ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

12
ΕΑΠ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Θ.Ε. : ΕΛΠ10-Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό Κολιογεώργης Παναγιώτης Εργασία 1 η ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ; ΣΕΠ: κος Ιάκωβος Βούρτσης Ελεώνας, 13-03-2006

description

Μιά εργασία σχετικά με τη σύγκριση των εννοιών "ψυχαγωγία" και "διασκέδαση", στα πλαίσια του προγράμματος σπουδών Ελληνικός Πολιτισμός του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου

Transcript of ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

Page 1: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

ΕΑΠ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥ∆ΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Θ.Ε. : ΕΛΠ10-Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισµό

Κολιογεώργης Παναγιώτης

Εργασία 1η

ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ∆ΙΑΣΚΕ∆ΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

ΣΕΠ: κος Ιάκωβος Βούρτσης

Ελεώνας, 13-03-2006

Page 2: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

- 1 -

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εισαγωγή.........................................................................................................σελ. 2

Α. ....................................................................................................................σελ. 2

Β.......................................................................................................................σελ. 4

Επίλογος...........................................................................................................σελ. 9

Βιβλιογραφία. ................................................................................................σελ. 10

Σηµειώσεις. ....................................................................................................σελ. 11

Page 3: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

- 2 -

Εισαγωγή "Οι δύο έννοιες (διασκέδαση-ψυχαγωγία) διαφέρουν όσο η µέρα από τη νύχτα. Η διασκέδαση γίνεται στα στέκια της νύχτας, στα 'ελληνάδικα' και σκυλάδικα, µε αλλοδαπές κυρίως αρτίστες. Η λέξη διασκέδαση παράγεται απ' το σκεδάννυµι που σηµαίνει διασκορπίζω έγνοιες µε το σκέπαρνον 'σκεπάρνι'. Σπάω πιάτα, (σ)κεάζω ('σχίζω'), καθώς ο (σ)και-άδας: Καιάδας, το 'σχισµένο βάραθρο' είναι το σκηνικό. Το ψυχαγωγώ, αντιθέτως, 'ευφραίνω, τέρπω, µορφώνω, διαπλάθω, καλλιεργώ' παράγεται από τις (λέξεις) ψυχή+άγω. Η αγωγή, η παίδευση αυτή του αθηναϊκού δήµου από τους τραγικούς, εθεωρείτο σηµαντική για την πόλη και γι' αυτήν την αιτία θεσµοθέτησαν το θεωρικό µισθό που ανταγωνίζονταν σε ποσά ακόµα και τις στρατιωτικές δαπάνες. Η ∆ηµοκρατία υποστήριζε το θέατρο, γιατί αυτό τη στήριζε. Η ολιγαρχία, αντιθέτως, το απαγόρευσε και το υποκατέστησε µε 'άρτον και θεάµατα', µε τη ρωµαϊκή διασκέδαση της πολτοµάζας του ιπποδρόµου". Απόσπασµα άρθρου του Ν. Βαρδιάµπαση στην εφηµερίδα "Ελευθεροτυπία" (Ιούλιος 2005) Στο παραπάνω απόσπασµα οι δύο έννοιες που παρουσιάζονται ως αντίθετες συνδέονται άµεσα αποτελώντας µέρη αυτού που ονοµάζουµε πολιτισµό. Πολιτισµός όµως είναι µια πολυσήµαντη λέξη, που έχει φορτιστεί µε πολλές και ποικίλες έννοιες και έχει αποκτήσει διάφορες χρήσεις στη σύντοµη ιστορία της1. Σκοπός της πρώτης ενότητας της παρούσας εργασίας είναι να προσπαθήσουµε να δείξουµε ποιες ακριβώς έννοιες περί πολιτισµού αντανακλούν οι παραπάνω λέξεις, αναλύοντας την επιχειρηµατολογία του κειµένου. Στη δεύτερη ενότητα θα επιχειρήσουµε µια αναδροµή στους αιώνες 19ο και 20ο, σε µια προσπάθεια διατύπωσης της πιθανής κριτικής (θετικής ή αρνητικής) που θα είχαν οι παραπάνω θέσεις.

Α. Ο αρθρογράφος του παρατιθέµενου στην αρχή αποσπάσµατος χρησιµοποιεί την ανάλυση των δύο λέξεων, προσπαθώντας να δείξει µε τη σηµασία των λέξεων προέλευσής τους τη λειτουργία και το σκοπό των σηµερινών τους εννοιών. Για τη λέξη διασκέδαση, παρουσιάζεται µια λειτουργία ισοπεδωτική, µε διάθεση καταστροφική και σκοπό την «απελευθέρωση» από τις έγνοιες και τους προβληµατισµούς, µια άκριτη φυγή χωρίς ηθική και πνευµατική προσπάθεια. Στην ψυχαγωγία, το βάρος µετατοπίζεται σ’ αυτήν ακριβώς την ηθική και πνευµατική προσπάθεια, που σκοπό έχει τη διαµόρφωση, την εξέλιξη, τη συναισθηµατική, ηθική και πνευµατική πλήρωση. Στη συνέχεια του

Page 4: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

- 3 -

αποσπάσµατος, ο Ν. Βαρδιάµπασης προχωρά στη σύνδεση των δύο λέξεων µε πολιτικά συστήµατα. Τοποθετεί την ψυχαγωγία στη δηµοκρατία, η οποία την χρησιµοποιούσε και την υποστήριζε, θεωρώντας την αρκετά σηµαντική ώστε να θεσµοθετήσει το θεωρικό µισθό. Η δηµοκρατία προϋποθέτει ενεργή συµµετοχή στα κοινά, και είναι προς το συµφέρον της λειτουργίας της τα άτοµα που απαρτίζουν το δήµο να εξελίσσονται πνευµατικά και ηθικά, από τη στιγµή που αποτελούν οργανικά κοµµάτια του ίδιου του συστήµατος. Σε αντίθεση µε την ολιγαρχία, που χρησιµοποιούσε τη διασκέδαση ως µέσο για τον αποπροσανατολισµό της κοινής γνώµης και τη διατήρηση των κατεστηµένων εξουσιαστικών σχέσεων.

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι ο Ν. Βαρδιάµπασης τοποθετεί πίσω από τη λέξη διασκέδαση την έννοια της µαζικής κουλτούρας, όπως αυτή παρουσιάζεται στην κριτική της από τους εκπροσώπους της Σχολής της Φραγκφούρτης και τους συνεχιστές τους2. Πιο συγκεκριµένα, όπως έχουν γράψει οι Th. Adorno και M. Horkheimer "…η βιοµηχανία της κουλούρας παραµένει βιοµηχανία της διασκέδασης"3 και "∆ιασκεδάζω σηµαίνει πάντα: δε σκέφτοµαι τίποτα, ξεχνώ τον πόνο ακόµα κι όταν δείχνεται"4, για να δείξουν την παραίτηση στην οποία οδηγεί η διασκέδαση και την ακύρωση της προσπάθειας για αλλαγή ή δηµιουργική αντιπαράθεση5. Ξεχνώντας, αφήνοντας τα προβλήµατα δεν κάνεις κάτι να τα αλλάξεις, αφήνεις ακόµα και το ιδεώδες που θα σου επέτρεπε να σχηµατίσεις το ουτοπικό πρότυπο. Μ' αυτόν τον τρόπο, υπονοµεύεται η δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης και σκέψης του ατόµου, η ατοµικότητα αντικαθίσταται µε την ταύτιση µε το γενικό, και τα άτοµα αποτελούν όχι πλέον ξεχωριστές οντότητες που αποτελούν ένα (κοινωνικό) σύνολο, αλλά µια αδιαφοροποίητη µάζα. Έτσι, οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη και την ανάπτυξη της δηµοκρατίας παύουν, ανοίγοντας το δρόµο στον ολοκληρωτισµό, που βρίσκει το µέσο εκείνο µε το οποίο µαζοποιείται το κοινωνικό σύνολο, άρα γίνεται πιο εύκολη η χειραγώγησή του6,7.

Η ψυχαγωγία φανερώνει την έννοια της κουλτούρας, όπως αυτή καθιερώθηκε στη Γαλλία και την Αγγλία του 18ου αιώνα, µε τη σηµασία της µόρφωσης και της πνευµατικής υπεροχής, ως κοινωνικό αγαθό που αξιώνει αναγνώριση και περισσότερα δικαιώµατα και ελευθερίες για τους κατόχους του8. Παρουσιάζεται επίσης σε αντίθεση µε την έννοια της διασκέδασης (µαζική κουλτούρα), περιλαµβάνοντας έτσι και τον ορισµό της υψηλής/ποιοτικής κουλτούρας, όπως διαµορφώθηκε το 19ο αιώνα και συµπυκνώθηκε στη φράση του Matthew Arnold "… ό,τι καλύτερο έχει σκεφθεί και πει ο άνθρωπος σε όλες τις εποχές"9. Επιπλέον, συµφωνία µε τον M. Arnold φαίνεται και από τη σύνδεση που γίνεται µε την αθηναϊκή δηµοκρατία. ∆ίνεται µε αυτή τη σύνδεση ο σηµαντικός πολιτικός ρόλος της κουλτούρας, ως το στοιχείο εκείνο

Page 5: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

- 4 -

της κοινωνικής ζωής που διασφαλίζει την οµαλότητα και την τάξη στις κοινωνικές σχέσεις, παρέχοντας έτσι τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη και καλή λειτουργία του κοινωνικού συνόλου10. Σύµφωνα µ' αυτά, συµπεραίνουµε ότι ο Ν. Βαρδιάµπασης κάνει έναν ποιοτικό περισσότερο παρά ποσοτικό διαχωρισµό στις έννοιες διασκέδαση-ψυχαγωγία. Παρουσιάζει επίσης την πολιτική σηµασία που έχουν αυτές οι δύο έννοιες και τη βαρύτητά τους στη διαµόρφωση πολιτικής συνείδησης.

Β. Κατά το 19ο αιώνα, µε τις απόψεις αυτές θα συµφωνούσε σε

ένα σηµείο ο Alexis de Tocqueville, στη διαπίστωση της διάκρισης µεταξύ υψηλής και µαζικής κουλτούρας. Πέρα απ' αυτό όµως, σηµαντική διαφορά υπάρχει στην αντίληψη περί δηµοκρατίας, την οποία ο Tocqueville βλέπει ως απειλή απέναντι στην ποιότητα της κουλτούρας καθώς καταργεί την παραδοσιακή πολιτισµική ιεραρχία11. Περισσότερη ταύτιση φαίνεται να υπάρχει µε την άποψη του M. Arnold, που και αυτός διακρίνει την υψηλή από τη µαζική κουλτούρα, αλλά προχωρά κι ένα βήµα πιο κάτω προτείνοντας την υψηλή κουλτούρα ως µέσο για την επίτευξη κοινωνικής τάξης και αρµονίας, δίνοντάς της ένα πιο σαφή πολιτικό ρόλο12. Στη συνέχεια, το ίδιο πνεύµα της διάκρισης ακολουθεί και ο Friedrich Nietzsche, αλλά πρεσβεύει τη διαφύλαξη της ποιότητας της κουλτούρας από µια εκλεκτή µειοψηφία, για να εµποδιστεί η αποδυνάµωσή της µε την ευρύτερη διάδοσή της, υπερασπίζοντας έτσι την παράδοση και τη σαφή πολιτισµική διάκριση13. Τη θέση του Nietzsche ακολουθούν και στον 20ο αιώνα οι Ortega y Gasset (1930) και T.S. Eliot. Όπως επισηµαίνουν, η διάδοση της κουλούρας σηµαίνει απώλεια του ίδιου του νοήµατός της, νόθευση και παρακµή της. Υποστηρίζουν κι αυτοί την ύπαρξη µιας ελίτ, µιας εκλεκτής µειοψηφίας, που θα έχει το προνόµιο και την ευθύνη να είναι φορέας και συνεχιστής της υψηλής κουλτούρας, ώστε να διαφυλαχθεί η κατεστηµένη πολιτισµική και κοινωνική ιεραρχία14. Στο ίδιο πνεύµα, συγκλίνοντας λίγο περισσότερο µε την άποψη του Ν. Βαρδιάµπαση, τοποθετείται ο F. R. Leavis, ο οποίος απηχώντας τον M. Arnold προτείνει επιπλέον την είσοδο ειδικού µαθήµατος κριτικής αγωγής στα σχολεία15. Οι απόψεις του Ν. Βαρδιάµπαση θα έχαιραν αναγνώρισης από τους παραπάνω διανοούµενους ως προς τη διαπίστωση της διάκρισης µεταξύ ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Με εξαίρεση τους Arnold και Leavis όµως, η ιδέα της διδασκαλίας και της διάδοσης της υψηλής κουλτούρας θα τους έβρισκε αντίθετους, καθώς η οπτική τους επικεντρώνεται στη διατήρηση των κατεστηµένων αξιών και τη διαφύλαξη της υψηλής κουλτούρας, βλέποντας τη δηµοκρατία ως απειλή. Ενώ ο

Page 6: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

- 5 -

Βαρδιάµπασης αντιµετωπίζει αυτήν την τελευταία ως ιδανικό και σκοπό, µε την κουλτούρα ως το µέσο για την επίτευξή του.

Οι παραπάνω απόψεις του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα εκφράζουν τη συντηρητική κριτική της µαζικής κουλτούρας. Περίπου στα µέσα του 20ου αιώνα, παρουσιάζεται µία διαφορετική προσέγγιση στο φαινόµενο της µαζικής κουλτούρας από τους αριστερούς διανοούµενους που θεµελιώθηκε κυρίως από τους εκπροσώπους της Σχολής της Φραγκφούρτης. Οι πιο γνωστοί είναι οι Theodor Adorno, Max Horkheimer, Herbert Marcuse και Leo Lowenthal. Κάτω από την εµπειρία τους της ανόδου του ναζισµού στη Γερµανία και της αυτοεξορίας τους στην Αµερική, προσέγγισαν τη µαζική κουλτούρα από την πλευρά της επίδρασης που ασκεί στο κοινό, και τη σηµασία της ως µέσο για την άσκηση πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας. ∆ιαπίστωσαν ότι δεν αποτελεί πλέον την ηθική και συναισθηµατική έκφραση του κοινωνικού συνόλου, καθώς ο χαρακτήρας της έχει γίνει εµπορευµατικός και υπακούει στους νόµους της αγοράς. Η µαζική παραγωγή κουλτούρας προωθεί την τυποποίηση και καταργείται ουσιαστικά η ελευθερία της επιλογής, καθώς η πολιτισµική βιοµηχανία επιβάλλει την άποψή της για τις προτιµήσεις των καταναλωτών, διαµορφώνοντας το πλαίσιο µέσα στο οποίο θα κινηθούν16. Έτσι, το άτοµο-καταναλωτής γίνεται το αντικείµενο αυτής της διαδικασίας, παίρνει αυτό που του προσφέρεται17 και οικειοποιείται τον τρόπο της διασκέδασης ως "...φυγή από την τελευταία θέληση γι' αντίσταση"18. Στο ίδιο πλαίσιο τοποθετείται και η κριτική της Hanna Arendt, η οποία εστιάζει το πρόβληµα της µαζοποίησης της κουλτούρας όχι στη διάδοσή της αλλά στον τρόπο που αυτή χρησιµοποιείται από τη βιοµηχανία διασκέδασης, στη µετατροπή της δηλαδή σε εύληπτο και εύκολο καταναλωτικό αγαθό, που ως τέτοιο δεν παράγεται για να διαρκέσει19. Ως συνεχιστές των απόψεων αυτών στην Ευρώπη, οι Roland Barthes και Jean Baudrilliard τις προέκτειναν ακόµα περισσότερο. Ο Barthes ανέπτυξε τη σηµειολογία ως µέθοδο αποκρυπτογράφησης των λανθανόντων µηνυµάτων των προϊόντων της µαζικής κουλτούρας, µε την οποία δείχνει τη λειτουργία επιβολής και νοµιµοποίησης της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας µέσα από αυτά20. Ο Baudrilliard, συµφωνώντας µε την Arendt, εστιάζει στην παροδικότητα της µαζικής κουλτούρας, επισηµαίνοντας ότι µε τη συνεχή εναλλαγή και ανακύκλωση χάνεται το πραγµατικό νόηµα της κουλτούρας και µένει ως µόνη αρχή η ροή της επικαιρότητας21. Σύµφωνα µε τα παραπάνω, οι απόψεις του Βαρδιάµπαση µπορούν να τοποθετηθούν στο πλαίσιο της αριστερής κριτικής που ασκήθηκε στα µέσα του 20ου αιώνα στη µαζική κουλτούρα. Όπως οι εκπρόσωποι της Σχολής της Φραγκφούρτης και οι συνεχιστές τους, έτσι και ο Ν. Βαρδιάµπασης εστιάζει στην επίδραση της µαζικής κουλτούρας στο κοινό,

Page 7: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

- 6 -

επισηµαίνοντας το ρόλο της ως πολιτικό µέσο και δείχνοντας τη σύνδεσή της µε τον ολοκληρωτισµό. Θέση που έρχεται να ενισχυθεί τη δεκαετία του 1960 και µετά, µε την ανάπτυξη της φεµινιστικής κριτικής της µαζικής κουλτούρας, η οποία έδειξε το ρόλο της στην επιβολή της πατριαρχίας, αλλά και από το φαινόµενο του πολιτισµικού ιµπεριαλισµού, το οποίο παρατηρήθηκε στο πλαίσιο της επιβολής της πληθωρικής αµερικάνικης κουλτούρας διεθνώς22.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και µετά, άρχισε να δηµιουργείται αντίλογος στις παραπάνω θέσεις. Εµφανίζεται η άποψη του προοδευτικού εξελικτισµού, η οποία δίνει έµφαση στον πολιτικό εκδηµοκρατισµό και πλουραλισµό που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στην κοινωνία. Μέσω αυτού έχουν αµβλυνθεί οι ταξικές διαφορές κάνοντας να ξεπεραστούν τα όρια της πολιτισµικής διάκρισης και ιεραρχίας23. Κύριοι εκπρόσωποι αυτής της άποψης είναι οι David Riesman, Daniel Bell, και ο Edward Shils. Ο τελευταίος αφήνει τους όρους "υψηλή" και "µαζική" κουλτούρα και διακρίνει τρεις βασικές κατηγορίες: την ανώτερη κουλτούρα, τη µέτρια και τη βάναυση. Κάθε κατηγορία έχει τους δικούς της εκφραστικούς τρόπους και κοινό, και αν η διάδοση των δύο τελευταίων κατηγοριών ευνοήθηκε ιδιαίτερα από την ανάπτυξη των µέσων µαζικής επικοινωνίας, δε σηµαίνει ότι οδηγούµαστε σε µαρασµό ή αποδυνάµωση της ανώτερης κουλτούρας. Το εξηγεί επισηµαίνοντας τη µεγαλύτερη ευκολία διάδοσης των έργων της ανώτερης κουλτούρας, τη διαδικασία εκπολιτισµού που συντελείται µ' αυτόν τον τρόπο, την ελεύθερη συµµετοχή της νεολαίας στην κατανάλωση ειδικών µορφών κουλτούρας και τη διαµόρφωση και διατήρηση των τοπικών, κοινοτικών, οικογενειακών θεσµών και αξιών, που παραµένουν ισχυροί και µπορούν να αντισταθούν στις επιρροές είτε της ανώτερης κουλτούρας είτε των µέσων µαζικής επικοινωνίας24. Σε επέκταση των θέσεων του προοδευτικού εξελικτισµού έρχονται οι απόψεις του Herbert J. Gans. Αντίθετος στις αρνητικές θέσεις των επικριτών της µαζικής κουλτούρας, ο Gans αντικαθιστά τον όρο "µαζική κουλτούρα" µε τον όρο "δηµοφιλή κουλτούρα", και τονίζει τη θετική πλευρά της λειτουργίας της, όπως την ανάπτυξη της ατοµικότητας και την ελευθερία δηµιουργίας και έκφρασης. ∆ιακρίνει πέντε βασικές "κουλτούρες γούστου", οι οποίες εκφράζουν διαφορετικά σύνολα αισθητικών αξιών, πολιτισµικών µορφών και µέσων επικοινωνίας. Κάθε µια έχει το δικό της κοινό, που την επιλέγει για να ικανοποιήσει τις ιδιαίτερες συναισθηµατικές, πνευµατικές και ηθικές ανάγκες του, χωρίς να σηµαίνει ότι δεν υπάρχει ανταλλαγή και αλληλεπίδραση µεταξύ των διαφορετικών ειδών κουλτούρας. Ο Gans αναγνωρίζει και υποστηρίζει την ισοτιµία µεταξύ των διαφορετικών "κουλτουρών γούστου" αφού καλύπτουν µε τον ίδιο τρόπο τις ιδιαίτερες ανάγκες του

Page 8: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

- 7 -

κοινού τους, διαµορφώνοντας την έννοια του πολιτισµικού πλουραλισµού. Ωστόσο, η ποιοτική διαφορά ανάµεσα στις κουλτούρες παραµένει ακόµα, παρά την απενοχοποίηση της µαζικής κουλτούρας και τη µετονοµασία της σε δηµοφιλή κουλτούρα25. Στις απόψεις του Ν. Βαρδιάµπαση, οι παραπάνω διανοούµενοι θα είχαν να παρατηρήσουν τον παθητικό ρόλο που δίνει στο κοινωνικό σύνολο και την αρνητική στάση απέναντι στη µαζική κουλτούρα. Αν και κρατούν έστω και αµβλυµένη τη διάκριση σε υψηλή και µαζική κουλτούρα, τονίζουν τον εκδηµοκρατισµό της ίδιας της κουλτούρας και τον ισότιµο ρόλο που έχουν τα διαφορετικά είδη της.

Σε ένα άλλο επίπεδο µετέφερε τον προβληµατισµό περί µαζικής κουλτούρας ο Umberto Eco. Απορρίπτοντας τη µηχανιστική αντίληψη των επικριτών της µαζικής κουλτούρας σε σχέση µε την επιβολή στο κοινό φανερών ή κρυφών µηνυµάτων, προτείνει τη µελέτη του τρόπου µε τον οποίο προσλαµβάνονται τα µηνύµατα αυτά, καθώς υπάρχει µία ποικιλία ερµηνειών που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Αφήνει έτσι τον όρο "µαζική κουλτούρα" και τονίζει τον τρόπο διάδοσής της, τις "µαζικές επικοινωνίες" (mass media)26. Αυτόν ακριβώς τον τρόπο προτείνει να µελετήσουµε συστηµατικά, ώστε να µπορέσουµε να διατυπώσουµε ασφαλείς κρίσεις. Γιατί για τον Eco η διάκριση που είχε καθιερωθεί σε υψηλή και µαζική κουλτούρα, δεν αντιπροσωπεύει κάποια αντικειµενική ποιοτική διαφορά, αλλά µια διαφορά στον τρόπο αντίληψης και λειτουργίας της κουλτούρας από το υποκείµενο. Τονίζοντας το πυκνό πλέγµα των παραγόντων του θέµατος και το σχετικιστικό χαρακτήρα του, ο Eco καλεί τους διανοούµενους να αφήσουν τις κατεστηµένες πολιτισµικές αντιλήψεις του παρελθόντος και να διαµορφώσουν τις µεθόδους εκείνες που ανταποκρίνονται στην αντιµετώπιση του προβλήµατος27. Σύµφωνα µε αυτά, ο Eco θα απέρριπτε τις θέσεις του Ν. Βαρδιάµπαση ως "το προηγούµενο πολιτιστικό πρότυπο" που βρίσκεται σε "βαθιά κρίση"28.

Οι απόψεις του Eco επηρέασαν την πορεία της µελέτης της µαζικής ή (όπως καθιερώθηκε να λέγεται) δηµοφιλούς κουλτούρας. Κυρίως στη δεκαετία του 1970 ακολουθήθηκε η πρότασή του για τη µελέτη των ειδών της δηµοφιλούς κουλτούρας. Στις δεκαετίες 1980 και 1990 παρατηρούµε µία στροφή προς την άλλη πρότασή του σχετικά µε τη µελέτη των τρόπων πρόσληψης της κουλτούρας από τον αποδέκτη. Οι Hans Magnus Enzensberger και Frederic Jameson, υποστηρίζουν ότι η δηµοφιλής κουλτούρα αγγίζει τις πραγµατικές ανάγκες του κοινού, και εξακολουθεί να έχει τον ουτοπικό ρόλο που θεωρείται ότι εξυπηρετεί η υψηλή τέχνη, όσο νοθευµένη και απαξιωµένη κι αν είναι29. Απόψεις που τοποθετούνται στον αντίποδα των απόψεων του

Ν. Βαρδιάµπαση.

Page 9: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

- 8 -

Από την έρευνα του Centre for Contemporary Cultural Studies του Πανεπιστηµίου του Birmigham παρουσιάστηκε το πολύπλοκο πλέγµα των διαδικασιών και παραγόντων που επηρεάζουν τόσο τη δηµοφιλή κουλτούρα όσο και τους τρόπους πρόσληψής της. Με βάση την άποψη του Antonio Gramski (1891-1937), ότι ιδεολογία και κουλτούρα δε διαχωρίζονται, αλλά αποτελούν ένα δυναµικό πεδίο συνεχούς διεκδίκησης ιδεών και αξιών30, ο Stuart Hall τοποθετήθηκε µε δύο προτάσεις ως εξής: πρώτον, το περιεχόµενο της δηµοφιλούς κουλτούρας συνδυάζει πολλά και διαφορετικά ιδεολογικά και κοινωνικά στοιχεία και εξαρτάται από τις συγκυριακές σχέσεις πολιτικών και κοινωνικών δυνάµεων και θεσµών. ∆εύτερον, υπάρχουν τρεις τρόποι πρόσληψης του νοήµατος: ο κυρίαρχος (dominant), ο αντιπολιτευτικός (oppositional), και ο συνδιαλλακτικός (negotiated), των οποίων η επιλογή κάθε φορά από το δέκτη εξαρτάται από την κοινωνική θέση, την ιδεολογία, την πολιτική και πολιτισµική ταυτότητά του31. Στο πλαίσιο αυτών των προτάσεων θεµελιώθηκε ένας νέος τρόπος µελέτης της δηµοφιλούς κουλτούρας, οι πολιτισµικές σπουδές, µε στόχο τη διερεύνηση των διαφορετικών και διαπλεκόµενων παραγόντων που συνιστούν την έννοιά της, τις πολιτισµικές βιοµηχανίες και τα προϊόντα τους, τον τρόπο πρόσληψης από το κοινό, καθώς και των ποικίλων σχέσεων, επιδράσεων και συγκρούσεων που διακρίνουν τα παραπάνω32. Κάτω από το πρίσµα των πολιτισµικών σπουδών, οι θέσεις του Ν. Βαρδιάµπαση παρουσιάζουν µια κανονιστική αντίληψη του ζητήµατος της δηµοφιλούς κουλτούρας, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πολυπλοκότητα και το σχετικισµό που έχει εισχωρήσει στο όλο θέµα.

Μια άλλη προσέγγιση στο ζήτηµα της δηµοφιλούς κουλτούρας, είναι αυτή που ονοµάζουµε πολιτισµικό λαϊκισµό. Η άποψη αυτή δίνει έµφαση κυρίως στη δυναµική που υπάρχει στον τρόπο πρόσληψης της κουλτούρας από το κοινό, φτάνοντας να υποστηρίζει, τελείως αντίθετα από την παραδοσιακή άποψη, ότι το κοινό είναι αυτό που χειραγωγεί τις πολιτισµικές βιοµηχανίες. Πρώτος ο Michel de Certeau τόνισε το δηµιουργικό χαρακτήρα της κατανάλωσης προϊόντων της δηµοφιλούς κουλτούρας, επισηµαίνοντας την οικειοποίηση και τη δηµιουργική µεταποίησή τους από το κοινό33. Ο John Fiske, στα χνάρια του de Certeau, αποσυνδέει τη δηµοφιλή κουλτούρα από το καταναλωτικό της νόηµα, και παρ' όλο που αναγνωρίζει την ύπαρξη των δυνάµεων που τη χρησιµοποιούν, δίνει έµφαση στους τρόπους αντιµετώπισης και αντίστασης από το κοινό34. Σε συµφωνία µε το Fiske, ο Paul Willis επισηµαίνει τη δηµιουργική διάσταση που υπάρχει κατά τη στιγµή της πρόσληψης, καθώς ο αποδέκτης είναι αυτός που ολοκληρώνει το νόηµα των προϊόντων της δηµοφιλούς κουλτούρας, συµβάλλοντας σ' αυτό µε την ιδιαίτερη χρήση που επιφυλάσσει σ' αυτά35. Η σύγκριση των

Page 10: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

- 9 -

παραπάνω απόψεων µε αυτές του Ν. Βαρδιάµπαση µας δείχνει την απόλυτη αντίθεσή τους και κατά συνέπεια την ολοκληρωτική απόρριψη των τελευταίων από τους εκφραστές του πολιτισµικού λαϊκισµού.

Επίλογος

Στην ανάλυση των επιχειρηµάτων που επιχειρήσαµε στην πρώτη

ενότητα της παρούσας εργασίας, είδαµε να κυριαρχούν στο παρατιθέµενο στην αρχή απόσπασµα οι έννοιες της υψηλής/ποιοτικής κουλτούρας και της αντίθετής της, της χαµηλής/µαζικής κουλτούρας, όπως αυτές έχουν διαµορφωθεί από τους αριστερούς κυρίως επικριτές της τελευταίας. Παρατηρήσαµε επίσης τη σηµασία του πολιτικού ρόλου που δίνει στις δύο αυτές έννοιες ο αρθρογράφος, συνδέοντάς τις µε πολιτικά συστήµατα. Στη δεύτερη ενότητα τοποθετήσαµε αυτές τις απόψεις δίπλα στις επικρατούσες κάθε εποχής του 19ου και 20ου αιώνα. Από αυτήν την ιστορική αναδροµή, είδαµε κάποιες οµοιότητες µε τη συντηρητική κριτική του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Η αριστερή κριτική των εκπροσώπων της Σχολής της Φραγκφούρτης φαίνεται ότι ενέπνευσε το Ν. Βαρδιάµπαση, καθώς µ' αυτές τις απόψεις παρατηρείται πιο ολοκληρωµένη σύµπνοια και ταύτιση. Για να έρθουµε στις πιο κοντινές σε µας χρονολογικά απόψεις του πολιτισµικού πλουραλισµού, των µέσων µαζικής επικοινωνίας (mass media) και των πολιτισµικών σπουδών, οι οποίες ξεπερνούν και απορρίπτουν την παραδοσιακή κανονιστική αντίληψη περί της διάκρισης των κουλτουρών, τοποθετώντας τη συζήτηση σ' ένα πιο σχετικιστικό και πολύπλοκο πλαίσιο. Τελευταία, εµφανίζεται και η άποψη του πολιτισµικού λαϊκισµού, ως η αντίθετη της παραδοσιακής κριτικής της µαζικής κουλτούρας.

Οι απόψεις του Ν. Βαρδιάµπαση παρουσιάζουν µια ιστορική παλινδρόµηση, στο βαθµό που αγγίζουν µόνο ένα µέρος του όλου θέµατος, αντλώντας από την παραδοσιακή αντίληψη για τη µαζική κουλτούρα. Συµφωνώντας µε τον Umberto Eco και την άποψη των πολιτισµικών σπουδών, θεωρώ ότι δεν αρκεί η παλαιότερη παραδοσιακή κανονιστική οπτική για να αντιληφθούµε στις πλήρεις διαστάσεις του ένα τόσο πολύπλοκο φαινόµενο. Σε συνάρτηση µε την ιστορική συνέχεια και την ολοένα και πιο γρήγορη εξέλιξη του πολιτισµού, πρέπει να διαµορφωθούν τα πρότυπα και οι µέθοδοι εκείνοι που θα επιτρέψουν καλύτερη κατανόηση και αντίληψη του συνόλου των συνισταµένων του ζητήµατος.

Κολιογεώργης Παναγιώτης

2005

Page 11: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

- 10 -

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Adorno Th. και Horkheimer M., " Η Βιοµηχανία της Κουλτούρας: ο ∆ιαφωτισµός ως εξαπάτηση των µαζών", στο Αντόρνο, Λόβενταλ, κ.α., Τέχνη και Μαζική Κουλτούρα, µτφρ. & επιµ. Ζ. Σαρίκας, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1984, σ. 69-121

Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σµπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισµό, τ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, κεφ. 1, σελ. 21-102

Eco U., Κήνσορες και Θεράποντες, µτφ. Ε. Καλλιφατίδη, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1987, σελ. 57-59

Page 12: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ: Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ;

- 11 -

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1 Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σµπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό

Πολιτισµό, τ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, κεφ. 1, σελ. 24 2 ο.π., σελ. 56-61

3 Adorno Th. και Horkheimer M., " Η Βιοµηχανία της Κουλτούρας: ο ∆ιαφωτισµός ως

εξαπάτηση των µαζών", στο Αντόρνο, Λόβενταλ, κ.α., Τέχνη και Μαζική Κουλτούρα, µτφρ.

& επιµ. Ζ. Σαρίκας, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1984, σ. 87 4 ο.π., σελ. 97

5 ο.π., σελ. 97

6 6 Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σµπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό

Πολιτισµό, τ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, κεφ. 1, σελ. 59 7 ο.π., σελ. 59-60

8 ο.π., σελ. 32-33

9 ο.π., σελ. 42

10 ο.π., σελ. 42

11 ο.π., σελ. 53

12 ο.π., σελ. 42, 53-54

13 ο.π., σελ. 54

14 ο.π., σελ. 54-55

15 ο.π., σελ. 55

16 ο.π., σελ. 56-57

17 ο.π., σελ. 57-58

18 Adorno Th. και Horkheimer M., " Η Βιοµηχανία της Κουλτούρας: ο ∆ιαφωτισµός ως

εξαπάτηση των µαζών", στο Αντόρνο, Λόβενταλ, κ.α., Τέχνη και Μαζική Κουλτούρα, µτφρ.

& επιµ. Ζ. Σαρίκας, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1984, σ. 97 19

19

Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σµπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό

Πολιτισµό, τ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, κεφ. 1, σελ. 59 20

ο.π., σελ. 60 21

ο.π., σελ. 60-61 22

ο.π., σελ. 61-62 23

ο.π., σελ. 64 24

ο.π., σελ. 65-66 25

ο.π., σελ. 66-68 26

ο.π., σελ. 69 27

ο.π., σελ. 68-70 28

Eco U., Κήνσορες και Θεράποντες, µτφ. Ε. Καλλιφατίδη, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1987, σελ.

58 29

29

Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σµπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό

Πολιτισµό, τ. Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, κεφ. 1, σελ. 71 30

ο.π., σελ. 71 31

ο.π., σελ. 71-72 32

ο.π., σελ. 72 33

ο.π., σελ. 72-73 34

ο.π., σελ. 73 35

ο.π., σελ. 73-74