Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901...

176
Πανεπιστήμιο Κρήτης Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων Κώστας Παλούκης Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας Μεταπτυχιακό σεμινάριο: Το Ζήτημα των Κοινωνικών Τάξεων στην Ιστοριογραφία. Διδάσκων: Χρήστος Χατζηιωσήφ

description

Το ριζοσπαστικό και βίαιο φοιτητικό κίνημα των αρχών του 20ου αιώνος που διεκδικεί αιτήματα που έχουν καταγραφεί στην σημερινή ελληνική συλλογική συνείδηση ως συντηρητικά προκαλεί έκπληξη και προβληματισμό. Οι σημερινές κυρίαρχες αντιλήψεις για τον ρόλο του φοιτητικού κινήματος ενέχουν από τη μια την εικόνα της θερμόαιμης νεολαίας, εικόνα η οποία εφαρμόζει στην περίπτωση των κινημάτων του 1901 και 1905, από την άλλη όμως συνδέουν τη νεανική ριζοσπαστικότητα των διαβασμένων και ενημερωμένων φοιτητών με προοδευτικά και αριστερά κινήματα και όχι με συντηρητικά. Αυτή η εικόνα είτε προέρχεται από μια συντηρητική ματιά που θα καταλήγει αφοριστική για τα κινήματα και την αριστερά είτε προέρχεται από προοδευτική ματιά η οποία βλέπει στη νεολαία την ελπίδα για μια καλύτερη κοινωνία δεν εφαρμόζει στα «Ευαγγελικά» προκαλώντας σύγχυση πάνω σε μια απόλυτη βεβαιότητα.

Transcript of Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901...

Page 1: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Πανεπιστήμιο ΚρήτηςΤμήμα Ιστορίας και ΑρχαιολογίαςΜεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων

Κώστας Παλούκης

Τα Ευαγγελικά,η έκρηξη που συντάραξε την

Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Μεταπτυχιακό σεμινάριο: Το Ζήτημα των Κοινωνικών Τάξεων στην Ιστοριογραφία.

Διδάσκων: Χρήστος Χατζηιωσήφ

Ζωγράφου Φλεβάρης 2003

Page 2: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

περιεχόμενα

Εισαγωγήζητήματα που προκύπτουν από το κίνημα των «Ευαγγελικών»

Κεφάλαιο Πρώτοη εξέγερση των ΕυαγγελικώνΕνότητα Πρώτηοι μεταφράσειςΕνότητα Δεύτερητα γεγονότα μέχρι και τις 7 Νοεμβρίου Ενότητα Τρίτητα αιματηρά γεγονότα της 8ης Νοεμβρίου 1901

Κεφάλαιο Δεύτεροπολιτικά και ιδεολογικά στρατόπεδα στην Ελλάδα των «Ευαγγελικών»Ενότητα Πρώτηερμηνευτικές προσεγγίσεις για το πολιτικό σκηνικόΕνότητα Δεύτερη τα κόμματα και η εφημ. Ακρόπολις απέναντι στα «Ευαγγελικά»Ενότητα Τρίτηο θρόνος στα «Ευαγγελικά»

Κεφάλαιο Τρίτοτο γλωσσικό ζήτημαΕνότητα Πρώτητο γλωσσικό ζήτημα: η καθαρεύουσαΕνότητα Δεύτερητο γλωσσικό ζήτημα: ο δημοτικισμός

Κεφάλαιο Τέταρτοτο πανεπιστήμιο: καθηγητές και φοιτητέςΕνότητα Πρώτη

2

Page 3: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

το Πανεπιστήμιο ως κοινωνικός θεσμός στην ελληνική κοινωνίαΕνότητα Δεύτερηοι πανεπιστημιακοί απέναντι στο γλωσσικό ζήτημαΕνότητα Τρίτηοι φοιτητές ως ιδιαίτερο κοινωνικό σώμαΕνότητα Τέταρτηη ιδεολογία των φοιτητών, εκτιμήσεις για το ρόλο τους στο πολιτικό σκηνικό, η θέση τους απέναντι στο γλωσσικό

Κεφάλαιο Πέμπτοεργάτες και συντεχνίεςΕνότητα Πρώτηη κοινωνική και ιδεολογική συγκρότηση του εργατικού δυναμικούΕνότητα Δεύτερηοι συντεχνίες απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα

Κεφάλαιο Έκτοσυμπεράσματα

Βιβλιογραφίαβιβλία, άρθρα, συλλογές

3

Page 4: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Εισαγωγή

ζητήματα που προκύπτουν από το κίνημα των

«Ευαγγελικών»

Κατά μία άποψη η ενδιάτριψη με την ιστορία της ελληνικής κοινωνίας

πλεονεκτεί αδιαμφισβήτητα για μας ως γνωστικό αντικείμενο σε σχέση με τη

μελέτη άλλων εποχών καθώς αναφέρεται στον ίδιο κοινωνικό σχηματισμό από τον

οποίο προκύπτει το επιστημονικό ενδιαφέρον. Κατά συνέπεια η πρόκληση αποκτά

ένα διαφορετικό περιεχόμενο καθώς δεν αφορά μια κοινωνία «ξένη» που έντεχνα

κατασκευάζεται «δική μας», αλλά την ίδια την κοινωνία μας. Επομένως τα

ερωτήματα με τα οποία θα προσεγγίσουμε το παρελθόν εκκινούνται θεωρητικά

αναπόφευκτα από σύγχρονους προβληματιςμούς και αποτελούν προεκτάσεις των

αναζητήσεων του παρόντος στο παρελθόν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη

περίπτωση, γιατί οι κώδικες λειτουργίας της κοινωνίας διέπονται από μια

αδιάκοπτη συνέχεια χωρίς οι τομές στην ιστορική εξέλιξη να ανατρέπουν

συνολικά την δομή του εποικοδομήματος στην ενότητα του ιστορικού χρόνου.

Στην κατεύθυνση αυτή ένα πρώτο ενδιαφέρον που γεννάει η σύγχρονη

εμπειρία δεν μπορεί παρά να αφορά και την εμφάνιση του σύγχρονου

ριζοσπαστικού θρησκευτικού νεοσυντηρητισμού. Οι αναζητήσεις επομένως του

σύγχρονου πολίτη της ελληνικής κοινωνίας μπορούν να στραφούν πολύ πιο

εύκολα σε ιστορικές καταστάσεις που θυμίζουν τον ιδεολογικό κόσμο που

περιβάλλει και τον προκαλεί. Το κίνημα των Ευαγγελικών, δηλαδή το κίνημα

εναντία στη μετάφραση των ευαγγελίων από την αρχαία στην απλή ελληνική, που

έχει καταγραφεί από την σύγχρονη ιστοριογραφία με βάση τους σημερινούς

ιδεολογικούς κώδικες ως «συντηρητικό» έρχεται αναπόφευκτα από το παρελθόν

να συγκριθεί με το παρόν στη σκέψη του καθενός που θα αποφασίσει να

4

Page 5: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

ασχοληθεί με αυτό, όπως ακριβώς συγκρίνεται ο «εκσυγχονισμός» του Τρικούπη

ή του Βενιζέλου με αντίστοιχα σύγχρονα εγχειρήματα.1

Η επιτυχία σε μιά προσπάθεια προσέγγισης ενός τέτοιου κινήματος μέσα από

μια τέτοια οπτική μπορεί όμως να υπονομεύεται από τον ενδεχόμενο κίνδυνο

εξαγωγής ανιστορικών συμπερασμάτων που θα υπηρετούν περισσότερο τη

σημερινή πραγματικότητα παρά θα ταιριάζουν με την υπό ανασυγκρότηση

ιστορική πραγματικότητα. Μπορεί, λοιπόν, κάποιος να τραβήξει μια ευθεία

γραμμή στην ιστορία και εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες του παρόντος να

επιχειρήσει να επεκτείνει στο παρελθόν σύγχρονες πολιτικές επιλογές ή

κοινωνικές συνθήκες χωρίς αυτές κατ’ ανάγκην να συνδέονται μέσα από μια

παράδοση ή τελικά τα συμπεράσματα να είναι πολύ σχηματικά. Η επιλογή να

προσεγγιστεί το κίνημα των Ευαγγελικών μέσα στα πλαίσια μιας συνολικότερα

επιχειρούμενης προσπάθειας μελέτης του ιστορικού λόγου για τις κοινωνικές

τάξεις, εκτός των άλλων, μας βοηθάει να υπερβούμε, όσο είναι εφικτό, το σκόπελο

αυτό της «ευγενούς τυφλώσεως» των ιστορικών. Με αυτόν τον τρόπο βυθιζόμαστε

στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι της εποχής όχι μόνο ως

πρόσωπα, αλλά και ως τάξεις και προσπαθούμε να προσδιορίσουμε και να

κατανοήσουμε τις τακτικές και στρατηγικές τους επιλογές πίσω από

συγκεκριμένες ιδεολογίες και συγκεκριμένες πολιτικές πράξεις όπως η εξέγερση

των Ευαγγελικών. Παρατηρούμε την κίνηση της ιστορίας μέσα από την πάλη και

τη σύγκρουση των τάξεων. Παράλληλα προσπαθούμε αφού αποκωδικοποιήσουμε

τις ιδεολογίες να διερευνήσουμε τη λειτουργία τους και τη χρησιμότητά τους στη

συγκυρία. Τό ίδιο προσπαθούμε να κάνουμε και με την αποκωδικοποίηση των

προσωπικών πράξεων. Η ίδια συγκυρία θα αναδειχτεί ως εγγενής αναγκαιότητα,

προίον όλων αυτών των τάσεων και των καταστάσεων.

Παρατηρώντας τα γεγονότα της εξέγερσης των «Ευαγγελικών» και αργότερα

των «Ορεστιακών» τα οποία συνέχονται σε κοινό ιδεολογικό παρανομαστή, ο

σημερινός παρατηρητής της ιστορίας αισθάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα 1 Για τη σχέση σύγχρονης πολιτικής και ιστορίας βλ. Δερτιλής Γ.Β. Ατελέσφοροι ή Τελέσφοροι; Φόροι και εξουσία στο Νεοελληνικό Κράτος, Αθήνα 1993 και την απάντηση του Χτζηιωσήφ Χ. «Δημοκρατία και πελατειακές σχέσεις. Τρεις πρόσφατες αναλύσεις της πολιτικής του 19ου αιώνα», Ιστορικά, σ. 167 – 197, σ. 181

5

Page 6: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

κίνημα το οποίο διαλύει στα εξ ών συνετέθη τον ιδεότυπο και τις αναπαραστάσεις

για τα φοιτητικά κινήματα που έχουν καταγραφεί ως συλλογική γνώση μέσα από

τη σύγχρονη εμπειρία στο μεταπολεμικό αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Το

ριζοσπαστικό και βίαιο φοιτητικό κίνημα των αρχών του 20ου αιώνος που διεκδικεί

αιτήματα που έχουν καταγραφεί στην σημερινή ελληνική συλλογική συνείδηση ως

συντηρητικά προκαλεί έκπληξη και προβληματισμό. Οι σημερινές κυρίαρχες

αντιλήψεις για τον ρόλο του φοιτητικού κινήματος ενέχουν από τη μια την εικόνα

της θερμόαιμης νεολαίας, εικόνα η οποία εφαρμόζει στην περίπτωση των

κινημάτων του 1901 και 1905, από την άλλη όμως συνδέουν τη νεανική

ριζοσπαστικότητα των διαβασμένων και ενημερωμένων φοιτητών με προοδευτικά

και αριστερά κινήματα και όχι με συντηρητικά. Αυτή η εικόνα είτε προέρχεται

από μια συντηρητική ματιά που θα καταλήγει αφοριστική για τα κινήματα και την

αριστερά είτε προέρχεται από προοδευτική ματιά η οποία βλέπει στη νεολαία την

ελπίδα για μια καλύτερη κοινωνία δεν εφαρμόζει στα «Ευαγγελικά» προκαλώντας

σύγχυση πάνω σε μια απόλυτη βεβαιότητα.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των κινημάτων αυτών που εκπλήσσει το σύγχρονο

έλληνα είναι ότι υπερασπίζονται την καθαρεύουσα εναντίον της δημοτικής.

Εκπλήσσεται, λοιπόν, κάποιος σύγχρονος από τον όγκο και τη ριζοσπαστικότητα

ενός κινήματος όχι μόνο γιατί αφορά ένα πρόβλημα που σήμερα είναι λυμένο σε

απόλυτο βαθμό και επομένως ξένο, αλλά γιατί η συλλογική ιστορική γνώση και

εμπειρία έχει συνδέσει τη σύγκρουση με το κράτος και την πάλη για το γλωσσικό

με τον αγώνα για την επιβολή της δημοτικής και όχι για τη διατήρηση της

καθαρεύουσας. Σήμερα, ταυτίζεται η έννοια του γλωσσικού ζητήματος με τους

μαζικούς αγώνες των προηγούμενων δεκαετιών για τα δημοκρατικά και κοινωνικά

δικαιώματα και όχι με το αντίθετο. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι

καταστάσεις όπως η σύνδεση των φοιτητών με τα εργατικά στρώματα που

αποτελεί την απόλυτη ιδεολογική πραγμάτωση της φοιτητικής αριστεράς για όλη

την μεταπολεμική περίοδο δεν αφορούν επαναστατικά προτάγματα, αλλά

συντηρητικά και αντιδραστικά.

6

Page 7: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Σε ένα άλλο επίπεδο ο σύγχρονος παρατηρητής εντυπωσιάζεται από τη

βιαιότητα της κρατικής καταστολής με την ενεργό χρήση μονάδων του στρατού,

φαινόμενο ολότελα ξένο, παρότι οι αστυνομικές μονάδες σήμερα ολοένα και

περισσότερο μοιάζουν στρατιωτικές, απέναντι σε ένα ζήτημα φαινομενικά όχι

πρωτεύουσας σημασίας όπως είναι η μετάφραση της Αγίας Γραφής ή ακόμη

περισσότερο της Ορέστειας που εύκολα θα μπορούσε να διαλευκανθεί με άλλες

μεθόδους.

Σε αυτήν την περίπτωση, λοιπόν, η ιστορική έρευνα ως διαδικασία

προέκτασης στο παρελθόν ερωτημάτων και προβληματισμών που γεννιούνται από

τις σημερινές κοινωνικές συνθήκες προσκρούει σε ένα φαινόμενο εντυπωσιακά

ξένο, παρότι είναι κομμάτι του παρελθόντος του ίδιου κοινωνικού σχηματισμού.

Το «ξένο» είναι η ίδια η αθηναϊκή κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα και αυτήν

τελικά καλούμαστε να προσεγγίσουμε, να ανασυγκροτήσουμε και να

αναδομήσουμε ως εικόνα στη συλλογική συνείδηση μέσα από την κατανόηση των

συνθηκών που γέννησαν το κίνημα εναντίον των μεταφράσεων, μέσα από την

κατανόηση του ιδιαίτερου τρόπου που προσλαμβάνανε και ιεραρχούσαν τα

προβλήματά τους οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, μέσα από την ερμηνεία των

γεγονότων και των ιδεολογικών αναφορών. Η ίδια, λοιπόν, αυτή η αντίφαση που

βιώνει στη σκέψη του ο σύγχρονος μελετητής που προσεγγίζει το κίνημα των

«Ευαγγελικών» και «Ορεστειακών» αποτελεί τη βάση εκκίνησης των

προβληματισμών.

Γίνεται σαφές ότι πρόκειται για μια κοινωνία που λειτουργεί με εντελώς

διαφορετικούς ιδεολογικοπολιτικούς άξονες από ότι η σημερινή. Το εθνικό

αίσθημα κυριαρχεί ολοκληρωτικά σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής,

συνιστά το μοναδικό κριτήριο πρόσληψης της πραγματικότητας και αποτελεί το

μοναδικό μέσο συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Από τη μια λοιπόν,

μπορούμε να καταγράψουμε μια φορμαλιστική με αρκετή δόση ιδεαλισμού

προσέγγιση του ζητήματος, όπως αναδεικνύεται ολοκληρωμένα από τον

Κωνσταντίνου, που θέλει τους φοιτητές και τους εργάτες της εποχής να

7

Page 8: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

κατέρχονται χιλιάδες σε πορεία και να θυσιάζονται για τη μη μετάφραση της

Αγίας Γραφής και της Ορέστειας του Ευριπίδη και για τη διατήρηση της

θρησκείας αναλλοίωτης από «καινά» στοιχεία εμφορούμενοι μόνο από την

πραγματική τους πίστη και αγάπη στον αληθινό θεό και το έθνος. Στην

ερμηνευτική της προσπάθεια η προσέγγιση αυτή θέλει να βλέπει τους

εξεγερμένους ως υποκινούμενους από κάποια προσωπικά και πολιτικά

συμφέροντα που χρησιμοπιώντας την πίστη των απλών ανθρώπων τους

εκμεταλλεύονται για να παίξουν τα δικά τους παιχνίδια σε μια σκακιέρα έξω και

μακριά από αυτούς που έδρασαν. Η πιο ολοκληρωμένη έκφραση αυτής της

αντίληψης παρουσιάζεται στο βιβλίο του Κωνσταντίνου. Συγκεκριμένα, ο

Κωνσταντίνου αντιλαμβάνεται την όλη σύγκρουση ως προϊόν της πάλης «του

συντηρητισμού και του προοδευτισμού» η οποία είναι συνεχής και αυξάνει2.

Μέσα σε αυτό το κλίμα της αυξάνουσας έντασης των αντιθέσεων του

προοδευτικού και του συντηρητικού κόσμου εντασσεται και το γλωσσικό ζήτημα.

Ειδικότερα «εμφανίζεται η προσπάθεια μεταφράσεως των Ευαγγελίων τόσον εκ

του κύκλου της βασιλίσσης Όλγας (μετάφρασις της Σωμάκη), όσον και εκ των

στηλών της εφημερίδος ‘‘Ακρόπολις’’(μετάφρασις του Πάλλη)» ... «Οι φοιτηταί

του πανεπιστημίου Αθηνών, υπό την επίδρασιν ωρισμένων ακαδημαϊκών

δασκάλων οπαδών της καθαρευούσης και εξ αφορμής άλλων τινών γεγονότων,

εθεώρησαν το ζήτημα της μεταφράσεως των Ευαγγελίων ως προσπάθειαν

βεβηλώσεως των ιερών και οσίων του Έθνους και της Θρησκείας και ως εκ

τούτου επιτακτική πρέβαλλεν η ανάγκη προασπίσεως της προγονικής των

2 «Η την εκκλησίαν διακρίνουσα πάντοτε συντηρητική τάσιε υπεβοήθησε τον «συντηρισμόν» του μεγαλυτέρου μέρους της κοινωνίας της ελληνικής πρωτευούσης, τελευτώντος του ΙΘ΄και αρχομένουτου Κ΄αιώνος, εις την αντίδρασιν κατά της γενικοτέρας προσπαθείας του «προοδευτισμού» την ίδιαν περίοδον. Και ενώ κατά την ως άνω περίοδον αι εκ της Δύσεως φιλελεύθεραι ιδέαι είχον εν Ελλάδι ευρέως διαδοθή, εν τούτοις κατά την σύγκρουσιν των δύο κόσμων, του «συντηρητισμού» και του «προοδευτισμού», επεκράτησεν ο πρώτος. Ήτο η κυριάρχουσα δύναμις. Έμβλημα του μεν «συντηρητισμού» υπήρξεν ο «αρχαϊσμός», ο άλλος λεγόμενος «λογιωτατισμός», ο υπό των αντιπάλων του αποκληθείς «μαλλιαρισμός».Συνεχής παραμένει έκτοτε η πάλη των δύο κόσμων και άυξουσα η μεταξύ των διάστασις. Τα «ιερά και όσια» (θρησκεία, πατρίς, οικογένεια, γλώσσα) θα προβάλλωνται πάντοτε ως αι αμετάθετοι αξίαι, χάριντων οποίων πρέπει να διεξάγουν τους αγώνας των οι «συντηρητικοί». Η πρόοδος, δια της αναπτύξεως μάλιστα των φυσικών επιστημών, η αλλαγή, η δίψα προς μάθησιν και η δυσπιστία προς ό,τι παλαιόν, η απλούστευσις της χρησιμοποιούμενης γλώσσης, θα αποτελέσουν τους στόχους των «προοδευτικών». Πρόκειται περί ιδεών, υπό την επίδρασιν του διαφωτισμού αναπτυχθεισών, φιλελευθέρων και «νεωτεριστικών», ενίοτε δε και αντιθρησκευτικών.» Βλ. Κωνσταντίνου Εμμ., Τα Ευαγγελικά, Αθήνα 1975, σ. 281

8

Page 9: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

κληρονομίας.»3 Καταλήγει ο Κωνσταντίνου στο συμπέρασμα ότι «δεν έδρασαν

λοιπόν κατά τα ‘‘Ευαγγελικά’’ μόνον τα επί της σκηνής πρόσωπα, ήτοι οι

φοιτηταί, οι ‘‘γλωσσαμύντορες – αρχαϊσταί’’ καθηγηταί του Πανεπιστημίου ....

και οι ‘‘δημοτικιστές – μαλλιαροί’’, αι πλείσται των αθηναϊκών εφημερίδων, η

αντιπολίτευσις, ο θρησκευτικός και εθνικός συντηρητισμός και η κυβερνητική

αδυναμία, αλλά και τα ‘‘παρά σκηνήν’’ πρόσωπα, τα εις τα ‘‘επίσημα

παρασκήνια’’ ευρισκόμενα, δραστηρίως εκινήθησαν και έδρασαν, εν αγαστή

μάλιστα συνεργασία μετά ‘‘ξένου δακτύλου’’ (γερμανικής πρεσβείας).»4 Στο ίδιο

πνεύμα ο Γιάννης Κορδάτος χρησιμοποιεί το δίπολο αντίδραση και πρόοδος

επιμένοντας στο ρόλο των πανεπιστημιακών και του αντιδραστικού τύπου

προσθέτοντας και τον ξένο δάχτυλο.5 Ως προς το τελευταίο ο Χρήστος Λάζος

γίνεται πολύ πιο συγκεκριμένος: «Ήταν η εποχή που η Γερμανία προσπαθούσε να

αποκτήσει πολιτικά ερείσματα στην Ελλάδα και μέσω της γυναίκας του διαδόχου

Κωνσταντίνου Σοφίας, γερμανικής καταγωγής, επιχείρησε να υποσκελίσει τη

Σλαύα Όλγα (Ρωσία) και να υποβαθμίσει το Γεώργιο (Αγγλία). ... Οι

δημοσιογράφοι Κανελλίδης (της εφημ. Καιροί) και Καλαποθάκης, ήταν όργανα

του Κάϊζερ. Και στο παιχνίδι αυτό συμμετείχε και το Εμπρός.»6 Για τον Κωστή

Μοσκώφ ήταν πάντως κυρίως ένα πολιτικό παιχνίδι που έπαιξε ο

αντιπολιτευόμενος Δηλιγιάννης απέναντι στην κυβέρνηση Θεοτόκη.7 Επίσης, μια

αντίστοιχη ματιά δίνει στο ζήτημα και ο ιστορικός του Νεοελληνικού Θεάτρου

Γιάννης Σιδέρης στο άρθρο του που πραγματεύεται την εξέγερση των

3 Βλ. Κωνσταντίνου Εμμ., Τα Ευαγγελικά, Αθήνα 1975, σ. 9 - 104 Βλ. Κωνσταντίνου Εμμ., ό.π., σ. 2835 «Όσο για τα βαθύτερα ελατήρια που προκάλεσαν την αιματοχυσία, να τι λένε μερικές ανέκδοτες κι άγνωστες πληροφορίες: Εν πρώτοις, οι φοιτητές δεν στασίασαν γιατί τάχατεςμξεχείλισε «το πατριωτικόν πυρ της καρδιάς των», ούτε γιατί είχαν πειστήρι πως πρόκειται για προδοσία του έθνους. Τους έσπρωξε στα οχλοκρατικά κινήματα ο τύπος ο αντιδραστικός από τη μια μεριά, με τα πύρινα και συκοφαντικά του άρθρα, και μερικοί καθηγητές του Πανεπιστημίου από την άλλη. Μα πίσω από τους ανίδεους φοιτητές, από το φοιτητικό όχλο, υπήρχαν μερικοί ξένοι πράχτορες. Στα σωστά λοιπόν ‘‘ξένος δάχτυλος’’!» Βλ. Κορδάτος Γ. Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος, Μπουκουμάνης 1973 Αθήνα Ε έκδοση, σ. 143 – 145.6 Β.λ. Λάζος Χρήστος, Ελληνικό Φοιτητικό κίνημα 1821 – 1973, Γνώση, σ. 1957 «Τα Ευαγγελικά ξεσπούν, μετά την μετάφραση με ενθάρρυνση της βασίλισας Όλγας στην απλή καθαρεύουσα της Καινής Διαθήκης, στις 21 Νοεμβρίου 1901 οι πρωταγωνιστές των διαδηλώσεων θα είναι φοιτητές και ο όχλος, αλλά από πίσω τους θα κρύβεται ο Δηλιγιάννης την συγκέντρωση θα συγκαλέσει ο φίλος του Δηλιγιάννη, Α. Σκουζές, πρόεδρος των είκοσι συντεχνιών της πρωτεύουσας.» Βλ. Μοσκώφ Κωστής, Εισαγωγικά στην Ιστορία του Κινήματος της Εργατικής τάξης, Καστανιώτης Αθήνα 1988, σ. 238

Page 10: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

«Ορεστειακών» που εκδηλώθηκε το Νοέμβριο του 1903 με επίδικο ζήτημα τη

μετάφραση της Ορέστειας του Ευριπίδη.8

Ενδιαφέρον, τέλος, έχει η αναπαραγωγή αντίστοιχων πολιτικοϊδεολογικών

σχημάτων από μια πρόσφατη προσπάθεια. Ο Γιάννης Γιαννουλόπουλος επιχειρεί

να ερμηνεύσει συνολικά τη περίοδο με βάση το δίπολο εκσυγχρονιστές –

αναχρονιστές, ορθολογικοί - ανορθολογικοί που επιχειρεί να ξεχωρίσει δύο

πολιτικά ρεύματα της εποχής ένα το Τρικουπικό, το οποίο παρουσιάζεται ως το

ρεαλιστικό και ένα το Δηλιγιαννικό που παρουσιάζεται ως το εθνικιστικό

ανεδαφικό. Σε αυτό το σχήμα θα μπορούσε να ενταχθεί και η γλωσσική

θρησκευτική αντιπαράθεση και ιδιαίτερα το κίνημα των Ευαγγελικών, αν και ο

συγγραφέας στο βιβλίο του δεν ασχολείται με αυτό το θέμα.9 Η άποψη αυτή είναι

κατά τη γνώμη μας ως η πιο σύγχρονη και η πιο προβληματική γιατί υποτάσσει

την ιστορική ματιά σε σχήματα και πολιτικές του παρόντος επιχειρώντας να

ανακαλύψει προγόνους στο σύγχρονο πολιτικό εγχείρημα του αστικού

εκσυγχρονισμού. Έτσι, αναπαράγει στο παρελθόν την κατασκευασμένη πολιτικά

και εντελώς ισοπεδωτική διάσταση εκσυγχρονισμού και συντηρητισμού.

Η αδυναμία όλων αυτών των ερμηνευτικών σχημάτων που βασίζονται στον

έντονο φορμαλισμό, την εύκολη σχηματοποίηση που προκύπτουν από μια

μονοδιάστατη εμμονή στα πρόσωπα και τα γεγονότα, χωρίς βέβαια να είναι λάθος

στις συνδέσεις, είναι μια αναδεικνυόμενη αντίληψη για την ιστορία περίπου σα να

κινείται από τις αντιθέσεις προσώπων και συμφερόντων ή και ιδεολογιών στο

κεντρικό πολιτικό σκηνικό (αν και σε πολλές περιπτώσεις τα σχήματα αυτά

υποτάσσονται θεωρητικά σε άλλου τύπου αναζητήσεις λαμβάνοντας υπόψη και τις

κοινωνικές συνθήκες που γενούν τις αντιθέσεις, όπως για παράδειγμα η

προσπάθεια του Μοσκώφ και του Κορδάτου). Επίσης, οι προσεγγίσεις αυτές

παίρνουν ως δεδομένα αυτά που κατά την άποψή μας είναι τα κύρια ζητούμενα,

δηλαδή το γιατί αυτές οι χιλιάδες των ανθρώπων κατέβηκαν να διαδηλώσουν στο

δρόμο ενάντια στη μετάφραση του Ευαγγελίου από την αρχαία ελληνική στη νέα

8 Σιδέρης Γιάννης, Τα ‘‘Ορεστειακά’’, ταραχές για να μην παίζονται οι τραγωδίες σε μετάφραση!,9 Βλ. Γιαννουλόπουλος Γιάννης , ‘‘Η ευγενής μας τύφλωσις...’’, Βιβλιόραμα β έκδοση 1999

Page 11: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

ελληνική. Αυτό που αποτελεί παραδοχή της Αδαμοπούλου για τα αποτελέσματα

της δημοτικιστικής προσπάθειας ότι δηλαδή «ο ίδιος ο λαός, δημιούργημα αλλά

και όργανο του οποίου υποτίθεται ότι είναι η δημοτική γλώσσα, προτιμάει την

καθαρεύουσα και την κοινωνική καταξίωση που αυτή προσφέρει»10 είναι για εμάς

η λυδία λίθος που θα μας επιτρέψει να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα.

Αλλά και η σύγκρουση των πολιτικών κομμάτων και των προσωπικών

συμφερόντων, όπως και των ιδεολογιών, όσο και να αυτονομούνται, να

σχετικοποιούνται και να εξατομικεύονται δεν μπορεί παρά να αντανακλούν σε

συνολικότερες κοινωνικές συγκρούσεις, ενδοταξικές και διαταξικές. Χωρίς

επομένως να αρνούμαστε και τη δυναμική αυτών των συμφερόντων, οικονομικών

και πολιτικών, και τη διαπλοκή των προσώπων ιδωμένα όμως μέσα από ένα πολύ

συγκεκριμένο πρίσμα, θεωρούμε ότι το θεμελιώδες ερώτημα ως προς τα

Ευαγγελικά είναι πιο πάνω διατυπωθέν.

Επίσης, χωρίς να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι πράγματι αυτοί οι άνθρωποι

πίστευαν στο θεό και στο έθνος, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ότι το μόνο

ελατήριο ήταν η υποκίνηση ή η θρησκευτική πίστη. Το ζητούμενο για μας είναι

εκείνο που τους φόβισε πραγματικά στην προσπάθεια της μετάφρασης της Αγίας

Γραφής, αλλά και ο τρόπος που βίωναν τελικά τις έννοιες έθνος και θρησκεία για

τα υλικά τους συμφέροντα. Στην πραγματικότητα ως προς το ζήτημα της εθνικής ή

θρησκευτικής πίστης, το ερώτημα που πραγματευόμαστε είναι «εάν το ιδεολογικό

πεδίο στο οποίο αντανακλούν οι εκφάνσεις και οι αντιφάσεις της υλικής

πραγματικότητας ενός συγκεκριμένου κοινωνικοπολιτικού σχηματισμού μπορούν να

αυτονομούνται από την υλική βάση». Εάν δηλαδή η κινητοποίηση ενάντια στη

μετάφραση του Ευαγγελίου αυτονομείται από τις υλικές ανάγκες του πληθυσμού

και συνδέεται μόνο με τις πνευματικές ή αντανακλά και συνδέεται με τις υλικές

του ανάγκες. Εάν στην ουσία μέσα από το θρησκευτικό και εθνικιστικό ένδυμα

αναδεικνύονται άλλα κοινωνικά προβλήματα τις εποχής που γίνονται κατανοητά

μέσα από μη ορθολογιστικές διαδρομές της σκέψης. Αναζητούμε δηλαδή εκείνο

που μέσα από την προσπάθεια της μετάφρασης εξέλαβαν ως εχθρικό στα 10 Βλ. Αδαμοπούλου Μ., σ. 25

Page 12: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

συμφέροντά τους και τις ανάγκες τους. Αναζητούμε τη στρέβλωση της ταξικής

συνείδησης για τις εργαζόμενες μάζες ή τη διάθλαση των υλικών συμφερόντων

των μικροαστικών στρωμάτων στις ιδεολογικές αναπαραστάσεις του έθνους και

της θρησκείας ή την ενσωμάτωση του ταξικού συμφέροντος σε διαταξικούς

κοινωνικούς και ιδεολογικούς συνασπισμούς όπως είναι τα πολιτικά κόμματα.

Επιχειρούμε την όσο δυνατόν επιτυχέστερη ιστορικοποίηση του ζητήματος.

Αντιλαμβανόμαστε βέβαια ότι ο χαρακτήρας μιας μεταπτυχιακής σεμιναριακής

εργασίας δε μπορεί να ικανοποιήσει την προσπάθεια εξ αιτίας των εκ των

πραγμάτων ερευνητικών κενών. Αλλά αυτό που αξίζει είναι η προσπάθεια.

Στην πραγματικότητα συντηρητικά μαζικά ριζοσπαστικά κινήματα δεν έχουμε

μόνο στις αρχές του 20ου αιώνα, έχουμε στη σύγχρονη εποχή, αλλά ακόμη και σε

περιόδους πολύ πιο παλιές στην αυγή της νεωτερικής εποχής. Το παράδειγμα της

Σμύρνης που αναλύει ο Φίλιππος Ηλίου στο βιβλίο του είναι ενδεικτικό. Αυτό που

θα κρατήσουμε από το παράδειγμα της Σμύρνης και ίσως θα μας είναι χρήσιμο

είναι η αντίδραση των μαζών απέναντι στο διαφωτισμό. Σύγχρονα συντηρητικά

κινήματα ίσως όχι με το ριζοσπαστισμό των προηγουμένων εποχών έχουμε τόσο

με τις μεγάλες διαδηλώσεις υπεράσπισης του μακεδονικού ονόματος όσο, αν και

μικρότερες σε όγκο και μάλλον πιο κοντά στα ιδεολογικά χαρακτηριστικά των

«Ευαγγελικών», τις διαδηλώσεις της εκκλησίας για την υπεράσπιση της

θρησκευτικής καθαρότητας του ελληνικού έθνους μέσα από την διεκδίκηση του

δικαιώματος να δηλώνεται το θρήσκευμα στην αστυνομική ταυτότητα.

Εκ πρώτης όψεως τα «Ευαγγελικά» είναι ένα κίνημα που μπορεί κάποιος να

το προσεγγίσει από πολλές πλευρές. Συνδέεται με την ίδια την πολιτική συγκυρία

ως πολιτικό γεγονός, αλλά βασικά αποτελεί προϊόν των ιδεολογικών ρευμάτων της

εποχής όσον αφορά το γλωσσικό ζήτημα. Επομένως, το γλωσσικό και ο

σύγχρονος ιστορικός εθνικισμός βρίσκονται στην πρώτη διάταξη. Από την άλλη

τα κοινωνικά σώματα που συμμετέχουν σε αυτήν την εκδήλωση, δηλαδή οι

φοιτητές και οι λαϊκές τάξες της Αθήνας, μας δίνουν μια άλλη διάσταση στο όλο

Page 13: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

ζήτημα που προκαλεί όσο ο,τιδήποτε άλλο το ενδιαφέρον μας, εξαιτίας ακριβώς

και της θεματικής του σεμιναρίου μας.

Εξαρχής, κατανοούμε τη δυσκολία να δεθούν όλες αυτές οι πτυχές σε ένα

ερμηνευτικό σχήμα με συνοχή. Υπάρχει όμως η σχετική βιβλιογραφία που θα μας

επιτρέψει να το αποτολμήσουμε λιγότερο άφοβα.

Στο πρώτο κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε το μεταφραστικό ζήτημα καθώς και

τα ίδια γεγονότα, όχι για να κουράσουμε τον αναγνώστη, αλλά για να μπορέσει να

έχει μια δικιά του εικόνα περί των ζητηματων που προκύπτουν από τα

Ευαγγελικά. Στο επόμενο κεφάλαιο θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε το πολιτικό

παρασκήνιο που συνδέεται με την εξέγερση του Νοέμβρη του 1901. Στη συνέχεια

θα επιχειρήσουμε να δέσουμε τα στοιχεία για να βγάλουμε τα δικά μας

συμπεράσματα τόσο για το ίδιο το κίνημα όσο και για την εποχή του. Την

κοινωνία, τις κοινωνικές τάξεις τα ιδεολογικά ρεύματα.

Page 14: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Κεφάλαιο Πρώτο

η εξέγερση των Ευαγγελικών

Ενότητα Πρώτη

οι μεταφράσεις

Τη δεκαετία του 1880 το γλωσσικό ζήτημα εμφανίστηκε μαζί με τη Νέα

Αθηναϊκή Σχολή. Η όξυνση της διαμάχης για τη γλώσσα χώρισε τον ελλαδικό και

εξωελλαδικό ελληνισμό ανάμεσα στους καθαρευουσιάνους και τους δημοτικιστές

ή «μαλλιαρούς» όπως τους αποκαλούσαν οι αντίπαλοί τους. Ιδιαίτερα στην Αθήνα

όμως η σύγκρουση έλαβε μεγάλη ένταση και συσχετιστήκε άμεσα και έμμεσα με

κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα που εκκινούνταν από αντιθέσεις

του ίδιου του ελλαδικού κοινωνικού σχηματισμού ή και πιο συγκεκριμένα των

αντιθέσεων που πήγαζαν από τις αντιφάσεις της αθηναϊκής κοινωνίας.

Στα 1888 ο Γιάννης Ψυχάρης ο οποίος διέμενε μόνιμα στο Παρίσι

κυκλοφόρησε «Το ταξίδι μου», με το οποίο θα αναδειχτεί ο ίδιος ως το σύμβολο

του δημοτικισμού και θα καταστεί ο κατεξοχήν «διδάσκαλός του» εισάγοντας

ταυτόχρονα και μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για τη δημοτική που

ονομάστηκε «ψυχαρισμός» και οι οπαδοί της «ψυχαριστές». Από τον κύκλο του

Ψυχάρη προέρχεται και ο Αλέξανδρος Πάλλης ο οποίος ζούσε εγκατεστημένος

όπως και ο Ψυχάρης στο εξωτερικό. Η μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην

απλή νεοελληνική από τον Πάλλη έδωσε την αφορμή να ξεσπάσουν τα

«Ευαγγελικά».

Δεν ήταν όμως προσπάθεια του Πάλλη το μοναδικό μεταφραστικό εγχείρημα.

Αντίθετα, είχε προηγηθεί η μετάφραση της «Αναπλάσεως» στα 1900 από τον

ομώνυμο θρησκευτικό σύλλογο με τίτλο: «Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον εις το

πρωτότυπον κείμενον εις ερμηνείαν σύντομον και εις προσευχάς. Έκδοσις

Συλλόγου «Αναπλάσεως» τη συστάσει δι’ Εγκυκλίου της Μεγάλης Εκκλησίας

14

Page 15: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

προς ακώλυτον κυκλοφορίαν και εν τω κλίματι του Οικουμενικού Θρόνου. Εν

Αθήναις δαπάνη Μελετίου Βαγιανέλλη Αρχιμανδρίτου». Η έκδοση του συλλόγου

«Ανάπλασις» περιελάμβανε το πρωτότυπο κείμενο του κατά Ματθαίον

Ευαγγέλιον, σύντομη ερμηνεία και προσευχές. Εξαιτίας του ερμηνευτικού

χαρακτήρα της δε θεωρήθηκε μετάφραση, αλλά ερμηνευτική παράφραση. Η

έκδοση αυτή είχε την έγκριση του Πατριαρχείου από το 1896 με εντολή να

γραφτεί σε απλή καθαρεύουσα. Επίσης, οι προσευχές που περιελάμβανε είχαν την

έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας. Η έκδοση αυτή

αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής μόνο κατά την περίοδο των ταραχών μέσα στο

γενικότερο κλίμα.

Στο σημείο αυτό ενδιαφέρον έχει να δούμε κάποια αποσπάσματα της έκδοσης

αυτής, όπως μας τα μεταφέρει ο Εμμανουήλ Κωνσταντίνου στο βιβλίο του Τα

Ευαγγελικά. Μεταφέρει, λοιπόν, από το Γ΄ Κεφάλαιο του κατά Ματθαίον

Ευαγγελίου:

το πρωτότυπο:

«Εν ταις ημέραις εκείναις παραγίνεται Ιωάννης ο βαπτιστής, κηρύσσων εν τη

ερήμω της Ιουδαίας και λέγων, Μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών.

Ούτως γαρ εστίν ο ρηθείς υπό Ησαίου του προφήτου, λέγοντος, ‘‘Φωνή βοώντος

εν τη ερήμω, Ετοιμάσατε την οδό Κυρίου ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού’’.

Αυτός δε ο Ιωάννης είχε το ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου, και ζώνην

δερμάτινην περί την οσφύν αυτού η δε τροφή αυτού ην ακρίδες και μέλι άγριο.»

και την παράφραση:

«Δεν είχον ακόμη συμπληρωθή τριάντα έτη μετά την γένησην του Ιησού, οπότε κατά τας ημέρας

εκείνας παρουσιάσθη ο βαπτιστής Ιωάννης και εκήρυττεν στην έρημο της Ιουδαίας και έλεγε

Μετανοείτε διότι άνευ μετανοίας δεν δύνασθε να εισέλθετε εις την βασιλείαν των ουρανών η οποία

έφθασεν. Ήρχισε δε ο Ιωάννης το κήρυγμά του, πριν αρχίσει το έργον του ο Ιησούς διότι ούτος ο

Ιωάννης είναι ο προαναγγελθείς δια του προφήτου Ησαϊου, όστις λέγει περί αυτού ‘‘Θα ακουστεί φωνή

ανθρώπου, όστις θα βοά στην έρημο Ετοιμάσατε τας ψυχάς σας καταστήσατε αυτάς δια της μετανοίας

ικανάς προς υποδοχήν του σωτήρος διευκολύνατε τας προς σωτηρίας σας ενεργείας του μεταβάλλοντες

την στρεβλήν καρδίας σας εις ευθείαν’’. Είχε δε ο Ιωάννης ούτος το ένδυμά του κατασκευασμένο από

15

Page 16: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

τρίχας καμήλου και ζώνην δερμάτινην εις την μέσην του η δε τροφή του ήτο ακρίδες και άγριο μέλι.»

11

Από τη σύγκριση των δύο παραθεμάτων μπορούμε να παρατηρήσουμε,

καταρχήν, ότι η «παράφρασις» στην πραγματικότητα δε συνιστά παρά μια

μετάφραση συνειδητά αλλοιωμένη σε κάποια σημεία ώστε να μην αντιστοιχεί

επακριβώς με το αυθεντικό κείμενο, αλλά να μεταφέρει αυτούσιο το νόημά του.

Επομένως, δευτερευόντως μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι με την «παράφρασιν»

αυτή η επίσημη ορθόδοξος εκκλησία επιχείρησε στην ουσία να δώσει μια

ενδιάμεση λύση, που θα ήταν όμως «κανονική» σύμφωνη δηλαδή με τις αρχές της

εκκλησίας στο γλωσσικό ζήτημα. Μια μετάφραση που δε θα ήταν τυπικά και

«κανονικά» μετάφραση δε συνιστούσε αντικείμενο για επικρίσεις. Έδινε τη δική

της απάντηση σε ένα πρόβλημα που είχε τεθεί στην επικαιρότητα από τους

δημοτικιστές, ένα ζήτημα που είχε πολλές φορές αποτελέσει έριδα στους κόλπους

της εκκλησίας στην ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου12 και που ίσως

προέκυπτε και από την ίδια την ιστορική συγκυρία, δηλαδή να μεταφραστεί το

Ιερό Ευαγγέλιο για να είναι κατανοητό από τον απλό λαό. Ο ίδιος ο Πατριάρχης

Άνθιμος Ζ΄ με συνοδική επιστολή υποδεικνύει τη χρήση λέξεων και εκφράσεων

« ... ας το σημερινόν της γλώσσας ημών ιδίωμα απαιτεί, ως τούτο οίκοθεν

εννοείται»13, εννοώντας την απλή καθαρεύουσα που μιλούσαν οι αστοί στο σπίτι

τους. Η κίνηση αυτή της εκκλησίας αποτελεί παρέμβαση στη σύγκρουση για το

γλωσσικό και αποτελούσε τη δική της πρόταση. Αυτό που θα πρέπει ίσως να

κρατήσουμε είναι ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο συμφωνεί με το δικό του τρόπο

στην αναγκαιότητα απλοποίησης της γλώσσας.

