στρατης μυριβηλης βασιλης ο αρβανιτης - κεφαλαιο 15

25
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ

Transcript of στρατης μυριβηλης βασιλης ο αρβανιτης - κεφαλαιο 15

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ Η νουβέλα παρουσιάζει μία ιστορία που λαμβάνει μέρος στις αρχές του 20ου

αιώνα σε ένα μικρό ορεινό χωριό στην τουρκοκρατούμενη Λέσβο. Το κεφάλαιο αναφέρεται στα γεγονότα που ακολούθησαν μετά τον θάνατο του Βασίλη, στο μοιρολόι των Λαμπρινών και στην διαδικασία της ταφής του. Όσον αφορά τις αφηγηματικές τεχνικές, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κυρίως την τριτοπρόσωπη, ετεροδιηγητική αφήγηση και ο αφηγητής–συγγραφέας είναι παντογνώστης. Παράλληλα, όμως, κυρίως στα διαλογικά μέρη του κεφαλαίου, ο συγγραφέας αφήνει την αίσθηση ότι είναι παρών στα γεγονότα και η αφήγηση αποκτά ομοδιηγητικό χαρακτήρα. Τα γεγονότα παρουσιάζονται με γραμμική αλληλουχία, το ένα μετά το άλλο σε παροντικό χρόνο.

Το ύφος του κεφαλαίου είναι έντονο, σοβαρό και τραγικό, καθώς αναφέρεται στον άδικο θάνατο ενός νέου παλικαριού – εκπροσώπου του αγέρωχης ελληνικής λεβεντιάς και συνείδησης - συγκινητικό, καθώς σκιαγραφείται με λεπτομέρειες ο θρήνος των στενών του ανθρώπων, καθώς και ο αξιοπρεπής και περήφανος τρόπος με τον οποιο αποχαιρετά ο πατέρας του τον Βασίλη, παρά τον αμέριστο πόνο του. Παράλληλα ο τόνος είναι υμνητικός, καθώς, από τις τιμές που αποδίδονται στον Βασίλη προβάλλονται και τιμώνται για μία ακόμη φορά η πεισματική κι ελεύθερη ψυχή του και το αγέρωχο πνεύμα του, που είχε όσο ζούσε. Η γλώσσα είναι δημοτική, απλή και φυσική, με επιτηδευμένη επιλογή των λέξεων και ιδιωματισμούς της τοπικής διαλέκτου του νησιού της Λέσβου.

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΤο κεφάλαιο ξεκινά με την παρουσίαση του αμετάκλητου του θανάτου, καθώς ο

Βασίλης πια κείτεται νεκρός. Η παρουσία των τουρκικών αστυνομικών αρχών, που είχαν ήδη κληθεί για να τον συλλάβουν, δείχνει από την μιά μεριά, για μία ακόμη φορά, την τρανή και φοβερη φήμη, που είχε αποκτήσει ο Βασίλης, αλλά παράλληλα παρουσιάζει και την μισητή και χαιρέκακη συμπεριφορά των κατοίκων του χωριού, που ίσως ζήλευαν την παλικαριά του ή ήθελαν να συλληφθεί ο Βασίλης για την ανίερη συμπεριφορά του απέναντι στο έθιμο του Επιταφίου. Πολιτιστικό στοιχείο και ηθογραφική λεπτομέρεια αποτελεί το γεγονός ότι το σώμα του νεκρού ήταν περιποιημένο και στολισμένο για το τελευταίο του ταξίδι («Σαν πλάκωσαν...κοπέλες του»).

Στη συνέχεια, η ίδια η φύση συμμετέχει στον θρήνο για το χαμό του περήφανου αυτού παλικαριού. Ο ήλιος αποτελεί την ζωογόνο δύναμη που κινεί τα πάντα και συμβολίζει την αέναη κίνηση της ζωής και της φύσης / παρ’ όλα αυτά οι ακτίνες του είναι αυτές που περιβάλλουν και τιμούν το άψυχο σώμα του Βασίλη, σαν να τον αποχαιρετά και να τον συνοδεύει προς το τελευταίο του ταξίδι η ίδια η φύση, που τον γέννησε, και μάλιστα στο απόγειό της, καθώς είναι άνοιξη. Ηθογραφική λεπτομέρεια αποτελεί το γεγονός πως ο νεκρός είχε στολιστεί τριγύρω με λουλούδια, ήταν ντυμένος με την επίσημη και πλουμιστή φορεσιά του, είχε μαζί του τα άρματά του, σύμβολο της ανδρείας, του θάρρους και της αγωνιστικότητάς του, όσο ήταν ζωντανός, τα οποία θα τον συνόδευαν και στην ‘άλλη ζωή’ και το κεφάλι του στερεωνόταν σε ένα κεντημένο μαξιλαράκι – προσκεφάλι («μέσα στα... στη μέση»).

Οι δύο κοπέλες, που ήταν υπεύθυνες και για τον στολισμό του νεκρού, συμμετέχουν σε μία σκηνή έντονου πόνου, μαρασμού και θρήνου, στην οποία κυριαρχεί ένα διαχρονικό και χαρακτηριστικό έθιμο της ελληνικής κοινωνίας και κουλτούρας, αυτό των θρηνητικών ασμάτων, τραγουδισμένων με κλάματα, λυγμούς και οιμωγή, με τα οποία οι συγγενείς αποχαιρετούν τους νεκρούς τους (μοιρολόγια) οι δύο κοπέλες, μαυροφορεμένες και μαντηλοδεμένες, όπως αρμόζει στην περίσταση, τραγουδούν, για να συντροφεύσουν τον Βασίλη στο τελευταίο του ταξίδι, αλλά παράλληλα για να δείξουν και την μεγάλη τους αγάπη και τον πόνο τους για τον χαμό του μέσα στον παραλογισμό τους, όμως, που έχει προκληθεί από την μεγάλη τους θλίψη και τον ανείπωτο θρήνο τους, του τραγουδούν τραγούδια του γάμου και της αγάπης, που, όταν ήταν ζωντανός, του τα τραγουδούσαν οι κοπέλες του χωριού / επειδή το συναίσθημα της απώλειας και του πόνου ήταν τόσο μεγάλο, οι Λαμπρινές, μη μπορώντας να διαχειριστούν την τρομερή αυτή απώλεια, αλλά και πιστεύοντας πως έπρεπε να τονιστούν και να υμνηθούν η ομορφιά, η ανδρεία, η γενναιότητα και η ελεύθερη ψυχή του Βασίλη, που δεν υποτασσόταν ούτε στους θεϊκούς ούτε στους ανθρώπινους νόμους και είχε τον δικό της κώδικα ηθικής, του τραγουδούσαν τα χαρμόσυνα, υπό άλλες συνθήκες, άσματα («από τη μιά του...του χωριού») / και ανάμεσα σε αυτά τα τραγούδια, θρηνούσαν με μοιρολόγια, όπως τα έχει αποτυπώσει η ελληνική παράδοση μέσα στον χρόνο, μοιρολόγια, με τα οποία αποχαιρετούσαν τον αγαπητικό, τον άντρα, τον γιό ή τον πατέρα, γεγονός που υποδηλώνει και την πολύπλευρη σχέση του Βασίλη με αυτές τις δύο κοπέλες, καθώς δεν ήταν μόνο ο εραστής τους, αλλά και ο άντρας που τις αγαπούσε, τις προστάτευε και τις φρόντιζε (« σαν αγαπητικές... ορφάνεψαν»).

