Πολιτικά συμπεράσματα

4
Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να διαπραγματευτεί την αναδιάρθρωση του χρέους, ακόμα και μια καλύτερη συμφωνία-μνημόνιο, ήταν για την ελληνική και δευτερευόντως για την ευρωπαϊκή αριστερά μια τραγική ήττα και ίσως μια θεμελιακή ήττα για το ρεύμα εκείνο της αριστεράς που αυτοπροσδιορίζοταν ως κομμουνιστική ανανέωση ή ευρωκομμουνισμός. Αλλά αυτό αποτελεί αντικείμενο μιας άλλης, ευρύτερης επεξεργασίας. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ εκτός από τραγικά αποτελέσματα προσφέρει και πολύτιμα διδάγματα για την πορεία της αριστεράς από εδώ και πέρα( όπως επίσης και πολύ λίγα θετικά αποτελέσματα ,με το μεγαλύτερο το 61% ΟΧΙ του δημοψηφίσματος). Μερικά από αυτά μπορεί να θεωρούνται αναδρομικά αυτονόητα και παλιά, άλλα ως εκλογικό περιτύλιγμα που κανείς τουλάχιστον στο «βαθύ» ΣΥΡΙΖΑ δεν πίστεψε και άλλα ως επουσιώδεις ελλείψεις που δεν έχουν καμία σημασία. Ωστόσο η σύγχρονη αριστερά οφείλει να μην τα υποτιμήσει να αντλήσει γνώση από αυτά και να τα χρησιμοποιήσει όπως και τις επιτυχημένες στρατηγικές που άφησε πίσω του το δεκαετές ,μέχρι πρότινος αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί στην πραγματικότητα το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που κάποιοι το καταδίκασαν από την αρχή, άλλοι εσωκομματικά άσκησαν κριτική πρώιμα τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη στρατηγική και παρόλες τις αληθείς τοποθετήσεις που αναδείκνυαν την αποσύνθεση των εσωκομματικών λειτουργιών, την αυτονόμηση της ηγεσίας και πιο λίγες την αλλαγή στρατηγικής της τελευταίας μήνες πριν την ανάληψη της κυβέρνησης, ήταν ένα εγχείρημα που η συντριπτική πλειοψηφία όχι μόνο του κόμματος αλλά ίσως και της αριστεράς το πίστεψε. Η ματαίωση του σχεδίου λοιπόν δεν δημιούργησε μόνο πίκρα, άλλα και γνώση, άμεσα συμπεράσματα που διαλύουν μύθους και προετοιμάζουν την ανάλυση νέων στρατηγικών και ίσως νέων ιδεών. Ο πρώτος μεγάλος μύθος που διαλύεται είναι εκείνος της Ευρώπης ντόμινο ή αλυσίδας, που ακόμα και ο ασθενέστερος κρίκος/κράτος-μέλος μπορεί να συμπαρασύρει, να σπάσει ή να εκμεταλλευτεί τις ρωγμές τις . Ανεξαρτήτως οπτικής, που για κάποιους σήμαινε την σχεδόν αυτόματη απελευθέρωση και εν συνεχεία συμμαχία των κρατών-θυμάτων της λιτότητας με την αντιμνημονιακή Ελλάδα και για άλλους μια αμοιβαία επωφελή λύση λόγω του φόβου μιας χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης ενός ασύντακτου GREXIT, η λογική της αλυσίδας ήταν στον πυρήνα της σκέψης του ΣΥΡΙΖΑ με όποια παραλλαγή κι αν εμφανιζόταν. Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι η Ευρωπαϊκή ηγεσία με την πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας είχε να χάσει πιο πολλά από την υποχώρησή της στις ελληνικές διεκδικήσεις και την de facto ήττα της ευρωπαϊκής συνταγής της λιτότητας, από τους ενδεχόμενους κλυδωνισμούς της μονομερούς αποχώρησης μιας μικρής οικονομίας. Εδώ είναι απαραίτητο να σκιαγραφήσουμε τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ διότι σε εκείνο το σημείο φάνηκε η στρατηγική του ανεπάρκεια. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν είχε διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο

description

political analysis

Transcript of Πολιτικά συμπεράσματα

Page 1: Πολιτικά συμπεράσματα

Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να διαπραγματευτεί την αναδιάρθρωση του χρέους, ακόμα και μια καλύτερη συμφωνία-μνημόνιο, ήταν για την ελληνική και δευτερευόντως για την ευρωπαϊκή αριστερά μια τραγική ήττα και ίσως μια θεμελιακή ήττα για το ρεύμα εκείνο της αριστεράς που αυτοπροσδιορίζοταν ως κομμουνιστική ανανέωση ή ευρωκομμουνισμός. Αλλά αυτό αποτελεί αντικείμενο μιας άλλης, ευρύτερης επεξεργασίας. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ εκτός από τραγικά αποτελέσματα προσφέρει και πολύτιμα διδάγματα για την πορεία της αριστεράς από εδώ και πέρα( όπως επίσης και πολύ λίγα θετικά αποτελέσματα ,με το μεγαλύτερο το 61% ΟΧΙ του δημοψηφίσματος). Μερικά από αυτά μπορεί να θεωρούνται αναδρομικά αυτονόητα και παλιά, άλλα ως εκλογικό περιτύλιγμα που κανείς τουλάχιστον στο «βαθύ» ΣΥΡΙΖΑ δεν πίστεψε και άλλα ως επουσιώδεις ελλείψεις που δεν έχουν καμία σημασία. Ωστόσο η σύγχρονη αριστερά οφείλει να μην τα υποτιμήσει να αντλήσει γνώση από αυτά και να τα χρησιμοποιήσει όπως και τις επιτυχημένες στρατηγικές που άφησε πίσω του το δεκαετές ,μέχρι πρότινος αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί στην πραγματικότητα το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που κάποιοι το καταδίκασαν από την αρχή, άλλοι εσωκομματικά άσκησαν κριτική πρώιμα τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη στρατηγική και παρόλες τις αληθείς τοποθετήσεις που αναδείκνυαν την αποσύνθεση των εσωκομματικών λειτουργιών, την αυτονόμηση της ηγεσίας και πιο λίγες την αλλαγή στρατηγικής της τελευταίας μήνες πριν την ανάληψη της κυβέρνησης, ήταν ένα εγχείρημα που η συντριπτική πλειοψηφία όχι μόνο του κόμματος αλλά ίσως και της αριστεράς το πίστεψε. Η ματαίωση του σχεδίου λοιπόν δεν δημιούργησε μόνο πίκρα, άλλα και γνώση, άμεσα συμπεράσματα που διαλύουν μύθους και προετοιμάζουν την ανάλυση νέων στρατηγικών και ίσως νέων ιδεών. Ο πρώτος μεγάλος μύθος που διαλύεται είναι εκείνος της Ευρώπης ντόμινο ή αλυσίδας, που ακόμα και ο ασθενέστερος κρίκος/κράτος-μέλος μπορεί να συμπαρασύρει, να σπάσει ή να εκμεταλλευτεί τις ρωγμές τις . Ανεξαρτήτως οπτικής, που για κάποιους σήμαινε την σχεδόν αυτόματη απελευθέρωση και εν συνεχεία συμμαχία των κρατών-θυμάτων της λιτότητας με την αντιμνημονιακή Ελλάδα και για άλλους μια αμοιβαία επωφελή λύση λόγω του φόβου μιας χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης ενός ασύντακτου GREXIT, η λογική της αλυσίδας ήταν στον πυρήνα της σκέψης του ΣΥΡΙΖΑ με όποια παραλλαγή κι αν εμφανιζόταν. Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι η Ευρωπαϊκή ηγεσία με την πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας είχε να χάσει πιο πολλά από την υποχώρησή της στις ελληνικές διεκδικήσεις και την de facto ήττα της ευρωπαϊκής συνταγής της λιτότητας, από τους ενδεχόμενους κλυδωνισμούς της μονομερούς αποχώρησης μιας μικρής οικονομίας. Εδώ είναι απαραίτητο να σκιαγραφήσουμε τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ διότι σε εκείνο το σημείο φάνηκε η στρατηγική του ανεπάρκεια. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν είχε διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο εναλλακτικό σχέδιο εξόδου που θα επικάλυπτε το αδιέξοδο της αποτυχίας διαπραγμάτευσης του αρχικού πλάνου, πράγμα που οφείλεται ακριβώς στην προσήλωση στη νοητική κατασκευή της Ευρώπης-αλυσίδας ή ντόμινο. Λογική που τελικά οδήγησε όχι μόνο στον διαχωρισμό των δύο σχεδίων αλλά και των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, που καλούνταν να υιοθετήσουν ένα από τα δύο αλληλο-αποκλειόμενα σχέδια, τα οποία όφειλαν να συναποτελούν μέρη μιας συνεκτικής στρατηγικής. Υπό το πρίσμα αυτής της αντίληψης τα δύο ερωτήματα γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε προετοιμάσει εναλλακτικά σχέδια ή αν είχε γιατί δεν τα χρησιμοποίησε δε χρήζουν περαιτέρω εξήγησης. Ωστόσο το πρώτο αν και υποθετικό, άρα πλέον ιστορικό, είναι ερώτημα με πραγματική πολιτική σημασία, διότι υπήρχαν εσωκομματικές φωνές που ζητούσαν μήνες πριν την ανάληψη της διακυβέρνησης την σοβαρή εξέταση ενός σχεδίου εξόδου και την ένταξή του στο συνολικό σχεδιασμό του κόμματος. Εν τούτοις η μεγάλη κομματική πλειοψηφία το είχε απορρίψει για τους λόγους που προαναφέραμε. Αντιθέτως το δεύτερο ερώτημα είναι καθαρά μεταφυσικό, γιατί δεν έχει καμία αναφορά και στηρίζεται μόνο σε υποθέσεις, εικασίες και προθέσεις. Εν πάσει περιπτώση καμιά κυβέρνηση σε κανέναν μέρος του κόσμου, όσο προσανατολισμένη και να είναι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων μιας τάξης λίγων και εκλεκτών, δεν είναι διατεθειμένη να αντιμετωπίσει την κοινωνική και πολιτική έκρηξη μιας αδιέξοδης, αντιαναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής, αν μπορεί να κάνει αλλιώς. Άρα , μάλλον ποτέ

