Το πραξικόπημα στην Κύπρο το 1974

3
ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1974 Του ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ Πώς η χούντα παγίδευσε τον Μακάριο Στις αρχές Ιουλίου 1974 κορυφώθηκε η κρίση στις σχέσεις Μακάριου - χούντας. Ο πρόεδρος της Κύπρου, με επιστολή του στον πρόεδρο της Ελλάδας Φαίδωνα Γκιζίκη, ζητούσε την άμεση ανάκληση όλων των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς, οι οποίοι υποβοηθούσαν τη δράση της οργάνωσης ΕΟΚΑ Β. Πολλοί -ακόμη και ο Βάσος Λυσσαρίδης σε πρόσφατη συνέντευξή του- θεωρούν την επιστολή αυτή του Μακάριου το μοιραίο του λάθος. Ωστόσο, η ιστορική έρευνα κατέδειξε ότι η απόφαση για πραγματοποίηση του πραξικοπήματος, στις 8 το πρωί της 15ης Ιουλίου, είχε προηγηθεί της επιστολής. Ο Μακάριος ρωτήθηκε αρκετές φορές μετά το πραξικόπημα γιατί δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα πριν αποστείλει την επιστολή του στον Γκιζίκη. Η απάντησή του ήταν πως πίστωνε τους Έλληνες αξιωματικούς με περισσότερο πατριωτισμό. Στην πραγματικότητα δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι είχε αποπλανηθεί. Διότι η χούντα εφάρμοσε ένα ευφυέστατο σχέδιο αποπλάνησής του και ο Μακάριος έπεσε στην παγίδα της. Η πραγματικότητα ήταν ότι η κυβέρνηση της Κύπρου φοβόταν το πραξικόπημα, ειδικά μετά την επικράτηση της χούντας του Ιωαννίδη. Μάλιστα, στα τέλη του 1973 η κυπριακή κυβέρνηση κατάρτισε σχέδιο επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση του πραξικοπήματος, υπό την επωνυμία ΑΣΠΙΣ 3. Τον Ιούλιο του 1974, όταν κλιμακώθηκε η κρίση στις σχέσεις Αθηνών - Λευκωσίας, ο Μακάριος έστειλε στην Τσεχοσλοβακία σε ειδική αποστολή τον συνεργάτη του, διευθυντή της ΚΥΠ, Γεώργιο Τομπάζο, ο οποίος εξασφάλισε ποσότητα 1.000 τσεχικών αυτόματων όπλων με τα πυρομαχικά τους, για να εξοπλίσει τις δυνάμεις που είχαν οργανωθεί για την αντίσταση κατά του πραξικοπήματος. Τα όπλα αγοράστηκαν από την κυβέρνηση της Κύπρου και παραδόθηκαν άμεσα. Στις 9 Ιουλίου 1974, έξι μέρες πριν από το πραξικόπημα, προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Λευκωσίας ένα εμπορικό αεροσκάφος των τσεχικών αερογραμμών με το πολεμικό υλικό. Το φορτίο παραλήφθηκε με άκρα μυστικότητα, αλλά αντί να μοιραστεί στις ομάδες πολιτών που είχαν συγκροτηθεί με βάση το σχέδιο ΑΣΠΙΣ, μεταφέρθηκε και αποθηκεύτηκε στο υπόγειο του αρχιεπισκοπικού μεγάρου. Εκεί τα εντόπισαν και τα οικειοποιήθηκαν οι πραξικοπηματίες όταν κατέλαβαν το κτίριο. Γιατί ο Μακάριος αποθήκευσε τα όπλα και γιατί δεν τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο ΑΣΠΙΣ; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο Μακάριος δεν περίμενε εκείνο το μοιραίο πρωί πραξικόπημα, όχι διότι πίστωνε τους χουντικούς αξιωματικούς με περισσότερο πατριωτισμό, αλλά επειδή η χούντα τού έδεσε τα μάτια: Η ελληνική κυβέρνηση διαβίβασε, στις 6 Ιουλίου, μέσω του πρέσβη της στη Λευκωσία Ευστάθιου Λαγάκου, πρόσκληση στον Μακάριο να επισκεφθεί την Αθήνα για συνομιλίες. Ενημερώνοντας τηλεφωνικά τον υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου Ιωάννη Χριστοφίδη, ο Λαγάκος του είπε ότι είχε προτείνει «επίσκεψιν του Μακαριωτάτου εις Αθήνας διά συζήτησιν του όλου θέματος και ο Μακαριώτατος απεδέχθη μεν την πρόσκλησιν, αλλά έθεσεν ως προϋπόθεσιν την αποδοχήν των όσων έχει αποφασίσει», δηλαδή την εξυγίανση της Εθνικής Φρουράς. Το σχέδιο ΑΣΠΙΣ δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ, διότι η χούντα παραπλάνησε τον Μακάριο

