Το μοναστηριακό τυπικό της αυτοκράτειρας Ειρήνης...

2
Το μοναστηριακό τυπικό της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας για τη μονή της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης (abstract) Εισαγωγή Το μοναστικό κίνημα γνώρισε κατά καιρούς ποικίλες διακυμάνσεις. Άλλοτε εξάρσεις και άλλοτε υφέσεις, οι οποίες υπαγορεύονταν από τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, χαρακτήριζαν αυτήν την επιλογή της φυγής από τα εγκόσμια και την προσωπική αφιέρωση στην επικοινωνία με το Θεό. Πέραν όμως, της εξόφθαλμης ηθικής πλευράς αυτής της επιλογής, η οποία συνήθως ήταν ενσυνείδητη, υπήρχε και δε θα πρέπει να το παραβλέψουμε, η ανάγκη, η οποία συχνά ωθούσε τους ασθενεστέρους οικονομικά ‒τους μη δυναμένους στην καταβολή της φορολογίας‒ να καταφύγουν στη υιοθέτηση του μοναχικού σχήματος[1]. Βαθμιαία λοιπόν, το μοναστικό κίνημα, του οποίου οι αρχές ανάγονται στον 1ο μ.Χ αιώνα και στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Άνω Αιγύπτου (απ’ όπου και επεκτάθηκε προς τη Δύση), απέκτησε ιδιαίτερη απήχηση˙ άλλοτε είχε την υποστήριξη της αριστοκρατίας και του αυτοκράτορα (κυρίως κατά το διάστημα ανάμεσα στον 10ο‒12ο αιώνα, όπου αρκετοί αυτοκράτορες είναι ιδρυτές μονών) και άλλοτε δέχτηκε τα πυρά των πολεμίων του, ιδιαίτερα δε κατά την πολυτάραχη περίοδο της εικονομαχίας[2]. Μέσα από τη μακραίωνη πορεία του, το κίνημα απέκτησε διαφορετικές μορφές, των οποίων ωστόσο τα όρια είναι αρκετά ρευστά. Η άποψη της εξέλιξης του μοναστικού κινήματος σε τρία αλληλοδιαδεχόμενα στάδια[3] έχει μάλλον καταρριφθεί και η επιλογή μοναστικού βίου βασιζόταν κυρίως στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του καθενός. Όσον αφορά τον κοινοβιακό μοναχισμό, ο οποίος είχε ως βασική προϋπόθεση τη συνύπαρξη των μοναχών και την από κοινού συμβίωση των υποκειμένων, δημιούργησε συνθήκες, οι οποίες οδήγησαν σε συμβάσεις, απαραίτητες για την ομαλή συμβίωση των διαβιούντων μοναχών σε ένα μοναστήρι. Αντίθετα οι μοναχοί, οι οποίοι είτε κατ’ επιλογή είτε από παραίνεση του πνευματικού τους πατέρα αποφάσιζαν να γίνουν αναχωρητές ή ερημίτες[4] , δεν έρχονταν αντιμέτωποι με ζητήματα, τα οποία αφορούσαν την εύρυθμη λειτουργία ενός κοινοβίου, στα πλαίσια του οποίου εύλογο είναι να υπήρχαν δυσκολίες στη συμβίωση. Πέραν των ρυθμίσεων για την καθημερινή συνύπαρξη, τα κοινόβια χρειάζονταν και νομοθετική κάλυψη, εφόσον, αντίθετα από άλλες μορφές μοναχισμού, ένα κοινόβιο διέθετε περιουσία κινητή και ακίνητη, η οποία συχνά αυξανόταν υπέρμετρα από τις δωρεές των πιστών. Αυτά τα πρακτικά και νομοθετικά ζητήματα, τα οποία προέκυπταν εντός του κοινοβίου, εκαλείτο να ρυθμίσει το κτητορικό τυπικό της μονής, το οποίο διαφέρει από το λειτουργικό τυπικό βάσει του οποίου ρυθμίζονταν θέματα, τα οποία αφορούσαν τις λειτουργίες και τις ιερές ακολουθίες της μονής. Πρόκειται δηλαδή για ιδιαίτερη περίπτωση ιδιωτικών πιστοποιητικών εγγράφων˙ αποτελούν το καταστατικό της λειτουργίας ενός μοναστηριού, το οποίο συντασσόταν είτε από τον ιδρυτή της μονής είτε από ενδεχόμενο ανακαινιστή της˙ το πρόσωπο αυτό ήταν δυνατό να προέρχεται από την αυτοκρατορική οικογένεια ή γενικότερα από τα ανώτερα διοικητικά στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας, οπότε τα συντασσόμενα από αυτούς τυπικά χαρακτηρίζονται ως αριστοκρατικά. Πιθανή ήταν και η ταπεινή καταγωγή του ιδρυτού‒ανακαινιστού, οπότε και τα τυπικά χαρακτηρίζονται ως μη αριστοκρατικά[5] . Είναι πολύ πιθανό για μία μονή να μη διέθετε περιουσία από τον πρώτο καιρό της ίδρυσής της, όμως σε κάποια δεδομένη στιγμή, όπου θα αποκτούσε, ήταν απαραίτητη η σύνταξη