Τραγική αναφορά αποτελεί ότι ο θάνατος του Βασίλη συνέπεσε με την χαρμόσυνη γιορτή της χριστιανοσύνης, αυτήν της Ανάστασης του Χριστού, που συμβολίζει την υποδούλωση του θανάτου και τη λύτρωση των ψυχών. Οι κάτοικοι του χωριού είτε από αναγνώριση της αξίας και της ανδρείας του Βασίλη, είτε από ένδειξη σεβασμού προς την ψυχή του, είτε από απλή έμφυτη περιέργεια, πηγαίνουν να δουν το άψυχο σώμα του και να αποτίσουν φόρο τιμής (χαρακτηριστική λεπτομέρεια το λουλούδι στο αυτί του νεκρού, μία συνήθεια που είχε εν ζωή, η οποία συμβόλιζε την αγέρωχη λεβεντιά και την θαρραλέα ορμητικότητά του, την ομορφιά των νιάτων του και το ασίγαστο και ενστικτώδες πάθος του για τις υλικές απολαύσεις («ανήμερα... μαντιτούτες του») (η χρηση της λέξης ‘μαντιτούτες’ υποδηλώνει πως παρά την περίσταση οι χωριανοί, βασισμένοι στα αυστηρά ήθη και τις θρησκευτικές επιταγές της εποχής, ακόμα και τώρα, μπροστά στο άψυχο σώμα του, αποδοκίμαζαν την ανίερη σχέση του Βασίλη με τις δύο αδερφές και χαρακτήριζαν σκωπτικά και με απρέπεια τις δύο κοπέλες).

Ο μεγάλος πόνος και η οιμωγή των δύο γυναικών συμβολίζεται με τις σπαρακτικές και δυνατές κραυγές που βγάζουν και οι οποίες έχουν τέτοια ένταση ώστε να «σπαράζουν την ήσυχη μέρα σαν μαχαίρι» (καταπληκτική η γλωσσοπλαστική ικανότητα του συγγραφέα και ο ταιριαστός και ποιητικός συνδυασμός των λέξεών του και νοημάτων του) η άγρια αυτή κραυγή του μοιρολογιού ενώνεται με τα αρχέγονα ένστικτα και πάθη της ανθρώπινης φυλής, με τον αβάσταχτο πόνο και υποδηλώνει τον διαχρονικό θρήνο για την αδιανόητη απώλεια και τον χαμό αγαπημένων προσώπων.

Tο μοιρολόϊ που ακολουθεί αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της έκφρασης του απόλυτου πόνου και θρήνου, όπως αποτυπώνεται στην τοπική παράδοση και κουλτούρα. Το θρηνητικό αυτό τραγούδι αποτελείται από 5 δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα με ζευγαρωτή ομοικαταληξία και αποτελεί γνώρισμα της ελληνικής προφορικής παράδοσης / εξάλλου, όπως έχουμε προαναφέρει, η μουσική και το τραγουδι είναι συνυφασμένα στην ελληνική κουλτούρα με την έκφραση όλων των βαθιών συναισθημάτων χαράς ή λύπης και πηγάζουν μέσα από τα βάθη της ψυχής. Στο συγκεκριμένο μοιρολόι εμφανίζονται τυπικά μοτίβα, που γενικώς συναντάμε στα δημοτικά τραγούδια και τις διηγήσεις της προφορικής παράδοσης:

Τα φυσικά φαινόμενα (φουρτούνα, σεισμός) συμμετέχουν στον βαθύτατο πόνο και θρήνο και μεγεθύνουν το μέγεθος της απώλειας

Τα φυσικά στοιχεία (ήλιος, αστέρια) συμβολίζουν την πηγαία ομορφιά, την αγέρωχη γενναιότητα και λεβεντιά, την δύναμη των νιάτων του νεκρού παλικαριού, αρετές που χάθηκαν ανεπιστρεπτί («άχου...ραϊσμένα!»)

Η εικόνα του ανδρείου και περήφανου παλικαριού, που ιππεύει το άλογο και απομακρύνεται με αυτόν τον τρόπο από τα επίγεια, συμβολίζει την παθιασμένη, ελεύθερη και αδάμαστη ψυχή του Βασίλη, όπου δεν υποτάχτηκε ποτέ του ούτε στους ανθρώπινους ούτε στους άγραφους νόμους, αλλά ακολουθούσε ό,τι του πρόσταζε η δική του συνείδηση και η δική του αίσθηση της δικαιοσύνης (η επιλογή του αλόγου ως περήφανου και ανεξάρτητου ζώου – άτι – συνάδει με τον αγέρωχο και πεισματικό ψυχισμό του Βασίλη όσο ζούσε) («να φύγεις...σκαλοπάτι»)

Ο παραλληλισμός του νέου και όμορφου παλικαριού, που χάθηκε ξαφνικά, με τον σταυραϊτό, που λαβώνεται, είναι κοινό μοτίβο στα μοιρολόγια και παράλληλα περιγράφει την αδάμαστη περηφάνια, το θάρρος, την παρρησία και την ορμητικότητα που είχε ο νεκρός, όσο ζούσε

Παράλληλα η ευδαιμονία της φυσικής ομορφιάς και η δροσιά των νιάτων, που έπαψαν ξαφνικά να υπάρχουν, αντιπαραβάλλονται με το μαραμένο περιβόλι, που συμβολίζει την ομορφιά της φύσης, η οποία χάνεται, από την μαύρη και φαρμακερή οχιά, που συμβολίζει το αμετάκλητο, το απόλυτο και το βάναυσο χαρακτήρα του θανάτου («ψηλά...περιβόλι»)

Στη συνέχεια παρουσιάζεται το χαρακτηριστικό μοτίβο της πάλης με τον Χάρο, που μας θυμίζει το γνωστό δημοτικό τραγούδι που περιγράφει τον αγώνα του Διγενή Ακρίτα κατά του χάρου (.../ η πάλη αυτή συμβολίζει την ένδειξη της ανδρείας και της γενναιότητας, του ηρωισμού και της παρρησίας του νεκρού, ο οποίος, αν και η μάχη είναι μάταια απέναντι στην βαρβαρότητα και την απολυτότητα του θανάτου, δεν θέλει να παραδώσει την ψυχή του αμαχητί και συνεχίζει να πολεμά επιδεικνύοντας την άκρατη αγωνιστικότητά του και το αδιαμφισβήτητο θάρρος του («ζώσου...άρματά του!»)

