Το Σπαθί Της Λύκης-Το Κάλεσμα Του Λύκου

280
Το Σπαθί Της Λύκης: Το Κάλεσμα Του Λύκου Φίλιππος Σερίφης

description

Ο δεύτερος και τελευταίος τόμος. Ο Έκτορας και η συντροφιά του, έχοντας στην κατοχή τους το Σπαθί της Λϋκης ψάχνουν συμμάχους στον πόλεμο εναντίον του Ζακχαέρ Ντων και των Εφτά Ιερέων. Θα βιώσουν τις αλλαγές στον κόσμο των Ανθρώπων, θα γνωρίσουν μαγεία άλλοτε κρυμμένη, θα αντιμετωπίσουν το σκότος γύρω και μέσα στις κοινωνίες του κόσμου.

Transcript of Το Σπαθί Της Λύκης-Το Κάλεσμα Του Λύκου

Το Σπαθί Της Λύκης:

Το Κάλεσμα Του Λύκου

Φίλιππος Σερίφης

Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο:

Στη Μαρία, που αναβίωσε το παραμύθι μέσα μου και είναι πάντα

εκεί να με ξεναγήσει σε αυτό, όταν το χρειάζομαι…

Στη Φένια και τον Τζανάκο, που μαζί εξερευνήσαμε κάθε πτυχή της

συντροφικότητας και της φιλίας και τις δυναμώσαμε μέσα από τον

χρόνο, τα δάκρυα και τα γέλια..

Στην κάθε «Ανδρομάχη» που υπάρχει στην καρδιά κάθε «Έκτορα»…

Έξω απ’ την Σπηλιά των Μυστηρίων

άνω από την κορυφή του Κούφιου Γίγαντα, τα σύννεφα πετούσαν

μακριά, αφήνοντας να φανεί ξανά το πρόσωπο του ουρανού,

θλιμμένο και κοκκινισμένο από τα δάκρυα βροχής που έριχνε

ολημερίς. Η Αφροδίτη φάνηκε πάνω από τα σκοτεινά περιγράμματα των

βουνών. Και η λάμψη της δεν ήταν παρά σταγόνες αίματος που

σκορπιόνταν στον ορίζοντα και έλουζαν την συντροφιά, η οποία καθόταν

ακόμα σκυφτή και λυπημένη στα βράχια, έξω από την Πύλη της Φώτισης.

Εκείνη την νυχτιά, κανένα άστρο δεν χαμογελούσε, το φως τους

σαβάνωνε η ομίχλη της θλίψης. Ο ανέφελος ουρανός γίνηκε χίλια

κομμάτια, τον θρυμμάτισαν οι φευγαλέες λάμψεις των μυριάδων

πεφταστεριών, που γκρεμίζονταν στη γη, ανήμπορα να κρατηθούν στο

στερέωμα. Το βάρος της λύπης ήταν αβάσταχτο, έπεφταν συντετριμμένα

από τον ουρανό, χρωματίζοντας την νύχτα με ασημένιες κλωστές που

σχημάτιζαν την μορφή του Αριστοτέλη και χάνονταν, όπως είχε χαθεί και

εκείνος.

Οι λύκοι δεν είχαν πάψει να ουρλιάζουν, ο άνεμος δεν κόπασε στιγμή,

τα νυχτοπούλια ακόμα τραγουδούσαν νεκρώσιμες μελωδίες και οι

τέσσερις άνθρωποι πότιζαν την γη κλαίγοντας, αδιάκοπα. Παρηγοριά δεν

έβρισκαν οι καρδιές τους, οι ψυχές τους έλιωναν από την απώλεια του

σπουδαίου συντρόφου τους, γίνονταν δάκρυα και χύνονταν έξω από τις

σάρκες. Κανείς τους δεν είχε δύναμη να κάνει ούτε βήμα, ακόμα και ο

Ερμής καθόταν σκυφτός σε ένα βράχο και έκρωζε αδύναμα. Υπό την

βροχή των μετέωρων, ο Έκτορας έσφιγγε δυνατά στην αγκαλιά του την

Ανδρομάχη, ακουμπούσε το κεφάλι του στα στήθια της και αναρωτιόταν

που θα έβρισκε δύναμη για την συνέχεια της αποστολής του. Ένιωθε να

αιωρείται στο κενό, τρικυμίες πόνου και θλίψης σάρωναν τα σωθικά του

και κάθε φορά που αναθυμόταν το πρόσωπο του μάγου, την βαθιά

κατευναστική φωνή του, το γελαστό στόμα του, τα σοφά μάτια του, μια

παγωμένη λεπίδα χωνόταν στην καρδιά του, πότιζε φαρμάκι το αίμα του

και πλημμύριζε με καυτά δάκρυα τα μάτια του. Ήθελε να μιλήσει στην

κοπέλα, να της πει πως πονούσε για να απαλύνει την οδύνη, όμως κάθε

λέξη γινόταν λυγμός και έπεφτε πονεμένος στο χώμα. Ούτε η Ανδρομάχη

είχε κουράγιο να μιλήσει, ούτε κανείς άλλος στη συντροφιά, το μέγεθος

της λύπης τους δεν μπορούσε να εκφραστεί με την φτήνια των λέξεων.

Μόνο με θρήνους, με σπαραγμούς και με σκυφτά κεφάλια. Μήπως

μιλούσε ο ουρανός, η γη, ο αέρας, οι λύκοι και τα πουλιά; Ανείπωτη ήταν

η λύπη για ολάκερη την φύση, έκλαιγε βουβά και οδυρόταν.

Κάποια στιγμή, στα βάθη της νύχτας, ο Έκτορας σηκώθηκε όρθιος και

απομακρύνθηκε από την συντροφιά. Κάθισε μόνος σε έναν βράχο, δίπλα

στον γκρεμό. Κοίταξε το Σπαθί της Λύκης, που αντιφέγγιζε τις φευγαλέες

λάμψεις των πεφταστεριών. Έπειτα, έκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε

Π

τα αλυχτίσματα των λύκων. Κάτι άλλαξε στην ψυχή του νεαρού εκείνη

την νύχτα. Από παιδί, ο Έκτορας λάτρευε αυτά τα ζώα. Όπως και εκείνος,

έτσι και ο λύκος είναι ένα ον δυνατό αλλά ντροπαλό συνάμα. Θαρραλέο

αλλά φιλήσυχο, αφοσιωμένο στην αγέλη του. Αγαπάει την γαλήνη της

νύχτας ενώ είναι και σύμβολο του Φωτός. Ωστόσο, όταν ο λύκος βρεθεί

μεταξύ σφύρας και άκμονος, φανερώνει μια άλλη πλευρά του. Ξυπνάει

μέσα του το θεριό, βγαίνει στην επιφάνεια μια παράτολμη οργή, μια

ακατάπαυστη δίψα για μάχη μέχρι θανάτου. Τούτο το κτηνώδες πνεύμα

ξύπνησε από τα πιο πρωτόγονα, ανεξερεύνητα βάθη της ψυχής του

Έκτορα. Περιφερόταν μανιασμένο, δάγκωνε και πλήγωνε τα σπλάχνα

του. Η ανάσα του φύσηξε στα μαύρα, σαν κάρβουνα, μάτια του νεαρού

και άναψε μια άσβεστη, δυνατή φλόγα, τόσο τρομερή που κανείς δεν

μπορούσε να τον κοιτάξει κατάματα δίχως να αισθανθεί φόβο. Και μέσα

από αυτήν την πύρινη λαίλαπα, ξεπεταγόταν ο οργισμένος λύκος,

ουρλιάζοντας δυνατά και γυμνώνοντας τα δόντια. Απαιτούσε θάνατο,

εκδίκηση για τον χαμό του Αριστοτέλη.

Ο Έκτορας σηκώθηκε όρθιος, ύψωσε το σπαθί και κραύγασε δυνατά.

Και η φωνή του ενώθηκε με των λύκων, έγιναν ένα όπως και οι ψυχές

τους. Κατέρρευσε στο χώμα, εξουθενωμένος από το θηρίο μέσα του και

από τον χαμό του Αριστοτέλη που ακόμα στοίχειωνε τις αναμνήσεις του.

Διαρκώς ερχόταν στο νου του η στιγμή που το γιγάντιο γεράκι

τσακιζόταν από το μαστίγωμα της ουράς του Μάρντουκ Σίρρους. Και

κάθε φορά που έβλεπε μέσα του αυτήν την σκηνή, ένιωθε και ο ίδιος την

μέση του να τσακίζεται, αισθανόταν την καρδιά του να σταματάει από

τον πόνο και την ψυχή του να ουρλιάζει. Τα δάκρυα κύλησαν πάνω στον

βράχο, τον έκαψε η φλόγα της λύπης που κουβαλούσαν, θρυμματίστηκε

και έγινε χώμα.

Ο πρωινός ήλιος υποδέχθηκε την άυπνη συντροφιά. Ήταν αγέλαστος

και οι ακτίνες του ψυχρές και άχρωμες. Ακόμα και το γαλάζιο του

ουρανού είχε μια άχαρη νότα, απρόθυμη ήταν ακόμα η φύση να γελάσει

και να δώσει την ζεστασιά της. Στην κορυφή του βουνού, ο Αχιλλέας

σηκώθηκε όρθιος και σκούπισε τα μάτια του. Δεν ήξερε ο άντρας ότι είχε

τόσα δάκρυα να χύσει, ότι μπορούσε να αισθανθεί τόση λύπη. Μυριάδες

συντρόφους είχε χάσει κατά καιρούς, όμως πρώτη φορά αισθάνθηκε τόσο

έντονα πόνο, τόσο ζωντανή, σχεδόν απτή, την μελαγχολία της απώλειας.

Αναστέναξε βαθιά, συγκράτησε δύο δάκρια που πολιορκούσαν τα μικρά

του μάτια και πλησίασε τον Φίλιππο:

«Είναι πολύ νωπή η θλίψη, ακόμα και για μένα. Ξέρω ότι κανείς δεν

έχει διάθεση να συζητήσει, όμως είναι καιρός να κατεβούμε από τούτο το

αναθεματισμένο βουνό. Έχιδνες το κατοικούν, ας μην το ξεχνάμε.

Μάλλον είναι κλονισμένες από τον σεισμό, ίσως βέβαια, ακόμα και αυτές

να νιώθουν θλίψη στις καταραμένες καρδιές τους. Όμως δεν θα μείνουν

κρυμμένες για πολύ ακόμα. Κάθε μέρα που μένουμε εδώ, αυξάνεται ο

κίνδυνος να δεχθούμε επίθεση. Πρέπει να φύγουμε»

Ο Φίλιππος έγνεψε θετικά, δίχως να στραφεί. Άντλησε κάθε ψυχικό

απόθεμα που του απέμεινε και σηκώθηκε όρθιος. Μαζί με τον Αχιλλέα,

μίλησαν στην Ανδρομάχη, εκείνη συμφώνησε και έστρεψε τα

κοκκινισμένα, πρησμένα μάτια της στον Έκτορα, που είχε γυρισμένη την

πλάτη στην συντροφιά και κοιτούσε το κενό, βουρκωμένος. Με

δισταχτικά βήματα, τον πλησίασε και έπιασε τους ώμους του. Άνοιξε το

στόμα της, όμως πρώτος μίλησε εκείνος:

«Πολύ θα νόμιζαν ότι υπήρξε κηδεμόνας μου απλώς, ή και δάσκαλος.

Όμως δεν υπάρχει λέξη σε καμία γλώσσα που να χαρακτήριζε τον

Αριστοτέλη, την σχέση μου με εκείνον. Λέξεις όπως “φίλος”, “πατέρας”,

“δάσκαλος”, “μέντορας”, ωχριούν. Νιώθω σαν να έχασα τον ίδιο τον

εαυτό μου, σαν να ακρωτηριάστηκε η ψυχή μου».

Η Ανδρομάχη αναστέναξε και κάθισε δίπλα του. Έσφιξε το χέρι του

στο δικό της και το χάιδεψε. Έπειτα, έδωσε την απάντηση της:

«Υπάρχει μια λέξη που τον χαρακτήριζε, που θα τον χαρακτηρίζει

πάντα, στους αμέτρητους αιώνες που θα περάσουν: “Αριστοτέλης”. Το

όνομα του, οι πράξεις του θα αντηχούν μέσα στον χώρο και τον χρόνο

μέχρι να πάψουν να υπάρχουν και τα δύο. Θα αντηχούν και μέσα από τις

δικές μας πράξεις, Έκτορα. Αβάσταχτη είναι η λύπη, το ξέρω και

αισθάνομαι το μέγεθος της δικής σου στην καρδιά μου. Όλη η φύση

πενθεί τον χαμό του, το βλέπεις. Όμως, ενώ πενθούμε, πρέπει να

προχωρήσουμε. Η αποστολή μας δεν τελείωσε ακόμα. Ας κατέβουμε τον

Κούφιο Γίγαντα και ας συνεχίσουμε, τιμώντας έτσι και τα ηρωικά

κατορθώματα του Αριστοτέλη»

«Μάταια, μάταια όλα φαντάζουν πλέον. Κι αν υπήρχε κάποια ελπίδα

μέσα μου, πέθανε μαζί του. Να συνεχίσουμε; Για πού; Γιατί; Η αποστολή

είναι μετέωρη στο κενό, δίχως τον Αριστοτέλη»

Τα μάτια της Ανδρομάχης σπίθισαν, έπιασε το πρόσωπο του Έκτορα

και τον κοίταξε κατάματα.

«Υπάρχουν τρία άτομα εδώ πέρα που πιστεύουν σε σένα. Ο

Αριστοτέλης πίστευε σε σένα. Δεν θέλω να έχεις κάποια ελπίδα, ούτε

εγώ έχω, θέλω να ορθώσεις το ανάστημα σου πάνω από το Σκότος. Θέλω

να τιμήσεις τις προσπάθειες της συντροφιάς, τον θάνατο του Αριστοτέλη.

Έχεις δύναμη μέσα σου, Έκτορα, ακόμα και αν η θλίψη σκεπάζει τις

αισθήσεις σου και δεν το βλέπεις. Μην πολεμάς τον πόνο σου, άσε τον να

σε γεμίσει και να σε δυναμώσει. Διδάξου από αυτόν και, μέσα από το

μαύρο πέπλο του, δες την δύναμη σου. Την δύναμη της συντροφιάς μας.

Θα είμαι συνεχώς πλάι σου, θα πολεμήσω μαζί σου, θα κλάψω μαζί σου,

όμως δεν θα επιτρέψω να παραδοθείς στην αδράνεια. Η αποστολή μας

δεν τελείωσε, αγάπη μου. Και σε χρειαζόμαστε»

Το πάθος της Αμαζόνας έδωσε κουράγιο στον Έκτορα, σκούπισε τα

μάτια του, άδραξε το Σπαθί της Λύκης και σηκώθηκε. Πλησίασαν, μαζί,

τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα. Ο τελευταίος έγνεψε ενθαρρυντικά στον

Έκτορα και προπορεύτηκε της συντροφιάς, καθώς άρχισε την κατάβαση

από τον Κούφιο Γίγαντα. Μονοπάτια δεν υπήρχαν και ο γκρεμός ήταν

απότομος σε ορισμένα σημεία, κάνοντας την διαδρομή ιδιαίτερα

επικίνδυνη. Οι τέσσερις σύντροφοι αγκομαχούσαν, γλιστρώντας στα

κοφτερά βράχια και στο διαβρωμένο έδαφος, ενώ κοιτούσαν συνεχώς

πίσω τους, ώσπου η Πύλη της Φώτισης χάθηκε από τα μάτια τους. Τα

χέρια τους κόπηκαν στις αιχμηρές πέτρες, τα πόδια τους πληγιάστηκαν,

όμως ήταν μουδιασμένοι, ναρκωμένοι από την λύπη και πόνο δεν

αισθάνονταν. Χαρακωμένα από δάκρυα ήταν τα πρόσωπα τους, όμως δεν

χύνονταν από την ταλαιπωρία της κατάβασης, παρά από τις οδυνηρές

αναμνήσεις της Σπηλιάς των Μυστηρίων που άφηναν ξωπίσω.

Μετά από κάμποση ώρα, η διαδρομή εξομαλύνθηκε και η πορεία τους

έγινε ευκολότερη. Ο Αχιλλέας δεν μπόρεσε να βρει κάποιο μονοπάτι,

ωστόσο ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι δεν εντόπισε ίχνη

Εχιδνών. Αναρωτήθηκε, για ακόμα μια φορά, αν πενθούσαν και εκείνες

για τον χαμό του μάγου ή αν απλώς είχαν φοβηθεί από τον σεισμό που

τον ακολούθησε, πριν δύο μέρες. Ακούραστοι και αμίλητοι, οι τέσσερις

διένυσαν αδιάκοπα πολλά μέτρα, ώσπου το άλικο φως του Αποσπερίτη

μάτωσε τον ουρανό για ακόμα ένα δειλινό. Ομίχλη τύλιξε το βουνό και,

μέσα από τα υγρά ξέφτια της, το ασημένιο φως των αστεριών τρύπωνε

θλιμμένο και αδύναμο. Αποφάσισαν να ξεκουραστούν σε ένα κοίλωμα

του βουνού που είχε σαν σκεπή έναν μεγάλο βράχο. Δεν είχαν προμήθειες

για να φάνε, μόνο λίγο νερό είχε μείνει στα παγούρια τους από την

Αίθουσα της Φύσης. Ασυναίσθητα, η θύμηση τους πλανήθηκε πάλι στον

Αριστοτέλη και στα φαγητά που έφτιαχνε με μία κίνηση του ραβδιού του.

Την σιωπή, που βάραινε τους ώμους της συντροφιάς, έσπασε ο Ερμής ο

οποίος έκρωξε σιγανά και πέταξε στον ώμο του Έκτορα. Εκείνος

αναστέναξε, ήπιε μια γουλιά νερό και χάιδεψε το γεράκι στον λαιμό.

«Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, δεν έχω το χάρισμα του φίλου μας,

Ερμή. Ήσουν πολύτιμος σύντροφος και πολεμιστής με θάρρος αντάξιο

του μάγου που σε ανέθρεψε. Μα δεν χρωστάς σε εμένα την αφοσίωση

που έδειξες σε εκείνον. Και σπαράζει η καρδιά μου να βλέπω ένα πλάσμα

του ουρανού να σέρνεται στο έδαφος, μαζί μας. Τίμα την ελευθερία που

διδαχθήκαμε και οι δύο από τον Αριστοτέλη, πέτα στους αιθέρες, μακριά

από τις αναμνήσεις που ταλανίζουν τις ψυχές μας. Πέτα και διηγήσου την

περιπέτεια που ζήσαμε μαζί, πες στα πετούμενα, στον ουρανό και τον

άνεμο για τον δοξασμένο θάνατο του Αριστοτέλη. Πέτα αδερφέ μου,

πέτα»

Το κατωσάγονο του Έκτορα έτρεμε όσο έλεγε αυτά τα λόγια και τα

δάκρυα του αντιφέγγιζαν τα ασημένια υφαντά της καταχνιάς. Ο Ερμής

χάιδεψε με το ράμφος του το μάγουλο του νεαρού, έκρωξε σιγανά και ο

Έκτορας ένιωσε μέσα του, ήταν σίγουρος, ότι τούτο το κρώξιμο σήμαινε

«αντίο». Ήθελε να του απαντήσει, όμως λυγμοί σκαρφάλωναν από την

καρδιά του και δεν μπόρεσε να ανοίξει το στόμα του. Έγνεψε αόριστα και

τότε το γεράκι άνοιξε τις δυνατές φτερούγες του, χάθηκε στην ομίχλη,

αφήνοντας πίσω του μια μακρόσυρτη, περήφανη κραυγή. Μαζί του,

χάθηκε και το τελευταίο στοιχείο που τους θύμιζε τον Αριστοτέλη, νόμιζε

ο Έκτορας. Όμως τότε, μια αναλαμπή φώτισε τα μάτια του. Ψαχούλεψε

το δισάκι του κοντανασαίνοντας και έβγαλε από μέσα ένα αντικείμενο

τυλιγμένο με ένα κομμάτι ύφασμα.

«Η καρδιά του Ιάσωνα». Σχολίασε σιγανά η Ανδρομάχη, την ώρα που

ο Έκτορας την έσφιξε στο στήθος του, κλαίγοντας σιγανά. Η κοπέλα τον

αγκάλιασε, χάιδεψε τα μαλλιά του και τον φίλησε στο μέτωπο. Όταν ο

Έκτορας ανέκτησε τον αυτοέλεγχο του, την ρώτησε:

«Τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνουμε με τούτη»;

«Θυμάμαι ότι ο Ιάσωνας ήθελε να την πάρει η Μήδεια. Όμως

αμφιβάλλω αν θα την συναντήσουμε ποτέ. Δεν ξέρω, ας την φυλάξουμε

μέχρι να σκεφτούμε κάτι. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συναντήσουμε

μπροστά μας, χαοτικό είναι το μέλλον και το αβέβαιο παρόν, που

τυλίγεται σιγά-σιγά στο σκοτάδι, σκεπάζει κάθε πρόβλεψη. Μην το

σκέφτεσαι ακόμα»

«Μου λείπει, Ανδρομάχη. Μου λείπει πάρα πολύ. Χάθηκε και η

σιγουριά που χαρακτήριζε την συντροφιά μας, μαζί του. Όλα μοιάζουν

μετέωρα πλέον, έτοιμα να γκρεμιστούν με το παραμικρό παραστράτημα»

«Το ξέρω, το ξέρω ότι σου λείπει. Λείπει και σε μένα που τον ήξερα

μόνο μερικές μέρες, ήταν σπουδαίος, σε όλους μας λείπει, πόσο μάλλον

σε σένα. Όμως δεν νομίζω ότι ο Αριστοτέλης πίστευε ποτέ πως η

αποστολή μας ήταν σίγουρη. Θα έλεγα, ειδικά εκείνος θα αναγνώριζε

πόσο αβέβαιος είναι ο δρόμος που ξετυλίγεται μπροστά μας. Απλά τον

Αριστοτέλη δεν τον τρόμαζε το χάος του μέλλοντος. Περίμενε

υπομονετικά να ξεκαθαρίσει, να γίνει παρόν και τότε το αντιμετώπιζε

θαρρετά. Ίσως πρέπει να τον μιμηθούμε, να διδαχθούμε από εκείνον»

«Δεν έχω το δικό του θάρρος, ούτε την σοφία και την δύναμη του»

«Έχεις όμως και θάρρος και σοφία και δύναμη. Το ίδιο και εγώ και ο

Φίλιππος και ο Αχιλλέας. Θα στηρίξουμε ο ένας τον άλλον κάθε στιγμή

και μαζί θα ανταποδώσουμε θαρραλέα το βλέμμα στο μέλλον, που

περιπαιχτικά μας χλευάζει. Δεν θα πω: “μην φοβάσαι, μην λυπάσαι”. Να

φοβάσαι, να λυπάσαι αλλά να αναγνωρίζεις και την πιθανότητα της

επιτυχίας, τις δυνατότητες της συντροφιάς μας. Η δύναμη σου δεν είναι

μόνο το Σπαθί της Λύκης, Έκτορα. Η δύναμη σου είναι η δύναμη μας και

αντίστροφα. Γι’ αυτό έννοιες όπως συντροφικότητα, έρωτας, αγάπη,

ελευθερία έχουν τόσο βάρος, κουβαλάνε μέσα τους ανεξάντλητη ισχύ»

Τα λόγια της τον γέμισαν θάρρος, έπιασε το χέρι της και το έφερε στο

στήθος του, να ζεστάνει την καρδιά του. Εκείνη πλησίασε το πρόσωπο

της στο δικό του, φίλησε το μέτωπο, τα μάτια και τα χείλη του. Άκουσε

ένα μακρόσυρτο αλύχτισμα ο Έκτορας, αρχικά νόμισε πως ήταν ο λύκος

μέσα του που ούρλιαζε, αναζωογονημένος από το πάθος της Αμαζόνας,

όμως κατάλαβε πως ήταν μια παλιά φίλη του, που είχε να την δει από την

Αίθουσα της Φύσης. Η Νύχτα ούρλιαζε πονεμένα, στοίχειωνε με το

πένθιμο τραγούδι της την συντροφιά, την τιμούσε με το οργισμένο

γρύλισμα της.

Εκείνη την νύχτα μπόρεσαν να κοιμηθούν, έπειτα από δύο άγρυπνα

μερόνυχτα. Το φάντασμα του μάγου τριγυρνούσε στα όνειρα τους, δεν

τους άφηνε ακόμα να γαληνέψουν. Εφιάλτες με τον Μάρντουκ Σίρρους

να καίει την συντροφιά, τον Αριστοτέλη να στέκεται τσακισμένος,

καμένος μπροστά τους, με την σκιά της Σεθίρηκα να τους παγώνει τους

κυρίεψαν και ο ύπνος περισσότερο τυράννησε τους τέσσερις συντρόφους,

παρά τους ξεκούρασε. Το πρωινό αγιάζι τους ξύπνησε, τα κοκκινισμένα,

πρησμένα μάτια τους δεν αντίκρισαν τον ήλιο, καθώς ήταν κρυμμένος

πίσω από το γκρίζο σάβανο της ομίχλης που αγκάλιαζε ακόμα τον

Κούφιο Γίγαντα. Αυτό δυσκόλεψε περισσότερο τον Αχιλλέα να βρει

περάσματα και η κάθοδος τους γινόταν αργά και απρόθυμα, καθώς το

ομιχλιασμένο τοπίο βάραινε της καρδιές τους, ενώ ήταν πεινασμένοι και

ταλαιπωρημένοι από την νυχτερινή υγρασία. Εξαιτίας της έλλειψης

συγκέντρωσης, δύο φορές ο Έκτορας κινδύνεψε να πέσει σε βαθιές

ρωγμές και ο Φίλιππος στραμπούλιξε το πόδι του, όταν πιάστηκε

ανάμεσα από δύο βράχια. Τα ρούχα τους ήταν εντελώς κουρελιασμένα

και το ψυχρό αγιάζι τα έκανε να πλαταγίζουν και τα κορμιά τους

τουρτούριζαν. Καταματωμένα ήταν τα χέρια τους, που είχαν κοπεί στα

μυτερά βράχια και τα πόδια τους πρησμένα και φουσκαλιασμένα από την

αδιάκοπη οδοιπορία.

Η ομίχλη άρχισε να αραιώνει καθώς το υψόμετρο μειωνόταν.

Αδύναμες και δισταχτικές, οι ακτίνες του ήλιου άγγιξαν τα κορμιά των

συντρόφων, δίχως να μπορέσουν να τα ζεστάνουν. Η ράχη του Κούφιου

Γίγαντα άχνιζε, καθώς η πρωινή δροσιά εξατμιζόταν. Την ίδια ώρα, ο

Αχιλλέας εντόπισε μια μικρή πηγή και η συντροφιά έκανε στάση δίπλα

στο νερό που τραγουδούσε κελαριστά. Ο ήλιος κατέβαινε από το ζενίθ

του ουρανού και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι λαχανιασμένες ανάσες

των τεσσάρων συντρόφων και το τρίξιμο των πουρναριών καθώς

λικνίζονταν από τον αέρα.

«Πόσο υπολογίζεις ότι θέλουμε ακόμα, Αχιλλέα»; Ρώτησε ο Έκτορας

αφού ήπιε μια μεγάλη γουλιά παγωμένο νερό από την πηγή.

«Αν συνεχίσουμε με αυτόν τον ρυθμό και σταματήσουμε την νύχτα,

δεν θα κατέβουμε πριν από αύριο το μεσημέρι». Ακούστηκε η βροντερή

φωνή του άντρα, που είχε ανέβει σε έναν ψηλό βράχο και κοιτούσε τον

δρόμο που τους έμενε ως τα ριζά του βουνού.

«Καθυστερούμε, καθυστερούμε πολύ. Ίσως θα έπρεπε να ταχύνουμε

τον ρυθμό». Είπε ο Έκτορας σιγανά. Σηκώθηκε όρθιος και αντίκρισε τον

ορίζοντα που φαινόταν θολός και αβέβαιος μέσα από τα γκρίζα ξέφτια.

«Είναι θετικό όμως το γεγονός ότι η γη από κάτω μας δεν έγινε άντρο

Θανατώριων. Δεν καθυστερήσαμε πολύ στην Σπηλιά ή ο Ζακχαέρ Ντων

κινείται αργά. Όπως και να έχει, κατά τα φαινόμενα, έχουμε χρόνο».

Απάντησε πίσω του η Ανδρομάχη. Ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε

στο πρόσωπο του νεαρού μετά από αρκετό καιρό, που δεν είχε σχέση με

τα λόγια της κοπέλας. Μια μαύρη φιγούρα αχνοφαινόταν μερικά μέτρα

παρακάτω, να κάθετε πάνω σε έναν στρόγγυλο βράχο.

«Έλα εδώ». Ψιθύρισε στην Αμαζόνα. Οδήγησε το βλέμμα της στον

βράχο και η κοπέλα χαμογέλασε αδύναμα. Η Νύχτα τους έγνεψε,

σηκώθηκε στα δυνατά της πόδια και χάθηκε πίσω από τις πέτρες.

«Τούτη η λύκαινα είναι ο μόνος σύνδεσμος που μου έμεινε με την

ξεγνοιασιά της Ροτενσνέικ. Η μόνη υπόσχεση που έχω ότι μπορώ να

ξαναζήσω έτσι. Γιατί οι αναμνήσεις μου μοιάζουν πλέον νεκρωμένες και

οδύνη τις συνοδεύει»

«Ίσως δεν πρέπει να στηρίζεσαι σε αυτό πλέον, Έκτορα. Ξέρουμε από

πρώτο χέρι ότι το παρελθόν δεν αναβιώνει και ο χρόνος κυλά μόνο προς

μια κατεύθυνση. Καταλαβαίνω πόσο γλυκιά είναι η γεύση των

ξέγνοιαστων χρόνων που πέρασαν. Και εγώ πλανήθηκα πολλές φορές στο

παρελθόν, όμως δεν θα ξανάρθει. Έχεις σκεφτεί ότι η Ροτενσνέικ μπορεί

να έχει πέσει; Δεν θέλω να φανώ μίζερη ή απαισιόδοξη. Όμως υπάρχει η

πιθανότητα το καθεστώς της Σεθίρηκα να αφήσει αγιάτρευτες πληγές

στον κόσμο και τις ψυχές μας. Ναι, η ξεγνοιασιά είναι εφικτή, όμως μην

την κυνηγάς με οδηγό το παρελθόν»

Ο Έκτορας δεν απάντησε, έσκυψε το κεφάλι και πήρε δύο βαθιές

ανάσες. Ήταν αλήθεια ότι δεν είχε σκεφτεί το ενδεχόμενο ο Ζακχαέρ

Ντων να έχει κυριεύσει την Ροτενσνέικ. Έμοιαζε άτρωτη, αναλλοίωτη,

ακόμα και από τον χρόνο, στις αναμνήσεις του. Όμως η Αμαζόνα είχε

δίκιο. Δεν μπορούσε να ελπίζει πως θα ξαναζούσε, ότι θα ξανά

αισθανόταν όπως παλιά. Μπορούσε μόνο να ελπίζει στον Φίλιππο, στον

Αχιλλέα, στο Σπαθί της Λύκης, σε εκείνη. Την έπιασε από το μπράτσο,

την έφερε κοντά του και την φίλησε.

«Οδήγα με εσύ λοιπόν. Σκίσε με τα βέλη σου τα σκοτάδια που

υψώνονται και φανέρωσε μου ένα μέλλον γεμάτο έρωτα. Γιατί οδηγό στα

μονοπάτια και τους δαιδάλους του έχω εσένα, πολεμίστρια μου»

«Μαζί θα σχίσουμε τα σκοτάδια. Πλάι θα είμαστε και θα υψώσουμε το

ανάστημα στη Σκιά. Μαζί θα εξερευνήσουμε το μέλλον, μαζί θα

χαράξουμε πάνω του το σχήμα του έρωτα». Του απάντησε και τον

φίλησε.

Ξεκίνησαν ξανά την πορεία τους, έπειτα από λίγα λεπτά. Τάχυναν τον

ρυθμό τους, όσο τους επέτρεπε ο ανώμαλος, βραχώδης δρόμος. Οι

αποσκευές τους ήταν λιγοστές και μπορούσαν να σκαρφαλώνουν

ανάλαφρα τα βράχια και να πηδούν πάνω από τις ρωγμές. Ο χρόνος που

περνούσε δίχως γυρισμό, η ζεστασιά του ουρανού και οι δεσμοί που

ένωναν την συντροφιά τους έδωσαν δύναμη να αφήσουν κατά μέρος την

λύπη και τον πόνο, ενέργεια γέμισαν τα κορμιά τους ξανά, οι ψυχές τους

ορθώθηκαν με την πολεμική περηφάνια που τις διέκρινε. Ακόμα και όταν

ο ήλιος έπεσε, δεν σταμάτησαν το βάδισμα, έβλεπαν πλέον τα ριζά του

βουνού καθαρά και την κοιλάδα που ξανοιγόταν στην παγωμένη σκιά

του. Υπό τα αλυχτίσματα των λύκων και τις τραγουδιστές ευλογίες των

αηδονιών συνέχισαν να κατηφορίζουν, με οδηγούς το ερωτικό φως της

Σελήνης και τα μελωδικά λαμπυρίσματα των άστρων. Έχιδνες δεν

φάνηκαν πουθενά, ήταν ακόμα κρυμμένες στις απαίσιες φωλιές τους,

μοναχικά εμπόδια έστεκαν οι μυριάδες βράχοι και γκρεμοί του Κούφιου

Γίγαντα. Συνέχισαν τον κατηφορικό δρόμο δίχως να λογαριάζουν

κούραση, δίχως να λογαριάζουν πληγές, αντιστέκονταν πεισματικά στην

οδύνη που πολιορκούσε τις ψυχές τους. Συνέχισαν να βαδίζουν ώσπου,

περασμένα μεσάνυχτα, τα πονεμένα πόδια τους δρόσισε το γρασίδι της

κοιλάδας. Τότε η εξάντληση τους κυρίευσε και κατέρρευσαν στα ριζά του

βουνού. Δεν είχαν δυνάμεις να ανάψουν φωτιά, δεν είχαν καν όρεξη να

ανταλλάξουν μια κουβέντα. Με ένα θυμωμένο μουγκρητό από την

κορυφή, ο Κούφιος Γίγαντας αποχαιρέτησε την συντροφιά, την παρέδωσε

στον Μορφέα να την περιπλανήσει σε όνειρα βασανιστικά, πικρά από την

γεύση των αναμνήσεων, σκοτεινά όπως το μέλλον που τους περίμενε.

Ο Έκτορας ξύπνησε πριν χαράξει ο ήλιος. Μοναχικός ο Αυγερινός τον

καλημέρισε και έμοιαζε σαν μια σταγόνα αίμα στο βαθυγάλαζο βελούδο

του πρωινού ουρανού.

Γονάτισε και άγγιξε με τα δύο του χέρια το γρασίδι. Ένας αναστεναγμός

βγήκε από τα χείλη του και έπεσε βαρύς στο χώμα, απλώθηκε στην

άχρονη γη και την πόνεσε. Δακρυσμένη ήταν και εκείνη, γεμάτη με

δροσοσταλίδες που φάνταζαν σαν αστέρια σε πράσινο στερέωμα.

Έκλεισε τα μάτια ο νεαρός, γέμισαν τα ρουθούνια του από τις μυρουδιές

του χώματος, των αγριόχορτων και του αέρα. Μπήκαν μέσα του, γέμισαν

την καρδιά του και ξύπνησαν στην ψυχή του πρωτόγονες ορμές και πάθη,

αφυπνιστήκαν τα ένστικτα, νιώθοντας την ευωδιά των σπλάχνων της

μάνας τους, της Μητέρας Φύσης. Ξάφνου, ένα άρωμα επισκίασε κάθε

άλλο, όπως ο Ήλιος κρύβει το αδύναμο φως των νυχτερινών άστρων. Και

η καρδιά του Έκτορα πήρε το σχήμα μιας Αμαζόνας με μακριά, μαύρα

μαλλιά και δύο γαλαζοπράσινα αστέρια για μάτια. Και το κορμί του έγινε

ένα με τις δροσοσταλίδες, άστραψε και δροσίστηκε μόλις τα χέρια της το

άγγιξαν. Άνοιξε τα μάτια, χάιδεψε το πρόσωπο της, βύθισε το πρόσωπο

του στα μαλλιά της και πλανήθηκε από το άρωμα τους. Εκείνη τον έσφιξε

στην αγκαλιά της, έπιασε το πρόσωπο του και τα μάτια της του

τραγούδησαν κατευναστικές, ονειρικές μελωδίες. Τα χείλη τους

ενώθηκαν και έμειναν έτσι ώσπου να ανατείλει ο ήλιος.

Ο Έκτορας σηκώθηκε όρθιος και έβγαλε από το θηκάρι το παλιό σπαθί

του. Το κράτησε με τα δυο του χέρια και έστρεψε το βλέμμα στην κορυφή

του Κούφιου Γίγαντα που ήταν καλυμμένη στην ομίχλη. Αναστέναξε και

πρόφερε σιγανά:

«Στάθηκε σύντροφος μου σε μεγάλους κινδύνους, προστάτεψε εμένα

και τον Αριστοτέλη από πολλούς κινδύνους, περισσότερους από όσους

φανταζόμουν όταν το απέκτησα. Εκπλήρωσε επάξια το καθήκον του,

όμως είναι γεμάτο αναμνήσεις, βαραίνει στο χέρι μου το παρελθόν κάθε

φορά που το κραδαίνω. Και εκεί όπου πηγαίνουμε, καλύτερα το παρελθόν

να μείνει κρυφό, καλά προφυλαγμένο στο νου μου, στις ουλές του

σώματος μου». Δάκρυα στάλαξαν από τα μάτια του και έπεσαν, έγιναν

ένα με την δροσιά της γης και ξέχασαν τον πόνο που τα έκαιγε. Ο

Έκτορας ύψωσε το σπαθί και το κάρφωσε μέχρι την μέση στο χώμα,

κάτω από τα ριζά του βουνού. »Μείνε εδώ όπου έπεσε ο καλύτερος της

συντροφιάς μας. Μείνε εδώ για πάντα, διηγήσου στο χώμα και στα

βράχια την περιπέτεια μας, φώτισε με την λάμψη σου τα απορημένα

βλέμματα των μελλοντικών ταξιδιωτών. Κόψε τους εχθρούς που

περιτριγυρίζουν τούτο το μέρος, όπως έκανες όταν συντρόφευες το χέρι

μου. Μείνε εδώ και χάραξε σε κάθε νου, φιλικό ή εχθρικό το όνομα του:

Αριστοτέλης ο Μάγος. Μείνε εδώ και μετέφερε το Κάλεσμα του Λύκου,

το δικό μου κάλεσμα σε κάθε διαβάτη. Εγώ θα υποδεχθώ όσους

ανταποκριθούν σε αυτό, με αγκαλιές τους φίλους και με την κόψη του

Σπαθιού της Λύκης τους εχθρούς».

Νιώθοντας την αβάσταχτη οδύνη που τον κυρίεψε, η Ανδρομάχη τον

αγκάλιασε σφιχτά. Τον έπιασε από το χέρι και τον απομάκρυνε, τον

κάθισε στο έδαφος κοντά στην υπόλοιπη συντροφιά και τον φίλησε.

«Αιώνια μου φαίνεται θα με κυριεύει η απώλεια του. Ανεξίτηλα

χαραγμένη μοιάζει στο νου μου η στιγμή του χαμού του»

«Το ξέρω αγάπη μου, το νιώθω και εγώ. Ίσως να μην απαλλαχτούμε

ποτέ από αυτά τα συναισθήματα. Όμως, αργά ή γρήγορα θα καταφέρουμε

να ζούμε, να πολεμάμε, να γελάμε, να γιορτάζουμε, έστω και με αυτά.

Δεν είναι εύκολο, ωστόσο θα γίνει. Η λήθη είναι μια πολυτέλεια που δεν

έχουμε, είτε από επιλογή είτε από τύχη. Αλλά έχουμε δύναμη και αγάπη

μέσα μας. Και μόνο αυτά χρειαζόμαστε. Θα δεις, Έκτορα, θα έρθει η

στιγμή που θα αντικρίζουμε θαρρετά τις αναμνήσεις μας. Και την οδύνη

τους θα τιμάμε με γέλιο, την σκοτεινιά τους με φωτιές, τον θάνατο με

έρωτα»

«Θυμάμαι την Αίθουσα του Θανάτου, τις δύο πηγές έξω από το παλάτι

του Άδη. Θυμάσαι που μας είχε μιλήσει ο Αριστοτέλης για αυτές; Η Πηγή

της Λήθης και η Πηγή της Μνημοσύνης. Σκεφτόμουν πως αν τις είχα

μπροστά μου δεν θα ήξερα από ποια να πιώ. Η καρδιά μου σαγηνεύεται

από την λήθη, όμως ο νους μου, σφυρηλατημένος από τις διδαχές του

Αριστοτέλη, ζητά την μνημοσύνη. Τούτο το δίλλημα με βασανίζει

διαρκώς. Όμως έχεις δίκιο. Δεν έχουμε την πολυτέλεια της λήθης, αν

είναι όντως πολυτέλεια και όχι εχθρός της σκιάς, ντυμένος με πολυτελή

ενδύματα. Πρέπει να πορευτούμε, λοιπόν και οι καιροί αποφάσισαν, αντί

για μένα, να το κάνουμε με τις ευλογίες της Μνημοσύνης»

Χάιδεψε ξανά τα μαλλιά της και την φίλησε. Έπειτα, με τα χέρια

ενωμένα πλησίασαν τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα, που είχαν μόλις

ξυπνήσει. Κάθισαν όλοι σταυροπόδι, σιωπηλοί για κάμποσες στιγμές,

ώσπου τον λόγο πήρε ο Αχιλλέας:

«Έκτορα, θα ήθελα να μιλήσουμε οι δυο μας. για λίγο, αν θες»

«Ειλικρινά, θα προτιμούσα όχι. Τούτη η συντροφιά είναι δεμένη,

Αχιλλέα, ερωτευτήκαμε, ματώσαμε, γελάσαμε και πονέσαμε, όλοι μαζί.

Ας τιμήσουμε τα δεσμά που μας δένουν, με εμπιστοσύνη και σεβασμό»

Ο άντρας αναστέναξε και έσκυψε το κεφάλι. Ήταν παράξενα

δισταχτικός. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μίλησε.

«Δεν είναι η έλλειψη σεβασμού, εμπιστοσύνης ή αγάπης που δένει την

γλώσσα μου, παρά η ντροπή. Όμως, έχεις δίκιο. Λοιπόν, πέρα στη δύση,

αρκετά μακριά από εδώ, υπάρχει η πόλη-κράτος της Νέθας. Πολιτεία

ισχυρή και δοξασμένη». Έκανε μια παύση και ξεροκατάπιε. Με ένα

νεύμα, ο Έκτορας τον παρακίνησε να συνεχίσει.

»Βασιλιάς της είναι ο Πελίας, που είναι και ο μεγάλος μου αδερφός.

Είχα πολεμήσει για πολλά χρόνια στο πλευρό του και είναι πιθανό να

συμμαχήσει μαζί μας, αν του το ζητήσω. Θα έχεις έναν πανίσχυρο στρατό

στην διάθεση σου, αν συμφωνήσει να βοηθήσει». Ο Έκτορας έγνεψε

αόριστα, εκδηλώνοντας την σύγχυση του.

«Και γιατί ντρεπόσουν να πεις αυτά τα πράγματα; Προσφέρεις

σημαντική βοήθεια και, επιτέλους, έχουμε κάπου να στραφούμε για

συμμάχους!»

Ο Αχιλλέας κάγχασε και άρχισε να παίζει το τσεκούρι στα χέρια του,

αμήχανα.

«Προφανώς δεν έχετε ακουστά τον Πελία. Στην πραγματικότητα

ήμασταν τρία αδέρφια, ο Πελίας είναι ο μεσαίος. Διάδοχος του θρόνου

ήταν ο μεγάλος μας αδερφός, ο Οδυσσέας. Πριν καν ενηλικιωθούμε, ο

Πελίας έπεισε τον πατέρα μας με δόλια μέσα να εξορίσει τον Οδυσσέα

και να ορίσει εκείνον διάδοχο του. Είναι άπληστος και αδίσταχτος. Όπως

είπα, πολέμησα στο πλευρό του για πολλά χρόνια, όμως δεν είμαι

καθόλου περήφανος γι’ αυτό. Δεν ήταν λίγες οι φορές που σφαγιάσαμε

αμάχους, ακόμα και γυναικόπαιδα»

Τώρα, ο Έκτορας κατανόησε πλήρως τους δισταγμούς του άντρα. Ήταν

εμφανές ότι δεν του ήταν εύκολο να μιλάει για το παρελθόν του, πολλοί

νεκροί κρέμονταν από αυτό και βάραινε τους ώμους του. Ο νεαρός

σιώπησε, σκεπτικός. Αντάλλαξε ένα βλέμμα με την Ανδρομάχη, έπειτα

στράφηκε στον Φίλιππο που καθόταν συνοφρυωμένος. Τελικά, απάντησε:

«Διστάζω να στραφώ σε έναν τέτοιον άνθρωπο για συμμαχία, είναι η

αλήθεια. Όμως και ο ίδιος θα χρειαστεί να πολεμήσει τον Ζακχαέρ Ντων,

όταν η σκιά της Σεθίρηκα φτάσει στο κατώφλι του. Καλύτερα να

πολεμήσουμε μαζί, παρά ο καθένας μόνος του. Ο κλοιός στενεύει, δεν

έχουμε περιθώρια να είμαστε εκλεκτικοί στους συμμάχους μας. Ίσως,

μετά τον πόλεμο, ο Πελίας να λογοδοτήσει για τα εγκλήματα του, σε μένα

και εσένα. Προς το παρόν όμως, ο εχθρός μας είναι κοινός»

Με ένα γνέψιμο, ο Αχιλλέας συμφώνησε, αν και κάπως απρόθυμα.

«Οπότε θα πορευτούμε προς τη Νέθας»; Αναρωτήθηκε ο Φίλιππος.

Ήταν η σειρά του Έκτορα να διστάσει, ξερόβηξε και έπλεξε τα χέρια του

από αμηχανία. Με σκυμμένο το κεφάλι είπε:

«Ξέρω ότι ο εχθρός προχωράει, ήδη είπα ότι ο κλοιός του Ζακχαέρ

Ντων σφίγγει γύρω μας, ωστόσο έχω μια επιθυμία πριν στραφούμε σε

διάφορες πολιτείες, προς αναζήτηση συμμαχιών. Ο Αριστοτέλης είχε

αναφέρει ένα δάσος κοντά στην Σπηλιά των Μυστηρίων, που κατοικείται

από μια θεά, η οποία υπήρξε σύντροφος του στο παρελθόν. Την Ρέα, που

τα πλάσματα του δάσους την φωνάζουν “Μητέρα”. Αν συμφωνείτε, θα

ήθελα να την επισκεφτώ».

«Κυνηγάμε φαντάσματα του παρελθόντος με αυτόν τον τρόπο,

Έκτορα. Καταλαβαίνω τον λόγο που θες να πας εκεί, όμως δεν ξέρω αν

υπάρχει χρόνος. Ούτως η άλλως η Ρέα δεν μπορεί να μας βοηθήσει, είναι

θεά και δεν της επιτρέπεται να επέμβει στον κόσμο μας». Του αποκρίθηκε

σιγανά η Ανδρομάχη.

«Ο Ρα είχε πει ότι στον δρόμο μας θα βρούμε συμμάχους σε μέρη που

δεν θα περιμένουμε. Η Ρέα σίγουρα δεν μπορεί να μας βοηθήσει,

τουλάχιστον όχι άμεσα, αλλά μπορεί στο δάσος της να συναντήσουμε

διάφορα πλάσματα που να θέλουν να συμμαχήσουν μαζί μας. Ακόμα και

αν δεν βρούμε κανέναν, πιστεύω πως η Ρέα θα μπορέσει να μας δώσει

συμβουλές, ίσως και προμήθειες για την συνέχεια του ταξιδιού μας. Δεν

μου φαίνεται κακή ιδέα να πάμε στο δάσος της». Ανταπάντησε ο

Φίλιππος.

«Ο μόνος σύμμαχος στον οποίο μπορούμε να στραφούμε αυτήν την

στιγμή είναι ένας έκφυλος βασιλιάς της δύσης. Δεν υπάρχει κάποιος

συγκεκριμένος δρόμος να ακολουθήσουμε, ούτε κάποιο προκαθορισμένο

σχέδιο. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε όποια βοήθεια μπορέσει να

προσφέρει ένας Αθάνατος, είτε είναι συμβουλές είτε σύμμαχοι. Ας μην

ξεχνάμε άλλωστε, ότι ο Αριστοτέλης μιλούσε για αυτήν με μεγάλη

εκτίμηση. Ίσως το ταξίδι μας εκεί να αποδειχθεί κάτι πολυτιμότερο από

κυνήγι φαντασμάτων, αν και δεν αρνιέμαι ότι θα ήθελα να την επισκεφτώ

και γι’ αυτόν τον λόγο». Ξαναπήρε τον λόγο ο Έκτορας, απευθυνόμενος

κυρίως στην Ανδρομάχη. Εκείνη συλλογίστηκε για κάμποσα

δευτερόλεπτα και έπειτα έγνεψε θετικά. Στη συνέχεια μίλησε ο Αχιλλέας:

«Δεν έχω πρόβλημα να πάμε στην θεά, αλήθεια είναι ότι η συντροφιά

μας δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο προορισμό αυτήν την στιγμή. Όμως

εγώ δεν έχω ιδέα που βρίσκεται το δάσος της και υποθέτω ούτε κανείς

άλλος ανάμεσα μας». Τα λόγια του προσγείωσαν απότομα τον Έκτορα

και γκρέμισαν το χαμόγελο από το πρόσωπο του. Πράγματι, κανείς τους

δεν γνώριζε το παραμικρό για το δάσος της Ρέας, ο μόνος που ήξερε την

τοποθεσία του είχε χαθεί στην Σπηλιά των Μυστηρίων.

Τότε, μια ελπίδα φούντωσε στα στήθια του νεαρού και είχε τον ήχο μιας

κραυγής που σπάνια ακουγόταν τα πρωινά. Με ένα μακροσκελές

αλύχτισμα, η Νύχτα έμοιαζε να απαντά στην ερώτηση του Αχιλλέα. Η

κραυγή της λύκαινας αναπτέρωσε το ηθικό του νεαρού και τα στήθια του

ερμήνευσαν επ’ ακριβώς τα λόγια της. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει τον

λόγο, ωστόσο ήταν βέβαιος πως η Νύχτα θα τους οδηγούσε στην Ρέα. Οι

υπόλοιποι το θεώρησαν τρελό, όμως θυμήθηκαν ότι και ο Αριστοτέλης

συχνά εμπιστευόταν το γεράκι του. Ίσως η ικανότητα που είχε να

επικοινωνεί άμεσα με τα πλάσματα της Φύσης να μεταλαμπαδεύτηκε

ασυνείδητα στον Έκτορα. Ή ίσως η λυκίσια φύση του Έκτορα να ήταν

κάτι περισσότερο από μια φλόγα στα μάτια του, από ένα κτήνος στην

καρδιά του.

Αποφάσισαν να εμπιστευτούν το προαίσθημα του νεαρού και εκείνος

προχώρησε προς το μέρος της κοιλάδας, από όπου ακούστηκε το

αλύχτισμα της Νύχτας. Εκείνη τον περίμενε δίπλα από μια μοναχική

φλαμουριά που στεκόταν κοντά σε ένα ρυάκι, στα ανατολικά της

κοιλάδας. Μόλις η συντροφιά την πλησίασε, έφυγε τρέχοντας και πήγε σε

έναν ψηλό λόφο στα όρια της κοιλάδας. Εκεί σταμάτησε, περιμένοντας

την συντροφιά να την ακολουθήσει. Χαμογελώντας έκπληκτη, η

Ανδρομάχη άρχισε να σκαρφαλώνει τον λόφο, πίσω από τον Έκτορα.

Ήταν σίγουρο ότι η λύκαινα τους οδηγούσε κάπου.

Ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει ψηλά, γέμισε με ξανθές πτυχώσεις το

γαλανό πέπλο του ουρανού, ζέστανε την γη και αλάφρωσε, από την

δροσιά της νύχτας, το χορτάρι και τα σκυφτά λουλούδια. Το αγέρωχο

βλέμμα του επέβλεπε την φύση πάνω από τα γαλάζια περιγράμματα των

αρχαίων βουνών και στράφηκε στην συντροφιά των τεσσάρων ανθρώπων

που βρισκόταν λίγο πιο κάτω από την μέση του λόφου. Ήταν ψηλός αλλά

ομαλός και ολότελα ανθισμένος με λευκά κρίνα και κίτρινες μαργαρίτες,

οπότε οι τέσσερις σύντροφοι τον σκαρφάλωναν χωρίς ιδιαίτερο κόπο και,

μεθυσμένοι καθώς ήταν από την ευωδιά των λουλουδιών και του

γρασιδιού, δεν ένιωθαν κούραση. Η Νύχτα είχε ήδη φτάσει στην κορυφή

και περίμενε καθισμένη τους ανθρώπους να την προλάβουν.

Τελικά, έφτασε το μεσημέρι ώσπου οι τέσσερις να ανέβουν στην κορυφή

του λόφου. Εκεί, εξουθενωμένοι και με τρεμάμενα πόδια, ξάπλωσαν στο

ολάνθιστο έδαφος. Δύο οξιές χάριζαν απλόχερα την σκιά τους στη

συντροφιά και οι πυκνές φυλλωσιές τους τραγουδούσαν ερωτευμένες από

το άγγιγμα του ανέμου. Το στομάχι του Έκτορα διαμαρτυρήθηκε και τότε

ο νεαρός συνειδητοποίησε ότι η συντροφιά είχε να φάει μέρες ολόκληρες.

Οι προμήθειες τους είχαν τελειώσει και τριγύρω δεν υπήρχε τίποτε

φαγώσιμο, ούτε κάποιο ζώο που θα μπορούσαν να σκοτώσουν.

Προσπάθησε να παρηγορήσει την πείνα του πίνοντας μια μεγάλη γουλιά

νερό, όμως το στομάχι του γουργούριζε διαρκώς. Οι τέσσερις

ξεκουράστηκαν κάμποσα λεπτά κάτω από την δροσιά των οξιών και

σηκώθηκαν να συνεχίσουν την πορεία τους.

Στο μεταξύ, η λύκαινα είχε κατέβει τον λόφο και βάδιζε γοργά προς τον

βορρά όπου διαφαινόταν μια συστάδα κυπαρισσιών, πλαισιωμένη από

βράχια. Έσφιξε το ζωνάρι με το θηκάρι του σπαθιού ο Έκτορας και

άρχισε την κατάβαση, ακολουθούμενος από την Ανδρομάχη, τον Φίλιππο

και ουραγό τον Αχιλλέα. Η κατηφορική πορεία ήταν αισθητά πιο εύκολη

και η λιακάδα, η θάλασσα των λουλουδιών και η ευωδιαστές μυρωδιές

που ανέβαιναν από το χώμα ήταν παρηγοριά τόσο στα ταλαιπωρημένα

κορμιά των συντρόφων όσο και στις ψυχές τους που ταλανίζονταν ακόμα

από τον χαμό του Αριστοτέλη. Έτρεχαν στην κατηφορική ράχη του

λόφου, έτρεχαν λες και προσπαθούσαν να αφήσουν πίσω τους την οδύνη.

Έτρεχαν, θαρρείς, στην αγκαλιά της λησμονιάς, να ξεχαστούν ο πόνος, η

σκιά του θανάτου και τα δάκρυα. Το απομεσήμερο έφτασαν στα ριζά του

λόφου και συνέχισαν δίχως σταματημό προς την συστάδα των δέντρων.

Οι σκιές άρχισαν να μακραίνουν, έσβηνε ο ήλιος πίσω από την ψύχρα

των χιονισμένων κορφών και ξεθάρρεψαν, άρχισαν να γεμίζουν την

πλάση με σκοτάδι. Τις λαχανιασμένες αναπνοές των ανθρώπων κάλυψαν

τα τριζόνια, τα νυχτοπούλια και τα τσακάλια που είχαν ξυπνήσει και

τραγουδούσαν. Ο ορίζοντας βάφτηκε άλικος και στον μενεξεδί ουρανό

αχνοφαίνονταν τα πρώτα αστέρια. Ανήμποροι να συνεχίσουν, οι τέσσερις

σύντροφοι κατέρρευσαν στις σκιές των πανύψηλων κυπαρισσιών. Ο

Φίλιππος άναψε φωτιά και ξάπλωσαν όλοι γύρω της. Έφαγαν μανιτάρια,

αγριοκάροτα και κεράσια, φαγώσιμα που βρήκε ο Αχιλλέας μετά από μια

σύντομη αναζήτηση στην περιοχή. Από μακριά ακούστηκε το αλύχτισμα

της Νύχτας, όμως αποφάσισαν να μην προχωρήσουν άλλο εκείνη την

μέρα. Ήταν εξουθενωμένοι και, στο σκοτάδι, μαζί με το φως των

αστεριών, θέριεψε η λύπη τους και τους κατέλαβε. Ο Φίλιππος και ο

Αχιλλέας κάθονταν με σκυφτά κεφάλια, ο Έκτορας χάζευε τις φλόγες που

χόρευαν ζωηρά και η Ανδρομάχη είχε παραδομένο το βλέμμα στο

αρχέγονο φως των άστρων. Κανείς τους δεν είχε όρεξη για κουβέντες,

κυριευμένα από σιωπή ήταν τα σώματα τους και οι ψυχές τους

ανοίχτηκαν στις μελωδίες της νύχτας, έγειραν στις ασημένιες αχτίδες των

αστεριών να βρουν παρηγοριά. Η σκέψη του Έκτορα στράφηκε στην Ρέα,

αναρωτήθηκε πως θα ήταν στην όψη τούτη η αρχαία θεά, ποια θα ήταν η

συμπεριφορά της απέναντι τους, πως θα έπρεπε να συμπεριφερθούν οι

ίδιοι και, κυρίως, τι θα μπορούσε να τους πει για τον Αριστοτέλη, για τον

καιρό που είχαν ζήσει μαζί.

Περασμένα μεσάνυχτα, η κούραση έγινε αβάσταχτη για την συντροφιά

και έγειρε για ύπνο. Ο Έκτορας προσφέρθηκε να φυλάξει πρώτος σκοπιά,

ο λύκος μέσα του φλογίστηκε από την σαγήνη της νύχτας και

τριγυρνούσε οργισμένος στα σωθικά του, στερώντας από τον νεαρό κάθε

όρεξη να κοιμηθεί. Κάθισε σε έναν πλατύ βράχο, έξω από την συστάδα

των δέντρων και έβγαλε από το θηκάρι το Σπαθί της Λύκης. Σπάθισε

μερικές φορές τον αέρα, να εκτονώσει την ένταση του, σχεδόν ευχόταν να

συναντούσε κάποιον εχθρό αυτήν την στιγμή να βγάλει πάνω του την

οργή που σιγόβραζε στο αίμα του. Έπειτα, είδε στην λαβή την

σκαλισμένη όψη του Μάρντουκ Σίρρους και τα γόνατα του λύθηκαν, τον

κάθισε κάτω το βάρος της λύπης.

Η Νύχτα ούρλιαζε, ανταποκρινόμενη στα καλέσματα των υπόλοιπων

λύκων που κατέβαιναν από τα βουνά να κυνηγήσουν. Από μία τρύπα,

ανάμεσα σε δύο βράχια δίπλα από τον Έκτορα, μια οχιά σύρθηκε έξω

γοργά και τα υγρά λέπια της αντιφέγγισαν το φως των άστρων, πριν χαθεί

στα ψηλά αγριόχορτα. Ολοζώντανη ήταν η νύχτα, πάνω από το κεφάλι

του νεαρού, νυχτοπούλια φτερούγιζαν, κρατώντας στα ράμφη τους

αρουραίους και έντομα. Τα τριζόνια κρυμμένα στις πέτρες και σε τρύπες

στο χώμα, τραγουδούσαν και έκαναν έρωτα. Η αεικίνητη και αέναη

εικόνα της φύσης γοήτευσε τον Έκτορα και απάλυνε την οδύνη του.

Έσφιξε την λαβή του Σπαθιού και ένιωσε ξανά το κτήνος να σαρώνει την

ψυχή του, να φλογίζει το νου του.

Δύο ώρες έπειτα, η Ανδρομάχη γλίστρησε αθόρυβα πίσω του και

χάιδεψε τα μαλλιά του. Κάθισε δίπλα του και εκείνος έπιασε το χέρι της

και το έφερε στο στήθος του.

«Πήγαινε να ξεκουραστείς. Θα συνεχίσω εγώ την σκοπιά». Του είπε,

χαϊδεύοντας το μάγουλο του με το ελεύθερο χέρι. Ο Έκτορας δεν

απάντησε, ούτε σηκώθηκε όρθιος. Την αγκάλιασε και αφέθηκε στην

μυρωδιά των μαλλιών της. Φίλησε τον λαιμό, τα μάγουλα, τα μάτια της

και έπειτα, λες και είχαν δικιά τους θέληση, μοναχά τα χείλη του

γλίστρησαν στα δικά της, διψασμένα για την δροσιά τους, πεινασμένα για

την γεύση τους.

«Αν ο έρωτας είναι τόσο δυνατός στις ανθρώπινες ψυχές, δεν μπορώ

παρά να αναρωτιέμαι πως τον βιώνουν οι αθάνατοι. Το σκεφτόμουν και

προηγουμένως, ανακαλώντας τις διηγήσεις του Αριστοτέλη για την σχέση

του με την Ρέα»

«Νομίζω πως ο έρωτας δεν παίρνει άλλη όψη στους θνητούς και άλλη

στους αθάνατους. Τέτοια είναι η ισχύς του που αψήφιστα κοιτά τον

θάνατο και την αθανασία, ίδια είναι η κυριαρχία του σε ολόκληρη την

φύση. Πιστεύω πως την ομορφιά του θαυμάζουνε το ίδιο ένα έντομο, ένα

λουλούδι, ένας λύκος, ένας άνθρωπος και ένας μάγος. Την ίδια ηδονή θα

αισθανθούν μόλις παραδοθούν στην αγκαλιά του και όμοιος θα είναι ο

πόνος μόλις χωρίσουν από αυτήν». Τα χέρια της χάιδεψαν το στήθος του,

τους ώμους και τον λαιμό του.

«Πήγαινε κοιμήσου. Είσαι εξαντλημένος. Σε χρειαζόμαστε δυνατό,

Έκτορα. Πήγαινε και άσε τα όνειρα να κατευνάσουν τον πόνο σου». Ο

νεαρός αναστέναξε, την φίλησε ξανά και πήγε πίσω στην συστάδα,

πλάγιασε δίπλα στην μισοσβησμένη φωτιά και κοιμήθηκε σχεδόν

αμέσως. Η νύχτα κύλησε ήρεμα, τα άστρα έπλεαν στην μαύρη θάλασσα

του ουρανού, αρχέγονοι καπετάνιοι, σημαδεμένοι από την αλμύρα της

αιωνιότητας και της απεραντοσύνης του στερεώματος. Ήρεμος ήταν και ο

ύπνος του Έκτορα, με όνειρα αστιγμάτιστα από την οδύνη και τον πόνο.

Έτσι, όταν τον ξύπνησε ο Φίλιππος το χάραμα, αισθανόταν πιο ήρεμος

από το προηγούμενο βράδυ. Δίπλα του, η Ανδρομάχη είχε τυλιγμένα τα

χέρια της στην μέση του και τα μάτια σφαλιστά. Ένα αμυδρό χαμόγελο

φώτιζε το πρόσωπο της. Έβλεπε ευχάριστο όνειρο, το δίχως άλλο. Σπάνια

γελούσε πλέον κάποιος στην συντροφιά, το πιο αδύναμο χαμόγελο

έμοιαζε με ουτοπία και γι’ αυτό ο Έκτορας δεν ήθελε να στερήσει από

την Αμαζόνα τούτη την στιγμή. Έκανε νόημα στον Φίλιππο να μην την

ξυπνήσει και ο ίδιος έμεινε ξαπλωμένος να την κοιτάζει. Και οι αχτίδες

του χαμόγελου της ζέσταναν το πρόσωπο του, ξεμούδιασαν τους μύες του

προσώπου του και χωρίς να το αντιληφθεί, άρχισε να χαμογελάει και

εκείνος. Συγκινημένος αισθάνθηκε από την ομορφιά της Ανδρομάχης,

από την κατευναστική της επίδραση, από την ζεστασιά της και ένα δάκρυ

κύλησε στο πρόσωπο του. Δεν έκαιγε όπως τα δάκρυα του πόνου,

καμωμένο από συγκίνηση και χαρά ήταν, δρόσισε το μάγουλό του.

Έπιασε τα χέρια της και τα φίλησε, ψιθύρισε το όνομα της, αλλά δεν

ξύπνησε. Της χάιδεψε το πρόσωπο και, χωρίς το χαμόγελο να φύγει από

τα χείλη της, άνοιξε τα μάτια, λούζοντας την πλάση με γαλαζοπράσινο

φως. Ανακάθισε και ο Έκτορας την μιμήθηκε.

Ο ήλιος ανέτελλε και φωτιά πήρε ο ορίζοντας, κοκκίνισαν οι ράχες των

βουνών. Οι ακτίνες του ζέσταναν το χώμα, τα δέντρα, τους λόφους και τα

αγριόχορτα και πύρωσαν τις ψυχές των συντρόφων, έδιωξαν μακριά τις

σκιές που τις καταδυνάστευαν. Η κοπέλα φίλησε τον Έκτορα και καθώς

τα χείλη τους έσμιξαν, μπήκε μέσα του μια αναλαμπή του ονείρου που

είχε δει: Ήταν ολόγυμνη σε ένα λιβάδι και από τα στήθια της έβγαινε μια

ασημένια λάμψη. Από μακριά ήρθε ένας μαύρος λύκος, μεγάλος ίσαμε

άλογο. Ούρλιαξε και από τα μάτια του βγήκαν κοκκινωπές φλόγες. Η

Ανδρομάχη ανέβηκε στην ράχη του και ο λύκος με ένα σάλτο πήδησε

πάνω από τις κορυφές των βουνών. Το αγέρι έκανε τα μαλλιά της να

ανεμίζουν και ο έναστρος ουρανός αντιφέγγιζε στα μάτια της. Ο λύκος

άρχισε να ουρλιάζει μελωδικά και εκείνη, ευτυχισμένη τραγούδησε στον

ρυθμό, τραγουδούσε και γελούσε πετώντας στα ουράνια.

Έπειτα τα χείλη τους χωρίστηκαν απρόθυμα και η αναλαμπή του

ονείρου έσβησε τόσο ξαφνικά όσο ήρθε. Ωστόσο ήταν αρκετή για να

σχηματίσει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του Έκτορα. Σηκώθηκε όρθιος

και άρχισε να μαζεύει τα λιγοστά μπαγκάζια που είχε η συντροφιά μαζί

με τον Φίλιππο και την Ανδρομάχη. Ο Αχιλλέας είχε πάει για κυνήγι,

αλλά επέστρεψε με αδειανά χέρια, όταν ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει πάνω

από την κορυφή του ψηλότερου βουνού που διακρινόταν. Στο σκυθρωπό

πρόσωπο του ήταν εμφανή τα σημάδια της απογοήτευσης και του

εκνευρισμού.

Στο μεταξύ, η Νύχτα έκανε φανερή την παρουσία της, μόλις

αντιλήφθηκε πως η συντροφιά ήταν έτοιμη για ταξίδι, με ένα

μακροσκελές ουρλιαχτό. Την εντόπισαν να τους περιμένει στα ριζά ενός

ψηλού, άγονου λόφου, δίπλα από ένα γέρικο πεύκο. Εκεί ξεκινούσε ένα

παλιό, προχειροφτιαγμένο μονοπάτι που φιδογύριζε ανάμεσα από λόφους,

ρυάκια και άλση. Η Νύχτα το ακολούθησε για πολλά χιλιόμετρα και η

συντροφιά πίσω της περπατούσε γοργά και αδιάκοπα. Όταν ο ήλιος

έφτασε στο ψηλότερο σημείο του ουρανού, οι τέσσερις σύντροφοι ήταν

εξαντλημένοι και καταϊδρωμένοι αφού βάδιζαν με έντονο ρυθμό για

πολλές ώρες.

Και τότε, η Νύχτα σταμάτησε, στην κορυφή μιας κοιλάδας που

ανοιγόταν κάτω από την πορεία του μονοπατιού. Οι τρίχες της ράχης της

ορθώθηκαν και γρύλισε, έχοντας υψωμένο το κεφάλι, στραμμένο στην

κοιλάδα. Έφυγε τρέχοντας, έστριψε στο μονοπάτι που απομακρυνόταν

από την κοιλάδα, δίχως να περιμένει την συντροφιά. Ο Έκτορας

κοιτάχτηκε με την Ανδρομάχη, της έκανε νόημα και εκείνη έβγαλε το

τόξο την ίδια ώρα που εκείνος έσφιξε στην γροθιά του το Σπαθί της

Λύκης. Δεν έβλεπαν την κοιλάδα από το σημείο που βρίσκονταν, την

κάλυπτε μια ομάδα ελάτων. Σερνόμενος στο χώμα, ο Αχιλλέας πλησίασε

στο σημείο που στεκόταν προηγουμένως η λύκαινα, κραδαίνοντας τον

διπλό πέλεκυ στο δεξί του χέρι. Κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο, στην

άκρη του μονοπατιού και ύψωσε σιγά-σιγά το κεφάλι, ώστε να εντοπίσει

τι βρισκόταν στην κοιλάδα. Ξάφνου, ανασήκωσε τα φρύδια και

ξεφύσησε, κουνώντας το κεφάλι χλευαστικά.

«Είναι απλώς ένα βοσκόπουλο με τα πρόβατα και τα τσοπανόσκυλα

του. Δεν υπάρχει κίνδυνος»

«Ας πάμε να του μιλήσουμε. Μπορεί να μας κατατοπίσει, ίσως

μάθουμε τι πόλεις και χωριά υπάρχουν τριγύρω. Και, αν είμαστε τυχεροί,

ίσως μπορέσει να μας προμηθεύσει με τρόφιμα». Πρότεινε ο Έκτορας και

όλοι συμφώνησαν εμφατικά. Έτσι και έγινε. Κατέβηκαν την κοιλάδα,

ήταν καταπράσινη, περιστοιχισμένη από έλατα και οξιές και στη μία άκρη

της βρίσκονταν τα ριζά ενός ψηλού, βραχώδους βουνού. Από εκεί, μια

πηγή έβγαζε παγωμένο νερό και σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα.

Μόλις τα τσοπανόσκυλα αντιλήφθηκαν την παρουσία τον τεσσάρων

ανθρώπων, έτρεξαν προς το μέρος τους, γρυλίζοντας και γαυγίζοντας

θυμωμένα. Αλλά όταν πλησίασαν τον Έκτορα και εκείνος τα κοίταξε,

τρόμαξαν, έφυγαν με την ουρά στα σκέλια πίσω στο βοσκόπουλο. Εκείνο

στεκόταν αποσβολωμένο, κρατούσε σφιχτά την μακριά μαγκούρα του και

έβριζε τα σκυλιά, τα πρόσταζε να επιτεθούν. Δεν ήταν πάνω από

δεκαεφτά χρονών, αβέβαιο, χαρακτηριστικό της άγουρης νιότης, το

χνούδι κάλυπτε σημεία του προσώπου του. Είχε καστανά μαλλιά, μακριά

και σγουρά, γαμψή, μακριά μύτη και γκριζωπά μάτια. Ήταν αδύνατο και

ψηλό για την ηλικία του. Φορούσε μια λευκή μπλούζα, κουρελιασμένη

και λεκιασμένη, ένα πλεχτό γιλέκο από πάνω και υφασμάτινο παντελόνι,

πολύ κοντό για εκείνον. Ήταν ξυπόλυτο και τα χέρια του έτρεμαν, όχι από

το κρύο αλλά από τους τέσσερις αγνώστους που το πλησίαζαν

οπλισμένοι. Ο ένας από αυτούς είχε ένα χρυσό σπαθί και τρομερό

βλέμμα, μόλις αντίκρισε τον Έκτορα κατάματα κατάλαβε γιατί τα σκυλιά

του έφυγαν τρομαγμένα. Τι συνέβαινε με αυτόν τον άντρα; Τι αγρίμι ήταν

αυτό που έβλεπε στα μάτια του; Και γιατί λαμπρές φλόγες έγλυφαν το

πρόσωπο του;

«Φ- Φύγετε από εδώ, κουρελήδες. Δ- δεν έχω τίποτε πολύτιμο πάνω

μου. Αφήστε με ήσυχο, φύγετε, μην αμολήσω τα σκυλιά». Τραύλισε το

παιδί και ύψωσε την μαγκούρα του.

«Έχουμε αντιμετωπίσει εχθρούς που δεν τολμάς ούτε να φανταστείς,

νεαρέ μου, για να φοβηθούμε εσένα ή τα σκυλιά σου. Όμως δεν

χρειάζεται να μας φοβάσαι, δεν είμαστε ληστές, ούτε έχουμε σκοπό να

σου κάνουμε κακό. Είμαι ο Έκτορας, αυτή είναι η Ανδρομάχη και αυτοί

οι Φίλιππος και ο Αχιλλέας. Θα μας τιμήσεις με το όνομα σου»; Του

απάντησε ήρεμα ο Έκτορας. Τρέμοντας ακόμα από το βλέμμα του, το

βοσκόπουλο κατέβασε την μαγκούρα, ξεροκατάπιε και απάντησε:

«Είμαι ο Πάρις. Συγχωρέστε με, άρχοντες μου, αλλά πολύ ληστές

κυκλοφορούν στις ερημιές, ντυμένοι με κουρέλια, όπως εσείς.

Κραδαίνουν όπλα και είναι βίαιοι και άπληστοι. Αλλά εσείς γιατί είστε

ντυμένοι έτσι; Και πολλές από τις ουλές στα κορμιά σας φαίνονται

πρόσφατες. Από πού έρχεστε»;

«Δεν είμαστε ληστές, αλλά ούτε άρχοντες, Πάρη. Ευτυχώς, ο κόσμος

δεν χωρίζεται μόνο σε αυτές τις δύο κατηγορίες. Όχι, είμαστε ταξιδιώτες

και πολεμιστές. Όμως νωπός είναι ακόμα ο πόνος στις ψυχές μας, δεν

νομίζω να έχει κανείς μας διάθεση να διηγηθεί τις περιπέτειες μας. Ας σε

ρωτήσω όμως εγώ κάτι. Πες μου, αν ξέρεις, τι πόλεις ή χωριά υπάρχουν

εδώ κοντά»; Ο Πάρις κόμπιασε για μια στιγμή, προσπάθησε να μαντέψει

τι περιπέτειες είχε περάσει τούτη η μυστηριώδης συντροφιά. Ήταν όλοι

τους φτωχικά ντυμένοι και τα δισάκια τους σχεδόν αδειανά. Όμως αυτός

που του μιλούσε, είχε στο θηκάρι του ένα εντυπωσιακό σπαθί, με

ακτινοβόλα κόψη και περίτεχνη λαβή από χρυσό. Και το βλέμμα του

φανέρωνε πως είχε αντιμετωπίσει πολλούς εχθρούς, με θάρρος και οργή.

Η περιέργεια κυρίευσε το βοσκόπουλο, έκανε να ξαναρωτήσει από πού

έρχονταν, ήταν βέβαιο πως η ιστορία τους περιείχε ηρωικά κατορθώματα

και πολλές περιπέτειες. Όμως ο Έκτορας κάρφωσε το βλέμμα πάνω του,

έσκυψε το κεφάλι και απάντησε στην ερώτηση του:

«Ναι, και βέβαια ξέρω. Στα δυτικά βρίσκεται το χωριό μου, Δάρκομ

λέγεται». Είπε και έδειξε έναν στενό δρόμο που ξεκινούσε δίπλα από τα

ριζά του βουνού. »Κάμποσα χιλιόμετρα πιο νότια, βρίσκεται η

Ντάρμοκους, μια μεγάλη πόλη-κράτος. Το μονοπάτι που ακολουθείτε

διακλαδώνεται έπειτα από μερικά χιλιόμετρα. Αν στρίψετε δεξιά, μετά

από μία, μιάμιση μέρα δρόμο θα βρεθείτε στην Οβόρ, μια μικρή

πολιτεία». Είπε ζωηρά ο Πάρις, χαμογελώντας αυτάρεσκα.

«Και αν στρίψουμε αριστερά»; Θέλησε να μάθει η Ανδρομάχη.

«Ω, είναι φανερό πως έρχεστε από πολύ μακριά. Δεν γνωρίζετε

καθόλου φαίνεται την φήμη που συνοδεύει εκείνον τον δρόμο. Μην

στρίψετε αριστερά. Λέγεται πως θανατερός κίνδυνος περιμένει τους

διαβάτες. Υπάρχει μια σπηλιά, αυτό το ξέρω σίγουρα, την έχω δει.

Φαντάσματα ακούγεται ότι την κατοικούν, αιμοβόρα και δόλια. Όμως το

χειρότερο καρτερεί μετά την σπηλιά. Καταλήγει, λένε, στο σπίτι μιας

τρομερής μάγισσας και, όσοι την αντίκρισαν, πέθαναν επιτόπου»

Ο Έκτορας χαμογέλασε, έβαλε τα χέρια στη μέση και ρουθούνισε

καγχαστικά.

«Αμφιβάλλω πολύ γι’ αυτό, Πάρη. Εμπιστέψου με, δεν θα βρεις πιο

όμορφα και σοφά πλάσματα από τους μάγους. Τίποτε δεν θα μου έδινε

περισσότερη χαρά από το να αντικρίσω ξανά έναν της φυλής τους, όμως

αμφιβάλλω αν θα συναντήσω κάποιον στο πέρας της σπηλιάς. Όμως μας

βοήθησες πολύ, ευχαριστώ. Θα μας υποχρέωνες, ειλικρινά, αν μπορούσες

να μας προμηθεύσεις με τρόφιμα. Ταξιδεύουμε πολλές μέρες στην

ερημιά, δεν μπορέσαμε να βρούμε θηράματα και ελάχιστα βρώσιμα φυτά

υπάρχουν τριγύρω». Το βοσκόπουλο έσπευσε και έφερε το ταγάρι του.

Τους πρόσφερε απλόχερα ένα πήλινο δοχείο με φρέσκο γάλα, ένα δεμάτι

τυρί και δύο καρβέλια ψωμί.

«Σ’ ευχαριστούμε πολύ, Πάρη. Μας βοήθησες σημαντικά. Τώρα,

άκουσε με προσεχτικά. Τούτες τις μέρες υπάρχουν πιο τρομεροί εχθροί να

φοβάσαι από ληστές. Μια ορδή νεκραναστημένων ανθρώπων, οι

Θανατώριοι προελαύνουν προς κάθε κατεύθυνση. Αργά ή γρήγορα θα

φτάσουν και εδώ. Σκοπός τους είναι να αφανίσουν κάθε άνθρωπο, δεν

τους ενδιαφέρουν οι περιουσίες και τα κτήματα σας. Μετέφερε το μήνυμα

μου στο χωριό σου. Στραφείτε σε πιο ισχυρές πολιτείες για βοήθεια, μην

πολεμήσετε μόνοι, είναι ανώφελο. Και πες σε όλους να αναμένουν το

Κάλεσμα του Λύκου, να ανταποκριθούν σε αυτό, ώστε να αφανίσουμε

για πάντα τούτα τα απαίσια πλάσματα και τους αφέντες τους». Ο Πάρις

κοίταξε δύσπιστα τον Έκτορα, όμως τελικά έγνεψε θετικά. Η συντροφιά

χαιρέτησε το βοσκόπουλο και επέστρεψε στο μονοπάτι, πάνω από την

κοιλάδα. Έστριψαν πίσω από έναν βράχο και εντόπισαν την Νύχτα που

τους περίμενε καθισμένη. Μόλις τους είδε, σηκώθηκε και συνέχισε να

τους οδηγεί.

Σε μερικά σημεία, ο δρόμος ήταν δύσβατος και ανώμαλος καθώς είχαν

πέσει βράχια από καταιγίδες ή το μονοπάτι είχε καταρρεύσει από τις

νεροποντές. Ωστόσο, οι σύντροφοι δεν πτοούνταν, υπερπήδησαν τα

εμπόδια και συνέχιζαν αδιάκοπα την πορεία τους. Περίπου πέντε ώρες

μετά την συνάντηση τους με τον νεαρό Πάρη, σταμάτησαν για ένα

σύντομο διάλλειμα, δίπλα σε ένα άλσος από πλατάνια και ιτιές. Ένα

ρυάκι το διέσχιζε και το νερό, που έπεφτε ορμητικά, έκοβε στα δύο το

μονοπάτι. Δροσίστηκαν από το φρέσκο νερό, πλύθηκαν και έπειτα

μοιράστηκαν τις προμήθειες που τους είχε δώσει το βοσκόπουλο. Όταν

απόφαγαν, ξαπόστασαν μερικά λεπτά και έπειτα συνέχισαν τον δρόμο

τους με νέες δυνάμεις. Ο Έκτορας συνειδητοποίησε πως ο ποδαρόδρομος

ανακούφιζε την οδύνη του, εκτόνωνε τον πόνο και απομάκρυνε την λύπη

του. Έτσι, επέμενε να προχωράει μέχρι τα όρια της εξάντλησης. Όμως

ακόμα και η κούραση δεν μπορούσε να κατευνάσει την οργή του και

πολλές φορές έπιανε τον εαυτό του να αδημονεί για μια συνάντηση με

Θανατώριους.

Η Σελήνη είχε σκαρφαλώσει ψηλά στον έναστρο ουρανό και έλουζε με

το παρθένο φως της το μονοπάτι. Οι τέσσερις διαβάτες είχαν μόλις

σταματήσει την εξοντωτική πορεία τους, στο σημείο όπου ο δρόμος

διακλαδωνόταν. Έφαγαν τις τελευταίες προμήθειες που τους έμειναν και

άναψαν φωτιά. Ο Φίλιππος έτριβε τα πρησμένα πόδια του και ο Αχιλλέας

ακόνιζε το τσεκούρι του με μια πλατιά πέτρα. Κουκουλωμένος με την

κουβέρτα του, ο Έκτορας ατένιζε το στερέωμα και κατονόμαζε από μέσα

του τους αστερισμούς, όπως τους είχε διδαχθεί από τον Αριστοτέλη.

Τότε, επέστρεψε η Ανδρομάχη που είχε πάει να ελέγξει την γύρω

περιοχή. Τους δήλωσε πως όλα ήταν ήρεμα και ο χώρος ασφαλής, έπειτα

έκατσε δίπλα στον Έκτορα και έπλεξε τα δάχτυλα της στα δικά του.

Φλογισμένο ήταν το αίμα της, το ένιωθε ο νεαρός, έκαιγε την παλάμη

του. Και τα μάτια της άστραφταν, κάλυπτε η λάμψη τους το φως των

αστεριών. Έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι του και τον φίλησε.

Έπειτα του ψιθύρισε να την ακολουθήσει και σηκώθηκε όρθια. Εκείνος

την μιμήθηκε και άρχισαν να απομακρύνονται. Ο Φίλιππος τους

συνέστησε να προσέχουν και έκλεισε περιπαικτικά το μάτι στον Έκτορα.

Η Ανδρομάχη τον οδήγησε σε μια στροφή που περιφρασσόταν από την

μία μεριά από τις κορυφές ελάτων και κυπαρισσιών, ενώ από την άλλη,

ένας γκριζωπός βράχος έριχνε την παγωμένη σκιά του στο μονοπάτι. Η

κοπέλα κατέβηκε το μονοπάτι από την μεριά των δέντρων. Στις σκιές

τους, ο Έκτορας είδε τα μάτια της να σπιθίζουν, άκουσε την καρδιά της

να τραγουδά από έρωτα και την ακολούθησε. Με έκπληξη, είδε ότι οι

συστάδες των δέντρων έκρυβαν μια πανέμορφη κοιλάδα, κυκλωμένη από

βουνά και ψηλούς, βραχώδεις λόφους. Δίπλα από ένα γυμνό, θεόρατο

βουνό, υπήρχε μια μεγάλη λίμνη, με νερό τόσο καθαρό που έμοιαζε με

κομμάτι του νυχτερινού ουρανού, το οποίο έπεσε στη γη. Το γρασίδι ήταν

στολισμένο με λευκά κρίνα που είχαν κίτρινες καρδιές ενώ ανάμεσα από

δύο οξιές βρισκόταν μια αγριοτριανταφυλλιά που πλημμύριζε τον αέρα με

το ευωδιαστό, ρόδινο άρωμα της. Πυγολαμπίδες ανέμιζαν σαν έκπτωτα

αστέρια πάνω από το γρασίδι και το φευγαλέο φως τους ξεχείλιζε από

έρωτα.

Η Ανδρομάχη, δίχως να κοιτάξει τον Έκτορα πίσω της, κινήθηκε προς

την λίμνη. Στάθηκε στην όχθη, κοίταξε τον ουρανό από πάνω της, μύρισε

τον αέρα γύρω της και έπειτα έβγαλε τα ρούχα της. Το αιθέριο κορμί της

προσέλκυσε πάνω της το φως των αστεριών και του φεγγαριού, κόλλησε

πάνω της και ύμνησε κάθε καμπύλη του, φίλησε τα μαλλιά και τα μεγάλα

χείλη της, χάιδεψε τα λευκά στήθια της και βγήκε ορμητικά από τα μάτια

της να επιστρέψει στον ουρανό. Ο Έκτορας στάθηκε δίπλα της,

υπνωτισμένος από την ομορφιά της. Ήθελε να μιλήσει, όμως ποια λόγια

μπορούσαν να εκφράσουν τον πόθο του, τον έρωτα του; Όχι, μόνο το

σφύριγμα της κάθε ανάσας και οι χτύποι της καρδιάς, που αντηχούσαν

στη γαλήνη της νύχτας, μπορούσαν να εκφράσουν αυτό που ένιωθε.

Ξεγυμνώθηκε και αυτός, τυλίχθηκε και αυτός στα φώτα της νύχτας και

στην δροσιά του αγιαζιού. Πιάστηκαν χέρι-χέρι και μπήκαν στη λίμνη. Το

νερό ήταν κρύο και αναζωογονητικό. Ο Έκτορας το ένιωσε να μπαίνει

μέσα, όχι στο κορμί παρά στην ψυχή του, να την ελευθερώνει και να την

απλώνει σε κάθε σπιθαμή της λίμνης, να την εκθέτει στα μάτια του

στερεώματος, στα μάτια της Ανδρομάχης. Και μια πρωτόγνωρη ευτυχία

τον κυρίευσε, μία αίσθηση απόλυτης ελευθερίας που όρμησε μέσα του

και, ταυτόχρονα ξεπήδησε από τα βαθύτερα μέρη της ψυχής του. Τι

μαγεία κουβαλούσε εκείνη η νύχτα; Δεν ήξερε. Ήξερε ότι στην

ρυτιδιασμένη επιφάνεια της λίμνης έβλεπε την ψυχή του κρυστάλλινα

καθαρά, έβλεπε και την ψυχή της Αμαζόνας δίπλα του. Αισθανόταν την

παρουσία της στο νερό που τον τύλιγε, δροσερή και πυρωμένη

ταυτόχρονα, γαλήνια και παθιασμένη. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν.

Και σε κάθε σφιχταγκάλιασμα, σε κάθε φιλί, η λίμνη έλαμπε

περισσότερο, μέθυσαν τα νερά της από τον έρωτα και βάλθηκαν να

ξεπεράσουν την δόξα του ουρανού. Τότε βγήκαν έξω και ξάπλωσαν στο

γρασίδι.

Αδημονούσε για αυτήν την στιγμή και χίμηξε πάνω της σαν

πεινασμένο θηρίο σε ανυπεράσπιστη λεία. Εκείνη ανταποκρίθηκε με την

ίδια ορμή και πιότερο πάθος. Τα κορμιά τους ενώθηκαν και οι ψυχές

τους, εκστασιασμένες από την αβάσταχτη ηδονή υπερνίκησαν τα δεσμά

της σάρκας, πέταξαν ψηλά στον ουρανό, πάνω από τα βουνά, τα σύννεφα

και το φεγγάρι. Πανίσχυρες, ευλογημένες από το φως της ερωτικής

ηδονής, έλαμψαν σαν δύο πυροκόκκινα αστέρια τόσο δυνατά που τα

υπόλοιπα ουράνια σώματα ντράπηκαν και κρύφτηκαν. Οι λαχανιασμένες

αναπνοές τους και τα καρδιοχτύπια τους γέμισαν την νύχτα με ομορφιά

και πάθος. Οι λύκοι ύμνησαν το ζευγάρι με σαγηνευτικά ουρλιαχτά, το

τραγούδι των αηδονιών ξεχείλιζε από γοητεία. Όμως μια ονειρική

μουσική κάλυψε όλους τους ήχους, μια μουσική που έμοιαζε να έρχεται

από τα βάθη της νύχτας, μέσα από το χώμα και να ταξιδεύει με τον αέρα.

Γέμισε με την μελωδία της ολάκερη την κοιλάδα. Μήπως τάχα ήταν τα

ιδρωμένα κορμιά τους που τραγουδούσαν, μεθυσμένα από το νέκταρ του

Έρωτα;

Το Δάσος της Θεάς

ο ξημέρωμα τους βρήκε γυμνούς και αγκαλιασμένους πλάι στην

όχθη της λίμνης, να μοιράζονται όνειρα γεμάτα γλύκα και

ευδαιμονία. Τους ξύπνησε η ευωδιά των λουλουδιών που ταξίδευε

με το δροσερό αγιάζι. Δίχως να ξεπλέξουν τα κορμιά τους, άνοιξαν τα

μάτια, χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον και φιλήθηκαν. Σηκώθηκαν,

κολύμπησαν στα αστραφτερά νερά και έπειτα ντύθηκαν να συναντήσουν

τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα.

Εκείνοι είχαν μόλις ξυπνήσει, στην διασταύρωση του μονοπατιού.

Καλημέρισαν το ζευγάρι και ετοίμασαν τα δισάκια τους. Περίμεναν τη

Νύχτα να δηλώσει την παρουσία τους και να τους οδηγήσει στη συνέχεια

του ταξιδιού της. Όπως είχε μαντέψει ο Έκτορας, μετά από την

συνάντηση τους με το βοσκόπουλο, η λύκαινα εμφανίστηκε στην

αριστερή στροφή του μονοπατιού. Γρύλισε αποφασιστικά, κάρφωσε τα

κίτρινα μάτια της στη συντροφιά και άρχισε να τρέχει. Την ακολούθησαν

με γρήγορο βηματισμό, δίχως δισταγμό, ανέγγιχτοι από τις

προειδοποιήσεις του Πάρη.

Το μονοπάτι περνούσε έξω από τα όρια ενός πλατανόδασους, ανέβαινε

έναν μικρό λοφίσκο, ολάνθιστο από γιασεμιά και έπειτα μια ξύλινη,

μικρή γέφυρα που βοήθησε την συντροφιά να διασχίσει έναν χείμαρρο

γεμάτο καφετιά νερά. Στη συνέχεια, έστριβε γύρω από έναν αρχαίο

τύμβο, που η φύση τον είχε στολίσει με λουλούδια και αγριόχορτα. Την

βάση του επιτηρούσε το άγαλμα ενός βασιλιά, όμως ο χρόνος και η βροχή

είχαν διαβρώσει εντελώς την μορφή του και άφησαν μόνο το περίγραμμα

να φαίνεται. Το απόγευμα, οι σύντροφοι έκαναν μια σύντομη παύση στα

ερείπια μιας αρχαίας πόλης-κράτους. Κρίνοντας από το πλήθος των

ερειπωμένων κτηρίων και των κατεστραμμένων αγαλμάτων, ο Έκτορας

υπέθεσε πως, στον καιρό της, τούτη η πολιτεία πρέπει να ήταν πολύ

σπουδαία και ισχυρή. Αναρωτήθηκε τι να συνέβη εκεί και η δόξα της

ξεχάστηκε. Πόλεμος βρήκε τους ανθρώπους που ζούσαν σε αυτό το

μέρος, δίχως άλλο. Κάτω από ορισμένα ερείπια ανακάλυψε

σκουριασμένα σπαθιά και σπασμένες ασπίδες και στην βάση ενός

αγάλματος, που είχαν απομείνει μόνο τα πέτρινα πόδια του ακέραια,

βρήκε τα απομεινάρια ενός σκελετού. Η σκέψη του πλανήθηκε στις

διηγήσεις του Αριστοτέλη, μήπως ο μάγος συμμετείχε στον πόλεμο που

είχε λάβει χώρα εδώ; Έσκυψε το κεφάλι, το βλέμμα του έπεσε στο γκρίζο

κρανίο που έμοιαζε να χαμογελά ζοφερά, να χλευάζει τον θάνατο που

εκπροσωπούσε. Αναστέναξε και γύρισε στην συντροφιά, αγκάλιασε την

Ανδρομάχη να πάρει κουράγιο, αφέθηκε πάνω της να διώξει από το νου

του τον θάνατο, να τον διώξει με τον έρωτα της.

Τ

«Θάνατος πλανάται στο νου μου. Θάνατος από το παρελθόν και

Θάνατος από το μέλλον». Της ψιθύρισε.

«Δεν αντέχει η σκιά του, αγάπη μου, δεν αντέχει την ζεστασιά του

Έρωτα, θα διωχθεί από τα βέλη του, που με την γλύκα της ηδονής είναι

ποτισμένα. Κλείσε τα μάτια, πιάσε τα χέρια μου». Εκείνος υπάκουσε.

Αρχικά είδε ξανά το γκρίζο κρανίο, γελούσε και προκαλούσε και

ανατρίχιασε το δέρμα του Έκτορα. Μετά όμως τυλίχθηκε στις φλόγες, μια

κόκκινη δυνατή φωτιά το αφάνισε και από τις στάχτες ξεπήδησε μια

αόριστη σκιά με γαλαζοπράσινα μάτια. Και ένας μαύρος λύκος στεκόταν

δίπλα της. Η σκιά τον πλησίασε, μπήκε στο στήθος του και την ώρα που ο

λύκος ούρλιαζε, απογείωσε τον Έκτορα, τον ταξίδεψε στα σύννεφα και

ένα από αυτά έγινε ξάφνου η Ανδρομάχη, τον αγκάλιασε και δρόσισε τα

σπλάχνα του.

Άνοιξε τα μάτια, δακρυσμένος. Εκείνη χαμογελούσε περιπαιχτικά. Την

αγκάλιασε σφιχτά και την φίλησε. Έπειτα συνέχισαν την πορεία τους, την

ώρα που ο ήλιος άγγιζε τις κορυφές των βουνών, χρυσίζοντας τες.

Αντίκρισαν το στόμιο της σπηλιάς που είχε αναφέρει το βοσκόπουλο,

όταν η Αφροδίτη έλαμψε στον βαθυγάλανο ουρανό. Ήταν στη βάση ενός

χαμηλού βουνού, που ήταν γεμάτο έλατα και πουρνάρια. Το σπήλαιο

ήταν πανέμορφο, γεμάτο σταλαχτίτες και σταλαγμίτες που έλαμπαν σαν

να αντιφέγγιζαν το ασημένιο φως των αστεριών. Υπό την καθοδήγηση

της Νύχτας, πλανήθηκαν στη σπηλιά και αποφάσισαν να ξαποστάσουν

δίπλα σε έναν μεγάλο σταλαγμίτη που έμοιαζε εκπληκτικά με λιοντάρι,

ορθωμένο στα δυο του πόδια. Αντίκρυ τους υπήρχε μια λιμνούλα που, αν

και μικρή σε διάμετρο, φαινόταν άπατη. Δεν χρειαζόταν να ανάψουν

φωτιά, τα πετρώματα του σπηλαίου έλουζαν τον χώρο με το ασημένιο

φως τους. Γυμνώθηκαν και οι τέσσερις και κολύμπησαν στην λιμνούλα,

αφήνοντας τα παγωμένα νερά της να εξορκίσουν την κούραση και τον

πόνο τους. Έφαγαν ρίζες, αγριοκάροτα και κεράσια που συνέλεξαν

προηγουμένως και κάθισαν σε έναν κύκλο.

«Ελπίζω η Ρέα να έχει ένα κρεβάτι της προκοπής. Και ένα ζεστό

μπάνιο δεν θα ήταν άσχημο». Σχολίασε χαμογελαστά ο Φίλιππος που

προσπαθούσε να βολευτεί, ακουμπισμένος στον σταλαγμίτη.

«Στη θέση σου θα ανησυχούσα αν θα δεχθεί να μας φιλοξενήσει,

πρώτα από όλα». Αποκρίθηκε ο Έκτορας

«Ω, μην φοβάσαι γι’ αυτό. Δεν θα αντισταθεί στην γοητεία μου. Κανείς

δεν μπορεί, θνητός ή αθάνατος». Του ανταπάντησε, ανασηκώνοντας το

φρύδι. Γέλασαν όλοι και τους φάνηκε τόσο παράξενο, πρωτόγνωρο κατά

κάποιον τρόπο, σαν να είχαν να γελάσουν χρόνια ολάκερα.

«Αναρωτιέμαι πώς να είναι στην όψη. Θέλω να πω, θα είναι ανθρώπινη

ή εντελώς διαφορετική; Αντικρίσαμε πολλούς θεούς στις περιπέτειες μας,

όμως κανείς τους δεν έμοιαζε πολύ με άνθρωπο». Ακούστηκε η φωνή της

Ανδρομάχης. Ο Έκτορας έκανε να απαντήσει, όμως τότε ο Αχιλλέας

έβγαλε το τσεκούρι του και σηκώθηκε απότομα όρθιος. Κοιτούσε κάτι,

πίσω από την πλάτη του Έκτορα. Οι υπόλοιποι αντέδρασαν ενστικτωδώς,

γύμνωσαν το όπλα τους και γύρισαν στο σημείο που κάρφωσε το βλέμμα

του ο άντρας, όμως δεν είδαν τίποτε.

«Αχιλλέα, τι συνέβη; Τι είδες»; Ψιθύρισε ο Φίλιππος, κραδαίνοντας

σφιχτά τα δύο κοντά σπαθιά του.

«Μια λάμψη, μια λάμψη με ανθρώπινο περίγραμμα πλανήθηκε στον

αέρα και χάθηκε πίσω από έναν σταλαγμίτη». Η βαριά φωνή του

αντήχησε στα τοιχώματα του σπηλαίου. »Λέτε το βοσκόπουλο να είχε

δίκιο; Λέτε να στοιχειώνουν φαντάσματα τούτη τη σπηλιά»; Πριν

προλάβει κάποιος να δώσει απάντηση, ξαναφάνηκε. Μια γαλάζια λάμψη

που είχε ανθρώπινο σχήμα αλλά εμφανώς μικρότερη. Αμυδρές,

χρυσαφένιες αχτίδες έβγαιναν από το κεφάλι του πλάσματος, τα μάτια

του ήταν δύο ακτινοβόλα λευκά πετράδια. Ψιθύρισε κάτι προς το μέρος

της συντροφιάς, κανείς δεν κατάλαβε τι είπε αλλά έμοιαζε σαν τραγούδι

σε άγνωστη γλώσσα. Προς έκπληξη όλων, ο Έκτορας κατέβασε το σπαθί

του και το έβαλε στο θηκάρι του.

«Κρύψτε τα όπλα, δεν κινδυνεύουμε». Τους είπε ήρεμα, πιάνοντας

απαλά το τόξο της Ανδρομάχης.

«Πως το ξέρεις»; Ρώτησε εκείνη, δίχως να πάψει να σημαδεύει το

πλάσμα.

«Τούτο δεν είναι φάντασμα, είναι ξωτικό»

«Ξωτικό»;

«Ναι, πλάσμα αιθέριο, σοφό, αθάνατο. Σπάνια βλάπτουν τους

ανθρώπους, είναι ειρηνικά πνεύματα, αφοσιωμένα στην φύση. Τα

αναγνωρίζω, μου είχε μιλήσει ο Αριστοτέλης γι’ αυτά»

Πράγματι, το ξωτικό δεν φαινόταν απειλητικό, ούτε έκανε απόπειρα να

τους επιτεθεί. Απλώς τους κοίταζε, με περιέργεια έκδηλη στα αστραφτερά

μάτια του. Έτσι, ηρέμησαν και οι υπόλοιποι σύντροφοι και έκρυψαν τα

όπλα τους.

«Μπορούμε να του μιλήσουμε»; Ρώτησε ο Φίλιππος. Ο Έκτορας

έγνεψε αόριστα και ανασήκωσε τους ώμους.

«Δεν ξέρω αν καταλαβαίνουν την γλώσσα μας και σίγουρα δεν

γνωρίζουμε την δικιά τους».

Στο μεταξύ, ήρθαν κι άλλα ξωτικά, γύρω στα δέκα κύκλωσαν την

συντροφιά και την παρατηρούσαν, σαν να μην είχαν ξαναδεί ποτέ

ανθρώπους. Οι φωνές τους ήταν μελωδικές και η ομιλία τους

τραγουδιστή. Ο Φίλιππος έκανε προσπάθεια να επικοινωνήσει μαζί τους,

όμως τα αιθέρια πλάσματα δεν φαίνονταν να τον καταλαβαίνουν.

«Κρίμα, ίσως θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν στον πόλεμο». Είπε,

όταν εγκατέλειψε την προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί τους.

«Αμφιβάλλω. Ο Αριστοτέλης μου είχε πει πως πριν από αιώνες

εγκατέλειψαν τον κόσμο της ύλης, είναι αφοσιωμένα αποκλειστικά στον

κόσμο του ακατέργαστου αιθέρα, του πνεύματος». Απάντησε ο Έκτορας

κοιτώντας ένα από αυτά που άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τα μαλλιά

της Ανδρομάχης. Εκείνη γέλασε και προσπάθησε να αγγίξει το χέρι του,

όμως ήταν άυλο και ένιωσε σαν να έπιασε αέρα. Ενθυμούμενος τις

διδαχές του Αριστοτέλη για τα ξωτικά, ο Έκτορας σκέφτηκε ξανά τον

μάγο και πόνος τον κυρίεψε.

Και ανακάλεσε κι άλλα από τα λόγια του, λόγια που αφορούσαν και τα

ξωτικά. Με την θλίψη να πολιορκεί την καρδιά του, ανέτρεξε στις

αναμνήσεις του, όταν ο ίδιος ήταν δεκαεπτά και ο Αριστοτέλης του είχε

μιλήσει για την ευτυχία: Η κατάκτηση της ευτυχίας είναι η πιο σκληρή

εκστρατεία, Έκτορα και η επιδίωξη της το πιο περιπετειώδες και

συναρπαστικό ταξίδι της ζωής. Ελάχιστοι έχουν φτάσει στο τέρμα της

διαδρομής, ενώ πολλοί χαράμισαν την ζωή τους χαμένη στους δαιδάλους

της. Γιατί, για να κατακτήσεις την πραγματική και ατέρμονη ευτυχία, πρέπει

να είσαι έτοιμος να δεχθείς το πνεύμα και το σώμα μαζί. Να καλλιεργήσεις

την ψυχή σου και να την ανεβάσεις στις υψηλότερες πνευματικές κορυφές

ενώ ταυτόχρονα πρέπει να βυθιστείς στα πιο πρωτόγονα και άγρια ένστικτα

και να ικανοποιήσεις την πείνα τους. Μην τιθασεύσεις το θεριό μέσα σου,

άστο ελεύθερο να κυνηγήσει ότι ποθεί. Και όταν το θεριό ενωθεί με τον

άνθρωπο, όταν το εύθραυστο πνεύμα ενωθεί με την άγρια σάρκα, τότε η

ευτυχία θα λάμψει μέσα σου σαν ήλιος της ανατολής. Πολλοί χαραμίζονται,

αφοσιωμένοι αποκλειστικά στο πνεύμα, όπως τα Ξωτικά, άλλοι

αναλώνονται μόνο στις σαρκικές απολαύσεις όπως οι Κένταυροι. Μα λίγοι

έχουν την δύναμη και το θάρρος να επιχειρήσουν και τα δύο. Και ακόμα

λιγότεροι τα καταφέρνουν. Όμως, αληθινά, μόνο αυτοί απολαμβάνουν την

ατέρμονη ηδονή. Και τούτη η απολαβή, αξίζει να τολμήσεις το ταξίδι.

Δύο δάκρυα αυλάκωσαν το πρόσωπο του Έκτορα. Αναλογίστηκε πόσο

δίκιο είχε ο φίλος του, αναλογίστηκε και πόσο δύσκολο ήταν αυτό το

ταξίδι, ειδικά τώρα που ο χαμός του είχε χαράξει ανεξίτηλα την καρδιά

του. Ωστόσο υπήρχε κάτι που ποθούσε τόσο ο λύκος μέσα του όσο και η

ψυχή του. Πήρε την Ανδρομάχη από το χέρι και απομακρύνθηκαν από

την συντροφιά και τα περίεργα βλέμματα των Ξωτικών. Προχώρησαν

βαθιά στην σπηλιά και στάθηκαν κάτω από έναν σταλαχτίτη που έλαμπε

σαν την Σελήνη.

«Η ψυχή και το κορμί δεν είναι πολέμιοι. Δύο εραστές είναι που

αδημονούν να ενωθούν. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο πνευματικό και

σαρκικό συνάμα από τον Έρωτα». Της είπε και την φίλησε. Ξάπλωσαν

και έκαναν έρωτα, ενώ από μακριά άκουγαν τα τραγούδια των Ξωτικών

που έμοιαζαν και αυτά εκστασιασμένα από την ηδονή του ζευγαριού. Και

στα τραγούδια τους φθονούσαν την ευδαιμονία τους, ζητούσαν να μάθουν

το μυστικό της ηδονής τους, το μυστήριο της ερωτικής τους ένωσης.

Όταν επέστρεψαν στην λιμνούλα, τα Ξωτικά είχαν φύγει και ο

Αχιλλέας κοιμόταν, ενώ ο Φίλιππος φυλούσε σκοπιά.

«Δεν νομίζω πως θα χρειαστεί να φυλάξουμε σκοπιά. Αν υπάρξει

κίνδυνος θα το καταλάβουμε από τις αντιδράσεις των ξωτικών». Είπε ο

Έκτορας.

«Ευτυχώς. Ανυπομονώ να κοιμηθώ σε αυτά τα αναπαυτικά

πετρώματα». Σάρκασε ο Φίλιππος. »Κι ας ελπίσουμε αυτά τα

αναθεματισμένα Ξωτικά να μην επιχειρήσουν κάποια μεταμεσονύχτια

επίσκεψη. Ενοχλητικά πλάσματα». Κατέληξε και ξάπλωσε. Ο Έκτορας

χαμογέλασε και πλάγιασε, αγκαλιά με την Ανδρομάχη.

Προς ικανοποίηση του Φίλιππου, τα Ξωτικά δεν εμφανίστηκαν όση

ώρα κοιμόταν η συντροφιά και η νύχτα κύλησε ήρεμα, δίχως απρόοπτα.

Μέσα στη σπηλιά δεν μπόρεσαν να δουν τον ήλιο να ανατείλει, όμως

αντιλήφθηκαν πως ξημέρωσε όταν τα Ξωτικά έκαναν ξανά την εμφάνιση

τους, κυκλώνοντας την Νύχτα που παρατηρούσε τους τέσσερις

συντρόφους από μία απόσταση. Οι τραγουδιστές φωνές των πλασμάτων

τους ξύπνησαν γαλήνια. Πλύθηκαν στη λιμνούλα και όταν ετοιμάστηκαν,

η λύκαινα άρχισε να τους οδηγεί, με χαλαρό ρυθμό. Από τα τοιχώματα

της σπηλιάς ακουγόταν ένας υπόκωφος ήχος, σαν βόμβος νερού και ο

Έκτορας υπέθεσε πως ένα υπόγειο ποτάμι περνούσε κάτω από τα πόδια

τους. Ανάμεσα από δύο σταλαγμίτες, που έλαμπαν στα χρώματα της

ίριδας, ο δρόμος κατηφόριζε και έπειτα έστριβε καμπυλωτά προς τα

αριστερά. Από μία ρωγμή στο έδαφος, πεταγόταν ένας πίδακας

υδρατμών, κόβοντας τον δρόμο τους, όμως οι σύντροφοι πήδησαν από

πάνω δίχως ιδιαίτερη δυσκολία. Πίσω τους ακολουθούσαν συνεχώς τα

Ξωτικά, γλιστρώντας πάνω από το έδαφος και οι μελωδικές φωνές τους

έμοιαζαν να απαγγέλουν ένα τραγούδι αποχαιρετισμού. Ήταν όμορφο, η

μελωδία του ζωηρή και έκανε τις καρδιές τους να σκιρτήσουν, γεμάτες

κουράγιο και ζωντάνια. Ο Έκτορας ένιωσε μια νότα λύπης σε ένα σημείο

του τραγουδιού και αναρωτήθηκε αν τα Ξωτικά γνώριζαν με κάποιον

τρόπο για τον χαμό του Αριστοτέλη ή απλώς τούτη η νότα ερχόταν από

την καρδιά του και όχι από τα στόματα τους.

Μετά από μερικά λεπτά πεζοπορίας στη σπηλιά, φάνηκε το φως της

ημέρας να φιλάει τα τοιχώματα και να αποδυναμώνει το λαμπύρισμα των

σταλαχτιτών και των σταλαγμιτών. Στην επόμενη στροφή που πήρε η

συντροφιά, τα Ξωτικά χάθηκαν από πίσω τους και ένα μεγάλο άνοιγμα

φάνηκε μπροστά τους. Από εκεί βγήκαν από το όμορφο σπήλαιο και

βρέθηκαν σε ένα λιβάδι γεμάτο αγριόχορτα και χαμηλούς θάμνους. Ο

ουρανός ήταν μουντός, είχε κρυφτεί ο ήλιος πίσω από τα μαύρα, πένθιμα

σάβανα των νεφελών και ψιχάλες βροχής χάιδευαν την γη και δρόσιζαν

τον αέρα. Στα αριστερά του λιβαδιού υψωνόταν ένα μεγάλο βουνό. Είχε

κόκκινο χώμα και ψηλά έλατα έγερναν επιβλητικά πάνω στα γκρίζα

βράχια του. Δεξιά, ένας χείμαρρος μούγκριζε οργισμένα και τα παγωμένα

νερά του κύκλωναν μια πλατιά πεδιάδα που ξανοιγόταν απέναντι από το

λιβάδι. Και μπροστά τους, στο πέρας του λιβαδιού, ένα δάσος

διαφαινόταν μέσα από την πρωινή καταχνιά. Οι σκουρόχρωμοι κορμοί

των δέντρων του υψώνονταν ολόισιοι σαν περήφανοι και αλύγιστοι

πολεμιστές, οι φυλλωσιές τους ήταν καταπράσινες και φωτεινές, απτόητες

από την σκοτεινιά της κακοκαιρίας. Με το στόμα ορθάνοιχτο και την

γλώσσα έξω, η Νύχτα στεκόταν στη μέση του λιβαδιού και έγνεφε με το

κατάμαυρο κεφάλι της στη συντροφιά, δείχνοντας το δάσος. Ο Έκτορας

κατάλαβε και, κοιτώντας την στα μάτια, την ευχαρίστησε σιωπηλά. Η

λύκαινα γρύλισε απαλά και έτρεξε προς το δάσος, δίχως να περιμένει να

την ακολουθήσουν.

«Φτάσαμε στον προορισμό μας. Εδώ είναι το δάσος της Ρέας». Είπε ο

Έκτορας, χαμογελώντας αμυδρά. Κατηφόρισε τα βράχια μπροστά από το

στόμιο της σπηλιάς και άρχισε να διασχίζει το λιβάδι, ακολουθούμενος

από την Ανδρομάχη, τον Φίλιππο και τελευταίο τον Αχιλλέα, το κοφτερό

βλέμμα του οποίου σάρωνε τα ψηλά χόρτα και τους σκιερούς θάμνους.

Δύο φασιανοί τρόμαξαν από την εμφάνιση των ανθρώπων και πήδησαν

μέσα από έναν θάμνο με μαύρο φύλλωμα, άνοιξαν τα σκουροκόκκινα

φτερά τους και πέταξαν μακριά, κρώζοντας. Όμως κανείς τους δεν έδωσε

σημασία, η προσοχή τους ήταν στραμμένη στο δάσος μπροστά, τα

βλέμματα τους μαγνητισμένα από το λίκνισμά των φυλλωμάτων του και

οι καρδιές τους παγιδευμένες στην έξαψη και την αγωνία. Και με κάθε

βήμα πλησίαζαν το δάσος και το δέος της θεάς που το κατοικούσε

θέριευε, έσκιαζε τα σωθικά τους.

Όταν έφτασαν στα όρια του δάσους, τα ρούχα τους ήταν μουσκεμένα

από τα υγρά αγριόχορτα και το λασπωμένο έδαφος, τα μακριά μαλλιά

τους έσταζαν από την βροχή που δυνάμωνε διαρκώς και τα πόδια τους

έτρεμαν. Όχι από την κούραση, παρά από την αβάσταχτη έξαψη και τον

δισταγμό. Στέκονταν ακίνητοι, ο ένας δίπλα στον άλλον και κοιτούσαν,

προσπαθώντας να διακρίνουν κάτι ασυνήθιστο μέσα από τις σκιές των

δέντρων. Ο Έκτορας χάιδεψε την λαβή του Σπαθιού της Λύκης, πήρε

κουράγιο, ξεροκατάπιε και έκανε ένα βήμα μπροστά. Τον ακολούθησαν

και οι υπόλοιποι, ατσαλώνοντας τις καρδιές τους.

Αμέσως μόλις μπήκαν στο δάσος, αισθάνθηκαν την ομορφιά του. Οι

ψιχάλες χτυπούσαν απαλά τα φύλλα των δέντρων, ο αέρας σφύριζε στις

κορυφές τους και μια όμορφη, κατευναστική μελωδία δημιουργούταν. Το

χώμα, αδημονούσε θαρρείς για τον έρωτα της βροχής και, μόλις αυτή

έπεφτε στην αγκαλιά του, από την έκσταση ελευθέρωνε μια γλυκιά

μυρωδιά που ενωνόταν με την ευωδία των λουλουδιών. Ορισμένα δέντρα

με λεπτούς, χαμηλούς κορμούς είχαν ροδοκόκκινα άνθη στις φυλλωσιές

τους και σε άλλα ψηλότερα κρέμονταν καρποί με κίτρινο ή μωβ χρώμα

και μεθυστικό άρωμα.

Οι σύντροφοι περπατούσαν όλο και βαθύτερα στο δάσος με το στόμα

ανοιχτό από θαυμασμό και τις αισθήσεις πλανεμένες από την πανδαισία

χρωμάτων, σχημάτων και αρωμάτων. Τα δέντρα έμοιαζαν τέλεια

σχηματισμένα, οι κορμοί τους ολόισιοι και τα κλαδιά τους σε αρμονικές

αναλογίες. Τα λουλούδια είχαν κάθε λογής χρώμα και σχήμα, σαν να τα

είχε σχεδιάσει κάποιος καλλιτέχνης με ζωηρή φαντασία. Ξάφνου, ένα

ζαρκάδι πετάχτηκε πίσω από έναν κορμό. Κοίταξε την συντροφιά,

γέρνοντας το κεφάλι και στα μάτια του δεν διακρινόταν φόβος, μόνο

περιέργεια. Μετά από μερικές στιγμές έχασε το ενδιαφέρον του και

χάθηκε με ένα σάλτο.

«Υπέροχο δάσος. Η ομορφιά του κάνει τα μάτια μου να δακρύζουν.

Είναι, το δίχως άλλο, αντάξιο σπιτικό μιας θεάς. Όμως πως θα βρούμε την

Ρέα; Που να μένει»; Είπε σιγανά ο Φίλιππος κοιτώντας γύρω του, δίχως

να μπορέσει να χορτάσει τα μάτια του με την σαγηνευτική εικόνα του

δάσους. Έκανε να απαντήσει ο Έκτορας, όμως τον πρόλαβε μια βαθιά

φωνή, γυναικεία και γεμάτη σοφία και ομορφιά:

«Όλο το δάσος είναι σπίτι μου και παντού σε αυτό μένω. Στην αγκαλιά

του χώματος, στις δροσοσταλίδες πάνω στα φύλλα, στην πνοή του αέρα

και στους δυνατούς κορμούς των δέντρων». Αιφνιδιασμένοι, οι τέσσερις

έβγαλαν τα όπλα τους και έκαναν έναν κλοιό, γυρνώντας τις πλάτες τους

ο ένας στον άλλον. Προσπάθησαν να εντοπίσουν την πηγή της φωνής,

όμως έμοιαζε να βγαίνει από παντού γύρω τους. Η θεά γέλασε και

ξαναμίλησε:

«Κατεβάστε τα όπλα σας, ανόητοι. Αν ήθελα να σας βλάψω δεν θα

προλαβαίνατε καν να τα γυμνώσετε από τα θηκάρια τους. Όμως δεν σας

θεωρώ εχθρούς. Μία λύκαινα μπήκε σε τούτο το δάσος πριν από εσάς και

μου είπε πως αυτή σας οδήγησε εδώ. Δεν ξέρω την ιστορία σας, όμως μου

κίνησε το ενδιαφέρον το γεγονός πως υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη

μεταξύ μιας λύκαινας και μιας ανθρώπινης συντροφιάς»

Δίχως δεύτερη σκέψη, οι σύντροφοι έκρυψαν τα όπλα τους και έμειναν

σιωπηλοί κοιτώντας γύρω τους.

«Είσαι η Ρέα, σωστά; Φανερώσου, αρχέγονη θεά, στα μάτια μας.

Ερχόμαστε από μακριά και κουβαλάμε θλίψη, πόνο, κούραση και πολλές

ιστορίες που θα μοιραστούμε μαζί σου, αν δεχθείς να μας φιλοξενήσεις».

Είπε ο Έκτορας κοιτώντας ψηλά, δίχως να ξέρει που να στραφεί.

«Λίγοι θνητοί ξέρουν το όνομα μου και ακόμα λιγότεροι έχουν μπει

στο δάσος μου. Ναι, έχετε θλίψη και πόνο μέσα σας, όμως βλέπω και

σοφία και δύναμη. Δίχως αμφιβολία θα έχει ενδιαφέρον να ακουστεί η

ιστορία σας στα πλάσματα του δάσους. Όμως ακόμα και αν είχατε βρεθεί

εδώ από κάποιο παιχνίδι της τύχης και αν ήσασταν αδιάφοροι

περιπλανώμενοι θα σας φιλοξενούσα». Απάντησε η θεά και ξαφνικά

ακούστηκαν καλπασμοί. Από τις σκιές των δέντρων εμφανίστηκαν

τέσσερα άγρια άλογα με δυνατά πόδια, φαρδιούς θώρακες και κοντό

τρίχωμα. »Τα παιδιά μου είναι περήφανα και δεν καταδέχονται συνήθως

να ιππεύονται. Όμως είναι πρόθυμα να απαλύνουν την κούραση σας.

Ανεβείτε πάνω στις πανίσχυρες ράχες τους και αφεθείτε. Θα σας

οδηγήσουν με ασφάλεια στο ξέφωτο που βρίσκομαι». Αμέσως μόλις

τελείωσε τον λόγο της, τα άλογα γονάτισαν τα μπροστινά τους πόδια

ρουθουνίζοντας δυνατά. Οι τέσσερις σύντροφοι κοιτάχτηκαν κάμποσες

στιγμές και αποφάσισαν να εμπιστευτούν την θεά. Ανέβηκαν στα ψηλά

άλογα και κρατήθηκαν από τον λαιμό τους. Το τρίχωμα τους ήταν τραχύ

και οι χαίτες τους μακριές και φροντισμένες. Χλιμίντρισαν και άρχισαν

να τριποδίζουν γοργά και απαλά, δίχως να δυσκολεύουν καθόλου τους

αναβάτες.

Δεν είχαν καβαλήσει άλογα ξανά με αυτόν τον τρόπο, δίχως σέλες και

ηνία, ούτε καν η Ανδρομάχη που προερχόταν από φυλή Αμαζόνων.

Ωστόσο ισορροπούσαν τέλεια και δεν τραντάζονταν καθόλου, αν και τα

άτια κάλπαζαν γρήγορα και έστριβαν απότομα ανάμεσα στα δέντρα και

τους θάμνους. Δεν υπήρχε πουθενά κάποιο ίχνος μονοπατιού και η

συντροφιά αποπροσανατολίστηκε σύντομα, αφημένη στα παιδιά της Ρέας

να την οδηγήσουν στον προορισμό της. Ο Έκτορας προπορευόταν,

καβάλα σε ένα μαύρο αρσενικό άλογο με γυαλιστερή χαίτη και πλατιές

οπλές. Λίγο πίσω του, ακολουθούσε η Ανδρομάχη πάνω σε ένα καφετί άτι

με άσπρη ρίγα πάνω από την μουσούδα του και ξανθιά χαίτη που ανέμιζε.

Πίσω από το ζευγάρι κάλπαζαν δύο φοράδες, αυτή που είχε πάνω της τον

Φίλιππο ήταν κάτασπρη και το τρίχωμα της αιχμαλώτιζε τις αχτίδες του

ήλιου, ενώ η άλλη είχε μαύρες πιτσιλιές στο γκρίζο τρίχωμα της και

βαστούσε, δίχως δυσκολία, στην μυώδη ράχη της τον μεγαλόσωμο

Αχιλλέα. Σκόνη και νεκρά φύλλα σηκώθηκαν καθώς τα άλογα έστριψαν

ανάμεσα από δύο φλαμουριές για να πηδήσουν πάνω από ένα ρυάκι

περιστοιχισμένο από σκυφτές ιτιές και περήφανους πλατάνους.

Εντυπωσιασμένος από το ζωηρό, ταχύτατο καλπασμό των αλόγων και

τον τρόπο που ελίσσονταν μέσα στο πυκνό δάσος δίχως να ρίξουν τους

αναβάτες τους, ο Έκτορας γύρισε και κοίταξε την Ανδρομάχη, με το

στόμα ανοιχτό. Εκείνη του χαμογέλασε και, με τα μαλλιά της να

ανεμίζουν και να μπλέκονται στην ξανθιά χαίτη του αλόγου της, έβγαλε

μια ιαχή, ξέπλεξε τα χέρια της από τον λαιμό του αλόγου και τα άπλωσε,

σαν να ήθελε να αγκαλιάσει ολάκερο το δάσος, να αισθανθεί κάθε

σπιθαμή της ελευθερίας του. Εκεί, πάνω στο ταχύ άτι της, θυμήθηκε την

πολεμίστρια Αμαζόνα, την περήφανη γυναίκα που γινόταν ένα με το

άλογο και το τόξο της, ένα σώμα, πανέμορφο, αρμονικό και τρομερά

θανάσιμο συνάμα.

Αφού πέρασαν μέσα από μια συστάδα έλατα, ανηφόρισαν έναν

λοφίσκο πλημμυρισμένο με σκουροπράσινες οξιές και κάλπασαν πλάι σε

ένα ποτάμι που κατηφόριζε ορμητικό και έπεφτε σε χαμηλούς

καταρράχτες. Όταν προσπέρασαν ένα τείχος από πεύκα και κυπαρίσσια,

λούστηκαν στο έντονο φως του απογευματινού ήλιου. Ο ουρανός ήταν

ανέφελος πλέον και φώτιζε χαμογελαστά το πλατύ ξέφωτο. Το ευωδιαστό

γρασίδι ήταν στολισμένο με σεμνά κρίνα και ζωηρόχρωμες βιολέτες,

παπαρούνες και μαργαρίτες. Μελίσσια, πεταλούδες, ακρίδες, σαύρες και

ποντίκια έμοιαζαν να χορεύουν όλα μαζί, μέσα και πάνω στα ψηλά

αγριόχορτα με ζωντάνια και περίσσια ενέργεια. Στην άλλη άκρη του

ξέφωτου, στις μακριές σκιές των δέντρων, έβοσκε μια ομάδα ελαφίνες και

το αρσενικό στεκόταν πάνω σε έναν βράχο, επιδεικνύοντας περήφανα τα

μακριά κέρατα του.

Τα τέσσερα άλογα έκοψαν ταχύτητα και τριπόδισαν απαλά μέσα στο

ξέφωτο. Προσπέρασαν μια οχιά την ώρα που μασουλούσε έναν ποντικό.

Το φίδι τους σφύριξε αδιάφορα και συνέχισε το γεύμα του. Μερικά μέτρα

πιο πέρα, ένας σκίουρος στεκόταν πάνω σε ένα βραχάκι και έμοιαζε να

κοιτάζει την συντροφιά με έκδηλη περιέργεια. Ο Έκτορας σκέφτηκε πως

τούτα τα ζώα δεν είχαν ξαναδεί άνθρωπο στην ζωή τους, ούτε τους ήταν

οικείες οι φρικαλεότητες του απέναντι στην φύση. Ζούσαν απαλλαγμένα

από τον φόβο και την αγωνία, έπλεαν σε μία θάλασσα γαλήνης και

ισορροπίας. Πίσω του η Ανδρομάχη γέλασε σιγανά και εκείνος έστρεψε

το κεφάλι. Δύο πεταλούδες πετούσαν παιχνιδιάρικα γύρω από το κεφάλι

της κοπέλας και χάιδευαν τα μαλλιά της. Έπειτα όμως, αναγκάστηκε να

στρίψει ξανά το κεφάλι μπροστά. Ένιωσε ένα ρεύμα δροσιάς να σαρώνει,

όχι το δέρμα παρά την ψυχή του. Πλημμύρισαν τα σπλάχνα του από την

παρουσία της ομορφιάς και της ισχύς. Και να, μερικά μέτρα μπροστά,

καθισμένη σε έναν πλατύ βράχο με αιχμηρή κορυφή, η Ρέα, ολόγυμνη και

υπέροχη.

Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα, έλαμπαν και ανέμιζαν σαν να ήταν

καμωμένα από φλόγες της ομορφότερης φωτιάς. Μακριά, μέχρι την μέση

της, ολόισια και ευωδιαστά. Στην κορυφή του κεφαλιού της είχε ένα

στεφάνι από λουλούδια και τα πέταλα τους έλαμπαν σαν την κόμη της.

Τα μελιά μάτια της σκέπαζαν μακριά ματόκλαδα και από την ζωηρή

λάμψη τους αναδυόταν η σοφία αιώνων. Ένα απύθμενο πηγάδι αγάπης,

έρωτα και δύναμης διακρινόταν από τις κόρες τους. Μία μικρή,

ανασηκωμένη μύτη και τριανταφυλλένια χείλη ήταν τα υπόλοιπα

στολίδια του προσώπου της. Το πάλλευκο δέρμα της έμοιαζε να διασπά

το φως του ήλιου και να σκορπίζει τα χρώματα της ίριδας τριγύρω, ενώ

ανάμεσα στα στητά στήθια της μια λευκή φλόγα γαλήνης και ευδαιμονίας

έκαιγε. Τα μακριά, λεπτά δάχτυλα της χάιδευαν τα βρύα του βράχου και,

ερωτευμένα από το άγγιγμα της, εκείνα πρασίνιζαν όλο και πιο έντονα.

Τα τέσσερα άλογα σταμάτησαν μπροστά της, ρουθούνισαν και

γονάτισαν, ώστε να ξεπεζέψουν οι αναβάτες. Μόλις εκείνοι πάτησαν στο

έδαφος, κάλπασαν γοργά και χάθηκαν μέσα στο δάσος. Εκθαμβωμένοι

από την όψη της θεάς, οι τέσσερις σύντροφοι έμειναν αμίλητοι,

μουδιασμένα ήταν τα μυαλά τους, σαγηνευμένα τα κορμιά τους. Ξέχασαν

το παρελθόν, απαρνήθηκαν το μέλλον, παραδόθηκαν στην ομορφιά της,

ώσπου εκείνη σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε τους τέσσερις στα μάτια τον

έναν μετά τον άλλον και έπειτα μίλησε:

«Καλωσορίσατε στο δάσος μου, ταξιδευτές. Έχει περάσει πολύς καιρός

από την τελευταία φορά που είχα επισκέπτες, ιδιαίτερα θνητούς. Όπως

ήδη γνωρίζετε, είμαι η Ρέα, η Αρχέγονη». Η φωνή της ήταν βαθιά και

μελωδική, σαν τραγούδι γαλήνιο, κατευναστικό ηχούσε στα αυτιά των

θνητών.

«Είμαι ο Έκτορας». Μπόρεσε και ψιθύρισε μετά από λίγες στιγμές ο

νεαρός. Κόμπιασε για λίγο και έπειτα συνέχισε: »Μαζί μου είναι η

Ανδρομάχη, ο Φίλιππος και ο Αχιλλέας».

«Και η Νύχτα, όπως την αποκαλείς». Συμπλήρωσε η Ρέα. Ο Έκτορας

χαμογέλασε αμήχανα και έγνεψε θετικά.

«Μην υποτιμάς την φιλία της, Έκτορα. Περήφανα ζώα είναι οι λύκοι,

αδάμαστα. Λίγοι άνθρωποι κερδίζουν τον σεβασμό των υπόλοιπων

θνητών ζώων και δεν είχα γνωρίσει κανέναν, εδώ και αρκετό καιρό, που

να έχει κερδίσει την φιλία ενός λύκου. Μα είναι λογικό. Ποιος αδαής δεν

θα έβλεπε τον λύκο που γυροφέρνει μέσα σου, που είναι κυρίαρχος στο

βλέμμα σου»;

Άνοιξε το στόμα να απαντήσει ο νεαρός, δεν βρήκε λόγια, το έκλεισε,

χαμήλωσε το κεφάλι αμήχανα. Στο μεταξύ, η θεά σηκώθηκε όρθια και

βάδισε ανάμεσα στην συντροφιά.

«Ω, σημαδεμένα με το φριχτό παρελθόν είναι τα κορμιά σας, πνιγμένα

από τα δάκρυα τα μάτια σας, βροντούν οι καρδιές σας-τις ακούω- από τον

πόνο. Έχω την αίσθηση ότι η οδύνη του παρελθόντος σας οδήγησε εδώ,

ναι η οδύνη, μα όχι και η απελπισία».

«Ναι, εμείς…». Έκανε να απαντήσει η Ανδρομάχη, μα η Ρέα έφερε το

δάχτυλο της στα χείλη της Αμαζόνας. Και η ζεστασιά του αγγίγματος

χαλάρωσε το κορμί της, ηρέμησε την καρδιά της και την γέμισε έρωτα

και ευδαιμονία.

«Δεν μου χρωστάτε εξηγήσεις. Είστε κουρασμένοι, ταλαιπωρημένοι.

Σήμερα θα ξεκουραστείτε, θα σας φιλέψω φαί και ποτό της αρεσκείας

σας. Θα πλύνετε τα κορμιά σας στην Λίμνη Των Νυμφαίων, θα κάμετε

έρωτα, απαλλαγμένοι από έγνοιες και κινδύνους, θα κοιμηθείτε με το

νανούρισμα των άστρων, στο ευωδιαστό χώμα. Αύριο, αν ακόμα το

θέλετε, θα μιλήσουμε». Είπε η Αρχέγονη και ευθύς άπλωσε τα χέρια. Από

την κορυφή ενός έλατου ήρθε ένας αετός με χρυσό φτέρωμα. Η θεά του

ψιθύρισε, το πελώριο πουλί κροτάλισε δυνατά το ράμφος και υψώθηκε

πλαταγίζοντας τις φτερούγες του. Μερικά λεπτά αργότερα, επέστρεψε

στο ξέφωτο, κρατώντας στα μακριά νύχια του ένα ζαρκάδι. Με ένα

άγγιγμα, η Ρέα το έγδαρε και το τεμάχισε. Εναπόθεσε τις μερίδες σε

λεμονόφυλλα και, στη συνέχεια, ύψωσε τα χέρια στον ουρανό. Μαύρα

σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω από το ξέφωτο, σε ένα βλεφάρισμα των

ματιών. Κάνοντας ένα νεύμα μέσα στο δάσος, σήκωσε δυνατό άνεμο που

παρέσυρε φλούδες και ξερά κλαδιά στο κέντρο του ξέφωτου. Και από τα

μαύρα σύννεφα, ένας κεραυνός χτύπησε ορμητικά τα ξύλα και τους έβαλε

φωτιά.

Καθώς η θεά δούλευε, ετοιμάζοντας το γεύμα, οι τέσσερις σύντροφοι την

παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι. Ολόκληρη η φύση υπάκουε στο

θέλημα της, πρόθυμα και άμεσα, τιμώντας την πανίσχυρη θεά. Σκίουροι,

μέσα από το δάσος, της έφεραν φρούτα και ξηρούς καρπούς, μέλισσες της

προσέφεραν κερήθρες με μέλι, ελαφίνες το γάλα τους, δέντρα της έδωσαν

φύλλα και κλαδιά, ακόμα και το γρασίδι παραμέρισε στο σημείο όπου

έφτιαξε ένα πρόχειρο τραπέζι. Και εκείνη δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει

εγκάρδια κάθε πλάσμα ξεχωριστά, φιλώντας το και τραγουδώντας προς

τιμήν του, με την υπέροχη φωνή της. Ήταν αξιοθαύμαστη η αφοσίωση

του δάσους στην Ρέα, αλλά και εκείνη το αντιμετώπιζε με σεβασμό και

αγαπούσε κάθε σπιθαμή του, πονούσε μαζί του και ερωτευόταν κάθε τι

μέσα του.

Όταν το γεύμα ετοιμάστηκε, το ακούμπησε πάνω σε ένα μεγάλο, φαρδύ

κλαδί και έφτιαξε πρόχειρες κουβέρτες από φύλλα και λουλούδια, γύρω

του. Έπειτα φώναξε την συντροφιά να κοπιάσει και εκείνη υπάκουσε

πρόθυμα. Είχαν πολύ καιρό να φάνε τόσο χορταστικό γεύμα και όλα ήταν

πεντανόστιμα. Για κάμποση ώρα, το μόνο που ακουγόταν στο ξέφωτο

ήταν τα σαγόνια τους να μασουλίζουν το κρέας, τα φρούτα, τους ξηρούς

καρπούς και τις κερήθρες με το μέλι.

Όταν όλοι απόφαγαν και έπιασαν τα φουσκωμένα στομάχια τους, η Ρέα

τους προσέφερε σε ξύλινες κούπες ένα ρόφημα που είχε φτιάξει από

ελαφίσιο γάλα και βότανα. Με την πρώτη γουλιά, ο Έκτορας

συνειδητοποίησε πως το εύγευστο πιοτό ήταν δυναμωτικό, άπλωσε στο

σώμα του μια ζεστασιά που ξεκίνησε από το στήθος του και έφτασε ως τα

άκρα του. Πύρωσε το αίμα του, ατσάλωσε τους μύες του, φούντωσε την

φλόγα στην καρδιά του και συνάμα χαλάρωσε το νου του, αισθάνθηκε

την ψυχή του να χορεύει απαλά, να γίνεται μια θάλασσα και να ρέει μέσα

του γαλήνια και κυματιστά. Γαληνεμένος, ένιωσε τον λύκο μέσα του να

αλυχτάει ερωτευμένος και στράφηκε στην Ανδρομάχη. Τα πράσινα μάτια

της είχαν γίνει δύο βωμοί έρωτα, δύο υποσχέσεις ηδονής και ευτυχίας. Τα

δάχτυλα της χάιδεψαν τα γένια του και τα χείλη τους έσμιξαν, ανήμπορα

να χορτάσουν φιλιά. Απέναντι τους, η Ρέα χαμογέλασε ικανοποιημένη.

Αφού θεράπευσαν τον πόθο τους για φαί και ποτό, σηκώθηκαν με

φουσκωμένα τα στομάχια τους και κεφάτες τις ψυχές τους. Η Ρέα τους

περιτριγύριζε, χαμογελώντας αινιγματικά και τους κοιτούσε έναν-έναν

στα μάτια με το διεισδυτικό βλέμμα της, που έφερε στο νου του Έκτορα

την έντονη ματιά του Αριστοτέλη. Έπειτα από μερικά λεπτά σιωπής τους

μίλησε:

«Ακολουθήστε με, πάμε στην λίμνη των Νυμφαίων». Είπε λιτά και

τους γύρισε την πλάτη. Με το δέρμα της να λαμπυρίζει όπως ο έναστρος,

βραδινός ουρανός, γλίστρησε στο γρασίδι αέρινα και έφτασε στα σύνορα

του ξέφωτου που οριοθετούνταν από ψηλούς θάμνους και βάτα. Μόλις

πλησίασε, της άνοιξαν δρόμο, απομακρύνοντας τις πυκνές φυλλωσιές

τους και η συντροφιά την ακολούθησε βιαστικά. Κατηφόρισαν μια πλαγιά

με κόκκινο χώμα, διέσχισαν ένα μικρό λιβάδι και έφτασαν σε ένα τείχος

από σκυφτές ιτιές.

Μόλις πέρασαν ανάμεσα από τα δέντρα, αντίκρισαν την Λίμνη Των

Νυμφαίων. Από έναν τεράστιο λευκό βράχο, αριστερά από το σημείο

όπου στεκόταν η συντροφιά και η Ρέα, κελάρυζε τραγουδιστά νερό,

βγαίνοντας από την καρδιά του και έπεφτε σε μία, ελλειπτικού σχήματος,

λίμνη. Η επιφάνεια της ήταν γεμάτη νούφαρα με ροζ πέταλα και κίτρινη

καρδιά. Το σεληνόφως γέμιζε το νερό με την απαλότητα και την ομορφιά

του. Στις όχθες της υπήρχαν διάσπαρτα βραχάκια, αγκαλιασμένα από

βρύα και ανθισμένα αγριόχορτα, ιτιές, πλατάνια και καλαμιές. Ένας

μοναχικός κύκνος κοιμόταν στην κουφάλα ενός πλατάνου, όμως ξύπνησε

μόλις αντιλήφθηκε τους ανθρώπους, έκρωξε νυσταγμένα και

απομακρύνθηκε. Μέσα στις καλαμιές, οι βάτραχοι τραγουδούσαν

μεθυσμένοι από την ομορφιά της νυχτιάς και έκαμαν έρωτα.

Πυγολαμπίδες πετούσαν πάνω από την επιφάνεια του νερού και τα

φευγαλέα λαμπυρίσματα τους γέμιζαν την λίμνη με στάλες μαγείας και

γαλήνης.

Δίχως να πει τίποτε στους ανθρώπους, η θεά προχώρησε αβίαστα

μπροστά, βύθισε τις πατούσες στο μαλακό χώμα της όχθης, απόλαυσε την

ζεστασιά του και έπειτα μπήκε στην λίμνη. Ο Έκτορας κοίταξε την

Ανδρομάχη, τα μάτια της έλαμπαν σαν πυρωμένα πετράδια που

αδημονούσαν να δροσιστούν, έπειτα τον Φίλιππο ο οποίος ανασήκωσε

τους ώμους. Στο πρόσωπο του Αχιλλέα είχε σχηματιστεί ένα δισταχτικό

χαμόγελο, καθώς η λάμψη της λίμνης φώτιζε και ομόρφαινε το

σημαδεμένο πρόσωπο του. Δίχως να ανταλλάξουν κουβέντα, έκατσαν σε

μια πλατιά πέτρα, ξεζώστηκαν τα όπλα τους, έβγαλαν τα ρούχα και

μπήκαν στην λίμνη, με τον ενθουσιασμό μικρών παιδιών. Το νερό ήταν

ευχάριστα δροσερό και οι απαλοί κυματισμοί του έμοιαζαν με χάδια στα

καταπονημένα κορμιά τους. Από τα νούφαρα που τους περικύκλωναν,

αναδυόταν μια μεθυστική, έντονη μυρωδιά.

Κολύμπησαν ξέγνοιαστα στην μεγάλη λίμνη για κάμποση ώρα, αμίλητοι,

αφημένοι στο πουπουλένιο άγγιγμα του νερού και στην ομορφιά του

κελαρύσματος του. Η Ρέα έφτιαξε ένα στεφάνι από τα άνθη των

νούφαρων και το ακούμπησε στο κεφάλι της Ανδρομάχης. Υποκλίθηκε η

κοπέλα, ευχαριστώντας την θεά και εκείνη της χαμογέλασε και

ανταπέδωσε το νεύμα. Ο Έκτορας κολύμπησε πίσω από την Αμαζόνα,

χάιδεψε το στεφάνι και την φίλησε, τυλίγοντας τα μπράτσα του γύρω από

τα στήθια της.

Ξάφνου, ακούστηκαν γέλια από τις όχθες. Αιφνιδιασμένοι, οι άνθρωποι

έστρεψαν ταυτόχρονα τα κεφάλια. Δίπλα από τους γκρίζους κορμούς των

ιτιών, στις όχθες, είδαν τέσσερις νεαρές γυναίκες να στέκονται γυμνές, να

ψιθυρίζουν και να γελάνε περιπαικτικά. Έπειτα, δίχως να απευθυνθούν

στην συντροφιά ή στην Ρέα, μπήκαν στην λίμνη και τους πλησίασαν. Η

Ρέα τις καλωσόρισε ευγενικά και έπειτα εξήγησε στους ανθρώπους:

«Αυτές είναι οι κόρες μου, είναι Νύμφες, Ναϊάδες. Η Εφυδάτια, η

Δάφνη, η Ωκυρρόη και η Ερατώ»

Ήταν πανέμορφες στην όψη, με λείο, απαλό δέρμα, λαμπερά μάτια, κι

αδύνατα, καλλίγραμμα κορμιά. Η Εφυδάτια είχε ξανθά μαλλιά που

έλαμπαν σαν το φεγγάρι, κυματιστά και μακριά μέχρι την μέση. Τα μάτια

της ήταν γκρίζα και μέσα τους έβλεπες ορμητικά ρυάκια, άπατες

θάλασσες και οργισμένους καταρράκτες, χείμαρρους να μουγκρίζουν και

υπόγειες λίμνες να κυματίζουν. Έγνεψε στους τέσσερις θνητούς και

έπειτα έφερε τα σαρκώδη χείλη της στο στόμα τους. Η Δάφνη είχε μαλλιά

όμοια με της Ανδρομάχης και μάτια πράσινα σαν τις σκούρες φυλλωσιές

των πλατάνων. Υποκλίθηκε στους συντρόφους και αποκάλυψε το

μαργαριταρένιο χαμόγελο της χαιρετώντας τους:

«Σας καλωσορίζω στην λίμνη μας. Είστε ευπρόσδεκτοι, μεγάλη χαρά

και τιμή να υποδεχόμαστε Ανθρώπους ξανά»

Στη συνέχεια τους χαιρέτησε η Ωκυρρόη ακουμπώντας τα μακριά,

λεπτά δάχτυλα της στα κεφάλια τους. Είχε καστανές μπούκλες που

έφταναν μέχρι τους ώμους, κατάμαυρα μάτια, στολισμένα με τις λάμψεις

αστεριών και καμπουρωτή μύτη. Η Ερατώ τους προσέφερε ευωδιαστά

άνθη που πλάνευαν τις αισθήσεις με την έντονη οσμή τους. Είχε κοντά,

κόκκινα μαλλιά και βαθυγάλανα μάτια, όμοια με τον ουρανό του

δειλινού.

Η ετερόκλητη παρέα, αν και φάνταζε αλλόκοτη στα μάτια του Έκτορα,

σαν να ξεπήδησε από ένα όνειρο γεμάτο φαντασία και απόκοσμη

ομορφιά, κολύμπησε ξέγνοιαστα και σιωπηλά στα γαλήνια νερά,

αφουγκράζοντας τις νυχτερινές μελωδίες των βατράχων, των γρύλων, των

αηδονιών και των λύκων.

Πλέοντας με κλειστά τα μάτια, ο Έκτορας ξεχώρισε, ανάμεσα στους

στοιχειωμένους ήχους, το αλύχτισμα της Νύχτας και χαμογέλασε,

γνωρίζοντας ότι η λύκαινα ήταν κοντά τους. Στο μεταξύ, ο Φίλιππος δεν

είχε πτοηθεί από την παρουσία των Νυμφαίων στην λίμνη, κάθε άλλο

μάλιστα. Γοητευμένος από τις σαγηνευτικές νεράιδες, χαμογελούσε

διαρκώς, κολυμπούσε κοντά τους χάιδευε τα μαλλιά τους και τους

ψιθύριζε. Κι εκείνες όμως δεν φαίνονταν ενοχλημένες από τον νεαρό, του

χαμογελούσαν περιπαικτικά, τον κοιτούσαν συνεχώς και του

αποκρίνονταν ψιθυριστά στο αυτί.

Στα βάθη της νύχτας, ενώ τα αστέρια περιπλανιόνταν ανέμελα στο

ασύνορο στερέωμα, η Εφυδάτια, η Ωκυρρόη και η Ερατώ βγήκαν από την

λίμνη συντροφιά με τον Φίλιππο. Ο τελευταίος έκλεισε το μάτι στον

Έκτορα, που του χαμογέλασε εντυπωσιασμένος και έπειτα του γύρισε την

πλάτη, εξαφανίστηκε με τις τρεις Νύμφες μέσα στις ιτιές. Η Δάφνη

έπιασε από το χέρι τον Αχιλλέα, είδε το διστακτικό βλέμμα στο πρόσωπο

του άντρα, του χαμογέλασε καθησυχαστικά, τον φίλησε και τον οδήγησε

στην απέναντι όχθη από αυτήν όπου έφυγε ο Φίλιππος, χάθηκαν στις

σκιές των πλατάνων. Ο Έκτορας γέλασε τρανταχτά, παρακολουθώντας

τον Αχιλλέα να ακολουθεί την Νύμφη με αβέβαια, άτσαλα βήματα και

συνέχισε να κολυμπάει, αγκαλιά με την Ανδρομάχη.

«Γεμάτη είναι η νύχτα ετούτη από Έρωτα, όπως αξίζει σε κάθε νύχτα.

Μα εσείς οι δύο δεν χρειάζεστε εμένα να σας μιλήσω για την ομορφιά

μήτε της νύχτας μήτε του Έρωτα. Είστε νέοι και οι καρδιές σας

γνωρίζουν το πάθος, την ορμή, την σοφία, την μαγεία τους. Υμνήστε

λοιπόν τούτη τη νύχτα όπως εσείς ξέρετε, μεθύστε την σελήνη με το

νέκταρ του έρωτα σας, γεμίστε την πλάση με τραγούδια που ξεπηδούν

από τις λαχανιασμένες ανάσες σας. Εγώ θα σας αφήσω και θα σας

ξαναδώ αύριο. Καληνύχτα, ωραίοι μου θνητοί»

«Καληνύχτα και σε εσένα, πανέμορφη Ρέα. Δεν υπάρχουν λόγια στην

γλώσσα των θνητών αρκετά όμορφα, ούτε δύναμη αρκετή στα κορμιά μας

για να σε ευχαριστήσουμε όπως θα έπρεπε για την εγκάρδια και

γενναιόδωρη φιλοξενία σου». Αποκρίθηκε ο Έκτορας, την ώρα που η θεά

έβγαινε από την λίμνη. Με το βρεγμένο κορμί της να αντιφεγγίζει τον

έναστρο ουρανό, υποκλίθηκε και εξαφανίστηκε σε ένα βλεφάρισμα των

ματιών.

Η Ανδρομάχη έσφιξε τον Έκτορα πάνω της και φιλήθηκαν, με πάθος

αντάξιο εκείνης της νύχτας. Βγήκαν στην όχθη και έκαμαν έρωτα ώσπου

οι λύκοι σώπασαν, τα αστέρια κρύφτηκαν και έλαμπε μοναχικά ο

Αυγερινός πάνω από τα δέντρα. Έπειτα ξάπλωσαν στο χώμα και

παραδόθηκαν στο νανούρισμα του νερού που στάλαζε στην λίμνη. Ο

απαλός ήχος άπλωσε το χέρι και έκλεισε τα ματόκλαδα τους, τους

οδήγησε σε κόσμους σμιλεμένους από αθάνατα όνειρα, άφθαρτους και

αγέραστους, κρυμμένους από εκείνους που δεν γνωρίζουν την γλύκα του

ύπνου.

Όταν ξύπνησαν, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό, αλλά τον

έκρυβαν τα σύννεφα που πετούσαν χαμηλά, βαρυγκωμώντας από το

βρόχινο νερό που κουβαλούσαν. Ποτέ τους δεν είχαν ξανανιώσει τόσο

ξεκούραστοι, ανασηκώθηκαν, τέντωσαν τα κορμιά τους και ντύθηκαν.

Έπειτα κίνησαν προς το ξέφωτο, όπου είχαν συναντήσει την Ρέα το

προηγούμενο απόγευμα. Η θεά δεν ήταν εκεί, αλλά, στον κορμό όπου

είχαν γευματίσει, βρήκαν τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα να κάθονται

μπροστά από ένα χορταστικό πρωινό. Καλημέρισαν τους δύο άντρες και

έπειτα ρίχτηκαν και αυτοί στο φαγητό. Όταν απόφαγαν και ξεδίψασαν με

γλυκό νέκταρ, ο Έκτορας ρώτησε αν συνάντησαν την Ρέα και ο Φίλιππος

έγνεψε αρνητικά.

«Δεν φάνηκε όση ώρα είμαι εδώ. Όταν ξύπνησα, οι Νύμφες είχαν

φύγει και ήρθα προς τα εδώ. Στον δρόμο συνάντησα τον Αχιλλέα.

Φτάνοντας στο ξέφωτο, βρήκαμε μόνο έτοιμο πρωινό»

«Είπε ότι θα μας συναντήσει σήμερα. Ίσως έρθει αργότερα, ας την

περιμένουμε εδώ». Πρότεινε η Ανδρομάχη και οι υπόλοιποι συμφώνησαν.

«Πόσο θα μείνουμε εδώ; Απαράμιλλης ομορφιάς είναι τούτο το μέρος

και η φιλοξενία των πλασμάτων του γενναιόδωρη. Όμως έξω από αυτό το

δάσος η ασχήμια του Ζακχαέρ Ντων εξαπλώνεται, δεν μπορούμε να

καθυστερήσουμε». Ακούστηκε η βραχνή φωνή του Αχιλλέα, που ακόνιζε

το τσεκούρι του με μια πλατιά πέτρα.

«Έχεις δίκιο και ομολογώ πως ξέχασα τον πόλεμο που έπεται εδώ

πέρα. Ωστόσο, ας διηγηθούμε στην Ρέα την πορεία μας ως εδώ και την

μέλλουσα αποστολή μας. Ίσως μας συμβουλέψει και μας βοηθήσει. Όπως

και να γίνει όμως, δεν νομίζω πως έχουμε την πολυτέλεια να μείνουμε

εδώ πάνω από μία μέρα ακόμη, όσο και αν αυτό με θλίβει». Απάντησε ο

Έκτορας, χαϊδεύοντας την λαβή του Σπαθιού της Λύκης.

«Αν δεν μπορέσει να προτείνει κάποιο σχέδιο ή έστω κάποιον

προορισμό για την συνέχεια του ταξιδιού μας, τι θα κάνουμε; Θα

πορευτούμε προς τη Νέθας»; Ρώτησε με την σειρά του ο Φίλιππος. Δεν

απάντησε κάποιος αμέσως, όλοι αισθάνθηκαν την δυσανασχέτηση του

Αχιλλέα που βαριανάσανε και ο Έκτορας έσκυψε το κεφάλι να σκεφτεί.

«Εγώ θα έλεγα πως τούτος φαίνεται ο πιο λογικός προορισμός, αυτή τη

στιγμή. Αν ο στρατός της Νέθας είναι τόσο ισχυρός όσο λέει ο Αχιλλέας

δεν πρέπει να χρονοτριβούμε. Αν ο Ζακχαέρ Ντων αποκτήσει κι άλλη

δύναμη ίσως την προσεγγίσει, πριν προλάβουμε εμείς. Χρειαζόμαστε

συμμάχους, κι όσο πιο ισχυροί είναι, τόσο το καλύτερο»

«Αν ο Πελίας τιμήσει τις υπηρεσίες που του παρείχα στο παρελθόν,

τότε θα συμμαχήσει δίχως δεύτερη σκέψη. Θα τον πείσω εγώ, αν

χρειαστεί. Ωστόσο, νομίζω ότι σοφότερο θα ήταν να μην αναφέρεις,

Έκτορα, το Σπαθί της Λύκης. Σου είπα ήδη πόσο άπληστος και

αδίστακτος είναι και ένα τόσο ισχυρό και θρυλικό όπλο θα θελήσει να το

αποκτήσει με κάθε μέσο, αν μπορώ να μαντέψω τον χαρακτήρα του. Κι ο

Αριστοτέλης, πριν πέσει, σου είπε να μην παραδώσεις ποτέ το Σπαθί,

είναι δικαιωματικά δικό σου». Δήλωσε ο Αχιλλέας και ο νεαρός έγνεψε

ότι κατάλαβε.

«Υπάρχουν και πολιτείες Αμαζόνων που μπορούμε να απευθυνθούμε,

όμως οι περισσότερες και ισχυρότερες είναι στον μακρινό Νότο.

Δύσκολα τις φτάνουμε έγκαιρα, δίχως άλογα. Υποθέτω όμως ότι

μπορούμε να τις ειδοποιήσουμε να έρθουν στη Νέθας, όταν φτάσουμε

εκεί και εξασφαλίσουμε την συμμαχία του Πελία». Πρόσθεσε η

Ανδρομάχη.

Στο μεταξύ, φάνηκε και η Ρέα κάτω από τις σκιές των πεύκων, στα

όρια του ξέφωτου. Με τον αέρινο βηματισμό της απόσπασε την προσοχή

των συντρόφων και οι καρδιές τους σκίρτησαν στην ομορφιά της.

«Καλημέρα. Φάγατε ήδη, βλέπω. Ωραία, ωραία. Ελπίζω όλα να ήταν

της αρεσκείας σας και χορταστικά»

«Η φιλοξενία σου δεν έχει αντάξιο αντίτιμο, ωραία θεά. Σε

ευχαριστούμε για όλα, εσένα και τα παιδιά σου, που είναι εξίσου

σπουδαία». Απάντησε ο Φίλιππος και υποκλίθηκε. Η Ρέα ανταπέδωσε την

υπόκλιση και κάθισε πλάι στον Αχιλλέα.

«Ρέα, θέλουμε να σου μιλήσουμε για τον λόγο που μας φέρνει εδώ και

είναι ιστορία γεμάτη πόνο και σκοτάδι, ίσως περισσότερο από όσο έχουν

δει τα πλάσματα τούτου του δάσους». Απευθύνθηκε η Ανδρομάχη στην

θεά.

«Ω, ναι. Είναι αλήθεια πως μεγάλωσα όλα τα παιδιά μου, τα δέντρα, τα

φυτά, τα ζώα, τις Νύμφες, τους Κενταύρους και τους Σάτυρους

γεμίζοντας τις καρδιές τους με αγάπη, ομορφιά και έρωτα. Άγνωστα τους

είναι τα καταραμένα έργα και ο πόνος που προκαλεί το Σκότος. Όμως θα

ήταν τιμή μου να μου πείτε την ιστορία σας και είναι αλήθεια πως έχω

μεγάλη περιέργεια»

Έτσι, ο Έκτορας ξεκίνησε την διήγηση, λέγοντας της τα πάντα, με

θάρρος και ειλικρίνεια. Παρενέβησαν κάμποσες φορές και οι υπόλοιποι,

λέγοντας τις δικιές τους περιπέτειες, ώσπου να συναντηθούν με τον

Έκτορα. Και δάκρυα πάλι στιγμάτισαν τα πρόσωπα τους, όταν η διήγηση

έφτασε στον χαμό του Αριστοτέλη. Μαζί τους άρχισε να κλαίει και η Ρέα,

που δεν μπόρεσε να ελέγξει την οδύνη της, μαθαίνοντας για τον θάνατο

του σπουδαίου μάγου που υπήρξε σύντροφος της.

Όταν τελείωσε να μιλάει ο Έκτορας, η Ρέα σκούπισε τα βουρκωμένα

μάτια της και φίλησε τους τέσσερις συντρόφους στο στόμα, να απαλύνει

τον πόνο τους.

«Ήσασταν πολύ τυχεροί που γνωρίσατε τον Αριστοτέλη, αν και δεν

χρειάζεται να το πω εγώ για να το καταλάβετε. Υπήρξε σπουδαίος μάγος

και στοργικός σύντροφος. Ένδοξα τα κατορθώματα του, θα σημαδεύουν

τον χρόνο ώσπου να πάψει να κυλά, ηρωικός και ο θάνατος του, αντάξιος

του θαρραλέου πολεμιστή που υπήρξε. Πολύ τυχερή και εγώ που σας

συνάντησα, εσάς που γνωρίσατε τον Αριστοτέλη και ηρωικά σταθήκατε

στην αποστολή που σας οδήγησε, ηρωικά σταθήκατε μαζί του μέχρι το

τέλος. Μνήμα θα έστηνα, εδώ, στο κέντρο του δάσους, όμως δεν μπορώ

να φανταστώ κάτι αντάξιο του για να φτιάξω, να τον τιμά όπως του

αξίζει»

«Δεν χρειάζεται, νομίζω. Κι εγώ το σκέφτηκα πολλές φορές, γιατί και

εγώ πολύ τον αγάπησα. Όμως κατάλαβα ότι το μόνο μνήμα που του

πρέπει, είναι τα στίγματα στην ψυχή μας, ένα στίγμα που ανεξίτηλο θα

μείνει, της περηφάνιας που υπήρξαμε σύντροφοι του και ένα δεύτερο του

πόνου που αιώνια θα μας σημαδεύει με τον χαμό του». Της απάντησε ο

Έκτορας.

Η Ρέα συμφώνησε, κουνώντας το κεφάλι. Σφούγγισε πάλι τα δάκρια

από τα μάτια της και σηκώθηκε όρθια. Αναστέναξε, και ο στεναγμός της

ήταν παγωμένος αέρας που αναρίγησε τα σπλάχνα των ανθρώπων. Ο

ήλιος είχε σκαρφαλώσει στην κορυφή του ουρανού, ζύγωνε το μεσημέρι,

μουντό και καταθλιπτικό και τα μολυβένια σύννεφα άγγιζαν τις κορφές

των κυπαρισσιών. Την ώρα που ο Έκτορας χάιδευε την λαβή του Σπαθιού

της Λύκης, έχοντας σκυμμένο το κεφάλι στο χώμα, η Ρέα ξαναμίλησε:

«Όσοι υπήρξαν αγαπημένοι σύντροφοι του Αριστοτέλη, είναι και δικοί

μου. Καταλαβαίνω πως ο χρόνος σας πιέζει, αδέκαστος είναι και

ασυγκράτητος, δεν μπορώ ούτε εγώ να τον σταματήσω για μερικές

στιγμές. Δύσκολη πορεία ορθώνεται μπροστά σας, γεμάτη

σκαμπανεβάσματα και εμπόδια, εχθρούς και προδότες. Είστε όμως ήρωες,

δεν χωράει αμφιβολία, βλέπω στη συντροφιά σας πρωτόγνωρη δύναμη σε

σχέση με τους υπόλοιπους θνητούς. Είμαι βέβαιη ότι θα αντεπεξέλθετε με

επιτυχία και τιμή στις δοκιμασίες που θα συναντήσετε. Όμως, όπως

προείπα, ο χρόνος ασταμάτητα κυλά, και η ισορροπία έχει ήδη αρχίσει να

εκφυλίζεται. Το σκοτάδι του Ζακχαέρ Ντων επεκτείνεται κάθε στιγμή

που περνά. Ωστόσο, πριν φύγετε, θα ήθελα να με τιμήσετε με μια

ευκαιρία να σας αποχαιρετήσω όπως σας αξίζει. Θα καλέσω αμέσως τους

Σάτυρους, τις Νύμφες, τους Κενταύρους και τα Ξωτικά να

συγκεντρωθούν εδώ, από τα πέρατα του δάσους και από τα γειτονικά

δάση. Μαζί, θα σας ετοιμάσουμε ένα πλούσιο δείπνο, αντάξιο σας,

ένδοξοι πολεμιστές και θα σας ξεπροβοδίσουμε με πολύτιμα δώρα που θα

σας βοηθήσουν στη συνέχεια του ταξιδιού σας»

Αμέσως ανταποκρίθηκε η Ανδρομάχη, αφού πρώτα υποκλίθηκε

ευγενικά στη θεά:

«Ήδη υπήρξες πολύ γενναιόδωρη, Ρέα και αμφιβάλλω αν μας αξίζουν

όσα μας προσφέρεις. Ευχαρίστως θα μείνουμε ακόμη ένα βράδυ. Δεν θα

αρνηθώ πως μας χρειάζεται όση βοήθεια μπορείς να μας προσφέρεις.