description

Πώς η χούντα παγίδευσε τον Μακάριο.

Transcript of Το πραξικόπημα στην Κύπρο το 1974

Page 1: Το πραξικόπημα στην Κύπρο το 1974

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1974

Του ΜΑΚΑΡΙΟΥ ∆ΡΟΥΣΙΩΤΗ Πώς η χούντα παγίδευσε τον Μακάριο Στις αρχές Ιουλίου 1974 κορυφώθηκε η κρίση στις σχέσεις Μακάριου - χούντας. Ο πρόεδρος της Κύπρου, µε επιστολή του στον πρόεδρο της Ελλάδας Φαίδωνα Γκιζίκη, ζητούσε την άµεση ανάκληση όλων των Ελλήνων αξιωµατικών της Εθνικής Φρουράς, οι οποίοι υποβοηθούσαν τη δράση της οργάνωσης ΕΟΚΑ Β. Πολλοί -ακόµη και ο Βάσος Λυσσαρίδης σε πρόσφατη συνέντευξή του- θεωρούν την επιστολή αυτή του Μακάριου το µοιραίο του λάθος. Ωστόσο, η ιστορική έρευνα κατέδειξε ότι η απόφαση για πραγµατοποίηση του πραξικοπήµατος, στις 8 το πρωί της 15ης Ιουλίου, είχε προηγηθεί της επιστολής.

Ο Μακάριος ρωτήθηκε αρκετές φορές µετά το πραξικόπηµα γιατί δεν έλαβε τα απαραίτητα µέτρα πριν αποστείλει την επιστολή του στον Γκιζίκη. Η απάντησή του ήταν πως πίστωνε τους Έλληνες αξιωµατικούς µε περισσότερο πατριωτισµό. Στην πραγµατικότητα δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι είχε αποπλανηθεί. ∆ιότι η χούντα εφάρµοσε ένα ευφυέστατο σχέδιο αποπλάνησής του και ο Μακάριος έπεσε στην παγίδα της. Η πραγµατικότητα ήταν ότι η κυβέρνηση της Κύπρου φοβόταν το πραξικόπηµα, ειδικά µετά την επικράτηση της χούντας του Ιωαννίδη. Μάλιστα, στα τέλη του 1973 η κυπριακή κυβέρνηση κατάρτισε σχέδιο επιχειρήσεων για την αντιµετώπιση του πραξικοπήµατος, υπό την επωνυµία ΑΣΠΙΣ 3.

Τον Ιούλιο του 1974, όταν κλιµακώθηκε η κρίση στις σχέσεις Αθηνών - Λευκωσίας, ο Μακάριος έστειλε στην Τσεχοσλοβακία σε ειδική αποστολή τον συνεργάτη του, διευθυντή της ΚΥΠ, Γεώργιο Τοµπάζο, ο οποίος εξασφάλισε ποσότητα 1.000 τσεχικών αυτόµατων όπλων µε τα πυροµαχικά τους, για να εξοπλίσει τις δυνάµεις που είχαν οργανωθεί για την αντίσταση κατά του πραξικοπήµατος.

Τα όπλα αγοράστηκαν από την κυβέρνηση της Κύπρου και παραδόθηκαν άµεσα. Στις 9 Ιουλίου 1974, έξι µέρες πριν από το πραξικόπηµα, προσγειώθηκε στο αεροδρόµιο Λευκωσίας ένα εµπορικό αεροσκάφος των τσεχικών αερογραµµών µε το πολεµικό υλικό. Το φορτίο παραλήφθηκε µε άκρα µυστικότητα, αλλά αντί να µοιραστεί στις οµάδες πολιτών που είχαν συγκροτηθεί µε βάση το σχέδιο ΑΣΠΙΣ, µεταφέρθηκε και αποθηκεύτηκε στο υπόγειο του αρχιεπισκοπικού µεγάρου. Εκεί τα εντόπισαν και τα οικειοποιήθηκαν οι πραξικοπηµατίες όταν κατέλαβαν το κτίριο.