Στο τέλος του μοιρολογιού, η φύση πάλι συμμετέχει στον αβάσταχτο πόνο των δύο γυναικών, καθώς αυτό το μούδιασμα της αδυσώπητης απώλειας συμβολίζεται με την καταχνιά – ομίχλη που μεταφορικά σκεπάζει, μουδιάζει και θολώνει την ψυχή («ωϊμέ....μέσα!»)

Είναι γεγονός πως η σύνεση και η φρόνηση του ανθρώπινου νου παγώνει και σταματά μπροστά στην αβάσταχτη απώλεια / πολλές φορές σε παρόμοιες περιστάσεις το ανθρώπινο μυαλό παραλογίζεται, μην αντέχοντας τον πόνο με αυτόν τον τρόπο και οι άναρθρες κραυγές λύπης της Χαδούλας μεταστρέφονται και μεταμορφώνονται σε απαλές, γλυκές και χαϊδευτικές παραινέσεις και μετουσιώνονται σε ένα τρυφερό νανούρισμα του «κοιμισμένου Βασίλη», που κρύβει μέσα του βαθιά άδολη αγάπη, φροντίδα και νιάξιμο, όπως αυτή της μητέρας, που αποκοιμίζει το μικρό παιδί της («κ’ ύστερα...παιδί»).

Μοιρολόγια:

Έμμετρα στιχουργήματα με θλιβερή υπόθεση. Τραγούδια θρηνητικά, που τα απαγγέλλουν οι άνθρωποι κατά το θάνατο αγαπημένων τους προσώπων. Τα μοιρολόγια και γενικά τα τραγούδια του Χάρου έχουν παλιά παράδοση και διασώζουν Ομηρικά έθιμα γύρω από το συγκλονιστικό γεγονός του θανάτου. Ο θάνατος για τους αρχαίους Έλληνες, όσο και αν η διδασκαλία τους δέχεται την αθανασία της ψυχής και το χωρισμό της από το σώμα, δεν έπαυε να είναι γεγονός που έφερνε θλίψη και πόνο στους ανθρώπους.Τα πρώτα μοιρολόγια τα βρίσκουμε στον Όμηρο, όπου αναφέρονται νεκρώσιμα τραγούδια της Ανδρομάχης, της Εκάβης, της Ελένης, του Αχιλλέα κτλ., με περιεχόμενο όμοιο σχεδόν με τα σημερινά ελληνικά μοιρολόγια. Για τον ήρωά τους, τον Έκτορα, οι Τρώες αρχίζουν ομαδικό και ατομικό θρήνο. Ανάλογα μοιρολόγια έψελναν και στους κλασικούς χρόνους γυναίκες «Θρηνωδοί» (μοιρολογίστρες, όπως τις λένε σήμερα), οι οποίες θρηνούσαν τραγουδιστά κατά την εκφορά των νεκρών. Διάσημοι ποιητές, σαν τον Πίνδαρο και το Σιμωνίδη, έγραψαν επικήδεια τραγούδια για τους νεκρούς πλούσιων οικογενειών. Το έθιμο αυτό συνεχίστηκε και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, περνά μέσα από τη Βυζαντινή εποχή, ακμάζει στη μεταβυζαντινή και φτάνει στη νεώτερη εποχή με την πλούσια σε λυρικότητα ποικιλία.

Τα σύγχρονα μοιρολόγια, μορφή λαϊκής ποίησης που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, αποτελούνται συνήθως από δεκαπεντασύλλαβους στίχους και διακρίνονται σε μοιρολόγια επαινετικά του νεκρού και σε μοιρολόγια του Χάρου.

Τα μοιρολόγια αλλιώς ονομάζονται δημοτικά τραγουδια του θρήνου και είχαν ιδιαίτερη άνθηση στην περιοχή της Μάνης, όπου επαγγελματίες μοιρολογίστρες καλούνταν από τους συγγενείς του νεκρού για να συνοδέψουν τη ψυχή του στον άλλο κόσμο με τα θρηνητικά τους τραγούδια. Θρήνος σημαίνει «έκφραση έντονου ψυχικού πόνου με

κλάματα, λυγμούς και μοιρολόγια». Στις μορφές θρήνου συναντάμε τον θρήνο της κόρης για την μάνα που έχασε, τον ερωτικό θρήνο και τον θρήνο της μάνας για το παιδί της που πέθανε. Άλλες μορφές θρήνου που συναντούμε στο δημοτικό τραγούδι είναι ο θρήνος της ξενιτιάς, ο θρήνος στα νυφιάτικα τραγούδια και ο θρήνος στα κλέφτικα τραγούδια. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούμε την απώλεια αγαπημένων μας ανθρώπων. Σε αντίθεση με την γέννηση, που συνοδεύεται από το αίσθημα της χαράς και της ευτυχίας, ο θάνατος κάποιου κοντινού μας προσώπου μας

προκαλεί το πιο δυσάρεστο αίσθημα που μπορεί να βιώσει κανείς, και ιδίως όταν ο θάνατος είναι ξαφνικός. Ο θάνατος είναι αναπόφευκτο γεγονός στη ζωή, και από το μυαλό των περισσότερων ανθρώπων, αν όχι όλων, έχει περάσει η σκέψη ότι κάποια στιγμή θα μας βρει το κακό αυτό, όπως λένε και οι μοιρολογίστρες σε κάποια από τα τραγούδια τους, όταν αναφέρονται στον θάνατο.

Ο θάνατος κατέχει θεμελιακή θέση στη σκέψη του δημοτικού ποιητή. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει μια σημαντική κατηγορία δημοτικών τραγουδιών, τα μοιρολόγια. Ο θρήνος στο δημοτικό τραγούδι εκφράζεται με το μοιρολόι, το οποίο δραματοποιεί τον θάνατο, ιδίως με τον σπαραγμό που αποτελεί ακραία μορφή πένθους. Ο πονεμένος ξεριζώνει τα μαλλιά του, φωνάζει και χτυπιέται με μανία. Με αυτό τον τρόπο εκφράζει τον πόνο του και θρηνεί τον χαμό του αγαπημένου του ανθρώπου. Η αντίδραση αυτή του σπαραγμού βοηθάει στην εκτόνωση και στην μετέπειτα επούλωση του ψυχικού τραύματος. Ο θάνατος γίνεται αποδεκτός από τον δημοτικό ποιητή/ποιήτρια, μόνο όταν ο νεκρός έχει πεθάνει σε μεγάλη ηλικία, ευτυχισμένος, και έχει αφήσει πίσω του όλα τα παιδιά και τα εγγόνια του.