Στο ίδιο κλίμα και εξυπηρετώντας τον ίδιο σκοπό θα κυκλοφορήσει λίγους

μήνες μετά την έκδοση του συλλόγου «Ανάπλασις» μια πραγματική μετάφραση

και των τεσσάρων Ευαγγελίων. Η μετάφραση αυτή έγινε με μέριμνα της

11 Βλ. για τη μετάφραση του συλλόγου «Ανάπλασις» Κωνσταντίνου Εμμανουήλ, Τα Ευαγγελικά, Αθήνα 1976, σ. 107 -11812 Βλ. την ιστορική ανασκόπηση που κάνει ο Κωνσταντίνου στην οποία παρουσιάζει τις αντιπαραθέσεις για το ζήτημα της μετάφρασης από τα μέσα του 17ου αιώνα, ό.π., σ. 9 - 8813 Βλ. ο.π., σ. 109

16

Page 17: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

βασίλισσας Όλγας και εκδόθηκε σε 1000 αντίτυπα στα τέλη του 1900 δηλώνοντας

ότι είναι γραμμένη για οικογενειακή χρήση14. Η μετάφραση έγινε από την

ιδιαιτέρα γραμματέα της Όλγας Ιουλίας Σωμάκη (μετέπειτα Καρόλου) έχοντας ως

βοηθό το θείο της καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωάννη Πανταζίδη. Από τους

κύκλους του παλατιού (βλ. το βιβλίο της Καρόλου Ιουλίας Όλγα η βασίλισσα των

Ελλήνων, Αθήνα 1936) παρουσιάστηκε η ιδέα της μετάφρασης στη νέα ελληνική

ως μια αναγκαιότητα που συνειδητοποίησε η βασίλισσα στις επισκέψεις της στα

νοσοκομεία των Αθηνών κατά τον πόλεμο του 1897, όταν αντιλήφθηκε πως οι

τραυματίες στους οποίους διάβαζε αποσπάσματα από την Αγία Γραφή δεν

κατανοούσαν τα βιβλικά κείμενα. Την άποψη αυτή υιοθετεί και ο Κωνσταντίνου

ενισχύοντας την εικόνα των καλών προθέσεων της βασίλισσας. 15 Το ζήτημα να

επιβεβαιωθούν οι καλές προθέσεις της βασίλισσας το πρόσωπο της οποίας είχε

απονομιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων όπως θα δούμε και

παρακάτω και να αποσυνδεθεί από οποιοδήποτε «αντεθνικό σχέδιο» απασχολούσε

όχι μόνο τον τύπο, αλλά και την ίδια τη βουλή. Το βιβλίο της Σουμάκη -

Καρόλου, αν και εκδόθηκε πολύ πιο μετέπειτα, σε μια διαφορετική συγκυρία όταν

πάλι το ζήτημα της νομιμοποίησης της μοναρχίας ήταν ανοιχτό, απαντούσε και

στο 1901.

Η νέα μετάφραση έγινε υπό την επιτήρηση και τη σύμφωνη γνώμη του

Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιου. Χρειάστηκε όμως την αναγνώριση του

Υπουργείου για την έκδοση. Το Υπουργείο αρνήθηκε να εκδόσει μια εγκύκλιο

αναγνώρισης χωρίς την προηγούμενη έγκριση από την Ιερά Σύνοδο. Το ζήτημα

14 Ο ακριβής τίτλος είναι: «Κείμενον και μετάφρασις του Ιερού Ευαγγελίου προς αποκλειστικήν οικογενειακήν του ελληνικού λαού χρήσιν μερίμνη της Α.Μ. της βασιλίσσης των Ελλήνων Όλγας εκδιδόμενα. Εν Αθήναις τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου 1900». Βλ. ο.π., σ. 11815 «... Η βασίλισσα Όλγα περιερχομένη τα διάφορα νοσοκομεία των Αθηνών, εις τα οποία ενοσηλεύοντο οι τραυματίαι τους ατυχούς πολέμου του 1897, διένειμε προς παρηγορίαν αυτών αντίτυπα τινά της Καινής Διαθήκης (ασφαλώς εις το πρώτυπον κείμενον) συνέβη μάλιστα εις πολλάς περιπτώσεις η ίδια η βασίλισσα να αναγιγνώσκη εις παραλύτους ή ηκρωτηριασμένους ωρισμένας ευαγγελικάς περικοπάς και εν συνεχεία τους ερώτα πάντοτε ‘‘εάν κατάλαβαν τι τους εδιάβασε’’. Η απάντησις των περισσοτέρων εξ αυτών ήταν : ‘‘Όχι βασιλισσά μου γιατί αυτά είναι για τους γραμματισμένους βαθειά ελληνικά!’’. Κατά τας προμνημονευθείσας επισκέψεις εις τα νοσοκομεία, ως και εις άλλας μετά του λαού επαφάς της, η βασίλισσα Όλγα διεπίστωσε αφ’ ενός μεν την δίψαν της θρησκευτικής παρηγορίας, αφ’ ετέρου δε την ανάγκην της μεταφράσεως του Ιερού Ευαγγελίου εις γλώσσαν απλήν. Τότε λοιπόν η βασίλισσα ‘‘Υπεσχέθη Εαυτή να τους καταστήση προσιτή την παρηγορίαν του Αγίου Ευαγγελίου και να σβέση την δίψαν της ψυχής του λαού δίδουσα εις χείρας του το Άγιον Ευαγγέλιον εις γλώσσαν καταληπτήν αυτώ’’. Βλ. ο.π., σ. 119 - 20

17

Page 18: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

έτσι περιπλέχτηκε. Η Σύνοδος όμως αρνήθηκε να εγκρίνει την έκδοση θέτοντας ως

πρόβλημα τη χρήση χυδαίας και ταπεινής γλώσσας παρά το γεγονός ότι ο

πρόεδρός της Προκόπιος συμφωνούσε με το κείμενο. Παρ’ όλ’ αυτά η βασίλισσα

επέμεινε. Συνέστησε ειδική επιτροπή επί αυτού του ζητήματος με τη συμμετοχή

του Προκοπίου, του Πανταζίδη, του Φίλιππου Παπαδόπουλου, καθηγητή της

Ριζάρειου Σχολής, του Διονύση Μεσσαλά, κλειδούχου της βασίλισσας. Στη

συνέχεια αποδόθηκε εκ περιτροπής στους καθηγητές της Θεολογικής Σχολής. Από

τους καθηγητές άλλοι συμφώνησαν άλλοι διαφώνησαν και άλλοι πρότειναν να

γραφτεί μια νέα από τους ίδιους. Η Ιερά Σύνοδος συνέχισε να αρνείται, αλλά παρά

τις συνεχείς αρνητικές απαντήσεις της και «προφορική αδεία» του Μητροπολίτου

Αθηνών Προκοπίου προχώρησε στην έκδοση της μετάφρασης με δικά της έξοδα.

Μέχρι το Μάρτιο του 1901 τα αντίτυπα του βιβλίου είχαν εξαντληθεί και η

βασίλισσα σκεφτόταν να προχωρήσει σε μια δεύτερη έκδοση, αλλά φαίνεται πως

την πρόλαβαν τα γεγονότα. Η μετάφραση αυτή, αλλά και το ίδιο το πρόσωπο της

βασίλισσας έγινε στόχος επικρίσεων κατά την περίοδο του αντιμεταφραστικού

κινήματος και των ταραχών του 1901. Μετά τα γεγονότα δόθηκε διαταγή να

κατασχεθούν όλα τα αντίτυπα της μετάφρασης. Ο Κωνσταντίνου μεταφέρει στο

έργο του από τη μετάφραση το ίδιο εδάφιο που παραθέτει και για την παράφραση

του συλόγου «Ανάπλασις»:

«Εις εκείνας δε τας ημέρας έρχεται ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο οποίος εκήρυττεν εις την έρημον της

Ιουδαίας.

Και έλεγε, Μετανοείτε διότι επλησίασεν η βασιλεια των ουρανών.

Διότι ούτος είναι εκείνος, δια τον οποίον ελάλησεν ο Ησαϊας ο προφήτης και είπε, ‘‘Φωνή είναι

εκείνου, που βοά εις την έρημον, Ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου ισιάζετε τους δρόμους Του».

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι εμφανώς η «απλή καθαρεύουσα» και όπως

αναφέρει και ο Κωνσταντίνου διακρίνεται από τη χρήση στοιχείων της δημοτικής

«διορθωμένα», παρά το γεγονός ότι ο πρόλογος θεωρεί ότι η μετάφραση έγινε «εν

καθαρώς λαϊκή γλώσση». Ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης ονομάζει τη γλώσσα της

μετάφρασης «νερουλιασμένη καθαρεύουσα».16

16 Για τη μετάφραση της βασίλισσας βλ. Κωνσταντίνου Εμ., ό.π., σ. 118 - 44

18

Page 19: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Η μετάφραση του Αλέξανδρου Πάλλη ήταν εκείνη όμως που προκάλεσε την

ένταση17. Την εποχή που η βασίλισσα ετοίμαζε τη δική της έκδοση, η εφημερίδα

Ακρόπολις στο φύλλο της Κυριακής 9 Σεπτεμβρίου 1901 ξεκίνησε τη δημοσίευση

της μετάφρασης των Ευαγγελίων αρχίζοντας από εκείνο του Ματθαίου. Ο ακριβής

τίτλος ήταν: «Η Νέα Διαθήκη κατά τον αρχαιότατο κώδικα, μεταφρασμένη από

τον Αλεξ. Πάλλη. Μέρος πρώτο. Τ’ άγια Ευαγγέλια. Κατά τον Ματθαίον.» Στο

φύλλο αυτό το κύριο άρθρο αναφερόταν στο έργο της μτάφρασης και είχε ως

τίτλο: «Το Ευαγγέλιον εις γλώσσαν του λαού. Το έργον της βασιλίσσης η

«Ακρόπολις» το συνεχίζει».18 Η δημοσίευση διακόπηκε στις 20 Οκτωβρίου λόγω

των μεγάλων αντιδράσεων, δηλαδή πολύ πιο νωρίς από τα γεγονότα του

Νοεμβρίου. Η μετάφραση αυτή δημοσιεύτηκε στα 1902 ολόκληρη στο Λίβερπουλ

τη μόνιμη κατοικία του Πάλλη.19 Ο Κωνσταντίνου παραθέτει πάλι ενδεικτικά το

συγκεκριμένο εδάφιο:

«Κι εκείνες τις ημέρες φτάνει ο Ιωάννης ο βαφτιστής, κηρύχνοντας στην έρημο της Ιουδαίας και

λέγοντας ‘‘Μετανιώστε γιατί σίμωσε η βασιλεία των ουρανών’’. ‘‘Αυτός είναι ο ειπωμένος μέσο του

Ησαΐα του προφήτη, που λέει ‘‘Φωνή που κάποιος κράζει στην έρημο’’ ‘‘Ετοιμάστε το δρόμο του

Κυρίου, σιάξτε τα μονοπάτια του’’. ‘‘Κι ο ίδιος ο Ιωάννης είχε το φόρεμα από τρίχες γκαμήλας και

ζουνάρι δερμάτινο γύρω στη μέση του, κι η θροφή του είταν ακρίδες και μέλι άγριο’’».2 0

Διαβάζοντας κάποια από τα παραθέματα της μετάφρασης γίνεται αντιληπτό

πως επρόκειτο πραγματικά για μια πρωτοποριακή μετάφραση προκλητική για τα

γλωσσικά ήθη της εποχής, καθώς χρησιμοποιεί το ψυχαρικό ιδίωμα που

αντιστοιχούσε σε μια προσπάθεια καταξίωσης της απλούστερης γλωσσικής

μορφής που θα μπορούσε να λάβει η ελληνική. Η ευρεία κυκλοφορία της

μετάφρασης σε καθημερινό φύλλο που την έκανε προσιτή στον πολύ κόσμο

διευκόλυνε την έκρηξη των αντιδράσεων21. 17 Για τη μετάφραση του Πάλλη βλ. Κωνσταντίνου Εμ., ό.π., σ. 144 - 15818 Βλ. εφημ. Ακρόπολις, 9/9/190119 Ο τίτλος της νέας έκδοσης ήταν ως εξής: : «Η Νέα Διαθήκη κατά το βατικανό χερόγραφο. Μεταφρασμένη από τον Αλέξ. Πάλλη. Μέρος πρώτο. Λίβερπουλ, The Liverpool Booksellers’ Co., Ltd., 1902. Βλ. Κωνσταντίνου Εμμ., ό.π., σ. 144 20 Άλλες εκφράσεις προκλητικές για την εποχή ήταν «θα παστρέψη» αντί του «διακαθαριεί», «Πάλι τον παίρνει ο Διάβολος σε βουνό αψηλό» αντί του «Πάλιν παραλαμβάνει αυτόν ο Διάβολος εις όρος υψηλόν» 21 Γύρω από την έκδοση αυτή κυκλοφόρησαν μια σειρά από μύθους μέσα σε όλους τους κύκλους τω Αθηνών, λαϊκούς και ανώτερους, μυθεύματα που ο Κωνσταντίνου παρατηρεί ότι αναπαράγονται σε σοβαρές και έγκυρες αναλύσεις για το θέμα και από πρόσωπα έγκυρα μέχρι και τη δεκαετία του 60. Παραθέτουμε μερικές εκφράσεις από αυτές που υποτίθεται ότι έγραψε ο Πάλλης. Διέδιδαν, λοιπόν, οι αντίπαλοί του καθαρευουσιάνοι ότι ο Πάλλης

19

Page 20: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Η δημοσίευση της μετάφρασης του Πάλλη προκάλεσε μεγάλο θόρυβο. Ο

Κωνσταντίνου σημειώνει ότι το πρόβλημα από «απλούν γλωσσικό εγένετο

πολύπλοκον εθνικο-θρησκευτικο-πολιτικόν. Και ως προς με το γλωσσικόν σκέλος

του ζητήματος οι αντιτιθέμενοι και αντιδρώντες ‘‘αρχαϊσταί’’ ενείδον εις το

πρόσωπον του μεταφραστού Πάλλη τον φανατικόν υπερασπιστήν των γλωσσικών

θεωριών του Γιάννη Ψυχάρη, εναντίον δε των θεωριών τούτων εστράφη αρχικώς η

σφόδρα πολεμική των ‘‘καθαρευουσιάνων’’. Μετ’ ού πολύ όμως ενεφανίσθη και η

ετέρα πλευρά του ζητήματος, η καθαρώς θρησκευτική, εις ην προσετέθη και η

εθνικοπολιτική. Δια της μεταφράσεως ταύτης, ως υπεστήριζον οι αρχαϊσταί, η

σπείρα ‘‘των ολετήρων και εθνοκτόνων μαλλιαρών’’, εις τους οποίους εκ των

πρώτων ανήκε και ο Πάλλης, επεζήτει να βεβηλώση την θρησκείαν και να

διασπάση την εθνικήν ενότητα. Η εθνικής αύτη ενότης θεμελιούται μόνον δια της

καθαρεύουσας. Πάσα επομένως προσπάθεια προβολής και επικρατήσεως του

γλωσσικού κατασκευάσματος των ‘‘μαλλιαρών’’ ή ‘‘ψυχαριστών’’ αποτελεί

βέβηλον και εν ταυτώ προδοτικήν ενέργειαν.»22

Από τις αντίπαλες εφημερίδες της Ακρόπολης ο θόρυβος διαδόθηκε στο λαό

και στον φοιτητικό κόσμο. Φήμες συνέδεσαν την όλη μεταφραστική προσπάθεια

με ενέργειες της βασίλισσας Όλγας που αποσκοπούσαν στη μεταβολή της

ελληνορθόδοξης εκκλησίας επιβάλλοντας την ανάγνωση του Ευαγγελίου στη

ρωσική γλώσσα εξυπηρετώντας τα πανσλαβιστικά συμφέροντα.

Είναι φανερό ότι οι καθαρευουσιάνοι είχαν καταφέρει πρώτον να

γελοιοποιήσουν την προσπάθεια των δημοτικιστών. Δεύτερον πέτυχαν να

προσεταιριστούν την πλειοψηφία του λαού της πρωτεύουσας εξεγείρωντας τα

συντηρητικά ένστικτα του πλήθους εκμεταλευόμενοι και χρησιμοποιώντας το

μετέφρασε το Μυστικό Δείπνο ως «κρυφό τσιμπούσι» ή το «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο» ως και «η κουβέντα έγινε κρέας». Στην πραγματικότητα το είχε μεταφράσει, το πρώτο, ως δείπνο, καθώς δεν εμπεριέχεται η έκφραση μυστικός δείπνος στο Ευαγγέλιο, ενώ το δεύτερο ως «Και ο λόγος έγινε σάρκα». Ο Κωνσταντίνου εντάσσει αυτή τη μυθολογία σε μια ευρύτερη μυθολογία για τους δημοτικιστές που κυκλοφόρησε ευρέως στις λαϊκές μάζες και φτάνει μέχρι και την εποχή μας κατά την οποία για παράδειγμα οι δημοτικιστές ονόμαζαν την Τέχνη Μαστοροσύνη, την Ηλέκτρα Κεχριμπάρα, τον Οιδίποδα Πρηστοπόδη, τον Πηλέα Λασπιά, ενώ τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο Κώτσο Παλιοκουβέντα. Από τους καθαρευουσιάνους γεννήθηκε και η γνωστή παράφραση του γεωμετρικού θεωρήματος «περί του τετραγώνου της υποτεινούσης ορθογωνίου τριγώνου»: «Καθενού ορθάγκωνου τριάγκωνου το τεσσαράγκωνο της αποκατινής τεντώστρας είναι όσο και τα τεσσαράγκωνα των δύο αλλοϊνών παϊδιών του». Βλ. Κωνσταντίνου Εμμ., ό.π., σ.22 Βλ. Κωνσταντίνου Εμμ., ό.π., σ. 158 - 9

20

Page 21: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

κυρίαρχο το θρησκευτικό αίσθημα. Στην πράξη αποδείχθηκε πως η πίστη στην

καθαρεύουσα αποτελούσε την κυρίαρχη ιδεολογική τάση στην κοινωνία και ότι οι

καθαρευουσιάνοι ήταν εκείνοι που διατηρούσαν ισχυρότερους κοινωνικούς και

πολιτικούς δεσμούς με τις μάζες και όχι οι «εκσυγχρονιστές δημοτικιστές». Τέλος,

φάνηκε πως η προσπάθεια σύνδεσης της μεταφραστικής προσπάθειας με το

κυρίαρχο εθνικό ιδεολογικό δόγμα της εποχής, τον πανσλαβισμό πέτυχε. Η άποψη

του Κωνσταντίνου για τη μετάφρασή του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ήταν

πρόωρη23.

Ενότητα Δεύτερη

τα γεγονότα24

Τη μετάφραση του Πάλλη καταδίκασε πρώτος ο νέος Οικουμενικός

Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄25 στις 8 Οκτωβρίου 1901 με πατριαρχική και συνοδική

εγκύκλιο προς τον Πρόεδρο και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της

Ελλάδας καλώντας τους τελευταίους να λάβουν αντίστοιχη θέση. Ο Κωνσταντίνου

αναφέρει πως το κλίμα για την εκκλησιαστική παρέμβαση εναντίον της

μετάφρασης δημιούργησαν δύο έντυπα: το περιοδικό Εκκλησιαστική Αλήθεια και η

εφημερίδα Κωνσταντινούπολις που εκδίδονταν στην Κωνσταντινούπολη. Η

βασική θέση τόσο των εντύπων όσο και του Πατριαρχείου ήταν πως με τις

«χυδαίες» εκφράσεις της δημοτικής διαστρεφόταν το θεολογικό νόημα των

κειμένων του Ευαγγελίου. Μετά την αποδοκιμασία του Πατριάρχη τη σκυτάλη

ενάντια στην μετάφραση του Πάλλη ανέλαβαν οι εφημερίδες της Αθήνας Καιροί,

23 Ο ίδιος ο μελετητής χρησιμοποιώντας, ακόμη και το 1974, την καθαρεύουσα στο δικό του έργο αποδέχεται εμμέσως την αναγκαιότητα της καθαρής γλώσσας με βάση το επιχείρημα ότι σταδιακά μέσω της εκμάθησης της καθαρεύουσας ο απλός λαός θα κατάφερνε να καταλάβει το νόημα της Αγίας Γραφής και ιδιαίτερα της Καινής Διαθήκης που η γλώσσα της ήταν απλούστερη από ότι τα κείμενα των κλασσικών συγγραφέων. Η αντίληψη αυτή αναιρεί το πρόβλημα της αναγκαιότητας μιας μετάφρασης στη δημώδη. Αυτή η αντίληψη κυριαρχούσε και στη σκέψη των καθαρών της εποχής των «Ευαγγελικών».24 Όλα τα στοιχεία που παρατίθενται στην ενότητα αυτή έχουν αντληθεί από Κωνσταντίνου Εμ., ό.π. και έχουν διασταυρωθεί από τις εφημ. Ακρόπολις και Άστυ25 Δεύτερη πατριαρχεία 1901 - 1912

21

Page 22: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Εμπρός, Σκριπ, Αστραπή. Στις 17 Οκτωβρίου επιλήφθηκε του θέματος η Ιερά

Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας καταδικάζοντας ως βέβηλη κάθε μετάφραση

του Ευαγγελίου σε απλούστερη ελληνική γλώσσα. Η σχετική όμως απαγορευτική

εγκύκλιος δημοσιεύτηκε πολύ καθυστερημένα, 21 μέρες αργότερα, στις 7

Νοεμβρίου υπό την πίεση ήδη του κινήματος. Στις 29 Οκτωβρίου και ενώ είχε ήδη

παύσει η δημοσίευση της μετάφρασης, συνεδρίασε και η Θελογική Σχολή με

αποκλειστικό θέμα το ζήτημα της μετάφρασης, ορίστηκε μια τριμελής επιτροπή

που ετοίμασε ένα καταδικαστικό υπόμνημα το οποίο εγκρίθηκε παμψηφεί στη

συνεδρίαση της 5 Νοεμβρίου και στάλθηκε επειγόντως στην Ιερά Σύνοδο.26 Από

την άλλη πλευρά την υποστήριξη της συγκεκριμένης μετάφρασης ανέλαβε η εφημ.

Ακρόπολις και η εφημ. Άστυ. Ο Πάλλης στις 21 Οκτωβρίου απάντησε στον

Οικουμενικό Πατριάρχη σε άψογη καθαρεύουσα, η οποία εκτιμήθηκε ως

ειρωνική, και με την οποία υποστηριζε ότι δεν θεωρεί πως «αμάρτησε» και

καλούσε τον πατριάρχη να ανασύρει τις κατηγορίες του. Αφορμή όμως για την

την αντίδραση των φοιτητών αποτέλεσε άρθρο της εφημ. Ακρόπολις που

απαντούσε στο υπόμηνμα των καθηγητών και επιτιθόταν εναντίον τους με ένα

προκλητικό, υπονομευτικό και ειρωνικό τρόπο κατηγορώντας τους ότι δεν

επιθυμούν τη διάδοση του μηνύματος του Ευαγγελίου, ότι δε γνωρίζουν τίποτα

περισσότερο για το Θεό από ότι ο κάθε πιστός, ότι εμπορεύονται τη θεολογική

γνώση με το να πληρώνονται κ.α.27

26 Το υπόμνημα υπέγραψαν οι καθηγητές: Ε. Ι. Ζολώτας, Ζήκος Ρώσης, Γ.Ι. Δέρβος, Ιωάν. Μεσολωράς, Ιγν. Μοσχάκης. Δεν υπέγραψε ο καθηγητής Α. Κυριάκος ο οποίος δεν ήταν παρόν σε καμία από τις συνεδριάσεις για αυτό το θέμα. Με ένα γράμμα εξηγούσε πως είναι λάθος να υποδείξουν οι καθηγητές τι πρέπει να πράξει η Ι. Σύνοδος, πως το ζήτημα της μετάφρασης γενικά δεν έχει λήξει στους ορθόδοξους θεολογικούς κύκλους. Ο ίδιος δήλωσε γενικά υπέρ της μετάφρασης, αλλά συγκεκριμένα εναντίον της μετάφρασης του Πάλλη. Βλ. για όλα Κωνσταντίνου Εμμ., ό.π., σ. 172 - 17427 «Επιδημία υπομνημομανίας. Οι βουλευταί τα δικά των προς την κυβέρνησιν, τα αρχίζοντα από το ή ... της αυθάδους απαιτήσεως και τελειώνοντα εις το άλλον ή τις αυθαδεστάτης απειλής. Και η Θεολογική Σχολούλα το δικό της. Συνήχθησαν οι νεώτεροι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι και είπαν: Κλατω το Ευαγγέλιον! Το φώς υπό το μόδιον. Δεν μας συμφέρει να διαδοθή το Ευαγγέλιον. Βλάπτει το Ευαγγέλιον! Ακατανόητον το Ευαγγέλιον ! Δεν είνε δια τον λαόν το Ευαγγέλιον! Είνε μόνον για’ μας τους διαβασμένους το Ευαγγέλιο! Όλοι οι λαοί πρέπει να διαβάζουν το Ευαγγέλιο και να το εννοούν. Όχι όμως και οιθ Έλληνες! Διότι Ημείς Ζήκος ο Ρώσσης, Ημείς Ιγνάτιος ο Μοσχάκης, Ημείς Δημήτριος ο Ζολώτας, Ημείς Γεώργιος ο Δέρβος, Ημείς Κωνσταντίνος Μεσολωράς δεν θέλομεν. Τι είνε δε αυτοί που δε θέλουν; Θεολόγοι! Δηλαδή; ούτε αυτοί ξεύρουν τι είνε. Διότι θεολόγοι είμεθα όλοι εις Θεόν πιστεύοντες. Ούτε ξεύρουν αυτοί περί Θεού περισσότερα ούυτε μια γιώτα, αφ’ ό, ττι ξεύρουμε συ και εγώ. Η μόνη διαφορά μεταξύ αυτών και ημών είνε ότι αυτοί δια να λένε ότι είνε θεολόγοι, βγάνουν οι μεν πεντακοσίας, οι δε χιλίας και πλέον δραχμάς τον μήνα, ενώ ημείς οι άλλοι δεν εμπορευόμεθα την Θεολογίαν μας. Ή μήπως είνε τίποτε ήρωες της ηθικής ή μάρτυρες της αρετής; Όχι, χριστιανοί μου. Ανθρωπάκοι όλοι των, με τα συμφεροντάκια των, τα παθάκια των, τα χρηματάκια των, τα παιδάκια των, τα κεφάκια των, απαράλλακτα, όπως συ και εγώ. Ένα

22

Page 23: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Το άρθρο αυτό θορύβησε τους φοιτητές. Έτσι το ίδιο απόγευμα φοιτητές από

όλες τις σχολές συγκεντρώθηκαν έξω από τα Προπύλαια και επιτέθηκαν εναντίον

της εφημερίδας Ακρόπολις. Μέσα από την Κοραή έφτασαν στα γραφεία της στην

Σοφοκλέους ζητώντας να μιλήσουν με τον διευθυντή της Βλάση Γαβριηλίδη.

Παρουσιάστηκε όμως ο αχισυντάκτης Γεώργιος Πωπ ο οποίος διαβεβαιώνοντας

για την απουσία του Γαβριηλίδη δέχτηκε μια επιτροπή φοιτητών. Η επιτροπή

απαίτησε αναίρεση των κατηγοριών εναντίον των καθηγητών και την αναστολή

της δημοσίευσης του Ευαγγελίου. Ο αρχισυντάκτης απάντησε πως η δημοσίευση

έχει ήδη διακοπεί και ότι η «επίθεσις» κατά των καθηγητών της Θεολογίας

«απευθύνεται ουχί προσωπικώς εις αυτούς αλλ’ εις την κατά της μεταφράσεως του

Ευαγγελίου εξενεχθείσαν γνώμην των».28 Οι φοιτητές μη μένοντας

ικανοποιημένοι από τα λόγια του αρχισυντάκτη και θεωρώντας αυθάδη την

απάντησή του προχώρησαν σε καταστροφές οι οποίες θα ήταν μεγαλύτερες αν δεν

επενέβαινε ο διευθυντής της αστυνομίας. Μετά από διαβεβαιώσεις του Πωπ και

του διευθυντή της αστυνομίας αποχώρησαν για να κατευθυνθούν στην εφημερίδα

Άστυ. Παρά τον κλοιό της αστυνομίας κατάφεραν να διεισδύσουν στα γραφεία και

να συνομιλήσουν με τον συντάκτη Παρασκευόπουλος καθώς δε βρήκαν τον

διευθυντή της Δημήτριο Κακλαμάνο. Παρά τη διαβεβαίωση από μέρους του ότι η

εφημ. Άστυ «από τριών ημερών έπαυσε γράφον περί της μεταφράσεως και δεν

υπεστήριξεν αυτήν ει μη μόνον από γλωσσικής και φιλολογικής απόψεως» και ότι

δε θα ξαναγράψει υπέρ της μεταφράσεως, οι φοιτητές επιχείρησαν να

καταστρέψουν τα πιεστήρια πράγμα που αποφεύχθηκε με την παρέμβαση της

αστυνομίας. Επόμενος στόχος έγινε ο Μητροπολίτης Προκόπιος. Η μικρή αυτή

πορεία κατευθύνθηκε προς το Μητροπολιττικό Μέγαρο φωνάζοντας «Στον

φερ’ ειπείν των τωρινών καθηγητών, τον καλλίτερον ομολογουμένως όλων, ο μακαρίτης Δαμαλάς, ο κατ’ εξοχήν αυστηρός χριστιανός και διαπρεπής Θεολόγοςδεν τον ήθελε καθηγητήν δια λόγους .... ηθικούς. Ο άλλος ο κ. Ζήκος Ρώσσης ήτο στα μαχαίρια με τον άλλον αείμνηστον Θεολόγον μας, τον Καλογεράν. Και επειδή ο κατ’ εντολήν της Βασλίσσης μεταφράσας το Ευαγέλιον κ. Φίλιππος Παπαδόπουλος έτυχε ποτε, που να έσπανε η πέννα του ή να κοβότανε το χέρι του, να γράψη υπέρ του Καλογερά, να τονέ φάμε λοιπόν! Ούτε καθηγητήν να τον κάμωμεν, που να αξίζει ίσως περισσότερον από όλους μας, υπό έποψιν τουλάχιστον ήθους, αλλά να τον αφορίσωμεν. Ν’ αφορίσουμε δε και την Βασίλισσαν, που θέλει να καταιβάση τα Λόγια του Χριστού μέχρι των μανάβηδων και των μπακάλιδων!Αυτοί είνε οι Θεολόγοι! Και από τέτοιες υψηλαίς εμπνεύσεις ξυγγράφονται τα κουτόσοοφα υπομνήματά τους», βλ. εφημ. Ακρόπολις, Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 1901, αρ. 7.07228 Βλ. Φοιτητικαί σελίδες, σ. 31 στο Κωνσταντίνου Εμ, ό.π., σ. 179

23

Page 24: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Μητροπολίτην! Αυτός πταίει! Διατί να μη αφορίση τας μεταφράσεις;» Στο εξής ο

αφορισμός θα αποτελεί το βασικό αίτημα των φοιτητών. Ο Μητροπολίτης

συνομίλησε με επιτροπή και υποσχέθηκε να μεταφέρει τα αιτήματά τους στην Ιερά

Σύνοδο αποδεχόμενος την ανάγκη να διαφυλαχθούν οι Αγίες Γραφές όπως

παραδόθηκαν από τους Αποστόλους. Οι φοιτητές διαλύθηκαν καθορίζοντας

συγκέντρωση την επομένη στα προπύλαια.

Στη συγκέντρωση της 6 Νοεμβρίου 1901 μετά τους πύρηνους λόγους των

ομιλητών οι φοιτητές επικοινώνησαν με τον πρύτανη ο οποίος συντάχθηκε ηθικά

με το μέρος τους και πραγματοποίησαν νέα διαδήλωση με κεντρικό σύνθημα

«Μας κοροϊδεύουν! – Μας κοροϊδεύουν!». Για άλλη μια φορά κατευθύνθηκαν

προς τα γραφεία της εφημ. Ακρόπολις σπάζοντας τον αστυνομικό κλοιό. Στην

αρχή της Σοφοκλέους συνάτησαν μια ίλη ιππικού η σύγκρουση με την οποία

αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Διαπέρασαν και την αστυνομική δύναμη

μπροστά από τα γραφεία και προσπάθησαν ανεπιτυχώς να σπάσουν την κεντρική

πόρτα. Έσπασαν την επιγραφή έξω από αυτή και έκαψαν μερικά φύλλα της

εφημερίδας. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς τα γραφεία της εφημ. Άστυ παρά

τις παραινέσεις του εισαγγελέα και του αρχηγού της Χωροφυλακής. Στα γραφεία

της εφημ. Άστυ επαναλήφθηκε το ίδιο σχεδόν σκηνικό. Μια ομάδα επέστρεψε στα

Προπύλαι ενώ μια άλλη κατευθύνθηκε στα Ανάκτορα. Αυτοί κατάφεραν να

διαπεράσουν για άλλη μια φορά τη ζώνη των φρουρών των ανακτόρων ζητώντας

να μιλήσουν με το βασιλιά. Το αίτημά τουςνα απαγορευτεί η μετάφραση των

Ευαγγελίων και να τιμωρηθούν οι υβριστές των καθηγητών τους μεταφέρθηκε στο

Γεώργιο δια μέσου του υπασπιστή του. Η άλλη ομάδα αποφάσισε να συγκροτήσει

επιτροπή με την οποία θα συνομιλούσε ο αρχηγός της Χωροφυλακής Στάϊκος και

θα καλούσε για την επομένη, 7 Νοεμβρίου 1901, πάνδημο συλαλλητήριο. Από τις

4 το απόγευμα άρχισαν πάλι να συγκεντρώνονται φοιτητές στα Προπύλαια. Τότε,

εμφανίστηκε ένας καθηγητής της Θεολογίας, ο Ιγνάτιος Μοσχάκης, ο οποίος

ενθάρρυνε στη στάση των φοιτητών και υποσχέθηκε ότι, εάν η κυβέρνηση δε

λάβει μέτρα εντός ολίγων ημερών, τότε ο ίδιος θα τεθεί επικεφαλής τους

24

Page 25: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

συνιστώντας τους όμως να επιβληθεί η «τάξις για να μη δοθή λαβή τοις εχθροίς

του Πανεπιστημίου και επιτεθώσιν εναντίον ημών ως ταραξιών». Στη συνέχεια η

εκλεγείσα επιτροπή των φοιτητών μετάβηκε στην εφημ. Ακρόπολις με αιτήματα να

αναιρέσει τις ύβρεις εναντίον των καθηγητών του Πανεπιστημίου και να διακόψει

την έκδοση της μετάφρασης. Η εφημερίδα δια του Γεωργίου Πωπ αποδέχτηκε

μόνο το πρώτο. Η επιτροπή μη μένοντας ικανοποιημένη από τις υποσχέσεις και τη

στάση του αρχισυντάκτη επέστρεψε στη συγκέντρωση στα Προπύλαια. Μετά από

συνένοηση συνομίλησε με τον Πρύτανη Σακελαρόπουλο ο οποίος τους

υποσχέθηκε να αναλάβει να διακανονίσει ο ίδιος το ζήτημα με τις εφημερίδες και

οι φοιτητές διαλύθηκαν. Η κίνηση του Πρύτανη προς τον Γαβριηλίδη δεν

καρποφόρησε.

Την επομένη 7 Νοεμβρίου οι φοιτητές μαζί με πλήθος κόσμου, ο

Κωνσταντίνου συνολικά του εκτιμά γύρω στους 1000, από νωρίς το πρωί γέμισαν

τα Προπύλαια περιμένοντας την απόφαση της Ιεράς Συνόδου που συνεδρίαζε, ενώ

ο στρατός με διαταγή του πρωθυπουργού εμφανίστηκε περιφερειακά του

Πανεπιστημίου εμποδίζοντας με την παρουσία των διαφόρων σωμάτων την

ελεύθερη διακίνηση των πολιτών. Σε εκείνη τη φάση παρενέβη η Σύγκλητος η

οποία κάλεσε τους φοιτητές να διαλυθούν πράγμα το οποίο δεν έγινε αποδεκτό. Το

μεσημέρι ανακοινώθηκε η απόφαση της Ιεράς Συνόδου που αποδοκίμαζε και

κατέκρινε ως βέβηλη κάθε αλλοίωση ή μεταβολή του πρωτοτύπου κειμένου του

Ιερού Ευαγγελίου με σκοπό τη μετάφραση σε απλούστερα ελληνικά.

Οι φοιτητές έκριναν ότι δεν τους ικανοποιούσε το κείμενο επιμένοντας στον

αφορισμό. Τότε, οχυρώθηκαν στο Πανεπιστήμιο συγκροτώντας φοιτητική

φρουρά αρνούμενοι τις εκκλήσεις του πρύτανη να αποχωρήσουν. Προσπάθησαν

να διασπάσουν με πέτρες και τρομάζοντας τα άλογα τις παρακείμενες ίλες ιππικού

για να μεταβούν στο Μέγαρου του Μητροπολίτη, αλλά δεν τα κατάφεραν. Η

Σύγκλητος με δική της απόφαση αναγνώριζε την απόφαση της Ι. Συνόδου

εκτιιμώντας πως αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα και είναι ανώτερη της

κυβέρνησης και του βασιλιά και καλούσε τους φοιτητές να διαλυθούν. Αμέσως,

25

Page 26: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

μετά την αποχώρηση των συγκλητικών η επιτροπή των φοιτητών επικοινώνησε με

τους προέδρους των Συντεχνιών Αθηνών - Πειραιώς. Οι Συντεχίες αποφάσισαν

«πάνδημον λαϊκόν συλλαλητήριον, μετά των κκ. Φοιτητών, εις τους Στύλους του

Ολυμπίου Διός» την επόμενη ημέρα Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 1901 στις 2 το

μεσημέρι. Ο μόνος όρος που έβαλαν οι Συντεχνίες στους φοιτητές για να

συμμετάσχουν ήταν να σταματήσουν τις επιθέσεις εναντίον των εφημερίδων.

Οι φοιτητές εν τω μεταξύ συνέχιζαν να προσπαθούν να σπάσουν τον κλοιό

του ιππικού με σκοπό να φτάσουν στο Μητροπολιτικό Μέγαρο χωρίς να τα

καταφέρουν. Τελικά, στον Μητροπολίτη πήγε ο καθηγητής της Ιστορίας Παύλος

Καρολίδης, ο οποίος είχε ήδη συνομιλήσει με τους φοιτητές, καταθέτοντας το

αίτημα των φοιτητών για αφορισμό. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως «ο

αφορισμός εξεπληρώθη κατ’ ουσίαν και ότι η Ιερά Σύνοδος έλαβεν όλα τα

κατάλληλα μέτρα, τα οποία, αν δεν θεωρηθώσιν επαρκή, θα τα επεκτείνη, αφού

υποβληθή αναφορά εκ μέρους των φοιτητών». Η δήλωση του Μητροπολίτη

κρίθηκε ανεπαρκής. Τη νύχτα οι φοιτητές, επειδή κυκλοφορούσαν φήμες για

κατάληψη του πανεπιστημίου από τον στρατό, συγκρότησαν φρουρά. Τη νύχτα

στο πανεπιστήμιο έμειναν γύρω στου 500 φοιτητές

Ενότητα Τρίτη

Τα αιματηρά γεγονότα της 8ης Νοεμβρίου 190129

Από το πρωί της Πέμπτης της 8ης Νοεμβρίου 1901 ο φρουρούμενος χώρος του

Πανεπιστημίου είχε γεμίσει από πλήθος φοιτητών και λαού. Ζωηρές συζητήσεις

με επίκεντρο το συλλαλητήριο που είχε προγραμματιστεί τις απογευματινές ώρες

λάμβαναν χώρα μεταξύ των φοιτητών καθώς η κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη

να το επιτρέψει.

Πράγματι, μετά από λίγη ώρα τοιχοκολλήθηκε στα Προπύλαια έγγραφο του

αρχηγού της Χωροφυλακής Στάϊκου ο οποίος είχε επιφορτιστεί την ανώτατη

29 Όλα τα στοιχεία που παρατίθενται στην ενότητα αυτή έχουν αντληθεί από Κωνσταντίνου Εμ., ό.π. και έχουν διασταυρωθεί από τις εφημ. Ακρόπολις και Άστυ

26

Page 27: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

εποπτεία των στρατιωτικών δυνάμεων της πρωτεύουσας, προς τον πρύτανη του

Εθνικού Πανεπιστημίου. Με αυτό η κυβέρνηση τον έθετε προ των ευθυνών του

για τη διατήρηση της τάξης και τον καλούσε να παρεμποδίσει ακόμη και με τη

βία, εάν χρειαστεί, τη διαδήλωση στην πόλη.

Το κείμενο αυτό όμως εξερέθισε τα πνεύματα των συγκεντρωμένων

φέρνοντας τα αντίθετα αποτελέσματα. Οι συγκεντρωμένοι φοιτητές εξέλεξαν δύο

αντιπροσώπους οι οποίοι εστάλησαν στους Προέδρους των συντεχνιών για να

συζητήσουν μαζί τους τα μέτρα που θα έπαιρναν σε περίπτωση παρεμπόδισης του

συλλαλητηρίου. Η απάντηση των συντεχνιών δεν άργησε και ήταν

κατηγορηματική: «θα γίνη αντί πάσης θυσίας το συλλαλητήριο». Μεγάλος

ενθουσιασμός κατέλαβε τους παρευρισκομένους, ενώ συνεχιζόταν η προσέλευση

κόσμου στο Πανεπιστήμιο και τους χώρους γύρω από αυτούς. Όλοι συμμετείχαν

στις συζητήσεις χωρίς να μπορεί να υπάρξει κάποια απόφαση. Για αυτό εκλέχτηκε

μια 15μελή Κεντρική Επιτροπή η οποία ανέλαβε να καταρτίσει το ψήφισμα του

συλλαλητηρίου το οποίο θα αποδιδόταν στο βασιλιά, την Ιερά Σύνοδο και την

Κυβέρνηση, αφού πρώτα το ενέκριναν και οι Πρόεδροι των Συντεχνιών.

Ορίστηκαν στη συνέχεια οι ομιλητές και αποφασίστηκε η συγκρότηση φρουράς

που θα παρέμενε μέσα στο Πανεπιστήμιο για την αποφυγή της κατάληψης από την

χωροφυλακή όσο θα απουσίαζε το πλήθος.

Τα πάντα ήταν έτοιμα και περίπου στις 2.30 μ.μ. παρά τις απαγορευτικές

διατάξεις, οι φοιτητές και ο λαός (σύνολο περίπου 10.000) ξεχύθηκαν στην οδό

Πανεπιστημίου κατευθυνόμενοι προς τις στήλες του Ολυμπίου Διός όπου εκεί

είχαν συγκεντρωθεί οι Συντεχνίες με επικεφαλής τους Προέδρους τους. Στην

διασταύρωση όμως της οδού πανεπιστημίου και της Σίνας οι διαδηλωτές

συνάντησαν το πρώτο μπόδιο. Ίλη ιππικού βρισκόταν παρατεταγμένη εκεί

εμποδίζοντας τη συνέχιση της πορείας. Οι διαδηλωτές άρχισαν τότε να

ζητωκραυγάζουν υπέρ του στρατού και ο ανθυπίλαρχος χαιρέτισε στρατιωτικά τη

διαδήλωση. Με αυτόν τον τρόπο ξεπεράστηκε το πρώτο εμπόδιο και η πορεία

συνεχίστηκε ανενόχλητη επί της Πανεπιστημίου.

