοι που λένε πως όποιος φιλήσει πεθαμένογλυκαίνεται τόσο, που δε μπορεί να ξαναφιλήσει ζωντανόποτέ πια…» — και βέβαια τότε δεν κατάλαβα ποιον εννο-ούσε. «Άντε πες και το βρήκαμε το πτώμα απ’ το νεκροτα-φείο, μετά τι κάνουμε;» ρώτησε ο Κώστας, «μετά είναι τοδύσκολο… θα πάμε στο δάσος μαζί με το άψυχο κουφάρικαι θα βρούμε έναν πληγωμένο λαγό και θα στάξουμε μια-δυο σταγόνες από το μαύρο αίμα του στα παγωμένα χείλη.Έπειτα θα βρούμε ένα φίδι την ώρα που ζαρώνει σε τρύπαγια τον χειμωνιάτικο ύπνο του και θα το ζαλίσουμε με τα λι-βάνια του παπα-Λεπ Ταιρ, έτσι που να στείλει πάνω στανεκρά χείλη το φτύμα του· κατόπιν πρέπει να βρούμε έναλύκο την ώρα που κλαίει και να στάξουν τα δάκρυά του εκείόπου στάξαν τα προηγούμενα. Και, τέλος, πρέπει να βρούμεμια κουκουβάγια την ώρα που οι δαίμονες στολίζονται και

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄376

Page 379: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μια στιγμή πριν κρώξει την έξοδο των δαιμόνων στον πάνωκόσμο να κολλήσουμε το ράμφος της στο στόμα του νεκρού.Το ξέρω, θα είναι δύσκολο, θα χρειαστεί μέρες ολόκληρες,ίσως και βδομάδες, να ψάχνουμε στο δάσος, μα δε μπορεί,στο τέλος θα τα βρούμε όλα, στο δάσος βρίσκονται ταπάντα…» «Κι άμα το πτώμα σαπίσει τόσες μέρες που θαψάχνουμε;» ρώτησε ο Μανόλης τούτη τη φορά, «είναι κιαυτό…» είπε σκεφτικός ο Σώτερ, μα δε χρειάστηκε περισ-σότερο από δύο λεπτά για να βρει μια ακόμη λύση: «Θα κλέ-ψουμε απ’ τον Αχίλλειο είκοσι τενεκέδια με μέλι, θα τ’αδειάσουμε στην ξύλινη λεκάνη της Φρόσως και θα βάλουμετο πτώμα μέσα στο μέλι… με τέτοιο τρόπο που να εξέχουναπό το μέλι μόνο τα χείλη του… κάθε μέρα οχτώ από εμάςθα κουβαλάνε τη λεκάνη μες στο δάσος… δε γίνεται κι αλ-λιώς…» Τότε μίλησα κι εγώ, πιο πολύ είπα δυνατά τησκέψη μου παρά ρώτησα: «Άραγε θα την πάρουν πίσω τηνκατάρα δυο άψυχα χείλη;»· ο Σώτερ ξεφύσηξε, «ας ελπί-σουμε πως θα την πάρουν…» είπε στωικά, «εξάλλου είναιτο μόνο που μπορούμε να κάνουμε… η δασκάλα μας δε θαδεχτεί ποτέ να τη φιλήσει κάποιος ζωντανός και να πεθάνειαυτός για να πάρει την κατάρα…» «Αλήθεια» τον διέκοψεο Όττος, «ποιος μάς το ’πε ότι η κυρία Δομένικα θέλει ναγλιτώσει απ’ την κατάρα;» Ο Σώτερ ξέσπασε τότε εκνευ-ρισμένος «…και σένα ποιος σού το ’πε πως πρέπει να σου ταπουν όλα πρωτύτερα; Μήπως είπε κανένας στον Αγιούτονα τρέξει στο καμίνι του Μαριαλουκά…» Και καθώς οΌττος τον κοίταζε φοβισμένος, μαλάκωσε κάπως τον τόνοτου: «…άκου να δεις: εκείνη μπορεί να το θέλει, μπορεί καιόχι… εμείς θα πάμε κι ό,τι γίνει· αν θέλεις έρχεσαι…»«Κανένας δε θα πάει πουθενά μήτε και θα ξεθάψετε φρέσκοκουφάρι απ’ τα νεκροταφεία…» και βέβαια αυτός που μί-λησε με ξερή απόκοσμη φωνή ήταν ο Γιώργος. «Χρειάζεταινα περάσουν αιώνες αίματος και ν’ αφρίσουν οι κόκκινεςθάλασσες για να έρθει η Στιγμή του καθενός από μας…Μη τυχόν και τολμήσει κανείς να μ’ εμποδίσει, θα του φάω

κεφάλαιο 50 377

Page 380: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

το λαρύγγι… Δικό μου το χέρι που κρατά το μαχαίρι, δικόςμου κι ο λαιμός… γκέγκε;» Ήταν η πρώτη φορά από τότεπου τον γνωρίσαμε που ο φίλος μας μίλησε μ’ αυτό τοντρόπο· η παγερή νύχτα γέμισε από μιαν αλλόκοτη ένταση.Πέρασαν αρκετά λεπτά μες στη σιωπή· το μόνο που ακου-γόταν ήταν η λαχανιασμένη ανάσα του Γιώργου. Κάποτεμίλησε ο Μεγάλος Πρόδρομος με τη βαριά φωνή του: «Είναιαργά… πρέπει να κοιμηθούμε…»· χωρίς δεύτερη κουβέντασηκωθήκαμε και πήραμε το δρόμο για τα σπίτια μας αμί-λητοι· μήτε καν είπαμε ένα καληνύχτα. Στο σπίτι η μάναμου με περίμενε στο κεφαλόσκαλο βλαστημώντας και ουρ-λιάζοντας, κι ενώ έτρωγα απανωτά τα χαστούκια, σκεφτό-μουν πως θα κάναμε αρκετές ημέρες να ξαναδούμε τονΓιώργο και πως τις ατέλειωτες ώρες που η κυρία Δροσιάθα έκλινε στον πίνακα το ρήμα «αγαπώ, αγαπάς, αγαπά…»αυτός θα πάλευε τ’ αγρίμια και τα στοιχειά της φύσης, προ-σπαθώντας να κερδίσει τη δική του άνοιξη… Και πράγματιτην άλλη μέρα ο Γιώργος δεν ήρθε στο εκατοστό πέμπτο,κι όταν πήγαμε το μεσημέρι στο σπίτι του βρήκαμε τηνπόρτα κλειδωμένη και το χαλάκι γυρισμένο ανάποδα. Ομόνος που μίλησε ήταν ο Βέλιας, «μην είχε δίκιο η γρια-Αλεξάνδρα για το πεπρωμένο;» ρώτησε, χωρίς βέβαια ναπάρει απάντηση.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄378

Page 381: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

51.

Στόμα με στόμα

Είχαν περάσει κοντά δέκα μέρες από τότε που ο Γιώρ-γος έφυγε στο δάσος, όταν βρεθήκαμε ξανά με την κυρίαΔομένικα. Ήταν η πρώτη φορά που μας ξανάβλεπε όλουςμαζί (πλην του Γιώργου βέβαια) από τις εννέα Ιουνίου, τότεπου παίξαμε το τελευταίο σι μαριό. Και το αστείο είναι πωςένα απόγευμα δυο μέρες μετά τη φυγή του Γιώργου απο-φασίσαμε στα Βαρέλια να μην ανταμωθούμε καθόλου μαζίτης μέχρι να γυρίσει. Έτσι, το σχέδιό μας να πάμε στο σπίτιτης κρατώντας βιολέτες, μόλις κοπάσουν οι βροχές, πήρεαναβολή επ’ αόριστον. Ωστόσο τα πράγματα ήρθαν διαφο-ρετικά, καθώς εκείνο το φθινόπωρο ήταν για τη δασκάλαμας ο καιρός των θανατηφόρων φιλιών· να σκεφτείς, μο-νάχα μπροστά στα μάτια μας η κυρία Δομένικα έδωσε τρίααπό τούτα τα τρομερά φιλιά.

Ήταν ένα μουντό σκοτεινό μεσημέρι, στις δεκαοχτώή δεκαεννιά Οκτωβρίου, όταν είδαμε έξω απ’ τα παράθυρατης τάξης μας τον πληγωμένο σκύλο να περπατά αργά στηναλάνα. Η κυρία Δροσιά μάς μάθαινε μια τραγουδιστή προ-σευχή, «συ που κόοσμους κυυβερνάς· και ζωήη παντούσκορπάας…» κι όλοι μας, μην έχοντας άλλο τίποτε να κά-νουμε, κοιτούσαμε αφηρημένοι τον Κώστα που, χωμένοςκάτω από το θρανίο του, πάλευε —μάταια, όπως πάντα—

[379]

Page 382: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μ’ ένα κομμάτι μάρμαρο να σπάσει τη μεγάλη πράσινη μπί-λια που, όπως έλεγε, κρατούσε μέσα της φυλακισμένη τημεγαλύτερη και ωραιότερη θάλασσα των αιώνων. Μόνον οΚούλης κοιτούσε, όπως συνήθως, έξω απ’ το παράθυρο·αυτός εξάλλου είδε πρώτος το σκύλο με το βασιλικό περ-πάτημα και αμέσως σκούντησε τον Μανόλη για να δει καικείνος. Μέσα σε ένα λεπτό είχαμε ειδοποιηθεί όλοι για τονπαράξενο επισκέπτη μας και, χωρίς να σταματήσουμε τοτραγούδι της κυρίας Δροσιάς, στραφήκαμε έξω απ’ το πα-ράθυρο και στυλώσαμε τα μάτια μας επάνω του. Ήτανε έναμεγάλο, κατάμαυρο, ξερακιανό λυκόσκυλο, μάλλον προχω-ρημένης ηλικίας, αφάνταστα όμορφο — παρόλο που τοβλέπαμε από μακριά, θα μπορούσα να το ξεχωρίσω ανά-μεσα σε χιλιάδες άλλα. Το περπάτημά του ήταν αφύσικααργό, σα να ακολουθούσε μια αόρατη πένθιμη πομπή· άματο πρόσεχες για λίγη ώρα, ίσως να διέκρινες την υποψίαενός τρεκλίσματος. Στο λαιμό δεν είχε κολάρο —αλίμονο—,ωστόσο κάτι γυάλιζε κάτω απ’ το δεξί του αυτί· στην αρχήνομίσαμε πως ήταν μενταγιόν, κατόπιν όμως φάνηκε κα-θαρά — ήταν μια ματωμένη σιδερένια αιχμή που προεξείχεαπ’ τη σάρκα· έμοιαζε φυτρωμένη στο λαιμό του. Μέσα σελίγες στιγμές, ο ένας μετά τον άλλο, όλα τα αγόρια βου-βαθήκαμε κι έμειναν να τραγουδούν μόνα τους τα κορίτσια,με τις λεπτές αντιπαθητικές φωνές τους, γι’ αυτόν που πα-ντού σκορπά τη ζωή. Κάποτε, όχι μετά από πολλή ώρα, εί-δαμε τα δυο μπροστινά πόδια του σκύλου να λυγάνε σα να’τανε στάχυα· ο πανέμορφος μαύρος σκύλος έπεσε με τηνκοιλιά καταγής. Σηκωθήκαμε σχεδόν όλοι μαζί με θόρυβοαπ’ τις καρέκλες μας, το τραγούδι γι’ αυτόν που παντούσκορπά τη ζωή διακόπηκε βίαια, η κυρία Δροσιά κάτι πήγενα πει τρομαγμένη, μα μήτε καν ακούστηκε η φωνή της,καθώς ο Όττος άνοιξε την πόρτα βροντώντας τη στον τοίχοκαι ξεχυθήκαμε έξω. Φτάσαμε αμέσως στον πεσμένο σκύλοκαι κάναμε ένα ημικύκλιο μπροστά του· χωρίς να κουνήσειτο κεφάλι του, παρά μόνο τις κόρες των ματιών του, μας

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄380

Page 383: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κοίταξε όλους έναν-ένα· το βλέμμα του μετέδιδε μιαν αφά-νταστη ηρεμία, όμοια με την επίγνωση που κερδίζει κανείςόταν λυτρώνεται από κακοφορμισμένες ελπίδες και ουτο-πίες. Κάποια στιγμή ο Μεγάλος Πρόδρομος έσκυψε καιπήγε να τον σηκώσει στα χέρια· μα μόλις τον άγγιξε ακού-στηκε ένα τρομακτικό υπόκωφο ουρλιαχτό πόνου που μαςτρύπησε την ψυχή· ο φίλος τραβήχτηκε αμέσως φοβισμένος(και δεν ήταν από αυτούς που φοβόντουσαν εύκολα) — οι πα-λάμες του είχανε γίνει κατακόκκινες από το αίμα. Παρά τονφριχτό πόνο, η γαλήνη δε χάθηκε στη μορφή του ζωντανούκαι στο βλέμμα του είδαμε μια γλυκύτατη απαίτηση — ναι,αυτές είναι οι σωστές λέξεις, γλυκύτατη απαίτηση· δεμπορώ να το περιγράψω αλλιώς, άμα το αντέχεις, προσπά-θησε να το φανταστείς… Πέσαμε όλοι μας στα γόνατα, κιόσο πιο μαλακά γινόταν, χωρίς να τον αγγίξουμε στην κοι-λιά, τον γυρίσαμε στο πλάι. Τότε είδαμε την ουρά του σι-δερένιου βέλους· του είχε διαπεράσει τον κορμό κάτω απότο μπροστινό αριστερό πόδι κι είχε βγει από τη δεξιάπλευρά του λαιμού. Και βέβαια όλοι μας μείναμε με τοστόμα ανοιχτό· δεν είχαμε φανταστεί ποτέ μας μέχρι τότεπως υπάρχουν πια βέλη που πληγώνουν στ’ αλήθεια, νομί-ζαμε πως όλα τα βέλη του κόσμου τα είχαν ρίξει εδώ καιαιώνες οι ήρωες των παλιών παραμυθιών. Νά όμως που ταβέλη με την ακονισμένη αιχμή έσχιζαν ακόμη τον άνεμοόπως τότε, κι άραγε ποιο χέρι είχε τεντώσει το τόξο πουείχε σημαδέψει εκείνον τον πανέμορφο σκύλο και γιατί· αχ,δε γινόταν να τον ξέραμε εκείνον που πληγώνει θανάσιμαμε σιδερένια βέλη τα σκυλιά, α, μόνο να τον ξέραμε, και θατον δάγκωνε το μαύρο φίδι, θα τον σκοτώναμε όπως τούέπρεπε — αυτά σκεφτόμασταν, όταν ακούσαμε τον μοιραίοΝίκο να μονολογεί: «…άραγε να ’ναι αυτά τα βέλη τουέρωτα;»

Είχε πάει οχτώ η ώρα το βράδυ, όταν μετά από ώρεςσιωπής κι αμήχανων ψιθύρων αποφασίσαμε να ησυχάσουμετον πληγωμένο σκύλο. Ο Σώτερ ήταν αυτός που υπέδειξε

κεφάλαιο 51 381

Page 384: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τον τρόπο: κάποιος θα χούφτιαζε το βέλος απ’ την αιχμήτου και θα το τραβούσε με δύναμη· μα έπρεπε να ’τανε έναγερό χέρι που θα έκανε τούτη τη δουλειά για να το καταφέ-ρει με την πρώτη, μια κι έξω, να μην τυραννιστεί το ζώοακόμη περισσότερο στο ψυχορράγημά του. Όλων τα βλέμ-ματα στράφηκαν στον Μεγάλο Πρόδρομο· ποιος άλλος είχετόση δύναμη στα χέρια για να τραβήξει τα βέλη του έρωταμέσα απ’ τη σάρκα… Εκείνος έμεινε σκυφτός για ένα λεπτό·έπειτα, και χωρίς να σηκώσει διόλου το κεφάλι, σύρθηκε,έτσι όπως ήταν γονατισμένος, μπροστά και δεξιά του ζώου·με μιαν αργή κίνηση χούφτιασε γερά το ματωμένο βέλοςκάτω ακριβώς από τα άγκιστρα της αιχμής. Αμέσως ση-κωθήκαμε όρθιοι όλοι μαζί με μια κίνηση· ο σκύλος κοίταξετον φίλο μας με το γλυκύτατο βλέμμα του κι ο ΜεγάλοςΠρόδρομος πήρε βαθιά ανάσα και σκύβοντας στο αυτί τουσκύλου τού ψιθύρισε δύο λέξεις (χρόνια αργότερα, όταναποχαιρετιόμασταν πριν απ’ τη Μεγάλη Μάχη, μου τις ψι-θύρισε κι εμένα στο αυτί τούτες τις λέξεις· ήταν ένα μήνυμαγια μια σκιά του άλλου κόσμου: «Αν ήθελες…»). Εκείνη τηστιγμή ακούστηκε πίσω μας μια βραχνιασμένη μα γνώριμηφωνή: «Όχι, Πρόδρομε…» Ήταν η κυρία Δομένικα.

Στις μέρες που ακολούθησαν κανένας από εμάς δεμπόρεσε να δώσει μια εξήγηση για το πώς ήξερε η δασκάλαμας το ότι ένας πληγωμένος σκύλος έπρεπε να ησυχάσειεκείνη τη βραδιά κι ήρθε στην αλάνα, και μάλιστα τηστιγμή ακριβώς που ο Μεγάλος Πρόδρομος θα τραβούσε τοβέλος μέσα απ’ το σώμα του. Και να πεις πως έγινε τυχαία,πως απλά ήταν ο δρόμος της από εκεί — όχι, δεν ήταν, ηκυρία Δομένικα είχε να πατήσει στην αλάνα τέσσερις μήνες,από εκείνη την μέρα του Ιουνίου που έπαιξε μαζί μας σιμαριό, άρα κάτι άλλο συνέβη, κάτι που προφανώς είχε νακάνει με τις δυνάμεις που όριζαν τη ζωή της δασκάλας μας.Και βέβαια, μόλις άκουσε τη φωνή της ο Μεγάλος Πρόδρο-μος, κοκάλωσε· εκείνη προχώρησε, τον άγγιξε στον ώμοκαι του είπε σχεδόν ψιθυρίζοντας: «Σήκω…» Κι όταν ο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄382

Page 385: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φίλος μας σηκώθηκε, εκείνη γονάτισε στη θέση του, αγκά-λιασε το κεφάλι του σκύλου (το ζώο, τι παράξενο, δεν ούρ-λιαξε διόλου, μονάχα την κοιτούσε με απερίγραπτα γαλήνιοβλέμμα) και μας φώναξε: «Κλείστε τα μάτια…» Τότε κα-ταλάβαμε έντρομοι πως η κυρία Δομένικα θα τον ησύχαζετον πληγωμένο σκύλο φιλώντας τον στο στόμα, θα τον θα-νάτωνε μ’ ένα απλό άγγιγμα των χειλιών της στο στόματου, κι ας μην ήταν φιλί ανθρώπου με άνθρωπο, μα εντέλειτι σημασία είχε; Έξαφνα οι υστερικές κραυγές του Ζήσηακούστηκαν σαν αλλεπάλληλες καμτσικιές: «…όχι,κυρία… μη τον φιλήσεις…»· ο φίλος μας φώναζε με όλητη δύναμη των πνευμόνων του και το πρόσωπό του παρα-μορφωνόταν από την ένταση· «…μπορεί να φαίνεται ένααθώο ζώο, μα έχει φίδι στο στόμα του…είναι ο τυφλός όφιςτης κολάσεως που ζει μονάχα στις κλειστές σπηλιές, μουτο ’χει πει ο Τζακ, δαγκώνει πάντα στο μέσα μέρος τουπάνω χείλους… έχει χίλιους τρόπους για να σου ανοίξει τοστόμα, κι όταν σε δαγκώσει, τότε το μυαλό σου γυρνά ακρι-βώς αντίστροφα, όπως στον κόσμο του διαβόλου… μη τοκάνεις, κυρία, μετά θα ’ναι αργά…», αυτά έλεγε και δε θασταματούσε εάν εκείνη δε γυρνούσε να τον κοιτάξει μεβλέμμα τρομερό. «Ζήση, κλείσε τα μάτια σου…» του είπεχαμηλόφωνα μα κοφτά, απόλυτα, με ύφος που δεν επιδε-χόταν άλλη κουβέντα. Και τότε κλείσαμε όλοι μας τα μάτιακαι συνάμα μισανοίξαμε ελάχιστα τα βλέφαρα· δεν ξέρω ανόσα είδαμε έγιναν πράγματι ή αν τα φανταστήκαμε: η κυρίαΔομένικα έσκυψε, αγκάλιασε το σκύλο από το σβέρκο καιτον φίλησε στο στόμα· το ζώο, σα να πήρε έξαφνα ζωή απότα χείλη της δασκάλας μας, μισοσηκώθηκε κι ακούμπησετα μπροστινά του πόδια στους ώμους της. Έμοιαζε να μηνπονά πια διόλου. Γυναίκα και σκύλος κυλίστηκαν καταγήςκαι το φιλί τους έγινε λάγνο, σχεδόν πρόστυχο, με γλώσ-σες που ενώνονταν παθιασμένα. Ίσως το φίδι για το οποίοούρλιαζε ο Ζήσης να υπάρχει στ’ αλήθεια, σκέφτηκα, κιαμέσως όλα γίνανε μαύρα· τα βλέφαρά μου κλείσαν, θαρ-

κεφάλαιο 51 383

Page 386: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ρείς από μόνα τους. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, όλοι οι φίλοι μουκλείσαν κι αυτοί τα βλέφαρά τους, γιατί λίγα λεπτά αργό-τερα την ακούσαμε να μας ρωτά με σπασμένη φωνή: «Δε θαμε βοηθήσετε διόλου, λοιπόν;» Άνοιξα τα μάτια μου καιείδα: ο μαύρος πανέμορφος σκύλος ήταν νεκρός μπροστάστα πόδια της. Χωρίς να πούμε τίποτε πέσαμε όλοι στα γό-νατα και με τα χέρια αρχίσαμε να σκάβουμε το χώμα· μαζίμας άρχισε να σκάβει κι αυτή. Κανείς μας δεν τολμούσε ναπει κουβέντα. Όταν ο λάκκος έγινε αρκετός για να τον χω-ρέσει, ο Μεγάλος Πρόδρομος τον πήρε αγκαλιά και τονέβαλε μέσα· στο λαιμό του η αιχμή του βέλους έλαμπε σανκόσμημα μέσα στη νύχτα. Τον σκεπάσαμε γοργά και πατι-κώσαμε το χώμα με τις παλάμες μας· τότε η κυρία Δομέ-νικα έβγαλε από την τσέπη του παλτού της δυο χούφτεςμικρά στρογγυλά βότσαλα της άμμου (άραγε πού τα ’χεβρει;) και σχημάτισε μ’ αυτά ένα βέλος πάνω στο φρεσκο-σκαμμένο χώμα, που έδειχνε το δρόμο που πήγαινε ο σκύ-λος πριν πέσει. Έπειτα σηκώθηκε αμίλητη και χάθηκε μέσαστη νύχτα σα φάντασμα· όσο για το βέλος που σχημάτισεμε τα βότσαλα, σε μια βδομάδα χάθηκε, θαρρείς και κά-ποιος να μάζεψε τα βότσαλα απ’ την αλάνα.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄384

Page 387: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

52.

Οι αποκεφαλισμένοι περιμένουν

Τις επόμενες μέρες στα Βαρέλια δεν έγινε καμιά συ-ζήτηση για κείνο το φοβερό φιλί, σα να μην είχε φανείποτέ ο μαύρος πληγωμένος σκύλος στην αλάνα. Οι ώρεςπερνούσανε με μια μελαγχολικά αδιάφορη μουρμούρα· μο-νάχα ο Όττος απήγγειλε με θεατρική πόζα στον Ζήση —σανα του ’κανε ερωτική εξομολόγηση— εκείνο το ποίημα πουάρεσε στον Τζακ: «Απρίλη μήνα ελκύστηκα απ’ τα γυμνάσου κάλλη, Απρίλη εντοπίστηκα μες στη δική σουαγκάλη…» Κι ο Ζήσης πειραζόταν τόσο πολύ, που έκρυβετο πρόσωπό του μες στις παλάμες του και μούγκριζε απ’ τοκακό του. Χρόνια αργότερα, όταν εγώ, ο Γιώργος, ο Σώτερκαι ο Μεγάλος Πρόδρομος προσπαθήσαμε μάταια να ανα-καλύψουμε την αλληλουχία των γεγονότων της ζωής μαςστον Άσπρο Βράχο, ανάμεσα στα τόσα άλλα, ομολογήσαμεο ένας στον άλλο πως την ώρα εκείνη που η κυρία Δομέ-νικα έδινε μπροστά μας τα θανατηφόρα φιλιά, μια ανεξή-γητα έντονη λαγνεία ανατρίχιαζε το κορμί μας και μυρ-μήγκιαζε τους παιδικούς μας όρχεις — τότε, θυμάμαι, πήρετο λόγο ο Σώτερ κι άρχισε ένα παραληρηματικό μονόλογο·ανάμεσα στα άλλα μάς είπε πως η λαγνεία δεν είναι παράμια αρχέγονη επιθυμία για τον θάνατο της ψυχής και πως,κι αν ακόμη ήταν έργο διαβολικό, υπήρξε μέρος τής ζωής

[385]

Page 388: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μας, επομένως δε θα έπρεπε να νιώθουμε πια ενοχή για ταμυρμηγκιάσματα της σάρκας μας και τις ηδονικές ανατρι-χίλες εκείνου του φθινοπώρου του εβδομήντα εφτά, την ώραπου η δασκάλα μας μοίραζε τα φιλιά του θανάτου — εξάλ-λου, μακάρι ν’ αξιωνόμασταν όλοι μας έναν τέτοιο θάνατοαπό κείνα τα υπέροχα σκασμένα χείλη, που ’χαν χρώμακόκκινο πεθαμένο.