Γιατί ο Μακάριος αποθήκευσε τα όπλα και γιατί δεν τέθηκε σε εφαρµογή το σχέδιο ΑΣΠΙΣ; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο Μακάριος δεν περίµενε εκείνο το µοιραίο πρωί πραξικόπηµα, όχι διότι πίστωνε τους χουντικούς αξιωµατικούς µε περισσότερο πατριωτισµό, αλλά επειδή η χούντα τού έδεσε τα µάτια: Η ελληνική κυβέρνηση διαβίβασε, στις 6 Ιουλίου, µέσω του πρέσβη της στη Λευκωσία Ευστάθιου Λαγάκου, πρόσκληση στον Μακάριο να επισκεφθεί την Αθήνα για συνοµιλίες. Ενηµερώνοντας τηλεφωνικά τον υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου Ιωάννη Χριστοφίδη, ο Λαγάκος του είπε ότι είχε προτείνει «επίσκεψιν του Μακαριωτάτου εις Αθήνας διά συζήτησιν του όλου θέµατος και ο Μακαριώτατος απεδέχθη µεν την πρόσκλησιν, αλλά έθεσεν ως προϋπόθεσιν την αποδοχήν των όσων έχει αποφασίσει», δηλαδή την εξυγίανση της Εθνικής Φρουράς.

Το σχέδιο ΑΣΠΙΣ δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ, διότι η χούντα παραπλάνησε τον

Μακάριο

Page 2: Το πραξικόπημα στην Κύπρο το 1974

Αποστολή Κωνσταντόπουλου Την επόµενη µέρα, ο πρωθυπουργός του καθεστώτος Ανδρουτσόπουλος έστειλε στην Κύπρο, ως προσωπικό του απεσταλµένο, τον εκδότη της εφηµερίδας «Ελεύθερος Κόσµος» Σάββα Κωνσταντόπουλο, µε οδηγίες να διαµεσολαβήσει προς τον Μακάριο µε σκοπό την εκτόνωση της κρίσης. Ο Ανδρουτσόπουλος ήταν στην ουσία ένα ανδρείκελο, που ούτε την εξουσία είχε ούτε την πυγµή να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία που θα συγκρουόταν µε τα σχέδια του Ιωαννίδη. Ο Ανδρουτσόπουλος γράφει στα αποµνηµονεύµατά του ότι οι οδηγίες του προς τον Κωνσταντόπουλο ήταν να τονίσει στον Μακάριο «ότι εν όψει των µεγάλων εθνικών κινδύνων οφείλει να συνοµιλήσει µε την Ελλάδα ως Έλλην µε την Μητέρα Πατρίδα, και να αποδεχθή προς τούτο πρόσκλησιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως, όπως επισκεφθή τας Αθήνας».

Ο Μακάριος δέχτηκε αµέσως τον Κωνσταντόπουλο και το βράδυ του παρέθεσε δείπνο στο προεδρικό. Μετά το δείπνο, συζήτησε µαζί του το πρόβληµα των σχέσεών του µε την Αθήνα. Ο Μακάριος ανέλυσε το ιστορικό της κρίσης, δίνοντας έµφαση στην ανάµιξη Ελλήνων αξιωµατικών στην ΕΟΚΑ Β. ∆ήλωνε έτοιµος για συνδιαλλαγή, αλλά έθετε ως βασική προϋπόθεση τη διάλυση της ΕΟΚΑ Β και την κάθαρση στην Εθνική Φρουρά.