Νανουρίσματα: Στην αρχαία Ελλάδα συνήθιζαν να νανουρίζουν τα βρέφη λικνίζοντας τα και τραγουδώντας ήρεμες μελωδίες. Η συνήθεια του “λικνίζειν” τα νεογνά, για να τα καταπραΰνουν και να τα αποκοιμίσουν, ήταν σε ευρεία χρήση. Το λίκνισμα συνοδευόταν από γλυκές μελωδίες, γνωστές ως νανουρίσματα, “βαυκαλήματα ή βαυκαλήσεις” ή “καταβαυκαλήσεις”. Ο Θεόκριτος έσωσε το τραγούδι, “νανούρισμα” της Αλκμήνης, που το έλεγε στα δίδυμα παιδιά της, τον Ηρακλέα και τον Ιφικλέα, κουνώντας τα μέσα στην ασπίδα, την οποία ο άνδρας της, ο Αμφιτρύων, είχε πάρει λάφυρο στην μάχη. Οι Έλληνες συγγραφείς γνωρίζουν το κατευναστικό και υπνωτικό αποτέλεσμα που έχει το λίκνισμα και τα νανουρίσματα πάνω στο νευρικό σύστημα των παιδιών. Σχετικά, ο Πλάτων συνιστά ότι όταν κάποιο παιδί δυσκολεύεται να κοιμηθεί, η μητέρα του πρέπει αντί για ησυχία και σιωπή να το κουνήσει στην αγκαλιά της και να το νανουρίσει.

Ο Γαληνός εισέρχεται σε λεπτομέρειες σχετικά με ό,τι αφορά στη φυσιολογική εξήγηση της επίδρασης του λικνίσματος, αναφέροντας χαρακτηριστικά: “Κάποια μέτρια κίνηση και κάποιος μελωδικός χρωματισμός της φωνής τους (των τρο φών), τα οποία όχι μόνο καταπραΰνουν, αλλά και τα βάζουν για ύπνο, ενώ συγχρόνως αυτά δηλώνουν και το φυσικό στοιχείο, ότι διάκεινται ευμενώς προς την μουσική και την γυμναστική. Και όποιος είναι ικανός να χρησιμοποιεί καλά τις τέχνες, αυτός θα εκπαιδεύσει πάρα πολύ καλά το σώμα και την ψυχή”.

Τα σύγχρονα νανουρίσματα θεωρούνται είδος της δημοτικής ποίησης και της προφορικής παράδοσης. Έχουν κάποια τυπικά γνωρίσματα:

- Επίκληση στον ύπνο, στους Αγίους και την Παναγία (ως το διαχρονικό σύμβολο μητρότητας)

- Γεμάτα φαντασία, τρυφερότητα, υποσχέσεις, ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.

- Έκφραση της μητρικής τρυφερότητας και υπερπήδηση της πραγματικότητας, μέσω της προβολής των πόθων και των προσδοκιών της μάνας για το παιδί της.

- Με μονότονο, υποβλητικό ρυθμό, επαναλαμβανόμενα μοτίβα

- Υπερβολή (έπαινοι του μωρού = προβολή των προσδοκιών της μητέρα για αυτό), επαναλήψεις, αντιθέσεις, προσωποποιήσεις και έντονο το στοιχείο της Φύσης (γενικότερα γνωρίσματα της δημοτικής ποίησης)

- Η συχνή χρήση επιφωνημάτων στην αρχή, στα ενδιάμεσα και στο τέλος.

- Τα νανουρίσματα παρουσιάζουν παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με την τόπο προέλευσής τους. Στα νανουρίσματα των νησιών υπάρχει συχνά αναφορά στη θάλασσα, τα καράβια και τον ήλιο ενώ στις ηπειρωτικές περιοχές, γίνεται αναφορά στα βουνά τις πεδιάδες στην κτηνοτροφία καθώς και στις καλλιέργειες και τα σπαρτά.

- Τα νανουρίσματα συνοδεύονται από αργές, λικνιστικές κινήσεις.

Σχέση ανάμεσα στα μοιρολόγια και τα νανουρίσματα: 1) Οι αρχαίοι ήδη είχαν εντοπίσει την απώλεια συνείδησης σαν

ένα είδος ομοιότητας ανάμεσα στον ύπνο και τον θάνατο. Άλλωστε, στη μυθολογία ο Ύπνος είναι αδερφός του Θανάτου... Η αντίληψη αυτή λειτουργεί ακόμα και σήμερα. Στην Εκκλησία το ρήμα "εκοιμήθη" χρησιμοποιείται ως ευφημισμός του "πεθαίνω" ή ως ενίσχυση της άποψης ότι ο θάνατος είναι κάτι παροδικό που θα λήξει με την αιώνια ζωή της Δευτέρας Παρουσίας. Κάπως έτσι τα νεκροταφεία ονομάζονται "κοιμητήρια". Έτσι, κάποια μοτίβα είναι κοινά και στα δυο είδη ή κάποια νανουρίσματα χρησιμοποιούνται (και) ως μοιρολόγια...

2) Διαφορά μεταξύ μοιρολογιού και νανουρίσματατος: Στο ένα επικρατεί αίσθημα ματαίωσης και ακύρωσης της ζωής στο άλλο επικρατεί, προφανώς, η ελπίδα και η προσδοκία του μέλλοντος. Άλλωστε, η απώλεια συνείδησης, που είπαμε παραπάνω, στο θάνατο είναι μόνιμη, ενώ στον ύπνο είναι παροδική.

3)Στα δημοτικά νανουρίσματα το μέτρο είναι (συνήθως) ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Στα μοιρολόγια χρησιμοποιείται (στη Μάνη κυρίως, όπου συντέθηκαν τα πιο ονομαστά μοιρολόγια) και ο ιαμβικός οχτασύλλαβος. Στα "λόγια" μοιρολόγια χρησιμοποιείται συχνά και ο εμβατηριακός αναπαιστικός ρυθμός (τονίζονται η 3η, η 6η, η 9η κλπ συλλαβή), ο οποίος ονομάζεται και "ρυθμός του λυγμού¨ (χαρακτηριστικό παράδειγμα "Η μάνα του Χριστού" του Κώστα Βάρναλη)

Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, είτε από εμφυτη περιέργεια, που αποτελεί αναπόσπαστο χαρακτηριστικό στοιχείο της ανθρώπινης ψυχής, είτε από σεβασμό στο νεκρό Βασίλη, μαζεύονται για να δουν το άψυχο σώμα και να βεβαιωθούν για τον θάνατό του, που ήταν ένα γεγονός πέρα από κάθε λογική η θωριά και η μεγαλοπρέπεια του Βασίλη, ακόμα και τώρα που κείτεται νεκρός, προκαλεί φόβο, τρόμο και δέος στους συγχωριανούς του, που δεν τολμούν να μπουν μέσα στο δωμάτιο και που συνεχίζουν να μιλούν σιγά μπροστά στο άψυχο κορμί, σαν να μην θέλουν να διαταράξουν την ησυχία του και την ήρεμη και γαλήνια όψη του / ο ζωοδότης ήλιος, για μία ακόμη φορά, συμμετέχει στο δράμα και με την ζεστασιά του πάνω στα φύλλα των δέντρων και αντιμάχεται την παγωμάρα και την απολυτότητα του θανάτου («όλοι οι χωριανοί...των δέντρων»)

