ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Ο ΠΑΠΠΑΣ...

1
Όπως μου τα ‘χε μολοήσει η γιαγιά μου. Ο παππάς κ’ η παπαδιά Ήτανε μια φορά ένας παππάς και μια παπαδιά. Είχανε και ένα παιδί. Γένηκε το παιδί, άντρας. Βρήκε μια τσούπρα 1 , όμορφη, άσπρη- άσπρη και κόκκινη, την έφερε νύφη. Ο παππάς κι η παπαδιά δεν τη θέλανε. «Τι μας την ήφερε τη ντάτσω 2 !», είπ’ η παπαδιά. «Μπολιορί 3 θα μας κάμει στον κόσμο». Αλλά τι να κάμουν, την ήθελε το παιδί τους, έκατσαν και τσου καμώθηκε. Λίγο μετά το γάμο, έφυγε το παιδί να πάει στην ξενιτειά, να καζαντήσει 4 . «Νύφη 5 » λέει στη γυναίκα του, «Να τιμάς και να σέβεσαι τα πεθερικά σου, λόγο να μην τσου γυρίσεις. Πρι ντο χρόνο θα γυρίσω». «Ο, τι πεις αφέντη 6 μ’» αποκρίθηκε. «Μάννα!» γύρισε στην παπαδιά «Τήρα, θυγατέρα να την έχεις τη γυναίκα μου. Ταχιά να γυρίσω να σας έβρω με το χαμόγελο». «Βασίλισσα θα ντην έβρης γυιέ μου» Έφυγε το παιδί, αλλά ο παππάς με ντην παπαδιά δεν άφηναν τη νύφη σε χλωρό κλαρί. Από ντη μαύρη νύχτα τη σήκωναν να κάνει δουλειές. «Σύρε νύφη στο πιάδι τώρα πού ‘ναι νύχτα ακόμα, να γιομίσεις τσι βουτσέλες και δε θα ‘ναι άλλες και σου πάρουν το νερό». Έφευγ’ η νύφη κοιμόνταν πάλε η παπαδιά. Κι όταν γύρναγε σπίτι, ίσια στη δουλειά: να βγάλει τα ίδια 7 , να παστρέψει 8 , να πάει στο λόγγο για ξύλα, να κάψει το φούρο 9 , να ζυμώσει, να φουρνίσει, να σκαλίσει το κήπο, να γνέσει, να ταΐσει τσι κότες, να μάσει τα ίδια, να τ’ αρμέξει, να τσου βάλει κλαρί, να πάει στο περβόλι. Όλες τσι δουλειές η νύφη απ το χάραμα ως τη νύχτα 10 και η πεθερά να δίνει διαταές από την αγκονή 11 . Έφτανε το μεσημέρι φώναζ’ ο παππάς: «Νύφη, βάλε να φάμε!». Έστρωνε τραπέζι η μαύρη η νύφη, κάθονταν ο παππάς κι η παπαδιά, έκανε το σταυρό ο παππάς και αρχίναγαν να τρώνε. Δεν πρόκανε η νύφη να βάλει χαψιά ψωμί στο στόμα, φώναζ΄ο παππάς : «Νύφη φέρε νερό». Κι ας ήταν γιομάτος ο μαστραπάς 12 νερό. Έφερν’ η μαύρη νερό. Κάθονταν πάλε να φάει, φώναζ’ η παπαδιά: «Νύφη φέρε ψωμί». Κι ας ήταν τόσο το ψωμί απάνω στο τραπέζι. Πήγαινε η νύφη. Όσο να πάει και να ‘ρθει η νύφη για νερό, ψωμί, μαχαίρι, πετσέτα έτρωγαν ο παππάς κι η παπαδιά. Και ίσια 13 που κάθονταν η νύφη στο τραπέζι, έλεγ’ ο παππάς: «Χορταμένος ο παππάς, χορταμέν’ η παπαδιά, σκώστε τα μωρέ παιδιά», κι έκανε το σταυρό του. Τι να ‘καν’ η νύφη, σκώνονταν, νηστική μάζωνε το τραπέζι. Τα φαγιά τα ΄περνε η παπαδιά τα ‘βανε στ’ αρμάρι και το κλείδωνε, να μη βρει η νύφη και φάει. Θέλανε να την ξεκάνουν. Αλλά αυτή σκασμένη όλ’ ομόρφαινε. Πέρναγ’ ο καιρός. Λέει του παππά η παπαδιά: «Παππά, αυτήν η βρώμα δε θα ψοφήσει μαναχή 14 της. Κοντεύει να ‘ρθει και το παιδί κι αυτήνη αντίς να μαραζώσει, αυγαταίνει. Να ντση δώκομε φαρμάκι .» Ούτε να σκεφτεί την αμαρτία ο παππάς, πήγε κι έπιακ΄ ένα φίδι, το πήγε σπίτι και λέει τση νύφης: «Νύφη, έφερα χέλι ναν το μαγειρέψεις να φάμε.» Δεν κατάλαβε τίποτες η μαύρη, το μαγέρεψε, τόβαλε στο τραπέζι. Έκατσαν, έκανε το σταυρό ο παππάς, πήρ΄ ένα κομμάτι η μαύρη, ναν το βάλει στο στόμα, πριν ναν τη σκώσουνε. Ίσια που πέρασε στο λαιμό, μαχαρώθηκε 15 . Την πήραν ο παππάς με την παπαδιά και την έβαλαν στο κρεβάτι, περίμεναν να πεθάνει. Τότες, μπήκε μέσα το παιδί από τα ξένα. Ρωτάει που είν΄ η γυναίκα του. «Για, κάτι έφαε και ξάπλωσε» είπ’ η παπαδιά. Τηράει το παιδί στο τραπέζι, βλέπει το φίδι στο πιάτο, κατάλαβε. Πάνει μέσα, βάνει το δάχτυλο στο λαιμό, το τίναξ’ όξω. Άνοιξ’ τα μάτια η καμένη, είδε τον άντρα της κι έβαλε τα κλάματα. Του ‘πε που την είχαν νηστική του πεθαμού, για τσι δουλειές που την είχανε δούλα, όλα τα μαρτούρια 16 πούχε πάθει. Γυρνάει και το παιδί, αρπάει τον παππά και την παπαδιά και τσου διώχνει απ’ το σπίτι. Και έκατσε με τη γυναίκα του και ζήσανε μαζί αγαπημένα. 1 Κοπέλα 2 Στα κατωχώρια Φιλιατών (Γηρομέρι, Πλαίσιο, Σίδερη, Φανερωμένη και Φοινίκι) χαρακτήριζαν υποτιμητικά τους κατοίκους των ορεινών ως «Ντάτσηδες» (πιθανόν, άνθρωποι των δασών) 3 Ρεζίλι 4 Πλουτήσει 5 Συνηθισμένη προσφώνηση για τις παντρεμένες γυναίκες, που πολλές έκαναν χρόνια να ακούσουν το όνομα τους. 6 Αντίστοιχη προσφώνηση της γυναίκας προς τον σύζυγο της. Υποδήλωνε και την σχέση εξουσίας. 7 Γίδια 8 Καθαρίσει 9 Φούρνο 10 Εδώ χαρακτηριστικά δίνεται η ζωή της γυναίκας ως τα μέσα του 20 ου αιώνα στα χωριά μας όπου οι άντρες ήταν μετανάστες και οι γυναίκες αγρότισσες και νοικοκυρές με σκληρή δουλειά. 11 Δίπλα στο τζάκι 12 Κανάτα 13 Μόλις 14 Μόνη της 15 Σαν να της έβαλαν μαχαίρι 16 Μαρτύρια, βασανιστήρια

