ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 · 2013-01-28 · ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008) 2...

24
Α Γ Ι Α Ζ ΩΝΗ ΤΕΥΧΟΣ 12 ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2008 « Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ µεγαλύτερο θαῦµα ποὺ τάραξε τὴν τάξη τοῦ κόσµου, πιὸ µεγάλο κι ἀπὸ τὴ δηµιουργία τοῦ κόσµου. Γι’ αὐτὸ γιὰ ὅποιον πιστεύει σὲ αὐτὸ τὸ θαῦµα καὶ εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσει πόσο φοβερὸ εἶναι, ὅλα τ’ ἄλλα ποὺ γινήκανε ἀπάνου στὴ γῆ, παρεκτὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ κι ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή του, σβήνουνε µπροστὰ στὴ Γέννηση σὰν κάποια πράγµατα δίχως καµιὰ σηµασία. » Φώτης Κόντογλου Τό φοβερό Μυστήριο

Transcript of ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 · 2013-01-28 · ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008) 2...

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΤΕΥΧΟΣ 12 ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2008

    « Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ µεγαλύτερο θαῦµα ποὺ τάραξε τὴν τάξη τοῦ κόσµου, πιὸ µεγάλο κι ἀπὸ τὴ δηµιουργία τοῦ κόσµου.

    Γι’ αὐτὸ γιὰ ὅποιον πιστεύει σὲ αὐτὸ τὸ θαῦµα καὶ εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσει πόσο φοβερὸ εἶναι, ὅλα τ’ ἄλλα ποὺ γινήκανε ἀπάνου στὴ γῆ, παρεκτὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ κι ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή του, σβήνουνε µπροστὰ στὴ Γέννηση σὰν κάποια πράγµατα δίχως καµιὰ σηµασία. »

    Φώτης Κόντογλου

    Τό φ οβ ερ ό Μυ σ τ ήρ ι ο

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    2

    Γιορτάζουν τὰ πάντα ὁλόγυρα. Γί’ αὐτὸ κι ἐγὼ νὰ γιορτάσω θέλω. Θέλω νὰ εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή µου, νὰ πανηγυρίσει ἀπὸ τὰ κατάβαθά µου. Εὐφραίνοµαι βέβαια ὄχι κρούοντας τὴν κιθάρα ἡ παίζοντας τὸ ραβδὶ τῶν σατύρων, οὔτε χρησιµοποιώντας αὐλοὺς ἡ ἀνάβοντας δάδες. Εὐφραίνοµαι βλέποντας ἀντὶ γιὰ τὰ µουσικὰ ὄργανα τὰ σπάργανα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα µου, αὐτὰ εἶναι ἡ ζωή µου. Αὐτὰ φέρνω µαζί µου, καὶ µὲ τὴν ἐνίσχυση ποὺ παίρνω, τραγουδῶ µαζὶ µὲ τοὺς Ἀγγέλους, Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ, καὶ µαζὶ µὲ τοὺς ποιµένες, Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.

    Σήµερα γεννιέται γιὰ χάρη µου ἀπὸ παρθένο Αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε µὲ τρόπο ἀπερίγραπτο ἀπ’ τὸν Πατέρα. Τότε, προαιώνια, γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα µὲ τρόπο ποὺ ταιριάζει στὴ Θεία φύση, τρόπο ποὺ µόνο ὁ Γεννήτορας γνωρίζει. Σήµερα πάλι ξαναγεννήθηκε µὲ ἀταίριαστο στὴ Θεία φύση τρόπο. Μὲ τρόπο ποὺ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος τώρα καλὰ γνωρίζει. Ἀληθινὴ κι ἡ οὐράνια γέννησή Του, ἀληθινὴ κι ἡ ἐπίγεια. Ἀληθινὸς Θεὸς ἀπ’ τὸ Θεὸ γεννήθηκε, κι ἀληθινὸς ἄνθρωπος ὁ Ἴδιος ἀπ’ τὴν Παρθένο γεννήθηκε πάλι. Στὸν οὐρανὸ µόνος Υἱὸς τοῦ µόνου Θεοῦ, Μονογενής. Στὴ γῆ µόνος Υἱὸς ἄγαµης παρθένου ὁ Ἴδιος, πάλι Μονογενής. Γιατί καθὼς εἶναι ἀσέβεια νὰ ὑποθέσουµε τὴν ὕπαρξη µητέρας στὴν οὐράνια γέννησή Του, ἔτσι εἶναι βλαστήµια νὰ ὑποθέσουµε τὴν ὕπαρξη πατέρα στὴν ἐπίγειά Του γέννηση. Ὁ Θεός-Πατέρας Τὸν γέννησε χωρὶς νὰ χάσει κάτι ἀπὸ τὴν Θεότητά Του. Ἡ παρθένος Τὸν γέννησε χωρὶς νὰ χάσει τὴν παρθενία της. Οὔτε πάλι ὁ Θεὸς ἔχασε τὴν Θεϊκή Του ὑπόσταση ὅταν Τὸν γέννησε, γιατί Τὸν γέννησε ὅπως ἁρµόζει σὲ Θεό. Ἀλλὰ κι οὔτε ἡ παρθένος φθάρθηκε. Ὁ τοκετὸς Του ἦταν γεγονὸς πνευµατικό.

    Λοιπόν, οὔτε ἡ οὐράνιά Του γέννηση µπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ, οὔτε ἡ ἐπίγεια σάρκωσή Του ἐπιδέχεται

    ἑρµηνεῖες. Ἐκεῖνο ποὺ ξέρω µὲ σιγουριὰ σήµερα εἶναι ὅτι Τὸν γέννησε ἡ Παρθένος. Πιστεύω ὅτι Τὸν γέννησε ὁ Πατέρας, προαιώνια. Σχετικὰ µὲ τὸν τρόπο τῆς γέννησης ὅµως ἔµαθα νὰ σιωπῶ. Δὲν µοῦ ὑπόδειξαν οἱ παλιοὶ νὰ δοκιµάζω λογικὲς ἑρµηνεῖες. Γιατί ὅταν πρόκειται γιὰ τὸ Θεὸ δὲν πρέπει κανεὶς νὰ ἀναλύει τὰ γεγονότα, ἀλλὰ νὰ πιστεύει στὴ δύναµη Αὐτοῦ ποὺ τὰ πραγµατοποιεῖ. Ἀναµφίβολα εἶναι φυσικὸς νόµος νὰ γεννᾶ ἡ γυναίκα µόνο ὅταν συνευρεθεῖ µὲ ἄντρα. Ὅταν ὅµως µία παρθένος ποὺ δὲν γνώρισε ἄντρα γεννήσει καὶ µετὰ τὸν τοκετὸ παραµείνει πάλι παρθένος, αὐτὸ ξεπερνᾶ τοὺς φυσικοὺς νόµους. Ὅ,τι ἔχει σχέση µὲ τοὺς φυσικοὺς νόµους ἀξίζει νὰ ἐρευνιέται, ὅ,τι ὅµως τοὺς ξεπερνᾶ πρέπει νὰ περιβάλλεται µὲ τιµητικὴ σιωπή. Κι αὐτὸ βέβαια ὄχι ἐπειδὴ τοῦ πρέπει ἀποσιώπηση, ἄλλ’ ἐπειδὴ ἀξίζει νὰ µένει µυστήριο καὶ νὰ τιµᾶται χωρὶς πολυλογίες.

    Συγχωρέστε µέ, σᾶς παρακαλῶ, ποὺ νιώθω ἀδύναµος νὰ συνεχίσω τὸ λόγο πέρα ἀπ’ τὸν πρόλογο. Φοβοῦµαι νὰ προχωρήσω στὴν ἔρευνα τῶν πιὸ σηµαντικῶν. Δὲν κατέχω τὸν τρόπο. Δὲν ξέρω ποῦ νὰ στρέψω τὸ λόγο. Τί νὰ πῶ; γιὰ ποιὸ νὰ µιλήσω; Βλέπω τὴ µητέρα, ἀντικρύζω τὸ παιδί, ὅµως τὸν τρόπο τῆς γέννησης δὲν τὸν καταλαβαίνω. Ὅπου ὁ Θεὸς ἔχει ἄλλη βουλή, ἐκεῖ νικιέται ὁ φυσικὸς νόµος, νικιέται κι ἡ τάξη τοῦ κόσµου. Δὲν γεννήθηκε σύµφωνα µὲ τοὺς νόµους τῆς φύσης. Θαυµατούργησε πάνω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φύσης. Ἡ φύση ἀδράνησε. Ἐνήργησε ἡ βούληση τοῦ Δεσπότη. Τί ἀπερίγραπτο δῶρο!

    Ὁ Μονογενὴς ποὺ ὑπάρχει προαιώνια, αὐτὸς ποὺ δὲν ἐµπίπτει στὶς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, ὁ ἀσύνθετος, ὁ ἀσώµατος, περιβλήθηκε τὸ σῶµα µου. Τὸ σῶµα ποὺ ὑπόκειται στὴ φθορά, ποὺ συλλαµβάνεται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις. Γιατί; Γιὰ νὰ µπορέσει νὰ µᾶς διδάξει καθὼς θὰ Τὸν βλέπουµε

    Ὁµιλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόµου γιὰ τὴν

    Γέννηση τοῦ Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    ἀνάµεσά µας κι ἔτσι νὰ µᾶς ὁδηγήσει σὲ ἐκεῖνα ποὺ τὰ χοϊκὰ µάτια µας ἀδυνατοῦν νὰ δοῦνε. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν µεγαλύτερη ἐµπιστοσύνη στὰ µάτια τους παρὰ στ’ αὐτιά τους κι ἔτσι ἀµφιβάλλουν γιὰ ὅ,τι δὲν βλέπουν. Γί’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς ἀνέχθηκε νὰ παρουσιαστεῖ µὲ σῶµα µπρὸς στὰ µάτια µας γιὰ νὰ διαλύσει τὶς ἀµφιβολίες ποὺ εἴχαµε, ἀκούγοντας µόνο τὰ λόγια Του. Καὶ γεννιέται ἀπὸ παρθένο ποὺ ἀγνοεῖ τὴν ὑπόθεση καὶ ποὺ δὲν πῆρε ἐνεργὸ µέρος στὸ γεγονός, οὔτε συννενοήθηκε γ ι ὰ τ ὴ ν πραγµατοποίησή του. Ἡ Παρθένος ἦταν ἁπλὸ ὄργανο τῆς ἀπόρρητης δ ύ ν α µ η ς τ ο ῦ Θεοῦ. Ἕνα µόνο πρᾶγµα γνώριζε, ἐκεῖνο ποὺ ρώτησε κι ἔµαθε ἀπὸ τὸν Γαβριήλ. Ὅταν δηλαδὴ ρώτησε, «πῶς ἔσται µοι τοῦτο ἐπεί ἄνδρα ο ὐ γ ιγ ν ώ σ κ ω » ἐκεῖνος τῆς εἶπε: Αὐτὸ θέλεις νὰ µάθεις; «Πνεῦµα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναµις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι».