Όταν ήρθε η ώρα για την κηδεία και την ταφή του Βασίλη, ο εκπρόσωπος της θρησκευτικής εξουσιας, ο παπα-Στέφανος, που έχαιρε και του σεβασμού και της εκτίμησης των χριστιανών κατοίκων του χωριού, αρνήθηκε να επιτελέσει την τελετή και να τον θάψει στο χριστιανικό νεκροταφείο, χρησιμοποιώντας σαν επιχείρημα ότι ο Βασίλης αυτοκτόνησε και υπέπεσε σε ύψιστο και ανίερο ηθικό ανοσιούργημα με την πράξη του αυτή, που δεν συγχωρείται ούτε από τον ίδιο τον Θεό / εξάλλου, ήδη, είχε προηγηθεί η ανήθικη συμπεριφορά του Βασίλη και η ύβρις του απέναντι στα θεία με το επεισόδιο τη νύχτα του Επιταφίου βέβαια, στο σημείο αυτό ο συγγραφέας, έμμεσα αλλά με σαφήνεια στηλιτεύει, σχολιάζει και εκφράζει τον σχολιασμό του για την άκαμπτη, παραδόπληκτη και αυστηρή συμπεριφορά των θρησκευτικών λειτουργών, η οποία διακατέχεται από προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες και που αποκλίνει από βασικές και ανθρωπιστικές αξιες του χριστιανισμού και από τον σεβασμό στην μνήμη ενός νεκρού, αναπόσπαστο ιδεώδες του ελληνικού πολιτισμού και της χριστιανικής θρησκείας («ο παπα-Στέφανος...θεομπαίχτης») / με τον ίδιο τρόπο σχολιάζονται και οι λοιποί θρησκευτικοί και κοσμικοί άρχοντες, που δεν προσφέρουν τα απαραίτητα μέσα, για να τελεστεί με αξιοπρέπεια και σεβασμό η εξόδιος λειτουργία κασι διαδικασία για τον νεκρό Βασίλη («οι Επίτροποι...το λείψανο»)

Αναλαμβάνουν τότε οι φίλοι και τα πρωτοπαλίκαρα του Βασίλη, με αρχηγό τον καλό του φίλο Αρτέμη, να αναλάβουν να τελέσουν την κηδεία και την ταφή του / οι άνθρωποι αυτοί συνδέονταν με ισχυρούς δεσμούς φιλίας και ‘αδερφικής αγάπης’ με τον νεκρό και χρήζουν τον εαυτό τους υπεύθυνο, για να συνοδευτεί ο Βασίλης με τις τιμές, την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό που του αναλογούν, στην τελευταία του κατοικία ηθογραφική λεπτομέρεια αποτελεί το πρόχειρο φορείο που έφτιαξαν από κλαδιά και φύλλα, για να τοποθετηθεί πάνω η σωρός του νεκρού («να μην το....το σκοτωμένο»)

Στη συνέχεια, σηκώνουν το σώμα στα χέρια τους και με σεβασμό, αλλά και ανείπωτο πόνο και καημό, αρχίζουν να προχωρούν προς τον χώρο ταφής του Βασίλη. Η πορεία αυτή και η διαδικασία της ταφής είναι γεμάτη από ηθογραφικά και πολιτιστικά στοιχεία: πρώτον, αναπόσπαστο κομμάτι της όλης διαδικασίας είναι το ποτό – ρακί, καθώς η χρήση του αποτελεί ένδειξη της ελληνικής λεβεντιάς και παλικαριάς, συνοδεύει όλα τα χαρμόσυνα ή δυσάρεστα γεγονότα και απελευθερώνει τα βαθιά συναισθήματα και τα παθιασμένα ένστικτα των ανθρώπων, που συμμετέχουν στα δρώμενα με ένταση και εγρήγορση / παράλληλα, τοπικό έθιμο αποτελεί το ότι κατά την συνοδεία του νεκρού προς τον τόπο ταφής του, οι συγγενείς μεταφέρουν ειδικά εδέσματα και γλυκίσματα, με τα οποία οι παρευρισκόμενοι θα μακαρίσουν την ψυχή του νεκρού με αυτόν τον τρόπο, το φτωχό ορφανό, ο Ζαφείρης, για να ξεπληρώσει το ηθικό χρέος του και την ευγνωμοσύνη του προς τον Βασίλη, για την ψυχοπόνια του και την φροντίδα του στο περιστατικό με τον εκμεταλλευτή Γιούταφο, μεταφέρει μία πιατέλα με ‘μακαριές’, για να συγχωρέσει την ψυχή του ευεργέτη του και οι Λαμπρινές, για να μακαρίσουν τον άνθρωπο που αγαπούσαν και που τις προστάτευε και τις φρόντιζε, έφτιαξαν τυρόπιτες στη μνήμη του («τον πήραν...τυρόπιτες»).

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα τεχνοτροπικό τέχνασμα, για να καταδείξει, για μία ακόμη φορά, την μεγαλοπρέπεια, την επιβλητικότητα, το ανεξάρτητο και ελεύθερο πνεύμα του Βασίλη, που δεν υποτασσόταν ούτε στα εγκόσμια ούτε στα θεία με αυτόν τον τρόπο, επειδή η διαδρομή είναι αρκετά κατηφορική, το λέιψανο μοιάζει σαν να βαδίζει όρθιο, δείχνοντας ότι ο Βασίλης με αξιοπρέπεια, τόλμη, έλλειψη φόβου, παρρησία και ορμητικότητα βαδίζει με το ανάστημα όρθιο και αναμετράται ισότιμα και ισάξια με τον αμετάκλητο και παγερό θάνατο / μάλιστα μεταφέρει μαζί του και το κρητικό μαχαίρι με την ασημένια κάμα (ηθογραφική λεπτομέρεια, που συνδέεται με την συνήθεια ήδη από τα αρχαία χρόνια ο νεκρός να θάβεται μαζί με τα όπλα του σαν να τα χρειάζεται στην άλλη ζωή), με το οποίο θα αγωνιστεί με τον χάρο για τη σωτηρία της ψυχής του και για μία ακόμη φορά, ο ζωοδότης ήλιος, που αποκαλύπτει τα πάντα, συντροφεύει τον Βασίλη και με το φως του προσδίδει μεγαλοπρέπεια και αποχαιρετά τα νιάτα του με τον τρόπο που του αρμόζει («το καλντερίμι...κάμα»).