Στο δρόμο της επιστροφής από μια βουβή μάζωξη σταΒαρέλια μάς βρήκε η καμπάνα του παπα-Λεπ Ταιρ που σή-μανε συνθηματικά, μια και δυο και δυο και μία, το βράδυτης παραμονής του Αϊ-Δημήτρη. Όλη εκείνη την εβδομάδατης σιωπής περιμέναμε με λαχτάρα κάτι να γίνει, κάτι πουθα μας έβγαζε από το τέλμα της αδράνειας, και κείνο τοαπρόσμενο βραδινό κάλεσμα του παπα-Λεπ Ταιρ θα μπο-ρούσε να είναι αυτό. Δέκα λεπτά υστερότερα απ’ τα κοφτάχτυπήματα της καμπάνας, είχαμε μαζευτεί όλοι μας στηνπίσω πόρτα του ιερού ναού Πίστεως και Ελπίδος, εκεί πουήταν η αποθήκη του παπα-Λεπ Ταιρ· ο Σώτερ χτύπησε τηνπόρτα με το συνθηματικό. Δεν πήραμε καμιά απάντηση καιανοίξαμε — όπως πάντα ήταν ξεκλείδωτα. Αμέσως μάςπήραν τα ντουμάνια από τα αλλόκοτα λιβάνια του τρελό-παπα· ήτανε τόση η κάπνα, που δε μπορούσες να διακρίνειςτους ξύλινους τοίχους μήτε και το άθλιο κρεβάτι του, μο-νάχα στο βάθος αχνόφεγγε κρεμασμένη στον τοίχο μιαλάμπα πετρελαίου. Κάτω απ’ τη λάμπα, καθισμένος στοτραπέζι, γυμνός από τη μέση κι επάνω, σα φιγούρα ναυα-γού από παμπάλαιες ιστορίες, ο παπα-Λεπ Ταιρ κάπνιζε,όπως πάντα, όχι όμως τσιγάρο, μα ένα γκρίζο χωνάκι, σαντα βελάκια που βάζουμε στο φυσοκάλαμο. Το πρόσωπό τουήταν μελανιασμένο από τον τρόμο. Δεν πίστευα ποτέ πωςθα έβλεπα έτσι αυτόν που έλεγε πως η ανάμνηση της πιοφοβερής τρικυμίας είναι επίπεδη σαν το λάδι· στις κόρεςτων ματιών του είχαν φανεί εκείνες οι λευκές ρωγμές πουέλεγε η μαντμαζέλ Παλούκα πως φαίνονται μόνο στα μάτιατων αυλικών του σατανά. Στο ραδιόφωνο ακούγονταν πα-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄386

Page 389: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ράσιτα και πίσω απ’ αυτά μια εύθυμη μεξικάνικη καντάδα.Σα φτάσαμε μπροστά του, και χωρίς να πούμε τίποτε, μί-λησε εκείνος με τη σκοροφαγωμένη του φωνή· έμοιαζε ναμη βλέπει μπροστά του εμάς, μα κάτι άλλο, ποιος ξέρει τι,«να μη γυρίζεις πίσω το κεφάλι… στο κατόπι σου πάντοτεη θεσπέσια φρίκη…» είπε κι έπειτα σκούντησε με μια τρε-μάμενη κίνηση ένα μικρό διπλωμένο χαρτί, «δώστε το σεκείνη…» μούγκρισε, «…στο χέρι της…» Πράγματι, αφούπέρασε ένα λεπτό σιωπής, που τα παράσιτα του ραδιοφώ-νου δυνάμωναν όλο και πιο πολύ, σα γραβάλισμα αρουραίωντης κόλασης, κάποιος από εμάς —ο Όττος νομίζω— πήρε τοδιπλωμένο χαρτί και το ’κρυψε στον κόρφο του. Και, καθώςμέναμε απέναντί του ακίνητοι και τον κοιτούσαμε με αμη-χανία, ο παπα-Λεπ Ταιρ άρχισε να ουρλιάζει: «Φευγάτε,που να σας πάρει…»· φύγαμε τρέχοντας…

Το γράμμα που έπρεπε να δώσουμε στο χέρι της κυ-ρίας Δομένικας εκ μέρους του τρελόπαπα ήταν ένα χαρτίδιπλωμένο στα τρία κι είχε ένα σφράγισμα από κερί με τοδαχτυλικό του αποτύπωμα. Φυσικά ποτέ δε μάθαμε τιέγραφε, μα το παράξενο είναι πως, όταν το δώσαμε, λαχα-νιασμένοι από το τρεχαλητό, στη δασκάλα μας είκοσι λεπτάαργότερα, εκείνη δεν το διάβασε, ούτε καν το ξεδίπλωσε.Απλά το πήρε στην παλάμη της και, καθώς τής είπαμε μεκομμένες λέξεις από ποιον ήτανε, έμεινε για κάμποσο ακί-νητη να κοιτά σκοτεινιασμένη το κενό· έπειτα, σάμπως νασυνήλθε ξαφνικά, μας είπε χαμογελώντας γλυκύτατα «ευ-χαριστώ» κι έκλεισε βιαστικά την πόρτα. Ούτε καν πουχρειάστηκε να πούμε την παραμικρή κουβέντα αναμεταξύμας για να σταθούμε πίσω απ’ τον μισογκρεμισμένο τοίχο,που βρισκόταν τριάντα μέτρα δεξιά από την πόρτα της, καινα την περιμένουμε να βγει. Ήταν ολοφάνερο πως κάτι θαγινόταν εκείνη τη βραδιά· ο παπα-Λεπ Ταιρ είχε κάποιο φο-βερό πρόβλημα και γύρευε έντρομος τη δασκάλα μας για νατον βοηθήσει. Κι εμείς ήμασταν αποφασισμένοι να μά-θουμε τι συνέβαινε, νιώθαμε εξάλλου πως είχαμε αυτό το

κεφάλαιο 52 387

Page 390: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δικαίωμα· η ζωή τους ήταν το κανάλι απ’ όπου θα περνούσεκαι η δική μας ζωή… Ήταν περίπου δέκα λεπτά που πα-ραφυλάγαμε, όταν η κυρία Δομένικα βγήκε φορώντας τομαύρο πανωφόρι της· περπατούσε τόσο γρήγορα, που χρει-άστηκε να τρέχουμε στο κατόπι της για να μη τη χάσουμεμες στο σκοτάδι· σύντομα όμως βεβαιωθήκαμε πως πή-γαινε εκεί όπου όλοι μας είχαμε προβλέψει. Μόλις έφτασεστην εκκλησία, μπήκε στην αποθήκη χωρίς να χτυπήσειτην πόρτα· φαίνεται πως ήξερε καλά τα κατατόπια. Εμείςμπήκαμε στον κυρίως ναό από ένα πλαϊνό δεξί παράθυροπου ήτανε σπασμένο — αν μπαίναμε στην αποθήκη, θα μαςπαίρνανε χαμπάρι με την πρώτη. Από τον κυρίως ναό περ-πατήσαμε μπουσουλώντας μες στο σκοτάδι, ώσπου βρή-καμε πίσω από μία βελούδινη κουρτίνα την είσοδο τουιερού, που ξέραμε πως συγκοινωνούσε με την αποθήκη μεένα ξύλινο κοντό πορτάκι. Ψηλαφώντας βρήκαμε και τοπορτάκι, και τρεις από εμάς —κι εγώ ανάμεσά τους— κολ-λήσαμε το αυτί μας επάνω στο ξύλο. Ο παπάς και η δα-σκάλα μας μιλούσαν ψιθυριστά — δε μπόρεσα να ξεχωρίσωτα λόγια τους· μονάχα κάποια στιγμή εκείνος είπε βογγώ-ντας —κι αυτό το άκουσα καθαρά— «τον λατρεύω μισώνταςτον εαυτό μου…»· και βέβαια δεν κατάλαβα τότε ποιον εν-νοούσε, μονάχα σκέφτηκα πως η δασκάλα ήξερε πολύ πε-ρισσότερα για τον παπα-Λεπ Ταιρ απ’ όσα φανταζόμα-σταν, όταν μας έστελνε τα απογεύματα του Σαββάτου ναδανειστούμε το ασημένιο βιβλίο κι έλεγε «να του πείτε τουπαπα-Λεπ Ταιρ να σας δώσει το καλό…» Εκείνη την ώραακούσαμε τα βήματά τους· έρχονταν στο ιερό. Μόλις καιπροφτάσαμε να κολλήσουμε την πλάτη στον τοίχο πίσωαπό την αγία τράπεζα, όπου, για καλή μας τύχη, ήταν κρε-μασμένες κάτι παράταιρες μπορντό περσίδες (άραγε απόπού τις είχε κουβαλήσει ο θεοπάλαβος;). Κρυμμένοι πίσωαπό αυτές, είδαμε τα πάντα: το κοντό πορτάκι άνοιξε καιμπήκαν σκυφτοί, πρώτα αυτός κι έπειτα εκείνη. Στο χέριτου κρατούσε τη λάμπα πετρελαίου που φώτιζε μισά τα

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄388

Page 391: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

πρόσωπά τους: ο παπα-Λεπ Ταιρ ήτανε ολότελα παραιτη-μένος, τσιμπημένος για τα καλά από τα λιβάνια του· στημορφή της δασκάλας μας είχανε χαραχτεί οι δύο γνωστέςκάθετες βαθιές ρυτίδες από τις άκρες των ματιών ώς ταχείλη — δε μπορούσαμε να δούμε, μα κανένας από εμάς δενείχε την παραμικρή αμφιβολία πως θα έσταζαν αίμα πουθα κυλούσε στο πιγούνι της. Κι ενώ στο νου μου ήρθαν ταλόγια που μας φώναξε η γρια-Αλεξάνδρα καθώς φεύγαμεαπό το Στοιχειωμένο, ο παπα-Λεπ Ταιρ τράβηξε απότομαμια μαύρη κουρτίνα στον απέναντι τοίχο από εκεί όπουήμασταν κρυμμένοι· κι έξαφνα το χλομό φως της λάμπαςπετρελαίου πολλαπλασιάστηκε αμέτρητες φορές κι έλαμψεσα ν’ άναψαν δέκα χιλιάδες κεριά μαζί.

Πάνω στον τοίχο που μόλις είχε αποκαλυφθεί υπήρχεμια εκθαμβωτική υπερκόσμια τοιχογραφία· όποιος κι αντην έβλεπε θα έλεγε πως καλώς έμενε καλυμμένη, διότι ηαποκάλυψή της θα τάραζε τους ρυθμούς της ζωής των αν-θρώπων, θα μελαγχολούσε φριχτά τους μοχθηρούς, θα πο-νήρευε τους ηλίθιους και θα μαράζωνε τους αιωνίως ερω-τευμένους — ήταν μια ζωγραφιά καμωμένη στα σίγουρααπό το χέρι ενός πλάσματος που υπήρξε ανάμεσα σε παρά-δεισο και κόλαση και κυβερνιόταν μονάχα από τη φοβερήαλήθεια που τρομάζει εξίσου αγγέλους και δαίμονες. Πάνωτης υπήρχαν όλα τα χρώματα της φύσης και όλες οι πινελιέςπου μπορούσαν να υπάρξουν, κι έπρεπε βέβαια να τη δειςστο ημίφως, όπως την είδαμε εμείς, γιατί στο κανονικό φωςμεμιάς θα σε τύφλωνε, καθώς θα το αντανακλούσε αμείλι-κτα πολλαπλασιασμένο. Από τις φορεσιές των ανθρώπωνεύκολα καταλάβαινε κανείς πως η ζωγραφιά αναπαρίστανεμια σκηνή των χρόνων που έζησε εκείνος ο παράξενος Ιη-σούς που τον έλεγαν γιο του Θεού — είχαμε δει κι άλλουςπίνακες με παρόμοιο θέμα στις μαγικές εικόνες του Τζακ.Το σκηνικό ήταν η βεράντα ενός παλατιού με κιτρινοκόκ-κινους τοίχους και θεόρατες φοινικιές με μπλε φοινικόφυλλανα λογχίζουν μια κατασκότεινη νύχτα που δεν είχε ούτε ένα

κεφάλαιο 52 389

Page 392: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

αστέρι. Στα δεξιά της ζωγραφιάς ήτανε δύο γιγαντώδειςάντρες που φαίνονταν μόνο τα κορμιά τους, τα πρόσωπάτους χάνονταν μες στο σκοτάδι· πρέπει να ήταν στρατιώ-τες ή κάτι παρόμοιο, γιατί και οι δυο είχαν στις ζώνες τουςσπαθιά και μαχαίρια. Από τη μέση και πάνω ήτανε γυμνοί,τα μούσκουλά τους φούσκωναν στα μπράτσα τους κι οι φλέ-βες τους πετιόνταν έξω κι όλοι οι μύες του κορμιού τους —στις γάμπες, στους μηρούς, στην κοιλιά, στο λαιμό— ήτανετεντωμένοι και γυάλιζαν απ’ τον ιδρώτα, όπως των παλαι-στών την ώρα του αγώνα. Ο ένας από τους δυο άντρες,αυτός που στεκότανε πιο δεξιά, ήτανε ορθός και με το ένατου χέρι κρατούσε ένα τσεκούρι ματωμένο με αίμα σκούροκόκκινο, ίσως και μαύρο, και με το άλλο χέρι του είχε ση-κωμένο ψηλά ένα αναμμένο δαδί, που η φλόγα του προστα-τευόταν από μια κούφια κολοκύθα, με τρύπες οι οποίες—άραγε σύμπτωση;— σχημάτιζαν ένα πρόσωπο, μιαμάσκα που δεν προκαλούσε γέλιο ή τρόμο, μα μια μορφήανυπόφορα ανέκφραστη, απάνθρωπη, που, όπως ήτανε στοπάνω δεξιό μέρος της τοιχογραφίας, έμοιαζε με ένα αλλό-κοτο αποκρουστικό φεγγάρι —εξάλλου εκείνη η κούφια κο-λοκύθα ήτανε η μοναδική πηγή φωτός σε ολόκληρη τηζωγραφιά— ή με έναν τρομακτικό θεό που έμοιαζε να πά-γωσε τα πάντα με το κενό βλέμμα του, προκειμένου να απο-τυπωθούν με τα φοβερά πινέλα του ζωγράφου. Ο άλλοςστρατιώτης είχε ελαφρά κυρτωμένη την πλάτη του, καθώςέσκυβε μιαν ιδέα για να προσφέρει έναν ασημένιο δίσκο σεμια γυναίκα που ’τανε μισοξαπλωμένη σ’ ένα κατακόκκινοντιβάνι. Πάνω στο δίσκο υπήρχε ένα ανθρώπινο κεφάλι,αναμφίβολα ήταν κομμένο μόλις πριν από λίγη ώρα, καθώςαιμορραγούσε ακόμα γεμίζοντας με αίματα τον ολόχρυσοδίσκο και τα χέρια του στρατιώτη, ο οποίος έστρεφε το πρό-σωπό του ψηλά, προς το θόλο της νύχτας, μη θέλοντας ναδει. Χρειαστήκαμε όμως αρκετά λεπτά για να συνειδητο-ποιήσουμε ότι βλέπουμε αυτό που ήταν η πραγματική απο-κάλυψη της απόλυτης φρίκης, καθώς δεν το χωρούσε ο νους

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄390

Page 393: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μας πως ήταν δυνατό να λάβει σχήμα και χρώμα, έστω καιστη νοσηρή φαντασία ενός διαβολεμένου ζωγράφου: τοκομμένο κεφάλι ήτανε ζωντανό, ολοζώντανο, ανήκε σε ένανάντρα ίσαμε τριάντα χρονών, με σγουρά μακριά μαλλιά,μαύρα γένια και μάτια κάρβουνα, που κάποτε θα σημάδευανβάναυσα τη σάρκα των γυναικών και θα πυράκτωναν τιςψυχές τους. Όμως εκείνη η μορφή ήτανε πια δοσμένη ολό-τελα στον πόνο και πουθενά αλλού, από τα μάτια του γεν-νιόντουσαν κάθε λογής φαρμακερά φίδια, καθώς οι κόρεςτους είχαν κοκαλώσει αιωνίως με τον τρόμο του σκότουςμια μόλις στιγμή πριν βυθιστούν σε αυτό, απ’ τις ρυτίδεςτου μετώπου του ξεπηδούσαν ανυπόφορες ερινύες, απ’ τομισάνοιχτο στόμα του νόμιζες θα πεταχτεί ένας μαύροςσκορπιός μαζί με το φοβερό ουρλιαχτό, ναι, ήταν η στιγμήπου αποχωρίζονται η καρδιά κι ο νους, ένας παντοτινός αξε-πέραστος πόνος, η ολοζώντανη φρίκη που σε κάνει να εκλι-παρείς μανιασμένα τη λύτρωση του απόλυτου σκοταδιού,το οριστικό τέλος, την ανυπαρξία… Και στο αριστερό μέροςτης εφιαλτικής τοιχογραφίας δέσποζε η γυναίκα στην οποίαπροσφερόταν το φριχτό κεφάλι. Ήταν μισοξαπλωμένηπάνω σε κατακόκκινο βελούδινο ντιβάνι, που προστατευό-ταν από μια μαύρη ξύλινη οροφή, όπου ήτανε περίτεχνασκαλισμένο ένα θεόρατο πουλί με φτερά αετού, κεφάλι τί-γρης και διχαλωτή γλώσσα ερπετού, κι απ’ την οποία κρε-μόταν μια κουνουπιέρα, που όμως στη ζωγραφιά ήτανεσηκωμένη ψηλά στην ξύλινη οροφή. Δεν ξέρω αν η αναθύ-μηση των αισθήσεων εκείνης της νύχτας λειτουργεί τώραπια τόσο μεγεθυντικά (κι ίσως να ’ναι πιθανό αυτό), ωστόσοποτέ στη ζωή μου δεν ξανάδα γυναίκα να απολαμβάνει αυτόπου βλέπει τόσο πολύ ηδονισμένη· νόμιζες πως τη στιγμήεκείνη της έξαλλης χαράς της εκπληρωνόταν ο σκοπός τηςδημιουργίας, κι ο κόσμος πια θα μπορούσε ν’ αρχίσει τηναντίστροφη πορεία του προς το κενό από όπου γεννήθηκε— όλα αυτά τα διάβαζες στην απόλυτη ευχαρίστηση τωνματιών μιας πανέμορφης γυναίκας που αντλούσε την ηδονή

κεφάλαιο 52 391

Page 394: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

της απ’ την πιο φριχτή προσφορά που μπορούσε να γίνει:του πόνου που δεν τελειώνει ποτέ, μήτε με θάνατο μήτε μελήθη. Κι ήταν στ’ αλήθεια ανεπανάληπτα υπέροχο εκείνοτο πλάσμα της δαιμονικής τοιχογραφίας, θαυμαστά μοιρα-σμένο ανάμεσα στην κοριτσίστικη νεότητα και τη γυναι-κεία ωριμότητα, ένα θηλυκό που άμα στεκόταν στις πύλεςτου Άδη στα σίγουρα ο θάνατος δε θα ήταν για όλους, όπωςείναι, μα για λίγους τυχερούς, γιατί είναι νόμος της φύσηςτα ακραία όρια να τα γνωρίζουν λίγοι, κι εκείνη η μαγικάζωγραφισμένη γυναίκα μπροστά στο ζωντανό κομμένο κε-φάλι του πόνου ήταν, για τα δικά μου μάτια, το ακραίο όριοτης λαγνείας… Τα ολόμαυρα μαλλιά της κατέβαιναν σανορμητικό ποτάμι ίσαμε τη μέση της, ήταν μουσκεμένα —προφανώς μόλις θα τα ’χε λούσει (μα γιατί άραγε εμένα μούφαινόταν πως τα ’χε βουτήξει στο μαύρο αίμα που ’χε κάνειμια μικρή λίμνη καθώς έσταζε κάτω από τον ασημένιοδίσκο;). Το πρόσωπό της, γραμμένο με θαυμαστή τελειό-τητα, θύμιζε κορίτσι δώδεκα χρονών, τα μάτια της, στυ-λωμένα στο κομμένο κεφάλι, σπίθιζαν από την πλησμονήτης πεθυμιάς της, τα μάγουλά της ξαναμμένα, κόκκινα σαντη φωτιά, τα σαρκώδη χείλη της να κυρτώνουν στο χαμό-γελο της υπέρτατης ευχαρίστησης. Ο λαιμός ήταν μακρύς,οι πλάτες της ανοιχτές, τα πλούσια στήθια της σχεδόνγυμνά, καθώς φορούσε μονάχα ένα αραχνοΰφαντο μαύροπέπλο που δεν έκρυβε τίποτε, το δέρμα της λευκό, γαλατέ-νιο, έτοιμο ν’ ανθίσει μελανιές, οι ρώγες των βυζιών της τε-ράστιες και σκληρές, διογκωμένες, σαν των γυναικών πουπρέπει να θηλάσουν και γυρεύουν το λαίμαργο στόμα γιανα ρουφήξει τον πόνο τους. Τα μακριά χέρια της, φορτω-μένα με λογής παράξενα βραχιόλια στα μπράτσα και στουςκαρπούς, κατέληγαν σε υπέροχα δάχτυλα με μακριά νύχια,που μπήγονταν μέσα στις ίδιες τις παλάμες της καθώς τιςέσφιγγε με λύσσα· από τη δεξιά γροθιά της έσταζαν λιγο-στές σταγόνες σκούρο κόκκινο αίμα —ή μήπως ήτανε μαύροκι αυτό;— και κάτω στο χώμα, εκεί όπου έπεφταν οι στα-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄392

Page 395: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

γόνες, είχε φυτρώσει ένα αλλόκοτο λουλούδι με λεπτό μίσχοπου κατέληγε σ’ έναν τρομακτικό ανθό: έμοιαζε να ’ναι ένασαρκοβόρο αχόρταγο στόμα που περίμενε ανυπόμονα τηλεία του. Εξίσου τρομαχτική με το σαρκοφάγο λουλούδιήταν και η καμπύλη της κοιλιάς εκείνης της γυναίκας πουοδηγούσε στο μαύρο τρίχωμα της φύσης της που φυλακι-ζόταν στη σάρκα των μηρών της· ίσως δεν το πιστέψεις(εδώ που τα λέμε κανείς δε θα το πίστευε), όμως εγώ το είδαμε τα μάτια μου: η φουσκωτή κοιλιά της έτρεμε —αυτό πουλέω ακριβώς—, έτρεμε, κι ας ήταν ζωγραφισμένη σ’ έναντοίχο, φανερώνοντας πως όλα τα νεύρα του σώματος εκεί-νου είχαν συντονιστεί στον τρελό χορό της γενετήσιας λα-χτάρας. Κι όλη αυτή η λαχτάρα ξεσπούσε με τόσο έξαλληχαρά, όχι από χάδια ή από σμίξιμο με άλλη σάρκα, αλλά απότη θέα ενός κομμένου κεφαλιού που θα υπέφερε το πιο φρι-χτό μαρτύριο εις τον αιώνα των αιώνων· ήταν τόσο τρομερήη πλησμονή της ηδονής στο πρόσωπό της, που αν το κοι-τούσες επίμονα ζαλιζόσουν, η εικόνα μαύριζε, το φως λιγό-στευε, κι όλα κυκλώνονταν από το αδυσώπητο σκοτάδι. Στασίγουρα, γι’ αυτόν το λόγο οι δύο στρατιώτες της ζωγραφιάςαπόστρεφαν το πρόσωπό τους: πιο πολύ κι από το κεφάλι,που μόλις είχανε κόψει με το τσεκούρι και της το προσφέρανπάνω στον ασημένιο δίσκο, έτρεμαν να δουν τη φριχτή ευ-τυχία στο βλέμμα της, γιατί τότε δε θα γλίτωναν ποτέ πιααπό τις μαυροντυμένες τυφλές γυναίκες στα όνειρά τους.