    Καὶ πῶς, ἐνῶ ἦταν «µέτ’ αὐτῆς», σὲ λίγο γεννήθηκε «ἐξ αὐτῆς»; Ὅπως ὁ τεχνίτης ὅταν βρεῖ εὔπλαστη ὕλη, κατασκευάζει πιὸ ὄµορφο τὸ ἀγγεῖο, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Ἐπειδὴ βρῆκε ἅγιο καὶ τὸ σῶµα καὶ τὴν ψυχὴ τῆς Παρθένου, φιλοτέχνησε ἔµψυχο Ναὸ δικό Του. Καὶ ἀφοῦ κεῖ µέσα, µὲ τὸν τρόπο ποὺ θέλησε, ἔπλασε τὸν καινούργιο ἄνθρωπο, καὶ ἀφοῦ τὸν περιβλήθηκε, γεννήθηκε σὰν σήµερα, χωρὶς καθόλου νὰ ἀπεχθάνεται τὴν κακόµοιρη ἀνθρώπινη

    πεσµένη φύση. Καὶ φυσικὰ δὲν θεώρησε προσβλητικὸ νὰ περιβληθεῖ τὸ δικό Του ἔργο. Ἀλλὰ καὶ τὸ δηµιούργηµά Του ἀπολάµβανε τὴν πιὸ µεγάλη δόξα µὲ τὸ νὰ γίνει ἔνδυµα τοῦ δηµιουργοῦ Του. Ὅπως στὴν ἀρχικὴ δηµιουργία δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ὑπάρξει ὁ ἄνθρωπος πρὶν πάρει ὁ Θεὸς στὰ χέρια Του τὸν πηλό, ἔτσι καὶ τὸ φθαρµένο ἀνθρώπινο σῶµα δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀνακαινιστεῖ, ἂν δὲν

    γινόταν ἔνδυµα τοῦ δηµιουργοῦ Του.

    Ἀλλὰ τί νὰ πῶ; Γιὰ ποιὸ πρᾶγµα νὰ µιλήσω; Μένω ἔκπληκτος µπροστὰ σ τ ὸ θ α ῦ µ α . Ὁ «Παλαιὸς τῶν ἡµερῶν» ἔχει γίνει παιδάκι. Ὁ καθισµένος σὲ θρόνο ψηλὸ κι ὑπερυψωµένο τοποθετεῖται σὲ φάτνη. Ὁ ἀ ψ η λ ά φ η τ ο ς κ ι ἀ σ ύ ν θ ε τ ο ς κ α ὶ ἀ σ ύ µ µ ι κ τ ο ς κ α ὶ ἀ σ ώ µ α τ ο ς ἀγκαλιάζεται ἀπὸ ἀ ν θ ρώπ ιν α χέ ρ ι α . Αὐτὸς ποὺ ἔσπασε τὰ δεσµὰ τῆς ἁµαρτίας τυλίγεται µὲ σπάργανα, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ θέλησή Του. Γιατί θέλει νὰ µετατρέψει τὴν ἀτιµία σὲ τιµή, νὰ ντύσει τὴν ἀδοξία µὲ δόξα. Νὰ προβάλει

    ὡς ἐνάρετο ἦθος ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελοῦσε ὑπέρτατη προσβολή. Ἔτσι, λοιπόν, ἀναλαµβάνει τὸ δικό µου σῶµα γιὰ νὰ µπορέσω ἐγὼ νὰ ὑποδεχτῶ τὸ Λόγο Του. Καὶ παίρνοντας τὴ σάρκα µου µοῦ χαρίζει τὸ Πνεῦµα Του, ὥστε µὲ τὴ δοσοληψία αὐτὴ νὰ µοῦ προµηθεύσει τὸ θησαυρὸ τῆς ζωῆς. Παίρνει τὴ σάρκα µου γιὰ νὰ µὲ ἁγιάσει. Μοῦ δίνει τὸ Πνεῦµα Του γιὰ νὰ µὲ ἀπελευθερώσει…………..

    3

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Ὁ λ ό κ λ η ρ ο τ ὸ µ υ σ τ ή ρ ι ο τ ῆ ς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου µας περιέχεται στὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Ἕνας ὑπέροχος ὕµνος πού µᾶς µεταφέρει νοερὰ στὴ Βηθλεὲµ καὶ στὴ φάτνη, στοὺς ποιµένες καὶ τοὺς Μάγους. Σ’ αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα τοῦ µυστηρίου τῆς ἐνσάρκωσης θὰ σταθοῦµε σήµερα.

    Ἡ φάτνη εἶναι τὸ σπίτι τῶν ζώων. Εἶναι ἕνας χῶρος ὑγρὸς καὶ σκοτεινός, γεµάτος ἀπ’ τὴ µυρωδιά τους. Τέσσερις τοῖχοι µὲ βρώµικο πάτωµα καὶ µία στέγη ἀπὸ δοκάρια καὶ κεραµίδια ποὺ συχνὰ στάζουν ἀπ’ τὰ νερὰ τῆς βροχῆς.

    Αὐτὴ εἶναι ἡ φάτνη ποὺ ὑποδέχθηκε τὸν Ἰησοῦ. Τὸ πιὸ βρώµικο µέρος τῆς πόλης, ἔγινε ἡ πρώτη κατοικία τοῦ πιὸ ἁγνοῦ καὶ ἄδολου πλάσµατος ποὺ γεννήθηκε ποτὲ στὸν κόσµο. Ἡ πρώτη Του συντροφιὰ εἶναι τὰ ζῶα ποὺ χρησιµοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὶς δουλειές του. Τὰ βόδια καὶ τὸ γαϊδουράκι, τὰ πιὸ ταπεινὰ καὶ ὑπάκουα ζῶα, προσφέρουν τὴν ἀνάσα τους γιὰ νὰ τὸν ζεστάνουν ἐκεῖνο, τὸ πρῶτο

    του βράδυ στὸν κόσµο αὐτό. Αὐτὴ ἡ νύχτα ἔµελλε νὰ εἶναι ἡ ἀφετηρία µιᾶς µεγάλης πορείας ποὺ θὰ καταλήξει στὴν εἴσοδο τῆς πόλης τῶν Ἱεροσολύµων, πάλι συντροφιὰ µὲ τὸ ἴδιο ταπεινὸ καὶ ὑπάκουο γαϊδουράκι.

    Σήµερα τὰ ζῶα τῆς Βηθλεὲµ τοῦ προσφέρουν ζεστασιὰ καὶ θαλπωρή, λίγα χ ρ ό ν ι α ἀ ρ γ ό τ ε ρ α τ ὰ κ τ ή ν η τ ῆ ς Ἱερουσαλὴµ θὰ τοῦ γυρίσουν τὴν πλάτη καὶ θὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ Σταυρὸ τοῦ µαρτυρίου.

    Ο ἱ π ο ι µ έ ν ε ς ε ἶ ν α ι ο ἱ φ ύ λ α κ ε ς τῶν ζώων. Ἡ ζωὴ τους εἶναι µοναχικὴ καὶ ἀπόµακρη. Τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς τους ζοῦν µόνοι τους µὲ µοναδικὴ συντροφιὰ τὰ ζῶα τους. Ἔτσι καὶ τὸ παραµικρὸ γεγονὸς ποὺ συµβαίνει

    κοντά τους, τοὺς συγκινεῖ. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ µιά λάµψη ἐκτυφλωτικὴ καὶ µιά µελωδία ἀγγελικὴ συντάραξε τὴ ζωή τους. Μέσα στὸ µισοσκόταδο τῆς νύχτας ἀντικρύζουν τὰ λαµπερὰ µάτια τοῦ Βρέφους ποὺ µόλις εἶχε γεννηθεῖ.

    4

    Ἡ φάτνη, οἱ ποιµένες καὶ οἱ Μάγοι

    π. Ἐµµανουήλ Νιράκη

    “Ἡ Παρθένος σήµερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτω προσάγει. Ἄγγελοι µετὰ Ποιµένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δὲ µετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι. ∆ἰ ἡµᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.”

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Ἕνα Βρέφος ποὺ θὰ σηκώσει ἐπάνω Του ὅλες τὶς ἁµαρτίες τοῦ κόσµου, µιά ψυχὴ ποὺ ἦρθε νὰ ὑποφέρει µαζὶ µὲ τὶς ἄλλες πονεµένες ψυχές. Ἦταν φτωχοὶ καὶ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ τοῦ προσφέρουν, µὰ κατάλαβαν πὼς ἡ δική τους φτώχεια συναντήθηκε µὲ κείνη τοῦ παιδιοῦ. Ἡ οὐράνια ψαλµωδία ποὺ συνόδευε τὸ κλάµα τοῦ µωροῦ θὰ ἀνοίξει τὰ µάτια τῆς ψυχῆς τους καὶ χωρὶς νὰ τὸ σκεφτοῦν θὰ πέσουν στὰ γόνατα, γιὰ νὰ προσκυνήσουν Αὐτὸν ποὺ θὰ γίνει ὁ Διδάσκαλος, ὁ καθοδηγητὴς καὶ ὑπερασπιστῆς τῶν ἁπλῶν, φτωχῶν καὶ ταπεινῶν τοῦ κόσµου τούτου.

