ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

37
Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων, ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους, ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου καὶ ἐλπίσας μέγαν τε ἔσεσθαι καὶ ἀξιολογώτατον τῶν προγεγενημένων, τεκμαιρόμενος ὅτι ἀκμάζοντές τε ᾖσαν ἐς αὐτὸν ἀμφότεροι παρασκευῇ τῇ πάσῃ καὶ τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς ἑκατέρους, τὸ μὲν εὐθύς, τὸ δὲ καὶ διανοούμενον. κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων, ὡς δὲ εἰπεῖν καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἀνθρώπων. τὰ γὰρ πρὸ αὐτῶν καὶ τὰ ἔτι παλαίτερα σαφῶς μὲν εὑρεῖν διὰ χρόνου πλῆθος ἀδύνατα ἦν, ἐκ δὲ τεκμηρίων ὧν ἐπὶ μακρότατον σκοποῦντί μοι πιστεῦσαι ξυμβαίνει οὐ μεγάλα νομίζω γενέσθαι οὔτε κατὰ τοὺς πολέμους οὔτε ἐς τὰ ἄλλα. φαίνεται γὰρ ἡ νῦν Ἑλλὰς καλουμένη οὐ πάλαι βεβαίως οἰκουμένη, ἀλλὰ μεταναστάσεις τε οὖσαι τὰ πρότερα καὶ ῥᾳδίως ἕκαστοι τὴν ἑαυτῶν ἀπολείποντες Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής για τους μαθητές της Θεωρητικής Κατεύθυνσης 2013-14 Επιμέλεια : Παναγιώτης Γ. Αθανασόπουλος, 1ο Λύκειο Ρόδου

description

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Transcript of ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Page 1: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν

πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ

Ἀθηναίων ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους

ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου καὶ

ἐλπίσας μέγαν τε ἔσεσθαι καὶ

ἀξιολογώτατον τῶν προγεγενημένων

τεκμαιρόμενος ὅτι ἀκμάζοντές τε ᾖσαν ἐς

αὐτὸν ἀμφότεροι παρασκευῇ τῇ πάσῃ καὶ τὸ

ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς

ἑκατέρους τὸ μὲν εὐθύς τὸ δὲ καὶ

διανοούμενον κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ

τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν

βαρβάρων ὡς δὲ εἰπεῖν καὶ ἐπὶ πλεῖστον

ἀνθρώπων τὰ γὰρ πρὸ αὐτῶν καὶ τὰ ἔτι

παλαίτερα σαφῶς μὲν εὑρεῖν διὰ χρόνου

πλῆθος ἀδύνατα ἦν ἐκ δὲ τεκμηρίων ὧν ἐπὶ

μακρότατον σκοποῦντί μοι πιστεῦσαι

ξυμβαίνει οὐ μεγάλα νομίζω γενέσθαι οὔτε

κατὰ τοὺς πολέμους οὔτε ἐς τὰ ἄλλα

φαίνεται γὰρ ἡ νῦν Ἑλλὰς καλουμένη οὐ

πάλαι βεβαίως οἰκουμένη ἀλλὰ

μεταναστάσεις τε οὖσαι τὰ πρότερα καὶ

ῥᾳδίως ἕκαστοι τὴν ἑαυτῶν ἀπολείποντες

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής

για τους μαθητές της Θεωρητικής Κατεύθυνσης

2013-14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 2

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Α

ἄβατος = ο μη βατός αδιάβατος απαραβίαστος

ἀβέβαιος = ασταθής άστατος

ἀβίωτος = αφόρητος ανυπόφορος ἀβίωτόν ἐστι τινὶ = είναι ανυπόφορο αφόρητο για κάποιον η ζωή είναι

ανυπόφορη για κάποιον

ἀβοητὶ = χωρίς βοή

ἀβουλέω ῶ = δεν θέλω (ἀ+βούλομαι) ἀβούλητος=ακούσιος αθέλητος (ἀ+βούλομαι)

ἀβούλευτος =απερίσκεπτος(ἀ+βουλεύω) ἄβουλος (ἀ+βουλή) = ο απερίσκεπτος ἀβούλως ή ἀβουλεί= απερίσκεπτα

ασύνετα

ἀβουλία = έλλειψη βούλησης αναποφασιστικότητα (ἀ+βούλομαι) έλλειψη σκέψης απερισκεψία (ἀ+βουλεύω)

ἁβρὸς = λεπτός χαριτωμένος κομψός

ἀγαθὸς = καλός ικανός γενναίος

Α για πρόσωπα

1 καλός ικανός πνευματικά ή διανοητικά (με προσδιορισμό της αναφοράς) ἀγαθός λέγειν=ικανός ρήτορας (στο

να μιλά) ἀγαθός τα πολιτικά=ικανός πολιτικός

2 καλός με ηθική σημασία ορθός σωστός δίκαιος ψυχή ἀγαθή=καλή ψυχή ἀγαθός ἀνήρ=καλός δίκαιος

άνδρας ἀνήρ καλός κἀγαθὸς=άνδρας καλός και τίμιος δίκαιος

3 δυνατός γενναίος ἀγαθός στρατιώτης=γενναίος στρατιώτης

4 καλός ικανός (με αρετές) ἀγαθός ἵππος=καλό γερό υγιές άλογο

5 ευμενής ευεργετικός καλός πιστός ἀγαθὸς δαίμων=ο καλός θεός ἀγαθὴ τύχη=η καλή τύχη τύχῃ ἀγαθῇ=

με το καλό ἀγαθός φίλος=καλός πιστός φίλος ὦ ἀγαθέ (ὦγαθέ) =καλέ μου καλέ μου φίλε

6 ευγενικής αριστοκρατικής καταγωγής (ή πολιτικών πεποιθήσεων) οἱ ἀγαθοί = οι αριστοκράτες οἱ ἄριστοι=οι

αριστοκράτες οι αριστοκρατικοί οι οπαδοί του αριστοκρατικού πολιτεύματος

Β για πράγματα και αφηρημένες έννοιες

1 καλής ποιότητας εξαιρετικός υγιής ἀγαθός ὀφθαλμός=υγιής οφθαλμός

2 εύφορος πλούσιος ἀγαθή χώρα=εύφορη χώρα

3 αγαθός καλός (με ηθική σημασία) ευεργετικός χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος τὸ ἀγαθὸν = το αγαθό το

καλό η ευεργεσία ἀγαθόν ἔργον=καλή πράξη ἀγαθὰ ποιῶ δρῶ =ευεργετώ ωφελώ ἀγαθὰ πάσχω =

ευεργετούμαι ωφελούμαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις αισθήματα

4 το επιθυμητό τέλος ο σκοπός κάθε ενέργειας και επιστήμης ἐπrsquo ἀγαθῶ τινος=για το καλό κάποιου

ἄγαμαι =1 με θετική σημασία θαυμάζω επαινώ κάποιον για κάτι ἄγαμαι τον ἄνδρα τῆς άρετῆς=θαυμάζω τον

άνδρα γα την ανδρεία του 2 με αρνητική σημασία φθονώ κάποιον για κάτι θυμώνω οἱ θεοί ἠγάσθησαν ἡμῖν=οι

θεοί οργίσθηκαν με εμάς

ἄγαν = πολύ υπερβολικά πάνω από το μέτρο lsquoμηδέν ἄγανrsquo=τίποτα να μην κάνεις υπερβολικά πάνω από το

μέτρο ἡ ἄγαν ἐλευθερία=η υπερβολική ελευθερία η ασυδοσία

ἀγαπάωndashῶ =1αγαπώ 2 είμαι ικανοποιημένος αρκούμαι (+δοτ ή και μτχ) ἀγαπῶ τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς=

είμαι ικανοποιημένος με (μου αρκούν) τα υπάρχοντα αγαθά ἀγαπῶ τιμώμενος=εἰμαι ικανοποιημένος που με

τιμούν 3 συνηθίζω να (+τελαπαρ) ἀγαπῶ πράττειν ταῦτα= συνηθίζω να κάνω αυτά (=φιλῶ)

ἀγαπητῶς = πρόθυμα με χαρά αρκετά

ἀγγέλλω = αναγγέλλω ἀγγέλλω πόλεμον κηρύττω πόλεμο ἀγγελία = είδηση αγγελία ἄγγελος = αγγελιοφόρος δι

ἀγγέλων=μέσω απεσταλμένων

ἀγνοέω ndash ῶ = αγνοώ ἀγνοοῦμαι = είμαι άγνωστος δεν γίνομαι αντιληπτός ἄγνοια = άγνοια αμάθεια

ἀγνωμονέω ndash ῶ = ενεργώ ασύνετα ἀγνωμόνως = αναίσθητα ἀγνωμοσύνη = αναισθησία δυσμένεια ἀγνώμων =

αναίσθητος απερίσκεπτος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 3

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀγνὼς = ο άγνωστος που αγνοεί ἀγνὼς εἰμὶ τινός = αγνοώ κάποιον ἀγνωσία = άγνοια αφάνεια

ἄγονος (ἀ+γονὴ) = άκαρπος στείρος άτεκνος

ἀγείρω = συναθροίζω συγκεντρώνω ἀγείρομαι = συναθροίζομαι συγκαλούμαι σε συνέλευση ἀγορὰ =

συγκέντρωση συνέλευση του λαού τόπος συνελεύσεως ἀγορὰν ποιοῦμαι τίθεμαι συνάγω συλλέγω ποιῶ =

συγκαλώ συνέλευση ἀγοράν καθίζω = κηρύσσω την έναρξη συνέλευσης ἀγοράν λύω = κηρύσσω τη λήξη

συνέλευσης ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά ἀγοραία ἡμέρα = δικάσιμη ημέρα ἀγοραῖος = αυτός

που περνάει την ώρα του στην αγορά

ἀγορεύω = δημηγορώ κακῶς ἀγορεύω = κακολογώ

ἀγχιστεία = συγγένεια ἄγχιστος=ο πάρα πολύ κοντινός

ἄγω = οδηγώ φέρω (συνήθως για πρόσωπα ενώ για πράγματα το φέρω)

1 οδηγώ ἄγω εἰς δίκην δικαστήριον ἐπὶ τοὺς δικαστὰς=οδηγώ σε δίκη ενώπιον των δικαστών ή του

δικαστηρίου ἄγω εἰς ἀρετήν=οδηγώ στην αρετή

2 (ενεργ-μέσο) φέρνω μεταφέρω παίρνω μαζί μου αποκτώ (γυναίκα αιχμάλωτο εταίρους δούλο) ἄγω (ή

ἄγομαι) δούλους=παίρνω ως δούλους ἄγω καὶ φέρω (έναν τόπο) =λεηλατώ διαρπάζω ἄγομαι γυναῖκα

=αποκτώ παίρνω γυναίκα παντρεύομαι

3 κυβερνώ διευθύνω καθοδηγώ ἄγω την στρατιάν =καθοδηγώ τον στρατό ηγούμαι του στρατού

4 βαδίζω προχωρώ - στην προστακτική ἄγεἄγετε= έλαελάτε(εμπρός)

5 (ενεργ-μέσο) γιορτάζω κάνω μια τελετή ἄγω (ή ἄγομαι) ἑορτήν τα Παναθήναια θυσίαν = γιορτάζω μια

γιορτή τα Παναθήναιατελώ θυσία

6 τηρώ φυλάγω διατηρώ ἄγω είρήνην=τηρώ την ειρήνη ἄγω τάς σπονδάς=τηρώ τη συμφωνία

7 κάνω κάτι (για κάποιο χρονικό διάστημα συνεχώς) ως περίφραση νεῖκος ἄγω=φιλονικώ ἡσυχίαν

ἄγω=ἡσυχάζω σχολήν ἄγω=σχολάζω κά

8 κατασκευάζω ἄγω τεῖχος=κατασκευάζω τείχος

9 (ενεργ-μέσο)νομίζω θεωρώ υπολογίζω (= ἡγοῦμαι) εκτιμώ έχω σε υπόληψη ἄγω (ή ἄγομαι) τινὰ

τιμιώτερον αποδίδω σε κάποιον μεγαλύτερη αξία εκτιμώ περισσότερο ἄγω (ή ἄγομαι) τινά περί

πλείστου=εκτιμώ κάποιον (κάτι) πάρα πολύ ἄγω (ή ἄγομαι) τινά ἐν τιμῆ=εκτιμώ κάποιον

ἄγομαι (παθ)

1 οδηγούμαι φέρομαι μεταφέρομαι παρασύρομαι σύρομαι (στη σκλαβιά στο δικαστήριο) ἄγομαι εἰς

δίκην=σύρομαι σε δίκη ἄγομαι καὶ φέρομαι = λεηλατούμαι ἄγομαι φόνου=κατηγορούμαι για φόνο

2 ανατρέφομαι εκπαιδεύομαι ὁρθῶς ἄγομαι =εκπαιδεύομαι σωστά

3 θεωρούμαι περί πλείστου ἄγομαι=με εκτιμούν θεωρούμαι πολύ σημαντικός

ἀγὼν = αγώνας μάχη δίκη μέγας ἀγὼν = σπουδαία δίκη καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκη

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεως

ἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώνα ἀγωνίζομαι γραφὴν (ή δίκην)=διεξάγω δικαστικό αγώνα ἀγωνίζομαι

δίκην=υπερασπίζω δικαστική υπόθεση ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή

θανάτου οἱ ἀγωνιζόμενοι οι διάδικοι

ἀγώνισμα = αγώνας ανδραγάθημα κατόρθωμα

ἄδεια=έλλειψη φόβου ασφάλεια ἄδειαν ἄγω=είμαι ασφαλής ἀδεῶς=χωρίς φόβο

ἄδηλος = μη φανερός αφανής

ἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεται

ἀδικέω ndash ῶ = αδικώ βλάπτω ἀδίκημα = άδικη πράξη

ἀδόκιμος = άσημος

ἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμη ἀδοξία = κακή φήμη ασημότητα ἀδοξος = αφανής άσημος

ἀδυναμία amp ἀδυνασία = αδυναμία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 4

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀδυνατέω ndash ῶ = δεν μπορώ

ἀδύνατος =αδύνατος αδύναμος ανάπηρος ανίκανος μη ικανός ἀδύνατος λέγειν = μέτριος ρήτορας

ἀδωροδόκητος amp ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώρα

Ἀθήναζε = προς Αθήνα Ἀθήνηθεν = από την Αθήνα Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση)

ἆθλον = έπαθλο βραβείο ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβεία

ἀθροίζω = συγκεντρώνω ἀθρόος = συγκεντρωμένος πυκνός αἱ νῆες ἁθρόαι ἀνήγοντο =τα πλοία ανοίχθηκαν όλα

μαζί συγκεντρωμένα

ἀθυμέω ndash ῶ = χάνω το θάρρος μου στενοχωρούμαι είμαι απογοητευμένος ἀθυμία = απογοήτευση έλλειψη

θάρρους ἄθυμος=στεναχωρημένος απογοητευμένος ἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μου

αἰδέομαι-οῦμαι = σέβομαι ντρέπομαι συμπονώ αἰδὼς = ντροπή σεβασμός

ἀϊδιος = αιώνιος

αἰκίζομαι=βλάπτω προσβάλλω

αἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω εγκρίνω

αἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά υπονοώ

αἱρέω-ῶ

1λαμβάνω παίρνω αφαιρώ

2συλλαμβάνω πιάνω αιχμάλωτο (για ανθρώπους και ζώα)

3 αἱρῶ +κτγ μτχ= πιάνω συλλαμβάνω κάποιον να κάνει κάτι

4 αἱρῶ +κτγ μτχ ή κτγ = αποδεικνύω κάποιον ένοχο για κάτι (δικανικός όρος) ndash αἱρῶ δίκην ή γραφήν = κερδίζω

μια δίκη παίρνω ψήφο για καταδίκη του αντιπάλου -δίκην αἱρῶ τινά =καταδικάζω κάποιον με δίκη -οἱ ἑλόντες=

αυτοί που κερδίζουν τη δίκη- αντιθ οἱ ἑαλωκότες=οι καταδικασμένοι

5 κυριεύω κατακτώ μια πόλη μια χώρα

6 συλλαμβάνω με το μυαλό κατανοώ

το μέσο αἱροῦμαι

1 εκλέγω ἄλλον εἵλοντο στρατηγόν =άλλον εξέλεξαν στρατηγό

2 προτιμώ αἱρούμεθα ζῆν μᾶλλον ἤ τεθνάναι =προτιμούμε μάλλον να ζούμε παρά να πεθάνουμε

Το παθητικό αἱροῦμαι

1κυριεύομαι (σπανίως- συνήθως ως παθητικό του αἱρῶ χρησιμοποιείται το ἁλίσκομαι= συλλαμβάνομαι πιάνομαι

κυριεύομαι)

2 εκλέγομαι στρατηγός ᾑρέθη=εξελέγη στρατηγός

αἵρεσις = άλωση κατάληψη εκλογή προτίμηση αἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής αἵρεσιν

λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής

αἴρω = υψώνω μεταφέρω απομακρύνω αἴρομαι = υψώνομαι αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον

κίνδυνο (τον πόλεμο) αἴρω τεῖχος = υψώνω τείχος αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία αἴρω ταῖς ναυσὶ=

αποπλέω αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώ

αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι κατανοώ καταλαβαίνω (με τις αισθήσεις μου) ὁ αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί

τις νοητικές του ικανότητες αυτός που έχει σώας τας φρένας - αἴσθησιν ἔχω τινός έχω αντίληψη κάποιου

πράγματος

αἰσχρός = 1 δύσμορφος άσχημος (στην εξωτερική εμφάνιση) 2επονείδιστος άτιμος ανάρμοστος αἰσχύνη =

ντροπή αἰσχύνομαι = ντρέπομαι σέβομαι αἰσχύνω = ασχημίζω ντροπιάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 5

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

αἰτέω-ῶ amp αἰτοῦμαι = ζητώ παρακαλώ

αἰτία = αιτία αφορμή κατηγορία αἰτίαν ἔχω (ή ὑπέχω) = κατηγορούμαι ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώ ἀπολύω

τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ

αἰών = ζωή αιώνας ὁ σύμπας αἰών = η αιωνιότητα

αἰωροῦμαι τὴν ψυχήν αμφιταλαντεύομαι ψυχικά

ἀκινδύνως ἔχω δε διατρέχω κίνδυνο

ἀκμάζω = είμαι ακμαίος ὁ σῖτος ἀκμάζει = το σιτάρι είναι ώριμο ἀκμάζει είναι κατάλληλη στιγμή ἀκμή = ακμή

αιχμή

ἀκολασία = ασωτία

ἀκούω = ακούω εὖ ἀκούω = επαινούμαι κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι

ἄκρον ή ἄκρα = κορυφή ύψωμα ακρωτήριο

ἀκραιφνής (lt ἀκέραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής ολόκληρος

ἀκρασία = ακολασία ακράτεια ἀκρατής = αχαλίνωτος ο μη εγκρατής

ἀκρισία = σύγχυση ἄκριτος = ο συγκεχυμένος ο χωρίς δίκη

ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω

ἄκυρος=χωρίς κύρος εξουσία ισχύ άκυρος ἄκυρον ποιῶ τὸ ἀξίωμα= μειώνω την εξουσία

ἄκων = χωρίς τη θέληση(αντιθ ἑκών)

ἀλγέω-ῶ = πονώ θλίβομαι ἀλγηδών = πόνος θλίψη ἄλγος = πόνος θλίψη

ἁλάομαι-ῶμαι=περιπλανιέμαι ἀλήτης = περιπλανώμενος

ἀλγέω-ῶ=πονώ -ἄλγος=πόνος οδύνη θλίψη

ἅλις αρκετά

ἀλίσκομαι = κυριεύομαι συλλαμβάνομαι καταδικάζομαι (παθητικό του αἱρῶ) ἅλωσις = κατάκτηση καταδίκη

ἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί να κατακτηθεί

ἄλκιμος = ρωμαλέος ανδρείος

ἀλλάττω = αλλάζω μεταβάλλω ανταλλάσσω

ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού ἀλλαχόθεν = από αλλού ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος

ἄλλῃ κατrsquo άλλο τρόπο σε άλλα μέρη

ἀλλότριος = ξένος τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσεις ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές

διαθέσεις προς κάποιον

ἀλλόφυλος = αλλοεθνής

ἄλογος = παράλογος ακατανόητος

ἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζί

ἅμα ἕῳ = τα χαράματα μόλις ξημέρωσε

ἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοια -ἀμαθῶς ἔχω=έχω άγνοια

ἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλω βλάπτω διαπράττω αδίκημα ἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημα ἁμαρτία =

αποτυχία σφάλμα - τὰ ἡμαρτημένα τὰ ἁμαρτηθέντα=τα σφάλματα οι αστοχίες - ἁμαρτάνεται (απρόσωπο)=

διαπράττεται σφάλμα ἁμαρτάνω τῆς γνώμης τινός διαψεύδω τη γνώμη κάποιου

ἀμέλεια = αδιαφορία ἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ἀμελής = αδιάφορος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 6

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀμηχανία = απορία στενοχώρια

ἀμιλλάομαι-ῶμαι=αγωνίζομαι συναγωνίζομαι ἄμιλλα = συναγωνισμός αγώνας - εἰς ἅμιλλαν ἔρχομαι=

εμπλέκομαι σε αγώνα συναγωνίζομαι

ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ ἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονεί

ἀμύνομαι = αποκρούω ἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιον

ἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύο

ἁμῶς γέ που σε κάποιο μέρος ἁμῶς γέ πως κατά κάποιον τρόπο

ἀναβαίνω = ανεβαίνω

ἀναβάλλω = αναβάλλω ἀναβολή = αναβολή καθυστέρηση

ἀναγγέλλω = αναγγέλλω

ἀναγκαῖος=αναπόφευκτος

ἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττω

ἀνάγω (ή ἀνάγομαι) ναῦν αποπλέω ανοίγομαι στο πέλαγος ἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνω ἡ ναῦς

ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος ἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά

ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος

ἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώ ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ

ὁ θεός) = χρησμοδότησε

ἀνακρούω εμποδίζω

ἀναλγησία = αναισθησία ἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρός

ἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώ

ἀναμένω = αναμένω υπομένω

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζω ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαι

ἀνάντης = ανηφορικός

ἀναπείθω = μεταπείθω ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη

ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώ

ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαι ἀνάστατον ποιῶ

= ερημώνω καταστρέφω

ἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσω ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή ἀναστροφή = επιστροφή περιστροφή

ἀναχωρέω-ῶ = αναχωρώ υποχωρώ

ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο ἀνδράποδον = δούλος

ἀνείργω = εμποδίζω

ἀνελπίστως ἔχω είμαι απελπισμένος

ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανος

ἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνω ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρω

ἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτος

ἀνθάπτομαι προσβάλλω επιχειρώ (ἀντί+ἅπτομαι)

ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι

ἀνθρώπειος = ανθρώπινος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 7

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀνία = θλίψη πόνος πλήξη ἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερός ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη ἀνιῶμαι = λυπούμαι

στενοχωρούμαι

ἀνίημι = αφήνω χαλαρώνω εγκαταλείπω ἀνίημι τὴν φυλακήν χαλαρώνω τον αποκλεισμό

ἀνίστημι = σηκώνω μετακινώ ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου ἀνίσταμαι υπό τινος

= διώχνομαι

ἄνοια = μωρία ανοησία

ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγεια ἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω

κάποιον ερημώνω

ἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώ

ἀνομία = παρανομία ἄνομος = παράνομος χωρίς νόμο

ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνω

ἄνους = ανόητος

ἀνταγορεύω = αντιλέγω

ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι

ἀνταίρω = ανθίσταμαι

ἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγος

ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω

ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω

ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου

ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού

ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού

ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση

ἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαι ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι ἀντέχω περί τινος επιμένω σε

κάτι

ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον

ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια

ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσω

ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία ἀντιδικία = φιλονικία ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη

ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαι

ἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαι

ἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώ

ἀντίος = αντιμέτωπος

ἀντίπαλον δέος ο φόβος των εχθρών

ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω

ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου

ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα

ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό

ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 8

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό ἀντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι

προβάλλω δικαιώματα

ἀντίπορος = αντικρινός

ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

ἀντίρροπος ισόρροπος ισοβαρής

ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου

ἀντιτίθημι = αντιτάσσω

ἀνυδρία = ξηρασία

ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα

ἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύω

ἄνωθεν = εκ των άνω οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι

ἀνωμοτί = χωρίς όρκο ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε

ἀνωφερής = ανηφορικός

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιος πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος

σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός ἄξιός εἰμι δικαιούμαι

ἀξιόχρεως = αξιόπιστος

ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμη

ἀξύμφορος = επιζήμιος

ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαι

ἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο

ἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημα

ἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύω ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ

ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω

ἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζω

ἅπαξ = μία φορά

ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω ἀπειθής = ανυπάκουος

ἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζω

ἀπεῖπον αρνήθηκα ἀπεῖπον + απρφτ απαγόρευσα ἀπεῖπον + μτχ κουράστηκα ἀπειρημένον το απαγορευμένο

ἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθής

ἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνω

ἀπεχθάνομαι = μισούμαι ἀπέχθεια = αντιπάθεια ἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικός

ἀπέχω-ομαι = απέχω

ἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικός

ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλω ἀπιστία = δυσπιστία καχυποψία

ἀποβάλλω = απορρίπτω

ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 9

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύω ἀποδείκνυμι νόμον δημοσιεύω νόμον

ἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνω ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα ἀποδίδωμί τινι τὸ

ὕδωρ δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει

ἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαι

ἀποικίζω = ιδρύω αποικία

ἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

ἀποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαι από φόβο αποφεύγω ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία

ἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνω

ἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείω

ἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνω

ἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω

ἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδα ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου

ἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφω

ἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνω ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή

κακολογίες ή συκοφαντίες ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

ἀπόμισθος απλήρωτος

ἄπονος = άκοπος οκνηρός

ἀπορία = δυσκολία έλλειψη εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash

διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία

ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρω

ἀπόστασις = αποστασία επανάσταση ἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτης

ἀποστερέω-ῶ αφαιρώ αρπάζω

ἀποτέμνω = αποκόπτω

ἀποτρέπομαι αποσύρομαι ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν στρέφομαι σε άλλη οδό

ἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύω ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνω

ἀποχρῶμαι τινα φονεύω κάποιον

ἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφαση

ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρία ἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχος ἀπραξία = αδρανεια

ἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινής

ἅπτομαι αγγίζω εξετάζω ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων αναμειγνύομαι στα πολιτικά

ἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξία ἀργός = άεργος αδρανής

ἀργύριον χρήματα τεμάχιο αργύρου

ἀρέσκω = είμαι αρεστός ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι

ἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχή

ἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζω

ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω

ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 10

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄριστος ευγενής ἄριστον = πρόγευμα

ἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

ἄρνυμαι κερδίζω αποκομίζω

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος

ἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμία ἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμος ἀρρωστότερος γίγνομαι =

δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος

ἀρχή = έναρξη εξουσία κράτος

ἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός τό ἄρχειν = η εξουσία ἄρχομαι = αρχίζω

εξουσιάζομαι ἄρχω χειρῶν ἀδίκων αρχίζω πρώτος να αδικώ

ἀρωγή = βοήθεια ἀρωγός = βοηθός

ἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμία

ἄσιτος = νηστικός

ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση

ἀσταθής = αβέβαιος ασταθής

ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις

ἀσύμφορον ζημία

ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο ἀταξία = ακαταστασία απειθαρχία

ἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλω

ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα ἄτιμον τινά ποιοῦμαι τιμωρώ κάποιον στερώντας του

τα πολιτικά δικαιώματα ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα

ἀτραπός = οδός μονοπάτι

ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαι

αὐθάδεια = θράσος αὐθάδης = θρασύς

αὖθις = πάλι πίσω στο μέλλον

αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου

αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία

αὐτόματος = αυτόματος αυθόρμητος αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος

αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος

αὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιος

ἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ

ἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινός

ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώ

ἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνω

ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαι ἀφικνοῦμαι εἰς ἄνδρας φθάνω στην ανδρική ηλικία ἀφικνοῦμαι τινι ἐς

λόγους συνομιλώ με κάποιον

ἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώ ἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζω

ἀφροσύνη = απερισκεψία ἄφρων-ονος = ανόητος παράφρων

ἀχαριστία = αγνωμοσύνη

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 11

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαι ἄχθος = βάρος λύπη

Β

βαθύνω τὴν φάλαγγα αυξάνω το βάθος της φάλαγγας

βαίνω = βαδίζω πορεύομαι

βάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω (ακόντιο)από μακριά

βάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένος

βαρέως φέρω = δυσανασχετώ βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον

βέβαιος = σταθερός ασφαλής

βίᾳ πάσχω ασκείται εναντίον μου βία

βιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαι βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα

βίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωή

βλασφημία κακολογία

βοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθεια

βοτόν = βόσκημα ζώο κτήνος

βουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζω βούλευμα = απόφαση

βουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριο

βούλομαι = θέλω επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία βούλομαι τά τινος έχω τα φρονήματα κάποιου

βραχύς = κοντός μικρός σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

Γ

γείνομαι γεννιέμαι

γέμω = είμαι γεμάτος

γενναῖος = ευγενής ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα

γέννημα = τέκνο καρπός

γεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστός γεραίτεροι = πρεσβύτεροι γῆρας = γηράματα γηράσκω amp γηράω-ῶ =

γερνώ γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ

γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον γιγνόμενοι δασμοί

εισπραττόμενοι φόροι

γιγνώσκω =γνωρίζω έχω μια γνώμη αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει γιγνώσκω τὰ

δίκαια λαμβάνω δίκαιη απόφαση γνώμη = σκέψη κρίση τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη

γνωρίμως ἔχω διάκειμαι φιλικά

γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο

γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

Δ

δαίμων = θεός μοίρα τύχη

δαμοσία σκηνή σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης

δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 2: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 2

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Α

ἄβατος = ο μη βατός αδιάβατος απαραβίαστος

ἀβέβαιος = ασταθής άστατος

ἀβίωτος = αφόρητος ανυπόφορος ἀβίωτόν ἐστι τινὶ = είναι ανυπόφορο αφόρητο για κάποιον η ζωή είναι

ανυπόφορη για κάποιον

ἀβοητὶ = χωρίς βοή

ἀβουλέω ῶ = δεν θέλω (ἀ+βούλομαι) ἀβούλητος=ακούσιος αθέλητος (ἀ+βούλομαι)

ἀβούλευτος =απερίσκεπτος(ἀ+βουλεύω) ἄβουλος (ἀ+βουλή) = ο απερίσκεπτος ἀβούλως ή ἀβουλεί= απερίσκεπτα

ασύνετα

ἀβουλία = έλλειψη βούλησης αναποφασιστικότητα (ἀ+βούλομαι) έλλειψη σκέψης απερισκεψία (ἀ+βουλεύω)

ἁβρὸς = λεπτός χαριτωμένος κομψός

ἀγαθὸς = καλός ικανός γενναίος

Α για πρόσωπα

1 καλός ικανός πνευματικά ή διανοητικά (με προσδιορισμό της αναφοράς) ἀγαθός λέγειν=ικανός ρήτορας (στο

να μιλά) ἀγαθός τα πολιτικά=ικανός πολιτικός

2 καλός με ηθική σημασία ορθός σωστός δίκαιος ψυχή ἀγαθή=καλή ψυχή ἀγαθός ἀνήρ=καλός δίκαιος

άνδρας ἀνήρ καλός κἀγαθὸς=άνδρας καλός και τίμιος δίκαιος

3 δυνατός γενναίος ἀγαθός στρατιώτης=γενναίος στρατιώτης

4 καλός ικανός (με αρετές) ἀγαθός ἵππος=καλό γερό υγιές άλογο

5 ευμενής ευεργετικός καλός πιστός ἀγαθὸς δαίμων=ο καλός θεός ἀγαθὴ τύχη=η καλή τύχη τύχῃ ἀγαθῇ=

με το καλό ἀγαθός φίλος=καλός πιστός φίλος ὦ ἀγαθέ (ὦγαθέ) =καλέ μου καλέ μου φίλε

6 ευγενικής αριστοκρατικής καταγωγής (ή πολιτικών πεποιθήσεων) οἱ ἀγαθοί = οι αριστοκράτες οἱ ἄριστοι=οι

αριστοκράτες οι αριστοκρατικοί οι οπαδοί του αριστοκρατικού πολιτεύματος

Β για πράγματα και αφηρημένες έννοιες

1 καλής ποιότητας εξαιρετικός υγιής ἀγαθός ὀφθαλμός=υγιής οφθαλμός

2 εύφορος πλούσιος ἀγαθή χώρα=εύφορη χώρα

3 αγαθός καλός (με ηθική σημασία) ευεργετικός χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος τὸ ἀγαθὸν = το αγαθό το

καλό η ευεργεσία ἀγαθόν ἔργον=καλή πράξη ἀγαθὰ ποιῶ δρῶ =ευεργετώ ωφελώ ἀγαθὰ πάσχω =

ευεργετούμαι ωφελούμαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις αισθήματα

4 το επιθυμητό τέλος ο σκοπός κάθε ενέργειας και επιστήμης ἐπrsquo ἀγαθῶ τινος=για το καλό κάποιου

ἄγαμαι =1 με θετική σημασία θαυμάζω επαινώ κάποιον για κάτι ἄγαμαι τον ἄνδρα τῆς άρετῆς=θαυμάζω τον

άνδρα γα την ανδρεία του 2 με αρνητική σημασία φθονώ κάποιον για κάτι θυμώνω οἱ θεοί ἠγάσθησαν ἡμῖν=οι

θεοί οργίσθηκαν με εμάς

ἄγαν = πολύ υπερβολικά πάνω από το μέτρο lsquoμηδέν ἄγανrsquo=τίποτα να μην κάνεις υπερβολικά πάνω από το

μέτρο ἡ ἄγαν ἐλευθερία=η υπερβολική ελευθερία η ασυδοσία

ἀγαπάωndashῶ =1αγαπώ 2 είμαι ικανοποιημένος αρκούμαι (+δοτ ή και μτχ) ἀγαπῶ τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς=

είμαι ικανοποιημένος με (μου αρκούν) τα υπάρχοντα αγαθά ἀγαπῶ τιμώμενος=εἰμαι ικανοποιημένος που με

τιμούν 3 συνηθίζω να (+τελαπαρ) ἀγαπῶ πράττειν ταῦτα= συνηθίζω να κάνω αυτά (=φιλῶ)

ἀγαπητῶς = πρόθυμα με χαρά αρκετά

ἀγγέλλω = αναγγέλλω ἀγγέλλω πόλεμον κηρύττω πόλεμο ἀγγελία = είδηση αγγελία ἄγγελος = αγγελιοφόρος δι

ἀγγέλων=μέσω απεσταλμένων

ἀγνοέω ndash ῶ = αγνοώ ἀγνοοῦμαι = είμαι άγνωστος δεν γίνομαι αντιληπτός ἄγνοια = άγνοια αμάθεια

ἀγνωμονέω ndash ῶ = ενεργώ ασύνετα ἀγνωμόνως = αναίσθητα ἀγνωμοσύνη = αναισθησία δυσμένεια ἀγνώμων =

αναίσθητος απερίσκεπτος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 3

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀγνὼς = ο άγνωστος που αγνοεί ἀγνὼς εἰμὶ τινός = αγνοώ κάποιον ἀγνωσία = άγνοια αφάνεια

ἄγονος (ἀ+γονὴ) = άκαρπος στείρος άτεκνος

ἀγείρω = συναθροίζω συγκεντρώνω ἀγείρομαι = συναθροίζομαι συγκαλούμαι σε συνέλευση ἀγορὰ =

συγκέντρωση συνέλευση του λαού τόπος συνελεύσεως ἀγορὰν ποιοῦμαι τίθεμαι συνάγω συλλέγω ποιῶ =

συγκαλώ συνέλευση ἀγοράν καθίζω = κηρύσσω την έναρξη συνέλευσης ἀγοράν λύω = κηρύσσω τη λήξη

συνέλευσης ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά ἀγοραία ἡμέρα = δικάσιμη ημέρα ἀγοραῖος = αυτός

που περνάει την ώρα του στην αγορά

ἀγορεύω = δημηγορώ κακῶς ἀγορεύω = κακολογώ

ἀγχιστεία = συγγένεια ἄγχιστος=ο πάρα πολύ κοντινός

ἄγω = οδηγώ φέρω (συνήθως για πρόσωπα ενώ για πράγματα το φέρω)

1 οδηγώ ἄγω εἰς δίκην δικαστήριον ἐπὶ τοὺς δικαστὰς=οδηγώ σε δίκη ενώπιον των δικαστών ή του

δικαστηρίου ἄγω εἰς ἀρετήν=οδηγώ στην αρετή

2 (ενεργ-μέσο) φέρνω μεταφέρω παίρνω μαζί μου αποκτώ (γυναίκα αιχμάλωτο εταίρους δούλο) ἄγω (ή

ἄγομαι) δούλους=παίρνω ως δούλους ἄγω καὶ φέρω (έναν τόπο) =λεηλατώ διαρπάζω ἄγομαι γυναῖκα

=αποκτώ παίρνω γυναίκα παντρεύομαι

3 κυβερνώ διευθύνω καθοδηγώ ἄγω την στρατιάν =καθοδηγώ τον στρατό ηγούμαι του στρατού

4 βαδίζω προχωρώ - στην προστακτική ἄγεἄγετε= έλαελάτε(εμπρός)

5 (ενεργ-μέσο) γιορτάζω κάνω μια τελετή ἄγω (ή ἄγομαι) ἑορτήν τα Παναθήναια θυσίαν = γιορτάζω μια

γιορτή τα Παναθήναιατελώ θυσία

6 τηρώ φυλάγω διατηρώ ἄγω είρήνην=τηρώ την ειρήνη ἄγω τάς σπονδάς=τηρώ τη συμφωνία

7 κάνω κάτι (για κάποιο χρονικό διάστημα συνεχώς) ως περίφραση νεῖκος ἄγω=φιλονικώ ἡσυχίαν

ἄγω=ἡσυχάζω σχολήν ἄγω=σχολάζω κά

8 κατασκευάζω ἄγω τεῖχος=κατασκευάζω τείχος

9 (ενεργ-μέσο)νομίζω θεωρώ υπολογίζω (= ἡγοῦμαι) εκτιμώ έχω σε υπόληψη ἄγω (ή ἄγομαι) τινὰ

τιμιώτερον αποδίδω σε κάποιον μεγαλύτερη αξία εκτιμώ περισσότερο ἄγω (ή ἄγομαι) τινά περί

πλείστου=εκτιμώ κάποιον (κάτι) πάρα πολύ ἄγω (ή ἄγομαι) τινά ἐν τιμῆ=εκτιμώ κάποιον

ἄγομαι (παθ)

1 οδηγούμαι φέρομαι μεταφέρομαι παρασύρομαι σύρομαι (στη σκλαβιά στο δικαστήριο) ἄγομαι εἰς

δίκην=σύρομαι σε δίκη ἄγομαι καὶ φέρομαι = λεηλατούμαι ἄγομαι φόνου=κατηγορούμαι για φόνο

2 ανατρέφομαι εκπαιδεύομαι ὁρθῶς ἄγομαι =εκπαιδεύομαι σωστά

3 θεωρούμαι περί πλείστου ἄγομαι=με εκτιμούν θεωρούμαι πολύ σημαντικός

ἀγὼν = αγώνας μάχη δίκη μέγας ἀγὼν = σπουδαία δίκη καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκη

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεως

ἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώνα ἀγωνίζομαι γραφὴν (ή δίκην)=διεξάγω δικαστικό αγώνα ἀγωνίζομαι

δίκην=υπερασπίζω δικαστική υπόθεση ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή

θανάτου οἱ ἀγωνιζόμενοι οι διάδικοι

ἀγώνισμα = αγώνας ανδραγάθημα κατόρθωμα

ἄδεια=έλλειψη φόβου ασφάλεια ἄδειαν ἄγω=είμαι ασφαλής ἀδεῶς=χωρίς φόβο

ἄδηλος = μη φανερός αφανής

ἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεται

ἀδικέω ndash ῶ = αδικώ βλάπτω ἀδίκημα = άδικη πράξη

ἀδόκιμος = άσημος

ἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμη ἀδοξία = κακή φήμη ασημότητα ἀδοξος = αφανής άσημος

ἀδυναμία amp ἀδυνασία = αδυναμία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 4

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀδυνατέω ndash ῶ = δεν μπορώ

ἀδύνατος =αδύνατος αδύναμος ανάπηρος ανίκανος μη ικανός ἀδύνατος λέγειν = μέτριος ρήτορας

ἀδωροδόκητος amp ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώρα

Ἀθήναζε = προς Αθήνα Ἀθήνηθεν = από την Αθήνα Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση)

ἆθλον = έπαθλο βραβείο ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβεία

ἀθροίζω = συγκεντρώνω ἀθρόος = συγκεντρωμένος πυκνός αἱ νῆες ἁθρόαι ἀνήγοντο =τα πλοία ανοίχθηκαν όλα

μαζί συγκεντρωμένα

ἀθυμέω ndash ῶ = χάνω το θάρρος μου στενοχωρούμαι είμαι απογοητευμένος ἀθυμία = απογοήτευση έλλειψη

θάρρους ἄθυμος=στεναχωρημένος απογοητευμένος ἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μου

αἰδέομαι-οῦμαι = σέβομαι ντρέπομαι συμπονώ αἰδὼς = ντροπή σεβασμός

ἀϊδιος = αιώνιος

αἰκίζομαι=βλάπτω προσβάλλω

αἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω εγκρίνω

αἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά υπονοώ

αἱρέω-ῶ

1λαμβάνω παίρνω αφαιρώ

2συλλαμβάνω πιάνω αιχμάλωτο (για ανθρώπους και ζώα)

3 αἱρῶ +κτγ μτχ= πιάνω συλλαμβάνω κάποιον να κάνει κάτι

4 αἱρῶ +κτγ μτχ ή κτγ = αποδεικνύω κάποιον ένοχο για κάτι (δικανικός όρος) ndash αἱρῶ δίκην ή γραφήν = κερδίζω

μια δίκη παίρνω ψήφο για καταδίκη του αντιπάλου -δίκην αἱρῶ τινά =καταδικάζω κάποιον με δίκη -οἱ ἑλόντες=

αυτοί που κερδίζουν τη δίκη- αντιθ οἱ ἑαλωκότες=οι καταδικασμένοι

5 κυριεύω κατακτώ μια πόλη μια χώρα

6 συλλαμβάνω με το μυαλό κατανοώ

το μέσο αἱροῦμαι

1 εκλέγω ἄλλον εἵλοντο στρατηγόν =άλλον εξέλεξαν στρατηγό

2 προτιμώ αἱρούμεθα ζῆν μᾶλλον ἤ τεθνάναι =προτιμούμε μάλλον να ζούμε παρά να πεθάνουμε

Το παθητικό αἱροῦμαι

1κυριεύομαι (σπανίως- συνήθως ως παθητικό του αἱρῶ χρησιμοποιείται το ἁλίσκομαι= συλλαμβάνομαι πιάνομαι

κυριεύομαι)

2 εκλέγομαι στρατηγός ᾑρέθη=εξελέγη στρατηγός

αἵρεσις = άλωση κατάληψη εκλογή προτίμηση αἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής αἵρεσιν

λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής

αἴρω = υψώνω μεταφέρω απομακρύνω αἴρομαι = υψώνομαι αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον

κίνδυνο (τον πόλεμο) αἴρω τεῖχος = υψώνω τείχος αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία αἴρω ταῖς ναυσὶ=

αποπλέω αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώ

αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι κατανοώ καταλαβαίνω (με τις αισθήσεις μου) ὁ αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί

τις νοητικές του ικανότητες αυτός που έχει σώας τας φρένας - αἴσθησιν ἔχω τινός έχω αντίληψη κάποιου

πράγματος

αἰσχρός = 1 δύσμορφος άσχημος (στην εξωτερική εμφάνιση) 2επονείδιστος άτιμος ανάρμοστος αἰσχύνη =

ντροπή αἰσχύνομαι = ντρέπομαι σέβομαι αἰσχύνω = ασχημίζω ντροπιάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 5

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

αἰτέω-ῶ amp αἰτοῦμαι = ζητώ παρακαλώ

αἰτία = αιτία αφορμή κατηγορία αἰτίαν ἔχω (ή ὑπέχω) = κατηγορούμαι ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώ ἀπολύω

τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ

αἰών = ζωή αιώνας ὁ σύμπας αἰών = η αιωνιότητα

αἰωροῦμαι τὴν ψυχήν αμφιταλαντεύομαι ψυχικά

ἀκινδύνως ἔχω δε διατρέχω κίνδυνο

ἀκμάζω = είμαι ακμαίος ὁ σῖτος ἀκμάζει = το σιτάρι είναι ώριμο ἀκμάζει είναι κατάλληλη στιγμή ἀκμή = ακμή

αιχμή

ἀκολασία = ασωτία

ἀκούω = ακούω εὖ ἀκούω = επαινούμαι κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι

ἄκρον ή ἄκρα = κορυφή ύψωμα ακρωτήριο

ἀκραιφνής (lt ἀκέραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής ολόκληρος

ἀκρασία = ακολασία ακράτεια ἀκρατής = αχαλίνωτος ο μη εγκρατής

ἀκρισία = σύγχυση ἄκριτος = ο συγκεχυμένος ο χωρίς δίκη

ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω

ἄκυρος=χωρίς κύρος εξουσία ισχύ άκυρος ἄκυρον ποιῶ τὸ ἀξίωμα= μειώνω την εξουσία

ἄκων = χωρίς τη θέληση(αντιθ ἑκών)

ἀλγέω-ῶ = πονώ θλίβομαι ἀλγηδών = πόνος θλίψη ἄλγος = πόνος θλίψη

ἁλάομαι-ῶμαι=περιπλανιέμαι ἀλήτης = περιπλανώμενος

ἀλγέω-ῶ=πονώ -ἄλγος=πόνος οδύνη θλίψη

ἅλις αρκετά

ἀλίσκομαι = κυριεύομαι συλλαμβάνομαι καταδικάζομαι (παθητικό του αἱρῶ) ἅλωσις = κατάκτηση καταδίκη

ἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί να κατακτηθεί

ἄλκιμος = ρωμαλέος ανδρείος

ἀλλάττω = αλλάζω μεταβάλλω ανταλλάσσω

ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού ἀλλαχόθεν = από αλλού ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος

ἄλλῃ κατrsquo άλλο τρόπο σε άλλα μέρη

ἀλλότριος = ξένος τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσεις ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές

διαθέσεις προς κάποιον

ἀλλόφυλος = αλλοεθνής

ἄλογος = παράλογος ακατανόητος

ἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζί

ἅμα ἕῳ = τα χαράματα μόλις ξημέρωσε

ἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοια -ἀμαθῶς ἔχω=έχω άγνοια

ἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλω βλάπτω διαπράττω αδίκημα ἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημα ἁμαρτία =

αποτυχία σφάλμα - τὰ ἡμαρτημένα τὰ ἁμαρτηθέντα=τα σφάλματα οι αστοχίες - ἁμαρτάνεται (απρόσωπο)=

διαπράττεται σφάλμα ἁμαρτάνω τῆς γνώμης τινός διαψεύδω τη γνώμη κάποιου

ἀμέλεια = αδιαφορία ἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ἀμελής = αδιάφορος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 6

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀμηχανία = απορία στενοχώρια

ἀμιλλάομαι-ῶμαι=αγωνίζομαι συναγωνίζομαι ἄμιλλα = συναγωνισμός αγώνας - εἰς ἅμιλλαν ἔρχομαι=

εμπλέκομαι σε αγώνα συναγωνίζομαι

ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ ἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονεί

ἀμύνομαι = αποκρούω ἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιον

ἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύο

ἁμῶς γέ που σε κάποιο μέρος ἁμῶς γέ πως κατά κάποιον τρόπο

ἀναβαίνω = ανεβαίνω

ἀναβάλλω = αναβάλλω ἀναβολή = αναβολή καθυστέρηση

ἀναγγέλλω = αναγγέλλω

ἀναγκαῖος=αναπόφευκτος

ἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττω

ἀνάγω (ή ἀνάγομαι) ναῦν αποπλέω ανοίγομαι στο πέλαγος ἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνω ἡ ναῦς

ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος ἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά

ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος

ἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώ ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ

ὁ θεός) = χρησμοδότησε

ἀνακρούω εμποδίζω

ἀναλγησία = αναισθησία ἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρός

ἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώ

ἀναμένω = αναμένω υπομένω

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζω ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαι

ἀνάντης = ανηφορικός

ἀναπείθω = μεταπείθω ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη

ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώ

ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαι ἀνάστατον ποιῶ

= ερημώνω καταστρέφω

ἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσω ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή ἀναστροφή = επιστροφή περιστροφή

ἀναχωρέω-ῶ = αναχωρώ υποχωρώ

ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο ἀνδράποδον = δούλος

ἀνείργω = εμποδίζω

ἀνελπίστως ἔχω είμαι απελπισμένος

ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανος

ἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνω ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρω

ἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτος

ἀνθάπτομαι προσβάλλω επιχειρώ (ἀντί+ἅπτομαι)

ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι

ἀνθρώπειος = ανθρώπινος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 7

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀνία = θλίψη πόνος πλήξη ἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερός ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη ἀνιῶμαι = λυπούμαι

στενοχωρούμαι

ἀνίημι = αφήνω χαλαρώνω εγκαταλείπω ἀνίημι τὴν φυλακήν χαλαρώνω τον αποκλεισμό

ἀνίστημι = σηκώνω μετακινώ ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου ἀνίσταμαι υπό τινος

= διώχνομαι

ἄνοια = μωρία ανοησία

ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγεια ἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω

κάποιον ερημώνω

ἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώ

ἀνομία = παρανομία ἄνομος = παράνομος χωρίς νόμο

ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνω

ἄνους = ανόητος

ἀνταγορεύω = αντιλέγω

ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι

ἀνταίρω = ανθίσταμαι

ἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγος

ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω

ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω

ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου

ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού

ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού

ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση

ἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαι ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι ἀντέχω περί τινος επιμένω σε

κάτι

ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον

ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια

ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσω

ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία ἀντιδικία = φιλονικία ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη

ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαι

ἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαι

ἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώ

ἀντίος = αντιμέτωπος

ἀντίπαλον δέος ο φόβος των εχθρών

ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω

ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου

ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα

ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό

ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 8

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό ἀντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι

προβάλλω δικαιώματα

ἀντίπορος = αντικρινός

ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

ἀντίρροπος ισόρροπος ισοβαρής

ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου

ἀντιτίθημι = αντιτάσσω

ἀνυδρία = ξηρασία

ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα

ἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύω

ἄνωθεν = εκ των άνω οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι

ἀνωμοτί = χωρίς όρκο ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε

ἀνωφερής = ανηφορικός

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιος πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος

σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός ἄξιός εἰμι δικαιούμαι

ἀξιόχρεως = αξιόπιστος

ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμη

ἀξύμφορος = επιζήμιος

ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαι

ἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο

ἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημα

ἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύω ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ

ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω

ἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζω

ἅπαξ = μία φορά

ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω ἀπειθής = ανυπάκουος

ἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζω

ἀπεῖπον αρνήθηκα ἀπεῖπον + απρφτ απαγόρευσα ἀπεῖπον + μτχ κουράστηκα ἀπειρημένον το απαγορευμένο

ἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθής

ἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνω

ἀπεχθάνομαι = μισούμαι ἀπέχθεια = αντιπάθεια ἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικός

ἀπέχω-ομαι = απέχω

ἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικός

ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλω ἀπιστία = δυσπιστία καχυποψία

ἀποβάλλω = απορρίπτω

ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 9

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύω ἀποδείκνυμι νόμον δημοσιεύω νόμον

ἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνω ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα ἀποδίδωμί τινι τὸ

ὕδωρ δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει

ἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαι

ἀποικίζω = ιδρύω αποικία

ἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

ἀποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαι από φόβο αποφεύγω ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία

ἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνω

ἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείω

ἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνω

ἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω

ἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδα ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου

ἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφω

ἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνω ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή

κακολογίες ή συκοφαντίες ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

ἀπόμισθος απλήρωτος

ἄπονος = άκοπος οκνηρός

ἀπορία = δυσκολία έλλειψη εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash

διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία

ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρω

ἀπόστασις = αποστασία επανάσταση ἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτης

ἀποστερέω-ῶ αφαιρώ αρπάζω

ἀποτέμνω = αποκόπτω

ἀποτρέπομαι αποσύρομαι ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν στρέφομαι σε άλλη οδό

ἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύω ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνω

ἀποχρῶμαι τινα φονεύω κάποιον

ἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφαση

ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρία ἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχος ἀπραξία = αδρανεια

ἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινής

ἅπτομαι αγγίζω εξετάζω ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων αναμειγνύομαι στα πολιτικά

ἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξία ἀργός = άεργος αδρανής

ἀργύριον χρήματα τεμάχιο αργύρου

ἀρέσκω = είμαι αρεστός ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι

ἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχή

ἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζω

ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω

ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 10

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄριστος ευγενής ἄριστον = πρόγευμα

ἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

ἄρνυμαι κερδίζω αποκομίζω

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος

ἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμία ἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμος ἀρρωστότερος γίγνομαι =

δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος

ἀρχή = έναρξη εξουσία κράτος

ἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός τό ἄρχειν = η εξουσία ἄρχομαι = αρχίζω

εξουσιάζομαι ἄρχω χειρῶν ἀδίκων αρχίζω πρώτος να αδικώ

ἀρωγή = βοήθεια ἀρωγός = βοηθός

ἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμία

ἄσιτος = νηστικός

ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση

ἀσταθής = αβέβαιος ασταθής

ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις

ἀσύμφορον ζημία

ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο ἀταξία = ακαταστασία απειθαρχία

ἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλω

ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα ἄτιμον τινά ποιοῦμαι τιμωρώ κάποιον στερώντας του

τα πολιτικά δικαιώματα ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα

ἀτραπός = οδός μονοπάτι

ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαι

αὐθάδεια = θράσος αὐθάδης = θρασύς

αὖθις = πάλι πίσω στο μέλλον

αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου

αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία

αὐτόματος = αυτόματος αυθόρμητος αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος

αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος

αὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιος

ἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ

ἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινός

ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώ

ἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνω

ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαι ἀφικνοῦμαι εἰς ἄνδρας φθάνω στην ανδρική ηλικία ἀφικνοῦμαι τινι ἐς

λόγους συνομιλώ με κάποιον

ἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώ ἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζω

ἀφροσύνη = απερισκεψία ἄφρων-ονος = ανόητος παράφρων

ἀχαριστία = αγνωμοσύνη

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 11

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαι ἄχθος = βάρος λύπη

Β

βαθύνω τὴν φάλαγγα αυξάνω το βάθος της φάλαγγας

βαίνω = βαδίζω πορεύομαι

βάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω (ακόντιο)από μακριά

βάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένος

βαρέως φέρω = δυσανασχετώ βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον

βέβαιος = σταθερός ασφαλής

βίᾳ πάσχω ασκείται εναντίον μου βία

βιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαι βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα

βίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωή

βλασφημία κακολογία

βοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθεια

βοτόν = βόσκημα ζώο κτήνος

βουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζω βούλευμα = απόφαση

βουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριο

βούλομαι = θέλω επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία βούλομαι τά τινος έχω τα φρονήματα κάποιου

βραχύς = κοντός μικρός σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

Γ

γείνομαι γεννιέμαι

γέμω = είμαι γεμάτος

γενναῖος = ευγενής ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα

γέννημα = τέκνο καρπός

γεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστός γεραίτεροι = πρεσβύτεροι γῆρας = γηράματα γηράσκω amp γηράω-ῶ =

γερνώ γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ

γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον γιγνόμενοι δασμοί

εισπραττόμενοι φόροι

γιγνώσκω =γνωρίζω έχω μια γνώμη αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει γιγνώσκω τὰ

δίκαια λαμβάνω δίκαιη απόφαση γνώμη = σκέψη κρίση τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη

γνωρίμως ἔχω διάκειμαι φιλικά

γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο

γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

Δ

δαίμων = θεός μοίρα τύχη

δαμοσία σκηνή σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης

δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 3: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 3

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀγνὼς = ο άγνωστος που αγνοεί ἀγνὼς εἰμὶ τινός = αγνοώ κάποιον ἀγνωσία = άγνοια αφάνεια

ἄγονος (ἀ+γονὴ) = άκαρπος στείρος άτεκνος

ἀγείρω = συναθροίζω συγκεντρώνω ἀγείρομαι = συναθροίζομαι συγκαλούμαι σε συνέλευση ἀγορὰ =

συγκέντρωση συνέλευση του λαού τόπος συνελεύσεως ἀγορὰν ποιοῦμαι τίθεμαι συνάγω συλλέγω ποιῶ =

συγκαλώ συνέλευση ἀγοράν καθίζω = κηρύσσω την έναρξη συνέλευσης ἀγοράν λύω = κηρύσσω τη λήξη

συνέλευσης ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά ἀγοραία ἡμέρα = δικάσιμη ημέρα ἀγοραῖος = αυτός

που περνάει την ώρα του στην αγορά

ἀγορεύω = δημηγορώ κακῶς ἀγορεύω = κακολογώ

ἀγχιστεία = συγγένεια ἄγχιστος=ο πάρα πολύ κοντινός

ἄγω = οδηγώ φέρω (συνήθως για πρόσωπα ενώ για πράγματα το φέρω)

1 οδηγώ ἄγω εἰς δίκην δικαστήριον ἐπὶ τοὺς δικαστὰς=οδηγώ σε δίκη ενώπιον των δικαστών ή του

δικαστηρίου ἄγω εἰς ἀρετήν=οδηγώ στην αρετή

2 (ενεργ-μέσο) φέρνω μεταφέρω παίρνω μαζί μου αποκτώ (γυναίκα αιχμάλωτο εταίρους δούλο) ἄγω (ή

ἄγομαι) δούλους=παίρνω ως δούλους ἄγω καὶ φέρω (έναν τόπο) =λεηλατώ διαρπάζω ἄγομαι γυναῖκα

=αποκτώ παίρνω γυναίκα παντρεύομαι

3 κυβερνώ διευθύνω καθοδηγώ ἄγω την στρατιάν =καθοδηγώ τον στρατό ηγούμαι του στρατού

4 βαδίζω προχωρώ - στην προστακτική ἄγεἄγετε= έλαελάτε(εμπρός)

5 (ενεργ-μέσο) γιορτάζω κάνω μια τελετή ἄγω (ή ἄγομαι) ἑορτήν τα Παναθήναια θυσίαν = γιορτάζω μια

γιορτή τα Παναθήναιατελώ θυσία

6 τηρώ φυλάγω διατηρώ ἄγω είρήνην=τηρώ την ειρήνη ἄγω τάς σπονδάς=τηρώ τη συμφωνία

7 κάνω κάτι (για κάποιο χρονικό διάστημα συνεχώς) ως περίφραση νεῖκος ἄγω=φιλονικώ ἡσυχίαν

ἄγω=ἡσυχάζω σχολήν ἄγω=σχολάζω κά

8 κατασκευάζω ἄγω τεῖχος=κατασκευάζω τείχος

9 (ενεργ-μέσο)νομίζω θεωρώ υπολογίζω (= ἡγοῦμαι) εκτιμώ έχω σε υπόληψη ἄγω (ή ἄγομαι) τινὰ

τιμιώτερον αποδίδω σε κάποιον μεγαλύτερη αξία εκτιμώ περισσότερο ἄγω (ή ἄγομαι) τινά περί

πλείστου=εκτιμώ κάποιον (κάτι) πάρα πολύ ἄγω (ή ἄγομαι) τινά ἐν τιμῆ=εκτιμώ κάποιον

ἄγομαι (παθ)

1 οδηγούμαι φέρομαι μεταφέρομαι παρασύρομαι σύρομαι (στη σκλαβιά στο δικαστήριο) ἄγομαι εἰς

δίκην=σύρομαι σε δίκη ἄγομαι καὶ φέρομαι = λεηλατούμαι ἄγομαι φόνου=κατηγορούμαι για φόνο

2 ανατρέφομαι εκπαιδεύομαι ὁρθῶς ἄγομαι =εκπαιδεύομαι σωστά

3 θεωρούμαι περί πλείστου ἄγομαι=με εκτιμούν θεωρούμαι πολύ σημαντικός

ἀγὼν = αγώνας μάχη δίκη μέγας ἀγὼν = σπουδαία δίκη καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκη

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεως

ἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώνα ἀγωνίζομαι γραφὴν (ή δίκην)=διεξάγω δικαστικό αγώνα ἀγωνίζομαι

δίκην=υπερασπίζω δικαστική υπόθεση ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή

θανάτου οἱ ἀγωνιζόμενοι οι διάδικοι

ἀγώνισμα = αγώνας ανδραγάθημα κατόρθωμα

ἄδεια=έλλειψη φόβου ασφάλεια ἄδειαν ἄγω=είμαι ασφαλής ἀδεῶς=χωρίς φόβο

ἄδηλος = μη φανερός αφανής

ἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεται

ἀδικέω ndash ῶ = αδικώ βλάπτω ἀδίκημα = άδικη πράξη

ἀδόκιμος = άσημος

ἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμη ἀδοξία = κακή φήμη ασημότητα ἀδοξος = αφανής άσημος

ἀδυναμία amp ἀδυνασία = αδυναμία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 4

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀδυνατέω ndash ῶ = δεν μπορώ

ἀδύνατος =αδύνατος αδύναμος ανάπηρος ανίκανος μη ικανός ἀδύνατος λέγειν = μέτριος ρήτορας

ἀδωροδόκητος amp ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώρα

Ἀθήναζε = προς Αθήνα Ἀθήνηθεν = από την Αθήνα Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση)

ἆθλον = έπαθλο βραβείο ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβεία

ἀθροίζω = συγκεντρώνω ἀθρόος = συγκεντρωμένος πυκνός αἱ νῆες ἁθρόαι ἀνήγοντο =τα πλοία ανοίχθηκαν όλα

μαζί συγκεντρωμένα

ἀθυμέω ndash ῶ = χάνω το θάρρος μου στενοχωρούμαι είμαι απογοητευμένος ἀθυμία = απογοήτευση έλλειψη

θάρρους ἄθυμος=στεναχωρημένος απογοητευμένος ἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μου

αἰδέομαι-οῦμαι = σέβομαι ντρέπομαι συμπονώ αἰδὼς = ντροπή σεβασμός

ἀϊδιος = αιώνιος

αἰκίζομαι=βλάπτω προσβάλλω

αἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω εγκρίνω

αἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά υπονοώ

αἱρέω-ῶ

1λαμβάνω παίρνω αφαιρώ

2συλλαμβάνω πιάνω αιχμάλωτο (για ανθρώπους και ζώα)

3 αἱρῶ +κτγ μτχ= πιάνω συλλαμβάνω κάποιον να κάνει κάτι

4 αἱρῶ +κτγ μτχ ή κτγ = αποδεικνύω κάποιον ένοχο για κάτι (δικανικός όρος) ndash αἱρῶ δίκην ή γραφήν = κερδίζω

μια δίκη παίρνω ψήφο για καταδίκη του αντιπάλου -δίκην αἱρῶ τινά =καταδικάζω κάποιον με δίκη -οἱ ἑλόντες=

αυτοί που κερδίζουν τη δίκη- αντιθ οἱ ἑαλωκότες=οι καταδικασμένοι

5 κυριεύω κατακτώ μια πόλη μια χώρα

6 συλλαμβάνω με το μυαλό κατανοώ

το μέσο αἱροῦμαι

1 εκλέγω ἄλλον εἵλοντο στρατηγόν =άλλον εξέλεξαν στρατηγό

2 προτιμώ αἱρούμεθα ζῆν μᾶλλον ἤ τεθνάναι =προτιμούμε μάλλον να ζούμε παρά να πεθάνουμε

Το παθητικό αἱροῦμαι

1κυριεύομαι (σπανίως- συνήθως ως παθητικό του αἱρῶ χρησιμοποιείται το ἁλίσκομαι= συλλαμβάνομαι πιάνομαι

κυριεύομαι)

2 εκλέγομαι στρατηγός ᾑρέθη=εξελέγη στρατηγός

αἵρεσις = άλωση κατάληψη εκλογή προτίμηση αἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής αἵρεσιν

λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής

αἴρω = υψώνω μεταφέρω απομακρύνω αἴρομαι = υψώνομαι αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον

κίνδυνο (τον πόλεμο) αἴρω τεῖχος = υψώνω τείχος αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία αἴρω ταῖς ναυσὶ=

αποπλέω αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώ

αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι κατανοώ καταλαβαίνω (με τις αισθήσεις μου) ὁ αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί

τις νοητικές του ικανότητες αυτός που έχει σώας τας φρένας - αἴσθησιν ἔχω τινός έχω αντίληψη κάποιου

πράγματος

αἰσχρός = 1 δύσμορφος άσχημος (στην εξωτερική εμφάνιση) 2επονείδιστος άτιμος ανάρμοστος αἰσχύνη =

ντροπή αἰσχύνομαι = ντρέπομαι σέβομαι αἰσχύνω = ασχημίζω ντροπιάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 5

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

αἰτέω-ῶ amp αἰτοῦμαι = ζητώ παρακαλώ

αἰτία = αιτία αφορμή κατηγορία αἰτίαν ἔχω (ή ὑπέχω) = κατηγορούμαι ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώ ἀπολύω

τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ

αἰών = ζωή αιώνας ὁ σύμπας αἰών = η αιωνιότητα

αἰωροῦμαι τὴν ψυχήν αμφιταλαντεύομαι ψυχικά

ἀκινδύνως ἔχω δε διατρέχω κίνδυνο

ἀκμάζω = είμαι ακμαίος ὁ σῖτος ἀκμάζει = το σιτάρι είναι ώριμο ἀκμάζει είναι κατάλληλη στιγμή ἀκμή = ακμή

αιχμή

ἀκολασία = ασωτία

ἀκούω = ακούω εὖ ἀκούω = επαινούμαι κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι

ἄκρον ή ἄκρα = κορυφή ύψωμα ακρωτήριο

ἀκραιφνής (lt ἀκέραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής ολόκληρος

ἀκρασία = ακολασία ακράτεια ἀκρατής = αχαλίνωτος ο μη εγκρατής

ἀκρισία = σύγχυση ἄκριτος = ο συγκεχυμένος ο χωρίς δίκη

ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω

ἄκυρος=χωρίς κύρος εξουσία ισχύ άκυρος ἄκυρον ποιῶ τὸ ἀξίωμα= μειώνω την εξουσία

ἄκων = χωρίς τη θέληση(αντιθ ἑκών)

ἀλγέω-ῶ = πονώ θλίβομαι ἀλγηδών = πόνος θλίψη ἄλγος = πόνος θλίψη

ἁλάομαι-ῶμαι=περιπλανιέμαι ἀλήτης = περιπλανώμενος

ἀλγέω-ῶ=πονώ -ἄλγος=πόνος οδύνη θλίψη

ἅλις αρκετά

ἀλίσκομαι = κυριεύομαι συλλαμβάνομαι καταδικάζομαι (παθητικό του αἱρῶ) ἅλωσις = κατάκτηση καταδίκη

ἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί να κατακτηθεί

ἄλκιμος = ρωμαλέος ανδρείος

ἀλλάττω = αλλάζω μεταβάλλω ανταλλάσσω

ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού ἀλλαχόθεν = από αλλού ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος

ἄλλῃ κατrsquo άλλο τρόπο σε άλλα μέρη

ἀλλότριος = ξένος τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσεις ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές

διαθέσεις προς κάποιον

ἀλλόφυλος = αλλοεθνής

ἄλογος = παράλογος ακατανόητος

ἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζί

ἅμα ἕῳ = τα χαράματα μόλις ξημέρωσε

ἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοια -ἀμαθῶς ἔχω=έχω άγνοια

ἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλω βλάπτω διαπράττω αδίκημα ἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημα ἁμαρτία =

αποτυχία σφάλμα - τὰ ἡμαρτημένα τὰ ἁμαρτηθέντα=τα σφάλματα οι αστοχίες - ἁμαρτάνεται (απρόσωπο)=

διαπράττεται σφάλμα ἁμαρτάνω τῆς γνώμης τινός διαψεύδω τη γνώμη κάποιου

ἀμέλεια = αδιαφορία ἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ἀμελής = αδιάφορος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 6

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀμηχανία = απορία στενοχώρια

ἀμιλλάομαι-ῶμαι=αγωνίζομαι συναγωνίζομαι ἄμιλλα = συναγωνισμός αγώνας - εἰς ἅμιλλαν ἔρχομαι=

εμπλέκομαι σε αγώνα συναγωνίζομαι

ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ ἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονεί

ἀμύνομαι = αποκρούω ἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιον

ἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύο

ἁμῶς γέ που σε κάποιο μέρος ἁμῶς γέ πως κατά κάποιον τρόπο

ἀναβαίνω = ανεβαίνω

ἀναβάλλω = αναβάλλω ἀναβολή = αναβολή καθυστέρηση

ἀναγγέλλω = αναγγέλλω

ἀναγκαῖος=αναπόφευκτος

ἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττω

ἀνάγω (ή ἀνάγομαι) ναῦν αποπλέω ανοίγομαι στο πέλαγος ἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνω ἡ ναῦς

ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος ἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά

ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος

ἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώ ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ

ὁ θεός) = χρησμοδότησε

ἀνακρούω εμποδίζω

ἀναλγησία = αναισθησία ἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρός

ἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώ

ἀναμένω = αναμένω υπομένω

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζω ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαι

ἀνάντης = ανηφορικός

ἀναπείθω = μεταπείθω ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη

ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώ

ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαι ἀνάστατον ποιῶ

= ερημώνω καταστρέφω

ἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσω ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή ἀναστροφή = επιστροφή περιστροφή

ἀναχωρέω-ῶ = αναχωρώ υποχωρώ

ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο ἀνδράποδον = δούλος

ἀνείργω = εμποδίζω

ἀνελπίστως ἔχω είμαι απελπισμένος

ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανος

ἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνω ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρω

ἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτος

ἀνθάπτομαι προσβάλλω επιχειρώ (ἀντί+ἅπτομαι)

ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι

ἀνθρώπειος = ανθρώπινος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 7

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀνία = θλίψη πόνος πλήξη ἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερός ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη ἀνιῶμαι = λυπούμαι

στενοχωρούμαι

ἀνίημι = αφήνω χαλαρώνω εγκαταλείπω ἀνίημι τὴν φυλακήν χαλαρώνω τον αποκλεισμό

ἀνίστημι = σηκώνω μετακινώ ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου ἀνίσταμαι υπό τινος

= διώχνομαι

ἄνοια = μωρία ανοησία

ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγεια ἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω

κάποιον ερημώνω

ἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώ

ἀνομία = παρανομία ἄνομος = παράνομος χωρίς νόμο

ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνω

ἄνους = ανόητος

ἀνταγορεύω = αντιλέγω

ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι

ἀνταίρω = ανθίσταμαι

ἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγος

ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω

ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω

ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου

ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού

ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού

ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση

ἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαι ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι ἀντέχω περί τινος επιμένω σε

κάτι

ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον

ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια

ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσω

ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία ἀντιδικία = φιλονικία ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη

ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαι

ἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαι

ἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώ

ἀντίος = αντιμέτωπος

ἀντίπαλον δέος ο φόβος των εχθρών

ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω

ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου

ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα

ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό

ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 8

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό ἀντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι

προβάλλω δικαιώματα

ἀντίπορος = αντικρινός

ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

ἀντίρροπος ισόρροπος ισοβαρής

ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου

ἀντιτίθημι = αντιτάσσω

ἀνυδρία = ξηρασία

ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα

ἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύω

ἄνωθεν = εκ των άνω οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι

ἀνωμοτί = χωρίς όρκο ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε

ἀνωφερής = ανηφορικός

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιος πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος

σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός ἄξιός εἰμι δικαιούμαι

ἀξιόχρεως = αξιόπιστος

ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμη

ἀξύμφορος = επιζήμιος

ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαι

ἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο

ἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημα

ἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύω ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ

ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω

ἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζω

ἅπαξ = μία φορά

ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω ἀπειθής = ανυπάκουος

ἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζω

ἀπεῖπον αρνήθηκα ἀπεῖπον + απρφτ απαγόρευσα ἀπεῖπον + μτχ κουράστηκα ἀπειρημένον το απαγορευμένο

ἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθής

ἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνω

ἀπεχθάνομαι = μισούμαι ἀπέχθεια = αντιπάθεια ἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικός

ἀπέχω-ομαι = απέχω

ἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικός

ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλω ἀπιστία = δυσπιστία καχυποψία

ἀποβάλλω = απορρίπτω

ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 9

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύω ἀποδείκνυμι νόμον δημοσιεύω νόμον

ἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνω ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα ἀποδίδωμί τινι τὸ

ὕδωρ δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει

ἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαι

ἀποικίζω = ιδρύω αποικία

ἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

ἀποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαι από φόβο αποφεύγω ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία

ἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνω

ἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείω

ἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνω

ἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω

ἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδα ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου

ἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφω

ἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνω ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή

κακολογίες ή συκοφαντίες ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

ἀπόμισθος απλήρωτος

ἄπονος = άκοπος οκνηρός

ἀπορία = δυσκολία έλλειψη εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash

διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία

ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρω

ἀπόστασις = αποστασία επανάσταση ἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτης

ἀποστερέω-ῶ αφαιρώ αρπάζω

ἀποτέμνω = αποκόπτω

ἀποτρέπομαι αποσύρομαι ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν στρέφομαι σε άλλη οδό

ἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύω ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνω

ἀποχρῶμαι τινα φονεύω κάποιον

ἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφαση

ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρία ἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχος ἀπραξία = αδρανεια

ἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινής

ἅπτομαι αγγίζω εξετάζω ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων αναμειγνύομαι στα πολιτικά

ἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξία ἀργός = άεργος αδρανής

ἀργύριον χρήματα τεμάχιο αργύρου

ἀρέσκω = είμαι αρεστός ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι

ἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχή

ἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζω

ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω

ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 10

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄριστος ευγενής ἄριστον = πρόγευμα

ἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

ἄρνυμαι κερδίζω αποκομίζω

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος

ἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμία ἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμος ἀρρωστότερος γίγνομαι =

δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος

ἀρχή = έναρξη εξουσία κράτος

ἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός τό ἄρχειν = η εξουσία ἄρχομαι = αρχίζω

εξουσιάζομαι ἄρχω χειρῶν ἀδίκων αρχίζω πρώτος να αδικώ

ἀρωγή = βοήθεια ἀρωγός = βοηθός

ἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμία

ἄσιτος = νηστικός

ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση

ἀσταθής = αβέβαιος ασταθής

ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις

ἀσύμφορον ζημία

ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο ἀταξία = ακαταστασία απειθαρχία

ἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλω

ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα ἄτιμον τινά ποιοῦμαι τιμωρώ κάποιον στερώντας του

τα πολιτικά δικαιώματα ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα

ἀτραπός = οδός μονοπάτι

ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαι

αὐθάδεια = θράσος αὐθάδης = θρασύς

αὖθις = πάλι πίσω στο μέλλον

αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου

αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία

αὐτόματος = αυτόματος αυθόρμητος αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος

αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος

αὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιος

ἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ

ἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινός

ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώ

ἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνω

ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαι ἀφικνοῦμαι εἰς ἄνδρας φθάνω στην ανδρική ηλικία ἀφικνοῦμαι τινι ἐς

λόγους συνομιλώ με κάποιον

ἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώ ἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζω

ἀφροσύνη = απερισκεψία ἄφρων-ονος = ανόητος παράφρων

ἀχαριστία = αγνωμοσύνη

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 11

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαι ἄχθος = βάρος λύπη

Β

βαθύνω τὴν φάλαγγα αυξάνω το βάθος της φάλαγγας

βαίνω = βαδίζω πορεύομαι

βάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω (ακόντιο)από μακριά

βάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένος

βαρέως φέρω = δυσανασχετώ βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον

βέβαιος = σταθερός ασφαλής

βίᾳ πάσχω ασκείται εναντίον μου βία

βιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαι βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα

βίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωή

βλασφημία κακολογία

βοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθεια

βοτόν = βόσκημα ζώο κτήνος

βουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζω βούλευμα = απόφαση

βουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριο

βούλομαι = θέλω επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία βούλομαι τά τινος έχω τα φρονήματα κάποιου

βραχύς = κοντός μικρός σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

Γ

γείνομαι γεννιέμαι

γέμω = είμαι γεμάτος

γενναῖος = ευγενής ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα

γέννημα = τέκνο καρπός

γεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστός γεραίτεροι = πρεσβύτεροι γῆρας = γηράματα γηράσκω amp γηράω-ῶ =

γερνώ γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ

γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον γιγνόμενοι δασμοί

εισπραττόμενοι φόροι

γιγνώσκω =γνωρίζω έχω μια γνώμη αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει γιγνώσκω τὰ

δίκαια λαμβάνω δίκαιη απόφαση γνώμη = σκέψη κρίση τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη

γνωρίμως ἔχω διάκειμαι φιλικά

γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο

γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

Δ

δαίμων = θεός μοίρα τύχη

δαμοσία σκηνή σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης

δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 4: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 4

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀδυνατέω ndash ῶ = δεν μπορώ

ἀδύνατος =αδύνατος αδύναμος ανάπηρος ανίκανος μη ικανός ἀδύνατος λέγειν = μέτριος ρήτορας

ἀδωροδόκητος amp ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώρα

Ἀθήναζε = προς Αθήνα Ἀθήνηθεν = από την Αθήνα Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση)

ἆθλον = έπαθλο βραβείο ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβεία

ἀθροίζω = συγκεντρώνω ἀθρόος = συγκεντρωμένος πυκνός αἱ νῆες ἁθρόαι ἀνήγοντο =τα πλοία ανοίχθηκαν όλα

μαζί συγκεντρωμένα

ἀθυμέω ndash ῶ = χάνω το θάρρος μου στενοχωρούμαι είμαι απογοητευμένος ἀθυμία = απογοήτευση έλλειψη

θάρρους ἄθυμος=στεναχωρημένος απογοητευμένος ἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μου

αἰδέομαι-οῦμαι = σέβομαι ντρέπομαι συμπονώ αἰδὼς = ντροπή σεβασμός

ἀϊδιος = αιώνιος

αἰκίζομαι=βλάπτω προσβάλλω

αἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω εγκρίνω

αἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά υπονοώ

αἱρέω-ῶ

1λαμβάνω παίρνω αφαιρώ

2συλλαμβάνω πιάνω αιχμάλωτο (για ανθρώπους και ζώα)

3 αἱρῶ +κτγ μτχ= πιάνω συλλαμβάνω κάποιον να κάνει κάτι

4 αἱρῶ +κτγ μτχ ή κτγ = αποδεικνύω κάποιον ένοχο για κάτι (δικανικός όρος) ndash αἱρῶ δίκην ή γραφήν = κερδίζω

μια δίκη παίρνω ψήφο για καταδίκη του αντιπάλου -δίκην αἱρῶ τινά =καταδικάζω κάποιον με δίκη -οἱ ἑλόντες=

αυτοί που κερδίζουν τη δίκη- αντιθ οἱ ἑαλωκότες=οι καταδικασμένοι

5 κυριεύω κατακτώ μια πόλη μια χώρα

6 συλλαμβάνω με το μυαλό κατανοώ

το μέσο αἱροῦμαι

1 εκλέγω ἄλλον εἵλοντο στρατηγόν =άλλον εξέλεξαν στρατηγό

2 προτιμώ αἱρούμεθα ζῆν μᾶλλον ἤ τεθνάναι =προτιμούμε μάλλον να ζούμε παρά να πεθάνουμε

Το παθητικό αἱροῦμαι

1κυριεύομαι (σπανίως- συνήθως ως παθητικό του αἱρῶ χρησιμοποιείται το ἁλίσκομαι= συλλαμβάνομαι πιάνομαι

κυριεύομαι)

2 εκλέγομαι στρατηγός ᾑρέθη=εξελέγη στρατηγός

αἵρεσις = άλωση κατάληψη εκλογή προτίμηση αἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής αἵρεσιν

λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής

αἴρω = υψώνω μεταφέρω απομακρύνω αἴρομαι = υψώνομαι αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον

κίνδυνο (τον πόλεμο) αἴρω τεῖχος = υψώνω τείχος αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία αἴρω ταῖς ναυσὶ=

αποπλέω αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώ

αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι κατανοώ καταλαβαίνω (με τις αισθήσεις μου) ὁ αἰσθανόμενος=αυτός που διατηρεί

τις νοητικές του ικανότητες αυτός που έχει σώας τας φρένας - αἴσθησιν ἔχω τινός έχω αντίληψη κάποιου

πράγματος

αἰσχρός = 1 δύσμορφος άσχημος (στην εξωτερική εμφάνιση) 2επονείδιστος άτιμος ανάρμοστος αἰσχύνη =

ντροπή αἰσχύνομαι = ντρέπομαι σέβομαι αἰσχύνω = ασχημίζω ντροπιάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 5

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

αἰτέω-ῶ amp αἰτοῦμαι = ζητώ παρακαλώ

αἰτία = αιτία αφορμή κατηγορία αἰτίαν ἔχω (ή ὑπέχω) = κατηγορούμαι ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώ ἀπολύω

τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ

αἰών = ζωή αιώνας ὁ σύμπας αἰών = η αιωνιότητα

αἰωροῦμαι τὴν ψυχήν αμφιταλαντεύομαι ψυχικά

ἀκινδύνως ἔχω δε διατρέχω κίνδυνο

ἀκμάζω = είμαι ακμαίος ὁ σῖτος ἀκμάζει = το σιτάρι είναι ώριμο ἀκμάζει είναι κατάλληλη στιγμή ἀκμή = ακμή

αιχμή

ἀκολασία = ασωτία

ἀκούω = ακούω εὖ ἀκούω = επαινούμαι κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι

ἄκρον ή ἄκρα = κορυφή ύψωμα ακρωτήριο

ἀκραιφνής (lt ἀκέραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής ολόκληρος

ἀκρασία = ακολασία ακράτεια ἀκρατής = αχαλίνωτος ο μη εγκρατής

ἀκρισία = σύγχυση ἄκριτος = ο συγκεχυμένος ο χωρίς δίκη

ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω

ἄκυρος=χωρίς κύρος εξουσία ισχύ άκυρος ἄκυρον ποιῶ τὸ ἀξίωμα= μειώνω την εξουσία

ἄκων = χωρίς τη θέληση(αντιθ ἑκών)

ἀλγέω-ῶ = πονώ θλίβομαι ἀλγηδών = πόνος θλίψη ἄλγος = πόνος θλίψη

ἁλάομαι-ῶμαι=περιπλανιέμαι ἀλήτης = περιπλανώμενος

ἀλγέω-ῶ=πονώ -ἄλγος=πόνος οδύνη θλίψη

ἅλις αρκετά

ἀλίσκομαι = κυριεύομαι συλλαμβάνομαι καταδικάζομαι (παθητικό του αἱρῶ) ἅλωσις = κατάκτηση καταδίκη

ἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί να κατακτηθεί

ἄλκιμος = ρωμαλέος ανδρείος

ἀλλάττω = αλλάζω μεταβάλλω ανταλλάσσω

ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού ἀλλαχόθεν = από αλλού ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος

ἄλλῃ κατrsquo άλλο τρόπο σε άλλα μέρη

ἀλλότριος = ξένος τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσεις ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές

διαθέσεις προς κάποιον

ἀλλόφυλος = αλλοεθνής

ἄλογος = παράλογος ακατανόητος

ἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζί

ἅμα ἕῳ = τα χαράματα μόλις ξημέρωσε

ἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοια -ἀμαθῶς ἔχω=έχω άγνοια

ἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλω βλάπτω διαπράττω αδίκημα ἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημα ἁμαρτία =

αποτυχία σφάλμα - τὰ ἡμαρτημένα τὰ ἁμαρτηθέντα=τα σφάλματα οι αστοχίες - ἁμαρτάνεται (απρόσωπο)=

διαπράττεται σφάλμα ἁμαρτάνω τῆς γνώμης τινός διαψεύδω τη γνώμη κάποιου

ἀμέλεια = αδιαφορία ἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ἀμελής = αδιάφορος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 6

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀμηχανία = απορία στενοχώρια

ἀμιλλάομαι-ῶμαι=αγωνίζομαι συναγωνίζομαι ἄμιλλα = συναγωνισμός αγώνας - εἰς ἅμιλλαν ἔρχομαι=

εμπλέκομαι σε αγώνα συναγωνίζομαι

ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ ἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονεί

ἀμύνομαι = αποκρούω ἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιον

ἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύο

ἁμῶς γέ που σε κάποιο μέρος ἁμῶς γέ πως κατά κάποιον τρόπο

ἀναβαίνω = ανεβαίνω

ἀναβάλλω = αναβάλλω ἀναβολή = αναβολή καθυστέρηση

ἀναγγέλλω = αναγγέλλω

ἀναγκαῖος=αναπόφευκτος

ἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττω

ἀνάγω (ή ἀνάγομαι) ναῦν αποπλέω ανοίγομαι στο πέλαγος ἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνω ἡ ναῦς

ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος ἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά

ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος

ἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώ ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ

ὁ θεός) = χρησμοδότησε

ἀνακρούω εμποδίζω

ἀναλγησία = αναισθησία ἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρός

ἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώ

ἀναμένω = αναμένω υπομένω

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζω ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαι

ἀνάντης = ανηφορικός

ἀναπείθω = μεταπείθω ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη

ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώ

ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαι ἀνάστατον ποιῶ

= ερημώνω καταστρέφω

ἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσω ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή ἀναστροφή = επιστροφή περιστροφή

ἀναχωρέω-ῶ = αναχωρώ υποχωρώ

ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο ἀνδράποδον = δούλος

ἀνείργω = εμποδίζω

ἀνελπίστως ἔχω είμαι απελπισμένος

ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανος

ἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνω ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρω

ἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτος

ἀνθάπτομαι προσβάλλω επιχειρώ (ἀντί+ἅπτομαι)

ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι

ἀνθρώπειος = ανθρώπινος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 7

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀνία = θλίψη πόνος πλήξη ἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερός ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη ἀνιῶμαι = λυπούμαι

στενοχωρούμαι

ἀνίημι = αφήνω χαλαρώνω εγκαταλείπω ἀνίημι τὴν φυλακήν χαλαρώνω τον αποκλεισμό

ἀνίστημι = σηκώνω μετακινώ ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου ἀνίσταμαι υπό τινος

= διώχνομαι

ἄνοια = μωρία ανοησία

ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγεια ἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω

κάποιον ερημώνω

ἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώ

ἀνομία = παρανομία ἄνομος = παράνομος χωρίς νόμο

ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνω

ἄνους = ανόητος

ἀνταγορεύω = αντιλέγω

ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι

ἀνταίρω = ανθίσταμαι

ἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγος

ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω

ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω

ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου

ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού

ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού

ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση

ἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαι ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι ἀντέχω περί τινος επιμένω σε

κάτι

ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον

ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια

ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσω

ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία ἀντιδικία = φιλονικία ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη

ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαι

ἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαι

ἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώ

ἀντίος = αντιμέτωπος

ἀντίπαλον δέος ο φόβος των εχθρών

ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω

ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου

ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα

ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό

ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 8

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό ἀντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι

προβάλλω δικαιώματα

ἀντίπορος = αντικρινός

ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

ἀντίρροπος ισόρροπος ισοβαρής

ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου

ἀντιτίθημι = αντιτάσσω

ἀνυδρία = ξηρασία

ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα

ἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύω

ἄνωθεν = εκ των άνω οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι

ἀνωμοτί = χωρίς όρκο ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε

ἀνωφερής = ανηφορικός

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιος πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος

σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός ἄξιός εἰμι δικαιούμαι

ἀξιόχρεως = αξιόπιστος

ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμη

ἀξύμφορος = επιζήμιος

ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαι

ἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο

ἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημα

ἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύω ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ

ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω

ἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζω

ἅπαξ = μία φορά

ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω ἀπειθής = ανυπάκουος

ἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζω

ἀπεῖπον αρνήθηκα ἀπεῖπον + απρφτ απαγόρευσα ἀπεῖπον + μτχ κουράστηκα ἀπειρημένον το απαγορευμένο

ἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθής

ἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνω

ἀπεχθάνομαι = μισούμαι ἀπέχθεια = αντιπάθεια ἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικός

ἀπέχω-ομαι = απέχω

ἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικός

ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλω ἀπιστία = δυσπιστία καχυποψία

ἀποβάλλω = απορρίπτω

ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 9

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύω ἀποδείκνυμι νόμον δημοσιεύω νόμον

ἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνω ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα ἀποδίδωμί τινι τὸ

ὕδωρ δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει

ἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαι

ἀποικίζω = ιδρύω αποικία

ἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

ἀποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαι από φόβο αποφεύγω ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία

ἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνω

ἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείω

ἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνω

ἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω

ἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδα ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου

ἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφω

ἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνω ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή

κακολογίες ή συκοφαντίες ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

ἀπόμισθος απλήρωτος

ἄπονος = άκοπος οκνηρός

ἀπορία = δυσκολία έλλειψη εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash

διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία

ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρω

ἀπόστασις = αποστασία επανάσταση ἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτης

ἀποστερέω-ῶ αφαιρώ αρπάζω

ἀποτέμνω = αποκόπτω

ἀποτρέπομαι αποσύρομαι ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν στρέφομαι σε άλλη οδό

ἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύω ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνω

ἀποχρῶμαι τινα φονεύω κάποιον

ἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφαση

ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρία ἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχος ἀπραξία = αδρανεια

ἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινής

ἅπτομαι αγγίζω εξετάζω ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων αναμειγνύομαι στα πολιτικά

ἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξία ἀργός = άεργος αδρανής

ἀργύριον χρήματα τεμάχιο αργύρου

ἀρέσκω = είμαι αρεστός ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι

ἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχή

ἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζω

ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω

ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 10

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄριστος ευγενής ἄριστον = πρόγευμα

ἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

ἄρνυμαι κερδίζω αποκομίζω

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος

ἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμία ἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμος ἀρρωστότερος γίγνομαι =

δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος

ἀρχή = έναρξη εξουσία κράτος

ἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός τό ἄρχειν = η εξουσία ἄρχομαι = αρχίζω

εξουσιάζομαι ἄρχω χειρῶν ἀδίκων αρχίζω πρώτος να αδικώ

ἀρωγή = βοήθεια ἀρωγός = βοηθός

ἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμία

ἄσιτος = νηστικός

ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση

ἀσταθής = αβέβαιος ασταθής

ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις

ἀσύμφορον ζημία

ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο ἀταξία = ακαταστασία απειθαρχία

ἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλω

ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα ἄτιμον τινά ποιοῦμαι τιμωρώ κάποιον στερώντας του

τα πολιτικά δικαιώματα ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα

ἀτραπός = οδός μονοπάτι

ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαι

αὐθάδεια = θράσος αὐθάδης = θρασύς

αὖθις = πάλι πίσω στο μέλλον

αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου

αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία

αὐτόματος = αυτόματος αυθόρμητος αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος

αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος

αὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιος

ἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ

ἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινός

ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώ

ἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνω

ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαι ἀφικνοῦμαι εἰς ἄνδρας φθάνω στην ανδρική ηλικία ἀφικνοῦμαι τινι ἐς

λόγους συνομιλώ με κάποιον

ἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώ ἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζω

ἀφροσύνη = απερισκεψία ἄφρων-ονος = ανόητος παράφρων

ἀχαριστία = αγνωμοσύνη

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 11

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαι ἄχθος = βάρος λύπη

Β

βαθύνω τὴν φάλαγγα αυξάνω το βάθος της φάλαγγας

βαίνω = βαδίζω πορεύομαι

βάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω (ακόντιο)από μακριά

βάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένος

βαρέως φέρω = δυσανασχετώ βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον

βέβαιος = σταθερός ασφαλής

βίᾳ πάσχω ασκείται εναντίον μου βία

βιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαι βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα

βίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωή

βλασφημία κακολογία

βοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθεια

βοτόν = βόσκημα ζώο κτήνος

βουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζω βούλευμα = απόφαση

βουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριο

βούλομαι = θέλω επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία βούλομαι τά τινος έχω τα φρονήματα κάποιου

βραχύς = κοντός μικρός σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

Γ

γείνομαι γεννιέμαι

γέμω = είμαι γεμάτος

γενναῖος = ευγενής ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα

γέννημα = τέκνο καρπός

γεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστός γεραίτεροι = πρεσβύτεροι γῆρας = γηράματα γηράσκω amp γηράω-ῶ =