Ο ρόλος του Α. Αζίνα Σ' αυτό το παρασκήνιο ήταν αναµειγµένος και ο Ανδρέας Αζίνας, διοικητής συνεργατικής αναπτύξεως και προσωπικός φίλος του Κωνσταντόπουλου. Ο Αζίνας, όπως παραδέχεται ο ίδιος, διατηρούσε δεσµούς τόσο µε το καθεστώς Παπαδόπουλου όσο και µε τον Ιωαννίδη. Ο Αζίνας αναφέρει ότι ο Κωνσταντόπουλος πρότεινε στον Μακάριο µια συµβιβαστική πρόταση, σύµφωνα µε την οποία θα αποσυρόταν η αξίωση για άµεση ανάκληση όλων των Ελλαδιτών αξιωµατικών. Αντί αυτού, θα ανακαλούνταν σε πρώτη φάση ορισµένοι αξιωµατικοί, ενώ σταδιακά θα αντικαθίσταντο όλοι µε αξιωµατικούς που θα τύγχαναν της έγκρισης του Μακάριου. Ο Μακάριος, κατά τον Αζίνα, αποδέχτηκε την πρόταση και ανέµενε την απάντηση των Αθηνών. Στις 8 Ιουλίου, ο Αζίνας συνόδευσε τον Κωνσταντόπουλο στο αεροδρόµιο Λευκωσίας, από όπου αναχώρησε για την Αθήνα. Ο Κωνσταντόπουλος πήγε από το αεροδρόµιο κατευθείαν στο γραφείο του Ανδρουτσόπουλου και τον ενηµέρωσε για τη συνοµιλία του µε τον Μακάριο. Ο Ανδρουτσόπουλος γράφει στα αποµνηµονεύµατά του ότι ο Κωνσταντόπουλος επέστρεψε από την Κύπρο πλήρως απογοητευµένος και ότι σε απάντηση ερώτησής του για τις σκέψεις του Μακάριου, του είπε: «Ο Μακάριος έχει τελειώσει. Έχει παύσει να σκέπτεται οτιδήποτε άλλο εκτός του ρόλου του ως ηγέτου των Πανελλήνων µετά την πτώσιν της Κυβερνήσεως των Αθηνών. (...) Ο Μακάριος έχει κλειδώσει τον νουν του και πετάξει τα κλειδιά».

Ο Μακάριος, ωστόσο, έκρινε ως θετική τη συνεργασία που είχε µε τον Κωνσταντόπουλο. Σύµφωνα µε ενηµέρωση που έκανε ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Χριστοφίδης στον πρέσβη Ευστάθιο Λαγάκο, «όπως αντελήφθη ο Μακαριώτατος, ο Κωνσταντόπουλος συνεφώνησε τελικώς µαζί του κι αυτό είναι καλό σηµάδι διότι µαζί και µε τις δικές του απόψεις που θα µεταφέρη ίσως εκτονωθή η κατάστασις».

Πρόταση Χριστοφίδη Ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Χριστοφίδης ανέλαβε προσωπική πρωτοβουλία για εξοµάλυνση των σχέσεων Αθηνών - Λευκωσίας. Το ζήτηµα συζητήθηκε σε συνεδρία του υπουργικού συµβουλίου, στις 11 Ιουλίου, στην οποία κλήθηκε και ο πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης. Το υπουργικό ενέκρινε συµβιβαστική φόρµουλα που ετοίµασε ο Ιωάννης Χριστοφίδης, η οποία θα υποβαλλόταν στην ελληνική κυβέρνηση. Ο Χριστοφίδης επισκέφθηκε στην οικία του τον Λαγάκο και του ανακοίνωσε τα ακόλουθα: «Εν τη προσπαθεία µου όπως αποσοβηθή ρήξις µε Εθνικόν Κέντρον και συγχρόνως αποφευχθή ποιοτική αποδυνάµωσις Εθνικής Φρουράς, εισηγήθην σήµερον εις Υπουργικόν Συµβούλιον, παρουσία Αρχιεπισκόπου και Προέδρου Βουλής κ. Κληρίδη, όπως, εάν Αθήναι καταβάλουν επειγόντως πάσαν αποτελεσµατικήν προσπάθειαν ίνα διαλυθή ΕΟΚΑ Β». Εάν η Αθήνα συµφωνούσε, τότε η κυπριακή κυβέρνηση θα επανεξέταζε τη στάση της σε σχέση µε το αίτηµά της για την ανάκληση όλων των εξ Ελλάδος αξιωµατικών.