Υπάρχει και κάτι ακόμα που θα ήθελα να σου ζητήσω: συμβουλές για την

συνέχεια του ταξιδιού μας. Αποφασίσαμε να πορευτούμε προς τη Νέθας

και να επιχειρήσουμε να συμμαχήσουμε μαζί της. Αλλά, μήπως έχεις

υπόψη κάποιον άλλον καλύτερο προορισμό»;

Η Ρέα έμεινε σκεπτική για κάμποσα δευτερόλεπτα. Στα λαμπερά μάτια

της, η συντροφιά έβλεπε να αναδεύεται η γνώση, η σοφία και η εμπειρία

αμέτρητων αιώνων. Τελικά, έδωσε την απάντηση της:

«Υπάρχουν πολλοί προορισμοί που έρχονται στο νου μου, αλλά δεν

μπορώ να σας προτείνω κάποιον με σιγουριά. Ραδιούργοι και εύθραυστοι

στις ψυχές είναι όλοι οι αφεντάδες των πολιτειών και έτσι ήταν πάντοτε.

Δεν ξέρω να σας πω με σιγουριά ποιος θα ανταποκριθεί λογικά στο

κάλεσμα σας και ποιος όχι. Όμως, μια ερώτηση μου έρχεται στο μυαλό:

εφόσον είσαι Αμαζόνα, γιατί δεν πορεύεσαι στις Νότιες Αμαζόνειες

Πολιτείες; Στα μάτια μου φαίνεται ο πιο σίγουρος προορισμός».

«Και στα δικά μου επίσης. Όμως βρίσκονται πολύ μακριά από εδώ και

θα καθυστερήσουμε πολύ να τις προσεγγίσουμε, ακόμα και αν

υποθέσουμε ότι δεν θα συναντήσουμε Θανατώριους στο δρόμο»

«Ω, ναι, πράγματι. Θα σας βοηθήσω όμως και σε αυτό. Πιθανών

παραβιάζω τους Αρχαίους Νόμους του Δία με αυτό που θα κάνω, όμως το

αξίζετε»

Όταν τελείωσε τον λόγο της, ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό και

έπειτα από λίγο, προσγειώθηκε στον ώμο της ένας μεγάλος, κατάμαυρος

κόρακας. Έκρωξε στοργικά στην Ρέα και κροτάλισε το μακρύ ράμφος

του. Εκείνη χάιδεψε τις δυνατές φτερούγες του και του μίλησε με

ακατάληπτες -στους τέσσερις ανθρώπους- λέξεις. Το κοράκι έκλινε

ελαφρά το κεφάλι του, πλατάγισε τις φτερούγες του και υψώθηκε, χάθηκε

πάνω από τα σύννεφα. Η Ρέα παρακολούθησε για λίγο την πορεία του με

την κοφτερή ματιά της και έπειτα εξήγησε στους συντρόφους:

«Έδωσα στον γιο μου ανθρώπινη φωνή για μερικές ημέρες, ώσπου να

φτάσει στις Νότιες Πολιτείες και να τους μεταφέρει το κάλεσμα σας, που

θα οδηγήσει της Αμαζόνες στη Νέθας. Πορευτείτε προς τα εκεί λοιπόν

και καρτερείτε την άφιξη των γενναίων πολεμιστριών να ενισχύσουν τον

αγώνα σας»

Οι τέσσερις σύντροφοι έβγαλαν επιφωνήματα ενθουσιασμού και

υποκλίθηκαν στη Ρέα, ευχαριστώντας την διαρκώς για την βοήθεια της.

Εκείνη τους χαμογέλασε ευγενικά και τους πρότεινε να περιπλανηθούν

στο δάσος της ώσπου να ετοιμάσει το αποχαιρετιστήριο δείπνο.

Κατευθύνθηκαν προς την Λίμνη των Νυμφαίων όπου ο Φίλιππος και ο

Αχιλλέας προσδοκούσαν να ξαναδούν τις χθεσινές ερωμένες τους. Όμως

αναστέναξαν απογοητευμένοι, σαν έφτασαν εκεί. Η λίμνη ήταν

πανέμορφη, ανέγγιχτη από την μελαγχολία του ουρανού, το κελαρυστό

νερό τραγουδούσε κεφάτα και τα νούφαρα έπλεαν αρμονικά. Μια

οικογένεια κύκνων κολυμπούσε γαλήνια στην επιφάνεια της, έχοντας

καμπυλωτούς τους μακριούς λαιμούς και σκυφτά τα κεφάλια. Πράσινοι

βάτραχοι πλατσούριζαν στις λάσπες της όχθης και ξάφνου

αναστατώθηκαν και άρχιζαν να φωνάζουν όταν εντόπισαν έναν νερόφιδο

να έρχεται προς το μέρος τους.

Αλλά οι υπέροχες Νύμφες δεν ήταν εκεί. Έτσι, η συντροφιά έκανε τον

γύρο της λίμνης και την προσπέρασε, κατευθυνόμενη προς μια συστάδα

πλατάνων. Από εκεί, ανέβηκαν έναν λόφο γεμάτο πεύκα και οξιές. Στην

κορυφή σταμάτησαν να ξαποστάσουν κάτω από τις μυρωμένες σκιές των

δέντρων και θαύμασαν από ψηλά το μεγαλείο του δάσους. Κατέβηκαν

τον λόφο τρέχοντας, μεθυσμένοι από την ενέργεια, την ζωντάνια και την

ομορφιά της φύσης που τους περιτριγύριζε. Κατέληξαν σε μια κοιλάδα

όπου φύτρωναν ψηλά έλατα με δυνατούς κορμούς, αγριοκαστανιές και

φλαμουριές. Ανάμεσα στα δέντρα έτρεχαν ζωηρά ελάφια και άγρια

άλογα. Ενώ έπιναν νερό από μία πηγή στις ρίζες ενός αρχαίου έλατου,

στάθηκαν και τους χάζεψαν δύο λιοντάρια με ξανθιές, πλούσιες χαίτες και

μυώδη κορμιά. Δεν επιχείρησαν να επιτεθούν στη συντροφιά, την

κοιτούσαν με μια μίξη περιέργειας και θαυμασμού έκδηλη στα κίτρινα

μάτια τους. Από την μεριά τους, οι άνθρωποι θαύμασαν κι εκείνοι, τόσο

τα περήφανα αιλουροειδή, όσο και την εξωπραγματική ηρεμία και

οικειότητα που τους έδειχναν. Ένα λίκνο ειρήνης, νηνεμίας, γαλήνης ήταν

τούτος ο τόπος και τίποτε δεν φάνταζε εχθρικό ή άσχημο.

Ο απογευματινός, βορινός αέρας σφύριζε στις κορφές των δέντρων και

το τραγούδι του ενώθηκε με τους βρυχηθμούς των λιονταριών και το

κελάηδισμα των σπουργιτιών κι των χελιδονιών με την ψαλιδωτή ουρά.

Οι τέσσερις σύντροφοι ξάπλωσαν στο ζεστό χώμα και έκλεισαν τα μάτια,

να γεμίσουν οι σάρκες τους από τις πρωτόγονες μυρωδιές και τους

μελωδικούς ήχους της φύσης. Και ένιωσαν τις ψυχές τους να λικνίζονται

σαν φίδια και να χορεύουν γύρω από βρυχώμενες φωτιές. Έφυγαν από τις

σάρκες, απλώθηκαν στο χώμα, έφτασαν στην καρδιά της γης και

ενώθηκαν μαζί της. Ένιωσαν τον βαρύγδουπο ρυθμό της να κλονίζει τα

σωθικά τους, να δυναμώνει τις θνητές καρδιές τους με ένα ψήγμα

αιωνιότητας. Ο Έκτορας άνοιξε τα μάτια και αγκάλιασε την Ανδρομάχη,

ακούμπησε το κεφάλι στα στήθια της και αφουγκράστηκε την καρδιά της.

Τα δάχτυλα της χώθηκαν ανάμεσα στα μακριά μαλλιά του και τα

χάιδευαν απαλά.

«Εδώ θα ήθελα να μείνω για πάντα, να γίνω και εγώ ένας χτύπος της

καρδιάς σου, μια νότα τούτου του ρυθμού που είναι ύμνος στον έρωτα και

φόβητρο στους εχθρούς». Της ψιθύρισε, έχοντας ακόμα το κεφάλι

ανάμεσα στα στήθη της.

Εκείνη χαμογέλασε, έπιασε το πρόσωπο του με τα δυο της χέρια και

τον φίλησε. Η γαλαζοπράσινη φλόγα των ματιών της είχε θεριέψει και

την δροσιά των χειλιών της θα φθονούσε ακόμα και η πανέμορφη Ρέα. Το

χνώτο της χάιδευε το πρόσωπο του Έκτορα και μούδιαζε το νου από την

ζεστασιά του, η οποία ήταν εφάμιλλή της δυνατής φωτιάς που έκαιγε

εκείνη την ώρα στο ξέφωτο, όπου η θέα ετοίμαζε το πλούσιο γεύμα.

Είχαν έρθει κοντά της Σάτυροι με φλογέρες, άρπες και κιθάρες, Νύμφες

πανέμορφες και αιθέριες, Ξωτικά που έλαμπαν απαλά και μιλούσαν

τραγουδιστά, Κένταυροι, τεράστιοι και δυνατοί φέρνοντας κανάτια με

άλικο κρασί και μυρωδάτο νέκταρ.

Όταν τα πρώτα αστέρια άρχισαν να αχνοφέγγουν στον ουρανό, που

είχε καθαρίσει από τα σύννεφα, η συντροφιά επέστρεψε στο ξέφωτο,

όπου αντίκρισε ένα μοναδικό θέαμα. Στο κεντρικότερο σημείο είχε στηθεί

ένα μακρύ τραπέζι και αναστέναζε από το βάρος των φαγητών που

ακουμπούσαν πάνω του. Ροδοψημένα κρέατα, αχνιστές σούπες, ζεστές

κουλούρες κριθαρένιου ψωμιού, φρέσκο γάλα, μέλι και φρούτα

δημιούργησαν μια πανδαισία αρωμάτων που τρύπησε τις μύτες των

τεσσάρων ανθρώπων και έκανε τα στομάχια τους να βρυχηθούν.

Γύρω από το τραπέζι τους υποδέχτηκε με υποκλίσεις και φιλιά η πιο

αλλόκοτη συντροφιά που είχαν αντικρίσει. Σάτυροι, ανθρωπόμορφα όντα

που από την μέση και πάνω είχαν την όψη φαλακρών, μουσάτων αντρών

με μυτερά αυτιά και από την μέση και κάτω είχαν σώμα και ουρά τράγου.

Κένταυροι, που από την μέση και πάνω ήταν ρωμαλέοι άντρες με

γιγάντια κορμιά ενώ κάτω από την μέση είχαν σώμα αλόγου. Οι Νύμφες

και τα Ξωτικά ήταν ήδη γνώριμοι στους ανθρώπους, παρ’ όλα αυτά δεν

μπόρεσαν να αισθανθούν οικειότητα απέναντι τους. Μόλις τα πλάσματα

χαιρέτησαν εγκάρδια την συντροφιά, η Ρέα τους προσκάλεσε να καθίσουν

δίπλα της στο τραπέζι και αυτοί δέχτηκαν ευχαρίστως. Ο Έκτορας και η

Ανδρομάχη έκατσαν στα αριστερά της και ο Φίλιππος με τον Αχιλλέα

δεξιά της. Όταν όλοι βολεύτηκαν στο τραπέζι, ρίχτηκαν με βουλιμία στο

φαί. Τα πάντα ήταν πεντανόστιμα και οι μερίδες χορταστικές. Για αρκετή

ώρα, το μόνο που ακουγόταν ήταν τα μασουλίσματα της παρέας με

εξαίρεση τα Ξωτικά, που έκατσαν μεν στο τραπέζι, ωστόσο δεν άγγιξαν

καθόλου τα φαγητά και μιλούσαν μεταξύ τους.

Όταν χόρτασαν όλοι, το μόνο που είχε μείνει στο τραπέζι ήταν οι

άδειες πιατέλες και τα στραγγισμένα ποτήρια. Τότε, οι Κένταυροι έφεραν

τις κανάτες με το κρασί και άρχισαν να κερνούν τους πάντες. Την ώρα

που γέμιζε το ποτήρι του με το βαθυκόκκινο ποτό, ο Έκτορας πρόσεξε ότι

ορισμένοι Κένταυροι ήταν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους, πιο

αγριωποί στην όψη και πιο μυώδεις, ορισμένοι μάλιστα από αυτούς είχαν

περασμένους στους ώμους και μακριά τόξα.

Το κρασί έρρεε άφθονο, όλοι έπιναν με όρεξη, εκτός βέβαια από τα

Ξωτικά και σύντομα το κέφι άναψε. Οι Σάτυροι, με κοκκινισμένα τα

μάγουλα, έβγαλαν τους αυλούς, τις άρπες και τις κιθάρες και άρχισαν να

παίζουν ζωηρές μελωδίες, χτυπώντας τα τραγίσια πόδια τους στο χώμα

ρυθμικά. Οι Νύμφες σηκώθηκαν κι αυτές με την σειρά τους από το

τραπέζι και άρχισαν να χορεύουν, λικνίζοντας ερωτικά τα γυμνασμένα

κορμιά τους. Τότε, ο Φίλιππος στράγγισε το ποτήρι του, ένας Κένταυρος

με μαύρη μακριά χαίτη και γενειάδα πήγε να του το ξαναγεμίσει αλλά

εκείνος αρνήθηκε ευγενικά, χαμογέλασε πονηρά στον Αχιλλέα και

σηκώθηκε όρθιος. Πλησίασε τις Νύμφες και άρχισε να χορεύει μαζί τους.

Ο Έκτορας γέλασε τρανταχτά και τον μιμήθηκαν η Ανδρομάχη και η Ρέα.

Έπειτα από μερικά ποτήρια ακόμα όμως, σηκώθηκαν και αυτοί από το

τραπέζι και ρίχτηκαν στο χορό.

Οι ώρες περνούσαν, από ψηλά, τα αστέρια στάθηκαν μια στιγμή και

έριξαν το χαμογελαστό φως τους στην ετερόκλητη συντροφιά που

γλεντούσε ακούραστα. Έπειτα συνέχισαν το αέναο πλάνεμα τους στο

χαώδες σκοτάδι του στερεώματος. Ο Έκτορας, η Ανδρομάχη και ο

Φίλιππος είχαν ιδρώσει από τον ζωηρό χορό, πήραν μερικές ανάσες,

ήπιαν λίγο κρασί και συνέχισαν, γελώντας. Ο Αχιλλέας τους κοιτούσε

χαμογελαστός, έπινε και συζητούσε με έναν γιγαντόσωμο Κένταυρο που

είχε περασμένο στους ώμους ένα κοκάλινο τόξο και μια φαρέτρα με βέλη.

Όπως συμπέρανε ο άντρας, οι οπλισμένοι, αγριωποί Κένταυροι δεν ήταν

από το δάσος της Ρέας αλλά από ένα γειτονικό, που βρισκόταν υπό την

επικράτεια τους. Μερικά Ξωτικά τραγουδούσαν παρέα με τους Σάτυρους,

αν και τα περισσότερα βρίσκονταν καθισμένα στο τραπέζι, απομονωμένα

σε μια γωνιά, μιλώντας ψιθυριστά.

Όταν η νύχτα προχώρησε και το κρασί τελείωσε, πολλές Νύμφες

αποσύρθηκαν μαζί με τους Σάτυρους, ορισμένες προσέγγισαν τους

Κενταύρους, η Ωκυρρόη, η Ερατώ και η Εφυδάτια έφυγαν ξανά μαζί με

τον Φίλιππο και η Δάφνη με τον Αχιλλέα. Η λαχανιασμένη Ρέα μίλησε με

τον Έκτορα, την ώρα που έφευγαν και τα Ξωτικά:

«Η σημερινή βραδιά ήταν πολύ όμορφη και ελπίζω να την ανακαλείται

όταν σας κυκλώσουν τα σκοτάδια. Ξεκουραστείτε όσο κρατάει ακόμα η

νύχτα. Αύριο το πρωί θα σας ξεπροβοδίσουμε και θα σας προσφέρουμε τα

δώρα που θα σας συντροφέψουν στη συνέχεια του ταξιδιού σας». Είπε

και απομακρύνθηκε πριν προλάβει να της απαντήσει ο Έκτορας. Τον

πλησίασε η Ανδρομάχη, του έπιασε το χέρι και τον φίλησε. Μαζί, πήγαν

στις σκιές των δέντρων, έκαναν έρωτα και κοιμήθηκαν με ενωμένα τα

κορμιά τους.

Οι ψιχάλες της βροχής φίλησαν το πρόσωπο του Έκτορα,

καλημερίζοντας τον. Τα φύλλα των δέντρων και οι φτέρες θρόιζαν στο

ψιλόβροχο και από την λίμνη των Νυμφαίων άκουγε τα κοάσματα των

βατράχων. Άνοιξε τα μάτια του και ξύπνησε την Ανδρομάχη, χαϊδεύοντας

απαλά την γυμνή πλάτη της. Τον καλημέρισε με ένα αστραφτερό

χαμόγελο και ακούμπησε τα ροδόχρωμα χείλη της στα δικά του.

Ντύθηκαν βιαστικά και βγήκαν από τις σκιές των δέντρων στο ξέφωτο.

Χαμηλωμένος ήταν ο ουρανός πάνω από την γη και την σαβάνωνε με ένα

πέπλο σκουρόχρωμων νεφελών. Κι εκείνη, ευχαριστημένη από την

δροσιά της βροχής, ανέδυε από το χώμα ένα μεθυστικό άρωμα. Τα

λουλούδια είχαν ανοίξει διάπλατα τα πέταλα τους, να αγκαλιάσουν τις

ψιχάλες και τα αγριόχορτα λικνίζονταν εκστασιασμένα. Στο κέντρο του

ξέφωτου, τους περίμενε η Ρέα μαζί με δύο Κένταυρους, έναν Σάτυρο, ένα

Ξωτικό και τις τέσσερις Νύμφες. Μαζί τους ήταν ο Φίλιππος με τον

Αχιλλέα, που είχαν ήδη ξυπνήσει. Ο Έκτορας και η Ανδρομάχη

υποκλίθηκαν και οι υπόλοιποι ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό.

«Καλημέρα σας, ηρωικοί θνητοί. Λύπη μεγάλη με διακατέχει ετούτη

την στιγμή, που πρέπει να αποχωριστούμε. Όμως μεγάλα πράγματα

συμβαίνουν στον κόσμο, σημαντικότερα από εμένα και έλαχε σε εσάς να

φορτωθείτε το βάρος της λύτρωσης μας. Πρέπει, λοιπόν, να φύγετε, όμως

δεν θα το κάνετε με άδεια χέρια». Είπε η Ρέα, έχοντας ένα αμυδρό

χαμόγελο στα χείλη της. Τότε, προχώρησε μπροστά ο ένας Κένταυρος,

αγριωπός, με πυκνά φρύδια, πυρόξανθα, μακριά μαλλιά και γένια, γαμψή

μύτη και πράσινα μάτια. Στους ώμους του είχε περασμένο ένα μακρύ

τόξο και στα στιβαρά του χέρια κρατούσε ένα δερμάτινο δεμάτι. Έκανε

μια κοφτή υπόκλιση στη συντροφιά και άρχισε να ξετυλίγει το δεμάτι.

«Ονομάζομαι Φόλος, και είμαι άρχοντας του δάσους Χορβ, που

συνορεύει με το δάσος της Ρέας. Οι Κένταυροι του Χορβ δεν είχαμε ιδέα

για το κίνημα του Ζακχαέρ Ντων ή για την ηρωική αποστολή σας. Χθες

μας ενημέρωσε η Ρέα για τα κατορθώματα σας και για τον πόλεμο που

έπεται». Έκανε μια παύση και ακούμπησε το ανοιχτό δέμα, με τα

αντικείμενα που είχε μέσα, στο έδαφος. Έπειτα συνέχισε:

«Ντροπή μεγάλη σημαδεύει την φυλή μας πάνω από χίλια χρόνια, όταν

αποχωρήσαμε από την Πρώτη Συμμαχία. Αν θα συμμετάσχουμε σε αυτόν

τον πόλεμο, δεν μπορώ να το ξέρω, αλλά δεχθείτε αυτά τα δώρα ως

ένδειξη καλής θέλησης και ενδεχόμενης συμμαχίας ξανά ανάμεσα στις

φυλές μας». Κατέληξε. Ο Έκτορας έμεινε σιωπηλός και κάρφωσε τον

Φόλο με το βλέμμα του. Δεν του άρεσε η δήλωση του Κενταύρου ότι δεν

ήταν σίγουρη η συμμετοχή τους στον πόλεμο, ούτε η προσπάθεια του να

εξιλεωθεί με μερικά δώρα. Ωστόσο, συγκρατήθηκε, δεν ήθελε να

τσακωθεί στο δάσος της Ρέας, μπροστά στην φιλήσυχη θεά. Όμως, η

λυκίσια ματιά του Έκτορα τρόμαξε τον αγέρωχο Φόλο και έμελε να τον

τρομάζει για πολλές άυπνες νύχτες. Ο νεαρός έγνεψε απότομα και ο

Κένταυρος παρουσίασε τα δώρα. Πρώτα έβγαλε από το δέμα ένα μακρύ

δρύινο τόξο με λεπτοδουλεμένα σκαλίσματα αλόγων και δέντρων. Οι

άκρες του ήταν επενδυμένες με κέρατο ελαφιού, λουστραρισμένο και

λείο. Το πρόσφερε μαζί με μία δερμάτινη φαρέτρα γεμάτη βέλη στην

Ανδρομάχη.

«Ακούμε πως το σημάδι σου μας ντροπιάζει όλους, γενναία

πολεμίστρια. Τούτο το φίνο τόξο έφτιαξαν για μένα οι σύντροφοι μου, με

ξύλο από την αρχαιότερη βελανιδιά του δάσους μας και κέρατο από το

μεγαλύτερο ελάφι που σκότωσαν ποτέ. Μα αξιοσύνη θα βρει μόνο στα

δικά σου χέρια. Είθε να πέσουν πολλοί εχθροί από τις φαρμακερές σαΐτες

σου»

Η Ανδρομάχη το δέχθηκε με έκδηλο ενθουσιασμό, το ψηλάφισε με τα

λεπτά δάχτυλα της και ευχαρίστησε τον Φόλο με μια υπόκλιση. Ο

Κένταυρος χαμογέλασε ικανοποιημένος και, σκύβοντας πάνω από το

δερμάτινο δεμάτι, έβγαλε ένα μακρύ μαχαίρι, με αστραφτερή, ατσάλινη,

κυρτή κόψη και χάλκινη λαβή, ντυμένη με φλέβες χρυσού και κόκκινα

πετράδια. Μαζί με το δερμάτινο θηκάρι του, το έδωσε στον Αχιλλέα.

«Τούτο το μαχαίρι άνηκε σε έναν μεγάλο πολέμαρχο του βορρά.

Πολέμησε εναντίον της φυλής μου πριν από αιώνες και σκότωσε

πολλούς, ώσπου πέσει. Προς τιμήν της γενναιότητας του, κρατήσαμε το

μαχαίρι, ως ανάμνηση ενός σπουδαίου εχθρού. Με μεγαλύτερη τιμή όμως

το προσφέρω σε έναν καινούριο φίλο και ακόμα σπουδαιότερο

πολεμιστή»

Ο Αχιλλέας το πήρε αμίλητος, μούγκρισε ένα «ευχαριστώ» και έδεσε

το θηκάρι γύρω από την μέση του. Στη συνέχεια, ο Φόλος δώρισε στον

Φίλιππο ένα ζευγάρι θηκάρια για τα σπαθιά του που δένονταν σταυρωτά

στο στήθος του. Έμοιαζαν καμωμένα από σκληρό δέρμα και στολισμένα

με πράσινα πετράδια. Οι άκρες τους ήταν από ασήμι και οι πόρπες των

ζωνών τους χρυσές.

«Τούτα τα περίεργα θηκάρια τα βρήκαμε στον γκρεμισμένο τάφο ενός

αλχημιστή των αρχαίων χρόνων. Μέσα σε αυτά, οι λεπίδες σου δεν

στομώσουν ποτέ, ούτε θα παλιώσουν, ακόμα και χωρίς ακόνισμα». Με

τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού, ο Φίλιππος βιάστηκε να ξεφορτωθεί τα

παλιά, ξεφτισμένα θηκάρια του και ανάπαυσε τα σπαθιά του στα

καινούρια, αφού τα έδεσε.

Έπειτα, ο Φόλος στράφηκε στον Έκτορα, προσπάθησε να τον κοιτάξει

στα μάτια, αλλά δεν τα κατάφερε.

«Τι θα μπορούσαμε να δώσουμε στον κάτοχο του Σπαθιού της Λύκης»;

Έκανε φωναχτά.

»Όπλο σπουδαιότερο δεν θα βρίσκαμε, ακόμα και αν σαρώναμε

ολάκερη την γη. Η λεπίδα που κραδαίνεις ταπεινώνει κάθε σπαθί,

τσεκούρι, δόρυ, ασπίδα ή κράνος. Το μόνο που έχω να σου δώσω, είναι η

Φωνή των Κενταύρων». Συνέχισε με στόμφο και έβγαλε από το δέμα ένα

στριφτό, κοκάλινο βούκινο που είχε δύο χρυσούς κρίκους στις άκρες.

«Φύσηξε το σε ώρα ανάγκης και οι Κένταυροι θα το ακούσουν, όσο

μακριά και αν βρίσκονται»

«Η μεγαλύτερη ώρα ανάγκης είναι τώρα, Φόλε. Τώρα χρειαζόμαστε

συμμάχους. Δεν μου αρκεί να ακουστεί το βούκινο όταν κινδυνεύω, θέλω

και ανταπόκριση». Δεν κρατήθηκε άλλο ο Έκτορας και μίλησε απότομα

στον Κένταυρο. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι και αποκρίθηκε σιγανά:

«Δεν είναι μόνο στο χέρι μου, Έκτορα. Θα κάνω ότι μπορώ για να σε

βοηθήσω»

Ο Έκτορας έκανε να ανταπαντήσει, όμως συγκρατήθηκε. Υπήρχαν και

άλλοι που περίμεναν να τους προσφέρουν δώρα και δεν ήθελε να φέρει σε

δύσκολη θέση την Ρέα. Έτσι, υποκλίθηκε στον Φόλο και εκείνος

αποχώρησε. Τότε, τους πλησίασε με πηδηχτά βηματάκια ο Σάτυρος.

Ήταν φαλακρός και είχε μια μυτερή, καφετιά γενειάδα. Τα αυτιά του

ήταν μυτερά, η μύτη του χοντρή και τα μάτια του μικρά και πονηρά,

μαύρα σαν του Έκτορα. Συστήθηκε στην συντροφιά μιλώντας με βαθιά,

κατευναστική φωνή:

«Ονομάζομαι Μαρσύας, είμαι γιος της Ρέας, γέννημα θρέμμα τούτου

του δάσους. Μεγαλώσαμε μακριά από πολέμους και βία, εμείς οι Σάτυροι

είμαστε αφοσιωμένοι στη μουσική και τον έρωτα. Έτσι δεν έχω όπλα να

σας προσφέρω και να με συμπαθάτε». Είπε και ακούμπησε στο χώμα ένα

μεγάλο σάκο από τομάρι τράγου. Το άνοιξε και έβγαλε από μέσα τέσσερα

κατεργασμένα τομάρια. Ήταν από μεγάλα αγριογούρουνα και η

εσωτερική τους πλευρά είχε δέρμα καθαρισμένο και μαυρισμένο κι η

εξωτερική την χοντρή τους γούνα, φροντισμένη και φρεσκοπλυμένη.

Έδωσε από ένα στους τέσσερις ανθρώπους και είπε λιτά:

«Ελπίζω να σας κρατήσουν ζεστούς σε σκοτεινά και κρύα μέρη και να

σας προστατεύσουν από εχθρικά όπλα»

Στη συνέχεια τους μοίρασε από ένα πράσινο πλεχτό δισάκι που

μοσχομύριζε και αχνόφεγγε.

«Σε τούτα τα δισάκια, τα τρόφιμα σας δεν θα μπαγιατέψουν, όσο καιρό

και αν μείνουν μέσα. Έχω ήδη βάλει μέσα αρκετά φαγητά για μια

βδομάδα». Στη συνέχεια ξεροκατάπιε και έξυσε το γυμνό κεφάλι του.

«Ξέρει κανείς σας να παίζει αυλό»; Ρώτησε δειλά. Η Ανδρομάχη

απάντησε θετικά και ο Μαρσύας δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του.

«Ωραία, πολύ ωραία». Είπε και της δώρισε έναν λεπτοδουλεμένο αυλό

που είχε σκαλίσματα από Σάτυρους, Νύμφες και λουλούδια.

»Πάρε αυτόν τον αυλό, πανέμορφη κυρά, να θυμίζεις και να θυμάσαι

την ομορφιά και την γαλήνη της μουσικής»

«Σε ευχαριστούμε πολύ, ευγενικέ Μαρσύα. Γεμάτα στοργή και αγάπη

είναι τα δώρα σου και δεν θα τα υποτιμήσουμε». Του απάντησε η κοπέλα.

Η συντροφιά υποκλίθηκε και ο Σάτυρος αποχώρησε πηδώντας ζωηρά.

Ήταν η σειρά του Ξωτικού και ο Έκτορας αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε

να τους προσφέρει ένα πλάσμα που απέχει από τον υλικό κόσμο και τα

κατασκευάσματα του. Δίχως να μιλήσει, το Ξωτικό πλησίασε την

Ανδρομάχη και ακούμπησε τα χέρια του στον κρόταφο της. Ψέλλισε

μερικά τραγουδιστά λόγια και έφυγε σιωπηλό. Οι τρεις άντρες κοίταξαν

απορημένη την Αμαζόνα που είχε ένα αινιγματικό χαμόγελο στο

πρόσωπο της.

«Μου χάρισε μελωδίες! Τραγούδια για να παίζω στον αυλό. Τα ένιωσα

να γεννιούνται μέσα μου από το πουθενά, να ξεπηδούν αυθόρμητα». Τους

εξήγησε χαμογελαστή και ενθουσιασμένη. Ο Έκτορας κοίταξε με

θαυμασμό το μυστηριώδες πλάσμα καθώς απομακρυνόταν. Όμως τα

μάτια του Φίλιππου ήταν καρφωμένα αλλού. Γιατί, σειρά είχαν οι Νύμφες

και οι τέσσερις πανέμορφες νεράιδες κίνησαν προς το μέρος τους.

«Ξεχειλίζει η συντροφιά σας από έρωτα, αγάπη και ομορφιά. Και

σπουδαιότερα δώρα δεν έχουμε από αυτά. Όμως σας πλέξαμε αυτούς

τους μανδύες, να ντύνουν τα ωραία κορμιά σας και να μας φέρνουν στην

θύμηση σας». Είπε η Ωκυρρόη και τους μοίρασε τους μεταξένιους

μανδύες. Στον Αχιλλέα έδωσε έναν βαθυκόκκινο, με χρυσαφένια κόψη

στον λαιμό και τα μανίκια. Στον Φίλιππο έναν πράσινο, στολισμένο με

αστέρια ασημένια. Ο Έκτορας και η Ανδρομάχη πήραν από έναν μαύρο,

του Έκτορα είχε δύο κόκκινους κύκλους στο στήθος και της Ανδρομάχης

γαλαζοπράσινες ρίγες στα μανίκια και τον λαιμό. Ήταν κεντημένοι με

περίσσια φροντίδα και τέχνη και όταν ανέμιζαν, έβλεπες σχέδια να

εναλλάσσονται ανάμεσα στις πτυχώσεις, Νύμφες να χορεύουν, ρυάκια να

κυλάνε, λουλούδια να τα παρασέρνει ο άνεμος και νούφαρα να χορεύουν

στα κύματα της λίμνης. Οι τέσσερις σύντροφοι τους φόρεσαν αμέσως και,

μόλις το απαλό ύφασμα ακούμπησε το δέρμα τους, ένιωσαν μια απαλή

δροσιά να απλώνεται στο κορμί τους.

«Ωραίες Νύμφες, αξέχαστα θα μας μείνουν η ομορφιά και το πάθος

σας. Υπήρξατε αχτίδες φωτός, την ώρα που μας κύκλωνε το παγερό

σκοτάδι». Τους είπε ο Φίλιππος και έκανε να υποκλιθεί. Όμως αυτές

φίλησαν και τους τέσσερις στο στόμα και έφυγαν προς την λίμνη,

γελώντας. Πλέον είχαν μείνει στο ξέφωτο μόνο ο ένας Κένταυρος και η

Ρέα. Αυτός ο Κένταυρος δεν ήταν αγριωπός στην όψη, είχε μακριά, ίσια

μαύρα μαλλιά και γένια, λεπτή μύτη και μεγάλα μελιά μάτια. Πλησίασε

την συντροφιά δίχως να κρατάει κάποιο δέμα ή σακίδιο.

«Ονομάζομαι Χείρων, είμαι ο πρωτότοκος των Κενταύρων του δάσους

της Ρέας. Ως παιδί της, ούτε εγώ έχω όπλα να σας προσφέρω, ούτε είμαι

καλός στο πλέξιμο ή την μουσική για να σας δώσω ρούχα ή κιθάρες.

Ωστόσο, έχετε δρόμο πολύ μπροστά σας και λίγο χρόνο για να τον

διανύσετε και πιστεύω ότι θα εκτιμήσετε το δώρο μου. Τα άλογα που

γέννησε η Ρέα είναι άγρια και περήφανα, αδάμαστα από την φυλή σας.

Όμως, πριν από κάμποσο καιρό, ήρθε στο δάσος μας ένα ξένο κοπάδι

άλογα, από τις ανοιχτές πεδιάδες της Ανατολής. Η Ρέα τα παρέδωσε στην

φροντίδα μου και εγώ τους δίδαξα τους τρόπους μας και τα έθιμα μας.

Δεν είναι δαμασμένα, όμως τους έπεισα να σας υπακούσουν. Επίσης δεν

είναι τόσο περήφανα ώστε να μην δέχονται αναβάτη. Πρόκειται για

δυνατά ζώα και πανέμορφα, θα σας βοηθήσουν». Είπε ο Κένταυρος και

αφού σηκώθηκε στα πισινά του πόδια χλιμίντρισε. Μετά από μερικές

στιγμές, από τα δέντρα παρουσιάστηκαν τέσσερα ψηλά άλογα. Δύο

καφετιές φοράδες- η μία είχε μια άσπρη ρίγα στην μουσούδα της- μια

μαύρη και ένα καφέ αρσενικό με μαύρη χαίτη. Ήταν ήδη σελωμένα και

είχαν περασμένα τα ηνία τους. Με μια φωνή, οι τέσσερις αναφώνησαν

ενθουσιασμένοι και εντυπωσιασμένοι.

«Η καφετιά ονομάζεται Ιφιγένεια , αυτή με την λευκή ρίγα Ωκύποδη, η

μαύρη Διώνη και ο αρσενικός Ξάνθος. Είναι τα καλύτερα από το κοπάδι,

γρήγορα και δυνατά». Είπε χαμογελαστός ο Χείρωνας χαϊδεύοντας τα

άτια στα καπούλια τους. Ο Έκτορας αγκάλιασε τον Κένταυρο και τον

ευχαριστούσε συνεχώς, ώσπου να φύγει από το ξέφωτο. Η Ρέα

ακολούθησε με το βλέμμα της τον Χείρωνα μέχρι να χαθεί στις σκιές των

δέντρων και έπειτα στράφηκε στην συντροφιά χαμογελώντας.

«Εγώ δεν έχω δώρα να σας δώσω, εκτός αν παραβώ τις Αρχαίες

Συνθήκες του Δία και το έκανα ήδη μια φορά». Ο Έκτορας έκανε να της

πει πως δεν χρειαζόταν να τους προσφέρει τίποτε, όμως η θεά τον έκοψε,

με ένα νεύμα του χεριού της. Πλησίασε την συντροφιά, άπλωσε τα χέρια

και τους αγκάλιασε όλους μαζί. Το σώμα της έλαμψε πιο έντονα από

συνήθως και όλοι τους ένιωσαν μια ασυγκράτητη δύναμη να τυλίγεται

σαν φίδι γύρω από τα πόδια τους, να τρυπώνει στις κοιλιές τους και σαν

χείμαρρος να σαρώνει τα πάντα με την ορμή του. Οι καρδιές τους

ατσάλωσαν, αισθάνθηκαν τα κορμιά τους πιο στιβαρά από ποτέ και το

μυαλό τους καθαρό και δροσερό σαν νερό.

«Πηγαίνετε τώρα. Πορευτείτε δίχως φόβο και αμφιβολία. Η δύναμη

που υπάρχει μέσα στον κύκλο της συντροφιάς σας είναι σπουδαιότερη

από αυτήν στα κορμιά σας. Είναι ισχυρότερη και από οποιοδήποτε όπλο

κραδαίνετε. Στηριχθείτε ο ένας στον άλλον και όλοι μαζί θα βοηθήσετε

την Ισορροπία να στηριχθεί ξανά στα πόδια της. Πηγαίνετε μπροστά

ήρωες μου, πηγαίνετε με οδηγό το θάρρος που κυβερνά τις θνητές, μα

σπουδαίες, ψυχές σας. Έχετε γεια και ελπίζω να ξαναϊδωθούμε όταν όλα

τελειώσουν»

«Έχε γεια σπουδαία Ρέα. Βλέπω τώρα πως ο Αριστοτέλης δεν

υπερέβαλε καθόλου όταν μας μίλησε για σένα. Η ευγένεια και η

καλοσύνη σου θα μείνουν ανεξίτηλα στιγματισμένες μέσα μας. Η

αιωνιότητα δεν έχει αρκετό χρόνο για να προλάβω να σου πω όσα

ευχαριστώ σου αρμόζουν. Έχε γεια, ωραία θεά». Αποκρίθηκε ο Έκτορας

και τα μάτια του βούρκωσαν από το βάρος του αποχωρισμού. Η Ρέα

υποκλίθηκε, τους γύρισε την πλάτη και εξαφανίστηκε σε ένα βλεφάρισμα

των ματιών. Η Ανδρομάχη αναστέναξε και ο Φίλιππος ξεφύσησε

λυπημένος. Ο Αχιλλέας θέλησε να κρύψει την θλίψη του, γύρισε την

πλάτη στη συντροφιά και πλησίασε τα άλογα. Διάλεξε τον Ξάνθο, καθώς

ήταν το πιο γεροδεμένο και μεγάλο άλογο και θα κουβαλούσε το τεράστιο

κορμί του χωρίς πρόβλημα. Στερέωσε το τομάρι, τα δισάκια του και το

τσεκούρι πίσω από την σέλα και τον καβάλησε. Οι υπόλοιποι αποφάσισαν

να τον μιμηθούν. Η Ανδρομάχη επέλεξε την Ιφιγένεια, ο Έκτορας την

Διώνη και ο Φίλιππος ανέβηκε στην ράχη της Ωκύποδης.

«Προς τα πούμε πάμε τώρα»; Αναρωτήθηκε ο Φίλιππος. Ο Έκτορας

έστρεψε το άλογο και κοίταξε τους συντρόφους του κατάματα. Πήρε μια

βαθιά ανάσα και είπε στον Αχιλλέα:

«Οδήγησε μας στη Νέθας»

Ταξίδι προς τη Δύση

κείνος έγνεψε θετικά με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού. Σήκωσε

το κεφάλι να προσανατολιστεί, έκλεισε μια στιγμή τα μάτια να

θυμηθεί την πορεία που είχαν διανύσει μέχρι τότε και τράβηξε τα

ηνία του αλόγου του ώστε να κοιτάει στα αριστερά από εκεί όπου ήταν η

Λίμνη των Νυμφαίων. Κλώτσησε τον Ξάνθο στα καπούλια, εκείνος

χλιμίντρησε και άρχισε να καλπάζει γοργά.

Τα άλογα, αν και δεν μεγάλωσαν στο δάσος της Ρέας, το γνώριζαν

καλά και έτσι έστριβαν ανάμεσα στα δέντρα και πηδούσαν πάνω από

χαντάκια και ρυάκια δίχως πρόβλημα, πολλές φορές μάλιστα δρούσαν

δίχως την προσταγή των αναβατών τους. Το έδαφος ήταν γλιστερό και

λασπώδες εξαιτίας της βροχής που έπεφτε ακατάπαυστα. Η συντροφιά

πέρασε μια συστάδα οξιών, έστριψε σε ένα πευκοδάσος και έπειτα

ανέβηκε έναν λοφίσκο με έλατα. Από εκεί, ο Αχιλλέας τους οδήγησε σε

ένα πυκνό δάσος από βελανιδιές, που το έκοβε στη μέση ένας ορμητικός

χείμαρρος. Αναγκάστηκαν να κάνουν μια μεγάλη παράκαμψη ώστε να

βρουν ένα ρηχό σημείο, προκειμένου να διασχίσουν τον ποταμό. Όταν

πέρασαν απέναντι, μετά από κάμποση ώρα συνάντησαν ξανά

πευκοδάσος. Ήταν ιδιαίτερα πυκνό και κάτω από τις σκιές των δέντρων

φύτρωναν φτέρες και βατομουριές. Τελικά, ανηφόρισαν μια απότομη

πλαγιά γεμάτη οξιές και μερικά διάσπαρτα έλατα και βρέθηκαν στα

σύνορα του δάσους της Ρέας.

Την ώρα που κάλπαζαν σε μια πράσινη κοιλάδα, περιστοιχισμένη από

βουνά, το ψιλόβροχο έδωσε την θέση του σε καταιγίδα. Η βροχή

μαστίγωνε τα βράχια και τα δέντρα, ο άνεμος λυσσομανούσε και οι

αστραπές θρυμμάτισαν τον μολυβένιο ουρανό. Οι τέσσερις σύντροφοι

σήκωσαν τις κουκούλες των μανδυών τους, να προφυλαχτούν από την

κακοκαιρία και συνέχισαν ακάθεκτοι την πορεία πάνω στα ακούραστα

άτια τους. Το μόνο πέρασμα που υπήρχε στην κοιλάδα ήταν ένα φαράγγι

ανάμεσα από δύο ψηλά βουνά, ολόγυμνα, γεμάτα βράχια και πέτρες.

Ήταν στενό και το έδαφος λασπωμένο από την έντονη βροχόπτωση. Σε

ένα σημείο είχε πλημμυρίσει, δημιουργήθηκαν ρυάκια ανάμεσα στις

χαραμάδες που παρέσυραν λάσπες και σαπισμένους κορμούς. Τα άλογα

δυσκολεύτηκαν να το διασχίσουν και, όταν τα κατάφεραν, ήταν

εξουθενωμένα, οπότε η συντροφιά αποφάσισε να ξεπεζέψει και να

συνεχίσει με τα πόδια.

Σε μια διακλάδωση του φαραγγιού, ο Αχιλλέας τους οδήγησε δεξιά,

όμως το πέρασμα εμπόδιζαν μεγάλα βράχια που είχαν κατολισθήσει από

την απότομη ράχη του βουνού. Με πολύ προσπάθεια, κατάφεραν να

σκαρφαλώσουν πάνω από το τείχος των ογκόλιθων και συνέχισαν να

βαδίζουν υπό τις παγωμένες σκιές των βουνών που έπεφταν πάνω στη

Ε

συντροφιά για να την αποθαρρύνουν. Βγαίνοντας από το φαράγγι,

αντίκρισαν μια απέραντη πεδιάδα, δίχως ορίζοντα. Καβάλησαν ξανά τα

άλογα τους και κίνησαν να την διασχίσουν. Τα αγριόχορτα ήταν σκυφτά,

φοβισμένα από την κοσμοχαλασιά και τα περήφανα έλατα αντιστέκονταν

σθεναρά στον άνεμο που, θαρρείς, είχε βαλθεί να τα ξεριζώσει. Άδεια

ήταν η πεδιάδα από πανίδα, όλα τα ζώα είχαν χωθεί στις φωλιές τους για

προστασία και μόνο τα λουλούδια έδιναν χρώμα στο καταθλιπτικό τοπίο.

Και όταν, απόγευμα πλέον, κόπασε η καταιγίδα και φάνηκε ο ήλιος στα

δυτικά βουνά, είδε αντίκρυ του τέσσερις μοναχικούς καβαλάρηδες να

διαβαίνουν το έρημο λιβάδι. Τους καληνύχτισε, λάμποντας στα πρόσωπα

τους να τα ζεστάνει και κρύφτηκε. Στη χάση του, μάκρυναν οι σκιές και

άρχισε να κυλάει το σκοτάδι στην πλάση. Ο ορίζοντας έγινε

ροδοκόκκινος και πιο ψηλά μπλάβισε ο ουρανός. Σαν κουρελιασμένα

ρούχα σε ποτάμι, έπλεαν τα γκρίζα σύννεφα, τέλεψαν το χρέος τους,

ξέπλυναν την γη και πήγαιναν να ξαποστάσουν.

Ωστόσο, ξεκούραση δεν έμελε να βρουν ακόμα οι τέσσερις σύντροφοι,

ανέγγιχτοι από τον ερχομό της νύχτας, συνέχισαν να καλπάζουν στην

υγρή πεδιάδα. Ευτυχισμένα τα βότανα και τα αγριολούλουδα που

γλίτωσαν από την θύελλα, ανέδυαν μεθυστικά αρώματα στον αέρα ενώ

δειλά-δειλά ξεμύτισαν και οι γρύλοι από τις τρύπες τους και άρχισαν να

τραγουδάνε. Κατέβηκαν και οι λύκοι από τα ανεμοδαρμένα βράχια να

κυνηγήσουν και αλυχτούσαν μελωδικά.

Όταν η νύχτα προχώρησε και σκοτείνιασε για τα καλά ο ουρανός, τα

άλογα άρχισαν να διαμαρτύρονται οπότε οι τέσσερις αποφάσισαν να

σταματήσουν. Είχαν φτάσει στο πέρας της πεδιάδας, που συνόρευε με ένα

ποτάμι. Ο Αχιλλέας ήταν πεπεισμένος ότι υπήρχε ένα παλιό, ξύλινο

γεφυράκι που το διέσχιζε, ωστόσο δεν θα το έψαχναν εκείνη την ώρα.

Κατασκήνωσαν δίπλα σε δύο μεγάλους βράχους που έμοιαζαν να φιλάνε

ο ένας τον άλλον με τις αιχμηρές γωνιές τους. Ένας κισσός τους

σφιχταγκάλιαζε και υψωνόταν μέχρι τις κορφές τους. Χρησιμοποιώντας

τις τσακμακόπετρες του, ο Αχιλλέας προσπάθησε να ανάψει φωτιά, όμως

όλα τα ξύλα που βρήκε ήταν μουλιασμένα από την βροχή και απέτυχε.

Έτσι, έμειναν βυθισμένοι στο σκοτάδι, άπλωσαν κάτω τις κουβέρτες και

τα δέρματα των αγριογούρουνων και έφαγαν από τα δισάκια τους ψητό,

ελαφίσιο κρέας, ψωμί και κάστανα. Μόλις το φαί κάθισε στα στομάχια

τους, αντιλήφθηκαν πόσο κουρασμένοι ήταν από την ολοήμερη ιππασία.

Προσφέρθηκε ο Αχιλλέας να κρατήσει πρώτος σκοπιά και οι υπόλοιποι

τυλίχθηκαν με τα δέρματα και έπεσαν για ύπνο.

Όλα κύλησαν ήρεμα στην σκοπιά του Αχιλλέα αλλά και του Φίλιππου

που τον διαδέχθηκε. Ο αστερισμός του Ωρίωνα βρισκόταν στο ζενίθ του

ουρανού, όταν εκείνος ξύπνησε τον Έκτορα που ήταν η σειρά του να

φυλάξει την συντροφιά. Ο νεαρός σηκώθηκε, έσφιξε το ζωνάρι στην μέση

του που συγκρατούσε το Σπαθί της Λύκης, τυλίχθηκε στην γούνα του

αγριογούρουνου και σκαρφάλωσε πάνω στον έναν βράχο. Η πεδιάδα

ασημόφεγγε από τα χάδια του έναστρου ουρανού. Οι γρύλοι έτριζαν, από

τις όχθες του ποταμιού ακούγονταν τα βατράχια που κόαζαν και

κρυμμένες στα αγριόχορτα γουργούριζαν οι αγριόγατες που βγήκαν να

κυνηγήσουν. Τα πράσινα μάτια τους έλαμπαν ύπουλα στο σκοτάδι και

σάρωναν την κοιλάδα για θηράματα. Από μακριά, ακούστηκε ένα

μακρόσυρτο ουρλιαχτό και ο Έκτορας αναγνώρισε την φωνή της

λύκαινας του σε αυτό. Δεν είχε δει την Νύχτα καθ’ όλη την παραμονή του

στο Δάσος της Ρέας και αναρωτιόταν, μέχρι εκείνη την στιγμή, αν τους

ακολουθούσε ακόμα. Μεμιάς, οι σκέψεις του μεταφέρθηκαν στις

ξέγνοιαστες μέρες που είχε ζήσει στην Ροτενσνέικ. Όταν μεγάλωνε εκεί

και αναρωτιόταν για το παρελθόν του, δεν φανταζόταν πόσο σκοτεινό

ήταν και πόσο θα σημάδευε το μέλλον του. Θυμήθηκε τον εαυτό του

όπως ήταν πριν έναν χρόνο και συνειδητοποίησε ότι άλλαξε τόσο από

τότε, που έμοιαζε με άλλον άνθρωπο. Εκείνος ο Έκτορας ήταν ένας

φιλήσυχος, καλλιεργημένος ξυλουργός και πλέον ήταν ο αφέντης του

Σπαθιού της Λύκης, ένας πολεμιστής που πέρασε μέσα από τον Χρόνο,

την Φύση, τον Θάνατο, το Σκότος και το Φως, προορισμένος να

εξολοθρεύσει τον μεγαλύτερο δυνάστη των καιρών του. Ένα ασήκωτο

βάρος ένιωσε να πλακώνει τους ώμους του, χάιδεψε την λαβή του

σπαθιού του και αμέσως το ένιωσε να αλαφρώνει. Το έβγαλε από το

θηκάρι και η λεπίδα άστραψε σαν κεραυνός στο φως των αστεριών,

τρόμαξαν από την λάμψη του τα αγρίμια της πεδιάδας και έτρεξαν να

κρυφτούν, νομίζοντας πως ζύγωνε ξανά καταιγίδα. Το πρόσωπο του

καθρεφτίστηκε στο μέταλλο και είδε στα μάτια του την φοβερή λυκίσια

σκιά που ξύπνησε με τον θάνατο του Αριστοτέλη.

«Καθαρή είναι ακόμα η λεπίδα σου φίλε μου και σαν σφυρίζεις στον

αέρα ακούω τον στεναγμό της απογοήτευσης. Μα θα έρθει η ώρα που θα

βαφτείς στο μαύρο αίμα των Θανατώριων, θα έρθει η ώρα που θα κόβεις

τους εχθρούς σου στη μέση. Και τότε δεν θα τρέμουν μόνο οι αγριόγατες

την λάμψη σου. Κραδαίνοντας σε, το όνομα μου θα γίνει συνώνυμο του

αφανισμού, στα χείλη του Ζακχαέρ Ντων και των ορδών του». Ψιθύρισε,

ακουμπώντας τα χείλη του στην λεπίδα. Και το σπαθί σαν να τον άκουσε,

έλαμψαν τα μάτια στα τρία κεφάλια του Μάρντουκ Σίρρους. Στα στήθη

του, άκουσε τον λύκο να ουρλιάζει και να στοιχειώνει την νύχτα,

πλημμυρίζοντας την με την αύρα του Έκτορα. Την ένιωσαν και οι

Θανατώριοι που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση, την αισθάνθηκαν σαν

παγωμένα ρίγη στην ραχοκοκαλιά τους, σαν οιωνό του θανάτου που θα

τους έβρισκε την αυριανή νύχτα.

Οι ώρες περνούσαν δίχως απρόοπτα και ήρθε η σειρά της Ανδρομάχης

να φυλάξει σκοπιά. Την ώρα που την ξυπνούσε ο Έκτορας ένιωθε

εξαντλημένος, όμως, σαν άνεμος που σκορπά τα πεσμένα φύλλα, πήρε

την κούραση του η θέα των ματιών της. Όπως ενώθηκε η λάμψη τους με

το φως των αστεριών, έμοιαζαν με δίδυμες λίμνες στα βάθη ενός πυκνού

δάσους που καθρεφτίζουν το πρόσωπο της νύχτας. Η κοπέλα επέμεινε να

πέσει ο Έκτορας για ύπνο, όμως τελικά έμεινε μαζί της. Ανεβασμένοι

πάνω στον βράχο, για πολλή ώρα κάθονταν σιωπηλοί, κοιτάζοντας ο ένας

τον άλλον στα μάτια, ανταλλάσοντας με τα βλέμματα λόγια ανείπωτης

τρυφερότητας και ποίηση απρόσιτη στα χείλη και τις γλώσσες. Και οι

λέξεις που έβγαιναν με κάθε άγγιγμα, κάθε χάδι και κάθε φιλί, φάνταζαν

σαν μυστήριο στους ποιητές που έγραφαν σε στεγνά χαρτιά, σε

διανοούμενους που διάβαζαν κιτάπια γραμμένα σε πολλές γλώσσες και

επιστήμονες που μελετούσαν την φύση και τα μυστικά της. Το ζευγάρι

χαμογέλασε, ξέροντας πως την γνώση τούτου του μυστηρίου κατείχε

μόνο αυτό.

«Πριν σκεφτόμουν πόσο άλλαξα από τότε που ακολούθησα την πορεία

του πολέμου. Εσένα; Σε άλλαξε καθόλου αυτή η σκοτεινιά;»

«Ασφαλώς! Εκπαιδευόμασταν συνεχώς για μάχες, όμως όταν

βρίσκεσαι σε μια πραγματική μάχη τα πράγματα είναι εντελώς

διαφορετικά. Ήμουν τελείως άπειρη, Έκτορα, και αναγκάστηκα να

αντικρίσω όλους τους συντρόφους μου να σφαγιάζονται, από πλάσματα

που δεν είχα ιδέα τι είναι ή από πού έρχονται. Αυτές οι εικόνες αφήνουν

άσχημες ουλές μέσα σου. Άσχημες και μόνιμες»

«Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι μονάχα την εκδίκηση. Και τότε,

νομίζω πως αυτός είναι ο μόνος λόγος ύπαρξης μου. Σκέφτομαι πως αν

επιζήσω και αφανίσω τον Ζακχαέρ Ντων, μετά δεν θα ξέρω τι να κάνω,

δεν θα υπάρχει μέρος και τρόπος να γαληνέψω»

«Και οι δυο μας ξέρουμε πως αλλιώς φανταζόμαστε κάποια πράγματα

και αλλιώς αντιδράμε όταν τελικά παρουσιαστούν μπροστά μας. Είναι

πολύ νωρίς για να το σκέφτεσαι αυτό. Είσαι σπουδαίος άνθρωπος,

Έκτορα, γεμάτος σοφία και αγάπη. Μην αφήνεις τον εαυτό σου να

πιστεύει πως ο μόνος σου σκοπός είναι να εξολοθρεύσεις έναν σκοτεινό

άρχοντα. Αν επιζήσουμε μετά τον πόλεμο, μαζί θα βρούμε καινούριους

ορίζοντες, καινούριους στόχους, καινούρια όνειρα, απαλλαγμένα από το

σκοτάδι που πλανάται από πάνω μας». Του απάντησε, ακουμπώντας το

χέρι της στο πρόσωπο του. Από την άλλη άκρη της πεδιάδας, η Νύχτα

αλύχτησε ξανά την ώρα που το ζευγάρι φιλήθηκε.

Οι κορφές των βουνών φλογίστηκαν, ο ουρανός κοκκίνισε καθώς

ορμητικός ο ήλιος ανέτειλε να διώξει τις σκιές. Οι πρωινές αχτίδες του

ανακούφισαν τους συντρόφους, που είχαν καταπονηθεί από την νυχτερινή

υγρασία. Μόλις ανέβηκε ψηλά στον ορίζοντα, η συντροφιά ξύπνησε και

άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της. Ξεκούραστα και χορτασμένα, τα

άλογα χτυπούσαν τις οπλές τους στο χώμα, πρόθυμα να τρέξουν ξανά.

Παρ’ όλα αυτά, ο Αχιλλέας έπρεπε πρώτα να βρει το γεφύρι και ξεκίνησε

να βαδίζει κατά μήκος του ποταμού, την ώρα που οι υπόλοιποι σέλωναν

τα άλογα και τους φόρτωναν τα μπαγκάζια.

Αποδείχθηκε πως ήταν μόνο μερικές δεκάδες μέτρα ανατολικά τους,

αλλά το έκρυβε από τα μάτια τους μια πυκνή καλαμιά. Έτσι, άρχισαν να

καλπάζουν με τον Αχιλλέα να προπορεύεται. Τα άλογα πέρασαν χωρίς

δυσκολία από τα καλάμια και το γεφυράκι, αν και στενό κι παλιό, ήταν

αρκετά γερό για να αντέξει το βάρος τους. Μερικές σαπισμένες σανίδες

έτριξαν και το νερό από κάτω τους μουρμούριζε, κυλώντας από τα

πετρώδη βουνά καθώς οι τέσσερις αναβάτες το διέσχιζαν. Όταν πέρασαν

απέναντι, σύντομα βρέθηκαν σε ένα χωμάτινο μονοπάτι και το

ακολούθησαν για αρκετά χιλιόμετρα. Το μονοπάτι φιδογύριζε ανάμεσα

από δύο χαμηλά βουνά με δασωμένες ράχες, διέσχιζε μια χαράδρα με

τοιχώματα γεμάτα αιχμηρά βράχια, ρωγμές και κουφάλες, όπου φώλιαζαν

αετοί με χρυσαφένια φτερά και έπειτα έστριβε βόρεια όπου πλάταινε και

ανηφόριζε πάνω από μια κοιλάδα. Το απομεσήμερο, λίγο αφού

κατέβηκαν έναν χωμάτινο λόφο, συνάντησαν τα ερείπια ενός τείχους και

ανάμεσα τους ορθωνόταν ένα σιδερένιο άγαλμα. Ήταν σκουριασμένο και

φθαρμένο από τον χρόνο και τους αμέτρητους βοριάδες που το

μαστίγωσαν, έτσι δεν διακρίνονταν χαρακτηριστικά του προσώπου του

και το ένα χέρι του ήταν σπασμένο. Μόλα ταύτα, ήταν ξεκάθαρο πως

ήταν το ομοίωμα ενός ένδοξου βασιλιά των Αρχαίων Χρόνων. Στο

ακέραιο χέρι του βαστούσε μια κυκλική ασπίδα και ο μανδύας του

έμοιαζε να ανεμίζει. Φορούσε αλυσιδωτό θώρακα και μπότες από

δρακοτόμαρο.

«Τούτος είναι ο Διομήδης, ο Τυχοδιώκτης. Δρακοφονιά τον φώναζαν

μερικοί». Εξήγησε ο Αχιλλέας. »Ήταν βασιλέας της Κραντούρ, μιας

ισχυρής πόλης-κράτος των Αρχαίων Χρόνων. Σύμφωνα με τον θρύλο,

κάποτε κίνησε μαζί με τους δέκα γιους του να βρουν τον θησαυρό του

Αιργκάιν, ενός δράκοντα που κατοικούσε στο Ρόδινο Βουνό». Συνέχισε

και έδειξε πίσω από την πλάτη του ένα ψηλό όρος με κόκκινο χώμα. »Ο

δράκος απανθράκωσε τους πέντε γιους του, ώσπου ο Διομήδης να τον

τρυπήσει με το δόρυ του. Έφερε τα πλούτη του Αιργκάιν στην Κραντούρ

και δοξάστηκε από τον λαό. Το κρανίο του δράκοντα κόσμησε την

αίθουσα του θρόνου του και με το δέρμα του έφτιαξε μια αδιαπέραστη

πανοπλία. Όμως η γυναίκα του, σαλεμένη από τον πόνο του χαμού των

πέντε γιων της, φαρμάκωσε τον Διομήδη και έπειτα αυτοκτόνησε. Εκεί

πρέπει να βρίσκεται ο τύμβος του». Κατέληξε ο άντρας και κλωτσώντας

το άλογο του, κάλπασε προς έναν λοφίσκο πάνω στον οποίο φύτρωναν

κόκκινα λουλούδια. Στην βάση του υπήρχε μια σπασμένη πέτρινη πύλη

και μαρμάρινα σκαλοπάτια που κατηφόριζαν.

«Από πού ξέρεις την ιστορία του, Αχιλλέα»; Αναρωτήθηκε η

Ανδρομάχη, κοιτώντας την σκάλα που την κατάπινε το σκοτάδι. Από

μέσα έβγαινε μια δυσωδία.

«Ο αδερφός μου, ο Οδυσσέας μου έγραψε για αυτόν. Είχε έρθει σε

αυτά τα μέρη, πολύ καιρό πριν. Έψαχνε να βρει την δρακίσια πανοπλία

του Διομήδη, τότε». Απάντησε, αναστενάζοντας.

«Που βρίσκεται ο Οδυσσέας τώρα»; Θέλησε να μάθει ο Έκτορας. Ο

Αχιλλέας ανασήκωσε τους πελώριους ώμους του και έσφιξε τα χείλη.

«Ίσως είναι νεκρός. Ίσως χαμένος σε μακρινές χώρες, ανήκουστες σε

εμάς. Πάντα του άρεσαν τα ταξίδια και οι ριψοκίνδυνες περιπέτειες. Ο

Πελίας δεν θα το παραδεχθεί ποτέ, αλλά εγώ πιστεύω πως, με τον

σφετερισμό του, έκανε χάρη στον Οδυσσέα. Τον απάλλαξε από τις

ευθύνες και την ανιαρή ζωή του βασιλιά. Δεν θα του ταίριαζε ποτέ

άλλωστε. Εξορίζοντας τον από τη Νέθας, τον ελευθέρωσε»

Δεν ήθελε να μιλήσει άλλο για το παρελθόν του ο Αχιλλέας. Έμοιαζε

το μόνο πράγμα που μπορούσε να πληγώσει τον σπουδαίο πολεμιστή.

Κλώτσησε δυνατά τα καπούλια του Ξάνθου και άρχισε να καλπάζει

γοργά.

Το μονοπάτι συνέχιζε ευθεία πορεία για μεγάλο διάστημα, περνώντας

ανάμεσα από κοιλάδες, ανθισμένα λιβάδια, δρύινα δάση και άλση με

οξιές και πεύκα. Όταν ο ήλιος έσβηνε στην παγωμένη δύση, ο Αχιλλέας

αντιλήφθηκε πως είχαν στρίψει πολύ βόρεια και, αφήνοντας το μονοπάτι,

έστριψε αριστερά. Ξάφνου, ο Φίλιππος τράβηξε τα ινία του αλόγου του

και σταμάτησε την συντροφιά, δείχνοντας με το δάχτυλο του στα βόρεια.

Μαύρος καπνός ορθωνόταν, πίσω από μια σειρά λόφων. Με βλοσυρό

ύφος, ο Αχιλλέας είπε πως υπήρχε ένα μικρό χωριό πίσω από τους

λόφους. Δίχως αμφιβολία είχε δεχθεί επίθεση. Ήταν πολύ φτωχικό για να

αποτελέσει στόχο ληστών, έτσι συμπέρανε πως πιθανότατα ήταν

Θανατώριοι.

«Πηγαίνουν και αυτοί προς τη Νέθας, το δίχως άλλο. Πρέπει να

βιαστούμε, ελάτε». Ακούστηκε η τραχιά φωνή του.

Όταν η νύχτα τους τύλιξε, μπορούσαν ακόμα να δουν τον καπνό να

λερώνει την πανώρια όψη των αστεριών. Τα άλογα ήταν κουρασμένα και

σταμάτησαν στη βάση ενός τύμβου, τόσο παλιού και ξεχασμένου, που η

φύση τον είχε αγκαλιάσει με την χωμάτινη αγκαλιά της και ο χρόνος είχε

σβήσει την θύμηση του. Στην κορυφή του, μια μεγάλη βελανιδιά ατένιζε

τους ορίζοντες και έριχνε την δροσερή σκιά της. Στις ράχες του φύτρωναν

πυκνά πουρνάρια και γαϊδουράγκαθα. Υπήρχαν βράχια και πέτρες,

απομεινάρια αγαλμάτων και τειχών που κάποτε κοσμούσαν την κρύπτη.

Από την άλλη μεριά, έριχνε την σκιά του μια ψηλή βατομουριά και

μπροστά τους ανοιγόταν μια πεδιάδα.

Άναψαν φωτιά και ζέσταναν φαγητό, έφαγαν ένα χορταστικό δείπνο,

ήπιαν και μια μποτίλια κρασί- ο Μαρσύας είχε βάλει τρία μπουκάλια από

το γλυκό ποτό των Κενταύρων σε κάθε δισάκι. Έπειτα, η Ανδρομάχη

έβγαλε τον αυλό της και έπαιξε μια γαλήνια μελωδία, γνώριμη σε όλες τις

Αμαζόνες. Ο Έκτορας ξάπλωσε δίπλα της, έχοντας για προσκεφάλι τα

πόδια της και έκλεισε τα μάτια. Καθώς οι νότες πετούσαν από τον αυλό,

ένιωσε την ψυχή του να πετάει και αυτή από το στήθος του, να χορεύει

μαζί τους, να τις αγκαλιάζει για να τις κλείσει στα σωθικά του, όταν

ξανάμπαινε στη σάρκα, να μείνουν εκεί για πάντα και να πλουτίζουν το

πνεύμα του. Όμως η μουσική σταμάτησε απότομα και η Ανδρομάχη

σκούντησε τον Έκτορα. Άνοιξε τα μάτια και ανακάθισε. Είδε την Νύχτα

να περνάει δίπλα από την συντροφιά, τρέχοντας. Στάθηκε μια στιγμή

δίπλα στον τύμβο, γύμνωσε τα δόντια της και γρύλισε. Έπειτα έφυγε

μακριά.

«Κάτι συμβαίνει. Για κάτι μας προειδοποιεί». Κατάλαβε ο νεαρός.

Αστραπιαία, ο Αχιλλέας σηκώθηκε, άρπαξε τον διπλό πέλεκυ του και

ανέβηκε τρέχοντας τον τύμβο. Κοίταξε τριγύρω και, για κάμποσες

στιγμές, τα κοφτερά μάτια του σταμάτησαν στο βορρά. Έτρεξε ξανά πλάι

στους συντρόφους του, ζώστηκε το μαχαίρι του και τους είπε:

«Θανατώριοι. Γύρω στους είκοσι. Τους οδηγούν από ψηλά δύο

Νυχτοβάτες, πετάνε σαν νυχτερίδες μες στη νύχτα»

Ο Έκτορας ξαφνιάστηκε με τον εαυτό του. Όταν ο Αχιλλέας τους είπε

τι είδε, δεν ένιωσε ούτε ψήγμα φόβου. Ούτε μια στάλα ανησυχίας δεν

φαρμάκωσε την καρδιά του. Ζώστηκε το Σπαθί της Λύκης, έσφιξε

ανυπόμονα την λαβή και προχώρησε μπροστά. Την ώρα που η

Ανδρομάχη έκρυβε τα άλογα πίσω από τον τύμβο και τα ασφάλιζε,

εκείνος έβγαλε μια τρομερή ιαχή, προκαλώντας τους εχθρούς του να τον

πλησιάσουν. Γύρισε στους συντρόφους του και ρώτησε τον Αχιλλέα:

«Πόσο απέχουν»;

«Σχεδόν μισό χιλιόμετρο, θα είναι εδώ σε κάμποσα λεπτά. Πιθανών

είναι ομάδα ανιχνευτών, δεν νομίζω να είναι βαριά αρματωμένοι»

«Ανδρομάχη, θέλω να ανέβεις στην κορυφή του τύμβου, κρύψου πίσω

από την βελανιδιά να μην σε εντοπίσουν. Όταν πλησιάσουν, σκότωσε

πρώτα τους Νυχτοβάτες. Αν ξεφύγουν αυτοί, θα ειδοποιήσουν και τους

υπόλοιπους». Η Ανδρομάχη συμφώνησε με ένα γνέψιμο του κεφαλιού και

άρχισε να ανεβαίνει τον τύμβο. Ο μαύρος μανδύας από μόνος του την

έκανε δυσδιάκριτη και κρυμμένη στις σκιές της βελανιδιάς δεν φαινόταν

καθόλου.

»Εντάξει λοιπόν. Ας μην αφήσουμε αυτά τα σαπισμένα σκυλιά να

περιδιαβαίνουν άλλο τούτον τον κόσμο. Να μην μείνει κανείς τους

ζωντανός!». Κατέληξε ο Έκτορας και προχώρησε μπροστά. Η

βατομουριά τους έκρυβε από την ομάδα των Θανατώριων, όμως σύντομα

άκουσαν τα απαίσια γρυλίσματα τους. Απείχαν μερικά μέτρα πλέον.

Σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι, μετά από πέντε λεπτά, ο Αχιλλέας είδε τους

δύο Νυχτοβάτες να σαρώνουν την πεδιάδα με τα κίτρινα μάτια τους. Ο

ένας εντόπισε την συντροφιά και την έδειξε με το δάχτυλο του στον

άλλον.

«Κατέβα κάτω, άτιμε, να γευτείς τον πέλεκυ μου. Κατέβα, αν σου

βαστάει». Κραύγασε ο Αχιλλέας και έφτυσε στο έδαφος. Τότε, ο ένας

Νυχτοβάτης έβγαλε μια στριγκλιά και διέταξε την ομάδα των

Θανατώριων να παραταχθούν ενώ ο άλλος, πλαταγίζοντας τα φτερά του,

πλησίασε τους τρεις άντρες από ψηλά.

«Ανόητοι άνθρωποι. Είστε τόσο αδαής, ώστε να προκαλείτε μια ορδή

Θανατώριων σε μάχη; Ή είστε απλά τρεις τρελοί»

«Φέρε εδώ την ορδή σου, σκελετωμένη νυχτερίδα και θα δεις πως ούτε

τρελοί είμαστε, ούτε αδαής. Εσείς είστε τρελοί, εσείς οι αδαείς και σε

λίγη ώρα, νεκροί». Απάντησε ο Έκτορας. Τότε, φάνηκαν μπροστά του οι

Θανατώριοι, δεκαοχτώ στον αριθμό, κραδαίνοντας ατσάλινες χατζάρες

και χάλκινες ασπίδες. Δύο- τρεις είχαν αλυσιδωτούς θώρακες όμως οι

υπόλοιποι ήταν ντυμένοι με χοντρά βοδινά δέρματα. Πάνω από τα

κεφάλια τους, οι δύο Νυχτοβάτες έσμιξαν και έβγαλαν από τους ώμους

τους τα καμπύλα τόξα τους. Στα στήθη τους, έλαμπε χρυσό το σύμβολο

της Σεθίρηκα.

Όμως, πριν ο πρώτος προλάβει να τραβήξει βέλος από την φαρέτρα του,

στο κέντρο του χρυσού συμβόλου καρφώθηκε ένα βέλος με κόκκινο

φτέρωμα και μαύρο αίμα έπεσε στα κεφάλια των τριών αντρών. Την ώρα

που ο ένας Νυχτοβάτης γκρεμιζόταν στο έδαφος, ο δεύτερος στρίγγλισε

επίθεση και έκανε να φύγει. Όμως ένα ακόμα βέλος σφύριξε από την

κορυφή του τύμβου και, την ώρα που το πλάσμα γύριζε την πλάτη στη

συντροφιά, εκείνο καρφώθηκε ανάμεσα από τα φτερά του, διαπέρασε το

στήθος πέρα ως πέρα και η μύτη του έκοψε το φίδι στο σύμβολο της

Σεθίρηκα. Στο μεταξύ, οι Θανατώριοι έτρεξαν μανιασμένα προς τους

τρεις άντρες στριφογυρίζοντας τις χατζάρες τους. Το Σπαθί της Λύκης

έλαμψε μοχθηρά, βγαίνοντας από το θηκάρι και ο Έκτορας αλύχτησε σαν

λύκος. Ένας ψηλός Θανατώριος του ρίχθηκε, ο νεαρός έσκυψε, απέφυγε

το χτύπημα και τον σπάθισε στα πλευρά. Εκείνος απέκρουσε την επίθεση

του Έκτορα με την ασπίδα του, όμως δεν βάσταξε την λεπίδα του μαγικού

σπαθιού και έγινε κομμάτια. Κλονίστηκε ο Θανατώριος, προσπάθησε να

επιτεθεί ξανά, ο Έκτορας του έκοψε το χέρι που βαστούσε την χατζάρα

και έπειτα κάρφωσε το Σπαθί της Λύκης στον λαιμό του. Την ίδια ώρα,

ένας άλλος Θανατώριος προσπάθησε να αποκρούσει μια επίθεση του

Αχιλλέα, όμως ο πέλεκυς του διαπέρασε την ασπίδα και το στήθος του.

Ο Φίλιππος ήδη είχε κόψει το κεφάλι ενός και μάχονταν με άλλους δύο

την ώρα που, από ψηλά, η Ανδρομάχη σαΐτευε άλλους δύο. Τρείς

Θανατώριοι κύκλωσαν τον Έκτορα και ετοιμάστηκαν να επιτεθούν. Ο

ένας, που είχε αλυσιδωτό θώρακα και σιδερένιες μπότες του χίμηξε

πισώπλατα, ο Έκτορας απέφυγε το χτύπημα στριφογυρίζοντας και

απέκρουσε το σπαθί του δεύτερου. Την ώρα που ο τρίτος πήγε να τον

μαχαιρώσει στα πλευρά, με το αριστερό χέρι, ο νεαρός τράβηξε από την

ασπίδα τον δεύτερο Θανατώριο και τον έστειλε με δύναμη πάνω στον

τρίτο. Έτσι όπως ήταν πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, ο Έκτορας τους

τρύπησε μαζί και η λεπίδα διαπέρασε τα σώματα τους. Στο μεταξύ, ο

Θανατώριος με τον αλυσιδωτό θώρακα επιτέθηκε ξανά, οι λεπίδες τους

συγκρούστηκαν, αλλά, από την ορμή του χτυπήματος, ο Έκτορας έχασε

την ισορροπία του και ο εχθρός του κατάφερε ένα χτύπημα με την ασπίδα

στο πρόσωπο. Πήγε να αντεπιτεθεί, όμως αντιλήφθηκε ένας ακόμα εχθρό

να χιμάει από πίσω του. πήδησε στο πλάι και άπλωσε το πόδι, βάζοντας

του τρικλοποδιά. Ο Θανατώριος έπεσε και ο Έκτορας το κλώτσησε με

δύναμη στο πρόσωπο, σπάζοντας του τον λαιμό. Άρπαξε την χατζάρα από

το άψυχο χέρι του και την πέταξε στον Θανατώριο με τον αλυσιδωτό

θώρακα που ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος του. Αιφνιδιάστηκε

εκείνος, απέκρουσε την λεπίδα, αλλά έχασε την ισορροπία του και

εκτέθηκε στο Σπαθί της Λύκης που χώρισε στα δύο το κρανίο του. Την

ίδια ώρα, ο Αχιλλέας σήκωσε με τα στιβαρά του χέρια έναν Θανατώριο

και τον προσγείωσε σε άλλους δύο. Όταν έπεσαν και οι τρεις στο χώμα,

τους πελέκισε, διαμελίζοντας τους. Ο Φίλιππος είχε κόψει άλλους δύο και

τα βέλη της Ανδρομάχης διαπέρασαν το σώμα ενός πελώριου

Θανατώριου με αλυσιδωτό θώρακα. Είχαν μείνει τρείς, παράτησαν τα

όπλα τους και έκαναν να φύγουν όμως ο Αχιλλέας τους έκοψε τον δρόμο.

«Κρίμα να μην μείνει ακόμα ένας για την Ανδρομάχη». Αστειεύτηκε ο

Φίλιππος, λαχανιασμένος και λουσμένος στο μαύρο αίμα. Ο Έκτορας

γέλασε και είπε στα απαίσια πλάσματα να σηκώσουν τα όπλα τους.

Εκείνα υπάκουσαν και με τρεμάμενα χέρια έπιασαν τα σπαθιά και τις

ασπίδες τους. Αμέσως, ο Αχιλλέας κατέβασε το τσεκούρι του στον έναν,

η ασπίδα του έγινε χίλια κομμάτια και ο Θανατώριος έχασε την ισορροπία

του και έπεσε χάμω. Ο θηριώδεις άντρας τον πλησίασε, ο εχθρός ύψωσε

την λεπίδα του, όμως δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ορμή του

τσεκουριού του, που καρφώθηκε στο στήθος του. Ο Φίλιππος σπάθισε

τον δεύτερο, εκείνος απέκρουσε το χτύπημα με τη ασπίδα και

αντεπιτέθηκε, ο νεαρός έσκυψε και με το άλλο σπαθί του κάρφωσε το

τέρας στον μηρό. Κλονίστηκε ο Θανατώριος και γονάτισε, οπότε ο

Φίλιππος του έκοψε τον λαιμό. Την ώρα που ο τελευταίος Θανατώριος

έκανε να επιτεθεί στον Έκτορα, πρόβαλε μπροστά του η Ανδρομάχη. Δεν

κρατούσε στα χέρια της μήτε τόξο μήτε κάποια λεπίδα. Ο Θανατώριος

κατέβασε το σπαθί του, όμως η κοπέλα απέφυγε το χτύπημα, με τα δυο

της χέρια έπιασε την ασπίδα του και την τράβηξε, οπότε το πλάσμα έχασε

την ισορροπία του. Η Αμαζόνα το κλώτσησε στο γόνατο και ακούστηκε η

άρθρωση να σπάει. Ο Θανατώριος γονάτισε, προσπάθησε να χτυπήσει

ξανά την Ανδρομάχη όμως εκείνη κλώτσησε την χατζάρα από τα χέρια

του. Σήκωσε ένα μαχαίρι από χάμω και τον κάρφωσε στον σβέρκο,

αποτελειώνοντας τον.

Κραύγασαν και οι τέσσερις δυνατά, τρισευτυχισμένοι από την τρομερή

επιτυχία της μάχης. Με εξαίρεση το μωλωπισμένο πρόσωπο του Έκτορα

και μια αμυχή στο δεξί μπράτσο του Φίλιππου, υπερνίκησαν είκοσι

εχθρούς, ανέγγιχτοι από τα όπλα τους.

Στοίβαξαν τα κουφάρια μερικά μέτρα μπροστά από την βατομουριά. Η

δυσωδία, που αναδυόταν από τη σαπισμένη σάρκα των Θανατώριων,

γινόταν ανυπόφορη όσο περνούσε η ώρα κι το μαύρο παχύρευστο αίμα

τους μόλυνε το χώμα και ξέρανε το χορτάρι. Αν και μπορούσαν να

χρησιμοποιήσουν τις αρματωσιές τους, κανείς από την συντροφιά δεν

καταδεχόταν να φορέσει πάνω του πανοπλία ή κράνος Θανατώριου.

Περιεργαζόμενος έναν γκρίζο αλυσιδωτό θώρακα, ο Αχιλλέας εντόπισε

ένα σύμβολο που είχαν ξανασυναντήσει: Ένα ολοστρόγγυλο μάτι με

κόκκινη κόρη.

«Ο Αριστοτέλης είχε μαντέψει σωστά». Σχολίασε ο άντρας και το

έδειξε στους υπόλοιπους. »Τούτο το σύμβολο είναι όμοιο με εκείνο που

κοσμούσε το κάστρο των Ερέβιων στην Αίθουσα του Σκότους. Είναι το

έμβλημα των Κυκλώπων. Συμμάχησαν με τον Ζακχαέρ Ντων».

Αναρίγησαν όλοι στη θύμηση των Ερέβιων και στην ιδέα πως θα

έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους μονόφθαλμους γίγαντες, που εκτός από

τρομεροί πολεμιστές, ήταν και άφταστοι σιδηρουργοί. Ο Έκτορας έσφιξε

την λαβή του σπαθιού του, πήρε κουράγιο από την ζεστασιά του.

«Σίγουρα όλους μας τρομάζει αυτή η προοπτική. Ωστόσο αυτοί θα

φοβηθούν περισσότερο, μόλις μας αντικρίσουν. Αντιμετωπίσαμε πολλούς

εχθρούς για να δειλιάσουμε μπροστά τους. Και τούτο εδώ το ξίφος θα

κόψει στα δύο την ματαιοδοξία τους να αποκτήσουν την παλιά τους

αίγλη, όπως θα κόψει και τους λαιμούς τους». Είπε και ύψωσε το Σπαθί

της Λύκης.

Όταν όλα τα πτώματα μαζεύτηκαν στην απαίσια στοίβα, το μάτι του

Έκτορα σταμάτησε στον έναν σκοτωμένο Νυχτοβάτη και θυμήθηκε την

πρώτη φορά που αντίκρισε αυτό το απαίσιο πλάσμα, μαζί με τον

Αριστοτέλη, έξω από τις πύλες της Σωθράπον. Η οργή του

ξαναφούντωσε, ένα μακρόσυρτο, λυκίσιο γρύλισμα αντήχησε στα στήθια

του. Άρπαξε το κουφάρι από την φτερούγα, το έσυρε έξω από τα

στοιβαγμένα πτώματα και του έκοψε το κεφάλι. Πέταξε το ακέφαλο

σώμα του πίσω και πλησίασε το σπαθί του στο κεφάλι του, με τα

στριφογυριστά κέρατα και τα κίτρινα, άψυχα μάτια. Μόλις συναντήθηκε

με την λεπίδα, το μαύρο, ζαρωμένο δέρμα του πύρωσε και κοκκίνισε.

Απορώντας, οι άλλοι τρεις συγκεντρώθηκαν γύρω του, να δουν τι έκανε ο

νεαρός. Όταν εκείνος απόκαμε, σήκωσε ψηλά το κεφάλι. Πάνω στο

μέτωπο, είχε χαράξει το περίγραμμα του κεφαλιού ενός λύκου που

ούρλιαζε.

«Το σώμα του φέρει το σύμβολο της Σεθίρηκα. Όμως το κεφάλι του

από δω και πέρα φέρει ένα άλλο σύμβολο, που θα προκαλέσει τρόμο

στους συντρόφους του και θα δώσει κουράγιο στους ανθρώπους. Θα το

τοποθετήσω στην κορυφή της στοίβας, ώστε όλοι να δουν καθαρά το

Κάλεσμα του Λύκου».

Έτσι και έγινε. Έπειτα, ο Αχιλλέας συνέστησε να φύγουν. Το υπόλοιπο

στράτευμα των Θανατώριων δεν θα αργούσε να συνειδητοποιήσει την

απουσία αυτής της ομάδας και, πιθανώς, θα έστελναν ενισχύσεις, οπότε η

συντροφιά κινδύνευε. Οι υπόλοιποι συμφώνησαν, ξύπνησαν τα άλογα και

εκείνα διαμαρτυρήθηκαν, χλιμιντρίζοντας. Από μακριά, φαίνονταν ακόμα

οι καπνοί της πυρκαγιάς στο κοντινό χωριό. Καβάλησαν βιαστικά τα άτια

τους και κάλπασαν δυτικά, στρίβοντας γύρω από τον τύμβο. Από ψηλά,

τους συνόδευαν τα άστρα, συντεταγμένα σε αστερισμούς. Μπόρεσε και

διέκρινε ο Έκτορας, την Κασσιόπη, τον Σκορπιό, την Μεγάλη Άρκτο, τις

όμορφες Πλειάδες και άλλους, να χορεύουν τελετουργικά, θαρρείς, γύρω

από τον Πολικό Αστέρα που έλαμπε κόκκινος στα βόρεια. Χόρευε το

στερέωμα, αθάνατο και ανέγγιχτο από την σκοτεινιά της γης, απέραντο

και χαώδες, έσκυψε πάνω από τους τέσσερις ιππείς και τους δρόσισε με

δύο δροσοσταλίδες του, δύο πεφταστέρια που βουτούσαν πιασμένα χέρι-

χέρι στην ανατολή.

Στο μεταξύ, κάλπαζαν μανιασμένα τα άλογα, σαν να κατάλαβαν τον

κίνδυνο, που παραμόνευε στα νώτα τους. Διένυσαν πολλά χιλιόμετρα,

πέρασαν μέσα από ένα ρυάκι, ανεβοκατέβηκαν έναν λόφο γεμάτο

τσουκνίδες, θυμάρια και γαϊδουράγκαθα και έκαναν τον γύρω μιας

λίμνης, περιστοιχισμένης από καλαμιές. Βάτραχοι κόαζαν στα πράσινα

νερά της και κουνούπια βούιζαν στις λάσπες, γύρω της. Πάνω της,

άπλωνε την σκιά του ο Κρόνιος, ένα πανύψηλο βουνό, η κορυφή του

οποίου χανόταν στα σύννεφα. Όπως τους ενημέρωσε ο Αχιλλέας, παλιά

το κατοικούσαν Νάνοι, μια θνητή φυλή που είχε αφανιστεί πριν από

χιλιετίες. Ωστόσο, ένα από τα απομεινάρια του πολιτισμού τους ήταν μια

σήραγγα που είχαν σκάψει νότια, στους πρόποδες του όρους. Από εκεί,

θα έκοβαν δρόμο για τη Νέθας.

Το λυκαυγές συνάντησε τη νύχτα, στο σύνορο που οριοθετούσε ο

Αυγερινός. Και η παγωμένη ματιά του βρήκε την συντροφιά στο στόμιο

της σήραγγας. Είχε κάνει μια παύση σε μια πηγή που ξεπηδούσε από τα

σπλάχνα του Κρόνιου για να δροσιστούν τα άλογα. Μολονότι ήταν

εξαντλημένοι, οι τέσσερις άνθρωποι ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν.

Πλύθηκαν, ξεδίψασαν και το παγωμένο νερό, καθώς έρρεε μέσα τους,

αναζωογόνησε τις σάρκες τους, γαλήνεψε τις ψυχές τους από την

υπερδιέγερση της νυχτερινής μάχης. Άνοιξαν τα δισάκια τους και έφαγαν,

πήραν ενέργεια και ζωήρεψε ο νους τους. Μασουλώντας φρούτα και

ρίζες, ο Έκτορας κοίταξε το τοπίο γύρω του. Έβλεπε ένα καταπράσινο

λιβάδι και στον ορίζοντα κυμάτιζαν λόφοι και μακρινά βουνά. Ο ήλιος

απόδιωχνε μακριά την σκιά του βουνού και ζέστανε το χώμα. Ένας

αγουροξυπνημένος ποντικός βγήκε από την τρύπα του, στάθηκε στα δυο

του πόδια, οσμίστηκε τον αέρα και άρχισε να τρίβει τα μάτια του. Δύο

κουκουβάγιες πέταξαν γοργά πάνω από τα αγριόχορτα και κρύφτηκαν

στην κουφάλα ενός σάπιου κορμού. Και μια λύκαινα με μαύρη γούνα

κουνούσε ζωηρά την ουρά της, έχοντας καρφωμένα τα κίτρινα μάτια της

στον Έκτορα. Εκείνος χαμογέλασε κουρασμένα στη θέα της. Ψαχούλεψε

το δισάκι του, βρήκε ένα κομμάτι ψημένο κρέας και της το πέταξε. Με

ένα σάλτο το έφτασε, το μύρισε προσεχτικά και το άρπαξε στα δυνατά

της σαγόνια. Στη συνέχεια έφυγε τρέχοντας.

«Της χρωστάμε πολλά. Είναι πολύτιμη συντρόφισσα και είμαστε

τυχεροί που την έχουμε πλάι μας». Ακούστηκε μια γλυκιά φωνή πίσω από

τον Έκτορα.

«Ναι, αν και νομίζω πως θα ήθελα να μην είναι τόσο ντροπαλή. Να

μπορούσα να την προσεγγίσω». Της απάντησε δίχως να γυρίσει το κεφάλι

του. Δύο χέρια αγκάλιασαν τους ώμους του και η ζεστή της ανάσα

χάιδεψε το αυτί του.

«Ίσως την προσεγγίζεις καλύτερα έτσι. Ίσως να μην σε γοήτευε αν δεν

ήταν τόσο ντροπαλή, τόσο ανυπότακτή. Ίσως το γρύλισμα που ακούς από

απόσταση να είναι πιο στοργικό από ένα γαύγισμα δίπλα στο αυτί σου.

Όχι, Έκτορα, δεν νομίζω πως θα ήθελες πραγματικά η Νύχτα να γλύφει

το χέρι σου. Νομίζω πως προτιμάς να το απλώνεις κοντά της και να μην

είσαι σίγουρος αν θα σου το δαγκώσει. Αυτή είναι η γοητεία του λύκου»

Ο Έκτορας αποκρίθηκε με ένα σιγανό γελάκι. Έπιασε το χέρι της και

την τράβηξε στην αγκαλιά του. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε στο δικό

του, οι ανάσες τους συναντιόντουσαν και γίνονταν τυφώνας. Στη λάμψη

των ματιών της έβλεπε την όψη του δυναμωμένη, θεόμορφη, τυλιγμένη

από έρωτα.

«Να κοιτάζω τα μάτια σου και να βλέπω την αγριάδα και την

ελευθερία του ασύνορου αέρα. Να τα κοιτάζω και να μην ξέρω αν είναι

μάτια ή μακρινά αστέρια. Αν είναι μυστικές λίμνες στην καρδιά

ανεξερεύνητου δάσους ή ακατέργαστα πετράδια που λάμπουν σε

σκοτεινές σπηλιές στα έγκατα της γης. Να φιλάω τα χείλη σου και να μην

ξέρω αν θα με κάψει η φλόγα τους ή θα με δροσίσει το νέκταρ τους. Αυτή

είναι η δικιά σου γοητεία». Της ψιθύρισε και φίλησε τα χέρια της, τον

λαιμό της και έπειτα τα χείλη της.

Ο ήλιος ακούμπησε στις κορυφές των ανατολικών βουνών και τότε

αποφάσισαν να ξεκινήσουν. Οι ίδιοι είχαν ξεκουραστεί κάμποσο, το ίδιο

και τα άτια τους. Ούτως ή άλλως, η σήραγγα ήταν χαμηλοτάβανη και δεν

θα μπορούσαν να τα ιππεύσουν εκεί μέσα, έτσι δεν θα είχαν φορτίο, παρά

μόνο τις αποσκευές της συντροφιάς. Το πρωινό φως δεν έφτανε μέσα στο

τούνελ, όμως ο Αχιλλέας είχε προνοήσει και είχε φτιάξει έναν δαυλό, που

άναψε πριν εισέλθουν. Τα τοιχώματα ήταν από σκαμμένη πέτρα,

λειασμένα και στολισμένα με τοιχογραφίες. Όλες ήταν αλλοιωμένες από

τον χρόνο και την υγρασία, πολλές τις είχαν σκεπάσει βρύα ή ιστοί

αραχνών, ωστόσο σε κάποιες ο Έκτορας μπορούσε να διακρίνει

περιγράμματα και παραστάσεις, αν κοιτούσε προσεχτικά. Με βάση όσα

μπόρεσε να ξεχωρίσει από τις τοιχογραφίες, ο Έκτορας συμπέρανε ότι οι

Νάνοι ήταν ανθρωπόμορφα πλάσματα, κοντά στο ύψος, σε σχέση με τους

Ανθρώπους, με μυτερά αυτιά, δυσανάλογα μεγάλα μάτια και γεροδεμένα

κορμιά. Σε πολλές παραστάσεις, τους έβλεπε με αξίνες, φτυάρια,

κουβάδες και σε άλλες να επεξεργάζονται πετράδια και μεταλλεύματα,

οπότε υπέθεσε πως ήταν ικανοί μεταλλωρύχοι. Επίσης, φαίνονταν να

ήταν φιλήσυχα πλάσματα καθώς σε καμία τοιχογραφία-από όσες

διακρίνονταν- δεν παρουσιάζονταν αρματωμένοι ή να μάχονται, είτε

μεταξύ τους είτε με άλλες φυλές.

Η σήραγγα συνέχιζε ευθεία για πολλά χιλιόμετρα, ώσπου σε ένα

σημείο έστριβε δεξιά. Ο αέρας ήταν αποπνικτικός, αν και στα πλάγια του

διαδρόμου υπήρχαν αεραγωγοί, τα στόμια των οποίων ήταν σμιλεμένα

ώστε να μοιάζουν με κεφάλια τυφλοπόντικων. Ο Φίλιππος υπέθεσε πως

με τον καιρό, οι αεραγωγοί θα είχαν καταρρεύσει σε ορισμένα σημεία, ή

θα είχαν φράξει από κατολισθήσεις. Ανέπνεαν με δυσκολία και

λαχάνιαζαν εύκολα. Επίσης, τα άλογα τρόμαζαν κάθε τόσο, καθώς το

μέρος είχε μετατραπεί σε μια γιγάντια φωλιά αραχνών, ορισμένες από τις

οποίες είχαν το μέγεθος της παλάμης του Έκτορα. Μάλιστα, όσο

προχωρούσαν, σε ορισμένα σημεία ο Αχιλλέας αναγκαζόταν να ανοίξει

δρόμο με το μαχαίρι του ανάμεσα στους πυκνούς ιστούς. Έπειτα από

αρκετές ώρες αδιάκοπου βαδίσματος, σταμάτησαν σε μία διασταύρωση.

Από εκεί ξεκινούσε ένας κατηφορικός διάδρομος, μια σκάλα που

ανηφόριζε και ένας ευθύς πλακόστρωτος διάδρομος. Απομάκρυναν τους

ιστούς και τις αράχνες από μια γωνιά και κάθισαν χάμω. Ήπιαν μπόλικο

νερό, έφαγαν χορταστικές μερίδες και έπειτα, αφού ξεσέλωσαν τα άλογα,

αποφάσισαν να κοιμηθούν λίγη ώρα. Χρησιμοποίησαν τις σέλες για

προσκέφαλο και ο ύπνος τους πήρε με το που ξάπλωσαν, καθώς ήταν

κατάκοποι όλοι. Ακόμα και τα άλογα, αν και ένιωθαν νευρικότητα σε

αυτό το σκοτεινό, αποπνικτικό μέρος που ήταν γεμάτο ανατριχιαστικά

πλάσματα, δεν βάσταξαν άλλο την κούραση και κοιμήθηκαν, κοντά το

ένα στο άλλο.

Μισή ώρα αργότερα, ο Αχιλλέας ξύπνησε την συντροφιά. Ο ύπνος του

Έκτορα, αν και λιγοστός, ήταν βαθύς, έτσι χρειάστηκαν μερικές στιγμές

ώσπου να θυμηθεί που βρισκόταν. Είχε πλανηθεί σε σκοτεινά όνειρα,

επηρεασμένα από τα πρόσφατα γεγονότα. Είχε δει το Δάσος της Ρέας να

καίγεται από Θανατώριους και την ίδια την θεά να την σέρνουν οι Εφτά

Ιερείς στη Σεθίρηκα. Απελπισμένη, η Ρέα φώναζε το όνομα του, αλλά δεν

μπορούσε να την βοηθήσει αφού είχε ακινητοποιηθεί στον ιστό μιας

τεράστιας αράχνης. Καταβεβλημένος από τον τρόμο των ονείρων,

αναστέναξε βαθιά. Η Ανδρομάχη τον ακούμπησε στο σβέρκο, και η

απαλότητα του αγγίγματος της έδιωξε μεμιάς τις σκιές. Σηκώθηκε όρθιος

και ακολούθησε μαζί με τους υπόλοιπους τον Αχιλλέα που τους οδήγησε

στον ευθύ διάδρομο.

Έπειτα από μερικά μέτρα, ο αέρας έγινε αισθητά πιο φρέσκος και

δροσερός. Ο πλατύς, πλακόστρωτος δρόμος ήταν γεμάτος ρωγμές και

ακούγονταν διαρκώς τα σιγανά στριγκλίσματα των αρουραίων που

έτρεχαν τρομαγμένοι στην παρουσία των τεσσάρων ανθρώπων. Τριγύρω,

πλανιόταν η μυρωδιά της μούχλας και η γλυκερή δυσωδία της υγρασίας.

Σταγόνες, που έσταζαν από τις ρωγμές της οροφής, σχημάτιζαν λιμνούλες

στο πάτωμα και τα στάσιμα νερά προσέλκυαν κουνούπια και μύγες.

Σύντομα, συνάντησαν πελεκημένα σκαλοπάτια που ανηφόριζαν και

σηματοδοτούσαν το τέλος της σήραγγας. Ήταν φτιαγμένα για τους

Νάνους και έτσι άβολα και κοντά για τους ψηλούς Ανθρώπους. Οι

τέσσερις σύντροφοι αναγκάζονταν να τα ανεβαίνουν τρία-τρία και με

μεγάλη προσοχή, αφού ήταν φθαρμένα και γλιστερά και έπρεπε να

οδηγούν και τα άλογα πίσω τους.

Μετά από μερικές εκατοντάδες σκαλιά, έκαναν μια σύντομη παύση σε

ένα μεγάλο πλατύσκαλο. Υπήρχαν δύο σφραγισμένες πύλες εκατέρωθεν

της σκάλας που συνέχιζε να ανηφορίζει. Στις σιδερένιες αψίδες τους,

είχαν επιγραφές στη γλώσσα των Νάνων. Δίπλα από την μία πύλη,

υπήρχε ένα άγαλμα φτιαγμένο από μαύρο όνυχα, ανέγγιχτο στο πέρασμα

των αιώνων που το συνάντησαν. Ήταν το ομοίωμα ενός Νάνου με

επιβλητικό παρουσιαστικό, πυκνή γενειάδα και μακριά μαλλιά πιασμένα

σε πλεξούδα. Τα χέρια του σταυρώνονταν στο ύψος του στήθους του και

κρατούσαν ένα σφυρί το δεξί και μια σκαπάνη το αριστερό. Ένα μυτερό

καπέλο, δίχως πλατύγυρο έσκιαζε τα μεγάλα μάτια του, στεφανωμένα με

δασιά φρύδια. Φορούσε έναν κουρελιασμένο μανδύα και χοντρές μπότες.

Κάτω από το άγαλμα υπήρχε μια σκουριασμένη επιγραφή σε διάφορες

γλώσσες. Ήταν απλή και λιτή, είχε μόνο ένα όνομα γραμμένο: Λόντικ. Ο

Έκτορας μάντεψε σωστά ότι ο Νάνος, που απεικονιζόταν, ήταν ο

κατασκευαστής τούτης της σήραγγας. Αφού θαύμασε το απαράμιλλης

τεχνικής ομοίωμα, επιχείρησε να ανοίξει τις πύλες, όμως ήταν

απαραβίαστες. Τα παράτησε και, έπειτα από σύσταση του Αχιλλέα,

συνέχισαν την ανηφορική πορεία.

Σχεδόν μία ώρα έπειτα από το διάλλειμα τους στο πλατύσκαλο, είδαν

το φώς της μέρας να δίνει χρώμα και ζεστασιά στην μαύρη πέτρα της

σήραγγας. Μέσα από τα τελευταία σκαλοπάτια, αγριόχορτα είχαν

ξεπηδήσει και η ορμή τους τα είχε θρυμματίσει. Κισσοί είχαν

σκαρφαλώσει στα τοιχώματα και σαν μεγαλοπρεπείς κολώνες, δύο

αγριοτριανταφυλλιές είχαν φυτρώσει στις δύο άκρες του στομίου, που

υποδέχτηκαν τη συντροφιά με την σαγηνευτική ευωδία τους. Τα μακριά

μαλλιά τους κυμάτισαν στο ζωηρό αεράκι που κατέβαινε από τις ράχες

του βουνού.

Ο ήλιος είχε φτάσει σχεδόν στην κορυφή του ουρανού και οι χρυσαετοί

που κούρνιαζαν στα απόκρημνα βράχια του Κρόνιου σάρωναν τους

αιθέρες πάνω από τα λιβάδια, ψάχνοντας για θηράματα. Έδιωξαν οι

λαμπρές, ζωοδότες ακτίνες τα απομεινάρια σκιών που είχαν φωλιάσει

στις ψυχές της συντροφιάς και βρήκε χώρο το κουράγιο να σκαρφαλώσει

στις καρδιές. Δίχως αναμονή, οι τέσσερις ίππευσαν τα άτια τους και

κίνησαν δυτικά. Διέσχισαν ένα λιβάδι όπου ελάφια, ζαρκάδια και άγρια

άλογα βοσκούσαν τριφύλλι και, όταν ο ήλιος τους κοιτούσε από την

κορφή του ουρανού, έμπαιναν σε ένα άλσος από φλαμουριές. Τα άλογα

περνούσαν τους πυκνά στοιχισμένους κορμούς δίχως πρόβλημα και

σύντομα βρέθηκαν στις όχθες ενός χειμάρρου που έριχνε το παγωμένο

νερό των βουνών στην μακρινή θάλασσα. Πλάτανοι και ιτιές βουτούσαν

τις ρίζες τους μέσα, να θραφούν και να θεριέψουν.

«Σε λίγο θα μπούμε στον δρόμο για τη Νέθας. Κάπου εδώ βρίσκεται η

Γέφυρα του Γερό-Χιονιά. Από εκεί ξεκινά ο Άλικος Δρόμος, ένα

θαυμαστό δημιούργημα των Αρχαίων Καιρών που οδηγεί στη πόλη μου».

Τους δήλωσε με έκδηλο ενθουσιασμό ο Αχιλλέας. Δεν ήξερε όμως πως τι

εκπλήξεις που τους περίμεναν εκεί, τι δολοπλοκίες σχεδίαζε ο πανούργος

βασιλέας.

Δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν τι γέφυρα, πως θα μπορούσαν άλλωστε;

Τούτο το τεχνούργημα φαινόταν από μακριά, είχε αντέξει αμέτρητους

αιώνες, τις πέτρες του είχαν διαβεί ταξιδιώτες, στρατοί και κάθε λογής

πλάσματα πριν ακόμα γεννηθούν ο Έκτορας, ο Φίλιππος, η Ανδρομάχη, ο

Αχιλλέας ακόμα και ο Ζακχαέρ Ντων. Το άσπρο μάρμαρο των

κιγκλιδωμάτων του αστραποβολούσε στο απογευματινό φως. Το πλάτος

του ήταν αρκετό για να χωρέσει τέσσερις άμαξες, η μία δίπλα στην άλλη

και το πλακόστρωτο πάτωμα του είχε ψηφιδωτά σχέδια: Έναν αετό με

χρυσό φτέρωμα να κρατάει στα νύχια του ένα μακρύ φίδι με μαύρα,

χοντρά λέπια. Ένα επιβλητικό παλάτι, ασημένιο και, στις αυλές του,

τροβαδούροι να παίζουν ερωτικές μελωδίες στις κυράδες τους, παιδιά να

παίζουν, άντρες να πίνουν και να τσακώνονται. Δύο πελώριους

πολεμιστές με λαμπρές, χάλκινες πανοπλίες να μονομαχούν σαν

λιοντάρια, να ματώνουν, να πονάνε και να μην υποχωρούν. Κουρσάρους

να καταδιώκουν βασιλικά πλοία με κατάλευκα πανιά, στα αφρισμένα

κύματα. Δύο μάγους, από τους οποίους ο ένας έμοιαζε εκπληκτικά στον

Αριστοτέλη, να γράφουν τις μελέτες τους μέσα σε ένα σκονισμένο

δωμάτιο, φωτισμένο από ένα μισολιωμένο κερί και από την αστροφεγγιά

που τρύπωνε από το ανοιχτό παράθυρο. Κάθε ψηφιδωτό ήταν ένα

πανέμορφο αριστούργημα, φτιαγμένο με φροντίδα, προσοχή και μεράκι.

Στο κεντρικό σημείο της γέφυρας δέσποζε ένα ασημένιο ανάγλυφο

περιστοιχισμένο από μαρμάρινες πλάκες. Παρίστανε έναν γέροντα με

ολόλευκο μανδύα και μακριά, άσπρη γενειάδα να φυσάει χιόνι από το

στόμα του. Στο αριστερό χέρι του κράδαινε ένα μακρύ ραβδί και στο δεξί

μια περγαμηνή που έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα: Ο Γερό-Χιονιάς.

Τα γκρίζα μάτια του απόπνεαν τη σοφία αιώνων και την ορμητική δύναμη

μιας χιονοθύελλας.

Δεν βιάστηκαν να διαβούν τη γέφυρα, ήθελαν να θαυμάσουν κάθε

σπιθαμή της, κάθε πετραδάκι κάθε ψηφιδωτού της. Έμοιαζε

ολοκαίνουρια, σαν να είχε φτιαχτεί μόλις χθες. Λυπόταν την ομορφιά της

μέχρι και ο άσπλαχνος χρόνος, δεν ήθελε να την σπιλώσει με την φθορά

του. Την θαύμαζαν μέχρι και οι αγέρες, τα χιόνια, οι βροχές και δεν

έπεφταν πάνω της, την απέφευγαν, την άφηναν στον ήλιο και τα αστέρια,

στα απαλά τους χάδια, να την φροντίζουν και να την κοσμούν με το φως

τους.

Όπως τους προείπε ο Αχιλλέας, στο τέρμα της Γέφυρας του Γερό-

Χιονιά, ξανοιγόταν ο Άλικος Δρόμος. Πήρε το όνομα του από τις

κατακόκκινες πέτρες που συνέθεταν το πλακόστρωτο. Σύμφωνα με έναν

θρύλο, αρχικά ο δρόμος ήταν κατάλευκος, αλλά ήταν στα σύνορα δύο

πανίσχυρων, εχθρικών πολιτειών. Πολλοί στρατιώτες θανατώθηκαν στο

διάβα του και το αίμα τους έβαψε κόκκινες τις πλάκες του. Ήταν πλατύς

και φροντισμένος. Δεν φύτρωναν αγριόχορτα ανάμεσα στις πέτρες και

καθαριζόταν τακτικά. Φιδογύριζε γύρω από ένα ελατόδασος, συνέχιζε

ευθεία μέσα από μια κοιλάδα, δίπλα από ένα ποταμάκι, έστριβε στα ριζά

ενός χαμηλού λόφου και έπειτα πήγαινε ευθεία για πολλά χιλιόμετρα πλάι

σε ψηλούς λόφους. Τα άλογα κάλπαζαν γοργά και ξεκούραστα στην

ομαλή διαδρομή και έτσι μπόρεσαν να διανύσουν μεγάλη απόσταση.

Η δύση του ήλιου τους βρήκε στη σκιά ενός μεγάλου, άγονου λόφου.

Εκείνο το σημείο του δρόμου κοσμούσε ένα άγαλμα του Ωρίωνα, εκείνου

του ένδοξου πολεμιστή για τον οποίο τους είχε μιλήσει ο Αριστοτέλης.

Αποφάσισαν να σταματήσουν για τη νύχτα και ο Έκτορας βρήκε ευκαιρία

να θαυμάσει το εντυπωσιακό παρουσιαστικό του. Είχε μακριά, κόκκινη

χαίτη, πράσινα μάτια και γαμψή μύτη. Στο δεξί του χέρι ύψωνε ένα

μεγάλο, αιματοβαμμένο σπαθί και στο αριστερό μια ασπίδα που

απεικόνιζε τον αστερισμό του Ωρίωνα. Στους φαρδιούς ώμους του είχε

στερεωμένο ένα μακρύ τόξο και μια φαρέτρα με βέλη. Ο γαλανός

μανδύας του έμοιαζε να ανεμίζει στο αγιάζι. Το λυκόφως φώτισε το

πρόσωπο του και, για μια στιγμή, το διαπεραστικό του βλέμμα φάνηκε να

στρέφεται προς τον Έκτορα. Σαν να αναγνώρισε ο ένας ήρωας τον άλλον

και ξεπήδησε μέσα από τις ρωγμές της αιωνιότητας, να του γνέψει, να του

δώσει κουράγιο και δύναμη, να τον ενθαρρύνει στο δύσκολο έργο του.

Και ο Έκτορας χαμογέλασε στο ομοίωμα, υποκλίθηκε βαθιά και κάρφωσε

τα μαύρα μάτια του πάνω του.

«Αναρωτιέμαι αν αυτοί οι ήρωες του παρελθόντος είχαν τις αδυναμίες

μας. Ένιωθαν τάχα πόνο, φόβο; Δείλιασαν ποτέ, όταν τριγύρω τους

έβλεπαν τους συντρόφους τους να καταρρέουν, να ματώνουν, να

σκοτώνονται»; Ακούστηκε η φωνή του Φιλίππου, λίγα εκατοστά πίσω

από τον Έκτορα. Εκείνος, έστριψε αμέσως το κεφάλι και έσμιξε τα

φρύδια.

«Αδυναμίες; Ω, όχι. Δεν είναι αυτά που μόλις είπες αδυναμίες. Αυτά

είναι ο πυρήνας της καρδιάς μας. Θα ανησυχούσα αν έβλεπαν τους

συντρόφους τους να πέφτουν και έμεναν ασυγκίνητοι. Αν έβλεπαν τον

κόσμο να κυριεύεται από σκιές και δεν φοβόνταν. Αν δεν πονούσαν, αν

δεν ερωτεύονταν, αν δεν έκλαιγαν, αν δεν ονειρεύονταν, δεν θα

μάχονταν. Οι Θανατώριοι είναι έτσι όπως λες. Ο Ζακχαέρ Ντων είναι

έτσι. Όχι εμείς»

«Μα, ο φόβος ώθησε τον Ζακχαέρ Ντων να κάνει ότι έκανε. Αν δεν

φοβόταν τον θάνατο, τίποτε δεν θα είχε συμβεί»

«Εσύ δεν φοβάσαι τον θάνατο, Φίλιππε; Εγώ; Ασφαλώς. Όμως δεν

κάναμε ότι έκανε αυτός. Όχι, δεν έκανε ότι έκανε από φόβο. Έκανε ότι

έκανε επειδή δεν δίστασε να θυσιάσει την ίδια του την ζωή, ότι αγαπούσε,

ότι πόνεσε, ότι αγάπησε για να νικήσει τον φόβο του. Δεν ένιωσε πόνο

για τους χιλιάδες που σφάγιασε, για τους χιλιάδες που μετέτρεψε σε

Θανατώριους. Δεν φοβήθηκε την διαταραχή της Ισορροπίας. Όχι, ο

Ζακχαέρ Ντων δεν ένιωσε ποτέ αυτό που εμείς νιώθουμε κάθε μέρα. Γι’

αυτό συμβαίνουν αυτά. Μην ντρέπεσαι ποτέ για τον πόνο σου, φίλε μου.

Ούτε για τους φόβους σου. Καθορίζουν κι αυτά ποιος είσαι. Και είσαι

σπουδαίο άτομο».

Στο μεταξύ, ο Αχιλλέας άναψε φωτιά και ζέσταναν φαγητό. Απόφαγαν,

ήπιαν και κρασί, ζεστάθηκαν και ζωήρεψαν οι καρδιές τους, άρχισαν να

χορεύουν κεφάτα στα στήθια και η Ανδρομάχη τις συνόδεψε με μελωδίες

από το φλάουτο. Όταν η νύχτα προχώρησε, αποκαμωμένος ο Αχιλλέας

έπεσε για ύπνο και σύντομα ροχάλιζε βροντερά. Η Ανδρομάχη έκρυψε το

φλάουτο της και τη νυκτωδία συνέχισαν οι λύκοι και τα νυχτοπούλια, το

αγέρι και τα τριζόνια. Τότε, ο Έκτορας σηκώθηκε, την πήρε από το χέρι

και ανέβηκαν στη ράχη του λόφου. Όταν έφτασαν στη μέση,

σκαρφάλωσαν σε έναν βράχο και εκείνος της ψιθύρισε στο αυτί:

«Η μουσική που βγαίνει από το κορμί σου είναι πιο όμορφη από

οποιαδήποτε άλλη. Ζηλευτή είναι σε μουσικούς, δακρύζουν τα

νυχτοπούλια όταν την ακούνε και κρύβονται οι λύκοι ντροπιασμένοι».

Έκαναν έρωτα και το ματωμένο σεληνόφως χύθηκε στα ιδρωμένα

κορμιά τους, απλώθηκε σαν κουβέρτα πάνω τους να τους προστατέψει.

Έπειτα, έσυρε τις ψυχές τους στον ουρανό και τις ξενάγησε στα

παγωμένα αστέρια ώσπου να φτάσουν στα όνειρα που κατοικούν πέρα

από την απεραντοσύνη, μακρύτερα από το άπειρο.

Ξύπνησαν πριν από την αυγή του ήλιου, με μιαν απροσδιόριστη

αίσθηση ανησυχίας στις καρδιές τους. Κάποια άμορφη σκιά τυλίχθηκε

γύρω τους και τους έκανε να ανατριχιάσουν. Ανασηκώθηκαν απότομα και

κοιτάχθηκαν αμίλητοι. Ντύθηκαν γοργά, ο Έκτορας ζώστηκε το θηκάρι

με το Σπαθί της Λύκης και η Ανδρομάχη πέρασε το τόξο στους ώμους

της. Ξάφνου, άκουσαν μακρινούς θορύβους που φαίνονταν να έρχονται

πίσω από τον λόφο.

«Πήγαινε ξύπνα τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα. Θα ανέβω στην κορφή

του λόφου, να δω τι συμβαίνει». Ψιθύρισε ο Έκτορας στην Αμαζόνα και

εκείνη έγνεψε κοφτά. Πηδώντας από βράχο σε βράχο, κατηφόριζε τον

λόφο την ίδια ώρα που ο νεαρός σκαρφάλωνε προσεχτικά και αθόρυβα

στην κορυφή του. Ο μαύρος μανδύας του είχε γίνει ένα με τις σκιές,

κάνοντας τον αθέατο σε κάθε θνητό μάτι. Μόνο ο Αυγερινός που

κρεμόταν ψηλά στον βαθυγάλανο ουρανό τον διέκρινε με την πυρωμένη

ματιά του. Έφτασε στην κορυφή του λόφου, όταν το λυκαυγές χρωμάτιζε

την ανατολή με μωβ, πορτοκαλιές και βαθυκόκκινες λωρίδες. Κρύφτηκε

πίσω από ένα φουντωτό θυμάρι και έστρεψε το βλέμμα του

βορειοανατολικά.

Αυτό που αντίκρισε τον εντυπωσίασε και τον σύγχυσε συνάμα:

Αρματωμένοι άντρες, Θανατώριοι και Νυχτοβάτες βάδιζαν μαζί,

κατευθυνόμενοι στη Σωθράπον. Ένας μεγάλος, ετερόκλητος στρατός,

αποτελούμενος από φυλές που θα έπρεπε να πολεμούν μεταξύ τους,

πήγαινε στη στοιχειωμένη σκιά της Σεθίρηκα, μες στα νύχια του Ζακχαέρ

Ντων. Ο Νυχτοβάτης που έμοιαζε να οδηγεί το πολυπληθές στράτευμα,

έστριψε σε μια παράκαμψη του Άλικου Δρόμου που περνούσε μέσα από

ένα σκοτεινό φαράγγι. Ξεκάθαρα, ήθελε να προστατεύσει από το φως του

ήλιου τους απαίσιους υπηκόους του Ζακχαέρ Ντων. Ο Έκτορας ξεφύσησε

ανακουφισμένος, βλέποντας τους να απομακρύνονται από το διάβα της

συντροφιάς, όμως η σύγχυση μέσα του δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Μόλις

είδε τους δύο Νυχτοβάτες, που ήταν η οπισθοφυλακή του στρατού, να

χάνονται στις σκιές του φαραγγιού, πήρε τον κατήφορο, τρέχοντας.

Έφτασε στα ριζά του λόφου σε μερικά λεπτά και, με ένα σάλτο, βρέθηκε

πλάι στη συντροφιά. Στάθηκε να πάρει δύο ανάσες και έπειτα διηγήθηκε

στους υπόλοιπους το παράξενο θέαμα που αντίκρισε. Μόλις σταμάτησε

να μιλά, αφόρητη σιωπή πλάκωσε τους συντρόφους, μολεμένη με την

δυσωδία της ανησυχίας. Μετά από μερικά λεπτά, την έσπασε ο Φίλιππος:

«Μήπως κρατούσαν αιχμάλωτους τους στρατιώτες; Ίσως ήθελαν να

τους βασανίσουν, για να μάθουν μυστικά τους ή να τους ανταλλάξουν με

λύτρα όπλα και χρυσάφι»

«Όχι». Απάντησε κατηγορηματικά ο Έκτορας. »Σου είπα, οι

στρατιώτες ήταν οπλισμένοι, φορούσαν τις πανοπλίες τους, ορισμένοι

έφεραν μέχρι και λάβαρα. Δεν ήταν αλυσοδεμένοι και βάδιζαν πλάι-πλάι

με Θανατώριους και Νυχτοβάτες»

«Τότε, συμμάχησαν με τον Ζακχαέρ Ντων. Δεν μπορώ να σκεφτώ

άλλη εξήγηση».

«Μα γιατί να συμμαχήσουν οι Άνθρωποι με τον Ζακχαέρ Ντων; Κανείς

δεν μπορεί να είναι τόσο ανόητος. Και γιατί ο Ζακχαέρ Ντων να δεχτεί

οποιαδήποτε συμμαχία με Ανθρώπους; Δεν θέλει υποταγή, εδάφη ή

πλούτη από εμάς. Θέλει να μας αφανίσει, να μας μετατρέψει σε

Θανατώριους και ολόκληρη την γη σε ένα άγονο, νεκρό, σαπισμένο

τόπο». Διαφώνησε ο Φίλιππος και ο Έκτορας συμφώνησε μαζί του.

«Τα λάβαρα. Είδες τι σύμβολα έφεραν πάνω τους»; Ρώτησε με την

σειρά του ο Αχιλλέας.

«Όχι, ήταν σκοτεινά και ο στρατός πολύ μακριά. Γιατί ρωτάς»;

«Αν ξέραμε από πού προέρχονταν οι στρατιώτες, θα μπορούσαμε να

ταξιδέψουμε προς τα εκεί και να ξεδιαλύνουμε μια και καλή τα πράγματα.

Όμως τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, μόνο να εικάζουμε και να

υποθέτουμε. Ότι και να συμβαίνει, πρόκειται το δίχως άλλο για μια

δολοπλοκία του Ζακχαέρ Ντων. Εμείς, ωστόσο, πρέπει να συνεχίσουμε το

ταξίδι μας και να είμαστε πολύ προσεχτικοί στον δρόμο. Όπως φαίνεται,

υπάρχουν και Άνθρωποι που θα μας πολεμήσουν εκτός από

Θανατώριους, Νυχτοβάτες και Κύκλωπες»

Ο Έκτορας σιχαινόταν την σκέψη πως έπρεπε να βλέπει ως επίδοξους

πολέμιους του και Ανθρώπους, όμως εκείνη την στιγμή δεν μπορούσε να

σκεφτεί κάποια άλλη εξήγηση για αυτό που είχε δει. Οργή γέμισαν τα

στήθια του, θύμωσε με τους ανόητους στρατιώτες που βάδιζαν μαζί με

τους εχθρούς του, θύμωσε και με τον εαυτό του, που δεν μπορούσε να

σκεφτεί κάποια εναλλακτική ερμηνεία για εκείνο το παράξενο θέαμα. Ο

λύκος μέσα του γρύλιζε, γύμνωνε τα δόντια του και χτυπιόταν

μανιασμένος στα σωθικά του την ώρα που ο Έκτορας σέλωνε το άλογο

του. Οι σκιές άρχισαν να μακραίνουν και, όταν ο ήλιος φώτισε τις κορφές

των ανατολικών οροσειρών, οι τέσσερις σύντροφοι άρχισαν να

καλπάζουν.

Ανήμπορος να απαλύνει τον θυμό του και να ημερώσει το κτήνος που

βάδιζε λιμασμένο στα στήθια του, ο Έκτορας χτυπούσε συνεχώς την

φοράδα του στα καπούλια και εκείνη έτρεχε ολοένα και πιο γρήγορα. Οι

σύντροφοι, πέρασαν την μακριά λοφοσειρά, έστριψαν δεξιά όπου ο

Άλικος Δρόμος έκοβε στην μέση μια πεδιάδα. Στις παρυφές ενός δάσους

από κέδρους και πεύκα, έστριψαν αριστερά και, φιδογυρίζοντας μέσα σε

μια κοιλάδα, έφτασαν στο σημείο όπου είχε δει ο Έκτορας τον στρατό

πριν από κάμποσες ώρες. Οι μεγάλες κόκκινες πέτρες του δρόμου, δεν

άφηναν κανένα ίχνος να φανεί και ο στρατός κινούταν αρκετά προσεχτικά

ώστε να μην αφήσει κάποιο στοιχείο πίσω του. Ο Άλικος Δρόμος

διακλαδωνόταν εκεί, οδηγώντας βορειοανατολικά μέσα από το Φαράγγι

του Λέοντα, νότια, κατηφορίζοντας στις καταπράσινες πεδιάδες που ήταν

γνωστές ως η Γη της Αμάλθειας και δυτικά, στη Νέθας.

Καλπάζοντας προς τα εκεί, παρατήρησαν μια σταδιακή αλλαγή στα τοπία

γύρω από τον Άλικο Δρόμο, καθώς γίνονταν όλο και πιο άγονα. Τα πυκνά

δάση, που συνάντησαν λίγα μέτρα μετά την διασταύρωση, έδωσαν την

θέση τους σε αραιά άλση από κέδρους, καστανιές και αγριοσυκιές. Αυτά,

με την σειρά τους αντικαταστάθηκαν από λιβάδια, όπου άνθιζαν

αγριόχορτα, πολύχρωμα λουλούδια, πυκνές βατομουριές και χαμηλοί

θάμνοι. Όμως, μετά από έναν γιγαντιαίο πλάτανο στις όχθες ενός

ποταμού, όπου έκαναν ένα διάλλειμα το απομεσήμερο, οι ταξιδιώτες δεν

ξαναείδαν δέντρο και η βλάστηση αραίωνε συνεχώς, όσο πλησίαζαν στη

Νέθας. Σύντομα, ο Άλικος Δρόμος πλαισιωνόταν από άγονες, χωμάτινες

πεδιάδες που τις έψηναν οι φλογερές ακτίνες του απογευματινού ήλιου. Η

μοναδική ένδειξη ζωής που έπιασε το μάτι του Έκτορα, ήταν δύο

σταχτόχρωμες οχιές που είχαν κουλουριαστεί σε δύο πλατιές πέτρες,

μαύρες και γυαλιστερές. Η ερημιά που επικρατούσε, του προκάλεσε

έντονη θλίψη και αναρωτήθηκε πως ήταν δυνατόν να ακμάσει μια πόλη

σε ένα τόσο αφιλόξενο μέρος. Η απορία του έμελε να λυθεί σύντομα.

Όταν ο ήλιος άγγιξε τις γαλάζιες, θολές μορφές των μακρινών, δυτικών

βουνών, η συντροφιά ανέβαινε έναν λοφίσκο. Γύρω από το πλακόστρωτο

του Άλικου Δρόμου, πετάγονταν αιχμηρές πέτρες, σαν δόντια και κέρατα

αρχαίου θηρίου. Μετά από μερικές στιγμές, ο Αχιλλέας πέρασε ανάμεσα

από δύο μαρμάρινα αγάλματα που αστραποβολούσαν στο φως του

δειλινού. Τράβηξε τα ινία και το άλογο του σταμάτησε. Τα αγάλματα

παρίσταναν δύο βασιλιάδες με επιβλητική όψη. Είχαν μακριές γενειάδες,

αυστηρό βλέμμα και πρόσωπο γεμάτο ουλές. Πάνω από τους χιτώνες τους

φορούσαν αλυσιδωτούς θώρακες και στα χέρια τους κρατούσαν μακριά

σπαθιά και φαρδιές ασπίδες. Ο Αχιλλέας στράφηκε στους υπόλοιπους:

«Τούτα είναι τα αγάλματα των προγόνων μου. Δεξιά είναι ο Αιήτης και

αριστερά ο γιός του ο Άψυρτος, οι δύο πρώτοι ηγεμόνες της Νέθας.

Φυλάνε αιώνες τώρα τα σύνορα της πόλης. Φτάσαμε στο τέλος, φίλοι

μου. Πίσω από τον λόφο βρίσκεται ο προορισμός μας!»

Γεμάτοι ενθουσιασμό, οι σύντροφοι ξέχασαν την ταλαιπωρία της

πολύωρης περιπλάνησης τους, σπιρούνισαν τα άλογα και κάλπασαν

γρήγορα. Όταν έφτασαν στην κορυφή του λόφου, αντίκρισαν ένα

αξέχαστο θέαμα.

Η επανένωση των τριών αδερφών

Άλικος Δρόμος κατέβαινε σε μια κοιλάδα, στα μέσα της οποίας

ορθωνόταν ένα επιβλητικό τείχος από λευκή πέτρα. Ήταν

πανύψηλο και σχεδόν ένα χιλιόμετρο μακρύ. Στα άκρα του, που

πλαισιωνόταν από δύο γυμνά βουνά, υπήρχαν πύργοι, ενισχυμένοι με

μαύρο σίδερο. Είχαν μυτερές, κεραμιδένιες σκεπές και στεφανώνονταν

από μυτερά παλούκια. Στο κεντρικό σημείο του τείχους, υπήρχε μια

πελώρια, δίφυλλη πύλη, χρυσαφένια, με ανάγλυφες κορώνες

διακοσμημένη. Στο ανώτατο σημείο της αψίδας, υπήρχαν,

αντιδιαμετρικά, δύο κοντάρια με την σημαία της Νέθας να ανεμίζει στις

άκρες τους: Μία λευκή κουκουβάγια που φορούσε ένα χρυσό στέμμα σε

βαθυγάλανο φόντο.

Οι σύντροφοι κατέβηκαν τον δρόμο για την κοιλάδα, χαμογελώντας

πλατιά. Αδημονούσαν να φτάσουν στο τέλος της διαδρομής, να

ξεκουραστούν και να βρεθούν με άλλους ανθρώπους, μετά από πολύ

καιρό. Όμως, μόλις βρέθηκε στη σκιά του τείχους, ο Έκτορας αυτομάτως

έχασε το χαμόγελο του. Ένιωσε μια ακατανόητη παγωνιά να τον τυλίγει.

Διστακτικότητα και επιφυλακή πήραν τη θέση του βιαστικού

ενθουσιασμού του. Προσπάθησε να αγνοήσει και να καταπνίξει τα

συναισθήματα του, έπεισε τον εαυτό του ότι οφείλονταν στο άγχος και

την αμηχανία που θα ξανάβλεπε ανθρώπους από κοντά, ανέγγιχτους από

την σκοτεινιά της Σεθίρηκα. Έφτασαν στο τέλος του Άλικου Δρόμου,

στάθηκαν μπροστά από τις πύλες και ο Αχιλλέας κραύγασε δυνατά να τις

ανοίξουν. Από ένα χαμηλό προπύργιο, πλάι στις πύλες, βγήκε ένας

νεαρός φύλακας κρατώντας στο χέρι του ένα μακρύ δόρυ. Φορούσε

χάλκινο κράνος στο κεφάλι του, το πρόσωπο του ήταν εντελώς ξυρισμένο

και ο μανδύας του λαμποκοπούσε από καθαριότητα.

«Ποιοι είστε, ξένοι και από πού έρχεστε; Μιλήστε γρήγορα, κανείς δεν

μπαίνει στην ένδοξη πόλη μας δίχως να εξηγήσει τους σκοπούς του και

την καταγωγή του σε εμένα». Φώναξε με αυστηρή φωνή. Ίσως σκόπευε

να τρομάξει τους τέσσερις συντρόφους με τους απότομους τρόπους του,

όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να εξοργίσει τον Αχιλλέα.

«Ανόητε, αδαή! Πολεμούσα σε αυτά τα εδάφη, όταν εσύ ακόμα δεν

είχες δύναμη να κρατήσεις μαχαίρι στα χέρια σου! Και ζητάς από εμένα

να δώσω εξηγήσεις σε εσένα; Έχω περάσει πολλά και ακόμα χειρότερα

μέλλονται να μου συμβούν. Δεν έχω ώρα να ανταλλάσσω κουβέντες με

ένα αμούστακο πιτσιρίκι. Άνοιξε τις πύλες αμέσως»! Βρυχήθηκε και

κατεβαίνοντας από το άλογο του κλώτσησε δυνατά την χρυσή πύλη.

«Σταμάτα εκεί που είσαι, ξένε! Δεν θα περάσεις μέσα, ούτε εσύ, ούτε η

συμμορία σου. Δρόμο βρωμιάρηδες, φύγετε προτού γευτείτε το δόρυ

μου»!

Ο

Ο Αχιλλέας έφτυσε το χώμα και άφρισε από το κακό του. Έκανε να

βγάλει τον πέλεκυ του, όμως ο Φίλιππος τον συγκράτησε, την ώρα που ο

Έκτορας απευθύνθηκε στον φρουρό.

«Έχουμε διαβεί μέσα από τον Χρόνο, την Φύση, τον Θάνατο, το

Σκότος και το Φως, έχουμε πολεμήσει μυριάδες εχθρούς πολύ

δυνατότερους σου. Δεν μας τρομάζουν ούτε οι απειλές σου, ούτε το δόρυ

σου. Κρύψ’ το, δώσε μας το όνομα σου και έπειτα θα σου πω όσα

χρειάζεται να ξέρεις». Του φώναξε, κοιτώντας τον στα μάτια. Το

κατωσάγονο του φρουρού άρχισε να τρέμει, το χέρι του δεν μπορούσε να

βαστάξει το δόρυ. Έβλεπε πως οι απειλές του δεν τρόμαζαν τους τέσσερις

ξένους. Έβλεπε τον θηριώδη άντρα με τις ουλές να είναι έξω φρενών και

τον νεαρό με τα μαύρα μαλλιά να καρφώνει το τρομερό βλέμμα του πάνω

του. Έβλεπε έναν οργισμένο λύκο να παραμονεύει, πίσω από τις μαύρες

κόρες των ματιών του, γλύφοντας το στόμα του, έτοιμος να τον

κατασπαράξει, αν δεν υποχωρούσε. Έβλεπε μια ακατανίκητη δύναμη

πίσω από αυτήν την παράξενη συντροφιά και ήξερε πως μονάχα ένα

πράγμα μπορούσε να κάνει. Ασυναίσθητα, το δόρυ έφυγε από το χέρι του,

έβγαλε το κράνος από το κεφάλι του και φανέρωσε τα κοντοκουρεμένα,

ξανθά μαλλιά του. Ξεροκατάπιε και μετά από πολύ προσπάθεια, βρήκε το

κουράγιο να μιλήσει:

«Είμαι ο Έλενος, γιος του Εύδοξου, φρουρός της Κορώνειας Πύλης».

Τραύλισε αδύναμα. Ο Έκτορας τον πλησίασε, έχοντας συνεχώς το

βλέμμα του καρφωμένο στον Έλενο.

«Τούτος ο άντρας, που προσέβαλες με το θράσος σου, είναι ο

Αχιλλέας. Έχεις ακουστά αυτό το όνομα;»

Ο Έλενος έγνεψε θετικά με σπασμωδικές κινήσεις.

«Είναι ο αδερφός του βασιλιά σου. Αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται

να γνωρίζεις, Έλενε. Τώρα, άνοιξε τις πύλες».

Ο φρουρός έμεινε ακίνητος για μερικές στιγμές. Χοντρές στάλες

ιδρώτα άρχισαν να περιχαρακώνουν το πρόσωπο του. Τελικά, έδωσε την

εντολή και οι πύλες άνοιξαν, τρίζοντας εκκωφαντικά. Μπαίνοντας μες

στην πόλη, ο Έκτορας ανακάλεσε πως είχε ξανακούσει τη Νέθας, όταν

ήταν παιδί στην Ροτενσνέικ. Διάφοροι ταξιδιώτες, κυρίως έμποροι ή

μισθοφόροι μιλούσαν για αυτή συχνά. Είχε συγκρατήσει το γεγονός ότι

την αποκαλούσαν «Η Χρυσή Πολιτεία» αλλά και «Η Κατάρα της

Δύσης».

Πλέον, μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Στο ψηλότερο σημείο της πόλης,

στεκόταν περήφανο το παλάτι του Πελία. Ήταν φτιαγμένο από ολόλευκο

μάρμαρο και είχε χρυσές κολώνες. Το κοσμούσαν περίτεχνες ζωφόροι,

αγάλματα και τοιχογραφίες. Γύρω του, υπήρχαν πολυτελή αρχοντικά,

ψηλά, λευκά και χρυσαφένια. Όμως, η πολυμιλημένη δόξα της πόλης

σταματούσε εκεί. Από τα αρχοντικά μέχρι την είσοδο της πόλης υπήρχαν

φτωχικά, μικρά σπιτικά, ξύλινες παράγκες και σαπισμένα καλύβια. Στην

πλειοψηφία τους, οι κάτοικοι ήταν εξαθλιωμένοι, φορούσαν τριμμένα,

σκισμένα ρούχα και είχαν σκελετωμένη όψη. Σε κάθε γωνιά υπήρχαν

ζητιάνοι διαφόρων ηλικιών και συχνά η συντροφιά πρόσεξε

μικροέμπορους να τσακώνονται μεταξύ τους ή με φτωχικούς πελάτες για

την πραμάτεια τους. Σε κάθε σπιθαμή της πόλης, υπήρχαν φρουροί που

φορούσαν χάλκινα κράνη με ασημένιες παραγναθίδες, αλυσιδωτούς

θώρακες πάνω από τους πράσινους, υφασμάτινους μανδύες τους και

κράδαιναν μακριά ακόντια. Οι σύντροφοι σάστισαν από την εικόνα της

πόλης, ακόμα και ο Αχιλλέας κοιτούσε έκπληκτος. Ξάφνου, ένας

ρακένδυτος έφηβος, όχι πάνω από δεκαεφτά χρονών, με βρώμικο,

λιπόσαρκο πρόσωπο πλησίασε τον Έκτορα.

«Να με συγχωρεί η χάρη σας, άρχοντα μου. Μήπως έχετε ένα νόμισμα

να μου δώσετε, να πάρω λίγα τρόφιμα»;

Ο Έκτορας ξεπέζεψε από το άλογο και του έδωσε το δισάκι με τα

τρόφιμα του. Το αγόρι χαμογέλασε πλατιά και του υποκλίθηκε.

«Μικρέ, τι συμβαίνει εδώ»;

«Τι εννοείτε, ευγενικέ άρχοντα»;

«Δεν είμαι άρχοντας. Έκτορας είναι το όνομα μου. Εννοώ πως τούτη η

πόλη δεν μοιάζει με τη Νέθας που έχω ακουστά. Οι κάτοικοι της δήθεν

ένδοξης πολιτείας είναι εξαθλιωμένοι, εξοντωμένοι»

«Έκτορα, θα βρω μπελάδες αν μιλήσω γι’ αυτά τα πράγματα»

«Κανείς δεν θα σε πειράξει, έχεις τον λόγο μου. Είναι φανερό πως κάτι

τρομερό συμβαίνει σε αυτήν την πόλη και θέλω να το μάθω»

Όπως έμαθε από τον νεαρό ζητιάνο ο Έκτορας, προκειμένου να

διεξάγει μια σειρά πολέμων για εδαφικές κυριαρχίες, ο Πελίας θέλησε να

ενισχύσει τον στρατό του. Αγόρασε καινούρια όπλα, πλοία, άμαξες και

άλογα, προσέλαβε ακόμα και μισθοφόρους. Για να αποκτήσει τον πλούτο

που χρειαζόταν ώστε να φτιάξει έναν πανίσχυρο στρατό, επέβαλε

σκληρούς, αβάσταχτους φόρους στους κατοίκους της Νέθας. Η παράλογη

φορολογία είχε οδηγήσει πολλές φορές σε εξεγέρσεις και ξεσηκωμούς.

Φοβούμενος εμφύλιες διαμάχες, ο Πελίας διόρισε αρχιδικαστή της πόλης

έναν τοπικό άρχοντα, τον Δράκοντα. Ο Δράκων ξαμόλησε εκατοντάδες

φρουρούς στην πόλη και επέβαλλε ένα καθεστώς καταπίεσης, φόβου και

βίας στο όνομα της ασφάλειας, το οποίο κρατούσε μέχρι και εκείνη τη

μέρα.

Όπου και αν έστρεφε το βλέμμα του ο Έκτορας, έβλεπε φρουρούς να

χτυπάνε ζητιάνους και να εισβάλουν σε φτωχόσπιτα. Δύο από αυτούς

κινήθηκαν προς το μέρος της συντροφιάς με μεγάλες δρασκελιές και ο

ένας φώναξε στον ζητιάνο:

«Σταμάτα να ενοχλείς τον κόσμο και φύγε από μπροστά μου,

βρωμιάρη. Δρόμο, πριν σε μαστιγώσω»!

Το παιδί έκανε να φύγει, όμως ο Έκτορας τον τράβηξε από τον ώμο.

Έκανε δύο βήματα και στάθηκε μπροστά από τους φρουρούς. Ήταν και οι

δύο γεροδεμένοι και λίγο πιο κοντοί από τον νεαρό. Κρατούσαν μακριά

ακόντια και είχαν ζωσμένα κοντά σπαθιά. Αυτός που φώναξε στον

ζητιάνο ήταν περίπου στην ηλικία του Έκτορα, είχε μελιά μάτια, καστανά

μαλλιά και χοντρή, πλακουτσωτή μύτη. Ο δεύτερος ήταν περίπου

τριανταπέντε χρονών, είχε γκρίζα μάτια, μαύρα μαλλιά και όμορφο

πρόσωπο.

«Άσε μας να κάνουμε την δουλειά μας, νεαρέ»

Το πρόσωπο του Έκτορα συσπάστηκε από θυμό. Έφτυσε στα πόδια του

φρουρού και τον κοίταξε κατάματα. Δίπλα του στάθηκαν και τα υπόλοιπα

μέλη της συντροφιάς.

«Εμποδίζετε το έργο των φρουρών της Νέθας! Αν δεν θέλετε να

υποστείτε τις συνέπειες, παραμερίστε αμέσως»

«Έδωσα τον λόγο μου στο παιδί ότι δεν θα το πειράξει κανένας. Δεν με

ενόχλησε, ο μόνος που με ενοχλείς είσαι εσύ. Φύγε από εδώ και ας τον

ήσυχο λοιπόν»

«Έχετε πολύ θράσος, ανόητοι βρωμιάρηδες. Ήρθατε στην πόλη να μας

κάνετε κουμάντο, θαρρείτε;» Είπε ο τριανταπεντάρης φρουρός και

έστρεψε το δόρυ του πάνω στον Έκτορα. Εκείνος αντέδρασε αστραπιαία,

τράβηξε το Σπαθί της Λύκης και έκοψε το ακόντιο στη μέση. Χτύπησε με

την λαβή του ξίφους τον δεύτερο φρουρό που έκανε να τον καρφώσει και

κλώτσησε στο στήθος τον άλλον. Ο νεαρός φρουρός φώναξε για

ενισχύσεις, κρατώντας με το δεξί χέρι το αιμόφυρτο πρόσωπο του. Σε

λίγα δευτερόλεπτα τους περικύκλωσαν δέκα φρουροί, έχοντας τα ακόντια

στραμμένα πάνω τους. Ατάραχος, ο Έκτορας ακούμπησε την κόψη του

Σπαθιού στον λαιμό του νεαρού φρουρού.

«Πόσα από τούτα τα σκυλιά πρέπει να σκοτώσω, προτού πάρεις

απόφαση να φύγεις από μπροστά μου; Κοίτα με στα μάτια και δες αν οι

απειλές μου είναι κούφιες».

Ο φρουρός προσπάθησε να κοιτάξει τον Έκτορα θαρρετά στα μάτια,

όμως το βλέμμα του τον τρόμαξε περισσότερο από το σπαθί στο λαιμό

του. Έσκυψε το κεφάλι σχεδόν αμέσως. Όμως η ανόητη περηφάνια του

ξεπερνούσε τον φόβο του.

«Παραδώστε τα όπλα σας αμέσως, αλλιώς θα δώσω εντολή να σας

θανατώσουν επιτόπου». Φώναξε, φτύνοντας. Ο Έκτορας γέλασε

χλευαστικά. Την ίδια ώρα, οι υπόλοιποι σύντροφοι γύμνωσαν τα όπλα και

ετοιμάστηκαν για μάχη.

«Είστε ασήμαντα σκυλιά, όλοι σας. Ένα τσούρμο ανόητοι υποτακτικοί,

σκλάβοι. Σύντομα θα μάθετε πως δεν πρέπει να τα βάζετε με λύκους».

Κραύγασε ο Έκτορας και ύψωσε το Σπαθί της Λύκης. Η κόψη του

λαμποκόπησε, διψασμένη για αίμα.

Οι φρουροί πήγαν να επιτεθούν, όμως τους γλίτωσε από τον θάνατο

τους ένας απεσταλμένος του Πελία που φώναξε να σταματήσουν. Εκείνοι

υπάκουσαν και χαμήλωσαν τα όπλα τους. Ήταν ένας ξερακιανός, κοντός

άντρας κοντά στα πενήντα. Τα ψαρά μαλλιά του ήταν αραιωμένα, είχε

χοντρή μύτη και σπινθηροβόλα μάτια.

«Ονομάζομαι Άκαστος, είμαι σύμβουλος του άρχοντα Πελία. Ο

βασιλιάς θέλησε να σας δει στην Αίθουσα του Θρόνου». Είπε ο

απεσταλμένος, απευθυνόμενος στη συντροφιά. Οι τέσσερις έκρυψαν τα

όπλα τους, καθώς οι φρουροί έφευγαν από κοντά τους και ο Έκτορας είχε

συνεχώς το βλέμμα του καρφωμένο στον νεαρό που τον προκάλεσε.

Έπειτα, κίνησε μαζί με τους υπόλοιπους τρεις προς το παλάτι του Πελία,

οδηγούμενος από τον Άκαστο.

Η άφιξη της συντροφιάς στη Νέθας ήταν σαν το κατρακύλισμα

χαλικιών σε ράχη βουνού που προκαλούν καταστροφική κατολίσθηση. Ο

Πελίας είχε μάθει για έναν νεαρό που ήρθε στην πόλη του και έφερε μαζί

του ένα χρυσό, αρχαίο σπαθί. Ο Δράκοντας άκουσε για μια συντροφιά

που αμφισβήτησε θρασύτατα την εξουσία των φρουρών του. Ο νεαρός

ζητιάνος, φεύγοντας διστακτικά από το πλευρό του Έκτορα,

συνειδητοποίησε πως μπορούσε να αντισταθεί στην καταπίεση που είχε

επιβληθεί από τον αυταρχικό άρχοντα. Κι ένας διαβόητος λήσταρχος,

πειρατής, αντάρτης, επικηρυγμένος εδώ και δεκαετίες στη Νέθας,

οσμίστηκε μια μοναδική ευκαιρία για επίθεση στο καθεστώς του Πελία.

Χαμογέλασε πονηρά, έχοντας καρφωμένα τα μάτια στον νεαρό με το

Σπαθί της Λύκης και χάθηκε στις σκιές.

Στο μεταξύ, η συντροφιά έδωσε τα άλογα στον ιπποκόμο της Αυλής

και ο Άκαστος την οδήγησε στις αίθουσες του παλατιού, περνώντας από

μία αψιδωτή πύλη, στολισμένη με ζωφόρους που παρίσταναν έφιππους

πολεμιστές να καλπάζουν γενναία αψηφώντας τον κίνδυνο, να σφάζουν

μυριάδες εχθρούς και να υψώνουν περήφανα τα λάβαρα τους. Από εκεί,

μπήκαν σε έναν πλατύ διάδρομο, που τις άκρες του κοσμούσαν αγάλματα

βασιλιάδων, πρόγονοι του Πελία και του Αχιλλέα. Τα αυστηρά πρόσωπα

τους έσκιαζαν το γυαλισμένο πάτωμα και τα πελώρια, στητά κορμιά τους

προκαλούσαν δέος σε οποιονδήποτε τολμούσε να εισέλθει. Ο διάδρομος

κατέληγε σε μια μεγάλη, κυκλική αίθουσα με θολωτή οροφή και πολλές

δρύινες πόρτες. Την κάθε μια φρουρούσαν από δύο άντρες με πράσινους

μανδύες και λευκά κράνη, αρματωμένοι με ακόντια, σπαθιά και φαρδιές

ασπίδες. Ο Άκαστος κατευθύνθηκε προς την πόρτα που έστεκε απέναντι

από τον διάδρομο και ψιθύρισε κάτι στους φρουρούς. Έπειτα, έγνεψε

χαμογελαστά στην συντροφιά να περιμένει, άνοιξε την πόρτα μερικά

εκατοστά και μπαίνοντας την έκλεισε σιγανά.

«Λες να μας περιμένουν μπελάδες για το περιστατικό με τους

φρουρούς»; Αναρωτήθηκε ο Φίλιππος. Ο Έκτορας ανασήκωσε τους

ώμους, σχεδόν αδιάφορα. Δεν μετάνιωνε για την συμπεριφορά του, είχε

εξοργιστεί από την εικόνα των εξαθλιωμένων κατοίκων, από το θράσος

των φρουρών που ήταν έτοιμοι να επιτεθούν απρόκλητα σε ένα άοπλο

αγόρι. Κοίταξε την Ανδρομάχη στα μάτια, εκείνη του ανταπέδωσε

θαρρετά το βλέμμα, άπλωσε το χέρι και του έσφιξε τον ώμο. Το χαμόγελο

της επιβεβαίωνε πως έπραξε σωστά, του δήλωνε ξεκάθαρα πως

αισθανόταν περήφανη για εκείνον.

Ο Αχιλλέας, από την άλλη, είχε σκυμμένο το κεφάλι και το βλέμμα του

είχε σκοτεινιάσει. Δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί ο Έκτορας, αν αυτό

οφειλόταν στα γεγονότα που προηγήθηκαν ή επειδή έπρεπε σε μερικές

στιγμές να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα παρελθόν που τον είχε σημαδέψει

ανεπανόρθωτα. Ίσως στις προκλήσεις των φρουρών να είδε μια

περασμένη εικόνα του εαυτού του, τότε που υπάκουε άβουλα και αφελώς

τα απάνθρωπα παραγγέλματα του Πελία. Ωστόσο, η πόρτα μπροστά τους

άνοιξε και ξαναφάνηκε ο Άκαστος χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια

του.

«Ο Βασιλιάς είναι έτοιμος να σας δεχθεί. Παρακαλώ, εισέλθετε στην

Αίθουσα του Θρόνου». Είπε με στόμφο, παράταιρο της λεπτής φωνής

του. Οι σύντροφοι υπάκουσαν και δίχως δισταγμό μπήκαν μέσα, με

αβίαστα βήματα. Η αίθουσα ήταν ορθογώνια και το μεγαλύτερο μέρος

της έπιανε ένα μεγάλο μαρμάρινο τραπέζι με περίτεχνα σκαλίσματα. Στην

αριστερή πλευρά υπήρχε μια μεγάλη τοιχογραφία που έδειχνε έναν

γεροδεμένο άντρα με φαρδύ στέρνο και κυματιστά, μαύρα μαλλιά να

στέκεται σε ένα βουναλάκι από σκοτωμένους πολεμιστές κρατώντας στο

ένα χέρι ένα μακρύ, αιματοβαμμένο σπαθί και στο άλλο μια χρυσή

κορώνα. Στον δεξί του ώμο κούρνιαζε μια λευκή κουκουβάγια με

κεχριμπαρένια μάτια. Στον απέναντι τοίχο υπήρχαν τρίποδες, οι οποίοι

στερέωναν πλαίσια με κρυστάλλινη πρόσοψη. Μέσα τους υπήρχαν

αρχαία σπαθιά με σκουριασμένες λαβές και στομωμένες κόψεις,

σπασμένες αψίδες, μια διαμαντένια κορώνα, έναν θώρακα που στο κέντρο

του είχε σαν έμβλημα έναν ισοσκελή σταυρό, κυκλωμένο από δάφνες και

μια τιάρα από λευκόχρυσο, στολισμένη με διαμάντια και σμαράγδια.

Στην άκρη της αίθουσας, κάτω από ένα ημικυκλικό παράθυρο, υπήρχε ο

υπέροχος θρόνος. Ήταν από μάρμαρο, επενδυμένος με φλέβες χρυσού και

ασημιού. Τα πόδια του ήταν σκαλισμένα ώστε να μοιάζουν με πόδια

λιονταριού. Στην κορφή του, μια ανάγλυφη, εστεμμένη κουκουβάγια

επιτηρούσε την αίθουσα και τα μπράτσα του ήταν κοσμημένα με

μεγάλους οπάλιους. Όμως ο θρόνος ήταν αδειανός. Στα αριστερά του

στεκόταν ένας θηριώδης άντρας, λίγο πάνω από πενήντα χρονών με

γκρίζα κοντοκουρεμένα μαλλιά και ελαφρώς αξύριστο πρόσωπο. Είχε

θεληματικό πηγούνι, γαμψή μύτη και γκρίζα, αυστηρά μάτια. Φορούσε

έναν ασημένιο, αλυσιδωτό θώρακα πάνω από τον σμαραγδένιο μανδύα

του, δερμάτινες μπότες στα πόδια του και ήταν ζωσμένος με ένα μακρύ

σπαθί. Στις φαρδιές πλάτες του αναπαυόταν ένας γαλανός χιτώνας. Ο

Άκαστος πήρε θέση στα δεξιά του θρόνου και δίχως να χάσει στιγμή το

χαμόγελο του, ανήγγειλε με την λεπτή φωνούλα του:

«Η Αυτού Μεγαλειότης, ο Μέγας Κατακτητής, ο Άρχων της Νέθας,

Πελίας!»

Από μια πόρτα, στην δεξιά γωνία της αίθουσας, βγήκε ένα κοντόχοντρο

ανθρωπάκι. Είχε πυκνά, μαύρα μαλλιά, φροντισμένο μουσάκι, μακριά,

γαμψή μύτη και μικρά, μαύρα μάτια. Φορούσε βαθυγάλανο μανδύα και

είχε στερεωμένο στους ώμους του ένα λιονταροτόμαρο. Ο Έκτορας

ανασήκωσε τα φρύδια έκπληκτος και κοιτούσε μία τον Αχιλλέα και μία

τον Πελία, αρνούμενος να πιστέψει ότι αυτοί οι δύο ήταν αδέρφια. Την

ίδια ώρα, η Ανδρομάχη προσπαθούσε να πνίξει ένα γέλιο συγκρίνοντας

την τοιχογραφία του βασιλιά στα αριστερά της αίθουσας με τον ίδιο και ο

Φίλιππος είχε μείνει αποσβολωμένος, με το στόμα ανοιχτό. Δίχως να

αντιληφθεί τίποτε από όλα αυτά, ο Πελίας κάθισε στον θρόνο του και ο

Άκαστος τοποθέτησε το στέμμα στο κεφάλι του. Έπειτα, του παρέδωσε

ένα χρυσό σκήπτρο, στολισμένο με κάθε λογής πετράδια.

Ο Πελίας κοίταξε έναν-έναν τα μέλη της συντροφιάς έχοντας στα

άσαρκα χείλη του σχηματισμένο ένα γλοιώδες χαμόγελο που δεν έφτανε

στα μάτια του. Το πονηρό βλέμμα του σταμάτησε στον Αχιλλέα αλλά

εκείνος είχε τα μάτια του καρφωμένα στον άντρα που καθόταν αμίλητος

στα αριστερά του θρόνου. Ο βασιλιάς έσπασε την αμήχανη σιωπή,

μιλώντας στον αδερφό του με βαθιά, βραχνή φωνή:

«Η επιστροφή σου στη Νέθας ήταν επεισοδιακή, μαθαίνω. Άλλαξαν

πολλά στην πόλη από τότε που έφυγες, Αχιλλέα. Αλλά κι εσύ δείχνεις

αρκετά αλλαγμένος. Πολλές είναι οι ουλές σου, πολλούς πολέμους

έδωσες, φαίνεται, σκοτεινό πολύ είναι το πρόσωπο σου, βασανισμένο.

Ώρα να γαληνέψεις, αδερφέ μου, κανείς δεν σε απειλεί εδώ. Αν και

προκαλέσατε προβλήματα, διαταράξατε την τάξη που πασχίζω να

κρατήσω, είστε ευπρόσδεκτοι. Σας καλωσορίζω, ευγενείς νεαροί, αδερφέ

μου».

Ο Έκτορας κοιτούσε λοξά τον Πελία, δεν του άρεσαν τα λόγια του και

οι τρόποι του έμοιαζαν γλοιώδεις, τον αηδίαζαν. Ωστόσο, υποκλίθηκε

απρόθυμα και έπειτα συστήθηκε.

«Είμαι ο Έκτορας, βασιλιά Πελία. Σύντροφοι μου στέκουν ο Φίλιππος,

η Ανδρομάχη και φυσικά ο αδερφός σου. Μαζί περάσαμε πολλά,

κατορθώσαμε πολλά και χάσαμε περισσότερα. Μαζί θριαμβεύσαμε και

μαζί κλάψαμε. Και ήρθαμε εδώ να σε προειδοποιήσουμε και να

ζητήσουμε την βοήθεια, την συμμαχία σου».

Μια λάμψη αναδεύτηκε στα μάτια του Πελία. Βολεύτηκε καλύτερα

στον θρόνο του και διέταξε τον Άκαστο να φέρει φαγητό και κρασί. Ο

Έκτορας προτιμούσε να του μιλήσει δίχως καθυστερήσεις, όμως ο

βασιλιάς επέμεινε. Έτσι, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, το τραπέζι στρώθηκε

και πάνω του τοποθετήθηκαν δίσκοι με ψημένα γουρουνόπουλα, τυριά

και κουλούρες κριθαρένιου ψωμιού, μπολ με κίτρινη κρέμα και πιατέλες

με φράουλες, σύκα και μήλα, ψητά κάστανα, καρύδια και μέλι. Οι

υπηρέτες έφεραν και κανάτες με κόκκινο, γλυκό κρασί και δροσερό νερό.

Ο βασιλιάς κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού, εκατέρωθεν του ο

Άκαστος και ο σιωπηλός άντρας κι ακολούθησαν οι τέσσερις σύντροφοι.

Μάλιστα, ο Αχιλλέας έκατσε τελευταίος, μακριά από τον αδερφό του. Οι

μυρουδιές τρύπωσαν στα ρουθούνια και άνοιξαν την όρεξη. Έφαγαν όλοι

με βουλιμία, δρόσισαν τα λαρύγγια τους με μπόλικο κρασί και κόρεσαν

την πείνα και την δίψα τους. Έπειτα, ενώ οι υπηρέτες μάζευαν τις

αδειανές πιατέλες, τους δίσκους και τις κανάτες, ο Έκτορας άρχισε να

μιλά:

«Στον μακρινό βορρά μια σκοτεινή δύναμη ορθώνεται, άρχοντα μου.

Χρόνια τώρα, πόλεις και χωριά πέφτουν στη σκιά και οι κάτοικοι τους

παραδίνονται στις δόλιες δυνάμεις του Ζακχαέρ Ντων, του

νεκραναστημένου άρχοντα. Μέρα με την μέρα γίνεται ολοένα και

δυνατότερος και σύντομα η ματιά του θα στραφεί και εδώ. Πριν από

μερικούς μήνες εμείς οι τέσσερις, οδηγούμενοι από έναν σπουδαίο

σύντροφο που χάθηκε, ξεκινήσαμε μια εκστρατεία προκειμένου να του

αντισταθούμε, να προστατέψουμε την φύση και την ανθρωπότητα. Όμως

θα χρειαστούμε συμμάχους, πρέπει να συγκεντρώσουμε στρατεύματα,

ώστε να τον αφανίσουμε. Ο Αχιλλέας συνέστησε να στραφούμε πρώτα

εδώ για βοήθεια, καθώς η Νέθας έχει δοξασμένο στρατό»

Ο Πελίας έμεινε σιωπηλός. Άναψε την πίπα του και κοίταξε τον άντρα

στα αριστερά του, χαμογελώντας. Χάιδεψε το μουσάκι του, φύσηξε τον

καπνό από τα πνευμόνια του και έδωσε την απάντηση του:

«Ανησυχητικά τα νέα που φέρνεις, Έκτορα. Πολύ ανησυχητικά,

πράγματι. Πρέπει να βιαστούμε, θαρρώ. Ωστόσο, η ώρα είναι περασμένη

και η νύχτα δεν προσφέρεται για λόγια σκοτεινιάς και πολέμου. Θα σε

βοηθήσω, φίλε μου, δίχως αμφιβολία, αν όσα λες ισχύουν. Όμως πρέπει

να σκεφτώ με καθαρό μυαλό και να ακούσω όσα έχουν να μου

προτείνουν οι σύμβουλοι μου, πρώτα. Είναι κι εκείνοι άρχοντες, με σοφία

και θάρρος. Ας κοιμηθούμε, λοιπόν, να ξεδιαλύνει ο ύπνος την θολούρα

της νύχτας και του ποτού και, μόλις ξημερώσει, θα κινηθώ άμεσα».

Τέλεψε τον λόγο του και σηκώθηκε. Έτριψε την πρησμένη κοιλιά του

και διέταξε τον Άκαστο να οδηγήσει την συντροφιά στα δωμάτια τους.

Τους καληνύχτισε, εκείνοι υποκλίθηκαν και έφυγαν πίσω από τον

ακόλουθο. Επέστρεψαν στην κυκλική αίθουσα, έστριψαν αριστερά και ο

Άκαστος άνοιξε μια από τις πόρτες. Βρέθηκαν σε μια ελικοειδή σκάλα, ο

ακόλουθος άναψε ένα φανάρι και άρχισε να την ανεβαίνει. Μερικές

δεκάδες σκαλοπάτια αργότερα, κατέληξαν σε ένα πλατύσκαλο που είχε

τρεις δίφυλλες πύλες. Ο Άκαστος ξεκλείδωσε αυτήν στα δεξιά τους και

παραμέρισε. Από την άλλη μεριά υπήρχε ένας στενός διάδρομος που

φωτιζόταν από δάδες στην μία μεριά και στην απέναντι υπήρχαν πέντε

ξύλινες, χαμηλές πόρτες.

«Επιλέξτε όποιο δωμάτιο σας φαίνεται πιο άνετο και αναπαυθείτε. Θα

σας ειδοποιήσω, όταν θα σας χρειαστεί ο βασιλιάς. Καλή σας νύχτα».

