λογοτεχνικά παράλληλα στον εμφύλιο της κέρκυρας

6
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΗΛΙΩΝΗ ΑΚΡΟΚΕΡΑΥΝΙΑ Τέλος, μέρα μεσημέρι, πέρασε η πρώτη ομάδα, καμιά εικοσαριά άντρες και τραγουδούσαν το Γοργοπόταμο. Χωριάτισσες φάνηκαν στα παράθυρα, μερικοί γέροι βγήκαν στις αυλές. Εκείνοι διάβηκαν χωρίς να σταματήσουν και το τραγούδι τους ακουγόταν ώσπου έφτασαν στην άλλη άκρη του χωρίου και σκαπέτησαν κατά τα μέρη της Μουργκάνας. Τις άλλες μέρες αυτό γινόταν συχνά. Ένα πρωινό ο γερο Μπίκος του χτύπησε την πόρτα, χαράματα ακόμα. Τον βρήκε στο κρεβάτι. «Δάσκαλε, δάσκαλε», έλεγε σιγανά και τρέμαν τα σαγόνια του. «Φωτιά στον πέρα μαχαλά, καίνε το σπίτι του αγροφύλακα». Ήρθε κι η δασκαλίνα, στάθηκαν κι οι τρεις μπροστά στο παραθύρι. Μαύρος καπνός καντηλιάζονταν ανάμεσα στα δέντρα. «Κι οι άνθρωποι;» ρώτησε ή γυναίκα. «Δεν πιστεύω να βρήκαν κανένα. Ό αγροφύλακας ξέρει τις τρύπες όλες..». Η γυναίκα άναψε φωτιά, τους έψησε καφέ κριθαρίτικο. «Φαρμάκι πες, φαρμάκι καλύτερα να φαρμακώνουμε. Σου τό 'λεγα, δάσκαλε, τούτο θά 'ναι χειρότερο απ' τ' άλλα. Τον Τούρκο τον φέρναμε βόλτα με τα γρόσια, ώσπου ήρθε ή κακή του μέρα και γίνηκε το ελληνικό — κακή μας μέρα. Ταλιάνοι και γερμανοί μας ρήμαξαν. Τώρα γίναμε οχτροί μεταξύ μας καί θά φάμε ό ένας τον άλλο. Τούτος είναι ο μεγάλος χαλασμός του Αγιοκοσμά...». Όμως εκείνο το χειμώνα πραγματικά αγκομαχήσαμε. Στις επαρχίες έβραζε ο εμφύλιος κι είχαν κουβαλήσει μέσα λεφούσια οι ανταρτόπληκτοι, από Πωγώνια και Κόνιτσα μέχρι Ζαγοροχώρια, Τσαμουριά και Λάκα-Σούλι. Που λέτε, κίνησε τις προάλλες ένας γύφτος καβάλα στο γάιδαρο να πάει στα Ζαγοροχώρια για τράμπα, του καλού καιρού. Στο δρόμο πέφτει πάνω σε μια ομάδα. «Από πού είσαι;» «Απ' τα καμποχωρια» «Πώς σε λένε;» «Φέζο, Φέζο και Γιάννη». Φέζο με το παλιό, Γιάννη με το καινούργιο. «Γιατί βαφτίστηκες;» «'Έτσι μας είπαν». «Και δεν μας λες, τον ρωτούν, με ποιους είσαι;» Κοιτάει τα καπέλα ο γύφτος να ιδεί κορώνα—ούτε κορώνα ούτε γράμματα. «Μετ' εσάς», τους λέει. «Με ποιους;» «Μετ' εσάς», τίποτε άλλο, ώσπου τον στήσανε στα έξι και πάει καλιά του. Οι φαντάροι γέλασαν: «Κι έτσι πού λές,μπάρμπα, ούτε αυτός έμαθε ούτε οι άλλοι». Γυρίζει τότε ένας φαντάρος και ρωτάει το χωριάτη πού έλεγε την Ιστορία: «Να ήσουν εσύ τί θά 'λεγες;» Εκείνος στην αρχή μαζεύτηκε, αλλά ξαφνικά φωτίστηκε και λέει: «θά τό 'παιζα κορώνα-γραμματα». Ό στρατιώτης όμως ήθελε νά τό διασκεδάσει και στράφηκε στον ενα από τους γύφτους, στο γερο με τα κρεμασμένα μουστάκια και τη λιγδιασμένη τραγιάσκα: «Αλήθεια, γέρο, εσείς οι γύφτοι με ποιους είστε;» Εκείνος χαμογέλασε πονηρά, έγεφε στο πλάι το κεφάλι κι είπε όσο πιο κακομοίρικα μπορούσε:«Μετ' εσάς». Δ. ΧΑΤΖΗ Η ΦΩΤΙΑ «Ριχτήκανε στα κατώγια και διαγουμίσανε τα τροφίματα. Ρημάξανε τα σφαχτά και τα πουλερικά, μπεκρουλιάσανε το κρασί κι όσο δε μπορέσανε να το πιούνε, άνοιξαν τις κάνουλες και τ' αφήσανε να χαθεί. Αμολήσανε τα μουλάρια τους μέσα στα σπαρμένα χωράφια. Βρίσανε και φοβέρισαν τις γυναίκες και δείραν καμπόσες.» «Στην αρχή έσφιγγε τα χέρια του και τον παρακαλούσε. Ύστερα έπεσε κάτου στα γόνατα κι έσκουζε και παρακαλούσε και τα μάτια του τρέχανε δάκρυα. Οι γυναίκες κλαίγανε πίσωθέ του να βλέπουν το χάλι του. Ένοιωθε τώρα τον κίντυνο να τον τριγυρίζει: σα μια μεγάλη φωτιά που σερνότανε μέσα στον κάμπο και που κανένας δεν μπορούσε να της ξεφύγει» Ύστερα... Ύστερα φάνηκαν όλα να τελείωσαν. Τα εγγλέζικα τάνκς ξεχύθηκαν απ' την Αθήνα και μπήκανε στις χιονισμένες πολιτείες με τα κατάκλειστα παραθύρια και τις μανταλωμένες πόρτες. 0ι δικοί μας δώσανε τα ντουφέκια τους. Στεκόντανε στη γραμμή με τα μάτια σκυμένα. Ένας -ένας προχωρούσαν, σταματούσαν μια στιγμή σα να διστάζανε καί σα να μετάνιωναν, σφίγγανε το 1