description

byzantine document

Transcript of Το μοναστηριακό τυπικό της αυτοκράτειρας Ειρήνης...

Page 1: Το μοναστηριακό τυπικό της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας για τη μονή της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης

Το μοναστηριακό τυπικό της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας για τη μονή της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης (abstract) Εισαγωγή Το μοναστικό κίνημα γνώρισε κατά καιρούς ποικίλες διακυμάνσεις. Άλλοτε εξάρσεις και άλλοτε υφέσεις, οι οποίες υπαγορεύονταν από τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, χαρακτήριζαν αυτήν την επιλογή της φυγής από τα εγκόσμια και την προσωπική αφιέρωση στην επικοινωνία με το Θεό. Πέραν όμως, της εξόφθαλμης ηθικής πλευράς αυτής της επιλογής, η οποία συνήθως ήταν ενσυνείδητη, υπήρχε και δε θα πρέπει να το παραβλέψουμε, η ανάγκη, η οποία συχνά ωθούσε τους ασθενεστέρους οικονομικά ‒τους μη δυναμένους στην καταβολή της φορολογίας‒ να καταφύγουν στη υιοθέτηση του μοναχικού σχήματος[1]. Βαθμιαία λοιπόν, το μοναστικό κίνημα, του οποίου οι αρχές ανάγονται στον 1ο μ.Χ αιώνα και στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Άνω Αιγύπτου (απ’ όπου και επεκτάθηκε προς τη Δύση), απέκτησε ιδιαίτερη απήχηση˙ άλλοτε είχε την υποστήριξη της αριστοκρατίας και του αυτοκράτορα (κυρίως κατά το διάστημα ανάμεσα στον 10ο‒12ο αιώνα, όπου αρκετοί αυτοκράτορες είναι ιδρυτές μονών) και άλλοτε δέχτηκε τα πυρά των πολεμίων του, ιδιαίτερα δε κατά την πολυτάραχη περίοδο της εικονομαχίας[2]. Μέσα από τη μακραίωνη πορεία του, το κίνημα απέκτησε διαφορετικές μορφές, των οποίων ωστόσο τα όρια είναι αρκετά ρευστά. Η άποψη της εξέλιξης του μοναστικού κινήματος σε τρία αλληλοδιαδεχόμενα στάδια[3] έχει μάλλον καταρριφθεί και η επιλογή μοναστικού βίου βασιζόταν κυρίως στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του καθενός. Όσον αφορά τον κοινοβιακό μοναχισμό, ο οποίος είχε ως βασική προϋπόθεση