Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή

7

Click here to load reader

Transcript of Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή

Page 1: Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή

Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή πόλη και οι

διαδικασίες μετασχηματισμού της μέσα από κοινωνικές, ιστορικές

και οικονομικές αλλαγές. Στην πραγματικότητα είναι ο χαρακτήρας

της επαρχιακής πόλης των Ιωαννίνων[6], που αλλοτριώνεται

σταδιακά είτε υπό την επίδραση της ανάπτυξης νέων μεθόδων

βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής, είτε υπό τη δημογραφική

κοινωνική πίεση στον καιρό του πολέμου και τη σκοτεινή ανάπτυξη

του κεφαλαίου. Η χρήση της μικρής κοινότητας (η μικρή μας πόλη)

προκειμένου να αναδειχθεί το άτομο συνήθως ως θύμα των

συνθηκών είναι ένα χαρακτηριστικό που μοιράζεται ο συγγραφέας

με άλλους ομότεχνούς του της δεκαετίας του '60[7].

Κοινός, επίσης, θεματικός άξονας είναι η ηθογραφική ανάλυση των

ηρώων του[8], των απλών ανθρώπων γύρω από τους οποίους πλέκει

ο Δ. Χατζής τους λογοτεχνικούς του μύθους, ή η οπτική γωνία με

την οποία διερευνά αληθινούς χαρακτήρες[9]. Στην προκειμένη

περίπτωση ο συγγραφέας στη συγκεκριμένη συλλογή παρουσιάζει

μια φανερή ή κρυφή αφηγηματική στάση που λειτουργεί

ενοποιητικά στο συνολικό ύφος του έργου μαζί με τη χρονολογική

θα έλεγε κανείς παράταξη των διηγημάτων.

Στο «Ο Σιούλας ο ταμπάκος», για παράδειγμα, ο συγγραφέας με την

έμμεση αναφορά του στο κάστρο και στην λίμνη οριοθετεί τον

κοινωνικό του χώρο στην πόλη των Ιωαννίνων[10], διαμορφώνοντας

εκ των προτέρων το σκηνικό μιας κοινωνικής διαφοράς που

θεμελιώνεται πάνω στον παρόντα ξεπεσμό την άλλοτε ευημερία

αυστηρά ιεραρχημένων κοινωνικών ομάδων, όπως ήταν τα ισνάφια

στις Βαλκανικές πόλεις του 18ου και 19ου αι.[11]. Θα πρέπει εδώ να

σημειωθεί πως τα Ιωάννινα, η Λάρισα και η Θεσσαλονίκη,

σημαντικά κέντρα παραγωγής και συγκέντρωσης δερμάτων,

εξακολούθησαν να επιβιώνουν εργαστήρια με την παραδοσιακή

τους μορφή μέχρι και τη δεκαετία του '60. Οι ταμπάκοι θεωρούσαν

ότι ανήκαν σε μια παλαιάσυντεχνία, συνεπώς κλειστή κοινωνική

ομάδα, που κατοικούσε εντός του κάστρου στην ανατολική πλευρά

της λίμνης. Ως κλειστή κάστα έχουν διαμορφώσει την

υποστηρικτική μυθολογία της διαφοράς τους με τις κατώτερες

κάστες διατηρώντας μόνο σχέση με τους καϊκτσήδες, εξαιτίας

κυρίως του πάθους του κυνηγιού. Παρόλο που στο συγκεκριμένο

διήγημα ο συγγραφέας εξετάζει έναν μόνο εκπρόσωπο τούτης της

Page 2: Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή

συντεχνίας, είναι σαφές ότι μέσω του Σιούλα εκπροσωπείται το

συνολικό συντεχνιακό ρεύμα αντίθεσης προς το κοινωνικό

περιβάλλον.