27

Page 28: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Το δεύτερο εμπόδιο συναντήθηκε στο ύψος της οδού Βουκουρεστίου. Εκεί

άγημα ναυτών παρατεταγμένο κατά πλάτος της οδού εμπόδιζε τη διάβαση. Οι

ζητωκραυγές υπέρ του ναυτικού δεν ωφελούσαν σε τίποτα. Η πρόταση να

διέλθουν από την Ακαδημίας δεν έγινε αποδεκτή από τους διαδηλωτές οι οποίοι

επέμεναν. Ο επικεφαλής αξιωματικός των ναυτών διέταξε την πρόταξη των

λογχών και στη συνέχεια ακούστηκε το παράγγελμα «Γεμίσατε!». Έντρομοι οι

διαδηλωτές υποχώρησαν λίγο για να επανέλθουν και να επιτεθούν εναντίον των

ναυτών. Ρίχτηκαν τότε μερικοί πυροβολισμοί στον αέρα και ακολούθησε πανικός.

Στη συνέχεια όμως διασπάστηκε η ζώνη των πεζοναυτών και το πλήθος με

αλαλαγμούς και ζητωκραυγές εισήρθε στην οδό Κηφησιάς (σήμερα Βασιλίσσης

Σοφίας) και δια μέσου της Ηρώδου του Αττικού κατευθύνθηκε προς τους στύλους.

Έξω από τα Ανάκτορα οι διαδηλωτές ζητωκραύγασαν υπέρ της πριγκίπισσας

Σοφίας, όπως προηγουμένως είχαν ζητωκραυγάσει και για το βασιλιά Γεώργιο.

Στο τέλος της Ηρώδου του Αττικού και πριν το Παναθηναϊκό Στάδιο βρισκόταν

παρατεταγμένη ίλη του ιππικού η οποία παρακολουθούσε τους διαδηλωτές

κινούμενη παράλληλα με αυτού μέχρι το χώρο του συλλαλητηρίου. Πενήντα

περίπου χιλιάδες ήταν οι συγκεντρωμένοι στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Πρώτος το λόγο πήρε ο πρόεδρος της Κρητικής αδελφότητας «Αρκάδιον», ο

οποίος εξήρε την πρωτοβουλία των φοιτητών υπέρ του Ιερού Ευαγγελίου και

συνέστησε πλήρη νομιμότητα στις ενέργειές τους και αποφυγή σύγκρουσης με τον

στρατό, διότι «ο στρατός δεν είνε άλλο ή αδελφοί ημών εκτελούντες το εαυτόν

καθήκον». Ανεφώνησε δε στο τέλος υπέρ του Έθνους, της Πανεπιστημιακής

Νεολαίας και του Στρατού. Στη συνέχεια μίλησαν δύο φοιτητές από την Κεντρική

Επιτροπή. Ο πρώτος αναφερόμενος μεταξύ άλλων στην απόφαση της ιεράς

Συνόδου η οποία δεν ικανοποίησε τα αιτήματά τους ζήτησε να συμπληρωθεί η

συνοδική εγκύκλιος που καταδίκαζε τις μεταφράσεις με τη φράση: «αφορισμός

κατά παντός όστις ήθελε τολμήσει να μετάφραση το ιερόν Ευαγγελίων είτε εν τω

παρόντι είτε εν τω μέλλονται». Ο δεύτερος ζήτησε επίσης αφορισμό και

κατάσχεση όλων των μεταφράσεων που κυκλοφορούσαν, όπως επίσης καθορισμό

28

Page 29: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

εκ των προτέρων ποινών για όσους θα μεταφράσουν το Ευαγγέλιο ή θα διαβάζουν

τις μεταφράσεις. Ζητωκραυγές και παρατεταμένα χειροκροτήματα κάλυψαν το

τέλος του λόγου.

Τον λόγο έλαβε στη συνέχεια ο αντιπρόσωπος των Συντεχνιών, ο οποίος

επαίνεσε το ζήλο των φοιτητών υπέρ των εθνικών ιδεωδών: «τιμή και δόξα εις

τους φοιτητές, τους προσπαθούντας να διασώσωσιν ό, τι έμεινε άθικτον μέχρι

τούδε δια μέσου τόσων αιώνων, δια μέσου της βαρυτέρας δουλείας». Ζήτησε και

αυτός να προστεθούν φράσεις στην εγκύκλιο και, τέλος, είπε ότι ο λαός των

Συντεχνιών Αθηνών – Πειραιώς εκφράζει δι’ αυτού τα εγκάρδια συγχαρητήρια

προς τους φοιτητές και παρουσίασε το ψήφισμα που μαζί με τους φοιτητές είχε

συνταχθεί. Το ψήφισμα διάβασε στη συνέχεια φοιτητής της θεολογίας και έχει ως

εξής:

«Οι Φοιτηταί του Εθνικού Πανεπιστημίου και αι Συντεχνίαι Αθηνών και Πειραιώς συνελθόντες σήμερον εις

πάνδημον από κοινού συλλαλητήριον εις τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, όπως συσκεφθώσιν επί του ζητήματος

της βεβηλώσεως του Ιερού Ευαγγελίου και επί της εκδοθείσης ανεπαρκούς αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, μετά

αγόρευσιν πολλών και κατόπιν της υποδείξεως της καταλληλοτέρας γνώμης, ψηφίζουσι τα εξής:

1)Ομοθύμως αποφασίζουσιν, όπως το κείμενον του Ιερού Ευαγγελίου παραμείνη του λοιπού άθικτον και

αμόλυντον, ως παρελήφθη υπό των θείων της Εκκλησίας πατέρων.

2)Αιτούνται, όπως η Κυβέρνησις χορηγήση την άδειαν εις την Ιεράν Σύνοδον της Ελλάδος, ίνα επιβάλη τον

οικείον Αυτής αφορισμόν κατά των βεβλωσάντων το κείμενον του ιερού μας Ευαγγελιίου, συμπληρούσα ούτω την

χθες εκδοθείσαν ατελή αυτής απόφασιν.

3) Όπως η αυτή Εκκλησιαστική Αρχή ζητήση δια των αρμοδίων διακστικών αρχών την κατάσχεσιν και

εξαφάνισιν πάσης μεταφράσεως.

Και 4)Ορίζουσιν Επιτροπήν, εκ μεν των Φοιτητών ένα εξ εκάστης Σχολής, τους εξής:

Εκ των Συντεχνιών τους εξής: Γ. Σωτηρίου, Θεολογίας, Δ. Δήμερ, Νομικής, Ε. Πελεκίδην, Φιλολογίας, Μ.

Ξανθάκον, Ιατρικής, Ηλ. Αρβανίτην, Μαθηματικών, Κ. Μαρκόπουλον, Φαρμακευτικής.

Εκ δε των Συντεχνιών τους εξής: Δ. Χρ. Παπαδόπουλον, πρόεδρον του Συνδέσμου Τυπογράφων, Γ.

Πελάκην, Πρόεδρον Αρβυλοποιών, Χ. Λιναρδάκην, Πρόεδρον Σανδαλοποιών, Β. Κάζην, Φανοποιών.

Αναθέτουσι δε αυτή την εκτέλοεσιν των άνω ψηφισθέντων και την υποχρέωσιν όπως μετά ταύτα

συγκαλούσα και πάλιν τους εντολείς αυτής δώση λόγον των ενεργειών της.

Αθήνησι τη 8 Νοεμβρίου 1901»

Παρατεταμένα χειροκροτήματα, επιδοκιμασίες και ζητωκραυγές διαδέχθηκαν

την ανάγνωση του ψηφίσματος, ενώ κάποιοι έκαψαν φύλλα της αφημερίδας

«Ακρόπολις» σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στάση της απέναντι στο όλο ζήτημα.

29

Page 30: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Η διαδήλωση όμως δε διαλύθηκε, καθώς κανένας δεν απομακρύνθηκε από το

χώρο των Στυλών του Ολυμπίου Διός. η επιτροπή αποφάσισε την επιστροφή στο

Πανεπιστήμιο. Ορισμένοι πρότειναν να πάνε στη μητρόπολη ή στα Ανάκτορα για

την επίδοση του ψηφίσματος, αλλά τελικά επικράτησε η άποψη της επιστροφής

στο Πανεπιστήμιο, δια μέσου της λεωφόρου Αμαλίας. Προηγείται φοιτητής με την

ελληνική σημαία και δίπλα άλλος φοιτητής με την εικόνα του Οικουμενικού

Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄.

Στο ύψος περίπου της Ρωσικής εκκλησίας οι διαδηλωτές βρέθηκαν μπροστά

σε άγημα του ναυτικού, το οποίο εμπόδισε την δια της λεωφόρου Αμαλίας

επιστροφή και τους υποχρέωσε να ακολουθήσουν την οδό Φιλελλήνων, να

περάσουν από την πλατεία Συντάγματος και δια μέσου των οδών και

Πανεπιστημίου να φτάσουν περίπου στις 4 το μεσημέρι στο χώρο των

Προπυλαίων. Εκεί μίλησε εξ ονόματος της Επιτροπής ένας φοιτητής ο οποίος

ευχαρίστησε τους φοιτητές και το λαό για τη συμμετοχή στο συλλαλητήριο και

ανακοίνωσε της περαιτέρω ενέργειες της επιτροπής για την επίδοση του

ψηφίσματος. Εν τέλει κάλεσε τους φοιτητές να συγκεντρωθούν ήσυχα στις

αίθουσες του Πανεπιστημίου και το λαό «μετά παραδειγματικής ησυχίας και

τάξεως» να επιστρέψει στις δουλειές του. Όλοι υπάκουσαν και η συγκέντρωση

άρχισε να διαλύεται.

Ένα μέρος των διαδηλωτών όμως (χίλιοι περίπου) κατευθύνθηκε προς την

οδό Κοραή όταν ακούστηκε επί της Σταδίου μια προτροπή που καλούσε «Εις του

Μητροπολίτη!». Όλοι επανέλαβαν την προτροπή. Σε λίγο οι διαδηλωτές στους

οποίους προστέθηκαν και άλλοι από τους τριγύρω οδούς βρέθηκαν αντιμέτωποι με

το ναυτικό άγημα που προτύτερα βρισκόταν στη λεωφόρο Αμαλίας. Οι προτροπές

του αρχηγού της χωροφυλακής να υποχωρήσουν και να διαλυθούν δεν

εισακούστηκαν και οι διαδηλωτές επιχείρησαν να σπάσουν τη ζώνη των

παρατεταγμένων ναυτών. Τα πράγματα οξύνθηκαν και η σύγκρουση ήταν

αναπόφευκτη. Ο επικεφαλής της ίλης ιππικού ξιφουλκεί πρώτος και οι ιππείς τον

ακολουθούν. Με γυμνά τα σπαθιά όρμησαν εναντίον του πλήθους το οποίο

30

Page 31: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

τραβήχτηκε και στριμώχτηκε στα πεζοδρόμια. Τότε ακούστηκαν διαμαρτυρίες

εναντίον των ιππέων και προς στιγμή φάνηκε ότι η ίλη υποχωρούσε. Τότε

παρουσιάστηκε ο μοίραρχος ο οποίος διέταξε νέα επέλαση του ιππικού. Κραυγές

αποδοκιμασίας και σφυρίγματα ακούστηκαν από τα πεζοδρόμια, ενώ πέτρες

ρίχνονταν κατά των ιππέων οι οποίοι είχαν καταπατήσει ένα σημαντικό αριθμό

του πλήθους κατά τη δεύτερη επέλαση.

Τότε ένας από τους διαδηλωτές έβγαλε το περίστροφό του και πυροβόλησε

στον αέρα. Τον μιμήθηκαν και άλλοι. Η ώρα των αιματηρών γεγονότων είχε έρθει,

το σύνθημα δόθηκε. Ο επικεφαλής του ναυτικού αγήματος διέταξε «Πυρ

ομαδόν!», άσφαιρο στην αρχή και στη συνέχεια με σφαίρες. Πανδαιμόνιο και

πανικός ακολούθησε από την πλευρά των διαδηλωτών. Οι πυροβολισμοί

γενικεύθηκαν από την πλευρά των στρατιωτικών τμημάτων. Οι τολμηρότεροι από

τους διαδηλωτές έβγαλαν τα περίστροφα και απάντησαν. Σκηνές αληθινής μάχης

έλαβαν χώρα στο κέντρο της πρωτεύουσας. Στην σύρραξη αυτή έλαβαν μέρος και

οι αστυφύλακες που φρουρούσαν το Υπουργείο Οικονομικών από τις σφαίρες των

οποίων σκοτώθηκε ο πρώτος διαδηλωτής ο Νικόλαος Πάστρας.

Το θέαμα του πρώτου νεκρού εξαγρίωσε το πλήθος και οι πυροβολισμοί από

τις δύο πλευρές έγιναν εντονότεροι. Ο αριθμός των σκοτωμένων

πολλαπλασιάστηκε, ενώ οι τραυματίες ανέρχονταν σε πολλές δεκάδες. Πολλοί από

τους διαδηλωτές τράπηκαν σε φυγή. Μερικοί από αυτούς έφτασαν στο

πανεπιστήμιο ζητώντας όπλα από τους φοιτητές. Σε λίγο οι πυροβολισμοί

αραιώθηκαν και οι συμπλοκές φάνηκε ότι είχαν σχεδόν καταπαύσει. Αλλά

ξαφνικά ίλη ιππικού ανήλθε την οδό Κοραή από την οδό Σταδίου και έστριψε στην

οδό Ρήγα Φεραίου πυροβολώντας διαρκώς. Οι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο

νόμισαν ότι επρόκειτο για έφοδο και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των

ιππέων. Έπεσε ένας ιππέας, ενώ πολλοί τραυματίστηκαν και από τις δύο πλευρές.

Η ίλη κατευθύνθηκε προς την οδό Ιπποκράτους και το πυρ σταμάτησε. Δεν

υπήρξαν περισσότεροι νεκροί από τη μεριά των φοιτητών διότι ο αρχηγός της

φοιτητικής φρουράς δεν επέτρεψε την έξοδο προς τον χώρο της συμπλοκής.

31

Page 32: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Ομάδα φοιτητών και των συντεχνιών επισκέφθηκε τα Ανάκτορα και δια

μέσου του υπασπιστού ζήτησε από τον βασιλιά την αποχώρηση του στρατού από

την πόλη. Ο βασιλιάς έκανε αποδεκτή την πρόταση.

Αλλά λίγο αργότερα έπεσε και άλλος νεκρός και υπήρξαν και άλλοι

τραυματίες όταν ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης έφευγε με την άμαξά του από το

ξενοδοχείο της Μεγ. Βρετανίας. Το πλήθος φωνάζοντας «Κάτω ο δολοφόνος,

Κάτω ο φονιάς» επιτέθηκε στη φρουρά του με πέτρες. Ανταλλάχτηκαν

πυροβολισμοί, αλλά η προέλαση του ιππικού εμπόδισε τη γενίκευση.

Ο απολογισμός των αιματηρών γεγονότων ήταν οκτώ νεκροί και γύρω στους

εβδομήντα τραυματίες. Τη νύκτα της 8ης Νοεμβρίου πολλοί φοιτητές παρέμειναν

εντός του Πανεπιστημίου. Υπήρχε μεγάλη αγωνία, αλλά και ηρεμία η οποία

διακόπηκε όταν στις 3 το πρωί ανταλλάχθηκαν νέοι πυροβολισμοί. Στρατιωτικό

απόσπασμα αποπειράθηκε να κλέψει τα πτώματα από το Δημοτικό Νοσοκομείο

για να ταφούν κρυφά χωρίς φασαρία. Η απόπειρα απέτυχε. Η κηδεία έγινε την

επομένη με δαπάνη του δήμου. Την εκφορά ακολουθούσε η Σύγκλητος και οι

καθηγητές του Πανεπιστημίου, οι δήμαρχοι των Αθηνών Πειραιώς με τα δημοτικά

συμβούλια, οι συντεχνίες και τα σωματεία των δύο πόλεων και πολύς λαός. Την

νεκρώσιμο λειτουργία προέστη ο συνοδικός μητροπολίτης Παροναξίας Γρηγόριος,

διότι ο Αθηνών είχε παραιτηθεί κατά την προηγούμενη νύχτα.

Στις 12 Δεκεμβρίου, ένα μήνα αργότερα, έγινε νέο συλλαλητήριο

διαμαρτυρίας μαζί με τις συντεχνίες χωρίς να προκληθούν σημαντικά επεισόδια.

Το ψήφισμα προς τη βουλή και το βασιλιά καλούσε «την λήψιν μέτρων

αποτελεσματικών κατά της διαδόσεως μεταφράσεων του Ιερού Ευαγγελίου εις τον

Ελληνικόν Λαόν και της κατασχέσεως των ήδη διαδοθεισών», την τιμωρία του

κάθε μεταφραστή και όποιου φέρει αυτά τα κείμενα και, τέλος, την αναζήτηση

των υπευθύνανω των αιματηρών γεγονότων της 8ης Νοεμβρίου.

Ακριβώς τρία χρόνια αργότερα, το Νοέμβρη του 1903, θα ξεσπάσουν πάλι

αιματηρά επεισόδια, τα «Ορεστειακά». Το επίδικο αντικείμενο θα είναι η

μετάφραση της «Ορέστειας» του Ευριπίδη σε απλή νεοελληνική.

32

Page 33: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Κεφάλαιο Δεύτερο

πολιτικά και ιδεολογικά στρατόπεδα στην Ελλάδα των

«Ευαγγελικών»

Το επόμενο, λοιπόν, βήμα είναι να προσπαθήσουμε να εγχαράξουμε, με βάση

τις πιο πάνω μεθόδους που διαμορφώνουν μια αυτόνομη οπτκή και παράλλαληλα

συσχετίζουν τη λειτουργία και τη δράση του εθνικισμού με τις κοινωνικές τάξεις,

τα πολιτικά και ιδεολογικά στρατόπεδα που συγκρούστηκαν κατά τη διάρκεια της

εξέγερσης των Ευαγγελικών και γενικότερα κατά τη συγκυρία εκείνη. Αφού

χαράξουμε τους πόλους μέσα από τις πηγές τόσο τις πρωτογενείς όσο και ακόμη

περισσότερο τις δευτερογείς, θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε τη συμβολή του

κάθε φορέα στη διαμόρφωση του πλαισίου εκείνου που οδήγησε και διαμόρφωσε

το σκηνικό των «Ευαγγελικών».

Ενότητα Πρώτη

ερμηνευτικές προσεγγίσεις για το πολιτικό σκηνικό

Η σύγκρουση των Ευαγγελικών, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, έχει από την

πλειοψηφία των συγγραφέων χαρακτηριστεί ως μια σύγκρουση μεταξύ των

δυνάμεων της προόδου και των δυνάμεων της συντήρησης. Το πρόβλημα σε αυτήν

την διατύπωση δεν είναι όμως μόνο ιστορικό, αλλά είναι κυρίως θεωρητικό και

μεθοδολογικό. Είναι καταρχήν ιστορικό διότι η εγχάραξη και η ομαδοποίηση

προσώπων και καταστάσεων πίσω από το σχήμα «προοδευτικός» και

«συντηρητικός» είναι πάρα πολύ προβληματική για την περίοδο που μελετάμε και

κατα δεύτερον είναι πολύ σχηματική, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τον διαφορετικό

ρόλο και λειτουργία του κάθε παράγοντα στη συγκυρία. Γιατί, εάν με βάση το

«ποιός επιθμεί τη μετάφραση του Ευαγγελίου» χωρίσουμε τους παράγοντες με μια

33

Page 34: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

κάθετη γραμμή, τότε θα πρέπει να προσδιορίσουμε ως «προοδευτικούς» από τη

μια τη βασίλισσα Όλγα και κατ’ επέκταση το παλάτι, την ομάδα Ψυχάρη, Πάλλη,

Εφταλιώτη, τον Μητροπολίτη Προκόπιο, και τις εφημερίδες Άστυ και Ακρόπολις,

το κόμμα του Θεοτόκη και ως ξένους δάκτυλους τη Ρωσία και την Αγγλία και από

την άλλη να χαρακτηρίσουμε ως «συντηρητικούς» το κόμμα του Δεληγιάννη, το

Οικουμενικό Πατρειαρχείο, την Ιερά Σύνοδο, τις συντεχνίες και όλους τους

εργάτες που κατέβηκαν στην διαδήλωση, τους φοιτητές με τη ριζοσπαστικότητά

τους, το Πανεπιστήμιο, τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τη Σοφία και κατ’ επέκταση

το μικρό παλάτι με ξένο δάχτυλο τη Γερμανία. Είναι εμφανές ότι κανένα από τα

παραπάνω πρόσωπα ή τους παραπάνω θεσμούς με τη συμπεριφορά του τόσο

γενικότερα στη συγκυρία ή ειδικότερα στο γεγονός είτε από άποψη θέσης και

ρόλου δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια από τις δύο παρατάξεις τουλάχιστον με

αυτούς τους όρους. Το ίδιο το σχήμα πέρα από ανιστορικό είναι και αντιφατικό

και μερικές φορές και άτοπο. Το ίδιο συμβαίνει εάν από τη μια θεωρήσουμε

συλλήβδιν όλους τους δημοτικιστές και μάλιστα τους ψυχαριστές ως

προοδευτικούς και όλους τους υπόλοιπους συντηρητικούς. Πρώτον, υπάρχουν

πάρα πολλές διαβαθμίσεις που σχεδόν καθιστούν αδύνατη μια τέτοια σχηματική

διατύπωση. Δεύτερον, δεν εκλαμβάνεται υπόψιν το υλικό συμφέρον και κατ’

επέκταση το ταξικό συμφέρον σε μια τέτοια ερμηνευτική προσπάθεια. Δε

λαμβάνεται υπόψιν δηλαδή η πρόθεση, θα λέγαμε, από άποψη όχι φόρμας και

θέσης, αλλά από άποψη κοινωνικής φύσης.

Στις περισσότερες περιπτώσεις οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι αντιθέσεις της

άρχουσας τάξης εκλαμβάνονται ως μια ενδοαστική αντιπαράθεση μεταξύ

«εκσυγχρονιστών» και «συντηρητικών» που έχει ως στόχο την αναμεταξύ τους

αποδυνάμωση εν είδει κονταρομαχίας που συμβαίνει στο κεντρικό πολιτικό

σκηνικό και δεν αφορά την κοινωνία ή τις μάζες. Η ίδια η πραγματικότητα βέβαια

επιβεβαιώνει για εντελώς το αντίθετο με τη συμμετοχή των μαζών στο πολιτικό

σκηνικό. Κατά την άποψή μας η ενδοαστική σύγκρουση είναι καταρχήν μια

σύγκρουση μεταξύ μερίδων της αστικής τάξης που έχουν ως βάση διαφορετικούς

34

Page 35: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

τομείς της οικονομίας και κατ’ επέκταση συμμετέχουν σε διαφορετικούς

συνασπισμούς εξουσίας στο επικοδόμημα με διαφορετικούς στρατηγικούς

προσανατολισμούς και έχει ως επίδικο αντικείμενο την προσπάθεια επιβεβαίωσης,

αναπαραγωγής και ενίσχυσης της κυριαρχίας και της ηγεμονίας επί των

υπάλληλων τάξεων. Ο κάθε θεσμός, πρόσωπο ή κοινωνική κατηγορία συμμετέχει

σε αυτήν τη σύγκρουση και καταθέτει τη δική του πρόταση για την επίλυση των

προβλημάτων και την αναπροσαρμογή τόσο των ενδοαστικών συσχετισμών όσο

και των διαταξικών συσχετισμών και της ιστορικής ταξικής ισορροπίας. Ανάλογα,

με το ρόλο που έχει ο κάθε θεσμός ή πρόσωπο ή κοινωνική κατηγορία στο

πολιτικό και θεσμικό επικοδόμημα προτείνει λύσεις που είναι περισσότερο ή

λιγότερο συναινετικές. Έτσι, προκύπτουν να ταυτοποιούνται σε κάποιο πρόσωπο ή

θεσμό ή κοινωνική κατηγορία αντιλήψεις και συμπεριφορές πολλές φορές

αντιφατικές μεταξύ τους που επιφανειακά να φανερώνουν έλλειψη στρατηγικής ή

κρίση σχεδίου. Στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για αναπροσαρμογές στη

συγκυρία. Με βάση αυτήν την αναλυτική προσέγγιση μπορούμε να επιχειρήσουμε

να ερμηνεύσουμε και να ιστορικοποιήσουμε τις συμπεριφορές όλων των

παραγόντων που αναδεικνύονται στο σκηνικό που οδηγούν και στήνουν τα

«Ευαγγελικά».

Από μια άλλη πλευρά το σχήμα προοδευτικοί/συντηρητικοί προδιαθέτει

πολιτικά υπέρ της μεριάς εκείνης η οποία αγωνίζεται για την πρόοδο της

κοινωνίας, μια έννοια φορτισμένη θετικά καθώς η πρόοδος της κοινωνίας

ταυτίζεται με τον εκδημοκρατισμό ή με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Στην

πραγματικότητα το σχήμα αυτό αποτελεί την έκφραση μιας θετικιστικής

αντίληψης για την ιστορία που θεωρεί ότι υπάρχει μια διαρκής προοδευτική

κίνηση της ανθρώπινης ιστορίας εν μέσω της οποίας οι εκάστοτε προοδευτικές

δυνάμεις, που μπορεί διιστορικά να συνέχονται πολιτικά ή ιδεολογικά,

αντιπαλεύουν τις εκάστοτε συντηρητικές δυνάμεις. Σε αυτήν την περίπτωση το

πρόβλημα με την θεωρητική αντίληψη του θετικισμού είναι ότι δε λαμβάνει

υπόψη το αναμφισβήτητο γεγονός ότι εφόσον δε μιλάμε για πολιτικά

35

Page 36: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

προγράμματα που αγωνίζονται για ανατροπή του καθεστώτος σε μια κατεύθυνση

εκτός αστικών πλαισίων, όλα τα άλλα προγράμματα συνήθως αγωνίζονται για την

επιβεβαίωση, αναπαραγωγή, συντήρηση του αστικού καθεστώτος με

ευνοϊκότερους κάθε όρους για την ηγεμονία και την κυριαρχία της άρχουσας

τάξης επί των υπάλληλων τάξεων. Σε αυτήν την προσπάθεια πάντοτε η κάθε

πλευρά υιοθετεί πλευρές των αναγκών των κατώτερων στρωμάτων για να

ενσωματώνει την πολιτική τους έκφρασει και να διατηρεί την ισχύ και τον έλεγχο

επί αυτών αποφεύγοντας από τα κάτω οξύτερες μορφές αντίδρασης που μπορεί να

απειλήσουν συνολικά το καθεστώς. Το πρόβλημα αυτής της οπτικής γίνεται

φανερό στην πράξη αρκετές φορές. Για παράδειγμα μπορεί να παρουσιάζεται ως

προοδευτική δύναμη η εφημ. Ακρόπολις η οποία συγκεκριμένα για το πολίτευμα

υιοθετεί ένα πρόγραμμα που επιθυμεί ένα λιγότερο δημοκρατικό κοινοβουλευτικό

σύνταγμα.

Η αστική τάξη, λοιπόν, δεν είναι ενιαία. Συγκροτείται από διαφορετικές

αντίπαλες αστικές μερίδες οι οποίες αντανακλούν είτε σε διαφορετικές

ανταγωνιστικές μεταξύ τους παραγωγικές δυνάμεις είτε σε συνασπισμούς

συμφερόντων βασισμένων σε διαφορετικά παραγωγικά μοντέλα ή τομείς της

οικονομίας με διαφορετικές ανάγκες στην στρατηγική τους ανάπτυξη30.

30 Όταν αναφερόμαστε σε παραγωγικά μοντέλα που διαμορφώνουν συγκεκριμένα μπλοκ εξουσίας με συγκεκριμένη ιδεολογία εννοούμε οποιοδήποτε παραγωγικό μοντέλο λειτουργεί μέσα σε ένα ενιαίο κοινωνικό σχηματισμό. Μπορεί να αφορά φεουδαρχικά μοντέλα που συγκρούονται με καπιταλιστικά μοντέλα, επομένως να πρόκειται για εντελώς διαφορετικούς τρόπους παραγωγής και να βρισκόμαστε σε στάδια μετάβασης από ένα σύστημα σε ένα άλλο και τη μεταμόρφωση ενός κράτους σε αστικού ή τη συγκρότηση ενός νέου κράτους. Συνήθως όμως αφορά μετά τη συγκρότηση του αστικού κράτους για διαφορετικές μορφές παραγωγής της καπιταλιστικής δομής που μπορεί να λαμβάνει τη μορφή σύγκρουσης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων που αντανακλούν σε διαφορετικά στάδια του ιστορικού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μπορεί να λαμβάνει το χαρακτήρα σύγκρουσης παραγωγικών μοντέλων που έχουν τη βάση τους σε διαφορετικούς τομείς της παραγωγής μπορεί να βασίζεται σε ανταγωνισμούς διαφορετικών συμφερόντων ίδιου παραγωγικού μοντέλου, π.χ. έμποροι εναντίον εμπόρων. Η διαφοροποίηση μεταξύ τους άσχετα με το βαθμό και τον ειδικό χαρακτήρα συνήθως δομείται πάνω στην αμφισβήτηση των παλαιών παραγωγικών δυνάμεων από νέες παραγωγικές δυνάμεις. Αμφισβητείται η παλιά άρχουσα τάξη και η παλιά κοινωνική οργάνωση, αμφισβητείται ο παλιός τρόπος αστικής ανάπτυξης, αμφισβητείται ο παλιός τρόπος άσκησης της αστικής ηγεμονίας. Προτείνεται ένα νέο πρότυπο άσκησης της ταξικής πολιτικής σε όλα τα πεδία, ένα πρότυπο που παρουσιάζεται ως νέο και εκσυγχρονιστικό. Στην πραγματικότητα εκτός από περίοδους οξυμένης κοινωνικοπολιτικής κρίσης της αστικής οικονομίας και τους αστικού καθεστώτος, ένα είναι το παραγωγικό μοντέλο που κυριαρχεί στην αναπτυξιακή διαδικασία και τα υπόλοιπα είτε λειτουργούν ανταγωνιστικά, είτε λειτουργούν σε επιμέρους τομείς της παραγωγής, είτε τείνουν προς την εξαφάνιση. Γενικά, όμως ο πήχης της σύγκρουσης μετατοπίζεται ιστορικά σε όλο και πιο ενιαία βάση ανάλογα με το βαθμό καπιταλιστικής ολοκλήρωσης των παραγωγικών δομών και το βαθμό κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και της αγοράς. Δηλαδή αρχικά η απόσταση φεουδαρχικών δομών και καπιταλιστικών δομών έθεταν μια συγκεκριμένη ποιότητα στην ταξική σύγκρουση η οποία διαφοροποιείται και εξελίσσεται σε νέες μορφές με χαρακτηριστικά λιγότερο οξυμένα όσο διευρύνονται οι καπιταλιστικές σχέσεις και ολοκληρώνεται το καπιταλιστικό σύστημα καθώς μεταβαίνει διαρκώς

36

Page 37: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Διαφορετικές στρατηγικές ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας στην πράξη σημαίνει

και διαφορετική αντίληψη και κατανόηση του «εθνικού συμφέροντος». Η

διαφορετική αντίληψη για το εθνικό συμφέρον προκύπτει από την αναγκαιότητα

για κίνηση ολόκληρης της κοινωνίας προς την ανάπτυξη και την ενδυνάμωση του

παραγωγικού μοντέλου ή του συνδυασμού παραγωγικών μοντέλων από τα οποία

αναδεικνύονται οι συγκεκριμένες αστικές μερίδες. Επίσης, εφόσον το κάθε

παραγωγικό μοντέλο ή τομέας της οικονομίας ταυτόχρονα παράγει ως προϊόν της

ταξικής πάλης την εργατική του τάξη ή την εκμεταλλευόμενή του τάξη,

διαμορφώνονται σε κάθε περίπτωση συγκεκριμένες ιδιαίτερες ταξικές ισορροπίες.

Εάν η πεμπτουσία του εθνικισμού ως αστικής ιδεολογίας είναι η υποταγή των

υπάλληλων τάξεων στα συμφέροντα των ανωτέρων, αυτή η ηγεμονία δεν μπορεί

να πραγματωθεί και να γειωθεί στις συνειδήσεις παρά μόνο εάν ενσωματώνει

στοιχεία της στρατηγικής της εκμεταλλευόμενης τάξης. Επομένως, η εθνική

ιδεολογία που διαμορφώνει η κάθε αστική μερίδα ως «πεμπτουσία» της ταξικής

ενότητας και της σύνθεσης των ταξικών πολιτικών αντανακλά τόσο σε

διαφορετικές στρατηγικές της ίδιας της αστικής μερίδας, αλλά ενσωματώνει ή

καλύτερα υποτάσσει και στρατηγικές των κατώτερων στρωμάτων. Η εθνική

στρατηγική που προτείνει δηλαδή κάθε αστική μερίδα ή και κάθε αστός προκύπτει

από επιμέρους αποκρυσταλλώσεις της ιστορικής ταξικής ισορροπίας ανάλογα με

τις σχέσεις που διαμορφώνει το εκάστοτε παραγωγικό μοντέλο στο οποίο

συμμετέχει. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, οι «εθνικισμοί» δεν είναι «καθαροί»

εκφραστές των αστικών συμφερόντων, αλλά προϊόντα της ταξικής πάλης. Η

αστική τάξη δε θα χρειαζόταν τον εθνικισμό εάν δε χρειαζόταν να πείσει τις

κατώτερες τάξεις για το κοινό συμφέρον και των δύο. Ο εθνικισμός δηλαδή, όχι

μόνο στα λόγια, αλλά και στην πράξη συνταιριάζει πλευρές των αναγκών και από

από πρωτόγονες μορφές σχέσεων σε πιο ώριμες. Ιδιαίτερο ρόλο όμως παίζουν στη σύνταξη των εθνικιστικών σχεδιασμών οι μεγαλύτερες ή μικρότερες κρίσεις που διαπερνάνε συχνά την καπιταλιστική οικονομία. Επίσης, ιδιαίτερο ρόλο κατέχουν στη χάραξη της εθνικιστικής στρατηγικής η ίδια η αμφισβήτηση του κυρίαρχου παραγωγικού μοντέλου από την πλευρά μικρότερων ή μεγαλύτερων κινημάτων της εργατικής τάξης και γενικότερα των κατώτερων στρωμάτων. Ακόμη, τέλος, η ύπαρξη και ο ρόλος των μικροαστικών στρωμάτων σε έναν καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Πάντοτε όμως οι εθνικισμοί αυτοί λειτουργούν και εφαρμόζονται μέσα στα πλαίσια της ενιαίας εθνικής φαντασιακής κοινότητας.

37

Page 38: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

τις δυό τάξεις ή μάλλον υπολαμβάνει οπτικές της στρατηγικής των κατώτερων

τάξεων ανάλογα με τους ταξικούς συσχετισμούς. Ο κάθε εθνικισιμός αντανακλά

σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ταξικής ισορροπίας.

Το αποτέλεσμα βέβαια αυτών των διεργασιών είναι να διαρρηγνύουν την

ταξική ενότητα της εκμεταλευόμενης τάξης ώστε να μη δύναται να συγκροτήσει

μια αυτόνομη πολιτική φαντασιακή ταξική κοινότητα, αλλά να διαμορφώνει τη

συνείδησή της μέσα στα πλαίσια μιας εθνικής πολιτικής φαντασιακής κοινότητας.

Επομένως, υπάρχουν μέσα στα πλαίσια της εργατικής ή γενικότερα των

εκμεταλλευομένων τάξεων μερίδες της εργατικής τάξης ή των εκμεταλευομένων

τάξεων με διαφορετικά ιδεολογικά, πολιτικά, κοινωνικά χαρακτηριστικά.

Εφόσον μια εθνική κρατική οικονομία εμπεριέχει περισσότερα του ενός

παραγωγικά μοντέλα τα οποία λειτουργούν εν δυνάμει ανταγωνιστικά μεταξύ

τους, αλλά τελικά συνθετικά στην παραγωγική βάση διαμορφώνοντας ένα

συγκεκριμένο ιστορικό κοινωνικό σχηματισμό, οι στρατηγικές αντιθέσεις των

επιμέρους παραγωγικών μοντέλων που συγκροτούνται ως εθνικές και πολιτικές

αντιθέσεις συνιστούν μια ενότητα και λειτουργούν στα πλαίσια μιας πολιτικής

εθνικής φαντασιακής ενότητας που στην περίπτωσή μας είναι το «ελληνικό

έθνος». Αυτή η εθνική ενότητα στο υλικό πεδίο διαπερνά τους κάθετους

ιδεολογικούς συνασπισμούς που μπορεί να συγκροτούνται με βάση το εκάστοτε

παραγωγικό μοντέλο συγκροτώντας διαχωρισμένες ταξικές ομάδες, δηλαδή μια

αστική τάξη, μια εργατική τάξη. Έτσι, στην πραγματικότητα κάθε μερίδα της

αστικής τάξης ενθαρρύνοντας το δικό της παραγωγικό μοντέλο ταυτόχρονα

προτείνει τη δική της ενίσχυση τόσο σε βάρος μιας άλλης αστικής μερίδας, αλλά

και τελικά συνολικά την ενίσχυση της αστικής τάξης σε βάρος των

εκμεταλλευόμενων τάξεων. Δηλαδή στην πραγματικότητα το επίδικο αντικείμενο

μεταξύ των διαφορετικών αστικών μερίδων είναι η κυριάρχηση επί εργατικού

δυναμικού. Σε ποιά παραγωγική κατεύθυνση θα ενταχθεί και θα υποταχθεί το

εργατικό δυναμικό της χώρας. Ο κυρίαρχος ανταγωνισμός είναι δηλαδή ο

διαταξικός. Το ζήτημα τελικά είναι με ποιούς όρους θα υποταχθεί η

38

Page 39: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

εκμεταλλευόμενη τάξη. Απλώς, μέσα στα πλαίσια της ταξικής πάλης ο

παράγοντας εργατική ή γενικά εκμεταλλευόμενη τάξη παίζει και το δικό της

παιχνίδι. Συνεπώς, η εθνική ιδεολογία της κάθε αστικής ομάδας ή του κάθε αστού

ξεχωριστά είναι μια πρόταση συνολικά προς την κοινωνία, για το πως θα

συγκροτηθεί ο κοινωνικός σχηματισμός και πως θα επιλύσει τις εκάστοτε κρίσεις

ηγεμονίας σε μια προοπτική συγκεκριμένης ταξικής ισορροπίας.

Επομένως, στα πλαίσια του «ελληνικού έθνους» λειτουργούν άλλωτε

αντιθετικά και άλλωτε συνθετικά διαφορετικές απόψεις και οπτικές για αυτό

ανάλογα με τη συγκυρία και ανάλογα με τους εθνικούς και διεθνείς συσχετισμούς.

Αυτές οι διαφορετικές οπτικές θεωρητικοποιούνται κάθε φορά από τους

διανοούμενους της αστικής τάξης, τους δημοσιογράφους, τους καθηγητές

πανεπιστημίου, τους πολιτικούς και συμπυκνώνονται σε διαφορετικούς πολιτικούς

και ιδεολογικούς συνασπισμούς. Με αυτόν τον τρόπο συγκροτούνται στο θεσμικό

και ιδεολογικό εποικοδόμημα τα πολιτικά κόμματα τα οποία διατηρούν μια

σχετική αυτονομία από την υλική βάση γιατί ακριβώς πρέπει σε ένα δεύτερο

επίπεδο αφαίρεσης να συνθέτουν όλες αυτές τις αντινομίες σε συγκεκριμένα

πολιτικά προτάγματα προς την κοινωνία πολιτών. Το κάθε ένα κόμμα συνενώνει

περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικές εθνικές και πολιτικές στρατηγικές συνήθως

γύρω από μια στρατηγική που προκύπτει από το πιο δυναμικό παραγωγικό τομέα.

Το κάθε εθνικό αστικό κόμμα, λοιπόν, κατέχει μια ιδιαίτερη αντίληψη του

χαρακτήρα του ίδιου του έθνους και κατέχει μια δική του αντίληψη για την

ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.

Συνήθως, οι εθνικές στρατηγικές συμπυκνώνονται σε μια δομική πολικότητα συνασπισμών

εξουσίας που ενσωματώνουν εξίσου τόσο κάποια στοιχεία διατήρησης, δηλαδή συντήρησης,

κάποιων κοινωνικών συσχετισμών και αναπαραγωγής τους όσο και στοιχεία υπέρβασης,

πρόοδος, κάποιων υπαρχουσών κοινωνικών συσχετισμών. Κάθε κόμμα ή θεσμός έχει τη δική

του αντίληψη για την εξέλιξη της κοινωνίας και την επίλυση των προβλημάτων. Σε κάθε

περίπτωση, λοιπόν, το προοδευτικό ή το συντηρητικό είναι ένα ζήτημα προς συζήτηση. Σε ένα

ολοκληρωμένο πολιτικό αστικό σύστημα αυτή η πολικότητα μπορεί να λαμβάνει δυαδική

μορφή που μπορεί να εκφράζεται είτε με δύο κόμματα με καθαρό πολιτικό πρόγραμμα είτε με

39

Page 40: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

δύο πόλους στους οποίους συμμετέχουν περισσότερα από ένα κόμμα στον κάθε πόλο με

ξεχωριστό πολιτικό πρόγραμμα. Μπορεί όμως οι πόλοι και οι συνασπισμοί εξουσίας να είναι

περισσότεροι από δύο και να έχουν διαφορετική πολιτική έκφραση, π.χ. παλάτι και δύο κόμματα

ή μπορεί να αλληλοκαλύπτονται και να αλληλοδιαπερνούνται. Σε κάθε περίπτωση επειδή

έχουμε να κάνουμε με συνασπισμούς συμφερότων υπάρχουν πάντα αποκλίνουσες και

κεντρόφυγες δυνάμεις.

Ενότητα Δεύτερη

τα κόμματα και η εφημ. Ακρόπολις απέναντι στα «Ευαγγελικά»

Το κίνημα των «Ευαγγελικών» ξεκινώντας ως ένα θέμα που αφορούσε μια

αντιπαράθεση μεταξύ μιας εφημερίδας και κάποιων πανεπιστημιακών κατέληξε να

πάρει διαστάσεις σύγκρουσης ανάμεσα στο λαό της Αθήνας και την κυβέρνηση

Θεοτόκη. Από όλες τις πηγές το ζήτημα συσχετίζεται άμεσα με την πολιτική.

Επίσης, άμεσα εμπλεκόμενος θεσμός είναι και το παλάτι και ή «μεγάλη» και η

λεγόμενη «μικρή» αυλή.

Το πολιτικό σκηνικό όπως προέκυψε είναι προϊόν της μεταπολεμικής κρίσης.

Το «Νεωτερικό» τρικουπικό κόμμα ανασυγκροτήθηκε με αρχηγό τον Γεώργιο

Θεοτόκη προκαλώντας τη δυσφορία του Στέφανου Δραγούμη ο οποίος

αποσπάστηκε και λειτουργούσε αντιπολιτευτικά ως προς το τρικουπικό κόμμα. Το

ίδιο και το δηλιγιαννικό «Εθνικό Κόμμα» διασπάστηκε με την αποχώρησηση του

Κωνσταντίνου Καραπάνου, βουλευτή Άρτας, ο οποίος συγκρότησε το

«Προοδευτικό» κόμμα. Το «Προοδευτικό» κόμμα αναπαρήγαγε τα

χαρακτηριστικά ενός τοπικού κόμματος όπως ακριβώς και το ζαϊμικό.