Transcript of λογοτεχνικά παράλληλα στον εμφύλιο της κέρκυρας

Page 1: λογοτεχνικά παράλληλα στον εμφύλιο της κέρκυρας

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΗΛΙΩΝΗ ΑΚΡΟΚΕΡΑΥΝΙΑΤέλος, μέρα μεσημέρι, πέρασε η πρώτη ομάδα, καμιά εικοσαριά άντρες και τραγουδούσαν το Γοργοπόταμο. Χωριάτισσες φάνηκαν στα παράθυρα, μερικοί γέροι βγήκαν στις αυλές. Εκείνοι διάβηκαν χωρίς να σταματήσουν και το τραγούδι τους ακουγόταν ώσπου έφτασαν στην άλλη άκρη του χωρίου και σκαπέτησαν κατά τα μέρη της Μουργκάνας. Τις άλλες μέρες αυτό γινόταν συχνά.Ένα πρωινό ο γερο Μπίκος του χτύπησε την πόρτα, χαράματα ακόμα. Τον βρήκε στο κρεβάτι. «Δάσκαλε, δάσκαλε», έλεγε σιγανά και τρέμαν τα σαγόνια του. «Φωτιά στον πέρα μαχαλά, καίνε το σπίτι του αγροφύλακα». Ήρθε κι η δασκαλίνα, στάθηκαν κι οι τρεις μπροστά στο παραθύρι. Μαύρος καπνός καντηλιάζονταν ανάμεσα στα δέντρα.«Κι οι άνθρωποι;» ρώτησε ή γυναίκα. «Δεν πιστεύω να βρήκαν κανένα. Ό αγροφύλακας ξέρει τις τρύπες όλες..».Η γυναίκα άναψε φωτιά, τους έψησε καφέ κριθαρίτικο. «Φαρμάκι πες, φαρμάκι καλύτερα να φαρμακώνουμε. Σου τό 'λεγα, δάσκαλε, τούτο θά 'ναι χειρότερο απ' τ' άλλα. Τον Τούρκο τον φέρναμε βόλτα με τα γρόσια, ώσπου ήρθε ή κακή του μέρα και γίνηκε το ελληνικό — κακή μας μέρα. Ταλιάνοι και γερμανοί μας ρήμαξαν. Τώρα γίναμε οχτροί μεταξύ μας καί θά φάμε ό ένας τον άλλο. Τούτος είναι ο μεγάλος χαλασμός του Αγιοκοσμά...».

Όμως εκείνο το χειμώνα πραγματικά αγκομαχήσαμε. Στις επαρχίες έβραζε ο εμφύλιος κι είχαν κουβαλήσει μέσα λεφούσια οι ανταρτόπληκτοι, από Πωγώνια και Κόνιτσα μέχρι Ζαγοροχώρια, Τσαμουριά και Λάκα-Σούλι.

