"Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο...

23

Click here to load reader

Transcript of "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο...

Page 1: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

Κοιμάμαι όταν το λεωφορείο τρέχει κατά μήκος μίας τεράστιας καινούριας γέφυρας πάνω απ’τη Θάλασσα του Σέτο Ναϊκάι. Την είχα δει μόνον σε χάρτες και ανυπομονούσα να τη δω και από κοντά. Ξύπνησα όταν κάποιος με σκούντησε απαλά στον ώμο. «Έι, εδώ είμαστε» λέει το κορίτσι. Τεντώνομαι, τρίβω τα μάτια με τα χέρια μου και κοιτάζω έξω απ’το παράθυρο. Πράγματι, το λεωφορείο μπαίνει σε κάτι που μοιάζει με το τετράγωνο μπροστινό μέρος ενός σταθμού. Οι πρωινές ηλιακτίδες φωτίζουν το μέρος. Το σχεδόν εκτυφλωτικό αλλά και ταυτόχρονα ήπιο φως του ήλιου που υπάρχει εδώ διαφέρει απ’αυτό που είχα συνηθίσει στο Τόκιο. Κοιτάω το ρολόι. Είναι 6.32. «Θεέ μου, τι μεγάλο ταξίδι» λέει κουρασμένα. «Νόμιζα πως θα μου έφευγε η πλάτη. Και ο σβέρκος μου με σκοτώνει. Δε θα με ξαναδείς σε νυχτερινό λεωφορείο ξανά. Από δω και μπρος θα παίρνω αεροπλάνο, ακόμη και εάν στοιχίζει κάτι παραπάνω. Κενά αέρος, αεροπειρατείες---δε με νοιάζει. Αρκεί μόνον να πάω με αεροπλάνο.» Κατέβασα τη βαλίτσα τής και το σακίδιό μου απ’το πάνω ράφι. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησα. «Το όνομά μου;» «Ναι» «Σακούρα» λέει. «Και εσένα;» «Κάφκα Ταμούρα» απαντώ. «Κάφκα Ταμούρα» επαναλαμβάνει. «Παράξενο όνομα. Αν και ευκολομνημόνευτο.» Έγνεψα καταφατικά. ΄Αλλο πράγμα να γίνεις ένα διαφορετικό πρόσωπο, και άλλο πράγμα, ζόρικο, το να αλλάξεις όνομα. Κατεβαίνει απ’το λεωφορείο, αφήνει τη βαλίτσα της στο έδαφος, εκείνη θρονιάζεται πάνω στη βαλίτσα και βγάζει ένα σημειωματάριο από την τσέπη του σακιδίου της, γράφει κάτι γρήγορα, σχίζει τη σελίδα, και μου το δίνει. Είναι ένας αριθμός τηλεφώνου. «Να ο αριθμός του κινητού μου» λέει με μία στριμένη έκφραση. Θα μείνω για λίγο στο σπίτι ενός φίλου, αλλά όποτε θελήσεις να δεις κάποιον, τηλεφώνησέ μου. Μπορούμε να βγούμε έξω για κανένα φαγητό ή ο,τιδήποτε. Δεν είσαι ξένος, εντάξει; «Ακόμη και οι τυχαίες συναντήσεις…» πώς λέει το ρητό; «Είναι το αποτέλεσμα κάρμα». «Σωστά, σωστά» λέει. «Αλλά τι να σημαίνει;» «Ότι τα πράγματα στη ζωή είναι προκαθορισμένα απ’τις προηγούμενες ζωές μας. Ότι ακόμη και τα παραμικρά γεγονότα δεν είναι σύμπτωση».

Κάθεται πάνω στην κίτρινη βαλίτσα της με το σημειωματάριο στο χέρι, και το σκέφτεται. «Χμ…αυτό είναι ένα είδος φιλοσοφίας, ε; Διόλου άσχημος τρόπος αντιμετώπισης της ζωής. Ένα είδος μετασάρκωνσης.

Page 2: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

Ιστορίες Νιου Έϊτζ και τα παρόμοια. Αλλά Κάφκα, να θυμάσαι ένα πράγμα, εντάξει; Δεν τριγυρίζω δίνοντας σε όποιον βρω τον αριθμό του κινητού μου. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;» Το εκτιμώ, της λέω. Διπλώνω το χαρτί και το βάζω στην τσέπη του αντιανεμικού μου.Το ξανασκέφτομαι καλύτερα και το βάζω στο πορτοφόλι μου. «Πόσο καιρό θα είσα στο Τακεμάσου;» ρωτάει η Σακούρα.

«Δεν ξέρω ακόμη» λέω. «Εξαρτάται απ’το πώς θα πάνε τα πράγματα». Με καρφώνει με τα μάτια έχοντας το κεφάλι γερμένο στη μία πλευρά. «Εντάξει ο,τιδήποτε» σαν να λέει. Μετά μπαίνει σε ένα ταξί, με αποχαιρετά και φεύγει. Μένω μόνος για μία ακόμη φορά. Νομίζω πως το Σακούρα δεν είναι το όνομα της αδελφής μου. Όμως απ’την άλλη τα ονόματα αλλάζουν εύκολα. Ιδιαίτερα όταν προσπαθείς να ξεφύγεις από κάποιον. Έχω κάνει κράτηση σε ένα ξενοδοχείο για επιχειρηματίες στο Τακεμάτσου. Η Χ.Α.Ν. στο Τόκιο μου πρότεινε το μέρος και μέσω αυτών κατάφερα να μου κάνουν μία έκπτωση στο δωμάτιο. Αλλά αυτό ισχύει μόνον για τις πρώτες τρεις μέρες. Μετά θα κοστολογηθεί στην κανονική τιμή. Εάν πραγματικά ήθελα να γλιτώσω λεφτά, θα μπορούσα να κοιμηθώ στο παγκάκι ενός σταθμού μέσα στον υπνόσακο ή κάπου στο πάρκο μιας που ακόμη κάνει ζέστη. Αλλά εάν έρθουν οι μπάτσοι, θα ζητήσουν τα στοιχεία μου και αυτό πρέπει να το αποφύγω πάση θυσία. Να γιατί έκανα την κράτηση στο ξενοδοχείο για τουλάχιστον τρεις μέρες. Μετά κάτι θα σκεφτώ. Στο σταθμό μπαίνω σ΄ένα μαγαζί και αγοράζω το πρώτο πράγμα που πιάνει το μάτι μου για δείπνο. Ένα πιάτο ζυμαρικών αντόν. Όντας γέννημα θρέμμα του Τόκιο, έχω φάει ελάχιστο αντόν στη ζωή μου. Τώρα όμως είμαι στην καρδιά του αντόν, στο Σικόκου, αντιμέτωπος με ζυμαρικά που ούτε έχω καν ποτέ ξαναδεί στη ζωή μου. Είναι ωραία, τραγανιστά και φρέσκα και η σούπα μυρίζει θαυμάσια, πραγματικά αρωματική. Και αληθινά φθηνή. Είναι τόσο γευστική που σε δευτερόλεπτα παραγγέλνω και δεύτερο πιάτο, και για πρώτη φορά μετά από ποιος ξέρει ποιος πόσα χρόνια, νιώθω πραγματικά χορτάτος. Μετά θρονιάζομαι σε ένα παγκάκι στην πλατεία δίπλα στο σταθμό και κοιτάω τον ηλιόλουστο ουρανό. Είμαι ελεύθερος, υπενθυμίζω στον εαυτό μου. Όπως τα σύννεφα που πετάνε στον ουρανό, έτσι και εγώ, είμαι τελείως ελεύθερος.