Η φορτωτική του οπλισµού

που έφτασε στην Κύπρο στις 9 Ιουλίου 1974, έξι µέρες πριν

από το πραξικόπηµα.

Το τιµολόγιο πληρωµής του

οπλισµού που αγόρασε ο Μακάριος από την

Τσεχοσλοβακία για να εξοπλίσει τις οµάδες

αντίστασης στο πραξικόπηµα

Page 3: Το πραξικόπημα στην Κύπρο το 1974

Ο Χριστοφίδης είπε στον Λαγάκο ότι το υπουργικό συµβούλιο «ουδεµίαν αµφιβολίαν έχει ότι Αθήναι δύνανται προβούν εις διάλυσιν ΕΟΚΑ Β, πάντως δε λάβουν αποτελεσµατικά εν τη πράξει µέτρα προς κατεύθυνσιν ταύτην, συµπεριλαµβανοµένης και διακοπής πάσης οικονοµικής ενισχύσεως εξ Αθηνών, όπερ Κυπριακή Κυβέρνησις είναι εις θέσιν διαπιστώση». Το µήνυµα του Χριστοφίδη διαβιβάστηκε στην Αθήνα και οι πρώτες αντιδράσεις, όπως τις µετέφερε τηλεφωνικώς ο Κωνσταντόπουλος προς τον Μακάριο, ήταν θετικές. Όπως αναφέρει σε συνέντευξή του ο Ανδρέας Αζίνας, του τηλεφώνησε ο Κωνσταντόπουλος και τον διαβεβαίωσε ότι η εκτόνωση της κρίσης ήταν ζήτηµα χρόνου. «Έτσι, στις 11 Ιουλίου έφυγα ξέγνοιαστος και πήγα στο Λονδίνο, συνοδεύοντας τον πεθερό µου, ο οποίος θα έκανε εγχείρηση καρδίας». Αργότερα, ο Ανδρέας Αζίνας αναθεώρησε την εκδοχή του. Σε νέα συνέντευξή του είπε πως ο πεθερός του πήγε στο Λονδίνο για ιατρικές εξετάσεις, διότι υποπτευόταν ότι είχε... καρκίνο στο παχύ έντερο. Οι αντιφατικές εκδοχές που δίνει ο Αζίνας για τον λόγο της επίσκεψής του στο Λονδίνο, καθώς και το γεγονός ότι πήρε µαζί του όλη του την οικογένεια, δηµιουργούν την εύλογη υποψία ότι είχε προειδοποιηθεί για το επικείµενο πραξικόπηµα. Αντιθέτως, ο Μακάριος έδωσε πίστη στις διαβεβαιώσεις του Κωνσταντόπουλου ότι κάτι θετικό βρισκόταν σε εξέλιξη. Η σύσκεψη – παγίδα Το Σάββατο, 13 Ιουλίου, η χούντα συγκάλεσε σύσκεψη στην Αθήνα για να συζητηθούν οι σχέσεις της µε τη Λευκωσία. Στη σύσκεψη συµµετείχαν ο αρχηγός Ενόπλων ∆υνάµεων στρατηγός Μπονάνος, ο αρχηγός Στρατού Γαλατσάνος, Αεροπορίας Παπανικολάου και Ναυτικού Αραπάκης, ο αντιστράτηγος Ντενίσης, ο διοικητής της ΕΛ∆ΥΚ συνταγµατάρχης Νικολαΐδης, ο διευθυντής του Β' Γραφείου της Εθνικής Φρουράς συνταγµάταρχης Μπούρλος, ο διοικητής του κλιµακίου της ΚΥΠ στην Κύπρο αντισυνταγµατάρχης Ζιωτόπουλος, ο πρώην διοικητής της ΕΛ∆ΥΚ ταξίαρχος Κονδύλης, άλλοι αξιωµατικοί, ο πρέσβης Λαγάκος, ο υπουργός Εξωτερικών (µετά την παραίτηση Τετενέ) Κυπραίος και άλλοι. Η σύσκεψη έληξε προτού ολοκληρωθεί η συζήτηση και ανακοινώθηκε πως θα συνεχιζόταν τη ∆ευτέρα 15 Ιουλίου. Την Κυριακή, 14 Ιουλίου, ενώ βρισκόταν στην εξοχική του κατοικία στον Τρόοδο, ο Μακάριος δέχτηκε τηλεφώνηµα από τον επιχειρηµατία Κώστα Μαγκλή, ο οποίος είχε επιστρέψει εσπευσµένα από την Αθήνα στην Κύπρο, για