Όπως προχωρούσε η πομπή διασταυρώθηκε με τους δύο ανατολίτες μουσικούς, οι οποίοι, μαθαίνοντας ότι ο Βασίλης ήταν στο χωριό, πήγαιναν προς το μέρος του, για να συμμετάσχουν στο πασχαλιάτικο γλέντι που θα έκανε, καθώς είχε την φήμη πως ήταν ένας νέος, που απολάμβανε τη ζωή μέσα από τα γλέντια και την πανδαισία των αισθήσεων και που ήξερε να γεύεται κάθε τι όμορφο με ένα έντονο πάθος. Οι δύο μουσικοί, όπως έχουμε δει και στα προηγούμενα κεφάλαια, διακατέχονται από ηρεμία, σοβαρότητα, στιβαρότητα και εσωτερικότητα, που τους κάνουν να μην συμμετέχουν συναισθηματικά στα δρώμενα, αλλά να τα παρακολουθούν με στωικότητα

και τάσεις απομόνωσης / με αυτόν τον τρόπο, δεν δείχνουν καμία συγκίνηση για την νεκρική πομπή, παρ’ όλο που παραμερίζουν στην άκρη ίσως ως ένδειξη σεβασμού προς τον νεκρό και παραμένουν απαθείς παρατηρητές του συμβάντος, γεγονός που έρχεται σε αντιδιαστολή με τον θρήνο και την θλίψη των υπόλοιπων παρευρισκομένων (σαφής αναφρορά στη στωϊκότητα και στην άϋλη έκφραστικότητα των αγαλμάτων της αρχαϊκής περιόδου – 6ος αιων. π.Χ. ως πολιτιστικό στοιχείο, για να εκφραστεί η απάθεια των δύο μουσικών απέναντι στον θάνατο ενός νέου ανθρώπου) παρ’ όλη την αντίδρασή τους, ο Αρτέμης τους καλεί να συνοδεύσουν με την μουσική τους την νεκρική πομπή, για να αποτίσει ύψιστο φόρο τιμής και σεβασμό προς τον νεκρό αδερφικό του φίλο και καπετάνιο του, καταδεικνύοντας, για μία ακόμη φορά, τη σημαντικότητα της μουσικής ως τρόπου έκφρασης έντονων συναισθημάτων χαράς ή θλίψης, που ξεπηδούν αχαλίνωτα μέσα από τα ένστικτα και τα βάθη της ψυχής («στο δρόμο...να παίξουν»).

Οι δύο μουσικοί, αμέσως, ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του Αρτέμη, και μπαίνουν μπροστά στην πομπή, αρχίζοντας να παίζουν την μουσική, που τόσο άρεσε και εκστασίαζε τον Βασίλη, όσο ήταν ζωντανός η μελωδία που επιλέγουν εκφράζει αρχέγονα άγρια ένστικτα και πάθη και πηγάζει από τα βάθη της ψυχής, για να εκφράσει το διαχρονικό και πανανθρώπινο θρήνο και την οιμωγή για τον άδικο θάνατο του νέου παλικαριού από τους δικούς του ανθρώπους η έντονη αυτή μουσική συμπλέκεται και ενώνεται σε ένα αρμονικό σύνολο με όλη την φύση, που περιτριγυρίζει την πομπή, καθώς και αυτή συμμετέχει στον πόνο της απώλειας και

στο παράλογο του αναίτιου θανάτου ενός νέου ανθρώπου / με αυτόν τον τρόπο, το τούμπανο συνενώνεται με τον βαρύ και έντονο ήχο της αστραπής στα βάθη του ουρανού, όπου κάνει τα δέντρα, τα λαγκάδια και τα σπίτια να ταρακουνηθούν, σαν να γινόταν σεισμός / και ο τσιριχτός ήχος του ζουρνά μεταφέρεται και διαχέεται στην ατμόσφαιρα, για να εκφραστεί ο σπαραχτικός βουβός θρήνος των παρευρισκομένων («το τούμπανο...τρομαγμένα»).

Στο σημείο αυτό, διαφαίνεται ένας ακόμα κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα, ο οποίος αναφέρεται στην έκπληξη των συγχωριανών πως δύο αλλόθρησκοι συμμετείχαν στην διαδικασία ταφής ενός χριστιανού από την μιά μεριά παρουσιάζεται πάλι το ασίγαστο μίσος και ο εθνικός και θρησκευτικός διαχωρισμός που διακατέχει τους κατοίκους του χωριού, ενώ, από την άλλη εκφράζεται η πεποίθηση του συγγραφέα ότι μπροστά στο αμετάκλητο, το επώδυνο και το απόλυτο χαρακτήρα του θανάτου όλοι οι άνθρωποι είναι ισότιμα ανήμποροι, ανυπεράσπιστοι και αδύναμοι ανεξάρτητα από εθνικότητα, καταγωγή ή θρησκεία («οι χωριανοί...ενός χριστιανού»).

Ηθογραφική λεπτομέρεια αποτελεί η περιγραφή της ενδυμασίας των παλικαριών που συνόδευαν τον καπετάνιο τους στο τελευταίο του ταξίδι / από την μιά μεριά λόγω της περίστασης και από την άλλη επειδή ταυτόχρονα ήταν και Κυριακή του Πάσχα οι νέοι είναι ντυμένοι με επισημότητα και μεγαλοπρέπεια («τα παλικάρια...μαλλιά») η επιβλητική εξωτερική τους περιγραφή συνενώνεται και με την αξιοπρεπή και περήφανη συμπεριφορά τους, καθώς διατηρούν τον

αυτοέλεγχο και τον σιωπηρό σεβασμό τους, παρά την μεγάλη απώλεια, και δεν αφήνουν τον θρήνο και τον καημό τους να ξεσπάσει και να εκφραστεί με αναξιοπρεπή τρόπο, που δεν θα άρμοζε και δεν θα τιμούσε την ψυχή του

αδικοσκοτωμένου Βασίλη («κανένας...του νεκρού»).

Από τη στιγμή που ο ιερέας απαγόρευσε την ταφή του Βασίλη ως αυτόχειρα και υβριστή των θείων στο χριστιανικό κοιμητήριο, τα πρωτοπαλίκαρά του επιλέγουν να τον θάψουν στο παλιό και ερειπωμένο κοιμητήριο της Σωτήρας, μένοντας πιστοί και τιμώντας με σεβασμό την επιθυμία του Βασίλη, όσο ζούσε, να ταφεί εκεί, μακριά από τους ανθρώπινους και τους θεϊκούς περιορισμούς και καταναγκασμούς, που τόσο αψηφούσε, και μάλιστα να ταφεί κάθετα, όρθιος, με το ιδιο πείσμα, την ίδια δύναμη και περηφάνεια, όπως είχαν και οι κλέφτες κατά την διάρκεια της επανάστασης κατά των Οθωμανών, οι οποίοι επέλεγαν τον ιδιο τρόπο ταφής (βλ. κεφ. 8).