    Λίγες µέρες ἀργότερα φθάνουν οἱ Μάγοι. Τὸ ἄστρο ποὺ φώτισε τὴ ζωὴ τῶν ποιµένων, φέγγει τὸ δρόµο τους. Ἦρθαν νὰ προσκυνήσουν ἕνα βασιλιὰ καὶ βρέθηκαν µπροστὰ σ’ ἕνα νεογέννητο σὲ µία φάτνη. Δὲν ἦταν βασιλιάδες, ἀλλὰ µποροῦσαν νὰ ἐπηρεάζουν τὴν γνώµη τους. Ἦταν µάντεις, ἱερεῖς, ἑρµηνευτὲς τῶν ὀνείρων καὶ µποροῦσαν νὰ γνωρίζουν τὸ µέλλον. Ἦταν γνῶστες τῶν µυστικῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Μέσα σ’ ἕνα λαὸ ποὺ ζοῦσε γιὰ τὴν ὕλη, αὐτοὶ ἐκπροσωποῦσαν τὸ πνεῦµα. Ἔτσι λοιπὸν µετὰ τὰ ζῶα ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὴν φύση, µετὰ τοὺς βοσκοὺς ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὸν λαό, αὐτοὶ ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἄλλη δύναµη, τὸ πνεῦµα, ποὺ γονάτισε µπροστὰ στὴ φάτνη

    τῆς Βηθλεέµ. Ὅλες οἱ παλιὲς ἀνατολικὲς θρησκεῖες ὑποτάσσονται στὸ καινούργιο Κύριο, γονατίζουν ταπεινὰ µπροστὰ σ’ Αὐτὸν ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὴν Ἀγάπη. Τοῦ προσφέρουν τὸ χρυσάφι ποὺ θὰ περιφρονήσει ὅσο ὁτιδήποτε ἄλλο στὸ κόσµο αὐτό. Εἶναι γνωστὴ ἡ φράση Του «µοίρασε ὅτι ἔχεις στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀκολούθησέ µε». Τὸ λιβάνι ποὺ τοῦ φέρνουν χρησίµευε γιὰ τὶς θυσίες, ἀλλὰ ξέρουν καλά, ὅτι, πλέον µόνο µία θυσία θὰ προσφέρεται ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Αὐτὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ µὲ εὐλάβεια προσκυνοῦν ἐκείνη τὴν ὥρα. Τὸ µύρο ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τους καὶ χρησίµευε γιὰ τὴν ταρίχευση τῶν νεκρῶν, συµβολίζει τὸν θάνατο ποὺ σύντοµα θὰ γευθεῖ τὸ νεογέννητο Βρέφος. Ἡ προσκύνηση τῶν µάγων, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὴ δύναµη, τὴν ἐξουσία καὶ τὸ πνεῦµα τῆς ἐποχῆς, εἶναι ἡ ἐγγύηση γιὰ τὴν ὑποταγὴ τοῦ κόσµου στὴν νέα Θρησκεία ποὺ ἔρχεται. Ἡ φυγή τους καὶ ἡ ἐπιστροφή τους στὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς, θὰ δώσει τὸ ἔναυσµα σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ µισοῦν καθετὶ νέο καὶ καινούργιο νὰ ἀρχίσουν ἕνα ἀπίστευτο κατατρεγµό, µὴ µπορώντας νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ µήνυµα τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης, τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς πραότητας ποὺ ἐκεῖνο τὸ βράδυ γεννήθηκε στὸ φτωχικὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲµ καὶ ἔµελλε νὰ ἀλλάξει τὴν ροὴ τῆς ἱστορίας ὁλόκληρου τοῦ κόσµου.

    5

    Φυτεύθηκες ἀρχικὰ στὸν παράδεισο κι’ ὁ διάβολος σὲ ξερρίζωσε καί σ’ ἔβγαλε ἔξω. Ἰδοὺ ἐγὼ τώρα σὲ φυτεύω πάνω σὲ µένα τὸν Ἴδιο! Ἐγώ θὰ σὲ βαστάξω, ἀντὶ γιὰ τὸ χῶµα τοῦ παραδείσου. ∆ὲν θὰ σὲ ξανανεβάσω ἁπλῶς στὸν οὐρανό. Ἐδῶ ἔχεις τόπο σπουδαιότερο ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὁ ἴδιος ὁ βασιλεὺς καί κύριος τοῦ οὐρανοῦ, ἐγώ σὲ βαστάζω. . . Μὴν ἀπορεῖς, ποὺ σοῦ ὑπόσχοµαι ἀνάστασι. Σοῦ ἔδωσα ἤδη κάτι σπουδαιότερο, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἁµαρτία. Ἡ ἁµαρτία γεννᾶ τὸν θάνατο. Ἔσφαξα τὴ µητέρα, δὲν θὰ σφάξω τὸν γυιό; Ξήρανα τὴ ρίζα κι ὁ καρπὸς θὰ µείνη;

    Χρυσόστοµος

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Τά Χριστούγεννα ὅλοι ἑορτάζοµε. Καὶ πανηγυρίζοµε. Τρῶµε. Πίνοµε. Διασκεδάζαµε. Στὰ ζεστά µας σπιτικά. Μὲ τὶς καλές µας συντροφιές. Ζοῦµε τὴ χαρὰ τῶν Χριστουγέννων Καὶ τὴν εὔχοµεθα στοὺς ἄλλους.

    Ἑορτὴ χαρᾶς εἶναι τὰ Χριστούγεννα. Ὅµως ἡ ἑορτὴ αὐτή δὲν εἶναι ἁπλῶς γιὰ νὰ ἑορτάζωµε. Δὲν ἔγινε γιὰ γλέντι. Δὲν µοιάζει µὲ τὴ «γιορτὴ τοῦ κρασιοῦ». Τὰ Χριστούγεννα δὲν εἶναι ἑορτὴ σωµατικὴ. Εἶναι κάτι περισσότερο!

    Τὰ Χριστούγεννα πανηγυρίζοµε τὸ πιὸ µεγάλο γεγονὸς στὴν παγκόσµιο ἱστορία Τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ πιὸ µεγάλο γεγονός. Εἶναι ἕνα µυστήριο. Ἀκατάληπτο καὶ ἀνεξεχνίαστο. Γιατί τὰ Χριστούγεννα δέν γεννήθηκε ἕνας ἄνθρωπος, ἔστω ὁ πιὸ µεγάλος στὸν κόσµο. Γεννήθηκε ὁ Κύριος τῶν ὅλων, ὁ Θεός.

    Γί’ αὐτό, ὅσοι καὶ µποροῦµε καὶ ξέροµε νὰ

    φεύγωµε λίγο ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ καὶ νὰ µπαίνωµε στὸ βάθος καὶ ἀπὸ τὴν ἑορτὴ νὰ ἀναζητοῦµε τὸ µυστήριο, ποὺ ὡδήγησε στὴ θέσπισί της, διαπιστώνοµε, ὅτι — ὅπως εἶπε ὁ δίκαιος Συµεὼν — «Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν καὶ εἰς σηµεῖον ἀντιλεγόµενον». Διαπιστώνοµε δηλαδή, ὅτι γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό Του γίνεται ἡ πιὸ µεγάλη πάλη ἰδεῶν. Ὅτι εἶναι τὸ κυριώτερο ἀντιλεγόµενο σηµεῖο στόν κόσµο. Ὅτι ἀπὸ τὴν τοποθέτησι ἀπέναντί Του κρίνεται, ποιὸς στέκει, ποιὸς ἀνορθώνεται.

    Ναί. Σηµεῖο ἀντιλεγόµενο εἶναι ὁ Χριστός. Μυστήριο µέγα. Μυστήριο ἀνεξερεύνητο. Καὶ ἀκατάληπτο. Γιὰ ὅλους. Ἦταν. Εἶναι. Καὶ θὰ εἶναι. Τὸ µυστήριο αὐτὸ τὸ καταλαβαίνουν µόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἀναζητοῦν τὸ Χριστὸ µὲ εἰλικρίνεια. Μὲ ταπείνωσι. Καὶ µὲ ὑπακοὴ. Σ’ αὐτοὺς φανερώνεται. Καὶ δείχνει τὸ µεγαλεῖο τῆς προσωπικότητας καὶ τὴ θεία δύναµί Του. Ἀντίθετα, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν Τὸν ἀναζητοῦν µὲ εἰλικρίνεια, δὲν βλέπουν τίποτε ἀπολύτως ἀπὸ αὐτά.

    6

    «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί»

    Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου

    Τά ὀνόµατα τοῦ Χριστοῦ

    Γιατί ὁ Χριστὸς µέσα στὸ Εὐαγγέλιο λέγεται ὁδός; Γιὰ νὰ µάθης, ὅτι µέσω Αὐτοῦ ἀνεβαίνουµε στὸν Πατέρα. Γιατί λέγεται θεµέλιος λίθος; Γιὰ νὰ µάθης, ὅτι Αὐτὸς ὅλα τὰ βαστάει. Γιατί λέγεται ρίζα; Γιὰ νὰ µάθης, ὅτι χάρι σ’ Αὐτὸν ἀνθίζουµε. Γιατί λέγεται ποιµήν; Γιὰ νὰ µάθης, ὅτι Αὐτός µᾶς τρέφει. Γιατί λέγεται ἀµνός; Γιὰ νὰ µάθης, ὅτι Αὐτὸς θυσιάστηκε γιὰ µᾶς καί µᾶς ἔσωσε. Γιατί λέγεται ζωή; Γιατί, ἐνῶ ἤµαστε νεκροὶ στὴν ἁµαρτία, µᾶς ἄνεστησε. Γιατί λέγεται φῶς; Γιατί µᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Γιατί λέγεται ἱµάτιο; Γιατί τὸν ντυθήκαµε µὲ τὸ βάπτισµα. Γιατί λέγεται τράπεζα; Γιατί τὸν ἐσθίουµε µὲ τὰ ἅγια µυστήρια. Γιατί λέγεται οἶκος; Γιατί ζοῦµε µέσα σ’ Αὐτόν. Γιατί ἔνοικος; Γιατί εἴµαστε ναοί του.