Μέσα σε αυτό το κλειστό, υποθετικά αύταρκες, περιβάλλον

[…] Αυτάρκεια. Ηθική. Κοινωνική. Πολιτική. […][12] ο Σιούλας ο

ταμπάκος γεννήθηκε, μεγάλωσε και δημιούργησε τη δική του

οικογένεια, αρνούμενος να βιώσει τις εξελίξεις του περιβάλλοντός

του, καθώς […] Κάθε νεωτερισμός είταν ξιπασμός […], αρνούμενος

ακόμα και να αποδεχθεί έναν ξενιτεμένο της συντεχνίας του. Όλα

είναι κρυφά, ακόμη και η απόγνωση της συζύγου του που δεν μπορεί

να μιλήσει για τη φτώχεια. Ο μετασχηματισμός και η εκβιομηχάνιση

της ελληνικής επαρχίας επηρέασε καταλυτικά το ισνάφι των

ταμπάκων, φέρνοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη μηχανή που

κατεργαζόταν τα δέρματα και ευκολότερα και φθηνότερα. Ο

κόσμος των βυρσοδεψών και των εργαστηρίων τους άρχισε να

φθίνει με την αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών,

σε σημείο που, παρά την άρνησή τους να βιώσουν τις επερχόμενες

αλλαγές, οι ταμπάκοι στο πρόσωπο του Σιούλα[13] ποκύπτουν και

αρχίζουν να μεταλλάσσονται, ερχόμενοι σε επαφή με τις κατώτερες

κάστες. Πρόκειται για μια οδυνηρή αλλά απόλυτα απαραίτητη

αλλαγή που αφυπνίζει και ταυτόχρονα δίνει την ευκαιρία. Ο Σιούλας

ο ταμπάκος αποφασίζει να πουλήσει το δίκαννό του στο γύφτο. O

γύφτος, αντίθετα από κεντρικούς ήρωες των επόμενων διηγημάτων

που πραγματευόμαστε, αρνείται το προσωπικό κέρδος. Γνωρίζει τι

σημαίνει το όπλο για τον κυνηγό και όχι μόνο αρνείται να το

αγοράσει σε εξευτελιστική τιμή αλλά του δανείζει και ένα

κατοστάρικο. Η συνειδητοποίηση πως ο γύφτος και ο βαρελάς

αργότερα είναι καλοί άνθρωποι, γίνεται το τέλος της απομόνωσης

και η αρχή της αλλαγής, […] Έτσι πήγε ο πρώτος ταμπάκος,

στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι του […][14].

Αντίθετα, σε ένα άλλο διήγημα της συλλογής στο «Ο τάφος» καμία

αναφορά δεν κάνει ο συγγραφέας, έστω και έμμεση για την πόλη,

ζωγραφίζει μονάχα ένα τοπίο στα περίχωρα που σήμερα έχει

αλλάξει. Εδώ έχει σημασία η σημαντική αντίθεση ανάμεσα στον κυρ

Αντώνη τον Τσιάγαλο ευηπόληπτο πολίτη και στήριγμα της

κοινωνίας και τον μπάρμπα Σπούργο, τον μιαρό ξένο, τον

ολομόναχο[15].

Page 3: Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή

Ο ένας είναι απόλυτα ενταγμένος στο δικό του σύστημα αστικών

αξιών, […] με τη δραστήρια συμμετοχή του στις δημοτικές εκλογές

και με τη θέση του επιτρόπου […] ο άλλος διωγμένος από τον τόπο

του, από τη δίνη μιας εσωτερικής σύγκρουσης της οικογένειας για

ζητήματα κληρονομικά. Είναι περιθωριοποιημένος όπου και να πάει,

δεν μπορεί καν να διαχειριστεί τη διαφορά του από τα κοινωνικά

σύνολα με τα οποία έρχεται σε επαφή.

Και οι δύο χαρακτήρες ενοικιάζουν από μία δημοτική παράγκα στα

περίχωρα της πόλης. Ο ένας τη θεωρεί κεφάλαιο, […] αποκούμπι

των γερατειών του […][16], ο άλλος απλά ένα τόπο ήρεμο για να

γαληνέψει. Εκείνος που θεωρεί την καλύβα του «κεφάλαιο» θα

προσπαθήσει και θα τα καταφέρει να διώξει τον ξένο,

προσάπτοντάς του φονικά που δεν έκανε, διώχνοντάς τον με τη

συνεργασία της υπόλοιπης κοινότητας, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή

που έδιωχναν τον «ξένο» τα κλειστά κοινωνικά συστήματα ήδη από

την πρώτη αστική επανάσταση στο διάβα της ιστορίας και τις

αρχέγονες συγκρούσεις γαιοκτησίας[17].