Ηθογραφική λεπτομέρεια, πολιτιστικό στοιχείο και λαϊκή δοξασία - δεισιδαιμονία αποτελεί το κρέμασμα από το δεντρο της ακακίας, κάτω από το οποίο αποφάσισαν να θάψουν τον Βασίλη, πολύχρωμων κορδέλων και κόκκινων κλωστών, για να γιατρευτούν τα άρρωστα από την θέρμη παιδιά («έξω από το κοιμητήρι...τα τούμπανα») (βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας ήταν το δέσιμο κουρελιών ή κλωστών στα άκαρπα δένδρα, ως θεραπευτική μέθοδος για πολλές ασθένειες,ύστερα από σχετικό λούσιμο σε αγίασμα. Για την ακρίβεια μάλιστα, χρήση του εθίμου έκαμαν κυρίως οι πάσχοντες από θέρμη, κεφαλαλγίες, ασθένειες του κεφαλιού, στειρότητα / αφού πλένανε το σώμα τους με αγίασμα, σχίζανε κομμάτι ή κλωστές από τα υφάσματα των ρούχων τους και τα δένανε

τελετουργικά στα κλαδιά των δένδρων λέγοντας δυνατά «σύρε στα άγρια βουνά στα άγρια λαγκάδια», πολλές φορές υπό τη συνοδεία σχετικών ευχών του τοπικού ιερέα για γρήγορη και αποτελεσματική ίαση / βασική πίστη και πεποίθηση ήταν ότι με το κρέμασμα του υφάσματος κρεμιέται και η αρρώστια) Σε αυτό το σημείο, τα παλικάρια, υπό την καθοδήγηση του Αρτέμη και μέσα σε

απόλυτη σιωπή, με βαριές και στιβαρές κινήσεις, που υποδηλώνουν το πένθος τους, αλλά και το σεβασμό τους στις επιθυμίες του νεκρού, σκάβουν ένα βαθύ κατακόρυφο λάκκο, για να ταφεί όρθιος ο Βασίλης («στάθηκαν...η καρδιά του»).

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας καταγράφει μία σκηνή απώτερης οδύνης και θρήνου, δοσμένη, όμως με υπέρτατο αυτοσεβασμό και αξιοπρέπεια: είναι η στιγμή που εμφανίζεται ο μπαρμπα-Γιαννακός για να αποχαιρετήσει το νεκρό παιδί του ο γέροντας εμφανίζεται σιωπηλά και όλοι παραμερίζουν να περάσει και να πλησιάσει το νεκρό παιδί του σε ένδειξη σεβασμού ο μπαρμπα – Γιαννακός περπατά, φορώντας τα καλά και καινούργια του ρούχα, με αφάνταστη αξιοπρέπεια, χωρίς ούτε καν να ξεσπάσει σε κλάματα για την μεγάλη του απώλεια, κοιτάζει με στιβαρότητα και περηφάνεια τα μαζεμένα παλικάρια και το μόνο που υποδηλώνει τον αβάσταχτο πόνο του είναι το «σκύψιμο» στους ώμους του («την ώρα...να φουρφουρίζει») με απώτατο σεβασμό στη μνήμη του παιδιού του και άκρατη πατρική αγάπη, βγάζει το φέσι του και ξεπερνώντας τα ανθρώπινα όρια, με μία εσωτερική και αξιοπρεπή δύναμη, δίνει τον τελευταίο ασπασμό στο νεκρό παιδί του

στη συνέχεια, δείχνει, για τελευταία φορά, τη φροντιστική και προστατευτική διάθεση, που η άδολη και ανώτατη μορφή αγάπης του γονιού προς το παιδί του υπαγορεύει, και παρ’ όλο που ο γιός του χάθηκε πάνω στην έξαρση των νιάτων του, τον συγυρίζει αμίλητος και του τακτοποιεί το μαχαίρι και το λουλούδι στο αυτί του, ένδειξη τη λεβεντιάς και της χαμένης ομορφιάς του παιδιού του μετά τον χαϊδεύει παραινετικά στον ώμο, αποχαιρετώντας τον με σιωπηρή και αξιοπρεπή οδύνη και αμηχανία (αυτό υποδηλώνει και το άγγιγμα των μουστακιών του) ο αβάσταχτος πόνος του, ο οποίος τιθασεύεται με αξιοθαύμαστο αυτοέλεγχο και αγέρωχη αξιοπρέπεια, φανερώνεται μόνο από το βαρύ και σκυφτό περπάτημά του, που δείχνει το ασήκωτο βάρος και το πένθος βαθιά στην ψυχή του («την ωρα που...στο σύδεντρο»).

Αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία της ταφής του Βασίλη, τα παλικάρια τηρώντας ένα σύνηθες έθιμο-μοτίβο στον ελληνικό πολιτισμό πυροβολούν στον αέρα, για να αποχαιρετήσουν και να αποτίσουν τιμές και σεβασμό στην ψυχή του νεκρού / αυτές οι πιστολιές στον αέρα συγχέονται και με τις πιστολιές της χαράς για την Ανάσταση του Κυρίου, υποδηλώνοντας ότι το έθιμο αυτό χρησιμοποιείται για να εκφραστούν έντονα συναισθήματα είτε χαράς είτε λύπης («σα σκεπάστηκε...μπιστολιές») / για μία ακόμη φορά, η φύση συμμετέχει στα δραματικά γεγονότα, που φαντάζουν πιο τραγικά, καθώς βρισκόμαστε στο απόγειο της άνοιξης και των αισθήσεων («ένα σωρό... στυφά»).

Για μία ακόμη φορά διαφαίνεται το πως το γλέντι, το ποτό, η μουσική και ο χορός αποτελούν βαθιές εκφάνσεις της ελληνικής λεβεντιάς και ψυχής και το πως εκφράζουν βαθιά ευχάριστα ή δυσάρεστα, όπως στην περίσταση, ένστικτα, συναισθήματα και πάθη με αυτόν τον τρόπο, τα πρωτοπαλίκαρα του Βασίλη, αρχίζουν να πίνουν ρακί και να τρων τις μακαριές, για να συγχωρέσουν την ψυχή του, και στη συνέχεια, με τη συνοδεία των δύο μουσικών, εκστασιάζονται και χορεύουν τον «πυρρίχιο» χορό, ύμνο της ανεξάρτητης, ορμητικής, γενναίας, ατίθασης, αγέρωχης, περήφανης, ενθουσιώδους, πεισματικής και ελεύθερης ελληνικής ψυχής, για να αποχαιρετήσουν τον αρχηγό και εγκάρδιο φίλο τους με το σεβασμό, την αξιοπρέπεια και την τιμή που του πρέπει / η μουσική συνενώνει τους νεκρούς του παλιού κοιμητηρίου και τους ζωντανούς παρευρισκομένους, προσδίδει σοβαρότητα και στιβαρότητα στα τεκμαινόμενα και τα παλικάρια αποχαιρετούν τον Βασίλη με τον καταλληλότερο τρόπο, σκύβοντας πάνω στην έξαρση του πάθους τους και του θρήνου τους και πιάνοντας το χώμα με τα τρία τους δάχτυλα (βλ. παράλληλα, κεφ. 12 / τα σχόλια για τον πυρρίχιο χορό) («κάθισαν κατόπι...τσακισμένα φύλλα»).