Page 3: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

Αποφασίζω να σκοτώσω την ώρα μου μέχρι το βράδυ σε μία βιβλιοθήκη. Από τότε που ήμουν μικρός μου άρεσε να περνάω το χρόνο μου στα αναγνωστήρια βιβλιοθηκών, επομένως όταν έφθασα στο Τακαμάτσου ήμουν εξοπλισμένος με όλες τις πληροφορίες για όλες τις βιβλιοθήκες εντός και εκτός της πόλης. Για σκέψου: Ένα μικρό παιδί που δεν θέλει να πάει σπίτι δεν έχει πολλές επιλογές. Τα καφενεία και οι κινηματογράφοι δε λένε. Έτσι απομένουν μόνον οι βιβλιοθήκες, που είναι το τέλειο μέρος—ούτε εισιτήρια, ούτε υπάρχει κανείς που να ξεφυσάει αναστατωμένος με του μπήκε μέσα ένα παιδί. Στη βιβλιοθήκη, απλώς κάθεσαι και διαβάζεις ό,τι θέλεις. Πάντα πήγαινα με το ποδήλατό μου στην τοπική δημόσια βιβλιοθήκη μετά το σχολείο. Ακόμη και στις αργίες εκεί θα με έβρισκες. Θα καταβρόχθιζα ο,τιδήποτε. Τα πάντα: Μυθιστορήματα, βιογραφίες, ιστορία.Ό,τι υπήρχε εκεί. Με το που τελείωσα όλα τα παιδικά βιβλία, πέρασα στα βιβλία γενικού ενδιαφέροντος και έπειτα σε εκείνα για ενήλικες. Μπορεί να μην καταλάβαινα τα περισσότερα απ’αυτά, αλλά τα διάβαζα μέχρι την τελευταία σελίδα. Όταν βαριόμουν το διάβασμα, θα πήγαινα σε έναν απ’τους θαλάμους ακρόασης με ακουστικά και απολάμβανα μουσική. Δεν είχα ιδέα για μουσική, έτσι, πήγαινα στη σειρά με τα CD και τα άκουγα όλα. Ένα-ένα. Με τη σειρά. Κάπως έτσι, έμαθα τον Ντιουκ ‘Ελινγκτον, τους Μπίτλς και τους Λεντ Ζέπελιν. Έτσι, η βιβλιοθήκη έγινε το δεύτερο σπίτι μου. Ίσως κάτι περισσότερο από ένα πραγματικό σπίτι, πολύ περισσότερο απ’το μέρος όπου έμενα. Πηγαίνοντας εκεί κάθε μέρα, γνωρίστηκα καλά με όλες τις βιβλιοθηκάριους που δούλευαν εκεί. Ήξεραν το όνομά μου και πάντα με χαιρετούσαν. Ήμουν απίστευτα ντροπαλόος και έτσι με τα βίας ανταπαντούσα. Προτού φθάσω στο Τακαμάτσου, βρήκα κάποιον πολύ πλούσιο άνδρα από παλιά οικογένεια των προαστίων που είχε μετατρέψει την προσωπική του βιβλιοθήκη σε ιδιωτική βιβλιοθήκη ανοιχτή για το κοινό. Το μέρος έχει πολλά σπάνια βιβλία, και άκουσα πως το ίδιο το κτίριο και ο παρακείμενος κήπος άξιζαν τον κόπο για επίσκεψη. Είδα και μία φωτογραφία του μέρους αυτού μία φορά στο περιοδικό Τάιγιο. Είναι ένα μεγάλο γιαπωνέζικο σπίτι με πραγματικά κομψή αίθουσα ανάγνωσης που μοιάζει περισσότερο με σαλόνι, όπου οι άνθρωποι κάθονται με τα βιβλία τους σε άνετους καναπέδες. Για κάποιο λόγο αυτή η φωτογραφία έμεινε στη μνήμη μου και ήθελα να μπορέσω κάποια στιγμή να τη δω από κοντά και ο ίδιος, εάν μου δινόταν η ευκαιρία κάποια μέρα. Το μέρος αυτό λεγόνταν Βιβλιοθήκη Κομούρα. Πάω στον θάλαμο τουριστικών πληροφοριών της πόλης στο σταθμό και ρωτάω πώς να πάω εκεί. Μία πρόσχαρη μεσήλικη γυναίκα σημειώνει το μέρος σε έναν τουριστικό χάρτη και μου δίνει οδηγίες ποιο

Page 4: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

τρένο να πάρω. Είναι διαδρομή 20 λεπτών, μου εξηγεί. Την ευχαριστώ και μελετώ το πρόγραμμα των δρομολογίων τρένου του σταθμού.Έχει τρένα κάθε 20 λεπτά. Έχω ακόμη αρκετή ώρα στη διάθεσή μου, επομένως, ξανατρώω σε ένα απ’τα μικρομάγαζα της περιοχής. Η αμαξοστοιχία αποτελείται από δύο μικρά βαγόνια. Οι ράγες περνούν από μία εμπορική περιοχή με ψηλά κτίρια, μετά από ένα συνδιασμό σπιτιών και μαγαζιών, εργοστάσια και αποθήκες. Μετά περνά από ένα πάρκο και ένα συγκρότημα διαμερισμάτων υπό κατασκευή. Ακουμπώ το πρόσωπό μου στο τζάμι του παραθύρου, μεθώντας με εικόνες που δεν έχω ξαναδεί. Με το που βγήκα απ΄το Τόκιο, όλα μου φαίνονται φρέσκα και καινούρια. Το τρένο, όπου βρίσκομαι, βγαίνει απ’την πόλη και είναι σχεδόν άδειο αυτή την ώρα του πρωινού. Αλλά οι αποβάθρες, απ’την άλλη πλευρά, είναι γεμάτες με παιδιά γυμνασίου που φορούν θερινές στολές και απ’τους ώμους τους κρέμονται σχολικές τσάντες. Όλα πάνε στο σχολείο. Εκτός από μένα. Εγώ είμαι μόνος και πηγαίνω στην αντίθετη κατεύθυνση. Είμαστε σε διαφορετικές κατευθύνσεις υπό διάφορες έννοιες. Ξαφνικά, ο αέρας μοιάζει λίγος και κάτι βαρύ σαν να πλακώνει το στήθος μου. Κάνω πραγματικά το σωστό πράγμα; Η σκέψη αυτή με κάνει να αισθάνομαι αβοήθητος και απομονωμένος. Γυρίζω την πλάτη μου στους μαθητές και προσπαθώ να μην τους κοιτάξω άλλο. Το τρένο τρέχει κατά μήκος της θάλασσας εδώ και ώρα,μετά ξαναμπαίνει στην ενδοχώρα. Περνάμε χωράφια με ψηλά καλαμπόκια, αμπέλια και μανταρινιές που φυτρώνουν στους λόφους. Πού και πού κάποια αρδευτικά έργα λαμποκοπούν στη λιακάδα. Ένα ποτάμι στριφογυρίζει σε μία πλατιά λωρίδα γης που φαίνεται δροσερή και δελεαστική, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της είναι γεμάτο καλοκαιρινά αγριόχορτα. Σε ένα σημείο προσπερνάμε έναν σκύλο που στέκεται κοντά στις ράγες κοιτώντας με αδειανό βλέμμα το τρένο που περνά με ταχύτητα. Κοιτώντας αυτό το σκηνικό νιώθω ξανά ζεστασιά και ηρεμία. Θα τα καταφέρεις λέω στον εαυτό μου, παίρνοντας μία βαθιά ανάσα. Το μόνον που μπορείς να κάνεις είναι να προχωρήσεις μπροστά. Στο σταθμό ακολουθώ το χάρτη και περπατώ βόρεια περνώντας ολόκληρες σειρές με παλιά καταστήματα και σπίτια. Και οι δύο πλευρές του δρόμου περιτρυγίζονται από τοίχους σπιτιών . Ποτέ δεν έχω δει τόσα πολλά διαφορετικά είδη—μαύροι τοίχοι φτιαγμένοι από σανίδες, άσπροι τοίχοι, γρανιτένιοι, πέτρινοι με φράχτες στην κορυφή. Όλο το μέρος μοιάζει ακίνητο και σιωπηλό, χωρίς κανέναν στο δρόμο. Μετά βίας περνά έστω και ένα αυτοκίνητο. Ο αέρας μυρίζει θάλασσα, που πρέπει να είναι κοντά. Ακούω προσεχτικά αλλά δεν μπορώ να διακρίνω τον ήχο κυμάτων. Αρκετά μακριά, όμως, ακούω τον σχεδόν αναιπαίσθητο ήχο ενός ηλεκτρικού πριονιού, ίσως από κάποια οικοδομή. Μικρές πινακίδες

