βασιλης μιχαηλιδης

4
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ! Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) είναι Έλληνας ποιητής της Κύπρου . Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της Κυπριακής λογοτεχνίας . Πίνακας περιεχομένων [Απόκρυψη ] 1 Βιογραφικό o 1.1 Παιδικά Χρόνια o 1.2 Εφηβικά Χρόνια o 1.3 Ενήλικη Ζωή o 1.4 Τελευταία Χρόνια 2 Έργα o 2.1 Γνωστά παραθέματα 3 Παραπομπές 4 Πηγές Βιογραφικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα ] Παιδικά Χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα ] Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο το 1849 (ή 1853). Γονείς του ήταν ο Χατζής Μιχαήλ Χαραλάμπους και η Αννέττα Κονόμου. Το επίθετο "Μιχαηλίδης" υιοθετήθηκε αργότερα από τον ποιητή. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα από το θείο του Χρύσανθο Παπακονόμου , ποιητή και ζωγράφο, στο Δάλι [1] . Σε νεαρή ηλικία (δέκα ή δώδεκα χρονών) ο Μιχαηλίδης έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει μαθήματα αγιογραφίας . Εκεί ο νεαρός Μιχαηλίδης έζησε υπό την προστασία του θείου του, Γιάννη Οικονομίδη, αργότερα μητροπολίτη Κιτίου [2] .

Transcript of βασιλης μιχαηλιδης

Page 1: βασιλης   μιχαηλιδης

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ!Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) είναι Έλληνας ποιητής της Κύπρου. Θεωρείται ένας από τους

κυριότερους εκπροσώπους της Κυπριακής λογοτεχνίας.

Πίνακας περιεχομένων

  [Απόκρυψη] 

1 Βιογραφικό

o 1.1 Παιδικά Χρόνια

o 1.2 Εφηβικά Χρόνια

o 1.3 Ενήλικη Ζωή

o 1.4 Τελευταία Χρόνια

2 Έργα

o 2.1 Γνωστά παραθέματα

3 Παραπομπές

4 Πηγές

Βιογραφικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παιδικά Χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο το 1849 (ή 1853). Γονείς του ήταν ο Χατζής Μιχαήλ

Χαραλάμπους και η Αννέττα Κονόμου. Το επίθετο "Μιχαηλίδης" υιοθετήθηκε αργότερα από τον

ποιητή.

Έμαθε τα πρώτα του γράμματα από το θείο του Χρύσανθο Παπακονόμου, ποιητή και ζωγράφο,

στο Δάλι [1]. Σε νεαρή ηλικία (δέκα ή δώδεκα χρονών) ο Μιχαηλίδης έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη

ζωγραφική και ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει

μαθήματα αγιογραφίας. Εκεί ο νεαρός Μιχαηλίδης έζησε υπό την προστασία του θείου του, Γιάννη

Οικονομίδη, αργότερα μητροπολίτη Κιτίου [2].

Εφηβικά Χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την παραμονή του στην Αρχιεπισκοπή της Λευκωσίας ο Μιχαηλίδης απέτυχε στην απόκτηση

ανώτερης σχολικής μόρφωσης. Παράλληλα, η αγιογραφία που διδάχθηκε ο Μιχαηλίδης δεν τον

οδήγησαν σε σημείο που θα μπορούσε να ασχοληθεί βιοποριστικά με την τέχνη. Ωστόσο, στην

Page 2: βασιλης   μιχαηλιδης

Αρχιεπισκοπή ο Μιχαηλίδης ενδέχεται να γνωρίστηκε με τον Γεώργιο Βιζυηνό, που βρισκόταν στην

Κύπρο για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ελληνική Σχολή.

Με τη χειροτόνησή του ως Μητροπολίτη Κιτίου το 1868 ο θείος έφυγε για τη Λάρνακα παίρνοντας μαζί

του τον έφηβο Μιχαηλίδη. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Λάρνακας και οι επιρροές από τους

λόγιους της περιοχής έστρεψαν το ενδιαφέρον του Μιχαηλίδη προς την ποίηση. Με παρότρυνση του

ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θεόδουλου Κωνσταντινίδη ο Μιχαηλίδης δημοσίευσε τα πρώτα του

έμμετρα κείμενα στον Πυθαγόρα της Σμύρνης το 1873.