«Υποστήριζε το αίτημα για αποκέντρωση και τασσόταν κατά της δεδηλωμένης,

που ευνοούσε τα μεγάλα κόμματα. Ο Καραπάνοςς την θεωρούσε αιτία της

«πρωθυπουργικής δικτατορίας», που είχε δημιουργηθεί επί Τρικούπη.»31 Επίσης,

ο Δ. Ράλλης, που είχε αντικαταστήει τον Δηλιγιάννη στα 1897 για να δώσει λύση

στον πόλεμο, συγκρότησε με τους βουλευτές που επηρέαζε το «Νεολελληνικό

31 Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ, Εκδοτική Αθηνών, σ. 166

40

Page 41: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Κόμμα». Το διπολικό πολιτικό σύστημα όμως στην ουσία είχε διεμβολιστεί από

το τρίτο κόμμα του Αλέξανδρου Ζαϊμη, το οποίο σε περίοδο αδυναμίας

συγκρότησης κυβερνήσεων με ισχυρή πλειοψηφία κατέστη ρυθμιστής των

πολιτικών πραγμάτων, καθώς κατάφερε να έχει πανεθνική αντιπροσώπευση. Ο

Μποχώτης στην Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα γράφει για τον Αλ. Ζαϊμη και

το κόμμα του: «ο Αλ. Ζαϊμης ήταν ηγέτης ενός από τα πιο σημαντικά και

μακρόβια τοπικά κόμματα της Πελοποννήσου, που οι αρχηγοί του προέρχονταν

παραδοσιακά από την οικογένεια των Ζαϊμηδων. Αυτό το κόμμα είχε κατορθώσει ,

ξεκινώντας ήδη από τη δεκαετία της βαυαρικής απολυταρχίας (1833 – 1843), να

διατηρήσει μια αυτονομία απέναντι στα μεγάλα κόμματα που διέθεταν

πανελλαδική επιρροή αυτή η μόνιμη τάση του για ανεξαρτησία το οδηγούσε

αντικειμενικά στην υποστήριξη της μοναρχίας. Και το στέμμα ανταπέδιδε αυτήν

τη στήριξη»32.

Οι βουλευτικές εκλογές που είχαν διεξαχθεί δυόμισι χρόνια νωρίτερα από τα

«Ευαγγελικά» είχαν αναδείξει νικητή το Θεοτόκη. Οι τρικουπικοί έλαβαν 110

ψήφους, Ο Ζαϊμης 35, το ίδιο και ο Δηλιγιάννης, 20 ο Λ. Δεληγιώργης, ο

Καραπάνος 3 – 6, ο Ράλλης 4 – 6 και γύρω στους 15 ανεξάρτητους,33 ανάμεσα

στους οποίους και ο Στ. Δραγούμης. Η κυβέρνηση Θεοτόκη ανέλαβε να

εφαρμόσει ένα ανορθωτικό εκσυγχρονιστικό πολιτικό πρόγραμμα ως συνέχεια της

προσπάθειας των τρικουπικών κυβερνήσεων. Το ενδιαφέρον κυρίως εστιάστηκε

στην ανασυγκρότηση και εκσυγχρονισμό του στρατού προκαλώντας μεγάλες

αντιδράσεις από το μέρος των αξιωματικών. Επίσης, το θεοτοκικό κόμμα

χαρακτηρίστηκε από το φιλοβασιλισμό του34 και τον κοινοβουλευτικό

συντηρητισμό.

Το δηλιγιαννικό κόμμα πιστό στη δημοκρατική του παράδοση εξέφραζε το

διάχυτο αίσθημα ενάντια στο βασιλιά εξαιτίας ακριβώς των αντικοινοβουλευτικών

32 Βλ. Μποχώτης Θ., «Εσωτερική πολιτική», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, οι απαρχές του αιώνα, Βιβλιόραμα, σ. 36 – 105, σ. 3833 Βλ. Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770 – 1923, ΜΙΕΤ 1998, Παράρτημα Γ34 Ο ίδιος Γ. Θεοτόκης είχε εξηγήσει την αφοσίωσή του στο θρόνο: «αποβλέπω εις τον βασιλέα όστις έσωσεν ημάς τας στιγμάς του κινδύνου από βεβαίας καταστροφής». Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ, Εκδοτική Αθηνών, σ. 166 - 167

41

Page 42: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

του προθέσεων, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι χρεώθηκε την ήττα. Το

δηλιγιαννικό κόμμα χαρακτηριζόταν από τη στενή πολιτική του σχέση με τις

συντεχνίες και γενικότερα με την εκλογική περιφέρεια της Αττικής, ώστε να

μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο δηλιγιαννικός συνασπισμός εξουσίας είχε κατά

κύριο λόγο ως κοινωνική και εκλογική βάση την ευρύτερη περιοχή της

πρωτεύουσας ( Ο πρόεδρος των είκοσι συντεχνιών της πρωτεύουσας ήταν ο

Σκουζές ο οποίος συνεργαζόταν με τον Δηλιγιάννη. Επίσης, πιο κοντά βρισκόταν

στο «Εθνικό κόμμα» και το «Νεοελληνικό Κόμμα» του Δ. Ράλλη που εκλεγόταν

στην Αττική). Δεν είναι τυχαίο ότι στην πιο δύσκολη περίοδο του δηλιγιαννικού

κόμματος, στις πρώτες εκλογές δηλαδή μετά τον πόλεμο, οι περισσότεροι

βουλευτές του προέρχονταν από την Αττική. Ο λαός της Αττικής, λοιπόν, θα

πρωτοστατήσει και στον αγώνα για την επάνοδο του δηλιγιαννισμού στην

εξουσία. Ένας σταθμός σε αυτήν την προσπάθεια ίσως να είναι και τα

«Ευαγγελικά». Η διασύνδεση του λαού της Αττικής με τον δηλιγιαννισμό θα μας

απασχολήσει στο κεφάλαιο που αφορά τη συμμετοχή των συντεχνιών στην

διαδήλωση. Εδώ θα περιοριστούμε μόνο να αναφέρουμε ότι η υπόστηριξη του

κοινοβουλευτικού συντάγματος και της καθολικής ψηφοφορίας ήταν στοιχεία τα

οποία ταυτίζονταν με τα συμφέροντα των μικροαστών και εργαζομένων, αλλά και

γενικότερα του πληθυσμού που επεδίωκε τη διατήρηση του καθεστώτος όπως

δομήθηκε μετά το 1864, δηλαδή όλους εκείνους που με κάποιο τρόπο συνδέονταν

ή επιθυμούσαν να συνδεθούν με το κράτος και συγκροτούσαν την «κρατική

αστική τάξη». Το δηλιγιαννικό κόμμα στην πραγματικότητα αντιπροσώπευε

πολιτικά την κοινωνική εναντίωση σε οποιαδήποτε προσπάθεια αναίρεσης της

ιστορικής ταξικής ισορροπίας που επέφερε το καθεστώς του 1864, μια προσπάθεια

που ταυτιζόταν με την εναντίωση στον εκσυγχρονισμό και την διεύρυνση των

καπιταλιστικών σχέσεων διότι ακριβώς θα έσπρωχνε προς την προλεταριοποίηση

τα μικροαστικά στρώματα και θα ορθολογικοποιούσε το κράτος. Δεν είναι τυχαίο,

ότι την περίοδο αυτή που μελετάμε το δηλιγιαννικό κόμμα εναντιώθηκε σε κάθε

προσπάθεια του Θεοτόκη για μονιμοποίηση των κρατικών υπαλλήλων και άλλους

42

Page 43: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

σχετικούς νόμους. Η ψηφοφορική συναλλαγή αποτελούσε για το λαό το μέσο

συμμετοχής στην εξουσία, το μέσο κοινωνικής πίεσης προς τα κόμματα. Η

διατήρηση και η αναπαραγωγή του πολιτικού καθεστώτος στην κατεύθυνση που

διαμόρφωνε το ισχύον συνταγματικό καθεστώς αποτελούσε κεντρικό στόχο της

στρατηγικής του Δηλιγιάννη.

Είναι επόμενη, λοιπόν, η εναντίωση των δηλιγιαννιστών τόσο απέναντι στο

βασιλιά, που υπονόμευε τη δημοκρατία, όσο και απέναντι στο «Νεωτερικό»

κόμμα που στόχευε στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τον αστικό

εκσυγχρονισμό. Το θεοτοκικό κόμμα κέρδισε τις εκλογές τόσο εξαιτίας της

ταύτισης του Δηλιγιάννη εν μέρει με την ήττα, αλλά και επειδή επεδίωκε τη λύση

της σταφιδικής κρίσης. Αυτή η κυβερνητική περίοδος του Θεοτόκη ταυτίστηκε με

την μεταναστατευτική εξόδο και την ίδρυση της Σταφιδικής Τράπεζας, με σκοπό

χαμηλότοκες δανειοδοτήσεις των σταφιδοπαραγωγών.35

Οι εφημερίδες που πρωτοστάτησαν στη διαμάχη γύρω από το ζήτημα της

μετάφρασης του Ευαγγελίου από τον Πάλλη ήταν οι δηλιγιαννικές τοπικές

εφημερίδες των Αθηνών. Συγκεκριμένα ήταν η εφημ. Εμπρός του Δημητρίου

Καλαποθάκη. Το κεντρικό όργανο του κόμματος που ήταν η εφημ. Πρωϊα παρά το

γεγονός ότι τοποθετήθηκε και αυτή αρνητικά στο ζήτημα του Ευαγγελίου δεν

πρωτοστατούσε στην αντιπαράθεση με την εφημ. Ακρόπολις. Αυτό επισημαίνει

και ο ίδιος ο Δηλιγιάννης απαντώντας στην κατηγορία για υποκίνηση στη

συνεδρίαση της βουλής μετά τα γεγονότα ότι η εφημερίδα Πρωία πολύ λίγο

συμμετείχε σε αυτήν την αντιπαράθεση, είχε τοποθετηθεί αρνητικά στη

μετάφραση τέσσερις μήνες νωρίτερα και μετά δεν ξανα ασχολήθηκε αφού έλαβε

τη διαβεβαίωση ότι δε θα γίνουν οι μεταφράσεις.36. Θα μπορούσαμε να

35 «Η πτώση των τιμών της σταφίδας που αποτελούσε ένα βασικό αγροτικό προϊόν και το κύριο εξαγωγικό προϊόν της χ’ωρας. Είχε εκδηλωθεί ήδη από τη δεκαετία του 1890. η λύση που επιλέχθηκε τότε ήταν το ‘‘παρακράτημα’’, δηλαδή η κατακράτηση του 15% της εξαγόμενης σταφίδας από το κράτος, ώστε οι τιμές της να παραμένουν σε ανεκτά για τους παραγωγούς επίπεδα. Το 1899, εξαιτίας της υπερχρέωσης πολλών παραγωγών από τη συνεχιζόμενη σταφιδική κρίση και την τοκογλυφία, η κυβέρνηση Θεοτόκη ανανέωση την πολιτική του παρακρατήματος για 10 έτη και ίδρυσε τη Σταφιδική Τράπεζα, η οποία διαθέτοντας πόρους από την παρακρατούμενη σταφίδα και πρόσθετα κεφάλαια, θα παρείχε θφηνά δάνεια στους καλλιεργητές.» Βλ. Μποχώτης Θ. «Εσωτερική πολιτική», ό.π., σ.42. Επίσης, για την περίοδο βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄, 36 Βλ. Πρακτικά Βουλής, συνεδρίαση Γ ΄ Συνόδου της ΙΕ΄ Βουλευτικής περιόδου10 Νοεμβρίου 1901

43

Page 44: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

υποστηρίξουμε ότι το κόμμα του Δηλιγιάννη δεν υποκίνησε τις εξεγέρσεις, αλλά

εκμεταλλεύτηκε πολύ έξυπνα το θέμα αναδεικνύοντας ένα δευτερεύον ζήτημα σε

κεντρικό και κατάφερε να ρίξει την κυβέρνηση. Φαίνεται το ζήτημα της

μετάφρασης του Ευαγγελίου κινήθηκε κυρίως από καθηγητές και δημοσιογράφους

σχετικά αυτόμα σε σχέση με τους στόχους του κόμματος. Θα λέγαμε αναδείχτηκε

κυρίως από την πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική βάση του Εθνικού Κόμματος

και απλώς το ίδιο πλαισίωσε την αντιπαράθεση στο βαθμό που θα μπορούσε να

κερδίσει από αυτήν την υπόθεση. Πάντως, από την πλευρά του δηλιγιαννικού

κόμματος στη βουλή ασκήθηκε κριτική και στην πρωτοβουλία της βασίλισσας,

μια κριτική όμως η οποία δεν της καταλόγιζε κακή πρόθεση. Κατά την άποψη του

Στ. Δραγούμη, ο οποίος τίθεται με το πλευρό της αντιπολίτευσης, η βασίλισσα

Όλγα όντας μη ελληνίδα «αν και με ελληνική ψυχή, δεν μπορεί να καταλάβει αυτό

που οι άλλοι όσοι προέρχονται από κατώτερες τάξει καταλαβαίνουν ότι δεν

υπάρχει Έλλην ομιλών ελληνικήν γλώσσαν την σημερινήν, εις οιοαδήποτε τάξιν,

εις οιονδήποτε χωρίον όστις εν τω συνόλω δεν έχει αντίληψιν των

αναγιγνωσκομένων, ό,τι αναγιγνώσκεται το Ευαγγέλιον.37 Γενικά, στο

κοινοβούλιο το οποίο είχε περικυκλωθεί από πολίτες που φώναζαν εναντίον του

Θεοτόκη η φωνή που υπεράσπιζε τους διαδηλωτές ήταν η αντιπολίτευση η οποία

μεταξύ άλλων κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι δεν παρενέβηκε νωρίς όταν

ξεκίνησε το όλο ζήτημα.

Πράγματι, η κυβέρνηση πριν ξεσπάσει το κίνημα παρακολουθούσε τα

γεγονότα χωρίς να παίρνει θέση και να μεσολαβεί αφήνοντας τα πράγματα να

πάρουν τη δική τους ροή. Ο Θεοτόκης επιρρίπτει ευθύνες στην Ιερά Σύνοδο η

οποία κατά την άποψή του καθυστέρησε να λάβει θέση και δεν απάντησε στις 15

Οκτώβρη όπως της ζητήθηκε. Υπενθυμίζει ότι η Ιερά Σύνοδος διαφώνησε με τη

μετάφραση της βασίλισσας, αλλά δεν την απαγόρευσε και ότι δεν έγινε καμία

εξέγερση τότε. Υπερασπίζει και τη μετάφραση της βασίλισσας και την ίδια τη

βασίλισσα θεωρώντας ότι άδικα την κατηγόρησαν και ότι δεν είχε καμία σχέση με

37 Βλ. Πρακτικά Βουλής, συνεδρίαση Γ ΄ Συνόδου της ΙΕ΄Βουλευτικής περιόδου10 Νοεμβρίου 1901

44

Page 45: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

πανσλαβισμούς. Αναφέρει πως ο ίδιος ανέμενε την απόφαση της Συνόδου, ο ίδιος

την παρέδωσε στον Πρύτανη για την δώσει στους φοιτητές και ότι ήταν έτοιμος να

διατάξει την απόσυρση κάθε δημοσιευμένου φύλλου με τη μετάφραση. Το

γεγονός ότι μετά την καταδικαστική απόφαση της Ιερής Συνόδου οι φοιτητές

συνέχιζαν τις συγκεντρώσεις απαιτώντας τον αφορισμό ανάγκασε τον

πρωθυπουργό να λάβει περισσότερα μέτρα, ιδιαίτερα μετά την επίθεση εναντίον

της ίλης ιππικού που περνούσε μπροστά από το Πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια

σημειώνει ότι όταν τελείωσε η πορεία και επέστρεψαν οι φοιτητές στο

Πανεπιστήμιο, τότε ο ίδιος διείδε ότι κάποιοι είχαν διαφορετικές σκοπιμότητες

από το πνεύμα της διαδήλωσης αφήνοντας ανοιχτά υπόνοιες για υποκίνηση

ξεκαθαρίζοντας ότι δεν εννοεί ούτε τις συντεχνίες ούτε την αντιπολίτευση. Ποιούς

εννοούσε ο Θεοτόκης είναι ένα ζήτημα.

Ο πρωθυπουργός παρουσιάζεται να διαχωρίζει τις δύο μεταφραστικές

προσπάθειες και γενικά να υποστηρίζει αυτήν την αναγκαιότητα. Με καμία

δύναμη δεν τίθεται βέβαια, και δε θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά στη

συγκυρία υπέρ των μεταφράσεων του Πάλλη, αλλά δεν παρουσιάζει και μια

ενεργή επιθετική στάση εναντίον του, σα να μη τον ενδιαφέρει όσο φαίνεται να

ενδιαφέρει την αντιπολίτευση. Για τον ίδιο ήταν σίγουρα πρόβλημα το γεγονός ότι

είχε καταφέρει να ταυτιστεί με την μεταφραστική προσπάθεια της εφημ.

Ακρόπολις, αλλά πράγματι γενικά τοποθετείται στο ίδιο στρατόπεδο με την

εφημερίδα όσον αφορά το μεταφραστικό ζήτημα ευρύτερα. Είναι πολύ πιθανό

μάλιστα κάποιοι στους κόλπους της κυβέρνησης ή ευρύτερα στους κόλπους της

συμπολίτευσης οι οποίοι θα υποστήριζαν ενεργότερα την αναγκαιότητα των

μεταφράσεων, ίσως και αυτής του Πάλλη, ιδιαίτερα οι ανεξάρτητοι υποστηρικτές

της εφημ. Ακρόπολις. Συγκεκριμένα, ο Αθ. Ευταξίας, υπουργός Εκκλησιαστικών

και Δημόσιας εκπαίδευσης αφού βεβαίωσε το κοινοβούλιο ότι ο ίδιος δεν είχε

καμία ενημέρωση για τις πρωτοβουλίες της Βασίλισσας γύρω από τη μετάφραση

υποστήριξε ότι το ζήτημα προκλήθηκε από τη μετάφραση του Πάλλη. Όταν ο Ι.

Κουντουριώτης τον διέκοψε κατηγορώντας τον Πάλλη ότι «επιδιώκει

45

Page 46: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

καταχθονίους σκοπούς» ο υπουργός υπεράσπισε τον συγγραφέα: «Όχι, κύριε

συνάδελφε. Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω, ότι αυτός είναι ανήρ χρηστός και

φιλόπατρις, όστις από χρηστού του συνειδότος και ευσεβούς του πόθου προέβη εις

την μετάφρασιν του Ευαγγελίου. Εκ των αυτών δε ελατηρίων ορμωμένη και η

‘‘Ακρόπολις’’, ανέλαβε την δημοσίευσίν της, εν τη πεποιθήσει, ότι, ως δι’ άλλων

θρησκευτικών της δημοσιευμάτων, ιδία δε του καθ’ εκάστην Κυριακήν

καταχωριζομένου εις αυτήν κηρύγματος, και δια της περί ής ο λόγος μεταφράσεως

θα συνετέλει εις αναρρίπτισιν του θρησκευτικού συναισθήματος εν Ελλάδι. Δια

τούτο δυνάμεθα να επιρρίψωμεν και εις τον κ. Πάλλη και εις την «Ακρόπολην»

πλάνην μόνον, εις ήν προ αυτών υπέπεσεν, ως θα ίδωμεν βραδύτερον, και

πατριάρχαι και ενδημούσαι Σύνοδοι, επ’ ουδενί ουδέποτε όμως, λόγω δικαιούμεθα

να αποδώσωμεν και σκοπούς καταχθονίους. Δυστυχώς η μετάφρασις του κ.

Πάλλη έγινεν εις γλώσσαν δημοτικήν, ήτις είναι η πλέον μαλλιαρή, είναι

αυτόχρημα χυδαία. Τούτου δ’ ένεκεν εθεωρήθη αυτή ως βεβήλωσις του ιερού

κειμένου του Ευαγγελίου».38 Τέλος, είναι φανερό και επιβεβαιώνεται και από την

εξαναγκαστική παράιτηση του Μητροπολίτη Προκόπιου, η οποία παραίτηση κατά

τον Κωνσταντίνου «αντικανονικά» παραδόθηκε στην κυβέρνηση και όχι στην Ι.

Σύνοδο που τον εκλέγει, ότι η κυβέρνηση Θεοτόκη ρίχνει σε αυτόν συνολικά το

βάρος της ευθύνης για την κρίση. Η κυβέρνηση Θεοτόκη θα λάβει από την βουλή

ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά παρ’ όλα αυτά θα υποβάλει την παραίτησή του.

Η εφημ. Ακρόπολις παίζει κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου έναν εξέχοντα

πολιτικό ρόλο στην τοπική πολιτική σκηνή. Ο Θανάσης Μποχώτης που έχει

μελετήσει σε βάθος και σε όλη τη διάσταση το ιδεολιγικό και πολιτικό στίγμα της

εφημερίδας είναι ο καλύτερος για να μας περιγράψει το χαρακτήρα της

εφημερίδας που φέρει την αποκλειστική πολιτική ευθύνη για τη για τη μεταφορά

των απόψεων των ψυχαρικών δημοτικιστών στο ελλαδικό έδαφος.

«Υπερασπίζοντας από τις στήλες της το επιχείρημα του φιλελεύθερου κράτους σε

διάσταση με τις φιλελεύθερες μορφές εξουσίας. Η ιδεολογική και θεωρητική

38 Βλ. Πρακτικά Βουλής, συνεδρίαση Γ ΄ Συνόδου της ΙΕ΄Βουλευτικής περιόδου10 Νοεμβρίου 1901

46

Page 47: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

μορφή με την οποία η Ακρόπολις πρόβαλλε στους αναγνώστες την πολιτική που

προτιμούσε, ήταν ο φιλελευθερισμός. Γενικό, ταξικό, εγωιστικό συμφέρον,

κόμματα αρχών και φατριαστικά κόμματα, ο δημόσιος διάλογος και η

πληροφόρηση των πολιτών ως μέσο λύσης των κοινωνικών και πολιτικών

προβλημάτων ... όλα αυτά τα ιδεολογήματα που παρουσιάζονταν στην εφημερίδα,

ήταν τυπικά μοτίβα του φιλελευθερισμού, που είχαν πια μετατραπεί σε αυτονόητες

αλήθεις εκείνη την εποχή, τις οποίες αποδέχονταν αυτόματα ποικίλες κοινωνικές

τάξεις και κατηγορίες. Στο παρελθόν η Ακρόπολις είχε εναποθέσει τις ελπίδες της

για την υλοποίηση αυτού του πολιτικού προγράμματος στην τρικουπική

παράταξη. Όμως από τα τέλη της δεκαετίας του 1880, και εντονότερα στις αρχές

της δεκαετίας του 1890 και έπειτα (ιδίως από το έτος 1893 κε), η εφημερίδα είχε

υποστηρίξει εμφατικά και επίμονα την άμεση παρέμβαση του βασιλιά στη

διακυβέρνηση της χώρας, τον έλεγχο της λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών

από το μονάρχη και όχι από τις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις. Στα 1895

προσπάθησε να στηρίξει την υλοποίηση αυτού του προγράμματος πάνω στην

εκλογική επιτυχία του ‘‘Κέντρου ανεξαρτήτων’’, καθώς και ορισμένων άλλων

‘‘ανεξάρτητων’’ υποψηφίων της επαρχίας Αττικής, και συγκεκριμένων

υποψηφίων βουλευτών δίχως ‘‘κομματικούς δεσμούς’’ σε εκλογικές περιφέρειες

της υπαίθρου. Ταυτόχρονα, εγκαινίασε την πολιτική που αργότερα ονομάστηκε

από την ίδια ‘‘ειρηνική επανάσταση’’, δηλαδή κάλεσε τους ‘‘εμπόρους, τους

οποίους ταύτιζε με τη ‘‘μέση τάξιν’’, να δράσουν συλλογικά, ως ένας μαζικός

εκλογικός και πολιτικός σύλλογος, ώστε να εκλεγούν ως βουλευτές οι υποψήφιοι

που οι ‘‘έμποροι’’ θα είχαν επιλέξει από κοινού, και να αγωνιστούν στο

κοινοβούλιο για την εφαρμογή του προαναφερόμενου πολιτικού προγράμματος

στο οποίο τα συμφέροντα της τάξης τους ταυτίζονταν με τα συμφέροντα της

πατρίδας και του λαού, οκονομικά και πολιτικά. [...] Τη σύλληψη της έννοιας

ειρηνικής επανάστασης πρέπει να την ερμηνεύσουμε ως εξής: η Ακρόπολις

πίστευε ότι η ενίσχυση των αντικοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων και

σχηματισμών, τόσο από τα ‘πάνω’ (βασιλιάς), όσο και από τα ‘κάτω’

47

Page 48: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

(ανεξάρτητοι βουλευτές και υποψήφιοι), καθώς και η πολιτική κινητοποίηση των

αστικών μικροαστικών στοιχείων (‘‘έμποροι’’, ‘‘μέση τάξις’’) προς όφελος αυτής

της ενίσχυσης, και εν γένει όλες αυτές οι επιθυμητές εξελίξεις θα μπορούσαν να

είναι το αποτέλεσμα της πρακτικής εφαρμογής του ‘‘καθαρού λόγου’’ δηλαδή

συνέπεια της πειθούς δια της προπαγάνδας, των διαλέξεων, των συλλαλητηρίων,

που όλα τους συνιστούσαν νόμιμα πολιτικά μέσα. Η Ακρόπολις δε φαίνεται να

αντιμετώπισε το στρατό ως όργανο καταναγκαστικής επιβολής του πολιτικού της

προγράμματος ίσως για την εφημερίδα ο στρατός να θεωρούνταν πάντα ως ο

κύριος υπεύθυνος για την εγκαθίδρυσηκαι μόνιμη ισχύ του κοινοβουλευτισμού,

είτε αντιμετωπιζόταν ως δηλιγιαννίζων και αναρχικός πολιτικός παράγοντας. .... Ο

συντάκτης της Ακροπόλεως αιτιολογούσε την πίστη του για την παρακμή της

Ελλάδας με τους ίδιους λόγους που είχε χρησιμοποιήσει κι ο Αν. Γεννάδιος στο

συλλαλητήριο του Μαρτίου: η ελευθερία των ελλήνων είχε δημευθεί (από μια

βουλευτική ολιγαρχία) και η επικράτεια της Ελλάδας κινδύνευες πλέον να

καταλυθεί η ελευθερία, το έθνος, απόλλυνται.»39

Αντιλαμβανόμαστε, ότι στην ουσία το ενοχλητικό που έβρισκε η εφημ.

Ακρόπολις στα κόμματα και ιδίως στο Δηλιγιαννικό είναι ακριβώς ότι

ενσωμάτωναν στο πολιτικό τους πρόγραμμα όχι καθαρές ταξικές στρατηγικές που

θα εκφράζουν τη μερίδα της αστικής τάξης της οποίας τα συμφέροντα εκείνη

εκτιμούσε ως κατεξοχήν εθνικά, αλλά ότι ακριβώς ενσωμάτωναν στρατηγικές των

κατώτερων τάξεων που στην πράξη αναιρούσαν μια καθαρή εθνική ταξική

πολιτική. Η εφημ. Ακρόπολις υποστήριζε στην πράξη το πνεύμα και τα

συμφέροντα της χρηματιστικής τάξης και των εξαστισμένων προκρίτων που

εξέφραζαν την αντικοινοβουλευτική ιδεολογία. Είναι περισσότερο εχθρική

απέναντι στο δηλιγιαννικό, επειδή ακριβώς εξέφραζε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό

ταξικές στρατηγικές των κατώτερων τάξεων, αλλά και επειδή εξέφραζε και τα

συμφέροντα και την πολιτική πρακτική της «κρατικής αστικής τάξης» και

γενικότερα όλου εκείνου του πολιτικοκοινωνικού σώματος των διανοουμένων που

39 Βλ. Μποχώτης Αθ. Αντικοινοβουλευτισμός, συντηρητισμός και ανολοκλήρωτος φασισμός στο ελληνικό κράτος, 1864 – 1911, τ. Β, αδημοσίευτη εργασία, σ. 300 – 304

48

Page 49: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

έπαιζαν διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ κράτους και υπάλληλων τάξεων. Δηλαδή

συγκροτούσε έναν συνολικά αντίπαλο συνασπισμό εξουσίας. Ως προς το

τρικουπικό λειτουργούσε μεν αντιπολιτευτικά και γιατί και αυτό στην πράξη

ενσωμάτωνε πρακτικές και στρατηγικές άλλων στρωμάτων και δεν αφάρμοζε μια

καθαρή ταξική πολιτική, αλλά ως συνασπισμός εξουσίας βρισκόταν πιο κοντά στο

δικό της πολιτικό σύστημα. Εξάλλου, όλοι οι βιομήχανοι και οι μεγαλοαστοί

υποστήριζαν το τρικουπικό κόμμα. Στη συζήτηση της βουλής μετά τα γεγονότα ο

εκπρόσωπος του Δηλιγιαννικού κόμματος Λεβίδης αναφέρει την εφημ. Ακρόπολις

ως κυβερνητική. Ο Θεοτόκης το αρνείται σε βαθμό που αναγκάζει τον

δηλιγιαννικό βουλευτή να αποσύρει την εκτίμησή του αυτή.40 Βέβαια, με κανένα

τρόπο δε θα ήθελε σε εκείνη τη συγκυρία να ταυτιστεί με την εφημ. Ακρόπολις,

αλλά και πράγματι όλο το προηγούμενο διάστημα η εφημερίδα ασκούσε πολύ

αυστηρή κριτική στην κυβέρνηση κατηγορώντας την για διαφθορά και διαπλοκή.

Έχει σημασία όμως το γεγονός ότι το δηλιγιαννικό στρατόπεδο έβλεπε την

κυβέρνηση και την εφημερίδα ως κάτι πάνω κάτω κοινό. Εξάλλου, στην ουσία

υπάρχει μια ιδεολογική συνέχεια μεταξύ εφημερίδας και κυβέρνησης που αφορά

το μεταφραστικό ζήτημα.

Η εφημερίδα Ακρόπολις, ένα έντυπο με πάρα πολύ μεγάλη κυκλοφορία, είχε

αναδείξει πάλι το ζήτημα του κοινβουλευτικού προβλήματος και γενικότερα του

προβλήματος της λειτουργίας των θεσμών σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημοσίευση

της μετάφραση του κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο από τον Αλ. Πάλλη. Το είχε θέσει

στην επικαιρότητα προσκαλώντας να τοποθετηθούν σε ερωτήσεις με τέτοιο

περιεχόμενο εκπρόσωποι όλων των κομμάτων. Ενδεικτικό της αποδοχής του

ζητήματος ως θέματος που πράγματι απασχολεί την κοινωνία είναι το γεγονός ότι

κανένας εκπρόσωπος του κόμματος δεν αρνήθηκε ότι υπάρχει κάποιο ζήτημα.

Απέναντι σε αυτό το ζήτημα το Εθνικό κόμμα του Δηλιγιάννη τοποθετούταν με

συνέπεια δημοκρατικά υποστηρίζοντας την κοινοβουλευτική δημοκρατία και το

συνταγματικό καθεστώς του 1864. Το Τρικουπικό κόμμα παρότι υιοθετούσε την

40 Βλ. Πρακτικά Βουλής, συνεδρίαση Γ ΄ Συνόδου της ΙΕ΄Βουλευτικής περιόδου10 Νοεμβρίου 1901

49

Page 50: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

κριτική και την οπτική της εφημερίδας θεωρούσε ότι το πρόβλημα θα μπορούσε

να λυθεί μέσα από ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που θα έλυνε τα χέρια

στους κυβερνήτες να νομοθετήσουν χωρίς να φοβούνται το πολιτικό κόστος. Η

λογική του δηλαδή ήταν σύμφωνη με το πνεύμα του γνωστού άρθρου το Χ.

Τρικούπη «Τις Πταίει;» που απαντούσε στην πολιτική κρίση του 1873. Το Ζαϊμικό

κόμμα, ως ένα κόμμα το οποίο είχε την κοινωνική και πολιτική του βάση σε μια

τοπική περιφέρεια, διαφωνούσε. Υποστήριζε ότι μια αποκέντρωση της πολιτικής

εξουσίας θα έλυνε το πρόβλημα καθώς το ζήτημα της συναλλαγής τοποθετείται

στη βάση της διαφοροποίησης με βάση τα ατομικά και τοπικά συμφέροντα. Η

μόνη ομάδα η οποία δηλώνει ανοιχτά υπέρ των απόψεων της εφημ. Ακρόπολις

είναι η ομάδα των ανεξαρτήτων. Ήδη ο Μποχώτης έχει αναφερθεί στην ομάδα

των ανεξαρτήτων και στη σχέση τους με την εφημ. Ακρόπολις. Μάλιστα, τους

θεωρεί ως πρόπλασμα για τη συγκρότηση ενός τέταρτου κόμματος ενδιάμεσο στα

άλλα δύο. Στην πραγματικότητα αυτό το ζήτημα θέτει και η εφημ Ακρόπολις. Εάν

δηλαδή υπάρχει η δυνατότητα της συγκρότησης ενός σώματος επιλέκτων που θα

ενδιαφέρονταν όχι για τα προσωπικά τους συμφέροντα, αλλά για τα συμφέροντα

του έθνους.

Παράλληλα, λοιπόν, παρατηρούμε ότι η εφημερίδα δημοσιεύει τη μετάφραση

του Ευαγγελίου και ξαφνικά ανάβει μια διαμάχη γύρω από αυτό με τη γνωστή

κατάληξη. Θα μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να επιχειρήσει να κάνει ένα αρκετά

μεγάλο βήμα με κίνδυνο να μείνει μετέορο και να συνδέσει την εξέγερση των

Ευαγγελικών με τις ευρύτερες προσπάθειες του «εκσυγχρονιστικού» μπλοκ να

αμφισβητήσει το κοινοβουλευτικό καθεστώς. Μια τέτοια παρακινδυνευμένη

υπόθεση μπορεί να σταθεί ακόμη και ως υπόθεση μόνο με την προϋπόθεση ότι το

δηλιγιαννικό μπλοκ, δηλαδή το δημοκρατικό μπλοκ αδυνατώντας να απαντήσει

πολιτικά στη επίθεση που δεχόταν από την κυβέρνηση, αλλά και απέναντι στην

ιδεολογική ηγεμονία του εκσυγχρονιστικού λόγου που όλο και διερυνόταν

αποφάσισε να βάλει ένα «στοπ». Εφόσον το «στοπ» δεν μπορούσε να το βάλει με

αιχμή ένα πολιτικό ζήτημα, αλλά ούτε μπορούσε σε ορθολογιστική βάση να

50

Page 51: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

απαντήσει στην εκσυγχρονιστική επιχειρηματολογία ίσως επειδή ακριβώς

ηγεμόνευε στις πολιτικές συνειδήσεις, η μόνη δυνατή απάντηση θα μπορούσε να

γίνει σε ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο, σε ένα πεδίο που η δική του

επιχειρηματολογία και αντίληψη ηγεμόνευε στις πολιτικές συνειδήσεις. Πράγματι,

το κατάφερε η κυβέρνηση έπεσε. Μια μεγάλη εφημερίδα με σημαντικό κύρος

στην κεντρική πολιτική σκηνή και ίσως ο μεγαλύτερος ιδεολογικός εχθρός του

δηλιγιαννισμού υπονομεύθηκε και απονομιμοποιήθηκε σε ένα πολύ μεγάλο

αριθμό ανθρώπων που πιθανόν να την άκουγαν. Σίγουρα δεν μπορούμε με

αριθμούς και ποσοστά να εξακριβώσουμε τέτοιες τάσεις, αλλά μπορούμε να

αντλήσουμε εντυπώσεις από το γενικότερο κλίμα. Επίσης, θα ήταν δυνατόν να

ισχυριστεί κάποιος ότι ο δηλιγιαννισμός με αυτήν την τακτική έδωσε μια λύση

στην αδυναμία του να αντιπολιτευτεί τον τρικουπισμό σε μια σειρά μέτρων που

επίλυαν σημαντικές κοινωνικές κρίσεις, όπως το σταφιδικό, που θαμπορούσαν να

κερδίσουν τις μάζες και να ανανεώσουν την κυβερνητική εντολή. Μετέφερε τη

συζήτηση στα δικά του μέτρα και οδήγησε τον τρικουπισμό σε ήττα. Ο Θεοτόκης

θα ήταν στις εκλογές που ακολούθησαν απλώς ένας δολοφόνος και όχι εκείνος

που προσπάθησε να λύσει για παράδειγμα το σταφιδικό.

Ενδιαφέρον έχει η συνέχεια γεγονότων στους δρόμους της Αθήνας με αίτημα

την ανάθεση της διακυβέρνησης στον Δηλιγιάννη. Τα γεγονότα αυτά

ονομάστηκαν «Σανιδικά», εξαιτίας του γεγονότος ότι οι δηλιγιαννικοί διαδηλωτές

έφεραν σανίδες που πήραν από σκαλωσιές της οδού Σταδίου. Ο βασιλιάς με την

πτώση του Θεοτόκη εξαιτίας των Ευαγγελιακών, ανέθεσε το σχηματισμό

κυβερνήσεως στον Αλ. Ζαϊμη. Οι Τρικουπικοί αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν

τον Ζαϊμη μπροστά στον κίνδυνο των εκλογών. Ο Δηλιγιάννης ήταν ο μόνος που

επιθυμούσε εκλογές, ενώ και οι τρικουπικοί με δυσκολία αποδέχονταν να

υποστηρίζουν ένα άλλο κόμμα στην εξουσία. Ο Ζαϊμης παρέμεινε στην εξουσία

περίπου ένα χρόνο κια προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 17 Νοεμβρίου 1902. Κατά

την άποψη του συγγραφέα του κειμένου για την περίοδο στην Ιστορία του

Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ΄, «Οι εκλογές εκείνες παρουσίασαν την ιδιομορφία, ότι,

51

Page 52: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

ενώ υπήρχε οξύτατος ανταγωνισμός ανάμεσα στα κόμματα, οι υποψήφιοι

βουλευτές, επιδιώκοντας ο καθένας το προσωπικό του συμφέρον και

υπολογίζοντας με ποιό τρόπο θα είχε περισσότερες πιθανότητες να εκλεγεί,

κατέφυγαν σε συναλλαγές με υποψήφιους αντιπάλων κομμάτων και σχημάτισαν

μικτούς συνδυασμούς, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, τις δυνατότητες και τα

αμοιβαία συμφέροντα. Μόνο στην Αττική, στην Κέρκυρα και στη Γορτυνία έγιναν

αμιγείς κομματικοί συνδυασμοί. .... όπως ήταν επόμενο τα αποτελέσματα των

εκλογών ήταν συγκεχυμένα, γιατί δεν ήταν γνωστό ποιό κόμμα θα υποστήριζαν

αυτοί που θα εξελέγονταν. Το ζαϊμικό κόμμα είχε σίγουρα συντριβεί, αλλά οι

Δηλιγιάννης και Θεοτόκης διαφιλονικούσαν την υπεροχή.»41 Ο Γεώργιος δεν

ήθελε να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Δηλιγιάννη αλλά ούτε

και στο Θεοτόκη μπορούσε, χωρίς να τον κίνδυνο να δείξει απροκάλυπτα τη

δυσμένειά του για τον πρώτο. Η υπεροχή, λοιπόν, θα κρινόταν τελικά με

εξωθεσμικά μέσα.

Το δηλιγιαννικό κόμμα επομένως πίεσε από τα κάτω μέσα από λαϊκές

διαδηλώσεις που πήραν τη μορφή υπεράσπισης της δημοκρατίας και

αντιδυναστικού αγώνα. Με αυτον τον τρόπο ο Δηλιγιάννης κατάφερε να

αποσπάσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και ύστερα από διαβουλεύσεις

δύο μηνών να κερδίσει την ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής. Στην πράξη, λοιπόν,

φαίνεται πως παρά το συγκεχυμένο χαρακτήρα του εκλογικού αποτελέσματος ο

Δηλιγιάννης είχε το μεγαλύτερο ποσοστό βουλευτών και δικαιούταν με βάση την

αρχή της δεδηλωμένης την ανάθεση της πρωθυπουργίας. Αυτή η άποψη

επιβεβαιώνεται και από τους πίναμες του Dakin, όπου εκτιμάται πως το Εθνικό

κόμμα του Δηληγιάννη έλαβε 110 έδρες και ήρθε πρώτο, δεύτερο κόμμα το

νεοτρικουπικό με 70 βουλευτές, τρίτο το Ζαϊμικό με 30 βουλευτές, ο Λ.

Δεληγιώργη με 10 βουλευτές, ο Στ. Δραγούμης με 4 και 11 ανεξάρτητοι.42 Θα

41 Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ΄, σ. 17742 Βλ. Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770 – 1923, ΜΙΕΤ 1998, Παράρτημα Γ. Διαβάζοντας διάφορα ιστορικά εγχειρίδια για την εποχή διαπιστώνει κανείς μια προσπάθεια των συγγραφέων να υποβαθμίσουν με κάθε τρόπο το Δηλιγιαννικό κόμμα, αλλά και την ίδια την προσωπικότητα του Δηλιγιάννη. Θα είχε ένα ενδιαφέρον να μελετηθεί πιο συγκεκριμένα το κόμμα αυτό, η συμβολή του οποίοιυ όχι μόνο έχει υποτιμηθεί, αλλά και στρεβλωθεί ιστορικά.

52

Page 53: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

μπορούσαμε, επομένως, να ισχυριστούμε ότι τα «Σανιδικά» συνιστούν όχι μόνο τη

συνέχεια, αλλά και την ολοκλήρωση ενός κοινωνικού αιτήματος που βρισκόταν

στη βάση της εξέγερσης των «Ευαγγελικών».

Το κοινωνικό αυτό αίτημα συμπυκνώνεται στην αντίθεση με τον αστικό

εκσυγχρονισμό που ταυτιζόταν με το θεοτοκικό κόμμα, τον αντικοινοβουλευτισμό

που ταυτιζόταν με το Βασιλιά, την υπεράσπιση της δημοκρατίας, δηλαδή της

δυνατότητας των λαϊκών τάξεων να συμμετέχουν ενεργότερα στον στρατηγικό

καθορισμό της εξέλιξης της κοινωνίας και της ηγεμόνευσης ενός εθνικού

πολιτικού προγράμματος ενός εθνικού συνασπισμού εξουσίας που ενσωμάτωνε

στρατηγικές των κατώτερων τάξεων στο επίπεδο ευνοϊκής για αυτές ταξικής

ισορροπίας.

Η κρίση που ακολούθησε με την αδυναμία συγκρότησης κυβέρνησης

αντιπροσωπεύει αναμφισβήτητα μια ανολοκληρωτη κρίση ηγεμονίας, ανάλογη με

την κρίση της δεκαετίας του 1860.

Ενότητα Τρίτη

ο θρόνος στα «Ευαγγελικά»

Η συσχέτιση της βασιλικής οικγένειας με την εξέγερση του 1901 είναι

δεδομένη από τα γεγονότα. Το ιδιαίτερο όμως βρίσκεται στην έμμεση εμπλοκή

του Γεώργιου και του Κωνσταντίνου μέσα από τις συζύγους τους. Ούτε ο διάδοχος

ούτε ο βασιλιάς θίχτηκαν προσωπικά, αλλά θίχτηκαν σίγουρα οι θεσμοί και οι

κοινωνικές αξίες που αντιπροσώπευαν. Αναμφισβήτητα, η περίοδος από το 1897

και έπειτα ήταν μια δύσκολη φάση για το στέμμα στην Ελλάδα, ίσως και η

δυσκολότερη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γεωργίου. Όλη η οικογένεια και

ακόμη περισσότερο ο διάδοχος είχαν χρεωθεί την ήττα μειώνοντας σημαντικά το

«κύρος του στέμματος στην κοινωνία και μαζί τη δυνατότητα προώθησης μιας

συνταγματικής αναθεώρησης που θα μείωνε την ισχύ της κοινοβουλευτικής

53

Page 54: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

δημοκρατίας έναντι του κράτους και του θρόνου».43 Ο δηλιγιαννισμός, ως ο

δημοκρατικός και λαϊκός πολιτικός χώρος ήταν ο βασικός πολιτικός εκφραστής

αυτής της δυσαρέσκειας. Από την άλλη το παλάτι από πλύ νωρίς είχε εντάξει στα

σχέδιά του την προοπτική της αναίρεσης του κοινοβουλευτικού συστήματος, ενώ

αρκετές φορές ο θρόνος υπονόμευε τη λειτουργία του.