Page 5: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

με βέλη που δείχνουν προς τη βιβλιοθήκη, υπάρχουν σ’όλη τη διαδρομή απ’ το σταθμό και έτσι δεν μπορώ να χαθώ. Ακριβώς μπροστά απ’την επιβλητική πύλη της Βιβλιοθήκης Κομούρα υπάρχουν δύο καλά κλαδεμένες δαμασκηνιές. Μετά την πύλη, υπάρχει ένα μονοπάτι με χαλίκια, ανάμεσα σε όμορφα κλαδεμένους θάμνους και δέντρα—πεύκα και μανόλιες, κίτρινες γιαπωνέζικες αγριοτριανταφυλλιές και αζαλέες—τόσο καθαρό που δεν έχει ούτε ένα φυλλαράκι πεσμένο κατά γης. Ανάμεσα στα δέντρα διακρίνονται κανά δυο πέτρινα φανάρια και μία μικρή λίμνη. Τελικά φθάνω στην περίτεχνα σχεδιασμένη είσοδο. Σταματώ μπροστά στην ανοιχτή μπροστινή πόρτα, διστάζοντας για μία στιγμή να μπω μέσα. Αυτό το μέρος δεν μοιάζει καθόλου με τις άλλες βιβλιοθήκες που έχω δει. Αλλά έχοντας κάνει όλο αυτό το δρόμο, νιώθω υποχρεωμένος να μπω. Ακριβώς λίγο μετά την είσοδο, ένας νεαρός άνδρας κάθεται πίσω από έναν πάγκο, όπου μπορείς να αφήσεις τα πράγματά σου. Ξεφορτώνομαι το σακίδιό μου, και μετά βγάζω τα γυαλιά ηλίου και το καπέλο. «Είναι αυτή η πρώτη σας επίσκεψη;» με ρωτά με ήρεμη, ήσυχη φωνή. Είναι ελαφρώς υψίτονη, αλλά ήρεμη και καταπραϋντική.Γνέφω καταφατικά αφού δε βγαίνουν λέξεις απ’το στόμα μου. Η ερώτηση με πιάνει εξ απήνης και με γεμίζει ένταση. Με ένα μεγάλο, καλοξυσμένο μολύβι ανάμεσα στα δάκτυλά του, ο νεαρός άνδρας κοιτά έντονα το πρόσωπό μου για λίγο. Το μολύβι είναι κίτρινο με μία γόμα στην κορυφή. Το πρόσωπο του άνδρα είναι μικροκαμωμένο με κανονικά χαρακτηριστικά. Θα μπορούσες να τον πεις περισσότερο χαριτωμένο παρά γοητευτικό. Φορά ένα λευκό βαμβακερό πουκάμισο κουμπωμένο ως πάνω και χακί στρατιωτικό παντελόνι, δίχως την παραμικρή ζάρα. Όταν κοιτά προς τα κάτω, τα κάπως μακριά μαλλιά του σκεπάζουν τα φρύδια του και με το που το καταλαβαίνει τα σιγυρίζει προς τα πίσω με το χέρι. Τα μανίκια του είναι σηκωμένα μέχρι τους αγκώνες, αποκαλύπτοντας λευκούς, λεπτούς καρπούς. Ο όμορφος λεπτός σκελετός των γυαλιών του συμπληρώνει αρμονικά τα χαρακτηριστικά του. Το μικρό πλαστικό καρτελάκι,καρφιτσωμένο στο στήθος του, γράφει Οσίμα. Δεν ακριβώς το είδος του βιβλιοθηκάριου που έχω συνηθίσει. «Χρησιμοποίησε ελεύθερα τα ράφια με τα βιβλία» μου λέει «και εάν βρεις κάτι που θα θέλεις να διαβάσεις, απλώς πήγαινέ το στην αίθουσα ανάγνωσης. Τα σπάνια βιβλία έχουν κόκκινη σφραγίδα πάνω τους και γι’αυτά θα χρειαστείς να συμπληρώσεις μία ειδική καρτέλα. Στα δεξιά σου είναι το δωμάτιο με τις καρτέλες αναζήτησης βιβλίων. Υπάρχει ευρετήριο με κάρτες αλλά και ένας υπολοιγιστής που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να ψάξεις το υλικό. Δεν επιτρέπουμε το δανεισμό βιβλίων. Δεν διαθέτουμε περιοδικά και εφημερίδες. Ούτε κάμερες επιτρέπονται. Ούτε φωτοαντίγραφα ή αντίγραφα κάποιου άλλου είδους.

