ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ - Μέρος 17

2
«Λοιπόν, άκου, πρέπει να προσέξεις», τον προειδοποίησε ο Σπάιντερ Χάγκερτι. Ο Σπάιντερ ήταν ο κύριος βοηθός του. «Θα το τραβήξεις όσο μπορέσεις - αυτό μου παράγγειλε να σου πω ο Κέλι. Αλλιώς, οι εφημερίδες θα πούνε πως ήτανε άλλο ένα παιχνίδι μάπα και θα κακολογηθούνε ακόμα παραπάνω το μποξ στο Λος Άντζελες.» Όλα αυτά δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά, αλλά ο Ρι- βέρα δεν έδινε σημασία. Περιφρονούσε το επαγγελματικό μποξ. Ήταν το μισητό παιχνίδι των μισητών γκρίνγκο. Είχε καταπιαστεί με δαύτο κι είχε γίνει κλοτσοσκούφι γι' άλλους στα γυμναστήρια, μόνο και μόνο επειδή πεινούσε. Το γεγονός ότι ήταν ιδανικά φτιαγμένος γι' αυτό δε σήμαινε τίποτε. Το μισούσε. Μόνο σαν μπήκε στην υπηρεσία του συμβουλίου άρχισε ν' αγωνίζεται για λεφτά κι είδε πως τα λεφτά έβγαιναν εύκολα. Δεν ήταν ο πρώτος ανάμεσα στους υιούς του ανθρώπου που βρέθηκε να πετυχαίνει σ' ένα επάγγελμα που περιφρονούσε. Δεν καθόταν να κάνει αναλύσεις. Ήξερε απλώς πως έπρεπε να κερδίσει αυτό τον αγώνα. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Γιατί πίσω του, ατσαλώνοντας αυτή του την πεποίθηση, βρίσκονταν δυνάμεις πιο βαθιές απ' αυτές που ονειρευόταν η γεμάτη αίθουσα. Ο Ντάνι Ουόρντ αγωνιζόταν για τα λεφτά και για την καλοπέραση που θα του φέρ- ναν. Αλλά τα πράγματα για τα οποία αγωνιζόταν ο Ριβέρα έκαιγαν μέσα στο μυαλό του - πύρινες, τρομακτικές οπτασίες που, με τα μάτια ορθάνοιχτα, καθώς καθόταν μονάχος στη γωνιά του ρινγκ και περίμενε το δολερό αντίπαλό του, τις έβλεπε όσο ξεκάθαρα τις είχε ζήσει. Έβλεπε τα υδροκίνητα εργοστάσια του Ρίο Μπλάνκο με τους άσπρους τοίχους. Έβλεπε τους έξι χιλιάδες εργάτες, πεινασμένους και χλομούς, και τα παιδάκια των εφτά κι οκτώ χρόνων, που μοχθούσαν σε πολύωρες βάρδιες για δέκα σέντσια την ημέρα. Έβλεπε τα περιφερόμενα πτώματα, τις φρικαλέες νεκροκεφαλές των αντρών που ξεθεώνο- νταν στα βαφεία. Θυμόταν πως είχε ακούσει τον πατέρα του να λέει τα βαφεία «τρύπες αυτοκτονίας», όπου ένας χρόνος σήμαινε θάνατο. Έβλεπε τη μικρή αυλή και τη μάνα του να μαγειρεύει και να τυραννιέται με το πρωτόγονο νοικοκυριό κι όμως να βρίσκει καιρό για να τον χαϊδεύει και να τον αγαπάει. Και τον πατέρα του έβλεπε, μεγαλόσωμο, με τα μεγάλα μουστάκια και το βαθύ στέρνο, που, καλόκαρδος όσο κανένας, αγαπούσε όλο τον κόσμο, με μια καρδιά τόσο μεγάλη που περίσσευε μέσα της ξέχειλη αγάπη για τη μητέρα και το μικρό μουτσάτσο1 που έπαιζε στη γωνιά της αυλής. Εκείνο τον καιρό, δεν τον έλεγαν Ριβέρα. Τον έλεγαν Φερνάντες,το επίθετο του πατέρα και της μητέρας του. Εκείνο τον είχαν βαφτίσει Χουάν. Αργότερα άλλαξε το όνομα ο ίδιος, σαν είδε πως το Φερνάντες το μισούσαν οι αστυνομικοί, οι χέφες πολίτικος κι οι ρου- ράλες2. Ο μεγαλόσωμος, ο λεβέντης Χοακίν Φερνάντες! Έπιανε πολύ χώρο στις οπτασίες του Ριβέρα. Δεν είχε καταλάβει τότε, αλλά καταλάβαινε τώρα αναπολώντας. Μπορούσε

