ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η...

1
Όπως μου τα ‘χε μολοήσει η γιαγιά μου. Η ΤΣΙΑΜΑΤΩ Ήτανε μια φορά ένας πατέρας και μια μάνα. Είχανε και μια τσιούπρα 1 που τη λέγανε Τσιαμάτω, Σταματούλα δηλαδή και τη φωνάζανε Τσιαμάτω. Η Τσιαμάτω δεν τά ‘παιρνε τα γράμματα και τη στείλανε στα ίδια. Κάθε πρωί, έπαιρνε τα ίδια 2 και τα πήγαινε στο λόγγο ψηλά να βοσκήσουνε χορτάρι και κλαρί. Το βράδυ τα γύρναγε πίσω. Έφτακι’ ο καιρός και ήρθαν οι συμπέθεροι να τη ζητήσουνε. Ο πατέρας της ήθελε να τη δώκουνε, αλλά η μάνα της σκιάζονταν γιατί ήταν μικρή ακόμα. Βήκ’ η μάνα στο παραθύρι και τση κραίνει: «Ωρ’ Τσιαμάτω, ωρ!» «Όρσε Μάνα!» «Πάρ’ τον τράγο κι έλα κάτω, να σε παντρέψομε!» «Ωχ καλημερίτσα μου! …Τ’είπ’ ο τάτος 3 ;» «Να τη δώκομε» «Τ’είπ’ η μάνα;» «Είναι μικρή» «Ο λαιμός που να τση βγεί!» Κι αρχίνησε να χορεύει και να τραγουδάει : «Ωχ του τάτου μια κουλούρα και τση μάνας μια κουλούμπα!» Άρπαξε τον τράγο και ροβόλησε τον κατήφορο στο σπίτι. Οι συμπεθέροι κάθονταν στον οντά. Μπήκε μέσα και φώναξε: «Καλωσορίσαταν συμπέθεροι, να μας ζήσουν τα παιδιά και σάλλα να χαρούμε!» «Καλωσήβραμαν νύφη» «Από ποιό δρόμο έρθαταν; Από τη γκορτζιά η μεγάλη ή απ’ τη γκορτζοπούλα;» «Από τη γκορτζοπούλα μω νύφη» «Είδαταν μια μεγάλη σκατούλα κι από κάτω; Ετούτος για ο κώλος την έκανε» Πετάχτηκ’ η μάνα, όλο καμάρι: «Αν την έχω αρμουνεμένη 4 ,να μου σκάσει!» Τα είπανε, τα κανόνισαν, φόρτωσαν στ’ αλόγατα τα προικιά, βάλανε και την Τσιαμάτω, νύφη, στ’ άλογο και κίνησα να φύγουν. «Ωοοπ! Βαστάτε τ’άλογα»,φώναξ΄η Τσιαμάτω. «Τα’έχεις μω νύφη;» αρώτησαν οι συμπέθεροι. «Αλησμόνησα τον περέτη 5 μου», είπ’ η Τσιαμάτω. Κατεβαίνει απ’ τ’ άλογο, αρεντεύει 6 και παίρνει τον κλίτσιο της που τον είχ’ άφήκει πίσ’ απ’ τη θύρα του κατωγιού. «Άιντε νύφη» Κίνησαν τον δρόμο, και κατόπι από λίγην ώρα, φώναξε: «Ωρ συμπέθεροι. Βαστάτε.» «Τα’ έπαθες μωρ νύφη;» «Να κάνω το ψιλό μου το νερό». Κατέβηκε, και κει μπροστά, σήκωσε τα φουστάνια και … τσιουρρρρ, κατούρησε. Ανέβηκε, κίνησαν πάλε. Κατόπι από λίγο, πάλε φώναξε: «Βαστάτε μωρέ να κατέβω» «Γιατί μωρ’ νύφη; Τι έπαθες πάλε;» «Να κάνω το …χοντρό μου το νερό». Κατέβηκε, και κει μπροστά, σήκωσε τα φουστάνια και τσου βρώμησε. Ανέβηκε, κίνησαν πάλε και με τα πολλά φτάκανε. ‘Εστρωσαν το τραπέζι να φάνε. «Κέρνα μας νύφη τα ποτήρια» «Να πάρω τον περέτη μου» Αρπάζει τον μαστραπά με τον κλίτσιο, τον γυρνάει, χύθηκε, το’ κανε το τραπέζι ιμπρέτι 7 . «Άιντε νύφη, δεν είσαι συ για γάμο, άιντε στα ίδια σου» Και γύρισε σπίτι στη μάνα τση και τον πατέρα τση, και πήγε στο λόγγο, στα ίδια. 1 Κοπέλα 2 (Γ)ίδια 3 Πατέρας 4 Ορμηνευμένη, δασκαλεμένη 5 Υπηρέτη 6 Τρέχει 7 Χάλια Και για τη μεταφορά μιας καιη γιαγιά μου σχωρέθηκε χρόνια πολλά τώρα, Σωτήρης Κολιούσης

description

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΙΔΕΡΗΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ

Transcript of ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η...