Τους είπε και υποκλίθηκε. Η συντροφιά τον καληνύχτισε και μπήκε στον

διάδρομο. Ήταν πολύ κουρασμένοι για να επιλέξουν δωμάτια, ο Αχιλλέας

μπήκε στο πρώτο, ο Φίλιππος στο δεύτερο και ο Έκτορας με την

Ανδρομάχη στο τρίτο. Ήταν κυκλικό, με πλακόστρωτο πάτωμα και

ορθογώνιο παράθυρο που έβλεπε στον βορρά. Είχε ένα μεγάλο, ξύλινο

κρεβάτι με πουπουλένιο στρώμα, σε μια γωνία, δίπλα στην πόρτα και

απέναντι από το παράθυρο. Δίπλα του υπήρχε ένα τραπεζάκι και πάνω

είχε τοποθετημένο ένα φανάρι. Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα

μαρμάρινο τραπέζι και πάνω του υπήρχαν μια μεγάλη λεκάνη με αχνιστό

νερό, πετσέτες και δύο κανάτια με κρύο νερό. Απέναντι του, στα

αριστερά της πόρτας, ήταν κρεμασμένος στον τοίχο ένας πολυτελής

καθρέφτης, με χρυσό σκελετό. Ο Έκτορας έλυσε την ζώνη του,

εναπόθεσε το θηκάρι με το σπαθί πάνω στο τραπέζι και κάθισε στην άκρη

του κρεβατιού.

«Ο Πελίας είναι ένας γλοιώδης υποκριτής. Είναι ένας άσπλαχνος

τύραννος. Πως μπορώ να συμμαχήσω μαζί του; Τι θα έκανε ο

Αριστοτέλης, αν ήταν εδώ»; Ρώτησε την Αμαζόνα, κρύβοντας το

πρόσωπο στις παλάμες του. Η Ανδρομάχη γονάτισε μπροστά του, έπιασε

το πηγούνι του και σήκωσε το κεφάλι του.

«Ο Αριστοτέλης δεν είναι εδώ, Έκτορα. Αλλά, θυμάμαι να σε

εμπιστευόταν. Το ίδιο και εγώ. Σήμερα, έβαλες στη θέση τους εκείνους

τους φρουρούς που ήθελαν να τρομοκρατήσουν το αγόρι. Είμαι βέβαιη

ότι και αύριο θα κάνεις το ίδιο αν ξαναδείς κάτι παρόμοιο. Το ότι θα

συμμαχήσουμε με τον Πελία δεν σημαίνει ότι θα υποταχτούμε σε αυτόν,

ότι θα ανεχτούμε τα θρασύδειλα σκυλιά του. Δεν τον χρειαζόμαστε

περισσότερο από ότι μας χρειάζεται αυτός. Κι αν, μετά τον πόλεμο,

συνεχίσει να καταπιέζει τους κατοίκους της Νέθας, θα λογοδοτήσει ξανά

σε εμάς»

«Το Σπαθί της Λύκης δεν μου δόθηκε για να τιμωρώ μονάρχες,

Ανδρομάχη. Δεν τολμώ να καταχραστώ την δύναμη του, έστω και αν

είναι για ευγενείς σκοπούς». Το χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη

της Ανδρομάχης ήταν όμοιο με αυτό που είχε στον προθάλαμο της

Αίθουσας του Θρόνου. Υποδήλωνε πόσο περήφανη ήταν για τον

σύντροφο της και η ζεστασιά του, η αγνότητα του έδιωξε τον σπαραγμό

από την ψυχή του Έκτορα, το κρυφό φώς του τρόμαξε τις σκιές και

βρήκαν χώρο το κουράγιο και η βεβαιότητα να χωθούν στα στήθια του.

Έπειτα, η κοπέλα έδωσε την απάντηση της.

«Τότε δεν θα χρησιμοποιήσουμε το Σπαθί της Λύκης. Θα

χρησιμοποιήσουμε κάτι ισχυρότερο. Θα χρησιμοποιήσουμε την φλόγα

των καρδιών μας, την φλόγα του Έρωτα, της Ελευθερίας. Και αυτή η

φλόγα μας δόθηκε για να καίει κάθε τι που μαστίζει την ζωή μας, να

ζεματίζει όποιον μας αρνείται ότι δικαιωματικά είναι δικό μας, να φωτίζει

κάθε σκιά που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας, να ζεσταίνει κάθε

ψυχρό μπουντρούμι και απόμακρο κελί».

«Τούτη τη φλόγα την αισθανόμουν μέσα μου καιρό. Όμως σιγόκαιε

σαν λιωμένο κερί. Κι όταν σε αντίκρισα πρώτη φορά, γίνηκε πυρκαγιά,

φοβήθηκα πως θα με κάψει, όμως πύρωσε τα στήθια μου, δυνάμωσε την

καρδιά μου και ατσάλωσε το σώμα μου». Της αποκρίθηκε ο Έκτορας.

Έπειτα την φίλησε με πάθος. Γδύθηκαν, πλύθηκαν με το ζεστό νερό και

χαλάρωσαν τα σφιγμένα κορμιά τους. Στη συνέχεια ξάπλωσαν στο

κρεβάτι και έκαναν έρωτα. Κι οι φλόγες τους ενώθηκαν σε μια πύρινη

γλώσσα πάθους, απεραντοσύνης. Σύρθηκε κάτω από την χαραμάδα της

πόρτας σαν ερπετό και στοίχειωσε όλο το παλάτι με την ξενική ζεστασιά

της ελευθερίας και την ευωδιά του έρωτα.

Η πρωινή αύρα πέταξε μες στο δωμάτιο από το βορινό παράθυρο και

χάιδεψε τα μαύρα μαλλιά του Έκτορα. Ανασηκώθηκε και έτριψε τα

πρησμένα του μάτια. Δεν είχε κοιμηθεί καλά. Πίστευε πως, έπειτα από

τόσο καιρό ύπνου στα βράχια και το χώμα, θα έμενε ξαπλωμένος για

ώρες στο πουπουλένιο στρώμα, όμως το κορμί του είχε συνηθίσει το

σκληρό έδαφος. Από την άλλη, η Ανδρομάχη δεν φαινόταν να μοιράζεται

την δυσκολία του, καθώς κοιμόταν βαθιά.

Ο Έκτορας τράβηξε απαλά τα λινά σκεπάσματα από πάνω της και

θαύμασε τις καμπύλες που σχημάτιζε το πάλλευκο κορμί της. Φίλησε τα

στήθη της και σηκώθηκε. Αντίκρισε τον εαυτό του στον καθρέφτη και

αναρωτήθηκε τι απέγινε ο ντροπαλός, νεαρός ξυλουργός της Ροτενσνέικ.

Στο είδωλο του έβλεπε έναν σκληροτράχηλο πολεμιστή, με αποφασιστικό

βλέμμα. Οι ουλές του γυάλισαν στο απαλό φως και τον πόνεσαν, όταν τον

ταξίδεψαν στο παρελθόν, τότε που ήταν ακόμα πληγές. Κατευθύνθηκε

στο τραπέζι, έπλυνε το πρόσωπο του, φόρεσε τον σκονισμένο μανδύα του

και ζώστηκε το Σπαθί της Λύκης. Την ώρα που αγνάντευε την αυλή του

παλατιού από το παράθυρο, ακούστηκε ένα διστακτικό χτύπημα στην

πόρτα. Την άνοιξε και είδε μια έφηβη κοπέλα με ξανθά μαλλιά χωρισμένα

σε δύο πλεξούδες, φακίδες στο χλωμό πρόσωπο της και άσαρκα χείλη. Τα

γαλανά μάτια της ήταν καρφωμένα στο πάτωμα και στα χέρια της

κρατούσε έναν δίσκο με ψωμί, μέλι, κρέμα, σταφύλια, σύκα και μια

κανάτα κρασί.

«Να με συγχωρεί η χάρη σας, άρχοντα μου. Ο άρχοντας Άκαστος με

διέταξε να σας φέρω πρωινό μόλις ξυπνήσετε». Είπε με τρεμάμενη φωνή.

Ο Έκτορας αναστέναξε, νιώθοντας τον ακατανόητο φόβο του κοριτσιού.

Προσπάθησε να την καθησυχάσει με ένα χαμόγελο και της μίλησε φιλικά.

«Δεν είμαι άρχοντας και δεν χρειάζεται να με φοβάσαι, κοπέλα μου.

Έκτορα με λένε. Σε ευχαριστώ πολύ για το πρωινό. Θα σε προσκαλούσα

μέσα, όμως η σύντροφος μου κοιμάται ακόμα»

Τα μάγουλα της κοπέλας κοκκίνισαν, δίνοντας μια ζωηράδα στο

άχρωμο πρόσωπο της. Χαμογέλασε δειλά και μετά από μερικές στιγμές

του είπε:

«Με συγχωρείς για την αμηχανία μου, Έκτορα. Δεν έχω συνηθίσει σε

ευγένειες εδώ μέσα και κινδυνεύω που τολμώ να ξεστομίσω κάτι τέτοιο,

για να είμαι ειλικρινής». Ο νεαρός την καθησύχασε ξανά, με ένα γνέψιμο

και την προέτρεψε να συνεχίσει. »Ονομάζομαι Ρωξάνη, είμαι βασιλική

υπηρέτρια και μαγείρισσα». Κατέληξε και υποκλίθηκε. Έπειτα του γύρισε

την πλάτη και απομακρύνθηκε με μικρά, βιαστικά βηματάκια. Ο Έκτορας

ακούμπησε τον δίσκο στο τραπέζι, πήρε ένα τσαπί σταφύλι και επέστρεψε

στο παράθυρο. Εκεί, είδε άρχοντες με πλουμιστούς μανδύες να

σουλατσάρουν ανέμελα στην Αυλή, ακολουθούμενοι από τους υπηκόους

τους, τροβαδούρους να τραγουδάνε σε νεαρές αρχοντοπούλες που

στέκονταν με ονειροπόλο βλέμμα στα παράθυρα του παλατιού, εμπόρους

να μεταφέρουν τρόφιμα και γούνες από τις παραφορτωμένες άμαξες τους,

φρουρούς να τριγυρνάνε με υπεροπτικό βλέμμα και ιπποκόμους να

πλένουν και να χτενίζουν τις χαίτες των βασιλικών αλόγων.

Στο μεταξύ, ξύπνησε και η Ανδρομάχη, στάθηκε πλάι στον Έκτορα και

τον καλημέρισε με ένα δροσερό φιλί. Απόφαγαν μαζί το πρωινό τους και,

βγαίνοντας από το δωμάτιο, συνάντησαν τον Φίλιππο.

«Καλημέρα». Τους είπε κεφάτα, κλείνοντας τους το μάτι. »Μόλις

ξύπνησε και ο Αχιλλέας, τρώει πρωινό».

«Πότε θα δούμε τον Πελία»; Ρώτησε η Ανδρομάχη και οι δύο νεαροί

ανασήκωσαν τους ώμους.

«Υποθέτω θα μας ειδοποιήσει, αλλά καλό θα ήταν να πάμε προς την

Αίθουσα του Θρόνου για να βεβαιωθούμε». Απάντησε ο Έκτορας.

Μερικές στιγμές αργότερα, ο Αχιλλέας βγήκε από το δωμάτιο του και

τους χαιρέτισε με ένα μούγκρισμα. Έπειτα από την σύσταση του Έκτορα,

κατευθύνθηκαν προς την Αίθουσα του Θρόνου. Οι πόρτες ήταν κλειστές

και απ’ έξω στέκονταν δύο βλοσυροί φρουροί. Ο Αχιλλέας τους πλησίασε

και ρώτησε κοφτά:

«Ο βασιλιάς»;

«Ο άρχοντας Άκαστος μας πληροφόρησε πως έχει συγκαλεστεί

βασιλικό συμβούλιο το οποίο θα ξεκινήσει σύντομα. Είπε πως θα σας

ειδοποιήσει μόλις τελειώσει, άρχοντα Αχιλλέα». Απάντησε με χοντρή

φωνή ο ένας φρουρός. Ο Αχιλλέας έγνεψε και επέστρεψε στην

συντροφιά.

«Ίσως θα έπρεπε να συμμετάσχουμε κι εμείς στο συμβούλιο. Μόνο

εμείς μπορούμε να τους ενημερώσουμε αναλυτικά για το κίνημα της

Σεθίρηκα, άλλωστε». Σχολίασε ο Έκτορας.

«Δεν έχω πλέον δικαιοδοσία για να προτείνω κάτι τέτοιο. Και οι

άρχοντες που συμβουλεύουν τον Πελία είναι αρκετά περήφανοι και

ξεροκέφαλοι, ώστε να μην μας δεχτούν. Ειδικά ο Δράκοντας, μετά το

χθεσινό περιστατικό, θα προβάλει σίγουρα αντιρρήσεις». Ήρθε η

απάντηση από τον Αχιλλέα.

«Δεν έχει νόημα να καθόμαστε άπρακτοι εδώ, λοιπόν. Ας κάνουμε

καμιά βόλτα στην πόλη και θα μας ειδοποιήσουν όταν μας χρειαστούν».

Πρότεινε ο Φίλιππος και οι υπόλοιποι δέχτηκαν. Ο Αχιλλέας τους

οδήγησε στον αυλικό σταβλίτη, ο οποίος τους έδωσε τα άλογα τους,

ξεκούραστα, καθαρά και με χτενισμένες τις μακριές τους χαίτες.

Κάλπασαν έξω από την αυλή του παλατιού, πέρασαν τα μεγάλα

αρχοντόσπιτα και αντίκρισαν ξανά την καταθλιπτική εικόνα των

ρακένδυτων κατοίκων και τα ρημαγμένα καλύβια τους.

«Η Νέθας δεν έχει χωράφια, σπαρτά, ζώα ή αμπέλια. Πως συντηρείται

η οικονομία της»; Αναρωτήθηκε εύλογα ο Φίλιππος την ώρα που

περνούσαν τον πάγκο ενός φτωχικού εμποράκου ο οποίος πουλούσε

πατάτες, λαχανικά και φρούτα.

«Έχουν αλλάξει πολλά από τότε που έμενα εδώ, αλλά θυμάμαι πως

τότε η κύρια πηγή πόρων της Νέθας ήταν το εμπόριο. Πίσω από το

παλάτι, υπάρχει ένα μεγάλο λιμάνι κι από εκεί έρχονταν εμπορικά πλοία

από κάθε γωνιά της γης. Ανταλλάζαμε μάρμαρο, ασήμι και διαμάντια για

τρόφιμα, ξυλεία, όπλα ή χρυσό. Βέβαια όταν ο Πελίας πέρασε στην

διακυβέρνηση, πολλές πόλεις-κράτη, που δήλωσαν υποτέλεια στη Νέθας,

αναγκάστηκαν να πληρώνουν φόρους είτε σε είδος είτε σε χρυσό οπότε το

εμπόριο λιγόστεψε, αλλά υποθέτω πως ακόμα χρειάζεται»

Δύο φρουροί πέρασαν μπροστά από το άλογο του Έκτορα και κοίταξαν

περιφρονητικά την Ανδρομάχη. Η κοπέλα παρατήρησε πως πολλοί

κάτοικοι και ειδικά γυναίκες την έδειχναν αδιάκριτα, και της έριχναν

επικριτικά βλέμματα. Τους ήταν τόσο ξένη και παράξενη η εικόνα μιας

γυναίκας ανεξάρτητης, να καλπάζει περήφανα το άλογο της πλάι με

άντρες και να οπλοφορεί. Τους φόβιζε μια παρουσία τόσο διαφορετική

στην κουλτούρα τους, ένιωθαν πως απειλούσε την ρουτίνα της

καθημερινότητας τους, την ίδια τους την ύπαρξη. Και η ίδια εκνευρίστηκε

με την στενομυαλιά τους, από τις ανελεύθερες ψυχές τους. Ενώ είχε

καρφωμένο το βλέμμα στους δύο φρουρούς που πέρασαν από μπροστά

τους, ένας τρίτος τους έγνεψε από μακριά. Στεκόταν δίπλα σε ένα βαρέλι,

στη σκιά ενός χανιού, από το οποίο έβγαιναν κάθε τόσο μεθυσμένοι

άντρες και ξέρναγαν στον δρόμο ή τρέκλιζαν και σκόνταφταν,

πηγαίνοντας προς τα σπίτια τους. Τον πλησίασαν επιφυλακτικά και τους

παραξένεψε το γεγονός ότι ήταν μόνος, καθώς οι φρουροί συνήθως

βάδιζαν ανά δύο ή σε ομάδες. Είχε σηκωμένη την κουκούλα του

πράσινου μανδύα του και κάλυπτε τα περισσότερα χαρακτηριστικά του

προσώπου του, όμως διακρινόταν το αξύριστο προτεταμένο πηγούνι του

και το πανούργο χαμόγελο του. Μόλις οι τέσσερις σύντροφοι ξεπέζεψαν,

μίλησε με σιγανή, τραχιά φωνή.

«Αχιλλέα, ο αδερφός σου ζήτησε να σε δει»

«Εντάξει, θα πάμε προς το παλάτι λοιπόν». Αποκρίθηκε και έκανε να

του γυρίσει την πλάτη, όμως ο φρουρός τον τράβηξε από τον μανδύα.

«Ζήτησε να δει μονάχα εσένα. Όχι τους υπόλοιπους».

«Είμαστε όλοι σύντροφοι. Έχουμε πολεμήσει μαζί, έχουμε ματώσει

μαζί, έχουμε γελάσει μαζί και έχουμε κλάψει ο ένας στον ώμο του άλλου.

Δεν ξέρω τι σκαρώνει ο Πελίας, αλλά θα δει τον Αχιλλέα μόνο αν δει και

εμάς». Επενέβη η Ανδρομάχη.

«Αχιλλέα, ο αδερφός σου ζήτησε να σε δει. Μόνο σου. Είπε ότι θα

καταλάβαινες περί τίνος πρόκειται». Επανέλαβε ο μυστηριώδης φρουρός.

Τα μάτια του θηριώδη πολεμιστή άστραψαν και ο Έκτορας διέκρινε μια

υπόνοια έκπληξης στο πρόσωπο του. Κοίταξε τον φρουρό στα μάτια για

μερικές στιγμές και του έγνεψε σιγανά. Τότε εκείνος απομακρύνθηκε,

κοιτώντας τριγύρω.

«Αχιλλέα, τι…»; Έκανε να ρωτήσει ο Έκτορας, αλλά ο άντρας τον

διέκοψε.

«Νομίζω πως… νομίζω πως ο Πελίας θέλει να με εντάξει ξανά στον

στρατό της Νέθας. Όμως η ορκωμοσία γίνεται στον ιερό ναό της Νέθας,

όπου δεν επιτρέπονται οι ξένοι»

«Και γιατί δεν το είπε ο φρουρός. Γιατί είχε τόσο μυστηριώδη

συμπεριφορά;». Τον ρώτησε ο Φίλιππος.

«Είναι επικίνδυνο να ακούγεται κάτι τέτοιο έξω από την αυλή του

παλατιού. Βλέπεται πως συμπεριφέρονται οι φρουροί στους κατοίκους.

Αν μάθαιναν για έναν επίδοξο φρουρό, θα τον λίντσαραν, πριν αποκτήσει

εξουσία». Απάντησε βιαστικά ο Αχιλλέας. Όμως, κάτι δεν άρεσε στον

Έκτορα που τον κοίταξε επίμονα. Ξεροκατάπινε διαρκώς και το μέτωπο

του ήταν ιδρωμένο. Έμοιαζε να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, σαν να

προσπαθούσε να αποκρύψει κάτι. Τελικά, υπέθεσε πως θυμήθηκε την

προηγούμενη θητεία του στον στρατό του Πελία, ήταν ξανά αντιμέτωπος

με το ντροπιαστικό παρελθόν του.

«Τι θα κάνεις λοιπόν»; Ήρθε η ερώτηση από την Ανδρομάχη.

«Δεν πρόκειται να ξαναζήσω τους εφιάλτες μου. Δεν θα είμαι ξανά

υπόλογος για τα εγκλήματα που ορέγεται ο Πελίας. Θα πάω να αρνηθώ

την προσφορά του. Ωστόσο, ίσως πάρει κάμποσο μέχρι να πειστεί. Είναι

ξεροκέφαλος, πεισματάρης άνθρωπος»

Έφυγε νευρικά, κοιτώντας κάθε τόσο γύρω του. Οι τρεις σύντροφοι τον

παρατηρούσαν διαρκώς ώσπου να χαθεί από τα μάτια τους. Έπειτα

προσπάθησαν να εξηγήσουν την περίεργη συμπεριφορά του, όμως δεν

βρήκαν πιο πειστική εξήγηση από την υπόθεση του Έκτορα. Ίππευσαν

ξανά τα άλογα τους, συνέχισαν να τριγυρνάνε στην πόλη, μίλησαν με

έναν γέροντα ζητιάνο που είχε συλληφθεί από τον Δράκοντα και είχε

χάσει το ένα του μάτι, βασανιζόμενος στα μπουντρούμια των

δικαστηρίων, έπειτα κουβέντιασαν με έναν νεαρό κρεοπώλη, ο οποίος

φοβόταν να πει οτιδήποτε κακό για τον Πελία ή τον Δράκοντα και τελικά

συνάντησαν ξανά τον νεαρό ζητιάνο, ο οποίος τους χαιρέτησε ένθερμα.

Την ώρα που το αγόρι τους διηγούταν πως έμεινε ορφανό- η μάνα του

είχε πεθάνει στη γέννα και ο πατέρας του πέθανε πολεμώντας σε μια

εκστρατεία του Πελία- ακούστηκε φοβερή αναταραχή πίσω τους. Πέντε

φρουροί είχαν εισβάλει σε ένα σπίτι και έσερναν έξω μια μεσήλικη,

στρουμπουλή γυναίκα και τους δύο μικρούς γιούς της. Την είχαν ρίξει

στο χώμα και την κλωτσούσαν, την ώρα που η συντροφιά έσπευσε να

ιππεύσει προς το μέρος τους. Τα παιδιά έκλαιγαν σπαραχτικά και το πιο

μικρό, όχι πάνω από έντεκα χρονών, έτρεμε.

«Τι συμβαίνει εδώ»; Φώναξε ο Έκτορας.

«Εξαφανίσου, ξένε! Κοίτα την δουλειά σου»! Απάντησε ένας

σαραντάρης φρουρός με γουρλωτά μάτια που κοιτούσαν σαδιστικά την

γυναίκα να σφαδάζει.

«Εδώ είναι η δουλειά μου. Με ποιο δικαίωμα, άνανδρα σκυλιά,

βασανίζετε τούτη την οικογένεια»;

«Τούτη εδώ διέπραξε μια σειρά εγκλημάτων κατά του βασιλιά μας.

Έχει μήνες να πληρώσει τους φόρους της και εχθές ο μεγάλος της γιος

κορόιδεψε έναν από τους άρχοντες. Ο άντρας της είχε πάρει μέρος σε μια

εξέγερση κατά του βασιλιά Πελία. Θα συλληφθεί και αυτή και ο μεγάλος

της γιος, ο μικρός θα πάει να δουλέψει στα λατομεία, ώσπου να

ξεπληρωθεί το χρέος. Ικανοποιήθηκες τώρα; Φύγετε τώρα, πριν συλλάβω

κι εσάς, εμπρός!»

«Έπρεπε να μάθετε την θέση σας εχθές. Όμως στα διεστραμμένα

μυαλά σας δεν έχει μείνει χώρος για λογική, καταλαβαίνετε μόνο τη βία».

Κραύγασε η Ανδρομάχη, κρατώντας σφιχτά το τόξο της.

«Σιώπα, σκύλα, που έχεις το θράσος να μιλάς με άντρες. Ιππεύεις πλάι

σε άντρες, κουβαλάς όπλο και μου απευθύνεσαι σαν να είμαστε ίσοι. Εγώ

δεν είμαι σαν αυτούς δίπλα σου, θα σε μαστιγώσω μέχρι να καταλάβεις

ποια είναι η θέση σου».

Η Ανδρομάχη έγινε έξαλλη, έβγαλε ένα βέλος από την φαρέτρα της και

τέντωσε την χορδή του τόξου.

«Εσύ θα δεις ποια είναι η θέση μου, όταν θα κείτεσαι αιμόφυρτος στα

πόδια μου. Όχι, δεν είμαστε ίσοι, εγώ θα διαβαίνω ακόμα τούτη τη γη,

όταν τη σάρκα σου θα τρώνε τα σκουλήκια. Εγώ θα ιππεύω περήφανα,

όταν εσύ θα κλαις στον Άδη και θα μετανιώνεις που προκάλεσες μια

Αμαζόνα»

Ο φρουρός έδωσε διαταγή στους υπόλοιπους τέσσερις να επιτεθούν

στη συντροφιά πριν το βέλος διαπεράσει τον κρόταφο του. Σάστισαν οι

φρουροί, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Την συντροφιά πλησίασε άλλη μια

ομάδα, στην οποία βρισκόταν και ο νεαρός φρουρός που προκάλεσε τον

Έκτορα χθες.

«Φύγετε, τούτοι εδώ είναι με τον αδερφό του άρχοντα μας. Αν και

αμφιβάλλω αν αυτή τη φορά θα γλιτώσουν από την οργή του δικαστή

Δράκοντα». Είπε, χαμογελώντας υποχθόνια. Οι φρουροί έφυγαν,

μεταφέροντας το πτώμα του ανόητου που τόλμησε να προσβάλει την

Ανδρομάχη.

Είχε ήδη φτάσει το απομεσήμερο και η συντροφιά αποφάσισε να

επιστρέψει στο παλάτι. Στην καρδιά του καθενός υπόβοσκε η ανησυχία

για τις συνέπειες των πράξεων τους. Ωστόσο, κανένας τους δεν μετάνιωνε

γι’ αυτές, ήξεραν πως είχαν κάνει το σωστό. Ο Έκτορας θυμήθηκε τα

μαθήματα του Αριστοτέλη, ο οποίος τόνιζε εμφατικά το χρέος του

καθενός να υπερασπίζεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ακεραιότητα

του πνεύματος, την ελευθερία. Ήταν βέβαιος πως, αν ο μάγος ήταν ακόμα

στη συντροφιά, οι φρουροί δεν θα τολμούσαν να εφαρμόσουν τις

θρασύδειλες τακτικές τους, μπροστά του.

Όταν έφτασαν στο παλάτι, πήγαν στο δωμάτιο του Φίλιππου, όπου τους

περίμενε ήδη ένα πλούσιο δείπνο. Έφαγαν σιωπηλοί, ταραγμένοι από την

κατάσταση που επικρατούσε στη Νέθας, από την ανικανότητα τους να

κάνουν κάτι δραστικότερο. Μερικές ώρες αφότου απόφαγαν, χτύπησε η

πόρτα και φάνηκε ο Άκαστος. Τους πληροφόρησε πως ο Δράκοντας ήταν

έξαλλος από τον θάνατο του φρουρού, ωστόσο, μετά από τις προτροπές

του Πελία, δεν θα αντιμετώπιζαν κάποια συνέπεια. Έπειτα έφυγε,

αγνοώντας τις ερωτήσεις τους για τον Αχιλλέα. Τα νέα ήταν

καθησυχαστικά, ωστόσο δεν άρεσε στον Έκτορα το γεγονός ότι

χρωστούσαν χάρη στον Πελία, ο οποίος, κατά βάθος, ήταν ο κύριος

υπεύθυνος της κατάστασης που προκαλούσε την οργή τους. Όμως

θυμήθηκε τα χθεσινά λόγια της Ανδρομάχης και με την προοπτική πως

αργά ή γρήγορα ο βασιλιάς θα λογοδοτούσε, ηρέμησε.

Οι ώρες κύλησαν με τους τρεις να πίνουν κρασί και περιμένοντας το

κάλεσμα του Πελία, το οποίο δεν ήρθε ποτέ. Τα μεσάνυχτα, ο Έκτορας με

την Ανδρομάχη καληνύχτισαν τον Φίλιππο και πήγαν στο δωμάτιο τους.

«Ίσως ο Πελίας ήταν απασχολημένος σήμερα. Είχε συμβούλιο το πρωί,

έπειτα προέκυψε η υπόθεση με τον Αχιλλέα και έπρεπε να μεταπείσει και

τον Δράκοντα για ενδεχόμενη τιμωρία μας. Είμαι βέβαιη πως αύριο θα

μας καλέσει νωρίς το πρωί». Σχολίασε η Ανδρομάχη βλέποντας τον

Έκτορα να τριγυρνάει ανήσυχος.

«Καθυστερούμε όμως, καθυστερούμε πολύ. Πρέπει να στείλουμε

αγγελιοφόρους σε κάθε πόλη-κράτος, που είναι πρόθυμη να μας στηρίξει,

πριν να είναι πολύ αργά. Και, τώρα που το θυμήθηκα, οι Αμαζόνες άραγε

να έρχονται κατά εδώ ή αγνόησαν το κάλεσμα;»

«Είμαι βέβαιη πως θα έρθουν. Θα δεις πως σε μερικές μέρες μυριάδες

άλογα θα είναι συγκεντρωμένα έξω από τις πύλες της Νέθας».

Ο Έκτορας προσπάθησε να ηρεμήσει, βρισκόταν σε μεγάλη

υπερένταση. Όλα ήταν μπερδεμένα στο μυαλό του, ένιωθε πως έπεφτε σε

ένα άπατο βάραθρο και δεν είχε κάπου να σταθεί. Έπλυνε το πρόσωπο

του, γδύθηκε και έκατσε στο κρεβάτι, δίπλα στην Ανδρομάχη.

«Δεν έχουμε την πολυτέλεια να κάνουμε λάθη. Η παραμικρή αβλεψία

μπορεί να αποβεί μοιραία. Πιστεύεις πως ορθώς εμπιστευτήκαμε τον

Πελία; Δεν μου αρέσει να συμμαχήσω μαζί του, αλλά θαρρώ πως είναι

αργά για να κάνω πίσω»

«Δεν συμμαχείς μόνο με τον Πελία. Συμμαχείς με κάθε άνθρωπο της

Νέθας που είναι πρόθυμος και ικανός να αντισταθεί στον Ζακχαέρ Ντων.

Συμμαχείς και με τις Αμαζόνες. Συμμαχείς με οποιονδήποτε ανταποκριθεί

στο Κάλεσμα του Λύκου. Καταλαβαίνω πως κουβαλάς μεγάλο βάρος,

Έκτορα, αλλά δεν το κουβαλάς μονάχος σου. Δεν είσαι πολέμαρχος, ούτε

κατακτητής, ούτε ο σπουδαιότερος πολεμιστής, είναι αλήθεια. Είσαι ο

κύριος του Σπαθιού της Λύκης. Μόνο αυτή η ευθύνη είναι αποκλειστικά

δικιά σου. Τις υπόλοιπες θα τις μοιραστούμε όλοι μαζί»

Ο λόγος της Ανδρομάχης ήταν ειλικρινής και κοφτός και αυτό

καθησύχασε κάπως τον Έκτορα. Την φίλησε απαλά και αγκαλιάστηκαν.

Έλιωσε το ασήκωτο βάρος που καθόταν στους ώμους του, κύλησε στο

στήθος του και εξατμίστηκε από την ζεστασιά των ενωμένων κορμιών

τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μύρισε τα μαλλιά της που αναπαύονταν

στους ώμους της, καλύτερο βάλσαμο δεν είχε. Και η ευωδιά της χώθηκε

στα σπλάχνα του, κύκλωσε την καρδιά του και την γαλήνεψε, μεθυσμένος

ο νους του αγαλλίασε.

Ξάπλωσαν και την ώρα που η Αμαζόνα χάιδευε τον σβέρκο του Έκτορα,

ακούστηκε ένας πνιχτός γδούπος από το διπλανό δωμάτιο. Δεν έδωσαν

σημασία, έκλεισαν τα μάτια προσπαθώντας να διώξουν την ένταση των

τελευταίων ημερών. Όμως δεν έμελε να καταλαγιάσει. Η κοπέλα φίλησε

τον λαιμό του νεαρού και τότε η πόρτα άνοιξε ορμητικά. Μες στο

δωμάτιο χίμηξαν πέντε φρουροί με ρόπαλα στα χέρια. Το ζευγάρι

σηκώθηκε αστραπιαία και ο Έκτορας γρονθοκόπησε έναν τριαντάρη,

γεροδεμένο άντρα που επιχείρησε να τον χτυπήσει. Η Ανδρομάχη

κλώτσησε στα αχαμνά έναν δεύτερο φρουρό, την στιγμή που ύψωνε το

ρόπαλο του. Κινήθηκαν προς το τραπέζι να πάρουν τα όπλα τους, όμως

δύο φρουροί, που περνούσαν τον Έκτορα ένα κεφάλι στο ύψος, τους

έκλεισαν τον δρόμο και έκαναν να κατεβάσουν τα ξύλινα παλούκια πάνω

τους. Ο Έκτορας έσκυψε και απόφυγε την ροπαλιά, άρπαξε τον φρουρό

από την μέση και τον έριξε χάμω. Ταυτόχρονα, η Ανδρομάχη γράπωσε το

χέρι του δεύτερου άντρα, όταν αυτός κατέβαζε το ρόπαλο στα πλευρά της

και τον έσπρωξε στον τοίχο, δίπλα από το κρεβάτι. Έχοντας βγάλει εκτός

μάχης τον αντίπαλο του, ο Έκτορας άπλωσε το χέρι να πιάσει το Σπαθί

της Λύκης που απείχε μερικά εκατοστά από την ανοιχτή παλάμη του.

Όμως όρμησε πάνω του ο πέμπτος φρουρός και τον τράβηξε από τα

μαλλιά. Ο νεαρός του έριξε μια αγκωνιά στην κοιλιά και τον δίπλωσε στη

μέση, ενώ η Ανδρομάχη τον χτύπησε στο κεφάλι με ένα ρόπαλο που είχε

πάρει από κάποιον αναίσθητο φρουρό.

Τότε, μπήκε άλλη μια ομάδα φρουρών μέσα στο δωμάτιο με επικεφαλή

έναν θηριώδη άντρα. Είχε πάνω από δύο μέτρα ύψος, γαμψή μύτη, μικρά

μάτια και πολλές ουλές στο πρόσωπο του. Είχε συντροφέψει το ζευγάρι

για πολλούς μήνες και τώρα στεκόταν πλάι στην πόρτα, κρατώντας τον

διπλό πέλεκυ του, φορώντας έναν πράσινο, μεταξένιο μανδύα, από πάνω

έναν λευκό αλυσιδωτό θώρακα και στο κεφάλι του έφερε μια άσπρη

περικεφαλαία με το σύμβολο της Νέθας. Η έκπληξη του Έκτορα,

βλέποντας τον Αχιλλέα να στέκει απέναντι τους, ντυμένος σαν φρουρός

της Νέθας τον πόνεσε ασύγκριτα περισσότερο σε σχέση με τα χτυπήματα

που ακολούθησαν. Δύο φρουροί τον άρπαξαν από τους ώμους και

άρχισαν να τον χτυπάνε στα πλευρά. Δεν αντιδρούσε ο νεαρός, δεν

μόρφαζε καν από τον πόνο, είχε το βλέμμα καρφωμένο πάνω στον

Αχιλλέα, προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει. Πριν από το μυαλό

του, το αντιλήφθηκε το κτήνος στα σπλάχνα του. Φούντωσε από οργή και

ο βρυχηθμός του συντάραξε τα σπλάχνα του.

«Προδότη!». Κραύγασε τόσο δυνατά που τρόμος κατέβαλε τους

υπόλοιπους φρουρούς και σταμάτησαν να τον χτυπάνε. »Διπρόσωπο

τέρας, τολμάς να προδώσεις εμένα; Σε εμπιστεύτηκα, σε εμπιστεύτηκα ο

ανόητος, ενώ ήσουν πάντα ένα υποταγμένο σκυλί του Πελία!». Ευθύς,

σηκώθηκε όρθιος, κουτούλησε τον έναν φρουρό, σπάζοντας του την μύτη

και γρονθοκόπησε τον άλλον. Η Ανδρομάχη εξάρθρωσε τον ώμο ενός

τρίτου, την ώρα που ο Έκτορας χιμούσε ουρλιάζοντας στον Αχιλλέα.

Όμως τον τύφλωσε η οργή του, δεν είδε τους φρουρούς που γλίστρησαν

πίσω του ύπουλα. Κατέβασαν τα ρόπαλα τους στο κεφάλι του,

κλονίστηκε ο νεαρός αλλά δεν τον άφηνε ο θυμός να υποχωρήσει στον

πόνο, τρεκλίζοντας προσπάθησε να χτυπήσει τον Αχιλλέα, εκείνος με μια

αδιάφορη κίνηση απέφυγε τις γροθιές του και τον χτύπησε στο μέτωπο με

την λαβή του τσεκουριού του. Αίμα κύλισε και τύφλωσε τον Έκτορα.

Γονάτισε πονεμένος και κοίταξε τον θηριώδη άντρα.

«Γιατί; Γιατί; Σε εμπιστεύτηκα. Γιατί με προδίδεις;» Είπε ξεψυχισμένα,

πριν λιποθυμήσει. Ο Αχιλλέας του έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα και

τον αλυσόδεσε στα χέρια και στα πόδια. Μετά κινήθηκε προς την

Ανδρομάχη που αντιστεκόταν σθεναρά απέναντι σε τρεις φρουρούς.

«Πέτα το ρόπαλο σου, πόρνη και παραδώσου. Νομίζεις πως μπορείς να

νικήσεις εμένα»; Της απευθύνθηκε με βροντερή φωνή. Η κοπέλα τον

έφτυσε στο πρόσωπο και έσφιξε το ρόπαλο στα χέρια της.

«Δεν παραδίνομαι σε προδοτικά σκουπίδια, σαν του λόγου σου. Έλα

να αναμετρηθούμε και τότε θα μάθεις την θέση σου». Βρυχήθηκε η

Ανδρομάχη. Είχε μια μεγάλη μελανιά στα πλευρά της και τα χέρια της

ήταν μωλωπισμένα και πληγιασμένα από τις γροθιές, απέναντι της

στέκονταν τέσσερις αρματωμένοι άντρες, όμως ήταν περήφανη Αμαζόνα

και η προδοσία του Αχιλλέα μόλευε το αίμα της με οργή και μίσος, με

δίψα για αίμα. Ωστόσο, ο Αχιλλέας γέλασε χλευαστικά, πλησίασε το

τραπέζι και πήρε το τόξο της κοπέλας. Τέντωσε ένα βέλος στην χορδή και

το αμόλησε. Εκείνο χτύπησε το υψωμένο ρόπαλο της Ανδρομάχης και, με

την ορμή του, το έδιωξε από τα χέρια της. Αιφνιδιάστηκε από την σαϊτιά

και τότε βρήκαν ευκαιρία οι φρουροί που την χτύπησαν, εωσότου μείνει

αναίσθητη.

Όταν συνήλθε, ο Έκτορας συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στην

Αίθουσα του Θρόνου. Είχε τον μανδύα πάνω του και αλυσίδες

περασμένες γύρω από τους καρπούς και τους αστραγάλους του. Αίμα

στάλαζε από το μέτωπο του, στο πλακόστρωτο πάτωμα και το

καρουμπαλιασμένο κεφάλι του πονούσε ανυπόφορα. Κάποιος τον

κρατούσε σφιχτά από τον δεξί ώμο, συγκρατώντας τον γονατισμένο.

Έστρεψε το κεφάλι και είδε δεξιά του την Ανδρομάχη, με μωλωπισμένο

μέτωπο και αίμα να τρέχει από την μύτη της. Αριστερά του ήταν

γονατισμένος ο Φίλιππος, είχε ένα μεγάλο καρούμπαλο στο πίσω μέρος

του κεφαλιού του και κοιτούσε θυμωμένα πάνω από τον ώμο του Έκτορα.

Ύψωσε και ο ίδιος το βλέμμα και είδε τον Αχιλλέα με την περιβολή του

φρουρού να κρατάει σφιχτά τον ίδιο και την Ανδρομάχη. Ένας δεύτερος

φρουρός ήταν πάνω από τον Φίλιππο. Η πόρτα, στα δεξιά του θρόνου

άνοιξε και βγήκαν ο κοντόχοντρος βασιλιάς συνοδευόμενος από τον

Άκαστο και τον βλοσυρό, μεσήλικα άντρα. Ήταν αυτός που μίλησε

πρώτος, όταν πήρε την θέση του, στα αριστερά του θρόνου:

«Εύγε, Αχιλλέα. Πρέπει να ομολογήσω πως είχα αμφιβολίες για τις

προθέσεις σου, όταν προσφέρθηκες να μπεις στο σώμα των φρουρών μου.

Όμως έδειξες ότι είσαι πειθήνιος και καλός στρατιώτης, αφού συνέλαβες

αυτούς τους στασιαστές και δολοφόνους, αν και τους συντρόφευες για

πολύ καιρό». Είπε με βραχνή φωνή, κοιτώντας με αηδία τους τρεις

συντρόφους.

«Είμαι στις υπηρεσίες της Νέθας και τις δικές σου, Άρχοντα Δράκων».

Αποκρίθηκε ο Αχιλλέας, υποκλινόμενος.

«Προσφέρθηκες; Προσφέρθηκες, άτιμε σκύλε;» Γρύλισε ο Έκτορας,

όμως ο Αχιλλέας τον αγνόησε.

«Σιωπή, ταραξία»! Είπε ο Δράκοντας ενώ σηκωνόταν. »Οι εγκληματίες

δεν μιλάνε στις τιμημένες μας αίθουσες, εκτός κι αν ανακρίνονται!»

«Το μόνο έγκλημα που έχω κάνει είναι που εμπιστεύτηκα το τσιράκι

σου και τον αιμοσταγή αδερφό του». Του απάντησε με δυνατή φωνή ο

Έκτορας και έφτυσε στα πόδια του.

«Σκασμός! Άλλη μια λέξη και θα διατάξω να σας μαστιγώσουν!».

Ακούστηκε ο Αχιλλέας και τον κλώτσησε στα πλευρά. Πριν αντιδράσει ο

Έκτορας, μίλησε ο Πελίας με ήρεμη φωνή.

«Ας ηρεμήσουμε όλοι. Όλη αυτή η ένταση δεν βγαίνει σε καλό. Είμαι

σίγουρος πως μπορούμε να τα ξεκαθαρίσουμε όλα. Έκτορα, ζητώ να

συγχωρήσεις τον Δράκοντα και τον αδερφό μου, για τους απότομους

τρόπους τους. Η αλήθεια είναι πως παραβίασες κάποιους νόμους της

Νέθας κι διέπραξες σοβαρά εγκλήματα. Όμως τόσο ο Δράκοντας, όσο κι

εγώ είμαστε διατεθειμένοι να σε απαλλάξουμε από τις κατηγορίες. Θα

αθωωθείτε και οι τρεις. Από εσένα θέλω μόνο ένα πράγμα. Να μου

εξηγήσεις που βρήκες τούτο το σπαθί».

Αυτομάτως, ο Άκαστος παρέδωσε στα χέρια του βασιλιά του το Σπαθί

της Λύκης. Μόλις είδε τα χοντρά δάχτυλα του Πελία να χαϊδεύουν την

χρυσή λαβή, ο Έκτορας αναθυμήθηκε τα λόγια του Αριστοτέλη: Το Σπαθί

της Λύκης δεν θα το παραδώσεις ποτέ σε κανέναν, ακούς; Είναι δικό σου

και μόνο δικό σου. Κανείς άλλος δεν πρέπει να το έχει στα χέρια του.

Κανείς! Η οργή μέσα του χτύπησε γρήγορα σαν κεραυνός και παρέσυρε

σαν ορμητικός χείμαρρος τα συναισθήματα, τις σκέψεις, ακόμα και τις

αισθήσεις. Έσυρε έναν τρομερό βρυχηθμό και σηκώθηκε όρθιος.

Κουτούλησε τον Αχιλλέα, ξέφυγε από την λαβή του και κατευθύνθηκε

προς τον βασιλιά, πηδώντας. Αλλά, μια κουτουλιά δεν αρκούσε για να

βγάλει εκτός μάχης τον Αχιλλέα. Με την μύτη του να ματώνει, κλώτσησε

τον Έκτορα στην πλάτη και τον έριξε χάμω. Ακούμπησε το γόνατό στο

πρόσωπο του και τέντωσε τις αλυσίδες των χεριών και των ποδιών του,

ακινητοποιώντας τον. Ενώ έβριζε και ούρλιαζε οργισμένος και πάλευε να

ξεφύγει από τον Αχιλλέα, άκουσε την φωνή του Δράκοντα να προστάζει:

«Κλειδώστε τούτα τα σκουλήκια στο ίδιο κελί με τους νέγρους. Εξίσου

ασήμαντοι και ανόητοι είναι. Να δούμε αν θα συνεχίσουν να

αντιστέκονται, έπειτα από κάμποσο καιρό στις φυλακές της Νέθας»

Χρειάστηκαν πέντε φρουροί, χώρια και ο Αχιλλέας για να οδηγήσουν

τον Έκτορα στη φυλακή. Ήταν στον δυτικό πύργο του παλατιού, ένα

μέρος ανήλιαγο, κρύο και ζοφερό. Από παντού ερχόταν η δυσωδία από

ακαθαρσίες αρουραίων και η γλυκερή μυρωδιά της μούχλας. Μια

ελικοειδής σκάλα οδηγούσε στους ορόφους με τα διάφορα κελιά. Το δικό

τους ήταν στο τελευταίο πάτωμα, το πιο ψηλό και πιο κρύο. Ο αέρας το

μαστίγωνε διαρκώς και, από το μικρό παράθυρο που υπήρχε στην δεξιά

μεριά του κελιού, αναδυόταν η μπόχα από τις ακαθαρσίες των γλάρων και

των χελιδονιών.

Όταν έβαλαν μέσα, μετά από πολύ κόπο, τους τρεις συντρόφους, οι

φρουροί κλείδωσαν την καγκελόπορτα και έφυγαν. Ο Έκτορας συνέχισε

να ουρλιάζει ακόμα και όταν χάθηκαν από τα μάτια του και δεν

σταμάτησε για περίπου μία ώρα. Τότε σάρωσε το κελί με τα μάτια του.

Ήταν στενό και ψηλό, με θολωτή οροφή, κατάμαυρη από την μούχλα.

Πάνω στο πέτρινο πάτωμα υπήρχαν διάσπαρτα άχυρα, γεμάτα ψήλους και

κολλημένα μεταξύ τους από ξεραμένο αίμα, το οποίο υπήρχε και στους

γκρίζους τοίχους. Από μια γωνιά του δωματίου, πλάι στο παράθυρο, τον

κοιτούσε ένα ζευγάρι. Και οι δύο είχαν κατάμαυρη επιδερμίδα, σκούρα,

καφέ μάτια και φουντωτά, μαύρα μαλλιά, λιγδωμένα και μπλεγμένα. Η

κοπέλα είχε αδύνατο, γυμνασμένο κορμί, μακριά πόδια, μεγάλο στήθος,

μικρή, ανασηκωμένη μύτη και σαρκώδη χείλη. Δεν ήταν πάνω από

εικοσιπέντε χρονών. Έμοιαζε φοβισμένη και αιφνιδιασμένη. Ο άντρας,

περίπου τριάντα με τριανταπέντε χρονών, φαινόταν πανύψηλος παρόλο

που καθόταν στα γόνατα του. Είχε φαρδύ στέρνο, τεράστια μπράτσα και

γεροδεμένα πόδια. Η μύτη του ήταν πλακουτσωτή και η μακριά του

γενειάδα βρώμικη και μπλεγμένη. Τα δασιά του φρύδια έσκιαζαν ένα

επιβλητικό βλέμμα που ήταν στραμμένο στο Έκτορα. Στο πρόσωπο του

δεν υπήρχε ίχνος φόβου, μόνο απορία και έκπληξη. Ο Έκτορας αγνόησε

προσωρινά τους δύο συγκρατούμενους του και στράφηκε στην

Ανδρομάχη και τον Φίλιππο.

«Είστε καλά; Έχετε χτυπήσει»;

«Τίποτε σοβαρό. Είμαστε εντάξει, είναι μονάχα επιφανειακά

τραύματα». Απάντησε κοφτά η Ανδρομάχη που περιφερόταν πάνω-κάτω

οργισμένη. Ο Φίλιππος είχε κάτσει σε μια γωνιά δίπλα στην πόρτα και

κρατούσε το μέτωπο του με τις δύο παλάμες.

«Εγώ φταίω για όλα. Εγώ σας σύστησα τον Αχιλλέα, στη Σωθράπον.

Έπρεπε να τον αφήσω εκεί, τον διπρόσωπο, να σαπίσει μαζί με τους

Θανατώριους»

«Όλοι μας τον εμπιστευτήκαμε. Ακόμα και ο Αριστοτέλης τον είχε

εμπιστευτεί κι ήταν σοφότερος από όλους μας. Είτε είχε κρύψει καλά την

δολιότητα του ή σκάρωσε τούτη την προδοσία αφότου ήρθαμε στη

Νέθας». Απάντησε ο Έκτορας.

«Γιατί όμως να το κάνει; Γιατί να μας προδώσει. Έχει δει από κοντά

την απειλή του Ζακχαέρ Ντων, έζησε κάτω από την σκιά της Σεθίρηκα.

Τι λόγο είχε να μας προδώσει, να παραδώσει το Σπαθί της Λύκης στον

Πελία; Κι αυτός γιατί δείχνει τόσο ενδιαφέρον για αυτό»; Αναρωτήθηκε η

Ανδρομάχη, συνεχίζοντας να περιφέρεται στο κελί.

«Ίσως να είπε στον Πελία για την δύναμη του σπαθιού και να έκαναν

συμφωνία προκειμένου να χρησιμοποιήσουν την ισχύ του οι δυο τους».

Υπέθεσε ο Φίλιππος, όμως τον απέρριψε ο Έκτορας:

«Ο Αχιλλέας ξέρει ότι μόνο εγώ μπορώ να χρησιμοποιήσω το σπαθί.

Ήταν μαζί μας όταν το εξηγούσε ο Αριστοτέλης»

Η εξήγηση ήρθε από το παράθυρο του κελιού. Καθώς η Ανδρομάχη

έκανε γύρους για να ηρεμήσει, έπιασε με την άκρη του ματιού της ένα

φοβερό θέαμα. Φώναξε τους δύο νεαρούς και τους έδειξε με το δάχτυλό

της. Εκεί, πίσω από το παλάτι, όπου παλιά ήταν το λιμάνι. Τα περασμένα

χρόνια η θάλασσα έφερνε μεγαλοπρεπή πλοία από απομακρυσμένες

ακτές, φορτωμένα με αγαθά. Τώρα, τα κύματα της χτυπούσαν, μα δεν

μπορούσαν να ξεπλύνουν την σκιά που απλωνόταν εκεί. Στις πλατιές

προβλήτες υπήρχαν μαύρες, δερμάτινες σκηνές, σε σχήμα πυραμίδας.

Από μέσα μπαινόβγαιναν οπλισμένοι Θανατώριοι και περιμετρικά τους

υπήρχαν Ζεβοντάν. Έξω από την πιο μεγάλη, που έφερε το σύμβολο της

Σεθίρηκα, υπήρχε ένας Νυχτοβάτης ο οποίος έδινε εντολές. Η συντροφιά

έμεινε αποσβολωμένη. Και οι τρεις αρνούνταν να πιστέψουν αυτό που

έβλεπαν. Συνάμα όμως, εξηγήθηκαν τα πάντα.

«Να λοιπόν ποιανού ήταν ο στρατός που είδαμε τις προάλλες στον

Άλικο Δρόμο να βαδίζει με τους Θανατώριους. Να γιατί μας συνέλαβε ο

Πελίας. Να γιατί ήθελε το Σπαθί της Λύκης. Συμμάχησε με τον Ζακχαέρ

Ντων». Οι λέξεις έβγαιναν απρόθυμα και ψιθυριστά από τα χείλη του

Έκτορα. Πριν κάποιος από την συντροφιά σχολιάσει τα λόγια του,

ακούστηκε η βαριά φωνή του άντρα, δίπλα τους:

«Ναι, νεαρέ μου. Σωστά. Ο ανόητος βασιλιάς, τυφλωμένος από την

αλαζονεία του, συμμάχησε με τον Σκοτεινό Δυνάστη. Δεν έχει ιδέα πως

διευκόλυνε τον αφανισμό του».

«Μα γιατί; Γιατί οποιοσδήποτε Άνθρωπος να συμμαχήσει μαζί του;».

Τον ρώτησε η Ανδρομάχη. Ο άντρας ρουθούνισε και χαμογέλασε

καγχαστικά.

«Γιατί συμμαχούν οι Κύκλωπες μαζί του; Γιατί οι Νυχτοβάτες; Ίδια

είναι η απάντηση. Το σκοτάδι της ματαιοδοξίας τους έλκει στην αγκαλιά

του. Πριν έρθω εγώ εδώ, ένας Νυχτοβάτης ζήτησε ακρόαση από τον

Πελία. Του είπε πως ο Σκοτεινός Δυνάστης θα απαλλάξει τον ίδιο και

τους υπηκόους του από το μαρτύριο του θανάτου. Του υποσχέθηκε πως

θα τον κάνει αθάνατο. Και ο Πελίας οραματίστηκε τον εαυτό του άρχοντα

ενός αθάνατου στρατού, ανίκητου από οποιονδήποτε θνητό. Δεν τον

ένοιαξε το σκοτάδι που κυκλώνει την φύση, το βάραθρο στο οποίο

δέχτηκε να κλειστεί αιώνια. Ναι, ο Πελίας άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στη

Σκιά, στην καταστροφή που έπεται».

Ο Έκτορας ξεφύσησε, αδυνατώντας να πιστέψει την αφέλεια του

Πελία, του Δράκοντα και κυρίως του Αχιλλέα. Προσπάθησε να ηρεμήσει

και στράφηκε στον άντρα:

«Ξέρεις πολλά για τον Ζακχαέρ Ντων, το κίνημα του και τον Πελία.

Ποιος είσαι; Πως βρέθηκες εδώ;»

«Ονομάζομαι Σίμπαγκορ. Τούτη είναι η σύντροφος μου, η Λίονεμ.

Πριν από πέντε χρόνια, έμποροι της Νέθας ήρθαν στο χωριό μου και

αφού μας έκλεψαν τρόφιμα και γούνες, απήγαγαν πολλές γυναίκες της

φυλής μου. Τις έφεραν εδώ, όπου οι άρχοντες τις αγόρασαν για δούλες.

Την Λίονεμ την αγόρασε ο βασιλιάς. Την έδειρε και την βίασε, τόσο ο

Πελίας όσο και ο Δράκοντας. Ταξίδεψα ως εδώ για να την πάρω πίσω.

Όταν αρνήθηκαν να την αποδεσμεύσουν, προσπάθησα να αγοράσω την

ελευθερία της. Κι όταν ξαναρνήθηκαν, τους πολέμησα. Νικηθήκαμε, μας

φυλάκισαν, εμένα, τους συντρόφους μου και την Λίονεμ». Η φωνή του

δεν έμοιαζε ανθρώπινη. Ήταν σαν σιγανό γρύλισμα λιονταριού που

ενεδρεύει. Και η ίδια η όψη του έμοιαζε με λιονταριού.

«Που είναι οι σύντροφοι σου;». Αναρωτήθηκε ο Φίλιππος, νιώθοντας

μια ακαθόριστη ανατριχίλα, σαν να είχε μαντέψει την απάντηση. Ο

Σίμπαγκορ δεν αποκρίθηκε, έγνεψε βλοσυρά στα ξεραμένα αίματα που

στιγμάτιζαν τους τοίχους.

«Και πως ξέρεις για τον Ζακχαέρ Ντων; Έμαθες αφότου ήρθες εδώ ή

κινήθηκαν οι Θανατώριοι και προς την χώρα σου»;

«Όχι. Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Καθώς ταξίδευα προς τη Νέθας,

γνώρισα σε ένα νησί μια ορδή από περιπλανώμενους πειρατές. Είχα

ακουστά για αυτούς, όμως νόμιζα πως είναι θρύλος. Γενναίοι πολεμιστές

όλοι τους. Μου διηγήθηκαν για τον Σκοτεινό Δυνάστη, αν και δεν ήξεραν

το όνομα του και με προειδοποίησαν για τους Θανατώριους του. Αυτή

είναι η δικιά μας ιστορία. Εσείς ποιοι είστε; Πως βρεθήκατε εδώ και γιατί

φυλακιστήκατε;»

Η συντροφιά συστήθηκε και διηγήθηκε τις περιπέτειες της. Όταν

τελείωσε, εξηγώντας στον Σίμπαγκορ και στη Λίονεμ την προδοσία του

Αχιλλέα, ο άντρας έσμιξε τα φρύδια σκεφτικός. Άνοιξε το στόμα να

μιλήσει, όμως τη φωνή του κάλυψε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Το

παλάτι έτριξε συθέμελα και ο Έκτορας, που στεκόταν όρθιος, έχασε την

ισορροπία του. Ακούστηκε κι άλλος δυνατός ήχος, σαν κεραυνός, πιο

μακριά όμως από το παλάτι. Ουρλιαχτά και ιαχές πολέμου έφτασαν στα

αυτιά τους, έπειτα κλαγγές σπαθιών και δυνατές εκρήξεις.

Αφού ξεπέρασαν το αρχικό σοκ, οι πέντε κρατούμενοι σηκώθηκαν όρθιοι

και στριμώχτηκαν μπροστά στο παράθυρο. Οι Θανατώριοι έτρεχαν

αναστατωμένοι, τα Ζεβοντάν γρύλιζαν αιμοβόρικα και ο Νυχτοβάτης

προσπαθούσε να στοιχίσει τον στρατό του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα,

ήταν όλοι σε πλήρη διάταξη, αρματωμένοι σαν αστακοί. Ξαμόλησαν τα

Ζεβοντάν και έπειτα χίμηξαν και αυτοί, βρυχώμενοι. Οι ώρες περνούσαν,

έφυγε η μέρα και η αιματοβαμμένη νύχτα είχε πυρωθεί από τις φωτιές

που είχαν ανάψει στη Νέθας. Καθισμένοι στο κελί τους, οι πέντε άκουγαν

ουρλιαχτά πόνου, τους ξερούς επιθανάτιους ρόγχους των σκοτωμένων και

τις φοβερές ιαχές των νικητών. Άκουγαν τις κλαγγές των σπαθιών, τα

σφυρίγματα των βέλων και τους πνιχτούς ήχους των ασπίδων που

θρυμματίζονταν. Αφουγκράζονταν τους τρομερούς ήχους της μάχης και

αναρωτιόνταν ποιος είχε επιτεθεί στη Νέθας και με τι σκοπούς. Άραγε

είχε να κάνει με την συμμαχία του Πελία με τον Ζακχαέρ Ντων ή ήταν

πόλεμος μεταξύ δύο πόλεων-κρατών; Και ενώ απορούσαν, η Ανδρομάχη

σηκώθηκε απότομα.

«Είναι δυνατόν»; Ψιθύρισε, μονολογώντας.

«Ποιο πράγμα»; Έκανε ο Έκτορας, με έκδηλη την απορία στο

πρόσωπο του.

«Η Αμαζόνες! Μήπως είναι οι Αμαζόνες που επιτίθενται; Μήπως

έμαθαν κάπως για την προδοσία του Πελία»; Ένα χαμόγελο αισιοδοξίας

σχηματίστηκε στα χείλη της, σκεπτόμενη αυτό το ενδεχόμενο και ο

Έκτορας την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσε να ήταν

σύμπτωση. Περίμεναν τις Αμαζόνες στη Νέθας από μέρα σε μέρα και

τώρα κάποιος στρατός επιτιθόταν στην πόλη. Ποιος άλλος μπορούσε να

είναι; Καθώς περνούσαν οι ώρες, ο ενθουσιασμός τους μετατράπηκε σε

αγωνία. Η μάχη φαινόταν ατέλειωτη και αδίσταχτη, κανείς δεν έκανε

πίσω και στο μυαλό της Ανδρομάχης δύο ερωτήσεις κατάτρωγαν τα

σωθικά της: Πόσες Αμαζόνες είχαν σκοτωθεί από τον στρατό του Πελία;

Τι θα συνέβαινε, αν έχαναν τη μάχη;

Ούτε η σκοτεινιά της νύχτας, ούτε η ψύχρα του πρωινού που την

διαδέχθηκε σταμάτησε τους δύο στρατούς, που ανυποχώρητοι

σφαγιάζονταν, δίχως σταματημό, δίχως ξεκούραση. Δίχως ύπνο και οι

πέντε φυλακισμένοι, αφουγκράζονταν προσεχτικά, προσπαθώντας να

μαντέψουν την έκβαση της μάχης. Συχνά, ακούγονταν χλιμιντρίσματα

αλόγων, καλπασμοί και γυναικείες ιαχές, γεγονότα που επιβεβαίωσαν τις

εικασίες της Ανδρομάχης και ενέτειναν την αγωνία της συντροφιάς. Ο

Έκτορας βημάτιζε συνεχώς και η Λίονεμ ήταν καθηλωμένη στο

παράθυρο, προσπαθώντας να διακρίνει το οτιδήποτε. Γεμάτη

ενθουσιασμό, είδε τους Θανατώριους να υποχωρούν στις σκηνές, όμως η

τρομερή, στριγκή κραυγή του επικεφαλή Νυχτοβάτη τους ανάγκασε να

επιστρέψουν στη μάχη.

Το απομεσήμερο, η πείνα, η εξάντληση και η υγρασία υπερνίκησαν την

αγωνία τους και οι πέντε λαγοκοιμόνταν, στηριγμένοι στους ψυχρούς

τοίχους του κελιού. Ξάφνου, άκουσαν βηματισμούς από τη σκάλα και

ξεσηκώθηκαν. Η Ανδρομάχη σκούντησε τον Έκτορα που είχε

αποκοιμηθεί στον ώμο της. Πλησίασαν την καγκελόπορτα, απορημένοι.

Μόλις φάνηκε ο Αχιλλέας, κρατώντας στα δυο του χέρια το Σπαθί της

Λύκης, ο Έκτορας εξοργίστηκε και άρχισε να γρυλίζει σαν αγρίμι.

Αμέσως μετά βρυχήθηκε ξέφρενος, βλέποντας να τον ακολουθεί ο

Νυχτοβάτης. Ο Αχιλλέας σταμάτησε πλάι στην πόρτα, δίχως να τους ρίξει

ούτε ένα βλέμμα και ο Νυχτοβάτης προχώρησε, καρφώνοντας τα κίτρινα

μάτια του πάνω στον Έκτορα. Υπό τους δυνατούς θορύβους της μάχης,

σφύριξε απειλητικά:

«Έχετε μια μονάχα ευκαιρία να σωθείτε και οι πέντε. Απάντησε μου

στη ερώτηση, αλλιώς θα σας σφάξω μεμιάς. Που βρήκες τούτο το σπαθί

και πως ονομάζεσαι»;

«Να μου λείπει το έλεος σου, σαπισμένο τέρας. Θα χρειαστείς στρατό

ολόκληρο για να σφάξεις εμένα και τους συντρόφους μου. Άνοιξε τούτη

την πόρτα και θα δεις πως ο λόγος μου θα βγει αληθινός». Αποκρίθηκε

μανιασμένος ο Έκτορας. Αγανακτισμένος, ο Νυχτοβάτης, κούνησε το

κεφάλι και ξεφύσηξε. Έγνεψε στον Αχιλλέα και εκείνος υποκλίθηκε.

Τότε, έγινε κάτι απροσδόκητο. Την ώρα που ο Νυχτοβάτης γύρισε την

πλάτη και έκανε να κατέβει την σκάλα, ο Αχιλλέας έβγαλε τον πέλεκυ

του και τον έκοψε στα δύο. Το πτώμα του Νυχτοβάτη κύλησε με

απανωτούς γδούπους στα σκαλοπάτια και ο Έκτορας κοίταξε

συγχυσμένος την Ανδρομάχη και τον Φίλιππο που του ανταπέδωσαν το

βλέμμα. Στο μεταξύ, ο Αχιλλέας έψαξε τα κλειδιά στο ζωνάρι του, έβγαλε

ένα και ξεκλείδωσε την πόρτα. Παρέδωσε στον Έκτορα το Σπαθί της

Λύκης και δίχως να πει λέξη έσκισε τον πράσινο μανδύα και πέταξε χάμω

τον αλυσιδωτό θώρακα και το κράνος. Μουδιασμένος και ανίκανος να

αρθρώσει λέξη, ο Έκτορας κοιτούσε μία τον Αχιλλέα και μία το σπαθί.

«Ελπίζω να με συγχωρέσετε που σας πλήγωσα. Δεν σας πρόδωσα ποτέ,

ήμουν πάντα πιστός στη συντροφιά. Όλα αυτά έπρεπε να γίνουν για να

πέσει η Νέθας και να ηττηθεί ο Πελίας. Ήταν σχέδιο του αδερφού μου».

Είπε βιαστικά. Ψαχούλεψε τον μανδύα και έβγαλε το τόξο και την

φαρέτρα της Ανδρομάχης και τα σπαθιά του Φίλιππου. Τους τα παρέδωσε

και έπειτα έδωσε το δόρυ του στον Σίμπαγκορ και ένα στιλέτο στην

Λίονεμ.

«Του αδερφού σου»; Επανέλαβε ο Έκτορας, προσπαθώντας να

καταλάβει τι συνέβαινε.

«Του Οδυσσέα! Ο Οδυσσέας με τον στρατό του επιτέθηκαν στη Νέθας.

Μάλιστα, τους συνάντησαν και οι Αμαζόνες έξω από τα τείχη της πόλης

και ένωσαν τις δυνάμεις τους. Πάμε τώρα, θα σας εξηγήσω πιο αναλυτικά

αργότερα». Είπε και άρχισε να κατεβαίνει, πηδώντας, τα σκαλοπάτια. Οι

υπόλοιποι τον ακολούθησαν γοργά, χαμογελώντας συγκρατημένα. Σε

κάθε όροφο, ο Αχιλλέας σταματούσε και ελευθέρωνε τους κρατούμενους,

παρακινώντας τους να πολεμήσουν πίσω του. Όταν έφτασαν στο ισόγειο

του πύργου, ήταν πενήντα άτομα, χώρια οι τέσσερις σύντροφοι. Ο

Αχιλλέας άνοιξε ορμητικά την ξύλινη πύλη και πελέκησε τον φρουρό που

στεκόταν δεξιά της. Την επόμενη στιγμή, ο Φίλιππος τρύπησε τον λαιμό

του φρουρού στα αριστερά. Πήραν τα σπαθιά, τα ακόντια, τις ασπίδες και

τις αρματωσιές τους και τις μοίρασαν στους φυλακισμένους. Έπειτα, ο

Αχιλλέας τους οδήγησε, αθόρυβα, στην πύλη της αυλής του παλατιού.

Εκεί ήταν πέντε φρουροί, που, αιφνιδιασμένοι καθώς ήταν από την

ξαφνική επίθεση, νικήθηκαν εύκολα.

Ο Έκτορας κατάλαβε πως ο Αχιλλέας αποδυνάμωνε τις άμυνες του

παλατιού, οδηγώντας την ομάδα σε κάθε πύλη όπου υπήρχε φρουρά.

Συνάμα, με κάθε φρουρό που έπεφτε, ολοένα και περισσότεροι

φυλακισμένοι οπλίζονταν. Έξω από το παλάτι, οι ήχοι της μάχης

πλησίαζαν συνεχώς και κρίνοντας από τις ιαχές των Αμαζόνων, ήταν

θέμα χρόνου μέχρι να πέσει η Νέθας. Οι Θανατώριοι είχαν μείνει χωρίς

τον ηγέτη τους, κάτι που έμελε να συμβεί σύντομα και στους στρατιώτες

της πόλης.

Αφού σκότωσαν κάθε φρουρό που υπήρχε περιμετρικά του παλατιού, η

συντροφιά κατευθύνθηκε στην κυκλική αίθουσα με την θολωτή οροφή

που συνόρευε με την Αίθουσα του Θρόνου. Εκεί υπήρχαν είκοσι φρουροί

που αντίκρισαν σαστισμένοι την ομάδα των πενήντα τεσσάρων ατόμων

να έρχεται καταπάνω τους. Ο Έκτορας σκότωσε τέσσερις, ο Φίλιππος

τρείς και η Ανδρομάχη τόξεψε πέντε. Ο Αχιλλέας έκοψε τα κεφάλια

άλλων τεσσάρων και ο Σίμπαγκορ τρύπησε τρεις με το δόρυ του. Ένας

ξερακιανός φυλακισμένος, γύρω στα πενήντα, με σαπισμένα δόντια και

ψαρά μαλλιά κι γένια, έκοψε το λαρύγγι του τελευταίου.

«Μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου θα υπάρχουν οι περισσότεροι

φρουροί, μαζί με τον Πελία, τον Άκαστο και τον Δράκοντα». Είπε ο

Αχιλλέας, την ώρα που αρματώνονταν και οι τελευταίοι άοπλοι

φυλακισμένοι.

«Σκοτώστε κατά βούληση. Μην λυπηθείτε κανέναν. Όμως τον Πελία

θα τον αναλάβω εγώ». Δήλωσε κοφτά ο Έκτορας κι όλοι συμφώνησαν με

ένα νεύμα. Η Ανδρομάχη κλώτσησε την αψιδωτή πύλη και σαΐτεψε ήδη

δύο φρουρούς πριν οι άλλοι μπουν μέσα. Η υπόθεση του Αχιλλέα ήταν

σωστή, καθώς μες στην Αίθουσα του Θρόνου υπήρχαν πάνω από πενήντα

φρουροί. Όμως κανένας δεν ήταν αντάξιος του Αχιλλέα, του Έκτορα, του

Φίλιππου, της Ανδρομάχης ή του Σίμπαγκορ που χιμούσε σαν λιμασμένο

λιοντάρι σε ανυπεράσπιστα πρόβατα. Η συμπλοκή κράτησε ώρα και

σκοτώθηκαν τρεις φυλακισμένοι, ανάμεσα τους και μια σκελετωμένη

γυναίκα. Ο Έκτορας σκότωσε αρκετούς, ανάμεσα τους και ο νεαρός

φρουρός με τον οποίο είχε τσακωθεί την πρώτη μέρα που ήρθε στη

Νέθας. Ο Πελίας, ο Δράκοντας και ο Άκαστος στέκονταν

αποσβολωμένοι, περικυκλωμένοι από το οργισμένο πλήθος. Μάλιστα, ο

Άκαστος έτρεμε σύγκορμος και κλαψούριζε για έλεος. Αγνοώντας τον, ο

Έκτορας έκανε ένα βήμα μπροστά και κοίταξε κατάματα τον Δράκοντα

αρχικά και τον Πελία στη συνέχεια.

«Θα έπρεπε, παρ’ όλη την ανοησία σου, να ξέρεις πως δεν υπάρχει

άνθρωπος αντάξιος για έναν λύκο. Κι αν κάποιος καταφέρει με δόλια

μέσα να τον βάλει κάτω, καλά θα κάνει να τον σκοτώσει επιτόπου. Πριν ο

λύκος καταφέρει να ελευθερωθεί. Απέτυχες, Πελία. Ο λύκος

ελευθερώθηκε κι είναι οργισμένος». Είπε σιγανά και τράβηξε το Σπαθί

της Λύκης από το θηκάρι του. Στην θέα της αστραφτερής,

αιματοβαμμένης λεπίδας, ο Πελίας ξεροκατάπιε φοβισμένος και το

κατωσάγονο του άρχισε να τρέμει. Στράφηκε στον Αχιλλέα και του

φώναξε, ιδροκοπώντας:

«Προδότη. Με πούλησες! Έπρεπε να το είχα φανταστεί. Δεν ήσουν

ποτέ αντάξιος υπηρέτης της Νέθας»

«Μάλλον επειδή δεν είμαι υπηρέτης κανενός, αδερφέ μου. Αντίθετα με

σένα. Τώρα θα πληρώσεις όμως. Έφτασε η ώρα να πληρώσεις την

υποταγή σου στην απληστία, στην δίψα για εξουσία, στην μισανθρωπία

και την ματαιοδοξία»

«Πως τολμάς; Είμαι αδερφός σου. Είμαι ο Άρχοντας της Νέθας, της

Δόξας της Δύσης!»

«Σύντομα θα είσαι τροφή για τα σκουλήκια και τα κοράκια. Αχιλλέα,

δώσε του ένα σπαθί». Ακούστηκε, τρομερή, η φωνή του Έκτορα. Ο

άντρας έβαλε στα χέρια του αδερφού του ένα μακρύ σπαθί και

απομακρύνθηκε μαζί με τους υπόλοιπους, που έκαναν έναν κύκλο γύρω

από τον Έκτορα, τον Πελία και τον Δράκοντα που στεκόταν αμίλητος

πίσω του. Τότε, έκανε ένα βήμα μπροστά και έβγαλε το δικό του σπαθί.

«Δεν θα αφήσω έναν τιποτένιο ταραξία να απειλεί τον βασιλιά μου.

Απομακρύνσου από κοντά του, πριν γευτείς την λεπίδα μου». Απείλησε

τον Έκτορα με την βραχνή φωνή του. Όμως όταν τον κοίταξε στα μάτια,

είδε κάτι περισσότερο από κούφια λόγια, σαν αυτά που έλεγε. Είδε τον

θάνατο του να παραμονεύει, με την μορφή μαύρου λύκου και λευκούς,

μακριούς κυνόδοντες, γυμνωμένους.

Ακούστηκε ένα χλευαστικό γέλιο, όχι όμως από τον Έκτορα ή κάποιος

σύντροφο του. Ερχόταν από την αψιδωτή πύλη. Εκεί, στεκόταν ένας

μακρυκάνης άντρας καπνίζοντας πίπα. Φορούσε μαύρο χιτώνα με

σηκωμένη την κουκούλα και μια βαθυκόκκινη κάπα ανέμιζε στις πλάτες

του. Στο μέτωπο είχε μια κόκκινη ρίγα που εκτεινόταν μέχρι την άκρη της

μακριάς, γαμψής μύτης του. Είχε και άλλες δύο κάτω από τα ζωηρά,

λαμπερά, μελιά μάτια του. Στο αριστερό χέρι του έπαιζε ένα μακρύ,

κυρτό σπαθί που πιτσίλιζε με αίμα τους τοίχους.

Κατέβασε την κουκούλα του και φάνηκε καθαρά το ηλιοκαμένο

πρόσωπο του. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν μακριά μέχρι την μέση και

μπλεγμένα. Η πλούσια γενειάδα του ήταν πλεγμένη και πιασμένη στην

άκρη της. Ήταν μεγαλύτερος από τον Αχιλλέα, περίπου πέντε χρόνια,

όμως δεν είχε ούτε μια άσπρη τρίχα. Αυτό που τράβηξε την προσοχή του

Έκτορα ήταν τα μάτια του. Ήταν ρυτιδιασμένα και με βαριά βλέφαρα που

του πρόσδιδαν ένα μονίμως βαριεστημένο ύφος. Όμως, μέσα στις κόρες

τους διακρίνονταν ο ενθουσιασμός και η περιέργεια μικρού παιδιού που

έβλεπε για πρώτη φορά τον κόσμο. Στα άσαρκα χείλη του ήταν συνεχώς

ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο αυταρέσκειας.

Ο μυστηριώδης άντρας ήταν εξορισμένος από τη Νέθας εδώ και πολλά

χρόνια. Ήταν διαβόητος πειρατής, λήσταρχός και αντάρτης. Ήταν από

τους σπουδαιότερους πολεμιστές ενός νομαδικού στρατού τον οποίο

πολλοί πίστευαν για μυθικό. Επί πολλά χρόνια πολεμούσε τους άρχοντες

διάφορων πόλεων-κρατών και τους στρατούς τους. Έπαιρνε όσο χρυσάφι

χρειαζόταν από τα θησαυροφυλάκια των αρχοντικών και το υπόλοιπο το

άφηνε στους κατοίκους της κάθε πολιτείας. Οι βασιλιάδες φοβόνταν

ακόμα και να ψιθυρίσουν το όνομα αυτού του αντάρτικού στρατού:

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα αυτοαποκαλούταν και δεν ήταν λίγοι εκείνοι

που πίστευαν ότι επρόκειτο πράγματι για αθάνατα, αιμοβόρικα

φαντάσματα. Την προηγούμενη μέρα, τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα,

έχοντας ενώσει τις δυνάμεις του με μια τεράστια ορδή πάνοπλων

Αμαζόνων, επιτέθηκαν στη Νέθας. Και πλέον την είχαν κυριεύσει. Όμως

ο συγκεκριμένος άντρας δεν είχε πάει στο παλάτι για να βρει το

θησαυροφυλάκιο. Είχε πάει για να επισκεφτεί τους δύο μικρότερους

αδερφούς του.

«Οδυσσέα. Καλώς ήρθες και πάλι στο παλάτι της Νέθας. Πάνε χρόνια

αδερφέ μου». Τον καλωσόρισε ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας τον

αγκάλιασε μόλις πλησίασε στον κλοιό.

«Οδυσσέα; Εσύ εδώ; Ώστε εσύ οδήγησες τα Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα εδώ». Τραύλισε ο Πελίας, αδυνατώντας να πιστέψει στα

μάτια του.

«Η Νέθας ήταν στόχος των Μαυροκόκκινων Φαντασμάτων εδώ και

δεκαετίες. Απλά περιμέναμε την κατάλληλη στιγμή. Και ήρθε μαζί με τον

Έκτορα». Αποκρίθηκε χαμογελαστά ο Οδυσσέας, πανύψηλος σαν τον

Αχιλλέα αν και όχι εξίσου γεροδεμένος. Έκλεισε κεφάτα το μάτι στον

Έκτορα, όταν εκείνος τον κοίταξε. Έκανε φοβερή εντύπωση στον νεαρό

πόσο χαλαρός ήταν. Ήταν εντελώς ανεπηρέαστος από την μάχη που

μαινόταν μέχρι πριν λίγες στιγμές, έμοιαζε περισσότερο σαν να είχε μόλις

φτάσει σπίτι του, έπειτα από μια ήρεμη βραδιά σε κάποιο χάνι. Έβγαλε

ξανά την πίπα του και άρχισε να σιγοτραγουδά, σαν να μη συμβαίνει

τίποτε.

«Δράκοντα, από ότι ακούω ετοιμάζεσαι να τα βάλεις με έναν λύκο.

Πότε θα μάθεις, ανόητε ανθρωπάκο, πως επειδή ο Πελίας σου

υποσχέθηκε τον κόσμο, δεν πρόκειται ποτέ να τον εξουσιάσεις; Είσαι

αδύναμος, πέτα το σπαθί σου. Αν πρέπει να καταλάβεις κάτι σήμερα,

είναι πως μόνο ένα πράγμα εξουσίαζες. Τις ψευδαισθήσεις σου. Αν

κοιτάξεις έξω από τα παράθυρα των πολυτελών δωματίων σου θα δεις

τους φρουρούς σου και τους άρχοντες να σφαγιάζονται από τους

κατοίκους της Νέθας. Δεν κατάφερες ποτέ σου να τους ελέγξεις. Και

τώρα, ειλικρινά, πιστεύεις πως θα καταφέρεις έστω και να αντισταθείς σε

τούτον τον νεαρό; Άκου ανόητε την ψυχή του που γρυλίζει και αλυχτάει

σαν λύκος. Δες το αγρίμι που αναδεύεται στα μάτια του. Πέτα το σπαθί

σου και παρακάλεσε τον να σε λυπηθεί». Είπε, με προκλητικό ύφος ο

Οδυσσέας. Φύσηξε τον γαλαζόχρωμο καπνό από τα πνευμόνια του και τα

μάτια του άστραψαν. Είχε δίκιο. Ο Δράκοντας ήταν χαμένος σε

ψευδαισθήσεις δύναμης που δεν είχε. Και αρνιόταν πεισματικά να το

δεχτεί.

«Δεν θα φοβηθώ ούτε τούτον τον πιτσιρικά ταραξία ούτε εσένα,

προδότη της οικογενείας σου. Αφού κόψω τον δικό του λαιμό, έρχεται η

σειρά σου». Αποκρίθηκε, φτύνοντας εξοργισμένος. Ενώ ο Οδυσσέας

γελούσε τρανταχτά με τα λόγια του, ο Δράκοντας ύψωσε το σπαθί του και

κατευθύνθηκε προς τον Έκτορα. Ο νεαρός απόκρουσε το χτύπημα και

σκύβοντας απέφυγε ένα δεύτερο. Στη συνέχεια ο Δράκοντας πήγε να τον

κλωτσήσει, όμως ο Έκτορας κατέβασε το σπαθί του και η λεπίδα τρύπησε

το πόδι του. Ο άντρας έπνιξε ένα ουρλιαχτό και μόρφασε. Προσπάθησε

να σπαθίσει ξανά τον Έκτορα, όμως εκείνος τον χτύπησε με την λαβή στο

πρόσωπο. Το δεξί του φρύδι μάτωσε και κλονισμένος από το χτύπημα

πισωπάτησε. Τινάζοντας το Σπαθί της Λύκης, ο Έκτορας του έκοψε δύο

δάχτυλα από το δεξί του χέρι και ο Δράκοντας έριξε το ξίφος του.

Κλαψούριζε και έσφιγγε το δεξί του χέρι στο αριστερό την ώρα που ο

Έκτορας τον αποκεφάλιζε. Κλώτσησε το πτώμα του μακριά και έδειξε

τον Πελία. Τα γόνατα του βασιλιά έτρεμαν και με το ζόρι βαστούσε το

σπαθί στα χέρια του.

«Έλεος, έλεος Έκτορα. Είμαι ένας ανόητος, ένας αφελής. Δεν θα σε

πολεμήσω, δεν θα το έκανα ακόμα κι αν ήμουν αντάξιος αντίπαλος σου».

Τραύλισε και πέταξε το σπαθί στα πόδια του Έκτορα. »Από τον θάνατο

μου δεν θα κερδίσεις δόξα ή τιμή, ένας τιποτένιος είμαι, ένας ανίδεος

άνθρωπος»

«Όχι, Πελία. Είσαι ένας εγκληματίας. Ένας προδότης. Ένας

σφετεριστής. Ένας υποκριτής. Εγώ είμαι ο ανόητος και ο αφελής που

διανοήθηκα πως θα μπορούσα να συμμαχήσω μαζί σου. Μην ζητάς έλεος

από εμένα, το έχασες από την στιγμή που μπήκα στην πόλη σου. Ζήτα

έλεος από τον Άδη, παρακάλεσε τον να μη σε βάλει στα πιο βαθιά

μπουντρούμια του Ταρτάρου. Ζήτα έλεος από τις νεκρές ψυχές που

έστειλες εκεί, ώστε να μην σε βασανίζουν αιώνια. Από εμένα δεν θα δεις

έλεος!». Κραύγασε και κατέβασε το σπαθί του, κόβοντας το κεφάλι του

βασιλιά στη μέση.

Φαντάσματα και Αμαζόνες

ανείς δεν πένθησε για τον χαμό του Πελία, του Δράκοντα και των

υπόλοιπων αρχόντων. Αντιθέτως, οι κάτοικοι της Νέθας

εισέβαλλαν στο παλάτι και λεηλάτησαν το θησαυροφυλάκιο,

ζητωκραυγάζοντας. Το ίδιο έγινε και στα υπόλοιπα αρχοντόσπιτα, τα

οποία οι ιδιοκτήτες τους εγκατέλειψαν μόλις είδαν τα Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα να σφαγιάζουν τους φρουρούς και τους Θανατώριους.

Η συντροφιά, συνοδευόμενη από τον Οδυσσέα, τον Σίμπαγκορ και την

Λίονεμ, βγήκε στην αυλή του παλατιού όπου ήταν συγκεντρωμένοι

πολλοί πολεμιστές των Μαυροκόκκινων Φαντασμάτων και Αμαζόνες

τραγουδώντας και γλεντώντας για την συντριπτική νίκη τους στη μάχη.

Γεμάτη ενθουσιασμό, η Ανδρομάχη έτρεξε προς μία πολεμίστρια, η οποία

φρόντιζε το πληγωμένο άτι της. Ήταν περίπου σαράντα ετών, γοητευτική,

με ψηλό, γυμνασμένο κορμί, πυρόξανθα μαλλιά, γκρίζα μάτια και όμορφο

πρόσωπο που ενέπνεε σεβασμό. Την σύστησε στον Έκτορα και την

υπόλοιπη συντροφιά. Ήταν η Δεινομάχη, ξαδέρφη της Ανδρομάχης και

ηγέτιδα της πολιτείας Φαμείκρωβ, των Αμαζόνων. Τρομερή και

φημισμένη πολεμίστρια. Απόθεσε το τόξο και την φαρέτρα της χάμω και

αγκάλιασε θερμά την κοπέλα. Ενώ μιλούσαν μεταξύ τους, ο Οδυσσέας

στράφηκε στον Σίμπαγκορ:

«Είχαμε ιδωθεί ξανά. Στην βραχονησίδα, δίπλα από το Κάβολελ. Τότε

σε είχα προειδοποιήσει για τον Σκοτεινό Δυνάστη. Αν ήξερα πως

πορευόσουν προς τα εδώ, θα σε είχα προειδοποιήσει και για τον Πελία.

Ελπίζω να είσαι καλά»

«Πλέον ναι. Χάρη σε σένα, τον αδερφό σου και τους συντρόφους του.

Μας λυτρώσατε από αφάνταστα βασανιστήρια και θάνατο, πιθανώς.

Είσαι σπουδαίο παλικάρι, Οδυσσέα. Εγώ και η Λίονεμ σου χρωστάμε την

ζωή μας». Αποκρίθηκε με την λιονταρίσια φωνή του. Η Λίονεμ έμοιαζε

αποπροσανατολισμένη και εντελώς χαμένη, δεν έβγαζε άχνα, αλλά ο

Έκτορας την δικαιολογούσε. Μόνο και μόνο στη σκέψη όσων είχε

υπομείνει από τον Πελία και τον Δράκοντα, ανατρίχιαζε. Ο Οδυσσέας

έκλινε ελαφρά το κεφάλι στον Σίμπαγκορ, τον χτύπησε στην πλάτη και

τον παρακίνησε να πάει να φάει μαζί με το συγκεντρωμένο πλήθος. Μετά,

κάρφωσε το σπινθηροβόλο βλέμμα του στον Έκτορα.

«Ένας λύκος ούρλιαζε από μακριά. Όχι, δεν τον άκουγα στα αυτιά μου,

αλλά στην καρδιά μου. Με καλούσε να τον συναντήσω. Νομίζω πως

τώρα στέκομαι μπροστά του. Έκτορα, τιμή μου που σε γνωρίζω από

κοντά. Σε είχα ξαναδεί, όμως ήμουν κρυμμένος στις σκιές. Σε

παρακολούθησα όταν αντιστάθηκες στους φρουρούς του Πελία,

υπερασπιζόμενος τον νεαρό ζητιάνο. Και τότε μου τράβηξες την

προσοχή. Τότε αντιλήφθηκα πως είχε έρθει η ώρα να πέσει η Νέθας»

Κ

Ο Έκτορας έμεινε σιωπηλός, κοιτώντας με δέος τον ψηλό, ξερακιανό

άντρα. Τα παιδικά μάτια του έμοιαζαν να είχαν διεισδύσει μέσα του,

έβλεπαν τους χρωματισμούς της ψυχής του, διάβαζαν τις σκέψεις του.

Τελικά μίλησε:

«Είχα ακούσει για σένα κάποια πράγματα από τον Αχιλλέα. Όμως η

σπουδαιότητα σου μοιάζει να ξεπερνά όσα λόγια ειπώθηκαν για σένα.

Δεν ξέρω αν μπορείς να φανταστείς, αν ξέρεις πόσο σημαντική ήταν η

πτώση της Νέθας. Δίχως υπερβολή, γλίτωσες τον κόσμο από την Σκιά

που ακόμα μας απειλεί. Όμως, πως με ξέρεις; Θα χρειαστώ κάποιες

εξηγήσεις για τις πράξεις του Αχιλλέα, που, από ότι ακούω, τις σχεδίασες

εσύ. Και πόσα ξέρεις για τον Ζακχαέρ Ντων και την Σεθίρηκα»;

Για πολύ ώρα, ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας, ο Έκτορας και ο Φίλιππος

μιλούσαν. Αρχικά, εξηγήθηκε το σχέδιο του Οδυσσέα από τους δύο

αδερφούς. Όπως κατάλαβε ο Έκτορας, για πολλούς μήνες, τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τη Νέθας,

μένοντας κρυμμένοι. Ξέροντας τα κατατόπια, ο Οδυσσέας μαζί με δυο-

τρείς συντρόφους του διείσδυαν κρυφά στη Νέθας και παρακολουθούσαν

την κατάσταση.

Είχαν δει πως ο στρατός του Πελία είχε αποδυναμωθεί, πολλές λεγεώνες

έφευγαν, πηγαίνοντας προς τη Σωθράπον. Είχαν δει πως οι κάτοικοι ήταν

εξαθλιωμένοι, βασανισμένοι και καταπιεσμένοι. Και μόλις ήρθε η

συντροφιά, είδαν τέσσερις γενναίους πολεμιστές, ανυπόταχτους στο

καθεστώς του Δράκοντα, οι οποίοι έδειξαν σε πολλούς πως είχαν το

δικαίωμα και την δύναμη να αντισταθούν. Κρυμμένοι στις σκιές της

αγοράς, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι του αναγνώρισαν τον Αχιλλέα.

Αποδείχθηκε πως ο δήθεν φρουρός που κάλεσε τον άντρα, ήταν ένα

Μαυροκόκκινο Φάντασμα. Δεν τον καλούσε στο όνομα του Πελία αλλά

του Οδυσσέα. Και ο Αχιλλέας το κατάλαβε επειδή οι φρουροί της Νέθας

αποκαλούσαν τον Πελία «Άρχοντα», δίχως εξαίρεση, ενώ εκείνος ο

μυστήριος άντρας είχε πει: «ο αδερφός σου θέλει να σε δει». Μόλις τα

δύο αδέρφια έσμιξαν, ο Αχιλλέας διηγήθηκε στον Οδυσσέα τις

περιπέτειες τους και τον σκοπό τους στη Νέθας.

Από την μεριά του, ο μεγάλος αδερφός, μόλις αντιλήφθηκε την

σημαντικότητα του Σπαθιού της Λύκης, ήξερε πως δεν μπορούσε να

επιτεθεί στη Νέθας έτσι απλά. Έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσει το πολύτιμο

όπλο και τους συντρόφους του Αχιλλέα. Έτσι, παρότρυνε τον τελευταίο

να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Πελία, ο οποίος θα δεχόταν δίχως

αμφιβολία. Θα συλλάμβανε ο ίδιος την συντροφιά και θα έπαιρνε το

σπαθί, ώστε να φροντίσει να μην βρεθεί σε εχθρικά χέρια. Η συντροφιά

δεν έπρεπε να ξέρει τίποτε, θα τραβούσε την προσοχή των φρουρών αν

πήγαιναν όλοι μαζί να δουν τον Οδυσσέα και ο Δράκοντας θα

υποπτευόταν πως κάτι έτρεχε, αν παραδίνονταν αμαχητί. Μόλις είχαν

εξασφαλιστεί τα πάντα, ο Αχιλλέας έκανε σινιάλο στον αδερφό του και

τότε έγινε η τρομερή επίθεση. Σε εκείνο το σημείο, ο Έκτορας ζήτησε

πολλές φορές συγνώμη από τον Αχιλλέα, αλλά εκείνος κούνησε το

κεφάλι εμφατικά, τονίζοντας πως δεν χρειάζεται.

Στη συνέχεια, μαζί με τον Φίλιππο, διηγήθηκαν την περιπέτεια τους στην

Σπηλιά των Μυστηρίων και εξήγησαν αναλυτικά το κίνημα του Ζακχαέρ

Ντων και των Εφτά Αδερφών. Ο Οδυσσέας άκουγε προσεχτικά,

καπνίζοντας την πίπα του.

«Ήρθε η ώρα να κάνουμε ανοιχτό πόλεμο με τον Ζακχαέρ Ντων,

λοιπόν. Όμως, είμαστε αρκετοί; Ίσως χρειαστούμε κι άλλους συμμάχους.

Τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα είναι δεινοί πολεμιστές και οι έφιππες

Αμαζόνες πολλές και όλες τους τρομερές. Ωστόσο ίσως οι δυνάμεις μας

να μην είναι αρκετές». Σχολίασε μόλις ο Έκτορας τέλεψε την διήγηση

του. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι και αναστέναξε. Σκέφτηκε πως ο

Αριστοτέλης θα ήξερε τι έπρεπε να κάνουν, θα είχε κάποιο σχέδιο. Με

την εικόνα του θανάτου του να σκιάζει το νου του, μια αναλαμπή τον

φώτισε. Ψαχούλεψε βιαστικά τον μανδύα του και έβγαλε από μέσα το

δεμάτι με την καρδιά του Ιάσωνα. Χαμογέλασε πλατιά και την έδειξε

στους άλλους, οι οποίοι τον κοίταξαν απορημένοι, εκτός από τον

Οδυσσέα που χαμογελούσε ανέμελα.

«Μηδείανορ. Θα πάμε στην Μηδείανορ. Ο Αριστοτέλης μιλούσε πάντα

με τα καλύτερα λόγια για την πόλη και τον ιδρυτή της. Θα μας

βοηθήσουν, είμαι βέβαιος». Γνέφοντας συμφώνησαν ο Φίλιππος και ο

Αχιλλέας. Ο Οδυσσέας τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και φύσηξε τον

καπνό από τα πνευμόνια του.

«Υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν και λίγος χρόνος για να

επιτευχθούν. Όμως τίποτε δεν θα συμβεί πριν ξημερώσει. Ελάτε, ας φάμε,

ας γεμίσουμε τις αδειανές κοιλιές μας με κρέας και κρασί, τις ψυχές μας

με τραγούδι και χορό και αύριο σχεδιάζουμε τις θανατερές δολοπλοκίες

μας». Είπε γελώντας και απομακρύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές.

Οι απελευθερωμένοι κάτοικοι της Νέθας γιόρταζαν μαζί με τις

γοητευτικές Αμαζόνες και τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα. Τους

πληγωμένους φρόντιζε ένας μελαμψός άντρας με αμυγδαλωτά, μαύρα

μάτια, φροντισμένο γένι και γοητευτικό πρόσωπο. Πάνω από το

γεροδεμένο κορμί του φορούσε μαύρο μανδύα και κόκκινο χιτώνα, είχε

ασημένια περικάρπια και επωμίδες με όμορφα σκαλίσματα. Ο Έκτορας

τον πλησίασε την ώρα που έδενε το πληγωμένο χέρι του νεαρού ζητιάνου

που είχαν συναντήσει όταν πρωτοήρθαν. Ο άντρας τον χαιρέτισε

χαμογελαστά και του συστήθηκε. Ονομαζόταν Αβικέννας και ήταν

σπουδαίος γιατρός ανάμεσα στα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα.

Εκείνη τη νύχτα, ανάμεσα στους χορούς, τα φαγοπότια και τα τραγούδια,

ο νεαρός γνώρισε πολλούς συντρόφους του Οδυσσέα: Τον Πάτροκλο,

έναν νεαρό με ίσιο ξανθό μαλλί, κόκκινα γένια και όμορφο πρόσωπο. Τον

Αίαντα, έναν θηριώδη σαραντάρη, οξύθυμο, με επιβλητικό βλέμμα. Τον

Σαλαντίν, έναν φιλικό, μελαμψό άντρα που είχε τσιγκελωτό μουστάκι και

μυτερό γένι. Τον Δαρείο, έναν μεσήλικα πολεμιστή με μακριά, ψαρά

μαλλιά και γένια που τα μάτια του ενέπνεαν μεγάλη σοφία. Μίλησε για

πολλή ώρα με τον Πώρο, έναν μελαμψό, πανύψηλο νεαρό με σχιστά

μάτια, μακριά πλεξούδα και ξυρισμένο, όμορφο πρόσωπο ο οποίος είχε

έρθει από τις μακρινές χώρες της ανατολής. Έπειτα, του πρόσφερε να

καπνίσει από την πίπα του ένας άντρας με αδρά χαρακτηριστικά και

μόνιμο χαμόγελο στα χείλη του που ονομαζόταν Μοχάμεντ.

Η Ανδρομάχη του σύστησε και αρκετές Αμαζόνες, την Ίριδα, μια

μελαχρινή, νεαρή κοπέλα με μαύρα μάτια. Ήταν μικροκαμωμένη, αλλά

άφταστη στις ξιφομαχίες. Έπειτα, την Αφροδίτη με πυροκόκκινα,

κυματιστά μαλλιά, αμυγδαλωτά, καφετιά μάτια με έντονο βλέμμα και

σώμα με αρμονικές καμπύλες. Είχε πάλλευκο δέρμα και μεγάλα,

σαρκώδη χείλη. Γνώρισε και την Αριάδνη, μελαμψή, με καστανόξανθα

μαλλιά και πράσινα μάτια. Η Αθηνά ήταν η μόνη ίσως Αμαζόνα που

συνάντησε ο Έκτορας και δεν ήταν γοητευτική και όμορφη. Είχε

προτεταμένο πηγούνι και γαμψή μύτη, επιβλητικό βλέμμα και λαδωμένα,

καφέ μαλλιά. Όμως, ήταν η ισχυρότερη πολεμίστρια. Αντίθετα, η αδερφή

της η Άρτεμις που ήταν φονική στο τόξο, είχε ξανθά, σγουρά μαλλιά,

γαλανά μάτια, ανασηκωμένη μύτη και τριανταφυλλένια χείλη. Τέλος,

γνώρισε την Άλκηστις, μια τριανταπεντάχρονη Αμαζόνα με καστανά, ίσια

μαλλιά, λεπτή, καμπουρωτή μύτη και σχιστά, μαύρα μάτια που εξέπνεαν

θηλυκότητα. Όλες οι πολεμίστριες που τον περιτριγύριζαν ήταν

γοητευτικές και πανέμορφες, όμως στα μάτια του Έκτορα καμία δεν

έφτανε την Ανδρομάχη. Καθώς χόρευαν μαζί έναν κεφάτο σκοπό, είδαν

τον Φίλιππο να συζητάει χαμογελαστά με τη Ίριδα ενώ η Αφροδίτη έπινε

κρασί μαζί με τον Οδυσσέα. Ήταν μια νύχτα που ξεχείλιζε από γέλια,

τραγούδια, χορό, έρωτα. Μια νύχτα που η Νέθας δεν είχε ζήσει εδώ και

αιώνες. Έξω από τα γκρεμισμένα τείχη της, το μακρόσυρτο αλύχτισμα

της Νύχτας συνόδεψε τις μελωδίες των ανθρώπων.

«Τούτη η πόλη έχει αποδιώξει την φύση μέσα και γύρω της.

Μαραζώνει στη μοναξιά της, έχει λησμονήσει το θρόισμα των φύλλων

και τα κελαηδίσματα των αηδονιών. Λαχταράει η ψυχή μου να πετάξει

ξανά σε δάση». Ψιθύρισε ο Έκτορας στο αυτί της Ανδρομάχης. Εκείνη

του χαμογέλασε και τον έπιασε από το χέρι. Τον οδήγησε έξω από τα

ερείπια που άλλοτε ήταν το τείχος της Νέθας, μακριά από τις φωτιές και

τα γελαστά τραγούδια. Κι εκεί του έδειξε τον έναστρο ουρανό.

«Κλείσε τα μάτια». Του ψιθύρισε και εκείνος υπάκουσε. Και είδε ξανά

τα αστέρια. Ο Ωρίωνας του έγνεψε, τα μάτια του έγιναν δικά του και από

τα ατέλειωτα ύψη του στερεώματος είδε γκρίζα δάση, ασημόφλεβα

ποτάμια και χιονισμένα βουνά. Άκουσε το κελάηδισμα των

νυχτοπουλιών, ένιωσε το νυχτερινό αγιάζι που χάιδευε απαλά τις κορφές

και ανατρίχιασε. Άνοιξε ξανά τα μάτια και φίλησε την Ανδρομάχη.

Ξάπλωσαν στο σκληρό χώμα και μαζί ταξίδεψαν στα ανεξερεύνητα δάση

του έρωτα, σκοτεινά, άγρια. Εκεί τραγουδούσαν τα φύλλα, δεν θρόιζαν

απλά και στο κελάρυσμα των ποταμών ακούγονταν ποιήματα.

Το πρωί, τους ξύπνησαν ψιχάλες βροχής, που έπεφταν δισταχτικά από

τον γκρίζο ουρανό. Ντύθηκαν στους μανδύες τους και κίνησαν προς τα

ερείπια της Νέθας. Υπήρχε μεγάλη κινητικότητα μες στην πόλη. Τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα και οι Αμαζόνες είχαν φέρει τις άμαξες τους

και φόρτωναν μέσα τα λάφυρα της μάχης: Όπλα, πανοπλίες, τρόφιμα και

χρυσό από το θησαυροφυλάκιο του παλατιού, που είχε απαλλοτριωθεί. Οι

ρακένδυτοι κάτοικοι της πόλης μοιράζονταν γούνες, μεταξένιους μανδύες

και, εκστασιασμένοι, κρατούσαν χρυσάφι και πετράδια στα χέρια τους. Ο

Αβικέννας περιφερόταν ανάμεσα στους τραυματίες και τους εξέταζε με

μάτια πρησμένα και κόκκινα από το ξενύχτι. Άλλαζε επιδέσμους και

ετοίμαζε αλοιφές, έβαζε βότανα στις πληγές και έδινε οδηγίες, τις οποίες

άκουγαν όλοι προσεχτικά. Ήταν συνεχώς χαμογελαστός και ευγενικός κι

ο Έκτορας θαύμασε τον ζήλο και την υπομονή του, καθώς φρόντιζε

μυριάδες ανθρώπους δίχως να δείξει ούτε ίχνος δυσανασχέτησης ή

κούρασης. Οι περισσότεροι τραυματίες ήταν κάτοικοι της Νέθας, κάτι

απόλυτα λογικό καθώς πολέμησαν άοπλοι ενάντια στους φρουρούς του

Δράκοντα. Ωστόσο, υπήρχαν και αρκετές Αμαζόνες κι μερικά

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα που είχαν πληγωθεί.

Από τις γκρεμισμένες πύλες του παλατιού ξεπρόβαλε ο Φίλιππος,

κρατώντας από την μέση την όμορφη Ίριδα. Φιλήθηκαν και χωρίστηκαν,

η κοπέλα πήγε προς τις άμαξες των Αμαζόνων να βοηθήσει κι ο νεαρός

πλησίασε τον Έκτορα και την Ανδρομάχη χαμογελώντας πλατιά.

Χαιρέτησε ζωηρά το ζευγάρι και οι τρεις τους περιπλανήθηκαν ανάμεσα

στο πλήθος, ψάχνοντας τον Αχιλλέα και τον Οδυσσέα.

«Το ταξίδι μας στη Μηδείανορ θα τραβήξει πολλά βλέμματα, δίχως

άλλο». Σχολίασε ο Φίλιππος. »Πλέον δεν είμαστε μια συντροφιά

τεσσάρων ατόμων, αλλά ολάκερος στρατός. Αυτό δεν θα περάσει

απαρατήρητο από τον Ζακχαέρ Ντων»

«Έχεις δίκιο. Νομίζω, ωστόσο, ότι ούτως ή άλλως θα μάθαινε πως κάτι

συνέβη εδώ, όταν θα δει πως δεν φτάνουν πλέον στρατεύματα του Πελία

στη Σεθίρηκα. Έπεσε ένας ισχυρός σύμμαχός του. Ο πόλεμος ξεκίνησε,

δεν έχει νόημα να κρυβόμαστε». Απάντησε ο Έκτορας, βαδίζοντας

ανάμεσα από δύο γέροντες που τσακώνονταν για έναν δαντελένιο

μανδύα.

«Όμως δεν ξέρουμε την ισχύ του Ζακχαέρ Ντων. Κι αν επιτεθεί, το

Σπαθί της Λύκης θα κινδυνέψει. Δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε κάτι

τέτοιο. Ίσως θα πρέπει να ακολουθήσουμε άλλον δρόμο, ξέχωρα από τον

στρατό. Τα μάτια της Σεθίρηκα θα είναι στραμμένα πάνω του κι εμείς θα

περάσουμε απαρατήρητα πίσω από τις γραμμές του εχθρού»

«Ξέρω ότι δεν είσαι δειλός, Φίλιππε, όμως τα λόγια σου δεν μ’

αρέσουν. Εγώ δεν εγκαταλείπω τις Αμαζόνες, όπως δεν θα με

εγκατέλειπαν ποτέ κι εκείνες». Αντιμίλησε η Ανδρομάχη. »Διαχωρίζεις

την συντροφιά μας από αυτές και τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα, όμως

εγώ λέω πως είναι κι αυτοί μέλη τις συντροφιάς μας πλέον. Μας έσωσαν,

μην το ξεχνάς. Προτείνεις λοιπόν να τους αφήσουμε να πολεμήσουν

μόνοι τους, ώστε να διασφαλιστούμε εμείς; Όχι, εγώ δεν θα το κάνω»

«Συμφωνώ με την Ανδρομάχη. Δεν ξέρω καλά τα Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα, αλλά δεν μπορώ να λησμονήσω ότι μας έσωσαν και

εξασφάλισαν πως το Σπαθί της Λύκης δεν θα περάσει στα χέρια του

Πελία και του Ζακχαέρ Ντων εντέλει. Τα εμπιστεύομαι και θα ήθελα να

μάθω περισσότερα γι’ αυτούς, αφού θα συμμαχήσουμε. Περιττό να

μιλήσω για τις υπέροχες Αμαζόνες. Ναι, πλέον είναι σύντροφοι μας,

κάλλιο να βαδίζουμε πλάι τους κι ας κινδυνέψουμε παρά μονάχοι και

αποξενωμένοι». Κατέληξε ο Έκτορας. Γνέφοντας ανεπαίσθητα, ο

Φίλιππος συμφώνησε.

Βρήκαν τα δύο αδέρφια μαζί με την Αθηνά και την Αφροδίτη στους

βασιλικούς στάβλους, να παίρνουν τα άλογα του παλατιού. Ήταν

πανέμορφα ζώα, αναθρεμμένα στα άγρια λαγκάδια της Ανατολής, με

δυνατά πόδια και γυαλιστερές χαίτες. Οι τρεις σύντροφοι τους βοήθησαν

να τα μεταφέρουν, τα οδήγησαν έξω από την αυλή του παλατιού, δίπλα

στις μαυροκόκκινες άμαξες, όπου και τα μοίρασαν. Συμφωνήθηκε, στις

Αμαζόνες να δοθούν δεκατρία άτια, καθώς αυτές τα είχαν περισσότερο

ανάγκη και στα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα πέντε. Είκοσι δόθηκαν σε

κατοίκους της Νέθας που ήξεραν να ιππεύουν και ήταν πρόθυμοι να

πολεμήσουν.

Όταν τέλεψαν οι μοιρασιές και το φόρτωμα, ξαπόστασαν δίπλα στις

άμαξες. Ο Οδυσσέας άναψε την πίπα του και έκανε μια γερή ρουφηξιά.

Φύσηξε τον γαλαζόχρωμο, μυρωδάτο καπνό και μίλησε στην συντροφιά:

«Αύριο θα φύγουμε από εδώ. Ο Ζακχαέρ Ντων δεν θα αργήσει να

μάθει τι συνέβη στον σύμμαχο του, ίσως στείλει στρατό. Όμως υπάρχουν

πολλά που πρέπει να συζητηθούν, πριν κατευθυνθούμε προς τη

Μηδείανορ. Πολλοί από εμάς διστάζουν να συμμαχήσουν με την

συγκεκριμένη πόλη-κράτος. Ίδιοι δισταγμοί υπήρχαν και για την

συμμαχία μας με τις Αμαζόνες, θα εμφανιστούν πάλι, δεν υπάρχει

αμφιβολία. Επίσης, πρέπει να ενημερωθούν οι κάτοικοι της Νέθας, να

καλεστούν στον πόλεμο και να προστατευτούν όσοι δεν μπορούν ή δεν

θέλουν να πολεμήσουν. Λέω, λοιπόν, να κάνουμε συμβούλιο το βράδυ

για να πάρουμε όσες αποφάσεις χρειάζονται και να ακουστούν όσοι έχουν

κάτι να πουν».

«Γιατί δεν θέλετε συμμαχία με τις Αμαζόνες»; Ρώτησε κοφτά η

Ανδρομάχη. Στο πρόσωπο του Οδυσσέα εμφανίστηκε ξανά το αυτάρεσκο

χαμόγελο, την κοίταξε κατάματα με το σπινθηροβόλο βλέμμα του.

«Θα απαντηθούν όλα το βράδυ. Δεν μπορώ να μιλήσω για κανέναν

άλλον, όσο έχει μιλιά μέσα του, ούτε να σκεφτώ για κανέναν, όσο έχει

νου. Τις δικές μου σκέψεις θα τις μάθεις, όταν αποφασίσω να μιλήσω το

βράδυ, να ακουστούν σε όλους και να κριθούν από όλους,

καλοπροαίρετα. Έτσι θα ακούσω και θα κρίνω όσα έχετε κι εσείς να

πείτε. Προς το παρόν, ας φάμε να δυναμώσει η ψυχή μας, να δώσει

υπόσταση στα όσα ονειρεύεται ο νους, να πιούμε και κρασί, να

δροσιστούν τα λαρύγγια μας, να έχουν όρεξη και δύναμη να μιλήσουν»

Σύντομα, οι δισταχτικές ψιχάλες μετατράπηκαν σε δυνατή βροχή.

Ξέσπασε με μανία ο ουρανός, βρυχιόταν σαν θεριεμένο κτήνος, ξερνούσε

από τα σπλάχνα αστραπές και κεραυνούς που καψάλιζαν το χώμα. Η

καταιγίδα ξέπλυνε τα ξεραμένα αίματα από τους δρόμους της Νέθας,

μπήκε στα γκρεμισμένα αρχοντόσπιτα και έπνιξε τα πτώματα των

αρχόντων και των φρουρών τους. Μαλάκωσε το στεγνό έδαφος, έγινε

λάσπη και άρχισε να κυλά. Το πλήθος συγκεντρώθηκε μέσα στις

ευρύχωρες αίθουσες του παλατιού, πήρε εφόδια από τις παραγεμισμένες

αποθήκες και άρχισε να μαγειρεύει. Οι μυρουδιές από τα κρέατα που

ψήνονταν, τα λαχανικά που κόβονταν, το μέλι και τις κρέμες που έρεαν,

αναμίχθηκαν με την οσμή της γης που άνοιξε από την βροχή και

δημιούργησαν μια μεθυστική ευωδία.

Έστρωσαν τα τραπέζια, έφαγαν μέχρι σκασμού, ήπιαν αμέτρητες κανάτες

με κρασί, χόρεψαν με κέφι. Όταν τα σύννεφα ξεφόρτωσαν και την

τελευταία σταγόνα βροχής, πέταξαν βόρεια και στον ξεπλυμένο ουρανό

έλαμψαν τα αστέρια. Τότε, βγήκαν όλοι έξω, χορτάτοι και γεμάτοι

ενέργεια. Έκαμαν έναν μεγάλο κύκλο και στο κέντρο του στεκόταν

όποιος μιλούσε. Πρώτος, στάθηκε ο Έκτορας, διηγήθηκε για πολλοστή

φορά την ιστορία του, την ιστορία των συντρόφων του και,

καταλήγοντας, κάλεσε όλους να πολεμήσουν πλάι του και πρότεινε να

κατευθυνθούν προς τη Μηδείανορ για συμμαχία. Μόλις τελείωσε,

μουρμουρητά και ψίθυροι πλημμύρισαν τον χώρο. Όταν έφυγε από το

κέντρο του κύκλου και πήγε κοντά στην Ανδρομάχη, βγήκε μπροστά ο

Αίαντας, πελώριος, με κόκκινα, κυματιστά μαλλιά και σγουρή γενειάδα.

Η βροντερή φωνή του κάλυψε όλους τους ψιθύρους:

«Πόλεμος, πόλεμος έπεται! Κι εμείς καλούμαστε να συντρίψουμε έναν

εχθρό πανίσχυρο. Μα έχω πίστη στις δυνάμεις μας, κανένα σκοτεινό

κτήνος δεν θα με αναγκάσει να σκύψω το κεφάλι μπροστά του, ούτε έχω

ανάγκη την πλασματική αθανασία που μου υπόσχεται. Ναι, θα πολεμήσω

τον Ζακχαέρ Ντων και τις ορδές του. Όμως πολύ διστάζω να το κάνω

πλάι σε Αμαζόνες και δεν αποζητώ συμμαχία με τους ανθρώπους της

Μηδείανορ. Είμαι Μαυροκόκκινο Φάντασμα και χρόνια τώρα γκρεμίζω

δυνάστες από τους ψηλούς τους θρόνους. Κόβω τα αλαζονικά κεφάλια

τους και τα δίνω στους κόρακες για να τραφούν. Οι Αμαζόνες και η

Μηδείανορ μπορεί να μην έχουν αυταρχικούς δυνάστες, αλλά τούτο δεν

τις κάνει συμμάχους μου. Έχουν κυβερνήτες, έχουν φυλακές, έχουν

νόμους και δίνουν περισσότερη εξουσία, εθελόδουλα, σε κάποιους. Με

αυτόν τον τρόπο περιφρονούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, γι’ αυτό κι

εγώ τους περιφρονώ. Είναι εχθροί μου και η σκοτεινιά που μας ζυγώνει

αυτό δεν το αλλάζει». Μόλις τέλεψε τον λόγο του, ακούστηκαν κραυγές

διαμαρτυρίας και αποδοκιμασίες, κυρίως από Αμαζόνες. Ο Αίαντας και η

Αθηνά πήγαν να πιαστούν στα χέρια, όμως τους χώρισαν εγκαίρως. Μέσα

στο χάος, ο Έκτορας πρόσεξε τον Οδυσσέα που καθόταν οκλαδόν

καπνίζοντας. Χαμογελούσε, παρατηρώντας τους τσακωμούς που

ξέσπασαν, σαν να διασκέδαζε. Δεν ήξερε ο νεαρός αν απολάμβανε το

χάος ή απλώς χλεύαζε την ανώριμη συμπεριφορά τους. Στη συνέχεια,

στάθηκε στο κέντρο η Αθηνά και μίλησε, με φωνή αταίριαστα βαθιά για

γυναίκα:

«Ανόητος όποιος τολμά να ανοίξει έχθρες με Αμαζόνες! Πολλοί μας

αμφισβήτησαν, όμως κανένας τους δεν έμεινε ζωντανός, όλοι τους

έμαθαν την δύναμη μας. Ωστόσο, άλλη είναι η ώρα που θα απαντήσω στις

προκλήσεις των αδαών. Η σκιά είναι κοντά μας, πολλές αμαζόνειες

πολιτείες κατασπάραξε ήδη, καθώς κι άλλες πόλεις-κράτη. Με δόλια

μέσα πλανεύει τους ανθρώπους και τους καλεί κοντά της. Αν δεν τα

καταφέρει, τότε σπέρνει τρόμο και θάνατο. Έφτασε η ώρα να την

σαρώσουν τα βέλη μας! Ο Ζακχαέρ Ντων θα μάθει να φοβάται ακόμα και

το χλιμίντρισμα των αλόγων μας! Θα σε ακολουθήσουμε, Έκτορα. Οι

Αμαζόνες είναι μαζί σου, δισταγμούς δεν έχουμε να συμμαχήσουμε ούτε

μαζί σου, ούτε με τη Μηδείανορ. Κι αν ανάμεσα στους συμμάχους μας

υπάρχουν εχθροί των Αμαζόνων, θα λογοδοτήσουν, αφού πέσει η σκιά

της Σεθίρηκα». Αυτή τη φορά, οι αποδοκιμασίες και οι χλευασμοί ήρθαν

από την μεριά των Μαυροκόκκινων Φαντασμάτων. Ο Οδυσσέας συνέχιζε

να καπνίζει ατάραχος και να χαμογελά περιφρονητικά. Στο κέντρο του

κύκλου στάθηκε ο Σίμπαγκορ κι όλοι σώπασαν να τον ακούσουν.

«Δεν νομίζω πως έχουμε την πολυτέλεια να αψιμαχούμε μεταξύ μας.

Αν όσα είπε ο Έκτορας αληθεύουν, η δύναμη του Ζακχαέρ Ντων

αυξάνεται κάθε στιγμή. Δεν με ενδιαφέρουν οι διαφωνίες σας, δεν θα τις

λύσω εγώ. Αντιληφθείτε, όμως, πως από αυτές κρίνεται η αντίσταση μας

απέναντι στο Σκότος. Σας συμβουλεύω να το σκεφτείτε καλά αυτό. Στο

μεταξύ, γνωρίζω πολλούς ανθρώπους του Νότου που είναι πρόθυμοι να

αντισταθούν στον εχθρό. Δεν θα σας ακολουθήσω στη Μηδείανορ, αν

συμφωνείτε, θα πλεύσω νότια, να μιλήσω στις χώρες πέρα από την

θάλασσα και να μεταφέρω σε όλους το κάλεσμα του Έκτορα. Αν όλα

πάνε καλά, θα σας συναντήσω στη Μηδείανορ μετά από μερικές

εβδομάδες». Κανείς δεν διαφώνησε με την πρόταση του Σίμπαγκορ κι

εκείνος αποσύρθηκε πλάι στη Λίονεμ. Τότε, προς έκπληξη του Έκτορα,

σηκώθηκε ο νεαρός ζητιάνος, έχοντας επιδεμένο το χέρι του και στάθηκε

στο κέντρο του κύκλου.

«Δεν έχω ταξιδέψει ποτέ έξω από τη Νέθας, ούτε ξέρω όσα οι

περισσότεροι από εσάς. Όμως, όταν γνώρισα τον Έκτορα, έμαθα για

πρώτη φορά το κουράγιο, το θάρρος και την αξιοπρέπεια. Όχι, δεν μου

είχε διηγηθεί καμία από τις περιπέτειες του, όλα μου τα είπε η φλόγα των

ματιών του, όταν με υπερασπίστηκε στους φρουρούς του Πελία. Κι όταν

ήρθαν οι Αμαζόνες με τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα στην πόλη μας,

αξιοποίησα όσα μου έδειξε. Μαζί τους, κέρδισα την ελευθερία μου και

μπορώ πλέον να κοιτάω περήφανα τον κόσμο στα μάτια. Από τις

εμπειρίες μου εδώ, αντιμετωπίζω κι εγώ με δισταγμό, ίσως και μίσος τους

κυβερνήτες, τις φυλακές τους και τους νόμους τους. Αφού πολεμήσατε

τον Πελία και τον Δράκοντα, ξέρω ότι κατά βάθος αισθάνεστε κι εσείς

όπως εγώ. Ξέρω, πως ότι και να γίνει, όπου κι αν πάμε, ο Έκτορας δεν θα

επιτρέψει την αδικία, θα αποτρέψει την καταπίεση, θα αποδιώξει το

σκοτάδι της απληστίας. Δεν είμαι καλός πολεμιστής, αλλά όσο μπορώ θα

πολεμήσω πλάι στον Έκτορα, θα τον ακολουθήσω». Ο Έκτορας

συγκινήθηκε από τον λόγο του παιδιού και αναστέναξε. Δεν ήταν ο

μόνος. Μερικοί χειροκρότησαν κι άλλοι το κοιτούσαν έκπληκτοι. Καθώς

έφευγε σκυφτός, ο Οδυσσέας σηκώθηκε, το ακούμπησε απαλά στον ώμο

χαμογελώντας και στάθηκε στον κέντρο του κύκλου.

«Η πυρωμένη καρδιά της νιότης κατέχει πιότερη ευγλωττία κι από τον

πιο μορφωμένο ρήτορα. Γιατί η ακεραιότητα της είναι αδιαπέραστη».

Ξεκίνησε, ήρεμος και χαμογελαστός. Ρούφηξε λίγο καπνό από την πίπα

του και συνέχισε: »Ο σύντροφος μου, ο Αίαντας έχει το συνήθειο να

δημιουργεί εντάσεις. Μην τον κατηγορείτε για αυτό, εκτιμήστε την

ειλικρίνεια του. Δεν κρύβεται πίσω από σοβαροφάνειες και γλοιώδεις

λόγια. Ξέρω ότι πολλές Αμαζόνες επίσης μιλάνε κοφτά και αληθινά,

αγνοώντας τις επιπτώσεις. Ενδιαφέροντα πλάσματα, πράγματι.

Ενδιαφέρον έχει και η Μηδείανορ. Όντως, οι αμαζόνειες πολιτείες και η

Μηδείανορ έχουν πιο εξελιγμένες και ελεύθερες κοινωνίες από τις

περισσότερες πόλεις-κράτη.

»Θεωρώ, ωστόσο, ότι οι εκλογικές διαδικασίες και η ανάθεση ευθυνών

και εξουσιών ντροπιάζουν το ανθρώπινο πνεύμα. Πρέπει να αντιληφθείτε

πως τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα δεν δέχονται την υποκατάσταση της

ανθρώπινης ψυχής από την ανέγερση χεριών και την αντιπροσώπευση

μυριάδων από μερικούς. Είναι εξοργιστικό. Εμείς δρούμε με συμβούλια

και συζητήσεις, όπου όλοι συμμετέχουν, όλοι εκφράζουν την δικιά τους,

μοναδική άποψη. Κανείς δεν πρέπει να είναι υποχείριο της πλειοψηφίας,

ούτε μπορεί να του επιβληθεί. Έχετε ιδιοκτησίες, σπίτια, περιουσίες,

φυλακές, νόμους. Εμείς δεν έχουμε τίποτε από αυτά. Μας έχουν

αποκαλέσει πειρατές, λήσταρχους, εγκληματίες, επειδή δεν συμφωνούμε

με συγκεκριμένες αξίες και ήθη. Επειδή δεν δεχόμαστε να μας

επιβληθούν νόμοι, γραμμένοι σε στεγνά κομμάτια περγαμηνής που

κάποιοι θαρρούν πως μπορούν να υποκαταστήσουν τον ορισμό του

καλού, του δίκαιου. Είμαστε όλοι ανεξάρτητα, αυτόνομα άτομα. Άλλοτε

συμφωνούμε, άλλοτε όχι. Μόνο ο διάλογος και η αμοιβαία κατανόηση

μπορούν να λύσουν τα προβλήματα μας, να ανακαλύψουν την αλήθεια,

να εκφράσουν όσα ήδη ξέρουν και αισθάνονται οι ψυχές μας. Η επιβολή

νόμων, οι φυλακές σπέρνουν απλώς τρόμο και καταπίεση. Αν μάθαμε

κάτι από τη Νέθας, είναι ότι ο τρόμος και η καταπίεση οδηγούν μονάχα

στο σκότος. Το ίδιο σκότος που απλώνεται από την Σεθίρηκα και μαστίζει

ολάκερη τη γη.

»Δεν είμαι σίγουρος αν θεωρώ τις Αμαζόνες εχθρούς μου. Βλέπω στα

μάτια τους μια οικεία φλόγα, ίσως μαζί καταφέρουμε να αλλάξουμε τους

θεσμούς των πολιτειών τους, τις νιώθω ανυπότακτες και ατίθασες. Αλλά

ακόμα κι αν δεν το επιτύχουμε, είτε με τις Αμαζόνες είτε στη Μηδείανορ,

δεν χρειάζεται να το σκεφτούμε τώρα. Δεν θα συμμαχήσουμε μαζί τους,

θα πολεμήσουμε πλάι τους τον εχθρό μας. Είναι ένας πόλεμος στον οποίο

πολλοί θα μετάσχουν. Δεν έχουμε δικαίωμα να τους το απαγορεύσουμε,

δεν έχουμε, ούτε θέλουμε, την εξουσία να τους το αρνηθούμε. Μάλιστα,

πολεμώντας πλάι-πλάι, βαδίζοντας πλάι-πλάι, ίσως μας καταλάβουν

καλύτερα κι εμείς αυτούς. Εγώ θα πολεμήσω τον Ζακχαέρ Ντων, δεν με

ενδιαφέρει αν θα το κάνω στη Μηδείανορ κι αν δίπλα μου στέκεται

Αμαζόνα. Αν έχουν τη διάθεση, θα με ακούσουν και θα μου πουν αν έχω

δίκιο ή άδικο. Σπιρτάδα διακρίνω στα μάτια των πολεμιστριών τριγύρω

μου, περηφάνια και η φλόγα στις καρδιές τους ζεσταίνει το πρόσωπο μου.

Με άκουσαν με προσοχή και σεβασμό, έχω πίστη πως είναι έτοιμες να

αλλάξουν.

»Ο κόσμος μας δεν θα είναι ξανά ίδιος μετά τον πόλεμο, πολλά θα έχουν

χαθεί και το δηλητήριο της Σεθίρηκα θα καίει το χώμα για χρόνια μετά

την πτώση της. Είναι όμως κι ευκαιρία να ξεπηδήσει ένας κόσμος πιο

σοφός και ώριμος, πιο φωτεινός. Ειδάλλως, σκοτεινοί δυνάστες θα

ξανάρθουν, ίσως και δυνάστες του Φωτός. Μόνο αν μάθουμε από τα

λάθη, που ήδη έγιναν, θα αποτρέψουμε μια για πάντα την απειλή τους. Θα

ακολουθήσω τον Έκτορα, δεν έχω λόγο να φοβηθώ να πάω στη

Μηδείανορ. Αν δεν είναι πρόθυμοι να ακούσουν τον λόγο μου και να τον

σκεφτούν καλά εκεί, θα έχουν αυτοί λόγο να φοβηθούν. Όσο για τον

Ζακχαέρ Ντων, θα μάθει την αιτία που τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα

προκαλούν τρόμο στους δυνάστες!». Τελείωσε ο Οδυσσέας και κάπνισε

την πίπα του.

Δεν ακούστηκαν αποδοκιμασίες από κανέναν, πολλοί έσκυψαν το κεφάλι

σκεφτικοί, Αμαζόνες, Μαυροκόκκινα Φαντάσματα, κάτοικοι της Νέθας

και ο ίδιος ο Έκτορας. Τα λόγια του θύμισαν τον Αριστοτέλη και τις

διδαχές του. Ένιωθε περίεργα που άκουγε έναν άνθρωπο να μιλάει τόσο

όμοια με τον μάγο, δεν ήταν μόνο το περιεχόμενο των λόγων του, αλλά

και ο τρόπος που τα έλεγε. Στο μεταξύ, η Ανδρομάχη έφυγε από δίπλα

του και πήγε στο κέντρο του κύκλου. Μίλησε με την υπέροχη φωνή της, η

ομορφιά της τους καθήλωσε όλους:

«Είμαι Αμαζόνα, Ανδρομάχη είναι το όνομα μου. Η πολιτεία μου

αφανίστηκε από τον Ζακχαέρ Ντων. Τους τελευταίους μήνες υπήρξα

σύντροφος του Έκτορα και μαζί περάσαμε μέσα από Σκότος και Φως.

Πλάι μας στάθηκε ένα σπουδαίο πλάσμα, ο μάγος Αριστοτέλης. Νόμιζα

πως οι Αμαζόνες είναι ελεύθερα πλάσματα, ανυπότακτα, όμως πλάι στον

Αριστοτέλη κατάλαβα πως δεν ήμουν ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ωστόσο,

πίστευα- κι εκείνος συμφωνούσε- πως είχαμε επιτύχει πολύ περισσότερα

από πολλές άλλες πολιτείες. Τώρα βλέπω, πως υπάρχουν άνθρωποι που

πέτυχαν περισσότερα. Στα λόγια του Οδυσσέα ανακάλυψα, όχι μόνο τα

λάθη που κάναμε, αλλά και τρόπους να τα διορθώσουμε. Δεν μιλώ εκ

μέρους άλλων συντροφισσών μου, όμως εγώ είμαι έτοιμη να ακολουθήσω

τον τρόπο των Μαυροκόκκινων Φαντασμάτων. Πολλά χρειάζεται να

γίνουν μετά τον πόλεμο. Πρώτα όμως πρέπει να πέσει ο Ζακχαέρ Ντων

και οι Εφτά Ιερείς του. Ο Έκτορας είναι πλάι μου πολύ καιρό, μάθαμε

πολλά ο ένας από τον άλλον. Ξέρουμε όλοι πως είναι ο Εκλεκτός του

Σπαθιού της Λύκης. Όμως εγώ ξέρω πως δεν αργεί η ώρα που θα το

καρφώσει στα σπλάχνα του νεκραναστημένου βασιλιά! Θα πολεμήσω

πλάι του με τιμή και εμπιστοσύνη στην ανυπέρβλητη δύναμη του. Δεν

είναι στο ξίφος που κραδαίνουν τα χέρια του η μεγάλη του ισχύς. Είναι η

πυρωμένη καρδιά του που απανθρακώνει τους πολέμιους και ζεσταίνει

τους φίλους του. Είμαι στο πλευρό του, γεμάτη βεβαιότητα και πίστη για

αυτόν!». Γύρισε πλάι του και τον φίλησε με πάθος. Τελευταίος, μίλησε

ένας γέροντας από τη Νέθας:

«Ο Πελίας μας έσερνε για χρόνια να πολεμήσουμε, ζητώντας εδάφη,

χρυσαφικά και δύναμη, για τον ίδιο και τους άρχοντες. Τώρα,

καλούμαστε να πολεμήσουμε για να διώξουμε τη σκιά που ψύχει το χώμα

και κρύβει τον ουρανό. Αυτός θα ήταν ο πιο σημαντικός λόγος για να μας

σύρει ένας πολέμαρχος σε μάχη. Αλλά ο Έκτορας, αντί να κάνει αυτό,

ζητάει να τον στηρίξουμε οικειοθελώς. Εντελώς ξενική φαντάζει στα

μάτια μου τέτοια ευγένεια, ειδικά με τον εχθρό να είναι στο κατώφλι μας.

Αλίμονο, ο χρόνος δεν με λυπήθηκε, αχρήστευσε το σώμα μου, ρούφηξε

κάθε δύναμη που έκρυβαν τα σωθικά μου. Δεν μπορώ εγώ, λεβέντη μου,

να κρατήσω δόρυ πια, ούτε να στοχεύσω καλά με το τόξο. Μα, στη

Νέθας, πολλά παλικάρια και κοπέλες πολέμησαν τους φρουρούς του

Δράκοντα και, έχω πίστη, πως θα πολεμήσουν με τον ίδιο ζήλο τα τέρατα

που θα ξαμοληθούν από τη Σεθίρηκα. Ας μην μείνει λοιπόν κανείς

ξωπίσω, παρά μόνο για να κρύψει την ντροπή των γηρατειών. Οι

υπόλοιποι κινήστε στο πλευρό του Έκτορα»

Με μια φωνή, κραύγαζαν όλοι ρυθμικά το όνομα του Έκτορα, μπήκαν

μέσα στη καρδιά του οι κραυγές και γίνηκαν συγκίνηση και κουράγιο,

πότισαν κάθε κύτταρο του κορμιού του. Ο νεαρός ύψωσε το Σπαθί της

Λύκης και έσυρε κραυγή τρομερή, πέταξε στον αέρα και ενώθηκε με το

αλύχτισμά της Νύχτας που επευφημούσε τον σύντροφο της, ανεβασμένη

στο λόφο πάνω από τη Νέθας.

Το συμβούλιο έληξε και έφεραν από τις αποθήκες του παλατιού

κανάτες με κρασί. Το ποτό γινόταν γέλιο, μόλις έμπαινε στα σπλάχνα

τους, αλάφρωνε τις ψυχές και σύντομα ξεχάστηκαν οι εντάσεις που

υπήρξαν. Η Ανδρομάχη έβγαλε το φλάουτο της, ο Σίμπαγκορ έκανε

ταμπούρλο ένα βαρέλι, ο Μωχάμεντ γρατζουνούσε μια κιθάρα και η

Άλκηστις, παρέα με τον Πάτροκλο, τραγουδούσαν. Πολλοί χωρίστηκαν

σε ζευγάρια κι άρχισαν να χορεύουν. Ο Έκτορας χόρευε με τον Φίλιππο

και γελούσαν τρανταχτά. Οι περισσότεροι άντρες των Μαυροκόκκινων

Φαντασμάτων χόρευαν με Αμαζόνες, όμως ο Αίαντας καθόταν βλοσυρός

κι έπινε λίτρα ολάκερα από κρασί. Ο Οδυσσέας στεκόταν στη σκιά μιας

άμαξας και κοιτούσε το κεφάτο πλήθος μελαγχολικά. Τον πλησίασε η

Αφροδίτη, του ψιθύρισε κάτι στο αυτί κι εκείνος, μιλώντας απότομα, της

είπε να φύγει. Υπήρξε έντονη λογομαχία, που κατέληξε με την Αμαζόνα

να γρονθοκοπεί στο πρόσωπο τον Οδυσσέα. Ατάραχος εκείνος, έφτυσε το

αίμα, άναψε την πίπα του και συνέχισε να κοιτά το πλήθος,

αναστενάζοντας.

Αργότερα, ο Φίλιππος έφυγε με την Ίριδα και η Ανδρομάχη έπιασε από

το χέρι τον Έκτορα και τον οδήγησε μες στο παλάτι. Το φευγαλέο φως

των δαυλών έριξε τις σκιές τους στο πάτωμα, μα οι ψυχές τους πέταξαν,

όταν τα γυμνά κορμιά τους ενώθηκαν. Πέταξαν σαν νυχτοπούλια στον

νυχτερινό ουρανό. Έπεφτε πάνω τους το ασημένιο φως των αστεριών και

ακτινοβολούσαν τα χρώματα της ίριδας, ντράπηκε το φεγγάρι από την

ομορφιά τους και κρύφτηκε, το κατάπιε, ροδόχρωμο, η θάλασσα.

Πέταξαν ψηλά και πεφταστέρια πέρασαν από μέσα τους και τις πύρωσε,

δύο φλόγες έγιναν και χώρισαν τον ουρανό στα δύο με την ορμή τους. Το

κελάηδισμα των αηδονιών και το ρυθμικό τριζοβόλημα των γρύλων

εκείνη τη νύχτα καλύφθηκε από τα ερωτικά αγκομαχητά που έρχονταν

από τη Νέθας. Ο Πάτροκλος είχε πλαγιάσει με την Άλκηστη, ο Φίλιππος

με την Ίριδα, ακόμα και ο Οδυσσέας με την Αφροδίτη, ξεχνώντας τον

καυγά τους, νωρίτερα. Η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος ωχριούσε

μπροστά στο άρωμα που ανέδυαν τα ιδρωμένα κορμιά τους, παραδομένα

στον έρωτα. Γοητευμένα από το πάθος τους, τα αστέρια κοκκίνισαν, το

φως τους έγινε πιο έντονο, έλαμπε ο ουρανός ολόκληρος, ράγισε και, από

τα βάθη του στερεώματος, πεφταστέρια έφτασαν στη γη, φίλησαν τους

εραστές οι φλόγες τους και έσβησαν στη στιγμή.

Το πρωινό ήρθε ροδοκόκκινο, χρωματισμένο από τις ερωτικές στάλες

της νύχτας. Ο ανατέλλων ήλιος πύρωσε την θάλασσα και το φως του

μπήκε δισταχτικά στα παράθυρα του παλατιού, κύλησε στο πάτωμα και

συνάντησε αγκαλιασμένους τον Έκτορα και την Ανδρομάχη. Ο νεαρός

ξύπνησε, φίλησε τον λαιμό της κοπέλας, μύρισε τα μαλλιά της και

ανασηκώθηκε. Φόρεσε τον μανδύα του και ζώστηκε το Σπαθί της Λύκης.

Με το δάχτυλο του χάιδεψε την πλάτη της Αμαζόνας και θαύμασε το

λευκό δέρμα της, αγκαλιασμένο από το πρωινό φως.

«Ερωτευμένος ο ήλιος αυτό το πρωινό, σε είδε και απλώνει πάνω σου

τις ακτίνες του. Καταριέται που δεν είναι θνητός, να σε αγγίξει, να σε

μυρίσει, να σε καλημερίσει με γλυκόλογα». Της ψιθύρισε. Η κοπέλα

χαμογέλασε και άνοιξε τα μάτια.

«Μα, τάχα και ήταν θνητός, πως θα μπορούσε να συγκριθεί με τούτον

που στέκει πλάι μου; Οι θεοί να τον ευλογούσαν και οι μάγοι να έκαναν

ξόρκια πάνω του, πάλι αντάξιος δεν θα ήταν μαζί σου. Και θα πάσχιζε να

βρει, μάταια, φλόγα όμοια με αυτήν που κουβαλά η ψυχή σου, βλέμμα

άγριο και σαγηνευτικό σαν των ματιών σου και χείλη αχόρταγα στο

φίλημα». Του απάντησε και τον φίλησε. Ντύθηκε και πέρασε το τόξο

στους ώμους της, έπειτα βγήκαν μαζί έξω. Είχαν αρχίσει να ξυπνάνε όλοι

και να ετοιμάζονται. Έδεναν άλογα στις άμαξες, μαγείρευαν πρωινό,

ακόνιζαν τις λεπίδες τους και τακτοποιούσαν τα σακίδια τους. Το ζευγάρι

σέλωσε τα άλογα του και είχε φορτώσει πάνω τους τα μπαγκάζια, όταν

τους πλησίασε η Αθηνά. Ζήτησε να την ακολουθήσουν και τους οδήγησε

σε μια μεγάλη άμαξα, θωρακισμένη με φύλλα χαλκού. Έφερε ως λάβαρο

δύο άσπρα άλογα, ορθωμένα στα πισινά τους πόδια και ανάμεσα τους ένα

κόκκινο βέλος.

«Από τις ηλιόλουστες ακτές του Καϊθρέμ, στα νότια σύνορα της

πολιτείας μου έφτασε ένα νεαρό πουλάρι. Πολλοί λένε ότι ξεπήδησε από

τα αφρισμένα κύματα και άλλοι ότι είναι γιος του Ποσειδώνα. Καμία

Αμαζόνα δεν το ίππευσε ποτέ, όμως το αγριωπό βλέμμα του υπόσχεται

πως είναι θαρραλέο άτι και άξιος σύντροφος στη μάχη. Αν είναι όντως

αθάνατος, δεν το γνωρίζω, σίγουρα όμως είναι ατίθασος και ανήμερος.

Αντάξιος φίλος ενός τρομερού πολεμιστή, σαν και λόγου σου. Τούτος

είναι ο Αρίωνας και είναι δικός σου». Είπε η Αμαζόνα και παρουσίασε το

άλογο που ήταν κρυμμένο πίσω από την άμαξα. Μυώδες ζώο και

ψηλότερο από κάθε άλλο άτι που είχε ξαναδεί ο Έκτορας. Είχε

κατάμαυρο τρίχωμα, μακριά χαίτη και κεχριμπαρένια μάτια γεμάτα

περηφάνια που προκαλούσαν δέος. Ρουθούνισε θυμωμένα και κοίταξε τον

Έκτορα κατάματα, σαν να ήταν άνθρωπος και τον ζύγιαζε. Ο νεαρός

υποκλίθηκε στην Αθηνά και την ευχαρίστησε θερμά. Έκανε να τραβήξει

το άλογο από τα ινία αλλά εκείνο έμεινε πεισματικά στη θέση του. Όμως,

μόλις τα άφησε, ο Αρίωνας τον ακολούθησε μονάχος. Το παλιό άλογο

του, η Διώνη, δόθηκε στον μικρό ζητιάνο, που ονομαζόταν Εχίονας.

Οι γέροντες και τα μικρά παιδιά μπήκαν στις άμαξες, όταν αυτές

γέμισαν, πρόσφεραν στους εναπομείναντες, οι Αμαζόνες, τα άτια τους.

Όταν ο ήλιος κρεμάστηκε πάνω από την θάλασσα, ο Έκτορας, η

Ανδρομάχη και ο Φίλιππος πήγαν να βρουν τον Οδυσσέα και τον

Αχιλλέα. Συζητούσαν μαζί με την Αριάδνη την πορεία της διαδρομής. Ο

Οδυσσέας είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και κάπνιζε την πίπα

του άκεφα. Συμφώνησαν να πάρουν τον Άλικο Δρόμο προς τα βόρεια,

αλλά σε κάποιο σημείο να κάνουν μια μεγάλη παράκαμψη, ανάμεσα από

μια οροσειρά. Δεν ήταν ο πιο σύντομος δρόμος, ούτε ο πιο βολικός,

ωστόσο αύξανε τις πιθανότητες να μην εντοπιστούν από εχθρικά μάτια.

«Ξεκινάμε σε μερικά λεπτά. Είστε έτοιμοι»; Ρώτησε κοφτά ο Αχιλλέας

και όλοι αποκρίθηκαν θετικά. Ο Οδυσσέας κάρφωσε το κουρασμένο

βλέμμα του στην Ανδρομάχη και της έγνεψε να τον ακολουθήσει.

Συνοδευμένη από την υπόλοιπη συντροφιά, μπήκε σε μια μεγάλη άμαξα

που την έσερναν έξι άλογα και ήταν καλυμμένη με μαύρο καραβόπανο.

Μέσα, επικρατούσε ακαταστασία. Μανδύες, γούνες, χρυσαφικά και

αρματωσιές ήταν διάσπαρτα στο πάτωμα, δίχως τάξη και χωρίς καμία

απολύτως προστασία. Ο Οδυσσέας ψαχούλεψε και ξέθαψε από ένα μπόγο

ένα μπαούλο με διαρρηγμένη κλειδωνιά. Το άνοιξε και έβγαλε ένα μακρύ,

κυρτό ξίφος με σκαλισμένα σύμβολα στην κόψη και ένα φίδι σμιλεμένο

στη λαβή. Αντί για μάτια είχε δύο λαμπερά ρουμπίνια και από το

ορθάνοιχτο στόμα του ξεπρόβαλλαν δύο δόντια από ασήμι.

«Τούτη είναι η Κόμπρα. Την πήρα από έναν άρχοντα του Νότου, αφού

του έκοψα το κεφάλι». Είπε χαμογελώντας αμυδρά και την ζώστηκε.

Έπειτα έβγαλε ένα κοντό, κομψό σπαθί με κυρτή κόψη. Στην λαβή ήταν

αριστουργηματικά σμιλεμένο ένα πεντάφυλλο ρόδο, πάνω από μια

γαλάζια φλόγα, μέσα από την οποία ξεπρόβαλλαν δύο χρυσά λιοντάρια.

»Και τούτο είναι το Αγκάθι. Τεχνούργημα ενός αρχαίου Κύκλωπα, το

έφτιαξε όταν η Νύμφη που αγάπησε πέθανε, βιασμένη από τους

συντρόφους του. Έβγαλε τα μάτια όλων τους με αυτό και τα έκαψε πάνω

στον τάφο της. Το βρήκα στην σαρκοφάγο του, σε ένα από τα ταξίδια

μου. Όταν οι εχθροί είναι μπροστά στο πρόσωπο σου, το τόξο είναι

άχρηστο. Παρ’ το, θα σου χρειαστεί». Είπε και το έδωσε στην Ανδρομάχη

μαζί με ένα δερμάτινο θηκάρι. Το ξίφος ήταν ελαφρύ και βολικό,

ζώστηκε το θηκάρι στη μέση της και πέρασε μέσα του την λεπίδα.

Ευχαρίστησε τον Οδυσσέα και έπειτα βγήκαν από την άμαξα.

«Ακούσαμε από τον Αχιλλέα, ότι έψαχνες και την πανοπλία του

Διομήδη. Την βρήκες, τελικά»; Θέλησε να μάθει ο Φίλιππος. Ο Οδυσσέας

δεν απάντησε, τρύπησε τον νεαρό με το βλέμμα του και έπειτα σήκωσε

τον μανδύα του. Φάνηκε ένας θώρακας από γυαλιστερά, σκουροπράσινα

λέπια, ανέπαφος σαν καινούργιος. Στο μεταξύ, φάνηκε ο Σίμπαγκορ, με

γυμνωμένο το στιβαρό στήθος του. Μίλησε με την χοντρή, λιονταρίσια

φωνή του:

«Το καΐκι μας είναι έτοιμο. Η Λίονεμ ξεκουράζεται στο κατάστρωμα,

αλλά σας στέλνει θερμούς χαιρετισμούς. Πολλά σας χρωστάμε και δεν

ξέρω αν έχουμε την δύναμη να σας ξεπληρώσουμε ποτέ. Θα σας

συναντήσω στη Μηδείανορ και δεν θα είμαι μόνος. Σας εύχομαι καλό

ταξίδι, είμαι σίγουρος ότι θα φτάσετε στον προορισμό σας και θα

γκρεμίσετε όποιον σας σταθεί εμπόδιο»

«Καλό ταξίδι και σε σένα, Σίμπαγκορ. Θα αδημονούμε για την άφιξη

σου στη Μηδείανορ. Είσαι ευγενής και γενναίος σαν λιοντάρι. Πλεύσε

γοργά, δίχως φόβο για την Σκιά. Εις το επανιδείν, φίλε μου». Αποκρίθηκε

ο Έκτορας και τον αγκάλιασε. Ο Οδυσσέας του έκλεισε το μάτι, έχοντας

στα χείλη του φορεμένο το γνώριμο χαμόγελο της αυταρέσκειας.

Ωστόσο, ο ήλιος έφτασε ψηλά στον ουρανό κι έπρεπε να ξεκινήσουν.

Ακούστηκε μια σειρά από παραγγέλματα και οδηγίες, έπειτα οι τριγμοί

των τροχών που άρχισαν να κυλάνε, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και

τα κροταλίσματα των οπλών τους. Πριν καβαλήσει τον Αρίωνα, ο

Έκτορας χάραξε το περίγραμμα του κεφαλιού ενός λύκου που ούρλιαζε,

στις σανίδες ενός καλυβόσπιτου. Το μαύρο άλογο χλιμίντρισε και κάλυψε

όλους τους ήχους η επιβλητική φωνή του, άρχισε να καλπάζει και το

έδαφος δονούταν όταν το ακουμπούσαν οι οπλές του. Καθώς ανέβαιναν

τον λόφο, σηκώθηκε κουρνιαχτός και κάλυψε τον ουρανό πάνω από τα

κεφάλια τους, δεν έβλεπαν παρά μόνο μερικά μέτρα μπροστά τους. Όταν

μπήκαν στον Άλικο Δρόμο, ο Έκτορας αντιλήφθηκε το μέγεθος του

στρατού. Οι Αμαζόνες ήταν περίπου πέντε χιλιάδες και τα Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα δύο χιλιάδες σχεδόν. Μερικές εκατοντάδες ήταν οι

ετοιμοπόλεμοι κάτοικοι της Νέθας. Υπήρχε συνωστισμός και

προχωρούσαν αργά, πολλοί δεν ήταν έφιπποι και τα άλογα

δυσανασχετούσαν, τραβώντας τις φορτωμένες άμαξες στον ανήφορο.

Πέρασαν τα αγάλματα του Αιήτη και του Άψυρτου και αποχαιρέτησαν

για πάντα την ερειπωμένη Νέθας.

Μόνο τα κουφάρια του Πελία, του Δράκοντα, των φρουρών τους και των

Θανατώριων έμειναν εκεί, άθαφτα και παρατημένα. Τράφηκαν από τις

σαπισμένες σάρκες τους κόρακες και γύπες, σκουλήκια και μύγες. Τα

αρχοντόσπιτα έμελε να γκρεμιστούν, θα τα περιλάβαιναν οι άνεμοι και τα

χιόνια, αγριόχορτα και αρμυρίκια θα ξεπηδούσαν από τα ερείπια του

παλατιού. Η Χρυσή Πολιτεία σύντομα θα ξεχνιόταν και οι διαβάτες που

θα περνούσαν από εκεί, απορημένοι, θα έβλεπαν τα μοναχικά αγάλματα

των βασιλιάδων να φυλάνε χαμηλά δέντρα, καφετιά αγριόχορτα και

πέτρες, να τις χτυπάει αλύπητα το κύμα. Μόνο η σιγανή βοή της

θάλασσας θα εξιστορούσε την ακμή και την πτώση της Νέθας, μόνο τα

γαλανά βάθη της θα θυμόνταν το πέρασμα των Μαυροκόκκινων

Φαντασμάτων από εκεί και των έφιππων πολεμιστριών, το πέρασμα του

Σπαθιού της Λύκης και της δοξασμένης συντροφιάς.

Μακριά από εκεί, την ώρα που ο Ήλιος άφηνε την τελευταία του πνοή

και το φως του κατάπινε μια λοφοσειρά, ο στρατός σταμάτησε σε μια

πεδιάδα δίπλα στον Άλικο Δρόμο. Στο κόκκινο χώμα φύτρωναν μόνο

γαϊδουράγκαθα και θυμάρια, ενώ ακρίδες πηδούσαν πάνω στις αιχμηρές,

μαύρες πέτρες. Οι πιο ηλικιωμένοι είχαν εξουθενωθεί από την πολύωρη

διαδρομή και τα μωρά έκλαιγαν, οπότε αποφάσισαν να σταματήσουν και

να κατασκηνώσουν για το βράδυ. Τα άλογα που έσερναν τις άμαξες ήταν

ιδρωμένα και ρουθούνιζαν παραπονετικά, όμως ο Αρίωνας κρατούσε

ψηλά το κεφάλι και τίναζε την μακριά χαίτη του. Χτύπησε περιφρονητικά

δύο φορές μια από τις μπροστινές του οπλές στις πλάκες του δρόμου και

χλιμίντρισε, έπειτα κατάλαβε πως δεν πρόκειται να συνεχίσουν.

Με αξιοσημείωτη ετοιμότητα, τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα έστησαν

τις ευρύχωρες σκηνές τους σε ελάχιστο χρόνο. Χωρούσαν μέσα γύρω στα

είκοσι άτομα η καθεμιά, ήταν από χοντρά, βοδινά δέρματα και

στερεώνονταν σε βαρείς στύλους. Αντίθετα, οι σκηνές των Αμαζόνων

ήταν μικρές και χωρούσαν, το πολύ, τρία άτομα η καθεμιά, ήταν

υφασμάτινες, αν και τον χειμώνα άπλωναν πάνω τους γούνες. Εκείνη η

βραδιά, μολαταύτα, ήταν ζεστή και επικρατούσε αποπνικτική υγρασία.

Τα αστέρια καλύπτονταν από το βαμβακένιο στρώμα των γκρίζων

νεφελών και το σκοτάδι έσπαζαν οι φωτιές που είχαν ανάψει στην

κατασκήνωση. Πάνω τους είχαν εναποθέσει τσουκάλια και σούβλες κι οι

μυρουδιές των φαγητών έσπασαν τα ρουθούνια των ταξιδιωτών. Την ώρα

που μασούλιζε κρέας, γύρω από μια φωτιά, μαζί με την συντροφιά, τον

Οδυσσέα, την Αφροδίτη και την Ίριδα, ο Έκτορας αναρωτήθηκε που να

βρισκόταν η Νύχτα. Δεν την είχε δει ολόκληρη την μέρα. Σκέφτηκε πως

ήταν λογικό, πιθανότατα η λύκαινα είχε τρομάξει από τον πολυπληθή

στρατό, παρ’ όλα αυτά ήθελε να την δει και να της δώσει να φάει.

«Πόσες μέρες ταξίδι είναι μέχρι την Μηδείανορ»; Ρώτησε πνιχτά ο

Φίλιππος, μπουκωμένος με κρέας και ψωμί.

«Τέσσερις- πέντε μέρες, αν δεν συναντήσουμε Θανατώριους στον

διάβα μας». Του αποκρίθηκε ο Αχιλλέας, στραγγίζοντας την κούπα του.

Την επόμενη στιγμή, πετάχτηκε ο Οδυσσέας που δεν έτρωγε, κάπνιζε

απλώς την πίπα του:

«Είχα ακουστά τον Αριστοτέλη. Είναι διάσημος, μάλλον ο πιο

διάσημος μάγος ανάμεσα στους ανθρώπους. Ήταν μεγάλο προνόμιο που

μεγάλωσες μαζί του, Έκτορα. Τα κατορθώματα του τα γνωρίζω μονάχα

από απαρχαιωμένα συγγράμματα. Ποιος ξέρει αν ήταν καν αξιόπιστα,

τόσο σπουδαίες πράξεις φιλτραρισμένες από την μισαλλοδοξία και την

υποκειμενικότητα του ανθρώπινου νου ταπεινώνονται»

«Ήταν σπουδαίος σύντροφος. Αν και δεν ήξερα την αληθινή ταυτότητα

του, την αποκάλυψε μόλις πριν μερικούς μήνες, καθώς και τα

κατορθώματα του, τουλάχιστον μερικά από αυτά. Ακόμα κι έτσι, έμαθα

πολλά πλάι του»

«Ασφαλώς. Οι μάγοι έχουν έμφυτο αυτό που εμείς πασχίζουμε να

καταφέρουμε τόσα χρόνια. Κι ακόμα δεν επιτύχαμε τίποτε. Με

απογοήτευση βλέπω πόλεις-κράτη τις οποίες απαλλάξαμε από τους

τυράννους του παρελθόντος, μετά από χρόνια να κυβερνώνται ξανά από

τέτοιους, ίσως και χειρότερους»

«Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι ίσως οι μέθοδοι σας είναι λαθεμένοι; Μήπως

θα έπρεπε να κάνετε κάτι διαφορετικό»; Ακούστηκε η ερώτηση από την

Ανδρομάχη.

«Αν το έχω σκεφτεί ποτέ; Το σκέφτομαι κάθε στιγμή, αλλά δεν βρίσκω

τίποτα. Τι μπορώ να κάνω, πέρα από το να τους δώσω έναν έναυσμα, να

φέρω στα χείλη τους την γεύση της ελευθερίας, να τους δείξω πως είναι

δικαιωματικά δικιά τους; Τίποτα, τίποτα! Τους βγάζω από τα σκοτεινά

μπουντρούμια τους, έξω στο φως κι εκείνοι, σαν φοβισμένοι

τυφλοπόντικες, χώνονται βαθύτερα και αλυσοδένονται, μήπως τάχα και

ξαναβγούν από το σκοτάδι»

«Δεν νομίζω πως είναι στα αλήθεια τόσο απαισιόδοξα τα πράγματα.

Ειδάλλως τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα δεν θα ήταν τόσο ισχυρά, θα

έσβηναν γρήγορα». Σχολίασε ο Φίλιππος και ο Οδυσσέας έγνεψε θετικά.

«Ω, ναι. Κυρίως νέοι είναι που ακούνε τον λόγο μας, ορισμένοι ζητάνε

να τους διδάξουμε και δεν το αρνιόμαστε. Αλίμονο, μακάρι να

μπορούσαμε να μείνουμε σε ένα μέρος περισσότερο καιρό, μα πολλοί

είναι οι πολέμιοι μας και εγώ δεν μπορώ τους πέτρινους τοίχους και την

μονοτονία της καθημερινότητας. Ταξίδια λαχταρά η ψυχή μου, να γυρίσει

ολάκερη την γη, να θαυμάσει τις δημιουργίες της φύσης και όταν το

καταφέρει, θα θελήσει να πετάξει στα αστέρια, να δει πίσω από το μαύρο

πέπλο που τα περιβάλλει». Είπε και γέλασε τρανταχτά. Ρούφηξε λίγο

καπνό και το χαμόγελο του χάθηκε στη στιγμή. Ξεχείλισε την κούπα του

με κρασί και το άδειασε μονορούφι. Έπειτα, χαμήλωσε το βλέμμα και

άρχισε να σιγοτραγουδάει. Ανταλλάσοντας ένα βλέμμα με την

Ανδρομάχη, ο Έκτορας σκέφτηκε ότι ήταν πολύ αλλόκοτος, όμως

προκαλούσε το ενδιαφέρον του. Πίσω από την ιδιορρυθμία του, έβλεπε

την σκιά της σοφίας να αναδεύεται. Είχε έναν παιδικό αυθορμητισμό

αλλά μιλούσε με πρωτόγνωρη ωριμότητα. Έπειτα από κάμποση ώρα, η

νύστα τους κατέβαλλε και σύρθηκαν σε μια σκηνή όπου κοιμόνταν ήδη ο

Πάτροκλος, ο Πώρος, ο Σαλαντίν και ο Αίαντας, που τράνταζε τους

στύλους με το ροχαλητό του. Ξάπλωσαν κι ο ύπνος τους πήρε με μιας.

Ξύπνησε πολλές φορές, απότομα ο Έκτορας, καθώς ο Αχιλλέας και ο

Αίαντας ροχάλιζαν σαν θεριά βρυχώμενα. Όμως, λίγο πριν ξημερώσει,

όλοι, που κοιμόνταν στη σκηνή, σηκώθηκαν, ταραγμένοι από μια

μακρόσυρτη ιαχή.

Ήταν ο Οδυσσέας, εισέβαλλε στη σκηνή, έχοντας υψωμένη την

Κόμπρα στο δεξί χέρι και μια αδειανή νταμιτζάνα στο αριστερό.

Τρεκλίζοντας, πάνω από τα πόδια του Αχιλλέα, φώναξε:

«Ξυπνάτε, ξυπνάτε, νωθροί άνθρωποι. Αποχαυνώνει ο ύπνος το νου,

τον παρασύρει δόλια σε όνειρα γλυκά, ώστε να ξεχάσει την γεύση της

ζωής. Ξυπνάτε, νυσταλέα ανθρωπάκια, γιατί ο μονάρχης χρόνος υψώνει

το καμουτσίκι του και μας μαστιγώνει ανελέητα, σαν υποτακτικά άτια

του, που είμαστε, οι άμοιροι θνητοί. Αλίμονο, ξυπνάτε σας λέω, στα

άπληστα χέρια του παίζει χαιρέκακα τις ζωές μας, ώσπου να βρούμε

τρόπο να τον ανατρέψουμε».

«Ανάθεμα σε, μεθύστακα. Ο ουρανός είναι ακόμα σκοτεινός, δεν

σηκώνομαι πριν βγει ο ήλιος. Όχι επειδή σε χτυπάει το κρασί στο κεφάλι.

Έξω από εδώ, άσε με να κοιμηθώ». Γρύλισε ο Αίαντας και ξάπλωσε,

καλύπτοντας τα μάτια με το μπράτσο του. Απτόητος, ο Οδυσσέας έσυρε

δυνατή κραυγή και τράβηξε τον Αίαντα από το πόδι, γελώντας. Ο

θηριώδης άντρας σηκώθηκε, βλαστημώντας και έκανε να κατεβάσει την

γροθιά του στο πρόσωπο του Οδυσσέα, εκείνος όμως την απέφυγε

τρεκλίζοντας. Σε εκείνο το σημείο, επενέβη ο Αχιλλέας- ο μόνος που

μπορούσε να συγκρατήσει τον πανίσχυρο Αίαντα- και προσπάθησε να τον

ηρεμήσει. Βλέποντας τους μαζί, στον Έκτορα φάνηκαν σαν δύο ψηλά

βουνά να σμίγουν και να σκιάζουν τα πάντα γύρω τους. Στο μεταξύ, ο

Οδυσσέας έσπασε την νταμιτζάνα στα πόδια του Αίαντα και, κοιτώντας

τον προκλητικά, βγήκε από την σκηνή, έχοντας στα χείλη του πάντα

φορεμένο το αυτάρεσκο χαμόγελο. Ο Σαλαντίν ανασηκώθηκε δίπλα στον

Έκτορα και έτριψε τα πρησμένα μάτια του. Στη συνέχεια χασμουρήθηκε

κουρασμένα και έστριψε το μυτερό του γένι.

«Είναι, δίχως αμφιβολία, ο πιο ιδιόρρυθμος άντρας που έχω γνωρίσει.

Πάντα συμπεριφέρεται έτσι»; Απευθύνθηκε στον μελαμψό άντρα ο

νεαρός. Εκείνος, τον κοίταξε κατάματα με τα αμυγδαλωτά μάτια του και

για μερικές στιγμές δεν έβγαλε άχνα. Στη συνέχεια, έδωσε την απάντηση

του, με την βαθιά, κατευναστική φωνή του:

«Βαδίζω στο πλευρό του μια δεκαετία, πάνω-κάτω. Από τότε που

ακολούθησα και εγώ τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα. Η πρώτη μου

εντύπωση για τον Οδυσσέα ήταν πως φαινόταν ανυπόφορα αλαζόνας.