Που λέτε, κίνησε τις προάλλες ένας γύφτος καβάλα στο γάιδαρο να πάει στα Ζαγοροχώρια για τράμπα, του καλού καιρού. Στο δρόμο πέφτει πάνω σε μια ομάδα. «Από πού είσαι;» «Απ' τα καμποχωρια» «Πώς σε λένε;» «Φέζο, Φέζο και Γιάννη». Φέζο με το παλιό, Γιάννη με το καινούργιο. «Γιατί βαφτίστηκες;» «'Έτσι μας είπαν». «Και δεν μας λες, τον ρωτούν, με ποιους είσαι;» Κοιτάει τα καπέλα ο γύφτος να ιδεί κορώνα—ούτε κορώνα ούτε γράμματα. «Μετ' εσάς», τους λέει. «Με ποιους;» «Μετ' εσάς», τίποτε άλλο, ώσπου τον στήσανε στα έξι και πάει καλιά του. Οι φαντάροι γέλασαν: «Κι έτσι πού λές,μπάρμπα, ούτε αυτός έμαθε ούτε οι άλλοι». Γυρίζει τότε ένας φαντάρος και ρωτάει το χωριάτη πού έλεγε την Ιστορία: «Να ήσουν εσύ τί θά 'λεγες;» Εκείνος στην αρχή μαζεύτηκε, αλλά ξαφνικά φωτίστηκε και λέει: «θά τό 'παιζα κορώνα-γραμματα». Ό στρατιώτης όμως ήθελε νά τό διασκεδάσει και στράφηκε στον ενα από τους γύφτους, στο γερο με τα κρεμασμένα μουστάκια και τη λιγδιασμένη τραγιάσκα: «Αλήθεια, γέρο, εσείς οι γύφτοι με ποιους είστε;» Εκείνος χαμογέλασε πονηρά, έγεφε στο πλάι το κεφάλι κι είπε όσο πιο κακομοίρικα μπορούσε:«Μετ' εσάς».

Δ. ΧΑΤΖΗ Η ΦΩΤΙΑ«Ριχτήκανε στα κατώγια και διαγουμίσανε τα τροφίματα. Ρημάξανε τα σφαχτά και τα πουλερικά, μπεκρουλιάσανε το κρασί κι όσο δε μπορέσανε να το πιούνε, άνοιξαν τις κάνουλες και τ' αφήσανε να χαθεί. Αμολήσανε τα μουλάρια τους μέσα στα σπαρμένα χωράφια. Βρίσανε και φοβέρισαν τις γυναίκες και δείραν καμπόσες.» «Στην αρχή έσφιγγε τα χέρια του και τον παρακαλούσε. Ύστερα έπεσε κάτου στα γόνατα κι έσκουζε και παρακαλούσε και τα μάτια του τρέχανε δάκρυα. Οι γυναίκες κλαίγανε πίσωθέ του να βλέπουν το χάλι του. Ένοιωθε τώρα τον κίντυνο να τον τριγυρίζει: σα μια μεγάλη φωτιά που σερνότανε μέσα στον κάμπο και που κανένας δεν μπορούσε να της ξεφύγει» Ύστερα... Ύστερα φάνηκαν όλα να τελείωσαν. Τα εγγλέζικα τάνκς ξεχύθηκαν απ' την Αθήνα και μπήκανε στις χιονισμένες πολιτείες με τα κατάκλειστα παραθύρια και τις μανταλωμένες πόρτες. 0ι δικοί μας δώσανε τα ντουφέκια τους. Στεκόντανε στη γραμμή με τα μάτια σκυμένα. Ένας -ένας προχωρούσαν, σταματούσαν μια στιγμή σα να διστάζανε καί σα να μετάνιωναν, σφίγγανε το ντουφέκι με τα δυό τους τα χέρια και κατόπι το πετούσαν βιαστικά στο σωρό και τρέχανε πίσω, χωρίς να γυρίσουνε να κοιτάξουν. Μα δέ φεύγανε. Λίγο παρακάτου στεκόντανε πάλι, περιμένοντας και τους άλλους πού δεν μπορούσανε πια να χωρίσουν. Και τα δάκρυα κυλούσαν μέσα στα γένεια τους.

Όλα τα είδε, μοναχή της. Μ’αυτά τά ίδια τά μάτια της. Πώς πέταξαν όξω απ΄ τα νοσοκομεία τους λαβωμένους μ’ ανοιχτές τις πληγές και τους κυνηγούσαν στους δρόμους και τους ρίχνανε πέτρες καί τίύς γιουχάϊζαν. Στις πολιτείες, στα χωριά και στα σταυροδρόμια, είδε να ξεσκάβουν τους τάφους των σκοτωμένων καί να σπάνε τα καντήλια πού άναβαν οι. χαροκαμένες μανούλες. Είδε να μπαίνουν σά λυσασμένα σκυλιά στα σπίτια και να παίρνουν τους άντρες πουχανε πολεμήσει και να δέρνουν τις γυναίκες πού τους είχαν ξεπροβοδίσει κρύβοντας τότες τά δάκρυα τους.

