ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΙΣΙΑ...

1
Όπως μου τα ‘χε μολοήσει η γιαγιά μου. Ίσια μ’ ένα δαχτυλάκι Ήτανε μια φορά ένας άντρας και μια γυναίκα. Η γυναίκα δεν έκανε παιδιά. Κάθε πρωί που ‘σκώνονταν, και κάθε βράδυ πριν αποκοιμηθούνε, έκαναν τη προσευκή τους κ’ έλεγαν: «Αχ θέ μου, δώκε μας ένα παιδάκι κι ας είνίσια μ’ ένα δαχτυλάκιΑχ θέ μου, δώκε μας ένα παιδάκι κι ας είνίσια μ’ ένα δαχτυλάκι» Κάθε μέρα πρωί και βράδυ, τα ίδια. Τσ’ άκουσε ο θεός, τσ’ έδωκε ένα παιδάκι, που ήταν ίσια με το μικρό το δάχτυλο. Εκεί το κεφάλι του, εκεί τα μάτια, τ’ αυτιά, η μύτη, το στόμα, ο λαιμός, τα χέρια, το κορμί, τα πόδια του, όλα ίσια μ’ ένα μικρό δάχτυλο. Πήρε ο πατέρας ένα κομμάτι ξύλο, τούφτιαξε τη σαρμανίτσα του, πήρε κι μάνα ένα μαντήλι, τούφτιαξε σκεπάσματα, ρούχα, πέρσεψε 1 κιόλας. Πέρναγε ο καιρός, μεγάλωνε το παιδί, αλλά έμνεισκε 2 τόσο. Ίσια μ’ ένα δαχτυλάκι. Ο πατέρας, έφευγε το πρωί και πήγαινε στο χωράφι να οργώσει με τα βόδια του. Γύρναγε τη νύχτα αργά. Τον έβλεπε το παιδί που γύρναγε σκοτωμένος από τη δουλειά, τούλεγε: «Αύριγιο 3 το πρωί θα ξυπνήσω νύχτα, να ρθω μαζί σου πατέρα, να σε βοηθήσω». «Δεν πειράζει μο παιδί μου. Κοιμήσου συ να μεγαλώσεις» τόλεγε 4 ο πατέρας. Κάθε μέρα, τα ίδια, αλλά δεν ξύπναγε το παιδί. Μια μέρα λέει το παιδί στη μάνα «Μάνα φτιάκε μια πίτα να την πάρω να την πάω στο χωράφι στον πατέρα». «Που θα πας μωρέ παιδί μου εσύ;» Αλλά το παιδάκι, την έβαλε τη μάνα του’ φτιακε μια πίτα, ένα κομμάτι ίσιαμε το μπόι του, την πήρε και πάει για το χωράφι. Με τα ποδαράκια του τα μικρά λίγο-λίγο πήγε. Έφτακε στο χωράφι, είχε γένει μεσημέρι. Πιάνει τον όχτο και φωνάζει «Ωρ τάτο 5 , πούθε να ‘ρθω; Από τη μέση-μέση ή απ’ την άκρην-άκρη;» «Έλα μω μπίρ 6 πούθε θέλεις. Έλα απ’ την άκρην-άκρη». Έκατσε το παιδί, έφαγε την άκρη τση πίτας. Βήκε πάλε στον όχτο και φωνάζει «Ω τάτο, πούθε να’ ρθω μωρέ; Από τη μέση-μέση ή απ’ την άκρην-άκρη;» «Έλα μωρέ παιδί μου απούθε θέλεις. Έλα από τη μέση- μέση». Έκατσε το παιδί, έφαγε και τη μέση απ’ την πίτα. Έμεινε ένα μικρό κομματάκι. Κίνησε, έφτακε εκεί που ήταν ο πατέρας με το ζευγάρι τα βόδια και όργωνε. Πήρε ο πατέρας ότι είχ’ απομείκει και έκατσε στη γκορτζιά 7 αποκάτω να φάει, να πάρει μιαν ανάσα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μπαίνει το παιδί μέσα στο αυτί του ενού βοδιού και αρχίνησε «Ις, ιιις» να λέει στα βόδια κι αυτά όργωναν μαναχά 8 τους. Περνάγανε τότες δυο κλέφτες, τηράνε τον πατέρα κάτω απ’ τη γκορτζιά να τρώει και τα βόδια να οργώνουν μαναχά τους και θιάμαξαν 9 «Μωρέ τι ζευγάρι είν’ τούτο! Θα παραφυλλάξουμε να ιδούμε που θα πάει, να πάμε τη νύχτα να το κλέψομε». Νύχτωσε η μέρα, σκώθηκ’ ο πατέρας, έμασε τα βόδια κίνησαν για το σπίτι. Όπως πήγαιναν έπεσε το παιδάκι από τ’ αυτί του βοδιού κάτω. Φώναξε, αλλά ο πατέρας δεν τ’ άκουσε. Πήρε ένα φύλλο το παιδί έκατσε σε μια ρίζα, σκεπάστηκε να κοιμηθεί να διαβεί η νύχτα. Πέρασαν οι κλέφτες το πάτησαν στο ποδάρι. «Τι με πατείτ’ ωρέ!» φώναξε. Ξαφνιάστηκαν οι κλέφτες, δεν ήβλεπαν κανένα. «Μη με πατείτ’ ωρέ! Εδώ κάτω!» Κοιτάν’ οι κλέφτες, τον πιάνουν. «Τι ‘σαι συ ωρέ;» «Για, ήμουνα με τον πατέρα μου στο χωράφι και οργώναμε». Γέλασαν οι κλέφτες «Εσύ μωρέ όργωνες;» «Εγώ, για! Είχα μπει στ’ αυτί του βοδιού, και το κανονάρχαγα 10 , ις, ιιις και όργωναν» «Εσύ μωρέ ήσουνα; Τώρα θα μας πας σπίτι σας να πάρουμε τα βόδια ειτ’ αλλιώς θα σε σκοτώσουμε και σένανε και τον πατέρα σου». Τι να κάνει, τσου 11 πήγε στ’ αχούρι 12 τους. Τους δείχνει «Για, εδώ μέσα είναι» Τον βάλανε απ’ την κλειδαρότρυπα μέσα, να τα λύσει, ναν τους ανοίξει, να τα πάρουν. Βάνει τότες μια φωνή «Ποιο να βγάλω πρώτα; Το μελί, για το κανελί 13 ;» «Μη φωνάζεις ωρέ!. Βγάλε όποιο θέλεις» «Μωρέ σας λέω. Ποιο να βγάλω πρώτο, το μελί, για το κανελί;» Άκουσε τσι φωνές ο πατέρας σκώθηκε, του δείχνει το παιδί «Για, αυτοί ειν’ οι κλέφτες», πήρε το ντουφέκι του σημάδεψε, μπαμ-μπαμ τσου ξάπλωσε κάτω. 1 Περίσσεψε 2 Έμενε 3 Αύριο 4 Του έλεγε 5 Τάτος, ο πατέρας 6 Μπιρ, το παιδί 7 Αγριαχλαδιά 8 Μόνα τους 9 Απόρεσαν 10 Καθοδηγούσα 11 τους 12 Αχυρώνας, σταύλος 13 Αυτό που έχει το χρώμα του μελιού ή αυτόπου έχει το χρώμα της κανελλας;