Όμως με τον καιρό, ανακάλυψα πως είναι πολύ σοφός άντρας και, μέσα

από τα ταξίδια του, είδε πολλά θαύματα, κατανόησε μυστήρια απρόσιτα

στον κοινό νου. Ναι, έχει δει περισσότερα από τον καθένα μας και το

ξέρει. Δεν είναι αλαζονεία αυτό που φαίνεται, είναι αυτογνωσία. Αυτή

είναι η δικιά μου γνώμη. Αν ρωτήσεις, θα μάθεις πως πολλοί θρύλοι

περιφέρονται γύρω από το πρόσωπο του και τα ταξίδια του. Όμως, όλες οι

εκδοχές συμφωνούν σε ένα σημείο: Επισκέφτηκε τις Απαγορευμένες

Χώρες των Μάγων, ο μοναδικός θνητός που το κατάφερε. Τις

επισκέφτηκε, λένε, και εκεί τα μάτια του είδαν τόση ομορφιά, τόση

αρμονία που δεν βάσταξε ο νους του, σάλεψε»

«Δεν μπορώ να πιστέψω πως ο ανθρώπινος νους θα σάλευε ποτέ, αν

έβλεπε ομορφιά και αρμονία. Όχι, δεν το πιστεύω. Θεωρώ πως μόνο

φώτιση και εξύψωση του πνεύματος θα έβρισκε κανείς στις

Απαγορευμένες Χώρες». Σχολίασε ο Έκτορας. Ο Σαλαντίν ανασήκωσε

τους ώμους και μασούλισε ένα φυλλαράκι μέντας.

«Ποιος ξέρει… Ίσως να μην επισκέφτηκε ποτέ τις Απαγορευμένες

Χώρες, ίσως κάτι άλλο να του συνέβη και να σάλεψε, ίσως να μην είναι

καν σαλεμένος, ίσως είναι απολύτως λογικός». Κατέληξε και σηκώθηκε.

Πέρασε στο ζωνάρι του τρία μαχαίρια με κυρτή κόψη και φόρεσε στην

πλάτη του ένα δερμάτινο θηκάρι, που μέσα του αναπαυόταν μια μεγάλη

χατζάρα. Χαμογέλασε στη συντροφιά και βγήκε από την σκηνή. Στον

Έκτορα δεν κολλούσε πια ύπνος, ούτε στους υπόλοιπους, ντύθηκαν τους

μανδύες τους, ζώστηκαν τα όπλα τους και βγήκαν έξω. Δεν ήξεραν αν

ήταν ο Οδυσσέας που τους ξύπνησε όλους, όμως στον καταυλισμό

υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Πολλές Αμαζόνες είχαν ήδη φορτώσει τις

σκηνές τους στις άμαξες, ενώ οι υπόλοιπες τις ξέστηναν βαριεστημένα.

Όταν το λυκαυγές έβαφε τα ανατολικά βουνά με άλικα και μενεξελί

χρώματα, ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν.

Ο Οδυσσέας τρέκλιζε και παραπατούσε συνεχώς, δεν συνήλθε παρά

όταν ο ήλιος ανέβηκε πάνω στις οροσειρές που τους περιέβαλλαν. Ακόμα

και τότε όμως, σιγομουρμούριζε και σφύριζε, άλλοτε έβγαζε ένα κομμάτι

περγαμηνή και σημείωνε βιαστικά και άλλοτε έβγαζε το σπαθί του και το

τίναζε στον αέρα. Τα μάτια του ήταν πρησμένα και είχαν μαύρους

κύκλους, ενώ το ασπράδι ήταν κατακόκκινο. Ξεκάθαρα, είχε κάμποσες

μέρες να κοιμηθεί. Αργότερα, ο Έκτορας και η Ανδρομάχη έμαθαν πως

είχε τσακωθεί ξανά με την Αφροδίτη το προηγούμενο βράδυ και πλέον

εκείνη δεν καταδεχόταν ούτε να τον πλησιάσει. Λανθασμένα, απέδωσαν

σε αυτό το γεγονός τη συμπεριφορά του.

Ο ρυθμός εντεινόταν όσο περνούσαν οι ώρες και διέσχιζαν

καταπράσινες πεδιάδες στις οποίες δεν φύτρωνε τίποτε ψηλότερο από

θεριεμένες βατομουριές και καρποφόροι θάμνοι. Όταν περνούσαν δίπλα

από μια ολάνθιστη κοιλάδα, στα ριζά ενός λόφου, ο Έκτορας είδε τη

Νύχτα να τον κοιτάει, κρυμμένη στη σκιά ενός βράχου, αγκαλιασμένου

από βρύα. Της έγνεψε χαμογελαστά κι εκείνη έφυγε τρέχοντας, θέλοντας

να προπορευτεί του στρατού. Η ιππασία ήταν πολύ ξεκούραστη για τον

Έκτορα, καθώς ο Αρίωνας βάδιζε σταθερά και γοργά, δίχως να καταπονεί

καθόλου τον αναβάτη του. Όντας περήφανο άτι, δεν ήθελε να του

τραβάνε τα ινία και ήταν αρκετά έξυπνος, ώστε να υπακούει τις

υποδείξεις του Έκτορα, που του μιλούσε σαν να ήταν άνθρωπος.

Έκαναν μια μικρή παύση δίπλα σε μια πεδιάδα, στην οποία φύτρωναν

παπαρούνες, υάκινθοι και ηλιοτρόπια. Ένας μοναχικός πλάτανος, με

χοντρά, στριφτά κλαδιά και βαθιές ρίζες, ορθωνόταν στην όχθη ενός

ποταμιού, όπου οδήγησαν τα άλογα τους, για να ξεδιψάσουν. Ο ήλιος

ήταν στην κορφή του ουρανού, ωστόσο, αν και δεν υπήρχε σύννεφο στον

ουρανό, έκανε ψύχρα και φυσούσε ένα απαλό, βορινό αεράκι. Μια

περίεργη αλεπού, με φουντωτή ουρά, κάρφωσε το βλέμμα της στον

πολυπληθή στρατό, δίχως φόβο. Στεκόταν στην απέναντι όχθη, κόρεσε

την δίψα της και απομακρύνθηκε με πηδηχτά βηματάκια. Στο μεταξύ, τα

δυνατά άλογα με τις μακριές χαίτες ήπιαν μπόλικο νερό, έφαγαν δύο

μπουκιές αγριόχορτα και έπειτα τα ξανάδεσαν στις άμαξες ή τα ίππευσαν.

Καθώς ο ουρανός σκούραινε και, πίσω από τα μπλε υφαντό του,

καρτερικά περίμεναν τα αστέρια να πέσει η νύχτα, τις χαμηλές κοιλάδες

και τις πεδιάδες με τα αγριόχορτα διαδέχθηκαν άλση με κέδρους,

καστανιές και αγριοσυκιές. Στη σκιά ενός βραχώδη λόφου, που

ορθωνόταν ένα άλσος από βελανιδιές, τους βρήκε η νύχτα και

αποφάσισαν να σταματήσουν. Είχαν απομακρυνθεί πολύ από την

ασφάλεια της Νέθας και ήταν εκτεθειμένοι. Πολλούς εχθρούς μπορούσαν

να κρύψουν τα δασάκια και οι ψηλές λοφοσειρές, εύκολο ήταν να

αιφνιδιαστούν.

Έτσι, έκαναν ένα σύντομο συμβούλιο, κατά το οποίο ορίστηκαν σκοποί

και βάρδιες. Την ώρα, λοιπόν, που άναψαν φωτιές και άρχισαν όλοι να

στήνουν σκηνές και να ετοιμάζουν φαγητά, η Δεινομάχη και η Λητώ των

Αμαζόνων, μαζί με τον Αχμέτ και τον Αίαντα των Μαυροκόκκινων

Φαντασμάτων απομακρύνθηκαν από το πλήθος, οι πολεμίστριες

κρύφτηκαν στις σκιές των βελανιδιών, στα βορειοδυτικά του Άλικου

Δρόμου και οι άντρες ανέβηκαν σε έναν λοφίσκο στα ανατολικά. Από

εκεί, οι τέσσερις σκοποί ήλεγχαν αποτελεσματικά την περίμετρο γύρω

από την κατασκήνωση, ενώ ήταν αθέατοι σε εχθρικά μάτια. Τίποτε

εχθρικό δεν διαφαινόταν, το μόνο που κέντρισε την προσοχή της

Δεινομάχης ήταν μια μαύρη λύκαινα, που παρατηρούσε τις δύο

Αμαζόνες, καθισμένη κάτω από μια συστάδα δέντρων.

Στις παρυφές του άλσους, τα τσουκάλια βγήκαν από την φωτιά και οι

ταξιδιώτες έπιασαν τις κουτάλες, έφαγαν μπόλικο φαί, να ανακτήσουν τις

δυνάμεις τους μετά από μια κουραστική μέρα ταξιδιού. Ήπιαν και κρασί,

να μεθύσουν τις σάρκες τους για να ξεχαστεί η ταλαιπωρία που κρεμόταν

πάνω τους. Όταν απόφαγαν, ο Οδυσσέας έπιασε μια κιθάρα και έπαιξε

μια πανέμορφη μελωδία που υπνώτισε την συντροφιά. Συνάμα,

σιγοτραγουδούσε ένα ποίημα που είχε σκεφτεί την προηγούμενη νύχτα.

Οι στίχοι του αντικατόπτριζαν έρωτα φλογερό, ασύνορα ταξίδια, την

γλύκα της συντροφικότητας και την παγερή σκιά του θανάτου. Ήταν

καταθλιπτικό, όμως μαγνήτισε τον Έκτορα που το άκουγε με προσήλωση

και προσπαθούσε να το απομνημονεύσει. Τελειώνοντας, άναψε την πίπα

του και παρακίνησε την Ανδρομάχη να παίξει το φλάουτο της, που δεν

αρνήθηκε. Ο Έκτορας έκανε προσκέφαλο τα σταυρωτά πόδια της,

έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στον ονειρικό σκοπό, που τον συνόδευε το

τριζοβόλημα της φωτιάς και το αλύχτισμα της Νύχτας. Σκαλίζοντας την

φωτιά με ένα μακρύ κλαρί, ο Φίλιππος άκουγε την μελωδία και

αναστέναζε, δίπλα του ο Αχιλλέας ακόνιζε τον πέλεκυ του, με το βλοσυρό

βλέμμα του να ‘ναι καρφωμένο στις πορτοκαλιές φλόγες.

Έπειτα από κάμποση ώρα, η Ανδρομάχη κουράστηκε να παίζει και

σταμάτησε. Σε κάποια άλλη φωτιά, οι Αμαζόνες χόρευαν, με γυμνωμένα

τα στήθια τους, σε ζωηρούς ρυθμούς. Οι περισσότεροι κάτοικοι της

Νέθας είχαν ήδη πέσει για ύπνο, αν και υπήρχαν μερικοί που

κουβέντιαζαν ψιθυριστά γύρω από την φωτιά. Μερικά μέτρα πιο πέρα

από την συντροφιά, ο Αβικέννας γελούσε τρανταχτά μαζί με τον Σαλαντίν

και τον Πάτροκλο. Χωρίς κάποιο προφανή λόγο, το μυαλό του Έκτορα

ανακάλεσε την συνάντηση του με τον Πάρη, τον νεαρό βοσκό που είχαν

βρει, όταν πορεύονταν προς το Δάσος της Ρέας. Αναρωτήθηκε αν είχε

ειδοποιήσει τους συγχωριανούς του κι αν είχαν επιζήσει ή έπεσαν στη

σκιά της Σεθίρηκα. Πόσες, άραγε, πόλεις είχαν γκρεμιστεί στα σκοτεινά

βάραθρα του Ζακχαέρ Ντων και πόσες έμειναν αβλαβής, έτοιμες να

πολεμήσουν τον νεκραναστημένο άρχοντα; Αυτομάτως, μια φριχτή

σκέψη αναδύθηκε στο νου του:

«Άραγε η Μηδείανορ να δέχθηκε επίθεση από Θανατώριους; Κι αν ναι,

μπόρεσε να αντισταθεί ή έπεσε, όπως μυριάδες άλλες;». Η απάντηση

ήρθε από τον Οδυσσέα, μετά από μερικές στιγμές.

«Η Μηδείανορ είναι ισχυρή πόλη-κράτος. Λένε πως την δύναμη της

μόνο η Νέθας συναγωνιζόταν. Και, παρ’ όλες τις διαφωνίες που έχω μαζί

τους, οι κυβερνήτες της, οι άνθρωποι της είναι σοφοί άνθρωποι,

ευλογημένοι με ψήγματα μαγείας. Το μόνο που μπορώ να πω με

βεβαιότητα, είναι πως δεν θα συμμαχούσαν ποτέ με τον Ζακχαέρ Ντων.

Το πιο πιθανό είναι πως δέχθηκε επιθέσεις, είναι η μόνη πόλη-κράτος

αρκετά δυνατή για να αντισταθεί στο κίνημα της Σεθίρηκα κι αν ο

Ζακχαέρ Ντων το ξέρει αυτό, σίγουρα θα προσπάθησε να την

εξολοθρεύσει». Με τον λόγο του Οδυσσέα, η καρδιά του Έκτορα

βυθίστηκε σε απόγνωση, μούδιασαν τα άκρα του.

«Οδυσσέα, δεν είμαι πολυταξιδεμένος σαν εσένα, ούτε πολέμαρχος.

Νιώθω πως χάος κυβερνά το μυαλό μου, δεν ξέρω τι να κάνω, δεν νιώθω

αρκετά σοφός για τέτοιες αποφάσεις. Τι θα συμβούλευες να κάνουμε;».

Αμέσως, τον άντρα τον έπιασαν τρανταχτά γέλια.

«Νομίζεις πως θα σε ακολουθούσα αν δεν συμφωνούσα με τον

προορισμό; Όχι, φίλε μου, ούτε εγώ ούτε κανένα άλλο Μαυροκόκκινο

Φάντασμα, θαρρώ. Η Μηδείανορ είναι ριψοκίνδυνος στόχος, δίχως

αμφιβολία. Όμως είναι ταυτόχρονα η μεγαλύτερη ελπίδα μας. Δεν

μπορούσαμε να μείνουμε στην κατεστραμμένη Νέθας, ούτε μπορούμε να

ταξιδέψουμε πιο βόρεια, θα περνούσαμε πολύ κοντά στη Σεθίρηκα. Ίσως

να είχαμε ελπίδες ταξιδεύοντας νότια ή πιο ανατολικά, όμως είναι μεγάλο

ταξίδι και, μέχρι να φτάναμε, ο Ζακχαέρ Ντων θα δυνάμωνε περισσότερο.

Καλύτερα να πορευτούμε προς την Μηδείανορ». Κατέληξε ο Οδυσσέας

και ο Έκτορας έγνεψε αόριστα. Τότε, παρενέβη ο Αχιλλέας με την τραχιά

φωνή του:

«Έχουμε μείνει πίσω, ωστόσο. Ο ρυθμός μας δεν είναι αρκετά γοργός

και υπολογίζω πως θα καθυστερήσουμε μια μέρα, αν όχι παραπάνω»

«Δεν νομίζω πως είναι καλό να εντείνουμε κι άλλο τον ρυθμό. Το

ταξίδι είναι μεγάλο και δεν ξέρουμε τι θα συναντήσουμε στην πορεία. Τα

άλογα πρέπει να είναι ξεκούραστα και οι πολεμιστές έτοιμοι για μάχη,

ανά πάσα στιγμή». Απάντησε η Ανδρομάχη.

Ξέφτια νεφελών ανέμιζαν, σαν κουρελιασμένα λάβαρα στον ουρανό κι

έκρυβαν κάθε τόσο το φεγγάρι και τα αστέρια. Φυσούσε βοριάς και οι

σκοποί αναριγούσαν, μακριά από τις φωτιές. Καθώς άλλαζαν οι βάρδιες,

κάθε δύο ώρες, η συντροφιά κοιμήθηκε σε μια σκηνή, μέχρι να έρθει η

σειρά της. Ο Οδυσσέας φύλαξε μαζί με την Ηλέκτρα, μια

ξανθομαλλούσα, ώριμη γυναίκα με σαγηνευτικό πρόσωπο,

γαλαζοπράσινα μάτια και σφριγηλό σώμα. Μαζί τους ήταν ο Αβικέννας

και η Ίριδα. Όταν τέλεψαν την βάρδια τους, ο Οδυσσέας πλησίασε τον

Αίαντα, μίλησαν για αρκετή ώρα και τελικά φίλιωσαν. Αγκαλιάστηκαν

και ο αδερφός του Αχιλλέα μπήκε στη σκηνή να ξυπνήσει τους τέσσερις

συντρόφους. Σκούντησε με το σπαθί του τον Αχιλλέα και εκείνος

ξύπνησε, μουγκρίζοντας. Σηκώθηκαν όλοι αστραπιαία και βγήκαν από

την σκηνή, την ώρα που ξάπλωναν ο Οδυσσέας και ο Αίαντας. Μέχρι

εκείνη την στιγμή, πήγαιναν για σκοπιά μόνο τέσσερα άτομα, όμως η

συντροφιά ήταν αποφασισμένη να μην χωρίσει. Υπήρξαν διαφωνίες, αλλά

μεσολάβησε η Δεινομάχη, που είχε ξυπνήσει από τις φωνές και πρότεινε

να πάνε άλλοι δύο σκοποί στον ανατολικό λόφο, αν η συντροφιά δεχόταν

να κρατήσει το πόστο της για τέσσερις ώρες αντί για δύο. Οι τέσσερις

συμφώνησαν και έτσι πήγαν μαζί τους η Άρτεμις και ο Πώρος. Οι δυο

τους ανέβηκαν στον λοφίσκο και η συντροφιά χώθηκε στις σκιές του

άλσους, ώσπου έφτασε στα ριζά του βραχώδη λόφου που κρεμόταν από

πάνω.

Δεν άργησε ο Έκτορας να εντοπίσει τα κεχριμπαρένια μάτια της Νύχτας

να του γνέφουν χαρωπά στο σκοτάδι. Γεμάτος ενθουσιασμό, την έδειξε

στην Ανδρομάχη και εκείνη χαμογέλασε. Η λύκαινα άφησε ένα

μακρόσυρτο ουρλιαχτό, την ώρα που το φεγγάρι έδυε και έπειτα χάθηκε.

Οι σύντροφοι πήραν θέσεις, ο Φίλιππος σκαρφάλωσε σε ένα ψηλό κλαδί

μιας γερασμένης βελανιδιάς και ο Αχιλλέας κούρνιασε στην κουφάλα που

είχε ανάμεσα στις ξερές ρίζες της. Οι μαύροι μανδύες του Έκτορα και της

Ανδρομάχης τους κάλυπταν πιο αποτελεσματικά από κρυψώνες και έτσι

κάθισαν σε έναν χαμηλό βράχο, στα ριζά του λόφου. Αγκαλιάστηκαν και

έπλεξαν τα χέρια τους. Ο Έκτορας μύρισε τα μαλλιά της και φίλησε τον

κρόταφο της.

«Πώς να φυλάξω σκοπιά, έχοντας εσένα πλάι μου, να πλανεύεις τις

αισθήσεις μου; Έρωτα γεμίζουν τα μάτια μου, αντικρίζοντας σε και πόθο

τα σωθικά μου, μυρίζοντας τα μαλλιά σου. Τυφλός στέκω και σαλεμένος,

τα άκρα μου μουδιάζουν, αγγίζοντας το φεγγαρένιο δέρμα σου»

«Μήπως να φύγω τότε»; Αστειεύτηκε η κοπέλα και ακούμπησε τα

χείλη της στα δικά του.

Όπως είχαν υποσχεθεί, οι σύντροφοι κράτησαν το πόστο τους για

τέσσερις ώρες και, όταν τελείωσε η βάρδια τους, η ανατολή είχε ήδη

αρχίσει να φωτίζει, προσκαλώντας το στοιχειωμένο λυκαυγές να την

συνοδέψει. Πίσω στην κατασκήνωση, οι αγουροξυπνημένοι ταξιδιώτες

ξέστηναν σκηνές, φόρτωναν τις άμαξες και σέλωναν τα άλογα. Σύντομα,

πλημμύρισαν τον Άλικο Δρόμο και άρχισαν να πορεύονται με θόρυβο.

Όσα περισσότερα χιλιόμετρα έτρωγαν, τόσο εντείνονταν τα ανήσυχα

βλέμματα και η επιφυλακή. Κι τα άσπλαχνα σύννεφα έκρυβαν την

ζεστασιά του ήλιου, δεν άφηναν τις αχτίδες του να φτάσουν στις καρδιές

των ταξιδιωτών και να τις γαληνέψουν με τα απαλά χάδια τους. Το

μελαγχολικό, γκρίζο πέπλο αιωρούταν πάνω από τα κεφάλια των

οδοιπόρων, σαν στοιχειωμένο πετούμενο που καιροφυλαχτούσε, ώσπου

να ορμήσει στη λεία του. Και κάτω από τη σκιά του, ο στρατός πέρασε

ελατοδάση, έστριψε στις παρυφές ενός δάσους από οξιές και πεύκα και

είδε, από μακριά, έναν ποταμό με καφετί νερό να κόβει στη μέση ένα

πλατανόδασος. Στις μακρινές οροσειρές, ομίχλη κάλυπτε τις χιονισμένες

κορφές και έβλεπαν κεραυνούς να ζεματίζουν τις αρχαίες ράχες τους. Την

ώρα που ο δρόμος έστριβε αριστερά, γύρω από ένα δάσος φτελιών, είδαν

καπνό να ορθώνεται πίσω από έναν λόφο στα βορειοδυτικά. Πυργωνόταν

ως τον ουρανό και ενωνόταν με τα μαύρα σύννεφα. Γύρα του, πετούμενα,

σαν μεγάλες νυχτερίδες, πλατάγιζαν τα φτερά τους.

«Νυχτοβάτες». Σχολίασε βλοσυρά ο Αχιλλέας.

«Οι φόβοι μας επιβεβαιώθηκαν, ο βορειοδυτικός δρόμος δεν είναι

ασφαλής, πιθανότατα θα παρακολουθείται». Πρόσθεσε ο Πώρος,

σμίγοντας τα φρύδια.

«Θαρρώ πως είναι η πόλη-κράτος Φωργκάμ που έπεσε, αν θυμάμαι

καλά, αυτή δέσποζε πίσω από τους λόφους. Ήταν υποτελής στη Νέθας.

Δεν νομίζω πως ο στρατός θα μείνει εκεί για πολύ, υποψιάζομαι πως

κατευθύνεται προς τη Νέθας κι οι ορδές του Ζακχαέρ Ντων έκαναν μια

παράκαμψη εκεί. Μακάρι να είχαμε τρόπο να τους προειδοποιούσαμε,

τους άμοιρους, πριν τους έβρισκε το σκοτάδι». Είπε με την σειρά του ο

Οδυσσέας. »Ωστόσο, καλό θα είναι να βιαστούμε, αλλιώς θα τους

συναντήσουμε, πριν μας δοθεί η ευκαιρία να στρίψουμε ανατολικά».

Κατέληξε. Αμέσως, οι αμαξάδες μαστίγωσαν τα άτια, οι ιππείς

σπιρούνισαν τα καπούλια των δικών τους και οι διαβάτες άρχισαν να

τρέχουν σχεδόν. Ο πανικός είχε διαχυθεί και, μέσα από τις άμαξες,

ακουγόταν το κλάμα των μικρών παιδιών και το τραύλισμα των γυναικών

που προσπαθούσαν να τα ηρεμήσουν. Οι ηλικιωμένοι αναστέναζαν και

δάκρυζαν σιωπηλά, κρυφά από τους άλλους.

Τα άλογα στις άμαξες άρχισαν να γκρινιάζουν και ο ιδρώτας έσταζε

από τις κατσαρές χαίτες τους. Οι πεζοπόροι είχαν λαχανιάσει και τα πόδια

τους ήταν πρησμένα και πληγιασμένα. Μόνο τα περήφανα άλογα των

Αμαζόνων και ο αγέρωχος Αρίωνας έμοιαζαν ακούραστοι και ακμαίοι.

Είχαν φτάσει σε ένα γνώριμο σημείο του Άλικου Δρόμου, στη μέση μιας

κοιλάδας όπου χωριζόταν σε τρεις παρακάμψεις. Εκεί, ο Έκτορας είχε

πρωτοδεί τα στρατεύματα της Νέθας να πορεύονται προς την Σωθράπον.

Και τώρα, εκεί, έπρεπε να πάρουν μια σημαντική απόφαση.

«Εδώ ο δρόμος χωρίζεται και οδηγεί βορειοανατολικά μέσα από το

Φαράγγι του Λέοντα, νότια στη Γη της Αμαλθείας και νοτιοανατολικά

στη Γέφυρα του Γερό-Χιονιά. Ο δρόμος που θα μας οδηγούσε πιο

γρήγορα στη Μηδείανορ περνάει μέσα από το Φαράγγι του Λέοντα».

Εξήγησε ο Οδυσσέας.

«Αλλά μας είπες, Έκτορα, πως αυτόν τον δρόμο χρησιμοποιούσε ο

στρατός του Ζακχαέρ Ντων, προκειμένου να μεταφέρει τους πολεμιστές

της Νέθας στη Σεθίρηκα. Δεν μπορούμε να τον θεωρήσουμε ασφαλή και,

αν μας στήσουν ενέδρα μες στο φαράγγι, είμαστε καταδικασμένοι.

Συμφωνήσαμε πως δεν μπορούμε να πάρουμε αυτόν τον δρόμο».

Παρενέβη η Δεινομάχη που στεκόταν δίπλα στον Φίλιππο, πάνω σε ένα

άσπρο άλογο με μαύρη χαίτη και μια μαύρη ρίγα στη μουσούδα.

«Οπότε, θα πάμε στη Γη της Αμαλθείας ή προς τη γέφυρα του Γερό-

Χιονιά»; Αναρωτήθηκε ο Φίλιππος.

«Θα βγούμε από τον Άλικο Δρόμο. Ακόμα κι αν δεν ελέγχεται εντελώς

από τον Ζακχαέρ Ντων, οι άλλοι δύο προορισμοί μας βγάζουν πολύ εκτός

πορείας». Απάντησε ο Οδυσσέας. Εκείνη την ώρα, ο Σαλαντίν του έφερε

έναν χάρτη ζωγραφισμένο πάνω σε περγαμηνή και μαζί με την Δεινομάχη

τον μελέτησαν. Κατέληξαν πως το καλύτερο ήταν να πορευτούν

ανατολικά για πολλά χιλιόμετρα και, όταν βρεθούν στο ύψος της

Μηδείανορ, να στρίψουν βόρεια. Η διαδρομή ήταν μεγάλη και δύσβατη,

όμως ασφαλέστερη.

Έτσι και έγινε. Στα ανατολικά της κοιλάδας υπήρχε ένα πυκνό δάσος

με πεύκα, κέρδους και βελανιδιές. Τα άλογα των Αμαζόνων και όσοι

βάδιζαν με τα πόδια προχωρούσαν χωρίς πρόβλημα, όμως οι άμαξες δεν

μπορούσαν να ελιχθούν ανάμεσα στα δέντρα και σφήνωναν συχνά

ανάμεσα στους κορμούς ή κολλούσαν σε χαντάκια. Όταν τελικά

κατάφεραν να βγουν από το δάσος, έστριψαν γύρω από έναν απότομο

λόφο, κατηφόρισαν σε μια κοιλάδα, στα ριζά δύο πελώριων βουνών και

από εκεί εισχώρησαν σε μία χαράδρα. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει, αλλά

συνέχισαν, ώσπου ο άξονας μιας άμαξας έσπασε από έναν μυτερό βράχο.

Η νύχτα είχε ήδη θρονιαστεί στον ουρανό και το μαύρο στέμμα της

στοίχειωναν βρόχινα σύννεφα. Σταμάτησαν κι άρχισαν να στήνουν τις

σκηνές, υπό τους εκκωφαντικούς ήχους των βροντών που χτυπούσαν στα

βράχια και δυνάμωναν. Ο Έκτορας, έχοντας εμπειρία ξυλουργού,

προσφέρθηκε να βοηθήσει στην επισκευή της άμαξας. Οι δουλειές

μοιράστηκαν, ο Πάτροκλος έφερε την απαραίτητη ξυλεία και εργαλεία, ο

Αχμέτ και ο Μωχάμεντ άδειασαν την άμαξα, δύο μεσήλικες της Νέθας

έβγαλαν τους τροχούς και, καθώς ο Έκτορας σύρθηκε κάτω από την

άμαξα και κάρφωνε τον άξονα, ο Αχιλλέας και ο Αίαντας την

συγκρατούσαν όρθια. Το σκοτάδι ήταν πηχτό και αυτό δυσκόλευε την

επισκευή, όμως, μετά από δύο ώρες, ο άξονας ήταν σαν καινούριος και

έμοιαζε αρκετά γερός. Δεν έμελλε ωστόσο να σταματήσει εκεί η

κακοτυχία τους. Προτού το φαγητό ετοιμαστεί, άρχισε να βρέχει

καταρρακτωδώς και έσβησαν οι φωτιές. Μπήκαν όλοι στις σκηνές και τις

άμαξες να προφυλαχτούν. Το έδαφος λάσπωσε και πλημμύρησε, νερό

έπεφτε ορμητικά από τις βραχώδεις ράχες των βουνών και παρέσυρε

βράχια και χώμα.

«Δεν ξέρω ποιος είναι δυνατότερος πολεμιστής, αλλά μπορώ με

σιγουριά να πω, Αχιλλέα, πως βρήκες τον δάσκαλο σου στο ροχαλητό,

από τον Αίαντα». Αστειεύτηκε ο Φίλιππος, μες στη σκηνή, μασουλώντας

παστό κρέας και ψωμί. Ο Αχιλλέας γέλασε τρανταχτά, μαζί με τους

υπόλοιπους, όμως ο Αίαντας μούγκρισε και αγριοκοίταξε τον νεαρό. Τον

αγνόησε και φίλησε την Δεινομάχη που καθόταν πλάι του, υπό το

έκπληκτο βλέμμα του Έκτορα που μέχρι την προηγούμενη μέρα τον

έβλεπε με την Ίριδα. Ήπιε μια γουλιά κρασί και παρατήρησε τον

Οδυσσέα που έγραφε με προσήλωση σε ένα κομμάτι χαρτί,

σιγομουρμουρίζοντας και καπνίζοντας. Η βροχή κροτάλιζε, πέφτοντας

στα γυμνά βράχια και οι κεραυνοί βρυχούνταν μανιασμένα, όμως μέσα

στη σκηνή το κρασί έρεε και τα γέλια τράνταζαν το υγρό έδαφος. Δεν

ήθελαν να επιτρέψουν μήτε στην κακοκαιρία μήτε στην κακοτυχία να

τους χαλάσουν το κέφι, γιατί τι άλλο ήταν τα χαμόγελα, παρά άστρα

φωτεινά που σπάζουν το σκοτάδι. Ο Σαλαντίν τραγουδούσε, η

Ανδρομάχη έπαιζε φλάουτο, ο Πάτροκλος γρατζουνούσε την κιθάρα και

ο Φίλιππος χόρευε ζωηρά.

Αργότερα, οι τέσσερις σύντροφοι ανέβασαν τις κουκούλες των

μανδυών τους, τυλίχθηκαν στις προβιές τους και βγήκαν να ελέγξουν την

περίμετρο της κατασκήνωσης. Όλα φαίνονταν ήσυχα, μόνο τα

κεχριμπαρένια μάτια της Νύχτας λαμπίριζαν, πάνω σε έναν βράχο. Ο

Φίλιππος με τον Αχιλλέα επέστρεψαν στη σκηνή, αλλά ο Έκτορας έπιασε

την Ανδρομάχη από το χέρι και κρύφτηκαν πίσω από έναν βράχο.

Φιλήθηκαν, γδύθηκαν και έκαναν έρωτα, αγνοώντας την βροχή που

μαστίγωνε τα κορμιά τους. Δεν τους άγγιζαν οι σταγόνες της, ούτε ο

ψυχρός βοριάς, το Πάθος τους αγκάλιασε και τους ζέστανε με την θέρμη

της καρδιάς του, ξετύλιξε και ο Έρωτας τα ξανθιά μαλλιά του και τα

έβαλε σκεπή πάνω από τα κεφάλια τους.

Το πρωί, ο ήλιος επέστρεψε στον χρυσό θρόνο του και, σαν αυστηρός

άρχοντας, έδιωξε μακριά τα γκριζωπά σύννεφα να μην ασχημαίνουν το

βασίλειο του, κουρελιασμένα και άχαρα, τα πέταξε μακριά. Γλίστρησαν

οι ακτίνες του μέσα στις σκηνές και ζέσταναν όσους κοιμόνταν,

εξατμίστηκε από το νου τους η ομίχλη των ονείρων και φωτισμένα τα

ματόκλαδα άνοιξαν ξεκούραστα. Ξέστησαν βιαστικά τις σκηνές και

φόρτωσαν τις άμαξες, σέλωσαν τα άλογα και ξεκίνησαν το ταξίδι τους,

δίχως καθυστέρηση. Έπειτα από το χθεσινό τους πάθημα, μπροστά από

τις άμαξες προπορεύονταν πεζοπόροι και καθάριζαν τον δρόμο από

μυτερά βράχια και μεγάλες πέτρες. Κατάφεραν με αυτόν τον τρόπο να

βγουν από την χαράδρα γοργά και δίχως απρόοπτα. Μετά από μια πλατιά

πεδιάδα, που πέρασαν δίχως δυσκολία, αναγκάστηκαν να κάνουν έναν

μεγάλο κύκλο, καθώς την πορεία τους στα ανατολικά έφραζε μια

λοφοσειρά, την οποία οι άμαξες θα δυσκολεύονταν να ανέβουν. Το

απομεσήμερο, προσπέρασαν τους ψηλούς, άγονους λόφους και

συνέχισαν, διασχίζοντας ένα αραιό πλατανόδασος. Έπειτα, τον δρόμο

τους εμπόδιζε ένα ποτάμι με απότομες όχθες, όμως δεν δυσκολεύτηκαν

να βρουν ένα γεφυράκι. Ήταν στενό και προχειροφτιαγμένο, έτσι οι

άμαξες περνούσαν αργά και μία- μία. Από εκεί, προχώρησαν φιδογυριστά

σε μια κοιλάδα, περιστοιχισμένη από έλατα και συνεχίζοντας πέρασαν

πλάι από έναν ψηλό τύμβο, που φρουρούσαν δύο στητά κυπαρίσσια.

Πριν ο ήλιος δύσει, συνάντησαν μια μεγάλη λίμνη. Είχε πράσινα νερά και

πάνω από δύσοσμες όχθες της φύτρωναν μυριάδες καλάμια, σαν

αδιαπέραστος φράχτης. Τα νεκρά νερά της κυμάτιζαν σιωπηλά, κάτω από

την γκρίζα ομίχλη που κρεμόταν σαν στοιχειό στην επιφάνεια της. Για

κάποιον απροσδιόριστο λόγο, η καρδιά του Έκτορα σφίχτηκε,

αντικρίζοντας την. Η σιωπή της περιοχής ήταν απόκοσμη και οι σκιές των

δύο βουνών, που υπήρχαν δεξιά και αριστερά της, παγωμένη.

«Που είμαστε»; Ψιθύρισε ο Φίλιππος. Κάτι μέσα του τον

προειδοποιούσε να μην σπάσει την νεκρική σιγή που επικρατούσε.

«Αυτή είναι η λίμνη Στυμφαλία. Βρίσκεται στους πρόποδες των δύο

τούτων βουνών, του Ζέφυρου και του Βορέα». Εξήγησε ο Οδυσσέας. Στο

μεταξύ, δυσαρεστημένος από την παύση, ο Αρίωνας χλιμίντρισε δυνατά

και τότε ξέσπασε πανικός.

Από τις καλαμιές, ξεχύθηκαν στον αέρα χιλιάδες πουλιά,

στριγγλίζοντας, με μαύρο φτέρωμα και λαμπερά, κίτρινα μάτια. Την ίδια

ώρα, από τα βράχια των βουνών πέταξαν κι άλλα πουλιά, διαφορετικά

στην όψη. Ήταν πιο μεγαλόσωμα, έμοιαζαν σαν αετοί αλλά φαίνονταν να

έχουν παραμορφωμένο κεφάλι. Τα πετούμενα ενώθηκαν, στροβίλισαν

στον αέρα, πάνω από την λίμνη και χίμηξαν στον στρατό. Έβγαλαν όλοι

τα όπλα τους, φόρεσαν τις αρματωσιές τους και απομάκρυναν τις άμαξες

με τους αμάχους. Την ώρα που οι Αμαζόνες τέντωναν τις χορδές των

τόξων τους, τα μαύρα πουλιά εκτόξευσαν κάτι από τις φτερούγες τους.

Έμοιαζαν με μικρά, μαύρα βέλη. Μερικά από αυτά κατευθύνθηκαν προς

το μέρος της συντροφιάς και του Οδυσσέα. Ο Έκτορας είπε στον Αρίωνα

να κάνει πίσω, το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι τρεις, ο Οδυσσέας έμεινε

στη θέση του και άναψε την πίπα του, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Ένα

«βέλος» πήγαινε κατευθείαν στον δεξί του ώμο, εκείνος παραμέρισε

αδιάφορα και καρφώθηκε στο έδαφος. Έσκυψε και το εξέτασε,

εκπνέοντας τον καπνό. Ήταν φτερό, όμως ήταν καμωμένο από χαλκό.

«Ενδιαφέρον». Ψιθύρισε. Χάιδεψε την λαβή του σπαθιού του και

φώναξε δυνατά: »Τα μαύρα πουλιά είναι Στυμφαλίδες Όρνιθες. Οι

φτερούγες, τα ράμφη και τα νύχια τους είναι καμωμένα από χαλκό,

προσοχή»!

Στο μεταξύ οι Αμαζόνες, ελίσσονταν προκειμένου να αποφεύγουν τα

φτερά τους και έριξαν μια ομοβροντία. Πολλές Στυμφαλίδες Όρνιθες

τρυπήθηκαν από τις σαϊτιές και έπεσαν στη λίμνη. Ένα σμήνος από

πουλιά όρμησε στη συντροφιά, η Ανδρομάχη τόξεψε τρεις Όρνιθες και

έπειτα έβγαλε το Αγκάθι από το θηκάρι της. Τα πουλιά εκτόξευσαν

δεκάδες φτερά, όμως ο Έκτορας μπόρεσε να τα αποφύγει, χάρη στους

ελιγμούς του Αρίωνα. Ύψωσε το Σπαθί της Λύκης και έκοψε το κεφάλι

μιας Στυμφαλίδας Όρνιθας την ώρα που πήγε να τον δαγκώσει. Έσκυψε,

αποφεύγοντας τα φτερά μιας άλλης και έπειτα την έκοψε στα δύο.

Φώναξε στον Αρίωνα να σταθεί στα δυο του πόδια, το άλογο υπάκουσε

και ο Έκτορας ήταν αρκετά ψηλά για να τρυπήσει την κοιλιά μιας τρίτης.

Άκουσε φτερά να πλαταγίσουν πίσω του, γύρισε μεμιάς όμως αστόχησε

στο χτύπημα και ένα πουλί, σαν μεγάλος αετός, τον έριξε από τη σέλα και

ο νεαρός έπεσε με ορμή στο έδαφος. Σηκώθηκε αμέσως και είδε το

πετούμενο που τον έριξε. Είχε θεριεμένο σώμα, μεγάλες αετίσιες

φτερούγες και πόδια δυνατά, εξοπλισμένα με γαμψά νύχια. Όμως είχε

κεφάλι γυναίκας, με αφρόντιστα, μπλεγμένα μαλλιά, γαμψή μύτη, κίτρινα

μάτια και άσαρκα χείλη. Το περίεργο πλάσμα όρμησε ξανά πάνω του, ο

Έκτορας κατέβασε το σπαθί και το έκοψε από την δεξιά φτερούγα μέχρι

την κοιλιά.

«Άρπυιες». Είπε χαμογελαστά ο Οδυσσέας, που έμοιαζε εντελώς

ατάραχος. Στυμφαλίδες Όρνιθες εκτόξευσαν καταπάνω του φτερά,

εκείνος τα απέφυγε με εκπληκτική ευλυγισία και έκοψε δύο από δαυτές.

Μια Άρπυια είχε σηκώσει έναν βαρύ βράχο και τον πέταξε πάνω στον

Έκτορα, ο νεαρός κύλισε στο έδαφος και την απέφυγε, όμως τότε ένα

φτερό καρφώθηκε στην αριστερή γάμπα του. Έσφιξε τα δόντια από τον

πόνο και τα μάτια του δάκρυσαν. Την ώρα που έβγαζε το χάλκινο φτερό

από το πόδι του, μια Στυμφαλίδα Όρνιθα όρμησε καταπάνω του, αλλά την

διαπέρασαν δύο βέλη της Ανδρομάχης. Ο Έκτορας καβάλησε ξανά τον

Αρίωνα και ανέπτυξε ταχύτητα. Μια Άρπυια άπλωσε τα νύχια της και

χίμηξε να τον γραπώσει, ο νεαρός έσκυψε, σταμάτησε το άλογο και

γύρισε επιτόπου, κόβοντας την στην πλάτη. Περνώντας την λεπίδα του

στα σωθικά μιας Όρνιθας, είδε τον Φίλιππο να τον σηκώνει μια Άρπυια

από το άλογο του, κρατώντας τους ώμους του. Φώναξε την Ανδρομάχη,

αλλά εκείνη είχε πληγωθεί από ένα φτερό στον δεξί της ώμο. Ενώ ο

Φίλιππος κραύγαζε, ο Οδυσσέας έπιασε μια μεγάλη πέτρα, σημάδεψε

καλά και την πέταξε στο κεφάλι του τέρατος που, κλονισμένο, άφησε τον

Φίλιππο. Εκείνος έπεσε από ύψος και στραμπούλιξε τον ώμο του.

Αφηρημένος από το συμβάν, ο Έκτορας δεν πρόσεξε και ένα φτερό τον

χάραξε στο μπράτσο. Το βλέμμα του σκοτείνιασε και έσυρε κραυγή

τρομερή, βλέποντας τους συντρόφους του να τραυματίζονται. Ίππευε με

ταχύτητα τον Αρίωνα και κατέβαζε το σπαθί του, σφάζοντας τα κτηνώδη

πετούμενα. Η Ανδρομάχη ξεπέρασε τον κλονισμό του τραυματισμού της

και κάρφωσε με το Αγκάθι πολλούς εχθρούς.

Τα σπαθιά του Φίλιππου σπίθιζαν όταν έκοβαν τις χάλκινες φτερούγες

των Ορνίθων και ο Αχιλλέας πελέκιζε με μανία τα πουλιά. Ο Οδυσσέας

απέφευγε με σβέλτες κινήσεις τα φτερά και έμοιαζε να έχει μάτια πίσω

από την πλάτη- όσες φορές προσπάθησαν να του χιμήξουν πισώπλατα

Άρπυιες τις τρύπησε δίχως καν να τις κοιτάξει- ενώ ο Αίαντας κράδαινε

ένα παλούκι που κατέληγε σε μια ακιδωτή, μεταλλική σφαίρα και

θρυμμάτιζε με αυτό τους εχθρούς του. Είχε τρυπηθεί στον δεξί μηρό από

δύο φτερά, όμως αγνοούσε τον πόνο. Πολλοί χάθηκαν στη μάχη με τα

τερατώδη πουλιά, κυρίως κάτοικοι της Νέθας. Οι Άρπυιες σήκωναν ψηλά

τα θύματα τους και τα γκρέμιζαν ή έριχναν βαριά βράχια στα κεφάλια

τους. Τα χάλκινα φτερά των Στυμφαλίδων Ορνίθων έκοβαν τη σάρκα σαν

βούτυρο, χαράκωναν με τα νύχια τους τα κορμιά των στρατιωτών και τα

τρυπούσαν με τα ράμφη τους.

Όμως τα βέλη των Αμαζόνων ήταν θανατερά και τα Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα σπουδαίοι πολεμιστές. Ο Έκτορας κατέβασε το σπαθί του σε

μία Όρνιθα που του είχε επιτεθεί και έσκισε τον μανδύα του, το πουλί

σταύρωσε τις χάλκινες φτερούγες του να προφυλαχτεί, όμως η λεπίδα του

Σπαθιού της Λύκης δεν εμποδιζόταν από το ταπεινό μέταλλο. Η

Ανδρομάχη του φώναξε και έδειξε πάνω από το κεφάλι του, ο νεαρός

έκανε ένα σάλτο αριστερά και εκεί που στεκόταν πριν προσγειώθηκε έναν

πελώριος βράχος. Δυσαρεστημένη, η Άρπυια χίμηξε στην Αμαζόνα, η

κοπέλα έτρεξε προς το μέρος της και την ώρα που το τέρας έκανε να την

γραπώσει από τους ώμους, κύλισε στο έδαφος και την κάρφωσε ανάμεσα

στα πόδια. Σκύβοντας, ο Έκτορας απέφυγε τα βέλη μιας Όρνιθας, όμως

πριν την σκοτώσει, την σαΐτεψε η Δεινομάχη. Πλέον, από χιλιάδες, τα

πουλιά είχαν γίνει δεκάδες. Ήξεραν πως δεν μπορούσαν να νικήσουν και

πέταξαν τρομαγμένα, αν και ο Οδυσσέας κάρφωσε μια Άρπυια την ώρα

που πετούσε μακριά του.

Στο μεταξύ, η νύχτα είχε πέσει, ματωμένη και παγερή. Η καταχνιά

γλιστρούσε στο λασπωμένο έδαφος, πάνω από τα νεκρά κορμιά των

ανθρώπων και των πουλιών. Οι κάτοικοι της Νέθας είχαν αποδεκατιστεί,

εκατοντάδες κείτονταν στις όχθες της Στυμφαλίας, τρυπημένοι από

χάλκινα φτερά, τσακισμένοι από τις θανατερές Άρπυιες. Μόλις είχαν

ελευθερωθεί από τον ζυγό του Πελία, οι άμοιροι, μα δεν πρόλαβαν να το

χαρούν, να οσμιστούν την ευωδία της ελευθερίας, τους πρόλαβε ο

θάνατος και πέρασε στα κορμιά τους τις άσπαστες αλυσίδες του, τους

τράβηξε στο άβαθο χάσμα της ανυπαρξίας. Ανάμεσα τους, ήταν και ο

Εχίονας, το παιδί που είχε υπερασπιστεί ο Έκτορας από τους φρουρούς

του Πελία. Το σκελετωμένο, άγουρο κορμί του ήταν τσακισμένο και

δίπλα του υπήρχε ένας μεγάλος βράχος. Στα άψυχα χέρια του κρατούσε

ακόμα ένα μικρό σπαθί, η ματωμένη λεπίδα του αναπαυόταν πάνω στον

σπασμένο θώρακα του. Ο Έκτορας μούδιασε ολόκληρος μόλις τον είδε,

έπεσε στα γόνατα, τον αγκάλιασε και άρχισε να κλαίει.

«Αιώνες είχαν να φανούν Στυμφαλίδες Όρνιθες και Άρπυιες σε αυτά τα

μέρη. Τις είχαν διώξει μακριά οι λύκοι και εκείνες πέταξαν πέρα από την

θάλασσα. Όμως, τώρα που οι Θανατώριοι μαστίζουν τούτα τα εδάφη,

έφυγαν οι λύκοι μαζί με τα ελάφια, τους κόρακες και τα φίδια. Κανένα

πλάσμα δεν έμεινε, βρήκαν τότε ευκαιρία τα καταραμένα πουλιά και

επέστρεψαν εδώ, καρτερώντας για μοναχικούς ταξιδιώτες και βοσκούς».

Εξήγησε ο Σαλαντίν, σφίγγοντας συμπονετικά τον ώμο του Έκτορα.

Εκτός από τους εκατοντάδες κατοίκους της Νέθας, είχαν σκοτωθεί δύο

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα, ο Κάλαϊς και ο Ζήτης. Τα κρανία τους είχαν

συνθλιβεί από τα βράχια των Άρπυιων. Δέκα Αμαζόνες είχαν πέσει, μαζί

με τα άτια τους, από τον χαλκό των Στυμφαλίδων Ορνίθων. Άλλοι

σαράντα ήταν τραυματισμένοι και εφτά άλογα επίσης. Άναψαν δαυλούς,

φόρτωσαν τους τραυματίες στις άμαξες. Από πολλές, βγήκαν έξω

γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, έπεσαν πάνω στους νεκρούς και

άρχισαν να σπαράζουν, να θρηνούν τους χαμένους συντρόφους, γονείς,

γιούς τους. Κυλούσαν τα δάκρυα πάνω στο κρύο αίμα, ανέβαιναν οι

κραυγές ψηλά και έσπαζαν στα υγρά βράχια, τις άκουσε ο ουρανός και

έσυρε βροντή, άρχισε να κλαίει μαζί τους. Ο Οδυσσέας σήκωσε την

κουκούλα του, καθάρισε με τον χιτώνα του το σπαθί από τα αίματα και

είπε:

«Ας πάρουμε τα όπλα και τις πανοπλίες από τους νεκρούς. Να τα

φορτώσουμε στις άμαξες. Πρέπει να συνεχίσουμε, δεν μπορούμε να

μείνουμε εδώ». Αμέσως, απομάκρυνε τον Έκτορα από το πτώμα του

Εχίονα και πήρε το μικρό σπαθί και το κράνος από το νεκρό παιδί.

«Σταμάτα»! Αντέδρασε ο Έκτορας και έκανε να πάρει πίσω τα

πράγματα του Εχίονα. »Σταμάτα άκαρδε. Δεν έχεις κανέναν σεβασμό;

Δεν θα φύγουμε πριν τους τιμήσουμε, τους κλάψουμε και του θάψουμε.

Έπεσαν, πολεμώντας πλάι μας. Αν εσύ δεν το σέβεσαι αυτό, φύγε. Εγώ

δεν κάνω βήμα». Ο Οδυσσέας έσμιξε τα φρύδια και τον άρπαξε από το

σβέρκο, θυμωμένος.

«Μην λες λόγια που δεν βγήκαν από τα χείλη μου, Έκτορα, ούτε να

συμπεραίνεις πράγματα για τις πράξεις μου. Όσο βάδιζαν, έτρωγαν,

γέλαγαν, έκλαιγαν, πολεμούσαν πλάι μου, τους σεβόμουν αυτούς τους

ανθρώπους, όσο μπορώ να σεβαστώ κάποιον που γνώριζα ελάχιστα. Τους

σεβόμουν και δάκρυσα, βλέποντας τους να πέφτουν, πλημμυρισμένοι στα

αίματα. Αλλά δεν θα προσποιηθώ πως πλέον είναι κάτι περισσότερο από

κρέας που σαπίζει, τροφή για τα κοράκια και τα τσακάλια. Σκουλήκια θα

μπουν στις σάρκες τους και έντομα θα κάνουν αυγά στα σωθικά τους, είτε

θαφτούν είτε όχι. Πέθαναν με τιμή, ναι, αυτό δεν αλλάζει και όσο ζούσαν

τους σεβόμουν. Όμως δεν θα σεβαστώ ένα αδειανό κουφάρι, όχι

περισσότερο από όσους συντρόφους μου παραμένουν ζωντανοί και

χρειάζονται όπλα και αρματωσιές. Όχι, δεν θα προβώ σε υποκριτικές

ιεροτελεστίες για να δείξω σεβασμό, σεβασμό θα δείξω αν φύγω από εδώ

το γρηγορότερο, πριν έρθουν εδώ Θανατώριοι και μας επιτεθούν. Σέβομαι

την ζωή, Έκτορα, όχι τον θάνατο!». Τον έσπρωξε και πέταξε τα άρματα

του Εχίονα μέσα σε μια άμαξα. Ο Έκτορας πήγε να ορμήσει πάνω του,

όμως τον συγκράτησε ο Φίλιππος.

«Έχει δίκιο, Έκτορα, έχει δίκιο. Σκέψου. Μεγάλος είναι ο πόνος,

χάσαμε πολλούς συντρόφους, όμως ξέρεις ότι δεν μπορούμε να κάνουμε

πλέον τίποτε για αυτούς. Κι αν τους θρηνήσουμε κι αν τους θάψουμε, θα

είναι για να απαλύνουμε τον δικό μας πόνο. Δεν έμεινε σε αυτούς ψυχή

πια για να τιμήσουμε»

«Και τους συντρόφους που έχασες στη σπηλιά της Σωθράπον; Δεν τους

τιμούσες αυτούς, Φίλιππε;». Θύμωσε τώρα και ο Φίλιππος, έριξε μια

γροθιά στον ώμο του Έκτορα κι εκείνος έπεσε χάμω.

«Σου έχω ήδη πει πως αναγκαστήκαμε να τραφούμε από τα πτώματα

τους! Αν τους τιμούσα; Ναι, αβάσταχτη ήταν η οδύνη όταν χάθηκαν,

όμως οι υπόλοιποι έπρεπε να ζήσουμε. Δεν μπορείς να ξέρεις εσύ, δεν

είδες ποτέ σου θάνατο, μεγάλωσες ξέγνοιαστα πλάι στον Αριστοτέλη.

Εγώ είδα τον έναν να λιμοκτονεί μετά τον άλλον και δεν μπορούσα να

κάνω τίποτε για αυτό. Μόνο να υπερνικήσω τον πόνο μου, να τον

αγνοήσω, να μάθω πως τα πτώματα δεν ήταν παρά άψυχη σάρκα που θα

μας βοηθούσε να επιζήσουμε!». Κραύγασε, με δάκρυα στα μάτια.

Απομακρύνθηκε και βοήθησε τους υπόλοιπους να μεταφέρουν τα όπλα

των νεκρών πολεμιστών. Ο Έκτορας έσκυψε το κεφάλι και άφησε την

βροχή να καθαρίσει τις σκέψεις του. Ήξερε ότι είχαν δίκιο και ο

Οδυσσέας και ο Φίλιππος, αλλά δεν μπορούσε να το δεχτεί. Ήξερε, είχε

μπει στην Αίθουσα του Θανάτου και είχε καταλάβει την εικόνα του.

Όμως δεν ήθελε να δεχτεί πως ο Εχίονας που κειτόταν πλάι του είχε πια

χαθεί, πως ο Αριστοτέλης είχε χαθεί, πως όλοι οι σύντροφοι που θα

έπεφταν, στις μάχες που μέλλονταν, θα χάνονταν. Η Ανδρομάχη τον

βοήθησε να σταθεί στα πόδια του, η αριστερή γάμπα του μάτωνε και

πονούσε αφόρητα.

«Έχει δίκιο». Είπε στην κοπέλα. »Δεν έχω δει θάνατο ποτέ μου και

αντιδράω ανόητα»

«Όλοι μας είδαμε θάνατο. Τον επισκεφτήκαμε κιόλας. Είναι ο πόνος

που σε κάνει να αντιδράς ανόητα. Δεν θες να τον δεχτείς, τον φοβάσαι και

προσπαθείς να τον απαλύνεις. Ξέρεις όμως ότι ο Αριστοτέλης δεν θα

ήθελε να εθελοτυφλείς, να κρύβεσαι σε ψέματα για να τον αποφύγεις.

Εσύ μου είχες πει κάποτε, να δεχτώ τον πόνο, να τον αγκαλιάσω και θα

αισθανθώ καλύτερα. Το σκοτάδι είναι πάνω από τα κεφάλια μας, Έκτορα,

μόνο τα αισθήματα μας μπορούν να μας οδηγήσουν πίσω στο φως. Αυτά

είναι η μεγάλη δύναμη μας, ας μην τους κρυβόμαστε». Τον αγκάλιασε

και, με το στήθος του ακουμπισμένο στο δικό της, βρήκε την δύναμη,

άφησε τον πόνο να μπει στην καρδιά του, να γίνει δάκρυα στα μάτια του

και λυγμός στα χείλη του.

Φόρτωσαν τα όπλα, οδήγησαν και τους συγγενείς των πεσόντων στις

άμαξες. Κουτσαίνοντας, ο Έκτορας πλησίασε τον Αρίωνα και τον

καβάλησε. Χάιδεψε τον λαιμό του και το άλογο τίναξε την βρεγμένη

χαίτη του. Ξεκίνησαν την πορεία τους, πηγαίνοντας από ένα στενό

μονοπάτι ανάμεσα από τις όχθες της Στυμφαλίας και τους πρόποδες του

Βορέα. Οι τροχοί των αμαξών βούλιαζαν στις λάσπες και κινούνταν αργά

και δύσκολα. Το μονοπάτι φιδογύριζε στα ριζά του βουνού και περνούσε

από ένα φαράγγι. Κυλούσαν καταρράχτες από τα βράχια του και το

έδαφος είχε γεμίσει αυλάκια που μετέφεραν το ορμητικό νερό μαζί με

ξεραμένα φύλλα, χώμα και πέτρες. Όταν κατάφεραν να βγάλουν τις

άμαξες από το φαράγγι, ανέβηκαν μια βραχώδη κοιλάδα. Τα κλαδιά των

δέντρων έγερναν, φορτωμένα με βρόχινο νερό και ο βοριάς πάσχιζε να

γκρεμίσει τα έλατα, όμως ήταν καλά ριζωμένα και είχαν γερούς κορμούς.

Η κακοκαιρία συνεχίστηκε την επόμενη μέρα, όπως και η πορεία του

στρατού. Κάλπαζαν και έτρεχαν, μακριά από το θανατικό τις νύχτας,

μακριά από τα αίματα που ξέπλενε η βροχή και έτρωγαν οι λάσπες,

μακριά από την δυσωδία των τσακισμένων κορμιών, που άφησαν λεία

στα καταραμένα πουλιά. Διέσχιζαν πράσινες πεδιάδες, στις παρυφές

δασών και οι άμαξες κινούνταν πιο γρήγορα στο βρεγμένο χορτάρι, που

ρουφούσε άπληστα το νερό και, ξεδιψασμένο, ανέδυε μια γλυκιά

μυρωδιά. Ο βοριάς ερχόταν ορμητικός από τις αγέρωχες οροσειρές και

λυσσομανούσε στα κορμιά των ταξιδιωτών. Τα άλογα τίναζαν τις χαίτες

τους, τις βάραινε η βροχή και οι πεζοπόροι γλιστρούσαν στο λασπώδες

έδαφος. Ήταν όλοι εξαντλημένοι, ταλαιπωρημένοι και, πολλοί,

τραυματίες από την μάχη της προηγούμενης νύχτας, ωστόσο δεν άφηναν

την κούραση και τον πόνο να μπει στον διάβα τους, γενναίοι και

σκληραγωγημένοι πολεμιστές, όλοι τους.

Το απόγευμα, κατηφόρισαν σε μια κοιλάδα, που την έσχιζε στη μέση ένα

ποτάμι και αποφάσισαν να σταματήσουν. Βρήκαν καταφύγιο για την

βροχή σε ένα δάσος από πλατάνια, λίγα μέτρα πιο μακριά από τις όχθες

του ποταμού. Έστησαν με πολύ κόπο τις σκηνές, καθώς ο δυνατός αέρας

παρέσερνε συνεχώς τις τέντες και κούρνιασαν στη ζεστασιά τους,

τυλιγμένοι με δέρματα και γούνες. Οι μανδύες των τεσσάρων συντρόφων

ήταν μουλιασμένοι και έσταζαν, οπότε τους έβγαλαν και φόρεσαν τις

προβιές των αγριόχοιρων. Ο Πάτροκλος τους πρόσφερε φαί και κρασί, ο

Αίαντας ήδη καταβρόχθιζε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας και ο Σαλαντίν

κοιμόταν. Πλάι στον Μοχάμεντ που τσιμπολογούσε,

βαριαναστενάζοντας, ο Οδυσσέας κάπνιζε την πίπα του. Τον πλησίασε ο

Έκτορας και του απολογήθηκε, ο άντρας χαμογέλασε και τον αγκάλιασε

θερμά. Έπειτα, ο Έκτορας μίλησε στον Φίλιππο:

«Είχες δίκιο για όσα είπες και ήμουν ανόητος που ανέφερα τους

συντρόφους σου στη Σωθράπον. Ξέρω πόσο σε πονάει η θύμηση τους.

Έπρεπε να σκεφτώ περισσότερο πριν ξεσπάσω, αν και ήταν δύσκολο

εκείνη την στιγμή. Συγνώμη, ξέρω πως και εσύ και ο Οδυσσέας δεν θα

ατιμάζατε ποτέ κανέναν και πράξατε για το καλό μας»

«Δεν είχα δίκιο, όταν είπα πως δεν έχεις δει ποτέ θάνατο. Και οι

τέσσερις είδαμε τον σπουδαιότερο σύντροφο μας να χάνετε στις φλόγες

του Μάρντουκ Σίρρους. Σε πονάει ο χαμός του ακόμα και γι’ αυτό

αντέδρασες έτσι, το καταλαβαίνω. Τίποτε δεν άλλαξε, Έκτορα, σ’

αγαπάω και θα είμαι πλάι σου». Αποκρίθηκε ο Φίλιππος και

αγκαλιάστηκαν. Το κεφάτο χαμόγελο επανήλθε στα χείλη του και έπειτα

έφαγαν με όρεξη. Ήπιαν κρασί και έπειτα ο Μοχάμεντ άναψε μια μεγάλη

πίπα να καπνίσουν. Είχε πάνω όμορφα σκαλίσματα με πολεμιστές πάνω

σε άλογα, κυνηγούς να σκοτώνουν μια μεγάλη αρκούδα και ένα ζευγάρι

να κάνει έρωτα. Ο καπνός ήταν μυρωδάτος, πρασινωπός και χαλάρωσε

τους σφιγμένους μύες των συντρόφων.

Έπειτα από μερικές στιγμές, μπήκε ο Αβικέννας που έφερνε γύρους στις

σκηνές και φρόντιζε τους τραυματίες. Έραψε την γάμπα του Έκτορα και

τον ώμο της Ανδρομάχης, έβαλε πάνω τους βότανα και τα επίδεσε. Στη

συνέχεια, έδεσε το στραμπουλιγμένο του Φίλιππου και έβαλε μια αλοιφή

στη γρατσουνιά, στο μπράτσο του Έκτορα. Δίχως αναμονή, έφυγε

βιαστικά να επισκεφτεί τους υπόλοιπους τραυματίες. Περιποιήθηκε

ακόμα και τα άλογα των Αμαζόνων, αν και ένα είχε πεθάνει ήδη μες στην

άμαξα, την ώρα του ταξιδιού. Είχε κάνει εντύπωση στον Έκτορα, ήταν

στοργικός και δεν άφηνε κανέναν αβοήθητο, πάντα ήρεμος και

χαμογελαστός, αλλά, όταν τον πρόσεξε στην μάχη, είχε μεταμορφωθεί σε

άφοβο και τρομερό πολεμιστή. Η τέχνη του στο σπαθί ήταν εφάμιλλη της

τέχνης του στην ιατρική.

Δεν φύλαξαν σκοπιά εκείνη τη νύχτα, η εξάντληση και η κακοκαιρία

τους αποθάρρυναν. Σύντομα, όλοι είχαν κοιμηθεί και άφησαν τον ύπνο να

απαλύνει τον πόνο και να θρέψει τις πληγές τους. Ο Αίαντας και ο

Αχιλλέας ροχάλιζαν, ενώ ο Οδυσσέας παραμιλούσε, ψέλλιζε ακατανόητα

λόγια. Ξημερώνοντας, τα σύννεφα έφυγαν και ο ξεπλυμένος ουρανός

χαμογελούσε ζωηρά. Χρυσαετοί άπλωσαν τις φτερούγες τους να τις

στεγνώσει ο ήλιος και τα λουλούδια άνοιξαν τα πέταλα τους, πετούσαν οι

μέλισσες ανάμεσα στις δροσοσταλίδες και έπιναν το νέκταρ.

Χορτασμένοι ύπνο, οι ταξιδιώτες ξέστησαν τις σκηνές, σέλωσαν τα άλογα

και φόρεσαν τις δερμάτινες μπότες τους, έτοιμοι για ακόμα μια μέρα

πορείας. Πέρασαν δίχως δυσκολία το ποτάμι, ήταν αρκετά ρηχό σε

ορισμένα σημεία, από εκεί βγήκαν, ανηφορίζοντας την κοιλάδα και

έκαναν τον γύρο ενός μεγάλου δάσους. Έστριψαν στα ριζά ενός λόφου

γεμάτου θυμάρια και τότε συνάντησαν έναν πλακόστρωτό, φαρδύ δρόμο.

Φαινόταν αχρησιμοποίητος για αρκετό καιρό, αγριόχορτα φύτρωναν

ανάμεσα στις πέτρες του και σε ένα σημείο είχε απλώσει τις ρίζες της μια

μοναχική οξιά.

«Αυτός είναι ο Δρόμος της Αργούς, οδηγεί στη Μηδείανορ. Αν είμαστε

τυχεροί, θα είμαστε εκεί πριν νυχτώσει». Ανήγγειλε ο Οδυσσέας, μόλις

πάτησε πάνω του. Όσοι τον άκουσαν, ξεφύσησαν ανακουφισμένοι και

σκόρπια χαμόγελα διαχύθηκαν. Ο Δρόμος της Αργούς δεν ήταν τόσο

μεγάλος όσο ο Άλικος, ωστόσο χωρούσαν τρεις άμαξες, η μια πλάι στην

άλλη. Τα άλογα που τις έσερναν χλιμίντρισαν χαρούμενα, καθώς οι

άμαξες κυλούσαν δίχως μεγάλη προσπάθεια και ήταν ευκαιρία να

ταχύνουν τον ρυθμό.

«Φαίνεται πως ήξερες για τις Στυμφαλίδες Όρνιθες και τις Άρπυιες.

Έχεις ξανασυναντήσει τέτοια πλάσματα στα ταξίδια σου;». Ρώτησε τον

Οδυσσέα ο Φίλιππος.

«Μόνο Στυμφαλίδες Όρνιθες, σε ένα νησί που λέγεται Γκάθναρ.

Δούλευα εκεί, λίγο καιρό, σαν δάσκαλος. Μια μέρα, καθώς εξερευνούσα

ένα απόκρημνο βουνό, δέχθηκα επίθεση από αυτές. Ήταν γύρω στις δέκα,

έτσι μπόρεσα να τις εξοντώσω δίχως δυσκολία. Λέγεται πως αρχικά ήταν

κοράκια, ώσπου ο θεός Άρης πήρε ένα σμήνος και το ανέθρεψε. Τα τάιζε

λιωμένο χαλκό και τα μετέτρεψε σε τέρατα με σκοπό να τα

χρησιμοποιήσει στον πόλεμο. Όταν πια δεν τις χρειάστηκε, τις

ελευθέρωσε και εκείνες πέταξαν, κρύφτηκαν στα όρη παραμονεύοντας

για ανθρώπους. Για τις Άρπυιες έμαθα όταν μπάρκαρα στην Ανατολή,

λίγο πριν γνωρίσω τον Πώρο. Πάνω στο καράβι ήταν ένας τυφλός

γέροντας, ο Φινέας που μου είπε πως τον είχαν αιχμάλωτο για πολλά

χρόνια. Τον τύφλωσαν για να μην μπορέσει να δραπετεύσει και τον

ανάγκασαν να τους μάθει την σοφία των ανθρώπων. Έφυγε από τις

απαίσιες φωλιές τους με την βοήθεια ενός ήρωα, που έδιωξε τα κτήνη και

τον ελευθέρωσε»

«Αληθεύει ότι έχεις επισκεφτεί τις Απαγορευμένες Χώρες;». Θέλησε

να μάθει ο Έκτορας που παρακολουθούσε την συζήτηση. Ο Οδυσσέας

χαμογέλασε, κοίταξε διαπεραστικά το νεαρό και έγνεψε θετικά.

«Πες μας για αυτές. Δεν έχω ακούσει για άλλον θνητό που να τις έχει

επισκεφτεί». Τον παρότρυνε η Ανδρομάχη.

«Ω, δεν θα μπορούσα. Τόση ομορφιά δεν μπορεί να βγει από θνητά

χείλη, καμία γλώσσα που ξέρω δεν μπορεί να την εκφράσει». Τα επίμονα

μάτια των τριών συντρόφων όμως τον ανάγκασαν να συνεχίσει. »Τι άλλο

είναι οι Απαγορευμένες Χώρες παρά το λίκνο της ελευθερίας, η επιτομή

της σοφίας, το θεμέλιο της αρμονίας. Είναι η απάντηση που ζητούσα στα

όνειρα μου, ένα μέρος ασύνορο, πανέμορφο όπου οι λέξεις “κράτος”,

“εξουσία”, “νόμοι”, “οικογένεια” τους είναι άγνωστες. Με αντιμετώπισαν

σαν ισάξιο τους, όλοι οι μάγοι που γνώρισα, ακόμα και στα ζώα, που

κατοικούσαν εκεί, συμπεριφέρονταν με ίδιο σεβασμό. Μου δίδαξε πολλά

ο Πλάτωνας και ακόμα περισσότερα η υπέροχη Υπατεία. Ω, τι ομορφιά,

αλήθεια! Ακόμα και ο ουρανός φάνταζε διαφορετικός εκεί, πιο φωτεινός,

ο ήλιος πιο ζεστός, το χιόνι διαμαντένιο και η βροχή δρόσιζε τόσο την

ψυχή σου όσο την σάρκα σου. Άκουγες τους ψιθύρους των μακρινών

αστεριών στο αυτί σου και σου έγνεφαν τα αστραφτερά λουλούδια

χαρωπά». Κατέληξε και το χαμόγελο του φωτίστηκε, έμοιαζε ξαφνικά

είκοσι χρόνια νεότερος και το παιδικό του πρόσωπο ήταν γεμάτο χαρά.

«Γιατί έφυγες λοιπόν;». Αναρωτήθηκε ο Φίλιππος.

«Σας έχω ήδη πει, δεν μπορώ να μείνω πολύ σε ένα μέρος, όσο

υπέροχο κι αν είναι. Λαχταράω ταξίδια και νέα θαύματα, θέλω να

ταξιδεύω, ώσπου ο ορίζοντας να μου πει πως δεν έχει άλλο να μου δώσει»

«Όσο ήσουν εκεί, γνώρισες την Μήδεια;». Ρώτησε με την σειρά του ο

Έκτορας.

«Όχι, δεν μου θυμίζει κάτι. Ήταν πολλοί οι μάγοι και όλοι τους

φιλόξενοι και ευγενικοί, αλλά δεν θα μπορούσα να τους γνωρίσω όλους,

ακόμα κι αν ήμουν ακόμα εκεί»

«Θα ήθελα να τις επισκεφτώ κι εγώ, όταν όλα αυτά τελειώσουν»

Ο Οδυσσέας γέλασε βεβιασμένα στο σχόλιο του Έκτορα.

«Αμφιβάλλω αν θα τα καταφέρεις. Αμφιβάλλω αν μπορώ κι εγώ να

ξαναπάω. Δεν υπάρχει χάρτης που να οδηγεί στις Απαγορευμένες Χώρες

κι εγώ βρέθηκα εκεί εντελώς τυχαία. Συνάντησα την είσοδο μπροστά μου,

έπειτα από μέρες, περιπλανώμενος στη θάλασσα. Είχε ναυαγήσει το πλοίο

μου και, ενώ έπλεα στον ωκεανό, χαμένος, άνοιξε μπροστά μου μια πύλη,

που εμφανίστηκε από το πουθενά. Μπήκα μέσα και χάθηκε ο ωκεανός,

άλλαξαν οι αστερισμοί στον ουρανό και βρισκόμουν σε ένα υπέροχο

δάσος». Τέλεψε τον λόγο του και φύσηξε τον καπνό από τα ρουθούνια

του. Ο Έκτορας αναστέναξε απογοητευμένος και συνέχισε να καλπάζει.

Η επιστροφή της καρδιάς

Δρόμος της Αργούς συνέχιζε ευθεία για πολλά μίλια, πάνω του,

διέσχισαν απέραντες πεδιάδες, πέρασαν στα ριζά μιας τεράστιας

οροσειράς, που έριχνε την παγωμένη σκιά της για χιλιάδες μέτρα

πάνω στους ταξιδιώτες, πορεύτηκαν πάνω από μια κοιλάδα, με ένα

μεγάλο ποτάμι, που στις όχθες του έπιναν ελάφια με στριφογυριστά

κέρατα και διάβηκαν μια γέφυρα, πλάι από έναν καταρράχτη που

βρυχιόταν, ρίχνοντας τόνους νερό, από την καρδιά ενός βουνού.

Κάμποσα μέτρα μετά την γέφυρα, ο δρόμος έστριβε δεξιά στις παρυφές

ενός πυκνού, σκοτεινού δάσους και έκανε τον γύρο μιας λίμνης που

βρισκόταν στους πρόποδες ενός ψηλού, άγονου λόφου. Ο ουρανός

καθρεφτιζόταν στην επιφάνεια της και μια αγριοτριανταφυλλιά φύτρωνε

στις όχθες. Ο Οδυσσέας έκοψε από εκεί ένα ρόδο και το μύριζε, καθ’ όλη

την διάρκεια της διαδρομής.

Στη συνέχεια, ο Δρόμος της Αργούς φιδογύριζε, πάνω σε έναν ομαλό,

χαμηλό λοφίσκο και, μόλις έφτασαν στην κορυφή, είδαν, από μακριά, τα

μεγαλοπρεπή κτίσματα της Μηδείανορ. Επιφωνήματα ενθουσιασμού και

χαμόγελα ανακούφισης απλώθηκαν στο πλήθος, η θέα της πόλης γέμισε

τις καρδιές τους κουράγιο και ατσάλωσε τα πόδια τους, άρχισαν να

βαδίζουν με μεγάλες δρασκελιές, ανυπομονώντας να φτάσουν στον

προορισμό τους. Χαμογελαστός, ο Έκτορας αντάλλαξε βλέμματα με την

Ανδρομάχη, τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα. Οι δύο πρώτοι, με ένα

μειδίαμα στα χείλη, του έκλεισαν το μάτι και ο θηριώδης άντρας έγνεψε

ανεπαίσθητα. Χάιδεψε την τραχιά χαίτη του Αρίωνα ο νεαρός και τον

παρακίνησε να καλπάσει γοργά, το ταξίδι τους έφτανε στο τέλος. Ήταν

ξεκάθαρο πως η πόλη δεν είχε καταληφθεί από Θανατώριους, δεν ήταν

καμένη ούτε περιβαλλόταν από ομίχλη και ο Έκτορας ήταν βέβαιος πως

δεν υπήρχε περίπτωση να συμμαχήσουν οι απόγονοι του Ιάσωνα με τον

Ζακχαέρ Ντων. Μέσα στον μανδύα του, η καρδιά του ιδρυτή της

Μηδείανορ σκίρτησε, ένιωσε κι αυτήν την επιστροφή της, μετά από

αιώνες, σε οικεία εδάφη, εκεί όπου ενώθηκε με την αθάνατη μαγεία, εκεί

όπου έλαμπε από έρωτα και γαλήνη.

Κατεβαίνοντας τον λόφο, ο δρόμος συνέχιζε ευθεία μέσα σε μια

καταπράσινη πεδιάδα, που την οριοθετούσε ένας μεγάλος ποταμός. Το

νερό του ήταν καθαρό και παγωμένο, μουρμούριζε τραγουδιστά λόγια

νοσταλγίας, για τα αρχαία όρη που το γέννησαν. Ήταν ο Μονοσάνδαλος

Ποταμός, ξεδιψούσε το χώμα της Μηδείανορ και έθρεφε τα σπαρτά της,

από την ίδρυση της μέχρι εκείνη την εποχή. Στα μέσα της διαδρομής,

εκατέρωθεν του δρόμου είδαν δύο επιβλητικά αγάλματα, το μέταλλο τους

λαμποκοπούσε στον δυτικό ήλιο και η σκουριά δεν τολμούσε να τα

αγγίξει. Το αριστερό ήταν ομοίωμα μιας γυναίκας με κόκκινα, κυματιστά

μαλλιά, τόσο μακριά που έφταναν κάτω από την μέση. Είχε αμυγδαλωτά

Ο

μάτια με μακριές βλεφαρίδες, πράσινες κόρες και γαλήνιο βλέμμα,

ερωτικό και δυναμικό. Τα λεπτεπίλεπτα χέρια της είχαν μακριά δάχτυλα

και ήταν απλωμένα, δείχνοντας τον ουρανό, καλωσόριζαν τους

ταξιδιώτες. Ο μαύρος μανδύας της ήταν σμιλεμένος προσεγμένα, μέχρι

και την τελευταία πτυχή και έμοιαζε να πλαταγίζει στο βορινό αγιάζι. Ο

Έκτορας δεν αμφέβαλλε πως ήταν η Μήδεια, πανέμορφη και στοργική.

Τον κατέλαβε συγκίνηση, βλέποντας την πολυμιλημένη μάγισσα και

αναθυμήθηκε πως υπήρξε σύντροφος του Αριστοτέλη. Αναστέναξε και

κάρφωσε τα υγρά μάτια του στο πρόσωπο της. Έπειτα, στράφηκε στο δεξί

ομοίωμα, που ήταν του Ιάσωνα, δίχως άλλο. Δεν έμοιαζε, ωστόσο, με το

γερασμένο φάντασμα που είχε δει η συντροφιά στην Αίθουσα του

Θανάτου. Οι μακριές μπούκλες του ήταν ξανθιές και το πρόσωπο του

αρυτίδωτο, ασημάδευτο. Είχε προτεταμένο μέτωπο και θεληματικό

πηγούνι, ανυψωμένα ζυγωματικά και χρυσή γενειάδα, που έφτανε μέχρι

το στέρνο. Το αριστερό του χέρι ήταν χαλαρωμένο στη μέση του κορμού,

ως μια ένδειξη καλωσορίσματος. Το δεξί ήταν υψωμένο ψηλά και

κράδαινε ένα μακρύ σπαθί. Το επιβλητικό βλέμμα του ήρωα

προειδοποιούσε τους εχθρούς και γέμιζε δέος τους φίλους. Ο Έκτορας

ψαχούλεψε τον μανδύα του και ξετύλιξε την καρδιά του Ιάσωνα. Έπειτα

μονολόγησε:

«Μία καρδιά ξέφυγε από τον θάνατο, κάτω από το ψυχρό βλέμμα του

Άδη. Αποχωρίστηκε τον κάτοχο της για μια ύστατη ηρωική πράξη, είδε

σκοτάδι και φως, είδε τον χαμό του σπουδαιότερου των Μάγων, ταξίδεψε

ξανά, έπειτα από αιώνες, σε θνητά εδάφη, χτυπώντας πλάι στην δικιά μου,

μαθαίνοντας της τους παλμούς των ηρωικών κατορθωμάτων. Η δικιά μου

την ζέστανε με την φλόγα της ζωής και της θύμισε τον έρωτα, το πάθος,

την συντροφικότητα και τον πόνο. Τώρα, σαν σε ένα αλλόκοτο όνειρο,

αντικρίζει το ομοίωμα του κατόχου της. Αναρωτιέται, τάχα, αν μπορεί να

δώσει ζωή στα άψυχα στήθια του, που καμώθηκαν από μέταλλο.

Αναρωτιέμαι κι εγώ μαζί της, αν θα βρει συγγενική καρδιά κάπου εκεί,

στα λευκά σπίτια που ζυγώνουμε. Αναρωτιέμαι κι αν κάποτε θα βρούμε

την αρχόντισσα τούτης της καρδιάς, που την κέρδισε πριν από τόσους

αιώνες και άκουσε μυριάδες φορές τους χτύπους της. Ποιος ξέρει τι

μονοπάτια θα ξετυλίξει μπροστά μας ο χρόνος; Μα η κατοχή της με πονά,

φέρνει στη θύμηση μου την σκιά του θανάτου και τα είδωλα της

ανυπαρξίας. Πόλεμος καρτερεί στον διάβα μου και είναι βάρος στα

στήθια μου. Κι αν όντως βρεθεί συγγενική καρδιά, ζωντανή όμως, να

κατοικεί στα λευκά σπιτικά, εκεί θα την εμπιστευτώ, ώσπου να πέσει το

σκοτάδι». Η καρδιά αχνοφαινόταν στο φως της μέρας και πόσο ξένη

έμοιαζε, ανάμεσα στη ζωντάνια του κόσμου! Ήταν φανερό πως δεν άνηκε

εκεί, οι στοιχειωμένες αίθουσες του Άδη ήταν η κατοικία της. Ο Έκτορας

την τύλιξε και την έχωσε ξανά στον μανδύα του. Έφερε πάλι στο νου του

την σκηνή που ο Αριστοτέλης την τράβηξε από τα στήθια του Ιάσωνα και

αναρρίγησε, όχι από φόβο αλλά από θλίψη και νοσταλγία.

Στο μεταξύ, λίγα μέτρα μακρύτερα από τα δύο αγάλματα, ένα ψηφιδωτό

κοσμούσε τον Δρόμο του Άργους, ένα σύμβολο που δεν ήταν ξένο στη

συντροφιά. Ένα κόκκινο χέρι, ανοιχτό, σε μαύρο φόντο, το Χέρι της

Μάγισσας. Είχαν φτάσει πλέον στην επικράτεια της Μηδείανορ. Πλάι

τους υπήρχαν αμπέλια και σιτηρά, χωράφια με ελαιόδεντρα, μηλιές και

πορτοκαλιές. Είχαν ήδη θερίσει και συλλέξει όλους τους καρπούς,

έστεκαν γυμνά και ξαλαφρωμένα τα φυτά, θρέφονταν από τον ήλιο και το

νερό, να γεννήσουν νέες σοδιές. Πιο μακριά, στα βορειοδυτικά, στις

παρυφές ενός πυκνού δάσους, που κυμάτιζε στις λοφοσειρές, υψώνονταν

τύμβοι και το φρεσκοσκαμμένο χώμα γυάλιζε κοκκινωπό. Τα λευκά

κτίσματα πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο τον στρατό και πύρωσαν

στη δύση του ήλιου, ξάπλωσαν τις μακριές σκιές τους στο χώμα. Όταν

έφτασαν κοντά, το λυκόφως ξέβαφε, το έτρωγε σιγά-σιγά η νύχτα και η

Αφροδίτη έλαμπε από ψηλά. Μπροστά από τα πρώτα σπίτια, είχε

συγκεντρωθεί ένας μικρός στρατός από εκατό άτομα που κρατούσαν

μακριά ακόντια και είχαν περασμένα τόξα στους ώμους. Πάνω από τους

άλικους μανδύες είχαν λαμπερούς θώρακες που έφεραν το Χέρι της

Μάγισσας. Ένας κοντός πολεμιστής με φαρδιές πλάτες και μυώδη χέρια

έκανε ένα βήμα μπροστά και μίλησε με βροντερή φωνή.

«Είμαι ο Ηρακλής, ηγέτης του στρατού της Μηδείανορ. Ποιος είναι ο

σκοπός σας εδώ, ταξιδιώτες;»

Προχώρησαν η Δεινομάχη και ο Σαλαντίν προς τον Ηρακλή και

αποκρίθηκαν:

«Είμαι η Δεινομάχη, ηγέτιδα της αμαζόνειας πολιτείας Φαμείκρωβ.

Πολλές Αμαζόνες, από διάφορα μέρη του κόσμου, καλπάζουν πλάι μου,

όμως τώρα ερχόμαστε από τη Νέθας. Η ένδοξη πολιτεία της δύσης

διαφθάρηκε από το Σκότος και έπεσε. Ήρθαμε εδώ επιζητώντας

συμμαχία, ώστε μαζί να αντιμετωπίσουμε την Σκιά, που απλώνεται από

τον βορρά»

«Ηρακλή, Σαλαντίν είναι το όνομα μου και ανήκω στα Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα. Αρκετούς μήνες τώρα γκρεμίζουμε το Σκότος, όπου το

συναντήσουμε και, μαζί με τις Αμαζόνες, σώσαμε τους κατοίκους της

Νέθας από αυτό και από τους διεφθαρμένους άρχοντες της. Μόνοι μας

δεν μπορούμε να αντισταθούμε στον εχθρό που ορθώνεται βορινά,

ερχόμαστε σε εσάς, ειρηνικά, να σας προειδοποιήσουμε και να ενώσουμε

τις δυνάμεις μας». Τα μάτια του Ηρακλή σπίθισαν και πλανήθηκαν στον

πολυπληθή στρατό. Πίσω του, οι πολεμιστές της Μηδείανορ ψιθύριζαν

και χαμογελούσαν.

«Δεν νομίζω πως υπάρχουν πολλά για τα οποία μπορείς να μας

προειδοποιήσεις. Ήδη αποκρούσαμε δύο επιθέσεις από αυτά τα

καταραμένα πλάσματα. Καλοδεχούμενη είναι, ωστόσο, κάθε συμμαχία.

Ελάτε μέσα, θα κανονίσω να μιλήσετε και στον κυβερνήτη». Κατέληξε ο

Ηρακλής και απέσυρε τον στρατό του. Καλπάζοντας στη Μηδείανορ, ο

Έκτορας είδε πόσο διέφερε από τη Νέθας. Εκεί, δεν είδε την εξαθλίωση

και την φτώχια που μάστιζε τους κατοίκους της Χρυσής Πολιτείας. Όλοι

κοιτούσαν τον Έκτορα στα μάτια, δίχως φόβο και το βλέμμα τους σπίθιζε

από δυναμισμό και αξιοπρέπεια. Αν και δεν υπήρχαν φτωχόσπιτα και

καλύβες, τα περισσότερα σπίτια ήταν πιο λιτά και φτωχικά από ορισμένα

αρχοντόσπιτα.

Στη Μηδείανορ, αντίθετα με τις περισσότερες πολιτείες, ο κυβερνήτης

εκλεγόταν από τους κατοίκους, κάθε χρόνο, πριν την εποχή του θερισμού.

Όμως με δισταγμό και επιφύλαξη οι κυβερνήτες αναλάμβαναν τα

καθήκοντα τους, δεν θεωρούταν τιμή παρά μεγάλη ευθύνη. Επίσης, δεν

υπήρχαν αυταπάτες για το ταπεραμέντο των κατοίκων. Όσοι

προσπάθησαν να καταχραστούν την εξουσία τους το μετάνιωσαν πικρά,

καθώς δημιουργήθηκαν εξεγέρσεις και εμφύλιοι πόλεμοι. Δεν υπήρχαν

φρουροί, όπως στη Νέθας, κάθε κάτοικος αναλάμβανε να υπερασπίζεται

τον εαυτό του και τους υπόλοιπους, αν χρειαζόταν. Ωστόσο, υπήρχαν

άρχοντες που είχαν στη δούλεψη τους αρκετούς ανθρώπους και τους

εκμεταλλευόταν δίχως αντιδράσεις και υπήρχε και κυβερνήτης. Δηλαδή,

υπήρχαν άτομα με περισσότερη εξουσία από τα υπόλοιπα. Αυτό ήταν που

δυσαρεστούσε τον Οδυσσέα και τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα. «Η

μοναρχία της πλειοψηφίας» αποκαλούσαν το πολίτευμα της Μηδείανορ

και των Αμαζόνων και ο Έκτορας δεν έβρισκε τρόπο να αντιταχθεί σε

αυτό. Αντιθέτως, τα λόγια τους συμφωνούσαν με τις διδαχές του

Αριστοτέλη. Αναρωτήθηκε, γιατί ο μάγος δεν του είχε μιλήσει ποτέ για τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα;

«Δεν μπορώ να γνωρίζω, δεν ήξερα τον Αριστοτέλη. Αν τολμήσω να

κάνω μια υπόθεση, βασιζόμενος στα όσα έχω μάθει για τους μάγους, είναι

ότι μιλούσε μόνο για όσα ήξερε καλά, ίσως όσα είχε δει ο ίδιος. Για εμάς

θα ακούσεις μόνο από εμάς, πέρα από τις φήμες και τους θρύλους που

διαδίδουν οι αδαείς και οι ανόητοι. Ίσως ο Αριστοτέλης δεν είχε

συναντήσει ποτέ τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα και αναγνώρισε πως

όσα είχε ακούσει ήταν ανυπόστατες φήμες, αν είχε ακούσει κάτι».

Αποκρίθηκε στο ερώτημα του ο Οδυσσέας, καθώς προχωρούσαν μπροστά

από την βιβλιοθήκη της Μηδείανορ, που ήταν το μεγαλύτερο κτίριο της

πόλης. Καμωμένο από πάλλευκο μάρμαρο, είχε πλάι από τα σκαλιά δύο

αγάλματα: δύο ξετυλιγμένες περγαμηνές που είχαν στην επιφάνεια τους

ανάγλυφα ένα φίδι και έναν αετό. Αντιδιαμετρικά της βιβλιοθήκης

υπήρχαν δύο πλατάνια, πελώρια, με κορμούς, τόσο χοντρούς όσο δέκα

άντρες, ο ένας δίπλα στον άλλον.

Κάθε σπιτικό που περνούσαν είχε και από έναν κήπο με λαχανικά και

λουλούδια. Οι κάτοικοι έβγαιναν με τα ποτιστήρια, κοιτούσαν τον μεγάλο

στρατό απορημένοι και συζητούσαν μεταξύ τους, εικάζοντας. Ο Ηρακλής

τους οδήγησε στα βορειοδυτικά όρια της πόλης, πίσω από δύο

αρχοντόσπιτα, σε ένα εγκαταλελειμμένο, άγονο χωράφι, αρκετά μεγάλο

ώστε να κατασκηνώσουν όλοι τους. Περιστοιχιζόταν από τρεις ψηλούς

λόφους, στους οποίους φύτρωναν πεύκα και οξιές. Ο μυώδης πολεμιστής,

μαζί με άλλους δέκα, βοήθησαν να ξεφορτώσουν τις άμαξες και να

στήσουν τις σκηνές. Έπειτα, πήγε να ειδοποιήσει τον κυβερνήτη της

Μηδείανορ. Κάνοντας ένα σύντομο συμβούλιο, συμφωνήθηκε να

μιλήσουν μαζί του ο Οδυσσέας, οι τέσσερις σύντροφοι και η Δεινομάχη.

Στο μεταξύ, οι λιγοστοί κάτοικοι της Νέθας, αποκαμωμένοι και

θλιμμένοι, αφέθηκαν στη γλύκα του ύπνου, μέσα στις σκηνές. Η νύχτα

είχε πέσει και, πάνω από τα κεφάλια τους, έλαμπε αρχοντικός ο Σείριος,

ζηλευτός ανάμεσα στα άλλα άστρα. Ο Ηρακλής δεν άργησε να

επιστρέψει και έφερε μαζί του τρόφιμα, κανάτες με νερό και κουβέρτες.

Φεύγοντας, τον ακολούθησαν οι έξι και τους οδήγησε στο αρχοντικό του

κυβερνήτη. Ήταν ένα ψηλό κτίριο από γκρίζα πέτρα και δρύινες πόρτες.

Η κεντρική πύλη είχε ανάγλυφο έναν πλάτανο και έναν πάνθηρα να

αναπαύεται στη σκιά του. Ο Ηρακλής την άνοιξε, πέρασαν σε έναν

διάδρομο από στιλβωμένη πέτρα και κίτρινους τοίχους που κατέληγε σε

μια μεγάλη κυκλική αίθουσα. Εκεί ήταν η βάση πέντε σκαλών και, από

αυτήν που έστεκε μπροστά τους, κατέβηκε ο κυβερνήτης. Ήταν νέος,

περίπου τριάντα πέντε ετών, είχε κοντά, καστανά μαλλιά και μακριά

κατσαρά γένια. Τα μελιά μάτια του εξέπνεαν γαλήνη και ηρεμία, ένα

κουρασμένο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα άσαρκα χείλη του. Πάνω

στο μυώδες κορμί του είχε περασμένο έναν βαθυκόκκινο μανδύα και στο

θηκάρι του αναπαυόταν ένα μακρύ σπαθί. Κοίταξε κατάματα τους έξι που

στεκόταν μπροστά του, αν και δεν βάσταξε να κρατήσει πολύ το βλέμμα

του στα μάτια του Έκτορα.

«Καλωσορίσατε, ταξιδιώτες. Ονομάζομαι Φρίξος και είμαι κυβερνήτης

της Μηδείανορ. Πριν από μερικούς μήνες μας επιτέθηκαν για δεύτερη

φορά κάτι αναθεματισμένα πλάσματα και μαθαίνω πως τα

αντιμετωπίσατε και εσείς. Πείτε μου την ιστορία σας, είμαι περίεργος για

τον ετερόκλητο στρατό σας και βλέπω στα μάτια σας σοφία, οργή και

πόνο, αταίριαστη στις ηλικίες σας. Μιλήστε λοιπόν». Τους παρακίνησε

ευγενικά ο Φρίξος. Την διήγηση ξεκίνησαν οι τέσσερις σύντροφοι,

λέγοντας, όπως είχαν ξαναπεί πολλές φορές πριν, την ιστορία του

Ζακχαέρ Ντων, της Σωθράπον, της Φίμιν, της Σπηλιάς των Μυστηρίων

και τελείωσαν με τις περιπέτειες στους στη Νέθας. Έπειτα μίλησε η

Δεινομάχη, εξηγώντας για το κοράκι με την ανθρώπινη μιλιά που είχε

έρθει από το δάσος της Ρέας, μεταφέροντας το κάλεσμα του Έκτορα και

την ανταπόκριση των Αμαζόνων σε αυτό, το ταξίδι τους μέχρι τη Νέθας

και την πτώση της πόλης. Τέλος, μίλησε και ο Οδυσσέας, έχοντας στα

χείλη του το γνώριμο, αυτάρεσκο χαμόγελο, ενώ, με την κοφτερή ματιά

του, χλεύαζε ξεκάθαρα τον Φρίξο. Ρούφηξε καπνό από την πίπα του και

εκπνέοντας τον, κατέληξε:

«Θέλω και εγώ να ξεκαθαρίσω, επίσης μου έχει ζητηθεί από τους

συντρόφους μου, ότι το γεγονός πως θα πολεμήσουμε πλάι σας δεν

αλλάζει τίποτε. Θα έρθει η ώρα, όταν τελειώσει ο πόλεμος τούτος, να

λογοδοτήσετε, εκτός κι αν έχετε την σοφία να αλλάξετε»

«Τούτος ο πόλεμος θα αλλάξει πολλά, αυτό είναι βέβαιο. Σε άλλους θα

γεμίσει σκοτάδι τις καρδιές και σε άλλους θα φέρει σοφία. Αν έχω μάθει

κάτι, όσα χρόνια ζω στη Μηδείανορ, είναι ότι η αλλαγή σπάνια δεν είναι

καλοδεχούμενη. Κι αν δείξεις το σωστό μονοπάτι, θα το

ακολουθήσουμε». Αποκρίθηκε ο Φρίξος, που ήταν φανερό πως

αισθανόταν αμήχανα.

«Το μονοπάτι που προτείνω δεν αρέσει σε κυβερνήτες και άρχοντες.

Αν είναι σωστό δεν γνωρίζω, είναι το καλύτερο που ξέρω. Γνωρίζω

επίσης πως η απληστία και η εξουσία σκιάζουν την σοφία και την

αναγνώριση της αλήθειας. Αν δεν αφήσεις αυτό να συμβεί σε σένα, τότε

μπορώ να μιλήσω μαζί σου. Δεν είμαι οδηγός, μήτε ειδήμων, ταξιδιώτης

είμαι μόνο, εξερευνητής. Σε προσκαλώ να εξερευνήσεις μαζί μου, όπως

και τους υπόλοιπους κάτοικους της πόλης, να μην επαναπαυτείς στον

θρόνο του πλούτου και της εξουσίας, που σου ανάθεσαν αφελώς. Κι αν

ανακαλύψεις καλύτερα μονοπάτια, που να οδηγούν στον ίδιο προορισμό,

θα ακολουθήσω εγώ εσένα». Ανταπάντησε ο Οδυσσέας, ήρεμα και

χαμογελαστά. Ο Φρίξος τον κοίταξε ανέκφραστός και έπειτα υποκλίθηκε.

Τα λόγια του άντρα τον είχαν βάλει σε συλλογισμούς. Αποφάσισε να

αλλάξει θέμα και απευθύνθηκε σε όλους:

«Δεν έχω την εξουσία να καλέσω τους ανθρώπους της Μηδείανορ σε

πόλεμο. Είστε ελεύθεροι να τους μιλήσετε και να τους εξηγήσετε, το ίδιο

θα κάνουμε κι εμείς από αύριο. Είμαι βέβαιος, όμως, πως κάθε ένας που

είναι ικανός να πολεμήσει θα σας ακολουθήσει. Οι κάτοικοι της Νέθας,

αν θέλουν, μπορούν να κάνουν μια νέα αρχή εδώ, να χτίσουν σπιτικά και

να δουλέψουν. Δεν θα υπάρξουν αντιρρήσεις και σίγουρα κάποιος

άρχοντας θα προσφερθεί να τους φιλοξενήσει ώσπου να ορθοποδήσουν.

Οι αποθήκες μας είναι ήδη γεμάτες, μετά την πρώτη επίθεση συλλέξαμε

όση τροφή μπορούσαμε, ώστε να είμαστε έτοιμοι για πολιορκία. Ναι, θα

συμμαχήσουμε, θα υψώσουμε όλοι μαζί τα σπαθιά ενάντια στο Σκότος.

Θα στείλω το κάλεσμα σου, Έκτορα, σε κάθε πολιτεία που είναι έτοιμη

να αντισταθεί». Αποφάσισε ο Φρίξος. Ο Έκτορας τον ευχαρίστησε θερμά,

έκανε να φύγει μαζί με τους υπόλοιπους, ώσπου κάτι θυμήθηκε:

«Κουβαλάω μαζί μου ένα απομεινάρι από την Αίθουσα του Θανάτου,

που σημαίνει πολλά για τούτη την πόλη. Την καρδιά της ψυχής του

Ιάσωνα, την πήραμε από τα Ηλύσια Πεδία. Είσαι μήπως απόγονος του,

Φρίξο»;

«Ω, όχι. Θαρρώ πως μόνο έναν απόγονο του ιδρυτή μας γνωρίζω. Ο

ίδιος δεν έχει παιδιά και η σύντροφος του πέθανε από βαριά ασθένεια,

πριν από μια δεκαετία σχεδόν. Γύρεψε τον γέροντα Ζήνων, μένει μονάχος

στα νότια σύνορα της πόλης». Του απάντησε ο κυβερνήτης. Ο Έκτορας

έγνεψε και του γύρισε την πλάτη. Επέστρεψαν στην κατασκήνωση, όπου

είχαν ήδη ανάψει οι φωτιές και έβραζαν τα τσουκάλια.

Πριν καθίσει με τους υπόλοιπους να γευματίσει, θυμήθηκε κάτι ακόμα

που έπρεπε να κάνει. Μπήκε στη σκηνή που κοιμόταν, άνοιξε το δισάκι

του και πήρε από μέσα ένα στριφτό, κοκάλινο βούκινο με χρυσούς

κρίκους στα άκρα του. Ήταν η Φωνή των Κενταύρων, που του είχε

δωρίσει ο Φόλος, στο Δάσος της Ρέας. Το έχωσε στον μανδύα του,

ίππευσε τον Αρίωνα και ανέβηκε στον μεσαίο λόφο, πάνω από το χωράφι.

Στάθηκε στην κορυφή, πλάι από μια οξιά, ο Αρίωνας ρουθούνισε και το

βοριαδάκι σφύριζε ανάμεσα στα κλαδιά, καθώς ο Έκτορας ακούμπησε

την άκρη του βούκινου στα χείλη του. Πήρε βαθιά ανάσα και το φύσηξε.

Βγήκε ένας δυνατός, τραχύς ήχος που έμοιαζε σαν κραυγή ανθρώπου

αναμιγμένη με χλιμίντρισμα αλόγου, παρασύρθηκε από τον αέρα και

ταξίδεψε μακριά, χτύπησε στις ράχες των μακρινών λοφοσειρών και η

ηχώ του επέστρεψε στα αυτιά του Έκτορα. Φύσηξε το βούκινο άλλες δύο

φορές, πριν το αποθέσει στον μανδύα του. Περίμενε κάποιο σημάδι πως

το κάλεσμα του ακούστηκε, τελικά όμως συνειδητοποίησε πως δεν

μπορούσε να περιμένει άμεση ανταπόκριση. Έμεινε λιγάκι στην κορυφή,

δεν ήθελε να κατέβει αμέσως στον καταυλισμό. Χάιδεψε την λαβή του

Σπαθιού της Λύκης και ύψωσε το κεφάλι. Άφησε έναν αναστεναγμό να

πετάξει στον μολυβένιο ουρανό, που έλαμπε σαν μαύρο ατσάλι. Πετάρισε

ανυπόμονα η καρδιά του και ξάφνου αντιλήφθηκε πως το σκοτάδι ήταν

κοντά και ζύγωνε συνεχώς. Δεν θα αργούσε να ξεσπάσει η μεγάλη μάχη

στη Μηδείανορ. Αναστέναξε ξανά και ψιθύρισε στον Αρίωνα να κατέβει

τον λόφο.

Κάθισε αμίλητος κοντά στη φωτιά και έφαγε. Ο Οδυσσέας, αντίκρυ του,

ήταν επίσης αμίλητος, κάπνιζε και συλλογιζόταν. Και, στο σπινθήρισμα

της πίπας του, έβλεπε οράματα ακατανόητα, οι στρόβιλοι του καπνού

έπαιρναν σχήμα και χρώμα, έδιναν ζωή και υπόσταση στις σκέψεις του.

Αριστερά του, οι ουλές στο πρόσωπο του Αχιλλέα γυάλιζαν, κόκκινες στο

ημίφως της φωτιάς και το σκοτεινό βλέμμα του ήταν πεσμένο στο χώμα.

Ο Φίλιππος ερωτοτροπούσε με την Δεινομάχη και ο Δαρείος με την

Αφροδίτη, έμοιαζαν υπνωτισμένοι από την ομορφιά των Αμαζόνων,

προστατευμένοι στις αγκαλιές τους από την απειλή που τους

περιτριγύριζε.

Τότε, ο Έκτορας κατάλαβε πως η Ανδρομάχη είχε καρφωμένα τα μάτια

της πάνω του. Δεν μπορούσε να κρυφτεί από την κοπέλα και να το ‘θελε.

Σαγήνευε το βλέμμα της την ψυχή του και ξεκλείδωνε τις πόρτες της,

άφηνε, απροστάτευτα, στη θέα της αισθήματα, έγνοιες και συλλογισμούς.

Έβλεπε εκείνη τα πάντα, δίχως να την κοιτάξει στα μάτια κι άκουγε δίχως

να της μιλήσει. Ακούμπησε χάμω το πιάτο του, δεν είχε όρεξη, στράφηκε

προς το μέρος της, όμως εκείνη τον σιώπησε με ένα νεύμα. Τον έπιασε

από το χέρι και περπάτησαν μέχρι τους πρόποδες των λόφων, δίχως να

πουν κουβέντα. Εκεί, τον φίλησε και τον τύλιξε στην αγκαλιά της.

«Αμφιβολίες και δισταγμοί σε κυκλώνουν. Ένας αθέατος φόβος

σκιάζει την καρδιά σου. Ναι, το σκοτάδι πλησιάζει, βαδίζει σιωπηλά προς

το μέρος μας, σύντομα θα το ανταμώσουμε. Όρθωσε το πείσμα σου,

στύλωσε την ψυχή σου και λευτέρωσε την δύναμη σου, τώρα είναι η

κατάλληλη στιγμή. Ξέρω ότι έχεις περίσσια δύναμη και θάρρος, τα έχω

δει, τα έχω αισθανθεί μέσα μου. Δεν θα φοβηθούμε τους εχθρούς, αυτοί

θα βυθιστούν στην απόγνωση, αντικρίζοντας σε. Σφυρηλατηθήκαμε σε

πόνο, σε απώλεια, σε θάνατο. Συνάμα όμως σε έρωτα, σε

συντροφικότητα, σε στιγμές γέλιου και ζεστασιάς. Όλα μαζί μας έχουν

κάνει δυνατότερους. Τα σκιρτήματα των καρδιών μας είναι μια

αρματωσιά αδιαπέραστη, ακόμα και ακατανόητη στις ορδές του Ζακχαέρ

Ντων». Του ψιθύρισε στο αυτί, γλυκά. Ο Έκτορας ξεφύσηξε και χύθηκε

στην αγκαλιά της.

«Γιατί, είναι η πυρά του πόνου που λιώνει τα σπλάχνα μας, το

ανέμισμα της αγάπης που ανοίγει τα φυλλοκάρδια μας, αυτά που μας

ξεχωρίζουν από τον νεκραναστημένο άρχοντα. Σιδερένιο προσωπείο

καλύπτει πλέον τα δάκρυα του, που έχουν στεγνώσει στα άψυχα μάτια

του. Στα σαπισμένα σωθικά του δεν αντηχεί ο λυγμός της απώλειας, ούτε

οι ηδονικοί αναστεναγμοί του έρωτα. Έχεις δίκιο, Αμαζόνα μου. Κάποτε

με οδήγησες έξω από το σκοτάδι, τώρα μου έδειξες πώς να δραπετεύσω

από τούτον τον αθόρυβο σπαραγμό. Όπως οι ναυτικοί ψάχνουν το Βορινό

Άστρο, όντας χαμένοι στον ωκεανό, έτσι και ο νους μου εσένα αποζητά

για να ξεφύγει από την σκιά». Αποκρίθηκε ο νεαρός. Ο αγέρας έστριβε

μακριά από το ζευγάρι, μην το παγώσει, η νύχτα άπλωσε απάνω τους το

πέπλο της, καθώς έκαναν έρωτα και το φευγαλέο φως από τις φωτιές δεν

έπεφτε στα γυμνά κορμιά τους. Κρυμμένοι στα αραχνοΰφαντα πλέγματα

της ηδονής, έμειναν αγκαλιασμένοι κάτω από τους λόφους ως το πρωί,

περιπλανώμενοι σε όνειρα κοινά.

Η νύχτα έφυγε απρόθυμα, ρόδισαν οι ανατολικές κορφές, καθώς

φάνηκαν δισταχτικά οι πρωινές αχτίδες. Μέσα στη Μηδείανορ, σαν

τελάληδες, οι κόκορες λαλούσαν, αναγγέλλοντας την άφιξη της νέας

μέρας. Άνοιξαν τα μπουμπούκια τα φύλλα τους και άρχισαν να ρουφούν

αχόρταγα το πρωινό φως. Και ο βοριάς φαινόταν να περιφρονεί μέρα και

νύχτα, φυσούσε αδιακρίτως στην πόλη. Καταπώς ήταν ο νόμος, ο Φρίξος

συγκάλεσε συνέλευση και οι ακόλουθοι του προσκαλούσαν κάθε κάτοικο

της Μηδείανορ να παραβρεθεί στην πλατεία, το απόγευμα.

Όταν ο ήλιος κρεμάστηκε πάνω από τις οροσειρές της ανατολής, ο

Οδυσσέας πήγε και συνάντησε τον κυβερνήτη, μαζί με τον Δαρείο και τον

Αβικέννα. Του ζήτησαν να απαλλάξει από τα δεσμά τους φυλακισμένους

της Μηδείανορ και να τους επιτρέψει να συμμετάσχουν στο συμβούλιο.

Υπήρξαν πολλές αντιρρήσεις, τόσο από τον Φρίξο όσο και από τον

Ηρακλή, αν και, προς μεγάλη έκπληξη του Οδυσσέα, ένας σύμβουλος και

στρατιώτης, ο Εύδωρος, πήρε το μέρος των Μαυροκόκκινων

Φαντασμάτων. Ήταν συνομήλικος του Φρίξου, είχε καστανά μαλλιά,

μακριά ως τους ώμους και απαλή, τραγουδιστή φωνή. Το σώμα του ήταν

γεροδεμένο και ψηλό και στα καφετιά μάτια του σιγόκαιε μια φλόγα. Η

γαμψή μύτη του, σε συνδυασμό με το προτεταμένο πηγούνι, του

πρόσδιδαν ένα αστείο παρουσιαστικό, ωστόσο ήταν αξιοσέβαστος

άντρας, με γοητευτική προσωπικότητα.

Συζητούσαν για ώρες ολάκερες, ο Ηρακλής ήταν αδιάλλακτος και

επηρέαζε την γνώμη του Φρίξου. Το πρωί κύλησε δίχως να βγει απόφαση

και, ενώ ο Έκτορας, η Ανδρομάχη, ο Φίλιππος και ο Αχιλλέας έτρωγαν

μεσημεριανό, μέσα στο αρχοντικό του κυβερνήτη ακόμα

διαπραγματεύονταν, για την ελευθερία των φυλακισμένων. Μαζί με την

συντροφιά γευμάτιζαν ο Πάτροκλος και ο Αίαντας, ο δεύτερος μάλιστα

λοξοκοιτούσε κάθε τόσο τα αρχοντόσπιτα. Δεν καταδεχόταν να πατήσει

πόδι μες στην πόλη, είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στο συμβούλιο, παρά

τις συνεχείς προτροπές των συντρόφων του. Ο Έκτορας σκέφτηκε πως

ίσως ήταν καλύτερα, καθώς η έντονη προσωπικότητα του και ο

τσεκουράτος λόγος του θα προκαλούσαν τους κατοίκους της Μηδείανορ.

Λίγα λεπτά αφότου απόφαγαν, επέστρεψαν στον καταυλισμό οι τρεις

άντρες και ο Οδυσσέας χαμογελούσε αυτάρεσκα. Έκατσε πλάι στη

συντροφιά και άπλωσε τα μακριά πόδια του, άναψε την πίπα του και

αγνάντευε σιωπηλός. Ο Δαρείος τους ενημέρωσε πως ο Φρίξος δέχτηκε

να ελευθερώσει τους κρατούμενους, αγνοώντας τις έντονες ενστάσεις του

Ηρακλή.

«Ο Αριστοτέλης μας είχε πει πως τούτη η πόλη χτίστηκε πάνω στις

αξίες των μάγων, η σύντροφος του ιδρυτή της ήταν μάγισσα. Όμως ποτέ

δεν μου είχε διδάξει τίποτε για φυλακές, του ήταν αδιανόητη η στέρηση

της ελευθερίας. Πως η Μηδείανορ ξέπεσε τόσο, λοιπόν; Έκανε λάθος ο

Αριστοτέλης ή ο Ιάσωνας»; Αναρωτήθηκε ο Έκτορας.

«Όχι, κανείς τους δεν έκανε λάθος». Απάντησε ο Οδυσσέας και φύσηξε

τον καπνό από τα πνευμόνια του. »Αρχικά η Μηδείανορ ήταν ονειρική

πολιτεία με αδιανόητα ήθη για τους υπόλοιπους. Αυτό όμως προξένησε

την έχθρα των άλλων πολιτειών και την απομόνωσαν. Αυτό δεν

αποθάρρυνε, αρχικά, τους πολίτες. Όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια,

εμπιστεύτηκαν περισσότερο τις αδυναμίες από τις δυνατότητες τους.

Αφέθηκαν, μοιρολατρικά, στις ελπίδες του μέλλοντος, εφησυχασμένοι

στα θεμέλια που είχαν χτίσει οι πρόγονοι τους. Έγιναν κοντόφθαλμοι και

άρχισαν να βλέπουν τον κόσμο μόνο όπως είναι και όχι όπως μπορούσε

να γίνει. Κουβαλώντας στις καρδιές τους την απογοήτευση της

απομόνωσης, παράτησαν το ευγενές έργο τους. Σταδιακά εκφυλίστηκαν,

οι διδαχές των μάγων ξεχάστηκαν και απέκτησαν ματαιοδοξίες, δίψα για

εξουσία. Βέβαια, η Μηδείανορ, όπως και οι Αμαζόνειες πολιτείες

ξεχωρίζουν ανάμεσα στις άλλες πόλεις-κράτη, όμως η καρδιά μου

σπαράζει όταν σκέφτομαι πόσο σπουδαιότερες θα είχαν γίνει, αν δεν

άφηναν την απογοήτευση να τις καταβάλει». Κατέληξε. Το βλέμμα του

σκοτείνιασε και έσκυψε το κεφάλι. Σώπασε και ο Έκτορας, σκεπτόμενος

όσα είχε μόλις ακούσει.

Αναθυμούμενος τον Αριστοτέλη και τον Ιάσωνα, μια ξαφνική σκέψη του

ήρθε. Μια ανειλημμένη υποχρέωση που έπρεπε να τελέψει. Έγνεψε στη

συντροφιά να τον ακολουθήσει και σηκώθηκαν αμέσως.

Απομακρύνθηκαν από τις σκηνές και μπήκαν στην πόλη. Προσπέρασαν

τα ψηλά αρχοντόσπιτα με τις μεγάλες αυλές, όπου οι υπηρέτες γυάλιζαν

τα μαρμάρινα μονοπάτια και φρόντιζαν τους κήπους. Στους δρόμους της

Μηδείανορ, τα παιδιά είχαν ξεχάσει ήδη την φρίκη των επιθέσεων από

τους Θανατώριους και έπαιζαν, έτρεχαν ξυπόλητα και κυλιόνταν στο

χώμα. Βάλσαμο ήταν το γέλιο τους και τα ξέγνοιαστα προσωπάκια τους.

Σήκωναν τις παλάμες τους, μαύρες από την βρωμιά και έγνεφαν χαρωπά

στη συντροφιά. Στις αυλές, τα σκυλιά γαύγιζαν και οι νοικοκυρές τάιζαν

τα ζωντανά τους, με ιδρωμένους και κοκκινισμένους τους σβέρκους τους,

οι άντρες σκάλιζαν τους κήπους και μετέφεραν στα κελάρια τσουβάλια με

τρόφιμα και αμφορείς με λάδι και κρασί.

Η συντροφιά έφτασε, μετά από κάμποση ώρα, στην πλατεία,

πλακόστρωτη, πλατιά, με ένα μεγάλο άγαλμα στο κεντρικό σημείο, ενός

σγουρομάλλη, γενειοφόρου άντρα, μιας γυναίκας με κυματιστά μαλλιά

και ωραίο πρόσωπο και ενός παιδιού, με αδύνατα, γυμνά πόδια και

μπαλωμένο πανωφόρι, να έχουν υψωμένα τα δεξιά χέρια τους και να

δείχνουν το κέντρο του ουρανού. Τα πρόσωπα τους ήταν χαμογελαστά

και στα μάτια τους ήταν αποτυπωμένο το δέος. Γύρω από την πλατεία

υπήρχαν εμπορικά, κρεοπωλεία, σιδεράδικα και ταβέρνες, στις οποίες

επικρατούσε φασαρία, από μεθυσμένους που φώναζαν, μαγαζάτορες που

έδιναν παραγγελίες και μουσικούς που έπαιζαν τα όργανα τους. Δύο

τροβαδούροι, που πορεύονταν στα μπαλκόνια των κυράδων τους,

πέρασαν μπροστά από την συντροφιά και τις έγνεψαν κεφάτα. Ο Έκτορας

έστριψε δεξιά, ακολουθούμενος από τους άλλους τρεις, πέρασαν μέσα

από τα σκιερά σοκάκια της πόλης, όπου οι νοικοκυραίοι τους κοιτούσαν

με έκδηλη περιέργεια, άλλοτε τους χαιρετούσαν αμήχανα και άλλοτε τους

προσκαλούσαν στα σπιτικά τους να τους κεράσουν κρασί και μεζέδες.

Έφτασαν στα νότια όρια της πόλης, από μακριά ακουγόταν το μονότονο

βουητό του Μονοσάνδαλου Ποταμού. Ρώτησαν μια γριούλα, που πετούσε

βαριεστημένα καλαμπόκι στις κότες της, που έμενε ο Ζήνωνας και εκείνη

τους έδειξε το απόμερο καλύβι που έστεκε μακριά από τα υπόλοιπα

σπίτια, μερικά μέτρα πριν τις όχθες του ποταμού.

Πηγαίνοντας προς τα εκεί, ασυναίσθητα έστρεψαν το κεφάλι δεξιά, όπου

είδαν για πρώτη φορά τα σημάδια των μαχών που είχε δώσει η

Μηδείανορ. Το καμένο και ξεραμένο έδαφος εκτεινόταν πολλά μέτρα

μακρύτερα από την αντίπερα όχθη του Μονοσάνδαλου. Σπασμένες

ασπίδες, συνθλιμμένες περικεφαλαίες και λυγισμένα δόρατα ήταν

σκόρπια στο μαυρισμένο χώμα. Ξεραμένοι λεκέδες από αίμα, σαπισμένα

εντόσθια και γκριζωπά κόκκαλα συνέθεταν ένα ζοφερό σκηνικό, ενώ

κοράκια, γύπες, σκουλήκια και μύγες τριγυρνούσαν στην περιοχή,

ψάχνοντας τροφή. Και μέσα από την αποφορά, μέσα από τις στάχτες και

τα χαλάσματα σύρθηκε η οργή, τρύπωσε στα στήθια των συντρόφων και

δυνάμωσε τους παλμούς τους. Ο Έκτορας έσφιξε την λαβή του σπαθιού

του και έτριξε τα δόντια. Ήξερε πως δεν θα αργούσε η ώρα να

λογοδοτήσουν τα κτήνη που προκάλεσαν τούτον τον μαρασμό. Με τον

μανδύα να πλαταγίζει στον βορινό αέρα, προχώρησε προς το

καλυβόσπιτο.

Στην μικρή αυλή, τα αγριόχορτα είχαν θεριέψει και καταλάβει τον

αφρόντιστο κήπο. Ποντικοί σεργιάνιζαν ανέμελα και έτρωγαν τα λιγοστά

ζαρζαβατικά που φύτρωναν, ενώ ένας τρυποκάρυδος, με κόκκινο λοφίο

και ασπρόμαυρο φτέρωμα, σφυροκοπούσε τις σαπισμένες σανίδες της

σκεπής. Ο Έκτορας, με μια σπρωξιά, άνοιξε την πόρτα της αυλής και

προχώρησε μέσα στα αγριόχορτα, που έφταναν μέχρι την μέση του, ως

την είσοδο του σπιτιού. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, την χτύπησε απαλά και

μίλησε από την εσοχή:

«Συγνώμη, μπορούμε να περάσουμε»;

«Όχι δεν μπορείτε! Μα αυτό δεν θα εμποδίσει τις ψευδαισθήσεις σας

ότι περάσατε. Ω ναι, γιατί, τα ταπεινά μυαλά μας πώς να ξεχωρίσουν το

αληθινό από το ψεύτικο;». Ακούστηκε μια λεπτή, γέρικη φωνή από μέσα.

Ο Έκτορας στράφηκε στην συντροφιά, απορημένος. Η Ανδρομάχη έκανε

έναν μορφασμό και ανασήκωσε τους ώμους, την ίδια ώρα που ο Φίλιππος

χαμογέλασε με την αλλόκοτη απόκριση. Η φωνή συνέχισε:

«Σάμπως, όταν ονειρευόμαστε, ξέρουμε ότι βλέπουμε όνειρο; Όχι! Πως

ξέρουμε, λοιπόν, ότι ολάκερη η ύπαρξη μας δεν είναι παρά ένα όνειρο;

Ένα όνειρο που ίσως βλέπουμε κι ας είμαστε ξύπνιοι»

«Συγνώμη, μπορούμε να περάσουμε; Θέλω να σας μιλήσω».

Επανέλαβε ο Έκτορας. Από την καλύβα ακούστηκε ένα επιφώνημα

δυσανασχέτησης. Απροσδόκητα, δύο γκρίζα μάτια άστραψαν μπροστά

στον νεαρό, που πισωπάτησε ξαφνιασμένος.

«Σου ξαναλέω, δεν γίνεται να περάσεις. Πουθενά δεν μπορείς να πας,

ανόητε, συνεχώς ακίνητος είσαι, μονάχα νομίζεις ότι βαδίζεις. Αλλά, για

να συντομεύουμε, ας υποθέσουμε πως θα μπορούσες να περάσεις. Έλα

λοιπόν!» Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ένα καμπουριαστό γεροντάκι με

ωχρό δέρμα και σκελετωμένο κορμί. Τα δόντια του ήταν κίτρινα και

σαπισμένα, πολλά είχαν πέσει και το σταφιδιασμένο πρόσωπο του

κάλυπτε μια πυκνή, ασημένια χαίτη και μακριά γένια. Είχε χοντρή,

πλακουτσωτή μύτη και σακουλιασμένα μάτια, που όμως ήταν λαμπερά,

σπινθηροβόλα, γεμισμένα με σοφία και εμπειρία.

Η συντροφιά μπήκε στο καλύβι. Η κατάσταση του σπιτιού ήταν

χειρότερη από αυτήν του κήπου. Στο πάτωμα υπήρχε μια στρώση σκόνης,

δύο δάχτυλα παχιά, παρατημένα διάσπαρτα βρίσκονταν κουρελιασμένα

ρούχα, άδειες μποτίλιες και τσαλακωμένες περγαμηνές. Στο μικρό

σαλόνι, μονάχα μια γλιτσιασμένη, μπαλωμένη πολυθρόνα ξεχώριζε, πλάι

στο δυτικό παράθυρο. Δίπλα υπήρχε μια κουζίνα που μύριζε μούχλα και,

πίσω από την πολυθρόνα, μια σαπισμένη σκάλα οδηγούσε στο

υπνοδωμάτιο. Αφού σάρωσε τον χώρο με το βλέμμα του, ο Έκτορας

στράφηκε στον γέροντα, όμως εκείνος είχε εξαφανιστεί από την πόρτα

που έχασκε ορθάνοιχτη. Κανείς δεν αντιλήφθηκε πότε έφυγε και που

πήγε, ώσπου εμφανίστηκε από την κουζίνα κρατώντας ένα μπουκάλι

κρασί.

«Είσαι ο Ζήνωνας, σωστά;». Του απευθύνθηκε ο Έκτορας και ο γέρος

έγνεψε θετικά, πίνοντας μια μεγάλη γουλιά. »Ήρθαμε χθες στη

Μηδείανορ…»

«Όχι»! Τον διέκοψε ο Ζήνωνας. Γέλασε τρανταχτά και με ένα σάλτο

πήγε μπροστά στον Έκτορα. »Όχι, δεν ήρθατε. Δεν μπορείτε να έρθετε

εδώ, ούτε εγώ μπορώ να πάω εκεί που είσαι». Ο νεαρός ανοιγόκλεισε το

στόμα, δίχως να ξέρει τι να πει, κοιτούσε αποσβολωμένος τον

μυστηριώδη γέροντα, προσπαθώντας να καταλάβει αν ήταν σαλεμένος.

Εκείνος χαμογέλασε και γύρισε την πλάτη στη συντροφιά, πήγε ξανά

προς την κουζίνα. »Ας σου δώσω ένα παράδειγμα». Ακούστηκαν

μπουκάλια να πέφτουν και να κυλάνε στο πάτωμα. Εμφανίστηκε

αιφνιδιαστικά πίσω από την Ανδρομάχη και συνέχισε: »Για να πας από

εδώ στην κουζίνα, πρέπει πρώτα να διασχίσεις το μισό της απόστασης.

Όμως για να το διανύσεις, πρέπει πρώτα να διανύσεις το μισό του μισού

της απόστασης. Αν συνεχίσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα αντιληφθείς

ότι μένεις ακίνητος, καθώς πορεύεσαι προς την κουζίνα. Χαχαχα!».

Γέλασε τρανταχτά και κρύφτηκε πίσω από την πολυθρόνα. «Όχι, δεν

κινείσαι. Ο χώρος είναι γεμάτος αιθέρα άλλωστε, δεν είναι αδειανός,

ώστε να μπορείς να κινηθείς. Το μόνο που γίνεται είναι να μεταφέρεται η

μορφή του αιθέρα που έχει την όψη σου από ένα σημείο σε ένα άλλο.

Χαχαχα, κατάλαβες; Απλώς αλλάζει σχήμα ο αιθέρας! Κι εμείς, αφελώς

το ερμηνεύουμε σαν κίνηση». Χάθηκε ξανά και εμφανίστηκε πίσω από

τον Έκτορα. Άπλωσε τα μακριά, λιγδωμένα δάχτυλα στο πρόσωπο του

και, μόλις τον κοίταξε κατάματα, το χαμόγελο του χάθηκε. »Μα, εσύ

έχεις ξανακούσει για τον αιθέρα. Ναι, ναι, είναι ξεκάθαρο πως κάποιος

σου ξαναμίλησε για την πεμπτουσία του κόσμου μας! Χαχαχα,

εκπληκτικό! Ένας μάγος, γνωρίζεις έναν μάγο!»

«Όχι πια. Χάθηκε πριν από κάμποσο καιρό, ώστε να μας σώσει». Ήταν

φανερό πως κεντρίστηκε η περιέργεια του Ζήνωνα, κάθισε στην

πολυθρόνα, ήπιε μια γουλιά κρασί και κάρφωσε τα μάτια του στον

Έκτορα, που συνέχισε: »Μαζί πορευτήκαμε στη Σπηλιά Των Μυστηρίων

και-χάρη στη θυσία του-βγήκαμε, με το Σπαθί της Λύκης. Άλλος είναι ο

λόγος που ήρθα να σε βρω. Μες στη Σπηλιά, στα Ηλύσια Πεδία,

συναντήσαμε την ψυχή ενός πρόγονου σου, του Ιάσωνα. Και έδωσε στον

μάγο την καρδιά του. Ο Ιάσωνας θέλησε η καρδιά του να πάει στη

Μήδεια, όμως δεν γνωρίζω τον δρόμο για τις Απαγορευμένες Χώρες.

Ακόμα και αν τον ήξερα, έχω άλλη αποστολή πρώτα, να συντρίψω το

σκοτάδι που θα έρθει στη Μηδείανορ σε λίγο καιρό. Σου εμπιστεύομαι

λοιπόν την καρδιά του προγόνου σου, ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος. Ο

Αριστοτέλης μου είχε πει πως δεν είναι παρά μια προβολή της

ανυπαρξίας, όμως ίσως σημαίνει κάτι για σένα». Με αργά, δισταχτικά

βήματα, ο Ζήνωνας πλησίασε την καρδιά που χτυπούσε μέσα στην

παλάμη του Έκτορα. Έγειρε το κεφάλι και την περιεργάστηκε,

ξερογλείψε τα χείλη και την έπιασε απαλά με τα δυο του χέρια.

«Μα τι είναι η ανυπαρξία, αν όχι το θεμέλιο της ύπαρξης; Όλα από

ακατέργαστο αιθέρα ξεπήδησαν, εκεί θα καταλήξουν πάλι. Και μετά;

Χαχαχα! Ποιος ξέρει; Ίσως νέοι κόσμοι γεννηθούν, ακόμα πιο θαυμαστοί

και περίεργοι από τον δικό μας». Έκανε ένα σάλτο, γελώντας τρανταχτά

και πήγε ξανά στην κουζίνα. Έπειτα από μερικές στιγμές, φάνηκε στην

κορυφή της σαπισμένης σκάλας.

«Θα φυλάξω τούτο το σύμβολο της ανυπαρξίας, αγαπημένε μου

Έκτορα. Με την άδεια σου, θα το μελετήσω, όσο έχω την ευκαιρία.

Σπουδαίο αντικείμενο, πραγματικά σπουδαίο». Ψέλλισε ο αλλόκοτος

γέροντας. Συγχυσμένος και αιφνιδιασμένος ο Έκτορας έγνεψε,

υποκλίθηκε και βγήκε από την καλύβα.

Καθώς βάδιζαν πίσω στην κατασκήνωση, και οι τέσσερις σύντροφοι

ήταν βυθισμένοι σε σκέψεις και δεν μπορούσαν να κατασταλάξουν αν ο

Ζήνωνας ήταν σοφός ή παρανοϊκός. Στην πραγματικότητα, όλοι οι

κάτοικοι της Μηδείανορ που τον γνώριζαν είχαν την ίδια απορία.

Προσδοκώντας να γνωρίσουν τον τελευταίο απόγονο της Μήδειας και

του Ιάσονα, είχαν φτιάξει στο μυαλό τους την νοητική εικόνα ενός

αλύγιστου πολέμαρχου ή ενός πάνσοφου, μεγαλοπρεπή, σεβάσμιου

γέροντα και αυτό που αντίκρισαν τους απογοήτευσε. Όταν όμως το

σκέφτηκε καλύτερα, ο Έκτορας αποφάσισε πως δεν μπορούσε να κρίνει

τον Ζήνωνα από μια σύντομη συνάντηση, η οποία μάλιστα διόλου

απογοητευτική ήταν. Μολονότι μιλούσε βιαστικά και δίχως ειρμό, τα

λόγια του έκρυβαν μια κατασταλαγμένη σοφία και προβληματισμούς

αδιανόητους.

Έχοντας αποχωριστεί την καρδιά του Ιάσωνα, ο Έκτορας ένιωσε τα

στήθια του πιο ελεύθερα, σαν να είχαν σπάσει οι αλυσίδες που τα

έσφιγγαν και ανέπνεαν ανεμπόδιστα. Συνάμα, μια ανησυχία ρίζωσε στο

νου του. Φοβήθηκε πως αποχωρίστηκε ένα κομμάτι του παρελθόντος του,

πως απομακρύνθηκε από κοντά του η θύμηση του Αριστοτέλη.

Σταμάτησε να περπατά και κοίταξε δισταχτικά προς τα πίσω,

αναρωτώμενος αν είχε πράξει σωστά. Και τότε, το καλύβι του Ζήνωνα

εξαφανίστηκε, τα μάτια του στράφηκαν προς τα μέσα, στα σπλάχνα του.

Πήραν οι σκέψεις του σάρκα και οστά, δανείστηκαν την ανάσα του και

φάνηκε η εικόνα του μάγου μπροστά του, χαμογελούσε συγκρατημένα

και τα διαπεραστικά μάτια του έλαμψαν. Γέμισε αυτοπεποίθηση ο νεαρός

και βεβαιώθηκε. Χαμογέλασε κρυφά από τους υπόλοιπους και δάκρυσε,

όταν ξεθώριασε ο Αριστοτέλης και έγινε ξανά αχνός συναισθημάτων.

Πάσχισε να διατηρήσει την εικόνα του, όμως την διέλυσε ο δυτικός ήλιος

και τα λευκά σπίτια της Μηδείανορ ορθώθηκαν ξανά μπροστά του.

Δίσταζε το φως να φύγει και οι τελευταίες αχτίδες φιλούσαν

παθιασμένα την γη, μην ξεχάσουν τη γεύση της, καθώς οι σκιές τις

έσερναν μακριά. Πύρωσε ο ορίζοντας και το λυκόφως ξεπροβόδιζε τον

ήλιο, ενώ με χρώματα γοητευτικά και απαλά καλούσε τη νύχτα. Και οι

κάτοικοι της Μηδείανορ, ανταποκρινόμενοι σε ένα άλλο κάλεσμα, είχαν

ήδη συγκεντρωθεί στην πλατεία, γύρω από το άγαλμα. Μαζί τους ήταν

διασκορπισμένες οι Αμαζόνες και τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα, εκτός

από τον Αίαντα. Παρόντες ήταν και οι κρατούμενοι της πόλης, που

ελευθερώθηκαν χάρη στον Οδυσσέα, τον Αβικέννα και τον Δαρείο. Οι

άρχοντες της πόλης και μερικοί ακόμα κάτοικοι τους έριχναν βλέμματα

οργισμένα και θυμωμένα, αλλά οι περισσότεροι τους είχαν υποδεχτεί

φιλικά και συζητούσαν μαζί τους, δίχως δισταγμούς. Ένας

αποφυλακισμένος, ονόματι Αινείας, έσπευσε να ευχαριστήσει τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα, που του χάρισαν την ελευθερία του. Ήταν

ψηλός και μυώδης, συνομήλικος του Έκτορα, είχε μαύρα, μπλεγμένα

μαλλιά που έφταναν μέχρι την μέση και κατσαρή γενειάδα. Τα καστανά

μάτια του αντικατόπτριζαν την αποφασιστικότητα και το θάρρος του, που

θα έδειχνε στις μάχες οι οποίες έπονταν.

Στο μεταξύ, ο Φρίξος ανέβηκε στο βάθρο του αγάλματος και ανήγγειλε

την έναρξη της συνέλευσης. Καλωσόρισε τους φιλοξενούμενους της

Μηδείανορ, εκ μέρους όλων των πολιτών και ευχαρίστησε όλους όσους

παρευρίσκονταν στην πλατεία. Έπειτα υπενθύμισε τις τρομερές μάχες που

έδωσαν ενάντια στους Θανατώριους και απαρίθμησε τους νεκρούς

μαχητές της πόλης, τιμώντας τους. Σε εκείνο το σημείο, ο Έκτορας

παρατήρησε πολλούς ακρωτηριασμένους πολεμιστές να δακρύζουν,

ταλαιπωρημένους στρατιώτες να αναστενάζουν και γυναίκες, παιδιά,

ηλικιωμένους να σπαράζουν.

Τελειώνοντας, ο Φρίξος προειδοποίησε πως ήταν θέμα χρόνου ώσπου να

ξαναχτυπήσει ο εχθρός και κάλεσε τον Έκτορα να διηγηθεί την ιστορία

της συντροφιάς. Του κακοφάνηκε που αγνόησε τους υπόλοιπους τρεις,

τον κάρφωσε με το βλέμμα του και έγνεψε στον Φίλιππο, την Ανδρομάχη

και τον Αχιλλέα να ανέβουν μαζί στο βάθρο. Δεν ήξεραν πλέον πόσες

φορές χρειάστηκε να ανακαλέσουν τις περιπέτειες τους, συχνά μπροστά

σε ανθρώπους που δεν ήξεραν καθόλου. Όμως, όσες φορές και αν έκαναν

την διήγηση, ο πόνος που την στιγμάτιζε δεν εννοούσε να απαλύνει,

παρέμενε εκεί, πεισματικά, σαδιστικά να μαστιγώνει τις καρδιές τους, να

μολύνει την κάθε λέξη τους. Και κάθε φορά η συντροφιά τον υπέμενε,

τον ανεχόταν γιατί αδυνατούσε να τον διώξει, γιατί έπρεπε να ενημερώσει

τους υπόλοιπους για τις φρικαλεότητες του Ζακχαέρ Ντων. Και ο πόνος

των τεσσάρων συντρόφων απάλυνε την θλίψη της Μηδείανορ, ένιωθαν οι

κάτοικοι της πως δεν υπέφεραν μόνοι τους, έβλεπαν τα δάκρυα τους να

ενώνονται με τα δικά τους και άνθισαν στις καρδιές τους συναισθήματα

αλληλεγγύης, ποτισμένα με αίμα χαμένων συντρόφων.

Ο Έκτορας κάλεσε όλους να αντισταθούν στο Σκότος που έσπερνε ο

Ζακχαέρ Ντων και ύψωσε το Σπαθί της Λύκης, να πάρει και να δώσει

κουράγιο. Αφού κατέβηκε από το βάθρο μαζί με τους συντρόφους του,

ανέβηκε ο Δαρείος. Ξεκίνησε να μιλάει με την βαθιά, κατευναστική φωνή

του που έδινε ζωή σε σκέψεις γεμάτες σοφία, θάρρος και ελευθερία. Το

πλήθος τον άκουγε με προσήλωση και πολλοί ζήτησαν να μάθουν ποιος

ήταν αυτός που αποτύπωνε σε λέξεις τόσο βαθυστόχαστους

συλλογισμούς. Κάλεσε τους κατοίκους της Μηδείανορ να πολεμήσουν,

όχι υπό τις διαταγές του Έκτορα, του Φρίξου ή τις δικές του, αλλά να

παλέψουν πλάι τους, για να σώσουν όλοι μαζί ότι όμορφο απέμεινε, να

προστατευτούν όλοι μαζί από την σκιά που απλωνόταν και όταν

γκρεμιστεί, να χτίσουν στα ερείπια της έναν κόσμο πιο σοφό, μια

κοινωνία που να μην λησμονήσει τα παρελθοντικά λάθη που έφεραν το

Σκότος. Έτσι τέλεψε τον λόγο του και έδωσε την θέση του στον Εύδωρο.

Η ανάσα του βοριά ήταν παγερή και στον ουρανό τα άστρα

τρεμόπαιζαν περιπαιχτικά, ανέγγιχτα από τις έγνοιες των θνητών. Όμως,

απτόητοι, οι συγκεντρωμένοι άνθρωποι συνέχιζαν το συμβούλιο στην

πλατεία της Μηδείανορ. Στο βάθρο του αγάλματος ανέβαιναν συνεχώς

ομιλητές, Αμαζόνες, Μαυροκόκκινα Φαντάσματα, κάτοικοι της πόλης,

όλοι δήλωναν πρόθυμοι να ανταποκριθούν στο κάλεσμα του Έκτορα. Και

ακούγονταν προσεχτικά, μόνο ένας φαινόταν να τους αγνοεί. Ο Οδυσσέας

είχε απομακρυνθεί από το πλήθος και έτρεχε μαζί με τα παιδιά που

βρήκαν ευκαιρία να παίξουν μέχρι αργά, καθώς οι γονείς τους βρίσκονταν

στη συνέλευση. Έτρεχε, γελούσε και έπαιζε μαζί τους ο άντρας, είχε

αποθέσει τις έγνοιες του στη νιότη τους και αυτή, καυτή, φλογερή τις

καρβούνιασε, άφησε τις στάχτες τους να παρασυρθούν στον βορινό αέρα.

Οι σοβαροφανείς άρχοντες τον κοίταζαν αποδοκιμαστικά και τον

σχολίαζαν, όμως στον Έκτορα φάνηκε ταιριαστή η παιδικότητα που

ξεδιπλώθηκε από τα σπλάχνα του Οδυσσέα. Είχαν χαθεί οι ρυτίδες από το

πρόσωπο του και το τρανταχτό γέλιο του ποτέ δεν είχε ξανακουστεί τόσο

αγνό, τόσο αβασάνιστο. Τα αφύσικα μακριά πόδια του είχαν ξεχάσει τα

χρόνια περιπλάνησης που τα βάραιναν, πηδούσαν αλαφρωμένα στον αέρα

και έτρεχαν ακούραστα. Και το δέος, που προξενούσε, δεν χάθηκε παρά

ενισχύθηκε από την νιότη που τον περιτριγύριζε, έλαμπε στο πρόσωπο

του θαυμαστά.

Ενοχλήθηκε λοιπόν ο Έκτορας βλέποντας τα επικριτικά βλέμματα που

του έριχναν, πλησίασε έναν άρχοντα με πλουμιστό μανδύα και

φροντισμένα, γκρίζα γένια και στάθηκε μπροστά του την ώρα που

σχολίαζε ψιθυριστά την συμπεριφορά του Οδυσσέα σε έναν γαιοκτήμονα,

με την μεγάλη του κοιλιά να κρέμεται. Το χλευαστικό χαμόγελο που είχε

σχηματιστεί στο πλαδαρό πρόσωπο του γαιοκτήμονα κόπηκε απότομα και

ο άρχοντας ξερόβηξε αμήχανα. Κοίταξε τον Έκτορα υποτιμητικά, όμως

τότε είδε στο βλέμμα του ένα μαύρο κτήνος να αναδεύεται. Φοβήθηκε,

χαμήλωσε το κεφάλι και προσποιήθηκε πως έστρωνε τα μανίκια του

μανδύα του. Ο Έκτορας δεν μίλησε, στεκόταν απλά μπροστά τους και

ένιωσε τον λύκο μέσα του να γρυλίζει απειλητικά στον γαιοκτήμονα. Το

κοντόχοντρο παρουσιαστικό του θύμισε τον Πελία και αυτό τον εξόργισε.

«Υποκριτικά ανθρωπάκια, έχετε θάψει τα συναισθήματα σας πίσω από

στρώσεις λίπους, μεταξιού, χρυσού, τα έχετε φυλακίσει μέσα στους

χοντρούς τοίχους των αρχοντικών σας. Έχουν ξεχαστεί, γυμνωμένες,

ψυχρές προβάλουν μπροστά μου οι καρδιές σας, άκαμπτα κουφάρια

στέκουν τα κορμιά σας. Κι όταν βλέπετε έναν άνθρωπο που δεν φοβάται

να αισθανθεί, που καθρεφτίζει τα συναισθήματα του στα μάτια, στα

χείλη, στα χέρια του, τρομάζετε και προσπαθείτε να παρηγορηθείτε μέσα

από την χλεύη». Είπε τελικά και έφτυσε στα πόδια τους. Εμφανώς

προσβεβλημένοι, οι δύο άντρες αιφνιδιάστηκαν από τον λόγο του

Έκτορα. Κανείς δεν είχε τολμήσει ως τότε να τους μιλήσει με τόσο

θράσος. Έκαναν να του απαντήσουν, τραύλισαν ακατάληπτα,

τρομαγμένοι από το βλέμμα του και αποφάσισαν να απομακρυνθούν με

γοργά, άτσαλα βήματα.

Λίγη ώρα αργότερα, η συνέλευση έφτασε στο πέρας της, αφού μίλησε

τελευταίος ο Αινείας. Τότε, ο Ηρακλής ανέβηκε στο βάθρο και ανήγγειλε

πως είχε φτάσει η στιγμή να ψηφίσουν, ώστε να αποφασιστεί αν θα

πολεμούσαν πλάι στον Έκτορα, στις Αμαζόνες και τα Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα. Όμως παρενέβη ο Οδυσσέας:

«Κανείς δεν θα ψηφίσει σήμερα. Δεν θα ανεχτώ να υποκατασταθεί ο

λόγος με την ανάταση των χεριών. Ο καθένας καλείται να αποφασίσει για

λογαριασμό του αν θα πολεμήσει πλάι μας ή όχι. Αν κάποιος δεν θέλει,

ευχαρίστως θα ακούσω τον λόγο του και θα καλοδεχτώ όποιον σταθεί

δίπλα μου. Είμαι διατεθειμένος να ακούσω όποιον αντίλογο έχει να

ακουστεί. Και όποιον θέλει να αιτιολογήσει γιατί θα πολεμήσει μαζί μου.

Όμως δεν θα αποφασίσει η πλειοψηφία για όλους»

«Δεν αποφασίζεις εσύ εδώ!». Αποκρίθηκε θυμωμένος ο Ηρακλής.

»Έχουμε νόμους και παραδόσεις που πρέπει να τηρηθούν. Δεν θα

γκρεμίσουμε την κοινωνία μας για χατίρι σου»

«Όμως, φαίνεται ότι είστε πρόθυμοι να την γκρεμίσετε στο όνομα της

τυφλής υποταγής σε ανούσιους νόμους και έθιμα. Στο όνομα παραδόσεων

που βάλατε στη θέση της λογικής σας. Ωστόσο, δεν μου έδωσες κάποιον

καλό λόγο, γιατί πρέπει όλοι να υποταχθούν στην γνώμη της

πλειοψηφίας, εφόσον μπορούν να ακουστούν και να συζητηθούν όποιες

διαφωνίες υπάρχουν και πιθανότατα να λυθούν. Δεν μου έδωσες κάποιον

καλό λόγο, γιατί μια άποψη είναι λαθεμένη, απλά και μόνο επειδή είναι

μειοψηφική». Ανταπάντησε ο Οδυσσέας, χαμογελώντας περιφρονητικά.

Άναψε την πίπα του και περίμενε την απόκριση του Ηρακλή. Εκείνος

σιώπησε και ξεφυσούσε θυμωμένος. Κοίταξε τον Φρίξο, εκείνος έστρεψε

το βλέμμα του τριγύρω, συλλογισμένος και έγνεψε αδύναμα, οπότε ο

Ηρακλής συγκατένευσε βαρύθυμα. Την απόφαση δέχτηκαν με

ενθουσιασμό οι κάτοικοι της Μηδείανορ, έδειχναν τον Οδυσσέα και

μερικοί τον χτυπούσαν φιλικά στον ώμο. Εκείνος τους αγνόησε,

απομακρύνθηκε αθόρυβα, καπνίζοντας. Τον ακολούθησε η Αφροδίτη, τον

φίλησε απαλά στα χείλη και χάθηκαν μαζί.

Από μακριά, ακούστηκε το μακροσκελές αλύχτισμα της Νύχτας, που είχε

νοσταλγήσει ο Έκτορας. Διαπέρασε τα στήθια του, τρύπωσε μέσα του και

φλόγισε το αίμα του. Ανήσυχα τα σκυλιά άρχισαν να γαυγίζουν, όμως η

λύκαινα τα αγνόησε και ούρλιαξε ξανά. Η ώρα ήταν περασμένη, τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα και οι Αμαζόνες επέστρεφαν στον

καταυλισμό, ενώ οι κάτοικοι της Μηδείανορ γυρνούσαν στα σπιτικά τους.

Την ώρα που μερικές μανάδες κυνηγούσαν τα παιδιά τους, ώστε να τα

πάνε για ύπνο, η Αριάδνη έγνεψε διακριτικά στον Φίλιππο και εκείνος

απομακρύνθηκε από την συντροφιά, κλείνοντας πονηρά το μάτι. Ο

Έκτορας χαμογέλασε στον φίλο του και έπειτα καληνύχτισε τον Αχιλλέα,

που πήγε προς τον καταυλισμό, ακολουθώντας τον Αβικέννα και τον

Πάτροκλο. Ο ίδιος δεν ήθελε να κοιμηθεί ακόμα, πήρε την Ανδρομάχη

από το χέρι και έτρεξαν προς τα ανατολικά όρια της πόλης. Κρυμμένοι

στη σκιά ενός εγκαταλελειμμένου αρχοντόσπιτου, γυμνώθηκαν και

έκαναν έρωτα.

Όταν επέστρεψαν στην κατασκήνωση, ο Οδυσσέας με την Αφροδίτη

κάθονταν δίπλα σε μια φωτιά και συζητούσαν ψιθυριστά. Μες στη σκηνή,

κοιμόνταν ο Αχιλλέας, ο Πάτροκλος, ο Αίαντας, ο Δαρείος και ο

Σαλαντίν. Ξάπλωσαν σε μια γωνιά και αγκαλιάστηκαν. Η ανάσα του ενός

χάιδευε το πρόσωπο του άλλου και τα βλέμματα τους ξεχείλιζαν

ερωτισμό. Έμειναν σιωπηλοί, κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Τι να έλεγαν,

άλλωστε; Οι λέξεις είναι φτηνές, ανάξιες, όταν ανταμώνουν οι ανάσες,

όταν σμίγουν ερωτικά τα βλέμματα, όταν ενώνονται τα καρδιοχτύπια.

Ακόμα και όταν ο ύπνος έκλεισε τα βλέφαρα τους, το πάθος έμεινε

ξύπνιο, αρνιόταν πεισματικά να φύγει, διαφέντεψε τα όνειρα τους και

εκείνα κύλησαν στις ασύνορες κοιλάδες του και στους άπατους

ωκεανούς.

Τα μακριά δάχτυλα της Ανδρομάχης σύρθηκαν απαλά στην παλάμη

του Έκτορα και τον ξύπνησαν. Τα χαμογελαστά χείλη του αντάμωσαν τα

δικά της και η ευωδιαστή οσμή των μαλλιών της γέμισαν ενέργεια το

στήθος του. Δίπλα τους, ο Αχιλλέας και ο Αίαντας ροχάλιζαν ακόμα. Ο

Σαλαντίν είχε ήδη φορέσει τον μανδύα του, καλημέρισε ζωηρά το ζευγάρι

και έστριψε το μουστάκι του. Βγήκε έξω και έπειτα από λίγο τον

μιμήθηκαν ο Έκτορας, η Ανδρομάχη και ο αγουροξυπνημένος Δαρείος.

Μελαγχολικός ήταν ο ουρανός, μολυβένια σύννεφα έκρυβαν τον ήλιο και

ψιχάλες χτυπούσαν άρρυθμα τις τέντες των σκηνών. Ενώ έτρωγαν

πρωινό, ήρθε στην παρέα ο Φίλιππος και η Αριάδνη, κεφάτοι και

χαμογελαστοί, ενέπνευσαν με την ζωηράδα τους υπόλοιπους. Ενώ

στράγγιζε την κούπα του με το γάλα, ο Έκτορας αναρωτήθηκε πότε θα

έφτανε στη Μηδείανορ ο Σίμπαγκορ και αν είχε καταφέρει να μαζέψει

στρατό. Όμως τους συλλογισμούς του διέκοψε ο Οδυσσέας.

Αφού απόφαγε, ξύπνησε τον Αίαντα και τον Αχιλλέα και κάλεσε τον

Έκτορα, την Ανδρομάχη, τον Φίλιππο, τον Δαρείο, τον Σαλαντίν και

μερικές Αμαζόνες να τον ακολουθήσουν. Κατευθύνθηκε στη Μηδείανορ,

όπου συναντήθηκε με τον Ηρακλή και τον Εύδωρο. Ζήτησε να μάθει

λεπτομέρειες σχετικά με τις δύο επιθέσεις που δέχθηκαν, οπότε οι δύο

πολεμιστές τους οδήγησαν νοτιοδυτικά, όπου έλαβαν χώρα οι μάχες.

Πλανήθηκαν ανάμεσα στις ματωμένες πανοπλίες και τα θρυμματισμένα

όπλα, όπου την δυσωδία της αποσύνθεσης ενέτεινε το ψιλόβροχο. Ο

Οδυσσέας άκουγε προσεχτικά, καθώς οι δύο στρατιώτες της Μηδείανορ

του εξηγούσαν πως μια ορδή από Θανατώριους που ίππευαν Ζεβοντάν

επιτέθηκε πρώτη και σκόρπισε το ιππικό της Μηδείανορ, ακολουθούμενοι

από βαριά αρματωμένους Θανατώριους και Κύκλωπες, που φυλούσαν τις

πτέρυγες της διάταξης. Στην πρώτη μάχη, οι Θανατώριοι ήταν μερικές

εκατοντάδες, ενώ στην δεύτερη περίπου δύο χιλιάδες. Στη συνέχεια, ο

Οδυσσέας ζήτησε πληροφορίες σχετικά με τον οπλισμό και την

αρματωσιά των εχθρών, ενώ σκάλιζε το έδαφος και σάρωνε με το βλέμμα

του το τοπίο γύρω από το πεδίο της μάχης. Βρήκε ένα σπασμένο ξίφος

από Θανατώριο και μια βαριά περικεφαλαία, τόσο μεγάλη που συμπέρανε

ότι άνηκε σε Κύκλωπα. Τα επεξεργάστηκε και έπειτα έμεινε σκεφτικός.

Κάρφωσε το βλέμμα του σε δύο χαμηλούς λόφους που πυργώνονταν

παράλληλα στον Μονοσάνδαλο ποταμό, μερικές εκατοντάδες μέτρα

μακρύτερα από το σημείο όπου βρισκόταν. Και τότε τα μάτια του

άστραψαν. Άπλωσε την χούφτα του και πήρε λίγο χώμα, το άφησε να

κυλίσει ανάμεσα στα δάχτυλά του.

«Έχουμε πολύ δουλειά να κάνουμε». Είπε μετά από λίγο. »Δεν ξέρω

πότε θα γίνει η επόμενη επίθεση, οπότε πρέπει να βιαστούμε. Είμαι

βέβαιος ότι αυτήν την φορά θα έρθουν πολύ περισσότεροι Θανατώριοι.

Πρέπει να προετοιμαστούμε»

«Τι έχεις στο νου σου;». Θέλησε να μάθει ο Εύδωρος. Ο Οδυσσέας δεν

απάντησε αμέσως, το βλέμμα του πλανήθηκε στις όχθες του

Μονοσάνδαλου.

«Θα σκάψουμε μια τάφρο. Εκατοντάδες μέτρα μακριά, εδώ,

παράλληλα στις όχθες του ποταμού. Πρέπει να ξεκινήσουμε σήμερα

κιόλας». Έκανε και στο χαμόγελο του υπήρχε ένας κρυφός ενθουσιασμός.

»Και θα χρειαστούμε ξυλεία, πολλή ξυλεία, πρέπει να κόψουμε δέντρα».

Κατέληξε.

Η μάχη της Μηδείανορ

εν γνώριζαν το σχέδιο του Οδυσσέα, όμως δεν ρώτησαν τίποτε

παραπάνω. Έτρεχε ασταμάτητα ο χρόνος και μαζί του έφερνε τους

Θανατώριους στη Μηδείανορ. Δίχως καθυστέρηση,

συγκεντρώθηκαν στο πεδίο των μαχών μυριάδες άνθρωποι,

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα, Αμαζόνες και κάτοικοι της Μηδείανορ,

φέρνοντας μαζί τους φτυάρια, σκαπάνες και αξίνες. Ο Οδυσσέας

σχεδίασε στο χώμα δύο σημεία που οριοθετούσαν το μήκος της τάφρου,

σχεδόν μισό χιλιόμετρο. Έπειτα, στρώθηκαν στη δουλειά, πήραν ο

καθένας από ένα εργαλείο και άρχισαν το σκάψιμο.

Παρατηρώντας τους από ψηλά, ο ουρανός αποφάσισε να βοηθήσει το

έργο τους και μαλάκωσε το χώμα, ρίχνοντας χοντρές, βρόχινες ψιχάλες.

Το τραγουδιστό κελάρυσμα του Μονοσάνδαλου χύθηκε στις καρδιές των

εργατών, φούσκωσε το αίμα τους σαν τα νερά του ποταμού και κυλούσε

ορμητικό στις φλέβες, ατσαλώνοντας τα μπράτσα τους. Ανάμεσα στον

Αχιλλέα και την Ανδρομάχη, δούλευε με ζήλο ο Έκτορας το φτυάρι και

μέσα από το υγρό χώμα ξέθαβε σπασμένες περικεφαλαίες, λυγισμένες

λεπίδες και αλυσιδωτούς θώρακες, με μαύρα στίγματα ξεραμένου αίματος

απάνω τους. Για μια στιγμή στάθηκε και ύψωσε ένα γκρίζο κρανίο,

ραγισμένο στο κρόταφο. Στο άσαρκο στόμα του ήταν σχηματισμένο ένα

μακάβριο χαμόγελο και η ψύχρα του θανάτου αποτυπωνόταν στις κόγχες

των ματιών του. Αναστενάζοντας, ο Έκτορας το κοίταξε και

σιγοψιθύρισε:

«Για τον ίδιο σκοπό πολεμήσαμε εσύ και εγώ, σύντροφε. Μα δεν

αντίκρισα ποτέ το χρώμα των ματιών σου, ούτε άκουσα την χροιά της

φωνής σου. Μπροστά μου τώρα στέκει ένα άψυχο κρανίο, ανάξιο

απομεινάρι της θυσίας που έκαμες. Χείλια δεν υπάρχουν απάνω του, να

μου δείξουν πόσα χείλια φίλησαν, ούτε μάτια για να δω πόσα μάτια

αντάμωσαν. Την γλώσσα έκοψε ο θάνατος και δεν θα μάθω από αυτήν με

τι γελούσες και πως ακουγόταν ο λυγμός σου. Ξέρω μονάχα γιατί

πέθανες, τίποτε άλλο δεν μπορεί τούτη η νεκροκεφαλή να μου πει για το

παρελθόν σου. Και δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι, αν τάχα βλέπω

μονάχα τον δικό σου θάνατο ή και τον χαμό των συντρόφων μου, ακόμα

και τον δικό μου. Είναι αυτό το ανάξιο απομεινάρι εικόνα του

παρελθόντος σου ή του μέλλοντος μας»; Το πέταξε μακριά, ελπίζοντας

έτσι να ξόρκιζε και τον θάνατο που παραμόνευε, κρυμμένος στις σκιές.

Κοίταξε το σημαδεμένο πρόσωπο του Αχιλλέα, έπειτα τα γαλαζοπράσινα

μάτια της Ανδρομάχης και βεβαίωσε τον εαυτό του πως τους έπρεπαν

σπουδαιότερα πράγματα από τον χαμό. Φτυάρισε το χώμα με δύναμη και

ορκίστηκε στον εαυτό που πως κανένας σύντροφος του δεν θα έπεφτε

στην μάχη που επόταν, όχι όσο κράδαινε εκείνος το Σπαθί της Λύκης.

Σαν να ένιωσε τις αμφιβολίες του, η Νύχτα πρόβαλλε από την απέναντι

Δ

όχθη του Μονοσάνδαλου, στάθηκε σε έναν μυτερό βράχο και άφησε ένα

μακρόσυρτο ουρλιαχτό. Ο Έκτορας την κοίταξε και ένα αυθόρμητο γέλιο

σκαρφάλωσε στο λαρύγγι του. Οι κάτοικοι της Μηδείανορ

αναστατώθηκαν, βλέποντας την λύκαινα, ενώ μερικές Αμαζόνες την

έδειχναν με θαυμασμό. Μονάχα ο Οδυσσέας αδιαφόρησε, μαντεύοντας

πως είναι συντρόφισσα του Έκτορα και συνέχισε να σκάβει ανέμελα.

Το ψιλόβροχο δρόσιζε τους πυρωμένους σβέρκους των εργατών,

ενωνόταν ερωτικά με το χώμα και έλιωνε αυτό από την ηδονή, γινόταν

λάσπη, έρεε μες στα φτυάρια των εργατών και ο λάκκος βάθαινε διαρκώς.

Τα χέρια του Έκτορα είχαν φουσκαλιάσει, οι ώμοι του πονούσαν και ο

μανδύας του είχε λεκιαστεί ανεπανόρθωτα από τις λάσπες. Ωστόσο

έβρισκε την χειρωνακτική εργασία κατευναστική και παρηγορητική, οι

έγνοιες γίνονταν ένα με τον ιδρώτα, κυλούσαν από τα μπράτσα του,

έπεφταν στο χώμα και χάνονταν, φτυαριά με την φτυαριά. Το θηρίο μέσα

του κοιμόταν, είχε κουρνιάσει σε μια σκιερή γωνιά, μα γρύλιζε στον ύπνο

του αιμοβόρικα, περίμενε καρτερικά την στιγμή που θα ξυπνούσε να

γευτεί σάρκα, να σπείρει τον τρόμο στα απαίσια πλάσματα που ζύγωναν

να το δαμάσουν. Κοιμόταν, μα η θέα της λύκαινας, απέναντι, το κρατούσε

σε εγρήγορση, του θύμιζε την οργισμένη δύναμη του, δεν του επέτρεπε να

αφεθεί στη λήθη των ονείρων, να ξεχάσει τον προορισμό του. Έτσι, ο

Έκτορας γνώριζε πως το φτυάρι που κρατούσε, σύντομα δεν θα ήταν

αρκετό για να απαλύνει τον θυμό του, δεν θα τον βοηθούσε να ξεχάσει τις

έγνοιες του για πολύ ακόμα. Τα δάχτυλα του θα απαιτούσαν σε λίγο

καιρό να τυλιχθούν γύρω από την λαβή του σπαθιού του, να γίνουν ένα με

τον δράκοντα που ήταν σμιλεμένος πάνω της.

Το απομεσήμερο, τα σώματα τον εργατών δεν βάσταξαν άλλο την μάχη

με το χώμα, σύρθηκαν αποκαμωμένα έξω από τον λάκκο. Οι κοιλιές

γουργούριζαν παραπονετικά, ζητούσε η σάρκα φαί και κρασί να τα

μετουσιώσει σε δύναμη και κέφι. Πολλοί κάτοικοι της Μηδείανορ

προσκάλεσαν τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα και τις Αμαζόνες στα

σπίτια τους, να γευματίσουν μαζί. Οι περισσότεροι δέχθηκαν ευχαρίστως,

με εξαίρεση τον Αίαντα που αρνήθηκε μουγκρίζοντας και τον Σαλαντίν

με τον Πώρο, που δεν ήθελαν να αφήσουν μονάχο του τον θηριώδη

άντρα. Ένας μεσόκοπος άντρας με στριφογυριστά γένια και ψαρά μαλλιά,

που έφταναν μέχρι τους ώμους, επέμεινε να φιλοξενήσει τον Έκτορα και

τους συντρόφους του. Ήταν ενθουσιώδης και κοιτούσε την συντροφιά με

δέος. Συνάμα, έμοιαζε μαγνητισμένος από την ομορφιά της Ανδρομάχης.

Το αγροτόσπιτο του ήταν στα βόρεια, όπου έμενε μαζί με την γυναίκα του

και τα πέντε παιδιά του.