Για διαφορετικούς λόγους κανένας από τους δύο δεν επιχειρεί να

βελτιώσει τις δημοτικές καλύβες. Ο κυρ Αντώνης γιατί περιμένει

τη δημιουργία ενός δρόμου που θα του φέρει πελατεία, ο μπάρμπα

Σπούργος γιατί δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τη γαλήνη του.

Όταν ο δρόμος έρχεται ο Σπούργος πρέπει να βγει από τη μέση

χάριν της επιδίωξης του προσωπικού κέρδους του κυρ Αντώνη που

τον […] Σπούργο –στο χέρι τον είχε […][18]. Παρόλα αυτά ο

ανταγωνισμός θα έρθει με τη μορφή νέων κεφαλαίων και

καλοσχεδιασμένων επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να μη χαρεί

καθόλου ο κυρ Αντώνης για την πύρρεια νίκη του. Με τη βοήθεια

δικηγόρων και της αστυνομίας, με τη βοήθεια δηλαδή του

συστήματος που ευνοεί το «οικείο», ο Σπούργος απομακρύνεται και

τη θέση του στον ανταγωνισμό του κυρ Αντώνη παίρνει το

πραγματικό μαγαζί. Ο κυρ Αντώνης βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση

με τις νεοτερικές εξελίξεις και την τουριστική αξιοποίηση του

τόπου, σε ευθεία δηλαδή σύγκρουση με το κοινωνικό σύνολο.

Θαμμένος στις παραδοσιακές αξίες του αρνείται και αυτός να δει

ότι οι γυναίκες χορεύουν πλέον εδώ και καιρό στην αγκαλιά των

ανδρών[19]., αρνείται να δει στο βάθος πως ο μπάρμπα Σπούργος, ο

ενάντιος, ήταν στην πραγματικότητα ο σύντροφος και συμπλήρωμά

του. Είναι φυσικό, λοιπόν, να νιώσει την απέραντη μοναξιά του

Page 4: Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή

τάφου, όταν συνειδητοποιεί πως ο Σπούργος επέστρεψε μονάχα για

να πεθάνει.

Στο «Η θειά μας η Αγγελική» κεντρικό πρόσωπο ενός άλλου

χαρακτηριστικού αφηγήματος,, «η θειά η Αγγελική» ζει στην πόλη

των Ιωαννίνων της περιόδου του Αλβανικού μετώπου, μια πόλη με

έντονες δημογραφικές πιέσεις εξαιτίας της έλλειψης του

μαχόμενου πληθυσμού, που ήδη από το 1922 πάσχει συνολικά από

φτώχεια, αισχροκέρδεια και ανεργία. Ο πόλεμος είναι μία έκφραση

της βιαιότερης πιθανώς κοινωνικής πίεσης και αλλαγής, την οποία

υφίστανται οι ήρωες, όπως τους αφηγείται ο συγγραφέας στα

πλαίσια της μικρής τους πόλης[20].

Φτωχή ή ίδια με πενιχρό εισόδημα βρίσκεται, ωστόσο, σε αρμονική

συνάφεια με τον κοινωνικό της περίγυρο, παίρνοντας και δίνοντας

συναισθήματα, τρόφιμα, την έγνοια της για τον κόσμο, την

τρυφερότητα του περίγυρου ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης.