Ενήλικη Ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1875, πήγε στη Νεάπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του. Η ελλιπής του μόρφωση, το ανεπαρκές

ταλέντο του στη ζωγραφική και οι περιορισμένες οικονομικές του δυνατότητες καθόρισαν την εξέλιξη

της προσπάθειας του Μιχαηλίδη. Μετά από δύο χρόνια συμμετείχε στην απελευθέρωση της

Θεσσαλίας από τους Τούρκους. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1878, με τη λήξη της Τουρκοκρατίας και

την αρχή της Αγγλοκρατίας.

Το βάρος των αποτυχημένων του σπουδών κράτησαν τον Μιχαηλίδη μακρυά από τους φιλικούς του

κύκλους στη Λευκωσία και στη Λάρνακα. Εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό όπου, άνεργος και άστεγος,

υποχρεώθηκε να αναζητήσει στέγη στη Μητρόπολη της Λεμεσού. Την ίδια χρονιά και μέχρι το 1884

εργάστηκε ως υπάλληλος στη φαρμακευτική του Δήμοτικού Νοσοκομείου Λεμεσού[3]. Παράλληλα

άρχισε να ασχολείται συστηματικότερα με την ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Η Ασθενής

Λύρα, εκδόθηκε το 1882, ενώ συνάμα ο Μιχαηλίδης δημοσίευε διάφορα πατριωτικά και σατιρικά

ποιήματα στην εφημερίδα Αλήθεια.

Το 1884 ο Μιχαηλίδης έγινε επιστάτης του νοσοκομείου στο Δήμο Λεμεσού. Συνάμα άρχισε να

δημοσιεύει ποιήματα στην εφημερίδα Σάλπιγξ. Το 1888 δημιούργησε ένα έμμετρο παράρτημα

της Σάλπιγγας, τον Διάβολο. Ωστόσο η προχειρότητα και ο επικαιρισμός του εγχειρήματος εμπόδισαν

την επιβίωσή του.

Τελευταία Χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατάσταση της υγείας του Μιχαηλίδη επιδεινώθηκε κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής

του. Το 1904 και το 1906 υποχρεώθηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για λόγους υγείας. Παράλληλα, ο

αλκοολισμός του και οι προστριβές με συνεργάτες του στο νοσοκομείο οδήγησαν στη μείωση του

μισθού του.

Το 1910, λόγω προβλημάτων με το αλκοόλ, έχασε τη δουλειά του ως νοσοκόμος. Παρ' ολ' αυτά του

δόθηκε στέγη στο Δημαρχείο της Λεμεσού και διορίστηκε στο Υγειονομείο. Παρόλη τη σωματική και

ψυχική του εξαθλίωση, ο Μιχαηλίδης δεν σταμάτησε να γράφει. Το 1911 εξέδωσε τη

Page 3: βασιλης   μιχαηλιδης

συλλογή Ποιήματα, ενώ το 1915 ο αλκοολισμός του ποιητή ήταν πια σε προχωρημένη κατάσταση και

ο Μιχαηλίδης εγκαταστάθηκε στο Πτωχοκομείο της Λεμεσού.

Με την πνευματική του διαύγεια ανέπαφη, ο Μιχαηλίδης έγραφε μέχρι την τελευταία του στιγμή.

Προσπάθησε μάλιστα να συνθέσει ένα εκτενές ποίημα σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ωστόσο τελικά το ποίημα έμεινε ατελές· ο Μιχαηλίδης πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου του 1917.

Έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έγραψε τα έργα του στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά και στη δημοτική και την

καθαρεύουσα[4]. Τα πιο γνωστά του έργα είναι τα «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», «Η

Χιώτισσα» και «Η Ανεράδα». Η συλλογή του «Ποιήματα» κυκλοφόρησε το 1911, ενώ τελευταίο του

έργο θεωρείται το «Όρομαν του Ρωμιού».

Γνωστά παραθέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, ο Βασίλης Μιχαηλίδης έγραψε 29 γνωστά παραθέματα, τα

σημαντικότερα από τα οποία είναι (από το «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου»):

Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκSαιρη του κόσμου,

κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την-ι ’ξηλείψει,

κανένας, γιατί σSκSέπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.

Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει![5]

Σφάξε μας ούλους ι ας γενεί το γαίμα αυλά ιακ̌� κ̌� κάμε

τον κόσμον μακSελλειόν κSαι τους Ρωμιούς τραούλλια

αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκSιν

τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσSια παραπούλια.

Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,

μα πάντα κSείνον τρώεται κSαι κSείνον καταλυέται.[6]