description

ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Ο ΠΑΠΠΑΣ ΚΙ Η ΠΑΠΑΔΙΑ

Transcript of ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Ο ΠΑΠΠΑΣ...

Page 1: ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Ο ΠΑΠΠΑΣ ΚΙ Η ΠΑΠΑΔΙΑ

Όπως μου τα ‘χε μολοήσει η γιαγιά μου. Ο παππάς κ’ η παπαδιά

Ήτανε μια φορά ένας παππάς και μια παπαδιά. Είχανε και ένα παιδί. Γένηκε το παιδί, άντρας. Βρήκε μια τσούπρα1, όμορφη, άσπρη- άσπρη και κόκκινη, την έφερε νύφη. Ο παππάς κι η παπαδιά δεν τη θέλανε.

«Τι μας την ήφερε τη ντάτσω2!», είπ’ η παπαδιά. «Μπολιορί3 θα μας κάμει στον κόσμο». Αλλά τι να κάμουν, την ήθελε το παιδί τους, έκατσαν και τσου καμώθηκε. Λίγο μετά το γάμο, έφυγε το παιδί να πάει στην ξενιτειά, να καζαντήσει4. «Νύφη5» λέει στη γυναίκα του,

«Να τιμάς και να σέβεσαι τα πεθερικά σου, λόγο να μην τσου γυρίσεις. Πρι ντο χρόνο θα γυρίσω». «Ο, τι πεις αφέντη6 μ’» αποκρίθηκε. «Μάννα!» γύρισε στην παπαδιά «Τήρα, θυγατέρα να την έχεις τη γυναίκα μου. Ταχιά να γυρίσω να σας έβρω με το χαμόγελο». «Βασίλισσα θα ντην έβρης γυιέ μου»

Έφυγε το παιδί, αλλά ο παππάς με ντην παπαδιά δεν άφηναν τη νύφη σε χλωρό κλαρί. Από ντη μαύρη νύχτα τη σήκωναν να κάνει δουλειές. «Σύρε νύφη στο πιάδι τώρα πού ‘ναι νύχτα ακόμα, να γιομίσεις τσι βουτσέλες και δε θα ‘ναι άλλες και σου πάρουν το νερό». Έφευγ’ η νύφη κοιμόνταν πάλε η παπαδιά. Κι όταν γύρναγε σπίτι, ίσια στη δουλειά: να βγάλει τα ίδια7, να παστρέψει8, να πάει στο λόγγο για ξύλα, να κάψει το φούρο9, να ζυμώσει, να φουρνίσει, να σκαλίσει το κήπο, να γνέσει, να ταΐσει τσι κότες, να μάσει τα ίδια, να τ’ αρμέξει, να τσου βάλει κλαρί, να πάει στο περβόλι. Όλες τσι δουλειές η νύφη απ το χάραμα ως τη νύχτα10 και η πεθερά να δίνει διαταές από την αγκονή11.

Έφτανε το μεσημέρι φώναζ’ ο παππάς: «Νύφη, βάλε να φάμε!». Έστρωνε τραπέζι η μαύρη η νύφη, κάθονταν ο παππάς κι η παπαδιά, έκανε το σταυρό ο παππάς και αρχίναγαν να τρώνε. Δεν πρόκανε η νύφη να βάλει χαψιά ψωμί στο στόμα, φώναζ΄ο παππάς : «Νύφη φέρε νερό». Κι ας ήταν γιομάτος ο μαστραπάς12 νερό. Έφερν’ η μαύρη νερό. Κάθονταν πάλε να φάει, φώναζ’ η παπαδιά: «Νύφη φέρε ψωμί». Κι ας ήταν τόσο το ψωμί απάνω στο τραπέζι. Πήγαινε η νύφη. Όσο να πάει και να ‘ρθει η νύφη για νερό, ψωμί, μαχαίρι, πετσέτα έτρωγαν ο παππάς κι η παπαδιά. Και ίσια13 που κάθονταν η νύφη στο τραπέζι, έλεγ’ ο παππάς: «Χορταμένος ο παππάς, χορταμέν’ η παπαδιά, σκώστε τα μωρέ παιδιά», κι έκανε το σταυρό του. Τι να ‘καν’ η νύφη, σκώνονταν, νηστική μάζωνε το τραπέζι. Τα φαγιά τα ΄περνε η παπαδιά τα ‘βανε στ’ αρμάρι και το κλείδωνε, να μη βρει η νύφη και φάει. Θέλανε να την ξεκάνουν. Αλλά αυτή σκασμένη όλ’ ομόρφαινε.