γερνώ γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ

γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον γιγνόμενοι δασμοί

εισπραττόμενοι φόροι

γιγνώσκω =γνωρίζω έχω μια γνώμη αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει γιγνώσκω τὰ

δίκαια λαμβάνω δίκαιη απόφαση γνώμη = σκέψη κρίση τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη

γνωρίμως ἔχω διάκειμαι φιλικά

γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο

γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

Δ

δαίμων = θεός μοίρα τύχη

δαμοσία σκηνή σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης

δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 5: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 5

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

αἰτέω-ῶ amp αἰτοῦμαι = ζητώ παρακαλώ

αἰτία = αιτία αφορμή κατηγορία αἰτίαν ἔχω (ή ὑπέχω) = κατηγορούμαι ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώ ἀπολύω

τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ

αἰών = ζωή αιώνας ὁ σύμπας αἰών = η αιωνιότητα

αἰωροῦμαι τὴν ψυχήν αμφιταλαντεύομαι ψυχικά

ἀκινδύνως ἔχω δε διατρέχω κίνδυνο

ἀκμάζω = είμαι ακμαίος ὁ σῖτος ἀκμάζει = το σιτάρι είναι ώριμο ἀκμάζει είναι κατάλληλη στιγμή ἀκμή = ακμή

αιχμή

ἀκολασία = ασωτία

ἀκούω = ακούω εὖ ἀκούω = επαινούμαι κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι

ἄκρον ή ἄκρα = κορυφή ύψωμα ακρωτήριο

ἀκραιφνής (lt ἀκέραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής ολόκληρος

ἀκρασία = ακολασία ακράτεια ἀκρατής = αχαλίνωτος ο μη εγκρατής

ἀκρισία = σύγχυση ἄκριτος = ο συγκεχυμένος ο χωρίς δίκη

ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω

ἄκυρος=χωρίς κύρος εξουσία ισχύ άκυρος ἄκυρον ποιῶ τὸ ἀξίωμα= μειώνω την εξουσία

ἄκων = χωρίς τη θέληση(αντιθ ἑκών)

ἀλγέω-ῶ = πονώ θλίβομαι ἀλγηδών = πόνος θλίψη ἄλγος = πόνος θλίψη

ἁλάομαι-ῶμαι=περιπλανιέμαι ἀλήτης = περιπλανώμενος

ἀλγέω-ῶ=πονώ -ἄλγος=πόνος οδύνη θλίψη

ἅλις αρκετά

ἀλίσκομαι = κυριεύομαι συλλαμβάνομαι καταδικάζομαι (παθητικό του αἱρῶ) ἅλωσις = κατάκτηση καταδίκη

ἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί να κατακτηθεί

ἄλκιμος = ρωμαλέος ανδρείος

ἀλλάττω = αλλάζω μεταβάλλω ανταλλάσσω

ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού ἀλλαχόθεν = από αλλού ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος

ἄλλῃ κατrsquo άλλο τρόπο σε άλλα μέρη

ἀλλότριος = ξένος τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσεις ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές

διαθέσεις προς κάποιον

ἀλλόφυλος = αλλοεθνής

ἄλογος = παράλογος ακατανόητος

ἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζί

ἅμα ἕῳ = τα χαράματα μόλις ξημέρωσε

ἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοια -ἀμαθῶς ἔχω=έχω άγνοια

ἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλω βλάπτω διαπράττω αδίκημα ἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημα ἁμαρτία =

αποτυχία σφάλμα - τὰ ἡμαρτημένα τὰ ἁμαρτηθέντα=τα σφάλματα οι αστοχίες - ἁμαρτάνεται (απρόσωπο)=

διαπράττεται σφάλμα ἁμαρτάνω τῆς γνώμης τινός διαψεύδω τη γνώμη κάποιου

ἀμέλεια = αδιαφορία ἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ἀμελής = αδιάφορος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 6

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀμηχανία = απορία στενοχώρια

ἀμιλλάομαι-ῶμαι=αγωνίζομαι συναγωνίζομαι ἄμιλλα = συναγωνισμός αγώνας - εἰς ἅμιλλαν ἔρχομαι=

εμπλέκομαι σε αγώνα συναγωνίζομαι

ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ ἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονεί

ἀμύνομαι = αποκρούω ἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιον

ἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύο

ἁμῶς γέ που σε κάποιο μέρος ἁμῶς γέ πως κατά κάποιον τρόπο

ἀναβαίνω = ανεβαίνω

ἀναβάλλω = αναβάλλω ἀναβολή = αναβολή καθυστέρηση

ἀναγγέλλω = αναγγέλλω

ἀναγκαῖος=αναπόφευκτος

ἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττω

ἀνάγω (ή ἀνάγομαι) ναῦν αποπλέω ανοίγομαι στο πέλαγος ἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνω ἡ ναῦς

ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος ἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά

ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος

ἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώ ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ

ὁ θεός) = χρησμοδότησε

ἀνακρούω εμποδίζω

ἀναλγησία = αναισθησία ἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρός

ἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώ

ἀναμένω = αναμένω υπομένω

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζω ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαι

ἀνάντης = ανηφορικός

ἀναπείθω = μεταπείθω ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη

ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώ

ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαι ἀνάστατον ποιῶ

= ερημώνω καταστρέφω

ἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσω ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή ἀναστροφή = επιστροφή περιστροφή

ἀναχωρέω-ῶ = αναχωρώ υποχωρώ

ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο ἀνδράποδον = δούλος

ἀνείργω = εμποδίζω

ἀνελπίστως ἔχω είμαι απελπισμένος

ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανος

ἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνω ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρω

ἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτος

ἀνθάπτομαι προσβάλλω επιχειρώ (ἀντί+ἅπτομαι)

ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι

ἀνθρώπειος = ανθρώπινος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 7

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀνία = θλίψη πόνος πλήξη ἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερός ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη ἀνιῶμαι = λυπούμαι

στενοχωρούμαι

ἀνίημι = αφήνω χαλαρώνω εγκαταλείπω ἀνίημι τὴν φυλακήν χαλαρώνω τον αποκλεισμό

ἀνίστημι = σηκώνω μετακινώ ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου ἀνίσταμαι υπό τινος

= διώχνομαι

ἄνοια = μωρία ανοησία

ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγεια ἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω

κάποιον ερημώνω

ἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώ

ἀνομία = παρανομία ἄνομος = παράνομος χωρίς νόμο

ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνω

ἄνους = ανόητος

ἀνταγορεύω = αντιλέγω

ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι

ἀνταίρω = ανθίσταμαι

ἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγος

ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω

ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω

ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου

ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού

ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού

ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση

ἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαι ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι ἀντέχω περί τινος επιμένω σε

κάτι

ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον

ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια

ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσω

ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία ἀντιδικία = φιλονικία ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη

ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαι

ἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαι

ἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώ

ἀντίος = αντιμέτωπος

ἀντίπαλον δέος ο φόβος των εχθρών

ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω

ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου

ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα

ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό

ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 8

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό ἀντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι

προβάλλω δικαιώματα

ἀντίπορος = αντικρινός

ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

ἀντίρροπος ισόρροπος ισοβαρής

ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου

ἀντιτίθημι = αντιτάσσω

ἀνυδρία = ξηρασία

ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα

ἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύω

ἄνωθεν = εκ των άνω οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι

ἀνωμοτί = χωρίς όρκο ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε

ἀνωφερής = ανηφορικός

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιος πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος

σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός ἄξιός εἰμι δικαιούμαι

ἀξιόχρεως = αξιόπιστος

ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμη

ἀξύμφορος = επιζήμιος

ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαι

ἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο

ἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημα

ἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύω ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ

ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω

ἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζω

ἅπαξ = μία φορά

ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω ἀπειθής = ανυπάκουος

ἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζω

ἀπεῖπον αρνήθηκα ἀπεῖπον + απρφτ απαγόρευσα ἀπεῖπον + μτχ κουράστηκα ἀπειρημένον το απαγορευμένο

ἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθής

ἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνω

ἀπεχθάνομαι = μισούμαι ἀπέχθεια = αντιπάθεια ἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικός

ἀπέχω-ομαι = απέχω

ἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικός

ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλω ἀπιστία = δυσπιστία καχυποψία

ἀποβάλλω = απορρίπτω

ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 9

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύω ἀποδείκνυμι νόμον δημοσιεύω νόμον

ἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνω ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα ἀποδίδωμί τινι τὸ

ὕδωρ δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει

ἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαι

ἀποικίζω = ιδρύω αποικία

ἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

ἀποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαι από φόβο αποφεύγω ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία

ἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνω

ἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείω

ἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνω

ἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω

ἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδα ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου

ἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφω

ἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνω ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή

κακολογίες ή συκοφαντίες ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

ἀπόμισθος απλήρωτος

ἄπονος = άκοπος οκνηρός

ἀπορία = δυσκολία έλλειψη εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash

διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία

ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρω

ἀπόστασις = αποστασία επανάσταση ἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτης

ἀποστερέω-ῶ αφαιρώ αρπάζω

ἀποτέμνω = αποκόπτω

ἀποτρέπομαι αποσύρομαι ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν στρέφομαι σε άλλη οδό

ἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύω ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνω

ἀποχρῶμαι τινα φονεύω κάποιον

ἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφαση

ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρία ἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχος ἀπραξία = αδρανεια

ἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινής

ἅπτομαι αγγίζω εξετάζω ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων αναμειγνύομαι στα πολιτικά

ἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξία ἀργός = άεργος αδρανής

ἀργύριον χρήματα τεμάχιο αργύρου

ἀρέσκω = είμαι αρεστός ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι

ἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχή

ἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζω

ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω

ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 10

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄριστος ευγενής ἄριστον = πρόγευμα

ἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

ἄρνυμαι κερδίζω αποκομίζω

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος

ἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμία ἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμος ἀρρωστότερος γίγνομαι =

δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος

ἀρχή = έναρξη εξουσία κράτος

ἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός τό ἄρχειν = η εξουσία ἄρχομαι = αρχίζω

εξουσιάζομαι ἄρχω χειρῶν ἀδίκων αρχίζω πρώτος να αδικώ

ἀρωγή = βοήθεια ἀρωγός = βοηθός

ἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμία

ἄσιτος = νηστικός

ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση

ἀσταθής = αβέβαιος ασταθής

ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις

ἀσύμφορον ζημία

ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο ἀταξία = ακαταστασία απειθαρχία

ἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλω

ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα ἄτιμον τινά ποιοῦμαι τιμωρώ κάποιον στερώντας του

τα πολιτικά δικαιώματα ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα

ἀτραπός = οδός μονοπάτι

ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαι

αὐθάδεια = θράσος αὐθάδης = θρασύς

αὖθις = πάλι πίσω στο μέλλον

αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου

αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία

αὐτόματος = αυτόματος αυθόρμητος αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος

αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος

αὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιος

ἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ

ἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινός

ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώ

ἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνω

ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαι ἀφικνοῦμαι εἰς ἄνδρας φθάνω στην ανδρική ηλικία ἀφικνοῦμαι τινι ἐς

λόγους συνομιλώ με κάποιον

ἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώ ἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζω

ἀφροσύνη = απερισκεψία ἄφρων-ονος = ανόητος παράφρων

ἀχαριστία = αγνωμοσύνη

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 11

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαι ἄχθος = βάρος λύπη

Β

βαθύνω τὴν φάλαγγα αυξάνω το βάθος της φάλαγγας

βαίνω = βαδίζω πορεύομαι

βάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω (ακόντιο)από μακριά

βάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένος

βαρέως φέρω = δυσανασχετώ βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον

βέβαιος = σταθερός ασφαλής

βίᾳ πάσχω ασκείται εναντίον μου βία

βιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαι βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα

βίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωή

βλασφημία κακολογία

βοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθεια

βοτόν = βόσκημα ζώο κτήνος

βουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζω βούλευμα = απόφαση

βουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριο

βούλομαι = θέλω επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία βούλομαι τά τινος έχω τα φρονήματα κάποιου

βραχύς = κοντός μικρός σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

Γ

γείνομαι γεννιέμαι

γέμω = είμαι γεμάτος

γενναῖος = ευγενής ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα

γέννημα = τέκνο καρπός

γεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστός γεραίτεροι = πρεσβύτεροι γῆρας = γηράματα γηράσκω amp γηράω-ῶ =

γερνώ γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ

γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον γιγνόμενοι δασμοί

εισπραττόμενοι φόροι

γιγνώσκω =γνωρίζω έχω μια γνώμη αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει γιγνώσκω τὰ

δίκαια λαμβάνω δίκαιη απόφαση γνώμη = σκέψη κρίση τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη

γνωρίμως ἔχω διάκειμαι φιλικά

γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο

γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

Δ

δαίμων = θεός μοίρα τύχη

δαμοσία σκηνή σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης

δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 6: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 6

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀμηχανία = απορία στενοχώρια

ἀμιλλάομαι-ῶμαι=αγωνίζομαι συναγωνίζομαι ἄμιλλα = συναγωνισμός αγώνας - εἰς ἅμιλλαν ἔρχομαι=

εμπλέκομαι σε αγώνα συναγωνίζομαι

ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ ἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονεί

ἀμύνομαι = αποκρούω ἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιον

ἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύο

ἁμῶς γέ που σε κάποιο μέρος ἁμῶς γέ πως κατά κάποιον τρόπο

ἀναβαίνω = ανεβαίνω

ἀναβάλλω = αναβάλλω ἀναβολή = αναβολή καθυστέρηση

ἀναγγέλλω = αναγγέλλω

ἀναγκαῖος=αναπόφευκτος

ἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττω

ἀνάγω (ή ἀνάγομαι) ναῦν αποπλέω ανοίγομαι στο πέλαγος ἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνω ἡ ναῦς

ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος ἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά

ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος

ἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώ ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ

ὁ θεός) = χρησμοδότησε

ἀνακρούω εμποδίζω

ἀναλγησία = αναισθησία ἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρός

ἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώ

ἀναμένω = αναμένω υπομένω

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζω ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαι

ἀνάντης = ανηφορικός

ἀναπείθω = μεταπείθω ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη

ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώ

ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαι ἀνάστατον ποιῶ

= ερημώνω καταστρέφω

ἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσω ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή ἀναστροφή = επιστροφή περιστροφή

ἀναχωρέω-ῶ = αναχωρώ υποχωρώ

ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο ἀνδράποδον = δούλος

ἀνείργω = εμποδίζω

ἀνελπίστως ἔχω είμαι απελπισμένος

ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανος

ἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνω ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρω

ἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτος

ἀνθάπτομαι προσβάλλω επιχειρώ (ἀντί+ἅπτομαι)

ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι

ἀνθρώπειος = ανθρώπινος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 7

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀνία = θλίψη πόνος πλήξη ἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερός ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη ἀνιῶμαι = λυπούμαι

στενοχωρούμαι

ἀνίημι = αφήνω χαλαρώνω εγκαταλείπω ἀνίημι τὴν φυλακήν χαλαρώνω τον αποκλεισμό

ἀνίστημι = σηκώνω μετακινώ ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου ἀνίσταμαι υπό τινος

= διώχνομαι

ἄνοια = μωρία ανοησία

ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγεια ἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω

κάποιον ερημώνω

ἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώ

ἀνομία = παρανομία ἄνομος = παράνομος χωρίς νόμο

ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνω

ἄνους = ανόητος

ἀνταγορεύω = αντιλέγω

ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι

ἀνταίρω = ανθίσταμαι

ἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγος

ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω

ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω

ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου

ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού

ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού

ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση

ἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαι ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι ἀντέχω περί τινος επιμένω σε

κάτι

ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον

ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια

ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσω

ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία ἀντιδικία = φιλονικία ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη

ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαι

ἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαι

ἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώ

ἀντίος = αντιμέτωπος

ἀντίπαλον δέος ο φόβος των εχθρών

ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω

ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου

ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα

ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό

ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 8

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό ἀντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι

προβάλλω δικαιώματα

ἀντίπορος = αντικρινός

ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

ἀντίρροπος ισόρροπος ισοβαρής

ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου

ἀντιτίθημι = αντιτάσσω

ἀνυδρία = ξηρασία

ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα

ἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύω

ἄνωθεν = εκ των άνω οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι

ἀνωμοτί = χωρίς όρκο ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε

ἀνωφερής = ανηφορικός

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιος πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος

σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός ἄξιός εἰμι δικαιούμαι

ἀξιόχρεως = αξιόπιστος

ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμη

ἀξύμφορος = επιζήμιος

ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαι

ἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο

ἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημα

ἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύω ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ

ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω

ἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζω

ἅπαξ = μία φορά

ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω ἀπειθής = ανυπάκουος

ἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζω

ἀπεῖπον αρνήθηκα ἀπεῖπον + απρφτ απαγόρευσα ἀπεῖπον + μτχ κουράστηκα ἀπειρημένον το απαγορευμένο

ἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθής

ἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνω

ἀπεχθάνομαι = μισούμαι ἀπέχθεια = αντιπάθεια ἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικός

ἀπέχω-ομαι = απέχω

ἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικός

ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλω ἀπιστία = δυσπιστία καχυποψία

ἀποβάλλω = απορρίπτω

ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 9

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύω ἀποδείκνυμι νόμον δημοσιεύω νόμον

ἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνω ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα ἀποδίδωμί τινι τὸ

ὕδωρ δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει

ἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαι

ἀποικίζω = ιδρύω αποικία

ἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

ἀποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαι από φόβο αποφεύγω ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία

ἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνω

ἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείω

ἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνω

ἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω

ἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδα ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου

ἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφω

ἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνω ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή

κακολογίες ή συκοφαντίες ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

ἀπόμισθος απλήρωτος

ἄπονος = άκοπος οκνηρός

ἀπορία = δυσκολία έλλειψη εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash

διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία

ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρω

ἀπόστασις = αποστασία επανάσταση ἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτης

ἀποστερέω-ῶ αφαιρώ αρπάζω

ἀποτέμνω = αποκόπτω

ἀποτρέπομαι αποσύρομαι ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν στρέφομαι σε άλλη οδό

ἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύω ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνω

ἀποχρῶμαι τινα φονεύω κάποιον

ἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφαση

ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρία ἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχος ἀπραξία = αδρανεια

ἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινής

ἅπτομαι αγγίζω εξετάζω ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων αναμειγνύομαι στα πολιτικά

ἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξία ἀργός = άεργος αδρανής

ἀργύριον χρήματα τεμάχιο αργύρου

ἀρέσκω = είμαι αρεστός ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι

ἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχή

ἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζω

ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω

ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 10

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄριστος ευγενής ἄριστον = πρόγευμα

ἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

ἄρνυμαι κερδίζω αποκομίζω

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος

ἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμία ἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμος ἀρρωστότερος γίγνομαι =

δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος

ἀρχή = έναρξη εξουσία κράτος

ἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός τό ἄρχειν = η εξουσία ἄρχομαι = αρχίζω

εξουσιάζομαι ἄρχω χειρῶν ἀδίκων αρχίζω πρώτος να αδικώ

ἀρωγή = βοήθεια ἀρωγός = βοηθός

ἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμία

ἄσιτος = νηστικός

ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση

ἀσταθής = αβέβαιος ασταθής

ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις

ἀσύμφορον ζημία

ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο ἀταξία = ακαταστασία απειθαρχία

ἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλω

ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα ἄτιμον τινά ποιοῦμαι τιμωρώ κάποιον στερώντας του

τα πολιτικά δικαιώματα ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα

ἀτραπός = οδός μονοπάτι

ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαι

αὐθάδεια = θράσος αὐθάδης = θρασύς

αὖθις = πάλι πίσω στο μέλλον

αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου

αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία

αὐτόματος = αυτόματος αυθόρμητος αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος

αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος

αὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιος

ἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ

ἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινός

ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώ

ἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνω

ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαι ἀφικνοῦμαι εἰς ἄνδρας φθάνω στην ανδρική ηλικία ἀφικνοῦμαι τινι ἐς

λόγους συνομιλώ με κάποιον

ἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώ ἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζω

ἀφροσύνη = απερισκεψία ἄφρων-ονος = ανόητος παράφρων

ἀχαριστία = αγνωμοσύνη

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 11

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαι ἄχθος = βάρος λύπη

Β

βαθύνω τὴν φάλαγγα αυξάνω το βάθος της φάλαγγας

βαίνω = βαδίζω πορεύομαι

βάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω (ακόντιο)από μακριά

βάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένος

βαρέως φέρω = δυσανασχετώ βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον

βέβαιος = σταθερός ασφαλής

βίᾳ πάσχω ασκείται εναντίον μου βία

βιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαι βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα

βίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωή

βλασφημία κακολογία

βοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθεια

βοτόν = βόσκημα ζώο κτήνος

βουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζω βούλευμα = απόφαση

βουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριο

βούλομαι = θέλω επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία βούλομαι τά τινος έχω τα φρονήματα κάποιου

βραχύς = κοντός μικρός σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

Γ

γείνομαι γεννιέμαι

γέμω = είμαι γεμάτος

γενναῖος = ευγενής ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα

γέννημα = τέκνο καρπός

γεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστός γεραίτεροι = πρεσβύτεροι γῆρας = γηράματα γηράσκω amp γηράω-ῶ =

γερνώ γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ

γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον γιγνόμενοι δασμοί

εισπραττόμενοι φόροι

γιγνώσκω =γνωρίζω έχω μια γνώμη αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει γιγνώσκω τὰ

δίκαια λαμβάνω δίκαιη απόφαση γνώμη = σκέψη κρίση τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη

γνωρίμως ἔχω διάκειμαι φιλικά

γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο

γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

Δ

δαίμων = θεός μοίρα τύχη

δαμοσία σκηνή σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης

δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 7: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 7

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀνία = θλίψη πόνος πλήξη ἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερός ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη ἀνιῶμαι = λυπούμαι

στενοχωρούμαι

ἀνίημι = αφήνω χαλαρώνω εγκαταλείπω ἀνίημι τὴν φυλακήν χαλαρώνω τον αποκλεισμό

ἀνίστημι = σηκώνω μετακινώ ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου ἀνίσταμαι υπό τινος

= διώχνομαι

ἄνοια = μωρία ανοησία

ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγεια ἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω

κάποιον ερημώνω

ἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώ

ἀνομία = παρανομία ἄνομος = παράνομος χωρίς νόμο

ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνω

ἄνους = ανόητος

ἀνταγορεύω = αντιλέγω

ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι

ἀνταίρω = ανθίσταμαι

ἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγος

ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω

ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω

ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου

ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού

ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού

ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση

ἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαι ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι ἀντέχω περί τινος επιμένω σε

κάτι

ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον

ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια

ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσω

ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία ἀντιδικία = φιλονικία ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη

ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαι

ἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαι

ἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώ

ἀντίος = αντιμέτωπος

ἀντίπαλον δέος ο φόβος των εχθρών

ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω

ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου

ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα

ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό

ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 8

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό ἀντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι

προβάλλω δικαιώματα

ἀντίπορος = αντικρινός

ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

ἀντίρροπος ισόρροπος ισοβαρής

ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου

ἀντιτίθημι = αντιτάσσω

ἀνυδρία = ξηρασία

ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα

ἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύω

ἄνωθεν = εκ των άνω οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι

ἀνωμοτί = χωρίς όρκο ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε

ἀνωφερής = ανηφορικός

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιος πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος

σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός ἄξιός εἰμι δικαιούμαι

ἀξιόχρεως = αξιόπιστος

ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμη

ἀξύμφορος = επιζήμιος

ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαι

ἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο

ἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημα

ἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύω ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ

ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω

ἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζω

ἅπαξ = μία φορά

ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω ἀπειθής = ανυπάκουος

ἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζω

ἀπεῖπον αρνήθηκα ἀπεῖπον + απρφτ απαγόρευσα ἀπεῖπον + μτχ κουράστηκα ἀπειρημένον το απαγορευμένο

ἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθής

ἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνω

ἀπεχθάνομαι = μισούμαι ἀπέχθεια = αντιπάθεια ἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικός

ἀπέχω-ομαι = απέχω

ἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικός

ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλω ἀπιστία = δυσπιστία καχυποψία

ἀποβάλλω = απορρίπτω

ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 9

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύω ἀποδείκνυμι νόμον δημοσιεύω νόμον

ἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνω ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα ἀποδίδωμί τινι τὸ

ὕδωρ δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει

ἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαι

ἀποικίζω = ιδρύω αποικία

ἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

ἀποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαι από φόβο αποφεύγω ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία

ἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνω

ἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείω

ἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνω

ἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω

ἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδα ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου

ἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφω

ἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνω ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή

κακολογίες ή συκοφαντίες ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

ἀπόμισθος απλήρωτος

ἄπονος = άκοπος οκνηρός

ἀπορία = δυσκολία έλλειψη εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash

διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία

ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρω

ἀπόστασις = αποστασία επανάσταση ἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτης

ἀποστερέω-ῶ αφαιρώ αρπάζω

ἀποτέμνω = αποκόπτω

ἀποτρέπομαι αποσύρομαι ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν στρέφομαι σε άλλη οδό

ἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύω ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνω

ἀποχρῶμαι τινα φονεύω κάποιον

ἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφαση

ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρία ἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχος ἀπραξία = αδρανεια

ἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινής

ἅπτομαι αγγίζω εξετάζω ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων αναμειγνύομαι στα πολιτικά

ἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξία ἀργός = άεργος αδρανής

ἀργύριον χρήματα τεμάχιο αργύρου

ἀρέσκω = είμαι αρεστός ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι

ἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχή

ἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζω

ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω

ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 10

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄριστος ευγενής ἄριστον = πρόγευμα

ἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

ἄρνυμαι κερδίζω αποκομίζω

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος

ἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμία ἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμος ἀρρωστότερος γίγνομαι =

δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος

ἀρχή = έναρξη εξουσία κράτος

ἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός τό ἄρχειν = η εξουσία ἄρχομαι = αρχίζω

εξουσιάζομαι ἄρχω χειρῶν ἀδίκων αρχίζω πρώτος να αδικώ

ἀρωγή = βοήθεια ἀρωγός = βοηθός

ἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμία

ἄσιτος = νηστικός

ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση

ἀσταθής = αβέβαιος ασταθής

ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις

ἀσύμφορον ζημία

ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο ἀταξία = ακαταστασία απειθαρχία

ἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλω

ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα ἄτιμον τινά ποιοῦμαι τιμωρώ κάποιον στερώντας του

τα πολιτικά δικαιώματα ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα

ἀτραπός = οδός μονοπάτι

ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαι

αὐθάδεια = θράσος αὐθάδης = θρασύς

αὖθις = πάλι πίσω στο μέλλον

αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου

αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία

αὐτόματος = αυτόματος αυθόρμητος αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος

αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος

αὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιος

ἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ

ἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινός

ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώ

ἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνω

ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαι ἀφικνοῦμαι εἰς ἄνδρας φθάνω στην ανδρική ηλικία ἀφικνοῦμαι τινι ἐς

λόγους συνομιλώ με κάποιον

ἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώ ἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζω

ἀφροσύνη = απερισκεψία ἄφρων-ονος = ανόητος παράφρων

ἀχαριστία = αγνωμοσύνη

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 11

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαι ἄχθος = βάρος λύπη

Β

βαθύνω τὴν φάλαγγα αυξάνω το βάθος της φάλαγγας

βαίνω = βαδίζω πορεύομαι

βάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω (ακόντιο)από μακριά

βάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένος

βαρέως φέρω = δυσανασχετώ βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον

βέβαιος = σταθερός ασφαλής

βίᾳ πάσχω ασκείται εναντίον μου βία

βιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαι βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα

βίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωή

βλασφημία κακολογία

βοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθεια

βοτόν = βόσκημα ζώο κτήνος

βουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζω βούλευμα = απόφαση

βουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριο

βούλομαι = θέλω επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία βούλομαι τά τινος έχω τα φρονήματα κάποιου

βραχύς = κοντός μικρός σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

Γ

γείνομαι γεννιέμαι

γέμω = είμαι γεμάτος

γενναῖος = ευγενής ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα

γέννημα = τέκνο καρπός

γεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστός γεραίτεροι = πρεσβύτεροι γῆρας = γηράματα γηράσκω amp γηράω-ῶ =

γερνώ γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ

γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον γιγνόμενοι δασμοί

εισπραττόμενοι φόροι

γιγνώσκω =γνωρίζω έχω μια γνώμη αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει γιγνώσκω τὰ

δίκαια λαμβάνω δίκαιη απόφαση γνώμη = σκέψη κρίση τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη

γνωρίμως ἔχω διάκειμαι φιλικά

γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο

γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

Δ

δαίμων = θεός μοίρα τύχη

δαμοσία σκηνή σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης

δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 8: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 8

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό ἀντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι

προβάλλω δικαιώματα

ἀντίπορος = αντικρινός

ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

ἀντίρροπος ισόρροπος ισοβαρής

ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου

ἀντιτίθημι = αντιτάσσω

ἀνυδρία = ξηρασία

ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα

ἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύω

ἄνωθεν = εκ των άνω οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι

ἀνωμοτί = χωρίς όρκο ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε

ἀνωφερής = ανηφορικός

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιος πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος

σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός ἄξιός εἰμι δικαιούμαι

ἀξιόχρεως = αξιόπιστος

ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμη

ἀξύμφορος = επιζήμιος

ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαι

ἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο

ἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημα

ἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύω ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ

ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω

ἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζω

ἅπαξ = μία φορά

ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω ἀπειθής = ανυπάκουος

ἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζω

ἀπεῖπον αρνήθηκα ἀπεῖπον + απρφτ απαγόρευσα ἀπεῖπον + μτχ κουράστηκα ἀπειρημένον το απαγορευμένο

ἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθής

ἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνω

ἀπεχθάνομαι = μισούμαι ἀπέχθεια = αντιπάθεια ἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικός

ἀπέχω-ομαι = απέχω

ἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικός

ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλω ἀπιστία = δυσπιστία καχυποψία

ἀποβάλλω = απορρίπτω

ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 9

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύω ἀποδείκνυμι νόμον δημοσιεύω νόμον

ἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνω ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα ἀποδίδωμί τινι τὸ

ὕδωρ δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει

ἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαι

ἀποικίζω = ιδρύω αποικία

ἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

ἀποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαι από φόβο αποφεύγω ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία

ἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνω

ἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείω

ἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνω

ἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω

ἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδα ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου

ἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφω

ἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνω ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή

κακολογίες ή συκοφαντίες ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

ἀπόμισθος απλήρωτος

ἄπονος = άκοπος οκνηρός

ἀπορία = δυσκολία έλλειψη εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash

διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία

ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρω

ἀπόστασις = αποστασία επανάσταση ἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτης

ἀποστερέω-ῶ αφαιρώ αρπάζω

ἀποτέμνω = αποκόπτω

ἀποτρέπομαι αποσύρομαι ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν στρέφομαι σε άλλη οδό

ἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύω ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνω

ἀποχρῶμαι τινα φονεύω κάποιον

ἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφαση

ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρία ἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχος ἀπραξία = αδρανεια

ἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινής

ἅπτομαι αγγίζω εξετάζω ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων αναμειγνύομαι στα πολιτικά

ἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξία ἀργός = άεργος αδρανής

ἀργύριον χρήματα τεμάχιο αργύρου

ἀρέσκω = είμαι αρεστός ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι

ἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχή

ἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζω

ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω

ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 10

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄριστος ευγενής ἄριστον = πρόγευμα

ἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

ἄρνυμαι κερδίζω αποκομίζω

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος

ἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμία ἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμος ἀρρωστότερος γίγνομαι =

δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος

ἀρχή = έναρξη εξουσία κράτος

ἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός τό ἄρχειν = η εξουσία ἄρχομαι = αρχίζω

εξουσιάζομαι ἄρχω χειρῶν ἀδίκων αρχίζω πρώτος να αδικώ

ἀρωγή = βοήθεια ἀρωγός = βοηθός

ἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμία

ἄσιτος = νηστικός

ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση

ἀσταθής = αβέβαιος ασταθής

ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις

ἀσύμφορον ζημία

ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο ἀταξία = ακαταστασία απειθαρχία

ἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλω

ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα ἄτιμον τινά ποιοῦμαι τιμωρώ κάποιον στερώντας του

τα πολιτικά δικαιώματα ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα

ἀτραπός = οδός μονοπάτι

ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαι

αὐθάδεια = θράσος αὐθάδης = θρασύς

αὖθις = πάλι πίσω στο μέλλον

αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου

αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία

αὐτόματος = αυτόματος αυθόρμητος αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος

αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος

αὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιος

ἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ

ἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινός

ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώ

ἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνω

ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαι ἀφικνοῦμαι εἰς ἄνδρας φθάνω στην ανδρική ηλικία ἀφικνοῦμαι τινι ἐς

λόγους συνομιλώ με κάποιον

ἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώ ἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζω

ἀφροσύνη = απερισκεψία ἄφρων-ονος = ανόητος παράφρων

ἀχαριστία = αγνωμοσύνη

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 11

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαι ἄχθος = βάρος λύπη

Β

βαθύνω τὴν φάλαγγα αυξάνω το βάθος της φάλαγγας

βαίνω = βαδίζω πορεύομαι

βάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω (ακόντιο)από μακριά

βάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένος

βαρέως φέρω = δυσανασχετώ βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον

βέβαιος = σταθερός ασφαλής

βίᾳ πάσχω ασκείται εναντίον μου βία

βιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαι βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα

βίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωή

βλασφημία κακολογία

βοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθεια

βοτόν = βόσκημα ζώο κτήνος

βουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζω βούλευμα = απόφαση

βουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριο

βούλομαι = θέλω επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία βούλομαι τά τινος έχω τα φρονήματα κάποιου

βραχύς = κοντός μικρός σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

Γ

γείνομαι γεννιέμαι

γέμω = είμαι γεμάτος

γενναῖος = ευγενής ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα

γέννημα = τέκνο καρπός

γεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστός γεραίτεροι = πρεσβύτεροι γῆρας = γηράματα γηράσκω amp γηράω-ῶ =

γερνώ γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ

γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον γιγνόμενοι δασμοί

εισπραττόμενοι φόροι

γιγνώσκω =γνωρίζω έχω μια γνώμη αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει γιγνώσκω τὰ

δίκαια λαμβάνω δίκαιη απόφαση γνώμη = σκέψη κρίση τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη

γνωρίμως ἔχω διάκειμαι φιλικά

γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο

γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

Δ

δαίμων = θεός μοίρα τύχη

δαμοσία σκηνή σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης

δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 9: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 9

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύω ἀποδείκνυμι νόμον δημοσιεύω νόμον

ἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνω ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα ἀποδίδωμί τινι τὸ

ὕδωρ δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει

ἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαι

ἀποικίζω = ιδρύω αποικία

ἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

ἀποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαι από φόβο αποφεύγω ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία

ἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνω

ἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείω

ἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνω

ἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω

ἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδα ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου

ἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφω

ἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνω ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή

κακολογίες ή συκοφαντίες ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

ἀπόμισθος απλήρωτος

ἄπονος = άκοπος οκνηρός

ἀπορία = δυσκολία έλλειψη εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash

διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία

ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρω

ἀπόστασις = αποστασία επανάσταση ἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτης

ἀποστερέω-ῶ αφαιρώ αρπάζω

ἀποτέμνω = αποκόπτω

ἀποτρέπομαι αποσύρομαι ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν στρέφομαι σε άλλη οδό

ἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύω ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνω

ἀποχρῶμαι τινα φονεύω κάποιον

ἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφαση

ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρία ἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχος ἀπραξία = αδρανεια

ἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινής

ἅπτομαι αγγίζω εξετάζω ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων αναμειγνύομαι στα πολιτικά

ἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξία ἀργός = άεργος αδρανής

ἀργύριον χρήματα τεμάχιο αργύρου

ἀρέσκω = είμαι αρεστός ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι

ἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχή

ἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζω

ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω

ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 10

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄριστος ευγενής ἄριστον = πρόγευμα

ἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

ἄρνυμαι κερδίζω αποκομίζω

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος

ἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμία ἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμος ἀρρωστότερος γίγνομαι =

δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος

ἀρχή = έναρξη εξουσία κράτος

ἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός τό ἄρχειν = η εξουσία ἄρχομαι = αρχίζω

εξουσιάζομαι ἄρχω χειρῶν ἀδίκων αρχίζω πρώτος να αδικώ

ἀρωγή = βοήθεια ἀρωγός = βοηθός

ἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμία

ἄσιτος = νηστικός

ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση

ἀσταθής = αβέβαιος ασταθής

ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις

ἀσύμφορον ζημία

ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο ἀταξία = ακαταστασία απειθαρχία

ἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλω

ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα ἄτιμον τινά ποιοῦμαι τιμωρώ κάποιον στερώντας του

τα πολιτικά δικαιώματα ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα

ἀτραπός = οδός μονοπάτι

ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαι

αὐθάδεια = θράσος αὐθάδης = θρασύς

αὖθις = πάλι πίσω στο μέλλον

αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου

αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία

αὐτόματος = αυτόματος αυθόρμητος αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος

αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος

αὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιος

ἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ

ἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινός

ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώ

ἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνω

ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαι ἀφικνοῦμαι εἰς ἄνδρας φθάνω στην ανδρική ηλικία ἀφικνοῦμαι τινι ἐς

λόγους συνομιλώ με κάποιον

ἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώ ἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζω

ἀφροσύνη = απερισκεψία ἄφρων-ονος = ανόητος παράφρων

ἀχαριστία = αγνωμοσύνη

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 11

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαι ἄχθος = βάρος λύπη

Β

βαθύνω τὴν φάλαγγα αυξάνω το βάθος της φάλαγγας

βαίνω = βαδίζω πορεύομαι

βάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω (ακόντιο)από μακριά

βάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένος

βαρέως φέρω = δυσανασχετώ βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον

βέβαιος = σταθερός ασφαλής

βίᾳ πάσχω ασκείται εναντίον μου βία

βιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαι βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα

βίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωή

βλασφημία κακολογία

βοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθεια

βοτόν = βόσκημα ζώο κτήνος

βουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζω βούλευμα = απόφαση

βουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριο

βούλομαι = θέλω επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία βούλομαι τά τινος έχω τα φρονήματα κάποιου

βραχύς = κοντός μικρός σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

Γ

γείνομαι γεννιέμαι

γέμω = είμαι γεμάτος

γενναῖος = ευγενής ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα

γέννημα = τέκνο καρπός

γεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστός γεραίτεροι = πρεσβύτεροι γῆρας = γηράματα γηράσκω amp γηράω-ῶ =

γερνώ γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ

γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον γιγνόμενοι δασμοί

εισπραττόμενοι φόροι

γιγνώσκω =γνωρίζω έχω μια γνώμη αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει γιγνώσκω τὰ

δίκαια λαμβάνω δίκαιη απόφαση γνώμη = σκέψη κρίση τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη

γνωρίμως ἔχω διάκειμαι φιλικά

γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο

γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

Δ

δαίμων = θεός μοίρα τύχη

δαμοσία σκηνή σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης

δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 10: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 10

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄριστος ευγενής ἄριστον = πρόγευμα

ἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

ἄρνυμαι κερδίζω αποκομίζω

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος

ἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμία ἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμος ἀρρωστότερος γίγνομαι =

δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος

ἀρχή = έναρξη εξουσία κράτος

ἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώ ὁ ἄρχων = ο αρχηγός τό ἄρχειν = η εξουσία ἄρχομαι = αρχίζω

εξουσιάζομαι ἄρχω χειρῶν ἀδίκων αρχίζω πρώτος να αδικώ

ἀρωγή = βοήθεια ἀρωγός = βοηθός

ἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμία

ἄσιτος = νηστικός

ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση

ἀσταθής = αβέβαιος ασταθής

ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις

ἀσύμφορον ζημία

ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο ἀταξία = ακαταστασία απειθαρχία

ἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλω

ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα ἄτιμον τινά ποιοῦμαι τιμωρώ κάποιον στερώντας του

τα πολιτικά δικαιώματα ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα

ἀτραπός = οδός μονοπάτι

ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαι

αὐθάδεια = θράσος αὐθάδης = θρασύς

αὖθις = πάλι πίσω στο μέλλον

αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου

αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία

αὐτόματος = αυτόματος αυθόρμητος αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος

αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος

αὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιος

ἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ

ἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινός

ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώ

ἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνω

ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαι ἀφικνοῦμαι εἰς ἄνδρας φθάνω στην ανδρική ηλικία ἀφικνοῦμαι τινι ἐς

λόγους συνομιλώ με κάποιον

ἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώ ἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζω

ἀφροσύνη = απερισκεψία ἄφρων-ονος = ανόητος παράφρων

ἀχαριστία = αγνωμοσύνη

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 11

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαι ἄχθος = βάρος λύπη

Β

βαθύνω τὴν φάλαγγα αυξάνω το βάθος της φάλαγγας

βαίνω = βαδίζω πορεύομαι

βάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω (ακόντιο)από μακριά

βάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένος

βαρέως φέρω = δυσανασχετώ βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον

βέβαιος = σταθερός ασφαλής

βίᾳ πάσχω ασκείται εναντίον μου βία

βιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαι βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα

βίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωή

βλασφημία κακολογία

βοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθεια

βοτόν = βόσκημα ζώο κτήνος

βουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζω βούλευμα = απόφαση

βουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριο

βούλομαι = θέλω επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία βούλομαι τά τινος έχω τα φρονήματα κάποιου

βραχύς = κοντός μικρός σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

Γ

γείνομαι γεννιέμαι

γέμω = είμαι γεμάτος

γενναῖος = ευγενής ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα

γέννημα = τέκνο καρπός

γεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστός γεραίτεροι = πρεσβύτεροι γῆρας = γηράματα γηράσκω amp γηράω-ῶ =

γερνώ γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ

γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον γιγνόμενοι δασμοί

εισπραττόμενοι φόροι

γιγνώσκω =γνωρίζω έχω μια γνώμη αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει γιγνώσκω τὰ

δίκαια λαμβάνω δίκαιη απόφαση γνώμη = σκέψη κρίση τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη

γνωρίμως ἔχω διάκειμαι φιλικά

γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο

γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

Δ

δαίμων = θεός μοίρα τύχη

δαμοσία σκηνή σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης

δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 11: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 11

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαι ἄχθος = βάρος λύπη

Β

βαθύνω τὴν φάλαγγα αυξάνω το βάθος της φάλαγγας

βαίνω = βαδίζω πορεύομαι

βάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω (ακόντιο)από μακριά

βάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένος

βαρέως φέρω = δυσανασχετώ βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον

βέβαιος = σταθερός ασφαλής

βίᾳ πάσχω ασκείται εναντίον μου βία

βιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαι βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα

βίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωή

βλασφημία κακολογία

βοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθεια

βοτόν = βόσκημα ζώο κτήνος

βουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαι βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζω βούλευμα = απόφαση

βουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριο

βούλομαι = θέλω επιθυμώ το βουλόμενον = επιθυμία βούλομαι τά τινος έχω τα φρονήματα κάποιου

βραχύς = κοντός μικρός σύντομος διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

Γ

γείνομαι γεννιέμαι

γέμω = είμαι γεμάτος

γενναῖος = ευγενής ανδρείος τό γενναῖον = γενναιότητα

γέννημα = τέκνο καρπός

γεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστός γεραίτεροι = πρεσβύτεροι γῆρας = γηράματα γηράσκω amp γηράω-ῶ =

γερνώ γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ

γίγνομαι =γίνομαι γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον γιγνόμενοι δασμοί

εισπραττόμενοι φόροι

γιγνώσκω =γνωρίζω έχω μια γνώμη αποφασίζω οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει γιγνώσκω τὰ

δίκαια λαμβάνω δίκαιη απόφαση γνώμη = σκέψη κρίση τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

γεννιέται στο νου μου γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη

γνωρίμως ἔχω διάκειμαι φιλικά

γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο

γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

Δ

δαίμων = θεός μοίρα τύχη

δαμοσία σκηνή σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης

δέδοικα-δέδια = φοβούμαι τό δεδιός = ο φόβος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 12: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 12

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

δεῖ τινος υπάρχει έλλειψη κάποιου δεῖ είναι ανάγκη

δείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύω

δεῖμα = φόβος δεινός = φοβερός ικανός επιδέξιος τά δεινά = κίνδυνος συμφορές

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα δέλεαρ = δόλωμα

δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων

δεξιὰς φέρω φέρω διαβεβαιώσεις

δέομαι = έχω ανάγκη παρακαλῶ δέομαι βίου έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου

δέω = έχω ανάγκη στερούμαι

δῆλος = φανερός σαφής δηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύω

δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού δημηγορία = αγόρευση

δῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτες δημόσιος = κοινός δημοσίᾳ = με έξοδα του

δημοσίου

δηόω-ῶ = λεηλατώ

διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας

διαβολή = συκοφαντία

διαγίγνομαι = ζω

διαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνω

διάγνωσιν ποιοῦμαι εκδίδω απόφαση

διάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζω

διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώνα

διάδηλος = ολοφάνερος

δίαιτα = ζωή τρόπος ζωής διαιτησία = λύση διαφοράς διαιτῶμαι ἀφθόνως ζω πλουσίως

διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος

διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω

διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην διαφεύγω την τιμωρία

διαλέγω = εκλέγομαι διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαι

διαλείπω + κτγ μτχ = παύω ναhellip οὐ διαλείπω + κτγ μτχ = δε σταματώ να κάνω κάτι διαρκώς κάνω κάτι

διαλείπω (αμετάβατο) = απέχω μεσολαβώ

διαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθεια διαλλάττω = συμφιλιώνω

διαμένω ὤν (κτγμτχ) συνεχώς είμαι

διανέμω = μοιράζω

διάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμη

διαπλέω = (διά μέσου) πλέω διάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμός

διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνω

διαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθω

διαρρήδην = ρητά σαφώς

διασκεδάννυμι = διασκορπίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 13: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 13

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

διατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύω

διαφθείρω = καταστρέφω φονεύω

διαψήφισις ψηφοφορία απόφαση

δίγλωττος = διερμηνέας δόλιος

δίδωμι = δίνω παρέχω δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον να δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι δίδωμι δίκας

ἴσας καὶ ὁμοίας δικάζω με βάση την ισονομία

διεγνωσμένη κρίσις ειλημμένη απόφαση αυτή που έχει παρθεί

διεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της Διέκπλους = ο πλους δια μέσου