Transcript of ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΙΣΙΑ...

Page 1: ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΙΣΙΑ ΜΕΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑΚΙ

Όπως μου τα ‘χε μολοήσει η γιαγιά μου. Ίσια μ’ ένα δαχτυλάκι

Ήτανε μια φορά ένας άντρας και μια γυναίκα. Η γυναίκα δεν έκανε παιδιά. Κάθε πρωί που ‘σκώνονταν, και κάθε βράδυ πριν αποκοιμηθούνε, έκαναν τη προσευκή τους κ’ έλεγαν: «Αχ θέ μου, δώκε μας ένα παιδάκι κι ας είν’ ίσια μ’ ένα δαχτυλάκι… Αχ θέ μου, δώκε μας ένα παιδάκι κι ας είν’ ίσια μ’ ένα δαχτυλάκι…» Κάθε μέρα πρωί και βράδυ, τα ίδια. Τσ’ άκουσε ο θεός, τσ’ έδωκε ένα παιδάκι, που ήταν ίσια με το μικρό το δάχτυλο. Εκεί το κεφάλι του, εκεί τα μάτια, τ’ αυτιά, η μύτη, το στόμα, ο λαιμός, τα χέρια, το κορμί, τα πόδια του, όλα ίσια μ’ ένα μικρό δάχτυλο. Πήρε ο πατέρας ένα κομμάτι ξύλο, τούφτιαξε τη σαρμανίτσα του, πήρε κι μάνα ένα μαντήλι, τούφτιαξε σκεπάσματα, ρούχα, πέρσεψε1 κιόλας.

Πέρναγε ο καιρός, μεγάλωνε το παιδί, αλλά έμνεισκε2 τόσο. Ίσια μ’ ένα δαχτυλάκι. Ο πατέρας, έφευγε το πρωί και πήγαινε στο χωράφι να οργώσει με τα βόδια του. Γύρναγε τη νύχτα

αργά. Τον έβλεπε το παιδί που γύρναγε σκοτωμένος από τη δουλειά, τούλεγε: «Αύριγιο3 το πρωί θα ξυπνήσω νύχτα, να ‘ρθω μαζί σου πατέρα, να σε βοηθήσω». «Δεν πειράζει μο παιδί μου. Κοιμήσου συ να μεγαλώσεις» τόλεγε4 ο πατέρας. Κάθε μέρα, τα ίδια, αλλά δεν ξύπναγε το παιδί. Μια μέρα λέει το παιδί στη μάνα «Μάνα φτιάκε μια πίτα