Page 6: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

Τρόφιμα και αναψυκτικά θα πρέπει να καταναλώνονται έξω απ’τη βιβλιοθήκη. Κλείνουμε στις πέντε». Αφήνει το μολύβι στο γραφείο του και προσθέτει: «Πας στο γυμνάσιο;» «Ναι» λέω παίρνοντας μία βαθιά αναπνοή. «Αυτή η βιβλιοθήκη είναι λίγο διαφορετική από όσες έχεις συνηθίσει» λέει. «Ειδικευόμαστε σε ορισμένα είδη βιβλίων, κυρίως σε παλιά βιβλία ποιημάτων τάνκα και χαϊκού. Φυσικά, έχουμε μεγάλη γκάμα και βιβλίων γενικής φύσης. Οι περισσότεροι άνθρωποι που παίρνουν το τρένο και κάνουν όλο το δρόμο μέχρι εδώ, κάνουν έρευνα σ’αυτούς τους τομείς. Κανείς δεν έρχεται εδώ για να διαβάσει το τελευταίο μυθιστόρημα του Στέφεν Κινγκ. Πού και πού έχουμε ορισμένους προπτυχιακούς φοιτητές αλλά πολύ σπάνια κάποιον συνομήλικό σου. Επομένως, ψάχνεις κάτι σε τάνκα ή χαϊκού;» «Όχι» απαντώ. «Αυτό σκέφθηκα κι εγώ». «Πειράζει παρόλα αυτά να χρησιμοποιήσω τη βιβλιοθήκη;» ρωτάω δειλά, προσπαθώντας να διατηρήσω τη φωνή μου σε έναν ίσιο τόνο. «Βεβαίως» χαμογελά και αφήνει και τα δύο χέρια στο γραφείο. «Αυτή είναι βιβλιοθήκη και όποιος θέλει να διαβάσει είναι καλοδεχούμενος. Αυτό θα είναι το μικρό μας μυστικό, αλλά ούτε κι εγώ είμαι ιδιαίτερος θαυμαστής των ποιημάτων τάνκα και χαϊκού.» «Είναι πραγματικά ένα πολύ όμορφο κτίριο» λέω.Συμφωνεί. «Η οικογένεια Κομούρα είναι ένας απ’τους μεγαλύτερους παραγωγούς σάκε απ’την εποχή Έντο» εξηγεί «και ο πρώην επικεφαλής της οικογένειας ήταν αρκετά βιβλιόφιλος, γνωστός σ’όλη τη χώρα για την αναζήτηση βιβλίων. Ο πατέρας του ήταν ποιητής τάνκα και αρκετοί συγγραφείς συνήθιζαν να κάνουν εδώ μία στάση όταν έρχονταν στο Σικόκου. Ο Ουακαγιάμα Μποκουσούι, για παράδειγμα, ή ο Ισικάουα Τακουμπόκου, και ο Σίγκα Ναόγια. Ορισμένοι πρέπει να βρήκαν αρκετά άνετο το μέρος, γιατί έμειναν εδώ για πολύ καιρό. Κανείς στην οικογένεια δεν λυπάται τα έξοδα όταν πρόκειται για τη λογοτεχνία. Συνήθως σε τέτοιες οικογένειες υπάρχει ένα απόγονος που τινάζει την κληρονομιά στον αέρα, αλλά ευτυχώς οι Κομούρα απέφυγαν αυτή την τύχη. Απολαμβάνουν το χόμπι τους, σ’αυτό το μέρος, εξασφαλίζοντας παράλληλα την ευημερία της οικογενειακής επιχείρησης, επίσης». «΄Ετσι πλούτισαν» λέω, δηλώνοντας το προφανές. «Πάρα πολύ». Τα χείλη του ίσα που διακρίνονται. «Δεν είναι τόσο πλούσιοι τώρα όσο πριν τον πόλεμο, αλλά σίγουρα παραμένουν αρκετά πλούσιοι. Γι’αυτό και μπορούν να συντηρήσουν μία τόσο θαυμάσια βιβλιοθήκη. Βέβαια, η σύσταση αυτού του ιδρύματος βοηθά στη μείωση του φόρου κληρονομιάς, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Εάν πραγματικά ενδιαφέρεσαι γι’αυτό το κτίριο προτείνω να παρακολουθήσεις μία ή δύο ξεναγήσεις. Αυτό συμβαίνει μία φορά τη βδομάδα, κάθε Τρίτη, δηλαδή

Page 7: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

σήμερα. Στο δεύτερο όροφο υπάρχει μία μοναδική συλλογή με πίνακες και σκίτσα, και το ίδιο το κτίριο, είναι από αρχιτεκτονική άποψη αρκετά γοητευτικό. Είμαι σίγουρος πως θα το απολαύσεις». «Σ’ευχαριστώ» λέω.

Παρακαλώ, λέει χαμογελώντας. Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει να παίζει με τη γόμα χτυπώντας τη στο γραφείο μαλακά,σαν να με ενθαρρύνει. «Και εσύ είσαι που κάνεις την ξενάγηση;»Ο Οσίμα χαμογελά. «Όχι, εγώ, φοβάμαι, είμαι απλώς ένας βοηθός. Η δεσποινίς Σάεκι είναι υπεύθυνη εδώ---το αφεντικό μου. ΄Εχει σχέσεις με τους Κομούρα και κάνει η ίδια την ξενάγηση. Ξέρω πως θα σου αρέσει. Είναι θαυμάσιο άτομο.» Πάω προς τα ψηλά ράφια και περιπλανιώμαι ανάμεσα στις σειρές με τα βιβλία, ψάχνοντας για κανένα ενδιαφέρον βιβλίο. Υπέροχες πυκνές ηλιακτίδες απ’ την οροφή του δωματίου γεμίζουν το χώρο και ένα γλυκό καλοκαιρινό πρωϊνό φως μπαίνει απ’το ανοιχτό παράθυρο για να αναδευτεί με το κελάδιοσμα των πουλιών στον κήπο. Τα βιβλία στα ράφια μπροστά μου, είναι όπως ακριβώς είπε ο Οσίμα. Κυρίως βιβλία ιαπωνικής ποίησης. τάνκα και χαϊκού, δοκίμια πάνω στην ποίηση, βιογραφίες διάφορων ποιητών. Υπάρχουν επίσης πολλά βιβλία τοπικής ιστορίας.Ένα ράφι πιο πίσω είναι γεμάτο λογοτεχνία---συλλογές ιαπωνικής λογοτεχνίας, παγκόσμιας λογοτεχνίας, συγκεκριμένοι συγγραφείς, κλασικοί, φιλοσοφία, θέατρο, ιστορία τέχνης, κοινωνιολογία, ιστορία, βιογραφία, γεωγραφία... Όταν τα ανοίγω, τα περισσότερα βιβλία έχουν τη μυρωδιά μίας πρότερης εποχής που στάζει ανάμεσα απ’τις σελίδες---μία ιδιαίτερη μυρωδιά της γνώσης και των συναισθημάτων που για χρόνια ξεκουράζονταν ήρεμα μέσα στις σελίδες και τα εξώφυλλα των βιβλίων. Εσπνέοντάς την, κοιτάω μερικές σελίδες και μετά επιστρέφω το βιβλίο στο ράφι του. Τελικα αποφασίζω να διαλέξω ένα πολύτομο έργο με όμορφα εξώφυλλα.Τις Αραβικές Νύχτες σε μετάφραση Μπάρτον. Παίρνω έναν τόμο και τον βάζω στο αναγνωστήριο. Πραγματικά θέλω να το διαβάσω. Αφού η βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή όλη τη μέρα, και δεν υπάρχει κανένας άλλος εκεί, θα έχω αυτή την υπέροχη αίθουσα όλη δική μου. Είναι ακριβώς όπως στη φωτογραφία του περιοδικού---ευρύχωρη, άνετη και ψηλοτάβανη. Κάθε τόσο ένα απαλό αεράκι φυσάει απ’το ανοιχτό παράθυρο και η λευκή κουρτίνα σαλεύει απ’ την αύρα που έχει μία υποψία θάλασσας. Λατρεύω αυτόν τον άνετο καναπέ. Ένα παλιό όρθιο πιάνο στέκεται στη γωνία, και όλο το μέρος με κάνει να αισθάνομαι σα να βρίσκομαι στο σπίτι ενός φίλου. Καθώς χαλαρώνω στον καναπέ και κοιτάω απ’το παράθυρο μου έρχεται μία σκέψη: Αυτό ακριβώς είναι το μέρος που έψαχνα πάντα. Ένα μικρό κρυσφύγετο σε κάποια τρύπα. Πάντα το σκεφτόμουν αυτό σαν ένα