Τώρα τ' αφήνανε κ' έτρεχαν. "Από πολιτεία σε πολιτεία, καθώς γυρνούσε πάνου καί κάτου, δλα μείνανε στο νου της πνιγμένα σ' αυτά τα δάκρυα. Κανένας δε μιλούσε, δεν αντιστεκότανε πια. Κι ούτε βαρυγκομούσανε, ούτε μετάνοιωναν για τα παλιά. Μόνο κλαίγανε — είδε χιλιάδες ανθρώπους να κλαίνε σφίγγοντας τα δόντια...

1

Page 2: λογοτεχνικά παράλληλα στον εμφύλιο της κέρκυρας

ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΕΡΑΤΗ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΟΥ 43«Έρχονται οι Εαμίτες! Με μπαμπεσιά είμαστε κυκλωμένοι! Κηρύχτηκε πια ανοιχτά ο πόλεμος μεταξύ μας! Τώρα πια: όποιος φάει τον άλλον!» «Πάγωσα ολόκληρος όταν είδα το φανατισμό που ξέσπασε μετά κι όταν άκουσα τις κραυγές και τα ουρλιάσματα του μίσους που γιομίσανε όλο το δωμάτιο -και ιδίως τη χαρά, το κέφι, τ' αλληλοαγκαλιάσματα και τα φιλιά που επακόλουθη σαν ε, σα νάχε αναγγελθεί τούτη τη στιγμή το πιο ευφρόσυνο γεγονός για τη δυστυχή σκλαβωμένη πατρίδα μας, σα νάχε σημάνει κανένας Ευαγγελισμός ή καμιά Ανάσταση[...] Δεν ήξερα τι να κάνω. Στεκόμουν σε μια γωνιά, αμήχανος, ακίνητος, γιατί άξαφνα και τόσο έντονα ένοιωσα πως μας χωρίζει άβυσσος. Πάγωσα είπα. Καταράστηκα την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκα εδώ πάνω -κι όχι επειδή ήμανε στη μια ή στην άλλη μερίδα.» «Και σε λίγο καιρό (μα ήταν να μη το περιμένει κανείς;), όταν πια αλληλοσκοτωθήκαμε στα γερά, όταν είμαστε όσο μπορεί πιο ώριμοι για την αποσύνθεση, οι Γερμανοί άρχισαν την επίθεση τους, τις τελειωτικές "εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους μεγάλης κλίμακος", όπως λέγανε μετά.» (σ. 112) «Θα περίμενε κανένας... Βέβαια, σ' όποιον είχε μείνει λίγη καθαρή κρίση, θα περίμενε πως τουλάχιστον τούτη δω την ύστατη στιγμή θα σταματούσαμε τον πόλεμο μεταξύ μας και ότι έστω και όχι ενωμένοι, αλλά χωριστά και καθένας για λογαριασμό του θα χτυπούσαμε τον κοινό πανίσχυρο εχθρό[...] Κι όμως δεν έγινε τίποτα τέτοιο κι εδώ πάνω πια ήταν ένας τραγέλαφος» (σ. 113-114).

ΝΙΚΟΥ ΚΑΣΔΑΓΛΗ ΣΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΤΗΣ ΜΥΛΟΠΕΤΡΑΣ«Μα δεν τόνε θέλαν τον άλλον ισότιμο τους, στο πλευρό- τόνε θέλαν από κάτω, να τόνε διατάζουν. Κι αντίς να τα βάλουνε με τους Γερμανούς, τσακώθηκαν μεταξύ τους, να καθαρίσουνε, λέει, το εσωτερικό μέτωπο. Ο γιος έμαθε να φωνάζει τον πατέρα προδότη, και εκείνος πάλι τόνε τάραζε στο ξΎλο, να τόνε σωφρονίσει. Έχασε η λέξη το νόημα της, έδειχνε, απλά, τον αντίπαλο- μόνο που πάσκιζε να φανατίσει-ο φανατισμός έγινε η άγρια, παράλογη αρετή της εποχής.»