Όταν έφτασαν, ο Έκτορας παρατήρησε πως είχαν έναν μεγάλο στάβλο με

πρόβατα και έναν πλούσιο κήπο. Η γυναίκα του, μόλις είδε την

συντροφιά, στρίγκλισε χαρούμενη και έτρεξε να ετοιμάσει το τραπέζι. Τα

παιδιά τους, δύο αγόρια και τρεις κόρες, κοιτούσαν τους τέσσερις φίλους

με γουρλωμένα μάτια και τους άγγιζαν με δισταχτικές κινήσεις, σαν να

ακουμπούσαν κάτι εύθραυστο ή επικίνδυνο. Ήταν μια χαρωπή και

ευγενέστατη οικογένεια, ενώ περιποιήθηκαν και με το παραπάνω τους

συντρόφους. Το τραπέζι παραφορτώθηκε με ψητά κρέατα, δροσερά

λαχανικά, φρούτα, φρεσκοψημένο ψωμί, μέλι, γιαούρτι και γλυκόπιοτο

κρασί. Έφαγαν, ήπιαν, κουβέντιασαν και γέλασαν, για πολύ ώρα. Με

μεγάλη απροθυμία σηκώθηκαν από το τραπέζι, όμως η σκιά που πλησίαζε

την Μηδείανορ δεν άφηνε πολυτέλειες για γλέντια και γελαστές στιγμές.

Δίχως να χρονοτριβούν, ευχαρίστησαν ένθερμα την οικογένεια και

κίνησαν νοτιοδυτικά.

Οι μέρες κυλούσαν γοργά, οι εντατικές προετοιμασίες επιτάχυναν τον

χρόνο με πιεστικό ρυθμό. Όταν η τάφρος έφτασε σε βάθος τριών μέτρων,

σταμάτησαν το σκάψιμο, έπειτα από προτροπή του Οδυσσέα. Μα

υπήρχαν πολλά ακόμα να γίνουν. Ο Αχιλλέας συζητούσε διαρκώς με την

Δεινομάχη και την Αθηνά, σχετικά με τις στρατηγικές της μάχης και έναν

αντιπερισπασμό που είχε σκαρφιστεί ο άντρας. Αλλά το σχέδιο του

προϋπέθετε να διασπαστούν οι Αμαζόνες και οι πολεμίστριες δεν ήταν

πρόθυμες να χωριστούν. Η ίδια η Δεινομάχη, είχε σχεδιάσει μια

ευφυέστατη διάταξη που θα αιφνιδίαζε τον στρατό των Θανατώριων.

Καθημερινά, λοιπόν, γίνονταν πολύωρα συμβούλια, προκειμένου να

συμφωνηθούν και στη συνέχεια να εξηγηθούν οι πολεμικές τακτικές που

θα ακολουθούνταν. Υπήρχαν πολλές δυσκολίες, καθώς κάθε στρατός είχε

συνηθίσει να μάχεται με τον δικό του τρόπο, οπότε η ασυνεννοησία ήταν

συχνό φαινόμενο, όπως επίσης οι εντάσεις και οι εκνευρισμοί. Ο Έκτορας

ανησυχούσε, βλέποντας αυτήν την σύγχυση, όμως ο Φίλιππος ήταν

πεπεισμένος πως θα βρεθεί άκρη. Επίσης, ο νεαρός ένιωθε εντελώς

άχρηστος στα συμβούλια, καθώς δεν είχε διδαχθεί από τον Αριστοτέλη το

παραμικρό σε σχέση με πολεμικές τακτικές και διατάξεις μάχης, αντίθετα

με την Ανδρομάχη ή τον Αχιλλέα. Ακόμα και ο Φίλιππος είχε

προσκομίσει πολύτιμες εμπειρίες από τα χρόνια που μαχόταν στη

Σωθράπον.

Εκτός από την στρατηγική μάχης, έπρεπε να προμηθευτούν και ξυλεία,

ώστε να ολοκληρωθεί το μυστηριώδες σχέδιο του Οδυσσέα. Όμως, κανείς

στη Μηδείανορ δεν είχε αρκετή, οπότε μια ομάδα κίνησε στα βόρεια,

όπου πίσω από μια λοφοσειρά υπήρχε ένα πυκνό ελατόδασος. Πήγε και ο

Έκτορας μαζί, καθώς η εμπειρία του ως ξυλουργός θα ήταν χρήσιμη.

Κουβάλησαν κορμούς ολάκερους ως τη Μηδείανορ, φόρτωσαν οχτώ

άμαξες. Αφού τους απόθεσαν δίπλα στην τάφρο, άρχισαν να τους

πελεκάνε, ώστε να γίνουν αιχμηροί στις άκρες. Ήταν δύσκολο να

μαντέψει τι είχε σκαρφιστεί ο Οδυσσέας, όμως ο Έκτορας δούλευε

διαρκώς, καθώς ένιωθε πιο χρήσιμος έτσι παρά να μένει σιωπηλός στα

συμβούλια.

Είχε περάσει μιάμιση βδομάδα από τότε που είχαν ξεκινήσει το

σκάψιμο της τάφρου και επιτέλους διαφαινόταν οι καρποί των κόπων

τους. Στα συμβούλια είχαν συμφωνήσει σχετικά με τις τακτικές που θα

ακολουθούσαν και έμενε μόνο να εξηγηθούν ξεκάθαρα σε όλους.

Ωστόσο, ο Αχιλλέας ήταν εμφανώς δυσαρεστημένος, το σχέδιο του

απορρίφθηκε, αφού κανένας στρατός δεν ήταν διατεθειμένος να χωρίσει

τις δυνάμεις του. Επίσης, είχε σχεδόν αποσαφηνιστεί το πλάνο του

Οδυσσέα. Οι μισοί κορμοί, από όσους έκοψαν και πελέκησαν,

καρφώθηκαν μέσα στην τάφρο, δημιουργώντας ένα θανάσιμο εμπόδιο για

τους Θανατώριους. Όμως, ήταν ερωτηματικό η χρησιμότητα των

υπόλοιπων κορμών. Υπό τις οδηγίες του Οδυσσέα, τους απόθεσαν πάνω

από την τάφρο και πλέον τους κάρφωναν μαζί. Ο ίδιος, όση ώρα ο

Έκτορας δούλευε το σφυρί, συμβουλευόταν τους σιδηρουργούς της πόλης

για μια κατασκευή που χρειαζόταν. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι

σκεφτόταν ο πολυμήχανος άντρας, αλλά σκέφτηκε πως διακινδύνευε

πολλά, καθώς ο εχθρός μπορεί να έφτανε προτού ολοκληρωθεί το σχέδιο

του. Κάθε τόσο κοιτούσε τον ορίζοντα, πέρα από τον Μονοσάνδαλο,

περιμένοντας να δει τις καταραμένες ορδές του Ζακχαέρ Ντων, όμως

κανένα σημάδι δεν διαφαινόταν και αυτό τον γέμιζε αισιοδοξία. Μια

αισιοδοξία που αυξήθηκε κατακόρυφα έπειτα από τρεις μέρες.

Αρματωμένοι άντρες κατέκλυσαν τα βόρεια σύνορα της Μηδείανορ,

ήταν λίγοι παραπάνω από χίλιοι. Εκείνο το πρωινό, ο Έκτορας δούλευε

τους κορμούς στην τάφρο, όταν αντιλήφθηκε την αναταραχή. Αυτομάτως,

ύψωσε το κεφάλι πέρα από τον ποταμό, όμως δεν είδε τίποτε απειλητικό.

Τότε, ένα όνομα αναδύθηκε από το μυαλό του: Σίμπαγκορ! Παράτησε το

σφυρί και τα καρφιά, έκανε ένα σάλτο και έτρεξε βόρεια. Δεν ήταν ο

μόνος. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, άλλοι

ανήσυχοι και άλλοι με εκφράσεις ενθουσιασμού ζωγραφισμένες στα

πρόσωπα τους.

Ο Έκτορας έφτασε στον καταυλισμό λαχανιασμένος, όμως η έξαψη

αλάφρωσε τα πόδια του, γέμισε αδρεναλίνη τα στήθια του. Δίχως

σταματημό, έστριψε δεξιά και, έπειτα από μερικές στιγμές, έφτασε στα

βορινά όρια. Είδε την Ανδρομάχη, εκείνη τον έπιασε από το χέρι και μαζί

πέρασαν μέσα από συγκεντρωμένο πλήθος. Ο Ηρακλής στεκόταν

αποσβολωμένος, ο Εύδωρος γελούσε μαζί με τον Αινεία και ο Οδυσσέας

αγκάλιαζε θερμά έναν άντρα με φουντωτά μαλλιά και κατάμαυρο δέρμα,

που στεκόταν μπροστά από έναν πάνοπλο στρατό: Τον Σίμπαγκορ. Είχε

τηρήσει την υπόσχεση του, μετέφερε στην ανατολή και στον νότο, πέρα

από την θάλασσα, το κάλεσμα του Έκτορα και, καθώς φαινόταν, αρκετοί

ανταποκρίθηκαν. Ο Σίμπαγκορ είδε τον νεαρό και έφυγε από την αγκαλιά

του Οδυσσέα, τον πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές. Το κορμί του είχε

ξεχάσει τις ταλαιπωρίες από τις φυλακές της Νέθας, πνίγηκαν τα

βασανιστήρια και οι φριχτές μνήμες στα κύματα που τον ταξίδεψαν,

κάηκε το σαδιστικό πρόσωπο του Πελία, που είχε εντυπωθεί τυραννικά

μέσα του, στον ήλιο του νότου. Το χαμόγελο του ήταν ανάλαφρο,

ανεμπόδιστο σκαρφάλωσε στα χείλη του, αντικρίζοντας τον παλιό

συγκρατούμενο του. Μίλησε στον Έκτορα και η λιονταρίσια φωνή του

έσκιαξε την καρδιά του:

«Όσον καιρό ταξίδευα, δεν έφυγε το πρόσωπο σου από τα μάτια μου.

Ήμουν καταμεσής στον ωκεανό κι όμως άκουγα έναν λύκο να αλυχτάει,

πάνω από τα κύματα. Πάτησα στα χώματα που γεννήθηκα, μετά από πολύ

καιρό, αλλά δεν πρόλαβα να θεραπεύσω τη νοσταλγία μου. Είχα μια

υπόσχεση να εκπληρώσω, ταξίδεψα λοιπόν σε ολάκερο το νότο, μετέφερα

το κάλεσμα και στην ανατολή και ήρθα ξανά σε σένα. Όχι μονάχος,

πολλοί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω,

Έκτορα, φίλε μου. Κάνε μου την τιμή, επέτρεψε μου να υψώσω το δόρυ

μου πλάι σου και κάθε εχθρός που θα γκρεμίζω να πέφτει στη σκιά σου»

«Σίμπαγκορ, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι σκέψεις μου ήταν πλάι

σου. Μεγάλη είναι και η δικιά μου χαρά που στέκεις ξανά μπροστά μου,

υγιής και δυνατός. Ωστόσο, η τιμή θα είναι δικιά μου να σε έχω πλάι μου

στη μάχη. Καλωσόρισες φίλε μου, έλα να ξεκουραστείς». Αποκρίθηκε ο

Έκτορας και τον αγκάλιασε. Από τον στρατό πίσω του, προχώρησε

μπροστά ένας θεόρατος, μελαμψός νεαρός με τρομερό παρουσιαστικό.

Αυτό που πρόσεξε πρώτα ο Έκτορας, ήταν το δερμάτινο κάλυμμα που

είχε στο ένα του μάτι. Ο Σίμπαγκορ έκανε στο πλάι και άφησε τον νεαρό

να προχωρήσει. Είχε τα ίσια, μαύρα μαλλιά του πιασμένα σε πλεξούδα

που έφτανε κάτω από την μέση. Το πρόσωπο του ήταν ξυρισμένο και

φαινόταν έντονα το θεληματικό πηγούνι και το προτεταμένο μέτωπο του.

Η ανασηκωμένη, μικρή μύτη του έμοιαζε αταίριαστη στο αρρενωπό

κορμί του και στο σκοτεινό βλέμμα του που έκρυβαν τα δασιά φρύδια

του. Έριξε την σκιά του πάνω από τον Έκτορα και του συστήθηκε:

«Ονομάζομαι Αννίβας, έρχομαι από τις ακτές του νότου,

ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα σου. Πολλοί εχθροί έχουν μάθει να με

τρέμουν, θα το διδάξω και στους Θανατώριους με την λεπίδα μου». Είπε

κοφτά με βαθιά, σιγανή φωνή. Ήταν συνομήλικος του Έκτορα, όμως

προξενούσε απερίγραπτο δέος. Γύρισε την πλάτη και επέστρεψε στον

στρατό. Τότε, ένας άντρας προχώρησε μπροστά. Το δέρμα του ήταν

κοκκινισμένο, σαν καμένο, είχε σχιστά μάτια και άσαρκα χείλη. Ήταν πιο

κοντός από τον Έκτορα, αλλά είχε φαρδιές πλάτες και μυώδη άκρα. Τα

αγκαθωτά, μαύρα μαλλιά έμοιαζαν με ξερό θάμνο, ενώ είχε ένα μακρύ

μουστάκι που έφτανε κάτω από το σαγόνι του.

«Σε χαιρετώ, νεαρέ Έκτορα. Φέρνω μαζί μου τις ευλογίες όλων των

νομάδων που περιπλανιούνται στις στέπες της Ανατολής. Αττίλας είναι το

όνομα μου. Πολλοί σύντροφοι μου ήθελαν να με ακολουθήσουν, αλλά

έχουν μάθει να μάχονται πάνω σε άτια και δεν μπορούσαν να τα

μεταφέρουν τα καράβια μας. Όμως γενναία παλικάρια έχουν γεννήσει οι

άγονες στέπες μας και κάθε ένας τους είναι ισάξιος με δέκα πολέμαρχους.

Θα το διαπιστώσουν αυτό και οι εχθροί μας». Έκανε με στόμφο και

αποσύρθηκε. Τέλος, παρουσιάστηκε ένας μελαμψός, μυώδης τριαντάρης,

με πυκνή γενειάδα και δέρμα ηλιοκαμένο, που μύριζε αλμύρα και

θάλασσα. Φορούσε στο κεφάλι ένα λευκό τουρμπάνι και το πρόσωπο του

ήταν γελαστό.

«Από τότε που γεννήθηκα δεν έχω πατήσει στεριά. Η θάλασσα είναι

μάνα μου και το κουρσάρικο μου έχω για σπιτικό. Όταν αντάμωσα τον

Σίμπαγκορ και μου μετέφερε το κάλεσμα σου, αποφάσισα να το αγνοήσω,

οι σκοτούρες των στεριανών δεν με απασχολούσαν ποτέ. Αλλά η

συντρόφισσα μου, η ονειρική Σεχραζάτ δεν μπορούσε να γαληνέψει,

λύκοι στοίχειωναν τα όνειρα της. Με έπεισε να έρθω σε σένα. Στέλνει

τους χαιρετισμούς της και μαζί ένα δώρο, που ύφανε η ίδια». Είπε και

έβγαλε από το πράσινο γιλέκο του ένα μεγάλο λάβαρο. Το άπλωσε και

φάνηκε ο βαθυγάλαζος ουρανός. Στο κέντρο, το μαύρο περίγραμμα του

κεφαλιού ενός λύκου που ούρλιαζε στο κόκκινο φεγγάρι, το οποίο

κύκλωνε ένα μαύρο «Α». Και τέσσερα κόκκινα αστέρα έλαμπαν γύρω

του. »Είπε πως θα καταλάβαινες τι σημαίνει το Α και τι συμβολίζουν τα

αστέρια. Εγώ έχω να σου προσφέρω το σπαθί μου και όποια δύναμη

κρύβει το κορμί μου. Ονομάζομαι Σεβάχ». Κατέληξε και του προσέφερε

το λάβαρο. Ο Έκτορας το πήρε δισταχτικά, έκπληκτος από τους

συμβολισμούς που έκρυβε: «Α» για τον Αριστοτέλη, δίχως αμφιβολία και

τα τέσσερα κόκκινα αστέρια που ήταν ο ίδιος, η Ανδρομάχη, ο Φίλιππος

και ο Αχιλλέας. Πως τα ήξερε όλα αυτά η Σεχραζάτ, που δεν την είχε

ανταμώσει ποτέ, πως τα είχε μαντέψει; Ένιωσε συγκίνηση να σαλεύει στα

σωθικά του, η καρδιά του σκίρτησε και, σαν μάντισσα, έδωσε όψη στην

μυστηριώδη γυναίκα, είδε τα κόκκινα μαλλιά της να κυματίζουν ατίθασα

και το μελαμψό δέρμα της να το φιλάνε τα κύματα. Τα αμυγδαλωτά μάτια

της έλαμπαν και στα μεγάλα χείλη της είχε σχηματιστεί ένα αινιγματικό

χαμόγελο. Ο Έκτορας ανταπέδωσε το χαμόγελο, αναστέναξε, δίπλωσε

προσεχτικά το λάβαρο και το έκρυψε στον μανδύα του. Διπλώθηκε μαζί

του και η μορφή της γυναίκας, φάνηκε ξανά μπροστά του ο στρατός που

έφερε ο Σίμπαγκορ. Τότε, ο Έκτορας τον παρατήρησε προσεχτικά και ο

αρχικός ενθουσιασμός του μετατράπηκε σε δυσανασχέτηση. Γκρεμίστηκε

το χαμόγελο από τα χείλη του, βλέποντας πως μερικοί άντρες ήταν

τραυματισμένοι και όλων τις λεπίδες στιγμάτιζαν λεκέδες ξεραμένου

αίματος. Στράφηκε στον Σίμπαγκορ:

«Τι σας συνέβη»;

Ξεφύσησε ο άντρας, έσκυψε το κεφάλι και έχωσε το αριστερό του χέρι

στο δισάκι που κρεμόταν στον ώμο του. Με μία απότομη κίνηση, πέταξε

από μέσα ένα μαυριδερό, στρογγυλό πράγμα που βρωμούσε. Κύλησε στο

υγρό χώμα, στη θέα του ακούστηκαν επιφωνήματα έκπληξης και τρόμου.

Σταμάτησε μπροστά στα πόδια του Έκτορα, ήταν το κεφάλι ενός

Θανατώριου, φορούσε ακόμα την περικεφαλαία του με το έμβλημα των

Κυκλώπων και είχε ένα μακάβριο χαμόγελο, παγωμένο στο άσαρκο

στόμα του.

«Περνούσαμε μέσα από το Φαράγγι του Λέοντα, κατευθυνόμενοι προς

τα εδώ. Στα μέσα περίπου της διαδρομής, συναντήσαμε έναν στρατό

Θανατώριων, Κυκλώπων και Νυχτοβατών. Έρχονταν και αυτοί στη

Μηδείανορ, υποθέτω. Ήμασταν στα νώτα τους, έτσι είχαμε το

πλεονέκτημα και επιτεθήκαμε. Υπερτερούσαν αριθμητικά, όμως δεν

μπορούσαν να αναπτυχθούν στα στενά τοιχώματα του φαραγγιού. Οπότε

τους εξολοθρεύσαμε. Μα οι αρματωσιές τους δύσκολα διαπερνιόνταν και

οι αναθεματισμένοι Κύκλωπες κρατούσαν σιδερένια ρόπαλα, μεγαλύτερα

από το μπόι μας. Πολλά γενναία παλικάρια έπεσαν στη μάχη, οι σκιές των

βράχων είναι το άδοξο μνήμα τους. Όλοι μας πολεμήσαμε γενναία, με

πρωτοστάτη τον Αννίβα, που έκοψε πολλούς λαιμούς. Μας ξέφυγαν,

ωστόσο, κάμποσοι Νυχτοβάτες που πέταξαν, εγκαταλείποντας

ντροπιασμένοι την μάχη». Απάντησε ο Σίμπαγκορ και μια σκιά πέρασε

πάνω από τα ματόκλαδα του. Με μισερό βλέμμα, ο Έκτορας κλώτσησε το

σαπισμένο κεφάλι από τα πόδια του και έπειτα κοίταξε τους πολεμιστές

μπροστά του, επιβραβεύοντας τους με ένα αδιόρατο νεύμα. Εκείνοι είδαν

έναν λύκο να τριγυρνάει στη μαυρίλα των ματιών του, φοβήθηκαν, μα

ένιωσαν ασφάλεια συνάμα, το θηρίο έδιωχνε το σκοτάδι μακριά από τις

καρδιές τους.

«Είμαι ο Έκτορας, κύριος του Σπαθιού της Λύκης». Τους απευθύνθηκε

φωναχτά. »Ανάξιος στέκω μπροστά σας, ηρωικοί μαχητές. Όλοι χάσαμε

συντρόφους, όλοι ματώσαμε και γευτήκαμε το αίμα των διπλανών μας.

Έρχεται όμως ο καιρός που θα ξεχάσουμε την πίκρα εκείνου του αίματος,

θα χαμογελάμε από την γλύκα, όταν τα πρόσωπα μας θα ποτίσει το αίμα

του εχθρού. Από εδώ και πέρα, για κάθε σύντροφο που πέφτει από τις

λεπίδες του εχθρού, το Σπαθί της Λύκης θα παίρνει δέκα πολέμιους μαζί

του!». Ύψωσε το ξίφος, κραύγασε και η φωνή του ενώθηκε με χιλιάδες

άλλες, όλοι μαζί προκαλούσαν το σκοτάδι να τους ανταμώσει και να

λογοδοτήσει μπροστά τους.

Η αποφασιστικότητα του Έκτορα εντάθηκε μετά από εκείνη την

στιγμή. Έβλεπε τα πρόσωπα όλων όσων είχαν πέσει στη σκιά του

Ζακχαέρ Ντων, μα δεν βάραιναν την καρδιά του, έπεφταν στα μπράτσα

του, χύνονταν στο αίμα του και γίνονταν δύναμη. Σφυροκοπούσε

ακούραστα τους κορμούς πάνω από την τάφρο, αμίλητος, πλάι στον

Οδυσσέα, που σιγοτραγουδούσε καθώς δούλευε. Πίσω τους, οι τρεις

σιδηρουργοί της Μηδείανορ, μαζί με τον Αινεία, τον Αχμέτ και τον

Πάτροκλο, έδεναν τις βάσεις των κορμών με σίδερο και βίδωναν γερά τις

δύο άκρες, στα όρια της τάφρου. Εν τω μεταξύ, στην κατασκήνωση, ο

Αβικέννας, ο Αχιλλέας και η Άρτεμις φρόντιζαν τα τραύματα των

νεοαφιχθέντων πολεμιστών, δένοντας τις πληγές, απλώνοντας αλοιφές

και βράζοντας δυναμωτικά αφεψήματα. Όταν τελείωσαν, το απόβραδο, ο

Αχιλλέας στάθηκε πλάι σε μια φωτιά και χαμογέλασε ικανοποιητικά. Η

άφιξη τούτου του στρατού σήμαινε πως μπορούσε να εφαρμόσει το

σχέδιο του, αν συμφωνούσαν και οι ίδιοι οι πολεμιστές, βέβαια. Δίχως

καθυστέρηση, βρήκε τον Σίμπαγκορ και του εξήγησε το σκαρίφημα του.

Του φάνηκε ριψοκίνδυνο, αλλά δεν το απέρριψε. Παρ’ όλα αυτά, ήταν

περασμένη η ώρα και οι στρατιώτες εξαντλημένοι και ταλαιπωρημένοι,

για να κάνουν συμβούλιο. Έτσι, αποφασίστηκε να το συζητήσουν το

πρωί.

Στο μεταξύ, ο Έκτορας επέστρεφε από την τάφρο, μαζί με τον

Οδυσσέα και τον Αινεία. Ήταν ικανοποιημένοι από την δουλειά που είχε

γίνει, ήταν σχεδόν έτοιμη, όπως τους ειδοποίησε ο Οδυσσέας. Κοιτώντας

προς την δύση, ο Αινείας πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:

«Γλιτώσαμε μια αιφνιδιαστική επίθεση, χάρη στους πολεμιστές από

την Ανατολή και το Νότο. Μα θα ξανάρθουν σύντομα και αυτήν την

φορά κανείς δεν θα τους εμποδίσει να φτάσουν εδώ. Θαρρώ πως πρέπει

να ορίσουμε ανιχνευτές, ώστε να ειδοποιήσουν έγκαιρα την έλευση του

εχθρού»

Ο Οδυσσέας έμεινε σκεφτικός, άναψε την πίπα του, δίχως να σχολιάσει

την πρόταση του Αινεία. Μετά από συλλογισμό, ο Έκτορας αποφάνθηκε,

χαμογελώντας συγκρατημένα:

«Δεν χρειάζεται. Έχουμε στο πλευρό μας μια συντρόφισσα, που είναι ο

καλύτερος ανιχνευτής της φύσης. Θα της μιλήσω απόψε. Εκείνη θα μας

ειδοποιήσει για την άφιξη του σκοτεινού στρατού, πιο έγκαιρα από ότι

οποιοσδήποτε άνθρωπος». Ο Αινείας έσμιξε τα φρύδια, απορημένος από

την αινιγματική φράση του νεαρού. Αντιθέτως, ο Οδυσσέας κατάλαβε τι

εννοούσε και του έκλεισε το μάτι. Όταν γύρισαν στην κατασκήνωση, οι

ευωδιαστές μυρωδιές κατέκλυσαν τον αέρα, μπήκαν περιπαικτικά στα

ρουθούνια τους και ξύπνησαν τα αδειανά στομάχια τους, που άρχισαν να

γουργουρίζουν. Έκατσαν οκλαδόν, γέμισαν τα πιάτα και τα ποτήρια τους,

έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν τα κορμιά τους κρέας και κρασί, ανέβηκε τότε,

πεινασμένη, η ψυχή και ζήτησε μουσική, γέλιο και έρωτα, να χορτάσει

και αυτή. Η Ανδρομάχη έβγαλε το φλάουτο, ο Αχμέτ πήρε μια κιθάρα και

η Αριάδνη χάιδεψε την άρπα της. Ακούγοντας μουσική, ο Σίμπαγκορ

σηκώθηκε όρθιος, πήρε ένα τύμπανο από δέρμα λεοπάρδαλης και

συνόδεψε τους ρυθμούς. Ένας σύντροφος του με αγριωπό βλέμμα και

μπλεγμένα, κατσαρά μαλλιά, δίχως μούσι, έκατσε μαζί τους και φύσηξε

ένα όργανο σαν φλογέρα, αλλά πολύ μακρύτερο. Ο ήχος του ήταν βαθύς,

άγριος, ανατάραζε τις καρδιές και ξεσήκωνε τα ένστικτα. Ο Φίλιππος

χόρευε με μια νεαρή Αμαζόνα, την οποία δεν ήξερε ο Έκτορας. Τον ίδιο

πήρε από το χέρι η Δεινομάχη και χόρεψαν μαζί. Ακούγοντας τις

μελωδίες, ο Οδυσσέας κάπνιζε και έγραφε σε ένα κομμάτι περγαμηνής,

απομονωμένος. Σύντομα όμως, άφησε παράμερα τον συγγραφέα μέσα

του και, καθώς ζωήρεψε ο ρυθμός, σηκώθηκε απότομα και άρχισε να

χορεύει.

Το κόκκινο φως των θεριεμένων φωτιών έπεφτε πάνω στα ιδρωμένα,

γυμνά κορμιά τους. Δεν ξεχώριζαν πια Μαυροκόκκινα Φαντάσματα,

Αμαζόνες, Ανατολίτες, Νότιοι, κάτοικοι της Μηδείανορ, είχαν γίνει όλοι

μουσική, χορός και τραγούδι. Τα μάτια τους είχαν γίνει αστέρια και τα

χείλη τους γέλιο. Έρωτας οι καρδιές τους, φλόγες το αίμα τους. Όταν,

αργά τη νύχτα, χόρτασαν τραγούδι και χορό, κρύφτηκαν πίσω από το

φευγαλέο φως των αστεριών και έκαναν έρωτα. Η Ανδρομάχη και ο

Έκτορας ίππευσαν ως την κορφή του λόφου, πίσω από την κατασκήνωση

και, πριν ξεχάσουν τα κορμιά τους την ζεστασιά της φωτιάς και του

χορού, ενώθηκαν, έλιωσαν σε μια πυρκαγιά πάθους, χύθηκαν στο χώμα

να δροσιστούν και πέταξαν οι ψυχές τους σαν μία, πέρασαν τα όρια του

ουρανού.

Έμειναν ξαπλωμένοι στο γρασίδι, με τα δάχτυλα τους πλεγμένα. Η

Ανδρομάχη χάζευε τα γκρίζα σύννεφα που περνούσαν βιαστικά και

έκρυβαν για μια στιγμή τις ασημένιες λάμψεις των άστρων, ο Έκτορας

όμως κοιτούσε τους πρόποδες του λόφου. Εκεί τον παρατηρούσαν δύο

κίτρινα μάτια. Το περίμενε πως θα συναντούσε τη Νύχτα, γι’ αυτό είχε

ανέβει στον λόφο. Ανασηκώθηκε, την κοίταξε κατάματα και ψιθύρισε με

καθαρή φωνή:

«Είσαι συντρόφισσα και οδηγός μου, από τότε που άφησα την

Ροτενσνέικ. Σπάνια και γενναιόδωρη είναι η αφοσίωση σου, ανεκτίμητη η

φιλία σου. Μια ακόμη χάρη έχω να σου ζητήσω. Και των δυο μας εχθρός

είναι ο Ζακχαέρ Ντων και ξέρεις ότι στέλνει τις ορδές του κατά ‘δω.

Ειδοποίησε με, όταν βρεθούν στο κατώφλι της Μηδείανορ, λοιπόν, γιατί

σε εμάς έλαχε να τις αφανίσουμε και να εμποδίσουμε το σχέδιο το

νεκραναστημένου βασιλιά»

Η λύκαινα γρύλισε, δείχνοντας του ότι τον κατάλαβε. Τα μάτια της

έλαμψαν με τόση ένταση που αναρίγησε ο νεαρός. Έπειτα κοίταξε την

Ανδρομάχη, που είχε ανασηκωθεί και εκείνη στο πλευρό του Έκτορα, της

γρύλισε τρυφερά και γλίστρησε αθόρυβα στις σκιές. Η κοπέλα θαύμαζε

και έβρισκε ακατανόητο τον δεσμό που είχε ο Αριστοτέλης με τον Ερμή,

μα πλέον έβλεπε πως και ο σύντροφος της είχε αναπτύξει μια ανάλογη

σχέση με τη Νύχτα. Γνωρίζοντας καλύτερα και σε μεγαλύτερο βάθος τον

Έκτορα, κατανοούσε ευκολότερα αυτό το αλλόκοτο δέσιμο και έτσι

ξεδιάλυνε μέσα της και η σχέση του μάγου με το γεράκι. Πλέον της

φαινόταν κάτι εντελώς απλό και φυσικό.

Στο μεταξύ, ο Αρίωνας είχε βαρεθεί και χλιμίντρησε δυνατά. Το ζευγάρι

φόρεσε τους μανδύες του, ίππευσε τα άλογα και κατέβηκε στην

κατασκήνωση. Ο Οδυσσέας είχε μεθύσει, κρατούσε μια μποτίλια κρασί,

τριγυρνούσε ανάμεσα στις σκηνές και κραύγαζε. Σε μια από αυτές, ο

Αίαντας ροχάλιζε και απ’ έξω κάθονταν αμίλητοι ο Φίλιππος με τον

Αχιλλέα. Ήταν ιδρωμένοι και οι αχνοί στο σβέρκο τους έπαιρναν

σχήματα γυναικών, μύριζαν φιλιά και χάδια. Ο Φίλιππος αναστέναξε και

έστρεψε τα γαλάζια μάτια του στις σκηνές των Αμαζόνων. Έπειτα

χαμήλωσε το βλέμμα και πέρασαν από μέσα του η Αριάδνη, η Δεινομάχη,

η Ίριδα και άλλες γυναικείες μορφές. Αφηνόταν ο νεαρός, δίχως δισταγμό

στην ομορφιά, παραδινόταν σαν πλατανόφυλλο στο ποταμίσιο ρεύμα. Και

στεναχωριόταν που δεν ήταν πιο μεγάλη η καρδιά του, να χωρέσει όλες

τις ροδόφωτες ανταύγειες της, στεναχωριόταν και αναστέναζε, έκλεινε τα

μάτια να φυλακίσει τις ευωδιαστές αναμνήσεις, μην τυχόν και

δραπετεύσουν από το βλέμμα του.

«Άπιαστη είναι η ομορφιά, ανάθεμα την, πας να την πιάσεις και

γλιστράει σαν καπνός από την κλειστή χούφτα σου. Απρόσιτη, σαν τα

αστέρια που μας ρίχνουν περιπαιχτικά βλέμματα. Τεράστια και είναι

μικρά τα σώματα μας, δεν την χωράνε ολόκληρη». Μονολόγησε,

χαϊδεύοντας τα ξανθά μούσια στο πηγούνι του.

«Μην είσαι άπληστος, φίλε μου». Του απάντησε χαμογελαστά ο

Έκτορας. »Γι’ αυτό είναι αθάνατη, επειδή είναι ακατάκτητη. Στέκει πάνω

από μάγους, θεούς και ανθρώπους, προσφέρεται απλόχερα και αδιάκριτα

σε όλους, από την αρχή του χρόνου. Μα αν ήταν κτήμα ενός, θα φτώχαινε

ο κόσμος, θα έκλαιγε η φύση όλη». Τα λόγια του παρηγόρησαν τον

Φίλιππο, άδειασε την κούπα του και έβαλε κρασί σε όλους. Ήπιαν στην

υγεία της ομορφιάς- ο Έκτορας κοιτώντας την Ανδρομάχη. Δεν είχε ύπνο

η συντροφιά, μολονότι δούλευε ολημερίς και γλεντούσε για ώρες. Ο

Αχιλλέας ξεφυσούσε και μούγκριζε σαν πληγωμένο θεριό. Δεν μπορούσε

να ταιριάξει μέσα του τα χρόνια πολέμων και φριχτών εμπειριών με την

συντροφικότητα, την φιλία, τον έρωτα, την ευδαιμονία που ένιωθε. Δεν

γινόταν να παντρέψει τις λαμπερές στιγμές του παρόντος με τον ζόφο που

ξεχυνόταν από την Σεθίρηκα να τον συναντήσει.

«Κοιμούνται οι ανόητοι! Κλείνουν τα μάτια, ξαπλώνουν και γίνονται

παθητικοί θεατές ονείρων. Ξυπνάτε, πιο καθαρά φαίνονται τα όνειρα με

ανοιχτά ματόκλαδα, στέκουν ανεμπόδιστα μπροστά μας, καρτερούν να τα

φτάσουμε! Δεν είναι στον ύπνο τα όνειρα, είναι στα σύνορα που δεν

έχουμε σπάσει ακόμα, είναι στις αλήθειες που περιμένουν να τις

ξεθάψουμε. Ξυπνάτε, λοιπόν»! Φώναζε ο Οδυσσέας, τρεκλίζοντας. Τα

λόγια του άρεσαν στον Έκτορα και δυσαρεστήθηκε όταν τα βλέφαρα του

άρχισαν να βαραίνουν. Πείσμωσε, δεν ήθελε να πάει για ύπνο, ήπιε μια

γουλιά κρασί και χάιδεψε, με τα ακροδάχτυλα του, τον λαιμό της

Ανδρομάχης. Εκείνη αφέθηκε στο άγγιγμά του, χαμογελώντας απαλά.

Έκλεισε τα μάτια και στέρησε την λάμψη τους στη συντροφιά.

Τα σύννεφα έπαιρναν τριανταφυλλένιο χρώμα στην ανατολή, ξέβαφε ο

ουρανός και, από βαθυγάλαζος, γινόταν γκρίζος, όταν αποκαμωμένοι οι

τέσσερις σύντροφοι σύρθηκαν στη σκηνή. Κοιμήθηκαν αμέσως μόλις

ξάπλωσαν, παρά τα θορυβώδη ροχαλητά του Αίαντα. Μονάχος, ο

Οδυσσέας σκάλιζε τα κάρβουνα που αργόσβηναν. Γαλαζόχρωμος καπνός

έβγαινε από τα ρουθούνια του, στροβιλιζόταν μπροστά στο πρόσωπο του

και χανόταν. Δάγκωσε μηχανικά το στόμιο της πίπας του, έστρεψε τα

κοκκινισμένα μάτια του στην ανατολή και στέναξε. Ένιωσε να του

λείπουν τα ταξίδια, οι περιπλανήσεις δίχως προορισμό, οι γνωριμίες

καινούριων ανθρώπων, ο θαυμασμός μοναδικών τοπίων. Καταράστηκε

τον Ζακχαέρ Ντων, που τον ανάγκασε να τα στερηθεί όλα αυτά και τα

μακριά δάχτυλα του άγγιξαν την λαβή της Κόμπρας. Χαμογέλασε

αιμοβόρικα, είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, ήξερε πως πολλοί

εχθροί θα έπεφταν από τα χέρια του. Δεν ήξερε όμως πως τον στρατό που

ερχόταν συνόδευαν εφτά θανάσιμοι πολεμιστές, που θα σκότωναν

πολλούς συντρόφους του, δεν ήξερε πως τελικά θα έκλαιγε πάνω από τα

τσακισμένα κορμιά των αγαπημένων του και δεν θα γελούσε πάνω από τα

κουφάρια των πολέμιων του, όπως φανταζόταν εκείνη την στιγμή.

Όταν ο Έκτορας ξύπνησε, είχε ήδη φτάσει το μεσημέρι. Ο ίδιος και ο

Φίλιππος είχαν παρακοιμηθεί και ήταν μόνοι στη σκηνή. Ντύθηκαν

βιαστικά, ανακλαδίστηκαν και βγήκαν έξω. Ανταριασμένος ήταν ο

ουρανός, έβρεχε καταρρακτωδώς και αστραπές έσπαγαν φευγαλέα την

μαυρίλα των σύννεφων. Αυτό όμως δεν έφτανε για να εμποδίσει τις

προετοιμασίες του πολέμου. Μέσα στη Μηδείανορ, οι κάτοικοι

αμπάρωναν τα σπίτια τους, ασφάλιζαν τους στάβλους και παραγέμιζαν τις

αποθήκες με τρόφιμα. Στη κατασκήνωση, ο Αβικέννας ετοίμαζε αλοιφές

φουριόζος και άλλαζε επιδέσμους στους τραυματίες. Την ίδια ώρα, ο

Αχιλλέας, εξηγούσε σε ένα συγκεντρωμένο, ετερόκλητο πλήθος το σχέδιο

του. Οι περισσότεροι το είχαν ξανακούσει, όμως ο Σίμπαγκορ, ο Αννίβας,

ο Σεβάχ, ο Αττίλας και οι σύντροφοι τους πρόσεχαν τον πολεμιστή, με

συγκεντρωμένα τα σκυθρωπά πρόσωπα τους. Ο Έκτορας πήγε στη τάφρο,

χαιρέτησε τον Οδυσσέα, τον Αινεία, τον Εύδωρο και τους τρεις

σιδηρουργούς, που είχαν πιάσει ήδη δουλειά και έπειτα έπιασε και ο ίδιος

ένα σφυρί. Κάτω από τις υποδείξεις του Οδυσσέα, άρχισε να καρφώνει

βαρείς, ατσάλινους κρίκους πάνω στον φράχτη που σκέπαζε τον λάκκο.

Ακόμα δεν είχε καταλάβει το σχέδιο του Οδυσσέα και κάθε φορά που τον

ρωτούσε εκείνος χαμογελούσε αυτάρεσκα και έμενε σιωπηλός. Παρ’ όλα

αυτά, του είχε εμπιστοσύνη, ήξερε πως ήταν έξυπνος και πολυμήχανος,

οπότε δούλευε δίχως να επιμένει στις ερωτήσεις.

Αργά το απόγευμα, ενώ κάρφωνε με βιασύνη έναν κρίκο, ο Οδυσσέας

τον σκούντησε στον ώμο. Τον κοίταξε και εκείνος του έδειξε με το σφυρί

δυτικά. Στράφηκε. Αρχικά νόμιζε πως έβλεπε ένα μαύρο σύννεφο, όμως

τελικά κατάλαβε πως ήταν ένα σμήνος πουλιών. Κινούταν

αλλοπρόσαλλα, δίχως τάξη ή σχηματισμό, μερικά συγκρούονταν

πανικόβλητα, ενώ άλλα έπεφταν στο έδαφος. Πετούσαν βορινά, πράγμα

που παραξένεψε ακόμα περισσότερο τον Έκτορα. Η καρδιά του

κλώτσησε από ανησυχία, ήξερε πως δεν ήταν καλό σημάδι. Δίχως άλλο,

οι Θανατώριοι πλησίαζαν. Ωστόσο, η Νύχτα δεν έδωσε το δικό της

σινιάλο και αυτό τον καθησύχασε. Είχαν ακόμα κάμποσο χρόνο. Η

κατασκευή ήθελε ακόμα λίγη δουλειά, όμως οι σιδηρουργοί ήταν

πεπεισμένοι πως θα τελείωνε την επόμενη μέρα, το αργότερο. Έχοντας

ορθωμένα τα αυτιά, συνέχισε να ανεβοκατεβάζει το σφυρί. Περίμενε από

στιγμή σε στιγμή το κάλεσμα της λύκαινας και η ταραχή μέσα του έτριβε

τα χέρια της, αδημονώντας να χτυπήσει στο άκουσμα του αλυχτίσματος.

Μα το μόνο που ακούστηκε ήταν οι βροντές των αστραπών,

μακρόσυρτες, θυμωμένες. Η βροχή έσταζε ανάμικτη με ιδρώτα από τα

μαλλιά και τα γένια του Έκτορα, ο μανδύας του βάρυνε και κόλλησε στις

πλάτες. Κάρφωνε ασταμάτητα και καμώθηκε πως κάρφωνε την ανησυχία

του στον φράχτη, να την εξαλείψει.

Το βράδυ, το συμβούλιο είχε λήξει και αποφασίστηκε να εφαρμοστεί

το σχέδιο του Αχιλλέα. Έτσι, οι σύντροφοι από την Ανατολή και το Νότο

δεν θα πολεμούσαν πλάι στον Έκτορα, θα έμεναν κρυμμένοι πίσω από

τους νοτιοδυτικούς λόφους. Στο μεταξύ, πέρασαν χοντρές αλυσίδες μέσα

από τους κρίκους στον φράχτη, αρκετά μακρύτερες από το μήκος του.

Σύμφωνα με τον Οδυσσέα, έμεναν μόνο μερικές λεπτομέρειες, που

ανέλαβαν να ολοκληρώσουν οι σιδηρουργοί, στάθηκε πάνω από την

γεφυρωμένη τάφρο και κούνησε το κεφάλι ικανοποιημένος. Η βροχή

κόπασε, πήρε μαζί με τον Έκτορα τον δρόμο πίσω για την κατασκήνωση,

όπου είχαν ήδη ανάψει οι φωτιές και ακουμπούσαν πάνω τους οι

μαυρισμένες ψησταριές, φορτωμένες με κρεατικά. Οι ώμοι του Έκτορα

πονούσαν, αποταυρίστηκε και σκάλισε νευρικά με το πόδι του το

λασπωμένο έδαφος. Ανακαλούσε διαρκώς την εικόνα των φοβισμένων

πουλιών που είχε δει πριν από κάμποσες ώρες και ξεφυσούσε, μα δεν

μπορούσε να γαληνέψει.

Ζύγωνε το πλήρωμα του χρόνου, το ένιωθε και, πλέον, του φαινόταν πως

είχε έρθει γρηγορότερα από ότι το περίμενε. Έκλεισε τα μάτια και

αναθυμήθηκε την πορεία του από την Ροτενσνέικ ως τη Μηδείανορ,

τρόμαξε μόλις συνειδητοποίησε πόσο ριζικά είχαν αλλάξει όλα μέσα και

γύρω του. Τότε, αναδύθηκε μπροστά του ο Αριστοτέλης, χαμογελώντας

με βεβαιότητα. Μια φλόγα του έγλυφε το μέτωπο και τα ασημένια μαλλιά

του κρέμονταν αυστηρά, ακίνητα κάτω από τους ώμους του. Έπειτα,

παρασύρθηκε στον στρόβιλο σκέψεων και αισθημάτων που ανακάτευε

την ψυχή του Έκτορα. Χάθηκε από μπροστά του, μα πήρε μαζί και την

ανησυχία, την αμφιβολία που μόλευε τα σωθικά του, πυργώθηκε το

κουράγιο στη θέση της.

Μύριζε το βρεγμένο χώμα, μύριζε και το λίπος που χωνευόταν από τις

φλόγες και έλιωνε στο ψαχνό των ψητών κρεάτων, μύριζε και το κρασί

που κελάρυζε κεφάτα στα λαρύγγια των ανθρώπων και όλα μαζί

συνέθεταν μια ευωδία μεθυστική. Όλοι ένιωθαν πως ο εχθρός ήταν κοντά,

μα τον έδιωξαν από τις σκέψεις τους με μπόλικο φαί, άφθονο ποτό και

εξαντλητικό χορό. Άνοιξαν τα φυλλοκάρδια τους και έμπασαν μέσα

ζωηρές μελωδίες και εικόνες των ιδρωμένων συντρόφων τους, που

πηδούσαν και λικνίζονταν στους ρυθμούς της μουσικής. Η Ανδρομάχη

δεν ήθελε να παίξει φλάουτο, πήρε τον Έκτορα από το χέρι και χόρεψαν

μαζί. Σε κάθε κίνηση του υπέροχου κορμιού της, η καρδιά του νεαρού

σκίρτησε σαγηνευμένη, κάθε φορά που το ιδρωμένο δέρμα της άγγιζε το

δικό του, ανατρίχιαζε από τον πόθο. Τα πάντα τριγύρω έμοιαζαν ακίνητα,

αιώνια, παγωμένα, μόνο η Αμαζόνα μπροστά του χόρευε, τραγουδούσε

και τον παρέσερνε σε έναν χείμαρρο ζωντάνιας, ζεστασιάς και έρωτα. Ο

ξεπλυμένος ουρανός είχε μπει στα στήθια της και εκείνα αστροέφεγγαν,

γυμνωμένα μπροστά του. Ο χρόνος είχε φυλακιστεί στα χείλη της και

ελευθερωνόταν στιγμή-στιγμή με κάθε τους φιλί. Απομονώθηκαν, έκαναν

έρωτα και ένιωσαν την ευδαιμονία να κυλάει από τα ενωμένα κορμιά

τους στο χώμα, που ράγιζε και άνθισε, περιφρονώντας το Σκότος και τον

θάνατο που το περιτριγύριζε.

Το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι τα ξημερώματα, παρ’ όλα αυτά, το πρωί

όλοι ήταν στο πόδι, συνεχίζοντας τις ετοιμασίες που έμειναν

ανεκπλήρωτες. Οι άρχοντες της Μηδείανορ οχύρωναν τα παλάτια τους

και αμπάρωναν τις πόρτες. Οι κτηνοτρόφοι ασφάλιζαν τα ζωντανά στους

στάβλους, φροντίζοντας να τα εφοδιάσουν πρώτα με αρκετή ζωοτροφή

και νερό. Οι αγρότες έκοβαν τα τελευταία ζαρζαβατικά από τους κήπους

τους, ακόμα και αν ήταν άγουρα και τα τσουβάλιαζαν στα κελάρια τους.

Όλοι ήταν σκυθρωποί και είχαν κατεβασμένα τα κεφάλια. Η πόλη ήταν

σιωπηλή, οι ταβέρνες αδειανές και τα εμπορικά κλειστά. Αυτό που έλειψε

στον Έκτορα, καθώς διέσχιζε την πλατεία, ήταν ο ήχος των παιδικών

γέλιων που την στόλιζε άλλοτε. Αλλά εκείνη τη μέρα οι οικογενειάρχες

κρατούσαν τα παιδιά τους κλεισμένα στα σπιτικά, υπό την προσοχή τους.

Τελικά, ο νεαρός έφτασε στα δυτικά όρια της Μηδείανορ, εκεί όπου είχαν

σκάψει την τάφρο, όμως, προς μεγάλη του έκπληξη, δεν την είδε! Ήταν η

τελευταία πινελιά του σχεδίου του Οδυσσέα, ο οποίος την είχε κρύψει

κάτω από μια στρώση χώματος. Μονάχα οι αλυσίδες κυμάτιζαν

φιδογυριστά, έξω από το χώμα. Αντιλαμβανόμενος τον αιφνιδιασμό του

Έκτορα, ο Οδυσσέας γέλασε τρανταχτά και τον χτύπησε στην πλάτη.

Έπειτα στράφηκε στον Αχιλλέα, πίσω του.

«Αδερφέ μου, θα ήταν τιμή όλων μας, αν πολεμούσες μαζί με τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα. Τουλάχιστον, εγώ θα ένιωθα πιο ασφαλής,

έχοντας σε πλάι μου»

«Με τιμάς, Οδυσσέα». Αποκρίθηκε με βαριά φωνή ο θηριώδης άντρας.

»Αλλά τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα έχουν πολλούς σπουδαίους

πολεμιστές, αχρείαστος θα σου είμαι. Θα είμαι κοντά σας, μα πλάι στον

Έκτορα και τον Φίλιππο. Μαζί τους πλανήθηκα σε μυστήρια και σκοτεινά

μέρη, μαζί συντρίψαμε εχθρούς στο παρελθόν, μαζί ματώσαμε από τις

λεπίδες τους, μαζί θα πολεμήσουμε και τούτη τη μάχη»

Ο Οδυσσέας έγνεψε αδιάφορα στην απόκριση του αδερφού του και,

δίχως να του πει κάτι, έβγαλε την κάπα, σήκωσε τον μανδύα και

ξεκούμπωσε τον δρακόντειο θώρακα του Διομήδη. Τον κράτησε ψηλά

και μίλησε στον Έκτορα:

«Δεν είσαι τόσο ικανός πολεμιστής όσο εγώ, ακόμα κι αν έχεις το

Σπαθί της Λύκης. Μα είσαι πιο πολύτιμος από εμένα, ακόμα και μια

λαβωματιά στο κορμί σου θα στοιχίσει πολλά σε όλους μας. Πάρε τούτον

τον θώρακα, ελάχιστες λεπίδες μπορούν να τον διαπεράσουν, θα σε

προστατέψει»

Ο Έκτορας σάστισε και αρνήθηκε εμφατικά, όμως ο Οδυσσέας

επέμεινε. Τελικά τον δέχθηκε απρόθυμα και τον φόρεσε πάνω από τον

μανδύα του. Ήταν ελαφρύς και άνετος, δεν εμπόδιζε διόλου τις κινήσεις

του, παρά τα χοντρά, αγκαθωτά λέπια που τον συνέθεταν.

Παραδειγματισμένος από τον Οδυσσέα, ο Εύδωρος έσπευσε και του

έφερε ένα ζευγάρι περικάρπια και επικαλαμίδες, με το έμβλημα της

Μηδείανορ ανάγλυφο πάνω τους.

«Τούτα ήταν του αδερφού μου, που έπεσε στην πρώτη επίθεση που

δεχτήκαμε. Ένα Ζεβοντάν δάγκωσε το άλογο του στον λαιμό και,

πέφτοντας, έσπασε το σβέρκο του. Άχρηστα μου είναι και δεν ξέρω

κάποιον που να τα αξίζει περισσότερο από εσένα. Τίμησε τη μνήμη του,

φορώντας τα»

Ο Έκτορας συγκινήθηκε από τα λόγια του πολεμιστή, τα πήρε και του

υποκλίθηκε, ευχαριστώντας τον. Οι δύο άντρες δεν ήταν οι μόνοι που

ήθελαν να εξοπλίσουν τον Εκλεκτό του Σπαθιού της Λύκης. Μετά το

μεσημεριανό γεύμα, ο Σίμπαγκορ προσέγγισε τους τέσσερις συντρόφους

και τους δώρισε από μία αστραφτερή περικεφαλαία, επενδυμένη με

φύλλα χρυσού. Είχαν στο μέτωπο σκαλιστό ένα ψηλό δέντρο με

απλωμένα τα χοντρά κλαδιά του και τα φύλλα του είχαν καμωθεί με

μικρά διαμαντάκια. Οι τρεις άντρες τις πήραν ενθουσιασμένοι και τον

ευχαρίστησαν, όμως η Ανδρομάχη την απέρριψε χαμογελαστή.

«Οι Αμαζόνες έχουμε συγκεκριμένο εξοπλισμό, σχεδιασμένο ώστε να

μην βαραίνει τα άτια μας. Καλύτερα πρόσφερε την σε κάποιον που την

χρειάζεται περισσότερο». Ο Σίμπαγκορ δυσαρεστήθηκε, αλλά μόνο για

μια στιγμή. Έκρυψε την περικεφαλαία στον μανδύα του, χαμογελώντας

πλατιά και αποχαιρέτησε την συντροφιά. Αργότερα είδαν πως δώρισε την

περικεφαλαία στον Αινεία, ο οποίος είχε επίσης λάβει έναν αλυσιδωτό

θώρακα και ένα κυρτό ξίφος από τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα, καθώς

επίσης ένα δόρυ και ένα τόξο από τις Αμαζόνες. Οι δύο αυτοί στρατοί

είχαν φροντίσει να εξοπλίσουν όλους τους αποφυλακισμένους της

Μηδείανορ, καθώς ο Φρίξος και ο Ηρακλής αδιαφορούσαν επιδεικτικά.

Στο μεταξύ, τα λόγια της Ανδρομάχης θύμισαν στον Έκτορα κάτι που

τον απασχολούσε πολύ τις τελευταίες μέρες. Η κοπέλα δεν θα πολεμούσε

πλάι του, αλλά μαζί με τις συντρόφισσες της. Δύσκολα πήρε και η ίδια

αυτήν την απόφαση, μα ήξερε πως θα μαχόταν πιο αποτελεσματικά πάνω

σε άτι, περιστοιχισμένη από άλλες Αμαζόνες, με τις οποίες είχαν ίδιες

πολεμικές τακτικές. Παρ’ όλα αυτά ένιωθε άβολα που δεν θα είχε πλάι

της τους τρεις συντρόφους της. Ο Έκτορας ένιωσε ένα κενό μέσα του,

μόλις πρωτάκουσε την πρόθεση της, το οποίο σύντομα ξεχείλισε με

ανησυχία και φόβο. Γνώριζε πως η Ανδρομάχη ήταν ικανότατη

πολεμίστρια, κατανοούσε τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτήν την

απόφαση και ήταν σίγουρος πως ήταν πολύ περήφανη για να την

μεταπείσει. Μα τίποτε από τα παραπάνω δεν μπορούσε να καταλαγιάσει

το άγχος του. Αδιανόητο του φαινόταν να πολεμάει μακριά της,

ανήμπορος να την βλέπει ή να την ακούει, τον τρόμαζε αυτό το γεγονός

και τον αποθάρρυνε.

Μα την επόμενη στιγμή, όλα αυτά ξεχάστηκαν. Είχαν ήδη αποφάει και

κάθονταν σκεφτικοί, όταν από τον λόφο πίσω τους ήχησε ένα

μακρόσυρτο αλύχτισμα. Όλοι έμειναν ατάραχοι στο άκουσμα του, εκτός

από τον Έκτορα που πήδησε πάνω, ενστικτωδώς. Και στιγμιαία, ο λύκος

που κοιμόταν μέσα του τινάχτηκε, να ερμηνεύσει το ουρλιαχτό. Όρθωσε

τα αυτιά του και έπειτα γρύλισε στα σπλάχνα του Έκτορα: Αύριο το

μεσημέρι! Έπειτα γύμνωσε τα δόντια του, άστραψαν οι μακριοί

κυνόδοντες και το μουγκρητό του αντήχησε οργισμένο. Ο Έκτορας,

μέχρι τότε, πίστευε πως θα τον κατέβαλε πανικός, όταν θα τον

ειδοποιούσε η Νύχτα. Αλλά δεν λογάριασε το κτήνος που ήταν αδρανές,

ως εκείνη την ώρα. Και η θηριώδης δύναμη του ατσάλωσε την καρδιά

του, ο αιμοβόρικος θυμός πλημμύρισε το αίμα του και η δίψα για

αφανισμό εξάλειψε κάθε άλλο συναίσθημα. Τα μάτια του φλογίστηκαν

και στη σκιά των βλεφάρων του αχνοφαινόταν ένας μαύρος λύκος,

τρομερός, έτοιμος να σκορπίσει τον φόβο στις σάπιες καρδιές των

Θανατώριων. Οι τρεις σύντροφοι του τον κοίταξαν με περιέργεια και

εκείνος τους δήλωσε κοφτά:

«Αύριο το μεσημέρι θα ανταμώσουμε τον εχθρό». Έπειτα κίνησε

φουριόζος και μετέφερε το μήνυμα της Νύχτας σε όλη την κατασκήνωση

και στη Μηδείανορ. Οι Αμαζόνες έβγαλαν φοβερές ιαχές, το ίδιο και τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα. Άφοβοι οι Νότιοι και οι Ανατολίτες

άρχισαν να χειροκροτούν και άναψαν φωτιές. Μονάχα στους κατοίκους

της Μηδείανορ ο Έκτορας είδε βλέμματα πανικού και αμφιβολίας.

Ωστόσο, κατευνάστηκαν από το αποφασιστικό ύφος του νεαρού. Ο ίδιος

τους άφησε να αρματωθούν και να προετοιμαστούν, ενώ δεν παρέλειψε

να τους προσκαλέσει στον καταυλισμό, όπου τίποτε δεν έδειχνε πως την

επόμενη μέρα θα γινόταν μια αιματηρή μάχη.

Οι βρυχώμενες φωτιές πυρπόλησαν τα γκρίζα σύννεφα και τα έδιωξαν

μακριά. Τα τύμπανα τράνταζαν το έδαφος και οι ζωηροί χοροί σήκωσαν

κουρνιαχτό. Με μια φωνή, όλοι τραγουδούσαν πολεμικούς σκοπούς,

ξεσηκώθηκαν από τα βάθη των καρδιών τους τα λάβαρα της μάχης,

ανέμισαν στη δροσιά των γυμνών στηθών. Παραμέρισαν την ανθρώπινη

φύση τους, γίνηκαν θηρία πρωτόγονα και οι τεράστιες μορφές τους

αψήφησαν τα όρια του ουρανού, συγκρούστηκαν με το ασύνορο

στερέωμα. Οι βρυχηθμοί τους φοβέρισαν τα αστέρια και ο χρόνος

τρομοκρατήθηκε και γύρισε προς τα πίσω. Αλάφρωσε τις πλάτες τους από

τις ταλαιπωρίες του παρελθόντος, αφάνισε τις ρυτίδες από τα πρόσωπα

τους και τα κορμιά τους ξέχασαν τις παλιές πληγές. Όλοι ακμαίοι, νεαροί,

αγέραστοι, τρομεροί. Έφαγαν όσο ποτέ άλλοτε, ήπιαν ποτάμια ολόκληρα,

μα δεν έφτανε το κρασί και το ρούμι για να μεθύσει τούτα τα πελώρια

θεριά. Ούτε το κρέας και το ψωμί μπορούσε να γεμίσει τις κοιλιές τους.

Οι λεπίδες που σπίθιζαν ήταν το φαί τους και το αίμα, που έρεε από τις

πληγές των εχθρών, το ποτό τους. Έτσι τρέφονταν τούτα τα πρωτόγονα

πλάσματα, που κατοικούσαν στις ανθρώπινες ψυχές πριν καν τις τυλίξουν

οι σάρκες, έτσι επιζούσαν και διάβαιναν τα αρχέγονα τοπία, από τότε που

γεννήθηκε ο Άνθρωπος. Ο Έκτορας τριγυρνούσε ανάμεσα στους

συντρόφους του, κρατώντας σφιχτά την λαβή του σπαθιού του. Είδε τον

Σίμπαγκορ και τους συντρόφους του να βάφουν τα μαύρα πρόσωπα τους

και τα σφριγηλά κορμιά τους με άσπρη και κόκκινη μπογιά. Στο στήθος,

άλλοι ζωγράφιζαν δέντρα, άλλοι ελάφια, άλλοι πάνθηρες, άλλοι ποτάμια

και άλλοι τον ήλιο με τα αστέρια. Ο Σίμπαγκορ σχημάτισε το περίγραμμα

ενός λιονταριού με κόκκινη χαίτη. Έπειτα φόρεσε την χρυσή αρματωσιά

του, από πάνω ένα λιονταροτόμαρο, άρπαξε ένα δόρυ με μακριά και

πλατιά αιχμή και άρχισε να χορεύει ζωηρά. Οι Αμαζόνες ύψωσαν πάνω

από τις σκηνές τους λάβαρα με πλεχτά άλογα και βέλη ενώ οι Ανατολίτες

με κίτρινα ημισέληνα, ασημένιους ελέφαντες ή ανθρωπόμορφες φιγούρες

με τρία μάτια και δέκα χέρια η καθεμία. Ο Αννίβας χτένιζε την μακριά

πλεξούδα του και ο Σαλαντίν φρόντιζε το στριφογυριστό μουστάκι του

στο καθρέφτισμα του σπαθιού του. Πλάι στον Αίαντα που φορούσε την

πελώρια πανοπλία του, ο Οδυσσέας έβαφε το πρόσωπο του με μαύρη και

κόκκινη μπογιά. Ήταν προσηλωμένος και αγνοούσε τι συνέβαινε

τριγύρω.

Την ίδια ώρα, ο Αχιλλέας ακόνιζε το τσεκούρι του και ο Φίλιππος

δοκίμαζε έναν αλυσιδωτό θώρακα, ενώ η Ανδρομάχη είχε ήδη φορέσει

μια δερμάτινη πανοπλία, ενισχυμένη με λεπτά, ατσάλινα φύλλα. Στο δεξί

της χέρι είχε σφίξει ένα δερμάτινο περικάρπιο. Έλαμπε ολόκληρη και

έμοιαζε ομορφότερη από ποτέ. Φίλησε τον Έκτορα με πάθος και εκείνος

την έσφιξε στην αγκαλιά του για πολλή ώρα. Καθώς τα στήθη τους

αγγίζονταν, ξεπήδησε μια φλόγα, πιο καυτή από τις φωτιές που έκαιγαν

και πιο λαμπερή από όλα τα αστέρια που κρέμονταν στον ουρανό.

Ο Αινείας, που είχε έρθει στο κέφι από το υπερβολικό φαγοπότι,

ανέβηκε στα κρυφά στο ψηλότερο αρχοντικό της Μηδείανορ και ύψωσε

το λάβαρο που είχε δωρίσει ο Σεβάχ στον Έκτορα. Καθώς κρεμόταν πάνω

στο κοντάρι, όλοι τον επευφημούσαν, ενώ ο Έκτορας προσπαθούσε να

καταλάβει πότε του πήρε το λάβαρο ο Αινείας. Συνειδητοποίησε πως δεν

είχε σημασία, ύψωσε το βλέμμα και, αντικρίζοντας τον λύκο να ουρλιάζει

στο φεγγάρι που πλαισίωνε το μεγάλο «Α», η συγκίνηση του έγινε δάκρυ

και κύλησε στο μάγουλο του, έπειτα χάθηκε στα χείλη της Ανδρομάχης

που τον φίλησε. Η ανάσα της χάιδευε το πρόσωπο του, τα δάχτυλά τους

σφιχταγκαλιάστηκαν και εκείνος της ψιθύρισε:

«Αύριο δεν μάχεται το Σκότος με το Φως, ούτε ο Έκτορας με τον

Ζακχαέρ Ντων. Είναι η φλόγα της ζωής που θα συγκρουστεί με την

παγωνιά της νεκρανάστασης. Και που φαίνεται τούτη τη φλόγα, αν όχι

στην ευωδία της απόλυτης ελευθερίας, στη ζεστασιά της

συντροφικότητας που μας τριγυρίζει, στις ανταύγειες του έρωτα που

βλέπω αυτή τη στιγμή μπροστά μου;» Μπήκαν σε μια σκηνή και έκαναν

έρωτα, ενώ την ίδια ώρα πολλά κορμιά ενώθηκαν, σχηματίζοντας ένα

πανέμορφο, ηδονικό πλέγμα. Όταν ξαναβγήκαν έξω, ο Έκτορας είδε

έκπληκτος πως ο Φίλιππος είχε ξυρίσει το γένι του, αφήνοντας μονάχα

ένα μουσάκι στο πηγούνι του, όμοιο με εκείνο που είχε όταν είχαν

συναντηθεί στη Σωθράπον. Ο Αχιλλέας τον μιμήθηκε και στάθηκε δίπλα

του, γελώντας τρανταχτά. Ήταν ασυνήθιστα διαχυτικός, αγκάλιασε τον

Έκτορα και φίλησε πεταχτά την Ανδρομάχη στο μάγουλο. Ο Οδυσσέας

είχε στολιστεί, κάνοντας δύο μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια, μια

κόκκινη λωρίδα στο κέντρο του μετώπου του που εκτεινόταν ως την άκρη

της μύτης και συμμετρικά στα μάγουλα δύο κόκκινες γραμμές. Πλησίασε

την συντροφιά, δαγκώνοντας ξέγνοιαστα ένα μήλο. Δίχως να μιλήσει,

τράβηξε τον Αχιλλέα και ρίχτηκαν στο χορό, μαζί με δύο γοητευτικές

Αμαζόνες. Ο Φίλιππος τους μιμήθηκε, έπιασε από τη μέση την Άρτεμις

και οι δυο τους κινήθηκαν στους ρυθμούς που όριζαν τα δερματόδετα

τύμπανα, οι κιθάρες, οι φλογέρες και οι άρπες. Δεν χωρούσε η κούραση

σε εκείνη τη νύχτα, μήτε η απαισιοδοξία. Τα λάβαρα ανέμιζαν περήφανα,

τα κορμιά άχνιζαν πυρωμένα και οι καρδιές μετρούσαν με τους χτύπους

την έναρξη της μεγαλύτερης μάχης από την εποχή του Ωρίωνα.

Ο ήλιος ανέτειλε ανεμπόδιστος, μα δεν έφτανε το φως του στα δυτικά,

πέρα από τις όχθες του Μονοσάνδαλου. Εκεί, η απαίσια, γκρίζα ομίχλη

μόλυνε το τοπίο και έσπερνε ασχήμια. Μια ομίχλη γνώριμη, σε όλους

όσους στέκονταν στην απαίσια όχθη. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η βοή

του ποταμού, μα δεν είχε τη συνηθισμένη, κελαρυστή, τραγουδιστή

χροιά. Ηχούσε σαν χλευαστική παρωδία όμορφης μουσικής,

φαλτσαριστή, άκεφη, γεμάτη απόγνωση. Και οι βαριές ανάσες του

στρατού, που ήταν συγκεντρωμένος μπροστά στα δυτικά όρια της

Μηδείανορ, δεν μπορούσαν να καλύψουν το κλάμα του Μονοσάνδαλου

ποταμού.

Ο Έκτορας, μαζί με τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα, στέκονταν σιωπηλοί

και αρματωμένοι, μπροστά από τις τρεις σειρές της διάταξης των

Μαυροκόκκινων Φαντασμάτων. Μετά από αυτούς, στοιχίζονταν σε δύο

σειρές οι πολεμιστές της Μηδείανορ, τρεις χιλιάδες αρματωμένοι άντρες.

Έχοντας έναν σχηματισμό που έμοιαζε με πέταλο, οι πτέρυγες του οποίου

ήταν παράλληλα στις πλευρές των παραπάνω πολεμιστών, οι πέντε

χιλιάδες Αμαζόνες ήταν ήδη πάνω στα άτια τους και κράδαιναν τα

μακριά, κοκάλινα τόξα. Η Ανδρομάχη ίππευε τον Αρίωνα, καθώς ο

Έκτορας είχε αποφασίσει να μην τον χρησιμοποιήσει. Όπως είχε

συμφωνηθεί, οι σύντροφοι του Αννίβα, του Σίμπαγκορ και του Αττίλα,

μαζί με τους τρεις πολέμαρχους, είχαν κρυφτεί πίσω από τους

νοτιοδυτικούς λόφους, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από τον

υπόλοιπο στρατό.

Οι κόκορες δεν λάλησαν εκείνο το πρωινό, έμειναν κουρνιασμένοι στα

κοτέτσια τους, τρέμοντας, και τα σκυλιά κλαψούριζαν με την ουρά κάτω

από τα σκέλια. Κοιτώντας οργισμένα την ομίχλη, που χόρευε χλευαστικά

πάνω από το έδαφος, περίπου εξακόσια μέτρα μακριά του, ο Έκτορας

άκουσε ψιθύρους να αναρωτιούνται:

«Μα που είναι»;

«Ήρθαν στ’ αλήθεια»;

«Μα, δεν βλέπεις την ομίχλη»; Απάντησε μια ενοχλημένη φωνή.

«Γιατί δεν επιτίθενται; Τι περιμένουν»;

«Ας επιτεθούμε εμείς πρώτοι, να τους δείξουμε ότι δεν τους

φοβόμαστε!»

Μα το σχέδιο του Οδυσσέα προϋπόθετε να κάνουν οι εχθροί την πρώτη

κίνηση. Το βλέμμα του Έκτορα κινήθηκε στην καμουφλαρισμένη τάφρο,

μερικά μέτρα μπροστά του. Οι μακριές αλυσίδες είχαν περαστεί στις

σέλες αλόγων, πάνω από είκοσι, τα οποία στέκονταν, με την πλάτη

γυρισμένη στην μακάβρια ομίχλη. Ωστόσο, ένιωθαν την απειλή που

πλανιόταν μέσα της, είχαν σκυφτά τα κεφάλια και ρουθούνιζαν

φοβισμένα. Ύψωσε ξανά το κεφάλι ο νεαρός και κάρφωσε τα μάτια του

στην σκοτεινή ομίχλη, η οποία απόδιωχνε περιφρονητικά το πρωινό φως,

επιδεικνύοντας την ισχύ του σκότους, που κάλυπτε στα μισερά σπλάχνα

της. Πήρε βαθιά ανάσα, ύψωσε το Σπαθί της Λύκης και, μαζί του,

ανέβηκε από τον λαιμό του μια φοβερή ιαχή, όμοια με κραυγή λύκου. Η

Νύχτα του απάντησε από τους βορειοδυτικούς λόφους, μα το αλύχτισμα

της καλύφθηκε από τις φωνές των Μαυροκόκκινων Φαντασμάτων, των

Αμαζόνων και των πολεμιστών από τη Μηδείανορ.

Τότε η ομίχλη διαλύθηκε, μα το σκοτάδι έμεινε. Και αυτό που φάνηκε,

καθώς τα άχρωμα ξέφτια της τραβιόνταν προς τα πίσω, ήταν ακόμα πιο

απαίσιο και τρομερό. Σχεδόν χίλια Ζεβοντάν, τα οποία καβαλίκευαν

Θανατώριοι σχημάτιζαν δύο σειρές. Τα κτήνη φορούσαν σιδερένιες

πανοπλίες, το ίδιο και οι ιππείς τους, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με μακριά

δόρατα- τα οποία είχαν κυρτές αιχμές-και φαρδιές, ξύλινες ασπίδες,

ενισχυμένες με χάλκινες πλάκες. Τις πλευρές τους πλαισίωναν Κύκλωπες,

τριακόσιοι σε κάθε πτέρυγα. Έφεραν σιδερένια ρόπαλα, προστατεύονταν

με χάλκινες πανοπλίες και βαριές περικεφαλαίες. Κάθε ένας τους είχε

ύψος διπλάσιο του Αχιλλέα, ενώ τα χέρια τους ήταν αφύσικα μακριά.

Πίσω τους, ήταν στοιχισμένοι δέκα χιλιάδες Θανατώριοι, αρματωμένοι

σαν αστακοί. Βρυχήθηκαν δυνατά και οι παγωμένες φωνές τους έκαναν

τον Έκτορα να ανατριχιάσει.

Φόρεσε την περικεφαλαία του, βεβαιώθηκε πως η πανοπλία του ήταν

καλά δεμένη και έφτυσε προκλητικά το έδαφος, δίχως να αποσύρει το

βλέμμα του από τον σκοτεινό στρατό που τώρα χτυπούσε με ρυθμό τις

σιδερένιες μπότες του στο έδαφος. Πίσω του, ο Οδυσσέας τράβηξε μια

γερή ρουφηξιά από την πίπα του, χαμογελώντας αυτάρεσκα, ως συνήθως.

Ύψωσε την Κόμπρα, γνέφοντας στις Αμαζόνες και η Δεινομάχη του

απάντησε, υψώνοντας το ακόντιο της.

«Σημαδέψτε τους Κύκλωπες στο μάτι. Μόλις τυφλωθούν είναι

ευάλωτοι». Πρότεινε φωναχτά. Έπειτα, έσφιξε ενθαρρυντικά τον ώμο του

Έκτορα και εκείνος έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι, δίχως να τον κοιτάξει.

Τα χείλη του είχαν σφίξει ασυναίσθητα, τα μάτια του έμειναν καρφωμένα

στους εχθρούς, ο λύκος μέσα του γρύλιζε ανυπόμονα και η λεπίδα του

σπαθιού του άστραφτε, παραδίδοντας την πρόκληση.

«Φρόντισε να μείνεις ζωντανός, μόλις τελειώσει το σημερινό, Έκτορα.

Νομίζω πως θα σε χρειαστούμε και αργότερα». Αστειεύτηκε

χαμογελαστά ο Φίλιππος.

«Χα, δεν πιστεύω να φαντάζεσαι πως θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα,

έτσι φίλε μου; Όχι, σκοπεύω να σου κάνω τη ζωή δύσκολη για πολλή

καιρό ακόμα»

«Το φοβόμουν αυτό… Τι θα έλεγες για άλλη μια επίσκεψη στη Σπηλιά

των Μυστηρίων, όταν ξεμπερδέψουμε από εδώ; Μπροστά σε αυτά που

βλέπω, αρχίζει να μου φαίνεται ευχάριστο εκείνο το μέρος»

«Ω, δεν νομίζω πως μπορείς να αποχωριστείς τόσο εύκολα τις

Αμαζόνες». Τον αποστόμωσε ο Έκτορας και ο Αχιλλέας έπνιξε ένα γέλιο.

Στο μεταξύ, όμως, ένα πρόσωπο καμωμένο από απόλυτο σκοτάδι κοίταξε

απαξιωτικά τους πολέμιους του, μπροστά από τη Μηδείανορ. Το βλέμμα

του έπεσε πάνω στο λάβαρο που ανέμιζε στο πιο ψηλό αρχοντικό της

πόλης, είδε το περίγραμμα του λύκου και γρύλισε, αναγνωρίζοντας το.

Τόσο τρομερό ήταν το γρύλισμα του, που λιποθύμησαν δύο Θανατώριοι

μπροστά του. Τους έκοψε το λαιμό, έτσι όπως κείτονταν, δίχως καν να

τους κοιτάξει και έπειτα ύψωσε την ματωμένη λεπίδα του, δίνοντας το

σήμα της επίθεσης.

Τα Ζεβοντάν βρυχήθηκαν δυνατά καθώς οι ιππείς τους τραβούσαν τα

ινία. Άρχισαν να κινούνται, μαζί με τους Κύκλωπες στα πλαϊνά.

Σηκώθηκε κουρνιαχτός και το έδαφος τρανταζόταν σε κάθε βήμα. Το φως

του ήλιου δεν τολμούσε να πλησιάσει την διάταξη και οι σκιές τους

απλώνονταν ανενόχλητες, σπέρνοντας παγωνιά και ασχήμια. Μόλις

πλησίασαν την απέναντι όχθη του Μονοσάνδαλου, ο Οδυσσέας έγνεψε

κοφτά και ο ίδιος, μαζί με άλλα είκοσι Μαυροκόκκινα Φαντάσματα,

ίππευσαν τα άλογα, πίσω από την τάφρο, έχοντας τα κεφάλια γυρισμένα

στους εχθρούς. Εκείνοι, δίχως να χαλάσουν την διάταξη, ξεκίνησαν να

διασχίζουν το ποτάμι. Ήταν ρηχό και ίσα που ακουμπούσε τις κοιλιές των

Ζεβοντάν. Μα οι Κύκλωπες ήταν ντυμένοι στο σίδερο, κουβαλούσαν

τεράστια ρόπαλα και τα κορμιά τους ήταν γιγάντια και βαριά, βούλιαξαν

τα πόδια τους ως το γόνατο στον πάτο του ποταμού και δυσκολεύονταν

σε κάθε τους βήμα. Αναπόφευκτα λοιπόν, έμειναν πίσω από τα Ζεβοντάν.

Βλέποντας όμως πως οι άνθρωποι έμεναν ακίνητοι στη θέση τους, ο

πολέμαρχος του σκοτεινού στρατού δεν προβληματίστηκε, ούτε έδωσε

νέες διαταγές.

Τα Ζεβοντάν πέρασαν στην απέναντι όχθη και άρχισαν να

αναπτύσσουν ταχύτητα. Έτρεχαν σαν μανιασμένα, αφροί έτρεχαν από τα

μακριά στόματα και άστραφταν γυμνωμένα τα αιχμηρά κυνόδοντα τους.

Τότε, κάτι συνέβη, όμως όχι από τους ανθρώπους μπροστά τους. Στις

ράχες των νοτιοδυτικών λόφων άναψαν φωτιές, ακούστηκαν τύμπανα και

βούκινα. Ο πολέμαρχος ύψωσε τον λαιμό του και είδε, με την κοφτερή

ματιά του, γύρω στους τετρακόσιους άντρες με δόρατα και στρόγγυλες

ασπίδες να προσπαθούν να πλευροκοπήσουν τα Ζεβοντάν. Κάγχασε

αθόρυβα και διέταξε τους Κύκλωπες να αφανίσουν τους ανόητους, που

νόμιζαν πως θα τον αιφνιδίαζαν.

Έτσι, την ώρα που το βαρύ ιππικό των Θανατώριων ζύγωνε προς τον

στρατό, τραντάζοντας το έδαφος και μουγκρίζοντας, οι Κύκλωπες

έστριψαν δεξιά, να αποκόψουν τον Σίμπαγκορ και τους συντρόφους του.

Οι σιδερένιες μπότες τους βροντούσαν σε κάθε βήμα, τα ρόπαλα τους

στριφογύριζαν στον αέρα και τα μακριά δόντια τους άστραφταν, κάτω

από τις γκρίζες περικεφαλαίες. Το βλέμμα του Σίμπαγκορ συναντήθηκε

με του Πολύφημου, του αρχηγού των Κυκλώπων. Ήταν τέσσερα μέτρα

ψηλός και η ίριδα του ματιού του κατακόκκινη. Χτύπησε το ρόπαλο στην

θεόρατη παλάμη του και γέλασε χλευαστικά. Έγειρε το κεφάλι, χάιδεψε

την λιπαρή, μαύρη γενειάδα του και διέταξε επίθεση. Οι Κύκλωπες

βρυχήθηκαν και χίμηξαν στους ανθρώπους. Έμεινε ακίνητος ο

Σίμπαγκορ, ζύγισε το δόρυ στο χέρι του, σημάδεψε και το πέταξε. Η βολή

του δεν πήγε χαμένη, το ακόντιο τρύπησε το μάτι του Κύκλωπα στα δεξιά

του Πολύφημου, τυφλώνοντας τον. Εκείνος, ούρλιαξε από τον πόνο,

ανέμισε το ρόπαλο του στα τυφλά και χτύπησε έναν σύντροφο του,

θρυμματίζοντας τα δόντια του. Όμως δεν έφτανε αυτό για να αποθαρρύνει

τα γιγάντια κτήνη, μάνιασαν και όρμησαν, γρυλίζοντας, οπότε ο

Σίμπαγκορ πρόσταξε οπισθοχώρηση και έτρεξαν όλοι στους λόφους.

Στο μεταξύ, όταν τα Ζεβοντάν έφτασαν σε απόσταση διακοσίων

μέτρων από την τάφρο, ο Οδυσσέας έκανε νόημα στις Αμαζόνες,

υψώνοντας το χέρι του. Η Δεινομάχη έγνεψε κοφτά και διέταξε τις

πολεμίστριες να υποχωρήσουν. Καλπάζοντας γοργά και συγκροτημένα,

αποσύρθηκαν, κρύφτηκαν στις σκιές της Μηδείανορ. Οι Θανατώριοι

νόμισαν πως οι Αμαζόνες δείλιασαν, έσυραν ιαχές πολέμου και

σπιρούνισαν τα Ζεβοντάν για να τρέξουν πιο γρήγορα. Το ίδιο πίστεψε

και ο πολέμαρχος του στρατού, κούνησε το κεφάλι περιφρονητικά. Δεν

είχε αμφιβολία πως η πόλη θα έπεφτε σε λίγες ώρες. Διέταξε το πεζικό

του να παραταχθεί για μάχη και να αποτελειώσει όσους θα επιζούσαν από

το σαρωτικό κύμα των Ζεβοντάν. Ήχησαν τα χάλκινα βούκινα,

ανεγέρθηκαν τα χρυσόμαυρα λάβαρα της Σεθίρηκα και δέκα χιλιάδες

λεπίδες έσπασαν τη σκοτεινιά με τη γκρίζα, παγωμένη λάμψη τους.

Ήταν αυτό ακριβώς που περίμενε ο Οδυσσέας. Ο εχθρός τους είχε

υποτιμήσει και έπεφτε ανυποψίαστος στην παγίδα. Ανεβασμένος στο

άλογο, παρατηρούσε ατάραχος τα Ζεβοντάν να χιμούν καταπάνω τους, με

συντριπτική ορμή. Απείχαν εκατό μέτρα… ογδόντα… πενήντα..

τριάντα…

«Τραβήξτε»! Φώναξε δυνατά και κλώτσησε τα καπούλια του αλόγου

του. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι είκοσι σύντροφοι του. Τα άλογα

χλιμίντρισαν και άρχισαν να κινούνται. Οι αλυσίδες τέντωσαν. Αργά, το

χώμα γλιστρούσε, αποκαλύπτοντας τον φράχτη που ορθωνόταν. Οι

μυτεροί κορμοί ανασηκώθηκαν, όχι όμως τελείως, σχημάτισαν μια μικρή

γωνία με το χείλος της τάφρου. Όταν οι Θανατώριοι είδαν τις αιχμές να

προβάλουν, ήταν πλέον αργά. Δεν μπορούσαν να ανακόψουν την

ορμητική ταχύτητα των Ζεβοντάν, μάταια τραβούσαν τα ινία, ολόκληρη η

πρώτη σειρά καρφώθηκε στον φράχτη, ενώ η δεύτερη έπεσε μέσα στην

τάφρο. Τα παλούκια τρύπησαν τους λαιμούς και τις κοιλιές των

λυκόμορφων τεράτων, οι αναβάτες τους έπεφταν με πάταγο στο χώμα

σπάζοντας τα κόκκαλα τους. Επικράτησε πανικός, τα πληγωμένα θηρία

κλαψούριζαν, ενώ πλημμύριζαν την τάφρο με το μαύρο αίμα τους,

ανοιγόκλειναν τα πελώρια σαγόνια τους ξέφρενα, πριν ξεψυχήσουν και οι

πεσμένοι Θανατώριοι ακόμα προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε

συμβεί. Μα πριν προλάβουν, είδαν το ατσάλι των εχθρών τους να

αστράφτει και να κατεβαίνει στα κεφάλια τους.

Ήταν η σειρά των Μαυροκόκκινων Φαντασμάτων να βγάλουν

πανηγυρικές ιαχές. Ο Οδυσσέας ξεπέζεψε, έλυσε τις αλυσίδες από το

άλογο του και η καταπακτή έκλεισε και πάλι την τάφρο. Από το θηκάρι

του, πρόβαλε η Κόμπρα. Μαζί με τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα, ο

Έκτορας όρμησε στους συγχυσμένους εχθρούς, κραυγάζοντας. Κλώτσησε

έναν Θανατώριο, που ήταν πεσμένος, στο πρόσωπο και κάρφωσε το

Σπαθί της Λύκης στο σβέρκο ενός δεύτερου. Ο Φίλιππος έκοψε το κεφάλι

ενός, πριν προλάβει να αντιδράσει, την ώρα που το τσεκούρι του Αχιλλέα

διαπερνούσε τον θώρακα του Θανατώριου που κειτόταν στα πόδια του.

Ένας άλλος, όντας πεσμένος, έπιασε το πόδι του Έκτορα, θέλοντας να τον

ρίξει, μα ο νεαρός ξέφυγε από την λαβή του και του έκοψε το χέρι. Ενώ

σφάδαζε, ο Έκτορας τον έπιασε από τον λαιμό και τον σήκωσε στον

αέρα. Έπειτα τον έριξε πάνω σε έναν Θανατώριο που πήγε να του

ορμήσει. Έπεσαν και οι δύο χάμω, τυφλώθηκαν από την λάμψη του

Σπαθιού της Λύκης, πριν ο Έκτορας τους κόψει τα κεφάλια. Με

ευκίνητους ελιγμούς, ο Οδυσσέας απέφευγε τα χτυπήματα των αντιπάλων

τους και τους σκότωνε με μια μονάχα κίνηση του σπαθιού του. Ο

Αχιλλέας έσπασε τον σβέρκο ενός Θανατώριου με την δεξιά του γροθιά,

όταν ο Έκτορας έμπηξε το σπαθί του στο στήθος του τελευταίου

Θανατώριου που στεκόταν στα πόδια του. Πέντε Ζεβοντάν είχαν γλιτώσει

την παγίδα του Οδυσσέα, μα δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από το σπαθί

του Σαλαντίν και την χατζάρα του Πώρου.

Τα αποκεφάλισαν δίχως έλεος και έβαψαν τα χέρια τους από το πηχτό

αίμα. Σε λιγότερο από μισή ώρα, το βαρύ ιππικό του Ζακχαέρ Ντων είχε

εξολοθρευτεί. Και ο πολέμαρχος του, αντικρίζοντας το, από μακριά, να

πέφτει, ένιωσε μια πρωτόγνωρη ανησυχία στη σαπισμένη καρδιά του. Ο

θυμός του έγινε αισθητός στα στήθια των ανθρώπων από την παγωνιά

που κύκλωνε τα στήθια τους. Ήταν έτοιμος να χιμήξει και ο ίδιος στη

μάχη, μα τον συγκράτησαν οι έξι σύντροφοι του. Δέκα χιλιάδες

Θανατώριοι ήταν στους ορισμούς του, όπως οι Νυχτοβάτες και οι

Κύκλωπες. Δεν χρειαζόταν να φανερωθεί ακόμα.

Ο Πολύφημος, αφρίζοντας από οργή, καταδίωκε τον Σίμπαγκορ και

τους τετρακόσιους συντρόφους του. Εκείνοι είχαν αφήσει αρκετά πίσω

τους Κύκλωπες, καθώς δεν φορούσαν βαριές αρματωσιές και τα κορμιά

τους ήταν πιο ελαφριά. Με τους γίγαντες στο κατόπι τους,

κατευθύνθηκαν προς τους δύο λόφους, στους οποίους είχαν βάλει φωτιά.

Οι φλόγες είχαν θεριέψει και ο μαύρος καπνός τους έκρυβε τις κορυφές

των υψωμάτων. Λαχανιασμένος, ο Σίμπαγκορ στάθηκε και πήρε μιαν

ανάσα. Έστριψε το κεφάλι και είδε τους εξακόσιους Κύκλωπες μερικά

μέτρα πίσω του. Οδήγησε την ομάδα στο στενό πέρασμα που υπήρχε

ανάμεσα στους δύο λόφους. Έπεσαν οι σκιές τους πάνω στον στρατό και

ο αποπνικτικός καπνός έκαψε τα ρουθούνια των πολεμιστών. Η φωτιά

έγλυφε τις απότομες, βραχώδεις ράχες των λόφων, ματαιοπονώντας να τις

λιώσει. Κάτω από την ασφυκτική θέρμη της, ο Σίμπαγκορ ανασύνταξε

τους στρατιώτες, λίγο μετά τη μέση του περάσματος. Πήρε ένα δόρυ,

σκούπισε τον ιδρώτα από τα φρύδια του και κραύγασε:

«Ελάτε, αν σας βαστάει, προδοτικά κτήνη! Σίμπαγκορ είναι το όνομα

μου και στη θέα μου τρέμουν λιοντάρια. Ελάτε, στο δόρυ μου είναι

γραμμένος ο αφανισμός σας!»

Για απάντηση πήρε το τρανταχτό γέλιο του Πολύφημου. Φανερώθηκε

μέσα από τους καπνούς, οι πλεξούδες των λιπαρών μαλλιών του έσταζαν

ιδρώτα, τα σκοτεινά γένια του έλαμπαν στο τρεμούλιασμα της φωτιάς.

Πίσω του, στριμώχνονταν δυο-δυο οι Κύκλωπες, κραδαίνοντας τα

σιδερένια ρόπαλα. Κίνησαν να επιτεθούν στον στρατό του Σίμπαγκορ, μα

δίχως να το αντιληφθούν, είχαν πέσει και αυτοί σε θανάσιμη παγίδα. Από

τις ράχες των λόφων κύλησαν αμφορείς και βαρέλια, έπεσαν στις

πανοπλίες τους και έσπασαν, λούζοντας τους με λάδι. Οι γίγαντες

κοιτούσαν παραξενεμένοι τα βάζα να διαλύονται πάνω τους, δίχως να

τους πληγώνουν, ούτε να τους απειλούν. Τελικά, ο Πολύφημος μύρισε το

παχύρευστο υγρό που έσταζε από την περικεφαλαία του και

ψυχανεμίστηκε την ενέδρα.

«Πίσω! Όλοι πίσω, είναι παγίδα!». Έσκουξε δυνατά, μα όχι εγκαίρως.

Φλεγόμενα βέλη έλουσαν το πέρασμα, σφύριζαν αθέατα μέσα στους

καπνούς, καρφώθηκαν στις πανοπλίες και ανάφλεξαν το λάδι.

Πανικόβλητοι οι Κύκλωπες έτρεχαν, μα δεν υπήρχε αρκετός χώρος,

έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον και οι φλόγες πυράκτωναν τις πανοπλίες

τους, έτρωγαν άπληστα τις σάρκες τους. Μερικοί προσπάθησαν να

φύγουν προς τα μπρος, μαζί τους και ο Πολύφημος. Ο Σίμπαγκορ ύψωσε

το δόρυ και το πέταξε πάνω του, μα δεν τον βρήκε στο μάτι, τρύπησε το

μάγουλο του και έμεινε καρφωμένο εκεί. Η πηγή ανέβλυζε αίμα, τα οποίο

έπηξαν στιγμιαία οι φλόγες, μα ο Πολύφημος δεν έπεσε. Κι άλλα ακόντια

σφύριξαν, χτύπησαν την πανοπλία του μα δεν την διαπέρασαν, έπεσαν

χάμω, άψυχα. Ο γίγαντας ούρλιαζε από τον πόνο και την οργή, έβγαλε

την φλεγόμενη περικεφαλαία από το κεφάλι του, την πέταξε στον

Σίμπαγκορ, όμως εκείνος την απέφυγε με ένα σάλτο. Το κράνος χτύπησε

κατάστηθα έναν σύντροφο του και ο μανδύας του τυλίχθηκε στις φλόγες.

Έπειτα ο Πολύφημος κατέβαζε το ρόπαλο του πάνω στον Σίμπαγκορ,

εκείνος κύλησε στο έδαφος και, καθώς το χτύπημα βρήκε το χώμα,

τραντάχτηκαν συθέμελα οι λόφοι. Ξαναχτύπησε ο γίγαντας, ο Σίμπαγκορ

έσκυψε και το ρόπαλο θρυμμάτισε έναν βράχο στη ράχη του λόφου.

Ένα ακόντιο σφύριξε δίπλα από το πρόσωπο του Κύκλωπα, το απέφυγε,

μα εκείνο καρφώθηκε στο μάτι ενός συντρόφου του και διαπέρασε το

θεόρατο κρανίο του. Έπεσε με πάταγο στο έδαφος και καθώς απέσπασε

την προσοχή του Πολύφημου, ο Σίμπαγκορ άδραξε την ευκαιρία, έδωσε

ένα σάλτο και έπιασε από την άκρη το δόρυ που ήταν καρφωμένο στο

πρόσωπο του. Το τράβηξε με δύναμη και το κατάμαυρο πρόσωπο του

πολεμιστή πιτσιλίστηκε με βαθυκόκκινο αίμα. Ο Κύκλωπας κατέβασε

ξανά το ρόπαλο του, ο Σίμπαγκορ πισωπάτησε, σημάδεψε προσεχτικά και

έριξε την βολή του. Η πλατιά αιχμή καρφώθηκε στην κόκκινη ίριδα του

ματιού του και ο Πολύφημος ούρλιαζε από τον πόνο, χτυπιόταν πάνω στα

βράχια. Το δέρμα του είχε φουσκαλιάσει από τα εγκαύματα, η

πυρακτωμένη πανοπλία άχνιζε, δεν βάσταξε άλλο ο στρατηλάτης των

Κυκλώπων, έπεσε νεκρός.

Βλέποντας τον ηγέτη τους νεκρό και τα τετρακόσια δόρατα να φράζουν

τον δρόμο μπροστά τους, οι γίγαντες αποφάσισαν να υποχωρήσουν, όσο

ακόμα ήταν υποφερτός ο πόνος των εγκαυμάτων. Μα καθώς έβγαιναν

από το πέρασμα, εξακόσιοι πολεμιστές χύθηκαν από τις κρυμμένες

κορφές των λόφων, κατηφόρισαν τις ράχες, πήδησαν πάνω από τις φλόγες

και εμπόδισαν την οπισθοχώρηση. Ένας μεγαλόσωμος Κύκλωπας ύψωσε

το ρόπαλο του και τότε προχώρησε μπροστά ο Αννίβας, κύλησε στο

χώμα, απέφυγε το χτύπημα και κάρφωσε το σπαθί του στην εκτεθειμένη

άρθρωση του γονάτου του. Λύγισε το τέρας από τον πόνο, και ο θηριώδης

πολεμιστής τον ξανακάρφωσε στον γυμνό σβέρκο του. Ένας δεύτερος

Κύκλωπας πήγε να επιτεθεί πισώπλατα στον Αίαντα, μα τα βέλη του

Αττίλα τον τύφλωσαν και το ρόπαλο του βρήκε τον νεκρό σύντροφο του.

Ο Σίμπαγκορ ακόντιζε τους Κύκλωπες από πίσω, ο Αννίβας, ο Αττίλας

και ο Σεβάχ χτυπούσαν από μπροστά και οι γίγαντες μάχονταν

απελπισμένοι, εγκλωβισμένοι και με τις φλεγόμενες πανοπλίες τους να

σιγοκαίνε το δέρμα τους. Μερικοί, ξερίζωσαν από τις ράχες των λόφων

πελώριους βράχους και τους πέταξαν με δύναμη. Παρατρίχα, ο

Σίμπαγκορ απέφυγε έναν καθώς αναπηδούσε στο χώμα, αλλά

συνθλίφτηκαν πέντε σύντροφοι του. Ο άντρας άφησε έναν λιονταρίσιο

βρυχηθμό, πέταξε το δόρυ του και τρύπησε το λαρύγγι του Κύκλωπα που

αμόλησε τον βράχο. Μια πέτρα, που ζύγιζε ίσαμε πέντε άντρες μαζί,

όρμησε κατά τον Αννίβα, εκείνος έσκυψε και την απέφυγε, μα εκείνη

έπεσε πάνω στο Σεβάχ, θρυμματίζοντας όλα του τα κόκκαλα. Ο

Κύκλωπας που στεκόταν μπροστά κατέβαζε το ρόπαλο του, όλη η δύναμη

του Αννίβα κύλησε στα μπράτσα του, ύψωσε το σπαθί και απέκρουσε το

χτύπημα. Τότε, έσκυψε και βρέθηκε κάτω από τα πόδια του Κύκλωπα,

τον είδε αυτός που στεκόταν πίσω του, έκανε να τον χτυπήσει, ο Αννίβας

έκανε ένα σάλτο στο πλάι και το χτύπημα έσπασε το γόνατο του

μπροστινού Κύκλωπα. Ο τρομερός πολεμιστής πήδησε πάνω στο ρόπαλο

του δεύτερου γίγαντα, καθώς εκείνος το τραβούσε του έδωσε ώθηση και

βρέθηκε μπροστά στο πρόσωπο του, έμπηξε το σπαθί βαθιά μέσα στο

μάτι του, ενώ ήταν ακόμα στον αέρα.

Ανυποχώρητοι ήταν οι Κύκλωπες, παρ’ όλους τους συντρόφους τους που

χάθηκαν, εκτόξευαν βράχια και κατέβαζαν τα ρόπαλα τους. Έπεσαν

πολλοί γενναίοι πολεμιστές από την οργή τους, ο Σίμπαγκορ έχασε

ογδόντα και άλλοι εκατό χάθηκαν από τους συντρόφους του Αννίβα και

του Αττίλα, ανάμεσα τους και ο σπουδαίος κουρσάρος, ο Σεβάχ. Μα δεν

υπήρχε καιρός για δάκρια, δεν είχαν την πολυτέλεια της θλίψης, η

αιματηρή μάχη απώθησε τα συναισθήματα τους και άφησε μόνο την

πρωτόγονη οργή και την δίψα για αίμα να ξαμοληθούν. Σφαγιάστηκαν

στο στενό πέρασμα, ανάμεσα στους λόφους της Μηδείανορ, όλοι οι

Κύκλωπες που πρόβαλλαν αντίσταση, ενώ πενήντα παρέδωσαν τα

άρματα τους, βλέποντας πως δεν υπήρχε ελπίδα. Οι πολεμιστές τους

αλυσόδεσαν και τους παράτησαν στο πέρασμα, κινώντας να επιτεθούν

στους δέκα χιλιάδες Θανατώριους που είχαν ήδη διασχίσει τον

Μονοσάνδαλο ποταμό.

Ενώ οι πολεμιστές από τον Νότο και την Ανατολή ανασυντάσσονταν,

τα ποδοβολητά των έφιππων Αμαζόνων που ξεχύνονταν από την

Μηδείανορ τράνταξαν το έδαφος. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, δεξιά και

αριστερά του στρατού της Μηδείανορ και των Μαυροκόκκινων

Φαντασμάτων, με επικεφαλείς την Αθηνά και την Δεινομάχη, αντίστοιχα.

Δίστασαν αρχικά οι Θανατώριοι στην αιφνιδιαστική εμφάνιση των

πολεμιστριών, μα δεν υποχώρησαν. Υπερτερούσαν αριθμητικά και οι

αρματωσιές τους ήταν βαριές, αδιαπέραστες. Βρυχήθηκαν δυνατά,

απαντώντας στις ιαχές των Ανθρώπων, ύψωσαν τα σπαθιά τους και

όρμησαν. Βλέποντας τους εχθρούς να επιτίθενται, ο Έκτορας έσφιξε το

Σπαθί της Λύκης και το βλέμμα του σκοτείνιασε. Δεν φοβόταν,

οποιαδήποτε ψήγματα δειλίας είχαν παρασυρθεί στον χείμαρρο της

οργής. Το γρύλισμα που ακούστηκε, δεν κάτεχε αν βγήκε από τα χείλια

του ή από την καρδιά του, αλλά ήταν τρομερό, αιμοβόρικο. Το

αντιφέγγισμα της λεπίδας φώτισε το πρόσωπο του και φάνηκε καθαρά η

σκιά του λύκου, να σαλεύει στο πρόσωπο του.

Η σύγκρουση αντήχησε δυνατότερα από κεραυνό, σείστηκε η γη όσο

δεν είχε σειστεί από τον ισχυρότερο σεισμό. Η κλαγγή των σπαθιών, οι

κραυγές των μαχητών και οι κρότοι των αρματωσιών ανέβηκαν στον

ουρανό και έσκιαξαν τον ήλιο, έφυγε τρομαγμένος ο βοριάς και τα

σύννεφα στάθηκαν, κοιτώντας με δέος την φοβερή μάχη από κάτω τους.

Μόλις η πρώτη σειρά των Θανατώριων συγκρούστηκε με την πρώτη

σειρά των Μαυροκόκκινων Φαντασμάτων, οι Αμαζόνες έφυγαν από τα

πλαϊνά του στρατού και πλευροκόπησαν τους εχθρούς, με την

ευφυέστατη τακτική τους. Σχημάτισαν από δύο ομόκεντρους κύκλους, με

τον εξωτερικό να κινείται δεξιόστροφα και να εφάπτεται σχεδόν με τις

πτέρυγες του εχθρικού στρατού, χτυπώντας τες με βέλη και ακόντια. Οι

Αμαζόνες στον εσωτερικό κύκλο έμεναν σε επιφυλακή, έτοιμες να

πάρουν θέση στον εξωτερικό κύκλο, αν ένα άλογο κουραζόταν ή μια

πολεμίστρια τραυματιζόταν. Η Ανδρομάχη, που πλευροκοπούσε τους

Θανατώριους από αριστερά, μαζί με την ξαδέρφη της, την Δεινομάχη,

ξεκίνησε στον εξωτερικό κύκλο. Διέγραψε ένα ημικύκλιο, έφτασε σε

απόσταση βολής από τον εχθρό και έριξε μια σαϊτιά, δίχως να σταματήσει

να καλπάζει. Το βέλος της βρήκε έναν Θανατώριο στον λαιμό, ενώ η

Δεινομάχη, μπροστά της, τρύπησε τον θώρακα ενός δεύτερου με το

ακόντιο της. Συνεχίζοντας να κινείται κυκλικά, έστριψε το σώμα της και

τέντωσε το τόξο της. Σαΐτεψε ακόμα έναν, το ίδιο και η Ανδρομάχη.

Έπειτα βγήκαν εκτός πεδίου βολής και τις διαδέχθηκαν οι Αμαζόνες από

πίσω. Τα βέλη δεν προλάβαιναν να χάσουν την ορμή τους από τόσο

κοντινή απόσταση και διαπερνούσαν τις χοντρές πανοπλίες, ενώ, με την

διαρκή κίνηση τους, μπέρδευαν τον εχθρό και δεν του έδιναν ευκαιρία να

αντεπιτεθεί.

Εκτός από αυτό, οι Θανατώριοι δέχονταν επίθεση από τρία μέτωπα: τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα και η Μηδείανορ τους χτυπούσε στην

κορυφή και οι Αμαζόνες στις πτέρυγες. Δεν άργησαν να γίνουν τέσσερα

και ο στρατός του Ζακχαέρ Ντων βρέθηκε περικυκλωμένος. Ο Σίμπαγκορ

και ο Αννίβας οδήγησαν τους συντρόφους τους πίσω από τους

Θανατώριους και επιτέθηκαν, στερώντας τους την επιλογή της

οπισθοχώρησης.

Ένας μεγαλόσωμος Θανατώριος κινήθηκε απειλητικά προς τον

Έκτορα. Φορούσε πανοπλία από χοντρές, σιδερένιες πλάκες και μια

περικεφαλαία που κάλυπτε ολόκληρο το απαίσιο κεφάλι του. Στο

αριστερό του χέρι κρατούσε μια φαρδιά ασπίδα και στο δεξί ένα μακρύ,

μαυρισμένο σπαθί με ίσια λεπίδα. Το κατέβασε πάνω στον Έκτορα, όμως

εκείνος κυλίστηκε στο έδαφος και βρέθηκε πίσω του. Όντας βαριά

αρματωμένος, ο Θανατώριος δεν πρόλαβε να γυρίσει εγκαίρως και το

Σπαθί της Λύκης διαπέρασε τον εκτεθειμένο σβέρκο του. Ένας δεύτερός

όρμησε πισώπλατα, μα ο Έκτορας τον αντιλήφθηκε, γύρισε επιτόπου και

χτύπησε τα γόνατα του Θανατώριου. Οι σιδερένιες επικαλαμίδες που

φορούσε δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την μαγική λεπίδα,

θρυμματίστηκαν και το ακρωτηριασμένο πλάσμα ούρλιαξε από τον πόνο.

Άλλοι δύο πλησίασαν τον νεαρό από τα πλάγια, έχοντας υψωμένες τις

ασπίδες τους, την ώρα που ακόμα ένας χιμούσε μπροστά του. Ζύγιασε

την κατάσταση, πήρε το σπαθί του ακρωτηριασμένου Θανατώριου και το

πέταξε με δύναμη στον εχθρό μπροστά του, ανακόπτοντας την ορμή του.

Με σβέλτες κινήσεις τράβηξε την ασπίδα του Θανατώριου στα δεξιά του

και εκείνος αντιστάθηκε, υψώνοντας το σπαθί του. Ταυτόχρονα, του

όρμησε εκείνος που είχε στα αριστερά, βλέποντας τον νεαρό να του

γυρνά την πλάτη. Ο Έκτορας έκανε ένα σάλτο και οι δύο Θανατώριοι

συγκρούστηκαν, πέφτοντας κάτω. Τους έκοψε τον λαιμό και έπειτα

ξιφομάχησε με τον τρίτο που είχε αποκρούσει το πρώτο χτύπημα του

νεαρού.

Οι λεπίδες των Θανατώριων ήταν ισχυρές και οι αρματωσιές τους

μπορούσαν να αντέξουν πολλά χτυπήματα. Μα δεν γνώριζαν, οι αδαείς,

πως το σπαθί που κράδαινε ο Έκτορας υπερτερούσε της τέχνης των

Κυκλώπων. Δεν ήξεραν πως μάγοι το είχαν σφυρηλατήσει και το μέταλλο

το μαλάκωσε η φλόγα του Αρχέγονου, του Μάρντουκ Σίρρους. Δεν

γνώριζαν και η άγνοια τους κάλυπτε τον θάνατο τους. Το αίμα τους,

μαύρο, δύσοσμο και πιο πηχτό από μέλι, έρεε στην πανοπλία του Έκτορα,

κολλούσε στα γένια και τα μαλλιά του, γινόταν στάχτη στην λεπίδα του

Σπαθιού της Λύκης. Ο ένας μετά τον άλλον, ορμούσαν στον Εκλεκτό οι

Θανατώριοι, μα δεν κάτεχαν ποιον να χτυπήσουν πρώτα, τον Έκτορα ή

τον λύκο που γρύλιζε στα μάτια του και θέριευε με κάθε κεφάλι που

έκοβε ο νεαρός.

Δίπλα του, ο Φίλιππος ξιφομαχούσε με τους Θανατώριους, τα σπαθιά

του σπίθιζαν, μόλις αντάμωναν τις εχθρικές λεπίδες και σκοτείνιαζαν,

μόλις τα έβαφε το μαύρο αίμα. Το όμορφο χαμόγελο είχε χαθεί από το

πρόσωπο του και την θέση του πήρε ένας μορφασμός μίσους. Τα γαλανά

μάτια του έγλυφε η θανατερή παράνοια και τρόμαζαν οι πολέμιοι

αντικρίζοντας τον. Έπεφταν σκοτωμένοι στα πόδια του, ξεπληρώνοντας

τα δεκαπέντε βασανιστικά χρόνια που υπέστη στη Σωθράπον. Με κάθε

λαιμό που έκοβε, ένιωθε τους ώμους του να αλαφρώνουν, να φεύγει από

πάνω τους ένας χαμένος σύντροφος. Κι όσο αυξανόταν η δυσωδία του

μαύρου, σάπιου αίματος τόσο απομακρυνόταν από την καρδιά του η σκιά

της Σεθίρηκα.

Ο Αχιλλέας έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα. Σιχάθηκε τον εαυτό του

που αισθανόταν τόσο άνετα στο πεδίο της μάχης, που του φαινόταν τόσο

οικείες οι κλαγγές των σπαθιών και οι πολεμικές ιαχές. Θύμωσε,

κουράστηκε, δεν ήθελε πια πόλεμο και βιαζόταν να τον τελειώσει.

Πύργωσε το πελώριο κορμί του πάνω από τους ταπεινούς Θανατώριους,

τους έριξε την σκιά του και εκείνη δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν το

δέος, που αναδευόταν στις σαθρές καρδιές τους. Κατέβασε το τσεκούρι

του και θρυμμάτισε το κρανίο ενός εχθρού που έκανε να του επιτεθεί,

έπειτα, με μία κίνηση, έκοψε άλλους δύο στη μέση. Άρπαξε έναν

Θανατώριο από τον λαιμό και του έσπασε το σβέρκο, έπειτα τον πέταξε

πάνω σε άλλους δύο, τους οποίους αποτελείωσε ο Έκτορας. Δούλευαν οι

τρεις σύντροφοι τα όπλα τους, έσφαζαν τους ασήμαντους εχθρούς σαν να

ήταν πρόβατα, ασυγκράτητη ήταν η δύναμη τους, απροσπέλαστη ασπίδα

η οργή τους.

«Φύγετε από μπροστά μου, σαπισμένα κτήνη! Εγώ είμαι ο Έκτορας, ο

Εκλεκτός του Σπαθιού της Λύκης! Χωθείτε πάλι στα άδοξα μνήματα σας

και στους υγρούς τάφους σας! Από μένα δεν υπάρχει διαφυγή, μόνο

θάνατος». Έσυρε κραυγή ο Έκτορας. Ένας Θανατώριος κατέβασε το

σπαθί στο κεφάλι του, ο νεαρός έσκυψε, έσπρωξε στην ασπίδα του και

τον γκρέμισε, έπειτα τον κάρφωσε στον λαιμό. Ένας δεύτερος του χίμηξε,

περίμενε ο Έκτορας δίχως να στραφεί προς το μέρος του και την

τελευταία στιγμή έσκυψε. Πέρασε το μπράτσο του κάτω από τα αχαμνά

του Θανατώριου, πίεσε προς τα πάνω και τον ύψωσε στον αέρα. Το

πλάσμα έπεσε με πάταγο κάτω και, ενώ βρυχιόταν, το Σπαθί της Λύκης

διαπέρασε το κεφάλι του.

Κατάλαβαν, μετά από κάμποσο, οι Θανατώριοι πως δεν ήταν αντάξιοι

των τριών συντρόφων και τους απέφυγαν, όσο μπορούσαν. Μα, πιο πέρα,

τους περίμεναν ακόμα πιο ένδοξοι πολεμιστές. Τότε, ο Έκτορας κατάλαβε

γιατί ορισμένοι σύντροφοι του αποκαλούσαν τον Οδυσσέα

«αστροπελέκι». Ο πανύψηλος άντρας κινούνταν με μοναδική ευλυγισία

και ταχύτητα, αποφεύγοντας κάθε εχθρικό χτύπημα. Μάλιστα, το έκανε

με τόση άνεση και απαξίωση, σαν να μην κινδύνευε θανάσιμα. Δεν

ανταπέδιδε τις επιθέσεις, ούτε τις απέκρουε, απλώς τις απέφευγε με

ελιγμούς. Το σπαθί του κρεμόταν αδιάφορα στο χέρι του. Ώσπου, εντελώς

απρόσμενα, με μία μονάχα κίνηση, έκοβε τον λαιμό του πολέμιου του.

Δεν κραύγαζε, δεν μόρφαζε, δεν καταριόταν. Το πρόσωπο του ήταν

ατάραχο και ήρεμο, ενώ μερικές φορές στα χείλη του σχηματιζόταν το

γνώριμο, αυτάρεσκο μειδίαμα. Τα παιδικά του μάτια ήταν τόσο

αταίριαστα με το θέαμα, που ο Έκτορας ανατρίχιασε μόλις τα κοίταξε.

Δίπλα του στεκόταν ο έτερος πύργος του στρατού, ο πελώριος Αίαντας

που γκρέμιζε τους Θανατώριους δύο-δύο, ανεμίζοντας το ακιδωτό

ρόπαλο του. Η χαντζάρα του Σαλαντίν σφύριζε σαν φίδι και τα δύο

σπαθιά του ψηλού Πώρου έμοιαζαν να τραγουδάνε, μεθυσμένα από το

μαύρο αίμα που έρεε πάνω τους. Αντάξια της νιότης του ήταν η πολεμική

ισχύς του Πάτροκλου, που έριχνε στα πόδια του τον έναν εχθρό μετά τον

άλλον. Αντίθετα, ο μεσήλικας Δαρείος πρόβαλε την χρόνια εμπειρία του

στα πεδία μαχών, ήταν ψύχραιμος και ζύγιαζε κάθε χτύπημα του με

προσοχή. Και ο Αβικέννας έδειχνε πως οι ικανότητες του στη μάχη ήταν

εφάμιλλες αυτών στην ιατρική, καθώς από την λεπίδα του έπεσαν πολλοί

Θανατώριοι.

Ένας μεγαλόσωμος Θανατώριος απέφυγε το ρόπαλο του Αίαντα και

απέκρουσε το χτύπημα του Σαλαντίν. Γλίστρησε πίσω από τον Αβικέννα,

πριν τον αντιληφθεί και χτύπησε τον Πάτροκλο με την ασπίδα του,

ρίχνοντας τον κάτω. Ζαλίστηκε ο νεαρός και δεν μπόρεσε να αποκρούσει

το μαυρισμένο σπαθί που κινήθηκε κατά πάνω του. Μα, μέσα από τις

γραμμές της Μηδείανορ τινάχτηκε ένα δόρυ, διέγραψε ένα τόξο και έπεσε

στην πλάτη του Θανατώριου. Δεν τρύπησε την πανοπλία του και έπεσε

άψυχο στο χώμα. Μα το χτύπημα τον έκανε να χάσει την ισορροπία του

και σωριάστηκε πάνω στον κλονισμένο Πάτροκλο. Με ένα σάλτο, ο

Αινείας βρέθηκε μπροστά, κλώτσησε τον Θανατώριο μακριά από τον

νεαρό, σήκωσε το δόρυ του και το κάρφωσε στο αριστερό μάτι του

εχθρού. Έπειτα, βοήθησε τον Πάτροκλο να σηκωθεί και του στερέωσε

την περικεφαλαία. Εκμεταλλευόμενοι την αναταραχή, μια ομάδα

Θανατώριων προσπάθησε να σπάσει τις γραμμές των Μαυροκόκκινων

Φαντασμάτων. Ο Αινείας εκτόξευσε ξανά το δόρυ του και βρήκε τον

επικεφαλή της ομάδας. Διαπέρασε τον σιδερένιο θώρακα, μα σταμάτησε

πριν βρει σάρκα. Ωστόσο, το αγκιστρωμένο ακόντιο τον βάρυνε και δεν

μπόρεσε να αποφύγει το σπαθί του Σαλαντίν.

Σπουδαίοι πολεμιστές αφάνιζαν τους εχθρούς στις πρώτες γραμμές,

σπουδαίοι κι εκείνοι που τους χτυπούσαν από πίσω. Ο μονόφθαλμος

Αννίβας ούρλιαζε μανιασμένος, ακούραστος από την μάχη με τους

Κύκλωπες και κάρφωνε το σπαθί του σε όποιον στεκόταν μπροστά του.

Δύο Θανατώριοι με μακριά δόρατα και φαρδιές ασπίδες του όρμησαν,

εκείνος έκανε ένα βήμα αριστερά, απέφυγε την αιχμή του ενός ακόντιου,

το τράβηξε με δύναμη και έριξε κάτω τον εχθρό. Με αυτό ακόντισε τον

δεύτερο και αποτελείωσε τον πρώτο με το σπαθί του. Ο μικροκαμωμένος

Αττίλας ελισσόταν μέσα στις εχθρικές γραμμές, αποφεύγοντας τα

χτυπήματα και κόβοντας μάτια, χέρια, πόδια, με τα μακριά μαχαίρια του.

Το δόρυ του Σίμπαγκορ συνέτριβε τις πανοπλίες, σαν να ήταν χάρτινες.

Ασυναγώνιστη ήταν η δύναμη του, λιονταρίσιος ο βρυχηθμός του και

πολυάριθμοι οι εχθροί που έπεσαν από τα χέρια του.

Οι Επτά Ιερείς και οι καταραμένες πληγές

ι Θανατώριοι έπεφταν κατά δεκάδες και ο κλοιός γύρω τους

συνεχώς έσφιγγε, σε σημείο που τους στερούσε κάθε ελευθερία

κινήσεων. Οι Αμαζόνες χτυπούσαν τις πτέρυγες τους, τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα και οι στρατιώτες της Μηδείανορ

επιτίθονταν από μπροστά και οι Ανατολίτες με τους Νότιους από πίσω.

Εκατοντάδες μέτρα μακριά από τις απέναντι όχθες του Μονοσάνδαλου, ο

πολέμαρχος του Ζακχαέρ Ντων έβλεπε τους στρατιώτες του

παγιδευμένους, στριμωγμένους, ανικάνους ακόμα και να σηκώσουν τις

ασπίδες τους. Και ο θυμός του έγινε αισθητός στους Ανθρώπους, που

ένιωσαν μια αφύσικη παγωνιά στις ραχοκοκαλιές τους, ρίγησαν και μια

σκιά συννέφιασε τις καρδιές τους. Ο πολέμαρχος κοίταξε τα έξι αδέρφια

του και αυτά έγνεψαν, γυμνώνοντας τα μακριά σπαθιά τους. Οι Εφτά

Ιερείς καβάλησαν τις χίμαιρες τους και υψώθηκαν στον ουρανό. Ο

μεγαλύτερος αδερφός, που ήταν και ο ηγέτης του στρατού, βρυχήθηκε

δυνατά και ο ουρανός σκοτείνιασε. Από τις δυτικές λοφοσειρές

ξεχύθηκαν εκατοντάδες Νυχτοβάτες, στροβιλίστηκαν σαν αφηνιασμένες

νυχτερίδες και όρμησαν στο μέτωπο της μάχης μαζί με τους Εφτά Ιερείς.

Μουγκρίζοντας, ο πολέμαρχος τους διέταξε να επιτεθούν στις Αμαζόνες,

ενώ ο ίδιος με τα αδέρφια του εφόρμησαν προς τον Σίμπαγκορ, τον

Αννίβα και τους συντρόφους τους.

Κανείς δεν αντιλήφθηκε την απειλή που τους ζύγωνε από ψηλά, παρά

μόνο όταν ήταν πολύ αργά. Ο Έκτορας μαζί με τους συντρόφους του

σφάγιαζε τους εχθρούς, η Ανδρομάχη σαΐτευε τους Θανατώριους μαζί με

την Δεινομάχη και τις υπόλοιπες Αμαζόνες, όλοι είχαν τυφλωθεί από το

φονικό και δεν πρόσεξαν την σκιά που έπεσε πάνω από τα κεφάλια τους.

Και τότε, ενώ η Αριάδνη τρυπούσε το σβέρκο ενός Θανατώριου που

οπισθοχωρούσε, χίμηξαν από ψηλά οι Νυχτοβάτες, στριγκλίζοντας, με

κυρτές λεπίδες και τόξα. Τα μαυρόφτερα βέλη τους τρύπησαν τις

αρματωσιές των πολεμιστριών και τα άλογα τους, πριν προλάβουν να

αντιδράσουν. Ένα βρήκε την Δεινομάχη στον δεξί ώμο, μόρφασε εκείνη

από τον πόνο και κοίταξε αιφνιδιασμένη τριγύρω, να εντοπίσει τον εχθρό.

Μα εκείνος ήρθε από ψηλά, σαν όρνια εφόρμησαν τα ιπτάμενα τέρατα

στις γυναίκες και τα άτια τους. Και εκείνες πανικοβλήθηκαν από την

ξαφνική επίθεση, τρόμαξαν και τα άλογα τους και η διάταξη του χάλασε,

σκορπίστηκαν τριγύρω, άλλες έπεφταν πάνω στους Θανατώριους, άλλες

οπισθοχωρούσαν προς τη Μηδείανορ, άλλες κάλπαζαν προς το

Μονοσάνδαλο ποταμό και μερικές σαστισμένες δεν κάτεχαν, προς τα που

να πάνε, να κάτσουν να πολεμήσουν ή να φύγουν; Μονάχα ο Αρίωνας,

άφοβος και μεγαλοπρεπής, συνέχισε να καλπάζει σταθερά, ψύχραιμα και,

ακούγοντας το τρομερό χλιμίντρισμα του, ντράπηκαν τα υπόλοιπα άτια,

γύρισαν πίσω να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Και η Ανδρομάχη πάνω του

Ο

έβγαλε μακρόσυρτη ιαχή, ύψωσε το τόξο της και προκάλεσε τους

Νυχτοβάτες. Στάθηκε δίπλα στην ξαδέρφη της, τράβηξε το βέλος από τον

ώμο της και της έγνεψε ενθαρρυντικά. Ένας Νυχτοβάτης όρμησε από

ψηλά, προτάσσοντας τα μακρόνυχα πόδια του και υψώνοντας το κυρτό

σπαθί του. Η Ανδρομάχη κλώτσησε τα καπούλια του Αρίωνα, εκείνος

ορθώθηκε στα πισινά του πόδια και η κοπέλα τέντωσε με ένα βέλος την

χορδή του τόξου. Σημάδεψε προσεχτικά και αμόλησε την σαΐτα, που

βρήκε τον εχθρό στο μέτωπο, ανάμεσα στα κίτρινα μάτια του.

Κλονίστηκε, κουτρουβάλησε στο έδαφος και τα φολιδωτά φτερά του

τσακίστηκαν. Ο Αρίωνας στάθηκε από πάνω του και άρχισε να τον

ποδοπατάει, σπάζοντας τα κόκκαλα του, ωσότου η Ανδρομάχη να βγάλει

το Αγκάθι από το ζωνάρι της και να το καρφώσει στο στήθος του,

αποτελειώνοντας τον. Άκουσε πίσω της πλατάγισμα φτερών, απόθεσε

γοργά το σπαθί στο θηκάρι και άρπαξε το τόξο. Έπειτα έσκυψε, έγινε ένα

με την ράχη του αλόγου και τα μαλλιά της ανέμισαν, όταν τα παρέσυρε η

ορμή του Νυχτοβάτη που πέρασε από πάνω της. Άκουσε το λεπίδι του να

σφυρίζει και, όταν απομακρύνθηκε μερικά εκατοστά, τράβηξε ένα βέλος

από την φαρέτρα της και το εκτόξευσε κατά πάνω του. Η σαΐτα

διαπέρασε την πλάτη του και βγήκε από το στήθος του, έπεσε άψυχη στο

έδαφος.

Αντλώντας θάρρος από το αλύγιστο κουράγιο της Ανδρομάχης, πολλές

Αμαζόνες επέστρεψαν στο πεδίο της μάχης. Μα οι Νυχτοβάτες απέφυγαν

με την σβελτάδα τους πολλά βέλη και υψώνονταν πολλά μέτρα, ώστε να

μπορούν να σαϊτεύσουν τις πολεμίστριες ανενόχλητοι από τα πυρά τους.

Σαν να μην έφταναν αυτά, οι Θανατώριοι, βλέποντας πως ο κλοιός είχε

σπάσει, ξεθάρρεψαν και επιτέθηκαν πισώπλατα στις Αμαζόνες,

βροντώντας τις βαριές αρματωσιές τους.

Έντρομος, ο Έκτορας αντίκρισε, από κάποια απόσταση, τις Αμαζόνες

να ματώνουν, να σκορπίζονται στη σκιά των Νυχτοβατών, που πετούσαν

κατά πάνω τους, τις έριχναν από τα άτια τους, τις τρυπούσαν με τα βέλη

και τις λεπίδες τους. Προσπάθησε να διακρίνει την Ανδρομάχη, μα

επικρατούσε πανικός και το οπτικό του πεδίο εμπόδιζε ο κουρνιαχτός της

μάχης. Την στιγμιαία αφηρημάδα του προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ένας

Θανατώριος, χίμηξε προς το μέρος του, στριφογυρίζοντας το μακρύ σπαθί

του. Πίστεψε ο ανόητος πως θα σκότωνε τον Εκλεκτό και θα κέρδιζε

αιώνια δόξα και τιμές. Τον χτύπησε με την ασπίδα του και τον έριξε στο

χώμα. Ο Έκτορας ένιωσε το ζεστό αίμα να αναβλύζει από το ανοιγμένο

μέτωπο του, μα δεν κλονίστηκε. Ο Θανατώριος κατέβασε το σπαθί του μα

ο νεαρός ύψωσε το δικό του και απέκρουσε το χτύπημα. Κλώτσησε τον

εχθρό στο γόνατο και λύγισε, έπειτα τον ξανακλώτσησε στο στήθος,

ρίχνοντας τον. Στάθηκε στα πόδια του και του έκοψε το κεφάλι,

ουρλιάζοντας οργισμένος.

Στη συνέχεια άρχισε να τρέχει, θέλοντας να πλησιάσει τις Αμαζόνες, μα

ήταν πολλοί οι εχθροί στο διάβα του και τον καθυστερούσαν. Δίπλα του,

ο Οδυσσέας βλαστημούσε και τα έβαζε με τον εαυτό του για αυτήν την

αβλεψία. Είχε προβλέψει κάθε λεπτομέρεια στο σχέδιο του Ζακχαέρ

Ντων, εκτός απο αυτήν, εκτός από τους Νυχτοβάτες. Βλέποντας τον

Έκτορα να προσπαθεί να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στους Θανατώριους,

του φώναξε πως έπρεπε να υπερασπιστούν τις γραμμές τους, μα εκείνος

τον αγνόησε. Μόνο η Ανδρομάχη ήταν στο μυαλό του, ήθελε να την

αντικρίσει, να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλής και έκοβε κάθε Θανατώριο

που τον εμπόδιζε να το πράξει. Ο πανικός και η ανησυχία είχαν θολώσει

το μυαλό του, δεν σκεφτόταν καθαρά, δεν έβλεπε γύρω του και έτσι

διείσδυσε βαθιά στις γραμμές των Θανατώριων, βρέθηκε περικυκλωμένος

και μόνος.

Οι πολυάριθμοι εχθροί του επιτέθηκαν ταυτόχρονα, δεν μπορούσαν να

τον νικήσουν, η λεπίδα του Σπαθιού της Λύκης άστραφτε αιμοβόρικα και

έκοβε συνεχώς λαιμούς, μα πόσο θα βαστούσε ακόμα; Το αίμα, που

κυλούσε απο το μέτωπο, θόλωνε την όραση του, τα μπράτσα του

πονούσαν απο την κούραση. Ένας Θανατώριος του ρίχτηκε πισώπλατα

και έμπηξε την λεπίδα στο κάτω μέρος της μέσης του. Δεν μπόρεσε να

διαπεράσει την δρακόντεια αρματωσιά που φορούσε, μα το χτύπημα τον

λύγισε στα γόνατα του. Γύρισε επιτόπου και το χτύπημα του θρυμμάτισε

την περικεφαλαία του εχθρού, μαζί με το κρανίο του. Στριφογύρισε το

σπαθί του και έσπασε τα γόνατα ενός δεύτερου Θανατώριου, που ερχόταν

από πίσω του. Τότε, το πρόσωπο του τραντάχτηκε απο την γροθιά ενός

τρίτου, που φορούσε σιδερένια γάντια. Σηκώθηκε στα πόδια του

τρεκλίζοντας, ζαλιζόταν και πονούσε, μα δεν ήταν έτοιμος να πέσει, όχι

ακόμα. Πείσμωσε η καρδιά του, διαφέντεψε το κορμί να ατσαλωθεί, να

πυργωθεί επιβλητικά στην κούραση και τον πόνο. Κάθε χτύπος της ήταν

βροντή στα αυτιά του, σαν πολεμικό τύμπανο, που καλούσε κάθε μέλος

του σώματος να παραταχτεί στη μάχη. Ο Θανατώριος, που τον

γρονθοκόπησε, κατέβασε το σπαθί στο κεφάλι του, ο Έκτορας έσκυψε,

ανέμισε το Σπαθί της Λύκης και εκείνο σφύριξε σαν ερπετό, πριν κόψει

το χέρι του εχθρού. Ξάφνου, ο κλοιός έσπασε και οι Θανατώριοι

πισωπάτησαν φοβισμένοι. Ο Έκτορας στράφηκε και είδε τον Αχιλλέα,

τον Φίλιππο, τον Αίαντα, τον Σαλαντίν και τον Αινεία να σκορπίζουν

τους εχθρούς τριγύρω. Έπειτα έπιασαν τον νεαρό απο τους ώμους,

τραβώντας τον προς τα πίσω. Εκείνος αντιστάθηκε, τους έσπρωχνε

μακριά, ήθελε να πάει προς τις Αμαζόνες.

«Αφήστε με, πρέπει να πάω, πρέπει να δω την Ανδρομάχη». Κραύγασε.

«Έκτορα, σύνελθε, δεν μπορούμε να πλησιάσουμε καν, πρέπει να

επιστρέψουμε στις γραμμές μας». Προσπάθησε να τον συνετίσει ο

Φίλιππος, μάταια όμως. Ο Έκτορας ούρλιαζε, πάλευε να ξεφύγει απο τους

πέντε άντρες.

«Ανάθεμα σε, σύνελθε, Έκτορα, θα μας σκοτώσεις όλους. Κάλιο να

αυτοκτονήσουμε παρά να επιχειρήσουμε να πάμε προς τις Αμαζόνες. Δεν

μπορούμε να κάνουμε τίποτα, δεν μπορούμε να τις βοηθήσουμε. Αν δεν

επιστρέψουμε πίσω θα πέσουν οι γραμμές μας και τότε θα σκοτωθούμε

όλοι!». Βροντοφώναξε ο Αχιλλέας. Τελικά, ο Έκτορας υποχώρησε και

επέτρεψαν γοργά πίσω, μακριά απο τις γραμμές των Θανατώριων. Το

αγρίμι μέσα το γρύλισε πυρωμένο, το ένιωσαν και οι εχθροί και

αναρίγησαν, κοίταξαν τριγύρω να δουν ποιο κτήνος τους στοίχειωνε.

«Οι Αμαζόνες είναι περισσότερες απο εμάς και ξέρεις πως η

Ανδρομάχη είναι τρομερή πολεμίστρια. Θα τα καταφέρουν να

απωθήσουν τους Νυχτοβάτες, είμαι σίγουρος». Τον καθησύχασε ο

Φίλιππος, όταν επέστρεψαν στις γραμμές των Μαυροκόκκινων

Φαντασμάτων. Έπλυνε τις πληγές του με ένα βρεγμένο πανί, μα ο

Έκτορας του έσπρωξε το χέρι, έσφιξε το Σπαθί της Λύκης και κίνησε στις

πρώτες σειρές, μεθυσμένος από μια ανυπέρβλητη οργή, που αδημονούσε

να ξεσπάσει. Διψασμένος ήταν ακόμα ο λύκος και έγλειφε τα χείλη του,

ήθελε αίμα μαύρο, σαπισμένο, των Θανατώριων, δεν ησύχαζε αλλιώς.

Και εκείνοι έπεφταν στα πόδια του, ο ένας μετά τον άλλον, ανήμποροι να

αντισταθούν, παγιδεύτηκαν στα λευκά σκυλόδοντα του και έβλεπαν το

Σπαθί της Λύκης να τους κόβει στα δύο.

Μακάρι ο Φίλιππος να είχε δίκιο, μα οι Αμαζόνες ήταν έτοιμες να

πέσουν. Οι πανοπλίες τους ήταν λεπτές, οι μαυρόφτερες σαΐτες έπεφταν

απο ψηλά και δεν μπορούσαν να αποφευχθούν εύκολα. Και οι

Θανατώριοι έκοβαν τα πόδια των αλόγων τους, αποκεφάλιζαν δίχως

έλεος τις Αμαζόνες. Την ώρα που η Ανδρομάχη τρυπούσε το μέτωπο ενός

με το Αγκάθι, ένιωσε έναν οξύ πόνο στην αριστερή ωμοπλάτη. Τα μάτια

της δάκρυσαν και είδε πως ένα βέλος την είχε βρει, η μύτη του πρόβαλε

ματωμένη πάνω απο την κλείδα της. Έπειτα τραντάχτηκε δυνατά, ένας

Νυχτοβάτης χίμηξε και την έριξε απο τον Αρίωνα. Πριν απογειωθεί ξανά,

η κοπέλα πήδηξε και τον κράτησε απο τον αστράγαλο με το αριστερό

χέρι, ενώ με το δεξί τον σπάθισε στα αχαμνά. Το τέρας στρίγκλισε απο

πόνο, κλώτσησε την Αμαζόνα και προσπάθησε να απαγκιστρωθεί, μα

εκείνη μάζεψε όλη την δύναμη της στα χέρια και τον γκρέμισε κάτω.

Ακούμπησε το πόδι της στο στήθος του, κρατώντας τον καθηλωμένο και

με έναν μορφασμό έβγαλε το βέλος απο την ωμοπλάτη. Το

γαλαζοπράσινο φως των ματιών της έσβησε την ωχρή, κίτρινη λάμψη των

δικών του και, με μια απότομη κίνηση, κάρφωσε το βέλος στο στήθος

του.

Κοίταξε τριγύρω, προσπαθώντας να εντοπίσει τον Αρίωνα, μα κάτι

φριχτό απέσπασε την προσοχή της. Δύο Θανατώριοι κρατούσαν χάμω την

Δεινομάχη, ενώ, απο πάνω της, ένας Νυχτοβάτης γελούσε σαδιστικά,

χαρακώνοντας το όμορφο πρόσωπο της. Πήρε το τόξο της, τοποθέτησε με

βιαστικές κινήσεις ένα βέλος και το άφησε, έπειτα εκτόξευσε και ένα

δεύτερο πριν το πρώτο προλάβει να καρφωθεί στην πλάτη του

Νυχτοβάτη. Αυτός και ο ένας Θανατώριος σκοτώθηκαν ακαριαία, μα,

αλίμονο, δεν πρόλαβε να σαϊτεύσει και τον δεύτερο, το αδίστακτο

πλάσμα κάρφωσε το σπαθί του πέρα ως πέρα στην κοιλιά της

Δεινομάχης. Η μακρόσυρτη κραυγή της έκανε τις καρδιές όλων να

σκιρτήσουν απο πόνο, ανέβασε λυγμούς απο τα στήθη και πότισε με

καυτά δάκρια τα μάτια. Η Ανδρομάχη σκότωσε τον φονιά της με μια

κίνηση του σπαθιού, γονάτισε πλάι της, δεν μπορούσε να την δει καλά, τα

μάτια της είχαν θολώσει απο το κλάμα.

«Ανάθεμα στα δάκρυα, με εμποδίζουν να δω την καλύτερη των

Αμαζόνων για τελευταία φορά, ανάθεμα και στους λυγμούς που με

εμποδίζουν να την αποχαιρετίσω. Ανίκανα είναι πόνους να απαλύνουν,

ούτε σβήνουν φωτιές, μονάχα την ύστατη πράξη κρύβουν απο μπροστά

μου. Θαρρείτε πως χάρη μου κάνετε ή σας ευχαριστεί να περιπαίζεται

τους ανθρώπους; Φύγετε δάκρια απο τα μάτια μου, να αντικρίσω την

ομορφιά της πριν την πάρει δικιά της ο θάνατος, φύγετε λυγμοί απο τον

λαιμό μου, να την χαιρετίσω με την αξιοπρέπεια που της αξίζει».

Θρήνησε γοερά η Ανδρομάχη, μα που να υπακούσουν τα δάκρια, ποτάμι

γίνηκαν και αυλάκωσαν το αιθέριο πρόσωπο της, τραγούδι ακατάπαυστο

οι λυγμοί και έφραξαν τα λόγια στο λαρύγγι της. Έσκυψε το κεφάλι πάνω

στο ματωμένο στήθος της ξαδέρφης της, καταριώντας και κλαίγοντας.

Κάτι θέλησε να της πει η Δεινομάχη, μα είχε γεμίσει αίματα το στόμα της

και πνίγηκε, άπλωσε το χέρι της πάνω στην Ανδρομάχη και χάιδεψε τα

μαλλιά της. Μαχόταν να μιλήσει, μα κάθε φορά πνιγόταν και έβηχε,

παράτησε τις προσπάθειες, έπιασε με τρεμάμενα χέρια το πρόσωπο της

Ανδρομάχης και την κοίταξε κατάματα.

Έτσι, αποχαιρετίστηκαν, σιωπηλά, μονάχα τα βλέμματα τους μιλούσαν

και έλεγαν όσα δεν μπορούσαν να πουν τα χείλη τους. Και μετά, τα

φωτεινά μάτια της Δεινομάχης σκοτείνιασαν, τα χέρια της έπεσαν άψυχα

στο χώμα και έσβησε η φλόγα απο το στήθος της, πύρωσε για μια στιγμή

το έδαφος και κίνησε για τον Άδη.

Ο Έκτορας δεν είδε την Δεινομάχη να πέφτει, μήτε άκουσε τον θρήνο

της Ανδρομάχης, μα, την ώρα που έπεφταν τα χέρια της στο χώμα, ένιωσε

μια σκιά να ψυχραίνει την καρδιά του. Και όταν η Ανδρομάχη θρηνούσε,

άκουσε τον λύκο στα στήθια του να αλυχτάει πένθιμα, αποχαιρετούσε

κάποιον σύντροφο. Η αγωνία του κορυφώθηκε, έβλεπε τους Νυχτοβάτες

να χιμούν διαρκώς, έβλεπε τις πολεμίστριες να τσακίζονται και εκείνος

δεν μπορούσε να τις βοηθήσει. Έσφαζε μυριάδες εχθρούς, μα δεν είχαν

τελειωμό, δεν είχε ελπίδα να αντικρίσει την Αμαζόνα του, να σταθεί

δίπλα της. Και ενώ τον είχε κυριεύσει η απελπισία και ο μαρασμός,

ένιωσε ένα απαλό χτύπημα στον ώμο του. Στράφηκε και αυτό που είδε

τον αποσβόλωσε, απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. Προς στιγμήν

αναρωτήθηκε αν το μυαλό του σάλεψε απο την αγωνία, μα όταν είδε την

έκπληξη στα μάτια του Φίλιππου βεβαιώθηκε πως αυτό που έβλεπε ήταν

αληθινό.

«Ερμή;». Αναφώνησε. Ήταν ο παλιός τους σύντροφος, το γεράκι που

είχε σταθεί αμέτρητες φορές στον ώμο του Αριστοτέλη, τώρα στεκόταν

στον δικό του και τον κάρφωνε με τα κεχριμπαρένια μάτια του. Και όπως

τους είχε βοηθήσει αμέτρητες φορές μες στη Σπηλιά των Μυστηρίων,

επέστρεψε για να δοξαστεί ξανά. Σήκωσε το κεφάλι του και έκρωξε

διαπεραστικά. Ο ουρανός σκοτείνιασε για ακόμα μια φορά. Μα τούτη τη

σκιά, έμελε να την καλωσορίσουν οι πολεμιστές.

Απο τους βορινούς λόφους, χιλιάδες πετούμενα ξεχύθηκαν στον αέρα,

αετοί, γεράκια, γύπες, κοράκια, κουκουβάγιες πλημμύρισαν τον ουρανό,

κρύβοντας το γαλακτόχρωμο πρόσωπο του. Ο Ερμής τσίμπησε

ενθαρρυντικά το αυτί του Έκτορα και άνοιξε τις δυνατές φτερούγες του,

πέταξε να ανταμώσει τους συντρόφους, τους συμπολεμιστές του. Και

όλοι μαζί χίμηξαν πάνω στους Νυχτοβάτες, με τα γαμψά ράμφη τους, τα

αιχμηρά νύχια τους και τις δυνατές φτερούγες τους έδειξαν ποιος,

πραγματικά, διαφέντευε τους ουρανούς τούτου του κόσμου. Τρύπησαν τις

φολιδωτές φτερούγες τους, έβγαλαν τα μάτια τους και τους γκρέμισαν

στο έδαφος, να τους αποτελειώσουν οι Αμαζόνες. Μάταια εκτόξευαν

βέλη και τα σπάθιζαν με τις λεπίδες, οι αέρηδες ήταν οι πρόγονοι τους,

στα μολυβένια σύννεφα των καταιγίδων σμιλεύτηκαν οι φτερούγες τους

και από τους κεραυνούς διδάχτηκαν την ορμή. Οι Νυχτοβάτες δεν

μπορούσαν να τους συναγωνιστούν. Κι αν σκοτωνόταν κάποιος, δέκα

Νυχτοβάτες έπεφταν στη θέση του. Πρωτοστάτης τους ήταν ο Ερμής,

ήξερε εκείνος τις αδυναμίες των εχθρών, μεγάλος πολέμαρχος τον είχε

αναθρέψει, σοφός μάγος και μαζί του είχε πλανηθεί στα πιο σκοτεινά

μέρη του τόπου, δεν μπορούσε να τον φοβίσει μια ορδή Νυχτοβατών.

Έκρωζε αντροκαλώντας τους πολέμιους του, τσάκιζε τις φτερούγες τους,

έτρωγε τα κίτρινα μάτια τους, τους παρέσερνε ορμητικά στο έδαφος.

Αρχικά οι Νυχτοβάτες δεν πήραν στα σοβαρά την απειλή των πουλιών,

τα κοίταξαν υποτιμητικά, γέλασαν χλευαστικά, ακόμα κι όταν έπεσαν οι

πρώτοι σύντροφοι τους δεν πτοήθηκαν. Μα, πλέον, περισσότεροι

Νυχτοβάτες κείτονταν στο έδαφος παρά πετούσαν. Φόβος τους

κυρίευεσε, δεν ήταν φυσιολογικά πετούμενα αυτά, μια μυστήρια,

πανίσχυρη δύναμη τα υποκινούσε και δεν μπορούσε να νικηθεί. Ξέχασαν

λοιπόν τις δόξες που τους είχε τάξει ο Ζακχαέρ Ντων, αγνόησαν τις

φοβέρες των Εφτά Ιερέων και έφυγαν τρομαγμένοι, ψάχνοντας καταφύγια

σε σκοτεινές σπηλιές και ανήλιαγους βάλτους.

Οι ιαχές που ξεπήδησαν από τους πολεμιστές, βλέποντας τους

Νυχτοβάτες να φεύγουν με τις ουρές στα σκέλια, τράνταξαν το έδαφος

και πολλοί απο τους άμαχους, που κρύβονταν στη Μηδείανορ,

φοβήθηκαν πως έγινε σεισμός. Κάθε έγνοια του Έκτορα φτερούγισε μαζί

με τον Ερμή, ξορκίστηκε απο το στήθος του. Είδε τις Αμαζόνες να

επιστρέφουν στις διατάξεις τους και να απωθούν τους Θανατώριους με τα

θανατερά βέλη τους. Η νίκη φάνταζε βέβαιη. Εξολοθρεύτηκαν οι

Νυχτοβάτες και οι Θανατώριοι δεν μπορούσαν να σπάσουν τις γραμμές

τους. Ποίος θα μπορούσε να τους εμποδίσει τώρα;

Η απάντηση στοίχειωνε τους συντρόφους του Αννίβα και του

Σίμπαγκορ. Χιλιάδες Θανατώριους τους είχαν του χεριού τους, μα εφτά

φαντάσματα, απέθαντα, καταραμένα, με την σκοτεινιά αποτυπωμένη στα

πρόσωπα τους, τσάκιζαν τις φάλαγγες τους. Ίππευαν τρικέφαλα τέρατα με

δύναμη τρομερότερη της όψης τους, που έτρωγαν τους πολεμιστές ενώ

πετούσαν. Μα ο Σίμπαγκορ δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει στον

τρόμο τους. Στον τόπο του ήταν δοξασμένος λιονταροκυνηγός, έπνιγε

κτήνη διπλάσια απο τον ίδιο, μονάχα με τα χέρια του. Δεν θα έκανε πίσω

απο ένα παραμορφωμένο λιοντάρι, έτσι του φαινόταν οι χίμαιρες.

Ζύγιασε το δόρυ στο χέρι του, φίλησε την ματωμένη αιχμή και σημάδεψε

προσεχτικά, την ώρα που ένας Ιερέας χιμούσε στους συντρόφους του. Το

ακόντιο διέγραψε ένα τόξο στον αέρα και καρφώθηκε στο λιονταρίσιο

κεφάλι της χίμαιρας. Το τέρας κλονίστηκε και έπεσε με πάταγο.

Χαμογελώντας, ο Σίμπαγκορ έτρεξε να ανταμώσει τον εχθρό. Ο Ιερέας

στεκόταν ακόμα πάνω στην τσακισμένη χίμαιρα, ατάραχος, άφοβος. Το

σκοτεινό πρόσωπο του ήταν καρφωμένο στον Σίμπαγκορ, ο οποίος

τραβούσε το δόρυ του απο το τέρας που ψυχορραγούσε. Ο άντρας, δίχως

να δειλιάσει, έδειξε τον Ιερέα με την αιχμή του δόρατος.

«Έλα, απαίσιε, να με αντιμετωπίσεις. Εδώ, στο ακόντιο μου κρέμεται ο

αφανισμός σου. Εκατοντάδες υποτακτικοί σου έμαθαν να με τρέμουν,

καιρός να το μάθεις και εσύ»

Για απάντηση πήρε ένα γέλιο, τόσο παγερό που κρυσταλλώθηκε, για

μια στιγμή, η επιφάνεια του Μονοσάνδαλου. Με σταθερές, αργές

κινήσεις ξεπέζεψε από την χίμαιρα και χάιδεψε την λαβή του σπαθιού

του.

«Μόνο οι αδαείς και οι ανόητοι δεν νιώθουν τρόμο μπροστά στην

Αδελφότητα των Εφτά Ιερέων. Είμαι ο Σεντούρ Ωρκ, ο Τριτότοκος και

σύντομα θα μετανιώσεις για το θράσος σου, θνητέ. Όταν θα στέκεσαι στα

πόδια μου, με σκορπισμένα σωθικά και φτύνοντας αίμα, θα ευχόσουν να

δήλωνες υποταγή σε μένα. Μου έδειξες το δόρυ σου και αυτή θα είναι η

ύστατη πράξη σου». Η φωνή του ήταν διαπεραστική και οξεία, έκανε

όλες τις τρίχες του Σίμπαγκορ να ορθωθούν. Αναρίγησε, μα καμώθηκε

πως παρέμεινε ψύχραιμος και κράτησε σταθερό το οπλισμένο χέρι του. Ο

Σεντούρ Ωρκ έβγαλε το μακρύ σπαθί του απο το θηκάρι, έλαμψε η

λεπίδα, αλλά το φως της ήταν παγωμένο και δυσάρεστο. Και έπειτα

όρμησε στον Σίμπαγκορ.

Στο μεταξύ, ο Έκτορας είχε εντοπίσει με την ματιά του τους Εφτά

Ιερείς να πετάνε πάνω απο τις φάλαγγες των Νότιων και Ανατολίτικων

συντρόφων του. Στα χέρια του, το Σπαθί της Λύκης παλλόταν,

ανυπομονούσε να τους ανταμώσει, καθώς μονάχα εκείνο μπορούσε να

τους καταστρέψει. Τους έδειξε στον Φίλιππο και τον Αχιλλέα και εκείνοι

έγνεψαν ότι είχαν καταλάβει. Κινήθηκαν και οι τρεις προς τον Οδυσσέα,

την ώρα που έκοβε τους λαιμούς τριών Θανατώριων με μία κίνηση.

«Δεν γίνεται να εγκαταλείψουμε τις γραμμές μας. Αν πέσουν

κινδυνεύουν οι Αμαζόνες και οι πολεμιστές της Μηδείανορ. Διακυβεύεται

η πορεία της μάχης εδώ». Ύψωσε την φωνή του πάνω απο τον πάταγο

που έκαναν οι πανοπλίες των εχθρών.

«Αν δεν αντιμετωπίσουμε τώρα τους Εφτά Ιερείς ο Σίμπαγκορ και ο

Αννίβας θα πέσουν δίχως αμφιβολία. Και εμείς στη συνέχεια. Όσο

κρατάει η οπισθοφυλακή όμως, έχουμε το πλεονέκτημα. Γιατί, αν πέσει,

θα πρέπει, εκτός απο αυτούς, να πολεμήσουμε και χιλιάδες

Θανατώριους». Ο Οδυσσέας ζύγιαζε τις επιλογές του, δίχως να

σταματήσει να πολεμάει.

«Τι έχεις κατά νου;». Είπε, τελικά.

«Μόνο εγώ μπορώ να τους νικήσω. Μα θα χρειαστώ μια μικρή ομάδα

να ανοίξει δρόμο μέσα από τις γραμμές του εχθρού, ώστε να τους

ανταμώσω». Ο Οδυσσέας γκρέμισε με μια κλωτσιά έναν γιγαντόσωμο

Θανατώριο και έγνεψε θετικά. Φώναξε κοντά του τον Αίαντα και του

εξήγησε την αποστολή τους. Εκείνος δεν μίλησε, απλά έσφιξε το ρόπαλο

στα χέρια του.

«Καλύτερα να πλησιάσουμε απο τις πτέρυγες, όπου οι Αμαζόνες

κρατάνε απασχολημένους τους Θανατώριους. Είναι πιο ασφαλές απο το

να διεισδύσουμε στις εχθρικές διατάξεις». Πρότεινε ο Αχιλλέας και ο

αδερφός του συμφώνησε, γνέφοντας κοφτά. Έτσι, έστριψαν αριστερά,

κοιτώντας με προσοχή τριγύρω, ενώ τις θέσεις τους κάλυπταν ο Σαλαντίν,

ο Πώρος, ο Αβικέννας, ο Πάτροκλος και ο Αινείας. Δεν ήταν τόσο

δύσκολο να κινηθούν όσο περίμεναν, μανιασμένα πάλευαν τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα, ανέγγιχτα απο τα όπλα των εχθρών σαν να

ήταν στα αλήθεια φαντάσματα, εξολόθρευαν τους εχθρούς δίχως

δυσκολία, με ελάχιστες απώλειες. Κι αν κανένας κατάφερνε να σπάσει

την άμυνα τους, πιο πίσω καρτερούσαν ο Ηρακλής, ο Εύδωρος και τα

υπόλοιπα γενναία παλικάρια της Μηδείανορ, να τον στείλουν πίσω στον

θάνατο απο τον οποίο, ευθαρσώς, δραπέτευσε. Απασχολημένοι απο τους

υπόλοιπους γενναίους πολεμιστές, οι Θανατώριοι δεν αντιλήφθηκαν την

μικρή ομάδα, που κινούταν παράλληλα στις γραμμές τους και έτσι,

σύντομα βρέθηκαν στις εχθρικές πτέρυγες.

Εκεί, ο Έκτορας είδε την φρίκη που είχαν προξενήσει οι Νυχτοβάτες,

προτού επέμβει ο Ερμής με τους συντρόφους του. Αναγούλιασε, τα

γόνατα του έχασαν τη δύναμη τους και λύγισαν. Έλιωσε η καρδιά του,

έγινε δάκρυα και, βγαίνοντας απο τα μάτια του, καθρέφτισαν τα όμορφα

κορμιά των Αμαζόνων, τσακισμένα, ματωμένα, ωχρά. Τα νεραϊδίσια

πρόσωπα τους ήταν ανέκφραστα, μαρμαρωμένα και τα, άλλοτε

τριανταφυλλένια, χείλη τους, τα πολυφιλημένα, έχασκαν χλωμά,

παγωμένα. Δεν ταίριαζε ο θάνατος στις δοξασμένες τούτες πολεμίστριες,

πως τόλμησε ο άσπλαχνος να τις διεκδικήσει, τις ιέρειες της ομορφιάς και

του θάρρους, γιατί ήθελε ο διεστραμμένος να πάρει απο τα κορμιά τους

την φλόγα την ερωτική, που ενέπνεε την ελευθερία και την δημιουργία;

Μα φάνηκε πως δεν έμεινε ούτε αυτός ασυγκίνητος απο την σαγήνη τους,

δεν θέλησε να αποσυνθέσει τα κουφάρια, να σαπίσει τις σάρκες τους και

να σκουληκιάσει τα σωθικά τους. Απο τα διεσπαρμένα πτώματα δεν

έβγαινε η συνηθισμένη δυσωδία, παρά ένα άρωμα, μια ευωδία

μυστικιστική, σαν αυτή που φέρει το νυχτερινό αγιάζι, μόλις κάνει έρωτα

με τα λουλούδια. Μέχρι και ο αλύγιστος θάνατος απέδωσε τιμές στις

Αμαζόνες, ούτε αυτός, που περιπαίζει την ύπαρξη απο την αρχή του

χρόνου, δεν μπόρεσε να μην αισθανθεί την τρομερή απώλεια. Και αιώνες

μετά, αφού ξεχαστεί αυτός ο πόλεμος και τα πτώματα καλύψουν το χώμα

και οι πέτρες, στα σημεία όπου έπεσαν οι Αμαζόνες θα πυργωθούν

ολάνθιστοι λόφοι, που θα έχουν στη κορφή για στέμμα απο έναν δρυ.

Αυτό το μνήμα είχε σχεδιάσει η φύση για να τιμήσει τις αδικοχαμένες

κόρες της.

Η Ανδρομάχη είχε πάψει να θρηνεί την ξαδέρφη της, δεν είχε αυτήν

την πολυτέλεια, όχι πριν τελέψει το χρέος της και νικήσει τον εχθρό. Ο

Αρίωνας είχε έρθει κοντά της, πάνω απο το πτώμα της Δεινομάχης και

χτύπησε την οπλή του στο χώμα. Τότε συνήλθε η κοπέλα, σφούγγισε τα

δάκρυα απο τα μάτια της, καβάλησε το άλογο και επέστρεψε στην

διάταξη, εξολοθρεύοντας τους Θανατώριους με μεγαλύτερη μανία απο

πριν. Απτή ήταν πλέον η οργή της, την ένιωθαν οι εχθροί να πέφτει πάνω

τους, να τους συνθλίβει. Καθώς εκτόξευε ένα βέλος, είδε τον Έκτορα και

τους υπόλοιπους πέντε να κινούνται σκυφτά, πλάι στους Θανατώριους,

για να καλυφθούν απο τα βέλη και τα δόρατα. Αυτομάτως, εγκατέλειψε

τις συντρόφισσες της και πήγε προς το μέρος τους. Αγωνιούσε και εκείνη

για τον νεαρό, δεν μπορούσε να τον δει, να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά και,

μέχρι εκείνη την στιγμή, μια κρυφή αγωνία κατάτρωγε τα σωθικά της.

Μα τον είδε και η αγαλλίαση την πήρε απο το χέρι και την οδήγησε κοντά

του. Ο Έκτορας δεν την είδε, μα αναγνώρισε την ζεστασιά στην καρδιά

του, χτυπούσε επιτακτικά να στρέψει το κεφάλι του πίσω. Έτρεξε προς το

μέρος της, εκείνη ξεπέζεψε βιαστικά, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν,

σκόρπισαν την ανησυχία μακριά. Μερικοί Θανατώριοι αντιλήφθηκαν την

αφηρημάδα και χίμηξαν κατά πάνω τους, μα τους απώθησαν ο Αίαντας, ο

Αχιλλέας και ο Φίλιππος. Συνέχισαν να προχωράνε κλεφτά, καθώς ο

Έκτορας εξηγούσε στην κοπέλα το σχέδιο τους. Εκείνη δήλωσε πως θα

τους ακολουθούσε και, ιππεύοντας τον Αρίωνα, προπορεύτηκε,

ανοίγοντας δρόμο, όπου χρειαζόταν.

Δεν άργησε ο Σίμπαγκορ να καταλάβει πως ο Σεντούρ Ωρκ δεν

καυχιόταν άδικα και πως η δύναμη του ήταν τρομερότερη της όψης του.

Μαχόταν να τον τρυπήσει με το δόρυ του, μα άδικα. Αν και πανύψηλος, ο

Ιερέας ήταν αφύσικα ευκίνητος, απέφευγε με προφανή ευκολία κάθε

χτύπημα. Ωστόσο, προς το παρόν, ούτε ο Σεντούρ Ωρκ είχε καταφέρει

κάποιο χτύπημα, τον κρατούσε σε απόσταση, χάρη στο μακρύ δόρυ του.

Ο Ιερέας κατέβασε με δύναμη του σπαθί του και ο άντρας έκανε ένα

σάλτο προς τα πίσω, έπειτα προσπάθησε να τον χτυπήσει ενώ ήταν ακόμα

σκυφτός, παρασυρόμενος απο την ορμή του. Μα πισωπάτησε και εκείνος,

απέφυγε την μύτη του ακοντίου, το έσπρωξε στα πλάγια με το αριστερό

του χέρι και με το δεξί προσπάθησε να τρυπήσει τον Σίμπαγκορ στην

κοιλιά. Εκείνος, αιφνιδιασμένος απο την σβελτάδα του Ιερέα, έκανε ένα

βήμα στο πλάι, αλλά δεν πάτησε καλά και σκόνταψε.

Η κούραση τον είχε καταβάλει, ενώ ο πανικός υπόβοσκε στην καρδιά

του. Δεν είχε συναντήσει ξανά τέτοιον αντίπαλο, ακόμα και τους

πελώριους Κύκλωπες είχε καταφέρει να τους νικήσει σε λιγότερο χρονικό

διάστημα. Στριφογύρισε το ακόντιο, κατευθύνοντας το προς το κεφάλι

του εχθρού, μα εκείνος λύγισε την μέση και το απέφυγε αδιάφορα.

Γρύλισε ο Σίμπαγκορ θυμωμένος, πείσμωσε, μπορούσε να τα βάλει με

δεκάδες εχθρούς ταυτόχρονα, δεν διανοούταν να νικηθεί απο έναν. Έσυρε

κραυγή λιονταρίσια, πήδησε προς τον Ιερέα και πέταξε πάνω του το

ακόντιο με άπιαστη ταχύτητα. Ο Σεντούρ Ωρκ έσκυψε, τρέχοντας προς

τον άντρα, το δόρυ έσκισε τον μανδύα του στα πλαϊνά, μα την επόμενη

στιγμή κάρφωσε το σπαθί του στην δεξιά πλευρά του Σίμπαγκορ. Τα

μάτια του δάκρυσαν απο τον πόνο, ένιωσε την ανάσα του να κόβεται, το

στόμα του γέμισε αίμα.

Ντράπηκε, σκούπισε με την αναστροφή της παλάμης του τα μάτια του

και έφτυσε το αίμα στο πρόσωπο του Ιερέα που έστεκε μερικά εκατοστά

μπροστά απο το δικό του. Το βαθυκόκκινο υγρό κατάπιε το σκοτάδι που

πρόβαλλε στο μοναδικό σημείο το οποίο δεν κάλυπταν οι γάζες. Ένα

σκοτάδι πιο μαύρο και απο νεφελώδη νύχτα, γεννημένο στις απόκρυφες

ραδιουργίες του αφύσικου. Γέμισαν με αυτό τα μάτια του Σίμπαγκορ, και

απο τις κόγχες του μπήκε η σκιά στα σωθικά του, πάγωσε το αίμα του,

στοίχειωσε την καρδιά του. Κι ενώ ήταν έτοιμος να βυθιστεί, ένας

βρυχηθμός τον ανέσυρε στο φως. Ήταν ο Αννίβας, είδε τον σύντροφο του

να ψυχορραγεί και έσπευσε να τον λυτρώσει. Ο Σεντούρ Ωρκ έπιασε τον

Σίμπαγκορ απο τον λαιμό, τον ύψωσε πάνω απο το κεφάλι του και τον

πέταξε στα πόδια του Αννίβα.

«Παραμέρισε, θνητέ, ειδάλλως ίδια μοίρα σε περιμένει». Ακούστηκε η

φωνή του, στριγκή, ανατριχιαστική. »Ασπάσου τον Άρχοντα Ζακχαέρ

Ντων και το τάγμα των Εφτά Ιερέων, μόνο έτσι θα γλιτώσεις απο τον

θάνατο»

Ο Αννίβας δεν έδωσε απόκριση, δρασκέλισε πάνω απο τον Σίμπαγκορ

και ύψωσε την κυρτή λεπίδα του.

«Δεν υπάρχει χώρος για λόγια εδώ. Φθηνά είναι τα χείλη,

παραπλανητικές οι κουβέντες τους. Καλύτερα μιλάνε τα σπαθιά, αυτά

ξεχωρίζουν το δίκαιο απο το άδικο και την αλήθεια απο το ψέμα. Εμπρός,

κόπιασε!». Έγρουξε ο πελώριος Αννίβας και έσφιξε την λαβή του

σπαθιού. Μα πριν προλάβουν να ανταμώσουν οι λεπίδες, ακούστηκε

δεύτερη κραυγή, λυκίσια τούτη και φοβέρισε προς στιγμήν τον Ιερέα.