τη συνύπαρξη των μοναχών και την από κοινού συμβίωση των υποκειμένων, δημιούργησε συνθήκες, οι οποίες οδήγησαν σε συμβάσεις, απαραίτητες για την ομαλή συμβίωση των διαβιούντων μοναχών σε ένα μοναστήρι. Αντίθετα οι μοναχοί, οι οποίοι είτε κατ’ επιλογή είτε από παραίνεση του πνευματικού τους πατέρα αποφάσιζαν να γίνουν αναχωρητές ή ερημίτες[4] , δεν έρχονταν αντιμέτωποι με ζητήματα, τα οποία αφορούσαν την εύρυθμη λειτουργία ενός κοινοβίου, στα πλαίσια του οποίου εύλογο είναι να υπήρχαν δυσκολίες στη συμβίωση. Πέραν των ρυθμίσεων για την καθημερινή συνύπαρξη, τα κοινόβια χρειάζονταν και νομοθετική κάλυψη, εφόσον, αντίθετα από άλλες μορφές μοναχισμού, ένα κοινόβιο διέθετε περιουσία κινητή και ακίνητη, η οποία συχνά αυξανόταν υπέρμετρα από τις δωρεές των πιστών. Αυτά τα πρακτικά και νομοθετικά ζητήματα, τα οποία προέκυπταν εντός του κοινοβίου, εκαλείτο να ρυθμίσει το κτητορικό τυπικό της μονής, το οποίο διαφέρει από το λειτουργικό τυπικό βάσει του οποίου ρυθμίζονταν θέματα, τα οποία αφορούσαν τις λειτουργίες και τις ιερές ακολουθίες της μονής. Πρόκειται δηλαδή για ιδιαίτερη περίπτωση ιδιωτικών πιστοποιητικών εγγράφων˙ αποτελούν το καταστατικό της λειτουργίας ενός μοναστηριού, το οποίο συντασσόταν είτε από τον ιδρυτή της μονής είτε από ενδεχόμενο ανακαινιστή της˙ το πρόσωπο αυτό ήταν δυνατό να προέρχεται από την αυτοκρατορική οικογένεια ή γενικότερα από τα ανώτερα διοικητικά στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας, οπότε τα συντασσόμενα από αυτούς τυπικά χαρακτηρίζονται ως αριστοκρατικά. Πιθανή ήταν και η ταπεινή καταγωγή του ιδρυτού‒ανακαινιστού, οπότε και τα τυπικά χαρακτηρίζονται ως μη αριστοκρατικά[5] . Είναι πολύ πιθανό για μία μονή να μη διέθετε περιουσία από τον πρώτο καιρό της ίδρυσής της, όμως σε κάποια δεδομένη στιγμή, όπου θα αποκτούσε, ήταν απαραίτητη η σύνταξη

Page 2: Το μοναστηριακό τυπικό της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας για τη μονή της Θεοτόκου Κεχαριτωμένης