Page 1: ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΤΣΙΑΜΑΤΩ

Όπως μου τα ‘χε μολοήσει η γιαγιά μου. Η ΤΣΙΑΜΑΤΩ Ήτανε μια φορά ένας πατέρας και μια μάνα. Είχανε και μια τσιούπρα1 που τη λέγανε Τσιαμάτω, Σταματούλα δηλαδή και τη φωνάζανε Τσιαμάτω. Η Τσιαμάτω δεν τά ‘παιρνε τα γράμματα και τη στείλανε στα ίδια. Κάθε πρωί, έπαιρνε τα ίδια2 και τα πήγαινε στο λόγγο ψηλά να βοσκήσουνε χορτάρι και κλαρί. Το βράδυ τα γύρναγε πίσω. Έφτακι’ ο καιρός και ήρθαν οι συμπέθεροι να τη ζητήσουνε. Ο πατέρας της ήθελε να τη δώκουνε, αλλά η μάνα της σκιάζονταν γιατί ήταν μικρή ακόμα. Βήκ’ η μάνα στο παραθύρι και τση κραίνει: «Ωρ’ Τσιαμάτω, ωρ!» «Όρσε Μάνα!» «Πάρ’ τον τράγο κι έλα κάτω, να σε παντρέψομε!» «Ωχ καλημερίτσα μου! …Τ’είπ’ ο τάτος3;» «Να τη δώκομε» «Τ’είπ’ η μάνα;» «Είναι μικρή» «Ο λαιμός που να τση βγεί!» Κι αρχίνησε να χορεύει και να τραγουδάει : «Ωχ του τάτου μια κουλούρα και τση μάνας μια κουλούμπα!» Άρπαξε τον τράγο και ροβόλησε τον κατήφορο στο σπίτι. Οι συμπεθέροι κάθονταν στον οντά. Μπήκε μέσα και φώναξε: «Καλωσορίσαταν συμπέθεροι, να μας ζήσουν τα παιδιά και σ’ άλλα να χαρούμε!» «Καλωσήβραμαν νύφη» «Από ποιό δρόμο έρθαταν; Από τη γκορτζιά η μεγάλη ή απ’ τη γκορτζοπούλα;» «Από τη γκορτζοπούλα μω νύφη» «Είδαταν μια μεγάλη σκατούλα κι από κάτω; Ετούτος για ο κώλος την έκανε» Πετάχτηκ’ η μάνα, όλο καμάρι: «Αν την έχω αρμουνεμένη4,να μου σκάσει!» Τα είπανε, τα κανόνισαν, φόρτωσαν στ’ αλόγατα τα προικιά, βάλανε και την Τσιαμάτω, νύφη, στ’ άλογο και κίνησα να φύγουν. «Ωοοπ! Βαστάτε τ’άλογα»,φώναξ΄η Τσιαμάτω. «Τα’έχεις μω νύφη;» αρώτησαν οι συμπέθεροι. «Αλησμόνησα τον περέτη5 μου», είπ’ η Τσιαμάτω. Κατεβαίνει απ’ τ’ άλογο, αρεντεύει6 και παίρνει τον κλίτσιο της που τον είχ’ άφήκει πίσ’ απ’ τη θύρα του κατωγιού. «Άιντε νύφη» Κίνησαν τον δρόμο, και κατόπι από λίγην ώρα, φώναξε: «Ωρ συμπέθεροι. Βαστάτε.» «Τα’ έπαθες μωρ νύφη;» «Να κάνω το …ψιλό μου το νερό». Κατέβηκε, και κει μπροστά, σήκωσε τα φουστάνια και … τσιουρρρρ, κατούρησε. Ανέβηκε, κίνησαν πάλε. Κατόπι από λίγο, πάλε φώναξε: «Βαστάτε μωρέ να κατέβω» «Γιατί μωρ’ νύφη; Τι έπαθες πάλε;» «Να κάνω το …χοντρό μου το νερό». Κατέβηκε, και κει μπροστά, σήκωσε τα φουστάνια και τσου βρώμησε. Ανέβηκε, κίνησαν πάλε και με τα πολλά φτάκανε. ‘Εστρωσαν το τραπέζι να φάνε. «Κέρνα μας νύφη τα ποτήρια» «Να πάρω τον περέτη μου» Αρπάζει τον μαστραπά με τον κλίτσιο, τον γυρνάει, χύθηκε, το’ κανε το τραπέζι ιμπρέτι7. «Άιντε νύφη, δεν είσαι συ για γάμο, άιντε στα ίδια σου» Και γύρισε σπίτι στη μάνα τση και τον πατέρα τση, και πήγε στο λόγγο, στα ίδια. 1 Κοπέλα 2 (Γ)ίδια 3 Πατέρας 4 Ορμηνευμένη, δασκαλεμένη 5 Υπηρέτη 6 Τρέχει 7 Χάλια Και για τη μεταφορά μιας καιη γιαγιά μου σχωρέθηκε χρόνια πολλά τώρα,

Σωτήρης Κολιούσης