«Θα με βγάλεις από τούτο τον εφιάλτη;» ακούσαμετην ψιθυριστή παράκληση του παπα-Λεπ Ταιρ μετά απόαρκετή ώρα σιωπής· «κάθε βράδυ γυρεύω την άκρη, μαείναι κύκλος που δε σπάζει…» Η κυρία Δομένικα μίλησεμε σπασμένη πνιχτή φωνή: «…γυρεύεις κάτι για σένα ή γι’αυτόν με τον κομμένο λαιμό;» Ο τρελόπαπας απάντησεμουρμουρίζοντας ασθματικά ένα παραλήρημα που πνίγηκεστο βήχα: «Δε λέω ψέματα πια, Δομένικα… ό,τι γυρεύω τογυρεύω για μένα… αυτόν τον ξέχασαν όλοι… και κείνοςπου ήθελε να τον λένε ο γιος του ανθρώπου και όσοι βαφτί-

κεφάλαιο 52 393

Page 396: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

στηκαν από το χέρι του και τα κορίτσια που τον αγάπησαν,όλοι σού λέω… έμεινε μονάχος πίσω από τη μαύρη κουρ-τίνα· σε μένα έτυχε τόσους αιώνες υστερότερα να βλέπω τηνεικόνα, να έχω το τέρας αλυσοδεμένο στην ψυχή μου, εγώ,ολομόναχος στη νύχτα του ανέμου… και το φεγγάρι ν’ αυ-ξάνεται σε βάρος μου… και το σκοτάδι…» Η φωνή της δα-σκάλας μας ακούστηκε βραχνή μετά από ώρα: «Πρέπειλοιπόν να σωθούμε με τον κομμένο λαιμό και τις ρυτίδεςτου πόνου κάποιου άλλου;…» Ο παπα-Λεπ Ταιρ την κοί-ταξε με μάτι θολό: «Δομένικα, εμένα μη μου πουλάς πα-παρδέλες…» της είπε με βαριά φωνή, «είσαι πλασμένη απότο υλικό του διαβόλου και ξέρεις… Απόψε θα φιλήσεις κά-ποιον χείλη με χείλη… Άμα δεν τον ησυχάσεις αυτόν, θαησυχάσεις εμένα…» Και, καθώς εκείνη έμενε σιωπηλή, οπαπάς έξαφνα σύρθηκε μπροστά στα πόδια της γονατιστόςκι άρχισε να την παρακαλά κλαίγοντας με λυγμούς: «…σεικετεύω, Δομένικα, κάν’ το, σε παρακαλώ με όλη τη δύναμητης ψυχής μου… σκέφτηκα να βγάλω τα μάτια μου, ναβάλω μουλιασμένους κόκκους σταριού στ’ αυτιά μου, ναρίξω βενζίνα στα ρουθούνια μου, να κόψω τη γλώσσα μου,να βάλω τα χέρια μου σε λιωμένο μολύβι που κοχλάζει…πίστεψέ με, δεν το φοβήθηκα, μα ο εφιάλτης θα συνεχιζό-ταν… μόνο εσύ μπορείς να δώσεις ένα τέλος… σου φιλώ ταχέρια, Δομένικα… φίλησέ τον στο στόμα όπως ξέρεις εσύ ή,έστω, φίλα εμένα… σε παρακαλώ κάν’ το…» Η δασκάλαμας τότε τραβήχτηκε προς τα πίσω, τον κοίταξε κι ύστερατου είπε ξερά: «Γύρνα απ’ την άλλη…»· εκείνος, όπως ήτανπεσμένος κάτω, γύρισε την πλάτη του προς τον πίνακα κιέβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του· θαρρείς και βυθίστηκεσε μια βουβή προσευχή. Η κυρία Δομένικα προχώρησε μεβήμα σταθερό μπροστά στη ζωγραφιά και γονάτισε, φέρ-νοντας το στόμα της στην ευθεία με το στόμα του κομμένουκεφαλιού. Το βλέμμα της πλανήθηκε από τη μια άκρη τηςτοιχογραφίας ώς την άλλη, μένοντας για κάμποσο στηναπίστευτα ηδονισμένη πανέμορφη γυναίκα που δεχόταν τη

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄394

Page 397: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

φοβερή προσφορά. Το πρόσωπο της δασκάλας μας, έτσιόπως φωτιζόταν από την εκθαμβωτική λάμψη της ζωγρα-φιάς, φάνηκε ωχρό όσο ποτέ άλλοτε, οι μαύρες κάθετες ρυ-τίδες έμοιαζαν να έχουν κατέβει ώς το λαιμό… Όταν έπειτααπό δύο λεπτά έσκυψε με τα μάτια κλειστά για να φιλήσειτο κομμένο κεφάλι της τοιχογραφίας, τη στιγμή ακριβώςπου τα χείλη της πήγαν ν’ αγγίξουν τα χείλη του αποκεφα-λισμένου άντρα, τα βλέφαρά μου έκλεισαν από μόνα τους κιόλα χάθηκαν μες στο σκοτάδι.

Ένα πνιχτό ουρλιαχτό ηδονής έσκισε τη νύχτα σαναστραπή κι έφερε ξανά στα μάτια μου διάφορες εικόνες, μαήταν όλα θαμπά και διακεκομμένα, προφανώς ονειρευόμουνή έβλεπα κάποιο όραμα… Εκείνη που ούρλιαζε τόσο ηδονι-σμένη ήτανε φυσικά η πανέμορφη γυναίκα της ζωγραφιάς·καθώς όμως προσπάθησα να δω λίγο καλύτερα, διέκριναπως εκείνη φιλιόταν με μιαν άλλη γυναίκα —αλίμονο, φι-λιόταν με την κυρία Δομένικα— με λύσσα απερίγραπτη,θαρρείς κι ήθελε η μια να κόψει με τα δόντια τη γλώσσα τηςάλλης για λάφυρο ερωτικό. Ήταν γυμνές και χαϊδεύοντανέξαλλα πάνω στο κόκκινο βελουδένιο ντιβάνι, έχοντας ταπόδια τους δεμένα η μια γύρω από τη μέση της άλλης. Στοθόλο της νύχτας πετούσαν κοράκια που κρώζαν στριγκά,ανυπόμονα. Είχα ξαναδεί τη δασκάλα μας να σμίγει με τηνΤζίλντα στη Φωλίτσα πριν από λίγους μήνες, κι είχε στοδόσιμό της την ίδια λαγνεία με κείνη τη φορά, την ίδια τρελήλάμψη στα μάτια. Όμως την Τζίλντα δεν τη φιλούσε η δα-σκάλα μας στο στόμα γιατί θα τη σκότωνε· αντίθετα, η γυ-ναίκα της ζωγραφιάς δε σωριαζόταν καταγής νεκρή, ίσα-ίσα, αν άκουγες τις ιαχές της ηδονής της ανάμεσα από τακρωξίματα των κορακιών, έλεγες πως το φαρμάκι των χει-λιών της ήταν το ελιξίριο της ζωής και των πιο έξαλλων εν-στίκτων. Και βέβαια δε χρειάστηκε να ’ρθουν τα ζώα τηςκόλασης σύντροφοι στο σμίξιμό τους —όπως τότε με τηνΤζίλντα—, αλλά αυτή τη φορά οι δύο γυναίκες, και μαζίτους κι εμείς, κρυμμένοι πίσω από τις περσίδες του ιερού,

κεφάλαιο 52 395

Page 398: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

είχαν κατέβει οι ίδιες στην κόλαση· μοιάζει φριχτό τούτοπου θα σου πω, μα αυτό μού φάνηκε πως είδα: εκεί όπουέσμιγαν τα σκέλια των δύο γυναικών, ανάμεσα στα δυο μου-σκεμένα απ’ τη λαχτάρα μουνιά βρισκόταν το κομμένο ζω-ντανό κεφάλι του άντρα που λίγο πριν μόρφαζε από τονανυπόφορο τρόμο, ενωμένο στο πίσω μέρος του με το κε-φάλι του παπα-Λεπ Ταιρ, κομμένο κι αυτό μ’ ένα εξίσου κο-φτερό τσεκούρι — σα να ’ταν ένα κεφάλι με δύο πρόσωπα,όπως ο αρχαίος Ιανός… Τα δύο στόματα έτρωγαν αχόρταγατα δυο μουνιά, τα δυο μουνιά κατέστρεφαν τα δύο πρόσωπα,τα δόντια δαγκώναν τις κλειτορίδες και τις ματώνανε, οιγλώσσες ξεκλείδωναν τις πόρτες απ’ όπου ξεχειλίζει η λάβατης γλύκας, το αίμα απ’ τους κομμένους λαιμούς έκανελίμνη κάτω από το κόκκινο ντιβάνι κι ολοένα και περισσό-τερα σαρκοφάγα λουλούδια με απειλητικά άνθη φύτρωναν,οι γυναίκες ούρλιαζαν, τα κοράκια έκρωζαν — ήταν ο δρό-μος που οδηγούσε προς το τέλος, ήταν το ίδιο το τέλος, πιοπέρα δεν είχε…

Ξυπνήσαμε από ένα παγωμένο ρεύμα αέρα στα πρό-σωπά μας και το τρίξιμο της ξύλινης πίσω πόρτας τουιερού· ο τρελόπαπας φεύγοντας είχε αφήσει την πόρτα ανοι-χτή… Από το φεγγίτη φώτιζε ένα θαμπό πρωινό φως· εί-χαμε κοιμηθεί εκεί, πίσω από τις περσίδες, για έξι ολό-κληρες ώρες — ίσως και περισσότερο. Πρώτος ακούστηκεο Ζήσης· η φωνή του ήταν γεμάτη πανικό: «Θεέ μου, ξη-μέρωσε…»· σκέφτηκα πως οι γονιοί μου ίσως και να ’χανβάλει την αστυνομία να με ψάχνει. «Η ώρα είναι σχεδόνεφτά…» είπε ξερά ο Μανόλης κοιτώντας το ρολόι του.Σκουντουφλώντας δεξιά κι αριστερά, καταφέραμε εντέλεινα σταθούμε στα πόδια μας, τρίβοντας αυτιά και μύτες που’χαν μπουζιάσει από το κρύο· κάτω από τα μάτια μας, με-γάλοι μαύροι κύκλοι. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει·απέναντί μας η μαύρη βελούδινη κουρτίνα σκέπαζε ολότελατον τοίχο με τη δαιμονική ζωγραφιά. Πέρασαν δυο λεπτάπου στεκόμασταν αμήχανοι και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄396

Page 399: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μέσα στο ιερό της εκκλησίας, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμέ-νες ματιές στον καλυμμένο τοίχο· κανονικά θα έπρεπε ναείχαμε φύγει τρέχοντας για τα σπίτια μας μήπως και —έστω μερικοί από μας— προλάβουμε στην πόρτα τους πα-τεράδες μας πριν φύγουν για τις δουλειές τους. Ο εφιάλτηςόμως πίσω απ’ τη βελούδινη κουρτίνα μάς κρατούσε καρ-φωμένους εκεί. Κάποτε ο Σώτερ προχώρησε προς τον απέ-ναντι τοίχο· πίσω του ακολουθήσαμε κι όλοι οι υπόλοιποι.Όταν έφτασε στην κουρτίνα, κοντοστάθηκε για λίγο· «άσενα το κάνω εγώ που ’μαι καμένο χαρτί…» του είπε ο Με-γάλος Πρόδρομος με τη βαριά φωνή του· «γιατί, εγώ τιείμαι…» του αντιγύρισε ο Σώτερ με έναν ειρωνικό τόνο·έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και με μιαν απότομη κίνησητράβηξε πέρα για πέρα τη μαύρη βελούδινη κουρτίνα. Οτοίχος καλυπτόταν ακόμη από μια τοιχογραφία, μα δενήταν ακριβώς η ίδια με κείνη της προηγούμενης νύχτας·μπροστά στα μάτια μας υπήρχε μια θαμπή, φθαρμένη ζω-γραφιά που δεν είχε ούτε στο ελάχιστο την τρομακτικήλάμψη που μας τύφλωνε πριν από λίγες ώρες. Στο κέντροτης τοιχογραφίας το κεφάλι του άντρα πάνω στον ασημένιοδίσκο ήταν επιτέλους νεκρό κι απ’ τον κομμένο λαιμό έστα-ζαν λιγοστές σταγόνες ξεθωριασμένο αίμα, σα νερωμένοκρασί· τα βλέφαρά του ήταν κλειστά και το πρόσωπό τουείχε μια έκφραση γαλήνης, σα να κοιμόταν έναν ανέμελούπνο μικρού παιδιού. Από τα μάγουλά του οι κάθετες μαύ-ρες ρυτίδες είχαν χαθεί· μονάχα μια νεκρική χλομάδα είχεαπλωθεί στο δέρμα του. Τα σφραγισμένα χείλη του κύρτω-ναν σ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο… Στ’ αριστερά της ζω-γραφιάς, πάνω στο κόκκινο ντιβάνι, καθόταν οριστικάμαραζωμένη, αποξηραμένη, σα ζωντανή-νεκρή, η γυναίκα·ήταν η ίδια γυναίκα που πριν μας κυκλώσει ο ύπνος την εί-χαμε δει στο πιο έξαλλο άνθισμα της θηλυκότητάς της ναηδονίζεται παράφορα με τη φρίκη. Το μόλις πριν από λίγεςώρες λαχταριστό δέρμα της, που αποκτήνωνε τη συνείδηση,είχε γίνει αγνώριστο, η σάρκα που το προηγούμενο βράδυ

κεφάλαιο 52 397

Page 400: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

παλλόταν ξαναμμένη από την ηδονή τώρα δίπλωνε πλα-δαρή, τα στήθια της σακουλιασμένα, το μέτωπό της γεμάτοαπό ρυτίδες, το μισό πρόσωπό της είχε παραλύσει σε μιαναποκρουστική γκριμάτσα, τα χέρια της κρέμονταν άψυχα,τα μισά μαλλιά της είχανε πέσει... Το χειρότερο όμως ήταντα μάτια της: μαύρα, σβησμένα, κοιτούσαν το απόλυτοκενό, χωρίς ούτε μια λάμψη, στεγνά από δάκρυα καιψυχή… Ήταν πια ένα πλάσμα που υπήρχε χωρίς λόγο,χωρίς ελπίδα και φόβο, χωρίς πραγματική ανάσα· άρα, λοι-πόν, στ’ αλήθεια η ψυχή της γυναίκας εκείνης θρεφόταν μο-νάχα από το φοβερό μαρτύριο του αποκεφαλισμένου άντρα,ζούσε με μόνη λαχτάρα να χαίρεται τον πόνο του άλλου —ίσως να είναι έτσι εντέλει η ζωή, κι η φρίκη να θρέφει τηνευτυχία με έναν παράξενο ομφάλιο λώρο, γι’ αυτό και μόλιςέπαψε ο αιώνιος πόνος έπαψε η αιώνια ηδονή της, λες και ηδασκάλα μας είχε δώσει δυο φιλιά θανάτου κι όχι ένα… Κιόταν πέρασε ίσαμε ένα τέταρτο που κοιτούσαμε τη ζωγρα-φιά των οριστικά σβησμένων παθών και των στραγγισμέ-νων ψυχών, ήταν ο Ζήσης που βγήκε μπροστά και μετρεμάμενο χέρι τράβηξε αργά-αργά τη βελούδινη κουρτίνα,σκεπάζοντας οριστικά την εφιαλτική τοιχογραφία που ήτανάλλη το βράδυ κι άλλη το πρωί. Φύγαμε τρέχοντας. Χρόνιααργότερα ο Σώτερ μάς είπε ότι διάβασε σε ένα από τα πα-ράξενα βιβλία του Μαυρομανόλη μια παλιά ιστορία, όπουμια πανέμορφη κοπέλα που ’παιρνε ψυχές με το χορό τηςζήτησε απ’ τον βασιλιά-πατριό της το κεφάλι ενός τρελούκουρελή που έλεγε πως ήταν προφήτης…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄398

Page 401: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

53.

Ο άγνωστος με τη μαύρη μάσκα

Ο άγνωστος με τη μαύρη μάσκα φάνηκε στα Βαρέλιαένα Σάββατο βράδυ που ’βρεχε· ήταν το πρώτο Σάββατοτου Νοεμβρίου. Από νωρίς το υποψιαστήκαμε πως κάτι θασυνέβαινε, καθώς, κάποια στιγμή που η βροχή έπαψε μόλιςγια πέντε λεπτά, άνοιξαν τα σύννεφα και φάνηκε να ανα-τέλλει στο θόλο της νύχτας η πλάγια ημισέληνος που ση-μαίνει θανατικό· κι έπειτα σμίξανε και πάλι τα σύννεφα κιη βροχή ξανάρχισε δυνατότερη. Εκείνο το βράδυ δε μαζευ-τήκαμε στα Βαρέλια· από τ’ απόγευμα είχαμε πάει στο ντα-μάρι απέναντι απ’ της Φρόσως εγώ, ο Σώτερ κι ο ΜεγάλοςΠρόδρομος. Μόλις άρχισε να βρέχει, πέρασε ο Σώτερ καιμας πήρε απ’ τα σπίτια μας· ήθελε να μετρήσει με πόσεςσταγόνες της βροχής γεμίζει το γυάλινο ποτήρι της γρια-Αλεξάνδρας, αυτός εξάλλου είδε και την πλαγιασμένη ημι-σέληνο, που σήμαινε πως κάποιος θα σκοτώσει κάποιον,επανέλαβε μάλιστα κι εκείνη την κουβέντα της που πολύτού άρεζε: «Ένα σημάδι είναι καλό σημάδι…» Κι ενώ οΣώτερ έχανε συνέχεια το μέτρημα, γιατί περνούσαν πάνωαπ’ τα σύννεφα θλιμμένα αηδόνια —έτσι έλεγε ο θεοπάλα-βος—, έξαφνα ακούσαμε το συνθηματικό απ’ το δρόμο· ήτανο Όττος και μας έκανε νοήματα να κατεβούμε… Παραξε-νεμένοι, κατεβήκαμε στο δρόμο. O φίλος μας ήταν αλαφια-

[399]

Page 402: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σμένος, μπέρδευε τα λόγια του κι έπνιγε τις μισές κουβέντεςτου απ’ το λαχάνιασμα: ένα μαυροντυμένο φάντασμα είχεφανεί στην αλάνα, με μαύρη μάσκα στο πρόσωπο σαν τονΖορό, με μαύρη κάπα και μαύρη κουκούλα στο κεφάλι, αδύ-νατο και ξερακιανό, «…ίσως και να ’ναι ο Χάροντας…»τραύλισε κάποια στιγμή «…και το δεξί του χέρι το ’χεικρυμμένο στην κάπα του… ο Ζήσης λέει πως στα σίγουρακρατάει το δρεπάνι… κόβει γύρες στην αλάνα και αδιαφο-ρεί για τη βροχή… επαναλαμβάνει συνέχεια κάτι ακατα-λαβίστικα για κάποια που τη λένε Θάλασσα…»

Τρέξαμε αμέσως στην αλάνα —ο Σώτερ μάλισταάφησε το ποτήρι της γρια-Αλεξάνδρας να ξεχειλίζει από τοβρόχινο νερό όλη τη νύχτα— και στο λιγοστό φως της λά-μπας του κάτω δρόμου τον είδαμε: ήταν έτσι όπως μας τονείχε περιγράψει ο Όττος: ένας πανύψηλος άνθρωπος (ήμήπως κάτι άλλο;), ντυμένος με μαύρα ρούχα, γυρνούσεπάνω-κάτω. Ήτανε τέτοια η κοψιά του, που καταλάβαινεςπως ήταν άντρας κι όχι γυναίκα. Η κάπα του ανέμιζε μέσαστη θύελλα σα μπέρτα του ερέβους· δε χωρούσε αμφιβολία,ήταν ένας άγγελος του θανάτου χωρίς πρόσωπο, μια τρο-μακτική σκιά που ξαναρχόταν σαν εφιάλτης περασμένωναιώνων για να γεμίζει τα λευκά βουνά με καταρράχτες αί-ματος, νά, λοιπόν, που δεν είχε φανεί τυχαία η πλαγιασμένηημισέληνος στο ελάχιστο διάλειμμα της βροχής. Είχαμεστριμωχτεί όλοι μας στο υπόστεγο του εκατοστού πέμπτουκαι τον βλέπαμε τρέμοντας, όχι απ’ τη βροχή, που μας είχεποτίσει ώς το κόκαλο, μα από ένα φόβο τόσο αλλόκοτο, πουσου αγκύλωνε τα μέλη και συνάμα σε έθελγε σαν πονηρόλουλούδι. Ο καταραμένος ίσκιος έκανε γύρους στην αλάνα,επαναλαμβάνοντας κάθε λίγο την ίδια κραυγή με στριγκήκατεστραμμένη φωνή· πιότερο ήτανε πνιχτό κρώξιμο αρ-πακτικού παρά ανθρώπινη λαλιά — να φανταστείς, στηναρχή νόμισα πως ήταν απλά η απαίσια βραχνάδα της κό-λασης, μα κατόπιν διέκρινα κάποιες σκόρπιες λέξεις «…φί-λησε… θάλασσα… χάσω…» να ανακατεύονται με τον ήχο

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄400

Page 403: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

της βροχής και με το σφύριγμα του ανέμου. Κάποτε ο Κώ-στας είπε μονολογώντας «…ποια να ’ναι τάχα αυτή η θά-λασσα;», ο Σώτερ τού απάντησε χαμηλόφωνα, «είναι μιαπου την αγαπάς και σε ρουφάει…», προλέγοντας, χωρίς νατο θέλει, αυτά που θα συνέβαιναν στον φίλο μας τέσσερα χρό-νια αργότερα. Εκείνη την ώρα ο μαυροντυμένος ξένος ήρθεπρος το μέρος μας και στάθηκε μπροστά μας, λες και είχεακούσει τη στιχομυθία μας, κι ενώ εμείς ήμασταν κοκαλω-μένοι απ’ τον τρόμο, μας είπε με τη φριχτή φωνή του: «Κάθεπου αφρίζει το κύμα γεννιέται ένας δολοφόνος…» Το πρό-σωπό του ήτανε σκεπασμένο από ένα μεταξένιο πανί, σαμάσκα, που ίσως και να μην είχε τρύπες στο μέρος των μα-τιών. Μόλις πέρασε ένα λεπτό, κι ενώ εξακολουθούσε ναστέκεται απέναντί μας, ο Σώτερ τού φώναξε δυνατά —πούτο βρήκε το θάρρος ο αθεόφοβος— «…ποιος είσαι, ξένε;…τι γυρεύεις στην αλάνα μας;… νομίζεις πως θα μας τρομά-ξεις επειδή φόρεσες τη μάσκα του Λεμονμπούζη;» Ο μαύ-ρος ίσκιος τότε προχώρησε προς το μέρος μας κι ένιωσατην ψυχή μου να ζαρώνει απ’ το φόβο· στ’ αλήθεια έμοιαζεπως πίσω απ’ τα μαύρα ρούχα ήτανε ένας σκέτος σκελετόςή ένα σκιάχτρο από καλάμια του κίτρινου ποταμού ή ένααερικό του σκοταδιού, μοχθηρό και αμείλικτο, που αν ερ-χόταν στα δυο βήματα θα μας έπαιρνε το κεφάλι και θα το’κρυβε κάτω απ’ την κάπα του. Μα όταν έφτασε στα δύο βή-ματα, κι εμείς κλείσαμε τα μάτια περιμένοντας να μαςκόψει το λαρύγγι, ηδονικά ναρκωμένοι μες στη μαύρη ομί-χλη του τρόμου και του θανάτου, δεν έβγαλε το δεξί χέριαπ’ την κάπα για να χτυπήσει, μονάχα άρχισε να μιλάει —άραγε σ’ εμάς; Ήταν ένα παραλήρημα σακατεμένων φρά-σεων που στα κενά τους φώλιαζε η απόγνωση του απόλυτουσκοταδιού, της τρέλας, της απερίγραπτης ερημίας: «Πρέ-πει να τελειώσει…» έλεγε με την τρομακτική φωνή του «οαφρός των κυμάτων… η κόκκινη βροχή… οι σιδερένιοι κε-ραυνοί… όλη ετούτη η φωτιά είναι για μένα, λοιπόν… καιτα πουλιά του φεγγαριού περιμένουν… φωνάξτε την για να

κεφάλαιο 53 401

Page 404: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τελειώσει… όταν αφρίζει η θάλασσα ένας αθώος δακρύζει…ο θόλος της νύχτας βαραίνει από το αίμα… κι αυτό το γέλιοτου θανάτου το φριχτό δε σταματάει…» Κάποτε τον ακού-σαμε να λέει ανάμεσα στα άλλα τις κρίσιμες κουβέντες:«Φωνάξτε την, επιτέλους… αξίζει ένα τέτοιο φιλί σ’ εμέναπου ’κοβα λαιμούς πέρα για πέρα…» Μεμιάς τότε όλα φω-τίστηκαν μες στο μυαλό μου και, σα να ’μουνα στο σινεμάτου Ταρτούφου, πέρασαν μπροστά απ’ τα μάτια μου οι σκη-νές μιας ιστορίας που μονάχα την είχα ακούσει, καθώς είχεσυμβεί πάρα πολλά χρόνια πριν γεννηθώ: ένας σημαδεμένοςγιος να μαχαιρώνει τη μάνα του· ήτανε νύχτα, γινότανε σω-στός κατακλυσμός κι η γη σειότανε, μα το μαχαίρι έκοψετη σάρκα κι έπειτα ένα γέλιο στοίχειωσε όλους τους θα-λασσινούς ανέμους και θεόρατα πουλιά με φτερά χάλκιναφέρναν στη γειτονιά μας κομμένα κεφάλια δακρυσμένωναθώων, α, το μαυροντυμένο φάντασμα είχε μιλήσει σωστά,μόλις αφρίζει το κύμα μόνο κακό μπορείς να περιμένεις,τότε η αγάπη είναι πια η άκρη του τρόμου κι ένα μονάχαφιλί θα σε λυτρώσει απ’ αυτόν τον τρόμο, ένα φιλί θα σε λυ-τρώσει από την αγάπη, ένα ελάχιστο άγγιγμα χείλη μεχείλη κι όλα θα τελειώσουν… Δεν ξέρω καν πόσα λεπτά θα’χαν περάσει μ’ όλ’ αυτά να κατακλύζουν το νου μου, ότανάκουσα τη φωνή του Σώτερ στ’ αυτί μου: «Πρέπει κάποιοςνα φωνάξει τη δασκάλα μας…»

Έτρεχα σαν παλαβός για το σπίτι της και δε σκεφτό-μουν τίποτε —μονάχα έτρεχα—, όταν, πριν καν φτάσω στομισό του δρόμου, έπεσα πάνω της. Φορούσε το μακρύ παλτότης και κουκούλα για τη βροχή και δε φαινόταν μες στοσκοτάδι· αναμφίβολα πήγαινε στην Κουπέλα — πού αλλού;Με τη φόρα που είχα κοντέψαμε να σωριαστούμε αγκαλια-σμένοι στις λάσπες. Μόλις σηκωθήκαμε και πάλι στα πόδιαμας, με κοίταξε απορημένη κι ανήσυχη, «κυρία…» της είπαμε κομμένη την ανάσα, «ήρθε ένας ξένος με μαύρη μάσκαστην αλάνα…» Εκείνη τότε τινάχτηκε για μια στιγμή προςτα πίσω σα να τη χτύπησε ρεύμα, μα αμέσως μετά το πρό-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄402

Page 405: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σωπό της πήρε τη γνώριμη γαλήνια έκφραση. Ευθύς έφερετο χέρι της στο στόμα μου, σα να μου ’λεγε πως δεν έπρεπενα πω τίποτε περισσότερο· τράβηξε την κουκούλα απ’ τοκεφάλι της και είπε μονάχα μια κουβέντα: «Πάμε». Ηβροχή συνέχιζε όλο και πιο δυνατή.