description

Jack London

Transcript of ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ - Μέρος 17

«Λοιπόν, άκου, πρέπει να προσέξεις», τον προειδοποίησεο Σπάιντερ Χάγκερτι. Ο Σπάιντερ ήταν ο κύριος βοηθόςτου. «Θα το τραβήξεις όσο μπορέσεις - αυτό μου παράγγειλενα σου πω ο Κέλι. Αλλιώς, οι εφημερίδες θα πούνεπως ήτανε άλλο ένα παιχνίδι μάπα και θα κακολογηθούνεακόμα παραπάνω το μποξ στο Λος Άντζελες.»Όλα αυτά δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά, αλλά ο Ρι-βέρα δεν έδινε σημασία. Περιφρονούσε το επαγγελματικόμποξ. Ήταν το μισητό παιχνίδι των μισητών γκρίνγκο. Είχεκαταπιαστεί με δαύτο κι είχε γίνει κλοτσοσκούφι γι' άλλουςστα γυμναστήρια, μόνο και μόνο επειδή πεινούσε. Τογεγονός ότι ήταν ιδανικά φτιαγμένος γι' αυτό δε σήμαινετίποτε. Το μισούσε. Μόνο σαν μπήκε στην υπηρεσία τουσυμβουλίου άρχισε ν' αγωνίζεται για λεφτά κι είδε πως ταλεφτά έβγαιναν εύκολα. Δεν ήταν ο πρώτος ανάμεσα στουςυιούς του ανθρώπου που βρέθηκε να πετυχαίνει σ' ένα επάγγελμαπου περιφρονούσε.Δεν καθόταν να κάνει αναλύσεις. Ήξερε απλώς πως έπρεπενα κερδίσει αυτό τον αγώνα. Δεν μπορούσε να γίνειδιαφορετικά. Γιατί πίσω του, ατσαλώνοντας αυτή του τηνπεποίθηση, βρίσκονταν δυνάμεις πιο βαθιές απ' αυτές πουονειρευόταν η γεμάτη αίθουσα. Ο Ντάνι Ουόρντ αγωνιζότανγια τα λεφτά και για την καλοπέραση που θα του φέρ-ναν. Αλλά τα πράγματα για τα οποία αγωνιζόταν ο Ριβέραέκαιγαν μέσα στο μυαλό του - πύρινες, τρομακτικές οπτασίεςπου, με τα μάτια ορθάνοιχτα, καθώς καθόταν μονάχοςστη γωνιά του ρινγκ και περίμενε το δολερό αντίπαλότου, τις έβλεπε όσο ξεκάθαρα τις είχε ζήσει.Έβλεπε τα υδροκίνητα εργοστάσια του Ρίο Μπλάνκομε τους άσπρους τοίχους. Έβλεπε τους έξι χιλιάδες εργάτες,πεινασμένους και χλομούς, και τα παιδάκια των εφτάκι οκτώ χρόνων, που μοχθούσαν σε πολύωρες βάρδιες γιαδέκα σέντσια την ημέρα. Έβλεπε τα περιφερόμενα πτώματα,τις φρικαλέες νεκροκεφαλές των αντρών που ξεθεώνο-νταν στα βαφεία. Θυμόταν πως είχε ακούσει τον πατέρατου να λέει τα βαφεία «τρύπες αυτοκτονίας», όπου έναςχρόνος σήμαινε θάνατο. Έβλεπε τη μικρή αυλή και τη μάνατου να μαγειρεύει και να τυραννιέται με το πρωτόγονονοικοκυριό κι όμως να βρίσκει καιρό για να τον χαϊδεύεικαι να τον αγαπάει. Και τον πατέρα του έβλεπε, μεγαλόσωμο,με τα μεγάλα μουστάκια και το βαθύ στέρνο, που,καλόκαρδος όσο κανένας, αγαπούσε όλο τον κόσμο, μεμια καρδιά τόσο μεγάλη που περίσσευε μέσα της ξέχειλη αγάπηγια τη μητέρα και το μικρό μουτσάτσο1 που έπαιζεστη γωνιά της αυλής. Εκείνο τον καιρό, δεν τον έλεγαν Ριβέρα.Τον έλεγαν Φερνάντες,το επίθετο του πατέρα καιτης μητέρας του. Εκείνο τον είχαν βαφτίσει Χουάν. Αργότεραάλλαξε το όνομα ο ίδιος, σαν είδε πως το Φερνάντεςτο μισούσαν οι αστυνομικοί, οι χέφες πολίτικος κι οι ρου-ράλες2.Ο μεγαλόσωμος, ο λεβέντης Χοακίν Φερνάντες! Έπιανεπολύ χώρο στις οπτασίες του Ριβέρα. Δεν είχε καταλάβειτότε, αλλά καταλάβαινε τώρα αναπολώντας. Μπορούσε

και τον έβλεπε να στοιχειοθετεί στο μικρό τυπογραφείοή να γράφει βιαστικά, όλος νεύρο, ατέλειωτες αράδες στοπαραφορτωμένο γραφειάκι. Και θυμόταν τις παράξενεςβραδιές, τότε που εργάτες έρχονταν κρυφά μέσα στο σκοτάδι,σαν άνθρωποι που έκαναν κάτι κακό, κι έβρισκαντον πατέρα του και μιλούσαν με τις ώρες στο δωμάτιο όπουεκείνος, ο μουτσάτσο, ήταν ξαπλωμένος στη γωνιά,χωρίς πάντοτε να κοιμάται.Σαν από μακριά, άκουσε τον Σπάιντερ Χάγκερτι νατου λέει: «Μη σε ρίξει κάτω απ' την αρχή. Αυτές είν' οιδιαταγές. Θα τις φας και θα πάρεις το παραδάκι σου.»Είχαν περάσει δέκα λεπτά κι ακόμα καθόταν στη γωνιάτου. Ο Ντάνι δε φαινόταν. Ήταν φανερό πως το παρατραβούσεμε το κόλπο του.Αλλά κι άλλες οπτασίες έκαιγαν μπρος στα μάτια τηςμνήμης του Ριβέρα. Η απεργία ή μάλλον το λοκάουτ, επειδήοι εργάτες του Ρίο Μπλάνκο είχαν βοηθήσει τους απεργούςαδερφούς τους της Πουέμπλα. Η πείνα, οι περιπλανήσειςστους λόφους για βατόμουρα, οι ρίζες και τα χόρτα1. Αγόρι.2. Πολιτοφύλακες και χωροφύλακες, όργανα του Ντίας, για τον έλεγχοκυρίως της υπαίθρου.