Στράφηκε και θαμπώθηκε απο μια πρωτόγνωρη λάμψη, που φάνταζε

απειλητική. Όταν συνήθισε το φως, είδε τον Έκτορα να κρατάει μπροστά

στο πρόσωπο του το Σπαθί της Λύκης να αντιφεγγίζει τον δυτικό ήλιο.

Τρόμαξε, μα η σαπισμένη καρδιά του και η σκιά, που είχε αντί για σάρκα,

δεν αναγνώριζαν τον τρόμο, δεν ήξερε τι ήταν αυτό που αισθανόταν. Και

τούτο το αίσθημα προκλήθηκε απο την αστραφτερή λεπίδα που τον

τύφλωνε, μα πιότερο απο το βλέμμα του αφέντη της, έβλεπε σε αυτό τον

αφανισμό του. Έσφιξε ο Σεντούρ Ωρκ το μακρύ, ίσιο σπαθί του και έκανε

να κινηθεί προς το μέρος του, μα τότε σκοτείνιασε ο ουρανός. Πλάι του

προσγειώθηκαν έξι χίμαιρες τις οποίες ίππευαν οι υπόλοιποι Ιερείς. Ο

Ιερέας που έστεκε στο κέντρο τράβηξε τα ινία της χίμαιρας και αυτή

βρυχήθηκε. Ήταν ο μόνος που φορούσε μια χρυσή περικεφαλαία, γεμάτη

αιχμές και ασημένια αγκάθια. Πάνω απο τον λευκό μανδύα του είχε

αλυσιδωτό θώρακα, στο κέντρο του οποίου δέσποζε, ανάγλυφο, σε μια

χρυσή πλάκα, το έμβλημα της Σεθίρηκα. Ήταν ο Γιόρμουνγκαντ Ντων, ο

πρωτότοκος. Ξεπέζεψε απο την χίμαιρα και στάθηκε πλάι στον Σεντούρ

Ωρκ.

«Ο Εκλεκτός είναι δικός μου». Είπε κοφτά. Η δική του φωνή ήταν

τραχιά, βροντερή, έμοιαζε με υπόκωφο βρυχηθμό. Ο αδερφός του

υπάκουσε, κλίνοντας αδιόρατα το κεφάλι. Ξεπέζεψαν και οι υπόλοιποι τις

χίμαιρες και στάθηκαν πλάι-πλάι. Ο Αννίβας πλησίασε τον Έκτορα που

στεκόταν μαζί με την Ανδρομάχη, τον Φίλιππο, τον Αχιλλέα, τον

Οδυσσέα και τον Αίαντα.

Μόνο ο Έκτορας μπορούσε να σκοτώσει τους Εφτά Ιερείς, το ήξεραν και

οι ίδιοι, είχαν τα μαύρα πρόσωπα τους καρφωμένα πάνω του. Μα οι

σύντροφοι του δεν ήταν διατεθειμένοι να τον αφήσουν μοναχό, είχε

συμφωνηθεί λοιπόν να απασχολούν τους πολέμιους του, όσο αυτός θα

μαχόταν να τους αφανίσει. Δεν ήταν ανόητοι, ούτε άπειροι οι Εφτά, χάρη

στην αθανασία που τους δώρισε το Σκότος, περιδιάβαιναν την γη επί

αιώνες. Κατάλαβαν αμέσως πως δεν θα ήταν εύκολο να σκοτώσουν τον

Εκλεκτό, έπρεπε πρώτα να περάσουν απο τους συντρόφους του. Έτσι δεν

στράφηκαν όλοι προς το μέρος του. Μόνο ο Γιόρμουνγκαντ Ντων

στάθηκε μπροστά του, σφίγγοντας με το δεξί χέρι την λαβή του σπαθιού

του. Ο Σεντούρ Ωρκ, δίχως δεύτερη σκέψη, κινήθηκε προς τον Αννίβα,

δεν είχε προφτάσει να δώσει απόκριση στην προσβολή του άντρα και

ήθελε να τελέψει το χρέος του. Με τον Οδυσσέα ζευγαρώθηκε ο Ζαντάρ

Φαύντουμ, ο δευτερότοκος και ο Φίλιππος αντικρίστηκε με τον Ώρμα

Σιντ, τον τέταρτο αδερφό. Χωρίστηκαν και οι δεκατέσσερις πολεμιστές

σε ζευγάρια, ο ένας απέναντι απο τον άλλον. Ταυτόχρονα, οι Εφτά Ιερείς

έβγαλαν τα μακριά, ίσια σπαθιά τους και κατόπιν, προς μεγάλη έκπληξη

του Έκτορα, υποκλίθηκαν στους εφτά ανθρώπους. Μόλις εκείνοι

ανταπέδωσαν την υπόκλιση, χίμηξαν ο ένας στον άλλον.

Ω, τι μάχη ήταν αυτή! Στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν μπορούσαν οι

γέροντες να την αφηγούνται στις πλατείες, δίχως να αναριγήσουν απο

δέος. Συνέθεσαν τραγούδια οι βάρδοι, έγραψαν για αυτήν οι ποιητές, μα

μάταια πάσχιζαν να αποδώσουν τον τρόμο της πειστικά. Δεν χωρούσαν οι

κλαγγές των σπαθιών και οι αστραπές που έφευγαν, μόλις αντάμωναν οι

λεπίδες, δεν χωρούσαν στα απαλά λαρύγγια και στις στεγνές, ζαρωμένες

περγαμηνές. Κι όταν την αναπαριστούσαν στα θέατρα, πως να

υποκριθούν οι ηθοποιοί τις ιαχές, τους βρυχηθμούς και τις φωτιές που

ξερνούσαν τα μάτια των μαχητών; Ονειρεύονταν τα αμούστακα

παλικαράκια την μάχη, εύχονταν να τους δίνονταν η ευκαιρία να

πολεμήσουν όπως οι εφτά σύντροφοι, με το ίδιο θάρρος και παρόμοια

δύναμη, μα ακόμα και τα όνειρα στενάχωρα ήταν, για την δόξα που

ξεδιπλώθηκε εκείνη την μέρα. Ακόμα και ο ήλιος ξέχασε το χρέος του και

στάθηκε στη δύση, δεν ήθελε ακόμα να βασιλέψει κι ας ήταν η ώρα του,

κρεμάστηκε πάνω απο τα βουνά και θαύμασε την μάχη. Βιάστηκαν και τα

αστέρια να δουν τους μονομάχους, ξεπρόβαλαν στον ουρανό κι ας ήταν

ακόμα μέρα. Θανατώριοι και άνθρωποι απορροφήθηκαν απο τους

τρομερούς πολεμιστές, χαμήλωσαν τα άρματα, ξέχασαν την έχθρα τους

και έκαμαν έναν κύκλο γύρω απο τους μονομάχους, κοιτώντας τους με

αγωνία και τρόμο.

Πολλούς εχθρούς είχε πολεμήσει ο Έκτορας, είχε καταφέρει να νικήσει

πλάσματα δυνατότερα απο τον ίδιο, ακόμα κι αν υπερίσχυαν αριθμητικά.

Μα κανένα δεν ήταν τόσο επιδέξιο όσο ο Γιόρμουνγκαντ Ντων. Αν και

ψηλότερος απο τον Αχιλλέα, ελισσόταν σαν φίδι και η χοντρή αρματωσιά

του δεν τον εμπόδιζε να πηδάει ψηλά. Ανεβοκατέβαζε συνεχώς ο

Έκτορας το Σπαθί της Λύκης, μα ο Ιερέας απέφευγε κάθε χτύπημα με

αδιάφορες κινήσεις. Και όταν επιτιθόταν ο ίδιος, με δυσκολία απέκρουε

τα χτυπήματα ο νεαρός και ένιωθε το σώμα του να τραντάζεται.

Συγκρούονταν οι λεπίδες με ορμή και κάθε φορά ξεπηδούσε μια βροχή

απο σπίθες, σαν τα μετέωρα που σχίζουν τον ουρανό. Οι κλαγγές των

σπαθιών ήταν εκκωφαντικές, μπροστά τους ντροπιάζονταν οι βροντές του

ουρανού και, κάθε φορά που ακουγόταν μία, η γη δονούταν και αυτοί που

παρακολουθούσαν κάλυπταν τα αυτιά τους.

Ο Γιόρμουνγκαντ έκανε ένα σάλτο και κατέβασε το σπαθί του στο

πρόσωπο του Έκτορα, εκείνος ύψωσε το δικό του και απέκρουσε το

χτύπημα, μα ήταν τέτοια η δύναμη του που τα πόδια του λύγισαν, έπεσε

στα γόνατα. Ενώ ήταν πεσμένος, έσυρε την λεπίδα στα πόδια του Ιερέα,

μα εκείνος έκανε δυο βήματα πίσω και την απέφυγε. Ο Έκτορας μάζεψε

την δύναμη του στα πόδια, σηκώθηκε ορμητικά και χίμηξε, μα ο εχθρός

έκανε στο πλάι και το χτύπημα του βρήκε το χώμα. Άφησε εκτεθειμένο το

σβέρκο του και ο Ιερέας έκανε να τον τρυπήσει, μα ο νεαρός έσκυψε,

προσπάθησε να χτυπήσει τον Γιόρμουνγκαντ κάτω απο την μέση κι

εκείνος κατέβασε το σπαθί του, αποκρούοντας την επίθεση. Μετά,

περιφέρονταν, ο ένας γύρω απο τον άλλον, ζυγιάζοντας τον αντίπαλο,

προσπαθώντας να εντοπίσουν κάποια αδυναμία. Μα ήταν και οι δύο

αλύγιστοι, δεν τολμούσαν να τους ζυγώσουν η κούραση και η δειλία,

έβλεπαν το σκοτάδι στο πρόσωπο του ενός και τον λύκο στο βλέμμα του

άλλου, τρόμαζαν και έφευγαν μακριά. Επιτέθηκαν ξανά, σαν δυο θεριά

μανιασμένα, ήθελαν να ξεσκίσουν με λύσσα τις σάρκες τους, του κάκου

όμως, ισάξιες οι δυνάμεις τους και η ορμή των χτυπημάτων

απορροφιόταν στα στιβαρά κορμιά τους. Κι ενώ ετοιμάζονταν να

χτυπηθούν ξανά, μια διαπεραστική στριγκλιά έσκισε τον αέρα,

ανάβλεψαν και έστρεψαν το κεφάλι και οι δύο. Ο Οδυσσέας είχε

καρφώσει με την Κόμπρα την μασχάλη του Ζαντάρ Φαύντουμ.

Ο πολυμήχανος άντρας, τούτη τη φορά, δεν ακολούθησε την

συνηθισμένη τακτική του, όπου απέφευγε τις επιθέσεις του αντιπάλου και

χτυπούσε μια καίρια στιγμή. Αν και δεξιόχειρας, είχε περάσει το θηκάρι

του σπαθιού στην δεξιά πλευρά, κάτι άβολο στους περισσότερους

πολεμιστές, όμως η εμπειρία του Οδυσσέα του επέτρεπε να

χρησιμοποιήσει αυτήν την ιδιορρυθμία για να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο

του. Όταν, λοιπόν, τράβηξε το σπαθί του και επιτέθηκε, ο Ζαντάρ

Φαύντουμ δεν μπόρεσε να αποκρούσει το χτύπημα και αναγκάστηκε να

πισωπατήσει άτσαλα για να το αποφύγει. Ο Οδυσσέας είχε το

πλεονέκτημα και δεν το άφησε ανεκμετάλλευτο, εξαπολύοντας μια σειρά

απο σβέλτα χτυπήματα, τα οποία ο Ιερέας αναγκάστηκε να αποκρούσει με

βεβιασμένες, απρόσεχτες κινήσεις. Κι όταν προσπάθησε να απαντήσει,

βρισκόταν ακόμα σε μειονεκτική θέση και ο Οδυσσέας βρήκε άνοιγμα,

ύψωσε το σπαθί και το κάρφωσε στη δεξιά μασχάλη του Ζαντάρ

Φαύντουμ. Ο μανδύας και οι επίδεσμοι σκίστηκαν σε εκείνο το σημείο,

μα δεν βγήκε στάλα αίμα. Απο το σκίσιμο πρόβαλαν ξέφτια σκότους, που

ανέμιζαν και στροβιλίζονταν σαν καπνός. Και ενώ ο Ιερέας

οπισθοχωρούσε, μουγκρίζοντας απο πόνο, τα ξέφτια άρπαξαν, θαρρείς

και ήταν πλοκάμια μαύρα και απαίσια, τους κουρελιασμένους επιδέσμους

και τους επανέφεραν στη θέση τους, καλύπτοντας το σκίσιμο. Ο

Οδυσσέας παρατήρησε την σκηνή με έκδηλο ενδιαφέρον και χαμογέλασε

αμυδρά, δεν έδειχνε σαστισμένος ή αιφνιδιασμένος. Και πριν ο Ιερέας

ανασκουμπωθεί, του χίμηξε ξανά, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι δεν

μπορούσε να τον πληγώσει.

Απο την άλλη, ο Φίλιππος έδειχνε να δυσκολεύεται με τον Ώρμα Σιντ,

που ήταν εξίσου ψηλός με τον Γιόρμουνγκαντ Ντων, είχε ιδρώσει,

κοντανάσανε και πάσχιζε μάταια να χτυπήσει τον πολέμιο του. Το ίδιο

συνέβαινε και με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα που έμοιαζαν

αιφνιδιασμένοι, πολύπειροι πολέμαρχοι ήταν και οι δύο, θηρία γιγάντια

και γκρέμιζαν δίχως ιδιαίτερες δυσκολίες τους εχθρούς.

Ακόμα και στη Σπηλιά των Μυστηρίων, ο Αχιλλέας δεν είχε βρει

κάποιον αντίπαλο αντάξιο του. Μα τούτοι οι Ιερείς, αν και ήταν στο μπόι

τους και πιο αδύνατοι απο τους ίδιους, ανταποκρίνονταν στα χτυπήματα

τους σαν λιοντάρια που τους περιτριγυρίζουν δύο μύγες. Τι κι αν ο

Αίαντας επιστράτευσε όλη τη δύναμη στις πλάτες του και ανέμιζε το

ακιδωτό, βαρύ ρόπαλο του; Ο αντίπαλος του το απέφευγε δίχως

δυσκολία, απέκρουε τα χτυπήματα με άνεση και, όταν επιτιθόταν ο ίδιος,

μια ορμή, αταίριαστη στο παρουσιαστικό του Ιερέα, τον τράνταζε

ολόκληρο. Το δίκοπο τσεκούρι του Αχιλλέα κυνηγούσε τον πολέμιο του,

μα κάθε φορά έβρισκε αέρα, έπεφτε με ορμή και καρφωνόταν στο χώμα,

σείοντας το. Βλαστημούσε τον εαυτό του, στα κρυφά, για κάθε άστοχο

χτύπημα, για κάθε φορά που ο αντίπαλος του τον κλόνιζε με τις επιθέσεις

του.

Μερικά μέτρα δίπλα απο τους δύο θηριώδεις άντρες, ο Αννίβας και ο

Σεντούρ Ωρκ μάχονταν με μανία, σαν παλιοί εχθροί που είχαν ανταμώσει

ξανά μετά απο πολλά χρόνια. Δεν τον ένοιαζε τον άντρα που δεν είχε

καταφέρει ακόμα κάποιο χτύπημα στον πολέμιο του, ενδόμυχα ευλογούσε

τις μοίρες, που του έδωσαν επιτέλους κάποιον άξιο να πολεμήσει και

αδημονούσε να τον εκδικηθεί, να πάρει πίσω το αίμα του Σίμπαγκορ.

Εκδίκηση ζητούσε και η Ανδρομάχη, για όλες τις νεκρές συντρόφισσες

της που είδε να χάνονται μπροστά στα μάτια της. Κρεμόταν ακόμα στα

βλέφαρα της η Δεινομάχη, το αίμα της κυλούσε στα εσώψυχα της,

δυνάμωνε το κορμί της, εξόρκιζε τον πόνο απο τον πληγωμένο ώμο της.

Κι αν επιζούσε απο εκείνη την μάχη ο Ιερέας, θα έτρεμε κάθε φορά που

έβλεπε Αμαζόνα, η όψη της Ανδρομάχης θα τον στοίχειωνε, κάθε φορά

που θα έπεφτε να κοιμηθεί. Ήταν πιο ψηλός και σωματώδης απο την ίδια,

μα δεν είχε καταφέρει να την απειλήσει ακόμα, απέφευγε η κοπέλα κάθε

χτύπημα του και εκείνος οπισθοχωρούσε διαρκώς, να γλιτώσει απο την

μανία της.

Το κεφάλι του Έκτορα είχε αρχίσει να πονάει, βρήκε η αδυναμία

πρόσφορο έδαφος στη ματωμένη πληγή, στο μέτωπο του και τρύπωσε

υποχθόνια, κρέμασε τα μακριά άκρα της στους ώμους του νεαρού και

άρχισε να τον καταβάλει. Βάρυνε το στήθος του και κάθε ανάσα ερχόταν

με δυσκολία. Σφούγγισε τον ιδρώτα απο τα βλέφαρα του, να μην

εμποδίζει την όραση του και ύψωσε το σπαθί του.

Έπεσαν οι στερνές αχτίδες της ημέρας στη λεπίδα, την ζέσταναν και

καταπράυναν κάπως την κούραση του Έκτορα. Στο μεταξύ, ο

Γιόρμουνγκαντ Ντων κινήθηκε με σταθερά, αργά βήματα προς το μέρος

του. Η σφυριχτή, βραχνή ανάσα του έμοιαζε να οσμίζεται την κούραση

του αντιπάλου του. Κατέβασε το σπαθί στην κοιλιά του Έκτορα, εκείνος

απέκρουσε το χτύπημα και έκανε ένα σάλτο προς τα πίσω. Έπειτα, δίχως

αναμονή, κινήθηκε ξανά μπροστά, χτύπησε αρχικά την λεπίδα του Ιερέα

και έπειτα ύψωσε το σπαθί, κατευθύνοντας το προς το κεφάλι του.

Εκείνος έσκυψε, έκανε μια στροφή επιτόπου και ανέμισε το ξίφος του.

Στιγμιαία, ο Έκτορας πανικοβλήθηκε, πίστεψε πως πληγώθηκε και

περίμενε να αισθανθεί τον πόνο στη κοιλιά του και το αίμα να κυλάει.

Όμως, η πανοπλία του Διομήδη εμπόδισε την καταραμένη λεπίδα να φάει

την σάρκα του. Τα λέπια είχαν σκιστεί στο σημείο όπου χτυπήθηκε, το

ίδιο και ο μανδύας του, μα το σώμα του ήταν ανέπαφο. Ξεφύσησε

ανακουφισμένος και έσφιξε το Σπαθί της Λύκης με τα δυο του χέρια. Το

χτύπημα τον αφύπνισε, άνοιξαν τα φυλλοκάρδια και χύθηκε απο μέσα ο

θυμός ποτάμι. Ήπιαν οι σάρκες, ξεδίψασαν, εξανεμίστηκε η κούραση και

είδε μπροστά στα μάτια του έναν μαύρο λύκο με τους κυνόδοντες να

αντιφεγγίζουν, κόκκινοι, την δύση του ήλιου. Έσυρε δυνατή κραυγή και

όρμησε στον Ιερέα. Εκείνος αιφνιδιάστηκε απο την έκρηξη του νεαρού,

απόρησε που βρήκε τούτη την δύναμη, σε τι δωμάτια της καρδιάς την

φυλούσε ευλαβικά, ώσπου να την ξαμολήσει εκείνη την στιγμή.

Οι κλαγγές των σπαθιών ήχησαν δυνατότερες απο ποτέ, ανάξιες ήταν οι

σπίθες για εκείνα τα χτυπήματα, δεν μπορούσαν πια να ανταποκριθούν

στην ένταση τους και έδωσαν την θέση τους σε αστραπές, που χλόμιασαν

τον σκούρο ουρανό. Σφύριζαν οι λεπίδες αιμοβόρικα όταν περνούσαν

μερικά εκατοστά μακριά απο τις σάρκες και τα σώματα κινούνταν

αστραπιαία μακριά απο αυτές, παραδομένα στο ένστικτο, δεν προλάβαινε

να τα καθοδηγήσει ο νους. Είδε κάποια στιγμή ο Έκτορας ένα άνοιγμα,

έστρεψε την μύτη του σπαθιού στο πρόσωπο του Γιόρμουνγκαντ Ντων,

μα εκείνος λύγισε την μέση προς τα πίσω και η λεπίδα ίσα που άγγιξε το

σκοτάδι του. Τότε, με το αριστερό χέρι έπιασε τον καρπό του Έκτορα,

έσκυψε κάτω απο το σπαθί και κάρφωσε το δικό του στον μηρό του

νεαρού. Δριμύς πόνος τον κεραυνοβόλησε, ανέβλυσε το βαθυκόκκινο

αίμα και πότισε τον μανδύα του. Τα μάτια του δάκρυσαν και βρυχήθηκε

δυνατά. Μα δεν αφέθηκε στο οξύ άλγος, δάγκωσε δυνατά τα χείλη να

πάρει κουράγιο, τα ένιωσε να ματώνουν. Το ένστικτο της

αυτοσυντήρησης πυργώθηκε, πότισε τους μύες του με αδρεναλίνη,

μούδιασε το νου του, να μην νιώθει τον πόνο. Και ενώ ο Ιερέας βύθιζε

την λεπίδα του πιο βαθιά, ο Έκτορας έπιασε με το αριστερό χέρι του το

χέρι του Γιόρμουνγκαντ Ντων, ελευθέρωσε τον καρπό του και κατέβασε

την λαβή του σπαθιού στο πάνω μέρος του κεφαλιού του. Ο Ιερέας

κλονίστηκε, σηκώθηκε παραζαλισμένος, προσπάθησε να αντεπιτεθεί, μα

ο Έκτορας έκανε ένα βήμα στα πλάγια και χτύπησε αλλεπάλληλα το

πρόσωπο του εχθρού με την λαβή. Έκανε ένα σάλτο πίσω και, ενώ ήταν

στον αέρα, έσυρε την κόψη κατά μήκος του λαιμού του Γιόρμουνγκαντ

Ντων.

Η περικεφαλαία του έπεσε με πάταγο, οι επίδεσμοι σκίστηκαν και απο

μέσα ξεχύθηκε ορμητικά το σκοτάδι, στροβιλίστηκε, σαν απόκοσμη

ομίχλη, γύρω απο τον γονατισμένο Ιερέα, άφησε έναν εκκωφαντικό

βρυχηθμό και παρασύρθηκε απο τον αέρα, αφήνοντας τις γάζες και την

αρματωσιά αδειανές. Ο Έκτορας κοντανάσανε, κάρφωσε την μύτη του

σπαθιού στο χώμα και στηρίχτηκε στη λαβή του, ώστε να μην

καταρρεύσει. Ο μανδύας του βάρυνε και στάλαζε αίμα στο χώμα. Πήρε

μια βαθιά ανάσα και πάτησε το πληγωμένο πόδι του στο έδαφος,

πονώντας αφόρητα.

Οι έξι σύντροφοι του αντιστέκονταν σθεναρά, μα ήταν έτοιμοι να

ενδώσουν στην κούραση. Ο Ώρμα Σιντ εξοργίστηκε απο τον χαμό του

Πρωτότοκου και εξαπόλυσε ολάκερη την τρομερή δύναμη του στον

Φίλιππο. Έπιασε το σπαθί και με τα δύο χέρια, το κατέβασε πάνω στον

νεαρό, εκείνος σταύρωσε τα ξίφη του ώστε να αποκρούσει, μα

θρυμματίστηκαν σαν γυάλινα και η λεπίδα του Ιερέα τον έκοψε πάνω από

το αριστερό μάτι έως τον λαιμό. Ο Φίλιππος έπιασε το πρόσωπο με τα

χέρια του και σφάδαζε, μα δεν νοιάστηκε ο Ώρμα Σιντ να τον

αποτελειώσει, ήθελε να εξοντώσει τον Εκλεκτό, που αφάνισε τον

καλύτερο των Εφτά Ιερέων, το πρωτοπαλίκαρο του Ζακχαέρ Ντων.

Ωστόσο, ο Αχιλλέας άκουσε τον σύντροφο του να ουρλιάζει, άρπαξε με

το αριστερό του χέρι το μαχαίρι που είχε στο ζωνάρι του και το πέταξε,

καρφώνοντας την πλάτη του Ιερέα. Εκείνος στρίγκλισε απο τον πόνο,

άπλωσε το χέρι του να το ξεκαρφώσει, μα κάποιος είχε σφίξει την γροθιά

του γύρω απο τον καρπό του. Πριν προλάβει να γυρίσει, είδε την κόψη

του Σπαθιού της Λύκης να προβάλει απο την ξεσκισμένη κοιλιά του.

Η κίνηση του Αχιλλέα έσωσε τον Φίλιππο και έδωσε χρόνο στον

Έκτορα για να φτάσει πίσω απο τον Ιερέα και να τον αποτελειώσει. Μα

του ίδιου του στοίχισε. Ο Δαρντήλιον Ροκχ, ο αντίπαλος του,

εκμεταλλεύτηκε την στιγμιαία απροσεξία του και κάρφωσε την λεπίδα

του στα πλευρά του θηριώδη άντρα. Εκείνος έγρουξε απο τον πόνο,

ένιωσε την ανάσα του να κόβεται, γέμισαν τα πνευμόνια του αίμα, αλλά

δεν λύγισε. Έτσι, όταν ο Ιερέας έκανε να τραβήξει πίσω το σπαθί του,

εκείνος παράτησε το τσεκούρι του και έπιασε με τα δυο του χέρια την

λαβή του ξίφους, κρατώντας την λεπίδα μέσα στα πλευρά του.

«Έκτορα, αποτελείωσε τον». Είπε ξέπνοα. Ο Δαρντήλιον Ροκχ

μοχθούσε να πάρει πίσω το σπαθί του, μα δεν χαλάρωνε την λαβή του ο

Αχιλλέας κι ας ένιωθε την λεπίδα να μπήγεται όλο και βαθύτερα στις

σάρκες του. Ο Έκτορας χίμηξε και έκοψε στα δύο το κεφάλι του Ιερέα.

Έμεινε να κοιτάει συγκλονισμένος, πανικόβλητος, τους δύο συντρόφους

του πεσμένους στο χώμα, να ματώνουν, να σφαδάζουν. Μα δεν μπορούσε

να τους βοηθήσει, όχι ακόμα, έπρεπε να τελειώσει πρώτα την αποστολή

του.

Δεν δυσκολεύτηκε να σκοτώσει τους υπόλοιπους τέσσερις Ιερείς, πρώτα

έκοψε τον λαιμό του Ζύγκριφ Νωσφάρουμ, του αντιπάλου της

Ανδρομάχης, την ώρα που του επιτιθόταν και εκείνη. Έπειτα, οι δυο τους

κινήθηκαν προς τον αντίπαλο του Αίαντα και ο Έκτορας τον κάρφωσε

στο στήθος αφού η Αμαζόνα τον τόξευσε στο πρόσωπο. Οι τρεις τους

κύκλωσαν τον Σεντούρ Ωρκ, που αντιστάθηκε για αρκετή ώρα, προτού ο

Έκτορας καταφέρει να του κόψει το χέρι. Τέλος, εξολόθρευσαν τον

Ζαντάρ Φαύντουμ, που είχε εξουθενωθεί ήδη απο την μονομαχία με τον

Οδυσσέα. Ο άντρας ήταν ο μόνος που είχε βγει αλώβητος απο την μάχη

με τους Εφτά Ιερείς. Η Ανδρομάχη είχε ένα βαθύ κόψιμο στον αριστερό

πήχη της, ο Σεντούρ Ωρκ είχε κόψει το δεξί αυτί του Αννίβα και ο

Αίαντας είχε δύο επιφανειακές πληγές στο στήθος. Μα κανένα τραύμα

δεν ήταν τόσο σοβαρό όσο του Φίλιππου και του Αχιλλέα. Ο Οδυσσέας

έτρεξε αμέσως προς το μέρος τους και, με την βοήθεια του Αίαντα, τους

μετέφεραν πλάι στις όχθες του Μονοσάνδαλου.

Η μάχη δεν είχε τελειώσει. Μόλις ο Γιόρμουνγκαντ Ντων έπεσε, οι

Θανατώριοι προσπάθησαν να ορμήσουν στον Έκτορα και τους εμπόδισαν

οι πολεμιστές απο την Ανατολή και το Νότο. Τότε, αναθερμάνθηκε η

οργή και συνέχισαν να πολεμούν. Τώρα που είχαν πέσει και οι Εφτά

Ιερείς, οι Θανατώριοι πανικοβλήθηκαν, κατάλαβαν πως δεν είχαν ελπίδα

και προσπάθησαν να υποχωρήσουν. Μα μπροστά και πίσω τους

ορθώνονταν οι λεπίδες των πολεμιστών και στα πλαϊνά τους αφάνιζαν οι

φαρμακερές σαΐτες των Αμαζόνων. Πριν η νύχτα γίνει βαθιά, δέκα

χιλιάδες Θανατώριοι κείτονταν νεκροί στις όχθες του Μονοσάνδαλου.

Ο Έκτορας είχε λιποθυμήσει ενώ μετέφεραν τον Αχιλλέα, ανήμπορος

να βαστάξει άλλο τον πόνο και την κούραση. Όταν ξύπνησε, βρέθηκε

ξαπλωμένος σε ένα αχυρένιο στρώμα, μέσα σε μια σκηνή των

Μαυροκόκκινων Φαντασμάτων. Ένιωθε χαλαρωμένος και ήρεμος, είχε

μια κομπρέσα στο μέτωπο και όταν ψηλάφισε το πόδι του, αντιλήφθηκε

πως ήταν επιδεμένο. Άκουγε δυνατές, ανήσυχες φωνές τριγύρω και

επικρατούσε μεγάλη αναταραχή. Ανακάθισε, κοίταξε τριγύρω και είδε

πολλά στρώματα, πάνω στα οποία ξάπλωναν τραυματίες. Ο Αβικέννας

έτρεχε συνεχώς, έχοντας στην αγκαλιά του βότανα, αλοιφές, επιδέσμους

και μαχαίρια, έδινε φωναχτά οδηγίες σε όσους ήταν πρόθυμοι να τον

βοηθήσουν και επέβλεπε κάθε κίνηση. Ο Αινείας έδενε το

ακρωτηριασμένο πόδι του Μοχάμεντ, που μόλις είχε καυτηριαστεί, ενώ

δίπλα, ο Σαλαντίν έραβε μια πληγή σε έναν πολεμιστή της Μηδείανορ. Ο

Πώρος έλιωνε βότανα σε ένα γουδί και η Αφροδίτη με την Αριάδνη

έβραζαν αλοιφές. Έψαξε με το βλέμμα του τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα,

μα κανείς απο την συντροφιά δεν ήταν σε αυτή τη σκηνή. Αναρωτήθηκε

πόσες ώρες ήταν αναίσθητος, έξω ο ουρανός ήταν ακόμα σκοτεινός και ο

βοριάς λυσσομανούσε, σαν να πανηγύριζε για την θριαμβευτική νίκη επί

του σκότους.

Κάποια στιγμή, ο Αβικέννας αντιλήφθηκε πως είχε συνέλθει και

κινήθηκε φουριόζος προς το μέρος του. Χαμογέλασε βεβιασμένα. Η

κούραση ήταν έκδηλη στα κοκκινισμένα μάτια του. Ο σμαραγδένιος

μανδύας του ήταν λεκιασμένος με αίματα και αλοιφές.

«Πως αισθάνεσαι παλικάρι μου; Το τραύμα στο πόδι σου είναι βαθύ,

θα αργήσει να επουλωθεί, μα θα γιάνει. Χρειάζεσαι ξεκούραση, μα έχω

ανάγκη την βοήθεια σου». Είπε βιαστικά.

«Ο Αχιλλέας, ο Φίλιππος, που είναι; Είναι καλά;» Ρώτησε ο Έκτορας.

Ο Αβικέννας δεν απάντησε αμέσως, μα το βλέμμα του δεν προμήνυε

ευχάριστη απόκριση. Τα χείλη του σφίχτηκαν, έψαχναν τρόπο να

μαλακώσουν τα λόγια που ήθελαν να προφέρουν. Ο Αβικέννας

αναστέναξε και τελικά είπε:

«Γι’ αυτό χρειάζομαι την βοήθεια σου. Δεν έχω καιρό να σου πω

λεπτομέρειες». Πήρε απο τα πόδια του κρεβατιού ένα μακρύ ραβδί και το

απόθεσε στο χέρι του Έκτορα. »Πήγαινε στις όχθες του Μονοσάνδαλου

και πάρε το σπαθί σου. Ο Οδυσσέας μας μήνυσε να μην το αγγίξει κανείς,

μονάχα εσύ πρέπει να το κραδαίνεις. Το φυλάει όση ώρα μιλάμε, μαζί με

έναν παλιό σου σύντροφο, θαρρώ. Πήγαινε, παρ’ το και έλα να με βρεις.

Βιάσου μονάχα, δεν έφυγε ακόμα απο κοντά μας το σκοτάδι και

δυναμώνει όσο περνά η ώρα».

Ο Έκτορας υπάκουσε, δίχως να ζητήσει εξηγήσεις. Στηρίχτηκε στο ραβδί

και, κουτσαίνοντας, βγήκε απο την σκηνή. Ο παγωμένος αέρας φούσκωσε

τον μανδύα του, τρύπωσε απο χάμω και έκανε το σώμα του να

ανατριχιάσει. Στην ανατολή, τα σύννεφα είχαν αρχίσει να πυρώνουν,

έβγαιναν δισταχτικά οι πρώτες αχτίδες και προέτρεπαν τη νύχτα να

αποσυρθεί. Όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε το πληγωμένο πόδι του να

κινηθεί, ο Έκτορας τράβηξε για τις όχθες του Μονοσάνδαλου. Οι σκηνές

για τους τραυματίες είχαν στηθεί στα όρια της Μηδείανορ, μερικά μέτρα

μακρύτερα απο το πεδίο της μάχης.

Σύντομα έφτασε στα ρουθούνια του η αποφορά της αποσύνθεσης. Δεν

έκανε διακρίσεις ο θάνατος, σάπιζε εξίσου Ανθρώπους και Θανατώριους,

έτρωγε τις σάρκες και των δύο φυλών δίχως προτίμηση, έκανε στάχτη τα

κόκκαλα τους, απρόθυμος να δοξάσει κάποιον, να τον τιμήσει, αφήνοντας

ανέγγιχτο το λείψανο του. Μονάχα μπροστά στις Αμαζόνες είχε λυγίσει,

δεν τους χαρίστηκε, μα ακόμα και η φθορά τους ήταν γλυκιά. Το

μονότονο μουγκρητό του Μονοσάνδαλου κάλυπτε το βουητό από τις

μύγες που πετούσαν πάνω απο τα κουφάρια, κάθονταν στις μαυρισμένες

πληγές τους, έγλυφαν το ξεραμένο αίμα και άφηναν αυγά, να θραφούν

απο τις νεκρές σάρκες. Ένα σμήνος κοράκια, που κροτάλιζαν λαίμαργα

τα ράμφη τους καθώς έτρωγαν βιαστικά το κρέας πριν σαπίσει, πέταξαν

φοβισμένα στη θέα του Έκτορα. Σε κάθε βήμα του, ένιωθε το πόδι του να

πονάει ολοένα και περισσότερο, μα η αγωνία που είχε ριζώσει στο

στομάχι του ήταν πιο αφόρητη.

Έφτασε τρεκλίζοντας στο σημείο όπου είχε λιποθυμήσει. Το Σπαθί της

Λύκης έλαμπε, ανέγγιχτο απο την σκοτεινιά της νύχτας και δίπλα του

καθόταν ο Οδυσσέας σταυροπόδι, με το κεφάλι στραμμένο στα μαύρα

νερά του ποταμού και στην καταχνιά που χόρευε απο πάνω τους. Πριν

του μιλήσει, ο Έκτορας άκουσε ένα γνώριμο κρώξιμο και στον ώμο του

κάθισε ο Ερμής.

«Μονάχα η γενναιότητα του Αριστοτέλη ήταν εφάμιλλη, σου φίλε μου.

Σε αδίκησε η μοίρα με την κατάρα της θνητής ζωής, αθάνατη είναι η δόξα

που σου αρμόζει. Αλίμονο, δεν μπορώ να ανταμείψω τον ηρωισμό σου κι

αν προσπαθούσα θα χρειαζόμουν μια αιωνιότητα, το δίχως άλλο, για να

τα καταφέρω. Αγάλματα και διθύραμβοι δεν αρκούν, μήτε ποιήματα και

τραγούδια. Αλλά τι σου αξίζει δεν κατέχω και το μόνο που μπορώ να σου

προσφέρω είναι ισόβια ευγνωμοσύνη. Αναθεματίζω ωστόσο τον αέρα και

τον ουρανό που δεν σε έφεραν κοντά μας νωρίτερα, γιατί χάσαμε πολλούς

και κάθε Αμαζόνα που βλέπω να κείτεται άδοξα στο χώμα είναι μια

μαχαιριά στην καρδιά μου. Αναθεματίζω και τον χρόνο, που δεν μπορεί

να σταθεί μια στιγμή, να σου μιλήσω περισσότερο, βιάζομαι τώρα, δεν

χόρτασε ο ακόρεστος ο θάνατος και κρέμεται ακόμα πάνω απο τα

κεφάλια μας, να διεκδικήσει κι άλλους». Ο Ερμής άνοιξε τις φτερούγες

του και χάθηκε στη σκοτεινιά, αφού πρώτα άφησε ένα μακρόσυρτο

κρώξιμο. Ο Έκτορας ήξερε πως θα τον ξανάβλεπε, ήταν σίγουρος πως το

γεράκι θα ήταν εκεί κοντά, να φανεί με το πρώτο του κάλεσμα.

Αναστέναξε, έσκυψε και πήρε το Σπαθί της Λύκης, έχοντας τα μάτια

καρφωμένα στον Οδυσσέα που του είχε γυρισμένη την πλάτη και κάπνιζε

αμίλητος. Μόλις η λαβή στερεώθηκε στην παλάμη του, ένιωσε αμέσως

μια ζέστη να ξεχύνεται και να ανακουφίζει το πληγωμένο πόδι του.

Στερεώθηκαν τα σωθικά του, καθάρισε το μυαλό του. Ήθελε να τραβήξει

την προσοχή του Οδυσσέα, να του μιλήσει, μα ο άντρας τον αγνόησε και

ο Έκτορας βιαζόταν. Σφίγγοντας το σπαθί στο αριστερό χέρι και το ραβδί

στο δεξί, επέστρεψε στις σκηνές, αγνοώντας τις σουβλιές στο πόδι του.

Είχαν στηθεί δέκα μεγάλες σκηνές, απο τις οποίες μπαινόβγαιναν

συνεχώς άτομα, κρατώντας επιδέσμους, αχνιστά φίλτρα, αλοιφές και

βότανα στα λερωμένα με αίμα χέρια τους. Ο Αβικέννας περίμενε

ανυπόμονα τον Έκτορα σε μια σκηνή, που ήταν η τελευταία απο

αριστερά. Μόλις τον είδε, έτρεξε κοντά του και τον υποβάσταξε,

επιταχύνοντας το βήμα του.

Μπήκαν στη σκηνή, όπου οι αναθυμιάσεις των φίλτρων και η έντονη

μυρωδιά του αίματος αναγούλιασαν τον Έκτορα. Και τότε τους είδε, το

ραβδί έπεσε απο τα χέρια του, μα δεν σωριάστηκε, ολόκληρο το σώμα

του είχε μουδιάσει από την ταραχή, το κεφάλι του γύριζε, ζαλίστηκε και

το κατωσάγονο του έτρεμε. Σε πέντε κρεβάτια κείτονταν ο Αχιλλέας, ο

Φίλιππος, μα επίσης ο Αίαντας, ο Αννίβας και η Ανδρομάχη. Ήταν

κάτωχροι, τα άλλοτε τριανταφυλλένια χείλη της κοπέλας ήταν μπλαβιά

και ξεραμένα. Ολόκληρο το πρόσωπο του Φίλιππου ήταν καλυμμένο με

επιδέσμους και τα χρυσά μαλλιά του κρέμονταν άψυχα και μαραμένα. Ο

Αχιλλέας έτρεμε ανεξέλεγκτα, έβηχε και το σφριγηλό κορμί του είχε

αρχίσει να ζαρώνει. Ο επίδεσμος που ήταν τυλιγμένος γύρω απο το

στήθος του είχε μουσκέψει απο το αίμα. Και πλάι του, ο Αίαντας ήταν

ιδρωμένος, το μελαμψό δέρμα του είχε πάρει μια αποκρουστική γκρίζα

απόχρωση, μούγκριζε σαν πληγωμένο θεριό και παραμιλούσε λόγια

ακατάληπτα. Το μισό πρόσωπο του Αννίβα ήταν τυλιγμένο με γάζες και

το άλλο μισό είχε μελανιάσει. Είχε σπασμούς και βογκούσε απο τον πόνο.

Ο Έκτορας στράφηκε στον Αβικέννα, έκανε να τον ρωτήσει, μα

έφραξαν τα λόγια στον λαιμό του, τον έπνιξαν και η σύγχυση τα γκρέμισε

πριν καταφέρουν να φτάσουν στο στόμα. Μα κατάλαβε ο άντρας, έσφιξε

τον ώμο του Έκτορα να του δώσει κουράγιο και μίλησε πρώτος:

«Ξέρω πως η Ανδρομάχη, ο Αννίβας και ο Αίαντας δεν

τραυματίστηκαν σοβαρά. Μα οι λαβωματιές τους έγιναν απο τις λεπίδες

των Εφτά Ιερέων, που έφεραν άγνωστες κατάρες. Κατέβαλαν τα κορμιά

και τις ψυχές τους, τις κύλησαν στο σκοτάδι. Έβαλα όλη την τέχνη μου,

μα η κατάσταση τους επιδεινώνεται διαρκώς. Όσο περνά η ώρα,

κυριεύονται απο την σκιά»

«Μα… μα εγώ… Τραυματίστηκα και εγώ, με κάρφωσε ο… γιατί

εγώ…;» Τραύλισε ο Έκτορας, δίχως να καταφέρει να αποσώσει καμία

φράση του.

«Εσύ είχες το Σπαθί της Λύκης». Απάντησε ψύχραιμα ο Αβικέννας.

»Σε προστάτεψε από τη μαγεία των Εφτά Ιερέων, δεν μπόρεσε να σε

αγγίξει η σκοτεινιά τους». Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: »Αυτό

μου έδωσε μια ιδέα. Να το χρησιμοποιήσουμε για να διώξουμε την

κατάρα κι απο πάνω τους. Το καλύτερο θα ήταν να χρησιμοποιήσουμε

ένα θραύσμα απο την λεπίδα για να το λιώσουμε και να κάνω ένα φίλτρο.

Μα αμφιβάλλω αν θα καταφέρουμε έστω και ένα ράγισμα, μάγοι την

σφυρηλάτησαν και η τεχνική τους υπερβαίνει και τις γνώσεις του πιο

έμπειρου θνητού σιδηρουργού. Θα προσπαθήσουμε όμως»

«Κι αν αποτύχουμε;»

«Τότε θα αρκεστούμε να ακουμπήσουμε την λεπίδα πάνω στις πληγές.

Αν η μαγεία του σπαθιού είναι ισχυρή, είναι πιθανό να διώξει την κατάρα

απλά με την επαφή».

Ο Έκτορας ξεροκατάπιε και ένιωσε το στόμα του να στεγνώνει. Τα

υγρά μάτια του έμειναν πάνω στην αναίσθητη Ανδρομάχη, η πληγή στον

αριστερό πήχη της είχε κακοφορμίσει, είχε πάρει ένα μαύρο χρώμα που

εξαπλωνόταν, σχηματίζοντας σκουρόχρωμες φλέβες απο την παλάμη έως

το μπράτσο της. Δεν ένιωθε ο νεαρός χτύπους στο στήθος του και

ακούμπησε πάνω την παλάμη, να βεβαιωθεί ότι η καρδιά του χτυπάει

ακόμα. Δεν βαστούσε η άμοιρη να βλέπει την Αμαζόνα έτσι, είχε

τρυπώσει σε σκιερά και ψυχρά μπουντρούμια, αποκόπηκε απο το στήθος,

να μην την φαρμακώνει η πόνος.

«Έκτορα» του απευθύνθηκε σιγανά ο Αβικέννας, »έχω την άδεια σου

να χρησιμοποιήσω το σπαθί;». Εκείνος έγνεψε κοφτά, δίχως δισταγμό.

Δεν τον έμελε και αν καταστρεφόταν ολόκληρο το σπαθί, ακόμα κι αν

έπρεπε να παρουσιαστεί στον Ζακχαέρ Ντων άοπλος, αρκεί να σώζονταν

οι πέντε σύντροφοι του. Μαζί τους θα έβρισκε τρόπο να νικήσει κάθε

εχθρό˙ αν χάνονταν, ακόμα και το Σπαθί της Λύκης θα ήταν άχρηστο. Η

Αμαζόνα ήταν η δύναμη που έρεε στις φλέβες του, ο έρωτας τους ξόρκιζε

τις σκιές και απόδιωχνε την παγωνιά.

Ο ήλιος, αγουροξυπνημένος και ενοχλημένος απο τα σύννεφα που

κρέμονταν από πάνω του, ανέτελλε αργά και απρόθυμα όταν μπήκε στη

σκηνή, τρεκλίζοντας, ο Οδυσσέας. Τα μάτια του ήταν κοκκινισμένα και

πρησμένα, στα χείλη έσφιγγε ακόμα την σβηστή του πίπα και κρατούσε

μια μεγάλη νταμιτζάνα στο αριστερό χέρι. Τα μπλεγμένα, πυκνά μαλλιά

του έπεφταν μπροστά στο πρόσωπο του, σκοτεινιάζοντας το βλέμμα του

και είχε εμετό στα γένια του.

«Σου έφερα τον Αρίωνα». Είπε βαρύθυμα στον Έκτορα. «Τράβα στον

σιδερά και δες τι μπορείς να κάνεις με το σπαθί». Τον υποβάσταξε και

τον οδήγησε έξω απο την σκηνή, γρυλλίζοντας σιγανά. Εκεί στεκόταν

αγέρωχος ο Αρίωνας, με την γυαλιστερή χαίτη του να ανεμίζει στον

βοριά. Μόλις είδε τον νεαρό, γονάτισε στα μπροστινά του πόδια ώστε να

μπορέσει να τον ιππεύσει. Καθώς ορθωνόταν, το βλέμμα του Έκτορα

αντικρίστηκε με του Οδυσσέα και είδε δάκρυα να χαράσσουν το πρόσωπο

του και να διώχνουν απο τα μάτια του εκείνη την παιδική λάμψη. Δεν είχε

λόγια παρηγοριάς να του πει ο Έκτορας, τον ίδιο πόνο μοιράζονταν, ο

ίδιος φόβος παρασιτούσε στα στήθια τους.

Έπιασε τα ινία του Αρίωνα και εκείνος άρχισε να καλπάζει γοργά. Δεν

περίμενε από τον αναβάτη του να τον κατευθύνει και δεν ήξερε ο

Έκτορας αν είχε μαντέψει τον προορισμό ή είχε ακούσει τον Οδυσσέα

μέσα στη σκηνή. Μπήκαν στη Μηδείανορ, πέρασαν τα αρχοντόσπιτα,

έφτασαν στην πλατεία και εκεί ο Αρίωνας έστριψε δεξιά απο το άγαλμα,

φτάνοντας στο σιδηρουργείο, πλάι σε ένα κρεοπωλείο. Οι πόρτες του

μεγάλου κτηρίου ήταν κλειστές και ο Έκτορας χτύπησε δυνατά το

μπρούτζινο ρόπτρο. Δεν πήρε απόκριση και άρχισε να γρονθοκοπεί την

πόρτα.

«Αδερφός του Θανάτου είναι ο Ύπνος, μαζί συνωμοτούν και

μηχανορραφούν τα ζοφερά τους σχέδια». Μουρμούρισε ο Έκτορας

εξοργισμένος. Γύρισε την πλάτη, κάλπασε μέχρι το άγαλμα και όρμησε

προς την πόρτα. Ο Αρίωνας έκανε ένα σάλτο και γκρέμισε τις βαριές,

δρύινες πύλες με τα μπροστινά του πόδια. Απο τα πάνω πατώματα

άκουσε ανήσυχες κραυγές και, μετά απο κάμποσες στιγμές, πρόβαλε απο

τις σκάλες ο σιδεράς, κρατώντας στα χέρια του ένα μακρύ σπαθί.

«Άσε χάμω το σπαθί, άναψε τα καμίνια, φώναξε συνεργάτες και

μαθητευόμενους δίχως καθυστερήσεις, πιάστε σφυριά, αμόνια και

καρφιά». Πρόσταξε κοφτά ο Έκτορας.

«Ανάθεμα σε, μου γκρέμισες το μαγαζί! Πολέμησα χθες κι εγώ, όπως

εσύ και χρειάζομαι ξεκούραση, έλα αργότερα! Ανησύχησες την γυναίκα

μου και τις κόρες μου, απαιτώ και πληρωμή για την πόρτα. Δρόμο

τώρα!». Ο θυμός του Έκτορα πυργώθηκε, πύρωσε το νου του και τον

θόλωσε. Κατέβηκε απο τον Αρίωνα και, δίχως να κουτσαίνει, πλησίασε

τον σιδερά. Τον άρπαξε απο την ρόμπα και την έσκισε.

«Όσο εσύ κοιμάσαι, οι σύντροφοι μου πεθαίνουν. Και αξίζουν για μένα

όσο δεν αξίζει ολάκερη η Μηδείανορ. Άσε χάμω το σπαθί και πιάσε

δουλειά, μην καθυστερείς!». Ο σιδεράς έκανε να αντισταθεί, μα, σαν

κοίταξε τον Έκτορα στα μάτια, τρόμαξε, έριξε το σπαθί και κίνησε να

ανάψει τα καμίνια. Είχε πέντε βοηθούς και τρεις νεαρούς

μαθητευόμενους, που κοιμόνταν στον τρίτο όροφο του κτιρίου, έσπευσε

να τους ξυπνήσει και συγκεντρώθηκαν όλοι γύρω απο τον Έκτορα, που

τους εξήγησε τι ήθελε να κάνουν. Ένας μεσήλικας βοηθός, με πυκνή

γενειάδα, φουντωτά μαλλιά και διαπεραστικά μάτια περιεργάστηκε με τα

μάτια του την λεπίδα του σπαθιού και άφησε ένα επιφώνημα

ενθουσιασμού.

«Μάγοι είπες το σφυρηλάτησαν και μάλιστα σε φωτιά δράκου έλιωσε

το μέταλλο. Δύσκολη δουλειά μας ζητάς, νεαρέ μου, πολύ δύσκολη, μα

την αλήθεια. Είχα μαθητεύσει με Κύκλωπες πριν απο χρόνια και ξέρω

πως οι μαγικές λεπίδες δύσκολα σπάνε και μόνο μετά απο πολλούς αιώνες

χρήσης. Μα θα προσπαθήσουμε». Είπε ο σιδεράς με την βαριά φωνή του.

Παρά την προχωρημένη ηλικία του είχε μυώδη μπράτσα και αφύσικα

μακριά χέρια σε σχέση με το κορμί του. Έσυρε το δάχτυλο του στη

λεπίδα του σπαθιού, κάτι ψιθύρισε και έπειτα άρχισε να δίνει οδηγίες

στους βοηθούς του. Οι τρεις μαθητευόμενοι ανεβοκατέβαζαν τα φυσερά

στα καμίνια και έριχναν ξύλα ώσπου η φωτιά θέριεψε. Ο Έκτορας, έπειτα

απο την παρότρυνση του σιδερά, έβαλε την λεπίδα του σπαθιού μέσα στη

φωτιά και περίμεναν να πυρακτωθεί.

Μέσα στο σιδηρουργείο, η ζέστη ήταν αφόρητη, παρά τον βοριά που

λυσσομανούσε και έμπαινε μέσα απο τις γκρεμισμένες πόρτες. Το κεφάλι

του Έκτορα είχε αρχίσει να πονάει και ορισμένα ράμματα είχαν σπάσει

στο πόδι του, οπότε αιμορραγούσε ξανά. Μόλις ο ήλιος σκαρφάλωσε

ψηλά και φώτιζε τα γαλακτόχρωμα σύννεφα που σαβάνωναν τον ουρανό,

ήρθε ο Οδυσσέας, βλοσυρός και αγέλαστος. Η ανάσα του μύριζε κρασί

και τρέκλιζε ακόμα. Έριξε ένα ερευνητικό βλέμμα τριγύρω και έπειτα

στράφηκε στον Έκτορα, που αρκέστηκε σε ένα ανασήκωμα των ώμων.

Έκπληκτος, παρακολούθησε τον Οδυσσέα να δίνει οδηγίες στους

σιδηρουργούς και να προτείνει μεθόδους που, δίχως αμφιβολία, είχε

μάθει στα ταξίδια του. Όμως όλες αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές.

«Ανώφελο». Απηύδησε ο σιδεράς, σηκώνοντας τα χέρια. »Ζυγώνει

μεσημέρι και η λεπίδα ίσα που ζεστάθηκε». Ο Έκτορας συνειδητοποίησε

πως είχε δίκιο. Ακούμπησε το σπαθί, αν και ήταν για ώρες στη φωτιά

μπορούσε να αγγίξει το μέταλλο δίχως πρόβλημα, είχε μόνο αποκτήσει

μια ευχάριστη ζεστασιά. Έριξαν πάνω του εύφλεκτα υγρά και περίμεναν

άλλες δύο ώρες, μάταια όμως. Προσπάθησαν να αποκόψουν ένα κομμάτι

δίχως να είναι πυρακτωμένη η λεπίδα, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν

να χαλάσουν τα εργαλεία τους. Το σπαθί δεν είχε πάνω του ούτε μια

χαραγματιά, όταν έφτασε το απομεσήμερο.

Αφού εξάντλησαν κάθε γνώση και ικανότητα οι σιδηρουργοί,

επέστρεψαν το όπλο στον Έκτορα. Και, για πρώτη φορά, το κράτησε στα

χέρια του νιώθοντας απογοήτευση. Αναστέναξε, ευχαρίστησε με ένα

αδιόρατο γνέψιμο τον σιδερά και τους βοηθούς του και ίππευσε τον

Αρίωνα. Επέστρεψε στις σκηνές, έχοντας σκυφτό το κεφάλι και

αγνοώντας τις επευφημίες όσων τον συναντούσαν στον δρόμο. Δεν είχε

κουράγιο να μεταφέρει στον Αβικέννα τα άσχημα νέα, μα ο άντρας τα

διάβασε στο συννεφιασμένο πρόσωπο του. Τον κάθισε σε ένα σκαμνί,

δίπλα στο κρεβάτι της Ανδρομάχης και του εξήγησε πως έπρεπε να

ακουμπήσει το σπαθί πάνω στις πληγές. Ενώ ήταν καθισμένος, ο

Αβικέννας του έραψε ξανά την ανοιχτή πληγή και έπειτα τύλιξε με έναν

επίδεσμο την λεπίδα πάνω στα κορμιά των πέντε συντρόφων. Έπειτα

πήγε σε έναν πάγκο και άρχισε να βράζει ένα φίλτρο. Ο Έκτορας έπιασε

το δεξί χέρι της Ανδρομάχης που είχε χάσει την ζεστασιά και την

απαλότητα του, το φίλησε και ακούμπησε πάνω του το μέτωπο του.

«Με γλίτωσες κάποτε απο το σκοτάδι, με έφερες πίσω. Θυμήσου,

θυμήσου πως το νίκησες τότε κι ας ήταν ξένο, νίκησε το και τώρα.

Θυμήσου και ονειρέψου ξανά μαζί μου. Ξεστρατίζουν τα όνειρα μακριά

σου και δεν θα γαληνέψω δίχως εσένα να με οδηγείς». Της ψιθύρισε και

περίμενε κάποιο σημάδι πως τον άκουσε, μα εκείνη παρέμεινε βυθισμένη

στον σκοτεινό λήθαργο της. Η θλίψη του Έκτορα εναλλασσόταν με τον

θυμό και άλλοτε καθόταν ακίνητος και κατατονικός, άλλοτε έκλαιγε και

άλλοτε ξεφυσούσε οργισμένος. Αρνιόταν να φάει, να κοιμηθεί, δεν

αντέδρασε καν όταν ο Αβικέννας του ζήτησε λίγο αίμα, για να δοκιμάσει

ένα νέο φίλτρο.

Ο Οδυσσέας ερχόταν κάθε λίγο μέσα στη σκηνή, μια φορά τραγούδησε

έναν θεραπευτικό σκοπό που είχε μάθει απο τους μάγους, μα ούτε αυτός

έφερε αποτέλεσμα. Ούτε εκείνος κοιμόταν, μήτε έτρωγε, μονάχα έπινε

και κάπνιζε. Μια νύχτα μέθυσε και μπήκε στο σπίτι ενός άρχοντα, τον

άρπαξε απο τον σβέρκο και τον έσυρε έξω. Έπειτα έβαλε φωτιά στο

κτήμα του και γελούσε τρανταχτά, βλέποντας τον άρχοντα να

κλαψουρίζει και να χτυπιέται. Όλοι φοβήθηκαν πως θα υπήρχαν

αναταραχές, ωστόσο κανείς στη Μηδείανορ δεν τολμούσε να πλησιάσει

τον Οδυσσέα εκείνες τις μέρες. Ο πόνος από τον τραυματισμό του Αίαντα

και του αδερφού του τον είχαν μετατρέψει σε ανήμερο κτήνος και μια

φλόγα έγλυφε το πρόσωπο του. Ακόμα και οι σύντροφοι του, πολλές

φορές, δίσταζαν να τον κοιτάξουν κατάματα.

Την τέταρτη μέρα από τότε που ξύπνησε ο Έκτορας, πρόσεξε για

πρώτη φορά τον άντρα που κειτόταν απέναντι απο τον Αίαντα. Ήταν ο

Σίμπαγκορ, μα είχε γίνει αγνώριστος. Το σώμα του είχε λιώσει,

εξαφανίστηκαν οι μύες απο τα μπράτσα, τα πόδια και τις πλάτες του. Τα

μαλλιά του είχαν αραιώσει και τα μάτια του βούλιαζαν στο οστεώδες

πρόσωπο του. Πλάι του στεκόταν διαρκώς σύντροφοι του, έκλαιγαν και

του ψιθύριζαν λόγια παρηγοριάς.

«Και ο Σίμπαγκορ δεν λαβώθηκε απο λεπίδα Ιερέα; Γιατί δεν τον

βάζεις πλάι τους, να ακουμπάει και αυτόν η λεπίδα»; Ρώτησε ο Έκτορας

τον Αβικέννα. Εκείνος αναστέναξε και έσκυψε το κεφάλι.

«Ο Σίμπαγκορ δεν έχει ελπίδα. Είναι αξιοθαύμαστο που άντεξε τόσο

καιρό. Ακόμα και αν το σπαθί που τον τρύπησε δεν ήταν καταραμένο,

αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να κάνω κάτι. Ίσως είναι η ίδια η σκοτεινιά

που τον κρατάει στη ζωή, δεν μπορώ να ξέρω. Μα δεν του μένουν πολλές

ώρες ακόμα».

«Μα γιατί το σκοτάδι τον έδεσε πιο ισχυρά από τους άλλους πέντε; Τι

φταίει»;

«Υποψιάζομαι πως οφείλεται στο γεγονός ότι πολέμησε τον Ιερέα όταν

εσύ και το Σπαθί της Λύκης ήσασταν μακριά. Η μαγεία του σπαθιού

προστάτεψε τους συντρόφους σου και το σκοτάδι μπήκε μέσα τους πιο

εξασθενημένο από ότι στον Σίμπαγκορ»

Μετά τα τελευταία λόγια του Αβικέννα, ο Έκτορας αποφάσισε πως δεν

θα σηκωνόταν από το πλευρό της Ανδρομάχης μέχρι εκείνη και οι άλλοι

τέσσερις να ανοίξουν τα μάτια τους. Έδιωξε από πάνω του την

εξασθένηση και την πείνα που τον πολιορκούσαν. Αρματωσιά γίνηκε η

θλίψη του και δεν την διαπερνούσαν. Το δεξί του χέρι ριζώθηκε γύρω από

εκείνο της Ανδρομάχης και, με το αριστερό, άγγιζε την λαβή του σπαθιού

του κάθε λίγο. Το ένιωθε ζεστό, πολεμούσε ακατάπαυστα το σκοτάδι,

πάσχιζε να το διώξει από τα τσακισμένα κορμιά των πέντε συντρόφων. Ο

Οδυσσέας κουράστηκε να μεθάει, στέρεψαν οι βρύσες των ματιών του

από δάκρυα, βράχνιασε η φωνή του από τους λυγμούς και τις κραυγές,

καθόταν κι εκείνος στην άλλη άκρη των πέντε κρεβατιών, πλάι στον

Αχιλλέα ανέκφραστός, με μια λάμψη να σαλεύει στα παιδικά του μάτια.

Κι όταν η θλίψη, που συσσωρευόταν και δυνάμωνε, γινόταν αβάσταχτη,

την έπνιγε με κρασί και ρούμι.

«Κατάρα ρίχνω στην ελπίδα, χειρότερο εχθρό δεν έχει ο άνθρωπος.

Άτιμη πλανεύτρα, ξελογιάζει τις ψυχές με ψεύτικες ή απίθανες

παρηγοριές, πανέμορφη είναι η σκύλα, μα παγωμένη και καλό σκοπό δεν

γνωρίζει». Γρύλισε κάποια νύχτα, όταν μέσα στη σκηνή βρίσκονταν μόνο

αυτός, ο Έκτορας και ο Αβικέννας.

«Πολλά όμορφα έργα στηρίχτηκαν στην ελπίδα, δεν είναι λίγες η φορές

που μίλησε αληθινά». Αντέτεινε ο Αβικέννας. Ο Έκτορας ήταν πολύ

κουρασμένος, δεν είχε διάθεση για κουβέντα, έμεινε αμίλητος, με τα

πρησμένα μάτια του καρφωμένα στο πρόσωπο της Ανδρομάχης.

«Σφετερίστηκε τα λόγια της δυνατότητας, γι’ αυτό μίλησε αληθινά.

Πολλοί άνθρωποι τις μπερδεύουν κι μοιάζουν, πράγματι. Δεν παύει όμως,

η ελπίδα, να είναι οδηγός της πλάνης. Αδύναμοι αυτοί που την πιστεύουν,

αφελείς. Μα, σάμπως όλοι οι άνθρωποι έτσι δεν είναι; Θα βρεθούμε

κάποια στιγμή ευάλωτοι, θα έχει ρίξει η θλίψη τις ασπίδες μας και τότε θα

αδράξει την ευκαιρία η ελπίδα να τρυπώσει. Αιμοβόρικα θα παρασιτεί

στην ψυχή, μέχρι να μπορέσουμε να αναστυλωθούμε, να την διώξουμε.

Μην την προσκαλέσετε ποτέ, σας λέω, γιατί δεν χαρίζεται».

Τα λόγια του, για ακόμη μια φορά, θύμισαν στον Έκτορα τον

Αριστοτέλη. Συμφωνούσε, μα δεν έκατσε να το σκεφτεί περισσότερο.

Ήπιε μια γουλιά ρούμι, να κυλίσει χάμω η νύστα. Ο νους του ήταν

συγχυσμένος, οι αισθήσεις του μουδιασμένες, δεν κάτεχε πότε βρισκόταν

σε όνειρο και πότε στην πραγματικότητα. Ο Αβικέννας τον παρακινούσε

να κοιμηθεί ή έστω να φάει κάτι, μα αρνιόταν πεισματικά. Θα φάω μόλις

φάνε και οι πέντε σύντροφοι μπροστά μου, θα κοιμηθώ μαζί τους.

Σκεφτόταν και δεν χωρούσαν συμβιβασμοί στον συλλογισμό του.

Πόσες μέρες πέρασε ασάλευτος, πλάι στο κρεβάτι της Ανδρομάχης;

Δεν ήξερε να πει, είχε χάσει τον λογαριασμό, μα δεν τον έμελε. Όσο

καθόταν άπραγος, καθηλωμένος, νέα στρατεύματα ανταποκρινόταν στο

κάλεσμα της Σεθίρηκα. Ούτε αυτό τον έμελε. Ο Σίμπαγκορ είχε πεθάνει

πριν δύο μερόνυχτα, έκαψαν το πτώμα του μαζί με τους υπόλοιπους

πεσόντες στη μάχη της Μηδείανορ. Δεν πήγε να τον αποχαιρετήσει, το

μετάνιωσε, μα το χέρι του δεν εννοούσε πλέον να ξεμπλεχτεί από τα

δάχτυλα της Ανδρομάχης. Είχαν πετρώσει πάνω τους οι αρθρώσεις, είχαν

σφιχταγκαλιαστεί τα δάχτυλα του στην παλάμη της, σαν κισσός σε κορμό

δέντρου.

Εκείνη τη νύχτα, τα λιγδωμένα μαλλιά του έπεφταν πάνω στο πρόσωπο

του και έκρυβαν από τα μάτια του τον κόσμο. Άκουγε τον Αβικέννα να

πηγαινοέρχεται, πιο χαλαρά από τις προηγούμενες μέρες, όσοι τραυματίες

δεν υπέκυψαν είχαν αρχίσει να αναρρώνουν. Στη Μηδείανορ είχε στηθεί

γλέντι, προκειμένου να γιορτάσουν τη νίκη τους απέναντι στον Ζακχαέρ

Ντων και να κατευοδώσουν τους νεκρούς με την τιμή που τους άξιζε. Ο

Οδυσσέας δεν πήγε, δεν είχε τίποτε να γιορτάσει όσο πέντε σύντροφοι

του ψυχορραγούσαν. Όσο για τους νεκρούς, τους τιμούσε κάθε στιγμή

της ζωής τους, πλέον δεν είχε χρέος απέναντι τους.

Η κατάσταση των πέντε έμοιαζε δυσοίωνα στάσιμη, τα κορμιά των

Αχιλλέα και Αίαντα είχαν λιώσει, γυάλιζαν τα κόκκαλα τους πάνω από το

δέρμα. Το πρόσωπο του Αννίβα ρυτίδωσε, όλα τα μαλλιά του είχαν πέσει

και τα γένια του αραίωσαν και άσπρισαν. Το χιονάτο δέρμα του Φίλιππου

και της Ανδρομάχης πλέον ήταν γκριζοπράσινο και μαραμένο. Ο

Αβικέννας δεν είχε καταθέσει τα όπλα, σοφιζόταν συνεχώς καινούρια

γιατροσόφια, είχε στείλει μερικά Μαυροκόκκινα Φαντάσματα στις

κορφές μακρινών βουνών να βρουν και να του φέρουν σπάνια βότανα,

μήνυσε ακόμα και στον Ερμή να ψάξει και φυσικά το γεράκι δεν τον

απογοήτευσε. Ωστόσο, ο Έκτορας δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό

του και τον ζήλο του, κάτι γλοιώδες και σκοτεινό είχε χωθεί στα σπλάχνα

του και είχε την γεύση της απελπισίας, του ψιθύριζε πως οι πέντε

σύντροφοι θα χάνονταν. Αρχικά αγνοούσε τον περιπαικτικό ψίθυρο, μα

πλέον οι αντιστάσεις του είχαν μειωθεί. Ώσπου άκουσε κάτι ομορφότερο

από τα τραγούδια και τα γέλια που έρχονταν από το γλέντι, κάτι εφάμιλλο

με το κελάηδισμα του φοίνικα που είχε ακούσει στη Σπηλιά των

Μυστηρίων. Είχε ξανακούσει αυτόν τον ήχο μυριάδες φορές, μα ποτέ δεν

ήχησε μελωδικότερος. Το αλύχτισμα της Νύχτας! Μακρόσυρτο, σταθερό,

γεμάτο δύναμη, σκέπασε όλους τους άλλους ήχους, που σώπασαν,

θαρρείς, μπροστά στο δέος του ουρλιαχτού. Ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα,

ο λύκος που κατοικούσε στα σπλάχνα του Έκτορα, ξύπνησε μετά από

πολλές μέρες, να ερμηνεύσει τα λόγια της Νύχτας.

Και ξαφνικά πυρώθηκε το αίμα του, έλαμψε ο νους του έπειτα από πολλά

ομιχλιασμένα μερόνυχτα, θράφηκαν οι σάρκες του. Δίχως να το

καταλάβει, χαμογέλασε αμυδρά και ο Οδυσσέας το πρόσεξε, σηκώθηκε

όρθιος, ανασήκωσε τα φρύδια και περίμενε με γουρλωμένα μάτια να του

πει ο Έκτορας τι σήμαινε το αλύχτισμα της λύκαινας.

«Δεν κυριεύει το σκοτάδι τον λύκο, αυτός το διαφεντεύει! Ας

ακουστούν τούτα τα λόγια ως τα ψηλότερα δωμάτια της Σεθίρηκα κι ας

τρέμει ο Ζακχαέρ Ντων και τα σκυλιά του. Γιατί οι εφτά σύντροφοι που

αφάνισαν τα πρωτοπαλίκαρα του σύντομα θα βρεθούν μπροστά του,

αλώβητοι! Ω, ναι, θα γίνουν καλά!». Είπε γεμάτος βεβαιότητα ο Έκτορας.

Δεν γνώριζε αν η Νύχτα απλώς του μετέφερε ένα μήνυμα ή αν

διακατεχόταν από μια κρυφή μαγεία που την έτρεμε το σκοτάδι, ήξερε

όμως ότι η σκιά εκδιώχθηκε από τα ταλαιπωρημένα κορμιά των

συντρόφων του. Ο Οδυσσέας αναστέναξε ανακουφισμένος, κατέρρευσε

στην καρέκλα του και άδειασε μονορούφι ένα μπουκάλι ρούμι, την ίδια

ώρα που ο χαμογελαστός Αβικέννας ξεχείλιζε δύο ποτήρια κρασί και

πρόσφερε το ένα στον Έκτορα. Ο άντρας βέβαια δεν επαναπαύτηκε στο

μήνυμα της Νύχτας και συνέχισε να φροντίζει τα τραύματα τους, με το

ίδιο αστείρευτο πάθος. Και κάμποσες ώρες μετά το αλύχτισμα, ο Έκτορας

ένιωσε για πρώτη φορά μετά από καιρό το χέρι της Ανδρομάχης να

ζεσταίνει.

Ο χιονιάς που κυρίευσε τις μεγαλοπρεπείς κορφές των αρχαίων βουνών

κατέβηκε και στη Μηδείανορ. Κρυστάλλωσαν οι όχθες του

Μονοσάνδαλου ποταμού και το πεδίο της μάχης, καμένο και δύσοσμο,

που έμοιαζε σαν ουλή στο πρόσωπο της γης, καλύφθηκε από ολόλευκο

μανδύα, να κρύψει την ασχήμια του. Χοντρές νιφάδες έραιναν τις σκηνές

και οι στύλοι αγκομαχούσαν από το βάρος του χιονιού. Ενθουσιασμένα,

τα μικρά παιδιά κυλιόνταν χάμω, έπαιζαν χιονοπόλεμο και τσουλούσαν

από τις χιονισμένες πλαγιές. Τα ρούχα τους έσταζαν μουσκεμένα και τα

πάγωνε ο βοριάς, μα που να αγγίξει τις καρδίες τους; Πυρωμένες από την

ανεξάντλητη νιότη δεν χαμπάριαζαν από παγωνιά. Πολλές φορές, ο

Οδυσσέας, που είχε ξαναβρεί το κέφι του, έπαιζε μαζί τους, μάλιστα

κατάφερε να παρασύρει και την Αφροδίτη, ακόμα και ο Σαλαντίν τον

μιμήθηκε μια φορά και πέταξε χιονόμπαλες, γελώντας τρανταχτά.

Η Τρίτη Συμμαχία

κείνο το μεσημέρι, μπήκε στη σκηνή και κάθισε δίπλα στον

αδερφό του με τον περίγυρο του μανδύα του μουσκεμένο.

Άναψε την πίπα του και ο γαλαζόχρωμος καπνός έκρυψε το

πρόσωπο του. Ο Έκτορας ακόμα δεν εννοούσε να φύγει από το πλευρό

της Ανδρομάχης, ήταν εξαντλημένος από την αϋπνία και την πείνα, όμως

παρηγορούταν από το γεγονός ότι η Αμαζόνα και οι υπόλοιποι τέσσερις

έδειχναν εμφανή σημάδια βελτίωσης. Είχε επανέλθει το χρώμα στα

κορμιά τους και το ζεστό αίμα, που κυλούσε ανεμπόδιστο πλέον από τη

σκιά στις φλέβες τους, ρόδιζε τα μάγουλα τους. Οι μύες του Αίαντα και

του Αχιλλέα θυμήθηκαν τις παλιές τους δόξες και άρχισαν να

φουσκώνουν ξανά και να ατσαλώνουν. Τα χείλη της Ανδρομάχης

ανέκτησαν την σαγήνη τους και, κάτω από τα μακριά βλέφαρα της,

αχνοφαινόταν μια φλόγα. Όμως το πρόσωπο του Φίλιππου είχε χάσει

οριστικά την ομορφιά του. Όταν ο Αβικέννας έβγαλε τους επιδέσμους,

φάνηκε μια τεράστια ουλή, που εκτεινόταν από το αριστερό του φρύδι

έως τον λαιμό. Ταράχτηκε πολύ ο Έκτορας, αντικρίζοντας την απαίσια

χαραματιά που έλαμπε παγωμένα, σκέφτηκε πως ο φίλος του θα το

έπαιρνε βαριά, ακόμα και αν δεν το παραδεχόταν. Κι ο Αχιλλέας είχε

προσθέσει ακόμα ένα μεγάλο σημάδι στο κορμί του, μα ξεχώριζε μόνο

επειδή ήταν πιο καινούριο από τα υπόλοιπα. Όσο για τον Αννίβα, μια

ανατριχιαστική κόγχη πρόβαλε εκεί όπου βρισκόταν παλιότερα το δεξί

αυτί του. Ωστόσο, ο Έκτορας όφειλε να παραδεχτεί πως οι ουλές

ωχριούσαν μπροστά στο γεγονός ότι και οι πέντε σύντροφοι κατάφεραν

να βγουν από το σκοτάδι και σύντομα θα ξυπνούσαν από τον λήθαργο

τους.

Αυτό έγινε ένα πρωινό που είχε ξεσπάσει χιονοθύελλα στη Μηδείανορ.

Σφύριζε αγέρωχα ο αέρας παρασέρνοντας χιόνι, ξηλώνοντας σκεπές και

ξεριζώνοντας δέντρα. Ο Πώρος μαζί με τον Αττίλα και τον Λάαργκ, έναν

σύντροφο του Σίμπαγκορ, είχαν έρθει να επισκεφτούν τους τραυματίες

και έφεραν στον Αβικέννα, τον Έκτορα και τον Οδυσσέα χοντρές

προβιές. Έμειναν μερικά λεπτά, παρακολούθησαν αμίλητοι τους πέντε

κοιμισμένους και τράβηξαν για τις σκηνές τους. Ενώ ο Αβικέννας έβραζε

βότανα, προκειμένου να ανακουφίσει τους παρευρισκόμενους από το

κρύο, ακούστηκε βραχνή και αδύναμη η φωνή του Φίλιππου να ζητάει

νερό. Ο Έκτορας τινάχτηκε όρθιος, πήρε το κανάτι, γέμισε ένα ποτήρι και

το έβαλε στο χέρι του φίλου του. Τον παρακολουθούσε όση ώρα έπινε,

ήθελε να τον ρωτήσει πως αισθανόταν, μα κάθισε η συγκίνηση στο

λαρύγγι του και το έφραξε. Τα γαλανά μάτια του Φίλιππου ανταμώθηκαν

με τα μαύρα του Έκτορα. Άφησε το ποτήρι στο σκαμνί και ψηλάφισε το

πρόσωπο του. Ξεφύσησε, χαμήλωσε το βλέμμα και έπειτα είπε:

«Είμαι τουλάχιστον ακόμα πιο όμορφος από εσένα;»

Ε

Ο Έκτορας γέλασε και, μαζί με το γέλιο, έφυγαν από το στήθος του η

απελπισία και ο μαρασμός που είχαν κατακάτσει τις τελευταίες μέρες. Με

τα μάτια δακρυσμένα, έπεσε πάνω στον Φίλιππο και τον αγκάλιασε

σφιχτά. Ήρθε η εκτόνωση μέσα σε λυγμούς και δάκρια να αλαφρώσει την

ψυχή του, να την λευτερώσει από την δυναστεία της στεναχώριας.

Ο ένας μετά τον άλλον, αναδύθηκαν από τον σκοτεινό, βαθύ ύπνο, με

τελευταίο τον Αχιλλέα. Μόλις η Ανδρομάχη άνοιξε τα μάτια της, το

πρώτο που ένιωσε ήταν ένα φιλί, λησμονημένο για πολύ καιρό. Δρόσισε

τα στεγνά της χείλη και ανατάραξε τα στήθη της. Ο Έκτορας φίλησε κάθε

σπιθαμή του σώματος της, από την κορφή του κεφαλιού μέχρι τα πέλματα

της, πεινασμένα ήταν τα χείλη του, πολλές μέρες είχαν να γευτούν την

Αμαζόνα και τώρα δεν χόρταιναν. Κι εκείνη χάιδευε συνεχώς το πρόσωπο

του, θέλοντας, θαρρείς, να βεβαιωθεί πως δεν πλανιέται σε κάποιο όνειρο,

πως ήταν πράγματι εκεί ο σύντροφος της. Ο Οδυσσέας αγκάλιασε τον

Αίαντα αμέσως μόλις ξύπνησε, έχοντας κι εκείνος βουρκωμένα μάτια και

του ψιθύρισε λόγια στοργικά. Πολλά χρόνια διάβαιναν την γη πλάι-πλάι

κι αν ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες δεν είχε σημασία μπροστά

στους πολυετείς συντροφικούς δεσμούς που τους ένωναν. Αγαπούσαν ο

ένας τον άλλον, δεν χωρούσε αμφιβολία και έκλαιγαν όταν κάποιος από

τους δύο λαβωνόταν σοβαρά.

Ο Αβικέννας δεν τους άφησε να σηκωθούν από τα κρεβάτια, αν και οι

ίδιοι, μετά από την πολυήμερη καθήλωση, αδημονούσαν να περπατήσουν

ξανά. Επέμεινε να μείνουν ξαπλωμένοι μερικές ώρες και έφερε στη σκηνή

δίσκους φορτωμένους με ψητά κρέατα και κανάτες ξεχειλισμένες με

κόκκινο κρασί, δροσερό ρούμι και αφρώδη μπύρα. Ολόκληρο γλέντι

στήθηκε στον μικρό χώρο, έφεραν οι Αμαζόνες και οι Νότιοι τα όργανα

τους και άρχισαν να παίζουν ζωηρές μελωδίες, που τις συνόδευαν τα

γέλια και οι χαρούμενες φωνές. Ήθελαν να διώξουν κάθε ψήγμα της

λύπης των περασμένων ημερών και γελούσαν ώσπου να βραχνιάσουν,

χόρευαν μέχρι να πονέσουν οι αρθρώσεις τους, έτρωγαν κι ας μην

πεινούσαν, έπιναν κι ας είχαν μεθύσει. Κι όταν έπεσε η νύχτα, ο Έκτορας

πήρε την Ανδρομάχη από το χέρι και βγήκαν από τη σκηνή, αγνοώντας

τις διαμαρτυρίες του Αβικέννα. Η λαχτάρα των κορμιών τους αψήφησε

την χιονοθύελλα, περπατούσαν αβίαστα, ανενόχλητοι από το ψύχος.

Πέρασαν μέσα από τη Μηδείανορ, πήγαν στις σκηνές στα βορειοδυτικά,

απομονώθηκαν σε μία, τυλίχτηκαν στις φλοκάτες και έκαναν έρωτα.

Έπειτα έπεσαν για ύπνο, με τα κορμιά τους ακόμα ενωμένα και τους

συντρόφευσαν στα όνειρα τα αλυχτίσματα της Νύχτας και οι χτύποι των

καρδιών τους, που χόρευαν χαρούμενες, έχοντας ξανασμίξει.

Πόσες ώρες ή μέρες κοιμήθηκαν δεν γνώριζαν ούτε τους ένοιαζε.

Ξυπνούσαν μόνο για να κάμουν έρωτα και ξανακυλούσαν σε όνειρα

ευλογημένα, φωτεινά, γεμάτα ελευθερία, ξεγνοιασιά. Μέσα σε αυτά,

ορίζοντες δεν χωρούσαν, οι τοίχοι γκρεμίζονταν και οι σκιές ξεθώριαζαν.

Ο ήλιος αντάμωνε το χιόνι δίχως να το λιώνει, ο άνθρωπος το στερέωμα

δίχως να σαλεύει.

Όταν πλέον χόρτασαν οι ψυχές τα σώματα τους έρωτα, γέμισαν τα

μάτια του ενός με την εικόνα του άλλου, βγήκαν από τη σκηνή. Το χιόνι

έφτανε μέχρι τα γόνατα τους, εκτός από το κέντρο της κατασκήνωσης

όπου μια μεγάλη φωτιά βρυχιόταν και μάζευε τριγύρω της όλους τους

συντρόφους. Πάνω της είχαν αποθέσει σούβλες με σφάγια, έλιωνε το

λίπος τους, το έκαναν οι φλόγες μυρωδιά και το έστελναν στα ρουθούνια

των ανθρώπων. Εκείνοι έπιναν, να ξεχαστούν τα στομάχια τους ώσπου να

ψηθούν τα φαγητά και τα κοιτούσαν ξελιγωμένοι. Όταν ετοιμάστηκαν

επιτέλους, τα έβγαλαν από τις σούβλες και έφαγαν με βουλιμία. Ο

Έκτορας δεν παρέλειψε να φυλάξει μια μερίδα και για τη Νύχτα, της την

πήγε αργότερα πάνω στον λόφο και εκείνη τον ευχαρίστησε με ένα

γρύλισμα. Τον κοίταξε για μερικές στιγμές, έπειτα άρπαξε το κρέας

ανάμεσα στα σαγόνια της και έφυγε τρέχοντας. Ο νεαρός ήθελε να

φιλέψει και τον Ερμή, μα το γεράκι έφυγε το ίδιο απρόσμενα όπως

εμφανίστηκε.

Όση ώρα ο Έκτορας ανέβαινε τον λόφο, η Ανδρομάχη συζητούσε με την

Ανδρομέδα και την Άρτεμη, συμβουλεύοντας την δεύτερη, που ανέλαβε

την ηγεσία των Αμαζόνων μετά τον θάνατο της Δεινομάχης. Αν και η

Ανδρομάχη έμενε σε διαφορετική πολιτεία από την ξαδέρφη της,

αλληλογραφούσαν συχνά και γνώριζε πολλά για εκείνη. Έτσι, η

Ανδρομέδα άκουγε προσεκτικά τα λόγια της. Παρά το νεαρό της ηλικίας

της- δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη της Ανδρομάχης- ήταν δυναμική γυναίκα,

σοφή και θαρραλέα. Έκρυβε περισσότερη δύναμη από ότι άφηνε να φανεί

το αδύνατο, καμπυλωτό κορμί της, αλλά η ενέργεια της σπινθήριζε στα

μεγάλα καστανά μάτια της. Το όμορφο πρόσωπο της ήταν συνοφρυωμένο

και τα σαρκώδη χείλη της σφιγμένα από την ένταση, καθώς άκουγε τις

συμβουλές και τις ενθαρρύνσεις των δύο γυναικών. Τελείωσαν την

κουβέντα και η νεαρή ηγέτιδα έφυγε συλλογισμένη. Δεν την γνώριζε η

Ανδρομάχη, αλλά το γεγονός ότι την άγχωνε ο καινούριος, ανεπίσημος

τίτλος της φάνηκε καλό σημάδι. Έκανε να αναζητήσει τον Έκτορα, όταν

συνειδητοποίησε πως η Άρτεμις ήταν ακόμα πλάι της και την κοιτούσε

επίμονα. Η κοπέλα έγνεψε απορημένη και η Άρτεμις έκλινε το κεφάλι,

δείχνοντας διακριτικά τον Φίλιππο που καθόταν με σκυμμένο το κεφάλι

μερικά μέτρα μακρύτερα από τον Οδυσσέα και την Αφροδίτη.

«Ο σύντροφός σας δεν είναι ο εαυτός του, τελευταία. Σαν να του

έκλεψε κάτι από την παλιά του στοργικότητα το σκοτάδι, πριν φύγει από

μέσα του. Έδιωξε την Αριάδνη εχθές όταν τον πλησίασε και έστριψε πέρα

το κεφάλι όταν πήγα να τον φιλήσω. Χαμογελάει, ναι, και αστειεύεται

όπως παλιά, μα το κέφι του δεν είναι παρά ένα προσωπείο. Σε μένα δεν

μιλάει, αλλά μαζί περάσατε πολλά, ίσως σου ανοιχτεί». Της εξήγησε η

γυναίκα. Η Ανδρομάχη αναστέναξε και της έγνεψε καθησυχαστικά.

Ήξερε τι προβλημάτιζε τον Φίλιππο, της είχε εκμυστηρευτεί τις

ανησυχίες του ο Έκτορας. Την ώρα που η Άρτεμις απομακρυνόταν, η

ίδια, διαλέγοντας προσεχτικά τα λόγια της, κίνησε προς τον νεαρό. Μόλις

την αντιλήφθηκε, φόρεσε βιαστικά το χαμόγελο του, παραμορφωμένο

από την ουλή. Της έγνεψε να καθίσει, μα εκείνη τον παρακίνησε να

κάνουν μια βόλτα. Προχώρησαν, υπό το ερευνητικό βλέμμα του

Οδυσσέα, ο οποίος χαμογελούσε αυτάρεσκα και χάιδευε τα άλικα μαλλιά

της Αφροδίτης, που ξάπλωνε στα πόδια του. Όταν χάθηκαν από το

βλέμμα του, η Ανδρομάχη άρχισε να μιλάει, δισταχτικά στην αρχή:

«Ο Μένιππος, ένας παλιός σύντροφός μου, μου είχε πει πως πόνος

είναι καθετί μένει ανείπωτο. Βέβαια τότε ήμασταν ξέγνοιαστα παιδιά,

δίχως να έχουμε βιώσει όσα βιώσαμε τους τελευταίους μήνες.

Παραφράζοντας τα λόγια του, θα πω πως ο πόνος τρέφεται από καθετί

μένει ανείπωτο». Καθώς οι πρώτες λέξεις κύλησαν, ζέσταναν τον λαιμό

της και τελείωσε τον λόγο της αποφασιστικά. Ο Φίλιππος την άκουσε

αμίλητος και άπλωσε την παλάμη του να πιάσει μια νιφάδα χιονιού. Είχε

αρχίσει να χιονίζει ξανά. Τα πόδια τους βυθίζονταν στο παγωμένο χιόνι,

το οποίο κριτσάνιζε σε κάθε τους βήμα. Τώρα δεν μιλούσε κανείς τους, η

Αμαζόνα περίμενε την απόκριση του νεαρού και εκείνος δεν αισθανόταν

βέβαιος να μιλήσει, ντρεπόταν. Τελικά υπέκυψε στα επίμονα βλέμματα

της κοπέλας:

«Νιώθω μιασμένος από ναρκισσισμό και αλαζονεία». Ξεκίνησε

βραχνά. »Ξέρω πως μετά την δοκιμασία που υπεστήκαμε θα έπρεπε να

νιώθω χαρούμενος που επέζησα. Κι αν μου διηγιόσουν αυτήν την ιστορία,

πριν συμβεί, έτσι θα ένιωθα. Μα φαίνεται πως τα αισθήματα είναι

υπεράνω κάθε φαντασίας και δεν χωράνε προβλέψεις. Ποιος θα το ‘λεγε

πως θα αντιμετώπιζα έναν από τους Εφτά Ιερείς, θα επιζούσα και θα

στεναχωριόμουν που χαρακώθηκα, που σημαδεύτηκε το πρόσωπο μου;

Μα, ξαφνικά, νιώθω να καθορίζεται ο εαυτός μου από τούτη την ουλή».

Τέλεψε τον λόγο του και απρόσμενα ξαλάφρωσε και ανακουφίστηκε

ακόμα περισσότερο, όταν η Ανδρομάχη δεν τον χλεύασε, απλά έμεινε

σκεφτική.

«Δεν είναι κακό να εκτιμάς την ομορφιά, ειδικά την δική σου. Κι εγώ

το κάνω. Αρκεί να μην επαφίεσαι σε αυτήν και ξέρω πως δεν σου αρκεί

αυτό, όπως δεν αρκεί και σε μένα. Ναι, ήσουν όμορφο παλικάρι, ναι, η

ουλή έκλεψε κάτι από την παλιά σου γοητεία. Και ναι, η ουλή σε

καθορίζει, μα με περισσότερους τρόπους από όσους βλέπεις τώρα. Γιατί

είναι το παράσημο για τον ηρωισμό σου, στη Μάχη της Μηδείανορ. Είναι

η απόδειξη της μονομαχίας σου με έναν Ιερέα. Οι εχθροί θα την βλέπουν

και θα ξέρουν ότι το σκοτάδι δεν μπόρεσε να σε βάλει κάτω, θα τρέμουν

στη θέα της. Και οι φίλοι θα την δείχνουν και θα σιγοψιθυρίζουν,

προσπαθώντας να μετρήσουν πάνω της το θάρρος σου και την δύναμη

σου. Άσε την λοιπόν να δοξάζει το πρόσωπο σου, μα μην αφήνεσαι πάνω

της. Η γοητεία σου υπερβαίνει την όψη του προσώπου σου. Βλέπεις πως

ούτε η Αριάδνη ούτε η Άρτεμις νοιάστηκαν για το σημάδι σου. Και σε

βεβαιώνω πως λίγες Αμαζόνες θα νοιαστούν. Είμαστε πολεμίστριες, δεν

μας έλκουν πλαδαροί άρχοντες, με μαλακά χέρια και ανέγγιχτα πρόσωπα.

Κι αν τα πρόσωπα των εραστών μας είναι ασημάδευτα, θα τα

στιγματίσουν αργά η γρήγορα τα φιλιά μας. Γιατί οι Αμαζόνες

ερωτεύονται με το ίδιο πάθος που πολεμούν». Είπε και χάιδεψε το

πρόσωπο του. Στα χείλη του Φίλιππου σχηματίστηκε ένα χαμόγελο,

δισταχτικό, αμυδρό, αλλά αληθινό τούτη τη φορά. Αγκάλιασε την

Ανδρομάχη και την ευχαρίστησε. Τα μάτια του γυάλιζαν και αντιφέγγιζαν

τον χιονάτο μανδύα της γης.

Όταν επέστρεψαν, ο Έκτορας είχε γυρίσει από τον λόφο και τους

γύρευε, ενώ ο Οδυσσέας καθόταν στην πλάτη ενός κορμού, είχε

σηκωμένη την κουκούλα του μανδύα και κάπνιζε την πίπα του. Ο

γαλαζόχρωμος καπνός που στροβιλιζόταν μπροστά του έκρυβε το

πρόσωπο και κανείς δεν κατάλαβε πως είχε τα μάτια του καρφωμένα στο

Νότο. Δεύτερος, μετά τον ίδιο, τους κατάλαβε ο Αχιλλέας. Είχε βυθίσει

την παλάμη του στο χιόνι και ένιωσε το έδαφος να τραντάζεται.

Στράφηκε νότια, μα το λαμπερό χιονισμένο τοπίο εμπόδιζε την όραση

του. Δίχως να δώσει εξηγήσεις, ανέβηκε τον λόφο, στον οποίο ήταν

προηγουμένως ο Έκτορας. Κανείς δεν του έδωσε σημασία, εκτός από τον

Οδυσσέα. Οι υπόλοιποι είχαν ναρκωθεί από το πλούσιο φαγοπότι, ο

Έκτορας είχε αφεθεί στην αγκαλιά της Ανδρομάχης και ο Φίλιππος

αναζήτησε κι εκείνος ένα στήθος να κουρνιάσει και πλησίαζε την

Άλκηστη. Ωστόσο, ο Λάαργκ, ο σύντροφος του Σίμπαγκορ δεν άργησε να

ακούσει τα ποδοβολητά τους που τα μετέφερε ο σιγανός αέρας. Το

κατάμαυρο κορμί του ερχόταν σε αντίθεση με το λευκό τοπίο, έτσι όπως

πρόβαλε ολόγυμνος έξω από την σκηνή. Έξυσε τα φουντωτά μαλλιά του,

περιμένοντας να βεβαιωθεί για αυτό που άκουγε, μα πριν μιλήσει,

κατέβηκε ξέπνοος ο Αχιλλέας να παραδώσει τα νέα:

«Έρχονται, έρχονται. Άργησαν, ανάθεμα τους, το έχασαν το γλέντι, μα

φτάνουν επιτέλους, πάνω στην ώρα, θα έλεγα, γιατί κοντεύει η ύστατη

μάχη». Κανείς δεν κατάλαβε τα λόγια του, ίσως μονάχα ο Οδυσσέας και ο

Λάαργκ. Στο μεταξύ, βγήκαν όλοι από τις σκηνές τους και κοιτούσαν με

περιέργεια τον θηριώδη άντρα. Εκείνος αντιλήφθηκε τελικά πως, πάνω

στον ενθουσιασμό του, δεν εξήγησε ποιοι έρχονταν: »Οι Κένταυροι!

Είναι γύρω στους πεντακόσιους, αν δεν με γελούν τα μάτια μου, ίσως και

περισσότεροι»

Ώσπου να τελειώσει την φράση του, φάνηκαν αδιόρατα οι φιγούρες

των Κενταύρων, να ταράζουν την παγωμένη γαλήνη του ορίζοντα. Με

όλα όσα συνέβησαν τον τελευταίο καιρό, ο Έκτορας είχε ξεχάσει πως είχε

φυσήξει την Φωνή των Κενταύρων αρκετές εβδομάδες προτού αρχίσει η

μάχη. Σηκώθηκε μέσα του η όψη του Φόλου, στο δάσος της Ρέας και ενώ,

αρχικά, ο νους του γλυκάθηκε, ενθυμούμενος την υπέροχη θεά,

εξοργίστηκε όταν ανακάλεσε τις δηλώσεις του Φόλου, που δεν είχε

εγγυηθεί την συμμετοχή του στον πόλεμο ενάντια στον Ζακχαέρ Ντων.

Γρύλισε μέσα από τα δόντια του την λέξη δειλοί και, αγγίζοντας το Σπαθί

της Λύκης, το βλέμμα του σκοτείνιασε. Τράβηξε αμέσως νότια, με

μεγάλες δρασκελιές. Μέσα στη Μηδείανορ συνάντησε τον Ηρακλή, που

είχε αντιληφθεί κι εκείνος την έλευση των Κενταύρων, μα ο Έκτορας δεν

ήθελε κουβέντες μαζί του, τον προσπέρασε αμίλητος. Έφτασε στις όχθες

του Μονοσάνδαλου, πλάι στο καλύβι του Ζήνωνα, όπου άκουγε τον

γέροντα να μονολογεί φωναχτά. Πήρε βαθιές ανάσες και έσφιξε την λαβή

του σπαθιού του, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει, έχοντας τα μάτια

καρφωμένα στα μεγαλόσωμα πλάσματα που πλησίαζαν ολοένα. Μόλις

πέρασαν τον Μονοσάνδαλο και στάθηκε μπροστά του ένας πανύψηλος

Κένταυρος με μαύρο τρίχωμα, δασώδες στήθος κυματιστά, μακριά

μαλλιά και πλούσια γενειάδα, ο Έκτορας έφτυσε στα πόδια του,

προκλητικά. Δεν περίμενε να του μιλήσουν, ούτε είχε σκοπό να τους

καλωσορίσει με λόγια ευγενικά:

«Πολλά μερόνυχτα πέρασαν από τότε που ήχησε η Φωνή των

Κενταύρων. Κι ο δωρητής της με είχε βεβαιώσει πως θα ακουστεί στα

αυτιά σας, όσο μακριά κι αν ήσαστε. Είπε ψέματα; Ή καθυστερήσατε όσο

σας βόλευε;»

Ο γιγαντόσωμος Κένταυρος που στεκόταν μπροστά στον Έκτορα έκανε

δυο βήματα μπροστά και μίλησε με ύφος ανεξιχνίαστο:

«Μήτε το ένα μήτε το άλλο. Μα έπρεπε να παρθούν πολλές και

σημαντικές αποφάσεις, έπρεπε να μαζέψουμε στρατεύματα, όπλα και

εφόδια στη συνέχεια και να συγκεντρωθούμε όλοι μαζί για τούτο το

αβέβαιο ταξίδι». Η χοντρή προβιά που κρεμόταν στις φαρδιές πλάτες του

πλατάγισε σε μια ξαφνική ριπή ανέμου, αφήνοντας να φανεί το τόξο που

ήταν κρεμασμένο στους ώμους του.

«Πολλοί σύντροφοι που πολέμησαν πλάι μου ήρθαν από τον Νότο

πέρα από την θάλασσα κι από τα βάθη της Ανατολής. Είμαι σίγουρος πως

τα βουνά και οι πεδιάδες σας είναι πιο κοντά. Και αν μέσα στις

σημαντικές σας αποφάσεις ήταν η συμμετοχή σας στον πόλεμο, τότε σας

λέω ανόητους και δειλούς». Μουρμουρητά απλώθηκαν ανάμεσα στους

Κενταύρους και μερικοί χτύπησαν ενοχλημένοι τις οπλές τους στο χιόνι.

Ο Κένταυρος που προπορευόταν κοίταξε τον Έκτορα κατάματα,

αφήνοντας να φύγει από το βλέμμα του ο θυμός και η ενόχληση. Μα δεν

τον έμελε τον νεαρό, πολύ τον είχε οργίσει η στάση των πλασμάτων

τούτων και δεν σκόπευε να το κρύψει.

«Βαριές κουβέντες λες, νεαρέ Έκτορα, πιο βαριές από όσο ανεχόμαστε

συνήθως…»

«Τότε διεκδίκησε το δίκιο σου»! Τον διέκοψε ο Έκτορας. »Αν

προσέβαλα την τιμή σου, αποκατέστησε την! Αλλά βαριές κουβέντες δεν

σημαίνει άδικες. Δεν θα ακούσω δικαιολογίες από μέρους σας, δεν είμαι

εδώ για να κρίνω το δίκαιο και το άδικο. Ξέρω όμως πως την δειλία σας

πλήρωσαν πολλοί σύντροφοι μου με την ζωή τους. Αυτό το λάβατε υπ’

όψιν στις σημαντικές σας αποφάσεις; Ο Ζακχαέρ Ντων διώκει κάθε

πλάσμα που φέρει την φλόγα της ζωής, γι’ αυτό και κάθε πλάσμα οφείλει

να πολεμήσει. Αυτό δεν είναι επιλογή, δεν χωράει σε συμβούλια και

συνελεύσεις. Μέχρι να πολεμήσετε πλάι μου την επόμενη μάχη σας

θεωρώ προδότες!». Κραύγασε, ανατινάχτηκαν μέσα του οι νεκρές

φιγούρες της Δεινομάχης, του Σίμπαγκορ και των εκατοντάδων

πολεμιστών που έπεσαν στη Μάχη της Μηδείανορ. Τις είδε να σαλεύουν

στα μάτια του και ο Κένταυρος, δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση,

έμπειρος πολεμιστής ήταν κι εκείνος και ήξερε τι σήμαινε να χάνεις

συντρόφους σου σε μάχη. Χαμήλωσε το κεφάλι και μίλησε με απαλή,

αλλά δυνατή φωνή, σκεπάζοντας τις σιγανές διαμαρτυρίες των

υπόλοιπων:

«Εκτός από την ντροπή των προγόνων μας, μετά την Πρώτη Συμμαχία,

έχουμε να ξεπλύνουμε και το τίμημα της ανοησίας μας. Καθυστερήσαμε,

όχι λόγω δειλίας, αλλά επειδή δεν έχουμε δει το σκοτάδι όπως εσύ. Αν

και θα έπρεπε, το μίσος για τον Ζακχαέρ Ντων δεν έχει ριζώσει στις

καρδιές μας. Μπορείς να επιλέξεις να συγχωρήσεις αυτή την αβλεψία από

μέρους μας ή όχι, προσωπικά δεν με ενδιαφέρει. Θα πολεμήσω τον

Ζακχαέρ Ντων, όχι για να αποκαταστήσω την τιμή μου, όχι για να

αλλάξω την εικόνα που έχεις για εμένα, ούτε για να εξιλεώσω τους

προγόνους μας. Θα πολεμήσω γιατί –έστω και αργά- κατάλαβα πως είναι

εχθρός μου. Με λένε Ιξίωνα και είμαι ο Επιβήτορας των Κενταύρων.

Είμαι εδώ για να σφραγίσω την Τρίτη Μεγάλη Συμμαχία, αν την δεχτείς».

Είπε και υποκλίθηκε ελαφρά. Ο Έκτορας έμεινε να ζυγίζει τον Κένταυρο

με το βλέμμα του. Δεν ανταποκρίθηκε στην υπόκλιση, μα ένιωσε τον

θυμό να κατευνάζει μέσα του.

«Δεν έχω εξουσία να σφραγίσω τίποτε. Η συμμαχία θα φανεί στις

πράξεις μας. Βεβαίως και θα πολεμήσω πλάι σας, μα να είστε βέβαιοι πως

θα πολεμήσω και εναντίον σας, αν μας εγκαταλείψετε ή μας προδώσετε».

Με ένα κοφτό γνέψιμο τους παρακίνησε να προχωρήσουν και τους

οδήγησε στην κατασκήνωση. Καθώς βάδιζαν, ο Έκτορας είδε τον Φόλο

και ξεχώρισε έναν εξαιρετικά γεροδεμένο Κένταυρο με βλοσυρό ύφος και

σημαδεμένο κορμό, που, όπως έμαθε αργότερα, τον έλεγαν Νέσσο και

ήταν ήρωας ανάμεσα στους Κενταύρους.

Καθώς πέρασαν από τη Μηδείανορ, πολλοί κάτοικοι τους θαύμασαν και

τα παιδιά βγήκαν από τα σπίτια τους ακολουθώντας τους, ενώ στα

πρόσωπα τους ήταν αποτυπωμένο το δέος. Μόλις έφτασαν στον

καταυλισμό, οι Αμαζόνες και τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα τους

υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό, ενώ οι Νότιοι και οι Ανατολίτες τους

βοήθησαν να στήσουν τις σκηνές τους, που έμοιαζαν με στάβλους. Όπως

αποδείχτηκε, ο Οδυσσέας είχε γνωριμίες ανάμεσα τους και πέρασε πολύ

ώρα μιλώντας με έναν καστανόχρωμο, νεαρό Κένταυρό που είχε αδρά

χαρακτηριστικά και βαριά βλέφαρα. Το όνομα του ήταν Ευρυτίωνας και

είχε πολεμήσει μαζί με τον Οδυσσέα τον Πείριθο, έναν άρχοντα που

εκμεταλλευόταν αιώνες Ανθρώπους και Κενταύρους για δικός του

όφελος.

Εκείνο το βράδυ στήθηκε στην κατασκήνωση γλέντι προς τιμήν των

Κενταύρων και εκείνοι έδειξαν την έντονη αγάπη τους στο κρασί και τον

χορό. Ο Ευρυτίωνας δεν άργησε να μεθύσει και έβαλε φωτιά στα

χωράφια ενός γαιοκτήμονα της Μηδείανορ. Ενώ χόρευε γύρω από τις

φλόγες, ο άρχοντας ήρθε οπλισμένος, έχοντας συνοδεία τον Ηρακλή και

μια ντουζίνα πολεμιστές. Επενέβη ο Οδυσσέας και λογομάχησε με τον

Ηρακλή, όσο ο Νέσσος προσπαθούσε να απομακρύνει τον Ευρυτίωνα.

Ήταν ξημερώματα όταν υποχώρησε ο γαιοκτήμονας και απομακρύνθηκε

μαζί με την φρουρά του. Ο αδερφός του Αχιλλέα γελούσε χλευαστικά και

τους προκαλούσε, ώσπου να χαθούν από τα μάτια του, οπότε επέστρεψε,

πήρε την Αφροδίτη από το χέρι και χώθηκαν σε μια σκηνή να κάνουν

έρωτα.

Μολονότι το περιστατικό έληξε δίχως σοβαρές επιπτώσεις, οι άρχοντες

της Μηδείανορ δεν έκρυψαν την δυσαρέσκεια τους που δύο κτήματα

κάηκαν και που και στις δύο περιπτώσεις είχε κάποια συμμετοχή ο

Οδυσσέας. Όταν ο Έκτορας επισκεπτόταν το σιδηρουργείο, όπου είχε

αφήσει τον θώρακα του Διομήδη για επισκευή, έβλεπε στην πλατεία τον

Ηρακλή, στελεχωμένο από μερικά μέλη του στρατού να ψιθυρίζουν

συνωμοτικά μαζί με διάφορους εξέχοντες κατοίκους της Μηδείανορ.

Κοίταζαν τον νεαρό φευγαλέα με σκυθρωπά βλέμματα και αυτό δεν του

άρεσε. Εκμυστηρεύτηκε τις υποψίες του στον Οδυσσέα, μα εκείνος δεν

έδειχνε να ανησυχεί. Έκανε, ανέμελος, περιπάτους μες στην πόλη και

μιλούσε με τους κατοίκους. Απολογήθηκε σε ορισμένους που εξέφρασαν

τα παράπονα τους, καθώς δούλευαν στα χωράφια που κάηκαν, αν και

τους παρότρυνε να τα καταλάβουν, να διεκδικήσουν από τους άρχοντες

χρυσάφι και να μην υποκύψουν, ούτε να δεχθούν τις δικαιολογίες τους.

Στο μεταξύ, ο Φρίξος βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος, καθώς

άκουγε καθημερινά τους άρχοντες να γκρινιάζουν για τον Οδυσσέα και

απαιτούσαν να τιμωρηθεί, σιγονταρισμένοι από τον Ηρακλή. Αλλά ο

κυβερνήτης δεν τολμούσε να αγγίξει τον άντρα που προστατευόταν από

τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα, από τον ίδιο τον Εκλεκτό και που τον

θεωρούσαν ήρωα οι περισσότεροι κάτοικοι της Μηδείανορ. Βέβαια, δεν

του άρεσε το γεγονός ότι επενέβαινε στην ομαλή λειτουργία της πόλης

του και δεν είχε ξεχάσει πως τον ανάγκασε να αποφυλακίσει τους

κρατούμενους του, όμως ζυγίζοντας τα γεγονότα, έβλεπε ότι αν

απειλούσε τον Οδυσσέα θα ξέσπαγε εμφύλιος πόλεμος, που θα ευνοούσε

τον Ζακχαέρ Ντων και θα του κόστιζε το αξίωμα του, αν όχι και την ζωή

του.

Η μεγαλύτερη έγνοια του Οδυσσέα ήταν τα παράπονα των συντρόφων

του, σχετικά με τους πενήντα αιχμάλωτους Κύκλωπες που βρίσκονταν

αλυσοδεμένοι κάτω από τον λόφο της κατασκήνωσης. Μια μερίδα

ατόμων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν ο Αίαντας, ο Λάαργκ, ο

Αννίβας και ο Έκτορας, ήθελε να εκτελεστούν τα προδοτικά πλάσματα.

Μα ο άντρας επέμεινε να μείνουν ζωντανοί και αλώβητοι, δηλώνοντας

πως μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα σχέδια του για την συνέχεια του

πολέμου. Από την άλλη, ο Αινείας, μην έχοντας λησμονήσει τις δικές του

μέρες αιχμαλωσίας στις φυλακές της Μηδείανορ, πρότεινε στον Οδυσσέα

να τους ελευθερώσει.

«Α, θα ελευθερωθούν, μα μόνο όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή».

Απαντούσε αινιγματικά ο άντρας. »Μην συγχέεις την περίπτωση τους με

την δική σου, τούτοι είναι προδότες της φύσης, απαρνήθηκαν την ίδια την

ύπαρξη τους, την θυσίασαν στον βωμό μιας ξεχασμένης δόξας. Το

έγκλημα τους υπερβαίνει τους ανούσιους νόμους των ανθρώπων. Ακόμα

κι έτσι, εγώ δεν τους καταδικάζω, δεν είναι αυτός ο ρόλος μου. Μα

μπορούν να μας βοηθήσουν, έστω και ακούσια, στην επόμενη μάχη. Και

πριν έρθει εκείνη η ώρα, θα είναι ελεύθεροι, στο υπόσχομαι». Συνέχισε.

Δεν είπε σε κανέναν περισσότερες λεπτομέρειες για το σχέδιο του, έτσι ο

Αινείας αρκέστηκε στα λόγια του. Το ίδιο αποφάσισε να κάνει και ο

Έκτορας, σκεπτόμενος πως τα ιδιοφυή σκαριφήματα του Οδυσσέα τους

είχαν βοηθήσει σημαντικά στην προηγούμενη μάχη. Έχοντας υπόψη τον

λόγο του συντρόφου του, ο Αβικέννας φρόντισε τα τραύματα των

αιχμαλώτων και τους τάιζε καθημερινά, αγνοώντας τα αποδοκιμαστικά

βλέμματα του Αίαντα.

Έπειτα από κάμποσο καιρό, ο Αχιλλέας και ο Αίαντας ανέκτησαν

πλήρως την δύναμη τους και το πόδι του Έκτορα επουλώθηκε. Μια

μεγάλη ουλή έμεινε στον μηρό του, να θυμίζει στη σάρκα αυτό που

μπορεί κάποτε ο νους να ξεχνούσε, την δοξασμένη μονομαχία με τον

Γιόρμουνγκαντ Ντων, την πρώτη νίκη του Εκλεκτού απέναντι στο

σκότος. Μα κάτι εμπόδιζε το στήθος του να φουσκώσει από περηφάνια,

βάραινε την καρδιά, που ήθελε να χτυπήσει θριαμβευτικά. Μια τεράστια,

μαύρη πυραμίδα πλάκωνε το στέρνο του, αθέατη τη μέρα, αλλά τη νύχτα,

μόλις σφάλιζαν τα ματόκλαδα, εκείνη σμιλευόταν στο σκοτάδι και έριχνε

την σκιά της στα όνειρα. Μια μέρα, που Κένταυροι επιδείκνυαν τις

πολεμικές τους ικανότητες, παλεύοντας μεταξύ τους με γυμνές γροθιές, ο

Έκτορας πλησίασε τον Οδυσσέα, που ήταν αγκαλιασμένος με την

Αριάδνη. Εκείνος είδε τις έγνοιες που κρέμονταν στα μάτια του νεαρού

και μίλησε πρώτος:

«Το χιόνι θα κάνει δύσκολη την πορεία μας κι επικίνδυνη ίσως. Τους

Θανατώριους δεν τους εξασθενεί το ψύχος, ούτε οι μακρινές διαδρομές,

μα οι δικές μας αντοχές είναι μετρημένες. Ωστόσο, καθυστερήσαμε ήδη

αρκετά, θαρρώ και ο Ζακχαέρ Ντων δεν θα αργήσει να συνέλθει από την

απογοήτευση της ήττας του»

«Πρέπει να εισβάλουμε στη Σωθράπον». Συμπλήρωσε τα λόγια του ο

Έκτορας. »Πριν ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του. Ο ίδιος δεν πρόκειται

να φύγει από την Σεθίρηκα, εκτός κι αν στριμωχτεί. Περισσότερο θα

εξασθενήσουμε αποκρούοντας τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του παρά αν

κινηθούμε εμείς εναντίον του».

Ο Οδυσσέας συμφώνησε με ένα γνέψιμο. Ρούφηξε καπνό από την πίπα

του και έμεινε σκεφτικός για μερικές στιγμές. Τελικά είπε:

«Ας ετοιμαστούμε λοιπόν. Φεύγουμε αύριο, όσο πιο νωρίς γίνεται».

Η επίδειξη πάλης των Κενταύρων έληξε, αναδεικνύοντας πρωταθλητή

το Νέσσο και ο Ιξίωνας τον βράβευσε με μια χρυσή κούπα, η οποία είχε

ανάγλυφο ένα τσαμπί σταφύλια. Συνήθως, η παράδοση των Κενταύρων

επίτασσε να πολεμούν για μια βδομάδα, αλλά, μόλις ο Οδυσσέας τους

ανήγγειλε την αιφνίδια αναχώρηση τους, συντόμευσαν τις διαδικασίες. Ο

Έκτορας ενημέρωσε την Ανδρομάχη, τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα και ο

Σαλαντίν έσπευσε στη Μηδείανορ να ενημερώσει τους στρατιώτες της.

Μόλις ο ήλιος κίνησε να χρυσώνει το χιόνι, την επόμενη μέρα, ο

στρατός ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Οι άμαξες βούλιαζαν από το βαρύ

φορτίο τους, το χνώτο των αλόγων γκρίζαρε η πρωινή παγωνιά και τα

λάβαρα ανέμιζαν στον βοριά. Όσοι δεν θα πήγαιναν στη Σωθράπον-

κάτοικοι της Μηδείανορ και της Νέθας- είχαν συγκεντρωθεί στα

βορειοδυτικά όρια της πόλης να αποχαιρετίσουν τους πολεμιστές. Η

αγωνία και η συγκίνηση έλαμπαν στα μάτια, καμώθηκαν πως ήταν

δάκρυα και κύλησαν στα πρόσωπα να τις παγώσει και να τις απαλύνει το

αγιάζι. Όπως συνηθιζόταν στη Μηδείανορ, έδωσαν σε όσους συγγενείς ή

φίλους πήγαιναν στον πόλεμο ένα λευκό μαντήλι, να το επιστρέψουν οι

ίδιοι λευκό αν γυρνούσαν σώοι ή να τους επιστραφεί από κάποιον

συμπολεμιστή κόκκινο, βαμμένο με το αίμα του πεσόντος. Μια μεσήλικη

γυναίκα από τη Νέθας φίλησε τον Έκτορα στο στόμα, τον ευχαρίστησε

πολλές φορές και του ευχήθηκε καλή τύχη. Ο Ηρακλής, που θα έμενε

στην πόλη μαζί με μια ομάδα πολεμιστών, να την φρουρεί για παν

ενδεχόμενο, έδωσε στον Εύδωρο ένα μεταξωτό μαντήλι και τον φίλησε

σταυρωτά στα μάγουλα. Για μια στιγμή έγιναν όλοι, γυναίκες, παιδιά,

γέροντες, άρχοντες, πολεμιστές, έγιναν όλοι ένας αναστεναγμός, βάρυναν

τον αέρα και ο βοριάς κόπασε. Έπειτα, οι Κένταυροι φύσηξαν τα βούκινά

τους, τα άλογα χλιμίντρησαν, ορθώθηκαν στα πισινά τους πόδια, μαζί

τους και ο Αρίωνας που ξεχώριζε, ψηλότερος από όλα τα άλλα και

ξεκίνησαν το αβέβαιο ταξίδι τους προς τη Σωθράπον.

Το άλογο του Έκτορα δεν λογάριαζε το χιόνι, προχωρούσε γοργά και

σταθερά, μαζί με τα δυνατά άλογα των Αμαζόνων και τους Κενταύρους.

Μα εκείνα που κουβαλούσαν τις άμαξες δυσκολεύονταν, έμεναν πίσω και

συχνά κολλούσαν σε σημεία όπου το χιόνι ήταν ψηλό ή έκρυβε

λακκούβες και βράχους. Πριν την δυναστεία του Ζακχαέρ Ντων, υπήρχαν

φύλακες στους δρόμους και τους καθάριζαν από το χιόνι, τους βράχους

και τα αγριόχορτα, μα πλέον ήταν παραδομένοι στο κέφι του χειμώνα και

εκείνος δεν τους λυπήθηκε.

Έτσι, οι ταξιδιώτες δυσκολεύονταν να βρουν περάσματα και μονοπάτια,

μονάχα τα δύο πολυταξιδεμένα αδέρφια, ο Οδυσσέας και ο Αχιλλέας, τα

εντόπιζαν χωρίς κόπο. Ανέλαβαν αυτοί λοιπόν την καθοδήγηση του

πολεμικού καραβανιού. Ο ήλιος, νικημένος από την ανελέητη ανάσα του

αέρα, δεν κατάφερε να ζεστάνει τη γη, πάγωναν οι ακτίνες του πριν

φτάσουν στο χώμα. Άρχισε να κατεβαίνει στη δύση, σκυθρωπός, χλωμός

και είδε τον ετερόκλητο στρατό να κινείται στον Τιτάνιο Δρόμο. Παρά το

όνομα του, ήταν στενός σε σχέση με τον Άλικο Δρόμο. Βαφτίστηκε έτσι

επειδή λεγόταν πως είχε χαραχθεί στη γη πριν την έλευση των

Ανθρώπων, τις ημέρες των Τιτάνων. Ξεκινούσε μερικά χιλιόμετρα πίσω

από τους λόφους που οριοθετούσαν τα σύνορα της Μηδείανορ και είχε

κατεύθυνση προς τον βορρά. Γύρω του, πέτρινοι λόφοι πυργώνονταν πλάι

σε πυκνά δάση. Τα έλατα είχαν περάσει χιονάτο πανωφόρι πάνω στα

σκουροπράσινα κλαδιά τους, απτόητα από το κρύο. Αντίθετα, οι

βελανιδιές φυλλοβόλησαν, έστεκαν γυμνές και απροστάτευτες, έσκυβαν

ντροπιασμένες στο βάρος του χιονιού.

Ερημωμένα ήταν τα τοπία που περνούσαν οι πολεμιστές, φίδια, σαύρες

και αρκούδες είχαν χωθεί στις τρύπες τους, κοιμόνταν βαθιά και έβλεπαν

στα όνειρα τους, με προσμονή, την ολάνθιστη άνοιξη. Αλλά οι σκίουροι,

τα ελάφια, οι αετοί και οι λύκοι θύμιζαν στα δάση και τα βουνά τη

ζωντάνια τους και δεν τα άφηναν να λησμονηθούν. Πεισματωμένη, η

φύση συνέχιζε την ρουτίνα της, απαξιώνοντας την σκοτεινιά που

απειλούσε να την αφανίσει.

Όταν η νύχτα έπεσε, την υποδέχτηκαν σύννεφα φορτωμένα με χιόνι και

άρχισαν να ραντίζουν με αυτό τη γη. Οι ταξιδιώτες αναζήτησαν

καταφύγιο στις παρυφές ενός πυκνού δάσους. Εξουθενωμένοι από το

κρύο και την μακρινή διαδρομή, έστησαν βαρύθυμα τις σκηνές τους και

άναψαν με κόπο φωτιές, να ανακουφίσουν τις μελανιασμένες σάρκες

τους. Από μακριά, έβλεπαν τις γαλανές σκιές των δύο μεγάλων βουνών,

της Αετοφωλιάς και του Ασημόκορφου. Ακατάκτητοι ήταν αυτοί οι δύο

γίγαντες από τις θνητές φυλές, απρόσιτοι και αφιλόξενοι, ζωσμένοι με

περίεργους θρύλους, που κανείς δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει ή να

διαψεύσει. Στην Αετοφωλιά, υποτίθεται πως κατοικούσε ένας πελώριος

αετός, τόσο μεγάλος που μπορούσε να ξεριζώσει σπίτια με τα νύχια του

και είχε ανθρώπινη μιλιά. Από την άλλη, στην κορυφή του Ασημόκορφου

λεγόταν πως το χιόνι ήταν τόσο λευκό που ήταν αδύνατο να λεκιαστεί, να

σπιλωθεί. Σύμφωνα με τους θρύλους, εκεί επικρατούσε τέτοιο ψύχος, που

ακόμα και η ανάσα σου γινόταν πάγος. Ωστόσο, ούτε ο Οδυσσέας, που

είχε επισκεφτεί τις Απαγορευμένες Χώρες, δεν είχε καταφέρει να ανέβει

στα δύο αυτά βουνά και κανείς δεν ήξερε αν υπήρχε μια δόση αλήθειας

στους θρύλους.

Ο δρόμος τους περνούσε ανάμεσα από τους πρόποδες των βουνών και

δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ένιωθαν έξαψη γι’ αυτήν την προοπτική.

Ζέσταναν οι φωτιές τα κορμιά, πύρωσαν οι γλώσσες και άρχισαν να λένε

ιστορίες και μύθους, αρχικά για τα δύο βουνά, μα δεν χόρτασαν και

συνέχισαν με όρεξη για αρχαίους ήρωες, τοπία ζωσμένα με θρύλους, τα

μυστήρια των μακρινών χωρών και τα σκοτεινά μυστικά της θάλασσας.

Η συντροφιά ήταν το επίκεντρο της προσοχής, καθώς διηγούταν τις

περιπέτειες της στη Σπηλιά των Μυστηρίων, αλλά και την περιπλάνηση

τους στο Δάσος της Ρέας. Μιλώντας, ανακάλεσε ο Έκτορας τα λόγια των

ψυχών στα Ηλύσια Πεδία, που τους είπαν πως θα γραφτούν πολλές

ιστορίες για εκείνους και πως τους περίμεναν, μετά θάνατον, να τους

διηγηθούν τις περιπέτειες τους. Δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί αν, μετά

από αιώνες, θα εξιστορούσαν τις δικές του περιπέτειες, συγκεντρωμένοι

γύρω από φωτιές, περιπλανώμενοι πολεμιστές, τυχοδιώκτες, ταξιδιώτες

και βοσκοί. Ήξερε, βέβαια, πως δεν θα είχε καμία σημασία, δεν θα

μπορούσε να ακούσει αυτές τις ιστορίες, ούτε να δει αυτούς που θα τις

διηγούνταν, από καιρό θα έχουν λιώσει τα αυτιά και τα μάτια του και την

σκόνη των κόκκαλων του θα έχει καλύψει το χώμα, ωστόσο μια άγρια

περηφάνια στυλώθηκε μέσα του, φαντάζοντας αυτήν την ιδέα. Ήξερε πως

τα Ηλύσια Πεδία δεν ήταν παρά μια πλάνη, δεν περίμενε καμία δόξα εκεί

πέρα, ούτε ύμνους από τις φωτισμένες ψυχές που τα κατοικούσαν. Μα,

καθώς φανταζόταν να εξιστορούν τις περιπέτειες του με τον ίδιο τρόπο

που ο ίδιος διηγούταν τις περιπέτειες του Ωρίωνα, του Ιάσωνα και του

Αριστοτέλη, ανακάλυψε πως η θύμηση του από τις μελλοντικές γενιές, η

θέση του σε ιστορίες ισάξιες των περασμένων ηρώων, αυτά ήταν τα

πραγματικά Ηλύσια Πεδία. Ένα μέρος δοξασμένο, κρυφό, ζωντανό μόνο

μέσα από περγαμηνές που έμελε να γραφούν και ύμνους που έμελε να

ειπωθούν, ένα μέρος στο οποίο θα κατοικεί παντοτινά και θα είναι απών

συνάμα.

Σαν τελείωσε η συντροφιά την ιστορία της, τα θαυμαστικά

επιφωνήματα και τα γουρλωμένα μάτια στράφηκαν στον Οδυσσέα, που

άρχισε να λέει πως νίκησε τον χαλκόσωμο γίγαντα Τάλω, στα ανοιχτά της

θάλασσας. Τα χείλη του Έκτορα είχαν στεγνώσει, μα δεν ήθελε μήτε νερό

μήτε κρασί να τα δροσίσει. Γιατί δεν ήταν μόνο στεγνά, ήταν λειψά,

ήθελαν ένα ζευγάρι δροσερά, ρόδινα χείλη να τα συμπληρώσουν, να

γίνουν ένα. Και εκείνα τον φίλησαν πριν καν στρέψει το κεφάλι του,

ένιωσαν και τα χείλη της Ανδρομάχης μοναξιά και αποζήτησαν

συντροφιά στον Έκτορα. Η νύχτα ήταν παγερή και το χιόνι σκληρό,

κρυσταλλωμένο. Πως δύο θνητά, γυμνά κορμιά αψηφούσαν το χιονιά;

Μονάχα ο έρωτας που τα ένωνε ξέρει να πει. Το φως των αστεριών

κατέβηκε στη γη και ασημοκέντησε το λευκό τοπίο, κατέβαινε και ο

ιδρώτας ποτάμι από τα κορμιά του Έκτορα και της Ανδρομάχης, που

αναριγούσαν από το κρύο μόλις χώριζαν, αναριγούσαν και όταν

ενώνονταν, από την ηδονή. Η Νύχτα ανέβηκε στην κορυφή ενός λόφου,

ύψωσε το κεφάλι στον ουρανό, μέθυσε από την ομορφιά του και

αλύχτησε. Τότε, το ζευγάρι γύρισε στη σκηνή με την αστροφεγγιά

κολλημένη στις σάρκες και τις καρδιές να τραγουδάνε ζωηρά.

Ο Δαρείος, ο μεσήλικας πολεμιστής των Μαυροκόκκινων Φαντασμάτων

φυλούσε σκοπιά μαζί με τον Λάαργκ και απαριθμούσε στον νεαρό τα

αμέτρητα πεδία μάχης που είχε βαδίσει, όταν ήταν στην ακμή του. Μέσα

στη σκηνή, ο Αίαντας με τον Αχιλλέα ροχάλιζαν και ο θόρυβος τους

ασχήμαινε τα ουρλιαχτά των λύκων και τα κελαηδίσματα των

νυχτοπουλιών. Μα ήρθε ο ύπνος και λύτρωσε το ζευγάρι από αυτήν την

παραφωνία, τραγούδησε ψιθυριστά γλυκές μελωδίες που το οδήγησε σε

όνειρα γεμάτα ευδαιμονία.

Την επομένη, τους καλημέρισαν χοντρές νιφάδες που έπεφταν απαλά

από τον γαλακτόχρωμο ουρανό, να μαλακώσουν το παλιό χιόνι που είχε

παγώσει στην ανάσα του βοριά. Δεν είχαν καιρό να ανάψουν φωτιές,

έφαγαν, βιαστικά, κρύο το πρωινό τους, μάζεψαν τις σκηνές τους,

φόρτωσαν τις άμαξες και, πριν προχωρήσει η μέρα, βρέθηκαν ξανά να

βαδίζουν στον Τιτάνιο Δρόμο. Προπορεύονταν πάλι ο Αχιλλέας με τον

Οδυσσέα, μόνο που αυτή τη φορά ακολούθησε και ο Αίαντας,

προκειμένου να ανοίγει δρόμο με το πελώριο κορμί του. Πάνω στον

Αρίωνα, ο Έκτορας δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα, αλλά ήταν από

τους λίγους. Τα υπόλοιπα άλογα αγκομαχούσαν, καλπάζοντας ανάμεσα

από το πυκνό στρώμα χιονιού ακόμα και τα σκληροτράχηλα, πολεμικά

άτια των Αμαζόνων. Οι βαριές άμαξες βούλιαζαν και κολλούσαν, ενώ οι

πολεμιστές που προχωρούσαν πεζή είχαν μελανιασμένα πρόσωπα, δεν

ένιωθαν τα πόδια τους κι ας φορούσαν χοντρές γούνες και δερμάτινες

μπότες. Σκεφτόταν ο Έκτορας μήπως ήταν λάθος που ξεκίνησαν για την

Σωθράπον εν μέσω κακοκαιρίας, όμως έπειτα συλλογίστηκε πως οι

Θανατώριοι δεν λογάριαζαν κρύο και αντιξοότητες, δεν θα αργούσαν να

ξανά επιτεθούν στη Μηδείανορ, με μεγαλύτερο μένος από ότι πριν. Κι

όσο ο Ζακχαέρ Ντων έμενε ασφαλής στη Σεθίρηκα, η πόλη θα

πολιορκούταν συνεχώς, ώσπου να έπεφτε τελικά. Κι αυτό θα σήμανε το

τέλος κάθε ελπίδας.

Οι σκοτεινοί όγκοι των δύο θρυλικών βουνών ολοένα και πλησίαζαν

τον στρατό, ώσπου, το απόγευμα, ο Τιτάνιος Δρόμος έστριψε στις

παγωμένες σκιές τους. Γύρω του, μια κοιλάδα ξανοιγόταν. Στα γυμνά,

μαύρα κλαδιά των φυλλοβόλων δέντρων κρέμονταν κρύσταλλοι πάγου

που αντικαθρέφτιζαν το λευκό τοπίο. Γκριζωποί βράχοι ξεπρόβαλλαν έξω

από το χιόνι, μυτεροί και αστραφτεροί, σαν δόντια αρχαίου θηρίου.

Στο πέρας της κοιλάδας, εκεί όπου ξεκινούσαν οι πρόποδες του

Ασημόκορφου, έστεκε ένα πέτρινο γλυπτό. Ο Οδυσσέας εξήγησε πως

ήταν το μόνο απομεινάρι μιας αρχαίας πολιτείας, της Ατλαντίας, που

ευημερούσε για αιώνες στους πρόποδες του βουνού. Το άγαλμα

αναπαριστούσε τη Γαία, μια σπουδαία θεά και το Χάος, το παντοδύναμο,

αρχέγονο στοιχειό να ενώνονται και από τον έρωτα τους να γεννιέται ο

Ουρανός. Ο χρόνος και η κακοκαιρία δεν χαρίστηκαν στο γλυπτό, από

την Γαία έλειπε ένα χέρι και ο κορμός της ήταν εντελώς αλλοιωμένος,

ενώ το πρόσωπο του Χάους είχε διαβρωθεί τελείως, παραμορφώνοντας τα

χαρακτηριστικά του. Όμως ο Ουρανός φαινόταν καθαρά: Μια τέλεια

σφαίρα, που είχε πάνω της ανάγλυφους όλους τους αστερισμούς, τους

πλανήτες και τους μακρινούς γαλαξίες. Μάλιστα, ορισμένα από τα

ουράνια σώματα έμοιαζαν να προβάλουν μέσα από τη σφαίρα, από

μακρινά βάθη, αν και δεν ήταν μεγαλύτερη από μια άμαξα και ήταν

αδιαφανής. Ο Έκτορας, η Ανδρομάχη και ο Φίλιππος σταμάτησαν μερικά

λεπτά και θαύμασαν το γλυπτό, αναστυλώθηκε στο νου τους, καινούριο,

λαμπερό, ανέγγιχτο από τους αιώνες, τους αέρηδες και τα χιόνια, είδαν το

πρόσωπο του Χάους, ανεξιχνίαστο, γεμάτο δύναμη και σοφία, με μια

σκληράδα αποτυπωμένη στα όμορφα χαρακτηριστικά του. Είδαν και τη

Γαία, όμορφη, λυγερή, ντυμένη σε γαλαζοπράσινο, στιλπνό μανδύα.

Μονάχα ο Ουρανός έμεινε στη φαντασία τους όπως τον αποτύπωνε το

άγαλμα, αλλά αυτό δεν μείωσε το δέος που ένιωσαν. Ταξίδεψαν ανάμεσα

στα αστέρια του, πέταξαν γύρω από τους πλανήτες και χάθηκαν στη

μεγαλοσύνη των γαλαξιών. Γέμισε ο νους τους ομορφιά και τρόμο,

συνέχισαν τον δρόμο τους, αναστενάζοντας.

Ο Τιτάνιος Δρόμος έστριψε αριστερά στους πρόποδες του

Ασημόκορφου, πλησιάζοντας τις ράχες της Αετοφωλιάς. Στα μισά του

δρόμου, ανάμεσα από τα δύο βουνά, είδαν άλλο ένα θαύμα, σμιλεμένο

από τη φύση. Ένας βράχος στη πλαγιά της Αετοφωλιάς σχημάτιζε μια

ημικυκλική αψίδα που περνούσε πάνω από τον Τιτάνιο Δρόμο. Την

άνοιξη, από την αψίδα κρεμόταν μια κουρτίνα από κισσούς γεμάτους

πολύχρωμα λουλούδια, τώρα όμως κρέμονταν κρύσταλλοι πάγου που

φέγγιζαν τριγύρω τα χρώματα της ίριδας. Ο Εύδωρος φώναξε, γεμάτος

ενθουσιασμό, πως αυτήν την αψίδα είχε φτιάξει ο γιγάντιος αετός που

κατοικούσε στην κορφή του βουνού, όταν πέρασε μέσα από τον συμπαγή

βράχο. Ασυναίσθητα, ο Έκτορας ύψωσε το κεφάλι του ψηλά, μα οι

κορυφές, τόσο της Αετοφωλιάς, όσο και του Ασημόκορφου, ήταν

κρυμμένες από λευκά, αδιαπέραστα σύννεφα. Έχοντας περάσει πολύ

καιρό μέσα σε ένα μυθικό μέρος, έχοντας δει πλάσματα που δεν

συναντιούνται ούτε στα πιο ευφάνταστα παραμύθια, δεν απέκλειε το

ενδεχόμενο της ύπαρξης αυτού του πτηνού και ήθελε μια ευκαιρία να το

αντικρίσει. Όμως, η κακοκαιρία και οι απρόσιτες ράχες της Αετοφωλιάς

ήταν αποφασισμένες να του την στερήσουν. Πέρασε μέσα από την αψίδα,

ξεφυσώντας απογοητευμένος, πίσω από τον Εύδωρο, που έκανε μια μικρή

υπόκλιση και φίλησε τα τοιχώματα της πριν την διαβεί.

Και τα δύο βουνά ήταν πολυμιλημένα και διέγειραν την φαντασία των

διαβατών επί αιώνες, ωστόσο τίποτε συνταρακτικό δεν συνέβη καθώς ο

στρατός περνούσε ανάμεσα τους. Πέρα από την πανέμορφη αψίδα δεν

συνάντησαν κάτι που να τους κεντρίσει την προσοχή, ούτε να τους

ανησυχήσει. Έτσι, συνέχισαν χωρίς καθυστέρηση την πορεία τους πάνω

στον Τιτάνιο Δρόμο, που απομακρυνόταν από τα πανύψηλα όρη και

φιδογύριζε σε αχανείς πεδιάδες, πάνω στις οποίες υψώνονταν γυμνοί

λόφοι. Η χιονόπτωση σταμάτησε, όχι όμως και οι αντιξοότητες.

Αναγκαστικά, προχωρούσαν αργά, τα δόντια των πολεμιστών

κροτάλιζαν από το κρύο, το χνώτο τους έβγαινε τόσο πηχτό που έμοιαζε

απτό, στερεό. Πολύ συχνά έπρεπε να κάνουν στάσεις για να καθαρίσουν

τον δρόμο, ώστε να μπορέσουν να περάσουν οι άμαξες, κάτι που έκανε το

κρύο ακόμα πιο ανυπόφορο. Η συνεχής κίνηση ήταν ο μόνος τρόπος να

ζεσταθούν λιγάκι. Αγέρωχος και αρχοντικός, ο Αρίωνας έμοιαζε να

προσπαθεί να εμψυχώσει τα υπόλοιπα άλογα, χλιμιντρίζοντας

διαπεραστικά και χτυπώντας τις οπλές του στο χιόνι. Έπειτα, κουνώντας

περιφρονητικά το κεφάλι, συνέχιζε να καλπάζει, μεταφέροντας τον

Έκτορα στις πλάτες του, δίχως δυσκολία. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να μην

θαυμάσει το κουράγιο του αλόγου και το επιβράβευε, χαϊδεύοντας την

γυαλιστερή χαίτη του. Συνέχισαν να κινούνται, ακόμα κι αφού έπεσε το

σκοτάδι, έπειτα από τις παροτρύνσεις του Οδυσσέα, προκειμένου να

καλυφθεί ο χαμένος χρόνος.

Τελικά, νικήθηκαν από την ανελέητη παγωνιά της νύχτας και

κατασκήνωσαν εξουθενωμένοι στα ριζά ενός λόφου. Οι λίγοι που δεν

είχαν εξαντλήσει τα αποθέματα αντοχής τους ανέλαβαν να ανάψουν

φωτιές και να μαγειρέψουν. Οι Νότιοι σύντροφοι έμοιαζαν ακούραστοι,

με ανεξάντλητο κέφι, έβγαλαν τα ταμπούρλα και τις φλογέρες τους,

έπαιξαν ζωηρούς ρυθμούς και άρχισαν να χορεύουν γύρω από τις φλόγες.

Η Ανδρομάχη μιμήθηκε το παράδειγμα τους, πήρε το φλάουτο της,

κάθισε ανάμεσα τους και μπήκε στον ρυθμό, την ίδια ώρα που ο Φίλιππος

πήρε από το χέρι της Αριάδνη και την Αφροδίτη και ρίχτηκαν στο χορό.

Ο Οδυσσέας καθόταν οκλαδόν πλάι σε μια φωτιά και έγραφε

προσηλωμένος σε μια περγαμηνή, καπνίζοντας την πίπα του. Τον

πλησίασε ο Έκτορας και τον χαιρέτησε, μα δεν πήρε απόκριση. Κάθισε

και τον ρώτησε τι έγραφε. Ο άντρας στράφηκε, τον κοίταξε μια στιγμή,

κούνησε το κεφάλι, σαν ενοχλημένος βούβαλος που πολιορκείται από

μύγες και συνέχισε να γράφει, σαν να μη συνέβη τίποτα. Πλέον, ο νεαρός

είχε συνηθίσει τις ιδιορρυθμίες και την κυκλοθυμική συμπεριφορά του

Οδυσσέα, έτσι δεν παραξενεύτηκε, το βλέμμα του πλανήθηκε στα μαύρα,

γυμνά, ιδρωμένα κορμιά που χόρευαν παθιασμένα, στάθηκε μια στιγμή

στον Λάαργκ που χόρευε με τον Φίλιππο και τις δύο Αμαζόνες και τελικά

σταμάτησε στην Ανδρομάχη. Τα μακριά ματόκλαδα της ήταν κλειστά και

έβλεπε γύρω τους νότες να σαλεύουν, πριν γίνουν ανάσα και βγουν

μελωδικά από το φλάουτο. Το μέτωπο της πυρώθηκε από την ένταση της

μουσικής, άρχισε να σταλάζει ιδρώτα. Ο Έκτορας έκλεισε τα μάτια και

φαντάστηκε πως ήταν μια στάλα ιδρώτα που φιλούσε κάθε σπιθαμή του

μετώπου της, έρρεε ανάμεσα από τα μάτια της, κυλούσε στα μάγουλα,

στον λαιμό και φώλιαζε στα στήθια της, πλάι στην καρδιά.

Δεν συγκινούταν ο χειμώνας από τις αστραποβολούσες, ζεστές καρδιές

των πολεμιστών, μήτε η φωτιά κατόρθωνε να φάει το χιόνι, το ρόδιζαν

μονάχα οι ανταύγειες της. Όταν η νύχτα προχώρησε, παραδόθηκε το κέφι

στην παγωνιά και τα κορμιά αφέθηκαν στη νύστα. Σύρθηκαν,

σκουντουφλώντας, στις σκηνές, κουκουλώθηκαν κάτω από τις φλοκάτες

και τις γούνες κι άφησαν τη Νύχτα να συνεχίσει το τραγούδι ως το πρώτο

φως του ήλιου.

Ο Έκτορας ξύπνησε νωρίς, στοιχειωμένα ήταν ακόμα τα όνειρα του

από το σκοτάδι και δεν κοιμόταν καλά. Βγήκε έξω και ανακλαδίστηκε.

Τα πρησμένα μάτια του έπεσαν στον Λάαργκ. Ο σκληραγωγημένος

νεαρός πολεμιστής έστεκε γυμνός, έξω από τη σκηνή του και έπαιζε στα

χέρια του το κοντάρι του Σίμπαγκορ, προσπαθώντας να το τιθασεύσει στη

λαβή του. Μα ήταν βαρύ, δύσκολο στο χειρισμό, μονάχα στον παλιό του

αφέντη, τον ένδοξο λιονταροκυνηγό απαντούσε. Τον καλημέρισε με ένα

γνέψιμο ο Έκτορας και κίνησε να βαδίζει ανάμεσα στις σκηνές, δίχως

σκοπό.

Στάθηκε πάνω από μία θράκα και σκάλισε τα κάρβουνα με το πόδι του.

Εκείνα ζωντάνεψαν στο άγγιγμα του, κοκκίνισαν και έπειτα έπεσαν ξανά

σε λήθαργο. Ένιωσε κίνηση από ψηλά και έστρεψε το κεφάλι.

Καθισμένος στο χαμηλό κλωνάρι ενός δέντρου, ήταν ο Οδυσσέας-

άυπνος, όπως κατάλαβε από τα κατακόκκινα μάτια του. Έγνεψε ζωηρά

στον Έκτορα, έβαλε την πένα ανάμεσα στα δόντια του, δίπλωσε την

περγαμηνή και, με ένα σάλτο, κατέβηκε από το δέντρο. Το χαμόγελο του

απέπνεε έντονη παιδικότητα, όπως ενός μωρού που περηφανευόταν για τα

πρώτα του βήματα ή τις πρώτες του λέξεις. Ξεδίπλωσε βιαστικά την

περγαμηνή και την ακούμπησε στη μύτη του Έκτορα. Αιφνιδιασμένος

εκείνος, έκανε ένα βήμα πίσω, σταθεροποίησε την περγαμηνή στα χέρια

του και την κοίταξε. Ήταν το σκίτσο ενός άντρα με αδρά χαρακτηριστικά,

αραιωμένα μαλλιά και σκελετωμένο σώμα. Οι λεπτομέρειες του σχεδίου

ήταν εντυπωσιακές, ζωγραφισμένες με μεγάλη τέχνη, όμως ο Έκτορας

δεν μπόρεσε να τις προσέξει. Είχε απορροφηθεί από το μακάβριο,

αλλόκοτο στοιχείο της εικόνας. Τα άκρα του άντρα ήταν

ακρωτηριασμένα, έτρεχε το αίμα ποτάμι από τις βαθιές πληγές κι όμως,

εκείνος χαμογελούσε! Έδειχνε τρισευτυχισμένος μάλιστα.

Το ανυπόμονο βλέμμα του Οδυσσέα προσπαθούσε ανυπόκριτα να

αποσπάσει τα σχόλια του νεαρού. Εκείνος ξεροκατάπιε και είπε, με

έκδηλη αμηχανία:

«Μα, δεν καταλαβαίνω. Γιατί χαμογελάει; Είναι ακρωτηριασμένος».

Απηυδισμένος, ο Οδυσσέας έκλεισε τα μάτια, έπειτα κοίταξε τον Έκτορα

και του αποκρίθηκε:

«Γιατί ακρωτηριάστηκε, όμως; Δεν τον βασάνισε κανείς, ούτε θέλησε

κάποιος να τον σκοτώσει. Μόνος του έκοψε τα χέρια και τα πόδια!»

διαβάζοντας την επόμενη ερώτηση στα μάτια του Έκτορα, συνέχισε

έντονα »Μα, για να κόψει τα δεσμά του φυσικά! Ήταν καθηλωμένος,

χειροπόδαρα του είχαν περάσει αλυσίδες και αποφάσισε να ελευθερωθεί.

Γι’ αυτό χαίρεται. Είναι ελεύθερος»

«Αλλά πεθαίνει». Συμπλήρωσε ο Έκτορας. Παραξενεμένος από το

σχόλιο του, ο Οδυσσέας ανασήκωσε τα φρύδια. Όταν του απάντησε, είχε

το γνώριμο, αυτάρεσκο χαμόγελο στα χείλη του.

«Εσύ όχι; Εγώ; Δείξε μου ποιος δεν πεθαίνει ανάμεσα μας.

Τουλάχιστον, τούτος, προτού χαθεί, θα έχει κερδίσει»

«Αξίζει η ελευθερία τέτοια θυσία;»

«Ω, δεν είναι θυσία, αυτό θέλω να σου εξηγήσω. Δεν είχε τίποτε να

χάσει. Ή θα πέθαινε μετά από χρόνια, σαπισμένος, μόνος, ανυπόστατος,

με μόνη συντροφιά τις αλυσίδες ή θα τολμούσε να δοκιμάσει τις αντοχές

του, να δει αν θα προφτάσει να ανταμώσει ξανά αγαπημένα πρόσωπα, αν

θα αντίκριζε ξανά το φως της μέρας, αν θα τον φιλούσε ξανά το βραδινό

αγιάζι. Επέλεξε το δεύτερο. Γιατί, βλέπεις, μπροστά στο θάνατο είμαστε

όλοι ίδιοι, δεν ξεχωρίζει εκείνος παράτολμους από νοικοκυραίους»

«Τους ξεχωρίζει όμως η ζωή».

«Αλήθεια; Σε διαβεβαιώνει η ζωή ότι σαν φρόνιμος θα ζήσεις

περισσότερο; Όχι, αυτή δεν είναι η ζωή, αυτή είναι η ελπίδα που σε θέλει

αιχμάλωτο, σε θηλάζει κι ας μην έχει γάλα να σου δώσει. Δεν μετριέται η

ζωή με τα χρόνια, φίλε μου, μετριέται με τα φιλιά, με το αίμα, με τις

αγωνιώδεις ανάσες, με το δάκρυ και το γέλιο. Όχι, δεν ξεχωρίζει αυτή

τους φρόνιμους από τους τολμηρούς. Μια αβεβαιότητα είναι που οδηγεί

στη βεβαιότητα του θανάτου. Κι εμείς, καλούμαστε μονάχα να

αποφασίσουμε αν θα ανταμώσουμε το τέλος ουρλιάζοντας στο φεγγάρι,

με μοναδική σκεπή τον έναστρο ουρανό ή σκύβοντας το κεφάλι μες στο

μαντρί, περιμένοντας την σειρά μας να σφαχτούμε».

Του καλάρεσαν τα λόγια τούτα του Έκτορα, δεν βρήκε ανταπάντηση

να πει. Καθένας είχε κάτι διαφορετικό να απαντήσει στο ερώτημα «τι

είναι η ζωή;», μα ο ορισμός του Οδυσσέα ήταν ο καλύτερος που είχε

ακούσει. Τι είναι η ζωή, αν όχι η απόκριση μας στο θάνατο; Και ήταν,

σίγουρα, καλύτερο να αποκριθείς με ένα μακρόσυρτο αλύχτισμα παρά με

ένα αδύναμο βέλασμα. Βλέποντας ότι ο νεαρός είχε αντιληφθεί πλέον την

σημασία του σκίτσου, ο Οδυσσέας γέλασε τρανταχτά και τον χτύπησε

στην πλάτη.

Ξημέρωσε για τα καλά η μέρα και ζωντάνεψε ο καταυλισμός. Βγήκαν

όλοι από τις σκηνές, τουρτουρίζοντας, κίνησαν να μαγειρεύουν και να

φορτώνουν τις άμαξες. Ακόμα και οι αιχμάλωτοι Κύκλωπες δεν έμειναν

ανέγγιχτοι από το πρωινό βοριαδάκι, έτριβαν τα πελώρια μπράτσα τους

και τυλίγονταν σφιχτά στα κουρέλια τους να ζεσταθούν. Μόλις έφαγαν κι

εκείνοι, ο στρατός ξεκίνησε για άλλη μία ημερήσια πορεία. Ο ουρανός

επιτέλους τους σπλαχνίστηκε και κράτησε τη χιονόπτωση στα φορτωμένα

σύννεφα.

Καθώς προχωρούσαν, η στάθμη του χιονιού μειωνόταν, όχι ωστόσο

αρκετά ώστε να ανακουφιστούν τα παγωμένα πόδια των πολεμιστών και

να περάσουν ανεμπόδιστες οι άμαξες. Παρ’ όλα αυτά ο ρυθμός είχε

ταχύνει και πριν το απόγευμα είχαν αφήσει πίσω τους τα δύο φημισμένα

βουνά. Τώρα, μπροστά τους ξανοίγονταν αχανείς πεδιάδες,

πλημμυρισμένοι χείμαρροι και κοιλάδες βυθισμένες στο αφράτο χιόνι.

Όταν ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει, ο Τιτάνιος δρόμος βρέθηκε σε

μία διακλάδωση, από όπου ξεκινούσαν τρεις αρτηρίες. Εκεί, έστριψαν

αριστερά, από όπου ξεκινούσε η κάθοδος για την Σωθράπον. Με κάθε

βήμα τους, η αγωνία μεγάλωνε, ένιωθαν τη Σκιά να δυναμώνει, να κάθετε

στις καρδιές και να τις φαρμακώνει. Περισσότερο από όλους την ένιωθε ο

Φίλιππος, είχε ζήσει στο ζυγό της επί δεκαπέντε χρόνια, απαλλάχτηκε για

μερικούς μήνες και τώρα επέστρεφε σε αυτήν. Ορθώθηκαν μέσα του οι

σύντροφοι που άφησε ξωπίσω, σκελετωμένοι, κουρελιασμένοι, με

βαθουλωμένα, κενά μάτια να τον κοιτάνε παραπονετικά. Του άπλωναν το

χέρι, μα δεν μπορούσε να δώσει το δικό του κι ας το ήθελε. Μονάχα

αναστέναζε να τους παρηγορήσει, μα δεν εννοούσαν να φύγουν από τις

σκέψεις του. Εκεί θα έμεναν, ώσπου να έπεφτε η Σεθίρηκα και να

λυτρωθούν. Ένιωσε τον πόνο του η φύση, είδε τα σκυθρωπά βλέμματα

όλων, κατεβασμένα από το βάρος της σκιάς και αποφάσισε να τους δώσει

κουράγιο, να τους χαρίσει την ομορφιά πριν φύγουν για το Σκότος.

Έτσι, ο δρόμος τους οδήγησε στην Πεδιάδα του Νάρκισσου. Δεν έχανε

αυτή την σαγήνη της, χειμώνα-καλοκαίρι, αψηφούσε κακοκαιρία και

σκοτάδι. Στην ανατολική άκρη της ήταν οι όχθες μιας λίμνης, με

παγωμένη επιφάνεια, στο χρώμα του ασημιού. Οι κρύσταλλοι στις όχθες

λαμποκοπούσαν και διαθλούσαν το φως στα χρώματα τις ίριδας. Πάνω

από το έδαφος φύτρωναν πανέμορφα λουλούδια που άνθιζαν και είχαν τις

ρίζες τους στο χιόνι. Είχαν πέταλα τόσο λευκά που έκαναν το χιόνι να

μοιάζει γκρίζο και η καρδιές τους ήταν κατακόκκινες, λαμπερές σαν

ρουμπίνια. Πλούτιζαν τον αέρα με την απαλή μυρωδιά τους, γλυκιά και

γοητευτική. Τούτα ήταν τα Διαμαντολούλουδα, που απαντιόνταν μονάχα

στην Πεδιάδα του Νάρκισσου.

Φώτισαν τα μάτια των πολεμιστών, αντικρίζοντας τα και, μόλις το

άρωμα τους έφτασε στα ρουθούνια τους, αλάφρωσαν οι ψυχές τους,

έβγαλαν φτερά και πέταξαν κελαηδώντας. Δεν ήθελαν να πατήσουν

κάποιο λουλούδι, ούτε να τσακίσουν καν κάποιο πέταλο, έτσι κινήθηκαν

προσεχτικά ανάμεσα τους, έχοντας τα μάτια διάπλατα ανοιχτά, να μπει

από μέσα τους όση ομορφιά χωρούσε, να την κρατήσουν στις ψυχές τους

σαν φυλαχτά. Ξελιγωμένα τα ρουθούνια, ρουφούσαν άπληστα, ακόρεστα,

την μυρωδιά τους, θαρρείς και ήθελαν να την τραβήξουν όλη. Μα που να

χωρέσει τόση ευωδιά στα μικρά ρουθούνια των θνητών, που να

προφτάσουν τα μάτια τους να θαυμάσουν ολάκερη την ομορφιά στο

μεγαλείο της! Ακούμπησε ο καθένας την παλάμη του στο στήθος, σαν να

ήθελε να ψηλαφίσει την εικόνα που αποτυπώθηκε μέσα του, να βεβαιωθεί

ότι είναι εκεί, ώστε να την βρει σε ώρες ανάγκης. Κι όλοι μαζί

αναστέναξαν όταν άφησαν πίσω τους την πεδιάδα, μερικοί έστριψαν τα

κεφάλια για μια τελευταία, φευγαλέα εικόνα, άλλοι δεν βαστούσαν να

δουν τι άφηναν ξωπίσω και κρατούσαν τα κεφάλια μπροστά και τα μάτια

σφαλιστά. Με αυτό το θαύμα τους αποχαιρέτησε η φύση, με τις ευλογίες

της τους άφησε σε μέρη νεκρά, άσχημα, σκοτεινά.

Μέχρι και το χιόνι έχασε την λευκότητα του, μετά την Πεδιάδα του

Νάρκισσου, πήρε ένα γκρίζο, άχαρο χρώμα. Τα λιγοστά δέντρα που

απέμειναν στο έρημο τοπίο ήταν καμένα, μαύρα, δίχως καμία ένδειξη

ζωής. Δύο φορές πέρασαν από τα απομεινάρια πολιτειών που είχαν

παραδοθεί στο μένος του Ζακχαέρ Ντων, το μόνο που έβλεπαν ήταν

καμένα ερείπια και μαυρισμένοι σκελετοί σε λασπωμένο έδαφος, τόσο

μολεμένο από τους Θανατώριους που ούτε το χιόνι τολμούσε να το

αγγίξει. Δεν είδαν Θανατώριους, Νυχτοβάτες ή Ζεβοντάν, είχαν όλοι

προφανώς καλεστεί στη Σεθίρηκα, ώστε να εξαπολύσουν το δεύτερο,

συντριπτικό κύμα επίθεσης στη Μηδείανορ. Χαϊδεύοντας την λαβή του

Σπαθιού της Λύκης, ο Έκτορας σκέφτηκε την έκπληξη των απαίσιων

πλασμάτων όταν θα έβλεπαν τον στρατό έξω από τα τείχη της Σωθράπον,

τον στρατό που θα τους αφάνιζε. Φαντάστηκε την έκπληξη και τον φόβο

στα πρόσωπα τους κι ένα μοχθηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.

Το Σπαθί της Λύκης δεν λογάριαζε την ασχήμια του τοπίου, έλαμπε

αιμοβόρικα, χαρίζοντας κουράγιο στους οδοιπόρους. Μπόλικο αίμα είχε

ήδη πιει, πολλούς λαιμούς είχε κόψει, μα δεν θα αναπαυόταν ώσπου να

καρφωθεί στο στήθος του Ζακχαέρ Ντων. Ζέσταινε τρυφερά την παλάμη

του Έκτορα, ανταποκρινόμενο στο άγγιγμα του, ψιθυρίζοντας στο αυτί

του υποσχέσεις δόξας και θριάμβου. Μολαταύτα, δεν θα αργούσε ο

καιρός που θα του ψιθύριζε λόγια αυτοκαταστροφής, κι ας το αγνοούσε ο

νεαρός.

Εκείνο το βράδυ στρατοπέδευσαν στα ερείπια μιας πόλης-κράτους που

έφερε στο νου του Φίλιππου πολλές δυσάρεστες αναμνήσεις. Το έδαφος

ήταν χαρακωμένο από τα ίχνη των σιδερένιων μποτών που φορούσαν οι

Θανατώριοι, ενώ η δυσωδία των πλασμάτων ήταν ακόμα αισθητή στην

ατμόσφαιρα. Η διαδρομή εκείνης της μέρας ήταν πιο άνετη από των

προηγούμενων, μα δεν ήταν η κούραση που κρατούσε τα κεφάλια τους

σκυμμένα και τις καρδιές τους σε ένταση. Ήταν η διαρκώς αυξανόμενη

αίσθηση της σκοτεινιάς. Σαν όρνιο, πετούσε από πάνω τους, τους

στοίχειωνε, ανέδυε τους βαθύτερους φόβους και τις ξεχασμένες ντροπές

τους. Έχοντας περάσει μέσα από τις βαθύτερες πτυχώσεις του Σκότους, η

συντροφιά ήταν εκείνη που έπρεπε να αναλάβει την αναπτέρωση του

ηθικού.

Έτσι, ο Αχιλλέας άναψε φωτιά, έβαλε σφάγια στα κάρβουνα, την ίδια

ώρα που η Ανδρομάχη έβγαλε το φλάουτο της και ο Έκτορας με τον

Φίλιππο άρχισαν να χορεύουν. Πρώτος ο Λάαργκ ανταποκρίθηκε στις

προσπάθειες τους, πήρε δύο Αμαζόνες από το χέρι και αφέθηκε μαζί τους

στο ρυθμό. Ο Αίαντας άναψε κι άλλες φωτιές, έβαλε κι άλλα κρέατα να

ψήνονται, σηκώθηκαν η Άλκηστις, η Άρτεμις και η Αφροδίτη και

άρχισαν να λικνίζουν τα κορμιά τους. Άνοιξαν και οι Κένταυροι βαρέλια

με κρασί και γέμισαν τις κούπες όλων. Στη συνέχεια, αναθάρρησαν οι

Νότιοι και οι Ανατολίτες, πήραν τα τύμπανα, τις κιθάρες και τις φλογέρες

στα χέρια, άρχισαν να παίζουν.

Σιγά- σιγά κρύφτηκε η σκοτεινιά, δεν άντεξε τις ζωηρές μελωδίες, τους

κεφάτους χορούς και τα ερωτικά χάδια. Και κούρνιασε ακόμα πιο δειλά,

όταν άκουσε το αλύχτισμα της Νύχτας που συντρόφευε πιστά τους φίλους

της. Δεν έφυγε παρ’ όλα αυτά από εκείνο το μέρος, παρά μόνο όταν

ενώθηκαν τα κορμιά στις τελετουργίες του έρωτα και ακούστηκαν τα

ηδονικά αγκομαχητά. Έπειτα, ξάπλωσαν κι έβλεπαν τους αχνούς του

ιδρώτα να στριφογυρίζουν πάνω από τα γυμνά κορμιά τους,

σχηματίζοντας όμορφα σχέδια που μάχονταν να διώξουν την ασχήμια του

μέρους. Δεν θα χάνονταν όμως οι ουλές τούτες από το πρόσωπο της γης

πριν ξεθεμελιωθεί η Σεθίρηκα, όσο κι αν πάσχιζε ο έρωτας να τις

επουλώσει.

Ανίκανα ήταν τα όνειρα να παρηγορήσουν τον ύπνο του Έκτορα.

Μονάχα του θύμιζαν τη Σκιά που πυργωνόταν μερικά χιλιόμετρα μακριά

του. Έβλεπε διαρκώς μια ακαθόριστη φιγούρα με κίτρινα μάτια,

παγωμένα, να τον καταριέται σε άγνωστες γλώσσες, να τον απειλεί και να

ορθώνει το σπαθί μπροστά του. Και το σώμα, ναρκωμένο, μουδιασμένο

από το λήθαργο δεν μπορούσε να αισθανθεί το γυμνό κορμί της

Ανδρομάχης να τον αγγίζει καθησυχαστικά. Μονάχα ξύπνιος ένιωθε

γαλήνη, κουράγιο. Γελούσε με τους συντρόφους του, άκουγε τις

συμβουλές τους, έδινε κι εκείνος όποτε χρειαζόταν, απολάμβανε κάθε

χάδι της Ανδρομάχης, κάθε φιλί, κάθε ερωτική επαφή, παρηγορούσε τον

Φίλιππο, συζητούσε με τον Οδυσσέα και ευχόταν να μην ερχόταν η ώρα

που θα σφάλιζε τα μάτια του.

Αλλά, κάθε μέρα που περνούσε, κάθε νύχτα που στρατοπέδευαν

κοντύτερα στη Σωθράπον, οι εφιάλτες γίνονταν όλο και πιο βασανιστικοί,

όλο και πιο ζωντανοί. Ορισμένες φορές, χρειαζόταν κάμποσες στιγμές,

όταν πεταγόταν αλαφιασμένος από τον ύπνο, ώσπου να συνειδητοποιήσει

πως δεν βρισκόταν στα μπουντρούμια της Σεθίρηκα, αλλά ασφαλής, πλάι

στην Ανδρομάχη.