Στο δρόμο για την αλάνα η κυρία Δομένικα σχεδόνέτρεχε μπροστά μου, πηδούσε πότε δεξιά και πότε αριστεράγια ν’ αποφύγει τις λακκούβες με τα λασπόνερα. Όταν φτά-σαμε, ο ξένος συνέχιζε τους ακανόνιστους κύκλους του καιτα ακατάληπτα μουρμουρητά του. Η δασκάλα μας μεέσπρωξε προς τα πίσω και προχώρησε προς το μέρος του·εγώ έφτασα πισωπατώντας στο υπόστεγο του εκατοστούπέμπτου και, μαζί με τους άλλους, την είδαμε να φτάνει σταδυο βήματα απέναντί του. Εκείνος τότε σταμάτησε το πα-ραλήρημά του κι έξαφνα έπαψε μεμιάς η βροχή, τα σύννεφατραβήχτηκαν στη στιγμή και στο θόλο της νύχτας φάνηκεη πλάγια ημισέληνος που σήμαινε θανατικό. Όλη η αλάναφωτίστηκε απ’ την αλλόκοτη λάμψη τούτης της ημισελήνουκαι απόλυτη σιωπή απλώθηκε παντού· ακούγονταν μόνο ταρυάκια της βροχής. Κάποτε ο ξένος έβγαλε το δεξί του χέριαπό τον κόρφο του και είδαμε, αλίμονο, αυτό που όλοι πε-ριμέναμε: στην αγκυλωμένη από πολλά χρόνια χούφτα τουκρατούσε ένα μακρύ δίκοπο φοβερό μαχαίρι βουτηγμένοστο αίμα· η φωνή του ακούστηκε κάπως πιο ανθρώπινη απόπριν: «Πέρασε ο καιρός… τα χέρια μου δε σκοτώνουν πιαόπως άλλοτε… τα βλέφαρά μου γυρεύουν τις πεταλούδεςτου χειμώνα…» Τότε η δασκάλα μας προχώρησε ένα βήμαμπροστά· τα μάτια της έλαμπαν αλλόκοτα, νομίζω πως χα-μογελούσε… Σαν άγγιξε με το δεξί της χέρι τη μαύρημάσκα του, κι ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν τη ση-κώσει και φανεί στο φως του πλαγιασμένου φεγγαριού ηουλή που αυλάκωνε το πρόσωπό του, ο Μεγάλος Πρόδρομοςψιθύρισε επιτακτικά: «Κλείστε τα μάτια…» Έκλεισα τότετα βλέφαρά μου σφίγγοντάς τα όσο μπορούσα πιο δυνατά,τόσο που άρχισαν να σουβλάνε το σκοτάδι μου επώδυνες

κεφάλαιο 53 403

Page 406: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

αιχμηρές λάμψεις. Πέρασε ώρα (λίγη; πολλή; δε μπορώ ναυπολογίσω)· κάποτε άρχισε πάλι η βροχή και οι πρώτεςσταγόνες της έπεσαν πάνω μας, καθώς, την ώρα που γεμά-τοι έξαψη βλέπαμε τη δασκάλα μας να ζυγώνει τον ξένο,άθελά μας είχαμε κάνει μερικά βήματα προς το μέρος τους,φεύγοντας απ’ το υπόστεγο του εκατοστού πέμπτου. Τότεανοίξαμε ο ένας μετά τον άλλο τα μάτια μας. Στην αλάναμπροστά μας δεν υπήρχε ψυχή, το φεγγάρι είχε χαθεί, ηκυρία Δομένικα κι ο ξένος με τη μαύρη μάσκα είχανε φύγει.«Τελικά όλα έγιναν για ένα φιλί κάτω απ’ την πλάγια ημι-σέληνο…» μονολόγησε ο Σώτερ μετά από δέκα λεπτά πουστεκόμασταν ακίνητοι μες στη βροχή. Τότε μίλησε οΌττος, «ο ξένος ήταν ο…», «όχι» τον έκοψε ο Σώτερ πρινπροφτάσει εκείνος να το πει, «ήταν ένας άγνωστος ταξι-διώτης που γύρευε ένα φιλί…»

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄404

Page 407: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

54.

Κι ένα φιλί που δε δόθηκε – για το οποίο ωστόσο χρειάστηκαν και πάλι οι αιώνες του αίματος

Ο Γιώργος γύρισε απ’ το δάσος δυο εβδομάδες υστε-ρότερα από κείνη τη βραδιά. Ήταν λίγο μετά το δειλινόόταν ήρθε στα Βαρέλια. Κάποια στιγμή μύρισα μια πα-ράξενη μυρωδιά πλάι μου και, καθώς είχε πέσει το σκο-τάδι για τα καλά, ο Μανόλης άναψε ένα σπίρτο —προφανώς θα ένιωσε μια παράξενη παρουσία ανάμεσάμας. Ήταν ο Γιώργος· είχε κατεβεί στα Βαρέλια τόσο αθό-ρυβα, που δεν τον ακούσαμε. Στο στιγμιαίο άναμμα τουσπίρτου είδαμε την τρομακτική μορφή του: το πρόσωπότου είχε αδυνατίσει πάρα πολύ, τα μάγουλά του είχαν ρου-φήξει, οι κόχες των ματιών του ήταν βαθουλωμένες, σαμαύρες αλλόκοτες χοάνες, τα χείλη και το πιγούνι του πα-σαλειμμένα από ένα ακαθόριστο μαύρο υγρό — θα ’λεγεςπως είχε φάει μαύρα ζουμερά κρίνα. Αμέσως ήρθαν στονου μας τα λόγια της γρια-Αλεξάνδρας — αλίμονο, στ’αλήθεια ο Γιώργος είχε βρει φίδι που του ’φτυσε το φαρ-μάκι του πάνω στα χείλη και αίμα πληγωμένου λαγού καιδάκρυα θλιμμένου λύκου και κουκουβάγια που ’κρωξε μεςστο λαρύγγι του, στο δάσος εντέλει βρίσκεις πάντα αυτόπου θέλεις, καλά το έλεγε ο Μεγάλος Πρόδρομος, όσαχρειαζόταν λοιπόν για να πάρει τον θάνατο από τα χείλη

[405]

Page 408: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

της δασκάλας μας τα είχε βρει ο Γιώργος· έμενε μόνο έναφιλί. Και τότε εκείνος, που ’χε να μιλήσει με λέξεις αν-θρώπινες για σαράντα μέρες, μας μίλησε: «Ήρθα για νασας πω αντίο…» είπε ξερά. Έγινε σιωπή μες στο σκοτάδιγια κάμποσο και τότε μίλησα εγώ, «αντίο, Γιώργο…»είπα κι η φωνή μου πνίγηκε. Τότε εκείνος άφησε να τουφύγει ένα παράξενο μουγκρητό κι έπειτα έφυγε μες στημαύρη νύχτα. «Θεέ μου, θα τον φιλήσει κι αυτόν…» είπεο Ζήσης φοβισμένος σαν ξεμάκρυνε καμπόσο, «μακάρι νατον φιλούσε…» μονολόγησε ο Μεγάλος Πρόδρομος· «μακάτι μου λέει πως δεν…»

Όταν το άλλο πρωί είδαμε τον Γιώργο να έχει μπειπρώτος στην τάξη και να κάθεται στο θρανίο του με έναπαρανοϊκό χαμόγελο ζωγραφισμένο στη μορφή του, φρε-σκοπλυμένος, έχοντας βάλει στην ποδιά του μαύρο γιακά,χτενισμένος, με μπριγιαντίνη στα μαλλιά και τα χείληδιάφανα, αμέσως καταλάβαμε πως ο φίλος μας ήταν χα-μένος για μια ακόμη φορά· είχε γυρέψει να κερδίσει μιανάνοιξη, όπως πριν από ενάμιση χρόνο, τότε που η κυρτήσπάθα είχε περάσει και πάλι μέσα απ’ το λαιμό του χωρίςνα τον κόψει. Εφτά χρόνια αργότερα, στον Άσπρο Βράχο,ο Γιώργος μάς είπε όλα όσα έγιναν εκείνο το βράδυ στοσπίτι της κυρίας Δομένικας, εκεί, στο δωμάτιο με τον κα-θρέφτη…

Ήταν κοντά εννιά η ώρα όταν χτύπησε την πόρτατης· για δυο ώρες περιπλανιόταν στη γειτονιά με το κοκ-κινόχωμα, προφανώς αποχαιρετούσε τα μέρη που είχανσυνδεθεί με τη ζωή του και τη ζωή μας εκείνα τα δυο χρό-νια. Η δασκάλα μας του άνοιξε φορώντας το πανωφόρι της— άραγε θ’ ανέβαινε στην Κουπέλα από τόσο νωρίς;Μόλις τον είδε κιόλας πασαλειμμένο με μαύρο αίμα τα-ράχτηκε, «τι ζητάς εδώ», του αγρίεψε εκνευρισμένη,«κυρία, πρέπει να σου μιλήσω…» της απάντησε κοιτώ-ντας τη στα μάτια, «το δάσος γέμισε πια θλιμμένα αηδό-νια…»· εκείνη σαν το άκουσε γλύκανε κάπως, «τα δάση

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄406

Page 409: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κρύβουν μέσα τους μεγάλη θλίψη άμα τα περπατήσεις μο-ναχός…» είπε αινιγματικά κι έπειτα πισωπάτησε αφήνο-ντας την πόρτα της ανοιχτή. Έτσι, ο Γιώργος βρέθηκε μετη δασκάλα μας στο σκοτεινό δωμάτιο με τον καθρέφτη·κάθισαν ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο στις φθαρμένες βε-λούδινες πολυθρόνες που έτριζαν… Εκείνη μίλησε πρώτηκαι χτύπησε κατευθείαν στο ψαχνό — πού αλλού; «…Αυτόπου γυρεύεις δε θα γίνει…» είπε ορθά-κοφτά. Ο Γιώργοςτο περίμενε χωρίς να μιλήσει διόλου, έβαλε το χέρι στημέσα τσέπη του παλτού του κι έβγαλε το πιστόλι του πα-τέρα του. Η κυρία Δομένικα δε μπορούσε να το δει μεςστο σκοτάδι, άκουσε όμως τον κόκορα του πιστολιού πουτραβήχτηκε πίσω· «άμα δε με φιλήσεις, θα τινάξω ταμυαλά μου στον αέρα…» της είπε κάποτε αποφασιστικά.«Τι περιμένεις, λοιπόν… τα δάση είναι γεμάτα με θλιμ-μένα αηδόνια… τράβα…» του απάντησε η δασκάλα μας.Ο Γιώργος στη στιγμή έκλεισε τα μάτια κι έφερε την κρύακάννη του πιστολιού στο δεξί του αυτί· τότε όμως είδεκάτι σαν όνειρο — βία να κράτησε ένα ή δύο δευτερόλε-πτα: ήταν ο Αγιούτος φορώντας μονάχα ένα άσπρο κοντόπαντελόνι, κρατούσε από ένα χοντρό αναμμένο κερί σεκάθε χέρι κι ένα στο στόμα, αναμμένο κι αυτό. Στο λαιμότου είχε περασμένο ένα μικρό πουγκί, κι ήταν τόσο αλλό-κοτος ο τρόπος που τον κοιτούσε. Όταν άνοιξε τα μάτιατου, ο Γιώργος είχε πια καταλάβει πως ήταν μάταιο νατραβήξει τη σκανδάλη, καθώς η χρυσή σφαίρα που ο ίδιοςείχε βάλει στη θαλάμη πριν από λίγες ώρες δε βρισκότανπλέον εκεί, μα στο μικρό πουγκί του Αγιούτου — στηνάλλη πλευρά του κόσμου όλοι φοράνε στο λαιμό ένα μικρόπουγκί… «Φίλησέ με, κυρία, μονάχα μια φορά, για μιαστιγμή…» της ψιθύρισε κομπιάζοντας μόλις κατέβασε τοχρυσό πιστόλι· η κυρία Δομένικα, μάλλον αμήχανα τούτητη φορά, ίσως και για να στρέψει αλλού την κουβέντα, τονρώτησε: «Πώς έγινε και πήγες στο δάσος;». Ο Γιώργοςπήρε βαθιά ανάσα, «βρήκα κάτι χνάρια στο δρόμο και τα

κεφάλαιο 54 407

Page 410: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

περπάτησα…» είπε, «τα χνάρια με πήγαν, τα χνάρια μεγύρισαν…» «Περπάτησες σε λάθος δρόμο…» του αντι-γύρισε εκείνη· τότε ο φίλος μου άρπαξε την ευκαιρία απ’τα μαλλιά, «γι’ αυτό λοιπόν δε με φιλάς; επειδή είμαιλάθος;» της είπε ξαναμμένος, και βέβαια αυτή η κουβέ-ντα τη χτύπησε στο πιο αδύνατό της σημείο. Πέρασε αρ-κετή ώρα ίσαμε να μιλήσει μες στη σιωπή· ο Γιώργοςνόμισε πως άκουσε άγρια φτεροκοπήματα έξω απ’ το πα-ράθυρό της. Κάποτε η σιωπή έσπασε, «αφού τόσο το θες,έλα λοιπόν να σε φιλήσω…» του είπε, «μα ξέρε το, ό,τιγίνει θα γίνει από ανάγκη…» κι αφού πέρασαν μερικέςστιγμές, που φάνηκαν αιώνες, συμπλήρωσε: «Και με τέ-τοια φιλιά τα χείλη μου δε φαρμακώνουν… θα με φιλή-σεις, μα δε θα πεθάνεις…» Και πριν καλοτελειώσει τηνκουβέντα της, έτριξε η βελούδινη πολυθρόνα της, σημάδιπως η κυρία Δομένικα σηκώθηκε και έκανε να ’ρθει κοντάτου· ναι λοιπόν, είχε αποφασίσει να τον φιλήσει, μα θα’τανε ένα φιλί από λύπηση. Ο Γιώργος τότε έσκουξε, σχε-δόν ούρλιαξε: «Όχι, κυρία… δεν το θέλω… φιλιά που δεσκοτώνουν είναι ζούφια, δεν αξίζουν…» και, πριν ξεσπά-σει σε λυγμούς, τινάχτηκε όρθιος να φύγει τρέχοντας. Τοχέρι της κυρίας Δομένικας έσφιξε το μπράτσο του σαν τα-νάλια (όσο το σκεφτόταν αργότερα ο Γιώργος, τόσο απο-ρούσε πού τη βρήκε τόση δύναμη), τον τράβηξε μπροστάτης και γονατίζοντας έπιασε με τις παλάμες της το πρό-σωπό του, «κατάλαβέ με, Γιώργο…» του είπε με τρεμά-μενη φωνή, «αν σε φιλήσω, θα πάψει η κατάρα τηςΜπαρμπακούλας, οι χίλιες μέρες δε θα στρέχουν πια καιτα χείλια μου δε θα σκορπάνε θάνατο όπως τώρα… Σκέ-ψου το, Γιώργο… εσύ κάτω απ’ τη γη θα ’χεις κερδίσει τηδροσιά από το φοβερό λεπίδι στο λαιμό σου, μα εγώ θαμείνω εδώ και θα ’χω πια σίγουρη την αγάπη χωρίς να πε-ριμένω, να φοβάμαι και να ελπίζω… Τι να την κάνω,Γιώργο, μια αγάπη εκ του ασφαλούς· η αγάπη χωρίςφόβο, χωρίς θλίψη, χωρίς μίσος, χωρίς θάνατο, χωρίς

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄408

Page 411: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

απόγνωση είναι μια ζούφια αγάπη, σαν τα φιλιά που λίγοπριν σε κορόιδεψα πως θα σου δώσω. Δεν αξίζει τούτη ηαγάπη ούτε το ένα χιλιοστό από το τρέμουλο του πιγου-νιού σου τώρα δα…» Και τότε η δασκάλα μας σταμάτησενα πάρει μερικές ανάσες. Μόλο που δεν έβλεπε τίποτε μεςστο σκοτάδι, ο Γιώργος θα ’παιρνε όρκο πως στα μάγουλάτης κυλούσαν δάκρυα. Ακόμη κι εκείνος απόρησε σανάκουσε τη φωνή του σαν υπόκωφο μουγκρητό να ρωτά«…και οι αιώνες του αίματος, οι θάλασσες του αίματοςπου χρειάστηκαν για να συναντηθούμε;» Τα δάχτυλα τηςκυρίας Δομένικας άγγιξαν τα βλέφαρά του και τα κατέ-βασαν, «…ήταν για να συναντηθούμε και να μη φιλη-θούμε…» του ψιθύρισε.

Ο Γιώργος, μόλις γύρισε στο σπίτι του εκείνο τοβράδυ, έβαλε μια κατσαρόλα με νερό στο γκάζι, κι ότανπήρε να βράζει για τα καλά, έσκυψε το πρόσωπό του πάνωαπ’ τους ατμούς· από το δωμάτιο με την καρφωμένηπόρτα ακουγόταν το βιολί του πατέρα του (τι παράξενο,ήταν στο σπίτι εκείνο το βράδυ) να παίζει τη μουσική τουδιαβόλου. Έμεινε εκεί για ώρες, μέχρι που σώθηκε το νερότης κατσαρόλας. Καθώς είχε το πρόσωπό του πάνω απ’τον ατμό, ένιωθε χιλιάδες βελόνια να τον τρυπούν, μα δεσηκώθηκε ούτε για ένα λεπτό. Όταν εξατμίστηκε το νερό,ξημέρωνε. Τότε κοιτάχτηκε στον καθρέφτη: τα χείλη τουήταν ολόλευκα σαν πεθαμένου, θαρρείς ανύπαρκτα πάνωστο δέρμα του. Τότε έπεσε στα γόνατα και ορκίστηκε πωςστο εξής θα ένιωθε μονάχα μίσος και δε θα ξαναγαπούσεποτέ, πως δε θα ξαναπήγαινε στο δάσος, πως τα χείλη τουδε θα κοκκίνιζαν ποτέ ξανά —όσοι αιώνες αίματος κι ανπερνούσαν— και πως το πιγούνι του θα τρεμούλιαζε πιαμόνο απ’ τη φριχτή χαρά του θανάτου (εφτά χρόνια αργό-τερα, στον Άσπρο Βράχο, μας είπε πως η ίδια η αγάπηείναι το μίσος και πως η ζωή είναι ο θάνατος, άρα κι εκεί-νος ο όρκος ήτανε ένα ακόμα λάθος ανάμεσα στα τόσα).Και, από την επομένη, κάθε πρωί ερχόταν στο σχολείο με

κεφάλαιο 54 409

Page 412: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τα μαλλιά γεμάτα μπριγιαντίνη και χτενισμένα προς ταπίσω, φορούσε την ποδιά του με μαύρο γιακά και χωρίςεξώρουχο, και τα χείλη του ήταν διάφανα, όμοια με αυτούπου —όπως έλεγε ο Ταρνανάς— είναι ο μεγάλος αφέντηςτου φόβου. Μα ίσαμε να φτάσει μεσημέρι τα χείλη τουκοκκίνιζαν και πάλι, μόλο που εκείνος κάθε νύχτα καθό-ταν με τις ώρες σκυμμένος πάνω απ’ την κατσαρόλα με τονερό που έβραζε.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄410

Page 413: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

55.

Ιδού η ώρα όπου ο αναγνώστης συνήθως αποφασίζει τι διαβάζει

Στις είκοσι εφτά Νοεμβρίου του εβδομήντα εφτά συ-ναντηθήκαμε με την κυρία Δομένικα για τελευταία φορά.Η δασκάλα μας ήταν που προκάλεσε τούτη τη συνάντηση·την ώρα που έπεφτε ο ήλιος φάνηκε ο Πέπας στην αρχή απ’το μονοπατάκι που οδηγούσε στα Βαρέλια. Δεν έβρεχε διό-λου, μα είχε παγωνιά και φυσούσε ένας αέρας του κερατά,και τα τρία κουρέλικα κασκόλ του Πέπα χόρευαν τρελά.Μόλις τον είδαμε εκεί επάνω, αμέσως καταλάβαμε πωςκάτι έτρεχε· στην πλάτη του είχε την κασέλα με τα ματό-χαντρα και τα υπόλοιπα μπιχλιμπίδια — δε θα ’ρχόταν κα-τευθείαν μετά τη δουλειά ώς το Μικρό Ρέμα χωρίς λόγο.Και πράγματι, κάτι κρατούσε στο χέρι του που το κουνούσεπάνω-κάτω: έναν άσπρο φάκελο. Ο Όττος, γρήγορος σαντο ζαρκάδι, ανέβηκε στο πι και φι ώς τον Πέπα, «τον βρήκαπερνώντας κάτω απ’ το σπίτι εκείνης να βολοδέρνεται απότον άνεμο και σας τον έφερα…» του είπε ο Πέπας κι αμέ-σως, χωρίς άλλη κουβέντα, χάθηκε τρέχοντας. Ίσαμε νακατεβεί κάτω, ο Όττος είχε σκίσει το φάκελο· όλοι πέσαμεαπό πάνω του, μια ύπουλη ανησυχία λόγχιζε ελαφρά τηνκοιλιά μου: μες στο φάκελο ήταν μονάχα ένα μαύρο κρίνο,αν το άγγιζες θα έβαφε τα δάχτυλά σου, κι αν βάφονταν τα

[411]

Page 414: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δάχτυλά σου, το βράδυ το κορμί σου θ’ άρχιζε να παγώνεισιγ- σιγά. Μόλις το είδα, μου κόπηκαν τα γόνατα — ήξεραπως κάποτε θα ερχόταν ένα μαύρο κρίνο και για μένα, καιτότε… Ωστόσο, προτού προφτάσει να το αγγίξει κανέναςμας, φύσηξε ξαφνικά ο άνεμος, πήρε το μαύρο κρίνο και τοστροβίλισε εξαφανίζοντάς το μεμιάς. «Πρέπει να πάμε στηδασκάλα μας…» είπα τότε εγώ, βλέποντας τους υπόλοι-πους αμήχανους κι απορημένους, «…ένα μαύρο κρίνο ση-μαίνει πως πρέπει να συναντηθούμε…» συνέχισα, μα στηστιγμή δάγκωσα τη γλώσσα μου και δεν είπα και τη συνέ-χεια: πως μια τέτοια συνάντηση είναι πάντοτε η τελευ-ταία… Ευθύς σηκωθήκαμε όρθιοι και, καθώς ανεβαίναμεσιγά-σιγά το ανηφοράκι, κάποιος —θαρρώ ο Κώστας—φώναξε του Γιώργου που καθόταν ακίνητος στο βαρέλι του,σα’ να μην είχε ακούσει τίποτε απ’ όσα είχαμε πει. Εκείνοςτότε σηκώθηκε και μας έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσατου κάνοντας μιαν αποκρουστική γκριμάτσα· έπειτα ξά-πλωσε στο χώμα και μπήκε έρποντας στο εσωτερικό τουβαρελιού του.

