ο αρλεκίνος

Post on 12-Apr-2017

418 views 1 download

Transcript of ο αρλεκίνος

Ο Αρλεκίνος

5ο Νηπιαγωγείο Κομοτηνής 2ο ολοήμερο τμήμα

Μάρτιος 2016

( από το βιβλίο του Roberto Piumini, σε εικονογράφηση Giovanni Manna, από τις εκδόσεις Modern times).

Αρλεκίνος …. Κατά του Bullying

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αβγό αλλιώτικο από τ’ άλλα. Ήταν ένα αβγό με χρωματιστές βούλες. Δεν το έκανε ούτε κότα, ούτε χήνα, ούτε γαλοπούλα, Το’ κανε η χαρά, κοντά σε μια βατομουριά.

Το αβγό όμως αυτό δεν το κλώσησε η χαρά. Γιατί η χαρά αμολάει αβγά και φεύγει. Το κλώσησε ο ήλιος και το φεγγάρι. Έτσι ακούστηκε ένα δυνατό ΚΡΑΚ και από μέσα βγήκε ένα αγόρι.

-Δε ξέρω το όνομά μου και δεν έχω τίποτε πάνω μου …. εκτός από ένα γερό κρύωμα. Ας κρυφτώ στη βατομουριά.

Σε λίγο είδε έναν καρδινάλιο να πλησιάζει απορροφημένο στο βιβλίο του. Έβγαλε έξω το ένα του πόδι και τότε….ο καρδινάλιος σκόνταψε, έπεσε. Προσπάθησε να τον κρατήσει και του έσκισε τα ρούχα του. Ο καρδινάλιος τρόμαξε και το’ βαλε στα πόδια.

Ο Αρλεκίνος κοιτούσε απορημένος το ύφασμα που κρατούσε στα χέρια του. Αυτό του’ δωσε μια ιδέα. -Τι όμορφο που είναι! Μ’ αυτό θα φτιάξω τα ρούχα μου. Όμως δε μου φτάνει. Από μακριά είδε τότε έναν πυροσβέστη. -Τι ωραίο χρώμα που έχει η στολή του !! Κρύφτηκε και ανέμισε το κόκκινο ύφασμα πάνω από το κεφάλι του.

Ο πυροσβέστης πλησίαζε και τότε είδε φωτιά στη βατομουριά. -Φωτιά !φωτιά ! Στη βατομουριά, είπε και έτρεξε να τη σβήσει. Με τα χέρια του άρχισε να κτυπά δυνατά το ύφασμα. Μπερδεύτηκε στο πόδι του Αρλεκίνου και έπεσε. Ο Αρλεκίνος πήγε να τον κρατήσει και του’ μεινε ένα κομμάτι πράσινο ύφασμα στο χέρι. Ο πυροσβέστης τρόμαξε και το’ βαλε στα πόδια.

Ο Αρλεκίνος είχε τώρα δυο κομμάτια ύφασμα. Τα έβαλε δίπλα- δίπλα ,αλλά και πάλι δεν έφταναν για να φτιάξει τα ρούχα του. -Χρειάζομαι κι άλλα υφάσματα σαν αυτά τα δυο. Θα κάνω το ίδιο . Έτσι παρέμεινε κρυμμένος στη βατομουριά και θα έβαζε τρικλοποδιά σε όποιον περνούσε. Ο επόμενος που πέρασε ήταν ένας αστυνομικός με ωραία μπλε στολή. Έτσι απέκτησε και ένα ωραίο μπλε ύφασμα.

Ο επόμενος ήταν ένας ωραίος καμαρωτός κύριος με ωραίο καπέλο και περήφανο βάδισμα.

Και μετά, μια πανέμορφη κυρία με υπέροχο καπέλο και εντυπωσιακό φόρεμα. Απ’ αυτήν πήρε ένα υπέροχο κομμάτι ύφασμα.

Το πόδι του Αρλεκίνου όμως πόνεσε από τις τρικλοποδιές και γι’ αυτό από τότε περπατά περίεργα με το ένα πόδι μπροστά. Όμως είχε μαζέψει 27 κομμάτια ύφασμα. -Μου φτάνουν για τη στολή μου. Όμως δεν έχω ούτε βελόνα ,ούτε κλωστή για να τα ράψω. Σκέφτηκε λίγο και …. το βρήκε. -Το βρήκα θα τα ράψω με τα μαλλιά μου. Τράβηξε μια τρίχα από τα μαλλιά του ,την πέρασε σε μια τόση δα τρυπούλα στο ένα κομμάτι, έπειτα σε μια τρυπούλα στο άλλο κομμάτι και την έδεσε κόμπο. Ύστερα τράβηξε κι άλλη μια τρίχα, κι άλλη,κι άλλη. Έτσι απέκτησε μια εντυπωσιακή πολύχρωμη φορεσιά. Ο Αρλεκίνος δεν κρύωνε πια … όμως δεν είχε και μαλλιά. Έμεινε φαλακρός. Έτσι φόρεσε καπέλο.

-Τώρα έχω φορεσιά, έχω ζέστη ,αλλά έχω και μια πείνα φοβερή !!! Επειδή όμως δεν ήξερε τι τρώγεται και τι όχι, άρχισε να δοκιμάζει. -Ας φάω τον αέρα. Όμως ούτε να τον μασήσει μπορούσε, ούτε να γεμίσει το στομάχι του. -Ας φάω το χέρι μου …… αλλά ούρλιαξε από τον πόνο. -Ας φάω τα φύλλα της βατομουριάς. Μμμμ ….. Μα αυτά είναι πικρά σαν την πίκρα της βασίλισσας, όταν ο μαγικός καθρέφτης της είπε ότι η Χιονάτη ήταν ομορφότερη από κείνη. Όμως μου’ ρχεται μια ωραία μυρωδιά ας ακολουθήσω τη μυρωδιά.