ενός τυπικού, το οποίο θα διευθετούσε όσα ζητήματα σχετίζονταν με την καθημερινή επαφή των μοναχών (συμπεριφορά, πνευματική ζωή, δηλαδή λειτουργίες και έθιμα), την ιεραρχία εντός του μοναστηριού, τις επαφές των μοναχών με τους κοσμικούς, τη διαχείριση των οικονομικών της μονής όπως επίσης και ζητήματα εκλογής και επιλογής των μοναχών στα διακονήματα. Ενδεικτικά και επιγραμματικά ανέφερα τις παραπάνω ρυθμίσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να επεκταθούν κατά πολύ, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες οποιασδήποτε μονής. Τα κτητορικά τυπικά δε διαθέτουν μία συγκεκριμένη μορφολογία ως προς τη δομή και τις διατάξεις[6] , μολονότι συχνά παρουσιάζουν ομοιότητες μεταξύ τους. Αυτές οι ομοιότητες οφείλονται κυρίως στην άντληση στοιχείων από κάποιο πρότυπο, το οποίο κατά το μάλλον ή ήττον επέδρασε στη σύνθεση άλλων μεταγενεστέρων τυπικών. Ανάλογη γνωστή περίπτωση είναι το τυπικό της μονής Θεοτόκου Ευεργέτιδος (πρώτη γραφή 1054/70 και δεύτερη εμπλουτισμένη 1098/1118), το οποίο είτε άμεσα είτε έμμεσα επέδρασε σε άλλα μεταγενέστερα τυπικά. Στοιχεία από το προαναφερθέν τυπικό εντοπίζονται στα τυπικά της μονής Θεοτόκου Κεχαριτωμένης, του Αγ. Ιωάννου Προδρόμου του Φοβερού, του Χριστού Παντοκράτορος, της Θεοτόκου Κοσμοσωτείρας , της Θεοτόκου Ηλίου Βωμών και στο τυπικό της μονής Αγ. Μάμαντος στην Κωνσταντινούπολη[7] . Οι επιδράσεις που εντοπίζονται είναι σε επίπεδο κειμένου αλλά και σε επίπεδο δομής, αν και θα πρέπει να επισημανθεί πως συχνά το ύφος με το οποίο αποδίδεται ένα τυπικό είναι ανάλογο της μόρφωσης και του γλωσσικού επιπέδου του συντάκτου[8] Ως πηγή, τα κτητορικά τυπικά συγκαταλέγονται στις άμεσες πηγές, στην κατηγορία των εγγράφων και όταν προέρχονται από την κατηγορία των αριστοκρατικών τυπικών, αποτελούν και επίσημη πηγή, η οποία παρέχει αξιόπιστες πληροφορίες[9], συμβάλλοντας στη γνώση της υπό εξέτασης περιόδου και στην προσωπογραφία. Όσον αφορά τις εκδόσεις των μοναστηριακών τυπικών[10], υπάρχουν αρκετές πολύ παλαιές. Τέτοιες είναι η σειρά Anecdota Graeca (Montfaucon, 1688) και η σειρά “Acta et Diplomata graeca medii aevi sacra et profana”, έργο των F. Miklosich‒J. Müller. Ο P. Meyer, έχει εκδόσει στο περιοδικό Byzantinische Zeitscrift (BZ 4, 1895) το τυπικό του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου για τη μονή του Αγ. Δημητρίου, το οποίο εκδόθηκε ξανά από τον Gregoire στο Byzantion (1959). Το τυπικό της Κοσμοσωτείρας έχει εκδοθεί από τον L. Petit (Izvestija 13, 1908). Το τυπικό της μονής Αγ. Μάμαντος έχει εκδώσει στα Ελληνικά 1, ο Σ. Ευστρατιάδης. Με την έκδοση των κυπριακών τυπικών ασχολήθηκε ο Ι. Τσικνόπουλος. Σύγχρονο, πολύ σημαντικό έργο είναι το “Αrchives de l’ Athos” με τη σειρά “Αctes”, η οποία περιέχει τα έγγραφα των μονών του Άθως. Πολλά ωστόσο τυπικά, τα οποία βρίσκουμε σε παλαιές εκδόσεις, εχουν εκδοθεί και από νεώτερους ερευνητές. Σπουδαία είναι η συμβολή του P.Gautier, ο οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έκδοση τυπικών. Στο περιοδικό Revue des Études Byzantines, o Gautier έχει εκδώσει το τυπικό της μονής του Χριστού Παντοκράτορος (REB 32, 1974), του Πακουριανού (REB 42,1984) και το τυπικό της μονής της Κεχαριτωμένης (REB 43, 1985). Επίσης, στη Revue 39, το έτος 1981, εξέδωσε τη διάταξη του Μιχαήλ Ατταλειάτου. Γιάννης Κηπουρός