ΡΟΔΗ ΡΟΥΦΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ «Ο απολογισμός ήταν τρομαχτικός. Χιλιάδες πτώματα θυμάτων του ΕΛΑΣ είχαν βρεθεί, κι ακόμα ξεθάβονταν άλλα από ομαδικούς τάφους, πολλές φορές φριχτά παραμορφωμένα από βασανιστήρια: κομμένες μύτες κι αυτιά, βγαλμένα μάτια[...]». «του ήταν αφόρητη η ιδέα του εμφύλιου πολέμου» .«Τώρα θάταν ανυπόφορο -τώρα πούχαν μόλις γκρεμιστεί μέσα του τα ολιγαρχικά τείχη, τώρα πούχε νιώσει για πρώτη φορά, αληθινά, τη μεγάλη αλληλεγγύη» (σ. 400).ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ«πότε ροβολούσαν χουγιάζοντας οι κοκκινοσκούφηδες, πότε έκαναν γιουρούσι οι μαυροσκούφηδες και πιάνουνταν μέση με μέση κι άρχιζε το γλυκό το αδερφοφάγωμα.» «όταν πλάκωσε ο αδερφοσκοτωμός[...] ό,τι ως τότε κουφόβραζε μέσα τους, βουβό κι αφανέρωτο, ξεσπούσε τώρα κι αυθαδίαζε λεύτερο· τινάχτηκε από τα στήθια τους αχαλίνωτη η αρχέγονη λαχτάρα του ανθρώπου να σκοτώσει. Καθένας είχε κι ένα φίλο ακόμα ή κι αδερφό, που τον μισούσε, χρόνια, χωρίς αφορμή, κάποτε χωρίς κι ο ίδιος να το ξέρει, στέρνιαζε χρόνια το μίσος και δεν έβρισκε κανάλι να βγει- και τώρα, να, ξαφνικά τους μοίραζαν τουφέκια και χεροβομβίδες, ανέμιζαν απάνω από τα κεφάλια τους τρισεύγενες σημαίες, τους ξόρκιζαν οι παπάδες, οι γαλονάδες, οι γαζετατζήδες, να σκοτώσουν το γείτονα και το φίλο και τον αδερφό - έτσι μονάχα, τους φώναζαν, η πίστη κι η πατρίδα θα σωθούν. Ο φόνος, η παμπάλαιη ανάγκη του ανθρώπου, έπαιρνε ένα υψηλό μυστικό νόημα, κι άρχισε το αδερφοκυνηγητό.» «Δε μου λέτε, πώς τα πάτε με τους αντάρτες;- Δε βαστούμε πια, πάτερ άγιε, λιώσαμε.- Σκοτώνετε! Σκοτώνετε! αυτά μου παράγγειλε η Παναγιά να σας πω, σκοτώνετε τους αντάρτες · δεν είναι αυτοί άνθρωποι, είναι σκύλοι!» «Κάθε αντάρτης που πέφτει στα χέρια μας, μαχαίρι! Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα- σκοπός μας είναι η σωτηρία της Ελλάδας!» «Έχουμε πια λιώσει από την αγρύπνια κι από την τρομάρα- και να 'μασταν τουλάχιστο βέβαιοι πως πολεμούμε για καμιά μεγάλη ιδέα[...]» «ένα πράμα μονάχα θα 'θελα να ξέρω, για να μπορώ να βαστάξω τα όσα βλέπω εδώ και κάνω· ένα μονάχα: γιατί πολεμώ; για ποιον πολεμώ; Πως εμείς εδώ, ο εθνικός στρατός, οι μαυροσκούφηδες, όπως μας λεν, πολεμούμε να σώσουμε την Ελλάδα και πως οι οχτροί μας, αψηλά στα βουνά, οι κοκκινοσκούφηδες, πολεμούν να μοιράσουν και να πουλήσουν την Ελλάδα. Αχ, ας μπορούσα να "ξέρα, να 'μουν βέβαιος! Τότε όλα ίσως θα δικαιώνουνταν όλες μας οι θηριωδίες κι όλες οι συφορές που σκορπίζουμε, σκοτώνοντας, ξεσπιτώνοντας, καίγοντας, ατιμάζο-ντας.»

2

Page 3: λογοτεχνικά παράλληλα στον εμφύλιο της κέρκυρας

«Μα σιγά σιγά -τι 'ναι λοιπόν το βρωμερό επικίντυνο αυτό ζώο που το λέμε άνθρωπο;- σιγά σιγά αγρίευα - με το να κάνω άθελα μου θυμωμένες χειρονομίες, θύμωσα· άρχισα να κοπανώ με λύσσα τα χέρια που 'ταν γαντζωμένα στις πόρτες, ν' αδράχνω τις γυναίκες από τα μαλλιά και να τσαλαπατώ τα παιδιά με τις αρβύλες μου.» «"Ντρέπουμαι, ντρέπουμαι" της είπα σιγά "ντρέπουμαι, κυρά μου, μα φαντάρος είμαι, έχασα τη λευτεριά, δεν είμαι άνθρωπος· συχώρα με!"»

«Αν βαστάξει ακόμα λίγον καιρό ο καταραμένος αυτός αδερφοφάς πόλεμος, θ' αρχίσουμε να τρώμε ο ένας τον άλλον. Χάσαμε την ανθρωποσύνη μας, Χριστέ μου, αγριεύτηκαν τα μούτρα μας, ξαναγυρίσαμε πίσω στο άγριο θεριό.»