Χαρακτηριστική ηθογραφική λεπτομέρεια, που υπαγορεύεται και από τις θρησκευτικές επιταγές της ορθόδοξης εκκλησίας, αποτελεί η ύπαρξη του φαναριού – καντηλιού στο μνήμα, όπου τρεμοσβήνει και η φλόγα του συμβολίζει τη συγχώρεση και τη σωτηρία της ψυχής του νεκρού με αυτόν τον τρόπο, παρ’ όλο που ο Βασίλης δεν έτυχε επίσημης χριστιανικής κηδείας και ταφής, οι Λαμπρινές, ως ένδειξη της μεγάλης τους αγάπης, αλλά και με φροντιστική διάθεση και σύμφωνα με το θρησκευτικό αίσθημα της εποχής, κρεμούν ένα λαδοφάναρο από την ακακία, πάνω

από το μνήμα του Βασίλη, για να συγχωρείται η ψυχή του από τα αμαρτήματά του / παράλληλα τοποθετούν με ιεροτελεστική φροντίδα και νιάξιμο και ένα γουδί μέσα στο χώμα, το οποίο γεμίζουν με δροσερό νερό κάθε απόγευμα, που πηγαίνουν και ανάβουν το φανάρι, για να ξεδιψούν τα πουλιά, που τους θυμίζουν τον περήφανο και ανεξάρτητο άντρα που αγάπησαν και που δεν υποτάχτηκε σε κανένα θεϊκό ή ανθρώπινο νόμο, και να συγχωρείται η ψυχή του Βασίλη, ειδικά από τη στιγμή που είχε αφαιρέσει ο ίδιος τη ζωή του (χαρακτηριστικό μοτίβο της δημοτικής ποίησης και παράδοσης ο ανθρωπομορφισμός των πουλιών, που αποκτούν ανθρώπινη λαλιά και μεταφέρουν ειδήσεις – με αυτόν τον τρόπο ίσως και οι δύο γυναίκες πίστευαν πως τα πουλιά του ουρανού συναντούσαν τη ψυχή του Βασίλη εκεί πάνω και μετέφεραν μηνύματα από αυτήν ) («πάνω σε εκείνη...τ’αφορεσμένου»).

Στη συνέχεια, με μία έξοχη, λυρική, λεπτομερή φυσιολατρική εικόνα, που αναδεικνύει τις γλωσσοπλαστικές ικανότητες του συγγραφέα, περιγράφεται ο αέναος κύκλος της ζωής, ο αμετάκλητος χρόνος, που πάντα ρέει και δεν σταματά, όπως οι εναλλαγές των εποχών και οι αλλαγές στην φύση, όπου μέσα σε αυτές τα ανθρώπινα φαντάζουν τόσο ασήμαντα και μάταια («χειμώνιαζε...ο τόπος») / παρ΄όλες αυτές τις εναλλαγές, οι δύο Λαμπρινές παρέμειναν για πάντα πιστές στα θρησκευτικά τους καθήκοντα και πάντα τιμούσαν με αγάπη και σεβασμό τη μνήμη του Βασίλη, φροντίζοντας, καθαρίζοντας και ανάβοντας κάθε δειλινό το φανάρι πάνω από τον τάφο του το τρεμάμενο φως του φαινόταν από μακριά τα καλοκαιρινά βράδια στα σπίτια του χωριού (μία ακόμη όμορφη, λυρική, φυσιολατρική εικόνα), και θύμιζε στους κατοίκους του ότι εκεί ήταν θαμμένος ο συγχωριανός τους, εκπρόσωπος της ελληνικής λεβεντιάς, αλλά παράλληλα και μαχητής της θρησκείας («θεομάχος»), που για αυτό και απομονώθηκε και από τους υπόλοιπους χριστιανούς συγχωρινούς του στα

τελευταία του, ενώ παράλληλα, καταλάβαιναν την τύχη τους και την ευδαιμονία τους να είναι ακόμα ζωντανοί και να συμμετέχουν στην πανδαισία των αισθήσεων που προκαλείται από την ομορφιά και την αρμονία των στοιχείων της φύσης( «το φούσκωμα της ζωής») / (χρήση της ομοδιηγητικής αφήγησης και α’ πληθυντικού προσώπου στην διήγηση / «βλέπαμε, αναστενάζαμε») («κάθε νύχτα...της ζωής»).

Η τελευταία σκηνή του βιβλίου αναδεικνύει για μία ακόμη φορά τις έξοχες γλωσσοπλαστικές δυνατότητες του συγγραφέα, την ικανότητα του να συνδυάζει λέξεις και ήχους και να αποδίδει με εξαίρετο λυρισμό και απερίγραπτη αισθητική συγκίνηση τα νοήματά του η φλογίτσα από το φανάρι στον τάφο του Βασίλη τρεμοσβήνει με το θρόισμα του καλοκαιρινού αέρα και συμβολίζεται με ένα «χρυσό ματάκι» - κοινό μοτίβο ανά τους αιώνες η απεικόνιση της ψυχής σαν ένα αόρατο μάτι που συνεχίζει να παρακολουθεί τα εγκόσμια από τον κάτω κόσμο – αυτό το ματάκι – η ψυχή του Βασίλη - δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την παγερή απολυτότητα, τη σκοτεινή αιωνιότητα, την αβάσταχτη σκληρότητα και το αμετάκλητο του θανάτου, που εκφράζεται με τη «σιωπή του μεγάλου ύπνου» και, όπως, όταν ήταν ζωντανός, βρίσκεται σε εγρήγορση, είναι ανεξάρτητη και ελεύθερη από δεσμά και περιορισμούς, «ξαγρυπνά» και γεύεται με όλο της το είναι, με όλη της την αγάπη τις απολαύσεις της ζωής, την ομορφιά, την ευδαιμονία, τη ζωντάνια και την πανδαισία των αισθήσεων, που επικρατεί στην καλοκαιρινή φύση και πλάση, νικώντας τη σιγαλιά και τη βαρβαρότητα του θανάτου («σάλευε...ύπνου»).

Το βιβλίο τελειώνει με την χαρακτηριστική φράση που χρησιμοποιούσε ο Μυριβήλης στο τέλος των ιστοριών του: ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ, για να καταδειχτεί επίσης το βαθύ θρησκευτικό αίσθημα του συγγραφέα και η πεποίθησή του ότι η συγγραφή αυτού του έργου έγινε με τη βοήθεια του Θεού, που του έδωσε έμπνευση και δύναμη, για να ολοκληρωθεί το μοτίβο του συγγραφέα ενός έργου που αποζητά την θεόπνευστη βοήθεια και έμπνευση υπάρχει ήδη από την ομηρική εποχή, όπου ο ραψωδός Όμηρος ζητά την βοήθεια της Μούσας Καλλιόπης – θεϊκής οντότητας που προστάτευε τα γράμματα, την επική ποίηση και τις καλές τέχνες – για να τον βοηθήσει στο να εξιστορήσει τα βασικά γεγονότα του έργου του / «Άνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη...», δηλαδή γίνεται επίκληση του ποιητή στη Μούσα, γιατί είναι αυτή που μπορεί να τον υψώσει πάνω από το χρόνο και τον τόπο και να τον κάνει να βλέπει τα γεγονότα σα να γίνονται αυτή την ώρα, ώστε να διηγηθεί τις περιπέτειες του πολυμήχανου Οδυσσέα.