να του µεταφέρει πληροφορία που του διαβιβάστηκε µέσω του Ευάγγελου Αβέρωφ ότι θα γινόταν πραξικόπηµα. Ο Μακάριος δεν βιάστηκε να τον συναντήσει και του έκλεισε ραντεβού για τη ∆ευτέρα το πρωί, όταν θα επέστρεφε στη Λευκωσία. «Ακόµη κι αν µου έλεγε ο Μαγκλής ότι θα γινόταν πραξικόπηµα, πάλι θα τον έβλεπα τη ∆ευτέρα», είπε αργότερα. Ο Μακάριος είχε πέσει στην παγίδα της χούντας και ήταν µε την εντύπωση ότι η σύσκεψη στην Αθήνα ήταν συνέχεια των διαβουλεύσεων που γίνονταν παρασκηνιακά για εκτόνωση της κρίσης και ότι δεν αναµενόταν οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη πριν από τη σύσκεψη της ∆ευτέρας. Μάλιστα ο Μακάριος είχε προσκληθεί στην Αθήνα για να πάρει µέρος στις διαβουλεύσεις για ξεπέρασµα της κρίσης. «∆εν ανέµενα πραξικόπηµα ακριβώς εκείνη τη µέρα. Ο Έλληνας πρεσβευτής µε πληροφόρησε ότι επρόκειτο να γίνει σύσκεψη στις Αθήναις τη ∆ευτέρα (15 Ιουλίου). Νόµιζα ότι µετά την πραγµατοποίηση της σύσκεψης της ∆ευτέρας, θα µπορούσα να πάρω οποιαδήποτε προφυλακτικά µέτρα ήταν αναγκαία», είπε ο Μακάριος στον Αµερικανό δηµοσιογράφο Λόρενς Στερν. «Είπα στον πρεσβευτή ότι δεν έβλεπα κανένα λόγο να µεταβώ στις Αθήνες και να συζητήσω εκείνα τα θέµατα. "∆ιερωτώµαι", συλλογίστηκε χαµογελώντας αινιγµατικά, "τι θα µπορούσε να είχε συµβεί, αν αποδεχόµουν την ευγενική εκείνη πρόσκληση"». Την απορία του Μακάριου έλυσε έπειτα από πολλά χρόνια ο υπαρχηγός Ενόπλων ∆υνάµεων Όθωνας Κυριακόπουλος, ο οποίος είχε ενεργό συµµετοχή στο παρασκήνιο την περίοδο της χούντας Β'. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τον Κυριακόπουλο, εάν ο Μακάριος πήγαινε στην Αθήνα, θα συλλαµβανόταν και θα αποστελλόταν στο Άγιον Όρος. Εκτός από τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις που του έδινε ο Κωνσταντόπουλος, ο Μακάριος πήρε την πληροφορία ότι ο υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Γκροµίκο είχε κάνει διάβηµα στην Ουάσιγκτον, την Άγκυρα και την Αθήνα, προειδοποιώντας τους πως η Σοβιετική Ένωση θα αντιδρούσε. Ακόµη, έφτασε κοντά του η πληροφορία ότι οι ΗΠΑ είχαν κινηθεί προς τον Ιωαννίδη και του συνέστησαν να µην ανατρέψει τον Μακάριο. Όταν, λοιπόν, την Κυριακή 14 Ιουλίου διαβιβάστηκαν στον Μακάριο µε επιµονή οι πληροφορίες ότι θα γινόταν πραξικόπηµα, η απάντησή του ήταν πως αυτές «ήταν µπαγιάτικες». Ο Μακάριος αντιµετώπισε µε καλή πίστη τη διαµεσολάβηση του Κωνσταντόπουλου, επειδή σε ανάλογη κρίση, τον Φεβρουάριο του 1972, η κρίση αποκλιµακώθηκε µε τον ίδιο τρόπο και µε τον ίδιο µεσολαβητή. Αυτή τη φορά η χούντα λογάριαζε διαφορετικά...

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 14/07/2008