Είχα ακούσει πως στην τελευταία συνάντηση αγαπη-μένων προσώπων λένε μονάχα την αλήθεια· κι όμως, τηνεικοστή εβδόμη του Νοεμβρίου του χίλια εννιακόσια εβδο-μήντα εφτά η κυρία Δομένικα μας είπε ψέματα. Τα χρόνιαπου ακολούθησαν σκέφτηκα για ατέλειωτες ώρες τα όσαέγιναν εκείνη τη βραδιά που ’χε παγερό αέρα και μια γαλά-ζια χλομή πανσέληνο και, όσο μπορώ να μιλώ με σιγουριάτώρα πια, κατέληξα πως τα ψέματα της δασκάλας μας δενήταν τίποτε άλλο παρά το τελευταίο μάθημά της: άμα θεςνα πεθάνεις, πεθαίνεις μονάχος, όπως εκείνη· χρειάζεταιπρωτύτερα να πεις ένα ψέμα για να σ’ αφήσουν ήσυχο αυτοίπου σε αγάπησαν παράφορα και δε θ’ αντέξουν τον απο-χωρισμό, να τους δώσεις μια πρόφαση, μια καραμέλα πουθα κάνει υποφερτό το πρωινό τους ξύπνημα και θα ναρκώ-σει την οδύνη της επικείμενης απουσίας… Και φαίνεταιπως τούτη την πρόφαση τη γυρεύαμε κι εμείς σα σανίδα

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄412

Page 415: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

σωτηρίας, γι’ αυτό και την πιστέψαμε σα χάννοι, μόλο πουέπρεπε να το καταλάβουμε με την πρώτη πως μας έλεγεψέματα, ακόμη κι αν δεν την είχαμε δει που σταύρωσε ταδάχτυλά της, ακόμη κι αν δε μας είχε πει εκείνη η ίδια έναχρόνο πριν πεθάνει την ημέρα του θανάτου της, ακόμη κι ανδεν το ήξερα εγώ πως τα μαύρα κρίνα σημαίνουν την τε-λευταία συνάντηση —έπρεπε να το καταλάβουμε—, μα κιαν ακόμη δε χαμπαριάζαμε τίποτε, έπρεπε, τουλάχιστον,το επόμενο κιόλας πρωινό να πάμε ώς τις μαργαρίτες για ναδούμε μήπως έβγαλαν ξυράφια αντί για πέταλα… Όμως τί-ποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε, οπότε δεν υπάρχει άλλη εξή-γηση· τα ψέματα της κυρίας Δομένικας ήταν αυτό πουυποσυνείδητα θέλαμε όλοι μας: μια βολική και καλοδεχού-μενη εκδοχή, κάτι σαν το ζαχαρωμένο τέλος των παλιώνπαραμυθιών… Κι ήταν στ’ αλήθεια όλα μαγικά σαν παρα-μύθι εκείνο το βράδυ (γιατί μέχρι να πάμε στο σπίτι τηςείχε βραδιάσει για τα καλά). Η κυρία Δομένικα μας υποδέ-χτηκε στην πόρτα εκθαμβωτικά όμορφη, χτενισμένη με πε-ρισσή φινέτσα, τα μάγουλά της ολοκόκκινα (το δίχως άλλοθα τα ’χε αλείψει με αίμα για να κρύψει τη χλομάδα της),φορούσε μελιτζανί βελούδινο φόρεμα και σ’ όλο το σπίτιήτανε αναμμένα δεκάδες κοντά κεριά — στα τραπέζια, στακρεβάτια, στη σκάλα, στο πάτωμα. Το γραμμόφωνο έπαιζειταλικά τραγούδια που φυσικά θα μιλούσαν για θανάτουςερωτευμένων, κι ένα μεθυστικό πρωτόγνωρο άρωμα γέμιζετην ατμόσφαιρα (την ξαναβρήκα αυτή τη μυρωδιά μετά απόχρόνια στο υπόγειο του Μαξιμιλιανού). Στ’ αλήθεια, πρώτηφορά την έβλεπα έτσι τη δασκάλα μου· ήταν μια γυναίκαπανώρια, η κόψη του επικείμενου θανάτου τής είχε χαρίσειγια ένα ολόκληρο βράδυ το άπιαστο της φευγαλέας τελειό-τητας. Δεν ήταν ερωτική έλξη αυτό που νιώσαμε, μα κάτιάλλο, άγριο κι αυτοκαταστροφικό, μια φριχτή, αυτοδιαμε-λιστική επιθυμία να κόψουμε το αριστερό μας χέρι απ’ τονκαρπό και να της το προσφέρουμε — θα ήταν το χέρι τηςκαρδιάς, στ’ αλήθεια, ένα μοναδικό δώρο για εκείνη… Κι

κεφάλαιο 55 413

Page 416: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

όταν, μπαίνοντας μέσα, μας είπε χαμογελώντας διφορού-μενα «αυτό σάς έμαθα, λοιπόν… να αφήνετε μια κυρία μο-νάχη για τόσην ώρα…», θάρρεψα για μια στιγμή πως είχαμπροστά μου την κυρία Πανδώρα, όπως θα ’ταν σαράνταχρόνια πριν τη γνωρίσω — και μάλλον δεν ήμουν ο μόνοςπου ένιωσα μια τέτοια ανατριχίλα… Απλώθηκε σιωπή.Όλοι μείναμε αποσβολωμένοι από την ομορφιά της δασκά-λας μας και την τόσο απροσδόκητη μεταμόρφωσή της.Εκείνη, πάλι, σαν πέρασαν πέντε λεπτά που τη χαζεύαμεβουβοί και σαστισμένοι, έδειξε να απορεί, «τι τρέχει;» μαςρώτησε, «…μήπως δε θέλατε να ’ρθείτε και σας έφερα μετο στανιό;», «όχι, κυρία, όχι…» βιάστηκε να απαντήσει οΣώτερ κι έπειτα συνέχισε διστακτικά «απλά νά… είστεπολύ όμορφη…», «α!…» φώναξε εκείνη με φανερά προ-σποιητή έκπληξη, «…χρειάστηκε να περάσουν δυο χρόνιαγια να το προσέξετε…» συνέχισε ναζιάρικα κι έπειτα,καθώς εμείς μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα: «Τέλος πάντων,ας πούμε ότι το ’χατε σκεφτεί από την πρώτη μέρα και τόσοκαιρό ντρεπόσασταν να μου το πείτε…»

Κι ύστερα, μόλις ανεβήκαμε αμίλητοι στο πάνω δω-μάτιο, νιώσαμε ένα παράξενο μούδιασμα στα γόνατά μας,σχεδόν σωριαστήκαμε σε κάτι μαύρα μαξιλάρια με κόκκινηδαντέλα που ’χε απλώσει η δασκάλα μας στο πάτωμα. Αμέ-σως μάς μοίρασε ποτήρια μ’ ένα σκουρόχρωμο πιοτό, «είναιπολύ παλιό…» μας είπε, «κι έχει φτιαχτεί για κάποιον πουψυχορραγούσε…» Είχε μια στυφή και συνάμα ολόγλυκηγεύση, σου μούδιαζε τη γλώσσα απ’ τη γλύκα. «Πιείτε τοίσαμε το τέλος… εκείνος δεν πρόλαβε να το γευτεί…» μαςπαρότρυνε σαν είδε να γλαρώνουμε. Μόλις αδειάσαμε ταποτήρια μας, ο Όττος τη ρώτησε «είναι κράνα;», «όχι» τουαπάντησε εκείνη, «είναι το αίμα του κορακιού που μιανύχτα χτύπησε το τζάμι του παραθύρου…», αυτό μάς είπεκι έπειτα κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα.

Δε μπορώ να θυμηθώ πώς άρχισε να μας μιλά και τιμάς έλεγε στην αρχή — μια γλυκιά νάρκη είχε παραλύσει

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄414

Page 417: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

το μυαλό μου. Θυμάμαι μόνο τις φλόγες απ’ τα κεριά· αν τιςκαλοκοιτούσες, έβλεπες πως ήταν μαύρα κρίνα που ολοέναάνοιγαν τα πέταλά τους και γέμιζαν ασφυκτικά την εικόνασαν εφιάλτης· κι έπειτα, βέβαια, θυμάμαι που η κυρία Δο-μένικα πέταξε με δύναμη το ποτήρι της στο πάτωμα, κά-νοντάς το χίλια κομμάτια και λέγοντας με ξερή φωνή:«…όλα ήταν ψέματα…» Εμείς φυσικά τιναχτήκαμε τρο-μαγμένοι και την κοιτάξαμε με γουρλωμένα μάτια. Πέρασεένα λεπτό μέσα σε μια ηλεκτρισμένη σιωπή. «Όλα, σας λέω,ήταν ψέματα…» επανέλαβε κάποτε η δασκάλα μας με φωνήπιο γλυκιά αυτή τη φορά, «το έκανα για να σας προσφέρωτην ομορφιά… λένε πως ομορφιά είναι ο ζαχαρωμένοςεφιάλτης που σου χαρίζει αυτός που στέκεται απέναντίσου… δε μπορείτε να έχετε παράπονο, σας χάρισα τόσοκαιρό έναν εφιάλτη ζαχαρωμένο ώς εκεί που δεν πάει…όμως ήρθε ο καιρός για την αλήθεια…» Έξαφνα το μυαλόμου ξεκαθάρισε μεμιάς από τις παραισθήσεις και όλα έγι-ναν διαυγή. Η κυρία Δομένικα πήρε μια βαθιά ανάσα και,χρωματίζοντας ζωηρά τη φωνή της, άρχισε να μας εξηγείπως ολόκληρη η ιστορία της ζωής της που μας είχε διηγη-θεί πριν από έξι μήνες ήταν ένα επινόημα της φαντασίαςτης, πως δεν είχε υπάρξει ποτέ η Μπαρμπακούλα, μήτε ησπηλιά στη δυτική πλευρά του Πύργου, πως ποτέ σημαδε-μένος βαρκάρης δε ζήτησε από ψαράδες να του τραγουδή-σουν αλλόκοτο τραγούδι, κι έκλειψη ηλίου δεν είχανε δει οιΣυριανοί ποτέ — μήτε σ’ αυτόν μήτε στον προηγούμενοαιώνα· πως τα χείλη της ποτέ δεν είχαν τρυπηθεί από φαρ-μακωμένο βελόνι, πως ήτανε πράγματι κόρη του ΝίκουΦραντζή, που η Αύρα τον παντρεύτηκε για να ξεφύγει απότη μιζέρια του καλαθάδικου, όπου δούλευε αμέσως μετάτην ορφάνια της, πως ο πατέρας της δεν αυτοκτόνησε, παράσκοτώθηκε από τυχαία εκπυρσοκρότηση του πιστολιού τουτην ώρα που το καθάριζε, πως ποτέ δεν τη φίλησε ένας με-θυσμένος μανάβης, ρίχνοντάς την κάποιο μεσημέρι με τηβία στην καρότσα του· όχι, η κυρία Δομένικα πρωτοφιλή-

κεφάλαιο 55 415

Page 418: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

θηκε με ένα αγόρι που ’χε μακριές φαβορίτες και η ανάσατου μύριζε τζιν, χορεύοντας το «Γκριν φιλντς» σώμα μεσώμα σ’ ένα γυμνασιακό πάρτι — ήτανε αρχές καλοκαιριούτου εξήντα έξι κι ευώδιαζαν τα γιασεμιά εκείνη τη νύχτα.Ακούγαμε τα λόγια της κι ήταν σα ν’ άδειαζε μπροστά μαςένα κάρο με κουρσούμια· ήταν αδύνατο να μη μας παρασύ-ρουν μαζί τους. Για καθετί που ξέραμε για εκείνη υπήρχεπια κάτι που το διέψευδε, ακόμη και η παραμικρή λεπτο-μέρεια ανατράπηκε από μιαν άλλη λεπτομέρεια… Έτσι, ομανιασμένος άνεμος της Κουπέλας ακυρώθηκε και ποτέ δενανακατώθηκαν τα μαλλιά εκείνης, μήτε η ψυχή της ρημά-χτηκε από δαιμονικά σφυρίγματα, μήτε απελπισμένοι λε-προί ξεκινήσανε στις αρχές του αιώνα από την Εύβοια γιανα πεθάνουν αγκαλιασμένοι ένα μήνα αργότερα απελπι-σμένοι, προδομένοι και γαλήνιοι — αυτό θέλησε η δασκάλαμας να πιστέψουμε εκείνο το βράδυ… Κι όταν έφτασε σταόσα είχανε γίνει απ’ τον Σεπτέμβριο του εβδομήντα πέντεκι έπειτα, σ’ αυτά δηλαδή που είχαμε ζήσει μαζί, δε δίστασενα ανασκευάσει και τη δική μας ζωή μαζί με τη δική της·«όλα ήταν μια οφθαλμαπάτη, ένα όνειρο…» μας είπε, «εί-δατε αυτά που θέλατε να δείτε…» πρόσθεσε κι έπειτα σώ-πασε χαμογελώντας αινιγματικά. Ώστε, λοιπόν, ένα όνειροήταν όλα τα απίστευτα που είχαμε ζήσει μαζί με τη δα-σκάλα μας — οι πασχαλίτσες που γεννιόνταν από το αίμακάθε φορά που μάτωνε η σάρκα, το μαχαίρι που πέρασεσύρριζα το λαιμό του Γιώργου χωρίς να τον κόψει, τα αγάλ-ματα που έκλαιγαν, το ζωγραφισμένο ρολόι που μετρούσετην ώρα, οι αετοί που κρατούσαν στα νύχια τους τα κομ-μένα κεφάλια, η σκεπασμένη ζωγραφιά στο ιερό της εκ-κλησίας, ο πληγωμένος σκύλος, ο ταξιδιώτης με τομαχαίρι, τα ζώα της κόλασης που είδαμε επάνω στην Κου-πέλα να σμίγουν μαζί με το σάρκινο σύμπλεγμα των δύογυναικών, ακόμη κι αυτή η ίδια η Τζίλντα με τη σάρκα απόροδάκινο και τα μοβ χείλια — όλα αυτά και τόσα άλλα ήτανμια απάτη, κι ο φοβερός αέρας δε σφύριξε ποτέ τα μυστικά

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄416

Page 419: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

του παραγγέλματα στον μαύρο λόφο, ό,τι ακούσαμε ήτανμια εγγαστρίμυθη φωνή της ίδιας μας της φαντασίας, ό,τιείδαμε ήταν κυνηγητό των σκιών του μυαλού μας, ό,τι ψη-λαφήσαμε ήταν ψευδαισθήσεις παθών και καταφάσεων τηςσάρκας που εκείνη είχε κλέψει από όνειρα πεθαμένων καιμας τα είχε υποβάλει, και το θεόστενο μονοπάτι με το όνομα«Θάνατος» δεν το περπατήσαμε ποτέ πιασμένοι χέρι-χέρι,«αυτό σάς έλειπε…» μας είπε η κυρία Δομένικα με το δι-φορούμενο χαμόγελό της (στο ημίφως των κεριών εκείνοτο χαμόγελο έμοιαζε με πρόκληση αφάνταστα ερωτική),«μια σταλιά νιάνιαρα και ν’ ανεβοκατεβαίνετε το Θάνατολες κι είναι η σκάλα του σπιτιού σας…»

Όταν κάποια στιγμή σταμάτησε ο χείμαρρος τωνλόγων της, γείραμε πίσω στα μαύρα μαξιλάρια μας κι απ’το στέρνο μας βγήκε ένας παράξενος αναστεναγμός, κάτισα λύτρωση κι επιθυμία μαζί — ήταν επόμενο: γυρεύαμετα λόγια που λυτρώνουν και αποκτηνώνουν, και τα λόγιααυτά μάς είχε μόλις πει η δασκάλα μας… Έπειτα ήταν καιτο άλλο· η αλλόκοτη θηλυκότητά της εκείνο το βράδυ μάςείχε θολώσει το νου, είχαμε ερεθιστεί πάρα πολύ κι ένας εν-στικτώδης, πρωτόγονος φόβος μάς έσφιγγε την ψυχή,καθώς την ίδια ώρα που την ακούγαμε νιώθαμε ότι η λο-γική μας και η συνείδησή μας ήταν στην απόλυτη διάθεσήτης, μια άμορφη μάζα για να τη διαπλάσει όπως εκείνηήθελε. Κι έτσι, περιμέναμε τον κάθε λόγο της όπως το σφά-γιο το μαχαίρι — αν μας έλεγε πως δεν ήμασταν άνθρωποιμα φαρμακερές ταραντούλες αράχνες, θα την πιστεύαμε· ανμας έλεγε πως δεν υπάρχει ο αέρας που ανασαίνουμε, θασκάγαμε από ασφυξία· ακόμη κι αν μας έλεγε πως ανάμεσαστα πόδια μας δεν έχουμε αρχίδια και πούτσο παρά τηνκόκκινη τσεκουριά που έχουν τα κορίτσια, θα το πιστεύαμεκι αυτό… Κι απ’ τη στιγμή που καταλάβαμε πως εκείνημάς είχε πει αυτά που είχε στο νου της, το μόνο που σκε-φτήκαμε ήταν πως πάλι καλά που είχαμε γλιτώσει απ’ ταχειρότερα και, ξαπλωμένοι στα μαξιλάρια, χαιρόμασταν

κεφάλαιο 55 417

Page 420: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

την ύπαρξή μας στο ημίφως των μυρωδικών κεριών της κυ-ρίας Δομένικας· το μαύρο μπισίκι που πίκρανε τη ζωήτόσων ανθρώπων δε θα μας έσκιαζε ποτέ, έτσι νομίζαμε, κιη δασκάλα μας ήτανε τώρα απέναντί μας, έτοιμη για να τηφιλήσουμε στα χείλια με την άγρια ελευθερία που νιώθαμεεκείνη την ώρα, ενώ το γραμμόφωνο έπαιζε πάντοτε ιτα-λιάνικα τραγούδια που μάλλον μιλούσαν για θανάτους ερω-τευμένων. Κάποια στιγμή ο Ζήσης ψέλλισε δειλά: «…κι οιχίλιες μέρες που σου δόθηκαν για διορία, κυρία;» Γέλασεδυνατά τότε η κυρία Δομένικα — άμα δεν είχαμε παραδοθείτόσο ολοκληρωτικά στη μαγεία εκείνης της ώρας, ίσως ναπροσέχαμε μια πίκρα στη φωνή της: «Σας το ’πα… δενυπάρχει διορία… δε με απειλεί απολύτως τίποτε, είμαιελεύθερη…»

Λίγα λεπτά αργότερα ο Σώτερ έσπασε τη σιωπή καιμας έβγαλε σχεδόν στανικά στην επιφάνεια· τα κεριά κό-ντευαν να σωθούνε. Θυμάμαι πως ο φίλος μου τραύλιζε, κιαυτό μου έκανε εντύπωση — μόνο μια φορά είχε ξανατραυ-λίσει ο Σώτερ: «Κυρρρία… αφού δδδεν υπαάαρχει θθθάνα-τος, γγγιατί σταμμμάτησες τοοο σχχχολείο;» Η δασκάλαμας του απάντησε σέρνοντας τη φωνή της με μια πρωτό-γνωρη για εκείνη φιλήδονη νωχέλεια: «…έπαθα μιαν αλ-λεργία… το φως του φεγγαριού γεμίζει το πρόσωπό μουμπιμπίκια, κι απ’ το φεγγάρι ακόμα και να θέλεις να κρυ-φτείς δεν το μπορείς… αυτές τις μέρες θα φύγω για τον πο-ταμό Στρυμόνα… υπάρχει μια μικρή μαύρη πέτρα στο πιοβαθύ σημείο του ποταμού… άμα τη βρεις και τη λιώσειςκάτω απ’ τη γλώσσα σου, γιατρεύεσαι μια και καλή απ’ ταμπιμπίκια του φεγγαριού…» Και βέβαια εκείνη τη στιγμήο Σώτερ, ή ο οποιοσδήποτε άλλος από μας, θα έπρεπε κα-νονικά να βάλει τις φωνές· τι μαύρες πέτρες και κουραφέ-ξαλα μας έλεγε —το πρόσωπό της ήταν πεντακάθαρο· πούτα είδε αυτά τα μπιμπίκια του φεγγαριού—, αυτό έπρεπενα της πούμε, ήτανε όμως τόση η ξαφνική επιθυμία μας γιακείνη, που η ψυχή μας αποζητούσε τα πιο εξωφρενικά ψέ-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄418

Page 421: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ματα για να δοθεί, έστω και πρόσκαιρα, σε μια ασυνείδητηπαραφορά μαζί της· έτσι, το μόνο που βρήκε να τη ρωτήσειο Σώτερ ήταν: «…σε πόσο καιρό θα λιώσει αυτή η μαύρηπέτρα άμα την έχεις κάτω απ’ τη γλώσσα σου;»· «εξαρτά-ται από το πόσο το θες…» του απάντησε ψιθυρίζοντας συ-νωμοτικά η κυρία Δομένικα, λες και μιλούσε μόνο σ’ αυτόν,«…άμα το θες πολύ, τη λιώνεις και σε μια μέρα…» Κι οΚούλης, που σπανίως άνοιγε το στόμα του, δε δίστασε ούτεστιγμή, «κυρία…» τη ρώτησε, «άμα τη λιώσεις αυτή τηνπέτρα, θα τη δώσεις μετά και σε μένα;»

κεφάλαιο 55 419

Page 422: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 423: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

56.