[…] Φχαριστούμε κυρ' Αγγελική, έλεγε ο φουκαράς ο Καμινάρης και

η καρδιά του γλυκαινότανε […][21]. Η θειά Αγγελική ζει σε έναν

κόσμο, σε έναν «μαχαλά» όπου οι καλοί αλλά φτωχοί νοικοκυραίοι

συνυπάρχουν με τους παλιούς αρχόντους, οι Χριστιανοί με τους

«Οβραίους» στο παζάρι, οι κουδουνάδες, οι χαλκωματάδες και οι

τσαρουχάδες στα στενά του παζαριού να παλεύουν

περιθωριοποιημένοι πλέον ενάντια στη μηχανή που τους παίρνει το

ψωμί[22]. Για άλλη μια φορά παρουσιάζεται εδώ το μοτίβο της

εκβιομηχάνισης που απειλεί την ευημερία, αλλάζοντας τις

οικονομικές συνθήκες παραγωγής και τα κοινωνικά τους

συμφραζόμενα, οδηγώντας στην περιθωριοποίηση άλλοτε επικερδή

επαγγέλματα[23].

Η προδοσία της αντιπροσωπευτικής ηρωίδας έρχεται με την

επιδίωξη προσωπικού κέρδους σε βάρος της κοινότητας, του

μαυραγορίτη, του Αντώνιου Γωγούση, ο οποίος χάρη στην

εμπιστοσύνη της θείας Αγγελικής μετατρέπει το κελάρι της σε

αποθήκη μαύρης αγοράς, οδηγώντας τη σε σύγκρουση με το

περιβάλλον, που δεν μπορεί να κατανοήσει την άγνοιά της στο

δεδομένο θέμα. […] Ωχού τώρα… Το κελάρι κυρ’ Αγγελική, ποιος

τους το 'δωσε των φονιάδων –εγώ τους το 'δωσα; Παράτα μας,

λέω […]. Ο ίδιος ο Γωγούσης είναι το άτομο που στρέφεται ενάντια

στην κοινότητά του είτε για λόγους αισχροκέρδειας, είτε για

Page 5: Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή

λόγους επιβίωσης στις αντίξοες συνθήκες που παράγει για τον τόπο

η πολεμική σύγκρουση.

Σε όλο το εύρος της συλλογής διηγημάτων του Δ. Χατζή

παρατηρείται σαφής επίδραση των οικονομικών και κοινωνικών

μετασχηματισμών μιας κοινωνίας που εκσυγχρονίζεται απέναντι

στους παραδοσιακούς τρόπους επιβίωσης και κυρίως στα

παραδοσιακά επαγγέλματα. Οι ήρωες των διηγημάτων είτε

έρχονται σε σύγκρουση με τις παλιές αξίες ή αλλάζουν την οπτική

γωνία με την οποία βλέπουν τον κόσμο υπό την πίεση της φτώχειας,

όπως ο Σιούλης ο ταμπάκος. Ενίοτε αισχροκερδούν ή

εκμεταλλεύονται, χάριν προσωπικού οφέλους, όπως στην

περίπτωση του Αντώνιου Γωγούση του Μαυραγορίτη ή του κυρ

Αντώνη του Τσιάγαλου. Διατηρώντας μια πεισματική προσήλωση

στην κοινωνιολογική διάσταση του μύθου του ο Δ. Χατζής

αναδεικνύει τις αντιθέσεις που παράγει το άτομο σε σχέση με το

περιβάλλον του και αντίθετα. Ταυτόχρονα διαμορφώνει μια δική

του ανθρωπολογία του ξένου στην περίπτωση του μπάρμπα

Σπούργου, φέρνοντας στην επιφάνεια στοιχεία τοπικισμού και

καχυποψίας προς καθετί ξένο. Μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει

ραγδαία τα κλειστά συστήματα δεν έχουν ούτε την παλαιότερη

θέση, μήτε την προγενέστερη αξία τους. Έχοντας δει τον κόσμο να

αλλάζει ο συγγραφέας, μεταφέρει το βίωμά του με τον καλύτερο

δυνατό τρόπο μέσω της τέχνηςτου.