    (Χρυσόστοµος)

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Ἀλλὰ µήπως δὲν συµβαίνει καὶ µὲ τοὺς ἀνθρώπους τὸ ἴδιο;

    Ἔχοµε ἕνα σοφό, ποὺ ἔχει κατανοήσει καὶ ξέρει µερικὰ µυστήρια τῆς φύσεως. Τί λέτε; Ἂν κάτση καὶ ἐκθέση αὐτὰ πού ξέρει σὲ µία ἁπλῆ γριούλα ἤ σ’ ἕνα µικρὸ παιδί, θὰ καταλάβουν τίποτε ἀπό τή σοφία του; Ὅµως τί λέτε; Ἄν ὁ σοφὸς καθηγητὴς ἔχει µπροστὰ του ἕναν ἄλλο ἐξ ἴσου σοφὸ καθηγητή, δέν µπορεῖ νὰ τοῦ ἐµπιστευθῆ τή σοφία του, βέβαιος ὅτι θὰ τὸν καταλάβη, Καὶ ἅµα θέλει, δέν µπορεῖ νὰ κρατήοη τὴ σοφία του καὶ τὶς γνώσεις του µυστικές; Δὲν τὶς κρύβει, ἂν θέλει; Δὲν σιωπᾶ; Δὲν εἶναι αὐτονόητο, πὼς σ’ ὁποῖον θέλει, καὶ ὅποτε θέλει τὶς δείχνει;

    Ἂν αὐτὸ ἴσχυη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ µυστικά τους, δέν εἶναι αὐτονόητο, ὅτι πιὸ πολὺ ἰσχύει γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὰ µυστήρια Του; Ναί, καὶ ὁ Θεὸς φανερώνεται σ’ ἐκείνους, ποὺ ὁ ἴδιος θέλει. Καὶ ὅταν θέλη. Καὶ φανερώνεται σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀναζητοῦν µὲ εἰλικρίνεια. Μὲ εἰλικρίνεια στὸν τρόπο µὲ τὸν ὁποῖο σκέπτονται, ἀλλά καὶ στὸν τρόπο ποὺ ζοῦν. Μέ ἄλλα λόγια στοὺς ἄξιους.

    Γιατί τὸν κατάλαβαν οἱ µάγοι, οἱ τόσο σοφοί; Γιατί πρῶτοι Τόν προσκύνησαν οἱ ποιµένες, οἱ τόσο ἁπλοὶ καὶ ἀµόρφωτοι; Γιατί ὁ Ἠρώδης

    δὲν κατάλαβε τίποτε, παρ’ ὅτι ἔµαθε γι’ αὐτὸν τὰ πάντα; Γιατί ὁ Θεὸς ἔδειξε στοὺς µάγους τὸν ἀστέρα Γιατί εἶδαν τους ἀγγέλους οἱ ποιµένες; Γιατί ὁ Ἠρώδης δὲν εἶδε τίποτε; Γιατί καὶ οἱ φαρισαῖοι δὲν εἶδαν τίποτε καί δέν κατάλαβαν τίποτε; Γιατί σήµερα οἱ πιστοὶ βλέπουν τόσα θαύµατα; Γιατί οἱ ἄπιστοι δέν βλέπουν ποτὲ τίποτε;

    Ὅσο πιὸ πολὺ ψάχνει κανείς, τόσο διαπιστώνει, ὅτι ὁ Χριστός φανερώνεται σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀναζητοῦν µὲ εἰλικρίνεια, στά σοβαρά, καὶ κρύβεται ἐπίτηδες ἀπὸ ἐκείνους πού δέν Τὸν ἀναζητοῦν µὲ εἰλικρίνεια καὶ στὰ σοβαρά.

    Ἐµεῖς, ἀδελφοί µου, ζοῦµε καὶ χαιρόµαστε τὴ µεγάλη ἑορτή. Ζοῦµε ὅµως καὶ χαιρόµαστε παράλληλα καὶ τὸ µυστήριο τοῦ Χριστοῦ; Τὸ ἔχοµε αἰσθανθῆ; Τὸ ἔχοµε καταλάβει; Ναί; Τότε εἴµαστε εὐτυχισµένοι. Ἀληθινὰ εὐτυχισµένοι. Ὄχι; Τότε, ἂς τὸ ἄναζητησωµε µὲ εἰλικρίνεια. Στὰ σοβαρά. Γιὰ νὰ γίνωµε εὐτυχισµένοι. Γιατί ἡ εὐτυχία καὶ ἡ ἐπιτυχία στόν κόσµο ἐξαρτᾶται ἀπό τή σωστὴ ἀντιµετώπισι καὶ λύσι τῶν µεγάλων προβληµάτων. Καί µεγάλα προβλήµατα εἶναι: ὁ Θεός, ἡ ψυχή, ἡ αἰώνιος ζωὴ. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι µικρά, ἀπελπιστικὰ µικρά, ὅσο καὶ ἂν µερικοὶ ἄνθρωποι, πολὺ ρηχοί, τὰ παίρνουν στὰ σοβαρά.

    7

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραµονὲς τῆς — χρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ µὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυµένος µὲ κάτι µπαλωµένα παλιόρασα, µὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ µ’ ἕνα ταγάρι περασµένο στὸν ὦµο του. Γι’ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ’ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπηµένος, ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, µ’ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.

    Ἀφοῦ βολόδειρε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ χῶρες πολλὲς κι ἀπὸ χιλιάδες χωριὰ καὶ πολιτεῖες, ἔφταξε στὰ ἑλληνικὰ τὰ µέρη, ποὺ ’ναι φτωχὸς κόσµος. Ἀπ’ ὅλα τὰ χωριὰ πρόκρινε τὰ πιὸ φτωχά, καὶ τράβηξε κατὰ κεῖ, ἀνάµεσα στὰ ξερὰ βουνὰ ποὺ βρισκότανε κάτι καλύβια, πεινασµένη λεµπεσουριά.

    Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιάς βογγοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι γάβγιζε.

    Ἀφοῦ περπάτηξε κάµποσο, βρέθηκε σ’ ἕνα ἀπάγκειο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ’να µικρὸ βουνό, κ’ εἶδε ἕνα µαντρὶ κολληµένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωµένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια καί µπῆκε στὴ µάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε µά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλύφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισµένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.

    Ὁ Ἅγιος σίµωσε στὸ καλύβι τοῦ τσοµπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα µὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:

    Ἐλεῆστε µε, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαµένων σας! Κι ὁ Χριστός µας διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσµο!»

    Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσοµπάνης, παλληκάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, µὲ µαῦρα γένεια. Καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ - καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸν γέροντα:

    «Πέρασε µέσα στ’ ἀρχοντικό µας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ µέρα καὶ καλή χρονιά!»

    Αὐτὸς ὁ τσοµπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάϊκας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογηµένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα πού βόσκαγε, ἀγράµµατος ὁλότελα.

    Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε µὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ µουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ’ ἀνασπάστηκε καὶ τὸ ’βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε τὴ γυναῖκα του, ὥς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ µωρὸ τους µέσα στὴν κούνια. Καὶ κείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κ’ εἶπε:

    «Κόπιασε, παππού, νὰ ξεκουραστεῖς.»Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ

    βλόγησε τὸ καλύβι καὶ εἶπε:«Βλογηµένοι νὰ ’σαστε. τέκνα µου, κι ὅλο τὸ

    σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουνε ὡς τοῦ Ἰώβ µετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰµ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι µαζί σας.»

    Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ µία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὑστέρα ἔβγαλε τὸ µπαλωµένο τὸ ράσο του καὶ ἀπόµεινε µὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κ’ ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κ’ ἡ γυναίκα τοῦ ’βαλε καὶ µία µαξιλάρα ν’ ἀκουµπήσει.

    8

    Τὸ βλογηµένο τὸ µαντρί

    Φώτη Κόντογλου

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κ’ εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε µέσα στὸ στόµα του:

    «Βλογηµένο νὰ ’ναι τοῦτο τὸ καλύβι!»

    Ὁ Γιάννης µπαινόβγαινε γιὰ νὰ φέρει τὸ ’να καὶ τ’ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του µαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάρριξε ξύλα στὴ φωτιά.

    Μονοµιᾶς φεγγοβόλησε τὸ καλύβι µὲ µίαν ἀλλιώτικη λάµψη καὶ φάνηκε σὰν παλάτι. Τὰ δοκάρια σὰν νὰ ’τανε µαλαµοκαπνισµένα, κ’ οἱ πυτιὲς ποὺ ἤτανε κρεµασµένες σὰν νὰ γινήκανε χρυσὰ καντήλια, καὶ τὰ τυροβόλια κ’ οἱ καρδάρες καὶ τ’ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκοµοῦσε ὁ Γιάννης, λὲς κ’ ἤτανε διαµαντοκολληµένα. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὴ φωτιὰ εὐωδιάζανε σὰν µοσκολίβανο καὶ δὲν τρίζανε ὅπως τρίζανε τὰ ξύλα τῆς φωτιᾶς, παρὰ ψέλνανε σὰν τοὺς ἀγγέλους ποὺ ’ναι στὸν Παράδεισο.

    Ὁ Γιάννης ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός. Φτωχὸς ἤτανε, εἶχε λιγοστὰ πρόβατα, µὰ πλούσια καρδιά. «Τῆ πτωχείᾳ τὰ πλούσια!» Ἤτανε αὐτὸς καλός, µὰ εἶχε καὶ καλή γυναῖκα. Κι ὅποιος τύχαινε νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους, ἔτρωγε κ’ ἔπινε καὶ κοιµότανε. Κι ἂν ἤτανε καὶ πικραµένος, εὕρισκε παρηγοριά. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ καλύβι τους, ξηµερώνοντας Πρωτοχρονιὰ παραµονὴ τῆς χάρης του, κ’ ἔδωσε τὴν εὐλογία του.

    Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιµένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς οἰκουµένης, ἀρχόντοι, δεσποτάδες κ’ ἐπίσηµοι ἄνθρωποι, πλὴν ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρὰ πῆγε στὸ µαντρὶ τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογηµένου.

    Σὰν βολέψανε τὰ πρόβατα, µπῆκε µέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸ γέροντα:

    Γέροντα, µεγάλη χαρὰ ἔχω ἀπόψε ποὺ ἦρθες, ν’ ἀκούσουµε κι ἐµεῖς κανένα γράµµα, γιατί δὲν ἔχουµε ἐκκλησιὰ κοντά µας, µήτε κἄν ρηµοκκλήσι. Ἐγὼ ἀγαπῶ πολὺ τὰ γράµµατα τῆς θρησκείας µας, κι ἂς µὴν τὰ καταλαβαίνω, γιατί εἶµαι ξύλο ἀπελέκητο. Μιά φορά µᾶς ἦρθε ἕνας γέροντας Ἁγιονορίτης καὶ µᾶς ἄφησε τούτη τὴν ἁγιωτικὴ φυλλάδα, κι ἂν λάχει νὰ περάσει κανένας γραµµατιζούµενος καµµιὰ φορά, τὸν βάζω καὶ τὴν διαβάζει. Ἐγὼ ὅλα - ὅλα τὰ γράµµατα ποὺ ξέρω εἶναι τρία λόγια ποὺ τὰ ’λεγε ἕνας γραµµατιζούµενος, ποὺ ἔβγαζε λόγο στὸ χωριό, δυὸ ὧρες ἀπὸ δῶ, κι ἀπὸ τὶς πολλὲς φορὲς ποὺ τὰ ’λεγε, τυπωθήκανε στὴ θύµισή µου. Αὐτὸς ὁ γραµµατικὸς ἔλεγε καὶ ξανάλεγε: «Σ’κώνιτι οὑ µήτηρ του κι τούν ἀνισπάζιτι κί τοῦ λέγ’: Τέκνου µου! Τέκνου µου!» Αὐτὰ τὰ γράµµατα ξέρω...» Ἤτανε µεσάνυχτα. Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε. Ὁ Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε ἀπάνω καὶ στάθηκε γυρισµένος κατὰ τὴν ἀνατολὴ κ’ ἔκανε τὸν σταυρὸ του τρεῖς φορές. Ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ ταγάρι του µιά φυλλάδα κ’ εἶπε:

    «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡµῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!»

    Ὁ Γιάννης πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του. Ἡ γυναίκα βύζαξε τὸ µωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάθηκε κοντὰ στὸν ἄντρα της.

    9

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Κι ὁ γέροντας εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ’ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτοµῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τ’ ἀπολυτίκιο, ποὺ λέγει «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἔψελνε γλυκὰ καὶ ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κ’ ἡ Γιάνναινα τὸν ἀκούγανε µὲ κατάνυξη καὶ κάνανε τὸν σταυρό τους. Κ’ εἶπε ὁ Ἅγιος Βασίλης τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς ἑορτῆς «Δεῦτε λαοί, ἄσωµεν», χωρὶς νὰ πεῖ τὸν δικό του Κανόνα «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ’ ὕστερα εἶπε ὅλη τή Λειτουργία, κ’ ἔκανε ἀπόλυση.

    Καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογηµένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ µπάρµπα-Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συµµαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.

    Καὶ σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴν βασιλόπιττα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρά. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ µαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴν βασιλόπιττα κ’ εἶπε:

    «Εἰς τὸ ὄνοµα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος!»

    Κ’ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κοµµάτι κ’ εἶπε: «Τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε δεύτερο κ’ εἶπε: «Τῆς Παναγίας», κ’ ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καί δὲν εἶπε: «Τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «Τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογηµένου!»

    Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέγει:

    «Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἄη - Βασίλη!»

    Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

    «Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα!»

    Κ’ ἔκοψε ἕνα κοµµάτι κ’ εἶπε:

    «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!»

    Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κοµµάτια, καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ µωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ µογιλάλου», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».

    Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:

    «Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου;»

    Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

    «Ἔκοψα, εὐλογηµένε!»

    Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!

    Ἔστρωσε ἡ γυναίκα γιὰ νὰ κοιµηθοῦνε. Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάµες του κ’ εἶπε τὴ δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπὰς στὴ Λειτουργία:

    «Κύριος ὁ θεός µου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰµὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς µου…»

    Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κ’ ἑτοιµαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης:

    Ἐσύ, γέροντα, ποὺ ξέρεις τὰ γράµµατα. πές µας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἄη - Βασίλης; Οἱ ἄρχοντοι κ’ οἱ βασιλιάδες τί ἁµαρτίες µπορεῖ νὰ ’χουνε; Ἐµεῖς οἱ φτωχοὶ εἴµαστεν ἁµαρτωλοὶ καὶ κακορρίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια µᾶς κάνει νὰ κολαζόµαστε.»

    Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάµες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ του ἀλλιώτικα:

    «Κύριε ὁ Θεός µου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστιν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθης, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...» Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογηµένος.

    10

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    .…..Αὐτὲς τὶς µέρες γινόµαστε -ἐξωτερικά, ἀλίµονο, τὶς περισσότερες φορές- πιὸ φιλέορτοι καὶ πιὸ φιλόχριστοι. Θυµούµαστε τὰ παιδικά µας χρόνια καὶ τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ χωριοῦ µας, oἱ ξενητεµένοι, καὶ δακρύζουµε. Ὅλοι σχεδὸν ἀποφασίζουµε ν’ ἀφήσουµε τὶς φροντίδες καὶ τὶς καθηµερινὲς βιοτικὲς µέριµνες καὶ νὰ “γιορτάσουµε” τὰ Χριστούγεννα. Σ’αὐτὸ θὰ µᾶς βοηθήσουνε πολλοὶ παράγοντες -νὰ γιορτάσουµε δήλ. µὲ ὅση κοσµικότητα ἐπιβάλλεται ἀπ’ τὰ ἔθιµα ἤ τὸν καινούργιο θεὸ τοῦ τουρισµοῦ, ποὺ ξεσηκώνει τὴν oἰκoγένεια καὶ τὴ σκορπίζει στοὺς πέντε ἀνέµους, γιὰ νὰ γιορτάσουν “γραφικώτερα” τὰ Χριστούγεννα.

    Βέβαια δὲν θὰ λείψουν ἀπ’ τὴν ἀτµόσφαιρα τῆς γιορτῆς κ’ oἱ πανηγυρισταὶ τῶν ἐφηµερίδων. Ἐκεῖνοι ποὺ ὡς τὰ χτές, ὅλον τὸν χρόνο, βουτοῦσαν τὴν πέννα τους στὶς µεγαλύτερες βρωµιές, ἀπὸ κάθε ἄποψη καὶ κλίµα, καὶ µᾶς ἔδιναν τὰ πιὸ ἄνοστα καὶ τὰ πιὸ ἀκαλαίσθητα πορνογραφήµατα καὶ βαναυσουργήµατα, θά’ ρθοῦν τώρα κοντὰ στὸ στασίδι ποὺ ψέλνει µὲ σεµνότητα ὁ Παπαδιαµάντης κι ὁ Μωραϊτίδης τὰ χριστουγεννιάτικα, καὶ θ’ ἀρχίσουν κι αὐτοὶ νὰ µιµοῦνται τὸ ψάλσιµό τους. Κι ἂν τυχὸν καταλάβουν τὴν παραφωνία τους καὶ σιωπήσουν, θὰ παραλάβουν - ὅπως κάθε χρόνο δά µᾶς ἔχουν συνηθίσει - τοὺς δυὸ Σκιαθίτες, καί, λέγοντας τὶς χιλιοειπωµένες ἀναµνήσεις µὲ κοινότοπα ἀναµασήµατα, θὰ παραστήσουν τοὺς πνευµατικοὺς ἀνθρώπους ποὺ συµµετέχουν στὸ µεγάλον ἑορτασµὸ τῶν Χριστουγέννων, δίχως µιά λέξη νὰ µᾶς ποῦν γιὰ τὸ ὑπερφυές, τὸ “ξένον καὶ παράδοξον µυστήριον” τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ θείου Λόγου.

    Τὸ νὰ µιλᾶς, ὅµως, γιὰ τὸν Παπαδιαµάντη καὶ τὸ Μωραϊτίδη τὰ Χριστούγεννα ἤ τὸ Πάσχα, ἐπειδὴ τὸ καλεῖ ἡ περίσταση καὶ ἡ ἐπικαιρότητα, δίχως νὰ συγγενεύεις πνευµατικὰ µὲ τὸν κόσµο τους καὶ δίχως νὰ προσπαθεῖς νὰ µιµηθεῖς τὸν ἐνάρετο βίο τους ἤ ὅ,τι τέλος πάντων καλό τούς ἀναγνωρίζεις πὼς εἶχαν κατορθώσει, δείχνει πὼς ἡ πορεία σου γιὰ τὴ Βηθλεὲµ δὲν εἶναι σωστή, ἡ δὲν ἔγινε καθόλου

    αὐτὴ ἡ πορεία, κι οὔτε τὴν αἰσθάνεσαι σὰν ἀνάγκη. Εἶσαι ἕνας βολεµένος ἀνθρωπάκος, ποὺ δὲν ξέρεις τί σοῦ λείπει, ὅταν ζεῖς δίχως τὸ ζεστὸ ἐκεῖνο ἀστέρι καὶ δίχως τὴ γέννηση τῆς Βηθλεέµ. Καὶ στὴ θέση αὐτῶν τῶν λογοτεχνῶν ἡ δηµοσιογράφων, ποὺ χριστιανίζουν αὐτὲς τὶς µέρες δίχως νὰ νιώθουν τίποτε βαθύτερο, ἔξω ἀπὸ µία νοσταλγία τῶν παιδικῶν τους χρόνων µὲ τ’ ἀπαραίτητα χριστουγεννιάτικα ἀναπολήµατα, βρίσκονται καὶ πολλοὶ ἄλλοι χριστιανοί, ποὺ γιορτάζουν ἐπιφανειακά, κοσµικὰ καὶ µ’ ἕναν τρόπο σαρκικὸ τὰ Χριστούγεννα.