VVeerruumm,, ssiinnee mmeennddaacc iioo,, cc eerr ttuumm eett vvee rrii ss ssiimmuumm

Εκείνη την ώρα ακούστηκε και η βαριά φωνή τουΜεγάλου Πρόδρομου με το χαρακτηριστικό του κόμπια-σμα: «Κυρία… γίνεται κανείς ν’ ακούσει το τρίξιμο τωνλουλουδιών που ανθίζουν;» Τη στιγμή ακριβώς που τέ-λειωνε την ερώτησή του, έσβησαν ξαφνικά όλα μαζί τακεριά· το σκοτάδι έπεσε πηχτό. Η απάντηση της κυρίαςΔομένικας ακούστηκε στ’ αυτιά μας σαν ένας ψίθυρος απότον κάτω κόσμο, που σκέπασε κάθε άλλον ήχο ή αίσθηση —νόμιζες πως δε μιλούσε άνθρωπος μα μια τσιτσιρισμένηκιόλας από τις φλόγες της κόλασης ψυχή· στα σίγουρα,ήταν η πρώτη και μοναδική φορά για κείνο το βράδυ πουη δασκάλα μας έλεγε την αλήθεια, ίσως γι’ αυτό να έπρεπενα σβήσουν τα κεριά προτού μάς απαντήσει, για να μηβλέπουμε το πρόσωπό της: «Το τρίξιμο των λουλουδιώνπου ανθίζουν μες στη νυχτερινή σιωπή… το ξυράφι πουκάθε δειλινό ματώνει τον ορίζοντα… τους ανάποδους ανέ-μους των λανθασμένων καλοκαιριών… τα δάκρυα όσωντούς βγάλαν τα μάτια… τους σκελετωμένους σκύλους πουπαγώσαν από το κρύο τη νύχτα… τα γινωμένα κεράσιαπου δώρισε ο πεινασμένος διαβάτης… την τυφλή κοπέλαπου κανείς ποτέ δεν της πρόσφερε μία βιολέτα… όλ’ αυτά

[421]

Page 424: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τα βρίσκει κανείς μονάχα αν τα γυρέψει στο στομάχι τηςκόλασης…»

Και, ως συμπλήρωμα όλων αυτών, μόλις η δασκάλαμας απόσωσε τα λόγια της, ήρθε και το αναπόφευκτο: ηεπαφή της σάρκας. Και βέβαια αυτό έγινε ολότελα μηχα-νικά, ασυνείδητα, σα να ’ταν συνήθεια μιας άλλης ζωής· μεςστο σκοτάδι που γεννά την κτηνωδία, φουσκωμένοι από τηναλλόκοτη έλξη που ασκούσε εκείνη πάνω μας, σχεδόν μπου-σουλήσαμε και βρεθήκαμε όλοι γονατισμένοι γύρω της,πολύ κοντά της, τόσο που τα γόνατά μας άγγιζαν τα γό-νατά της. Τότε η κυρία Δομένικα άπλωσε τα χέρια τηςεμπρός κι αισθανθήκαμε τ’ ακροδάχτυλά της ν’ αγγίζουν ταμάγουλα, τα χείλια μας, τα βλέφαρά μας — άραγε πού ταβρήκε τόσα χέρια για να αγγίξει δεκατρία πρόσωπα μαζί;Και, μόλο που το άγγιγμά της ήταν τόσο ανάλαφρο όσο ηανάσα ενός βρέφους που κοιμάται, έχασα μεμιάς την αί-σθηση των ορίων του σώματός μου, έγινα ολόκληρος μιαυδάτινη μάζα που απλώθηκε κάτω κι ανακατεύτηκα μετους υπόλοιπους, και τότε ένιωσα για πρώτη μου φορά πωςδεν ήμουν τίποτε, ούτε ύλη ούτε πνεύμα· απ’ όλα τα μέλητου προηγούμενου κορμιού μου —τι παράξενο— αισθανό-μουν μονάχα τα δόντια μου, έτοιμα να δαγκώσουν λυσσα-σμένα αυτό το ακαθόριστο κάτι που γεννούσε την τόσηλαγνεία… Και πράγματι, κάποτε το μικρό δάχτυλο του αρι-στερού χεριού της διέγραψε τη γραμμή των χειλιών μου,την πίεσε, σχεδόν εκπόρθησε το στόμα μου, ηλέκτρισε τοεσωτερικό τού πάνω χείλους κι αίφνης μια υπέροχη παρά-φορη νοσταλγική γλύκα με κυρίευσε, μια ηδονή που κάτιτής έλειπε για να ολοκληρωθεί απόλυτα… Τότε δάγκωσαμε όλο μου το είναι το νύχι της, εκείνο το μακρύ μαύρο νύχιμε το οποίο ξεκλείδωνε τις κλειδαριές στα όνειρά της, τοδάγκωσα και δεν ήμουν τίποτε άλλο εκτός από το στόμαπου δάγκωνε — στ’ αλήθεια, αισθανόμουν ότι μου ’βγαινε ηψυχή με το λυσσαλέο εκείνο δάγκωμα, κι ο κόσμος γέμιζεαπό λουλούδια που αιμορραγούσαν, υπερμεγέθη αλλόκοτα

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄422

Page 425: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

πουλιά που ’χανε κρεμασμένα απ’ το λαιμό τους φίδια, γυ-μνούς ανθρώπους αρσενικοθήλυκους με μπλαβιασμένησάρκα που σμίγαν με στριγκλιάρικα πιθήκια, χιλιάδες πο-ντίκια δεμένα το ’να με τ’ άλλο απ’ τις ουρές τους που έτρε-χαν — ένα μαύρο νύχι κοφτερό σα νυστέρι που τις νύχτεςέκοβε τις καρωτίδες των μωρών που κοιμούνταν, το δά-γκωσα αυτό το νύχι, κι όταν εκείνη τράβηξε απαλά το δά-χτυλό της, αυτό ήταν ακόμη ανάμεσα στα δόντια μου, τοείχα κόψει, κι αμέσως το ξαναδάγκωσα, ξανά και ξανά, μελύσσα, μέχρι που έγινε μικρά κομμάτια κι έπειτα τα κατά-πια όλα μαζί. Μονάχα τότε γαλήνεψα και σιγά-σιγά άρχισακαι πάλι να αισθάνομαι το κορμί μου. Μα το πιο παράξενοαπ’ όλα ήταν αυτό που άκουσα να λέει ο Μανόλης για κείνοτο βράδυ, αρκετό καιρό μετά το θάνατό της: ο φίλος μαςείπε πως του συνέβη ακριβώς το ίδιο, κι από τα στόματαόλων μας ξέφυγε μια κοφτή κραυγή έκπληξης· σε λίγαλεπτά είχε βέβαια αποκαλυφθεί πως εκείνο το βράδυ στιςείκοσι εφτά Νοεμβρίου, μόλις έσβησαν τα κεριά κι έπεσε τοσκοτάδι, ο ένας μετά τον άλλο —ή όλοι μαζί ταυτόχρονα,κανείς δεν ξέρει— μες στην απίστευτη έκσταση του παρα-ληρήματός μας φάγαμε δεκατρείς φορές το φοβερό νύχι τηςδασκάλας μας, κι όσο κι αν είναι αδύνατο να φαγωθεί το ίδιονύχι δεκατρείς φορές, αυτό έγινε, κι άλλο μη βάζεις με τονου σου, κι ας χρησιμοποιήθηκε αυτό το μαύρο διαβολικόνύχι το ίδιο κιόλας βράδυ, καθώς έψαξα στις αμυγδαλιέςτου μαγεμένου λόφου και σε μιαν από αυτές βρήκα χαραγ-μένο το νούμερο εξήντα εννιά…

Κι όπως ήμασταν κυλισμένοι γύρω της ο ένας πάνωστον άλλο, αποχαυνωμένοι από την πρωτόγνωρη ηδονή,έξαφνα ένα γαλάζιο φως γέμισε το δωμάτιο· η δασκάλα μαςείχε σηκωθεί δίχως να την καταλάβουμε κι είχε ανοίξει τοπαντζούρι του παραθύρου. Ένα παγερό αμείλικτο φεγγάριέλαμπε ολοστρόγγυλο. Χωρίς να μας κοιτάξει διόλου, παράατενίζοντας το θόλο της νύχτας, είπε: «Με τέτοιο φεγγάρι δεθα χάσετε το δρόμο…» Στη στιγμή πεταχτήκαμε όρθιοι·

κεφάλαιο 56 423

Page 426: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

είχαμε καθίσει πολύ παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, είχαν πε-ράσει πολλές ώρες που ήμασταν στο σπίτι της κι ίσως η δα-σκάλα μας να είχε κάποια δουλειά… Σχεδόν κουτρουβαλή-σαμε από την ξύλινη σκάλα, φτάσαμε στην εξώπορτα, τηνανοίξαμε, όταν ξαφνικά ακούσαμε τη φωνή της να μας λέειένα ναζιάρικο «καληνύχτα…» γεμάτο υπονοούμενα. Γυρί-σαμε και την είδαμε· το φεγγάρι φώτιζε σαν ένας μαγικόςγαλάζιος προβολέας από την ανοιχτή εξώπορτα, κι εκείνηκαθότανε σα μια πανέμορφη νεράιδα πίσω από το τραπε-ζάκι του χολ και χαμογελούσε. Τότε τη ρώτησα όλο νάζικαι χαμόγελο «κυρία, στα σίγουρα δε μας λες ψέματα;»,ήταν μια ερώτηση χωρίς καμία σημασία, το μόνο που ήθελαήταν να με προσέξει, ν’ ασχοληθεί μαζί μου έστω για μιαστιγμή. «Ναι, στα σίγουρα δε σας λέω ψέματα…» μου απά-ντησε ευθύς γελώντας, μα συνάμα με μια αστραπιαία κί-νηση έκρυψε την αριστερή της παλάμη κάτω από το άσπροτραπεζάκι· κοντοσταθήκαμε για λίγο, ίσα για να θαυμά-σουμε για μιαν ακόμη φορά την υπέροχη ομορφιά της, κιέπειτα γυρίσαμε την πλάτη μας για να φύγουμε. Εκείνη τηστιγμή την ακούσαμε να συμπληρώνει: «Άμα σάς λέω ψέ-ματα, οι μαργαρίτες να βγάλουν ξυράφια αντί για πέ-ταλα…» Τα λόγια της δε μας πονήρεψαν διόλου και,χορτασμένοι από την ανεπανάληπτη μαγεία εκείνης τηςβραδιάς (κι εγώ δυο φορές πιο φουσκωμένος που η τελευ-ταία κουβέντα της δασκάλας μας ήταν για μένα), βγήκαμεστον παγερό αέρα. Στο θόλο της νύχτας έλαμπε η πανσέ-ληνος του Νοεμβρίου. Πήραμε βιαστικά το δρόμο για τηναλάνα. Την κυρία Δομένικα δεν την ξανάδαμε ζωντανή.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — δ ΄424

Page 427: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ε.[εκείνο το βράδυ]

Page 428: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 429: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

57.

Ας πούμε πως ήταν λάθος ο άνεμος

Όταν η κυρία Δομένικα μας κάλεσε στο σπίτι τηςεκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου, με τη χλομή γαλάζια παν-σέληνο, για να μας πει πως τάχα έπρεπε να πάει στον πο-ταμό Στρυμόνα για να λιώσει μια μαύρη πέτρα κάτω απ’τη γλώσσα της, είχε σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια όλαόσα θα έκανε τις εξήντα εννιά μέρες που της απόμεναν (απ’την αρχή τις είχε καλά μετρημένες τις μέρες της η δασκάλαμας, κι αυτό το φανερώνουν και τα νούμερα που χάραζε στιςαμυγδαλιές, δεξιά κι αριστερά του Θανάτου). Σε όλο εκείνοτο διάστημα κανείς από τους γείτονες δεν την είδε να βγαί-νει ή να μπαίνει στο σπίτι της και, καθώς τα παντζούριατης ήταν κλειστά, όλοι υπέθεσαν πως είχε φύγει σε ταξίδι·μα η δασκάλα μας δεν έφυγε διόλου από τη γειτονιά με τοκοκκινόχωμα τους δυόμισι τελευταίους μήνες της ζωής της.Αυτές τις εξήντα εννιά στερνές ημέρες της κυρίας Δομένι-κας θα επιχειρήσω τώρα να ανασυνθέσω, ψάχνοντας τοντρόμο και τη γαλήνη μες στον καθρέφτη, κάνοντας υποθέ-σεις αυθαίρετες και ανεξέλεγκτες, που συστρέφονται μέσαμου τόσα χρόνια, και ψάχνοντας τις ερμηνείες των σκοτει-νών φράσεων που έγραψε στις τελευταίες σελίδες του έβδο-μου από τα κόκκινα τετράδιά της. Μα, όποια και να ’ναι ηαλήθεια που παραφράζω, θαρρώ πως δεν αλλάζει τίποτα·

[427]

Page 430: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

τα χείλη μου δε θα πάψουν να ματώνουν και τα ακατανόηταθα παραμείνουν ακατανόητα, απλώς τα όσα θ’ ακολουθή-σουν συμπληρώνουν, σαν επίλογος γλυκερού ρομάντζου, τοπαζλ στο σημείο του ουρανού. Όμως εκεί όπου το μαχαίριματώνει τη σάρκα, α, εκεί τα κομμάτια έχουν ήδη τοποθε-τηθεί, κι αν δεν τα βλέπεις, δε φταις εσύ, ίσως εγώ να τα’βαλα ανάποδα, ποιος ξέρει, ίσως και να ’ναι λάθος κομμά-τια, ίσως κι ολόκληρο το παζλ να ’ταν απ’ την αρχή ένα με-γάλο ανεξήγητο λάθος — αυτό για μένα είναι αδιάφορο πια,πέρασα τη ζωή μου ταιριάζοντας τα λειψά παζλ, κλέβονταςμνήμες, όνειρα, υποσχέσεις και νοσταλγίες, κλέβοντας τησυγγνώμη των άλλων, τη μελαγχολία των άλλων, τηναγάπη των άλλων, το θάνατο των άλλων, και τώρα νιώθωπως, αν δεν υπήρχαν αυτά που έκλεψα, δε θα υπήρχα κι εγώ.

Και, καθώς η διήγησή μου για την κυρία Δομένικα κο-ντεύει στο τέλος της, σκέφτομαι συχνά πως μπορεί, μιλώ-ντας με τόση αγάπη για τη δασκάλα μας, να υπηρετώεντέλει τις δυνάμεις του κακού (παρόλο που όταν ξεκίνησασε διαβεβαίωσα για το αντίθετο), σκέφτομαι πως μπορείνα ξεγελάστηκα κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι, από ένα διαβο-λικό σχέδιο — εξάλλου εύκολα στην ιστορία της, άμα τοθέλει κάποιος, βρίσκει άφθονα τα σημεία του πονηρού. Εγώμονάχα την είδα με τα μάτια μου να θανατώνει μ’ ένα τηςφιλί, να παίρνει την ψυχή από ζωγραφισμένους αγίους, ναεξαφανίζει ρολόγια κάτω από μαύρα μαντίλια, είδα να χά-νονται στο στόμα της πασχαλιές γεννημένες από αίμα, μαρ-μάρινες Παναγίες να δακρύζουν με κατακόκκινα δάκρυα,αετούς με χάλκινα φτερά να της φέρνουν φριχτά κομμέναανθρώπινα κεφάλια, την είδα να κατεβάζει την κυρτή σπάθασε αθώο λαιμό, την άκουσα να ψελλίζει φοβερά ακατανόηταλόγια, κι ούτε μια φορά δεν έκανε μπροστά μας το σταυρότης, και στο στήθος της δεν είχε ρώγες για να θηλάσει αν-θρώπινο στόμα· την είδα ν’ ανεβαίνει τις νύχτες σ’ ένα λόφοκαμωμένο από θάνατο και προδοσία και ν’ ακούει τα πα-ραγγέλματα του ανέμου και να σμίγει εκεί με μια πανώρια

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄428

Page 431: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

γυναίκα και μαζί μ’ όλα τα τέρατα της πλάσης — αυτά όλατα είδα με τα μάτια μου και πόσα άλλα ακόμη, βάλε καιπόσα γίνανε δίχως να υποπέσουν στην αντίληψή μου, δίχωςνα τα μάθει ποτέ κανένας από μας, βάλε και τις κουβέντεςτης τις καθημερινές, που όλες μα όλες υπαινίσσονταν τοσκοτάδι, το έρεβος, το απόλυτο μαύρο, βάλε και τις διηγή-σεις της που το λέγαν ξεκάθαρα πως ήτανε σπέρμα σατανι-κών επιταγών, πως ο πατέρας της έσφαξε τη μάνα τουπροκειμένου εκείνη να ζήσει και δε μπόρεσε ποτέ να ξε-κολλήσει το μαχαίρι απ’ την παλάμη του, βάλε τέλος καιτις αποσπασματικές σημειώσεις της στις έσχατες σελίδεςτου έβδομου τετραδίου της (που ακόμη δεν τις ξέρεις, μαόταν θα τις διαβάσεις θα σου κοπούν τα ήπατα από το φόβο)— ε, είσαι κουτεντές πέρα για πέρα, θα μου ’λεγε κανείς,είσαι ένας βλάκας και μισός, ένας ηλίθιος με περικεφαλαία,που ακόμη δεν το ’χεις καταλάβει πως σε τούτη την ιστορίαείναι χωμένος ο διάβολος μέχρι τα μπούνια, έτσι θα μου’λεγε· μα έλα, αγάπη μου, και πες μου εσύ: υπάρχει καμίαιστορία που αν ψάξεις τον διάβολο δε θα τον βρεις, το ξέρω,μπορεί να έγραψα μιαν αντεστραμμένη εκδοχή της παλιάςιστορίας, όπου όλα τα σημάδια, το φωτεινό αστέρι, τα θαύ-ματα, το Όρος των Ελαιών, ο Μυστικός Δείπνος, η Σταύ-ρωση, όλα σού λέω, οδηγούν στον ακριβώς αντίθετο δρόμο,οδηγούν στον Κύριο του Κακού, εγώ θυμάμαι όμως τονΤζακ που έλεγε πως το καλό και το κακό είναι μονάχα λέ-ξεις, κι ερμηνεύοντας τα σημεία μπορείς εύκολα να κατα-λήξεις σε όποιο από τα δύο σε βολεύει, μπορείς εύκολα ναβρεις σχέδια διαβολικά ή σχέδια σωτηρίας άμα το θες, όμωςεγώ δεν πιστεύω στα σχέδια πια, σ’ αυτό τον εφιάλτη κα-νείς μισεί και αγαπά χωρίς να είναι σίγουρος, σ’ αυτό τονεφιάλτη η κυρία Δομένικα γύρεψε τις πιο μαύρες γωνίες καιμοίρασε την ψυχή της στα ζώα του φόβου της, σε φίδια,αρουραίους, κοράκια και νυχτερίδες, και δεν πήρε τίποτε γι’αντάλλαγμα, κι όταν σφύριξε ο άνεμος, εκείνη χόρεψε μέχριτο τέλος, μαθαίνοντάς μας πως ο λαιμός του καθενός αξίζει

κεφάλαιο 57 429

Page 432: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

άμα αυτός που τον έχει τον βάζει στο σίδερο, μαθαίνοντάςμας πως τα ωραιότερα όνειρα μας περιμένουν εκεί, στηνκόψη του μαχαιριού αυτού του μαύρου εφιάλτη· ε, αν αυτόλέγεται διάβολος ή Θεός δεν το ξέρω, ξέρω όμως ότι η γυ-ναίκα αυτή πάντοτε θα περπατά μπροστά μου κι εγώ θα τηνακολουθώ, κι όποτε βλέπω μάτια να καίνε όπως τα μάτιαεκείνης, εγώ θα ψάχνω κάτω από τη μπλούζα μου για ναπροσφέρω βιολέτες. Γιατί, ακόμα κι αν ήταν λάθος ο άνε-μος, σου ανακάτεψε τα μαλλιά εκείνο το βράδυ…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄430

Page 433: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

58.

Όπου ταψί είναι το ολόγιομο φεγγάρι

Όταν χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του χίλια εννια-κόσια ογδόντα τέσσερα, ο Σώτερ έφερε στον Άσπρο Βράχοτα κόκκινα τετράδια της δασκάλας μας, στα τελευταία τουέβδομου από αυτά διαβάσαμε μια σειρά από ακατανόητεςφράσεις, γραμμένες η καθεμιά στο κέντρο ολόκληρης τηςσελίδας από χέρι που έτρεμε όλο και περισσότερο, ονόματακαι ρήματα σκοτεινά μιας συνείδησης που γύρευε, θαρρείς,να αποτυπώσει το παρανάλωμά της στο άσπρο χαρτί. Ταόσα ακολουθούν γεννήθηκαν στο μυαλό μου με αφορμή τιςφράσεις αυτές.

Εξάλλου τα περισσότερα μπορεί κανείς να τα συμπε-ράνει ακόμα με τη λογική: για παράδειγμα, είναι σχεδόνβέβαιο πως η κυρία Δομένικα εκείνο το ίδιο βράδυ της ει-κοστής εβδόμης Νοεμβρίου, λίγες ώρες αφότου εμείς τηνείδαμε για τελευταία φορά, ανέβηκε στην Κουπέλα κι εκείείπε και στην Τζίλντα το ίδιο ακριβώς ψέμα που είχε πεικαι σε μας, για τα μπιμπίκια του φεγγαριού και τη μαύρηπέτρα του Στρυμόνα. Η πρώτη από τις ακατανόητες φρά-σεις του έβδομου τετραδίου της είναι τούτη:

όλα τα ψέματα στο ταψί

[431]

Page 434: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Και βέβαια δεν είναι και τόσο δύσκολο να εξηγήσει κα-νείς αυτή τη φράση, ιδίως άμα φανταστεί πως εκείνο το μυ-στηριώδες «ταψί» σημαίνει το ολόγιομο φεγγάρι εκείνηςτης νύχτας. Άρα η δασκάλα μας έγραφε πως όλα τα ψέματαειπώθηκαν τη νύχτα με το ολόγιομο φεγγάρι, την εικοστήεβδόμη Νοεμβρίου που ήταν πανσέληνος· πρώτα στο δω-μάτιό της είπε σε μας το ψέμα, κι εμείς το πιστέψαμε, γιατίέτσι έπρεπε, κι ας την είδαμε που σταύρωνε τα δάχτυλά της,κι ας μην πήγαμε στις μαργαρίτες για να δούμε που βγάλανξυράφια αντί για πέταλα· πρώτα είπε σε μας το ψέμα λοι-πόν, κι έπειτα, μόλις η καμπάνα του παπα-Λεπ Ταιρ σή-μανε μεσάνυχτα, εκείνη πήρε το δρόμο που γνώριζε τόσοκαλά κι ανέβηκε το Θάνατο (χρόνια αργότερα βρήκα τη μυ-γδαλιά που στον κορμό της είχε χαράξει το νούμερο εξήνταεννιά), κι επάνω εκεί, στη Φωλίτσα της Κουπέλας, αντά-μωσε με την Τζίλντα. Κι όταν ολοκληρώθηκε το παράφοροσμίξιμό τους, τότε θα είπε και στην Τζίλντα την ιστορία γιατη μαύρη πέτρα του ποταμού Στρυμόνα, που τάχα έπρεπενα λιώσει κάτω απ’ τη γλώσσα της, θα της είπε πως θα’φευγε για ένα-δύο μήνες και πως θ’ ανταμώνανε ξανά τονΦλεβάρη. Και η Τζίλντα θα την πίστεψε, γιατί έτσι έπρεπε.Κι όταν η δασκάλα μας της ζήτησε να τη φιλήσει εφτάφορές, στα μάγουλα, στο μέτωπο και στο λαιμό, εκείνη δενέβαλε με το νου της τίποτε· και λίγο πριν απ’ το ξημέρωμαη Τζίλντα έφυγε απ’ τον καταραμένο λόφο χωρίς να το ξέρειπως ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε την κυρία Δομένικα,στα σίγουρα θα κατέβηκε το Θάνατο χωρίς να γυρίσει πίσωτο κεφάλι να δει, κρατώντας στον κόρφο της το φιλημένοτριαντάφυλλο που σε κάθε τους συνάντηση της έδινε η δα-σκάλα μας, ενώ κάτω απ’ το χώμα οι αγκαλιασμένοι λεπροίθα ούρλιαζαν έξαλλα και οι μαγεμένοι αρουραίοι θα πηδού-σαν στις κούνιες των αβάφτιστων μωρών και θα τα δάγκω-ναν είτε στη φτέρνα είτε εκεί όπου ενώνεται το πάνω με τοκάτω χείλος.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄432

Page 435: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

59.

Η πιο μεγάλη συμφορά

Στις αρχές του Δεκεμβρίου του χίλια εννιακόσια εβδο-μήντα εφτά η κυρία Δομένικα πρέπει να κάρφωσε τα πα-ντζούρια της — απ’ τη Μαργαριτούλα μάθαμε πως ηδασκάλα μας από τα μέσα του Νοεμβρίου είχε αγοράσει απ’τον πατέρα της, που ’τανε ξυλουργός, μια κούτα σιδερό-καρφα απ’ τα μεγάλα. Σχεδόν όλο τον Δεκέμβριο και μέχριτο τέλος του Γενάρη χιόνιζε συνέχεια· όλες αυτές τις μέρεςεκείνη καθότανε κλεισμένη στο σπίτι της, προφανώς ανα-συνέθετε για μια τελευταία φορά τη ζωή της, ίσως και να’δινε λογαριασμό στον θεό της, ίσως, πάλι, να προσπαθούσεν’ ακούσει το πώς πάγωνε το χιόνι πάνω στο χώμα. Και τοβράδυ των Χριστουγέννων γιόρτασε μόνη της τα είκοσιοχτώ της χρόνια, γράφοντας στο κόκκινο τετράδιό της μιαπρόταση, σαν άθροισμα, θαρρείς, της τελικής πρόσθεσης,μια πρόταση βγαλμένη από τα πιο βαθιά σκοτάδια του νου:

η πιο μεγάλη συμφορά είναι τα κρίνα

Ωστόσο, τώρα πια που πέρασαν τόσα χρόνια, νιώθωπως συμφιλιώνομαι σιγά-σιγά με τούτα τα λόγια, η προ-σφορά της αγνότητας καταλήγει στη φρίκη και μόνο ο θά-νατος έρχεται για να κοπάσει την έξαλλη ανθοφορία των

[433]

Page 436: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

κρίνων, εξάλλου μου ’χουνε δώσει και μένα κρίνα, όλοι κά-ποιαν ώρα λαμβάνουμε κρίνα κι όλοι τα περιμένουμε σε μιαγωνιά…

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄434

Page 437: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

60.