Στα 1901, αν και ο αντιμοναρχισμός είχε υποχωρήσει, βλέπουμε να

ανακάμπτει με τα «Ευαγγελικά» και τα «Σανιδικά». Άνετα μπορούμε να διειδούμε

τα στρατόπεδα και να χαράξουμε τις ιδεολογικές και πολιτικές γραμμές που

συνέχουν αυτά. Η βασίλισσα Όλγα παίρνει μια πρωτοβουλία, φαινομενικά άσχετη

με τη συγκυρία, να μεταφράσει το «Ευαγγέλιο». Υπερβαίνει τους καθεστωτικούς

συνταγματικούς θεσμούς αφού δε σταματάει μπροστά στην άρνηση της Ιεράς

Συνόδου και, θα λέγαμε, ανοίγει τους ασκούς του Αιώλου αφού δίνει τη

δυνατότητα για περεταίρω βήματα και κινήσεις προς την κατεύθυνση που χάραξε.

Έτσι, η ίδια χρεώνεται την ευθύνη. Πολιτικά τόσο ο Ψυχάρης όσο και ο Πάλλης

βρίσκονται με το στρατόπεδο της εφημ. «Ακρόπολις» και τη βασιλεία. Οι κινήσεις

των ψυχαριστών και της βασίλισσας δε σχετίζονται άμεσα, δηλαδή δε φαίνεται να

προϋπάρχει συνεόηση, αλλά εντάσσονται στο ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό σχέδιο

την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Τις λεπτομέρειες αυτές θα της αναλύσουμε

στο επόμενο κεφάλαιο. Αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει σε αυτό το σημείο είναι μια

εμφανής αντίφαση. Η αντιπαράθεση «μικρής» και «μεγάλης» Αυλής όπως

αναδεικνύεται στα «Ευαγγελικά» τοποθετεί το μικρό παλάτι με το μέρος των

διαδηλωτών, ενώ δεδηλωμένα ο πολιτικός χώρος με τον οποίο συνδέονται οι

διαδηλωτές είναι ο δημοκρατικός αντιμοναρχικός. Το ζήτημα επομένως που

προκύπτει είναι πως εξηγείται κομμάτια του αντιμοναρχικού δημοκρατικού χώρου

να επευφημούν τη Σοφία, τη γυναίκα εκείνου που κρίθηκε υπαίτιος για την ήττα

και δόθηκαν μάχες για να απομακρυνθεί από το στρατό. Το ζήτημα περιπλέκεται

εάν λάβουμε υπόψη μας ότι στόχος του Κωνσταντίνου ήταν ένα πολίτευμα

43 Βλ. Μποχώτης, Θ., «Εσωτερική πολιτική, ο.π., σ. 38., επίσης, βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄και, επίσης, Μαρκεζίνης Σπύρος, Πολιτική Ιστορία της Νεότερας Ελλάδος, τ. 2, σ. 342 - 344

54

Page 55: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

αυταρχικό μη κοινοβουλευτικό στο οποίο ο μονάρχης, δηλαδή ο ίδιος, θα έπαιζε

πρωταρχικό ρόλο.

Η μία απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι πως η Όλγα ως ρωσίδα

ταυτιζόταν με το σλαβικό κίνδυνο, ο οποίος εκείνη την περίοδο προκρινόταν ο

βασικότερος εχθρός του ελληνισμού. Ότι οι δύο γυναίκες έπαιζαν το παιχνίδι των

χωρών τους και με βάση αυτές τις αντιθέσεις συγκροτήθηκαν τα δύο μέτωπα. Την

άποψη αυτή συμμερίζεται και ο συγγραφέας της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους ο

οποίος γράφει: «Δεν υπάρχουν αποδείξεις, αλλά ορισμένοι πιστεύουν και

ενεδείξεις κάνουν πιστική την άποψη ότι η Σοφία προσπάθησε να επωφεληθεί από

το θρησκευτικό αίσθημα και τον υπέρμετρο εθνικισμό του λαού και να εντείνει

κατά της Ρωσίας. Είναι γνωστό ότι τα γερμανικά συμφέροντα συγκρόυονταν με το

ρωσικό ενδιαφέρον για το βαλκανικό χώρο. Στην περίπτωση της Ελλάδος η

Γερμανία είχε με το μέρος της το διάδοχο που ήταν θαυμαστής της. Αντίθετα ο

βασιλιάς Γεώργιος ήταν αφοσιωμένος στην Αγγλία και η ¨ολγα, αν και διέθετε

επιρροή, συμπαθούσε τη Ρωσία. Δεν είναι, λοιπόν, απίθανη η υπόθεση ότι οι

Γερμανοί θεώρησαν τα επεισόδια ευκαιρία για να στρέψουν τον μόνιμα

υποβόσκοντα αντιδυναστισμό ειδικά στο πρόσωπο της βασίλισσας, για να

κλονίσουν το κύρος της και να δημιουργήσουν δυσκολίες στο Γεώργιο. Και δεν

πρέπει να ξεχνάμε ότι σε κάθε κρίσιμη στιγμή μετά το 1897 κυκλοφορούσαν οι

ψίθυροι πως ο Γεώργιος θα παραιτηθεί υπέρ του διαδόχου.»44 Η αντίφαση αυτή

που παρατηρούμε μπορεί να εξηγηθεί σίγουρα με αυτόν τον τρόπο.

Αλλά η εξήγηση αυτή μας ανοίγει και μια νέα οπτική η οποία μπορεί να μας

απαντήσει γιατί στην πράξη αυτοί οι άνθρωποι αισθάνονταν τελικά πιο οικείο το

πρόσωπο της διαδόχου και του διαδόχου. Γιατί δηλαδή μπόρεσαν οι

συγκεκριμένες εφημερίδες να συνδεθούν με αυτούς τους κύκλους και γιατί ο

λόγος τους να βρει ανταπόκριση σε μερίδα του πλήθους. Ο Νίκος Ποταμιάνος

στην ομιλία του στο Μνήμωνα υποστηρίζει ότι τα μικροαστικά στρώματα, τα

στρώματα δηλαδή που υποστήριζαν το δηλιγιαννικό κόμμα και το συνταγματικό

44 Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ, σ. 176

55

Page 56: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

καθεστώς μετατοπίζονται σε πιο αντικοινοβουλευτικές θέσεις και πρακτικές που

θα εκδηλωθούν κυρίως στα 1909. Το ίδιο η αντικοινοβουλευτική ιδεολογία του

Καζάζη δεν εκφράζει την χρηματιστική αστική τάξη, αλλά την

αντιδραστικοποίηση κομματιών του μικροαστισμού μπροστά στην αδυναμία του

κοινοβουλευτισμού να υπερασπίσει τα συμφέροντά τους. Ξέρουμε επίσης ότι η

περιοχή της Αττικής κατά το διχασμό ταυτίστηκε με τον Κωνσταντίνο και αυτά τα

στρώματα υποστήριξαν τον κωνσταντινισμό σε σύγκρουση με τον βενιζελισμό.

Θα μπορούσαμε δηλαδή να ισχυριστούμε ότι βρίσκουμε στα σύνθηματα που

φωνάζανε οι διαδηλωτές υπέρ του διαδόχου και κυρίως υπέρ της γυναίκας του, αν

όχι σπέρματα του μετέπειτα κωνσταντινισμού, τουλάχιστον την εν δυνάμει

προοπτική για μια τέτοια μετατόπιση που μόνο γνωρίζοντας την πορεία των

γεγονότων μπορεί κάποιος να αναγνώσει σε αυτά.

56

Page 57: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Κεφάλαιο Τρίτο

το γλωσσικό ζήτημα: η καθαρεύουσα και ο

δημοτικισμός

Με βάση αυτά τα πλαίσια καλούμαστε να κατανοήσουμε τη σημασία της

αντίθεσης δημοτικισμού/καθαρευουσιανισμού, ενός δημοτικισμού όπως

εμφανίστηκε με τον Ψυχάρη και συγκρούστηκε στα «Ευαγγελικά» και μιας

ιδεολογίας για την καθαρεύουσα όπως εκφράστηκε από τα think tanks του

ελλαδικού καθεστώτος.

Ενότητα Πρώτη

το γλωσσικό ζήτημα: η καθαρεύουσα

Το ζήτημα της καθαρεύουσας είναι ένα θέμα το οποίο έχει μελετηθεί μερικώς.

Από τα έργα του Κ.Θ. Δημαρά έχουν αναδειχτεί τα πρόσωπα και η ιδεολογία των

φορέων της άποψης για την αναγκαιότητα της καθαρεύουσας. Αυτό το οποίο ίσως

να μην έχει καταδειχθεί είναι η λειτουργική σχέση της γλώσσας με το πολιτικό και

κοινωνικό εποικοδόμημα του ελληνικού 19ου αιώνα. Το ελλαδικό κράτος όπως

προέκυψε με την έλευση του Όθωνα ήταν ένα εθνικό κράτος με προβλήματα

ομογενοποίησης σε όλα τα επίπεδα της δομής (κοινωνικό, συγκοινωνιακό,

κοινωνικό, πολιτικό) και γενικότερα ένα κράτος με κοινωνικούς συσχετισμούς που

τείνουν προς την αποκέντρωση και την αποδιάρθρωση της εξουσίας, με ένα

προκείμμενο από την επαναστατική συμμετοχή των κατωτέρων τάξεων επίπεδο

ταξικής ισορροπίας αρκετά υψηλό για αυτές, σε σημείο που να εμποδίζει την

λειτουργική και εξουσιαστική αυτονομία μιας ηγεμονεύουσας άρχουσας τάξης. Η

κρατική ενότητα επιβάλλεται εκ των άνω με την παρέμβαση και την εγγύηση των

Μεγάλων Δυνάμεων και εφαρμόζεται από τον βαυαρικό στρατό και την βαυαρική

57

Page 58: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

διοίκηση. Συνεπώς, η κρατική υπερδομή δεν προκύπτει από μια εσωτερική

διαδικασία που στηρίζεται σε μια πολύ συγκεκριμένη παραγωγική βάση και την

άρχουσα τάξη που προκύπτει από ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, δεν

είναι δηλαδή ενδοοικονομική, αλλά εξωοικονομική και βίαιη. Συνεπώς, τα

πολιτισμικά λειτουργικά στοιχεία με τα οποία επιλέγει να αυτοσυγκροτηθεί το

κράτος προκύπτουν από μια αυθαίρετη επιλογή που δεν πηγάζει μέσα από

εσωτερικές διαδικασίες και συσχετισμούς ή συμφέροντα. Έτσι, η επίσημη γλώσσα

ενός κράτους που επισκιάζει και υπερβαίνει την τοπικότητα και τη γλωσσική

ιδιαιτερότητα θα γίνει αρχικά η γερμανική και στη συνέχεια η καθαρεύουσα.

Γενικώς, το ελληνικό κράτος επιλέγει για να συγκροτήσει το ελληνικό «έθνος» και

να το καταστήσει ενιαίο σε όλα τα επίπεδα γλώσσα, σκέψη, να χρησιμοποιήσει

πολιτισμικά και ιδεολογικά στοιχεία έξω από αυτό. Η ιδεολογική αναγωγή στην

κλασσική αρχαιότητα αποτελεί μια λύση και ένα ιδεολογικό πρότυπο. Μια

γλώσσα, λοιπόν, που θα μοιάζει με την αρχαία ελληνική αναλαμβάνει να φτιάξει

ένα νέο έθνος.

Με την ιστορική εξέλιξη και πορεία του κράτους αυτοί οι εκ των άνω

κρατικοί θεσμοί γειώνονται με κοινωνικούς και οικονομικούς ρόλους, αποκτούν

δηλαδή ένα δομικό χαρακτήρα και ταυτίζονται με μια «κρατική αστική άρχουσα

τάξη» και με ένα στρώμα παραδοσιακών οργανικών διανοουμένων που λειτουργεί

διαμεσολαβητικά μεταξύ άρχουσας και αρχόμενης τάξης. Θα μπορούσαμε

σχηματικά να ορίσουμε την παγίωση αυτής της δομής στα 1864 όταν αποτινάζεται

το έξωθεν επιβεβλημένο οθωνικό καθεστώς και η κυρίαρχη αστική τάξη

αναλαμβάνει ιδία δυνάμει να διοικεί τη χώρα. Επομένως, η καθαρεύουσα

ταυτίζεται με ένα συγκεκριμένο τύπο ανάπτυξης του ελληνικού κράτους και

συνδέεται με το συνταγματικό κοινοβουλευτικό καθεστώς της καθολικής

ψηφοφορίας που αντανακλά σε ένα υψηλό επίπεδο ταξικής ισορροπίας και σε ένα

υψηλό επίπεδο συμετοχής των κατώτερων τάξεων στην εξουσία που εμποδίζει τη

διεύρυνση των καπιταλιστικών σχέσεων στη χώρα και την προλεταριοποίηση των

μικρομεσαίων αγροτών.

58

Page 59: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Η ιδεολογία αυτή ολοκληρώνεται και αναπαράγεται με τη συγκρότηση ενός

αναπτυγμένου εκπαιδευτικού συστήματος. Το πανεπιστήμιο κατασκευάζει και

διαχέει την ιδεολογία, αλλά και κατασκευάζει τα μελλοντικά μέλη της άρχουσας

τάξης που θα χρησμοποιούν την καθαρεύουσα. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών

ταυτιζεται με αυτόν τον τύπο ανάπτυξης και επομένως με την καθαρεύουσα. Οι

κατώτερες τάξεις έχοντας εμπεδώσει την κοινωνική ανέλιξη μέσα από τη

συμμετοχή στο κράτος ως κοινωνική λειτουργία επιβίωσης (βλ. Τσουκαλάς Κ.

Εξάρτηση και Αναπαραγωγή) αποδέχονται και οικειοποιούνται τόσο το ίδιο το

κράτος και την ιδεολογία του, όσο και τη γλώσσα του ως πολιτισμικό σύμβολο

αυτών των κοινωνικών σχέσεων. Το σχήμα του Τσουκαλά το οποίο σήμερα

αμφισβητείται από αρκετούς συγγραφείς και συγκεκριμένα από τον Μπουρνάζο

αποτελεί αναμφισβήτητα ένα ζήτημα, καθώς πράγματι φαίνεται να ποσοτικά

δεδομένα να αναιρούν τα συμπεράσματα του Τσουκαλά.45 Αλλά τελικά σημασία

δεν έχει εάν πράγματι κάθε μέλος από αγροτική οικογένεια γινόταν φοιτητής ή

σπουδαστής του Γυμασίου, αλλά η ιδεολογία και η κοινωνική σχέση που πιθανόν

να δομούσε η εναλλακτική αυτή δυνατότητα από έναν μη ταξικό σχολικό

μηχανισμό. Ακόμα και εάν ποσοτικά η ελίτ των αγροτικών στρωμάτων έλυνε

κυρίως το πρόβλημα της αναπαραγωής της με αυτόν τον τρόπο ίσως να μην

αλλάζει και πολύ στην ιδεολογική σχέση που εμπεδωνόταν στους αγροτικούς

πληθυσμούς. Εμείς εδώ δε θα λύσουμε το πρόβλημα της επιβεβαίωσης ή της

άρνησης του σχήματος του Τσουκαλά, αλλά θα επιλέξουμε να το

χρησιμοποιήσουμε όσο τουλάχιστον μας επιτρέπει να εκτιμάμε ότι εκφράζει μια

ιδεολογική σχέση, που ακόμα η ελληνική κοινωνία κατέχει.

Όταν, επομένως, τίθεται το ζήτημα για μια άλλη τύπου ανάπτυξη της

οικονομία και του κράτους, αυτή η διαφορετική αστική στρατηγική μπορεί να

έρθει σε σύγκρουση με τη γλώσσα. Έτσι, ίσως μπορέσουμε να κατανοήσουμε και

τη σύγκρουση στα «Ευαγγελικά».

45 βλ. Μπουρναζος Στράτης, «Η εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, οι απαρχές, Βιβλιόραμα, σ. 189 – 279, σ. 204

59

Page 60: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Ενότητα Δεύτερη

το γλωσσικό ζήτημα: ο δημοτικισμός

Εκ των πραγμάτων μια εργασία που προσεγγίζει τα «Ευαγγελικά» σκοντάφτει

στο δημοτικισμό και τους δημοτικιστές της εποχής. Το ζήτημα της γλώσσας είναι

το πρόβλημα που κινητοποιεί τα πλήθη, που αποτελεί το επίδικο αντικείμενο. Ο

δημοτικισμός όπως παρουσιάζεται από την εργασία της Αδαμοπούλου με βάση το

Νουμά δε συνιστά ένα ενιαίο κίνημα σε δομή και ιδεολογία. Καταρχήν

διακρίνεται στους σοσιαλιστές δημοτικιστές και τους εθνικιστές δημοτικιστές. Οι

τελευταίοι χωρίζονται στους ψυχαρικούς, ακραίους δημοτικιστές και τους πιο

μετριοπαθείς. Επίσης, οι δημοτικιστές μπορούν να διακριθούν σε εκείνους που

βλεπουν τον δημοτικισμό ως ένα ζήτημα φιλολογικό και εκείνοι που το βλέπουν

πρωτίστως ως κοινωνικό. Στην περίπτωση της δικής μας έρευνας μας αφορά

κυρίως ο εθνικιστικός δημοτικισμός διότι στα 1901 δεν είχε παρουσιαστεί ακόμα ο

σοσιαλιστικός δημοτικισμός. Η σοσιαλιστική τάση θα εμφανιστεί λίγο αργότερα

μέσα από το περιοδικό Νουμάς.

Ας δούμε καταρχήν ποιά ήταν η σχέση των ψυχαριστών με τις εφημερίδες και

τα έντυπα που υποστήριζαν τις απόψεις τους. Εξαρχής αντιλαμβανόμαστε ότι πίσω

από τον δημοτικισμό και τον ψυχαρισμό κρύβεται μια πολύ μεγάλη οικονομική

ισχύ, η οποία αποτελεί και το μεγαλύτερο όπλο των δημοτικιστών. Ο ίδιος ο

Ψυχάρης εντάσσει αυτό το πλεονέκτημα σε μια στρατηγική προπαγάνδας και

ενίσχυσης του δημοτικιστικού λόγου μέσα από εφημερίδες, περιοδικά και

συλλόγους που θα έλγχαν οι ίδιοι. Ο βασικός οικονομικός υποστηρικτής είναι ο

Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Πάλλης χρηματοδοτεί την εφημ. Ακρόπολις στην οποία

στέλνει κείμενά του. Ο Ψυχάρης θα προτιμήσει να στέλνει κείμενα στην εφημ.

Άστυ του Κακλαμάνου, είδαμε να γίνεται και αυτή η εφημερίδα αντικείμενο

επιθέσεων από τη μεριά των διαδηλωτών, και μάλιστα θα διαφωνήσει με τον

Πάλλη για την υποστήριξη της εφημ. Ακρόπολις. «Στην αλληλογραφία με τον

Δημήτρη Πετροκόκκινο, που θα εμφανιστεί στο προσκήνιο από τους κόλπους του

60

Page 61: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

οίκου Ράλλη και θα συγκαταλεγεί στους γενναίους χρηματοδότες του

δημοτικισμού46, αλληλογραφία που θα ξεκινήσει τον Οκτώβριο του 1900,

διαγράφεται καθαρά η παραπάνω σύγκρουση ‘‘Να πάτε στο Άστυ, κι αφτό χωρίς

άλλο. Ο Κακλαμάνος είνε φίλος μου μεγάλος· χρυσό και σπάνιο παιδί. Ας είναι

καλά και τ’ Άστυ του που αφτό έχουμε και πάμε ομπρός…’’47. Και για την

Ακρόπολη ‘‘Δε μου φαίνεται πολύ της αξιοπρέπειας νάχουμε δουλειές με το

Γαβριηλίδη…Ο Γαβριηλίδης εμένα με έβρισε και με βρίζει. Βρίζει και τη

δημοτική κάθε τόσο’’48. Και στις 23-11-1900 ‘‘Εμένα –εμάς όλους- με χτύπησε (ο

Γαβριηλίδης, εννοεί). Μα έκαμε και το χατίρι του Πάλλη. Θα του ζητήση λοιπόν

καμιά ώρα κι άλλες εκατό λίρες…Εγώ, αφού πλέρωσε ο Πάλλης φημερίδα που με

βρίζει, δεν μπορώ να καταλάβω τι δουλειά έχω με την Ακρόπολη – και με τον

Πάλλη…’’49. Όλη, βέβαια, αυτή η διαφωνία προκαλείται από τον Ψυχάρη.

Αντίθετα ο Πάλλης είναι μάλλον της άποψης να χρηματοδοτεί οποιαδήποτε

προσπάθεια μπορεί να βοηθήσει στην εξάπλωση της ιδέας του δημοτικισμού. Σε

επιστολή που του απευθύνει ο Ψυχάρης στις 17 του Μάρτη 190050 φαίνεται η

πρόθεσή του να χρηματοδοτήσει και το Άστυ»51 Το ενδιαφέρον βρίσκεται όχι

τόσο στο γεγονός ότι τελικά χρηματοδοτήθηκαν οι εφημερίδες αυτές με

αντάλλαγμα την υποστήριξη των θέσεων των ψυχαριστών, αλλά ότι όπως

αναφέρει η Αδαμοπούλου σκέφτονταν να χρηματοδοτήσουν και την εφημ. Εμπρος

κάτι το οποίο όμως δεν έγινε. Έτσι, η συγκεκριμένη εφημερίδα παρουσιάζεται στα

46 Επιστολή Ψυχάρη στον Πετροκόκκινο, Αρχείο Δ. Πετροκόκκινου, «17 του Σταβρού 1901». Σ’ αυτή την επιστολή ο Ψυχάρης θα τον ευχαριστήσει για τα 290 φράγκα που του έστειλε, για να εκδώσει έργα στη δημοτική.47 Επιστολή Ψυχάρη σε Πετροκόκκινο, Αρχείο Δ. Πετροκόκκινου, « 9 του Σποριά 1900».48 Επιστολή Ψυχάρη σε Πετροκόκκινο, ό.π., «22 του Σποριά 1900» σ’ αυτή την επιστολή είναι μεγάλο το μένος του για την «Ακρόπολη» και τον εκδότη της, εξαιτίας αυτού που έγραψε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει Δάντης «Δεν έχουμε Ντάντη – δηλαδή τι είναι Ψυχάρηδες και όλοι τους αφτοί; Το ζήτημα δεν πάει ομπρός, γιατί Ντάντη δεν έχουμε. Κ’ έτσι βρέθηκε αφορμή να μας χτυπήση πάλι…Ωστόσο πρέπει και μεις καμιά μέρα να τους πούμε για τον Ντάντη. Όχι δεν έχουμε. Μα έχουμε Χατζηδάκη. Σα να είτανε Ντάντες για τα μούτρα του Γαβριηλίδη. Να του έλειπε, δεν θα τον έννοιωθε. Έχουν αφτοί εμάς και δε μας καταλαβαίνουνε και γυρέβουνε Ντάντη…».49 Επιστολή Ψυχάρη σε Πετροκόκκινο, «23 του Σποριά 1900»,ό.π. Σε επιστολή του στον Εφταλιώτη στις «7 του Σταβρού 1901», Αλληλογραφία Ι, σ.390, ο Ψυχάρης καταφέρεται και πάλι εναντίον της Ακροπόλεως, η οποία αμφισβητεί τον πατριωτισμό το δικό του και του Πάλλη, τον οποίον όμως δεν κατονομάζει, επειδή χρηματοδοτείται απ’ αυτόν. Η οργή του για τις συναλλαγές του Πάλλη με τον Γαβριηλίδη είναι τόση, ώστε τον αποκαλεί «Χωριατάκη» και δηλώνει πως κάνει κακό και στους ίδιους και στην Ιδέα. Βλ. ,επίσης, γράμμα χωρίς ημερομηνία μεταξύ 7 και 28 του Σταυρού, καθώς και «28 του Σταυρού 1901», ό.π., σ.397-399. Η διαμάχη θα λήξει λίγο αργότερα στα «Ευαγγελιακά», όταν πια το τοπίο θα ξεκαθαρίσει και θα αποδειχτεί ότι οι φίλοι της δημοτικής είναι πολύ λίγοι στο Αδαμοπούλου Ευ.50 Επιστολή Ψυχάρη σε Πάλλη, Αλληλογραφία ΙΙ, σ.469-472 στο Αδαμοπούλου Ευ.51 Βλ. Αδαμοπούλου Ευ., ό.π., σ. 17

61

Page 62: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

«Ευαγγελικά» να βρίσκεται στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η εικόνα που έχουμε για

τον τρόπο που χρηματοδοτούνται οι εφημερίδες την περίοδο εκείνη, ακόμη και οι

πιο μεγάλες όπως η εφημ. Ακρόπολις, μας κάνει πειστική την άποψη του

Κορδάτου ότι η Γερμανία χρηματοδοτούσε κάποιες εφημερίδες η οποίες ενίσχυαν

το προφίλ του διαδόχου Κωνσταντίνου. Ανάμεσα σε αυτές μπορεί π.χ. να είναι και

η εφημ. Εμπρος που δε χρηματοδοτήθηκε από τους δημοτικιστές. Εάν ισχύει μια

τέτοια σχέση, τότε πράγματι παρουσιάζεται η κρίση των Ευαγγελικών, εφόσον δεν

ήταν η εφημ. Πρωία που προϊστατο της επίθεσης εναντίον του Πάλλη, να είχε

ξεφύγει από τα χέρια της επίσημης στρατηγικής του δηλιγιαννισμού και να

οδηγήθηκε στην ένταση ακριβώς λόγω της πρόσθετης συμβολής και άλλων

στρατηγικών, χωρίς αυτό το παρασκήνιο να είναι τελικά έξω από τις δυναμικές

του συνόλου των παραγόντων που διαμόρφωσαν το σκηνικό της 8ης Νοεμβρίου.

Ενδιαφέρον επίσης έχει η παρουσίαση από την Αδαμοπούλου της πλευράς των

δημοτικιστών ως προς τα «Ευαγγελικά».

Γράφει, λοιπόν, η Αδαμοπούλου: «Η ‘‘κατά μέτωπον’’ επίθεση και ο

συμβιβασμός είναι οι πόλοι, μεταξύ των οποίων θα αμφιταλαντεύονται οι

δημοτικιστές, ανάλογα με τη συγκυρία. Ένα θέμα στο οποίο θα δοκιμαστούν οι

δύο αντίθετες τακτικές ήταν η μετάφραση των Ευαγγελίων από τον Πάλλη,

γεγονός που θα οδηγήσει σε αντίδραση των φοιτητών και καθηγητών της

Φιλοσοφικής σχολής Αθηνών, οι οποίοι θα κατευθύνουν μαζικές διαδηλώσεις με

τη συμμετοχή ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, κυρίως μικροαστικών, το Νοέμβριο

του 1901. Οι ταραχές, τα ‘‘Ευαγγελιακά’’, με νεκρούς και τραυματίες θα

οδηγήσουν στην παραίτηση της κυβέρνησης και του αρχιεπισκόπου52. Ο Ψυχάρης

θα κρατήσει υποχωρητική στάση και θα διαφωνήσει με τη μετάφραση του

Ευαγγελίου από τον Πάλλη ‘‘Άλλη κουταμάρα του Χωριατάκη είτανε να βγάλη

το Βαγγέλιο…Τον μπελά μας θα βρούμε με τη μετάφραση· δεν πρέπει

νανακατέβουμε τα θρησκεφτικά με το ζήτημα…και πρέπει κανείς να μην ξέρη

52 Για τα «Ευαγγελιακά», βλ. Σ. Μπουρνάζος, «Η εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Οι Απαρχές 1900-1922, τ. Α΄, μέρος 2ο, σ.269-270. Βλ. επίσης ΙΕΕ, τ. ΙΔ, σ.174-177 και σ.408 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.

62

Page 63: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

μήτε την Ελλάδα μήτε τους Ρωμιούς, για να μην καταλάβη πως έτσι είναι…’’53.

Αφού κρίνει αυστηρά τη μετάφραση του Πάλλη ‘‘σωστό μασκαραλίκι’’54, θα

επιλέξει να μην ανακατευτεί σ’ αυτή τη διαμάχη και θα συμβουλεύσει και τον

Εφταλιώτη να κάνει το ίδιο «Εγώ και του ίδιου του είπα να ταφήση αφτά, πως δεν

είναι καιρός ακόμα…Δυο μπελάδες να πάρουμε στο σβέρκο μας, τη γλώσσα και

τη θρησκεία, πραχτικό δεν είναι. Αφτός όλα θα μας τα χαλάσει…Μα, στη ζωή

σου, μπας και γεννήθηκα για να διορθώνω του Χωριατάκη τις αστοχασιές; Το

συφέρο το δικό μας, εσένα και μένα, είναι νομίζω περισσότερο να μην

ξεστομίσουμε λέξη, γιατί το κάτω κάτω, για το Χωριατάκη τα λέει αφτά (ο

Πατριάρχης, εννοεί), για μας δε λέει τίποτις, και ποιος ξέρει, αν πούμε τίποτις,

ίσως φανούμε και μεις πως μεταφράζουμε βαγγέλια, που μήτε το βάλαμε με το

νου μας…’’55. Και λίγο αργότερα αμφιταλαντεύεται αν πρέπει να αναμειχθεί ή όχι

‘‘…σε κανέναν τόπο δεν πρέπει να πιάνη κανείς τις φιλονικίες με τους παπάδες.

Όλοι τους ένα σόι παντού. Το νόστιμο είναι που τον αφορίζει τώρα, γιατί γράφει

την καθαρέβουσα…Πολύ κακό μας έκανε η μετάφραση του Βαγγέλιου και σ’

αφτό απάνω τουλάχιστο δε γελάστηκα. Το είπα κι απαρχής. Τώρα έχουμε και τους

δασκάλους και τους παπάδες. Και στην Ελλάδα δε χωρατέβουν αυτά…Εγώ δεν

ξέρω τι να κάμω. Έπρεπε ίσως τώρα να γράψω ένα άρθρο, να μην τον αφήσω

αδιαφέντεφτο. Μα ίσως πάλε η σωστή Πολιτική θέλει να δείξω και με τη σιωπή

μου πως τόκαμα απόφαση και σώνει να μην ανακατέβουμαι στα

θρησκευτικά…’’56. Στις παραπάνω επιστολές αποτυπώνεται ο φόβος του για τις

αντιδράσεις της ελληνικής κοινωνίας σε περίπτωση που θιγεί το θρησκευτικό

αίσθημα του λαού και επενδύσει το δημοτικιστικό κίνημα σε ιδεολογικά σχήματα,

πρώιμα για την ελληνική σκέψη57. 53 Επιστολή Ψυχάρη σε Εφταλιώτη, Αλληλογραφία Ι, «23 και 24 του Άη Δημήτρη 1901», σ. 405-406 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.54 Επιστολή Ψυχάρη σε Εφταλιώτη, ό.π., «24 τ’ Άη Δημήτρη 1901», σ.408 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.55 Επιστολή Ψυχάρη σε Εφταλιώτη, ό.π., σ. 408-409 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.56 Επιστολή Ψυχάρη σε Εφταλιώτη, «10 του Σποριά 1901», ό.π., σ.420-421 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.57 Και στο έργο του «Το Ταξίδι μου» θα εκφράσει την πρόθεσή του να μη θίξει τη θρησκεία· η γιαγιά του θα τον συμβουλεύσει «μια χάρη μονάχα θα σου γυρέψω. Πρόσεχε, παιδί μου, τη θρησκεία να μην την αγγίξης. Θρησκεία σε μας πατριωτισμό σημαίνει και τον πατριωτισμό τον έχουμε ανάγκη για την ώρα», Γ. Ψυχάρη, Το Ταξίδι μου, Νεφέλη, Αθήνα 1988, σ.54. Στο ίδιο έργο θα διατυπώσει το σεβασμό του για το Πατριαρχείο, αλλά μόνο ως θεματοφύλακα του έθνους, αξία που τη θεωρεί ανώτερη από τη θρησκεία «Πατριαρχικά», ό.π., σ.111-117. Άλλωστε, ο Ψυχάρης αρνιόταν τη θρησκεία και τον κοινωνικό της προορισμό, βλ. Εμ. Κριαράς, Ψυχάρης. Ιδέες,

63

Page 64: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Όταν όμως ξεσπούν τα ‘‘Ευαγγελικά’’ το Νοέμβριο του 1901, αναθεωρεί τις

απόψεις του και θεωρεί το εγχείρημα του Πάλλη πολύτιμο, γιατί έβγαλε τους

δημοτικιστές από την αφάνεια και ανακίνησε το γλωσσικό ζήτημα58. Στις 16

Δεκεμβρίου 1901 θα γράψει στον Πετροκόκκινο ‘‘…στην αρχή διόλου δε μου

άρεζε του Πάλλη το κίνημα, να μεταφράση το Βαγγέλιο κ’ έλεγα να μην

ανακατεφτώ καθόλου. Σα μυρίστηκα μπαρούτι, πετάχτηκα. Και τώρα είμαι ακόμα

πιο φούρκα παρά πρώτα…’’59. Και ο Πέτρος Βλαστός θα ενθουσιαστεί με το

διωγμό των δημοτικιστών ‘‘Ο Πατριάρχης μας αφορίζει – κι’ αυτό καλό μεγάλο,

πιο μεγάλο σχεδόν κι’ από μεγαλοφυία ακόμη να μας ξεφύτρωνε μεταξύ μας’’60.

Με αφορμή την απαγόρευση οποιασδήποτε μετάφρασης του Ευαγγελίου ο

Ψυχάρης θα στείλει επιστολή στον Πατριάρχη στη δημοτική61 και θα λάβει

απάντηση για την οποία θα θριαμβολογήσει για την αξιοσύνη της δημοτικής, αφού

καταδέχτηκε να της απαντήσει ο Πατριάρχης62.

Το ξέσπασμα των ‘‘Ευαγγελικών’’ θα αποδείξει όχι μόνο την αδυναμία των

δημοτικιστών να αρθρώσουν ένα λόγο ευρύτερα αποδεκτό, αλλά και τις

αντιδράσεις που γεννούσαν στην ελληνική κοινωνία οι παρανοήσεις για τους

πραγματικούς στόχους του κινήματος. Ο Ψυχάρης θα αρνηθεί την ευρύτατα

διαδεδομένη, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, άποψη ότι η κινητοποίηση

αφορούσε ένα ζήτημα θρησκευτικό και ότι θίχτηκε η πίστη του λαού, ή ζήτημα

εθνικό (σλαβικός κίνδυνος) και θα επιχειρηματολογήσει υπέρ της γνώμης ότι τα

πάντα προκλήθηκαν από αντιδημοτική προκατάληψη και υστερία ‘‘These riots

were attributed to a religious motive. This, however, is but a side issue. It was

attributed by some to a movement against Panslavism; This, however, was but an

after thought…the reason of the riots is not the translation of the Gospel, but the

Αγώνες, ο Άνθρωπος, Εστία, Αθήνα 1981(α΄ έκδοση 1959), σ.209-231 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.58 Επιστολές Ψυχάρη σε Εφταλιώτη, «23-24 του Σποριά 1901», ό.π., σ.423-424, «29 του Σποριά 1901», ό.π., σ.425, «15 του Χριστού 1901», ό.π., σ. 429 «Όσο έβγαζε ο φίλος το Βαγγέλιο, θυμάσαι τι σου έγραφα, πως είταν κακό πράμα και θα μας έβλαφτε. Άμα είδα όμως να γίνη και πανάσταση και να φερθούν όπως φερθήκανε, τότες είπα· για μας αφτό είναι πολύ καλό…» στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.59 Επιστολές Ψυχάρη σε Πετροκόκκινο, Αρχείο Δ. Πετροκόκκινου στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.60 Επιστολή Βλαστού σε Δραγούμη, «29 του Αλωνάρη 1901», Αλληλογραφία Ίωνος Δραγούμη, φάκελος 1, υποφάκελος 3 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.61 Γ. Ψυχάρη, Ρόδα και Μήλα, τ. 4, σ. 65-75 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.62 Γ. Ψυχάρη, Ρόδα και Μήλα, ό.π., επιστολές σε Εφταλιώτη, «23 και 24 του Φλεβάρη 1902», ό.π., σ.460-463, και επιστολή σε Πετροκόκκινο, ό.π., χωρίς ημερομηνία στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.

64

Page 65: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

translation of the Gospel into Vulgar Greek…In Greece, as it might have been

expected, the interested parties have denied that the cause of the riots was due to

the antivulgarist prejudise. They brought forward chiefly the religious pretext, the

attack on the national creed. A religious war always looks far grander than a mere

squabble over words. In this case, however, it is not over words that the vulgarists

fight; their object is much higher, for it aims at disentangling the soul of a whole

nation from the deadly ties which it is bound up…’’63. Σε μια σειρά επιστολές του

στον Πετροκόκκινο θα εκφράσει την αγανάκτησή του για τα γεγονότα, καθώς και

την αποστροφή του για τη φοβισμένη αντίδραση των Ελλήνων, ιδιαίτερα του

εσωτερικού64 ‘‘Αφτοί και τώρα ακόμη, αφού σκότωσαν άθρωπο, τολμούνε να

μας βρίζουν εμάς…Άλλο δεν έχει. Άμα δουν τα φερσίματά τους, θα καταλάβουν

και το κίνημα, που ακόμα θαρρούνε στην Εβρώπη πως είτανε θρησκεφτικό, γιατί

δεν μπορούνε να καταλάβουν – αφτό το παρατήρησα – ως που πάει κι ως που

μπορεί να φτάση ο δασκαλισμός…’’65. Οι κινητοποιήσεις θα τερματίσουν και τις

σχέσεις του με τον Κακλαμάνο και το Άστυ, το οποίο θα κατηγορήσει για δειλία66.

Ο χαρακτηρισμός των φοιτητών ‘‘Τουρκοφοιτητάδες’’67 θα γενικευτεί για να

περιλάβει όλους τους Έλληνες σ’ ένα γράμμα του στον Πετροκόκκινο στις ‘‘28

του Τρυγητή 1902’’68, όπου οι Έλληνες θα χαρακτηριστούν απολίτιστοι, όπως οι

Τούρκοι. Ενδιαφέρουσα σ’ αυτή την επιστολή είναι η διάσταση που επισημαίνει ο

Ψυχάρης ανάμεσα στο μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας, το οποίο επιζητούν να

63 J.N. Psichari, “The Gospel riots in Greece”, The Language Question in Greece. Three essays by J.N. Psichari and one by H. Pernot translated into English from the French by “Chiensis”, Calcutta, 1902,σ. 49-64. Στο ίδιο κείμενο θα συνδέσει τη δημοτική με το Μακεδονικό πρόβλημα και θα δηλώσει ότι στη Μακεδονία δεν μπορούν να υπερισχύσουν οι Έλληνες έναντι των Σλάβων με όργανο γλωσσικό την καθαρεύουσα, ό.π., σ. 61-62 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.64 Ολόκληρη η επιστολή με ημερομηνία «22 του Χριστού 1901» υπάρχει στο Παράρτημα, σ.131 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.65 Επιστολή Ψυχάρη σε Πετροκόκκινο, «16 του Χριστού 1901», Αρχείο Δ. Πετροκόκκινου στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π. 66 Επιστολή Ψυχάρη σε Πετροκόκκινο, «22-12-1901» Βλ. Παράρτημα, σ.131. Επίσης, επιστολή Ψυχάρη σε Πετροκόκκινο, «6-7 Απρίλη 1902», ό.π., «Δε φαντάζεστε ως που κατάντησε ο Κακλαμάνος…έβαλε ολάκαιρο και το λόγο του Παπαμιχαλόπουλου που μας βρίζει στα γεμάτα τον Πάλλη και μένα…μου είναι αδύνατο να σας πω πόσο τους σιχάθηκα. Αναγούλα σωστή. Και λυπούμαι για τον καημένο τον τόπο, γιατί είναι αφτοί έτσι –κ’ είταν από τους καλίτερους ο Κακλαμάνος και φίλος μου παλιός- τι θα είναι οι άλλοι; Σωτηρία δεν έχει, απελπίζουμε για την Ελλάδα…». Βλ., επίσης, επιστολές Ψυχάρη σε Εφταλιώτη, 29-11-1901, ό.π., σ.425 και 15-12-1901,σ.427 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.67 Επιστολή Ψυχάρη σε Πετροκόκκινο, «27 του Χριστού1901», ό.π. στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.68 βλ. ολόκληρη την επιστολή στο Παράρτημα, σ.132 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.

65

Page 66: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

αναβιώσουν οι δημοτικιστές και την απογοητευτική πραγματικότητα , που

αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα είναι ένα μικρό βαλκανικό κράτος69.»70

Αναμφισβήτητα τα «Ευαγγελικά» αποτέλεσαν μια πολύ μεγάλη ήττα για τον

δημοτικισμό, όπως και γενικότερα για τον αστικό εκσυγχρονισμό, άσχετα με το

εάν οι φορείς του δημοτικισμού αδυνατούσαν να το αντιληφθούν. Για εκείνους,

χρησιμοποιώντας όρους της πολιτικής, αν δεν ήταν νίκη ήταν τουλάχιστον

ισοπαλία, γιατί ακριβώς ορθώθηκε ο δημοτικισμός εκεί που ήταν μια υπόθεση

μερικών διανοουμένων απομακρυσμένων από την ελληνική πραγματικότητα σε

ένα μεγάλο αντίπαλο δέος που φοβόντουσταν οι δικοί τους εχθροί.

Το ζήτημα που αναδύεται είναι ακριβώς τι ρόλο έπαιζε εκείνη την εποχή ο

ψυχαρικός δημοτικισμός στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό. Καταρχήν, όπως

αναφέρει και η Ευ. Αδαμοπούλου ο ψυχαρικός δημοτικισμός εντάσσεται στον

ελληνικό εθνικσιμό. «Τα βασικά αιτήματα, που διατυπώνονται από το τέλος του

19ου αι., όπως σύγχρονο κράτος με ακμαία οικονομία, στρατό, διοίκηση,

λογοτεχνία, επαρκή εθνικό χώρο, που θα στέκεται με αξιώσεις απέναντι στα

δυτικά ευρωπαϊκά κράτη, εντάσσει την ελληνική κοινωνία στην αστική

προοπτική. Αυτά, όμως, αποτελούν αιτήματα και των καθαρολόγων και των

δημοτικιστών. Η διαφορά βρίσκεται στο μέσο με το οποίο θα επιτευχθούν αυτοί οι

στόχοι, δηλαδή στη γλώσσα.»71 Θα λέγαμε δηλαδή, με βάση την άποψη του

Παρασκευά Ματάλα για τις Φαντασιακές Κοινότητες, ότι αποτελεί μια εκδοχή του

ελληνικού εθνικισμού μέσα στα πλαίσια της ελληνικής εθνικής φαντασιακής

κοινότητας. Αυτό που αναζητούμε είναι ο συσχετισμός του με ένα υπαρκτό

πολιτικό ρεύμα στην Ελλάδα. Να καταλάβουμε σε ποιό ιδεολογικό στρατόπεδο

εντάσσεται, σε ποιό συνασπισμό εξουσίας συμμετέχει και ίσως με ποιούς όρους

συμμετέχει σε αυτόν τον συνασπισμό.