Page 8: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

μυστικό, φανταστικό μέρος, και μετά βίας μπορούσα να πιστέψω ότι υπήρχε. Κλείνω τα μάτια και παίρνω μία βαθιά αναπνοή, και σαν ένα μαλακό σύννεφο, όλο αυτό το θαύμα ακουμπά πάνω μου. Χαϊδεύω μαλακά το κρεμ κάλυμα του καναπέ, μετά στέκομαι όρθιος και περπατώ μέχρι το πιάνο και σηκώνω το καπάκι, απλώνω και τα δέκα δάκτυλα στα κιτρινισμένα απ’τον καιρό πλήκτρα. Κλείνω το καπάκι και περπατώ πάνω στο ξεθωριασμένο χαλί με το ξεθωριασμένο μοτίβο ενός τσιαμπιού σταφύλι. Μετά φθάνω μέχρι το παράθυρο και ελέγχω το παλιό πόμολο αν ανοίγει και κλείνει. Αναβοσβήνω τη λάμπα και μετά κοιτώ εξεταστικά όλους τους πίνακες στους τοίχους. Τελικά, ξαναγυρνώ στον καναπέ και αρχίζω να διαβάζω τις Αραβικές Νύχτες για ώρα. Το μεσημέρι παίρνω το μπουκάλι με το νερό και το κουτί με το μεσημεριανό μου στη βεράντα που βλέπει στον κήπο και κάθομαι να φάω. Διάφορα είδη πουλιών πετούν ολόγυρά μου, πετώντας απ’το ένα δέντρο στο άλλο ή πετώντας προς τη λιμνούλα όπου πίνουν νερό ή πλένονται. Υπάρχουν ορισμένα που δεν τα έχω ξαναδεί. ΄Ενας μεγάλος καφετής γάτος κάνει την εμφάνισή του, κάνοντας τα πουλιά να φύγουν από κει, παρά το γεγονός ότι δείχνει να μην τούς δίνει την παραμικρή σημασία. Το μόνον που θέλει είναι να τεντωθεί στις πέτρες και να απολαύσει το ζεστό φως του ήλιου. «Είναι το σχολείο σου κλειστό σήμερα;» ρωτάει ο Οσίμα και μετά αφήνω το σακίδιό μου ξανά πίσω στο αναγνωστήριο. «Όχι» απαντώ και διαλέγω προσεχτικά τις λέξεις μου. «Απλώς αποφάσισα να κάνω ένα διάλειμμα». «Αρνείσαι να πας σχολείο;» λέει. «Μάλλον». Ο Οσίμα με κοιτάει με μεγάλο ενδιαφέρον. «Μάλλον». «Δεν αρνούμαι να πάω στο σχολείο απλώς αποφάσισα να μην πάω». «Πολύ ήμερα, μόνος σου, σταμάτησες να πηγαίνεις στο σχολείο; Απλώς γνέφω καταφατικά. Δεν έχω ιδέα τι να απαντήσω. «Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, στον αρχαίο κόσμο των μύθων, υπάρχουν τρεις τύποι ανθρώπων» λέει ο Οσίμα. «Το έχεις ακούσει αυτό;» «Όχι» «Τα αρχαία χρόνια οι άνθρωποι ήταν ανδρόγυνα, δεν ήταν δηλαδή ούτε θηλυκοί, ούτε αρσενικοί, αλλά ένα απ’τα ακόλουθα τρία είδη: αρσενικός/αρσενικός, αρσενικός/θηλυκός, ή θηλυκός\θηλυκός. Με άλλα λόγια, το κάθε πρόσωπο αποτελούνταν από τα συστατικά δύο ανθρώπων. Ο καθένας ήταν ευτυχισμένος με αυτόν τον τρόπο. Αλλά τότε ο θεός πήρε ένα μαχαίρι και τους έκοψε όλους ακριβώς στη μέση. Από τότε η ανθρωπότητα χωρίστηκε σε αρσενικούς και θηλυκούς ανθρώπους που σ’όλη τη διάρκεια της ζωής τους ψάχνουν να βρουν το άλλο τους μισό.»

Page 9: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

«Γιατί ο θεός το έκανε αυτό;» «Γιατί μοίρασε τους ανθρώπους στα δύο;» Τι να σου πω. Ο θεός εργάζεται με μυστηριώδεις τρόπους. Υπάρχει αυτή η λεγόμενη οργή του θεού, όλος αυτός ο υπερβολικός ιδεαλισμός και τα λοιπά. Εγώ μαντεύω πως ήταν τιμωρία για κάτι. Όπως στη βίβλο. Ο Αδάμ και η Εύα. Η πτώση και τα λοιπά.» «Προπατορικό αμάρτημα» λέω. «Σωστά, το πρώτο αμάρτημα» λέει ο Οσίμα και κρατά το μολύβι με το μέσο και το δείκτη, παίζοντας σαν για να δοκιμάσει την ισορροπία. «Τέλος πάντων, αυτό που θέλω να πω είναι ότι είναι πραγματικά δύσκολο για τους ανθρώπους να ζήσουν μόνοι τους». Επιστρέφω στο αναγνωστήριο και στην «Ιστορία του Αμπού ι Χασάν, του καλαμπουρτζή», αλλά η σκέψη μου φτερουγίζει μακριά απ’το βιβλίο. Αρσενικό\αρσενικό, αρσενικός\θηλυκός και θηλυκός\θηλυκός

Στις δύο αφήνω το βιβλίο μου και σηκώνομαι απ’τον καναπέ για να παρακολουθήσω την ξενάγηση στη βιβλιοθήκη. Η δις Σάεκι, που κάνει την ξενάγηση είναι μία λεπτή γυναίκα γύρω στα σαράντα. Είναι μικροκαμμωμένη για τα δεδομένα της γενιάς της. Φορά ένα φόρεμα με μανίκια μέχρι τους αγκώνες μία κρεμ ζακέτα και έχει εξαιρετική κορμοστασιά. Τα μακριά μαλλιά της είναι χαλαρά δεμένα προς τα πίσω, το πρόσωπό της πολύ λεπτό και ευφυές, με όμορφα μάτια και μία υποψία μειδιάματος στα χείλη.Ένα χαμόγελο απερίγραπτο. Μου θυμίζει μικρό ηλιόλουστο μέρος, ένα ξέφωτο που βρίσκεις σε κάποιο απομακρυσμένο, απομονωμένο μέρος. Στο σπίτι μου στο Τόκιο, υπάρχει ένα τέτοιο ξέφωτο στον κήπο, και από τότε που ήμουν μικρός λάτρευα εκείνο το γεμάτο από αστραφτερό φως μέρος. Μου κάνει δυνατή εντύπωση, κανόντάς με να αισθάνομαι επιθυμία και νοσταλγία. Δεν θα ήταν υπέροχα εάν ήταν η μητέρα μου; Αλλά νομίζω ότι σκέφτομαι το ίδιο οποτεδήποτε συναντώ μία γοητευτική σαραντάρα. Συνειδητοποιώ πως εϊναι σχεδόν μηδενικές οι πιθανότητες να είναι μητέρα μου η δεσποινίς Σάεκι. Παρόλα αυτά, δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς μοιάζει η μητέρα μου, δεν ξέρω ούτε το όνομά της, επομένως αυτή η πιθανότητα υπάρχει, σωστά; Δεν υπάρχει τίποτε που να το απαγορεύει αυτό εντελώς. Οι μοναδικοί άλλοι άνθρωποι που συμμετέχουν στην ξενάγηση είναι ένα ζευγάρι μεσήλικων απ’την Οσάκα. Η σύζυγος είναι κοντόχοντρη με γυαλιά σαν τον πάτο μπουκαλιού της Κόκα-Κόλα. Ο