Δάκρυα βαριά σαν πέτρες

Η επόμενη φράση του κόκκινου τετραδίου της δασκά-λας μας ήταν γραμμένη κάθετα, όπως κάθετα στάζουν οισταγόνες της βρύσης:

δεν

της

έκανα

τη

χάρη

[435]

Page 438: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Αυτό λογαριάζω πως γράφτηκε τις πρώτες μέρες τουΓενάρη του χίλια εννιακόσια εβδομήντα οχτώ. Κι εδώ μπο-ρεί κανείς να υποθέσει ό,τι θέλει, σε ποια δεν έκανε τη χάρηη κυρία Δομένικα, πότε κι άραγε ποια χάρη ήταν αυτή πουαρνήθηκε; Χρόνια αργότερα, στον Άσπρο Βράχο, ο Σώτερσκέφτηκε την Τζίλντα· εγώ, πάλι, φαντάστηκα την ΑύραΦραντζή, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς του εβδομήνταοχτώ, ντυμένη στα μαύρα, να χτυπά αγέρωχη την πόρτατης κόρης της, που ’χε να τη δει δώδεκα γεμάτα χρόνια, κιούτε λίγο ούτε πολύ, να την παρακαλάει για όσα την παρα-κάλεσε ενάμιση μήνα νωρίτερα κι ο Γιώργος, για ένα φιλίστο στόμα που θα ’παιρνε απ’ τη δασκάλα μας την κατάρακι η μάνα της θα πέθαινε αντί για κείνη. Δεν μπορεί, τόσαχρόνια έζησε με την Μπαρμπακούλα η Αύρα, από κάποιομυστικό σημάδι θα το ’ξερε πως οι χίλιες μέρες πλησιάζουνστο τέλος τους, όπως επίσης θα ήξερε καλά το δίχως άλλοτο πώς παύουν οι κατάρες την ώρα που βγαίνει η ψυχή καιθα ’χε αλείψει στα χείλη της όλα τα χρειαζούμενα. Πιστεύωπως η κυρία Δομένικα άνοιξε την πόρτα στη μάνα της, πι-στεύω πως κοιτάχτηκαν εντέλει στα μάτια μετά από τόσοκαιρό, στα σίγουρα όμως η δασκάλα μας δεν της έκανε τηχάρη, όχι από διάθεση εκδίκησης για τη συμφωνία της στοσατανικό σχέδιο της Μπαρμπακούλας, ή για το φαρμάκιπου εκείνη τής στάλαξε στα χείλη είκοσι οχτώ χρόνια νω-ρίτερα, απλά γιατί ο θάνατος είναι θάνατος και δε μπορείνα σ’ τον πάρει κανείς, γιατί θα είναι σα να σου κλέβει τηζωή — εξάλλου τι αξία είχε να αγαπάει κανείς εκ του ασφα-λούς; Αυτά περίπου θα είπε στη μητέρα της η κυρία Δομέ-νικα, τα ίδια που είχε πει και στον Γιώργο πριν από ενάμισημήνα… Και βέβαια η Αύρα Φραντζή αμέσως το κατάλαβεπως ήταν μάταιο να επιμένει· ευθύς θα έκανε μεταβολή ναφύγει γρήγορα για να μη στάξουν τα δάκρυά της μέσα στοσπίτι της κόρης της, γιατί αυτά θα γίνονταν πέτρες πουστην άλλη ζωή θα κρέμονταν απ’ τα βλέφαρα της δασκάλαςμας...

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄436

Page 439: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

61.

SSPP IIRRAA ,, SS PPEERRAA

Μετά από τρία λευκά φύλλα του κόκκινου τετραδίουτης δασκάλας μας, διάβαζες γραμμένη μιαν ολότελα αλλο-πρόσαλλη συνταγή, για την οποία με την πρώτη ματιά δεμπορούσες να καταλάβεις αν αποτελούνταν από γράμματακαι λέξεις — τόσο τρεμάμενο ήταν το χέρι που την έγραψε.Δε σ’ το κρύβω, φοβήθηκα πολύ όταν τη διάβασα, και τώραπου την ξαναγράφω φοβάμαι και πάλι, και ξέρω πως ίσωςνα φοβηθείς κι εσύ και να πάψεις να διαβάζεις αυτή τηνιστορία· δε βλέπω όμως τι άλλο μπορώ να κάνω, παρά ναξαναγράψω χωρίς να κατανοώ αυτό που έγραψε πριν απότόσα χρόνια εκείνη που τόσο λάτρεψα:

Βράσε το αίμα σε κατσαρόλι για τρεις μέρες…ρίξε μέσα τα λουλούδια για άλλες τρεις…

τάισε τα πουλιά που θα ’ρθουν μες στο χιόνι.

Τώρα, αν υποθέσει κανείς ότι τα πουλιά που θα ’ρθουνμες στο χιόνι είναι οι αλκυόνες —κι αυτό είναι το πιο λο-γικό—, τότε αυτή η συνταγή πρέπει να γράφτηκε στα μέσατου Ιανουαρίου· το αίμα που η δασκάλα μας θα ’βραζε στοκατσαρόλι ήταν το δικό της — ποιανού άλλου; Κι ότανέγραφε για τα λουλούδια που θα ’ριχνε μες στο αίμα, το

[437]

Page 440: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

δίχως άλλο εννοούσε τις βιολέτες και τις ανεμώνες που δεντολμούσε να μαζέψει εκείνη κι ένα βράδυ τις μαζέψαμεεμείς γι’ αυτήν. Και το ξέρω καλά, αγάπη μου, πως από τέ-τοιες σκοτεινές κουβέντες μπορούν να προκύψουν αναρίθ-μητες εκδοχές, ακόμα κι οι φοβερότερες, εκείνες που θακαταδεικνύουν το πιο αδιανόητο μίσος ή την πιο αδιανόητηαγάπη — εγώ όμως πιστεύω αυτό που διάβασα, μόλο πουκαι τα δικά μου γόνατα τρέμουν, και το πιστεύω όχι γιατίέχω κάποια αδιάψευστη απόδειξη, αλλά γιατί είμαι φτιαγ-μένος για ν’ αγαπώ αυτούς που αγάπησα, γιατί δε μπορώδιαφορετικά, δε γίνεται να πιστέψω τίποτε άλλο παρά μόνοαυτό, ότι δηλαδή η κυρία Δομένικα, είκοσι μέρες πριν πε-θάνει, θέλησε να ταΐσει με το αίμα της τις αλκυόνες.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄438

Page 441: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

62.

Π ο ι ο ς ;

Λένε πως οι παλιοί σοφοί, αυτοί που ήσαν τόσο σοφοίώστε φρόντισαν να λησμονηθούν για πάντα, επέμεναν σ’αυτό μέχρι την τελευταία τους ώρα: ο τρόμος κατανοείταιμε τρόμο και ο κόσμος κατανοείται με κόσμο. Αν, λοιπόν, ησυνταγή για το βρασμένο αίμα σε τρόμαξε μια φορά, έχειςτη φράση της προτελευταίας σελίδας του τετραδίου της δα-σκάλας μου που θα σε τρομάξει δέκα ή και εκατό – μα συ-νάμα θα σε γεμίσει με την αλλόκοτη πηχτή γαλήνη τουβαθιού τρόμου· βλέπεις, τα σημάδια που στην αρχή είναικρυφά κι αόρατα, όσο πλησιάζει το τέλος φανερώνονται μεόλο και μεγαλύτερη καθαρότητα, κι ο πονηρός είναι σχεδόνπαρών, λείπει μονάχα το φοβερό του όνομα:

χθες το βράδυ δε φορούσε σκουφί

Κι ίσως περιμένεις τώρα να υπεκφύγω, να προσποι-ηθώ πως τάχα δεν ξέρω, πως δεν καταλαβαίνω τίποτε· κιεγώ θα το ’θελα αυτό, να μην υποψιάζομαι ή να ’χω κάποιανάλλη εξήγηση που να πονά λιγότερο, όμως η αλήθεια είναιπως κάποια βραδιά ανάμεσα στην εικοστή του Γενάρη καιστην πέμπτη του Φεβρουαρίου η κυρία Δομένικα συνάντησεκάποιον ή, πιο σωστά, κάποιος την επισκέφτηκε που δε φο-

[439]

Page 442: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ρούσε σκούφο, κι άμα δηλώνεται για εκείνη τη βραδιά πωςαυτός ο «κάποιος» ήταν ξεσκούφωτος, ε, τούτο πά’ να πειπως υπήρξε και κάποια άλλη φορά, ή κάποιες άλλες φορές,που η δασκάλα μας τον συνάντησε κι αυτός τότε φορούσεσκουφί στο κεφάλι, κι άραγε γιατί τόση επιμονή σε αυτόν τοσκούφο που εκείνη την κρίσιμη βραδιά δεν τον φορούσεαυτός ο μυστηριώδης επισκέπτης — έλα, αγάπη μου, είναιπολύ απλό, αν βρεις τι χρησίμευε ο σκούφος, θα βρεις καιτον μυστηριώδη άγνωστο – τα πράγματα στη ζωή είναιτόσο απλά, γιά σκέψου, γιατί μάς χρησιμεύουνε τα ρούχα;– για να ζεσταινόμαστε και για να κρύβουμε τη γύμνια μας,οπότε αν αυτός ο «κάποιος» τον φορούσε το σκούφο επειδήκρύωνε, ε, τότε δε θα το πρόσεχε και τόσο πολύ η κυρία Δο-μένικα, δε μιλάς την προτελευταία νύχτα της ζωής σου γιακάποιονε που απλά κρυώνει μες στο Φλεβάρη, επομένωςκάτι έκρυβε με το σκουφί αυτός ο άγνωστος όλες τις άλλεςφορές που συναντήθηκε μαζί της, κάτι που στην τελευταίατους συνάντηση της το φανέρωσε – τι να ’κρυβε λοιπόν οάγνωστος με το σκουφί, αχ, τι να ’κρυβε — εδώ σε θέλω: ηφύση μας θέλει να κρύβεται, έλα, ξέρω πως το ’χεις κατα-λάβει, μα διστάζεις να το προφέρεις, ας είναι, θα το πω εγώγια σένα, πάντοτε εγώ προφέρω τις τρομερές λέξεις για λο-γαριασμό σου, εσύ ακούς δίχως καμιά ευθύνη, εσύ διαβάζειςτούτη την αφήγηση απλώς συνεπαρμένη, την κακιά λέξηεγώ θα την πω, σε μένα το κρίμα, εξάλλου γι’ αυτό αφηγού-μαι, για να κερδίσω επιτέλους το κρίμα, το κρίμα μου, — οάγνωστος με το σκουφί έκρυβε τα κέρατά του, γιατί οάγνωστος αυτός ήταν ο διάβολος.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄440

Page 443: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

63.

Για αυτό το Κεφάλαιο γράφτηκε αυτό το βιβλίο

Από την πρώτη στιγμή που διάβασα τα τετράδια τηςΔομένικας Φραντζή, το φθινόπωρο του χίλια εννιακόσιαογδόντα τέσσερα, ήταν απολύτως ξεκάθαρο μες στο μυαλόμου: η σημείωση του κόκκινου τετραδίου της δασκάλας μαςγια κείνον που χθες το βράδυ δε φορούσε σκουφί γρά-φτηκε τη νύχτα της τετάρτης Φεβρουαρίου του χίλια εν-νιακόσια εβδομήντα οχτώ — ακόμη και τα μικρά παιδιά τοξέρουν πως ο διάβολος δείχνει τα κέρατά του στην τελευ-ταία συνάντηση. Όσο για το τι ειπώθηκε ανάμεσα στον πο-νηρό και στην κυρία Δομένικα εκείνο το βράδυ της τρίτηςπρος την τετάρτη Φεβρουαρίου, εντέλει δεν είναι και τόσοδύσκολο να το φανταστεί κανείς, ιδίως αν βιάζεται να συ-ναντηθεί με το κρίμα του όπως εγώ· βλέπεις, κι οι δυο τουςδιεκδίκησαν την ίδια ζωή και το ίδιο σώμα και, αλίμονο,όποιος τα κέρδιζε θα τα ’χε κλέψει απ’ τον άλλον· εντέλει τοχέρι του γιου πήρε τη ζωή της μάνας, κι ο διάβολος έχασετο παιχνίδι, κι έτσι παρέμεινε ένας αντικατοπτρισμός μεςστον καθρέφτη, μια ενοχή που στοιχειώνει τη συνείδησήμας, ένας ίσκιος. Και φαντάζεσαι τι λύσσα θα ’χε ο πονη-ρός για τη δασκάλα μας, μόλο που το ’ξερε καλά πωςεκείνη δεν είχε φταίξει σε τίποτε, πως όλα έγιναν προτούτη γέννησή της — τι σημασία είχε αυτό για κείνον· η κυρία

[441]

Page 444: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Δομένικα ήταν για τον σατανά μια ήττα, και το μαύρο μπι-σίκι είχε πια θαφτεί για τα καλά μέσα στη γη εκείνο τοβράδυ που κατέρρευσε η σπηλιά της Μπαρμπακούλας… Γι’αυτό εξάλλου το ’χε βάλει σκοπό του με πείσμα λυσσαλέο νακυριεύσει την ψυχή της δασκάλας μας, να της τσακίσει τησυνείδηση και το νου, να την πάρει με το μέρος του, παρα-δομένη ολοκληρωτικά στις βουλές του — μπορεί να μηνκέρδιζε έτσι τη ζωή που ’χε χάσει στο παραλίγο, μα θα ξε-πλήρωνε τουλάχιστον την προηγούμενή του αποτυχία, θακέρδιζε τη χαρά της απόδειξης ότι είναι αυτός πιο δυνατός,θα ’παιρνε το αίμα του πίσω. Έτσι, άρχισε να εμφανίζεταιεμπρός της τις νύχτες, πρώτα στα όνειρα κι έπειτα στονξύπνο, πάντοτε όμως όταν ήταν μονάχη — ο διάβολος δενπαρουσιάζεται ποτέ σε δύο. Και δεν ξέρω πότε ξεκίνησαντούτες οι επισκέψεις, μάλλον πολύ προτού ερωτευτεί τηνΤζίλντα η κυρία Δομένικα, ίσως κιόλας από τότε που εκείνηέμαθε από τη μάνα της την ιστορία της γέννησής της· καιφυσικά ο διάβολος δεν της αποκάλυψε την αληθινή του ταυ-τότητα, αλίμονο, δεν τον βγάλανε πονηρό για πλάκα, ’θαπήρε την όψη νέου πανέμορφου άντρα, με όψη λυπημένη καιμάτια γεμάτα παράπονο — έτσι θα της παρουσιάστηκε τηςδασκάλας μας, γιατί το υπολόγιζε πως έτσι θα τη συγκι-νούσε. Μονάχα που έπρεπε να κρύψει κάπως τα κέρατα, τομόνο μέρος του κορμιού του που δεν παράλλαζε ποτέ, κι έτσιφόρεσε στο κεφάλι ένα μάλλινο ναυτικό σκούφο. Σκέψουλοιπόν, και τι δε θα της είπε της κυρίας Δομένικας ο Βελ-ζεβούλ όλα αυτά τα χρόνια· τι ψέματα, τι ιστορίες πάθους,έρωτα και θανάτου, τι δήθεν εξομολογήσεις με πικρά δά-κρυα θα της ξεφούρνισε, όλα αυτά βέβαια για να κερδίσεικαταρχήν τη συμπάθειά της. Μα η δασκάλα μας δεν ήτανεκαμιά χαζή και δεν πίστευε τέτοια παραμύθια, είμαι βέ-βαιος πως με την πρώτη θα τον καταλάβαινε ποιος ήταν καιτι ήθελε απ’ αυτήν· παρ’ όλ’ αυτά όμως, δε θα θέλησε να τοναποδιώξει με σταυρούς και ξορκισμούς, καθώς δεν τοάντεχε η ψυχή της να αποδιώξει κάποιον που γυρεύει κάτι

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄442

Page 445: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

από αυτήν, όσο μοχθηρός κι αν ήταν, όσο φθονερός κι ανφαινόταν ο σκοπός του — ποιος ξέρει, ίσως κιόλας να ένιωσεκαι μια περίεργη ακατανόητη έλξη για τον άρχοντα τουσκότους που γύρευε εκδίκηση για τη χαμένη ζωή του. Εκεί-νος, πάλι, σαν είδε πως ο καιρός περνούσε και δεν έπιαναν οικλάψες, άλλαζε τροπάριο κι άρχιζε να μιλά για την ανυ-πέρβλητη δύναμη, για το ένα σημείο απ’ όπου ξεκινούν καικαταλήγουν όλα, για την καταστροφή και την ανασύνθεσητου κόσμου, για την επιλογή των εκλεκτών του σκάφουςτης αιωνιότητας, αυτά και άλλα παρόμοια της έλεγε, εμ-φανιζόταν μέσα σε σύννεφα ολοκόκκινα και αναληπτότανμε ήχους από σπαθιά και σπαρακτικές οιμωγές, τα μάτιατου έκαιγαν σαν πυρωμένα σίδερα, αλλά το σκούφο δεν τονέβγαλε ποτέ· είπαμε, η φύση μας θέλει να κρύβεται. Και,καθώς ούτε μ’ αυτά ίδρωνε το αυτί της κυρίας Δομένικας,εκείνος άρχισε τις υποσχέσεις για δύναμη, μεγαλεία, ηδο-νές κάθε λογής, μαγικές ικανότητες που δεν της βάνει ο αν-θρώπινος νους, κι όσο η δασκάλα μας αδιαφορούσε, τόσοπερισσότερο θα μάνιαζε αυτός, μεγαλώνοντας ολοένα τιςπροσφορές του, μέχρι που έφτασε να της υποσχεθεί πως ανέρθει μαζί του θα έπαυε την κατάρα της Μπαρμπακούλας,πως θα της χάριζε αιώνια νεότητα, πως θα της έδινε να μυ-ρίσει τον ωραιότερο ανθό του κόσμου· τέτοια θα της υπο-σχόταν, κι η δασκάλα μας θα κρατήθηκε μια, θα κρατήθηκεδυο, μα στο τέλος θα του είπε πως αν είναι ν’ αγαπάς εκ τουασφαλούς δεν έχει αξία. Και βέβαια θα άφρισε με την κου-βέντα της αυτή ο διάβολος, θα έφαγε τα λυσσακά του απ’το κακό του, και φαίνεται τότε θα πήρε την απόφαση γιαόσο εκείνη ζει, κάθε βραδιά που θα ’ταν μοναχή της, να στοι-χειώσει τον ύπνο και την ξαγρύπνια της και να την τυραν-νάει όσο περισσότερο γινόταν — μέχρι εκείνη να πέσειγονατιστή στα πόδια του και να του ζητήσει έλεος. Κι ο πο-νηρός την έκανε πράξη αυτή του την απόφαση: κάθε βράδυπαρουσιαζόταν μπροστά της και την έβριζε με λόγια απί-στευτα χυδαία, της προσέβαλλε ό,τι εκείνη είχε για όσιο και

κεφάλαιο 63 443

Page 446: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ιερό, αραδιάζοντας αναρίθμητα ψέματα, για ώρες ατέλειω-τες της περιέγραφε το πώς σαπίζει το ανθρώπινο κορμί καιπώς το τρώνε τα σκουλήκια, το πώς όλα καταλήγουν σεέναν ποταμό φρίκης και πόνου· αυτά τής έλεγε κι άλλα πα-ρόμοια: ότι οι αγκαλιασμένοι λεπροί της Κουπέλας είναιαγκαλιασμένοι δολοφόνοι, ότι ο άνεμος που σφυρίζει ανά-μεσα από τις μυγδαλιές είναι ψυχές αθώων που δε θα βρουνποτέ τη γαλήνη... Έτσι περνούσαν τα χρόνια με την ολονύ-κτια τυραννία για τη δασκάλα μας, και μόνο όταν ανέβαινεστην Κουπέλα γλίτωνε για λίγο, μέχρι που συναντήθηκε μετην Τζίλντα στη λεύκα της αλάνας. Μοιραία θα αραίωσαναπό τότε οι επισκέψεις του σατανά, καθώς ελάχιστα ήτανεπια τα βράδια που η κυρία Δομένικα δε βρισκόταν με τηνΤζίλντα στον ανεμοδαρμένο λόφο. Όποτε όμως γίνονταν,πονούσαν πολύ περισσότερο, καθώς εκείνος έβαζε τα με-γάλα μέσα· ήξερε καλά βλέπεις τι την έτσουζε τη δασκάλαμας: εμφανιζότανε έξαφνα με τα χέρια βουτηγμένα στοαίμα και της έλεγε πως για κάθε στιγμή ηδονής που ένιωθεεκείνη, στην ακριβώς αντίπερα μεριά μοιράζεται χίλιες χι-λιάδες φορές περισσότερος πόνος, πως για κάθε πιθαμή τηςσάρκας που χαίρεται, αναρίθμητα σώματα χάνονται μεςστη μαύρη χοάνη, πως για κάθε λουλούδι που ανθίζει έχειρημαχτεί μια ψυχή, πως κάθε φιλί προϋποθέτει ένα φαγω-μένο συκώτι, πως για κάθε «σ’ αγαπώ» χρειάζεται ένα χα-ντάκι γεμάτο με αίμα, απ’ όπου όλα τα δαιμονικά τέραταθα πιουν να ξεδιψάσουν. Και ξέρω καλά πως τέτοιες κου-βέντες θα κουλουριάστηκαν σα φίδια μες στην ψυχή της κυ-ρίας Δομένικας και θα τη δάγκωναν κάθε λίγο και λιγάκι,σταλάζοντας μέσα της αφάνταστη πίκρα και πόνο. Ίσωςκιόλας έτσι να εξηγείται το γιατί η δασκάλα μας θέλησε ναμείνει μόνη της τις τελευταίες εβδομήντα μέρες της, κλει-σμένη μες στο σπίτι της με καρφωμένα τα παράθυρά της·είχε ανοιχτούς λογαριασμούς να κλείσει με τον διάβολο.Αυτός, απ’ την πλευρά του, εκείνες τις μέρες έπαιξε το τε-λευταίο του χαρτί: της μίλησε για όλα όσα σημάδεψαν τη

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄444

Page 447: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ζωή της, ακόμη και γι’ αυτά που συνέβησαν πριν από τηγέννησή της· για το μαύρο μπισίκι, για το μαχαίρωμα τηςΜπαρμπακούλας, για την τρέλα του Δομένικου, για τη φρι-χτή μοναξιά της Αύρας, για την αυτοκτονία του ΝίκουΦραντζή, για το ρόγχο του μεθυσμένου μανάβη, κι έπειτατης προείπε το τέλος της Τζίλντας, της μάνας της, τουΓιώργου και όλων μας… Της μιλούσε αργά και χαμηλό-φωνα, χωρίς να εκνευρίζεται ή να θυμώνει, με παύσεις καιμοχθηρά χαμόγελα, περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια τηναπόγνωση στην οποία περιήλθαν ή θα περιέρχονταν όλοιόσοι συναντήθηκαν μαζί της, «ενώ άμα εσύ δεν υπήρχες…»συμπλήρωνε χαιρέκακα, κι έπειτα ξαναγυρνούσε με συρι-στικό ψιθύρισμα σε κείνα που ήξερε πως την πονούσαν πιοπολύ: λόγου χάρη, στην απορία του βλέμματος εκείνου τουάντρα του μεσημεριού του εξήντα εφτά ή στην απόγνωσητης μάνας της ή στο τρεμάμενο πιγούνι του Γιώργου… Καιήταν φανερός ο στόχος του, ήθελε να φορτώσει στην κυρίαΔομένικα όλη τη δυστυχία του κόσμου, να βουρλίσει τομυαλό της με τις τύψεις που έτσι κι αλλιώς σερνόντουσανμέσα της από χρόνια, γύρευε να της στερήσει ακόμη και τομαραμένο χαμόγελο που της είχε απομείνει, ακόμη κι αυτήτην ελάχιστη γαλήνη της στερνής ώρας. Κι όμως, παρόλοπου η ταυτότητά του είχε αποκαλυφθεί πια πέρα για πέρα,αυτός μέχρι τη νύχτα της τρίτης προς την τετάρτη Φε-βρουαρίου δεν κόταγε να εμφανιστεί μπροστά της ξεσκού-φωτος…

Ωστόσο εκείνο το βράδυ που ο διάβολος παρουσιά-στηκε στη δασκάλα μας για στερνή φορά δε φορούσεσκουφί· κι αν με ρωτάς το γιατί, τι να σου πω — ίσως γιατίακόμη κι αυτός πρέπει έστω για μια φορά να λέει την αλή-θεια… Εκείνη θα τον περίμενε με όλα τα φώτα σβηστά, κα-θισμένη όπως πάντα στην καρέκλα της, αποστεωμένη καικίτρινη σαν το φλουρί, ίδια με τις μορφές που στέκουν στοενδιάμεσο των δύο κόσμων. Και κάτι μού λέει πως ο Βελ-ζεβούλ δε θα εμφανίστηκε μπροστά της όπως τις προηγού-

κεφάλαιο 63 445

Page 448: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

μενες φορές, περιτυλιγμένος από ένα υπέρλαμπρο σύννεφο— ίσα-ίσα, θα ήρθε σαν κλέφτης, σα φάντασμα, τυλιγμένοςμε τη νύχτα και τη σιωπή· μα η δασκάλα μας μπορούσε ναδει τη νύχτα μέσα στη Νύχτα και τη σιωπή μέσα στηΣιωπή· εκείνος, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, θαπήρε μια καρέκλα και θα κάθισε απέναντί της. Θα έμεινανγια ώρα σιωπηλοί· ήτανε φως φανάρι πως ο πονηρός εκείνητην τελευταία βραδιά δεν είχε πάει για να τυραννήσει κιάλλο την κυρία Δομένικα — κάτι άλλο ήταν που γύρευε· τιόμως; Η δασκάλα μας έσπασε πρώτη τη σιωπή: «Όταν φο-ρούσες το σκουφί, τα κέρατά σου φαινόντουσαν μεγαλύ-τερα…» είπε. Τότε ο διάβολος την κοίταξε για μια στιγμήμε τα ολοκόκκινα μάτια του, που ’μοιαζαν πυρωμένα σί-δερα, κι αμέσως μετά άρχισε να τραγουδά εκείνο το γλυκύ-τατο τραγούδι: «Se il mio nome saper voi bramate dal miolabbro il mio nome ascoltate…» — το δίχως άλλο θα τρα-γουδούσε με φωνή αγγέλου. Μα, όταν πρόφερε τα λόγια «Ioson Lindoro…», έσπασε τούτη η φωνή κι εκείνος έπεσε απ’την καρέκλα του και σχεδόν μπουσουλώντας έφτασε στηναγκαλιά της κυρίας Δομένικας, ξεσπώντας ταυτόχρονα σεφοβερούς λυγμούς. Και κείνη χάιδεψε το κεφάλι με τα κέ-ρατα. Σαν πέρασε λίγη ώρα, έκανε αυτό που έπρεπε ναγίνει· έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου της ένα μακρύμπαρμπέρικο ξυράφι, έπειτα πήρε τον αριστερό καρπό τουκαι του έκαμε μια βαθιά ξυραφιά· και βέβαια δεν έτρεξε κα-θόλου αίμα — πού να το βρει το αίμα ο πονηρός. Κατόπιν ηδασκάλα μας έκανε το ίδιο και στον δικό της αριστερόκαρπό και τινάχτηκε το αίμα της σκούρο κόκκινο· κι αμέ-σως ένωσε τον ξουραφιασμένο καρπό της με τον δικό του —ναι, αγάπη μου, έγινε αυτό που μόλις σού είπα, μη τρομά-ζεις, η κυρία Δομένικα άλλαξε το αίμα της με τον διάβολο·ήταν κάποιος που πονούσε κι έκλαιγε στην αγκαλιά της, κιη δασκάλα μας έκανε το μόνο που μπορούσε, δε γινόταν αλ-λιώς. Και, καθώς κρατούσε σφιχτά κολλημένο τον καρπότης πάνω στον καρπό του πονηρού, συνέχισε την επόμενη

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄446

Page 449: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

στροφή του τραγουδιού που εκείνος είχε σταματήσει λίγοπρωτύτερα: «L’amoroso e sincero Lindoro…» Και το τρα-γούδησε ξανά και ξανά εκείνο το τραγούδι, μέχρι που ξη-μέρωσε.