Η σύνδεση με τις εφημερίδες Άστυ και Ακρόπολις εκ των πραγμάτων τον

εντάσσει στο ιδεολογικό στρατόπεδο του αστικού εκσυγχρονισμού, που στην

69 Παρόμοιες απόψεις θα εκφράσει ο Ψυχάρης και στον Εφταλιώτη, «10 Γεννάρη του 1902», ό.π., σ. 449-450 στο Αδαμοπούλου Ευ., ό.π.70 Βλ. Αδαμοπούλου Ευ., ό.π. σ. 23 - 2471 Βλ. Αδαμοπούλου Ευ., ό.π. σ. 3

66

Page 67: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

ελλάδα πολιτικά εκφράστηκε κυρίως από το Τρικουπικό κόμμα και ιδεολογικά και

δημοσιογραφικά είχε ως συνεπέστερο υυποστηρικτή την εφημ. Ακρόπολις. Δε

γνωρίζουμε εάν ο ίδιος ο Ψυχάρης ή ο Πάλλης είχαν διατυπώσει απόψεις

αντικοινοβουλευτικές. Δε γνωρίζουμε σε ποιό επίπεδο βρίσκονταν οι προσωπικές

σχέσεις των ψυχαριστών με τους τρικουπικούς πολιτικούς, ώστε να μπορέσουμε

να εξακριβώσουμε αυτές τις σχέσεις, εξάλλου κάτι τέτοιο ξεπερνάει τη δική μας

τη δουλειά. Αυτό το οποίο μπορούμε να εκτιμήσουμε με βάση τα πρόσωπα που

παρουσιάζει η Αδαμοπούλου είναι ότι εκπροσωπούν την ελληνική αστική τάξη

που ζει στο εξωτερικό, η οποία όμως αναγνωρίζει ως έδρα της την Ελλάδα. Αυτή

η μερίδα της αστικής τάξης είναι η χρηματιστική κυρίως ομάδα η οποία όλο και

περισσότερο θα κοιτάζει προς την Ελλάδα και θα επιχειρεί να ενταχθεί στον

κοινωνικό σχηματισμό για να επηρρεάσει την ανάπτυξη και την πορεία της

οικονομίας και της κρατικής υποδομής προς τέτοιες κατευθύνσεις που θα της

επιτρέψει και να κερδίσει εν είδει ιμπεριαλιστικής δύναμης κατά την περίοδο της

καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και ενσωματωθεί στον ελληνικό κοινωνικό

σχηματισμό ως άρχουσα τάξη με το μικρότερο κόστος. Ήδη κατά την δεκαετία

του 1870 ένα κομμάτι της εγκαταστάθηκε στη χώρα προκαλώντας τριγμούς στο

κοινοβουλευτικό καθεστώς και εντάχθηκε ως άρχουσα τάξη στο πολιτικό

σκηνικό.72 Τον ρόλο της χρηματιστική αυτής τάξης στον ελληνικό κοινωνικό

σχηματισμό έχει καταδείξει ο Μποχώτης. Οι χρηματοδοτήσεις προς

συγκεκριμένες εφημερίδες, όπως τις παρουσιάζει η Αδαμοπούλου, πιθανόν να μην

αφορούν μόνο το ζήτημα του δημοτικισμού ή να συνδέονται με επιχορηγήσεις και

από άλλα πρόσωπα που εντάσσονται στη χρηματιστική αστική τάξη των ελλήνων

ομογενών, αλλά ενδιαφέρεται για πιο πολιτικά ζητήματα. Πάντως καταδεικνύουν

αυτήν την κοινωνική και πολιτική σχέση.

Οι ομογενείς αστοί προϊόν άλλων κοινωνικών σχηματισμών είχαν τη

δυνατότητα να αναπτυχθούν με μια σχετική αυτονομία από την ελλλαδική

πραγματικότητα και να συγκροτήσουν μια άλλη ελληνική πραγματικότητα. Είναι

72 Βλ. Δερτιλής Γ, Το ζήτημα των τραπεζών (1871 – 1873),

67

Page 68: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

πολύ λογικό, λοιπόν, ιδίως για εκείνους που ζούσαν στη δυτική ευρώπη να μην

συμφωνούν με τις καθαρευουσιάνικες αγκυλώσεις της γλώσσας όπως προέκυψαν

από τις κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες στο ελλαδικό καθεστώς. Είναι πολύ

λογικό, λοιπόν, να εντάσσουν στην προσπάθεια να μετατοπιστεί ο κοινωνικός και

οικονομικός αναπτυξιακός προσανατολισμός της χώρας και το ιδεολογικό/

συμβολικό/πολιτιστικό εποικοδόμημα που ταυτίζεται με αυτή την κατεύθυνση.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο δημοτικισμός εμφανίστηκε ως ζήτημα στην Ελλάδα

ακριβώς την περίοδο που εμφανίστηκαν να επικρατούν στην Ελλάδα με τον

τρικουπισμό αυτές οι μερίδες της αστικής τάξης.73 Εάν η καθαρεύουσα είναι το

εργαλείο και το συμβολικό κεφάλαιο της ντόπιας αστικής τάξης, η δημοτική

μπορεί να είναι και είναι το εργαλείο και το συμβολικό κεφάλαιο της εκτός

Ελλάδας ελληνικής αστικής τάξης. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο

συμβιβασμός του 1911 υποδηλώνει τους όρους με τους οποίους αυτή η κοινωνική

ομάδα τελικά εντάχθηκε ως άρχουσα τάξη στον διευρυμένο ελλαδικό κοινωνικό

σχηματισμό.

Ο Ψυχάρης αναμφισβήτητα αποτελεί τον οργανικό διανοούμενο αυτής της

κοινωνικής ομάδας. Όπως οι πανεπιστημιακοί του αθηναϊκού Πανεπιστημίου είναι

οι οργανικοί διανοούμενοι της ελλαδικής αστικής τάξης και των ελλαδικών

κοινωνικών συσχετισμών, έτσι και ο πανεπιστημιακός στη Γαλλία Γιάννης

Ψυχάρης επιτελεί έναν αντίστοιχο ρόλο να διαμορφώσει το ιδεολογικό πλαίσιο και

την ιδεολογική φόρμουλα της έντονης αυτής ενδοαστικής σύγκρουσης. Αυτή η

σύγκρουση κατά την περίοδο 1913- 1922 θα μεταφερθεί με τον εθνικό διχασμό

και την καταστροφή του ελληνισμού των παροικιών στο εσωτερικό της χώρας. Θα

μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι από μια μεριά τα Ευαγγελικά αποτελούν την

πλευρά μιας τέτοιας σύγκρουσης στο των διανοούμενων.

Τελικά, ο ψυχαρισμός ως η ακραία δημοτικιστική άποψη ήταν κάτι εντελώς

ξένο με την ελληνική πραγματικότητα, ήταν κάτι πραγματικά επείσαχτο, η

προσπάθεια για μετακένωση μια άλλης πραγματικότητας στην Ελλάδα. Τα

73 Επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο ψυχαρικός δημοτικισμός εμφανίστηκε ως φιλογικό ζήτημα και όχι ως κοινωνικό ζήτημα. Τη σκυτάλη σε αυτήν την κατεύθυνση θα πάρουν οι σοσιαλιστές με πρώτο τον Σκληρό.

68

Page 69: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

«Ευαγγελικά» δυστυχώς για τους ψυχαριστές δεν είναι η νίκη, αλλά

σηματοδοτούν αυτήν την ήττα και την ένταξη του εθνικιστικού δημοτικισμού σε

πορεία συμβιβασμών.

Αυτό που θα είχε ίσως ενδιαφέρον θα ήταν να εξετάσουμε τους πραγματικούς

κοινωνικούς όρους γέννησης του δημοτικισμού. Για να το πετύχουμε όμως θα

έπρεπε να στρέψουμε την προσοχή μας στη Δυτική Ευρώπη και τι σήμαινε στην

πραγματικότητα η επικράτηση της «εθνικής» γλώσσας. Δυστυχώς δε θα

μπορέσουμε να αναπτύξουμε αυτήν την πτυχή διότι ξεφεύγουμε αρκετά από τα

όρια μιας σεμιναριακής εργασίας. Θα μπορούσαμε να επισημάνουμε όμως τη

συμβολή του Μπ. Άντερσον στη μελέτη των εθνικών γλωσσών και τη σύνδεση

αυτών με τον έντυπο καπιταλισμό. Το σχήμα του Άντερσον που συσχετίζει τη

διεύρυνση της καπιταλιστικής αγοράς με την αναγκαιότητα της ανάπτυξης μιας

γλώσσας που θα επιτρέπει την εύρυθμη λειτουργία και ανάπτυξη της αγοραίας

καταναλωτικής οικονομίας είναι ένα σχήμα που θα μπορούσε να γενικευθεί

συνολικά για τη σχέση καπιταλισμού και γλώσσας και θα αποτελούσε όχημα για

να καταλάβουμε τι δεν υπήρχε στην Ελλάδα και τι σήμαινε η εκ των άνω επιβολή

μιας δημοτικής εθνικής γλώσσας για το επίπεδο ανάπτυξης των καπιταλιστικών

σχέσεων στον ελλαδικό κοινωνικό σχηματισμό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν,

το γεγονός ότι η δημοτική γλώσσα ταυτίστηκε με τον αστικό εκσυγχρονισμό και

τη διεύρυνση των καπιταλιστικών σχέσεων και συγκρούστηκε με τους φορείς μιας

οικονομίας και κοινωνίας με μικρό βαθμό ανάπτυξης των καπιταλιστικών

παραγωγικών δυνάμεων, μικρό βαθμό πολιτισμικής ομογενοποίησης, σχετικά

μικρό βαθμό δομικής συνοχής και ενότητας της οικονομίας.

Ακόμη περισσότερο η ψυχαρική, η πιο «αγοραία» εκδοχή της δημοτικής

γλώσσας ακριβώς προβλήθηκε και επιχειρήθηκε να εισαχθεί μέσα από μια

στρατηγική που επέμενε στη φιλολογική πλευρά, όπως ακριβώς δηλαδή

κατάφεραν να κερδίσουν οι καθομιλούμενες γλώσσες τη λατινική «ιερή γλώσσα»

στην Δυτική Ευρώπη μερικούς αιώνες νωρίτερα.

69

Page 70: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Τέλος, θα μπορούσαμε να συσχετίσουμε τη καθομιλουμένη γενικά με τον

βιομηχανικό καπιταλισμό. Από τη μια οι οξυμένες κοινωνικές σχέσεις κεφαλαίου

εργασίας μέσα στο εργοστάσιο και κατ’ επέκταση και μέσα στην πολιτική

κοινωνία επιβάλλουν μια υποχώρηση των συμβολικών αξιών της αστικής τάξης

και η προβολή της εθνικής ενότητας ως η συνοχή της κοινωνίας πολιτών όπου οι

«ίσοι» επιτελούν μια διαφορετική παραγωγική λειτουργία. Από την άλλη θα

μπορούσαμε να δούμε τη δομική λειτουργικότητα μιας καθομιλουμένης γλώσσας

όσο η ειδικευμένη εργασία αποκτάει όλο και μεγαλύτερη σημασία και αξία στη

παραγωγή. Δε θα μπορούσε τελικά για παράδειγμα ένας ειδικευμένος εργάτης να

ειδικετυθεί στην παραγωγή με βάση μια ξένη τεχνητή γλώσσα. Ίσως τελικά η

θεσμοθέτηση της δημοτικής για τους απόφοιτους μόνο του δημοτικού θα

μπορούσε να συσχετισθεί με τον κοινωνικό προορισμό ως κατώτερου εργατικού

δυναμικού της πλειοψηφίας των αποφοίτων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και να

συνδεθεί με την διεύρυνση των καπιταλιστικών σχέσεων στην Ελλάδα. Μια

μελέτη για τη σχέση καπιταλισμού και καθομιλούμενης γλώσσας θα μπορούσε

γενικά να απαντήσει σε πολλά τέτοια ζητούμενα που συνδέονται με τη δημοτική

και την κοινωνία μας. Εμείς απλώς βάζουμε μια προβληματική.

Οι δημοτικιστές δε θα μπορούσαν παρά να αποτελούν μέρος του

συνασπισμού εξουσίας που εξέφραζε το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του

τρικουπικού κόμματος και συγκεκριμένα του νεο τρικουπικού με ηγέτη τον Γ.

Θεοτόκη. Την πρόθεση για αναδόμηση του εκπαιδευτικού συστήματος και

διάλυση μέσω αυτού της κοινωνικής σχέσης που δομούνταν ανάμεσα στις

κατώτερες τάξεις και το κράτος εξυπηρετεί ο εκπαιδευτικός οργανισμός του Αθ.

Ευταξία, υπουργού παιδείας της κυβ. Θεοτόκη

70

Page 71: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Κεφάλαιο Τέταρτο

το πανεπιστήμιο: καθηγητές και φοιτητές

Ενότητα Πρώτη

το Πανεπιστήμιο ως κοινωνικός θεσμός στην ελληνική

κοινωνία

Οι καθηγητές του Πανεπιστημίου της Αθήνας είδαμε ότι έπαιξαν ενεργό ρόλο

στα γεγονότα που οδήγησαν στα «Ευαγγελικά» όπως και αργότερα και στα

«Ορεστειακά». Στην απόλυτη πλειοψηφία τους τάχθηκαν ενάντια στο δημοτικισμό

και στο σύνολό τους εχθρικά απέναντι στον ψυχαρισμό και συγκεκριμένα όπως

αυτός εκφράστηκε μέσω του Πάλλη στη μετάφραση του Ευαγγελίου. Τίθεται,

επομένως, και σε αυτήν την περίπτωση η αναζήτηση ενός ερμηνευτικού σχήματος

που θα μας οδηγεί στα συμπεράσματα εκείνα που θα μας επιτρέπουν να

κατανοήσουμε τη στάση τους αυτή. Η προσέγγιση των πανεπιστημιακών

καθηγητών ως μια ιδιαίτερη κατηγορία με συγκεκριμένο ρόλο μέσα στο ελλαδικό

κοινωνικό και πολιτικό σύστημα δεν μπορεί παρά να ειδωθεί ως θεσμός, ως

Πανεπιστήμιο Αθήνας και όχι ως μια κοινωνική κατηγορία.

Το Πανεπιστήμιο Αθηνών του 19ου αιώνα είχε μια διττή λειτουργία μέσα στο

ελλαδικό αστικό κράτος. Το πανεπιστήμιο πρώτα και κύρια είναι ένας κοινωνικός

ιδεολογικός μηχανισμός του αστικού κράτους: παράγει την επίσημη κρατική

ιδεολογία. Κατά δεύτερον, είναι ένας αναπαραγωγικός μηχανισμός που

διαμορφώνει τους διανοούμενους που φέρουν αυτήν την ιδεολογία είτε είναι αυτοί

κομμάτια της ίδιας της αστικής τάξης είτε μεσαία κοινωνικά στρώματα

(δικηγόροι, εκπαιδευτικοί κ.α) με ένα διαμεσολαβητικό κοινωνικό ρόλο ανάμεσα

σε άρχουσα τάξη/ κράτος και τις υπάλληλες τάξεις. Ως ιδεολογικός κρατικός

μηχανισμός επιτελεί μια σειρά από διεργασίες: διαμορφώνει την κρατική

ιδεολογία με βάση τις εκάστοτε ιστορικές ανάγκες του κράτους και ανάλογα με

71

Page 72: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

τους ιστορικούς ταξικούς συσχετισμούς που αποκρυσταλλώνονται στην κρατική

δομή και αντανακλούν, επομένως, και στο ίδιο αφού αποτελεί κομμάτι του

κράτους. Στη συνέχεια διαχέει την ιδεολογία αυτή στην κοινωνία. Τη διαχέει είτε

μέσα από συγγράμματα των πανεπιστημιακών, π.χ. βλ. τη σημασία της εργασίας

του Παπαρρηγόπουλου, του Καρολίδη, του Λάμπρου κ.α., είτε μέσα από τα

σχολικά συγγράμματα που αναλαμβάνουν οι πανεπιστημιακοί να συγγράψουν,

μέσα από διάφορους άλλους τρόπους, π.χ. ποιητικοί διαγωνισμοί με συγκεκριμένο

περιεχόμενο. Βασικά, όμως ο σημαντικότερος τρόπος με τον οποίο διαχέεται η

κρατική ιδεολογία στην κοινωνία είναι μέσο των φοιτητών και των πτυχιούχων

μέσα από το επάγγελμά τους, τη θέση τους στην κοινωνία και τη λειτουργία τους

ως ενεργά μέλη της κοινωνίας των πολιτών.

Το κρατικό πανεπιστήμιο ως αναπαραγωγικός μηχανισμός διαμορφώνει το

σώμα των πτυχιούχων, παράγει δηλαδή δωρεάν εκείνο το διαφοροποιημένο από

την εργατική τάξη και αγροτική τάξη και με διαμεσολαβητικό ρόλο κοινωνικό

σώμα το οποίο όταν δεν είναι ελεύθερο επαγγελματικά πουλά την εργατική του

δύναμη ακριβότερα ακριβώς λόγω της πρόσθετης αξίας που του δίνει η κατοχή της

γνώσης η οποία πιστοποιείται με το κρατικό πτυχίο. Αυτή η διαφοροποίηση είναι

που μετατρέπει των πτυχιούχο σε ένα εν δυνάμει οργανικό διανοούμενο της

αστικής τάξης. Ένα διανοούμενο που είτε θα οργανώνει την κοινωνία ως πολιτικός

ή ανώτερο διοικητικό στέλεχος του κράτους ή ως ελεύθερος επαγγελματίας

(δικηγόρος, γιατρός, μηχανικός), θα συγκροττεί και θα αναπαράγει την

παραγωγική βάση, θα οργανώνει τις επιχειρήσεις ως ανώτερο ή μέσο στέλεχος. Σε

μια άλλη περίπτωση παράγει την νέα τεχνική γνώση και τους ανεξάρτητους ή

μισθωτούς που την κατέχουν οι οποίοι λειτουργούν μέσα στην παραγωγή

διαμεσολαβητικά ανάμεσα στο κεφάλαιο και την μισθωτή εργασία ή/ και

επιτελούν έναν ειδικό ρόλο οργάνωσης της παραγωγής (διευθυντές, manager,

υπεύθυνοι, ψυχολόγοι κ.α). σε κάθε περίπτωση όμως οι πτυχιούχοι ως οργανικοί

διανοούμενοι επιτελούν ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ της αστικής τάξης και των

υπάλληλων τάξεων (εργατών, αγροτών).

72

Page 73: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Επίσης, μέσα από το πανεπιστήμιο πετυχαίνεται ο εξουσιαστικός διαχωρισμός

της διανοητικής/πνευματικής από την χειρονακτική εργασία. Ακόμη, είναι ένας

κατανεμητικός μηχανισμός των επιστημονικών πεδίων και των εργασιακών

δικαιωμάτων, διαχωρίζει δηλαδή τη γνώση σε κλάδους και καθορίζει νομικά με το

πτυχίο τα εργασιακά δικαιώματα των αποφοίτων, ο φιλόλογος μπορεί να διδάσκει

φιλολογία, ο νομικός γίνεται δικηγόρος, ο αρχιτέκτονας έχει το δικαίωμα να

σχεδιάζει κτίρια κτλ. Τέλος, το κρατικό πανεπιστήμιο παράγει τη γνώση ως

κοινωνικό αγαθό πράγμα που σημαίνει ότι είναι ένα προϊόν το οποίο μπορεί

θεωρητικά ο καθένας να νέμεται δωρεάν, αλλά πρακτικά τελικά κυρίως ή μόνο οι

επιχειρήσεις ή το κράτος (είτε για καθαρά παραγωγικές εργασίες στον πρωτογενή

τομέα είτε για αναπαραγωγικές (εκπαίδευση), είτε στον τριτογενή τομέα,

υπηρεσίες του δημοσίου κ.α). Στην πραγματικότητα βέβαια η ιδιωτικοποίηση της

πανεπιστημιακής τεχνογνωσίας και έρευνας δε γίνεται δωρεάν, αλλά μέσα από την

εκμίσθωση ή τη κοινωνική χρήση των φορέων αυτής της γνώσης, που δεν είναι

άλλοι από τους πτυχιούχους.

Από όλα αυτά καταλαβαίνουμε ότι το κρατικό πανεπιστήμιο από τη φύση του

δεν είναι ανεξάρτητο, αλλά εξυπηρετεί συγκεκριμένες ανάγκες του αστικού

συστήματος, του αστικού κρατους των καπιταλιστικών σχέσεων και της

καπιταλιστικής παραγωγής. Υπάρχει δηλαδή μια διαλλεκτική σχέση κράτους,

πολιτικής κοινωνίας και Πανεπιστημίου ή μάλλον καλύτερα, όπως αναφέρει και ο

Βάσιας Τσοκόπουλος, το Πανεπιστήμιο είναι «καθρέφτης της κοινωνικής δομής

μιας χώρας».74 Και συνεχίζει υποστηρίζοντας πως «το ελληνικό Πανεπιστήμιο

παρ’ όλες τις κατά καιρούς κριτικές που έχει δεχθεί για την αναντιστοιχία του με

τις εκάστοτε αναπτυξιακές ανάγκες της κοινωνίας, δεν έπαψε, ωστόσο, ποτέ, από

την ίδρυσή του να παίζει καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική δομή της χώρας

μας»75. Ο ίδιος και η Ιωάννα Λαμπίρη – Δημάκη παρατηρώντας τις επιλογές

σπουδών των φοιτητών στα κατέδειξαν τη διόγκωση της συμμετοχής στη Νομική

74 Βλ. Τσοκόπουλος Β., «Επιλογή Σπουδών και παραγωγικές δυνάμεις: μια περιοδολόγηση (1837 – 1930)», Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία, τ. Β, ΙΑΕΝ, σ. 461-469, σ. 46175 Βλ. Τσοκόπουλος Β., «Επιλογή Σπουδών και παραγωγικές δυνάμεις: μια περιοδολόγηση (1837 – 1930)», Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία, τ. Β, ΙΑΕΝ, σ. 461-469, σ. 461

73

Page 74: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Σχολή σε βάρος των άλλων Σχολών. Ακολουθούσε η Ιατρική, μετά η Φιλοσοφική

και τελευταία στις προτιμήσεις τους η Θεολογική. Η εξήγηση που δίνεται για την

διόγκωση αυτή που συνεχίστηκε μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνδέεται

ακριβώς με τη σχέση του Πανεπιστημίου με την επαγγελματική αγορά. Δεν

υπήρχε βιομηχανία ώστε να χρειάζεται καν να αναπτυχθούν οι φυσικομαθηματικές

επιστήμες οι οποίες λειτουργούσαν στα πλαίσια της Φιλοσοφικής, αν και προς

στιγμήν την περίοδο των Λαυριωτικών υπήρξε μια αύξηση λόγω του

ενθουσιασμού. Η ύπαρξη ενός υπερδιογκωμένου κράτους και μιας

υπερδιογκωμένης κρατικής αστικής τάξης απαιτούσε ένα μεγάλο αριθμό νομικών,

εφόσον η η νομική επιστήμη εκφράζει μια σειρά από αξίες που «έχουν σχέση με

την ομαλή λειτουργία και εξισορρόπηση του κοινωνικού συστήματος»

καθιστώντας τους νομικούς ευσπρόσδεκτους, αξιόπιστους και κατάλληλους σαν

κατόχους θέσεων ελίτ. Δηλαδή οι νομικές σπουδές διαδραμάτιζαν και

διαδραματίζουν ακόμα σε κάποιο βαθμό «έναν εξέχοντα κοινωνικό ρόλο, καθώς

διευκολύνουν την είσοδο των αποφοίτων της στις διάφορες ελίτ».76 Επίσης, οι

νομικές επιστήμες εκείνη την εποχή ενσωματώνανε περισσότερο από ότι σήμερα

τις οικονομικές επιστήμες. Δεν είναι τυχαίο γράφει ο Τσοκόπουλος ότι όλοι οι

διευθυντές της ΕΤΕ ήταν απόφοιτοι νομικής σχολής. Υπάρχει δηλαδή μια άμεση

σύνδεση Πανεπιστημίου και αγοράς που αντανακλούσε στην υπάρχουσα

κοινωνική δομή της χώρας, μια δομή που αποκλειστικά περιστεφόταν γύρω από το

κράτος.

Επίσης, η Φιλοσοφική σχολή που έβγαζε κυρίως καθηγητές για το σχολείο

συνδέεται απόλυτα με τον σχολικό μηχανισμό, δηλαδή το κράτος. Η Θεολογική με

τον σχολικό μηχανισμό και τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, δηλαδή τους

κατεξοχήν ιδεολογικούς μηχανισμούς κοινωνικής ενσωμάτωσης και

αναπαραγωγής. Μόνο η Ιατρική ως ένα βαθμό ξεφεύγει από την άμεση σύνδεση

με το κράτος, αλλά στην παραγματικότητα δεν αντανακλά σε μια διαφορετική

παραγωγική βάση.

76 Βλ. Ιωάννα Λαμπίρη – Δημάκη,»Η συμβολή των νομικών σπουδών στην διαμόρφωση των ελίτ: από τα πορίσματα μιας έρευνας», Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία, τ. Β, ΙΑΕΝ, σ. 471 – 481, σ. 472

74

Page 75: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα

του 19ου αιώνα συνδεόταν άμεσα με την αναπαραγωγή της μεσαίας αστικής και

ανώτερης αστικής τάξης και ιδιαίτερα της κρατικής αστικής τάξης. Το

Πανεπιστήμιο ήταν προϊόν της παραγωγικής βάσης που κυριαρχούσε στον

ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και έτεινε να αναπαράγει αυτήν κοινωνική βάση.

Από τη στιγμή που το Πανεπιστήμιο έπαιζε τόσο κεντρικό ρόλο στην

αναπαραγωγική διαδικασία του καθεστώτος έπαιζε και σημαντικό πολιτικό ρόλο.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το Πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια του Οθωνικού

Συντάγματος εξέλεγε δικό του βουλευτή στο Κοινοβούλιο και εξέλεξε δικό του

βουλευτή και στην Συντακτική συνέλευση του 1863. Οι ίδιοι οι καθηγητές συχνά

εξελέγονταν βουλευτές, υπηρετούσαν ως υπουργοί συμμετείχαν στην έντονη

κομματική διαπάλη και γενικότερα στην πολιτική ζωή θεωρητικοποιώντας τις

διαφωνίες και τις συγκρούσεις. Οι καθηγητές του Πανεπιστημίου ήταν κομμάτι

της κρατικής, μεσαίας ή ανώτερης, αστικής τάξης και συμπεριφέρονταν ως

τέτοιοι.

Ενότητα Δεύτερη

οι πανεπιστημιακοί απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα

Το Πανεπιστήμιο ήταν απόλυτα συναρτημένο με τον κοινωνικό και

ιδεολογικό του ρόλο, πράγμα που σήμαινε ότι έφερε στο ακέραιο και μάλιστα στη

μεγαλύτερη δυνατή καθαρότητα την ιδεολογία του κράτους υποστηρίζοντας κάθε

φορά την επιβεβαίωση των υπαρχόντων κοινωνικων ισορροπιών. Στην πράξη το

Πανεπιστήμιο αποτελούσε τον ιδεολογικό εγγυητή του καθεστώτος. Σε όλη,

λοιπόν, την περίοδο από το 1864 μέχρι το 1909 το Πανεπιστήμιο Αθηνών

υπεράσπιζε θα λέγαμε το πολιτικό καθεστώς του 1864 και ότι αυτό σήμαινε. Για

αυτό αργότερα υποστηρίχθηκε η ανάγκη για την ίδρυση νέου Πανεπιστημίου που

75

Page 76: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

θα αντανακλούσε στη νέα πραγματικότητα και θα αποτελούσε το αντίπαλο δέος

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έτσι, προέκυψε το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης

χωρίς βέβαια τελικά να καταφέρει να παίξει τον αρχικό ρόλο των εμπνευστών της

ιδέας αυτής.

Από τις συγκρούσεις μεταξύ των καθηγητών και ανάμεσα σε καθηγητές και

κράτος παρατηρούμε ακριβώς ότι ενισχύονταν κάθε φορά τα πρόσωπα που

αντιπροσώπευαν και υπεράσπιζαν την υπάρχουσα δομή και ιδεολογία και

αποβάλλονταν ή υπονομεύονταν και περιοριζόταν το κύρος προσώπων που

εξέφραζαν μια διαφορετική ιδεολογία. Από τη διαμάχη Βερναδάκη και Κόντου

όπως παρουσιάζεται από τον Παντελή Αργύρη διαπιστώνει κανείς ότι διεξαγόταν

η σύγκρουση πάνω σε συγκεκριμένους πολιτικοϊδεολογικούς διαχωρισμούς. Δεν

είναι τυχαίο ότι τα πρόσωπα που εμπλέκονταν ήταν φιλόλογοι και ιστορικοί,

δηλαδή πρόσωπα συνδεμένα με επιστήμες κατεξοχήν ιδεολογικές. Ο Βερναρδάκης

οθωνικός, αντκοινοβουλευτικός στα 1869 ορθώνει έναν ιδιαίτερο λόγο για τη

γλώσσα η οποία ξέφυγε από τα όρια μιας φιλολογικής έριδας. Ο ίδιος

παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως υλιστή υπεραμύνθηκε της γλώσσας ως μέσου

και όχι ως σκοπού. «Η κριτική επισκόπηση της φιλολογικής αυτής έριδας.

Επισημαίνει την ύπαρξη δύο ανολοκλήρωτων σχολών. Η πρώτη θεραπεύει το

στατικό και άχρονο φιλολογικό ιδεώδες, στήριγμα του εθνικού πολιτισμού που

ανακαλύπτεται κυρίως στη Δύση, και ‘‘μετακενώνεται’’. ... Η δεύτερη, την οποία

προγραμματικά επιχειρεί να συγκροτήσει ο Βερναρδάκης, επιλέγει την

‘‘ερμηνεία’’ και τη δημιουργική χρήση της φιλολογικής ύλης, σε όφελος του

μέλλοντος ‘‘εθνικού πολιτισμού’’, την ανάπτυξη του οποίου πολεμούν το

‘‘Δυτικόν Σύνταγμαν’’ και οι ‘‘Έλληνες λόγιοι της Εσπερίας’’»77. Ο

Βερναρδάκης, πιο χεγκελιανός ως γερμανοσπυδαγμένος, θα υπερασπιστεί τη

διαλεκτική πορεία συγκρότηση της γλώσσας. Εξέφρασε δηλαδή μια

δημοτικίζουσα, θα λέγαμε, για την εποχή άποψη η οποία συνδέθηκε και με μια

αντίληψη για την θρησκεία υπερασπίζοντας την Καινή Διαθήκη σε βάρος της

77 Βλ. Παντελής Αργύρης, «Πανεπιστημιακές έριδες: Δ. Βερναρδάκης – Κ. Κόντος», Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία, τ. Β, ΙΑΕΝ, σ. 541 – 556, σ. 548

76

Page 77: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Παλαιάς Διαθήκης. «Η καμπύλη της ιδεολογίας του περνά από τα «αντιφατικά

ιδεολογήματα που εμφανίζονται στην ακμή του ρομαντισμού: φορέας ευρωπαϊκής

παιδείας και αντιδυτικός, υπερασπιστής της ορθοδοξίας και κριτής των Γραφών,

αντισυνταγματικός και αντίπαλος της νέας ολιγαρχίας, μοναρχικός και εχθρός των

ξένων, αντιδιαφωτιστής αλλά συνεχιστής του «Κοραή», Φαρμακίδη, Μανούση και

λοιπών φιλελεύθερων Ελλήνων».78 Ο διορισμός των αντιπάλων του Κόντου,

Γενναδίου και Μιστριώτη στη φιλολογική έδρα θα οδηγήσει στην όξυνση της

σύγκρουσης οδηγώντας σε παραίτηση τον Βερναρδάκη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο

επίσης ότι η σύγκρουση αυτή έλαβε και πολιτικά χαρακτηριστικά με τη συμβολή

και της κυβέρνησης Βούλγαρη ενάντια στον Βερναρδάκη.

Από τη μία, λοιπόν, οι εκφραστές του νέου συνταγματικού και δημοκρατικού

καθεστώτος με πολιτικό ηγέτη τον Βούλγαρη και ιδεολογικούς εκφραστές του

Κόντο, Γεννάδιο και Μιστριώτη υποστηρίζουν τη σκληρή καθαρεύουσα και από

την άλλη Βερναρδάκης, εκφραστής ενός αντισυνταγματικού αν και

παλαιοκαθεστωτικού πολιτικού σχεδίου, θα υποστηρίξει μια πιο ευέλικτη γλώσσα.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε αυτήν τη συγκυρία και μέσα στα πλαίσια αυτής

της σύγκρουσης βλέπουμε να εντάσσονται στο Πανεπιστήμιο γνωστά πρόσωπα

που θα πρωταγωνιστήσουν στα Ευαγγελικά και στα Ορεστειακά, που θα

αποτελέσουν το αντίπαλο δέος στον δημοτικισμό τυ Ψυχάρη. Η προσωπικότητα

του ίδιου του Κόντου θα στιγματίσει την επόμενη περίοδο καθώς θα κυριαρχήσει

απόλυτα με το φαρμαλισμό της.

Η καθαρεύουσα αναμφισβήτητα αποτελεί οργανικό στοιχείο της

πανεπιστημιακής ιδεολογίας που διαμορφώνει την κρατική ιδεολογία. Οι

διανοούμενοι που την υποστηρίζουν και την ενθαρύνουν στην πιο φορμαλιστική

της εκδοχή διορίζονται από τον Βούλγαρη, τον κατεξοχήν πολιτικό εκπρόσωπο

της μετοκτωβριανής κατάστασης. Αποτελούν δηλαδή καθαρά προϊόν των

κοινωνικών συσχετισμών που δομήθηκαν μετά το Σύνταγμα του 1864 συνδέοντας

απόλυτα τον καθαρεουσιανισμό με το συνταγματικό καθεστώς και την

78 Βλ. Παντελής Αργύρης, ό.π., σ. 555

77

Page 78: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

αναπαραγωγή του υπάρχοντος κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος, των υπαρχουσών

ταξικών ισορροπιών και γενικότερα με την ηγεμονία της κρατικής ολιγαρχίας.

Αυτή η κρατική ολιγαρχία και το συνταγματικό καθεστώς που την ενίσχυε θα

αμφισβητηθεί έντονα από μια άλλη ομάδα της αστικής τάξης, την

χρηματοπιστωτική μερίδα, που παρά τα πιο φιλελεύθερα χαρακτηριστικά θα

αντιταχθεί πολιτικά στο συνταγματικό καθεστώς. Θα προβάλλει την δημοτική

μέσα από τους δικούς της διανοούμενους που ζούσαν κυρίως στο εξωτερικό. Το

1909 θα υπάρξει η συνταγματική εκτροπή, αλλά τελικά θα επέλθει γλωσσικός

συμβιβασμός.

Το Αθήνισι Πανεπιστήμιο στη σύγκρουση αυτή δε θα μπορούσε παρά να

παρέμβει και να αναλάβει την υπεράσπιση της γλωσσικής καθαρότητας. Σε πολλές

περιπτώσεις αυτή η σύγκρουση ήταν και μια σύγκρουση κύρους μεταξύ των

διανοουμένων, καθώς οι πανεπιστημιακοί δεν ανέχονταν τον υποσκελισμό τους

από άλους διανοούμενους. Αυτό συνέβηκε και στην περίπτωση της αντιπαράθεσης

με την βασίλισσα (οι θεολόγοι πρότειναν να γραφτεί μια δικιά τους), και με τον

Πάλλη και με τη μετάφραση της Ορέστειας. Ήταν ένα ζήτημα: ποιοί διανοούμενοι

θα λειτουργούν ηγεμονικά στην κοινωνία που πολιτικά μεταφραζόταν, ποιά

αστική μερίδα θα ασκούσε την ηγεμονία της επί της κοινωνίας και ποιανής το

αστικό πρόγραμμα θα ακολουθούσε η χώρα.

Τέλος, από ό,τι φαίνεται για τους καθηγητές δεν ήταν και πολύ δύσκολο να

κερδίσουν τους φοιτητές με το μέρος τους. Γενικά, το καθηγητικό σώμα μέσα από

την σχέση δασκάλου/μαθητή που είναι μια σχέση καθαρά εξουσιαστική τόσο ως

προς τη σχέση αυθεντίας που κατέχει τη γνώση και την μεταδίδει στους μη

κατέχοντες όσο και ως προς τη σχέση που δομείται μέσα στο πανεπιστήμιο μπορεί

μέσα από την ιδεολογική ηγεμονία που ασκεί στη σκέψη των φοιτητών να τους

κατευθύνει. Αυτό όμως προϋποθέτει τους κοινωνικούς όρους εκείνους που το

φοιτητικό σώμα μπορούσε να ταυτίζει ως ένα σημείο τα συμφέροντά του με τους

καθηγητές. Αυτοί οι κοινωνικοί όροι υπήρχαν, όπως θα δούμε και στη συνέχεια,

εκείνη την περίοδο. Η έννοια της Πανεπιστημιακής κοινότητας ήταν πάρα πολύ

78

Page 79: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

ισχυρή. Οι φοιτητές θεωρούσαν την προσβολή απέναντι στους καθηγητές τους και

πρσβολή απέναντι στους ίδιους, εφόσον ήταν μια προσβολή απέναντι στο

Πανεπιστήμιο. Επίσης, οι καθηγητές αισθάνονταν ότι είχαν ευθύνη απέναντι στους

φοιτητές. Το πρόβλημα, τουλάχιστον, στην περίπτωση των Ευαγγελικών τέθηκε

στους καθηγητές όταν τα πράγματα ξέφυγαν από τα χέρια τους και η κατάσταση

φαινόταν ανεξέλγκτη. Τότε, βέβαια οι καθηγητές δε δίστασαν όχι μόνο να

συναινέσουν, όπως αναφέρει ο Θεοτόκης στη συζήτηση της Βουλής που

ακολούθησε τα Ευαγγελικά, αλλά και να παροτρύνουν για την καταστολή του

φοιτητικού κινήματος.79

Ενότητα Τρίτη

οι φοιτητές ως ιδιαίτερο κοινωνικό σώμα

Το φοιτητικό σώμα στην Αθήνα του δεύτερου μισού 19ου αιώνα και των

αρχών του 20ου αιώνα (μέχρι το 1909), μια χρονική περίοδος της ελληνικής

ιστορίας που συνέχεται πολιτικά και κοινωνικά, είχε αποκτήσει ένα πολύ

συγκεκριμένο ρόλο στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Βασικά εγχειρίδα που θα μας

χρησιμεύσουν είναι το βιβλίο του Χρήστου Λάζου Ελληνικό φοιτητικό κίνημα

1821 – 1973, η διδακτορική διατριβή του Κώστα Λάππα Πανεπιστήμιο και

Φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα καθώς και το βιβλίο του Κωνσταντίνου

Τσουκαλά Εξάρτηση και Αναπαραγωγή.

Το φοιτητικό σώμα την περίοδο, ανάμεσα στο 1863 και το 1901, αποκτά και

ενισχύει μια σχετική συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του ως κοινωνική κατηγορία.

Μάλιστα, για πρώτη φορά εκδίδονται φοιτητικά έντυπα, π.χ. η εφημ. Φοιτητής του

1869 με υπότιτλο Εφημερίς των συμφερόντων τω έθνει των οποίων τα

ενδιαφέροντα εστιάζονταν τόσο στα ζητήματα υψηλής πολιτικής όσο και

79 Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης αφού δάκρυσε για την κατηγορία του δολοφόνου που του πρόσαψε η αντιπολίτευση παρουσίασε ένα έγγραφο της Συγκλήτου με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου, το οποίο ζητούσε από την κυβέρνηση να παρέμβει στην περίπτωση που οι φοιτητές συνέχιζαν την αταξία. Βλ. Πρακτικά Βουλής, συνεδρίαση Γ ΄ Συνόδου της ΙΕ΄Βουλευτικής περιόδου10 Νοεμβρίου 1901

79

Page 80: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

πανεπιστημιακά ζητήματα, ιδιαίτερα την περίοδο των κινητοποιήσεωνενάντια στα

δίδακτρα. Ο Κώστας Λάππας στο διδακτορικό του όμως υποτιμά την

αυτοσυνειδητότητα της θέσης των φοιτητών εκτιμώντας ότι «σε αντίθεση με ό, τι

συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου οι

φοιτητές με την υπεραναπτυγμένη σωματειακή τους οργάνωση αποτελεούν ένα

σχεδόν κλειστό κόσμο με ιδιαίτερα ήθη και παραδόσεις, στην Ελλάδα οι φοιτητές

δεν συνιστούν ιδιαίτερη κατηγορία, αλλά συμφύρονται με άλλα τμήματα του

νεανικού πληθυσμού της πρωτεύουσας. Με νεαρούς διανοούμενους, αποφοίτους

του πανεπιστημίου, οι οποίοι διατηρούν στενές επαφές με τον φοιτητικό πληθυσμό

και συμμετέχουν στις ποικίλες εκδηλώσεις του, και μάλιστα με τους μαθητές των

γυμνασίων της πρωτεύουσας, ιδιαίτερα εκείνους που φοιτούν στις ανώτερες

τάξεις»80.

Αν και μπορεί κανείς να συμφωνήσει γενικά πως το φοιτητικό σώμα του 19ου

αιώνα αποτελούσε περισσότερο κομμάτι ενός ευρύτερου νεανικού κοινωνικού

σώματος που διαβιεί στην Αθήνα, γεγονός που πράγματι διευκολυνόταν από την

εφαπτόμενη ηλικία, τη μαθητική ιδιότητα και ορισμένους κοινούς τρόπους ζωής

και συμπεριφοράς, στην πραγματικότητα αυτός ο συμφυρμός δεν αλλάζει

σημαντικά το χαρακτήρα της φοιτητικής ταυτότητας και την ιδιαίτερη δυναμική

του φοιτητικού κινήματος. Αντίθετα το φοιτητικό σώμα φαίνεται καθαρά πως

αποτελούσε το κέντρο αναφοράς της νεολαίας στην Αθήνα. Κατείχε την

αναμφισβήτητη πρωτοπορία στα νεανικά κινήματα σε τέτοιο βαθμό που να μας

επιτρέπει τόσο ως προς το περιεχόμενο και την ουσία όσο και ως προς το χώρο

ανάπτυξης των κινημάτων να τα θεωρούμε φοιτητικά. Στην ουσία η φοιτητική

ταυτότητα ή η φοιτητική δραστηριότητα ανέπτυσσε μια τέτοια δυναμική που

ξέφευγε από τα στενά όρια του φοιτητικού κόσμου. Επεκτεινόταν τόσο στους

μαθητές όσο και στους απόφοιτους. Αυτό συνέβαινε πρώτον, διότι το φοιτητικό

σώμα ήταν αριθμητικά μεγαλύτερο και δεμένο με μεγαλύτερη συνοχή γύρω από

το Πανεπιστήμιο. Δεύτερον, διότι εκ των πραγμάτων υπάρχει διαφορά, όπως την

80 Βλ. Λάππας Κώστας, Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1997, σ. 405

80

Page 81: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

παρατηρεί και ο ίδιος ο Λάππας81, η οποία άπτεται των χαρακτηριστικών της

κοινωνική δράσης του φοιτητικού σώματος. Τρίτον, όπως και ο ίδιος ο Λάππας

σημειώνει οι ανώτερες τάξεις του Γυμνασίου στην ουσία λειτουργούσαν ως

προθάλαμος του Πανεπιστημίου, ενώ οι απόφοιτοι συνέχιζαν να έχουν επαφή με

τον κόσμο του Πανεπιστημίου ή καθυστερούσαν να πάρουν πτυχίο ή δεν έπαιρναν

καθόλου πτυχίο ύστερα από κάποια χρόνια φοίτησης. Συνεπώς, στην ουσία

πρόκειται για προ-φοιτητικά και μετά-φοιτητικά σώματα τα οποία

προσδιορίζονταν όχι τόσο αυτόνομα όσο σε σχέση με τη φοιτητική ιδιότητα. Ήταν

νέοι που είτε επιθυμούσαν να γίνουν φοιτητές είτε δυσκολεύονταν να

απομακρυνθούν από τη φοιτητική ζωή.82 Μπορούμε δηλαδή να ισχυριστούμε πως

η φοιτητική ιδιότητα βρισκόταν στο επίκεντρο της ταυτότητας της σπουδάζουσας

και μετασπουδάζουσας νεολαίας της Αθήνας. Δηλαδή στην πραγματικότητα η

φοιτητική ταυτότητα όχι μόνο ήταν αυτόνομη, αλλά και διευρύνεται στο «πριν»

και το «μετά». Η σύνθεση αυτή δε γίνεται πάνω στη βάση της νεότητας, αλλά στη

βάση της κοινής ταξικής προέλευσης, αλλά και της κοινής στόχευσης ως προς την

επαγγελματική αποκατάσταση και κοινωνική καταξίωση, αφού αναφέρονται στα

ίδια εργασιακά δικαιώματα και στις ίδιες δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης.