Page 10: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

σύζυγος είναι ένας αδύνατος τύπος με τόσο πυκνά μαλλιά που θαρρείς πως χρειάζεται συρμάτινη βούρτσα για να χτενιστεί. Με μικρά μάτια και ένα πλατύ μέτωπο, θυμίζει κάποιο άγαλμα σε νησί του νότου, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα. Η σύζυγος μονοπωλεί την κουβέντα, ο άντρας της απλώς σιγοντάρει μονοσύλλαβα κάθε τόσο για να της δείξει πως παραμένει ζωντανός. Εκτός απ’αυτό, πού και πού, γνέφει για να δείξει πως έχει εντυπωσιαστεί από κάτι ή ψελίζει κάποιο σχόλιο που δεν ακούω καλά-καλά. Και οι δύο φορούν ρούχα περισσότερο κατάλληλα για ορεινή αναρρίχηση παρά για επίσκεψη σε βιβλιοθήκη, δηλαδή αδιάβροχα γιλέκα με ένα εκατομμύριο τσέπες, μεγάλες βαριές μπότες με κορδόνια, και καπέλα περιπάτου. Μπορεί να είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίον ντύνονται πάντα όταν πάνε ταξίδι, ποιος ξέρει. Φαίνονται εντάξει—όχι ότι θα τους ήθελα και για γονείς..—και ανακουφίζομαι πως δεν είμαι μόνος μου στην περιήγηση της βιβλιοθήκης Η δις Σάεκι αρχίζει να εξηγεί την ιστορία της βιβλιοθήκης—βασικά την ίδια ιστορία που μου είπε ο Οσίμα. Πώς άνοιξαν τα βιβλία και τους πίνακες στο κοινό, που οι επικεφαλής της οικογένειας είχαν συλλέξει, το γεγονός πως η βιβλιοθήκη είναι αφιερωμένη στην πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής. Ένα ίδρυμα που συστάθηκε με την περιουσία της οικογένειας Κομούρα που τώρα διαχειρίζεται τη βιβλιοθήκη και σποραδικά είναι χορηγός σε διαλέξεις, συναυλίες μουσικής δωματίου και τα συναφή. Το ίδιο το κτίριο χρονολογείται απ’την εποχή των Μέιτζι, οπότε κτίστηκε για να εξυπηρετεί το διπλό σκοπό της οικογενειακής βιβλιοθήκης και του ξενώνα. Την περίοδο Τάισο, ανακαινίστηκε πλήρως ως ένα διόροφο κτίριο, με την προσάρτιση υπέροχων ξενώνων για τους διάφορους συγγραφείς και καλλιτέχνες που επισκέπτονταν το μέρος. Από την εποχή Τάισο μέχρι το πρώτο μέρος της περιόδου Σόουα, πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες επισκέφθηκαν την οικογένεια Κομούρα αφήνοντας πίσω τους διάφορα ενθύμια---ποιήματα, σκίτσα και πίνακες—σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για όσα τους επιτρέπονταν να κάνουν εδώ. «Θα μπορέσετε να δείτε ορισμένα επιλεγμένα αντικείμενα απ’αυτή την πολύτιμη συλλογή στην πινακοθήκη του δευτέρου ορόφου» λέει η δεσποινίς Σάεκι και προσθέτει: «Πριν το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, σημειώθηκε στην περιοχή μία δραστήρια πολιτιστική ανάπτυξη που οφειλόταν λιγότερο στις προσπάθειες της τοπικής αυτοδιοίκησης και περισσότερο στις προσπάθειες ευκατάστατων οικογενειών, όπως η οικογένεια Κομούρα. Ήταν κατά κάποιο τρόπο προστάτες των τεχνών. Η Νομαρχία Καγκάουα γέννησε ένα σημαντικό αριθμό ταλαντούχων ποιητών τάνκα και χαϊκού και ένας λόγος που εξηγεί αυτό το γεγονός ήταν η αφοσίωση με την οποία δούλεψε σ’αυτή την κατεύθυνση η οικογένεια Κομούρα και η υποστήριξη που έδωσε στην τοπική καλλιτεχνική σκηνή. Αρκετά βιβλία και δοκίμια έχουν δημοσιευτεί για

Page 11: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

την ιστοράι αυτών των γοητευτικών καλλιτεχνικών κύκλων, εκ των οποίων όλοι βρίσκονται στο αναγνωστήριό μας. Ελπίζω πως θα αξιοποιήσετε την ευκαιρία για να ρίξετε μία ματιά. «Οι επικεφαλής της οικογένειας Κομούρα με τα χρόνια ειδικεύτηκαν στις τέχνες έχοντας αναπτύξει ιδιαίτερα την ικανότητα της ραφιναρισμένης εκτίμησης του αληθινά εξαιρετικού. Αυτό ίσως ήταν στο αίμα τους. Ήταν πολύ οξυδερκείς προστάτες των τεχνών, υποστήριζαν τους καλλιτέχνες με υψηλά ιδανικά που παρήγαγαν και τα πιο αξιόλογα έργα τους. Αλλά όπως σίγουρα γνωρίζετε, στις τέχνες δεν υπάρχει μία απόλυτα τέλεια οπτική. Δυστυχώς, κάποιοι εξαιρετικοί καλλιτέχνες δεν κέρδισαν την εύνοιά τους ή δεν τους εξέλαβαν όπως θα τους άξιζε.΄Ενας απ’αυτούς ήταν ο ποιητής χαϊκού Τανέντα Σαντόκα. Σύμφωνα με το βιβλίο των καλεσμένων, ο Σαντόκα έμεινε εδώ σε διάφορες περιπτώσεις, κάθε φορά αφήνοντας πίσω του ποιήματα και πίνακες. Ο αρχηγός της οικογένειας, όμως, τον φώναζε «επαίτη και αλαζόνα» και δεν ήθελε πολλές παρτίδες μαζί του γι’αυτό και στην πραγματικότητα πέταξε τα περισσότερα απ’τα έργα του».

«Τι τρομερή σπατάλη» είπε η κυρία απ’την Οσάκα, προφανώς πραγματικά λυπημένη που ακούει κάτι τέτοιο. «Στην εποχή μας ο Σαντόκα πιάνει καλά λεφτά». «Σωστά» λέει η δις Σάεκι και ακτινοβολώντας προσθέτει: «Αλλά εκείνη την περίοδο, ήταν άγνωστος και αυτό δεν τον βοηθούσε. Υπάρχουν πολά πράγματα που μόνον σήμερα μπορούμε να τα δούμε αναδρομικώς καθαρά». «Έχετε δίκαιο» απαντά και ο σύζυγος. Μετά απ’αυτό η δις Σάεκι μας πηγαίνει στον πρώτο όροφο, δείχνοντάς μας τα ράφια, το αναγνωστήριο, τη συλλογή σπάνιων βιβλίων.