να την πάρω να την πάω στο χωράφι στον πατέρα». «Που θα πας μωρέ παιδί μου εσύ;» Αλλά το παιδάκι, την έβαλε τη μάνα του’ φτιακε μια πίτα, ένα κομμάτι ίσιαμε το μπόι του, την πήρε και πάει για το χωράφι. Με τα ποδαράκια του τα μικρά λίγο-λίγο πήγε. Έφτακε στο χωράφι, είχε γένει μεσημέρι. Πιάνει τον όχτο και φωνάζει «Ωρ τάτο5, πούθε να ‘ρθω; Από τη μέση-μέση ή απ’ την άκρην-άκρη;» «Έλα μω μπίρ6 πούθε θέλεις. Έλα απ’ την άκρην-άκρη». Έκατσε το παιδί, έφαγε την άκρη τση πίτας. Βήκε πάλε στον όχτο και φωνάζει «Ω τάτο, πούθε να’ ρθω μωρέ; Από τη μέση-μέση ή απ’ την άκρην-άκρη;» «Έλα μωρέ παιδί μου απούθε θέλεις. Έλα από τη μέση-μέση». Έκατσε το παιδί, έφαγε και τη μέση απ’ την πίτα. Έμεινε ένα μικρό κομματάκι. Κίνησε, έφτακε εκεί που ήταν ο πατέρας με το ζευγάρι τα βόδια και όργωνε. Πήρε ο πατέρας ότι είχ’ απομείκει και έκατσε στη γκορτζιά7 αποκάτω να φάει, να πάρει μιαν ανάσα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μπαίνει το παιδί μέσα στο αυτί του ενού βοδιού και αρχίνησε «Ις, ιιις» να λέει στα βόδια κι αυτά όργωναν μαναχά8 τους. Περνάγανε τότες δυο κλέφτες, τηράνε τον πατέρα κάτω απ’ τη γκορτζιά να τρώει και τα βόδια να οργώνουν μαναχά τους και θιάμαξαν9 «Μωρέ τι ζευγάρι είν’ τούτο! Θα παραφυλλάξουμε να ιδούμε που θα πάει, να πάμε τη νύχτα να το κλέψομε». Νύχτωσε η μέρα, σκώθηκ’ ο πατέρας, έμασε τα βόδια κίνησαν για το σπίτι. Όπως πήγαιναν έπεσε το παιδάκι από τ’ αυτί του βοδιού κάτω. Φώναξε, αλλά ο πατέρας δεν τ’ άκουσε. Πήρε ένα φύλλο το παιδί έκατσε σε μια ρίζα, σκεπάστηκε να κοιμηθεί να διαβεί η νύχτα. Πέρασαν οι κλέφτες το πάτησαν στο ποδάρι. «Τι με πατείτ’ ωρέ!» φώναξε. Ξαφνιάστηκαν οι κλέφτες, δεν ήβλεπαν κανένα. «Μη με πατείτ’ ωρέ! Εδώ κάτω!» Κοιτάν’ οι κλέφτες, τον πιάνουν. «Τι ‘σαι συ ωρέ;» «Για, ήμουνα με τον πατέρα μου στο χωράφι και οργώναμε». Γέλασαν οι κλέφτες «Εσύ μωρέ όργωνες;» «Εγώ, για! Είχα μπει στ’ αυτί του βοδιού, και το κανονάρχαγα10, ις, ιιις και όργωναν» «Εσύ μωρέ ήσουνα; Τώρα θα μας πας σπίτι σας να πάρουμε τα βόδια ειτ’ αλλιώς θα σε σκοτώσουμε και σένανε και τον πατέρα σου». Τι να κάνει, τσου11 πήγε στ’ αχούρι12 τους. Τους δείχνει «Για, εδώ μέσα είναι» Τον βάλανε απ’ την κλειδαρότρυπα μέσα, να τα λύσει, ναν τους ανοίξει, να τα πάρουν. Βάνει τότες μια φωνή «Ποιο να βγάλω πρώτα; Το μελί, για το κανελί13;» «Μη φωνάζεις ωρέ!. Βγάλε όποιο θέλεις» «Μωρέ σας λέω. Ποιο να βγάλω πρώτο, το μελί, για το κανελί;» Άκουσε τσι φωνές ο πατέρας σκώθηκε, του δείχνει το παιδί «Για, αυτοί ειν’ οι κλέφτες», πήρε το ντουφέκι του σημάδεψε, μπαμ-μπαμ τσου ξάπλωσε κάτω. 1 Περίσσεψε 2 Έμενε 3 Αύριο 4 Του έλεγε 5 Τάτος, ο πατέρας 6 Μπιρ, το παιδί 7 Αγριαχλαδιά 8 Μόνα τους 9 Απόρεσαν 10 Καθοδηγούσα 11 τους 12 Αχυρώνας, σταύλος 13 Αυτό που έχει το χρώμα του μελιού ή αυτόπου έχει το χρώμα της κανελλας;