«Κανένας αρχηγός, μήτε κόκκινος μήτε μαύρος, δεν έχει μέσα του αλάκερη την Ελλάδα· όλοι τους την έχουν μοιρασμένη, την έκαμαν, οι κακούργοι, δυο κομμάτια, σα να μην ήταν ζωντανή. Και το κάθε κομμάτι λύσσιαξε και θέλει να φάει το άλλο. Βασιλιάδες, πολιτικάντηδες, γαλονάδες, δεσποτάδες, κοτζαμπάσηδες, καπετάνιοι του βουνού, καπετάνιοι του κάμπου, όλοι, όλοι έχουν λυσσιάξει. Είναι λύκοι λιμασμένοι, πεινούν, κι είμαστε εμείς, ο λαός, το κρέας, μας βλέπουν σαν κρέας, και μας τρώνε.» «Πότε τέλος πάντων θα γλιτώσουμε κι από τους δυο δαιμόνους, να μείνουμε νοικοκυραίοι στο σπίτι μας; Μωρέ, δεν υπάρχουν Έλληνες να παραδώσουμε την Ελλάδα;»

«Τα κοράκια έβλεπαν πάλι τους ανθρώπους να μαζεύουνται, όλοι ετούτοι θα γίνουν ψοφίμια, λόγιαζαν μέσα στο σίγουρο μυαλουδάκι τους, και προσγειώνουνταν μια στιγμή να τροχίσουν τα ραμφιά τους στις πέτρες. Ό,τι εμείς οι άνθρωποι λέμε πόλεμο για την πίστη και την πατρίδα, τα κοράκια το λένε φαγοπότι- κι ό,τι εμείς λέμε ήρωα, τα κοράκια το λένε νόστιμο κρέας.»

Ό καπετάν βράχος, ως να δει το λοχαγό, τινάχτηκε· τον ζύγωσε αργά, τέντωσε το λαιμό του, τον κοίταζε. Το φως τώρα είχε πιάσει τον τρούλο της εκκλησιάς και σιγά σιγά κατέβαινε κι έπιανε την αυλή· τα πρόσωπα των ανθρώπων γυάλισαν κι ανάμεσα από τους αντάρτες φωτίστηκε χλωμή, με σφιμένα χείλια, με ανοιχτό λαιμό, η γυναίκα του λοχαγού, η μαυρομάτα.

Ό καπετάνιος σκυφτός κοίταζε αχόρταγα το λοχαγό· κάμποση ώρα βουβός· τέλος, άνοιξε το στόμα του : —Εσύ 'σαι; εσύ, κυρ λοχαγέ; Πώς γίνηκες έτσι;Στράφηκε στα παλικάρια του : — Λύσετε τον, πρόσταξε· κόφτε τα σκοινιά ! Σηκώστε τον απάνω! 'Εσύ, εσύ ; πώς γέραζες, πώς έλιωσες, πώς

άσπρισαν τά μαλλιά σου!Ο λοχαγός δάγκανε μανιασμένος τα μουστάκια, δε μιλούσε; το αίμα έτρεχε από το μεσοφρύδι του και μια σφαίρα είχε καρφωθεί στο δεξό του το αντικνήμι, θά 'χε σπάσει το κόκαλο και πονούσε· μα έσφιγγε τα δόντια του, να μη φωνάξει: «Δε θα φωνάξω» διαλογίζουνταν «δε θα ντροπιαστώ, θα πεθάνω όρθιος· θεέ μου, μη με αφήσεις να ξεπέσω!»Για πρώτη φορά ήρθε τώρα στο νου του δ θεός· ως τώρα, η τιμή, ή πατρίδα, η εγδίκηση, το μίσος, του τύφλωναν την ψυχή· και να, τώρα, στην άκρα απελπισία, η αιώνια, αμετασάλευτη γαλήνη και σιγουράδα, ο θεός. Καιρό είχε να χαμογελάσει ειρηνεμένος· σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε. Ό καπετάνιος τον κοίταζε με θαμασμό, με συμπόνια, με φρίκη· πώς έλιωσε ο ξακουστός ετούτος άντρας και φάνηκαν τα κόκαλα του ! ετούτος είναι ο μαυρομούστακος, λιγομίλητος λεβέντης πού γέμισε τ' αρβανίτικα βουνά με τ' όνομά του ; «Τι κρίμα, τι κρίμα» συλλογίζουνταν «τέτοιες ψυχές να μην είναι μαζί μας! "Επρεπε όλες οι αρετές να 'ναι στο στρατόπεδο το δικό μας, όλες οι αναντριές κι ατιμίες στους άλλους· μα έχουμε εμείς πολλούς άναντρους κι άτιμους, κι αυτοί πολλά παλικάρια· ο θεός, θαρρώ, ανακάτεψε τα χαρτιά, και τα 'χουμε χαμένα...»— Με θυμάσαι, κύρ λοχαγέ; τον ρώτησε· κοίταξε με καλά, με θυμάσαι;