Περπάτησε και έφτασε στο παράθυρο ενός φούρνου. Είδε μέσα και μπροστά το ήταν δέκα ψωμιά αχνιστά και μυρωδάτα..Άπλωσε το χέρι του και τότε ένιωσε ένα δυνατό πόνο. -Άουτς Ο φούρναρης τον είχε κτυπήσει με μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα και τον πήρε στο κυνήγι. -Ψωμοκλέφτη, ψωμοκλέφτη, να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου. Ο Αρλεκίνος πονούσε τώρα και το πόδι αλλά και το χέρι του. Όμως έφτασε στη βατομουριά και κρύφτηκε.

-Μάλλον τα ψωμιά είναι κακό πράγμα, σκέφτηκε. Όμως η πείνα του μεγάλωνε και τότε μια άλλη μυρωδιά γαργάλησε τη μύτη του. Την ακολούθησε και βρέθηκε έξω από το παράθυρο ενός σπιτιού. Στο περβάζι βρισκόταν ένα πιάτο με φρεσκοτηγανισμένους κεφτέδες. Τέντωσε το άλλο του χέρι και τότε … ένιωσε ένα πόνο πιο δυνατό από τον προηγούμενο. -Άουτς Η νοικοκυρά τον είχε κτυπήσει στο άλλο χέρι με μια μεγάλη κουτάλα. Κι άρχισε να τον κυνηγά. -Κεφτεδοκλέφτη ! Κεφτεδοκλέφτη.! Εξαφανίσου από δω. Ο Αρλεκίνος έβαλε το πονεμένο του χέρι, κάτω από τη μασχάλη, όπως είχε και το άλλο και έφυγε να κρυφτεί στη βατομουριά του. Από τότε ο Αρλεκίνος συχνά παίρνει αυτή τη στάση.

Ο Αρλεκίνος ήταν εξαντλημένος, πεινασμένος, πονεμένος και αποκαρδιωμένος. Άρχισε να νυχτώνει και τότε άκουσε θόρυβο από τις ρόδες μιας άμαξας. Είδε μια κατάμαυρη άμαξα να έρχεται , που την οδηγούσε ένας μαυροντυμένος άντρας. -Τώρα θα σταματήσει και θα με φωνάξει, είπε.

Όμως η άμαξα προχώρησε και τότε ο Αρλεκίνος ρίχνει ένα σάλτο και ανέβηκε πάνω. Μέσα στην άμαξα, αντίκρισε τέσσερις ανθρώπους. Δυο άντρες και δυο γυναίκες. Οι άνθρωποι αυτοί ανήκαν σ’ έναν θίασο. Τη περίφημη Commedia dell arte. -Ποιος είσαι; Τον ρώτησαν. -Δεν ξέρω. Απάντησε ο Αρλεκίνος. -Τότε λοιπόν είσαι Αρλεκίνος, του είπε ο μικρόσωμος άντρας. -Θέλεις πατάτα Αρλεκίνε; Πρότεινε μια γυναίκα , όμορφα ντυμένη.

Ο Αρλεκίνος ήθελε πολύ να φάει, όμως φοβόταν μήπως τον αρχίσουν στις ξυλιές. Δεν τόλμησε να απλώσει το χέρι του, σήκωσε μόνο το κεφάλι του ψηλά και άνοιξε το στόμα. Τότε οι άνθρωποι άρχισαν να τον ταΐζουν. Ο Αρλεκίνος δεν μπορούσε να πιστέψει την τύχη του!!! Ήταν τόσο ευτυχισμένος !! Ο Αρλεκίνος από τη χαρά του έπεσε ανάσκελα κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του, σαν το σκυλάκι που ζητά χάδια. Οι υπόλοιποι γελώντας με τη ψυχή τους τον τάιζαν στο στόμα. Έτσι ο Αρλεκίνος αποφάσισε να πάει μαζί τους , να συμμετέχει και αυτός στο θίασό τους και να κάνει τον κόσμο να γελάει. Ο Αρλεκίνος, γέννημα της χαράς, σκορπούσε πια τη χαρά γύρω του. Και το μυστικό του;; Να είναι πάντα χορτάτος !!

Ο θίασος του 5ου Νηπιαγωγείου Κομοτηνής

Αρλεκίνος : η Άννα

Πρωταγωνιστούν με σειρά εμφάνισης:

Καρδινάλιος : η Μαρία Πυροσβέστης: ο ΜΙχάλης

Κυρία: η Δήμητρα Κύριος: ο Κωνσταντίνος Αστυνομικός : ο Δημήτρης

Φούρναρης: ο Βασίλης Νοικοκυρά: η Χρυσάνθη

Αμαξάς: ο Αλέξανδρος Κυρία της άμαξας: η Ελισάβετ

Κυρία της άμαξας: η Κατερίνα

Ο αμαξάς και οι επιβάτες (από την πρόβα)

Κύριος της άμαξας : Ο Νικόλας Κύριος της άμαξας : Ο Στράτος

Παρουσίαση στο 1ο τμήμα