«Όταν έκτισε αυτή τη βιβλιοθήκη, ο αρχηγός της οικογένειας αποφάσισε να μην ακολουθήσει το απλό και κομψό στυλ που είχαν τότε οι καλλιτέχνες στο Κυότο, και αντ’αυτού επέλεξε ένα σχέδιο πιο πολύ ρουστίκ. Ακόμη και σήμερα, όπως μπορείτε να δείτε, σε αντίθεση με την τολμηρή δομή του κτιρίου, η επίπλωση και οι κορνίζες των πινάκων είναι αρκετά λεπτοδουλεμένοι και πολυτελείς. Το σκάλισμα αυτών των ξύλινων πάνελ, για παράδειγμα, είναι εξαιρετικά κομψό. Οι καλύτεροι αρχιμάστορες στο Σικόκου μαζεύτηκαν εδώ και να συμμετάσχουν στην οικοδόμηση του κτιρίου».

Η ομαδούλα μας πηγαίνει πάνω κοιτώντας μία θολωτή οροφή πάνω απ’τη σκάλα. Το εβένινο κικλίδωμα είναι τόσο καλογυαλισμένο που νομίζεις πως θα αφήσεις σημάδι εάν το αγγίξεις. Σε ένα βιτρώ παράθυρο δίπλα στο κεφαλόσκαλο, ένα ελάφι τεντώνει το λαιμό του για να γευτεί κάποια σταφύλια. Υπάρχουν δύο σαλόνια στο δεύτερο όροφο, όπως επίσης, και ένα ευρύχωρο χωλ που στο παρελθόν ίσως είχε κάτω

Page 12: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

τατάμι για διάφορες συνεστιάσεις και συγκεντρώσεις. Τώρα το πάτωμα είναι σκέτο ξύλο, και οι τύχοι καλυμένοι με αφίσες καλλιγραφίας, ρολά με περγαμηνές που κρέμονται σε κάποια σημεία, και πίνακες σε ιαπωνικό στυλ. Στο κέντρο, μία γυάλινη προθήκη δείχνει διάφορα ενθύμια και την ιστορία πίσω απ’αυτά. Μία σάλα είναι σε ιαπωνικό στυλ και μία άλλη σε δυτικό. Το δωμάτιο δυτικού στυλ έχει ένα μεγάλο γραφείο και μία περιστρεφόμενη πολυθρόνα που φαίνεται πως χρησιμοποιείται ως σήμερα από κάποιον. Υπάρχει μία σειρά από πεύκα έξω απ’το παράθυρο πίσω απ’το γραφείο, και ο ορίζοντας είναι αδρά ορατός ανάμεσα απ’τα δέντρα. Το ζεύγος απ’την Οσάκα περπατά στη σάλα, επιθεωρώντας όλα τα αντικείμενα, διαβάζοντας τις διευκρινίσεις στο σχετικό φυλλάδιο. Κάθε φορά που η σύζυγος κάνει ένα σχόλιο, ο άνδρας επαναλαμβάνει το επόμενο δευτερόλεπτο τη γνώμη της. Ένα τυχερό ζευγάρι που συμφωνεί σ’όλα. Τα πράγματα όμως που εκτίθενται δε μου λένε και πολλά, έτσι κοιτάω τις λεπτομέρειες στην δομή του κτιρίου. Ενώ τριγυρνώ στη σάλα δυτικού στυλ η δις Σάεκι με πλησιάζει και λέει: «Μπορείς να καθίσεις στην καρέκλα, εάν θέλεις. Ο Σίγκα Ναόγια και ο Τανιζάκι κάθισαν εδώ κάποια εποχή. Όχι βέβαια σ’αυτήν ακριβώς την καρέκλα». Κάθομαι στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα και αφήνω ήσυχα τα χέρια μου στο γραφείο. «Πώς είναι; Νομίζεις πως θα μπορούσες να γράψεις κάτι;» Κοκκινίζω λίγο και κουνάω το κεφάλι μου. Η δις Σάεκι γελά και επιστρέφει στο ζευγάρι. Απ’την καρέκλα μπορώ να παρακολουθήσω πως συμπεριφέρεται, με φυσική κίνηση και κομψότητα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλά, αλλά υπάρχει σίγουρα κάτι ιδιαίτερο σ’αυτό, σαν τώρα που τη βλέπω από πίσω να μου λέει κάτι που δεν μπορούσε να εκφράσει όσο με κοίταζε καταπρόσωπο. Αλλά τι είναι αυτό, δεν έχω ιδέα. Κοίταξε,θυμίζω στον εαυτό μου, υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που δεν έχεις ιδέα γι’αυτά. Ενώ κάθομαι, ξανακοιτάω το δωμάτιο. Στον τοίχο υπάρχει μία παλιά ελαιογραφία, προφανώς από κάποια παρακείμενη παραλία. Έχει γίνει με παλιομοδίτικο στιλ, αλλά τα χρώματα είναι φρέσκα και ζωντανά. Στην επιφάνεια του γραφείου υπάρχει ένα μεγάλο σταχτοδοχείο και μία λάμπα με πράσινο καπέλο. Ανάβω το διακόπτη και βγαίνει φως. Ένα μαύρο ρολόι κρέμεται στον απέναντι τοίχο, μία αντίκα απ’ό,τι φαίνεται, αν και οι δείχτες λένε τη σωστή ώρα. Υπάρχουν κηλίδες εδώ και κει στο ξύλινο πάτωμα που τρίζει ελαφρά όταν πατάς πάνω του. Στο τέλος της ξενάγησης το ζευγάρι απ’την Οσάκα ευχαριστεί τη δις Σάεκι και εξαφανίζεται. Φαίνεται πως είναι μέλη μίας ποιητικής λέσχης τάνκα απ’ το Κανσάι. Αναρρωτιέμαι τι είδους ποιήματα να φτιάχνουν—ιδιαίτερα ο σύζυγος. Τα γρυλίσματα και τα νεύματα δε

Page 13: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

συμβάλουν στην ποίηση. Αλλά ίσως η συγγραφή ποιημάτων να αναδεικνύει κάποιο είδος ταλέντου που υπάρχει μέσα σ’αυτόν τον άνδρα. Επιστρέφω στο αναγνωστήριο και συνεχίζω να διαβάζω το βιβλίο μου από κει που το άφησα. Μέχρι το απόγευμα, έρχονται και μερικοί άλλοι αναγνώστες, οι περισσότεροι εκ των οποίων φορούν γυαλιά που χρησιμοποιούν οι μεγάλοι άνθρωποι και όλοι τους μοιάζουν. Η ώρα περνά αργά. Κανείς δε λέει λέξη και όλοι μοιάζουν χαμένοι στην ήσυχη ανάγνωση. Ένα πρόσωπο κάθεται σε ένα γραφείο και κρατά μερικές σημειώσεις, αλλά οι υπόλοιποι κάθονται εκεί σιωπηλά, χωρίς να κινούνται, πλήρως απορροφημένοι σ’αυτό που διαβάζουν. ΄Οπως και εγώ. Στις πέντε κλείνω το βιβλίο μου και το επιστρέφω στο ράφι του. Στην έξοδο ρωτώ: «Τι ώρα ανοίγετε το πρωί;»