    Μὰ ὅσοι ἐπιθυµοῦν νὰ αἰσθανθοῦν κάτι πνευµατικώτερο, κάτι βαθύτερο καὶ συγκλονιστικώτερο γιὰ τὴ ζωὴ τῆς ταλαιπωρηµένης µας ψυχῆς, δὲν φτάνει νὰ διαβάσουν τὴν ἐπίκαιρη φιλολογία ποὺ προσφέρουν οἱ κάθε λογῆς φυλλάδες. Πρέπει νὰ ξεκινήσουν -ἤδη πρέπει νάχουν ξεκινήσει ἀπὸ µέρες τώρα - γιὰ τὴ µακρινὴ πολίχνη, τῆς Ἰουδαίας, τὴ φτωχικὴ Βηθλεέµ. Νὰ περπατήσουν πολύ, µὲ ὁδηγὸ τὸ λαµπερὸ ἀστέρι τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ταπεινώσεως, γιὰ νὰ βροῦν τὴ φάτνη. Κι ἀφοῦ προσκυνήσουν τὸ θεῖο Βρέφος, νὰ κοινωνήσουν τὸ “ξένον καὶ παράδοξον µυστήριον”.

    Δίχως αὐτὴ τὴν κοινωνία τοῦ Μυστηρίου, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα γεγονός, ποὺ περνᾶ ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχή µας, ἕνα γεγονὸς ἀδιάφορο. Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν γεννηθεῖ µυστικὰ στὴ µέσα µας Βηθλεέµ, καὶ δὲν κοινωνήσουµε προσωπικὰ τὴν ἐνανθρώπησή του, ἡ σκοτεινὴ σπηλιὰ τῆς καρδιᾶς µας ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ γίνει οὐρανός, ὅπως ἔγινε τότε, πρὶν δυὸ χιλιάδες χρόνια, ὅταν “ὁ ἀχώρητος παντί, ἐν τῇ γαστρί τῆς Παρθένου ἐχωρήθη” καὶ γεννήθηκε στὸ ταπεινὸ σπήλαιο………..

    11

    Ξένον καὶ παράδοξον Μυστήριον

    Παντελῆ Πάσχου

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν καὶ ἐν τῇ Παρθένῳ κατώκησεν ερου ρεµ ερου ρεµ ρερου ρερου ρερου ρεµ χαῖρε Ἄχραντε.Βασιλεὺς τῶν ὅλων καὶ Κύριος ἦλθε τὸν Ἀδὰµ

    ἀναπλάσασθαι ερου ρεµ ερου ρεµ ρερου ρε και τενενά χαῖρε Δέσποινα.Γηγενεῖς σκιρτᾶτε καὶ χαίρεσθε, τάξεις τῶν

    ἀγγέλων εὐφραίνεσθε ερου ρεµ ερου ρεµ ρερου ρερου ρερου ρεµ χαῖρε Ἄχραντε. ∆εῦτε ἐν σπηλαίῳ θεάσασθαι, κείµενον ἐν φάτνῃ

    τὸν Κύριον ερου ρεµ ερου ρεµ ρερου ρε και τενενα χαῖρε Δέσποινα. Ἐξ ἀνατολῶν µάγοι ἔρχονται δῶρα

    προσκοµίζουσι ἄξια. ερου ρεµ ερου ρεµ ρερου ρερου ρερου ρεµ χαῖρε Ἄχραντε. Ζητοῦν προσκυνῆσαι τὸν Κύριον, τὸν ἐν τῷ

    σπηλαίῳ τικτόµενον. ερου ρεµ ερου ρεµ ρερου ρε τε και τενενα χαῖρε Δέσποινα. Ἡ ἀστὴρ τοὺς µάγους ὡδήγησεν ἄνω τοῦ

    σπηλαίου τοὺς ἔφερεν Θεὸς Βασιλεὺς προαιώνιος τίκτεται ἐκ κόρης

    Θεόπαιδος. Ἰδὼν ὁ Ἡρῴδης ἐθαύµασε τὴν ὑπὸ τῶν µάγων

    ἀκρίβειαν. Κράζει καὶ βοᾶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς τοὺς

    δοξολογοῦντας τὸν Κύριον. Λέγετε σοφοὶ καὶ διδάσκαλοι ἆρα ποῦ γεννᾶται ὁ

    Κύριος.Μάγοι των κηρύττουν καὶ λέγουσι Βασιλέα µέγα

    καὶ Κύριον. Τεριριριρεµ τεριριριρεµ τεµ και ανανες χαῖρε ἄχραντε, τεµ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.

    Νῦν Ἡρῴδης σήµερον ἤκουσεν ἀληθείας θαῦµα κι ἐθαύµασεν Τεριριριρεµ τεριριριρεµ τεµ και ανανες χαῖρε ἄχραντε, τεµ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα. Ξένον καὶ παράδοξον ἄκουσµα, τὴν ὑπὸ τῶν

    µάγων ἀκρίβειαν Τεριριριρεµ τεριριριρεµ τεµ και ανανες χαῖρε ἄχραντε τεµ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα. Ὁ µακροθυµήσας καὶ Κύριος, σῶσαι τοὺς εἰς Σε

    καταφεύγοντας Τεριριριρεµ τεριριριρεµ τεµ και ανανες χαῖρε ἄχραντε τεµ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα. Ποιµένες ἰδόντες ἐδόξαζον, δόξα ἐν ὑψίστοις

    ἐκραύγαζον. Ῥῆµα Ἰωσὴφ νύκτα ἤκουσεν ἄγγελος Κυρίου

    ἐλάλησε. Σήµερον γεννᾶται ὁ Κύριος καὶ πᾶσα ἡ κτίσις

    ἀγάλλεται. Τρεῖς τὰς ὑποστάσεις ἐγνώκαµεν· Πατέρα, Υἱόν,

    Πνεῦµα Ἅγιον. Ὑπὸ ἀρχαγγέλων ὑµνούµενον καὶ τῶν Σεραφεὶµ

    δοξαζόµενον. Ερου ρεµ ερου ρεµ ερου ερου ρεµ χαῖρε ἄχραντε. Φῶς ἐν τῷ σπηλαίῳ ἐπέφανεν καὶ τὸν κόσµον

    ὅλον ἐφώτισε. Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος. Χαίρουσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται καὶ πανηγυρίζει,

    εὐφραίνεται.Ερου ρεµ ερου ρεµ ερου ερου ρεµ χαῖρε ἄχραντε. Ψάλλοντες Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡµῶν τὸν ἐν τῷ

    σπηλαίῳ τικτόµενον. Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος. Ὦ παρθενοµήτορ καὶ Δέσποινα· σῷζε τοὺς εἰς

    Σὲ καταφεύγοντας.Ερου ρεµ ερου ρεµ ερου ερου ρεµ χαῖρε ἄχραντε. Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος.

    12

    Βυζαντινὰ Κάλαντα Χριστουγέννων

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ µέγα αὐτὸ γεγονὸς τῆς ἱστορίας τοῦ κόσµου, γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία µὲ δοξολογία καὶ κατάνυξη, ποὺ θαυµαστὰ ἐκφράζονται στὴν ἡδυµελὴ ὑµνογραφία καὶ τὴν εἰρηνόχυτο εἰκονογραφία.

    Ἔτσι µέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἁπλὸς ὀρθόδοξος χριστιανὸς ζεῖ τὸ µυστήριο τῆς σαρκώσεως µὲ τὶς αἰσθήσεις του, ποὺ µ ε τ α µ ο ρ φ ών ο ν τ α ι , γιὰ νὰ γίνουν µέσα κοινωνίας µὲ τὸ ἄρρητο. Πρ ο σκυνών τα ς τ ὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως «βλέπει» µὲ τὰ µάτια του τὴ θεολογία τῆς Σ α ρ κ ώ σ ε ω ς κ α ὶ αἰσθάνεται τὴν εὐφροσύνη τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄγευστος π ν ε υ µατ ι κῆ ς ζωῆ ς µελετητής, µπορεῖ κἰ ἀπὸ αὐτὴν καὶ µόνο τὴν εἰκόνα ν̓ ἀντιληφθεῖ τὸ πνευµατικὸ µεγαλεῖο, τὸ µυστικὸ βάθος καὶ τὸ αἰσθητικὸ κάλλος τῆς Ὀρθοδόξου τέχνης, ποὺ συνήθως τὴ λέµε βυζαντινή.

    Τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως στὴν ὁλοκληρωµένη της µορφὴ τὴ βρίσκουµε κυρίως στοὺς ἔπειτα ἀπὸ τὴν εἰκονοµαχία χρόνους. Στὴν Ἑλλάδα µᾶς ἔχουν σωθεῖ δυὸ ἐκκλησίες τοῦ 11ου αἰ., καθολικὰ ἄλλοτε τῶν Μοναστηριῶν τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ τοῦ Δαφνίου, ποὺ στὰ ψηφιδωτά τους βλέπουµε τὴν παράσταση τῆς Γεννήσεως στὴν

    αὐθεντικώτερή της µορφή. Ἄς συνοψίσουµε τὰ βασικὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὴν εἰκόνα.