Ό λοχαγός αναμέρισε τα αίματα από τα μάτια του κι ευτύς γύρισε πέρα το πρόσωπο και δε μίλησε.—Στον Αλβανικό πόλεμο υπηρετούσα στο λόχο σου· είχα τότε άλλο όνομα· με αγαπούσες και μ' έκραζες Κουρσάρο· κι όταν ήταν καμιά επικίντυνη αποστολή, εμένα φώναζες. «Άιντε, Κουρσάρο» μου 'λεγες «κάμε πάλι το θάμα σου!» Κι όταν σε μια μάχη λαβώθηκες και στα δυο πόδια κι έπεσες κάτω κι όλοι σε παράτησαν, εγώ σε πήρα στον ώμο μου, πέντε ώρες, και σ' έφερα στο νοσοκομείο. Κι εσύ μέ είχες αγκαλιάσει από το λαιμό και μου 'λεγες: «Σε σένα χρωστώ τη ζωή μου .. Σε σένα χρωστώ τη ζωή μου...» Και τώρα γύρισε, α νάθεμα τον, ο χρόνος και σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον...

Αποσπάσματα από: ΡΙΚΗ ΒΑΝ ΜΠΟΥΣΧΟΤΕΝ, Περάσαμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου…Πλέθρον/ Μαρτυρίες

….Κατά το τέλος του 1946, οι περισσότερες γυναίκες είχαν μείνει χωρίς άντρες στο σπίτι. Για τη Σουλτάνα Μπούμπαρη, η στιγμή που γέννησε την κόρη της ήταν η αρχή μιας οδυνηρής πορείας που θα τη στερούσε από την παρουσία των αδελφών της και του άντρα της. Τα τρία της αδέλφια και ο πατέρας της ξυλοκοπήθηκαν στα Γρεβενά ή πήγαν φυλακή.

3

Page 4: λογοτεχνικά παράλληλα στον εμφύλιο της κέρκυρας

Λίγο αργότερα ο άντρας της και ο κουνιάδος της φεύγουν στο βουνό.

…..Τότε πήραν και τον αδελφό μου, τον ξυλοκόπησαν, τον πήγαν φυλακή, εννιά χρόνια. Τον είχαν δώδεκα χρόνια, ύστερα είχε γίνει μια χάρη, είχαν τον πάρει και τον απόλυκαν, αλλά έφαγε ξύλο, ξύλο! Δώδεκα άτομα τον χτυπούσαν στα Γρεβενά, έβαλαν έξω αυτοκίνητα, μηχανάκια, να μην ακούγεται μέσα. Τον πιάσαν οι Ραμμαίοι, γιατί δήθεν είχε πάρει μέρος στη μάχη αυτή . Κι ήταν ο πατέρας μου φυλακή, παπάς, η γυναίκα αυτουνού του αδελφού μου, ο αδελφός μου ο άλλος ο μικρότερος, τρία αδέλφια ήταν φυλακή κι αναγκάστηκε ύστερα ο αδελφός μου αυτός, που τον γύρευαν να τον πιάσουν, αναγκάστηκε και πάει να παραδοθεί να απολυθούνε οι άλλοι τρεις. Τον είπαν, ο πρόεδρος, ο ένας, ο άλλος: «Έλα, δεν θα σε κάνουν τίποτα, να παρουσιαστείς για να βγούνε οι άλλοι». Ήταν η γυναίκα τ' έγκυα κι έκανε και δίδυμα κιόλα. Και αναγκάστηκε και πήγε (· · ·) Και τράβηξε ύστερα, είπαν δεν θα τον κάνουν τίποτα, αλλά ξύλο, ε, ξύλο!

Δεν πήγε κανένας εθελοντής, λίγοι ήταν. Δεν ήθελαν να πάνε ο κόσμος. Κι ύστερα τους πήραν, όποιος τους

προλάβαινε. Πήγε ο άντρας μου αντάρτης, τον είχαν καλέσει να πάει στρατιώτης, η θητεία του, αλλά δεν πρόλαβε να πάει,

τους πήρανε ετούτοι, οι αντάρτες, όποιος τους προλάβαινε τους έπαιρνε. Πήγε πρώτα ο κουνιάδος μου, τους πήραν, όχι

πήγαν. Ήταν στρατιώτης ο κουνιάδος μου, κι έφυγε απ' το στρατό, ήρθε εδώ, τον επιστράτευσαν [οι αντάρτες]. Κι αυτός

δεν ήθελε να πάει. Και όταν έμαθε που επιστράτευσαν και τον αδελφό του, ήρθε και γέμισε σπυριά απ' τη στεναχώρια του.

«Αχ!» λέει, «Κατάλαβα, αχ», λέει, «ένας δεν θα μείνουμε». Κανένας δεν ήθελε να πάει, ποιος ήθελε να πάει να σκοτωθεί;

Τόσα παιδιά σκοτώθηκαν απ' το χωριό μας. Εκατόν τόσα παιδιά σκοτώθηκαν. Κανένας δεν ήθελε να πάει. Μερικούς τους

σβάρνιζαν και τους έπαιρναν. Δεν ήθελε ο κόσμος έξω να πάει. Αλλά, σ' είπα, ήταν όλα αυτά φτιαστά, να μας ξεπατώσουν.