Πέρναγ’ ο καιρός. Λέει του παππά η παπαδιά: «Παππά, αυτήν η βρώμα δε θα ψοφήσει μαναχή14 της. Κοντεύει να ‘ρθει και το παιδί κι αυτήνη αντίς να μαραζώσει, αυγαταίνει. Να ντση δώκομε φαρμάκι.» Ούτε να σκεφτεί την αμαρτία ο παππάς, πήγε κι έπιακ΄ ένα φίδι, το πήγε σπίτι και λέει τση νύφης: «Νύφη, έφερα χέλι ναν το μαγειρέψεις να φάμε.» Δεν κατάλαβε τίποτες η μαύρη, το μαγέρεψε, τόβαλε στο τραπέζι. Έκατσαν, έκανε το σταυρό ο παππάς, πήρ΄ ένα κομμάτι η μαύρη, ναν το βάλει στο στόμα, πριν ναν τη σκώσουνε. Ίσια που πέρασε στο λαιμό, μαχαρώθηκε15. Την πήραν ο παππάς με την παπαδιά και την έβαλαν στο κρεβάτι, περίμεναν να πεθάνει.

Τότες, μπήκε μέσα το παιδί από τα ξένα. Ρωτάει που είν΄ η γυναίκα του. «Για, κάτι έφαε και ξάπλωσε» είπ’ η παπαδιά. Τηράει το παιδί στο τραπέζι, βλέπει το φίδι στο πιάτο, κατάλαβε. Πάνει μέσα, βάνει το δάχτυλο στο λαιμό, το τίναξ’ όξω. Άνοιξ’ τα μάτια η καμένη, είδε τον άντρα της κι έβαλε τα κλάματα. Του ‘πε που την είχαν νηστική του πεθαμού, για τσι δουλειές που την είχανε δούλα, όλα τα μαρτούρια16 πούχε πάθει. Γυρνάει και το παιδί, αρπάει τον παππά και την παπαδιά και τσου διώχνει απ’ το σπίτι. Και έκατσε με τη γυναίκα του και ζήσανε μαζί αγαπημένα.

1 Κοπέλα 2 Στα κατωχώρια Φιλιατών (Γηρομέρι, Πλαίσιο, Σίδερη, Φανερωμένη και Φοινίκι) χαρακτήριζαν υποτιμητικά τους κατοίκους των ορεινών ως «Ντάτσηδες» (πιθανόν, άνθρωποι των δασών) 3 Ρεζίλι 4 Πλουτήσει 5 Συνηθισμένη προσφώνηση για τις παντρεμένες γυναίκες, που πολλές έκαναν χρόνια να ακούσουν το όνομα τους. 6 Αντίστοιχη προσφώνηση της γυναίκας προς τον σύζυγο της. Υποδήλωνε και την σχέση εξουσίας. 7 Γίδια 8 Καθαρίσει 9 Φούρνο 10 Εδώ χαρακτηριστικά δίνεται η ζωή της γυναίκας ως τα μέσα του 20ου αιώνα στα χωριά μας όπου οι άντρες ήταν μετανάστες και οι γυναίκες αγρότισσες και νοικοκυρές με σκληρή δουλειά. 11 Δίπλα στο τζάκι 12 Κανάτα 13 Μόλις 14 Μόνη της 15 Σαν να της έβαλαν μαχαίρι 16 Μαρτύρια, βασανιστήρια