    Τὸ κεντρικὸ τµῆµα καταλαµβάνει βουνὸ «βραχῶδες, ἀλλ̓ εὔχαρι καὶ φωτεινόχρωµο», ποὺ στὴν κοιλιά του ἀνοίγεται σκοτεινόχρωµο σπήλαιο καὶ µέσα φάτνη µὲ τὸν νήπιο Χριστὸ ἐσπαργανωµένο, ἐνῷ ἡ Παναγία - Μητέρα του εἶναι στὸ πλάι

    ξαπλωµένη πάνω σ̓ ἕνα στρῶµα. Ἄλλοτε εἰκονίζεται καθισµένη ἢ γονατιστή. Πίσω ἀπὸ τὴ φάτνη προβάλλουν τὰ κεφάλια τους δυὸ ἀγαθὰ ζῷα, βόδι καὶ ὀνάριο ζεσταίνοντας τὸ θεῖο Βρέφος µὲ τὴν ἀναπνοή τους. Ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κάτω ἄκρο τῆς εἰκόνας, κάθεται συλλογισµένος ὁ Ἰωσὴφ ἔχοντας ἴσως ἀκόµη τὸ σαράκι τῆς ἀµφιβολίας µέσα του. Στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς εἰκόνας παριστάνεται τὸ πρῶτο λουτρό, ποὺ ἔκανε ἡ µαία Σαλώµη στὸ Νεογέννητο.

    Δεξιὰ κἰ ἀριστερὰ ἀπὸ τὸ βουνὸ ἄγγελοι

    προσκυνοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸ Χριστὸ ἢ φέρνουν στοὺς ποιµένες, ποὺ ξενυχτοῦν, τὸ χαροποιὸ ἄγγελµα. Ἕνα τσοπανόπουλο κάθεται διπλοποδισµένο παίζοντας φλογέρα. Ζωγραφίζονται ἀκόµη καὶ ἄλλοι τσοπάνοι µὲ τὰ κοπάδια τους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη ἔρχονται ντυµένοι µὲ τὶς ἐξωτικές τους φορεσιὲς οἱ τρεῖς Μάγοι κοµίζοντας τὰ βασιλικὰ τους δῶρα.

    13

    Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου

    στὴν Ὀρθόδοξη τέχνη

    Νικoλάου Ζία

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Ὁ λαµπρὸς ἀστέρας, ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε, ἔχει σταθεῖ πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, «ὡσὰν δροσοσταλίδα κρεµάµενη ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τοῦ Χριστοῦ», ὅπως γράφει ὁ µακαριστὸς Φώτης Κόντογλου. Ὁ ἴδιος ἁγιογράφος - συγγραφέας ὁλοκληρώνει τὴν περιγραφὴ τῆς παραστάσεως µὲ τὴ λιτὴ φύση, ποὺ τὴ στολίζει: «Ἄγρια πρινάρια καὶ εὐώδη χόρτα, µυρσίνες, θυµάρια καὶ ἄλλα στολίζουν ταπεινὰ τοὺς βράχους, ὅπως τὰ βλέπει κανένας εἰς τὰ εὐλογηµένα βουνὰ τῆς πατρίδος µας».

    Εἴπαµε στὴν ἀρχή, ὅτι ἡ εἰκόνα φανερώνει τὴ θεολογία, τὸν πνευµατικὸ χαρακτήρα τῆς Γεννήσεως· καὶ πρὶν νὰ δοῦµε τὸ καθένα στοιχεῖο τῆς συνθέσεως τί συµβολικὰ ἀποκαλύπτει, ἂς δοῦµε ὁλόκληρη τὴ σύνθεση µαζὶ καὶ τὴν τεχνοτροπία της. Ἡ σύνθεση στοιχείων ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πραγµατικότητα (βουνό, σπήλαιο, φάτνη, κ.λ.π.) µὲ τὸ πνευµατικὸ στοιχεῖο τοῦ Οὐρανοῦ, ποὺ συµβολίζει τὸ χρυσὸ βάθος τῆς εἰκόνας, καθὼς καὶ ὁ ἀντιρεαλιστικὸς δισδιάστατος χαρακτήρας τῆς ζωγραφικῆς µᾶς δίνουν ὀπτικὰ τὴ σύνθεση τοῦ γήινου καὶ τοῦ θείου, τὴν ἕνωση τοῦ ἀνθρωπίνου καὶ τοῦ θείου· καὶ αὐτὸ γιατί οὔτε ἀνθρωποποιεῖ τὴν παράσταση σὰν µία παχυλὴ εἰδωλοποίηση στὸν καθρέφτη, οὔτε ἀφαιρεῖ τὴν ἱστορικότητα τῶν γήινων στοιχείων καὶ συστατικῶν, ἀλλὰ τὰ µεταµορφώνει. Ἡ σύνθεση ἀκολουθεῖ περισσότερο - στὶς λεπτοµέρειες ἰδίως - τὴν ὑµνογραφικὴ παράδοση, ποὺ ἔχει σχέση µὲ τὰ λεγόµενα Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια. Ἔτσι ζωγραφίζεται σπήλαιο σκοτεινόχρωµο, σὰν τὴ σκοτεινιὰ τοῦ προχριστιανικοῦ κόσµου, ὅπου λάµπει κατάλευκο τὸ ἐσπαργανωµένο Βρέφος.

    Στὴ Δυτικὴ ζωγραφικὴ ὁ µικρὸς Χριστὸς εἰκονίζεται γυµνός, ἐνῷ τὸ Εὐαγγέλιο σαφῶς µᾶς λέει «καὶ σπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τὴ φάτνη» (Λουκ. β́ 6).

    Τὰ δυὸ ζωντανὰ µᾶς ὑπενθυµίζουν κάθε φορὰ ποὺ προσκυνοῦµε τὴν εἰκόνα ὅτι «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάµενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ, Ἰσραὴλ δὲ µὲ οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός µου οὐ συνῆκεν» (Ἡσ. ά 3).

    Τὴν κεντρικὴ θέση στὴ σύνθεση κατέχει µαζὶ µὲ τὸ Χριστὸ ἡ Παναγία καὶ ἔχει κανεὶς τὴν ἐντύπωση, ὅτι ἀποτελοῦν τὸν κεντρικὸ κύκλο δείχνοντας τὴ σηµασία τῆς Παναγίας στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς Παναγίας τονίζεται ἡ σηµασία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ ἡ συµβολή του στὴ θεία συγκατάβαση. Ὁ Ἰωσὴφ µένει ἔξω ἀπὸ τὸ κύκλωµα αὐτό. Ἔτσι ἀµέσως µὲ τὴν πρώτη µατιὰ συνειδητοποιεῖ ὁ πιστὸς ὅτι ἄνανδρος ἡ σύλληψις, καὶ ὁ Ἰωσήφ, καθὼς µάλιστα κάθεται συλλογισµένος, ἐπιβεβαιώνει µὲ τὴν ἄγνοιά του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀµφιβολία του τὸ µέγα µυστήριον. Ἕνα τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας θαρρεῖς ὅτι ὑποµνηµατίζει αὐτὴν τὴν ἀµφιβολία:

    «Τάδε λέγει Ἰωσὴφ πρὸς τὴν Παρθένον Μαρία, τί τὸ δρᾶµα τοῦτο, ὃ ἐν σοὶ τεθέαµαι; Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταµαι καὶ τὸν νοῦν καταπλήττοµαι.... οὐκ ἔτι φέρω λοιπόν, τὸ ὄνειδος ἀνθρώπων...».

    Ἡ σκεπτικὴ στάση τοῦ Ἰωσὴφ δίνει κουράγιο σ̓ ὅσους ταλαιπωροῦνται ἀπὸ λογισµοὺς ἀµφιβολίας, ὅσον ἀφορᾶ τὴ µυστηριακὴ Γέννηση. Ὅσοι δὲν µποροῦν νὰ δεχτοῦν µὲ ἁπλῆ καρδιά, τὸ µήνυµα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως οἱ καλόκαρδοι ποιµένες, ἐλπίζουν στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν ἀµφιβολιῶν καὶ τῶν διαφόρων δεινῶν λογισµῶν. Γιατί σὲ ἄλλο τροπάριο ὁ Ἰωσὴφ θὰ δώσει τὴν ἀπάντηση:

    «Ἐγώ, φησί, τοὺς προφήτας ἐρευνήσας καὶ χρηµατισθεὶς ὑπὸ ἀγγέλου πέπεισµαι ὅτι Θεὸν γεννήσει ἡ Μαρία ἀνερµηνεύτως».

    Οἱ Μάγοι - σοφοὶ καὶ καλοπροαίρετοι ἀναζητητὲς τῆς ἀλήθειας τοῦ καιροῦ τους γίνονται ἐδῶ ἐκπρόσωποι ὅλων ὅσων ψάχνουν καὶ πορεύονται δρόµους µακρυνούς, γιὰ νὰ βροῦν τὴν ἔνσαρκο ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ τεχθείς Χριστός.

    Μένει ἀκόµα ἡ τρυφερὴ λεπτοµέρεια τοῦ πρώτου λουτροῦ τοῦ Βρέφους. Ἴσως παραξενεύει καµιὰ φορὰ τοὺς πιστοὺς ἡ σκηνὴ αὐτή, ἀλλὰ ἡ Παράδοση τὴ δέχεται ἤδη ἀπὸ τὸν 6ον αἰ. µέχρι σήµερα µὲ σποραδικὲς ἑξαιρέσεις. Στὸ τρυφερὸ αὐτὸ γεγονός, ἐκτὸς ἀπὸ µία οἰκειότητα, ποὺ

    14

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    προσδίδουν στὴν εἰκόνα ὁρισµένοι θεολόγοι, βλέπουν µίαν ἀκόµη ἐπίρρωση στὴν πίστη τῆς σαρκώσεως καὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Κἰ ἀκόµη µὲ τὸ βύθισµα στὸ λουτρὸ πιστεύουν ὅτι προεικονίζεται ἡ Βάπτισις τοῦ Κυρίου.