Όπως μας ξεπάτωσαν και τώρα δεν μας λογαριάζει κανένας. Κι αυτοί πήραν τους άντρες μας κατά εδώ, εμείς πού να πάμε

ύστερα; Καθόμασταν στα σπίτια μας.

Ο στρατός όμως, επειδή ήθελε να αφαιρέσει ορμητήρια των ανταρτών, είτε να τροφοδοτούνται από τους τοπικούς

παράγοντες, από τους χωρικούς, είτε να τους δίνουν διάφορες πληροφορίες, υπήρχε απόφαση, δεν ξέρω αν ήταν επίσημη ή

ανεπίσημη, ότι έπρεπε η ύπαιθρος όλη να αδειάσει και να μαζευτούν όλοι στις μεγάλες πόλεις. Ήταν οι λεγόμενοι

καταδιωκόμενοι. Φύγανε από τα χωριά ο κόσμος, είτε με το έτσι-θέλω, είτε με το καλό είτε με το κακό, και τους μαζέψανε

στις μεγάλες πόλεις και κάνανε παραπήγματα κλπ.. Μερικοί όμως απ' αυτούς... —αριστερίζοντες; πέσ' το αριστερίζοντες—

δεν θέλησαν να φύγουν από τα χωριά αυτά, επειδή είχαν τους λόγους τους να παραμείνουν, ή επειδή δεν θέλαν να μείνουν

στις πόλεις. Αυτούς έπρεπε πάση θυσία να τους φέρουν στις πόλεις μέσα, για να μην μπορούν να τροφοδοτούν τους

αντάρτες ή για να μην τους δίνουν πληροφορίες. Επειδή ο στρατός δεν μπορούσε να ασκήσει βία σ' αυτούς, διότι υπήρχε

και ο ΟΗΕ, υπήρχαν και δημοσιογράφοι κλπ., αυτήν την αποστολή την άχαρη την ανέλαβαν αυτές οι ο μάδες οι εθνικές,

όπως ήταν του πατέρα μου, εναντίον αυτών των ανθρώπων. Κι είναι γεγονός ότι μερικοί απ' αυτούς τους ανθρώπους

υπέστησαν ταλαιπωρίες...

Ο στρατός ήρθε πολλές φορές εδώ, γιατί εδώ τα υψώματα πάνω τα 'πιανε, κατέβαινε εδώ κάτω, λεηλατούσε, άρπαζε.

Ήρθαν εδώ στο σπίτι μου, το 'καναν άνω-κάτω, πήραν μέσα κάτι ψωμιά' αν ήταν να τα φάν', καλά έκαναν που τα πήραν,

αλλά πήραν και πράγματα, πήραν κάτι παπούτσια, πήραν κάτι κομμάτια άραφτο ύφασμα —γιατί αυτοί μπορεί να είχαν και

φιλενάδες, να τους δώσουν αυτά να τα στείλουν στα σπίτια τους και ξέρω εγώ.

Το 'κανε κι ο ένας κι ο άλλος, οι δικοί μας, δεν ήταν ξένοι. Τώρα έγινε εμφύλιος πόλεμος, δεν ήταν ξένοι,

αναμεταξύ μας έγινε. Ο αδελφός μου ο Αντρέας αντάρτης, ο Θόδωρος αντάρτης, η Βάγια η αδελφή μου ανταρτίνα.

Και ο Γιάννης ο άλλος αδελφός μου ήταν στρατό, τον καλούσε η ηλικία. Τώρα πολεμούνταν ο ένας με τον άλλον,

αδέλφια με αδέλφια, είμασταν μια χαρά! Και τραυματίστηκαν και οι δυο. Και τα δυο τ' αδέλφια. Ο Γιάννης απού

ήταν στρατό τραυματίστηκε, πέντε μήνες στο νοσοκομείο έκανε, τραυματίζεται και ο Θόδωρος εδώ. Τώρα ο

πατέρας μου, πού να πάει ο καημένος, με τη μάνα; Να πάει στα Γρεβενά φοβόμασταν, απ' τς Ραμμαίοι. Τη μια τη

μέρα πάει στα Γρεβενά να δει εκείνο τον αδελφό μου, το μεγαλύτερο, την άλλη την ημέρα έπρεπε να πάει απάνω στο

βουνό να δει τον άλλον. Όχι εδωέ, μακριά! Τέτοια τραβήξαμε.

Αποσπάσματα από: ΡΙΚΗ ΒΑΝ ΜΠΟΥΣΧΟΤΕΝ, Περάσαμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου…Πλέθρον/ Μαρτυρίες

4