διάσπαση εχθρικής γραμμής

διέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτω ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής

διέχω = απέχω αποχωρίζομαι

διίστημι = διαχωρίζω διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαι

δίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνη δίκην φεύγω = δικάζομαι δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη δίκην δίδωμί

τινι = τιμωρούμαι δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ δίκην ἐπιτίθημι =

τιμωρώ δίκην παρὰ τινός αἴρομαι εκδικούμαι κάποιον δίκην φεύγω = αθωώνομαι

διχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύο

διώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώ ὁ διώκων = ο κατήγορος ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος

δόκησις = γνώμη ιδέα υποψία δόξα = ιδέα υπόληψη φήμη

δοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή

δουλεύω = είμαι δούλος υπήκοος

δύναμαι = μπορώ δύναμις επιρροή ικανότητα δυναστεία = κυριαρχία εξουσία

δυσκλεής = άδοξος δύσκλεια = κακή φήμη

δύσνους = εχθρικός

δυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχία

δυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίες

δωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαι δωροδόκος = δωροδοκούμενος

Ε

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξη

ἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπω

ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτος

ἐγγύς = κοντά

ἐγείρω = σηκώνω εξεγείρω

ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν διεγείρω την

οργή

ἔγκλημα = κατηγορία έγκλημα

ἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατής

ἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 14: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 14

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόν ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ αν υπάρχει αρκετός χρόνος (αν επιτρέπει το νερό της

κλεψύδρας)

ἔγωγε εγώ τουλάχιστον

ἐθίζομαι συνηθίζω εγώ ναhellip ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι ἔθος = συνήθεια έθιμο

εἰκάζω απεικονίζω συμπεραίνω παρομοιάζω εἰκῇ = άσκοπα τυχαία

εἶμι = έρχομαι πηγαίνω

εἰμὶ ἀπό τινος είμαι μακριά από κάποιον εἰμὶ ἐν δυνάμει έχω στα χέρια μου την εξουσία εἰμί ἔν τινι =

ασχολούμαι σε κάτι ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία

κάποιουεἰμὶ ἐπί τινα είμαι εναντίον κάποιου

εἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζω

εἰρήνη = ειρήνη εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη παντελής εἰρήνη

ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη

εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι οργίζομαι με κάποιον εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος =

περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου

εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλω εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι

εἰσάγω = οδηγώ μέσα

εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδος

εἰσέρχεται τινά έρχεται στο νου κάποιου

εἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώ

εἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνω

εἴσω = μέσα

εἶτα = έπειτα

εἴωθα συνηθίζω

ἑκάς = μακριά

ἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνω ἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμα

ἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκω ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν καταλύω τη βασιλεία ἐκβολή = εκδίωξη έξοδος

ἐκδιώκω = διώχνω εξορίζω

ἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπω

ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζω

ἐκπέμπω = εξαποστέλλω ἔκπεμψις= αποστολή

ἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαι

ἔκπληξις = κατάπληξη φόβος ἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώ ἐκπλήττομαι = νιώθω έκπληξη σαστίζω

ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση

ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπονδές

ἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνω ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο

ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 15: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 15

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐκφεύγω δίκην αθωώνομαι

ἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικά

ἐλαύνω οδηγώ προχωρώ έφιππος εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω προχωρώ μέχρι αυτό το σημείο

ἐλπίζω = αναμένω ελπίζω

ἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαι ἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδος

ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι

ἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώ

ἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω

ἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριο

ἐναγώνιοι θεοί οι επόπτες των αγώνων

ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλος

ἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφής

ἐνδεής = στερούμενος ἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκη

ἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώ

ἔνδον = μέσα

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχω ἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεται

ἐνιαύσιος = ετήσιος ἐνιαυτός = έτος

ἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαι ἔννοια σκέψη σκόπος

ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα

ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκες

ἐντείνω τεντώνω επιμένω

ἐντυγχάνω = συναντώ

ἐξαγγέλλω = διακηρύττω

ἐξάγομαι = βγαίνω έξω

ἐξάγω = οδηγώ έξω ἐξαγώγιμα τα εξαγόμενα προϊόντα

ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνω

ἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαι ἐξανίστημι = διώχνω ερημώνω

ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι

ἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώ

ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά

ἔξεστι = είναι δυνατόν

ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώ ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία

ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellip

ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαι ἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώ

ἐπάγω = οδηγώ εναντίον ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώ

ἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 16: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 16

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι ἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώ

ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαι

ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού ἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγος ἐπαναγωγή = επίθεση

κατά θάλασσα

ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν επιστρέφω ἐπαναχωρέω-ῶ επανέρχομαι αποσύρομαι

ἐπανίσταμαι = επαναστατώ

ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζω

ἐπείγομαι = βιάζομαι

ἐπέκεινα πέρα (επιρρηματική σημασία)

ἐπέλασις = επίθεση επιδρομή ἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώ

ἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίον

ἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζω ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου

ἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζω ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου

ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού

ἐπιβολή τοποθέτηση πρόστιμο

ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική

ενέργεια

ἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαι

ἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενος

ἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος

ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο

ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία

ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό) ἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλος

ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικά

ἐπικλινής = κατηφορικός

ἐπικουρία = προστασία βοήθεια ἐπίκουρος = βοηθός σύμμαχος προστάτης

ἐπιλέγω = εκλέγω

ἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπω ἐπίλοιπος = υπόλοιπος

ἐπιλανθάνομαι = ξεχνώ λησμονώ ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί

ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία

ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφή ἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφή

ἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόληση ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι φροντίζω ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι

ἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνι

ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαι

ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται

ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνω

ἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγια

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 17: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 17

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐπιπλέω=πλέω εναντίον ἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομή

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαι ἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευνα

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά ἐπιστήμη = γνώση δεξιότητα

ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητής

ἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζω

ἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνος

ἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιος

ἐπίσχω = εμποδίζω σταματώ

ἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγό ἐπίταξις = διαταγή

ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα ἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρό

ἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμος ἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμα ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως

έργο μου διαπράττω

ἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρω δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ

ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω ἐπιτίμιος αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου ἐπίτιμος ο έχων πολιτικά δικαιώματα

ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτω ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη

ἐπιτροπεία = κηδεμονία ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω

ἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκω

ἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώ ἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνω ἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνση

ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι

ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώ

ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού

ἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιος

ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία

ἔποικος = άποικος γείτονας

ἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρός

ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώ ἔπουρος = ούριος

ἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστής ἔρως = έρωτας πόθος επιθυμία

ἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι ἐργάζομαι χρήματα αποκτώ χρήματα

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμα ἔργῳ εμπράκτως ἐργώδης = κοπιαστικός

ἔρεισμα = στήριγμα

ἐρέσσω = κωπηλατώ ἐρέτης = κωπηλάτης

ἐρῆμος = έρημος μόνος ἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφω

ἔρις = φιλονικία άμιλλα

ἔρχομαι εἰς λόγους τινί έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα υπακούω διὰ

πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντά μου

ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 18: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 18

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐσόμενοι μεταγενέστεροι

ἔστιν (απρ)= είναι δυνατόν

ἔστιν ὅπου = κάπου οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού ἔστιν ὅπως κάπως ἔστιν ὅπως =

κάπως οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς ἔστιν ὅστις = κάποιος οὐκ ἔστιν

ὅστις = κανένας οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάς ἔστιν ὅτε = κάποτε οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε οὐκ ἔστιν ὅτε

οὐ = πάντοτε

ἔσχατος = τελευταίος απώτατος ἐσχάτη δίκη μέγιστη τιμωρία

ἑταῖρος = φίλος σύντροφος

ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν εξασφαλίζω βοήθεια

ἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμος

εὖ =καλά εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον εὖ ἀκούω επαινούμαι εὖ δεδραγμένα

κατορθώματα εὖ ή κακῶς δρῶ τινα ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον εὖ λέγω = επαινώ κακῶς λέγω = κακολογώ εὖ

ποιῶ = ευεργετώ κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτω εὺ πράττω = ευτυχώ κακῶς πράττω = δυστυχώ πράττω

μετά τινος = συμπράττω ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις εὖ φέρομαι παρά τινι

προκαλώ την εκτίμηση κάποιου εὖ φρονῶ σκέφτομαι σωστά

εὐβουλία = φρόνηση εὔβουλος = συνετός

εὐγενής = ο καλής καταγωγής

εὐδαιμονία = ευτυχία εὐδαίμων = ευτυχής

εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαι εὐδόκιμος = έντιμος επαινετός εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη

καλή

εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος

εὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσία

εὐήθης = αφελής ανόητος

εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος

εὐκλεής = περίφημος ένδοξος εὔκλεια = δόξα

εὐκοσμία = ευπρέπεια τάξη

εὐλάβεια = προσοχή εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαι

εὐμενής = ευνοϊκός

εὔνοια = ευμένεια εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον εὔνους = ευνοϊκός φιλικός

εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλά εὐνομία = καλή διοίκηση

εὐπάθεια = ευτυχία

εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ εὐπραγία amp εὐπραξία = ευτυχία

εὖρος = πλάτος

εὐρωστία = σωματική δύναμη εὔρωστος = ρωμαλέος

εὔτακτος = τακτικός πειθαρχικός εὐταξία = πειθαρχία

εὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζω

εὐφροσύνη = χαρά

εὐωχία ευθυμία σε συμπόσιο

ἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όρο να

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 19: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 19

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικά

ἐφέπομαι = ακολουθώ καταδιώκω

ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώ

ἐφήδομαι = επιχαίρω

ἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολές ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύω

ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου

ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζω

ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω

ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρω

ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώ ἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκία

ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή

ἔχθος = (το) μίσος ἔχθρα = μίσος οἰκεία ἔχθρα = προσωπική

ἔχω + απαρέμφ= μπορώ ἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχω ἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαι

ἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλής

ἡ ἕως = η αυγή

Ζ

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέω ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω δένω πλοία με σχοινιά

ζηλόω-ῶ = ζηλεύω

ζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρία ζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώ

ζήω-ῶ = ζω

ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

Η

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη ἥβη = νεότητα

ἡγεμονεύω ὁδόν προπορεύομαι

ἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχία ἡγεμών = αρχηγός οδηγός

ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύω περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου)

ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτι ἡγοῦμαι θεούς πιστεύω στους θεούς

ἡδέως = με ευχαρίστηση ἡδέως ἔχω πρός διάκειμαι ευνοϊκά προςhellip ἥδομαι = ευχαριστιέμαι ἡδονή =

ευχαρίστηση τέρψη ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσεις ἡδύς = γλυκός

ἥκιστα = καθόλου ελάχιστα

ἥκω = έχω έλθει

ἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικος

ἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρός

ἡμέτερος = δικός μας

ἠμί = λέγω ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώ ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτός

ἤπειρος = στεριά

ἡσυχία = ησυχία ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 20: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 20

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ χάνω το θάρρος μου

Θ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας

θάλπος = θερμότητα ζέστη

θανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρρος θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμη θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω

θάρρος

θαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαι θαῦμα παρίσταταί μοι μου γεννιέται η απορία θαυμάσιος-

θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστος

θεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζω

θεῖος = θεϊκός

θέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθό

θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς

θεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαι θεράπων-οντος = υπηρέτης

θέω = τρέχω πλέω δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην

θεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώ είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο

θηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκω

θνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαι

θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαι

θροῦς = ψίθυρος

θυμοειδής = ζωηρός ορμητικός θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι

θύω-θύομαι = θυσιάζω

θωπεύω = κολακεύω θωπεία = κολακεία

θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

Ι

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω

ἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικός ἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικά ἴδια ἐγκλήματα ιδιωτικά

συμφέροντα ἴδιον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης

ἱδρύω = ιδρύω κτίζω ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

ἱερός = ιερός αφιερωμένος γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές

ἵημι = ρίχνω εκπέμπω ἵεμαι = ορμώ

ἱκετεύω = παρακαλώ ἱκετήριος αυτός που ανήκει σε ικέτες ἱκέτης = ικέτης

ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι

ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία

ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου

ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος

ἵστημι = στήνω διεγείρω ἵσταμαι = στέκομαι κείμαι ἵστημι βασιλέα διορίζω βασιλιά ἵστημι τὰ ὄμματα

προσηλώνω τα μάτια ἵστημι χαλκοῦς εγείρω αδριάντα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 21: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 21

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ἰσχύς = δύναμη ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός ἰσχύω παρά τινι έχω επιρροή πλησίον κάποιου

Κ

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύω

καθαίρω = καθαρίζω κάθαρσις = εξαγνισμός

καθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώ καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι καθίσταμαι τήν πολιτείαν

= τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις καθίσταμαί τι =

τακτοποιώ κάτι καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα μπλέκω κάποιον σε δίκη

κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα

καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας

καίριος = αξιόλογος κατάλληλος

καιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμή ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος μετά καιροῦ = σε

κατάλληλη περίσταση παρά καιρόν = παράκαιρα

κακία = κακότητα δειλία

κακοδαιμονία = ατυχία δυστυχία

κακοδοξία = κακή φήμη

κακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακό

κακοπάθεια = αθλιότητα

κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώ

κακοπραγία = αποτυχία δυστυχία

κακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτω

κακῶς ἀκούω κακολογούμαι

κακῶς γίγνεταί τινι έχει κακή έκβαση κάτι για κάποιον

καλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαι

καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπου

καρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχω

κατ ἄκρας εξrsquo ολοκλήρου

καταβαίνω = κατεβαίνω

καταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζω

καταβοή = κατακραυγή

καταγίγνομαι ἐν τόπῳ διαμένω κατοικώ

καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται θάνατος

καταγιγνώσκεται = επιβάλλεται καταδίκη σε θάνατο

καταγορεύω = κατηγορώ

κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία

κατάγω φυγάδα επαναφέρω στην πατρίδα έναν εξόριστο

κατάδηλος = ολοφάνερος

καταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 22: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 22

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή καταισχύνω = ντροπιάζω

καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξη

καταλείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπω κληροδοτώ παραδίδω

καταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνω

κατάλυσις = διάλυση κατάργηση καταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώ

καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία

καταπλέω = προσορμίζομαι

καταπλήσσω = (κατά)τρομάζω κάποιον καταπλήσσομαι = φοβάμαι κατάπληξις = έκπληξη φόβος

κατάπλους = κατάπλους άφιξη σε λιμάνι

κατασήπομαι = σαπίζω

καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός συναντώ αντίδραση εκ μέρους κάποιου καταστασιάζω τινα σχηματίζω αντίπαλο

κόμμα εναντίον κάποιου

κατατείνω επιμένω αγωνίζομαι

κατατρίβω = αφανίζω καταστρέφω

καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαι

καταψηφίζομαι = καταδικάζω

κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίες

κατοικέω-ῶ = κατοικώ κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους

κατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ

κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ

καῦμα = καύσωνας καῦσις = καύση καυτηρίαση

κεῖμαι = βρίσκομαι είμαι ξαπλωμένος έχω ταφεί

κελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώ

κενός = αδειανός στερημένος

κεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζω

κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγα

κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη κερδαλέος = επικερδής

κηδεστής = συγγενής γαμβρός κηδεστία = συγγένεια κήδομαι = φροντίζω

κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο κίνδυνον ὑποδύω κινδυνεύω

κίνησις = αναστάτωση πόλεμος

κλαυθμός = θρήνος

κοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτος κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώ κοινωνός =

συνεργάτης

κολάζω = τιμωρώ κολάζομαί τινα = τιμωρώ

κόπτω τὴν χώραν ερημώνω τη χώρα

κόσμος 1ο κόσμος 2η τάξη η ευπρέπεια η αρμονία 3η καλή συμπεριφορά η πειθαρχία 4το κόσμημα το

στολίδι 5η κυβέρνηση (για πόλεις) κατὰ κόσμον=δεόντως όπως αρμόζει

κουφίζω = ανακουφίζω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 23: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 23

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώ κρατῶ (τινα) = νικώ κράτος = δύναμη εξουσία

κυριαρχία ἀνὰκατά κράτος με όλη τη δύναμη διά της βίας

κρείττων = ο πιο δυνατός

κρημνώδης = απόκρημνος

κρήνη = βρύση πηγή

κρηπίς = θεμέλιο

κρίνω = διαχωρίζω διακρίνω αποχωρίζω κρίνω αποφασίζω ανακρίνω εξετάζω δικάζω καταδικάζω κρίνω

τινά(τινί) θανάτου= καταδικάζω κάποιον σε θάνατο κρίσις=γνὠμη απόφαση δικαστική απόφαση κρίσιν κρίσιν

ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον

κρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούω (-μαι) κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ

κρύφα = κρυφά

κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαι

κτείνω = σκοτώνω

κώλυμα = εμπόδιο κωλύμη = παρακώλυση εμπόδιση κωλύω = εμποδίζω απαγορεύω

κώμη = χωριό οικισμός

Λ

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη

λάθρα = κρυφά

λανθάνω (ή λήθω) = διαφεύγω την προσοχή μένω απαρατήρητος κάνω κάτι κρυφά λανθάνω ἐμαυτόν = κάνω κάτι

χωρίς να το αντιληφθώ (ἐπί-)λανθάνομαι=κρατώ κτ κρυμμένο από τον εαυτό μου λησμονώ παραμελώ

λέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλω

λείπω = αφήνω εγκαταλείπω λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώ

λεκτικός = ικανός στο λέγειν

λεπτόγεως = άγονος

λῄζομαι = ληστεύω διαρπάζω

λιμός = πείνα

λιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύω λιπαρής = επίμονος πείσμων

λιπαρός = αυτός που περιέχει λίπος στιλπνός ζωηρός χαρούμενος λαμπρός έξοχος γόνιμος (για πόλεις)

λιπαρῶς=με αφθονία σε πλούτο

λόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογική εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε

επαφή με κάποιον ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον τούς λόγους ποιοῦμαι =

μιλώ λόγον δίδωμι = λογοδοτώ λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την

πληροφορία λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ λόγος (κατ)ἔχει διαδίδεται υπάρχει φήμη

λοιμός = νόσος

λοιπός = υπόλοιπος λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεται τό λοιπόν = στο εξής

λυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτω

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημα

λύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσω λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες λύω τὸν νόμον

καταργώ το νόμο

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 24: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 24

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

M

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ μακρηγορία = μακρολογία

μάλα ndash μᾶλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύ

μαίνομαι = παραφρονώ είμαι τρελός μανία = παραφροσύνη μανία

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτω μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες

μάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπτα

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη νικώ μαχόμενος

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχος μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι

μέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένος

μεθίστημι = μεταβάλλω μεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαι μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

πολίτευμα

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι

μέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι μελέτη = φροντίδα επιμέλεια

μέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellip μέλλησις = βραδύτητα αναβολή

μέμφομαι = κατηγορώ

μερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζω ἐν μέρει κατά σειρά

μεστός = γεμάτος μεστόω-ῶ = γεμίζω

μεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώ μεταβολή = αλλαγή

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώ

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι

μεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταλλαγή = ανταλλαγή

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος μεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοια

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύω

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου

μεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώ μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ

μεταπορεύομαι ακολουθώ επιδιώκω

μετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση μετάστασις βίου θάνατος

μέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι μετουσία (μέτεστι) =

συμμετοχή

μετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαι

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικος μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε

άλλο τόπο

μηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόπο μηδαμόθεν = από πουθενά μηδαμοῦ = πουθενά μηδαμῶς =

καθόλου με κανέναν τρόπο μηδέποτε = ουδέποτε

μηκύνω = εκτείνω παρατείνω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 25: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 25

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

μηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλω

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνεία μνημονεύω = θυμάμαι ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι

= λησμονώ

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθού μισθοφόρος = μισθωτός

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμα

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά

μῦθος = λόγος συμβουλή διήγημα

μύριοι = δέκα χιλιάδες μυρίοι = αμέτρητοι

μωρία = ανοησία μωρός amp μῶρος = ανόητος

Ν

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία

ναῦς = πλοίο νῆες μακραί = πλοία πολεμικά νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά πληρῶ ναῦν = επανδρώνω

πλοίο νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία

νέμω = διαμοιράζω βόσκω νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχω

νεώριον = ναύσταθμος

νεωστί = πρόσφατα προ ολίγου

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση

νικάω-ῶ = νικώ επικρατώ νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώντας

νομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώ τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμές νομίζω

ἀγῶσιθυσίαις τέλω αγώνες θυσίες

νόμος = νόμος συνήθεια νόμος κύριος = έγκυρος νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης

θεσπίζω νόμο νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο γράφω

νόμον = συντάσσω νόμο εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου

ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία

Ξ

ξενηλασία = απέλαση

ξένος = φιλοξενούμενος φίλος από φιλοξενία ξένος τά ξένια = δώρα φιλοξενίας ἡ ξενία = φιλοξενία ξένιος =

φιλόξενος ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα

Ο

οἶδα = γνωρίζω κατανοώ

οἰκέω-ῶ = κατοικώ

οἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικία οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 26: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 26

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

οἶκος η κατοικία η περιουσία το βιός

οἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλος τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις οἰκεία ἔχθρα

προσωπική έχθρα οἰκείως = ευνοϊκά φιλικά οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον οἰκείως

χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον

οἴκαδε = προς το σπίτι προς την πατρίδα οἴκοθεν = από το σπίτι από την πατρίδα οἴκοθι οἴκοι = στο σπίτι στην

πατρίδα

οἰκέτης = δούλος υπηρέτης του σπιτιού

οἰκήτωρ = κάτοικος άποικος

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον

οἰμώζω = θρηνώ οἰμωγή = θρήνος

οἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύω

οἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόν οἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώ

οἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαι

οἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνός

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί

ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απαρ αορ = λίγο έλειψε ναhellip ὀλίγου δεῖν (απόλυτο απαρ)=σχεδόν

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώ ὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέληση ὀλίγωρος αδιάφορος αμελής

ὄλλυμι amp ὀλλύω = καταστρέφω αφανίζω σκοτώνω χάνω υφίσταμαι απώλεια

ὄλλυμαι =χάνομαι πεθαίνω σκοτώνομαι καταστρέφομαι αφανίζομαι (για πράγματα) ὄλωλα (πρκμε μέση

σημασία)=καταστράφηκα χάθηκα ὄλοιοὄλοιτο (ευκτ αόρ σαν βρισιά) =σαν κατάρα=να χαθείς

ὀλοφυρμός = θρήνος ὀλοφύρομαι = θρηνώ

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι ὅμιλος=ομάδα πλήθος σύνολο συγκεντρωμένων ατόμων ὁμιλία=ομάδα

συναναστροφή διδασκαλία ερωτική σχέση συνουσία

ὄμνυμι και ὀμνύω= ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκο

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ ὁμογνώμων = σύμφωνος

ὁμόθυμος = ομόφωνος

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαι ὁμολογία=συμφωνία

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή

ὁμοῦ = μαζί

ὁμόφυλος = ομοεθνής

ὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλω ὄνειδος = κατηγορία ντροπή καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

καταισχύνη

ὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικά φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις

ὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύο

ὀρέγω = προτείνω προσφέρω ὀρέγομαι = επιθυμώ ὄρεξις = επιθυμία κλίση

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρω ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 27: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 27

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὅρκιος ορκισμένος ο δεμένος με όρκο ὅρκιοι θεοί οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώ ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμος ἡ ὁρμή=η ορμή η επίθεση η αρχή μιας κίνησης

η επιθυμία ἐν ὁρμῇ εἰμι=ξεκινώ

ὁρμέω-ῶ = είμαι αγκυροβολημένος (για πλοία) ὅρμος=το αγκυροβόλιο

ὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώ

ὀρύττω = σκάβω

ὅτι ἥκιστα όσο το δυνατόν λιγότερο

οὐδαμοῦ πουθενά

οὐδενὸς ἄξιος ασήμαντος

οὐχ ἥκιστα ιδιαίτερα μάλιστα

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω

ὀφλισκάνω = οφείλω ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι

ὀχλώδης = ταραχώδης

ὀψέ = αργά ὀψὲ τῆς ἡμέρας αργά το βράδυ ὀψία = εσπέρα

ὄψις η όραση η εξωτερική εμφάνιση

Π

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημα

παιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύω

παμπληθής = πάρα πολύς

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό

παντάπασιν = εντελώς

πανταχῇ = παντού

πανταχόθεν = από παντού

παντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρης

πάνυ =πολύ πάνυ πολλοί =πάρα πολλοί πάνυ φαύλως σε αθλιότατη κατάσταση πάνυ γε=βέβαια οπωσδήποτε (σε

απάντηση) ὁ πάνυ= ο εξαιρετικός ο καλύτερος ο περίφημος οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν=οι καλύτεροι από τους

στρατιώτες

παραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώ δίπλα

παραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλω

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνω

παράγω = παρασύρω οδηγώ κάποιον κοντά σε παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον εισάγω κάποιον στην εκκλησία του

δήμου παράγω τὸ στράτευμα οδηγώ το στράτευμα

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώ παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνω

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου

παραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνω

παραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνω

παραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρως

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 28: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 28

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

παράταξις παράταξη πολιτική ομάδα

παρατείνω αναπτύσσω τη φάλαγγα

παρατυγχάνω είμαι τυχαία παρών οἱ παρατυχόντες =οι τυχαίοι οι οποιοιδήποτε ἐκ τοῦ παρατυχόντος εκ του

προχείρου

παραυτίκα = αμέσως

παραχρῆμα αμέσως

πάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρών είμαι κοντά πάρεστί μοι=είναι δυνατόν σε έμένα είναι στο χέρι μου να

εξαρτάται από μένα ναhellip τα παρόντα = η παρούσα κατάσταση

παρέρχομαι = περνώ περνώ διπλα από κάποιον ξεπερνώ κάποιον παραβλέπωπαραμελώ ως δικανικός όρος

ανεβαίνω στο βήμα για να μιλήσω λαμβάνω το λόγο τό παρεληλυθός = το παρελθόν παρέρχομαι τους

θεούς=παραμελώ τους θεούς

παρέχω = δίνω προξενώ παράγω παρέχω πράγματα = ενοχλώ τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

διαγωγή

παρίστημι στήνω τοποθετώ κοντά βάζω στο μυαλό κάποιου παρουσιάζω παριστάνω περιγράφω αποδεικνύω

συγκρίνω

παρίσταμαι στέκομαι κοντά ή δίπλα υπερασπίζω παρευρίσκομαι φτάνω πλησιάζω εμφανίζω κάποιον

παρουσιάζω κάποιον στο δικαστήριο συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου παίρνω με το μέρος μου κάποιον έρχομαι

σε συμφωνία υποτάσσομαι εξαναγκάζω εμφανίζω ως μάρτυρα (δικανικός όρος) παρεστηκώςπαρεστώς=ο

παρών ο τωρινός αυτός που είναι μπροστά σε κάποιον παρίσταταί τινι (απρ) = έρχεται στο νου κάποιου

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου

παρρησία=ελευθερία λόγου η αθυροστομία (αρνητική σημασία) παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα

πάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαι εὖ πάσχω = ευεργετούμαι κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι πάσχω τὰ

ἔσχατα θανατώνομαι

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά

παύω = παύω διακόπτω τελειώνω παύομαι τῆς διανοίας εγκαταλείπω τη σκέψη

πεδίον (lt πέδον) = πεδιάδα

πείθομαι (τινί) υπακούω πείθομαι σε κάποιον πείθω χρήμασι διαφθείρω κάποιον με χρήματα

πειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώ πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επχειρώ επίθεση

πέμπω=στέλνω

πένης = φτωχός άπορος στερημένος πενία=φτώχεια

πενέστης υπηρέτης εργάτης

πέρας τέρμα αποτέλεσμαπέρας ἔχω τινός εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο

περιάγω = περιφέρω

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζω

περιγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

περιέπω περιποιούμαι

περιίστημι = περικυκλώνω

περίλοιπος = υπόλοιπος

περίλυπος = λυπημένος

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 29: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 29

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

περιμάχητος = περιζήτητος

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορία περιορῶμαι =

διστάζω

περιουσία = αφθονία περιουσία

περιπλέω = πλέω γύρω

περίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστος

περιτείχισμα = οχύρωμα

περιττὰ φρονῶ έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία τα έμφυτα

πιθανός = πειστικός πιστευτός

πίπτω = πέφτω σκοτώνομαι

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι

πίστις εμπιστοσύνη βεβαιότητα τιμιότητα

πλέον φέρομαί τινος υπερισχύω κάποιου

πλήθω = είμαι γεμάτος πλήθουσα σελήνη πανσέληνος

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα πλημμέλημα = σφάλμα

πλήρης = γεμάτος επαρκής

πληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίο πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο

πλοῦς πλους ταξίδι με πλοίο ναυτική εκστρατεία

πλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει αποπινικτικός

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη

ποικίλως ἔχω διαφέρω

ποινὰς δίδωμι τιμωρούμαι ποινὰς λαμβάνω τιμωρώ

ποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώ τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω ποιοῦμαι

διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ

γιο ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνω

περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω

μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι =

αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασία περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό

ποιοῦμαι λήθην λησμονώ ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν εκδίδω απόφαση ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω

ερευνώ ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν επικοινωνώ ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής

δύναμης ποιῶ ἐκκλησίαν συγκαλώ συνέλευσηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουποιῶ τινα

ἀπόμισθον απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθούποιῶ τινα ἐπί τινι ορίζω κάποιον επικεφαλήςποιῶ τινα ὑπό

τινι υποτάσσω κάποιον

πολέμιος = εχθρός πολεμικῶς ἔχω διάκειμαι εχθρικά

πόλεμος ἀπροφύλακτος = πόλεμος χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον

πόλεμο

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατία πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 30: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 30

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

πολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτης πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά πόλεις εὖ πολιτευόμεναι =

καλά κυβερνώμενες πολιτεύω κακῶς ασκώ κακή πολιτική ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων = αναμιγνύομαι

στα πολιτικά

πολίτης= πολίτης συμπολίτης (ἀγαθός πολίτης χρηστὸς πολίτης κακὸς πολίτης πονηρὸς πολίτης) φύσειγένει

πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ δίνω τα δικαιώματα

ελεύθερου πολίτη

πολλάκις = πολλές φορές

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρη

πολλῇ χειρί με πολύ στράτευμα

πολλοῦ ἄξιος αξιόλογος

πολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργος

πόνος = κόπος αγώνας πονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαι

πονηρός = κακός φαύλος βλαβερός

πόρρω =μακριά πόρρω τῆς νυκτός σε προχωρημένη ώρα της νύκτας

πρᾶγμα πράγμα ενέργεια πράξη(αντ του λόγος) γεγονός υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια τα

πράγματα υπόθεση περίσταση δικαστικές υποθέσεις δίκη (ως δικανικός όρος) δυσκολίες ενόχληση πράγματα

ἔχω παρέχω =είμαι σε δυσκολίεςπροκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα τα πράγματα οι υποθέσεις της πόλης η

διακυβέρνηση της πόλης οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες οι αξιωματούχοι νεώτερα πράγματα=πολιτικές

μεταβολές ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι

πράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαι πράττω τὴν εἰρήνην ενεργώ για να γίνει ειρήνη

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής υποστηρίζω μια

γνώμη πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτής πρεσβεία = πρέσβεις

αποστολή πρέσβεων πρέσβυς απεσταλμένος πρεσβύτερος μεγαλύτερος σε ηλικία

προαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφραστα

προάγω = παρακινώ προάγομαι = παρακινούμαι

προαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώ προαίρεσις = προτίμηση εκλογή

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπω

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός

προβολή = προεξοχή καταγγελία

προβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμου

προγίγνομαι εμφανίζομαι πριν

πρόδηλος = ολοφάνερος

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώ προθυμία = προθυμία ζήλος

προΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγός

προλέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζω

προνοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζω

προνομή = επιδρομή διαρπαγή

προπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπής

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 31: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 31

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

προσάγω = οδηγώ προσκομίζω

προσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστος

προσδεῖ υπάρχει ακόμη ανάγκη

προσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζω

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαι

πρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζω

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προστίθεμαι

προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου τοιαύταις

γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη

προσήκω έχω φτάσει είμαι κοντά είμαι παρών πλησιάζω ανήκω έχω σχέση με είμαι συγγενής ταιριάζω

αρμόζω είμαι αρμόδιος κατάλληλος προσήκει (απρόσωπο) αρμόζει ταιριάζει ὁ προσήκων αυτός που αρμόζει

ο κατάλληλος αυτός που ανήκει σε ο φίλος συγγενής οἱ προσήκοντες=συγγενείς οικείοι τὸ προσῆκον-τὰ

προσήκοντα= το χρέος το καθήκον μᾶλλον τοῦ προσήκοντος=περισσότερο από όσο πρέπει αρμόζει παρὰ τὸ

προσῆκονἐκτὸς τοῦ προσήκοντοςοὐκ ἐκ προσηκόντων= παρά το καθήκον κατά παράβαση του καθήκοντος

προσθήκη συμπλήρωμα βοήθεια

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον

πρόσοικος = γειτονικός

προσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικά

προσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίον

πρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπων

πρόσω εμπρός

πρότερος = πιο μπροστά προηγούμενος

προὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμος μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώ πρύμναν λύω = αποπλέω

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούω

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

Ρ

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμος

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώ

ῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

ρώννυμι δίνω δύναμη είμαι δυνατός ῥώμη = δύναμη θάρρος ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

Σ

σεμνός (σέβω) = σεβαστός όσιος σπουδαίος αἱ σεμναί θεαί ή Σεμναί=οι Ερινύες σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο

ευγενικό αξιόλογο πράγμα να ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι ως προς την ευγένειά του

σθένος = δύναμη

σιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικά

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 32: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 32

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

σῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύρι σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται

τρόφιμα περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι =

τα σιτηρά ωριμάζουν

σκεδάννυμι = διασκορπίζω διασπείρω διαχέω διαλύω

σκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζω σκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολή σκευοφόρος = αχθοφόρος τά

σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευές

σκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνω

σκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαι σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν

αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας σκέψις = σκέψη εξέταση σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν σκέφτομαι αποβλέποντας στην

αλήθεια σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο

σκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδι

σπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύω σπονδαί ανακωχή σπονδή (lt σπένδω) = σπονδή (θυσία)

συνθήκη ειρήνη λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω

συνθήκη

σπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαι σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν επιδιώκω την αρχήν

σπουδάζω σπεύδω επείγομαι βιάζομαι ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία ασχολούμαι σοβαρά φροντίζω με

επιμέλεια αφοσιώνομαι φροντίζω ενδιαφέρομαι είμαι σοβαρός λέγω κάνω ή παίρνω στα σοβαρά

σπουδή 1βιασύνη ταχύτητα 2ζήλος προθυμία επιμέλεια φροντίδα 3κόπος προσπάθεια 4αντικείμενο

φροντίδας σπουδαία ασχολία 5σοβαρότητα σπουδαιότητα 5 εκτίμηση σεβασμός σπουδὴν ἔχω=βιάζομαι

σπουδῇ σὺν σπουδῇδιὰ σπουδῆςὑπὸ σπουδῆςκατὰ σπουδὴν=γρήγορα βιαστικά με ζήλο πρόθυμα με μεγάλη

προσπάθεια σοβαρά με σοβαρότητα αἱ σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο σπουδὴν ἔχω σπουδὴν

ποιοῦμαι σπουδή ἐστι μοι περί τινος =ασχολούμαι με κάτι με προθυμία παίρνω στα σοβαρά

σποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικά

σπουδάζω = επιδιώκω φροντίζω

στέλλω-ῶ = αποστέλλω

στέργω = αγαπώ αρκούμαι

στρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση

στρογγύλη ναῦς εμπορικό πλοίο

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώ συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον συγγνώμης τυγχάνω

= συγχωρούμαι

σύγκειμαι = αποτελούμαι από συγκεῖται έχει συμφωνηθεί

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ

συλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώ σύλλογος = συνέλευση συγκέντρωση

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία

συμβάλλω = συνενώνω συντελώ συμβολή = συνάντηση ένωση

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί

συμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζί συμπίπτει = συμβαίνει

συμπράττω = συνεργώ βοηθώ

συναγείρω = συγκαλώ συναθροίζω

συνάγω = συγκεντρώνω συνάπτω

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 33: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 33

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

συναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσω συναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωση συνάλλαγμα συμβόλαιο

συνθήκη

σύνδικος = συνήγορος

συνελὼν λέγω λέγω εν συντομία

συνέχω = συγκρατώ διαφυλάττω

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος

συνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώ συνίστημι πόλεμον από κοινού κηρύττω πόλεμον

συνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόηση τό συνιστάμενον ή συνεστηκός = η συνωμοσία

οι συνωμότες

σύνοιδα = γνωρίζω καλά σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι σύνοιδά τινι = γνωρίζω μαζί με κάποιον άλλον όσα

και κάποιος άλλος

σύνειμι=είμαι μαζί συναναστρέφομαι συνουσία = συναναστροφή ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ

σφάλλω = βλάπτω σφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνω σφάλμα = αποτυχία ζημία λάθος

σφόδρα = πολύ σφόδρα ἄρχομαι καταπιέζομαι ως πολίτης

σχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξία σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώ

σῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

Τ

τακτός = καθορισμένος

τάξις στρατιωτική παράταξη τακτοποίηση

τάττω = τακτοποιώ παρατάσσω τάττω φόρον επιβάλλω φορολογία

τείχισμα = οχύρωμα

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους

τεκμαίρω αποδεικνύω με τεκμήρια τεκμαίρομαι ορίζω καθορίζω καταλήγω σε μια κρίσησυμπέρασμα

εικάζω υποθέτω συμπεραίνω τεκμήριον απόδειξη

τελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγω τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω τελευτῶν (επιρ) = τελικά τελευτή = θάνατος

τέλος

τελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνω

τέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόρος οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι

τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα) τέλος ὠνοῦμαι εισπράττω τους φόρους του δημοσίου

τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζω τέμνω τόν σῖτοντήν χώραν κλπ = καταστρέφω τα σπαρτά τη χώρα κλπ

τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσω τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώνα τίθημι νόμον = εισάγω

προτείνω νόμο ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσω

τιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβω τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι τιμῶμαι

φυγῆς προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο

κάποιου τιμωρῶ τινα = τιμωρώ τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαι τιμωρία βοήθεια τιμωρία

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 34: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 34

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

τίνω αποδίδω πληρώνω τίνω δίκην τιμωρούμαι τίνω τιμήν αποδίδω τιμή τίνω χάριν τινί αποδίδω

ευγνωμοσύνη σε κάποιον

τοὔμπαλιν αντίθετα αντίστροφα ενάντια

τρίβω τρίβω αναβάλλω καταστρέφω σπαταλώ

τριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρα

τριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπους

τυγχάνω = τυχαίνει να είμαι είμαι τυχαία πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

τύχη τύχη τυχαίο γεγονός (καλό ή κακό) τύχῃ ἀγαθῇ με το καλό

Υ

ὑβρίζω φέρομαι αλαζονικά βλάπτω περιφρονώ ὕβρις θράσος ταπείνωση αδικία αυθαιρεσία

ὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφά ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια

ὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχω είμαι εξ αρχής ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας

ὑπείκω αποχωρώ αποσύρομαι

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζω

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος

ὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικός

ὑπερδέξιος ανώτερος

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά

ὑπερορία γῆ η ξένη χώρα

ὑπέχω παρέχω υποστηρίζω υποτάσσω ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι ὑπέχω ἐμαυτόν τινι είμαι

στη διάθεση κάποιου

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι

ὑποδεέστερος κατώτερος

ὑποδεής ελλιπής

ὑποδύω (ή ὑποδύνω) εισχωρώ

ὑπόκειμαι παραμένω υποτάσσομαι

ὑποκρίνομαι τραγωδίαν λαμβάνω μέρος σε τραγωδία

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος ὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαι

ὑποσημαίνω δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδών ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους =

έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό

ὑποτέμνομαι προσπαθώ να ανακόψω ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν ματαιώνω το ταξίδι

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτω

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι =

υποτάσσω

ὔστατος = τελευταίος

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 35: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 35

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

ὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτερος

ὑστερῶ τῆς πατρίδος αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμο

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι ὑφίσταμαι ἀρχήν λαμβάνω αξίωμα

Φ

φαιδρός = λαμπρός εύθυμος

φαίνω = φανερώνω δείχνω φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση

φαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζω

φειδώ = φροντίδα οικονομία

φέρω = φέρνω μεταφέρω χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώ τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω ἄγω καί φέρω =

αρπάζω βλάπτω λεηλατώ βαρέως φέρω = αγανακτώ εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαι

κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώ

φεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαι κατηγορούμαι ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστος

φθάνω (συχνά+κτγμτχ)= προλαβαίνω έρχομαι πρώτος κάνω κάτι πρώτος φθήσονται τοῦτο δράσαντες αυτοί

πρώτοι θα το κάνουν αυτό οὐκ ἔφθην πράττων τοῦτο και εὐθύς =δεν πρόλαβα να κάνω αυτό και αμέσωςhellip

φθείρω = καταστρέφω εξοντώνω

φθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώ φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον

φιλανθρώπως ἔχω εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα

φιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώ

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος φιλονικία = φιλονικία αντιζηλία

φιλοπονία = εργατικότητα φιλόπονος = εργατικός κοπιαστικός

φίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχος

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαι φιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμός φιλότιμος = φιλόδοξος

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω

φοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζω

φορά = μεταφορά εισφορά

φράζω = λέγω συμβουλεύω

φρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζω οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά μέγα φρονῶ =

υπερηφανεύομαι ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις

φρόνιμος γίγνομαι ενεργώ με περίσκεψη

φρουρά = φρουρά φρούρηση φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευση

φρυκτοί πυρσοί δαυλοί

φυγάς = εξόριστος δραπέτης κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος

επανέρχεται στην πατρίδα

φυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακή φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ ἐν φυλακῇ εἰμι =

είμαι σε επιφυλακή

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 36: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 36

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

φυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαι φυλάττω = φυλάω φρουρώ

φύσις = φύση χαρακτήρας φυσικός οργανισμός

Χ

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαι χαλεπός = δύσκολος δυσάρεστος χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε

δύσκολη θέση χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριά χαλεπός εἰμί τινι αγανακτώ εναντίον

κάποιου

χαρίεις = χαριτωμένος γεμάτος χάρη κομψός χαριέντως = με χάρη με κομψότητα

χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη) κεχαρισμένος = ευχάριστος

χάρις = χάρη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνη χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ

ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώ

χειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρία

χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον έρχομαι στα χέρια με κάποιον

χειρόω ῶ και χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζω(-μαι)

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)

χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότητα

χρή = είναι ανάγκη πρέπει

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον χρῶμαι νέαις ταῖς

διανοίαις = έχω νέες ιδέες νεναικά φρονήματα χρῶμαι νόμοις ζω σύμφωνα με τους νόμους χρῶμαι τῷ

πράγματι αντιμετωπίζω την κατάσταση οἱ χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ οι ομονούντες αυτοί που συμφωνούν χρῶνται

οὕτω έτσι συνηθίζουνhellip

χρῆμα αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κάποιος κάθετι χρήσιμο πράγμα υπόθεση γεγονός συμβάν

τά χρήματα τα αγαθά η περιουσία τα σκεύη τα εμπορεύματα

χρηστήριον = μαντείο χρησμός

χωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαι

χωρίον = τοποθεσία

χωρίς = χωριστά

Ψ

ψέγω = κατηγορώ ψόγος=κατηγορία

ψεύδω = διαψεύδω απατώ ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτι ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος =

διαψεύδομαι στις ελπίδες μου

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας

ψῆφος= μικρή πέτρα βότσαλο αριθμός (ψηφίο) ψήφος απόφαση ψηφοφορίας γνώμη κρίση τήν ψῆφον

φέρωτίθεμαιδίδωμι = αποφασίζω ψηφίζω ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία μεταλαμβάνω τὴν

ψῆφον=παίρνω ψήφο κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο ψῆφος ἐστίγίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία πλείστη

ψῆφος ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία ἡ κρύβδην ψῆφος ἡ ἀφανὴς

ψῆφος=μυστική αντ φανερά ψῆφος=φανερή ἡ καθαιροῦσα ἡ τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική αρνητική

ψήφος αντ ἡ σώζουσα ἡ πλήρης ψῆφος=αθωωτική θετική ψήφος μιᾷ ψήφῳ ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα

ψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνω ψηφίζω = ψηφίζω

ψήφισμα = απόφαση ψήφισμα ψήφισμα γράφω υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση

ψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδρος στερημένος από κάτι οἱ ψιλοί οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες

ψῦχος = ψύχος χειμώνας

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος

Page 37: ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2014_15

Λεξιλόγιο Αρχαίας Ελληνικής σελ 37

Επιμέλεια Παναγιώτης Γ Αθανασόπουλος 1ο Λύκειο Ρόδου

Ω

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώ

ὠμότης = σκληρότητα

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω ἡ ὠνή = αγορά ὠνητός = που μπορεί να αγορατσεί αγορασμένος

ὥρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνος αἱ ὧραι = εποχές του έτους ὡραῖος ώριμος έγκαιρος

ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά ὡς εἰκάσαι όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη

μου ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν για ναμην πολυλογώ ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον πλέον ἔχω = πλεονεκτώ

οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδος πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι ὡς

ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με

λίγα λόγια

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ υποστηρίζω ωφελώ ὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος ὠφέλεια και ὠφελία βοήθεια

συνδρομή υποστήριξη προστασία χρησιμότητα όφελος κέρδος (συνήθως από πόλεμο) ἐπὠφελίᾳ ὠφελείας

ἕνεκα για ωφέλεια για κέρδος