    Ἂν κάνουµε µία σύγκριση µὲ τὴν εἰκονογραφία στὴ Δύση, ἰδίως µετὰ ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση, θὰ βροῦµε ἀρκετὲς διαφορές, ποὺ µερικὲς σηµαίνουν τὴ διαφορὰ τοῦ πνεύµατος ἀνάµεσα στὶς δυὸ παραδόσεις. τὸ σπήλαιο γίνεται ἕνας στάβλος ἰδωµένος µὲ ροµαντικὴ µατιά, ποὺ ὅλο καὶ τὸν ἐξωραΐζει. Ἡ Παναγία εἶναι µία ὄµορφη χωριατοπούλα καὶ ὁ Χριστὸς ἕνα χαριτωµένο παχουλὸ µωρό, ποὺ εἰκονίζεται µάλιστα γυµνό. Ὁ Ἰωσὴφ παίρνει θέση δίπλα στὸ Βρέφος, ἰσάξια µὲ τὴν Παναγία. Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων µετατρέπεται σὲ µία πολυπρόσωπη παρέλαση τῆς ἀριστοκρατίας τοῦ καιροῦ τοῦ ζωγράφου. Ὁ συναισθηµατισµὸς µὲ τὶς ροµαντικὲς προεκτάσεις του καὶ κάποτε τὶς κλασσικιστικὲς ἀναµνήσεις του παραµερίζει τὸ Μυστήριο µεταλλάσσοντας τὴ συµβολικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀρρήτου αὐτοῦ µυστηρίου σὲ ὡραία καταγραφὴ ἑνὸς µυθικο—ιστορικοῦ γεγονότος µέσα στὰ πλαίσια τῆς Οὑµανιστικῆς ἀµορφίας καὶ τῆς καλοµελετηµένης ἁρµονίας.

    Ἐπιστρέφοντας στὴν Ὀρθόδοξη Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως βλέπουµε πράγµατα, ποὺ ξεπερνοῦν τὴ λογικὴ καὶ τὴν καλοστηµένη τάξη. Βλέπουµε πράγµατα γιὰ τὴν κρίση µας παράδοξα.

    Ὁ Χριστὸς π.χ. νὰ εἰκονίζεται στὴ φάτνη καὶ συγχρόνως καὶ στὸ λουτρό. Οἱ Μάγοι νὰ παριστάνονται δυὸ φορές.

    Τὸ χρόνο ὁ ὀρθόδοξος ζωγράφος τὸν χρησιµοποιεῖ ἐλεύθερα, γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο. Γιατί κἰ ἂν σαρκώθηκε καὶ γεννήθηκε σὲ µία ἱστορικὴ στιγµή, δὲν παύει νὰ εἶναι χτὲς καὶ σήµερα καὶ αὔριο ὁ Ἴδιος. Αὐτὴ τὴν ὑπέρβαση τοῦ χρόνου, τὸ λειτουργικὸ χρόνο, ὅπου τὰ πάντα εἶναι παρόν, µᾶς παρουσιάζει µὲ τὰ µέσα της ἡ ζωγραφική.

    Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Γεννήσεως µορφοποιεῖ τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, βρίσκοντας τὸ µέτρο ἀνάµεσα στὸ θεϊκὸ καὶ τὸ ἀνθρώπινο, δοξολογεῖ µὲ χρώµατα καὶ σχήµατα, µὲ τρυφερότητα, ἀλλὰ χωρὶς γλυκερότητα, τὴν ἐνανθρώπηση καὶ προσφέρει στὸν πιστὸ τὴν πύλη γιὰ τὴν εἴσοδο στὸ Μυστήριο, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰσθητικὴ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη τῆς ἀληθινῆς τέχνης.

    15

    Πρωτοχριστιανικὸς Ὕµνος εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδαν ψαλλόµενος κατὰ τὴν πρώτην τοῦ ἔτους ἡµέραν

    Σε πάτερ κόσµων, πάτερ αἰώνων, µέλπωµεν ὁµοῦ, πᾶσαι τε θεοῦ λόγιµοι δοῦλοι. ὅσα κόσµος ἔχει πρὸς ἐπουρανίων ἁγίων σελάων πρυτανήσω σιγάτω µηδ᾿ ἄστρα φαεσφόρα λαµπέσθων ἀπολειόντων ῥιπαὶ πνοιῶν, πηγαὶ ποταµῶν ῥοθίων πᾶσαι ὑµνούντων δ᾿ ἡµῶν πατέρα χυιόν, χάγιον πνεῦµα πᾶσαι δυνάµεις ἐπιφωνούντων Ἀµήν Ἀµήν. κράτος, αἶνος ἀεὶ καὶ δόξα Θεῷ σωτῆρι µόνῳ πάντων ἀγαθῶν. Ἀµήν Ἀµήν.

    Πρωτοχρονιάτικος ὕµνος στὴν Ἁγία Τριάδα, ἀπὸ τὸν πάπυρο 1786 (Γ´ αἰ.) τῆς Ὀξυρύγχου.

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Καρδιὰ τοῦ χειµῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.

    Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤµους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ µόνον ροῦχον ὁπού ἐσώζετο ἀκόµη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, µορµυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν µισογκρεµισµένον σπίτι, µὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

    - Σεβτάς εἶν᾿ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς... ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

    Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁπού τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ µπάρµπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».

    Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔµορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, µαζὶ µὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.

    Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του µὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτοµπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βοµβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ µερδικά του ὅσα ἐλάµβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, µετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάµει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεµάσει καδένες χρυσὲς µὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήµατα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως µὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔµεινεν εἰµὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ̓ ὤµων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ µπαρκάρῃ σύντροφος µέ καµµίαν βρατσέραν εἰς µικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ µὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλη κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιµένος.

    Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσµον, ἦτον ἔρηµος. Εἶχε νυµφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.

    Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ µεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ µισογκρεµισµένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:

    -Σοκάκι µου µακρύ - στενό, µὲ τὴν κατεβασιά σου, κάµε κ᾿ ἐµένα γείτονα µὲ τὴν γειτόνισσά σου.

    Ἄλλοτε παραπονούµενος εὐθύµως:

    -Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού καὶ ψεύτρα, δὲν εἶπες µία φορὰ κ᾿ ἐσύ, Γιαννιό µου ἔλα µέσα.

    Χειµὼν βαρύς, ἐπὶ ἡµέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάµπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύµιζε τὸ δηµῶδες:

    Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει, κι ὁ παπὰς χειροµυλίζει.

    Δὲν ἐχειροµύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειροµύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογού καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσµατος τοῦ µπάρµπα-Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγµα ἦτο· µυλωνού ἐργαζοµένη µὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόµυλον. Σηµειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωµὶ ζυµωµένον µὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόµυλον ἢ ἀνεµόµυλον, κ̓ ἐπροτίµα τὸ διὰ χειροµύλου ἀλεσµένον.

    Καὶ εἶχεν πελατείαν µεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε µάτια µεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ µάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ̓ ἕνα γαϊδουράκι µικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσµατα.

    Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια

    Ἀλεξάνδρου Παπαδιαµάντη

    16

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 12 (Χριστούγεννα 2008)

    Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν µπάρµπα-Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.

    Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήση αὐτόν; Ἦτο ἔρηµος εἰς τὸν κόσµον.

    Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, µὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύµατά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.

    Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, µεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, µακρά, ὑψηλή, λιγνή, µὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤµους του, προέκυπτεν εἰς τὸν µακρόν, στενὸν δροµίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, µυῖαι λευκαί, τολύπαι βάµβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν̓ ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάµπῃ θαµβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόµυλον νὰ τρίζῃ ἀκόµη, καὶ ὁ χειρόµυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσαν της ν̓ ἀλέθῃ, κ̓ ἐνθυµεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁπού αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε µάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ µελίσσι, ἐσφλοµώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποιητικὰς εἰκόνας.

    - Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!... νὰ εἶχε βρόχια... νὰ εἶχε φωτιές... Νὰ τρυποῦσε µὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια... νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές... νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια... Ἕνας γέρο-Φερετζέλης πιάνει µὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

    Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο-Φερετζέλη, ὅστις νὰ διηµερεύῃ πέραν, εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν̓ ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς µισοπαγωµένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς µάτην, διὰ ν̓ ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινα χαµάδα µείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ µικροὶ µακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς ἀγριελαίας εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Βαραντᾶ, ἐξέλιπον τὰ µύρτα ἀπὸ τὰς εὐώδεις µυρσίνας εἰς τῆς Μαµοῦς τὸ ρέµα, καὶ τώρα

    τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα µὲ τὸ ἀµαυρὸν πτέρωµα, οἱ κηροµύται οἱ γλυκεῖς καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυµοι πίπτουσι θύµατα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο-Φερετζέλη.

    Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέµµα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤµους, κ̓ ἐµορµύριζεν:

    - Ἕνας Θεὸς θὰ µᾶς κρίνῃ... κ᾿ ἕνας θάνατος θὰ µᾶς ξεχωρίσῃ.

    Καὶ εἶτα µετὰ στεναγµοῦ προσέθετε:

    - K᾿ ἕνα κοιµητήρι θὰ µᾶς σµίξῃ.

    Ἀλλὰ δὲν ἠµποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιµηθῆ, νὰ µὴν ὑποψάλη τὸ σύνηθες ᾆσµα του:

    -Σοκάκι µου µακρύ - στενό, µὲ τὴν κατεβασιά σου, κάµε κ᾿ ἐµένα γείτονα µὲ τὴν γειτόνισσά σου.

    Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν µακρόν, στενὸν δροµίσκον.

    - Ἄσπρο σινδόνι... νὰ µᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ µάτι τοῦ Θεοῦ... ν᾿ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά µας... νὰ µὴν ἔχουµε κακὴ καρδιὰ µέσα µας.

    Ἐφαντάζετο ἀµυδρῶς µίαν εἰκόνα, µίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν̓ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγµατα, ὅλας τὰς ἁµαρτίας, ὅλα τὰ περασµένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ µὴ παρασταθοῦν ὅλα γυµνὰ καὶ τετραχηλισµένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόµενα, εἰς τὸ ὄµµα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡµερῶν, τοῦ Τρισαγίου. N᾿ ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δροµίσκον τὸν µακρὸν καὶ τὸν στενὸν µὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ µὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασµένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογού καὶ ψεύτ