Δηλαδή οι μετα-φοιτητές θα αισθάνονταν κοντά στο πανεπιστήμιο όσο δε

διαφοροποιούταν έντονα η κοινωνική τους θέση, όσο δηλαδή δεν ανελίσσονταν

κοινωνικά με την επαγγελματική αποκατάσταση που επιθυμούσαν, κάτι που

προφανώς δεν είναι άσχετο και με το νεαρό της ηλικίας τους, αφού μολις ξεκινούν

την σταδιοδρομία τους. Αυτό το οποίο ίσως να έχει σημασία για τη λειτουργία και

τη δράση του φοιτητικού κινήματος είναι ότι πιθανόν σε εποχές κρίσης της

81 Υπάρχει όμως μεταξύ φοιτητών και μαθητών μια βασική διαφορά. Σε αντίθεση με τους μαθητές, που υπόκεινται στους περιορισμούς μιας πειθαρχημένης σχολικής ζωής, οι φοιτητές έχουν, χάρη ακριβώς στη φοιτητική τους ιδιότητα, τη δυνατότητα μιας ‘‘παρατεταμένης νομής του ελεύθερου χρόνου’’. Οι ίδιοι αδέσμευτοι στην πλειονότητά τους από οικογενειακούς περιορισμούς και εργασιακές υποχρεώσεις – η σχέση τους με την εργασία είναι μάλλον χαλαρή – διαφοροποιούνται και άπο άλλες κατηγορίες συνομηλίκων τους που δεν έχουν τα προνόμια αυτά και έναντι των οποίων έχουν μια αίσθηση ιδιαιτερότητας, λόγω της ακαδημαϊκής τους ιδιότητας. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά διευκολύνουν τη δημιουργία συλλογικής ταυτότητας στο φοιτητικό σώμα,. Παρά τους συμφυρμούς, λοιπόν, μπορούμε να δεχτούμε μια υπό όρους έστω αυτονομία της πανεπιστημιακής νεολάιας». Βλ. Λάππας Κώστας, ό.π., σ. 405 82 Η σχέση αυτή φοιτητών και μετα – φοιτητών ισχύει σήμερα εξαιτίας ακριβώς της παράτασης των σπουδών σε μεταπτυχιακό επίπεδο και λόγω της δυσκολίας της επαγγελαμτικής αποκατάστασης των πτυχιούχων ώστε σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, όπου υπάρχει, να συνεχίζουν να βρίσκονται κοντά με το φοιτητικό σώμα.

81

Page 82: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

επαγγελματικής αποκατάστασης των πτυχιούχων και γενικότερα σε εποχές

κοινωνικής και πολιτικής κρίσης και σύγκρουσης αυτή να μεταφέρεται πιο εύκολα

και πιο έντονα στον αμιγή φοιτητικό κόσμο που συνιστά και το φοιτητικό κίνημα.

Έτσι, εξηγείται και το γεγονός ότι σε κάθε μικρη ή μεγάλη κινητοποίηση των

φοιτητών προσέρχονταν πολίτες προς ηθική και πρακτική ενίσχυση.

Ποά είναι όμως τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του φοιτητικού σώματος ποιός

ήταν ο κοινωνικός τους ρόλο στον κοινωνικό σχηματισμό και η θέση τους στην

παραγωγική διαδικασία. Με βάση των Λάππα «η πλειονότητα των φοιτητών

προέρχονται από οικογένειες με μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Τα παιδιά των

κτηματιών, καθώς και των οικογενειών που αντλούν πόρους από διάφορα

επιτηδεύματα, από το εμπόριο και τις υπηρεσίες, είναι αυτά που συμμετέχουν σε

μεγαλύτερο ποσοστό στη πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Σημαντικό πρέπει να ήταν

και το ποσοστό συμμετοχής των γόνων της πνευματικής ελίτ, αν και αυτή

προτιμούσε συχνά άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Αντίθετα, πολύ μικρή ήταν η

εκπροσώπηση στο πανεπιστήμιο παιδιών που προέρχονταν από χαμηλές

κοινωνικές τάξεις, όπως οι γεωργοί και άλλες συναφείς επαγγελματικές

κατηγορίες.»83 Επομένως, το φοιτητικό σώμα είχπροερχόταν από τα μικροαστικά

και μεγαλοαστικά στρώματα.

Μια άλλη προσέγγιση κάνει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς τονίζοντας

περισσότερο τη δυνατότητα των κατώτερων τάξεων να διεισδύουν γενικά στο

σχολικό δίκτυο και ιδιαίτερα στο ανώτερο και ανώτατο επίπεδο. Μέσα από το

γενικότερο σχήμα με το οποίο συγκροτεί την εικόνα του ελλαδικού ελληνισμού

διαπιστώνει «ότι τα ποσοστά φοίτησης είναι στάσιμα ή αναπτύσσονται πολύ σιγά

στις περιοχές όπου κυριαρχεί η μεγάλη ιδιοκτησία, ενώ τα ίδια αυτά ποσοστά

αυξάνονται γοργά στις περιοχές όπου κυριαρχεί η μικρή ιδιοκτησία»84, διότι

υπήρχε πιο συγκροτημένη στρατηγική χάραξη κοινωνικής ανέλιξης στην

οικογενειακή μονάδα της μικρής ιδιοκτησίας. Καταλήγει, λοιπόν, στην εκτίμηση

83 Βλ. Λάππας Κώστας, ό.π., σ. 33784 Βλ. Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, Εξάρτηση και Αναπαραγωγή, ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα(1830 – 1922), Θεμέλιο Αθήνα, σ. 437

82

Page 83: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

ότι «μια σειρά από μερικές και σπραδικές ενδείξεις συνηγορούν στο να

πιστέψουμε ότι η στρατολόγηση των φοιτητών ήταν ‘‘σχετικά’’ δημοκρατική και

ότι η πρόσβαση στο πανεπιστήμιο δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στους γόνους

των πλούσιων αστικών ή αγροτικών στρωμάτων.»85 Στην πραγματικότητα βέβαια

τα σχήματα και των δύο δεν αποκλίνουν σημαντικά, απλώς ο καθένας τονίζει λίγο

περισσότερο τη μια ή την άλλη διάσταση. Κατά την άποψή μας η εκτίμηση του Κ.

Τσουκαλά είναι πιο ορθή και προκύπτει και από τις αναλύσεις του Λάππα για τις

υποτροφίες. Στη δική μας όμως εργασία τελικά έχει πολύ μικρότερη σημασία η

καταγωγή του φοιτητικού κόσμου όσο τα ίδια τα χαρακτηριστικά του ως

φοιτητικό σώμα.

Εκείνο που έχει σημασία είναι πως συγκροτούσαν ένα σώμα που ανέμενε να

καταλάβει θέσεις της μεσαίας και ανώτερης κρατικής διοίκησης ως «κρατική

αστική τάξη», να αποκτήσει τη λειτουργία του οργανωτή της κοινωνίας με την

ιδιότητα του πολιτικού, να αποκτήσει τη λειτουργία του οργανωτή της παραγωγής

ως νέα μικροαστική τάξη στη νέες παραγωγικές σχέσεις που ανατυσοονταν την

εποχή εκείνη με τη βιομηχανία ή γενικότερα τη λειτουργία του παραδοσιακού

διανοούμενου, ως διαμεσολαβητή μεταξύ της αστικής τάξης και των αγροτικών

στρωμάτων ή των κατώτερων στρωμάτων της πόλης. Ήταν ένα σώμα εν δυνάμει

κομμάτι της άρχουσας τάξης. Ως φοιτητικό σώμα όμως δεν ήταν κατά κανένα

τρόπο ένα σώμα που ανήκε ήδη στην άρχουσα τάξη. Αυτό εξηγεί, το τεράστιο

κύρος των φοιτητών ανάμεσα σε ολόκληρο τον πληθυσμό, ένα κύρος που

θεμελιώνεται όχι στην ταξική τους προέλευση, αλλά στην προοπτική της

κοινωνικής λειτουργίας τους.86 Αναμφισβήτητα όμως το φοιτητικό σώμα ήταν ένα

μικροαστικό σώμα, ένα σώμα δηλαδή «μικρών αστών» που ήλπιζε να γίνουν

«μεσοαστοί» ή «μεγαλοαστοί», αλλά ακόμη και αν κάποιοι φοιτητές προέρχονταν

από κατώτερα στρώματα η φοίτηση διαμόρφωνε μια νέα λειτουργία και μια νέα

ιδιότητα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους οι

φοιτητές της εποχής ακολουθούσαν τις σπουδές του νομικού κλάδου, σπουδές που

85 Βλ. Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, ό.π., σ. 43786 Βλ. Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, ό.π., σ. 438

83

Page 84: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

αύξαναν στους φοιτητές τη δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης και εισόδου στην

άρχουσα τάξη.87

Τα χαρακτηριστικά αυτά της φοιτητικής νεολαίας ως εν δυνάμει κομμάτι της

κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ελίτ δημιουργούσαν τους όρους μιας

πρόωρης πολιτικοποίσης, μιας πρωθύστερης διάθεσης να αποκτήσουν νωρίτερα το

ρόλο που οι ίδιοι ευελπιστουν ότι θα έχουν. Έτσι, μπορεί να ερμηνευτεί τόσο η

τάση έντονης πολιτικοποίησης που χαρακτήριζε τη φοιτητική νεολαία όσο και η

ηγεμονία της ιδεολογίας της «κρατικής αστικής τάξης» στις πολιτικές συνειδήσεις

των φοιτητών. Δηλαδή ενσωμάτωναν ως ιδεολογία την αναγκαιότητα της

αναπαραγωγής της κρατικής αστικής τάξης και ενσωμάτωναν τα ιδεολογικά και

κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά που ταυτίζονταν με αυτήν την τάξη. Ένα πολύ

μικρό μέρος στην ουσία του φοιτητικού σώματος θα ανέπτυσσε λειτουργία μέσα

στα πλάισια της νέας οικονομίας, δηλαδή της βιομηχανίας και της

χρηματοπιστωτικής τάξης. Αλλά ακόμη και εάν το κομμάτι αυτό στην πράξη ήταν

τελικά μεγαλύτερο, δεν άλλαζε τη συνείδηση των φοιτητών διότι η στόχευση της

επαγγελματικής αποκατάστασης ως κυρίαρχη τάση ταυτιζόταν με την κατάληψη

ανώτερων κρατικών και πολιτικών θέσεων. Ο ρόλος του Πανεπιστημιου Αθηνών

μέσα στον ελλαδικό κοινωνικό σχηματισμό ήταν δομημένος ως μέσο

αναπαραγωγής της κρατικής αστικής τάξης και όχι ως μέσο αναπαραγωγής μιας

αστικής τάξης εν γένει88.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, που η υπερπολιτικοποίηση των φοιτητών

ξεκίνησε με το κίνημα ενάντια στον Όθωνα, ένα κίνημα με το οποίο η ελλαδική

«κρατική αστική τάξη» διεκδίκησε και πέτυχε μέσα από το Σύνταγμα του 1864

την πολιτική ηγεμονία της επί των υπάλληλων τάξεων ολοκληρώνοντας την

κυριαρχία της συνολικά επί του ελλαδικού κοινωνικού σχηματισμού. Η

87 Βλ. Τσοκόπουλος Β., «Επιλογή Σπουδών και παραγωγικές δυνάμεις: μια περιοδολόγηση (1837 – 1930)», Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία, τ. Β, ΙΑΕΝ, σ. 461-469, σ. 463 και Λαμπίρη Δημάκη Ι, «Η συμβολή των νομικών σπουδών στην διαμόρφωση των ελίτ: από τα πορίσματα μιας έρευνας»., Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία, τ. Β, ΙΑΕΝ, σ. 451 - 48188 Για παράδειγμα σήμερα τα Πολυτεχνεία δίνουν μια άλλη προοπτική, ενώ πλέον και τα Πανεπιστήμια συνιστούν στους πτυχιούχους την επαγγελαμτική αποκατάσταση στον ιδιωτικό τομέα ως καλύτερα. Βέβαια, σήμερα τα χαρακτηριστικά των αποφοίτων είναι πολύ διαφορετικά.

84

Page 85: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

παρέμβαση επομένως των φοιτητών στην Οκτωβριανή εξέγερση του 1863 ενάντια

στον Όθωνα και στα γεγονότα που ακολούθησαν, ιδιαίτερα με τη συγκρότηση της

Πανεπιστημιακής Φάλαγγας, ένα φοιτητικό σώμα πολιτοφυλακής, δημιούργησε

μια νέα παράδοση στη σχέση φοιτητών και πολιτικής σκηνής. Το φοιτητικό

κίνημα αποτελούσε πλέον έναν αυτόνομο πολιτικό παράγοντα που διεκδικούσε

λόγο για τα πολιτικά πράγματα σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε αρκετές φορές να

φαντάζει στην κρατική εξουσία ως ένας εν δυνάμει κοινωνικός ανατροπέας, παρά

το γεγονός ότι δεν εγγράφονταν σε αυτό πολιτικά χαρακτηριστικά που

αμφισβητούσαν το υπάρχον καθεστώς, αλλά στην ουσία ομαλότερης

αναπαραγωγής του. «... Η φάλαγγα πρόσεφερε και κάτι ουσιαστικότερο στους

φοιτητές: πολιτική διαπαιδαγώγηση και μια αίσθηση αυτοδυναμίας. Μέσα από τη

φάλαγγα ήρθαν σε στενότερη επαφή με τα πολιτικά πράγματα, εξοικειώθηκαν με

τις εκλογικές διαδικασίες και απέκτησαν, με την ισότιμη συμμετοχή τους στην

εκλογή του διοικητή της φάλαγγας που τους παραχώρησε η Εθνοσυνέλευση,

συνείδηση του πολιτικού βάρους και των δικαιωμάτων τους. Όλα αυτά θα

επηρεάσουν τη συμπεριφορά τους και τις σχέσεις τους με το πανεπιστήμιο. Στο

εξής οι φοιτητές γίνονται πιο ανήσυχοι, ευέξαπτοι και απαιτητικοί απέναντι στους

καθηγητές τους, ενώ παράλληλα, διεκδικούν ενεργητικότερο ρόλο στις πολιτικές

εξελίξεις και ιδιαίτερα σε ό,τι είχε σχέση με τα εθνικά ζητήματα»89. Δεν είναι

τυχαίο ότι στα 1873 η διεκδίκηση από μέρους των φοιτητών της ανασύστασης της

Φοιτητικής Φάλαγγας ήταν ένα αίτημα το οποίο στις άκρες του ζητούσε ενεργό

ρόλο των φοιτητών στην πολιτική εξουσία. Έτσι, εντάχθηκε στον αντιπολιτευτικό

αγώνα εναντίον της κυβέρνησης Δεληγιώργη και παίρνοντας το χαρακτήρα

ανοιχτής αμφισβήτησης με πορείες και διαδηλώσεις κατεστάλη βίαια από την

αστυνομία. Το αίτημα των φοιτητών θα ικανοποιηθεί τελικά τον επόμενο χρόνο

από τις διαδοχικές κυβερνήσεις των Χ. Τρικούπη, Α. Κουμουνδούρου και Επ.

Δεληγιώργη.

89 Βλ. Λάππας Κώστας, ό.π., σ. 466 - 7

85

Page 86: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Τη δεκαετία του 1890 παρουσιάζεται μια ένταση της ριζοσπαστικοποίησης

και της διάθεσης για σύγκρουση των φοιτητών, μια διάθεση που φαίνεται

ξεκάθαρα και στα «Ευαγγελικά». Μια σειρά από σημαντικά κινήματα

εκδηλώνονται. Στα 1892 με αφορμή και αιτία την εισαγωγή διδάκτρων από την

κυβέρνηση του Χ. Τρικούπη ξεσπάει ένα φοιτητικο κίνημα με μεγάλα

συλλαλητήρια που καταλήγουν σε συγκρούσεις με τις αστυνομικές και

στρατιωτικές δυνάμεις. Στα 1896, εκδηλώνεται η πρώτη στην ελληνική ιστορία

φοιτητική εξέγερση με κατάληψη του Πανεπιστημίου, τα «Γαλβανικά», την οποία

ο Χρήστος Λάζος ονομάζει το πρώτο «Πολυτεχνείο». Η κινητοποίηση με αυτό το

ζήτημα θα συνεχιστεί μέχρι και το 1897. Αφορμή και αιτία αποτέλεσε μια διαμάχη

του καθηγητή Ιουλ. Γαλβάνη και των φοιτητών της Ιατρικής που εξελίχθηκε σε

βίαιες συγκρούσεις μεταξύ φοιτητών οπαδών και αντιπαλων του Γαλβάνη, στις

οποίες παρενέβηκε και η αστυνομία. Στη συνέχεια με την κατάληψη του

πανεπιστημίου και τη μαζικοποίηση του κινήματος με τη συμμετοχή και απλών

πολιτών σε πορείες και διαδηλώσεις το ζήτημα πήρε πολιτικό και κοινωνικό

χαρακτήρα και στράφηκε εναντίον της κυβέρνησης Δεληγιάννη. Η Σύγκλητος

καταδίκασε τις κινητοποιήσεις. Το Πανεπιστήμιο πολιορκήθηκε από το στρατό

και κάποια στιγμή, όπως αναφέρει ο Λάζος, τέθηκε προς στιγμήν από την

κυβέρνηση το ζήτημα της παραίτησης. Η λύση στο πρόβλημα δόθηκε με την

απόφαση της κυβέρνησης να συμμετάσχει στην κρητική εξέγερση. Οι φοιτητές

συμμετείχαν με τη δική τους φάλαγγα.90

Μια πλευρά των «Γαλβανικών», αλλά και των άλλων κινητοποιήσεων την

περίοδο αυτή, θα μπορούσε να μας δείξει σε σχέση με τα «Ευαγγελικά» και ακόμη

περισσότερο με τα «Ορεστειακά» την εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ καθηγητών και

φοιτητών στο Εθνικό Πανεπιστημίο. Ο τρόπος με τον οποίο δομείται η

Πανεπιστημιακή Φάλαγγα το 1863 στην οποία αναπαράγεται στην ουσία η

εξουσιαστική σχέση καθηγητών και φοιτητών με τους καθηγητές να

90 Βλ. για τα «Γαλβανικά» και το φοιτητικό κίνημα της εποχής Λάζος Χρήστος, Ελληνικό φοιτητικό κίνημα 1821 – 1973, Γνώση 1987, σ. 164 – 168, Λάζος Χρήστος Ιστορία της Πανεπιστημιακής ή ΦοιτητικήςΦάλαγγας, Χρυσή Τομή 1980.

86

Page 87: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

αναλαμβάνουν ρόλο αξιωματικού, αλλά και γενικότερα το κλίμα του

Πανεπιστημίου την εποχή αυτή αναδεικνύει πολύ έντονα την εικόνα ενός

Πανεπιστημίου ως ενός ιδιαίτερου κοινωνικοπολιτικού μορφώματος μέσα στον

ελλαδικό κοινωνικό σχηματισμό με πολύ ισχυρή την έννοια της πανεπιστημιακής

κοινότητας ως ξεχωριστής ολότητας, την αυτοσυνείδηση δηλαδή του

διαφορετικού, την ακύρωση της εξουσιαστικής κοινωνικής σχέσης καθηγητών και

φοιτητών στις συνειδήσεις των φοιτητών. Στα «Γαλβανικά» βλέπουμε μια σχετική

ρήξη αυτής της σχέσης η οποία όμως πέντε χρόνια αργότερα, στα «Ευαγγελικά»,

επανεμφανίζεται να παίζει κεντρικό ρόλο στις φοιτηκές συνειδήσεις, αφού οι

κινητοποιήσεις γίνονται με αφορμή ένα κείμενο που ειρωνεύεται τους καθηγητές

της Θεολογίας, και ακόμη περισσότερο στα «Ορεστειακά», τα οποία

παρουσιάζονται να είναι αμιγώς υποκινούμενα από έναν καθηγητή, το Μιστριώτη.

Μιλάμε για σχετική ρήξη διότι όταν το ζήτημα στα «Γαλβανικά» ξέφυγε από

αντιπαράθεση ενδοπανεπιστημιακή, μεταξύ Γαλβάνη και φοιτητών, μεταξύ

Συγκλήτου και φοιτητών, και έλαβε το χαρακτήρα αντιπαράθεσης φοιτητών και

κυβέρνησης, τότε εμφανίστηκαν να παρεμβαίνουν καθηγητές προεξάχοντος του

Μιστριώτη ο οποίος παρενέβηκε τόσο στην κυβέρνηση όσο και στους φοιτητές.

Δε γνωρίζουμε εάν υπήρχε υποκίνηση από μερίδας καθηγητών εναντίον του

Γαλβάνη, αλλά όπως και να’ ναι, αμφισβητήθηκε η καθηγητική «αυθεντία».

Υπήρχε μια σαφής αυτονομία του κινήματος και για αυτό έλαβε «ανεξέλεγκτο»

από τους καθηγητές χαρακτήρα. Για την περίπτωση των «Ευαγγελικών» αυτή η

ακολουθία «υποκίνηση στην αρχή/αδυναμία ελέγχου στη συνέχεια» είναι πιο

εμφανής από τις δευτερογενείς πηγές και ακόμη εμφανέστερη για τα

«Ορεστειακά». Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην περίπτωση των

«Γαλβανικών» πρωθυπουργός ήταν ο Θ. Δηλιγιάννης ο οποίος ήταν

αντιπολίτευση στα 1901 και παρουσιάζεται στις πηγές ως ένας από τους

υποκινητές των «Ευαγγελικών», ενώ πρωθυπουργός στο κίνημα του 1892 ήταν ο

Χ. Τρικούπης διάδοχος του οποίου ήταν ο Θεοτόκης.

87

Page 88: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Γενικώς, τόσο το κίνημα εναντίον των διδάκτρων όσο και τα «Γαλβανικά»

μπορούν να χαρακτηριστούν ως πρόδρομοι των Ευαγγελικών άσχετα με το

γεγονός ότι υπήρχαν διαφορετικά αιτήματα. Τόσο η κινητοποίηση για τα δίδακτρα

και τα «Γαλβανικά» όσο και τα «Ευαγγελικά και τα «Ορεστειακά» δείχνουν την

έντονη κινητικότητα και ριζοσπαστικοποίηση την περίοδο αυτή στη βάση του

φοιτητικού σώματος που αναζητά τρόπους να διοχετευτεί. Στα «Γαλβανικά» η

πολιτική συγκυρία με τη λύση του πολέμου διέσωσε την αθηναϊκή κοινωνία από

μια πάρα πολύ μεγάλη κρίση καθώς η συσσωρευμένη αυτή κοινωνική ένταση

φαίνεται πως διοχετεύτηκε και αναιρέθηκε πολιτικά με την κήρυξη του πολέμου.

Εάν μπορούσε να συνδεθεί η κρίση στο Πανεπιστήμιο με τη γενικότερη κρίση

στην κοινωνία θα μπορούσαμε να δούμε διαφορετικά το λειτουργισμό του

συγκεκριμένου πολέμου ως προϊόν εσωτερικών διαδικασιών και αναίρεσης

εσωτερικών ταξικών εντάσεων. Αλλά αυτό δεν απασχολεί εμάς στην παρούσα

εργασία.

Εκείνο που επανέρχεται δριμύτερα όμως είναι η αναζήτηση των αιτιών αυτής

της έντασης, η οποία συμπίπτει, όχι τυχαία, και με ορισμένες αλλαγές στη μορφή

και το περιεχόμενο των διεκδικήσεών τους. Έτσι, «εκτός από τα εθνικά θέματα,

που βρίσκονται πάντα στο κέντρο των ενδιαφερόντων τους, οι φοιτητές στρέφουν

τώρα την προσοχή τους και σε ζητήματα πιο άμεσα, που έχουν σχέση με τις

σπουδές τους στο πανεπιστήμιο..». «Τη στροφή αυτή προκαλούν τα χρονίζοντα

προβλήματα στην οργάνωση των σπουδών, οι ελλείψεις στην υλική υποδομή των

σχολών, η αυστηρότητα στις εξετάσει και κυρίως η επιβολή του θεσμού των

διδάκτρων.»91 «Οι διαμαρτυρίες αυτές αντανακλούσαν τα αδιέξοδα στα οποία είχε

φτάσει το πανεπιστημιακό σύστημα, αλλά και τις αντιστάσεις των φοιτητών στις

μεμονωμένες προσπάθειες εκσυγχρονισμού του συστήματος. Παράλληλα όμως

τροφοδοτούνταν και από άλλα προβλήματα, όπως αυτό της ανεργίας των

διπλωματούχων, που οξυνόταν με την πάροδο του χρόνου.» Στο σημείο αυτό θα

πρέπει να τονιστεί η σχέση αυτή διπλωματούχων και φοιτητών η οποία την

91 Βλ. Λάππας Κώστας, ό.π., σ. 507

88

Page 89: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

περίοδο αυτή γίνεται ακόμη πιο στενή, ακριβώς επειδή το μεταφοιτητικό σώμα

δυσκολεύεται να ξεπεράσει τη φάση αυτή μέσω της επαγγελματικής

αποκατάστασης. «Το κλίμα αυτό συνετέλεσε ώστε μια συνηθισμένη διαμαρτυρία

γύρω από ένα πανεπιστημιακό αίτημα να εξελιχθεί σε μια δυναμική

κινητοποίηση» 92, όσον αφορά τα «Γαλβανικά». Το ίδιο θα προσθέσουμε εμείς ένα

ζήτημα, όπως η μετάφραση των Ευαγγελίων που αφορά το κεντρικό πολιτικό

σκηνικό, θα πάρει μια τέτοια οξύτητα.

Ενότητα Τέταρτη

η ιδεολογία των φοιτητών, εκτιμήσεις για το ρόλο τους στο πολιτικό σκηνικό,

η θέση τους απέναντι στο γλωσσικό

Από τα παραπάνω μπορούμε, λοιπόν, να επιβεβαιώσουμε ότι οι φοιτητές

αποτελούσαν ένα συγκροτημένο συνεκτικό κοινωνικό σώμα το οποίο

χαρακτηριζόταν από μια ενότητα ως προς τη σχέση του με την κοινωνία τόσο ως

προς τον τρόπο που η κοινωνία έβλεπε αυτό όσο και ως προς τον τρόπο που αυτό

έβλεπε την κοινωνία. Η συνοχή του εδραζόταν στο γεγονός ότι προέρχονταν όλοι

σχεδόν οι φοιτητές από τα ίδια κοινωνικά σώματα, αλλά ακόμη περισσότερο ότι

προσδοκούσαν στην ίδια περίπου επαγγελματική αποκατάσταση, τον ίδιο περίπου

πολιτικό και κοινωνικό ρόλο. Οι διαφοροποιήσεις που πιθανόν να διασπούν την

ενότητα των φοιτητών είτε εκκινούνταν από συμπάθειες σε καθηγητές με

αντιπαλότητα μεταξύ τους είτε ίσως μεταξύ φοιτητών διαφορετικών σχολών,

εφόσον διαφορετικές σχολές σημαίνει και διαφορετική επαγγελματική

αποκατάσταση. Στο σημείο αυτό το ζήτημα είναι η αναζήτηση και η ανάδειξη της

ιδεολογίας του φοιτητικού σώματος. Η αναζήτηση της ιδεολογίας των φοιτητών

μπορεί να ειδωθεί όμως μόνο μέσω του πρίσματος του θεωρητικού προσδιορισμού

του ταξικού χαρακτήρα του φοιτητικού σώματος, όπως ακριβώς το έχουμε

καταδείξει. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρουμε να καταλάβουμε τη συνοχή

92 Βλ. Λάππας Κώστας, ό.π., σ. 518

89

Page 90: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

ανάμεσα σε κινητοποιήσεις με ταξική βάση ενάντια στο κράτος που απαντούσαν

όμως με εθνικό λόγο στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Επομένως, το

φοιτητικό σώμα της περιόδου αυτής σε αντίθεση ίσως από άλλες μετέπειτα

περιόδους της ελληνικής ιστορίας διακρινόταν από μια πολύ ισχυρή πολιτική και

ιδεολογική συνοχή την οποία μπορούμε να επιχειρήσουμε να την

ανασυγκροτήσουμε.

Καταρχήν, οι κινητοποιήσεις των φοιτητών από τα «Γαλβανικά» έφεραν στην

επιφάνεια ορισμένα στοιχεία συμπεριφοράς που πήγαζαν από τον τρόπο με τον

οποίο είχε διαπαιδαγωγηθεί επί χρόνια η φοιτητική νεολαία: από την εξοικείωσή

της μέσα από τη φάλαγγα και τις εθνικιστικές κινητοποιήσεις στρατιωτικού

χαρακτήρα και συμπεριφορές και με τα ιδεώδη του ηρωισμού και της αυτοθυσίας.

Τα ιδεώδη αυτά πριμοδοτούσε, άμεσα ή έμμεσα, και το ίδιο το κράτος, με την

έμφαση που έδινε στη σωματική και στρατιωτική εκπαίδευση της νεολαίας σε

μια αγωγή, δηλαδή, που αναδείκνυε σε αρετή την τιμή, την υπερηφάνεια και την

παλληκαριά.»93 Συγκροτούταν δηλαδή η προσωπικότητα του φοιτητή ως ενός

κοινωνικού στρατιώτη που αγωνιζόταν για το έθνος του μέσα από τα όπλα που του

έδινε η γνώση και η κοινωνική θέση. Αυτός ο στρατιώτης-πολίτης είχε καθήκον

να υπερασπίζεται τα δίκαια του έθνους ως στρατιωτικό σώμα τόσο στο εξωτερικό

όσο και στο εσωτερικό. Αυτός ο στρατιώτης – φοιτητής – πολίτης συγκροτούσε

μια ενιαία τιμή και αξιοπρέπεια που ταυτιζόταν με την τιμή και την αξιοπρέπεια

του έθνους. Η σπίλωση αυτής της τιμής μπορούσε να εκλειφθεί ως η σπίλωση του

έθνους. Μπορούσε τη μια στιγμή να συγκρούεται με την κυβέρνηση για την τιμή

του στρατιώτη φοιτητή και στην επόμενη ακριβώς φάση να δίνει τη ζωή του για

την ίδια τιμή ως όργανο της ίδιας κυβέρνησης. Ο χαρακτήρας αυτής της τιμής

προκύπτει ακριβώς από το ρόλο που θα καλούνταν να παίξουν οι φοιτητές ως οι

μελλοντικοί ηγέτες του έθνους.

Στην πραγματικότητα τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους και του

ελληνικού έθνους ταυτίζονταν στην αντίληψη των των φοιτητών με τα δικά τους

93 Βλ. Λάππας Κώστας, ό.π., σ. 518

90

Page 91: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

συμφέροντα. Η αύξηση και η ενδυνάμωση του ελληνικού κράτους ταυτιζόταν με

την αύξηση της ισχύος αυτού του σώματος τόσο στην συγκυρία εκείνη, αλλά και

στο μέλλον εφόσον αυτοί θα καλούνταν να το διοικήσουν. Και στην

πραγματικότητα η κρίση που περνούσε επαγγελματικά το φοιτητικό σώμα

μπορούσε να λυθεί είτε με μια λύση εσωτερικά, δηλαδή με ανάπτυξη των

παραγωγικών δυνάμεων που θα έδινε θέσεις είτε με διεύρυνση του κράτους και

κατάληψη των καινούριων διοικητικών θέσεων που θα δημιουργούνταν. Στη

σκέψη των φοιτητών που αποτελούσαν κομμάτι ενός αναπαραγωγικού

εκπαιδευτικού μηχανισμού με προσανατολισμό κυρίως την κατάληψη διοικητικών

θέσεων η δεύτερη περίπτωση βρισκόταν πιο κοντά στον τρόπο σκέψης τους. Για

αυτό συμμετείχαν τόσο στην πίεση για τον πόλεμο όσο και συμμετείχαν στον

πόλεμο. Οι φοιτητές αποτελούσαν κομμάτι του προβλήματος που αντιμετώπιζε ο

ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός πριν τον πόλεμο του 1987. Το συμπέρασμα

του Χρήστου Χατζηιωσήφ για την επιτυχία με την οποία κατάφερε ο κρατικός

μηχανισμός να καλύψει τα διοικητικά κενά που δημιούργησε η επέκταση μετά το

1914 επιβεβαιώνει μεταχρονικά τη σχέση επεκτατισμού και πτυχιούχων του

πανεπιστημίου, δηλαδή γενικότερα το ζήτημα του επεκτατισμού ως πρόβλημα που

προέκυπτε και από εσωτερική κοινωνική πίεση, ένα μέρος αυτής της κοινωνικής

πίεσης αποτελούσε προϊόν της αδυναμίας της κοινωνικής ανέλιξης στρωμάτων

που εμποδίζονταν από τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες να αποκτήσουν αυτόν

τον ρόλο (πτυχιούχοι, αξιωματικοί κτλ).94

Γενικότερα για την ιδεολογία των φοιτητών μπορούμε να καταφύγουμε στις

εφημερίδες που κατά καιρούς εξέδοσαν. Ξεκινώντας από την εφημ. Φοιτητής του

1969, η οποία παρότι είναι πολύ νωρίτερα από την περίοδο που μας απασχολεί

εκτιμούμε ότι γενικά εκφράζει ανάλογες τάσεις, θα σταθούμε πέρα από την

αναπαραγωγή κυρίαρχων ιδεολογημάτων όσον αφορά τα εθνικά ζητήματα (ήττα

της κρητικής επανάστασης κλπ) στο σημείο που υπερασπίζει το Σύνταγμα. Όπως

μεταφέρει τη σκέψη τους ο Λάππας εκτιμούσαν ότι «Σκοτεινοί κύκλοι

94 Βλ. Χατζηιωσήφ Χρ. «Εισαγωγή», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, 1900 – 1922, Οι απαρχές, Βιβλιόραμα, τ. Α1, σ. 9 – 51, σ.12.

91

Page 92: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

επιβουλεύονται το Σύνταγμα του 1864 αποδίδοντας σε αυτό όλα τα κακά της

ελληνικής κοινωνίας, και προσπαθούν να πείσουν τον λαό ότι το συνταγματικό

πολίτευμα ‘‘είνε ακατάλληλον δια την σημερινήν αυτού κατάστασιν’’».95 Κατά

τον ίδιο συγγραφέα «η στάση αυτή της εφημερίδας φανερώνει μια δημοκρατική

ευαισθησία που έρχεται από το 1862. οι συντ’ακτες της, ‘‘ένθερμοι λάτρεις των

ελευθεριών ημών και φίλοι της Συνταγματικής Βασιλείας’’, όπως

αυτοαποκαλούνται, διακηρύσσουν την αφοσίωσή τους στους δημοκρατικούς

θεσμούς και την απέχεθιά τους προς την απόλυτη μοναρχία, που κατέλησε η

επανάσταση του 1862 και που ορισμένοι θέλουν να την επαναφέρουν.» 96 Στη

συνέχεια δε θα πρέπει να υποτιμήσουμε τον αγώνα των φοιτητών με δημοκρατικά

φρονήματα εναντίον του Δεληγιώργη που αναπτύχθηκε μαζί με το αίτημα για

ανασύσταση της Φάλαγγας η οποία καταργήθηκε το 1878. Θα μπορούσαμε ίσως

να σταθούμε και στο κίνημα εναντίον των διδάκτρων, που βρίσκεται και πιο κοντά

στα «Ευαγγελικά». Δυό εφημερίδες κυκλοφορούν την περίοδο εκείνη όσο κρατάει

το κίνημα. Καταγγέλουν τις αρνητικές συνέπειες των διδάκτρων για τους φοιτητές,

για την παιδεία και τα εθνικά συμφέροντα. Χρησιμοποιώντας ένα λόγο με σαφείς

ταξικές αναφορές, διακρίνουν τους φοιτητές σε δύο κατηγορίες: στους λίγους

εύπορους και τους πολλούς άπορους. Οι φοιτητές της δεύτερης κατηγορίας,

υποστηρίζεται, θα αναγκαστούν λόγω των διδάκτρων να εγκαταλείψουν το

πανεπιστήμιο μόνο οι πλούσιοι θα μπορούν να σπουδάζουν, αλλά και απ’ αυτούς

πολλοί θα προτιμήσουν τα ξένα πανεπιστήμια. Όπως και να έχουν τα πράγματα, το

βέβαιο είναι ότι τα δίδακτρα θα δημιουργήσουν ‘‘ένα βασίλειον πλουτοκρατίας’’

και θα συντελέσουν στο να διεγερεθί το μίσος των φτωχών κατά των πλουσίων σε

μια χώρα που ‘‘δεν είναι ίσως πρόσφορος έτι προς ιδέας κοινωνιστικάς’’. [...] Τα

δίδακτρα είναι ‘‘ο ενταφιασμός της Μεγάλης ιδέας’’».97 Τα συμπεράσματα που

μπορούμε να εξάγουμε από τα αποσπασματικά κομμάτια που αναδεικνύουν

σπέρματα της ιδεολογίας των φοιτητών μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι

95 Βλ. Λάππας Κώστας, ό.π., σ. 47596 Βλ. Λάππας Κώστας, ό.π., σ. 475 - 697 Βλ. Λάππας Κώστας, ό.π., σ. 508

92

Page 93: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

συνέχονται κατά ένα: στην υπεράσπιση του κοινωνικού καθεστώτος και μάλιστα

με βάση τους όρους με τους οποίους δομήθηκε στα 1864. Τόσο η ανατροπή του

συντάγματος ως προς το συντηρητικότερο όσο και η ανατροπή της σχέσης

Πανεπιστημίου και κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με το χαρακτήρα του

φοιτητή-στρατιώτη-πολίτη ο οποίος συγκροτήθηκε ως ιδεολογικό προϊόν των

υπάρχοντων ταξικών συσχετισμών και δομών που αντανακλούσαν στο ιστορικό

κράτος όπως δομήθηκε αυτό μετά το 1864 και όπως μεταφέρθηκαν μέσω του

κρατικού πανεπιστημίου στο σώμα που θα αναπαρήγαγε το υπάρχον κράτος,

δηλαδή τους φοιτητές. Υποστηρίζουμε δηλαδή ότι η ιδεολογία των φοιτητών

αναπαρήγαγε την κρατική ιδεολογία και ερχόταν σε σύγκρουση γενικά με την

αντισυνταγματική ιδεολογία που πήγαζε από διάφορους άλλους κύκλους. Αυτό δε

σημαίνει πως δεν ανεπτυσσόταν και στους κύκλους των φοιτητών

αντισυνταγματικός λόγος. Από τον Λάππα μαθαίνουμε ότι ο λόγος αυτός

πορευόταν από μεταφοιτητικούς κύκλους με επιρροή στους φοιτητές.

Τέλος, θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε ότι γενικά το φοιτητικό σώμα κατά τη

δεκαετία του 1890 – 1900 βρισκόταν πιο κοντά στο Δελληγιαννικό κόμμα παρά

στο Τρικουπικό. Οι κινητοποιήσεις τους εναντίον της κυβέρνησης Τρικούπη για

τα δίδκατρα είναι ενδεικτικό, επίσης το γεγονός ότι και στα «Ευαγγελικά»

στράφηκαν εναντίον της κυβέρνησης Θεοτόκη, δηλαδή του διαδόζχου του

Τρικούπη. Δεν υποστηρίζουμε βέβαια ότι όλοι οι φοιτητές ούτε μάλιστα μπορούμε

να υπστηρίξουμε ότι η πλειοψηφία των φοιτητών στήριζαν το δηλιγιαννικό κόμμα,

αλλά ότι στην πράξη βρισκόταν πιο κοντά σε ότι σήμαινε το κόμμα του

Δηλιγιάννη για την ελληνική κοινωνία της εποχής: διατήρηση των υπαρχόντων

κοινωνικών ισορροπιών όπως προέκυψαν από το σύνταγμα του 1864.

Μέσα από την ειδική σχέση των φοιτητών με το κράτος και την ιδεολογία του

κράτους θα πρέπει να ερμηνεύσουμε και την αντίδραση των φοιτητών στη

μετάφραση των Ευαγγελίων και γενικότερα απέναντι στους δημοτικιστές. Η

καθαρεύουσα επιβλήθηκε από την άρχουσα τάξη με τη συγκρότηση του

ελληνικού κράτους, ταυτίστηκε με το ίδιο το κράτος και με τη διαδικασία της

93

Page 94: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

αναπαραγωγής και της εξέλιξής του. Όλοι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί βασίστηκαν

σε αυτή τη γλώσσα, όλη λογοτεχνική παραγωγή γινόταν σε αυτήν την γλώσσα. Οι

σχέσεις εξουσίας αντανακλούσα στη γλωσσική διαφοροποίηση. Οι φοιτητές

εντάχθηκαν στο πανεπιστήμιο στη λογική της επιδίωξης της κοινωνικής ανέλιξης,

αυτή η κοινωνική ανέλιξη είχε αναμφισβήτητα ως πολιτιστικό μέσο την

καθαρεύουσα. Η καθαρεύουσα ήταν το όργανο της διοίκησης και των πολιτευτών,

ήταν το όργανο της «κρατικής αστικής τάξης» και όλων των παραδοδιακών

οργανικών διανοούμενων. Επίσης, ήταν το κυρίαρχο εκπαιδευτικό μέσο που θα

καλούνταν να εφαρμόσουν οι απόφοιτοι εκπαιδευτικοί στα σχολεία. Ήταν το

επίσημο μέσο έκφρασης της θρησκείας το οποίο θα χρησιμοποιούσαν οι θεολόγοι.

Οι φοιτητές αναπαράγοντας την κρατική ιδεολογία ως μελλοντικοί και

επίδοξοι εκφραστές της κρατικής εξουσίας και ως μελλλοντικοί ιδεολογικοί

διανοούμενοι του κράτους δε θα μπορούσαν παρά να ταυτίζονται και να φέρουν

την ιδεολογία της καθαρής γλώσσας. Ήταν, επομένως, πολύ λογικό να αντιδρούν

και να επιτίθενται, ιδιαίτερα σε μια περίοδο δυσκολίας της επαγγελματικής τους

αποκατάστασης όπως την περίοδο που μας ενδιαφέρει, εναντίον οποιασδήποτε

προσπάθειας υποβάθμισης της εν δυνάμει κοινωνικής τους θέσης, όπως γίνεται με

τον κριτικό λόγο απέναντι στο πανεπιστήμιο και φυσικά με το δημοτικισμό.

Επειδή, επίσης οι ίδιοι ταυτίζουν τον εαυτό τους με το εθνικό μέλλον, τα

συμφέροντα του κράτους και του ελληνισμού φαίνεται λογικό να ντύνουν με

εθνικό περίβλημα την αντίθεσή τους στο δημοτικισμό. Ο δημοτικισμός

απειλώντας τους ίδιους ως κοινωνική ομάδα με την γνωστή επιδιωκόμενη θέση

απειλούσε το ίδιο το έθνος. Φέροντας, λοιπόν, όλες αυτές τις συγκρουσιακές

παραδόσεις ήταν πολύ εύκολο και δυνατό για αυτούς να προβούν σε μια τόσο

μεγάλη σύγκρουση με το κράτος. Η σύγκρουση αυτή εντάσσεται στις στρατηγικές

που χάραζε το φοιτητικό σώμα για τη σχέση του ίδιου με το το κράτος και

επομένως την πορεία που θα λάμβανε η ελληνική κοινωνία όχι υπερβαίνοντας

τους παλαιούς κοινωνικούς συσχετισμούς ακολουθώντας μια άλλου τύπου

ανάπτυξη, πιο εκσυγχρονιστική, αλλά αναπαράγοντας την ίδιου τύπου ανάπτυξη

94

Page 95: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

και αναπαράγοντας τελικά το υπάρχον καθεστώς με τις υπάρχουσες δομικές

αντιφάσεις του και ασυνέχειές του.