κεφάλαιο 63 447

Page 450: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 451: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

64.

Το πατημένο ερωτηματικό

Η τετάρτη Φεβρουαρίου του χίλια εννιακόσια εβδομή-ντα οχτώ ήταν για τη δασκάλα μας η τελευταία μέρα. Θακύλησε αργά, με κλεφτές ματιές πίσω απ’ τις γρίλιες πουγύρευαν το στερνό αντάμωμα με το φως του ήλιου, με μι-κρές χειρονομίες αποχαιρετισμού των οικείων αντικειμέ-νων, με το λύγισμα των κουταλομαχαιροπίρουνων τηςκουζίνας, το τρύπημα του πάτου των κατσαρολικών με σι-δερόκαρφο, το τελευταίο συγύρισμα των δωματίων, τοσπάσιμο του σκεπασμένου καθρέφτη. Με τη δύση του ήλιουη κυρία Δομένικα άναψε τα κεριά, κατόπιν κάθισε στο γρα-φείο της, πρώτα σημείωσε εκείνη την αινιγματική κουβένταγια τον διάβολο κι έπειτα έγραψε σ’ ένα κομμάτι χαρτί τιςτελευταίες της επιθυμίες και το έβαλε σ’ ένα φάκελο —αυτόν το φάκελο βρήκαμε την επόμενη μέρα πλάι στο γυμνόκουφάρι της στη Φωλίτσα της Κουπέλας. Κι ήτανε όλα με-λετημένα για να τον βρούμε εμείς εκείνον το φάκελο· η δα-σκάλα μας το είχε φανταστεί πως η μάνα της θα την έψαχνεαπ’ τα ξημερώματα της επομένης (σ’ το είπα και πριν, ηΑύρα Φραντζή το ’ξερε πότε θα τέλειωναν οι χίλιες μέρεςτης κόρης της), μα, σαν την αναζητούσε, πού θα το μάντευεπως θα την έβρισκε στην Κουπέλα· οι μόνοι που ξέραμε γιατον μαγεμένο λόφο —εκτός απ’ την κυρία Δομένικα και την

[449]

Page 452: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Τζίλντα— ήμασταν εμείς, άρα η μητέρα της δασκάλας μαςθα πήγαινε στην αστυνομία, η αστυνομία στον Κερατένιο, οΚερατένιος σε μας —σιγά και μη δεν το ’χε ψυλλιαστεί τιέτρεχε με μας και κείνη, όλη η γειτονιά βοούσε πως η Δο-μένικα μας είχε κάνει μάγια—, κι εμείς θ’ ανεβαίναμε σανπαλαβοί στην Κουπέλα κι εκεί θα βρίσκαμε τη δασκάλα μαςνα φιλάει το χώμα και πλάι της τον άσπρο φάκελο — ήτανεόλα μελετημένα, σου λέω, μέχρι την τελευταία λεπτομέ-ρεια. Και μόλις εκείνη έκλεισε στο φάκελο το χαρτί με τιςστερνές της επιθυμίες (όπου δεν έκανε την παραμικρή ανα-φορά στην Τζίλντα, και μόνο εκείνη ήξερε το γιατί), άνοιξετα κόκκινα τετράδιά της και τα διάβασε όλα απ’ την αρχή,αναμετρώντας το ακατανόητο, αυτό που δε λέγεται με λό-για, εικόνες και ήχους, μα λένε πως συνοψίζεται στο τελευ-ταίο τρέμουλο των χειλιών μια στιγμή μετά τον θάνατο…Είχαν περάσει για τα καλά τα μεσάνυχτα όταν σώθηκαν τακεριά· η κυρία Δομένικα είχε φτάσει στο τελευταίο φύλλοτου έβδομου τετραδίου της. Κι όταν απλώθηκε το σκοτάδι,πήρε το μολύβι της και με τρεμάμενο χέρι έγραψε στο χαρτίχωρίς να βλέπει μια μόνο λέξη, κι από δίπλα ένα πεισμα-τικά πατημένο ίσαμε είκοσι φορές ερωτηματικό· εγώ τηδιάβασα τούτη τη λέξη ένα αυγουστιάτικο βράδυ στονΆσπρο Βράχο, εφτά χρόνια αργότερα, και, βλέπονταςεκείνο το ερωτηματικό πλάι της να ’χει τρυπήσει το χαρτί,σκέφτηκα πως ήταν ολόιδιο με το σημάδι που μου ’χε αφή-σει στο στήθος το σουβλί της κυρίας Πανδώρας κι αισθάν-θηκα ένα κύμα να φουντώνει μέσα μου, κάτι σαν άγρια χαράπου ξεπετιόταν μέσα απ’ την αυλαία της ήττας: ένα ερωτη-ματικό είναι το σημείο όπου συναντιούνται η λιγοψυχιά, ηελπίδα, ο θάνατος:

;

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄450

φ ί λ η σ ε

Page 453: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Αυτή ήτανε και η τελευταία σημείωση της κυρίας Δο-μένικας στο τετράδιό της, κι όπως σού είπα και πρωτύτερα,λογαριάζω πως γράφτηκε στα τυφλά, μες στο απόλυτοσκοτάδι, κι ενώ η καμπάνα του παπα-Λεπ Ταιρ είχε σημά-νει από ώρα μεσάνυχτα. Μετά από αυτό δεν της έμενε τί-ποτε άλλο· έβαλε τα κόκκινα τετράδιά της στο δεύτεροσυρτάρι του γραφείου χωρίς να το κλειδώσει, έβγαλε κατό-πιν απ’ το πρώτο την κόκκινη κορδέλα και την τύλιξε στολαιμό της, κι έπειτα σηκώθηκε, φόρεσε το πανωφόρι της,ρίχνοντας στον κόρφο της τον άσπρο φάκελο, κι έφυγε απ’το σπίτι της, παίρνοντας το δρόμο για την Κουπέλα, για νααναμετρηθεί εκεί με τον άνεμο που σφυρίζει καθώς περνάανάμεσα από τις μυγδαλιές του μαγεμένου λόφου.

κεφάλαιο 64 451

Page 454: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 455: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

65.

Ε Δ Ω Κ Α Ι Π Α Ν Τ Ο Υ

Η βραδιά της τετάρτης προς την πέμπτη Φεβρουαρίουδεν είχε διόλου φεγγάρι, μα τούτο δε σημαίνει βέβαια πωςη κυρία Δομένικα δυσκολεύτηκε να φτάσει ίσαμε το μονο-πάτι του Θανάτου· ήξερε τη διαδρομή καλύτερα από κάθεάλλον, κι εξάλλου, όταν πηγαίνεις να πεθάνεις, δε χάνειςποτέ το δρόμο, κι ας είναι πίσσα το σκοτάδι γύρω σου —άλλωστε η δασκάλα μας, ακόμα κι ελεύθερο ν’ άφηνε τοβήμα της, πάλι στην Κουπέλα θα ’βγαινε, ο Ταρνανάς έναπαρόμοιο ολοσκότεινο βράδυ ένα χρόνο νωρίτερα μας είχεπει: «Άμα αφήσεις το βήμα σου ελεύθερο, θα βγεις εκεί πουπρέπει…» Και, καθώς εκείνη άρχισε ν’ ανεβαίνει το μαύρομονοπάτι, όλοι οι δαίμονες της Κουπέλας, όλοι εκείνοι οιλεπροί που πέθαναν αγκαλιασμένοι και γίνανε το χώμα τουανεμόδαρτου λόφου, στάθηκαν πλάι στους κορμούς των δέ-ντρων αριστερά και δεξιά από το Θάνατο και, όπως περ-νούσε η δασκάλα μας, όλοι τους άπλωναν το χέρι να τηναγγίξουν, σα να της δίναν κατευόδιο ή μια ψυχή παραπάνωγια να την κάψει άφοβα στα μήλα. Κι αφού πράγματι τηνάγγιξαν ο ένας μετά τον άλλο —όλοι οι θλιμμένοι δαίμονες—,έφτασε κάποτε στην τελευταία μυγδαλιά του Θανάτου.Όταν έφτασε λοιπόν στην τελευταία μυγδαλιά του μονοπα-τιού, με το μακρύ νύχι του δεξιού της χεριού χάραξε μια

[453]

Page 456: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

λέξη μες στο βαθύ σκοτάδι πάνω στον κορμό του δέντρου:«απόψε». Κι έπειτα προχώρησε στη Φωλίτσα ίσαμε δέκαμέτρα και σταμάτησε μπροστά στη γούβα των ερώτων τηςμε την Τζίλντα, εκεί που πριν από ένα χρόνο την είδαμε ναπαίρνει ένα καλάμι και να γράφει επάνω στο χώμα τηφράση

ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ

Κι αφού έμεινε ακίνητη και με κλειστά τα μάτια γιαένα-δυο λεπτά, έβγαλε απ’ τον κόρφο της τον άσπρο φάκελο,τον απόθεσε πλάι απ’ τη γούβα κι έβαλε πάνω του μια λείαπλατιά μαύρη πέτρα για να μη τον πάρει ο άνεμος. Κατόπινγδύθηκε ολότελα (φορούσε μόνο την κόκκινη κορδέλα στολαιμό) και κάνοντας τα ρούχα της μπόγο τα πέταξε μακριά.Δε νοιάστηκε διόλου για το κρύο, ίσα-ίσα, μόλο που ’χε μεί-νει πετσί και κόκαλο και θα ’πρεπε να τουρτουρίζει σαν τοσπουργίτι, στάθηκε ορθή, γαλήνια, αγέρωχη, και έστρεψετο βλέμμα της ψηλά, προς τον μαύρο θόλο της νύχτας· τι να’βλεπε άραγε — το σκοτάδι ήτανε πίσσα. Πέρασε κάμποσηώρα· εκείνη παρέμενε ακίνητη σαν άγαλμα και δε σκεφτό-ταν τίποτε — ήταν δοσμένη ολόκληρη σε μια απόλυτη προ-σμονή: όπου να ’ταν θα σφύριζε ο άνεμος για τελευταίαφορά. Σ’ αυτή την προσμονή είχε δοθεί τανύζοντας το σώμακαι την ψυχή της ώς τα απώτατα άκρα· κάποια στιγμή τοτραγούδι βγήκε απ’ το στόμα της σαν προσευχή:

«Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε, πόσο σε καρτερούσα, γιανα φιλήσω έξαλλα τα χείλη που ποθούσα· κι ήρθες φορώ-ντας στο λαιμό την κόκκινη κορδέλα κι άνθισες τις αμυ-γδαλιές επάνω στην Κουπέλα κι έφερες τον καρνάβαλοκαι κρέμασες τις χάντρες και ξάναψες τις κοπελιές καιφούντωσες τους άντρες και σε χορό τούς έσυρες κι όλοκρασί κερνούσες κι όλους τούς εξελόγιασες κι όλους τούςεμεθούσες· και μένα που ’μαι μοναχός κι ερωτοχτυπημέ-

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄454

Page 457: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

νος, Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε, με πλήγωσες και φέτος…»

Κι όταν τέλειωσε το τραγούδι της, η κυρία Δομένικαπήρε βαθιά ανάσα και, φουσκώνοντας τα μάγουλά της, φύ-σηξε προς το μέρος απ’ όπου θα ερχόταν ο άνεμος, λες κιήθελε να τον προκαλέσει. Κατόπιν έλυσε την κόκκινη κορ-δέλα απ’ το λαιμό της και την άφησε να πέσει κάτω, κι αμέ-σως μετά σχημάτισε με τους δύο δείκτες της το σχήμα τουσταυρού και τους έφερε στο στόμα της και τους δάγκωσεστο σημείο ακριβώς που κόβουν ο ένας τον άλλον. Η δα-σκάλα μας ήτανε πια έτοιμη για όλα.

κεφάλαιο 65 455

Page 458: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 459: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

66.

HHiinncc eerruunntt aaddaappttaatt iioonneess mmiirraabbii lleess ,, qquuaarruumm mmoodduuss eess tt hhii cc

Πέρασε ένα λεπτό μέχρι που φύσηξε ο άνεμος, μιλώ γιατον φοβερό άνεμο της Κουπέλας που τα βράδια σφυρίζει σανπερνά μανιασμένος ανάμεσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων τουμαύρου λόφου. Ανέμισαν τρελά τα μαλλιά εκείνης, τα μάτιατης δάκρυσαν απ’ την ορμή του, η κόκκινη κορδέλα πέταξεμακριά, χάθηκε. Μες στο μαύρο σκοτάδι η δασκάλα μας,γυμνή κι ολομόναχη, είδε τις περασμένες εικόνες να ξανάρ-χονται λάμποντας με απίστευτη καθαρότητα για μια μονα-δική στιγμή, όπως τα γράμματα που πυρώνουν μόλις γιαμισό δευτερόλεπτο σα βάλεις το χαρτί πάνω απ’ τη φλόγα— άκουσε για δεύτερη φορά τα ίδια λόγια, τις ίδιες μουσι-κές, τις κατάρες, τις οιμωγές, τις κραυγές και τα γέλια, ταψιθυρίσματα και τους αλλόκοτους ήχους, που τάχα δε θαεπαναλαμβάνονταν ποτέ, ένιωσε να τη δονούν και πάλι όσασυντάραξαν το είναι της κι έβαψαν κόκκινα τα μάγουλά τηςκαι μπούκωσαν το στήθος της κι έκαναν την καρδιά της ναχτυπά σαν τρελή, και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έζησε γιαδεύτερη φορά όλη της τη ζωή· τα πάντα επέστρεφαν —ει-κόνες, ήχοι, μυρωδιές, γεύσεις, αγγίγματα και εκστάσεις—,όλα απόκοσμα, ξεκάθαρα και διαυγή, επέστρεφαν για μιαστιγμή κι έπειτα —λες και τα ρουφούσε μες στην τρομερή

[457]

Page 460: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

του αγκαλιά ο άνεμος— χάνονταν μες στο σκοτάδι· ο ήλιοςπου μαύριζε τα μεσημέρια, το ολόγιομο φεγγάρι που λιγο-στεύει, το μπισίκι που κλείνει, το μαχαίρι που καρφώνει τηνκαρδιά, το φιλί που παίρνει τη ζωή απ’ το σώμα —κι ο άνε-μος σφύριζε—, το τραγούδι των λεπρών, τα δάκρυα του δαί-μονα, οι σπασμοί των ερώτων, οι υποσχέσεις «ποτέ» ή«αιωνίως», τα ψέματα, οι παρακλήσεις, οι ικεσίες, το δά-γκωμα των δαχτύλων —κι ο άνεμος σφύριζε—, οι ματιέςπου έκαιγαν, τα μακριά νύχια που χάραζαν τους κορμούςτων δέντρων, οι μαργαρίτες, που αντί για πέταλα έβγαλανξυράφια, και το πέπλο που σκεπάζει το πρόσωπο, ναι, όλαείχαν γίνει όπως έπρεπε στον μαύρο ηδονικό εφιάλτη, κι οάνεμος σφύριζε, κι η δασκάλα μας δεν έκλεινε τα μάτια,γιατί εκείνη την ώρα έπρεπε να τον δει κατάματα τον άνεμο.Κάποτε άνοιξε τα χέρια της διάπλατα, σα να ’θελε να τονχωρέσει ολόκληρο στην αγκαλιά της, να τον φυλακίσει εκεί,να γίνει ένα με αυτόν, να φύγει μαζί του· έξαφνα έπαψε ολό-τελα ο φοβερός στρόβιλος του παρελθόντος και της κλεμ-μένης ζωής κι όλα έγιναν ένα ατέλειωτο παρόν, εδώ καιπαντού, όπως είχε χαράξει στο χώμα μ’ ένα καλάμι δώδεκαμήνες νωρίτερα. Στο πρόσωπό της έφεγγε ένα χαμόγελο.Σχεδόν την ίδια στιγμή, ανάμεσα απ’ τις μυγδαλιές ακού-στηκε το σφύριγμα του ανέμου να σχηματίζει το τελευταίοπρόσταγμα για κείνη. Ήταν μια λέξη χωρίς φόβο ή ελπίδα,χωρίς ερωτηματικό:

φίλησε

Μεμιάς τότε η κυρία Δομένικα έπεσε μπρούμυτα κα-ταγής και φίλησε το χώμα της Φωλίτσας.

Ο Α Ν Ε Μ Ο Σ Σ Φ Υ Ρ Ι Ζ Ε Ι Σ Τ Η Ν Κ Ο Υ Π Ε Λ Α — ε΄458

Page 461: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 462: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα
Page 463: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Σημείωση

Το παρόν βιβλίο είναι το τέταρτο της σειράς «Το μέλι και τομέλλον», η οποία οφείλεται στο μ. π. Η παρουσία προσώπων όπωςο Αγιούτος, ο Τζακ, ο Ύπνος ή η κυρία Πανδώρα παραπέμπει σεάλλα βιβλία της ίδιας σειράς.

Η ιστορία του βιβλίου είναι ολωσδιόλου φανταστική, όπως φα-νταστικά είναι και τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτή. Επίσηςφανταστική είναι και η πόλη Καστρούπολη, καθώς και η παρουσίατων λεπρών στο χωριό Μυγδαλιά. Πολύ συχνά μέσα στο κείμενοπροσδιορίζεται ποια μέρα της εβδομάδας αντιστοιχεί σε μια συγκε-κριμένη ημερομηνία ή σε ποια φάση του βρισκόταν ο κύκλος τουφεγγαριού στην ημερομηνία αυτή (πανσέληνος, μισό φεγγάρι κλπ.)·οι προσδιορισμοί αυτοί είναι εντελώς αυθαίρετοι και δεν ανταποκρί-νονται στην πραγματικότητα παρά μόνο συμπτωματικά, ούτε ο κα-θένας από αυτούς βρίσκεται στη (συμβατική) αντιστοιχία που θαέπρεπε με τους υπόλοιπους, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.

Το μ.π. είναι η μόνη όσο και διαρκής απόδειξη πως τα δά-κρυα υπερέχουν κάθε σχεδίου, ψηφίου, βιβλίου, ιστορικής ή φυσι-κής ή μεταφυσικής νομοτέλειας, ή και όποιας άλλης, ΕΔΩ ΚΑΙΠΑΝΤΟΥ.

[461]

Page 464: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Θ. Τ.

Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη,2000, δήγμα, 2009, ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/koupela/, 2009

Το τρυφερό μαχαίρι του Πέτρο Μπόλε, αφήγημα, Εκδόσεις Πατάκη,2002 * Η παγωμένη καρδιά των ευτυχισμένων ανθρώπων, αφή-γημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2002 * Το χαραγμένο σιτάρι, αφήγημα, Εκ-δόσεις Πατάκη, 2002 * Η μουγγή καμπάνα, αφήγημα, ΕκδόσειςΠατάκη, 2003 (ηλεκτρονική έκδοση των τεσσάρων αφηγημάτων στην ιστο-σελίδα http://www.triaridis.gr/tessera/)

Η αληθινή ιστορία της Αΐντας και του Ρανταμές, μια αφήγηση,Εκδόσεις mauve, εκτός εμπορίου, 2005, ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσε-λίδα http://www.triaridis.gr/aida/, 2005

Τα μελένια λεμόνια – η διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων,ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/melenialemonia/, 2005, Εκδόσεις τυπωθήτω, 2007

Ich bebe – Όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ’ άλογα, ανιστόρησητου τρόμου μου, ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδαhttp://www.triaridis.gr/ichbebe/, 2007, Εκδόσεις τυπωθήτω, 2008

Το κόψε-κόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται, ηλεκτρονικήέκδοση στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/kopse/, 2008, Εκδόσεις διά-πυροΝ, 2009

Ειδύλλια ή τα χύσια του μεσημεριού, οι μεγάλες ώρες της ανθρωπό-τητας, ηλεκτρονική έκδοση http://www.triaridis.gr/eidyllia/, 2009. (Η απώ-λεια ή το πώς ένας Πρόλογος γίνεται Κυρίως Θέμα, ηλεκτρ. εκδ.http://www.triaridis.gr/eidyllia/apoleia.htm, 2009 * Η ψωλοσυλλέκτρια ήόταν εμφανίζεται η Βεατρίκη, εκδόσεις γκάβλα, 2008 ηλεκτρ. εκδ.http://www.triaridis.gr/eidyllia/psolosillektria.htm, 2009 * Το ξεψύχυσμα ήημέρα Κυριακή στην Καπέλα Σιξτίνα, εκδόσεις γκάβλα 2008, ηλεκτρ. εκδ.http://www.triaridis.gr/eidyllia/xepsihisma.htm, 2009)

***

Page 465: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα

Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα, κείμενα πολιτικής ανάγκης, Εκ-δόσεις τυπωθήτω, 2006, ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/soma/, 2008

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, τα γυμνά μάτια ή το πώς ναζει κανείς με τον μπαλτά , ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδαhttp://www.triaridis.gr/ keimena/keimA028.htm, Εκδόσεις Σαιξηρικόν, 2008

Μαρκήσιος ντε Σαντ ή τα υπόγεια του Χριστιανισμού, δοκίμιο,ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/keimena/keimA029.htm, 2008

Η επερχόμενη πείνα ή όταν οι άνθρωποι ρίχνουμε τον κλήρο, δο-κίμιο για την τραγωδία και την τραγική μόλυνση, ηλεκτρονική έκδοση στηνιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/peina/, 2009

Ονειρεύτηκα τα Λευκά Χριστούγεννα, ζωγραφισμένα από την ΈλληΓρίβα, διάπυροΝ 2009, ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/keimena/keimC001.htm, 2004

***

ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ

Resetή τα ανθισμένα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας

μια φαντασμαγορία, ακολουθία δώδεκα βιβλίων1. Τζιότο, δακρύζω, χύνω, πεθαίνω * 2. Μποτιτσέλι, τα κορίτσια ανοίγουντα νεσεσέρ τους * 3. Λεονάρντο, φ φ φ ο υ * 4. Μιχαήλ Άγγελος, το σμίξιμοτων ανθρώπων και των φιδιών * 5. Ραφαήλ, τριαντάφυλλα στο παράθυρο *6. Γκρέκο, οι άνθρωποι στις φλόγες του Θεού * 7. Καραβάτζιο, το παράφοροαίμα * 8. Ρέμπραντ, η νύχτα των δολοφόνων αστών * 9. Γκόγια, για να πε-θάνουμε τον θάνατό μας * 10. Μονέ, ο ξανακερδισμένος χρόνος * 11. Γκο-γκέν, οι Ερινύες θα γίνουνε γυμνόστηθες κόρες * 12. Βαν Γκογκ, ο σπορέας

του πυρετού

Τα γάργαρα τεχνάσματα, Ένα τετράδιο με μελανιές

Page 466: Ο άνεμος σφυρίζει στην κουπέλα