«Στις 11.00» απαντά ο Οσίμα. «Σχεδιάζετε να ξανάρθετε αύριο;» «Εάν δεν σας ενοχλεί». Ο Οσίμα συνοφρυώνεται κοιτώντας με. «Και βέβαια όχι. Η βιβλιοθήκη είναι μέρος για όσους θέλουν να διαβάσουν. Θα χαιρόμουν να ξαναέρθεις. Ελπίζοντας πως δεν σε πειράζουν οι ερωτήσεις μου, πες μου, πάντα κουβαλάς μαζί σου αυτό το σακίδιο; Φαίνεται ιδιαίτερα βαρύ. Τι στο καλό έχεις μέσα; Χρυσές λίρες;» Κοκκινίζω. «Μην ανησυχείς. Δεν θα προσπαθήσω να μάθω». Ο Οσίμα πιέζει το μολύβι με τη γόμα στο δεξιό του κρόταφο. «Λοιπόν, θα σε δω αύριο». «Γεια» λέω. Αντί να σηκώσει το χέρι του, σηκώνει το μολύβι για να με χαιρετίσει. Παίρνω το τρένο για το σταθμό Τακαμάτσου. Για δείπνο σταματώ σε ένα φθηνό εστιατόριο κοτνά στο σταθμό και παραγγέλνω κοτολέτες και σαλάτα. Παίρνω και δεύτερη δόση ρύζι και ένα ποτήρι ζεστό γάλα μετά το φαγητό. Σε ένα μικρό εμπορικό κέντρο έξω αγοράζω ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό και δύο μπωλ ρύζι στην περίπτωση που πεινάσω στη μέση της νύχτας, και μετά αναζητώ το ξενοδοχείο μου. Δεν περπατώ ούτε γρήγορα, ούτε αργά, αλλά με ένα συνηθισμένο βήμα όπως και κάθε άλλος στο δρόμο, επομένως κανείς δε μου δίνει σημασία. Το ξενοδοχείο είναι αρκετά μεγάλο, ένα τυπικό ξενοδοχείο δεύτερης κατηγορίας για επιχειρηματίες. Συμπληρώνω τη φόρμουλα στο μπροστινό γραφείο, γράφω Κάφκα αντί για το πραγματικό μου βαφτιστικό όνομα, μία ψεύτικη διεύθυνση και ηλικία και πληρώνω την πρώτη νύχτα. Είμαι λίγο νευρικός αλλά κανένας απ’τους υπαλλήλους δεν υποπτεύεται κάτι. Κανείς δε φωνάζει «Έι, καταλαβαίνουμε τα κόλπα σου, δεκαπεντάχρονε φυγάδα! Όλα πάνε ρολόι. Ο ανελκυστήρας με πάει μέχρι τον έκτο όροφο. Το δωμάτιο είναι μικροσκοπικό, εξοπλισμένο με ένα αφιλόξενο κρεβάτι, με σκληρό σα

Page 14: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο

πέτρα μαξιλάρι, μία μινιατούρα τραπεζιού για γραφείο, μία μικροσκοπική τηλεόραση, κουρτίνες που έχουν αλλάξει χρώμα απ’τον ήλιο. Το μπάνιο είναι σχεδόν ίσο με μία ντουλάπα, δίχως δωρεάν σαμπουάν και αφρόλουτρα. Η θέα απ’το παράθυρο δείχνει τον τοίχο του διπλανού κτιρίου. Δεν παραπονιέμαι μιας που έχω τουλάχιστον ένα κεραμίδι πάνω απ’το κεφάλι μου και ζεστό νερό στη βρύση. Βάζω το σακίδιο στο πάτωμα, κάθομαι στην καρέκλα, και προσπαθώ να συνηθίσω σ’αυτά που βλέπω. Είμαι ελεύθερος, σκέφτομαι. Κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι πολύ και βαθιά τη σημασία του να είμαι ελεύθερος, αλλά δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω καλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Το μόνο που ξέρω είναι πως είμαι τελείως μόνος. Ολομόναχος σε ένα άγνωστο μέρος, όπως κάποιος μοναχικός εξερευνητής που έχασε την πυξίδα του και το χάρτη του. Αυτό σημαίνει να είσαι ελεύθερος; Δεν ξέρω και σταματώ να το σκέφτομαι. Κάνω ένα μεγάλο ζεστό μπάνιο και βουρτσίζω προσεχτικά τα δόντια μου στο νιπτήρα. Πέφτω στο κρεβάτι και διαβάζω και όταν κουράζομαι παρακολουθώ ειδήσεις στην τηλεόραση. Σε σύγκριση με όλα όσα έχω κάνει απ’το πρωί, οι ειδήσεις μου φαίνονται βαρετές. Κλείνω την τηλεόραση και πέφτω κάτω απ’τα σκεπάσματα. Είναι 10.00 μ.μ. αλλά δεν με παίρνει ο ύπνος. Μια νέα μέρα σε ένα ολοκαίνουριο μέρος. Και τα 15α γενέθλια τα πέρασα---την περισσότερη ώρα--- σ’αυτή τη γοητευτική εκκεντρική βιβλιοθήκη. Συνάντησα ορισμένους καινούριους ανθρώπους όπως η Σακούρα, ο Οσίμα, η δις Σάεκι. Κανείς δεν φαίνεται απειλητικός, δόξα τω Θεώ. Καλός οιωνός;

Σκέφτομαι το σπίτι μου πίσω στη Νογκάτα, στο Τόκιο, και τον πατέρα μου. Πώς να αισθάνεται που ανακάλυψε πως εξαφανίστηκα ξαφνικά; Ανακούφιση, ίσως; Σύγχυση; ‘Ισως τίποτε απ’όλα αυτά. Στοιχηματίζω ότι δεν έχει καν παρατηρήσει ότι λείπω.

Ξαφνικά θυμάμαι το κινητό του πατέρα μου και το βγάζω απ’το σακίδιο. Το ανοίγω και τηλεφωνώ στο σπίτι μου. Αρχίζει να χτυπά. 450 μίλια μακριά.Και ακούγεται τοσο καθαρά σαν να τηλεφωνούσα στο διπλανό δωμάτιο. Εκπλήσσομαι και το κλείνω μετά από δύο κουδουνίσματα. Η καρδιά μου δε σταματά να χτυπά αναστατωμένα. Το τηλέφωνο εξακολουθεί να δουλεύει, πράγμα που σημαίνει πως ο πατέρας μου δεν ακύρωσε το συμβόλαιο. Ίσως να μην έχει παρατηρήσει πως λείπει το τηλέφωνο απ’το γραφείο του. Ξαναβάζω το τηλέφωνο πίσω στην τσέπη του σακιδίου, κλείνω το φως, και τα μάτια μου. Δεν ονειρεύομαι. Και τώρα που το σκέφτομαι, έχω να δω όνειρα εδώ και πολύ καιρό.

Page 15: "Ο Κάφκα στην Ακτή" Του Χαρούκι Μουρακάμι- Κεφάλαιο πέμπτο