Δ. Η  συλλογή διηγημάτων Το τέλος της μικρής μας πόλης Στην αρχική έκδοση του 1953 στη Ρουμανία περιέλαβε πέντε

διηγήματα και επτά στην έκδοση του1963 στην Αθήνα. Τα διηγήματα αυτά αναφέρονται στη γενέθλια πόλη του Δ.Χατζή, τα Γιάννενα, που δεν κατονομάζονται και την οποία πόλη σκιαγραφεί με πολλή αγάπη και νοσταλγία (τα γράφει, όταν ήταν πολιτικός εξόριστος στη Ρουμανία) τις συνοικίες της, τα κτήριά της, την περιώνυμη λίμνη της, τους ανθρώπους  που  ηθογραφούνται ανάγλυφα με τα ατομικά τους χαρακτηριστικά.

Η συλλογή αυτή παρουσιάζει θεαματική ποιοτική εξέλιξη,  εν σχέσει με τα έργα της πρώτης περιόδου. Χωρίς να απαρνείται τον ιδεολογικό του προσανατολισμό και τη ρεαλιστική του μέθοδο, έχει αποβάλει τις υπερβολές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, την πολιτική ρητορεία και το διδακτισμό. Είναι εμφανής η πρόοδος στη σκηνοθεσία, στην ευγλωττία των εικόνων, τη δημιουργική φαντασία στη σύλληψη των προσώπων και στην περιγραφή καταστάσεων. Η κοινωνιολογική οπτική και ο ιδεολογικός προσανατολισμός, όπως ήδη αναφέραμε,

Page 6: Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή

καθορίζουν και εδώ την οργάνωση του μύθου, την εξέλιξη, τις όποιες λύσεις. Τα πρόσωπα, οι ήρωες των διηγημάτων χωρίζονται σε δύο σαφείς κατηγορίες: σ` αυτούς που εκφράζουν μια καλοσύνη, μια κατανόηση για τον άνθρωπο, όπως ο Σιούλας, ο Γιοσέφ  Ελιγιά, η θεία Αγγελική, ο καθηγητής Ραλλίδης, η Μαργαρίτα Περδικάρη και σ` εκείνους που εμπνέονται απ την ιδιοτέλεια, όπως ο μεγαλέμπορος Γωγούσης, ο απόστρατος λοχαγός Λιαράτος, όλόκληρη η οικογένεια Περδικάρη, Η δεύτερη αυτή κατηγορία αντιπροσωπεύει τον κόσμο της διαφθοράς, της κοινωνικής αποσύνθεσης, της ηθικής έκπτωσης. Τα διηγήματα αυτά αναφέρονται χρονικά στην τελευταία δεκαπενταετία ως την Κατοχή και περιγράφουν την παρακμή παραδοσιακών κοινωνικών δομών,17 στο εσνάφι, τη συντεχνία των ταμπάκων (Ο Σιούλας ο ταμπάκος), στην εβραϊκή  κοινότητα της πόλης (Σαμπεθάι Καμπιλής), στην παραδοσιακή αστική οικογένεια (ΜαργαρίταΠερδικάρη) στη γειτονιά της επαρχιακής πόλης (Η θεία μας Αγγελική). Στη Διαθήκη του καθηγητή μας δίνει έναν καθολικό πίνακα, μια τοιχογραφία των ηθών της παρακμής. Εδώ περιγράφει και καταγγέλλει σαρκάζοντας όλες τις αρχηγεσίες, δημοτικές, κρατικές, εκκλησιαστικές, οι οποίες αλληλοσπαράζονται και ενέχονται σε ποικίλα σκάνδαλα.

Τα Γιάννενα είναι μια επαρχιακή πόλη που ο παραδοσιακός της τύπος αφανίζεται την εποχή αυτή και αντανακλά το γενικότερο πρόβλημα της ελληνικής επαρχίας που οφείλεται στις μεταστοιχειώσεις που ανακύπτουν από τις γενικότερες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις.

Ανάμεσα στα διηγήματα της συλλογής αυτής ο Σιούλας ο ταμπάκος και κυρίως ο Σαμπεθάι Καμπιλής είναι από τα ωραιότερα διηγήματα της νεοελληνικής γραμματείας της μεταπολεμικής περιόδου. 18