Page 2: Πολιτικά συμπεράσματα

δεν υπήρξε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου στα συρτάρια του πρωθυπουργικού γραφείου Τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε επίσημα και καθοριστικά με την πρόταση γέφυρα στα τέλη Φλεβάρη , σε μια προσπάθεια να κερδίσει χρόνο. Παρόλο που είχε ακόμη τη δυνατότητα να συγκροτήσει μια στρατηγική εξόδου, ο ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα δεν ήταν πια ικανός εκ των πραγμάτων να τη χρησιμοποιήσει διαπραγματευτικά. Το αρχικό πλάνο, έστω και στην πιο ευέλικτη μορφή του ,του «έντιμου» συμβιβασμού είχε αποτύχει, υπό τον εκτεταμένο ευρωπαϊκό, χρηματοπιστωτικό στραγγαλισμό. Το μόνο στόχο που μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει ένα εναλλακτικό σχέδιο, ήταν εκείνο της ρήξης και της εξόδου από την Ευρωζώνη. Στο κομβικό αυτό σημείο η ηγεσία του κόμματος και της κυβέρνησης δε φάνηκε διατεθειμένη να σηκώσει το βάρος και τις ευθύνες μιας τέτοιας απόφασης. Ας μην υποτιμάμε το φόβο στο άγνωστο μιας τέτοιας απόφασης. Ιδιαίτερα όταν έχει προηγηθεί η αποτυχία ενός σχεδίου που απέδωσε δυσανάλογη σημασία στην οικονομική αλληλεξάρτηση ισχυρών και αδύναμων ευρωπαϊκών οικονομιών. Μιας ευρύτερης λογικής που εν τέλει βασιζόταν στις ενδοσυστημικές και ενδοευρωπαϊκές αντιθέσεις από τη μία των θυμάτων της ευρωπαϊκής περιφέρειας με το προηγμένο κέντρο και από την άλλη της σοσιαλδημοκρατίας με την φιλελεύθερη πτέρυγα. Ωστόσο είναι πλέον εμφανές ότι η εκδοχή αυτή της λογικής, διαψεύστηκε από την πραγματικότητα. Η ελληνική κυβέρνηση συνετρίβη από μια ενωμένη αντίδραση δυνατών και αδύναμων κρατών, από μια χαλαρή συναίνεση της σοσιαλδημοκρατίας και της φιλελεύθερης δεξιάς, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Κάθε απόπειρα απόσπασης τμημάτων αυτής της συναίνεσης απέτυχε, αποδεικνύοντας ότι το ντόμινο προκαλείται πρώτα απ’όλα από τους ισχυρούς ή δυνάμει ισχυρούς παίκτες και σε εξαιρετικές ιστορικές συγκυρίες υπό τους κατάλληλους συσχετισμούς. Ένας δεύτερος μύθος που διαλύεται και συνδέεται άμεσα με τον πρώτο είναι η δυνατότητα υπέρβασης των δεσμών εξάρτησης της πολιτικής σφαίρας από την αντίστοιχη οικονομική, ιδιαίτερα σε περιόδους μεγάλης ύφεσης. Η στάση της Γερμανίας και των ανεπτυγμένων γειτόνων της, όσο και η αντίδραση των φαινομενικά διαφωνούντων ή και θυμάτων της λιτότητας, ευρωπαϊκών κρατών δείχνει καθαρά πλέον πόσο συνυφασμένη είναι η πολιτική με την οικονομική ισχύ, με την δυνατότητα να επικαλύπτονται και με τα όρια της πρώτης ουσιαστικά να μην διακρίνονται από τις επιταγές της δεύτερης. Δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει φυσικά τις ιδιομορφίες του ειδικού πεδίου πάλης στο οποίο διεξάγεται η μάχη, ωστόσο φάνηκε η τραγική αναποτελεσματικότητα της πολιτικοποίησης του ελληνικού ζητήματος από κάθε υποκείμενο που το επιχείρησε. Η υπερεκτίμηση από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ της πολιτικής δυναμικής μιας ευρωπαϊκής πάλης κατά της λιτότητας, αποτέλεσε και έναν από τους λόγους της ήττας του. Κάθε ελληνική απόπειρα και αίτημα πολιτικοποίησης και εκδημοκρατισμού της συζήτησης, ακόμα και όταν ικανοποιήθηκε, κατέληξε στο κενό, αναδεικνύοντας τη βαθιά νεοφιλελευθεροποίηση των ευρωπαϊκών δομών και θεσμών, την αντικατάσταση και μετατροπή των πολιτικών λειτουργιών τους σε καθαρά διαχειριστικές-τεχνοκρατικές, με την αναγκαία εξαίρεση εκείνης της λειτουργίας της απλής καταγραφής συσχετισμών μέσω εκλογών, που επομένως προσδίδει μια τυπική επίφαση δημοκρατίας στην Ένωση και σε κάθε κράτος ξεχωριστά. Από εκεί και πέρα είναι ανεπιθύμητο αν όχι αδιάφορο, το πρόγραμμα εθνικών κυβερνήσεων που έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των ισχυρών εταίρων και κατ’επέκταση της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης στην ολότητά της. Το πρόβλημα είναι βαθύ. Μπορούμε μάλιστα ρεαλιστικά να ριψοκινδυνεύσουμε το σενάριο μιας εκτροπής στην οποία ένας μεγάλος συσχετισμός αντι -νεοφιλελεύθερων δυνάμεων με ευρεία, οριακά πλειοψηφική εκπροσώπηση σε θεσμικά ευρωπαϊκά ,αντιπροσωπευτικά όργανα, παρακάμπτεται από διακρατικές συνεννοήσεις μεταξύ νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων ισχυρών κρατών και των δορυφόρων τους, ακυρώνοντας συλλογικές αποφάσεις. Τέτοιο στίγμα δόθηκε από τη χαρακτηριστική πολιτική εξάρτηση των ανατολικο-ευρωπαικών, βαλκανικών και περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών από τη βορειοκεντρική γερμανική ηγεμονία, ως προς το ελληνικό ζήτημα. Η εξάρτηση αυτή αποτελεί αφενός άμεση συνέπεια της γερμανικής οικονομικής ισχύος και αφετέρου πολιτικό εχέγγυο για την εφαρμογή της λιτότητας, ως αποτελεσματικού μοχλού περαιτέρω