Βαλκυρίες

άδιζαν σε άγονα τοπία, παντέρημα, μέσα στο γκρίζο χιόνι,

χαρακωμένο από τα ίχνη των Θανατώριων. Πάνω από τα κεφάλια

τους ο ουρανός κατσούφιαζε, μολυβένιος, δίχως ίχνος ζωντάνιας.

Ακόμα και τα σύννεφα έστεκαν ακίνητα κι ας φυσούσε ο βοριάς

παγωμένος. Κάθε σπιθαμή τούτου του τόπου ήταν νεκρή, παραδομένη

στη μάστιγα της Σεθίρηκα. Σε μια στροφή του Τιτάνιου Δρόμου, γύρω

από έναν λόφο, συνάντησαν ένα τείχος ομίχλης, που σκέπαζε τα πάντα.

Όλοι κοντοστάθηκαν για μια στιγμή και έμειναν να το κοιτάζουν. Σε όλο

το στρατό απλώθηκε ένα μουρμουρητό και οι πολεμιστές αντάλλαξαν

βλοσυρά βλέμματα μεταξύ τους. Η συντροφιά ήξερε τι σήμαινε αυτή η

ομίχλη, μα και εκείνοι που δεν γνώριζαν, το αισθάνθηκαν, σαν αμόνι που

γκρεμιζόταν στις καρδιές τους. Έμπαιναν στην επικράτεια του Ζακχαέρ

Ντων. Με αργά, διστακτικά βήματα, προχώρησαν μέσα στην ομίχλη. Δεν

είχε την δροσιά και την ανάλαφρη υφή όπως συνηθιζόταν, ήταν πηχτή,

αποπνικτική, σαν καπνός και έκρυβε το λιγοστό φως της ημέρας. Ανέδυε

την έντονη δυσωδία της αποσύνθεσης και, καθώς τα ξέφτια της άγγιζαν

το γυμνό δέρμα των πολεμιστών, τους προκαλούσε ανατριχίλα. Η

σκοτεινιά της κατάπινε άπληστα το χνώτο τους, ήταν τόσο μολεμένη που

σε κάθε τους ανάσα ένιωθαν τα ρουθούνια τους να καίγονται και τα

πνευμόνια τους να ζαρώνουν. Μέχρι και το χιόνι ήταν αφύσικα άσχημο.

Έχασε κάθε ίχνος λευκότητας, δεν ήταν αφράτο, παρά γκρίζο, τραχύ και

εύθραυστο σαν στάχτη, κριτσάνιζε σε κάθε βήμα τους.

«Προσοχή». Συνέστησε ο Φίλιππος. »Μπορεί να παραφυλάνε

Ζεβοντάν τριγύρω, να έχετε το νου σας».

Ακούγοντας τα λόγια του, όλοι γύμνωσαν τα όπλα τους. Ο Φίλιππος

έβγαλε από τα θηκάρια τα δίδυμα ξίφη που του είχε χαρίσει ο Πώρος.

Είχαν κυρτές, κοντές λεπίδες, όπου πάνω τους ήταν σκαλισμένα κρίνα

ανθισμένα στην ανατολή του ήλιου. Οι δερμάτινες λαβές, επενδυμένες με

φλέβες χρυσού, καμπύλωναν και λέπταιναν στις άκρες, θυμίζοντας ουρές

σκορπιού. Δεν ήταν ξένα στη σκοτεινιά αυτά τα σπαθιά, είχαν υπηρετήσει

τον πεπειραμένο πολεμιστή σε πολλές μάχες, από κάθε λογής πλάσμα

είχαν γευτεί αίμα και φαινόταν ταιριαστό να κληροδοτηθούν στο νεαρό

που πολεμούσε τον Ζακχαέρ Ντων πάνω από δεκαπέντε χρόνια.

Στην κορυφή της παράταξης, ο Αχιλλέας, πλάι στον αδερφό του που

βάδιζε ανέμελα, έσφιγγε στα πελώρια χέρια τον δίκοπο πέλεκυ του.

Ακόμα και τα δικά του, γυμνασμένα μάτια δεν ήταν δυνατό να δουν πέρα

από μια ακτίνα δύο μέτρων, εξαιτίας της ομίχλης. Είχε τεντωμένα τα

αυτιά του, ώστε να αντιληφθεί τον παραμικρό ύποπτο θόρυβο. Μα η

ησυχία που επικρατούσε ήταν πρωτόγνωρή και πολύ πιο ανησυχητική.

Β

Κάθε βήμα τους αντηχούσε σαν βροντή και η καταχνιά έμοιαζε να

καταπίνει τους εξωτερικούς ήχους, καλύπτοντας τα πλάσματα που την

κατοικούσαν. Από μέσα του, ο Αχιλλέας βλαστημούσε και γύριζε νευρικά

το κεφάλι του προς κάθε κατεύθυνση, δίχως όμως να μπορεί να διακρίνει

κάτι.

Κάλυψαν πολλά μέτρα μέσα στη καταχνιά, αν και είχαν χάσει την

αίσθηση του χρόνου, καθώς δεν μπορούσαν να δουν τον ουρανό και το

σκοτάδι παρέμενε απαράλλαχτα πηχτό. Ώσπου, η νεκρική σιγή έσπασε

τόσο ξαφνικά όσο είχε έρθει. Μαζί με τον Αχιλλέα, η Ανδρομάχη και ο

Λάαργκ αντιλήφθηκαν κινήσεις. Δίχως δεύτερη σκέψη, η Αμαζόνα

κλώτσησε τα καπούλια της φοράδας της, βγήκε στην περίμετρο του

στρατού, τέντωσε ένα βέλος στο τόξο της και το αμόλησε. Καθώς η σαΐτα

σφύριζε, δεν μπορούσε να δει τις αντιδράσεις του εχθρού, μα έπειτα από

μια στιγμή άκουσε ένα πονεμένο γρύλισμα και είδε πράσινες φλόγες να

σαλεύουν μπροστά της.

Επικράτησε πανικός, καθώς κατακλύστηκαν από θυμωμένα μουγκρητά

και προσπαθούσαν να λάβουν θέσεις μάχης. Ο Έκτορας φόρεσε την

περικεφαλαία του και, πάνω στον Αρίωνα, ύψωσε το σπαθί του. Ενώ ο

Κένταυρος Νέσσος τραβούσε ένα βέλος από την φαρέτρα του, ένα

Ζεβοντάν του όρμησε πισώπλατα. Εκείνος παράτησε το τόξο του, άρπαξε

το τέρας με τα δυο του χέρια και το γκρέμισε στο έδαφος. Έπειτα του

έσπασε τη μέση, τσαλαπατώντας το με τις μπροστινές του οπλές. Ένα

μεγαλόσωμο κτήνος ξέρασε φωτιά στην κατεύθυνση του Έκτορα. Ο

Αρίωνας πρόλαβε να ελιχθεί, απέφυγε τις πράσινες φλόγες και, καθώς

κάλπαζε δίπλα από το Ζεβοντάν, ο Έκτορας κατέβασε το σπαθί του και το

αποκεφάλισε. Την τελευταία στιγμή, είδε έναν σκοτεινό όγκο να πηδάει

μέσα από την ομίχλη. Ίσα που πρόλαβε να σκύψει και άκουσε τα σαγόνια

του Ζεβοντάν να κροταλίζουν, βρίσκοντας αέρα. Τα πισινά του πόδια

γρατσούνισαν την πλάτη του Έκτορα, καθώς προσγειωνόταν στο έδαφος.

Ο Αρίωνας έστριψε και, με μια σπαθιά, ο νεαρός έσπασε την ράχη του

τέρατος.

Οι Αμαζόνες παρατάχθηκαν στους γνώριμους κυκλικούς σχηματισμούς

τους, σαϊτεύοντας όσα τέρατα τολμούσαν να τις πλησιάσουν. Οι

Κένταυροι κάλπαζαν πέρα- δώθε, τοξεύοντας και ακοντίζοντας Ζεβοντάν.

Οι υπόλοιποι πολεμιστές σχημάτισαν ένα τετράγωνο, ανθρώπινο,

πάνοπλο τείχος, για να προστατευτούν. Άξιος διάδοχος του Σίμπαγκορ

αποδείχθηκε ο Λάαργκ, κατάφερε να δαμάσει το ακόντιο του

λιονταροκυνηγού και τώρα η αιχμή του γευόταν τη καταραμένη σάρκα

των Ζεβοντάν. Και σε κάθε εχθρό που έβαζε κάτω, έβγαζε κι από έναν

λιονταρίσιο βρυχηθμό, να τιμήσει τον προκάτοχο του. Την ώρα που ο

Αινείας μαχόταν με κτήνος, ένα δεύτερο τον προσέγγιζε πισώπλατα. Ο

Έκτορας στράφηκε και το είδε. Πλάι στον Αινεία, ο Εύδωρος βουτούσε,

να αποφύγει την φωτιά ενός τέρατος, αφήνοντας τον σύντροφο του

απροστάτευτο. Δίχως δισταγμό, ο νεαρός σπιρούνισε τον Αρίωνα και

επιτέθηκε. Το Ζεβοντάν τον αντιλήφθηκε την τελευταία στιγμή και

απέφυγε την λεπίδα. Ο Έκτορας έκανε μεταβολή και είδε το θηρίο να

πηδάει κατά πάνω του. Πρόβαλε το Σπαθί της Λύκης και τούτη τη φορά η

λεπίδα διαπέρασε πέρα ως πέρα το κεφάλι του πλάσματος, ενώ ήταν

ακόμα στον αέρα. Ένα δεύτερο πήγε να του ορμήσει, πριν τον Έκτορα το

αντιλήφθηκε ο Αρίωνας και με μια δυνατή κλωτσιά του έσπασε τα

σαγόνια.

Από δέκα είχαν ήδη σφάξει ο Έκτορας κι ο Φίλιππος, εκατοντάδες

είχαν πέσει από τα χέρια του Αχιλλέα, του Οδυσσέα, του Αίαντα και του

Αννίβα, αναρίθμητα σκότωσαν οι Κένταυροι και οι Αμαζόνες με

πρωτοστάτες τον Νέσσο και την Αθηνά αντίστοιχα. Μα τα Ζεβοντάν

έμοιαζαν ανεξάντλητα, ορμούσαν συνεχώς, πολλοί πολεμιστές είχαν

αρπάξει φωτιά και, εκτός αυτού, οι φλόγες που ξερνούσαν τρόμαζαν τα

άλογα των Αμαζόνων, ρίχνοντας τες κάτω. Ωστόσο, έχαναν το κουράγιο

τους, βλέποντας τον Έκτορα να εφορμάει. Και δεν ήξεραν τι να φοβηθούν

πιότερο: Το λαμπερό σπαθί στα χέρια του ή το θηριώδες άλογο πάνω στο

οποίο κάλπαζε; Γιατί δεν τον τρόμαζαν τον Αρίωνα οι πράσινες τους

φλόγες, δεν ήταν εφάμιλλες της πυρωμένης του καρδιάς και των

ατσάλινων οπλών του. Έφευγαν τρομαγμένα από το διάβα του, μα δεν

πρόφταιναν να πάνε μακριά, τα αντάμωνε η θανατερή λεπίδα του Σπαθιού

της Λύκης.

Σαν το αεράκι που ζωντανεύει τη θράκα, το αβυσσαλέο μίσος του

Έκτορα αναζωπυρώθηκε στη ψυχή του, γίνηκε χείμαρρος η καρδιά του,

κύλησε στις φλέβες του και τύλιξε σαν ατσαλένια αρματωσιά ολάκερο το

κορμί του. Ακόρεστη ήταν τότε η δίψα του για σκοτωμό, ασυγκράτητη η

οργή του. Και όταν το πιο μεγαλόσωμο από όλα τα Ζεβοντάν του χίμηξε,

κατέβασε το σπαθί με τόση ορμή που το έκοψε στα δύο με ένα χτύπημα.

Χάθηκε κάθε ίχνος χιονιού κάτω από την μαυρίλα του αίματος των

σκοτωμένων Ζεβοντάν. Γλιστρούσαν, όσα μάχονταν ακόμα, πάνω στα

χυμένα σωθικά των νεκρών συντρόφων τους και, πριν βρουν την

ισορροπία τους, χάνονταν στη σκιά των φαρμακερών σαϊτών των

Αμαζόνων ή κάτω από τα πελώρια κορμιά των πολεμιστών. Τρόμος τα

κατέβαλε κάθε φορά που έβλεπαν το ακόντιο του Λάαργκ και

αναριγούσαν ακούγοντας τους γδούπους που έκανε το τσεκούρι του

Αχιλλέα. Είδαν και την μανία στα μάτια του Έκτορα, αποκαρδιώθηκαν,

άρχισαν να οπισθοχωρούν, με τις ουρές ανάμεσα στα σκέλια τους. Μα ο

νεαρός δεν είχε κορέσει τη λάγνα δίψα του για αίμα, πεινούσε ακόμα το

θηρίο μέσα του και έγλυφε τα ματωμένα δόντια του. Αγνοώντας τον

κίνδυνο και τις φωνές των συντρόφων του, τράβηξε τα ινία του Αρίωνα

και άρχισε να καταδιώκει τα τέρατα. Ανεβοκατέβαζε το σπαθί του,

θανάτωνε το ένα μετά το άλλο και όταν όλα χάθηκαν, εκτός από ένα,

πήδησε πάνω του, του έδωκε μία στο κεφάλι με την λαβή του σπαθιού

του και το καθήλωσε στο έδαφος. Γράπωσε τον λαιμό του στο αριστερό

του μπράτσο, ακούμπησε το δεξί του γόνατο πάνω στη σκελετωμένη ράχη

του και, καθώς το είχε ακινητοποιήσει, χάραξε στα πλευρά του το

περίγραμμα του κεφαλιού ενός λύκου που ούρλιαζε. Το τέρας ούρλιαζε

από πόνο, αφού η λεπίδα έκαιγε το δέρμα του. Όταν ο Έκτορας τελείωσε,

το άφησε να φύγει. Παρακολουθώντας το να τρέχει, κραύγασε:

«Τρέχα, λιπόψυχο σκυλί του Ζακχαέρ Ντων. Τρέχα στον αφέντη σου

και παρέδωσε του το Κάλεσμα του Λύκου. Και σαν το δει, θα ξέρει πως

βλέπει τον αφανισμό του». Έμεινε εκεί ώσπου η πελώρια σκιά του

Ζεβοντάν χάθηκε στην καταχνιά. Ο μανδύας του ήταν γεμάτος μαύρους

λεκέδες και από την στιλπνή επιφάνεια της περικεφαλαίας του στάλαζε,

παχύρευστο, το αίμα των Ζεβοντάν που σκότωσε. Μα το Σπαθί της

Λύκης γυάλιζε, ασπίλωτο. Αψηφούσε το αίμα των καταραμένων εκείνων

πλασμάτων, το έδιωχνε περιφρονητικά από πάνω του. Και στην

αιμοβόρικη λάμψη του, αντικατόπτριζε την φλόγα που άναψε στην

καρδιά του Έκτορα. Καθώς γυρνούσε στους συντρόφους του, εκείνοι την

είδαν να γλύφει το μέτωπο του. Στις αναλαμπές της, διέκριναν ξεκάθαρα

τον μαύρο λύκο που σάλευε στο βλέμμα του. Τρόμαξαν οι περισσότεροι,

χαμήλωσαν το κεφάλι. Όσοι άντεχαν να τον κοιτάνε, είδαν το δέος να

τρυπώνει στα στήθια τους.

Τα Ζεβοντάν είχαν εξολοθρευτεί, μα πρόλαβαν να αφήσουν το στίγμα

τους στον Στρατό της Τρίτης Συμμαχίας. Δεν είχε σκοτωθεί κανείς, μα

πολλοί πολεμιστές είχαν σοβαρά εγκαύματα, ανάμεσα τους ο Ευρυτίωνας

των Κενταύρων, η Αθηνά και ο Πάτροκλος. Επιπλέον, ο Εύδωρος είχε

μια βαθιά πληγή στον δεξί του ώμο, όπου τον δάγκωσε ένα κτήνος.

Έτσι, δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν άλλο εκείνη τη μέρα. Έστησαν μια

περίμετρο με πολλές φωτιές και πέντε σκοπούς σε κάθε εστία. Μέσα στον

κλοιό, ο Αβικέννας εξέταζε τους τραυματίες, έδινε οδηγίες για παρασκευή

αλοιφών και φίλτρων και ετοίμαζε καθαρούς επιδέσμους. Έκπληκτος, ο

Έκτορας τον είδε να εναποθέτει ζωντανά σκουλήκια πάνω στα

εγκαύματα. Όπως του εξήγησε ο Αττίλας, ήταν μια μέθοδος των γιατρών

της Ανατολής για τον καθαρισμό των πληγών. Οι δυο τους έλιωναν

βότανα σε ένα μεγάλο γουδί. Ο χυμός τους ανέδυε μια μεθυστική,

δροσερή μυρωδιά, αταίριαστη με τη βρωμερή, αποπνικτική ατμόσφαιρα

του μέρους. Δίπλα τους, ο Αννίβας με την Άλκηστη έριχναν υλικά σε μια

τεράστια χύτρα που κόχλαζε. Ο άντρας είχε ένα κάψιμο στον δεξί του

πήχη, μα δεν έδειχνε να τον μέλει και η κοπέλα μια μεγάλη μελανιά στα

πλευρά που απέκτησε όταν το άλογο της την έριξε κάτω. Στη συνέχεια, τα

Ζεβοντάν το κατασπάραξαν και αυτό δικαιολογούσε τα βουρκωμένα

μάτια της. Πολλά άτια είχαν χαθεί στη μάχη και γι’ αυτό επικρατούσε μια

διάχυτη θλίψη στον καταυλισμό. Η Ανδρομάχη, αγκαλιά με την Αριάδνη

και την Ανδρομέδα τραγουδούσαν μια παραδοσιακή, πένθιμη ωδή. Αν και

λυπητερή, η μελωδία είχε μια ακατανίκητη γοητεία, χρωματίζοντας με

αυτόν τον τρόπο την οδύνη με γλύκα. Μονάχα οι Αμαζόνες μπορούσαν

να επιτύχουν τον συγκερασμό τούτων των δύο αισθημάτων, μονάχα αυτές

μπορούσαν να παντρέψουν τον θάνατο με την ομορφιά.

Ακούγοντας το τραγούδι, ο Έκτορας έκλεισε τα μάτια και είδε την ψυχή

του να πλάθει δύο άλογα, το ένα καφετί με άσπρη ρίγα στη μουσούδα του

και το άλλο κατάμαυρο σαν τον Αρίωνα. Έτρεχαν σε αχανή λιβάδια,

ολάνθιστα, κάτω από τον μενεξελί ουρανό του δειλινού. Ο ιδρώτας

κυλούσε στο δυνατό στέρνο τους, οι χαίτες του παρασύρονταν από τον

αέρα. Έτρεχαν ασταμάτητα, πέρα από τον ορίζοντα, έφτασαν στη

θάλασσα, μα δεν σταμάτησαν, συνέχισαν να καλπάζουν πάνω στο νερό.

Πηδούσαν πάνω από τα πανύψηλα κύματα, γεύονταν την αλμύρα,

δροσίζονταν, βουτώντας στα απύθμενα βάθη του ωκεανού και έτρεχαν

ασταμάτητα. Έπειτα, έδωκαν από ένα σάλτο και άρχισαν να καλπάζουν

πάνω στα αφράτα σύννεφα, αψηφώντας τους νόμους της φύσης.

Πηδούσαν πάνω στις μεταξένιες νεφέλες, έχοντας για σκεπή το

αστροφέγγητο στερέωμα. Ο Έκτορας πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε τα

μάτια και συνειδητοποίησε πως ήταν δακρυσμένα. Τα σκούπισε με την

ανάστροφη της παλάμης του και συνέχισε τη δουλειά του, νιώθοντας πιο

ανάλαφρος και γαληνεμένος.

Πιο μακριά από εκεί, ο Οδυσσέας, με την βοήθεια του Λάαργκ και του

Ιξίωνα στοίβαζαν τα κουφάρια των Ζεβοντάν και των αλόγων. Η

αποφορά των ψόφιων τεράτων έφερνε τους τρεις συντρόφους στα όρια

της λιποθυμίας. Κάλυψαν τις μύτες και τα στόματα τους με τις άκρες των

χιτώνων και τελείωσαν το στοίβαγμα όσο γρηγορότερα μπορούσαν.

Έπειτα τα περιέλουσαν με λάδι και τους έβαλαν φωτιά. Στο μεταξύ, δεν

υπήρχε ούτε ο πιο ισχνός θάμνος τριγύρω για να ανάψουν φωτιές και τα

αποθέματα ξυλείας που είχαν ήταν λιγοστά και ήθελαν να τα κρατήσουν

για τις σκοπιές. Ως αποτέλεσμα, έφαγαν ένα φτωχικό και κρύο δείπνο, το

οποίο ίσα που τους χόρτασε. Οι Κένταυροι παρηγόρησαν την πείνα τους

στο πιοτό και άδειασαν σε μερικές ώρες τρία βαρέλια κρασί. Τους

κυρίευσε η μέθη και η κούραση, λιποθύμησαν εκεί που στέκονταν και,

μετά από λίγα λεπτά, ροχάλιζαν βαριά.

Οι αιχμάλωτοι Κύκλωπες είχαν αρχίσει να αναθαρρούν και να

ζωηρεύουν˙ στοιχείο τους ήταν η σκοτεινιά, η ασχήμια και η ομίχλη

τούτου του μέρους, ψιθύριζαν συνωμοτικά και έριχναν μισερές ματιές

στους πολεμιστές της Τρίτης Συμμαχίας. Αυτό το γεγονός ανησυχούσε τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα που τους φυλούσαν, τους επιτηρούσαν

συνεχώς, σφίγγοντας νευρικά τις λαβές των όπλων τους. Μόνη τους

παρηγοριά ήταν τα καθησυχαστικά χαμόγελα του Οδυσσέα, που

παρατηρούσε άφοβα, χλευαστικά τους Κύκλωπες, σαν να τους

προκαλούσε. Και οι γίγαντες χαμήλωναν τα βλέμματα στο πέρασμα του,

σφάλιζαν τα στόματα και έπαυαν οι ψίθυροι.

Δεν άφηνε η απαίσια ομίχλη την αστροφεγγιά και τα χρυσά νήματα

των ηλιαχτίδων να φτάσουν στη γη και ο Έκτορας δεν μπορούσε να

λογαριάσει πόσο καιρό είχαν μείνει στο μέρος που σφάγιασαν τα

Ζεβοντάν. Άλλοτε του φαινόταν μια βδομάδα και άλλοτε ένας μήνας. Η

αδράνεια του προκαλούσε νευρικότητα, ανυπόμονα τα δάχτυλα του

χάιδευαν το Σπαθί της Λύκης. Η λεπίδα είχε γευτεί μαύρο αίμα από τους

σκύλους του Ζακχαέρ Ντων και ήθελε κι άλλο, έλαμπε ξελιγωμένα, σαν

θηρίο που είχε μόλις ξυπνήσει από πολύμηνη χειμερία νάρκη και

βιαζόταν να γεμίσει το στομάχι του.

Από την άλλη μεριά, ο Αβικέννας ήταν πολύ απασχολημένος, δεν είχε

χώρο ο νους του για να λογαριάσει μέρες και σφαγές. Άλλαζε γάζες,

έπλενε τις πληγές, άπλωνε αλοιφές στα εγκαύματα, έδινε δυναμωτικά

φίλτρα στους τραυματίες, δίχως σταματημό, δίχως ανάπαυση για πολλά

μερόνυχτα. Ο Εύδωρος και η Αθηνά μπόρεσαν να σταθούν ξανά στα

πόδια τους σύντομα, χάρη στις φροντίδες του και μάλιστα έπειτα από

μερικές μέρες κράδαιναν τα όπλα τους δίχως δυσκολία. Η Αμαζόνα είχε

φοβερές ουλές στο πρόσωπο και τα πλευρά, μα δεν έδειχνε να την

ενδιαφέρει. Αλλά στα μάτια της είχε γεννηθεί μια φλόγα, εφάμιλλη

εκείνης που έφερε ο Έκτορας στα δικά του, γεμάτη οργή και δύναμη.

Κάλπαζε το άλογο της, σπιρουνίζοντας το δυνατά, κρατώντας το μακρύ,

κοκάλινο τόξο στο δεξί της χέρι και ούρλιαζε θυμωμένα, προκαλώντας

τους εχθρούς να κοπιάσουν. Και στις προκλήσεις της θα έβρισκε

απόκριση συντομότερα από ότι νόμιζε.

Ο Ευρυτίωνας και ο Πάτροκλος δεν είχαν ανακτήσει ακόμα τις

αισθήσεις τους, παρά τις φροντίδες του Αβικέννα. Ο Κένταυρος,

βυθισμένος σε έναν σκοτεινό λήθαργο, μούγκριζε και βογκούσε

πονεμένα, ενώ ο νεαρός πολεμιστής έτρεμε ανεξέλεγκτα και μούλιαζε

στον ιδρώτα. Μέσα στη σκηνή που κείτονταν, τους επισκέπτονταν

συνεχώς σύντροφοι τους, ελπίζοντας να δουν σημάδια ανάρρωσης. Όμως

μπλέκονταν στα πόδια του Αβικέννα και ο άντρας τους έδιωχνε

εκνευρισμένος. Άφηνε κοντά του μονάχα τον Σαλαντίν, τον Δαρείο και

τον Οδυσσέα καθώς οι έμπειροι άντρες μπορούσαν να τον βοηθήσουν

στην παρασκευή φαρμάκων. Την ώρα που ο Οδυσσέας έλιωνε βότανα σε

ένα γουδί, αναγνώρισε την βροντερή φωνή του αδερφού του να καλεί

όλους γύρω του.

Ο Αχιλλέας μαζί με τον Αίαντα και την Αφροδίτη είχαν αναλάβει

εκείνη τη μέρα να φρουρούν την κατασκήνωση και είχαν χωριστεί σε

τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο αδερφός του Οδυσσέα έλεγχε τον

δρόμο από τον οποίο είχε έρθει εκεί ο στρατός. Είχε εγκαταλείψει το

πόστο του και, καλπάζοντας γοργά πάνω στον Ξάνθο, έφτασε στον

καταυλισμό να τους ειδοποιήσει:

«Μια στρατιά Θανατώριοι έρχονται κατά’ δω. Μες στην καταχνιά δεν

μπόρεσα να λογαριάσω αριθμό. Ορισμένοι ιππεύουν Ζεβοντάν και είμαι

σίγουρος πως άκουσα φτερούγισμα από Νυχτοβάτες πάνω από το κεφάλι

μου»

«Πόσο απέχουν από εδώ;» Ήρθε η ερώτηση από τον Φίλιππο. Ο

Αχιλλέας έσφιξε τα χείλη προσπαθώντας να υπολογίσει και έπειτα

αποκρίθηκε:

«Μία μέρα, το πολύ, αν συνεχίσουν σε αυτόν τον ρυθμό»

Αγωνιώδη μουρμουρητά απλώθηκαν στο πλήθος, μία πολύγλωσση

φωνή που πρότεινε σχέδια μάχης ή υποχώρησης. Ο Έκτορας κοίταξε

τριγύρω και τα ερευνητικά του μάτια εξέτασαν όσο τοπίο του επέτρεπε η

ομίχλη να δει. Ήταν σε ανοιχτό μέρος και αυτό σήμαινε πως

μειονεκτούσαν αν οι αριθμοί των εχθρών ήταν μεγαλύτεροι των δικών

τους. Μα η Ανδρομάχη δίπλα του επισήμανε πως δεν είχε νόημα να

υποχωρήσουν, καθώς θα τους συναντούσαν, είτε τώρα είτε έξω από τη

Σωθράπον. Οι μόνες επιλογές τους ήταν να κρυφτούν και να αφήσουν

τους Θανατώριους να περάσουν ή να τους αντιμετωπίσουν. Όμως δεν

επέτρεπε στον Έκτορα το αιμοβόρικο κτήνος μέσα του να κρυφτεί,

γρύλιζε θυμωμένα κάθε φορά που αναλογιζόταν αυτήν την προοπτική,

τον απειλούσε, γυμνώνοντας τα δόντια του. Τότε, ακούστηκε η φωνή του

Οδυσσέα, που απευθύνθηκε στον ίδιο και τον Φίλιππο.

«Εσείς περπατούσατε σε αυτά τα εδάφη παλιότερα. Υπάρχει εδώ κοντά

καμιά λοφοσειρά, χαράδρα ή βουνό, ικανό να μας κρύψει;»

Ο Έκτορας δεν είχε σκεφτεί, μέχρι εκείνη τη στιγμή, πως τούτα ήταν τα

μέρη που είχε ζήσει σαν παιδί, άγνωστο και εχθρικό του φαινόταν το

τοπίο και η Σωθράπον είχε σβήσει από τη θύμηση του για δεκαπέντε

χρόνια. Μονάχα οδύνη και σκοτεινιά συνόδευαν την πόλη που είχε

γεννηθεί και ο νους του δεν βαστούσε τον πόνο, την είχε αποδιώξει,

σχεδόν ολοκληρωτικά. Ωστόσο, αυτό δεν ίσχυε και για τον Φίλιππο, αν

και πολλά πρωινά το είχε ευχηθεί, αφού ξυπνούσε με σκιές ονείρων

χρωματισμένες από τις φριχτές εμπειρίες που είχε ζήσει εδώ. Έστριψε το

κεφάλι τριγύρω και, δυναμωμένα τα μάτια του από τις αναμνήσεις,

διαπέρασαν την ομίχλη, έσκισαν το πέπλο της σκοτεινιάς, λεύκανε ξανά

το γκρίζο χιόνι, φύτρωσαν δέντρα, ξεγυμνωμένα από τη χειμωνιά και

χαμηλά πουρνάρια. Είδε ένα παιδί, όχι πάνω από δέκα χρονών, με ξανθά,

ίσια μαλλιά που έπεφταν στους ώμους του, με γαλανά μάτια φωτισμένα

από μια σκανδαλιάρικη λάμψη. Το χαμόγελο του ήταν πλατύ,

ζωγραφισμένο με μια αφελή αυτοπεποίθηση και τα αδύνατα πόδια του

πηδούσαν ζωηρά πάνω στο χιόνι. Και τότε, από έναν βράχο, μυτερό σαν

δόντι που πεταγόταν στα τα ριζά ενός γυμνού λόφου, δύο άλλα παιδιά

στην ηλικία του όρμησαν κατά πάνω του, εκτοξεύοντας χιονόμπαλες και

γελώντας δυνατά.

Τα γέλια κατάπιαν τα στροβιλιζόμενα ξέφτια της ομίχλης, που γέμισαν

ξανά τα μάτια του και βύθισαν την ανάμνηση στη λήθη της ασχήμιας. Μα

πρόλαβαν τα δάκρυα και ξέφυγαν, καθώς κύλησαν, φορτωμένα από

θύμησες.

«Λοιπόν;» Έκανε ανυπόμονα ο Οδυσσέας που πρόλαβε να δει μια

φευγαλέα λάμψη στα μάτια του νεαρού, πριν δακρύσουν. Ο Φίλιππος

σκούπισε το πρόσωπο με την παλάμη του, αναστέναξε βαθιά και έγνεψε

στον Οδυσσέα. Έδειξε πίσω από τον δεξί του ώμο σε ένα σημείο που

κρυβόταν στην καταχνιά.

«Περίπου εκατό μέτρα μπροστά και δεξιά μας υψώνεται ο

Σκυλοδόντης λόφος. Είναι χαμηλός και μικρός, δεν θα δυσκολευτούμε να

περάσουμε πίσω του. Βέβαια δεν αρκεί ο όγκος του για να μας κρύψει

όλους, όμως θα βοηθήσει σε αυτό και η ομίχλη»

Ο Οδυσσέας κοίταξε στο σημείο που του έδειχνε ο νεαρός και έγνεψε

ικανοποιημένος. Έπειτα, εντελώς άξαφνα, ρώτησε:

«Τίποτε άλλο; Υπάρχει κάτι άλλο εδώ τριγύρω;»

Παραξενεμένος, ο Φίλιππος ανασήκωσε τα φρύδια. Όμως ο Έκτορας

κατάλαβε και χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Ο Οδυσσέας δεν

ήθελε απλώς να κρυφτεί. Ήθελε να στήσει ενέδρα στους εχθρούς. Στο

μεταξύ, ο φίλος του, έπειτα από έναν στιγμιαίο δισταγμό, είπε:

«Απέναντι από τον Σκυλοδόντη, περίπου σε απόσταση τριακοσίων

μέτρων υπάρχει η ξεραμένη κοίτη μιας λίμνης»

Η Χρυσόπατη, σκέφτηκε ο Έκτορας, που θυμήθηκε τότε την κοίτη της

λίμνης και την ιστορία της. Δεν είχε γεννηθεί ακόμα ο ίδιος, ούτε ο

πατέρας του, όταν ένας ψαράς ανακάλυψε στα σωθικά των ψαριών, που

είχε πιάσει στην λίμνη, σβώλους χρυσού. Μόλις το νέο διαδόθηκε στη

Σωθράπον, όλοι πείστηκαν πως ο πάτος της λίμνης ήταν χρυσός και, με

την απληστία να θολώνει τα μυαλά τους και να δυναμώνει τα μπράτσα

τους, άντλησαν όλο το νερό της λίμνης σε λιγότερο από τρία χρόνια. Στον

πάτο της, ανακάλυψαν ένα πλούσιο κοίτασμα χρυσού αλλά και κάθε

λογής ψάρια, βατράχια, φίδια, καβούρια και χελώνες να ψυχορραγούν,

κάτω από τα αδιάφορα βλέμματα των ανθρώπων. Την καταστροφή της

λίμνης διαδέχθηκε εκείνη των χρυσοθήρων ,που αλληλοσκοτώθηκαν

εξαιτίας της αδιαλλαξίας τους να μοιραστούν το χρυσάφι. Ο Έκτορας

κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι, ενθυμούμενος αυτήν την ιστορία και

ο νους του ταξίδεψε ξανά στην Σπηλιά των Μυστηρίων, στην Αίθουσα

του Σκότους, όπου κατοικούσαν οι Θλίβιοι, μίζεροι απόγονοι αρχαίων

ανθρώπων που ξέπεσαν στο σκοτάδι, οδηγούμενοι από την εμμονή τους

για χρυσάφι και πετράδια. Ωστόσο, ο Οδυσσέας έτριβε ικανοποιημένος τα

χέρια του, χαμογελούσε πλατιά και αδυνατούσε να πιστέψει στην

καλοτυχία, που οι σύντροφοί του δεν είχαν ακόμα αντιληφθεί.

Οι Αμαζόνες είχαν αρχίσει να ξεστήνουν τις σκηνές, μα ο άντρας

πρότεινε να αφήσουν τον καταυλισμό ως είχε. Ζήτησε από μία ομάδα

Κενταύρων- από αυτούς συγκεκριμένα επειδή μπορούσαν να κινηθούν

πιο γοργά από τους Ανθρώπους- να παραμείνουν στην κατασκήνωση,

αρματωμένοι. Προσφέρθηκαν ο Νέσσος, ο Ιξίωνας, ο Φόλος και δέκα

ακόμα γεροδεμένα παλικάρια. Έπειτα, παρότρυνε τις Αμαζόνες να

καλπάσουν προς τον Σκυλοδόντη, ενώ τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα,

με τους Κένταυρους, τους πολεμιστές της Μηδείανορ και τους

αιχμάλωτους Κύκλωπες θα κρύβονταν στην κοίτη της Χρυσόπατης. Οι

Νότιοι πολεμιστές θα πήγαιναν μαζί με τις Αμαζόνες και οι σύντροφοι

του Αττίλα και θα ακολουθούσαν τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα.

Μπήκαν όλοι στις σκηνές, φόρεσαν τις πανοπλίες τους, πέρασαν στους

ώμους και στα ζωνάρια τους άρματα, σέλωσαν τα άλογα και

ετοιμάστηκαν.

«Ρίξτε ότι ξύλα έμειναν στις φωτιές. Μόλις έρθουν οι Θανατώριοι,

ελάτε να μας βρείτε. Αυτά τα κτήνη δεν θα ανταμώσουν ποτέ με τον

αφέντη τους. Να προσέχετε». Συνέστησε ο Οδυσσέας στους Κενταύρους

που θα έμεναν πίσω. Έπειτα, με οδηγούς τον Φίλιππο και τον Έκτορα,

κίνησαν προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Πριν χωριστούν, η

Ανδρομάχη φίλησε τον Έκτορα και χάιδεψε τα μαλλιά του.

«Περισσότερες φορές από όσες αντέχω μας έχουν χωρίσει οι μάχες.

Και κάθε εχθρό δεν θα τον σκοτώνω μια φορά, θα νιώθει μια μαχαιριά για

κάθε φορά που μας χώρισε. Ας κάνει κουράγιο η καρδιά μου, σιμώνει η

ώρα που δεν θα χωριστούμε ξανά από τις ραδιουργίες του Σκότους. Κι

εσύ, Αμαζόνα μου, ρίξε από μια σαΐτα για κάθε φορά που ήσουν μακριά

μου, να νιώθουν τούτον τον έρωτα στη μύτη κάθε βέλους». Της ψιθύρισε

ο Έκτορας, σφίγγοντας την στην αγκαλιά του. Φιλήθηκαν ξανά, πριν ο

Αρίωνας στρίψει αριστερά και απομακρύνει τον καβαλάρη του από την

Ανδρομάχη. Καθώς πλησίαζαν τις ξεραμένες όχθες της λίμνης, ένιωσαν

το έδαφος να τραντάζεται από τις σιδερένιες μπότες των Θανατώριων.

Χαμογελώντας ατάραχα, ο Οδυσσέας άναψε την πίπα του και βύθισε την

παλάμη του στο χιόνι. Σηκώθηκε ξανά, δίχως να πει λέξη και συνέχισε να

βαδίζει, σιγοτραγουδώντας.

Έφτασαν στην όχθη της Χρυσόπατης και άναψαν δαυλούς να

ερευνήσουν το τοπίο. Η πλαγιά, που οδηγούσε στον πάτο, ήταν ομαλή και

πλατιά. Οδήγησαν τους Κύκλωπες στο κέντρο της κοιλότητας, αφού τους

φίμωσαν και έσφιξαν τα δεσμά τους. Μαζί με τα Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα που θα τους πρόσεχαν, πήγε ο Αβικέννας και οι δύο

τραυματίες. Δεν θα συμμετείχε στη μάχη, προκειμένου να συνεχίσει τις

φροντίδες του στον Ευρυτίωνα και τον Πάτροκλο. Μαζί τους πήγε και ο

Εύδωρος, απρόθυμα, έπειτα από τις συστάσεις του Αινεία, που έκρινε πως

δεν ήταν ακόμα έτοιμος να πολεμήσει. Οι υπόλοιποι έμειναν κάτω

ακριβώς από το χείλος της όχθης, καρτερώντας το σινιάλο των

Κενταύρων που είχαν αφήσει πίσω. Ο Αίαντας χτυπούσε την λαβή του

ακιδωτού ροπάλου του στην αριστερή του παλάμη και ο Αχιλλέας γρύλιζε

ανυπόμονα. Δίπλα στον Φίλιππο που είχε γυμνώσει τα δίδυμα ξίφη του, ο

Έκτορας είχε κλείσει την γροθιά του γύρω από την λαβή του Σπαθιού της

Λύκης. Το ένιωθε να δονείται απαλά, είχε ψυχανεμιστεί τον εχθρό και

θυμήθηκε την ακόρεστη πείνα του. Έλαμπε αιμοβόρικα, βιαζόταν να

χωθεί ξανά σε σάρκα Θανατώριου.

Τούτη η στρατιά ερχόταν από την κυριευμένη πόλη της Βλάντοριρ που

παλιότερα άκμαζε στα Νότια. Το ταξίδι ως την Σωθράπον ήταν μακρινό,

μα οι Θανατώριοι δεν υπολόγιζαν κούραση και παγωνιά, νεκρά ήταν τα

κορμιά τους, μουδιασμένες οι αισθήσεις τους. Και ο Νυχτοβάτης που

τους οδηγούσε ήταν συνηθισμένος στις κακουχίες και τις αντιξοότητες.

Άλλωστε, αυτός είχε ηγηθεί και του στρατού που πολιόρκησε την

Βλάντοριρ. Πολλοί πολεμιστές είχαν πέσει από τα χέρια του και ακόμα

περισσότερα παιδιά βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Δαρκέιν, ο νέος άρχοντας

της Βλάντοριρ, πετούσε τώρα προς τη Σωθράπον, περήφανος που τον

κάλεσε ο Ζακχαέρ Ντων να υπερασπιστεί τη Σεθίρηκα από τους

πολιορκητές της. Έστρεψε το σημαδεμένο πρόσωπο του προς τα κάτω και

είδε τους Θανατώριους του να βαδίζουν αποφασιστικά, άφοβα. Το γέλιο

του ακούστηκε ανατριχιαστικό, διαπεραστικό, σαν σφύριγμα, αρχαίου,

πελώριου ερπετού. Η πλάνη είχε καταλάβει το διεστραμμένο μυαλό του

όπως και των υπηκόων του από κάτω και δεν ήξερε εκείνη την στιγμή

πως δεν θα έβλεπε ποτέ την μαύρη πυραμίδα, ούτε θα δεχόταν ποτέ τις

τιμές του αφέντη του. Δεν το ήξερε πως μια δύναμη σπουδαία, ένδοξη,

τρομερή, θα τον οδηγούσε στον αφανισμό του κι ας είδε εκείνη την ώρα

έναν μεγάλο κλοιό από φλόγες να φράζει τον δρόμο του στρατού του. Η

πορτοκαλί λάμψη έτρωγε την ομίχλη, την έδιωχνε μακριά και έκανε τα

μάτια του να πονάνε. Πλατάγισε της φτερούγες του και στάθηκε στον

αέρα, παραξενεμένος. Φώναξε κοντά του τους άλλους τρεις Νυχτοβάτες

που τον συνόδευαν και τους έδειξε τον καταυλισμό.

«Οι πολιορκητές υποχώρησαν. Μεγάλη η δόξα του Κυρίου του

Θανάτου, άφθαστη η δύναμη του. Ας αποτελειώσουμε τους εχθρούς της

Σεθίρηκα, να μάθουν οι βλάστημοι τι συμβαίνει όταν προκαλούν το μένος

του Άρχοντα μας. Ετοιμάστε τους Θανατώριους για μάχη». Διέταξε με

σφυριχτή φωνή ο Δαρκέιν και οι τρεις ακόλουθοι του προσγειώθηκαν

μπροστά στον στρατό. Ρίχνοντας ένα χλευαστικό βλέμμα στην

κατασκήνωση, ο Νυχτοβάτης έβγαλε δύο κοντά λεπίδια από τα θηκάρια

τους και τα έπαιξε στα δάχτυλά του. Ξεχώρισε τον στόχο του, έναν

Κένταυρο με βλοσυρό ύφος και μακριά, μαύρη γενειάδα: Ήταν ο Νέσσος.

Ο Κένταυρος είχε νιώσει το έδαφος να τραντάζεται ολοένα και

δυνατότερα, ώσπου σταμάτησε εντελώς ξαφνικά. Ήξερε τι σήμαινε αυτό:

Οι εχθροί τους είχαν εντοπίσει. Ένευσε προειδοποιητικά στον Ιξίωνα και

εκείνος με ένα βλέμμα του έδειξε πως κατάλαβε. Το ίδιο και οι υπόλοιποι

σύντροφοι, που ύψωσαν τα τόξα τους και τράβηξαν βέλη από τις

φαρέτρες. Κάλπαζαν μέσα στον κλοιό των φωτιών, μπροστά από τις

σκηνές και περίμεναν. Μερικοί χτυπούσαν νευρικά τις οπλές τους στο

χιόνι. Η απόλυτη ησυχία, που έπεσε ξαφνικά σαν κεραυνός, ενέτεινε την

ανησυχία τους, μερικοί, που ήταν πιο άμαθοι στον πόλεμο,

αναρωτήθηκαν μήπως ήταν λάθος τους που προσφέρθηκαν σε αυτήν την

αποστολή. Μα γνώριζαν πως δεν υπήρχε γυρισμός. Στράφηκαν στο

Νέσσο και είδαν πως στο βλέμμα του δεν υπήρχε φόβος, ούτε καν ένα

ψήγμα ανησυχίας, μονάχα παγωμένη αποφασιστικότητα. Το χέρι του

ήταν σταθερό καθώς τραβούσε ένα κοκκινόφτερο βέλος από την φαρέτρα

του και τα σκοτεινά μάτια του καρφωμένα μπροστά, στην ομίχλη που

πολιορκούσε τις φλόγες.

Τότε η σιγαλιά έσπασε με ένα φοβερό, στριγκό ουρλιαχτό και το

ακολούθησαν οι κρότοι των σιδερένιων μποτών, που έτρεχαν μανιασμένα

κατά πάνω τους. Μια σκιά, πιο μαύρη και από το σκοτάδι τριγύρω, χίμηξε

στο Νέσσο και την τελευταία στιγμή είδε τις λάμψεις των μαχαιριών που

κρατούσε. Ορθώθηκε και στα πισινά του πόδια και κλώτσησε το

Νυχτοβάτη στην αριστερή φτερούγα. Ο Δαρκέιν κλονίστηκε από το

χτύπημα, βγήκε από την πορεία του, μα δεν έπεσε. Και πρόλαβε να

πληγώσει το Νέσσο στα πλευρά. Ο Κένταυρος λύγισε καθώς έπεφτε και

είδε μια βαθιά πληγή πίσω από το αριστερό, μπροστινό του πόδι.

Πονούσε, μα έσφιξε τα δόντια και άρχισε να τρέχει, μαζί με τους δώδεκα

συντρόφους του.

Στο μεταξύ, οι Θανατώριοι και οι Νυχτοβάτες υπέθεσαν πως μες στις

σκηνές κοιμόντουσαν οι υπόλοιποι πολεμιστές και κίνησαν να τις

γκρεμίζουν, να σκίζουν τις τέντες και να πετάνε μέσα αναμμένα

κούτσουρα. Τόση ήταν η μανία τους και το μένος, ώστε δεν

παραξενεύτηκαν που δεν βγήκε κανείς από τις σκηνές, που δεν

ακούστηκε ούτε ένα βογκητό πόνου. Ο Δαρκέιν πετούσε από πάνω και,

παρατηρώντας την κατασκήνωση να τυλίγεται στις φλόγες, γέλασε

ικανοποιητικά. Μα το γέλιο του καλύφθηκε από τρομερές ιαχές, που

ξεπήδησαν μέσα από την ομίχλη. Είδε τους δώδεκα Κενταύρους που

είχαν μόλις υποχωρήσει να εφορμούν, συνοδευόμενοι από έναν

μεγαλειώδη στρατό. Και ο Κένταυρος, που είχε πληγώσει προηγουμένως,

είχε στραμμένο το τόξο πάνω του. Μα το βέλος είδε ήδη φύγει και, πριν

προλάβει να δει περισσότερα, το ένιωσε να μπήγεται στο στήθος του.

Ο Στρατός της Τρίτης Συμμαχίας σάρωσε, σαν κύμα γεννημένο από

τον βαθύτερο ωκεανό και τον ορμητικότερο άνεμο, τους Θανατώριους,

πριν προλάβουν καν να υψώσουν τις χατζάρες τους. Οι τρεις

εναπομείναντες Νυχτοβάτες είδαν τις φολιδωτές φτερούγες τους να

καταρρέουν από το σμήνος βέλων που καρφώθηκε πάνω τους,

γκρεμίστηκαν στο έδαφος και ποδοπατήθηκαν από τα άλογα των

Αμαζόνων με τόση ορμή που θάφτηκαν δεκάδες μέτρα μες στο χώμα. Μα

τρεις Νυχτοβάτες δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τούτο το σύννεφο

που το στελέχωναν τα μυριάδες βέλη των Αμαζόνων και ακόμα μερικές

εκατοντάδες κοκκινόφτερες σαΐτες από τους Κενταύρους. Δεν μπόρεσαν

βέβαια, παρά μόνο λίγα, να διαπεράσουν τις χοντρές πανοπλίες των

Θανατώριων, αλλά τα υπόλοιπα καρφώθηκαν στις αρματωσιές και τις

έκαναν αβάσταχτα βαριές. Ο Έκτορας κράτησε τον λόγο που είχε δώσει

στην Ανδρομάχη και κάθε Θανατώριος που βρισκόταν στον διάβα του,

ένιωθε το Σπαθί της Λύκης να τρώει την σάρκα του από δύο φορές. Αλλά

και η Αμαζόνα, άφηνε τα βέλη της δυο-δυο και τα έβλεπε να διαπερνούν

τα κρανία των εχθρών, ευλογημένα από τα φιλιά του Έρωτα.

Οι Θανατώριοι, πανικοβλημένοι από την αιφνιδιαστική έλευση του

στρατού και από τον θάνατο του ηγέτη τους, διασκορπίστηκαν, χάλασαν

τις διατάξεις τους, ορισμένοι μπλέχτηκαν στα απομεινάρια των σκηνών

που κατέστρεφαν, άλλοι έπεφταν πάνω στις φλόγες, προσπαθώντας να

διαφύγουν και μερικοί στάθηκαν να πολεμήσουν. Μα ο αριθμός τους δεν

ξεπερνούσε τους πεντακόσιους και ήταν ασυγκρότητοι, περικυκλωμένοι

και ανίκανοι να οργανωθούν δίχως κάποιον να ηγείται. Ο Έκτορας

σφάγιασε πάνω από είκοσι, χώρια αυτοί που ποδοπατήθηκαν από τον

Αρίωνα, πλάι του, ο Φίλιππος αποκεφάλιζε όσους προσπαθούσαν να

ξεφύγουν από τον φίλο του. Ο πέλεκυς του Αχιλλέα ανεβοκατέβαινε

δίχως σταματημό και το ρόπαλο του Αίαντα έσπαζε τα κρανία των

εχθρών μαζί με τις περικεφαλαίες τους.

Ολάκερος ο στρατός εξολοθρεύτηκε σε λιγότερο από τρεις ώρες και το

μόνο που κατάφερε ήταν μερικές ασήμαντες λαβωματιές στους

πολεμιστές, με αυτήν του Νέσσου την πιο σοβαρή. Ωστόσο, αν και το

αίμα έρρεε ανεμπόδιστο από την πληγή, δεν συγκράτησε το μένος του και

πλέον στεκόταν πάνω από τους δεκάδες Θανατώριους που σφάγιασε, με

περήφανο ύφος. Η μεγαλύτερη απώλεια ήταν η καταστροφή των

καταλυμάτων τους και η εξάντληση των τελευταίων αποθεμάτων ξυλείας

που είχαν. Μπόρεσαν να γλιτώσουν όλες τις άμαξες, ωστόσο, και είχαν

αρκετό χώρο για τους τραυματίες.

Τότε, έγινε κάτι τόσο θαυμαστό, που κανείς δεν μπόρεσε να

συγκρατήσει επιφώνημα χαράς. Δεν βάσταξε άλλο θανατικό η σκοτεινιά,

τρόμαξε από την ανεξάντλητη ισχύ των πολεμιστών, δεν άντεχε τον ήχο

των γέλιων και των φιλιών, μήτε την αχό των καρδιών, που

τραγουδούσαν μες στα στήθια μελωδίες κουράγιου και έρωτα. Και κείνη

η λάμψη, η άσπλαχνη, η φλογερή του σπαθιού που κράδαινε ο νεαρός με

το λυκίσιο, τρομερό βλέμμα γονάτισε την μαγεία του Ζακχαέρ Ντων. Ένα

αλύχτισμα μαγευτικό έσκισε την ομίχλη και τα κουρελιασμένα ξέφτια της

στροβιλίστηκαν γύρω από τις ματωμένες αρματωσιές των πολεμιστών

πριν παρασυρθούν από την φρέσκια ανάσα του παγωμένου βοριά.

Ασημένια νήματα κρεμάστηκαν από τον ουρανό, πλέχτηκαν από το

αόρατο χέρι της νυχτιάς και στερέωσε εκείνη στον ουρανό την

αστροφεγγιά και το σεληνόφωτο. Χόρεψε ξανά χαρούμενος στο

στερέωμα ο Ωρίωνας πιασμένος χέρι-χέρι με τους συντροφικούς

αστερισμούς. Και το φεγγάρι, στη χάση του, έγνεφε χαρούμενα από

ψηλά. Μα τίποτε δεν συγκίνησε τον Έκτορα τόσο όσο η φιγούρα της

Νύχτας, που στεκόταν στην κορφή του Σκυλοδόντη. Τα μάτια της είχαν

γεμίσει ουρανό και άστραφταν, μεθυσμένη από χαρά ύψωσε το κεφάλι

στον ουρανό και αλύχτησε ξανά, διακηρύσσοντας την κυριαρχία της

φύσης στα παλιά λημέρια του Ζακχαέρ Ντων και των υπηκόων του. Το

χιόνι έγινε ξανά λευκό και αφράτο, ενώ, με μία ακόμα ανάσα, ο βοριάς

σκόρπισε μακριά τις δηλητηριώδες αναθυμιάσεις που βεβήλωναν τον

αέρα.

Ο Έκτορας εισέπνευσε βαθιά και κράτησε τον φρέσκο αέρα μέσα του

μερικές στιγμές, να τον γευτούν τα πνευμόνια του, να τον απολαύσουν.

Χάιδεψε το ιδρωμένο κεφάλι του Αρίωνα, φίλησε την χαίτη του και

ξεπέζεψε. Έβγαλε από το άλογο την σέλα και τα χαλινάρια και το άφησε

να τρέξει στα λευτερωμένα από την σκοτεινιά εδάφη. Οι σκιές δεν είχαν

φύγει μονάχα από το περιβάλλον αλλά και από το στέρνο του, το ένιωθε

ξαλαφρωμένο και η ψυχή του, απαλλαγμένη από την ασχήμια και την

οδύνη βρήκε χώρο να γεμίσει ξανά με ερωτικό πόθο. Αναζήτησε την

Ανδρομάχη, μα τα χέρια της τυλίχθηκαν στο στήθος του πριν δει το

πρόσωπο της. Τα στεγνά χείλη του δροσίστηκαν ξαφνικά και την γεύση

του αίματος στο στόμα του αντικατέστησε η γλύκα του φιλιού της.

Έκαναν έρωτα και τα αγκομαχητά τους συνόδευαν οι κιθάρες, οι άρπες,

οι φλογέρες και τα τύμπανα που έπαιζαν πυρωμένα, υμνώντας τον νέο

θρίαμβο των πολεμιστών.

Από μακριά, το ζευγάρι άκουγε τα λαρύγγια των Κενταύρων να

κελαρύζουν κεφάτα, καθώς έρεε μέσα τους το γλυκό κρασί. Άκουγε και

σαγόνια να δουλεύουν, μασουλίζοντας φρεσκοψημένο κρέας. Έφτασαν

στα αυτιά τους και άλλα ερωτικά αγκομαχητά από κορμιά που ενώνονταν

και σημαδεύονταν με φιλιά, δαγκωματιές και γρατσουνιές πάθους. Και

ενώ όλοι εύχονταν τούτη η ευδαιμονία να πλάνευε τον χρόνο και να

φυλακιζόταν αιώνια στις καρδιές του, ακούστηκε ο σπαραγμός του

Αβικέννα.

Ο άντρας φρόντιζε όσους είχαν πληγωθεί στη μάχη, έραψε το τραύμα

του Νέσσου, έπλυνε και επίδεσε τις αμυχές των υπόλοιπων. Είχε φτιάξει

δύο πρόχειρα κρεβάτια πάνω σε μια άμαξα και άφησε εκεί τον Ευρυτίωνα

και τον Πάτροκλο, προκειμένου να αναπαυτούν όσο ο ίδιος θα ήταν

απασχολημένος. Δεν έλειψε από το πλευρό τους περισσότερο από μία

ώρα, μα ήταν αρκετή για την σβέλτη σκιά του θανάτου, που άρπαξε στα

νύχια του, σαν αρπακτικό, την ψυχή του Πάτροκλου. Άδικες ήταν οι

τύψεις που κατέκλυσαν τον Αβικέννα, ωστόσο γέμισαν τα μάτια του με

δάκρυα και τον λαιμό του με καυτούς λυγμούς. Περιφερόταν ανάμεσα

στους πολεμιστές, που τον κοιτούσαν σιωπηλοί, βρίζοντας, κλαίγοντας,

κρατώντας στα μελαμψά του χέρια το ωχρό, ζαρωμένο κορμί του νεκρού

συντρόφου του.

Τον πλησίασαν ο Σαλαντίν και ο Μοχάμεντ, έκαναν να πάρουν το πτώμα

από την αγκαλιά του, μα εκείνος τους απομάκρυνε βίαια. Ήξερε πως δεν

μπορούσε να κάνει τίποτα πια, μα αρνιόταν να το αποδεχθεί, κρατούσε

τον Πάτροκλο σφιχτά στα μπράτσα του, νιώθοντας πώς όσο ήταν κοντά

του, όσο έμενε άθαφτος, δεν θα χανόταν, δεν θα έπεφτε το άψυχο κορμί

του στην παρακμή της αποσύνθεσης. Ο Οδυσσέας παρακολουθούσε

άπραγος την θλιβερή σκηνή, καπνίζοντας την πίπα του με βλοσυρό ύφος.

Στήριξε την πλάτη του σε μια άμαξα, παρατήρησε το παραμορφωμένο,

από τα εγκαύματα, κορμί του συντρόφου του, τα χέρια του

ταλαντώνονταν άβουλα, στερημένα από ζωή, και τα μπλάβα χείλη του

έχασκαν ορθάνοιχτα, δίχως ανάσα να τα περιτριγυρίζει. Αναστέναξε

βαθιά και χαμήλωσε το κεφάλι. Ο οδυρμός του Αβικέννα έγινε δικός του

και άρχισε να κλαίει στα κρυφά. Ως πότε, αναρωτήθηκε, θα έβλεπε τους

συντρόφους του να χάνονται από σπαθιά και όπλα των εχθρών, ως πότε

θα θάβονταν όλοι στα δικά του δάκρυα, ως πότε θα έμενε ακατάδεκτος

στη δική τους μοίρα; Πολλοί νεκροί βάραιναν τις πλάτες του, πολλοί

αναστεναγμοί το στήθος του και πάντα ο ίδιος έμενε ξωπίσω να πονάει

όσους δεν μπορούσαν πια να πονέσουν.

Ο Αβικέννας ήταν σε κατάσταση παραφροσύνης, καθόταν μονάχος σε

μια φωτιά, είχε ακουμπήσει το κεφάλι του Πάτροκλου στον ώμο του, του

χάιδευε τα μαλλιά και μονολογούσε ασυνάρτητα λόγια. Όμως, ο

Ευρυτίωνας ψυχορραγούσε ακόμα και μονάχα ο άντρας μπορούσε να τον

βοηθήσει. Πήρε λοιπόν απόφαση ο Αίαντας να επέμβει, βλέποντας τους

υπόλοιπους απρόθυμους να δράσουν. Άρπαξε το πτώμα του Πάτροκλου

και, όταν ο Αβικέννας αντιστάθηκε, τον γρονθοκόπησε, ξαπλώνοντας τον.

Έπειτα τον γράπωσε από τον λαιμό, κρατώντας ταυτόχρονα στο αριστερό

του χέρι τον νεκρό σύντροφο του.

«Σύνελθε, άνθρωπε μου. Νεκρός είναι ο Πάτροκλος, δεν τον βοηθάνε

πια μήτε δάκρια μήτε μοιρολόγια. Χάθηκε ο σύντροφος μας και τούτο

που στοργικά φυλάς στην αγκαλιά σου είναι σάρκα, κρέας που θρέφει τα

σκουλήκια και το χώμα, τίποτε παραπάνω». Μούγκρισε δυνατά,

τραντάζοντας τον Αβικέννα. »Κανείς δεν σε κατηγόρησε για τον χαμό

του, μονάχα οι εχθροί μας είναι υπόλογοι για αυτό και θα εκδικηθούμε.

Αλλά σου έχουμε εμπιστευτεί ακόμα έναν συμπολεμιστή μας, που

ψυχορραγεί και εσύ κάθεσαι και μιλάς σε ένα πτώμα. Εμπρός, πήγαινε να

τον βοηθήσεις, γιατί, αν χαθεί όσο μένεις άπραγος, οι Κένταυροι θα σε

κατηγορήσουν για τον θάνατο του και δεν θα έχουν άδικο».

Ένα σκιώδες πέπλο τραβήχτηκε τότε από τα μάτια του Αβικέννα και

φάνηκε πως ο λογισμός του καθάρισε. Δεν μπήκε στον κόπο να καθαρίσει

τα δάκρυα από τα μάτια του, ήξερε πως θα τα διαδεχθούν άλλα, ούτε

μίλησε στον Αίαντα. Έπιασε στα δυο του χέρια το πρόσωπο του

Πάτροκλου, τον φίλησε στο μέτωπο και έπειτα κίνησε να περιποιηθεί τον

Ευρυτίωνα. Δεν ζήτησε βοήθεια από κανέναν, ούτε καν αντάλλαξε

κάποιο βλέμμα με όποιον τον πλησίαζε. Αμίλητος, αγέλαστος, δούλευε

όλη τη νύχτα και την επόμενη μέρα, χωρίς σταματημό. Έβραζε φίλτρα,

έφτιαχνε αλοιφές, τύλιγε επιδέσμους με βότανα γύρω από τα εγκαύματα

και έπλενε επιμελώς το σώμα του Κενταύρου. Αρνιόταν να φάει, να πιει,

να κοιμηθεί. Δύο μερόνυχτα, το μόνο που έκανε ήταν να φροντίζει τον

Ευρυτίωνα. Ήταν πεποίθηση του Έκτορα, όπως και πολλών άλλων, πως ο

Αβικέννας αποζητούσε εξιλέωση για τον θάνατο του Πάτροκλου στην

θεραπεία του Κενταύρου. Βέβαια, κανείς δεν τον είχε κατηγορήσει ποτέ,

ωστόσο ο άντρας το θεώρησε προσωπική αποτυχία.

Ώσπου, τρεις μέρες μετά τον θάνατο και την ταφή του νεαρού

Μαυροκόκκινου Φαντάσματος, ένα χαμόγελο φωτίστηκε ξανά στον

Αβικέννα. Είδε την εξιλέωση του να φτάνει και τις τύψεις του να

εξατμίζονται, όταν ο Ευρυτίωνας άνοιξε τα μάτια του. Ζήτησε νερό και ο

άντρας έσπευσε να του φέρει μια γεμάτη κανάτα. Την ήπιε ολόκληρη με

μια ρουφηξιά και έπειτα τέντωσε τα μουδιασμένα άκρα του. Τύλιξε στην

παλάμη του το δεξί χέρι του Αβικέννα, το φίλησε και τον ευχαρίστησε.

Δεν ήταν ακόμα αρκετά δυνατός, μα η πολυήμερη ακινησία έκανε τους

μύες του να πονάνε, οπότε σηκώθηκε από το κρεβάτι, παρά τις ενστάσεις

του Αβικέννα.

Μόλις οι υπόλοιποι Κένταυροι τον είδαν να βγαίνει, τρεκλίζοντας, από

την άμαξα, κάλπασαν κοντά του και τον βοήθησαν να προχωρήσει. Ο

Ιξίωνας, ξέφρενος από χαρά, παρήγγειλε να ανοίξουν βαρέλια με εκλεκτό

κρασί, μαύρο, μυρωδάτο, με έντονη γεύση. Δυστυχώς δεν είχαν ξύλα για

να ανάψουν φωτιές και να ψήσουν κρέατα, οπότε αρκέστηκαν σε κρύα,

σκληρά τρόφιμα από τις προμήθειες τους. Αυτό όμως δεν αρκούσε για να

χαλάσει την διάθεση τους. Οι σύντροφοι του Λάαργκ έσπευσαν να

βγάλουν τα μουσικά τους όργανα και οι Αμαζόνες έσυραν τον χορό.

Εκείνη τη νύχτα δεν τους επισκέφτηκε κανένα θανατικό για να διακόψει

το γλέντι. Το κρασί κελάρυζε άφθονο, τα γυμνά κορμιά ζευγάρωναν,

ενώνονταν στην τελετουργία του Έρωτα και έπειτα, κάθιδρα, χύνονταν

ξανά στον χορό. Οι ζωηρές μελωδίες έφτιαξαν νήματα μουσικής που

ανέβηκαν ψηλά, αγκιστρώθηκαν στο στερέωμα και το έφεραν κοντά στη

γη. Τα αστέρια ποτέ δεν φάνταζαν πιο κοντινά και ασήμωναν τα κεφάλια

των πολεμιστών. Έπειτα, κατέβηκαν στη γη και μπήκαν στα κορμιά τους,

αφού πρώτα τους τύλιξε ο ύπνος και έγιναν όνειρα, ευλογημένα από το

άπειρο.

Από τότε που αποσύρθηκε η σκοτεινή ομίχλη, ο Έκτορας ξυπνούσε

πριν από όλους, αδημονώντας να απολαύσει τον ήλιο, από την πρώτη

αχτίδα έως την τελευταία του. Έτσι έκανε και εκείνο το πρωινό. Το κρύο

ήταν τσουχτερό, μα δεν τον έμελλε. Πέταξε τα σκεπάσματα του και

περπάτησε στο χιόνι, γυμνός. Το αγιάζι τον καλημέρισε, ανακατεύοντας

τα μαλλιά και τα γένια του. Τα ανατολικά βουνά είχαν ήδη ροδίσει και το

κόκκινο φως της Αφροδίτη χλόμιαζε, υποταγμένο στον βασιλιά του

ουρανού. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια ο νεαρός να απολαύσει το ξημέρωμα,

ήξερε πως μετά από αυτό θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να ξαναδεί το

φως της μέρας. Πίσω από την πλάτη του, υψωνόταν ένα τείχος ομίχλης,

σάλευε περιπαικτικά, προκαλώντας τον να το διαβεί. Εκείνη τη μέρα θα

απαντούσε στην πρόκληση του και ο Στρατός της Τρίτης Συμμαχίας θα

διάβαινε τα τελευταία χιλιόμετρα σκοτεινιάς που τον χώριζαν από τη

Σωθράπον.

Ο Έκτορας αναστέναξε και είδε το χνώτο του να στροβιλίζεται, πριν το

σπάσει η πρώτη αχτίδα του ήλιου. Άπλωσε την παλάμη του στο πέρασμα

της, έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στη ζεστασιά της. Ένιωσε το δέρμα

του να την καταπίνει, το αίμα του να πυρώνει και να δυναμώνει το κορμί

του. Ακολούθησαν κι άλλες χρυσαφένιες αχτίδες που ξέφυγαν από τις

σκιές των ανατολικών βουνών, έπεσαν στα πρόσωπα των πολεμιστών και

έδιωξαν τα όνειρα τους, ατμός έγινε και ο ύπνος και πέταξε πάνω από τα

κεφάλια τους. Τα βλέφαρα τους πετάρισαν για μερικές στιγμές,

ματαιοπονώντας να κρατήσουν τα γλυκά οράματα που τους συντρόφευαν,

μα είχαν γίνει πλέον σκιές. Ο ένας μετά τον άλλον ξύπνησαν, πέταξαν τα

βαριά σκεπάσματα, αποταυρίστηκαν και άρχισαν να φοράνε τις

αρματωσιές και, από πάνω τους, μανδύες και τις γούνες τους. Ο Έκτορας

έμεινε να τους χαζεύει για λίγο και έπειτα αποφάσισε να τους μιμηθεί.

Φόρεσε τον αλυσιδωτό θώρακα του Διομήδη και ένιωσε τα λέπια της να

ανατριχιάζουν το δέρμα του. Πέρασε στα χέρια περικάρπια από χοντρό

δέρμα και ασημένια φύλλα, δώρα του Λάαργκ. Πάνω στο ασήμι ήταν

σκαλισμένο το έμβλημα του, μια σεκόια, που τα κλαδιά της ακράγγιζαν

τα πεντάκτινα αστέρια του ουρανού. Ο Αίαντας πριν δύο ημέρες του είχε

δώσει τις επιγονατίδες του Πάτροκλου, φτιαγμένες από καφέ,

ακατέργαστο δέρμα και ένα στρώμα μαύρου σιδήρου. Φόρεσε και την

περικεφαλαία που του είχε δωρίσει ο Σίμπαγκορ, πέρασε πάνω από τους

ώμους του τον μανδύα που είχαν υφάνει οι Νύμφες στο δάσος της Ρέας

και, τέλος, ζώστηκε το Σπαθί της Λύκης. Μες στο σακίδιο του φυλούσε

ακόμα το λάβαρο που του είχε δώσει ο Σεβάχ, είχε σκοπό να το υψώσει

έξω από τα τείχη της Σωθράπον, πριν αρχίσουν την πολιορκία της.

Στρίμωξε μέσα την γούνα και τα σκεπάσματα του και πέρασε τον σάκο

στους ώμους. Έπειτα σέλωσε τον Αρίωνα και τον ίππευσε. Το άλογο

ρουθούνιζε ανυπόμονα, οσμίστηκε την επικείμενη μάχη και το αίμα του

έβραζε ήδη.

Μόλις τακτοποίησαν τα εφόδια στις άμαξες και τις πέρασαν στα άλογα,

ξεκίνησαν για τελευταία φορά την πορεία τους στη Σωθράπον. Ο

Έκτορας κάλπαζε πλάι-πλάι με την Ανδρομάχη, εκείνη ήταν το μόνο

γιατρικό του για την απαίσια ομίχλη, στις γαλαζοπράσινες λάμψεις των

ματιών της μονάχα έβρισκε φως και στην ομορφιά του προσώπου της

κατέφευγε όταν τον τύλιγε η ασχήμια. Όπως πάντα, προπορεύονταν τα

δύο αδέρφια, ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας, αλλά αυτήν την φορά μαζί τους

ήταν και ο Φίλιππος. Οι αναμνήσεις του για τούτα τα μέρη είχαν ήδη

αποτελέσει σημαντική βοήθεια και θα κατέφευγαν σε αυτές ξανά, αν

χάνονταν ή δεν έβρισκαν κάποιο μονοπάτι. Ωστόσο, οι στρατιές

Θανατώριων, που είχαν βαδίσει πριν από αυτούς σε τούτα τα μέρη, είχαν

ανοίξει πλατιούς δρόμους και τα ίχνη ήταν ευδιάκριτα ακόμα και στη

σκοτεινή καταχνιά που τους περιτριγύριζε.

Ορισμένες φορές, ο Αχιλλέας νόμισε πως είδε ίχνη αλόγων, μα ήξερε

πως αυτό ήταν απίθανο. Οι Θανατώριοι δεν καβαλίκευαν άλογα, αυτά τα

περήφανα πλάσματα δεν θα άφηναν τα εκτρώματα του Ζακχαέρ Ντων να

τα ιππεύσουν. Θεώρησε λοιπόν πως τα ματιά του γελάστηκαν από την

περιορισμένη ορατότητα. Μα τα ίδια ίχνη είδαν και οι Αμαζόνες. Αρχικά

και εκείνες θεώρησαν πως η ομίχλη γελούσε τα μάτια τους, μα όσο τα

χνάρια επαναλαμβάνονταν, ήξεραν με κάθε σιγουριά πως άτια είχαν

διαβεί αυτά τα περάσματα. Άλλωστε, τα δικά τους μάτια ήταν

γυμνασμένα σε ότι αφορούσε άλογα και δεν μπορούσαν να ξεγελαστούν

ακόμα και από την σκοτεινότερη ομίχλη. Ωστόσο, δεν ήξεραν πώς να

εξηγήσουν αυτό το γεγονός και έτσι δεν είπαν τίποτα.

Την ησυχία που συνόδευε την ομίχλη έσπαζαν μονάχα τα βήματα και

οι καλπασμοί των πολεμιστών, τα τριξίματα από τους τροχούς των

αμαξών και οι διάσπαρτοι αναστεναγμοί. Όσο προχωρούσαν, ένιωθαν το

Σκότος να δυναμώνει, την ομίχλη να γίνεται πιο παγερή και η δυσωδία

εντεινόταν. Οι σκιές θρέφονταν από την απελπισία και τον φόβο,

τρύπωναν στα σωθικά των πολεμιστών και φαρμάκωναν τις ψυχές τους

με φριχτές σκέψεις και οδυνηρές αναμνήσεις. Ο Έκτορας έβλεπε στο νου

του ξεκάθαρα τη νύχτα που μπήκαν στη Σωθράπον οι Εφτά Ιερείς και η

Ανδρομάχη ξαναζούσε τον θάνατο των συντρόφων της στη Φίμιν. Με

δάκρυα να πολιορκούν τα μάτια τους, πιάστηκαν χέρι- χέρι και άφησαν το

ζεστό άγγιγμα να απαλύνει τον πόνο τους. Μπροστά στα μάτια τους, οι

στροβιλισμοί της καταχνιάς έπαιρναν την όψη του Μάρντουκ Σίρρους να

αφανίζει τον Αριστοτέλη, μες στη Σπηλιά των Μυστηρίων και οι καρδιές

τους μαράζωσαν. Έσφιξαν τα χέρια δυνατότερα και ένιωσε ο ένας τους

παλμούς του άλλου. Τα βουρκωμένα μάτια τους αντικατοπτρίστηκαν και

μεμιάς ένιωσαν τον πόνο να διχάζετε, να κόβεται στα δύο. Πνίγηκε ο

μισός στις γαλαζοπράσινες λίμνες που φύλαγε το βλέμμα της

Ανδρομάχης και ο υπόλοιπος κατασπαράχτηκε από τον λύκο που

κατοικούσε στα μαύρα μάτια του Έκτορα. Νικήθηκε, μα τα χέρια τους

δεν χωρίστηκαν, αντίθετα έπλεξαν πιότερο τα δάχτυλα τους και χάιδεψαν

τις ράχες των χεριών τους.

Για τους υπόλοιπους ωστόσο, δεν ήταν τόσο εύκολο να απαλλαγούν

απ’ την σκοτεινιά που είχε απλώσει τις αγκαθωτές ρίζες στα στήθια τους.

Με κεφάλια σκυμμένα, τρεμάμενα χέρια και αβέβαια βήματα,

προχωρούσαν αναστενάζοντας και κλαίγοντας. Κοιτούσαν τριγύρω

μερικές φορές, ελπίζοντας να δουν κάποιο σημάδι κουράγιου, μια

ηλιαχτίδα που τρύπωσε ευθαρσώς μες στην πηχτή ομίχλη, μα το μόνο που

έβλεπαν ήταν ασχήμια και σκιά. Τότε, μερικοί είδαν τον Έκτορα και την

Ανδρομάχη να κρατιούνται από τα χέρια και να προχωρούν άφοβα.

Στράφηκαν στους φίλους, τους αδερφούς, τους ερωτικούς συντρόφους

του και αποφάσισαν να τους μιμηθούν. Αμέσως ένιωσαν την απελπισία

τους να μαραίνεται και τις καρδιές τους να αντηχούν θαρρετά. Δάκρυσαν

από ανακούφιση και κίνησαν με ανανεωμένο το κουράγιο να

σιγοτραγουδάνε, μήπως και τρομάξουν οι σκιές. Πρωτοστάτης ο Λάαργκ,

έβγαλε το τύμπανο του και με βροντερή φωνή άρχισε να απαγγέλει ένα

παραδοσιακό πολεμικό τραγούδι.

Το κοφτερό βλέμμα του Αχιλλέα έπιασε κάτι ακαθόριστο, μερικά

μέτρα μπροστά. Σταμάτησε απρόσμενα και έπεσε πάνω του ο Φίλιππος,

που τον κοίταξε παραξενεμένος. Ο άντρας κοιτούσε ευθεία μπροστά και

έβγαζε με αργές κινήσεις τον πέλεκυ του. Προχώρησε μερικά βήματα και

ξανασταμάτησε. Το είχε δει και ο Οδυσσέας πλάι του. Έγειρε με

περιέργεια το κεφάλι και ανασήκωσε τα φρύδια. Μια ξαπλωμένη φιγούρα

κειτόταν μερικά μέτρα μπροστά τους. Ο Φίλιππος έκανε νόημα στον

στρατό να σταματήσει και να σωπάσει. Έπειτα, οι τρεις τους προχώρησαν

με αργά, αθόρυβα βήματα. Μόλις ξεδιάλυνε η φιγούρα, ο Οδυσσέας

άφησε ένα σιγανό επιφώνημα έκπληξης. Ένας σκοτωμένος Θανατώριος

σε κατάσταση αποσύνθεσης πρόβαλε μπροστά τους. Σπρώχνοντας το

κουφάρι με το πόδι, ο Οδυσσέας το γύρισε και τότε ξεκαθάρισε η αιτία

θανάτου: Ένα βέλος, σφηνωμένο στο στήθος του.

«Φαίνεται πως κάποιος ήδη προσπάθησε να πολιορκήσει τη Σωθράπον.

Ίσως να το προσπαθεί ακόμα». Είπε ατάραχος ο Οδυσσέας. Γονάτισε

πάνω από το πτώμα, άναψε την πίπα του και τράβηξε το βέλος. Το

περιεργάστηκε αμίλητος.

«Ξέρεις ποιοι πολέμησαν εδώ;» Ρώτησε ο Φίλιππος. Ο άντρας δεν

απάντησε αμέσως. Ρουφούσε και φυσούσε τον καπνό, μουρμουρίζοντας.

Έπειτα είπε:

«Μονάχα αβάσιμες υποψίες μπορώ να κάνω. Όποιοι και να είναι,

πιθανότατα ήρθαν πέρα από τη Θάλασσα, ειδάλλως δεν θα προλάβαιναν

να συσπειρώσουν μεγάλο αριθμό πολεμιστών. Και οι μεγάλες πολιτείες,

με εξαίρεση τη Μηδείανορ, έχουν ήδη πέσει ή υποταχθεί στις στρατιές

του Ζακχαέρ Ντων».

Ο Φίλιππος έκανε νόημα πως μπορούσαν να συνεχίσουν την πορεία και

ενημέρωσε τον Έκτορα και την Ανδρομάχη. Εκείνοι έμειναν άφωνοι από

την έκπληξη και προσπάθησαν να μαντέψουν ποιοι ήταν οι κρυφοί

σύμμαχοι τους. Αφού προσπέρασαν το πρώτο κουφάρι Θανατώριου,

αποκαλύφθηκαν κι άλλα μέσα από την ομίχλη. Εκατοντάδες Θανατώριοι

κείτονταν, τρυπημένοι από βέλη, αποκεφαλισμένοι ή με θρυμματισμένα

κρανία. Η Ανδρομάχη, μη μπορώντας να συγκρατήσει την περιέργεια της,

ξεπέζεψε, πήγε στο κοντινότερο πτώμα και τράβηξε το βέλος από το

στήθος του. Ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της και δεν

ξέφυγε από τον Έκτορα.

«Ξέρεις! Ποιοι είναι; Ξέρεις, το χαμόγελο σου δεν αφήνει αμφιβολία»

Ήξερε, πράγματι. Κάθε έμπειρη Αμαζόνα μπορούσε να ξεχωρίσει τα

βέλη από την κατασκευή τους. Σκληρό ατσάλι, μαυρισμένο, στην αιχμή.

Σκουρόχρωμο, χοντρό, ελάτινο στέλεχος. Κορακίσιο φτερό. Το ύψωσε,

δείχνοντας το στην Ανδρομέδα και την Αθηνά που την πλησίασαν

έφιππες. Εκείνες κοντανάσαναν από έκπληξη:

«Οι Βαλκυρίες!» Αναφώνησε η τελευταία και η Ανδρομάχη έγνεψε

θετικά. Βλέποντας το ερωτηματικό ύφος του Έκτορα, του εξήγησε. Οι

Βαλκυρίες ήταν πολεμίστριες του Βορρά, πέρα από την Θάλασσα. Δεν

ήταν Αμαζόνες, αν και οι κοινωνίες τους ήταν γυναικοκρατούμενες και

ελεύθερες. Αιμοβόρικες, αδίσταχτες και πολεμοχαρείς γυναίκες που

ζούσαν νομαδικά. Ίππευαν άλογα που τους φορούσαν προβιές λύκων

ώστε να τρομάζουν τον εχθρό. Επιτίθονταν συχνά στις ανδροκρατούμενες

πολιτείες, καταστρέφοντας τες ολοκληρωτικά. Σκότωναν δίχως έλεος

κάθε άντρα και γυναίκα. Άφηναν ζωντανά μονάχα τα παιδιά, τα

υιοθετούσαν και τους μάθαιναν ποίηση, αστρονομία και μαθηματικά.

Όταν γίνονταν έφηβοι, εκπαίδευαν τα κορίτσια, ώστε να γίνουν

Βαλκυρίες και τα αγόρια ως πεζούς πολεμιστές, το στρατιωτικό σώμα που

αποκαλούσαν Όντινιρ. Πολλές φορές, απήγαγαν παιδιά, αν οι πολιτείες

ήταν πολύ ισχυρές για να τους επιτεθούν και μετά από μερικά χρόνια τα

έστελναν να επιτεθούν στις ίδιες τις πόλεις τους. Οι Βαλκυρίες και οι

Όντινιρ αποτελούσαν το χειρότερο φόβο κάθε βορινής πόλης-κράτους

που την κυβερνούσαν άντρες.

Πράγματι, οι υποψίες της Ανδρομάχης και των υπόλοιπων Αμαζόνων

επιβεβαιώθηκαν, όταν είδαν διάσπαρτα βουναλάκια χώματος, όπου είχαν

ταφεί οι πεσόντες πολεμιστές. Σε ορισμένα υψώματα ήταν απλωμένες

προβιές λύκων, καθώς, αν μια Βαλκυρία πέθαινε, θυσίαζαν το άλογο της

και το έθαβαν μαζί της. Σε άλλους τάφους, είχαν αποθέσει βαριά σφυριά,

με μακρύ, μεταλλικό στέλεχος, που είχαν πάνω τους σκαλισμένο έναν

κεραυνό. Αυτό το όπλο ήταν χαρακτηριστικό των Όντινιρ. Οι τάφοι ήταν

πολλοί, ο Έκτορας υπολόγισε πως ξεπερνούσαν τους πεντακόσιους και

αναρωτήθηκε αν είχαν σκοτωθεί όλοι ή αν υπήρχαν Βαλκυρίες που

πολιορκούσαν εκείνη την ώρα τη Σωθράπον. Οι άταφοι εχθροί τους

ξεπερνούσαν τους χίλιους, ανάμεσα τους Ζεβοντάν και Νυχτοβάτες.

Όποια και να ήταν η μοίρα των Βαλκυρίων, πολέμησαν γενναία, δίχως

αμφιβολία. Ξάφνου, ο Έκτορας θυμήθηκε την έφοδο των Ζεβοντάν, πριν

από μέρες. Η επίθεση τους ήταν υπερβολικά συντονισμένη και μαζική.

Αν τα κτήνη απλώς φυλούσαν τα σύνορα της Σωθράπον θα ήταν

διασκορπισμένα, δεν θα προλάβαιναν να συγκεντρωθούν τόσο σύντομα.

Ίσως είχαν συγκεντρωθεί μέρες πριν την έλευση του Έκτορα, ίσως

πήγαιναν στη Σωθράπον να την υπερασπιστούν και έπεσαν τυχαία πάνω

στη στρατιά τους. Στη σκέψη αυτή, ο νεαρός πήρε κουράγιο. Αν οι

Βαλκυρίες είχαν αντέξει, θα ενώνονταν με τον στρατό τους και θα

χτυπούσαν όλοι μαζί τον Ζακχαέρ Ντων με συντριπτική δύναμη. Αυτή η

σκέψη πέρασε από πολλά μυαλά και όλοι άνοιξαν το βήμα, ενέτειναν το

ρυθμό, ανυπομονώντας να στηρίξουν τον αγώνα που έδιναν μονάχες οι

τρομερές πολεμίστριες.

Με ταχύ το βήμα, με τις λάμψεις στα μάτια να παίρνουν τις όψεις των

Λυκοκαβαλαρισσών και να στραφταλίζουν στις λεπίδες, οι πολεμιστές

προχωρούσαν, δίχως σταματημό. Κι αν είχαν διανύσει δεκάδες

χιλιόμετρα, κι αν τα πόδια τους πονούσαν και μάτωναν, κι αν οι ανάσες

τους γίνονταν αγκομαχητά, δεν σταματούσαν λεπτό. Έκλειναν τα μάτια,

έβλεπαν των Όντινιρ να βροντάνε τις πύλες της Σωθράπον και τα βέλη

των Βαλκυρίων να καταρρίπτουν τους Νυχτοβάτες και κιότευε η

κούραση, έφευγε από τα κορμιά τους. Μοχθούσε και το σκοτάδι να

τρυπώσει στις καρδιές, μα που να βρει χώρο, είχαν γεμίσει με την δύναμη

της αλληλεγγύης για τις πολεμίστριες, ξεχείλιζαν από τον πόθο να τις

ανταμώσουν και να ματώσουν πλάι τους. Βροντούσαν τις μπότες τους στο

έδαφος, έλιωναν το χιόνι σε κάθε βήμα και προχωρούσαν, σφίγγοντας τα

όπλα τους.

Το Σπαθί της Λύκης άστραφτε με μια λάμψη πρωτόγνωρη, ακόμα και

στον Έκτορα. Ένιωθε πως ζύγωνε τον Εχθρό, πως σύντομα θα τελέψει το

χρέος του και θα μπορέσει να αναπαυτεί και η λεπίδα του γελούσε με ένα

ζεστό φως. Κάθε φορά που ο Έκτορας χάιδευε την λαβή, άκουγε μες στα

στήθια του τον λύκο, γρύλιζε και πηγαινοερχόταν, κρυμμένος στα

σκοτάδια του πνεύματος, με αλαφροπάτητα βήματα, σαν να παραφυλούσε

το θήραμα του. Έπειτα, στεκόταν περήφανα, εκεί, πλάι στην καρδιά του

και αλυχτούσε σε κάθε χτύπο της, σαν να τιμούσαν ο ένας τον άλλον.

Ακόμα και η Ανδρομάχη πλάι του, άκουγε τα ουρλιαχτά του θηρίου,

έβλεπε την σκιά του να σαλεύει στο βλέμμα του Έκτορα. Μα στο

κοίταγμα της, ημέρευε, έκρυβε τα δόντια του και το γρύλισμα του

ακουγόταν σαν ερωτικό κάλεσμα. Τρύπωνε στα μάτια της, έβλεπε δύο

γαλαζοπράσινους ήλιους στον ουρανό, ξάπλωνε κι άφηνε τις αχτίδες τους

να το ζεστάνουν. Γιατί τα μάτια της Αμαζόνας ήταν η γαλήνη του, τα

στήθια της το καταφύγιο του και στα άγρια δάση των σπλάχνων της,

έτρεχε ελεύθερο, ξέγνοιαστο.

Στη κεφαλή του στρατού, διάβαιναν ο Φίλιππος, πάνω στην Ωκύποδη,

ο Αχιλλέας πάνω στον μεγαλόσωμο Ξάνθο και ο Οδυσσέας πεζός. Ο

τελευταίος περπατούσε ξέγνοιαστος, όπως πάντα, σαν να έκανε έναν

ευχάριστο περίπατο και το σπαθί, που στριφογύριζε στο χέρι του, έμοιαζε

παράταιρο. Αλλά, σκιές είχαν πέσει στα πρόσωπα των άλλων δύο και

σκοτείνιαζαν όσο περνούσε η ώρα. Τα τοπία είχαν αλλάξει θλιβερά μετά

την κυριαρχία του Ζακχαέρ Ντων, μα θυμόνταν και οι δύο ξεκάθαρα την

πεδιάδα που ανοιγόταν στ’ αριστερά τους, όπως και την χαμηλή

λοφοσειρά απέναντι. Είχαν περάσει τουλάχιστον δεκαέξι χρόνια από την

τελευταία φορά που ο Φίλιππος εξερευνούσε αμέριμνος αυτό το μέρος,

μαζί με τον Έκτορα, παρ’ όλα αυτά, η νοσταλγία που άνθισε στο στήθος

του ήταν πολύ έντονη. Σαν καπνός, σκαρφάλωσε ανάλαφρα στα μάτια

του, τα έλιωσε με τη θέρμη της και έγιναν δάκρια. Αναρωτήθηκε πόσα

χρόνια θα περνούσαν ώσπου να ξαναφυτρώσουν δέντρα κι αγριόχορτα

στην πεδιάδα, πότε τα πουρνάρια θα σκέπαζαν ξανά τους άγονους λόφους

κι αν ποτέ θα έπαιζαν πάλι παιδιά σε αυτά τα μέρη.

Από τη μεριά του, ο Αχιλλέας είχε ξαναπεράσει από εκεί μονάχα μια

φορά, μα την θυμόταν καλά, καθώς έπειτα αναγκάστηκε να ζήσει κάτω

από τη Σεθίρηκα, για αβάσταχτα πολύ καιρό, ώσπου να έρθει ο Έκτορας

με τον Αριστοτέλη. Αναβίωσε την ταραχή που ένιωσε όταν του έστησαν

ενέδρα οι Θανατώριοι, τον φόβο, που σπάνια ξεπηδούσε στην καρδιά του,

μόλις τον περικύκλωσαν. Δεν είχε ξαναδεί, τότε, τέτοια πλάσματα, ούτε

τα είχε ακουστά, παρόλο που ήταν πολυταξιδεμένος. Δεν κατάφεραν να

τον νικήσουν, κι ας ήταν κλονισμένος, μα τον φυλάκισαν μέσα στη

Σωθράπον, όπου ζούσε κάθε μέρα υπό την απειλή του λιμού και του

θανάτου. Τώρα επέστρεφε σε τούτο το καταραμένο μέρος, ελεύθερος,

δυνατός, περιτριγυρισμένος από πρόσωπα που αγαπούσε και τον

αγαπούσαν. Έσφιξε στα πελώρια χέρια του τον δίκοπο πέλεκυ,

ανυπομονώντας να ζητήσει τον λόγο από τα απαίσια πλάσματα που

τόλμησαν να τον προκαλέσουν.

Τον λοφίσκο που υψώθηκε μπροστά τους, τον αναγνώρισε και ο

Έκτορας, πέρα από τους δύο συντρόφους του. Η καρδιά του κλώτσησε

δυνατά, καθώς είδε στις αναμνήσεις του τον Ερμή να προσγειώνεται στην

κορφή του, έπειτα τον Αριστοτέλη να προφέρει με τρόμο τα ονόματα του

Ζακχαέρ Ντων και της Σεθίρηκα. Ένας χείμαρρος συναισθημάτων τον

κατέκλυσε, τόσο αταίριαστα μεταξύ τους, κι όμως κυλούσαν στο ίδιο

ποτάμι, ανακατεύοντας τα σπλάχνα του. Από τα κύματα του, πότε

αναδυόταν η οργή, πότε ο πόνος και άλλοτε η νοσταλγία. Το

κατευναστικό πρόσωπο του Αριστοτέλη ενσαρκώθηκε μπροστά του, μέσα

από τα ξέφτια της ομίχλης. Σαν να του απευθυνόταν, ο Έκτορας

μονολόγησε:

«Πόσος καιρός, δεν μπορώ να λογαριάσω, πόσος καιρός πέρασε από

τότε που δύο φίλοι στάθηκαν σε τούτο τον λόφο, αντικρίζοντας τον τρόμο

και τη σκοτεινιά; Ανάθεμα τη θύμηση που μου έκλεψε τον αριθμό των

ημερών που πέρασαν από τότε. Ημέρες χρωματισμένες με αγωνία, με

αίμα, με έρωτα, με πόνο και θάνατο. Αναθεματίζω και τον θάνατο που

λείπεις, να προφέρεις τα λόγια που πρόφερες και τότε, όχι με τρόμο αυτή

τη φορά, αλλά με θάρρος και θράσος. Μονάχος έμεινα να τις απαγγείλω

και θα το κάνω για να σε θυμηθώ». Έσκυψε μεμιάς στη σέλα, έβγαλε από

το σακίδιο του το ασημοΰφαντο λάβαρο, ζήτησε ένα κοντάρι και του

έδωσε ο Αινείας, χαμογελώντας πονηρά- είχε καταλάβει τι θα έκανε ο

νεαρός. Πέρασε το λάβαρο στο κοντάρι και σπιρούνισε τον Αρίωνα.

Προσπέρασε τον Οδυσσέα και τους δύο συντρόφους του, που

προπορευόταν και άρχισε να ανεβαίνει στη ράχη του λοφίσκου.

Πριν φτάσει στην κορφή, άκουσε μακρινές βροντές, γδούπους και ιαχές.

Όταν βρέθηκε στο ψηλότερο σημείο είδε όπως την προηγούμενη φορά

την Σεθίρηκα, τεράστια και επιβλητική, να ρίχνει τη σκιά της στην

ερειπωμένη Σωθράπον, που είχε κατακλυστεί από Θανατώριους και

Νυχτοβάτες και, κάτω από τον λόφο, μια άγονη πεδιάδα να απλώνεται.

Όμως τώρα, η πεδιάδα δεν ήταν απλώς ένα έρημο πεδίο, από όπου

ξεπρόβαλαν σκελετοί και σκουριασμένες πανοπλίες. Πλέον ήταν γεμάτη

από άμαξες, εστίες φωτιάς, άλογα και πολεμιστές. Όντινιρ χτυπούσαν την

πύλη της Σωθράπον με πολιορκητικούς κριούς ή προσπαθούσαν να

γαντζώσουν σκοινιά στο χείλος του τείχους. Γύρω τους, έφιππες

Βαλκυρίες προστάτευαν τους πολεμιστές από τους Νυχτοβάτες, ρίχνοντας

βέλη στον αέρα. Ο Έκτορας γύρισε αντικριστά στον Στρατό της Τρίτης

Συμμαχίας, με το αριστερό χέρι έδειξε τη Σεθίρηκα και στο δεξί ύψωσε το

λάβαρο.

«Η Σεθίρηκα! Η Μαύρη Πυραμίδα του Ζακχαέρ Ντων!». Κραύγασε

και κάρφωσε το λάβαρο στην κορφή του λόφου. Έπειτα έβγαλε το Σπαθί

της Λύκης.

«Αυτές οι λέξεις ακούστηκαν την πρώτη φορά που ήρθα εδώ, μα τότε

ακούστηκαν σιγανά, τρεμουλιαστά από φόβο. Έφτασε η ώρα να ειπωθούν

δυνατά, προκλητικά. Έφτασε η ώρα να ψιθυρίζει ο Ζακχαέρ Ντων τα

ονόματα μας και δέος να χρωματίζει την φωνή του κάθε φορά που τα

προφέρει. Έφτασε η ώρα να λογοδοτήσει για τον σπαραγμό της φύσης.

Και θα λογοδοτήσει, μέσα από τη φωτιά και τον θάνατο!»

Στο μεταξύ, ανέβηκαν τον λόφο ο Οδυσσέας, ο Φίλιππος, ο Αχιλλέας

και η Ανδρομάχη. Είδαν τις Βαλκυρίες να υποχωρούν μετά από μία έφοδο

των Νυχτοβατών και πολλοί Όντινιρ έπεσαν, όταν οι Θανατώριοι πέταξαν

καυτό λάδι και πέτρες από τις επάλξεις. Έπρεπε να βιαστούν, ειδάλλως θα

χάνονταν ολάκερος ο Βορινός στρατός. Φόρεσαν τις περικεφαλαίες,

γύμνωσαν τα όπλα και συγκροτήθηκαν. Οι Αμαζόνες θα εφορμούσαν

πρώτες και τις πλευρές τους θα κάλυπταν οι Κένταυροι, μαζί με τους

έφιππους άντρες. Μάλιστα, ο Έκτορας φρόντισε να παραταχθεί όσο πιο

κοντά γινόταν στην Ανδρομάχη και εκείνη του έκλεισε το μάτι

καθησυχαστικά, βγάζοντας το τόξο της. Πίσω από τις Αμαζόνες θα

ακολουθούσαν οι πεζοί πολεμιστές. Όπως θύμισε σε όλους ο Σαλαντίν,

την ώρα που έβγαζε την χατζάρα του, δεν έπρεπε να πλησιάσουν πολύ

κοντά στο τείχος. Σκοπός τους ήταν να προστατεύσουν τις Βαλκυρίες και

τους Όντινιρ, ώστε να υποχωρήσουν με ασφάλεια.

Μια τρομερή ιαχή συγκλόνισε τον λόφο και μερικές πέτρες κύλησαν

στη ράχη του. Καθώς οι πολυάριθμοι πολεμιστές έκαναν έφοδο,

κατεβαίνοντας την άλλη μεριά του υψώματος, τους κάλυψε ένα σύννεφο

σκόνης που υψώθηκε μέχρι τον ουρανό. Αρχικά, οι Βαλκυρίες

λιγοψύχησαν, πίστεψαν πως είχαν περικυκλωθεί από εχθρούς. Και οι

Νυχτοβάτες, που δεν ήξεραν πως ο Δαρκέιν είχε αφανιστεί πριν από

μερικές νύχτες, πίστεψαν πως ήταν ο δικός του στρατός και καταδίωκαν

τις πολεμίστριες με περίσσιο θάρρος. Ωστόσο, μέσα από τις ιαχές, δεν

άργησαν να ξεχωρίζουν ποδοβολητά αλόγων και έντρομοι

συνειδητοποίησαν πως έκαναν λάθος. Ένας από αυτούς είδε πάνω στον

λόφο να ανεμίζει το σύμβολο του κεφαλιού ενός λύκου να ουρλιάζει σε

ένα «Α» κυκλωμένο από το φεγγάρι και τέσσερα κόκκινα αστέρια στο

φόντο του μαύρου ουρανού. Το είχε ξαναδεί, αφού ήταν ανάμεσα σε

αυτούς που επιχείρησαν να πολιορκήσουν τη Μηδείανορ. Εγκατέλειψε

τους υπόλοιπους και κατέφυγε στην ασφάλεια της Σωθράπον, δίχως να

μπορέσει να αρθρώσει λέξη από τον φόβο. Οι εναπομείναντες

Νυχτοβάτες δεν αντιλήφθηκαν τίποτε και έριχναν τα φαρμακερά βέλη

τους στις Βαλκυρίες, που ελίσσονταν προσπαθώντας να διαφύγουν από

τον κλοιό τους.

Και τότε, μέσα από το συνονθύλευμα που πλησίαζε ταχύτατα,

καλυμμένο στη σκόνη, ένα σμήνος σαΐτες πέταξε προς το μέρος των

φτερωτών πλασμάτων. Τρύπησαν τα φτερά τους, έπεσαν με πάταγο στο

χώμα και ενώ απορούσαν ακόμα τι είχε συμβεί, βρέθηκαν ανάμεσα από

ένα σύμπλεγμα λεπίδων που τους τεμάχισαν. Λίγοι ήταν εκείνοι που

διέφυγαν, αφού τα βέλη δεν βρήκαν το στήθος τους και κατάφεραν να

πετάξουν με τρυπημένες τις φολιδωτές τους φτερούγες. Αποσβολωμένοι,

οι Όντινιρ και οι Βαλκυρίες, είδαν το τεράστιο πλήθος να τους κυκλώνει,

σημαδεύοντας το τείχος με τα τόξα τους. Τους οδήγησαν στην

κατασκήνωση τους και παρέμειναν για λίγο σε επιφυλακή, ωστόσο ο

στρατός της Σεθίρηκα δεν ήταν προετοιμασμένος για την αιφνίδια άφιξη

τους. Μια ομάδα Αμαζόνων πλησίασε προσεχτικά το τείχος και μετέφερε

τους τραυματίες. Από τις σκηνές, βγήκαν τραυματισμένοι πολεμιστές και

πολεμίστριες με έκθαμβο ύφος, ψιθυρίζοντας μεταξύ τους και

χαμογελώντας. Ο Φίλιππος έμοιαζε να διασκεδάζει τις εντυπώσεις που

προκάλεσαν. Ξεπέζεψε με ένα σάλτο και έκανε μια πλατιά χειρονομία.

«Βλέπω πως το γλέντι ξεκίνησε χωρίς εμάς. Αυτό ήταν μάλλον αγενές

εκ μέρους σας». Είπε χαμογελαστός. Ακούστηκαν τρανταχτά γέλια από

τους γύρω και μέσα από τον ήχο τους διαλύθηκε η αμηχανία που

πλανιόταν. Ένας κοντός άντρας με φαρδιές πλάτες, ασημόξανθο μούσι,

πιασμένο σε πλεξούδες και ροδοκόκκινο πρόσωπο τον χτύπησε φιλικά

στην πλάτη.

«Να μας συγχωρεί η αφεντιά σου, παλικάρι μου. Δεν σας περιμέναμε,

αλλά μην φοβάσαι. Τούτο το γλέντι θα κρατήσει μέχρι να πεθάνουμε όλοι

μας». Είχε άγαρμπους και τραχείς τρόπους και μια κυνικότητα στο ύφος

του, μα ήταν φιλικός και συμπαθής. Έσφιξε το χέρι του Αχιλλέα και του

Έκτορα, αγκάλιασε την Ανδρομάχη γελώντας και έπειτα συστήθηκε:

«Είμαι ο Χάραλντ που με φωνάζουν και Ξανθό. Επικεφαλής των

Όντινιρ. Ήρθατε πάνω στην ώρα, αν και δεν θα έβλαπτε αν ήσασταν εδώ

νωρίτερα». Έκανε να ρωτήσει τα ονόματα τους, μα κατάπιε την γλώσσα

του. Μπροστά πρόβαλε μια σαραντάχρονη γυναίκα με αυταρχικό ύφος.

Είχε πυρόξανθα μαλλιά, μακριά μέχρι τους γλουτούς, πιασμένα σε

πλεξούδα. Το πηγούνι της ήταν προτεταμένο και η μύτη της λεπτή και

ανασηκωμένη. Μια παγερή σκληράδα αποτυπωνόταν στα γκρίζα μάτια

της. Το κορμί της ήταν κοντό και αθλητικό, όπως των Αμαζόνων. Έκανε

να χαμογελάσει, μα τα άσαρκα χείλη της δεν μπόρεσαν να αποδώσουν

πειστικά την έκφραση.

«Είμαι η Μπρύνχιλντρ, ηγέτιδα των Βαλκυρίων και των Όντινιρ.

Ποιους οφείλω να ευχαριστήσω για την σωτηρία μας;». Ο λόγος της ήταν

κοφτός και λιτός. Ήταν φανερό πως δεν της άρεσε να μιλά περισσότερο

από όσο έπρεπε.

«Για να ειπωθούν τα ονόματα όλων των πολεμιστών χρειαζόμαστε

περισσότερη ώρα από όση έχουμε. Ηγέτη στον στρατό δεν έχουμε, ούτε

χρειαζόμαστε. Στον χρόνο επαφίεται, αν θα γνωριστούμε όλοι με όλους,

όπως και στην έκβαση της μάχης. Γιατί εμένα με ενδιαφέρει να γνωρίσω

όλους τους συντρόφους σου, Μπρύνχιλντρ, όχι μόνο εσένα». Απάντησε ο

Έκτορας. Δεν του άρεσε το αυταρχικό ύφος της πολεμίστριας και το

φλογερό βλέμμα της έδειχνε πως υπήρχε αμοιβαιότητα στα

συναισθήματα. Ο Χάραλντ λούφαξε ακόμα περισσότερο και κοίταξε τον

νεαρό φοβισμένος. Ήταν φανερό πως κανείς δεν είχε τολμήσει

προηγουμένως να μιλήσει έτσι στην Μπρύνχιλντρ. Εκείνη πήρε μια βαθιά

ανάσα και απευθύνθηκε στον Έκτορα:

«Κι εσύ ποιος είσαι;»

«Έκτορα με λένε. Πολύς καιρός πέρασε από την τελευταία φορά που

ήμουν ξανά σε τούτο το μέρος. Τότε, αγωνιούσαμε να δραπετεύσουμε, μα

τώρα επέστρεψα με διαφορετικό σκοπό: Να αφανίσω τον υπόλογο της

Σκοτεινιάς που απλώθηκε στη Φύση, τον υπεύθυνο για τον χαμό μύριων

αγαπημένων προσώπων. Τούτο το σπαθί σμιλεύτηκε από τους πάνσοφους

μάγους για να καρφωθεί στην καρδιά του Εχθρού και σκοπεύω να

εκπληρώσω τη μοίρα του».

«Τότε, μοιραζόμαστε τον ίδιο σκοπό…». Ξεκίνησε η Μπρύνχιλντρ, μα

την διέκοψε ο Αβικέννας.

«Θα έχουμε καιρό να συζητήσουμε γι’ αυτά τα θέματα αργότερα κι αν

όχι δεν έχει τόση σημασία. Μα τώρα βλέπω πολλούς τραυματίες που

πρέπει να φροντίσουμε και χρειάζομαι βοήθεια. Οι σκηνές μας κάηκαν

και οι άμαξες είναι φορτωμένες. Μπρύνχιλντρ, διάθεσε μου όσες

περισσότερες σκηνές μπορείς κι ας ξεκινήσουμε να μεταφέρουμε μέσα

τους πληγωμένους». Μίλησε βιαστικά ο άντρας. Μετά από έναν στιγμιαίο

δισταγμό, η Βαλκυρία έδωσε οδηγίες και άδειασαν τρεις μεγάλες σκηνές.

Ο Έκτορας, μαζί με δεκάδες άλλους συντρόφους, μετέφεραν προσεχτικά

τους τραυματισμένους πολεμιστές μέσα στα καταλύματα. Μια ομάδα

Όντινιρ έσκαβε λάκκους για αυτούς που είχαν χαθεί και όσες Βαλκυρίες

δεν βοηθούσαν τον Αβικέννα, ετοίμαζαν τις τελετουργίες της ταφής. Οι

Αμαζόνες μαζί με κάμποσες Βαλκυρίες φρόντιζαν τα άλογα που είχαν

τραυματιστεί, τα έπλεναν και τα τάιζαν. Όπως διαπίστωσε η Ανδρομάχη,

τα άτια των Λυκοκαβαλαρισσών ήταν πιο εύσωμα από ότι των Αμαζόνων

και το τρίχωμα τους παχύτερο.

Ο Αβικέννας ήταν πολύ απασχολημένος˙ οι τραυματίες δεν ήταν

πολλοί, αλλά αρκετοί Όντινιρ είχαν άσχημα εγκαύματα και πολλές

Βαλκυρίες ήταν δηλητηριασμένες από τα φαρμακερά βέλη των

Νυχτοβατών. Εκτός αυτού, του ζητήθηκε να εξετάσει και κάποιους που

είχαν τραυματιστεί παλιότερα, για να βεβαιωθεί πως ανάρρωναν σωστά.

Έτσι, όλη τη νύχτα, ο ίδιος, ο Έκτορας και άλλα δώδεκα Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα έλιωναν βότανα και αποξηραμένα έντομα, έβραζαν φίλτρα,

ετοίμαζαν επιδέσμους και καθάριζαν τις πληγές.

Έξω, οι Νότιοι, οι Ανατολίτες, οι Κένταυροι και τα υπόλοιπα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα άναβαν φωτιές και ετοίμαζαν φαγητά.

Υπήρξε ένας διαπληκτισμός ανάμεσα στους πολεμιστές της Μηδείανορ

και τους Όντινιρ. Οι πρώτοι είχαν αναλάβει να προσέχουν τους Κύκλωπες

και οι βορινοί πολεμιστές όρμησαν με τα σφυριά τους, θέλοντας να

σκοτώσουν τα αιχμάλωτα τέρατα. Μονάχα όταν ο Αινείας γύμνωσε το

σπαθί από το θηκάρι του έφυγαν, βρίζοντας και φτύνοντας. Τελικά όμως,

μετά από ένα πλούσιο φαγοπότι, ήρθαν στο κέφι και ξέχασαν το

επεισόδιο. Ο Χάραλντ άρπαξε τον Φίλιππο από το σβέρκο και τον έσυρε

στον χορό, καθώς οι σύντροφοι του Λάαργκ χτυπούσαν τα τύμπανα και

σφύριζαν τις φλογέρες τους. Ο Σαλαντίν, κατσαρώνοντας το μακρύ μούσι

του, άκουγε μια νεαρή Βαλκυρία να του εξηγεί την ιστορία τους:

«Πριν από αιώνες, ήμασταν στην υπηρεσία του Όντιν, του Γκρίζου

Θεού. Ο ίδιος, μαζί με τους υπόλοιπους Θεούς, ζούσε στη Βαλχάλλα.

Δική μας αποστολή ήταν να περιπλανιόμαστε στα πεδία μάχης των

θνητών, ιππεύοντας λύκους, συντροφευμένες από κοράκια. Από τους

πεσόντες, επιλέγαμε τους ηρωικότερους και τους στέλναμε στη

Βαλχάλλα. Εκεί γίνονταν αθάνατοι πολεμιστές που θα μάχονταν στο

πλευρό του Όντιν όταν θα ερχόταν το Ράγκναροκ, δηλαδή η ύστατη μάχη

μεταξύ των Θεών της Βαλχάλλα και των Γιγάντων. Αλλά, μετά την

συμφωνία των μάγων και των θεών, ο Όντιν δεν μπορούσε να επέμβει

στους θνητούς, ούτε καν στους σκοτωμένους. Έτσι, χάσαμε την αθανασία

και την παλιά μας δόξα. Πλέον δεν ήμασταν καν ικανές να δαμάσουμε

λύκους και να τους ιππεύουμε. Ωστόσο συνεχίζουμε να τιμούμε τον

Γκρίζο Θεό. Βάζουμε προβιές στα άλογα και ονομάσαμε Όντινιρ τον

στρατό των ανδρών. Στα σφυριά τους σμιλεύουμε τον κεραυνό, το

σύμβολο του γιού του, του Θορ και τα λάβαρα μας φέρουν το Δέντρο της

Ζωής, όπου στην κορυφή του βρίσκεται η Βαλχάλλα». Κατέληξε η

Βαλκυρία. Ο Σαλαντίν είδε ένα λάβαρο να ανεμίζει πλάι σε μια σκηνή:

Δύο κοράκια αντικριστά, με ασημένια μάτια και ανάμεσα τους ένα γυμνό,

χρυσαφένιο δέντρο. Την κορφή του έραιναν κεραυνοί και τις ρίζες του

έτρωγαν φλόγες.

«Βέβαια, διεκδικείται και ελευθερίες που ο Όντιν δεν σας είχε δώσει

ποτέ. Ειδάλλως, ποιος ο λόγος να κυριεύεται πολιτείες όπου βασιλεύουν

άντρες;». Βλέποντας την κοπέλα να σμίγει τα φρύδια, χαμογέλασε ήρεμα.

»Δεν το κατακρίνω, πως θα μπορούσα άλλωστε όταν τα Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα καταρρίπτουμε άρχοντες επί δεκαετίες; Αλλά δεν γνωρίζω

κι αρκετά για τις μεθόδους και τους σκοπούς σας, ώστε να αποφασίσω

πως αισθάνομαι γι’ αυτό. Αλλά, πες μου πρώτα, πως βρεθήκατε εδώ;»

«Ο άρχοντας του Χαβράθ, μιας μεγάλης πόλης-κράτος, στα

βορειοδυτικά, συμμάχησε με τον Ζακχαέρ Ντων. Μας κάλεσε και μας

είπε πως αν δηλώναμε υποταγή στον Κύριο του Θανάτου, εκείνος θα μας

έδινε αθανασία και δόξα εφάμιλλη της περασμένης. Αλλά οι Βαλκυρίες

του Όντιν έχουν χαθεί προ πολλού, εμείς δεν γνωρίσαμε τέτοιου είδους

δόξες ώστε να τις αποζητούμε. Και σεβόμαστε την απόφαση που πάρθηκε

από τους Μάγους και τους Θεούς. Όπως είπες πριν, η ζωή που

διεκδικούμε τώρα έχει πιότερες ελευθερίες από κείνη που, ίσως, είχαν οι

αρχαίες Βαλκυρίες κι ας ήταν αθάνατες. Αρνηθήκαμε και σύντομα

δεχθήκαμε επίθεση. Βέβαια την αποκρούσαμε, δεν ήταν εύκολο να

σταλθεί μεγάλος στρατός από τον Ζακχαέρ Ντων, με την θάλασσα να τον

χωρίζει από εμάς. Όμως θα το έκανε, δίχως άλλο. Η Μπρύνχιλντρ είναι

σοφή, αν και ξεροκέφαλη πολλές φορές. Μπόρεσε να καταλάβει από πού

ερχόταν η σκιά και αποφασίσαμε να επιτεθούμε πρώτες αντί να

περιμένουμε τους εχθρούς. Είμαστε εδώ περισσότερο καιρό από όσο

θέλω να θυμάμαι κι ακόμα δεν έχουμε κάνει μια ρωγμή στην πύλη. Πλέον

αμφιβάλλω αν θα καταφέρουμε να πολιορκήσουμε την Σωθράπον, αλλά

με εσάς εδώ μπορούμε να σκεφτούμε κι άλλες επιλογές»

«Εμείς είμαστε πολύ λίγο καιρό εδώ για να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε

άλλες επιλογές». Ανέτεινε ο Σαλαντίν. »Κατανοώ την κούραση και την

απογοήτευση σου, δεν είναι εύκολο να αντλήσεις κουράγιο όταν σε

περιβάλλει σκοτεινιά. Τώρα όμως περιβάλλεσαι και από μυριάδες

συντρόφους και αν γνωρίζει κάποιος από παρηγοριά, είναι η

συντροφικότητα». Τέλεψε τον λόγο του ο άντρας και ήπιε μια μεγάλη

γουλιά κρασί. Οι Όντινιρ έφεραν μέσα σε επιδοκιμασίες δέκα μεγάλα

βαρέλια με αφρώδη μπύρα και γέμισαν τις κούπες όλων.

Η μέθη πύρωσε τα πόδια και άρχισαν να χοροπηδάνε στον ρυθμό των

ζωηρών μελωδίων, μυρίζοντας το οινόπνευμα και τον ιδρώτα, κατέβηκε

και ο Έρωτας και περιπλανήθηκε ανάμεσα στους συντρόφους, αγγίζοντας

μερικούς με τα ακροδάχτυλά του. Ο Φίλιππος δεν άργησε να

ανταποκριθεί στο κάλεσμα του και χάθηκε σε μια σκηνή, μαζί με την

Άλκηστη και μια νεαρή Βαλκυρία. Ακολούθησε και ο Αχιλλέας, που τον

πήρε από το χέρι μια κοκκινομάλλα πολεμίστρια με χιονάτο πρόσωπο. Κι

ο Οδυσσέας απομακρύνθηκε, αγκαλιάζοντας την μέση της Αφροδίτης. Ο

Λάαργκ έκανε έρωτα με την Ίριδα και ο Αννίβας με την Ανδρομέδα. Μα

ο Έρωτας κοίταξε τριγύρω, παραξενεμένος. Έλειπε ένα ζευγάρι που τον

είχε υμνήσει πολλές φορές έως τώρα. Τα διαπεραστικά του μάτια

έλαμψαν μόλις είδαν την Ανδρομάχη να περιποιείται το άλογο της.

Πέταξε από πάνω της και εκείνη μύρισε το αιθέριο άρωμα του. Έπειτα

τύλιξε τα αόρατα φτερά του γύρω από το στήθος του Έκτορα που ήταν

ακόμα στη σκηνή με τον Αβικέννα. Σαν υπνωτισμένος, βγήκε έξω, ένιωσε

το χέρι της Ανδρομάχης να τυλίγεται γύρω από το δικό του και αφέθηκε

στο άγγιγμα της, δίχως να βλέπει που πάει, με το μυαλό του κρυστάλλινο,

άδειο από σκέψεις. Και σαν τα κορμιά τους ενώθηκαν, ο Έρωτας τέλεψε

το χρέος του και πέταξε μακριά χαμογελώντας.

Αν η νύχτα κρατούσε ακόμα ή αν ο ήλιος είχε ανατείλει, κανείς δεν

μπορούσε να πει με σιγουριά. Το σκοτάδι ήταν αδιαπέραστο στη

Σωθράπον, αμετάβλητο, το ίδιο άσχημο και αφύσικο, μέρα-νύχτα. Ο

Έκτορας είχε την αίσθηση ότι είχε ξημερώσει, στα μέρη που ακόμα

υπήρχαν πρωινά. Είχε ξαγρυπνήσει, φροντίζοντας τους τραυματίες και η

θέα της Σεθίρηκα του προκαλούσε τόση ένταση που δεν είχε διάθεση να

κοιμηθεί. Ξέπλυνε το αίμα από τα χέρια του σε μια πήλινη λεκάνη και

έκατσε πλάι στον Φίλιππο, που διηγούταν στην Ανδρομάχη τις παιδικές

του περιπέτειες σε αυτά τα μέρη. Τα γεγονότα που εξιστορούσε, ο

Έκτορας δεν τα θυμόταν. Ασυνείδητα τα είχε απωθήσει από τη θύμηση

του, μα στο άκουσμα τους, ζωντάνεψαν απομεινάρια εικόνων και

αισθημάτων που συνοδεύονταν από την θλίψη των περασμένων. Αντίκρυ

του, είδε τον Λάαργκ να σκαλίζει μια μακριά πίπα, από λευκό ξύλο.

Δούλευε προσεχτικά, με ένα κοντό μαχαίρι και έκαμε αναπαραστάσεις

αντρών που κυνηγούσαν λιοντάρια, με μακριά ακόντια, γυμνόστηθες

γυναίκες να δαμάζουν άλογα και βουβάλια, σύννεφα να πετάνε πάνω από

ολάνθιστα λιβάδια, απέραντα και επιβλητικά. Πήγε κοντά στον άντρα και

του απέσπασε την προσοχή. Εκείνος του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο και

του έδωσε την πίπα να την θαυμάσει.

«Στη φυλή μας έχουμε έθιμο να δίνουμε στα αγόρια που

ενηλικιώνονται μια πίπα. Στα κορίτσια δίνουμε ένα κύπελλο ή ένα

μαχαίρι». Του εξήγησε. Ο Έκτορας εντόπισε στη φωνή του έναν

συγκρατημένο ενθουσιασμό.

«Έχεις γιο, λοιπόν; Για αυτόν σκαλίζεις αυτή την πίπα;». Ο Λάαργκ

δεν απάντησε αμέσως. Κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά, καθώς

διάλεγε τα λόγια του.

«Ο θεσμός της οικογένειας σε εμάς μοιάζει με εκείνον των Αμαζόνων.

Δεν έχω γιο, όπως τον εννοείς εσύ. Μαζί με την σύντροφο μου, έχουμε

μία κόρη, που ακόμα δεν έχει γίνει τριών χρονών. Αυτήν την πίπα την

κάνω για τον Ντάινουφ, που πορευόταν μαζί μου πριν γνωρίσω την

σύντροφο μου». Έκανε μια παύση και, βλέποντας το ενδιαφέρον στα

μάτια του Έκτορα, συνέχισε:

«Ίσως ο Σίμπαγκορ δεν πρόλαβε να στο πει, είμαστε νομαδική φυλή.

Κινούμαστε διαρκώς, άλλοτε από ανάγκη, άλλοτε από απλή περιέργεια.

Μια μέρα, πριν από πολλά χρόνια, βρεθήκαμε σε ένα χωριό, στις ακτές

της θάλασσας. Ήταν κατεστραμμένο, τα σπίτια καίγονταν ακόμα και

παντού ακούγονταν τα παιδικά κλάματα. Οι πλακόστρωτοι δρόμοι είχαν

γίνει αυλάκια, που μέσα τους έρεε αίμα. Οι ύαινες έτρωγαν πτώματα

μπροστά μας. Μια γυναίκα μας διηγήθηκε πως οι άρχοντες του χωριού

είχαν κάνει συμφωνία με τους λευκούς άρχοντες μιας πόλης από τη Δύση,

πέρα από τη Θάλασσα. Τους έδωσαν χρυσάφι και πλοία, ως αντάλλαγμα

για κάθε άντρα και γυναίκα του χωριού. Δεν ήταν πρωτάκουστο αυτό,

συνεχώς αγοράζουν ελεύθερους ανθρώπους για να τους κάνουν σκλάβους

σε παλάτια. Ακόμα και ο Σίμπαγκορ είχε υποστεί την ίδια μοίρα, που

έληξε με την αντάμωση σας. Πολύ λίγοι είχαν επιζήσει από την επίθεση

σε εκείνο το χωριό και ένας από αυτούς ήταν ο Ντάινουφ. Τότε ήταν

μωρό ακόμα. Τον ανέθρεψα με στοργή και υπομονή και τώρα είναι

έτοιμος να γίνει άντρας». Τελείωσε τον λόγο του με μια αυθόρμητη

περηφάνια και ύψωσε την πίπα. Τα ανάγλυφα σχέδια της έλαμψαν στο

φως της φωτιάς, ζωντάνεψαν και άρχισαν να σαλεύουν. Ο Έκτορας δεν

μπορούσε να συμμεριστεί τον ενθουσιασμό του. Ένιωθε αηδιασμένος από

τα συμβάντα που του αφηγήθηκε ο Λάαργκ.

«Έχουν προσπαθήσει να υποδουλώσουν και εσένα;» Τον ρώτησε

σιγανά. Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι και, με βαριά φωνή, απάντησε:

«Την ίδια μέρα που έπιασαν τη Λίονεμ, τη σύντροφο του Σίμπαγκορ.

Είδα πολλά αδέρφια μου να χάνονται, μα η οργή δεν άφηνε τα γόνατα

μου να λυγίσουν. Επέμεινα να συνοδέψω τον Σίμπαγκορ, όταν σχεδίαζε

να πάει στη Νέθας, μα δεν ήθελε να κινδυνεύσω. Ήθελε να αφοσιωθώ

στη φροντίδα του Ντάινουφ. Όταν επέστρεψε, είχαμε ήδη αρματωθεί

ώστε να επιτεθούμε στη Νέθας. Είχαμε από καιρό ψυχανεμιστεί πως τον

είχαν αιχμαλωτίσει. Αλλά γύρισε, χάρη σε εσάς και πλεύσαμε πλάι-πλάι

για να πολεμήσουμε έναν διαφορετικό τύραννο. Κρίμα που δεν είναι μαζί

μου, τώρα που φτάσαμε στο κατώφλι του»

«Κι εμένα με θλίβει ο χαμός του κι ας μην τον ήξερα όσο εσύ. Ήταν

σπουδαίος άνθρωπος, πραγματικά. Μα τώρα εσύ κραδαίνεις το δόρυ του

Λιονταροκυνηγού και τούτο δείχνει πως είσαι αντάξιος σύντροφος του.

Όσο πάλλεται στα χέρια σου, όλοι ακούμε την λιονταρίσια κραυγή του

Σίμπαγκορ. Κάθε φορά που η αιχμή του τρώει την σάρκα των εχθρών,

εκείνος ορθώνεται στη θύμηση μας. Μνήμα του θα γένει η κατάρρευση

της Σεθίρηκα. Μνήμα όλων των συντρόφων που χάθηκαν». Δήλωσε ο

Έκτορας και ο λόγος του παρηγόρησε τον Λάαργκ. Σηκώθηκε να

ξεμουδιάσει. Στρέφοντας το κεφάλι, είδε τον Οδυσσέα, να στέκεται

μονάχος, μακριά από τις φωτιές. Κάπνιζε την πίπα του και παρατηρούσε

την πύλη της Σωθράπον, μονολογώντας. Ήξερε ότι θα ενοχλούταν αν του

διέκοπτε τους συλλογισμούς του, έτσι δεν τον πλησίασε.

Στην άλλη άκρη της κατασκήνωσης, είδε τον Αχιλλέα, τον Δαρείο και

τον Αίαντα να περιεργάζονται τους πολιορκητικούς κριούς μαζί με δύο

Όντινιρ. Ο ένας ονομαζόταν Όλαφ και ο δεύτερος Έρικ. Ο Όλαφ ήταν

ψηλός, σε σχέση με τους υπόλοιπους Όντινιρ, το πρόσωπο του ήταν

αδύνατο και χλωμό. Τα μεγάλα, μελιά μάτια του έβγαζαν σπίθες συνεχώς,

η χοντρή, πλακουτσωτή μύτη του ήταν ροδοκόκκινη και τα πυρόξανθα

γένια του αραιά, αν και ήταν μεγαλύτερος από τον Έκτορα. Από την

άλλη, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Έρικ, ήταν τα αφύσικα μακριά

χέρια του, που έφταναν μέχρι τα γόνατα του. Είχε κατακόκκινο τρίχωμα,

πλούσια κόμη, πιασμένη σε πλεξούδες και ένα μυτερό γενάκι στο

πηγούνι. Τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του, σε συνδυασμό με

τα επιμηκυμένα χέρια, του πρόσδιδαν όψη πρωτόγονου ανθρώπου,

εντύπωση που ενισχυόταν όταν περνούσε από κοντά του η λεπτεπίλεπτη

σιλουέτα μιας Αμαζόνας.

Η Μπρύνχιλντρ πρόβαλε μπροστά στον Έκτορα, κόβοντας τον ειρμό

των σκέψεων του. Προχώρησε με αποφασιστικό βήμα και σταμάτησε

απότομα μπροστά του.

«Σε λίγο θα ξεκινήσουμε την επίθεση». Είπε κοφτά και έκανε

μεταβολή, δίχως να περιμένει απόκριση.

Τούτη τη φορά δεν υπήρχε κάποιο απρόσμενο σχέδιο μάχης ή κάποια

έξυπνη στρατηγική. Υπήρχαν περίπου δέκα πολιορκητικοί κριοί, τον

καθένα χειρίζονταν από είκοσι πολεμιστές. Οι υπόλοιποι θα έπρεπε να

περιφέρονται γύρω τους, καλύπτοντας τους από τα εχθρικά πυρά, ώσπου

να γίνει κάποιο ρήγμα στην πύλη. Τα βούκινα ήχησαν διαπεραστικά, οι

μαχητές αρματώθηκαν και οι στρατιές παρατάχθηκαν. Σηκώθηκε σκόνη,

το έδαφος ράγισε από το βροντερό βάδισμα τους και με ιαχές

μακρόσυρτες που έκαψαν τα λαρύγγια τους, χίμηξαν στη Σωθράπον.

Η άλωση της Σωθράπον

όσες μέρες είχαν περάσει από τότε που αντάμωσε ο Στρατός της

Τρίτης Συμμαχίας με τις Βαλκυρίες; Πόσο καιρό πολιορκούνταν

το άντρο του Ζακχαέρ Ντων; Πόσοι σύντροφοι είχαν χαθεί κάτω

από την πύλη της Σωθράπον; Ο Έκτορας αδυνατούσε να απαντήσει σε

οποιαδήποτε από αυτές τις ερωτήσεις. Το μόνο που ήξερε με βεβαιότητα

ήταν πως, μετά από τόσο καιρό, μετά από αμέτρητους θανάτους

συμπολεμιστών του, η πύλη έστεκε αλώβητη. Μονάχα οι σφηνωμένες

λεπίδες πάνω της και το ματωμένο έδαφος τριγύρω της μαρτυρούσε τις

ατελέσφορες προσπάθειες τους να την γκρεμίσουν. Και όλες αυτές οι

αμέτρητες απόπειρες βάραιναν τις πλάτες τους. Ο Έκτορας έβλεπε

καμπουριασμένα κορμιά να τον περιτριγυρίζουν, σκυθρωπά πρόσωπα να

τον κοιτάνε.

Η απογοήτευση ήταν έκδηλη, την αντίκριζε, την μύριζε, την αισθανόταν

να κρέμεται, σαν θηλιά στον λαιμό του. Τα τρόφιμα τελείωναν, το νερό

ήταν ήδη λιγοστό και ο Αβικέννας ματαιοπονούσε να μην εξαντληθούν τα

γιατρικά. Οι λεπίδες είχαν στομώσει από τις άστοχες προσπάθειες και είχε

στηθεί ένα πρόχειρο σιδηρουργείο για να τις επισκευάσει, μα δεν

πρόφταινε. Επιπλέον, αν υποχωρούσαν, ο στρατός της Σεθίρηκα θα τους

έπαιρνε στο κατόπι. Ήταν παγιδευμένοι. Μερικοί, ήλπιζαν στην

απροσδόκητη εμφάνιση κάποιου στρατού, μα ο Έκτορας ήξερε πως τούτο

δεν ήταν παρά μια αυταπάτη. Ο εκνευρισμός συχνά οδηγούσε σε

αψιμαχίες και ανούσιους καυγάδες. Ο Αίαντας πολλές φορές πιάστηκε

στα χέρια με πολεμιστές της Μηδείανορ και η Αθηνά είχε τσακωθεί με

την Μπρύνχιλντρ.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι πολεμιστές προσπάθησαν να εκτονώσουν

τα νεύρα τους στους αιχμάλωτους Κύκλωπες, αλλά απέτυχαν, χάρη στις

προσπάθειες του Αινεία και του Αβικέννα. Μα τίποτε από αυτά δεν

ενοχλούσε τον Έκτορα. Αυτό που τον εκνεύριζε ήταν η συμπεριφορά του

Οδυσσέα. Το αυτάρεσκο χαμόγελο δεν έφευγε στιγμή από τα χείλη του,

περπατούσε ανέμελα και κάπνιζε την πίπα του σιγοτραγουδώντας. Ο

Φίλιππος επέμενε πως ήταν σημαντικό που ακόμα κι ένας διατηρούσε την

ψυχραιμία του, τόνιζε πως το κέφι του θα ενθάρρυνε και τους

υπόλοιπους, μα ο Έκτορας ήταν πεπεισμένος πως τον Οδυσσέα απλώς δεν

τον έμελε αν θα πέθαινε. Ωστόσο, τα πραγματικά αίτια της συμπεριφοράς

του, αποκαλύφθηκαν εκείνο το βράδυ. Ο πολυμήχανος πολεμιστής είχε

σκαρφιστεί ένα σχέδιο!

«Η πύλη δεν πρόκειται να πέσει». Πήρε τον λόγο, όταν γευμάτιζαν.

»Πιθανότατα είναι δεμένη με μάγια του Ζακχαέρ Ντων και κανείς μας δεν

κατέχει τις τέχνες να τα σπάσει. Ακόμα και αν είχαμε άφθονες

Π

προμήθειες, ακόμα κι αν ήμασταν ευλογημένοι με αθανασία, υποψιάζομαι

πως θα σπαταλούσαμε την αιωνιότητα προσπαθώντας να την ρίξουμε»

«Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα υποχωρήσουμε;» Ρώτησε με κάποια

προσμονή ένας μεσόκοπος πολεμιστής.

«Μόλις γυρίσουμε τις πλάτες μας στη Σωθράπον, ολάκερος ο στρατός

της θα ξεχυθεί κατά πάνω μας». Ανέτεινε ο Πώρος.

«Ας γίνει έτσι, λοιπόν. Ούτως ή άλλως θα πεθάνουμε από ασιτία αν

παραμείνουμε εδώ μια εβδομάδα». Παρενέβη ο Αττίλας.

«Θα αντέχαμε τουλάχιστον έναν μήνα ακόμα, αν δεν ταΐζαμε και τους

αναθεματισμένους τους Κύκλωπες σας». Πρόσθεσε πικρόχολα ο

Χάραλντ, που τον τελευταίο καιρό δεν θύμιζε καθόλου τον ευχάριστο

Όντινιρ που είχαν γνωρίσει. Στο σχόλιο του, ο Αίαντας, ο Αινείας και ο

Αβικέννας σηκώθηκαν απότομα και άρχισαν να φωνάζουν. Ο Έρικ και ο

Όλαφ ορθώθηκαν και εκείνοι, βρίζοντας. Ήταν βέβαιο πως θα πιάνονταν

στα χέρια, μα έσυρε τρομερή κραυγή ο Αχιλλέας και σιώπησαν όλοι. Το

βλοσυρό βλέμμα του προειδοποίησε τους πάντες να ηρεμήσουν. Μίλησε

με φωνή που θύμιζε μουγκρητό αρκούδας:

«Δεν έχει νόημα να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον κι αν πρέπει να το

κάνουμε, ας περιμένουμε το τέλος να δείξει ποιών οι κρίσεις ήταν σωστές

και ποιών λανθασμένες. Είναι πολύ νωρίς ακόμα και εγώ δεν θα ανεχτώ

να δικαστώ από κανέναν. Ούτε θα επιτρέψω να δικάσει κάποιος τους

συντρόφους μου. Ναι, έγιναν λάθη, μα αξίζει να συζητηθούν μονάχα αν

μπορούν να διορθωθούν. Ειδάλλως, ποιος ο λόγος να τα ανακαλέσουμε

τώρα;»

Πολλοί πήγαν να δώσουν θυμωμένη απόκριση στον λόγο του Αχιλλέα,

μα πρόλαβε και μίλησε ο Οδυσσέας:

«Δεν θα λογοδοτήσω σε κανέναν κι όποιος προσπαθήσει να με

αναγκάσει, ας κρατάει λεπίδι στο χέρι του. Θα απολογηθώ σε όσους έχω

βλάψει, αν θεωρήσω ότι το έκανα, μα όχι πριν τελειώσει τούτη η μάχη.

Πρώτα πρέπει να κυριεύσουμε τη Σωθράπον»

«Μα, μόλις είπες πως είναι αδύνατον». Τον διέκοψε ο Εύδωρος.

«Όχι, είπα ξεκάθαρα πως η πύλη δεν πρόκειται να πέσει. Μα δεν

ξέρουμε αν το τείχος είναι εξίσου δυνατό».

«Οδυσσέα, το τείχος είναι πολύ πιο χοντρό από την πύλη. Αποτελείται

από ολάκερους ογκόλιθους, που είναι δεμένοι μεταξύ τους με σιδερένιες

φλέβες». Εξήγησε υπομονετικά ο Φίλιππος.

«Το ίδιο χοντρό ήταν και το τείχος της Νέθας, μα το γκρεμίσαμε. Τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα στοιχειώνουν πόλεις εδώ και αιώνες. Οι

άρχοντες κρύβονται πίσω από τόνους πέτρας και ατσαλιού, μα δεν

παύουν να προφέρουν με τρόμο το όνομα μας. Έτσι θα γίνει και τώρα».

«Θα πρέπει να βρούμε κάποιο απόμερο σημείο, όπου η φρουρές θα

είναι λιγοστές, ώστε να γίνει όσο πιο σύντομα γίνεται». Επισήμανε ο

Αννίβας που έμοιαζε να συμφωνεί με το σχέδιο του Οδυσσέα. Τότε,

πετάχτηκε πάνω ένας Νότιος σύντροφος. Ήταν μικρότερος από τον

Έκτορα, είχε ξυρισμένο κεφάλι και μακριά γενειάδα, πιασμένη σε

πλεξούδα. Τα μάτια του ήταν ζωηρά και αεικίνητα. Ονομαζόταν Χεϊσούν,

μα τον φώναζαν Γερακομάτη.

«Εγώ θα βρω το κατάλληλο σημείο. Καλύτερος ιχνηλάτης από εμένα

δεν υπάρχει». Παινεύτηκε. »Στις στέπες του Νότου μπορώ να βρω ίχνη

μιας εβδομάδας σε τοπίο με παχύ χορτάρι». Η φωνή του ήταν λεπτή και

διαπεραστική, εμποτισμένη με το πάθος της νιότης.

«Εγώ και ο Γερακομάτης θα πάμε, τώρα κιόλας, να εντοπίσουμε το

καλύτερο δυνατό σημείο. Αύριο, θα τοποθετηθούμε εκεί μια ολιγάριθμη

ομάδα, μαζί με τους αιχμάλωτους Κύκλωπες. Οι υπόλοιποι θα συνεχίσετε

τις επιθέσεις στην πύλη, για αντιπερισπασμό. Όσο κρατάτε τις φρουρές

απασχολημένες πάνω σας, δεν θα μας εντοπίσουν»

«Πως θα γκρεμίσει ολάκερο τείχος μόνο μια μικρή ομάδα;» Ρώτησε

μια νεαρή Βαλκυρία. Το χαμόγελο το Οδυσσέα πλάτυνε και τράβηξε μια

μεγάλη ρουφηξιά από την πίπα του.

«Δεν θα το γκρεμίσουμε εμείς. Θα το γκρεμίσουν οι Κύκλωπες». Είπε

αινιγματικά και σηκώθηκε όρθιος αστραπιαία. Φόρεσε έναν γκρίζο

μανδύα και πασαλείφθηκε με στάχτες για να ταιριάζει με το χρώμα του

εδάφους. Η μαύρη επιδερμίδα του Χεϊσούν του παρείχε φυσικό

καμουφλάζ στο πηχτό σκοτάδι. Δεν φόρεσαν πανοπλίες και πήραν μαζί

τους μονάχα δύο μαχαίρια. Έπρεπε να κινηθούν γοργά και αθόρυβα.

Σύντομα, οι υπόλοιποι είδαν τα ξέφτια της ομίχλης να τους καταπίνουν.

Κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την ένταση. Το στομάχι του

Έκτορα διαμαρτυρήθηκε με ένα γουργουρητό, καθώς δεν είχε φάει τίποτε

όλη μέρα. Προτίμησε να μείνει νηστικός, ώστε να τραφεί κάποιος από

τους πολλούς τραυματίες συμπολεμιστές του. Μπορούσε να αντέξει την

πείνα. Μα δεν βαστούσε άλλο την σκοτεινιά. Το δέρμα του είχε ξεχάσει

τα χάδια του ήλιου, τα μαλλιά του λησμόνησαν από καιρό την δροσερή

ανάσα του αέρα. Άπλωσε τα χέρια του μπροστά στα ξύλα που καίγονταν

και οι παλάμες του γέμισαν φωτιά. Ρούφηξαν άπληστα το φως, τη

ζεστασιά της, να θρέψουν τη φλόγα στα σωθικά του. Την φλόγα που ήταν

γόνος του ήλιου και της αστροφεγγιάς. Την φλόγα που του θύμιζε το

γαλάζιο του ουρανού, την φρεσκάδα των αγριόχορτων το πρωί, την

δροσιά που κατέβαινε από τις, στεφανωμένες με χιόνι, βουνοκορφές.

Άσβεστη ήταν τούτη τη φωτιά και οι φλόγες της έγλυφαν την καρδιά του,

την πύρωναν, φώτιζαν το δέρμα του και δεν άφηναν την ομίχλη να το

ζυγώσει. Εκεί κούρνιαζε και το θηρίο που κρυβόταν μέσα του, εκεί

κούρνιαζε όταν τέλευε η μάχη και είχε χορτάσει φονικά. Μα πάντα

ξυπνούσε, γρύλιζε, δάγκωνε, απαιτούσε κι άλλο αίμα, μαύρο, των

Θανατώριων. Ο Έκτορας αναρωτήθηκε αν θα το ξεφορτωνόταν ποτέ, μα

όποτε φανταζόταν την ψυχή του δίχως αυτό, την ένιωθε λειψή,

ακρωτηριασμένη.

Ξάφνου, σηκώθηκε ξανά από την κούρνια του, οσμίστηκε τον αέρα και

όρθωσε τα μυτερά αυτιά του. Ένιωσε κάτι να το πλησιάζει, μα δεν ήταν

απειλητικό. Ήταν μια γαλαζοπράσινη λάμψη, ένα στοιχειό που δεν

φοβόταν την αγριάδα του. Στάθηκε πλάι του και χάιδεψε την τραχιά ράχη

του. Τούτο το χάδι το ένιωσε και ο Έκτορας στο σβέρκο του. Τα μακριά,

λεπτά δάχτυλα της πέρασαν μέσα από τα μακριά του μαλλιά και έφτασαν

στο δέρμα του. Δεν μπορούσε να συνηθίσει, να βαρεθεί την ομορφιά

τούτου του αγγίγματος, ανατρίχιασε ολόκληρος. Έπειτα ένιωσε δύο

ροδοπέταλα γεμάτα δροσοσταλίδες, τα χείλη της, στον λαιμό του. Η

ζεστή ανάσα της τρύπωνε μέσα από τους πόρους, έφτανε στην καρδιά και

την αντάριαζε, χτυπούσε αλλοπρόσαλλα μες στα στήθια του, σαν

μεθυσμένη, παραδομένη σε άρρυθμο χορό. Τα χείλη του έγιναν πουλιά

και πέταξαν, παρασέρνοντας και το υπόλοιπο πρόσωπο του. Άπλωσαν τις

φτερούγες τους στον ασύνορο ουρανό, κελαηδώντας ένα ερωτικό

κάλεσμα. Το άκουσαν τα ροδοπέταλα που στροβιλίζονταν στα ρεύματα

του αέρα και έσμιξαν μαζί τους. Ενώθηκαν, παραδόθηκαν,

παρασύρθηκαν πέρα από τον ουρανό, μακρύτερα από τον ορίζοντα. Η γη

έγινε μια μακρινή σφαίρα και γύρω τους πλανιόνταν αδέσποτα τα

αστέρια. Ο χρόνος έφυγε από κοντά τους, ο χώρος δεν τους χωρούσε,

πέταξαν στην αιωνιότητα και στην απεραντοσύνη. Μόλις γύρισαν ξανά

στη γη δεν ήξεραν αν είχε περάσει μια χιλιετία ή μια στιγμή. Ωστόσο, ο

Οδυσσέας και ο Χεϊσούν είχαν επιστρέψει και οι πολεμιστές

ετοιμάζονταν για νέα έφοδο.

Οι δύο άντρες είχαν επιλέξει ένα σημείο στην πίσω δεξιά γωνία του

τείχους, όπως έβλεπαν την πύλη. Εκεί, υπήρχε ένας λοφίσκος που

κατέβαινε απότομα συναντώντας κατευθείαν τις μαύρες πέτρες του

οχυρού. Δεν υπήρχε χώρος για πολιορκητικούς κριούς, ενώ οι απότομες

πλαγιές και η στενή κορυφή του υψώματος δεν άφηνε χώρο για να

συγκεντρωθούν πολυπληθή στρατεύματα. Παρ’ όλα αυτά, ο Οδυσσέας

επέμενε ότι ήταν το ιδανικό σημείο, καθώς δεν φρουρούνταν από

κανέναν. Το μόνο που ζήτησε ήταν μια ομάδα εθελοντών να τον

συνοδέψουν και να φρουρούν τους Κύκλωπες. Πολλοί προσφέρθηκαν να

τον ακολουθήσουν, ακόμα και Όντινιρ και Βαλκυρίες. Μετά από

σύντομες διαβουλεύσεις, επιλέχθηκαν ο Αίαντας, ο Αννίβας, ο Λάαργκ, ο

Αινείας, η Άλκηστις, η Αθηνά, ο Χεϊσούν και είκοσι ακόμη

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα. Ο Οδυσσέας παρακίνησε και τον αδερφό

του να τους ακολουθήσει, μα ο Αχιλλέας δεν εννοούσε να φύγει από το

πλευρό του Έκτορα, του Φίλιππου και της Ανδρομάχης. Ο Έκτορας δεν

είχε καταλάβει πως θα κατάφερναν είκοσι οχτώ άτομα να ρίξουν το

τείχος, μα αποφάσισε να εμπιστευτεί τους συντρόφους του. Άλλωστε,

χάρη στα σκαριφήματα τους είχαν θριαμβεύσει στη μάχη της Μηδείανορ.

Καθώς η ομάδα χωριζόταν από το στρατό, πρόσεξε πως πήραν μαζί τους

και δύο άμαξες, φορτωμένες με ξύλα και λάδι.

Οι είκοσι οχτώ πολεμιστές κινήθηκαν προσεχτικά και αθόρυβα, πίσω

από τις σκιές των λόφων που περιστοίχιζαν τη Σωθράπον. Όλοι τους ήταν

βαριά αρματωμένοι και κουβαλούσαν ακόντια, σπαθιά, μαχαίρια και

τόξα. Είχαν σχηματίσει έναν κλοιό γύρω από τους πενήντα

αλυσοδεμένους Κύκλωπες, τους οποίους είχαν φιμώσει κιόλας, για να

μην προδώσουν την παρουσία τους. Πίσω τους, άκουσαν βροντές και

υπόκωφους γδούπους, που σήμαιναν πως είχε αρχίσει η επίθεση στη

Σωθράπον. Στρέφοντας το κεφάλι αριστερά, η Άλκηστις είδε μια ομάδα

Νυχτοβατών να πετά πάνω από τις επάλξεις, στριγκλίζοντας διαταγές

στους Θανατώριους. Φορούσαν χοντρές, σιδερένιες πανοπλίες και

κουβαλούσαν πελώριες πέτρες και καζάνια με καυτό λάδι. Οι Νυχτοβάτες

δεν μπορούσαν να φέρουν βαριά όπλα και να πετάνε, έτσι είχαν μόνο

τόξα και φαρέτρες με μαυρόφτερα βέλη. Η Αμαζόνα χαμογέλασε αμυδρά,

βλέποντας όλες τις φρουρές του τείχους να κατευθύνονται πάνω από την

πύλη. Η παρουσία τους θα περνούσε απαρατήρητη.

Η ομάδα δεν μπόρεσε να μην θαυμάσει το επιβλητικό μέγεθος του

τείχους που κύκλωνε τη Σωθράπον. Το μήκος του θα έπρεπε να ήταν

γύρω στο ένα χιλιόμετρο και το ύψος του σε ορισμένα σημεία ξεπερνούσε

τα πεντακόσια μέτρα. Ένα βουνό από μαύρη πέτρα και σίδερο έριχνε την

απειλητική σκιά του πάνω τους. Οι πολεμιστές αναγκάστηκαν να κάνουν

πολλές παρακάμψεις, μερικές φορές επειδή μπροστά τους υψωνόταν

λόφοι ή χανόταν το έδαφος μέσα σε άπατες ρωγμές και άλλοτε επειδή

έβλεπαν φώτα να τρεμοπαίζουν σε πύργους και φυλάκια, οπότε δεν

ήθελαν να ριψοκινδυνεύσουν να εντοπιστούν από τους φρουρούς. Έτσι,

πέρασαν πολλές ώρες ώσπου να φτάσουν στους πρόποδες του λοφίσκου,

πίσω από τον οποίο βρισκόταν το σημείο που είχαν επιλέξει.

Μόλις βρήκαν τον προορισμό τους, σταμάτησαν να πάρουν μιαν ανάσα

και έσπευσαν να δέσουν τους Κύκλωπες, οι οποίοι δεν είχαν κάνει κάποια

προσπάθεια να δραπετεύσουν. Έμοιαζαν κι εκείνοι περίεργοι για το

σχέδιο του Οδυσσέα. Ο ίδιος στάθηκε μια στιγμή να αφουγκραστεί.

Μόλις συμπέρανε πως η μάχη στην πύλη συνεχιζόταν, έκανε νόημα στους

υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν. Περπατώντας στα τέσσερα, εντελώς

αθόρυβα, σκαρφάλωσαν στην κορυφή του υψώματος. Περίμεναν

κάμποση ώρα, μέχρι να βεβαιωθούν πως δεν υπήρχαν φρουροί σε εκείνο

το σημείο. Δίχως να μιλήσει, ο Οδυσσέας τους έδειξε το σημείο.

Βρισκόταν ακριβώς κάτω από ένα προπύργιο, λίγα εκατοστά πριν το

τείχος στρίψει κάθετα. Χαμογέλασε πλατιά και επέστρεψε στους

πρόποδες, ακολουθούμενος από τους υπόλοιπους.

«Ποτίστε τα ξύλα με λάδι και πάρτε ένα βαρέλι μαζί. Θα βάλουμε

φωτιά στο τείχος. Ακόμα και οι πέτρες υποκλίνονται στη θέρμη των

φλογών».

«Κι αν δει κάποιος τον καπνό;» Ρώτησε με αγωνία ένας πολεμιστής.

«Η καταραμένη τούτη ομίχλη είναι πιο πυκνή και πιο μαύρη από ότι

καπνό έχω δει. Ο Ζακχαέρ Ντων την χρησιμοποιεί για να καλύψει τα

σκυλιά του από τον ήλιο και τους εχθρούς. Τώρα θα καλύψει τα δικά μας

σχέδια». Απάντησε χαμογελώντας.

Πήραν όσα περισσότερα ξύλα μπορούσαν να φορτωθούν και ο Αίαντας

κουβάλησε και ένα βαρέλι λάδι. Δίχως βιασύνη, με υπομονή και

καρτερικότητα, έφτασαν στο τείχος, αθόρυβα και αθέατα. Απόθεσαν τα

ξύλα και το λάδι κάτω από το προπύργιο και άναψαν φωτιά. Έπειτα

γύρισαν πίσω και κρυμμένοι πίσω από τον λόφο παρακολούθησαν τις

φλόγες να γλύφουν την μαύρη πέτρα, μοχθώντας να την φάνε. Όποτε τα

ξύλα σώνονταν, πήγαιναν και τροφοδοτούσαν εκ νέου τη φωτιά.

Κανείς δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Με αυτοθυσία και περίσσιο κουράγιο,

οι πολεμιστές μάχονταν στην πύλη μέρα-νύχτα χωρίς σταματημό,

προκειμένου να κρατήσουν απασχολημένους τους Θανατώριους και τους

Νυχτοβάτες. Και εκείνοι έπεσαν στη παγίδα, είχαν συγκεντρώσει όλες τις

δυνάμεις τους μπροστά από την πύλη. Έβλεπαν Αμαζόνες, Βαλκυρίες,

Όντινιρ και τους υπόλοιπους πολεμιστές να χάνονται και γελούσαν

σαδιστικά. Θρυμμάτιζαν τα κεφάλια τους με πέτρες, τους έκαιγαν με

λάδι, τρυπούσαν τα κορμιά τους με φαρμακερές σαΐτες. Το αίμα είχε

λασπώσει το χώμα μπροστά από την πύλη και το μαύρο ατσάλι της είχε

παντού κόκκινες πιτσιλιές. Ο Έκτορας, η Ανδρομάχη, ο Φίλιππος και ο

Αχιλλέας εκδικούνταν το χαμό των συντρόφων τους, σφάζοντας όσους

εχθρούς έβρισκαν στο δρόμο τους. Εκατοντάδες έπεσαν από αυτούς τους

τέσσερις μονάχα, πλέον οι Νυχτοβάτες πετούσαν μακριά τους και οι

Θανατώριοι έτρεμαν στη θέα τους. Ο Αβικέννας μοχθούσε, δίχως

αναπαμό φρόντιζε τους τραυματίες ακόμα κι όταν του τελείωσαν τα υλικά

για φίλτρα και αλοιφές. Πολλοί χάθηκαν, παρά την προσήλωση τους και

έκλαιγε απαρηγόρητα για τον καθένα, ακόμα κι αν δεν τον είχε γνωρίσει.

Τρεις μέρες δίχως σταματημό, τρεις μέρες χτυπούσαν την πύλη και δεν

πρόφταιναν να πενθήσουν τους νεκρούς συντρόφους τους. Μονάχα

ανάμεσα στις σφαγές έχυναν δάκρια και τα έβλεπαν να σταλάζουν,

ανάκατα με το αίμα των εχθρών. Τρεις μέρες συνεχόμενες η φωτιά

έκαιγε κάτω από το προπύργιο, στην πίσω μεριά του τείχους, οι

πεινασμένες φλόγες είχαν λιώσει τις σιδερένιες φλέβες και είχαν

κοκκινίσει τους μαύρους ογκόλιθους. Όταν τα ξύλα τελείωσαν, έκαψαν

ακόμα και τις άμαξες με τις οποίες τα είχαν κουβαλήσει. Και τότε, τα

μάτια του Οδυσσέα άστραψαν με μια αιμοδιψή λάμψη. Παρήγγειλε στον

Χεϊσούν, που ήταν ο πιο γοργός, να μηνύσει στους υπόλοιπους να

υποχωρήσουν και να έρθουν προς το μέρος τους. Ο νεαρός έβαλε φτερά

στα πόδια του και χάθηκε μέσα στην ομίχλη.

Μερικές ώρες αργότερα, ένα μικρό μέρος του στρατού κατάφερε να

φτάσει πίσω από τον λόφο. Οι περισσότεροι ήταν εξαντλημένοι ή

τραυματισμένοι και έμειναν πίσω. Ωστόσο, είχαν έρθει όλοι οι

Κένταυροι, οι περισσότερες Αμαζόνες αρκετά Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα και πάνω από τους μισούς συντρόφους του Νότου και της

Ανατολής.

«Ας ακουστούν τώρα τα βούκινα και ο ήχος του να φέρει ρίγη στις

σάπιες καρδιές των εχθρών. Ας ακουστούν τώρα οι ιαχές και η βροντή

τους να σπάσει τα κόκκαλα των νεκραναστημένων. Ας υψωθούν τα

λάβαρα και η λάμψη τους να τυφλώσει τα κούφια μάτια των

καταραμένων. Σήμερα τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα θα στοιχειώσουν

τη Σωθράπον! Σήμερα τα βέλη των Αμαζόνων θα στείλουν πίσω στους

τάφους, αυτούς που τόλμησαν να τους εγκαταλείψουν. Σήμερα ο Ζακχαέρ

Ντων θα δει το Σπαθί της Λύκης να μπαίνει στην πόλη του,

περιστοιχισμένο από μυριάδες δοξασμένους πολεμιστές». Κραύγασε. Ο

Έκτορας ανασήκωσε απορημένος τα φρύδια. Το τείχος δεν είχε πέσει και

ήδη οι Θανατώριοι είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται σε εκείνο το σημείο

του τείχους. Ο Οδυσσέας τους παρατήρησε ατάραχος και άναψε την πίπα

του. »Αινεία, σου είχα υποσχεθεί πως θα ελευθέρωνα τους αιχμαλώτους.

Ίσως θα ήθελες να το κάνεις εσύ. Εμπρός παλικάρι μου, άσε τους

Κύκλωπες να φύγουν».

Οι Κύκλωπες κοιτάχτηκαν παραξενεμένοι μεταξύ τους και ο Αινείας

στάθηκε αποσβολωμένος για μια στιγμή. Τι σκαρώνει; Σκέφτηκε. Έβγαλε

το σπαθί του και έκοψε τα δεσμά των τεράτων. Εκείνα, έτριψαν τους

μουδιασμένους καρπούς και αστραγάλους τους και στάθηκαν μπροστά

στον Οδυσσέα, μην γνωρίζοντας πώς να αντιδράσουν.

«Μπορείτε να καταφύγετε πίσω στον αφέντη σας. Εμπρός, πηγαίνετε

και πείτε του πως πίσω σας έρχεται ο αφανισμός του. Φύγετε!»

Οι Κύκλωπες άρχισαν να κατρακυλάνε από την πλαγιά του λόφου.

Εκείνη τη στιγμή, ο Οδυσσέας σήμανε επίθεση και όλοι χίμηξαν πάνω

στο τείχος.

Βλέποντας τους Κύκλωπες μπροστά και τον στρατό της Τρίτης

Συμμαχίας από πίσω, οι Νυχτοβάτες πίστεψαν πως οι γίγαντες είχαν

συμμαχήσει μαζί τους και πρόδωσαν τον Ζακχαέρ Ντων. Έστρεψαν τα

τόξα πάνω τους και διέταξαν τους Θανατώριους να τους επιτεθούν. Ήταν

αυτό που περίμενε ο Οδυσσέας. Βλέποντας τους Νυχτοβάτες να ορμούν

στους Κύκλωπες και τους Θανατώριους να πετάνε καυτό λάδι και πέτρες

πάνω τους, κραύγασε στους υπόλοιπους να υποχωρήσουν. Ζήτησαν

κάλυμμα πίσω από τον λόφο. Στην κορυφή, ο Οδυσσέας

παρακολουθούσε το σχέδιο του να εκτελείται ακριβώς όπως το είχε

φανταστεί και ρούφηξε καπνό από την πίπα του ικανοποιημένος.

Οι Κύκλωπες σάστισαν αντικρίζοντας τους συμμάχους τους να ορμούν

κατά πάνω τους. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, ένιωσαν βέλη να

μπήγονται στη σάρκα τους και καυτό λάδι να φουσκαλιάζει το χοντρό

δέρμα τους. Εξοργίστηκαν, βρυχήθηκαν θυμωμένα και χτύπησαν τις

πατούσες τους στο έδαφος. Έξαλλοι καθώς ήταν, ξερίζωσαν πελώριους

βράχους από τον λόφο και τους εκτόξευσαν, θέλοντας να πετύχουν τους

Νυχτοβάτες που πετούσαν γύρω τους. Αστόχησαν και οι ογκόλιθοι

έπεσαν με δύναμη στο τείχος. Πήραν κι άλλους βράχους, θέλοντας να

πετύχουν τους Θανατώριους, μα ήταν πολύ ψηλά και παρ’ όλη την

δύναμη τους δεν τους έφτασαν.

Το τείχος δέχτηκε έναν καταιγισμό από πελώριους ογκόλιθους και οι

πέτρες του είχαν ήδη μαλακώσει από την φωτιά που έκαιγε πάνω τους επί

τρείς μέρες. Ράγισε και, όσο οι εχθροί χτυπούσαν τους Κύκλωπες τόσο

περισσότερο τους εξόργιζαν, όλο και περισσότεροι βράχοι το χτυπούσαν.

Κατέρρευσε από την κορυφή έως τα θεμέλια, γκρεμίστηκε το προπύργιο

που κρεμόταν στην γωνιά και οι Θανατώριοι που στέκονταν πάνω του

έσπασαν όλα τα κόκκαλα τους, πέφτοντας από ύψος πεντακοσίων

μέτρων. Ένα μεγάλο άνοιγμα είχε δημιουργηθεί, αρκετό για να περάσουν

οι πολεμιστές που καρτερούσαν πίσω από τον λόφο. Ο Οδυσσέας γέλασε

τρανταχτά και άρχισε να χοροπηδάει σαν μικρό παιδί. Το τείχος είχε

ρήγμα! Η Σωθράπον ήταν έτοιμη να κυριευτεί!

Πλέον, ήταν η σειρά των Θανατώριων να αποκαρδιωθούν και να

λιγοψυχήσουν. Έβλεπαν τους Κύκλωπες, των οποίων η οργή ακόμα δεν

είχε καταλαγιάσει, να σφυροκοπούν το τείχος με βράχους και ογκόλιθους

και αποσβολώθηκαν, πάγωσαν στις θέσεις τους αιφνιδιασμένοι. Μέχρι

εκείνη τη στιγμή, ήταν βέβαιοι πως οι πολιορκητές τους θα

εξολοθρεύονταν, είτε από τα πυρά τους, είτε από ασιτία. Τώρα, έβλεπαν

ερειπωμένο το φρούριο τους και χιλιάδες εχθρούς, ετοιμοπόλεμους,

έτοιμους να χιμήξουν στη Σωθράπον.

Όταν τελικά ο Οδυσσέας συνήλθε από την έκσταση της επιτυχίας του,

τραβήχτηκε πίσω με τους υπόλοιπους, αφήνοντας τους Κύκλωπες στο

έλεος των παλιών τους συμμάχων. Ο Έκτορας κρατιόταν με το ζόρι,

ολόκληρο το πρόσωπο του είχε γίνει μια έκφραση μίσους και οργής˙

Έσφιγγε την λαβή του σπαθιού του και στριφογυρνούσε στη σέλα του

αλόγου του. Και ο Αρίωνας, συμμεριζόμενος τα αισθήματα του ιππέα

του, κλωτσούσε ανυπόμονα το έδαφος, ρουθούνιζε ηχηρά και

ανεβοκατέβαζε το κεφάλι του. Στα μάτια και των δύο άστραφτε μια

ανελέητη λάμψη. Πιο ψύχραιμοι, γύρω του, ο Φίλιππος και η Ανδρομάχη

κράδαιναν τα όπλα τους, αδημονώντας να λευτερώσουν τον ενθουσιασμό

τους την κατάλληλη στιγμή.

Τα βέλη των Νυχτοβατών λύγισαν εν τέλει και τους πενήντα

Κύκλωπες, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει. Τα κίτρινα μάτια τους ταξίδεψαν

από τα γιγάντια κορμιά τους, που κείτονταν ματωμένα και τρυπημένα από

εκατοντάδες βέλη, στο μεγάλο άνοιγμα που κατάφεραν στο τείχος, πριν

πέσουν. Δεν μπορούσαν να αποφασίσουν τι φοβόνταν πιότερο: Την

επικείμενη έφοδο των αντιπάλων τους ή την οργισμένη αντίδραση του

αφέντη τους. Δεν υπήρχε χρόνος να ξεδιαλύνουν τα αισθήματα τους.

Πίσω από τον λοφίσκο ακούστηκαν βροντερές ιαχές, ποδοβολητά και

μετά από μερικές στιγμές είδαν τις λάμψεις των χιλιάδων λεπίδων που

κατευθύνονταν προς το μέρος τους. Πανικοβλημένοι, άπλωσαν τις

φολιδωτές φτερούγες τους και στρίγκλιζαν «υποχώρηση» στους

Θανατώριους που απέμεναν στις επάλξεις. Ύστερα, δεκάδες από αυτούς

χάθηκαν στο μένος των Αμαζόνειων σαϊτών.

Οι πολεμιστές ήταν λιγότεροι από τους Θανατώριους, μα ο

ενθουσιασμός τους δεν συγκρατιόταν, μήτε η οργή τους και οι εχθροί

ήταν ασυγκρότητοι, διασκορπισμένοι και φοβισμένοι. Λίγοι στάθηκαν να

δώσουν μια μάχη τόσο άδοξη όσο και καταδικασμένη. Η πλειοψηφία

έτρεξε ή πέταξε να βρει καταφύγιο στην παγωμένη σκιά που άπλωνε η

Σεθίρηκα, κάτω από τον λόφο που πυργωνόταν. Κρύφτηκαν στα ερείπια

των κτηρίων, τρύπωσαν στο χώμα και είδαν τις στρατιές των Αμαζόνων,

των Νότιων, των Ανατολιτών των Κενταύρων και των Μαυροκόκκινων

Φαντασμάτων να ασφαλίζουν την περιοχή και να εγκαθίστανται μπροστά

στην σιδερένια πύλη της Σωθράπον. Μια ομάδα έβγαλε τις μπάρες,

έσπασε τις κλειδαριές και την άνοιξε, επιτρέποντας σε αυτούς που είχαν

μείνει πίσω να μπουν ανενόχλητοι. Τα γέλια αντήχησαν μέχρι τα

βαθύτερα μπουντρούμια της Σεθίρηκα, ανταλλάχθηκαν θερμές αγκαλιές

και παθιασμένα φιλιά. Οι άμαξες και τα εφόδια μεταφέρθηκαν μέσα στην

πόλη, στήθηκαν οι σκηνές και άναψαν φωτιές με το τελευταίο απόθεμα

ξυλείας που είχε απομείνει.

Δεν στήθηκε γλέντι, παρόλο το κέφι, όλοι ήταν εξαντλημένοι.

Επιπλέον, υπήρχαν εκατοντάδες τραυματίες και είχαν χαθεί δεκάδες

σύντροφοι. Ακόμα και κατά την έφοδο, οι Νυχτοβάτες, προτού

υποχωρήσουν, κατάφεραν να τραυματίσουν καμπόσους και σκότωσαν

τρεις Αμαζόνες. Ο Αβικέννας, αν και ήταν καταβεβλημένος από την

κούραση, δεν στάθηκε στιγμή να ξαποστάσει. Πολλοί προσφέρθηκαν να

τον βοηθήσουν αλλά αυτό δεν διευκόλυνε ιδιαίτερα το καθήκον του. Τα

ιατρικά αποθέματα είχαν εξαντληθεί πριν από δύο μέρες και οι επίδεσμοι

ήταν λιγοστοί. Κατέφυγε στις αποκρυφιστικές μεθόδους που

χρησιμοποιούσαν οι σαμάνοι του Νότου και στις ψαλμωδίες των Μάγων,

ωστόσο δεν κάτεχε τις γνώσεις, ούτε τις τέχνες για να επιτύχει απόλυτα.

Από όσους ήταν βαριά πληγωμένοι, λίγοι δεν υπέκυψαν στα τραύματα

τους. Ο Θάνατος τους έπιασε από το χέρι και κύλησε στα άδυτα, μέσα

στα ποτάμια δακρύων που σχημάτισαν οι ζωντανοί σύντροφοί τους. Η

φωνή του ακουγόταν, βραχνή και παγωμένη στους λυγμούς και τις

κραυγές τους. Η μορφή του σκίαζε τα σκυθρωπά, παραμορφωμένα από

την οδύνη, πρόσωπα τους. Αντικαθρεφτιζόταν, ο απαίσιος, στα δάκρια

τους, πάγωναν εκείνα και αναριγούσαν τα μάγουλα τους. Κρεμάστηκε

πάνω τους και το βάρος λύγισε τα κορμιά τους, γονάτισαν και

ψαχούλευαν το γκρίζο χώμα, θαρρείς να βρουν παρηγοριά. Μα εκείνη η

άσπλαχνη ήταν μακριά πάντα την ώρα της ανάγκης, τους εγκατέλειπε

στον πόνο και τον σπαραγμό. Απαθής ο χρόνος κυλούσε δίχως

σταματημό, δεν συγκινήθηκε να τους δώσει μερικές στιγμές πένθους. Και

όσο έτρεχε, δεν υπήρχε καιρός για οδυρμούς πάνω σε νεκρούς, υπήρχαν

οι ζωντανοί που κείτονταν αιμόφυρτοι και ζητούσαν εναγωνίως βοήθεια.

Άυπνοι, για ακόμα μια μέρα, οι τέσσερις σύντροφοι κάθισαν έναν γύρω

από μια φωτιά. Μόλις είχαν τελειώσει την βάρδια τους στην φροντίδα

των τραυματιών, τα χέρια τους και τα ρούχα τους ήταν ματωμένα, τα

μάτια τους κοκκινισμένα και σακουλιασμένα από την εξάντληση. Οι

φλόγες αντικατοπτρίζονταν στις περικεφαλαίες και τις αλυσιδωτές τους

πανοπλίες. Δεν τολμούσαν να αποχωριστούν τα άρματα τους, κινδύνευαν

από κάποια απρόσμενη επίθεση των Θανατώριων. Απέναντι από τον

καταυλισμό, σε απόσταση περίπου πεντακοσίων μέτρων, έβλεπαν τις

σκιές τους να σαλεύουν μέσα από την ομίχλη. Τα μουγκρητά τους και τα

γρυλίσματα των Ζεβοντάν ακούγονταν αμυδρά, τα κάλυπταν οι φωνές

του Αβικέννα, που έδινε οδηγίες στους βοηθούς του. Με τα χέρια

πλεγμένα και τους ώμους ενωμένους, ο Έκτορας και η Ανδρομάχη

άφηναν τα μάτια τους να οδηγηθούν στον αέναο χορό των φλογών, που

έτριζαν κεφάτα τρώγοντας τα ξύλα. Πύρωνε η φωτιά τα δάκρυα,

στέγνωνε τα μάτια σπλαχνικά, να βρουν κι εκείνα αναπαμό από τα

κλάματα. Μασούλιζαν άκεφα το λιγοστό, κρύο γεύμα τους και οι σκέψεις

τους εναλλάσσονταν από τον θρίαμβο της προηγούμενης μέρας στο

άγνωστο της αυριανής. Πλάι στην Ανδρομάχη, ο Αχιλλέας ακόνιζε με

προσήλωση το τσεκούρι του˙ το μαύρο, ξεραμένο αίμα στην λεπίδα

θάμπωνε την λάμψη του. Από την άλλη, ο Φίλιππος στριφογύριζε νευρικά

το γενάκι του και πότε-πότε χάιδευε απαλά την ουλή του.

«Δεν μου φαίνεται πιθανό ο Ζακχαέρ Ντων να άφηνε την ηγεσία του

στρατού του στους Νυχτοβάτες. Άλλωστε τον συγκέντρωσε εδώ με

σκοπό να επιτεθεί στη Μηδείανορ. Αναρωτιέμαι λοιπόν, αν δημιούργησε

κι άλλα πλάσματα σαν τους Εφτά Ιερείς ή δυνατότερα. Αν είναι έτσι, δεν

θα είναι καθόλου εύκολο να πλησιάσουμε τον Ζακχαέρ Ντων ή να

εισβάλλουμε στη Σεθίρηκα»

Ο Έκτορας σκέφτηκε για λίγο τα λόγια του Φίλιππου. Αρχικά του

φάνηκε πολύ πιθανό αυτό το ενδεχόμενο, όμως έπειτα πήδησε στο νου

του ένας συλλογισμός που έμοιαζε ξένος, ακόμα και στον ίδιο. Ήταν σαν

να παρέθετε λόγια του Αριστοτέλη, όταν τον εξέφρασε:

«Ο Ζακχαέρ Ντων επιθυμεί να διοικήσει έναν κόσμο νεκρωμένο, όμοιο

με την ψυχή του. Είναι πρωτοστάτης των νεκραναστημένων, το ξέρει και

θεωρεί πως έχει κάθε δικαίωμα να βασιλεύει πάνω τους. Δεν θα χάριζε τις

δυνάμεις του σε κανέναν. Οι Εφτά Ιερείς απέκτησαν την ισχύ τους πριν

τον αναστήσουν, παρ’ όλα αυτά ήταν πάντα πιστοί σε εκείνον, άλλωστε

ήταν γόνοι του. Αυτό δεν ισχύει για οποιοδήποτε άλλο πλάσμα»

«Αυτό που φοβάται κάποιος με εξουσία είναι την ισότητα, ακόμα και

με άτομα που μοιράζονται τις πεποιθήσεις του». Συμπλήρωσε ο

Οδυσσέας που τους πλησίασε αθόρυβα. Είχε μόλις τελειώσει και εκείνος

την βάρδια του, όπως ήταν φανερό από τα ματωμένα χέρια και τους

κόκκινους λεκέδες στον μανδύα του. Άναψε την πίπα του, κάθισε μαζί

τους και ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί πριν συνεχίσει: »Νιώθει ασφάλεια

στην ομοιότητα, μα όχι στην ισότητα. Ο Έκτορας έχει δίκιο. Ο Ζακχαέρ

Ντων δεν διαφέρει από οποιονδήποτε άλλον άρχοντα έχω συναντήσει.

Είναι νεκραναστημένος, οπότε τους θέλει όλους έτσι, μα κανέναν εξίσου

δυνατό, ώστε να μπορέσει να του στερήσει την βασιλεία του»

Δίχως να περιμένει ανταπάντηση, σηκώθηκε και απομακρύνθηκε,

σιγοτραγουδώντας. Ο Έκτορας είχε πλέον συνηθίσει την ιδιόρρυθμη

συμπεριφορά του, όχι όμως και η Ανδρομάχη που γέλασε απαλά.

«Δεκάδες χρόνια έχει να ακουστεί κάτι τόσο όμορφο όσο το γέλιο σου

σε αυτά τα συφοριασμένα μέρη. Αχ, πόσο εύχομαι τούτη η μελωδία που

βγήκε από τα χείλη σου να φέρει εδώ αηδόνια και νυχτοπούλια, λύκους

να αλυχτήσουν. Μακάρι το γέλιο σου να ανθίσει ξανά λουλούδια και

δροσερά αγριόχορτα. Να, ήδη η ομίχλη φαίνεται να ξεθωριάζει λίγο».

Ψιθύρισε ο Έκτορας στην Αμαζόνα και αλήθεια η καταχνιά φάνηκε να

τρομάζει από την ομορφιά της και απομακρύνθηκε από γύρω τους. Το

φιλί τους δρόσισε τις ψυχές, όχι μονάχα αυτών των δύο μα και της

υπόλοιπης συντροφιάς. Οι καρδιές τους παραδόθηκαν σε ένα ξέφρενο,

ερωτικό ρυθμό και απόδιωξαν για λίγο την νύστα και την κούραση.

Αν και ο Έκτορας μάντεψε σωστά τη νοοτροπία του Ζακχαέρ Ντων, ο

Φίλιππος είχε δίκιο σε κάτι: Δεν ηγούταν του στρατού οι Νυχτοβάτες,

παρά ένα πλάσμα ισχυρότερο τους. Βέβαια δεν έφτανε την ισχύ των Εφτά

Ιερέων, ούτε μπορούσε να νικηθεί μονάχα από το Σπαθί της Λύκης,

ωστόσο ήταν αθάνατο και γνώστης σκοτεινών τελετών. Διοικούσε τους

Νυχτοβάτες και τους Θανατώριους δίχως να έχει εμπλεκόταν σε μάχη.

Ήταν ο Νεκρομάντης, τούτος είχε φροντίσει να υποταχθούν οι Κύκλωπες

στις εντολές του Ζακχαέρ Ντων, τούτος επισύναπτε συμμαχίες με τους

άρχοντες των πόλεων, τούτος ανέστηνε σε Θανατώριους τους πεθαμένους

και, αφότου χάθηκαν οι Εφτά Ιερείς, δικό του καθήκον ήταν η

συγκέντρωση στρατευμάτων και η κατάστρωση σχεδίων.

Τον συνάντησαν μερικές ώρες μετά την συζήτηση του Φίλιππου και

του Έκτορα. Ξεπρόβαλε μέσα από την ομίχλη, πανύψηλος και

επιβλητικός, συνοδευόμενος από μια μικρή ομάδα πελώριων Νυχτοβατών

και Θανατώριων, οπλισμένοι με φαρδιές χατζάρες, πλατιές ασπίδες και

σιδερένιες πανοπλίες. Ο ίδιος έμοιαζε περισσότερο με ζωντανό άνθρωπο,

από ότι η σωματοφυλακή του. Είχε σάρκα στο ρουφηγμένο, ζαρωμένο

πρόσωπο του, αν και η απόχρωση της ήταν γκριζοπράσινη. Μέσα από τα

άσαρκα χείλη του ξεπρόβαλλαν δύο κίτρινοι κυνόδοντες, αφύσικα

μακριοί και αιχμηροί. Η μαύρη περικεφαλαία που φορούσε δεν

κατάφερνε να αποκρύψει τα ίσια, μακριά μαλλιά του που ήταν κάτασπρα

και ανέδιδαν μια παγωμένη λάμψη. Τα μεγάλα, ολοστρόγγυλα μάτια του

δεν είχαν κόρες, τα ασπράδια ήταν κατάμαυρα και πλαισιώνονταν από

μυριάδες ρυτίδες.

Περικυκλωμένος από τους σωματοφύλακες, ο Νεκρομάντης πλησίασε

τον καταυλισμό και σταμάτησε σε απόσταση είκοσι μέτρων. Ύψωσε και

τα δύο χέρια, την ώρα που ο Έκτορας ίππευε τον Αρίωνα. Το άλογο

χλιμίντρισε δυνατά, αλλά δεν μπόρεσε να καλύψει την διαπεραστική,

απόκοσμη φωνή του.

«Έρχομαι εκ μέρους του Κυρίου του Θανάτου, να διαπραγματευτώ στο

όνομα του. Σε ένδειξη καλής θέλησης, θα αφήσουμε τα όπλα μας στο

χώμα. Ελάτε λοιπόν, να συζητήσουμε για την παύση τούτου του φριχτού

πολέμου». Ο τόνος του ήταν γλοιώδης και εμετικός. Υπακούοντας τις

εντολές του, Θανατώριοι και Νυχτοβάτες απόθεσαν στο έδαφος τις

χατζάρες, τις ασπίδες, τα τόξα και τα βέλη τους. Κοιτώντας τους, η

Ανδρομάχη κάγχασε, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι ο Έκτορας είχε

φύγει από το πλευρό της. Ούτε ο Οδυσσέας το κατάλαβε, που γελούσε

χλευαστικά. Μόλις τον είδαν να καλπάζει προς τον Νεκρομάντη, του

φώναξαν να γυρίσει πίσω, μα τα αυτιά του νεαρού βούιζαν από θυμό.

Κλώτσησε τα καπούλια του Αρίωνα και το άλογο τράνταξε το έδαφος με

τους καλπασμούς του. Όταν οι υπόλοιποι ετοιμάστηκαν και κίνησαν προς

το μέρος του αρματωμένοι, ο Έκτορας είχε ήδη φτάσει τον αρχιυπηρέτη

του Ζακχαέρ Ντων. Βλέποντας τον, ο Νεκρομάντης χαμογέλασε

ικανοποιημένος. Δεν είδε ο ανόητος τον λύκο που γυρνούσε ανυπόμονα

στο βλέμμα του, δεν άκουσε τα γρυλίσματα που έβγαιναν από το στήθος

του, αλλιώς θα έτρεχε κιόλας μακριά. Καθώς ξεκαβαλίκευε το άλογο, ο

Νεκρομάντης του απευθύνθηκε στον ίδιο, γλοιώδη τόνο:

«Ο Κύριος του Θανάτου σε σέβεται, νεαρέ πολεμιστή. Υποκλίνεται

στο κουράγιο και την δύναμη σου. Πες μου το όνομα σου, Νεκρομάντης

είναι το δικό μου. Θα σου μεταφέρω τους όρους του Άρχοντα,

αμέσως…». Το χαμόγελο του χάθηκε στη στιγμή, μόλις είδε τον Έκτορα

να γυμνώνει το Σπαθί της Λύκης και να το στρέφει προς το μέρος του.

«Νεαρέ, κρύψε αμέσως το σπαθί σου. Μόλις σου είπα ότι ο Άρχοντας

σε σέβεται, υποκλίνεται στο θάρρος σου, δεν είναι ανάγκη…»

«Ο Ζακχαέρ Ντων θα υποκλιθεί μονάχα σε τούτη την λεπίδα που φέρει

το χαμό του. Ζήτησες το όνομα μου: Είμαι ο Έκτορας, μα για σένα είναι

συνώνυμο του θανάτου». Ευθύς, οι Θανατώριοι και οι Νυχτοβάτες πήραν

τα όπλα τους και μούγκρισαν απειλητικά. Έκαναν να επιτεθούν, μα ο

Νεκρομάντης τους συγκράτησε με έναν νεύμα. Ρουθούνισε υποτιμητικά

και σφύριξε:

«Που είναι η τιμή σου Έκτορα; Ήρθαμε εδώ με καλή θέληση. Οφείλεις

να το σεβαστείς, να τιμήσεις τις προθέσεις μας»

«Δεν υπάρχει τιμή μεταξύ νεκρών και ζωντανών! Δεν υπάρχει

σεβασμός μεταξύ ελεύθερων ανθρώπων και υποτακτικών σκυλιών. Δεν

διαπραγματεύομαι, Νεκρομάντη, ο συμβιβασμός είναι ο δρόμος που

διάλεξες εσύ και τούτος ο δρόμος οδηγεί στην κόψη του σπαθιού μου».

Οι σύντροφοι του απείχαν μερικά μέτρα, όταν ο Έκτορας ύψωσε το Σπαθί

της Λύκης. Ένας Νυχτοβάτης έκανε να βγάλει ένα βέλος από την

φαρέτρα του, μα δεν πρόφτασε. Ο διπλανός του καμώθηκε να πετάξει, μα

μόλις έφτασε μερικά εκατοστά πάνω από το έδαφος, η λεπίδα του Έκτορα

διαπέρασε το στήθος του. Ο Νεκρομάντης πισωπάτησε και, βλέποντας

τον στρατό να πλησιάζει, έσπρωξε τους Θανατώριους που τον κύκλωναν

και έτρεξε να σωθεί. Το ίδιο έκαναν και οι ακόλουθοί του.

Ύστερα από μερικά λεπτά, ξεκίνησε η Ύστατη Μάχη της Σωθράπον.

Χιλιάδες Θανατώριοι χίμηξαν στον Στρατό της Τρίτης Συμμαχίας και

Νυχτοβάτες έριχναν εκατοντάδες σκιές από ψηλά. Οι Αμαζόνες

σχημάτισαν την γνώριμη, αεικίνητη, κυκλική παράταξη του, τον οποίο

ακολούθησαν και οι Βαλκυρίες. Ανάμεσα τους, οι υπόλοιποι έφιπποι,

μαζί με τους Κενταύρους, έκαναν έφοδο στις παρατάξεις των

Θανατώριων, έπειτα υποχωρούσαν στις φάλαγγες, οι καταδίωκες τους

έπεφταν πάνω στους πεζούς πολεμιστές και απωθούνταν από την επόμενη

έφοδο. Στις πίσω φάλαγγες, ο Αττίλας και οι σύντροφοι του είχαν στήσει

τόξα μακριά ίσαμε το ύψος τους. Στερέωναν τη μία άκρη στο χώμα και

εκτόξευαν τα βέλη τους σε μεγαλύτερη απόσταση από ότι τα

συνηθισμένα τόξα.

Η μάχη ήταν δύσκολη και οι πεζοί πολεμιστές υπέστησαν μεγάλες

απώλειες από μια επίθεση Θανατώριων που ίππευαν Ζεβοντάν. Οι

Βαλκυρίες αναγκάστηκαν να χαλάσουν τον σχηματισμό τους για να

καταφέρουν να τους πιέσουν. Ώσπου να καταφτάσουν οι υπόλοιποι

έφιπποι και να απωθήσουν τους εχθρούς, χάθηκαν δεκάδες Όντινιρ, άλλα

τόσα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα και πολλοί Νότιοι πολεμιστές,

ανάμεσα τους και ο Χεϊσούν, ο Γερακομάτης.

Οι σύντροφοι του Αττίλα είχαν στρέψει τα τόξα τους πάνω από τους

σχηματισμούς των Αμαζόνων, που δέχονταν επίθεση από Νυχτοβάτες.

Σημάδευαν προσεχτικά, κατάφεραν αρκετά πλήγματα, ωστόσο μερικές

αδέσποτες σαΐτες πέτυχαν και τις πολεμίστριες. Ο Έκτορας κοίταζε κάθε

τόσο ψηλά, περιμένοντας άλλη μια απρόσμενη άφιξη του Ερμή και των

συντρόφων του, αλλά σύντομα έπαψε να ελπίζει. Έψαχνε διαρκώς να

εντοπίσει τον Νεκρομάντη, γνωρίζοντας ότι αν σκοτωνόταν ο ηγέτης του

στρατού, οι υπόλοιποι θα σάστιζαν και θα αποθαρρύνονταν, όμως εκείνος

ήταν κρυμμένος ανάμεσα στους χιλιάδες Θανατώριους.

Τι ήταν χειρότερο, ποιος γνώριζε να πει; Το γεγονός ότι έβλεπαν τις

Αμαζόνες να πέφτουν αιμόφυρτες ή το ότι έπεφταν και από φίλια πυρά;

Προσπαθώντας να τοξεύσουν τους Νυχτοβάτες που πετούσαν από πάνω

τους, τόσο οι ίδιες όσο και οι Ανατολίτες, αναπόφευκτα χτυπούσαν

συντρόφισσες τους. Και τα αναθεματισμένα πετούμενα έμοιαζαν

αμέτρητα, ανεξάντλητα. Οι πολεμίστριες σώζονταν μονάχα επειδή ο

εξωτερικός κύκλος κινούνταν διαρκώς, ενώ ο εσωτερικός μπορούσε να

σημαδέψει καλύτερα, όντας ακίνητος.

Οι Θανατώριοι από την άλλη, δεν είχαν σωτηρία όσο οι πολεμίστριες

διατηρούσαν τους σχηματισμούς τους. Οι γραμμές τους είχαν συμπτυχθεί

από τις επιθέσεις των Αμαζόνων και των Βαλκυρίων στα πλευρά και δεν

μπορούσαν να ελιχθούν. Αναγκάζονταν να κινηθούν μόνο μπροστά και

πίσω. Προσπαθώντας να ενισχύσουν τις Αμαζόνες, οι έφιπποι πολεμιστές

και οι Κένταυροι έκαναν επίσης επιθέσεις στις πλάγιες φάλαγγες, που

ήταν ευάλωτες, προσπαθώντας να αμυνθούν από τα βέλη των

πολεμιστριών. Το Σπαθί της Λύκης δεν εμποδιζόταν από ασπίδες ούτε

από τις χοντρές πανοπλίες. Σφυρηλατημένες σε φλόγες του Σκότους ήσαν

και εκείνο είχε γεννηθεί στην ανάσα του αρχαιότερου φωτεινού

πλάσματος. Μέσα από θρυμματισμένες ασπίδες και σπασμένες

αρματωσιές, η λαμπρή λεπίδα έβρισκε τον δρόμο για την σάπια σάρκα

των Θανατώριων. Και πριν από κάθε αποκεφαλισμό, οι εχθροί άκουγαν

έναν τρομερό βρυχηθμό. Αναρωτιόνταν αν ήταν κτήνος ή άνθρωπος που

βρυχιόταν, μα η αλήθεια ήταν πως επρόκειτο και για τα δύο. Όσοι

γλίτωναν από την ορμή του, το επιβεβαίωναν. Ένας νεαρός πολεμιστής,

που είχε όμως έναν λύκο να σαλεύει στο πρόσωπο του.

Ο Έκτορας ανεβοκατέβαζε το Σπαθί της Λύκης πάνω στους πολέμιους

του, τους έβλεπε να σφαδάζουν, να ικετεύουν, να πεθαίνουν και δεν

χόρταινε φονικό. Κι άλλο, δεν χόρτασα ακόμα, κι άλλο επίτασσε το θεριό

στα στήθια του και ξερογλείφε τα χείλη. Ένιωσε ένα τράνταγμα στα

πλευρά, στράφηκε και είδε μια μαυρόφτερη σαΐτα να πέφτει στη σέλα με

στραβωμένη την αιχμή της. Η πανοπλία του Διομήδη παρέμενε

αδιαπέραστη. Προσπάθησε να βρει τον Νυχτοβάτη που την πέταξε, μα

τον πρόλαβε η Ανδρομάχη, την ώρα που πετούσε προς τα πάνω. Το βέλος

της διαπέρασε το μαύρο, ζαρωμένο στήθος του πλάσματος πέρα ως πέρα

και βγήκε από την πλάτη του έχοντας ακόμα ορμή, ώσπου του την

στέρησε ύψος. Έπειτα έστρεψε το τόξο της, με σβέλτες κινήσεις έβγαλε

μια ακόμα σαΐτα και την έστειλε στο μέτωπο ενός Θανατώριου, μερικά

μέτρα μακρύτερα από τον Έκτορα. Εκείνος, είδε τα Ζεβοντάν να χιμούν

ξανά στα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα. Έκανε νόημα στον Κένταυρο

Ιξίωνα, που ήταν κοντά του, να επιτεθούν μα εκείνος του έγνεψε

αρνητικά. Πλησίασε και του εξήγησε βιαστικά το σχέδιο του.

Οι έφιπποι, μαζί με τους Κενταύρους, μπήκαν πίσω από την διάταξη

των Ζεβοντάν και χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η μία κρατούσε τους

Θανατώριους και η άλλη χίμηξε στα σκυλιά του Ζακχαέρ Ντων. Καθώς

δέχονταν επίθεση από δύο μέτωπα- τους ιππείς πισώπλατα και τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα μπροστά- εξολοθρεύτηκαν. Μερικά

κατάφεραν να γλιτώσουν, επειδή οι λιγοστοί έφιπποι δεν μπορούσαν να

συγκρατήσουν για πολύ τις γραμμές των Θανατώριων και αναγκάστηκαν

να υποχωρήσουν. Έτσι και έκαναν, στρίβοντας δεξιά και αριστερά των

πεζών πολεμιστών, πάνω στους οποίους έπεσαν οι εχθροί. Ο Λάαργκ

έτρεξε μπροστά, αναψοκοκκινισμένος. Ούρλιαζε από θυμό, πέταξε το

δόρυ του με τόση ορμή, που διαπέρασε δύο Θανατώριους, προτού

καρφωθεί στο έδαφος. Έπειτα έπιασε έναν με τα χέρια και έσπασε την

μέση του. Στη συνέχεια, πήρε την χατζάρα του πεσόντος και

ακρωτηρίασε έναν δεύτερο. Έβαλε το κεφάλι μπροστά και όρμησε σαν

ταύρος, ρίχνοντας στο χώμα πέντε Θανατώριους μαζί. Ο θάνατος του

Χεϊσούν τον έθλιψε βαθιά. Τόσο αβάσταχτη ήταν η θλίψη, που σάλεψε,

θόλωσε το μυαλό του, παραμέρισε η λογική και πήραν τα ινία η οργή,

χέρι-χέρι με την εκδίκηση κυβέρνησαν το νου του. Αφού έσπασε τους

σβέρκους των Θανατώριων που είχε ξαπλώσει, πήρε ξανά το δόρυ στο

χέρι του. Ξεφυσούσε και κοιτούσε τριγύρω μανιασμένα, ζητώντας το

επόμενο θύμα.

Ο Οδυσσέας που ήταν κοντά του, δεν ικανοποίησε την επιθυμία του. Με

επιδέξιες κινήσεις και ευλυγισία, έσφαζε τους εχθρούς με ένα μόνο

σπαθισμό. Μερικά μέτρα πιο πέρα, ο Αίαντας στριφογύριζε το ακιδωτό

του ρόπαλο και θρυμμάτιζε δυο-δυο τα κρανία των Θανατώριων. Και το

ακόντιο του Αινεία τραγουδούσε, καθώς τρυπούσε τις αρματωσιές των

εχθρών και θρεφόταν από τη σάρκα τους. Το πελώριο κορμί του Αννίβα

έσκιαζε τους εχθρούς και το ξίφος του έσκιζε στα δύο τα αδύναμα κορμιά

τους. Σάστισαν οι Θανατώριοι, υπέφεραν πολλές απώλειες μονάχα από

μερικούς πολεμιστές, επιχείρησαν να υποχωρήσουν, μα εκείνη την στιγμή

βγήκαν μπροστά οι Όντινιρ. Οι σιδερένιες αρματωσιές δεν ήταν αντάξιες

των βαριών σφυριών τους. Πάνω από τις κραυγές, τις ιαχές, τα ουρλιαχτά

και τις ικεσίες, σκαρφάλωσαν οι ξεροί γδούποι, καθώς οι πολεμιστές του

Βορρά θρυμμάτιζαν τα κόκκαλα των Θανατώριων. Ο Χάραλντ με ένα

ανέμισμα του όπλου του έσπασε τρία κρανία και ο Έρικ χτύπησε με τόση

δύναμη, που ξεκόλλησε το κεφάλι ενός εχθρού από τον λαιμό του.

Ανάμεσα από τους κρότους, ακούστηκε το μακρόσυρτο σφύριγμα του

ακόντιου που πέταξε ο Λάαργκ. Το δόρυ του Σίμπαγκορ ταλαντεύτηκε

στον αέρα, έλαμψε σαν αστραπή για μια στιγμή και έπειτα χάθηκε,

διαπερνόντας τα κορμιά τριών εχθρών που έτρεχαν ο ένας πίσω από τον

άλλον.

Βλέποντας τους Θανατώριους να υποχωρούν, ο Νεκρομάντης διέταξε

τους Νυχτοβάτες να τους ενισχύσουν. Εκείνοι υπάκουσαν αμέσως.

Τούτην την αβλεψία, ο Νεκρομάντης έμελε να την πληρώσει με τον

θάνατο του. Μόλις οι Αμαζόνες συνειδητοποίησαν πως οι Νυχτοβάτες

εγκατέλειπαν την επίθεση προς το μέρος τους, ζήτησαν από τους

έφιππους να απασχολήσουν για μερικά λεπτά τις πλάγιες φάλαγγες των

Θανατώριων, μαζί με τις αποδεκατισμένες Βαλκυρίες. Έτσι και έγινε. Οι

Αμαζόνες οπισθοχώρησαν μερικά μέτρα, ύψωσαν τα τόξα τους και

εκτόξευσαν όλες μαζί ένα σμήνος από βέλη. Οι Νυχτοβάτες είδαν μια

πελώρια σκιά να τους πλησιάζει από ψηλά. Μόλις έστρεψαν τα κεφάλια

τους ήταν αργά. Οι σαΐτες πετούσαν από όλες τις μεριές, δεν μπορούσαν

να ξεφύγουν, είδαν τις αιχμές τους να τρώνε ολάκερο το δέρμα των

φτερούγων τους και έπεφταν με πάταγο στο χώμα, τις είδαν να

καρφώνονται στα χέρια, στα πόδια, στα κεφάλια τους, να πέφτουν από το

βάρος και να μουδιάζουν από τον πόνο. Τις είδαν να χτυπάνε και το

στήθος τους, στο σημείο όπου έφεραν το σύμβολο τις Σεθίρηκα και ήταν

ήδη νεκροί πριν αγγίξουν το χώμα. Έπειτα από τρεις ομοβροντίες, οι

πολεμίστριες επέστρεψαν στις θέσεις τους, επιτρέποντας τους ιππείς και

τους Κενταύρους να υποχωρήσουν δίχως κίνδυνο.

Απαλλαγμένοι από την μάστιγα των Νυχτοβατών, τόσο οι Αμαζόνες

και οι Βαλκυρίες, όσο και οι υπόλοιποι πολεμιστές, μπορούσαν να

κινηθούν πιο ελεύθερα και να μάχονται με περίσσεια ελευθερία. Ο

Έκτορας έσφαζε τον έναν Θανατώριο έπειτα από τον άλλον, στα πλευρά

του, Ο Αχιλλέας και ο Φίλιππος ανεβοκατέβαζαν τα όπλα τους πάνω

στους εχθρούς, αποτελειώνοντας δεκάδες. Τότε, τον είδαν και οι τρεις: Ο

Νεκρομάντης! Κράδαινε ένα ραβδί στο αριστερό χέρι και ένα μακρύ

σπαθί στο δεξί. Πρόφερε ξόρκια και οι πολεμιστές, που προσπάθησαν να

τον αντιμετωπίσουν, έπεφταν σφαδάζοντας. Τα κορμιά τους έλιωναν, το

δέρμα τους ρυτίδωνε και έχανε το χρώμα του, και οι βολβοί των ματιών

πετάγονταν από τις κόγχες. Αυτή ήταν η μοίρα και του Εύδωρου, του

δοξασμένου στρατιώτη από την Μηδείανορ, που έπεσε στα μάγια του

απαίσιου πλάσματος, προσπαθώντας να προστατέψει τους συντρόφους

του.

Ο Έκτορας είπε στους δύο φίλους του να μείνουν κοντά του. Ήξερε πως

τα σκοτεινά ξόρκια του Νεκρομάντη δεν θα είχαν επίδραση κοντά στο

Σπαθί της Λύκης. Σπιρούνισαν τα άλογα και όρμησαν και οι τρεις μαζί, ο

Έκτορας στα αριστερά, ο Αχιλλέας στη μέση και ο Φίλιππος στην άλλη

άκρη. Στο διάβα τους παρέσυραν τους Θανατώριους που αποτελούσαν τη

σωματοφυλακή του Νεκρομάντη. Ύψωσαν τα όπλα τους. Το πλάσμα,

αρχικά, ύψωσε το ραβδί του και, έντρομο, συνειδητοποίησε πως τα μάγια

του δεν έπιαναν σε αυτούς τους τρεις. Με επιδέξιες κινήσεις ανέμισε το

σπαθί του, αποκεφαλίζοντας με μία κίνηση τα άλογα του Αχιλλέα και του

Φίλιππου και πληγώνοντας των Αρίωνα στον μπροστινό δεξί ώμο. Οι δύο

πολεμιστές έπεσαν με φόρα χάμω. Ο Φίλιππος χτύπησε στο κεφάλι και

έγδαρε τα μπράτσα του καθώς σερνόταν για μερικά μέτρα. Ο Αχιλλέας,

πέφτοντας, βρήκε τον Νεκρομάντη στο κεφάλι, του έβγαλε την

περικεφαλαία και τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Δίχως να χάσει

την ευκαιρία, ο Έκτορας κατέβασε το σπαθί του και έκοψε το ραβδί του

Νεκρομάντη στα δύο. Εκείνος έβγαλε μια βροντερή κραυγή απόγνωσης,

προσπάθησε να αποκεφαλίσει τον Έκτορα, ο νεαρός ελίχθηκε και το

σπαθί του βρήκε τον λαιμό του Αρίωνα. Το άλογο χλιμίντρισε πονεμένα,

υψώθηκε στα δύο πόδια, παρασέρνοντας το σπαθί του Νεκρομάντη και

ρίχνοντας τον Έκτορα από την πλάτη του. Ο νεαρός χτύπησε την μέση

του, πέφτοντας και ένιωσε μερικά λέπια της πανοπλίας του να μπήγονται

στη σάρκα. Δάκρυα πόνου θόλωσαν τα μάτια του και δάγκωσε τα χείλη,

ώστε να φυλακίσει την κραυγή του. Όταν η όραση του επανήλθε, είδε τον

Νεκρομάντη να πισωπατεί, παρακαλώντας για έλεος, πριν χαθεί πίσω από

τις λεπίδες του Φίλιππου, του Αχιλλέα και άλλων δέκα πολεμιστών.

Μόλις τέλεψαν, είχε μείνει μόνο μία άμορφη μάζα σαπισμένου κρέατος,

ντυμένη με μαύρη πανοπλία στη θέση του.

Οι εχθροί είδαν τον ηγέτη τους να χάνεται, όπως οι Εφτά Ιερείς πριν

από αυτόν. Καταρρακώθηκε το ηθικό τους, δείλιαζαν να επιτεθούν, μα

κιότευαν ακόμα περισσότερο να καταφύγουν στη Σεθίρηκα˙ ήξεραν πως

η οργή του Ζακχαέρ Ντων θα ξεχυνόταν πάνω τους.

Κανείς δεν πίστευε πως οι σάπιες σάρκες τους ήταν ικανές να βιώσουν

αισθήματα, όμως οι Θανατώριοι ένιωθαν ξεκάθαρα την απόγνωση να

ραγίζει τις καρδιές τους. Πολλοί, παραξενεμένοι, έπιασαν τα στήθια τους,

μη γνωρίζοντας τι ήταν αυτό που ανασάλευε μέσα τους. Κοιτάχτηκαν

μεταξύ τους, έριξαν μια φευγαλέα ματιά στην παγωμένη σκιά της

Σεθίρηκα που τους επίτασσε να μην υποχωρήσουν και ύψωσαν τα άρματα

γρυλίζοντας.

Οι διατάξεις χάλασαν, οι αντίπαλες γραμμές περιπλέχθηκαν και

ολάκερη η Σωθράπον έγινε ένα πεδίο μάχης. Μια ντουζίνα Θανατώριοι

όρμησαν στον Έκτορα, που ήταν πεσμένος. Εκείνος έδωσε ώθηση στα

πόδια και έριξε κάτω τρεις από αυτούς. Έπειτα ύψωσε το Σπαθί της

Λύκης και η αιμοβόρικη λάμψη του αφάνισε το σκοτάδι από τις αδειανές

κόγχες των εχθρών. Έπεσαν χάμω, σφαδάζοντας, σφίγγοντας τα

ακρωτηριασμένα άκρα τους, νιώθοντας το φως να καίει τα κορμιά τους. Ο

Έκτορας στάθηκε μια στιγμή από πάνω τους και έπειτα ρίχτηκε στον

Αρίωνα που αιμορραγούσε και έκλαιγε. Έκαμε να τον μετακινήσει, μα το

άλογο ήταν πολύ βαρύ και δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Εκεί

κοντά ήταν ο Όλαφ που είδε τις μάταιες προσπάθειες του νεαρού. Έσπασε

το στέρνο του αντιπάλου του, έκανε νόημα στον Έρικ και τον Χάραλντ

και εκείνοι έσπευσαν στο πλευρό του. Οι τέσσερις πολεμιστές έπιασαν

προσεχτικά το άλογο και το μετέφεραν στους ώμους τους, ως την πύλη

της Σωθράπον, όπου ήταν ασφαλές από εχθρούς. Μόλις το απόθεσαν

μαλακά στο έδαφος, οι Όντινιρ χίμηξαν πάλι στη μάχη, ουρλιάζοντας και

υψώνοντας τα σφυριά τους.

Ο Έκτορας έμεινε πλάι στον Αρίωνα, χαϊδεύοντας τον ματωμένο λαιμό

του. Το άλογο τον κοίταξε κατάματα. Στο βλέμμα του δεν φαινόταν

φόβος μήτε αγωνία. Αντίθετα έβγαζε ακόμα σπίθες, σαν να παρακινούσε

τον αναβάτη του να επιστρέψει στον πόλεμο. Με αργές κινήσεις σήκωσε

το μουσούδι του και έγλυψε τα αίματα από την παλάμη του Έκτορα. Πήγε

να χλιμιντρίσει, μα είχε σταθεί η οδύνη στο λαρύγγι του και κατάπιε την

φωνή του. Ο νεαρός δεν άντεχε να εγκαταλείψει το θαρραλέο άτι, τα

γόνατα του είχαν βολευτεί στη ράχη του ζώου, θέλοντας να απολαύσουν

τη ζεστασιά του κορμιού του, πριν το εγκαταλείψει. Απομακρύνθηκαν οι

ήχοι της μάχης, έσβησαν οι κλαγγές των σπαθιών, οι γδούποι και οι

κραυγές. Πλημμύρισε ο αέρας από τις αγωνιώδεις, βαθιές ανάσες του

Αρίωνα, από τους αδύναμους χτύπους της καρδιάς του. Πάνω στο

πελώριο στήθος του, που ανεβοκατέβαινε άρρυθμα, αργά, στάλαξαν τα

δάκρυα του Έκτορα και χάνονταν στο λεπτό τρίχωμα του. Ξάφνου,

ένιωσε ένα απαλό αλλά δυνατό άγγιγμα στον ώμο του. Στράφηκε και είδε

την Ανδρομέδα να στέκεται και πίσω της ο Αβικέννας κρατούσε τα

χαλινάρια του αλόγου της.

«Τα δάκρυα δεν θεραπεύουν τους πληγωμένους, ούτε παρηγορούν τους

ήρωες. Θα τον φροντίσουμε εμείς τον Αρίωνα, παλικάρι μου. Μα δες το

βλέμμα του, πως σε παροτρύνει να εκδικηθείς όσους τον λάβωσαν,

εκείνους που σφαγιάζουν ακόμα τους συντρόφους μας. Εμπρός, λοιπόν,

πολεμιστής είναι και τούτο το άτι, μην το αφήνεις να ακούει τους λυγμούς

σου. Χάρισε του το σφύριγμα του σπαθιού σου». Είπε η Αμαζόνα. Ο

Έκτορας έγνεψε αδύναμα, σφούγγισε τα μάτια του και έτρεξε στη μάχη

δίχως να κοιτάξει πίσω του.

Δεν μπορούσαν να βαστάξουν οι Θανατώριοι δίχως κάποιον

πολέμαρχο να τους οδηγεί, μάχονταν διασκορπισμένοι, συγχυσμένοι,

δίχως στρατηγική και δίχως θάρρος στις καρδιές τους. Οι πολεμιστές

άδραξαν τούτη την ευκαιρία και θανάτωναν τους εχθρούς, νιώθοντας την

πρωτόγονη ικανοποίηση του βίαιου φονικού να γεμίζει τις καρδιές τους

σε κάθε χτύπημα. Γκρέμιζαν τα σκοτεινά πλάσματα και βρυχιόνταν σαν

αρχαία θεριά, σαν αγρίμια που σκότωναν την λεία τους και γεύονταν στα

δόντια τους ζεστό αίμα. Χάθηκε η ανθρωπιά από τα κορμιά τους,

σκαρφάλωσαν ένστικτα αρχέγονα στα στήθια τους, ξεχασμένα από την

στιγμή της γέννησης τους. Στα αυτιά τους αντηχούσαν άγριοι ήχοι,

ανασυρμένοι από βαθιά δάση και ακατοίκητες στέπες, μελωδίες που είχαν

συντεθεί προτού ανεγερθούν πόλεις και κάστρα, προτού χτιστούν

πλατείες και φτιαχτούν κιθάρες. Γύμνωναν τα δόντια τους και εκείνα

μάκραιναν, γίνονταν κοφτερά και άστραφταν σαν λεπίδια. Στα μάτια τους

γυρόφερναν σκιές ανθρωπόμορφων τεράτων, με γυμνά, γιγάντια κορμιά.

Δεν μάχονταν πια άνθρωποι με τους Θανατώριους, είχαν γίνει όλοι κτήνη

με ατσαλένιους μύες, σφυρηλατημένους στις φλόγες της Λήθης και του

Μένους.

Τα βέλη των Αμαζόνων σφύριζαν, οι καλπασμοί των αλόγων τους

στοίχειωναν τα αυτιά των πολέμιων. Οι βροντερές κραυγές των

Βαλκυρίων σήμαιναν τον χαμό και όλοι έτρεχαν να γλιτώσουν. Μα,

φεύγοντας από τις πολεμίστριες, έπεφταν στις λεπίδες της Τρίτης

Συμμαχίας. Εκεί παραμόνευαν τρομεροί ήρωες, τους οποίους έμελλε να

ντύσουν θρύλοι και τραγούδια ως το πέρας της αιωνιότητας. Το δόρυ του

Λάαργκ είχε ήδη στομώσει από τις πολλές πανοπλίες που είχε τρυπήσει,

μα αυτό δεν τον αποθάρρυνε. Το πετούσε με δύναμη και η αιχμή του

βροντούσε σαν κεραυνός καθώς έσπαζε ατσάλι, κόκκαλα και έτρωγε την

μαλακή σάρκα των Θανατώριων. Έπειτα ορμούσε με γυμνές γροθιές και

έριχνε χάμω όσους είχαν γλιτώσει από τις βολές του.

Ο Αννίβας έστεκε πελώριος και έριχνε τη σκιά του στα πτώματα που

άφηνε ξωπίσω. Κατέβαζε με δύναμη το σπαθί του και έσκιζε στα δύο

τους εχθρούς. Και ποιος δεν μπορούσε να αισθανθεί δέος μόλις αντίκριζε

τον Αχιλλέα και τον Αίαντα; Πιο τρομεροί από τους ίδιους ήταν οι κρότοι

των όπλων τους, καθώς θρυμμάτιζαν κάθε οστό των αντιπάλων τους. Το

σπαθί του Οδυσσέα τραγουδούσε καθώς έκοβε λαιμούς με μία μονάχα

κίνηση. Εκείνος στεκόταν ανέμελος, απαθής από το χάος που

επικρατούσε.

Πλάι-πλάι ο Φίλιππος με τον Έκτορα σφάγιαζαν μαζί όποιον τολμούσε

να βρεθεί στον διάβα τους. Τα πρόσωπα τους είχαν μαυρίσει από το αίμα

των Θανατώριων και οι μανδύες τους στάλαζαν ιδρώτα. Πιο μακριά, οι

Κένταυροι ποδοπατούσαν ομαδικά τους εχθρούς και τους σκόρπιζαν. Ο

Νέσσος είχε σκοτώσει μυριάδες και το δόρυ του Ιξίωνα είχε γευτεί το

αίμα άλλων τόσων. Όλοι είχαν απορροφηθεί στη μάχη, σήκωναν τα

κεφάλια απλώς για να εντοπίσουν τα επόμενα θύματα τους. Έτσι, ο

Αινείας ήταν ο μοναδικός που είδε μια σκιά, πιο μαύρη και πηχτή από το

σκοτάδι γύρω της, να βγαίνει από τη Σεθίρηκα. Είχε απροσδιόριστο

σχήμα και μέγεθος, έμοιαζε με καπνό, αν και φαινόταν πιο συνεπτυγμένη.

Έκανε δύο γύρους στον ουρανό, σαν όρνιο και έπειτα εφόρμησε προς τα

κάτω. Χάθηκε μακριά από τον άντρα, ανάμεσα στους μαχόμενους

αντιπάλους. Για μια στιγμή απόρησε αν την είδε όντως ή γελάστηκαν τα

μάτια του. Αλλά πήρε σύντομα την απάντηση του. Νόμισε πως

σταμάτησε η καρδιά του, έντρομος πέταξε χάμω το σπαθί του και έπιασε

το στήθος του. Το ένιωσε παγωμένο, μα αισθάνθηκε τους χτύπους της

καρδιάς του. Έπειτα, τα ακροδάχτυλα του μούδιασαν και ένιωσε δυνατές

σουβλιές σε όλο του το κορμί. Τα γόνατα του λύθηκαν και ανάσαινε με

δυσκολία. Τον πλημμύρισαν τα αισθήματα απόγνωσης και μαρασμού,

που τον κυβερνούσαν όταν ήταν φυλακισμένος στη Μηδείανορ, μόνο που

ήταν πολύ πιο έντονα. Μια ψυχρή, ανατριχιαστική φωνή στο μυαλό του

άρχισε να ψιθυρίζει απειλές θανάτου, υποσχέσεις οδύνης. Πριν μερικά

λεπτά πίστευε πως θα κέρδιζαν τη μάχη, τώρα όμως ήταν βέβαιος πως

εδώ τους περίμενε όλεθρος, ήξερε πως ο ίδιος θα πέθαινε στα χέρια των

Θανατώριων. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης βούιζε στα αυτιά του.

Έκαμε να σηκωθεί, μα δεν μπορούσε. Σύρθηκε στα τέσσερα, θέλοντας να

φύγει μακριά από τη Σωθράπον.

Δεν ήταν ο μόνος που βίωσε αυτόν τον εφιάλτη. Στο νου όλων

αναβίωσαν στιγμές πόνου και λύπης, διαχύθηκε ο φόβος του θανάτου, οι

σκιές της απώλειας. Ο Φίλιππος κατακλύστηκε από τα αισθήματα που τον

τυραννούσαν τα δεκαπέντε χρόνια που έμενε στη σπηλιά κάτω από τη

Σωθράπον. Άκουγε τους παλιούς συντρόφους του να τον κατηγορούν ότι

τους είχε εγκαταλείψει, τον καταριόνταν και με φωνές φόβου τον

παρότρυναν να τρέξει να σωθεί. Στα στήθια της Ανδρομάχης άνοιξε μια

κρύπτη και βγήκαν από μέσα, σκελετωμένοι, όλοι οι σύντροφοί της που

είχαν θανατωθεί στη Φίμιν. Γράπωσαν την καρδιά της και την βούλιαξαν

σε έναν βρωμερό βούρκο που ανέδυε την δυσωδία του χαμού, της οδύνης

του παρελθόντος και της προοπτικής του θανάτου. Έκλεισε τα

βουρκωμένα μάτια και είδε την ίδια και τον Έκτορα φυλακισμένους στα

μπουντρούμια της Σεθίρηκα, πληγωμένους, βιασμένους, καθηλωμένους,

καρτερώντας τον θάνατο. Η ίδια εικόνα τρύπωσε στο νου του Έκτορα,

που διαδέχθηκε την σκηνή του θανάτου του Αριστοτέλη. Από το μυαλό

του Αχιλλέα πέρασαν τα εγκλήματα που είχε διαπράξει όσο υπηρετούσε

τον Πελία, στη συνέχεια είδε τον εαυτό του έρημο, να αιωρείται στο

απόλυτο σκοτάδι, κυκλωμένος από όσους είχε θανατώσει έως τότε στη

ζωή του.

Οι τέσσερις σύντροφοι είχαν βιώσει ξανά αυτά τα αισθήματα, μες στην

Αίθουσα του Σκότους, έτσι δεν πτοήθηκαν από αυτά. Τα είχαν

αντιμετωπίσει, όταν αντάμωσαν τον Άποφι και τον Σετ. Πήραν βαθιές

ανάσες, όρθωσαν τα κορμιά τους και έφεραν στη θύμηση τους ο ένας τον

άλλον, πήραν κουράγιο. Έσμιξαν ξανά και πιάστηκαν από τα χέρια. Από

ένα σημείο, στα δεξιά τους, είδαν τους συμπολεμιστές τους να τρέχουν

έντρομοι μακριά, ουρλιάζοντας και ικετεύοντας. Παρατούσαν τα όπλα

τους χάμω, έβγαζαν τις αρματωσιές τους, ποδοπατούσαν ο ένας τον άλλον

και έφευγαν προς την πύλη της Σωθράπον. Ακόμα και ο Αίαντας

υποχωρούσε, μουρμουρίζοντας ικεσίες.

Είδαν τον Οδυσσέα να τρέχει, αρχικά νόμισαν πως τον κατέβαλλε και

εκείνον η σκοτεινιά, μα ο άντρας πλησίασε την συντροφιά. Δεν έβγαλε

άχνα, στεκόταν και κοιτούσε τον Έκτορα, παραδίδοντας του ένα

ξεκάθαρο μήνυμα. Οι άλλοι τρεις έμειναν επίσης αμίλητοι, κοιτάζοντας

με προσμονή το νεαρό. Εκείνος, έκπληκτος συνειδητοποίησε πως κάθε

φόβος είχε εξανεμιστεί από μέσα του. Τα αποφασιστικά βλέμματα των

συντρόφων του τον είχαν ξορκίσει. Στράφηκε. Ο Φίλιππος του

χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση. Ο Αχιλλέας έγνεψε ενθαρρυντικά και ο

Οδυσσέας τον αγκάλιασε. Η Ανδρομάχη είχε ήδη ιππεύσει τη φοράδα της

και του άπλωσε το χέρι. Εκείνος το έσφιξε και ανέβηκε στη σέλα, πίσω

της. Η Αμαζόνα σπιρούνισε το άλογο και κάλπασαν προς το σημείο όπου

έτρεχαν οι ανήμποροι πολεμιστές. Ο νεαρός έκλεισε τα μάτια και έσφιξε

την μέση της κοπέλας. Τα μαλλιά της χτυπούσαν το πρόσωπο του καθώς

κάλπαζε και τον έλουζαν με τη μυρωδιά τους. Έσκυψε πάνω της, άκουσε

τους παλμούς της και ένιωσε την καρδιά του να συγχρονίζεται με την

δικιά της. Έκλεισε τα μάτια του, άφησε το κορμί του να λιώσει στο δικό

της, να απλωθεί πάνω της, να απολαύσει το άγγιγμα της με όλο του το

είναι. Ο ιδρώτας του κυλούσε από τον λαιμό στα στήθια της, φώλιαζε

εκεί και έμπαινε στις φλέβες της. Εκείνος τον ένιωθε, στάλα-στάλα να

αγκαλιάζεται από τα σωθικά της και βυθίστηκε σε έκσταση.

Τότε, πρόβαλε μπροστά ένας λύκος πελώριος, κατάμαυρος και στο

γυαλιστερό του τρίχωμα πηδούσε η αστροφεγγιά. Ύψωσε τον λαιμό του

στον ξάστερο ουρανό. Το αλύχτισμα του ενώθηκε με την κραυγή του

Έκτορα. Τινάχτηκε όρθιος, άνοιξε τα μάτια και γύμνωσε το Σπαθί της

Λύκης από το θηκάρι του.

Η ιαχή του σκόρπισε το Σκότος του Ζακχαέρ Ντων και οι πολεμιστές

συνήλθαν μεμιάς. Ύψωσαν τα κεφάλια και αντίκρισαν ένα θέαμα που

αργότερα χαρακτήρισαν ως παραίσθηση που είχε προκληθεί από τα μάγια

της σκοτεινιάς: Μια Αμαζόνα, έναν άντρα και έναν λύκο να καλπάζουν

πάνω σε ένα άλογο. Μα το ίδιο είδαν και οι Θανατώριοι που καταδίωκαν

όσους υποχωρούσαν, σάστισαν και έφυγαν μακριά από το πέρασμα του.

Και η κραυγή που άκουγαν, δεν μπορούσαν να ξεδιαλύνουν αν ήταν

φωνή ανθρώπου ή ουρλιαχτό λύκου.

Είδαν μια σκιώδη φιγούρα να αναδεύεται στο κέντρο ενός κλοιού από

Θανατώριους. Η Ανδρομάχη τράβηξε τα χαλινάρια και η φοράδα

σταμάτησε απότομα. Γύρισε και φίλησε τον Έκτορα με πάθος

πρωτόγνωρο. Τον έσφιξε πάνω της, άρπαξε τα μαλλιά του, εκείνος

αφέθηκε στο άγγιγμα της και, καθώς τα χείλη τους έσμιξαν, ένιωσε μια

φλόγα να βγαίνει από το στόμα της και να φωλιάζει στο στήθος του.

Έπειτα χωρίστηκαν και είδε την γαλαζοπράσινη αστραπή των ματιών της.

«Φίλα με ξανά, Αμαζόνα μου, όχι στο στόμα, όχι. Άπληστα είναι τα

χείλη μου, δεν αφήνουν τίποτε στη θύμηση, παίρνουν ολάκερη την ηδονή

πάνω της, δεν την αφήνουν. Εδώ, φίλα με στον λαιμό, να γένει το σημάδι

σου φυλαχτό και αρματωσιά μου, να γένει φλόγινος πυρσός, τώρα που

πάω να ανταμώσω το σκοτάδι». Εκείνη τον φίλησε στον λαιμό ξανά και

ξανά, τον δάγκωσε από την ένταση και δεν ήθελε να τον αφήσει από τα

δόντια της. Αλλά γρύλιζε ο λύκος μέσα του, αδημονούσε να συναντήσει

τον Εχθρό, κυρίευσε το κορμί του Έκτορα και τον κατέβασε από το

άλογο. Εκείνος, δεν βαστούσε να αντικρίσει ξανά την Ανδρομάχη, έσφιξε

την λαβή του σπαθιού του και έκανε ένα βήμα μπροστά. Ευθύς, του

όρμησαν Θανατώριοι, έσφαξε πολλούς και οι υπόλοιποι έπεσαν από τις

σαΐτες της Αμαζόνας.

Η μάχη γύρω ξαναφούντωσε. Μπροστά στον Έκτορα δέσποζε μια

πανύψηλη φιγούρα. Ο Ζακχαέρ Ντων φορούσε κατάμαυρη αρματωσιά

και από πάνω είχε περάσει έναν βελουδένιο, μωβ μανδύα που ανέμιζε

απαλά. Το πρόσωπο του ήταν καλυμμένο από μια μαύρη περικεφαλαία με

πολλές αιχμηρές προεξοχές. Από μέσα φαινόταν μια φωτιά να καίει,

μαύρη και πιο απτή από τις συνηθισμένες φλόγες. Δεν διακρινόταν

στόμα, μάτια, μύτη ή αυτιά, μονάχα φωτιά και μια σκιά να την

περιτριγυρίζει και να εκτείνεται πέρα από την περικεφαλαία. Στα

σιδερόφραχτα χέρια του κράδαινε ένα ραβδί και ένα μακρύ σπαθί που

ανέδυε μια αδύναμη, πρασινωπή λάμψη. Δεν έκανε καμία κίνηση, δεν

έμοιαζε καν να έχει αντιληφθεί τον Έκτορα. Εκείνος έκανε ακόμα ένα

βήμα προς το μέρος του, σφίγγοντας το Σπαθί της Λύκης στα δυο του

χέρια. Ο Ζακχαέρ Ντων έγειρε ελαφρά το κεφάλι, σαν να περιεργαζόταν

τον αντίπαλο του.

«Είσαι… Είσαι πολύ νεότερος από ότι περίμενα, Έκτορα». Η φωνή του

ήταν διαπεραστική, βραχνή και ανατριχιαστική. Ο Έκτορας δεν

αποκρίθηκε στο σχόλιο του, έμεινε να τον κοιτάζει με μισητό ύφος.

«Βέβαια, βέβαια. Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν αναμενόμενο. Οι νέοι

έχουν πάντα την ψευδαίσθηση της αιώνιας ζωής, η επιπολαιότητα και η

αφέλεια σας τυφλώνει. Αν είχες την σοφία των γεροντότερων θα

εκτιμούσες το έργο μου, δεν θα το πολεμούσες».

Ο Έκτορας έφτυσε προκλητικά στα πόδια του. Δεν ήταν διατεθειμένος

να συζητήσει μαζί του, ήθελε μονάχα να τον αφανίσει. Η καρδιά του

σφυροκοπούσε μες στα στήθια του και οι μύες του είχαν μουδιάσει από

την ένταση.

«Το μόνο που θέλω είναι να χαρίσω αιώνια ζωή σε όλους μας. Το μόνο

που θέλω είναι να απαλλάξω την ανθρωπότητα από τον άδικο ζυγό του

θανάτου. Δίχως την σκιά του είμαστε ολότελα ελεύθεροι, Έκτορα. Πες

μου, ποιο είναι το έγκλημα μου;»

Ο Έκτορας δεν βάσταξε άλλο, θέλησε να απαντήσει και βρυχήθηκε

τόσο δυνατά που ένιωσε τον λαιμό του να καίγεται:

«Ελεύθεροι; Ρώτα τους Θανατώριους σου, είναι ελεύθεροι; Είναι

ελεύθεροι να ερωτευτούν; Είναι ελεύθεροι να απολαύσουν την ομορφιά

του ήλιου, των αστεριών, του ουρανού; Είναι ελεύθεροι να θαυμάσουν τα

χρώματα των λιβαδιών και των κοιλάδων; Μπορούν να μυρίσουν την

ευωδιά των λουλουδιών, τη δροσιά των δέντρων, την ανάσα των βουνών;

Έχουν ακούσει ποτέ τις μελωδίες των λύκων, των πουλιών των γέλιων,

των τραγουδιών; Ποιο από τα σκυλιά, που σε υπακούν, έχει νιώσει την

ζεστασιά της φιλίας, την ηδονή του έρωτα, την αγωνία του παρόντος,

ποιος Θανατώριος δάκρυσε ποτέ για την απώλεια ενός συντρόφου του;

Δείξε μου κάποιον υπήκοο σου που να έχει γράψει ένα ποίημα, να έχει

συνθέσει έναν σκοπό, να έχει ζωγραφίσει ένα σχέδιο και να έχει παίξει

φλάουτο ή κιθάρα. Ελεύθεροι, λες; Τους έχεις ελευθερώσει μονάχα από

την επιδίωξη της ελευθερίας τους. Τούτο είναι το έγκλημα σου. Θα

λογοδοτήσεις τώρα, εκ μέρους όσων βύθισες στο σκοτάδι που ταλανίζει

την δικιά σου ύπαρξη, μα και όσων θέλησες να κάνεις ανδρείκελα σου.

Τούτο το σπαθί αποκτήθηκε μέσα από δάκρυα, γέλια, έρωτα, πόνο και

χαμό. Το Σπαθί της Λύκης ήρθε στα χέρια μου, μέσα από τον Χρόνο, τη

Φύση, τον Θάνατο, το Σκότος και το Φως. Η Φύση είναι ο δικαστής

σήμερα κα τούτη η λεπίδα ο εκτελεστής της. Εγώ είμαι ο Εκλεκτός».

Δίχως να περιμένει ανταπάντηση, χίμηξε μπροστά. Στην πρώτη κλαγγή

των σπαθιών, ο χρόνος πάγωσε, θαρρείς. Τα χέρια έμειναν μετέωρα, τα

στόματα σιώπησαν, τα κορμιά πέτρωσαν ολόγυρα. Μονάχα τα μάτια

κουνήθηκαν, στράφηκαν να δουν τους δύο μονομάχους. Και εκείνοι οι

δύο ήταν που έσπαγαν την σιωπή σε ολάκερη τη Σωθράπον, με τις ιαχές

τους και τις βροντές των αρμάτων τους. Πιο μπροστά από όλους, πάνω

στο άτι της, στεκόταν η Ανδρομάχη, με χείλη τόσο σφιγμένα που

μάτωναν˙ είχε καθίσει η ένταση στα μάτια της και εκείνα έβγαζαν σπίθες.

Αλίμονο, δεν κάτεχε η άμοιρη τις μηχανορραφίες της μοίρας, ειδάλλως

δεν θα έμενε εκεί. Μα πώς να χαλιναγωγήσει την καρδιά της, που ήθελε

να μείνει κοντά στον σύντροφο της;

Ο Ζακχαέρ Ντων αντιστεκόταν στην ισχύ του Σπαθιού της Λύκης,

φανερά περισσότερο από ότι οι Εφτά Ιερείς. Είχε ενσαρκωθεί στα

σπλάχνα μιας Εκλεκτής, της μητέρας του Έκτορα, το ίδιο αίμα κυλούσε

στους δύο πολέμιους. Έτσι, η μαγεία του ξίφους δεν είχε επίδραση πάνω

του, δεν μπορούσε να σβήσει το σκοτάδι του. Πελώριος και δυνατός,

κατέβαζε μια το σπαθί του και μια το ραβδί του προσπαθώντας να

συντρίψει τον εχθρό του. Κι ο Έκτορας ελισσόταν, αποφεύγοντας τα

χτυπήματα, καιροφυλαχτώντας, περιμένοντας ένα άνοιγμα. Ο αντίπαλος

του ήταν ξεκούραστος και φρέσκος, ενώ ο ίδιος δεν είχε κοιμηθεί για

τρεις μέρες και μαχόταν διαρκώς. Θα περίμενε κανείς οι μύες του να

πονάνε και να μην τον κρατάνε τα γόνατα του. Μα σε τούτη, την ύστατη

μονομαχία, είχε παραμεριστεί ο Άνθρωπος, μπήκε μπροστά ο Λύκος να

πολεμήσει. Το θηρίο ήταν οργισμένο, πεινασμένο και δεν κιότευε από την

κούραση ούτε τη Σκιά. Στα ανεξερεύνητα δάση της καρδιάς ήταν

γεννημένο, περιφερόταν άφοβα στο σκοτάδι, με τα μάτια του να

λαμπυρίζουν απειλητικά. Όχι, δεν υπέκυπτε στο Σκοτάδι, εκείνο

υποκλίνεται στον Λύκο.

Δεν κράτησε κανείς στη θύμηση του αυτήν τη μάχη, ανάμεσα στον

Έκτορα και τον Ζακχαέρ Ντων. Ίσως επειδή ήταν τόσο τρομερή που

δείλιαζε ο νους να τη φυλάξει, μεγάλο βάρος ήσαν η ανάμνηση δύο

θεριών που γρύλιζαν και δάγκαναν το έναν το άλλο, που κατέβαζαν τα

όπλα τους με δύναμη κεραυνών και πάρα ταύτα έβρισκαν κουράγιο να

μένουν αλύγιστα. Τα μάτια, όσων παρακολουθούσαν τις σκηνές,

δάκρυζαν μόλις αντάμωναν τα σπαθιά και ξεπηδούσαν ασημοπράσινες

φλόγες. Τα αυτιά τους πονούσαν από τους κρότους και τις βροντές.

Έλιωναν οι καρδιές από τη θέρμη του δέους που ξετυλιγόταν μπροστά

τους.

Τα μαλλιά του Έκτορα είχαν πέσει άψυχα στις πλάτες του, ο μανδύας

του είχε βαρύνει και τα γένια του είχαν μουλιάσει από τον ιδρώτα, μα ο

ίδιος δεν είχε αντιληφθεί τίποτε. Το σφυροκόπημα της καρδιάς του

αντηχούσε στα αυτιά των συντρόφων του, μα εκείνος δεν το άκουγε.

Ούτε έβλεπε τα σπινθηροβόλα μάτια τους να του γνέφουν. Ο νους του

είχε αδειάσει από σκέψεις, τα στήθια του στέρεψαν από συναισθήματα

και το κορμί του πέταξε από πάνω του τα βάρη των χρόνων και των

περασμένων. Αισθανόταν νεογέννητος, ακμαίος και ισχυρός. Οι

αισθήσεις του ήταν οξυμένες, οι μύες του ατσάλινοι και το μυαλό του

καθαρό. Δεν ένιωθε κούραση από τα μύρια χτυπήματα που χρειάστηκε να

αποκρούσει, ούτε αγωνία επειδή δεν είχε καταφέρει κάποιο τραύμα στον

εχθρό κι ας είχαν περάσει πολλές ώρες από τότε που ξεκίνησαν τη

μονομαχία. Δεν τον φόβιζε μήτε η προοπτική του θανάτου εκείνη την

ώρα. Τον είχε κυριεύσει το άγριο ένστικτο του φονικού και είχε

παραδοθεί απόλυτα σε αυτό.

Παρατήρησε για μια στιγμή τον Ζακχαέρ Ντων απέναντι του και όρμησε.

Κατεύθυνε την λεπίδα στο στήθος του, εκείνος κατέβασε το σπαθί του,

απέκρουσε την επίθεση και με τη σειρά του προσπάθησε να χτυπήσει τον

Έκτορα στον μηρό με το ραβδί του. Ο νεαρός, με αιχμηρά

αντανακλαστικά, σήκωσε το αριστερό του πόδι και πισωπάτησε,

υψώνοντας ταυτόχρονα το σπαθί του στο πρόσωπο του εχθρού. Ο

Ζακχαέρ Ντων λύγισε την μέση και άκουσε την λεπίδα να σφυρίζει,

μερικά χιλιοστά μπροστά του. Πήδησε μπροστά και κατέβασε ορμητικά

το ξίφος του, μα ο Έκτορας το απέφυγε με ένα σάλτο. Βρέθηκε στα δεξιά

του αντιπάλου, τον είδε να στρέφει το όπλο στη μέση του, πήρε φόρα και

τον έσπρωξε μακριά. Ο Κύριος του Θανάτου έχασε την ισορροπία του, με

άτσαλες κινήσεις έβαλε μπροστά στο κορμί του το ραβδί ώστε να

προστατευτεί. Άκουσε ένα διαπεραστικό σφύριγμα που το διαδέχθηκε

ένας ηχηρός κρότος. Είδε μαύρο καπνό να σαλεύει στα μάτια του και στη

συνέχεια τα απομεινάρια του ραβδιού του να γλιστράνε από το αριστερό

του χέρι. Πανηγυρισμοί και ιαχές ξεπήδησαν από τους συντρόφους του

Έκτορα την ώρα που ο ίδιος ορμούσε ξανά. Ο Ζακχαέρ Ντων

οπισθοχώρησε και κατάφερε να αποκρούσει το χτύπημα. Έσφιξε στα δυο

του χέρια την μαύρη λαβή του σπαθιού του και ένιωσε μέσα του να

αντιπαλεύουν ο φόβος με τον θυμό. Δεν με νίκησε ο Θάνατος, δεν θα με

νικήσει ένα παιδί. Συλλογίστηκε και έδωσε κουράγιο στον εαυτό του.

Έκανε μια περιστροφή επιτόπου, αποφεύγοντας τον επόμενο σπαθισμό

του αντιπάλου του και έστρεψε την λεπίδα στα γόνατα του. Ο Έκτορας

έκανε ένα σάλτο πίσω και το απέφυγε.

Πολλοί νόμιζαν, αφελώς, πως τώρα που έχασε το ραβδί του, ο Ζακχαέρ

Ντων δεν θα μπορούσε να κάνει μάγια. Μα ο Κύριος του Θανάτου είχε

ανεξάντλητη ισχύ που μόνο το Σπαθί της Λύκης μπορούσε να τιθασεύσει.

Διαπίστωσαν το λάθος τους μερικά Μαυροκόκκινα Φαντάσματα, όταν

έκαναν να χιμήξουν προς το μέρος τους. Η Σκιά τους τύλιξε, έπεσαν στα

γόνατα και άρχισαν να παραμιλάνε λόγια ακατάληπτα, μέσα σε λυγμούς

και ικεσίες. Οι Θανατώριοι έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία

τους, μα οι καθηλωμένοι πολεμιστές σώθηκαν από τις σαΐτες της

Ανδρομάχης. Κάθε φορά που κάποιος εχθρός ξέφευγε από την επιτήρηση

των πολεμιστών και προσπαθούσε να επιτεθεί ύπουλα στον Έκτορα,

εκείνη άδραχνε το τόξο της και θύμιζε στους πάντες το θανατηφόρο μένος

των Αμαζόνων. Ήταν στην ίδια θέση για πολλές ώρες, παρακολουθώντας

με αγωνία και ελπίδα τον αγώνα που έδινε ο σύντροφος της, μα τίποτε δεν

αποσπούσε την προσοχή της και τις ικανότητες της. Προστάτευε τον

Έκτορα, όταν κάθε άλλος αδρανούσε.

Κι άλλες ιαχές, ακόμα δυνατότεροι πανηγυρισμοί. Πλέον, όλοι

φώναζαν ρυθμικά το όνομα του Έκτορα, να τον εμψυχώσουν. Μα εκείνος

δεν άκουγε τίποτε, μονάχα τα γρυλίσματα του κτήνους που τον είχε

κυριεύσει. Μετά από αλλεπάλληλα χτυπήματα εκατέρωθεν, ο νεαρός

βρήκε ένα άνοιγμα. Κι αν ο εχθρός δεν ήταν σβέλτος ίσως θα τον είχε

θανατώσει. Το χτύπημα βρήκε την περικεφαλαία του, σφήνωσε ανάμεσα

στις προεξοχές και μόλις τράβηξε πίσω το σπαθί του, την έβγαλε από το

κεφάλι του Ζακχαέρ Ντων. Μαύρη φωτιά ξεπήδησε, εκεί όπου κανονικά

βρισκόταν το κεφάλι του. Ο καπνός από τις καταραμένες φλόγες ανέβαινε

ως τον ουρανό και μόλευε την ατμόσφαιρα. Σε τούτο το θέαμα όσοι

βρισκόταν τριγύρω, είτε ήταν Άνθρωποι, είτε Κένταυροι, είτε

Θανατώριοι, τρόμαξαν και ασυναίσθητα οπισθοχώρησαν μερικά βήματα.

Στο μεταξύ, ο φόβος του Ζακχαέρ Ντων πλήθυνε, μα εξίσου αυξήθηκε

και ο θυμός του. Έσυρε τρομερό βρυχηθμό και ύψωσε το σπαθί του. Ο

Έκτορας πάσχιζε να αποκρούσει τα συνεχόμενα χτυπήματα και

οπισθοχωρούσε συνεχώς. Ο εχθρός δεν του άφηνε χώρο να ελιχθεί.

Έσκυψε, να αποφύγει την λεπίδα που κατευθυνόταν στον λαιμό του, μα

την επόμενη στιγμή ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα στο στήθος. Τα πόδια

του άφησαν τη γη, αιωρήθηκε για μερικές στιγμές και προσγειώθηκε με

πάταγο. Η λαβή του σπαθιού τον βρήκε πάνω από το στομάχι, του έκοψε

την ανάσα και δάκρυα θόλωσαν τα μάτια του. Η πανοπλία του Διομήδη

απορρόφησε κάποια από την ορμή του χτυπήματος, μα τα λέπια της

λύγισαν και χώθηκαν στη σάρκα του νεαρού. Τρεκλίζοντας, σηκώθηκε

βιαστικά και είδε, μέσα από την θολούρα, μια πελώρια, μαύρη φιγούρα να

τρέχει κατά πάνω του. Ενστικτωδώς, έκανε ένα βήμα μπροστά και

έσκυψε. Τα γόνατα του Ζακχαέρ Ντων έπεσαν στον δεξί ώμο του

Έκτορα, έχασε την ισορροπία του και έπεσε, κυλώντας πάνω στην πλάτη

του. Μα τέτοια ήταν η δύναμη του, που, πέφτοντας, παρέσυρε και τον

νεαρό. Σηκώθηκε κοντανασαίνοντας, μελανιασμένος και ματωμένος. Το

ίδιο έκανε και ο πολέμιος του. Δίχως αναμονή, επιτέθηκαν ξανά. Οι

κλαγγές ήταν εκκωφαντικές, τόσο σβέλτες κινήσεις έκαναν που δεν τις

πρόφταιναν τα μάτια μήτε οι σκέψεις. Και οι δύο είχαν αφεθεί στο

ένστικτο και την οργή τους. Τα βήματα τους οδήγησαν κοντά στο σημείο

όπου στεκόταν η Ανδρομάχη, η οποία είχε φέρει τα χέρια στο στόμα,

δάγκωνε τα δάχτυλα της και ένιωσε το αίμα να κυλάει πάνω στη γλώσσα

της. Τα υπέροχα μάτια της είχαν γουρλώσει, να χωρέσουν την αγωνία της

και η καρδιά της μαχόταν να δραπετεύσει από τα στήθια της, να μην

υποφέρει από το άγχος που είχε κυριευτεί.

Ο Ζακχαέρ Ντων έσυρε το σπαθί στο κεφάλι του Έκτορα, εκείνος

πρόλαβε να σκύψει, ένιωσε την περικεφαλαία να βγαίνει από το κεφάλι

του και έκανε ένα βήμα μπροστά, μαζεύοντας στα πόδια του όλη τη

δύναμη του κορμιού. Ενώ το δεξί χέρι του Ζακχαέρ Ντων έστεκε ακόμα

μετέωρο πάνω από το κεφάλι του, ο νεαρός σταύρωσε τα χέρια και με το

αριστερό έσπρωξε πίσω το στήθος του εχθρού. Τα πόδια του μπλέχτηκαν,

έχασε την ισορροπία του και, ενώ πισωπατούσε, ο Έκτορας πέρασε την

λεπίδα του σπαθιού του πίσω από το δεξί γόνατο του, όπου η αρματωσιά

χωριζόταν και άφηνε εκείνο το σημείο εκτεθειμένο. Έπειτα ένιωσε το

κεφάλι του να τραντάζεται και κατέρρευσε στο χώμα. Πέφτοντας, ο

Ζακχαέρ Ντων κατέβασε την λαβή του σπαθιού του στο σβέρκο του

Έκτορα. Μα δεν μπόρεσε να ακολουθήσει το χτύπημα, καθώς είχε

λαβωθεί και ίδιος.

Το κεφάλι του τον πονούσε αφόρητα, ένιωθε μουδιασμένο το πρόσωπο

του και δεν έβλεπε τίποτα. Δεν ήξερε που βρισκόταν, το καθετί είχε χαθεί

από τη θύμηση του. Προς στιγμήν αναρωτήθηκε αν είχε πεθάνει. Μα κάτι

σάλευε στο στήθος του. κάτι βρυχιόταν, δάγκανε τα σωθικά του και του

επίτασσε να σηκωθεί όρθιος. Θυμήθηκε. Ένιωσε αίμα να ρέει πάνω από

τον σβέρκο του. Αισθάνθηκε την ζεστή, ιδρωμένη λαβή του σπαθιού του.

Άδραξε τις τελευταίες δυνάμεις που είχε, τις απόθεσε στα μπράτσα και τα

πόδια του. Η όραση του επανήλθε την ώρα που σηκωνόταν τρεκλίζοντας.

Μπροστά του, ο εχθρός ήταν καθηλωμένος, σφάδαζε από τους πόνους και

έπιανε το δεξί πόδι του. Ύψωσε το βλέμμα, είδε πίσω από τον Ζακχαέρ

Ντων την Ανδρομάχη να στριγκλίζει από χαρά, να του φωνάζει κάτι που

δεν μπορούσε να ακούσει, καθώς όλοι είχαν ξεσπάσει σε επιφωνήματα.

Τότε, μέσα από τα στήθια του ήχησε ένα μακρόσυρτο αλύχτισμα. Καθώς

ύψωνε το Σπαθί της Λύκης, είδε στην αστραφτερή λεπίδα το βαθυκόκκινο

αίμα του πεσμένου αντιπάλου του. Επιτέλους! Εκπλήρωσα το χρέος μου.

Σκέφτηκε.

Αχ, πόσο αδαής ήταν! Πόσο απρόσεχτος στάθηκε! Υποτίμησε τον

Κύριο του Θανάτου και θα πλήρωνε την ύβρη του με τον χειρότερο

τρόπο. Μα πως μπορούσε να το προβλέψει; Κανείς θνητός δεν ήταν

ικανός να φανταστεί την πανουργία της Σκοτεινιάς.

Η οδύνη του Εκλεκτού

σο ο Έκτορας ύψωνε το Σπαθί της Λύκης πάνω του, ο Ζακχαέρ

Ντων δεν τον κοιτούσε. Ούτε έκανε κάποια κίνηση να αντισταθεί.

Ήξερε ο απαίσιος ότι δεν μπορούσε να πολεμήσει άλλο τον

Έκτορα. Μα είχε ακολουθήσει το βλέμμα του, την ώρα που το ύψωνε.

Είδε πίσω του την Ανδρομάχη και την θυμήθηκε. Ανακάλεσε την στιγμή

που φιλούσε τον νεαρό προτού εκείνος τον ανταμώσει. Άκουσε το

σφύριγμα της λεπίδας, όπως το Σπαθί της Λύκης κατέβαινε κατά πάνω

του. Δεν θα αντιστεκόταν, μα ούτε ήταν διατεθειμένος να παραδοθεί ξανά

στον θάνατο. Άρπαξε το μαύρο ξίφος του και το πέταξε στον Έκτορα.

Εκείνος έκανε ένα σάλτο προς τα πίσω και το απέφυγε. Μα έτσι έδωσε

στον Ζακχαέρ Ντων τον χώρο και τον χρόνο που χρειαζόταν. Τον είδε να

σέρνετε μακριά του, προς το μέρος της Ανδρομάχης. Τον είδε να πιάνεται

από το άλογο της και εκείνο να υποκύπτει στο άγγιγμά του και να

καταρρέει. Τον είδε να πηγαίνει προς το μέρος της πεσμένης Αμαζόνας

και να απλώνει το χέρι του στο δικό της. Και έπειτα είδε την αρματωσιά

του να ταλαντώνεται, άδεια, κενή, με κηλίδες αίματος στην μαύρη

επιγονατίδα.

Δεν αντιλήφθηκε τη συνέβη. Κανείς δεν το είχε καταλάβει. Έμεινε

μετέωρος στη θέση του, αναρωτώμενος που πήγε ο Ζακχαέρ Ντων και τι

σκάρωνε. Στη συνέχεια, στράφηκε στην Ανδρομάχη που ανασηκωνόταν

τρέμοντας. Αρχικά ξεφύσησε ανακουφισμένος, βλέποντας πως ήταν

καλά. Μετά όμως την περιεργάστηκε πιο προσεχτικά. Το δέρμα της ήταν

κέρινο, έμοιαζε να είχε χάσει τη ζωντάνια του. Και τα μάτια της δεν

έβγαζαν την οικεία, ζεστή λάμψη τους, παρά ανέδυαν μια άσχημη, ψυχρή

σκοτεινιά. Το πρόσωπο της έκανε περίεργες συσπάσεις. Και οι κινήσεις

της ήταν βίαιες, απότομες, ασυγχρόνιστες. Έμοιαζε σαν να μην μπορούσε

να κυβερνήσει το σώμα της, σαν να αντιστεκόταν σε αυτό. Έστρεψε το

κεφάλι της στον Έκτορα και το βλέμμα της ήταν πλημμυρισμένο στον

φόβο. Άνοιξε τα χείλη, μαχόταν να πει κάτι, μα δεν μπορούσε. Άπλωσε

ικετικά το χέρι της προς το μέρος του και έπειτα κατέρρευσε,

ουρλιάζοντας από πόνο.

Καθώς παρακολουθούσε το κορμί της να πέφτει, γκρεμίστηκε και ο

Έκτορας, αντιλαμβανόμενος τι είχε συμβεί. Το Σπαθί της Λύκης έπεσε

από τα χέρια του, είχε τα μάτια ανοιχτά, μα δε έβλεπε, το στόμα του

έχασκε, μα ούτε ψίθυρος δεν βγήκε από τα χείλη του. Γύρω του

επικρατούσε πανικός, μα δεν τον έμελε. Οι Θανατώριοι υποχωρούσαν

προς τη Σεθίρηκα, ουρλιάζοντας πανικοβλημένοι. Ο Οδυσσέας, μαζί με

τον Πώρο και τον Αβικέννα όρμησαν σχεδόν βίαια προς την Ανδρομάχη

και, πιάνοντας την σφιχτά, την μετέφεραν, σπρώχνοντας όποιον τους

πλησίαζε. Ο Φίλιππος και ο Αχιλλέας έτρεξαν στον Έκτορα. Του μίλησαν

μα εκείνος δεν αποκρίθηκε, δεν φαινόταν καν να τους ακούει. Τον

Ό

στήριξαν στους ώμους τους. Ο νεαρός δεν έκανε καμιά προσπάθεια να

περπατήσει.

Αμέσως διατάχθηκε ένας κλοιός περιφρούρησης μπροστά από τη

Σεθίρηκα, στελεχωμένος από τις Βαλκυρίες και τους Όντινιρ. Μέσα του

στήθηκαν σκηνές που μετέφεραν τους τραυματίες, παρόλο που δεν

υπήρχαν πολλά να γίνουν για εκείνους. Σε μία από αυτές, ο Φίλιππος και

ο Αχιλλέας πήγαν τον σύντροφο τους και τον απόθεσαν σε ένα κρεβάτι.

Έκαναν άλλη μια απόπειρα να του μιλήσουν, μα ο Έκτορας ήταν

χαμένος, δεν έδειχνε κανένα σημάδι επικοινωνίας. Μόλις βεβαιώθηκαν

πως ήταν καλά σωματικά, ζήτησαν, με το βλέμμα τους, τους τρεις άντρες

που μετέφεραν την Ανδρομάχη. Δεν βρήκαν ούτε αυτούς ούτε την ίδια

την Αμαζόνα. Έψαξαν σε όλες τις σκηνές, μα δεν ήταν πουθενά. Τελικά,

είδαν από απόσταση την ψηλή φιγούρα του Οδυσσέα, έξω από μία μικρή

σκηνή, μακριά από τις υπόλοιπες, κοντά στην πύλη της Σωθράπον.

Έφτασαν κοντά του, είδαν και τον Πώρο πλάι στη σκηνή, με

κατεβασμένο κεφάλι και σκυθρωπό ύφος. Από μέσα ακούγονταν οι

αγωνιώδεις κραυγές τις Ανδρομάχης και η φωνή του Αβικέννα που

προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Ακόμα και ο Οδυσσέας φαινόταν

προβληματισμένος, δεν γύρισε να κοιτάξει τον αδερφό του και τον

Φίλιππο, άναψε την πίπα του και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Ο καπνός

έκαψε τα πνευμόνια του, έβηξε και ήπιε μια γουλιά κρασί να συνέλθει.

«Τι συνέβη; Τι έπαθε η Ανδρομάχη; Γιατί ο Έκτορας έπαθε σοκ; Που

πήγε ο Ζακχαέρ Ντων;». Εξαπέλυσε τις ερωτήσεις με μια ανάσα ο

Φίλιππος. Ο Οδυσσέας δεν είχε κουράγιο να απαντήσει. Αναστέναξε,

ρούφηξε κι άλλο καπνό, ήπιε μονορούφι μια κανάτα κρασί και την

έσπασε στα πόδια του, βλαστημώντας. Όταν τελείωσε όλον τον καπνό

από την πίπα του-μέσα σε μερικά λεπτά- πρόφερε βραχνά:

«Ο Ζακχαέρ Ντων κυρίευσε το σώμα της Ανδρομάχης»

Οι δύο σύντροφοι κοντανάσαναν ταυτόχρονα. Ο Αχιλλέας έβαλε την

παλάμη στο στόμα και τα μάτια του Φίλιππου βούρκωσαν. Νιώθοντας την

αυτοκυριαρχία του να τον εγκαταλείπει, πρόφτασε να ρωτήσει:

«Γιατί; Γιατί την Ανδρομάχη;»

Ήταν φανερό πως ο Οδυσσέας δεν είχε καθόλου διάθεση να δώσει

εξηγήσεις, μα κατανοούσε την ταραχή του συντρόφου του.

«Δεν είχε πολύ χρόνο να επιλέξει, ούτως ή άλλως. Η Ανδρομάχη

βρισκόταν ακριβώς πίσω του. Υποθέτω την είδε με τον Έκτορα,

κατάλαβε την σχέση τους. Μάντεψε πως δεν θα την θυσιάσει,

προσπαθώντας να σκοτώσει τον ίδιο. Έπρεπε να επιλέξει το σώμα

κάποιου που σήμαινε πολλά για τον Έκτορα. Δεν θα διακινδύνευε να

κυριεύσει κάποιον που δεν αγαπούσε εκείνος. Και όταν δει την καρδιά

της, αν δεν την έχει δει ήδη, θα αντιληφθεί πως έκανε την ιδανική

επιλογή. Δεν πρόκειται να την αφήσει ποτέ. Πλέον, ο θάνατος του

Ζακχαέρ Ντων σημαίνει τον θάνατο της Ανδρομάχης»

«Και τι θα κάνουμε τώρα;»

Ο Οδυσσέας ανασήκωσε τους ώμους στο τελευταίο ερώτημα του

Φίλιππου και απομακρύνθηκε με αργά βήματα.

Τις επόμενες ημέρες δεν έγινε κάποια μάχη. Οι Θανατώριοι είχαν

λουφάξει πίσω από την Σεθίρηκα, αναρωτώμενοι αν ο Άρχοντας τους είχε

αφανιστεί. Αν ίσχυε αυτό, ήξεραν πως δεν είχε νόημα να συνεχίσουν τον

πόλεμο και έπρεπε να φροντίσουν να εξαφανιστούν. Από την άλλη, οι

πολεμιστές του Στρατού της Τρίτης Συμμαχίας είχαν σφραγισμένα τα

χείλη και σκυφτά τα κεφάλια, για μερόνυχτα ολάκερα. Στον καταυλισμό

ακούγονταν μονάχα σιγανοί, άκεφοι ψίθυροι και το τριζοβόλημα των

φωτιών. Είχαν σταλθεί καβαλάρηδες για αναζήτηση εφοδίων, μα δεν

έπαιρναν κουράγιο από την προοπτική του γυρισμού τους. Πολλοί

σύντροφοι είχαν θαφτεί στο ξερό, γκρίζο χώμα της Σωθράπον και

αυξάνονταν συνεχώς, αφού δεν υπήρχαν γιατρικά ώστε να φροντίσουν

κατάλληλα τους λαβωμένους. Τα μάτια όλων είχαν ζαρώσει από τα πολλά

δάκρυα, τα πνευμόνια τους είχαν εξασθενήσει από τους συνεχείς

λυγμούς. Κι ο πόνος ακόμα κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους,

τριγυρνούσε χαιρέκακα.

Ποιος πονούσε πιο πολύ, κανείς δεν μπορεί να πει. Οι πολεμιστές που

έθαψαν τους συντρόφους τους ή ο Φίλιππος με τον Αχιλλέα που έβλεπαν

τους δύο φίλους τους να λιώνουν αργά-αργά; Ο Έκτορας είχε συνέλθει

από την κατατονία του μερικές ώρες μετά το πέρας της μάχης. Ωστόσο,

μόλις ο Φίλιππος του εξήγησε τι συνέβη στην Ανδρομάχη, δεν άντεξε.

Σάλεψε ο νους του από την οδύνη, παρέλυσαν τα μέλη του. Άλλοτε

βρυχιόταν, μούγκριζε, δεν αναγνώριζε εχθρούς από φίλους, χιμούσε σε

όποιον τον πλησίαζε. Μάλιστα, μόλις ο Αβικέννας πήγε να ράψει το

κεφάλι του, κινδύνεψε να στραγγαλιστεί. Γρονθοκοπούσε τον Φίλιππο

και τον Αχιλλέα, τους έβριζε, τους καταριόταν και όταν έμενε μόνος

γρατσούνιζε και ξεμάλλιαζε τον ίδιο του τον εαυτό. Με δάκρυα στα

μάτια, οι δύο σύντροφοι του τον έδεναν στο κρεβάτι, ώστε να μην βλάψει

τους άλλους και τον εαυτό του.

Άλλοτε, πάλι, έκλαιγε, οδυρόταν δίχως σταματημό, τον έλουζε κρύος

ιδρώτας και λυνόταν σε σπασμούς. Στάλαζαν τα σκεπάσματα και το

στρώμα του από τα δάκρυα και τον ιδρώτα. Αρνιόταν να φάει, να πιει και,

αν τον ανάγκαζαν, αν τον τάιζαν με το ζόρι, έκανε εμετό. Είχε ανεβάσει

πυρετό και το κορμί του έλιωνε, έπεφταν τα μαλλιά του, χάνονταν οι

σάρκες από τα κόκκαλα του. Δεν κοιμόταν, κι άμα τον έπαιρνε στιγμιαία

ο ύπνος, ξυπνούσε από τους εφιάλτες, παραληρούσε και έκανε ώρα να

θυμηθεί που βρισκόταν. Ρωτούσε που ήταν η Ανδρομάχη και μερικές

φορές ζητούσε να δει τον Αριστοτέλη. Όταν του εξηγούσαν πως ο

τελευταίος είχε πεθάνει και η Αμαζόνα είχε κυριευτεί από τη Σκιά, άρχιζε

πάλι να αντιδρά βίαια, να προσπαθεί να χτυπήσει τους συντρόφους και

τον εαυτό του. Δεν είχε βρει κάποια στιγμή γαλήνης τις τελευταίες μέρες.

Την απόμερη σκηνή της Ανδρομάχης την φυλούσαν προσεχτικά, από

όλες τις μεριές. Άφηναν μονάχα τον Αβικέννα να εισέλθει, μα βλέποντας

πως δεν μπορούσε να την βοηθήσει, σταμάτησε να την επισκέπτεται. Το

δέρμα της κοπέλας είχε ζαρώσει, το χρώμα του ήταν γκριζωπό και

έμοιαζε εντελώς απονεκρωμένο. Το πρόσωπο της είχε χάσει την ομορφιά

του, ρυτιδιασμένο ήταν πια και γύρω στα μάτια είχε μαύρους κύκλους. Τα

χείλη της είχαν ξεραθεί και ξεχάστηκε η δροσιά, αλλά και το χρώμα τους.

Κάτωχρα, ζαρωμένα, έχασκαν ορθάνοιχτα. Τα αγκομαχητά της

ακούγονταν διαρκώς, καθώς πάλευε να διώξει την σκοτεινή ψυχή που

είχε φωλιάσει πλάι στη δική της και την κατέτρωγε μέρα με την μέρα.

Είχε πολύ συχνά βίαιους σπασμούς και δεν μπορούσε να βάλει μπουκιά

στο στόμα της. Έχανε τις δυνάμεις της και θέριευε η Σκιά μέσα στα

σπλάχνα της, όσο περνούσε ο καιρός. Η Αμαζόνα δεν είχε παραδοθεί στο

θέλημα του Ζακχαέρ Ντων ακόμα, μα φοβούμενοι πως κάποια στιγμή θα

υπέκυπτε, την φρουρούσαν ανελλιπώς. Ο Οδυσσέας δεν έφευγε στιγμή

από κοντά της, με τα δάχτυλα του να χαϊδεύουν την λαβή του σπαθιού

του.

Μάταια ωστόσο ήταν οπλισμένοι οι φρουροί της κοπέλας. Το κορμί

παρέμενε δικό της, μα δεν έπαυε να είναι ο Ζακχαέρ Ντων εκείνος που το

είχε καταλάβει και μονάχα ο Έκτορας μπορούσε να τον αφανίσει. Όμως

εκείνος παρέμενε καθηλωμένος από την παράνοια του…

Είχαν περάσει δύο βδομάδες από την μονομαχία του με τον Κύριο του

Θανάτου. Οι καβαλάρηδες είχαν επιστρέψει, φέρνοντας σκοτωμένα

ελάφια, πέρδικες, λαγούς και μπόλικα χορταρικά. Είχαν βρει και ένα

ποτάμι οπότε γέμισαν πολλά βαρέλια με νερό. Αλλά δεν ήταν αρκετά

χαρμόσυνη η άφιξη τους ώστε να παρηγορήσει τους συντρόφους. Όσοι

ήταν βαριά τραυματισμένοι είχαν πεθάνει και τα δάκρυα όσων έμεναν

ξοπίσω δεν εννοούσαν να στερέψουν. Τόσο απτή ήταν πλέον η οδύνη,

που την έβλεπαν να τριγυρνά ανάμεσα τους, ένιωθαν τα χέρια της να τους

αγγίζει και αναρριγούσαν. Είχαν αδυνατίσει οι καρδιές από το φαρμάκι

που έσταζε απάνω τους η θλίψη. Συνεχώς έβλεπες άτομα να αγγίζουν τα

στήθη τους, να βεβαιωθούν ότι χτυπούσαν ακόμα. Μα κι αν ένιωθαν τους

χτύπους τους, δεν έβρισκαν κουράγιο. Έμεναν καθηλωμένοι στη σιωπή,

αφοσιωμένοι στους αναστεναγμούς και το κλάμα που είχε λασπώσει το

έδαφος της Σωθράπον. Τα κορμιά τους ήσαν στεγνά από έρωτα, δεν

έβρισκαν ευχαρίστηση μήτε στο φαγοπότι και ο πόνος είχε διώξει τη

μουσική από τις ψυχές τους. Κλωτσούσαν τη γη και κραύγαζαν, να

διώξουν με τις φωνές την απελπισία, μα εκείνη είχε πυργωθεί,

πεισματωμένη, πάνω τους.

Η ανάσα του Φιλίππου ανέδυε διαρκώς την μυρωδιά του κρασιού. Τα

πνευμόνια του έτριζαν από το κάπνισμα. Επισκεπτόταν συνεχώς τον φίλο

του, ελπίζοντας κάθε μέρα πως θα τον έβλεπε καλύτερα. Μα η

απογοήτευση τον υποδεχόταν, προτού καν μπει στη σκηνή, έχοντας τον

ήχο των κραυγών του Έκτορα. Εκείνη τη μέρα, μόλις μπήκε μέσα, τον

είδε να πασχίζει να λυθεί από τα δεσμά του και να δαγκώνει το μπράτσο

του. Ο Φίλιππος έτρεξε πλάι του και έσπρωξε πίσω το κεφάλι του φίλου

του. Είχε ήδη καταφέρει να κόψει ένα μεγάλο κομμάτι κρέας και είχε στα

ματωμένα χείλη του ένα αρρωστημένο χαμόγελο. Έπειτα άρχισε να

χτυπιέται και το κρεβάτι τρανταζόταν πέρα-δώθε. Ούρλιαζε, φώναζε

ασυναρτησίες και έπειτα λυνόταν σε λυγμούς. Με τρυφερές κινήσεις, ο

Φίλιππος έπιασε το μέτωπο του και διαπίστωσε πως καιγόταν στον

πυρετό. Κατέρρευσε σε μια καρέκλα και, αναστενάζοντας, κοίταξε τον

Έκτορα από πάνω έως κάτω. Τα μάγουλα του ήταν ρουφηγμένα, το

πρόσωπο του χλωμό και οι άκρες των κόκκαλων γυάλιζαν στο

σκελετωμένο κορμί του. Αναστέναξε, κατάφερε να συγκρατήσει τα

δάκρυα που σκαρφάλωσαν στα μάτια του και, όπως έκανε κάθε μέρα,

άρχισε να διηγείται στον Έκτορα τις περιπέτειες τους στη Σπηλιά των

Μυστηρίων, με κάθε λεπτομέρεια, ελπίζοντας πως οι αναμνήσεις θα

γίνουν δύναμη στο κορμί του και θεραπεία την παράνοια του.

Η μέρα πέρασε, ο Έκτορας δεν είχε συνέλθει διόλου, παρ’ όλα αυτά ο

Φίλιππος δεν απογοητεύτηκε, συνέχισε να του μιλάει και, όποτε τον

έβλεπε πιο ήρεμο, τον χάιδευε στο μέτωπο. Ο Αχιλλέας δεν βαστούσε να

βλέπει τον φίλο του που αργοπέθαινε, πήγε στη σκηνή της Ανδρομάχης

και αντάμωσε με τον αδερφό του που κάπνιζε αμίλητος. Ο Οδυσσέας δεν

είχε φύγει στιγμή από την κοπέλα και έδειχνε εξαντλημένος. Ο Αχιλλέας

προσφέρθηκε να φυλάξει εκείνος την είσοδο της σκηνής, ώστε να

μπορέσει να ξαποστάσει ο άντρας. Έτσι και έγινε. Δίχως να πει λέξη, ο

Οδυσσέας απομακρύνθηκε βαριεστημένα, με σκυφτό κεφάλι. Τα πλαϊνά

της σκηνής φυλούσαν ο Σαλαντίν, ο Αίαντας, ο Λάαργκ και ο Αννίβας.

Το πίσω μέρος είχαν αναλάβει η Άλκηστις, η Άρτεμις και η Αριάδνη. Ο

Αχιλλέας κάθισε οκλαδόν και απόθεσε τον δίκοπο πέλεκυ στα γόνατα

του. Αφουγκράστηκε και συνειδητοποίησε πως τα αγκομαχητά της

Ανδρομάχης είχαν σταματήσει, ενώ δεν ακούγονταν ούτε τραντάγματα.

Έπιανε μονάχα έναν σιγανό, ρυθμικό θόρυβο που ερμήνευσε σαν

ροχαλητό. Η Αμαζόνα έμοιαζε να κοιμάται και αυτό το θεώρησε ως καλό

σημάδι. Γαλήνευε επιτέλους. Ο άντρας ανακάλεσε εκείνη τη φορά στη

Σπηλιά των Μυστηρίων, όπου ο Έκτορας είχε κυριευτεί από το σκοτάδι

και είχε καταφέρει να το αποδιώξει. Ίσως λοιπόν μπορούσε και η

Ανδρομάχη να ξορκίσει από μέσα της τις Σκιές. Μα δεν αναλογίστηκε ότι

εκείνη τη φορά, ο Έκτορας είχε στο πλευρό του τον Αριστοτέλη και την

ίδια την κοπέλα και πως ο Ζακχαέρ Ντων ήταν πολύ ισχυρότερος από τις

Μαύρες Ψυχές των Κάτεργων.

Μερικές ώρες αφότου ο Αχιλλέας έκατσε στο πόστο του, ο Φίλιππος

ξύπνησε αλαφιασμένος. Είχε αποκοιμηθεί στην καρέκλα του την ώρα που

ο Έκτορας σιγόκλαιε, μα τον ξύπνησε ένας ηχηρός κρότος. Από έξω

ακούγονταν ουρλιαχτά, ποδοβολητά και γδούποι. Καθώς σηκωνόταν,

όρμησε μέσα στη σκηνή ο Οδυσσέας. Κράδαινε την Κόμπρα στο δεξί χέρι

και τα μάτια του ξέρναγαν φλόγες. Με μεγάλες δρασκελιές, κινήθηκε

προς το μέρος του, ξεφυσώντας.

«Οδυσσέα, τι…». Πριν αποκάμει την ερώτηση του, ο άντρας τον

έσπρωξε και ο Φίλιππος έπεσε χάμω, σκοντάφτοντας στην καρέκλα.

Δίχως να δώσει εξηγήσεις, άρχισε να κόβει τα δεσμά του Έκτορα.

«Αρκετά υπομείναμε την ευαισθησία σου». Σφύριξε θυμωμένος,

λύνοντας τα πόδια του νεαρού. »Ενώ εσύ θρηνούσες, πληρώσαμε την

ανικανότητα σου με δύο θανάτους. Εμπρός, σήκω στα πόδια σου, πριν

στα κόψω».

Ενώ ο Φίλιππος παρακολουθούσε αποσβολωμένος, ο Έκτορας έμεινε

σιωπηλός μια στιγμή, έπειτα μόρφασε από οργή και έφτυσε τον Οδυσσέα.

Εκείνος αντέδρασε άμεσα και γρονθοκόπησε τον νεαρό, σπάζοντας την

μύτη του.

«Οδυσσέα! Τι νομίζεις πως κάνεις;». Κραύγασε ο Φίλιππος και

κινήθηκε προς το μέρος του. Ο άντρας τον έπιασε από τον λαιμό και τον

σήκωσε στον αέρα.

«Ο Αχιλλέας πέθανε! Το ίδιο και ο Αίαντας! Η Ανδρομάχη δραπέτευσε

και πηγαίνει στη Σεθίρηκα. Αρκετά κανακεύαμε τον φίλο σου. Ήρθε η

ώρα να τελειώσει αυτό που ανέλαβε». Φώναξε με τη σειρά του ο

Οδυσσέας. Πέταξε τον Φίλιππο μακριά και εκείνος έμεινε χάμω,

σοκαρισμένος. Τραύλισε κάτι ακατάληπτο, μα ο άντρας τον αγνόησε.

Έπιασε τον Έκτορα από το σβέρκο και τον έσπρωξε από το κρεβάτι. Είτε

η βίαιη συμπεριφορά του Οδυσσέα, είτε το άκουσμα των θανάτων δύο

συντρόφων του, συνέφεραν αυτομάτως τον Έκτορα. Αγνοώντας την

ματωμένη μύτη του, σηκώθηκε στα πόδια του τρέμοντας και ψέλλισε μια

συγνώμη στον Οδυσσέα.

«Δεν έχεις να απολογηθείς σε εμένα, μονάχα σε εκείνους που δεν

μπορούν να σε ακούσουν πια. Ούτε έχουμε καιρό για θρήνους. Εμπρός!

Ας διώξουμε το σκοτάδι που μας ταλανίζει τόσα χρόνια!»

Ο Έκτορας έγνεψε αδύναμα. Είδαν τον λύκο να επιστρέφει στα

βουρκωμένα μάτια του. Το σώμα του καρδάμωσε στη στιγμή. Φόρεσε την

πανοπλία του, πέρασε την περικεφαλαία στο κεφάλι και έσφιξε το Σπαθί

της Λύκης στα χέρια του. Απόλαυσε τη ζεστασιά που απλωνόταν από τη

λαβή στα χέρια του. Ένιωσε το φως να χώνεται μέσα του, να θρέφει το

αίμα του. Έκλεισε τα μάτια και η σκοτεινιά μπροστά του πήρε σχήμα.

Αρχικά είδε δύο γαλαζοπράσινες λάμψεις που γίνηκαν σάρκα, απαλό

δέρμα και όμορφο πρόσωπο. Τα ρόδινα χείλη της σάλεψαν και η

τραγουδιστή, κρυστάλλινη φωνή αντήχησε στα στήθια του:

«Λύτρωσε με».

Είδε την Ανδρομάχη, αιθέρια, υπέροχη, νεραϊδίσια να απλώνει το χέρι

μπροστά του, καλώντας τον. Τότε, μέσα από τις σκιές ήρθε με

αλαφροπάτητα βήματα ένας μαύρος λύκος με κίτρινα μάτια. Η Αμαζόνα

χάιδεψε τον χοντρό σβέρκο του και ο Έκτορας ένιωσε το άγγιγμα της

στον δικό του λαιμό, γραπώθηκε από την ράχη του και χάθηκαν μαζί σε

μία χρυσαφένια λάμψη. Καθώς το φως έσβηνε, είδε το πρόσωπο του

Αριστοτέλη να του γνέφει ενθαρρυντικά. Άνοιξε τα μάτια και έπιασε τον

λαιμό του, στο σημείο όπου τον είχε φιλήσει η Αμαζόνα. Με πρόσωπο

ανέκφραστο, έγνεψε στους δύο συντρόφους του να τον ακολουθήσουν.

Μόλις βγήκε από τη σκηνή, είδε ένα θεόρατο, μαύρο άλογο να έρχεται

προς το μέρος του. Είχε επιδεμένο τον λαιμό του. Ήταν ο Αρίωνας,

αλύγιστος, περήφανος που ήρθε στο κάλεσμα του Έκτορα, να τον

συντροφεύσει στο τέλος της περιπέτειας του. Τίναξε το κεφάλι του και

έσκαψε ανυπόμονα το χώμα με τις οπλές του. Αφροί έβγαιναν από το

στόμα του. Ο Έκτορας ανέβηκε βαρύθυμα στην ράχη του και χάιδεψε την

τραχιά χαίτη του. Γύρω του συγκεντρώθηκαν όλοι, αρματωμένοι,

ετοιμοπόλεμοι. Δεν είχε λόγο να πει σε κανέναν, είχε φράξει ο λαιμός του

από τον πόνο που έμελε να δεχθεί. Τον έβλεπε μπροστά στα μάτια του να

του γνέφει προκλητικά και ήξερε πως δεν είχε διαφυγή. Στάθηκε και ο

Αχιλλέας, με τσακισμένο κορμί, στην καρδιά του, την σώριασε, έλιωσε

στα στήθια του, φαρμακωμένη. Ο Αρίωνας όρμησε μπροστά και πλάι του

κάλπασαν οι Αμαζόνες, οι Βαλκυρίες και οι Κένταυροι αλαλάζοντας.

Πίσω τους οι υπόλοιποι έφιπποι πολεμιστές και στο κατόπι τους οι πεζοί,

κραυγάζοντας με υψωμένα τα άρματα.

Οι Θανατώριοι κινήθηκαν μπροστά από τη Σεθίρηκα, αισθανόμενοι

την επιστροφή του αφέντη τους. Οι πανοπλίες τους βρόντηξαν και εκείνοι

βρυχήθηκαν. Μα δεν πρόφτασαν να παραταχθούν. Τους παρέσυρε το

ορμητικό κύμα των πολεμιστών, που χίμηξαν πάνω τους δίχως δισταγμό.

Ο Έκτορας δεν πρόλαβε να σκοτώσει κάποιον, τους ποδοπάτησε όλους ο

Αρίωνας, κλωτσώντας με μένος. Ξέσπασε μάχη, μα ο νεαρός δεν στάθηκε

να πολεμήσει. Ακολούθησε το νεύμα του πόνου που τον οδήγησε στην

Νεκρόπορτα, την πύλη της Σεθίρηκα. Πάνω της ήταν σμιλεμένη στο

μαύρο σίδηρο η ιστορία του Ζακχαέρ Ντων και των Εφτά Ιερέων. Είδε

την καχεκτική φιγούρα του βασιλιά, όταν ήταν ακόμα άνθρωπος και το

γενεαλογικό δέντρο του τάγματος των Εφτά Ιερέων, αποτυπωμένα στην

αψίδα. Στα άκρα της πόρτας απεικονίζονταν τα ταξίδια των γόνων του

Ζακχαέρ Ντων και στο κέντρο η νεκρανάσταση του. Στο κάτω μέρος

υπήρχε η κυρίευση της Σωθράπον και η ενσάρκωση του. Ο Έκτορας

οδήγησε τον Αρίωνα πίσω, το άλογο πήρε φόρα, έτρεξε στην πύλη και

την γκρέμισε με μια κλωτσιά. Έπεσε με πάταγο και ράγισε το πάτωμα.

Αμέσως, ξεπήδησαν από μέσα Νυχτοβάτες, πέταξαν στον Έκτορα και τον

έριξαν από το άτι του. Άκουσε ιαχές γύρω του, σπαθιά και βέλη να

σφυρίζουν. Ένας Νυχτοβάτης τόξευσε τον νεαρό, μα τον προστάτεψε η

πανοπλία του. Έπειτα, στο στήθος του πλάσματος καρφώθηκαν οι δίδυμες

λεπίδες του Φίλιππου. Ο νεαρός πρόσφερε το χέρι στον Έκτορα και τον

βοήθησε να σηκωθεί. Σκοτώνοντας δεκάδες εχθρούς στο πέρασμά τους,

έφτασαν στην πύλη ο Οδυσσέας, η Ανδρομέδα, η Ίριδα, ο Αννίβας και ο

Νέσσος. Εφτά Ιερείς κατοικούσαν κάποτε στη Σεθίρηκα, τώρα εφτά

πολεμιστές εισέβαλλαν στα σπλάχνα της, να αφανίσουν τον θεμελιωτή

της.

Ο Έκτορας ανέμενε να επικρατεί απόλυτο σκοτάδι μέσα στην πυραμίδα,

όμως φωτιζόταν από δαυλούς που έβγαζαν μωβ φλόγες και ανέδυαν μια

ανυπόφορη δυσωδία. Προχώρησε ευθεία στον στενό διάδρομο, με τους

έξι συντρόφους πλάι του. Η μαύρη πέτρα ήταν διακοσμημένη από τα

εγκλήματα των Εφτά Ιερέων και των ορδών τους, στις διάφορες πολιτείες

που είχαν κυριεύσει. Έβλεπαν Νυχτοβάτες που άρπαζαν μωρά από την

αγκαλιά των μανάδων τους, Κύκλωπες να βιάζουν γυναίκες,

Θανατώριους να σκοτώνουν πολεμιστές και τους Εφτά Ιερείς να καίνε τα

κτίρια. Ο Οδυσσέας εντόπισε μια τοιχογραφία που απεικόνιζε τη

συμμαχία του Πελία με τον Ζακχαέρ Ντων.

Σύντομα, προχώρησαν αρκετά, ώστε οι θόρυβοι της μάχης να

ακούγονται μακρινοί. Στο ημίφως, διέκριναν μια χρυσαφένια πόρτα που

έφερε το έμβλημα της Σεθίρηκα. Ήταν προστατευμένη με ξόρκια, μα

υποχώρησε στη θέα του Σπαθιού της Λύκης. Μόλις άνοιξε, είδαν μια

κατηφορική σκάλα που την κατάπινε το σκοτάδι. Ο Αννίβας πήρε έναν

δαυλό από τον τοίχο και προχώρησε μπροστά. Τα σκαλοπάτια, σκαμμένα

στην γκρίζα πέτρα, ήταν απότομα και γλιστερά. Όσο κατέβαιναν, ο αέρας

γινόταν ολοένα και πιο αποπνικτικός. Τα ρουθούνια τους πλημμύρισαν

από την αποφορά της αποσύνθεσης και της μούχλας. Τελικά έφτασαν σε

μία κυκλική αίθουσα. Στους τοίχους υπήρχαν βιβλιοθήκες, όπου πάνω

στα σιδερένια ράφια τους αναπαύονταν πάπυροι και περγαμηνές σε

άγνωστες γλώσσες. Στο κέντρο της αίθουσας, πάνω σε μια κυλινδρική,

πέτρινη πλατφόρμα βρισκόταν ένα βιβλίο, προφυλαγμένο σε γυάλινη

θήκη. Είχε μαύρο, δερμάτινο εξώφυλλο και χρυσαφένια γράμματα στη

ράχη του. Όλοι κατάλαβαν πως εκεί μέσα ήταν η Τελετή της

Νεκρανάστασης. Ο Έκτορας κατέβασε στη προθήκη το σπαθί του και

έκοψε το βιβλίο στα δύο. Έπειτα άρπαξε τον πυρσό από τον Αννίβα και

το έκαψε. Έβαλε φωτιά σε όλα τα έγγραφα της αίθουσας.

Συνέχισαν σε ακόμα μία κατηφορική, ελικοειδή σκάλα. Κατέληξε σε

έναν πλατύ διάδρομο. Εκεί, υπήρχαν αγάλματα των Εφτά Ιερέων. Πάνω

στους μαύρους τοίχους πρόσεξαν πίνακες που απεικόνιζαν τις συμμαχίες

του Ζακχαέρ Ντων με τους Κύκλωπες και τους Νυχτοβάτες. Ο διάδρομος

κατέληξε σε άλλη μια αίθουσα, ορθογώνια μεγάλη και τόσο ψηλή που δεν

διακρινόταν ταβάνι. Είχε τρεις χρυσές πόρτες. Η μία είχε πάνω της

ανάγλυφες τις Χίμαιρες, η αντικριστή της εφτά σκήπτρα και αυτή

ανάμεσα τους το έμβλημα της Σεθίρηκα. Υπήρχε και μία καταπακτή, που

είχε πάνω της ένα ξασπρισμένο, ανθρώπινο κρανίο. Δεν δυσκολεύτηκαν

να διαλέξουν, κινήθηκαν κατευθείαν στην μεσαία πύλη. Κι άλλη σκάλα,

αυτή τη φορά ανηφορική. Μα πριν την ανέβουν, άκουσαν τρομερούς

βρυχηθμούς στα δεξιά τους. Γύμνωσαν τα όπλα. Οι θόρυβοι ακούγονταν

από την πόρτα με τις Χίμαιρες. Συνειδητοποίησαν και οι εφτά πόσο

ανόητοι είχαν φανεί. Στη μάχη της Μηδείανορ, μόνο ένα από τα φριχτά

τέρατα είχε σκοτωθεί και δεν τα ξανάδαν από τότε, ούτε αναρωτήθηκαν τι

είχαν απογίνει.

Η πύλη γίνηκε κομμάτια και παρουσιάστηκαν, η μία μετά την άλλη, οι

έξι Χίμαιρες. Το κάθε πλάσμα κοίταξε με τα τρία κεφάλια την συντροφιά

και έπειτα άνοιξε τις άσπρες φτερούγες του, τις πλατάγισε δυνατά και

υψώθηκε στον αέρα. Σχημάτισαν ένα κύκλο, έγρουξαν δυνατά και

εφόρμησαν στους εφτά. Η Ανδρομέδα έκανε ένα βήμα μπροστά, σήκωσε

το κοκάλινο τόξο της, τέντωσε ένα βέλος στη χορδή και το άφησε. Βρήκε

την μία Χίμαιρα στην δεξιά φτερούγα, μα δεν ανέκοψε την ορμή της.

Έκανε ένα σάλτο, κύλησε στο χώμα και απέφυγε τα λιονταρίσια σαγόνια

που κροτάλισαν, βρίσκοντας αέρα. Ο Αννίβας πήδησε μπροστά της,

κατέβασε το ξίφος του και έκοψε το μέτωπο του μεσαίου κεφαλιού.

Κλονισμένο, το τέρας βρυχήθηκε και οπισθοχώρησε. Πριν όμως ο άντρας

προλάβει να δώσει το τελειωτικό χτύπημα, μια δεύτερη Χίμαιρα όρμησε

πάνω του, τον άρπαξε στα μπροστινά της πόδια και τον έστειλε στον

ακριανό τοίχο. Πρόλαβε, τότε, η μικροκαμωμένη Ίριδα να συρθεί κάτω

από την κοιλιά του κτήνους και την άνοιξε με τα κοντόφαρδα λεπίδια της.

Τα βρωμερά σωθικά χύθηκαν πάνω της, καψαλίστηκε το δέρμα της

κοπέλας από το φαρμακερό αίμα και το τέρας έπεσε νεκρό.

Στο ενδιάμεσο, η Ανδρομέδα τόξευσε τα πλευρά μιας άλλης Χίμαιρας.

Χοντρό ήταν το δέρμα της, δεν χώνονταν βαθιά οι σαΐτες, το πλάσμα

πόνεσε και θύμωσε πιότερο, κινήθηκε προς το μέρος της. Η Αμαζόνα

έστειλε ένα ακόμα βέλος που διαπέρασε πέρα ως πέρα το τραγίσιο

κεφάλι, αλλά το πλάσμα ήταν ακόμα ζωντανό. Ο Φίλιππος έτρεξε στο

πλευρό της, πήρε φόρα και έχωσε τα σπαθιά του στον αετίσιο λαιμό,

κόβοντας τον. Κατάφερε να αποφύγει το φίδι που είχε για ουρά η

Χίμαιρα, μα δεν είδε τα άλλα δύο κεφάλια που τον άρπαξαν και τον

τίναξαν βίαια. Βλέποντας τον φίλο του σε κίνδυνο, ο Έκτορας έσπευσε να

τον βοηθήσει, αλλά τον πρόφτασε ένα θηρίο να του κόψει τον δρόμο. Ο

νεαρός οπισθοχώρησε και, ενώ το έκανε, έσυρε το σπαθί του και πλήγωσε

ταυτόχρονα και τα τρία κεφάλια του τέρατος. Εκείνο χτυπήθηκε από τον

πόνο, ο Έκτορας έσκυψε και έκοψε το ένα μπροστινό του πόδι. Η

Χίμαιρα απογειώθηκε αμέσως, να αποφύγει το θανατικό.

Τον Φίλιππο μπόρεσε να βοηθήσει ο Αννίβας, ο οποίος συνήλθε από το

χτύπημα που είχε δεχθεί. Τα μπράτσα του είχαν βαθιές αμυχές και το

πίσω μέρος του κεφαλιού του ήταν μωλωπισμένο, παρά ταύτα μπόρεσε

να αποκεφαλίσει την Χίμαιρα. Μία προσπάθησε να επιτεθεί στον Έκτορα

πισώπλατα και τον προειδοποίησε ο Νέσσος με μια φωνή. Ο νεαρός είδε

την σκιά της να σιμώνει, περίμενε και την κατάλληλη στιγμή έσκυψε.

Καθώς το πλάσμα περνούσε από πάνω του, ύψωσε το σπαθί και έκοψε

την φιδίσια ουρά του. Ενώ προσπαθούσε να πάρει ύψος, αφήνοντας ένα

ρυάκι αίματος πίσω της, ο Νέσσος πέταξε το δόρυ του και τρύπησε την

κοιλιά της. Δεν την σκότωσε, μα τραυματίστηκε βαριά και δεν μπορούσε

να πετάξει. Έπεσε στο έδαφος, γρυλίζοντας αδύναμα. Ο Νέσσος κάλπασε,

ύψωσε τα μπροστινά του πόδια και τα προσγείωσε στο κεφάλι του

λιονταριού, θρυμματίζοντας το κρανίο του.

Είχαν απομείνει τρεις Χίμαιρες. Ήξεραν πως δεν είχαν ελπίδα απέναντι

στους εφτά ήρωες, όμως δεν είχαν και δρόμο διαφυγής. Χίμηξαν

ταυτόχρονα. Με αξιοσημείωτη ευλυγισία, ο Οδυσσέας απέφυγε τα

κεφάλια ενός τέρατος, περιστράφηκε επιτόπου και έκοψε με μια σπαθιά

τα δύο πισινά πόδια του. Τυφλώθηκε από τον πόνο εκείνο και έπεσε σε

έναν τοίχο, ραγίζοντας τον. Ενώ τρέκλιζε, παραζαλισμένο, ο Νέσσος το

κλώτσησε, σπάζοντας τα πλευρά του. Έπειτα, η αιχμή του δόρατος του

διαπέρασε και τα τρία κεφάλια του. Το πελώριο, άψυχο κορμί του

ξαπλώθηκε στο έδαφος, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Στο μεταξύ, οι δύο

Αμαζόνες συνδύασαν τις δυνάμεις τους, σκοτώνοντας ακόμα μία

Χίμαιρα. Η Ανδρομέδα, στοχεύοντας προσεχτικά, τύφλωσε το τέρας με

τα βέλη της, καθώς εκείνο πετούσε προς το μέρος της Ίριδας. Η

τελευταία, ζύγιασε τα σπαθιά στα χέρια της, έκανε ένα σάλτο και

προσγειώθηκε στη ράχη του τυφλού πλάσματος. Πριν εκείνο αντιδράσει,

οι λεπίδες είχαν τρυπήσει τους σβέρκους του. Η Χίμαιρα άφησε έναν

ανατριχιαστικό ρόγχο και ξεψύχησε.

Ο Φίλιππος και ο Έκτορας είχαν αναλάβει την τελευταία. Πηδώντας

ταυτόχρονα, κατόρθωσαν να κόψουν σύριζα τις φτερούγες του κτήνους.

Έχοντας το καθηλωμένο στο έδαφος, έφεραν βόλτες γύρω του, σαν δύο

λύκοι που κυκλώνουν ένα ογκώδες θήραμα. Ο Φίλιππος απέφυγε το φίδι

στην ουρά του τέρατος και κατάφερε μια μαχαιριά στα πισινά του πόδια.

Αλλά, ο Έκτορας δεν ήταν εξίσου προσεχτικός και, ενώ το προσέγγιζε, με

μία σβέλτα κίνηση, το κτήνος τον γρατσούνισε στο αριστερό μπράτσο.

Έπειτα προσπάθησε να τον δαγκώσει, αλλά ο νεαρός οπισθοχώρησε.

Προσπαθώντας να αποσπάσει την προσοχή του, ο Φίλιππος το

πλευροκόπησε και προσποιήθηκε ότι επιτιθόταν. Η Χίμαιρα αντέδρασε

αστραπιαία και ο νεαρός μόλις που γλίτωσε από τα σαγόνια της. Όμως ο

Έκτορας βρήκε το άνοιγμα που χρειαζόταν. Προχώρησε μπροστά με

φόρα, κατέβασε το σπαθί του και το είδε να διαπερνά ολάκερη την μέση

του τέρατος, κόβοντας το στα δύο.

Τα κουφάρια ανέδυαν μια απαίσια μυρωδιά θείου αναμιγμένης με την

αποπνικτική οσμή του δηλητηρίου. Έτσι, οι εφτά δεν έμειναν για πολύ

ώρα ακόμη στην αίθουσα. Εξέτασαν τα τραύματα τους. Πιο σοβαρά

λαβωμένος ήταν ο Φίλιππος που είχε μια βαθιά δαγκωματιά στα πλευρά

του και ανέπνεε με δυσκολία. Τα χέρια του είχαν δεχθεί πολλές

γρατσουνιές και μερικές αιμορραγούσαν σημαντικά. Ο Έκτορας τον

παρακίνησε να φύγει, μα ο φίλος του αρνήθηκε κατηγορηματικά. Έσκισε

τον μανδύα του και επίδεσε πρόχειρα τις πληγές του. Το δέρμα της Ίριδας

είχε φουσκαλιάσει και στο μέτωπο της πρόβαλε ένα κόκκινο

καρούμπαλο, όμως η κοπέλα ήταν αρκετά καλά. Ο Αννίβας είχε δεχθεί

πολύ σοβαρότερες λαβωματιές από τις αμυχές στα μπράτσα του, όπως

μαρτυρούσε το παραμορφωμένο πρόσωπο του. Όσον αφορούσε τον

Οδυσσέα και την Ανδρομέδα, ήταν ανέπαφοι και οι δύο.

Κίνησαν να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια. Οι ήχοι της μάχης είχαν

σβήσει εντελώς, σιωπή βαριά και δυσοίωνη είχε πέσει που έσπαζε μονάχα

από τα αργά βήματα τους. Το σκοτάδι ήταν απόλυτο, μα ο Έκτορας

συνέχιζε να βλέπει μπροστά του τα σπινθηροβόλα μάτια του πόνου να

γνέφουν ανυπόμονα. Έψαχνε η ψυχή του να βρει διαφυγή, μα δεν έβρισκε

δρόμο. Κάγκελα την έφραζαν, άφηναν μονάχα μια πορεία ανοιχτή.

Κάποια στιγμή λιγοψύχησε, ένιωσε τα γόνατα του να τον αφήνουν,

πιάστηκε από τον τοίχο να μην πέσει. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα,

έτρεμε σύγκορμος. Ο Φίλιππος έτρεξε κοντά του και τον στήριξε.

«Θέλω να φύγω. Δεν μπορώ… δεν μπορώ να το κάνω». Τραύλισε ο

Έκτορας.

«Και που θα πας, φίλε μου; Πες μου που θα βρεις σωτηρία και θα σε

ακολουθήσω. Πιάσε την καρδιά μου, να βεβαιωθείς πως είναι το δικό σου

βάρος που την μαραζώνει. Μονάχα το σκοτάδι μπορεί να πλάσσει όσα

τώρα υποφέρουμε. Σε φυλακή μας έχει κλείσει και έδωκε του θανάτου να

φυλάει τα κλειδιά του κελιού μας. Μα δεν είναι ο δικός μας θάνατος που

ζητάει, αχ, πόσο εύχομαι έτσι να ήταν. Όχι, το φονικό της ομορφιάς

ζητάει, την βεβήλωση της από τα δικά μας χέρια»

Στο μυαλό του Έκτορα ανέβηκε το σκίτσο που είχε σχεδιάσει κάποτε ο

Οδυσσέας, με τον άνθρωπο που αυτό-ακρωτηριάστηκε για να

ελευθερωθεί. Ήταν σαν να είχε προβλέψει ο άντρας τα μελλούμενα. Τον

κοίταξε για μια στιγμή, το παιδικό του βλέμμα έμοιαζε παράταιρο με την

σοφία που περιχάραζε τα μάτια του. Βρήκε κουράγιο, στυλώθηκε και

συνέχισε να προχωρά.

Η σκάλα κατέληγε σε έναν κοντό διάδρομο, διακοσμημένο με

φρικαλέα γλυπτά. Στο πέρας του, μια χρυσή πόρτα έστελνε το παγωμένο

φως της στους μαύρους τοίχους. Η αψίδα της ήταν γεμάτη με ιερογλυφικά

που ο Έκτορας δεν μπορούσε να μεταφράσει, μα κοιτώντας τα και μόνο

ένιωθε την καρδιά του να βουλιάζει σε απύθμενο τέλμα. Στο κέντρο της

δέσποζε το σύμβολο της Σεθίρηκα. Πήρε βαθιά ανάσα, άπλωσε το χέρι

και χάιδεψε την πόρτα. Έκανε να την σπρώξει, μα δεν βρήκε δύναμη.

«Μονάχα εγώ θα διαβώ τούτη την πύλη. Σε μένα έπεσε ο κλήρος να

διαπράξω το έγκλημα, δεν θέλω συνένοχους. Η Ωραιότερη χάνεται

σήμερα, βαριά θα είναι η ποινή και δεν θα την μοιραστείτε μαζί μου». Η

φωνή του ήταν ήρεμη και σιγανή, μα ο τόνος του είχε κάτι το τελεσίδικο,

κάτι το επιβλητικό που ανάγκασε τους έξι συντρόφους του να

συμφωνήσουν στο θέλημα του. Τιθάσευσε το κορμί του, που σθεναρά

αντιστεκόταν, διέταξε το χέρι του να σπρώξει την πόρτα, παρά την

θέληση του. Μπήκε στην Αίθουσα του Θρόνου και έκλεισε την πύλη

πίσω του.

Η κυκλική αίθουσα φωτιζόταν από πυρσούς. Το πορτοκαλί φως

ακράγγιζε τους τοίχους, πότε έπεφτε πάνω τους και πότε χανόταν,

αφήνοντας τους σκοτεινούς και κρύους. Το πλακόστρωτο έδαφος είχε ένα

ψηφιδωτό που παρουσίαζε τον Ζακχαέρ Ντων κυβερνήτη ενός κόσμου

απονεκρωμένου, άχρωμου, άσχημου. Υπήρχαν πολλές ξύλινες πόρτες

ολόγυρα και σε μια άκρη, ανάμεσα τους, ένας μεγάλος, σιδερένιος

θρόνος, σμιλεμένος έτσι ώστε να θυμίζει φλόγες. Η Ανδρομάχη δεν

καθόταν πάνω του. Είχε κουρνιάσει στις σκιές πλάι του. Μονολογούσε

τρέμοντας, ώσπου τον αντιλήφθηκε. Κοίταξε πίσω του, προσμένοντας

ανέλπιστα βοήθεια. Όμως το Σπαθί της Λύκης είχε σφάξει ήδη όλα τα

δόλια πλάσματα που κρύβονταν στα σκοτάδια της πυραμίδας. Όλα, εκτός

από ένα…

«Έφτασε το τέλος… Σήμερα τελειώνει ο σκοτεινός κόσμος σου. Μαζί

με εσένα θα πέσει η Σεθίρηκα από τα θεμέλια και η ισορροπία του

κόσμου θα αποκατασταθεί». Της απευθύνθηκε με τρεμάμενη φωνή.

«Θα με σκοτώσεις Έκτορα; Σε παρακαλώ, όχι. Αγάπη μου, θυμήσου.

Δεν χρειάζεται να πεθάνω. Θυμήσου. Εσύ κατάφερες να βγεις από το

σκοτάδι όταν σε κυρίεψε, μπορώ και εγώ… Σε παρακαλώ». Απάντησε

κλαίγοντας η Ανδρομάχη. Δύο δάκρυα έκαψαν τα μάγουλα του Έκτορα

και δάγκωσε τα χείλη του δυνατά για να συγκρατήσει τους λυγμούς του.

Η Ανδρομάχη σηκώθηκε. Ήταν φανερό ότι ο Ζακχαέρ Ντων είχε

εξαντλήσει τις δυνάμεις του για να δαμάσει το σώμα της Αμαζόνας, ώστε

να σκοτώσει τον Αχιλλέα και τον Αίαντα. Τώρα το κορμί της

αντιστεκόταν. Η κινήσεις της ήταν αλλοπρόσαλλες, ξαφνικές,

ασυντόνιστες.

«Δεν με ξεγελάς. Όχι πια. Βλέπω τα μάτια σου τώρα και δεν έχουν την

ζεστασιά, το θαρρετό, δυνατό βλέμμα της Αμαζόνας μου. Διακρίνω

καθαρά το δειλό, αδύναμο, αξιολύπητο πλάσμα που κρύφτηκε μέσα της

και διαμέλισε την ψυχή της. Ακόμα και αν μπορούσε να μιλήσει η

Ανδρομάχη, θα έβλεπες ότι θα με παρακαλούσε να την λυτρώσω από τα

βασανιστήρια σου»

Η Ανδρομάχη γέλασε, όχι με το γνώριμο τραγουδιστό γέλιο της, που

έμοιαζε με το κελάρυσμα του παγωμένου νερού, παρά με ένα ψυχρό,

σκληρό γέλιο που έκανε την καρδιά του Έκτορα να σκιρτήσει από φόβο

και θλίψη. Το ζαρωμένο, γκρίζο πρόσωπο της συσπάστηκε και στα

γαλαζοπράσινα μάτια της μια κατάμαυρη σκιά χόρευε, ανελέητη.

«Αφελή, ανόητε νέε. Είδες το πρόσωπο του θανάτου μέσα από τόσους

νεκρούς συντρόφους σου και ακόμα να καταλάβεις. Ακόμα δεν έμαθες τι

είναι ικανός να υπομείνει ο κάθε άνθρωπος προκειμένου να ξεφύγει από

το παγωμένο χέρι του. Ω, εγώ είδα ξεκάθαρα τα εσώψυχα της Αμαζόνας

σου. Σου το λέω με βεβαιότητα πως θα προτιμούσε να βεβηλώνω το

κορμί της στην αιωνιότητα από το να πεθάνει»

Ο Έκτορας δεν απάντησε, βάδισε προς το μέρος της κρατώντας σφιχτά

το Σπαθί της Λύκης. Στην αστραφτερή κόψη του φάνηκε μια ζωηρή

φλόγα, αδημονούσε να σκοτώσει την σκιά που στεκόταν μπροστά του, να

εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο φτιάχτηκε. Στάθηκε μπροστά της,

έπιασε τα μαλλιά της. Δεν μύριζε πια την ευωδιά τους. Το βλέμμα του

πάγωσε στα χείλη της. Ήθελε να φιλήσει την Ανδρομάχη, μα δεν

αναγνώριζε αυτά τα χείλη, ζαρωμένα, ξερά, άχρωμα.

«Ονειρέψου μαζί μου, Έκτορα…» ακούστηκε βραχνή η φωνή της. Ο

Έκτορας ξεροκατάπιε, πήρε μια βαθιά ανάσα και βρυχήθηκε τόσο δυνατά

που ένιωσε τον λαιμό του να παίρνει φωτιά, να λιώνει. Η λάμψη του

σπαθιού θάμπωσε τα μάτια της Ανδρομάχης και έπειτα χάθηκε στα

σωθικά της. Η κραυγή της ενώθηκε με την δική του, και ακούστηκε

κρυστάλλινη και καθαρή όπως παλιά. Το δέρμα της έγινε λείο και απαλό,

τα χείλη της ρόδισαν και η σμαραγδένια λάμψη των ματιών της ζέστανε

ξανά τον Έκτορα. Μια σκιά βγήκε από το καταματωμένο σώμα της, έπεσε

στο έδαφος και χάθηκε για πάντα. Αγκομαχούσε η κοπέλα να μιλήσει,

έσκυψε το κεφάλι και είδε το σπαθί μέσα της, είδε το αίμα να αναβλύζει

από την κοιλιά της και έπειτα κοίταξε τον Έκτορα με απορία και

σαστιμάρα.

«Γιατί; Γιατί;» τραύλισε και η απαλή, γνώριμη χροιά της φωνής της

πλήγωνε τον Έκτορα χειρότερα από μαχαιριά.

Έπειτα όμως μια λάμψη φάνηκε στα μάτια της και κοίταξε το μέρος,

όπου έπεσε προηγουμένως η σκιά. Προσπάθησε να χαμογελάσει στον

Έκτορα, αλλά κατάφερε να κάνει μόνο έναν μορφασμό πόνου.

Επιστράτευσε τις τελευταίες της δυνάμεις, συγκράτησε τους σπασμούς

της, για να σηκώσει το χέρι της και χάιδεψε το μάγουλο και τα χείλη του

Έκτορα. Έπειτα το σώμα της έπεσε κάτω, άψυχο.

Έπεσε και εκείνος μαζί της. Πέταξε μακριά το Σπαθί της Λύκης, σαν

κάτι επικίνδυνο, μολυσμένο. Πόνος, αφόρητος πόνος κυρίευσε τα

σωθικά του. Κουλουριάστηκε, μέσα στα αίματα, πλάι στο πτώμα της

Ανδρομάχης, ούρλιαζε, χτυπιόταν και σπάραζε. Ανασήκωσε το άψυχο

κορμί της, άρχισε να το φιλάει, θαρρείς και μπορούσε να την ζωντανέψει

με τα φιλιά του.

«Γιατί; Γιατί;». Επανέλαβε τα τελευταία της λόγια, τα ένιωσε να

χώνονται μέσα του, κοφτερές λεπίδες που ακρωτηρίαζαν την ψυχή του.

Την έσφιξε πάνω του, θέλοντας να πάρει πάνω του την ζεστασιά που

εγκατέλειπε το κορμί της.

«Συγχώρεσε με! Συγχώρεσε με!». Έλεγε τώρα συνεχώς, περιμένοντας

να δει τα χείλη της να προσφέρουν συγχώρεση. Μα εκείνα δεν θα

κουνιούνταν ποτέ ξανά, δεν θα έβγαινε από μέσα τους γέλιο. Τα αηδόνια

θα αναρωτιούνται τι απέγινε η μελωδία της φωνής της και τα φιλιά που

δεν έδωσε θα την ζητούν αιώνια. Τα τραγούδια που δεν απήγγειλε θα

πλανούνται σαν φαντάσματα, ανεκπλήρωτα, θρηνώντας.

Το κορμί της πάγωσε. Ο Έκτορας ζήτησε την ζεστασιά της, την

απαλότητα της στα χέρια της, στα στήθια της, δεν βρήκε τίποτα, πουθενά.

Χάθηκε μαζί με το άγγιγμα της η απαλότητα, μαζί με την ανάσα έφυγε ο

Έρωτας από τα στήθια της για πάντα. Μα ο Έκτορας δεν την άφηνε από

την αγκαλιά του, πρόσταξε την καρδιά του να φύγει, να δώσει ζωή σε

εκείνη, μα δεν υπάκουσε. Χτύπησε το στέρνο του μανιασμένα, το

μελάνιασε, μα στα δικά του στήθη συνέχισε να χτυπάει η καρδιά.

«Φύγε από μένα, τον ανάξιο. Δεν θα γευτείς μέσα μου, πότε ξανά

έρωτα, χαρά, ελευθερία. Οδύνη μονάχα χωρά πια στα σπλάχνα μου. Φύγε,

δεν αξίζει ζωή στον πόνο. Πήγαινε σε εκείνη που υμνεί την ομορφιά, σε

εκείνη που αγάπησε η αγάπη. Φύγε σου λέω, μπροστά σου κείτεται η

ελευθερία, νεκρή από τα χέρια μου. Χάρισε της τους χτύπους σου, να

ζήσει ξανά η χαρά της ζωής». Ανένδοτη ήταν όμως η καρδιά του, δεμένη

πάνω του, δεν μπορούσε να δραπετεύσει κι ας το ήθελε. Ο Έκτορας

ζήτησε το σπαθί του. Το πήρε, δίχως να αφήσει από την αγκαλιά του την

Ανδρομάχη. Έστρεψε την λεπίδα στον λαιμό του.

«Θάνατος, θάνατος στον φονιά της Ωραιότερης». Κραύγασε και έκανε

να σύρει το σπαθί. Μα είχαν μπει από ώρα μέσα οι έξι σύντροφοι του,

παρακολουθώντας σιωπηλά τον οδυρμό του, κλαίγοντας και εκείνοι. Ο

Φίλιππος πρόφτασε να σπρώξει το χέρι μακριά από τον λαιμό του. Ο

Έκτορας τον γρονθοκόπησε και τον άφησε αναίσθητο. Προσπάθησε ξανά,

μα πριν επιτύχει, τον έπιασαν ο Οδυσσέας και Αννίβας.

«Αφήστε με, αφήστε με. Ανάξιος είμαι της ζωής. Καταραμένος είμαι,

αφήστε με να λυτρωθώ». Φώναζε, μα οι άντρες τον αγνόησαν. Ο Αννίβας

του έσφιξε τον καρπό, μαράθηκε το χέρι του και άφησε το σπαθί. Έπειτα

τον έσυραν έξω από την Σεθίρηκα, με το πτώμα της Ανδρομάχης πάνω

του.

Οι Θανατώριοι είχαν αισθανθεί στις σαπισμένες καρδιές τους μια

κενότητα, αδυναμία κατέβαλλε τις σάρκες τους. Ήταν ξεκάθαρο πως ο

αφέντης τους, ο Νεκραναστημένος είχε χαθεί. Φοβήθηκαν, δεν ήξεραν τι

θα απογίνουν, δεν έβρισκαν πια νόημα στην ύπαρξη τους, ένιωθαν

ανεπιθύμητοι, παράτησαν τα άρματα και σκόρπισαν να ξεφύγουν. Η

σκοτεινιά δεν βρήκε τον δημιουργό της, έσβησε, χάθηκε και η ομίχλη. Για

πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, οι πολεμιστές αντίκρισαν τα αστέρια

και την Σελήνη να γνέφουν χαρωπά. Είχαν ξεχάσει την όψη τους, νόμισαν

πως τα έβλεπαν για πρώτη φορά και όλοι ύψωσαν τα κεφάλια στον

ουρανό.

«Τι θάμα είναι τούτο;»

«Κοίτα πως λάμπουν και τραγουδούν, εκεί ψηλά»

«Διαμάντια είναι, πρωτογέννητα»

«Μήπως είναι λουλούδια, σε κήπο θεϊκό;»

«Όχι, είναι η νύχτα, στολισμένη, ασημοκεντημένη»

Ξέσπασαν σε γέλια και δάκρυα χαράς. Άφησαν χάμω τα όπλα και

αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, έβγαλαν πανοπλίες και μανδύες, έμειναν

γυμνοί να τους αγκαλιάσει το αστροφέγγητο, να τους χαϊδέψει ο αγέρας.

Μα την ευδαιμονία τους κομμάτιασε ένας σπαραγμός που έβγαινε από

την Νεκρόπορτα. Τότε είδαν τον Έκτορα να χτυπιέται και να κλαίει, με το

ματωμένο πτώμα της Ανδρομάχης σφιχταγκαλιασμένο πάνω του. Τον

έσερναν ο Αννίβας και ο Οδυσσέας με μάτια κοκκινισμένα, κλαμένα.

Πίσω τους, η Ανδρομέδα και η Ίριδα υποβάσταζαν τον Φίλιππο. Βαρύ

τίμημα πλήρωσαν για την ελευθερία, τότε το κατάλαβαν, βαρύτερο από

ότι μπορούσε να σηκώσει οποιοσδήποτε θνητός. Σιώπησαν ευθύς,

έσκυψαν τα κεφάλια και δάκρυσαν.

Μήτε η Φύση δεν μπορούσε να δεχθεί τον θάνατο της Ανδρομάχης.

Δεν άφησε την αποσύνθεση να αγγίξει το πτώμα της. Το ευλόγησε, να

μείνει αναλλοίωτο και όμορφο, όπως ήταν η Αμαζόνα στη ζωή. Ποτέ δεν

την πλησίασαν σκουλήκια, ούτε καν η αποφορά του θανάτου. Το κορμί

της ανέδυε μια πρωτόγνωρη ευωδία, που την ζήλευαν τα άνθη. Μεταξένια

έμειναν τα μαλλιά της, τριανταφυλλένια τα χείλη της, τα χιλιοφίλητα,

αστροφώτιστο το δέρμα της και στα στήθια της φώλιαζε ο Έρωτας, όποτε

δεν έβρισκε αλλού καταφύγιο. Κανείς δεν τόλμησε να θάψει το πτώμα

της, ούτε το έκαψαν. Έμεινε εκεί, πάνω στην αγκαλιά του Έκτορα, να

χύνει πάνω της τα δάκρια του, να αφήνει τους αναστεναγμούς του, να

δίνει τα φιλιά και τα χάδια του.

Κατάρα έπεσε πάνω του, αληθινά. Γιατί είχε σκοτώσει την Ομορφιά,

τον πρωτεργάτη του Έρωτα. Γίνηκε ψυχή ο Πόνος και τον στοίχειωσε.

Μες στο κορμί του κατοικούσαν Άνθρωπος, Λύκος και Πόνος και δεν

χωρούσαν οι σάρκες τόσα πνεύματα. Ασφυκτιούσαν, αγκομαχούσαν. Δεν

υπήρχε γιατρειά. Τι κι αν ξανάκουσε το αλύχτισμα της Νύχτας; Τι κι αν

τα μαλλιά του ζωντάνεψαν από την ανάσα του βοριά; Τι κι αν έφυγαν από

το συφοριασμένο μέρος, τη Σωθράπον; Τι κι αν είδαν ξανά πολύχρωμα

λιβάδια, χιονισμένα βουνά, πυκνά δάση; Ούτε όταν επέστρεψαν στη

Μηδείανορ βρήκε γαλήνη. Ολημερίς κοιμόταν, τον επισκεπτόταν στον

ύπνο η τυραννία, μετουσιωμένη σε εφιάλτες. Γρύλιζε, βογκούσε και

παραμιλούσε, τον έβλεπε ο Φίλιππος και έκλαιγε σιωπηλά. Ξυπνούσε

μόλις έπεφτε ο ήλιος, έπαιρνε στην αγκαλιά του το πτώμα της

Ανδρομάχης, καβαλούσε τον Αρίωνα και χανόταν, με τη Νύχτα στο

κατόπι. Επέστρεφε μονάχα σαν ανέτειλε ο ήλιος. Δεν μιλούσε σε κανέναν

και οι περισσότεροι τρόμαζαν μόλις έβλεπαν τα μάτια του.

Πέρασαν δύο μήνες από την πτώση του Ζακχαέρ Ντων. Τα

Μαυροκόκκινα Φαντάσματα ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν, οι

Κένταυροι, οι Βαλκυρίες, οι Όντινιρ και οι Αμαζόνες είχαν ήδη φύγει από

τη Μηδείανορ. Οι Νότιοι και οι Ανατολίτες πολεμιστές είχαν φύγει την

προηγούμενη. Μόλις ο Φίλιππος βγήκε από τη σκηνή εκείνο το πρωινό,

είδε έκπληκτος τον Έκτορα να σελώνει τον Αρίωνα. Ακόμα δεν είχε βρει

γαλήνη ο νεαρός. Φόρτωσε πάνω στο άλογο το σαβανωμένο πτώμα της

Αμαζόνας και πολλά σακίδια με τρόφιμα.

«Που πηγαίνεις;». Ρώτησε δισταχτικά ο Φίλιππος. Ο φίλος του δεν

απάντησε, συνέχισε να ετοιμάζει τις αποσκευές του.

«Θα πορευτείς με τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα;». Πάλι, καμία

απόκριση. Ήξερε όμως ο Φίλιππος ήδη την απάντηση. Τον κοίταξε. Στα

βουρκωμένα μάτια του, ο λύκος γυρόφερνε, θεριεμένος, αδάμαστος.

«Θα ξανανταμώσουμε;». Έκανε ακόμα μια ερώτηση, με το

κατωσάγονο του να τρέμει. Ήξερε την απάντηση και σε αυτό. Τα

σφιγμένα χείλη του Έκτορα το επιβεβαίωσαν. Δίχως να γυρίσει να

κοιτάξει τον φίλο του, ανέβηκε στον Αρίωνα. Το βλέμμα του ταξίδεψε

βορινά, σταμάτησε για μια στιγμή στη Νύχτα που τον περίμενε πάνω σε

έναν λόφο και πέταξε στην απεραντοσύνη. Έσφιξε το Σπαθί της Λύκης

στο ζωνάρι του. Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του και στράφηκε

στον Φίλιππο. Δεν του μίλησε, τι να του πει; Καλύτερα αποχαιρετούν τα

βλέμματα, οι αναστεναγμοί, οι χτύποι της καρδιάς. Έσκυψε, έπιασε το

ξανθό κεφάλι στα δυο του χέρια και τον φίλησε στο μέτωπο. Ο Φίλιππος

άνοιξε το στόμα, μα δεν βρήκε ούτε εκείνος λόγια. Η σιωπή μιλούσε πιο

σοφά. Περιέκλειε τα χρόνια που πέρασαν συντροφιά, τις περιπέτειες μέσα

στον τον Χρόνο, την Φύση, τον Θάνατο, το Σκότος και το Φως, τους

άθραυστους δεσμούς φιλίας, την συγκίνηση, την θλίψη του αποχωρισμού.

Τα συνόψισε όλα σε δύο δάκρια, αστραφτερά σαν αστέρια. Σε έναν

αναστεναγμό, βαθύ, που ήταν σα να έβγαινε από της γης τα σπλάχνα.

Ο Έκτορας κλώτσησε τα καπούλια του Αρίωνα και κάλπασε γοργά

προς το Βορρά, με την λύκαινα να τον ακολουθεί. Δεν ξαναντάμωσε με

τον Φίλιππο, ούτε με κανέναν άλλον…

Οι δύο λύκοι

Φίλιππος ακολούθησε τα Μαυροκόκκινα Φαντάσματα. Μαζί

τους πήγαν και αρκετές Αμαζόνες, όπως και Νότιοι κι Ανατολίτες

πολεμιστές. Ταξίδεψαν για χρόνια, γκρέμισαν πολλούς άρχοντες,

πέρασαν τα σύνορα της θάλασσας. Έπλευσαν πέρα από τον ορίζοντα,

μακρύτερα από την φαντασία. Μονάχα τα όρια του ουρανού δεν

κατόρθωσαν να σπάσουν.

Η πτώση της Μηδείανορ δεν άργησε να έρθει. Όταν κρίθηκε

κατάλληλο, επιτέθηκαν, σφάγιασαν τους άρχοντες και δώρισαν στους

υπόλοιπους την ελευθερία. Εκεί, ο Φίλιππος αποφάσισε να εγκατασταθεί.

Μαζί του έμειναν πολλοί σύντροφοι, ανάμεσα τους ο Λάαργκ, ο

Σαλαντίν, ο Δαρείος, ο Πώρος η Άλκηστις, η Ίριδα, η Ανδρομέδα, η

Αριάδνη, ο Αβικέννας και Αννίβας. Στα απομεινάρια της πόλης έχτισαν

μια νέα, πολυδόξαστη, πανέμορφη κοινωνία. Ονομάστηκε Λυκίανορ!

Μια κοινωνία δίχως διαχωρισμούς, όπου όλοι ήταν ίσοι, ελεύθεροι. Δίχως

λάβαρα, εμβλήματα και σημαίες. Όπου οι λέξεις εξουσία, κράτος,

οικογένεια, νόμος, ξεχάστηκαν. Στην κεντρική της πλατεία υπήρχε ένα

μεγάλο, χάλκινο άγαλμα, του Αριστοτέλη, του Έκτορα, της Ανδρομάχης,

του Φίλιππου και του Αχιλλέα. Με τον καιρό, όλα τα Μαυροκόκκινα

Φαντάσματα εγκαταστάθηκαν εκεί. Ακολούθησαν οι Αμαζόνες.

Ο Οδυσσέας πέρασε πολλούς μήνες στη Λυκίανορ, πιστεύοντας πως

επιτέλους είχε βρει ένα σπιτικό. Μα τον έπνιγαν οι τοίχοι, ασφυκτιούσε

στην γαλήνη. Δεν μπορούσε να μείνει. Έφυγε μονάχος, αναζητώντας κάτι

που όλοι αγνοούσαν. Κατά καιρούς επισκεπτόταν την πολιτεία και

μοιραζόταν τις εμπειρίες του με τους συντρόφους του. Μα ποτέ δεν έμενε

για πολύ. Ο Σαλαντίν και ο Δαρείος έγιναν φημισμένοι δάσκαλοι,

μετέδιδαν τη σοφία τους σε όποιον ήταν πρόθυμος να την ακούσει. Ο

Αβικέννας έγινε γιατρός και είχε πολλούς μαθητευόμενους. Ο Αννίβας

άνοιξε σιδηρουργείο και ο Λάαργκ, μαζί με την Ανδρομέδα και τον

Νέσσο δίδασκαν τις τέχνες του πολέμου. Ο Πώρος χαρτογράφησε τους

ουρανούς και η ποίηση της Αριάδνης ήταν ζηλευτή. Όλοι κατάφεραν να

βρουν γαλήνη στην Λυκίανορ και όσοι την εχθρεύονταν ή ήταν

ανεπιθύμητοι, γνώρισαν την ανεξάντλητη ισχύ της. Ήταν η πρώτη

πολιτεία όπου την κατοίκησαν Μάγοι και Θεοί, καταφέρνοντας να

ζήσουν αρμονικά μαζί με τους θνητούς. Οι Αθάνατοι προσέφεραν στην

πόλη γνώση, δύναμη και φαντασία. Επικρότησαν τα επιτεύγματα των

θνητών και συνεργάστηκαν μαζί τους, μετά από αιώνες. Τίποτε δεν ήταν

ομορφότερο, σοφότερο, ισχυρότερο από την Λυκίανορ.

Ο Φίλιππος έγραψε πολλούς τόμους καταγράφοντας λεπτομερώς την

ιστορία του και των τεσσάρων συντρόφων του. Απέκτησε πολλά παιδιά,

ανάμεσα τους οι απόγονοι της Άλκηστις, της Αριάδνης και της Ίριδας. Οι

Ο

δύο Αμαζόνες είχαν πολλούς γιους και κόρες, όπως όλοι, από διάφορους

ερωτικούς συντρόφους. Μα η ομορφιά της Αλκυόνης, της κόρης του

Φιλίππου και της Άλκηστις δεν είχε σύγκριση. Η πρωτότοκη κόρη τους

είχε γκρίζα μάτια και καστανόξανθα, σπαστά μαλλιά, μακριά ως τους

γλουτούς. Η μύτη της ήταν ίσια και ανασηκωμένη, τα χείλη της ρόδινα

και το λευκό δέρμα της αλαβάστρινο. Απέκτησε το καμπυλωτό, αδύνατο

κορμί της μητέρας της όπως και την γοητεία της.

Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό, ο Φίλιππος την φίλησε στο μέτωπο,

όπως συνήθιζε. Καμάρωσε για μια στιγμή την ομορφιά της, έπειτα πήρε

την μαγκούρα του και κίνησε για την κεντρική πλατεία. Τα άλλοτε ξανθά

μαλλιά του είχαν ξασπρίσει, όπως και τα μακριά γένια του. Το πρόσωπο

του ήταν σταφιδιασμένο και το κορμί του είχε ξεχάσει την παλιά,

λεβέντικη αίγλη του. Μονάχα η φριχτή ουλή στο πρόσωπο του παρέμενε

αναλλοίωτη. Δεν ήξερε να λογαριάσει πόσο χρονών ήταν πια. Του άρεσε

να τριγυρνά, να παίζει με τα μικρά παιδιά και να τους διηγείται τις

ιστορίες του. Ξανάνιωνε κοντά στη ζωηράδα και την αγριάδα τους.

Καθώς κάθισε κάτω από το άγαλμα των παλιών συντρόφων του, ο

κουρελιασμένος, καφέ μανδύας του πλατάγισε στο φύσημα του ανέμου.

Ανατρίχιασε και κουκουλώθηκε. Μόλις τον είδαν, τα πιτσιρίκια

συγκεντρώθηκαν κοντά του. Έκατσαν οκλαδόν, αναρωτώμενα, ποια

ιστορία θα τους έλεγε εκείνη τη μέρα ο γέρος. Εκείνος τους χάρισε ένα

καλόκαρδο χαμόγελο. Έσφιξε την μαγκούρα στα δυο του χέρια.

«Γιατί, μωρέ, κάθεστε και ακούτε έναν γέρο; Δικιά σας είναι η νιότη,

αγρίμια είστε, να σας χαρώ, τρέξτε στα δάση, παλέψτε, σκαρφαλώστε στα

κοφτερά βράχια. Ομορφιά σαν τη δικιά σας δεν ξανάδε η φύση, τιμήστε

την. Φλόγες καίνε στα στήθη σας, τις βλέπω. Θρέψτε τις, προσοχή, μην

σας σβήσουν»

Μα τα παιδιά δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Γέλασαν, ήξεραν για

ποιο πράγμα τους μιλούσε, μα ήθελαν να ακούσουν για τη δικιά του

νιότη. Να πάρει σάρκες μέσα από τα λόγια τους, να τη δουν μπροστά τους

να σαλεύει. Ο Φίλιππος καμώθηκε πως αγανάκτησε, Αλλά, κατά βάθος

του καλάρεσε να έχει ακροατήριο. Τα γηρατειά του στέρησαν τον έρωτα,

τη μέθη, το κρέας, μονάχα αυτό του έμεινε να απολαμβάνει.

Ξερόβηξε να καθαρίσει τον λαιμό του και άρχισε να τους λέει για τις

περιπέτειες του στη Σπηλιά των Μυστηρίων. Μόλις τέλεψε την διήγηση

του, σηκώθηκε να κάμει μια βόλτα. Τον πήρε η συγκίνηση από το χέρι,

εκείνη τον οδηγούσε και αυτός παραδόθηκε, άβουλος, στους ορισμούς

της. Σταμάτησε στην ταβέρνα του Τηλέμαχου, που ήταν γιος του

Οδυσσέα κα της Αφροδίτης. Ο νεαρός, με τα πυροκόκκινα μαλλιά,

επέμεινε να τον κεράσει λίγο κρασί. Ενώ έπινε, ο γέρος αναρωτήθηκε τι

να είχε απογίνει ο Έκτορας.

Κατά καιρούς έφταναν διάφορες δοξασίες στα αυτιά του. Κάποιοι έλεγαν

πως είχε γίνει άρχοντας μιας πολιτείας του Βορρά, πέρα από τη Θάλασσα.

Άλλοι ήταν βέβαιοι πως τον είχαν δει στις Απαγορευμένες Χώρες.

Μερικοί ισχυρίζονταν πως έμενε στο Δάσος της Ρέας, πίνοντας νέκταρ

και κάνοντας έρωτα με τις Νύμφες. Ο Φίλιππος δεν πίστευε τίποτε από

αυτά. Ωστόσο, ήταν ο ίδιος ο Οδυσσέας, που, αν και ήταν γεροντότερος

από τον ίδιο, συνέχισε να ταξιδεύει, του μετέφερε τις φήμες: Στα άδυτα

των βορινών δασών λεγόταν πως υπήρχε ένα πλάσμα, απροσδιόριστο

στην όψη, άλλοτε ήταν άνθρωπος, άλλοτε λύκος και κυνηγούσε

Νυχτοβάτες, Θανατώριους, Έχιδνες και άλλα πλάσματα του Σκότους.

Κανείς δεν τολμούσε να το πλησιάσει, κράδαινε ένα λαμπρό σπαθί και

ήταν ανήμερο. Αλυχτούσε και κραύγαζε, σαν χανόταν ο ήλιος και

έλαμπαν τα αστέρια, ακουγόταν να θρηνεί πονεμένα.

Με αυτή τη σκέψη να τριβελίζει το νου του, ο Φίλιππος άδειασε την

κούπα του, χαιρέτησε τον Τηλέμαχο και κίνησε για το σπίτι του.

Κατοικούσε σε ένα απόμερο μέρος, πέρα από τον Μονοσάνδαλο Ποταμό,

στις παρυφές του δάσους. Καθώς έσπρωχνε την πόρτα της αυλής,

αντιλήφθηκε κινήσεις πίσω του. Στράφηκε. Ήταν ένα θέαμα που τον

στοίχειωνε πολλά χρόνια. Δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα στα μάτια

του. Στηρίχθηκε στη μαγκούρα του, μην καταρρεύσει από την συγκίνηση.

Στεναγμοί αντάριασαν το γέρικο στήθος του, ανέβηκαν με ορμή οι

λυγμοί, έκαμε να τους φράξει, μα άρχισε κιόλας να τρέμει το

κατωσάγονο.

Αντίκρυ του, στις σκιές ενός γέρικου έλατου πρόβαλαν δύο μαύροι λύκοι,

ένας αρσενικός και ένας θηλυκός. Έγνεψαν αδιόρατα με τα κεφάλια τους

στον Φίλιππο και γρύλισαν, σαν να χαιρετούσαν κάποιον φίλο από τα

παλιά. Ο ένας είχε μάτια μαύρα, σαν κάρβουνα και στην λύκαινα

άστραφταν δύο αστέρια γαλαζοπράσινα!

ΤΕΛΟΣ