95

Page 96: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Κεφάλαιο Πέμπτο

εργάτες και συντεχνίες

Ένας άλλος παράγοντας που αφήνει το στίγμα του στην εξέγερση των

«Ευαγγελικών» είναι οι συντεχνίες. Παρακολουθήσαμε τους φοιτητές να

αναζητάνε τις συντεχνίες των Αθηνών – Πειραιά και να τις καλούν να

συμμετάσχουν σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο το οποίο έφτασε, με βάση τον

Κωνσταντίνου, τους 50.000 ανθρώπους ένα αρκετά υψηλό νούμερο όχι μόνο για

εκείνη την εποχή, αλλά και για σήμερα. Για αυτό ίσως θα πρέπει να το

αμφισβητήσουμε. Πάντως, αναμφισβήτητα τον όγκο στο συλλαλητήριο τον έδωσε

η συμμετοχή των συντεχνιών. Εξάλλου, όπως είδαμε, η διαδήλωση

παραγματοποιήθηκε με τους δικούς τους όρους και έπειτα έλαβε εξεγερτικά

χαρακτηριστικά, όταν έμειναν μόνοι τους οι φοιτητές στους δρόμους της πόλης.

Τα ζητήματα που προκύπτουν είναι ότι

α) οι συντεχνίες εναντιώθηκαν στη μετάφραση. «Αντικειμενικά» η

μετάφραση του Ευαγγελίου και γενικότερα η χρήση της δημοτικής οφελεί τις

κατώτερες τάξεις και δε φαίνεται λογικό να εναντιώνονται απέναντι σε αυτό.

Μάλιστα, πολύ σύντομα, μέσα στην επόμενη εικοσαετία ξεκινώντας από τους

σοσιαλιστές του Νουμά στα 1903, το δημοτικιστικό κίνημα θα ταυτιστεί με το

εργατικό κίνημα και η εικόνα που δίδεται στα 1901 θα ανατραπεί

β) κατάφεραν να συγκεντρώσουν τόσο πολύ κόσμο. Δεν ήταν ένα ζήτημα

απέναντι στο οποίο απλώς τοποθετήθηκαν, αλλά το εξέλαβαν ως δικό τους

πρόβλημα και αυτό τους παρεκίνησε να παλισιώσουν μαζικά τα φοιτητικά

αιτήματα.

γ) οι φοιτητές απευθύνθηκαν στις συντεχνίες. Το γεγονός ότι εκτίμησαν από

τα πριν τη στάση τους ως εν δυνάμει θετική και το γεγονός ότι απευθύνθηκαν σε

αυτές ώς ένας νομιμοποιημένος κοινωνικός και πολιτικός θεσμός έχει ένα

96

Page 97: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

ενδιαφέρον που μπορεί να μας βοηθήσει. Υπάρχει δηλαδή για τον πιο ρόλο

φαίνεται τελικά να παίζουν οι συντεχνίες στην Αθήνα του 1900.

Ενότητα Πρώτη

η κοινωνική και ιδεολογική συγκρότηση του εργατικού δυναμικού

Κατά τον Κώστα Φουντανόπουλο στο άρθρο του στην Ιστορία της Ελλάδας

στον 20ο αιώνα η εργατική τάξη στην Ελλάδα συγκροτήθηκε σε τρεις φάσεις. Οι

δύο πρώτες φάσεις αυτής της συγκρότησης αφορούν την περίοδο που μελετάμε.

Αυτές δεν είναι μόνο διάδοχες αυτές οι φάσεις, αλλά και συνυπάρχουν 98. «Η

πρώτη φάση καλύπτει χρονικά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και έχει ως κύριο

χαρακτηριστικό της την προσωρινή παραμονή των χειρώνακτων εργατών στις

πόλεις, για τόσο χρονικό διάστημα όσο χρειάζεται για να συγκεντρωθεί το

επιθυμητό χρηματικό ποσό που θα συμβάλλει στην επιβίωση της οικογένειας στο

χωριό. Πρόκειται, δηλαδή, για διπλή εξάρτηση του εργατικού δυναμικού από τις

δραστηριότητες, και του αγροτικού και του αστικού τομέα της οικονομίας.»99 «Η

δεύτερη φάση στο σχηματισμό της εργατικής δύναμης στην Ελλάδα εντοπίζεται

χρονικά στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και σχετίζεται άμεσα με την

αγροτική κρίση που εκδηλώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1890. ...

Γενικότερα, οι παλιές παραγωγικές σχέσεις δέχθηκαν την πίεση των ενοποιητικών

διαδικασιών της εθνικής αγοράς, γεγονός που προκάλεσε την εμφάνιση σε

μεγαλύτερη έκταση σχέσεων μισθωτής εργασίας στη βιομηχανία, στα μεταλλεία

και στη ναυτιλεία.»100 Παρόλ’ αυτά η παραγωγική δομή της χώρας την περίοδο

αυτή «ενίσχυε την εποχική απασχόληση ωθώντας την εργατική δύναμη στην

αυτοαπασχόληση και το μικρεμπόριο». Ακόμη και «στα 1920, ο τριτογενής

98 Βλ. Φουντανόπουλος Κώστας, «Μισθωτή εργασία», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, 1900 – 1922, Οι απαρχές, Βιβλιόραμα, τ. Α1, σ. 87 – 121, σ. 9299 Βλ. Φουντανόπουλος Κώστας, ό.π., σ. 91 - 92100 Βλ. Φουντανόπουλος Κώστας, ό.π., σ. 92

97

Page 98: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

τομέας της οικονομίας (αυτοαπασχολούμενοι στο λιανικό εμπόριο, στις υπηρεσίες

ή σε αυτό που ονομάζουμε «δουλειές του ποδαριού») απασχολούσε σχεδόν το ένα

τέταρτο του ενεργού πληθυσμού. Στο δευτερογενή τομέα της οικονομίας, οι

μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις αποτελούσαν τη βασικότερη μορφή οργάνωσης

της παραγωγής. Πρόκειτο για μικρά εργαστήρια, όπου εργαζόταν ο ιδιοκτήτης

τους μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του και σπανιότερα με έναν ή δύο βοηθούς

το πολύ.»101

Ο χαρακτήρας αυτός του εργατικού δυναμικού στις πόλεις την περίοδο αυτή

μας δίνει τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του.

Εφόσον κομμάτια αυτού στρώματος, πατώντας σε διαφορετικούς τομείς της

οικονομίας, διατηρούν ακόμη οικονομική σχέση με την ύπαιθρο, δεν έχουν ακόμη

ξεκόψει ιδεολογικά με την υλική πραγματικότητα πάνω στην οποία στήθηκε το

καθεστώς μετά το 1864. Δηλαδή συμμετέχουν ιδεολογικά και αναπαράγουν

πολιτικά τις μορφές οργάνωσης της κοινωνίας που στηρίζονται, θα λέγαμε, σε ένα

είδος οριζόντιων κοινωνικών συνασπισμών εξουσίας, τα αστικά πολιτικά κόμματα

της εποχής, τα οποία λειτουργούσαν μέσα στα συγκεκριμένα συνταγματικά

πλαίσια όπως καθορίστηκαν από τους συσχετισμούς δυνάμεων του 1864. Αυτά τα

κόμματα, όπως όλα τα αστικά κόμματα, από τη μία αναπαρήγαγαν την πολιτική

και ιδεολογική ηγεμονία της κυρίαρχης αστικής τάξης, αλλά από την άλλη

ενσωμάτωναν στο πολιτικό τους πρόγραμμα στοιχεία της στρατηγικής μερίδων

των υπάλληλων τάξεων ώστε να ακυρώνουν και να εμποδίζουν την αυτονομία της

πολιτικής έκφρασης των τελευταίων. Επίσης, μπορούσαν να ενσωματώνουν ως

αυτόνομα πολιτικά σώματα στοιχεία της ίδιας της ταξικής πάλης, δηλαδή της

σύγκρουσης για την εξουσία και την πολιτική και κοινωνική ελευθερία. Αυτό

επιτυγχανόταν μέσω των πελατειακών σχέσεων δηλαδή της δυνατότητας

πρόσβασης στον κρατικό μηχανισμό που έδινε η κατοχή της εξουσίας. Στην

πραγματικότητα οι πελατειακές σχέσεις σχετίζονταν ως ένα βαθμό με το

μηχανισμό αγροτικής εξόδου όπως τον περιγράφει ο Κωνταντίνος Τσουκαλάς στο

101 Βλ. Φουντανόπουλος Κώστας, ό.π., σ. 93 - 94

98

Page 99: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Εξάρτηση και Αναπαραγωγή και τον συνδέει με το «ιδεολογικό σύνδρομο του

ανοδικού διαύλου» που προκύπτει από το παραγωγικό μοντέλο της

μικροϊδιοκτησιακής αγροτικής οικονομίας. Δηλαδή η διαρκής κρίση που πήγαζε

από την αδυναμία των αγροτικών οικογενειών που είχαν ως βάση τη

μικροϊδιοκτησία να αναπαραχθούν ωθούσε σε οικογενειακές στρατηγικές

αγροτικής εξόδου με προοπτική κοινωνικής ανόδου.102 Εκ των πραγμάτων η

οικονομική αυτή στρατηγική διαμόρφωνε πολιτικές συνειδήσεις ταύτισης με το

κοινωνικό καθεστώς και πολύ συγκεκριμένα με το ελληνικό κράτος, εφόσον η

συμμετοχή σε αυτό ήταν το ζητούμενο και όχι η καταστροφή του. Τα κομμάτια

των κατώτερων τάξεων, λοιπόν, που συγκροτούσαν το ημιπρολετριάτο των

Αθηνών προέκυπταν από αυτή τη διαδικασία και επομένως ήταν πολυ λογικό να

υιοθετούν, να ενσωματώνουν και να αναπαράγουντα τα ιδεολογήμα της άρχουσας

κρατικής αστικής τάξης, αφού αισθάνονταν ότι εν δυνάμει μέσω της υποστήριξης

των δικών τους πολιτικών και των δικών τους κομμάτων συμμετείχαν στον εθνικό

κορμό άσχετα εάν τελικά δε συμμετείχαν και λειτουργούσαν ως ο παριάς του

συστήματος. Επίσης, οι πελατειακές σχέσεις είχαν ένα χαρακτήρα

διαμεσολαβητικό στην κοινωνία και διαιτητικό μεταξύ των συγκρούσεων κάθε

είδους μεταβιβάζοντας άμεσα κάθε κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα σε

πρόβλημα της πολιτικής μερίδας που θα μπορούσε να επιλυθεί μόνο μέσα από ένα

σύστημα ανταλλαγής υπηρεσιών και με τη συμμετοχή στην εξουσία. Το

αποτέλεσμα ήταν να διαιωνίζεται η κρισιακή κατάσταση των υποτελών ομάδων

και να οικοδομείται όμως παράλληλα μια ιστορική ταξική ισορροπία που

ενσωμάτωνε πολιτικά την κρίση με τέτοιο τρόπο ώστε όχι μόνο να αναπαράγεται

ομαλά το πολιτικό σύστημα, αλλά και να ενισχύεται μέσω υποστήριξης των

κατώτερων τάξεων και συγκεκριμένα, όσον αφορά την πόλη, του εργατικού

δυναμικού της. Η συνταγματική κοινβουλευτική δημοκρατία της καθολικής

ψηφοφορίας ήταν αναμφισβήτητα για αυτούς ένα πολιτικό όπλο με το οποίο είχαν

τη δυνατότητα να πιέζουν το κράτος, ακόμη και εάν αυτή η πίεση καταντούσε

102 Βλ. Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, ό.π., σ. 131 – 132, αλλά και γενικά το σχήμα του που πηγάζει από το σύνολο του έργου

99

Page 100: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

μερικές φορές να αναδεικνύεται με τη στρεβλότητα των «πελατειακών σχέσεων».

Πέρα από αυτό όμως υπήρχαν πολιτικά προγράμματα τα οποία κρίνονταν κάθε

φορά στις εκλογικές συγκρούσεις.

Άλλα κομμάτια του εργατικού δυναμικού που έχουν απομακρυνθεί από την

αγροτική οικονομία επιβιώνουν στην πόλη είτε μέσω της αυτοαπασχόλησης που

μπορεί να παίρνει τα χαρακτηριστικά οικογενειακής επιχείρησης είτε μέσω της

περιοδικής εργασίας και της υποαπασχόλησης. Αυτή η κατάσταση όμως δεν

δημιουργούσε συνειδήσεις ρήξης με το πολιτικό σύστημα, διότι στην

πραγματικότητα τα κομμάτια αυτά παρέμεναν σε μια μεταιχμιακή κοινωνική θέση

μεταξύ του εν δυνάμει μικροαστού και του εν δυνάμει προλετάριου. Δηλαδή

ενείχαν στη στρατηγική τους τη λογική της αυτόνομης κοινωνικής ανέλιξης,

δηλαδή την αλλαγή κοινωνικής θέσης ως άτομα, και όχι τη λογική της συλλογικής

κοινωνικής ανέλιξης που περνούσε αναγκαία μέσα από τη συγκρούση με το

αστικό σύστημα. Αυτή η τελευταία λογική αναπτύσσεται σε παραγωγικά

συστήματα και κατ’ επέκταση σε πολιτικά συστήματα με ξεκάθαρες τις αντιθέσεις

εργασίας και κεφαλαίου.

Κατά συνέπεια, το εργατικό κίνημα την περίοδο αυτή είχε πάρα πολύ μικρή

ανάπτυξη τόσο οργανωτικά όσο και πολιτικά. «Οι απεργίες ήταν λίγες σε αριθμό,

περιορισμένες σε συμμετοχή και μικρές σε χρονική διάρκεια. Δεν είχαν οργάνωση

ούτε σαφή διεκδικητικό χαρακτήρα. Αλλά και τα σωματεία που προέκυψαν από

αυτές ήταν συνήθως μεικτά, δηλαδή αποτελούνταν από εργάτες και εργοδότες

μαζί. Ο σκοπός τους ήταν αλληλοβοηθητικός, αλλά μ’ ένα πνεύμα φιλανθρωπίας

και ελεημοσύνης: παρείχαν στα πάσχοντα μέλη τους βοηθήματα, τα οποία δεν

προέρχονταν από τους τακτικούς πόρους των σωματείων, αλλά κυρίως από

εράνους και επιχορηγήσεις των εργοδοτών.»103 Ο ίδιος ο χαρακτήρας της

συγκρότησης της εργατικής τάξης δεν επέτρεπε για κάτι πολύ περισσότερο. Τα

συνδικάτα αυτά που συγκροτούνταν ως συντεχνίες στην ουσία αναπαρήγαγαν στο

εσωτερικό τους την πατερναλιστική σχέση μεταξύ εργάτη και εργοδότη που

103 Βλ. Φουντανόπουλος Κώστας, ό.π., σ. 105

100

Page 101: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

ανεπτυσσόταν στο εσωτερικό του μαγαζιού και τη βιοτεχνίας, της μικρότερης ή

μεγαλύτερης οικογενειακής επιχείρησης. Οι διοικήσεις αυτών των σωματείων

ήταν συνήθως δικηγόροι, αναπαράγοντας ξεκάθαρα το ρόλο του παραδοσιακού

διανοούμενου της υπαίθρου στο χώρο της πόλης. Αναμφισβήτητα, λοιπόν, οι

συντεχνίες διέπονταν από την ιδεολογία του κράτους και μάλιστα συμμετείχαν ως

κοινωνικοί θεσμοί στην πολιτική κοινωνία. Συγκεκριμένα, οι συντεχνίες των

Αθηνών πρόσκειντο στο Δηλιγιαννικό κόμμα.

Η έναρξη της εκκίνησης της αλλαγής εποχής στο εργατικό κίνημα θα δοθεί

λίγα χρόνια μετά στα 1905. Τέσσερα χρόνια μετά τα «Ευαγγελικά». Τότε

παρατηρεί ο Φουντανόπουλος ότι αρχίζει «στο εσωτερικό της Ελλάδας, η

περίοδος 1905 – 1910» η οποία «χαρακτηρίζεται από ‘‘βουλιμία’’ στην ίδρυση

νέων σωματείων. [...] Αυτές οι εργατικές οργανώσεις είχαν σαφέστερο

διεκδικητικό χαρακτήρα από εκείνες της προηγούμενης περιόδου και

εμψυχώθηκαν από εργάτες οι οποίοι είχαν κάποια στοιχειώδη σοσιαλιστική

κατάρτιση από τις μικρές σοσιαλιστικές ομάδες εκείνης της εποχής.»104 Ο

χρονικός καθορισμός αυτής της εκκίνησης μας ενδιαφέρει για τις δικές μας

εκτιμήσεις ως προς το χαρακτήρα των συντεχνιών την προηγούμενη ακριβώς

φάση.

Ενότητα Δεύτερη

οι συντεχνίες απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα

Ο μεγάλος όγκος της διαδήλωσης της 8ης Νοεμβρίου 1901, άσχετα με το

πραγματικό νούμερο, καταδεικνύει την ισχύ των συντεχνιών. Από μόνη της αυτή η

ισχύς μπορεί να μας εξηγήσει γιατί οι φοιτητές απευθύνθηκαν στους προέδρους

των συντεχνιών, οι οποίοι από ότι φαίνεται είχαν συγκροτηθεί και σε ιδιαίτερο,

104 Βλ. Φουντανόπουλος Κώστας, ό.π., σ. 105

101

Page 102: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

άτυπο μάλλον, σώμα. Ένας δεύτερος λόγος θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι οι

συντεχνίες ήταν αντιπολιτευόμενες στην κυβέρνηση. Η σχέση των συντεχνιών με

το κόμμα του Δηλιγιάννη μπορεί ως ένα βαθμό να μας εξηγήσει το γιατί

αποφάσισαν οι πρόεδροι να κατέλθουν σε μια τέτοια διαδήλωση. Δεν μπορεί όμως

να μας εξηγήσει από μόνο του γιατί μπόρεσε και νομιμοποιήθηκε τόσο μαζικά ένα

τέτοιο αίτημα. Μια άλλη απάντηση που θα μπορούσε ερμηνεύσει την ταύτιση των

προέδρων των συντεχνιών με τους φοιτητές και με τους καθηγητές του

Πανεπιστημίου είναι ακριβώς ότι συγκροτούν μέσα στην κοινωνία ένα ιδιαίτερο

κοινωνικό σώμα που επιτελεί τη λειτουργία του οργανικού διανοούμενου, του

διαμεσολαβητή μεταξύ κράτους και κοινωνίας, μεταξύ αρχόντων και αρχομένων.

Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της μεσοαστικής τάξης των πόλεων και κατέχει

ως σύμβολο της κοινωνικής της θέση τη καθαρή γλώσσα. Εξάλλου, η

καθαρεύουσα ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσε το δικηγορικό σώμα.

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η καθαρή γλώσσα αναπαριστά την

εξουσιαστική σχέση μέσα στις συντεχνίες ανάμεσα σε αυτούς που κατέχουν τη

γλώσσα της εξουσίας και τη γλώσσα της γνώσης και επομένως νομιμοποιούνται

να ασκούν την εξουσία, ώστε να γίνονται απαραίτητοι για να συγκροτούν το

πολιτικό/ ιδεολογικό πρόγραμμα των εργατών και τους εργάτες που αναζητούν

πολιτική εκπροσώπηση και πρόσβαση στην εξουσία, έστω και με αυτόν τον

στρεβλό τρόπο. Η αμφισβήτησή της πιθανόν να αμφισβητεί την κοινωνική/

πολιτική θέση των προέδρων μέσα τόσο στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό

εποικοδόμημα όσο και συγκεκριμένα στις σχέσεις εργατών και εργοδοσίας.

Γενικότερα, η καθαρεύουσα ήταν η γλώσσα που αντανακλούσε στο υπάρχον

πολιτικό και κοινωνικό σύστημα. Αυτός ήταν λογικά και ο πραγματικός στόχος

των συντεχνιών μέσα από το αλληλοβοηθητικό τους χαρακτήρα: να διατηρήσουν

το κοινωνικό καθεστώς αποτρέποντας την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση.

Αναμφισβήτητα, λοιπόν, η διαδήλωση της 8ης Νοεμβρίου 1901 ήταν, όσον

αφορά τους εργάτες μια από τα πάνω κινητοποίηση. Μια κινητοποίηση που

οργανώθηκε από αυτούς που τους βοηθούν να επιβιώσουν, από αυτούς που τους

102

Page 103: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

εκπροσωπούν. Συνήθως, μια κινητοποίηση η οποία νομιμοποιείται ιδεολογικά και

πολιτικά από το ίδιο το κράτος ή από κομμάτια του κράτους είναι μαζική105.

Από την άλλη είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε ότι οι συντεχνίες διέπονταν

από μικροαστικά εθνικιστικά ιδεολογήματα που αναπαρήγαγαν στοιχεία της

κυρίαρχης ιδεολογίας ως αντανάκλαση της ηγεμονίας της κυρίαρχης αστικής

τάξης, καθώς οι ίδιες οι συντεχνίες από την άποψη των μελών τους όχι μόνο δεν

είχαν σαφή ταξικά εργατικά χαρακτηριστικά, αλλά επικρατούσε και η μεγάλη ή

μεσαία ή μικρότερη εργοδοσία. Γενικότερα, οι συντεχνίες φαίνεται πως

αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτικού σκηνικού της Αθήνας και

συμμετείχαν στη διαμόρφωσή του. Μέσα στις συντεχνίες αμαλγοποιούταν η

ιστορική ταξική ισορροπία του κοινωνικού καθεστώτος που ταυτιζόταν με το

συνταγματικό κοινοβουλευτικό σύστημα της καθολικής ψήφου. Ακόμη και εάν οι

συντεχνίες δεν ήταν απόλυτα ένα κομμάτι του κράτους, επιτελούσαν κρατικές

λειτουργίες κοινωνικής πρόνοιας και διαμεσολάβησης ως ένα είδος «μη

κυβερνητικών ομάδων».

Από μια άλλη πλευρά η εποχή της δεκαετίας του 1890 και των αρχών του

1900 είναι περίοδος παρατεταμένης κρίσης της ελλαδικής κοινωνίας ως προϊόν της

κρίσης της παραγωγικής διαδικασίας (κρίση της σταφίδας), μια κρίση που κατά

πρώτο λόγο αφορούσε τους εργάτες της περιφέρειας που συνέρρεαν στις πόλεις

και τους ημιπρολετάριους της πόλης. Πρόκειται για μια παρατεταμένη κρίση που

πίεζε προς τα κάτω όλα στρώματα.106 Αυτή η πίεση ήταν προϊόν της

«εκσυγχρονιστικής» πολιτικής των τρικουπικών και νεοτρικουπικών κυβερνήσεων

υπό την πρωθυπουργία του Τρικούπη και του Θεοτόκη. Τα εκσυγχρονιστικά

σχέδια διαμόρφωσης μιας υποδομής που θα επέτρεπε την κεφαλαιοκρατική

105 Παραδείγματα πρόσφατα είναι οι πορείες για το μακεδονικό, οι πορείες για το ασφαλιστικό (οργανώθηκαν από την κρατική ΓΣΕΕ). Πολύ πρόσφατο παράδειγμα η πορεία για τον πόλεμο στο Ιρακ στην οποία συμμετείχε το ίδιο το κυβερνών κόμμα.106 Η Χριστίνα Αγριαντώνη γράφει για αυτό: «Η αγροτική έξοδος της περιόδου 1890 – 1912, παρά το διογκούμενο ρεύμα της υπερπόντιας μετανάστευσης, δημιουργούσε συνθήκες υπερπροσφοράς στην αγορά εργασίας, που επέτρεπαν στους εργοδότες να διατηρούν σε χαμηλό ύψος τα μεροκάματα. [...] Η ανεργία και η επαιτεία στην Αθήνα πήραν πρωτοφανή έκταση. Συσσίτια περιοδικές επεμβάσεις της αστυνομίαςγια να ‘‘καθαριστούν’’ οι δρόμοι από τους επαίτες, θάναντοι από το κρύο αστέγων ηλικιωμένων αλλά και ‘‘εργατικών’’, ήταν φαινόμενα των συγχρόνων μεγαλουπόλεων που για πρώτη φορά τα γνώριζε η Ελλάδα». Βλ. Αγριαντώνη Χριστίνα, «Βιομηχανία», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, 1900 – 1922, Οι απαρχές, Βιβλιόραμα, τ. Α1, σ. 172 – 221, σ. 199

103

Page 104: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

ανάπτυξη και την διεύρυνση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στον ελληνικό

κοινωνικό σχηματισμό γίνονταν στη βάση της αύξησης της φορολογίας σε βάρος

των μικροαστικών και εργατικών στρωμάτων που είτε με τον ένα τρόπο, αύξηση

της φορολογίας, είτε με τον άλλο τρόπο, διεύρυνση των κεφαλαιοκρατικών

σχέσεων έτειναν να εκπέσουν της κοινωνικής τους θέσης. Η αντίθεσή τους στα

εκσυγχρονιστικά αυτά οράματα τα ωθούσε στο κόμμα του Δηλιγιάννη, το οποίο

ενσωμάτωνε στο δικό του πρόγραμμα τις ταξικές στρατηγικές αυτών των

στρωμάτων μέσα από την άρνηση των δανείων. Τα μικροαστικά στρώματα

μπορούσαν ακόμα μέσα από το Εθνικό Κόμμα να αμύνονται κοινοβουλευτικά

απέναντι σε αυτήν την πίεση. Επομένως, η ενίσχυση του υπάρχοντος καθεστώτος

αποτελούσε στρατηγική για αυτά τα στρώματα εφόσον εμπόδιζε τη διαλυτική

πορεία τους και τους έδινε πρόσβαση στην εξουσία. Εάν, λοιπόν, η καθαρεύουσα

ταυτιζόταν με όλους εκείνους που υποστήριζαν της επίλυση της κρίσης τους μέσα

από το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς, αυτοί υποστηρίζουν την καθαρεύουσα.

Πολιτικά αυτό το καθεστώς μπορούσε ως ένα βαθμό να σημαίνει για τους ίδιους

διατήρηση της θέσης τους μέσα στην παραγωγή ως μικροαστούς, όχι δηλαδή

προλεταριοποίησή τους.

Ο Ν. Δραγούμης μιλώντας στη βουλή μετά τα επεισόδια εξηγούσε τη στάση

του λαού απέναντι στην μετάφραση του Ευαγγελίου αναφέροντας τα λόγια

γυναικών οι οποίες παρουσιάζονταν να φοβάται ότι οι έλληνες μέσω της

μετάφρασης θα γίνουν Φράγκοι. Μάλιστα, εκτίμησε ως θετικό το γεγονός ότι

τελικά οι φοιτητές πρωτοστάτησαν στα γεγονότα με αποτέλεσμα να μη λάβει το

κίνημα τέτοιο αντιφράγκικο χαρακτήρα.107 Η άρνηση της απώλειας της

παράδοσης που εκδηλώθηκε μέσω του κινήματος των Ευαγγελικών συνέχεται με

την άρνηση του αστικού εκσυγχρονισμού, εφόσον ο αστικός εκσυγχρονισμός

ταυτίζεται με την ταξική υποβάθμιση και τη διαμόρφωση μιας νέας

κοινωνικοπολιτικής κατάστασης, ενός καπιταλισμού δηλαδή στα πρότυπα της

δύσης, και η διατήρηση της παράδοσης ταυτίζεται στην πραγματικότητα με τη

107 Βλ. Πρακτικά Βουλής, συνεδρίαση Γ ΄ Συνόδου της ΙΕ΄Βουλευτικής περιόδου10 Νοεμβρίου 1901

104

Page 105: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

διατήρηση όλων εκείνων των κοινωνικοπολιτικών δεδομένων που αναπαράγουν

την υπάρχουσα κοινωνική θέση. Η διαπάλη γύρω από το ζήτημα της

καθαρεύουσας μπορεί σε συμβολικό επίπεδο, και ίσως όχι μόνο, να

αντικατοπτρίζει αυτήν την ταξική διαμάχη, ιδιαίτερα μάλιστα εάν η δημοτική

εμφανίζεται και υποστηρίζεται από πρόσωπα που είναι φορείς όχι μόνο της

εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας, αλλά ταυτίζονται με την Ευρώπη και τον ευρωπαϊκό

καπιταλισμό. Το εντυπωσιακό σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι η πίεση προς τα

κάτω των μικροαστικών κοινωνικών ομάδων ή των ομάδων με μικροαστική

συνείδηση της πόλης, ενώ ώθησε σε ένα πολιτικό ριζοσπαστισμό με συντηρητικά

ιδεολογικά χαρακτηριστικά ταυτόχρονα δεν οδήγησε αντισυνταγματικές

πρακτικές. Αυτό θα γίνει λίγο αργότερα γύρω στα 1909 ή σε μια πορεία προς το

1909 όταν τα μικροαστικά στρώματα της Αθήνας θα στραφούν προς

αντικοινοβουλευτικές πρακτικές αντίθετα με την δημοκρατική τους παράδοση που

είχε ταυτιστεί με τη δημοκρατική παράδοση του Δηλιγιαννικού κόμματος. Η

μετατόπιση αυτή οφείλεται βασικά στην αδυναμία της παρεμπόδισης της επιβολής

νέων φόρων από την κυβέρνηση Θεοτόκη μέσα από το θεσμικό αντιπροσωπευτικό

σύστημα και γενικότερα εναντίον της διεύρυνσης των καπιταλιστικών σχέσεων

και τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό, διαδικασία που εμποδιζόταν από την

αποκτημένη πολιτική δύναμη των λαϊκών μαζών μέσα από το κοινοβουλευτικό

καθεστώς.108 Η αποδιάρθρωση του Εθνικού Κόμματος του Δηλιγιάννη με το

θάνατό του στα 1905 διέλυσε το συνασπισμό εξουσίας που που θα μπορούσε να

εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη.

Ο λόγος των θεολόγων και των εκκλησιαστικών παραγόντων που

συμμετείχαν σε συζήτηση γύρω από τη μετάφραση του Ευαγγελίου συντείνει με

τον τρόπο του να αναπαράγει σε θρησκευτική βάση μια προβληματική για το

μέλλον της ορθόδοξης θρησκείας σε σύγκριση την κατάσταση της εκκλησίας στη

Δύση. Η απάντηση που δίνεται σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι πρέπει να

108 Βλ. Μποχώτης Αθ. Αντικοινοβουλευτισμός, συντηρητισμός και ανολοκλήρωτος φασισμός στο ελληνικό κράτος, 1864 – 1911, τ. Β, αδημοσίευτη εργασία, σ. 389 – 40 Βλ. Ποταμιάνος Ν., «Ο δεξιός και ο αριστερός ριζοσπαστισμός την εποχή του κινήματος στο Γουδί», ανακοίνωση στον Μνήμωνα

105

Page 106: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

αρνηθούμε τον δυτικό θρησκευτικό τύπο και να αποφύγουμε τον κίνδυνο των

αιρέσεων στις οποίες μπορεί να οδηγήσει η μετάφραση του Ευαγγελίου μέσα από

τις εκ των πραγμάτων μεταφραστικές στρεβλώσεις των θρησκευτικών νοημάτων.

Αναπαράγεται δηλαδή, αν και σε εντελώς θρησκευτική βάση η αντίθεση Ελλάδας

και Ευρώπης. Ενδιαφέρον θα είχε στο σημείο αυτό να είχαμε μια μελέτη που να

δείχνει πιο στενά την αντικαπιταλιστική σύνδεση της θρησκείας. Το άρθρο του

Θανάση Καλαφάτη Θρησκευτική και κοινωνική διαμαρτυρία αναδεικνύει αυτές τις

πλευρές με τον μακρακισμό καθώς και τα διάφορα αναρχοχριστιανικά κινήματα

της περιόδου.

Από αυτήν την άποψη δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το κίνημα των

Ευαγγελικών έλαβε αντικυβερνητικά χαρακτηριστικά και οδήγησε στην πτώση

της κυβέρνησης Θεοτόκη.

106

Page 107: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Κεφάλαιο Έκτο

συμπεράσματα

Το πρώτο συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξαγάγει κανείς από την παρούσα

εργασία είναι ότι προσπαθεί να συνδέσει τα σχήματα που εισάγει ο Μποχώτης και

ο Χατζηιωσήφ για την πολιτική και την κοινωνία με το δημοτικισμό και

συγκεκριμένα με την εξέγερση των «Ευαγγελικών». Το γεγονός ότι δεν πρόκειται

για μια διπλωματική εργασία, αλλά για μια σεμιναριακή εργασία που πιθανόν να

έχει ήδη υπερβεί τα όρια της από ερευνητική άποψη και από άποψη διεύρυνσης

του αντικειμένου, είναι εκτός του στόχου μας να εξαντλήσουμε αυτά τα όρια.

Επομένως, η εργασία και τα επιμέρους συμπεράσματα είναι επιρρεπή σε

γενικεύσεις και απλουστεύσεις, ενώ μερικές φορές υπάρχει αδυναμία να

εκλειφθούν υπόψη όλες οι περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις ενός ζητήματος που θα

μας επιτρέψει να σιγουρευτούμε για κάποια συμπεράσματα.

Το βασικό όμως συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι τα «Ευαγγελικά» δεν

είναι μια υπόθεση που αγγίζει μόνο το θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων,

αλλά κυρίως απαντα σε ζητήματα που άπτονται τον υλικό του κόσμο και τα

καθημερινά του προβλήματα, όπως γεικεύονται στη συγκυρία. Το κίνημα των

«Ευαγγελικών»» είναι προϊόν της ταξικής διαπάλης και αποτελεί μια στρεβλή

έκφραση της κοινωνικής σύγκρουσης όχι μέσα από «καθαρά» ταξικά σχήματα,

αλλά μέσα από διαταξικούς ιδεολογικούς συνασπισμούς που εκ των πραγμάτων

λαμβάνουν εθνικά χαρακτηριστικά, εφόσον στο αστικό κράτος ο «εθνικισμός»

συνιστά την πεμπτουσία της διαταξικότητας. Στα «Ευαγγελικά» συγκρούονται δύο

κόσμοι οι οποίοι στα 1900 είναι και οι δύο υπαρκτοί στην ελληνική κοινωνία. Ο

ένας κόσμος είναι αυτός που αντανακλά στις κοινωνικές σχέσεις όπως δομήθηκαν

από την επανάσταση του 1821 και αναδομήθηκαν στην ίδια κατεύθυνση το 1864

και ο άλλος κόσμος όμως αυτός που εισάγεται στον ελληνικό κοινωνικό

σχηματισμό από τα 1870. Ο ένας υπερασπίζει μια αναπαραγωγή αυτής της

αστικής ανάπτυξης με την γιγάντωση του κρατικού μηχανισμού και ο άλλος μιας

107

Page 108: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

διευρυμένης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο ένας υπερασπίζει τα κοινωνικά και

πολιτικά δικαιώματα που εξασφαλίζει το καθεστώς μετά το 1864 και ο άλλος τα

υπονομεύει. Το ένα πολιτικό σχέδιο υπερασπίζει την αναπαραγωγή της

κοινωνικής θέσης των κατώτερων στρωμάτων στην ταξική ισοροπία του 1864 και

ο άλλος προσπαθεί για να εντείνει την ταξική διαστρωμάτωση και να

προλεταριοποιήσει τις κατώτερες τάξεις. Το ένα πολιτικό σχέδιο εξυπηρετεί τις

στρατηγικές της κρατικής άρχουσας τάξης και ενός κοινωνικού σώματος

παραδοσιακών διανοούμενων και ο άλλος τα συμφέροντα των εξαστισμένων

προκρίτων, των βιομηχάνων και των χρηματιστών. Θα λέγαμε, ότι ο ένας είναι ο

«κόσμος» που φεύγει και ο άλλος ο «κόσμος» που έρχεται. Στην πραγματικότητα

και οι δύο αυτοί «κόσμοι» θα μείνουν στην ελληνική κοινωνία και θα

συγκρούονται συνεχώς μέχρι σήμερα. Σχηματικά, βέβαια, θα λέγαμε, ότι σήμερα

ηγεμονεύει ολοκληρωτικά πια ο καπιταλιστικός τρόπος ανάπτυξης σε βάρος του

υπεργιγαντωμένου κεντρικού κράτους, αν και μέσα από την τοπική αυτοδιοίκηση

τελικά το κράτος συνεχίζει να είναι υπερδιογκωμένο σε σχέση με τις παραγωγικές

δυνάμεις.

Οι άνθρωποι που εξεγέρθηκαν κλήθηκαν να υπερασπίσουν τη θέση τους και

τα συμφέροντά τους είτε πρόκειται για τους φοιτητές είτε για τους καθηγητές είτε

για τις συντεχνίες είτε για το «Εθνικό Κόμμα». Το ίδιο αυτοί που κρίθηκαν

υπάιτιοι για την εξέγερση πρόβαλαν μια εθνική γλώσσα που θα κάλυπτε τις δικές

τους ανάγκες και θα ακολουθούσε μια στρατηγική των δικών τους συμφερόντων.

Με καμία δύναμη δεν έχουμε μια σύγκρουση μεταξύ της προόδου και της

συντήρησης γιατί ο καθαρευουσιασνισμός με ένα περίεργι τρόπο είχε ταυτιστεί με

τη δημοκρατία και την μικρή κοινωνική απόκλιση των τάξεων, ενώ ο ψυχαρικός

δημοτικισμός με την προσπάθεια για ένταση των κοινωνικών διαφορών, για

ένταση των ταξικών φραγμών (βλ. την εκπαιδευτική προσπάθεια του Αθ. Ευταξία.

Ο Ευταξίας είναι ο μόνος που θα υπερασπιστεί τον Πάλλη στη βουλή γιατί

ακριβώς αντιλαμβάνεται τα κοινά τους οράματα, δηλαδή όπως και ο ίδιος λέει τις

προθέσεις τους). Πρόοδος σημαίνει βελτίωση των κοινωνικών όρων διαβίωσης και

108

Page 109: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

και των όρων συμμετοχής στην εξουσία δηλαδή για την πλειοψηφία των πολιτών

που δεν είναι σε ένα κοινωνικό σχηματισμό οι αστοί και οι διανοούμενοι, αλλά οι

εργάτες και οι αγρότες. Μια τέτοια σύγκρουση δημοτικισμού και

καθαρευουσιανισμού θα λάβει χώρα όταν ο πρώτος θα ταυτιστεί με το

κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα και ο δεύτερος με το αστικό σύστημα.

Τέλος, νομίζω ότι επιχειρήσαμε να απαντήσουμε στον τρόπο με τον οποίο

αρκετοί επιχειρούν να συνδέσουν παλαιότερα ιδεολογικά σχήματα με πρόσφατες

καταστάσεις με ένα τρόπο τελικά ανιστορικό. Ο μύθος του «κακού» Δηλιγιάννη

και του «καλού» Τρικούπη και του λιγότερου «καλού» Θεοτόκη έχει να κάνει

ακριβώς με το πόσο σοβαρά και με συνέπεια υπεράσπισαν τα συμφέροντα της

αστικής τάξης. Για παράδειγμα ο Θεοτόκης δεν υπηρέτησε σωστά και καλά τα

συμφέροντα του αστισμού και κρίθηκε άτολμος επειδή με την παραίτησή του

ανταποκρίθηκε σε αίτημα του λαού ύστερα από μια εξέγερση με 8 νεκρούς!

Χρειάζεται να επανατοποθετήσουμε στο μικροσκόπιο της έρυνας όλα τα πρόσωπα

και τις κοινωνικές καταστάσεις της εποχής και να ανασυγκροτήσουμε την εικόνα

τους.

109

Page 110: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Βιβλιογραφία

βιβλία, άρθρα, συλλογές

Αδαμοπούλου Μ., σ. 25

Αγριαντώνη Χριστίνα, «Βιομηχανία», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, 1900 – 1922, Οι

απαρχές, Βιβλιόραμα, τ. Α1, σ. 172 – 221

Γιαννουλόπουλος Γιάννης , ‘‘Η ευγενής μας τύφλωσις...’’, Βιβλιόραμα β έκδοση 1999

Δερτιλής Γ.Β. Ατελέσφοροι ή Τελέσφοροι; Φόροι και εξουσία στο Νεοελληνικό Κράτος,

Αθήνα 1993

Δερτιλής Γ, Το ζήτημα των τραπεζών (1871 – 1873),

Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770 – 1923, ΜΙΕΤ 1998

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών

Κορδάτος Γ. Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος, Μπουκουμάνης 1973 Αθήνα Ε έκδοση

Κωνσταντίνου Εμμ., Τα Ευαγγελικά, Αθήνα 1975,

Λάζος Χρήστος, Ελληνικό Φοιτητικό κίνημα 1821 – 1973, Γνώση

Λάζος Χρήστος Ιστορία της Πανεπιστημιακής ή ΦοιτητικήςΦάλαγγας, Χρυσή Τομή 1980.

Λαμπίρη – Δημάκη Ιωάννα, «Η συμβολή των νομικών σπουδών στην διαμόρφωση των

ελίτ: από τα πορίσματα μιας έρευνας», Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία, τ. Β, ΙΑΕΝ, σ. 471 –

481

Λάππας Κώστας, Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, διδακτορική

διατριβή, Αθήνα 1997

Μαρκεζίνης Σπύρος, Πολιτική Ιστορία της Νεότερας Ελλάδος, τ. 2

Μοσκώφ Κωστής, Εισαγωγικά στην Ιστορία του Κινήματος της Εργατικής τάξης,

Καστανιώτης Αθήνα 1988

Μπουρναζος Στράτης, «Η εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου

αιώνα, οι απαρχές, Α2, Βιβλιόραμα, σ. 189 – 279

Μποχώτης Θ., «Εσωτερική πολιτική», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, οι απαρχές του

αιώνα, Α2, Βιβλιόραμα, σ. 36 – 105

Μποχώτης Αθ. Αντικοινοβουλευτισμός, συντηρητισμός και ανολοκλήρωτος φασισμός στο

ελληνικό κράτος, 1864 – 1911, τ. Β, αδημοσίευτη εργασία

Παντελής Αργύρης, «Πανεπιστημιακές έριδες: Δ. Βερναρδάκης – Κ. Κόντος»,

Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία, τ. Β, ΙΑΕΝ, σ. 541 – 556

Page 111: Τα Ευαγγελικά, η έκρηξη που συντάραξε την Αθήνα του 1901 αφορμή για μια συνολικότερη αποτίμησης της συγκυρίας

Ποταμιάνος Ν., «Ο δεξιός και ο αριστερός ριζοσπαστισμός την εποχή του κινήματος στο

Γουδί», ανακοίνωση στον Μνήμωνα

Πρακτικά Βουλής, συνεδρίαση Γ ΄ Συνόδου της ΙΕ΄ Βουλευτικής περιόδου10 Νοεμβρίου

1901

Σιδέρης Γιάννης, Τα ‘‘Ορεστειακά’’, ταραχές για να μην παίζονται οι τραγωδίες σε

μετάφραση!, περ. Θέατρο, τ. 33, σ. 51 – 61, τ. 34/45, σ. 89 - 99

Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, Εξάρτηση και Αναπαραγωγή, ο κοινωνικός ρόλος των

εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα(1830 – 1922), Θεμέλιο Αθήνα

Τσοκόπουλος Β., «Επιλογή Σπουδών και παραγωγικές δυνάμεις: μια περιοδολόγηση (1837

– 1930)», Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία, τ. Β, ΙΑΕΝ, σ. 461-469, σ. 463 και Λαμπίρη

Δημάκη Ι, «Η συμβολή των νομικών σπουδών στην διαμόρφωση των ελίτ: από τα πορίσματα

μιας έρευνας»., Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία, τ. Β, ΙΑΕΝ, σ. 451 – 48

Φουντανόπουλος Κώστας, «Μισθωτή εργασία», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, 1900

– 1922, Οι απαρχές, Βιβλιόραμα, τ. Α1, σ. 87 – 121

Χατζηιωσήφ Χρ. «Εισαγωγή», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, 1900 – 1922, Οι

απαρχές, Βιβλιόραμα, τ. Α1, σ. 9 – 51

Χατζηιωσήφ Χ. «Δημοκρατία και πελατειακές σχέσεις. Τρεις πρόσφατες αναλύσεις της

πολιτικής του 19ου αιώνα», Ιστορικά, σ. 167 – 197

Χτζηιωσήφ Χρ., Η γηραιά σελήνη, η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία,

1830 – 1940, Θεμέλιο 1993