Page 3: Πολιτικά συμπεράσματα

επέκτασης αυτής της ισχύος και της συνεπαγόμενης ενίσχυσης του ηγεμονικού ρόλου της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι αναπόφευκτες τριβές με τους έμμεσα ή άμεσα εμπλεκόμενους, ισχυρούς παίκτες όπως η Γαλλία, η οποία τυχαίνει να παίρνει τη μορφή αντιπαράθεσης της μόνο κατ’όνομα σοσιαλδημοκρατίας με την κλασική φιλελεύθερη δεξιά, επουδενί δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης του μοντέλου της λιτότητας και με κανέναν τρόπο όπως αποδείχθηκε δεν συναινούν στην δημοκρατική αποκατάσταση των ευρωπαϊκών δομών. Οι όποιες ενστάσεις υπάρχουν από τις δυνάμεις αυτές, στην καλύτερη περίπτωση διατυπώνουν ή υπαινίσσονται το αίτημα για μια πιο χαλαρή και ίσως απομονωμένη γεωγραφικά και ποσοτικά δημοσιονομική πολιτική, αποδεχόμενες το δόγμα της λιτότητας στην ολότητά του. Άλλωστε οι όποιες παρεμβάσεις γίνονται φαίνεται ότι στοχεύουν στην αποδυνάμωση του γερμανικού βορειο-κεντρικού άξονα και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των υπόλοιπων, ισχυρών εταίρων, διεκδικώντας μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα για την επίτευξη μιας ιδανικής ισορροπίας δυνάμεων, χωρίς να φαίνεται η παραμικρή προθυμία για την επιστροφή της Ε.Ε. σε στοιχειώδεις δημοκρατικούς θεσμούς. Το όραμα της Ευρώπης των λαών έστω και εν δυνάμει δεν φαίνεται να έχει πλέον δυνατότητες μέσω της Ένωσης, ενώ σίγουρα φαίνεται ότι λειτουργεί ως τώρα, ως ο μέγαλύτερος ανασταλτικός παράγοντας σε κάθε εγχείρημα της αριστεράς έστω και για προοδευτικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας.