Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

213
Μαρία Μαυρίδου Καλούδη Η ιστορία ενός πρώην αδέσποτου σκύλου και της παρέας του.

description

ουστ

Transcript of Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

Page 1: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

Μαρία Μαυρίδου Καλούδη Η ιστορία ενός πρώην αδέσποτου σκύλου και της παρέας του.

Page 2: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

Η ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΤΗ ΦΕΥΓΕΙ.

Αγαπητοί μου φίλοι, ο Πειρατής είναι ο εμπνευστής και ήρωας του πρώτου μου βιβλίου. Ομολογώ πως πρόκειται για ένα κείμενο σχετικά παρορμητικό, ανάλογο με την ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν εκείνα τα χρόνια. Τότε που η κατάσταση των αδέσποτων ζώων στους δρόμους, σου μάτωνε την καρδιά. Τότε που έκανα αγώνα για την σωτηρία τους και κατέληξα, κάποια στιγμή, να έχω στην αυλή μου, έως και είκοσι ζώα. Δεν άντεχα άλλο να βλέπω κουτάβια πεταμένα στους δρόμους σαν σκουπίδια. Ενήλικα να ψυχορραγούν επειδή κάποιοι αποφάσισαν πως τους ενοχλούσε η θέα τους. Όχι πως τώρα έπαψα να αγωνιώ, όμως τώρα η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη και υπάρχουν νέα παιδιά που συνεχίζουν, ευτυχώς, σε καλύτερες βάσεις από ότι εμείς. Τον Πειρατή τον εντόπισα ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι, εξαθλιωμένο, διψασμένο, νηστικό, τρομοκρατημένο, όπως ακριβώς τον περιγράφω στο βιβλίο που στη συνέχεια έγραψα, και του έδωσα τον τίτλο ‘‘Ο Ουστ από ‘δω’’. Έκτοτε πέρασαν δώδεκα χρόνια. Υπολογίζω πως τώρα ο Πειρατής θα είναι 14 ετών. Όλα αυτά τα χρόνια έζησε καλά, παρέα με τα υπόλοιπα ζώα της αυλής μου, που όμως ένα, ένα φεύγουν από τη ζωή.

Page 3: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

Από την παλιά παρέα απέμειναν μόνο η Νίκη, η Πέρσα, η Λυγερή ο Πάρις, ο οποίος όμως είναι σχεδόν παράλυτος, και ο Πειρατής, ο οποίος και αυτός, δεν είναι καλά. Τον τελευταίο καιρό σχεδόν δεν τρώει. Η καρδιά του έχει εξασθενίσει πολύ. Ο ήρωας μου σύντομα θα πάει να βρει την παρέα που έφυγε. Η σκέψη πως τον χάνω μου ματώνει την καρδιά. Η σκέψη όμως πως του έδωσα την ευκαιρία να ζήσει τα χρόνια που του αναλογούσαν, με παρηγορεί. Επειδή θέλω να γνωρίσετε τους ήρωες μου, σας προσφέρω δωρεάν το βιβλίο μου στο internet. Αγαπητοί μου αναγνώστες Ο «ΟΥΣΤ ΑΠΟ ‘ΔΩ στη διάθεσή σας. Ευτυχής καθότι εν ολίγοις αρκούμενη, Μαρία Μαυρίδου Καλούδη Συγγραφέας.

Page 4: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ O Πειρατής δεν είναι ένας απλός σκύλος. Είναι ταγμένος για σπουδαία πράγματα και δεν το ξέρει. Αυτό θα φανεί από όταν ακόμα μικρός, εγκαταλείπεται σε ένα σκοτεινό δάσος όπου τον παρακολουθεί μία παράξενη μορφή. Αφού περιπλανήθηκε στους αφιλόξενους δρόμους των ανθρώπων, βρήκε τελικά το καταφύγιο που κάθε πλάσμα δικαιούται στον κόσμο. Εκεί αρχίζουν τα ερωτηματικά και οι περίεργες, ανησυχίες του που τον οδηγούν σε μία περιπέτεια που την εξέλιξή της ποτέ δεν φανταζόταν. Με την Νίκη, τον στρατηγό Πιγκουΐνο, την χαρισματική Τζίνα και όλη την παρέα, κάνουν την μεγαλύτερη ανακάλυψη στην ιστορία των τετράποδων.

Page 5: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

Σε όσους αγωνιούν για τα ζώα του δρόμου Το παρών βιβλίο, «Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ‘ΔΩ» διατίθεται στο διαδίκτυο μόνο για ανάγνωση. Απαγορεύεται οποιασδήποτε μορφής εκμετάλλευσης, χωρίς την έγκριση του νόμιμου κατόχου που είναι η συγγραφέας.

Page 6: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

1

ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΙΔΟΥ - ΚΑΛΟΥΔΗ

Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ‘ΔΩ

Page 7: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

2

Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ‘ΔΩ

ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ. Στην καρδιά του καλοκαιριού ένας εξαντλημένος, μαυρόασπρος σκύλος, αναζητάει μια δροσερή γωνιά για να ξαποστάσει και λίγο νερό για να ξεδιψάσει. Όμως μάταια. Τα πάντα γύρο του είναι στεγνά. Αποκαμωμένος κουρνιάζει κάτω από έναν ξερό θάμνο και αποκοιμιέται. Είναι πολύς καιρός τώρα που τριγυρνάει στους δρόμους των ανθρώπων αναζητώντας το χαμένο σπιτικό του. Τους ανθρώπους που κάποτε, τον πήραν στοργικά στην αγκαλιά τους. Να νοιώσει το χάδι τους και να ακούσει τις φωνές τους και πάλι. Αυτό που τώρα πλέον, μόνο σαν κλείσει τα μάτια του, το μπορεί. Μόνο τότε ακούει τις φωνές τους, νοιώθει τα χάδια τους και χαίρεται την αγάπη τους. Κάτω από τον ξερό θάμνο, με το ου κλείνει τα μάτια του, τους βλέπει. Είναι οι άνθρωποι που τους αγάπησε, έτσι όπως μόνο αυτός ξέρει να αγαπάει. Άδολα και αληθινά!. «Έλα Τζιμάκο μου» ακούει μια γλυκιά φωνή να του λέει. «Έλα σε μένα!». Είναι η μικρή του φίλη. Του ανοίγει την αγκαλιά και τον καλεί να τον κλείσει μέσα. Τον είχε αγαπήσει αυτό το κορίτσι, πραγματικά. Το ένοιωθε. Το θυμάται με νοσταλγία και θα το θυμάται για πάντα. Τρέχουν, κυλιoύνται στο παχύ, δροσερό χορτάρι. Είναι ένα πραγματικό υπερθέαμα. Το μικρό κορίτσι και αυτός, ένα μικρό και ευτυχισμένο κουτάβι, κυλιούνται ευτυχισμένοι στο χορτάρι. Κάποια στιγμή νιώθει ανθρώπινα χέρια να τον χαϊδεύουν. Μια στο κεφάλι, μια στα αυτιά. Και είναι τόσο… αληθινά αυτά τα χάδια!. Σαν να μην πρόκειται για όνειρο. Ανοίγει τα μάτια του έντρομος. Δεν είναι όνειρο. Ένας θηλυκός άνθρωπος στέκει εκεί, από πάνω του. Του κρύβει τον ήλιο με το κορμί του, τον δροσίζει με την σκιά του. Του μιλάει. Τον χαϊδεύει. Τι περίεργο, του αρέσει αυτό. Γαληνεύει σιγά –σιγά. Ο φόβος του, αρχίζει να υποχωρεί! Κουνάει την ουρά του για να δείξει την

Page 8: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

3

ευχαρίστησή του. Μπροστά του στέκουν δύο γαβάθες. Η μία με δροσερό νεράκι και η άλλη με φαγητό που μοσχομυρίζει. «Έλα κακομοίρη μου» του λέει ο άνθρωπος. «Φάε. Ποιος ξέρει από πότε έχεις να φας. Μα μην με φοβάσαι. Κοίτα με στα μάτια και θα καταλάβεις. Βλέπεις; Σ’ αγαπάω…μην με φοβάσαι λοιπόν και τρώγε.» Πρώτη φορά του συμβαίνει κάτι τόσο περίεργο. Μέχρι τώρα το μόνο που άκουγε από τους ανθρώπους, ήταν ούστ από ‘δω και πίστεψε πως αυτό είναι το όνομά του. Και το μόνο που εισέπραττε, ήταν κλοτσιές και μπατσιές και πίστεψε πως τα άκρα των ανθρώπων υπάρχουν μόνο για αυτόν τον σκοπό. «Εντάξει» της είπε στη γλώσσα του. «Θα φάω, μιας και πεινάω τόσο πολύ. Όμως σου υπόσχομαι, μόλις μου πεις ούστ από ‘δω, εγώ θα φύγω.» Και αφού ευχαρίστησε τον άνθρωπο με ένα παχύ γλείψιμο στο χέρι, άρχισε να τρώει λαίμαργα. Σαν τελείωσε το φαγητό του, κοίταξε τον ευεργέτη του, κατευθείαν στα μάτια ενώ ταυτόχρονα του κουνούσε την ουρά στον ρυθμό της ευγνωμοσύνης. Περίμενε να ακούσει εκείνη την φράση που νόμιζε πως ήταν το όνομά του. Όμως αντί για αυτό, εισέπραξε κι άλλο χάδι, κι άλλα λόγια στοργικά. «Και τώρα τι κάνουμε με εσένα;» αναρωτήθηκε ο άνθρωπος ενώ κοίταγε τριγύρω του σκεπτικά. «Πού θα σε βολέψουμε εσένα φιλαράκο; Όπως βλέπεις έχω μια αυλή γεμάτη από τετράποδους φίλους. Όμως… για έλα μαζί μου. Κάτι θα κάνω και για σένα. Θα σου βρω μια γωνιά ολότελα δική σου, έξω από την αυλή. Θα έχεις το σπιτάκι σου, το φαγητό το νερό, κάθε μέρα. Έλα λοιπόν μαζί μου. Έλα!» Ακολούθησε τον μυστήριο, θηλυκό άνθρωπο με μια πελώρια λαχτάρα να τον κυριεύει. Ακόμα δεν είχε καταλάβει τι του συνέβαινε. Όμως του άρεσε. Του άρεσε πάρα πολύ! «Και άκου φιλαράκο! Δεν χρειάζεται να φύγεις εντάξει!» Του είπε ο άνθρωπος, καθώς εκείνος τον ακούμπαγε με τα κοκαλιάρικα πλευράκια του, δήθεν τυχαία.

Page 9: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

4

ΚΑΙ ΕΤΣΙ Ο ‘‘Ούστ από ‘δω, βρήκε ένα καταφύγιο. Κάθε φορά που άνοιγε η αυλόπορτα, τον χάιδευαν στο κεφάλι. Τoυ πέρασαν και μία αλυσίδα στο λαιμό που άστραφτε σαν συναντιόταν με τον ήλιο. «Α! Είσαι ένας κούκλος. Σου πάει!» Του είπαν όταν του την φόρεσαν. Μια μέρα τον κοίταξε ερευνητικά ο πρώτος άνθρωπος που τον χάιδεψε. «Χρειάζεσαι ένα όνομα.» Του είπε. «Ένα όνομα που να σου ταιριάζει. Για να σε δω… ξέρεις, μοιάζεις πολύ με πειρατή. Ε! Ναι λοιπόν. Έτσι θα σε φωνάζω! Πειρατή. Μα την αλήθεια, σου πάει γάντι!» Αργότερα, κατάλαβε σε τι αναφερόταν. Όπως του είπαν οι φίλοι, που σύντομα απέκτησε, έχει χαρακτηριστικά πειρατή. Το ένα του μάτι περιβάλλεται από μαύρο τρίχωμα και το άλλο από άσπρο. Όπως οι μονόφθαλμοι πειρατές που κάλυπταν το μάτι που τους έλειπε, με ένα μαύρο πανί. «Και δηλαδή; Όταν με φωνάζουν ούστ από’ δω, θα πρέπει να το βάζω στα πόδια;» Ρώτησε δειλά. Και λες ο άνθρωπος κατάλαβε την ερώτησή του, του απάντησε με περίσσια σιγουριά.: «Και άκου! Κανείς από τώρα και στο εξής, δεν θα τολμήσει να σου φωνάξει ούστ από’ δω!»

Page 10: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

5

ΠΕΙΡΑΤΗΣ

Η ΖΩΗ ΜΟΥ άλλαξε ριζικά. Όπως μου λένε οι φίλοι μου, άνθρωποι και σκύλοι, απέκτησε νόημα. Ανέλαβα ένα πόστο. Φυλάω σκοπιά στη γωνία. Όταν κάποιος πλησιάζει, πρώτος εγώ τον ακούω και ειδοποιώ τους εσωτερικούς. Αυτούς που θα σας τους γνωρίζω σιγά-σιγά και έναν, έναν γιατί τώρα πια, δεν χρειάζεται να βιάζομαι. Τώρα τρώω κάθε μέρα. Έχω πάντα φρέσκο νερό και ένα ολόδικό μου σπιτάκι. Με το στομάχι πάντα γεμάτο, όλα πλέον τα βλέπω θετικά. Σ’ αυτή τη γειτονιά, πιο πολλά είναι τα ζώα από τους ανθρώπους. Οι λίγοι άνθρωποι που ζουν εδώ, είναι η οικογένεια των καινούργιων μου φίλων. Έρχονται και κάποιοι άλλοι, καβάλα σε κάτι μηχανές που κάνουν πολύ θόρυβο. Καθώς περνούν από μπροστά μου τρέχοντας, δεν ξέρω πώς να αντιδράσω. Να τρέξω; Να κρυφτώ; Να γαβγίσω; Θυμάμαι την μαμά φίλη μου, που μου είπε όταν πρωτογνωριστήκαμε: «Και φρόντισε κακομοίρη μου να σ’ αγαπήσουν οι λίγοι άνθρωποι που περνούν από δω. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι φιλικοί!» Πώς να της πω πως, αυτό το ξέρω όσο κανείς άλλος. Πως, τόσο καιρό στους δρόμους τους, τους έχω μάθει απ’ την καλή και από την ανάποδη. «Πρόσεχε Πειρατή!» ακούω να μου φωνάζουν. «Mην τρέχεις πίσω από τις μηχανές και τα αυτοκίνητα. Μην δημιουργείς πρόβλημα!» Κατάλαβα. Πρέπει να κάνω χαρές και να κουνάω την ουρά μου σε όλους…προσιτούς και απρόσιτους. Καλά λοιπόν, αυτό θα κάνω.» ΜΕΣΑ στο σπίτι κατοικούν οι άνθρωποι φίλοι μου. Μια οικογένεια με τρία θηλυκά κουτάβια. Οι ίδιοι τα αποκαλούν κόρες. Υπήρχε κάποτε και ένας παππούς που ζούσε εδώ. Από ότι έμαθα, τώρα ζει αλλού. Υπάρχει όμως κάτι δικό του που στη θέα του και μόνο, οι εσωτερικοί τρελαίνονται από χαρά. Για αυτό όμως θα σας μιλήσω αργότερα. Κάθε φορά λοιπόν που περνούν από μπροστά μου, μικροί και μεγάλοι, με χαϊδεύουν. Για να τους δείξω την ευγνωμοσύνη μου, τρίβομαι στα

Page 11: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

6

αυτοκίνητά τους, ακόμα και όταν αυτά κινούνται. Μια ημέρα, ένα θηλυκό με μακριά μαύρα μαλλιά, υποθέτω η μεγάλη κόρη τους, σήκωσε το χέρι πολύ ψηλά και μου φώναξε: «Γεια σου ρε Πειρατή!» Πήρα μια τρομάρα… Το ‘βαλα στα πόδια, ακόμα θα έτρεχα αν δεν την άκουγα να φωνάζει: «Μαμά γιατί φοβήθηκε ο Πειρατής; Εγώ να τον χαϊδέψω ήθελα μόνο!» «Θα νόμισε πως θέλεις να τον δείρεις!» της φώναξε εκείνη μέσα από το σπίτι. Σοφή η μαμά. «Μίλησέ του, θα καταλάβει! Α! Και το χέρι χαμηλά!» Αυτό ήταν. Από τότε γίναμε πολύ καλοί φίλοι! Υπάρχει και ένας αρσενικός άνθρωπος που τον φωνάζουν μπαμπά. Αυτός σπάνια με χαϊδεύει και κάθε φορά με φωνάζει με διαφορετικό όνομα, όταν τρίβομαι στο αυτοκίνητό του: «Κάνε ρε μάπα στην άκρη θα σε πατήσω!» μου λέει γελώντας. Όταν πάλι κάνω κάτι πολύ έξυπνο, μου λέει: «Είσαι και πολύ μάγκας!» Όταν έρχεται φορτωμένος με σακιά που μοσχομυρίζουν μου λέει: «Άντε μπαγάσα, θα φας καλά πάλι!» Καμιά φορά με φωνάζει και Πειρατή. Ανάλογα τα κέφια του. Εγώ πάντως υπακούω όπως και να με φωνάζει. Και μάπα και μπαγάσα και μάγκα! Όλα τα ονόματα, καλά άγια είναι!» Το μικρότερο θηλυκό που το λένε Ελένη, με σπρώχνει απαλά για να φύγω όταν τρίβομαι πάνω στα αυτοκίνητα τους. «Αχ Πειρατή μου.» μου λέει. «Το αυτοκίνητο δεν είναι άνθρωπος. Δεν μπορεί να σε χαϊδέψει. Κάνε λοιπόν στην άκρη μη σε πατήσει.» Υπάρχει επίσης κι ένα άλλο θηλυκό, μεγαλύτερο από την Ελένη και μικρότερο από την Άρτεμη. Έτσι λένε αυτό με τα μαύρα μαλλιά. Το ενδιάμεσο θηλυκό ακούω που το φωνάζουν Ναταλία. Αυτό που λέτε, μου μοιάζει για… πολύ ναζιάρικο. Με χαϊδεύει και μου μιλάει συμπονετικά. «Γεια σου Πειρατή!» μου λέει. «Τι θα πέρασες κακομοίρη μου!» Και τέλος, υπάρχει η μαμά! Ο πρώτος άνθρωπος που με χάιδεψε, μετά από πολύ καιρό. Υπάρχουν και κάποιοι ημερόβιοι γείτονες που έρχονται το πρωί και φεύγουν πριν πέσει η νύχτα. Δεν μπορώ να πω, και αυτοί σχετικά καλά

Page 12: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

7

μου φέρονται. Μόνο όταν κυνηγάω τις μηχανές τους μου φωνάζουν ‘‘Ούστ από’ δω,, Υπάρχει και ένας παππούς, και αυτός με μηχανή. Πότε - πότε μου πετάει κάνα κομμάτι ψωμί. «Να μπαγάσα, πάρε να φας!» Μου φωνάζει κι εγώ για να τον ευχαριστήσω σκύβω και το παίρνω. Το κρύβω σε καμιά τρύπα για…τις δύσκολες μέρες που πάντα φοβάμαι μήπως και ξανάρθουν. Αυτόν τον παππού, δεν τον κυνηγάω ποτέ μα ποτέ γιατί καβαλάει την πιο αθόρυβη μηχανή του κόσμου. Είναι τόσο αθόρυβη που ούτε και οι εσωτερικοί δεν του δίνουν σημασία. Η μικρή του φάρμα είναι γεμάτη από διάφορα ζωάκια. Κότες, πάπιες, χήνες, γαλοπούλες, περιστέρια, κουνέλια, γουρουνάκια, γάτες και σκυλάκια. Οι γατούλες του είναι τρομερά χαριτωμένες. Κάθε τόσο έρχονται και τρίβονται στα πόδια μου. Μου κάνουν νάζια κι εγώ τις και τις γλείφω. Με βλέπει τότε ο παππούς και λέει έκπληκτος: «Μπράβο Πειρατή! Είσαι καλός σκύλος. Αγαπάς τις γατούλες όπως κι εγώ, για αυτό θα είσαι φίλος μου. Ολοφάνερο. Ο παππούς είναι γατόφιλος.» Στην αυλή αρχηγός είναι η Μυρτώ. Ένα μεγάλο καφέ ημίαιμο, όπως άκουσα να την αποκαλούν, λυκόσκυλο. Ο πρώτος σκύλος που μπήκε στην αυλή. Δεύτερος ήρθε ο κοντούλης Σίμπα. Για αρκετό καιρό ζούσαν στην αυλή, μόνο οι δυο τους. Αυτή υπήρξε μία περίοδος πραγματικής ευτυχίας για τον Σίμπα. Ώσπου εμφανίστηκε στη ζωή τους ο Πάρις. Ο τεράστιος γαλανομάτης γιος της Μυρτώς. Όσο ο Πάρις ήταν μωρό, δεν υπήρχε πρόβλημα. Όταν όμως μεγάλωσε και έγινε άντρας, ε…τότε αρχίσανε τα δύσκολα. Τώρα ο Πάρις είναι τεράστιος, 70 κιλά και βάλε…, θα έλεγα. Και το κάκιστο είναι ότι διεκδικεί τα πάγια κεκτημένα του Σίμπα. Και αυτό ο κοντούλης δεν μπορεί να το καταπιεί με τίποτα. Την παρουσία του τεράστιου αρσενικού που μάλιστα απαιτεί και την αρχηγία της αυλής, δεν μπορεί με τίποτα να την αποδεχτεί. Καμιά φορά, όταν φτάνει στα όρια του, τολμάει και του γρυλίζει χωρίς όμως να τον κοιτάζει στα μάτια. Τόση τόλμη…δεν την έχει.

Page 13: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

8

Μα τι τόλμη; Αυτό θα ήταν αυτοκτονία. Όποτε όμως υπάρχει κάποια πόρτα η φράχτης ανάμεσά τους, πάντα εκ’ του ασφαλούς, του πουλάει τεράστια μαγκιά. Του δείχνει τόσο…μεγάλη αγριάδα που… οι άλλοι, φοβούνται μην ο γίγαντας διαλύσει τον φράχτη και τον κάνει μια χαψιά. Όμως εκείνος συνεχίζει το ίδιο βιολί, πάντα με την ελπίδα, να φοβηθεί επιτέλους ο Πάρις και να το βάλει στα πόδια. Φυσικά το μόνο που καταφέρνει είναι να τον εξοργίζει. Να στέκεται ολόρθος και με μάτι άγριο να του λέει : «Άκου να σου πω κοντέ. Σταμάτα να με προκαλείς. Γιατί κάποια μέρα θα χάσω την υπομονή μου και τότε… δεν σου εγγυώμαι για τίποτα!!» Και εμένα, μ’ αυτό το ίδιο βλέμμα με κοιτάζει και μου λέει να μην τολμήσω και μπω μέσα. Όμως και εγώ, όπως και ο κοντός, δεν το βάζω κάτω. Μπορεί εκείνος να είναι τεράστιος, όμως εγώ είμαι επίμονος. Πάντα θα προσπαθώ να τον πείσω να με δεχτεί. Είναι τόσο ωραία στην αυλή! Εξάλλου το μόνο που θέλω, είναι να μπω. Αρχηγίες και διεκδικήσεις, ούτε που τα σκέφτομαι. Χάρισμά τους. Καμιά φορά βγαίνουν έξω για βόλτα. Τότε εγώ, περιμένω με την ελπίδα, ο γίγαντας να μην γυρίσει. Από ότι έμαθα, ο Πάρις υπήρξε ένα πελώριο κουτάβι. Σχεδόν διπλάσιο από τα αδέρφια του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μεγάλωσε και με του πουλιού το γάλα. Έτσι ακούω τη μαμά να λέει. Δεν του έλειψε ποτέ τίποτα. Τα είχε στη ζωή του όλα και με το παραπάνω. Ενώ εγώ ο κακομοίρης, στα βάσανα από μωρό. Το μόνο ευχάριστο που έχω να θυμάμαι, είναι η μικρή μου φίλη. Με αγαπούσε τόσο πολύ και μου το έδειχνε. Πόσο πολύ θα πικράθηκε όταν ξύπνησε και δεν με βρήκε πλάι της. Ήταν τόσο καλή μαζί μου. Παίζαμε, τρέχαμε, κυλιόμασταν στο χορτάρι και τις νύχτες…αχ…οι ωραιότερες νύχτες της ζωής μου! Ήταν τόσο ευτυχισμένες εκείνες οι λίγες ημέρες της ζωής μου! Ώσπου ήρθε εκείνο το βράδυ. Όταν κάποιος μπήκε στο δωμάτιο, αθόρυβα και με πήρε από την αγκαλιά της. Με έβαλε σ’ ένα αυτοκίνητο και με πήγε σε ένα έρημο, κατασκότεινο δάσος. Μου πέρασε ένα σκοινί στο λαιμό και αφού το έδεσε σε ένα δέντρο, με εγκατέλειψε. Φοβόμουνα, κρύωνα, έκλαιγα. Φώναζα την μικρή μου φίλη να έρθει να με πάρει.

Page 14: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

9

Όμως κανείς πουθενά. Μικρούλης και μόνος, κούρνιασα στο δέντρο και απόμεινα τρέμοντας να περιμένω. Ήρθε το πρωί, ξανά το βράδυ και ξανά το πρωί και εγώ πεινούσα, διψούσα, φοβόμουν. Ποτέ στην ζωή μου δεν θα ξεχάσω εκείνες τις τρεις μέρες που έμεινα δεμένος στο δέντρο. Ώσπου την τρίτη ημέρα το πρωί φάνηκαν κάποιοι άνθρωποι. Ήσαν μεγάλοι με όπλα και μπροστά τους έτρεχαν σκυλιά. Εκείνα με είδαν και έτρεξαν καταπάνω μου αγριεμένα. Με κοιτούσαν απειλητικά, μου έδειχναν τα δόντια τους και…μόνο που δεν λιποθύμησα. Η… μπορεί και να λιποθύμησα, δεν θυμάμαι. «Έπ’! Τι έχουμε εδώ;» είπε ο ένας από τους ανθρώπους. «Λαγό!» είπε ο άλλος. «Στρίμωξαν λαγό!» «Όχι!» φώναξα. «Δεν είμαι λαγός, είμαι ένα μικρό κουτάβι! Μαμάάάάά…» «Ένα κουταβάκι δεμένο στο δέντρο!» Παρατήρησε επιτέλους ο ένας. «Τσακ! Μπλακ! Ελάτε πίσω γρήγορα. Μην το πειράξετε! Τους παλιάνθρωπους πώς μπόρεσαν να το κάνουν αυτό. Τα καθάρματα! Έλα μικρό μου να σε ελευθερώσω. Το κακόμοιρο! Ποιος ξέρει πόσες μέρες είναι εδώ δεμένο. Μα το Θεό αν τον είχα εδώ αυτόν που το έκανε θα τον τουφέκιζα.» «Ο μπαμπάς της αγαπημένης μου φίλης το έκανε!» Του γάβγισα με όλη μου τη δύναμη, όταν πίσω από τα δέντρα είδα να κινείται μια περίεργη σκιά. Ήταν…κάτι σαν σύννεφο, με μορφή ανθρώπου. Απόρησα πολύ και για λίγο ξέχασα την δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν. Η σκιά εξαφανίστηκε ξαφνικά, έτσι όπως εμφανίστηκε και εγώ άρχισα και πάλι να προσπαθώ να τους εξηγήσω το πως βρέθηκα εκεί, μόνος και δεμένος στο δάσος. Ήταν όμως μάταιο. Οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τίποτα από όσα τους έλεγα. «Αχ! Μακάρι να καταλάβαινα τι προσπαθείς να μου πεις μικρέ μου…» μου είπε εκείνος καθώς με χάιδευε «Ξέρω όμως πως εσύ με καταλαβαίνεις.» Μου έδωσε νερό και ψωμί και αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του. Ξύπνησα την άλλη ημέρα σε ένα μεγάλο σπίτι στο οποίο και έζησα για ένα διάστημα. Ο φίλος που με έσωσε, ήταν καλός. Με χάιδευε, με τάιζε,

Page 15: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

10

όμως ποτέ δεν με έπαιρνε μαζί του στο κυνήγι. Οι άλλοι στο σπίτι ήταν ολοφάνερο πως δεν με ήθελαν διότι μόνο εγώ δεν ήμουν κυνηγόσκυλο και φοβόντουσαν, όπως τους άκουσα να λένε, πως θα τους έκανα χαλάστρα στην εκπαίδευση των ομοεθνών μου. Όμως εμένα δεν με ένοιαζε το κυνήγι. Εγώ το μόνο που ήθελα, ήταν να βρίσκομαι κοντά του, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή. Ένιωθα ασφάλεια μαζί του. Και από την άλλη, ήθελα να τον έχω υπό την προστασία μου. Φοβόμουν μην πάθει τίποτα. Και τα λαγωνικά, δεν…τα εμπιστευόμουν. Γι’ αυτό και κάθε φορά που ετοιμαζόντουσαν για κυνήγι, με έδεναν και έφευγαν χωρίς εμένα. Κάθε φορά εγώ έκλαιγα και τους παρακαλούσα να με πάρουν μαζί τους. Ώσπου ένα πρωί, ένας από αυτούς μου λέει: «Έλα ρε κοπρίτη να σε πάω βόλτα. Μπες στο αμάξι, θα πάμε να βρούμε τους άλλους. Έλα μη φοβάσαι.» Μόλις τον πλησίασα με άρπαξε από την αλυσίδα μου και με πέταξε στο αυτοκίνητο. Μετά τον είδα να μπαίνει στο σπίτι και σχεδόν αμέσως να επιστρέφει με το όπλο του κρεμασμένο από τον ώμο. Χάρηκα ο χαζός γιατί πίστεψα πως όντως θα πάμε να βρούμε τον φίλο μου. Μετά από κάμποση ώρα σταμάτησε το αυτοκίνητο και με κατέβασε με τη βία κάτω. Κυριολεκτικά με πέταξε. «Έλα κοπρίτη!» μου φώναξε. «Τώρα θα εξασκηθώ στο κυνήγι και εσύ θα παριστάνεις το λαγό. Τρέξε! Τρέξε βρομόσκυλο τρέξε! Τι κάθεσαι και μου κουνάς την ουρά, τρέξε!» Ένα μπαμ σφύριξε στα πεσμένα μου αυτιά και ένα δεύτερο με πήρε ξυστά στο πλευρό μου. Το έβαλα στα πόδια και σταμάτησα να τρέχω μόνο όταν έφτασα σε μία πολιτεία. Από τότε και για πολύ καιρό περιπλανιόμουν στους δρόμους των ανθρώπων προσπαθώντας να βρω τον φίλο μου. Μάταια όμως. Όλοι οι άνθρωποι μου φώναζαν ούστ από ’δω. Ώσπου βρέθηκα εδώ, σ’ αυτό το σπίτι όπου όλοι μου φέρονται καλά και όπως δείχνουν τα πράγματα, μ’ αγαπάνε. Από ότι φαίνεται, εδώ τα βάσανά μου τελείωσαν. Αυτά μου λέει και η φίλη μου η Μπούμπα. Μια γλυκύτατη ώριμη κυρία. Στοργική και τρυφερή με όλους. Η μαμά την αγαπάει πολύ και κάθε φορά που την χαϊδεύει της λέει:

Page 16: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

11

«Πόσα πέρασες και εσύ καημενούλα μου. Σου υπόσχομαι πώς ποτέ ξανά, κανείς δεν θα τολμήσει να σου κάνει κακό. Θα ζήσεις την υπόλοιπη ζωή σου, εδώ μαζί μας. Μακάρι να σε γνώριζα νωρίτερα.» Οι άνθρωποι του σπιτιού ξυπνούν πολύ πρωί, μαζί με τα κοκόρια και ένας – ένας φεύγουν. Η μαμά πριν βγει από το σπίτι, γεμίζει ένα μεγάλο σκεύος με τροφή και μας λέει: «Αυτό το φαγητό μωρά μου, είναι για κάποια άλλα ζωάκια. Εσείς θα φάτε μόλις γυρίσω.» Και εμείς την περιμένουμε με λαχτάρα και πάντα με πολύ πείνα. Οι γατούληδες πηδάνε το φράχτη και περιμένουν μπρος στα πιατάκια τους. Τους ακούω όταν μασουλάνε και ξέρω πώς σε λίγο θα έρθει η σειρά μου. Η ΜΠΟΥΜΠΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΗΣ «ΑΛΗΘΕΙΑ Μπούμπα» την ρώτησα ένα μεσημέρι που ήμασταν ξαπλωμένοι πλάϊ στο φράχτη. «Εσύ, πώς βρέθηκες εδώ και είσαι και μέσα;» «Εγώ γεννήθηκα σ’ αυτή τη γειτονιά» μου απάντησε. «Το όνομα αυτό το έχω από μωρό. Αργότερα όμως, στους δρόμους με φώναζαν και ούστ από ‘δω.» «Και εσένα;» απόρησα εγώ. «Από τότε όμως που μπήκα εδώ μέσα, κανείς και ποτέ δεν με ξαναφώναξε έτσι. Όπως και εσύ Πειρατή. Από τώρα και στο εξής, θα είσαι μόνο ο Πειρατής. Μείνε εδώ για πάντα. Πίστεψέ με, καλύτερα, δεν θα βρεις πουθενά. «Έτσι κι αλλιώς δεν έχω κουράγιο για άλλες περιπέτειες. Τα κόκαλα μου πονάνε ακόμα, και το στομάχι μου νομίζω πώς δεν θα γεμίσει ποτέ.» «Εγώ όπως σου είπα, γεννήθηκα σε μια αυλή εδώ παρακάτω. Η μαμά μου ήταν μια πανέμορφη γερμανική ποιμενική. Οι άνθρωποι την είχαν φέρει από την Γερμανία. Ήταν πολύ μορφωμένη. Είχε πάει σε εκπαιδευτή και είχε μάθει πολλά πράγματα. Δεν πρόλαβε όμως να μας τα διδάξει

Page 17: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

12

γιατί την χάσαμε νωρίς. Τα αδέλφια μου πουλήθηκαν όλα και δεν τα ξαναείδα ποτέ. »Εμένα δυστυχώς με πείρε ένας απάνθρωπος και σχεδόν με εγκατέλειψε σε ένα περιφραγμένο χωράφι. Το μόνο που είχε εκεί μέσα, ήταν λίγα δέντρα και μια βρύση που έσταζε. Μια φορά την ημέρα ερχόταν κάποιος και μου πετούσε απ’ έξω φαγητό. Έφευγε όμως αμέσως και έμενα και πάλι μόνη. Όσο ήμουν μωρό και χωρούσα κοιμόμουν στην κουφάλα ενός δέντρου. Θυμάμαι με τι λαχτάρα περίμενα να φανεί κάποιος για να παίξει μαζί μου και να με χαϊδέψει. »Κάπου-κάπου, ερχόντουσαν κάποιοι άνθρωποι στο διπλανό χωράφι. Είχαν μαζί τους και παιδιά. Οι γυναίκες φορούσαν ρούχα παρδαλά. Τα παιδιά πλησίαζαν τον φράχτη που με κράταγε μακριά τους. Μου μιλούσαν και καμιά φορά μου πετούσαν και κάνα κομμάτι ψωμί. Μόνο αυτό θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια. Κάποια παιδάκια να χώνουν τα χεράκια τους από το φράχτη και να με χαϊδεύουν. »Μετά ήρθαν τα χιόνια. Και εγώ, ολομόναχη στο χωράφι να πεινάω και να κρυώνω και κανείς πια να μην έρχεται για μένα. Έναν ολόκληρο χειμώνα σε ένα χωράφι χωρίς φαΐ και νερό. Έτρωγα το χιόνι και έμαθα να κυνηγάω αρουραίους για να επιζήσω. Η μόνη αλλαγή στη διατροφή μου, ήταν τα ξεπαγιασμένα σπουργίτια. Όταν έλιωσαν τα χιόνια ήρθαν αυτοί που με ξέχασαν εκεί ολόκληρο το χειμώνα. Με κοίταξαν με απορία και είπαν: «Κοιτάξτε ρε, ζει!» »Ήταν φανερό πως δεν περίμεναν να με βρουν ζωντανή. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω. Τώρα σκέφτηκα είναι η ευκαιρία και μόλις άνοιξε η πόρτα το έβαλα στα πόδια. Ούτε που γύρισα να κοιτάξω πίσω. Περιπλανήθηκα για πολύ καιρό. Ώσπου κατάφερα και βρήκα το σπίτι που γεννήθηκα.» «Αλήθεια; Μπόρεσες και βρήκες το σπίτι σου;» «Ναι, όμως τι το ήθελα. Σ’ αυτό το σπίτι βρήκα την μεγαλύτερη δυστυχία! Δεν θα το πιστέψεις φίλε μου. Το σπίτι που ζούσαμε με την μαμά μου, το είχε αγοράσει εκείνος που με εγκατέλειψε στο χωράφι. Που να στα λέω. »Κούρνιασα λοιπόν μέσα στο σπιτάκι της μαμάς και αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα από την αγριοφωνάρα αυτού που περίμενε να με βρει πεθαμένη.

Page 18: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

13

Με άρπαξε και με έδεσε λέγοντας μου: «Γεια να σου γίνει μάθημα θα μείνεις δεμένη για όλη σου τη ζωή!» »Και αυτό ήταν χειρότερο και από την ερημιά. Έμεινα δεμένη για δύο ολόκληρα χρόνια. Ήμουν τόσο δυστυχισμένη. Δεν καταλάβαινα γιατί με τιμωρούσε. Εγώ το μόνο που ήθελα, ήταν να είμαι ελεύθερη. Όπως όλα τα πλάσματα της γης. Όλοι οι άνθρωποι ξέρουν πως δέσιμο σημαίνει σκληρή τιμωρία. Δεν καταλάβαινα λοιπόν γιατί με τιμωρούσε. Μέρα παρά μέρα ερχόταν και πετούσε μπροστά μου μια μπουκιά φαΐ, όμως μόλις έκανα να το πλησιάσω, με κλωτσούσε με μανία. «Θα το κοιτάς και δε θα τρως!» μου φώναζε. «Μόνο όταν σου!» »Πεινούσα τόσο πολύ και το φαΐ ήταν τόσο λίγο. Κάποιες στιγμές δεν άντεχα και το άρπαζα. Και τότε αυτός, με χτυπούσε με μανία. Δύο χρόνια πείνας, σκλαβιάς, βασανιστηρίων και ένα χρόνο εγκατάλειψης, έζησα με αυτόν τον απαίσιο άνθρωπο. Την ιστορία μου την γνωρίζουν και οι άνθρωποι που τώρα ζω μαζί τους ονειρεμένα.» «Είπες δύο χρόνια; «Ναι! Ένα παιδάκι της γειτονιάς που γνώριζε τα βάσανά μου, μπήκε κρυφά στην αυλή και μ’ ελευθέρωσε.» «Φύγε όσο μακριά μπορείς!» μου φώναξε. «Φύγε για να σωθείς!» »Έφυγα όσο πιο μακριά μπορούσα. Έμεινα κι εγώ δε θυμάμαι για πόσα χρόνια στους δρόμους. Μετά κάποια κυρία με πήρε στο σπίτι της. Αυτή με τάιζε κάθε μέρα. Δεν με έδερνε ποτέ. Και έτσι αποφάσισα να μείνω κοντά της. Όμως όταν γέννησα δυσκόλεψαν τα πράγματα. Μου πήρε τα μωρά και τα πέταξε. Και ύστερα με κράτησε δεμένη για άλλους έξη μήνες. Ώσπου με βαρέθηκε και μ’ εγκατέλειψε και αυτή, σε μια ερημιά. Εγώ όμως έχω ταλέντο στο να βρίσκω τον δρόμο μου και επέστρεψα. Μη έχοντας που αλλού να πάω γύρισα και πάλι στην κυρία. Όμως αυτή τη φορά αποφάσισε να μην με ξαναταΐσει κι έτσι έφυγα από μόνη μου οριστικά. »Μετά από καιρό γέννησα και πάλι. Και τότε εμφανίστηκαν στη ζωή μου οι σημερινοί μου φίλοι. Φρόντισαν τα μωρά μου και εμένα με πήγαν στον γιατρό. Δεν ξέρω τι μου έκανε, γιατί κοιμήθηκα. Πάντως από τότε δεν ξανά έκανα μωρά. Μου φορέσανε ένα άσπρο κολάρο στο λαιμό και μου είπαν να κάνω υπομονή, πως ήταν μόνο για λίγες ημέρες. Όμως εγώ

Page 19: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

14

αυτό που λαχταρούσα ήταν να μπω στην αυλή. Έτσι λοιπόν πήρα την απόφαση και πήδηξα τον φράχτη. Σπάει που λες το κολάρο στο λαιμό και μένω τυλιγμένη γύρω από το δέντρο, τελείως αβοήθητη. »Το πιο δύσκολο ήταν να πείσω την Μυρτώ να μη με πειράξει. Τα κατάφερα όμως και με δέχτηκε. Τότε ήταν που για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα χαρά. Η περιπέτεια μου όμως δεν είχε ακόμη τελειώσει. Ένα μήνα αργότερα με έδωσαν σ’ έναν φίλο τους. Καλός άνθρωπος, δε λέω όμως εγώ ήμουν αποφασισμένη, αυτούς τους ανθρώπους να τους αναλάβω υπό την προστασία μου και αυτό δεν το διαπραγματευόμουν με τίποτα. Με την πρώτη λοιπόν ευκαιρία το έσκασα και γύρισα πίσω, και τότε…εκείνα τα λόγια του μπαμπά με έκαναν ευτυχισμένη! «Έπ’!» Κοιτάξτε ποιος μας ήρθε!» φώναξε. «Η Μπούμπα!» είπαν χαρούμενοι όλοι μαζί. Ήταν ολοφάνερο πως τους έλειψα. «Τι λέτε; ρώτησε ο μπαμπάς. Να την κρατήσουμε; Και τότε που λες φίλε μου, τους άκουσα όλους μαζί να φωνάζουν, όλο χαρά. Ναι! Πες μου, υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για έναν σκύλο. Για αυτό σου λέω, μείνει εδώ. Πουθενά δεν θα βρεις καλύτερα.» Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ήρθε ένας γνωστός στους απέναντι και εγώ είπα να του γαβγίσω λίγο. Έτσι για να δείξω πως δεν είμαι πλέον αδέσποτος. Πως κάτι…έχω να υποστηρίξω. Τότε αυτός, σηκώνει το πόδι με σκοπό να με κλοτσήσει και μου φωνάζει αγριεμένος: «Ούστ από ‘δω βρομόσκυλο!» Τον ακούει όμως η μαμά και…. ποιος είδε τον θεό και δε φοβήθηκε. «Ούστ στα μούτρα σου βρε!» του φώναξε. «Ακούς εκεί βρομόσκυλο! Μην τολμήσεις και ξαναβρίσεις τον Πειρατή μου γιατί θα…» Ήταν τόσο οργισμένη που ο άνθρωπος το έβαλε στα πόδια χωρίς να πει λέξη. Από τότε, ποτέ ξανά και κανείς δεν μου φέρθηκε άσχημα. Τι σου κάνει λοιπόν φίλε μου, η υποστήριξη ενός ανθρώπου! Ζούμε βλέπεις στον κόσμο τους. Εδώ αυτοί αποφασίζουν για τα πάντα. Στον κόσμο των ανθρώπων! Αναλογίστηκα. Και τότε, που είναι ο κόσμος των σκύλων; Δεν πρέπει κάπου να υπάρχει και ένας κόσμος δικός

Page 20: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

15

μας; Κι αν υπάρχει, εμείς γιατί βρισκόμαστε εδώ και δεν βρισκόμαστε εκεί; Μήπως πρέπει να ψάξουμε να τον βρούμε; Από εκείνη τη στιγμή έχασα την ηρεμία μου. Στο μυαλό μου μπήκε κάτι καινούριο. Κάτι που ποτέ πριν δεν είχα σκεφτεί. Υπάρχει άραγε ένας κόσμος αποκλειστικά δικός μας; Κι αν ναι. Άνθρωποι υπάρχουν εκεί; Ωχ! Μα τι σκέψεις κι αυτές. ΞΥΠΝΗΣΑ τρομαγμένος. Ο κοντόχοντρος Σίμπα, πάλι τα ίδια. Και έχει και ένα γάβγισμα! Σου τρυπάει τα αυτιά! Γαβ και γούβ. Ντε και καλά να τρομάξει τον γίγαντα. Να τον κάνει να φοβηθεί και να το βάλει στα πόδια. Αν είναι ποτέ δυνατόν! «Μα γιατί προσπαθείς να τον τρομάξεις;» τον ρώτησα. «Είναι ποτέ δυνατόν να σε φοβηθεί;» «Το ξέρω» μου απάντησε. «Δεν είμαι χαζός. Μα δεν μπορώ. Με πνίγει το δίκιο. Ζούσαμε τόσο ωραία εγώ και η Μυρτώ. Μέχρι που ήρθε αυτός. Αχ και να γινόταν να φύγει! Να μπορούσα να ζήσω ξέγνοιαστα. Να πλησιάζω τα κορίτσια όποτε θέλω και κυρίως την Μυρτώ, την αδυναμία μου. Τώρα ζω μακριά της και ας είμαστε στην ίδια αυλή. Και έχω και αυτό το νευρόσπαστο την ανεψιά μου την Πέρσα που ασταμάτητα κάνει φασαρία.» «Και εμένα, δεν με αφήνει ο Πάρις να μπω. Τι παρακάλια! Τι τσαλίμια! Τίποτα αυτός. Δεν μπαίνεις και δεν μπαίνεις.» «Μεγάλος μπελάς. Όλα δικά του τα θέλει!» Τότε που λέτε, συνειδητοποίησα κάτι που βρίσκονταν από πάντα μπροστά μου και εγώ ποτέ δεν είχα δει. Συνειδητοποίησα πως χειρότερο κακό κάνουμε εμείς μεταξύ μας, παρά οι άνθρωποι σε εμάς. Εάν είχαμε αλληλεγγύη, αν νοιαζόμασταν ο ένας για τον άλλον, η ζωή μας θα ήταν καλύτερη. Όμως δυστυχώς, οι μέσα δεν αφήνουν τους ούστ από ‘δω, ούτε καν να πλησιάσουν τον φράχτη της αυλή τους. Δεν μοιράζονται τα υπάρχοντά τους, είναι ατομιστές. Θέλουν τον άνθρωπό τους μόνο για τον εαυτό τους. Αλλά που ξέρεις… μπορεί κάπου στον κόσμο να υπάρχει και ένα μέρος διαφορετικό! Μπορεί εκεί οι σκύλοι να έχουν σπίτια, φαγητό,

Page 21: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

16

να ζουν αγαπημένοι. Και οι άνθρωποι να έχουν ακριβώς την ίδια αξία με τους σκύλους. Φαντάσου εκεί να φωνάζουν: «Κύριε Πειρατή τι κάνετε; Πως είστε; Η οικογένεια, όλοι καλά;» «Καλά-καλά φίλε μου, ευχαριστώ.» ΝΟΙΩΘΩ να καταπιέζομαι από τις σκέψεις μου. Θα πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσω σε φίλους που θα με καταλάβουν. Να μιλήσω άραγε στην Μπούμπα; Είναι καλή, λογική και στοργική. Μήπως όμως γελάσει μαζί μου; Να μιλήσω στην κουκλίτσα την Πέρσα, που πριν από λίγες ημέρες χάθηκε και εγώ βοήθησα να βρεθεί; Α! Μπα! Ένα μουρλό είναι. Να μιλήσω στον Σίμπα; Α, μπα! Και αυτός ποτέ δεν έζησε στους δρόμους. Ποτέ δεν πείνασε. Ποτέ δεν αγωνίστηκε για την επιβίωση του. Ούτε που θα με καταλάβει. Μα ναι! Θα μιλήσω στη Λαίδη! Το αδέσποτο τσοπανόσκυλο που ζει ένα δρομάκι πιο κάτω. Κάνουμε καλή παρέα, όταν είναι μόνη. Και ξέρει από ούστ από’ δω, πολύ καλά. ΤΗΝ ΒΡΗΚΑ στο στενάκι της να χουζουρεύει. Έτσι περνάει τη ζωή της. Όλη ημέρα αραγμένη σε κάποια σκιά, να περιμένει να της φέρουν το φαγητό της. Όταν ένοιωσε την παρουσία μου, τεντώθηκε καλά - καλά και με κοίταξε βαριεστημένα. «Γεια!» μου είπε ενώ χασμουριόταν. «Πώς από δω;» «Θέλω να σου μιλήσω για κάτι πολύ σοβαρό» της είπα. «Να μου υποσχεθείς όμως ότι δεν θα γελάσεις. Ότι θα προσπαθήσεις να με καταλάβεις.» «Θα κάνω…ότι μπορώ» μου απάντησε ανόρεχτα. «Όμως υποσχέσεις δεν δίνω. Λέγε!» Ο τρόπος της, με αποθάρρυνε, οφείλω να ομολογήσω. «Ξύπνα όμως» της είπα. «Εσύ ακόμα κοιμάσαι.» «Εεε τότε… Τι να σου πω! Περίμενε με να ξυπνήσω.» Και γύρισε από την άλλη μεριά. Την άκουσα αμέσως να ροχαλίζει. Πρώτη απόπειρα, αποτυχημένη σκέφτηκα και έκανα να φύγω.

Page 22: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

17

«Έλα πίσω που πας;» μου φώναξε. Πρώτα με ξυπνάς και ύστερα φεύγεις!» Όλο χαρά άραξα πλάι της και ευθύς άρχισα να της μιλάω. Της είπα για τον κόσμο των σκύλων, για τις μεταξύ μας σχέσεις, για την ιδέα μου να ξεκινήσουμε μία εκστρατεία αλληλεγγύης και για άλλα πολλά και σοβαρά θέματα που με απασχολούσαν. Με άκουγε προσεκτικά χωρίς να με διακόπτει, αν και ακόμα νυσταγμένη. Έτσι μου φάνηκε. Καλή αρχή σκέφτηκα. Τουλάχιστον δεν με έδιωξε ακόμα. Ξαφνικά πετάχτηκε όρθια σαν να μην ήταν αυτή που τόση ώρα νύσταζε. «Θα συνεχίσουμε αργότερα!» μου είπε ενώ άρχισε να σείεται όλο χαρά. «Μα δεν θα το σχολιάσουμε το θέμα;» την ρώτησα όλο αγωνία. «Το πρόβλημά σου φίλε μου, είναι υπαρξιακό!» μου φώναξε. «Όμως τώρα δίνε του γιατί έρχεται το φαγητό μου!» Είδα τον κύριο Δημήτρη να έρχεται προς το μέρος μας και κατάλαβα. Της έφερνε το φαγητό της. Και ποιος… Ούστ από δω, δεν θα ξυπνούσε στην θέα του αχνιστού φαγητού; «Δεν… πιστεύω να περιμένεις να φας;» με ρώτησε κάποια στιγμή, ενώ μασουλούσε. «Όχι! Όχι! της απάντησα με ύφος. «Έχω κιόλας φάει. Εμείς στο σπίτι τρώμε νωρίς. Να σε περιμένω, ή να φύγω;» «Φύγε τώρα και έλα αργότερα. Δεν μπορώ να προβληματίζομαι την ώρα που τρώω. Θα μου κάτσει το φαγητό!» Ένιωσα το χάδι του κυρίου Δημήτρη στο κεφάλι μου και αναθάρρεψα. «Γεια σου Πειρατή! Τι κάνεις φιλαράκο;» μου είπε. «Καλά ευχαριστώ!» του απάντησα και έτρεξα πίσω του. «Μα περίμενε» του φώναξα. «Μη φεύγεις! Έχω να σου πω! Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα που θέλω να συζητήσουμε…» Όμως εκείνος απομακρύνθηκε χαμογελώντας. Η Λαίδη ενώ μασουλούσε είπε: «Μα τι ανόητος σκύλος. Δεν ξέρει πως οι άνθρωποι δεν μιλούν σκυλίσια. Και τότε ήταν που έκανα και εκείνη την μοναδική σκέψη. Με θαύμασα μα το θεό. Αν έβρισκα έναν άνθρωπο που να καταλαβαίνει την γλώσσα μας! Μα γιατί όχι!. Ξένες γλώσσες μιλούν πολλοί. Ίσως κάπου στον κόσμο να υπάρχει και ένας άνθρωπος που να μιλάει την δική μας γλώσσα.

Page 23: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

18

Από τότε άρχισα την αναζήτηση του ανθρώπου που θα με καταλάβει. Ότι κόλπο ήξερα το χρησιμοποίησα. Τσαλίμια. Γαβγίσματα. Κουνήματα. Πηδηματάκια. Όλα! Όμως μάταια. Το μόνο που κατάφερνα ήταν να γελούν μαζί μου. «Μα τι κάνει αυτός ο σκύλος;» αναρωτιόντουσαν όλοι. «Τι νούμερα είναι αυτά;» «Κάνει για τσίρκο!» έλεγαν κάποιοι άλλοι. «Πειρατή μου τι είναι αυτά τα κόλπα; Μήπως προσπαθείς να μου πεις κάτι;» Με ρώταγε η μαμά. «Σταμάτα πια αυτό το τσίρκο και πάρ’ το απόφαση.» Με συμβούλευε η Μπούμπα. «Οι άνθρωποι δεν γαβγίζουν, μιλάνε. Κανείς ποτέ δεν πρόκειται να σε καταλάβει!» «Αν έβρισκα τουλάχιστον τον κόσμο μας…θα υπάρχει κάπου, δεν θα υπάρχει;» «Όχι Πειρατή μου. Ένας είναι ο κόσμος για όλα τα πλάσματα, πίστεψέ με. Με τι διαφορά ότι άνθρωποι πιστεύουν πως τους ανήκει. Πάντως, αν θέλεις μπορείς να περιμένεις την Νίκη. Αυτή έχει ταξιδέψει πολύ. Κάτι παραπάνω από εμένα θα έχει δει.» «Μα ναι βέβαια! Η Νίκη! Μπορεί στα ταξίδια της να έχει συναντήσει τον κόσμο μας!» Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ Η ΝΙΚΗ θα ερχόταν περίπου σε ένα μήνα. Με λαχτάρα παρακολουθούσα κάθε κίνηση στο σπίτι, η κολλούσα το αυτί μου στον τοίχο με την ελπίδα να ακούσω να μιλάνε για αυτήν. «Όπου να ‘ναι θα ‘ρθει η Νίκη με το καράβι.» Άκουσα να λένε κάποια στιγμή. Καράβι; Τι είναι πάλι τούτο αναρωτήθηκα και έτρεξα στην Μπούμπα. «Μπούμπα! Τι είναι καράβι;» της φώναξα. «Αχ Πειρατή!» μου απάντησε εκείνη κάπως νωχελικά. «Μα κοίτα την θάλασσα. Τι βλέπεις;» «Βλέπω… βλέπω σπίτια πάνω στο νερό να κουνιούνται….»

Page 24: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

19

«Δεν είναι σπίτια καλό μου, καράβια είναι!» «Άααααα! Καράβια!» Καταχάρηκα. «Μ’ αυτά θα έρθει η Νίκη!» «Με ένα από αυτά.» Από τότε παρακολουθούσα τα καράβια που έφταναν στο λιμάνι. Όμως από εκεί μόνο κάσες με ψάρια κατέβαζαν και η Νίκη πουθενά. Ώσπου μια μέρα την είδα να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο του μπαμπά, μαζί με την μεγάλη τους κόρη. Τι καράβια και πράσινα άλογα μου έλεγαν. Όλοι έτρεξαν να τους υποδεχτούν με αγκαλιές, φιλιά και πολλά, πολλά, γαβγίσματα. Η Νίκη! Ήρθε επιτέλους η Νίκη! Έτρεξα όλο λαχτάρα κοντά της. «Νίκη γεια σου, γεια σου!» της φώναξα ανυπόμονα. «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Σε χρειάζομαι, πρέπει να τα πούμε.» «Καλά Πειρατή. Θα τα πούμε» μου απάντησε. «Έχουμε όλον τον καιρό μπροστά μας.» Ο Πάρις της έκανε μεγάλες χαρές. Ήξερε πως ήρθε επιτέλους η παρέα του για το παιχνίδι, μια και κανείς άλλος δεν τολμούσε να παίξει μαζί του. Η Μπούμπα την υποδέχτηκε αρχικά δισταχτικά. Ύστερα όμως, όταν διαπίστωσε πως ήρθε και αυτή τη φορά με φιλικές διαθέσεις, τις έκανε χαρές. Ο Σίμπα παρακαλούσε να του ανοίξουν να πάει κοντά της, για να της γλείψει τα αυτιά. Ασχολία του αγαπημένη. Η Πέρσα μέσα από την μικρή αυλή, της φώναζε: «Εγώ θα βρίσκομαι εδώ μέσα. Εσύ να μείνεις εκεί έξω. Εγώ ξέρεις λίγο σε φοβάμαι. Όμως αν θέλεις μπορούμε να γίνουμε φίλες. Από απόσταση όμως εντάξει;» «Μην με φοβάσαι Πέρσα» την καθησύχασε εκείνη. «Θα τα πάμε καλά, θα το δεις!» Μόνο η Μυρτώ ήταν άκρως επιφυλακτική. Τολμώ να πω, εχθρική. Η έννοια φιλοξενία, της ήταν παντελώς άγνωστη. «Άκου Νίκη!» της φώναξε με ύφος άγριο. «Μπορεί εδώ να σ’ έφεραν οι άνθρωποί μού, όμως αρχηγός εδώ είμαι εγώ! Να το θυμάσαι αυτό. Φρόντισε να κρατάς αποστάσεις από τους ανθρώπους μού. Κυρίως από τη μαμά μού. Μην την στεναχωρείς και μην κολλάς επάνω της. Τα κανιά

Page 25: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

20

σου κοντά από τους ανθρώπους μού. Μόνο εγώ θα τους ακουμπάω και μόνο εμένα θέλω να χαϊδεύουν. Κάνε ότι σου λέω και θα δω αν θα σε ανεχτώ στην αυλή μού.» «Καλά Μυρτώ μου. Αλίμονο τώρα! Κουτάβια είμαστε! Ότι πεις!» Υποτάχτηκε εκείνη αμέσως. Ήξερε βλέπετε το έξυπνο μυαλουδάκι της, πως με την Μυρτώ ειδικά, έπρεπε να τα πάει πολύ καλά. πετάει ο γάιδαρος, πετάει. Κουρεύουν τη χελώνα, την κουρεύουν! Τελικά ο μόνος που την υποδέχτηκε χωρίς καμία επιφύλαξη, ήταν ο Πάρις. Τι λόγο είχε άλλωστε! ΤΟ ΒΡΑΔΥ στην αυλή στήσανε γιορτή. Μύρισε τσίκνα η γειτονιά και εμείς περιμέναμε το μεζεδάκι μας. Τα γατάκια που όλη την μέρα ήσαν κρυμμένα, αποφάσισαν να βγουν. «Γάτες! Γάτες!» άρχισε να γαβγίζει η Νίκη που τα έβλεπε για πρώτη φορά. Την ανίδεη! «Ξένες γάτες! Επίθεση!» Κανείς δεν πρόλαβε να την προειδοποιήσει. Και καθώς τινάχτηκε πήρε παραμάζωμα καρέκλες, τραπέζια, γλάστρες. Κατατρομαγμένοι οι γατούλιδες, βγάλανε νύχια, δόντια και όπου φύγει, φύγει. Μόλις ο Μπιάνκο, ο τεράστιος, γαλανομάτης, λευκός γάτος, είδε το περιστατικό, ορμάει πάνω της και της νιαουρίζει απειλητικά: «Τι κάνεις εκεί βρε χαζοβιόλα; Επιτίθεσαι στα γατάκια μας; Να, πάρε για να μάθεις!» Και της καταφέρνει μια γερή γρατσουνιά στη μύτη. «Άκουσε ‘κει! Της άγριο-νιαούρισε. «Ήρθαν τ ’άγρια να διώξουν τα ήμερα!» Ήταν τόσο αγριεμένος, που χρειάστηκε να τον αρπάξουν για να μην της βγάλει ‘κάνα μάτι. Η μεγάλη κόρη, η Άρτεμη γράπωσε τη Νίκη από το λουρί, ενώ η μαμά έτρεξε να βρει τα κατατρομαγμένα γατάκια της. «Τι κάνεις Νίκη;» την μάλωσαν όλοι. «Βρε τα γατάκια μας!» Και ενώ εκείνη αδίκως προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως δεν το ήθελε και δεν θα το ξανακάνει, την έκλεισαν στην μικρή, πίσω αυλή λέγοντάς της: «Εκεί θα μείνεις μέχρι να καταλάβεις!» «Μα κατάλαβα!» φώναζε μάταια εκείνη. Τότε βρήκα την ευκαιρία και έτρεξα κοντά της. Ξαπλώσαμε σίρριζα στο φράχτη και αρχίσαμε να τα λέμε.

Page 26: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

21

«Αχ, κούκλα μου τι έπαθες. Ούτε που πρόλαβα να σε προειδοποιήσω.» «Την πάτησα άσχημα φίλε μου. Ακόμα δεν ήρθα και με κλείσανε στην απομόνωση.» «Δεν πειράζει κούκλα.» την παρηγόρησα. «Μην σκας. Αύριο ξημερώνει μια καλύτερη ημέρα. Και εγώ έχω τόσα να σου πω! Όμως τώρα κοιμήσου. Είναι πολύ αργά και είσαι και από ταξίδι. Καληνύχτα Νίκη.» «Καληνύχτα Πειρατή.» ΤΟ ΠΡΩΙ όντως όλα φαινόντουσαν ωραιότερα. Βρήκε την πορτούλα μισάνοιχτη και βγήκε. Η αυλή ήταν καταπράσινη. Τα παρτέρια γεμάτα λουλούδια και μοσχοβολούσε γρασίδι φρεσκοκομμένο. Οι τεράστιες λεύκες χάριζαν την παχιά σκιά τους στα ζώα που λαγοκοιμόντουσαν, μα πιο πολύ απολάμβαναν την πρωινή δροσιά. Κοίταξε τριγύρω, είδε τη βρύση που έσταζε και έτρεξε προς τα εκεί. Το νερό ήταν τόσο δελεαστικά φρέσκο που δεν το χόρταινε. Είχε τελείως ξεχάσει τα χθεσινοβραδινά και ούτε που πρόσεξε τους γατούλιδες που την κοιτούσαν πάνω από την λεύκα. «Νίκη! Πρόσεξε μην τους τρομάξεις!» την προειδοποίησα. «Δεν θα στο συγχωρήσει η μαμά. Είναι καθισμένοι στο δέντρο και σε κοιτάνε.» «Αααα! Καλημέρα γατούλιδες» είπε μελιστάλαχτα. «Συγνώμη για τα χθεσινά. Δεν θα ξαναγίνει. Τι λέτε; Φιλαράκια; Εγώ ξέρετε, έχω ήδη έναν γάτο φίλο. Τον λένε Γκασπάρε και ζούμε μαζί στην Ιταλία. Εσάς πως σας λένε;» Αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν ένα: «Μιααου!» «Σάκης και Σωτήρης!» άκουσε μια φωνή πίσω της, να της λέει. Ήταν η Μυρτώ που στέκονταν και την κοίταζε εξεταστικά. «Για… να σε δω και από κοντά.» της είπε. «Θα είσαι το καλό, το υποταγμένο κορίτσι που πρέπει;» «Μα και βέβαια, βέβαια Μυρτώ μου!» της απάντησε εκείνη, δηλώνοντας παράλληλα με τις ανάλογες κινήσεις υποταγή. «Να… κοίτα. Γυρνάω ανάσκελα και παραδίνομαι. Εγώ…εγώ δεν είμαι παρά μόνο ένα μικρό… μυρμηγκάκι.» Όταν η Μυρτώ τελείωσε τον απαραίτητο έλεγχο, μυρίζοντας και παρατηρώντας την καλά, καλά, της είπε:

Page 27: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

22

«Εντάξει Νίκη. Μπορείς να σηκωθείς. Μυρίζεις υποταγή. Έχεις την άδεια μου να παραμείνεις στην αυλή. Φρόντισε μόνο να μυρίζεις πάντα έτσι!» «Ότι πεις Μυρτώ» συμφώνησε εκείνη. «Ότι πεις εσύ!.» Η ΥΠΟΛΟΙΠΗ μέρα κύλησε σχετικά ήρεμα. Η Νίκη περιφερόταν στην αυλή ψάχνοντας σε κάθε γωνιά για τυχόν οσμές που πριν από πολύ καιρό είχε αφήσει. Όμως δεν μπορούσε να τις εντοπίσει. Πέρασε πολύς καιρός και είχαν όλες, εξατμιστεί. Γι’ αυτό και έκρινε σωστό πως πρέπει να αφήσει καινούργιες. Να δηλώσει την παρουσία της και έμπρακτα. Αφού οριοθέτησε τα σημεία που επέλεξε, άρχισε να τρέχει και να κυλιέται στο χορτάρι. Να αρπάζει την μικρή κόκκινη μπάλα και να την τινάζει καταπάνω. Ήταν τόσο ευτυχισμένη πού δεν νοιάζονταν για τα υπόλοιπα ζώα πού την κοιτούσαν βαριεστημένα. Αλλά ούτε και εμένα τον ανυπόμονο που παρακολουθούσα κάθε της κίνηση. «Νίκη! Νίκη!» της φώναξα όταν πια είχα χάσει την υπομονή μου. «Μα έλα επιτέλους να μιλήσουμε. Σε περίμενα τόσο καιρό! Έλα σε παρακαλώ!» «Καλά, καλά μην βιάζεσαι. Έχω τόσα πολλά να δω» μου απάντησε εκείνη ενώ έχωνε την μουσούδα της σε μια από τις κρυψώνες του Πάρι. Και ευτυχώς που εκείνη τη στιγμή ο γίγαντας κοιμόταν βαθιά. «Νίκη δεν καταλαβαίνεις!» είπα απογοητευμένος και απομακρύνθηκα. Φοβήθηκα μήπως δεν ήταν τελικά, η Νίκη, η λύση στο πρόβλημά μου. ΌΣΟ ανέβαινε ο ήλιος, ανέβαινε και η θερμοκρασία. Κατά το μεσημέρι το θερμόμετρο κόντεψε να εκραγεί. Βρήκαμε καταφύγιο κάτω από τα δέντρα. Η Μυρτώ έκανε βουτιά μέσα στην ξεχειλισμένη μπανιέρα της. Ήταν ο μόνος σκύλος στην αυλή που κυριολεκτικά λάτρευε το νερό. Που την έχανες που την έβρισκες, μέσα στην μπανιέρα. Μόνο η Νίκη φαινόταν να μην ενοχλείται από την αφόρητη ζέστη. Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και βγήκαν οι γυναίκες του σπιτιού. «Ελάτε… μπάνιο. Καιρός να δροσιστούμε!» φώναξαν Πρώτη όπως πάντα έτρεξε η Μυρτώ και στάθηκε μπροστά στη μαμά.

Page 28: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

23

«Μα εσύ είσαι ήδη βρεγμένη» της είπε η μαμά. «Θέλεις κι άλλο; Καλά λοιπόν. Έλα να σου βρέξω το βρεγμένο κορμί σου.» Το πόσο το ευχαριστιόταν δεν λέγονταν. Σειρά δεν έδινε σε κανέναν. Χρειάστηκε να την κλείσουν στην αυλίτσα της για να μπορέσουν να κάνουν μπάνιο και οι άλλοι. Όλοι απόλαυσαν το μπάνιο, αλλά όταν ήρθε η σειρά του κοντούλη Σίμπα, έγινε χαλασμός. Δυο τον κράταγαν, μία τον σαπούνιζε και μία του έριχνε νερό. Φαινόταν αξιοθρήνητος. Σαν βρεγμένος ποντικός. Σαπουνισμένος και με τα νερά να τρέχουν από πάνω του. Όλοι, άνθρωποι και ζώα, γελούσαν μαζί του. Εγώ πάλι, κοιτούσα όπως πάντα από απόσταση ασφαλείας. Ώσπου κάποια στιγμή, βλέπω το λάστιχο να έρχεται κατά πάνω μου και την Ελένη να μου φωνάζει: «Πειρατή! Έλα! Ήρθε η σειρά σου! Έλα να κάνουμε ένα ωραίο μπανάκι. Να καθαριστείς. Να δροσιστείς. Και να φανεί η χάρη και η ομορφιά σου!» «Νερό επάνω μου!» φώναξα έντρομος. «Θα αστειεύεστε βέβαια. Φεύγω γεια σαααας…» Ουφ! Φτηνά την γλίτωσα, άκουσε εκεί να θέλουν να με βρέξουν! ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ μετά από έναν βαθύ ύπνο με ξύπνησε η Νίκη. «Πειρατή ξύπνα! Θα πάμε μία μακρινή βόλτα με τα κορίτσια!» Σήκωσα το βλέμμα και είδα και τα τρία κορίτσια στο δρομάκι. Η μία κρατούσε το μπαστούνι του παππού, που σήμαινε βόλτα, διασκέδαση, παιχνίδι. «Βόλτα;» είπα χαρούμενος. «Βόλτα μόνο εμείς; Και οι άλλοι;» «Μόνο εμείς,» με διαβεβαίωσε η Νίκη. «Και θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε.» Κατεβήκαμε την πλαγιά, πλάι στο μεγάλο ρέμα. Αυτή την εποχή η βλάστηση είναι πυκνή και κάτω στο βάθος ζουν πολλά πλάσματα. «Τι λες Νίκη;» την ρώτησα με εκείνη τη πασίγνωστη σπιρτάδα στο βλέμμα μου. «Κατεβαίνουμε να κυνηγήσουμε κανέναν αρουραίο; Έχει πολύ φάση! Είσαι;» Συμφώνησε αμέσως. Για κάτι τέτοια ήταν πρώτη. Δεν προλάβαμε όμως και ακούστηκε η απαγορευτική εντολή της Άρτεμης:

Page 29: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

24

«Νίκη! Πειρατή!» Ελάτε εδώ. «Όχι από το ρέμα!» «Κρίμα» είπα. «Καλά θα πάμε κάποια άλλη φορά όταν θα είμαστε μόνοι.» Φτάσαμε στην διασταύρωση που βγάζει στο σπίτι του Άραμη. Εκείνου του κατάμαυρου άγριου σκύλου που ζει με μια ακοινώνητη ηλικιωμένη γυναίκα, για την οποία κανείς δεν έχει να πει μία καλή κουβέντα. Οι δυο τους κάνουν το τέλειο ζευγάρι της συμφοράς, λένε γι’ αυτούς, όσοι τους γνωρίζουν. Από την άλλη πλευρά, το δρομάκι βγάζει στους στάβλους με τα πρόβατα και τις δυο σκυλίτσες. Η μια μαύρη, σαν και εμένα, συνηθισμένη στα μέρη μας. Η άλλη, κατάλευκη με πλούσιο τρίχωμα και βαρύ αγέρωχο βήμα. Μια καλλονή. Μάλλον αλλοδαπή. Τα κορίτσια κοντοστάθηκαν στο σταυροδρόμι και αναρωτήθηκαν: «Προς τα πού; Πάνω ή κάτω; Δεξιά ή αριστερά;» «Καλύτερα αριστερά για να μη συναντηθούμε με τον Άραμη» είπε η μία. «Ναι όμως, εκεί πάνω έχει συναρπαστική θέα» είπε η άλλη. «Βέβαια ο δρόμος είναι πιο δύσκολος, όμως αξίζει τον κόπο.» «Αν συναντήσουμε έξω τον Άραμη, τότε θα δεις τι συναρπαστικά θα είναι» είπε η μικρή. «Πάμε καλύτερα προς τους στάβλους να δούμε και τις κούκλες.» «Ας αφήσουμε τα ζώα να αποφασίσουν» είχε την φαεινή ιδέα η μεγάλη. Είδα τη Νίκη να ανηφορίζει στο δεξί δρομάκι. Εγώ όμως που ήθελα να δω τις κούκλες, έστριψα αριστερά. «Και τώρα τι γίνεται;» είπαν τα κορίτσια γελώντας. «Λοιπόν ακούστε!» είπε η μικρή. «Ά μπέμπα μπλομ, του κίθε μπλομ, μπλιμ μπλομ! Φύγαμε για επάνω κι ας ελπίσουμε να μην είναι έξω ο Άραμης.» Το στενό και ανηφορικό δρομάκι ήτανε πολύ κουραστικό για τους δίποδους. Κάθε τόσο σταματούσαν για να πάρουν ανάσα μα και για να απολαύσουν την θέα. Ολόκληρη η μικρή πόλη μας, βρίσκονταν κάτω από τα πόδια μας. Όλα φαινόντουσαν μικροσκοπικά. Το τεράστιο καμπαναριό

Page 30: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

25

της εκκλησίας, ήταν μικρότερο και από το παπούτσι της Ελένης. Η θάλασσα ήρεμη, κοίμιζε επάνω της τα αραγμένα στο λιμανάκι, καράβια. «Να προσέχετε που πατάτε. Είναι πολύ επικίνδυνα» είπε η μεγάλη. «Και πολύ όμορφα» συμπλήρωσε η μεσαία. «Σε λίγο που θα δύσει και ο ήλιος….» Εκείνη τη στιγμή, από ψηλά ακούστηκαν γαβγίσματα. «Ο Άραμης μας ετοιμάζει υποδοχή» είπα στη Νίκη. Περπάτα πίσω μου». «Θα με προστατέψεις;» ρώτησε εκείνη. «Και βέβαια!» της απάντησα δείχνοντας της το νεανικό, σφριγηλό κορμί μου. «Μην ξεχνάς πως ο άντρας εδώ, είμαι εγώ!» «Εγώ δεν το ξεχνώ. Εσύ κοίτα μην το ξεχάσεις μόλις δεις τον Άραμη.» Όσο πλησιάζαμε το άγριο γάβγισμα του Άραμη όλο και δυνάμωνε και εγώ θα έπρεπε να αποδείξω του λόγου το αληθές. Από μέσα μου ευχόμουν να μην τον βρούμε έξω από την αυλή γιατί τότε μάλλον θα γινόμουν ρεζίλι. Και επειδή μια παροιμία λέει πως η τύχη είναι με τους αδύναμους…ή…μήπως λέει με τους αρχάριους; Ή μήπως με τους τολμηρούς; Τέλος πάντων! Σημασία έχει πως εδώ η τύχη ήταν με το μέρος μου, μια και ο Άραμης, βρισκόταν μέσα στην αυλή. Έτσι λοιπόν και εγώ, βρήκα την ευκαιρία να πουλήσω αντριλίκι. Πλησίασα, του έδηξα τα δόντια μου και του είπα: «Γγγγγρρρρ! Δεν σε φοβάμαι ρε! Ποιος νομίζεις ότι είσαι;» Το ίδιο όμως έκανε και εκείνος και εγώ χαιρόμουν που είχαμε τον φράχτη ανάμεσά μας. «Μην τον προκαλείς» με προειδοποίησε η Νίκη. «Δεν θέλει και πολύ να πηδήξει τον φράχτη.» Ουπς…αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Καλύτερα να κόψω ρόδα μυρωμένα. Μια γυναικεία στριγκλιά φωνή ακούστηκε μέσα από το σπίτι. «Ποιος διάολος αγρίεψε τον Άραμη μου!» «Καλησπέρα» της είπαν ευγενικά τα κορίτσια. «Να σας λείπουν οι ευγένειες» συνέχισε εκείνη στο ίδιο ανάγωγο τρόπο. Και από εδώ να μην ξαναπεράσετε. Μου χαλάτε την ησυχία. Στα

Page 31: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

26

κομμάτια πια! Που πρέπει να πάω να ζήσω για να μην βλέπω κανέναν; Στο φεγγάρι; Πάρτε δρόμο γρήγορα! «Στριμένη!» της είπε η μικρή. Οι άλλες δύο μόνο χαμογέλασαν. Σε λίγο η ανηφόρα τελείωσε και τα κορίτσια έμειναν εκεί να χαζεύουν το ηλιοβασίλεμα. Υπέθεσα πως ο ήλιος, πριν τον καταπιεί η θάλασσα, θα πρόλαβε και έβαψε τον ορίζοντα με όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου. «Είναι φανταστικά!» «Τέλεια!» «Αριστούργημα!» θαύμασαν τα κορίτσια καθώς κοιτούσαν το ηλιοβασίλεμα. «Κατάλαβες τίποτα;» ρώτησα τη Νίκη απορημένος. «Θαυμάζουν τη θάλασσα. Εμένα πάντως, όταν είμαι στο καράβι, μόνο ζαλάδες μου φέρνει.» Η κάθοδος ήταν πανεύκολη. Τα κορίτσια σχεδόν πετούσαν και όλη η κούραση της ανάβασης είχε εξαφανιστεί. Μιλούσαν, γελούσαν, τραγουδούσαν και πότε, πότε μας προσκαλούσαν να τρέξουμε και να παίξουμε μαζί τους. Ήταν υπέροχη αυτή η βόλτα! Όταν φτάσαμε στο σπίτι, η μαμά σερβίριζε το φαγητό μας. Πέσαμε με τα μούτρα στο φαΐ και αράξαμε. ΉΤΑΝ ΝΥΧΤΑ όταν κάποιος με άγγιξε. «Πειρατή! Ξύπνα! Ξύπνα!» Άνοιξα τα μάτια και είδα την Νίκη. «Νίκη! Εσύ έξω;» απόρησα. «Μα πως βγήκες;» «Ε… καλά τώρα!» γέλασε εκείνη. «Χαρά στο πράμα! Όταν θελήσω να βγω, ανοίγω πόρτες, πηδάω φράχτες, δεν με κρατάει τίποτα.» «Καλά! Είσαι και πολύ τσακάλι Νίκη! Οι άλλοι, βγαίνουν μόνο αν βρουν πόρτα ανοιχτή. «Ασ’ τα αυτά τώρα και πες μου. Τι είναι αυτό που σε απασχολεί τόσο;» «Ναι. Θα σου πω. Μα θα μου υποσχεθείς πως δεν θα γελάσεις!» «Μα και βέβαια φίλε μου. Αυτό εννοείται. Άνθρωποι είμαστε;» «Άκου λοιπόν. Εμένα που με βλέπεις, έχω, έχω, υπαρξιακό πρόβλημα!»

Page 32: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

27

«Τι έχεις;» «Υπαρξιακό πρόβλημα!» «Και… που το έχεις αυτό… παρακαλώ;» «Να σου πω την αλήθεια…δεν γνωρίζω επακριβώς. Η Λαίδη μου είπε, ότι το έχω.» «Αχά! Κι εγώ φίλε μου τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό; Να στο πάρω;» «Να σκέφτηκα, δηλαδή, η Μπούμπα μου είπε, πως εσύ που ταξιδεύεις τόσο πολύ, θα ξέρεις περισσότερα πράγματα από εμάς και ίσως μου λύσεις κάποιες απορίες. «Υπαρξιακές και αυτές;» «Μμμμμάλον!» «Εντάξει λοιπόν. Μακάρι να μπορέσω να σε διαφωτίσω!» «Στα ταξίδια σου, μήπως έχεις συναντήσει κάποιον…άλλον… κόσμο;» «Όταν λες, άλλον κόσμο;» «Των σκύλων…ας πούμε!» «Κόσμο των σκύλων; Είσαι σίγουρος ότι υπάρχει κάτι τέτοιο;» «Μα εφόσον εδώ είναι ο κόσμος των ανθρώπων, κάπου δεν θα πρέπει να υπάρχει και ο δικός μας;» «Καλέ μου φίλε. Ο κόσμος είναι ένας. Μόνο που οι άνθρωποι τον θεωρούν όλο δικό τους.» «Είναι και κάτι άλλο που με απασχολεί. Συνειδητοποίησα, ότι εμείς οι σκύλοι, δεν έχουμε…αλληλεγγύη. Νοιαζόμαστε ο καθένας για την πάρτη του. Και τέλος, το μεγάλο ερώτημά μου! Προς τι η ύπαρξη μας;» «Εγώ ξέρω, γιατί υπάρχω εγώ» μου είπε. Για να δίνω αγάπη στον άνθρωπό μου. Μόνο αυτό με νοιάζει!» Ούτε που κατάλαβα πως ξημέρωσε. Η Νίκη πίστευε πως άλλος κόσμος από αυτόν που ζούμε, δεν υπάρχει και μου συνέστησε να το αποδεχτώ.

Η ΝΙΚΗ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ «Η ΠΟΛΗ που ζω Πειρατή, είναι καταπράσινη. Με ανηφόρες, κατηφόρες. Με πάρκα μεγάλα σαν δασάκια, με πουλιά και λογής, λογής, άγρια, μικρά ζωάκια. Έχει και πολλούς σκύλους εκεί. Αλλά κανένας δεν ζει στο δρόμο. Όλοι έχουν τα σπίτια τους.»

Page 33: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

28

«Όλοι! Δηλαδή εκεί δεν υπάρχει… κανένας ‘‘Ούστ από ‘δω;» «Κανένας. Όλοι έχουν τα όνοματά τους. Οι περισσότεροι είναι φίλοι μου. Άνθρωποι και ζώα, είναι φίλοι μου. Αλλά ο πιο αγαπημένος μου, είναι ο Γκασπάρε, ο γάτος της Ειρήνης.» «Κι εγώ καλά τα πάω με τις γατούλες, αλλά όχι και… κολλητός!» «Έχω και σκύλους φιλαράκια. Πολλούς απ’ αυτούς, τους συναντώ τα μεσημέρια όταν πηγαίνουμε στη λέσχη για φαγητό. Η στο κέντρο της πόλης. Καμιά φορά στο πάρκο, ακόμη και στην πλατεία, όταν πηγαίνουμε για καφέ. Βλέπεις η Άρτεμη με παίρνει μαζί της, όπου κι αν πάει.» «Νίκη, είσαι πολύ τυχερή.» «Δίπλα στη λέσχη, έχει το μαγαζί του ένας φίλος μου ο μαραγκός. Ο Σινιόρ Αλμπέρτο. Πάντα, όταν περνάω από εκεί τον χαιρετάω με τα τρελά μου τσαλίμια. Ξέρω ότι του αρέσουν! «Cao bella come stai;»1

«Αυτός μάλλον δεν είναι και πολύ φίλος!»

Μου λέει μόλις με δει. Ύστερα με πάει στον Λεόνε, τον σκύλο του. Αυτός πάλι είναι ένας κρύος…τι να σου πω. Ποτέ δεν χαίρεται όταν με βλέπει. Ενδιαφέρετε μόνο για τις βόλτες του. Κι’ ας το οφείλει αυτό σε εμένα. Μάταια προσπαθώ να τον πείσω να παίξει μαζί μου. Προτιμάει τις πέτρες και τα κουκουνάρια.

«Όχι, δεν είναι. Είναι όμως ο σινιόρ Αλμπέρτο, πολύ φιλαράκι μου. Του γαβγίζω «Si» σε όλα. Μου απαντάει certo2

σε όλα. Όσο για τον σκύλο του, χάρη του κάνω. Η καλύτερη μου φίλη είναι η Μίλο. Μία λευκή, μαλλιαρή, τρυφερή και φιλάσθενη σκυλίτσα, η οποία ζει με την οικογένειά της. Τη Στεφάνια, την μικρή κορούλα της, Μίνα και τη γατούλα τους, την Τσενερέλα. Αυτή η οικογένεια είναι φίλοι μας. Συχνά βγαίνουμε όλοι μαζί βόλτα στο πάρκο. Περνάω χάρμα μαζί τους. Σαν μεγαλύτερη και εξυπνότερη φυσικά, προσέχω τις άλλες. Γνωρίζω τους δρόμους και ξέρω πώς να περνάω απέναντι. Στην πόλη φίλε μου, αν δεν θέλεις να σκοτωθείς, θα πρέπει να μάθεις να κυκλοφορείς σαν άνθρωπος.»

1 γεια σου όμορφη, τι κάνεις; 2 εντάξει.

Page 34: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

29

Είχα εντυπωσιαστεί από όσα άκουγα! Σίγουρα επρόκειτο για έναν αλλιώτικο κόσμο που μάλλον ποτέ δεν θα γνώριζα. «Μακάρι να μπορούσα να έρθω μαζί σου Νίκη.» «Θα σου γνώριζα τους φίλους μου και ειδικά τον μεγάλο, τον μοναδικό, τον ανεπανάληπτο, Τέο!» «Τι το ανεπανάληπτο έχει αυτός; Μήπως ανακάλυψε κάτι;» «Σου μοιάζει Πειρατή. Έχετε ίδια χρώματα. Ίδια αυτιά, ίδιο ύψος…» «!» «Ο Τεό έρχεται στη γειτονία μας κάθε απόγευμα. Τον περιμένω στο παράθυρο και μόλις τον δω τρέχω στην Άρτεμη. Της γαβγίζω και εκείνη ξέρει. Α! Ήρθε ο αγαπημένος σου, μου λέει και ανοίγει. Περνάω χάρμα μαζί του. Καμιά φορά συναντάμε την Πόλα, μια λυκοσκυλίνα, όπως λένε τα ζώα με τα όρθια αυτιά, οι άνθρωποί μας. Τι να σου πω φίλε μου, πλαδαρή, τεμπέλα, βαριέται που ζει. Οι άνθρωποί της όμως, ένας παππούς και μια γιαγιά, είναι…τέλειοι. Της αφιέρωσαν την ζωή τους!» «Καλά! Ορισμένοι σκύλοι, έχουν μία τύχη! Θα μπορούσε, άραγε, να ήταν αυτός…;» «Τι; Ο κόσμος που αναζητάς; Είναι απλά, ένας τόπος όπου οι περισσότεροι άνθρωποι είναι φίλοι μας. Τίποτα άλλο.» «!» «Υπάρχει ένα δασάκι εκεί κοντά όπου ζούνε μόνο γατούλες. Κάθε φορά που πηγαίνουμε εκεί βόλτα, η Άρτεμη μου λέει: αυτό το δασάκι ανήκει στις γατούλες. Να είσαι προσεκτική και να μην τις ενοχλείς. Εγώ προσέχω. Μόνο η Πόλα είναι άγαρμπη και αγενής. Με το που φθάνει εκεί, κατευθείαν στα πιατάκια τους. Εγώ ποτέ δεν θα έτρωγα το φαγητό άλλου, τουλάχιστον μπροστά στην Άρτεμη! «Θα μπορούσε δηλαδή να είναι ο κόσμος τους!» «!» ΚΑΤΗΦΟΡΙΣΑΜΕ προς την μικρή μας πόλη. Από μακριά είδαμε την Λαίδη, παρέα με τον Ερμή, έναν από τους εσωτερικούς του κυρίου Δημήτρη. «Γεια σου Νίκη!» φώναξαν και οι δύο μαζί. «Καλημέρα παλιόφιλοι!» Τους χαιρέτησε και εκείνη.

Page 35: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

30

«Ε! Πειρατή! Τι έγινε; Μίλησες στη Νίκη για το υπαρξιακό σου πρόβλημα;» με ρώτησε κάπως περίεργα η Λαίδη. «Πιο πρόβλημα; απόρησε ο Ερμής. «Ναι. Μου μίλησε» της απάντησε η Νίκη αγνοώντας την ερώτηση του Ερμή. «Και νομίζω πως σχεδόν το λύσαμε το θέμα.» «Είναι αλήθεια» είπα και εγώ χαρούμενος. «Η Μπούμπα φίλοι μου είχε δίκιο όταν είπε πως η Νίκη ξέρει πολλά. Ξέρει τόσα…πολλά, που δεν χορταίνω να την ακούω.» «Μπα!» έκανε φανερά ενοχλημένη η Λαίδη. «Μήπως μπορεί και να μας πει, πότε κινδυνεύουμε από έναν τεράθρωπο;» «Τεράνθρωπο;» απορήσαμε όλοι μαζί. «Τι… είναι αυτό;» «Ακούστε λοιπόν για να μαθαίνετε. Τεράθρωπος είναι αυτός που εξωτερικά δείχνει άνθρωπος κανονικός, μέσα του όμως είναι ένα κακό, μίζερο, αγέλαστο, άπονο, αδίστακτο, άθλιο πλάσμα. Ότι χειρότερο υπάρχει για εμάς τα ζώα. Μ’ άλλα λόγια, είναι αυτός που φαρμακώνει τα αδέσποτα ζώα. Σκύλους, γάτες και ότι άλλο βρεθεί στο δρόμου του. Είναι ένας δολοφόνος! Ο φόβος και ο τρόμος, όλων των Ούστ από ‘δω.» Σοκαριστήκαμε. Υπάρχει κάτι τέτοιο και εμείς δεν έχουμε ιδέα; «Και πως θα τον αναγνωρίσουμε αφού είναι ίδιος με τον άνθρωπο;» Ρώτησε ο Ερμής; «Αυτό δυστυχώς είναι και το μεγάλο πρόβλημα!» Επεσήμανε η σοφή Λαίδη. «Δεν έχει κανένα εξωτερικό χαρακτηριστικό που να φανερώνει την διαφορετικότητά του. Μία βούλα ας πούμε. Μία άσπρη τούφα ή μακριά αυτιά! Κάτι τέλος πάντων! Μόνο αν καταφέρεις να τον πλησιάσεις, και να θέσεις σε λειτουργία την έκτη αίσθηση σου, ίσως τότε…. υποθέτω δηλαδή, ίσως τον αναγνωρίσεις. Μα ποιος θα τολμήσει να τον πλησιάσει.» «Τι άλλο ξέρεις για αυτούς;» Τη ρώτησα. «Το μόνο που ξέρω» μου απάντησε, «είναι ότι κυκλοφορούν τη νύχτα και μοιράζουν φαγητά στους ομοεθνείς μας. Κομμάτια κρέας ποτισμένα με δηλητήριο και αλίμονο σε όποιον το φάει…τέζα!! Για αυτό ποτέ να μην τρώτε από ξένο χέρι.» «Τι φρίκη θεούλη μου!» «Υπάρχουν κι άλλοι…όμως δεν είναι επικίνδυνοι. Οι ασχετάθρωποι. Αυτοί δεν μας κάνουν κακό, αλλά ούτε και καλό. Δεν είναι κακοί. Το

Page 36: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

31

μόνο τους λάθος είναι που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν να μας γνωρίσουν. Και υπάρχουν και οι ΑΝΘΡΩΠΟΙ! Οι καλοί μας άνθρωποι! Αυτοί που μας αγαπάνε και μας προστατεύουν. Και τραγικό το είναι, πως όλοι αυτοί, έχουν την ίδια και απαράλλαχτη μορφή.» Είχαμε τρομοκρατηθεί τόσο, που παραμείναμε στις θέσεις μας κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, ασάλευτοι. Πρώτη μίλησε η Νίκη: «Πρέπει κάτι να κάνουμε, κάτι να σκεφτούμε. Κάπως πρέπει να το αντιμετωπίσουμε και γατί όχι, να το λύσουμε αυτό το τόσο μεγάλο πρόβλημα.» «Πρώτα από όλα, πρέπει όλοι οι σκύλοι να μάθουν για τους τεραθρώπους.» είπα τρομοκρατημένος. «Πρέπει να το πούμε σε όλους! Εσύ Λαίδη, ξέρεις κάτι τόσο τρομακτικό και δεν λες τίποτα σε κανέναν; Δεν σε καταλαβαίνω!» «Δεν πρόλαβα, λίγο καιρό το ξέρω.» «Όταν σου μίλησα για τους προβληματισμούς το ήξερες;» «Τότε… ναι, μα δεν πρόλαβα… είχε έρθει το φαγητό μου.» «Γργργρ!.» Είχα εκνευριστεί πάρα πολύ με τη Λαίδη! Τόσο, που άρχισα να τρέχω και να κλοτσάω πέρα δώθε. Η Νίκη ξωπίσω μου, μου φώναξε: «Πειρατή σύνελθε! Αυτή είναι συμπεριφορά ανθρώπου!» Τρόμαξα. Μα τι κάνω; Γιατί αντιδρώ έτσι;. Ήταν η αδιαφορία της Λαίδης ή μήπως η διαπίστωση, ότι εμείς οι ίδιοι δεν κάνουμε τίποτα για να σωθεί το είδος μας. «Νίκη φοβάμαι πως φταίμε εμείς οι ίδιοι!» της φώναξα. «Για ποιο πράγμα;» με ρώτησε. «Εμείς οι ίδιοι, είμαστε οι εχθροί του εαυτού μας!» ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΕΣ μέρες κύλησαν με ενημέρωση. Γυρνούσαμε στις γειτονιές και ενημερώναμε τους ομοεθνείς μας, για τον κίνδυνο που διατρέχουμε. H Kανέλλα ήταν ο ποιο καλός ακροατής. Δεν μας διέκοψε ούτε μία φορά. Αντίθετα η Τζίνα που δεν ήθελε να καταλάβει, μας κοίταξε και είπε θυμωμένα:

Page 37: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

32

«Πιστεύετε στα αλήθεια πως υπάρχουν αυτοί οι…τεράνθρωποι όπως τους λέτε; Εγώ δεν πιστεύω λέξη. Φεύγω λοιπόν για να μην ακούω κουταμάρες». «Μην ανησυχείτε» μας καθησύχασε η Κανέλλα. «Μέχρι να καταλάβει… θα την προσέχω εγώ.» «Δηλαδή, είσαι μαζί μας;» «Βεβαίως! Θα πρέπει όμως να οργανωθούμε. Λέω να συγκαλέσουμε μία γενική συνέλευση.» «Γενική συνέλευση;» απόρησα.. «Και πώς θα τους μαζέψουμε; Θα μας πάρει μέρες μέχρι να τους βρούμε όλους.» «Με τον μοναδικό τρόπο που μόνο εμείς οι σκύλοι γνωρίζουμε!» «Δηλαδή;» «Θα οργανώσουμε ένα κάλεσμα. Θα χρειαστούμε όμως δύο τρεις δυνατές φωνές.» «Ναι. Τον Πάρι, την Μπούμπα και την μικρή Πέρσα. Έχουν… δυνατές φωνές.» «Θα πρέπει όμως να τους πείσετε πρώτα.» «Δεν χρειάζεται, γνωρίζουν ήδη.» «Τι είναι τέλος πάντων αυτό το κάλεσμα που μόνο εμείς οι σκύλοι γνωρίζουμε;» «Είναι ένα κωδικοποιημένο γάβγισμα.» «Κωδικοποιημένο;» απόρησα. «Ο Πάρις ή Πέρσα…δεν θα γνωρίζουν τον κώδικα;» είπε η Νίκη. «Θα πρέπει να βρούμε κάποιον ηλικιωμένο.» είπε η Κανέλλα. Ένα χαχανητό ακούστηκε εκείνη ακριβώς τι στιγμή. Γυρίσαμε και είδαμε τον παχύσαρκο Πιγκουΐνο. Ήταν τόσο παχύς που δεν ξεχώριζες κεφάλι και πόδια. «Άκουσα τα πάντα.» Είπε φανερά ενοχλημένος. «Τόση ώρα εδώ και κανείς σας δεν με πρόσεξε. Λες και δεν υπάρχω. Ούτε τις γατούλες μου προσέξατε. Γι’ αυτό κι εγώ θα το σκεφτώ πάρα πολύ να σας βοηθήσω.» «Μιάου….» συμφώνησαν και οι τέσσερις γατούλες που ήταν καθισμένες στα τέσσερα κολονάκια της πρόσοψης του μικρού τους σπιτιού.

Page 38: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

33

«Χίλια συγνώμη» του είπε η Κανέλλα «Δίκιο έχεις. Δεν σε προσέξαμε. Όμως δεν το κάναμε σκόπιμα. Υπάρχει ένα θέμα που μας απασχολεί και είναι πολύ σοβαρό. Θέμα ζωής και θανάτου και αφορά όλους, και τις γατούλες.» «Θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να επικοινωνήσουμε και με τις γατούλες» συμπλήρωσα και εγώ. «Να τις προειδοποιήσουμε….» Η Κανέλλα πήρε ύφος σοβαρό και πλησίασε στον φράχτη. Κόλλησε την μακριά λεπτή μουσούδα της στην πόρτα και είπε στον Πιγκουΐνο ψιθυριστά: «Στο τέλος, θα μοιράσουν και παράσημα!» «Παράσημα; Ποιος;» «Η Επιτροπή.» «Υπάρχει και επιτροπή;» «Και βέβαια! Όμως δεν πρέπει να…διαρρεύσει. Τα παράσημα είναι λίγα και οι συμμετέχοντες πολλοί. Καταλαβαίνεις….ελπίζω.» Η Νίκη κι εγώ παρακολουθούσαμε την δήθεν μυστική συζήτηση τους με πολύ ενδιαφέρον. Σε μια στιγμή ο χοντρούλης έκανε ένα πηδηματάκι και είπε με δυνατή φωνή: «Είναι δυνατόν να μην βοηθήσω εγώ; Εξάλλου, όλοι γνωρίζουν για την αγωνιστική μου δράση. Τότε που νέος, κατέβαινα στους δρόμους για το καλό όλων των φίλων ζώων και όλων λέγω, των σκύλων γάτων, λύκων, κουνελιών, γουρουνιών, καγκουρών, λέγω…!» «Μα τι λέει;» ρώτησα ψιθυριστά. «Νομίζει πως εάν βοηθήσει θα γίνει στρατηγός» είπε η Κανέλλα. «Χειροκροτήστε τον, γνωρίζει τον κωδικό». Μπράβο γενναίε μου Ήρωα! εναφωνήσαμε όλοι μαζί. Με σένα στο πλευρό μας θα νικήσουμε! Ζήτω! Ζήτω! Μπράβο! Πες μας τώρα. Ποιος είναι ο κωδικός της γενικής συνέλευσης;» «Α! Πολύ εύκολο! Και απορώ που δεν το ξέρετε. Μα τι λέω. Μόνο ένας στρατηγός θα το ήξερε! Λοιπόν ακούστε καλά: 5 γουουουά…3 γουαβαβαβού… 4 βαουβάου..… που σημαίνει: Σας καλούμε όλους ανεξαιρέτως στη γενική συνέλευση που θα γίνει στο… «Στο μεγάλο πάρκο, πλάι στο δασάκι. Χρειαζόμαστε μεγάλο χώρο. Νομίζω πως εκεί θα είναι καλά.»

Page 39: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

34

«Λοιπόν» συνέχισε ο Πιγκουΐνος. «Προσθέστε άλλα 3 γουιιιιί και 3 ουουουγάβ. Προσέξτε μόνο μην κάνετε κάνα λάθος στη σειρά και τους στείλετε αλλού». «Εγώ πάντως δεν πρόκειται να το ξεχάσω» είπε η Νίκη. «Μήπως Πιγκουΐνε έχεις τρόπο να ενημερώσουμε και τα γατάκια.» «Δυστυχώς όχι, φίλοι συναγωνιστές μου. Γνωρίζω όμως κάποιον που μπορεί. Είναι μισής ώρας τρέξιμο από εδώ. Ελπίζω μόνο να ζει διότι έχω πολύ καιρό να μάθω νέα του. Είναι βλέπετε πάρα πολύ γέρος. Εάν δεν ζει, θα πρέπει να αναζητήσετε τον αντικαταστάτη του. Θα πρέπει λοιπόν να ψάξετε, ή για έναν νεαρό σκύλο, ή για έναν πάααρα πολύ γέρο σκύλο.» Αφού μας είπε, που θα βρούμε αυτόν τον απίθανο σκύλο, γυρίσαμε σπίτι μας. Βρήκαμε τους άλλους να τρώνε και τα πιάτα μας, να μας περιμένουν, ευτυχώς γεμάτα. Πέσαμε με τα μούτρα στο φαΐ ενώ σκεφτόμασταν όλα όσα μόλις είχαμε μάθει. Έμενε λοιπόν να βρούμε την κατάλληλη στιγμή για να ενημερώσουμε και τους εσωτερικούς. Η ευκαιρία δεν άργησε να έρθει. Και οι τρεις φωνές, δέχτηκαν με την πρώτη. Κανονίστηκε για την επομένη το βράδυ, όταν όλοι οι άνθρωποι θα κοιμούνται. ΌΛΗ ΤΗΝ ημέρα είχαμε μια φοβερή αγωνία. Άραγε θα πετύχαινε; Η μαμά ανησύχησε όταν βρήκε τα πιάτα μας σχεδόν γεμάτα. Μέχρι και ο Πάρις είχε αφήσει κάνα δύο σπυριά ρύζι στο πιάτο του. Αυτός που δεν αφήνει ούτε στα πιάτα των άλλων, άφησε στο δικό του. Τρισευτυχισμένα τα σπουργίτια. Δεν ήξεραν σε ποιο να πρωτοπάνε. Ξαπλώσαμε και περιμέναμε να νυχτώσει. Μία καταπληκτική, έναστρη νύχτα και το δροσερό αεράκι σε συνδυασμό πάντα με την έκτη αίσθηση μας, μας παράπεμψαν σε σκέψεις θετικές. Διαισθανόμασταν ότι προμηνύονταν κάτι καλό. «Ήρθε η ώρα» ψιθύρισα. «Ναι ήρθε», είπε και η Νίκη. Μαζευτήκαμε όλοι σε κύκλο. «Πάρι, Μπούμπα, Πέρσα, ξεκινάμε.» Την εντολή την έδωσε η Νίκη.

Page 40: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

35

«Όποιος άλλος θέλει, μπορεί να πάρει μέρος. Όσο ποιο πολλές οι φωνές τόσο το καλύτερο. Λοιπόν, ανακεφαλαιώνουμε. 5 γουουουά, 3 γουαβαβαβού, 4 βαουβάου, 3 γουιιιιί, 3 ουουουγάβ. Με το ένα, με το δύο, με το τρία… πάμε!» Ήταν φανταστικό αυτό που συνέβαινε! Σε λίγο από παντού ακούγονταν το κωδικοποιημένο κάλεσμα. Οι σκύλοι απ’ άκρη σ’ άκρη στην πόλη ανταποκρίθηκαν. Οι άνθρωποι βγήκαν στα παράθυρα και αναρωτιόντουσαν τι άραγε να συμβαίνει. «Σεισμός! Θα γίνει σεισμός!» Φώναζαν κάποιοι. «Μα τι έπαθαν! Θεός να μας φυλάει, πρώτη φορά συμβαίνει κάτι τέτοιο!» «Επιτέλους τους κάναμε να μας προσέξουν» είπε η Μπούμπα. Η Νίκη έδωσε και το σύνθημα της παύσης. «Νομίζω πως φτάνει» είπε. «Θα περιμένουμε μέχρι να αποκοιμηθούν οι άνθρωποι και μετά θα φύγουμε όσο πιο αθόρυβα γίνεται.»

Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ Πάρκο μας περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Τόσους πολλούς, συγκεντρωμένους ομοεθνείς μας, πρώτη φορά βλέπαμε. Ένιωσα αμήχανος μα και τρομοκρατημένος. Σκέψεις ανάκατες μου τριβέλιζαν το μυαλό. Και εάν όλα αυτά που έχουμε να τους πούμε, δεν τους ενδιέφεραν; Αν γίνουμε ρεζίλι; Αν ακόμα χειρότερα, μας επιτεθούν; Αν…αν…έτρεμα ολόκληρος. Μπροστά μου βάδιζε η Νίκη, σταθερά και αγέρωχα. Πλάι μου η Κανέλα, υπερήφανα και άνετα. Μόνο εγώ, τα είχα κάνει…πάνω μου. Ντροπή σου Πειρατή, είπα στον εαυτό μου. Οι γυναίκες είναι πιο γενναίες από εσένα. Στάσου στο ύψος σου λοιπόν. Πήρα κουράγιο από τον πολύ, εντός μου, θαρραλέο εαυτό, και προσπέρασα τα κορίτσια. Επέλεξα ένα μικρό υψωματάκι που υπήρχε εκεί κοντά, ανέβηκα και χαιρέτησα το πλήθος με το αρχέγονο «χαιρετώ τα πλήθη», ουρλιαχτό, που κι εγώ σαν σκύλος, κρύβω μέσα μου. Εντωμεταξύ τα κορίτσια ήρθαν και στάθηκαν πλάι μου. «Μια στιγμή! ακούστηκε κάποιος από κάτω. «Περιμένετε και εμένα!»

Page 41: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

36

Ήταν ο Πιγκουΐνος που με πολύ κόπο ανέβαινε το υψωματάκι. «Σε περιμένουμε φίλε» του είπα και έκανα ελαφρά στο πλάι. Εκείνος, αφού ίσιωσε το κορμί του για να με φτάσει μου ψιθύρισε: «Η επιτροπή που είναι;» «Κάπου εκεί κάτω» του είπα αποφεύγοντας να τον κοιτάξω στα μάτια. Εκείνος κορδώθηκε, κοίταξε γύρω του με ύφος σπουδαίου και ψιθύρισε: «Πάω στοίχημα πως τώρα βλέπουν εμένα!» Το πλήθος όλο και μεγάλωνε. Ένιωσα ένα σύγκρυο να μου κυριεύει νου και κορμί. Τα κορίτσια λες και το ένιωσαν, ακούμπησαν επάνω μου. «Μη φοβόσαστε κούκλες» είπα. «Εγώ είμαι εδώ.» «Και εγώ, εδώ είμαι» είπε και ο στρογγυλότατος Πιγκουΐνος. «Γιατί εγώ που είμαι;» ακούστηκε μια βροντερή φωνή από κάτω. Ήταν ο τεράστιος γαλανομάτης Πάρις και πλάι του, αγέρωχες, η Μυρτώ και η Μπούμπα. Από το στόμα μου ξέφυγε μια ανάσα ανακούφισης. Ένιωσα το αίμα μου να κυλάει και πάλι στις φλέβες μου. «Δεν βλέπω τον Ερμή» είπε η Νίκη. «Έρχονται» είπα και έδειξα στο βάθος. Ο Ερμής και τα κορίτσια της αυλής του, μόλις που πρόβαλαν μέσα από το πλήθος. Δεξιά και αριστερά του, η Μίλβα, το μαύρο, θαρραλέο τσοπανόσκυλο και η αφράτη Φίλιπς. Ακριβώς πίσω τους, «στη σκιά τους», η νεαρή Ρίτα. Το πανέμορφο ρωσικό τσοπανόσκυλο. «Τα καταφέραμε» είπε ενθουσιασμένος ο Ερμής. «Ελάτε εδώ κοντά μας» τους έκανα νόημα. Τώρα με τόσους δικούς μου γύρω μου, ένιωσα καλύτερα. Πριν ξεκινήσω την ομιλία μου, το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε ένα σταματημένο αυτοκίνητο. Δυο ανθρώπινα κεφάλια πρόβαλαν δειλά από το παράθυρο και μας κοιτούσαν. Στην άλλη πλευρά του πάρκου, ένας άνθρωπος, ήταν ξαπλωμένος κάτω από ένα παγκάκι. Το παγκάκι ήταν σκεπασμένο με χαρτόνια και πάνω του, όρθιοι, καμιά δεκαριά σκύλοι. Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα άνθρωπο κάτω από κάθισμα και σκύλο από πάνω. «Είναι ο άνθρωπος του πάρκου» μου ψιθύρισε η Κανέλα. «Μην ανησυχείς για αυτόν. Είναι…σχεδόν σκύλος.»

Page 42: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

37

Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Το κατάλαβα αργότερα, όταν ήρθε η ώρα να μάθω περισσότερα για αυτόν. Η συνέλευση κράτησε μέχρι τα ξημερώματα. Πρώτος τον λόγο πήρα εγώ. Ακολούθησε η Κανέλα. και κατόπιν η Νίκη. Στο τέλος, και καταϊδρωμένος, μίλησε ο Πιγκουΐνος. Ο οποίος σημειωτέων, είχε ξεφύγει αρκετές φορές και χρειάστηκε να τον επαναφέρουμε στο θέμα. «Εγώ τους γνωρίζω!» ακούστηκε επιτέλους μια δειλή φωνή μέσα από το πλήθος. «Ποιος είσαι εσύ;» του φώναξα δυνατά. «Έλα μπροστά να μας πεις τι ξέρεις.» Αυτό ήταν. Το έναυσμα για μια συζήτηση με ουσία, δόθηκε. Και φυσικά δεν άργησε να εξελιχθεί σε τεραστίων διαστάσεων ομιλία. Ένας, ένας οι σκύλοι, ερχόντουσαν μπροστά και έλεγαν για τις εμπειρίες τους. Αρκετοί είπαν πως σώθηκαν την τελευταία στιγμή. Κάποιοι πως τους έσωσαν οι άνθρωποι τους, μια και πρόλαβαν να τους πάνε στο γιατρό. Οι εμπειρίες πολλές και διάφορες και οι φωνές, όλες εξοργισμένες. «Ησυχία!» Φώναξα. «Ησυχία! Θα τη βρούμε τη λύση. Αρκεί όσοι τους γνωρίζουν, να μας τους δείξουν.» «Λοιπόν, τελικό συμπέρασμα. Ποτέ μα ποτέ δεν δεχόμαστε φαγητό από αγνώστους, κυρίως τη νύχτα. Επειδή οι τεράθρωποι έχουν ανθρώπινη όψη, είναι πανεύκολο να πέσουμε στην παγίδα τους.» «Αυτό το λέτε εσείς που δεν πεινάτε! Τι ξέρει ο χορτάτος από τον πεινασμένο!» φώναξε τότε ένας κοκαλιάρης σκύλος. Ξέρετε πόσες φορές είπα στον εαυτό μου, ας φάω κι ας πεθάνω; Τι να την κάνω τέτοια ζωή!» «Φίλε μου» είπε συγκινημένη η πονόψυχη Κανέλλα. «Έλα μετά να τα πούμε. Κάποια λύση θα βρεθεί.» Ο ταλαίπωρος πλησίασε, κούνησε την μαδημένη του ουρά και είπε δειλά: «Ευχαριστώ» «ΨΩΜΙ ΦΙΛΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!» ακούστηκε τότε μέσα από το πλήθος μια βροντερή φωνή. Και μεμιάς, σύσσωμο το πλήθος επανέλαβε: «ΨΩΜΙ ΦΙΛΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» Τελικά η γενική συνέλευση είχε ανέλπιστα μεγάλη επιτυχία.

Page 43: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

38

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ημέρα μας βρήκε βυθισμένους στον ύπνο του δικαίου. Είχαμε καταφέρει κάτι πολύ μεγάλο. Να ενώσουμε τις φωνές και τις δυνάμεις μας. Μια διαδικασία που σε συνδυασμό με το ξενύχτι, μας εξουθένωσε. Οι άνθρωποί μας, μας κοιτούσαν απορημένοι. «Όλη τη νύχτα έλειπαν» είπε η μαμά. «Και το περίεργο είναι ότι μετά από εκείνο το βραδινό τραγούδι, έφυγαν όλοι οι σκύλοι της πόλης, από όλες τις αυλές. Περίεργα πράγματα! Και τώρα δες τα, κοιμούνται.» Με ξύπνησε η μυρωδιά του βρασμένου κοτόπουλου. «Έλα φιλαράκο Πειρατή ξύπνα. Γι’ αυτό το πιάτο αξίζει να κάνεις τον κόπο να σταθείς στα πόδια σου» είπε γελώντας η μαμά μας. «Κοτόπουλο!» γάβγισα ευχαριστημένος. Πριν αρχίσω να τρώω, έριξα μια ματιά στους άλλους. Όλοι ήσαν σκυμμένοι στα πιάτα τους και απολάμβαναν το φαΐ τους. «Όχι που δεν θα έτρωγαν και σήμερα» είπε ο μπαμπάς που έπινε το καφεδάκι του κάτω από την τεράστια λεύκα. Ο! Κατάλαβα! Η μαμά ανησύχησε για εχθές που λόγο της αγωνίας μας, δεν αδειάσαμε τα πιάτα μας. Γι’ αυτό και εγώ της οφείλω ένα τεράστιο σ’ αγαπώ. Και φυσικά θα το κάνω γλύφοντας της το χέρι. ΑΦΗΣΑΜΕ εκείνη την εβδομάδα να κυλήσει με απλές βόλτες, παιχνίδι και αραλίκι. Ξέραμε πως πριν την επόμενη αποστολή, έπρεπε πρώτα να αφήσουμε να ηρεμήσουν τα πράγματα. Η Δευτέρα μας βρήκε να κάνουμε σχέδια για την επόμενη αποστολή μας. Περιμέναμε να έρθει το φαγητό και φάγαμε όλοι πολύ καλά. Το μεσημέρι όταν όλοι, άνθρωποι και ζώα ξάπλωσαν, την κοπανήσαμε. Βρήκαμε την Κανέλλα παρέα με τον ταλαίπωρο, κοκαλιάρη, (Μαδημένη Ουρά,) ξαπλωμένους στην σκιά. Και πέρα, στην άλλη άκρη της αυλής, την Τσίνα ολομόναχη. «Γεια σας!» είπαμε με μία φωνή. «Γεια και σε σας!» απάντησαν και εκείνοι με μία φωνή. «Κοιτάξτε τι μου φόρεσε στο λαιμό η μαμά σας» είπε και έδειξε το κολάρο του ο καινούργιος μας φίλος. «Μου έδωσε και όνομα. Για να μην

Page 44: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

39

φαίνεσαι αδέσποτος, μου είπε. Με λένε Χάρη! Ο χαριτωμένος Χάρης, ακριβώς έτσι είπε η μαμά. «Ο χαριτωμένος Χάρης» επανέλαβε με βλέμμα όλο τρυφερότητα η Κανέλλα. Δεν του πάει τέλεια αυτό το όνομα;» «Αριστούργημα!» είπε η Νίκη. «Γεια σου λοιπόν Χάρη και καλώς μας ήρθες.» Ο ΓΕΡΟ ΣΑΜΨΩΝ «ΛΟΙΠΟΝ φίλοι μου καλοί» είπε η Νίκη. «Είναι ώρα να προετοιμάσουμε και την δεύτερη αποστολή μας. Εσύ Πιγκουΐνε, πες μας ότι άλλο γνωρίζεις για αυτόν τον γέρο σκύλο…». «Δεν γνωρίζω τίποτα άλλο. Θα πρέπει να πάτε να τον βρείτε.» «Πείτε μου και εμένα για τι πράγμα μιλάτε. Ίσως μπορέσω και βοηθήσω» είπε με περίσσιο ενδιαφέρον ο Χάρης. «Θα σου εξηγήσω μετά» του είπε η Κανέλλα. «Σε διαβεβαιώ πάντως, την βοήθεια σου την έχουμε μεγάλη ανάγκη. Τώρα όμως κάθισε και άκου. Λοιπόν. Ποιος θα έρθει μαζί μας; Πειρατής ένας, Νίκη δύο, εγώ τρεις». «Και εγώ;» παραπονέθηκε ο Χάρης. «Χάρης τέσσερα» συμπλήρωσε χαμογελώντας η Κανέλλα. «Πάλι λίγοι είμαστε. Να προτείνουμε και στους εσωτερικούς.» πρότεινα εγώ. «Και τον Ερμή» είπε η Νίκη. «Ώρα και ημέρα, μπορούμε όμως να κανονίσουμε αμέσως. Τι λέτε για αύριο;» «Ο Πειρατής προτείνει αύριο βράδυ Τι λέτε; Μόλις κοιμηθούνε οι άνθρωποι;» «Σύμφωνοι!» είπαμε όλοι με ένα στόμα. «Αύριο βράδυ λοιπόν». Στο δρόμο για το σπίτι μας, κάναμε μία στάση στο σπίτι του Ερμή και των κοριτσιών του. «Θα προσπαθήσω να έρθω» είπε εκείνος όταν του το είπαμε. «Κι εμείς κι εμείς!» ακούστηκαν και τα τρία κορίτσια από μέσα.

Page 45: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

40

«Όχι! Μόνο η Μίλβα» πρότεινα εγώ. «Εσείς οι άλλες δεν είστε για…τρέξιμο.» «Μας είπε χοντρές!» διαμαρτυρήθηκε η Φίλιπς. «Μας είπε χοντρές!» «Όχι βέβαια κούκλα! Αλλά δεν είναι σωστό να φύγουν όλοι από το σπίτι…» Πήγα να τα μπαλώσω, αλλά αδίκως. Δεν τις έπεισα. ΑΠΟ ΤΟΥΣ δικούς μας, μόνο η Μπούμπα δέχτηκε. Οι άλλοι μας γύρισαν την πλάτη. «Σιγά μην διακινδυνεύσω τη ζωή μου για τις γάτες» είπε η Μυρτώ. Αυτή τουλάχιστον κάτι είπε, ενώ ο Πάρις και ο Σίμπα, δεν μπήκαν καν στον κόπο να μας απαντήσουν. Η Πέρσα πάλι είπε πως ναι μεν αγαπάει τα γατάκια, όμως φοβάται πως θα είναι η αιτία να καθυστερήσει η αποστολή, μια και με τα κοντά ποδαράκια της, δεν θα μπορέσει να μας ακολουθήσει, με αποτέλεσμα να χάσουμε τον πλήρη έλεγχο στων τριάντα λεπτών το τρέξιμο. Γι’ αυτό και λυπάται πολύ, μα δεν θα μπορέσει να έρθει μαζί μας. Η αλήθεια είναι πως φοβάται να απομακρυνθεί από το σπίτι. Τα κοντά ποδαράκια της δεν την εμποδίζουν καθόλου στο τρέξιμο. Την έχω δει να τρέχει και μάλιστα…μια χαρά!. Όταν και το τελευταίο φως έσβησε, σηκωθήκαμε. «Καλή επιτυχία» ψιθύρισε η Πέρσα. «Νίκη, Μπούμπα, ελάτε.» Με ένα καταπληκτικό σάλτο βγήκαν και οι δύο έξω. Δεν μπορούσα παρά να τις θαυμάσω. «Είστε υπέροχες! Κι εσύ Μπούμπα, αφού μπορείς …;» «Γιατί δεν βγαίνω; Γιατί να το κάνω φίλε μου. Τι λόγους έχω να το κάνω;» Στο δρόμο μας περίμεναν ο Ερμής και η Μίλβα. Μετά από λίγο συναντήσαμε την Κανέλλα και τον Χάρη. Πήραμε το δρόμο που μας είχε υποδείξει ο στρογγυλός. Στα δέκα λεπτά τρέξιμο είχαμε βγει από την μικρή μας πόλη. Περάσαμε το μεγάλο πάρκο όπου έγινε η μεγαλειώδης συνάντηση μας χωρίς να κόψουμε ταχύτητα. Είδαμε τον άνθρωπο σχεδόν σκύλο, να κοιμάται κάτω από το ίδιο παγκάκι. Ξαφνικά μας είδε και

Page 46: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

41

εκείνος. Πετάχτηκε επάνω και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ύστερα με το ένα δάχτυλο έδειχνε προς εμάς και άρχισε να μας μετράει. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, ώσπου μας έχασε από τα μάτια του. «Επτά!» του φώναξε ο Ερμής. «Είμαστε επτά!» «Ζει από αυτά που του πετάνε οι ομοεθνείς του» είπε η Μίλβα. Και τότε κατάλαβα τι εννοούσε η Κανέλλα όταν είπε ότι σχεδόν… είναι σκύλος. Μπήκαμε στο δασάκι. Δυο τρις σκύλοι πετάχτηκαν στο πέρασμά μας, έντρομοι. Δεν κόψαμε καθόλου ταχύτητα, για να μην μπλοκάρουμε το βιολογικό μας ρολόι, ώσπου φάνηκε ένα μικρό ποτάμι. Με δυο δρασκελιές το περάσαμε. Στην απέναντι όχθη ακολουθήσαμε ένα χωμάτινο δρομάκι και αμέσως μετά, η θάλασσα. Στην ακρογιαλιά, επιτέλους είδαμε μία καλύβα. «Λες να είναι εκεί;» ρώτησε η λαχανιασμένη Νίκη. «Είναι τριάντα λεπτά μέχρι εκεί;» ρώτησε η Μίλβα. «Όχι ακόμα. Μα…να! Όπα! Το προσπεράσαμε! Στοπ! Εδώ ακριβός. Το βιολογικό μου ρολόι λέει εδώ!» Είπα και σταμάτησα απότομα. Κοιτάξαμε ένα γύρω. Την καλύβα την είχαμε αφήσει πέντε λεπτά πίσω και εδώ δεν φαινόταν τίποτα απολύτως. Ένα κενό. «Και το δικό μου βιολογικό ρολόι λέει ακριβώς εδώ» ρίπε και η Νίκη. «Και το δικό μου» συμφώνησε και ο Χάρης. «Και το δικό μου» συμφωνήσαμε τελικά όλοι. Μα Τι είχε γίνει; «Στραβωμάρα!» ακούστηκε τότε μια φωνή, ακριβώς κάτω από τα πόδια μας, «Ειιι! Γκρρρρ! Θα με πατήσετε!» Σκύψαμε και είδαμε έναν σκύλο να μας δείχνει εξαγριωμένος τα δόντια του. Πια δόντια δηλαδή. Σκέτα ούλα με κάνα δυο… μορφές δοντιών. «Εσύ ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησα. «Εσείς ποιόν ψάχνετε στα τριάντα λεπτά τρέξιμο;» είπε βλοσυρός. «Σε ποιόν νομίζετε πως σας έστειλε εκείνος ο χοντρομπαλάς ο γέρο-Πιγκουΐνος; Ώστε ζει ακόμα! Ε!» «Τι!» Έκανα όλο απορία. «Γνωρίζεις τον Πιγκουΐνο;»

Page 47: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

42

«Ποιος άλλος θα σας έστελνε στα τριάντα λεπτά τρέξιμο!» επανάλαβε. Εσείς οι νέοι… δεν σκέπτεστε καθόλου! Ε! λοιπόν, τι …κάνει εκείνος ο παλιόγερος. Και απορώ βέβαια πως ακόμα ζει. Δεν θα είναι και εκατό χρονών;» «Ε! Όχι και εκατό», πήγα να διαφωνήσω, όμως η πανέξυπνη Κανέλλα μου έδωσε μια σπρωξιά και σταμάτησα απότομα. «Εκατό και βάλε! Χάλια, πολύ χάλια! ‘Όπου να ‘ναι θα…» είπε. «Τι; Θα τα τινάξει;» είπε χαρωπός ο γέρος. «Ε! Καλά. Εγώ το ‘ξερα πως είναι εκατό και βάλε!». «Έχετε την καλοσύνη να μας πείτε από που τον γνωρίζεται;» Τον ρώτησε ευγενικά η Κανέλλα. «Όλοι οι εκλεκτοί γνωριζόμαστε μεταξύ μας.» Εκλεκτοί; Αναρωτηθήκαμε. Ο γέρο σκύλος και ο Πιγκουΐνος είναι εκλεκτοί; «Υπομονή» μου ψιθύρισε η Μπούμπα. «Υπομονή.» «Και γιατί παρακαλώ κάθεστε μόνος, εδώ στην ερημιά; Γιατί φύγατε από το σπιτάκι σας;» είπα και έδειξα το καλυβάκι υποθέτοντας πως θα ήταν το σπίτι του μια και δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκεί γύρω. «Και εσένα ποιος σου είπε ότι έφυγα εγώ από το σπίτι μου!» μου είπε έξαλλος. «Εκείνο έφυγε και με άφησε εδώ, έξω στην μπόρα και τ’ αγιάζι. Γι’ αυτό και εγώ του θύμωσα και δεν το ακολούθησα.» «Το σπιτάκι;» ψέλλισε η Μίλβα. Κάθε κουβέντα του γέρο-σκύλου ήταν πιο παράξενη από την προηγούμενη. Άκρη δεν έβγαζες από όσα έλεγε. Γι’ αυτό κι εμείς αποφασίσαμε να σταματήσουμε τις ερωτήσεις και να ασχοληθούμε με το θέμα που μας απασχολούσε. «Μας είπε εκείνος ο πάααρα πολύ γέρος, ο Πιγκουΐνος» είπε η Νίκη, «ότι εσείς έχετε τρόπο για να μπορέσουμε να προειδοποιήσουμε τις γατούλες για ένα μεγάλο κακό που συμβαίνει στον κόσμο. Λοιπόν, θα μας βοηθήσετε;» «Και…πως…εσείς…σκύλοι και θέλετε να βοηθήσετε τις γάτες», γρύλισε ο γέρος. «Καλά αυτός ο γέρο παραλυμένος τα έχει τελείως χάσει!

Page 48: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

43

Δεν μπορώ να σας βοηθήσω! Σαν μα μου λέτε να τις στείλω στο στόμα του λύκου…του σκύλου εννοώ.» «Μα εμείς θέλουμε το καλό τους…» Η υπομονή μου εξαντλούνταν. «Είπα δεν μπορώ!» «Άδικα δηλαδή κάναμε τόσο δρόμο;» είπε με ύφος θλιμμένο η Μπούμπα. «Σιγά το δρόμο! Τριάντα λεπτών τρέξιμο! Τι είναι τριάντα λεπτά τρέξιμο για νέους όπως είστε εσείς. Όμως και να μπορούσα να σας βοηθήσω, πως νομίζετε ότι θα μπορούσε να γίνει αυτό;» Ένα δίκιο το είχε ο γέρο σκύλος. Πώς να πιστέψει πως σκοπός μας ήταν να βοηθήσουμε τους αιώνια αντιπάλους μας, τις γάτες. Όμως καιρό για του εξηγήσουμε κάτι τόσο περίπλοκο, δεν είχαμε. Είχαμε αρχίσει να χάνουμε και την υπομονή μας. Και τότε πέρασε μπροστά η Μίλβα. Στάθηκε από πάνω του, του έδειξε τα κάτασπρα δόντια της που άστραψαν στο φως του φεγγαριού, και… του γρύλισε απειλητικά. «Α! Για να σου πω ξεκουτιασμένε, γεροπαραλημένε, δεν θα μας σκάσεις εσύ. Λέγε γρήγορα, πριν χάσω τελείως την υπομονή μου.» Τα χάσαμε. Τώρα σκεφτήκαμε θα πεισμώσει ο γέρος και άντε να του βγάλεις λέξη. Όμως εκείνος αντί για αυτό, γούρλωσε τα μάτια και έβγαλε μια δυνατή κραυγή που μας έκανε να τα χάσουμε. «Σηκώστε με! Γρήγορα! Γρήγορα! Μου φεύγουν!» Τον αρπάξαμε με τα δόντια μας και τον κρατήσαμε σταθερά στον αέρα. «Αχ! Ανακουφίστηκα!» έκανε τότε εκείνος. «Τώρα αφήστε με πάλι στη θέση μου». Τον ακουμπήσαμε κάτω. Μείναμε να τον κοιτάμε με το στόμα ανοιχτό. Ένα ήταν τελικά σίγουρο. Επρόκειτο για τον πιο παράξενο γέρο του κόσμου. Εκείνος, αφού μας κοίταξε όλους, έναν, έναν, με πολύ προσοχή, είπε παραδόξως με μελιστάλαχτη φωνή: «Καλά ντε! Καθίστε κάτω. Έχουμε θέμα!» Επιτέλους, σκεφτήκαμε. Συνήλθε. «Δεεε φταίω εγώ. Εκείνος ο ξεκουτιασμένος φταίει, που δεν σας εξήγησε. Είδατε που πάνω κάθομαι; Και έκανε λίγο στο πλάι για να

Page 49: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

44

δούμε. Κοιταχτήκαμε και χωρίς να πούμε λέξη, τον ξανασηκώσαμε στον αέρα. Ένα χοντρό βιβλίο που εκτελούσε χρέη στρωμνής, ακριβώς κάτω από τα ξερακιανά καπούλια του, έκανε την εμφάνισή του. Τον αφήσαμε βιαστικά πάλι κάτω, ο οποίος είχε αρχίσει και πάλι να γκρινιάζει. «Μη κάτω! Βρε κουτορνίθια, κρυώνω! Έχω τριάντα χρόνια, μπορεί και εκατό να κάτσω κάτω». Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Ποιος σκύλος ζει τριάντα και εκατό χρόνια.

ΤΟ ΓΑΤΟ - ΒΙΒΛΙΟ ΉΤΑΝ ένα βιβλίο χοντρό με στραπατσαρισμένο, καφέ εξώφυλλο. Μία γάτα με πλούσιο γκρι τρίχωμα και χρυσά μάτια, καμάρωνε στο κέντρο του. Η φουντωτή ουρά της ήταν τυλιγμένη γύρω από τα πόδια της. Θα μπορούσε να ήταν μια Κουν Μέην, η μία Νορβηγικού δάσους. Θα μπορούσε επίσης να πει κανείς, ότι ήταν πολύ όμορφη, εάν δεν είχε εκείνο το ένα και μοναδικό μάτι στο κέντρο του εξωφύλλου, που όσο το κοίταζες τόσο και μεγάλωνε, ή νόμιζες ότι μεγάλωνε. «Τι βιβλίο είναι αυτό;» ρώτησα. «Το βιβλίο της γάτας» μου απάντησε εκείνος. «Τι άλλο. Και αυτό, μόνο ο εκλεκτός του μπορεί να το αγγίξει. Μόνο αυτός μπορεί να μάθει να νιαουρίζει. Και…κουτορνίθια, αυτός είμαι εγώ.» Πήρε το βιβλίο και το ξεφύλλισε. «Γλυκούλα μου» είπε και άρχισε να διαβάζει, κάτι σαν δέηση: «Γάτα. Αγριόγατα και οικόσιτη. Γάτα σύμβολο θεϊκό. Γάτα υπερήφανη, αδιαπραγμάτευτη, σοφά επιφυλακτική. Γάτα προερχόμενη από τα βάθη του χρόνου. Γάτα μυστήρια, πλάσμα εξωτικό! »Γάτα νυκτόβια, αφρικανική αγριότατα. Γάτα η πρώτη που προσκολλήθηκε στον άνθρωπο, χάρη στην αφθονία των ποντικιών που υπήρχαν στις αποθήκες των τροφίμων τους. Γάτα που ξημερώθηκες γύρω στο 2500 π. χ. και έγινες κατοικίδιο χίλια χρόνια αργότερα. Περίπου 8000 χρόνια πριν, στην περιοχή του σημερινού Abu Simbel. Γάτα ιστορικό, γάτα…»

Page 50: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

45

Ο γέρος διάβαζε με θαυμασμό. Τον ακούγαμε με πολύ προσοχή. Όταν τελείωσε, έκλεισε το βιβλίο. «Αγαπημένη μου» ψιθύρισε. «Ίσως…ήρθε η ώρα να χωριστούμε. Ίσως ένα από αυτά τα κωθώνια, να είναι ο αντικαταστάτης μου. Σε παρακαλώ, διάλεξε, με προσοχή. Θέλω να πέσεις σε καλά χέρια!» «Τελείωνε γέρο», του είπε η Μίλβα. «Θα έρθεις μαζί μας» «Και πως λέτε να γίνει αυτό; Θα με πάρετε αγκαλίτσα;» Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε σωστά. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον κουβαλήσουμε τόσο δρόμο. «Και τώρα τι κάνουμε;» Αναρωτηθήκαμε. «Δύο λύσεις υπάρχουν» μίλησε ο γέρος. Μείναμε άναυδοι. Είχε λύσεις και μάλιστα δύο! «Ακούμε» του είπαμε με ένα στόμα. «Ή μία είναι να μου φέρεται εδώ μία γάτα πρόθυμη να βοηθήσει» Όλοι ξέραμε πως η πρώτη λύση, μόνο λύση δεν ήταν. Ήταν αδύνατον να του πάμε εκεί, μία οποιαδήποτε γάτα. Επομένως, δεν μας έμενε άλλο από το να ευελπιστούμε για την δεύτερη. «Ή…», συνέχισε, «να γίνει ένας από εσάς, ο επόμενος εκλεκτός.» «Αυτό ναι. Είναι εύκολο συμφωνήσαμε.» «Καθόλου!» γέλασε πονηρά . «Αυτό είναι το πιο δύσκολο. «Έλα επιτέλους παππού, διάλεξε έναν από εμάς να τελειώνουμε!» Είπε η Μίλβα νευριασμένη. «Έχουμε και σπίτια να προστατέψουμε. Δεν θα περάσουμε όλη τη νύχτα εδώ!» «Δεν θα διαλέξω εγώ κωθώνια!», επέμενε εκείνος. «Το βιβλίο θα διαλέξει.» «Το βιβλίο;» αγαθέψαμε όλοι μαζί. «Ναι. Το βιβλίο! Και σας πληροφορώ, μέχρι τώρα εξετάστηκαν πάνω εκατόν πενήντα εκατομμύρια σκύλοι και κανένας δεν ήταν ο επόμενος εκλεκτός.» «Εκατόν πενήντα εκατομμύρια!» απορήσαμε. «Μπορεί να ήταν και χιλιάδες, η δεκάδες. Δε…θυμάμαι επακριβώς.» «Αυτός ο γέρος βάλθηκε να μας σκάσει.» Γρύλισε πάλι η Μίλβα. «Λοιπόν» συνέχισε ο γέρος. «Πρώτα θα με πάτε στην καλύβα. Εκεί θα σας πω τι θα κάνουμε.»

Page 51: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

46

Χωρίς καθόλου να χάνουμε χρόνο, τον αρπάξαμε. Αυτή τη φορά ένας από εμάς του την έκανε, γιατί ο γέρος έσκουξε. «Αου! Ποιο κωθώνι με δαγκώνει.. Σεβασμό στο γέρο βρε…!». Μπήκαμε στο καλυβάκι. Τον αφήσαμε κάτω και τοποθετήσαμε το βιβλίο πάνω σε ένα τραπέζι. «Και τώρα τι;» τον ρώτησα.» «Εάν είστε τυχεροί», είπε αυτός. «Ένας από εσάς, απόψε θα γίνει ο εκλεκτός του. Θα πρέπει να ξέρετε πως υπάρχουν πάρα πολλά τέτοια βιβλία. Ένα για κάθε ζώο. Ίσως χρειαστεί να δοκιμαστείτε και στα άλλα…Τώρα, κοιτάξτε εδώ. Όοοπα! Όχι τόσο κοντά. Από απόσταση. Άντε να τελειώνουμε. Κουράστηκα να ζω καταγής. Είναι πια καιρός να αποδημήσω εις τόπους χλοερούς.» Δεν δώσαμε ιδιαίτερη σημασία στ α λόγια του. έτσι κι αλλιώς, όλα όσα έλεγε, ασυναρτησίες ήταν …μας φαίνονταν τέλος πάντων. «Εδώ υπάρχουν τα ονόματα όλων των εκλεκτών» συνέχισε εκείνος. «Να εδώ είμαι εγώ. Στο Σίγμα. Σαμψών= Εκλεκτός Γάτο-βιβλίου. Και εδώ στο Πι, Πιγκουΐνος= Εκλεκτός Κανκουρό-βιβλίου…και εδώ ένας Λε…λι…λιο…να πάρει έχασα και τα γυαλιά μου…» Τι! Ε! Καλά μείναμε άναυδοι. Ο φίλος μας ο στρογγυλός εκλεκτός. «Τι χάσκετε έτσι!» Μας συνέφερε ο γέρος και έκλεισε απότομα το βιβλίο. «Πάρτε θέσεις. Ένας, ένας, θα κοιτάτε κατευθείαν στο μάτι. Σε όποιον η γάτα γαβγίσει, αν δηλαδή ποτέ γαβγίσει, αυτός θα είναι ο επόμενος εκλεκτός. Όμως μην έχετε και πολλές ελπίδες!» Πήραμε θέση. Πρώτη η Νίκη πλησίασε και λίγο φοβισμένα κοίταξε στο μάτι. «Νιάουουου… έκανε η γάτα τρίβοντας με το ένα ποδαράκι το μάτι της που είχε μικρύνει πάρα πολύ. Η Νίκη δεν ήταν η εκλεκτή. «Άλλος!» είπε ο γέρος και ήρθε μπροστά η Μίλβα. Κοίταξε και εκείνη στο μάτι και η γάτα τσίριξε και τρύπωσε στο βιβλίο. «Το ήξερα» είπε ο γέρος σαρκαστικά. «Είσαι μία δολοφόνος γατών!» «Μόοονο σε άμυνα…» ψέλλισε εκείνη. Σοκαριστήκαμε. Τότε…γιατί ήρθε μαζί μας; αναρωτηθήκαμε.

Page 52: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

47

«Τι με κοιτάτε έτσι» είπε εκείνη. «Για σας το έκανα. Τους φίλους μου.» «Να ξέρεις» της είπε. «Εκείνο το…γεροπαραλυμένος, πολύ με πείραξε. Ο επόμενος!» έδωσε ύστερα την εντολή. Ήρθε η σειρά της Κανέλλας. Ειλικρινά πίστεψα πως θα ήταν αυτή. Τόσο γλυκιά και τρυφερή, μόνο αυτή θα μπορούσε να είναι! Όμως η γάτα, έκανε και πάλι…: «Μιάου…» «Άλλος» είπε ξανά ο γέρο Σαμψών βαριεστημένα «Μετά κοίταξε η Μπούμπα και πάλι: «Μιάου…» «Άλλος!» Εγώ, και πάλι: «Μιάου…» «Άλλος!» Ερμής, και πάλι: «Μιάου…» Και έμενε ο Χάρης. Εάν δεν ήταν ούτε αυτός, ε τότε, όλος ο κόπος, χαμένος. Τα πόδια του έτρεμαν. Του κάναμε νόημα να πάρει κουράγιο. Κοίταξε δειλά στο μάτι. Τότε εκείνο, για πρώτη φορά μεγάλωσε, μεγάλωσε, μεγάλωσε, ώσπου κάλυψε όλο το βιβλίο. Ένα δυνατό γάβγισμα ακούστηκε και ο Χάρης κυρίες και κύριοι, είναι ο επόμενος εκλεκτός! Μάλιστα! Αυτός ο μέχρι πριν από λίγο πεινασμένος, είναι τελικά ο εκλεκτός αυτού του τόσο σπουδαίου βιβλίου. Η χαρά μας δεν περιγραφόταν. Η σοφία από διακρίσεις δεν γνωρίζει! «Αντίο γατούλα μου» είπε ο γέρος βαθύτατα συγκινημένος. Ανήκεις πλέον σ’ αυτόν! Και εσύ, θα πρέπει να ξέρεις πως δεν πρόκειται ποτέ να σε αποχωριστεί. Όπου και αν πάς, το βιβλίο θα σε ακολουθεί.» Μάλλον ανάποδα τα είπε ο γέρος σκεφτήκαμε. «Φύγετε τώρα» συνέχισε. «Φύγετε! Ήρθε η ώρα να κλείσω τα μάτια μου.» Πήραμε το βιβλίο και κινήσαμε να φύγουμε. Την ώρα που έβγαινα, γύρισα και του έριξα μια ματιά. Είχε κλείσει τα μάτια. Ήταν γαλήνιος. Γύρισε από άλλη και έκανε ένα κουβαράκι το γέρικο κορμί του. «Αντίο Σαμψών» του είπα. «Ευχαριστούμε για όλα.» «Καλή τύχη!» τον άκουσα να ψιθυρίζει. «Να ξέρεις, εκείνο το…γεροπαραλυμένος, πολύ με πείραξε.» «Σόρυ φίλε!»

Page 53: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

48

Ο ΧΑΡΗΣ για πρώτη φορά στη ζωή του ήταν ευτυχισμένος. «Εγώ! Εκλεκτός!» Μονολογούσε «Δεν το πιστεύω! Αδύνατον!» Ούτε καν πρόσεχε που πάει, που πατάει. Κάθε τόσο τον τραβούσαμε για να μην χαθεί. «Θέλεις να σε ξεκουράσω;» τον ρώτησα κάποια στιγμή. «Όχι… ευχαριστώ» μου απάντησε με τρεμάμενη φωνή και έσφιξε πιο πολύ το απόκτημά του. «Κοιτάξτε εδώ» είπε η Κανέλλα. «Μια τσάντα.» Στην άκρη του δρόμου, υπήρχε πεταμένη μία μισοσκισμένη σχολική τσάντα. «Ότι πρέπει» είπε η Νίκη και την πήρε στα δόντια της. Σε λίγο ο Χάρης περπατούσε με μία σχολική τσάντα κρεμασμένη από το λαιμό του. «Περιμένετε» είπε η Νίκη ξαφνικά. «Επιστρέφω αμέσως.» Την είδαμε να τρέχει προς τον λόφο, από όπου ακούγονταν αυτοκίνητα. «Είναι ο μεγάλος αυτοκινητόδρομος. Κάποτε, με εγκατέλειψαν εδώ.» Είπε η Μπούμπα θλιμμένη. Από ψηλά ακούστηκε η Νίκη: «Ελάτε! Ελάτε! Όλοι!» Χωρίς δεύτερη σκέψη, τρέξαμε προς τα εκεί. «Ουάου!» αναφωνήσαμε εντυπωσιασμένοι καθώς αντικρίζαμε την πολιτεία με τα πολλά φώτα και τα ακόμα πιο πολλά αυτοκίνητα. «Κοιτάξτε τα τεράστια σπίτια των ανθρώπων!» είπε η Νίκη. «Ψηλά σα βουνά. Και δρόμοι μεγάλοι και φωτεινοί. Δεν είναι φανταστικά!» «Ωραία!» είπε η Μίλβα ανόρεχτα. «Τέλεια!» είπε η Κανέλλα, με θαυμασμό. «Τι λέτε;» Έκλεισε πονηρά το μάτι η Νίκη. «Αλλάζουμε δρόμο; Πάμε από εκεί να σας δείξω πως περνάνε από τα φανάρια;» «Μήπως είναι επικίνδυνα;» ρώτησε ο Ερμής. «Είναι επικίνδυνα. Σας το δηλώνω» είπε η Μπούμπα. «Πάμε καλύτερα από εκεί που ήρθαμε».

Page 54: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

49

«Είναι επικίνδυνα για όσους δεν γνωρίζουν» είπε με αυτοπεποίθηση η Νίκη. «Εγώ το μόνο που θέλω…είναι να πάω στο σπίτι μου» είπε ο Χάρης. «Και…ανησυχώ για το βιβλίο μου.» «Ακολουθείστε με και μην φοβάστε» επέμενε η Νίκη. «Θα ζήσετε μια εμπειρία…μοναδική. Εμπιστευτείτε με!» Μας έπεισε. Την ακολουθήσαμε. Περπατούσαμε ο ένας πίσω από τον άλλον, με εκείνη να προπορεύεται. Οι άνθρωποι μέσα από τα αυτοκίνητα, μας κοιτούσαν αποχαυνωμένοι. «Κοιτάξτε εκεί!» έλεγαν δείχνοντάς μάς. Σαν αξιοθέατα μας έβλεπαν. Επτά σκύλοι ο ένας πίσω από τον άλλον και ένας από αυτούς με σάκα σχολική να κρέμεται από το λαιμό του. Ε…πόσο ήθελε για να πάθουν οι…άνθρωποι! «Κοιτάξτε εκείνο με την τσάντα! Μα κοιτάξτε πως περπατάνε στη σειρά! Σαν στρατιωτάκια.» «Σαν σχολική τάξη!» είπε ένας νεαρός γελώντας. Φτάσαμε σε μια κολόνα με κάτι τρίχρωμα φανάρια στην κορυφή της. Στην σειρά, από πάνω προς τα κάτω. «Κοιτάξτε τώρα τι θα κάνω» είπε η Νίκη και πάτησε ένα κουμπί που υπήρχε στη μέση της κολόνας. Όταν θα ανάψει το κάτω φωτάκι, θα σταματήσουν τα αυτοκίνητα και θα περάσουμε εμείς.» «Για ‘μας θα σταματήσουν;» απορήσαμε. Όμως η Νίκη, γι’ αυτό, δεν είχε απάντηση. Όταν έσβησε το πάνω φως και άναψε το κάτω, με την Νίκη πάντα επικεφαλή, διασχίσαμε τον τεράστιο δρόμο. Την ώρα που περνούσαμε, είδαμε να βγαίνει μια λάμψη, μέσα από ένα αυτοκίνητο. «Τι ήταν αυτό;» αναρωτήθηκα τρομαγμένος. Τις φοβάμαι τις αστραπές και τις βροντές. Μου ‘μεινε από τότε που ήμουν κουτάβι, σε εκείνο το δάσος. «Μη φοβάσαι» με καθησύχασε η Νίκη. «Κάποιος μας φωτογραφίζει.» Φτάσαμε στο σπίτι σύναυγα. «Επιτέλους γυρίσατε» είπε ανήσυχη η μικρούλα Πέρσα. Πώς πήγε;»

Page 55: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

50

«Όλα καλά» της απάντησα. «Αύριο θα σου τα πω όλα. Τώρα είμαι ένα πτώμα. Τελικά, ήταν πάρα πολύ μακριά. Καλά έκανες και δεν ήρθες.» «Πόσοι ήσασταν;» επέμενε να μάθει λεπτομέρειες. «Επτά. Καληνύχτα Πέρσα δεν μπορώ Άλ…..χρχρχρχρ». «Καλημέρα Πειρατή.» ΧΑΡΗΣ Ο ΕΥΤΥΧΗΣ ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ μέρες οι άνθρωποί μας, μας είχαν υπό στενή παρακολούθηση. Τα βράδια όταν έσβηναν τα φώτα, μας παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες. Δεν ήξεραν τι να υποθέσουν. Τους ακούγαμε να συζητούν, να ανταλλάσσουν γνώμες και συμπεράσματα, χωρίς όμως να μπορούν να δώσουν μία λογική εξήγηση. Κάτι για την ανθρώπινη αντίληψη, να ευσταθεί. Το βράδυ που αποφασίσαμε να πάμε στον εκλεκτό Χάρη, είδαμε τα κορίτσια να βγαίνουν από το σπίτι, προσπαθώντας να μην κάνουν θόρυβο. Ήταν φανερό πως σκόπευαν να μας παρακολουθήσουν. Προσποιηθήκαμε ότι δεν τις προσέξαμε και προχωρήσαμε προς το σπίτι των φίλων μας, σταθερά. Βρήκαμε τον Χάρη με το βιβλίο αγκαλιά. Ένα φως απαλό και κάποιες περίεργες φωνές έβγαιναν από μέσα. Πλησίασα και έσκυψα για να δω. Μια στριγκλιά φωνή ακούστηκε και το βιβλίο έκλεισε απότομα, από μόνο του. «Λυπάμαι! Δεν πρέπει να κοιτάτε φίλοι μου» είπε ο Χάρης. «Δεν επιτρέπει σε κανέναν. Δεν είναι δική μου απόφαση.» «Συγγνώμη φίλε. Δεν θα επαναληφθεί» του είπα. «Στο θέμα μας» επενέβη πολύ σωστά η Κανέλλα. «Χάρη, κάλεσε τα γατάκια.» «Ευχαρίστως» είπε εκείνος και σηκώθηκε. Πήρε στάση γατίσια και άρχισε να νιαουρίζει. Μέσα σε δύο λεπτά τα γατάκια βρισκόντουσαν πάνω στα κολονάκια. Στα δύο μεσαία οι δύο αρσενικοί, ο Γατούλης και ο Καφετούλης και στα ακριανά η απλησίαστη Παρδαλή και η χαδιάρα η Χαϊδούλα. Και τα τέσσερα, προσηλωμένα στον Χάρη.

Page 56: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

51

Με προσοχή γύρισα και είδα τα κορίτσια να μας παρακολουθούν πίσω από ένα αυτοκίνητο. Αρχικά χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ώσπου είδαν τον Χάρη να παίρνει στάση γάτας και να αρχίζει τα νιαουρίσματα. Είναι περιττό να προσπαθήσω να περιγράψω το πώς αντέδρασαν. Ε! Εδώ που τα λέμε δεν είναι και εύκολο να είσαι άνθρωπος και να βλέπεις σκύλο να νιαουρίζει! Εγώ πάντως τις λυπήθηκα. Μακάρι να μπορούσα να τους τα εξηγήσω όλα. Και εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή μου ήρθε ή ιδέα. Ταράχτηκα, αναστατώθηκα, με κυρίεψε η αγωνία. Μα ναι! Αυτό είναι! Πρέπει να είναι δηλαδή! Πρέπει να μάθω! Δεν μπορεί, κάποιος θα ξέρει. Και εάν συμβαίνει αυτό, τότε…τότε θα είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη από την δημιουργία της γης. Ο Χάρης εξακολουθούσε να μιλάει στις γατούλες του και εγώ, αντί να μείνω έκθαμβος από αυτό το γεγονός, είχα μείνει, από τη σκέψη που έκανα. Όλοι η παρέα θαύμαζε τον Χάρη και εγώ τον εαυτό μου. Βέβαια αυτό που έκανε ο Χάρης ήταν πολύ σπουδαίο. Όμως, εάν αυτό που σκέφτηκα τώρα μόλις εγώ, ολομόναχος, ήταν αληθινό! Ε! Τότε, αυτή θα ήταν Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ! Ανυπομονούσα να τελειώσει. Θα έσκαγα. Βοήθησαν τα κορίτσια που αποφάσισαν να βγουν απ’ την κρυψώνα τους. Πλησίασαν αργά-αργά και στάθηκαν πίσω από τον Χάρη. Απορροφημένος από την συζήτηση με τις γάτες, δεν τις πρόσεξε. Τις είδαν όμως οι γατούλες οι οποίες τρόμαξαν και ευθύς τράπηκαν σε φυγή, μέσα στο σκοτάδι. Τα κορίτσια είπαν δυο τρία λόγια συμπάθειας, μας χάιδεψαν τα αυτιά και κίνησαν να φύγουν . «Φεύγουν» είπε η Κανέλλα και κοίταξε τον Χάρη ανυπόμονα. «Λοιπόν, τι τους είπες; τι σου είπαν;» «Τα πάντα!» απάντησε εκείνος. «Τους εξήγησα ποιος είναι ο σκοπός μας και τους πρότεινα να κάνουν συνέλευση.» «Και τι σου απάντησαν;» «Δεν πρόλαβαν. Όπως είδατε τρόμαξαν και έφυγαν. Αύριο θα προσπαθήσω ξανά. Αφήστε το πάνω μου. Αυτό το θέμα θα το τακτοποιήσω μόνος μου.»

Page 57: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

52

«Έτσι και αλλιώς, μόνο εσύ μπορείς» είπε η Νίκη. «Όμως ο Πειρατής, εσύ κάτι σκέφτεσαι; Κάτι που σε απασχολεί. Λέγε λοιπόν. Τι σκέφτεσαι;» «Ναι πράγματι. Κάτι σφήνωσε στο μυαλό μου και εάν δεν το πω, θα σκάσω. Λοιπόν ακούστε. Θυμόσαστε που μας είπε ο γέρο Σαμψών ότι τέτοια βιβλία υπάρχουν, ένα για κάθε ζώο;» «Ναι, ακριβώς, αυτό μας είπε» συμφώνησαν όλοι.» «Άρα, πρέπει να έχει και ο Πιγκουΐνος ένα.» «Ναι!» ενθουσιάστηκε ο Χάρης. «Το γράφει στο βιβλίο, στο γράμμα Πι, Πιγκουΐνος = Εκλεκτός Καγκουρό-βιβλίου. «Ποτέ δεν τον έχω δει να κρατάει βιβλίο. Ούτε καν να μιλάει για αυτό» είπε παραξενευμένη η Κανέλλα. «Μόνο μια φορά, τότε που έβγαζε εκείνον τον περίεργο λόγο, μόνο τότε, κάτι ανάφερε. Υπέθεσα όμως πως ήταν κατά λάθος.» Και εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Πιγκουΐνος «Γεια σας» είπε λίγο βαριεστημένα. «Τι τρέχει; Για μένα κουβεντιάζετε;» «Να… ετοιμάζουμε μία τελετή, κατ’ εντολή της επιτροπής απονομής παρασήμων.» Του είπε με νόημα η Κανέλλα. «Πρόκειται για την παρασημοφόρηση κάποιων αγωνιστών. Αναρωτιόμαστε που να διεξάγουμε την τελετή.» «Τι θα λέγατε για την αυλή μας;» είπε και ο Χάρης. «Είναι ευρύχωρη, έχει και εξέδρα, εγώ λέω ότι είναι μια χαρά, ε, τι λέτε;» «Τέλεια!» συμφωνήσαμε όλοι μαζί. Μένει μόνο να ορίσουμε την ημερομηνία.» ΤΟ ΚΑΓΚΟΥΡΟ - ΒΙΒΛΙΟ Ο ΧΟΝΤΡΟΥΛΗΣ τσίμπησε αμέσως. Δεν έμενε παρά να του ζητήσουμε αυτό που θέλαμε. «Μάθαμε πως είσαι ένας άξιος εκλεκτός. Ειλικρινά φίλε μου, εντυπωσιαστήκαμε. Να έχουμε έναν τόσο σπουδαίο φίλο και να μην το ξέρουμε! Αν το ξέραμε, θα ετοιμάζαμε και μια εξαιρετική προθήκη για το βιβλίο! Αλήθεια σοφέ μας φίλε; Που το έκρυψες;»

Page 58: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

53

«Το έθαψα» είπε εκείνος και έκανε το αίμα όλων μας, να παγώσει στις φλέβες μας. «Όταν ήμουν νεαρός ακόμα, σκέφτηκα πως αυτό το βιβλίο δεν επρόκειτο ποτέ να χρειαστεί και το έθαψα.» Απογοητευτήκαμε. Φοβηθήκαμε πως μετά από τόσα χρόνια μέσα στη γη, θα έχει γίνει λίπασμα» «Είπα πως ήμουν νεαρός, όχι μωρός», είπε εκείνος. «Πρώτα το έβαλα μέσα σε ένα μεταλλικό κασελάκι και ύστερα το έθαψα.» Ούφ! Ανασάναμε. «Ούτε στιγμή δεν αμφιβάλαμε για την σοφία σου.» Του είπα. «Δείξε μας τώρα πού το έθαψες.» «Εκεί κάτω» είπε και μας έδηξε την αποθηκούλα της μικρής αυλής. «Τον καιρό που το έθαψα, δεν υπήρχε η αποθήκη. Η γιαγιούλα μου, έβαλε και της την έφτιαξαν, ακριβώς πάνω από την κρυψώνα μου, αργότερα. Δεν ανησύχησα. Τουλάχιστον έτσι σκέφτηκα θα είναι ακόμα πιο ασφαλές και με τα χρόνια το ξέχασα.» Όσο για αυτό, δεν μπορούσαμε παρά να συμφωνήσουμε μαζί του. Το βιβλίο υπήρξε πολύ καλά κρυμμένο. Κοιταχτήκαμε και ενδόμυχα αποφασίσαμε πως ήταν πολύ αργά για να κάνουμε απόψε οτιδήποτε. «Φτάνει για απόψε» είπε η Κανέλλα. «Πάμε για ύπνο τώρα και αύριο βλέπουμε». «Κάτι… πριν φύγουμε» είπα και ενώ τα κορίτσια με κοίταξαν με απορία, συνέχισα χωρίς προστριβές. «Οι άνθρωποι ανήκουν και αυτοί στα ζώα έτσι δεν είναι; Είναι και αυτοί ένα είδος ζώου, σωστά;» Τα κορίτσια εξακολουθούσαν να με κοιτάζουν απορημένα. Για μερικά δευτερόλεπτα νόμιζα πως θα σπάσει η καρδιά μου. «Ναι» απάντησε σχεδόν αμέσως η Νίκη. «Οι άνθρωποι ανήκουν στο ζωικό βασίλειο. Είναι και θηλαστικά. Είναι βέβαια τα πιο εξελιγμένα, αλλά δεν παύουν να είναι…μα ναι!» Αναφώνησε. «Το βιβλίο! Πειρατή το βιβλίο! Πρέπει να υπάρχει κάπου το ανάλογο βιβλίο!» «Άρα, κάπου θα υπάρχει και ο εκλεκτός του» συμπλήρωσε η Κανέλλα. «Πειρατή μπράβο, έχεις ανθρώπινο μυαλό! Με την καλή έννοια, σαφώς.»

Page 59: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

54

ΛΕΥΚΗ ΚΑΙ ΜΑΡΙΟΡΗ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ημέρα όταν οι άλλοι έπαιζαν, εμείς οι ξενύχτηδες, κοιμόμασταν. «Πάλι κοιμούνται οι νυχτερινοί περιηγητές» είπε η μαμά όταν βγήκε το πρωί για να πιει το καφεδάκι της κάτω από τη πελώρια λεύκα. «Νομίζω πως αυτό το μουτράκι η Νίκη είναι ο ταραξίας» είπε η μικρή Ελένη. «Δίκιο έχει μαμά» είπε και η Ναταλία. «Πριν έρθει η Νίκη, δεν θυμάμαι να συνέβη τίποτα το περίεργο. ΓΙΑ ΠΟΛΛΕΣ νύχτες δεν φύγαμε από το σπίτι. Μόνο μία φορά κατεβήκαμε στο ρέμα, όπου συναντήσαμε ένα δυο αρουραίους και τον άγριο μαύρο γάτο. Αλλά δεν βρήκαμε κανένα ενδιαφέρον στο να τους κυνηγήσουμε και αποφασίσαμε να πάμε στον Άραμη. Τουλάχιστον εκείνος, θα μας…άναβε τα αίματα. Κάτι τέτοιο, εκείνη τη δεδομένη στιγμή, το είχαμε ανάγκη. Φτάσαμε σχεδόν μέχρι το σπίτι του και περιμέναμε να ακούσουμε το άγριο γάβγισμα του, όπως συνήθως, όμως δεν ακουγόταν τίποτα. Τι να συνέβαινε άραγε; Αυτός άλλοτε δεν άφηνε ούτε πουλί να πλησιάσει χωρίς να ξεσηκώσει τον τόπο με τα γαβγίσματα του. Τον βρήκαμε να κάθετε στην είσοδο του σπιτιού του, ήρεμος και μάλιστα με την πόρτα ανοιχτή. «Ο! Γεια σας» είπε. Τι καλά που ήρθατε! Θα ήθελα να μιλήσουμε.» Απίστευτο! Αυτός είναι ο άγριος σκύλος που ήθελε να με φάει; Αυτός που τώρα με υποδέχεται όλο ευγένεια. «Γεια και σε σένα» του είπα με επιφυλακτικότητα. «Τι γίνετε;» «Ήμουνα στη συνέλευση» συνέχισε εκείνος, «και κατάλαβα πολλά πράγματα. Μέχρι τώρα ζούσα στο σκοτάδι. Νόμιζα πως ζωή είναι να μην αφήνω κανέναν να πλησιάζει στο σπίτι μου και να δείχνω τα δόντια μου σε όλους τους ομοεθνείς μου αλλά και στους ανθρώπους. Δεν είχα ποτέ σκεφτεί πως υπάρχουν καλοί και κακοί. Μα τώρα, χάρη σε σας, τα βλέπω όλα αλλιώτικα Σας ευχαριστώ φίλοι μου που μου ανοίξατε τα μάτια. Μπορώ να σας αποκαλώ έτσι; Φίλους μου;»

Page 60: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

55

Μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Αυτό πια δεν θα το περίμενα ούτε στον κόσμο των σκύλων. Ο Άραμης φίλος μας! «Μα και βέβαια, ευχαρίστως» του απάντησε μελιστάλαχτα η Νίκη. «Από εδώ και εμπρός θα είσαι και εσύ ένας από τους πολλούς και καλούς φίλους μας.» Εκείνη τη στιγμή βγήκε ο άνθρωπός του. Η ηλικιωμένη κακότροπη γυναίκα. Είδε τον σκύλο της καθισμένο στα πίσω πόδια να μου δίνει ένα γλείψιμο φιλίας και έμεινε κόκαλο. Το τσιγάρο ξεκόλλησε από τα χείλη της και έπεσε. Λόγια μπερδεμένα, μαζί με τον καπνό, βγήκαν από το στόμα της. «Ε! Τι στον κόρακα» είπε και έξυσε το κεφάλι της. «Τι είναι τούτο πάλι! Τι έπαθε ο σκύλος μου; Μάγια του ‘καναν; Από κείνο το διαολεμένο βραδύ, κάτι έπαθε και από λύκος έγινε αρνάκι.» Ανταποδώσαμε το γλείψιμο φιλίας και φύγαμε. Πήραμε το δρομάκι προς τους στάβλους. Βρήκαμε τα κορίτσια την ώρα της δουλειάς τους. «Βρε καλός τους!» είπαν και οι δύο μαζί. «Τι γίνεται εδώ;» μου ψιθύρισε η Νίκη. Όλοι πια μας ξέρουν;» «Περιμένετε να τελειώσουμε και ερχόμαστε!» φώναξαν εκείνες. Τις παρακολουθούσαμε που δούλευαν και δεν μπορέσαμε παρά να τις θαυμάσουμε. Πρώτη φορά βλέπαμε κάτι τέτοιο. Τα πρόβατα να τρέχουν δεξιά αριστερά και αυτές με επιδεξιότητα και σωστούς ελιγμούς να τα ωθούν να περάσουν από μία μικρή πόρτα, ένα-ένα μέσα. «Είναι καταπληκτικό αυτό που κάνουν» είπε η Νίκη με θαυμασμό. «Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ.» «Αυτό που εσείς κατορθώσατε» ακούστηκε μία φωνή πίσω μας, «δεν θα μπορούσαμε όλοι εμείς.» Γυρίσαμε και είδαμε την λευκή να μας πλησιάζει. «Είναι πραγματικά πολύ κούκλα!» παραδέχτηκε η Νίκη ψελλιστά. «Είχες πολύ δίκιο Πειρατή.» «Να σας συστηθώ» την ακούσαμε να λέει. «Με λένε Λευκή. Όνομα και πράμα, όπως λένε οι άνθρωποι.»

Page 61: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

56

«Εμένα Νίκη, επειδή νίκησα το θάνατο αρκετές φορές.» Όπως μου λένε οι άνθρωποί μου.» Οι άνθρωποί μου! Τι ωραία που ακούγεται! «Εμένα με λένε Πειρατή, επειδή μοιάζω με πειρατή και επειδή έζησα σαν Πειρατής, όπως μου λέει η μαμά μας.» «Και εμένα Μαργιορή. Όπως λέει ο τσοπάνης μας, επειδή του θυμίζω τη γυναίκα του.» Ένα θεόρατο δέντρο σκιάζε την πλαγιά και κάτω ακριβώς, δροσερό νεράκι ανάβλυζε μέσα από μεγάλες πέτρες που σχημάτιζαν μια μικρή λιμνούλα. Ήπιαμε νερό, βρέξαμε τα πόδια μας και ξαπλώσαμε στο παχύ χορτάρι. «Αυτό είναι ζωή φίλοι μου!» είπα. «Να μην πεινάς, να μην διψάς και να αράζεις με τα φιλαράκια σου σε ένα τόσο υπέροχο μέρος.» «Ναι! Ναι! Αριστούργημα!» συμφώνησε και η Νίκη. «Οι καλύτερες διακοπές της ζωής μου!» «Διακοπές; τι είναι πάλι αυτό;» τη ρώτησα. «Δεν ξέρω φίλε μου» μου απάντησε. «Κάθε φορά που είναι να ξεκινήσουμε για το ταξίδι μας, η Άρτεμη μου λέει: Πάμε διακοπές Νίκη μου, και με φέρνει εδώ. Άρα διακοπές σημαίνει εδώ.» Οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή, από την Λευκή και την Μαριορή. Τους είπαμε τα πάντα. Όσα ξέραμε, όσα πιστεύαμε και ελπίζαμε. Και όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες μέρες. Σταματήσαμε να μιλάμε, μόνο όταν νιώσαμε τα στομάχια μας να γουργουρίζουν. ΒΡΗΚΑΜΕ τους εσωτερικούς να λαγοκοιμούνται. «Μόλις πλησιάζει η ώρα του φαγητού εμφανίζονται» είπε η Μυρτώ θυμωμένα. Είναι σωστό αυτό;» «Δίκιο έχεις» της είπα. «Όμως είναι γιατί έχουμε πολύ σοβαρά θέματα να επιλύσουμε. Πρέπει να αρχίσουμε και έρευνες για το άλλο, θέμα. Η Νίκη ξέρει τι εννοώ!» «Αύριο Πειρατή αύριο…» είπε η Νίκη.

Page 62: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

57

Το αύριο ήρθε για άλλη μία φορά κι εγώ ανυπομονούσα να πάω στους φίλους μου. «Νωρίς ήρθες σήμερα» μου είπε η Κανέλλα. «Η μαμά μόλις έφυγε για αυτό μας βρίσκεις στο φαγητό. Εσύ έφαγες;» «Εμείς τρώμε αργότερα, μετά από εσάς. Θα έχω γυρίσει μέχρι τότε. Ξέρεις… η Νίκη έμεινε για να προσπαθήσει να πάρει εκείνο το… στρογγυλό με την κόκκινη κορδέλα. Κατάλαβες;» «Κατάλαβα! Κατάλαβα. Τι λες θα τα καταφέρει; «Ου! Καλά! Πες πως έγινε!» «Τέλεια! Τι κάνεις τώρα, φεύγεις;» «Όχι. Θα περιμένω πρώτα να τελειώσετε το φαγητό για να συζητήσουμε.» Έκανα στην άκρη και περίμενα. Παρατηρούσα τον Χάρη που δεν σήκωνε κεφάλι από το φαγητό του και θυμήθηκα εμένα. Τότε που νόμιζα πως ποτέ δεν θα χορτάσω. Τι τα θες. Πρέπει να ζήσεις στους δρόμους για να καταλάβεις τον άλλον. Και εγώ έζησα! «Τι έγινε με τις γατούλες,» ρώτησα τον Χάρη. «Κατάλαβαν; Πως αντέδρασαν;» «Κουράστηκα να τις πείσω όμως τα κατάφερα. Αύριο βράδυ θα συγκαλέσουν γενική συνέλευση. Με παρακάλεσαν να φροντίσω να μην το μάθουν οι σκύλοι, γιατί τότε, καταλαβαίνετε τι θα γίνει. Αντί για καλό θα προκαλέσουμε συμφορά.» «Μην ανησυχείς. Μόνο εγώ και η Νίκη θα έρθουμε και θα φροντίσουμε να μην εμφανιστούμε. Πάω τώρα. Να δω τι έκανε και η Νίκη. Είναι και ώρα φαγητού. Θα τα πούμε αύριο βράδυ.» ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ κιόλας είδα κάτι να γυαλίζει στο στόμα της Νίκης. «Πως τα κατάφερες ρε θηρίο!» της φώναξα χαρούμενος. Μπράβο!» «Απλά. Περίμενα τη στιγμή που όλοι άραζαν στην πίσω αυλή.» Μου απάντησε όλο αυτοπεποίθηση. Μπήκα απ’ το παράθυρο, ξεκρέμασα το μετάλλιο και την κοπάνησα.» Τόσο απλά. «Τέλεια! Άκου τώρα και τα δικά μου νέα. Καταρχάς, αύριο βράδυ οι γάτες θα συγκαλέσουν γενική συνέλευση. Θα πάμε μόνο εσύ και εγώ, αθόρυβα και κρυφά. Και επίσης, ξεκινάει η νέα αποστολή. Η αναζήτηση σκύλων, φίλων της γάτας. Και όταν γίνουμε αρκετοί, θα αποφασίσουμε για

Page 63: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

58

την επόμενή κίνηση. Παράλληλα θα αρχίσουμε και τις πρώτες έρευνες για το… άλλο… βιβλίο, ξέρεις.» «Κάτι μου λέει πως βιάζεσαι. Αυτό το βιβλίο μπορεί να είναι μόνο στη φαντασία μας. Μην το παίρνεις ως δεδομένο. Μπορεί να απογοητευτείς.» «Μ’ αρέσει να ονειρεύομαι πως ανακαλύπτω κάτι μοναδικό και μεγάλο. Μην ξεχνάς πως οι μεγάλες ανακαλύψεις έγιναν από ονειροπόλους σαν και εμένα. ΜΟΛΙΣ ΠΟΥ είχε νυχτώσει όταν φτάσαμε στην αυλή της Κανέλλας και κρυφτήκαμε σε σημείο από όπου βλέπαμε καλά το σπίτι του Πιγκουΐνου. Οι γατούλες είχαν πάρει θέση στα κολονάκια τους. Ο Πιγκουΐνος για άλλη μια φορά φάνηκε συνεργάσιμος. Κρύφτηκε και αυτός μέσα στην αποθηκούλα και περίμενε. Ήμασταν τόσο περίεργοι που δεν θέλαμε να χάσουμε ούτε το παραμικρό. Μείναμε έτσι, να περιμένουμε για μισή ώρα περίπου. Η αγωνία μας ήταν τόσο μεγάλη που μας φάνηκε αιώνας. Αυτές οι γατούλες έχουν μια ηρεμία σκέφτηκα, που σου σπάει τα νεύρα. «Συμφωνώ» άκουσα κάποιον να μου λέει ψιθυριστά. Γύρισα και είδα την Τσίνα. Καθόταν πίσω μου ασάλευτη. «Τι είπες Τσίνα;» τη ρώτησα έντονα απορημένος. «Είπα συμφωνώ μαζί σου» μου απάντησε. «Για ποιο πράγμα συμφωνείς;» επέμενα να μάθω. «Μα για αυτό που σκέφτηκες» μου απάντησε απλά. «Το ότι σου σπάει τα νεύρα η ηρεμία τους!» «Σσς….ησυχία», έκανε εκείνη τη στιγμή η Κανέλλα. «Νομίζω πως αρχίζουν.» Και οι τέσσερις γατούλες είχαν ανέβει στη στέγη του σπιτιού τους. Καθίσανε στη σειρά και αρχίσανε το κάλεσμα. Τα νιαουρίσματα τους που έμοιαζαν με τραγούδι, μα και κλάμα ανθρώπινου μωρού μαζί, αντηχούσαν στην μικρή μας πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη. Οι γάτες απανταχού της επικράτειας, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και απαντούσαν.

Page 64: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

59

Κράτησε περισσότερη ώρα από ότι το δικό μας κάλεσμα. Σε λίγο, γάτες κάθε χρώματος άρχισαν να καταφθάνουν από παντού. Πηδούσαν πάνω στα δέντρα, στα κεραμίδια, στην αποθήκη, στις κολόνες.. «Τα γατάκια μας!» αναφώνησα όλο χαρά. «Ήρθαν και τα δικά μας! Να ο Μπιάνκο, η Ναόμη, ο Σάκης, ο Σώτος, ο Φοίβος, ο Διαμαντής, η Αστερόπη. Όλα εδώ είναι. Πολύ χάρηκα που ήρθαν. Θα πρέπει όμως να σιγουρευτούμε ότι θα γυρίσουν στο σπίτι ασφαλή. Το σπιτάκι είχε σκεπαστεί όλο. Η σκεπή άλλαξε χρώμα και από κεραμιδί, έγινε παρδαλή χρώμα. Τα τέσσερα γατάκια του Πιγκουΐνου και οι εκατοντάδες άλλες γατούλες, ένωσαν τα νιαουρίσματά τους και συζητούσαν για πάνω από πέντε ώρες. Πού και που ο Χάρης μας εξηγούσε ότι προλάβαινε. «Οι γνώμες διίστανται» είπε σε μια στιγμή. «Κάποιοι δεν συμφωνούν. Είναι ορισμένοι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν με ανθρώπους και δεν δέχονται ότι υπάρχουν αυτοί που τους μοιάζουν, αλλά δεν είναι άνθρωποι. Κάποιοι άλλοι, θεωρούν εμάς τους μεγαλύτερους εχθρούς τους. Ένας άλλος είπε, ότι είναι παγίδα των σκύλων και δεν πιστεύει τίποτα.» Τελικά, πριν αρχίσουν να φεύγουν, κατάφεραν να συμφωνήσουν στο ότι καλά θα κάνουν να προσέχουν, μέχρι να σιγουρευτούνε τουλάχιστον. «Τα γατάκια μας!» φώναξα τρομαγμένος μόλις διαπίστωσα ότι έφυγαν χωρίς να το καταλάβουμε. Τρέξαμε για να τα προλάβουμε, με όλη μας τη δύναμη Ένα νιαούρισμα τρόμου ακούστηκε μέσα από το σκοτάδι και τρελαθήκαμε από αγωνία! Ήταν η φωνή του δικού μας του Σάκη. Τον είχαν στριμώξει σε ένα φράχτη και από επάνω του, απειλητικά, έστεκε ένα τεράστιο μαντρόσκυλο. Πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε, βλέπω τη Νίκη να παίρνει φόρα και να ορμάει γαβγίζοντας άγρια, καταπάνω του. Όμως εκείνος, διπλάσιος σε μέγεθος από εκείνη, την πέταξε κάτω. Τότε έφτασα εγώ. Το τι έγινε δεν περιγράφετε. Εμείς, δύο μετρίου μεγέθους κατοικίδια, για να σώσουμε τα γατάκια μας, τα βάλαμε με έναν κακό γίγαντα. Μόνο ένας με τα κυβικά του Πάρι θα μπορούσε να αναμετρηθεί μαζί του. Ήταν τόσο δυνατός, που μάλλον θα μας είχε φάει, εάν…

Page 65: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

60

«Λευκή, Μαριορή, Άραμη!» Οι φίλοι μας ήρθαν στην πιο κατάλληλη στιγμή. Το τεράστιο μαντρόσκυλο έκρινε πως τώρα, με τόσους… δεν τον έπαιρνε και το ‘βαλε στα πόδια. Έτσι και πάθαιναν κάτι τα γατάκια μας δεν θα το συχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου. «Μην ανησυχείτε για τα γατάκια σας» ακούστηκε η Κανέλλα. «Τα συνόδεψα εγώ η ίδια μέχρι το σπίτι.» Την επόμενη κιόλας ημέρα, όλες οι γάτες της γειτονιάς, έμαθαν πως μετά τη συνέλευσή τους, δύο σκύλοι διακινδύνευσαν την ίδια τους τη ζωή, για να σώσουν από τα δόντια αδίστακτου ομοεθνή τους, κάποια γατάκια. Τα διασωθέντα χαριτωμένα τετράποδα, ευχαριστούνε τους σκύλους φίλους τους, για την αυτοθυσία τους. Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα σε όλη την επικράτεια και σε λίγες ημέρες όλοι έμαθαν για το περιστατικό. Επιτέλους οι γατούλες έμαθαν πως υπάρχουν και μεταξύ των σκύλων, φίλοι τους. Έτσι άρχισαν να παίρνουν την προειδοποίηση μας για τους τεραθρώπους, σοβαρά. Έμαθαν και για τον Χάρη, τον μοναδικό στον κόσμο σκύλο που νιαουρίζει. ΔΥΟ ΓΕΝΝΑΙΟΙ γερο-γάτοι, ο Σοφούλης και ο Αρίστους, αποφάσισαν να επισκεφτούνε τον Χάρη για να δούνε ιδίας όμασι, εάν αληθεύουν όλα όσα ακούγονται για αυτόν. Ο δε Χάρης, δεν έχασε την ευκαιρία και τους πληροφορήσει για όλα όσα γνώριζε. Τους μίλησε για εμάς, τους φίλους του και για τον αγώνα που κάνουμε για να σωθούμε από τους απαίσιους που μοιάζουν με ανθρώπους αλλά δεν είναι. Τους μίλησε για τη Νίκη που ταξιδεύει πολύ και έχει κολλητό γάτο. Για εμένα που, όπως ο ίδιος, έζησα στους δρόμους των ανθρώπων και πως με φώναζαν Ούστ από ‘δω. Για την Κανέλλα και τους εσωτερικούς μας που αγαπούν και προστατεύουν τα γατάκια μας. Τίποτα δεν ξέχασε, όλα του τα είπε. Μπορώ να πω, πως το θέμα αυτό ο Χάρης το χειρίστηκε σαν πραγματικός διπλωμάτης. Ο Σοφούλης και ο Αρίστους μετέφεραν με τη σειρά τους τα όσα έμαθαν, στους γάτους της δικής τους γειτονιάς. Σε λίγο καιρό ο Χάρης ήταν διάσημος. Όλοι ήξεραν για τον σκύλο που νιαουρίζει. Έμαθαν και για το βιβλίο και ζητούσαν να το δούνε. Μερικοί δύσπιστοι επέμεναν να κοιτάξουν μέσα και όταν ο Χάρης

Page 66: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

61

ευγενικά τους εξήγησε πως αυτό δεν γίνεται, παρεξηγήθηκαν και έφευγαν. Είπαν πως αν δεν δούνε με τα ίδια τους τα μάτια, δεν πιστεύουν τίποτα. Μετά από αυτό η Κανέλλα, η σοφή της παρέας ,έκρινε πως θα έπρεπε να κρύψουμε το βιβλίο διότι πολύ πιθανόν κάποιοι σαν αυτούς τους δύσπιστους, να επιχειρήσουν να το κλέψουν. Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΉΡΘΕ και η στιγμή να οργανώσουμε την απονομή. Έπρεπε να βρούμε και κάποιους για να τους παρουσιάσουμε ως επιτροπή. Η Νίκη σκέφτηκε τη Λευκή και τη Μαριορή. Το κατάλληλο μέρος είχε βρεθεί. Έμενε να πάμε να μιλήσουμε στις φίλες μας. Τις βρήκαμε ξαπλωμένες κάτω από το τεράστιο δέντρο με το τρεχούμενο νεράκι στη σκιά του. Ήταν και ο Άραμης εκεί. Κουβέντιαζαν μάλλον βαριεστημένα, σχεδόν κοιμισμένα και χάρηκαν όταν μας είδαν. Τους εξηγήσαμε τι θέλαμε και αφού δέχτηκαν μετά χαράς, γυρίσαμε στο σπίτι, όπου μας περίμενε το φαγητό μας. «Καλώς τα λουλουδάκια μου» είπε γελώντας η μαμά. «Ευτυχώς που υπάρχει και η πείνα και σας βλέπουμε που και που.» Της έγλυψα με ευγνωμοσύνη το χέρι και αφού χάιδεψε τα μαύρα πεσμένα μου αυτιά, έσκυψα στο φαγητό μου. «Είμαι ένας ανήσυχος σκύλος που αγαπάει την περιπέτεια τι να κάνουμε!» Της είπα την ώρα που έτρωγα. ΤΑ ΦΩΤΑ του σπιτιού έσβησαν. Η Νίκη έκανε το καθιερωμένο της σάλτο. Πήγαμε στο σπιτάκι μου, όπου είχαμε κρύψει το μετάλλιο το οποίο είχε αφαιρέσει η Νίκη από το δωμάτιο της μικρής Ελένης, και το πήραμε. Δεν ήταν σωστό, το ξέραμε. Όμως μπρος στη χαρά του φίλου μας, το παραβλέψαμε. Η Κανέλα μας περίμενε στο δρόμο. Φαινόταν ανυπόμονη. «Επιτέλους ήρθατε» είπε. «Με την επιτροπή τι έγινε;»

Page 67: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

62

«Όλα καλά» την καθησύχασε η Νίκη. «Έρχονται» «Πρέπει κάποιος να πάει να το ανακοινώσει στον Πιγκουΐνο.» Μόλις είχαν φανεί στη στροφή του δρόμου τα μέλη της επιτροπής. «Η Λευκή η Μαριορή και ο Άραμης!» είπα ομολογουμένως εντυπωσιασμένος. Ο Άραμης μέσα στο μισοσκόταδο φαινόταν ακόμα πιο τεράστιος και το βαρύ του βάδισμα τον έκανε μεγαλοπρεπή. Ότι πρέπει για επιτροπή, σκέφτηκα. Τρία υπέροχα τετράποδα, θα εντυπωσιάσουν τον γέρο Πιγκουΐνο στα σίγουρα. Και ενώ η Λευκή ανέλαβε να ενημερώσει τον Πιγκουΐνο, εμείς περάσαμε στο χώρο της τελετής. Τα γατάκια με το που είδαν τη Λευκή να πλησιάζει, με ένα σάλτο βρέθηκαν στα κεραμίδια. Εκείνη, στάθηκε μπροστά στη μικρή ξύλινη αυλόπορτα και γάβγισε ευγενικά. «Παρακαλώ είναι κανείς εδώ; Ζητάω κάποιον κύριο εκλεκτό Πιγκουΐνο!» Ο κοντόχοντρος σκυλάκος έμεινε άφωνος μπροστά στην μεγαλειώδη ομορφιά της. Πρώτη φορά έβλεπε μία τόσο ωραία θηλυκή και μάλιστα να στέκει μπρος στην πόρτα του και να τον καλεί. «Ονομάζομαι Λευκή και είμαι μέλος της επιτροπής απονομής μεταλλίων ανδρείας» του είπε. «Έχω την τιμή να σας πληροφορήσω ότι εντός ολίγου, θα γίνει η βράβευσή σας. Παρακαλώ εάν έχετε την καλοσύνη ακολουθείστε με.» Ο δύστυχος γέρο-σκύλος έπαθε αγκύλωση και αποχαύνωση όση ώρα εκείνη μιλούσε. Είχε σηκώσει κατά πάνω το κεφαλάκι του τελείως για να μπορεί να την βλέπει και έμεινε εκεί ακίνητος. «Παρακαλώ ακολουθήστε με» επανέλαβε εκείνη. Στη μεγάλη αυλή όλοι είχαν πάρει τις θέσης τους. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν λουλούδια. Το μετάλλιο με την κατακόκκινη κορδέλα έλαμπε πάνω στο απλωμένο λευκό χαρτί. Δεξιά και αριστερά όρθιοι, η Μαριορή και ο Άραμης. Η Νίκη, η Τζίνα η Κανέλλα και εγώ λίγο παρά πέρα. Μόλις εμφανίστηκε η Λευκή, ο Άραμης στάθηκε μπροστά στο τραπέζι και με φωνή σοβαρή είπε: «Αγαπητοί μας φίλοι. Σήμερα συγκεντρωθήκαμε εδώ, σ’ αυτήν την φιλόξενη αυλή, για να τιμήσουμε έναν αγωνιστή. Έναν σκύλο, που

Page 68: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

63

αφιέρωσε τη ζωή στο κοινό καλό. Η επιτροπή αγωνιστών σκύλων, θα τιμήσει σήμερα έναν εκλεκτό για την πολυετή προσφορά του στα κοινά. Παρακαλώ τον κύριο Πιγκουΐνο να πλησιάσει. Τέτοιο κόρδωμα πρώτη φορά βλέπαμε. «Παρακαλώ την κυρία Πρόεδρο» συνέχισε ο παρουσιαστής, «να κάνει την απονομή.» Κοιταχτήκαμε. Ο Άραμης αυτοσχεδίαζε και εμείς δεν είχαμε συζητήσει για το ποια θα είναι η κυρία Πρόεδρος. Από την δύσκολη θέση μας έβγαλε σαφώς ο ίδιος ο παρουσιαστής, ο οποίος αφού πρώτα πήρε το μετάλλιο με τα δόντια του, στη συνέχεια το ακούμπησε πάνω στη μύτη της Μαριορής. Αυτή ήταν η πρόεδρος! Εκείνη προχώρησε, στάθηκε μπροστά στον Πιγκουΐνο έσκυψε και το πέρασε στο λαιμό του. Το μετάλλιο χτύπησε κάτω και ακούστηκε ένα τακ. Ο κοντούλης χωρίς να χρειαστεί να σκύψει, το πήρε στα δόντια του και έκλεισε για λίγο τα μάτια. «Είμαι ευτυχής» είπε μέσα από τα δόντια του «Σας ευχαριστώ πολύ». Τελείως αυθόρμητα γαβγίσαμε όλοι μαζί: «ΨΩΜΙ! ΦΙΛΙΑ! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ! ΖΗΤΩ!» Το άξιζε ο κοντούλης γέρο-σκύλος που πέρασε τη ζωή του προστατεύοντας ένα βιβλίο που δεν χρησιμοποίησε ποτέ. Ένα βιβλίο που για τελείως άγνωστους λόγους βρέθηκε εδώ στη χώρα μας. Κανείς μας δεν αντιλήφθηκε την παρουσία των δύο παράξενων σκύλων στην είσοδο της αυλής που αθόρυβα παρακολουθούσαν την τελετή. Δυο μικροσκοπικοί, αλλιώτικοι κατά την άποψή μας σκύλοι. Μόνο όταν τέλειωσε η απονομή τους είδαμε. «Καλησπέρα» μας είπαν πάρα πολύ ευγενικά. «Εάν έχετε την καλοσύνη, θα θέλαμε να μας βοηθήσετε. Και ευτυχώς που σας βρίσκουμε όλους εδώ συγκεντρωμένους, διότι μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε αξιότιμους ομοεθνείς μας. Επιτρέψτε μας να σας συστηθούμε. Εγώ είμαι ο Τέρι και από εδώ η αδελφή μου η Σάρα. Όπως βλέπετε Είμαστε αυστραλέζικα Τεριέ». Επιτέλους ένας από εμάς βρήκε τη φωνή του. Ήταν η Λευκή που τους πλησίασε και ολοφάνερα απορημένη ρώτησε: «Τι… παρακαλώ είστε;» «Ότι και εσείς» απάντησε ο Τέρι. «Σκύλοι.»

Page 69: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

64

«Σκύλοι;» απορήσαμε. «Μα εσείς είσαστε αλλιώτικοι!» «Ο καθένας από εμάς είναι αλλιώτικος. Μόνο που το βλέπουμε, μόνο στους άλλους.» «Ερχόμαστε από πάρα πολύ μακριά» είπε η Σάρα. «Είμαστε μέλη μιας πολυάριθμης ομάδας που εδώ και πενήντα χρόνια αναζητάει ένα βιβλίο. Οι πληροφορίες μας, μας έφεραν εδώ. Είσαστε η τελευταία μας ελπίδα. Αύριο αναχωρούμε για Αυστραλία και αν το πρόβλημά μας δε λυθεί εδώ και τώρα, τότε θα πεθάνει μια για πάντα κάθε μας ελπίδα. «Πολύ μπερδεμένα μας τα λέτε» είπε η Κανέλλα. «Παρακαλώ ένα-ένα. Για να καταλάβουμε.» «Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Ψάχνουμε το βιβλίο των Καγκουρό. Μήπως γνωρίζετε τίποτα γι’ αυτό;» «Θα σας πούμε μόνο εάν μας πείτε γιατί το ψάχνετε» είπε ο Άραμης. «Το βιβλίο αυτό, βρέθηκε εδώ από ένα λάθος. Υποθέτουμε πως πριν από περίπου πενήντα χρόνια, ο τότε εκλεκτός, χωρίς φυσικά τη θέλησή του, μεταφέρθηκε εδώ στον δικό σας τόπο και φυσικά πήρε και το βιβλίο μαζί του. Από τότε εμείς εκεί κάτω, το αναζητούμε. Να ξέρατε πόσοι έχουν στηρίξει τις ελπίδες τους σ’ αυτό το βιβλίο! Θα σωθούν ζωές, να μα βοηθήσετε να το βρούμε!» Τότε ήταν που αποφάσισε ο Πιγκουΐνος πως ήρθε η ώρα να μιλήσει. «Κάντε πέρα» είπε ανάμεσα από τα δόντια που ακόμα κρατούσαν το μετάλλιο. «Εγώ είμαι ο εκλεκτός και εγώ έχω το βιβλίο.» Τα αγκαλιάστηκαν και δάκρυα χαράς ανάβλυσαν από τα μεγάλα μάτια τους. Και εγώ…όταν κάνω την δική μου ανακάλυψη, έτσι θα χαίρομαι! Όνειρο απατηλό η σκέψη που με παρέσυρε νοερά μακριά. Επανήλθα στο άδικό μου τώρα, όταν κάποιος με τράβηξε . «Έλα Πειρατή πάμε. «Πάμε! Που πάμε; «Πειρατή κοιμάσαι! Εδώ ήρθε η συντέλεια του κόσμου και εσύ κοιμάσαι! Ήταν ο Χάρης αυτός που με τράβαγε. «Έλα, πάμε να ξεθάψουμε το βιβλίο!»

Page 70: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

65

Σε λίγο όλοι βρισκόμασταν στην μικρή αυλή του Πιγκουΐνου και τρέχαμε πέρα δώθε και γύρω από την αποθήκη προσπαθώντας να εντοπίσουμε το σημείο από όπου θα αρχίζαμε την ανασκαφή. Η αποθηκούλα ήταν γεμάτη από διάφορα πράγματα. Τραπέζια, καρέκλες, καλάθια, φτυάρια, σκούπες, φαράσια, εργαλεία κλαδέματος, στρώματα, μια σόμπα, σωλήνες και εκατομμύρια άλλα εντελώς περιττά πράγματα. «Οι άνθρωποι ξέρουν και κάνουν τη ζωή τους, πολύ δύσκολη!», πολύ σοφά παρατήρησε η Νίκη. «Μα τι τα θέλουν όλα αυτά;» «Πιγκουΐνο!» φώναξε η Κανέλλα. «Σε ποιο σημείο να ψάξουμε;» «Στο κέντρο» απάντησε εκείνος. «Ακριβώς στη μέση υπάρχει μία πέτρινη πλάκα, εκεί θα ψάξουμε.» Μέσα σε λίγα λεπτά όλα τα πράγματα από το κέντρο της αποθήκης μεταφέρθηκαν όπως-όπως δεξιά και αριστερά. Εντοπίσαμε την πέτρα και αρχίσαμε να σκάβουμε σαν τρελοί. Το κασελάκι δεν ήταν καθόλου βαθιά θαμμένο. Το είδαμε, το βγάλαμε και ήταν ακριβώς τότε, που χάσαμε τον Πιγκουΐνο. Τότε που όσο ποτέ άλλοτε τον χρειαζόμασταν, ο Πιγκουΐνος εξαφανίστηκε. Μα που εξαφανίστηκε! Τρέχαμε δεξιά, αριστερά. Βγήκαμε στην αυλή! Άφαντος ο χοντρούλης! Μήπως όλα αυτά ήταν υπερβολικά για τον γέρο σκύλο και πήρε των ομματίων του; Μήπως έγειρε πουθενά και εξαντλημένος πέθαν…Ναι, ήταν πολλά όλα αυτά και μάλιστα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα! «Μα τι έγινε; Που χάθηκες φίλε μου;» μονολόγησα έτσι όπως καθόμουν πάνω στο ανάχωμα που μόλις είχαμε δημιουργήσει από την ανασκαφή. «Τι να το κάνουμε το βιβλίο χωρίς εσένα!» «Εδώ κάτω!» ακούστηκε τότε η φωνή του, ακριβώς από κάτω μου. «Βγάλτε με καλέ θα σκάσω!» «Τον σκεπάσαμε!» φώναξα, γρήγορα! «Βρε τι πάθαμε ξεθάψαμε το βιβλίο και θάψαμε τον εκλεκτό!» Τότε θυμήθηκα που ο Πιγκουΐνος στεκόταν ακριβώς πίσω μας όταν αρχίσαμε το σκάψιμο και όλο το χώμα πήγε επάνω του. Τελικά είναι δράμα να είσαι τόσο κοντός.

Page 71: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

66

Ο κακομοίρης είχε γίνει χάλια. Τον βγάλαμε έξω και όλοι μαζί βαλθήκαμε να τον καθαρίζουμε. Τον τινάζαμε, τον φυσούσαμε. Προσπαθούσαμε να εξιλεωθούμε. «Αφήστε με!» είπε όλο πίκρα εκείνος. «Μην με αγγίζετε! Φτάνει!» «Συγγνώμη φίλε» του είπα. «Ήταν μια άτυχη στιγμή.» «Δεν με νοιάζει για μένα χαζούληδες», κλαψούρισε εκείνος. «Μα το μετάλλιο μου κοιτάξτε το. Έγινε χάλια!» Τότε πλησίασε παραμερίζοντας μας η Λευκή. «Μου επιτρέπετε;» είπε ευγενικά και του το ξεκρέμασε το απ’ το λαιμό. Το πέρασε με επιδέξιες κινήσεις, πάνω από την κατάλευκη της γούνα τρεις τέσσερις φορές, το φύσηξε, το κοίταξε καλά-καλά και είπε ξανά: «Ορίστε. Είναι πάλι όπως πριν» και του το ξαναπέρασε στο λαιμό. Τα πνεύματα ηρέμησαν. Εκείνος ευχαριστημένος σηκώθηκε, τινάχτηκε και πήγε στο κασελάκι που μέσα του έκρυβε έναν θησαυρό που του είχαν εμπιστευτεί πριν από πολλά χρόνια. Με αργές κινήσεις το άνοιξε και έβγαλε από μέσα το βιβλίο. «Είναι σε πολύ καλή κατάσταση» είπε συγκινημένος. Το ξεφύλλισε και άρχισε να διαβάζει: Καγκουρό. Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των Μακροποδιδών, της τάξεως των μαρσιποφόρων. Ζουν στην Αυστραλία, την Τασμανία και σε άλλα γειτονικά νησιά. Το πρόσθιο μέρος του σώματός τους είναι μικρό και λεπτό, σε αντίθεση με το πίσω που είναι ανεπτυγμένο και δυνατό. Τα θηλυκά…» Ο εκλεκτός τώρα διάβαζε και έκλαιγε, έκλαιγε και διάβαζε. Τα δάκρυα έλουζαν το βιβλίο και καθώς έπεφταν πάνω του, αναδύονταν αρώματα, ήχοι και φως, παράξενο. Κάτι σαν κύματα θαλάσσης, η κυματισμοί ξερών σταχυών. Στιγμές, στιγμές έμοιαζαν με καλπασμό αλόγων και ύστερα πάλι με θηλασμό κουταβιών. Με παράξενα χρώματα και ένα φως που άλλαζε κατεύθυνση διαρκώς. Όλοι παρακολουθούσαν με προσήλωση. Όλα όσα διάβαζε ο εκλεκτός, ήταν συνδυασμός εικόνας και ήχου, από τον τόπο των καγκουρό. Μάθαμε τα πάντα γύρω από αυτά τα ζώα. Το τραγικό όμως μας το άφησε για το τέλος. Και αυτά τα ζώα ήσαν θύματα του ανθρώπου. Για το δέρμα και το κρέας τους, κυνηγιόντουσαν λυσσαλέα. Και το τραγικότερο,

Page 72: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

67

είχαν για βοηθούς, τετράποδα. Άλογα που τα ίππευαν και σκύλους, λαγωνικά που τα κυνηγούσαν. Ο θόρυβος τώρα έγινε κραυγή, ήχος συμφοράς. Τα δυο μικρά τεριέ έβαλαν τα έκλαψαν. «Να γιατί χρειαζόμαστε απεγνωσμένα το βιβλίο» είπαν «Αν βρούμε και το βιβλίο των αλόγων, θα έχουμε καταφέρει πολλά. Ο κάτοχος του βρίσκεται, από ότι μάθαμε κάπου στην Ασία. Μια άλλη αποστολή ήδη ξεκίνησε για εκεί.» Ο Πιγκουΐνος έκλεισε το βιβλίο και σκούπισε τα μάτια του. «Πολύ θα ήθελα να σας βοηθήσω» είπε. «Όμως πως νομίζετε ότι θα το πάρετε; Ο εκλεκτός του πάει όπου και αυτό. Θα με πάρετε μαζί σας;» Αυτό το έχουμε ξανά ακούσει, σκέφτηκα και μου ξέφυγε ένα χαμόγελο. Τα δύο τεριέ που ήταν ολοφάνερο πως δεν γνώριζαν τίποτα από όλα αυτά, κοιτούσαν απορημένα. «Αυτό φυσικά δεν γίνεται» είπαν. «Πως να σε πάρουμε στην Αυστραλία!» Χρειάστηκε να τους εξηγήσουμε και τον άλλο τρόπο. Να διαλέξει το βιβλίο, νέο εκλεκτό. Και στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να είναι ένας από τους δυο. Συμφώνησαν, αφού δεν γινόταν αλλιώς. Ο Πιγκουΐνος συμφώνησε κι αυτός. Πήρε το βιβλίο και το ακούμπησε ευλαβικά πάνω στο κασελάκι. Ύστερα κοίταξε την Σάρα και της έκανε νόημα να πλησιάσει. Το καγκουρό πάνω στο χοντρό εξώφυλλο, στέκονταν με τις γροθιές του που φορούσαν γάντια του μποξ, προτεταμένες. Έτοιμες για επίθεση. «Έλα, στάσου εδώ και κοίταξε το κατάματα» της είπε ο εκλεκτός του. «Αυτό θα μας πει αν θα είσαι εσύ η επόμενη εκλεκτή.» «Και εάν δεν είμαι;» ρώτησε εκείνη. «Αυτό δεν το ξέρω ούτε εγώ» της απάντησε. «Νομίζω πως με γυναίκα, ποτέ δεν συναντήθηκε.» Εκείνη πλησίασε δειλά, έσκυψε και το κοίταξε κατάματα. Το ζώο έκανε έναν μορφασμό ντροπής και αμέσως έκρυψε τα μάτια του, ενώ στα μάγουλα του σχηματίστηκαν δυο κατακόκκινες βούλες.. Ύστερα τράβηξε το δεξί γάντι με τα δόντια και βύθισε το πόδι μέσα στον μάρσιπο για να το βγάλει σε λίγο κρατώντας ένα ζευγάρι γυαλιά χωρίς τσάμι. Τα φόρεσε, κοίταξε με προσοχή το μικρό και χαριτωμένο σκυλάκι με τα όρθια αυτιά

Page 73: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

68

και το λαμπερό τρίχωμα, έβγαλε μια κραυγή ενθουσιασμού και αμέσως βυθίσθηκε μέσα στο βιβλίο. «Πολύ παράξενο!» είπε ο Πιγκουΐνος. «Άλλαξε τελείως συνήθειες. Ο Επόμενος παρακαλώ!» Ο Τέρι πλησίασε θαρραλέα και κοίταξε κατάματα το καγκουρό. Εκείνο έσκυψε για να τον δει καλύτερα και ξάφνου… μπαμ, του κάθισε μια μπουνιά στη μούρη. Ο ντελικάτος σκύλος είδε τον ουρανό σφοντύλι. Ζαλίστηκε και έπεσε κάτω. «Χα! Χα!» ενθουσιάστηκε ο Πιγκουΐνος. «Όχι! Δεν άλλαξε συνήθειες. Απλά είναι ένας τζέντλεμαν. Δεν χτυπάει γυναίκες!» «Και τώρα τι κάνουμε;» αναρωτήθηκε ο Τέρι που εντωμεταξύ είχε ξαναβρεί την ισορροπία του. «Δύσκολα τα πράγματα,» συμπέρανα, από παλιές μου εμπειρίες. «Νομίζω πως δεν μπορείτε.» «Μπορούνε» με διόρθωσε ο εκλεκτός και έσκυψε στο βιβλίο. Εκείνο αφού τον κοίταξε για λίγο στοργικά, ξεκόλλησε τη μούρη του από το βιβλίο και την έτριψε πάνω στην μύτη του εκλεκτού του. «Χαιρετισμός χόγκυ!» 3

«Γεια σου φιλαράκο» του είπε βαθύτατα συγκινημένος. «Ήρθε η ώρα να κάνεις το ταξίδι της ζωής σου, μόνος σου. Να επιστρέψεις στον τόπο σου. Εγώ θα ακολουθήσω τη γνωστή διαγεγραμμένη πορεία μου. Δεν γίνεται αλλιώς. Εδώ δεν είναι ο τόπος σου, εκεί δεν είναι ο δικός μου. Αντίο φιλαράκο μου.»

είπε ο Τέρι. «Τι συγκινητικό!»

Έβαλε το βιβλίο μέσα στο κασελάκι, κοίταξε τα δυο τεριέ που και αυτά είχαν συγκινηθεί, και είπε: «Φροντίστε να μην ανοιχτεί παρά μόνο όταν φτάσετε και συγκεντρωθείτε για να διαλέξει τον επόμενο εκλεκτό. Τότε, θα έχει ελευθερωθεί και… από μένα. Να μου επιτρέψετε τώρα να αποσυρθώ. Κοντεύει να ξημερώσει. Καληνύχτα.» Τα δυο μικρά τεριέ κοιτάχτηκαν με τα πελώρια τους μάτια. «Θα χρειαστούμε βοήθεια» είπαν. «Είναι πολύ μεγάλο για εμάς. Δεν θα τα καταφέρουμε. Εάν είχατε την καλοσύνη… το σπίτι δεν είναι μακριά.»

3 Παραδοσιακός Πολυνησιακός χαιρετισμός. (Μαορί))

Page 74: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

69

Δεν χρειάστηκε να το ξαναπεί. Εγώ, η Νίκη, η Μαριορή και ο Άραμης συνοδεύσαμε τα μικρά Τεριέ. Ο Άραμης κρατούσε το κασελάκι με τα δόντια του κι εμείς ακολουθούσαμε. Το σπίτι ήταν πράγματι κοντά κι ένα φορτηγό ήταν σταματημένο μπροστά στην είσοδό του. «Αύριο το πρωί θα φορτώσουν τα πράγματα σ’ αυτό το φορτηγό, είπε η Σάρα. Τα περισσότερα είναι κιόλας μέσα. Εάν μπορούσαμε να ανοίξουμε ένα κιβώτιο και να βάλουμε μέσα το κασελάκι… Υπάρχει ένα παράθυρο μισάνοιχτο… εκεί.» Σε λίγο και με την πολύτιμη βοήθεια των κοριτσιών φέραμε έναν κάδο σκουπιδιών, ακριβώς κάτω από το παράθυρο. Η Νίκη σάλταρε και έσπρωξε το συρόμενο παραθυράκι. Μέσα στο τεράστιο φορτηγό υπήρχαν μεγάλα και μικρά κιβώτια. Η Σάρα αφού τα μύρισε ένα – ένα είπε: «Να! Εδώ μέσα έχει παιχνίδια του μικρού. «Να ανοίξουμε και να το βάλουμε όσο πιο κάτω γίνεται.» Τραβήξαμε τις ταινίες που το έκλειναν. Βγάλαμε από μέσα ένα μεγάλο παιχνίδι και στη θέση του βάλαμε το κασελάκι με το βιβλίο. Ξανακλείσαμε όσο ποιο καλά μπορούσαμε και κατεβήκαμε από το φορτηγό. «Θα σας στέλνουμε τα νέα μας με έναν απεσταλμένο, ονόματι Ρόναλντ» είπε ο Τέρι. «Ζει εδώ, με τους ανθρώπους του. Είναι φίλοι των δικών μας.» Γυρίσαμε σπίτια μας. Ησυχία επικρατούσε παντού. Το μόνο που ακούγονταν ήταν τα αηδόνια με το υπέροχο νυχτερινό τους τραγούδι. Ένιωσα γαλήνη και ένας αναστεναγμός ανακούφισης ξέφυγε αβίαστα απ’ τα στήθη μου. «Τι λες Νίκη, πάμε αύριο το πρωί να τους αποχαιρετήσουμε;» Τη ρώτησα καθώς έγερναν βαριά τα βλέφαρα μου. «Αν καταφέρουμε και ξυπνήσουμε» μου απάντησε εκείνη. «Καληνύχτα τώρα. Είμαι ράκος σωστό.» «Καληνύχτα, θα σε ξυπνήσω εγώ, έννοια σου.» ΤΗΝ ΩΡΑ που το φορτηγό έφευγε, τα δυο τεριέ είδαν επτά ομοεθνείς τους να πιλαλούν ξωπίσω τους. Το βιβλίο εξασφάλισε το μακρινό του

Page 75: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

70

ταξίδι. Τα μικρά τεριέ κούρνιασαν ικανοποιημένα στα πόδια των ανθρώπων τους. «Καλό μας ταξίδι Τέρι.» «Καλό μας ταξίδι Σάρα.» «Καλό μας ταξίδι βιβλίο» γάβγισαν και τα δύο μαζί. Όμως κάτι βαθιά μέσα μου με ανησυχούσε και πρότεινα να πάμε στον Πιγκουΐνο. Σκέφτηκα πως πρέπει να ταχτοποιήσουμε και τα χτεσινά χάλια. Τον βρήκαμε κουλουριασμένο πάνω στο ανάχωμα. Τα μάτια του ήταν σφαλιστά.. Η ανάσα του ασθενική. Ταραχτήκαμε. «Καλημέρα Πιγκουΐνε. Πως πέρασες τη νύχτα σου;» τον ρώτησε ευγενικά η Λευκή. «Είμαι γέρος, ξοφλημένος και άχρηστος» είπε εκείνος χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. «Μέχρι να φτάσει στον προορισμό του, θα έχω φτάσει και εγώ, στον δικό μου.» «Μα τι λέει;» «Είναι πικραμένος για τον αποχωρισμό» είπε η Κανέλλα. «Θα του περάσει ελπίζω…με τον καιρό»

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΚΑΙ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΕΡΑΝΘΡΩΠΟ.

ΑΠΟ πολύ νωρίς σήμερα το πρωί, οι γυναίκες του σπιτιού μας άρχισαν να βγάζουν έξω διάφορα πράγματα, ενώ από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, τινάζουν ρούχα. Τα σκοινιά και τα κάγκελα έχουν γεμίσει από σεντόνια και κουβέρτες. Μουσική ακούγεται από παντού και ένα μηχάνημα βουίζει εκνευριστικά.. «Μα τι κάνουν;» ρώτησα την Μπούμπα. «Γενική καθαριότητα» μου απάντησε. «Μαμά!» ακούστηκε η φωνή της μικρής. «Μήπως πήρες το μετάλλιο μου;» Το είχα κρεμασμένο εδώ.» «Γιατί να πάρω εγώ το μετάλλιό σου; Ψάξε καλά, με τα μάτια ανοιχτά. Κάπου εκεί θα είναι και δεν το βλέπεις.»

Page 76: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

71

Ξαφνικά θυμήθηκα κάτι που το πανέξυπνο σκυλίσιο μυαλό μου, δεν σκέφτηκε πρωτύτερα. Το μετάλλιο κρέμεται στο λαιμό του Πιγκουΐνου και η μαμά πηγαίνει εκεί, κάθε πρωί. Τι θα γίνει αν το δει; Που σίγουρα δηλαδή, θα το δει. Ωχ! Πρόβλημα. «Νίκη!» φώναξα ευθύς αμέσως. «ΕΧΟΥΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ!» «Ξέρω» είπε και εκείνη. «Το μετάλλιο.» «Όμως τώρα τι μπορούμε να κάνουμε. Θα περιμένουμε ως αύριο.» «Ποιος θα έρθει μαζί μου;» ακούστηκε σε λίγο η μαμά. Πάω να ταΐσω τα γατάκια. «Εγώ» προθυμοποιήθηκε η μικρή Ελένη. «Περίμενέ με!» Μη χάσει! Πριν προλάβουν να μπουν στο αυτοκίνητο, είχα κάνει κιόλας τη μισή διαδρομή. Δυστυχώς όμως, όσο γρήγορα και αν έτρεχα το αυτοκίνητο ήταν πάντα πιο γρήγορο. Βρήκα τον Πιγκουΐνο να δείχνει με καμάρι το μετάλλιο του στη μαμά και στην Ελένη. «Είναι δικιά σου δουλειά αυτό;» είπε η μαμά. «Όχι μαμά» είπε εκείνη «Οι αδερφές μου θα μου έκαναν πλάκα.» «Μάλλον. Τι άλλο;» «Και με το μετάλλιο τι θα κάνουμε;» «Δικό σου είναι, εσύ θα αποφασίσεις.» Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Άραγε τι θα έκανε η Ελένη; Θα έπαιρνε το μετάλλιο από τον χοντρούλη; Ούτε να τη διανοηθώ αυτή τη στιγμή. Ο ευτυχής Πιγκουΐνος που δεν κατάλαβε τίποτα, παρέμενε στη θέση του κορδωμένος σαν φουντωμένο παγόνι που απολάμβανε τον θαυμασμό των ανθρώπων. Τότε η μικρή έσκυψε, έπιασε το μετάλλιο και εκεί που πίστεψα πως όλα έχουν τελειώσει, την άκουσα να λέει με θαυμασμό: «Τι υπέροχο μετάλλιο! Και πόσο σου πάει! Με γεια σου Πιγκουΐνε μου!» Ένα τεράστιο βάρος έφυγε από πάνω μου. Ανάσανα ανακουφισμένος. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε η Κανέλλα.

Page 77: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

72

«Βλέπεις!» μου φώναξε από μακριά. «Όλα είναι ταχτοποιημένα. Δεν κατάλαβε τίποτα από την χθεσινή ανακατωσούρα. Καλά δεν τα φτιάξαμε εγώ και ο Χάρης; Και να σου πω και κάτι που θα ξέρουμε μόνο εμείς. Το Γατο-βιβλίο, το κρύψαμε στην αποθήκη του δικού μας σπιτιού, αφού βέβαια πρώτα το βάλαμε μέσα ένα μεταλλικό κασελάκι!»

ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ ΜΕΤΑ «ΝΙΚΗ! Είσαι για μια βόλτα στο λιμάνι; Πάμε να δούμε πως κουνιούνται τα καράβια; «Αμέ; Τι εδώ θα την βγάλουμε τη νύχτα;» Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Λίγοι οι άνθρωποι που περπατούσαν εκείνη την ώρα στους δρόμους. Μία παρέα μόλις μας είδε τρόμαξε και έκανε στην άκρη. Και εκείνη ακριβώς τι στιγμή, τότε έκανα την εξής διαπίστωση την οποία και είπα αμέσως στη Νίκη: «Νίκη, αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να έχουν πλήρη ανοσφρησία.» «Γατί το λες αυτό;» «Μα…για να μη μυρίσουν τη φιλία μας…» «Καλά λες!» «Έι! Ανόσφραντοι!» τους γάβγισε κατάμουτρα, κάνοντάς με να γελάσω με την καρδιά μου! «ΨΩΜΙ! ΦΙΛΙΑ! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!» ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ πλατεία της μικρής μας πόλης, πάνω στο παχύ χορτάρι κοιμόνταν μία παρέα ομοεθνών μας. Ένας μαύρος με μισοσηκωμένα αυτιά έκοβε βόλτες μυρίζοντας και οριοθετώντας τα πέριξ. Ξαφνικά είδα τη Νίκη να κάνει ένα γαβ χαράς. «Λάκη! Φίλε μου!» του φώναξε και έτρεξε κοντά του. Να μην σας τα πολυλογώ, γνωριζόντουσαν από παλιά. Η μαμά και ο μπαμπάς τον έφεραν από μία άλλη μακρινή περιοχή, πολύ καιρό πριν εμφανιστώ εγώ στη ζωή τους. Ήταν άρρωστος, τον γιάτρεψαν και έμεινε μαζί τους για αρκετό καιρό. Ώσπου τον έδωσαν στον άνθρωπό που τώρα ζει μαζί του. Και ζούνε μια χαρά! Αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον.

Page 78: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

73

«Από εδώ ο Πειρατής» είπε σε κάποια στιγμή η Νίκη δείχνοντάς με. «Ο Πειρατής!» είπε εκείνος, ομολογουμένως… έκθαμβος. «Ώστε εσύ είσαι ο Πειρατής.; Λέγονται τόσα πολλά για σένα φίλε μου!» Ντράπηκα. «Υπερβολές» είπα με χαμηλή φωνή. «Και… τι λένε;» «Λένε ότι είσαι, αλλιώτικος από τους άλλους. Ότι εσύ θα μας σώσεις.» «Δεν είμαι τίποτα σπουδαίο» βιάστηκα να πω για να αλλάξω κουβέντα. Είχα βρεθεί σε δύσκολη θέση και αυτό φάνηκε. Άλλωστε η σεμνότης μου, είναι της πάση γνωστή. «Αυτό που έχει σημασία», συνέχισα. «είναι να εντοπίσουμε αυτούς που μοιάζουν αλλά δεν είναι… άνθρωποι.» «Για τους τερανθρώπους λες. Δεν ήμουν, όμως έμαθα για τη συνέλευση. Ήταν άρρωστος ο άνθρωπος μου και δεν μπορούσα να τον αφήσω ολομόναχο. Όμως…ξέρετε! Γνωρίζω έναν… τέτοιο. Μπορώ να σας το δείξω, αν θέλετε.» Ταραχτήκαμε. «Και το ρωτάς;» του είπαμε και οι δύο, με ένα γάβγισμα. «Πού βρίσκεται;» «Κάτω στο λιμάνι. Τις νύχτες βγαίνει… ψάχνοντας. Νομίζω… για τα επόμενα θύματά του. Θέλετε να πάμε τώρα; Θα μείνετε όμως δίπλα μου.» Με δυο δρασκελιές κατεβήκαμε την πλαγιά που εκτίνετε σ’ όλο το μήκος του λιμανιού. Οι άνθρωποι για να κατέβουν από εκεί πρέπει να ακολουθήσουν τα μονοπάτια, η τον στενό αυτοκινητόδρομο. Εμείς όμως με τα δύο επιπλέον πόδια, πιλαλούμε άνετα, στις απότομες πλαγιές.» Ένα τεράστιο καράβι ήταν δεμένο στην προβλήτα. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν άλλα πολλά μικρότερα. Η μεγάλη του πόρτα ήταν κατεβασμένη. Ακουμπούσε απέναντι. Με την πρώτη ματιά, έμοιαζε με γέφυρα. Όμως με λίγη σοφία έβλεπες ένα τεράστιο, ορθάνοιχτο στόμα με την γλώσσα προς τα έξω. Ομολογώ πως ήμουν πολύ περίεργος να το δω από κοντά. Ποτέ δεν είχα μπει σε καράβι. Ποτέ δεν είχα ζέσει την αίσθηση του κενού, κάτω από τα πόδια μου. Πάντα επεδίωκα να πατώ σε στέρεο έδαφος.

Page 79: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

74

Πλησίασα και διστακτικά πάτησα με το ένα μου πόδι, πάνω στην… γλώσσα. Δεν ένιωσα τίποτα το διαφορετικό, για αυτό και πάτησα και με το άλλο πόδι. Πριν το καταλάβω στεκόμουν πάνω στην πόρτα του καραβιού και με τα τέσσερα. Τρόμαξα όμως όταν ένιωσα να κουνιέται και πήδηξα βιαστικά έξω. «Κουνιέται» είπα. «Νίκη αυτό κουνιέται! «Φυσικά» μου είπε εκείνη και γέλασε με την άγνοιά μου. «Αφού πατάει πάνω στο νερό. Νερό! Έκανα έντρομος την…νοερή διαπίστωση. Μήπως είναι καιρός να γνωριστώ και με το νερό; «Νίκη, εσύ το νερό, το φοβάσαι;» τη ρώτησα. «Τώρα όχι» μου απάντησε εκείνη με κέφι. «Κάποτε όμως…!» «Εγώ ακόμα το τρέμω» είπε ο Λάκης. «Κάποτε η μαμά σας, επιχείρησε να με μπανιαρίσει. Δεν τα κατάφερε όμως γιατί την κοπάνησα.» «Α! Και σε εμένα συνέβη ακριβώς το ίδιο, πριν από λίγο καιρό. Και εγώ την κοπάνησα. Όμως έτσι χάνουμε την ευκαιρία να γνωριστούμε με το νερό.» «Ε! Δεν καίγομαι και για αυτήν την γνωριμία!» Τότε μίλησε η Νίκη και όπως πάντα, είπε κάτι πολύ σοφό. «Σας διαφεύγει κάτι πολύ σημαντικό. Αλλιώς είναι, πάνω από το νερό, και τελείως αλλιώς, μέσα στο νερό. Την διαπίστωση του πρώτου, ήδη την κάνατε. Όσο για το δεύτερο, μπορείτε να το μάθετε εδώ και τώρα….» «Τι… Εννοείς;» απόρησα. «Αυτό!» μου είπε και πριν προλάβω να καταλάβω, ποιο «αυτό», μου έδωσε μία σπρωξιά και βρέθηκα να πλατσουρίζω στη θάλασσα. «Βοήθεια! Πνίγομαι!» γάβγιζα όλο απελπισία. «Δεν χρειάζεσαι βοήθεια» με πληροφόρησε εκείνη. Απλά, σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κολύμπα! Όλα τα ζώα ξέρουν να κολυμπούν. Έλα, κούνα τα πόδια. Δυο δρασκελιές απόσταση είναι.» Δεν ξέρω πως, μα τα κατάφερα, πάντως κολύμπησα και…βγήκα έξω. «Είναι αριστούργημα!» είπα και τινάχτηκα.. «Τελικά, είναι υπέροχο! Καταπληκτική εμπειρία!»

Page 80: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

75

Ένα πλατς, και ο Λάκης βρέθηκε μέσα στο νερό. Από μόνος του παρακαλώ. Κανείς δεν τον έσπρωξε. «Ξέρεις κάτι Λάκη!» του φώναξε η Νίκη. Ζήλεψα. «Έρχομαι και εγώ!» «Και εγώ!» Συμφώνησα, για πρώτη φορά, σε κάτι που πριν από λίγο θεωρούσα αδύνατον, και βούτηξα στο νερό, σαν δεινός κολυμβητής. Ένα κλικ και ταυτόχρονα μια εκτυφλωτική λάμψη, εκείνη τη στιγμή, μας έκανε να κλείσουμε τα μάτια μας. «Τι ήταν αυτό; Κάτι άστραψε. Τις φοβάμαι αστραπές!» «Μην ανησυχείς» ,ου απάντησε η Νίκη ήρεμα. «Κάποιος…νομίζει πως είμαστε αξιοθέατο… και μας φωτογραφίζει.» Κολυμπούσαμε για αρκετή ώρα, χωρίς να απομακρυνθούμε από τα σκαλάκια της προκυμαίας. Όλη όμως εκείνη την ώρα, ένας «άνθρωπος» μας κοιτούσε επίμονα. Απορροφημένοι από την διασκεδαστική μας εμπειρία, δεν του δώσαμε καμία σημασία. Σε λίγο Βγήκαμε από το νερό, τιναχτήκαμε και αράξαμε στα σκαλοπάτια. Ήταν όντως, μια καταπληκτική εμπειρία. Ήμουν βέβαιος πως θέλω να το ξανακάνω. Με το που φτάσαμε στην πλατεία, ο Λάκη άρχισε να γαβγίζει έντρομος «Είναι εδώ!» είπε. «Τρέξτε! Γρήγορα να προλάβουμε!» Τρομάξαμε. Δεν καταλάβαμε. Ποιος ήταν εκεί;» «Τι συμβαίνει Λάκη; Τι είδες; Του φωνάζαμε ενώ προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι μας λέει. «Είναι αυτός σας λέω! Αυτός με τι σακούλες! Πάει να ταΐσει τους απόκληρους! Γρήγορα να προλάβουμε!» Ο τεράνθρωπος! Τόλμησα να διαπιστώσω έντρομος. Θεέ μου! Μα αυτός είναι κανονικός άνθρωπος! Σε τίποτα δεν ξεχωρίζει από τους δίποδους φίλους μας! Δυστυχία μου! Ταΐζει τους ομοεθνείς του πάρκου! Τρέξαμε με όλη τη δύναμη μας γαβγίζοντας και προειδοποιώντας τους άλλους . «Μη!» φωνάζαμε. «Μη τρώτε, είναι φαρμάκι μη!» Ένας, κάτι άκουσε και γύρισε και μας κοίταξε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Γιατί φωνάζετε;»

Page 81: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

76

«Μην τρώτε!» τον προειδοποιήσαμε. «Είναι τεράνθρωπος!» «Τεράνθρωπος;» ούρλιαξε τότε εκείνος και αμέσως έφτυσε τη μπουκιά από το στόμα του. «Μη! Μη τρώτε! Φτύστε ότι έχετε στο στόμα σας!» Όμως ήταν αργά, για δυο σκύλους που ήδη είχαν καταπιεί από ένα φαρμακωμένο κομμάτι. Κάποιοι άλλοι, το κράταγαν ακόμα στο στόμα και μας κοιτούσαν όλο απορία. Και τότε έγινε κάτι το συγκλονιστικό. Είδα τον Λάκη να αρπάζει το κομμάτι από τα δόντια του ενός και να το τραβάει με μανία. Εκείνος όμως δεν κατάλαβε. Νόμιζε πως ήθελε να του το κλέψει, και αντιστεκόταν πεισματικά. «Άσε κάτω το φαί μου!» του γρύλιζε μέσα από τα δόντια. «Πάνε να βρεις δικό σου!» «Μη Λάκη!» να του φωνάζουμε εμείς. «Φτυσ’ το! Μη! Θα καταπιείς το φαρμάκι!» Σε λίγο, ο Λάκης και οι δύο άλλοι, που ήδη είχαν φάει, σωριάστηκαν κάτω. Αυτός που του άρπαξε το κρέας από το στόμα, ένιωσε ναυτία και άρχισε να ξερνάει. Αυτό του έκανε καλό. Συνήλθε γρήγορα. «Κάθαρμα! Τέρας!» γάβγισα με ανείπωτη οργή και όρμισα καταπάνω στον άθλιο δολοφόνο. Τότε εκείνος, άρπαξε ένα ξύλο και άρχισε να με βαράει στα πλευρά μου. Έπεσα κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο. Τότε είδα μία Νίκη που ποτέ δεν θα φανταζόμουν. Ένα άγριο, μανιασμένο θεριό που χίμηξε καταπάνω του, χωρίς να νοιαστεί αν μπορεί ή όχι να τα βάλει με κάποιον τόσο μεγαλύτερο. «Μακριά από τον φίλο μου!» ούρλιαξε και του άρπαξε το ξύλο από το χέρι. Το τι επακολούθησε, δεν περιγράφετε με λόγια. Οι δυο μαζί τον κάναμε κομμάτια. Τη στιγμή εκείνη, εμφανίστηκε στο Πάρκο μία φίλη της μαμάς. Η κυρία Ντίνα, η οποία, όπως κάθε βράδυ, είχε βγάλει το σκυλάκι της βόλτα. Ευτυχώς, διότι αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί. «Κάθαρμα!» του φώναξε και έτρεξε στον Λάκη και στους άλλους που είχαν πεσμένοι. Ύστερα έβγαλε βιαστικά από την τσέπη της ένα τηλέφωνο και τηλεφώνησε. Σε λίγη ώρα ήρθαν οι άνθρωποί μας, και μία κυρία γιατρός και πήραν τους αρρώστους. Όσο για τον απαίσιο δολοφόνο, μάζεψε τα κομμάτια του και έφυγε σέρνοντας μαζί του, την αθλιότητά του.

Page 82: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

77

«Ο Λάκης είναι μια χαρά, άκουσα την γιατρό να λέει. «Φαίνεται πως δεν πρόλαβε να φάει». Πόσο θα ήθελα εκείνη να μπορούσα να τους αφηγηθώ τα πάντα! Να τους πω για τον Λάκη που με κίνδυνο της ζωής του άρπαξε το κρέας από το στόμα του άλλου σκύλου, όχι για να το φάει, αλλά για να τον σώσει. Ένα τόσο σημαντικό γεγονός και να μην μπορώ να τους το πω! Να μάθουν για την Νίκη, που σα θεριό όρμισε καταπάνω του για να με σώσει. Δύο μερόνυχτα πάλευαν με τον θάνατο οι δυο σκύλοι. Ο Λάκης την επομένη ήταν κιόλας καλά. Ο άνθρωπός του ήρθε και τον πήρε. Ήταν χαρούμενος που ο σκύλος του σώθηκε. Ευχαρίστησε την γιατρό, την μαμά και την κυρία Ντίνα και έφυγαν. ΑΥΤΟ το τελευταίο συμβάν δυσκόλεψε κάπως την κατάσταση. ΄Όπως το φοβόμουν, μας πρόσεχαν ακόμη περισσότερο. Επί μια εβδομάδα δεν μπορέσαμε να πάμε πουθενά. Ακόμη και εμένα, που ήμουν πάντα ελεύθερος, με κλείσανε στην πίσω αυλή. Όχι! Τελικά, αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Μελαγχόλησα. Εγώ δεν είμαι φτιαγμένος για εσωτερικός, διαπίστωσα. Εγώ, έχω φτερά στην ψυχή μου, και πρέπει να πετάω. «Έλα Πειρατή. Ώρα να βγεις» άκουσα μια γνώριμη φωνή να μου λέει. «Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι μελαγχολικό. Πάρε τη Νίκη και πηγαίνετε μια βόλτα. Όμως να προσέχετε.» Ήταν η Άρτεμης. Βγήκαμε στο δρόμο, όλο χαρά. Τα φτερά της ψυχής, πήγαν στα πόδια μας και πετάξαμε κατευθείαν στους φίλους μας. Η Κανέλλα έκανε τρελές χαρές μόλις μας είδε. «Μα τι έγινε;» μας φώναξε με ανάμικτα συναισθήματα ανακούφισης, χαράς και θυμού μαζί. «Που χαθήκατε; Ακούσαμε για κάποια ζώα που φαρμακώθηκαν και…» «Και σκέφτηκες πως ίσως… εμείς; Μα πως μπόρεσες να σκεφτείς θα τρώγαμε ποτέ, οτιδήποτε από ξένο χέρι. Δάσκαλε που εδίδασκες…Δε λες ευτυχώς που ήμασταν εκεί και μας έδηξε ο Λάκης τον τεράνθρωπο…» «Μα ποιος είναι αυτός ο Λάκης που γνωρίζει και τεράνθρωπο;» «Ένας παλιός, καλός μου φίλος» είπε η Νίκη. «Τι λέτε; Πάμε να του κάνουμε μία επίσκεψη;»

Page 83: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

78

«Ξέρουμε το σπίτι του;» ρώτησε ο Χάρης. «Θα ακολουθήσουμε την όσφρησή μας.» Είπε η Νίκη. Τι σκύλοι είμαστε;» Φυσικά μας βρήκε σύμφωνους. «Που…πάτε;» ακούστηκε ο πρώην εκλεκτός να ρωτάει. «Πως πάει αυτός;» «Τι να σου πω Νίκη! Όλη την ημέρα βρίσκεται πάνω στο ανάχωμα. Νομίζει πως φυλάει το βιβλίο του. (Όπου να ‘ναι, θα συναντηθούμε), του λέει κάθε τόσο. Μάλλον νομίζει, ότι το βιβλίο βρίσκεται ακόμα εκεί.» «Είσαι σίγουρη, ότι αυτό νομίζει;»

ΚΑΣΠΕΡ ΡΩΜΑΙΟ ΚΑΙ ΡΟΝΑΛΝΤ ΦΤΑΣΑΜΕ στην πλατεία όπου πριν από μερικές νύχτες, κινδυνέψαμε να χάσουμε τη ζωή μας. Όλες εκείνες οι εικόνες, ήρθαν στο μυαλό μου. Είδα ξανά την πάλη με τον απαίσιο, τη Νίκη να του ορμάει για να με σώσει και ένιωσα ένας ρίγος. Με μεγάλη ικανοποίηση διαπίστωσα πως έχω δυνατούς φίλους. Τις ίδιες σκέψεις πρέπει να έκανε και εκείνη. Το κατάλαβα όταν ήρθε και μου έκανε ένα άγγιγμα συμπάθειας, στα πλευράκια μου που ακόμα πονούσαν. Τρεις τέσσερις σκύλοι χουζούρευαν στο χορτάρι. Ένας από αυτούς, μας είδε και έτρεξε. Ήταν εκείνος που μας άκουσε όταν τους φωνάζαμε να μην φάνε το φαρμακωμένο κρέας, εκείνο το φοβερό βράδυ. Ήρθε κοντά μας και μας χαιρέτησε εγκάρδια. Του ανταποδώσαμε τον χαιρετισμό. Ρωτήσαμε αν τον ξαναείδαν, από τότε. «Όχι δεν τον ξαναείδαμε» είπαν. Ακούσαμε ότι έφυγε από την πόλη. Κάποιοι άνθρωποι τον έδιωξαν, οριστικά. Όμως, δυστυχώς υπάρχουν κάνα δυο ακόμα και πρέπει να τους βρούμε.» Όσο συζητούσαμε, είχαν μαζευτεί γύρω μας όλοι οι ομοεθνείς της πλατείας και με ενδιαφέρον παρακολουθούσαν τη συζήτηση. «Γνωρίζω έναν δικό μας που είχε πέσει θύμα τους και σώθηκε την τελευταία στιγμή» είπε ένας που πρώτη φορά τον έβλεπα. «Πότε έγινε αυτό;» τον ρώτησα

Page 84: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

79

«Δεν γνωρίζω» μου απάντησε. «Μπορώ όμως να σας δείξω το σπίτι του.» «Είναι εσωτερικός;» ρώτησε η Νίκη. «Εσωτερικός;» απόρησε εκείνος «Τι πάει να πει εσωτερικός;» «Ζει σε σπίτι, με ανθρώπους;.» διευκρίνισε η Κανέλλα. «Ναι, είναι σπιτικός. Τον λένε Κάσπερ. Είναι γερμανοί, όλοι σε εκείνο το σπίτι, από τη Γερμανία. «Τι είναι Γερμανός;» ρώτησε ο Χάρης. «Γερμανός είναι… όπως λέμε Ιταλός» ρίπε η Νίκη, που ήξερε τα πάντα. «Δηλαδή, Γερμανοί, Ιταλοί, Αυστραλοί, είναι το ίδιο πράγμα;» είπε ο ίδιος, απορημένος σκύλος. «Ναι. Ναι. Ένα πράγμα όλοι τους!» ακούσαμε μια γνώριμη, ζεστή φωνή. «Όλοι… άνθρωποι!» «Λάκη!» φωνάξαμε με χαρά. «Πως είσαι φιλαράκο; Για σένα βγήκαμε απόψε. Σε ψάχναμε.» Αφού είπαμε τα σχετικά, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Δηλαδή να πάμε να βρούμε αυτόν τον Κάσπερ. Διασχίσαμε την πλατεία και πήραμε τον κατηφορικό δρόμο που βγάζει σε ένα μεγάλο, εγκαταλελειμμένο κτήριο. Στον προαύλιο χώρο του βρίσκονταν μερικά, μεγάλα παιδιά ανθρώπων. Άλλα ήταν καθισμένα και άλλα ξαπλωμένα στα παγκάκια και καταγής. Στα χέρια τους κρατούσαν βελόνες και τρυπούσαν τις σάρκες τους. Δεν κατάλαβα το νόημα αυτής της πράξης. «Αυτό πρέπει να πονάει» είπα «Γιατί το κάνουν;» «Μα τι κάνουν;» είπε και η Κανέλλα. «Άνθρωποι!» είπε ο Λάκης. «Βγάζεις άκρη μ’ αυτούς!;» «Ει! Εσείς!» τους γάβγισε ο Χάρης. «Η ζωή είναι μαγκιά ρε! Κοιτάξτε εμένα! Δεν το έβαλα κάτω, πίστεψα στη ζωή και εκείνη μου χαμογέλασε!» Ένα από αυτούς άκουσε το γάβγισμα του Χάρη και κοίταξε προς το μέρος μας. «Α! Ο μαδημένος!» είπε απορημένος.

Page 85: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

80

«Χάρη με λένε τώρα!» του γάβγισε εκείνος δυνατά και μετά προς εμάς: «πόσα λίγα καταλαβαίνουν οι άνθρωποι…» Η διαδρομή εξελίχθηκε σε ωραία και τρομακτική ταυτόχρονα εμπειρία. Τρέχαμε ανάμεσα σε πανύψηλα δέντρα, με τις κορυφές τους ενωμένες, που μας έκρυβαν τον ουρανό και τα αστέρια. «Κοιτάξτε!» είπα χωρίς καθόλου ταχύτητα. «Τα δέντρα τρέχουν μαζί μας!» «Σου φαίνεται!» μου φώναξε η Κανέλλα. «Θα δεις που σε λίγο θα μείνουν πίσω!» Πράγματι επί δέκα λεπτά τρέξιμο, μας ακολουθούσαν. Ύστερα σταμάτησαν. Σταματήσαμε μπροστά σε μία αυλόπόρτα. Στο βάθος φαίνονταν ένα πολύ μεγάλο σπίτι. Μπροστά του απλώνονταν μια ατελείωτη αυλή. Δέντρα μικρά και μεγάλα, υπήρχαν παντού. Ένα εσωτερικό δρομάκι τελείωνε στην είσοδο του σπιτιού. Σε μια άκρη, κάτω από ένα δέντρο υπήρχε ένα σκυλόσπιτο και μέσα ξεχώριζε η σιλουέτα ενός μεγάλου σκύλου. «Καλά κουφός είναι», παραξενευτήκαμε. «Μα δεν μας άκουσε;» «Και ούτε μας μύρισε;» τόνισε κάποιος άλλος από την παρέα. «Μήπως δεν είναι καλά;» «Είναι μια χαρά γέρος» είπε τότε ο σκύλος που μας έφερε. «Να του γαβγίσουμε όλοι μαζί» πρότεινε ο Χάρης. «Όχι!» προειδοποίησε ο ίδιος. «Θα ξυπνήσουν οι γερμανοί και θα μας πάρουν με τις πέτρες. Θα θυμώσει και ο Κάσπερ. Ελάτε. Ξέρω ένα κόλπο. Πάμε πιο κοντά. Ίσως καταφέρουμε και τον ξυπνήσουμε.» Προχωρήσαμε σίρριζα στον φράχτη έχοντας πάντα τα μάτια μας καρφωμένα στον κοιμισμένο Γερμανό. Ο φίλος έσκυψε, πήρε στο στόμα του μία πετρούλα και… πτου.. .του την πέταξε. Όμως εκείνος, τίποτα! που να ξυπνήσει. Έσκυψε πήρε και δεύτερη πέτρα και την πέταξε με πιο πολύ δύναμη αυτήν την φορά. Όμως ούτε και τώρα, κατάφερε να τον ξυπνήσει. Και αυτό το έκανε πολλές φορές. Πετρούλα στο στόμα και πτου… «Ελάτε» είπε η Νίκη. «Ας προσπαθήσουμε όλοι μαζί.»

Page 86: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

81

Σε λίγο και οι έξι κάναμε το ίδιο. Πετρούλα στο στόμα και… πτου… και ξαφνικά κάτι άστραψε. «Τι ήταν αυτό;» τρόμαξε ο Λάκης; «Τίποτα,» μας καθησύχασε η Νίκη. «Κάποιος μας φωτογραφίζει. Ένα φως άναψε μέσα στο σπίτι και μία ανθρώπινη φιγούρα φάνηκε στο παράθυρο. Κάτι και… πάλι άστραψε. «Ένας άνθρωπος από μέσα, μας φωτογραφίζει,» είπα στην παρέα. Όμως κανείς δεν μου έδωσε σημασία. «Επ’… Τι συμβαίνει;» γάβγισε επιτέλους ο Κάσπερ. «Ποιοι είστε εσείς και τι θέλετε;» Σαν πολιτισμένοι σκύλοι που είμαστε, του συστηθήκαμε και του εξηγήσαμε τον λόγο της επίσκεψής μας. Δυστυχώς όμως το συμβάν αυτό της δηλητηρίασης του, δεν είχε καμία σχέση με την μικρή μας πόλη. Μας είπε ότι είχε συμβεί στην πατρίδα τους, τη Γερμανία. Στην δική του περίπτωση ήταν ένας γείτονας που μισούσε τα ζώα και τιμωρήθηκε για την αποτρόπαια πράξη του. Μας είπε πως γλίτωσε από του χάρου τα δόντια την τελευταία στιγμή και πως από τότε, ξανά μόνος του, δεν βγήκε έξω. «Και τώρα τι κάνουμε;» αναρωτηθήκαμε. «Μήπως γνωρίζεις κανέναν που να ξέρει;» τον ρώτησα. «Επείγει να τους βρούμε.» «Ρωτήστε τον σιωπηλό» απάντησε εκείνος. «Εάν φυσικά κατορθώσετε και τον κάνετε να μιλήσει…» «Τι εννοείς;» απόρησε ο Λάκης. «Λένε ότι έχει φωνοφοβία. Εγώ όμως πιστεύω ότι είναι τόσο τεμπέλης, που βαριέται να εκφωνήσει, έστω και έναν έναρθρο φθόγγο. Να φανταστείτε, τόσα χρόνια γείτονες, την φωνή του ακόμα δεν την έχω ακούσει. Είναι όμως σοφός. Αυτό όλοι έχουν να το λένε. Έτσι είναι τα Μαστίφ, τεμπέλες. Και αυτός είναι ένα Ιταλικό μαστίφ και επιπλέον, αρκετά γέρος. Άντε…καληνύχτα τώρα γιατί κοντεύει να ξημερώσει και έχω να ξυπνήσω αξημέρωτα» «Και που έχεις να πας ;» τον ρώτησε η Κανέλλα. «Να ξεπροβοδήσω τους ανθρώπους μου που πάνε στη δουλειά τους.»

Page 87: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

82

«Θα μας πεις τουλάχιστον που θα βρούμε αυτόν τον Ιταλό;» «Στην διπλανή αυλή. Να ‘τος! Φαίνεται από εδώ. Ρωμαίο τον λένε. Άντε και… καλή τύχη. Θα την χρειαστείτε…μαζί του…» «Κάναμε δυο βήματα πίσω και τον είδαμε. Κοιμόταν ακριβώς μπροστά στην είσοδο της αυλής του. Ευχαριστήσαμε τον Γερμανό, τον καληνυχτίσαμε και… «διακτινιστήκαμε» στον Ιταλό. «Ει!… Ψίτ! Ιταλέ!» του φωνάξαμε πνιχτά, όλοι μαζί. Όμως εκείνος, χαμπάρι! Ε! Ρωμαίο!» συνεχίσαμε. Και πάλι τίποτα. Ο Ρωμαίος, στη…Ρώμη του!» «Τι λέτε, να του γαβγίσουμε;» πρότεινε πάλι ο Χάρης. «Αφήστε» είπε η Κανέλλα. «Καλύτερα να φύγουμε και να ξανάρθουμε το πρωί. Τώρα αποκλείεται να τον κουνήσουμε» Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Πριν βγούμε στο μονοπάτι που κατέληγε στην πλατεία, ο Λάκης σταμάτησε. «Από εδώ είναι το δικό μου σπίτι» είπε όλο χαρά. «Εδώ θα με βρίσκεται… όποτε με θέλετε.» Μια μικρούλα αυλή περιφραγμένη πρόχειρα, τύλιγε στοργικά το σπιτάκι που για τον φίλο μας και τον άνθρωπό του ήταν το παλατάκι τους. «Εδώ!» είπε όλο καμάρι ο Λάκης, «Αυτό είναι το σπίτι μου. Και μέσα είναι ο άνθρωπός μου. Σταθείτε ένα λεπτό να του γαβγίσω να βγει έξω να τον γνωρίσετε.» Πριν προλάβουμε να του πούμε πως δεν πρέπει να τον ξυπνήσει, άρχισε να γαβγίζει ‘‘ξύπνα φίλε μου,,» Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ένας νεαρός άνδρας. «Εεε! Λάκη!» είπε. «Γιατί κάνεις φασαρία; Μα τι βλέπω; Έχεις παρέα!» Του κουνήσαμε τις ουρές, του γαβγίσαμε ‘‘χαρήκαμε πολύ,, και φύγαμε ευχαριστημένοι. Κάτι καλό μας προέκυψε απόψε. Γνωρίσαμε τον άνθρωπο του Λάκη και διαπιστώσαμε ότι είναι καλός. Την επόμενη το πρωί, οι εσωτερικοί, εκτός από τη Νίκη, την Πέρσα και το Σίμπα, βγήκαν για βόλτα. Εγώ και η Νίκη μείναμε ξαπλωμένοι απολαμβάνοντας την σκιά των δέντρων. Με τόσες φωνές λιγότερες, η

Page 88: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

83

αυλή ήταν σχετικά ήρεμη. Μόνο η Πέρσα ακούγονταν που και που. Ο δε Σίμπα, βρήκε την ευκαιρία και άρχισε να ψάχνει όλες τις κόκαλο-κρυψώνες του Πάρι. Με ευχαρίστηση ξέθαβε τους θησαυρούς του και τους μετέφερε στην δική του μικρή αυλή. Τελικά αποφάσισα να πάω την βόλτα μου. Η Νίκη δεν είχε διάθεση να με ακολουθήσει. Άλλωστε ένιωθε και υπεύθυνη για την φύλαξη του σπιτιού. Πριν βγω στο δρομάκι, ακούστηκαν από μακριά γαβγίσματα. «Κάποιος έρχεται» φώναξα στη Νίκη. «Θα γύρισαν οι εσωτερικοί.» «Μπα σε καλό σου!» είπε εκείνη. «Καλά δεν γνωρίζεις τη φωνή της Λευκής;» Η Λευκή μας χαιρέτησε πριν καλά, καλά μας πλησιάσει. Φαινόταν ενθουσιασμένη. «Γεια σας φίλοι μου!» φώναξε. «Φίλοι μου, έχω νέα! Χαρούμενα νέα!» Έφτασε κοντά μας λαχανιασμένη. Η λαχτάρα της να μας πει τα τόσο σημαντικά νέα, ήταν πολύ μεγάλη. Άρχισε να μιλάει πριν καλά-καλά η ανάσα της βρει τον κανονικό της ρυθμό. «Ακούστε» είπε. «Πρώτον. Ο ιδιοκτήτης του στάβλου μας, αυτός ο απαίσιος…πάει, έφυγε! Ο άνθρωπός μας, ο καλός μας ο τσομπάνης, μας είπε πως από σήμερα είναι αυτός ο ιδιοκτήτης. Και πως ο άλλος έφυγε από το χωριό μας, επειδή τον τσάκωσαν να φαρμακώνει σκύλους. Ήταν αυτός που του δώσατε και κατάλαβε.» . «Πως;» ψελλίσαμε και οι δύο μαζί. «Δηλαδή εκείνος ήταν τεράθρωπος ήταν το αφεντικό σας; μα πως γίνεται; Αφού είχε εσάς και τόσα προβατάκια…» «Δεν μας αγαπούσε. Δουλεύαμε γι’ αυτόν και μας ανεχόταν! Μάθαμε, πως παλιότερα είχε σκοτώσει πολλούς ομοεθνείς μας. Όποιος δεν έκανε καλά τι δουλειά του… τον τουφέκιζε. Φίλοι μου, χωρίς να το ξέρουμε, κινδυνεύαμε. Τελικά, για να ζούμε ακόμα, θα πρέπει να κάναμε τη δουλειά μας…πολύ καλά!» «Αυτό ούτε να λέγεται» επιβεβαίωσε η Νίκη. «Αυτός ο απαίσιος δεν θα έβρισκε πουθενά καλύτερα ποιμενικά.» «Σημασία έχει πως απαλλαχτήκαμε από αυτόν.»

Page 89: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

84

«Και απαλλαχτήκαμε από αυτόν, και μάθαμε ότι υπάρχουν κι άλλοι» συμφώνησα και εγώ. «Σε λίγο θα συναντήσω την Κανέλλα. Θα πάμε μαζί σε έναν σοφό που ίσως έχει κάποια πληροφορία να μας δώσει. Έρχεσαι Λευκή; Η Νίκη θα μείνει να φυλάει το σπίτι.» «Αμέ! Φύγαμε! Όλη η ημέρα είναι δική μου. Έχω ρεπό σήμερα.» Στο δρόμο της αφηγήθηκα όλα όσα είχαμε ζήσει και δεν γνώριζε. Της είπα για τον Λάκη, τον Κάσπερ και τέλος για τον σιωπηλό Ιταλό που πάμε τώρα να συντήσουμε. «Το πρόβλημα μ’ αυτόν είναι ότι δεν μιλάει» την πληροφόρησα. «Ο Κάσπερ μας είπε ότι δεν τον άκουσε ποτέ να βγάζει ούτε έναν έναρθρο φθόγγο.» «Μήπως έχει φωνοφοβία;» ρώτησε η Λευκή. «Μπα! Βαρεμένος είναι!» «Και πως θα μάθουμε αυτό που θέλουμε αφού δεν μιλάει;» «Ε! Εδώ μάλλον θα χρειαστούμε κάποιον που να διαβάζει την σκέψη! είπα, θεωρώντας το φυσικά απίθανο. Όμως τότε ήρθε στο μυαλό μου εκείνο το περιστατικό με τη Τζίνα. Όταν διάβασε την σκέψη μου. «Σκέψη…και Τσίνα…» μονολόγησα. «Τζίνα τι;» «Νομίζω πως ξέρει να διαβάζει την σκέψη» της απάντησα απλά.. «Έλα τώρα. Κανένας δεν ξέρει να διαβάζει τη σκέψη κανενός» «Υπήρξε ένα περιστατικό που μπορεί να ήταν και τυχαίο. Όμως γιατί να μην βεβαιωθούμε. Τι έχουμε να χάσουμε;» Το συζητήσαμε και μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι της Τζίνας, ετοιμάσαμε και το σενάριο. Βρήκαμε τον Χάρη να κοιμάται στην είσοδο της αυλής. Η Κανέλλα και η Τζίνα ήταν ξαπλωμένες στο χορτάρι. Πλησιάσαμε και καθίσαμε κοντά τους. Ακούμπησα δήθεν τυχαία πάνω στην Τζίνα για να την κάνω να μας προσέξει. Μας κοίταξε τελείως αδιάφορη. Δεν της είπαμε τίποτα, και έκανα την εξής σκέψη: «Η Τζίνα είναι ένα ανόητο, ατάλαντο και αγενέστατο πλάσμα.»

Page 90: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

85

«Είσαι και φαίνεσαι! Χαζέ!» Μου είπε θυμωμένη και τινάχτηκε επάνω. «Τι θέλεις τώρα, να πλακωθούμε;» Έκανα τον χαζό. Το ίδιο και η Λευκή. «Καλά… αυτή είναι και πολύ βλήμα!» σκέφτηκε και η Λευκή. «Ήρθατε να μου σπάσετε τα νεύρα; συνέχισε» εκείνη θυμωμένη. «Γιατί με βρίζετε; Φταίω τώρα εγώ που γίνομαι αγενής;» Η Κανέλλα και ο Χάρης έμειναν άναυδοι. «Μα τι σου συμβαίνει Τσίνα» απόρησε η Κανέλλα. «Ποιος σε έβρισε;’ Τότε αποφάσισα πως ήταν ώρα να μιλήσω. «Φίλοι μου» είπα. «Μπροστά μας έχουμε ένα φαινόμενο. Η Τζίνα έχει ένα χάρισμα μοναδικό! Διαβάζει τις σκέψεις τον άλλον! Μόλις τώρα, εγώ και η Λευκή της κάναμε ένα τεστ. Σκεφτήκαμε άσχημα για αυτήν και αυτή το κατάλαβε και αντέδρασε αναλόγως.» «Τζίνα, είναι αλήθεια;» ρώτησε ο Χάρης. «Γιατί νομίζεται αποφεύγω τις συναστροφές με τους άλλους. Γιατί δεν αντέχω να ακούω τα σχόλιά τους. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτό μου συμβαίνει.». «Είναι θαυμάσιο χάρισμα!» της φώναξα. «Μπορείς να σώζεις ζωές! Και μια και αναφέρθηκα σε ζωές, χρειαζόμαστε βοήθεια. Είναι για το καλό όλων μας.» Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε απ’ έξω ένα άγνωστο γάβγισμα. «Εεε…! Είναι κανείς εδώ; Μήνυμα από Αυστραλία!» «Αυστραλία! Το βιβλίο!» αναφωνήσαμε όλοι. «Μήνυμα από τα τεριέ.» Έξω στέκονταν ένας εντυπωσιακός σκύλος. Με μακρύ χρυσαφί τρίχωμα που έλαμπε από καθαριότητα. Κάτι που πρόσεξα, ακόμα και εγώ. Ήταν ολοφάνερο πως αυτός ο σκύλος, σπάνια πατούσε χώμα. «Τι είσαι εσύ;» τον ρώτησα. «Δεν με βλέπεις; Ότι και εσύ» είπε εκείνος. «Σκύλος.» «Μα…Είσαι…διαφορετικός.» «Όλοι είμαστε διαφορετικοί, όμως ανήκουμε στην ίδια οικογένεια των κυνοειδών. Εγώ είμαι ένα τσοπανόσκυλο. Ένα Collie, rough.4

4 Κόλι, τραχύ

Κατάγομαι από τα υψίπεδα της Σκοτίας. Το όνομά μου είναι Ρόναλντ. Μόλις σήμερα

Page 91: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

86

το πρωί κατάφερα να επικοινωνήσω με Αυστραλία. Υπάρχει τηλεγράφημα, ακούστε: ‘‘Είμαστε καλά. Ταξίδι καλό. Βιβλίο καλά φυλαγμένο. Εκλεκτός ακόμα δεν ευρέθη. Αναζήτηση συνεχίζετε.’’ »Λοιπόν. Όταν θα έχω νεότερα θα ξανάρθω.» «Σ’ ευχαριστούμε πολύ» του είπα. «Στείλε τους την αγάπη μας. Εμείς ξεκινάμε για μια αποστολή. Εάν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μας.» Ο Ρόναλντ ήταν πραγματικά εντυπωσιακός. Με την Λευκή στο πλάι του έκαναν τους περαστικούς να τους κοιτάζουν με θαυμασμό. «Αυτά τα δύο!» έλεγαν. «Κοιτάξτε το κόλι και το μαρέμα. Είναι πανέμορφα!» Η Κανέλλα, εγώ και η Τζίνα, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί οι άνθρωποί θαύμαζαν μόνο αυτούς τους δύο. «Να εδώ μένω» είπε εκείνος. «Αυτό είναι το σπίτι μου.» Βρισκόμασταν μπροστά σε ένα τεράστιο σπίτι με εξίσου τεράστια αυλή. «Πόσοι ζείτε εδώ μέσα;» τον ρώτησα «Εγώ και η οικογένεια των ανθρώπων μου», μου απάντησε εκείνος «Τρεις και εγώ». «Α! Εδώ μου είναι το αγόρι μου!» ακούστηκε ανήσυχη, μια ανθρώπινη φωνή. «Ρόναλντ! Έλα μέσα!» «Γεια σας φίλοι μου» φώναξε την ώρα που φεύγαμε. «Θα ερχόσαστε να μου κάνετε παρέα;» «Θα προσπαθήσουμε!» Βρήκαμε τον Ρωμαίο ακριβώς στο ίδιο σημείο. Λες και από χτες δεν είχε μετακινηθεί, δεν είχε ξυπνήσει. Μπορεί και να μην είχε ξυπνήσει. «Ακόμα κοιμάται» αγανάκτησα. «Ακούστε κορίτσια τι θα κάνουμε.

Page 92: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

87

Όση ώρα εξηγούσα στα κορίτσια το σχέδιο μου, είχε πλησιάσει και ο Γερμανός, ο Κάσπερ. Μας γάβγισε έναν φιλικό χαιρετισμό και περίμενε να ακούσει και αυτός το σχέδιο δράσης. «Πριν κάνετε οτιδήποτε, αφήστε με πρώτα να προσπαθήσω» είπε. «Ίσως καταφέρω να τον ξυπνήσω.» «na komm doch mein alter freund!»5

Τέτοια τεμπελιά δεν ξανάγινε! Όμως ξάφνου! Να όπα…άνοιξε το ένα μάτι. Ένα μάτι, κάτι είναι και αυτό.

του φώναξε «Ξύπνα! Έχουμε επισκέψεις. Έλα, άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα! Έστω το ένα φίλε! Σε παρακαλώ!»

«Έλα φίλε» τον ενθάρρυνε ο Κάσπερ. «Κάνε έναν κόπο ακόμα. Άνοιξε και το άλλο…» Και όόόπα…να που ο τεμπέλης άνοιξε και το άλλο μάτι. «Καν’ τον να κοιτάξει προς το μέρος μας» του είπα. «Μπορείς να τον γυρίσεις πλευρά;» «Αυτό είναι εύκολο» απάντησε ο γερμανός και πήρε στα δυνατά του δόντια το χαλάκι που αναστέναζε κάτω από το βάρος του Ρωμαίο και το τράβηξε. Τώρα βλέπαμε τα ανοιχτά του μάτια, καλά. Μας έβλεπε και εκείνος. Τουλάχιστον έτσι φαίνονταν. «Ησυχία» σύνεστησα. «Η Τζίνα θα προσπαθεί να διαβάσει τη σκέψη του. Ελπίζω μόνο να μην βαριέται ακόμα και να σκεφτεί.» «Ρωμαίο γεια σου και πάλι» του είπα ευγενικά. «Εγώ είμαι ο Πειρατής. Από εδώ η Τζίνα, η Λευκή και η Κανέλλα. Θα θέλαμε να σε ρωτήσουμε ορισμένα πράγματα. Ο φίλος σου ο Κάσπερ μας είπε ότι είσαι σοφός. Για αυτό και εμείς ήρθαμε από πάρα πολύ μακριά για να μάθουμε από την σοφία σου.» Του είπα όσα γνωρίζαμε για τους τερανθρώπους. Του μίλησα για το συνέδριο, για τον κάκιστο που καταφέραμε να διώξουμε από την πόλη μας. Του είπα για το βράδυ με το φαρμάκι. Για τον Λάκη που τον γνώριζε και για το πως κατορθώσαμε να σώσουμε τους άλλους σκύλους.

5 Μα έλα παλιόφιλε.

Page 93: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

88

Κάθε τόσο κοιτούσα και την Τζίνα μπας και διακρίνω κάποια κίνηση. Μάταια όμως. Δεν έβλεπα τίποτα. «Μα τι συμβαίνει;» τη ρώτησα ψιθυριστά. «Δεν διάβασες τίποτα;» «Βρε το τεμπελόσκυλο!» είπε εκείνη θυμωμένη. «Δεν αξίζει τον κόπο να ασχολούμαστε μαζί του. Είναι ένας ηλίθιος γερο- ξεκούτης. Πάμε να φύγουμε.» Όση ώρα γάβγιζε θυμό, δεν είχε πάψει να τον κοιτάει. Και κάπου εκεί ανάμεσα στις μικρές παύσεις και στον θυμό, έβγαλε ένα επιφώνημα ενθουσιασμού. «Α! Ευχαριστώ πολύ! Μα…συνέχισε, συνέχισε να σκέφτεσαι! Αχά… Αχά… ναι.. .σοβαρά.; Α! Τι λες; Α! καλά, καλά. Θα δει αυτός. Ναι…ναι. Τέλεια! Ευχαριστώ φίλε. Εκ μέρους όλων των ομοεθνών, ευχαριστώ!» Εμείς που ξέραμε χαιρόμασταν, όμως ο Κάσπερ αγάθεψε. Για αυτόν η Τζίνα ήταν μια παράξενη. Μια που κοιτάζει ένα κοιμισμένο τεμπελόσκυλο και του απαντάει ξεκάρφωτα. Αυτό όμως ήταν κάτι για το οποίο, εκείνη διόλου δεν νοιαζόταν. Και ευτυχώς δηλαδή, αλλιώς θα είχαμε σοβαρό πρόβλημα. Τα μάτια της έλαμπαν από χαρά που τα κατέφερε. «Αυτά» είπε. «Όλα όσα ήξερε, τα έμαθα. «Τώρα κοιμήθηκε πάλι. Πάμε θα σας τα πω στο δρόμο.» Ο ΗΛΙΟΣ είχε ανέβει ψηλά. Πρώτη φορά βρισκόμασταν τέτοια ώρα στους δρόμους. Φύγαμε για τα σπίτια μας και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε το βράδυ. Πριν καλά, καλά βραδιάσει, βρισκόμουν στο σπίτι της Τζίνας. Βρήκα την παρέα καθισμένη σε κύκλο. «Καλά που ήρθες» είπε η Κανέλλα. «Έλα κάθισε, τα νέα είναι συγκλονιστικά. Έχουμε να κάνουμε με σπείρα.» «Άσε την Τσίνα να μου τα πει όπως ακριβώς τα διάβασε από το μυαλό του» πρότεινα.». «Σας τα λέω όπως ακριβώς τα σκέφτηκε» είπε εκείνη. Ακούστε!» «Πέρα στις αλυκές και κάτω ακριβώς από τον φάρο, υπάρχει μία καλύβα. Εκεί ζει ένας ψαράς με τους τρεις γιους του. Ο μικρότερος γιος

Page 94: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

89

είναι καλό παιδί. Οι άλλοι δύο και ο πατέρας τους, είναι τέρατα. Είναι αυτοί που φαρμακώνουν τα αδέσποτα και όχι μόνο. »Θα πρέπει να βιαστούμε γιατί πλησιάζει η γιορτή της πόλης. Θα πρέπει να εμπιστευτούμε τον μικρότερο γιο. Δύο φορές την εβδομάδα ο πατέρας έρχεται στο σπίτι μας και μας φέρνει ψάρια. Κάθε φορά πριν φύγει, κρυφά από τους ανθρώπους μου, με πλησιάζει και μου λέει: Α! Εε τεμπελόσκυλο και να σε έβρισκα κάπου έξω μόνο! Θα σε τάιζα έναν μεζέ, μούρλια! Χα… σε λίγο καιρό πριν την γιορτή της πόλης, θα βγω και πάλι μαζί με τους μεγάλους γιους μου. Εκατό κιλά κρέας ετοιμάζω για εσάς. Βουτηγμένο σε νόστιμο μπαχαρικό. Ευχαρίστως θα σου έδινα και εσένα, όμως θα πρέπει να βγεις έξω.» Μείναμε για λίγο σκεπτικοί. Έπρεπε να εμπεδώσουμε καλά αυτά που ακούσαμε. Πρώτος μίλησα εγώ. «Την καλύβα μπορούμε εύκολα να την βρούμε. Πως όμως θα τους σταματήσουμε;» «Να τους εμποδίσουμε να βγουν από το σπίτι τους μέχρι να περάσει η γιορτή.» Πρότεινε πολύ σοφά ο Χάρης. «Και πως θα το κατορθώσουμε αυτό;» ρώτησα. «Να συγκαλέσουμε πάλι γενική συνέλευση» είπε η Κανέλλα. Όλοι μαζί κάτι θα καταφέρουμε.» «Μπράβο Κανέλλα. Αυτό ακριβώς θα κάνουμε. Αλλά πρώτα πρέπει να εντοπίσουμε την καλύβα. Να δούμε με ποιους έχουμε να κάνουμε. Φεύγω τώρα. Ραντεβού το βράδυ στην πλατεία.»

Ο ΦΑΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ συναντήσαμε τον Λάκη. Κουβέντιαζε με τέσσερις ομοεθνείς μας. Μόλις μας είδε έτρεξε κοντά μας. «Ακολουθήστε με!» τους φώναξα. «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Στο δρόμο θα σας εξηγήσω. Πάμε στο Φάρο.» Φτάσαμε στον φάρο στην άκρη του γκρεμού, μετά από μισή ώρα. Ήταν πολύ ψηλά. Αδύνατον να κατέβουμε από εκεί. Ακόμα και εμείς με

Page 95: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

90

τα τέσσερα πόδια, δεν θα μπορούσαμε. Τρέχαμε πέρα δώθε ψάχνοντας πρόσβαση για κάτω. «Εδώ ακούστηκε» κάποιος. «Εδώ έχει σκαλοπάτια!» Κατεβήκαμε με προσοχή ο ένας μετά τον άλλον. Τα σκαλοπάτια ήταν σκαλισμένα στο βράχο και χωρούσαν μόνο έναν. Πρώτος κατέβηκα εγώ και καθώς τους περίμενα, άρχισα να τους μετράω. Κανέλλα, Χάρης, Τσίνα, Νίκη, Λάκης, πέντε που δεν γνώριζα τα ονόματά τους και εγώ… «Έντεκα!» φώναξα ενθουσιασμένος. «Είμαστε έντεκα, ολόκληρη αγέλη!» Μπροστά μας απλώνονταν μία απέραντη αμμουδιά. Η μυρωδιά της θάλασσας και το απαλό αεράκι, ήταν η αποζημίωση για τον κόπο μας. Στη ρίζα του γκρεμού ακριβώς κάτω από το φάρο είδαμε την καλύβα. Ένα αμυδρό φως και κάποιες ανθρώπινες σιλουέτες ξεχώριζαν από ένα παραθυράκι. «Αυτοί μέσα είναι οι δολοφόνοι», είπα κοντανασαίνοντας.» Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας ξερακιανός δίποδος με γενειάδα. Στο χέρι του κρατούσε ένα μπουκάλι. Παραπατούσε, έβριζε, έπινε και τέλος σωριάστηκε στην αμμουδιά. Ένα παιδί βγήκε από την καλύβα. Τον πλησίασε και προσπάθησε να τον σηκώσει. Ο ξερακιανός όμως του έδωσε μία δυνατή σπρωξιά και τον έριξε κάτω. «Πάρε δρόμο ρε,» τον αποπήρε. «Δεν θέλω την βοήθειά σου. Εσύ δεν είσαι παιδί μου! Εσύ είσαι καλό παιδί, σαν την μάνα σου. Άντε πάγαινε από εδώ!» «Είναι το καλό παιδί» ψιθύρισε η Τζίνα ενθουσιασμένη. «Δίκιο είχα!» «Σσσς…κρυφτείτε» προειδοποίησα. «Έρχεται ένα αυτοκίνητο.» Ξαπλώσαμε κάτω, σίρριζα στο κύμα, μια και δεν υπήρχε κανένα άλλο σημείο όπου θα μπορούσαμε να κρυφτούμε. «Βρέχομαι» είπε ένας. «Δεν πειράζει» του φώναξα πνιχτά. «Μείνε κάτω.» Ένα μεγάλο σκούρο αυτοκίνητο με τα φώτα του αναμμένα, σταμάτησε ακριβώς μπροστά στην καλύβα. Ένας άνδρας κατέβηκε και ένας άλλος

Page 96: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

91

από μέσα άνοιξε το παράθυρο. Κρατούσε ένα πούρο μακρύ και φορούσε καπέλο. «Αυτόν τον ξέρω» άκουσα κάποιον από την παρέα να λέει. «Ήταν το αφεντικό ενός φίλου μου που χάθηκε.» «Κάντε ησυχία να ακούσουμε» είπα. «Ε! Μπάρμπα Καλούμα! Για πλησίασε» του φώναξε εκείνος με το πούρο. «Πάλι τύφλα είναι αφεντικό» είπε ο άλλος που κατέβηκε από το αυτοκίνητο. «Εσύ ρε είσαι τύφλα!» έσκουξε ο ξερακιανός ενώ τους πλησίαζε τρικλίζοντας. Εκείνη τι στιγμή μέσα από το σκοτάδι φάνηκαν δυο άνθρωποι. «Εδώ είμαστε και εμείς» είπε ο ένας. «Καλά που ήρθατε» είπε εκείνος που κατέβηκε. Ο γέρος σας είναι πάλι στουπί. «Ρε εσύ, καλόπαιδο», μάλωσε το παιδί ο ένας. «Γιατί άφησες τον πατέρα να πιει;» «Ελάτε κοντά» είπε αυτός μέσα από το αυτοκίνητο. Οι νεαροί πλησίασαν και εκείνος με το πούρο έδωσε στον έναν, έναν παραφουσκωμένο φάκελο. «Να πάρε» είπε. «Είναι πολλά τα λεφτά. «Αυτή τη φορά θέλω καλή και αποτελεσματική δουλειά. «Σε τρεις το πολύ μέρες να τους έχετε καθαρίσει όλους τους μπάσταρδους. Και προσέξτε μην την πατήσετε σαν τον άλλον τον βλάκα που τον περιποιήθηκαν δυο κοπρόσκυλα και χρειάστηκε να τον ξαποστείλω.» Ένιωσα ένα ρίγος. Κάτι σαν καμάρι, ή και φόβο. «Εμάς εννοεί» είπε η Νίκη. «Τι γίνεται παιδιά;» ρώτησε κάποιος από εμάς.. «Πρώτα να φύγουν» πρότεινα. «Αν μας καταλάβουν, καήκαμε.» «Ε! Όχι και καήκαμε!» είπε κάποιος. «Έντεκα είμαστε. Ολόκληρη αγέλη. Πειρατή, εσύ το είπες.» «Σσσς…» τον διέκοψα απότομα. «Κοιτάξτε…φεύγουν.» Το αυτοκίνητο είχε απομακρυνθεί αρκετά όταν ο μικρός ξέσπασε σε κλάματα..

Page 97: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

92

«Όχι πατέρα. Μη το κάνετε» είπε με λυγμούς. «Μην τα σκοτώσετε τα κακόμοιρα Είναι αμαρτία.» «Βρε άντε πάγαινε από εδώ!» του είπε ο μεθυσμένος πατέρας του. «Αν δε σ’ αρέσει, στη μάνα σου.» Αφού τελικά κατόρθωσε και στάθηκε στα πόδια του, έδωσε μια σπρωξιά στο παιδί, άρπαξε το μπουκάλι και τρικλίζοντας μπήκε στην καλύβα. Το παιδί μετά από λίγο σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς τη θάλασσα. Πέρασε από δίπλα μας χωρίς να μας προσέξει και συνέχισε την πορεία του προς…το νερό, χωρίς να κόψει ταχύτητα. «Μα τι κάνει;» ανησυχήσαμε. «Θέλει να πνιγεί! Όχι μικρέ! Όχι! Μη!» Χωρίς δεύτερη σκέψη, βούτηξα στο νερό. «Κρατήσου μικρέ… έρχομαι!» του φώναξα. «Και εγώ!» φώναξε και η Νίκη. Τον αρπάξαμε την τελευταία στιγμή, πριν βυθιστεί και τον τραβήξαμε έξω. Ήταν σαν χαμένος. Θα ήθελα να μπορούσα να του πω πως εμείς, τον αγαπάμε. Πως τον καταλαβαίνουμε και άλλα πολλά που σίγουρα, ποτέ στη ζωή του δεν άκουσε. Σε λίγο, αφού πρώτα ηρέμησε κάπως, μας κοίταξε και έντρομος έκανε να φύγει. Τότε όλοι εμείς, και οι έντεκα, γυρίσαμε ανάσκελα. Ήταν ο μόνος τρόπος που είχαμε για να του πούμε πως είμαστε φίλοι του και πως δεν πρέπει να μας φοβάται. Και εκείνος κατάλαβε. «Είστε φίλοι μου; αυτό μου λέτε;» ρώτησε. Του απάντησα γλύφοντάς του το χεράκι και τρίβοντας τα πλευράκια μου πάνω στο βρεγμένο του κορμάκι. Ύστερα έκανα νόημα στους άλλους να κάνουν το ίδιο. Ένας-ένας, όλοι περάσαμε και του συστηθήκαμε, γίναμε φίλοι. «Όμως δεν πρέπει να με θεωρείται φίλο σας» είπε εκείνος κλαίγοντας. «Ο πατέρας και τα αδέλφια μου, σκοτώνουν ότι καλό βρουν στον δρόμο τους.» Πολύ μου άρεσε αυτό που είπε ο μικρός. (Ότι καλό βρουν στον δρόμο τους). Και το καλό σ’ αυτήν την περίπτωση, ήμασταν εμείς. Ε!! Αυτό άξιζε πολλά φιλάκια στο αδύνατο χεράκι του.

Page 98: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

93

«Τι να κάνω;» μουρμούραγε το καημένο. «Που να πάω; Πως να τους εμποδίσω; Όμως εάν καταλάβουν θα με σκοτώσουν.» «Σηκωθείτε!» έδωσα εντολή στην παρέα ενώ τον άρπαξα από το βρεγμένο μανίκι. «Ελάτε όλοι γύρω του. Και εσύ Νίκη πιάσε το άλλο του μανίκι και τράβα απαλά.» «Μα τι κάνετε; Γιατί με τραβάτε;» απόρησε εκείνος. Θέλετε μήπως να σας ακολουθήσω; Το ‘πιασα, έτσι; Τέλεια! Θα ζήσω και εγώ αδέσποτος στο πάρκο.» «Ε… μικρέ!» είπε μέσα από τα σφιγμένα δόντια της η Νίκη. «Σου μοιάζω για αδέσποτο;» Έξω από το σπίτι μας, ο μικρός κοντοστάθηκε. «Για…σταθείτε!» μουρμούρισε. «Μα που με πάτε;» Τον τραβήξαμε προς την πόρτα και τον περικυκλώσαμε για να μην φύγει. Όταν αρχίσαμε να γαβγίζουμε για να ξυπνήσουμε τους ανθρώπους μας, δεν φανταζόμασταν την αντίδρασή τους. «Είναι ένα παιδί έξω!» απόρησαν.. «Μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, ένα παιδί! Θεέ και κύριε!» Εντωμεταξύ είχαν ξυπνήσει και οι εσωτερικοί. Τους αφηγηθήκαμε τα πάντα στο άψε σβήσε και για να μην χάνουμε χρόνο, αποφασίσαμε να κάνουμε το κάλεσμα για την γενική συνέλευση, αμέσως. «Θυμόσαστε τον κωδικό;» ρώτησα. «Ναι εγώ, είπε με βεβαιότητα η Πέρσα. Εγώ δεν ξεχνώ ποτέ τίποτα. Είναι: 5 γουουουά ….3 γουαβαβαβού..4 βαουβάου.. και 3 γουιιιί και άλλα 3 ουουουγάβ… «Μπράβο κούκλα» είπα για να την ενθαρρύνω ξεχνώντας όμως κάτι πολύ σημαντικό, την Μυρτώ. «Ε! Τι… είναι αυτά;» είπε. «Απαγορεύω να της λέτε ωραία λόγια. Απαγορεύω να την επαινείται και γενικά απαγορεύω να την βρίσκεται όμορφη. Άντε μη… τα πάρω τώρα!» «Αφήστε τα αυτά» είπε ο Πάρις και ορθώθηκε μπροστά της σαν τοίχος απροσπέλαστος. «Ας κοιτάξουμε τη δουλειά μας.»

Page 99: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

94

Η ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟ ΠΑΡΚΟ στο δασάκι αυτή τη φορά ήταν περιτριγυρισμένο από σταθμευμένα, σκοτεινά αυτοκίνητα. Πολλά περίεργα συνέβαιναν απόψε εκεί. Ένα από αυτά ήταν και οι σκαρφαλωμένοι πάνω στα δέντρα άνθρωποι με τις φωτογραφικές μηχανές στα χέρια τους. Η προσέλευση των ομοεθνών μας, άρχισε αμέσως μόλις ήχησε το πρώτο κάλεσμα. Όταν φτάσαμε εμείς εκεί, ένα ολάκερο πλήθος μας περίμενε. Αυτή τη φορά δεν έλειπε κανείς. Μέχρι και ο Ρόναλντ με τον Κάσπερ, ήταν εκεί. Όλοι εκτός από τον στρατηγό Πιγκουΐνο. Αυτός, από τότε που έφυγε το βιβλίο του, κάθεται πάνω στο ανάχωμα λες και κάτι περιμένει. «Μάγκες!» ακούστηκε μια ανυπόμονη φωνή από το πλήθος. «Ας μην χρονοτριβούμε!» Η συνέλευση αυτή τη φορά ήταν σύντομη. Όλοι γνώριζαν! Όλοι ήσαν αποφασισμένοι να βοηθήσουν. Δώσαμε ραντεβού για το επόμενο βράδυ, οργανώσαμε τις ομάδες περιπολίας και διαλυθήκαμε. Εντωμεταξύ οι φωτογραφικές μηχανές φώτιζαν ακατάπαυστα την συγκέντρωση. «Τουλάχιστον, με τόσο φως και τους ανθρώπους γύρω μας, είμαστε ασφαλείς από τους άλλους…» είπε ο Χάρης. ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ συναντήσαμε την πρώτη περίπολο. Αρχηγός εδώ ήταν η Μαριορή. Λίγα μέτρα παρά πέρα, η δεύτερη περίπολος, με αρχηγό την Λευκή. Στην αλάνα του σχολείου συναντήσαμε την περίπολο του Λάκη. Και για να μην τα πολυλογώ, η πόλη φυλάσσονταν από ομάδες έτοιμες για επίθεση σε περίπτωση που εμφανίζονταν οι τεράνθρωποι. Όλη τη νύχτα μάτι δεν έκλεισα. Κατά τα ξημερώματα αποφάσισα να φύγω αθόρυβα. Προτίμησα να τους αφήσω να ξεκουραστούν. Σε λίγο συνάντησα την περιπολία του Λάκη και βρήκα έναν από αυτούς να φυλάει σκοπιά. Πλησίασα αθόρυβα. «Τι γίνεται φίλε;» τον ρώτησα. «Όλα καλά;»

Page 100: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

95

«Καλά» μου απάντησε. «Φυλάμε σκοπιά με τη σειρά. «Ο Λάκης μόλις τώρα κοιμήθηκε.» «Λοιπόν όπως είπαμε» του είπα «Με την δύση του ήλιου, συνάντηση στο φάρο.» Βρήκα τη Λευκή να κουβεντιάζει με μία από την ομάδα της. «Ακόμα όλα καλά» είπε. «Όλα δείχνουν πως θα χτυπήσουν απόψε.» «Ναι» συμφώνησα «Η διορία που τους έδωσε ο πουράκιας τελειώνει απόψε. Λοιπόν με τη δύση του ήλιου στο φάρο». Πέρασα από όλες τις περιπολίες. Παντού επικρατούσε ησυχία. Αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς. Τους βρήκα να κοιμούνται. Κούρνιασα στο σπιτάκι μου και αποκοιμήθηκα. «Ε! Ξυπνήστε! Φαΐ…όποιος κοιμάται χάνει!…» «Ποιος λέτε να έτρεξε πρώτος; Ο Πάρις βέβαια. Αυτός που κάθε μέρα φέρεται, λες και τρώει για πρώτη φορά στη ζωή του. Από εμάς εδώ, μόνο εγώ και η Μπούμπα γνωρίσαμε τι πάει να πει πραγματική πείνα. Και μπορώ να πω, πως σε σύγκριση με τη Μπούμπα, εγώ υπέφερα τα λιγότερα. Μπορεί να με έχουν εγκαταλείψει σε ένα δάσος, να με πυροβόλησαν, να με έδιωξαν ακόμα και από τα σκουπίδια τους, όμως δεν με έδειραν ποτέ!» Ένας θόρυβος εκείνη τη στιγμή μας έκανε να αφήσουμε γεμάτα τα πιάτα μας. «Ένα αυτοκίνητο» είπα. «Κοίτα, έχει πάνω του έναν μικροσκοπικό φάρο.» «Είναι ένα περιπολικό της αστυνομίας» με διόρθωσε η Νίκη. Μα όλα τα ξέρει πια! Βγαίνει μια γυναίκα…, χτυπάει το κουδούνι, ανοίγει η πόρτα και πετάγεται έξω ο μικρός. «Μαμά!» φωνάζει όλο χαρά «Ήρθε η μαμά μου!»

Η ΕΝΕΔΡΑ

Page 101: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

96

ΉΡΘΕ Η ΜΕΓΑΛΗ ΝΥΧΤΑ! Τους βρήκαμε να μας περιμένουν. Η Μίλβα, ο Ερμής, η Φίλιπς, η Ρίτα, όλοι… Στην πλατεία συναντήσαμε τον Λάκη με άλλους πολλούς. Πριν πάρουμε το μονοπάτι για κάτω, φάνηκε και ο Ρόναλντ. Σε λίγο να και ο γερμανός ο Κάσπερ με παρέα, ένα Ιταλικό μαστίφ! «Ρωμαίο!» αναφωνήσαμε όλοι μαζί. «Κουνήθηκες;» «Μα εσύ περπατάς;» «Και περπατάω και εκφωνώ έναρθρο φθόγγο» είπε. «Αλλά μόνο όταν έχω κάτι σπουδαίο να κάνω. Και τώρα…έχω!» Στο φάρο μας περίμεναν οι πάντες. Κάτω από το ανήσυχο φως του, ξεχώρισα την Λαίδη. Από τότε που της θύμωσα δεν έτυχε να ξανασυναντηθούμε. «Γεια σας, Νίκη, Μπούμπα, Πειρατή. Εδώ είμαι και εγώ» είπε. «Γεια σου Λαίδη!» ανταπόδωσα τον χαιρετισμό. «Τελικά ξέρεις, το υπαρξιακό μου πρόβλημα, έκανε φτερά.» «Πόσοι είμαστε;» ακούστηκε κάποιος να ρωτάει. «Χιλιάδες!» είπε κάποιος άλλος. «Αγαπητοί μου φίλοι!» φώναξα «Ακούστε. με!» και στη στιγμή, σιώπησαν όλοι. Εντυπωσιάστηκα! Ένα πλήθος σκύλων με άκουγε με προσοχή. Με υπολόγιζαν, με σέβονταν! Εμένα τον ακαθόριστο, πρώην Ούστ από ‘δω. «Πρώτα από όλα» συνέχισα. «επιβάλετε να είμαστε απολύτως αθόρυβοι. Η καλύβα βρίσκεται ακριβώς κάτω από το βράχο. Θα κατέβουμε με πολύ προσοχή και θα εξακριβώσουμε εάν όλοι, και οι τρεις δηλαδή, βρίσκονται μέσα.» «Εγώ είμαι εδώ από το απόγευμα» ακούστηκε ένας από το πλήθος. «Τους είδα να κουβαλάνε μαύρες σακούλες. Μύρισα το κρέας από μακριά. Είναι ώρες τώρα κλειδωμένοι μέσα.» «Ετοιμάζουν τις λιχουδιές με τα μπαχαρικά» είπε ο Ρωμαίο φτύνοντας αηδιασμένος. «Άμα δεν του το δώσω εγώ να το φαει… να μην με λένε Ρωμαίο.» «Ο Ρωμαίο απόψε έδωσε ρεσιτάλ» μου ψιθύρισε η Κανέλλα.

Page 102: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

97

Τα σκαλοπάτια για κάτω, ήταν πολύ στενά. Αρχίσαμε να τα κατεβαίνουμε ένας, ένας. Όσοι έφταναν κάτω, είχαν την εντολή να σταθούν σε κύκλο γύρω από την καλύβα χωρίς καμία άλλη κίνηση, έως ότου μαζευτούμε όλοι. Τελευταίος, για λόγους στρατηγικής, κατέβηκα εγώ. Πριν πατήσω και το τελευταίο σκαλοπάτι, κοίταξα ένα γύρω μου. Είχα ένα περίεργο προαίσθημα. Πέρα μακριά στον δρόμο, είδα στάσιμα κάποια φώτα που όμως δεν έδωσα περαιτέρω σημασία. Η καλύβα ήταν περικυκλωμένη από εκατοντάδες ομοεθνείς μας Ίσως και χιλιάδες. Και τα πάντα γύρω, γαλήνια. Το μόνο που ακούγονταν, ήταν τα κύματα της θάλασσας. Περιμέναμε υπομονετικά. Όλα τα τετράποδα γνωρίζουν πως εμείς οι σκύλοι φημιζόμαστε για την υπομονή μας. Η φήμη για τους γαϊδάρους, είναι απλός, μύθος. Ώσπου ακούστηκαν, μέσα από την καλύβα φωνές. «Τι ώρα πήγε;» «Κοντεύουν μεσάνυχτα!» «Είναι όλα έτοιμα; Ξεκινάμε;» «Εγώ λέω να περιμένουμε κάνα δυο ώρες ακόμα. Είναι νωρίς και κυκλοφορούν άνθρωποι στους δρόμους.» «Καλά. Πάω λίγο έξω να περάσει η ώρα.» «Σσσς…» τους προειδοποίησα. «Κάποιος βγαίνει. Παραμείνετε στις θέσεις σας. Μην κάνει κανείς την παραμικρή κίνηση.» ‘ Άνοιξε η πόρτα. Ένας νεαρός, αμέριμνος, έκανε ένα βήμα προς τα μπρος και έρχεται φάτσα κάρτα, με τα χιλιάδες ζώα. Παθαίνει σοκ. «Πατέρα!» ούρλιαξε. «Πατέρα!» Εκείνος έτρεξε έξω και μαζί του και ο άλλος γιος. Είδαν αυτό που ήδη έβλεπε ο ήδη γιος, και κοκάλωσαν. «Ανάθεμα!» έβρισε ο πατέρας. «Τα κοπρόσκυλα! Τι…τι… κάνουν εδώ;» «Πατέρα» είπε ο νεαρός τρέμοντας σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό «Μας κατάλαβαν. Κοίτα, είναι και ο Ρωμαίο μαζί τους. Και σου ‘λεγα, μην του μιλάς. Είδες τώρα τι κατάφερες»

Page 103: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

98

«Σκάσε ηλίθιε!» ούρλιαξε εκείνος. «Τι βλακείες λες. Τράβα μέσα και φέρε τις σακούλες. Καλύτερα έτσι. Θα τα ταΐσουμε, όλα εδώ. Μια και ήρθαν να μας επισκεφτούν, να τα κεράσουμε κάτι. Κρίμα μόνο που δεν θα φτάσει για όλους.» Οι νεαροί, πισωπατώντας, τρύπωσαν στην καλύβα. Με χίλιες προφυλάξεις ξαναβγήκαν, κρατώντας…τις σακούλες. «Προσέξτε!» γάβγισα μ’ όλη μου τη δύναμή. «Μην κάνει κανείς την βλακεία και φάει!» Εκείνοι έχωσαν τα βρομερά τους χέρια μέσα στις σακούλες και άρχισαν να μας πετάνε τα κρέατα. «Ελάτε φάτε!» μας καλόπιαναν. «Είναι κοτόπουλο! Και χοιρινό! Το ετοιμάσαμε ειδικά για εσάς. Ελάτε! Φάτε, φάτε, φάτε…» Εννοείται πως μείναμε ασάλευτοι. Εννοείτε πως κανένας δεν έσκυψε στο φαρμακωμένο κρέας. «Πατέρα δεν τρώνε» είπε ο ένας γιος έτοιμος να το βάλει στα πόδια από τον φόβο του. «Μα τι γίνεται ρε;» είπε ο πατέρας. «Πατέρα, σου το είπα. Ξέρουν, για αυτό δεν τρώνε.» «Φάτε ρε κοπρόσκυλα!» έχασε την υπομονή του ο πατέρας. Όσοι έβλεπαν πως δεν πέφταμε στο φαί, τόσο και έχαναν την μαγκιά τους Ώσπου άρχισαν να χτυπιούνται σαν υστερικοί. Τότε ο γέρος έτρεξε μέσα. Λόγια ακατανόητα για εμάς τα ζώα, βγήκαν από το στόμα του. Ένα κλικ και τον είδαμε να εμφανίζεται και πάλι κρατώντας… «Όπλο!» φώναξα. Και στο μυαλό μου ήρθε εκείνος ο κυνηγός που με πυροβόλησε. «Καραμπίνα!» φώναξαν κάποια κυνηγόσκυλα. «Προφυλαχτείτε!» Ένα μπαμ… κι ένα ουρλιαχτό πόνου… και είδα τον φίλο μου τον Άραμη να πέφτει κάτω. Τρελάθηκα. «Πάνω του!» φώναξα. «Επίθεση! Όλος δικός σας! Φάτε τον τεράνθρωπο!»

Page 104: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

99

Τα παιδιά του εντωμεταξύ πρόλαβαν και τρύπωσαν μέσα. Κλειδώθηκαν για να σωθούνε. Πολλοί από εμάς όρμησαν στην καλύβα και άλλοι πάνω στον τεράνθρωπο. Κανονική αγελαία επίθεση. Ο γέρος την είχε πολύ άσχημα. Τον κάναμε κομμάτια. Και τότε ακούστηκαν κορναρίσματα και ανθρώπινες φωνές. «Πειρατή! Νίκη! Μυρτώ! «Άκρη! Κάντε πέρα!» γάβγισα με όλη μου την δύναμη. «Ήρθαν οι άνθρωποί μας!

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΜΑΣ ΒΡΗΚΕ το ξημέρωμα να κλαίμε για τον φίλο μας. Το κεφάλι μου βούιζε και οι εικόνες από τα χθεσινοβραδινά περνούσαν ανακατωμένες από εμπρός μου. Εκείνο το φριχτό μπάμ, που έριξε κάτω τον Άραμη, ερχόταν και ξαναερχόταν στο θολωμένο μου μυαλό. Εγώ φταίω! Ναι, εγώ φταίω! Εγώ που τον ξεσήκωσα. Εκείνος ζούσε μια χαρά στην ηρεμία του, με τον άνθρωπό του που τον αγαπούσε. Τώρα θα τον περιμένει να γυρίσει, θα ανησυχεί. Εκείνη η μοναχική γυναίκα ζούσε μόνο για τον Άραμη της. «Πειρατή, κοιμάσαι;» «Όχι Νίκη, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σκέφτομαι». «Τον Άραμη ε;… Πριν φύγουμε είδα που τον πήραν. Κάποιος τον έβαλε σε ένα αυτοκίνητο. Τον γέρο όμως πρέπει να τον σκοτώσαμε. Πολύ φοβάμαι πως θα μας τιμωρήσουν για αυτό.» «Μα…αυτός σκότωσε τον φίλο μας… αυτός ξεκίνησε πρώτος. Εμείς το μόνο που θέλαμε ήταν να μην τους αφήσουμε να φύγουν. «Λες να νοιαστούνε για τον σκύλο που σκοτώθηκε; Νοιάστηκαν για τους τόσους άλλους, όλα αυτά τα χρόνια; Μόνο οι δικοί μας άνθρωποι θα μας υποστηρίξουν. Και κάτι άλλο, πρέπει να σου πω! Αύριο φεύγω… «Α! Όχι και αυτό τώρα…!» ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑΜΕ έτσι άσκοπα. Χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Πρώτη φορά δεν είχε σημασία για το που τραβούσαμε.

Page 105: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

100

Κάτω στο ρέμα συναντήσαμε τα πρόβατα. Η Λευκή και η Μαριορή έμοιαζαν να είναι και αυτές στην ίδια κατάσταση με εμάς. «Δεν περίμενα να σας βρω εδώ, είπε η Λευκή. Γιατί δεν κοιμόσαστε; Καλά εμείς έχουμε δουλειά, αλλά εσείς γιατί;» «Ε! Είπε η νίκη. Είναι που να… για τον Άραμη.…» «Είναι σκληρό καρύδι» είπε εκείνη χαμογελώντας. «Η σφαίρα τον βρήκε στο πόδι. Ήταν πλάι μου όταν έπεσε…μου μιλούσε…του μιλούσα…ύστερα τον πήραν οι άνθρωποι. Ακολούθησα το αυτοκίνητο, τον πήγαν στο γιατρό. Εγώ περίμενα έξω. Είδα που ήρθε και τον πήρε ο άνθρωπός του. Πριν φύγει, με κοίταξε και μου φώναξε.: «Είμαι σκληρό καρύδι εγώ…Λευκή!» Τα τελευταία της λόγια τα ακούσαμε από μακριά. Τρέχαμε σαν τρελοί. Ανεβήκαμε εκείνο το ανηφορικό δρομάκι με μία ανάσα. Εκεί που κάποτε έτρεμα στην σκέψη πως σε λίγο θα συναντηθώ μαζί του και θα πρέπει να τον αντιμετωπίσω, τώρα λαχταρούσα όσο τίποτα άλλο να βρεθώ εκεί και να τον δω. Αυτόν τον φίλο που άφησε τις ανέσεις του για να ριχτεί στον αγώνα μαζί μας. Βρήκαμε το σπίτι σκοτεινό. Ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Θα κοιμούνται σκεφτήκαμε και ξαπλώσαμε μπροστά στην αυλόπορτα κοιτώντας με αγωνία προς τα μέσα. ΈΝΙΩΣΑ κάποιον να με πατάει, να μου τραβάει τα αυτιά, να με δαγκώνει και να περιλούζει κάτι υγρό και ζεστό το κορμί μου. «Ε! Ξυπνήστε!» άκουσα μια γνώριμη στριγκλιά φωνή πάνω από τα κεφάλια μας. «Θα σας κάψει ο ήλιος! Τι στο καλό! Στο κατώφλι μου ήρθατε να κοιμηθείτε;» Πετάχτηκα επάνω. Είδα τη Νίκη να κάνει και αυτή το ίδιο. Κατάλαβα. Αποκοιμηθήκαμε και ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά. Και ο φίλος μας; που είναι ο φίλος μας; Μα τι είναι αυτό που μου τραβάει τα αυτιά, μου πατάει τη μουσούδα, μαδάει τα μουστάκια μου και… με κατουράει! Α! Ένας μικρός Άραμης! Ένα κουταβάκι ίδιο ο φίλος μας! Και η ηλικιωμένη γυναίκα από πάνω να εξακολουθεί να φωνάζει: ξυπνήστε!

Page 106: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

101

Κοίταξα γύρω. Ήταν πλέον καταμεσήμερο. Η γυναίκα μπήκε μέσα παίρνοντας και τον μικρό μαζί. «Και ο Άραμης; Που είναι ο φίλος μου;» της γάβγισα δυνατά καθώς απομακρύνονταν. Το ίδιο έκανε και η Νίκη. Όμως απόκριση δεν πήραμε. Πήραμε το κατηφορικό δρομάκι προς τους στάβλους. Βρήκαμε τα κορίτσια να κοιμούνται κάτω από το τεράστιο δέντρο με το τρεχούμενο νεράκι στη σκιά του. Ξαπλώσαμε πλάι τους ήσυχα. Δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει. Γιατί ο Άραμης δεν ήταν στο σπίτι του; Γιατί η κυρία πήρε άλλο σκύλο; Και συν όλα αυτά, τα κορίτσια κοιμούνται του καλού καιρού. Έκανα νόημα στη Νίκη να φύγουμε αθόρυβα όπως ήρθαμε. ΕΠΙΑΣΑ τα μέλη της οικογένειάς μας να είναι ανήσυχα. Κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Η μαμά είπε πως θα χρειαστούν ένα φτυάρι και πως θα το φρόντιζαν σε λίγο, αφού όμως φύγει η Νίκη. Δεν κατάλαβα για ποιο πράγμα μιλούσαν. Ώσπου άρχισαν να μιλάνε για τα κατορθώματα μας που δεν ήταν και λίγα, οπότε και το ξέχασα! Η νύχτα κύλησε πολύ ήσυχα, κοιμηθήκαμε μονορούφι, ώσπου ξημέρωσε. Το πρωί ακούσαμε τις προετοιμασίες που έκαναν οι άνθρωποι. Κοντεύει η ώρα να φύγει η Νίκη, σκέφτηκα και μελαγχόλησα. Η Νίκη αποφάσισε πως ήθελε να αποχαιρετήσει όλους τους φίλους μας. ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ. «Πειρατή κοίτα εκεί! Στην εφημερίδα.» «Μα αυτοί είμαστε εμείς» απόρησα. «Και οι άλλοι… και η συνέλευση… Ο φάρος… και ο Άραμης με επιδέσμους.» Αχ! Και να ήξερα να διαβάζω! Όταν φτάσαμε στην αυλή της Κανέλλας, δεν βρήκαμε κανέναν. Έξω από την μικρή αυλίτσα του Πιγκουίνου, είδαμε τα γατάκια συγκεντρωμένα όλα πάνω στα κολονάκια. Φωνάξαμε μια δυο φορές το όνομά του, μα απόκριση δεν πήραμε. Αποφασίσαμε να μπούμε μέσα. Σκεφτήκαμε πως όπως πάντα, θα κάθεται πάνω στο ανάχωμα. Τους βρήκαμε όλους εκεί. Την Κανέλλα, τη Τζίνα, τον Χάρη, εκτός από τον Πιγκουίνο. Τότε πρόσεξα το ανάχωμα.

Page 107: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

102

Ήταν φρεσκοσκαμμένο. Ένα ξυλάκι υπήρχε μπηγμένο πάνω στα ανάχωμα. Πάνω του κρέμονταν το μετάλλιο του. Καταλάβαμε. Ο φίλος μας, είχε φύγει. Τον βρήκε η μαμά το πρωί, όταν πήγε να τους ταίσει. Θα πρέπει να ‘χε πεθάνει από βραδύς. Όταν όλοι οι σκύλοι της πόλης έδιναν την μάχη τους με το κακό. Βουρκώσαμε. Το ξέραμε πως θα μας λείψει. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ φορτώθηκαν στο αυτοκίνητο. Όλοι αγκάλιασαν και φίλησαν την Άρτεμη, χάιδεψαν την Νίκη, της είπαν δυο γλυκά λόγια συμπάθειας και ανέβηκαν στο αυτοκίνητο. Έτρεξα ξωπίσω από το αυτοκίνητο. Ήδη μου έλειπε. Η Νίκη μέσα από το αυτοκίνητο, γάβγιζε ένα μελαγχολικό «Αντίο φίλοι μου.» Στην στροφή του δρόμου έγινε το θαύμα! Η Λευκή, η Μαριορή, ο Λάκης, και στη μέση ένας μαύρος τεράστιος σκύλος με επιδέσμους. Η Νίκη τους είδε και έκανε τόσες χαρές, που η Άρτεμη το κατάλαβε και ζήτησε από τον μπαμπά μας να σταματήσει το αυτοκίνητο. Εντωμεταξύ είχαν καταφθάσει, η Μίλβα, ο Ερμής, η Ρίτα, η Φίλιπς, μέχρι και το μωρό τους η Ρόντα, για να αποχαιρετήσουν τη Νίκη. Και ξαφνικά από την στροφή του δρόμου έκανε την εμφάνισή του ένα λαχανιασμένο κόλι. Ήταν ο Ρόναλντ, ο σύνδεσμός μας με την Αυστραλία. «Φίλοι μου!» γάβγισε λαχανιασμένος. «Περιμένετε! Έχω συναρπαστικά νέα! Μόλις έλαβα μήνυμα από Τέρι και Σάρα. Εχθές το βράδυ βρέθηκε ο εκλεκτός! Είναι ένα νεαρό Ντίνγκο.»6

«Ντίνγκο;» ρωτήσαμε με μια φωνή. Μα πως; Δεν είναι σκύλος ο επόμενος εκλεκτός;»

«Τα Ντίνγκο είναι σκύλοι» μας πληροφόρησε ο Ρόναλντ. «Μόνο που ζούνε ελευθέρα στην άγρια φύση.» «Τώρα φεύγω πιο ευχαριστημένη» είπε η Νίκη. «Ήταν οι ωραιότερες διακοπές της ζωής μου! Γεια σας φίλοι μου. Αντίο Πιγκουΐνε! Η ΑΓΕΛΗ ΤΩΝ ΝΤΙΝΓΚΟ 6 Ντίνγκο. Αυστραλέζικο αγριόσκυλο. Θεωρείται ότι υπήρξε κατοικίδιο το οποίο επανήλθε στην άγρια κατάσταση).

Page 108: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

103

ΜΕ ΛΕΝΕ Τοχούνγκα και είμαι ένα νεαρό αρσενικό ντίνγκο. Όλοι ξέρουν πως εμείς τα ντίνγκο είμαστε αγριόσκυλα και ζούμε σε αγέλες στην Αυστραλία. Είναι νύχτα και ώρα τώρα περιμένω κρυμμένος έξω από ένα ερειπωμένο αγρόκτημα. Μαζί μου είναι και ο μικρός μου αδελφός ο Ντρου. Εδώ και λίγα λεπτά άρχισαν να έρχονται οι κατοικίδιοι. Έτσι λέμε τους άλλους, αυτούς που ζουν στα σπίτια των ανθρώπων και δεν χρειάζεται να κυνηγούν για την τροφή τους. Και δυστυχώς αυτοί είναι εχθροί μας. Κάθε φορά που εμείς κάνουμε επιδρομή στα ζώα τους για κανένα κοψιδάκι, αυτοί μας κυνηγάνε μαζί, με τους ανθρώπους τους παρακαλώ, που έχουν μάλιστα και όπλα. Συχνά χύνεται αίμα στον αγώνα της επιβίωσής μας. Ο τεράστιος στάβλος που πριν από λίγα χρόνια ήταν γεμάτος από πρόβατα, τώρα είναι σημείο συνάντησης των κατοικίδιων. Στα αγροκτήματα τα οποία είναι το ένα πολύ μακριά το ένα από το άλλο, υπάρχουν πολλά ζώα. Δυστυχώς όμως για εμάς, υπάρχουν και πολλοί σκύλοι. Κυρίως μεγάλα και ατρόμητα τσοπανόσκυλα ικανά να τα βάλουν με μία αγέλη ντίνγκο. Πολλά από αυτά έχουν είδη φτάσει στο στάβλο. Κάθε φορά που ακούγονται βήματα, όλοι κοιτάνε με αγωνία προς την είσοδο. Μιλούν για δυο κατοικίδια και για κάποιο πολύτιμο φορτίο. Κάτι πολύτιμο που οι σκύλοι της Αυστραλίας αναζητούν εδώ και πενήντα χρόνια. Λένε πως δυο μικρά σκυλάκια, διασχίσανε ωκεανούς, χώρες και ηπείρους και κατάφεραν και έφεραν το πολύτιμο φορτίο. Ο αδελφός μου, ο οποίος είναι ένα δειλό κουτάβι, άρχισε να τρέμει και να με ταρακουνάει. «Φοβάμαι» μου λέει. «Πάμε να φύγουμε. Πάμε!» «Δειλέ!» του λέω εγώ. «Τι φοβάσαι; Εγώ είμαι εδώ.» «Τοχούνγκα. Πάμε να φύγουμε σου λέω! Κατουρήθηκα από το φόβο μου. Έτσι και μας μυριστούν τη βάψαμε! Είναι χιλιάδες, εκατοντάδες, δεκάδες και εμείς δυο μικρά Ντίνγκο. Θα μας κάνουν μια χαψιά.»

Page 109: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

104

«Ντρου σκάσε! Εάν συνεχίσεις θα σου δώσω μια και θα βρεθείς κατευθείαν εκεί μέσα.» «Καλά σκάω. Όμως να ξέρεις, θα το πω στη μαμά.…» «Κοίτα μικρέ. Αυτό που βλέπεις, αφορά και εμάς. Είτε το θέλουν είτε όχι, ανήκουμε στην ίδια οικογένεια. Είμαστε όλοι σκύλοι!» «Μα… εμείς είμαστε Ντίνγκο και αυτοί κατοικίδιοι.» «Το ίδιο είναι. Και εάν θέλεις να ξέρεις, κάποτε και εμείς κατοικίδια ήμασταν.» «Εγώ αυτό γιατί δεν το θυμάμαι;» «Ντρου… είσαι τόσο χαζός! Σιωπή τώρα. Κάποιοι έρχονται.» Τη στιγμή εκείνη φάνηκαν τα δυο Αυστραλέζικα τεριέ. Ομολογώ πως ήταν τρις χαριτωμένα πλάσματα. Καθαρά, περιποιημένα. Σχεδόν άνθρωποι! «Κοίτα!» είπε ο αδελφός μου και έδηξε προς τα κάτω. «Δυο μικρά κάτι κουβαλάνε. Και από ότι φαίνεται… με το ζόρι!» Αυτοί είναι συμπέρανα. Μάλιστα. Είναι αυτοί που ήρθαν από πάρα μακριά για να φέρουν αυτό το κάτι. Τι περιέχει όμως; Πόσο θα ήθελα να ξέρω! «Μα…εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά;» «Εχθές το βράδυ. Εκείνο το κάλεσμα…θυμάσαι; Με παραξένεψε και πήγα στον σοφό Μπουρούμπα για να μάθω.» Και μόνο στο άκουσμα του ονόματος, άρχισε να τρέμει. «Μα εσύ… μόνο να φοβάσαι ξέρεις;» «Είμαι μικρούλης και η μαμά είπε να με προσέχεις». «Καλά λοιπόν χαζούλιακα, άκου να μαθαίνεις. Εχθές το βράδυ, όπως σου είπα, όταν ακούστηκε το κάλεσμα πήγα στον Μπουρούμπα. Τον ρώτησα τι ήταν αυτό που ακούγαμε και εκείνος μου είπε πως οι κατοικίδιοι καλούνε σε γενική συνέλευση όλους ανεξαιρέτως τους σκύλους.» «Γενική συνέλευση; Μα τι είναι πάλι αυτό;» «Αυτό ήρθαμε να μάθουμε. Σημασία όμως έχει ότι κάλεσμα ήταν για όλους ανεξαιρέτως τους σκύλους!» «Και λοιπόν;»

Page 110: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

105

«Τι και λοιπόν βρε στουρνάρι; Εμείς τι είμαστε;» «Ε… είπαμε Ντίνγκο.» «Δεν είμαστε μόνο Ντίνγκο!» «Και σκύλοι… μήπως;» «Το έπιασες μικρέ. Άρα;» «Άρα;» «Άρα είμαστε και εμείς καλεσμένοι.» «Τρελάθηκε! Πάει τρελάθηκε ο αδελφός μου! Ξεχνάς φαίνεται κάτι.» «Τι;» «Τι ρωτάει. Και ύστερα λέει εμένα στουρνάρι. Είμαστε και οι μεγαλύτεροι εχθροί τους!» «Αυτό…θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.» «Στο στόμα του λύκου εγώ δε μπαίνω; Την κοπανάω! Και ξέρεις κάτι; Πάω κατευθείαν στη μαμά. Μα τι κάνεις; Πέφτω! Γιατί ρε με έσπρωξες;» Βρεθήκαμε κάτω από ένα πανύψηλο παράθυρο. Κάτι ξεχαρβαλωμένες σκάλες ακριβώς από πίσω μας, ήταν η αιτία να τσακιστούνε τα παΐδια μας. Όμως εγώ δεν το βάζω εύκολα κάτω. Ήρθα εδώ για να μάθω και θα μάθω! Ανεβήκαμε με προσοχή τις σκάλες. Μπροστά σε μία μισάνοιχτη πόρτα σταματήσαμε. Ευτυχώς ήταν παλιά και ξεχαρβαλωμένη και δεν δυσκολευτήκαμε να μπούμε μέσα. Δεμάτια από άχυρα σκόρπια παντού. Κρυφτήκαμε από πίσω τους και κοιτάξαμε κάτω. Ο στάβλος ήταν γεμάτος με διάφορους σκύλους. Μικρούς, μεγάλους, άσπρους, μαύρους, περιποιημένους και ατημέλητους. Όλοι τους κατοικίδιοι, ούτε ένα αγριόσκυλο! Έκανα νόημα στον αδελφό μου να καθίσει. Τα δυο μικροκαμωμένα και περιποιημένα κατοικίδια σταμάτησαν ακριβώς στο κέντρο του στάβλου. Άφησαν το μεταλλικό κασελάκι που με δυσκολία κουβαλούσαν, πάνω σε μια αχυρόμπαλα και κοίταξαν γύρω τους. Ένας γέρος σκύλος ξεδοντιάρης και μαδημένος τους πλησίασε. «Αυτό είναι;» ρώτησε εμφανώς συγκινημένος.. «Ναι αυτό» του απάντησε υπερήφανα ο μικρός. «Επιτέλους, το βρήκαμε!»

Page 111: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

106

«Γουλιέλμο» είπε το άλλο τεριέ. «Θα πεις πρώτα δυο λόγια;» Εκείνος κορδώθηκε και είπε απλά: «Με μεγάλη μου χαρά.» Ύστερα ανέβηκε με δυσκολία πάνω σε μία άλλη αχυρόμπαλα και έκανε νόημα στο πλήθος να ησυχάσει. «Αγαπητοί μου φίλοι! Σήμερα είναι μία μεγάλη μέρα! Επιτέλους έχουμε στα χέρια μας ένα από τα πολύτιμα βιβλία και ελπίζουμε με τον καιρό να κατορθώσουμε να αποκτήσουμε και τα άλλα. Ο Τέρι και η Σάρα ταξίδεψαν πολύ μακριά για να το βρούνε. Με περηφάνια λοιπόν σας ανακοινώνω πως έχουμε στα χέρια μας τον Καγκουρο- βιβλίο!» Κραυγές, αλαλαγμοί, σφυρίγματα, μόνο σκούφιες που δεν πέταξαν οι σκύλοι της γενικής συνέλευσης και αυτό επειδή δεν είχαν. «Ησυχία παρακαλώ! Ησυχία!!» φώναξε ο γέρο Γουλιέλμο παροτρύνοντας τους να καθίσουν. «Αρχίζει η διαδικασία εκλογής του εκλεκτού! Παρακαλώ με τάξη και προπάντων με ηρεμία. Όσοι διαθέτουν το ένστικτο να έρθουν εδώ κοντά μου. Οι υπόλοιποι να μείνουν στις θέσεις τους.» «Δεν καταλαβαίνω τίποτα!» είπε ο Ντρου. «Ούτε εγώ. Θα πάω πιο κοντά. Πρέπει να δω τι έχει μέσα εκείνο το κασελάκι. Εσύ περίμενε εδώ.» «Μα τι κάνεις; Θα μας δούνε.» Εντωμεταξύ ένας - ένας οι σκύλοι που διέθεταν αυτό το… πως το είπε…το…ένστικτο, αν και δεν είδα κανέναν να κουβαλάει τίποτα, πλησίαζαν τον γέρο Γουλιέλμο. Ήταν περίπου πενήντα. «Σίγουρα κανένας άλλος;» ρώτησε ο Γουλιέλμο κοιτώντας γύρω του. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν επρόκειτο να εμφανιστεί κανείς άλλος, πήρε το κασελάκι και το ακούμπησε λίγο πάρα πέρα. Ύστερα ξανά έκανε νόημα σε όλους, να καθίσουν. Απόλυτη ησυχία και προσήλωση επικρατούσε παντού. Ένιωθα ανυπόμονος. Και τι δεν θα έδινα να είμαι εκεί κάτω! Ο Γέρο σκύλος έκανε νόημα στον Τέρι να πλησιάσει. «Θα το ανοίξεις εσύ;» τον ρώτησε. «Ναι βεβαίως» του απάντησε εκείνος. «Εξάλλου είναι κάτι που το έχω ξαναζήσει.»

Page 112: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

107

Η αγωνία όλων έφτασε στο αποκορύφωμα. Ο Τέρι, αφού στάθηκε για λίγο σκεπτικός πάνω από το κασελάκι, και έκανε και ένα δύο βήματα από γύρω του, ξάφνου με γρήγορες κινήσεις το άνοιξε. Άρπαξε το βιβλίο και το ακούμπησε επάνω σε ένα δεμάτι και κυριολεκτικά τράπηκε σε φυγή. Τη στιγμή που απομακρυνόταν, ένα γάντι του μποξ πετάχτηκε προς τα επάνω. Εκείνος όμως που φάνηκε να ξέρει, έκανε απότομα προς τα πίσω και γλίτωσε την μπουνιά. Και ένα Α! Ακούστηκε από το πλήθος. «Ησυχία παρακαλώ! Ησυχία!» ακουγόταν μια φωνή μέσα από το πλήθος σε συνδυασμό με ένα ρυθμικό χτύπο. Ήταν ο γέρο Γουλιέλμος που φώναζε και κτυπούσε κάτω το δεξί του πόδι προσπαθώντας να επαναφέρει την ησυχία. Οι σκύλοι με το ένστικτο, είχαν μπει στη σειρά και περίμεναν υπομονετικά. Ένας από αυτούς, μόλις είδε την γροθιά το έβαλε στα πόδια. Οι άλλοι έμειναν στις θέσεις τους. Ο Τέρι έκανε νόημα στον πρώτο να πλησιάσει. Ήταν ένα μεγάλο μαύρο τσοπανόσκυλο. Ατρόμητος και καμαρωτός πλησίασε και έσκυψε στο βιβλίο. Δεν άντεξα και έδωσα μια σπρωξιά στον αδελφό μου που με κρατούσε για να μην απομακρυνθώ και πλησίασα περισσότερο. Από εκεί τώρα έβλεπα πολύ καλύτερα. Ένα καγκουρό με γουρλωμένα μάτια έκανε μια δυο φορές χου, στο γάντι του και…μπαμ! Του άστραψε μια δυνατή μπουνιά στη μύτη. Ο σκύλος εκσφενδονίστηκε μακριά χωρίς να ακουστεί ούτε ένα αχ. Ο επόμενος έτρεμε λίγο, όμως και αυτός την έφαγε την μπουνιά του. Μία θηλυκή θαρραλέα πλησίασε και του έσκασε ένα χαμόγελο. Τότε εκείνο, έχωσε το άλλο χέρι βαθιά μέσα στο μάρσιπο και έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά χωρίς τσάμι. Τα σκούπισε και τα φόρεσε. Α! Έκανε μόλις την είδε κι έκρυψε τα μάγουλα του που είχαν γίνει κατακόκκινα. Μετά γύρισε το κεφάλι και το έχωσε στο βιβλίο, ενώ με το άλλο χέρι της έδωσε μια απαλή σπρωξιά. Η Σάρα και ο Τέρι γέλασαν. Ένας - ένας και η 49 σκύλοι πέρασαν από το βιβλίο. Το γάντι του μποξ από το πολύ χτύπημα άλλαξε χρώμα και από μαύρο έγινε ένα βαθύ κόκκινο που πάλλονταν σαν καρδιά κουρασμένου σκύλου. Στον τελευταίο σκύλο ο Τέρι έκλεισε βιαστικά το βιβλίο. Όλοι κοιτάχτηκαν αμίλητοι.

Page 113: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

108

«Δυστυχώς κανένας εκλεκτός!» άκουσα τον γέρο κατοικίδιο να λέει. Ένα μεγάλο Λαμπραντόρ πήρε το κασελάκι κι έφυγε. Μείναμε εκεί μέχρι που έφυγε και ο τελευταίος. Ύστερα άρπαξα τον αδελφό μου και τρέξαμε έξω. Κατεβήκαμε τα σκαλιά δύο - δύο. Πήραμε το δρόμο προς το μεγάλο αγρόκτημα της οικογένειας Μπάριμορ. Στην στροφή έγινε η μεγάλη συνάντηση. Βρεθήκαμε μούρη με μούρη με τον Τέρι και τη Σάρα. «Μαμά!» φωνάξαμε και οι τέσσερις μαζί. Τρομάξαμε τόσο πολύ... Εκείνοι όμως, τα έκαναν επάνω τους. Ύστερα μείναμε ακίνητοι να κοιτιόμαστε. «Βοήθεια, Ντίνγκο!» πήγε να φωνάξει η Σάρα. «Παρακαλώ…κυρία μου, ηρεμήστε» της είπε. «Είμαστε φίλοι.» «Τι είμαστε;» είπε απορημένος ο Ντρου που όλη αυτή την ώρα τους έδειχνε τα δόντια του για να κρύψει το φόβο του. «Είμαστε φίλοι» επανέλαβα κοιτώντας τον αγριεμένος. «Είμαστε φίλοι Κατάλαβες!» «Καλά ντε! Φίλοι εντάξει! Τι αγριεύεις;» «Πρέπει να μιλήσουμε» τους παρακάλεσα. «Ήμασταν εκεί, τα είδαμε όλα! Εννοώ τη συνέλευση. Είμαστε κι εμείς σκύλοι…δικαιούμαστε νομίζω…» Πρώτος ο Τέρι πήρε κουράγιο. «Αλήθεια;» είπε «Είσαστε φίλοι;» «Ναι μπράβο!» τον συγχάρηκα για το κουράγιο του. «Είμαι ο Τοχούνγκα και αυτός είναι ο αδελφός μου ο Ντρου. Μας οδήγησαν πίσω από το στάβλο. Σε μικρή απόσταση από εκεί βρίσκονταν και το σπίτι των ανθρώπων τους. Κοίταξα προς τα εκεί φοβισμένος. Εκείνος το κατάλαβε και μου είπε να μην ανησυχώ. Καθίσαμε σε κύκλο και αφού κοιταχτήκαμε για λίγο, πήρα κουράγιο και ξεκίνησα. «Θέλουμε να μάθουμε για το βιβλίο» είπα «και για όλα τα άλλα που είπε ο σοφός σας. Είμαστε κι εμείς σκύλοι και νομίζω πως μας αφορά το θέμα.».

Page 114: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

109

Μας κοίταξαν απορημένοι, όμως δέχτηκαν ευχαρίστως να μας πουν τα πάντα. Έτσι έμαθα για τα βιβλία και για τον τρόπο που λειτουργούνε. Μέχρι και για το πώς έφτασε στα μέρη μας το καγκουρό - βιβλίο. Μας είπαν πως το βιβλίο προσφέρθηκε από τον εν ζωή, ακόμα εκλεκτό του, επειδή δεν υπήρχε τρόπος να έρθει εκείνος εδώ. Και πως εάν δεν βρεθεί σύντομα ο αντικαταστάτης του, το πολύτιμο βιβλίο θα αυτοκαταστραφεί. Από ότι κατάλαβα, ούτε αυτοί γνώριζαν πολλά πράγματα για το περιεχόμενο του. Ήξεραν όμως και μου εξήγησαν σχετικά με το ένστικτο. Είναι αυτό που σε κάνει να θέλεις να δοκιμάσεις. Αυτό το κάτι που σε σπρώχνει να μπεις στην διαδικασία της αναζήτησης. Και τέλος, είναι αυτό που σε κάνει να αναρωτιέσαι εάν τελικά είσαι εσύ αυτό που ψάχνεις να ανακαλύψεις. «Είναι ακριβώς αυτά που νιώθω» ψέλλισα.. «Μα είσαι Ντίνγκο!» είπε η Σάρα, λες και δεν το ξέραμε! «Είναι και σκύλος!» είπε πολύ σοφά ο Τέρι. «Στο μόνο που διαφέρουμε, είναι ο τρόπος ζωής. «Ναι» συμπλήρωσα ικανοποιημένος «Εμείς πρέπει να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Πρέπει να κυνηγήσουμε για να φάμε, ενώ εσείς…έχετε εξασφαλισμένη την τροφή, από τον άνθρωπο. Γαβγίζουμε όπως και εσείς και ζούμε τα ίδια χρόνια. Και εάν θέλετε να ξέρετε, κι εμείς κάποτε, πριν από χίλια χρόνια κατοικίδια ήμασταν. Ζούσαμε με τους Μαόρι.7

Τους είδα εντυπωσιασμένος και πολύ το χάρηκα. »

«Καλά λοιπόν» είπε ο Τέρι μετά από μια σύντομη παύση. «Όμως για να περάσεις την δοκιμασία, θα πρέπει να παραβρεθείς στην επόμενη συνέλευση. Και αυτό είναι μάλλον αδύνατο.» «Να τους μιλήσετε» είπα με την αυτοπεποίθηση που με διακρίνει. «Να τους προετοιμάσετε και θα κάνω κι εγώ το ίδιο με την αγέλη μου. Έχω

7 (*Μαορί η Μαόρι. Λαός υψηλού πολιτισμού πολυνησιακής καταγωγής. Εγκαταστάθηκαν στη Ν. Ζηλανδία μεταξύ 9ου και 13ου αιώνα. Η κοινωνία των Μαόρι εκυβερνάτο από ένα αρχηγό (ariki) και τους ιερείς (tohunga). Διαδεδομένη ήταν η συνήθεια της τελετουργικής ανθρωποφαγίας και του να διατηρούνε τα κεφάλια των αρχηγών καπνιστά.)

Page 115: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

110

στο νου μου κάνα δυο φίλους που θα με ακούσουν ευχαρίστως. Έτσι θέλω να πιστεύω…». «Πατέρα!» ακούστηκε τότε μια ανθρώπινη φωνή. «Ντίνγκο στους στάβλους! Το όπλο γρήγορα!» Χωθήκαμε κάτω από μια στοίβα κλαδιά και περιμέναμε. Τα κατοικίδια, προκειμένου να παραπλανήσουν τους ανθρώπους τους ξάπλωσαν πάνω μας και προσποιήθηκαν πως κοιμούνται. Οι οπλισμένοι άνθρωποι πλησίασαν. «Που είναι;» ρώτησε ο ένας. «Να εκεί!» έδειξε ο άλλος. Εκείνος κοίταξε τα τεριέ και είπε: «Μάλλον θα ονειρεύτηκες.» Πριν καλά, καλά νιώσουμε απόλυτα ασφαλείς, βγήκαμε από την κρυψώνα μας. Υποσχεθήκαμε αμφότεροι, πως θα προσπαθήσουμε να κάνουμε κινήσεις συμφιλίωσης με την ελπίδα να καταφέρουμε να παραβρεθούμε στην διαδικασία της εκλογής και τραβήξαμε για το δάσος. Το σπίτι μας! Εκεί όπου τα Ντίνγκο, ζουν χιλιάδες χρόνια τώρα. «Επιτέλους γυρίσατε!» είπε η μητέρα μας «Ανησύχησα!» ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΕΣ μέρες ήταν σκέτη απογοήτευση. Κακός πίστεψα πως θα βρω Ντίνγκο που θα με καταλάβει. Κανένας δεν συμφώνησε να έρθει στη συνέλευση. Κανένας δεν πίστευε ότι αυτό αφορά και εμάς. Ούτε καν ο καρδιακός μου φίλος ο Αρίκι . «Μα Τοχούνγκα, πλάθεις απατηλές εικόνες στο μυαλό σου. Τι δουλειά έχουμε εμείς με τους κατοικίδιους. Υπάρχει ποτέ περίπτωση να συνεννοηθούμε;» «Δεν πρόκειται για…συνεννόηση, αλλά για εκεχειρία. Έχουμε συμμάχους στο αντίπαλο στρατόπεδο που κινούνται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Τέρι και η Σάρα!». «Δεν με πείθεις. Εγώ δεν πάω να μπω στο στόμα του λύκου!» «Καλά λοιπόν. Δεν σε χρειάζομαι! Δεν χρειάζομαι κανέναν σας! Θα πάω, έστω και μόνος!»

Page 116: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

111

Σκέφτηκα πως θα έπρεπε να μιλήσω και με τους κατοικίδιους φίλους απ’ το αντίπαλο στρατόπεδο. Ήθελα να μάθω εάν από την μεριά τους, υπήρξε κάποια πρόοδος. Περίμενα να βραδιάσει και όταν κάποια στιγμή ξέφυγα από το μάτια του Ντρου, την κοπάνησα. Δεν ήθελα να έχω την έγνοια του. Κρύφτηκα στην πλαγιά, πάνω από το αγρόκτημα και παρακολουθούσα περιμένοντας να φανούν. Χρειάστηκε να περιμένω ώρες. Κάποια στιγμή είδα τη Σάρα και έβγαλα ένα και στιγμιαίο αλύχτημα. Για καλή μου τύχη, οι άνθρωποι δεν με άκουσαν. Με άκουσε όμως η Σάρα. Δυστυχώς με ενημέρωσαν, οι κατοικίδιοι δεν διαπραγματεύονται κανενός είδους σχέση με τα Ντίνγκο. Λένε πως δεν μας εμπιστεύονται. Ούτε για το καλό του ζωικού βασιλείου δεν δέχονται την επισύναψη εκεχειρίας μεταξύ μας. Τα αισθήματα αμοιβαία τους πληροφόρησα. «Ότι, ότι κι αν γίνει, εγώ θα πάω, οπωσδήποτε» τους πληροφόρησα. Υποσχέθηκαν να μην εγκαταλείψουν τις προσπάθειες και χωρίσαμε. ΈΝΑ ΒΡΑΔΥ, απ’ άκρη σ’ άκρη, σε βουνά, κάμπους, δάση και χωριά, ακούστηκε το κάλεσμα της γενικής συνέλευσης. Κανονίστηκε για την επομένη το πρωί, σχεδόν αξημέρωτα. Έτρεξα στον σοφό Μπουρούμπα. Αυτός με κοίταξε και μου είπε: «Να πας. Έχεις το ένστικτο. Με την ευχή μου. Και … στάσου στο ύψος σου. Τα Ντίνγκο ποτέ δεν δείλιασαν!» Κούρνιασα σε μια γωνιά και άφησα την νύχτα να επιδράσει πάνω μου θετικά. Μέχρι το ξημέρωμα η θέλησή μου, είχε ατσαλωθεί. Πριν φύγω, κοίταξα πίσω μου, με μία κρυφή ελπίδα. Απογοητεύτηκα όμως. Τελικά ήμουν μόνος. Κανένας φίλος δεν με ακολούθησε. «Είστε όλοι δειλοί!» φώναξα πριν απομακρυνθώ. «Δεν ήρθε ακόμα η ώρα τους!» μου φώναξε ο Μπουρούμπα. Βρήκα τον στάβλο που πριν από μερικά χρόνια έσφυζε από ζωή, άδειο. Ακόμα δεν είχε έρθει κανείς. Ανέβηκα στην κρυψώνα μου και περίμενα. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι κατοικίδιοι. Ήσαν οι ίδιοι

Page 117: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

112

και άλλοι πολύ που ερχόντουσαν για πρώτη φορά. Είδα τον Τέρι και την Σάρα να μπαίνουν και να κοιτάζουν γύρω τους. Κατάλαβα πως με έψαχναν. Κατάφερα να τους κάνω να με προσέξουν χωρίς να με δούνε οι υπόλοιποι. Ο Τέρι πλησίασε τον Γουλιέλμο και κάτι του είπε. Ήταν φανερό πως μιλούσαν για εμένα. Κοίταξαν προς τα επάνω κάνοντάς μου νόημα να περιμένω. Σε λίγο έφτασε και ο κατοικίδιος που είχε το κασελάκι. Χωρίς καθυστέρηση άρχισε η διαδικασία. Και αυτή τη φορά ήσαν αρκετοί. Αφού πέρασαν όλοι και έφαγαν τα μπουνίδια τους, ο γέρο Γουλιέλμος μου έκανε σινιάλο να κατέβω. Όλοι κοίταξαν κατά πάνω. Με το που με είδαν, η έκφραση όλων άλλαξε. Προς το χειρότερο. Ένας στρατός από κατοικίδιους, με αγριοκοιτούσε και μου έδειχνε απειλητικά τα δόντια του. Όσο γενναίος και να είσαι, μια τέτοια στιγμή δεν μπορεί παρά να κατουρηθείς από το φόβο σου. Αυτό νομίζω πως έπαθα κι εγώ. Άρχισα να τρέμω. «Μανούλα μου» ψέλλισα . «Είμαι ολομόναχος!» «Είμαστε και εμείς εδώ!» άκουσα τότε δυο φωνές . Γύρισα και με μεγάλη ικανοποίηση είδα τον Ντρου και τον φίλο μου Αρίκι, ο οποίος σημειωτέων, είναι και διάδοχος της αγέλης μας. «Έφυγες πολύ βιαστικά» μου είπε. «Ποτέ δεν θα σε άφηνα μόνο!» Επιστρατεύσαμε όλα τα αποθέματα θάρρους και παρουσιαστήκαμε, αγέρωχοι, μπροστά στους κατοικίδιους. «Δικαιούμαστε να πάρουμε μέρος στην εκλογή!» φώναξα. Εντωμεταξύ η Σάρα έτρεξε κοντά μας. Την ακολούθησε και ο Τέρι και μαζί με τον Γουλιέλμο σχημάτισαν μία ασπίδα γύρω μας. «Θάνατος στα Ντίνγκο!» φώναξε ένας και αμέσως ακολούθησαν κι άλλοι. «Στην θέση σας!» φώναξε ο Γουλιέλμος. «Θα τους αφήσουμε να δοκιμάσουν. Έχουν κάθε δικαίωμα!» Πλησιάσαμε το βιβλίο. Ο Ντρου και ο Αρίκι έκαναν στην άκρη. Ο Γουλιέλμος μου έκανε νόημα να πάω πιο κοντά. Τη στιγμή που

Page 118: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

113

βρισκόμουν μπροστά στο βιβλίο, ένιωσα την απειλητική τους κίνηση. Καμιά εικοσαριά δεν σεβάστηκαν την εντολή του Γουλιέλμου, μα ούτε την ιερή στιγμή και μας πλησίαζαν απειλητικά. Παραμέρισαν τον Τέρι, τη Σάρα και τον γέρο Γουλιέλμο και μας περικύκλωσαν. Ο Αρίκι και αδελφός μου πάτησαν γερά στη γη, έτοιμοι για μάχη. Τα νεανικά κοφτερά τους δόντια άστραψαν στο φως του ήλιου που τρύπωνε από τα ψηλά παράθυρα ενώ τα μάτια τους εκτόξευσαν θανατηφόρα βλέμματα. Όμως οι κατοικίδιοι, χάριν αριθμητικής υπεροχής δεν πτοήθηκαν. Και τότε έγινε κάτι πολύ περίεργο. Το καγκουρό έβγαλε το κεφάλι του από το βιβλίο και κοίταξε γύρω του. Ύστερα ξεκόλλησε ολόκληρος από το εξώφυλλο, έγινε τεράστιος σαν αρκούδα, πάτησε στη γη, τινάχτηκε σαν σκύλος και άρχισε να μοιράζει μπουνιές στους κατοικίδιους. Σε δευτερόλεπτα τους έβγαλε Νοκ-άουτ. Ύστερα, έτσι όπως το κοιτούσα αποχαυνωμένος, έφερε τη μουσούδα του στη δική μου και με χαιρέτησε αλλά χόγκυ, τον παραδοσιακό τρόπο. Δηλαδή έτριψε τη μύτη του στη μύτη μου. Μετά έβγαλε τα γάντια του μποξ, με άρπαξε, με φίλησε και με σήκωσε ψηλά φωνάζοντας για πρώτη στη γλώσσα των σκύλων. «Εκλεκτέ! Πιγκουΐνε! Ιδού ο αντικαταστάτης σου!» Με εμένα στα χέρια, έκανε τον γύρω του θριάμβου επιδεικνύοντάς με, λες και ήμουν τρόπαιο. Κατόπιν με κατέβασε, με ξανά- αγκάλιασε και με φίλησε ξανά και ξανά. Μετά από λίγο σταμάτησε και αφού μίκρυνε τόσο όσο να χωράει στο εξώφυλλο, στη στιγμή βυθίστηκε πάνω του, αφήνοντας μόνο τη μούρη του έξω. Αποχαυνωμένοι από την αιφνίδια συμπεριφορά του καγκουρό, όλοι έμειναν σαν στήλη άλατος. Πρώτος συνήλθε ο Γουλιέλμο. Μου έδωσε την εντύπωση πως είχε ξαναζήσει παρόμοιες καταστάσεις. «Αγαπητοί φίλοι!» είπε ορθώνοντας όσο πιο πολύ μπορούσε το γέρικο κορμί του. «Ό εκλεκτός βρέθηκε. Είναι ο Τοχούνγκα. Ένα νεαρό Ντίνγκο της αγέλης του σοφού Μπουρούμπα. Δυστυχώς όμως, χιλιάδες μίλια μακριά, τη στιγμή ακριβώς αυτή, στην άλλη πλευρά της γης, ο πρώην εκλεκτός ονόματι Πιγκουίνος, αφήνει την τελευταία του πνοή.

Page 119: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

114

»Αυτό είναι το τίμημα του αποχωρισμού. Το ήξερε. Το ξέρουν όλοι οι εκλεκτοί πως αν ποτέ, για λόγους ανωτέρας βίας όπως η συγκεκριμένη περίπτωση, το βιβλίο αποχωριστεί τον εκλεκτό του, τη στιγμή της αντικατάστασης, ο πρώην αφήνει τον μάταιο ετούτο κόσμο. Μεταβαίνει στους ουράνιους κήπους εκεί όπου θα συναντηθεί με τους υπόλοιπους, αείμνηστους εκλεκτούς. Αιωνία του η μνήμη λοιπόν!» «Αιωνία του η μνήμη!» είπαν σύσσωμοι οι παρόντες. «Παρακαλώ. Ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή» Αφού πέρασε το λεπτό της σιγής, ο μικρούλης Ταίρι ανέβηκε πάνω σε μια αχυρόμπαλα και φώναξε δυνατά: «Φίλοι μου, ο Τοχούνγκα! Παρακαλώ ένα μεγάλο ζήτω για το γενναίο Ντίνγκο!» Κι έτσι χωρίς να το καταλάβω, έγινα ο εκλεκτός του βιβλίου των Καγκουρό. Αφού υποσχέθηκα ότι θα κάνω τα πάντα για να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης του, έφυγα παίρνοντάς το μαζί μου φυσικά. Ο αδελφός μου και ο αγαπημένος μου φίλος με ακολούθησαν φανερά υπερήφανοι. Βέβαια δεν γνωρίζαμε ακόμα την αξία του, όμως νιώθαμε πως είναι κάτι πολύ σπουδαίο. Βρήκα μια ήσυχη γωνιά και το άνοιξα. Πρώην Εκλεκτός Βιβλίου των Καγκουρό, Πιγκουΐνος, νυν, Τοχούνγκα. Πρώην Εκλεκτός Βιβλίου-Γάτων, Σαμψών, νυν Χάρης. Μια απίθανη σειρά ονομάτων πρώην και νυν, έκαναν την εμφάνισή τους. Ένιωσα συμπάθεια γι’ αυτά τα ονόματα. Ήμουν σίγουρος πως κάποτε θα συναντηθούμε.

ΜΕΡΟΣ Β

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ κυλούσε απαλά πάνω στην ήρεμη θάλασσα. Αγκαλιασμένες απολαμβάναμε το απογευματινό δροσερό αεράκι,

Page 120: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

115

ατενίζοντας τον ορίζοντα. Ο Ήλιος είχε αρχίσει την αργή μα και σταθερή καθοδική του πορεία προς τη θάλασσα, ενώ το δροσερό αεράκι γίνονταν όλο και ποιο ψυχρό. Κάναμε μια βόλτα στο κατάστρωμα και ύστερα βρήκαμε μια ήσυχη γωνιά. Είπαμε να τσιμπήσουμε κάτι, όμως στάθηκε αδύνατον, τίποτα δεν πήγαινε κάτω. Γύρισα το κεφάλι από την άλλη προκειμένου να αποφύγω το φαγητό και είδα ένα σκύλο λευκό, ίδιο με τη Λευκή. Δεν ήταν όμως η καλή μου φίλη, αλλά ο Έβρος, ένας φίλος από την Ιταλία μαζί με τον άνθρωπό τον Νικόλα. Επέστρεφαν και αυτοί στην Ιταλία. Χαιρετηθήκαμε και αράξαμε. Οι άνθρωποι μας εντωμεταξύ, αφού είπαν τα απαραίτητα όρθιοι, κάθισαν σε ένα παγκάκι και έβγαλαν μία εφημερίδα και την κοιτούσαν με πολύ ενδιαφέρον. Ο Έβρος τους πλησίασε και έχωσε τη μουσούδα του μέσα στην εφημερίδα. Ο Νικόλας που δεν ήθελε να ενοχληθεί του είπε: «Έλα Έβρο, κάθισε κάτω και μην μας ενοχλείς τώρα. Εκείνος όμως δεν υπάκουσε και ξανά έσπρωξε την εφημερίδα. «Θέλει να ασχοληθείς μαζί» του είπε ο δικός μου άνθρωπος. «Έτσι κάνει και η δικιά μου όταν έχει κέφια. Τώρα όμως… από την ώρα που ξεκινήσαμε είναι κάπως…Ούτε νερό δεν θέλει να πιει.» Αν και η διάθεσή μου είχε τα χάλια της, εντούτοις θεώρησα σωστό να του αφηγηθώ τα πάντα σχετικά με τους τερανθρώπους. Όλοι οι τετράποδοι του κόσμου πρέπει να ξέρουν. Ίσως έτσι μπορέσουμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Κάποια στιγμή γύρισα και κοίταξα τους ανθρώπους μας. Όση ώρα εγώ εξιστορούσα τα καθέκαστα στον Έβρο, εκείνοι συζητούσαν για το ίδιο θέμα. Σταμάτησα να μιλάω για να τους ακούσουμε. «Πληρώνονταν για να φαρμακώσουν τα αδέσποτα της πόλης» είπε η Άρτεμης. «Μα γιατί;» ρώτησε ο Νικόλας. «Ποια είναι η αιτία;» «Η γιορτή της πόλης και το χρήμα. Αυτό γίνεται χρόνια τώρα. Βλέπεις δεν είναι ωραίο θέαμα ο κοκαλιάρης σκύλος! Προκειμένου να παρουσιάσουν μια ευχάριστη και ανέμελη γιορτινή πόλη, αποφασίζουν κι έτσι απλά τα σκοτώσουν. Και με τον πιο βάναυσο τρόπο που του είναι και ο ποιο εύκολος. Το δηλητήριο.

Page 121: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

116

»Πολύ ζωόφιλοι όλα αυτά τα χρόνια κάνουν αγώνα για να τους εμποδίσουν. Μάταια όμως. Το φαινόμενο αυτό, αντί να χάνει έδαφος, φαίνεται να κερδίζει. Κανένας δεν ενδιαφέρεται να ξοδέψει έστω και μία δραχμή για να βοηθήσει τα δυστυχισμένα ζώα.» «Τελικά μάθατε ποιος τους πλήρωνε;» «Ναι μάθαμε…..» ΉΤΑΝ ΕΝΑ υπέροχο, έναστρο βράδυ. Χάρηκα που συνάντησα τον φίλο μου και έτσι άρχισε να μου περνάει η μελαγχολία. Το πρωί μας ξύπνησαν τα μεγάφωνα του πλοίου. «Καλημέρα φίλε! Πως κοιμήθηκες;» «Τέλεια!.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ «ΤΟ ΞΥΠΝΗΤΗΡΙ! Άρτεμη το ξυπνητήρι!» της γάβγισα. Μετά από τόσο καιρό είχα ξεχάσει την ύπαρξή του και σχεδόν τρόμαξα όταν το άκουσα. Ήταν οκτώ το πρωί και μετά από ένα ολόκληρο καλοκαίρι περιπέτειας και δράσης, επανήλθαμε στην καθημερινή μας ρουτίνα. Άλλα δύο χρόνια σπουδών και μετά επιστροφή στην πατρίδα. Και θα μένουμε πλέον στο πατρικό μας, μαζί με όλους τους άλλους. Τότε θα κάνω διακοπές κάθε μέρα.. Η Άρτεμη σηκώθηκε από το κρεβάτι και ήρθε στην πόρτα όπου ήδη την περίμενα ανυπόμονα. «Α! Βλέπω» είπε «την πρωινή μας βόλτα, δεν την ξεχάσαμε!» «Ανωτέρα βία!» της φώναξα ενώ έτρεχα προς τα έξω. «Σε πέντε λεπτά να είσαι πίσω», μου είπε «Πρώτη μέρα και δεν θέλω να αργήσω στο πανεπιστήμιο!» Ένα υγρό και ζεστό πρωινό με περίμενε έξω. Πήγα αμέσως στο καθιερωμένο μου σημείο, καταλαβαίνετε τι εννοώ, και αφού ανακουφίστηκα, κοίταξα γύρω και απέναντι. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όλα

Page 122: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

117

ήταν όπως τα είχα αφήσει. Ως και η φίλη μου η Μίλο, η οποία δεν με πρόσεξε, βρίσκονταν στο ίδιο παράθυρο, όπως παλιά, όταν με περίμενε τα πρωινά. «Μίλο!» της φώναξα δυο τρεις φορές. «Μίλο!» «Νίκη! Ήρθες επιτέλους. Στεφάνια, Μίνα η Νίκη!» ήταν η απάντησή της. Αμέσως φάνηκε στο παράθυρο και η γατούλα τους η Τσενερέλα. Μόλις με είδε κατάλαβε. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε και η φωνή της Άρτεμης. Με καλούσε να γυρίσω αμέσως στο σπίτι «Θα τα πούμε το απόγευμα!» φώναξα στις γειτόνισσες μας και έφυγα. Βρήκα τα πιατάκια μου γεμάτα, όμως προτίμησα να πάω πρώτα στο παράθυρο. Η Μίλο και η Τσενερέλα βρισκόντουσαν ακόμα εκεί που τις άφησα. Αφού πρώτα κοιταχτήκαμε, γαβγίσαμε και κάναμε χαρούλες, αποφάσισα να πάω για φαΐ. Όλο το πρωί περιφερόμουν στο διαμέρισμα εντοπίζοντας τις διάφορες οσμές που κόντευα να ξεχάσω. Ύστερα ξάπλωσα έχοντας το ξυπνητήρι ακριβώς απέναντι. Ήταν πολλές οι ώρες μέχρι τις 12,30 που θα ερχόταν η Άρτεμη. Αποφάσισα να ρίξω έναν υπνάκο. Με ξύπνησε το κλειδί στην πόρτα. Το ξυπνητήρι έδειχνε 12,30. Στην ώρα της σκέφτηκα. Δεν άργησε καθόλου. Ήξερα πως σε λίγα λεπτά θα πηγαίναμε μαζί στη λέσχη. Ύστερα θα περνούσαμε από τον κύριο Αλμπέρτο τον μαραγκό της γειτονιάς. Θα έβλεπα και τον πάντα ανόρεχτο Λεόνε. Ίσως εάν του έλεγα για τα κατορθώματά μου, να τον έπειθα να ασχοληθεί και λίγο μαζί μου. Και εάν πάλι δεν τον έπειθα, δεν με πείραζε καθόλου. Εγώ δεν είμαι καμιά τυχαία σκυλίτσα, αυτός θα έχανε. Αυτά και πολλά άλλα σκεφτόμουν ενώ στεκόμουν όρθια για να μου φορέσει η Άρτεμη το καινούργιο μου γαλάζιο στηθόλουρο. Η ΑΡΤΕΜΗ βγήκε από την λέσχη κρατώντας μια λιχουδιά. Μου την έδωσε κατευθείαν στο στόμα και κινήσαμε για το μαγαζί του φίλου μου του μαραγκού.

Page 123: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

118

«Cao bella, come stai»8

«Να απαντήσω εγώ;» του είπε χαμογελώντας η Άρτεμη «ή μήπως προτιμάτε τη Νίκη;»

μου φώναξε μόλις με είδε. «Γυρίσατε; Πως ήταν στην πατρίδα;»

«Θα προτιμούσα τη Νίκη» είπε και εκείνος γελώντας. «Όμως κοίτα, αυτή μάλλον προτιμάει τον Λεόνε.» Τον βρήκα αραγμένο στον ήλιο. Δεν μας άκουσε, ή έκανε πως δεν μας άκουσε. Του έκανα χαρές για να με προσέξει. Σήκωσε βαριεστημένος το κεφάλι, με κοίταξε και ακόμα πιο βαριεστημένα είπε:. «Α! Εσύ είσαι; Τι θέλεις;» Εκνευρίστηκα… «Έχεις πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου» του είπα και γύρισα να φύγω. Πήγα στους ανθρώπους, κάθισα στα πίσω πόδια και τους παρακολουθούσα που μιλούσαν. «Ο Λεόνε δεν είναι και πολύ καλά τελευταία» είπε ο μαραγκός. «Τον πήγατε στον γιατρό;» ρώτησε με ενδιαφέρον η Άρτεμη. «Ναι, τον πήγα. Δεν είναι άρρωστος. Μου είπε πως μάλλον έχει μελαγχολία.» «Μελαγχολία;» απόρησε εκείνη. «Δεν νομίζω πως πρέπει να ανησυχείτε. Ίσως με καλή παρέα να του περάσει.» Με κοίταξαν και οι δυο μαζί. «Ο Λεόνε κούκλα μου» μου είπε ο σενιόρ Alberto δεν είναι καλά. «Θα έρχεσαι να του κάνεις παρέα;» «Α! Λυπάμαι» του είπα. Δεν θα μπορέσω!» «Θα ερχόμαστε» του είπε η Άρτεμη, χωρίς να με ρωτήσει. «Θα κάνουμε ότι μπορούμε για να περνάει καλά ο Λεόνε. Τι λέτε να έρθουμε αύριο να τον πάρουμε για βόλτα;» «Υπέροχα! Θα σας περιμένουμε.» «Όχι δεν γουστάρω!» διαμαρτυρήθηκα έντονα. «Να, είδατε;» συμφωνεί και η Νίκη» είπε η Άρτεμη. Άκουσε εκεί συμφωνεί και η Νίκη!

8 Γεια σου όμορφη, τι κάνεις;

Page 124: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

119

Φύγαμε από τον Λεόνε χωρίς καθόλου να λυπηθώ. Χαιρόμουν όμως για όλα τα γνώριμα μέρη που έβλεπα μετά από τόσο καιρό. Πήραμε το δρόμο προς το πάρκο. Εκεί όπου τρελαίνομαι να τρέχω ανέμελα, χωρίς λουριά! Εκεί όπου ζούνε οι γατούλες ευτυχισμένες και όπου κάποιοι άνθρωποι, καθημερινά τις φροντίζουν. Τις βρήκαμε να τρώνε. Μία κυρία και η μικρή της κορούλα, μόλις είχαν γεμίσει τα πιατάκια τους. Από μακριά μας έκαναν νόημα να προσέξουμε. Και φυσικά υπακούσαμε. Πλησιάσαμε αθόρυβα. Πέρα στο βάθος, στο τελευταίο παγκάκι είδαμε μια γνωστή φυσιογνωμία. Φυσικά την αναγνώρισα αμέσως. «Ναι καλή μου» είπε η Άρτεμη νομίζοντας μάλλον πως δεν την αναγνώρισα. «Είναι η Πόλα. Τρέξε, πήγαινε να παίξεις μαζί της.» Η Πόλα, ένα μαύρο λυκόσκυλο, παχιά και αυταρχική, ήταν ξαπλωμένη μπροστά στο παγκάκι όπου καθόντουσαν οι άνθρωποί της. Ένας παππούς και μια γιαγιά, οι αγαπημένοι της άνθρωποι. Τους χαιρετίσαμε ευγενικά και καθίσαμε πλάι τους. «Γεια!» της είπα ανόρεχτα. «Με θυμάσαι; Είμαι η Νίκη.» «Για χαζή με νομίζεις;» αντιρώτησε εκείνη. «Και βέβαια σε θυμάμαι. Που… χάθηκες τόσο καιρό;» «Στην πατρίδα μας για διακοπές. Καλά που να στα λέω, πέρασα θαύμα! Τι λες, θα σηκωθείς να παίξουμε;» «Τι, να αρχίσω να τρέχω σα βλαμμένο και χωρίς λόγο πέρα δώθε; Όχι ευχαριστώ. Εάν θέλεις κάθισε να τα πούμε.» «Ας τρέξουμε πρώτα λίγο, έστω και σα βλαμμένα… και ύστερα έχω να σου πω πολλά. «Είπα όχι, βαριέμαι! Κοίτα ποιος έρχεται. Το ιδανικό βλαμμένο για το ιδανικό, ανώφελο, τρέξιμο.» Γύρισα και είδα τον Τόμυ. Ερχόταν με την φίλη του. Αυτός πάλι ο θηλυκός άνθρωπος του Τόμυ, όποτε με συναντάει, έχει να μου λέει για το πόσο όμορφη είμαι. Με πιάνει από τα μουστάκια και με ταρακουνάει πέρα δώθε.

Page 125: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

120

«Πρώτη φορά βλέπω κορίτσι με μουστάκια και να είναι τόσο όμορφο» μου λέει. Α! Ξέχασα να σας πω! Είμαι ένας υπέροχος συνδυασμός σπινόνε - παστόρε με τεντέσκο, Ιταλιστί. Δηλαδή γκριφόν με γερμανικό ποιμενικό. Τα χρώματά μου είναι του γερμανικού ποιμενικού και τα χαρακτηριστικά μου, του γκριφόν. Εξού και τα μουστάκια μου. Με τον ερχομό του μεγάλου Τόμυ, (διότι υπάρχει και ένας μικρός Τόμυ) και αφού απομακρυνθήκαμε αρκετά για να μην τρομάξουμε τις γατούλες, άρχισε το τρελό παιχνίδι. Κάνα δυο φορές ο παππούς προσπάθησε να σηκώσει την Πόλα να παίξει και αυτή μαζί μας, αλλά μάταια. «Είναι και αυτή γριούλα σαν και μένα» είπε η γιαγιά. «Δεν έχει πια κέφια για παιχνίδια.» «Πρέπει να χάσει όμως και μερικά κιλά» της είπε η Άρτεμη. Εντωμεταξύ είχε πλησιάσει η κυρία θαυμάστριά μου. Χαιρέτησε την παρέα και κάθισε μαζί τους. Ύστερα ρώτησε την Άρτεμη πως περάσαμε στην πατρίδα μας. Αυτή της απάντησε πως είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία, χάρη σε εμάς, δηλαδή εμένα και τους ομοεθνείς της αυλή μας. Και μια και αυτή η απάντηση δημιούργησε απορίες, δεν άργησε καθόλου να εξελιχθεί σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Και έτσι απορροφημένοι όλοι, μας άφησαν να χαρούμε το παιχνίδι μας. Αφού παίξαμε και κουραστήκαμε, πήγαμε στα πιατάκια των γατιών και ήπιαμε το νεράκι που τους είχε απομείνει. Εκείνες πάνω από τα δέντρα μας κοιτούσαν ανέκφραστες. Ύστερα εγώ και ο μεγάλος ο Τόμυ, ξαπλώσαμε στα πόδια των ανθρώπων μας. «Έχω πολλά και ενδιαφέροντα νέα που πρέπει να τα μάθουν όλοι οι ομοεθνείς μας» τους είπα. «Τρελαίνομαι για νέα» είπε ο μεγάλος Τόμυ. Η Πόλα, με κοίταξε με ύφος αδιάφορο, βαριεστημένο και δε μίλησε. «Μου θυμίζεις έναν σκύλο που γνώρισα στην πατρίδα μου» της είπα. «Αυτός είναι καθαρόαιμος;» ρώτησε εκείνη. «Τι…πάει να πει καθαρόαιμος» απόρησα.

Page 126: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

121

«Θα σου εξηγήσω εγώ» είπε ο Τόμυ. Παρακολουθούσα με πολύ προσοχή κάθε του λέξη και δεν άργησα να καταλάβω τι σημαίνει σκύλος καθαρόαιμος. Τότε θυμήθηκα τον θαυμασμό του κόσμου για την Λευκή και τον Ρόναλντ και την αδιαφορία τους για τους υπόλοιπους. Υπέθεσα πως οι άνθρωποι μας χώριζαν σε ράτσες για να μας ξεχωρίζουν. Δεν κατάλαβα όμως γιατί προτιμούν τους σκύλους ράτσας και γιατί τους αναφέρουν ως καθαρόαιμους, πράγμα που μόλις έμαθα από τον Τόμυ. Ήξερα επίσης πως αυτό ήταν κάτι που εκνεύριζε τον δικό μου άνθρωπο μου και πάλι μπερδεύτηκα. Θεωρώντας, πολύ σωστά, άνευ αξίας την συζήτηση περί καθαρόαιμων, πρότεινα να ξεκινήσω την εξιστόρηση των γεγονότων που έζησα στην πατρίδα μου. Αν κρίνει κανείς από το πώς με παρακολουθούσαν, η αφήγηση μου για άλλη μια φορά θα πρέπει να είχε πολύ ενδιαφέρον. Τόσο πολύ που δεν καταλάβαμε πως πέρασε η ώρα. «Έλα καλή μου, ώρα να φεύγουμε» άκουσα να μου λέει η Άρτεμη ενώ μου έδειχνε το στηθόλουρο. Είχα ευτυχώς προλάβει να τους αφηγηθώ τα περισσότερα από όσα είχα ζήσει με τον Πειρατή και τους άλλους. «Τα υπόλοιπα θα τα πούμε την επόμενη φορά» είπα φεύγοντας Κατηφορίσαμε το δρομάκι. Εδώ παλιά συναντούσα τις δίδυμες! Δύο αγγλικά τσοπανόσκυλα μεγαλόσωμα και τόσο μαλλιαρά που δεν ξεχώριζες τα μάτια τους. Old English Sheepdog,9

Ποτέ μου δεν μπόρεσα να εμπιστευτώ αυτά τα ζώα. Ίσως επειδή δεν μπορούσα να δω τα μάτια τους. Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, λένε και αυτές οι δύο αδελφές, έμοιαζαν σαν να μην είχαν μάτια. Τις φοβόμουν και κάθε φορά που περνούσαμε από εδώ προσπαθούσα να αλλάξω δρόμο. Το ίδιο έκανα και τώρα.

άκουσε την Άρτεμη κάποια στιγμή να λέει πως είναι.

«Άντε πάλι!» αγανάκτησε η Άρτεμη. «Και αναρωτιόμουν αν τις θυμάσαι. Μα γιατί τις φοβάσαι τόσο;»

9 Παλιό Αγγλικό Τσοπανόσκυλο

Page 127: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

122

«Επειδή δεν μπορώ να δω τα μάτια τους» της φώναξα μπας και καταλάβει επιτέλους. Αλλά φυσικά δεν με κατάλαβε. Πόσο θα ήθελα να έχω εκείνο το βιβλίο που υπάρχει μόνο στη φαντασία του Πειρατή. Οι αδελφές ήταν εκεί, απ’ τη μεριά του φράχτη. Προσπέρασα χωρίς να γυρίσω το κεφάλι, από φόβο μη με δούνε. Θύμωσα. Όταν η Άρτεμη τις μίλησε τρυφερά. «Γεια σας κούκλες! Βλέπω όπως πάντα όμορφες!» Μα που την είδε την ομορφιά! Στην μεγάλη πλατεία συναντήσαμε δύο καλούς φίλους. Τον Έβρο και τον άνθρωπό του. «Πως σου φάνηκε η επιστροφή;» με ρώτησε. «Τα παλιά λημέρια; Όλα καλά;» Καθίσαμε και τα είπαμε ένα χεράκι. «Έχω μία πληροφορία» μου είπε. «Έμαθα από ένα φίλο, πως γνωρίζει έναν εκλεκτό.» «Εδώ στην Ιταλία; Εκλεκτός;» «Φανταζόσουν πως αυτό είναι προνόμιο μόνο της πατρίδας μας;» «Καλά λες…λοιπόν, τι ακριβώς έμαθες;» «Έμαθα πως εδώ στην πόλη μας υπάρχει ένας εκλεκτός, ονόματι Λεόνε.» «Λεόνε! Γνωρίζω έναν μ’ αυτό το όνομα. Ο άνθρωπος του είναι φιλαράκι μου. Αύριο μάλιστα έχω ραντεβού μαζί του. Λες να είναι αυτός; Και μήπως έμαθες τι σόι εκλεκτός είναι;» «Όχι, τίποτα άλλο. Αύριο που θα τον δεις ρώτησέ τον.» «Οπωσδήποτε! Άρα…εκλεκτοί υπάρχουν σ’ όλον τον κόσμο! Έξυσα το ένα καφετί πεσμένο αυτί μου. Αυτό που με βοηθάει να κάνω τις πιο σοφές σκέψεις και είπα στον φίλο μου: «Και για φαντάσου, όλα αυτά ξεκίνησαν από το υπαρξιακό πρόβλημα του Πειρατή. Τότε πρόσεξα τους ανθρώπους μας που μας παρακολουθούσαν απορημένοι. «Κοίταξε τους» είπε ο Νικόλας. «Δεν σου φαίνεται σα να κουβεντιάζουν;»

Page 128: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

123

«Φυσικά κουβεντιάζουν» είπε η Άρτεμη. «Θεωρείς πως αυτό είναι προνόμιο μόνο των ανθρώπων;» Για την επιστροφή πήραμε τoν δρόμο που οδηγεί στην υπόγεια διάβαση. Εκεί όπου μπορώ και τρέχω ανέμελα, χωρίς να κινδυνεύω. Ήδη από πολύ μακριά διέκρινα τον Πέντρο. Τον καλοκάγαθο, μεγαλόσωμο Πέντρο που μ’ αγαπάει πολύ και δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να μου το δείχνει. Αν και είναι ένας κλασικός ιταλός που αγαπάει όλα τα θηλυκά, νομίζω πως εμένα με αγαπάει ξεχωριστά! Μαζί του είναι και η Μπαγκίρα. Δειλή, όμως πολύ καλός χαρακτήρας. Τους γάβγισα ‘‘για σας φίλοι μου εδώ είμαι,, Με είδαν και έτρεξαν χαρούμενοι. Η ευτυχία μας που ξανά συναντηθήκαμε μετά από τόσο καιρό, ήταν απερίγραπτη. Ένα σωστό πιλάλημα χαράς και ευτυχίας. Τα είπαμε, τα ξαναείπαμε, χαρήκαμε και ξανά χαρήκαμε. Η Άρτεμη εντωμεταξύ κάθισε στο χαμηλότερο σκαλί και μας κοιτούσε χαμογελαστή. Μια ξανθιά λεπτοκαμωμένη κοπέλα ήρθε και κάθισε δίπλα της. Στο ένα της χέρι κρατούσε δύο αλυσίδες. «Γεια» της είπε. «Είμαι η Άρτεμη. Εσύ;» «Ραφαέλα. Χαίρω πολύ.» «Είναι δικά σου;» «Μόνο ο Πέντρο. Η Μπαγκίρα είναι ενός φίλου. Τα βγάζω συχνά μαζί βόλτα. «Το δικό σου πως το λένε;» «Νίκη.» «Πολύ ωραίο όνομα!» «Μοιάζουν να γνωρίζονται» είπε η Ραφαέλα. «Δεν αποκλείεται» είπε η Άρτεμη. «Ας τα αφήσουμε για λίγο να παίξουν. Μήπως βιάζεσαι;» «Καθόλου, εσύ;» «Έχω να κάνω μία επίσκεψη, όμως έχω λίγο χρόνο».

Page 129: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

124

Ήταν ήδη αργά το απόγευμα. Μία απροσδιόριστη έλξη με τραβούσε προς το σπίτι. Χάρηκα βέβαια που συνάντησα δυο παλιούς καλούς φίλους, όμως έπρεπε να φύγω. «Ώρα να πηγαίνουμε» είπε η Άρτεμη και με βρήκε απολύτως σύμφωνη. Χαιρέτησε την κοπέλα που μόλις είχαμε γνωρίσει και με ακολούθησε. Φτάσαμε στη γέφυρα. Σταθήκαμε και κοιτάξαμε κάτω. Στο βάθος η γειτονιά που ζούσαμε τα δύο τελευταία χρόνια. Από αριστερά το δασάκι, δεξιά, η πλαγιά με τα πολλά στενά δρομάκια και τις απότομες ανηφόρες και κατηφόρες. Ακριβώς κάτω από τη γέφυρα, ένας δρόμος στενός με ένα ρυάκι στο πλάι του. «Νίκη κοίτα!» είπε και έδειξε η Άρτεμη. «Ποιος είναι αυτός που μοιάζει στον Πειρατή;» Ένας ασπρόμαυρος σκύλος παρέα με έναν άλλο μικρούλη κι έναν άνθρωπο, έπιναν νερό από το ποταμάκι. Ήταν ο μυστήριος άνθρωπος, ο σκύλος του ο Ρούντυ και ο αγαπημένος μου Τέο. Πριν η Άρτεμη το καταλάβει, έγινα καπνός. Μόλις όμως διαπίστωσε ότι δεν είμαι πλέον κοντά της, άρχισε να με αναζητάει φανερά ανήσυχη. Ευτυχώς για εκείνη, δεν άργησε να με εντοπίσει και έτσι η λαχτάρα της μη με χάσει, έκανε γρήγορα φτερά. Εντωμεταξύ ο άνθρωπος που πριν από λίγο έπινε νερό, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της Άρτεμης και πριν αυτή προλάβει να του πει έστω μία καλησπέρα, εκείνος βιάστηκε να τρυπώσει σε μια εσοχή της που υπήρχε στο κάτω μέρος της γέφυρας. Μία ξεσκισμένη κουβέρτα στο άνοιγμα της τρύπας, χρησίμευε για πόρτα. Την τράβηξε και απομονώθηκε τελείως από τον ομοεθνή του. Αυτός ο… αλλιώτικος άνθρωπος που εδώ και μερικά χρόνια έχει κάνει τη γέφυρα σπίτι του, δεν μιλάει ποτέ στους ανθρώπους Είναι ένας άνθρωπος που αποφεύγει συστηματικά τους ομοίους του. Κάνει παρέα μόνο ζώα. Κανείς δεν γνωρίζει το παραμικρό για αυτόν. Πολλές φορές, όταν το ποτάμι ξεχειλίζει, βγαίνει από την τρύπα. Το δασάκι με τις γάτες τότε, αντικαθιστά το σπίτι του, στην γέφυρα.

Page 130: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

125

Κανένα ζώο δεν τρομάζει στο πέρασμα του. Γάτες και σκύλοι κοιμούνται στην αγκαλιά του. Είναι ένας άνθρωπος, ευτυχισμένος μόνο μαζί μας. Όταν μας μιλάει, σκύβει για να μην τον ακούν οι άνθρωποι. Ο μυστήριος που μιλάει με τα ζώα, λένε όλοι οι άνθρωποι. Ο άνθρωπός μας, λέμε εμείς τα ζώα. Και ο μικρός ο Ρούντυ, καμαρώνει που είναι μέρος της ζωής του. Μαζί κοιμούνται τα κρύα βράδια. Μαζί τρώνε από το ίδιο ψωμί και πίνουν από το ίδιο ποτάμι. Δίποδος και τερτάποδος ζούνε ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο. Και οι δύο είναι αδύνατοι και βρόμικοι. Όταν έχει τσιμπούρια ο ένας, έχει και ο άλλος. Μία τέλεια σχέση. Ο μικρούλης Ρούντυ, ένα καφετί ακαθόριστο, είναι πολύ ευτυχισμένος. Έχει τον πιο τέλειο άνθρωπο, δικό του. Καμιά φορά μαλώνει με τ’ άλλα ζώα, όταν εκείνα επιχειρούν να χωθούν στον κόρφο του. Α! Όλα κι όλα. Μοιράζεται τα πάντα μαζί τους. Το ψωμί, το νερό, τη σκιά, μα ποτέ τον κόρφο του ανθρώπου του. Αυτός είναι αποκλειστικά και μόνο δικός του. Εκεί βρίσκει τους χειμώνες ζεστασιά. Εκεί όταν βρέχει, όταν αστράφτει, όταν βροντάει, βρίσκει την θαλπωρή που έχει ανάγκη. Εκεί στον κόρφο του αγαπημένου του ανθρώπου, ΖΕΙ! «Νίκη, έλα πρέπει να φύγουμε!» είπε η Άρτεμη. Πολλές φορές μου έχει πει, πως πολύ θα ήθελε να γνωρίσει τον άνθρωπο που αγαπάει τόσο πολύ τα ζώα. Πολύ θα ήθελε να μάθει την ιστορία του. Ίσως έτσι μπορέσει να κάνει κάτι για αυτόν. Κι εγώ θα ήθελα τόσο πολύ να μπορούσα να της πω όλα όσα ξέρω. Η ΜΙΛΟ πάλι μπροστά στο παράθυρο. Δίπλα της η Τσενερέλα η αγαπημένη τους γατούλα. Φάνηκε πως με περίμεναν. Σε λίγο, όλοι μαζί περνούσαμε το δρόμο για το πάρκο με την λιμνούλα. Οι άνθρωποι μας ακολουθούσαν κουβεντιάζοντας. Φτάσανε στα παγκάκια και άραξαν, ενώ δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό να μιλάνε. Εμείς παίξαμε μέχρις εξαντλήσεως. Η φιλάσθενη Μίλο δεν μπορούσε ανάσα να πάρει από το τρέξιμο. Ο δε Τέο, είχε ξαπλώσει ανάμεσα μας. «Έχω να σας πω πολλά» τους είπα αφού πρώτα πήρα μια ανάσα. «Αύριο σας θέλω όλους…οπωσδήποτε!»

Page 131: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

126

Έξω από το σπίτι μας περίμενε ο άνθρωπος του Τέο. Μόλις είδε το σκύλο του, φώναξε λίγο θυμωμένος: «Τέο… μα που γυρνάς, δεν σου είπα να μην απομακρυνθείς;» Ο άνθρωπος του Τέο, είναι λένε δύσκολος άνθρωπος, αλλά καλός με τον σκύλο του. Είναι ιδιοκτήτης του μικρού μπαρ που βρίσκεται κάτω από το σπίτι μας. Κάθε απόγευμα έρχεται για να καθαρίσει το μαγαζί του. Και μιας και είναι μια καλή βόλτα για τον Τέο, τον φέρνει μαζί του. Κάθε απόγευμα την ίδια σχεδόν ώρα, εγώ και η Μίλο τον περιμένουμε στα παράθυρα μας. Με το που τον βλέπω τον καλώ να έρθει στην πόρτα. Η καλή μου η Άρτεμη τον υποδέχεται πάντα με ένα μπισκότο στο χέρι και ύστερα με αφήνει να βγω. Το ίδιο κάνει και η Στεφάνια με την Μίλο. Και οι τρεις μαζί περνάμε ένα ευχάριστο απόγευμα. Η επομένη, ως το απόγευμα κύλησε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πέρασα την ημέρα μου περιμένοντας την Άρτεμη. Μου φάνηκε αρκετά δύσκολο. Μετά από ένα καλοκαίρι ελεύθερης ζωής, όλες τις ώρες της ημέρας, ε! δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να ξεσυνηθίσει εύκολα! Οι ωραίες καταστάσεις γίνονται πολύ εύκολα συνήθεια σε εμάς τα τετράποδα. Στους ανθρώπους λένε, πως εξίσου εύκολη συνήθεια γίνονται και οι κακές. Κοιτούσα από το παράθυρο τους περαστικούς και που και που πατούσα και ένα γάβγισμα, έτσι για να σπάσει η μονοτονία. Το ίδιο έκανε και η Μίλο από το απέναντι παράθυρο. Κάθε φορά που με άκουγε, έριχνε και ένα συνοδευτικό γαβ. Όταν επέστρεψε η Άρτεμη, με βρήκε να την περιμένω ανυπόμονα στην είσοδο. «Συγνώμη κορίτσι μου που άργησα» μου είπε. «Σήμερα είχα πολλά να κάνω. Έλα να πας τη βόλτα σου και σε μία ώρα θα πάμε στον Λεόνε. Να κοίτα ήρθε και ο Τεό.» Μου άνοιξε την πόρτα και βγήκα. Ο Τεό που με περίμενε έξω, έκρυβε με το σώμα τον μικροσκοπικό Τόμυ, ο οποίος τρύπωσε βιαστικά μέσα, πριν προλάβουμε να τον δούμε. «Ε! Μικρούλη που πας εσύ!» του φώναξε η Άρτεμη. «Τι, πεινάς; Μπορείς αν θέλεις να αδειάσεις το πιάτο της Νίκης.» Ο μικρούλης Τόμυ, είναι ίσως το μοναδικό ζώο στην πόλη που έχει

Page 132: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

127

και δεν έχει σπιτικό. Πάντως όλοι τον θεωρούν δικό τους και κάθε φορά που πεινάει, τρυπώνει στην πρώτη ανοιχτή πόρτα. Έτσι και τώρα, μόλις έφαγε και ήπιε νερό, κοίταξε ένα γύρω του και πριν προλάβει η Άρτεμη να καταλάβει τους πραγματικούς του σκοπούς, σήκωσε το πίσω αριστερό πόδι και άφησε το σημάδι του. Μια μικρή λιμνούλα σίρριζα στο τραπέζι της κουζίνας. «Τόμυ!» τον μάλωσε. «Τι κάνεις εκεί! Ντροπή σου!» «Ουπς…Τώρα θα τις φάει ο μικρούλης» είπα στον Τέο. «Αυτό που έκανε μέσα στο σπίτι είναι… απαράδεκτο!» «Μα γιατί με μαλώνεις» πήγε να δικαιολογηθεί εκείνος. «Ήθελα μόνο να αφήσω τα ίχνη μου….» Σε λίγο φάνηκε και η Μίλο και όπως ήταν φυσικό, αρχίσαμε την εξερεύνηση. Κατηφορίσαμε στο ποτάμι. Ο Μικρούλης Ρούντυ μας είδε και έτρεξε κοντά μας όλο χαρά. Μερικά βήματα πιο πίσω ακολουθούσε ο μυστήριος που μόλις μας είδε, μας έκανε νόημα να τον πλησιάσουμε. Μία ώρα μετά, με βρήκε η Άρτεμη να κάθομαι στα πόδια του και όλα μαζί να τον κοιτάζουμε στα μάτια με λατρεία. Πλησίασε όσο πιο αθόρυβα γινόταν, ώσπου έφτασε ακριβώς πίσω μας. Φλέγονταν να μάθει τι μας λέει. Μόλις όμως εκείνος την είδε, μάζεψε τα πράγματά του και το έβαλε στα πόδια. «Περίμενε μην φεύγεις!» του φώναξε. «Το μόνο που θέλω είναι να γνωριστούμε. Εκείνος όμως τρύπωσε πάλι στην κρυψώνα του και τράβηξε την παλιά κουβέρτα για την επιθυμητή απόσταση από τους ανθρώπους. «Κρίμα!» μονολόγησε εκείνη. Μετά από λίγο βρισκόμασταν έξω από το μαραγκάδικο του σινιόρ Αλμπέρτο. Ο Λεόνε κοιμόταν στο σπιτάκι του. Τον πλησίασα και προσπάθησα να τον ξυπνήσω. Είχα κάθε λόγο να του φέρομαι με ευγένεια. Γι’ αυτό ξέχασα τα παλιά και ξεκίνησα μια νέα προσπάθεια συμφιλίωσης. «Πρέπει να έρθεις μαζί μας» του είπα. «Πρέπει να συζητήσουμε για έναν εκλεκτό»!

Page 133: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

128

«Εκλεκτό;» απόρησε εκείνος. «Τι ξέρεις εσύ για τους εκλεκτούς;» Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο Λεόνε άλλαξε τελείως διάθεση και προσωπικά εμένα, με είδε μ’ άλλο μάτι. Πετάχτηκε επάνω και μας ακολούθησε, όχι απλά αδιαμαρτύρητα, αλλά και με πολύ προθυμία. Μπροστά πήγαινε ο Λεόνε και πίσω ακολουθούσε όλη η παρέα. Μόλις φτάσαμε στο πάρκο καθίσαμε όλοι γύρω του. «Λοιπόν τι έχεις να πεις;» με ρώτησε κοιτώντας με κατάματα. Πήρα το πιο επίσημο ύφος μου. «Γνωρίζω για την ύπαρξη των εκλεκτών…και των βιβλίων!» είπα Εκείνος λαχτάρησε. «Ξέρεις;» μου είπε. «Πρώτη φορά συναντάω κάποιον που να ξέρει!» «Το θέμα είναι…αν εσύ, έχεις κάποια σχέση.» «Ναι έχω» είπε. «Σε όλη μου τη ζωή είχα. Είμαι κάτοχος ενός από αυτά…..» «Προσπάθησες ποτέ να μιλήσεις σε κάποιον;» «Όχι. Ποτέ! Στην αρχή δεν ήξερα. Αργότερα, έχασα το κουράγιο μου. Θυμόμουν και αυτά που μου είπαν, κάποιοι… κάποτε.» «Αν το ήξερα απ’ την αρχή, πριν φύγω για διακοπές! Θα μας διευκόλυνε πολύ στις έρευνες. Ποιανού βιβλίου κάτοχος είσαι;» «Του Αρκουδο-βιβλίου. Καταλαβαίνεις τώρα…, σε όλη μου τη ζωή κρατάω ένα τελείως άχρηστο βιβλίο.» «Κανένα βιβλίο δεν είναι άχρηστό! Τι να πει και ο φίλος μου ο Πιγκουΐνος που κρατούσε ένα… γνωρίζοντας εξ’ αρχής, ότι δεν πρόκειται ποτέ να το χρησιμοποιήσει και φυσικά δεν χρησιμοποίησε ποτέ και τελικά, χρειάστηκε να το αποχωριστεί με τη βία!» «Μα αυτό σημαίνει…» «Τον θάνατό του. Ναι. Ο Πιγκουίνος πέθανε ηρωικά. Ενώ εσύ φίλε μου, έχεις πιθανότητες. Αρκούδες υπάρχουν σ’ όλο τον κόσμο. Καγκουρό όμως,;» «Καγκουρό; Τι…ζώο είναι αυτό;» «Είδες; Ούτε καν έχεις ακουστά γι’ αυτό το ζώο! Βεβαίως, ούτε και εγώ γνώριζα, όμως έμαθα στο βιβλίο έμαθα για αυτό το μακρινό ζώο. Ακούστε λοιπόν. Καγκουρό, θηλαστικό της οικογένειας των Μακροποδιδών, της τάξεως των Μαρσιποφόρων. Ζουν στην Αυστραλία,

Page 134: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

129

στην Τασμανία και σε άλλα γειτονικά νησιά. Το πρόσθιο μέρος τους σώματός τους είναι μικρό και λεπτό, ενώ το πίσω τμήμα, πολύ ανεπτυγμένο.» »Τα θηλυκά φέρουν μάρσιπο. Μία αναδίπλωση του δέρματος τους στο εμπρός μέρος της κοιλιάς. Κάτι σαν μικρή σακούλα, όπου μέσα συμπληρώνει την ανάπτυξή του το μοναδικό μικρό της, μήκους μόλις 25 εκατοστών. Μέσα στο μάρσιπο το νεογνό τρέφεται επί δύο μήνες από το μητρικό γάλα. Ζουν σε αγέλες και αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο, κυρίως με την ακοή. »Το τραγικό της υπόθεσης τώρα: Είναι και αυτά θύματα του ανθρώπου μια και είναι περιζήτητα για το δέρμα και το κρέας τους. Και ακούστε το κυριότερο. Το κυνήγι τους γίνεται κυρίως με την βοήθεια δύο θηλαστικών. Του αλόγου, το οποίο ιππεύει και του σκύλου που το καταδιώκει. Μάλιστα φίλοι μου. Καλά εκπαιδευμένα λαγωνικά βοηθούν τους δίποδους στον αφανισμό των υπερήφανων καγκουρό που προκειμένου να πέσουν στα χέρια των αρπακτικών, προτιμούν τον θάνατο πέφτοντας στο νερό.» »Τα ζώα αυτά αγαπητοί μου, όπως και όλα τα άλλα, πρέπει να σωθούν. Μία ομάδα κατοικιδίων τα κατάφεραν. Εντόπισαν το βιβλίο που αναζητούσαν επί 50 χρόνια και έστειλαν αποστολή, δύο μικρά σκυλάκια που το παρέλαβαν και ανέλαβαν και τη μεταφορά του. Μάλιστα, την ώρα που αναχωρούσαμε έφτασε ο απεσταλμένος τους και μας ανακοίνωσε πως βρέθηκε ο νέος εκλεκτός. Τώρα το βιβλίο βρίσκεται εκεί όπου από πάντα έπρεπε να βρίσκεται, ελπίζουμε ο αγώνας τους να στεφθεί από επιτυχία.» Μετά το τέλος της διάλεξης μου οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Δε το κρύβω πως ένιωσα πολύ σπουδαία. Όλη αυτή την ώρα έβλεπα τον βαρύ και ασήκωτο Λεόνε να με παρακολουθεί με ενδιαφέρον και θυμήθηκα τον Πιγκουίνο, την ώρα που μας διάβαζε τα σχετικά με τα αγαπημένα του ζώα. Δεν ξέρω για πόση ώρα αφαιρέθηκα. Πάντως επανήλθα χάρη στην προσπάθεια κάποιου. «Εε.! Νίκη!» άκουσα να μου φωνάζει και ταυτόχρονα ένοιωσα να με ταρακουνάει ελαφρά. «Δεν θα μου απαντήσεις;» «Συγνώμη φίλοι μου» είπα «Θυμήθηκα τους φίλους μου στην Ελλάδα και…ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. «Πρέπει κάτι να κάνουμε για το βιβλίο σου φίλε μου.»

Page 135: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

130

«Δηλαδή;» «Να βρούμε αρκούδες.» «Μα υπάρχουν εδώ αρκούδες;» «Φυσικά!» Είπε κάποιος από την παρέα. «Στον ζωολογικό κήπο.» Ήταν ο μικρούλης Τόμυ που πριν από λίγη ώρα της έφαγε, επειδή είχε αφήσει το σημάδι του στην κουζίνα μας. «Που είπες;» ρωτήσαμε όλοι με ένα στόμα. «Μα δεν ξέρεται για τον ζωολογικό κήπο; Εκεί έχει ζώα απ’ όλο τον κόσμο. Και φυσικά και αρκούδες. Δυστυχώς όμως σ’ εμάς, απαγορεύεται η είσοδος.» «Και τι κάνουμε τώρα;» «Δεν καταλάβατε. Δεν είπα ότι δεν μπορούμε να πάμε. Ούτε ότι δεν μπορούμε να μπούμε!! Είπα απλός ότι για μας απαγορεύεται. Όμως σαν κοσμογυρισμένος σκύλος που είμαι, ξέρω τρόπο για να μπούμε. Θα πάμε από εκεί που μόνο οι λίγοι μπορούνε!» Κανονίσαμε για τα περαιτέρω. Θα συναντιόμασταν την επόμενη το βράδυ κάτω στο ποτάμι. Ο Λεόνε θα φρόντιζε για το βιβλίο και εμείς να βοηθήσουμε στην δύσκολη αυτή αποστολή. «Αύριο βράδυ θα παρακαλέσω την Άρτεμη να με αφήσει να βγω» είπα. «Κάντε και εσείς το ίδιο. Θα συναντηθούμε στο ποτάμι.» Η γειτόνισσα και φίλη μας η Ιταλίδα Σίρα, είχε μόλις φτάσει. Έκατσε πλάι στην Άρτεμη και φυσικά, άρχισαν την κουβέντα. Όση ώρα οι άνθρωποι μιλούσαν εμείς παίζαμε ευτυχισμένα. Η Άρτεμη χαιρόταν να μιλάει για την καλή διάθεση τον Λεόνε και εκείνος άρπαζε τις πέτρες και τις εκσφενδόνιζε μακριά, οι οποίες, καμιά φορά του ερχόντουσαν στο κεφάλι. Απτόητος απ’ το, καμιά φορά επώδυνο παιχνίδι του, τις ξανά άρπαζε και τις ξανά εκσφενδόνιζε. «Cao bella! Πως ήταν το καλοκαίρι σου;» με ρώτησε η Σίρα. «Bellisimo!»10

της απάντησα.

10 πανέμορφο

Page 136: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

131

Αφού χορτάσαμε παιχνίδι γυρίσαμε στο σπίτι του Λεόνε. Όσο η Άρτεμη μιλούσε με τον κύριο Αλμπέρτο και όλο χαρά του έλεγε για την ευχάριστη αλλαγή του Λεόνε, εμείς τον ακολουθήσαμε στην αυλή του. «Ελάτε από εδώ» μας έδειξε εκείνος. «Εδώ το έχω. Στο σπιτάκι μου, κάτω απ’ το χαλάκι μου.» Μπήκε μέσα και βγήκε με το βιβλίο στα δόντια. Αυτή τη φορά ήταν μικρό, πάλι με καφέ εξώφυλλο. Μια αρκούδα κουλουριασμένη σαν σκύλος, κοιμόταν πάνω. «Κοιτάξτε!» είπε ο Λεόνε με στοργή. «Δεν είναι χαριτωμένη;» «Να το δούμε από κοντά;» ρώτησε η Μίλο. «Όχι!» προειδοποίησα εγώ. «Δεν κάνει. Μόνο ο εκλεκτός του μπορεί.» Με κοίταξαν απορημένοι. Ήταν φανερό πως απορούσαν με τις γνώσεις μου. «Και εσύ Λεόνε» συνέχισα, «καλά θα κάνεις να το κρύψεις σε πιο ασφαλές μέρος. Κάτω από το χαλάκι δεν είναι κρυψώνα. Εάν ήξερες που το είχε κρυμμένο ο Πιγκουΐνος και που έκρυψε ο Χάρης το δικό του… άκρα του τάφου σιωπή, επί αυτού του θέματος, αγαπητέ μου φίλε!» «Ποιος είναι πάλι αυτός ο Χάρης; Γνωρίζεις κι άλλον εκλεκτό;» «Ναι βέβαια! Είναι ο νέος κάτοχος του γατο-βιβλίου. Απορίες για τη γάτα…μήπως!» «!» «Γατο-βιβλίο!» «Αυτό μάλιστα!» «Γάτες… υπάρχουν παντού.» Εκείνο το βράδυ, όπως ήταν φυσικό, ο Λεόνε δεν κοιμήθηκε καθόλου. Πήρε το βιβλίο του και πέρασε τη νύχτα μαζί του. Η επόμενη ημέρα δεν ξημέρωσε καλά. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και προμήνυε καταιγίδα. Όπως κάθε πρωί, έκανα την καθιερωμένη σύντομη βόλτα μου. Ο μικρός Ρούντυ και ο άνθρωπός του περνούσαν μπροστά από το σπίτι μας τη στιγμή ακριβώς που η Άρτεμη, μου άνοιγε για να βγω. «Καλημέρα Ρούντυ!» του γάβγισα όλο γλύκα. «Θα έρθεις στον ζωολογικό κήπο το απόγευμα;»

Page 137: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

132

«Που;» απόρησε εκείνος. «Σε ένα μέρος όπου ζούνε πολλά και παράξενα ζώα. Θα έρθεις;» «Νίκη μέσα! ακούστηκε η Άρτεμη. ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ άρχισε να ψιχαλίζει. Η ώρα περνούσε και η Άρτεμη δεν φαινόταν να σκοπεύει να βγει μαζί μου βόλτα. Άρχισα τα συνηθισμένα μου κόλπα. Κατάλαβε. «Πήγαινε μόνη σου» μου είπε. «Μην αργήσεις όμως γιατί έρχεται καταιγίδα.» Μου άνοιξε και βγήκα. Όσο για τον καιρό, ποιος νοιάζεται για λίγη βροχή! Στάθηκα κάτω από το παράθυρο της Μίλο και άρχισα να γαβγίζω να βγει. Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε η φιλενάδα μου. Κατηφορίσαμε προς το ποτάμι. Ο Ρούντυ ήταν εκεί και μας περίμενε. Στο δρόμο συναντήσαμε τον Τομή και τον Τεό. Τώρα και οι πέντε τρέχαμε προς το σπίτι του Λεόνε. Τον βρήκαμε να μας περιμένει ανυπόμονος. Ο σινιόρ Αλμπέρτο απορροφημένος με τη δουλειά του δεν μας πρόσεξε. Πλησίασα και του γάβγισα δύο φορές. Γύρισε και μας είδε. Πέντε σκύλοι στη πόρτα του. Χαμογέλασε. «Για τον Λεόνε ήρθατε ε;» είπε. «Ορίστε, ανοίγω. Μα τι κρατάς στο στόμα σου; Λεόνε τι βιβλίο είναι αυτό; Φέρ’ το να το δω…» Κατατρόμαξα. «Μην αφήσεις να σου το πάρει» φώναξα «τρέξε…τρέξε…» Και οι πέντε μαζί γίναμε καπνός. Μπροστά ο μικρούλης Τόμυ και ξοπίσω του εμείς. Τρέχαμε με όλη τη δύναμη μας γιατί ξέραμε πως δεν είχαμε στη διάθεση μας πολύ χρόνο. Έτσι και αργούσαμε, οι άνθρωποι μας θα ανησυχούσαν και θα έβγαιναν να μας αναζητήσουν. Ήταν και ο καιρός που χειροτέρευε… «Είναι μακριά;» ρώτησε κάποιος.. «Έξω από την πόλη» απάντησε ο Τόμυ. Μισής ώρας τρέξιμο. Μισής ώρας τρέξιμο, αναλογίστηκα. Θυμήθηκα κάποια άλλης μισής ώρας τρέξιμο και ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά.

Page 138: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

133

Κατά τη διάρκεια της μισής αυτής ώρας, που και που κάποιος μιλούσε ή ρωτούσε κάτι. Μόνο εγώ έμενα απόλυτα σιωπηλή. Σκεφτόμουν τους φίλους μου και την δική μας μισής ώρας τρέξιμο. Θυμήθηκα τον Σαμψών και το σπάσιμο νεύρων που μας είχε κάνει. Ύστερα τη Μίλβα που του έτριξε τα δόντια και τον κακομοίρη τον γέρο που τα έκανε επάνω του. Φτάσαμε σε ένα ερημικό μέρος όπου υπήρχαν κάποια εγκαταλελειμμένα κτήρια. Ακολουθήσαμε τον δρόμο ανάμεσα από τα κτήρια και ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά σε δύο ανθρώπους που κείτονταν σε μια γωνιά, χλωμοί και αδύναμοι. Ο ένας γύρισε το βλέμμα και μας κοίταξε με ύφος απλανές. Σαν να μας έλεγε: σας βλέπω και δεν σας βλέπω. Ο άλλος ούτε καν μας πρόσεξε. Τι παράξενο! Είχαν βελόνες όμοιες με εκείνες που είχαν τα παιδιά των ανθρώπων στην πατρίδα μας. Ναι Πειρατή! Ο κόσμος είναι ένας. Το ίδιο μπέρδεμα παντού. Ο ένας είχε καρφώσει τη βελόνα στο μπράτσο του από όπου κυλούσε αίμα. Ο άλλος ετοιμάζονταν να την μπήξει. «Μα τι κάνουν;» αναρωτήθηκε ο Λεόνε; «Οδηγούν τη ζωή τους προς το τέλος της.» είπε ο Τεό. Περίεργο μου ακούστηκε αυτό από τον Τεό. «Ε!» τους φώναξα. «Η ζωή είναι μαγκιά! Δεν έτυχε ποτέ κανείς να σας το πει αυτό;» Είχε αρχίσει να βρέχει για τα καλά όταν ακούσαμε τον Τόμυ να λέει: «Φτάσαμε! Να εκεί...» και έδειξε ένα μαντρότοιχο, τόσο ψηλό που ξεχώριζαν από μέσα μόνο οι κορυφές των δέντρων. Στη θέα αυτού του τοίχους, φρενάραμε απότομα. «Αδύνατον!» είπε ο Λεόνε. «Αυτό δεν το περνάμε με τίποτα. Είναι πάρα πολύ ψηλά!» «Δεν θα σαλτάρουμε χαζούληδες» είπε ο Τόμυ. «Ακολουθείστε με και μη μιλάτε.» Τον ακολουθήσαμε. Περπατήσαμε σίρριζα στον τοίχο για πέντε περίπου λεπτά ακόμα, ώσπου βρεθήκαμε μπροστά σε μία τεράστια ξύλινη

Page 139: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

134

πόρτα. Στο κέντρο αυτής της πόρτας υπήρχε μία άλλη, μικρότερη και κάτω χαμηλά, ακόμα μια μικρότερη. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Μίλο. «Γιατί η μία πόρτα είναι πάνω στην άλλη;» «Η μικρούλα είναι για μικρόσωμα ζώα» είπε ο Τόμυ. «Σαν και εμένα, ας πούμε. Η αμέσως μεγαλύτερη, για μεγαλύτερα, σαν τον Λεόνε, ας πούμε. Και η τεράστια… για τις αρκούδες!» «Μαμά μου!» έκανε η Μίλο. «Τόσο μεγάλες είναι οι αρκούδες!» «Μεγάλες και πολύ άγριες!» συμπλήρωσε ο Τόμυ. «Εγώ λέω να φύγουμε» είπε και ο Ρούντυ. «Η βροχή δυναμώνει και δεν θα…» «Όποιος θέλει μπορεί να φύγει» είπε ο Λεόνε. «Εγώ έχω μια αποστολή να εκπληρώσω.» «Εγώ μαζί σου» είπα άφοβα. «Όποιος θέλει μπορεί να περιμένει και εδώ.» «Όσοι είναι να ακολουθήσουν, από εδώ» είπε ο Τόμυ και έδειξε τον δρόμο. Τελικά τον ακολουθήσαμε όλοι, κάποιοι…επειδή φοβόντουσαν να μείνουν μόνοι. Λίγα μέτρα παραπέρα, τεράστια κάγκελα υψώνονταν έως τον ουρανό. Από παντού ερμητικά κλειστά! Ήταν απορίας άξιον το πώς θα καταφέρναμε να περάσουμε μέσα. Κάποια στιγμή ο Τόμυ σταμάτησε, πλησίασε τα κάγκελα και με το πόδι του έδηξε κάποιο σημείο. «Αυτά τα σίδερα κουνιούνται» είπε και έδωσε μια σπρωξιά. Ένα τρίξιμο και τα κάγκελα λύγισαν. Μία τρύπα και ο Τόμυ πέρασε άνετα μέσα .Εμείς, οι μεγαλύτερου μεγέθους, περιμέναμε. «Ε! Τι περιμένετε;» είπε εκείνος. «Να μας πεις πρώτα από πού θα περάσουμε» του είπα. «Τι!» έκανε απορημένος. «Δεν χωράτε;» «Και βέβαια όχι χαζούλιακα!» του είπε ο Λεόνε. Τότε ο μικρούλης σύρθηκε κάτω, έπιασε με τα δόντια του άλλο ένα σίδερο και το τράβηξε προς το τα μέσα.. Ένα τρίξιμο και… «Τώρα χωράτε;» ρώτησε;

Page 140: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

135

Όλοι κοιταχτήκαμε. Τον είχαμε υποτιμήσει. Ο μικρούλης ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Σε λίγο βρισκόμασταν όλοι μέσα, ενώ η βροχή άρχισε να δυναμώνει. «Κρυώνω!» είπε η Μίλο. Ένας πάγκος φορτωμένος με τεράστια ταψιά βρισκόταν λίγο πιο πέρα. «Μπες εδώ κάτω για να μη βρέχεσαι» την συμβούλεψα. «Καλύτερα να μας περιμένεις εδώ… και μη φοβάσαι.» «Δεν φοβάμαι!» είπε εκείνη. «Κρυώνω. Θέλω να έρθω μαζί σας.» «Από εδώ» ψιθύρισε ο Τόμυ. «Και κάντε ησυχία Αν ξυπνήσουν τα αγρίμια καήκαμε!» Παντού γύρω μας, κλουβιά. «Τι θλίψη! Ζούνε σε κλουβιά! Φρίκη. Όλα φυλακισμένα!» «Ελάτε πάμε στις αρκούδες» είπε και με τράβηξε ο Τόμυ. «Τι ζώα είναι αυτά;» ρώτησε ο Ρούντυ και έδειξε κάτι μεγάλα κλουβιά. «Μαϊμούδες» είπε ο Τόμυ. «Κοιτάξτε εκεί!» είπε ο Ρούντυ. «Αυτά μοιάζουν με εμάς, δεν νομίζετε; Ειδικά με τον Λεόνε!» «Τεό!» Τον προειδοποίησα γαβγίζοντας πνιχτά. «Φύγε από εκεί! Είναι λύκοι και ξυπνάνε πολύ εύκολα! Αν μας μυριστούν θα ξεσηκώσουν τον τόπο και θα έρθουν οι φύλακες..» Παντού γύρω, μικρές περιφραγμένες με πανύψηλα κάγκελα αυλές, σαν φυλακές. Τα ζώα που τώρα κοιμούνται, εκεί μέσα, σίγουρα θα ασφυκτιούν. Ένιωσα μεγάλη θλίψη. Αυτό δεν είναι ζωή σκέφτηκα. Είναι βάσανο! Εάν μπορούσα θα τα ελευθέρωνα όλα. Φτάσαμε σε ένα τεράστιο κλουβί. Μια απαίσια μυρωδιά αναδύονταν από μέσα. Δύο τεράστια μαλλιαρά ζώα και ένα μικρότερο κοιμόντουσαν το ένα πλάι στο άλλο. «Είναι οικογένεια» είπε ο Λεόνε καθώς τα κοίταζε με θαυμασμό. Είναι οι αρκούδες μου!» «Και εσύ, ο μοναδικός στον κόσμο σκύλος που μπορεί να μιλήσει μαζί τους!» Η βροχή δυνάμωνε. Χωθήκαμε μέσα σε κάτι άδεια, πεταμένα βαρέλια και παρακολουθούσαμε τον Λεόνε. Όμως εκείνος, τις χάζευε, χωρίς να αποφασίσει να κάνει κάποια κίνηση.

Page 141: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

136

«Πρέπει να τις ξυπνήσεις!» του φώναξα πνιχτά. «Φοβάμαι!» ψέλλισε. «Όχι» τον ενθάρρυνα. Δεν πρέπει. Είναι οι δικοί σου. Στάσου στο ύψος σου φίλε μου!» «Κουνιούνται!» είπε ο Ρούντυ κατατρομαγμένος. «Ξυπνάνε! Σηκώνονται! Είναι τεράστιοι!» Ο Λεόνε ορθώθηκε στα δυο του πόδια όπως ακριβώς έκαναν και οι αρκούδες. Εκείνες μόλις τον είδαν, αρπάχτηκαν απ’ τα κάγκελα και ταρακουνώντας τα έβγαλαν μια τρομακτική κραυγή. Ο Λεόνε στάθηκε στο ύψος του. Έδειξε την γενναιότητα που του έπρεπε. Γενναίος και ατρόμητος, κοίταξε κατάματα την μεγαλύτερη και τότε…έγινε αυτό που όλοι περιμέναμε. Από το στόμα του Λεόνε βγήκε η αρκουδίσια κραυγή. Σύστησε η γη από τον τρομακτικό θόρυβο. Ήταν φανερό, ο φίλος μας επικοινωνούσε μαζί τους. Και τότε, ξύπνησαν όλοι. Όλα τα ζώα του κήπου και άρχισαν να ουρλιάζουν. Εμείς τρομαγμένοι χωθήκαμε ακόμα πιο βαθιά μέσα στα βαρέλια. Η Μίλο χώθηκε από κάτω μου και ο μικρούλης Τόμυ ψέλλιζε κάτι ακαταλαβίστικα. Ο Τεό έμεινε με το στόμα ανοιχτό, ο δε Ρούντυ, αυτός τα είχε κάνει κυριολεκτικά πάνω του. Η βροχή, οι αστραπές και οι βροντές, συμπλήρωναν το μακάβριο σκηνικό. Η λάμψη από τις αστραπές έκανε τις αρκούδες και τα άλλα άγρια ζώα να φαίνονται ακόμα πιο τρομαχτικά. Και τότε, μέσα στο χαλασμό οι αρκούδες σιώπησαν και οι φωνές τους έβγαιναν μόνο από το στόμα του Λεόνε. Ο φίλος μας τα είχε καταφέρει! Επιτέλους επικοινωνούσε μαζί τους. Η βροχή συνέχισε να πέφτει ραγδαία και τα τρία τεράστια, μαλλιαρά άγρια ζώα, έγιναν αρνάκια. Επιτέλους μιλούσαν μεταξύ τους. Αυτό κράτησε πάνω από μισή ώρα. Κραυγές, βροντές, αστραπές, ουρλιαχτά διαφόρων ζώων, σιγά – σιγά, έπαυσαν, μόνο η βροχή επέμενε. Ο εκλεκτός είχε εκτελέσει την αποστολή του. Σαν μαγεμένος γύρισε και μας είπε έτσι απλά: «Πάμε!».

Page 142: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

137

Φύγαμε από εκεί που ήρθαμε. Αυτή τη φορά, όλοι σιωπηλοί. Αν και θέλαμε να μάθουμε λεπτομέρειες, εντούτοις προτιμήσαμε να αφήσουμε τον παραδομένο στις σκέψεις του Λεόνε, ήσυχο. Εντωμεταξύ οι δρόμοι είχαν μετατραπεί σε ποτάμια και τα ποτάμια σε χείμαρρους. Τρέχαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. «Θα μας ψάχνουν» είπε η Μίλο. «Ναι και θα ανησυχεί» συμπλήρωσα εγώ. Πρώτος έφτασε στο σπίτι του ο Λεόνε. Βρήκε την πόρτα του ανοιχτή και μπήκε μέσα. Έτρεξε κατευθείαν στο σπιτάκι του. Έκρυψε το βιβλίο του και έμμεινε να παρακολουθεί τη βροχή που έπεφτε με μανία. Εμείς τρέξαμε προς το ποτάμι. Όμως στη θέση του ήσυχου ποταμού, είδαμε έναν μανιασμένο χείμαρρο. «Ο άνθρωπός μου!» φώναξε ο Ρούντυ. «Βοήθεια!» Τρέξαμε προς τα εκεί. Ήταν αδύνατον να πλησιάσουμε. Στο βάθος, στην εσοχή ξεχώριζε εκείνος. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και σχεδόν καλυμμένος από τα νερά. Τρελαθήκαμε. Αρχίσαμε να τρέχουμε πέρα δώθε και να γαβγίζουμε. «Θα πνιγεί! Πρέπει να τον ξυπνήσουμε!» «Δεν κοιμάται!» είπε ο Ρούντυ και χίμηξε πιστεύοντας ότι μπορεί να δαμάσει τον χείμαρρο. «Ρούντυ Μη!» του φώναξε ο Τεό και όρμισε και αυτός στα ορμητικά νερά. Ήταν βέβαιο πως θα τους παρέσερνε και τους δύο το ποτάμι. Ο Τεό μάταια πάλευε να τον πλησιάσει. Το νερό τους παρέσερνε όλο και πιο μακριά. Φωνές ανθρώπων ακούστηκαν εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη στιγμή. Η Άρτεμη, ο Αντώνιο και η Στεφάνια, έτρεχαν αγωνιωδώς προς το μέρος μας. Σε λίγο ο μυστήριος άνοιγε τα μάτια του και μπροστά του έβλεπε εμάς τα φιλαράκια του να τον καλωσορίζουμε στη ζωή, με τα γνωστά σκύλο - κόλπα μας. Άνοιξε την αγκαλιά του και μας έβαλε όλους μέσα. Και οι άνθρωποι που πριν από λίγο του σώσανε τη ζωή, τώρα του άπλωναν το χέρι. «Θα μας πεις πως σε λένε;» τον ρώτησε η Άρτεμη.

Page 143: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

138

«Δεν θυμάμαι» απάντησε εκείνος. «Δεν ξέρω ποιος είμαι.» Ο πιο τέλειος άνθρωπος του κόσμου δεν ήξερε ποιος είναι! «Ξέρεις τι συμπέρανα», μου είπε αρκετά αργότερα ένας καινούργιος φίλος, όταν μιλούσαμε για τα καθέκαστα. «Ο άνθρωπος για να είναι τέλειος, δεν πρέπει να ξέρει ποιος είναι.» Σε λίγη ώρα ήρθε ένα περίεργο αυτοκίνητο. «Το Ασθενοφόρο!» άκουσα να λέει ο Αντώνιο. Εκείνος όμως είχε άλλη γνώμη. «Δεν πάω πουθενά» είπε. «Δεν αφήνω τον Ρούντυ μου μόνο.» «Θα τον προσέχουμε εγώ και η Νίκη» του είπε η Άρτεμη. «Νίκη, μου το υπόσχεσαι;» με ρώτησε εκείνος «Θα τον προσέχεις όσο θα λείπω;» «Μα ναι! Ούτε λόγος! Σου το υπόσχομαι!» του είπα με τον μοναδικό μου τρόπο που διαθέτω. Άλλο ένα συγκλονιστικό βράδυ της ζωής μου πέρασε. Η γνωριμία με τις αρκούδες, η διάσωση του μυστήριου και για πρώτη φορά στη ζωή μου, η μοιρασιά του στρώματός μου με έναν ομοεθνή μου, και φίλο σαφώς. «Καληνύχτα Ρούντυ.» «Καληνύχτα Νίκη.» Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα, όλη τη νύχτα. Οι άνθρωποι κάτω από τη θαλπωρή των σκεπασμάτων τους ένιωθαν, ικανοποιημένοι. Πόσοι όμως από αυτούς σκεφτόντουσαν τους άλλους! Τους άστεγους, τους ξεπαγιασμένους από το κρύο!. Αυτούς που μια τέτοια, άγρια νύχτα, κοιμούνται κάτω από τα παγκάκια, και τις γέφυρες. Στη σκέψη πως απόψε ένας από αυτούς θα κοιμόταν σε ζεστό κρεβάτι και με το στομάχι του γεμάτο, χαμογέλασα.. Τώρα, εσείς αν αναρωτιέστε πως χαμογελούν οι σκύλοι, σας λέω πως…ε…έχουμε τον τρόπο μας!. ΤΟ ΞΥΠΝΗΤΗΡΙ χτύπησε ακριβώς στις 7,30. Όλοι το άκουσαν όμως κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Και εφόσον αυτό επέμενε να χτυπάει, σηκώθηκε ο μοναδικός άνθρωπος του σπιτιού.

Page 144: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

139

«Καλημέρα μάγκες! Ξυπνήστε! Εμπρός φαί και βόλτα. Βιάζομαι!» Πήγαμε στα πιατάκια μας και αρχίσαμε να τρώμε με όρεξη. Είναι μυστήριο αυτό που μου συμβαίνει. Κάθε φορά που έχω παρέα, πεινάω πάρα πολύ! Ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Φυσικά σταμάτησα μόλις έφαγα και το τελευταίο σπυρί. «Μόλις φάμε θα βγούμε έξω;» ρώτησε ο φιλαράκος μου. «Ναι, και θα πάμε κατευθείαν στον Λεόνε» του απάντησα. Καίγομαι να μάθω για την αρκουδοσυζήτηση.» «Εγώ θα πάω πρώτα στον άνθρωπό μου, κάτω στο ποτάμι, ανησυχώ, πολύ!» «Ο άνθρωπος σου δεν είναι εκεί. Δεν άκουσες την Άρτεμη που του υποσχέθηκε ότι θα σε φροντίζουμε όσο θα λείπε; Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι εκεί.» «Πάντως εγώ θα πάω.» «Εντάξει φίλε. Μαζί θα πάμε. Μην ανησυχείς, σε καταλαβαίνω. Ούτε εγώ θα μπορούσα χωρίς τον άνθρωπό μου.» Τα σημάδια που άφησε η νεροποντή δεν ήταν καθόλου ευχάριστο θέαμα. Τα πλακόστρωτα δρομάκια σε πολλά σημεία είχαν ανασηκωθεί. Παντού λάσπη και σκουπίδια. Το ποταμάκι που κυλούσε δροσίζοντας τις ρίζες ολάκερης της πόλης, τώρα ήταν ένα ποτάμι που κάλυπτε μέχρι και τα πρώτα πέντε σκαλοπάτια της γέφυρας. Η δε τρύπα που για χρόνια υπήρξε το σπίτι του Ρούντυ, είχε εξαφανιστεί κάτω από το νερό. «Έλα φίλε μου» τον παρηγόρησα. «Δεν είναι κανένας μέσα. Ο άνθρωπός σου βρίσκεται σε ένα ωραίο σπίτι και κοιμάται σε κρεβάτι. Μην κλαις. Θα γυρίσει, θα το δεις. Έξαλλου δεν είσαι μόνος. Έχεις εμένα και τον άνθρωπό μου». Μπροστά στη λέσχη μας περίμενε ο Τέο. Μαζί τραβήξαμε για το μαραγκάδικο. Παντού το ίδιο χάλι. Λάσπη και σκουπίδια. Βρήκαμε τον Λεόνε στο σπιτάκι του. Κοίταζε πέρα μακριά στον ορίζοντα, ασάλευτος. «Λεόνε!» του γαβγίσαμε με μια φωνή.» Ήρθαμε!» Όμως εκείνος συνέχισε να κοιτάζει πέρα, χωρίς να αντιδράει στο κάλεσμα μας.

Page 145: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

140

«Ε! Φίλε! που χαζεύεις;» . «Εκεί πέρα…» απάντησε εκείνος και έδειξε μακριά. «Τι θέαμα!» Γυρίσαμε και κοιτάξαμε. Πέρα στον βάθος του ορίζοντα, είδαμε ένα υπέροχο θέαμα Τεράστιες πολύχρωμες γραμμές κρέμονταν από τον ουρανό και έφτανα ως τη γη. Ένας πελώριος δρόμος με πολλά χρώματα πάνω από βουνά, δάση, λίμνες, ποτάμια. Πάνω από την μεσαιωνική μας πόλη. «Τι είναι αυτό!» θαυμάσαμε. «Ιδέα δεν έχω!» απάντησα. «Πρώτη φορά το βλέπω». Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν βήματα. Ο σινιόρ Αλμπέρτο ήρθε και στάθηκε δίπλα μας. «Το ουράνιο τόξο χαζεύουν τα πουλάκια μου;» είπε. «Ουράνιο τόξο!» επαναλάβαμε όλοι με θαυμασμό. «Αυτές οι κλωστές που κρέμονται από τον ουρανό, είναι ουράνιο τόξο!» είπε ο Ρούντυ. Κάθισε βολικά άνοιξε το βιβλίο. «Ακούστε» είπε. «Θα σας διαβάσω κάτι. Να εδώ, για τα καγκουρό. Καγκουρό, ονομασία θηλαστικών της οικογενείας των Μακροποδιδών της τάξεως των Μαρσιποφόρων. Το πρόσθιο μέρος του σώματος…κ. τ. λ. κ. τ. λ.…Νίκη, είναι έτσι ακριβώς όπως μας τα είπες.» Είναι αλήθεια. Ξέρω πάρα πολλά πράγματα. Ακόμα και πως γίνεται η αναζήτηση του επόμενου εκλεκτού. Κάτι που εκτός από μένα, μόνο ο Λεόνε γνωρίζει. Μα αυτός εννοείται, είναι ο εκλεκτός. Εγώ όμως…είμαι έξυπνη, κοσμογυρισμένη και τα λοιπά, και τα λοιπά!. «Εσύ Λεόνε γνωρίζεις τη διαδικασία;» ρώτησε ο Τέο. «Φυσικά!» εκνευρίστηκε με την ερώτηση εκείνος. «Πως λες να έγινα εκλεκτός; Άλλωστε το γράφει και αυτό, στο βιβλίο. Κάθε φορά που έχω μια απορία, φτάνει να το ανοίξω και βουαλά! Εμφανίζεται μπρος μου, η απάντηση. Έτσι έμαθα για τις αρκούδες…» Ξαφνικά έγινε δυστυχής. Θλίψη ζωγραφίστηκε στα φωτεινά, καστανά του μάτια. «Είναι δυστυχισμένες» είπε βαριαναστενάζοντας. «Οι αρκούδες μου, υποφέρουν. Είδατε πως ζούνε; Μέσα σε ένα βρόμικο κλουβί.»

Page 146: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

141

«Προτιμούμε να πεθάνουμε μου είπαν. Δεν μπορούμε άλλο να ζούμε φυλακισμένες…Σε κανένα πλάσμα πάνω στη γη δεν αρέσει η σκλαβιά. Ούτε καν στους ανθρώπους.» «Ούτε σε εμένα» είπε ο Τεό. «Γιατί οι άνθρωποι κλείνουν τα ζώα στις φυλακές; Γιατί δεν τα αφήνουν ελεύθερα στα δάση τους. Και αφού οι ίδιοι ξέρουν πόσο κακό πράγμα είναι η σκλαβιά, γιατί το κάνουν στα ζώα;» «Μα φυλακίζουν και …τους ομοεθνείς τους» είπε ο Λεόνε. Αναπάντητα ερωτήματα σορό. Γιατί οι άνθρωποι αυτό και γιατί οι άνθρωποι το άλλο. «Οι αρκούδες μου!» έκλαψε ο Λεόνε. «Είναι τόσο άτυχα ζώα! Να μπορούσα να τις βοηθήσω!» «Μα πως;» αναρωτηθήκαμε όλοι. Εμείς, τέσσερα μικρά ζώα… πως;» «Γιατί δεν ρωτάμε το βιβλίο» πρότεινε ο Τεό. «Λεόνε, εσύ είπες πως σου λύνει κάθε απορία!» «Να προσπαθήσουμε» είπε εκείνος αναθαρεμένος από την ιδέα. «Απομακρυνθείτε, θα το ανοίξω και θα το ρωτήσω.» Απομακρυνθήκαμε. Κολλήσαμε τις πλάτες μας στον φράχτη και περιμέναμε. Όταν βεβαιώθηκε πως έχουμε την απαιτούμενη απόσταση, ο Λεόνε έβγαλε το βιβλίο έξω. Το ακούμπησε κάτω και το άνοιξε. Ένα δυνατό φως με άπυρα χρώματα, άρχισε να διαπερνά με ταχύτητα τα λευκά φίλα του. Το πρόσωπο του εκλεκτού του, φωτίστηκε. «Πες μου βιβλίο μου» είπε. «Υπάρχει τρόπος να βοηθήσουμε τις αρκούδες;» Τότε τα χρώματα άρχισαν να χορεύουν πάνω στις σελίδες. Στο κόκκινο σαν την φωτιά σταμάτησαν. Κατάμαυρα γράμματα που τρεμόπαιζαν εμφανίστηκαν. Ο Λεόνε άρχισε να διαβάζει. «Αναζητήστε το βιβλίο νούμερο 1000. Μόνο αυτό μπορεί.» «Μα ποιο είναι το 1000;» Η αρκούδα κόλλησε το στόμα της στο αυτί του Λεόνε και κάτι του είπε. Στα μάτια του Λεόνε είδαμε τον τρόμο και την απορία μαζί. Έκλεισε το βιβλίο και τρέξαμε κοντά του. «Τι συμβαίνει φίλε;» τον ρωτήσαμε με ένα στόμα.

Page 147: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

142

«Είναι πολύ παράξενο» ψέλλισε σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Είπε, το βιβλίο νούμερο 1000, μπορεί μόνο.» «Και ποιο είναι αυτό;» «Το ανθρωποβιβλίο, είπε.» Για άλλη μια φορά θυμήθηκα τον φίλο μου τον Πειρατή. Τελικά ήταν ο μόνος που πίστεψε σ’ αυτό. Τους κοίταξα έναν, έναν στα μάτια και πήρα το ανάλογο ύφος για τις βαρυσήμαντες δηλώσεις που ευθύς αμέσως θα έκανα. «Φίλοι μου» είπα. «Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Όποιος έχει αυτό το θαυματουργό βιβλίο, θα μπορεί να μιλήσει ανθρώπινα. Σας πληροφορώ λοιπόν, πως ο μόνος σκύλος που πίστεψε σ’ αυτό, είναι ο Πειρατής και εννοείται πως πρέπει να βρω τρόπο να τον ενημερώσω.» ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΓΕΥΜΑ. Έχουν περάσει δύο εβδομάδες από εκείνο το τρομερό βράδυ. Ο μυστήριος βρίσκεται ακόμα στο νοσοκομείο. Ο καιρός είναι καλός. Τραβήξαμε για το δασάκι. Ο Ρούντυ από το πρωί είναι μελαγχολικός. Τον νιώθω απόλυτα. Του λείπει ο άνθρωπός του. Πέρα στο βάθος είδα έναν μεγάλο σκύλο. Δυο βήματα πιο πίσω, ακολουθούσε ο άνθρωπός του. Φυσικά τον αναγνώρισα αμέσως, ήταν ο Πέντρο. Ο καλός και αγαθός Πέντρο που αγαπάει όλα τα τετράποδα κορίτσια. Μόλις με είδε έτρεξε όλα χαρά. «Νίκη Caο! Bella! Come stai;» μου φώναξε. «Περίμενε έρχομαι!» Σε λίγο, εγώ και οι καβαλιέροι μου, παίξαμε ήπιαμε νερό και καθίσαμε στα πόδια των ανθρώπων μας. «Ποιος είναι ο κύριος;» άκουσα τον άνθρωπο του Πέντρο να ρωτάει την Άρτεμη δείχνοντας τον Ρούντυ. «Αυτός είναι ο φιλοξενούμενός μας» της απάντησε εκείνη και ερώτηση στην ερώτηση, καταλήξανε σε μία πολύ μεγάλη κουβέντα. Η Άρτεμη της μίλησε για τον μυστήριο. Της είπε όσα γνώριζε και από ότι κατάλαβα, η κοπέλα ενδιαφέρθηκε να τον βοηθήσει. Είπε ότι θα φρόντιζε για αυτόν μια και αυτή ήταν η δουλειά της. Εμένα πάντως μου φάνηκε πολύ καλός άνθρωπος. Μου το επιβεβαίωσε άλλωστε και ο Πέντρο, όταν τον ρώτησα. «Είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου» μου είπε.

Page 148: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

143

«Μετά τον δικό μου» του είπα εγώ, με βεβαιότητα. «Μα που είναι ο Ρούντυ;» αναρωτήθηκε η Άρτεμη. «Τεό, πήγαινε να το βρεις και να τον φέρεις.» Ο Τεό υπάκουσε και απομακρύνθηκε. Βρήκε τον μικρούλη φιλαράκο έξω από την είσοδο της τρύπας. Τώρα που τα νερά έχουν τραβηχτεί, μπορεί να φτάσει μέχρι την είσοδο. Εδώ έρχεται μόλις του ανοίξει η Άρτεμη και εδώ τον βρίσκουμε όταν τον χάνουμε. Του είναι αδύνατον να συνηθίσει στην απουσία του φίλου του. «Ένας τόσο αληθινός φίλος δεν γεννιέται κάθε μέρα» άκουσε να του λέει ο Τεό. «Ρούντυ φίλε μου, έλα. σε ψάχνουν.» «Όχι, θα μείνω εδώ να τον περιμένω». «Η Άρτεμη μου είπε να σε φωνάξω. Έλα και όταν θα επιστρέψει, να είσαι σίγουρος πως θα είμαστε εδώ και θα τον περιμένουμε όλοι μαζί.» Βρήκαν την πόρτα ανοιχτή και μπήκαν. Η Άρτεμη γέμιζε τα πιατάκια μας με τρυφερές μπαλίτσες. Μόλις αντίκρισε τον Ρούντυ χαμογέλασε και του είπε: «Άκου μικρούλη. Αύριο θα πάμε στον άνθρωπό σου. Τι λες, Θα έρθεις μαζί μας ; «Μα υπάρχει και τίποτα άλλο που να θέλω σ’ αυτή τη ζωή;» της απάντησε εκείνος. Ήταν τόσο χαρούμενος που δεν μπορούσε ούτε καν να φάει. Χοροπήδαγε, έκανε τούμπες, κυλιόταν κάτω…. Μετά το φαγητό συνεχίσαμε την βόλτα μας. Στο πάρκο συναντήσαμε και με τους άλλους. Ήταν και η Πόλα μαζί. Όπως πάντα, βαριεστημένη. Ο μικρούλης Τόμυ κυνηγούσε κάτι ανύπαρκτο. Αυτόν μάλιστα, είχαμε να τον δούμε από εκείνο το επεισοδιακό βράδυ. Έτρεξε κοντά μας. «Γεια σας! Τι γίνεται πως πάνε τα κέφια;» μόλις μας είδε. «Που χάθηκες;» τον ρώτησα. «Εδώ τριγύρω….Ξέρεις, ο Τόμυ βρίσκεται παντού και πουθενά. Και τι να έρθω να κάνω; Να μου τις βρέξει πάλι ο άνθρωπός σου; Άσε καλύτερα μακριά και αγαπημένοι.»

Page 149: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

144

«Α! Για να σου πω! Το ξύλο που έφαγες, το άξιζες. Και σιγά το ξύλο, δηλαδή μια παντοφλιά στα μαλακά. Μα να θέλεις να κατουρήσεις το σπίτι μας!» «Η φύση…τι να κάνουμε. Εξάλλου, ένα τόσο δα σημαδάκι τι πείραζε!» Εντωμεταξύ η Άρτεμη κοιτούσε τις γατούλες που είχαν κουρνιάσει, σαν πουλάκια, στα κλαδιά των δέντρων. Με τον Τόμυ να με ακολουθεί, την πλησιάσαμε. «Ο! Τόμυ!» έκανε εκείνη μόλις τον είδε. «Έλα, μη φοβάσαι, δεν θα σε δείρω. Μα έλα!» Την πλησίασε δειλά – δειλά και εκείνη όπως ήταν φυσικό, άπλωσε το χέρι της και του χάιδεψε το κεφάλι. «Α! Με χαϊδεύει!» είπε εκείνος. «Αυτό ήταν. Πάει ο φόβος μου! Τώρα…και μες στο σπίτι σας μπαίνω «Να σου λείπουν τα πολλά θάρρητα» τον προειδοποίησα. «Το πολύ μέχρι το κατώφλι. Ούτε βήμα παραπέρα.» Σε λίγο φάνηκε και η Ειρήνη. Φίλη δική μου και της Άρτεμης. Φοιτήτρια και αυτή και ζωόφιλη με τις ίδιες ευαισθησίες και συμπατριώτισσα μας. Είναι ο άνθρωπος του Γκασπάρε του μοσχαναθρεμμένου γάτου, φίλου μου. Ήταν τόσα πολλά αυτά που η Ειρήνη δεν είχε μάθει, που μας πήρε η νύχτα. Καλά το πόσο πολύ μιλάνε οι άνθρωποι, δεν περιγράφετε! Μόνο οι γατούλες και εμείς είχαμε μείνει στο πάρκο. «Νύχτωσε για τα καλά» είπε σε μια στιγμή η Ειρήνη και πετάχτηκε πάνω. «Έλα, πάμε σπίτι μου, ο Γκασπάρε είναι μόνος.» ΒΡΗΚΑΜΕ τον γατούλη να κοιμάται στο καλαθάκι του και μάλλον ενοχλήθηκε από την παρουσία μου. Τον πλησίασα και προσπάθησα να του φερθώ όσο πιο ευγενικά γινόταν. Εκείνος αφού μου έκανε ένα μιάου…που δεν ξέρω τι σημαίνει, σηκώθηκε, τεντώθηκε καλά - καλά και άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου. Εγώ με τη σειρά μου, και με πολύ επιμέλεια, του έγλυψα τη μουρίτσα. Τότε εκείνος πήγε στο καλαθάκι του και βάλθηκε να απαλλάξει την ωραία γούνα του από τα φιλάκια μου! Τότε θυμήθηκα τον εκλεκτό Χάρη και τις

Page 150: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

145

γατούλες του. Αν ήταν εδώ σκέφτηκα, θα μπορούσε να του νιαουρίσει πολλά πράγματα που από καιρό θέλω να του πω. Όταν τελείωσε τον καλλωπισμό, κουλουριάστηκε στο καλαθάκι του και αποκοιμήθηκε. Ξάπλωσα και εγώ πλάι του και τον κοιτούσα. Χχχρρρρ…ακουγόταν μέσα στην ησυχία της νύχτας τόσο ωραία και τόσο ρυθμικά! Αχ Γκασπάρε τι μου έκανες. Με νύσταξες. «Νίκη έλα!» Άκουσα σε μια στιγμή κάποιον να μου φωνάζει. «Σήκω πάνω! Έχουμε πολλή δουλειά. Ανοίγω τα μάτια μου και τι βλέπω! Ο φίλος μου ο Λάκης! Λαχτάρησα. «Λάκη του λέω, εσύ εδώ; Μα πως ήρθες; «Άστα αυτά!» μου λέει εκείνος ταραγμένος. «Έλα μαζί μου, πρέπει να πάμε κάπου.» Βγήκαμε στο δρόμο. «Μα αυτός ο δρόμος δεν είναι που…» «Άστα αυτά τώρα!» μου ξανά λέει. «Προχώρα…πάμε…» «Μα… που με πας; Από εδώ δεν είναι που…» «Ναι! Ακριβώς εδώ κάτω, στην καλύβα, κάτω από το φάρο». «Μα ποιοι μένουν τώρα εκεί;» «Κάποιο άλλοι άνθρωποι, σκυλοφάγοι και πολύ πεινασμένοι!» Σοκαρίστηκα. «Άνθρωποι σκυλοφάγοι και πεινασμένοι;» ρώτησα «Και ποιοι είναι αυτοί; Τους γνωρίζω;» «Όχι εσύ! Μόνο εγώ τους γνωρίζω. Είναι αυτοί που μ’ έφαγαν!» «Σε έφαγαν; Μα τι εννοείς σ’ έφαγαν!» «Κοίτα εκεί και θα καταλάβεις.» «Ρόπαλα, φωτιές, καζάνια…βράζουν, μαγειρεύουν!» «Εμένα βράζουν! Θα με φάνε! Είναι σκυλοφάγοι τεράνθρωποι! Κράτα με φιλενάδα με παίρνουν, κράτα με!» «Λάκη! Μείνε κοντά μου!» «Είναι αργά… πολύ αργά…τους εμπιστεύτηκα!» Τον είδα να χάνεται, να σβήνει η φωνή του. «Νίκη μωρό μου, ξύπνα! Μα τι έπαθες; Έλα ηρέμησε, εγώ είμαι εδώ. Ήταν μόνο ένα όνειρο!»

Page 151: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

146

Άνοιξα τα μάτια μου. Ναι ευτυχώς. Ήταν μόνο ένας τρομερός εφιάλτης. Την επόμενη το απόγευμα στην είσοδο του νοσοκομείου. «Εκεί μέσα είναι ο Πάολο» είπε εκείνος ανυπόμονα. Να! Τον μυρίζω! Αχ! δεν αντέχω… θα γαβγίσω.» «Είπες Πάολο;» Απόρησα. «Ναι, έτσι μάλλον τον λένε.» «Μάλλον; Τι εννοείς; Τον λένε η δεν τον λένε;» «Δεν ξέρει, έτσι νομίζει, το όνομα αυτό το είδε γραμμένο πάνω σε μια φωτογραφία και νομίζει πως είναι το δικό του. Όμως δεν αντέχω, τον μυρίζω σου λέω! Θα γαβγίσω.» «Κάνε υπομονή. Η Άρτεμη είπε να περιμένουμε και θα περιμένουμε.» «Είδες; Εσύ το είπες. Είπε να περιμένουμε, όχι να μην γαβγίσουμε!» Ήταν τελικά υπέρ άνω των δυνάμεων του. Γάβγισε με όλη του τη δύναμη. Στη στιγμή ένας άνθρωπος φάνηκε στο παράθυρο. «Ρούντυ μου!» φώναξε μόλις τον είδε. Μετά από λίγο ο Ρούντυ βρέθηκε στην αγκαλιά του. Τετράποδο και δίποδο, ήσαν τόσο ευτυχισμένοι! Αγκαλιασμένοι στο χορτάρι και ήταν τόσο ωραίο να τους βλέπεις μαζί! Άστο καλό πια…συγκινήθηκα! Αφού χόρτασε τα χάδια του φίλου του, ο άνθρωπος που το όνομά του ίσως ήταν Πάολο, κάθισε στο πιο κοντινό παγκάκι. Σε λίγο φάνηκαν η Άρτεμη και η Ραφαέλα και κάθισαν πλάι του. Ο δε Ρούντυ έχωσε το κεφαλάκι του κάτω στον κόρφο του. Ο μικρούλης σκύλος, για πρώτη φορά μετά από πολλές μέρες ήταν αληθινά χαρούμενος. Είχε αυτό το ένα μοναδικό πράγμα που τον κάνει ευτυχισμένο. Τον κόρφο του ανθρώπου του. Μείναμε εκεί για περίπου μισή ώρα. Μετά γυρίσαμε στο σπίτι μας. Η Μίλο περίμενε ανυπόμονα στο παράθυρο. Μόλις μας είδε γάβγισε όλο χαρά: «Νίκη! Ρούντυ! Όλα εντάξει, τον είδατε;» «Τι νέα;» ρώτησε και η Στεφάνια.

Page 152: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

147

«Αύριο βγαίνει.» της απάντησε η Άρτεμη. «Όμως που θα μείνει; Σίγουρα η γέφυρα δεν είναι το κατάλληλο μέρος.» Στο άκουσμα της γέφυρας η Ραφαέλα αντέδρασε. «Γέφυρα είπες.» «Ναι. Χρόνια τώρα μένει κάτω από τη γέφυρα, μαζί με το σκύλο του. Έμεινε για λίγο σκεπτική και ύστερα είπε: «Περιμένετε μια στιγμή. Θα κάνω ένα τηλεφώνημα.» Το τηλεφώνημα κράτησε ελάχιστα λεπτά. «Κορίτσια» είπε χαρούμενη μόλις γύρισε. «Λύθηκε το πρόβλημα. Θα τον φιλοξενήσω εγώ. Έχουμε ένα σπιτάκι στον κήπο, ότι πρέπει για έναν άνθρωπο.» «Τέλεια!» είπε ενθουσιασμένη η Άρτεμη. «Βρήκε στέγη ο άνθρωπος!» «Και ο σκύλος του…» συμπλήρωσα. «Μη τον ξεχνάτε!» «Και ο σκύλος του» είπε η Ραφαέλα λες και με κατάλαβε. «Πάμε στη γέφυρα να κοιτάξουμε για τα πράγματά του» πρότεινε η Ραφαέλα. ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ τώρα πια κυλούσε ήρεμα. Μπήκαμε μέσα σ’ αυτό που χρησίμεψε για κατοικία και με μία μόνο ματιά τα είδαμε όλα. Μια ξεσκισμένη κουβέρτα, μερικά παλιόρουχα, ένα γκαζάκι βυθισμένο στη λάσπη, δυο κουτάλια, δυο πιάτα και αυτά στη λάσπη. Μια τσάντα κρεμόταν στο βάθος, σε ένα σίδερο που εξείχε. Η Ραφαέλα την ξεκρέμασε και βγήκε έξω στο φως. Την ακολουθήσαμε. «Είναι το μόνο πράγμα που δεν βράχηκε» είπε. «Τι λες; Να την ανοίξουμε;» «Νομίζω πως πρέπει» είπε η Άρτεμη, «Ίσως βρούμε κάτι που θα μας βοηθήσει στις έρευνές μας.» Ακούμπησε την τσάντα κάτω και την άνοιξε. «Μια στολή» είπε η Ραφαέλα. «Κοίτα και παράσημα! Λες να είναι δικιά του;» Ήταν βρόμικη και κουβαριασμένη. Μια φωτογραφία ξεχώριζε στην μπροστινή τσέπη του σακακιού. Η Ραφαέλα την πήρε και την έστρεψε στο φως. Την κοίταξε καλά και είπε δείχνοντας την στην Άρτεμη:

Page 153: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

148

«Κοίτα! Μία γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά και αυτός ο άνδρας θα πρέπει να είναι ο ίδιος, φοράει αυτή τη στολή. Και ένας σκύλος στα πόδια τους». «Έχεις δίκιο. Είναι αυτός με την γυναίκα και το παιδί του, επομένως έχει οικογένεια. Κοίτα ένα βελάκι είναι ζωγραφισμένο στο χέρι, δείχνει το σκύλο. Κάτι γράφει, δεν φαίνονται καθαρά. Πα…λα…» «Πάολο! Είναι ο άνθρωπός μου» γάβγισε ο Ρούντυ. «Και αυτός είναι ο Αλέσιο, ο προκάτοχός μου.» Δυστυχώς όμως οι διευκρινήσεις του δεν βοήθησαν και πολύ. Εκείνες συνέχισαν να κοιτούν προσπαθώντας να καταλάβουν από αυτά που έβλεπαν, μια και αυτά που άκουγαν, ήταν σε άλλη γλώσσα. Ύστερα έβαλαν την στολή και την φωτογραφία πάλι στην τσάντα, έριξαν μια τελευταία ματιά και βγήκαν έξω, σίγουρες πως δεν υπάρχει τίποτα πια χρήσιμο. Έξω στο σπίτι μας περίμενε η Στεφάνια. «Τι έγινε;» ρώτησε. «Βρήκατε τίποτα;» «Ναι. Κάτι βρήκαμε» της απάντησε η Ραφαέλα. «Κοίτα και εσύ για να μας πεις την γνώμη σου.» Σκυμμένες και οι τρεις πάνω από την τσάντα, δεν πρόσεξαν τον κύριο Αντώνιο που τις πλησίασε και είδε το περιεχόμενο της τσάντας. «Είναι μία στολή του ιταλικού στρατού» διευκρίνισε. «Και μάλιστα αξιωματικού. Που τη βρήκατε; Αυτές υπήρχαν πριν ακόμα υπηρετήσω εγώ στο στρατό.» «Είναι του μυστήριου» είπε η Άρτεμη. «Όπως φαίνεται, ο φίλος μας υπήρξε εκτός από πατέρας και σύζυγος, και αξιωματικός του ιταλικού στρατού. Είναι δικιά του η στολή. Να… κοιτάξτε αυτή τη φωτογραφία.» «Μάλιστα!» επιβεβαίωσε εκείνος. «Αυτό είναι ένα στοιχείο!» «Εγώ σας χαιρετώ» είπε η Ραφαέλα και μπήκε στο αυτοκινητάκι που περίμενε έξω από το σπίτι μας. Η Άρτεμη και η Στεφάνια το παρακολουθούσαν όσο απομακρύνονταν, χαμογελαστές. «Η Ραφαέλα είναι εξαιρετικός άνθρωπος» είπε η Στεφάνια. «Συμφωνώ. Αφού αγαπάει τα ζώα…» «Και τους ανθρώπους…» «Και σ’ αυτό συμφωνώ.»

Page 154: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

149

ΕΙΧΑ ΚΟΥΛΟΥΡΙΑΣΤΕΙ στα πόδια της και προσπαθούσα να κοιμηθώ. Ο Ρούντυ προσπαθούσε να βολευτεί στον κόρφο της. Του ήταν όμως άβολα διότι η Άρτεμη καθόταν στον καναπέ και εκείνος δεν την έφτανε. Αφού προσπάθησε και τελικά δεν τα κατάφερε, αποφάσισε να έρθει πλάι μου. «Δεν φτάνω» μου είπε παραπονιάρικα. «Μα δεν κάθεται ποτέ κάτω!» «Μάλλον όχι» του είπα. «Έλα τώρα κοιμήσου. Αύριο είναι μια μεγάλη μέρα. Θα βγει από το νοσοκομείο ο άνθρωπό σου και θα πάτε να ζήσετε σε ένα κανονικό σπίτι.» «Σπίτι; Και αν δεν μ’ αρέσει; Εγώ ποτέ δεν έζησα σε σπίτι.» «Θα σ’ αρέσει. Από ότι κατάλαβα, θα είσαι μαζί με τον Πέντρο.» «Και αν δεν μ’ αρέσει;» «Θα σ’ αρέσει. Είναι ξηγημένος σκύλος.» «Και αν δεν του αρέσω;» «Σε κάτι τέτοιες στιγμές, οι άνθρωποι λένε: μη με βγάζεις από τα ρούχα μου. Είπα! Είναι εξηγημένος σκύλος!» «Εγώ θέλω να μείνω εδώ. Κάτω από τη γέφυρα, να έχω εσένα παρέα. «Άκου μικρέ φιλαράκο! Σου υπόσχομαι πως όπου και αν πας, εγώ θα έρχομαι να σε βλέπω. Εξάλλου, μην ξεχνάς πως οι άνθρωποι ζουν καλύτερα σε σπίτια. Θα είναι ευτυχισμένος εκεί, και εσύ θα χαίρεσαι να τον βλέπεις να περνάει καλά.» «Δίκιο έχεις! Μαζί του πάω και στον άλλο κόσμο. Ξέρεις Νίκη, είσαι σοφός σκύλος;» «Αυτό μου το λέει και ο φίλος μου ο Πειρατής». «Ο Πειρατής; Πες μου για αυτόν;» «Είναι ένας σκύλος που κάποτε όλοι τον φώναζαν Ούστ από δω. «Γιατί;» «Επειδή χάθηκε το βιβλίο Ρούντυ! Το πιο σπουδαίο βιβλίο του κόσμου!» ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ πρωί, όπως και κάθε πρωί, χτύπησε αυτό το εκνευριστικό ξυπνητήρι. Πρώτη σηκώθηκα εγώ. Ο Ρούντυ άνοιξε τα

Page 155: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

150

μάτια του όμως προτίμησε να μείνει ξαπλωμένος. Ο άνθρωπος του σπιτιού ακόμα χουζούρευε. Η ώρα περνούσε. Είχα ρητή εντολή, από την ίδια, να την ξυπνήσω πάση θυσία. Πήγα στο κρεβάτι της, έβαλα, την υπέροχη μουσούδα μου πάνω στο μαξιλάρι της και περίμενα κοιτάζοντάς την επίμονα. Που και που κουνούσα και τα σκέλια μου, ειδικά την ουρά μου, όμως να την κουνήσω, δεν κατάφερνα. Και αποφάσισα να χρησιμοποιήσω πιο δραστικά μέσα. Έβγαλα τη γλώσσα μου και… γλούπς, της έδωσα το πιο γλυκό φιλί μου. Εκείνη πετάχτηκε από το κρεβάτι και όπως ήταν αναμενόμενο, άρχισε να διαμαρτύρεται. «Νίκη! Θα στις βρέξω! Τι κάνεις; Ξέρεις πως αυτό δεν το αντέχω!» «Λυπάμαι καλή μου. Εξάντλησα όλο τα θεμιτά μέσα. Σου υπενθυμίζω πως εκτελώ δικές σου εντολές. Πάση θυσία είπες.» ΚΑΘΕ ΠΛΑΙ στο παράθυρο. Ο Ρούντυ ακριβώς δίπλα μου, με μια σακούλα ανάμεσά μας. Καινούργια ρούχα μου φάνηκαν. Μάλλον η Ραφαέλα πριν έρθει σε εμάς, πέρασε από τα μαγαζιά. Φτάσαμε στο νοσοκομείο και περάσαμε στο προαύλιο. Οι κοπέλες μπήκανε μέσα ενώ εμείς περιμέναμε έξω. Με το βλέμμα στραμμένο στην είσοδο, ακριβώς εκεί από όπου είχε φανεί εχθές ο άνθρωπός του. Δεν άργησαν καθόλου να επιστρέψουν. Πρώτη η Άρτεμη και ύστερα η Ραφαέλα αγκαζέ με έναν καλοντυμένο κύριο. Ο Ρούντυ κοντοστάθηκε, για ένα μόνο δευτερόλεπτο. Κατάλαβε όμως αμέσως πως κάτω από τα καινούργια ρούχα, βρίσκονταν ο ίδιος άνθρωπος. Ο δικός του άνθρωπος. Έτρεξε όλο λαχτάρα κατά πάνω του. «Αγόρι μου!» είπε εκείνος και αγκαλιάστηκαν. ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ πήρε τον μεγάλο δρόμο. Μετά την απότομη ανηφόρα έστριψε δεξιά. Καμιά φορά ερχόμαστε βόλτα προς τα εδώ. Έχει ωραία σπίτια με καταπράσινες αυλές. Σε κάθε αυλή υπάρχουν και από ένα δυο σκύλοι. Σταματήσαμε μπροστά σε μια τεράστια αυλόπορτα. «Αυτή είναι η κεντρική είσοδος» είπε η Ραφαέλα. «Εμείς θα πάμε από την άλλη. Είναι πιο κοντά στο σπιτάκι.»

Page 156: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

151

Τη στιγμή εκείνη φάνηκε ένας άνθρωπος. Φορούσε κάτι περίεργα, ριγωτά ρούχα. Βγήκε έξω στο δρόμο και χαιρέτησε ευγενικά. «Δεν θα περάσετε δεσποινίς» είπε κοιτώντας την Ραφαέλα. «Πήγαινε Τσουζέπε να ανοίξεις την πίσω πόρτα» του είπε εκείνη. «Δεν θέλω να κουραστεί ο φιλοξενούμενός μας.» Ο άνθρωπος που πριν λίγο η Ραφαέλα τον αποκάλεσε Τσουζέπε έσκυψε, κοίταξε μέσα στο αυτοκίνητο και χαμογέλασε. «Καλώς ήλθατε» είπε. «Τα πάντα είναι έτοιμα. Ελπίζω να μείνετε ικανοποιημένος.» «Ευχαριστώ» είπε χαμογελαστά και αμήχανα ο Πάολο. Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά σε μία μικρότερη αυλόπορτα. Ένα τρίξιμο και η πόρτα άρχισε να ανοίγει. Ο Ρούντυ γρύλισε. «Ήσυχα, δεν τρέχει τίποτα» του είπε ο Πάολο χαϊδεύοντάς τον. «Τρέχει ξένος σκύλος» του γάβγισε εκείνος. Περάσαμε μέσα, η πόρτα ξανά έτριξε και άρχισε να κλείνει πίσω μας. Ο Ρούντυ ξανά-γρύλισε. Το σπιτάκι που θα φιλοξενούσε τους φίλους μας, ήταν περιτριγυρισμένο από δέντρα, λουλούδια, θάμνους και η πόρτα του ήταν ορθάνοικτη. Πρώτος και ανυπόμονος κατέβηκε ο Ρούντυ. Ακολούθησαν η Άρτεμη και η Ραφαέλα. Ύστερα δειλά- δειλά βγήκε και ο Πάολο, κοιτώντας γύρω του μαγεμένος. «Είναι όνειρο!» είπε. «Όργιο!» γάβγισε και ο Ρούντυ. «Έχω να κάνω κάτι τούμπες!» Ένα γάβγισμα ακούστηκε από τη μεριά του μεγάλου σπιτιού. «Είναι ο Πέντρο,» είπε η Ραφαέλα. «Ήδη τον μύρισα» είπε ο Ρούντυ. Ο Πέντρο, τεράστιος και επιβλητικός ήρθε και στάθηκε μπροστά μας. Μας κοιτούσε με τα πόδια καρφωμένα στη γη και την ουρά στα σκέλια. Ήταν φανερό πως περίμενε εντολή του ανθρώπου του. Τι να κάνει; Να κάτσει κάτω, ή να μας φάει; Και την λύση την έδωσε η Ραφαέλα. «Πέντρο κάτω» του είπε αυστηρά. «Είναι φίλοι.»

Page 157: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

152

Αυτό ήταν. Ο Πέντρο χαλάρωσε και αφού άφησε την ουρά να εκφραστεί ελεύθερα, κάθισε στα πισινά του. «Μπράβο υπακοή!» θαύμασε η Άρτεμη. «Καλά σοβαρά…θα μας έτρωγες;» τον ρώτησα λίγο αργότερα, όταν μείναμε μόνοι. «Τι αγριάδα ήταν αυτή;» «Ma no amore mio»11

Μπήκαμε στο σπιτάκι. Ήταν πανέμορφο.

είπε εκείνος. «Είναι μέσα στις υποχρεώσεις μου και αυτό…. Έτσι πρέπει να υποδέχομαι τους ξένους, μέχρι να μου πούμε «κάτω».

«Και τώρα θα πιούμε κάτι για το καλωσόρισμα» είπε η Ραφαέλα και γέμισε τα ποτήρια με ένα νερό που μύριζε παράξενα. Και το ακόμα πιο παράξενο, τα τσούγκρισαν. Ένα κτύπημα στην πόρτα και ένας κύριος χαμογελαστός και αμήχανος, εμφανίστηκε στην είσοδο. Η Ραφαέλα άφησε το ποτήρι στο τραπέζι και τον πλησίασε. «Έλα μπαμπά» του είπε. «Πέρασε να σου γνωρίσω τον κύριο Πάολο και την φίλη μου την Άρτεμη.» «Χαίρομαι παρά πολύ» είπε εκείνος. «Καλώς ορίσατε! Άρτεμις! Ή αλλιώς Ντιάνα των Ρωμαίων!»12

Μετά από λίγο η Ραφαέλα και η Άρτεμη βγήκαν από το σπιτάκι και πήραν το μονοπάτι προς το μεγάλο σπίτι. Ο Πέντρο μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε. «Έχω να σας πω» είπε. «Εδώ συμβαίνουν παράξενα πράγματα!» Τον ακολουθήσαμε μέχρι την γωνία του μικρού σπιτιού και τον κοιτάξαμε στα μάτια. «Λοιπόν, λέγε σε ακούμε.» «Βλέπετε εκείνο το μπαουλάκι;» είπε και έδειξε μέσα στο σπίτι. «Ναι, και λοιπόν!» Όλοι το είχαμε προσέξει.

11 Μα όχι αγάπη μου. 12 ελληνική θεότητα του κυνηγιού, προστάτιδα του ζωικού και φυτικού κόσμου την οποία οι Ρωμαίοι ταύτισαν με τη Διάνα. Κατά τον Όμηρο, Πότνια θηρών και αγροτέρη.

Page 158: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

153

«Αυτό το έπιπλο είναι ένα μυστήριο. Για πολλά χρόνια βρισκόταν στη σοφίτα. Μόλις εχθές, ο Τσουζέπε το κατέβασε και το έφερε εδώ.» «Και λοιπόν;» «Ένα βράδυ, πριν από χρόνια, βρήκα τον Τσουζέπε να το σκαλίζει. Πλησίασα και είδα κάτι πολύ παράξενο. Μέσα υπήρχε ένα βιβλίο με ένα χοντρό καφέ εξώφυλλο. Πάνω του ξεχώρισα μια περίεργη ανθρώπινη φιγούρα. Ξαφνικά αυτή η φιγούρα ζωντάνεψε. Ορθώθηκε και μου έδωσε ένα γερό χαστούκι. Με πέταξε κάτω, τόσο δυνατό ήταν το χαστούκι που ζαλίστηκα. Ύστερα ο Τσουζέπε πήρε το βιβλίο και το άνοιξε. Τον άκουσα να λέει όλο απορία: «Περίεργο βιβλίο! Τελείως άδειο. Πιστεύω πως ανήκε στον Αλέσιο». «Ποιος είναι ο Αλέσιο;» ρώτησα όλο αγωνία. «Είναι ο προκάτοχος μου που σας έλεγα» είπε ο Ρούντυ.» Ο πρώην σκύλος του Πάολο! Αυτός ο μαύρος στη φωτογραφία…!» «Δεν ξέρω εάν πρόκειται για τον ίδιο Αλέσιο» είπε ο Πέντρο. «Πάντως αυτός που εγώ λέω, ήταν ένας εκλεκτός. Και από αυτό το βιβλίο έμαθε να μιλάει ανθρώπινα!» Δεν πίστευα στα αυτιά μου! Ο Πέντρο ούτε λίγο ούτε πολύ…μας έλεγε ότι εκεί μέσα βρισκόταν το…βιβλίο νούμερο 1000. Το βιβλίο των βιβλίων!. «Ξέρεις τι λες Πέντρο;» του είπα τρέμοντας όπως το ψάρι έξω από το νερό. «Είσαι σίγουρος για όλα αυτά;» «Ποιο σίγουρος δεν γίνεται.» «Και αυτός ο Αλέσιο ποιος είναι, που βρίσκεται τώρα»; «Δολοφονήθηκε εδώ, σ’ αυτό το σπίτι.» «Τι;» «Υπάρχει ένα σκύλος που ζει μερικά σπίτια παρακάτω και λέει πως είναι απόγονός του. Από αυτόν έμαθα, ότι έμαθα!» «Νίκη! Έλα κορίτσι μου φεύγουμε» ακούστηκε εκείνη, την πιο ακατάλληλη στιγμή, η φωνή της Άρτεμης. «Όχι τώρα…» διαμαρτυρήθηκα. «Πρέπει να ανοίξουμε το μπαούλο!» Όμως εκείνη είδη μου είχε φορέσει τα λουριά.

Page 159: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

154

«Έτσι και αλλιώς δεν μπορούμε να το ανοίξουμε τώρα» είπε ο Πέντρο. «Είναι κλειδωμένο… από τότε, ξέρεις. Άκουσα να λένε πως θα το ανοίξουν την Κυριακή, στα γενέθλια της Ραφαέλα.» «Γιατί;» «Στο μπαουλάκι έχει και άλλα πράγματα. Δεν ξέρω τι.» «Να έχετε το νου σας. Το βιβλίο αυτό δεν πρέπει με τίποτα στον κόσμο να χαθεί!» «Θα το προσέχουμε Νίκη, μείνε ήσυχη!» ΑΠΟ ΤΗ στιγμή που έμαθα για το βιβλίο, ησυχία δεν είχα. Όσο σκεφτόμουν το ενδεχόμενο να χαθεί η ανακάλυψη μας, τρελαινόμουνα. Ένα απόγευμα πήγαμε στην πλατεία για καφέ όπου και συναντήσαμε τον Έβρο με τον άνθρωπό του. Η Άρτεμη αφηγήθηκε τα νέα στον Νικόλα και εγώ στον Έβρο. Τότε ήταν που την άκουσα να μιλάει για την Κυριακή. Είπε πως η Ραφαέλα έχει τα γενέθλιά της και πως είμαστε καλεσμένες της. Αυτό κι αν ήταν ευχάριστο νέο! Άρχισα να χοροπηδάω σα χαζό από τη χαρά μου και μη μπορώντας να αντισταθώ, κάνω μια…γλούπς και τις δίνω ένα ζουμερό φιλί. Περιέργως όμως εκείνη δεν θύμωσε. «Πονηρούλα! Κατάλαβες πως θα πάμε στον Ρούντυ και στον Πέντρο», «Η κοπέλα έχει τα γενέθλιά της» είπε ύστερα στον Νικόλα. «Καμιά ιδέα για δώρο;» «Χμ!» Έκανε εκείνος και έξυσε το κεφάλι του. «Ιδέα για δώρο…! Λουλούδια μήπως;» «Αν δεις το σπίτι τους, ένας σκέτος ανθόκηπος. Αν και τώρα που το σκέπτομαι, το μόνο που χρειάζεται, είναι φιλία!». «Φιλία είπες;» είπε ενθουσιασμένος. «Έχω…μια ιδέα. Περίμενέ με. Επιστρέφω σε πέντε λεπτά.» «Ε! Μα που πηγαίνεις;» «Σε πέντε λεπτά θα είμαι πίσω!» Και πράγματι, σε πέντε λεπτά είχε κιόλας γυρίσει. Όμως όχι μόνος. Στα χέρια του κρατούσε ένα κατάλευκο κουταβάκι. Η Άρτεμη το είδε, ξετρελάθηκε και αμέσως το πήρε αγκαλιά.

Page 160: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

155

«Τι είναι αυτό!» είπε κατενθουσιασμένη. «Είναι ένα όνειρο! Τίνος είναι;» «Είναι ο γιος του Έβρου. Τι λες δεν είναι καταπληκτικό δώρο;» «Δώρο για τα γενέθλιά της; τέλειο!» «Εγώ το χαρίζω σε εσένα και εσύ στη φίλη σου.» «Θα της αρέσει! Λατρεύει τα ζώα! Ο μικρούλης Έβρος, έκανε την τύχη του. Απόψε θα περάσουμε τη νύχτα παρέα και αύριο θα πάει στο καινούργιο του σπίτι.» Ο μικρός αφού έκανε ένα ζεστό μπάνιο και έφαγε καλά, απ’ το δικό μου φαγητό, κούρνιασε στο μπουρνούζι της και αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Του έβαλε και πάλι από το δικό μου φαγητό και ύστερα τον έβγαλε για λίγο έξω. Αφού ανακουφίστηκε, ξανακοιμήθηκε. Γύρω στις εννιά ήμασταν όλοι στο πόδι. Ο μικρός ήταν τόσο ζωηρός, που μας πήρε το κεφάλι. Εντωμεταξύ εγώ, τον καλο-μύρισα μπας και εντοπίσω την αιτία που ξετρέλανε τόσο πολύ την Άρτεμη. Ομολογουμένως, το μόνο που εντόπισα ήταν…ένα κατουρημένο κουτάβι. Σε ένα συρτάρι βρήκε μια γυαλιστερή, γαλάζια κορδέλα και του την έδεσε στο λαιμό, φιόγκο. Και ύστερα, έκατσε πάλι και τον θαύμασε. «Είναι ένα τέλειο δώρο!» είπε για πολλοστή φορά. ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕ στην κεντρική είσοδο. Και όπως ήταν αναμενόμενο, πρώτα πρόσεξε το κατάλευκο κουτάβι. «Τι είναι αυτό το θαύμα» είπε και το πήρε στην αγκαλιά της. Ύστερα φίλησε την Άρτεμη και…σχεδόν αδιάφορα, χάιδεψε τα δικά μου αυτιά. Προχωρήσαμε προς το σπιτάκι του κήπου. Ο Ρούντυ και ο Πέντρο όπως ήταν φυσικό, υποδέχτηκαν εμένα, με αφάνταστη χαρά. Το κατρουλίδικο, σημασία δεν το έδωσαν. Ο Πάολο έδειχνε αλλιώτικος, δεν ήταν πλέον ο μυστήριος που ήξερα τόσο καιρό! «Φαίνεται μια χαρά» είπε η Άρτεμη.

Page 161: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

156

Πήγα κοντά του και του γύρισα την πλάτη. Ήθελα να διαπιστώσω εάν, εκτός από την εμφάνιση, είχε αλλάξει και ο χαρακτήρας του. Όταν όμως άρχισε να μου κάνει μασάζ στην πλάτη, κατάλαβα πως είναι ο ίδιος άνθρωπος. «Τι κάνει εκεί η Νίκη;» ρώτησε η Ραφαέλα. «Του κάνει τεστ» απάντησε εκείνη. Τελικά, το πόσο καλά με ξέρει αυτός άνθρωπος μου, δεν περιγράφεται! «Έχεις πολλούς καλεσμένους;» ρώτησε η Άρτεμη. «Όχι!» Μόνο εσένα τον Πάολο, τον Ρούντυ, που αυτοί πια δεν θεωρούνται καλεσμένοι, την Νίκη και αυτόν τον μικρούλη. «Από ότι κατάλαβα σου αρέσει το κουταβάκι.» «Είναι πανέμορφος! Τον λάτρεψα!» «Ε λοιπόν, ούτε αυτός είναι καλεσμένος. Είναι δικός σου. Είναι το δώρο μου για τα γενέθλιά σου.» «Σοβαρά! Είναι για μένα; Σε ευχαριστώ! Είναι το δεύτερο ωραίο δώρο που πήρα ποτέ στη ζωή μου. Κοίτα Πάολο, αυτός ο μικρούλης είναι δικός μου. Τι θα έλεγες εάν σου τον άφηνα να τον προσέχεις όσο θα λείπω στην δουλειά;» Εκείνος απάντησε χωρίς λόγια. Πήρε το κουταβάκι αγκαλιά, του έδωσε ένα γλυκό φιλί ανάμεσα στα μάτια και έγνεψε ναι. «Και πιο είναι το πρώτο ωραίο δώρο που πήρες;» την ρώτησε η Άρτεμης. «Μα ο Πέντρο φυσικά!» απάντησε εκείνη. «Ο Πέντρο!» Η Άρτεμη ευχαριστήθηκε πολύ από αυτήν την εξέλιξη. Το κατάλαβα από το ύφος της. Αλλά και εγώ, δεν σας το κρύβω πως ανακουφίστηκα. Έτσι όπως την έβλεπα ξετρελαμένη μαζί του φοβήθηκα μην το γυρίσει σε εξάρτηση. Και είναι της πάση γνωστό, το πόσο επιρρεπείς στις… κακές συνήθεις είναι οι άνθρωποι. Καταλαβαίνετε! Είμαστε τώρα για φασαρίες. Να μας κατουράει, να μας τραβάει τα αυτιά! Μωρέ καλύτερα οι δυο μας. Ο Πάολο ακούμπησε το μικρό στο παχύ χορτάρι και αυτό άρχισε να κυλιέται.

Page 162: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

157

«Πολύ καλό αυτό που σκέφτηκες» είπε η Άρτεμη στη Ραφαέλα. Θα του κάνει καλό ο μπόμπιρας.» «Κάπου στην αποθήκη υπάρχει ένα μικρό σκυλόσπιτο ειδικό για κουτάβια. Πάμε να το φέρουμε; «Ναι φυσικά!» Απομακρύνθηκαν. Τις είδαμε που σταμάτησαν μπροστά σε μία μεγάλη αποθήκη. Η Ραφαέλα έσπρωξε την συρόμενη πόρτα. Πριν μπουν μέσα, η Άρτεμη κοίταξε ψηλά, στο απέναντι παράθυρο και είδε μία γυναίκα. Έμοιαζε να τις παρακολουθεί. «Είναι η μητέρα μου» είπε η Ραφαέλα και μπήκε μέσα. Εντωμεταξύ, όταν οι δυο κοπέλες απομακρύνθηκαν αρκετά, πλησίασε ο κύριος Στέφανο, με ένα μεγάλο κλειδί στο χέρι του. Μας πλησίασε, είπε ευγενικά καλημέρα και προσποιούμενος πως ψάχνει την κόρη του, κάθισε πλάϊ στον Πάολο. Εγώ αυτά τα πιάνω στον αέρα! Ύστερα ακούμπησε το κλειδί πάνω στο τραπέζι και κοίταξε το κουταβάκι που μόλις είχε εμφανιστεί. «Επ! Τι είναι τούτο;» είπε και αυτός ενθουσιασμένος. «Τι όμορφο που είναι! Τίνος είναι;» «Είναι δώρο γενεθλίων» είπε ο Πάολο. «Το έφερε η κοπέλα που μου έσωσε τη ζωή.» «Σου έσωσε τη ζωή; Σοβαρά πότε;» «Πριν από δέκα μέρες, το βράδυ της νεροποντής. Θα πνιγόμουν στο ποτάμι ξέρετε.» Όταν τα κορίτσια ακούστηκαν να έρχονται, ο Στέφανο σηκώθηκε απότομα, άφησε το κλειδί πάνω στο τραπέζι και εξαφανίστηκε. Ο Πάολο δεν πρόσεξε την περίεργη συμπεριφορά του. Εγώ όμως! είπαμε πουλιά στον αέρα πιάνω! «Αυτό είναι» είπε ο Πέντρο γουρλώνοντας τα μάτια του. «Ποιο αυτό;» τον ρώτησα Τι εννοείς;» «Το κλειδί! Το κλειδί που άφησε πάνω στο τραπέζι ο Στέφανο, είναι αυτό που ανοίγει το μπαούλο! Προσέξατε με τι τρόπο το άφησε, σαν να μην ήθελε να τον δει κανείς…, λες και ήθελε να το βρούνε!»

Page 163: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

158

«Τι! Το κατάλαβες και εσύ;» «Είναι πολύ περίεργο! Το μπαούλο αυτό έμεινε κλειδωμένο στη σοφίτα χρόνια ολόκληρα και τώρα ξαφνικά, βρίσκεται εδώ! Νίκη! Θέλω να το πλησιάσεις και να μου πεις πως… ένιωσες. «Δεν καταλαβαίνω.» «Θα σου εξηγήσω…πήγαινε.» Έκανα αυτό που μου είπε ο Πέντρο. Πλησίασα το μπαούλο και οσμίστηκα, έναν ακαθόριστο φόβο. Τρομαγμένη γύρισα πίσω. «Λοιπόν, το ένιωσες;» με ρώτησε ο Πέντρο. «Ναι! Και εσύ;» «Αυτό σημαίνει πως είναι ακόμα μέσα!» Εκείνη τη στιγμή είδαμε να πλησιάζουν οι άνθρωποί μας. Πίσω ακολουθούσε ένας νεαρός με ένα σκυλόσπιτο στην πλάτη. Τοποθέτησε το σπιτάκι σε ένα σκιερό μέρος και έφυγε. Η Ραφαέλα κάθισε στο καναπεδάκι με τον μικρό αγκαλιά της και είδε το κλειδί. Για μερικά δευτερόλεπτα το κοιτούσε σκεπτική, χωρίς να μιλάει. Ύστερα το πήρε και το έδειξε στην Άρτεμη. «Τι σου ‘λεγα» είπε. «Το κλειδί! Πάολο, μήπως ήρθε εδώ ο Τσουζέπε;» «Ο Τσουζέπε, όχι παιδί μου,» είπε εκείνος. «ο πατέρας σου πέρασε. Μου φάνηκε όμως πως κάτι ήθελε.» «Εκείνος άφησε το κλειδί;» «Το κλειδί; Πιο κλειδί;» ΜΕ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ στο χέρι, γονάτισε μπροστά στο μπαούλο. Η Άρτεμη την ακολούθησε. Εμείς παρακολουθούσαμε από απόσταση, με μεγάλη αγωνία. Έβαλε το κλειδί στην κλειδωνιά. Έναν κλικ και το μπαούλο ξεκλειδώθηκε. Σήκωσε το καπάκι με αργές κινήσεις. Διάφορα μικροπράγματα έκαναν την εμφάνισή τους. Εφημερίδες ολόκληρες και αποκόμματα. Φωτογραφίες, κάτι παράσημα που όμως δεν γυάλιζαν όπως το μετάλλιο του Πιγκουΐνου. Ένα μεταλλικό κουτί κλειδωμένο. Το άνοιξε και έβγαλε από μέσα ένα βιβλίο με καφέ, χοντρό, εξώφυλλο.

Page 164: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

159

«Ένα βιβλίο με άδειες λευκές σελίδες,» την ακούσαμε να λέει απορημένη. Το άφησε αδιάφορα στο πάτωμα και συνέχισε να ψάχνει. Πλησιάσαμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε. Το βιβλίο κείτονταν εκεί κάτω κλειστό. Του ρίξαμε μια βιαστική ματιά και απομακρυνθήκαμε. «Είδες τι είχε επάνω;» είπε ο Ρούντυ. «Ένα τεράστιο ανθρώπινο μάτι.» «Εγώ είδα μια ανθρώπινη μύτη και μια γλώσσα να πετάγεται έξω» είπε ο Πέντρο. «Εγώ είδα μια λαμπερή γενειάδα» είπα εγώ. Τότε είδαμε την Άρτεμη να το κρατάει. Πάθαμε έμφραγμα. «Περίεργο!» απόρησε και εκείνη. «Ένα τέτοιο βιβλίο έχει και ο σκύλος του σινιόρ Αλμπέρτο.» Κοπήκαν τα πόδια μας. Γνώριζαν για την ύπαρξη του αρκουδο-βιβλίου. Έβαλε το βιβλίο στο κουτί, το άφησε πάλι κάτω και συνέχισε την αναζήτηση, μέσα στο μπαούλο. «Κοίτα εδώ αυτήν την φωτογραφία» είπε η Ραφαέλα.. Δεν νομίζεις πως είναι ο Πάολο; Και η γυναίκα με το μωρό, είναι η ίδια, με την άλλη στη φωτογραφία που βρήκαμε στην τσέπη του. Μα πως…» Κοίταξαν και οι δυο τον Πάολο έντονα απορημένες. «Πάολο» ρώτησε η Ραφαέλα. «Το μπαούλο αυτό το πρόσεξες; Μήπως είδες τι περιέχει;» «Όχι» είπε εκείνος. «Ήταν συνέχεια κλειδωμένο. «Πρώτη φορά το βλέπω ανοικτό.» Οι άνθρωποί μας άρχισαν να ταράζονται. Κάτι συνέβαινε, το ένιωθαν και το νιώθαμε. «Για πες μου σε παρακαλώ» είπε η Ραφαέλα. «Ο πατέρας μου, σου θυμίζει τίποτα;» «Ο κύριος Στέφανο;» απάντησε εκείνος ήρεμα. «Όχι μικρή μου.» Τον έπιασε από το μπράτσο και τον οδήγησε στο καθιστικό. «Έλα» του είπε. «Κάθισε εδώ και πες μου ότι θυμάσαι από την ζωή σου. Οτιδήποτε. Ακόμα και αν αυτό δεν είναι ξεκάθαρο στο μυαλό σου.» «Να…» είπε εκείνος. «Κάτι θυμάμαι. Θυμάμαι την Άννα, τον γάμο μας. Ήταν πολύ όμορφη!» «Ήταν, δεν ζει;»

Page 165: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

160

«Η Άννα πέθανε. Την θυμάμαι νεκρή. Θυμάμαι και τον σκύλο μου τον Αλέσιο. Ήταν κατάμαυρος και…θα σας πω κάτι, όμως μην γελάσετε. Ήταν σπάνιος σκύλος! Μοναδικός! Μιλούσε!» «Μιλούσε; Πως δηλαδή μιλούσε;» «Μιλούσε με ανθρώπινη φωνή. Μην με κοιτάτε έτσι. Το θυμάμαι σας λέω καλά, δεν είμαι τρελός.» «Συνέχισε, τι άλλο θυμάσαι;» «Δεν με πιστεύεται. Το βλέπω στα μάτια σας. Με νομίζετε για τρελό. Όμως είναι αλήθεια. Αν είχα το βιβλίο, θα σας το αποδείκνυα. Ήταν παράξενο, εκείνος έλεγε πως βλέπει σ’ αυτό, όλη τη σοφία του κόσμου, αλλά όποτε το άνοιγα εγώ, ήταν κενό. Ένα βιβλίο με καφέ, χοντρό εξώφυλλο και με κατάλευκες, κενές σελίδες.» «Τώρα τα κατάλαβα όλα» είπε ο Πέντρο. «Όλα σας λέω, όλα! Ελάτε, πάμε σε μια άκρη να σας τα πω.» Απομακρυνθήκαμε. «Λοιπόν ακούστε» είπε. «Ο Αλέσιο τριγύριζε εδώ γύρω, για πολύ καιρό μέχρι που η κυρία έβαλε κάποιον και τον σκότωσε.» «Τον σκότωσε; Ποια κυρία;» «Η μαμά της Ραφαέλα. Είπαν πως ο Αλέσιο την τρέλανε.» «Την τρέλανε; Πως;» «Ερχόταν έξω από το σπίτι και την έβριζε με ανθρώπινη φωνή. Της έλεγε πως του έκλεψε κάποιο μωρό και πως ήθελε το βιβλίο του πίσω. Τότε αυτή φώναζε πως αυτός δεν είναι σκύλος, αλλά δαίμονας και έβαλε έναν υπηρέτη και τον σκότωσε. «Τον Τσουζέπε μήπως»; «Όχι! Αυτός από ότι έμαθα τον αγαπούσε. Ο κύριος Στέφανο του έδωσε εντολή να τον ταΐζει κρυφά. Εκείνη την ημέρα η κυρία φρόντισε να λείπουν και οι δυο. Και ο κύριος Στέφανο και ο Τζουζέπε. Ο Τσουζέπε τον έθαψε πάνω στο βουνό.» «Γεια φαντάσου! Λέτε το μωρό να είναι η Ραφαέλα;» «Ακριβώς. Το μωρό είναι η Ραφαέλα!» «Κοιτάξτε!» προειδοποίησε τότε ο Ρούντυ. «Η Άρτεμη κρατάει το βιβλίο, πηγαίνει στον άνθρωπό μου.» Τότε ήταν που ο Πάολο το είδε και το άρπαξε από τα χέρια της.

Page 166: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

161

«Αυτό είναι!» φώναξε. «Είναι το βιβλίο του Αλέσιο!! Μα που το βρήκατε;» «Εδώ Πάολο» του έδειξε εκείνη. «Μέσα στο μπαούλο. Νομίζω πως εδώ μέσα θα βρεις όλες τις απαντήσεις που ζητάς.» Η Ραφαέλα πετάχτηκε επάνω. Άρπαξε μία φωτογραφία και τη φίλη της από το μπράτσο και είπε: «Έλα μαζί μου. Δεν πάει άλλο. Πρέπει να μου πουν τα πάντα.» Μείναμε μόνοι με τον ανήσυχο Πάολο. Τον είδαμε που γονάτισε μπροστά στο μπαούλο. Αφού κοίταξε για λίγο μέσα σαν μην τολμούσε να βάλει το χέρι του, εντέλει το πήρε απόφαση και άρχισε να ψάχνει. Η Ραφαέλα τρέχοντας έφτασε στο σπίτι και όρμησε μέσα. Ο Πέντρο ανησύχησε που την είδε σ’ αυτήν την κατάσταση και την ακολούθησε. Ο Πάολο συγκλονίστηκε, έβαλε τα κλάματα. «Το μωρό μου» ψέλλισε. «Θεέ μου…πως μπόρεσα να το ξεχάσω.» Ήταν φανερό, είχε θυμηθεί τα πάντα. Πετάχτηκε επάνω αφήνοντας το μπαούλο ορθάνοιχτο και άρχισε να τρέχει και αυτός προς το μεγάλο σπίτι. «Πρέπει να μάθω» είπε. «Πρέπει να μάθω!» Ο καημένος ο Ρούντυ φοβήθηκε τόσο πολύ για τον αγαπημένο του άνθρωπο, που τον ακολούθησε κατατρομαγμένος! Τότε βρήκα την ευκαιρία και αψηφώντας τον κίνδυνο άρπαξα το μεταλλικό κουτί, έτρεξα στον κήπο και το έκρυψα σε κάτι θάμνους πεπεισμένη πως έπραξα το σωστό. Το βιβλίο αυτό, πάση θυσία έπρεπε να βρεθεί στα πόδια του Πειρατή. Το πώς θα το κατόρθωνα, επί του παρόντος, δεν με απασχολούσε. Φωνές ακουγόντουσαν μέσα από το μεγάλο σπίτι. Όσο πλησίαζα, τόσα και δυνάμωναν. Δίστασα και κοντοστάθηκα. Τότε ήταν που είδα και άκουσα κάτι πολύ παράξενο. Είδα να ανοίγει η πόρτα και να πετάγεται έξω η μαμά της Ραφαέλα. Το περίεργο φυσικά δεν ήταν αυτό, αλλά το πώς. Στα τέσσερα και γαβγίζοντας! Μάλιστα φίλοι μου, γαβγίζοντας!

Page 167: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

162

Οι άνθρωποι του σπιτιού προσπάθησαν να την συγκρατήσουν αλλά μάταια. Όσο την πλησίαζαν τόσο και πιο πολύ παλάβωνε. Μια τέτοια συμπεριφορά, δεν άρμοζε στα νοήμονα όντα, τους ανθρώπους. Τελικά να μην τα πολυλογώ, μετά από λίγη ώρα ήρθε ένα παράξενο αυτοκίνητο περίπου, σαν και εκείνο που πήρε τον Πάολο για να τον πάει στο νοσοκομείο και δυο άνθρωποι ντυμένοι στα λευκά την έβαλαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν. Μετά από λίγο μετέφεραν και τον Πάολο αναίσθητο στο σπιτάκι του κήπου. Ο Ρούντυ που είχε κατατρομάξει, έκλαιγε και οδύρονταν στο προσκέφαλό του. «Μην ανησυχείς» του είπε η Άρτεμη. «Κοιμάται και σε λίγο θα ξυπνήσει, ησύχασε!»

Ο ΣΤΕΦΑΝΟ ΚΑΙ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ Όση ώρα ήταν αναίσθητος, η Ραφαέλα μάθαινε την αλήθεια από τον άνθρωπο που όλα αυτά τα χρόνια νόμιζε για πατέρα της. «Ήταν καλοκαίρι και βρισκόμασταν στο αυτοκίνητό μας. Η Κάρλα απαρηγόρητη έκλαιγε για το μωρό που μόλις πριν από μερικές ημέρες είχαμε χάσει. Ήταν έγκυος στον έβδομο μήνα. Σε κάποια στροφή του δρόμου, συναντηθήκαμε με ένα μικρό σταματημένο αυτοκίνητο. »Ένας νεαρός άνδρας ντυμένος με στρατιωτική στολή και μία γυναίκα με ένα βρέφος στην αγκαλιά, κοιτούσαν σαν χαμένοι έναν χάρτη. Σταμάτησα και τους ρώτησα αν χρειάζονται βοήθεια. Στο αυτοκίνητο υπήρχε και ένας κατάμαυρος σκύλος ο οποίος κάθονταν στα πόδια της νεαρής μητέρας. »Έλα Αλέσιο του είπε εκείνη. Πήγαινε μια βόλτα και ο σκύλος πήδηξε από το παράθυρο και απομακρύνθηκε, αφού όμως πρώτα μας περιεργάστηκε με λεπτομέρεια. Η βόλτα του κράτησε μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Γύρισε στο αυτοκίνητο, μπήκε πάλι από το παράθυρο και κουλουριάστηκε στα πόδια της. »Η Κάρλα κοίταξε το ξένο μωρό και η πίκρα της φούντωσε. Τους πρότεινα να με ακολουθήσουν. Παράλληλα με τον αυτοκινητόδρομο περνούσαν οι σιδηροδρομικές γραμμές. Αυτό κράτησε περίπου τρία

Page 168: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

163

χιλιόμετρα, ώσπου η Κάρλα άρχισε να οδύρεται και αναγκάστηκα να σταματήσω Έκανα νόημα στους ξένους να συνεχίσουν ευθεία και προσπάθησα να ηρεμήσω την απαρηγόρητη γυναίκα μου »Τη στιγμή εκείνη έγινε το τραγικό δυστύχημα. Αιτία ήταν ένας τεράστιος βράχος που είχε πέσει πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές. Η σύγκρουση ήταν φοβερή. Τα βαγόνια ένα μετά το άλλο εκτροχιάζονταν. Και το τελευταίο καταπλάκωσε το μικρό αυτοκινητάκι με την οικογένεια που πριν λίγο είχαμε γνωρίσει. »Έτρεξα να βοηθήσω. Κατάφερα και απεγκλώβισα τον άνδρα και το μωρό. Προσπάθησα να πλησιάσω ξανά, όμως ήταν αδύνατον. Το τρένο είχε αρχίσει να φλέγεται. Τρομαγμένος έκανα πίσω και τότε είδα τον άνδρα να τρέχει προς το αυτοκίνητό του. Τον προειδοποίησα ότι θα εκραγεί. »Δεν την αφήνω ούρλιαξε εκείνος. Πρέπει να τη σώσω και χώθηκε στο αυτοκίνητο. Σε λίγο πέταξε μία βαλίτσα προς το μέρος μου. Την πήρα και την έριξα στο αυτοκίνητο μου. Εντωμεταξύ το καταπλακωμένο αυτοκίνητο, άρχισε να φλέγεται. Η Κάρλα έντρομη μου φώναζε να απομακρυνθώ. Πρέπει να τον βοηθήσω…φώναξα. Η Κάρλα οδύρονταν, το μωρό έκλαιγε και ο πατέρας του δεν έλεγε να φανεί. »Στέφανο! φώναζε εκείνη. Γρήγορα, θα εκραγεί! Τρέξε! Η πρώτη έκρηξη ακούστηκε από τη μηχανή του τρένου. Έτρεξα, έβαλα μπρος το αυτοκίνητό μου και απομακρύνθηκα με μεγάλη ταχύτητα. Η Κάρλα με το μωρό στην αγκαλιά, έμεινε να κοιτάζει πίσω, έντρομη. Και τότε, είδε να βγαίνουν από το αυτοκίνητο που άρχισε να φλέγεται, ο πατέρας και ο σκύλος. »Αυτό ακριβώς το σημείο της ιστορίας, εγώ το αγνοούσα. Όταν έφυγα από το σημείο του δυστυχήματος, πίστευα πως είχαν σκοτωθεί και οι τρεις. Το ζευγάρι και ο σκύλος τους. Τότε ήταν που η Κάρλα πήρε τη μεγάλη τραγική απόφαση. Αυτή που θα της στοίχειωνε όλη της τη ζωή. Τον αγνόησε. Δεν μπορούσε όμως να αγνοήσει και τον σκύλο ο οποίος σχεδόν μας είχε φτάσει. »Δεν μου είπε τίποτα ώσπου έγινε η μεγάλη έκρηξη. Τον είδε να εκτινάσσεται μακριά και πάλι δεν είπε τίποτα. Αυτό το μωρό το ήθελε για

Page 169: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

164

δικό της, με οποιοδήποτε τίμημα. Όταν απομακρυνθήκαμε αρκετά σταμάτησα και πήρα στο αυτοκίνητο τον σκύλο. »Το σκηνικό είχε αντιστραφεί. Η Κάρλα με το μωρό στην αγκαλιά και το σκύλο στα πόδια της. Τώρα ήταν πιο σίγουρη. Όλα γύρω της συνωμότησαν για να κρατήσει το μωρό. Όχι! Για την ίδια, δεν ήταν μια απλή σύμπτωση. Πίστεψε πως έτσι το ήθελε ο Θεός και έτσι έγινε. Ο Πάολο βρέθηκε στο νοσοκομείο με αμνησία. Κι άλλη συνομωσία των συγκαιριών, υπέρ της. Μόνος με αμνησία και χωρίς ποτέ κανείς να τον αναζητήσει.» Ο Πάολο άνοιξε τα μάτια του. Η Ραφαέλα του έσφιξε το χέρι και ο Στέφανο σταμάτησε την αφήγηση του. «Πες μου για τον Αλέσιο» ικέτεψε εκείνος. «Ναι!» είπε ο Στέφανο με σκυμμένο το κεφάλι. «Ο Αλέσιο! Πόνεσα πολύ γι’ αυτόν. Ήταν μοναδικός και θυσιάστηκε!» «Θυμάμαι τη στιγμή πριν την έκρηξη είπε ο Πάολο. Του φώναζα να τρέξει, να προλάβει, μας έπαιρναν το μωρό. Και αυτός …» «Και αυτός έτρεξε.» είπε ο Στέφανο. «Ποτέ δεν το εγκατέλειψε. Ποτέ!» «Εγώ θα σου πω για τον Αλέσιο, ακούστηκε να λέει μια φωνή. Γυρίσαμε και είδαμε τον Τσουζέπε. «Εγώ ξέρω καλύτερα από όλους τι ήταν ο Αλέσιο!»

Ο ΤΣΟΥΖΕΠΕ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ

ΜΕ ΤΟΝ ΕΚΛΕΚΤΟ ΑΛΕΣΙΟ «Τον πρώτο καιρό τον κρατήσαμε στο σπίτι, όμως αυτός γυρνούσε συνέχεια στο σημείο του δυστυχήματος, έψαχνε και περίμενε! Ώσπου μια μέρα η κυρία και ο ισχυρός πατέρας της που τότε ζούσε, διέταξαν να του κλείσουμε την πόρτα. Να τον αφήσουμε απ’ έξω. Φοβήθηκαν μήπως κινήσει υποψίες και σκέφτηκαν πως θα ήταν καλύτερα να τον αφήναμε να φανεί σαν ένα απλό αδέσποτο. Εκείνος όμως κάθε άλλο παρά απλός ήταν. »Κάθε φορά που την έβλεπε να βγαίνει με το μωρό, έκανε σαν τρελός από λαχτάρα.. Ώσπου τον πήραν και τον εγκατέλειψαν κάπου πολύ

Page 170: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

165

μακριά. Αυτός όμως γύρισε και πότε πήγαινε στον τόπο του δυστυχήματος και πότε ερχόταν στο μωρό. »Ο Κύριος Στέφανο τον λυπόταν πολύ και μου ζήτησε να τον ταΐζω κρυφά. Καταλάβαινα πως ένιωθε τρομερά άσχημα κάθε φορά που τον έβλεπε να περιμένει να δει το μωρό. Τις νύχτες τον ακούγαμε να ουρλιάζει σαν λύκος. Να σπαράζει και μάταια να προσπαθεί να μπει μέσα. »Ένα απόγευμα, και ενώ η κυρία έκανε βόλτα με το μωρό στον κήπο, άκουσε μια περίεργη φωνή. «Είσαι μία κλέφτρα!» της είπε κάποιος. «Έκλεψες το μωρό μας!» Της πήρε κάμποση ώρα μέχρι να καταλάβει από πού ερχόταν η φωνή. «Ποιος μίλησε;» φώναξε. «Εγώ!» της απάντησε εκείνος. «Ποιος εσύ; Δεν βλέπω κανέναν.» «Κανένας είμαι εγώ; Ο σκύλος εδώ μπροστά σου.» «Ποιος παίζει μαζί μου; Γιατί δεν αφήνετε στην ησυχία μου;» «Εγώ σου μιλάω. Ο Αλέσιο. Ο σκύλος του Πάολο, του ανθρώπου που εγκατέλειψες και του πήρες το μωρό.» «Αποκλείεται! Τα ζώα δεν μιλάνε! Φύγε! Δρόμο! Τσουζέπε διώξε γρήγορα αυτόν το ζώο.» «Και να με διώξεις, εγώ θα ξανάρθω. Θα έρχομαι μέχρι να μου δώσεις το μωρό και το βιβλίο μου.» «Ποιο βιβλίο; Μα τι λες;» «Αυτό που βρίσκεται στη βαλίτσα με τα πράγματα του μωρού. Μου ανήκει.» Η Κάρλα βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης. «Τσουζέπε, μιλάει σαν άνθρωπος, μου είπε φοβερά πράγματα, άκουσε να…τώρα θα ξαναμιλήσει…έλα παλιόσκυλο μίλα. Πες κάτι..» Τότε ο Αλέσιο κάθισε στα πίσω πόδια και γάβγισε κανονικά σα σκύλος. «Τζουζέπε. Πίστεψέ με, αλήθεια σου λέω, μιλάει.» «Ναι κυρία σας πιστεύω» την καθησύχασα εγώ «Μην ανησυχείτε. Πηγαίνετε μέσα θα το φροντίσω εγώ.»

Page 171: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

166

»Έμεινα μόνος μαζί του. Φυσικά και δεν πίστεψα τίποτα από όσα έλεγε η κυρία. Για μένα ο Αλέσιο ήταν ένας πιστός και άτυχος φίλος.υ. «Αχ! Κακόμοιρε…είσαι τόσο πιστός! του είπα. Ξέρω σε πονάει που έχασες τους ανθρώπους σου και αυτό το μωρό είναι ότι σου έχει απομείνει και αυτή η στρίγγλα, σου το πήρε. Μεταξύ μας φιλαράκο, το αφεντικό και εγώ σε καταλαβαίνουμε. Μου είπε να σε ταΐζω κρυφά. Έλα από την πίσω πόρτα και σε λίγο θα βγω με κάτι λιχουδιές…! »Και τότε συνέβη κάτι που ποτέ δε το είπα σε κανέναν και θα το πω τώρα εδώ για πρώτη φορά. Ο Αλέσιο μου μίλησε! Ξέρω πως από όλους εδώ μέσα, μόνο ο Πάολο με πιστεύει, έτσι δεν είναι Πάολο;» «Ναι!» συμφώνησε κείνος. «Έτσι ακριβώς, μόνο εγώ.» «Και εμείς» του γαβγίσαμε όλοι μαζί! «Και εμείς!» «Λοιπόν» συνέχισε την εξιστόρησή του ο Τσουζέπε. «Αυτό συνεχιζόταν για πολύ καιρό. Η Κάρλα πρώτα έστελνε κάποιον να δει αν είναι έξω ο σκύλος και ύστερα έβγαινε με το μωρό στον κήπο. Όμως ο Αλέσιο ήταν πιο έξυπνος. Εμφανιζόταν μόνο όταν εκείνη βρίσκονταν ήδη έξω και σε απόσταση αναπνοής. »Αυτό ήταν. Την τρέλανε. Μέχρι το μοιραίο εκείνο απόγευμα. Ήταν αποφασισμένη. Ο Στέφανο έλειπε και εμένα με είχε στείλει, επίτηδες σε εξωτερική δουλειά. Μόλις είδε τον Αλέσιο, έκανε σινιάλο με το χέρι της και ένας υπηρέτης μέσα από το σπίτι τον πυροβόλησε. Άκουσα από μακριά το μπαμ. Μα ήταν ήδη αργά. Όταν κατάλαβα τι είχε συμβεί, έκλαψα. Είχα χρόνια να κλάψω και έκλαψα για έναν σκύλο. »Τον πήρα και τον πήγα εκεί που νόμιζα ότι θα ήταν καλύτερα για εκείνον. Στην πλαγιά, όπου είχε χάσει ότι πολυτιμότερο είχε στη ζωή του. Τους αγαπημένους του ανθρώπους. Τον σκέπασα και είπα δυο λόγια. »Από τότε η Κάρλα δεν ξαναβγήκε στον κήπο. Ζούσε με φοβίες. Βασανιζόταν από τύψεις και είχε φοβερούς εφιάλτες. Μόλις έκλεινε τα μάτια, πετάγονταν έντρομη και ούρλιαζε. Πάρτε τον σκύλο από πάνω μου! Ώσπου τρελάθηκε Η μοίρα δεν την θέλησε την αδικία. Την τιμώρησε, με τον πιο σκληρό τρόπο. Της πήρε τα λογικά. Δεν ήταν καθόλου καλύτερη από αυτή του Πάολο. Αυτός τουλάχιστον, δεν ήξερε…δεν θυμόταν. Όσο για το μωρό, ποτέ της δεν το χάρηκε. Πιο πολύ το χαρήκαμε εμείς οι υπηρέτες, παρά η εκείνη.»

Page 172: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

167

Καθισμένες στο χορτάρι η Άρτεμη και η Ραφαέλα παρατηρούσαν το ευτυχισμένο ανέμελο κουταβάκι. Στη θέα του μικρού, ο πόνος μαλάκωσε, η Ραφαέλα χαμογέλασε. «Χαμογελάς;» είπε ευχαριστημένη η Άρτεμη. «Πόσο χαίρομαι!» «Λοιπόν ξέρεις τι διαπιστώνω;» «Τι;» «Η ζωοφιλία είναι κληρονομική. Το πήρα από τον Πάολο.» «Και εγώ από τη μαμά μου» συμπλήρωσε η Άρτεμη. «Τσουζέπε!» «Μάλιστα δεσποινίς.» «Το τραπέζι γρήγορα! Και τους μπαμπάδες μου και εσένα, ανεκτίμητέ μου φίλε…σας θέλω, στο πλάι μου.» Η ΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΡΓΑ ΤΟ απόγευμα η Άρτεμη αποφάσισε πως έπρεπε να φύγουμε. Το μικρό αυτοκίνητο περίμενε στην είσοδο του μεγάλου σπιτιού για να μας πάει στο σπίτι μας. Όταν όμως με είδαν να εμφανίζομαι με το μεταλλικό κουτί στο στόμα, αυτό που έκρυβε στο εσωτερικό του το πολύτιμο βιβλίο, φυσικά απόρησαν. Και πριν προλάβουν να πουν κάτι σχετικό, εγώ η εξυπνούλα είχα κιόλας τρυπώσει στο αυτοκίνητο. Άφησα το βιβλίο στο κάθισμα και κάθισα επάνω του. «Ε! Νίκη! Αυτό δεν σου ανήκει!» με μάλωσε η Άρτεμη.» «Νομίζεις!» της είπα και απλώθηκα πάνω το κασελάκι. Περίεργο, όμως εκείνη τη στιγμή δεν ένιωσα εκείνον τον απροσδιόριστο φόβο που ένιωσα την πρώτη φορά που το πλησίασα. Ίσως οφείλονταν στο μεταλλικό κασελάκι ή στη δύναμη της θέλησης. Ποιος ξέρει; Πάντως δάγκωσα το κουτί γερά και δεν το άφηνα με τίποτα! Τι παρακάλια, τι μπατζάκια στα πισινά μου. Όσο εκείνη τράβαγε, τόσο εγώ υπερασπιζόμουν την κατάκτησή μου. Ήμουν αποφασισμένη να το

Page 173: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

168

κρατήσω πάση θυσία! Να φανταστείτε, μέχρι δόντια της έδειξα. Ώσπου εμφανίστηκε ο Πάολο. «Μα τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Η Νίκη!» του απάντησε εκείνη. «Πήρε εκείνο το βιβλίο και δεν το αφήνει, με τίποτα.» Εκείνος με κοίταξε κατάματα και αφού φόρεσε εκείνο το γνώριμο συμπαθητικό του ύφος, μου ψιθύρισε στο αυτί: «Νίκη καλή μου. Θα μου το δώσεις;» «Όχι!» του ψιθύρισα και εγώ, καταβάλλοντας υπερκύωνες προσπάθειες να μην χαλάσουμε τις σχέσεις μας. «Δεν το δίνω! Θα το πάω στον φίλο μου τον Πειρατή. Τελεία και παύλα. Μην επιμένετε γιατί…θα αγριέψω. Για πρώτη φορά, θα δαγκώσω, αν χρειαστεί. Κοιτάξτε τα δόντια μου!» «Η Νίκη έχει σοβαρούς λόγους που το θέλει τόσο πολύ!» είπε εκείνος. «Δεν είναι σωστό να της το πάρουμε. Κράτησέ το λοιπόν. Να το προσέχεις όμως εντάξει;» «Έγινε!» συμφώνησα. Θα το φυλάω σαν τα δυο πεσμένα αυτιά μου. «Περίεργη η συμπεριφορά της Νίκης» είπε η Άρτεμη. «Δεν ξέρω τι να υποθέσω! Πρώτη φορά τη βλέπω σ’ αυτήν την κατάσταση.» «Το βιβλίο της ανήκει. Το κέρδισε με την αξία της.» είπε ο Πάολο. ΕΠΙΑΣΑΝ τα δυνατά κρύα. Ο χειμώνας έφτασε βαρύς και οι βόλτες λιγόστεψαν δραματικά. Ούτε στο πάρκο δεν μπορούσαμε να πάμε. Είμαστε και οι δυο κρυουλιάρες, σαν γάτες. Είχαμε όμως πολύ χρόνο για χουζούρια και όνειρα. Έκρυψα το βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι μου. Κάθε φορά όμως που η Άρτεμη ήθελε να σκουπίσει, έπρεπε να το αρπάζω και να χώνομαι κάτω από το κρεβάτι. Και όταν εκείνη τελείωνε το σκούπισμα, να το ξανακρύβω κάτω από το μαξιλάρι μου. Αυτό που ήταν τόσο κουραστικό για μένα και επικίνδυνο για την ακεραιότητα του βιβλίου, από ότι φαίνονταν, για εκείνη ήταν πολύ διασκεδαστικό. Την άκουγα να το αφηγείται στους φίλους της και να γελάνε. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα αν έβρισκα μια σίγουρη

Page 174: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

169

κρυψώνα. Δεν γίνεται να ζω συνέχεια με την αγωνία ότι κάποια στιγμή θα μου το πάρουν. Έπρεπε λοιπόν να βρω ένα μέρος όπου οι άνθρωποι δεν πατάνε ποτέ το πόδι τους. Που δεν πατάει πόδι ανθρώπου; αναρωτιόμουν. Αχ και ήταν εδώ ο Ρούντυ, ή ο μικρούλης Τεό. Αυτοί ξέρουν τόσες κρυψώνες! Σαν αστραπή ήρθε στο μυαλό μου, η φαεινή ιδέα. Μα φυσικά. Η ποιο τέλεια κρυψώνα, ήταν κάτω στη γέφυρα! Εκεί όπου κοιμόταν ο Πάολο και ο Ρούντυ. Τέλεια. Δεν μου μένει λοιπόν παρά να βρω την κατάλληλη ευκαιρία και…γιατί όχι και τώρα; Στη βράση κολλάει το σίδερο που λένε και οι δίποδοι. Θα της ζητήσω να βγω. Άλλωστε ποτέ δεν μου λέει όχι για μια σύντομη βόλτα. Λοιπόν, καιρός να βγω από την κρυψώνα μου. Την είδα που χάρηκε «Θέλεις να βγεις; Καλά λοιπόν. Για λίγο όμως. Έξω χιονίζει.» Σηκώθηκε και ήρθε στην πόρτα. Τότε εγώ έκανα μια γρήγορη βουτιά κάτω από το κρεβάτι και άρπαξα το βιβλίο. Έφυγα τρέχοντας χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω το έκθαμβο ύφος της με το οποίο ήμουν σίγουρη ότι θα με κοιτούσε. «Μα που το πας;» την άκουσα μόνο να μου φωνάζει. «Νίκη! Δεν το πιστεύω! Πάει να το κρύψει λες και είναι κόκαλο.» Έφτασα στο πρώην σπίτι του Ρούντυ και αφού το έκρυψα όσο πιο καλά μπορούσα, επέστρεψα στο σπίτι μου. Η Άρτεμη με περίμενε στην πόρτα. Αφού μπήκα μέσα, εκείνη βγήκε κλειδώνοντας πίσω της. Απόρησα. Αυτό δεν το έχει ξανακάνει. Με άφησε μέσα μόνη και έφυγε χωρίς να μου πει ούτε μία κουβέντα. Να τα μας, σκέφτηκα. Και μεταξύ μας μυστικά! Έξω όμως το χιόνι δυνάμωνε και εγώ κούρνιασα στο κρεβάτι μου και αποκοιμήθηκα ευχαριστημένη. Στο μικρό διαμέρισμα της οδού Φαμπρέτι, στον πρώτο όροφο, ήταν ζεστά. Απαλή μουσική ακουγόταν από το ραδιόφωνο ενώ χαλάρωνα πάνω στο μαξιλάρι μου που τώρα πλέον δεν εκτελούσε χρέη κρυψώνας. ΞΥΠΝΗΣΑ ΚΑΙ πήγα κατευθείαν στο παράθυρο. Δύο δεκοχτούρες ήρθαν και κάθισαν στο περβάζι. Η Άρτεμη άνοιξε με πολύ προσοχή το παράθυρο. Έκανε μία φέτα ψωμί τέσσερα κομμάτια και τα άφησε πάνω

Page 175: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

170

στο χιόνι. Τα πουλιά έπεσαν με λαιμαργία πάνω στο ψωμί. Είδα την ικανοποίηση στο βλέμμα της. Ήταν επειδή ταΐσε δυο πεινασμένα πλάσματα.

ΛΥΓΕΡΗ

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ αυτός είναι πραγματικά πολύ βαρύς. Και λόγο αυτού, μάθαμε πως τα κορίτσια δεν θα μπορέσουν να έρθουν για τα Χριστούγεννα. Η συνήθως ηλιόλουστη Ελλάδα μας, ζει έναν πολικό χειμώνα, λένε οι άνθρωποι. Οι περισσότερες πόλεις έχουν αποκλειστεί και μέσα σ’ αυτόν τον χαλασμό εμφανίστηκε στη ζωή μας η Λυγερή. Μια σκυλίτσα μούρλια! Η τελευταία μου ανακάλυψη. Όπως θα καταλάβατε επιστρέψαμε στην Ελλάδα και την αφήγηση την συνεχίζω και πάλι εγώ, ο Πειρατής, πρώην ούστ από εδώ. Χωμένος στο σπιτάκι μου κοιτάζω το χιόνι που πέφτει απαλά. Ούτε λόγος για να βγω έξω. Η μαμά φρόντισε και το τύλιξε με ένα τεράστιο χοντρό χαλί. Στερέωσε και έναν μουσαμά από γύρω, έριξε και ένα διάφανο χοντρό νάιλον, πάνω από την πορτούλα μου. Ζεστό και ευρύχωρο το σπιτάκι μου, γιατί να θέλω να αφήσω την θαλπωρή μου; Πίσω από το διάφανο χοντρό νάιλον, βλέπω το χιόνι που πέφτει ασταμάτητα, βλέπω και σκέφτομαι μια χαρά εφόσον βρίσκομαι στο ζεστό μου σπιτάκι. Η Μυρτώ, ο Πάρις και η Μπούμπα, κούρνιασαν κάτω από τη σκάλα. Εκεί είναι το πιο ζεστό σημείο της αυλής. Τα σπιτάκια τους έχουν γεμίσει χιόνι και ο αέράς τα σφυρηλατεί αλύπητα από όλες τις πλευρές. Ο Σίμπα το τρεμουλόψαρο, η Πέρσα και οι τρεις γατούληδες, την έχουν καλύτερα. Μεταφέρθηκαν μέσα στο σπίτι και βλέπουν το χιόνι από τα μεγάλα παράθυρα.

Page 176: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

171

Εκείνο το πρωί, όταν το ξυπνητήρι χτυπούσε επίμονα για να τους ξυπνήσει, κανείς δεν φανταζόταν αυτό που συνέβαινε έξω. Πρώτος όπως πάντα σηκώθηκε από το κρεβάτι ο μπαμπάς. Τον ακούσαμε να φωνάζει εντυπωσιασμένος: «Παιδιά! Ξυπνήστε! Μάλλον, σήμερα, σχολείο δεν έχει!» Και ταυτόχρονα από τον κάτω όροφο, η μαμά ανήσυχη: «Θεέ μου! Τα ζώα!». Όταν μετά από λίγο άνοιξε η πόρτα, βρέθηκαν μπροστά σε ένα πραγματικά σπάνιο φαινόμενο. Ένας τοίχος από παγωμένο χιόνι, έκλεινε την είσοδο του σπιτιού. «Τι είναι αυτό;» τρόμαξε η μαμά. «Δεν το πιστεύω, πάγος!» «Παγωμένο χιόνι!» συμπλήρωσε ο μπαμπάς. «Μα που βρισκόμαστε στη Σιβηρία; Αυτά τα βλέπουμε μόνο στις ταινίες. Κρίμα που θα πρέπει να το χαλάσουμε.» Χάλασαν το τείχος και βγήκαν. Ο δυνατός αέρας τους παρέσερνε. Με δυσκολία έφτασαν στα σπιτάκια των εσωτερικών που βρισκόντουσαν μόλις λίγα μέτρα από την είσοδο και άρχισαν να φτυαρίζουν το χιόνι για να τα ελευθερώσουν. Ήσαν και οι δύο τρομοκρατημένοι. Δεν ήξεραν σε τι κατάσταση θα τους έβρισκαν. Όμως τα σπιτάκια ήταν άδεια. «Δεν είναι κανένα μέσα!» φώναξε η μαμά. «Θεέ μου βάλε το χεράκι σου να μην θαφτήκανε στο χιόνι!» Ένα γάβγισμα που ακούστηκε εκείνη τη στιγμή τους καθοδήγησε κατάλληλα. «Κάτω από τη σκάλα» είπαν και οι δύο μαζί και έτρεξαν προς τα εκεί. Με μερικές φτυαριές ελευθέρωσαν την είσοδο. Έσκυψαν και τους είδαν και τους τρις κουλουριασμένους στο βάθος. Όλοι ξέρουμε πως τα σκυλιά δεν μοιράζονται το σπίτι τους. Εκτός από περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όπως είναι αυτή τώρα. «Τα πουλάκια μου» είπε η μαμά. «Και ανησύχησα τόσο πολύ. Λες να είναι καλά εδώ μέσα;» «Σίγουρα.» είπε ο μπαμπάς. «Θα κλείσω μόνο την είσοδο καλύτερα για να μη μπαίνει μέσα ο βοριάς. Θα είναι μια χαρά…μην ανησυχείς, πάμε τώρα να δούμε τον Πειρατή.»

Page 177: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

172

Εντωμεταξύ μέσα στο σπιτάκι μου, εμείς…χουζουρεύαμε μια χαρά. Που να βγούμε έξω! Οι άνθρωποι μου φτυάρισαν το χιόνι, στερέωσαν το μουσαμά καλύτερα και έσκυψαν για να με χαϊδέψουν. Και τότε την είδαν… «Πειρατή» είπε μαμά. «Είσαι καλά εκεί μέσα φιλαράκο μου; Μήπως κρυώνεις;» «Είμαστε μια χαρά» της απάντησα. «Τι είναι αυτό; Μα πως βρέθηκες εσύ εδώ;» είπε μόλις την αντίκρισε. «Σίγουρα θα βρίσκεται εδώ από ‘χθες βράδυ» συμπέρανε πολύ σωστά ο μπαμπάς. «Μα πως, μ’ αυτή τη χιονοθύελλα;» Ύστερα, αφού σκέφτηκε για λίγο: «Μάλιστα! Κατάλαβα. Το βράδυ! Το αυτοκίνητο που σταμάτησε έξω και ύστερα τα γαβγίσματα; Κάποιος ασυνείδητος την εγκατέλειψε και ο ήρωάς μας έκανε το καθήκον του και την φιλοξένησε. Σίγουρα θα είχε παγώσει εάν έμενε έξω. Μπράβο Πειρατή, Την έσωσες.» Έτσι ήρθε στη ζωή μας η Λυγερή. Η μαμά την ονόμασε έτσι λόγο εμφάνισης. Είναι ένα λυγερόκορμο λαγωνικό χρώματος σοκολατή με αυτιά μακριά πεσμένα και μαλακά. Στα πόδια της έχει άσπρα σημάδια σαν να φοράει κάλτσες και μία άσπρη βούλα στο κούτελο. Τα μάτια της είναι εντυπωσιακά κίτρινα. Είναι πιτσιρίκα και πολύ χαδιάρα. Όσο για εμένα! Τι να σας λέω! Σωστός τζέντλεμαν! Μοιραζόμαστε το ίδιο σπιτάκι, τρώμε μαζί, δεν κουνήσαμε ρούπι όλες αυτές τις παγωμένες ημέρες. Η κακοκαιρία κράτησε δύο εβδομάδες. Η μαμά έβγαινε κάθε πρωί με έναν κουβά ζεστό νερό. Το έριχνε πάνω στα παγωμένα κατσαρολάκια μας και εμείς πίναμε με όρεξη. Μα πριν περάσουν μερικά λεπτά το νερό πάγωνε ξανά. Τέτοιο πολικό ψύχος είχε 30 χρόνια να κάνει, έλεγαν όλοι. Τα αυτοκίνητα έμειναν ακινητοποιημένα και τα σχολεία κλειστά. Η διαδρομή από το σπίτι μας μέχρι της Κανέλλας, ήταν πλέον ένας σκέτος Γολγοθάς. Η μαμά με κόπο πήγαινε μια φορά την ημέρα για να τους ταΐσει. Κάνα δυο φορές που επιχείρησα να την ακολουθήσω, όμως εκείνη μου ζήτησε να επιστρέψω στο σπιτάκι μου και εγώ υπάκουσα.

Page 178: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

173

Σταμάτησε να χιονίζει στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας. Όταν μετά από πολλές ημέρες έλιωσαν τα χιόνια, οι άνθρωποι του σπιτιού βρήκαν στο φράχτη δεμένο, ένα περιλαίμιο και ένα σχοινί. Κατάλαβαν πως ήταν της Λυγερής. Αυτός ο ασυνείδητος που την εγκατέλειψε εκείνο το βράδυ, φρόντισε να την δέσει στο φράχτη για να μην τον ακολουθήσει. Φυσικά την ελευθέρωσα εγώ και την κάλεσα στο ευρύχωρο σπιτάκι μου. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ είχε κάνει επιτέλους την εμφάνισή του. Σήμερα από το πρωί, η Άρτεμη ετοιμάζει τις βαλίτσες. Εγώ αμίλητη την παρακολουθώ. «Νίκη μου» μου είπε κάποια στιγμή. «Κατάλαβες τι κάνω; Ετοιμάζω τις βαλίτσες μωρό μου. Φεύγουμε. Πάμε σπίτι μας, Διακοπές. Πάμε στον Πειρατή καλή μου!!» «Διακοπές!» Γάβγισα τρισευτυχισμένη. «Άνοιξε γρήγορα την πόρτα. Πρέπει οπωσδήποτε να βγω έξω. Άνοιξε σου λέω πρέπει να πάω στη γέφυρα!» Εγώ να τρέμω από ταραχή και εκείνη σαν να μην συμβαίνει τίποτα : «Άνοιξε σου λέω!» να επιμένω και να παίρνω φόρα και να ορμώ πάνω στην πόρτα! «Πρέπει να προλάβω! Άνοιξε!» «Καλά, καλά,» είπε εκείνη επιτέλους. «Ηρέμησε, σου ανοίγω.» Με το που άνοιξε η πόρτα, έγινα καπνός. Με μια ανάσα βρέθηκα στη γέφυρα και άρχισα να ψάχνω. Έψαχνα, έψαχνα όμως… Ο! Συμφορά μου, το βιβλίο πουθενά! Τρελάθηκα! Όχι…δεν μπορεί! Εδώ το είχα θάψει, Οχ! Τι έπαθα! Μα που να είναι; Και τότε, πάνω που κόντευα να τρελαθώ, φάνηκε η Άρτεμη. Ήταν όπως και πριν ήρεμη και χαμογελαστή. «Τι κάνει εδώ το κορίτσι μου;» είπε. «Το βιβλίο!» άρχισα να κλαίω. «Πάει! Το βιβλίο! Τι θα κάνω τώρα;» «Έλα μωρό μου μωρό μου» με καθησύχασε και πήγε προς το βάθος της εσοχής. Και δόξα το Θεό, την είδα να κατεβάζει το μεταλλικό κουτί

Page 179: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

174

από την τρύπα στην οποία ο Πάολο έβαζε τα ρούχα του. Αφού το φύσηξε μια δυο φορές, μου φώναξε: «Κοίτα τι έχω εδώ! Μήπως το κορίτσι μου ψάχνεις αυτό;» Στη θέα του κουτιού που μόλις πριν από λίγο θεωρούσα χαμένο, έκανα ένα σάλτο από χαρά.. Βγήκα τρέχοντας και σταμάτησα μόνο όταν έφτασα στο κατώφλι του σπιτιού μας. Αφού μπήκαμε μέσα, εκείνη μου πήρε το κουτί και εγώ για πρώτη φορά της το εμπιστεύτηκα. Ένιωσα πως έτσι έπρεπε να κάνω.

Η ΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ Ο ΚΗΠΟΣ είναι και πάλι καταπράσινος. Η οικογένεια σήμερα βάλθηκε να ομορφύνει το σπίτι. Τα κορίτσια ταχτοποιούν μέσα και οι γονείς έξω. Ασχολίες του κήπου, όπως κλάδεμα, κούρεμα γκαζόν, καθάρισμα τα σκυλόσπιτα.. Η Λυγερή λαγοκοιμάται πλάι μου. Ακόμα δεν έχει χωνέψει το φαγητό που έφαγε και νιώθει βαριά. Παρακολουθώ κάθε τους κίνηση, νιώθω πως κάτι θα συμβεί. Κάπου στο βάθος είδα τη Μπούμπα. «Πάω να μάθω» της είπα . «Θα γυρίσω αμέσως.» Η Λυγερή δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Συμφώνησε σιωπηλά. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε καθόλου όρεξη. Έκανα το γύρο της αυλής και πήγα στη Μπούμπα. «Μήπως ξέρεις τι τρέχει;» τη ρώτησα. «Γιατί τόση φασαρία;» «Έρχονται» μου είπε. Η Νίκη και Άρτεμη, έρχονται! «Τι; Και μου το λες έτσι απλά;» «Ε που πας;» «Πάω να τους ειδοποιήσω!» «Ποιους;» «Όλους!!» Έφυγα τρέχοντας. Προσπέρασα τη Λυγερή χωρίς να κόψω ταχύτητα. Εκείνη ούτε που πρόλαβε να με ρωτήσει που πάω. Με είδε όμως να

Page 180: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

175

τρέχω και κατάλαβε πως η Μπούμα ευθύνεται για αυτό. Μονομιάς της έφυγε η βαριεστιμάρα. Έτρεξε κοντά της και άρχισε τις ερωτήσεις. «Τι του είπες; Που πάει;» «Αχ! Αυτοί οι νέοι!» είπε εκείνη κουνώντας το κεφάλι της. «Πάντα ανυπόμονοι!» «Μα πες μου τι συμβαίνει;» «Έρχεται η Νίκη». «Η Νίκη; Ποια είναι αυτή;» «Τι, δεν τη Νίκη; Α! Κατάλαβα! Εσύ παιδί μου έχεις χάσει επεισόδια! Έλα ξάπλωσε εδώ πλάι μου και άκουσε με προσεχτικά. Έχεις πολλά να μάθεις.» Υπάκουσε και κοιτώντας την στα μάτια περίμενε. Είχε όρεξη να μάθει και η Μπούμπα, μιας και είχε πολύ καιρό να κάνει τη δασκάλα, είχε διάθεση. Της μίλησε για τα πάντα. Για τη Νίκη, για τους γενναίους εκλεκτούς, για τα κατορθώματα μας. Φυσικά είχε ξεχάσει αρκετά, όμως και αυτά που θυμήθηκε, πολλά ήταν. Η πιτσιρίκα έδειξε πολύ ενδιαφέρον. Η ίδια δεν ήξερε σχεδόν τίποτα από τη ζωή. Δεν ήξερε τι σήμαινε αδέσποτος σκύλος, ούτε από πείνα ή κακοποίηση. Η μόνη δύσκολη στιγμή στη ζωή της ήταν εκείνο το παγωμένο βράδυ που και πάλι είχε την τύχη να συναντήσει εμένα. Δεν πρόλαβε να πεινάσει, ούτε να βρεθεί στους δρόμους εγκαταλειμμένη όπως εγώ. Δεν ήξερε πως υπάρχουν τεράνθρωποι, δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά. Εντωμεταξύ εγώ είχα κάνει τη γύρα μου. Βρήκα την Κανέλλα στο κατώφλι του μικρού σπιτιού του αείμνηστου Πιγκουΐνου. Ο Καφετούλης, η Χαϊδούλα, ο Γατούλης και η Παρδαλή, ήταν εκεί, πάνω στα κολονάκια τους. Ο Χάρης και η Τζίνα έλειπαν. «Έρχεται η Νίκη…» φώναξα πριν καν χαιρετήσω. «Στο σπίτι όλοι είναι ανάστατοι. Καθαρίζουν, περιποιούνται την αυλή. Από το πρωί, δουλειές κάνουν. «Αδερφέ μου…πολλή πρεμούρα για Νίκη!» άκουσα να λέει η Τζίνα που πλησίαζε εκείνη τη στιγμή κάπως ανόρεχτα. «Και όλα αυτά οι άνθρωποι τα κάνουν μόνο για τη Νίκη;» ρώτησε η Κανέλλα.

Page 181: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

176

«Ε! Ναι. Φυσικά. Τι άλλο!» «Μόνη θα έρθει από την Ιταλία;» «Θα έρθει και η…ο…άνθρωπός της. «Που πας τώρα;» «Πάω στη Λευκή. Θα πεταχτώ και μέχρι τον Άραμη!». Την επόμενη μία ώρα, είχα κάνει σχεδόν τον γύρω της πόλης. Από όπου περνούσα, διαλαλούσα τον ερχομό της Νίκης. Ώσπου κατάκοπος κατέληξα στο κατώφλι του Άραμη. «Απόλλων! Μα που είσαι μικρέ ζαβολιάρη; Κοίτα Άραμη τι μου έκανε ο γιος σου.» Ήταν φυσικά ο άνθρωπος τους και μόλις είχε ανακαλύψει ακόμη μία σκανταλιά του νεαρού Απόλλων, γιο του φίλου μας Άραμη. «Ε! Πειρατή γεια!» είπε εκείνος. «Πως από εδώ;» «Έρχεται η Νίκη φίλε μου!» «Σοβαρά; Στα κορίτσια το είπες;» «Δεν πρόλαβα. Θα πας εσύ; Εγώ κουράστηκα φίλε μου.» «Ναι έγινε, και άκου, τι λες για μία τελετή υποδοχή;» «Καταπληκτική ιδέα. Θα μάθω πότε ακριβώς έρχεται και θα σου πω. Να ειδοποιήσουμε και τους άλλους. Φεύγω τώρα και…να προσέχεις τον γιο σου τον ζαβολιάρη!» «Έγινε φιλαράκο! Τα λέμε!» Γύρισα στο σπίτι σχεδόν νύχτα. Ο κήπος ήταν τέλειος και από τα παράθυρα του σπιτιού έβγαινε φως. Έτρεξα ξανά στη Μπούμπα. «Ε! Τι έγινες εσύ;» Με ρώτησε εκείνη. «Που χάθηκες;» «Τους ειδοποίησα όλους. Ο Άραμης μάλιστα είχε μια υπέροχη ιδέα. Λέμε να της ετοιμάσουμε μία ωραία υποδοχή. Μόνο που πρέπει να μάθουμε πότε ακριβώς θα έρθει. Μήπως ξέρεις;» «Εγώ όχι…δεν ξέρω, να ρωτήσουμε τη Μυρτώ.» Όση ώρα μιλούσαμε η Μυρτώ μας παρακολουθούσε όπως πάντα κακόκεφη. Η Μπούμπα πήγε κοντά της «Γιατί είσαι έτσι κακόκεφη;» τη ρώτησε.

Page 182: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

177

«Γιατί αύριο έρχεται εκείνο το σπαστικό η Νίκη» είπε. «Και ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Τέρμα η ηρεμία για ένα ολόκληρο καλοκαίρι!» «Α! Σοβαρά; Τι μου λες;» «Ναι. Πες μου τώρα ότι χάρηκες να τα πάρω στο κρανίο!» «Εγώ, να χαρώ επειδή θα έρθει εκείνο το σπαστικό! Δεν θα είσαι καλά» ΣΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΠΕΡΑΣΑ τη νύχτα στο κατάστρωμα, στην αγκαλιά της. Το πρωί μας ξύπνησε ο ήλιος. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα πλάι μου τον Έβρο. Σε λίγο πήγαν για καφέ και εμείς μείναμε εκεί για να φυλάμε τις αποσκευές μας. «Θέλω να το δω!» είπε ανυπόμονος εκείνος. «Τι θέλεις να δεις!» είπε δήθεν πως δεν κατάλαβα. «Έλα τώρα. Τα έμαθα όλα! Επισκέφτηκα πολλές φορές το γιο μου. Ο Πέντρο και ο Ρούντυ μου είπαν για τον Αλέσιο, για το βιβλίο! Τα πάντα!» Ήταν άσκοπο να θέλω να συνεχίσω να το παίζω τρελή. «Εδώ είναι» του είπα. «Μέσα σ’ αυτόν τον σάκο. Όμως δεν μπορώ να το βγάλω. Μόλις έρθει η Άρτεμη θα της πω να μου το δώσει». «Δεν μπορώ να περιμένω. Ας προσπαθήσουμε μόνοι μας.» «Δεν γίνεται σου λέω! Κοίτα πόσα κουμπώματα και ασφάλειες έχει.» Δυο άνθρωποι πέρασαν από δίπλα μας και αντί να θαυμάσουν εμάς, «Κοίτα!» είπαν δείχνοντας προς τη θάλασσα. «Δελφίνια! Λένε πως είναι πιο έξυπνα και από τους σκύλους. Το φαντάζεσαι;» (Ε! Δεν πάμε καλά! Όχι και από εμάς πιο έξυπνα! Και…που το είδαν αυτό γραμμένο! Όμορφα, όντως. Όμως όχι και πιο έξυπνα! Γιατί; Επειδή κολυμπούν παράλληλα με το πλοίο; Σπουδαία δουλειά!) Όλο αυτό ήταν η νοερή σκέψη του Έβρου και σας την μετέφερα αυτούσια.

Page 183: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

178

«Πρέπει να το παραδεχτούμε» του είπα. «Είναι όντως χαριτωμένα ψάρια.» «Αυτά τα πανέμορφα θηλαστικά δεν πρέπει να χαθούνε, ακούστηκε να λέει μια νεαρή μητέρα στο παιδάκι της. «!» «Θέλω να τα χαϊδέψω μαμά» είπε ο μικρός και η μητέρα γέλασε. «Αυτό δεν γίνεται» είπε. Μπορείς όμως να χαϊδέψεις αυτά τα σκυλάκια. «Είναι και αυτά το ίδιο πανέμορφα.» Μ βρήκε απόλυτα σύμφωνη. Επιτέλους, ένας άνθρωπος με…ουσία. Αφήσαμε τον μικρούλη να μας χαϊδέψει, για δικό της χατίρι. «Νίκη» ρώτησε μετά από λίγο ο Έβρος. Τι είναι θηλαστικά;» «Αυτά που δεν φορούν θηλιά στο λαιμό.» Οι άνθρωποι μας, πλησίαζαν κουβεντιάζοντας. Τους περιμέναμε μέχρι που έφτασαν δίπλα μας. Πήγα στο σάκο και άρχισα να τον σπρώχνω με προς το μέρος της την μουσούδα μου. Εκείνη φυσικά κατάλαβε αμέσως. «Τι θέλει το κορίτσι μου» είπε εκείνη «Μήπως να ανοίξω το σάκο;» «Μήπως πεινάει;» ρώτησε ο Νικόλας. «Όχι. Θέλει το κουτί με το βιβλίο.» . «Μα τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Νικόλας; «Ένα παράξενο βιβλίο» του απάντησε εκείνη. «Και από ότι φαίνεται, ο Έβρος το φοβάται» είπε εκείνος. «Λοιπόν Νίκη ορίστε! Το βιβλίο σου. Το αφήνω εδώ. Θα έρθω ύστερα να το βάλω πάλι μέσα. Εμείς πάμε μια βόλτα.» Με το κουτί ανοιχτό και το βιβλίο μπροστά μας, μείναμε ακίνητοι. «Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε ο Έβρος. «Δεν ξέρω» είπα μάλλον φοβισμένη. «Εσύ ήθελες να το δεις!» «Λέω… λίγο να το πλησιάσουμε.» «Ναι… λίγο όμως! Όπα… φτάνει τόσο! Βλέπεις ότι βλέπω;» «Ναι. Βλέπω μία φάτσα. Είναι ένας περίεργος άνθρωπος εκεί πάνω. Κινείται…» Οι άνθρωποι, δυστυχώς για εκείνους, δεν έβλεπαν τον περίεργο άνθρωπο με τα μικροσκοπικά γυαλιά που κρέμονταν από τη σουβλερή

Page 184: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

179

μύτη του. Ούτε την μακριά πλεγμένη ασημένια γενειάδα του που λαμπύριζε στον ήλιο έβλεπαν. Ο Έβρος έκανε ένα βήμα παραπάνω. Είχε τόση περιέργεια! Ήθελε να δοκιμάσει. Και που ξέρεις; Σκύλος είναι. Μπορεί να είναι και ο εκλεκτός! Έτσι σκέφτηκε. Εγώ κράτησα την απαιτούμενη απόσταση και περίμενα. Ένα δάχτυλο με κατακόκκινο σκυλίσιο νύχι, του έκανε νεύμα να πλησιάσει. Εκείνος πήρε θάρρος και πλησίασε. Η σουβλερή μύτη πρόβαλε έξω και τον μύρισε καλά-καλά. Εκείνος τότε ξεθάρρεψε κι’ άλλο και έσκυψε πάνω στο βιβλίο. Το δάχτυλο έγινε μία τεράστια ανθρώπινη παλάμη και…πλάτς, του κάθισε μια γενναία σφαλιάρα. Ο δύστυχος εκτοξεύτηκε με δύναμη πάνω σε μια στοίβα καραβόπανα. Ευτυχώς δηλαδή. Τότε έκανα ένα ξαφνικό σάλτο και έκλεισα το κουτί. Ύστερα το άρπαξα και το έχωσα μέσα στο σακίδιο. Όταν η Άρτεμη επέστρεψε από την βόλτα της, το έκλεισε πάλι καλά. ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ μπήκε στο γνώριμο δρομάκι. Κόντευε να νυχτώσει και εγώ κοιτούσα όλο αγωνία από το παράθυρο. Τώρα θα αντικρίσω τον Πειρατή σκεφτόμουν και η αγωνία μου μεγάλωνε. Τα φώτα στο δρομάκι είχαν κιόλας ανάψει. Το αυτοκίνητο πήρε την στροφή και τότε δεξιά και αριστερά φάνηκαν οι φίλοι μου. Ήσαν όλοι εκεί και μου τραγουδούσαν το καλωσόρισες. Η Κανέλλα μου κουνούσε χαρούμενη την ουρά. Ο Άραμης, η Λευκή, η Μαριορή, η Μίλβα και οι υφιστάμενοί της. Δεν ήξερα ποιόν να πρώτο- κοιτάξω! Ήμουν τόσο χαρούμενη! Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στην είσοδο του σπιτιού μας και τότε τον είδα! Τον έναν τον μοναδικό, τον ανεπανάληπτο φίλο μου, τον Πειρατή. «Ε! Μα τι συμβαίνει εδώ;» αναρωτιόντουσαν οι άνθρωποι. «Που βρεθήκατε όλοι εσείς;» «Ήρθαν για την Νίκη! Ναι ήρθαν για τη Νίκη! Είναι μοναδικό αυτό που συμβαίνει Ήρθαν για την Νίκη!»

Page 185: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

180

Το είπε πολλές φορές, για να το εμπεδώσει μάλλον. Ε! Ναι! Ήρθαν για μένα. Αφού αγκάλιαζε το παιδί της που είχε σχεδόν ένα χρόνο να δει, ήρθε μου χάιδεψε τα αυτιά. «Καλός όρισες γλυκέ μου ταραξία» είπε. Τώρα…τι εννοούσε…

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΛΗΜΕΡΙΑ ΜΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ μπήκαν στο σπίτι. Μέχρι αργά το βράδυ ακουγόντουσαν οι χαρούμενες φωνές τους. Εντωμεταξύ οι φίλοι μας έμειναν παρέα μας και ρωτούσαν τη Νίκη για τα νέα της. Μιλούσαν όμως όλοι μαζί και από κάποιο σημείο και ύστερα κατάντησε ενοχλητικό. «Κάντε επιτέλους ησυχία! φώναξε ο τεράστιος Πάρις. «Μην γαβγίζετε όλοι μαζί. Δεν μπορεί να απαντάει σε όλους ταυτόχρονα!» Μούγκα όλοι, μεμιάς. Που να τολμήσουν να φέρουν αντίρρηση στον γίγαντα με τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια. Όταν αυτά τα μάτια σε καρφώνουν, εσύ δεν μπορείς παρά να νιώσεις ένα τρέμουλο από τις άκρες των αυτιών σου, ως τις μύτες των ποδιών σου. Άσε που μπορεί απ’ την τρομάρα να σου φύγουν και… τα υγρά, κοινός, να κατουρηθείς πάνω σου. Όταν εκείνος λέει σκασμός, εσύ …τουμπεκί ψιλοκομμένο. Κάπου άκουσαν να το λένε αυτό όμως δεν θυμάμαι που. Τέλος πάντων. Έτσι και τώρα. Στάθηκε ολόρθος στο κέντρο της μεγάλης παρέας, τσίτωσε τα αυτιά, έβαλε την φουντωτή ουρά του κάτω από τα σκέλια και απλά φώναξε σκασμός! Μόνο η μάνα του, η κυρία Μυρτώ αδιαφόρησε και απλά απομακρύνθηκε. Όλοι οι άλλοι έμειναν καρφωμένοι στη γη. «Τώρα θα μιλήσει η Νίκη» είπε ο Πάρις. Μην τολμήσει κανείς να την διακόψει. «Έλα Νίκη, λέγε, σε ακούμε.» Πάντως τι να πω, οφείλω να ομολογήσω πως την στάση του την βρήκα σωστή. Συμπεριφορά πολιτισμένου σκύλου! Μπράβο! «Ναι…μάλιστα…» είπε εκείνη. Για να πω την αλήθεια, εκτός από ένα μεγάλο ευχαριστώ για αυτήν την τόσο θερμή υποδοχή, θα ήθελα να σας

Page 186: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

181

πω, ότι φέρνω και ένα συγκλονιστικό νέο. Όμως είναι πολύ αργά και θέλω να ξεκουραστώ. Προτείνω να συγκεντρωθούμε αύριο στο πάρκο.» «Έχει δίκιο!» συμφώνησα αναγκαστικά. «Πέρασε ολόκληρη θάλασσα ως εδώ. Ας την αφήσουμε να ξεκουραστεί και τα λέμε αύριο. Πηγαίνετε στα σπίτια σας και σας ευχαριστώ όλους που ανταποκριθήκατε στο κάλεσμα μου! Καληνύχτα.» Ήμουν εγώ αυτός που τόσο ευγενικά έδιωξα τους φίλους. Ήμουν εγώ αυτός που τόσο πολύ ήθελα να μείνω μόνος μαζί της γιατί είχα χίλια πράγματα να της πω. Και κατά, βάθος ζήλευα λιγάκι. Ζήλευα για τα όσα μπορούσε εκείνη να δει. Ενώ εγώ.. μάλλον θα έμενα για πάντα καρφωμένος με σ’ αυτόν τον τόπο. Οι φίλοι έφυγαν. Το δρομάκι και η αυλή μας άδειασαν. Ο κάθε ένας από εμάς, πήγε στη γωνιά του και άραξε. Η Μπούμπα και εγώ ακολουθήσαμε τη Νίκη μέχρι τη βρύση και αφού την αφήσαμε να πιει, ξαπλώσαμε σίρριζα στο φράχτη. «Τι νέα;» είπε δήθεν αόριστα, η Μπούμπα.» «Δεν μπορώ να περιμένω μέχρι αύριο» είπα εγώ. «Πες μας για το…συγκλονιστικό νέο!» Τότε εκείνη ανακάθισε, μας κοίταξε με μάτια που κυριολεκτικά έλαμπαν. Πρώτη φορά είδα να λάμπουν έτσι τα μάτια της. «Θα σας πω φίλοι μου» είπε. «Κι εγώ δεν αντέχω να περιμένω ως αύριο. Έχω φέρει μαζί μου κάτι συγκλονιστικό! Κάτι που ούτε στα όνειρα μας δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι θα το βρίσκαμε.» «Μα τι είναι αυτό Νίκη;» «Πειρατή, τι είναι αυτό που πάνω από όλα θέλεις στη ζωή σου; Υπάρχει κάτι που λαχταράς…» «Να…ταξιδέψω σε όλον τον κόσμο;» «Άλλο, άλλο…» «Να εξαφανίσω δια παντός τους τερανθρώπους! «Άλλο, άλλο…» «Να μιλήσω με άνθρωπο!» «Α να γεια σου. Ακριβώς αυτό! «Δηλαδή;» «Εσύ θα μου πεις. Πως θα μπορούσε αυτό να γίνει;»

Page 187: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

182

«Με τον ίδιο τρόπο που μιλάει ο Χάρης με τις γατούλες ας πούμε; Με το βιβλίο;» «Ακριβώς φίλε μου. Το ‘πιασες Με το βιβλίο!» Σίγουρα, εκείνη τη στιγμή, το μόνο που έβλεπε κανείς ήταν γουρλωμένα μάτια. Η Νίκη πήρε ύφος θριαμβευτή, στάθηκε όρθια και είπα πάρα πολύ σοβαρά. «Αγαπητοί μου φίλοι, έχω να σας ανακοινώσω κάτι μοναδικό. Μάθετε λοιπόν ότι έκανα μία τρομερά συγκλονιστική ανακάλυψη. Και επίσης ότι αυτήν την ανακάλυψη, κατάφερα να τη φέρω μαζί μου. Σας ανακοινώνω λοιπόν, ότι έχω στην κατοχή μου το!!! Βιβλίο! Το ένα, το μοναδικό, το ανεπανάληπτο, νούμερο 1000.» Πεταχτήκαμε επάνω σαν να μας τσίμπησαν εκατό χιλιάδες βασιλικές κόμπρες τον καθένα. «Ποιο βιβλίο;» ρωτήσαμε με μία φωνή. «Το Ανθρωπο-βιβλίο φίλοι μου! Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Η Νίκη δεν προλάβαινε να απαντάει. Μέχρι όμως να ξημερώσει κατάφερε και μας διηγήθηκε τα πάντα. Το πρωί η Άρτεμη μας βρήκε να κοιμόμαστε σίρριζα στο φράχτη. Δηλαδή τη Μπούμπα τη Νίκη και εμένα. Οι υπόλοιποι είχαν ξυπνήσει απ’ τα χαράματα και έκοβαν στην αυλή τις καθιερωμένες βόλτες τους. Η Μυρτώ και ο Πάρις είδαν την Άρτεμη και έτρεξαν κοντά της. Εκείνη τους χάιδεψε και κάθισε στο σαλονάκι του κήπου. Πιο πέρα, η κουκλίτσα Πέρσα και ο κοντούλης Σίμπα, την υποδέχονταν με χαρούμενα γαβγίσματα. Σε λίγο βγήκαν και οι αδελφές της και η καθεμιά κρατούσε από ένα δίσκο. «Απ’ τη φασαρία ξυπνήσαμε» είπε η Ναταλία. «Σου ετοιμάσαμε πρωινό» είπε και η Ελένη. «Νίκη βγήκε η Άρτεμη!» φώναξα. «Βρες τρόπο να σου δώσει το βιβλίο!» «Ηρέμησε Πειρατή. Κάνε υπομονή.»

Page 188: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

183

Υπομονή; Μα τι λέει το κορίτσι! Πως θα μπορούσα να κάνω υπομονή μετά από αυτό που έμαθα Έβλεπα τους ανθρώπους να συζητάνε τρώγοντας και πίνοντας και εμένα μου ερχόταν να αρπάξω την Άρτεμη από το μανίκι…και να την τραβήξω μέχρι μέσα, κατευθείαν στο σάκο. Η Νίκη μάλλον διάβασε την σκέψη μου, διότι μου είπε: «Τώρα θα το ταχτοποιήσω το θέμα.» «Ποιο θέμα;» ρώτησε η Μυρτώ. «Θα μάθεις» της απάντησε η Νίκη. «Όλοι θα μάθετε.» «Δεν πιστεύω να αφορά τίποτα διεκδικήσεις αρχηγίας…» στον κόσμο της αυτή. « «Χάρισμά σου οι αρχηγίες Μυρτώ» της είπε καθώς απομακρύνονταν. «Τα ‘παμε αυτά. Εγώ έχω με πιο σπουδαία πράγματα να ασχοληθώ.» Πήγε στην Άρτεμη και την άρπαξε απ’ το μανίκι. Εκείνη ήθελε δεν ήθελε, αφέθηκε να την οδηγήσει, που αλλού; Στο σπίτι. «Κατάλαβα» είπε. «Θέλεις το βιβλίο σου.» Ανθρώπινο τσακάλι μου! Μπήκε μέσα. Εγώ και η Μπούμπα μείναμε με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα. Οι άλλοι, επειδή δεν ήξεραν, ένιωθαν απλά περιέργεια. «Μα που σε πάει;» ρώτησε η Ελένη. Η αγωνία μου δεν είχε προηγούμενο. Τα πόδια μου κόντευαν να τρυπήσουν τη γη. Με την ουρά ακίνητη σαν ξύλο και το δεξί αυτί στριμμένο και μισό-όρθιο, κοιτούσα κατευθείαν στην πόρτα της κουζίνας. Τέτοια υπερένταση πρώτη φορά στη ζωή μου την είχα. Η Νίκη πάλι, ήταν ολοφάνερο πως ένιωθε μεγάλη ικανοποίηση. Έτσι ακριβώς με φανταζόταν όλον αυτό τον καιρό, από ότι μου είπε αργότερα. Να περιμένω με λαχτάρα και αγωνία. Ώσπου επιτέλους, άνοιξε η πόρτα και φάνηκε η Άρτεμη. Ένα μεταλλικό κουτί που κρατούσε στα χέρια της, γυάλισε στον ήλιο. Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά και τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν. Η Άρτεμη πλησίασε και έδωσε το κουτί στη Νίκη. «Ορίστε!» της είπε. «Όπως σου το υποσχέθηκα. Είναι δικό σου. Άνοιξε το στόμα και παρ’ το.» Εκείνη το πήρε στα δόντια της και στάθηκε μπροστά στην αυλόπορτα. «Να της ανοίξω;» ρώτησε η Ναταλία. «Θέλει να βγει!»

Page 189: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

184

«Ναι. Νομίζω πως το δικαιούται» απάντησε η Άρτεμη. «Κοίτα και τον Πειρατή πως την περιμένει!» «Καλώς μας ήρθε ο ταραξίας μας» είπε η μαμά. Η πόρτα άνοιξε και βγήκαν η Νίκη και Μπούμπα. «Ελάτε από εδώ, στο σπιτάκι μου!» τις φώναξα. Έτρεξα στη Νίκη ενώ ένοιωθα την καρδιά μου να θρυμματίζεται. Το ακούμπησε κάτω, μπροστά στο σπιτάκι μου. Σταθήκαμε από επάνω του και το κοιτούσαμε με δέος. Για μερικά λεπτά κανείς δεν μίλησε. Πρώτη χαλάρωσε η καλόκαρδη Μπούμπα Ύστερα η Νίκη. Εγώ που να χαλαρώσω! Έκοβα βόλτες γύρω από το κουτί έχοντας στριμμένο το μαύρο μου αυτί. Κάτι που έκανα όταν είχα αγωνία. Οι εσωτερικοί εντωμεταξύ πλησίασαν στο φράχτη. Η Μυρτώ και ο Πάρις διαισθάνθηκαν πως κάτι περίεργο συμβαίνει και κοιτούσαν με τα αυτιά τους τσιτωμένα. «Ε! Τι έχετε εκεί;» ρώτησε ο Πάρις. «Φέρ’ το πιο κοντά!» είπε με αυστηρό ύφος η Μυρτώ. Η Νίκη χωρίς να πει τίποτα πήρε το βιβλίο και το ακούμπησε πλάι στο Φράχτη. «Τι έχει μέσα;» ρώτησε ο Πάρις. «Καθίστε όλοι κάτω» είπα κι εγώ με τη σειρά μου. «Η Νίκη έχει να μας πει κάτι.» «Λοιπόν, εδώ μέσα υπάρχει ένα βιβλίο» έκανε την ανακοίνωση εκείνη. «Σαν τα άλλα;» ρώτησε η Μυρτώ. «Ναι όμως… πιο σπουδαίο!» «Δηλαδή;» Ένιωσα την ανάγκη να ανακοινώσω εγώ αυτό το τόσο σημαντικό νέο. «Αυτό το βιβλίο είναι το…» Ένιωσα τη γλώσσα μου να δένεται κόμπος. «Έλα! Πες το επιτέλους» είπε ο Πάρις λίγο τσαντισμένος. «Δεν είναι και τόσο εύκολο να πει κανείς πως εδώ μέσα υπάρχει το Ανθρωπο-βιβλίο, είπε τέλος η Νίκη.

Page 190: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

185

ΤΑ ΦΩΤΑ του σπιτιού επιτέλους έσβησαν. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε παντού. Είδα τους εσωτερικούς να πλησιάζουν. «Λοιπόν αρχίζουμε; είπε η Νίκη. «Πέρσα εσύ πρώτη και…ένα και δύο και τρία πάμε…» Μέσα στην ησυχία της νύχτας οι φωνές μας ξύπνησαν και τους πιο βαριά κοιμούμενους. Οι άνθρωποι του σπιτιού κοίταζαν από τα παράθυρα χωρίς να ανάψουν τα φώτα. Είδαμε τις σκιές τους πίσω από τις κουρτίνες. Αυτή τη φορά όλοι τους, ήξεραν. Το περίμεναν πως κάτι ετοιμάζουμε, το πότε δεν ήξεραν. Το κάλεσμα κράτησε μόνο 5 λεπτά. Η Άρτεμη έτρεξε και άνοιξε την αυλόπορτα χωρίς να μιλήσει σε κανένα μας. Ήταν φανερό πως ήθελε να μας διευκολύνει. Βγήκαμε στο δρομάκι. Η Νίκη κράταγε το πολύτιμο κουτί. Κοντοσταθήκαμε και κοιτάξαμε τον Μπακ και τη Σίρα από απέναντι. «Τι έγινε; Θα ‘ρθητε;» τους ρώτησε η Μπούμπα. «Μα πως; αφού είμαστε κλειδωμένοι» είπε ο αγαθός Μπακ. «Πατέρα, ένα σάλτο και θα βγούμε» είπε η Σίρα. «Μπορούμε;» «Και βέβαια! Κάνε ότι κάνω!» Σε ένα λεπτό η κόρη της Μυρτώς και του Μπακ, βρισκόταν έξω. Τώρα όλοι κοιτούσαμε τον Μπακ και τον ενθαρρύναμε να κάνει το ίδιο. Εκείνος πήρε κουράγιο και…όπα με το πρώτο κιόλας σάλτο τα κατάφερε. Ύστερα κοιτάχτηκε απορημένος και αναρωτήθηκε. «Καλά, τότε εγώ γιατί τόσα χρόνια δεν…;» Λίγο πιο κάτω συναντήσαμε τη Μίλβα, τη Φίλιπς, τον Ερμή τη Ρίτα, και τη Ρόντα. Η αυλόπορτα τους ήταν ανοιχτή. Ακόμα πιο κάτω μας περίμενε η Λαίδη με δυο καινούργιους φίλους. Τον Ντικ, ένα καφέ τσοπανόσκυλο και τον Μαξ, ένα νεαρό γκριζόμαυρο λυκόσκυλο. Ο Ταλιμπάν, το μεγάλο κατάμαυρο λυκόσκυλο μας περίμενε στην στροφή του δρόμου ανυπόμονα, και λίγο πιο κάτω, η Κανέλλα, ο εκλεκτός Χάρης, η Τζίνα, η Λευκή, η Μαριορή, ο Άραμης και ο άταχτος γιος του, ο Απόλλωνας.

Page 191: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

186

Σε λίγο όλες οι παρέες ενώθηκαν και γίναμε ένα…σωστό κοπάδι. Ο μικρός Απόλλωνας μόλις είδε την αγέλη φοβήθηκε και χώθηκε κάτω από τα πόδια του πατέρα του. «Έλα μικρέ» του είπε εκείνος. Μη φοβάσαι. «Είναι φίλοι.» «Είναι όμως πολλοί!» «Είναι πολλοί φίλοι. Και τώρα που θα μπούμε εμείς ανάμεσά τους θα γίνουμε ακόμα πιο πολλοί φίλοι.» Στη μικρή πλατεία, εκεί όπου πριν από ένα χρόνο είχαμε ζήσει την πρώτη συγκλονιστική μας εμπειρία, είδα τη Νίκη να αναζητάει με το βλέμμα κάποιον. Κατάλαβα ποιον περίμενε να δει και την πλησίασα. «Δεν είναι εδώ» της είπα με σκυμμένο το κεφάλι. «Τι είπες;» «Αυτός που ψάχνεις, δεν είναι εδώ και ούτε θα ξανάρθει ποτέ.» «Ο Λάκης; Γιατί;» «Πέθανε. Έφυγε για πάντα.» Η Μπούμπα που στεκόταν δίπλα και άκουσε τη συζήτηση έκλαψε. Η Νίκη πόνεσε πολύ, όμως δεν ήξερε να κλαίει. «Μα πότε; Πως;» ρώτησε μόνο. «Κάτι ακούστηκε» της απάντησα. «Κάτι πολύ άσχημο. Όμως δεν μπορεί να είναι αλήθεια!» «Ότι και να είναι, θέλω να το μάθω.» «Να! Κάποιοι είπαν πως… τον…έφαγαν άνθρωποι, σκυλοφάγοι που ήρθαν από μακριά..» «!!!!» Μέσα στα μάτια της διέκρινα την οργή και τον προβληματισμό. Καταλάβαινα πως αυτό που τη βασάνιζε ήταν κάτι παραπάνω από το χαμό του φίλου μας. Στο μυαλό μου ήρθαν όλα όσα είχαμε ζήσει μαζί το περασμένο καλοκαίρι. Τότε που η Νίκη ήταν πολύ ευχαριστημένη μιας και ο Λάκης είχε επιτέλους βρει ένα σπιτικό και έναν άνθρωπο να τον αγαπάει. «Δύστυχε μου φίλε» ψέλλισε. «Δεν ήταν γραπτό σου.» Προχώρησα αφήνοντάς την επίτηδες για λίγο μόνη, όμως εκείνη ξέμεινε πολύ πίσω και αν δεν πήγαινε ο κοντούλης Σίμπα να την

Page 192: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

187

συνεφέρει, ακόμα εκεί θα ήταν. Την είχε αρπάξει από το πόδι, μιας και μόνο μέχρι εκεί έφτανε και την ταρακουνούσε. «Ε! Καλέ ψηλή!» φώναζε. «Κουνήσου! Οι άλλοι έφυγαν!» Όταν κατάφερε να την συνεφέρει, άρχισαν να τρέχουν για να μας προφτάσουν. Στο μεγάλο πάρκο κάτω από τις φωτισμένες κολόνες και πάνω στο υψωματάκι, τους περίμεναν όλοι οι φίλοι. Κάτω, ένα τεράστιο πλήθος σκύλων. Η Νίκη και ο Σίμπα διέσχισαν το πάρκο και ανέβηκαν επάνω. Με το κουτί ακόμα στο στόμα κοίταξε γύρω της. Διαπίστωσε πως ήσαν πολύ περισσότεροι από την προηγούμενη φορά. Ύστερα διάλεξε ένα κατάλληλο σημείο και ακούμπησε το κουτί. Τα παγκάκια του πάρκου αναστέναζαν από το βάρος των ομοεθνών μας. Μερικές ανθρώπινες σκιές ξεχώριζαν μέσα από τα αυτοκίνητα. Ένας που κρυβόταν κάτω από ένα παραφορτωμένο παγκάκι, βγήκε και ανέβηκε και αυτός επάνω. Μα ναι! Ήταν ο άνθρωπο του πάρκου! Η Νίκη τον αναγνώρισε. Δεν ήταν τρομαγμένος. Ίσως περίμενε να επαναληφθεί το περσινό και να που συμβαίνει. «Νίκη, πρέπει να αρχίσουμε,» είπα ψιθυριστά. «Ναι… θα μιλήσω» είπε εκείνη με το θάρρος που τη διακρίνει. Ανέβηκε στο υψηλότερο σημείο και κοίταξε προς τα κάτω αγέρωχα: «Αγαπητοί μας φίλοι» είπε. «Για όσους δεν με γνωρίζετε, είμαι η Νίκη. Σας καλέσαμε εδώ απόψε, διότι έχουμε κάτι πολύ σημαντικό να σας δείξουμε. Αυτό εδώ το κουτί, το οποίο έφερα εγώ προσωπικά από την Ιταλία. Έχει μέσα ένα βιβλίο. Όχι όμως ένα οποιοδήποτε βιβλίο, αλλά ένα σαν τα άλλα… που όλοι γνωρίζουμε. Πλέον, όλοι ξέρουμε, πως για κάθε πλάσμα της γης υπάρχει και ένα και μοναδικό βιβλίο. Και όλα έχουν τον εκλεκτό τους. Δηλαδή, τον μοναδικό στον κόσμο σκύλο, που μπορεί να το διαβάσει. Να το χρησιμοποιήσει προς όφελος του πλάσματος που εκπροσωπεί. Έχω την τιμή να σας παρουσιάσω σήμερα, έναν εκλεκτό. Τον κάτοχο του Γατο-βιβλίου, τον φίλο μας, Χάρη! Παρακαλώ, ένα τιμητικό γάβγισμα για τον εκλεκτό μας. Χάρη Χαριτωμένο!» Εκατοντάδες, χιλιάδες, δεκάδες σκύλοι, υπάκουσαν στο κάλεσμα της Νίκης και έγιναν μια βροντερή φωνή που επευφημούσε τον εκλεκτό.

Page 193: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

188

«ΖΗΤΩ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΧΑΡΗΣ! ΖΗΤΩ ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!» και…μετά…ΨΩΜΙ ΦΙΛΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!» Ο Χάρης, έτρεμε από συγκίνηση. Δεν πίστευε αυτό που του συνέβαινε. Αυτός, ‘‘Ο μαδημένη ουρά,, ένας ‘‘Ούστ από ‘δώ,, να γνωρίζει μια τέτοια δόξα! Μια σύσσωμη αναγνώριση από άπαντες του είδους του. Ήταν τόσο συγκινητικό. Η Μπούμπα που στέκονταν πλάι του, έκλαψε. Εκείνος έμεινε να κοιτάει αποσβολωμένος. «Θα μας πεις κάτι εκλεκτέ;» τον ρώτησε η Νίκη. «Ε…ε…ε…ευ…ρισταχώ. Εεευχαριστώ ήθελα να πω.» Όταν και η τελευταία φωνή σταμάτησε, η Νίκη συνέχισε: «Τώρα θα ανοίξω το κουτί. Παρακαλώ απομακρυνθείτε.» Κοίταξε γύρω. Αφού βεβαιώθηκε πως όλα ήταν εντάξει, πλησίασε το κουτί και τσακ…με το δοντάκι της το άνοιξε. Ύστερα έτρεξε βιαστικά προς τους φίλους της. Κάθισε κάτω και περίμενε. Σε λίγο, πάνω από το βιβλίο απλώθηκε ένα γαλάζιο φως και μία σουβλερή, ανθρώπινη μύτη έκανε την εμφάνισή της. Κούνησε τα ρουθούνια και άρχισε να μυρίζει τον αέρα, ακριβώς όπως κάνουν οι σκύλοι. Ύστερα ξεχώρισαν δυο μάτια με μικροσκοπικά γυαλιά και μια μακριά ασημένια γενειάδα πλεγμένη όπως τα πασχαλινά τσουρέκια. Το πρόσωπο ενός περίεργου ανθρώπου ξεκόλλησε πάνω από το εξώφυλλο. Κοίταξε με προσοχή γύρω-γύρω, μύρισε και πάλι τον αέρα και ξαφνικά άρχισε να στροβιλίζετε. Καθώς γυρνούσε αποκτούσε ανθρώπινη μορφή. Κάποια στιγμή σταμάτησε και στήριξε τα μικροσκοπικά γυαλάκια πάνω στη σουβλερή μύτη του. Κοίταξε προς το πλήθος, έβγαλε ένα επιφώνημα ενθουσιασμού, ενώ το πρόσωπό του φωτίστηκε από μια χρυσή λάμψη που το έκανε να φανεί πιο χαρούμενο. Σήκωσε τα μακριά του μανίκια και τρίβοντας τις παλάμες του είπε: «Ο! Τι βλέπουν τα χιλιόχρονα μάτια μου. Μία γενική συνέλευση! Πάνω από 500 χρόνια έχω να ζήσω κάτι τέτοιο. Ο! Είμαι τόσο ενθουσιασμένος!»

Page 194: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

189

Κατόπιν αιωρούμενος πλησίασε τους φίλους μας. «Αχά!» είπε και τους έδειξε. «Εσύ κι εσύ κι εσύ! Σε εσάς λοιπόν το οφείλω όλο αυτό! Μάλιστα! Μα που είναι ο καλός μου ο Αλέσιο; Γιατί με άφησε να κοιμάμαι τόσα χρόνια;» Ύστερα κοίταξε τη Νίκη κατάματα και συνέχισε. «Ο! Μα τι λέω, ο χιλιόχρονος γέρος. Ο καλός μου Αλέσιο…πάει κι αυτός! Εσύ όμως πιτσιρίκα το ξέρεις αυτό. Το βλέπω στα μάτια σου. Μπορεί να μην υπάρχω, όμως έχω ακόμα μία δραστήρια μύτη. Φτάνει να έχω κάποιον να μου ανοίγει το κουτί. »Το όνομά μου είναι Στρόβιλος. Είμαι ο μεγαλύτερος ζωόφιλος μάγος που υπήρξε ποτέ πάνω στη γη. Πριν από χίλια χρόνια, ο αγαπημένος σκύλος ο Όμηρος, μου έδωσε την ιδέα για τα βιβλία. Συγκέντρωσα λοιπόν τις μαγείες όλου του κόσμου και κατάφερα και δημιούργησα τα βιβλία. Ναι! Καλά ακούσατε! Εγώ είμαι ο δημιουργός όλων των βιβλίων. Εγώ τα μοίρασα στους εκλεκτούς. Εγώ μοίρασα και τα κληρονομικά χαρίσματα. »Έδωσα την τόλμη και την εξυπνάδα στον Δουμά, απόγονος του οποίου είναι η Νίκη. Η Νίκη λοιπόν κληρονόμησε το χάρισμα της τόλμης και της εξυπνάδας. »Στον Όλαφ, έδωσα το χάρισμα της περισσής και άδολης αγάπης. Απόγονος και κληρονόμος του είναι η Μπούμπα. »Στην Κλάρα έδωσα το χάρισμα της ανθρώπινης σκέψης. Απόγονος και κληρονόμος της, είναι ο Πειρατής. »Στον Όρο, έδωσα το χάρισμα του να διαβάζει την σκέψη των άλλων. Απόγονος και κληρονόμος του, είναι η Τζίνα. »Στον Έκτορα έδωσα το χάρισμα του ηγέτη. Κληρονόμοι του είναι η Μυρτώ και ο γιος της ο Πάρις. »Στον Τσόσουα έδωσα το χάρισμα της αθωότητας. Κληρονόμος του είναι η Λυγερή. »Στη Σίνα έδωσα το χάρισμα της καλής μνήμης. Κληρονόμος της είναι η Πέρσα. »Στον Άλκιμο έδωσα το χάρισμα της παντοτινής φιλίας. Κληρονόμος του είναι η Λευκή.

Page 195: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

190

»Στον Περικλή έδωσα το χάρισμα της πίστης. Κληρονόμος του είναι ο Λάκης! »Στον Ρώμο έδωσα το χάρισμα της γενναιότητας. Κληρονόμος του είναι ο Άραμης. »Στην Άρτεμη έδωσα το χάρισμα της καλοσύνης. Κληρονόμος της είναι η Κανέλλα. »Στον Βύρωνα έδωσα το χάρισμα της αυτοθυσίας. Κληρονόμος του, ήταν ο καλός μου, αείμνηστος ο Πιγκουΐνος.» «Στον Δαυίδ έδωσα το χάρισμα της υπομονής και της άδολης προσφοράς. Απόγονος και κληρονόμος του, ο αείμνηστος, Σαμψών. Είπε και άλλα πολλά ονόματα. Η απαρίθμηση κράτησε τρεις ώρες. Σχεδόν όλοι έμαθαν πως είναι κληρονόμοι κάποιου χαρίσματος και χάρηκαν πολύ για αυτό. Έτσι λοιπόν εξηγείτε πως όλοι οι σκύλοι είναι πλάσματα χαρισματικά. Κάποια στιγμή σταμάτησε την ανακοίνωση των ονομάτων και κοίταξε γύρω του. Κατόπιν έσκυψε πάνω στο βιβλίο και έβαλε μέσα το αριστερό χέρι του το οποίο βυθίστηκε μέχρι τον αγκώνα. Όταν το τράβηξε κρατούσε ένα χρυσό ραβδί. Ύστερα, με το δεξί χέρι άρχισε να ψαχουλεύει στον αέρα, σαν να επρόκειτο για κάποιον τοίχο αόρατο. Έμπηξε στον αόρατο τοίχο ένα καρφί που έμοιαζε με σκυλίσιο νύχι και κρέμασε πάνω του το ραβδί, που τελικά δεν ήταν ραβδί, αλλά πάπυρος και τον τράβηξε προς τα κάτω. Πολύχρωμα γράμματα, χρώματα και σχέδια, άρχισαν να αναπηδούν πάνω του. Ο μάγος ακούμπησε την παλάμη του πάνω στα γράμματα και αυτά σταμάτησαν να κουνούνται. Απομάκρυνε το χέρι του και τότε φάνηκαν σειρές λέξεων σε μαύρο χρώμα. «Όταν θέλουμε να διαβάσουμε» είπε, «το μαύρο χρώμα είναι το ιδανικότερο. Τα άλλα χρώματα, είναι καλύτερα, για διασκέδαση. Εδώ υπάρχουν τα ονόματα όλων των εκλεκτών, από το έτος 1000.» Δείχνοντας με το σκυλίσιο νύχι του, άρχισε να διαβάζει: «Έτος 1000. Εκλεκτός 1ος

Έτος 1025. ΄΄ 2. Όμηρος! Ο σκύλος μου!

ος

Έτος 1027. ΄΄ 3 Κλαύδιος.

ος

Έτος 1030. ΄΄ 4 Νείλος.

ος Σύριος…».

Page 196: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

191

Ο στρόβιλος συνέχισε να διαβάζει τα ονόματα, το ένα μετά το άλλο. Διαπιστώσαμε πως όλοι οι εκλεκτοί είχαν σύντομη ζωή. Κανένας δεν είχε ζήσει πάνω από πέντε χρόνια Ο μάγος εξουθενωμένος σταμάτησε να διαβάζει. Έβγαλε τα γυαλιά του και με το φαρδύ του μανίκι τα σκούπισε. Σκούπισε και τα δακρυσμένα του μάτια και συνέχισε να διαβάζει τα ονόματα που δεν είχαν τελειωμό. Ώσπου φάνηκαν τα δύο τελευταία. 1968……… Νόρμαν 1974……… Αλέσιο.» Η Νίκη ρίγησε. Το δάχτυλο του μάγου έμεινε κολλημένο στον πάπυρο και τότε εμφανίστηκε σαν σε οθόνη, ο Αλέσιο θλιμμένος μπροστά σε μία μεγάλη αυλόπορτα. Μία γυναίκα με διαβολικό χαμόγελο έσπρωχνε ένα παιδικό καροτσάκι. Ο Αλέσιο πετάχτηκε μπροστά στο καροτσάκι. Ήθελε να δει το μωρό. Τότε εκείνη σήκωσε το χέρι και έγνεψε. Ακούστηκε ένα μπαμ και ο Αλέσιο σωριάστηκε αιμόφυρτος. Και λέει τα τελευταία του λόγια. Τα τελευταία ανθρώπινα λόγια: «Αντίο μικρό μου…λυπάμαι απέτυχα…συχώρεσέ με…» Μεμιάς το χαρτί στον αόρατο τοίχο, έγινε κόκκινο σαν αίμα. Ο Στρόβιλος έβγαλε μία κραυγή πόνου και σκέπασε με τις παλάμες του το χαρτί. Το αίμα εξαφανίστηκε και μόνο η λέξη, ‘‘Αλέσιο,, έμεινε να αιωρείται σαν φιλαράκι έτοιμο να παρασυρθεί από τον άνεμο. Ο Στρόβιλος γύρισε προς το πλήθος και είπε με σπαραγμό: «Κι εγώ απέτυχα καλέ μου Αλέσιο! Κι εγώ! Όλοι οι εκλεκτοί μου πέθαναν από ανθρώπινο χέρι. Σκοπός του βιβλίου ήταν να τους ενώσει με εσάς, τα τόσο αγαπημένα μου πλάσματα. Και το μόνο που κατάφερα, ήταν να πετύχω ακριβώς το αντίθετο. Αυτό το κακό πρέπει να σταματήσει. Και υπάρχει μόνο με ένας τρόπος. Να αφαιρέσω από το βιβλίο την ικανότητα της μάθησης της ανθρώπινης γλώσσας. Χίλια χρόνια δεν ήταν αρκετά για να καταλάβουν οι άνθρωποι. Το μόνο που ήθελα ήταν ένας αρμονικός κόσμος για όλα τα πλάσματα γης. Όμως όλα μάταια! Οι εκλεκτοί μου ακόμα δολοφονούνται! Οι άνθρωποι δεν θα καταλάβουν ποτέ..». Απογοητεύτηκα. Αν ήμουν εγώ ο εκλεκτός; θα ήθελα να μπορώ να μιλάω ανθρώπινα. Βασιζόμουν σ’ αυτό και τώρα…

Page 197: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

192

Κάποιοι ένιωσαν ικανοποίηση. Δεν θα ήθελαν, εάν ήσαν οι εκλεκτοί, να διακινδυνεύσουν την ζωή τους. Όμως με μια τέτοια σκέψη, υπήρχε ποτέ περίπτωση να είναι κανείς εκλεκτός; «Όχι!» φώναξε ο μάγος. «Δεν επιτρέπω ξανά να κινδυνέψει άλλος. Σε λίγο θα εμφανιστεί ο επόμενος εκλεκτός. Όποιος και να είναι θα πρέπει να ξέρει πως μόνο με εμένα θα μπορεί να μιλάει. Και εάν ποτέ αλλάξουν οι άνθρωποι...τότε μπορεί να αλλάξουν και οι κανόνες του βιβλίου». Σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε πέρα, ως εκεί που ξεχώριζαν οι ανθρώπινες φιγούρες. Κάνα δυο ήσαν μέσα σε ένα αυτοκίνητο και μερικές πάνω σε ένα δέντρο. Τέσσερις-πέντε άνθρωποι όλοι κι’ όλοι που χωρίς να το γνωρίζουν, σ’ αυτήν την γενική συνέλευση των σκύλων, εκπροσωπούσαν το είδος τους. Ο μάγος σήκωσε το χέρι και εκτίναξε προς το μέρος αυτών που βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο, μία λάμψη εκτυφλωτική. Εκείνοι έμειναν άναυδοι από το φως που τους έλουσε. Το ίδιο έκανε και με τις σκιές που βρίσκονταν πάνω στα δέντρα. Η λάμψη τύλιξε ολόκληρο το δέντρο και οι άνθρωποι σκέπασαν με τα μανίκια τους τα μάτια τους. Ο Στρόβιλος χαμογέλασε και είπε: αύριο δεν θα θυμάστε τίποτα!» «Τώρα θα ακουμπήσω το χέρι της καρδιάς πάνω στο χαρτί» είπε στο πλήθος. «Το όνομα που θα εμφανιστεί θα είναι ο επόμενος εκλεκτός.» Σήκωσε το μανίκι για να ελευθερωθεί η παλάμη του η οποία πήρε το σχήμα της καρδιάς. Την ακούμπησε πάνω στο χαρτί και η κατακόκκινη καρδιά αποτυπώθηκε στο χαρτί. Η καρδιά μεγάλωσε, μεγάλωσε, ώσπου κάλυψε όλη την επιφάνεια. Ολόχρυσα γράμματα άρχισαν να τρεμοπαίζουν και, ο Στρόβιλος διάβασε δυνατά: «Επόμενος εκλεκτός …ο Ούστ από εδώ, η αλλιώς Πειρατής!» Οι επί ώρες ασάλευτοι σκύλοι πετάχτηκαν επάνω μονομιάς. Ζητωκραυγές, αλαλαγμοί, επευφημίες, μπράβο, ζήτω ο καινούργιος εκλεκτός και άλλα παρόμοια απ’ άκρη σ’ άκρη, σ’ όλη την επικράτεια.

Page 198: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

193

Αν δεν δεχόμουν μια δυνατή σπρωξιά από την παρέα μου, δεν νομίζω πως θα ξυπνούσα ποτέ από την αποχαύνωση στην οποία είχα επέλθει…δικαίως. Σηκώθηκα με πόδια που αρνιόντουσαν να με ακολουθήσουν. Κοινώς έτρεμα σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό. Το δε μαύρο, στριμμένο μου αυτί, δεν εννοούσε να πάρει την οριζόντια θέση. Ήμουν! Αξιοθρήνητος! Ο μάγος Στρόβιλος με κοίταξε και είπε φανερά συγκινημένος: «Παρακαλώ! Ο εκλεκτός μου να έρθει κοντά μου!» Ήταν αδύνατον να κουνηθώ από τη θέση μου. Τα πόδια μου είχαν πεισμώσει. Εκείνος το κατάλαβε και άπλωσε το χέρι του προς εμένα. «Έλα!» μου είπε και το χέρι του έγινε μακρύ, περίπου δυο μέτρα και με έφτασε. Είδα την ανθρώπινη παλάμη με το ένα και μοναδικό σκυλίσιο νύχι, φάτσα κάρτα. Με άρπαξε από το στριμμένο μου αυτί απαλά και με τράβηξε προς τα πάνω. Πάτησε πάνω στο ανοιχτό βιβλίο, στάθηκε για λίγο όρθιος και ύστερα αργά-αργά, άρχισε να στροβιλίζεται ενώ βυθίζονταν στο βιβλίο. Σταμάτησε μόνο όταν τα μάτια και η σουβλερή του μύτη, ίσα που εξείχαν από το βιβλίο. «Κλείσε με» μου είπε επιτακτικά. «Κλείσε με και πάρε μαζί σου. Από τώρα και στο εξής θα είμαστε πάντα μαζί.» Σαν σε ύπνωση, έσκυψα, πήρα το βιβλίο και το έβαλα στο κουτί. Ξαφνικά, πετάχτηκε το χέρι του και με άρπαξε από το λαιμό. Όλοι τρόμαξαν και ένα…Α! Ακούστηκε από το πλήθος. Όταν όμως είδαν τον Στρόβιλο να μου δίνει ένα φιλί και να μετά να βυθίζεται και να χάνετε, μέσα στο βιβλίο, ηρέμησαν. Έκλεισα το κουτί, το πήρα στα δόντια μου και για πρώτη φορά το ένιωσα δικό μου. Στάθηκα ολόρθος και περήφανος και το έδειξα σε όλους. Τότε ήταν που άρχισαν οι ιαχές. Με αποθέωσαν! ΨΩΜΙ ΦΙΛΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ! ΖΗΤΩ Ο ΕΚΛΕΚΤΌΣ! Ορισμένα από τα πολλά που ακούστηκαν και ήταν η αιτία να σειστεί η γης. Ένιωσα όμως πως όφειλα κάτι να πω. «Φίλοι μου!» φώναξα και μονομιάς όλοι σιώπησαν. «Τα αγαθά αποκτώνται μόνο με συλλογική προσπάθεια. Τι θα ήμουν χωρίς την συμπαράσταση όλων σας! Τι θα είχα καταφέρει μόνος! ΤΙΠΟΤΑ Ζήτω

Page 199: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

194

λοιπόν σε όλους τους ενωμένους τετράποδους. Ζήτω και στη γενναία φίλη μας με το χάρισμα της τόλμης και της εξυπνάδας. Χάρη σ’ αυτήν, το μοναδικό αυτό βιβλίο βρίσκεται στα πόδια μας.! Παρακαλώ! Ένα μεγάλο ζήτω για τη Νίκη.» Το τι ακολούθησε, δεν περιγράφεται με λόγια. Σε λίγο ξεκινήσαμε για τον γύρω του θριάμβου. Μπροστά εγώ που επιδείκνυα το κασελάκι με το βιβλίο μέσα, και πίσω όλη η παρέα. Πρώτα κάναμε τον γύρω του πάρκου και ύστερα προχωρήσαμε προς την πόλη. Κόντευε να ξημερώσει. Το πλήθος σιγά , σιγά σκόρπισε στα σοκάκια της μικρής μας πολιτείας. Τον δρόμο για το σπίτι τον πήραμε όλοι εμείς που ήρθαμε μαζί. Μέχρι να φτάσουμε στο δρομάκι μας, είχαν μείνει μόνο οι δικοί μας. Δηλαδή, οι κάτοικοι της αυλής και του περίγυρού της. Η αυλόπορτα μας περίμενε ορθάνοιχτη. Εγώ η Νίκη και η Λυγερή πήγαμε κατευθείαν στο σπιτάκι μου. Έβαλα το κουτί κάτω από το χοντρό χαλί και κάθισα επάνω του. «Σαν τον γέρο Σαμψών» είπα χαμογελώντας. «Σαν τον Λεόνε!» είπε με νοσταλγία, η Νίκη. «Σαν το βράδυ που με βρήκες» είπε μη έχοντας τίποτα άλλο να πει, η Λυγερή. Μία ανθρώπινη σιλουέτα μέσα στο αχνό φως της αυγής έκλεισε την αυλόπορτα. «Καληνύχτα μωρά μου» ακούστηκε η φωνή της μαμάς.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΝΟΥ Χρειάστηκα κάνα δυο μέρες για να συνειδητοποιήσω το τι μου συνέβη. Οι φίλοι μου κατάλαβαν και με άφησαν να ηρεμήσω. Δεν με ενόχλησε κανείς. Ούτε καν η Νίκη. Έμεινα να χαζεύω το βιβλίο μου, να το ξεφυλλίζω και να κάνω διάφορες σκέψεις. Δεν μου αρκούσε να το βλέπω. Ώσπου το αποφάσισα. Ένιωσα έτοιμος. Κοίταξα έξω και είδα τη Νίκη τη Λυγερή και τη Μπούμπα να με κοιτάνε με ένα τεράστιο ερωτηματικό στο βλέμμα τους. Τις έκανα νόημα να πλησιάσουν. Έτρεξαν όλο χαρά.

Page 200: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

195

«Επιτέλους!» είπε η Μπούμπα. «Και νομίζαμε πως δεν θα συνέλθεις ποτέ.» «Σκεφτόμουν» είπα. «Λοιπόν τι αποφάσισες;» «Αποφάσισα πως πρέπει να γνωρίσω τον κόσμο! Να ταξιδέψω! Να δω, να μάθω!» «Και πως λες να το κάνεις αυτό;» «Με το βιβλίο μου!» Με κοίταξαν με λαχτάρα. «…και λέω να το κάνω τώρα» συμπλήρωσα. Με την καρδιά να φτερουγίζει από αγωνία, έβγαλα το κουτί από την κρυψώνα του. Το ακούμπησα πάνω στο χαλί και το άνοιξα. Το πρόσωπο του μάγου με κοιτούσε χαμογελαστό . «Τι ζητάει ο εκλεκτός μου;» με ρώτησε. «Έχω μια επιθυμία» του είπα τρέμοντας. «Είσαι ο μοναδικός!» είπε εκείνος. «Γι’ αυτό και σε διάλεξα για εκλεκτό μου. Είμαι έτοιμος να σου εκπληρώσω κάθε επιθυμία. Πες μου τι επιθυμείς.» «Θα ήθελα να γυρίσω τον κόσμο. Θέλω να γνωρίσω, να μάθω…αν υπάρχει ο κόσμος μας!» «Δεν θα ήσουν εκλεκτός εάν δεν τα ήθελες όλα αυτά! Αυτή είναι η επιθυμία κάθε εκλεκτού. Σε προειδοποιώ όμως. Θα πληγωθείς και θα χαρείς. Θα κλάψεις και θα γελάσεις. Είσαι έτοιμος;» «Είμαι πανέτοιμος! Τι πρέπει να κάνω;» «Ανέβα πάνω στο βιβλίο. Με τα τέσσερα. Πάτα με! Μη διστάζεις.» Υπάκουσα. Πάτησε και με τα τέσσερα πάνω στο βιβλίο και γύρισα και είδα τους φίλους μου. Θα ήθελα να μπορούσα να τους πάρω μαζί μου. Μια δροσιά και ένα πολύχρωμο σύννεφο με τύλιξαν ευχάριστα. Άρχισα να στροβιλίζομε στην αρχή αργά και ύστερα με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όταν σταμάτησα και κοίταξα γύρω μου, τρόμαξα. Δεν ήξερα που βρισκόμουν. «Μη φοβάσαι» με καθησύχασε ο Στρόβιλος. «Άντε… κατέβα τώρα από τη μύτη μου!»

Page 201: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

196

«Συγνώμη! Μα… που βρισκόμαστε;» «Για κοίταξε καλά. Δεν σου θυμίζει τίποτα αυτό το δάσος; Και εκείνο εκεί το δέντρο; Σου θυμίζει τίποτα;» «Το δάσος… το δέντρο» μονολόγησα. Ναι! Σαν κάτι να σάλεψε στο μυαλό μου. όμως δεν ήμουν σίγουρος. «Σσσς…κοίτα πέρα!» μου ψιθύρισε ο Στρόβιλος. «Έρχεται ένα αυτοκίνητο. Τι να κάνουμε; Να κρυφτούμε;» «Δεν χρειάζεται! Δεν μας βλέπει κανείς. Είμαστε αόρατοι.» «Αόρατοι;! Μα πως γίνεται; Μήπως ονειρεύομαι;» «Δεν ονειρεύεσαι. Δεν κοιμάσαι. Ζεις το παρελθόν σου.» Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά σε εκείνο το δέντρο που ο μάγος με ρώτησε αν μου θυμίζει κάτι. Ένας άνθρωπος, με ένα μικρό σκυλάκι στην αγκαλιά κατέβηκε και κοίταξε γύρω του ενοχικά. Πέρασε ένα σχοινί στο λαιμό του μικρού, το έδεσε στο δέντρο και ξανακοίταξε ενοχικά. Εκείνο μόλις ένιωσε τη θηλιά στο λαιμό του, έβαλε τα κλάματα. Ταράχτηκα και πήγα να γαβγίσω την οργή μου καταπάνω στον άνθρωπο, όμως δεν είχα φωνή. «Μην ταράζεσαι» μου είπε ο μάγος. «Περίμενε, έχεις κι άλλα να δεις.. Ο άνθρωπος με το ένοχο βλέμμα έφυγε εγκαταλείποντας το κουταβάκι μόνο και δεμένο στο δέντρο. «Είναι ένας τεράνθρωπος!» γρύλισα. «Είναι ένας ασχετάνθρωπος στα πρόθυμα της τερανθρωπίας.» μου είπε ο Στρόβιλος. Κοίταξα με πόνο το κουταβάκι που έκλαιγε και παρατήρησα πως ήταν ασπρόμαυρο. Ο περίγυρος των ματιών του, άσπρο το ένα και μαύρο το άλλο. Και τα αυτάκια του, μαύρα, πεσμένα, μαλακά. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου. Κάτι μου θύμισε. Έσκυψα και κοίταξα στο βιβλίο. «Αυτό το σκυλάκι…» είπα, είναι…μοιάζει…» «Είσαι εσύ Πειρατή!» μου είπε. «Μα γύρνα και κοίτα πάλι…» Γύρισα και είδα έναν κυνηγό να παίρνει το μικρό αγκαλιά. Πίσω, στο βάθος, είδα τον Στρόβιλο. Ένα σύννεφο, μια αχλή και … «Μα αυτός είσαι εσύ!» του είπα εντυπωσιασμένος.

Page 202: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

197

«Τίποτα στη ζωή σου δεν ήταν τυχαίο! Άκουσα το κλάμα σου και έστειλα τους κυνηγούς. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Εκείνη κιόλας την ημέρα ήξερα πως εσύ θα είσαι ο επόμενος εκλεκτός μου». ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΤΗΚΑΜΕ. Βρεθήκαμε μπροστά σε κάτι ερείπια. Γαβγίσματα, φωνές κλάματα. Άνθρωποι με στολές και σκύλοι που έψαχναν στα ερείπια «Μα τι συμβαίνει;» ρώτησα «Τι γίνεται εδώ;» «Σεισμός.» μου απάντησε εκείνος. «Πριν από λίγη ώρα κουνήθηκε η γη. Έπεσαν σπίτια. Άνθρωποι και ζώα καταπλακώθηκαν και τώρα τα σωστικά συνεργία προσπαθούν να τους σώσουν.» «Και οι σκύλοι;» «Εδώ έχουν πολύ σπουδαίο ρόλο! Αναλαμβάνουν τον εντοπισμό των θυμάτων. Πολλές φορές χρειάζεται να δώσουν και τη ζωή τους για αυτό.» Ένα λυκόσκυλο ίδιο η Μπούμπα, άρχισε να γαβγίζει ‘‘συναγερμό!,, «Κάτι ακούω! Κάτι ακούω! Και μυρίζω! Νομίζω είναι ένα ανθρωπάκι και ένα σκυλάκι!» Τον άκουσα να φωνάζει σαν τρελός τους άλλους. Στη στιγμή δέκα άνθρωποι βρέθηκαν κοντά του. Άρχισαν να απομακρύνουν τους όγκους από πέτρες, τούβλα και ότι άλλο βάζει ο νους του σκύλου. Μετά από λίγη ώρα κατάφεραν να βγάλουν από τα ερείπια ένα παιδάκι που κράταγε στην αγκαλιά του ένα κουτάβι. Ήσαν και οι δύο καλά. Ο κόσμος που παρακολουθούσε χειροκρότησε από χαρά και όλοι χάιδεψαν τον γενναίο σκύλο που χάρη σ’ αυτόν σώθηκαν δυο ψυχούλες. Δυστυχώς όμως από τη άλλη μεριά των ερειπίων, κάποιοι άλλοι διασώστες, έβγαζαν έναν άνθρωπο λιγότερο τυχερό. «Έλα» φώναξε ο Στρόβιλος. «Ώρα να φεύγουμε.» ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΤΗΚΑΜΕ. Αυτήν την φορά βρεθήκαμε σε κάτασπρα βουνά. Χιόνιζε και φύσαγε δυνατά όπως ακριβώς έκανε τον τελευταίο χειμώνα στην πόλη μας. Όμως τώρα, δεν ένοιωθα το κρύο. «Τι είναι εδώ;» ρώτησα. «Κοίτα πέρα!» είπε εκείνος και έδηξε προς μια κατεύθυνση.

Page 203: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

198

Ένας άνθρωπος μέσα στη χιονοθύελλα παρασύρονταν από τον δυνατό αέρα. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να σταθεί στα πόδια του, όμως ήταν σίγουρο πως θα χαθεί στο χιόνι. Έκανα να τρέξω για να τον βοηθήσω όμως το χέρι του Στροβίλου με κράτησε. «Όχι!» είπε. «Αυτό είναι αλλουνού έργο. «Κοίτα!» και τότε είδα έναν τεράστιο, δασύτριχο σκύλο να τρέχει προς το μέρος του. Ο άνθρωπος σωριάστηκε στο χιόνι. Ο σκύλος έφτασε κοντά του και άρχισε να του γλύφει το πρόσωπο για να τον συνεφέρει. Ο άνθρωπος, με τις λίγες δυνάμεις που του απόμειναν, στηρίχτηκε πάνω του και ξεκρέμασε από το λαιμό του ένα βαρελάκι. Το άνοιξε και ήπιε. Ύστερα άφησε τον σκύλο να τον οδηγήσει. «Του έσωσε τη ζωή!» είπα. «Είναι ένας Αγίου Βερνάρδου»13

είπε ο Στρόβιλος. Είναι και αυτός διασώστης. Πολλές όμως φορές χάνουν την ζωή τους στην προσπάθεια αυτή. Όπως βλέπεις οι συνθήκες είναι πολύ σκληρές.»

ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΤΗΚΑΜΕ. Αυτή τη φορά βρεθήκαμε σε μια πράσινη πλατεία. Ο αέρας μύριζε φαγητό. «Έλα κρύψε με εδώ» είπε ο Στρόβιλος και μου έδειξε την κουφάλα ενός θεόρατου δέντρου. Υπάκουσα. Ύστερα μου είπε να κοιτάξω απέναντι, προς τους θάμνους. Πλησίασα για να μπορώ να δω καλύτερα και είδα ένα μικρόσωμο σκυλάκι να τρέμει από το φόβο του. Μη ξέροντας τι να κάνω γύρισα στο Στρόβιλο που με παρακολουθούσε. «Είναι ένα τρομοκρατημένο σκυλάκι» του είπα. «Τι να κάνω;» «Πώς να μην είναι το δύστυχο» είπε εκείνος. «Αφού τώρα μόλις ξέφυγε από το μαχαίρι του δήμιού του.» «Ποιο;» απόρησα. «Κοίτα εκεί!»

13 Αγίου Βερνάρδου η St. Bernard. Ελβετοί μοναχοί στη διάβαση του Αγίου Βερνάρδου στις Άλπεις, χρησιμοποιούσαν τα ογκώδη αυτά ζώα για να βρουν ανθρώπους που χάθηκαν σε χιονοθύελλες.

Page 204: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

199

Ήταν μία κοπέλα πάνω σε ένα ποδήλατο. Την άκουσα να κοιτάζει, να φωνάζει και να ψάχνει γύρω απεγνωσμένα. «Τσάο-χσιέν! Τσάο-χσιέν!» μα που είσαι μικρή μου;» «Εδώ! Εδώ!» γάβγισε τότε το μικρό σκυλάκι που κρύβονταν στους θάμνους. Αχ τι καλά σκέφτηκα. Βρήκε τον άνθρωπό του. Το πήρε στην αγκαλιά της και με γρήγορες κινήσεις ανέβηκε πάλι στο ποδήλατο. Όμως πριν να προλάβει να ξεκινήσει, δύο άντρες στάθηκαν μπρος της εμποδίζοντας την να ξεκινήσει. «Για πού το έβαλες;» της είπαν σε μία άλλη, ανθρώπινη γλώσσα, που δεν ξέρω πως, την καταλάβαινα! «Αφήστε με να φύγω!» είπε εκείνη. «Φύγετε από μπροστά μας.» «Ναι! Βέβαια!» είπαν εκείνοι. «Αφού όμως πρώτα μας δώσεις το γεύμα μας. Το παλιόσκυλο που μας την κοπάνησε θέλουμε και μπορείς να φύγεις.» «Όχι!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Είναι δικιά μου η Τσάο-χσιέν. Φύγετε από μπρος μου!» «Και ποιος θέλει την άδεια σου;» είπε ένας θρασύς και άρπαξε το σκυλάκι από την αγκαλιά της. Το καημενούλη πάλευε να γλιτώσει από τα χέρια τους και η κοπέλα προσπαθούσε απεγνωσμένα να το πάρει. Δεν άντεξα! Έτρεξα και όρμισα κατευθείαν στα πισινά τους και τους τάραξα! Τότε το μικρό βρήκε την ευκαιρία και έτρεξε στην κοπέλα. Εκείνη το άρπαξε, το έβαλε στο καλαθάκι, καβάλησε το ποδήλατο και έγινε καπνός. Οι άλλοι δύο, μη ξέροντας από πού τους ήρθε, το έβαλαν και αυτοί στα πόδια, κατατρομαγμένοι όμως! Γύρισα στον Στρόβιλο και τον βρήκα καθισμένο πάνω στο βιβλίο. Χαμογελούσε και με κοιτούσε με καμάρι. «Μπράβο εκλεκτέ μου» είπε. «Με έκανες υπερήφανο!» «Μα τι ήταν όλα αυτά;» ρώτησα. «Γιατί αυτοί ήθελαν να πάρουν το σκυλάκι απ’ αυτήν την καλή κοπέλα;» «Για να το κάνουν Ντόσιγγκ-τάνκ» είπε εκείνος συνοφρυωμένος. «Ντόνσιγγκ… τι;» Απόρησα.

Page 205: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

200

«Πήγαινε εκεί απέναντι» μου είπε. «Να σε εκείνο το μαγαζί που μυρίζει φαγητό. Ακολούθησε τη μύτη σου. Εγώ θα σε περιμένω εδώ. Άντε πήγαινε!» Ακολούθησα τη μύτη μου, όπως μου είπε, και αυτή με οδήγησε στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Κιβώτια γεμάτα και παραφορτωμένα με διάφορα λαχανικά, υπήρχαν παντού. Κλάματα κουταβιών ακούστηκαν μέσα από ένα κλουβί. Πήγα πιο κοντά και είδα πέντε μικρά Αγίου Βερνάρδου: «Μαμά! Μαμά!» «Ε! Μικρούλια μου» τα γλυκογάβγισα. «Τι κάνετε εσείς εδώ; Γιατί είσαστε κλειδωμένα μέσα σε αυτό το βρόμικο κλουβί;» Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν σκυλίσιες κραυγές από μέσα. Όρμησα χωρίς να σκεφτώ. Αυτό που είδα, ήταν φρικτό. θυμήθηκα τον Στρόβιλο που είπε, θα πονέσεις. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν σφαγμένο ένα μεγάλο Αγίου Βερνάρδου. Εκεί μαζί με τα λαχανικά και δίπλα στα καζάνια που έβραζαν. Φρικάρισα! Σαν αστραπή ήρθε η εικόνα του Λάκη στο μυαλό μου και τότε κατάλαβα.. Μα αυτοί ήσαν σκυλοφάγοι τεράνθρωποι! Έσφαζαν και μαγείρευαν αυτά τα υπέροχα ζώα που μοναδικό σκοπό της ζωής τους έχουν να τους προστατεύουν.! Θεέ μου καλά που είμαι αόρατος! Ώστε αυτό είναι το Ντόσινγκ-τάνκ. Είναι φαγητό για ανθρώπους με κρέας σκύλου! Μα αυτοί είναι κανίβαλοι! Έτρεξα πανικόβλητος έξω και χωρίς καν να το σκεφτώ, άρπαξα την κλούβα με τα κουταβάκια Ξαφνικά η κλούβα άρχισε να αιωρείται και να κατευθύνεται προς το δέντρο όπου κρυβόταν το βιβλίο. Κατάλαβα πως αυτό ήταν δουλειά του Στροβίλου. Τον βρήκα να στέκεται ολόρθος, δίπλα στο δέντρο και να κρατάει την κλούβα με τα κουταβάκια. «Γρήγορα!» μου φώναξε. «Οι χασάπηδες!» ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΤΗΚΑΜΕ. Οι τεράνθρωποι με τα σχιστά μάτια, έμειναν με τις χαντζάρες στα χέρια να βλέπουν την κλούβα να στροβιλίζετε και σταδιακά να χάνεται.

Page 206: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

201

Όταν σταματήσαμε βρεθήκαμε σε μία ομιχλώδη πόλη. Φωνές παιδιών ακούγονταν από ένα σπίτι, σίρριζα του δρόμου. Ο Στρόβιλος πήρε την κλούβα με τα κουτάβια και πήγε στο κατώφλι του σπιτιού. Την ακούμπησε κάτω και με το μακρύ σκυλίσιο νύχι του, χτύπησε το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε αστραπιαία Τρία πιτσιρίκια ξεχύθηκαν έξω. Μόλις αντίκρισαν τα κουταβάκια έγινε χαμός. Χαρούμενες στριγκλιές, γέλια φωνές! Ο Στρόβιλος ευχαριστήθηκε τόσο πολύ, που έπιασε την κοιλιά του και ξέσπασε σε γέλια . Σε λίγο εμφανίστηκε μια νεαρή γυναίκα! «Mammy, mammy pappies»14

Μείναμε για λίγο από έξω, ευχαριστημένοι και ευτυχισμένοι, ενώ τα παιδιά από μέσα πανηγύριζαν. Τακ, τακ, τακ, ακούστηκε και γυρίσαμε το κεφάλι προς το βάθος του δρόμου. Ένας άνθρωπος με γυαλιά και οδηγό έναν σκύλο, ερχόταν προς το μέρος μας. Ο άνθρωπος κρατούσε ένα μπαστούνι με το οποίο ψαχούλευε τον δρόμο.

φώναξαν τρισευτυχισμένα τα παιδιά. Εκείνη έφερε το χέρι στο στόμα, απορημένη. Κοίταξε γύρω και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε κανείς, έσκυψε και πήρε την κλούβα με τα κουταβάκια. Κοίταξε άλλη μία φορά δεξιά αριστερά και ύστερα μπήκε μέσα.

Ο σκύλος τον οδήγησε στην είσοδο του απέναντι σπιτιού και έμεινε σταθερά πλάι του. Ο άνθρωπος ψαχούλεψε στην τσέπη του, έβγαλε ένα κλειδί και άνοιξε την πόρτα. Άνθρωπος και σκύλος μπήκαν μέσα. «Αυτός ο σκύλος είναι τα μάτια του ανθρώπου» είπε ο Στρόβιλος και χώθηκε μέσα στο βιβλίο. Ύστερα πριν εξαφανιστεί και το χέρι με το σκυλίσιο νύχι, μου έκανε νόημα να ανέβω. ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΤΗΚΑΜΕ Αυτή τη φορά βρεθήκαμε στο σπιτάκι μου. Ένιωσα ανακούφιση. Είδα τους φίλους μου ακριβώς εκεί όπου τους άφησα, να κοιμούνται όμως. Έκλεισα το βιβλίο αφού πρώτα του έσκασα ένα γενναίο φιλί και το έβαλα

14 Μαμά κουτάβια.

Page 207: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

202

στο κουτί του. Το κλείδωσα, το έβαλα κάτω από τη στρωμνή μου και ξάπλωσα με το βλέμμα μου προς τους φίλους μου. «Έλα φίλε, Ανέβα!» μου φώναξε κάποιος από ψηλά. Σήκωσα το κεφάλι και είδα μια σκάλα. «Έλα ανέβα» επέμενε η φωνή. Κοίταξα καλά και είδα έναν μαύρο σκύλο. «Τι; Να ανέβω;» ρώτησα. «Μα που βγάζει αυτή η σκάλα»; «Έλα,» επέμενε εκείνος. «Έλα και θα δεις!» Άρχισα να ανεβαίνω σιγά-σιγά και κάθε τόσο κοιτούσα κάτω. Όσο ανέβαινα, τόσο η σκάλα μάκρυνε, μάκρυνε… και ο σκύλος πάντα στο τελευταίο σκαλί να με καλεί να συνεχίσω την ανάβαση. Πάνω στα λευκά σύννεφα σταμάτησα. Κάτω δεν φαινόταν τίποτα πια. Άρχισα να τρέμω. Πήρα κουράγιο και έκανα άλλο ένα βήμα. «Συνέχισε!» μου φώναξε και πάλι. «Δεν βλέπεις, σε περιμένω.» «Μα τι είναι εκεί επάνω;» «Έλα και θα δεις…» Επιτέλους έφτασα στο τελευταίο σκαλί. Τότε είδα τον μαύρο σκύλο να στέκει πίσω από ένα σύννεφο. Τον αναγνώρισα. «Μα εσύ δεν είσαι ο...» είπα. «Ο Αλέσιο!» είπε εκείνος. «Ναι εγώ είμαι.» Κοίταξα πιο πέρα και είδα έναν φίλο. «Λάκη!» λαχτάρησα. «Φίλε μου Λάκη! Είσαι καλά!» «Φίλε μου!» «Και εγώ εδώ είμαι» είπε μία γνώριμη φωνή. Έσκυψα και κοίταξα. Ήταν ο καλός μου Πιγκουΐνος, κορδωμένος και ευτυχής.. Στο στήθος του κρέμονταν δέκα κάτια παράσημα που μου τα επιδείκνυε με περισσή υπερηφάνεια. «Κοίτα!» μου είπε. «Με παρασημοφόρησαν. «Στρατηγέ μου!» θαύμασα.

Page 208: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

203

«Και εγώ εδώ είμαι!» είπε κάποιος. Ήταν ο Σαμψών που πλησίαζε τον Πιγκουΐνο. «Εδώ» είπε. «Με τον παλιό, καλό μου φίλο» και στάθηκε υπερήφανα πλάι του. Είδα τα μάτια όλων να λάμπουν όλο χαρά. Ο Λάκης έκανε στην άκρη αφήνοντας την πύλη ελεύθερη. «Εδώ είναι ο δίκαιος κόσμος που ονειρευτήκαμε» μου είπε. Ο Αλέσιο μου έδειξε με το βλέμμα του προς τα μέσα. «Εδώ υπάρχει μόνο μία γλώσσα» μου είπε. «Μία που όλοι την καταλαβαίνουν» Ο Πιγκουΐνος έγλυψε τα παράσημά του. «Εδώ οι κόποι σου παρασημοφορούνε» είπε «χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες. Ο Σαμψών, πότε κοιτούσε τα πόδια του και πότε εμένα. «Κοίτα, στέκω όρθιος» μου είπε. «Όμως και κάτω να κάτσω», ζεστά είναι.» Κοίταξα μέσα. Ένας κόσμος, υπέροχος, φωτεινός απλώνονταν μπρος μου. Όλα τα πλάσματα της γης, συνυπήρχαν εκεί αρμονικά Μία ουράνια μελωδία συνόδευε κάθε τους βήμα. Η απόλυτη εκπλήρωση των ονείρων τους φαίνονταν έντονα στο βλέμμα τους. «Να μπω;» ρώτησα. «Όχι! Ως εδώ!» μου έφραξαν το δρόμο. «Δεν μπορείς ακόμα να μπεις, μου είπε ο Αλέσιο. «Σε περιμένει δουλειά εκεί κάτω! Μόνο να ξέρεις… ο κόσμος που αναζητάς είναι εδώ πάνω!. Ότι κάνουμε εκεί κάτω, είναι η προετοιμασία μας, για εδώ Πάνω!» «Εδώ!» Ακούστηκε τότε μια αγαπημένη φωνή, από λίγο πιο ψηλά. Σήκωσα το κεφάλι και είδα τον Στρόβιλο, ολόρθο πάνω σε ένα σύννεφο με τα χέρια απλωμένα προς εμένα να με καλεί να πάω κοντά του. «‘Έλα, έλα, φίλε μου» μου φώναξε. Εδώ είναι το καλύτερο μέρος.» «Μα πως;» ρώτησα. «Δεν έχει σκάλα!» Τότε εκείνος γέλασε εγκάρδια και μεμιάς έριξε κάτω την ασημένια γενειάδα του που έγινε σκάλα και έφτανε ως τα πόδια μου.

Page 209: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

204

«Μόνο για σένα εκλεκτέ μου!» μου φώναξε. «Έλα λοιπόν!» Ανέβηκα τα λαμπερά ασημένια και βρέθηκα στην αγκαλιά του. «Από εδώ πάνω μπορείς να δεις κάθε σημείο του ορίζοντα» μου είπε. «Κοίτα εκεί στο βάθος…εκείνος είναι ο Λεόνε. Έχει πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Το πρόβλήμά του με τις αρκούδες είναι πολύ μεγάλο! Να και το δασάκι με τις γάτες…που σου έλεγε η Νίκη. »Βλέπεις εκείνο το μικρό, κάτασπρο κουτάβι, είναι ο γιος του Έβρου. Παίζει με τον άνθρωπο που μοιράστηκε μαζί τους, το λιγοστό ψωμί του. Από εδώ πάνω βλέπεις μέχρι και το ποτάμι. Εκείνο που παραλίγο να τον πάρει μαζί του. »Και τώρα ετοιμάσου για το καλύτερο. Κοίτα πέρα…πέρα…τι βλέπεις; Ναι! Είναι η Σάρα και ο Τέρυ. Και εκεί στο δάσος κάτω από θεόρατο δέντρο, εκείνος είναι ο εκλεκτός Τοχούνγκα. Είναι καλός και άξιος συνεχιστείς της γενιάς του. Και μάλιστα! Αυτά εκεί είναι τα αγαπημένα ζώα του Πιγκουίνου. Τα καγκουρό. Κάτι πάει να γίνει τώρα που έχουν το βιβλίο. Οι πρώτες επαφές απέδωσαν καρπούς. «Είναι τέλεια» εδώ…πάνω ψιθύρισα. «Ναι…όμως τώρα, είναι ώρα να κατέβεις. Πήγαινε λοιπόν. Σε περιμένουν οι φίλοι σου. Έχεις και ανθρώπους εκεί κάτω που σε νοιάζονται. Πήγαινε λοιπόν!» Τι στιγμή εκείνη ένοιωσα ένα δυνατό ταρακούνημα. «Έλα ξύπνα!» άκουσα να μου φωνάζουν. «Μα ξύπνα σου λέω! Πειρατή!! Τι έπαθες! Γιατί δεν ξυπνάς! Έλα φίλε μου με τρομάζεις!» Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τη Λυγερή. Στέκονταν πάνω μου έντρομη. «Επιτέλους ξύπνησες!» μου είπε. «Ξέρεις πόση ώρα προσπαθώ να σε ξυπνήσω!» «Ξύπνησα;» απόρησα και αμέσως συνειδητοποίησα πως κοιμόμουν κυριολεκτικά, μα… και μεταφορικά. Το λαμπερό φεγγάρι, εκεί πάνω στον ουρανό, μου χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά που στη ζωή μου πρόσεξα τη λαμπρότητα του! «Ναι Ξύπνησα» είπα. «Ξύπνησα! Λυγερή. Καληνύχτα γλυκιά μου».

Page 210: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

205

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Σκοπός του αυτού του βιβλίου είναι να ευαισθητοποιήσει των ασχετάνθρωπων, για να γυρίσουν το βλέμμα τους προς τα δύστυχα ζώα που « ζούνε » στους δρόμους. Αν καταφέρω και κάνω έστω και έναν από αυτούς φίλο τους, θα το θεωρήσω επιτυχία. Τα περισσότερα ζώα και πρόσωπα του βιβλίου, είναι υπαρκτά. Πειρατής: Βρέθηκε στην πόρτα μου πεινασμένος και διψασμένος μεσημέρι καλοκαιριού. Νίκη: Βρέθηκε μαζί με τα 13 αδελφάκια της και τη μανούλα τους στο δρόμο. Σήμερα από όλους αυτούς, είναι η μόνη που βρίσκεται ακόμα στον κόσμο των ανθρώπων. Μίλβα: Βρέθηκε μικρό κουταβάκι πεταμένο στη ρεματιά. Ρίτα : Βρέθηκε μικρό και πολύ άρρωστο κουταβάκι στην πόρτα φίλων μας. Το πέταξαν γιατί έπασχε από βαριά δερματίτιδα. Τώρα είναι ένα πανέμορφο ρωσικό τσοπανόσκυλο. Φίλιπς: Βρέθηκε μικρό και εγκαταλειμμένο στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Ερμής : Βρέθηκε στην αυλή των φίλων μας και υιοθετήθηκε από την Μίλβα . Κανέλλα: Βρέθηκε σε μία κούτα μαζί με άλλα τρία αδελφάκια της στο ρέμα. Τζίνα : Βρέθηκε μωρό στην γειτονιά μας και υιοθετήθηκε από έναν γείτονα. Λαίδη : Εγκαταλείφθηκε από έναν γείτονα ασχετάνθρωπο, επειδή, ΔΕΝ,

γάβγιζε. Μπούμπα: Η ιστορία της είναι σχεδόν αληθινή και ο χαρακτήρας της είναι αυτός που αναφέρεται στο βιβλίο. Έχει ακόμη, τα πιο θλιμμένα μάτια του κόσμου. Λυγερή: Βρέθηκε εγκαταλειμμένη μέσα στην παγωνιά στη γειτονιά μας. Χάρης: Έζησε μαζί μας για λίγο καιρό. Τώρα βρίσκεται στον ονειρεμένο κόσμο.

Page 211: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

206

Λάκης: Τον έφερε η Νίκη άρρωστο και ταλαιπωρημένο στο σπίτι. τώρα βρίσκεται και αυτός στον ονειρεμένο κόσμο. Σάκης και Σωτήρης: Βρέθηκαν νεογέννητα μαζί με τα τέσσερα

αδελφάκια του μέσα σε μια λακκούβα με νερό. μόνο ο Σωτήρης ζει.

Ο Μπιάνκο και τα τέσσερα αδελφάκια του που ζουν στην αυλή του Πιγκουΐνου, γεννήθηκαν σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Δεν υπάρχει πια!

Page 212: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

207

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Η Μαρία Μαυρίδου Καλούδη γεννήθηκε

στην Διομήδεια της Ξάνθης το 1956. Εργάστηκε ως διερμηνέας, μεταφράστρια, γραμματέας υπάλληλος, και άλλα, ενώ παράλληλα έγραφε. Έχει μεταφράσει, από τα γερμανικά στα ελληνικά, εμπορική αλληλογραφία, λογοτεχνία και ποίηση. Σήμερα ζει στην Ν. Μηχανιώνα, στην εξοχή, με την μεγάλη οικογένεια της που αποτελείται από τα τρία της παιδιά, τον σύζυγό, τους επτά πλέον σκύλους και τις δέκα γάτες της.

Έχει εκδώσει τα εξής βιβλία: 1) ‘‘IL PUSSA VIA DI Ο QUA’’,

(2003), στην Ιταλία από τον εκδοτικό οίκο Il grappolo. Την μετάφραση αυτού του βιβλίου, στα ιταλικά, έκανε η Όλγα Κοσμίδου.

2) ‘‘Η Πρέσβειρα Των Χελιδονιών’’ που απέσπασε το πρώτο βραβείο στην τηλεοπτική εκπομπή ΝΑ Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ του Mega-channel τον Ιούνιο του 2003, και εκδόθηκε το 2004 από τον οργανισμό Λιβάνη.

3) ‘‘Ο Νούμερο 28’’, των εκδόσεων Ερωδιός. Με πρωταγωνιστές ταχυδρομικά περιστέρια και τους τετράποδους φίλους μας, με συμπρωταγωνιστές τους ανθρώπους.

4) ‘‘Στα Χνάρια των Κομνηνών’’, εκδόσεις Ερωδιός. Mε θέμα τον ξεριζωμό του ποντιακού ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες. Είναι διανθισμένο με ποντιακούς διαλόγους.

5) ‘‘Της ζωής μας τα γραμμένα’’, κοινωνικό μυθιστόρημα σε μορφή ημερολογίου των εκδόσεων των αδελφών Κυριακίδη, με ποντιακούς διαλόγους

Έχει πάρει μέρος σε δύο ανθολόγια. ‘‘Δεσμοί λόγους και υπόσχεσης’’ και ‘‘Οδός ποιητών’’ των εκδόσεων Μαλλιάρης Παιδεία.

Αρθρογραφεί στην εφημερίδα ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ.

Ανέκδοτα δικά της:

Page 213: Ο ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ

208

1) Το ημερολόγιο του έφεδρου αξιωματικού. Κωνσταντίνου Θ. Στεφανίδη, ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΕΠΟΣ 1940-41

2) Το Χτικιό. Κοινωνικό-αστυνομικό μυθιστόρημα 3) Ο γαϊδαράκος Πολύφημος (για παιδιά και μεγάλους με παιδική

ψυχή. 4) Τα παραμύθια μου (δέκα παραμύθια για όλες τις ηλικίες) 5) Το ματοζύνιχο, μυθιστόρημα διανθισμένο με ποντιακούς

διαλόγους. Και άλλα.